Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

[ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ


  
   Δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της τόσο γερασμένο άνθρωπο. Όταν η Κατ Άσλεϋ οδήγησε στην αίθουσα ακροάσεων τη σκυφτή γυναίκα που περπατούσε τρεκλίζοντας, η Ελισάβετ δεν πίστευε στα μάτια της. Τα λιγοστά μαλλιά που ξεπρόβαλλαν απ' το σκουφάκι της είχαν ένα θαμπό γκρίζο χρώμα και το πρόσωπό της ήταν απερίγραπτα ζαρωμένο, σαν μήλο που έμεινε και ξεράθηκε στον ήλιο. Φορούσε ένα ρούχο ξεθωριασμένο, φθαρμένο και παλιομοδίτικο, που κρεμόταν σαν τσουβάλι πάνω στο κοκαλιάρικο κορμί της. Ωστόσο, η Ελισάβετ σχημάτισε αμέσως την εντύπωση ότι είχε μπροστά της μια κυρία ευγενικής καταγωγής. Και βεβαιώθηκε ολότελα γι' αυτό, όταν η γυναίκα, παρά τις πονεμένες αρθρώσεις της, υποκλίθηκε μπροστά της βαθιά και με όλους τους τύπους.
   Η περιέργεια της Ελισάβετ έφτασε στο αποκορύφωμα και, παραμερίζοντας τις τυπικότητες, είπε στη γυναίκα πριν καν μπορέσει εκείνη να σηκωθεί:
   "Μίλησε. Πες μου γιατί ήρθες".
   Η γυναίκα ίσιωσε το κορμί της, αλλά αναγκάστηκε να γείρει πίσω το κεφάλι για να μπορέσει να συναντήσει την ατσάλινη ματιά της βασίλισσας.
   "Μεγαλειοτάτη, πρέπει να μιλήσουμε μόνες", είπε.
   Η Κατ πήγε να διαμαρτυρηθεί γι' αυτή την εξωφρενική απαίτηση και με το βλέμμα ζήτησε απ' τη βασίλισσα να της επιτρέψει να πετάξει έξω την ξένη. Η Ελισάβετ όμως διαισθανόταν πως ήταν κάτι πολύ σοβαρό. Είπε λοιπόν στην έμπιστή της να φύγει και η Κατ, κατακόκκινη και φανερά ενοχλημένη, βγήκε θυμωμένη απ' την αίθουσα.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

[ Η ΣΚΑΚΙΕΡΑ ΜΕ ΤΙΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ]

Γουίλτσερ
Σεπτέμβριος 1533
   Πέφτουν τα παιδιά του από τον ουρανό. Εκείνος κοιτά από τη ράχη του αλόγου, πίσω του απέραντη η αγγλική γη· πέφτουν, με τα αγγελικά φτερά τους να λαμποκοπούν· αίμα το βλέμμα τους. Στον διάφανο αέρα, μετεωρίζεται η Γκρέις Κρόμγουελ. Σιωπηλή θα έρθει για τη λεία της, σιωπηλή θα γλιστρήσει στη γροθιά του. Είναι όμως οι ήχοι, το θρόισμα των φτερών και ο τριγμός, η πνοή και το χτύπημα στα πούπουλα, ο ρύζος που μόλις ακούγεται από το λαιμό της, τούτα είναι σημάδια αναγνώρισης, οικεία, θυγατέρας, σχεδόν επιτιμητικά. Το στήθος της γραμμένο από αίμα, και η σάρκα κολλημένη στα πλευρά.
   Αργότερα ο Ερρίκος θα πει, "καλά πέταξαν τα κορίτσια σου σήμερα". Το γεράκι, η Ανν Κρόμγουελ, προσγειώθηκε αναπηδώντας στο γάντι του Ρέιφ Σάντλερ, που, ιππεύοντας, κουβέντιαζε με τον βασιλιά. Κουράστηκαν· ο ήλιος πέφτει, κι εκείνοι επιστρέφουν στο Γουλφ Χολ, με τα γκέμια χαλαρά γύρω από το λαιμό των αλόγων. Αύριο, η γυναίκα του και οι δύο αδελφές θα φύγουν μακριά. Γυναίκες νεκρές, από καιρό βουλιαγμένα τα οστά τους στη λάσπη του Λονδίνου, τώρα αποδημούν. Αβαρείς, θα τις παρασύρει ο αέρας ψηλά. Κανέναν δε λυπούνται. Σε κανέναν δεν απαντούν. Πόσο απλή η ζωή τους... Κοιτώντας από ψηλά, τι βλέπουν, μονάχα θηράματα, και τα δανεικά λοφία των κυνηγών: κοιτούν το σύμπαν που φτερουγίζει και υποχωρεί, το σύμπαν που προσφέρει το δείπνο τους.
   Κάπως έτσι πέρασε το φετινό καλοκαίρι, ταραχή, διαμελισμός, φτερά και πούπουλα στον αέρα· να αμολάς και να μαζεύεις τα κυνηγόσκυλα, να φροντίζεις τα κουρασμένα άλογα, να περιποιείσαι τους ευγενείς με τους μώλωπες, τα διαστρέμματα, τις φουσκάλες. Για μερικές μέρες, έστω και λιγοστές, ο ήλιος έλαμψε πάνω από τον Ερρίκο. Υπήρξαν και φορές που λίγο πριν από το μεσημέρι μαζεύτηκαν σύννεφα από τα δυτικά κι έπεσαν χοντρές ψιχάλες, μιας βροχής ευωδιαστής· αλλά ο ήλιος γρήγορα επανερχόταν με μια ζέστη αποπνικτική και έναν ουρανό τόσο καθαρό και διαυγή, που μπορούσες να δεις μέχρι πέρα, στα βάθη των Ουρανών, να κατασκοπεύσεις τι κάνουν οι άγιοι.
   Καθώς ξεπεζεύουν και παραδίδουν τα άλογα στους ιπποκόμους, περιμένοντας τον βασιλιά, το δικό του μυαλό τρέχει στα έγγραφα που τον περιμένουν: μηνύματα από το Γουάιτχολ, όσα φέρνουν τ' άλογα που διασχίζουν καλπάζοντας χαραγμένες πορείες κάθε φορά που η Αυλή μετακινείται. Στο γεύμα με τους Σίμουρ, θα παραμείνει συγκαταβατικός, ό,τι και να πουν οι οικοδεσπότες: με ό,τι αψήφιστα πει ο βασιλιάς, τόσο αναψοκοκκινισμένος, χαρούμενος και φιλικός που δείχνει απόψε. Όταν ο βασιλιάς αποσυρθεί για να κοιμηθεί, τότε θα αρχίσει και η νύχτα της δικής του δουλειάς.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2019

[ ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ ]

