Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

[ ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ ]

   1558
   Ο Νεντ Γουίλαρντ επέστρεψε στο Κίνγκσμπριτζ μέσα σε χιονοθύελλα.
   Ανέβηκε κόντρα στο ρεύμα από το λιμάνι του Κομπ στην καμπίνα μιας αργοκίνητης φορτηγίδας γεμάτης υφάσματα από την Αμβέρσα και κρασί από το Μπορντό. Όταν υπολόγισε ότι το πλοίο κόντευε επιτέλους να φτάσει στο Κίνγκσμπριτζ, τύλιξε τον γαλλικό μανδύα πιο σφιχτά γύρω από τους ώμους του, τράβηξε την κουκούλα πάνω από τ' αυτιά του, βγήκε στο ανοιχτό κατάστρωμα και κοίταξε πέρα.
   Στην αρχή απογοητεύτηκε·  το μόνο που είδε ήταν το χιόνι που έπεφτε. Όμως η λαχτάρα του να δει την πόλη ήταν σαν πόνος και προσπάθησε να διαπεράσει με το βλέμμα του τις νιφάδες, όλος ελπίδα. Ύστερα από λίγο, η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε και η θύελλα άρχισε να καταλαγιάζει. Ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού εμφανίστηκε σαν έκπληξη. Κοιτάζοντας πάνω από τις κορυφές των δέντρων που τον περιέβαλλαν, είδε τον πύργο του καθεδρικού -τριακόσια πέντε πόδια ύψος, όπως γνώριζε κάθε μαθητής του σχολείου του Κίνγκσμπριτζ. Οι φτερούγες του πέτρινου αγγέλου που φυλούσε την πόλη από την κορυφή του κωδωνοστασίου είχαν ένα φεστόνι χιονιού στις άκρες τους και τα γκριζωπά φτερά φαίνονταν κατάλευκα. Καθώς κοιτούσε, μια ηλιαχτίδα άγγιξε στιγμιαία το άγαλμα και το χιόνι φωτοβόλησε σαν ευλογία. Μετά η θύελλα πύκνωσε πάλι και ο άγγελος χάθηκε από τα μάτια του.
   Για κάμποση ώρα έβλεπε μόνο δέντρα, αλλά η φαντασία του είχε χορτάσει. Σε λίγο θα ξανάβλεπε τη μητέρα του ύστερα από ενός χρόνου απουσία. Δε θα της έλεγε πόσο πολύ του είχε λείψει, γιατί ένας άντρας έπρεπε να είναι ανεξάρτητος και αυτάρκης στην ηλικία των δεκαοχτώ ετών.
   Πιο πολύ απ' όλους όμως του είχε λείψει η Μάρτζερι. Την είχε ερωτευτεί, κατά ολέθρια χρονική συγκυρία, μόλις μερικές βδομάδες πριν φύγει από το Κίνγκσμπριτζ για να περάσει ένα χρόνο στο Καλαί, το υπό αγγλική διοίκηση λιμάνι στη βόρεια ακτή της Γαλλίας. Από μικρός γνώριζε και συμπαθούσε τη ζωηρή, έξυπνη κόρη του σερ Ρέτζιναλντ Φιτζέραλντ. Όταν έπαψε να είναι παιδούλα, η κατεργαριά της πήρε μια άλλη σαγήνη κι έτσι άθελά του άρχισε να την κοιτάζει επίμονα στην εκκλησία, με το στόμα στεγνό και την ανάσα κομμένη. Είχε διστάσει να κάνει κάτι άλλο, πέρα από το να την κοιτάζει, γιατί ήταν τρία χρόνια μικρότερή του. Εκείνη όμως δεν είχε τέτοιες αναστολές. Είχαν φιληθεί στο νεκροταφείο του Κίνγκσμπριτζ, πίσω από τον προστατευτικό όγκο του μνήματος του ηγούμενου Φίλιπ, του μοναχού που είχε παραγγείλει την κατασκευή του καθεδρικού πριν από τέσσερις αιώνες. Το μακρύ, φλογερό φιλί τους δεν είχε τίποτα το παιδιάστικο. Μετά εκείνη έβαλε τα γέλια κι έφυγε τρέχοντας.
   Όμως τον φίλησε πάλι την άλλη μέρα. Και το βράδυ πριν φύγει για τη Γαλλία, ομολόγησαν πια ανοιχτά ότι αγαπιούνταν.
   Τις πρώτες βδομάδες αντάλλασσαν ερωτικές επιστολές. Δεν είχαν πει τίποτε στους γονείς τους για τα αισθήματά τους -το είχαν θεωρήσει πολύ πρόωρο- και γι' αυτό δε μπορούσαν ν' αλληλογραφούν ανοιχτά, όμως ο Νεντ είχε εκμυστηρευτεί την αλήθεια στον μεγάλο του αδελφό, τον Μπάρνι, που έγινε διάμεσός τους. Μετά ο Μπάρνι έφυγε από το Κίνγκσμπιριτζ και πήγε στη Σεβίλλη. Και η Μάρτζερι είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Ρόλο, αλλά δεν τον εμπιστευόταν όπως εμπιστευόταν ο Νεντ τον Μπάρνι. Κι έτσι η αλληλογραφία διακόπηκε.
   Η έλλειψη επικοινωνίας δεν είχε καμία επίπτωση στα αισθήματα του Νεντ. Ήξερε τι έλεγε ο κόσμος για το νεανικό έρωτα και εξέταζε διαρκώς τον εαυτό του, περιμένοντας να διαπιστώσει κάποια διαφορά στα αισθήματά του· αλλά δεν άλλαξαν. Μερικές βδομάδες μετά την άφιξή του στο Καλαί, η ξαδέρφη του η Τερέζ έδειξε πεντακάθαρα ότι τον λάτρευε και ήταν πρόθυμη να κάνει ουσιαστικά ό,τι ήθελε εκείνος προκειμένου να του το αποδείξει, αλλά ο Νεντ δε μπήκε ούτε στιγμή στον πειρασμό.
   Ωστόσο κάτι τον τριβέλιζε τώρα. Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν όταν θα έβλεπε τη Μάρτζερι. Η Μάρτζερι με σάρκα και οστά θα ήταν τόσο σαγηνευτική όσο στις αναμνήσεις του; Ο έρωτάς τους θ' άντεχε την επανένωση;
   Κι εκείνη; Ένας χρόνος ήταν μεγάλο διάστημα για μια δεκατετράχρονη κοπέλα -δεκαπεντάχρονη πια, φυσικά, αλλά και πάλι. Ίσως τα αισθήματά της είχαν ξεθωριάσει από τότε που σταμάτησαν να αλληλογραφούν. Ίσως είχε φιλήσει κάποιον άλλο πίσω από το μνήμα του ηγούμενου Φίλιπ. Ο Νεντ θα απαγοητευόταν τρομερά αν τον αντιμετώπιζε με αδιαφορία. Αλλά ακόμα κι αν εξακολουθούσε να τον αγαπάει, θα ανταποκρινόταν ο πραγματικός Νεντ στη χρυσαφένια της ανάμνηση;
   Η φορτηγίδα έδεσε μαλακά σε ένα αγκυροβόλιο του πολύβουου λιμανιού. Η πόλη δε φαινόταν να έχει αλλάξει ιδιαίτερα μέσα σ' ένα χρόνο. Μέρη σαν το Κίνγκσμπριτζ αλλάζουν με αργούς ρυθμούς, σκέφτηκε ο Νεντ. Οι καθεδρικοί και οι γέφυρες και τα νοσοκομεία χτίζονταν για να αντέχουν στο χρόνο.
   Είχε ριγμένο στον ώμο του ένα γυλιό και τώρα ο καπετάνιος της φορτηγίδας του παρέδωσε και τη μοναδική αποσκευή του, ένα ξύλινο μπαουλάκι που περιείχε λίγα ρούχα, δύο πιστόλια και μερικά βιβλία. Φόρτωσε το μπαουλάκι στον ώμο, αποχαιρέτησε τον καπετάνιο και κατέβηκε στην αποβάθρα.
   Έστριψε προς τη μεγάλη πετρόχτιστη αποθήκη του λιμανιού όπου στεγαζόταν η οικογενειακή επιχείρηση, αλλά δεν είχε προλάβει να κάνει μερικά βήματα όταν άκουσε μια φωνή με σκωτσέζικη προφορά να λέει: "Βρε, βρε, για δες. Ο Νεντ μας! Καλώς ήρθες!"
   Η γυναίκα που είχε μιλήσει ήταν η Τζάνετ Φάιφ, η οικονόμος της μητέρας του. Ο Νεντ χαμογέλασε πλατιά, χαρούμενος που την έβλεπε.
   Η Τζάνετ ύψωσε τη φωνή της. "Μάλκομ! Μάλκομ! Κοίτα ποιος ήρθε!"
   Ο Μάλκομ ήταν ο άντρας της και ιπποκόμος της οικογένειας Γουίλαρντ. Ήρθε κουτσαίνοντας από την άλλη άκρη της αποβάθρας· τον είχε κλοτσήσει ένα άλογο πριν από χρόνια, όταν ήταν νέος και άπειρος. Έσφιξε θερμά το χέρι του Νεντ και είπε: "Έλα να σε βοηθήσω με τα μπαγκάζια σου, νεαρέ Νεντ".
   Δεν ήθελε να πάει αμέσως σπίτι του. Είχε άλλα σχέδια. "Έχεις την καλοσύνη να πας το μπαούλο στο σπίτι;" είπε στον Μάλκομ. Σκαρφίστηκε ένα παραμύθι στη στιγμή. "Πες τους ότι πάω στον καθεδρικό να ευχαριστήσω τον Θεό, που έφτασα σώος και αβλαβής, και θα έρθω αμέσως μετά".
   "Πολύ καλά".
   Ο Μάλκομ ξεμάκρυνε κουτσαίνοντας και ο Νεντ ακολούθησε πιο αργά, απολαμβάνοντας το γνώριμο θέαμα των κτιρίων με το οποίο είχε μεγαλώσει. Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει απαλά. Οι σκεπές ήταν κάτασπρες, αλλά οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο και κάρα και κάτω από τα πόδια του υπήρχε μόνο μισολιωμένο λασπόχιονο. Ο Νεντ ανηφόρισε την κεντρική οδό με προορισμό την πλατεία του καθεδρικού. Προσπέρασε το επισκοπικό μέγαρο και κοντοστάθηκε για μια στιγμή με νοσταλγική διάθεση έξω από το σχολείο.
   Από την άλλη πλευρά του καθεδρικού βρισκόταν το μοναστήρι. Από τότε που ο βασιλιάς Ερρίκος Η' είχε διαλύσει τα μοναστήρια, η μονή του Κίνγκσμπριτζ είχε περιπέσει σε άθλια κατάσταση -με βουλιαγμένες σκεπές, ετοιμόρροπους τοίχους και βλάστηση να ξεπροβάλλει από τα σπασμένα παράθυρα. Τα κτίρια ήταν πλέον ιδιοκτησία του νυν δημάρχου, πατέρα της Μάρτζερι, σερ Ρέτζιναλντ Φιτζέραλντ, αλλά δεν είχε ασχοληθεί ποτέ μαζί τους.
   Ευτυχώς ο καθεδρικός ήταν καλοδιατηρημένος και στεκόταν ψηλός και δυνατός όπως πάντα -το πέτρινο σύμβολο της πόλης. Ο Νεντ πέρασε τη μεγάλη δυτική πόρτα και μπήκε στο κεντρικό κλίτος. Ευχαρίστησε τον Θεό για το απρόσκοπτο ταξίδι και παρακάλεσε να γίνει αλήθεια το ψέμα που είχε πει στον Μάλκομ.
   Όμως δε χασομέρησε περισσότερο. Η επόμενη στάση του ήταν το σπίτι της Μάρτζερι.
   Προχώρησε στην κεντρική οδό με κατεύθυνση το σταυροδρόμι. Το σπίτι της Μάρτζερι στεκόταν στη μια γωνία, απέναντι από το δημαρχείο. Ήταν ένα μεγάλο κτίσμα με ξύλινο σκελετό, που καταλάμβανε ένα έικερ από την ακριβότερη γη της πόλης.
   Ο Νεντ κοντοστάθηκε στο κατώφλι. Εδώ κι ένα χρόνο περίμενε αυτή τη στιγμή και τώρα που είχε φτάσει ένιωθε την καρδιά του να ξεχειλίζει από αγωνία.
   Χτύπησε.
   Του άνοιξε η Ναόμι, μια ηλικιωμένη υπηρέτρια, που τον κάλεσε να περάσει στη μεγάλη αίθουσα. Η Ναόμι γνώριζε τον Νεντ από τα γεννοφάσκια του κι όμως φαινόταν αναστατωμένη και, όταν της ζήτησε να δει τη Μάρτζερι, του απάντησε πως θα πήγαινε να δει αν ήταν εκεί.
   Ο Νεντ κοίταξε τον πίνακα με τον Εσταυρωμένο που κρεμόταν πάνω από το τζάκι. Στο Κίνγκσμπριτζ έβλεπε κανείς δύο είδη εικόνων: σκηνές από τη Βίβλο και αυστηρά πορτραίτα αριστοκρατών. Είχε εκπλαγεί βλέποντας στα σπίτια των πλούσιων Γάλλων πίνακες με παγανιστικούς θεούς όπως η Αφροδίτη και ο Βάκχος, απεικονισμένους μέσα σε φανταστικά δάση και φορώντας χιτώνες που πάντα έδιναν την εντύπωση πως γλιστρούσαν από πάνω τους.
   Εδώ όμως υπήρχε κάτι ασυνήθιστο. Στον τοίχο απέναντι από τη Σταύρωση κρεμόταν ένας χάρτης του Κίνγκσμπριτζ. Ο Νεντ δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα και τον περιεργάστηκε με ενδιαφέρον. Σκέφτηκε πως οι δύο εικόνες εκπροσωπούσαν τους γονείς της Μάρτζερι. Ο πατέρας της, ο πολιτικός, θα είχε κρεμάσει το χάρτη. Και η μητέρα της, η ένθερμη καθολική, τη Σταύρωση.
   Δεν ήταν η Μάρτζερι αυτή που εμφανίστηκε στη μεγάλη αίθουσα, αλλά ο αδελφός της, ο Ρόλο. Ήταν πιο ψηλός από τον Νεντ, ωραίος, με μαύρα μαλλιά. Ο Νεντ και ο Ρόλο πήγαιναν μαζί σχολείο, αλλά ποτέ δεν είχαν γίνει φίλοι. Ο Ρόλο ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος. Ήταν το πιο έξυπνο παιδί στο σχολείο και τον είχαν ορίσει υπεύθυνο για τους μικρότερους μαθητές. Όμως ο Νεντ αρνιόταν να τον δει ως αρχηγό και ποτέ δεν είχε αποδεχτεί την εξουσία του. Και για να χειροτερέψουν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, σύντομα είχε γίνει φανερό ότι ο Νεντ ήταν εξίσου έξυπνος με τον Ρόλο.
   Ο Νεντ προσπάθησε να κρύψει την αντιπάθειά του και να συγκρατήσει τον εκνευρισμό του. "Είδα πως υπάρχει ένα κτίριο δίπλα στο πανδοχείο. Φτιάχνει καινούργιο σπίτι ο πατέρας σου;"
   "Ναι. Αυτό εδώ έχει παλιώσει πια".
   "Φαίνεται πως οι δουλειές πάνε καλά στο Κομπ". Ο σερ Ρέτζιναλντ ήταν τελώνης στο λιμάνι του Κομπ. Ήταν μια προσοδοφόρα θέση, στην οποία τον είχε διορίσει η Μαρία Τυδώρ όταν έγινε βασίλισσα, ως ανταμοιβή για τη στήριξή του.
   Ο Ρόλο είπε: "Ώστε γύρισες από το Καλαί. Πώς ήταν;"
   "Έμαθα πολλά. Ο πατέρας μου έχτισε μια αποβάθρα και μια αποθήκη εκεί, που τις διευθύνει ο θείος μου". Ο πατέρας του Νεντ είχε πεθάνει πριν από δέκα χρόνια και από τότε η μητέρα του είχε αναλάβει τα ηνία των επιχειρήσεών του. "Στέλνουμε σιδηρομεταλλεύματα, ψευδάργυρο και μόλυβδο από το λιμάνι του Κομπ στο Καλαί κι από εκεί πουλιούνται σε όλη την Ευρώπη".
   "Πόσο την επηρέασε ο πόλεμος;" Η Αγγλία ήταν σε πόλεμο με τη Γαλλία. Όμως το ενδιαφέρον του Ρόλο ήταν ολοφάνερα ψεύτικο. Στην πραγματικότητα χαιρόταν πολύ που η περιουσία των Γουίλαρντ διέτρεχε κίνδυνο.
   Ο Νεντ παρουσίασε τα πράγματα καλύτερα απ' όσο ήταν. "Το Καλαί έχει γερή άμυνα", είπε, με περισσότερη σιγουριά απ' όση αισθανόταν. "Περιβάλλεται από οχυρά που το έχουν προστατέψει εδώ και διακόσια χρόνια, από τότε που προσαρτήθηκε στην Αγγλία". Η υπομονή του εξαντλήθηκε. "Είναι εδώ η Μάρτζερι;"
   "Έχεις λόγο που θες να τη δεις;"
   Η ερώτηση ήταν αγενής, αλλά ο Νεντ προσποιήθηκε ότι δεν το πρόσεξε. Άνοιξε το σακίδιό του. "Της έφερα ένα δώρο από τη Γαλλία", είπε. Έβγαλε ένα κομμάτι στιλπνό μεταξωτό ύφασμα στο χρώμα της λεβάντας, προσεκτικά διπλωμένο. "Νομίζω πως το χρώμα θα της ταιριάζει". 
   "Δε θα θέλει να σε δει".
   Ο Νεντ συνοφρυώθηκε. Τι σήμαινε αυτό; "Είμαι σίγουρος πως θα θέλει".
   "Δε μπορώ να φανταστώ το λόγο".
   Ο Νεντ διάλεξε τα λόγια του με προσοχή. "Ρόλο, θαυμάζω την αδελφή σου και πιστεύω ότι κι εκείνη με συμπαθεί".
   "Θα διαπιστώσεις ότι τα πράγματα άλλαξαν όσο καιρό έλειπες, νεαρέ Νεντ", απάντησε περιφρονητικά ο Ρόλο.
   Ο Νεντ δεν το πήρε στα σοβαρά. "Όπως και να 'χει, πες της το, σε παρακαλώ".
   Ο Ρόλο χαμογέλασε κι αυτό θορύβησε τον Νεντ.
   "Η Μάρτζερι αρραβωνιάστηκε και θα παντρευτεί", είπε.
   "Τι;" Ο Νεντ τον κοίταξε εμβρόντητος. Ένιωσε οδυνηρή έκπληξη, σαν να τον είχαν χτυπήσει πισώπλατα με ρόπαλο. Δεν ήξερε με σιγουριά τι να περιμένει, αλλά αυτό δεν το είχε καν φανταστεί.
   Ο Ρόλο συνέχισε να τον κοιτάζει χαμογελώντας.
   Ο Νεντ είπε το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό. "Ποιον;"
   "Θα παντρευτεί τον υποκόμη Σέρινγκ".
   "Τον Μπαρτ;" Απίστευτο. Από όλους τους νέους της χώρας, ο αργόστροφος, σαχλός Μπαρτ Σέρινγκ ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να κερδίσει την καρδιά της Μάρτζερι. Το ότι κάποια μέρα θα γινόταν κόμης του Σέρινγκ μπορεί να αρκούσε σε πολλά κορίτσια, αλλά όχι στη Μάρτζερι. Γι' αυτό ήταν βέβαιος.
   Ή τουλάχιστον θα ήταν βέβαιος πριν από ένα χρόνο.
   Ο Ρόλο ανασήκωσε τους ώμους του. "Ο αρραβώνας θα ανακοινωθεί αύριο, στο δείπνο του κόμη".
    Η επόμενη ήταν η δωδέκατη μέρα των Χριστουγέννων. Αν ο κόμης του Σέρινγκ έδινε δεξίωση, η οικογένεια του Νεντ θα ήταν σίγουρα καλεσμένη. Κι εκείνος θα φρόντιζε να είναι εκεί για ν' ακούσει την ανακοίνωση, αν ο Ρόλο έλεγε την αλήθεια.
   "Τον αγαπάει;" ρώτησε αυθόρμητα.
   "Δεν καταλαβαίνω γιατί θα έπρεπε να το συζητάω μαζί σου".
   Η υπεκφυγή του έκανε τον Νεντ να καταλάβει ότι η απάντηση ήταν όχι. "Γιατί τα μασάς;"
   Ο Ρόλο εκνευρίστηκε. "Καλύτερα να πηγαίνεις". Πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. "Αντίο", είπε.
   Ο Νεντ δεν αντέδρασε. Δεν ήθελε να φύγει χωρίς να δει τη Μάρτζερι. Αν ήξερε ποιο ήταν το δωμάτιό της, ίσως και ν' ανέβαινε τρέχοντας τη σκάλα. Όμως θα φαινόταν ηλίθιος αν άρχιζε ν' ανοίγει στην τύχη τις πόρτες των δωματίων σε ξένο σπίτι.
   Έπιασε το μεταξωτό και το έβαλε πάλι στο δισάκι του. "Δεν είπα ακόμα την τελευταία μου λέξη", είπε. "Δεν μπορείτε να την κρατάτε κλειδωμένη για πολύ. Θα της μιλήσω".
   Ο Ρόλο τον αγνόησε και συνέχισε να στέκεται υπομονετικά στην πόρτα, έτσι που δεν είχε άλλη επιλογή παρά να βγει έξω από το σπίτι.
   "Μη βιαστείς να ξανάρθεις", είπε ο Ρόλο.
   Ο Νεντ προχώρησε στον κεντρικό δρόμο με κατεύθυνση προς το σπίτι όπου είχε γεννηθεί, που δεν απείχε πολύ από κει.
   Το σπίτι των Γουίλαρντ ήταν απέναντι από τη δυτική πλευρά του καθεδρικού. Στο πέρασμα των χρόνων είχε επεκταθεί με ακανόνιστες προσθήκες κι έτσι τώρα απλωνόταν ακατάστατα σε μια έκταση αρκετών εκατοντάδων τετραγωνικών γιάρδων. Ήταν όμως άνετο, με πελώρια τζάκια, με μια μεγάλη τραπεζαρία για χαρωπά γεύματα και ωραία πουπουλένια κρεβάτια. Το σπίτι στέγαζε την Άλις Γουίλαρντ και τους δυο γιους της, καθώς και τη γιαγιά, τη μητέρα του πατέρα του Νεντ.
   Ο Νεντ μπήκε και βρήκε τη μητέρα του στο μπροστινό σαλόνι, το οποίο χρησιμοποιούσε και σαν γραφείο όταν δε βρισκόταν στην αποθήκη του λιμανιού. Η γυναίκα πετάχτηκε από τη θέση, όπου καθόταν κι έγραφε, για να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει. 
   "Ώστε πήγες στον καθεδρικό για να προσευχηθείς και να ευχαριστήσεις τον Θεό", είπε η μητέρα του. "Είσαι καλό παιδί".
   Δε μπορούσε να την κοροϊδέψει. "Πήγα και στο σπίτι των Φιτζέραλντ". Είδε μια έκφραση απογοήτευσης να περνάει φευγαλέα από το πρόσωπό της και πρόσθεσε: "Ελπίζω να μη σε πειράζει που πήγα πρώτα εκεί".
   "Λιγάκι", ομολόγησε. "Αλλά θυμάμαι πως είναι να είσαι νέος και ερωτευμένος".
   Ήταν σαράντα οχτώ χρονών. Μετά το θάνατο του Έντμουντ όλοι έλεγαν ότι θα ξαναπαντρευόταν και ο μικρός Νεντ, οχτάχρονος τότε, έτρεμε μήπως του τύχει κανένας βάναυσος πατριός. Όμως ήταν χήρα εδώ και δέκα χρόνια και κάτι του έλεγε πως θα έμενε για πάντα ανύπαντρη.
   "Ο Ρόλο μου είπε πως η Μάρτζερι πρόκειται να παντρευτεί τον Μπαρτ Σέρινγκ".
   "Αχ, Θεέ μου. Το φοβόμουν αυτό.  Καημένε μου Νεντ. Πόσο λυπάμαι".
   "Από πού κι ως πού έχει δικαίωμα ο πατέρας της να της πει ποιον θα παντρευτεί;"
   "Οι πατεράδες έχουν ως ένα βαθμό έλεγχο πάνω στα παιδιά τους. Ο πατέρας σου κι εγώ δεν είχαμε τέτοιες σκοτούρες.  Δε γέννησα κόρη... που να έζησε".
   Ο Νεντ το γνώριζε. Η μητέρα του είχε γεννήσει δύο κορίτσια πριν τον Μπάρνι. Οι δυο μικροί τάφοι στο κοιμητήριο του καθεδρικού του Κίνγκσμπριτζ του ήταν οικείοι.
   "Η γυναίκα πρέπει ν' αγαπά τον άντρα της", είπε. "Εσύ δε θα εξανάγκαζες την κόρη σου να παντρευτεί ένα κτήνος σαν τον Μπαρτ".
   "Ναι, σ' αυτό έχεις δίκιο".
   "Τι στην οργή συμβαίνει μ' αυτούς τους ανθρώπους;"
   "Ο σερ Ρέτζιναλντ πιστεύει στις ιεραρχίες και την εξουσία. Ως δήμαρχος, θεωρεί ότι η δουλειά του δημοτικού άρχοντα είναι να παίρνει αποφάσεις και να τις επιβάλλει. Όταν ήταν δήμαρχος ο πατέρας σου, έλεγε ότι ένας δημοτικός άρχοντας διοικεί την πόλη υπηρετώντας την".
   "Αυτά δεν είναι παρά δύο απόψεις για το ίδιο ζήτημα", είπε εκνευρισμένα ο Νεντ.
   "Κι όμως, δεν είναι", αποκρίθηκε η μητέρα του. "Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι".

   "Δεν παντρεύομαι τον Μπαρτ Σέρινγκ!" είπε η Μάρτζερι Φιτζέραλντ στη μητέρα της.
   Η Μάρτζερι ήταν αναστατωμένη και θυμωμένη. Δώδεκα μήνες τώρα περίμενε να γυρίσει ο Νεντ, τον σκεφτόταν κάθε μέρα, λαχταρούσε να δει το λοξό του χαμόγελο και τα χρυσοκάστανα μάτια του. Και τώρα μάθαινε από τους υπηρέτες ότι είχε γυρίσει στο Κίνγκσμπριτζ και είχε έρθει στο σπίτι για να τη δει, αλλά δεν της το είχαν πει κι εκείνος είχε φύγει! Ήταν εξοργισμένη με τους δικούς της επειδή την είχαν ξεγελάσει και έκλαιγε από ανίσχυρη λύσσα.
   "Δε σου ζητώ να παντρευτείς τον υποκόμη Σέρινγκ σήμερα", είπε η λαίδη Τζέιν. "Μόνο να πας να του μιλήσεις".
   Ήταν στο δωμάτιο της Μάρτζερι. Σε μια γωνιά στεκόταν το θρανίο της προσευχής, εκεί όπου γονάτιζε δύο φορές την ημέρα, μπροστά στο σταυρό, και μετρούσε τις προσευχές της με τη βοήθεια ενός ροζαρίου από σκαλιστές ελεφαντοστέινες χάντρες. Το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν όλο πολυτέλεια: ένα κρεβάτι με ψηλές κολόνες, πουπουλένιο πάπλωμα και κουρτίνες από ακριβό ύφασμα με έντονα χρώματα, ένα μεγάλο σεντούκι από σκαλιστή οξιά για τα πολλά φορέματά της, μια ταπισερί με σκηνή δάσους.
   Εκείνο το δωμάτιο είχε ακούσει πολλούς καβγάδες με τη μητέρα της στο πέρασμα του χρόνου. Όμως η Μάρτζερι ήταν πλέον γυναίκα. Λεπτοκαμωμένη, αλλά λίγο πιο ψηλή και βαριά από τη μικρόσωμη, δυναμική μητέρα της -και θεωρούσε ότι δεν ήταν πλέον δεδομένο πως ο καβγάς θα έληγε με νίκη της λαίδης Τζέιν και δική της ταπείνωση.
   "Τι νόημα έχει;" αντιγύρισε. "Ήρθε για να με κορτάρει. Αν του μιλήσω, θα πάρει θάρρος. Και μετά θα θυμώσει πιο πολύ όταν μάθει την αλήθεια".
   "Μπορείς να είσαι ευγενική".
   Η Μάρτζερι δεν ήθελε να μιλάει για τον Μπαρτ. "Πώς μπόρεσες να μη μου πεις πως ήρθε ο Νεντ; Αυτό ήταν ατιμία!"
   "Δεν το έμαθα παρά αφού έφυγε! Μόνο ο Ρόλο τον είδε".
   "Ο Ρόλο έκανε αυτό που του είπες".
   "Τα παιδιά πρέπει να κάνουν αυτό που τους λένε οι γονείς τους", είπε η μητέρα της. "Γνωρίζεις πολύ καλά την εντολή: Τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου. Είναι χρέος σου ενώπιον του Θεού".
   Σ' όλη τη μικρή ζωή της η Μάρτζερι πάλευε μ' αυτό το πράγμα. Ήξερε ότι ο Θεός ζητούσε από κείνη να είναι υπάκουη, αλλά είχε πεισματάρικο και αντάρτικο χαρακτήρα -όπως της έλεγαν πολύ συχνά- και δυσκολευόταν αφάνταστα να φέρεται σωστά. Ωστόσο, όποτε της το επισήμαιναν, πάντοτε τιθάσευε τη φύση της και γινόταν υπάκουη. Το θέλημα του Θεού ήταν σημαντικότερο από καθετί άλλο, αυτό το ήξερε. "Συγγνώμη, μητέρα", είπε.
   "Πήγαινε να μιλήσεις στον Μπαρτ", είπε η λαίδη Τζέιν.
   "Εντάξει".
   "Αλλά χτένισε πρώτα τα μαλλιά σου, καλό μου".
   Η Μάρτζερι είχε μια τελευταία έκρηξη απείθειας. "Μια χαρά είναι τα μαλλιά μου", είπε και, πριν προλάβει να αντιδράσει η μητέρα της, βγήκε από το δωμάτιο.
   Ο Μπαρτ ήταν στη μεγάλη σάλα και φορούσε καινούργια κίτρινη περισκελίδα. Πιλάτευε ένα από τα σκυλιά, προσφέροντάς του ένα κομμάτι χοιρομέρι κι έπειτα τραβώντας το πάλι πίσω την τελευταία στιγμή.
   Η λαίδη ακολούθησε τη Μάρτζερι στη σκάλα. "Πήγαινε το λόρδο Σέρινγκ στη βιβλιοθήκη και δείξε του τα βιβλία", είπε.
   "Δεν τον ενδιαφέρουν τα βιβλία", αντιγύρισε απότομα η Μάρτζερι.
   "Μάρτζερι!"
   "Θα ήθελα να δω τα βιβλία", είπε ο Μπαρτ.
   Η Μάρτζερι ανασήκωσε τους ώμους της. "Ακολούθησέ με, παρακαλώ", είπε και προχώρησε πρώτη. Μπήκε στο διπλανό δωμάτιο και άφησε την πόρτα ανοιχτή, αλλά η μητέρα της δεν πήγε κοντά τους.
   Τα βιβλία του πατέρα της ήταν αραδιασμένα σε τρία ράφια. "Θεέ μου! Πόσα πολλά βιβλία έχετε!" αναφώνησε ο Μπαρτ. "Θα μπορούσε κανείς να χαραμίσει όλη του τη ζωή μέχρι να τα διαβάσει όλα".
   Ήταν καμιά πενηνταριά, περισσότερα απ' όσα έβλεπες συνήθως έξω από ένα πανεπιστήμιο ή τη βιβλιοθήκη ενός καθεδρικού, και σημάδι πλούτου. Κάποια ήταν στα λατινικά και τα γαλλικά.
   Η Μάρτζερι έκανε μια προσπάθεια να παραστήσει την καλή οικοδέσποινα. Τράβηξε από το ράφι ένα αγγλικό βιβλίο. "Αυτό έχει τίτλο Απολαυστικές Ενασχολήσεις", είπε. "Ίσως σ' ενδιαφέρει".
   Εκείνος της έριξε ένα λάγνο βλέμμα και πήγε πιο κοντά. "Η απόλαυση είναι ωραία ενασχόληση". Η έκφρασή του έδειχνε ότι είχε βρει πολύ πνευματώδη την απάντησή του.
   Η Μάρτζερι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. "Είναι ένα μεγάλο ποίημα που μιλά για την εκπαίδευση ενός ιππότη".
   "Α!" Ο Μπαρτ έχασε αμέσως το ενδιαφέρον του για το βιβλίο. Έριξε μια ματιά στο ράφι και διάλεξε Το Βιβλίο της Μαγειρικής. "Αυτό είναι σημαντικό. Μια σύζυγος πρέπει να φροντίζει να τρώει καλά ο άντρας της, δε συμφωνείς;"
   "Φυσικά". Η Μάρτζερι πάσχιζε να βρει κάποιο θέμα συζήτησης. Τι ενδιέφερε τον Μπαρτ; Ο πόλεμος, ίσως. "Ο κόσμος κατηγορεί τη βασίλισσα για τον πόλεμο με τη Γαλλία".
   "Τι φταίει αυτή;"
   "Λένε πως η Ισπανία και η Γαλλία πολεμούν για τις κτήσεις τους στην Ιταλία, πως αυτή η σύγκρουση δεν αφορά καθόλου την Αγγλία και πως συμμετέχουμε μόνο επειδή η βασίλισσα Μαρία είναι παντρεμένη με το Φίλιππο της Ισπανίας και είναι αναγκασμένη να τον υποστηρίξει".
   Ο Μπαρτ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. "Η γυναίκα πρέπει να ακολουθεί το σύζυγό της". 
   "Ακριβώς γι' αυτό κάθε κοπέλα πρέπει να διαλέγει με προσοχή". Η σπόντα της πέρασε εντελώς απαρατήρητη. "Ορισμένοι λένε ότι η βασίλισσά μας δεν έπρεπε να παντρευτεί ξένο μονάρχη", συνέχισε.
   Όμως ο Μπαρτ είχε βαρεθεί το θέμα. "Κακώς συζητάμε για πολιτική. Οι γυναίκες πρέπει ν' αφήνουν αυτά τα ζητήματα στους άντρες τους".
   "Οι γυναίκες έχουν πολλά καθήκοντα απέναντι στους άντρες τους", είπε η Μάρτζερι, παρόλο που ήξερε ότι η ειρωνεία της θα πήγαινε χαμένη. "Πρέπει να τους μαγειρεύουμε, να τους υπακούμε, να αφήνουμε την πολιτική σ' αυτούς... Χαίρομαι που δεν έχω σύζυγο, η ζωή μου είναι πιο απλή έτσι".
   "Μα κάθε γυναίκα χρειάζεται έναν άντρα".
   "Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο".
   "Το εννοώ". Έκλεισε τα μάτια του, συγκεντρώθηκε και θυμήθηκε το λογύδριο που είχε προβάρει. "Είσαι η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο και σ' αγαπώ. Σε παρακαλώ, γίνε γυναίκα μου".
   Η αντίδρασή της ήταν αυθόρμητη. "Όχι!"
   Ο Μπαρτ σάστισε. Δεν ήξερε τι να πει. Ήταν ολοφάνερο ότι τον είχαν κάνει να θεωρεί δεδομένη την αντίθετη απάντηση. "Μα όποια με παντρευτεί θα γίνει κόμισσα μια μέρα", είπε ύστερα από μια μεγάλη παύση.
   "Γι' αυτό πρέπει να παντρευτείς μια κοπέλα που θα το επιθυμεί ολόψυχα".
   "Εσύ δεν το επιθυμείς;"
   "Όχι". Προσπάθησε να μη φανεί σκληρή. Ήταν δύσκολο, γιατί ο Μπαρτ δεν καταλάβαινε από λεπτότητες. "Μπαρτ, είσαι δυνατός και ωραίος και είμαι σίγουρη πως είσαι γενναίος, αλλά ποτέ δε θα μπορούσα να σε αγαπήσω". Ήρθε στο μυαλό της ο Νεντ. Μ' εκείνον δε θα πάσχιζε ποτέ να βρει κάτι να κουβεντιάσει. "Θα παντρευτώ κάποιον που είναι έξυπνος και στοχαστικός και θέλει η γυναίκα του να είναι κάτι περισσότερο από επικεφαλής του υπηρετικού προσωπικού του". Ορίστε, σκέφτηκε. Ούτε ο Μπαρτ δε θα μπορούσε να μην το καταλάβει αυτό.
   Την άρπαξε από τα μπράτσα με μια αστραπιαία κίνηση και την κράτησε σφιχτά. "Στις γυναίκες αρέσει να τους δίνουν διαταγές", είπε.
   "Ποιος σου το είπε αυτό; Πίστεψέ με, εμένα δε μου αρέσει καθόλου". Προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά του αλλά δεν τα κατάφερε.
   Ο Μπαρτ την κόλλησε πάνω του και τη φίλησε.
   Κάποια άλλη μέρα απλώς θα απέστρεφε το πρόσωπό της. Άλλωστε τα χείλη δεν πονούσαν. Όμως ήταν ακόμα στενοχωρημένη και θυμωμένη επειδή δεν είχε δει τον Νεντ. Το μυαλό της ήταν γεμάτο εικόνες τού τι θα μπορούσε να είχε συμβεί: πώς θα τον είχε φιλήσει και θα του είχε χαϊδέψει τα μαλλιά και θα τον είχε σφίξει στην αγκαλιά της. Η αόρατη παρουσία του ήταν τόσο έντονη, που το αγκάλιασμα του Μπαρτ την αηδίασε σε βαθμό πανικού. Δίχως να σκεφτεί, του έδωσε μια γονατιά στα αχαμνά με όλη της τη δύναμη.
   Ο Μπαρτ μούγκρισε από πόνο και κατάπληξη, την άφησε από τα χέρια του, διπλώθηκε στα δυο κι άρχισε να βογκάει με τα μάτια κλειστά και τα χέρια ανάμεσα στους μηρούς του.
   Η Μάρτζερι έτρεξε στην πόρτα, αλλά πριν προλάβει να φτάσει ως εκεί μπήκε στη βιβλιοθήκη η μητέρα της, που όπως αποδείχτηκε κρυφάκουγε απέξω.
   Η λαίδη Τζέιν έριξε μια ματιά στον Μπαρτ, κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί και στράφηκε προς τη Μάρτζερι. "Ανόητο παιδί".
   "Δε θα παντρευτώ ποτέ αυτόν τον άξεστο!" φώναξε η Μάρτζερι.
   Μπήκε ο πατέρας της. Ήταν ψηλός, με μαύρα μαλλιά σαν του Ρόλο, αλλά αντίθετα από τον Ρόλο το πρόσωπό του ήταν γεμάτο φακίδες. "Θα παντρευτείς όποιον σου διαλέξει ο πατέρας σου".
   Αυτή η δυσοίωνη δήλωση την τρόμαξε. Άρχισε να υποψιάζεται ότι είχε υποτιμήσει την αποφασιστικότητα των γονιών της. Ήταν λάθος ν' αφήσει τη φαντασία της να την παρασύρει. Προσπάθησε να ηρεμήσει και να σκεφτεί λογικά.
   Πάλι με πάθος, αλλά πιο μετρημένα είπε: "Δεν είμαι πριγκίπισσα! Απλοί άνθρωποι είμαστε, όχι αριστοκράτες. Ο γάμος μου δεν είναι πολιτική συμμαχία. Είμαι κόρη εμπόρου. Οι άνθρωποι της τάξης μας δεν παντρεύονται από προξενιό".
   Αυτό εξόργισε τον σερ Ρέτζιναλντ και το φακιδιάρικο πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο. "Είμαι ιππότης!"
   "Όχι κόμης!"
   "Είμαι απόγονος του Ραλφ Φιτζέραλντ που έγινε κόμης του Σέρινγκ πριν από δύο αιώνες -όπως είναι και ο Μπαρτ. Ο Ραλφ Φιτζέραλντ ήταν γιος του σερ Τζέραλντ και αδελφός του Μέρθιν του γεφυροποιού. Στις φλέβες μας τρέχει αίμα Άγγλων αριστοκρατών".
   Η Μάρτζερι είδε με απόγνωση ότι βρισκόταν αντιμέτωπη όχι μόνο με την ανυποχώρητη θέληση του πατέρα της αλλά και με την οικογενειακή του υπερηφάνεια. Δεν ήξερε με τι τρόπο θα υπερνικούσε αυτό τον συνδυασμό. Το μόνο για το οποίο δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ήταν ότι δεν έπρεπε να φανεί αδύναμη.
   Γύρισε προς τον Μπαρτ. Ασφαλώς δε θα ήθελε να παντρευτεί μια απρόθυμη νύφη. "Λυπάμαι, λόρδε Σέρινγκ, αλλά θα παντρευτώ τον Νεντ Γουίλαρντ".
   Ο σερ Ρέτζιναλντ αιφνιδιάστηκε. "Μα το σταυρό, όχι. Δε θα τον παντρευτείς".
   "Είμαι ερωτευμένη με τον Νεντ Γουίλαρντ".
   "Είσαι πολύ μικρή για να είσαι ερωτευμένη με οποιονδήποτε. Και οι Γουίλαρντ είναι ουσιαστικά προτεστάντες!"
   "Πηγαίνουν στη λειτουργία όπως όλοι οι άλλοι".
   "Έστω! Ακόμα κι αν είναι έτσι, θα παντρευτείς τον υποκόμη Σέρινγκ".
   "Δε θα τον παντρευτώ", αντιγύρισε με ήρεμη αποφασιστικότητα.
   Ο Μπαρτ είχε αρχίσει να συνέρχεται. "Το ήξερα πως είναι μπελάς", μουρμούρισε.
   "Απλώς χρειάζεται ένα σταθερό χέρι", είπε ο σερ Ρέτζιναλντ.
   "Βούρδουλα χρειάζεται".
   Παρενέβη η λαίδη Τζέιν. "Σκέψου το, Μάρτζερι", είπε. "Μια μέρα θα γίνεις κόμισσα και ο γιος σου κόμης!"
   "Αυτό σας νοιάζει μόνο, έτσι δεν είναι;" είπε η Μάρτζερι. Συνειδητοποίησε ότι μέσα στην αγανάκτησή της είχε υψώσει υπερβολικά τη φωνή, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. "Θέλετε τα εγγόνια σας να είναι αριστοκράτες!" Από τα πρόσωπά τους κατάλαβε ότι το συμπέρασμά της είχε αγγίξει την αλήθεια. "Ε, λοιπόν, εγώ δεν πρόκειται να γίνω φοράδα αναπαραγωγής επειδή εσείς έχετε ψευδαισθήσεις μεγαλείου", είπε περιφρονητικά.
   Τη στιγμή που το έλεγε κατάλαβε ότι το είχε παρατραβήξει. Η προσβολή της είχε χτυπήσει τον πατέρα της στο πιο ευαίσθητο σημείο του.
   Ο σερ Ρέτζιναλντ έβγαλε τη ζωστήρα του.
   Η Μάρτζερι πισωπάτησε με φόβο και βρέθηκε παγιδευμένη ανάμεσα σ' εκείνον και το γραφείο. Ο σερ Ρέτζιναλντ την άρπαξε από το σβέρκο με το αριστερό του χέρι. Η Μάρτζερι είδε ότι η άκρη της ζώνης είχε μια μπρούτζινη απόληξη και τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ που έβγαλε ένα ουρλιαχτό.
   Ο σερ Ρέτζιναλντ την έσπρωξε να σκύψει πάνω στο γραφείο. Εκείνη προσπάθησε απεγνωσμένα να του ξεφύγει, αλλά ήταν πολύ πιο δυνατός και την κράτησε χωρίς κόπο.
   Άκουσε τη μητέρα της να λέει: "Παρακαλώ, βγείτε από το δωμάτιο, λόρδε Σέρινγκ". Αυτό την τρόμαξε ακόμα περισσότερο.
   Η πόρτα έκλεισε με πάταγο και τότε άκουσε τη ζωστήρα να σκίζει τον αέρα. Προσγειώθηκε στο πίσω μέρος των μηρών της. Το φόρεμά της ήταν πολύ λεπτό για να την προστατέψει και ούρλιαξε πάλι. Αυτή τη φορά από πόνο. Ο πατέρας της τη χτύπησε ξανά. Και τρίτη φορά.
   Τότε μίλησε η μητέρα της. "Αρκετά, νομίζω, Ρέτζιναλντ".
   "Όποιος λυπάται το ραβδί χαλάει το παιδί", είπε ο πατέρας της. Ήταν μια οδυνηρά γνώριμη παροιμία. Όλοι πίστευαν ότι το ξύλο έκανε καλό στα παιδιά, εκτός από τα ίδια τα παιδιά.
   "Για την ακρίβεια, η Βίβλος λέει κάτι άλλο: «ὃς φείδεται τῆς βακτηρίας μισεῖ τόν υἱόν αὐτοῦ, ὁ δέ ἀγαπῶν ἐπιμελῶς παιδεύει»", είπε η λαίδη Τζέιν. "Στα αγόρια αναφέρεται, όχι στα κορίτσια".
   Ο σερ Ρέτζιναλντ απάντησε με έναν άλλο στίχο. "Μια άλλη βιβλική παροιμία λέει: «μη ἀπόσχῃ νήπιον παιδεύειν». Να μην είσαι φειδωλός στου παιδιού το σωφρονισμό. Έτσι δεν είναι;"
   "Η Μάρτζερι δεν είναι πια νήπιο. Άλλωστε ξέρουμε και οι δύο πολύ καλά ότι αυτή η αντιμετώπιση δεν έχει αποτέλεσμα. Η τιμωρία την κάνει απλώς ακόμα πιο πεισματάρα".
   "Τότε τι προτείνεις;"
   "Άσ' τη σ' εμένα. Θα της μιλήσω όταν θα έχει ηρεμήσει".
   "Πολύ καλά", είπε ο σερ Ρέτζιναλντ και η Μάρτζερι νόμισε πως είχε τελειώσει, αλλά τότε η ζωστήρα σφύριξε πάλι, τα ήδη πονεμένα πόδια της έτσουξαν και ούρλιαξε ξανά. Όμως αμέσως μετά άκουσε τα βήματά του να απομακρύνονται βαριά και να βγαίνει από το δωμάτιο και τότε τέλειωσε στ' αλήθεια.

   Ο Νεντ ήταν σίγουρος ότι θα έβλεπε τη Μάρτζερι στη γιορτή του κόμη Σουίδιν. Οι γονείς της δε θα την κρατούσαν μακριά, γιατί θα ήταν σαν να ανακοίνωναν πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Όλοι θα το σχολίαζαν αν απουσίαζε η Μάρτζερι.  
   Το Νιου Κασλ, η κατοικία του κόμη Σέρινγκ, απείχε δώδεκα μίλια από το Κίνγκσμπριτζ. Το ταξίδι διήρκεσε σχεδόν μισή σύντομη χειμωνιάτικη μέρα και έκανε τον Νεντ να βράζει από ανυπομονησία. Ήθελε να δει οπωσδήποτε τη Μάρτζερι, όχι μόνο επειδή λαχταρούσε να την ξαναδεί, αλλά και για να μάθει τι στην οργή συνέβαινε.
   Το Νιου Κασλ φάνηκε στο βάθος του ορίζοντα. Πρόσφατα, ο κόμης είχε χτίσει ένα σπίτι στα ερείπια του μεσαιωνικού κάστρου. Καθώς πλησίαζαν, ο Νεντ άκουσε τους ήχους της γιορτής: φωναχτούς χαιρετισμούς, γέλια και λαϊκή μουσική -ένα μπάσο τύμπανο, ένα ζωηρό βιολί και το διαπεραστικό βουητό της φλογέρας να απλώνονται και να σκορπούν στον παγωμένο αέρα. Οι ήχοι κουβαλούσαν μαζί τους την υπόσχεση της ζωηρής φωτιάς, του ζεστού φαγητού και του ποτού που έφτιαχνε τη διάθεση.
   Ο Νεντ φτέρνισε τη φοράδα του, που άρχισε έναν ελαφρύ τροχασμό, ανυπομονώντας να φτάσει και να βάλει τέλος στην αβεβαιότητά του. Αγαπούσε τον Μπαρτ Σέρινγκ η Μάρτζερι και θα τον παντρευόταν;
   Ο δρόμος οδηγούσε κατευθείαν στην είσοδο. Ο Νεντ διέσχισε έφιππος το πολύβουο προαύλιο που ξεχείλιζε από επισκέπτες με πολύχρωμες φορεσιές, άλογα και αμάξια και από τους υπηρέτες του κόμη, που έτρεχαν πέρα δώθε. Εμπιστεύτηκε τη φοράδα του σε ένα σταβλίτη και ενώθηκε με το πλήθος που προχωρούσε προς το σπίτι.
   Δεν είδε τη Μάρτζερι.
   Ο κόμης Σουίδιν είχε πέσει σε δυσμένεια κατά τη βασιλεία του Ερρίκου Η', επειδή είχε εναντιωθεί στη ρήξη του βασιλιά με τον πάπα. Όμως η τύχη του είχε αλλάξει πάλι προς το καλύτερο πέντε χρόνια νωρίτερα, με την ανάρρηση της φανατικής καθολικής Μαρίας Τυδώρ στο θρόνο κι έτσι ο Σουίδιν ήταν για μια ακόμα φορά ευνοούμενος, πλούσιος και πανίσχυρος. Το δείπνο θα ήταν πλουσιοπάροχο.
   Ο Νέντ μπήκε και προχώρησε προς τη μεγάλη αίθουσα που είχε ύψος δύο ορόφων. Τα ψηλά παράθυρα γέμιζαν το χώρο με φως παρόλο που ήταν χειμώνας. Στα δύο πελώρια τζάκια, που βρίσκονταν το ένα απέναντι στο άλλο στις δύο άκρες του δωματίου, έκαιγαν κούτσουρα. Στη γαλαρία, που διέτρεχε τους τρεις από τους τέσσερις τοίχους, η ορχήστρα που ακουγόταν ως έξω στο δρόμο έπαιζε με μπρίο. Ψηλά στον τέταρτο τοίχο κρεμόταν ένα πορτραίτο του πατέρα του κόμη Σουίδιν· κρατούσε ένα σκήπτρο που συμβόλιζε την εξουσία.
   Μερικοί καλεσμένοι χόρευαν ένα ζωηρό χορό σε ομάδες των οχτώ, ενώ άλλοι συζητούσαν σε παρέες, υψώνοντας τη φωνή τους για ν' ακουστούν πάνω από τη μουσική και το ποδοβολητό των χορευτών. Ο Νεντ πήρε ένα ξύλινο κύπελλο με ζεστό μηλίτη και έριξε μια ματιά γύρω.
   Μια παρέα στεκόταν μακριά από τους χορευτές: ο πλοιοκτήτης Φίλμπερτ Κόμπλι και η οικογένειά του, ντυμένοι όλοι στα μαύρα. Οι προτεστάντες του Κίνγκσμπριτζ ήταν μια περίπου μυστική ομάδα. Όλοι γνώριζαν ότι υπήρχε και μάντευαν ποιοι ήταν, αλλά η ύπαρξή τους δεν αναγνωριζόταν ανοιχτά. Οι προτεστάντες δεν ομολογούσαν τα πιστεύω τους, γιατί τότε θα τους υπέβαλλαν σε βασανιστήρια μέχρι να αλλαξοπιστήσουν και θα τους έκαιγαν στην πυρά αν αρνούνταν. Αν τους ρωτούσες τι πίστευαν, απαντούσαν με υπεκφυγές. Πήγαιναν στις καθολικές λειτουργίες, αφού ήταν υποχρεωμένοι από το νόμο. Όμως δεν έχαναν ευκαιρία να επικρίνουν τα τολμηρά τραγούδια, τα φορέματα που άφηναν ακάλυπτο τον κόρφο και τους μέθυσους ιερείς. Και δεν υπήρχε νόμος που να απαγορεύει τα σκουρόχρωμα ρούχα.
   Ο Νεντ γνώριζε σχεδόν τους πάντες εκεί μέσα. Καθώς αναζητούσε τη Μάρτζερι, το βλέμμα του σταμάτησε πάνω σ' έναν άγνωστο, έναν άντρα με μακρουλή μύτη, κοντά στα σαράντα, με καστανά μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν και περιποιημένη κοντή γενειάδα στο μυτερό σχήμα που ήταν του συρμού. Κοντός και νευρώδης, με έναν σκουροκόκκινο μανδύα που φαινόταν ακριβός χωρίς να είναι κραυγαλέος. Μιλούσε με τον κόμη Σουίδιν και τον σερ Ρέτζιναλντ Φιτζέραλντ και ο Νεντ εντυπωσιάστηκε από τη στάση των δύο αρχόντων της περιοχής. Ήταν ολοφάνερο ότι δε συμπαθούσαν τον διακεκριμένο επισκέπτη -ο Ρέτζιναλντ έγερνε προς τα πίσω με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και ο Σουίδιν στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια στους γοφούς -κι όμως τον άκουγαν με μεγάλη προσοχή.
   Οι μουσικοί ολοκλήρωσαν το κομμάτι που έπαιζαν με μια περίτεχνη μουσική φράση και στη σχετική ησυχία που ακολούθησε ο Νεντ μίλησε στο γιο του Φίλμπερτ Κόμπλι, τον Ντάνιελ, που τον περνούσε μερικά χρόνια, ένα παχουλό παιδί με χλομό στρογγυλό πρόσωπο. "Ποιος είναι αυτός;" τον ρώτησε δείχνοντας τον άγνωστο με τον κόκκινο μανδύα.
   "Ο σερ Γουίλιαμ Σέσιλ. Ο σύμβουλος της πριγκίπισσας Ελισάβετ".
   Η Ελισάβετ Τυδώρ ήταν η νεαρή ετεροθαλής αδελφή της βασίλισσας Μαρίας. "Έχω ακούσει γι' αυτόν", είπε ο Νεντ. "Δεν ήταν Γραμματέας του Κράτους για ένα διάστημα;"
   "Ακριβώς".
   Εκείνη την εποχή ο Νεντ ήταν πολύ μικρός για να παρακολουθεί στενά τα πολιτικά πράγματα, αλλά θυμόταν τη μητέρα του να προφέρει με σεβασμό το όνομα του Σέσιλ. Ο Σέσιλ δεν ήταν αρκετά καθολικός για τα γούστα της Μαρίας Τυδώρ κι έτσι αμέσως μόλις έγινε βασίλισσα τον καθαίρεσε, γι' αυτό είχε επιφορτιστεί με το υποδεέστερο έργο της φροντίδας των οικονομικών υποθέσεων της Ελισάβετ.
   Τι δουλειά είχε λοιπόν εδώ;
   Η μητέρα του Νεντ θα ήθελε να πληροφορηθεί την παρουσία του Σέσιλ, αλλά, καθώς εκείνος έψαχνε γύρω με το βλέμμα του για να δει πού ήταν, εντόπισε τη Μάρτζερι κι αμέσως ξέχασε εντελώς τον Γουίλιαμ Σέσιλ.
   Η εμφάνισή της τον ξάφνιασε. Φαινόταν σαν να είχε μεγαλώσει πέντε χρόνια, όχι ένα. Τα σγουρά σκουροκάστανα μαλλιά της ήταν σηκωμένα ψηλά σε μια περίτεχνη κόμμωση που στην κορυφή της στολιζόταν από ένα αντρικό καπελάκι με ένα χαριτωμένο φτερό. Ένα μικρό κολάρο με φρίζες αγκάλιαζε το λαιμό της και της φώτιζε το πρόσωπο. Ήταν μικρόσωμη αλλά όχι αδύνατη και το άκαμπτο, σύμφωνα με τις επιταγές της μόδας, κορσάζ του φορέματός της δε μπορούσε να κρύψει τις υπέροχες καμπύλες του σώματός της. Όπως πάντα, το πρόσωπό της ήταν εκφραστικό. Χαμογελούσε, ανασήκωνε τα φρύδια της, έγερνε το κεφάλι της στο πλάι και έδειχνε έκπληξη, απορία, αποδοκιμασία και ευθυμία, το ένα μετά το άλλο. Ο Νεντ είχε μείνει και την κοιτούσε σαν υπνωτισμένος, όπως πάντα. Για μερικές στιγμές ήταν σαν να μην υπήρχε κανένας άλλος εκεί.
   Συνήλθε από το σάστισμά του και πήγε προς το μέρος της.
   Εκείνη τον είδε να πλησιάζει. Το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά και η καρδιά του γλύκανε. Μετά άλλαξε αμέσως έκφραση, πιο γρήγορα απ' τον ανοιξιάτικο καιρό, και σκοτείνιασε από ανησυχία. Καθώς έφτανε κοντά της, τα μάτια της γούρλωσαν με φόβο σαν να του έλεγε να φύγει, αλλά την αγνόησε. Έπρεπε να της μιλήσει.
   Άνοιξε το στόμα του, αλλά εκείνη τον πρόλαβε. "Ακολούθησέ με όταν αρχίσουν να παίζουν το Πιάσε το Ελάφι", του είπε χαμηλόφωνα. "Μην πεις τίποτα τώρα".
   Το Πιάσε το Ελάφι ήταν ένα παιχνίδι κρυφτού που έπαιζε η νεολαία στις γιορτές. Η πρότασή της τον έκανε να δυσφορήσει και δεν ήταν διατεθειμένος να απομακρυνθεί χωρίς να πάρει τουλάχιστον απαντήσεις σε μερικά ερωτήματα. "Είσαι ερωτευμένη με τον Μπαρτ Σέρινγκ;" τη ρώτησε.
   "Όχι! Φύγε τώρα -θα μιλήσουμε αργότερα".
   Ο Νεντ καταχάρηκε, αλλά δεν είχε τελειώσει ακόμα. "Θα τον παντρευτείς;"
   "Όχι, όσο έχω ακόμα τη δύναμη να του φωνάξω να πάει στον αγύριστο".
   Ο Νεντ χαμογέλασε. "Εντάξει. Τώρα μπορώ να κάνω υπομονή". Απομακρύνθηκε ευτυχισμένος.