Τζέην Μπολέυν, Μπλίκλινγκ Χωλ, Νόρφολκ
Ιούλιος 1539
   Έχει ζέστη σήμερα και ο άνεμος που φυσάει πάνω από τις πεδιάδες και τα βαλτοτόπια φέρνει μια αποφορά πανούκλας. Αν ήταν ακόμα εδώ ο σύζυγός μου, δε θα μέναμε ποτέ κλεισμένοι μέσα μια τέτοια μέρα, να χαζεύουμε τη μολυβένια αυγή και το μουντό κόκκινο ηλιοβασίλεμα, αλλά θα ταξιδεύαμε με τη βασιλική Αυλή, διασχίζοντας τις δασωμένες εξοχές και τους ασβεστολιθικούς λόφους του Χαμσάιρ και του Σάσσεξ, της πλουσιότερης και ομορφότερης υπαίθρου ολόκληρης της Αγγλίας, ιππεύοντας στους ανηφορικούς δρόμους και περιμένοντας να αντικρίσουμε τη θάλασσα. Κάθε πρωί θα πηγαίναμε για κυνήγι, το μεσημέρι θα γευματίζαμε κάτω από τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων και τη νύχτα θα χορεύαμε στην πολυτελή αίθουσα κάποιας εξοχικής κατοικίας, κάτω από την κίτρινη λάμψη των πυρσών. Ήμαστε φίλοι με τους σπουδαιότερους Οίκους του τόπου, είχαμε την εύνοια του βασιλιά, ήμαστε συγγενείς της βασίλισσας. Όλοι μας αγαπούσαν· ήμαστε οι Μπολέυν, η ομορφότερη και πιο εκλεπτυσμένη οικογένεια της βασιλικής Αυλής. Όποιος γνώριζε τον Τζωρτζ τον ποθούσε, κανείς δεν μπορούσε να αντισταθεί στην Άννα και όλοι με κόρταραν προκειμένου να εξασφαλίσουν μερίδιο στην προσοχή τους. Ο Τζωρτζ ήταν εκθαμβωτικά όμορφος -μελαχρινός, με σκούρα μάτια- και ίππευε πάντα τα καλύτερα άλογα, ενώ δεν έλειπε ποτέ από το πλευρό της βασίλισσας. Η Άννα ήταν στο απώγειο της ομορφιάς και του πνεύματος, θελκτική σαν σκούρο μέλι. Κι εγώ τους ακολουθούσα παντού. 
   Τους κοιτούσα να παραβγαίνουν στην ιππασία, καλπάζοντας δίπλα δίπλα σαν εραστές, και άκουγα τα γέλια τους πάνω από τα ποδοβολητά των αλόγων. Μερικές φορές, όταν τους έβλεπα μαζί, έτσι πλούσιους, νέους και όμορφους, δεν μπορούσα να πω ποιον από τους δύο αγαπούσα περισσότερο.
   Όλοι στην Αυλή ήταν ερωτευμένοι μαζί τους, με τη μελαχρινή ομορφιά και την τσαχπινιά των Μπολέυν, με την πλούσια ζωή τους: με αυτούς τους εραστές του παιχνιδιού και του ρίσκου· τους θερμούς υποστηρικτές της εκκλησιαστικής Μεταρρύθμισης, τους τόσο εύστροφους και ετοιμόλογους, τους τόσο τολμηρούς στα διαβάσματα και στη σκέψη. Από τον βασιλιά μέχρι την τελευταία παραδουλεύτρα, όλοι θαμπώνονταν από αυτούς τους δύο. Ακόμα και σήμερα, τρία χρόνια μετά, μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι δεν θα τους ξαναδώ. Πώς είναι δυνατόν να χάθηκαν αυτοί οι δύο άνθρωποι, τόσο νέοι, τόσο γεμάτοι ζωή; Στο μυαλό και στην καρδιά μου τους βλέπω ακόμα να καλπάζουν μαζί, το ίδιο νέοι, το ίδιο όμορφοι. Και γιατί, άλλωστε, να μην επιθυμώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να ήταν αλήθεια; Δεν έχουν περάσει παρά τρία χρόνια από την τελευταία φορά που τους είδα· τρία χρόνια, δύο μήνες και εννιά μέρες από τη στιγμή που τα δάχτυλα του Τζώρτζ χάιδεψαν τα δικά μου και μου είπε χαμογελαστός: "Καλή σου μέρα, γυναίκα μου, πρέπει να πηγαίνω, έχω πάρα πολλές δουλειές σήμερα". Ήταν πρωί Πρωτομαγιάς και ετοιμαζόμασταν για τις κονταρομαχίες. Ήξερα ότι αυτός και η αδελφή του κινδύνευαν, αλλά δεν ήξερα πόσο πολύ.

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

[ Ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ]

  
   Ανακαλύπτω ότι είμαι ιδιαίτερα ασουλούπωτος άνθρωπος. Κοιτάξτε με. Αν βγάλω την περούκα, η εμφάνισή μου είναι άθλια. Τα μαλλιά μου (ό,τι απέμεινε απ' αυτά), έχουν το χρώμα της άμμου και είναι σκληρά σαν γουρουνότριχες, τα αυτιά μου έχουν άνισο μέγεθος, το μέτωπό μου είναι όλο φακίδες, κι όσο για τη μύτη μου, που δεν μπορώ να την κρύψω όσο χαμηλά κι αν κατεβάσω την περούκα, είναι τόσο πλακουτσωτή, λες και με χτύπησαν στη γέννα.
   Μήπως όντως με χτύπησαν στη γέννα; Δεν το πιστεύω, γιατί οι γονείς μου ήταν καλοί κι ευγενικοί άνθρωποι, ούτε υπάρχει τρόπος να το μάθω. Οι γονείς μου πέθαναν στην πυρκαγιά του 1662. Ο πατέρας μου είχε μύτη Ρωμαίου αυτοκράτορα. Μια τέτοια ίσια και περήφανη μύτη θα σουλούπωνε και το δικό μου πρόσωπο, μα, αλίμονο, δεν την κληρονόμησα. Μήπως δεν είμαι γιος του πατέρα μου; Είμαι αλλοπρόσαλλος, υπερβολικός, άπληστος, σκυθρωπός και καυχησιάρης. Μήπως είμαι γιος του Έιμος Τριφέλερ, του γέρου που έφτιαχνε τα καλούπια στο καπελάδικο του πατέρα μου; Μ' αρέσει, όπως άρεσε και στον Έιμος, ν' αγγίζω πράγματα από γυαλισμένο ξύλο. Το τηλεσκόπιό μου, για παράδειγμα. Παραδέχομαι ότι η τάξη μέσα στο κεφάλι μου αποκαθίσταται με μεγαλύτερη ευκολία, όταν απλά και μόνο πιάνω στα χέρια μου αυτό το επιστημονικό όργανο παρά όταν αντικρίζω τα μυστικά που μου αποκαλύπτουν οι φακοί του. Τ' αστέρια είναι τόσο πολλά και τόσο μακρινά ώστε το μόνο που πετυχαίνουν είναι να με κάνουν να διαπιστώνω με τρόμο πόσο ασήμαντος είμαι.
   Δεν ξέρω αν μπορείτε να με φανταστείτε. Τώρα που τούτη η χρονιά, το 1664, πλησιάζει στο τέλος της, κλείνω τα τριάντα εφτά. Η κοιλιά μου είναι πλαδαρή και γεμάτη φακίδες, παρόλο που σπάνια τη βλέπει ο ήλιος. Μοιάζει σαν ένα ολόκληρο πλήθος από σκόρους να προσγειώθηκε πάνω της στη διάρκεια της νύχτας. Δεν είμαι ψηλός, αλλά αυτή την εποχή είναι της μόδας τα ψηλά τακούνια. Προσπαθώ να είμαι σχολαστικός με τα ρούχα μου, αλλά έχω την τρομερή συνήθεια να τα λεκιάζω την ώρα που τρώω. Τα μάτια μου είναι υγρά και γαλάζια. Στα παιδικά μου χρόνια, με θεωρούσαν αληθινό άγγελο κι όποτε έβρισκαν την ευκαιρία με στρίμωχναν μέσα σ' ένα κοστούμι από μπλε μουαρέ, έτσι που για τη μητέρα μου ήμουν ένας ολάκερος μικρός κόσμος: η άμμος και η θάλασσα στα χρώματά μου και η ανάλαφρη αύρα στην παιδική μου φωνή. Ως την ημέρα του πύρινου θανάτου της, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ήμουν άνθρωπος με υπόληψη. Μέσα στην ευωδιαστή σκοτεινή αποθήκη του Έιμος Τριφέλερ (το μέρος όπου κάναμε όλες τις μυστικές μας συζητήσεις), έπιανε το χέρι μου και μου σιγοψιθύριζε όλες τις ελπίδες της για το λαμπρό μου μέλλον. Αυτό που δεν μπορούσε να δει, αυτό που ούτε εγώ έβρισκα την τόλμη να της δείξω, ήταν ότι δε ζούσαμε πια στην εποχή της εντιμότητας, αλλά στην Εποχή των Ευκαιριών. Και μόνο οι ηλικιωμένοι (όπως η μητέρα μου) και οι τρομερά μύωπες (όπως ο φίλος μου ο Πιρς), δεν μπορούσαν να το διακρίνουν και να το εκμεταλλευτούν αυτό προς όφελός τους. Ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι ο Πιρς αδυνατεί να κατανοήσει, πόσο μάλλον να γελάσει με τα ευτράπελα της Αυλής που αισθάνομαι την ανάγκη να του μεταφέρω όταν, πολύ σπάνια, βγαίνει από το υγρό του σπίτι στο Φένλαντ για να με επισκεφτεί. Ως δικαιολογία επικαλείται το ότι είναι Κουακέρος. Τότε είναι σειρά μου να γελάσω.

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

[ Η ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ ]


   
   Η Γαλλία, εκείνα τα χρόνια, βρισκόταν σε πόλεμο χωρίς να τον ζει. Από τα τέλη του περασμένου αιώνα, μετά τις χίμαιρες του βασιλιά Καρόλου Η΄ στην Ανατολή, είχε επιλέξει την Ιταλία ως πεδίον δόξης για τους αξιωματικούς της. Επέστρεψαν από εκεί γεμάτοι δόξα, έστω και νικημένοι. Διασκέδαζαν κατακτώντας βασίλεια για να τα χάσουν αμέσως μετά, έκαναν συμμαχίες οι οποίες διαλύονταν σύντομα και γενικά μπορεί να πει κανείς ότι έπαιζαν με τις χώρες και τους λαούς σαν να επρόκειτο για τραπουλόχαρτα. Η χαρούμενη αυτή καβαλαρία από θωρακοφόρους πάπες, από ηγεμόνες ερωτευμένους με την τέχνη και από κατακτητές ζαλισμένους από τις δολοπλοκίες, είχε προσφέρει στη Γαλλία την πολυπόθητη ειρήνη και ευμάρεια, γιατί όλα γίνονταν μακριά από τα εδάφη της. Τίποτα, ακόμα και η καταστροφή της Παβίας, δεν είχε ταράξει την ειρήνη που είχε εγκαθιδρυθεί μετά τον Εκατονταετή Πόλεμο (1). Οι σιτοβολώνες ήταν γεμάτοι και σε όλη τη χώρα έρεαν υφάσματα και κρασιά, μπαχαρικά και έργα τέχνης. Οι ευγενείς ζούσαν στη γη τους και την έκαναν προσοδοφόρα, ενώ παντού υψώνονταν αρχαιοπρεπείς πύργοι χτισμένοι σε ιταλικό ρυθμό.
   Αυτά σκεφτόταν ο δον Γκονζάγκες καθώς κοιτούσε από το παράθυρο του μοναστηριού. Το ψιλόβροχο της Νορμανδίας έπεφτε σιωπηλά στο εύφορο, καταπράσινο λιβάδι. Μέσα του ωστόσο ένιωθε θλίψη. Η ειρηνική ατμόσφαιρα, τα παχιά βόδια, οι κατσίκες, οι αγελάδες με τα γεμάτα μαστάρια, οι μηλιές που τα άνθη τους λύγιζαν από τη βροχή και που υπόσχονταν αργότερα μια θαυμαστή συγκομιδή, γέμιζαν, άθελά του, με θλίψη την καρδιά του παλαίμαχου στρατιωτικού. Η ζωή του, εδώ και είκοσι χρόνια που είχε ενδυθεί τον σταυρό της Μάλτας (2) και είχε ακολουθήσει τον ιππότη Ντε Βιλγκανιόν, δεν ήταν τίποτε άλλο από σκοτωμούς, πείνα και αναγκαστικές πορείες. Είχε πολεμήσει τους Τούρκους πρώτα στο Αλγέρι και μετά στην Ουγγαρία, τους Αυτοκρατορικούς (3) ένδοξα αλλά χωρίς κανένα όφελος στο Μιλάνο και τους Άγγλους στη Μπολόνια. Κι όσο εκείνος πολεμούσε και υπέφερε από τις φωτιές, τα ζωύφια και τα απαίσια φαγητά, το λιβάδι που απλωνόταν μπροστά του δεν είχε πάψει στιγμή να είναι καταπράσινο.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

[ Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ]

  
   Ο σερ Τζέιμς Άλμοντ, ηλικιωμένος χήρος και κυβερνήτης της Τζαμάικα διορισμένος από την Αυτού Μεγαλειότητα τον Κάρολο Β', συνήθιζε να ξυπνά νωρίς.
   Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην ιδιοσυγκρασία του, εν μέρει στην αϋπνία και τους πόνους της ποδάγρας, εν μέρει στο κλίμα της Αποικίας της Τζαμάικα, όπου με την ανατολή του ήλιου άρχιζε να κάνει τρομερή ζέστη και να έχει υγρασία.
   Το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου 1665 ακολούθησε τη συνηθισμένη του ρουτίνα. Σηκώθηκε από το κρεβάτι στο υπνοδωμάτιό του στον τρίτο όροφο του Κυβερνείου και πήγε κατευθείαν στο παράθυρο για να ρίξει τη ματιά του στον καιρό και τη μέρα που ξημέρωνε. Το Κυβερνείο ήταν ένα εντυπωσιακό κτίριο από τούβλο και με στέγη από κόκκινο κεραμίδι. Ήταν επίσης το μοναδικό τριώροφο κτίριο στο Πορτ Ρουαγιάλ και έτσι είχε εξαιρετική θέα στην πόλη. Στους δρόμους από κάτω είδε τους φανοκόρους να κάνουν την καθιερωμένη τους γύρα για να σβήσουν τα νυχτερινά φώτα. Στη Ριτζ Στρητ, η πρωινή περιπολία της φρουράς μάζευε μεθυσμένους και νεκρούς από τη λάσπη. Ακριβώς κάτω από το παράθυρό του περνούσε με θόρυβο το πρώτο από τα ιππήλατα κάρα με βαρέλια νερού από το Ρίο Κόμπρα μερικά χιλιόμετρα μακριά. Κατά τα άλλα, το Πορτ Ρουαγιάλ ήταν ήσυχο, μοιάζοντας να απολαμβάνει το σύντομο διάστημα ανάμεσα στην ώρα που οι τελευταίοι μεθυσμένοι γλετζέδες της νύχτας σωριάζονταν κάτω ναρκωμένοι από το ποτό και στην ώρα που άρχιζε η πρωινή εμπορική κίνηση γύρω στο λιμάνι. Το βλέμμα του άφησε τους στριμωγμένους στενούς δρόμους της πόλης και στράφηκε στο λιμάνι, όπου είδε το κινούμενο δάσος των καταρτιών από τα εκατοντάδες πλοία όλων των μεγεθών που ήταν αγκυροβολημένα ή δεμένα στις προβλήτες. Πιο ανοιχτά στη θάλασσα είδε ένα αγγλικό εμπορικό μπρίκι αγκυροβολημένο κοντά στον ύφαλο του Ράκαμ. Σίγουρα είχε φτάσει τη νύχτα και ο καπετάνιος είχε πράξει συνετά που περίμενε να ξημερώσει για να μπει στο λιμάνι. Και πραγματικά, καθώς κοίταζε, είδε τις γάμπιες (1) του να ξετυλίγονται στο φως της αυγής, ενώ δύο λάντζες έφευγαν από την ακτή κοντά στο φρούριο Τσάρλς για να το βοηθήσουν να μπει στο λιμάνι.
   Ο κυβερνήτης Άλμοντ γνωστός στην περιοχή ως «ο Τζέιμς της Δεκάτης» λόγω της επιμονής του να βάζει στην τσέπη του το ένα δέκατο από όλες τις επιδρομές των κουρσάρων (2), απομακρύνθηκε από το παράθυρο και, κουτσαίνοντας από τον πόνο στο αριστερό του πόδι, διέσχισε το δωμάτιο για να κάνει την τουαλέτα του. Ξέχασε αμέσως το εμπορικό σκάφος, γιατί αυτό το συγκεκριμένο πρωινό ο σερ Τζέιμς είχε το δυσάρεστο καθήκον να παρευρεθεί σ' έναν απαγχονισμό.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

[ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ ]

    Ευρώπη, 1500 -1537
   Είμαι η Ινές Σουάρεθ, κάτοικος του Σαντιάγο ντε λα Νουέβα Εξτρεμαδούρα του Βασιλείου της Χιλής, και βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1580. Δεν ξέρω πότε ακριβώς γεννήθηκα, αλλά, σύμφωνα με τη μητέρα μου, ήρθα στον κόσμο μετά την πείνα και την τρομακτική επιδημία που σάρωσε την Ισπανία μόλις πέθανε ο Φίλιππος ο Ωραίος. Δεν πιστεύω αυτό που ψιθύριζε τότε ο κόσμος καθώς παρακολουθούσε τη νεκρική πομπή, ότι δηλαδή την πανούκλα την είχε προκαλέσει ο θάνατος του βασιλιά. Λένε, βέβαια, ότι για πολλές μέρες μετά πλανιότανε στον αέρα μια μυρωδιά πικραμύγδαλου, όμως ποιος μπορεί να είναι σίγουρος γι' αυτά τα πράγματα; Η βασίλισσα Χουάνα, ακόμα νέα και ωραία, περιφερόταν πάνω από δύο χρόνια στην Καστίλη, κουβαλώντας από δω κι από κει το φέρετρο κι ανοίγοντάς το πού και πού για να φιλήσει τα χείλη του άντρα της, τρέφοντας την κρυφή ελπίδα ότι θ' αναστηθεί. Παρά τις αλοιφές και τα φάρμακα του ταριχευτή, ο Ωραίος βρομούσε. Όταν ήρθα στον κόσμο, η άτυχη βασίλισσα, έχοντας χάσει πια τελείως τα λογικά της, είχε κλειστεί στο παλάτι της Τορδεσίγιας μαζί με το πτώμα του άντρα της, οπότε εγώ πρέπει να μετράω τουλάχιστον εβδομήντα χειμώνες ανάμεσα στο στήθος και στην πλάτη, άρα θα 'χω πεθάνει ώς τα Χριστούγεννα. Θα μπορούσα να πω ότι μια τσιγγάνα στην όχθη του ποταμού Χέρτε πρόβλεψε την ημερομηνία τού θανάτου μου, αλλ' αυτό θα έμοιαζε μ' εκείνα τα ψέματα που γράφουν συνήθως τα βιβλία και που, επειδή είναι τυπωμένα, μοιάζουν μ' αλήθειες. Η τσιγγάνα με διαβεβαίωσε ότι θα ζήσω μεγάλη και πλούσια ζωή, όμως αυτό το λένε σε όλους, αρκεί να τους δώσεις λίγα χρήματα. Εκείνο που με κάνει να πιστεύω ότι πλησιάζει το τέλος είναι η φωνή της καρδιάς μου. Πάντα ήξερα ότι θα πεθάνω σε μεγάλη ηλικία, ειρηνικά και στο κρεβάτι μου, όπως όλες οι γυναίκες της οικογένειάς μου, γι' αυτό και δεν δίστασα ποτέ να ριχτώ στην περιπέτεια, αφού είναι γνωστό ότι κανείς δεν φεύγει απ' αυτό τον κόσμο πριν έρθει η ώρα του. "Εσύ πεθάνεις γριούλα, σίγουρα πράγματα, σενιοράι", με καθησύχαζε η Καταλίνα, μιλώντας με την τραγουδιστή περουάνικη προφορά, όταν ο τρελός καλπασμός των αλόγων που ένιωθα στο στήθος με σώριαζε ανήμπορη στο χώμα. Έχω ξεχάσει πια το ινδιάνικο όνομα της Καταλίνας και τώρα είν' αργά για να ρωτήσω, αφού την έθαψα στην αυλή του σπιτιού μου πριν από πολλά χρόνια. Είμαι όμως απόλυτα σίγουρη για την ακρίβεια και την αλήθεια των προφητειών της. Η Καταλίνα μπήκε στην υπηρεσία μου στην αρχαία πόλη του Κούσκο, την εποχή του Φρανθίσκο Πισάρο, εκείνου του θρασύτατου μπάσταρδου που, όπως λένε οι λυμένες γλώσσες, όσο ήταν στην Ισπανία έβοσκε γουρούνια, ενώ ψόφησε μαρκήσιος κυβερνήτης του Περού, πνιγμένος από τη φιλοδοξία και τις πάμπολλες προδοσίες του. Αυτή είναι η ειρωνεία του νέου κόσμου των Ινδιών, όπου δεν ισχύουν οι κανόνες της παράδοσης κι όπου όλα είναι ανακατεμένα: άγιοι κι αμαρτωλοί, λευκοί, μαύροι, μιγάδες, Ινδιάνοι, μπάσταρδοι, ευγενείς και χωριάτες. Μπορεί κάποιος να βρίσκεται τη μια μέρα στη φυλακή, σημαδεμένος με πυρωμένο σίδερο, και την άλλη μέρα να γυρίσει η τύχη του και να βρεθεί στην κορυφή. Έχω ζήσει πάνω από σαράντα χρόνια στο Νέο Κόσμο κι εντούτοις δυσκολεύομαι ακόμα να συνηθίσω αυτή την αταξία, παρ' όλο που την εκμεταλλεύτηκα κι εγώ· αν είχα μείνει στο χωριό μου, σήμερα θα ήμουνα μια φτωχή γριά, μισότυφλη απ' το πλέξιμο και το ράψιμο στο φως του καντηλιού. Εκεί θα ήμουνα η Ινές, μοδίστρα της οδού Υδραγωγείου. Εδώ είμαι η δόνια Ινές Σουάρεθ, κυρία της υψηλής κοινωνίας, χήρα του εξοχότατου κυβερνήτη δον Ροδρίγο ντε Κιρόγα, κατακτήτρια και ιδρύτρια του Βασιλείου της Χιλής.

Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

[ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΏΡΕΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Εκείνο το πλάσμα που βγήκε παραπατώντας από το κτίριο της Αγίας Έδρας στη Βαλένθια μες στο καταμεσήμερο δε θύμιζε σε τίποτα την αεράτη φιγούρα της Σαρίτα Ραμίρεθ. Ούτε η ίδια θ' αναγνώριζε τον εαυτό της αν μπορούσε να τον δει.
   Τα άλλοτε πλούσια, κοκκινωπά μαλλιά της είχαν γκριζάρει -κάποιες τούφες ήταν περισσότερο άσπρες παρά γκρίζες, μα αυτό ήταν το λιγότερο, γιατί ήταν τόσο μπερδεμένα και άγρια που φαίνονταν σαν αγκαθωτός θάμνος πάνω σε ανθρώπινο κεφάλι. Για πολλούς μήνες, οι μόνες φορές που έπεφτε νερό πάνω τους ήταν όταν έβρεχαν αργά αργά το λινό πανί που είχαν φρακάρει στο στόμα της και, καθώς αυτό μούσκευε, λίγες σταγόνες ξέφευγαν και κυλούσαν ανάμεσα στις τρίχες, πάνω στις οποίες ήταν κολλημένα κομμάτια σαπισμένου άχυρου και υπολείμματα των ακαθαρσιών που κάλυπταν το πάτωμα στο κελί, μα και δεκάδες παράσιτα, που έβρισκαν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν. Κι ήταν αυτές οι μόνες ακόμα φορές που το δέρμα του προσώπου της ερχόταν σ' επαφή με το νερό, επειδή το νερό που της έδιναν σ' ένα βρόμικο κύπελλο για να ξεδιψάσει ήταν τόσο λίγο, που δεν περίσσευε ούτε σταγόνα για να πλυθεί.
   Τα πράσινα μάτια της είχαν χάσει τη λάμψη τους και το δέρμα της είχε πάρει ένα χλομό, αρρωστιάρικο χρώμα, αποτέλεσμα της κακής διατροφής και της παραμονής στο σκοτάδι ή κάτω από χαμηλό φως όλους αυτούς τους μήνες, χωρίς να το ακουμπήσουν ούτε στιγμή οι ευεργετικές ηλιαχτίδες. Κάποια δόντια της είχαν αρχίσει να χαλούν κι αυτό που είχε σπάσει μπροστά μπροστά στην άνω σιαγόνα έκανε την όψη της να φαίνεται αποκρουστική όταν άνοιγε το στόμα ουρλιάζοντας τις ατέλειωτες ώρες των απάνθρωπων βασανιστηρίων.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

[ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΏΡΕΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ


 
   Ο Αλφόνσο στεκόταν στο χείλος του γκρεμού με τα μάτια στυλωμένα στο αφρισμένο ποτάμι. Το κουφάρι του αλόγου είχε παρασυρθεί από τα ορμητικά νερά, ωστόσο η εικόνα από τις στιγμές που, καρφωμένο στα μυτερά βράχια, τίναζε σπασμωδικά τα πόδια του παρέμενε ολοζώντανη στη μνήμη του. Αναθυμόταν έντονα την κοπέλα να στέκεται δίπλα του κι εκείνος να την κρατάει σφιχτά από το μπράτσο. Έκλεινε τα μάτια έχοντας την αίσθηση της παρουσίας της κοντά του και τα άνοιγε ξανά νιώθοντας να τον τυλίγει από παντού απέραντη μοναξιά και θλίψη. Κάποια στιγμή ψιθύρισε τ' όνομά της κι ο ήχος απ' τα χείλη του έφτασε αλλαγμένος στ' αυτιά του. Άξαφνα, ένα ελαφρύ χλιμίντρισμα διέκοψε τους λογισμούς του και στράφηκε πίσω με λαχτάρα, ελπίζοντας ότι θα την έβλεπε να καλπάζει από μακριά προς το μέρος του, όμως ήταν το δικό του άλογο αυτό που είχε χλιμιντρίσει.
   Ύστερα από αρκετή ώρα, ο Αλφόνσο κίνησε με βαριά βήματα για εκεί όπου είχε αφήσει το άλογό του, ίππευσε και άρχισε έναν ξέφρενο καλπασμό χτενίζοντας αδιάκοπα με το βλέμμα τον απέραντο κάμπο, ωστόσο δεν αντίκρισε ποτέ εκείνο που λαχταρούσε η ψυχή του. Όταν πια αποδέχτηκε ότι ήταν μάταιο να εξακολουθεί να ελπίζει πως θα την έβλεπε έστω κι από μακριά, γύρισε σπίτι του με βαριά καρδιά, έτριψε καλά μ' ένα μάλλινο πανί το καταϊδρωμένο άλογο κι ύστερα κάθισε ανόρεχτα στο τραπέζι, που τον περίμενε στρωμένο εδώ και αρκετή ώρα. Παρόλο που ήταν νηστικός από το πρωί, σχεδόν δεν άγγιξε το φαγητό του. Ένιωθε τα μάτια της μητέρας του στυλωμένα πάνω του, κάποια στιγμή ενοχλήθηκε από το επίμονο βλέμμα της, δικαιολογήθηκε ότι δεν πεινούσε και, σπρώχνοντας το πιάτο του, σηκώθηκε και πήγε να ξαπλώσει, ωστόσο, πριν περάσει λίγη ώρα, συνειδητοποίησε ότι το κρεβάτι δεν τον χωρούσε. Γυμνός από τη μέση και πάνω, βγήκε στην αυλή, χωρίς να αντιληφθεί ότι από το παράθυρο η μητέρα του τον παρατηρούσε να έχει στυλωμένο το βλέμμα κατά τη μεριά του αρχοντικού τον δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ.
   Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν το ίδιο βασανιστικές για τον Αλφόνσο. Ώρες ολόκληρες κάλπαζε στον κάμπο αναζητώντας απεγνωσμένα να δει έστω και από μακριά, έστω και για μια στιγμή, την κοπέλα που αγαπούσε. Είχε φτάσει στο σημείο να πιστεύει ότι εκείνη απέφευγε να βγει εκεί όπου της άρεσε να κάνει ιππασία μόνο και μόνο για να μην τον απαντήσει στο δρόμο της. Κι άξαφνα βρέθηκε ξανά μπροστά του. Με τον μόνο τρόπο που δεν περίμενε.

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

[ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΠΑΘΟΣ]