   Ο Ρόλο παρακολουθούσε θορυβημένος τη συνομιλία ανάμεσα στην αδελφή του και τον Νεντ Γουίλαρντ. Δεν είχε κρατήσει πολύ, αλλά ήταν ολοφάνερα έντονη. Ο Ρόλο ανησυχούσε. Είχε στήσει αυτί έξω από την πόρτα της βιβλιοθήκης την προηγούμενη μέρα, όταν η Μάρτζερι τις έτρωγε από τον πατέρα τους, και συμφωνούσε με την άποψη της μητέρας του ότι η τιμωρία απλώς την πείσμωνε ακόμα περισσότερο.
   Δεν ήθελε να παντρευτεί η αδελφή του τον Νεντ. Ανέκαθεν τον αντιπαθούσε, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Το πιο σημαντικό ήταν ότι οι Γουίλαρντ έβλεπαν με καλό μάτι τον προτεσταντισμό. Έπειτα, σχεδόν εξίσου σημαντικό ήταν και το γεγονός ότι ο γάμος της με τον Νεντ Γουίλαρντ δε θα ωφελούσε σε τίποτα την κοινωνική θέση των Φιτζέραλντ. Θα ήταν απλώς μια συμμαχία ανάμεσα σε δύο εύπορες οικογένειες εμπόρων. Ο Μπαρτ Σέρινγκ, όμως, θα τους κατέτασσε στις τάξεις των ευγενών. Και για τον Ρόλο το κύρος της οικογένειας Φιτζέραλντ μετρούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο.
   Ο χορός τελείωσε και οι υπηρέτες του κόμη έφεραν σανίδες και τρίποδα για να φτιάξουν ένα τραπέζι σε σχήμα ταυ. Μετά άρχισαν να το στρώνουν.
   Ένας υπηρέτης μίλησε στον Ρόλο. "Σε ζητά ο πατέρας σου, άρχοντα Φιτζέραλντ. Είναι στο γραφείο του κόμη".
   O άνθρωπος τον οδήγησε σε ένα πλαϊνό δωμάτιο με ένα μεγάλο τραπέζι και ένα ράφι γεμάτο κατάστιχα, προφανώς ο χώρος όπου ο κόμης Σουίδιν κανόνιζε τις δουλειές του.
   Ο Σουίδιν καθόταν σε μια πελώρια καρέκλα που θύμιζε σχεδόν θρόνο. Ήταν ψηλός και ωραίος άντρας, όπως ο Μπαρτ, αλλά η χρόνια κατάχρηση φαγητού και ποτού είχε φαρδύνει τη μέση του και είχε κοκκινήσει τη μύτη του. Ο πατέρας του Ρόλο, ο σερ Ρέτζιναλντ, καθόταν δίπλα στον Σουίδιν. Όμως ήταν εκεί και ο Μπαρτ Σέρινγκ και, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Ρόλο, ήταν επίσης παρόντες η Άλις και ο Νεντ Γουίλαρντ.
   Ο Γουίλιαμ Σέσιλ καθόταν σε ένα χαμηλό σκαμνί μπροστά από τους έξι ντόπιους, αλλά, παρά το συμβολισμό της θέσης του, ο Ρόλο είχε την αίσθηση ότι ήταν αυτός που δέσποζε στη συνάθροιση.
   Ο Ρόλο περιεργάστηκε το πρόσωπο του Σέσιλ. Πρόσεξε ότι είχε τρεις ελιές στο δεξί μάγουλο και πως η καστανή γενειάδα του είχε αρχίσει να γκριζάρει. Κατά τη βασιλεία του Ερρίκου Η' ήταν ένας πανίσχυρος αυλικός, αν και εικοσάχρονος τότε, και, παρόλο που δεν είχε σαρανταρίσει ακόμα, είχε έναν αέρα αυτοπεποίθησης και σοφίας που ταίριαζε σε μεγαλύτερης ηλικίας άντρα.
   Ο κόμης σάλεψε ανυπόμονα στη θέση του. "Έχω εκατό καλεσμένους στο σαλόνι, σερ Γουίλιαμ. Θα σε παρακαλούσα να πεις τι είναι αυτό το τόσο σημαντικό που έχεις να πεις και με ανάγκασε να απομακρυνθώ από το δείπνο μου".
   "Αμέσως, άρχοντά μου", είπε ο Σέσιλ. "Η βασίλισσα δεν είναι έγκυος".
   Ο Ρόλο έβγαλε ένα μουγκρητό έκπληξης και απογοήτευσης.
   Η βασίλισσα Μαρία και ο βασιλιάς Φίλιππος επιθυμούσαν απεγνωσμένα διαδόχους για τα δύο στέμματα, της Αγγλίας και της Ισπανίας. Όμως περνούσαν ελάχιστο χρόνο μαζί, έτσι όπως τους απορροφούσαν τα βασιλικά τους καθήκοντα στα χωριστά τους βασίλεια. Γι' αυτό, όταν η βασίλισσα Μαρία ανακοίνωσε ότι περίμενε παιδί το Μάρτιο, υπήρξαν πανηγυρισμοί και στις δύο χώρες. Προφανώς κάτι είχε πάει στραβά.
   "Αυτό έχει γίνει κι άλλη φορά", είπε βλοσυρά ο σερ Ρέτζιναλντ.
   Ο Σέσιλ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. "Είναι η δεύτερη ψευδής εγκυμοσύνη της".
   Ο Σουίδιν απόρησε. "Ψευδής;" επανέλαβε. "Τι εννοείς;"
   "Δεν υπήρξε αποβολή", είπε με σοβαρό ύφος ο Σέσιλ.
   Τους εξήγησε ο Ρέτζιναλντ. "Επιθυμεί τόσο σφοδρά ένα παιδί, ώστε πείθει τον εαυτό της ότι είναι έγκυος ενώ δεν είναι".
   "Και τώρα αντιμετωπίζουμε την πιθανότητα να μην αποκτήσει ποτέ παιδί η βασίλισσά μας", είπε ο Σέσιλ.
   Του Ρόλο του ήρθε ζαλάδα όταν σκέφτηκε τις πιθανές επιπτώσεις. Το πολυπόθητο παιδί της φανατικά καθολικής βασίλισσας Μαρίας και του εξίσου πιστού βασιλιά της Ισπανίας θα έπαιρνε αυστηρά καθολική ανατροφή και θα βασιζόταν σε οικογένειες όπως οι Φιτζέραλντ για να βασιλεύσει. Αλλά, αν η Μαρία πέθαινε χωρίς να έχει αποκτήσει διάδοχο, όλα ήταν πιθανά.
   "Η μετάβαση από τον προηγούμενο μονάρχη στο νέο είναι πάντοτε μια επικίνδυνη περίοδος για κάθε χώρα", είπε ο Σέσιλ. "Θέλω να οργανώσω μια ομαλή μετάβαση χωρίς αιματοχυσίες. Βρίσκομαι εδώ για να μιλήσω σ' εσάς, τους τρεις ισχυρούς προύχοντες της επαρχίας -τον κόμη, το δήμαρχο και τη σημαντικότερη έμπορο της πόλης- και να σας ζητήσω να με βοηθήσετε".
   "Και πώς θα μπορούσαμε να σε βοηθήσουμε;" ρώτησε ο Σουίδιν.
   "Με το να ορκιστείτε πίστη στην κυρία μου, την Ελισάβετ".
   "Θεωρείς δεδομένο ότι η Ελισάβετ θα είναι η διάδοχος του θρόνου;" ρώτησε προκλητικά ο Σουίδιν.
   "Ο Ερρίκος Η' άφησε τρία παιδιά", απάντησε σε διδακτικό ύφος ο Σέσιλ, δηλώνοντας το προφανές. "Ο γιος του, ο Εδουάρδος Στ', ο ανήλικος βασιλιάς, πέθανε πριν προλάβει να αποκτήσει διάδοχο κι έτσι έγινε βασίλισσα η μεγαλύτερη κόρη του Ερρίκου, η Μαρία Τυδώρ. Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Αν η Μαρία πεθάνει άτεκνη, όπως ο Εδουάρδος, η επόμενη στη σειρά για το θρόνο είναι φυσικά η άλλη κόρη του Ερρίκου, η Ελισάβετ".
   Ο Ρόλο έκρινε ότι είχε έρθει η ώρα να μιλήσει. "Η Ελισάβετ είναι νόθα!" είπε. "Ο Ερρίκος δεν παντρεύτηκε κανονικά τη μητέρα της. Το διαζύγιο με την προηγούμενη σύζυγό του ακυρώθηκε από τον πάπα".
   "Οι μπάσταρδοι δε μπορούν να κληρονομήσουν περιουσία ή τίτλο -όλοι το ξέρουν αυτό", πρόσθεσε ο Σουίδιν.
   Ο Σέσιλ άφησε την αγένεια ασχολίαστη. "Το διαζύγιο εγκρίθηκε από το αγγλικό κοινοβούλιο", είπε ευγενικά αλλά με επιμονή.
   "Άκουσα ότι έχει προτεσταντικές τάσεις", είπε ο Σουίδιν.
   Ο Σέσιλ χαμογέλασε. "Μου έχει πει πολλές φορές ότι αν γινόταν βασίλισσα η μεγαλύτερη επιθυμία της θα ήταν να μη χάσει κανένας Άγγλος τη ζωή του εξαιτίας της πίστης του".
   Ο κόμης Σουίδιν εκνευρίστηκε με την υπεκφυγή. "Καθολική ή προτεστάντισσα;" ρώτησε. "Ή το ένα θα είναι ή το άλλο".
   "Αντιθέτως", απάντησε ο Σέσιλ. "Το πιστεύω της είναι η ανεκτικότητα".
   Ο Σουίδιν αγανάκτησε. "Ανεκτικότητα;" είπε περιφρονητικά. "Μήπως εννοείς αίρεση; Βλασφημία; Αθεΐα;"
   Κατά τη γνώμη του Ρόλο, η αγανάκτηση του Σουίδιν ήταν δικαιολογημένη, αλλά δεν αντικαθιστούσε τα νομικά επιχειρήματα και η Καθολική Εκκλησία είχε τη δική της άποψη για το ποιος έπρεπε να είναι ο επόμενος ηγεμόνας της Αγγλίας. "Στα μάτια του κόσμου, η αληθινή διάδοχος του θρόνου είναι η άλλη Μαρία, η βασίλισσα των Σκώτων", τόλμησε να πει.
   "Ασφαλώς όχι", αντιγύρισε ο Σέσιλ, που προφανώς ήταν προετοιμασμένος γι' αυτό. "Η Μαρία Στιούαρτ δεν είναι παρά μικρανεψιά του βασιλιά Ερρίκου Η', ενώ η Ελισάβετ Τυδώρ είναι κόρη του".
   "Νόθα κόρη του".
   Τότε μίλησε ο Νεντ Γουίλαρντ. "Είδα τη Μαρία Στιούαρτ όταν ήμουν στο Παρίσι", είπε. "Δεν της μίλησα, αλλά βρισκόμουν σε μια από τις εξωτερικές αίθουσες των ανακτόρων του Λούβρου και την είδα να περνάει. Είναι ψηλή και όμορφη".
   "Τι σχέση έχει αυτό με ό,τι συζητάμε;" ρώτησε εκνευρισμένα ο Ρόλο.
   Ο Νεντ επέμεινε. "Είναι δεκαπέντε χρονών. Ορισμένοι πιστεύουν ότι μια κοπέλα δεκαπέντε ετών είναι πολύ μικρή για να παντρευτεί, πόσω δε μάλλον για να κυβερνήσει μια χώρα".
   Ο Ρόλο ξεφύσηξε και ο πατέρας του μούγκρισε θυμωμένα.
   "Έχω ακούσει ότι η Μαρία μιλάει γαλλικά και σκωτσέζικα, αλλά σχεδόν καθόλου αγγλικά", πρόσθεσε ο Νεντ. "Και δεν είναι αυτό το χειρότερο. Η Μαρία είναι αρραβωνιασμένη με τον πρίγκιπα Φραγκίσκο, το διάδοχο του γαλλικού θρόνου. Οι Άγγλοι δε βλέπουν με καθόλου καλό μάτι το γάμο της τωρινής βασίλισσάς μας με το βασιλιά της Ισπανίας, και θα είναι ακόμα πιο εχθρικοί προς μια βασίλισσα που παντρεύεται το βασιλιά της Γαλλίας".
   "Αυτές τις αποφάσεις δεν τις παίρνει ο λαός", είπε ο Ρόλο.
   "Ακόμα κι έτσι, όπου υπάρχει αμφισβήτηση μπορεί να υπάρξει και σύγκρουση και τότε ο λαός αρπάζει τα δρεπάνια και τα πελέκια του και κάνει την άποψή του ν' ακουστεί".
   "Κι ακριβώς αυτό προσπαθώ να προλάβω", παρενέβη ο Σέσιλ.
   Ο Ρόλο εξοργίστηκε, αλλά, πριν προλάβει να πει τίποτα, μίλησε πάλι ο Σουίδιν. "Τι τύπος είναι αυτή η κοπέλα, η Ελισάβετ; Δεν την έχω γνωρίσει".
   Ο Σέσιλ απάντησε πρόθυμα. "Είναι η πιο μορφωμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ μου", είπε. "Μπορεί να συζητήσει στα λατινικά με την ίδια άνεση που συζητάει στα αγγλικά και, επίσης, μιλάει γαλλικά, ισπανικά και ιταλικά, και γράφει στα ελληνικά. Δε θεωρείται καλλονή, έχει όμως τον τρόπο να γοητεύει έναν άντρα και να τον κάνει να τη βρίσκει σαγηνευτική. Έχει κληρονομήσει την αποφασιστικότητα του πατέρα της, του βασιλιά Ερρίκου. Θα γίνει μια δυναμική βασίλισσα".
   Ο Σέσιλ είναι ερωτευμένος μαζί της, σκέφτηκε ο Ρόλο. Αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Οι αντίπαλοι της Ελισάβετ ήταν αναγκασμένοι να καταφεύγουν σε νομικίστικα επιχειρήματα επειδή δεν υπήρχε τίποτ' άλλο για να στηρίξουν την αντίθεσή τους. Κατά τα φαινόμενα η Ελισάβετ είχε την ηλικία, τη σοφία και την αποφασιστικότητα που χρειάζονταν για να κυβερνήσει την Αγγλία. Μπορεί να ήταν προτεστάνισσα, αλλά ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να μη το διαλαλεί κι έτσι δεν είχαν αποδείξεις.
   Η προοπτική μιας προτεστάντισσας βασίλισσας τον έκανε να φρίττει. Ήταν απολύτως βέβαιο ότι οι καθολικές οικογένειες θα έπεφταν σε δυσμένεια.
   "Να σου πω..." είπε ο Σουίδιν. "Αν παντρευόταν έναν ισχυρό καθολικό, που θα μπορούσε να της επιβάλλεται, ίσως και να γινόταν πιο αποδεκτή".
   "Θα το έχω κατά νου", είπε ξερά ο Σέσιλ. Ακούστηκε ένα καμπανάκι που καλούσε τους συνδαιτυμόνες στο τραπέζι και ο Σέσιλ σηκώθηκε. "Το μόνο που σας ζητάω είναι να μην αποφασίσετε βιαστικά. Δώστε μια ευκαιρία στην πριγκίπισσα Ελισάβετ".

   Ο Νεντ ήταν ανήσυχος σε όλη τη διάρκεια του δείπνου. Δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει το φαγοπότι για να ξεκινήσουν να παίζουν το Πιάσε το Ελάφι. Αλλά τη στιγμή που μάζευαν τα γλυκίσματα, η μητέρα του τον κοίταξε και του έκανε νόημα να πάει κοντά.
   Την είχε δει από ώρα να συζητάει με τον σερ Γουίλιαμ Σέσιλ. Η Άλις Γουίλαρντ ήταν μια δυναμική, παχουλή γυναίκα, κι εκείνο το βράδυ φορούσε ένα ακριβό φόρεμα, στο άλικο του Κίνγκσμπριτζ κεντημένο με χρυσοκλωστή κι ένα μενταγιόν με την Παναγία στο λαιμό της, για να κλείσει τα στόματα  όσων θα τολμούσαν να την κατηγορήσουν για προτεσταντισμό. Ο Νεντ μπήκε στον πειρασμό να προσποιηθεί ότι δεν είχε αντιληφθεί το κάλεσμά της. Όμως η μητέρα του, παρά την τρυφερότητά της, ήταν και αυστηρή και δε συγχωρούσε την ανυπακοή. Κι έτσι πήγε κοντά της.
   "Ο σερ Γουίλιαμ θέλει να σου κάνει μερικές ερωτήσεις για το Καλαί", είπε η Άλις.
   "Τιμή μου", απάντησε ευγενικά ο Νεντ.
   Λίγη ώρα αργότερα, χτύπησε το καμπανάκι για την έναρξη του παιχνιδιού. Ο Σέσιλ του χαμογέλασε και είπε: "Σ' ευχαριστώ για τις πληροφορίες, Νεντ. Είναι ασυνήθιστο για έναν τόσο νέο άνθρωπο  να είναι τόσο ακριβής".
   Ο Νεντ κολακεύτηκε. "Χαίρομαι που βοήθησα".
   Η χαριτωμένη, ξανθόμαλλη αδελφή, του Νταν Κόμπλι, η Ρουθ, πέρασε από δίπλα του λέγοντας: "Έλα, Νεντ, είναι ώρα για το Πιάσε το Ελάφι".
   "Έρχομαι", της είπε, αλλά δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
   Έπεσε σιωπή. Ο Σέσιλ είπε: "Παρεμπιπτόντως, ψάχνω για κάποιον που θα με βοηθάει στη δουλειά μου για τη λαίδη Ελισάβετ, ένα νεαρό που θα ζει στη βασιλική οικία στο Χάτφιλντ ως μέλος του προσωπικού της και θα δρα για λογαριασμό μου, όποτε χρειάζεται να πάω στο Λονδίνο ή αλλού. Ξέρω ότι το πεπρωμένο σου είναι να δουλεύεις με τη μητέρα σου στην οικογενειακή επιχείρηση, Νεντ, αλλά, αν κατά τύχη γνωρίσεις κανένα νεαρό που να σου μοιάζει έστω και λίγο, να είναι έξυπνος και άξιος εμπιστοσύνης, με κοφτερό μάτι που διακρίνει τις λεπτομέρειες... ειδοποίησέ με".
   Ο Νεντ ένευσε καταφατικά. "Ασφαλώς". Υποψιάστηκε ότι στην πραγματικότητα ο Σέσιλ του πρόσφερε τη θέση.
   "Θα πρέπει να συμμερίζεται την ανεκτική στάση της Ελισάβετ απέναντι στη θρησκεία", συνέχισε ο Σέσιλ. "Μου έχει πει πολλές φορές ότι, αν γινόταν βασίλισσα, η μεγαλύτερη επιθυμία της θα ήταν να μη χάσει κανένας Άγγλος τη ζωή του εξαιτίας της πίστης του. Νομίζω πως είναι ένα ιδανικό αντάξιο της πίστης ενός ανθρώπου".
   Η Άλις φάνηκε να εκνευρίζεται κάπως. "Όπως είπατε κι εσείς, σερ Γουίλιαμ, το πεπρωμένο των γιων μου  είναι να αφοσιωθούν στην οικογενειακή επιχείρηση. Πήγαινε, Νεντ".
   Ο Νεντ έκανε μεταβολή και έψαξε να βρει τη Μάρτζερι.

   Ο κόμης Σουίδιν είχε προσλάβει έναν περιοδεύοντα θίασο και τώρα έφτιαχναν μια υπερυψωμένη εξέδρα μπροστά από το μακρύ τοίχο της μεγάλης αίθουσας, κάτω από τον πίνακα με τη Σταύρωση. Καθώς η Μάρτζερι τους παρακολουθούσε, ήρθε και στάθηκε δίπλα της η λαίδη Μπρέκνοκ. Μια ελκυστική γυναίκα λίγο πριν τα σαράντα, με ζεστό χαμόγελο, εξαδέλφη του κόμη Σουίδιν και συχνή επισκέπτρια στο Κίνγκσμπριτζ όπου είχε δικό της σπίτι. Η Μάρτζερι την είχε συναντήσει άλλη μια φορά και την έβρισκε ευπροσήγορη και καθόλου απόμακρη.
   Η σκηνή αποτελούνταν από σανίδες στηριγμένες πάνω σε βαρέλια. "Μου φαίνεται λιγάκι ασταθής", είπε η Μάρτζερι.
   "Αυτό σκέφτηκα κι εγώ!" είπε η λαίδη Μπρέκνοκ.
   "Ξέρετε τι θα παίξουν;"
   "Τη ζωή της Μαρίας Μαγδαληνής".
   "Ω!" Η Μαρία Μαγδαληνή ήταν προστάτιδα των ιερόδουλων. Οι παπάδες πάντα διόρθωναν αυτή τη φράση λέγοντας «μετανοημένες ιερόδουλες», αλλά αυτό δεν έκανε την αγία λιγότερο συναρπαστική. "Μα πώς γίνεται; Αφού όλοι οι ηθοποιοί είναι άντρες".
   "Οι γυναικείοι ρόλοι πάντοτε παίζονται από άντρες. Δεν επιτρέπεται στις γυναίκες να γίνουν ηθοποιοί".
   "Μα γιατί;"
   "Α, μάλλον επειδή είμαστε κατώτερα όντα, σωματικά αδύναμες και πνευματικά ανίκανες".
   Ο τόνος της ήταν σαρκαστικός. Η Μάρτζερι τη συμπάθησε για την ευθύτητά της. Οι περισσότεροι μεγάλοι απαντούσαν στις δύσκολες ερωτήσεις με υπεκφυγές, αλλά η λαίδη Μπρέκνοκ θα σου έλεγε πάντοτε την αλήθεια. Τη στιγμή εκείνη, κοιτάζοντας πάνω απ' τον ώμο της, είδε τον Νεντ, με το πράσινο γιλέκο του να πλησιάζει. Η λαίδη ακολούθησε το βλέμμα της. "Ο Νεντ Γουίλαρντ είναι αυτός που σ' αρέσει;" ρώτησε με οξυδέρκεια.
   "Ναι".
   "Καλή επιλογή. Ωραίος είναι". Της χαμογέλασε κάπως μελαγχολικά. "Ελπίζω να σου πάνε όλα καλά".
   Ο Νεντ τη χαιρέτησε με υπόκλιση κι εκείνη του απάντησε με ένα νεύμα του κεφαλιού, αλλά απομακρύνθηκε, αφήνοντας μόνους τους δυο νέους.
   Ο Νεντ χαμήλωσε τη φωνή του. "Πού μπορούμε να μιλήσουμε; Δε μπορώ να περιμένω άλλο".
   "Το παιχνίδι θ' αρχίσει όπου να 'ναι. Ακολούθησέ με".
   Για το ρόλο του κυνηγού είχε επιλεγεί ο Ντόναλ Γκλόστερ, ο όμορφος βοηθός του Φίλμπερτ Κόμπλι. Το Νιου Κασλ ήταν η ιδανική τοποθεσία γι' αυτό το παιχνίδι. Είχε περισσότερες κρυψώνες κι από φωλιά λαγού. Και ειδικά τα σημεία όπου το καινούργιο κτίσμα ενωνόταν με το παλιό κάστρο ήταν γεμάτα ντουλάπια, σκάλες που εμφανίζονταν ξαφνικά, κόγχες και δωμάτια με ακανόνιστα σχήματα. Το Πιάσε το Ελάφι ήταν ένα παιδικό παιχνίδι και η Μάρτζερι στα μικράτα της αναρωτιόταν για ποιο λόγο άρεσε τόσο πολύ στους δεκαεννιάχρονους. Τώρα καταλάβαινε ότι για τους εφήβους ήταν μια ευκαιρία να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται.
   Ο Ντόναλ έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να λέει το «πάτερ ημών» στα λατινικά και όλοι οι νέοι σκόρπισαν για να κρυφτούν.
   Η Μάρτζερι ήξερε ήδη πού θα πήγαινε, γιατί είχε εξερευνήσει όλες τις κρυψώνες νωρίτερα, αναζητώντας ένα ασφαλές σημείο για να μιλήσει με τον Νεντ. Βγήκε από την αίθουσα και έτρεξε στο διάδρομο προς τα δωμάτια του παλιού κάστρου, ελπίζοντας ότι ο Νεντ θα την ακολουθούσε. Στο τέλος του διαδρόμου έφτασε σε μια πόρτα και την πέρασε.
   Ρίχνοντας μια ματιά πίσω, είδε τον Νεντ -και δυστυχώς αρκετούς άλλους. Αυτό την εκνεύρισε γιατί ήθελε να τον έχει αποκλειστικά δικό της.
   Προσπέρασε μια μικρή αποθήκη, ανέβηκε μια στριφογυριστή σκάλα με πέτρινα σκαλοπάτια κι έπειτα κατέβηκε ένα άλλο μικρό κλιμακοστάσιο. Άκουγε τους άλλους πίσω της, αλλά δεν τους έβλεπε πια. Έστριψε σε ένα διάδρομο που ήξερε ότι κατέληγε σε αδιέξοδο. Φωτιζόταν από ένα και μοναδικό κερί στερεωμένο σε μια σιδερένια βάση στον τοίχο. Στα μισά του διαδρόμου υπήρχε ένα πελώριο τζάκι: ο μεσαιωνικός φούρνος που είχε πάψει εδώ και πάρα πολύ καιρό να χρησιμοποιείται και η καμινάδα του είχε γκρεμιστεί κατά το χτίσιμο του καινούργιου σπιτιού. Δίπλα του, κρυμένη πίσω από μια πέτρινη πολεμίστρα, ήταν η πόρτα του πελώριου φούρνου που μόλις και φαινόταν μέσα στο μισοσκόταδο. Η Μάρτζερι τρύπωσε μέσα στο φούρνο και τράβηξε το φόρεμά της προς το μέρος της. Παραδόξως, ήταν πολύ καθαρά εκεί μέσα, όπως είχε διαπιστώσει καθώς εξερευνούσε. Τράβηξε την πόρτα αφήνοντας ανοιχτή μόνο μια χαραμάδα για να μπορεί να βλέπει έξω.
   Ο Νεντ φάνηκε τρεχάτος στο διάδρομο, με τον Μπαρτ να τον ακολουθεί κατά πόδας και πίσω του τη Ρουθ Κόμπλι, που, όπως έδειχναν τα πράγματα, είχε βάλει στο μάτι τον Μπαρτ. Η Μάρτζερι μούγκρισε με θυμό και απογοήτευση. Πώς θα κατάφερνε να αποκόψει τον Νεντ από τους άλλους;
   Πέρασαν τρέχοντας έξω από την πόρτα του φούρνου χωρίς να τη δουν. Μια στιγμή αργότερα, έχοντας φτάσει στο αδιέξοδο, έκαναν μεταβολή. Πρώτα η Ρουθ, μετά ο Μπαρτ, μετά ο Νεντ.
   Η Μάρτζερι είδε την ευκαιρία που τους δινόταν.
   Ο Μπαρτ και η Ρουθ χάθηκαν από τα μάτια της και τότε φώναξε: "Νέντ!"
   Εκείνος σταμάτησε και κοίταξε γύρω του σαστισμένος.
   Η Μάρτζερι έσπρωξε την πόρτα του φούρνου. "Εδώ μέσα!"
   Δε χρειάστηκε να του το πει δεύτερη φορά. Τρύπωσε κοντά της κι εκείνη έκλεισε την πόρτα.
   Ήταν θεοσκότεινα, αλλά κάθονταν με τα γόνατα ενωμένα και το σαγόνι του ενός να αγγίζει το σαγόνι του άλλου και η Μάρτζερι ένιωσε όλο του το σώμα στο δικό της. Τόσο καιρό που ο Νεντ ήταν στο Καλαί, φοβόταν ότι θα την ξεχνούσε. Σκεφτόταν ότι θα γνώριζε Γαλλίδες που θα ήταν πιο φινετσάτες και συναρπαστικές από τη μικρή Μαρτζ Φιτζέραλντ από το Κίνγκσμπριτζ. Όμως αυτό δεν είχε συμβεί και το κατάλαβε από τον τρόπο που την αγκάλιασε και τη χάιδεψε και τη φίλησε. Μεθυσμένη από χαρά, έκλεισε τα μάγουλά του στις παλάμες της και άνοιξε το στόμα της για να δεχτεί τη γλώσσα του και κύρτωσε το σώμα της για να κολλήσει πάνω στο δικό του.
   Ο Νεντ έγειρε από πάνω της. Εκείνη τη στιγμή ήταν πρόθυμη να τον δεχτεί και να του προσφέρει την παρθενιά της -όμως τότε συνέβη κάτι. Το πόδι του Νεντ συνάντησε κάποιο εμπόδιο και την επόμενη στιγμή ακούστηκε ένας γδούπος σαν μια μεγάλη ξύλινη επιφάνεια να έπεφτε στο έδαφος και η Μάρτζερι είδε τους τοίχους του φούρνου που την περιέβαλλαν.
   Ξαφνιάστηκαν τόσο πολύ ώστε σταμάτησαν αυτό που έκαναν και κοίταξαν γύρω τους. Είδαν ότι το πίσω μέρος του φούρνου είχε πέσει προς τα έξω. Προφανώς επικοινωνούσε με ένα άλλο σημείο που ήταν μισοσκότεινο και τότε η Μάρτζερι συνειδητοποίησε με τρόμο ότι υπήρχαν άνθρωποι που θα μπορούσαν να είχαν δει τι έκαναν εκείνη και ο Νεντ. Ανασηκώθηκε και έριξε μια ματιά από το άνοιγμα.
   Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς. Είδε έναν τοίχο με μια στενή σχισμή για τους τοξότες από όπου έμπαιναν οι τελευταίες ακτίνες του απογευματινού φωτός. Ένα μικρό σημείο στο βάθος του παλιού φούρνου είχε κλειστεί πρόχειρα με μερικές σανίδες έπειτα από το χτίσιμο του καινούργιου σπιτιού. Το άνοιγμα δεν οδηγούσε πουθενά. Η μόνη πρόσβαση ήταν μέσα από το φούρνο. Στο πάτωμα ήταν πεσμένη η ξύλινη κατασκευή που έκλεινε την τρύπα, μέχρι τη στιγμή που ο Νεντ την είχε κλοτσήσει πάνω στον ενθουσιασμό του. Ακούγονταν φωνές από τον περίβολο του κάστρου που ήταν από την άλλη πλευρά, αλλά η Μάρτζερι ανάσανε με ανακούφιση. Δεν τους είχαν δει.
   Σύρθηκε έξω από το άνοιγμα και στάθηκε όρθια στο στενό ελεύθερο χώρο. Ο Νεντ την ακολούθησε. Κοίταξαν γύρω τους ανήσυχα και στο τέλος εκείνος είπε: "Θα μπορούσαμε να μείνουμε εδώ για πάντα".
   Αυτό την επανέφερε στην πραγματικότητα και συνειδητοποίησε πόσο κοντά είχε φτάσει στο να διαπράξει θανάσιμο αμάρτημα. Η επιθυμία είχε επισκιάσει την κρίση της και την ικανότητά της να ξεχωρίζει το καλό από το κακό. Ευτυχώς είχε σωθεί την τελευταία στιγμή. 
   Η πρόθεσή της ήταν να φέρει εκεί τον Νεντ για να του μιλήσει, όχι να τον φιλήσει. "Νεντ, θέλουν να με παντρέψουν με το ζόρι με τον Μπαρτ", είπε. "Τι θα κάνουμε;"
   "Δεν ξέρω", της απάντησε.

   Η Μάρτζερι και οι γονείς της ήταν ακόμη σε αδιέξοδο όταν ο Ιανουάριος έδωσε τη θέση του στο Φεβρουάριο. Ο σερ Ρέτζιναλντ και η λαίδη Τζέιν είχαν αποφασίσει τελεσίδικα ότι η Μάρτζερι θα παντρευόταν τον Μπαρτ και εκείνη είχε δηλώσει ότι ποτέ δε θα τον παντρευόταν.
   Ο Ρόλο ήταν θυμωμένος μαζί της. Της δινόταν η ευκαιρία να συμπεριλάβει την οικογένεια στην καθολική αριστοκρατία και, αντί γι' αυτό, ήθελε να γίνει νύφη των Γουίλαρντ με τις προτεσταντικές τάσεις. Πώς ήταν δυνατόν να σκέφτεται καν μια τέτοια προδοσία, ειδικά με μια βασίλισσα που ευνοούσε με κάθε τρόπο τους καθολικούς;
   Οι Φιτζέραλντ ήταν η κορυφαία οικογένεια στην πόλη -και φαίνεται, σκέφτηκε περήφανα ο Ρόλο, καθώς φορούσαν τα ζεστά τους πανωφόρια, ενώ η μεγάλη καμπάνα στο κωδωνοστάσιο του καθεδρικού καλούσε βροντερά τους πιστούς στη θεία λειτουργία. Ο σερ Ρέτζιναλντ ήταν ψηλός και αδύνατος κι ακόμα και οι φακίδες, που γέμιζαν το πρόσωπό του, τον έκαναν να ξεχωρίζει. Φορούσε ένα βαρύ μανδύα από καφέ ύφασμα. Η λαίδη Τζέιν ήταν μικρόσωμη και λεπτή, με σουβλερή μύτη και πανέξυπνα μάτια που δεν τους ξέφευγε τίποτα. Φορούσε ένα πανωφόρι με επένδυση από γούνα.
   Η Μάρτζερι ήταν επίσης κοντή, αλλά πιο γεμάτη. Ήταν θυμωμένη και βλοσυρή, γιατί της είχε απαγορευτεί η έξοδος από το σπίτι από τη μέρα της γιορτής του κόμη. Όμως δε μπορούσαν να την κρατούν σε απομόνωση για πάντα· κι εκείνη τη μέρα στη λειτουργία θα χοροστατούσε ο επίσκοπος του Κίνγκσμπριτζ -ένας ισχυρός σύμμαχος, που η οικογένεια δεν έπρεπε να προσβάλει για κανένα λόγο.
   Ήταν φανερό πως η Μάρτζερι είχε αποφασίσει να μη δείχνει πόσο άθλια ένιωθε. Είχε βάλει ένα πανωφόρι στο άλικο του Κίνγκσμπριτζ και ασορτί καπέλο. Τον τελευταίο χρόνο είχε εξελιχτεί στο πιο όμορφο κορίτσι της πόλης, ακόμη και ο αδελφός της το έβλεπε.
   Το πέμπτο μέλος της οικογένειας ήταν η θεία του Ρόλο. Κάποτε ήταν καλόγρια στο μοναστήρι του Κίνγκσμπριτζ και είχε έρθει να ζήσει με τους Φιτζέραλντ, όταν ο βασιλιάς Ερρίκος Η' έκλεισε τα μοναστήρια.
   Βγήκαν έξω μαζί. Ζούσαν στο σταυροδρόμι του κεντρικού δρόμου, στο πιο ψηλό σημείο, απέναντι από το δημαρχείο. Καθώς ο δήμαρχος και η οικογένειά του κατέβαιναν σε μια εντυπωσιακή πομπή τον κατηφορικό δρόμο, οι γείτονές τους τούς χαιρετούσαν με σεβασμό. Οι πιο εύποροι τους καλημέριζαν, οι πιο ταπεινοί απλώς ανασήκωναν αμίλητοι τα καπέλα τους.
   Ο καθεδρικός ναός στεκόταν περήφανος, ίδιος και απαράλλακτος εδώ κι εκατοντάδες χρόνια, όπως και η καθολική πίστη την οποία αντιπροσώπευε. Πέρασαν τις μεγάλες καμάρες της δυτικής πρόσοψης. Μέσα έμοιαζε να κάνει περισσότερο κρύο από έξω. Όπως πάντα, το θέαμα του μακρόστενου κεντρικού κλίτους, με τις κολόνες και τις αψίδες, που επαναλαμβάνονταν σε τακτά διαστήματα, γέμισε το Ρόλο με την καθησυχαστική αίσθηση ενός σύμπαντος που υπάκουε στο νόμο και την τάξη μιας έλλογης θεότητας.
   Οι Φιτζέραλντ προχώρησαν στο διάδρομο και έφτασαν στο κέντρο του ναού τη στιγμή που άρχιζε η λειτουργία. Από εκείνη την απόσταση παρακολούθησαν τους ιερείς να τελούν τη θεία λειτουργία γύρω από την Αγία Τράπεζα. Γύρω τους στέκονταν άλλες ισχυρές οικογένειες της πόλης, ανάμεσά τους οι Γουίλαρντ και οι Κόμπλι, και της κομητείας, όπως ο κόμης του Σέρινγκ με το γιο του τον Μπαρτ, καθώς και ο λόρδος και η λαίδη Μπρέκνοκ.
   Το εκκλησίασμα έμενε ακίνητο τις δραματικές στιγμές, όπως η μετουσίωση του άρτου και του οίνου, και άκουσε ευγενικά το κήρυγμα του επισκόπου Τζούλιους -με θέμα την υπακοή- αλλά την περισσότερη ώρα μιλούσαν μεταξύ τους.
   O Ρόλο διαπίστωσε ενοχλημένος ότι η Μάρτζερι είχε ξεγλιστρήσει απαρατήρητη μακριά από την οικογένεια και μιλούσε ζωηρά με τον Νεντ Γουίλαρντ, με το φτερό που στόλιζε το καπελάκι της να κουνιέται κάθε τόσο σαν να έδινε έμφαση στα λόγια της. Ο Νεντ φορούσε το μπλε γαλλικό πανωφόρι του και ήταν ολοφάνερα ενθουσιασμένος που βρισκόταν μαζί της. Ο Ρόλο ήθελε να του δώσει μια κλοτσιά για το θράσος του.
   Για να τον εκδικηθεί, ο Ρόλο πήγε και μίλησε στον Μπαρτ Σέρινγκ και τον διαβεβαίωσε ότι στο τέλος όλα θα γίνονταν όπως έπρεπε. Μίλησαν και για τον πόλεμο. Η απώλεια του Καλαί δεν είχε καταστρέψει μόνο το εμπόριο. Η βασίλισσα Μαρία και ο ξένος συζυγός της γίνονταν ολοένα και λιγότερο δημοφιλείς. Ο Ρόλο δεν πίστευε ότι η Αγγλία θα αποκτούσε ποτέ άλλον προτεστάντη μονάρχη, αλλά η Μαρία Τυδώρ δεν πρόσφερε τίποτα στον αγώνα των καθολικών.

   Μετά το τέλος της λειτουργίας ο Νεντ κοίταξε το εκκλησίασμα, αλλά η Μάρτζερι δε φαινόταν πουθενά. Είχε φύγει ήδη, αλλά ο Νεντ ήξερε πού είχε πάει. Προχώρησε προς την έξοδο του ναού προσπαθώντας να μη δείξει ότι βιαζόταν.
   Καθώς έβγαινε από την εκκλησία και τραβούσε βόρεια, σαν να κατευθυνόταν προς το νεκροταφείο, έκλεισε πιο σφιχτά τη μπέρτα γύρω του. Το χιόνι έπεφτε τώρα πιο πυκνό και σκέπαζε την κορυφή του μνημείου του ηγούμενου Φίλιπ. Το μνημείο ήταν τόσο μεγάλο, που ο Νεντ και η Μάρτζερι κατάφερναν να στέκονται στην αθέατη πλευρά του και να ερωτοτροπούν χωρίς το φόβο να τους δει κανείς. Σύμφωνα με το μύθο, ο ηγούμενος Φίλιπ ήταν επιεικής προς όσους ενέδιδαν στον πειρασμό της σάρκας κι έτσι ο Νεντ φανταζόταν ότι η ψυχή του νεκρού μοναχού δεν ταραζόταν στη θέα δύο νέων που αντάλλασσαν φιλιά πάνω από τον τάφο του.
   Αλλά η Μάρτζερι είχε σκεφτεί έναν καλύτερο τόπο συνάντησης από τον τάφο και είχε πει την ιδέα της στο Νεντ, καθώς αντάλλασσαν μερικές λέξεις στη διάρκεια της λειτουργίας. Ακολουθώντας τις οδηγίες της, ο Νεντ προσπέρασε το σημείο του νέου μεγάρου του πατέρα της. Όταν έφτασε στην άκρη του οικοπέδου, έλεγξε να δει αν τον ακολουθούσαν. Βρήκε το άνοιγμα στο φράχτη και τρύπωσε μέσα.
   Το νέο σπίτι που έκτιζε ο σερ Ρέτζιναλντ είχε δάπεδα, τοίχους, σκάλες και στέγη, αλλά όχι πόρτες και παράθυρα. Ο Νεντ μπήκε και ανέβηκε τρέχοντας τη μεγαλόπρεπη σκάλα από ιταλικό μάρμαρο. Η Μάρτζερι τον περίμενε στην κορυφή της. Το σώμα της ήταν κρυμμένο μέσα στο ογκώδες κόκκινο πανωφόρι, αλλά το πρόσωπό της ήταν γεμάτο λαχτάρα. Την έκλεισε στην αγκαλιά του και τη φίλησε με πάθος. Έκλεισε τα μάτια του και ανάσανε το άρωμά της, μια ζεστή μυρωδιά που αναδιδόταν από την απαλή επιδερμίδα του λαιμού της.
   Όταν σταμάτησαν για να πάρουν ανάσα, είπε: "Ανησυχώ. Η μητέρα μου δάνεισε τετρακόσιες λίρες στον πατέρα σου".
   Η Μάρτζερι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της: "Δεν είναι η πρώτη φορά".
   "Τα δάνεια καταλήγουν σε καβγάδες. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα για μας".
   "Πόσο χειρότερα δηλαδή; Φίλα με πάλι".
   Ο Νεντ είχε φιλήσει πολλά κορίτσια, αλλά κανένα σαν τη Μάρτζερι. Εκείνη η κοπέλα ήταν η μόνη που δε δίσταζε να ζητήσει στα ίσια αυτό που ήθελε. Ο κανόνας έλεγε ότι οι γυναίκες έπρεπε να καθοδηγούνται από τους άντρες, ειδικά στις σαρκικές σχέσεις, αλλά η Μάρτζερι αδιαφορούσε.
   "Λατρεύω τον τρόπο που φιλάς", της είπε μετά από λίγο. "Ποιος σε έμαθε;"
   "Κανείς δε μου έμαθε! Για ποια με πέρασες; Τέλος πάντων, δεν υπάρχει μόνο ένας σωστός τρόπος. Τα φιλιά δεν είναι λογιστική".
   "Δεν έχεις κι άδικο. Κάθε κορίτσι είναι διαφορετικό".
   "Σταμάτα! Δε θέλω να ξέρω για τ' άλλα κορίτσια σου".
   "Σε πειράζω. Καμιά δεν είναι σαν εσένα. Γι' αυτό σ' αγαπώ".
   "Κι εγώ σ' αγαπώ", του απάντησε κι άρχισαν πάλι να φιλιούνται. Ο Νεντ άνοιξε το μανδύα του και ξεκούμπωσε το πανωφόρι της για να αγκαλιαστούν χωρίς να τους εμποδίζουν τα ρούχα. Σχεδόν δεν ένιωθαν το κρύο.
   Και τότε ο Νεντ άκουσε μια γνώριμη φωνή να λέει: "Σταματήστε αμέσως!"
   Ήταν ο Ρόλο.
   Ο Νεντ αντέδρασε αυτόματα και τραβήχτηκε ένοχα μακριά της, αλλά την επόμενη στιγμή ήρθε στα σύγκαλά του· δεν υπήρχε κανένας λόγος να μη φιλήσει ένα κορίτσι που τον αγαπούσε. Άφησε τη Μάρτζερι από την αγκαλιά του και γύρισε χωρίς να βιάζεται. Δε φοβόταν το Ρόλο. "Μη μου δίνεις διαταγές, Ρόλο. Δεν είμαστε πια στο σχολείο".
   Εκείνος τον αγνόησε και απευθύνθηκε στη Μάρτζερι, με φωνή γεμάτη από ιερή αγανάκτηση. "Θα έρθεις σπίτι μαζί μου αυτή τη στιγμή".
   Η Μάρτζερι είχε ζήσει τόσα χρόνια με τον νταή αδελφό της και είχε μάθει πια να μην υποκύπτει στις απαιτήσεις του. "Προχώρα πρώτος", είπε με μια άνεση που ακούστηκε σχεδόν απολύτως φυσική. "Έρχομαι σ' ένα λεπτό".
   Ο Ρόλο έγινε κόκκινος. "Είπα τώρα". Άρπαξε τη Μάρτζερι από το χέρι.
   "Πάρε τα χέρια σου από πάνω της", είπε ο Νεντ. "Δεν υπάρχει λόγος να της επιβληθείς με τη βία".
   "Εσύ βούλωσέ το. Το τι κάνω με την αδελφή μου δε σε αφορά".
   Η Μάρτζερι προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της, αλλά ο Ρόλο δυνάμωσε τη λαβή του. "Σταμάτα, με πονάς!" φώναξε. 
   "Σε προειδοποίησα, Ρόλο", είπε ο Νεντ. Δεν του άρεσε η βία, αλλά δε σκόπευε να ενδώσει στον εκφοβισμό.
   Ο Ρόλο τράβηξε το χέρι της Μάρτζερι.
   Ο Νεντ άρπαξε τον Ρόλο από το πανωφόρι, τον τράβηξε μακριά από τη Μάρτζερι και τον έσπρωξε με τόση δύναμη, που τον έστειλε στην άλλη άκρη του διαδρόμου. 
   Και τότε είδε τον Μπαρτ να ανεβαίνει τη μαρμάρινη σκάλα.
   Ο Ρόλο ξαναβρήκε την ισορροπία του. Ύψωσε απειλητικά το δάχτυλό του και προχώρησε προς το μέρος του Νεντ. "Και τώρα θα βάλεις μυαλό!" είπε και του έδωσε μια κλοτσιά.
   Η κλοτσιά είχε στόχο τη βουβωνική χώρα, αλλά ο Νεντ μετακινήθηκε λίγο και δέχτηκε το χτύπημα στο μηρό του. Ήταν δυνατό, αλλά μέσα στο θυμό του ούτε καν ένιωσε τον πόνο. Όρμησε στον Ρόλο και άρχισε να τον χτυπά με τις γροθιές του στο κεφάλι και στο στήθος -τρεις φορές, τέσσερις, πέντε. Ο Ρόλο υποχώρησε και στη συνέχεια προσπάθησε να αντεπιτεθεί. Ήταν ψηλός και είχε μακρύτερα χέρια, αλλά ο Νεντ ήταν πιο θυμωμένος.
   "Σταμάτα, σταμάτα!" άκουσε τη Μάρτζερι να φωνάζει.
   Ο Νεντ συνέχισε να χτυπάει τον Ρόλο αναγκάζοντάς τον να οπισθοχωρεί διαρκώς, ώσπου ξαφνικά ένιωσε κάποιον να τον αρπάζει από πίσω. Κατάλαβε ότι ήταν ο Μπαρτ. Του ακινητοποίησε τα χέρια σαν να τον είχε δέσει με σκοινί· ο Μπαρτ ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος και δυνατός και από τους δύο. Ο Νεντ αγωνίστηκε με μανία, αλλά δεν κατάφερε να ελευθερωθεί και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι θα τις έτρωγε άσχημα.
   Ενώ ο Μπαρτ κρατούσε τον Νέντ, ο Ρόλο άρχισε να τον χτυπάει. Προσπάθησε να σκύψει για να αποφύγει τα χτυπήματα, αλλά ο Μπαρτ δεν τον άφησε και ο Ρόλο συνέχισε να τον γρονθοκοπεί στο πρόσωπο και την κοιλιά και να τον κλοτσάει στα αχαμνά ξανά και ξανά. Ο Μπαρτ γελούσε κατενθουσιασμένος. Η Μάρτζερι ούρλιαζε και προσπαθούσε να συγκρατήσει τον αδελφό της, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία· ήταν άγρια, αλλά πολύ μικρόσωμη για να τον σταματήσει. 
   Μετά από ένα λεπτό ο Μπαρτ βαρέθηκε το παιχνίδι και σταμάτησε να γελάει. Έσπρωξε τον Νεντ στην άκρη και εκείνος έπεσε στο πάτωμα. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δε μπορούσε. Το ένα του μάτι ήταν κλειστό, αλλά με το άλλο είδε τον Ρόλο και τον Μπαρτ να πιάνουν τη Μάρτζερι από τα μπράτσα και να κατεβαίνουν τη σκάλα. Έβηξε και έφτυσε αίμα. Ένα δόντι βγήκε μαζί με το αίμα και με το γερό του μάτι το είδε να προσγειώνεται στο πάτωμα. Μετά έκανε εμετό.
   Πονούσε παντού. Προσπάθησε πάλι να σηκωθεί, αλλά δεν είχε το κουράγιο. Ξάπλωσε ανάσκελα στο κρύο μάρμαρο, περιμένοντας να περάσει ο πόνος. "Σκατά", είπε. "Σκατά".