  
    Ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα υπέμενε τις μαχαιριές του υγρού αέρα, που κάλπαζε αφηνιασμένος πάνω από το Ζβανενμπουρχβάλ, αναζητώντας τη Βόρεια Θάλασσα, και του χάραζε το δέρμα στα μάγουλα και τα χείλη, τα μοναδικά σημεία του σώματός του που ήταν εκτεθειμένα στα επιθετικά στοιχεία της φύσης που σάρωναν την πόλη. Με το χιόνι να του φτάνει στους αστραγάλους, υποφέροντας από την κράμπα που του κοκάλωνε τα δάχτυλα, ο νέος συνέχιζε για πέμπτο διαδοχικό πρωινό την πεισματική του επαγρύπνηση, ενώ ταυτόχρονα αναζητούσε κάποια ανακούφιση, πασχίζοντας να ξαναφέρει στη μνήμη του τη δραματική ιστορία και τα διδάγματα που είχε πάρει από τον παππού του Μπενγιαμίν, αλλά και τα μαθήματα που είχε μάθει από τον ανυπότακτο καθηγητή του, τον χαχάμ Μπεν Ισραέλ. Γιατί ο Ελίας Αμπρόσιους χρειαζόταν εκείνα τα στηρίγματα όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του, για να αποτολμήσει το άλμα, που του είχε γίνει έμμονη ιδέα και, μαζί μ' αυτό, να ξεκινήσει τον αγώνα για τη ζωή που λαχταρούσε να ζήσει, διατεθειμένος να αναλάβει τις συνέπειες μιας επιτακτικής ανάγκης να εφαρμόσει την ελεύθερη βούλησή του. Μια εφαρμογή που, αν γινόταν πραγματικότητα, ήταν απολύτως σίγουρο πως θα του άλλαζε τη ζωή αλλά και, ίσως, ακόμα και τον ίδιο του τον θάνατο.
   Τόσες φορές που είχε ακούσει την ιστορία της φυγής του παππού Μπενγιαμίν και της χαράς για την άφιξή του στο Άμστερνταμ, το αγόρι πίστευε πως ήταν σε θέση να αναπλάσει στη φαντασία του κάθε λεπτομέρεια της περιπέτειας, που είχε ζήσει ο παππούς μαζί με τη γιαγιά Σάρα (την οποία είχαν μεταμφιέσει σε άνδρα, παρότι ήταν έγκυος έξι μηνών στη θεία Άννα) και τον πατέρα του, Αμπραάμ, επτά χρόνων τότε (σε αυτόν είχε λάχει να τον κλείσουν σε έναν μπόγο, σαν να ήταν εμπόρευμα). Η διαφυγή είχε γίνει πραγματικότητα, πριν από σαράντα χρόνια, στο βρομερό αμπάρι ενός εγγλέζικου πλοίου ("Έζεχνε πίσσα και παστό ψάρι, ιδρώτα, σκατά και πόνο Αφρικανών που είχαν μετατραπεί σε σκλάβους"), που είχε δέσει στον κόλπο της Λισαβόνας, κατά τη μετάβαση προς κάποια Νέα Ιερουσαλήμ, όπου οι αποστάτες είχαν σκοπό να επιστρέψουν στην προγονική πίστη των πρεσβυτέρων τους. Εκείνο το επεισόδιο, που συνέβη σε μια εποχή  που ο ηλικιωμένος τώρα Μπενγιαμίν Μοντάλμπο ούτε καν ονειρευόταν ακόμα πως θα γινόταν παππούς, αποτελούσε το σημείο αναφοράς στη μοίρα μιας οικογένειας που, στον εδώ κόσμο, ήξερε να αποκτά αυτό που ήθελε, υπερνικώντας τις αντιξοότητες και καταλαβαίνοντας ότι ο Θεός βοηθάει με μεγαλύτερη ευχαρίστηση τον αγωνιστή από τον αδρανή.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

[ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ]

    Στο έτος Κυρίου 1554, το χιλιοστό τριακοστό ογδοηκοστό τέταρτο έτος από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, το διακοσιοστό εικοστό τέταρτο από την εφεύρεση της τυπογραφίας, το εξηκοστό δεύτερο από την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου και το τριακοστό έβδομο από τη Μεταρρύθμιση του μοιραίου δόκτορα της Θεολογίας από τη Βιτεμβέργη (1), σ' αυτό το εντελώς ασήμαντο έτος πέθανε απροσδόκητα τη μέρα της Υπαπαντής ο εξίσου ασήμαντος νεκροθάφτης Άνταμ Φρίντριχ Χάμαν την ώρα της δουλειάς του, κρατώντας σφιχτά το φτυάρι σαν ένα πολύτιμο απόκτημα.
   Λες και είχε κάποια διαίσθηση, ότι η μοίρα προόριζε τον ανοιγμένο τάφο για δικό του τόπο ανάπαυσης, ο Χάμαν είχε σκάψει, γι' ανεξήγητους λόγους, έναν στενό αλλά ασυνήθιστα μακρύ λάκκο, τέτοιον που θα ήταν εντελώς ακατάλληλος για τη χήρα του Γκέρμπερ, για την οποία αρχικώς προοριζόταν.
   Ο Χάμαν, αντιθέτως, είχε μεγάλες σωματικές διαστάσεις, ήταν επιβλητικός σαν άλογο και όσο ζούσε ήταν πάνω από ένα κεφάλι ψηλότερος από τους περισσότερους ανθρώπους. Αυτό χτυπούσε στο μάτι ακόμη πιο έντονα καθώς ο Χάμαν φορούσε, από νεαρή ηλικία -όταν εξαιτίας της λέπρας έχασε όλα τα μαλλιά του- μια κόκκινη κουκούλα, που όμως τόνιζε ακόμη περισσότερο αυτό το ψεγάδι αντί να το καλύπτει.
   Σύμφωνα με τη διάγνωση, πέθανε από έμφραγμα. Όμως, οι πλύστρες στο ποτάμι, που πάντα τα 'ξεραν όλα καλύτερα, έλεγαν ότι ο «φαλακρός Άνταμ» -έτσι αποκαλούσαν όλοι τον Χάμαν- πέθανε από ραγισμένη καρδιά γιατί την επομένη των Εισοδίων της Θεοτόκου έπρεπε να σκάψει τον τάφο της ίδιας του της γυναίκας, της Αυγούστας, που είχε αρρωστήσει από ευλογιά και είχε πεθάνει λίγες μέρες αργότερα.
   Πριν καλά - καλά θάψει την Αυγούστα, την ενάρετη γυναίκα του, ο φαλακρός Άνταμ έγραψε τη διαθήκη του, όχι τόσο για να μοιράσει την ταπεινή του περιουσία ανάμεσα στα δυο του παιδιά, όσο εξαιτίας συγκεκριμένων επιθυμιών σε περίπτωση δικού του θανάτου. Το επάγγελμά του, συνδεδεμένο με τις ταφές σε αγιασμένη γη, του είχε ενισχύσει την πεποίθηση ότι πολλοί άνθρωποι ενταφιάζονται σε κατάσταση νεκροφάνειας. Ο Χάμαν είχε βρει απομεινάρια από αυτές τις άμοιρες ψυχές με τα νύχια μπηγμένα στο καπάκι του φέρετρου κι άλλους να κείτονται στο πλευρό αντί στην πλάτη τους.
   Από φόβο μήπως και έχει ανάλογη τύχη, ο φαλακρός Άνταμ είχε ζητήσει στη διαθήκη του να συνδέσουν στο φέρετρό του έναν μεταλλικό σωλήνα εννιά Elle (2) μακρύ, έτσι ώστε να μπορεί να φωνάξει και να τραβήξει την προσοχή των άλλων στην περίπτωση που τον έθαβαν σε κατάσταση νεκροφάνειας.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

[ ΈΝΑ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΡΧΗ ]