   "Πού ήσουν;" ρώτησε η λαίδη Τζέιν τη Μάρτζερι αμέσως μόλις την έφερε στο σπίτι ο Ρόλο. 
   "Ο Ρόλο έσπασε τον Νεντ στο ξύλο, ενώ ο Μπαρτ τον κρατούσε ακίνητο", φώναξε εκείνη. "Μόνο κτήνη κάνουν τέτοια πράγματα".
   "Ηρέμησε", είπε η μητέρα της. "Κάποιος θέλει να σε δει".
   "Δε μπορώ να μιλήσω με κανέναν τώρα", είπε η Μάρτζερι. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο δωμάτιό της και να την αφήσουν ήσυχη.
   "Μην είσαι ανυπάκουη", είπε η μητέρα της. "Έλα μαζί μου".
   Η Μάρτζερι δεν είχε πια κουράγιο να αντισταθεί. Είχε σταθεί μάρτυρας του ξυλοδαρμού του αγαπημένου της και το φταίξιμο ήταν όλο δικό της, επειδή τον αγαπούσε. Ένιωθε ότι είχε χάσει την ικανότητα να διακρίνει το σωστό. Ανασήκωσε μοιρολατρικά τους ώμους και ακολούθησε τη μητέρα της.
   Πήγαν στο σαλόνι της λαίδης Τζέιν, το χώρο απ' όπου διοικούσε το σπίτι και μοίραζε εντολές στους υπηρέτες. Ο επίσκοπος του Κίνγκσμπριτζ περίμενε εκεί.
   Η Μάρτζερι τρόμαξε όταν τον είδε. Τι θα μπορούσε να θέλει από εκείνη ο επίσκοπος;
   "Ο σεβασμιότατος έχει κάτι να σου πει", είπε η λαίδη Τζέιν.
   "Κάτσε, Μάρτζερι", πρόσταξε ο επίσκοπος Τζούλιους.
   Εκείνη υπάκουσε.
   "Σε ξέρω απ' τη μέρα που γεννήθηκες", είπε. "Σου έδωσαν χριστιανική ανατροφή και έγινες καλή καθολική. Οι γονείς σου πρέπει να είναι περήφανοι για σένα".
   Η Μάρτζερι δεν είπε τίποτα. Ελάχιστη σημασία έδινε στον επίσκοπο. Στο μυαλό της γυρνούσε ξανά και ξανά η εικόνα του Ρόλο να χτυπάει με λύσσα το αγαπημένο πρόσωπο του Νεντ.
   "Κάνεις την προσευχή σου, πηγαίνεις στη λειτουργία, εξομολογείσαι τις αμαρτίες σου μια φορά το χρόνο. Ο Θεός είναι ευχαριστημένος μαζί σου".
   Ήταν αλήθεια. Όλα τα άλλα στη ζωή της Μάρτζερι φαίνονταν λάθος -ο αδελφός της ήταν μνησίκακος, οι γονείς της σκληρόκαρδοι και αυτή αναγκασμένη να παντρευτεί ένα κτήνος- αλλά τουλάχιστον ένιωθε ότι τα είχε καλά με τον Θεό. Ήταν μια κάποια παρηγοριά.
   "Κι όμως", είπε ο επίσκοπος, "ξαφνικά λες και ξέχασες όλα όσα σου έχουν διδάξει".
   Η Μάρτζερι τον κοίταξε εξεταστικά. Για τι πράγμα την κατηγορούσε;
   "Φαίνεται πως έχεις ξεχάσει την τέταρτη εντολή".
   Ξαφνικά η Μάρτζερι αισθάνθηκε ντροπή. Ήξερε τι εννοούσε. Κοίταξε το πάτωμα.
   "Πες την τέταρτη εντολή, Μάρτζερι".
   Σήκωσε το κεφάλι της, αλλά δε μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. "Τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου", είπε τελικά.
   Ο επίσκοπος κούνησε το κεφάλι του. "Τον τελευταίο μήνα έπαψες να τιμάς τον πατέρα και τη μητέρα σου, έτσι δεν είναι;"
   Η Μάρτζερι συγκατένευσε. Ήταν αλήθεια.
   "Είναι ιερό καθήκον σου να κάνεις όπως σου λένε".
   "Συγγνώμη", ψιθύρισε με στενοχώρια.
   "Δεν αρκεί να μετανοήσεις, όμως, έτσι δεν είναι, Μάρτζερι; Το ξέρεις".
   "Τι πρέπει να κάνω;"
   "Να πάψεις να αμαρτάνεις. Θα πρέπει να υπακούσεις".
   Τον κοίταξε στα μάτια. "Να υπακούσω;"
   "Αυτό θέλει ο Θεός".
   Επίσκοπος ήταν. Ήξερε τι ήθελε ο Θεός. Και μόλις της είχε πει. Η Μάρτζερι χαμήλωσε πάλι τα μάτια της.
   "Θέλω να μιλήσεις στον πατέρα σου, τώρα", είπε ο επίσκοπος.
   Η Μάρτζερι πνιγόταν και της ήταν αδύνατον να μιλήσει, αλλά κούνησε το κεφάλι καταφατικά. 
   Ο επίσκοπος έκανε νόημα στη λαίδη Τζέιν κι εκείνη πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. Ο σερ Ρέτζιναλντ περίμενε απέξω. Μπήκε στο δωμάτιο, κοίταξε τη Μάρτζερι και είπε: "Λοιπόν;"
   "Συγγνώμη, πατέρα", είπε εκείνη.
   "Ελπίζω να μετάνιωσες στ' αλήθεια".
   Έγινε παύση. Οι άλλοι περίμεναν τη Μάρτζερι να συνεχίσει.
   Εντέλει είπε: "Θα παντρευτώ τον Μπαρτ Σέρινγκ".
   "Μπράβο, κορίτσι μου", είπε ο πατέρας της.
   Η Μάρτζερι σηκώθηκε. "Μπορώ να πηγαίνω τώρα;"
   "Ίσως θα πρέπει να ευχαριστήσεις πρώτα τον επίσκοπο που σε επανέφερε στο δρόμο της θείας χάριτος".
   Η Μάρτζερι στράφηκε προς τον επίσκοπο. "Σας ευχαριστώ, επίσκοπε".
   "Πολύ καλά", είπε η λαίδη Τζέιν. "Τώρα μπορείς να πηγαίνεις".
   Η Μάρτζερι έφυγε.

      Τη Δευτέρα το πρωί ο Νεντ κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε τη Μάρτζερι να διασχίζει την πλατεία για να πάει στο σχολείο. Τρία πρωινά την εβδομάδα δίδασκε την τάξη των νηπίων, μαθαίνοντάς τα τους αριθμούς και τα γράμματα και τα θαύματα του Ιησού, προετοιμάζοντάς τα για το κανονικό σχολείο. Είχε απουσιάσει από τα καθήκοντά της όλο τον Ιανουάριο, αλλά τώρα επέστρεφε. Ο Ρόλο ήταν μαζί της, προφανώς ως συνοδός.
   Ο Νεντ περίμενε καιρό αυτή τη στιγμή.
   Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε σχέση με κορίτσι. Ποτέ δεν είχε διαπράξει την αμαρτία της συνουσίας εκτός γάμου, παρόλο που είχε φτάσει κοντά μερικές φορές. Από τη στιγμή όμως που είχε ερωτευτεί τη Μάρτζερι είχε καταλάβει πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα. Δεν ήθελε απλώς να πάει τη Μάρτζερι πίσω από τον τάφο του ηγούμενου Φίλιπ για να τη χαϊδέψει και να τη φιλήσει. Το ήθελε κι αυτό, ναι, αλλά ήθελε επίσης να περάσει ατέλειωτες ώρες μαζί της, να της μιλάει για θεατρικά έργα και ζωγραφική, για κουτσομπολιά του Κίνγκσμπριτζ και αγγλική πολιτική ή απλώς να είναι ξαπλωμένος δίπλα της σε μια καταπράσινη όχθη του ποταμού μέσα στη λιακάδα.
   Συγκράτησε την παρόρμησή του να βγει τρέχοντας από το σπίτι και να την πλευρίσει στην αγορά. Θα της μιλούσε το μεσημέρι, όταν θα τέλειωνε το μάθημα.
   Όταν μεσημέριασε και το φως της ημέρας δυνάμωσε κάπως, ο Νεντ βγήκε από την αποθήκη όπου εργαζόταν και ανηφόρισε τον κεντρικό δρόμο που ήταν γεμάτος λασπόχιονο. Αλλά αντί να πάει στο σπίτι του, προχώρησε προς την είσοδο του σχολείου.
   Η καμπάνα του ναού χτύπησε μεσημέρι ακριβώς τη στιγμή που έφτασε. Ο Ρόλο εμφανίστηκε από την αγορά και κατευθύνθηκε προς το σχολείο. Ο Νεντ ήξερε ότι ερχόταν για να συνοδεύσει τη Μάρτζερι σπίτι. Όταν τον είδε ο Ρόλο, ξαφνιάστηκε και φάνηκε να τρομάζει λιγάκι. "Μακριά από την αδελφή μου", είπε με νταηλίκι.
   Ο Νεντ ήταν προετοιμασμένος γι' αυτό. "Κάνε με εσύ να μείνω μακριά της, κουφιοκέφαλε χωριάτη".
   Ο Ρόλο δείλιασε. "Δεν πρόκειται να διαπληκτιστώ μαζί σου σε δημόσιο χώρο".
   "Όχι βέβαια", είπε ο Νεντ περιφρονητικά. "Ειδικά τώρα που δεν έχεις μαζί το φίλο σου τον Μπαρτ για να σε βοηθήσει".
   Η Μάρτζερι βγήκε από το σχολείο. "Ρόλο!" αναφώνησε. "Τι κάνετε, για όνομα του Θεού; Πάλι θα παίξετε ξύλο;"
   Ο Νεντ την κοίταξε κι ένιωσε την καρδιά του να σκιρτά. Ήταν μικροκαμωμένη αλλά υπέροχη, έτσι όπως σήκωνε αγέρωχα το πιγούνι της, με τα πράσινα μάτια της να αστράφτουν από αγανάκτηση και τη φωνή της επιβλητική.
   "Δεν επιτρέπεται να μιλάς στον Γουίλαρντ", είπε ο Ρόλο. "Έλα σπίτι μαζί μου. Τώρα!"
   "Μα θέλω να του μιλήσω".
   "Σου απαγορεύω!"
   "Στάσου στην πόρτα του επισκοπικού μεγάρου. Από εκεί θα μπορείς να μας βλέπεις αλλά όχι και να μας ακούς. Πρέπει να του πω τι συνέβη χτες".
   "Αυτό θες μόνο;" ρώτησε με δυσπιστία εκείνος.
   "Σου τ' ορκίζομαι. Απλώς θέλω να ενημερώσω τον Νεντ".
   Ο Νεντ και η Μάρτζερι περίμεναν να φύγει. Ο Ρόλο έκανε είκοσι βήματα και στη συνέχεια γύρισε και στάθηκε βλοσυρός.
   "Τι συνέβη χτες, μετά τον καυγά;" ρώτησε ο Νεντ.
   "Κατάλαβα κάτι", είπε η Μάρτζερι και τα μάτια της βούρκωσαν.
   Ο Νεντ είχε κακό προαίσθημα. "Τι κατάλαβες;"
   "Ότι είναι ιερό καθήκον μου να υπακούω στους γονείς μου".
   Η Μάρτζερι άρχισε να κλαίει. Ο Νεντ έβγαλε από την τσέπη του ένα λινό μαντίλι που είχε φτιάξει η μητέρα του, στριφωμένο και κεντημένο με βελανίδια. Της σκούπισε μ' αυτό απαλά τα δάκρυα από τα μάγουλά της, αλλά εκείνη του το άρπαξε και σκούπισε τα μάτια της αγριεμένα, λέγοντας: "Δεν έχουμε να πούμε τίποτ' άλλο, έτσι δεν είναι;"
   "Ω, κι όμως έχουμε". Ο Νεντ συγκεντρώθηκε. Ήξερε ότι η Μάρτζερι ήταν βαθιά ευσεβής κατά βάθος, παρά το γεγονός ότι ήταν θερμοκέφαλη και ισχυρογνώμων. "Δεν είναι αμαρτία να πλαγιάζεις με έναν άντρα που μισείς;"
   "Όχι, αυτό δεν απασχολεί τις εντολές της Εκκλησίας".
   "Ε, λοιπόν, θα έπρεπε. Τι έκαναν; Πώς σου άλλαξαν τα μυαλά; Σε απείλησαν;"
   "Μου θύμισαν το καθήκον μου".
   "Αυτό δεν έχει να κάνει με το θέλημα του Θεού. Οι γονείς σου εκμεταλλεύονται την ευσέβειά σου για να σε χειραγωγήσουν και να σε κάνουν ό,τι θέλουν".
   "Λυπάμαι αν νομίζεις κάτι τέτοιο".
   "Στ' αλήθεια θα παντρευτείς τον Μπαρτ Σέρινγκ επειδή το επιθυμούν οι δικοί σου;"
   "Επειδή ο Θεός το επιθυμεί. Φεύγω τώρα, Νεντ. Από τώρα και στο εξής θα είναι καλύτερα αν μιλάμε όσο το δυνατόν λιγότερο".
   "Γιατί; Ζούμε στην ίδια πόλη, πάμε στην ίδια εκκλησία, γιατί δε θα πρέπει να μιλάμε;"
   "Γιατί η καρδιά μου είναι κομμάτια", απάντησε η Μάρτζερι κι έφυγε.

   Ο γάμος της Μάρτζερι αναβλήθηκε.
   Μετά την πτώση του Καλαί στους Γάλλους, η Αγγλία ετοιμαζόταν να δεχτεί εισβολή και ο Μπαρτ Σέρινγκ έλαβε εντολή από το δήμο να συγκεντρώσει δύναμη εκατό αντρών και να οχυρώσει το λιμάνι του Κομπ. Ο γάμος θα έπρεπε να περιμένει.
   Για τον Νεντ Γουίλαρντ η αναβολή σήμαινε ελπίδα. Ήταν ευτυχής, γιατί, όσο η Μάρτζερι και ο Μπαρτ παρέμεναν ανύπαντροι, οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί: να αλλάξει γνώμη ο Μπαρτ ή να σκοτωθεί στη μάχη, ή να πεθάνει από τις θέρμες που σάρωναν τη χώρα.
   Η Μάρτζερι ήταν η γυναίκα που ήθελε, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Ο κόσμος ήταν γεμάτος ελκυστικά κορίτσια, αλλά κανένα τους δε μετρούσε· ήταν αυτή και καμία άλλη. Δεν ήξερε γιατί ήταν τόσο σίγουρος. Απλά ήξερε ότι η Μάρτζερι θα ήταν πάντα εκεί, όπως ο καθεδρικός ναός.
   Θεωρούσε τον αρραβώνα της απλή αναποδιά, όχι ήττα.
   Ο Μπαρτ και η μονάδα του συγκεντρώθηκαν στο Κίνγκσμπριτζ προκειμένου να ταξιδέψουν με φορτηγίδα μέχρι το λιμάνι του Κομπ το Σάββατο πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα. Εκείνο το πρωί, πλήθος κόσμου μαζεύτηκε στο ποτάμι για να επευφημήσει τους άντρες που έφευγαν. Ο Νεντ ήταν ανάμεσά τους. Ήθελε να βεβαιωθεί ότι θα έφευγε ο Μπαρτ.
   Οι Φιτζέραλντ κατηφόρισαν από τον κεντρικό δρόμο για να ξεπροβοδίσουν με ενθουσιασμό τον άνθρωπο που θα γινόταν γαμπρός τους. Ο σερ Ρέτζιναλντ και ο Ρόλο περπατούσαν δίπλα δίπλα. Ο Νεντ τους κοίταξε με μίσος και περιφρόνηση. Η Μάρτζερι και η λαίδη Τζέιν ήταν πίσω τους, η μια μικροκαμωμένη και τσαχπίνα, η άλλη μικροκαμωμένη και κακόψυχη.
   Είδε τη Μάρτζερι να πηγαίνει κοντά στον Μπαρτ. Τον είδε να κορδώνεται, περήφανος που η ωραιότερη κοπέλα του Κίνγκσμπριτζ ήταν αρραβωνιαστικιά του. Ο Νεντ την περιεργάστηκε· θα νόμιζε κανείς ότι δεν ήταν η ίδια κοπέλα που φορούσε το ακριβό πανωφόρι στο άλικο του Κίνγκσμπριτζ και το καπελάκι με το φτερό. Στεκόταν ευθυτενής και, καθώς μιλούσε με τον Μπαρτ, το πρόσωπό της θύμιζε άγαλμα. Τα πάντα πάνω της ανέδιδαν αποφασιστικότητα, όχι χαρά. Το σκανταλιάρικο διαβολάκι είχε εξαφανιστεί.
   Αλλά οι άνθρωποι δεν άλλαζαν τόσο γρήγορα. Σίγουρα εκείνο το διαβολάκι υπήρχε ακόμα μέσα της.
   Ήξερε ότι ήταν δυστυχισμένη και αυτό τον εξόργιζε και τον στενοχωρούσε. Ήθελε να την πάρει και να φύγουν κάπου μακριά μαζί. Τη νύχτα έπλαθε φανταστικές ιστορίες, με τους δυο τους να το σκάνε από το Κίνγκσμπριτζ την αυγή και να χάνονται στο δάσος. Άλλες φορές πήγαιναν στο Γουίντσεστερ και παντρεύονταν με ψεύτικα ονόματα· ή πήγαιναν στο Λονδίνο και άνοιγαν δική τους επιχείρηση. Μέχρι που κατέβαιναν στο λιμάνι του Κομπ και έμπαιναν στο πλοίο για τη Σεβίλλη. Αλλά δε μπορούσε να τη σώσει, αν η ίδια δεν ήθελε να σωθεί.

   O Nεντ κοίταξε τη μητέρα του. Η Άλις είχε μαρμαρώσει, ακούγοντας την απόφαση του δικαστηρίου που είχε βγει εις βάρος τους. Μέχρι τότε ήταν αγέρωχη και ανυποχώρητη, αλλά είχε έρθει σε σύγκρουση με την απόλυτη εξουσία της Εκκλησίας και από εκείνη τη στιγμή κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. Ξαφνικά φαινόταν σαν να είχε ζαρώσει -παραζαλισμένη, χλομή, σαστισμένη. Έμοιαζε με άνθρωπο που τον είχε κλοτσήσει αφηνιασμένο άλογο.
   "Επόμενη υπόθεση", είπε ο γραμματέας.
   Ο Νεντ και η μητέρα του βγήκαν από το δικαστήριο και προχώρησαν στον κεντρικό δρόμο με προορισμό το σπίτι τους χωρίς να μιλούν. Η ζωή του Νεντ είχε έρθει τα πάνω κάτω κι ακόμα δε μπορούσε να συλλάβει όλες τις επιπτώσεις.
   Πριν από έξι μήνες ήταν βέβαιος ότι θα περνούσε το βίο του ως έμπορος και σχεδόν βέβαιος ότι θα παντρευόταν τη Μάρτζερι. Τώρα δεν είχε πλέον κανένα αντικείμενο και η Μάρτζερι ήταν αρραβωνιασμένη με τον Μπαρτ.
   Μπήκαν στο σαλόνι. "Τουλάχιστον δε θα πεινάσουμε", είπε η Άλις. "Έχουμε τα σπίτια στον Άγιο Μάρκο. Εσύ όμως δεν ξέρω τι θα κάνεις, Νεντ. Σε ανέθρεψα για να γίνεις έμπορος".
   "Ο σερ Γουίλιαμ Σέσιλ είπε ότι θα ήθελε ένα νεαρό σαν εμένα στη δούλεψή του".
   Το πρόσωπό της φωτίστηκε. "Όντως το είπε. Το είχα ξεχάσει".
   "Μπορεί να το έχει ξεχάσει κι εκείνος".
   Η Άλις κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. "Αμφιβάλλω αν ξεχνάει τίποτε". 
   Ο Νεντ αναρωτήθηκε πώς θα ήταν να δουλεύει για τον Σέσιλ, να ανήκει στην ακολουθία της Ελισάβετ Τυδώρ. "Άραγε θα γίνει μια μέρα βασίλισσα η Ελισάβετ;"
   Η φωνή της μητέρας του γέμισε πικρία. "Αν γίνει, ελπίζω να ξαποστείλει μερικούς απ' αυτούς τους υπερφίαλους επισκόπους".
   Οι ελπίδες του Νεντ άρχισαν να αναπτερώνονται.
   "Θα γράψω στον Σέσιλ, αν θέλεις", είπε η Άλις.
   "Δεν ξέρω. Ίσως θα ήταν καλύτερα να πάω απροειδοποίητα".
   "Μπορεί να σε ξαποστείλει χωρίς δεύτερη κουβέντα".
   "Ναι", είπε ο Νεντ. "Μπορεί".

   Ο Νεντ πήγε με τα πόδια από το Κίνγκσμπριτζ στο Χάτφιλντ, μια απόσταση εκατό μιλίων, δίχως να ξέρει, αν θα τον δέχονταν και θα του έδιναν δουλειά ή θα τον ξαπόστελναν πίσω στο σπίτι του και, φυσικά, ανησυχούσε για το τι τον περίμενε στη βασιλική οικία του Χάτφιλντ. Ήλπιζε πως θα τον υποδέχονταν σαν το νεαρό βοηθό που είχαν ανάγκη. Αλλά ο Σέσιλ μπορεί να έλεγε: "Ποιος Νεντ;" Αν τον απέρριπταν, δεν ήξερε τι θα έκανε από κει και πέρα. Θα ήταν εξευτελιστικό να γυρίσει στο Κίνγκσμπριτζ με την ουρά στα σκέλια. Ίσως πήγαινε στο Λονδίνο για να δοκιμάσει την τύχη του στη μεγάλη πόλη.
   Ο βασιλιάς Ερρίκος Η' είχε κατασχέσει το Χάτφιλντ από τον επίσκοπο του Έλι και κατά καιρούς το χρησιμοποιούσε ως κατοικία των παιδιών του. Ο Νεντ ήξερε ότι η Ελισάβετ είχε περάσει εκεί το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών της χρόνων. Και τώρα η βασίλισσα Μαρία Τυδώρ, η ετεροθαλής αδελφή της, την κρατούσε εκεί. Το Χάτφιλντ απείχε είκοσι μίλια από το Λονδίνο, μια μέρα με τα πόδια ή μισή με ένα γρήγορο άλογο. Η Ελισάβετ ήταν μακριά από το Λονδίνο, όπου θα μπορούσε να γίνει ενοχλητική, αλλά αρκετά κοντά ώστε να παρακολουθείται. Δεν ήταν ακριβώς φυλακισμένη, αλλά ούτε και ελεύθερη να πηγαινοέρχεται όπως επιθυμούσε.
   Το ανάκτορο φαινόταν από μακριά, όντας χτισμένο στην κορυφή ενός υψώματος. Καθώς ανέβαινε την ανηφόρα που έβγαζε στην είσοδο, ο Νεντ είδε ότι στην πραγματικότητα ήταν τέσσερα ενωμένα κτίρια που σχημάτιζαν τετράγωνο και περιέκλειαν μια εσωτερική αυλή αρκετά μεγάλη. Το καρδιοχτύπι του μεγάλωσε όταν είδε τον κόσμο στην αυλή -σταβλίτες και πλύστρες και παιδιά για τα θελήματα. Κατάλαβε πως αν και η Ελισάβετ βρισκόταν σε δυσμένεια δεν έπαυε να ανήκει στη βασιλική οικογένεια κι έτσι διατηρούσε πολυάριθμο προσωπικό. Προφανώς ήταν πολλοί εκείνοι που ήθελαν να δουλεύουν γι' αυτήν.
   Μπήκε στην αυλή και έριξε μια ματιά γύρω. Όλοι ήταν απασχολημένοι και κανείς δε του έδωσε σημασία. Σκέφτηκε πως ο Σέσιλ μπορεί να απουσίαζε.
   Πλησίασε μια ηλικιωμένη γυναίκα που ξεφλούδιζε μπιζέλια. "Καλημέρα, κυρία", είπε ευγενικά. "Πού μπορώ να βρω τον σερ Γουίλιαμ Σέσιλ;"
   "Ρώτα τον χοντρό", του απάντησε δείχνοντας με τον αντίχειρα έναν καλοντυμένο, σωματώδη άντρα που ο Νεντ δεν είχε προσέξει ως εκείνη τη στιγμή. "Τομ Πάρι λέγεται".
   Ο Νεντ πήγε κοντά. "Καλημέρα, κύριε Πάρι", είπε. "Θα ήθελα να δω τον σερ Γουίλιαμ Σέσιλ". 
   "Πολλοί θέλουν να δουν τον σερ Γουίλιαμ", είπε ο Πάρι. 
   "Αν του πείτε πως τον ζητά ο Νεντ Γουίλαρντ από το Κίνγκσμπριτζ, θα χαρεί".
   "Κι αν με ρωτήσει για τι πράγμα τον θέλει ο Νεντ Γουίλαρντ τι να του πω;"
   "Για το εμπιστευτικό θέμα που συζητήσαμε με τον κόμη του Σέρινγκ τη δωδέκατη μέρα των Χριστουγέννων".
   "Ο σερ Γουίλιαμ, ο κόμης κι εσύ; Και τι έκανες, έβαζες στα κύπελλά τους κρασί;"
   Ο Νεντ χαμογέλασε αμυδρά. "Όχι. Αλλά το θέμα ήταν, όπως είπα, εμπιστευτικό". Σκέφτηκε πως αν έμενε εκεί και ανεχόταν κι άλλο αυτή την ανάκριση θα φαινόταν απελπισμένος κι έτσι έβαλε τέλος στη συζήτηση. "Σας ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση", είπε κι έκανε μεταβολή.
   "Καλά, καλά, μην είσαι τόσο μυγιάγγιχτος. Έλα μαζί μου".
   Ο Νεντ ακολούθησε τον Πάρι και μπήκαν στο σπίτι. Εκείνος άνοιξε μια πόρτα, κοίταξε μέσα και είπε: "Θα θέλατε να δείτε κάποιον Νεντ Γουίλαρντ από το Κίνγκσμπριτζ, σερ Γουίλιαμ;"
   Μια φωνή από μέσα απάντησε: "Βεβαίως".
   Ο Πάρι έγνεψε στον Νεντ. "Πέρασε".
   Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, αλλά όχι πολυτελές. Ξεκάθαρα χώρος εργασίας, με ράφια γεμάτα κατάστιχα, όχι αίθουσα υποδοχής. Ο Σέσιλ καθόταν σε ένα τραπέζι έχοντας μπροστά του πένες και μελάνι, χαρτί και βουλοκέρι. Φορούσε ένα μαύρο δερμάτινο ντουπλέτ που φαινόταν υπερβολικά ζεστό για καλοκαίρι.
   "Α, ναι, σε θυμάμαι", είπε ο Σέσιλ όταν είδε τον Νεντ. "Ο γιος της Άλις Γουίλαρντ. Είναι καλά η μητέρα σου;"
   "Εχασε όλα της τα χρήματα, σερ Γουίλιαμ", αποκρίθηκε ο Νεντ. "Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας μας ήταν στο Καλαί".
   "Πολλοί καλοί άνθρωποι είχαν την ίδια μοίρα. Ήταν μεγάλη ανοησία να κηρύξουμε τον πόλεμο στη Γαλλία. Αλλά γιατί ήρθες σ' εμένα;" 
   "Όταν γνωριστήκαμε, στο δείπνο του κόμη Σέρινγκ, είπατε ότι γυρεύετε ένα νεαρό σαν εμένα για να σας βοηθάει στη δουλειά που κάνετε για τη λαίδη Ελισάβετ. Η μητέρα μου σας είπε ότι προοριζόμουν για να αναλάβω τις επιχειρήσεις της οικογένειας και γι' αυτό δεν ήμουν διαθέσιμος. Τώρα όμως δεν υπάρχουν πια επιχειρήσεις. Δεν ξέρω αν στο μεταξύ βρήκατε άλλον..."
   "Βρήκα", είπε ο Σέσιλ και ο Νεντ απογοητεύτηκε. "Αλλά αποδείχτηκε κακή επιλογή", πρόσθεσε.
   Ο Νεντ αναθάρρησε πάλι. "Θα ήταν τιμή για μένα και θα σας ευγνωμονούσα αν με δοκιμάζατε για τη θέση", είπε με λαχτάρα.
   "Δεν ξέρω... Δεν είναι από κείνες τις θέσεις που υπάρχουν απλώς και μόνο για να εξασφαλίζουν εισόδημα σε έναν αυλικό. Απαιτεί σκληρή δουλειά".
   "Είμαι πρόθυμος να δουλέψω σκληρά. Και θέλω κάτι περισσότερο από χρήματα".
   "Αλήθεια;"
   "Θέλω να γίνει βασίλισσα η Ελισάβετ μια μέρα", είπε ο Νεντ με πάθος. "Θέλω η χώρα μας να γίνει ένας τόπος όπου καθολικοί και προτεστάντες δε θα αλληλοσκοτώνονται. Όταν έρθει η ώρα, θέλω να είμαι μαζί σας και να βοηθήσω την Ελισάβετ ν' ανεβεί στο θρόνο. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που βρίσκομαι εδώ".
   Ο Σέσιλ τον κοιτούσε επίμονα, σαν να προσπαθούσε να δει στα κατάβαθα της καρδιάς του και να καταλάβει αν ήταν ειλικρινής. Ύστερα από μια μεγάλη παύση είπε: "Εντάξει, λοιπόν. Θα σε πάρω δοκιμαστικά".
   "Ευχαριστώ!" είπε με θέρμη ο Νεντ. "Σας υπόσχομαι ότι δε θα το μετανιώσετε".

   Ο Νεντ ήταν ακόμα ερωτευμένος με τη Μάρτζερι Φιτζέραλντ, αλλά θα πλάγιαζε με την Ελισάβετ χωρίς δεύτερη σκέψη.
   Κι όμως δεν ήταν όμορφη. Είχε μεγάλη μύτη και μικρό σαγόνι και τα μάτια της ήταν πολύ σμιχτά. Όμως, παραδόξως, ήταν ακαταμάχητα σαγηνευτική· πανέξυπνη, χαριτωμένη σαν γατάκι και χωρίς ντροπή στο κορτάρισμα. Όλα αυτά δεν επισκιάζονταν καθόλου από τον αυταρχισμό της και τις σποραδικές εκρήξεις θυμού. Άντρες και γυναίκες τη λάτρευαν ακόμα κι αν τους είχε κατσαδιάσει ανελέητα. Ο Νεντ δεν είχε γνωρίσει άλλη γυναίκα που να της μοιάζει έστω και ελάχιστα. Ήταν ακατανίκητη.
   Του μιλούσε γαλλικά, κορόιδευε τα κομπιαστά λατινικά του και απογοητεύτηκε επειδή δε μπορούσε να τη βοηθήσει να εξασκήσει τα ισπανικά της. Του επέτρεπε να διαβάζει όποιο βιβλίο της του άρεσε, με τον όρο ότι θα το συζητούσε μαζί της. Του έκανε ερωτήσεις για τα οικονομικά της που του έδιναν να καταλάβει ότι αντιλαμβανόταν τα λογιστικά τόσο καλά όσο ο ίδιος.
   Μέσα σε λίγες μέρες, του λύθηκαν δύο βασικές απορίες.
   Πρώτον, η Ελισάβετ δε συνωμοτούσε κατά της βασίλισσας Μαρίας Τυδώρ. Αντίθετα, εξέφραζε μεγάλη φρίκη απέναντι στην προδοσία, που του φάνηκε απολύτως ειλικρινής. Ωστόσο, προετοιμαζόταν μεθοδικά να διεκδικήσει το θρόνο μετά το θάνατο της Μαρίας, όποτε κι αν ερχόταν.
   Δεύτερον, η Ελισάβετ ήταν προτεστάντισσα, παρά τους ισχυρισμούς του Σέσιλ ότι δεν είχε ισχυρές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Πήγαινε στη λειτουργία και τελούσε κάθε τυπικό της Καθολικής Εκκλησίας που απαιτούσαν οι περιστάσεις, αλλά για το θεαθήναι. Το αγαπημένο της βιβλίο ήταν οι Παραφράσεις της Καινής Διαθήκης του Έρασμου. Αλλά αυτό που την πρόδιδε περισσότερο από το καθετί ήταν οι βωμολοχίες της. Μπροστά σε επισήμους χρησιμοποιούσε εκφράσεις που δεν ήταν ιδιαίτερα βλάσφημες, αλλά κατ' ιδίαν δε δίσταζε να γίνει πιο τολμηρή.
   Τα πρωινά μελετούσε με το δάσκαλό της και ο Νεντ καθόταν στο γραφείο του Σέσιλ και ενημέρωναν τα κατάστιχα. Ύστερα από το μεσημεριανό γεύμα η Ελισάβετ αναπαυόταν και μερικές φορές της άρεσε να παίρνει μαζί τους αγαπημένους υπηρέτες της για να κουβεντιάσουν. Κάθονταν σε ένα δωμάτιο γνωστό ως «σάλα του επισκόπου», που είχε αναπαυτικότατες πολυθρόνες, μια σκακιέρα και ένα βιργινάλι όπου η Ελισάβετ έπαιζε μερικές φορές μουσική. Η γκουβερνάντα της ήταν πάντα εκεί και συχνά καθόταν εκεί και ο Τομ Πάρι, που ήταν ο διαχειριστής των οικονομικών της.
   Ο Νεντ δεν ανήκε σε αυτόν τον εσώτερο κύκλο, αλλά μια μέρα, όταν ο Σέσιλ απουσίαζε, τον φώναξαν για να συζητήσουν τα σχέδια για τα εικοστά πέμπτα γενέθλια της Ελισάβετ, που ήταν σε δεκαπέντε μέρες. 
   Ήταν απορροφημένοι από τη συζήτηση όταν έφτασε ένας απρόσμενος επισκέπτης. 
   Άκουσαν ήχο από οπλές αλόγων και ο Νεντ πήγε στο παράθυρο. Κοίταξε μέσα από το θαμπό τζάμι τον επικεφαλής της ομάδας των καβαλάρηδων και έμεινε εμβρόντητος όταν τον αναγνώρισε. "Ο κόμης Σουίδιν είναι! Τι θέλει εδώ;"
   Οι επισκέπτες πέρασαν στο σπίτι και έβγαλαν τους σκονισμένους μανδύες τους. Μερικά λεπτά αργότερα ήρθε ένας υπηρέτης για να ανακοινώσει ότι ο κόμης του Σέρινγκ επιθυμούσε να μιλήσει στη λαίδη Ελισάβετ κι εκείνη τον πρόσταξε να οδηγήσει τον κόμη εκεί.
   Ο κόμης ήταν ένας μεγαλόσωμος άνθρωπος με βροντερή φωνή και μόλις μπήκε γέμισε το δωμάτιο με την παρουσία του. Η Ελισάβετ έμεινε καθισμένη, ίσως για να τονίσει το γεγονός ότι το βασιλικό της αίμα μετρούσε περισσότερο από τη μεγαλύτερη ηλικία του κόμη. Υποκλίθηκε βαθιά μπροστά της, αλλά της μίλησε με οικειότητα, όπως ένας θείος στην ανιψιά του.
   "Χαίρομαι που σε βρίσκω τόσο καλά στην υγεία σου και τόσο όμορφη", είπε.
   "Τι ευχάριστη έκπληξη", απάντησε η Ελισάβετ. Η φιλοφρόνηση ήταν γενναιόδωρη, αλλά ο τόνος της επιφυλακτικός. Ήταν φανερό ότι δεν του είχε εμπιστοσύνη. Οι πιστοί καθολικοί σαν τον Σουίδιν είχαν αποκτήσει μεγάλα προνόμια στη διάρκεια της βασιλείας της Μαρίας Τυδώρ και φοβούνταν την επιστροφή στον προτεσταντισμό, γι' αυτό δεν ήθελαν να γίνει βασίλισσα η Ελισάβετ.
   "Τόσο όμορφη και σχεδόν είκοσι πέντε χρονών!" συνέχισε ο Σουίδιν. "Ένας θερμόαιμος άνθρωπος όπως εγώ δε μπορεί να μη σκεφτεί ότι τέτοια ομορφιά δεν πρέπει να πάει χαμένη, και με συγχωρείς για το θάρρος".
   "Θα έπρεπε να σε συγχωρήσω;" απάντησε ψυχρά η Ελισάβετ. Ποτέ δεν έβρισκε ευχάριστα τα ερωτικά υπονοούμενα που γίνονταν με επιπόλαιη ευθυμία.
   Ο Σουίδιν διαισθάνθηκε την ψυχρότητα της Ελισάβετ. "Μπορώ να σου μιλήσω ιδιατέρως, καλή μου;"
   Η αδικαιολόγητη οικειότητα δεν ήταν ο καταλληλότερος τρόπος για να γοητεύσει την Ελισάβετ. Ήταν μικρότερη κόρη, κάποιοι τη θεωρούσαν νόθα, και αυτό την έκανε εξαιρετικά ευαίσθητη στην παραμικρή ένδειξη ασέβειας. Αλλά ο Σουίδιν ήταν πολύ ανόητος για να το αντιληφθεί.
   "Η λαίδη Ελισάβετ δεν επιτρέπεται να μένει μόνη της με έναν άντρα, σύμφωνα με τις οδηγίες της βασίλισσας", είπε ο Τομ Πάρι.
   "Ανοησίες", είπε ο Σουίδιν. "Η Ελισάβετ δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από μένα". Γέλασε εγκάρδια, αλλά ο Νεντ ανατρίχιασε.
   Ωστόσο, η Ελισάβετ θίχτηκε. "Να φοβηθώ;" είπε, υψώνοντας τη φωνή της. Κάθε υπαινιγμός ότι μια γυναίκα ήταν ανίσχυρη την έκανε να αγανακτεί. "Γιατί να φοβηθώ; Και βέβαια θα σας μιλήσω ιδιαιτέρως".
   Διστακτικά, οι τρεις υπηρέτες αποχώρησαν από την αίθουσα.
   Όταν έκλεισε η πόρτα, ο Τομ είπε στον Νεντ: "Τον ξέρεις -τι τύπος είναι;"
   "Ο Σουίδιν είναι ένας βίαιος άνθρωπος", είπε ο Νεντ. "Πρέπει να μείνουμε κοντά".
   Έπειτα ακούμπησε το κεφάλι του στην πόρτα. Άκουσε δύο φωνές: του Σουίδιν ήταν δυνατή και της Ελισάβετ διαπεραστική. Δε μπορούσε να ξεχωρίσει τις λέξεις, αλλά οι τόνοι ήταν ήρεμοι, αν και όχι εγκάρδιοι, και κατάλαβε ότι προς το παρόν η Ελισάβετ δε διέτρεχε κίνδυνο.
   Προσπάθησε να καταλάβει τι συνέβαινε. Η αιφνιδιαστική επίσκεψη του Σουίδιν θα πρέπει να είχε κάποια σχέση με τη διαδοχή στο θρόνο. Ήταν ο μόνος λόγος για να δείξει ενδιαφέρον για την Ελισάβετ ένας ισχυρός αυλικός.
   Θυμήθηκε ότι η πολυσυζητημένη λύση στο πρόβλημα της διαδοχής ήταν να παντρευτεί η Ελισάβετ έναν ισχυρό καθολικό. Θεωρούσαν δεδομένο ότι στα θρησκευτικά θέματα θα καθοδηγούνταν από το σύζυγό της. Ο Νεντ όμως την ήξερε πια αρκετά καλά για να καταλαβαίνει ότι ένα τέτοιο σχέδιο δε θα μπορούσε ποτέ να πετύχει, όσο κι αν το πίστευαν κάποιοι. Ο βασιλιάς Φίλιππος είχε προτείνει τον εξάδελφό του, το δούκα της Σαβοΐας, αλλά η Ελισάβετ είχε αρνηθεί.
   Μήπως ο Σουίδιν ήθελε να παντρευτεί την Ελισάβετ; Ήταν πιθανό. Ίσως ήλπιζε να την αποπλανήσει σε αυτή την επίσκεψη. Το πιθανότερο ήταν να είχε σκεφτεί ότι αν περνούσε αρκετό χρόνο μόνος μαζί της, η υποψία της εκτός γάμου συνουσίας θα καθιστούσε το γάμο τη μόνη λύση για να περισωθεί η τιμή της.
   Δε θα ήταν ο πρώτος που το δοκίμαζε. Όταν η Ελισάβετ ήταν μόλις δεκατεσσάρων, ο Τόμας Σέυμουρ, ένας άντρας σαράντα ετών, είχε επιδοθεί σε ερωτικές περιπτύξεις μαζί της και σχεδίαζε να την παντρευτεί. Στο τέλος είχε καταδικαστεί σε θάνατο για προδοσία, αν και τα σχέδιά του για την Ελισάβετ δεν ήταν το μόνο αδίκημά του. Ο Νεντ θεωρούσε πολύ πιθανό ο παράτολμος κόμης Σουίδιν να δοκίμαζε την ίδια επικίνδυνη μέθοδο.
   Οι τόνοι που ακούγονταν από το δωμάτιο είχαν αλλάξει. Η Ελισάβετ μιλούσε πλέον πιο επιτακτικά και ο Σουίδιν είχε αλλάξει τακτική, προσπαθώντας να κάμψει την ψυχρότητά της με μια φωνή τόσο γλυκιά που καταντούσε χυδαία.
   Ένα λεπτό αργότερα η Ελισάβετ έβγαλε μια φωνή που έμοιαζε με κραυγή. Ακολούθησε θόρυβος από κάτι που έσπαγε και ο Νεντ μάντεψε πως ήταν η γαβάθα με τα μήλα που είχε πέσει στο πάτωμα. Δίστασε, περιμένοντας να φωνάξει η Ελισάβετ. Αλλά είχε πέσει σιωπή. Ο Νεντ δεν ήξερε τι να κάνει. Η σιωπή τού φαινόταν πιο δυσοίωνη από οτιδήποτε άλλο.
   Μη μπορώντας να αντέξει άλλο την αγωνία, άνοιξε διάπλατα την πόρτα, πήρε το δίσκο με το κρασί, που είχε φέρει η υπηρέτρια, και μπήκε. 
   Στην άλλη άκρη του δωματίου, ο κόμης Σουίδιν είχε φυλακίσει την Ελισάβετ στην αγκαλιά του και τη φιλούσε. Ο χειρότερος φόβος του Νεντ είχε επαληθευθεί.
   Η Ελισάβετ γυρνούσε το κεφάλι της από τη μία πλευρά στην άλλη, προσπαθώντας να ξεφύγει από το στόμα του, και ο Νεντ είδε τις μικρές γροθιές της να χτυπούν δίχως αποτέλεσμα τη φαρδιά του πλάτη. Ήταν ολοφάνερο πως της ήταν ανεπιθύμητος, αλλά προφανώς αυτή ήταν η ιδέα του Σουίδιν περί ερωτοτροπίας. Σίγουρα πίστευε ότι κάθε γυναίκα θα συγκλονιζόταν από τη δύναμη του πάθους του, θα παραδινόταν στο αγκάλιασμά του και θα τον ερωτευόταν για τον ακαταμάχητο ανδρισμό του.
   Η Ελισάβετ όμως δε θα κατακτιόταν με αυτό τον τρόπο, ακόμα κι αν ο Σουίδιν ήταν ο τελευταίος άντρας στη γη.
   "Ελάτε να πάρετε κάτι, κόμη", είπε ο Νεντ με δυνατή φωνή. Έτρεμε από το φόβο, αλλά κατάφερε να κάνει τη φωνή του πρόσχαρη. "Ένα ποτήρι σέρι, ίσως;" Έβαλε το δίσκο σε ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο.
   Ο Σουίδιν στράφηκε προς τον Νεντ, αλλά κράτησε σφιχτά τον λεπτό καρπό της Ελισάβετ στο παραμορφωμένο αριστερό του χέρι. "Φύγε από εδώ, σκατό", είπε.
   Η επιμονή του άφησε κατάπληκτο τον Νεντ. Πώς ήταν δυνατόν να συνεχίζει τώρα που τον είχαν δει; Ακόμη κι ένας κόμης θα μπορούσε να εκτελεστεί για βιασμό, ειδικά αν υπήρχαν τρεις ανεξάρτητοι μάρτυρες, και οι δύο -οι υπηρέτες- ήταν στην πόρτα και παρακολουθούσαν, έστω κι αν φοβούνταν να μπουν.
   Αλλά ο Σουίδιν ήταν πεισματάρης.
   Ο Νεντ συνειδητοποίησε ότι δε μπορούσε να φύγει τώρα, για κανένα λόγο, ό,τι κι αν γινόταν.
   Με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια έλεγξε τα χέρια του που έτρεμαν και έβαλε κρασί σε ένα κύπελλο. "Και από τα μαγειρεία είχαν την καλοσύνη να στείλουν γλυκίσματα. Σίγουρα είστε πεινασμένος μετά από το ταξίδι σας".
   "Άφησε το χέρι μου, Σουίδιν", είπε η Ελισάβετ. Το τράβηξε, αλλά παρά το ότι την κρατούσε με το σακατεμένο του χέρι που του έλειπαν δυόμισι δάχτυλα, δεν κατάφερε να ελευθερωθεί.
   Ο Σουίδιν ακούμπησε το χέρι του στο μαχαίρι που είχε περασμένο στη ζώνη του. "Βγες αμέσως από το δωμάτιο, νεαρέ Γουίλαρντ, αλλιώς, μα το Θεό, θα σου κόψω το λαρύγγι".
   Ο Νεντ ήξερε ότι ήταν ικανός να το κάνει. Κι αν ο ίδιος υπερασπιζόταν τον εαυτό του θα μπορούσε να απαγχονιστεί επειδή είχε τραυματίσει έναν κόμη.
   Αλλά δε γινόταν να εγκαταλείψει την Ελισάβετ.
   Η αναφορά στο μαχαίρι του έδωσε μια έμπνευση. "Έγινε συμπλοκή στους στάβλους", είπε αυτοσχεδιάζοντας. "Δύο από τους συντρόφους σου μπλέχτηκαν σε καυγά. Οι σταβλίτες τούς χώρισαν, αλλά ο ένας φαίνεται να τραυματίστηκε σοβαρά, έχει τραύμα από μαχαίρι".
   "Παλιοψεύτη!" είπε ο Σουίδιν, αλλά ήταν φανερό ότι αμφιταλαντευόταν πια και η αναποφασιστικότητα του έκοψε τη φόρα.
   Πίσω από τον Νεντ, οι υπηρέτες μπήκαν επιτέλους διστακτικά στο δωμάτιο. Η γυναίκα γονάτισε και άρχισε να μαζεύει τα κομμάτια της σπασμένης γαβάθας. Ο Τομ πρόσθεσε κι άλλα ψέματα στο παραμύθι του Νεντ. "Ο άνθρωπός σας αιμορραγεί άσχημα, κόμη Σουίδιν".
   Η κοινή λογική άρχισε να επικρατεί. Ο Σουίδιν φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι δε μπορούσε να μαχαιρώσει τρεις υπηρέτες της Ελισάβετ και να μην υπάρξει πρόβλημα. Και το σχέδιό του να την αποπλανήσει είχε ναυαγήσει. Ήταν έξω φρενών, αλλά δε μπορούσε να κάνει τίποτ' άλλο παρά ν' αφήσει την Ελισάβετ. Εκείνη αμέσως απομακρύνθηκε, τρίβοντας τον καρπό της.
   Με ένα γρύλισμα θυμού και απογοήτευσης, ο Σουίδιν βγήκε από το δωμάτιο.
   Ο Νεντ κόντεψε να σωριαστεί κάτω από την ανακούφιση.
   "Κυρία, πρέπει να πάτε αμέσως στο δωμάτιό σας και να αμπαρώσετε την πόρτα", είπε ο Νεντ. 
   "Συμφωνώ", είπε η Ελισάβετ, αλλά δεν έφυγε αμέσως. Πήγε πιο κοντά στο Νεντ και είπε χαμηλόφωνα: "Δεν υπήρξε καμία συμπλοκή στους στάβλους, σωστά;"
   "Όχι. Ήταν το μόνο που κατάφερα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή".
   Η Ελισάβετ χαμογέλασε. "Πόσων χρονών είσαι, Νεντ;"
   "Δεκαεννιά".
   "Διακινδύνευσες τη ζωή σου για μένα". Στάθηκε στις μύτες των ποδιών και τον φίλησε στα χείλη, φευγαλέα αλλά τρυφερά. "Ευχαριστώ", είπε.
   Και έφυγε από το δωμάτιο.