  Βασιλεία, Ελβετική Ομοσπονδία, Οκτώβριος 1656

   Υπάρχει κάτι στις αποβάθρες, μια αδημονία στα μάτια του κόσμου, μια ανυπομονησία στα πλατύγυρα καπέλα, όπου κάνουν σιρίτι οι σταγόνες της βροχής πριν πέσουν στα πλανισμένα μαδέρια. Υπάρχει κάτι στην ψιλή κοσκινισμένη βροχή, ένα γυάλισμα στις βρεγμένες αγκράφες των παπουτσιών, μια μυρωδιά μούχλας στην άσπρη δαντέλα που σφίγγει τον τράχηλο. 
   Η ξύλινη αποβάθρα στον Ρήνο ήταν δίπλα στη γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες του ποταμού. Εκείνο το πρωινό του φθινοπώρου ήταν γεμάτη κόσμο που περίμενε το ποταμόπλοιο, αυτό που ερχόταν πλέοντας από ανατολικά. Ο Τομπίας Αλμοσίνο ήταν ένας απ' τους πολλούς σκουροντυμένους άντρες που περίμεναν κάτω απ' το ψιλόβροχο. Το σήμαντρο του πλοίου είχε χτυπήσει εδώ και ώρα και σε λίγο θα έδενε στις δέστρες της αποβάθρας. Ο Τομπίας Αλμοσίνο, που τον έλεγαν έτσι μόνο μέσα στους τοίχους του σπιτιού του τα βράδια, έσφιξε το χέρι του Ματίας και του έδειξε τη φιγούρα του σκάφους, που ξεχώριζε μέσα στον μουντό φλοιό της βροχής.
   Σπάνιες φορές υπάρχει κάτι στις αποβάθρες της ομίχλης, μια χαρά μες στον λευκό καπνό των υδρατμών, ένα φωτεινό σάλι προσευχής που κρύβει την αόρατη παρουσία του Γιαχβέ. Νιώθεις τότε πως τα μάτια Του, που νομοθετούν όλα τα ανθρώπινα, διασπούν την απειροδυναμία Του και δίχως καν ηλιόφως χαμογελούν αργόσχολα και χαίρονται. Είναι η ώρα που ο Θείος Νόμος έχει γυρίσει τις σελίδες και κλείνει το εξώφυλλο. Τίτλος στο βιβλίο της ζωής τώρα είναι η χαρά, καθόλου αιώνια αλλά υγρή και παροδική σαν τη βροχή. Ο Ματίας, που αγαπούσε τα βιβλία, εκείνο το πρωί ξεφύλλιζε στο βιβλίο του Θεού το πιο χαρούμενο κεφάλαιο.
   "Θα αναγνωρίσεις, Ματίας, τον θείο σου;" ρώτησε ο Τομπίας Αλμοσίνο, που έχωσε το ραβδί του ανάμεσα στα πόδια και σήκωσε ψηλά τον γιο του για να βλέπει καλύτερα.
   "Μα δεν τον έχω δει ποτέ".
   "Έχεις δει εμένα, το ίδιο κάνει, είμαστε δίδυμοι. Βάρυνες όμως..." του ψιθύρισε στο αυτί. "Πρέπει να κρατάς πιο αυστηρά τις εντολές του Νόμου".
   Ο Ματίας σήκωσε το χέρι του και έδειξε προς τους επιβάτες του μικρού ποταμόπλοιου, που περίμεναν όρθιοι κι ανυπόμονοι για να αποβιβαστούν.
   "Ποιος είναι ο θείος;" ρώτησε καθώς έψαχνε απεγνωσμένα στα πρόσωπα που κατέβαιναν.
   Ξαφνικά ένιωσε τα χέρια του πατέρα του να τον σφίγγουν νευρικά στη μέση και να τον κατεβάζουν γρήγορα κάτω. Μπροστά στα μάτια του Ματίας έγινε ο κόσμος πάλι χοντρά τσόχινα πανωφόρια και ψηλές μπότες· η θέα από τα νερά του ποταμού είχε κρυφτεί.
   "Πάντα τέτοιος ήταν, επιπόλαιος!" ακούστηκε χαμηλόφωνα η φωνή του Τομπίας Αλμοσίνο.
   "Τι συμβαίνει, πατέρα;" τον ρώτησε.
   "Σιωπή εσύ! Πάντα τέτοιος ήταν".
   Ένιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά και να τον σέρνει έξω από το πλήθος. Το γένι του Τομπίας δεν μπορούσε να κρύψει μια κοκκινάδα, κόρη του θυμού του, που είχε απλωθεί σ' όλο το πρόσωπο.
   "Ύστερα θα λέμε πήγαινε γυρεύοντας... Αυτό θα λέμε".
   Ο Τομπίας Αλμοσίνο, επιδέξιος πιλοποιός και περουκοποιός, αξιότιμο μέλος της συντεχνίας του στην πόλη της Βασιλείας, εκεί όπου ο μεγάλος ποταμός στρίβει στο γόνατο του Ρήνου, συνέχισε να μονολογεί βγάζοντας αχνό από την ανάσα του μες στην ψιλή βροχή. Ο Ματίας, σπρωγμένος από ένστικτο, έσφιγγε το χέρι του πατέρα του, γιατί, χωρίς να καταλαβαίνει, τον συμπονούσε. Τα μαύρα μάτια του περιεργάζονταν αμήχανα καθετί κοντά στο ποτάμι ή στις πιο μακρινές όχθες, εκεί όπου έστεκαν οι υδρόμυλοι και οι βιοτεχνίες της πόλης.

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

[ Η ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ ]

   Μέσα Οκτώβρη, 1686
Κανάλι Χέρενγκραχτ, Άμστερνταμ
  
   Στο πλατύσκαλο, έξω από το σπίτι του νέου της συζύγου, η Νέλλα Όορτμαν ανασηκώνει το δελφινόσχημο ρόπτρο και το αφήνει να πέσει, στο άκουσμα του κρότου αισθάνεται αμήχανα. Κανείς δεν εμφανίζεται για να την υποδεχτεί, παρόλο που περιμένουν την άφιξή της. Η χρονική στιγμή της συνάντησης είχε κανονιστεί εκ των προτέρων, επιστολές είχαν σταλεί και από τις δυο πλευρές, το επιστολόχαρτο της μητέρας της φάνταζε τόσο φτενό σε σύγκριση με την ακριβή περγαμηνή των Μπραντ. Όχι, συλλογίζεται, αυτό δεν είναι και η καλύτερη υποδοχή, φέρνει στο νου της τη βιαστική γαμήλια τελετή τον προηγούμενο μήνα -ούτε ανθοστολισμοί, ούτε γαμήλια κούπα με κρασί, ούτε γαμήλιο κρεβάτι. Η Νέλλα αφήνει το μικρό μπαούλο της και το κλουβί με το πουλί πάνω στο σκαλί. Ξέρει πως θα πρέπει να το τοποθετήσει κάπου όμορφα στο σπίτι αργότερα, όταν θα τακτοποιηθεί στον πάνω όροφο, σε ένα δωμάτιο, σε ένα γραφείο.
   Η Νέλλα στρέφει το πρόσωπο προς το κανάλι, το γέλιο των εργατών αντηχεί από την απέναντι οικοδομή. Ένας λιανός νεαρός έχει σκοντάψει πάνω σε μια γυναίκα και στο καλάθι με τα ψάρια της, μια μισοπεθαμένη ρέγγα γλιστρά στην ποδιά της πλανόδιας ψαροπώλισσας. Αφήνει μια τραχιά κραυγή, η επαρχιώτικη φωνή της διαπερνά το δέρμα της Νέλλα. «Ηλίθιε! Ηλίθιε!» φωνάζει η γυναίκα. Το αγόρι είναι τυφλό, χουφτιάζει το χώμα γυρεύοντας τη ρέγγα που ξέφυγε, σαν να ψάχνει ασημένιο φυλαχτό, τα δάχτυλά του σβέλτα, δεν φοβούνται να ψηλαφίσουν γύρω του. Τη γραπώνει, αφήνει ένα τσιριχτό γέλιο και ανηφορίζει τρέχοντας τον δρόμο με το τρόπαιό του, το ελεύθερο χέρι του προτεταμένο, σε επιφυλακή.
   Η Νέλλα αναθαρρεύει σιωπηλά και στέκεται για να νιώσει τη σπάνια αυτή ζέστη του Οκτώβρη, να τη ρουφήξει μέσα της όσο μπορεί. Το κομμάτι αυτό του καναλιού Χέρενγκραχτ είναι γνωστό ως Χρυσή Καμπή, σήμερα όμως το φαρδύ άνοιγμα είναι βρόμικο και ανιαρό. Επιβλητικά, πάνω από το λασπωμένο κανάλι, τα σπίτια συνθέτουν μια εντυπωσιακή εικόνα. Μεγαλοπρεπή και έξοχα, σαν πολύτιμοι λίθοι που κάνουν την πόλη περήφανη, θαυμάζουν να καθρεφτίζεται στα νερά η ίδια τους η συμμετρία. Πάνω από τις σκεπές τους, η φύση προσπαθεί όσο μπορεί να φανεί αντάξιά τους και σύννεφα στο χρώμα της ζαφοράς και του βερίκοκου αντανακλούν την ομορφιά που λαφυραγώγησε η ένδοξη Δημοκρατία της Ολλανδίας.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

[ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

     
    Μια Κυριακή ο γιος του χασάπη, ο Πίτερ, ήρθε για τη λειτουργία στην εκκλησία μας. Πρέπει να μπήκε μετά από μένα και τους γονείς μου και να κάθισε κάπου πίσω, γιατί τον είδα μόνο όταν σχόλασε η εκκλησία κι εμείς ήμασταν έξω μιλώντας με τους γείτονες. Είχε σταθεί σε μια γωνιά και με κοίταζε. Μόλις τον είδα, πιάστηκε η ανάσα μου. Τουλάχιστον είναι Προτεστάντης, σκέφτηκα. Μέχρι τότε δεν ήμουν σίγουρη. Από τότε που δούλευα στο σπίτι των Καθολικών, δεν ήμουν σίγουρη για πάρα πολλά πράγματα.
   Η μητέρα ακολούθησε το βλέμμα μου. "Ποιος είναι αυτός;"
   "Ο γιος του χασάπη".
   Μου έριξε μια παράξενη ματιά, λίγο έκπληκτη, λίγο φοβισμένη. "Πήγαινε να του μιλήσεις", ψιθύρισε, "και φερ' τον εδώ".
   Πήγα υπάκουα στον Πίτερ. "Γιατί ήρθες εδώ;" τον ρώτησα, ξέροντας πως θα 'πρεπε να είμαι πιο ευγενική.
   Εκείνος χαμογέλασε. "Γεια σου, Χριτ. Δεν σου περισσεύει ούτε μια καλή κουβέντα για μένα;"
   "Γιατί ήρθες εδώ;"
   "Πηγαίνω σ' όλες τις εκκλησίες του Ντελφτ, για να δω ποια λειτουργία μου αρέσει περισσότερο. Θα μου πάρει βέβαια κάμποσο καιρό". Όταν όμως είδε το ύφος μου, μαζεύτηκε -τ' αστεία του δεν είχαν πέραση σ' εμένα. "Ήρθα για να σε δω -και να γνωρίσω τους γονείς σου".
   Κοκκίνησα μέχρι τ' αυτιά. "Καλύτερα όχι", είπα σιγανά.
   "Γιατί όχι;"
   "Είμαι μόνο δεκαεφτά. Και... και δεν σκέφτομαι τέτοια πράγματα ακόμη".
   "Δεν υπάρχει καμιά βιασύνη", είπε ο Πίτερ.
   Κοίταξα τα χέρια του -ήταν καθαρά, μα υπήρχαν ακόμα ίχνη αίματος γύρω απ' τα νύχια. Θυμήθηκα το χέρι του κυρίου μου πάνω στο δικό μου, τότε που μου 'δειχνε πώς να τρίβω το ελεφαντόδοντο, κι ανατρίχιασα.
   Ο κόσμος μάς κοιτούσε, γιατί ο Πίτερ ήταν ξένος εκεί. Και ήταν κι όμορφος -αυτό το έβλεπα ακόμα κι εγώ- με μακριά ξανθά μαλλιά, με φωτεινά γαλάζια μάτια και με το χαμόγελο στα χείλη. Πολλές κοπέλες προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή του.
   "Θα με συστήσεις λοιπόν στους γονείς σου;"

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

[ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

1664   
   Η μητέρα δεν μου είχε πει πως θα έρχονταν.
   Μετά μου εξήγησε πως δεν ήθελε να δείχνω σφιγμένη. Ξαφνιάστηκα, γιατί νόμιζα πως με ήξερε καλύτερα. Όχι, δεν έκλαψα σαν μωρό, κάθε άλλο· ένας τρίτος θα νόμιζε πως ήμουν απόλυτα ήρεμη. Μόνο η μητέρα θα πρόσεχε το σφιγμένο σαγόνι και τα ορθάνοιχτα αλλά έτσι κι αλλιώς μεγάλα μάτια μου.
   Έκοβα λαχανικά στην κουζίνα όταν άκουσα φωνές στην εξώπορτα -μια γυναικεία, καθαρή και ψηλή σαν το φρεσκογυαλισμένο μπρούντζο, και μια αντρική, χαμηλή και βαριά σαν το παλιό τραπέζι της κουζίνας όπου στεκόμουν και δούλευα. Τέτοιες φωνές ακούγονταν πολύ σπάνια στο σπίτι μας. Στον ήχο τους μπορούσα εύκολα να διακρίνω πλούσια χαλιά, βιβλία, μαργαριτάρια και γούνες.
   Ευτυχώς που είχα τρίψει καλά τα σκαλιά της εξώπορτας πριν από λίγο.
   Η φωνή της μητέρας μου -βαθιά σαν χύτρα ή σαν μεγάλη καράφα κρασιού- ακούστηκε από το μπροστινό δωμάτιο. Προχωρούσαν προς την κουζίνα. Έσπρωξα τα πράσα που έκοβα και τα 'βαλα στη θέση τους, ακούμπησα το μαχαίρι στο τραπέζι, σκούπισα τα χέρια στην ποδιά μου και δάγκωσα τα χείλη μου για να πάρουν χρώμα.
   Πρώτα εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας η μητέρα -τα μάτια της, μια διπλή προειδοποίηση. Η γυναίκα που ερχόταν πίσω της χρειάστηκε να σκύψει για να μπει από την πόρτα. Ήταν πολύ ψηλή, ψηλότερη από τον άντρα που την ακολουθούσε.
   Όλοι στην οικογένειά μας, ακόμα κι ο πατέρας κι ο αδερφός μου, ήμασταν μικροκαμωμένοι.
   Η ψηλή γυναίκα έδειχνε σαν να την είχε χτυπήσει δυνατός αέρας, παρ' όλο που η μέρα ήταν ήρεμη και καλή. Το καπέλο της είχε πέσει προς τα πίσω και μερικές ξανθές μπούκλες τής έπεφταν στο μέτωπο, σαν μέλισσες που προσπαθούσε ανυπόμονα κάθε τόσο να τις διώξει. Ο γιακάς της ήθελε στρώσιμο και δεν έδειχνε κολλαρισμένος σωστά. Όταν έσπρωξε την γκρίζα κάπα της στο πλάι, είδα αμέσως ότι περιμένει παιδί -μέχρι το τέλος του χρόνου, ή κι ακόμα νωρίτερα, σκέφτηκα.
   Το πρόσωπό της ήταν πλατύ σαν δίσκος για το σερβίρισμα, κι άλλοτε έλαμπε, άλλοτε έδειχνε θαμπό. Τα μάτια της δυο ανοιχτοκάστανα κουμπιά, σχεδόν μελιά, ένας συνδυασμός που σπάνια συναντάει κανείς σε ξανθές γυναίκες. Προσπάθησε να με κοιτάξει επίμονα και αυστηρά, μα της ήταν αδύνατο να κρατήσει σταθερό το βλέμμα, η ματιά της χοροπηδούσε πέρα δώθε μες στο δωμάτιο.