   Οι περισσότεροι άνθρωποι λούζονταν δύο φορές το χρόνο, την άνοιξη και το φθινόπωρο, αλλά οι πριγκίπισσες ήταν σχολαστικές και η Ελισάβετ πλενόταν πιο συχνά. Ήταν ολόκληρη επιχείρηση, με τις υπηρέτριες να μεταφέρουν μεγάλα δοχεία με δύο λαβές γεμάτα ζεστό νερό από τη φωτιά του μαγειρείου στην κρεβατοκάμαρά της, ανεβαίνοντας βιαστικές τις σκάλες για να μην κρυώσει το νερό.
   Έκανε μπάνιο την επομένη της επίσκεψης του Σουίδιν, σαν να ήθελε να ξεπλύνει την αηδία από πάνω της. Δεν είχε πει τίποτα περισσότερο για τον Σουίδιν, μετά από το φιλί που είχε δώσει στον Νεντ, αλλά εκείνος καταλάβαινε ότι είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της.
   Ο σερ Γουίλιαμ Σέσιλ είχε φτάσει λίγο μετά την αναχώρηση του Σουίδιν και το επόμενο πρωί έπιασε πάλι δουλειά με τον Νεντ. Το γραφείο του Σέσιλ ήταν στην ίδια πτέρυγα με τα ιδιωτικά δωμάτια της Ελισάβετ. Έστειλε τον Νεντ στο γραφείο του Τομ Πάρι να φέρει ένα καθολικό των δαπανών για ένα άλλο σπίτι που ανήκε στην Ελισάβετ. Επιστρέφοντας με το βαρύ βιβλίο στο χέρι του, ο Νεντ προχώρησε στο διάδρομο της Ελισάβετ, όπου το πάτωμα ήταν γεμάτο λιμνούλες από το νερό που είχαν φέρει οι καμαριέρες. Καθώς περνούσε έξω από το δωμάτιό της, είδε ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή, και, βλακωδώς, έριξε μια ματιά μέσα.
   Η Ελισάβετ είχε μόλις βγει από το μπάνιο της. Η μπανιέρα ήταν κρυμμένη πίσω από παραπετάσματα, αλλά η Ελισάβετ είχε πάει στην άλλη άκρη του δωματίου για να πάρει ένα μεγάλο άσπρο λινό σεντόνι και να σκουπιστεί. Κανονικά, θα έπρεπε να την περιμένει μια κοπέλα δίπλα στη μπανιέρα κρατώντας την πετσέτα και φυσικά η πόρτα θα έπρεπε να ήταν κλειστή· αλλά κάποιος ήταν πολύ αργοκίνητος και η Ελισάβετ ήταν ανυπόμονη με τους κοιμισμένους υπηρέτες.
   Ο Νεντ δεν είχε δει ποτέ γυναίκα γυμνή. Δεν είχε αδελφές, ποτέ δεν είχε φτάσει τόσο μακριά με μια φίλη και ποτέ δεν είχε επισκεφθεί πορνείο.
   Μαρμάρωσε και την κοιτούσε σαν υπνωτισμένος. Το ζεστό νερό της μπανιέρας, που άχνιζε ελαφρά, κυλούσε από τους λεπτούς ώμους της στο μικρό στήθος της κι από κει στους στρογγυλεμένους γοφούς της και τους δυνατούς μηρούς της, με τους γυμνασμένους μυώνες από την ιππασία. Το δέρμα της ήταν άσπρο σαν το γάλα και η ήβη της είχε ένα υπέροχο χρυσοκόκκινο χρώμα. Ο Νεντ ήξερε ότι έπρεπε να αποστρέψει αμέσως το βλέμμα του, αλλά είχε μαγευτεί και του ήταν αδύνατον να σαλέψει.
   Η Ελισάβετ αντιλήφθηκε την παρουσία του και ξαφνιάστηκε, αλλά μόνο για μια στιγμή. Πλησίασε και έπιασε την άκρη της πόρτας.
   Και χαμογέλασε.
   Μια στιγμή αργότερα έκλεισε την πόρτα.
   Ο Νεντ προχώρησε βιαστικά στο διάδρομο, με την καρδιά του να χτυπάει σαν ταμπούρλο. Γι' αυτό που είχε συμβεί κινδύνευε να απολυθεί από τη δουλειά του, να μπει στην πεδούκλα ή να μαστιγωθεί -ή και τα τρία.
   Αλλά η Ελισάβετ είχε χαμογελάσει.
   Το χαμόγελό της ήταν ζεστό, φιλικό και λίγο αυτάρεσκο. Του ήταν εύκολο να φανταστεί μια γυμνή γυναίκα να χαμογελάει μ' αυτό τον τρόπο στο σύζυγο ή τον εραστή της. Εκείνο το χαμόγελο ήταν σαν να του έλεγε ότι αυτή η φευγαλέα εικόνα της απαγορευμένης ομορφιάς ήταν ένα δώρο της προς εκείνον και του το χάριζε με ευχαρίστηση.
   Δεν είπε σε κανέναν τι είχε συμβεί.
   Εκείνο το βράδυ περίμενε μια έκρηξη θυμού, αλλά δεν ήρθε. Η Ελισάβετ δεν ανέφερε το περιστατικό, ούτε στον ίδιο ούτε σε κανέναν άλλον. Σιγά σιγά ο Νεντ κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο να τιμωρηθεί και ησύχασε. Στη συνέχεια, άρχισε να αμφιβάλλει για το αν είχε συμβεί πραγματικά. Έμοιαζε περισσότερο σαν κάτι που είχε ονειρευτεί.
   Όμως θα θυμόταν αυτό το όνειρο σ' όλη του τη ζωή.

   Ο Μπαρτ φίλησε για πρώτη φορά τη Μάρτζερι στο καινούργιο σπίτι, το Πράιορι Γκέιτ. 
   Ο σερ Ρέτζιναλντ Φιτζέραλντ, η λαίδη Τζέιν και ο Ρόλο ξεναγούσαν με καμάρι τον κόμη Σουίδιν. Η Μάρτζερι ακολουθούσε με τον Μπαρτ, που είχε γυρίσει από το πόστο του στο λιμάνι του Κομπ τώρα που η απειλή της γαλλικής εισβολής έμοιαζε να έχει ξεθωριάσει.
   Η Μάρτζερι δεν ήθελε να μείνει εκεί. Γι' αυτήν, το Πράιορι Γκέιτ πάντα θα μύριζε αιματοχυσία και απάτη. Ο Φίλμπερτ Κόμπλι είχε καεί και η Άλις Γουίλαρντ είχε καταστραφεί για να τελειώσει αυτό το σπίτι. Ο πατέρας της είχε κερδίσει πολλά χρήματα που δεν ήταν πραγματικά δικά του.
   Καθώς η συντροφιά έμπαινε στη Μεγάλη Γαλαρία, ο Μπαρτ έμεινε πίσω, άρπαξε τον αγκώνα της Μάρτζερι και την τράβηξε κοντά του. Στη συνέχεια, όταν οι άλλοι είχαν προχωρήσει και δεν τους έβλεπαν, τη φίλησε.
   Ο Μπαρτ ήταν ψηλός και όμορφος και ντυνόταν όμορφα, και η Μάρτζερι ήξερε ότι έπρεπε να τον αγαπήσει, γιατί είχε επιλεγεί ως συζυγός της από τους γονείς της, που είχαν οριστεί από το Θεό να την καθοδηγούν. Κι έτσι τον φίλησε κι εκείνη, ανοίγοντας το στόμα της, και τον άφησε να εξερευνήσει το σώμα της, να ψαχουλέψει το στήθος της, ακόμα και να βάλει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της. Ήταν δύσκολο, ιδίως επειδή θυμόταν ότι ο Νεντ την είχε φιλήσει σε αυτό το σπίτι, όταν ήταν ακόμα μισοχτισμένο. Προσπάθησε να ανακαλέσει τα συναισθήματα που είχε νιώσει με τον Νεντ. Δεν τα κατάφερε, αλλά έκανε το μαρτύριο λίγο πιο ανεκτό.
   Είδε τον Σουίδιν να τους παρακολουθεί και τραβήχτηκε από την αγκαλιά του Μπαρτ.
   "Κι αναρωτιόμασταν πού είχατε πάει", είπε ο Σουίδιν με ένα συνωμοτικό χαμόγελο και έκλεισε πονηρά το μάτι. Η Μάρτζερι ανατρίχιασε στη σκέψη ότι στεκόταν εκεί και τους παρακολουθούσε μέχρι που τον είχε προσέξει.
   Η συντροφιά κάθισε στο δωμάτιο που είχε οριστεί ως αίθουσα υποδοχής του Ρέτζιναλντ να μιλήσει για το γάμο. Απείχε μόλις ένα μήνα. Η Μάρτζερι και ο Μπαρτ θα παντρεύονταν στον καθεδρικό και το γαμήλιο συμπόσιο θα γινόταν στο νέο σπίτι. Η Μάρτζερι είχε παραγγείλει ένα φόρεμα σε απαλό γαλάζιο μετάξι και ένα περίτεχνο πέπλο στο χαρούμενο στυλ που αγαπούσε. Ο κόμης Σουίδιν ήθελε να μάθει όλες τις λεπτομέρειες του νυφικού, λες και ήταν να την παντρευτεί ο ίδιος. Οι γονείς της θα φορούσαν κι αυτοί καινούργια ρούχα και υπήρχαν εκατοντάδες άλλες αποφάσεις που έπρεπε να παρθούν. Θα υπήρχε μουσική, καθώς και φαγητό και ποτό για τους επισκέπτες, και ο σερ Ρέτζιναλντ θα πρόσφερε δωρεάν μπίρα σε όλους όσους έρχονταν στην πόρτα.
   Συζητούσαν ποιο θεατρικό έργο θα ήταν το πιο κατάλληλο για να ολοκληρωθούν οι εορτασμοί, όταν ο οικονόμος μπήκε, ακολουθούμενος από ένα νεαρό με τη σκονή του δρόμου στα ρούχα του. "Ένας αγγελιοφόρος από το Λονδίνο, σερ Ρέτζιναλντ", είπε ο οικονόμος. 
   Ο Ρέτζιναλντ κοίταξε τον αγγελιοφόρο. "Τι συμβαίνει;"
   "Φέρνω επιστολή από τον Ντέιβι Μίλερ, κύριε", είπε και άπλωσε ένα λεπτό δερμάτινο φάκελο προς το μέρος του.
   "Πες μου τι λέει, ευλογημένε!" είπε ο Ρέτζιναλντ ανυπόμονα.
   "Η βασίλισσα είναι άρρωστη".
   "Τι έχει;"
   "Οι γιατροί λένε ότι υπάρχει ένας κακοήθης όγκος στα γυναικεία όργανά της που προκαλεί οίδημα στην κοιλιά της. Είναι τόσο άσχημα που συχνά χάνει τις αισθήσεις της".
   "Η καημένη η βασίλισσα", είπε η Μάρτζερι. Είχε ανάμεικτα συναισθήματα για τη Μαρία Τυδώρ. Η βασίλισσα ήταν μια αξιοθαύμαστα δυναμική και ευσεβής γυναίκα, αλλά οι καύσεις των προτεσταντών ήταν λάθος.
   "Τι λένε οι γιατροί;" ρώτησε με ανησυχία ο Ρόλο.
   "Όπως άφησαν να εννοηθεί, έχει ακόμα μερικούς μήνες ζωής, αλλά δε θα ανακάμψει".
   Η Μάρτζερι είδε το Ρόλο να χλομιάζει και την επόμενη στιγμή κατάλαβε γιατί.
   "Αυτό ήταν ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί", είπε. "Η Μαρία Τυδώρ δεν έχει παιδί και η νεαρή Μαρία Στιούαρτ δεν είναι πλέον τόσο δημοφιλής ως διάδοχος ύστερα από το γάμο της μ' εκείνον τον άθλιο μικρό Γάλλο. Έτσι η Ελισάβετ Τυδώρ γίνεται η κύρια υποψήφια και όλες οι προσπάθειές μας να τη θέσουμε υπό έλεγχο έχουν αποτύχει".
   "Η Ελισάβετ δεν πρέπει να γίνει βασίλισσα!" είπε ο Σουίδιν. "Θα ήταν καταστροφή".
   Η Μάρτζερι κοίταξε τον Μπαρτ, αλλά εκείνος έδειχνε να πλήττει. Ο μέλλων σύζυγός της δεν άντεχε την πολιτική. Προτιμούσε να μιλάει για άλογα και σκυλιά. Ένιωσε ενοχλημένη μαζί του· αυτό που συζητούσαν αφορούσε το μέλλον τους!
   "Η Μαρία Στιούαρτ είναι παντρεμένη με Γάλλο πρίγκιπα και οι Άγγλοι δε θέλουν άλλον ξένο βασιλιά", είπε ο Ρέτζιναλντ.
   "Οι Άγγλοι δεν έχουν λόγο στο θέμα", γρύλισε ο Σουίδιν. "Πες τους τώρα ότι ο επόμενος μονάρχης τους θα είναι η Μαρία Στιούαρτ. Μέχρι να συμβεί, θα έχουν συνηθίσει στην ιδέα".
   "Μπορούμε να τους πούμε οτιδήποτε, αλλά θα μας πιστέψουν;"
   "Μπορεί και να μας πιστέψουν", είπε σκεφτικά ο Ρόλο. "Ειδικά αν η ανακοίνωση έχει την υποστήριξη του βασιλιά Φιλίππου".
   "Ίσως", είπε ο σερ Ρέτζιναλντ. "Πρώτα όμως θα πρέπει να πείσουμε το βασιλιά Φίλιππο να δεχτεί".
   "Τότε θα πάμε να μιλήσουμε στο βασιλιά", είπε ο Ρόλο. "Πρέπει να βιαστούμε, αν η βασίλισσα είναι τόσο άρρωστη όσο φαίνεται".
   Οι τρεις άντρες -ο Ρέτζιναλντ, ο Ρόλο και ο Σουίδιν- κοιτάχτηκαν. "Πολύ καλά", είπε ο Ρέτζιναλντ. "Θα πάμε να συναντήσουμε το βασιλιά".
   Η Μάρτζερι ένιωσε καλύτερα· τουλάχιστον θα έκαναν κάτι.

   Ο Νεντ Γουίλαρντ δεν ήθελε να πάει στο Κίνγκσμπριτζ για το γάμο της Μάρτζερι, αλλά δε γινόταν αλλιώς. Η τελετή τού πρόσφερε ένα πάρα πολύ καλό πρόσχημα για τη μυστική αποστολή του, που ήταν επείγουσα. Η βασίλισσα ήταν ετοιμοθάνατη και όλα έπρεπε να γίνουν κατεπειγόντως.
   Τα πράγματα σύντομα θα άλλαζαν. Ήταν ενθουσιασμένος που ανήκε στον περίγυρο της Ελισάβετ. Τόσο ο Σέσιλ όσο και η Ελισάβετ τον συμπαθούσαν, ειδικά από τη στιγμή που είχε αψηφήσει τον Σουίδιν. Ένιωθε να τον πλημμυρίζει ένα κύμα ανυπομονησίας κάθε φορά που σκεφτόταν ότι μαζί θα άλλαζαν τον κόσμο. Αλλά πρώτα έπρεπε να βάλουν την Ελισάβετ στο θρόνο της Αγγλίας.
   Στάθηκε με τη μητέρα του στην πλατεία της αγοράς, περιμένοντας τη νύφη. Ένα ψυχρό βοριαδάκι σάρωνε τον ανοιχτό χώρο. Όπως πάντα, το ζευγάρι θα αντάλλασσε όρκους στον πρόναο και στη συνέχεια θα μεταφερόταν στο εσωτερικό του ναού για τη γαμήλια θεία λειτουργία. Οι άνθρωποι του Κίνγκσμπριτζ υποδέχτηκαν θερμά τον Νεντ. Οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούσαν ότι η οικογένειά του είχε υποστεί πολύ μεγάλη αδικία.
   Ο Σουίδιν και ο Μπαρτ στέκονταν μπροστά από το πλήθος· ο Μπαρτ φορούσε ένα καινούργιο κίτρινο ντουπλέτ. Η νύφη ακόμα δε φαινόταν πουθενά. Θα φαινόταν χαρούμενη ή λυπημένη; Άραγε θα ήταν πληγωμένη, η ζωή της θα είχε καταστραφεί επειδή δεν είχε παντρευτεί τον Νεντ; Ή είχε ξεπεράσει πια την αγάπη της γι' αυτόν και άρχιζε ν' απολαμβάνει το νέο της ρόλο με τον υποκόμη Μπαρτ; Ο Νεντ δεν ήξερε τι από τα δύο θα του φαινόταν πιο αβάσταχτο.
   Αλλά στην πραγματικότητα δε βρισκόταν εκεί για τη Μάρτζερι. Σάρωνε με το βλέμμα του το πλήθος, ψάχνοντας για τους προτεστάντες. Ξεχώρισε τον Νταν Κόμπλι και ξεκίνησε την αποστολή του, που ήταν να τον μετατρέψει σε στρατιωτικό ηγέτη.
   Δε θα ήταν εύκολο.
   Αφού αντάλλαξαν ευγενικές κοινοτοπίες, ο Νεντ τράβηξε τον Νταν πίσω από μια φαρδιά αντηρίδα του ναού και μίλησε με χαμηλή φωνή. "Η βασίλισσα χαροπαλεύει".
   "Έτσι άκουσα", είπε επιφυλακτικά ο Νταν.
   "Η διαδοχή είναι ένας διαγωνισμός μεταξύ της Ελισάβετ Τυδώρ και της Μαρίας Στιούαρτ. Τώρα, η Μαρία είναι δεκαπέντε ετών και παντρεμένη με έναν ασθενικό σύζυγο ακόμα νεότερο από κείνη· θα είναι μια ανίσχυρη βασίλισσα, που θα άγεται και θα φέρεται από τους Γάλλους θείους της, τους Γκιζ, οι οποίοι είναι φανατικοί καθολικοί. Να τη φοβάσαι".
   "Μα η Ελισάβετ πηγαίνει στη λειτουργία".
   "Και ίσως συνεχίσει να το κάνει αφού γίνει βασίλισσα -κανείς δεν ξέρει πραγματικά".
   "Σ' αυτή την περίπτωση, γιατί θα πρέπει να με νοιάζει αν ο επόμενος μονάρχης μας θα είναι η Ελισάβετ Τυδώρ ή η Μαρία Στιούαρτ;" ρώτησε ο Νταν.
   "Εάν η Ελισάβετ γίνει βασίλισσα, δε θα καίει προτεστάντες για τις πεποιθήσεις τους".
   Η οργή έλαμψε στα μάτια του Νταν όταν θυμήθηκε το φριχτό θάνατο του πατέρα του, αλλά συγκράτησε τα συναισθήματά του. "Τα λόγια είναι εύκολα".
   "Να είσαι ρεαλιστής. Θέλεις να σταματήσει η σφαγή των προτεσταντών. Η Ελισάβετ δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη ελπίδα σας, είναι η μόνη ελπίδα σας".
   "Γιατί μου τα λες όλα αυτά;" ρώτησε απρόθυμα ο Νταν.
   "Έχω έρθει εδώ από το Χάτφιλντ για να σου ζητήσω κάτι, Νταν, και θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο μόνο και το να σ' το ζητήσω, γι' αυτό σε παρακαλώ σκέψου καλά πριν απαντήσεις".
   Ο Νταν τον κοίταξε τρομαγμένος. "Μη με μπλέξεις σε καμιά προδοσία!"
   Στην πραγματικότητα αυτό ακριβώς ετοιμαζόταν να κάνει. "Πόσους αρτιμελείς άντρες από τους προτεστάντες θα μπορούσες να συγκεντρώσεις, όταν η βασίλισσα πεθάνει, να αγωνιστούν για την Ελισάβετ εναντίον των υποστηρικτών της Μαρίας Στιούαρτ;"
   Ο Νταν κοίταξε αλλού. "Δεν έχω ιδέα".
   Ήταν υπεκφυγή και ο Νεντ το ήξερε. Πήγε πιο κοντά στο Νταν και επέμεινε. "Τι θα έκανες αν μια ομάδα καθολικών ευγενών, με αρχηγό ίσως τον κόμη Σουίδιν, συγκέντρωνε στρατό και βάδιζε κατά του Χάτφιλντ με σκοπό να θέσει την Ελισάβετ υπό κράτηση όσο θα περίμενε τη Μαρία Στιούαρτ και τους θείους της να φτάσουν από τη Γαλλία; Θα έμενες με τα χέρια σταυρωμένα και θα επέτρεπες να συμβεί;"
   "Τετρακόσια άτομα από το Κίνγκσμπριτζ δε θα κάνουν καμία διαφορά".
   Ώστε ήταν τετρακόσιοι, σκέφτηκε ο Νεντ. Αυτή ήταν η πληροφορία που χρειαζόταν. Έμεινε ευχαριστημένος· ήταν περισσότεροι απ' όσους περίμενε. Χαμήλωσε τη φωνή του περισσότερο. "Κάθε πόλη της χώρας έχει μια ομάδα σαν τη δική σας, έτοιμη να βαδίσει προς το Χάτφιλντ και να υπερασπιστεί την Ελισάβετ. Το μόνο που περιμένουν είναι μια λέξη της".
   Για πρώτη φορά, το πρόσωπο του Νταν έλαμψε από ελπίδα. "Είναι αλήθεια;" ρώτησε.
   "Αν θέλετε να είστε ελεύθεροι να λατρεύετε το Θεό με τον τρόπο που με τόσο πάθος θεωρείτε σωστό, και μάλιστα χωρίς το φόβο ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να καείτε ζωντανοί γι' αυτό, τότε θα πρέπει να είσαστε έτοιμοι να πολεμήσετε, και εννοώ να πολεμήσετε με σπαθιά".
   Ο Νταν κούνησε το κεφάλι του. Ο Νεντ τον κοίταξε, περιμένοντας μια απάντηση, ελπίζοντας πως θα δεχόταν. Εντέλει ο Νταν είπε: "Θα το σκεφτώ". Και έφυγε.
   Ο Νεντ διέσχισε πάλι την πλατεία προς την αντίθετη κατεύθυνση, εκεί όπου βρισκόταν η μητέρα του. 
   Ακούστηκαν σάλπιγγες και, επιτέλους, η νύφη εμφανίστηκε.
   Ο Νεντ κράτησε την αναπνοή του. Ήταν πανέμορφη. Το νυφικό της είχε το αχνό γαλάζιο του ουρανού κι από κάτω φορούσε ένα σκούρο μπλε μεσοφόρεμα. Ο ψηλός του γιακάς ανασηκωνόταν εντυπωσιακός σαν βεντάλια πλαισιώνοντας τα σγουρά μαλλιά της. Ο στολισμένος κεφαλόδεσμός της είχε στο πλάι ένα λοφίο.
   Ο Νεντ άκουσε μια παρέα κοριτσιών εκεί κοντά να μουρμουρίζει επιδοκιμαστικά. Κοιτάζοντας τα πρόσωπά τους, είδε κυρίως φθόνο. Του πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι η Μάρτζερι είχε τυλίξει τον άντρα που ήθελαν όλες τους. Ο Μπαρτ θα πρέπει να ήταν ο πιο περιζήτητος γαμπρός της κομητείας. Νόμιζαν ότι είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο. Πόσο λάθος έκαναν.
   Ο σερ Ρέτζιναλντ περπατούσε δίπλα της κορδωμένος, φορώντας ένα εξαίσιο ντουπλέτ από κόκκινο μετάξι κεντημένο με χρυσή κλωστή και ο Νεντ σκέφτηκε θυμωμένα: Όλα αυτά είναι αγορασμένα με τα χρήματα της μητέρας μου.
   Μελέτησε προσεκτικά την έκφραση της Μάρτζερι καθώς ερχόταν από την άκρη της πλατείας. Φαινόταν μικρή και ανυπεράσπιστη μπροστά στις τεράστιες πέτρες της δυτικής όψης. Τι σκεφτόταν; Στα χείλη της ήταν χαραγμένο ένα αμυδρό χαμόγελο και γυρνούσε πότε εδώ, πότε εκεί χαιρετώντας φίλους με ένα νεύμα. Φαινόταν σίγουρη και περήφανη, αλλά ο Νεντ την ήξερε καλύτερα. Η γαλήνια αταραξία δεν ήταν του χαρακτήρα της. Η Μάρτζερι ήταν παιχνιδιάρα, άτακτη, της άρεσε να διασκεδάζει και να προσφέρει διασκέδαση στους άλλους. Όμως εκείνη τη μέρα δεν υπήρχε γέλιο στην ψυχή της. Υποκρινόταν.
   Καθώς περνούσε από μπροστά του, το βλέμμα της σταμάτησε πάνω του.
   Δεν ήξερε ότι ο Νεντ θα ήταν εκεί και έμεινε εμβρόντητη. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και γέμισαν φόβο. Κοίταξε αμέσως αλλού, αλλά είχε χάσει πια την αυτοκυριαρχία της. Το ψεύτικο χαμόγελο έσβησε και μερικά βήματα πιο κάτω παραπάτησε.
   Ο Νεντ πετάχτηκε αυθόρμητα μπροστά για να τη βοηθήσει, αλλά ήταν πέντε γιάρδες μακριά. Ο σερ Ρέτζιναλντ, που περπατούσε δίπλα της, την έπιασε από το μπράτσο. Αλλά η αντίδρασή του ήταν αργή και δεν την είχε πιάσει αρκετά γερά για να τη συγκρατήσει. Έχασε την ισορροπία της και έπεσε στα γόνατα.
   Όσοι την είδαν έβγαλαν ένα επιφώνημα. Τι γρουσουζιά! Το να πέφτει κανείς ενώ πήγαινε να παντρευτεί ήταν κακός οιωνός για τον έγγαμο βίο του.
   Η Μάρτζερι έμεινε γονατισμένη για λίγα δευτερόλεπτα, μέχρι να πάρει μια ανάσα και να ξαναβρεί την ψυχραιμία της, και οι δικοί της την περικύκλωσαν. Ο Νεντ ήταν ένας από τους πολλούς που προσπάθησαν να κοιτάξουν πάνω από τους ώμους τους για να δουν αν η Μάρτζερι ήταν εντάξει. Όσοι βρίσκονταν πιο μακριά ρωτούσαν ο ένας τον άλλον τι είχε συμβεί.
   Τελικά η Μάρτζερι σηκώθηκε και στάθηκε γερά στα πόδια της. Το πρόσωπό της πήρε την ίδια συγκρατημένη έκφραση. Κοίταξε γύρω χαμογελώντας θλιμμένα σαν να ντρεπόταν για την αδεξιότητά της.
   Εντέλει έκανε μερικά βήματα και συνέχισε προς την είσοδο του ναού.
   Ο Νεντ έμεινε εκεί που ήταν. Δε χρειαζόταν να παρακολουθήσει  την τελετή από κοντά. Η γυναίκα που αγαπούσε δεσμευόταν ισόβια με κάποιον άλλο. Γιατί η Μάρτζερι έπαιρνε στα σοβαρά τις υποσχέσεις· για κείνη ο όρκος ήταν ιερός. Όταν έλεγε «ναι» το εννοούσε. Ο Νεντ ήξερε ότι την είχε χάσει οριστικά.
   Μετά την ανταλλαγή των όρκων, όλοι προχώρησαν προς το εσωτερικό του ναού για τη γαμήλια λειτουργία.
   Ο Νεντ συμμετείχε μαζί με τους υπόλοιπους πιστούς στις ψαλμωδίες και κοιτούσε τις σκαλιστές παραστάδες και τις πανύψηλες αψίδες, αλλά εκείνη τη μέρα ο άχρονος ρυθμός των κιονοστοιχιών και των τόξων δεν κατάφερε να παρηγορήσει την πονεμένη ψυχή του. Ήξερε ότι ο Μπαρτ θα έκανε τη Μάρτζερι δυστυχισμένη. Η σκέψη που αντηχούσε ξανά και ξανά στο μυαλό του κι όσο κι αν προσπαθούσε δε μπορούσε να την ξεριζώσει ήταν ότι εκείνο το βράδυ ο Μπαρτ, αυτός ο κουφιοκέφαλος με το κίτρινο ντουπλέτ, θα βρισκόταν στο κρεβάτι με τη Μάρτζερι και θα έκανε μαζί της όλα αυτά που λαχταρούσε εκείνος.
   Η λειτουργία τελείωσε. Ο Μπαρτ και η Μάρτζερι ήταν πλέον σύζυγοι.
   Ο Νεντ έφυγε από τον καθεδρικό ναό. Τώρα δεν υπήρχε ούτε αβεβαιότητα ούτε ελπίδα. Θα περνούσε τη ζωή του χωρίς αυτήν.
   Ήταν σίγουρος ότι ποτέ δε θ' αγαπούσε άλλη γυναίκα. Θα έμενε εργένης σε όλη του τη ζωή. Χαιρόταν για το ότι τουλάχιστον είχε μια καινούργια επαγγελματική ασχολία, που απαιτούσε την ολόψυχη αφοσίωσή του. Η αποστολή του για την Ελισάβετ τον είχε κατακυριεύσει. Αν δε μπορούσε να περάσει τη ζωή του με τη Μάρτζερι, θα αφοσιωνόταν στην Ελισάβετ. Το ιδανικό της περί θρησκευτικής ανεκτικότητας ήταν εξωφρενικά ριζοσπαστικό, φυσικά. Σχεδόν όλος ο κόσμος πίστευε ότι η ιδέα να αφήνεται ο καθένας να λατρεύει το Θεό όπως επιθυμούσε ήταν αποκρουστικά ελευθεριάζουσα και εντελώς παράλογη. Ο Νεντ όμως πίστευε ότι ο κόσμος ήταν τρελός και οι άνθρωποι που είχαν τις ίδιες αντιλήψεις με την Ελισάβετ ήταν οι μόνοι λογικοί.
   Η ζωή χωρίς τη Μάρτζερι θα ήταν θλιβερή, αλλά δε θα ήταν άσκοπη.
   Είχε εντυπωσιάσει κάποτε την Ελισάβετ με τον τρόπο που είχε αντιμετωπίσει τον κόμη Σουίδιν και τώρα έπρεπε να το επαναλάβει, στρατολογώντας τον Νταν Κόμπλι και τους προτεστάντες του Κίνγκσμπριτζ στον αγώνα της.

   Η βασίλισσα Μαρία Τυδώρ αναχώρησε από την επίγεια ζωή της αργά και μεγαλόπρεπα, σαν επιβλητική γαλέρα που βγαίνει από το λιμάνι.
   Όσο εκείνη έχανε τις δυνάμεις της, ξαπλωμένη στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της στα ανάκτορα του Αγίου Ιακώβου στο Λονδίνο, στο Χάτφιλντ η Ελισάβετ δεχόταν όλο και περισσότερους επισκέπτες. Εκπρόσωποι ευγενών οικογενειών και πλούσιοι επιχειρηματίες έρχονταν να της πουν πόσο δυσαρεστημένοι ήταν από τις θρησκευτικές διώξεις. Άλλοι έστελναν μηνύματα με τα οποία δήλωναν τη διαθεσιμότητά τους. Η Ελισάβετ πέρασε μισή μέρα υπαγορεύοντας σε γραμματείς, στέλνοντας έναν καταιγισμό από σύντομες επιστολές ευχαριστίας προς τους ανθρώπους για την πίστη τους και συσφίγγοντας φιλικούς δεσμούς. Το σιωπηρό μήνυμα που υπαινισσόταν κάθε γράμμα ήταν: Θα είμαι δραστήρια μονάρχης και θα θυμάμαι αυτούς που με βοήθησαν στο ξεκίνημα.
   Ο Νεντ και ο Τομ Πάρι ήταν αρμόδιοι για τις στρατιωτικές προετοιμασίες. Επέταξαν μια κοντινή κατοικία και τη μετέτρεψαν σε αρχηγείο τους. Από εκεί, συνεργάζονταν με τους υποστηρικτές της Ελισάβετ στις επαρχιακές πόλεις και προετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν μια εξέγερση των καθολικών.
   Ο κόμης Φέρια, ο Ισπανός πρεσβευτής, επέστρεψε στην Αγγλία τη δεύτερη βδομάδα του Νοεμβρίου. Συναντήθηκε με τα μέλη του Βασιλικού Συμβουλίου -τους ισχυρότερους συμβούλους του μονάρχη- και τους είπε ότι ο βασιλιάς Φίλιππος υποστήριζε την Ελισάβετ ως διάδοχο του θρόνου. Η βασίλισσα Μαρία, που δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποτα, έδειχνε να έχει αποδεχτεί την απόφαση του συζύγου της.
    Στη συνέχεια, ο Φέρια ήρθε στο Χάτφιλντ.
   Μπήκε γεμάτος χαμόγελα, σαν άνθρωπος που μετέφερε μια καλή είδηση σε μια σαγηνευτική γυναίκα. Ο Νεντ δεν είχε ξαναδεί ποτέ άνθρωπο που να φαίνεται τόσο ευχαριστημένος με τον εαυτό του.
   "Κυρία, σας φέρνω ένα δώρο", είπε.
   Στο δωμάτιο, εκτός από την Ελισάβετ και τον Φέρια, ήταν επίσης ο Σέσιλ, ο Τομ Πάρι και ο Νεντ.
   Η Ελισάβετ αγαπούσε τα δώρα αλλά απεχθανόταν τις εκπλήξεις. "Τι ευγενικό", είπε κουμπωμένα.
   "Ένα δώρο από τον κύριό μου και δικό σας, το βασιλιά Φίλιππο", συνέχισε ο Φέρια.
   Ο Φίλιππος εξακολουθούσε τυπικά να είναι κύριος της Ελισάβετ, αφού η Μαρία Τυδώρ ήταν ακόμα ζωντανή και βασίλισσα της Αγγλίας και, ως εκ τούτου, ο σύζυγός της ήταν ο βασιλιάς της Αγγλίας. Αλλά στην Ελισάβετ δεν άρεσε καθόλου αυτή η υπενθύμιση. Ο Νεντ είδε τα σημάδια της δυσαρέσκειας -το πιγούνι της ανασηκώθηκε ανεπαίσθητα, στο μέτωπό της φάνηκε ένα αχνό συνοφρύωμα και τα χέρια της έσφιξαν τα μπράτσα της δρύινης πολυθρόνας- αλλά ο Φέρια δεν αντιλήφθηκε τίποτε.
   "Ο βασιλιάς Φίλιππος σας προσφέρει το θρόνο της Αγγλίας". Έκανε ένα βήμα πίσω και υποκλίθηκε, σαν να περίμενε χειροκρότημα -ή φιλί. "Θα ήθελα να είμαι ο πρώτος που θα σας συγχαρεί, μεγαλειοτάτη", πρόσθεσε ύστερα από μια στιγμιαία παύση.
   Η Ελισάβετ το δέχτηκε με ένα νεύμα βασιλικής μεγαλοπρέπειας, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Νεντ ήξερε ότι μια τέτοια σιωπή ήταν δυσοίωνη.
   "Έχω ενημερώσει ήδη το Βασιλικό Συμβούλιο για την απόφαση του βασιλιά Φίλιππου", συνέχισε ο Φέρια.
   "Η αδελφή μου πεθαίνει κι εγώ θα γίνω βασίλισσα", είπε η Ελισάβετ. "Αισθάνομαι χαρμολύπη, χαρά και θλίψη εξίσου και ταυτοχρόνως".
   Ο Νεντ σκέφτηκε ότι είχε προετοιμάσει αυτά τα λόγια.
   "Παρά την ασθένειά της η μεγαλειοτάτη ήταν σε θέση να επικυρώσει την επιλογή του συζύγου της".
   Κάτι είχε αλλάξει ανεπαίσθητα στον τόνο του και ο Νεντ υποψιάστηκε ενστικτωδώς ότι εκείνη τη στιγμή έλεγε ψέματα.
   "Σας ορίζει διάδοχό της, με την προϋπόθεση ότι θα υποσχεθείτε να διατηρήσετε τον καθολικισμό στην Αγγλία".
   Ο Νεντ έριξε μια ματιά στο Σέσιλ. Δε φαινόταν απογοητευμένος. Η έκφρασή του φανέρωνε ανεπαίσθητη ευθυμία, καθώς κοιτούσε με προσμονή την Ελισάβετ.
   Μεσολάβησε μακρά σιωπή. Ο Φέρια την έσπασε λέγοντας: "Μου επιτρέπετε να ανακοινώσω στο βασιλιά και τη βασίλισσα ότι συμφωνείτε με την απόφασή τους;"
   Όταν η Ελισάβετ μίλησε επιτέλους, η φωνή της ήταν σαν καμτσικιά. "Όχι, κύριε, δε σας επιτρέπω".
   Ο Φέρια τινάχτηκε σαν να τον είχε χαστουκίσει. "Μα..."
   Η Ελισάβετ δε του έδωσε την ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί. "Αν γίνω βασίλισσα, θα είναι επειδή έχω επιλεγεί από το Θεό, όχι από το βασιλιά Φίλιππο", είπε.
   Ο Νεντ κρατήθηκε για να μη ζητωκραυγάσει.
   "Αν κυβερνήσω", συνέχισε η Ελισάβετ, "θα γίνει με τη συγκατάθεση του αγγλικού λαού, όχι της ετοιμοθάνατης αδελφής μου".
   Ο Φέρια είχε μαρμαρώσει.
   Η περιφρόνηση της Ελισάβετ έγινε φαρμακερή. "Και τη στιγμή που θα στέφομαι θα δώσω τον όρκο που δίνει πάντοτε ένας Άγγλος μονάρχης -και δε θα προσθέσω υποσχέσεις που μου υπέδειξε κάποιος κόμης Φέρια".
   Για πρώτη φορά ο Φέρια δεν ήξερε τι να πει.
   Είχε παίξει τα χαρτιά του με λάθος σειρά, συνειδητοποίησε ο Νεντ. Θα έπρεπε να είχε ζητήσει αυτή την υπόσχεση από την Ελισάβετ πριν την επικύρωση της διαδοχής της από το Βασιλικό Συμβούλιο. Τώρα ήταν πολύ αργά. Ο Φέρια είχε παραπλανηθεί από τους γοητευτικούς τρόπους της Ελισάβετ και είχε πιστέψει ότι ήταν ένα αδύναμο θηλυκό που θα μπορούσε να χειραγωγηθεί από έναν δυναμικό άντρα. Αλλά τον είχε ξεγελάσει εκείνη αντί να την ξεγελάσει αυτός.
   Ο Φέρια δεν ήταν ανόητος και όλα αυτά τα κατάλαβε στη στιγμή. Ξαφνικά ξεφούσκωσε σαν άδειο ασκί. Πολλές φορές ξεκίνησε να πει κάτι αλλά μετάνιωσε. Ο Νεντ μάντεψε ότι δεν κατάφερνε να σκεφτεί τίποτα που θα μπορούσε να τη μεταπείσει.
   Η Ελισάβετ αποφάσισε να τον λυτρώσει από τη δυστυχία του. "Σας ευχαριστώ που ήρθατε να μας επισκεφθείτε, κόμη", είπε. "Παρακαλώ να δώσετε τους εγκάρδιους χαιρετισμούς μας στο βασιλιά Φίλιππο. Και μολονότι δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες, θα προσευχόμαστε για τη βασίλισσα Μαρία".
   Ο Φέρια δέχτηκε με όση αξιοπρέπεια κατάφερε να επιστρατεύσει αυτή την ψυχρολουσία και έφυγε.
   Ο Νεντ χαμογέλασε χαρούμενα. Σκέφτηκε τον κόμη Σουίδιν και είπε χαμηλόφωνα στον Σέσιλ: "Λοιπόν, κάτι μου λέει πως ο Φέρια δεν είναι ο πρώτος που πλήρωσε ακριβά το ότι υποτίμησε την Ελισάβετ".
   "Όχι", είπε ο Σέσιλ. "Και πιστεύω ότι δε θα είναι ο τελευταίος".

   Ο Ρόλο αρνιόταν να πιστέψει ότι το ρεύμα είχε γυρίσει ενάντια στη Μαρία Στιούαρτ. Πώς είναι δυνατόν, σκεφτόταν με αγανάκτηση, όταν η Αγγλία είναι καθολική χώρα και η Μαρία έχει την υποστήριξη του πάπα; Έτσι, εκείνο το απόγευμα, έγραψε μια επιστολή εκ μέρους του κόμη Σουίδιν προς τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, καρδινάλιο Πόουλ.
   Η επιστολή ζητούσε την ευλογία του αρχιεπισκόπου για μια ένοπλη εξέγερση κατά της Ελισάβετ Τυδώρ.
   Η βία ήταν τώρα η μόνη ελπίδα. Ο βασιλιάς Φίλιππος είχε στραφεί εναντίον της Μαρίας Στιούαρτ και υποστήριζε την Ελισάβετ. Αυτό σήμαινε καταστροφή για το Ρόλο, την οικογένεια Φιτζέραλντ και την αληθινή καθολική χριστιανική πίστη στην Αγγλία.
   Ο Πόουλ ήταν άρρωστος, αλλά ο Ρόλο ήλπιζε πως θα κατάφερνε να υπαγορεύσει ένα γράμμα. Ήταν ο πιο σκληροπυρηνικός καθολικός από όλους τους Άγγλους επισκόπους και ο Ρόλο ήταν σχεδόν βέβαιος ότι θα υποστήριζε την εξέγερση.
   Δύο από τους πιο έμπιστους άντρες του Σουίδιν παρέλαβαν την επιστολή για να τη μεταφέρουν στο Λάμπεθ Πάλας, την κατοικία του αρχιεπισκόπου κοντά στο Λονδίνο.
   Όσο περίμεναν την απάντηση του αρχιεπισκόπου, ο Σουίδιν και ο Μπαρτ άρχισαν να συγκεντρώνουν δυνάμεις. Ο Ρόλο ήξερε ότι και σε άλλα μέρη της Αγγλίας κι άλλοι καθολικοί ευγενείς έκαναν το ίδιο. Όταν οι δυνάμεις τους θα ενώνονταν, θα ήταν ανίκητοι.
   Τρεις μέρες αργότερα επέστρεψαν οι άντρες που είχε στείλει ο Σουίδιν στο Λάμπεθ Πάλας. Τι είχε πει ο αρχιεπίσκοπος Πόουλ; Η απάντησή του ήταν ζωτικής σημασίας. Αν είχαν την υποστήριξή του, ίσως ο στρατός του Σουίδιν να κατάφερνε να πάει στο Χάτφιλντ. Αν όχι, ίσως θα ήταν πιο συνετό να διαλυθεί.
   Ο μεγαλύτερος από τους δύο αγγελιοφόρους είπε: "Δεν υπάρχει απάντηση από τον καρδινάλιο".
   Η καρδιά του Ρόλο σφίχτηκε.
   "Τι εννοείς, δεν υπάρχει απάντηση;" είπε αγριεμένα ο Σουίδιν. "Σίγουρα κάτι θα απάντησε".
   "Μιλήσαμε στο γραμματέα του. Μας είπε ότι ο καρδινάλιος είναι τόσο άρρωστος, που όχι μόνο δε μπορούσε ν' απαντήσει στην επιστολή σας, αλλά ούτε καν να τη διαβάσει".
   "Μα αυτό σημαίνει ότι είναι ετοιμοθάνατος", είπε ο Σουίδιν.
   "Ακριβώς, άρχοντά μου".
   Καταστροφή, σκέφτηκε ο Ρόλο. Ο επικεφαλής των φανατικών καθολικών της Αγγλίας βρισκόταν στα πρόθυρα του θανάτου την πιο κρίσιμη στιγμή στην ιστορία της χώρας. Κι αυτό το γεγονός τα άλλαζε όλα. Η ιδέα να απαγάγουν την Ελισάβετ και να φέρουν τη Μαρία Στιούαρτ από τη Γαλλία φαινόταν έως εκείνη τη στιγμή ένα ελπιδοφόρο εγχείρημα με τεράστιες πιθανότητες επιτυχίας. Τώρα έμοιαζε περισσότερο με απόπειρα αυτοκτονίας. Μερικές φορές, σκέφτηκε ο Ρόλο, η μοίρα φαίνεται να είναι με το μέρος του διαβόλου.

   Ο Νεντ πήγε στο Λονδίνο και περίμενε ειδήσεις για τη βασίλισσα Μαρία Τυδώρ, τριγυρνώντας γύρω από τα ανάκτορα του Αγίου Ιακώβου.
   Τη δεκάτη έκτη Νοεμβρίου η υγεία της επιδεινώθηκε δραματικά -μια μέρα που οι προτεστάντες άρχισαν να αποκαλούν Τετάρτη της Ελπίδας πριν καν βασιλέψει ο ήλιος. Το άλλο πρωί, πριν καν χαράξει, ο Νεντ βρισκόταν μαζί με ένα πλήθος ανθρώπων που έτρεμε από το κρύο μπροστά στο ψηλό τούβλινο φυλάκιο, όταν ένας υπηρέτης βγήκε και ψιθύρισε: "Πέθανε".
   Ο Νεντ έτρεξε απέναντι στην ταβέρνα, έδωσε εντολή να του σελώσουν ένα άλογο και ξύπνησε τον αγγελιοφόρο του. Έγραψε ένα σημείωμα στην Ελισάβετ, λέγοντάς της ότι η Μαρία Τυδώρ ήταν νεκρή κι έπειτα έστειλε τον άνθρωπο στο Χάτφιλντ.
   Γύρισε πάλι στο φυλάκιο και διαπίστωσε ότι το πλήθος είχε μεγαλώσει.
   Τις δύο επόμενες ώρες έβλεπε σημαντικούς αυλικούς και λιγότερο σημαντικούς αγγελιοφόρους να μπαίνουν και να βγαίνουν βιαστικοί. Αλλά όταν είδε τον Νίκολας Χιθ, τον ακολούθησε.
   Ο Χιθ ήταν πιθανότατα ο ισχυρότερος άνθρωπος στην Αγγλία. Ήταν αρχιεπίσκοπος του Γιορκ, σύμβουλος της βασίλισσας Μαρίας και Λόρδος Καγκελάριος. Ο Σέσιλ είχε προσπαθήσει να τον στρατολογήσει υπέρ της Ελισάβετ, αλλά ο Χιθ είχε παραμείνει αμετακίνητος. Τώρα, όμως, θα αναγκαζόταν να πάρει θέση είτε με τον ένα τρόπο είτε με τον άλλο.
   Ο Χιθ και η ακολουθία του έκαναν έφιπποι τη μικρή απόσταση προς το Γουέστμινστερ, όπου τα μέλη του Κοινοβουλίου συγκεντρώνονταν για την πρωινή συνεδρίαση. Ο Νεντ και άλλοι έτρεξαν πίσω τους. Ένα άλλο πλήθος είχε αρχίσει ήδη να συγκεντρώνεται στο Γουέστμινστερ. Ο Χιθ ανακοίνωσε ότι θ' απευθυνόταν από κοινού και στα δύο σώματα και συγκεντρώθηκαν στη Βουλή των Λόρδων.
   Ο Νεντ προσπάθησε να τρυπώσει κρυφά μαζί με τη συνοδεία του Χιθ, αλλά ένας φρουρός τον σταμάτησε. Ο Νεντ καμώθηκε τον έκπληκτο. "Εκπροσωπώ την πριγκίπισσα Ελισάβετ", είπε. "Έχω εντολή να παρακολουθήσω τη συνεδρίαση και να της δώσω αναφορά".
   Ο φρουρός ήταν έτοιμος να τον διώξει με τις κλοτσιές, αλλά ο Χιθ άκουσε το διάλογο και παρενέβη. "Σ' έχω ξαναδεί, νεαρέ", είπε στον Νεντ. "Με τον σερ Γουίλιαμ Σέσιλ, νομίζω".
   "Μάλιστα, κύριέ μου". Ήταν αλήθεια, αλλά, παρ' όλα αυτά, ο Νεντ ξαφνιάστηκε που ο Χιθ το θυμόταν.
   "Άφησέ τον να περάσει", είπε ο Χιθ στο φρουρό.
   Το γεγονός ότι συνεδρίαζε το Κοινοβούλιο σήμαινε ότι η διαδοχή θα γινόταν σύντομα, ειδικά εάν ο Χιθ υποστήριζε την Ελισάβετ. Ήταν δημοφιλής, αδελφή της Μαρίας Τυδώρ και μόλις είκοσι μίλια μακριά. Η Μαρία Στιούαρτ, αντίθετα, ήταν άγνωστη στους Άγγλους, παντρεμένη με Γάλλο και ζούσε στο Παρίσι. Όλα τα πλεονεκτήματα ήταν υπέρ της Ελισάβετ.
   Αλλά η Εκκλησία υποστήριζε τη Μαρία Στιούαρτ.
   Η αίθουσα συνεδριάσεων αντηχούσε από ζωηρές ομιλίες, καθώς όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί μέσα συζητούσαν το ίδιο ερώτημα. Όταν σηκώθηκε ο Χιθ, σώπασαν.
   "Σήμερα το πρωί, ο Μεγαλοδύναμος κάλεσε κοντά του τη βασίλισσά μας, Μαρία Τυδώρ".
   Οι συγκεντρωμένοι αναστέναξαν. Όλοι τους είτε το ήξεραν είτε είχαν ακούσει φήμες, αλλά η επιβεβαίωση ήταν θλιβερή.
   "Ωστόσο, έχουμε λόγους να χαιρόμαστε και να δοξάζουμε το Μεγαλοδύναμο επειδή μας άφησε μια γνήσια, νόμιμη και άξια διάδοχο του θρόνου".
   Στην αίθουσα επικράτησε απόλυτη σιωπή. Ο Χιθ ετοιμαζόταν να ανακοινώσει το όνομα της επόμενης βασίλισσας. Αλλά ποια από τις δύο θα ήταν;
   "Τη λαίδη Ελισάβετ", είπε, "της οποίας το νόμιμο και δικαιωματικό τίτλο δε θα αμφισβητήσουμε!"
   Στην αίθουσα έγινε χαλασμός. Ο Χιθ συνέχισε να μιλάει, αλλά κανείς δεν τον άκουγε. Ο αρχιεπίσκοπος είχε υποστηρίξει την Ελισάβετ, αποκαλώντας τη διαδοχή της «νόμιμη» -σε άμεση αντίθεση με την απόφαση του πάπα. Όλα είχαν τελειώσει. Μερικά μέλη του Κοινοβουλίου διαμαρτύρονταν με φωνές, αλλά ο Νεντ είδε ότι οι περισσότεροι ζητωκραύγαζαν. Η Ελισάβετ ήταν η επιλογή του Κοινοβουλίου. Ίσως φοβούνταν να δείξουν ανοιχτά την προτίμησή τους, όσο το ζήτημα ήταν ακόμη αμφίρροπο, αλλά τώρα είχαν αποβάλει κάθε ενδοιασμό. Σκέφτηκε ότι ο Σέσιλ ίσως είχε υποτιμήσει τη δημοφιλία της Ελισάβετ. Μολονότι υπήρχαν και κάποια ανέκφραστα πρόσωπα, άνθρωποι που δε χειροκροτούσαν ούτε ζητωκραύγαζαν, παρά κάθονταν μόνο σιωπηλοί με σταυρωμένα χέρια, ήταν μειοψηφία. Οι υπόλοιποι ήταν κατενθουσιασμένοι. Ο εμφύλιος είχε αποτραπεί, δε θα είχαν ξένο βασιλιά και το κάψιμο στην πυρά θα σταματούσε. Ο Νεντ συνειδητοποίησε ότι ζητωκραύγαζε κι αυτός.
   Ο Χιθ έφυγε από την αίθουσα, ακολουθούμενος από τα περισσότερα μέλη του Βασιλικού Συμβουλίου, και στάθηκε έξω στα σκαλιά για να επαναλάβει τη διακήρυξή του στο συγκεντρωμένο πλήθος.
   Κατόπιν ανακοίνωσε ότι θα την επαναλάμβανε στην πόλη του Λονδίνου. Αλλά πριν φύγει, έκανε νόημα στον Νεντ να πάει κοντά. "Καταλαβαίνω ότι τώρα θα τρέξεις στο Χάτφιλντ για να ανακοινώσεις το νέο", είπε.
   "Μάλιστα, εξοχότατε".
   "Μπορείς να πεις στη βασίλισσα Ελισάβετ ότι θα είμαι εκεί προτού νυχτώσει".
   "Σας ευχαριστώ".
   "Μη σταματήσεις πουθενά για να πανηγυρίσεις πριν μεταφέρεις το μήνυμα".
   "Ασφαλώς όχι, σερ".
   Ο Χιθ έφυγε.
   Ο Νεντ έτρεξε πάλι πίσω στην ταβέρνα. Μερικά λεπτά αργότερα κάλπαζε προς το Χάτφιλντ.
   Είχε μια καλή, δυνατή φοράδα και την ξεκούραζε με ελαφρό τροχασμό και βάδισμα εναλλάξ για να μη την εξαντλήσει. Αυτό που είχε σημασία δεν ήταν η ταχύτητα, αλλά το να φτάσει πριν τον Χιθ. Είχε ξεκινήσει λίγο πριν το μεσημέρι και ήταν αργά το απόγευμα, όταν είδε στο βάθος την τριγωνική στέγη και τους κόκκινους τοίχους του Χάτφιλντ.
   Προφανώς ο αγγελιοφόρος του ήταν ήδη εκεί, άρα όλοι γνώριζαν ότι η βασίλισσα Μαρία Τυδώρ ήταν νεκρή. Κανείς, όμως, δεν ήξερε ποιος ήταν ο νέος μονάρχης.
   Καθώς έμπαινε στο προαύλιο, μερικοί σταβλίτες τού φώναξαν ταυτόχρονα: "Τι νέα;"
   Ο Νεντ, όμως, είχε αποφασίσει ότι η Ελισάβετ θα ήταν η πρώτη που θα το μάθαινε. Δεν είπε τίποτα στους σταβλίτες και κράτησε το πρόσωπό του ανέκφραστο.
   Η Ελισάβετ ήταν στο σαλόνι της με τον Σέσιλ, τον Τομ Πάρι και τη γκουβερνάντα της. Όλοι τον κοίταξαν σιωπηλοί, αλλά με αγωνία, βλέποντάς τον να μπαίνει φορώντας ακόμα τον βαρύ ταξιδιωτικό μανδύα του.
   Προχώρησε προς το μέρος της Ελισάβετ. Προσπάθησε να παραμείνει σοβαρός, αλλά στάθηκε αδύνατον να μη χαμογελάσει. Εκείνη διάβασε την έκφρασή του και ο Νεντ είδε ένα αμυδρό χαμόγελο να απλώνεται στα χείλη της όταν κατάλαβε.
   "Είσαι η βασίλισσα της Αγγλίας", της είπε. Έβγαλε το καπέλο του, γονάτισε και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. "Μεγαλειοτάτη!"

Follett Ken, Ένας στύλος φωτιάς, (μετφ. Ρηγούλα Γεωργιάδου), Εκδ. ΒELL, Αθήνα 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια: