Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

[ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΏΡΕΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ


 
   Ο Αλφόνσο στεκόταν στο χείλος του γκρεμού με τα μάτια στυλωμένα στο αφρισμένο ποτάμι. Το κουφάρι του αλόγου είχε παρασυρθεί από τα ορμητικά νερά, ωστόσο η εικόνα από τις στιγμές που, καρφωμένο στα μυτερά βράχια, τίναζε σπασμωδικά τα πόδια του παρέμενε ολοζώντανη στη μνήμη του. Αναθυμόταν έντονα την κοπέλα να στέκεται δίπλα του κι εκείνος να την κρατάει σφιχτά από το μπράτσο. Έκλεινε τα μάτια έχοντας την αίσθηση της παρουσίας της κοντά του και τα άνοιγε ξανά νιώθοντας να τον τυλίγει από παντού απέραντη μοναξιά και θλίψη. Κάποια στιγμή ψιθύρισε τ' όνομά της κι ο ήχος απ' τα χείλη του έφτασε αλλαγμένος στ' αυτιά του. Άξαφνα, ένα ελαφρύ χλιμίντρισμα διέκοψε τους λογισμούς του και στράφηκε πίσω με λαχτάρα, ελπίζοντας ότι θα την έβλεπε να καλπάζει από μακριά προς το μέρος του, όμως ήταν το δικό του άλογο αυτό που είχε χλιμιντρίσει.
   Ύστερα από αρκετή ώρα, ο Αλφόνσο κίνησε με βαριά βήματα για εκεί όπου είχε αφήσει το άλογό του, ίππευσε και άρχισε έναν ξέφρενο καλπασμό χτενίζοντας αδιάκοπα με το βλέμμα τον απέραντο κάμπο, ωστόσο δεν αντίκρισε ποτέ εκείνο που λαχταρούσε η ψυχή του. Όταν πια αποδέχτηκε ότι ήταν μάταιο να εξακολουθεί να ελπίζει πως θα την έβλεπε έστω κι από μακριά, γύρισε σπίτι του με βαριά καρδιά, έτριψε καλά μ' ένα μάλλινο πανί το καταϊδρωμένο άλογο κι ύστερα κάθισε ανόρεχτα στο τραπέζι, που τον περίμενε στρωμένο εδώ και αρκετή ώρα. Παρόλο που ήταν νηστικός από το πρωί, σχεδόν δεν άγγιξε το φαγητό του. Ένιωθε τα μάτια της μητέρας του στυλωμένα πάνω του, κάποια στιγμή ενοχλήθηκε από το επίμονο βλέμμα της, δικαιολογήθηκε ότι δεν πεινούσε και, σπρώχνοντας το πιάτο του, σηκώθηκε και πήγε να ξαπλώσει, ωστόσο, πριν περάσει λίγη ώρα, συνειδητοποίησε ότι το κρεβάτι δεν τον χωρούσε. Γυμνός από τη μέση και πάνω, βγήκε στην αυλή, χωρίς να αντιληφθεί ότι από το παράθυρο η μητέρα του τον παρατηρούσε να έχει στυλωμένο το βλέμμα κατά τη μεριά του αρχοντικού τον δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ.
   Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν το ίδιο βασανιστικές για τον Αλφόνσο. Ώρες ολόκληρες κάλπαζε στον κάμπο αναζητώντας απεγνωσμένα να δει έστω και από μακριά, έστω και για μια στιγμή, την κοπέλα που αγαπούσε. Είχε φτάσει στο σημείο να πιστεύει ότι εκείνη απέφευγε να βγει εκεί όπου της άρεσε να κάνει ιππασία μόνο και μόνο για να μην τον απαντήσει στο δρόμο της. Κι άξαφνα βρέθηκε ξανά μπροστά του. Με τον μόνο τρόπο που δεν περίμενε.
   Είχαν περάσει αρκετές μέρες από τότε που η βόλτα της κοπέλας παρ' ολίγον να καταλήξει σε τραγωδία, όταν ένα απόγευμα ο Αλφόνσο είδε έκπληκτος να καταφτάνει στο σπίτι του η άμαξα του δον Αλεχάντρο. Την οδηγούσε ένας από τους ανθρώπους του άρχοντα και η έκπληξη του νεαρού κορυφώθηκε όταν τον άκουσε να λέει ότι ο αφέντης του τον παρακαλούσε να έρθει στο σπίτι του. Ο άνθρωπος δεν γνώριζε τον λόγο της πρόσκλησης, ωστόσο η καρδιά του Αλφόνσο γοργοχτύπησε στη σκέψη ότι θα έβλεπε επιτέλους εκείνη που μέρα - νύχτα απασχολούσε τους λογισμούς του και δεν παρατήρησε την ανησυχία που είχε καλύψει ξαφνικά τα χαρακτηριστικά της μητέρας του. Παρακάλεσε τον άνθρωπο να του δώσει λίγο χρόνο να ετοιμαστεί και μπήκε μέσα σε υπερδιέγερση. Η μητέρα του τον ακολούθησε.
   "Πρόσεχε, παιδί μου".
   Ο Αλφόνσο ξαφνιάστηκε ακούγοντάς την. Γύρισε και την κοίταξε, είδε που ήταν φανερά ανήσυχη αλλά δεν κατανόησε την αιτία της αναστάτωσής της. Ήταν έτοιμος να βγει και κοντοστάθηκε.
   "Τι να προσέχω;" ρώτησε, έτοιμος να γελάσει.
   Δεν του αποκρίθηκε, αλλά και δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια να κρύψει την ανησυχία της. Εκείνος της γύρισε την πλάτη, βγήκε και κατευθύνθηκε για εκεί όπου ήταν δεμένο το άλογό του.
   "Ο δον Αλεχάντρο είπε ότι, αν θέλετε να έρθετε μαζί μου με την άμαξα, θα σας φέρω πάλι πίσω", άκουσε να λέει ο αμαξάς, που παρέμενε καθισμένος στη θέση του, και, έπειτα από έναν στιγμιαίο δισταγμό, ο Αλφόνσο ανέβηκε στην άμαξα και βολεύτηκε αναπαυτικά στο κάθισμα.
   Λίγη ώρα αργότερα βρισκόταν μπροστά στον δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ και στην κόρη του. Κι όσο κι αν ήταν βέβαιος ερχόμενος ότι θα τον υποδέχονταν ζεστά, η εγκαρδιότητα που εκδήλωσαν στο αντίκρισμά του τον άφησε κατάπληκτο.
   Ο δον Ραμίρεθ ήταν επιβλητικός στη θωριά, όπως πάντα. Κι η Σαρίτα περισσότερο όμορφη παρά ποτέ!
   Πέρασε κάμποση ώρα κουβεντιάζοντας μαζί τους, με τον δον Ραμίρεθ να πετιέται από το ένα θέμα στο άλλο. Ήταν η δεύτερη φορά που βρίσκονταν κοντά ο ένας στον άλλο κι ο Αλφόνσο έπεφτε από έκπληξη σε έκπληξη. Είχε δει πολλές φορές, από μακριά πάντα, τον άρχοντα και τον φανταζόταν αυστηρό, ακατάδεκτο και αγέλαστο, τούτη τη μέρα όμως εκείνος γελούσε εύκολα και ήταν πολύ εκδηλωτικός. Κι άξαφνα τον είδε να αλλάζει και να παύει να χαμογελά. Ήταν τόσο απότομη η αλλαγή αυτή που τον ξάφνιασε, ήταν βέβαιος όμως ότι είχε φτάσει η στιγμή που θα του αποκάλυπτε τον λόγο για τον οποίο τον είχε καλέσει στο σπίτι του. Και δεν έκανε λάθος.
   "Ας μιλήσουμε τώρα για σένα και για τον λόγο για τον οποίο σε παρακάλεσα να έρθεις εδώ", άρχισε να λέει ο δον Αλεχάντρο. "Θα αρχίσω λέγοντας ότι ένας άνθρωπος της δικής μου κοινωνικής θέσης δημιουργεί δυστυχώς εχθρούς. Πολλούς εχθρούς. Κάποιους απ' αυτούς τους γνωρίζει, άλλους τούς αγνοεί. Δημιουργεί εχθρούς χωρίς να φταίει καθόλου ο ίδιος. Η αιτία είναι κάτι συνηθισμένο, που πάντα υπήρχε, υπάρχει και θα εξακολουθεί να υπάρχει όσο υπάρχουν άνθρωποι: η ζήλια. Αλλά όχι μόνο η ζήλια. Είναι και το μίσος που απορρέει από τη ζήλια. Στην περίπτωσή μου, η ζήλια και το μίσος κάποιων ανθρώπων που από δική τους ανικανότητα βρέθηκαν απέναντι στα συμφέροντά μου τους έκαναν εχθρούς μου. Θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι το φταίξιμο δεν είναι δικό μου, ωστόσο αυτό δε διαφοροποιεί την κατάσταση. Οι εχθροί μου είναι υπαρκτοί. Κάποιους τους γνωρίζω κι εγώ, κάποιους τους υποψιάζομαι και κάποιους δεν τους ξέρω, δεν αποκλείω όμως να βρίσκονται και ανάμεσα σ' αυτούς που μου κάνουν τον φίλο. Είμαι βέβαιος ότι επιθυμούν την καταστροφή μου και -γιατί όχι;- τη φυσική εξόντωσή μου. Δεν έχουν κάνει βέβαια καμία απόπειρα εναντίον μου αλλά δεν το αποκλείω να γίνει". Έμεινε για λίγο σιωπηλός, κοιτάζοντας την κόρη του. Ύστερα στράφηκε ξανά στον Αλφόνσο. "Εκείνο που μου έκανε εντύπωση σ' εσένα ήταν η ψυχραιμία σου, η σβελτάδα σου και ο τρόπος που αντιμετώπισες τον κίνδυνο τον οποίο διέτρεχε η κόρη μου και που χάρη σ' εσένα δεν κατέληξε σε τραγωδία. Εξάλλου, μου φαίνεσαι πολύ χειροδύναμος. Και πιστεύω ότι είσαι άντρας που του περισσεύει η ψυχή. Με λίγα λόγια, σε παρακάλεσα να έρθεις στο σπίτι μου για να σου κάνω αυτή την πρόταση: θα ήθελα να σε προσλάβω σωματοφύλακα δικό μου αλλά κυρίως της κόρης μου. Δε σου κρύβω ότι ανησυχώ περισσότερο για κείνη παρά για τον εαυτό μου, επειδή η Σαρίτα δεν παίρνει στα σοβαρά τις προειδοποιήσεις μου. Αυτό που με κάνει να ανησυχώ περισσότερο είναι ότι δεν μπορώ να την πείσω πως η μεγάλη της αγάπη για την πολύωρη ιππασία στις ερημιές του κάμπου μπορεί ν' αποδειχθεί άκρως επικίνδυνη. Εκείνη βασίζεται στις ικανότητές της να χειρίζεται με τόση επιδεξιότητα το σπαθί ώστε πιστεύει ότι θα μπορέσει να τα βγάλει πέρα με οποιονδήποτε θελήσει να της κάνει κακό, αυτό όμως εμένα δεν με καθησυχάζει καθόλου. Καλό είναι το θάρρος, και στην κόρη μου περισσεύει, αλλά περισσότερο καλό -και συνετό- είναι να μην υπερεκτιμάς τις δυνάμεις σου. Έχω αποδεχτεί ότι δεν μπορώ να της αλλάξω τρόπο σκέψης κι αυτός είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο θέλω να σε προσλάβω σωματοφύλακα. Ελπίζω να δεχτείς. Επίσης, να σου πω ότι ο μισθός θα είναι πολύ καλός".
   Η καρδιά του Αλφόνσο χτυπούσε σ' έναν τρελό ρυθμό. Ο μισθός ήταν το τελευταίο που θα τον ενδιέφερε.

   "Πρόσεχε, παιδί μου, Αλφόνσο, πρόσεχε..."
   Σ' όλο το διάστημα των πολυτάραχων εκείνων ωρών, δεν είχε σκεφτεί καθόλου τη μητέρα του, κι ακούγοντάς τη, θυμήθηκε την ανησυχία που είχε διακρίνει πάνω της όταν έφευγε για το αρχοντικό του δον Αλεχάντρο. Τώρα, προχωρημένη νύχτα πια, την έβλεπε περισσότερο ανήσυχη κι αναρωτήθηκε για τον λόγο που την έκανε να αισθάνεται έτσι. Η ερώτηση ξέφυγε αυθόρμητα από τα χείλη του.
   "Γιατί ανησυχείς, μητέρα;"
   "Ανησυχώ επειδή φοβάμαι".
   Του ήρθαν γέλια, αλλά κατάφερε να συγκρατηθεί.
   "Άκουσέ με. Εγώ πιστεύω ότι οι φόβοι του άρχοντα για πιθανούς εχθρούς είναι εντελώς αβάσιμοι. Επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάσαι".
   Η απάντησή της τον άφησε άφωνο.
   "Μην είσαι βέβαιος ότι δεν έχει εχθρούς. Όλοι της τάξης του έχουν. Μα δε φοβάμαι τους εχθρούς του. Άλλο είναι που με κάνει να φοβάμαι".
   Όσο κι αν προσπάθησε, δεν τα κατάφερε να την κάνει να ανοίξει τα χείλη της.

   Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν για τον Αλφόνσο οι πιο ευτυχισμένες της ζωής του.
   Ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ, πιεζόμενος από τις παρακλήσεις της κόρης του, παρέτεινε την παραμονή τους στην εξοχή και ο Αλφόνσο τη συνόδευε σε καθημερινές πολύωρες βόλτες με άλογα στον κάμπο. Πότε πήγαιναν αργά δίπλα δίπλα και πότε παράβγαιναν στο τρέξιμο καλπάζοντας γρήγορα σαν τον άνεμο. Και ήταν αφάνταστα ευτυχισμένος που βρισκόταν κοντά της, που την άκουγε να λέει τ' όνομά του, το οποίο αποκτούσε τόση γλυκύτητα στα χείλη της. Ήταν ευτυχισμένος που διαπίστωνε ότι εκείνη αισθανόταν σιγουριά κοντά του και τα μάτια της γελούσαν πιο πολύ κι από τα χείλη της σαν στυλώνονταν στα δικά του. Μα, όταν χώριζαν -και πιότερο όταν έπεφτε στο κρεβάτι τη νύχτα- ένιωθε τον ίδιο πάντα πόνο στην καρδιά σαν αναλογιζόταν ότι η ευτυχία που ζούσε δεν είχε καμία προοπτική. Και τότε αντίκριζε την πραγματικότητα κατάματα και πολλές φορές έμενε άγρυπνος ως το πρωί.
   Μια μέρα, ένα μήνα μετά την πρώτη φορά που βγήκαν μαζί για ιππασία στον κάμπο, βρέθηκαν καταμεσής του δασοσκέπαστου λόφου, μπροστά στη γάργαρη πηγή, κι αφού ξεδίψασαν και πότισαν τ' άλογά τους, στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο και γι' αρκετές στιγμές κοιτάζονταν σιωπηλοί. Και σιγά σιγά ο Αλφόνσο χάθηκε στις θάλασσες των ματιών της.
   Άπλωσε τα χέρια, την αγκάλιασε και την τράβηξε κοντά του. Έσκυψε και τα χείλη του βρήκαν τα δικά της.
   Κι άξαφνα τα χέρια του μετακινήθηκαν από τη μέση της και την έπιασαν από τους ώμους, τα χείλη του ξεκόλλησαν από τα δικά της και τα μάτια του βάλθηκαν να κοιτάζουν με τόση ένταση τα δικά της, που το βλέμμα του έφερε την αφύπνιση.
   "Σ' αγαπώ", τον άκουσε να λέει. "Σ' αγαπώ πιο πολύ κι απ' τη ζωή μου. Εδώ και πολύ καιρό είσαι η θεά μου και τώρα αισθάνομαι ότι είμαι ευλογημένος που φίλησα μια θεά... που με φίλησε μια θεά... που κρατώ στην αγκαλιά μου μια θεά..."
   Για μια στιγμή είδε τα μάτια της θολωμένα, μα το χαμόγελο στα χείλη της ήταν όλο ευτυχία. 
   "Κι εγώ σ' αγαπώ, Αλφόνσο..."
   Οι λέξεις ξέφυγαν αθέλητα από τα χείλη του: "Μας χωρίζουν πολλά... ένας κόσμος ολόκληρος..."
   Η Σαρίτα σήκωσε το χέρι της και του έκλεισε απαλά το στόμα.
   "Μη μιλάς", ψιθύρισε. "Αυτό δε θέλω να το ξαναπείς. Μα ούτε να το σκέφτεσαι. Θα νιώθω έναν πόνο αβάσταχτο όταν θα συλλογίζομαι ότι εξακολουθείς να σκέφτεσαι έτσι. Κράτα με στην αγκαλιά σου και σε κανέναν στον κόσμο δε θα επιτρέψω να μπει ανάμεσά μας..."

   Χρειάστηκε να περάσει ολόκληρη η νύχτα χωρίς να κλείσει ούτε ένα λεπτό τα μάτια του για να πιστέψει ο Αλφόνσο ότι ήταν αλήθεια αυτό που είχε γίνει κι όσα είχε ακούσει από τα χείλη της αρχοντοπούλας. 
   Το πρωί σηκώθηκε φρέσκος και ευδιάθετος, σαν να ξυπνούσε από βαθύ, πολύωρο ύπνο. Αστειεύτηκε με την αδελφή του, τη Μαρισόλ, γέλασε μαζί της, αλλά, όταν στράφηκε στη μάνα του, το γέλιο πάγωσε στα χείλη του. Αυτό που έβλεπε πάνω της -κι όχι μόνο στο πρόσωπό της- ήταν πέρα για πέρα ακατανόητο.
   Είχε αντιληφθεί εδώ και καιρό ότι ήταν ανήσυχη, κι όχι μόνο μία φορά, ωστόσο εκείνη δεν είχε ανοίξει το στόμα της, παρά τις επίμονες ερωτήσεις του, κι ο ίδιος πολύ γρήγορα το ξέχασε εντελώς. Άλλωστε δεν είχε θεωρήσει ούτε για μία στιγμή ότι επρόκειτο για κάτι το σοβαρό. Τώρα όμως αναθεωρούσε τις σκέψεις του.
   Η μάνα του ήταν πάντα αυτό που λένε τέρας ψυχραιμίας. Κυριαρχούσε σε απίστευτο βαθμό πάνω στα συναισθήματά της, ακόμα και στις πιο δύσκολες ώρες, και δεν άφηνε κανέναν όχι να καταλάβει, αλλά ούτε και να υποψιαστεί, τι γινόταν μέσα της, στην ψυχή της. Τι την είχε κάνει τώρα να δείχνει έτσι; Ο Αλφόνσο δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι αυτό που έβλεπε να αναδύεται από το βάθος των ματιών της ήταν φόβος. Ένας φόβος αφύσικος. Τι φοβόταν; Ποια ήταν η αιτία εκείνου του φόβου; Ο Αλφόνσο ήταν σίγουρος ότι η μάνα του φοβόταν γι' αυτόν τον ίδιο και εμβρόντητος αναλογιζόταν πως εκείνη είχε αρχίσει να αισθάνεται έτσι από τη στιγμή που της μίλησε για πρώτη φορά για τον δον Αλεχάντρο και την κόρη του. Εκείνο το κάτι που την τυραννούσε υποσυνείδητα είχε αναδυθεί στην επιφάνεια από τότε που της είχε πει ότι ο δον Αλεχάντρο τον είχε προσλάβει σωματοφύλακα. Κι εδώ ήταν που σταματούσε η λογική του.
   Καθώς την κοίταζε να του ετοιμάζει το πρωινό, σκεφτόταν ότι η μητέρα του δε θα ξανάνοιγε το στόμα της αν τη ρωτούσε, κι αποφάσισε να μην πει κουβέντα και να μιλήσει με τη Μαρισόλ μόλις θα του δινόταν η ευκαιρία. Με την αδελφή του δεν είχαν ποτέ μυστικά. Το ερώτημα ήταν αν εκείνη γνώριζε αυτό που βασάνιζε τη μάνα τους.
   Γύρισε και κοίταξε τη Μαρισόλ, που έβγαινε στην αυλή και για μια στιγμή στάθηκε ανάμεσα σ' αυτόν και στη μάνα τους. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και, σαν να είχαν συνεννοηθεί, στράφηκαν ταυτόχρονα προς το μέρος της και είδαν ότι τα χείλη της σάλευαν σαν να μιλούσε. Τα δυο αδέλφια αντάλλαξαν μια ακόμα ματιά κι ύστερα η Μαρισόλ βγήκε στην αυλή.
   Είχε περάσει ώρα πολλή, ο Αλφόνσο είχε αρχίσει να ετοιμάζει το άλογό του επειδή απ' την προηγούμενη είχαν συμφωνήσει με τη Σαρίτα να πάνε και τούτη τη μέρα για ιππασία, όταν με την άκρη του ματιού του είδε μια άμαξα να ξεκινάει από το αρχοντικό του δον Αλεχάντρο. Δεν έδωσε καμία ιδιαίτερη σημασία, καθώς φαντάστηκε ότι θα ήταν η άμαξα του άρχοντα, πριν περάσουν όμως λίγα λεπτά, κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος κι ότι επρόκειτο για την άμαξα της κόρης του. Μέσα σε μια στιγμή, όλη η καλή διάθεση που είχε από το πρωί πήγε περίπατο. Η Σαρίτα είχε αλλάξει τα σχέδιά της. Έτσι σκέφτηκε αλλά δεν αναρωτήθηκε ούτε στιγμή γιατί το είχε κάνει, ούτε πού πήγαινε.
   Απογοητευμένος, πήγε στην άκρη της αυλής και βάλθηκε να παρακολουθεί την άμαξα που μεγάλωνε ολοένα καθώς πλησίαζε. Την τραβούσαν δύο υπέροχα μαύρα άλογα και, όπως πάντα, την οδηγούσε η ίδια η Σαρίτα. Μπορούσε κιόλας να δει το φουλάρι που φορούσε στον λαιμό να ανεμίζει σαν κορδέλα που ξετυλίγεται στον αέρα. Ο δρόμος περνούσε σε σχετικά κοντινή απόσταση πίσω από το σπίτι του κι ο Αλφόνσο ήλπιζε ότι θα τον έβλεπε κι εκείνη και θα σήκωνε έστω το χέρι σ' ένα χαιρετισμό.
   Άξαφνα, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη. Είχε την αίσθηση ότι διέκρινε την κίνηση της κοπέλας καθώς τραβούσε τα γκέμια και αμέσως τα άλογα έστριψαν δεξιά και μπήκαν στον δρόμο που οδηγούσε κατευθείαν στο σπίτι του, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης πίσω τους.
   Ο Αλφόνσο δεν πίστευε στα μάτια του. Ήταν δυνατόν;
   Έκλεισε σφιχτά τα μάτια και τα ξανάνοιξε για να βεβαιωθεί ότι αυτό που έβλεπε δεν ήταν δημιούργημα της φαντασίας του κι ύστερα πήγε στη φαρδιά εξώθυρα και την άνοιξε. Λίγες στιγμές αργότερα η άμαξα σταμάτησε μπροστά του κι η Σαρίτα τον κοίταζε χαμογελαστή από τη θέση του οδηγού, ενώ τα πανέμορφα μάτια της ερευνούσαν τρυφερά το πρόσωπό του.
   "Σαρίτα, αγάπη μου, ποτέ δε φανταζόμουν τούτη τη στιγμή... Δεν περίμενα ποτέ να σε δω στο σπίτι μου και δεν ξέρω τι να πω..."
   Ένα πλατύ χαμόγελο αποκάλυψε τα αστραφτερά δόντια της.
   "Τότε, μην πεις τίποτα. Δεν είναι ανάγκη να μιλήσεις".
   Έδειξε ένα μεγάλο καλάθι γεμάτο φρούτα από τους κήπους της πάνω στην άμαξα.
   "Είναι πολύ βαρύ για μένα. Μπορείς να το κατεβάσεις, σε παρακαλώ;"

   Όταν δύο ώρες αργότερα η Σαρίτα έφυγε, πήρε μαζί της και τη Μαρισόλ, λέγοντας στον Αλφόνσο ότι για ιππασία θα πήγαιναν την άλλη μέρα. Εκείνος είχε εντυπωσιαστεί από την ταχύτητα με την οποία οι δύο κοπέλες απέκτησαν μεγάλη οικειότητα, κι αν δεν ήταν υπερβολή, θα έλεγε ότι είχαν ήδη γίνει φίλες. Η Σαρίτα μάλιστα είχε εκφράσει την επιθυμία να πάρει μαζί της τη Μαρισόλ όταν θα έφευγαν με τον πατέρα της για την πόλη, λίγες μέρες αργότερα, κι ο Αλφόνσο είχε εκπλαγεί ακούγοντάς την, επειδή δεν είχε ιδέα για την επικείμενη αναχώρησή τους.
   "Δεν το ήξερα ότι επρόκειτο να πάτε στην πόλη", είπε σκεφτικός.
   "Για λίγες μόνο μέρες. Το πολύ για δύο εβδομάδες, για κάποιες δουλειές του πατέρα μου".
   Όταν τα δύο κορίτσια είχαν πια φύγει κι έμειναν μόνοι, ο Αλφόνσο σκέφτηκε ότι ήταν καιρός να μάθει επιτέλους για ποιο λόγο ανησυχούσε τη μάνα του η σχέση του με την κόρη του δον Αλεχάντρο και με τον ίδιο τον άρχοντα.
   "Επειδή, δυστυχώς, ξέρω πολύ καλά τους ανθρώπους σαν τον Ραμίρεθ και τους ομοίους του", την άκουσε κατάπληκτος να λέει.
   "Τι εννοείς;" ρώτησε πάλι και, βλέποντας ότι παρέμενε σιωπηλή, πρόσθεσε: "Μίλησέ μου. Ύστερα απ' αυτό που είπες, δεν μπορείς να εξακολουθείς να σιωπάς. Εδώ και πολύ καιρό το βλέπω ότι κάτι φοβάσαι. Δε μου είπες όσες φορές σε ρώτησα, τώρα όμως θέλω να μάθω".
   Η απάντησή της τον άφησε άφωνο.
   "Δεν ξέρω τι βάζεις στο μυαλό σου και τι όνειρα κάνεις για την κόρη του, μην παίρνεις όμως πολύ θάρρος, γιατί τότε θα τους ακούσεις να σου λένε με περιφρόνηση: «Έλα από την πίσω πόρτα. Εκεί είναι η θέση σου». Κι αν δεν σου το πουν έτσι κατάμουτρα, θα σου δώσουν να το καταλάβεις και τότε θα είναι ακόμα χειρότερο για σένα".
   Ο Αλφόνσο, ακούγοντάς την, δεν έπαιρνε το βλέμμα από πάνω της. Τα μάτια του κοίταζαν ίσια τα δικά της. Το πρόσωπό της παρέμενε σκοτεινό.
   "Έτσι γίνεται πάντα. Οι μεγάλοι και τρανοί περιφρονούν τους αποκάτω. Κανένα από τα σπίτια τους δεν τους δέχεται σαν ίσους. Τους παίρνουν στη δούλεψή τους, ναι, μα φροντίζουν να μην τους αφήνουν να παίρνουν θάρρος και να ξεφεύγουν από τη θέση τους. Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι για την αρχοντοπούλα, μα να το ξέρεις πως πάντα θα γίνεται αυτό που θέλει εκείνη. Και να το βάλεις καλά στο μυαλό σου πως, όσο κι αν σου κάνει την καλή, έτσι κι απλώσεις χέρι πάνω της, θα πάει ύστερα στον πατέρα της και θα του τα πει όλα κι άλλα τόσα. Κι εκείνος ή θα πληρώσει κάποιον να σε σκοτώσει ή θα το κάνει ο ίδιος. Αλλά δεν είναι αυτό που φοβάμαι, επειδή δε σε θεωρώ τόσο ανόητο. Άλλο είναι που φοβάμαι εγώ..."
   Ο Αλφόνσο είχε μείνει μ' ανοιχτό το στόμα. Στεκόταν εκεί και κοίταζε τη μάνα του κατάπληκτος καθώς εκείνη φαινόταν να πιστεύει βαθιά όλα όσα έλεγε. Είχε σοκαριστεί σε τέτοιο βαθμό από τα λόγια που έβγαιναν από τα χείλη της που δεν άκουσε καν τις πέντε τελευταίες λέξεις.
   "Είσαι πολύ νέος και πολύ δυνατός για να φοβηθείς και δεν πολυσκοτίζεσαι μ' αυτά που κάθομαι και σου λέω. Μπορεί και να μη δίνεις καμία σημασία στα λόγια μου επειδή..." -κόμπιασε λίγο- "...επειδή το βλέπω ότι αυτή σου έχει πάρει τα μυαλά..."
   "Είναι καλή κοπέλα".
   "Έτσι δείχνει το φέρσιμό της. Μπορεί όμως και να ξεγελά με τον τρόπο που φέρεται. Άνθρωποι σαν εμάς ποτέ δεν μπορούν να είναι σίγουροι με ανθρώπους της τάξης της".
   Ο Αλφόνσο δίστασε για κάμποσες στιγμές.
   "Την αγαπώ", είπε ύστερα.
   "Το φανταζόμουν, αλλά σήμερα βεβαιώθηκα. Και τι νομίζεις ότι θα κερδίσεις μ' αυτό;" 
   "Μ' αγαπά κι εκείνη. Μου το είπε η ίδια. Και πρόσθεσε ότι δεν την απασχολεί η διαφορά των κοινωνικών τάξεων".
   "Δεν το είπες με μεγάλη σιγουριά αυτό το τελευταίο".
   "Κάνεις λάθος. Μου το είπε η ίδια. Και την πιστεύω". 
   "Αυτό είναι που φοβάμαι. Ότι την πιστεύεις".
   Κάτι είχε αλλάξει ξαφνικά στο ηχόχρωμα της φωνής της. Ο Αλφόνσο σήκωσε το βλέμμα του και την είδε σκυφτή, μα η αίσθησή του ήταν ότι αυτό δεν οφειλόταν στο βάρος των χρόνων.
   "Γιατί το είπες αυτό;"
   "Επειδή βλέπω πράγματα που εσύ δεν μπορείς να δεις. Αυτή η γυναίκα σ' έχει τυφλώσει, κι αυτό είναι που με κάνει να φοβάμαι περισσότερο κι από την οργή του πατέρα της". 
   Για μια στιγμή ο Αλφόνσο αναρωτήθηκε μήπως ήταν λάθος του που δεν είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό, μήπως ήταν λάθος του που φανέρωσε στη μάνα του τον έρωτά του για την κόρη του άρχοντα. Ωστόσο τα τελευταία λόγια της τον τάραξαν.
   "Αυτό, πάλι, γιατί το είπες; Τι είναι αυτό που σε κάνει να φοβάσαι; Είναι κάτι που το βλέπω στα μάτια σου εδώ και πολλές μέρες μα όσες φορές σε ρώτησα απέφυγες να απαντήσεις, όμως τώρα πια πρέπει να μιλήσεις. Δεν μπορείς να εξακολουθείς να σιωπάς".
   Η μάνα του σήκωσε τα μάτια πάνω του και είδε ότι ο γιος της είχε ζαρώσει τα φρύδια με ανησυχία. Μέσα σε μια στιγμή αποφάσισε να του ανοίξει την καρδιά της, ελπίζοντας ότι θα την έπαιρνε στα σοβαρά και ότι δε θα θεωρούσε αστήρικτους τους φόβους της.
   "Είμαστε ευσεβείς καθολικοί", άρχισε να λέει, "κι έχω διδάξει η ίδια την κατήχηση κι όλες τις προσευχές σ' εσένα και στην αδελφή σου, μα..."
   Στο σημείο αυτό κόμπιασε, σαν να δυσκολευόταν να συνεχίσει.
   "Λοιπόν; Πού θέλεις να καταλήξεις;" την ενθάρρυνε ο Αλφόνσο.
   "Είναι καιρός που φοβάμαι για σένα".
   "Είναι καιρός που φοβάσαι για μένα; Τι θέλεις να πεις; Και ποια σχέση έχει με τη θρησκεία μας αυτό που φοβάσαι;" τη ρώτησε ξαφνιασμένος.
   Εκείνη σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε αποφασιστικά.
   "Φοβάμαι ότι έχεις ξεστρατίσει απ' τον δρόμο της Εκκλησίας".
   Χρειάστηκε να περάσουν δύο ολόκληρα λεπτά για να συνέλθει και να μπορέσει να μιλήσει ο Αλφόνσο.
   "Φοβάσαι ότι έχω ξεστρατίσει απ' τον δρόμο της Εκκλησίας; Αρνούμαι να πιστέψω αυτό που άκουσα. Μα πώς σου πέρασε αυτό από το μυαλό;"
   "Δεν είναι αλήθεια;"
   "Φυσικά και δεν είναι!"
   "Μπορεί να μην το έχεις καταλάβει ακόμη. Όταν ξεφεύγει ο χριστιανός από τον δρόμο του Θεού, ο διάβολος δεν τον αφήνει να το καταλάβει παρά μόνον όταν είναι πολύ αργά".
   Το πρόσωπο του Αλφόνσο σκοτείνιασε μονομιάς. Άνοιξε το στόμα να πει κάτι αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε από τα χείλη του, καθώς εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε αυτό που είχε πει η μητέρα του λίγο πριν αρχίσει να μιλάει για τη θρησκεία και τα λόγια πάγωσαν πριν τα ξεστομίσει. Χρειάστηκε πάλι να περάσουν αρκετά δευτερόλεπτα πριν καταφέρει ν' αρθρώσει λέξη.
   "Είπες προηγουμένως ότι περισσότερο κι από την οργή του δον Αλεχάντρο φοβάσαι την κόρη του επειδή μ' έχει τυφλώσει. Και ύστερα απ' αυτό άρχισες να λες ότι φοβάσαι πως έχω ξεστρατίσει από τον δρόμο της Εκκλησίας. Τι σχέση έχει αυτό με τη Σαρίτα; Επειδή τώρα καταλαβαίνω ότι αυτή θεωρείς υπεύθυνη για το ξεστράτισμά μου, το όποιο σε διαβεβαιώνω ότι υπάρχει μόνο στη φαντασία σου!"
   Ακολούθησε παρατεταμένη σιωπή. Ο Αλφόνσο την παρατηρούσε που στεκόταν ακίνητη, με τα μάτια στυλωμένα πάνω του. Το χρώμα εξαφανιζόταν σιγά σιγά από το πρόσωπό της και οι άκρες των χειλιών της τρεμούλιαζαν. Ξάφνου, έγειρε πάνω του, πιάστηκε από τους ώμους του και τον κοίταξε στα μάτια με απερίγραπτη ένταση.
   "Η γυναίκα αυτή έχει απαρνηθεί τον Θεό".
   Ξεστόμισε αργά αργά τούτες τις λέξεις και σιώπησε ξανά. Εξακολουθούσε ωστόσο να παραμένει γαντζωμένη πάνω του.
   Για αρκετές στιγμές ο Αλφόνσο αρνούνταν να πιστέψει ότι τα λόγια τούτα είχαν βγει από τα χείλη της μάνας του. Ήθελε να μιλήσει, μα δεν έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις. Ύστερα άπλωσε τα χέρια στους ώμους της και, σπρώχνοντας ελαφρά, απομάκρυνε λίγο το πρόσωπό της από το δικό του, για να μπορέσει να την κοιτάξει καλύτερα, να δει πιο καθαρά την έκφρασή της. Απόμεινε να την κοιτάζει έτσι για κάμποσες στιγμές κι έβλεπε τις άκρες των χειλιών της να τρεμουλιάζουν. Κάποια στιγμή τα κατάφερε να μιλήσει.
   "Τι ήταν αυτό που είπες;"
   Ο τόνος της φωνής του ήταν οξύς σαν σίδερο που τρίβεται πάνω σε σίδερο.
   "Είπα ότι η γυναίκα αυτή έχει απαρνηθεί τον Θεό".
   Τούτη τη φορά ξεστόμισε πιο γρήγορα και πιο κοφτά τις λέξεις κι ο τόνος της ήταν πιο σκληρός από τον δικό του.
   "Καταλαβαίνεις πόσο σοβαρό είναι αυτό που λες;" της είπε μ' έναν τόνο επίπληξης.
   "Και πολύ καλά μάλιστα. Το ξέρω εδώ και πολύ καιρό".
   "Πώς το ξέρεις;"
   "Την άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά να το λέει. Πριν από χρόνια. Κι από τότε το κρατώ θαμμένο μέσα μου, αλλά δεν μπορώ να το κρύβω άλλο, για το δικό σου καλό!"
   Τη μια στιγμή ο Αλφόνσο ένιωθε την τρέλα να τριγυρίζει επικίνδυνα τον νου του και την άλλη αναρωτιόταν αν αυτά που άκουγε ήταν λόγια ανθρώπου με παρακουρασμένο μυαλό.
   "Πες μου τι ακριβώς την άκουσες να λέει. Και σε ποιον".
   "Την άκουσα να λέει στον ίδιο τον πατέρα της να μην της μιλάει για τον Θεό. «Μη μου μιλάς για τον Θεό!» Αυτά ακριβώς τα λόγια τού είπε. Τα άκουσα με τ' αυτιά μου, από πολύ κοντά, χωρίς να με βλέπουν..."
   Και, μιλώντας με φωνή που τώρα είχε γίνει πολύ σκληρή, περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τη σκηνή που είχε παρακολουθήσει ανάμεσα στον δον Αλεχάντρο και στην κόρη του, κρυμμένη πίσω από πυκνόκλαδα χαμόδεντρα χρόνια πριν, τότε που η θάλασσα είχε ξεβράσει στην παραλία το πτώμα του μικρού παιδιού. 
   Όταν σταμάτησε να μιλάει, ο Αλφόνσο απόμεινε να την κοιτάζει σιωπηλός. Και ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκε μήπως το πρόσωπο που έβλεπε ήταν μιας γυναίκας φανατικής...

   Λίγες μέρες αργότερα, παραμονή της μέρας που θα έφευγαν για την πόλη, τη Βαλένθια, ο Αλφόνσο κίνησε από το αρχοντικό του δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ για το δικό του σπίτι οδηγώντας ένα μικρό αμάξι που το έσερναν δυο άλογα. Την άλλη μέρα θα επέστρεφε πολύ πρωί, φέρνοντας μαζί του και τη Μαρισόλ, και στη συνέχεια θ' αναχωρούσαν όλοι μαζί για την πόλη.
   Όταν ξεκίνησε, είχε ήδη νυχτώσει από ώρα. Η νύχτα ήταν αφέγγαρη, ωστόσο τα μάτια του προσαρμόστηκαν γρήγορα στο σκοτάδι. Έτρεχε γοργά, παρόλο που, αν και δεινός αναβάτης, ήταν η πρώτη φορά που οδηγούσε αμάξι. Οι ρόδες του μικρού αμαξιού κυλούσαν γοργόφτερες και τα δέντρα στις δύο πλευρές του δρόμου έμεναν πίσω σαν κατάμαυρα φαντάσματα με απλωμένα ικετευτικά τα κλαδιά τους. Χωρίς να συνειδητοποιεί τι έκανε, ανάγκαζε τα άλογα να τρέξουν όλο και πιο γρήγορα, συνεπαρμένος από την προσμονή των ημερών που θα ήταν κοντά στην κοπέλα που αγαπούσε. Με τη σκέψη του παρασυρμένη απ' αυτή την ιδέα, δεν αντιλήφθηκε τη στροφή του δρόμου παρά μόνο όταν ήταν πολύ αργά.
   Έστριψε τ' άλογα απότομα, αναγκάζοντάς τα να διαγράψουν έναν πολύ κλειστό κύκλο, και μαστίγωσε δυνατά τον αέρα πάνω από τα πλευρά τους. Την άλλη στιγμή η ρόδα της μίας πλευράς σηκώθηκε στον αέρα, το αμάξι ανατράπηκε κι ο Αλφόνσο βρέθηκε καταπλακωμένος από κάτω. Μια στιγμή πριν χάσει τις αισθήσεις του, ένιωσε έναν δυνατό πόνο στο πίσω μέρος της κεφαλής. Ύστερα βυθίστηκε στην ανυπαρξία.
   Όταν άνοιξε τα μάτια, το σκοτάδι τον κύκλωνε από παντού και τις πρώτες στιγμές δεν κατάλαβε πού βρισκόταν ούτε θυμόταν τι είχε συμβεί. Το κεφάλι του πονούσε, όμως πολύ περισσότερο πονούσε το δεξί πόδι, στο ύψος του αστραγάλου, και κάτι βαρύ σαν πέτρα ασήκωτη τον πίεζε σ' εκείνο το μέρος. Ξάφνου, ένα χλιμίντρισμα κοντά του τον έκανε να στρέψει αργά το κεφάλι. Είδε τα δυο άλογα, είδε το αναποδογυρισμένο αμάξι, θυμήθηκε τι είχε γίνει και τότε μόνο κατάλαβε τι ήταν αυτό που του πλάκωνε το πόδι... Με τα πολλά, κατάφερε να το τραβήξει ελευθερώνοντάς το, όταν όμως σηκώθηκε και πήγε να το πατήσει, ένα βογκητό πόνου ξέφυγε από το στήθος του. Προσπάθησε ξανά να στηριχτεί πάνω του, όμως ήταν εντελώς αδύνατον και φοβήθηκε ότι το είχε σπάσει.
   Κοίταξε γύρω του με απόγνωση· ψυχή δεν φαινόταν πουθενά.
   "Την έπαθα για τα καλά..." βόγκηξε. "Και τώρα τι κάνω;"
   Στηριζόμενος στο αριστερό πόδι, ακούμπησε την πλάτη στο πεσμένο στο πλάι αμάξι και τότε ένιωσε έντονη ζαλάδα κι ο πόνος στην κεφαλή έγινε δυνατότερος. Κάτι ζεστό κυλούσε τώρα στο σβέρκο του και, φέρνοντας εκεί την παλάμη, κατάλαβε ότι ήταν αίμα. Τα δάχτυλά του ανέβηκαν πιο πάνω, έψαυσαν ανάμεσα στα μαλλιά και συνάντησαν ένα μεγάλο σκίσιμο στο δέρμα. Για μια στιγμή τού ήρθε να λιποθυμήσει, ωστόσο τα κατάφερε να παραμείνει όρθιος κι άρχισε να αναρωτιέται τι θα έκανε.
   Να περπατήσει ήταν εντελώς αδύνατον, μόνο μικρά πηδήματα μπορούσε να κάνει, στηριζόμενος πάντα στο αριστερό πόδι, ωστόσο με τον τρόπο αυτό δεν ήταν δυνατόν να φτάσει στο σπίτι του, ούτε να επιστρέψει στο αρχοντικό του δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ. "Άρα..." ψιθύρισε περίσκεπτος, κοιτάζοντας μια τ' άλογα και μια το αμάξι. Μόνο αν τα κατάφερνε να το ξαναστήσει όρθιο θα μπορούσε να φτάσει στο ένα ή στο άλλο σπίτι. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε.
   Ο Αλφόνσο είχε πάντα μεγάλη εξοικείωση με τ' άλογα και πίστευε ότι μπορούσε να συνεννοείται μαζί τους λες και είχαν ανθρώπινη νόηση. Τούτη τη φορά, σαν έφτασε κοντά τους με μικρά πηδήματα, τα αγκάλιασε από τον λαιμό κι άρχισε να τα χαϊδεύει τρυφερά και να τους μιλάει δείχνοντας το αμάξι. Ύστερα, όταν πείστηκε ότι τον είχαν καταλάβει, πήγε πάλι κοντά στο αμάξι και προσπάθησε να το ανασηκώσει, ενώ την ίδια στιγμή φώναζε στ' άλογα. Τα πανέξυπνα ζώα κατάλαβαν, στυλώθηκαν στα πίσω πόδια και βάλθηκαν να τραβούν μ' όλη τους τη δύναμη.
   Για κάμποσες στιγμές τ' άλογα εξακολουθούσαν να τραβούν χλιμιντρίζοντας ελαφρά κι από την άλλη μεριά ο Αλφόνσο έσπρωχνε προς τα πάνω μ' όση δύναμη μπορούσε να βάλει στα χέρια του. Κι άξαφνα, το αμάξι ανασηκώθηκε απότομα και στάθηκε πάλι στις ρόδες του. Τόσο απότομα που ο Αλφόνσο λίγο ακόμα και θα 'πεφτε κάτω. Κατάφερε ωστόσο να παραμείνει όρθιος, αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης. Ανέβηκε με κόπο στο αμάξι και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, τράβηξε τα γκέμια, έκανε στροφή και γύρισε πίσω προς το αρχοντικό του δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ.
   Όταν τον είδαν μπροστά τους, τρόμαξαν. Το αίμα από το σβέρκο του είχε κυλήσει μπροστά, στον λαιμό του, και, με την πρώτη ματιά, η όψη του ήταν τρομακτική. Η πρώτη σκέψη του δον Αλέχαντρο ήταν ότι του είχαν επιτεθεί ληστές και ανάσανε με ανακούφιση όταν άκουσε ότι επρόκειτο για ατύχημα. Αμέσως μετά, όταν πέρασαν οι πρώτες στιγμές, περιποιήθηκαν τις πληγές του.
   Στο κεφάλι είχε ένα μεγάλο, βαθύ σκίσιμο, γεμάτο χώματα. Όταν το έπλυναν και το καθάρισαν, είδαν ότι από κάτω φαινόταν να ασπρίζει το κόκαλο του κρανίου. Και το πόδι του γύρω από τον αστράγαλο ήταν τόσο πρησμένο που δεν ανεχόταν το παραμικρό άγγιγμα. Ο πόνος και στο κεφάλι και στο πόδι είχε καλμάρει κάπως αλλά η ζαλάδα γινόταν όλο και πιο έντονη.
   "Μπορείς να το πατήσεις;" ρώτησε ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ δείχνοντας το πρησμένο πόδι.
   "Καθόλου. Είναι εντελώς αδύνατον να κάνω έστω κι ένα βήμα στηριζόμενος πάνω του".
   "Μπορεί να έχει σπάσει", είπε ξανά ο άρχοντας.
   "Αυτό φαντάστηκα κι εγώ στην αρχή, όμως τώρα δεν είμαι βέβαιος. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Όπως και να έχει πάντως, δεν μπορώ να το πατήσω".
   "Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι δεν μπορείς να έρθεις μαζί μας αύριο", είπε ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ, δείχνοντας ότι τον στενοχωρούσε η κατάσταση που είχε προκύψει.
   "Όχι, δεν μπορώ. Ελπίζω όμως να είμαι καλύτερα ύστερα από δυο-τρεις ημέρες, οπότε..."
   "Μακάρι, Αλφόνσο", τον διέκοψε ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ. "Μακάρι να είσαι καλύτερα και να έρθεις. Η παρουσία σου θα μας είναι πολύτιμη. Μακάρι να γίνει έτσι, η Μαρισόλ όμως θα έρθει μαζί μας. Κι αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θα τη φέρει από απόψε εδώ ο άνθρωπός μου που θα σε πάει στο σπίτι σου. Εσύ..."
   Εξακολουθούσε να μιλάει, ωστόσο ο Αλφόνσο δεν άκουγε τι έλεγε. Η ματιά του είχε πέσει στο πρόσωπο της Σαρίτα. Είδε τη θλίψη στα μάτια της κι έμεινε εκεί.

   Τρεις μέρες μετά το ατύχημα, ο Αλφόνσο εξακολουθούσε να μην μπορεί να πατήσει στο πόδι του και το είχε πάρει πια απόφαση ότι δε θα πήγαινε στην πόλη κι ότι θα έβλεπε ξανά τη Σαρίτα μετά την επιστροφή τους. Κι αναλογιζόταν ότι είχε χάσει μια ευκαιρία μοναδική να βρεθεί και να κινηθεί στον κόσμο της, κυρίως για να δει από κοντά κάποιους από τους νέους της τάξης της που εξακολουθούσε να θεωρεί αντίζηλους με τους οποίους ο αγώνας για την οριστική κατάκτηση της καρδιάς της αρχοντοπούλας θα ήταν άνισος.
   Το πρωί της τέταρτης μέρας σηκώθηκε από το κρεβάτι νιώθοντας κάποια ασυνήθιστη κακουχία, το πιο περίεργο όμως ήταν ότι δυσκολευόταν να ανοιγοκλείσει το σαγόνι του. Μέχρι το μεσημέρι είχε αρχίσει να αισθάνεται ένα ανεξήγητο σφίξιμο σ' όλο το πρόσωπο. Ήταν κάτι που δεν του είχε συμβεί άλλη φορά και σκέφτηκε ότι θα είχε εκτεθεί ιδρωμένος σε κάποιο ρεύμα. Η μητέρα του έλειπε από το σπίτι, όταν όμως γύρισε και του μίλησε, παραξενεύτηκε με τον τρόπο που της απάντησε. Τον ρώτησε πάλι κάτι, θέλοντας να διαπιστώσει μήπως ήταν ιδέα της, και της απάντησε με τον ίδιο τρόπο: όταν μιλούσε, είχε σφιγμένα τα δόντια του!
   "Γιατί μιλάς έτσι;"
   "Δεν ξέρω".
   "Μιλάς με σφιγμένα δόντια".
   Ο Αλφόνσο περιορίστηκε σε μια καταφατική κίνηση.
   "Δεν μπορείς να μιλήσεις κανονικά;"
   "Όχι, δεν μπορώ". Οι λέξεις ακούστηκαν ανατριχιαστικά ανάμεσα από τα σφιγμένα του δόντια.
   Η μάνα του αισθάνθηκε μια κρυάδα στην πλάτη. Δεν ήταν μόνον ο τρόπος που μιλούσε ο γιος της που την είχε κάνει να νιώσει έναν φόβο αφύσικο. Ήταν κι ότι όταν μιλούσε έτριζαν τα δόντια και το σαγόνι του! Ένα άσχημο προαίσθημα την πλημμύρισε. Άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές μέσα στο σπίτι, μόνο και μόνο για να έχει την ευκαιρία να ρίχνει συχνές ματιές στο πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να ξέρει τι αισθανόταν εκείνος. Ούτε τολμούσε να ρωτήσει, επειδή φοβόταν την απάντηση. Αυτό όμως που έβλεπε να γίνεται όσο περνούσε η ώρα έκανε τον φόβο που είχε αισθανθεί να αγγίζει τα όρια του υπερφυσικού.
   Μέχρι το απόγευμα είχαν παρουσιαστεί ρυτίδες στο πρόσωπό του! Ρυτίδες κάτω από τα μάτια και κάτω από τα ρουθούνια, ανάμεσα στα μάγουλα και στα χείλη! Τα μάτια ήταν μονίμως μισόκλειστα, τα χείλη σφιγμένα με τέτοιο τρόπο που σχημάτιζαν μια ελαφρά καμπύλη προς τα πάνω, προς τη μύτη, τα μάγουλα κι αυτά σφιγμένα και τα φρύδια ελαφρώς ανορθωμένα. Η όλη εικόνα του προσώπου του ήταν σαν ο γιος της να χαμογελούσε συνεχώς μ' έναν τρόπο που θα προκαλούσε ανατριχίλα σ' όποιον τον έβλεπε. Εκείνη αισθανόταν αυτή την ανατριχίλα σ' όλο της το κορμί εδώ και ώρα, καθώς αναλογιζόταν ότι δεν είχε ξαναδεί κάτι σαν αυτό. Με ανείπωτη φρίκη σκεφτόταν ότι το χαμόγελο που έβλεπε μόνιμα πια στο πρόσωπο του γιου της δεν ήταν ανθρώπινο. Φοβόταν να προφέρει τη λέξη που της ερχόταν στα χείλη, αλλά τη σκεφτόταν συνεχώς. Ήταν ένα χαμόγελο σατανικό. Λες και ο ίδιος ο Σατανάς είχε τρυπώσει μέσα του και χαμογελούσε με τα χείλη του γιου της!
   "Χριστέ μου, βοήθησέ τον! Κάνε να φύγει το κακό από μέσα του!" ψιθύρισε κάποια στιγμή, κι όσο περνούσε η ώρα επαναλάμβανε όλο και συχνότερα τούτη την επίκληση.
   Λίγη ώρα πριν βασιλέψει ο ήλιος, έφτασε στην πόρτα της μια συνομήλική της γυναίκα, φίλη της και θεοφοβούμενη όπως και η ίδια, που έμενε σ' ένα κοντινό σπίτι. Ήταν η μόνη από όσους μπορούσε να σκεφτεί τούτες τις ώρες στην οποία μπορούσε να ανοίξει την ψυχή της μα και ν' ακούσει τη γνώμη της. Ανακουφίστηκε σαν την είδε κι ύστερα σκέφτηκε πως ήταν θεόσταλτη η απρόσμενη εμφάνισή της. Χωρίς χρονοτριβή, της μίλησε για τον Αλφόνσο πριν ακόμη περάσουν μέσα, και ύστερα την πήγε να τον δει στο κρεβάτι, όπου είχε ξαπλώσει εδώ και λίγη ώρα. Κι όση ώρα η φίλη της παρέμεινε δίπλα στον Αλφόνσο κουβεντιάζοντας μαζί του, εκείνη δεν κοίταξε ούτε στιγμή τον γιο της. Τα μάτια της παρέμεναν στυλωμένα διερευνητικά στο πρόσωπο της φίλης της, σε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια να μην της ξεφύγει η παραμικρή αλλαγή στην έκφρασή της. Η γυναίκα παρέτεινε κατά πολύ την παραμονή της δίπλα στον Αλφόνσο. Κι η μάνα του, παρατηρώντας την, έβλεπε ν' απλώνεται στο πρόσωπό της ο ίδιος υπερφυσικός φόβος κι η ίδια φρίκη που φανταζόταν ότι κυριαρχούσαν και στο δικό της. Κάποια στιγμή οι δύο γυναίκες έφυγαν από κοντά του, αφήνοντάς τον μόνο, και βγήκαν στην αυλή για να μη φτάνουν ως αυτόν οι κουβέντες τους.
   "Τι σκέφτηκες;" ρώτησε με αγωνία η μάνα του Αλφόνσο, που έβλεπε τη φίλη της να κρατάει χαμηλωμένο το βλέμμα.
   Για κάποιες στιγμές που φάνηκαν ατέλειωτες εκείνη απέφυγε να μιλήσει. Κι ύστερα σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε θαρρετά. "Μάγια!"
   Η λέξη χτύπησε τη μάνα του Αλφόνσο σαν καμτσίκι στο πρόσωπο. Μέσα σε μια στιγμή την πλημμύρισε η απόγνωση. Το ίδιο είχε σκεφτεί κι η ίδια βλέποντας εκείνο το ανατριχιαστικό χαμόγελο στο πρόσωπο του γιου της, αλλά, τώρα που άκουγε τη λέξη από τα χείλη της φίλης της, ένιωσε να παραλύει κάθε ίνα του κορμιού της.
   "Μάγια;"
   Ούτε η ίδια δεν αναγνώρισε τη φωνή της, έτσι αλλοιωμένη που ακούστηκε στ' αυτιά της.
   "Ναι, μάγια. Του έχουν κάνει μάγια κι ο διάβολος έχει μπει μέσα του. Αυτός χαμογελάει μέσα από τα χείλη του Αλφόνσο κι αυτός κοιτάζει μέσα από τα μάτια του".
   Ακούγοντάς την, η μάνα του Αλφόνσο ένιωσε να μην την κρατούν τα πόδια της. Τα γόνατά της λύγισαν και κάθισε καταγής.
   Πέρασαν αρκετές στιγμές μέχρι να τα καταφέρει ν' αρθρώσει λέξη. "Τι θα κάνω..."
   Δεν ήταν ερώτηση που απευθυνόταν στη φίλη της, μα λέξεις απόγνωσης που ξέφυγαν από τα χείλη της. 
   Η άλλη έσκυψε να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Το σώμα της ήταν βαρύ σαν πέτρα στα χέρια της και, βάζοντας όλη τη δύναμή της, τη σήκωσε και την έβαλε σ' ένα κάθισμα.
   "Πρέπει να έρθει ο παπάς να τον εξορκίσει, να τον βγάλει από μέσα του..." είπε και, διαπιστώνοντας ότι η φίλη της είχε καταρρεύσει, αποφάσισε ν' αναλάβει η ίδια την πρωτοβουλία: "Θα πάω να τον φέρω εγώ".
   Το γειτονικό χωριό, όπου βρισκόταν η εκκλησία και ο παπάς, ήταν λίγο μακριά κι είχε αρχίσει ήδη να σκοτεινιάζει.
   "Θα πάω με τον άντρα μου, να μη χάνουμε χρόνο. Φεύγω", είπε κι έφυγε γρήγορα, αφήνοντάς τη μόνη.
   Η παρουσία της φίλης της ήταν μια παρηγοριά, όμως, μόλις έμεινε ολομόναχη, το βάρος όλου του κόσμου έπεσε πάνω της. Για πολλή ώρα παρέμεινε εκεί όπου καθόταν νιώθοντας νεκρωμένες τις αισθήσεις της. Μάγια! Ήξερε ότι γίνονταν, ότι μπορούσε να τα κάνει ένας άνθρωπος σ' έναν άλλο, έτρεμε και μόνο στη σκέψη της λέξης, όμως ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί τον τρόμο, τη φρίκη και την απόγνωση που τη συνοδεύουν σαν ακούσεις να την προφέρουν για τον πιο δικό σου άνθρωπο, για το παιδί σου, για τη σάρκα σου.
   Η νύχτα απλωνόταν γοργά, την πλάκωνε από παντού, όμως πιο μαύρο από το σκοτάδι της ήταν το σκοτάδι της ψυχής της. Κι οι σκέψεις της ήταν πιο μαύρες απ' όλα τα σκοτάδια του κόσμου...
   Η φωνή του Αλφόνσο που ζητούσε νερό την απέσπασε από τους λογισμούς της. Σηκώθηκε και, σέρνοντας τα βήματά της, μπήκε στο δωμάτιό του κρατώντας ένα κύπελλο με νερό στο ένα χέρι κι ένα κερί στο άλλο.
   Με το που πέρασε μέσα, είδε τον γιο της να τινάζεται ολόκληρος, σαν να τον είχε τραβήξει κάποιος από τους αστραγάλους κι από το κεφάλι τεντώνοντάς τον, ενώ την ίδια στιγμή μια κραυγή πόνου ξέφευγε από το λαρύγγι του. Η γυναίκα πάγωσε στη θέση της, ανίκανη να κάνει έστω κι ένα βήμα, ανίκανη ν' αρθρώσει λέξη.
   "Το φως, μάνα... με πειράζει το φως..." τον άκουσε να λέει, με τα δόντια του να τρίζουν, έτσι που τα κρατούσε σφιγμένα καθώς μιλούσε.
   Nιώθοντας να την λούζει κρύος ιδρώτας, η μάνα του πέρασε δίπλα, άφησε το κερί και γύρισε ξανά κοντά του, δίνοντάς του το κύπελλο με το νερό. Ο χώρος τώρα φωτιζόταν αμυδρά.
   Ο Αλφόνσο πήρε το κύπελλο από το χέρι της, το έφερε με λαχτάρα στα χείλη του, όμως, μόλις κατάπιε την πρώτη γουλιά, το σώμα του τεντώθηκε σαν τόξο από πάνω ως κάτω, το κύπελλο με το νερό ξέφυγε από το χέρι του πέφτοντας πάνω του, ενώ την ίδια στιγμή μια κραυγή πόνου, πιο δυνατή τούτη τη φορά, ξέφευγε και πάλι από το λαρύγγι του.
   Μπροστά σ' αυτή την εικόνα, η μάνα του δεν μπόρεσε κι εκείνη να συγκρατήσει μια κραυγή. Ύστερα έμεινε ακίνητη ν' ακούει τα σιγανά βογκητά του γιου της.
   "Τι έπαθες, Αλφόνσο; Παιδί μου, τι έπαθες;" ρώτησε όταν βρήκε τη λαλιά της.
   "Πόνεσα, μάνα... Πόνεσα πολύ..."
   "Γιατί, παιδί μου;"
   "Δεν ξέρω... Πόνεσα όταν το φως με χτύπησε στα μάτια... μα πιο πολύ πόνεσα μόλις κατάπια το νερό... και πόνεσα αβάσταχτα..."
   "Πού πόνεσες, παιδί μου; Στα μάτια; Στον λαιμό;"
   "Όχι, μάνα. Στο κορμί πόνεσα, παντού όπου υπάρχει κρέας πάνω μου πόνεσα, μα πιο πολύ στο σβέρκο, στη ράχη και στα πόδια". Έμεινε για λίγο σιωπηλός κοντανασαίνοντας. "Φοβάμαι, μάνα, φοβάμαι πολύ... Για πρώτη φορά στη ζωή μου νιώθω τόσο φόβο... Μείνε δίπλα μου..." είπε ύστερα.
   Εκείνη τράβηξε ένα κάθισμα και κάθισε κοντά του, περιμένοντας να έρθει η φίλη της με τον παπά. Σ' αυτόν και στον Θεό είχε εναποθέσει τις ελπίδες της.
   Κι ύστερα, από κάποια στιγμή και μετά, ο Αλφόνσο άρχισε να παρουσιάζει όλο και πιο συχνά σπασμούς, που συνοδεύονταν από δυνατές κραυγές πόνου καθώς το σώμα του τεντωνόταν σαν τόξο. Εκείνη παρέμενε πλάι του, ανήμπορη να τον βοηθήσει. Περιοριζόταν να του κρατάει το χέρι και να του χαϊδεύει το πρόσωπο, που είχε αρχίσει να καίει.
   Μέχρι τη στιγμή που άκουσε ομιλίες στην αυλή, σημάδι ότι είχε φτάσει ο παπάς, της φάνηκε ότι είχαν περάσει αιώνες. Εκείνη την ώρα ο Αλφόνσο κοιμόταν. Σηκώθηκε, βγήκε νυχοπατώντας και συνάντησε τον ιερωμένο, τη φίλη και τον άντρα της. Και, μιλώντας με σιγανή φωνή, είπε στον παπά όλα όσα είχαν γίνει από τη στιγμή που είχε μείνει μόνη με τον Αλφόνσο. Όσα είχαν προηγηθεί ήταν βέβαιη ότι θα τα είχε μάθει από τη φίλη της.
   "Ο Άρχοντας του Σκότους", άρχισε να λέει ο παπάς μόλις εκείνη σταμάτησε να μιλάει, "φοβάται το φως. Το βασίλειό του είναι στο σκοτάδι. Δεν είναι ο Αλφόνσο που αντιδρά έτσι στο φως. Ο διάβολος που έχει μπει στο κορμί του είναι που αντιδρά έτσι, προκαλώντας του πόνους και σπασμούς".
   Σ' αυτό, έκανε το σημείο του σταυρού κι οι άλλοι τον μιμήθηκαν.
   Πριν κινήσουν για το δωμάτιο όπου κοιμόταν ο Αλφόνσο, ο παπάς στράφηκε στη μάνα του.
   "Θέλω να δω το πρόσωπό του, να το βλέπω την ώρα που θα εξορκίζω τον διάβολο από μέσα του".
   "Θα υποφέρει και..." τον διέκοψε εκείνη.
   "Το γνωρίζω, όμως είναι απαραίτητο το φως. Ο Άρχοντας του Σκότους το μισεί και θα αντιδράσει βίαια, όμως είναι εντελώς απαραίτητο", είπε με τρόπο που δε σήκωνε αντίρρηση.
   Μόλις το φως τον χτύπησε στο πρόσωπο, ο Αλφόνσο παρουσίασε δυνατούς σπασμούς, που συνοδεύονταν και πάλι από κραυγές πόνου. Το κορμί του τιναζόταν και τεντωνόταν σε τέτοιο βαθμό, που για μια στιγμή η μάνα του φοβήθηκε ότι θα το έβλεπε να κόβεται στα δύο και έντρομη έκλεισε τα μάτια και πισωπάτησε. Με την κίνηση αυτή, αναποδογύρισε ένα βαρύ κάθισμα, προκαλώντας δυνατό κρότο. Την άλλη στιγμή το σώμα του Αλφόνσο τεντώθηκε κατά έναν τρόπο φρικαλέο και για λίγες στιγμές φάνηκε να στηρίζεται μόνο στις φτέρνες και στο πίσω μέρος της κεφαλής, ενώ οι κραυγές που ξέφευγαν από το στήθος του δεν είχαν τίποτε το ανθρώπινο. Ύστερα τα χέρια του συσπάστηκαν στους αγκώνες και στους καρπούς, τα δάχτυλά του έκλεισαν σαν να προσπαθούσαν να γαντζωθούν από κάπου, η πλάτη του ακούμπησε ξανά στο κρεβάτι και η αναπνοή του έγινε σαν ρόγχος, πριν ξαναβρεί τον κανονικό της ρυθμό. Για μια στιγμή το πρόσωπό του πήγε να μελανιάσει κι έπειτα το χρώμα του επανήλθε στο φυσιολογικό.
   "Χριστέ μου, λυπήσου τον... βοήθησέ τον..." ψέλλισε η μάνα του και την επόμενη στιγμή ο παπάς άρχισε να διαβάζει τον εξορκισμό.
   Μέχρι τη στιγμή που τέλειωσε, ο Αλφόνσο δε σταμάτησε να υποφέρει από συχνά επαναλαμβανόμενους επώδυνους σπασμούς και μόνο όταν βγήκαν από το δωμάτιο, παίρνοντας μαζί τους και το φως, ηρέμησε. Ωστόσο, πριν απομακρυνθεί, ο παπάς ακούμπησε για μια ακόμη φορά την παλάμη στο μέτωπό του και το ένιωσε να καίει. Η μάνα του Αλφόνσο είχε αντιληφθεί αυτή την κίνηση και ρώτησε γιατί έκαιγε έτσι το δέρμα του παιδιού της.
   "Είναι ακόμη ο διάβολος μέσα του, τέκνο μου. Και το βασίλειό του είναι η κόλαση, όπου κυριαρχούν η φωτιά και το σκοτάδι. Γι' αυτό δεν αντέχει στο φως, μα και γι' αυτό καίει και το δέρμα του".
   Εκείνη τη νύχτα η μάνα του Αλφόνσο δεν απομακρύνθηκε ούτε στιγμή από δίπλα του. Κι ολόκληρη τη νύχτα ο γιος της δε σταμάτησε να βασανίζεται από επαναλαμβανόμενους όλο και πιο συχνά, επώδυνους σπασμούς.
   Σαν ξημέρωσε, εκείνη χρειάστηκε να λείψει για λίγο από κοντά του. Μα, όταν γύρισε, αντίκρισε μια εικόνα στην οποία δεν πίστευαν τα μάτια της.
   Το κορμί του γιου της είχε την ίδια στάση που είχε πάρει νωρίτερα, αλλά μόνο για μια στιγμή, τη νύχτα μόλις τον χτύπησε το φως στο πρόσωπο. Τούτη τη φορά όμως η στάση αυτή ήταν μόνιμη. Εκείνη τον κοίταζε να παραμένει ακίνητος, να ανασαίνει κανονικά αλλά να μην αλλάζει στάση. Ήταν δυνατόν; Αυτό που έβλεπε ξεπερνούσε κάθε όριο και κάθε φαντασία και για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως τη γελούσαν τα μάτια της.
   Γονάτισε πλάι στο κρεβάτι, στο ύψος της μέσης του, και βάλθηκε να τον κοιτάζει από κοντά. Πριν περάσουν λίγες στιγμές, βεβαιώθηκε ότι δεν τη γελούσαν τα μάτια της, ότι αυτό που είχε νομίσει για δημιούργημα της φαντασίας της ήταν πραγματικότητα. Την έβλεπε ολοκάθαρα μπροστά της. Η αναπνοή της κόπηκε κι ύστερα γοργοχτύπησε η καρδιά της.
   Ο Αλφόνσο ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα και στηριζόταν στο κρεβάτι μόνο με τις φτέρνες και την άκρη της κεφαλής του. Όλο το υπόλοιπο κορμί του δεν ακουμπούσε πουθενά. Σχημάτιζε ένα τόξο με το κυρτό μέρος προς τα πάνω. Μπορούσε να βάλει την παλάμη της με ανοιχτά τα δάχτυλα κάτω από τη μέση του χωρίς να τον ακουμπήσει.
   Για αρκετή ώρα εκείνη παρέμενε στην ίδια θέση. Το βλέμμα της είχε κρυσταλλώσει στη ράχη, στη μέση και στους γλουτούς του γιου της, που δεν ακουμπούσαν στο κρεβάτι. Μετακινήθηκε από τη θέση της και σηκώθηκε μόνον όταν τον άκουσε να της λέει με δυσκολία μέσα από τα σφιγμένα του δόντια να κλείσει καλά την πόρτα για να μην μπαίνει καθόλου φως. 
   Αργά το απόγευμα, ο Αλφόνσο μελάνιασε ξαφνικά και λίγο αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή μέσα σε φοβερή αγωνία (1)

   Το διάστημα που ο αδελφός της ήταν άρρωστος, η Μαρισόλ περνούσε τις ομορφότερες μέρες της ζωής της στο αρχοντικό του δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ στη Βαλένθια. Μέχρι τότε είχε έρθει λίγες φορές στην πόλη και πάντα για πολύ λίγο, και τώρα, με τη συντροφιά της Σαρίτα, αντίκριζε έναν κόσμο που φανταζόταν ότι υπήρχε μόνο στα παραμύθια.
   Με τη Σαρίτα είχαν γίνει στενές φίλες και κάποιες φορές είχε την αίσθηση ότι γνωρίζονταν εδώ και πολλά χρόνια. Η αρχοντοπούλα τής φερόταν σαν να ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη κι εκείνη είχε κερδίσει με το χαμόγελο και την ομορφιά της όποιον της γνώριζε η Σαρίτα. Κι ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ ήταν πολύ ζεστός μαζί της και πολύ εκδηλωτικός, τόσο που η κοπέλα είχε αρχίσει ν' αναρωτιέται για ποιο λόγο η μητέρα της δεν είχε να πει μία καλή κουβέντα γι' αυτούς τους ανθρώπους.
   Τη δεύτερη κιόλας μέρα ήρθε να τους δει ο πατήρ Πάμπλο. Όταν της τον σύστησαν, η Μαρισόλ συγκράτησε μόνο το μικρό του όνομα, επειδή, από τη στιγμή που τον αντίκρισε, τη συνεπήραν τα μαύρα, μεγάλα μάτια του, που, κάτω από τις μακριές βλεφαρίδες και τα δασιά φρύδια του, έμοιαζαν να εισχωρούν κατευθείαν μες στην ψυχή του ανθρώπου που κοίταζαν. Ήταν πρώτος ξάδελφος της Σαρίτα από την πλευρά του πατέρα της και μέσα σε λίγα λεπτά η Μαρισόλ αντιλήφθηκε ότι η σχέση που συνέδεε τα δύο ξαδέλφια δε διέφερε καθόλου απ' αυτή που υπάρχει ανάμεσα σε δύο πολύ αγαπημένα αδέλφια. Ήταν ψηλόκορμος, με φαρδιές πλάτες, όμορφη κατατομή προσώπου, κι όταν χαμογελούσε, άφηνε να φαίνονται δύο σειρές από κατάλευκα, τέλεια δόντια. Κοντολογίς, σκέφτηκε η κοπέλα ήταν ένας άντρας που, αν και ιερωμένος, δε θα μπορούσε να περάσει ποτέ απαρατήρητος.
   Ο πατήρ Πάμπλο έμεινε λίγες μόνο ώρες στο σπίτι του θείου του, την επομένη όμως ήρθε ξανά και τότε έμεινε μέχρι που νύχτωσε.

   Δύο μέρες μετά τον θάνατο του Αλφόνσο, η μητέρα του πήγε στην πόλη και κατευθύνθηκε στην έδρα της Ιεράς Εξέτασης, ζητώντας να δει τον πρώτο ιεροεξεταστή. 
   "Μόνο σ' αυτόν θέλω να μιλήσω, επειδή ήρθα να κάνω μία πολύ σοβαρή καταγγελία", διευκρίνισε στον ιερωμένο που τη δέχτηκε.
   "Πρόκειται για αιρετικό;" ρώτησε εκείνος.
   "Όχι. Για υπόθεση μαγείας πρόκειται".
   Λίγη ώρα αργότερα βρισκόταν μπροστά στον πρώτο ιεροεξεταστή.
   "Ήρθα να καταγγείλω στην αγιότητά σας ότι μια μάγισσα προκάλεσε τον θάνατο του γιου μου. Με τα μάγια της έβαλε μέσα του τον διάβολο. Τον εξόρκισε ο..." -είπε το όνομα του παπά- "...αλλά ο γιος μου πέθανε. Ο παπάς είδε με τα ίδια του τα μάτια την κατάσταση του γιου μου".
   "Πώς ξέρεις ότι η γυναίκα αυτή είναι μάγισσα;"
   "Το ξέρω. Επειδή την άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά να λέει στον πατέρα της να μην της μιλάει για τον Θεό!"
   "Και εκείνος πώς αντέδρασε;"
   "Τη μάλωσε. Και πολύ άγρια μάλιστα".
   "Πώς τη λένε εκείνη τη γυναίκα;"
    "Σαρίτα Ραμίρεθ".
   "Τους γονείς της;"
   "Είναι κόρη του δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ και της Πιλάρ Ραμίρεθ. Η μάνα της όμως πέθανε όταν η Σαρίτα ήταν πολύ μικρή. Ίσως αυτό να ήταν η αιτία που ξεστράτισε η κόρη τους".
   "Έτσι λοιπόν. Πες μου τα τώρα όλα από την αρχή. Με κάθε λεπτομέρεια".
   "Γι' αυτό ήρθα. Δε θέλω όμως να μαθευτεί ότι έκανα την καταγγελία".
   "Ποτέ δεν αποκαλύπτουμε το όνομα όποιου μας καταγγέλλει αιρετικό ή μάγισσα", την καθησύχασε ο ιεροεξεταστής. "Είσαι βέβαιος ότι επρόκειτο περί μαγείας;"
   Ο πρώτος ιεροεξεταστής κοίταζε συνοφρυωμένος τον ιερωμένο που είχε απέναντί του. Ήξερε ότι μπορούσε να βασιστεί στα λόγια του, επειδή τον γνώριζε από παλιά.
   "Δε διατηρώ την παραμικρή αμφιβολία. Ήταν μάγια. Με τα μάγια που του είχαν κάνει, είχε μπει μέσα του ο διάβολος, το έβλεπα ότι με κοίταζε μέσα από τα μάτια εκείνου του νέου. Αν βλέπατε το πρόσωπό του... Ανατριχίλα προκαλούσε η έκφρασή του... Και, μόλις έπεφτε πάνω του το φως, συστρεφόταν ολόκληρος με φρικτό τρόπο και άφηνε να του ξεφεύγουν κραυγές πόνου, μα και σαν μιλούσε το έκανε μ' έναν τρόπο που δεν ήταν ανθρώπινος! Την ώρα του εξορκισμού έτριζαν τα δόντια του".
   "Έχεις ιδέα ποιος προκάλεσε τα μάγια;"
   "Όχι, δεν έχω την παραμικρή ιδέα, όποιος όμως και να ήταν, ήταν πολύ δυνατός μάγος".
   Ο πρώτος ιεροεξεταστής έμεινε σιωπηλός, κοιτάζοντας τον ιερωμένο.
   "Καλά", είπε ύστερα. "Μπορείς να αποσυρθείς, αδελφέ".
   Ο παπάς δεν τόλμησε να ρωτήσει από ποιον είχε πληροφορηθεί ο πρώτος ιεροεξεταστής τούτη την περίπτωση μαγείας. Είχε τις υποψίες του, μα θα τις κρατούσε για τον εαυτό του. Άλλωστε η Ιερά Εξέταση είχε μάτια και αυτιά παντού. Σ' όλη την Ισπανία, κι όχι μόνο...

   Η μάνα του Αλφόνσο είχε αποφασίσει να ειδοποιήσει την κόρη της για τον θάνατο του αδελφού της μόνο αφού πρώτα έκανε την καταγγελία στην Ιερά Εξέταση. Αργότερα αναρωτήθηκε πολλές φορές γιατί είχε πάρει μια τέτοια απόφαση, αλλά δεν μπόρεσε να δώσει καμία εξήγηση. Ήταν απλώς μία απόφαση μέσα σε στιγμές έντονης φόρτισης κι από τη στιγμή που την είχε πάρει δεν ήθελε να παρεκκλίνει από την αρχική της σκέψη.
   Μετά την επιστροφή της από την έδρα της Ιεράς Εξέτασης, απευθύνθηκε στον μόνο άνθρωπο που θα μπορούσε να ειδοποιήσει τη Μαρισόλ: στον άντρα της φίλης της, που είχε φέρει τον παπά για να κάνει τον εξορκισμό. Εκείνος όμως δεν μπορούσε να φύγει αμέσως για τη Βαλένθια, αλλά ύστερα από μια - δυο μέρες.

   Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι όταν χτύπησε η πόρτα στο αρχοντικό του δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ και λίγες στιγμές αργότερα ένας από τους υπηρέτες μπήκε στο σαλόνι όπου βρισκόταν ο δον Αλεχάντρο με τη Σαρίτα και τη Μαρισόλ και του έδωσε ένα χοντρό χαρτί σαν πάπυρο, τυλιγμένο σε ρολό και δεμένο με κόκκινη κορδέλα που κατέληγε σε φιόγκο.
   "Το έφερε ένας νεαρός παπάς", είπε κι έδειχνε σαστισμένος.
   Η σαστιμάρα του μεταδόθηκε ακαριαία στον δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ.
   "Είπε τίποτα;" ρώτησε.
   "Όχι. Ρώτησε μόνο αν ήσασταν εδώ. Ύστερα μου έδωσε αυτό που σας έφερα, ανέβηκε σε μια άμαξα κι έφυγε χωρίς να πει κουβέντα".
   Ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ έμεινε σκεφτικός για κάμποσες στιγμές, νιώθοντας μιαν αόριστη ανησυχία. Ύστερα, με μια αποφασιστική κίνηση, έλυσε την κορδέλα και ξετύλιξε το χαρτί.
   Η Σαρίτα και η Μαρισόλ, καθισμένες απέναντί του, είδαν ξαφνικά τα χέρια του να τρέμουν ενώ μια χλομάδα απλωνόταν στο πρόσωπό του. Οι δυο κοπέλες αλληλοκοιτάχτηκαν. Μέσα στον χώρο όπου βρίσκονταν είχε πέσει βαριά σιωπή. Πέρασαν έτσι αρκετές στιγμές. Στιγμές έντασης -ανεξήγητης για τις δύο κοπέλες. Κι ύστερα ο δον Αλεχάντρο κοίταξε την κόρη του.
   "Έχεις μία κλήση από την Αγία Έδρα", είπε, προσπαθώντας να κρατήσει σταθερή τη φωνή του.
   Η Σαρίτα δε φάνηκε να καταλαβαίνει ούτε τα λόγια του ούτε το νόημά τους.
   "Από πού;" ρώτησε.
   "Από την Ιερά Εξέταση. Σε καλούν να παρουσιαστείς αμέσως στην Αγία Έδρα..."
   Τούτη τη φορά η κοπέλα αντέδρασε αμέσως.
   "Εμένα;"
   "Ναι..."
   "Γιατί; Για ποιο λόγο;"
   "Δεν το διευκρινίζει. Λέει απλώς να παρουσιαστείς. Έχεις ιδέα περί τίνος πρόκειται;"
   Η Σαρίτα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Έδειχνε καθαρά ότι δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά.
   "Μήπως είπες τίποτα ασεβές που έφτασε στ' αυτιά τους; Σκέψου".
   "Μπα, δε νομίζω".
   "Μήπως έγινε κάτι που μπορεί να στραφεί εναντίον σου;"
   "Σαν τι;"
   "Δεν ξέρω, οτιδήποτε. Μήπως εκεί που φάγατε προχτές με την παρέα σας σάς σέρβιραν χοιρινό;"
   "Ναι, μάς σέρβιραν".
   Ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ τεντώθηκε πάνω στο κάθισμά του.
   "Έφαγες;" ρώτησε, περιμένοντας με αγωνία την απάντησή της.
   "Ασφαλώς! Είναι το αγαπημένο μου κρέας. Μα γιατί μου έκανες αυτή ειδικά την ερώτηση;"
   "Επειδή ανησύχησα, σκεπτόμενος μήπως δεν είχες φάει για οποιονδήποτε λόγο εκείνη την ημέρα. Ξέρεις ότι έχουν μάτια και αυτιά παντού. Αν κάποιος απ' αυτούς σ' έβλεπε ν' αποφεύγεις το χοιρινό, θα μπορούσε να σε θεωρήσει κρυπτοεβραία".
   Έμεινε πάλι για αρκετές στιγμές σιωπηλός, παίζοντας το χαρτί στα χέρια του λες και του έκαιγε τα δάχτυλα.
   "Μπορεί να σε κάλεσαν για να καταθέσεις εναντίον κάποιου άλλου", είπε.
   "Εναντίον κάποιου άλλου; Τίνος;"
   "Δεν ξέρω. Ας ετοιμαστούμε να πάμε αφού λένε «αμέσως». Δε νομίζω ότι πρόκειται για κάτι σοβαρό. Ίσως κάποια παρανόηση. Ή απλώς θέλουν κάποια πληροφορία..." είπε, προσπαθώντας να κρατήσει κρυφό τον φόβο που είχε αρχίσει να του τρώει τα σωθικά.
   Πριν περάσουν δύο ώρες, η άμαξα του δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ σταματούσε μπροστά στο κτίριο της Αγίας Έδρας. Γύρω υπήρχε ένας τοίχος ψηλός ως τρία μέτρα, που δεν άφηνε να δεις τίποτα μέσα. Η πλατιά, ψηλή ξύλινη πόρτα ήταν κλειστή. Ο δον Αλεχάντρο άπλωσε το χέρι και τράβηξε δυο - τρεις φορές τη σιδερένια λαβή που κρεμόταν από μια χοντρή αλυσίδα, ενώ η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή στο στήθος του.
   Την άλλη στιγμή ένα κομμάτι της πόρτας άνοιξε σαν τετράγωνο παράθυρο στο ύψος ενός κανονικού άντρα. Το άνοιγμα προστατευόταν από λεπτά οριζόντια και κάθετα καγκελάκια, που άφηναν τετράγωνα ανοίγματα ανάμεσά τους.
   Πίσω από το άνοιγμα παρουσιάστηκε ένα αντρικό πρόσωπο με δυο διάπλατα ανοιχτά μάτια, που φάνηκαν άγρια και χωρίς ίχνος καλοσύνης. Τα δυο μάτια αγνόησαν τον άντρα και στυλώθηκαν πάνω στην κοπέλα που στεκόταν κοντά του ακουμπώντας πάνω του.
   Ο δον Αλεχάντρο πάγωσε στο αντίκρισμά τους.
   Η Σαρίτα σήκωσε μπροστά στο άνοιγμα το χαρτί με την κλήση της Ιεράς Εξέτασης για να τη δουν και να τη διαβάσουν τα δύο μάτια. Την άλλη στιγμή το τετράγωνο παράθυρο έκλεισε κι ύστερα η πόρτα άνοιξε τρίζοντας.
   Η κοπέλα γύρισε και αγκάλιασε τον πατέρα της, φιλώντας τον στα μάγουλα. Ύστερα έκανε το ίδιο με τη φίλη της.
   "Δε θ' αργήσω", είπε χαμογελαστή και πέρασε την πόρτα, που έκλεισε αμέσως πίσω της.
   Όρθιος μπροστά στην κλειστή πόρτα, ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ είχε αισθανθεί να σκοτεινιάζει το φως του ήλιου. Για αρκετές στιγμές παρέμεινε ακίνητος σαν μαρμαρωμένος. Κι ύστερα στράφηκε στη Μαρισόλ. 
   "Έλα, παιδί μου, ας γυρίσουμε στο σπίτι", ψέλλισε και με βαριά πόδια κίνησε για την άμαξά του. Η κοπέλα τον ακολούθησε αμίλητη.
   Σ' όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι του, ο δον Αλεχάντρο δεν άνοιξε το στόμα του. Όταν έφτασαν στο αρχοντικό, η Μαρισόλ είδε έκπληκτη να περιμένει ο άντρας μιας γειτόνισσας και φίλης της μάνας της.
   "Μαρισόλ..." άρχισε να λέει εκείνος μόλις αντίκρισε την κοπέλα "... η μάνα σου μ' έστειλε να σε φέρω πίσω..."
   Λίγες στιγμές αργότερα, η Μαρισόλ έκλαιγε συντετριμμένη στην αγκαλιά του δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ.

   Μόλις η βαριά πόρτα έκλεισε πίσω της, η Σαρίτα συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν πια κάτω από την απόλυτη εξουσία ενός κόσμου που δεν είχε έλεος. Ήξερε ότι δεν είχε κάνει κάτι που θα μπορούσε να στρέψει την Ιερά Εξέταση εναντίον της αλλά δεν έτρεφε αυταπάτες. Το να μην έχει διαπράξει κάποια ασέβεια δεν ήταν αρκετό, έπρεπε να είναι σε θέση και να το αποδείξει στην περίπτωση που την κατηγορούσαν.
   Ο παπάς που είχε ανοίξει την πόρτα τής έκανε νόημα να τον ακολουθήσει και προχώρησε μπροστά χωρίς να πει ούτε μία λέξη. Με τρεμάμενα γόνατα, εκείνη τον ακολούθησε.
   Έξω από το κτίριο ο ήλιος έλαμπε, μέσα όμως επικρατούσε μισοσκόταδο. Δεν έκανε κρύο, ωστόσο η αίσθηση της παγωνιάς ήταν έντονη και ένας ανομολόγητος φόβος φώλιασε στην ψυχή της, ένας φόβος που γιγαντωνόταν καθώς βάδιζε πίσω από τον παπά, προχωρώντας όλο και πιο βαθιά. Απόλυτη σιγή επικρατούσε, σαν να μην υπήρχε ψυχή ζώσα σ' ολόκληρο το κτίριο. Σιγή που έσπαζε από τον ήχο των βημάτων τους, ο οποίος φάνταζε αφύσικα δυνατός στ' αυτιά της.
   Πέρασαν μισοσκότεινους διαδρόμους που έμοιαζαν ατέλειωτοι και κατέληξαν σε μια τεράστια αίθουσα χωρίς κανένα παράθυρο. Μόλις μπήκαν, ο παπάς έφυγε, αφήνοντάς την ολομόναχη. Όρθια στη μέση της αίθουσας, η Σαρίτα έστρεψε γύρω το βλέμμα. Ο χώρος φωτιζόταν από ένα κηροπήγιο με έξι κεριά, τοποθετημένο σε μια γωνιά και στο ύψος των ώμων ενός άντρα κανονικού αναστήματος. Το τρεμάμενο φως των κεριών έκανε τις σκιές να μεγαλώνουν και να κινούνται αφύσικα, σαν φαντάσματα. Στη μέση της αίθουσας υπήρχε ένα μικρό τραπέζι και πίσω του ένα μοναδικό κάθισμα. Μπροστά στο τραπέζι, και σε απόσταση ενός περίπου μέτρου, υπήρχε μια χαμηλή πλατιά εξέδρα, πάνω στην οποία βρισκόταν ένα πολύ μεγάλο μακρόστενο τραπέζι με πέντε καθίσματα με ψηλή ράχη πίσω του. Το κάθισμα που βρισκόταν στη μέση είχε την πιο ψηλή ράχη απ' όλα.
   Ύστερα από αρκετές στιγμές απόλυτης ακινησίας, η Σαρίτα πλησίασε το μικρό τραπέζι και, νιώθοντας ότι δεν την κρατούσαν άλλο τα πόδια της, κάθισε στο μοναδικό κάθισμα. Την ώρα που καθόταν είδε ότι πάνω στο τραπέζι, στα δεξιά της, βρισκόταν ένας μεγάλος σιδερένιος σταυρός. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και βάλθηκε να περιμένει.
   Η ώρα περνούσε, το φως από τα κεριά χαμήλωνε και η Σαρίτα είχε καταλάβει ότι την είχαν βάλει σε παρατεταμένη αναμονή για να της σπάσουν τα νεύρα και να κάμψουν πιο εύκολα τις αντιστάσεις της. Κάποια στιγμή αναρωτήθηκε αν έξω ήταν ακόμη μέρα και, σε περίπτωση που είχε νυχτώσει, μήπως είχαν σκοπό να την αφήσουν εκεί ολόκληρη τη νύχτα. Αναλογίστηκε την αγωνία του πατέρα της καθώς θα περνούσε η ώρα, αναλογίστηκε ξανά και ξανά τη θέση της κι άρχισε να κλαίει.
   Το τρίξιμο κάποιας πόρτας που άνοιγε την τρόμαξε, κάνοντάς τη να τιναχτεί από τη θέση της. Πετάχτηκε όρθια κι έστρεψε το κεφάλι κατά την πόρτα από την οποία είχε περάσει και η ίδια, τη μοναδική που είχε διακρίνει στους τοίχους, αλλά είδε ότι ήταν κλειστή. Εντελώς σαστισμένη, γύρισε πάλι το κεφάλι μπροστά, αλλά, πριν αποτελειώσει την κίνησή της, ο φόβος που όλη αυτή την ώρα τής έσφιγγε την ψυχή με παγωμένα δάχτυλα έγινε τρόμος απερίγραπτος, καθώς αδυνατούσε να εξηγήσει αυτό που αντίκριζαν τα μάτια της και που φάνταζε υπερφυσικό στην ταραγμένη σκέψη της.
   Πάνω στην εξέδρα, πίσω από το μακρόστενο τραπέζι, προχωρούσε αργά ένας άντρας σκυφτός, μ' ένα αναμμένο χοντρό κερί στο χέρι. Ήταν ντυμένος στα μαύρα, που μέσα στο μισοσκόταδο φάνταζαν ακόμα πιο μαύρα. Το ρούχο που φορούσε κάλυπτε με κουκούλα το σβέρκο και τα μαλλιά του, αφήνοντάς τη να βλέπει μόνο το πλαϊνό μέρος του προσώπου του. Και είχε εμφανιστεί από το πουθενά, σαν να τον είχε γεννήσει το σκοτάδι...
   O άνθρωπος πήγε και κάθισε στο τελευταίο κάθισμα, στα αριστερά της όπως τον έβλεπε, τοποθετώντας μπροστά του το κερί. Ύστερα άπλωσε κάποια χαρτιά, κι αυτά μπροστά του. Δεν έριξε ούτε μία ματιά προς το μέρος της, σαν να μην υπήρχε.
   Η κοπέλα τώρα είχε αρχίσει να τρέμει φανερά από φόβο. Οι στιγμές κυλούσαν εφιαλτικά αργά. Και ύστερα κάτι έγινε και τράβηξε αλλού την προσοχή της. Ξάφνου είδε έναν ακόμα άντρα που της φάνηκε ότι έβγαινε μέσα από τον τοίχο, και την τελευταία στιγμή κατάφερε να πνίξει μια μικρή κραυγή. Πίσω του εμφανίστηκε ένας άλλος... κι ένας άλλος... κι ένας ακόμα... και τότε μόνο διέκρινε την πόρτα στον τοίχο που την είχε τρομάξει με το άνοιγμά της και που μέσα στο μισοσκόταδο γινόταν αόρατη εφόσον παρέμενε κλειστή.
   Οι τέσσερις άντρες προχώρησαν σιωπηλοί και στάθηκαν πίσω από το τραπέζι. Ήταν πανομοιότυπα ντυμένοι μ' αυτόν που είχε μπει πρώτος. Η Σαρίτα παρέμενε ακόμη όρθια, ανίκανη για την παραμικρή κίνηση ή σκέψη. Είχε τα μάτια στυλωμένα πάνω τους, κι όταν είδε αυτόν που στεκόταν στη μέση να κάνει με τεντωμένα τα δάχτυλα το σημείο του σταυρού, γονάτισε γρήγορα κι έκανε το σημείο του σταυρού κι η ίδια. Στ' αυτιά της έφταναν τα λόγια τους καθώς προσευχόταν, αλλά από την ταραχή της δεν ξεχώριζε τις λέξεις. Μόλις οι πέντε άντρες κάθισαν, εκείνη σηκώθηκε και παρέμεινε όρθια περιμένοντας.
   "Κάθισε, σε παρακαλώ".
   Είχε μιλήσει αυτός που καθόταν στη μέση, στο κάθισμα με την πιο ψηλή ράχη. Κι η φωνή του ήταν σε ήπιο τόνο, χωρίς ίχνος απειλής στο ηχόχρωμά της. Η Σαρίτα αναθάρρησε και κάθισε κοιτάζοντάς τον. Είχε καταλάβει ότι εκείνος ήταν που θα τη ρωτούσε. Και δεν έκανε λάθος.
   "Είσαι η Σαρίτα Ραμίρεθ, κόρη του δον Αλεχάντρο και της Πιλάρ Ραμίρεθ, έτσι δεν είναι;" ρώτησε ο ίδιος που της είχε πει να καθίσει.
   "Μάλιστα. Εγώ είμαι".
   "Θα σου κάνουμε μερικές ερωτήσεις και θέλουμε να απαντήσεις ειλικρινά. Θα το κάνεις;"
   "Ναι. Θα απαντήσω ειλικρινά σε ό,τι με ρωτήσετε".
   Εκείνος την κοίταξε σιωπηλός για μερικές στιγμές.
   "Έχεις κάτι να ομολογήσεις;"
   Η Σαρίτα δε σκέφτηκε καθόλου πριν απαντήσει.
   "Όχι. Δεν έχω κάτι να ομολογήσω".
   "Αν έχεις, κάν' το τώρα", επέμεινε εκείνος.
   "Όχι. Δεν έχω".
   Είχε αρχίσει να ανακτά το κουράγιο της. Δεν την κατηγορούσαν για τίποτα. Απλώς τη ρωτούσαν αν είχε κάνει κάτι -κακό βέβαια- το οποίο θα έπρεπε να ομολογήσει. Εκείνη ήταν σίγουρη ότι ποτέ δεν είχε κάνει κάτι κακό. 
   "Σε ρωτάω πάλι: έχεις κάτι να ομολογήσεις;" επέμεινε ο ίδιος και η Σαρίτα κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο πρώτος ιεροεξεταστής.
   "Τι να ομολογήσω, αφού δεν έχω κάτι να πω;"
   "Την αλήθεια".
   Κάτι είχε αλλάξει στον τόνο της φωνής του και η Σαρίτα το έπιασε αμέσως. Ήταν κάτι σαν κρυμμένη απειλή.
   "Μα την αλήθεια λέω", επέμεινε.
   "Θα ορκιστείς στον σταυρό ότι λες την αλήθεια;"
   Η Σαρίτα σηκώθηκε και ακούμπησε το δεξί χέρι στον σταυρό που βρισκόταν στο τραπέζι.
   "Ορκίζομαι στις πληγές του Ιησού Χριστού ότι λέω την αλήθεια".
   Ο ιεροεξεταστής την κοίταξε ανασηκώνοντας τα φρύδια κι αυτή ήταν η μόνη κίνηση που άλλαξε κάπως την έκφρασή του.
   "Και δε θα είχες αντίρρηση αν σου δινόταν η ευκαιρία να το αποδείξεις;"
   "Όχι, δε θα είχα την παραμικρή αντίρρηση".
   "Κάθισε, παρακαλώ", είπε πάλι εκείνος και βάλθηκε να την κοιτάζει σιωπηλός. Οι άλλοι, δεξιά και αριστερά του, περίμεναν αμέτοχοι και μόνον αυτός που είχε μπει πρώτος είχε σκύψει στα χαρτιά του, γράφοντας τις ερωτήσεις που γίνονταν και τις απαντήσεις που έδινε η κοπέλα.
   "Ορκίστηκες στον σταυρό ότι λες την αλήθεια", άρχισε να λέει πάλι ο πρώτος ιεροεξεταστής. "Σε ρωτώ λοιπόν: είσαι μάγισσα;" 
   Η Σαρίτα ένιωσε μέσα σε μια στιγμή τον κίνδυνο. Όσο κι αν αυτό που είχε ξεστομίσει ο ιεροεξεταστής φάνταζε ανήκουστο, απίστευτο και πέρα για πέρα παράλογο, όσο κι αν δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα, κατάλαβε ότι κάποιος την είχε κατηγορήσει για μαγεία, γι' αυτό την είχαν καλέσει να παρουσιαστεί αμέσως. Κι αν πράγματι συνέβαινε αυτό, θα ήταν σχεδόν αδύνατον να τους αποδείξει ότι δεν είχε καμία σχέση με μαγεία. Για μερικές στιγμές ήταν σαν να της κόπηκε η φωνή. Κοίταζε τον ιεροεξεταστή και τον είδε να κάνει μια κίνηση με το κεφάλι, προτρέποντάς τη να απαντήσει. 
   "Αν είμαι τι;" ρώτησε, σαν να μην είχε ακούσει την ερώτηση. Ή σαν να μην είχε καταλάβει το νόημά της.
   "Είσαι μάγισσα; Έχεις διδαχθεί κάποια μαγική τέχνη, όπως το να προκαλείς κάποια ασθένεια σε άνθρωπο ή να στερεύεις το γάλα σε αγελάδες; Μήπως μπορείς να παρασκευάζεις μαγικά βότανα, και αν ναι, ποιος σου έμαθε την τέχνη και τι σου ζήτησε ως αντάλλαγμα;"
   Ήταν δυνατόν; Πώς μπορούσαν να τη ρωτούν αυτά τα ανήκουστα πράγματα; Πώς μπορούσαν να τη ρωτούν και να υποψιάζονται γι' αυτήν πράγματα με τα οποία δεν είχε ποτέ την παραμικρή σχέση; Βρήκε ωστόσο τη δύναμη να τους κοιτάξει θαρρετά και ν' απαντήσει αρνητικά.
   "Όχι. Χίλιες φορές όχι. Ποτέ δεν είχα καμία σχέση μ' αυτά που με ρωτάτε".
   "Ομολόγησε!"
   "Τι να ομολογήσω;"
   "Την αλήθεια!"
   "Την αλήθεια σάς λέω. Αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Δεν έχω και δεν είχα ποτέ καμία σχέση με μαγεία και μαγικά βότανα".
   "Κάθε πότε πηγαίνεις να κοινωνήσεις;"
   "Πολύ συχνά", απάντησε χωρίς δισταγμό η Σαρίτα.
   "Πόσο συχνά;"
   "Σας είπα. Πολύ συχνά".
   "Μήπως πηγαίνεις να κοινωνήσεις πολύ συχνά επειδή τελικά σκοπός σου είναι να εμπαίξεις την ιερή όστια;"
   "Αρνούμαι να πιστέψω αυτό που άκουσα τώρα!" Τούτη τη φορά η Σαρίτα είχε μιλήσει με περίσσεια πάθους στη φωνή.
   Ο ιεροεξεταστής την κοίταξε συνοφρυωμένος. Τούτη η γυναίκα ήταν αναμφίβολα πολύ έξυπνη. Αυτό ακριβώς την έκανε περισσότερο ύποπτη στα μάτια του.
   "Πηγαίνεις να κοινωνήσεις πολύ συχνά. Και ο σκοπός σου δεν είναι να εμπαίξεις την ιερή όστια. Τότε, γιατί είπες να μη σου μιλούν για τον Θεό;"
   "Εγώ το είπα αυτό;"
   "Ναι".
   "Σε ποιον; Πότε;"
   Ο ιεροεξεταστής τής υπενθύμισε τη σκηνή στην παραλία, χρόνια πριν, μπροστά στο πτώμα ενός μικρού παιδιού, όπως του την είχε περιγράψει η μάνα του Αλφόνσο.
   "Ναι, έτσι έγινε", παραδέχτηκε η Σαρίτα. "Το είπα πάνω στη θλίψη μου, επειδή από πολύ μικρό κοριτσάκι αναρωτιόμουν γιατί μου πήρε ο Θεός τη μαμά μου. Πάνω στη θλίψη μου το είπα, επειδή εκείνη τη στιγμή δεν μπόρεσα να σκεφτώ αυτό που λένε πάντα για τον Θεό: ότι είναι ανεξιχνίαστες οι βουλές Του. Μη μου πείτε όμως ότι σας το είπε ο πατέρας μου, γιατί δε θα σας πιστέψω".
   Ο πρώτος ιεροεξεταστής κοίταξε τους άλλους δεξιά και αριστερά του. Ήταν βέβαιος ότι έκαναν την ίδια σκέψη μ' αυτόν: τούτη η κοπέλα ήταν πολύ έξυπνη και δε θα ήταν εύκολο να στηρίξουν καταδίκη. Στύλωσε ξανά το βλέμμα πάνω της, πιο σκοτεινό από κάθε άλλη φορά.
   "Έχεις ορκιστεί στον σταυρό να πεις την αλήθεια. Είπες ακόμα ότι δε θα είχες αντίρρηση αν είχες την ευκαιρία να το αποδείξεις".
   "Ναι. Ορκίστηκα στις πληγές του Ιησού Χριστού ότι λέω την αλήθεια. Και σας παρακαλώ να μου δώσετε την ευκαιρία να το αποδείξω".
   Για πολλοστή φορά ο πρώτος ιεροεξεταστής την κοίταξε σκεφτικός. Αν ήταν μάγισσα, αν είχε διδαχτεί τη μαγική τέχνη να προκαλεί ασθένειες και αν είχε παραδώσει την ψυχή της στο διάβολο, τότε θα είχε κάποιο σημάδι του στο κορμί της. Δε γινόταν να μην έχει.
   "Είναι γνωστό", άρχισε να λέει, "ότι υπάρχουν γυναίκες που παραδίνονται σεξουαλικά στον διάβολο, τον αποδέχονται και αρνούνται τον Χριστό. Εσύ το πιστεύεις;"
   "Το έχω ακούσει αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να το πιστέψω". 
   "Από ποιον έχεις ακούσει για τέτοια περιστατικά; Αυτός που σου τα είπε σου μίλησε με λεπτομέρειες;"
   "Σ' εμένα δε μίλησε κανείς. Το έχω ακούσει να λέγεται εντελώς αόριστα".
   "Πες την αλήθεια".
   "Την αλήθεια λέω. Αν πω οτιδήποτε άλλο, θα είναι ψέμα".
   "Ομολόγησε!" επέμεινε ο ιεροεξεταστής.
   "Να ομολογήσω τι;"
   "Την αλήθεια".
   "Μα την αλήθεια λέω. Γιατί δε με πιστεύετε;"
   Ακολούθησε παρατεταμένη σιγή.
   "Ας σου δώσουμε λοιπόν την ευκαιρία -την οποία είπες ότι δεν έχεις αντίρρηση να έχεις- να αποδείξεις ότι λες αλήθεια". Με τις τελευταίες λέξεις σηκώθηκαν και οι πέντε από τις θέσεις τους και η Σαρίτα τούς μιμήθηκε.
   Ανέβηκαν σ' ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο, και οι πέντε άντρες κάθισαν με την ίδια πάντα σειρά πίσω από ένα ξύλινο τραπέζι, στο κέντρο του μεγάλου χώρου. Η Σαρίτα περιέφερε γύρω το βλέμμα.
   Το πρώτο που τράβηξε την προσοχή της ήταν ένα σκοινί, περασμένο από μια τροχαλία στερεωμένη στο ταβάνι. Ύστερα είδε μια παράξενη σκάλα στημένη στο παράθυρο. Ένα από τα σκαλοπάτια της είχε αντικατασταθεί με κύλινδρο ντυμένο με σιδερένια καρφιά, στερεωμένο στο ύψος της κεφαλής ανθρώπου. Η Σαρίτα δεν μπορούσε να καταλάβει σε τι χρησίμευε, οι ιεροεξεταστές όμως ήξεραν πολύ καλά: όταν έδεναν άνθρωπο -γυμνό πάντα- με την πλάτη πάνω στη σκάλα και τον τραβούσαν προς τα πάνω, τα καρφιά του κυλίνδρου ξέσκιζαν τις σάρκες των ώμων, της ράχης, της μέσης και των γλουτών. Μερικά ακόμα εξίσου παράξενα μηχανήματα βρίσκονταν δίπλα σ' ένα σκαμνί κοντά στον τοίχο.
   Αίθουσα βασανιστηρίων είναι, σκέφτηκε έντρομη η Σαρίτα.
   Δύο ακόμα άντρες μπήκαν ξαφνικά στον χώρο και, από τα ρούχα που φορούσαν, η Σαρίτα κατάλαβε ότι δεν ήταν ιεροεξεταστές. Κοίταξαν μ' ένα βλέμμα τον πρώτο ιεροεξεταστή κι αμέσως εκείνος στράφηκε στην κοπέλα.
   "Γδύσου!" διέταξε.
   Η Σαρίτα αρνήθηκε να πιστέψει ότι αυτό που άκουσε ήταν αλήθεια και δεν έκανε την παραμικρή κίνηση.
   "Γδύσου!" διέταξε ξανά ο ιεροεξεταστής.
   Αυτή τη φορά η κοπέλα βρήκε τη φωνή της.
   "Εδώ μπροστά σας;"
   "Εδώ!"
   "Μου λέτε δηλαδή να βγάλω όλα τα ρούχα που φορώ;"
   "Ακριβώς! Όλα!"
   "Σας παρακαλώ... δεν το λέτε σοβαρά..."
   "Γδύσου!" Η φωνή του ήταν ανελέητη.
   Η Σαρίτα πείσμωσε ξαφνικά και, τεντώνοντας το κορμί, είπε με στριγκή φωνή: "Όχι!"
   Ο πρώτος ιεροεξεταστής δεν ασχολήθηκε περισσότερο μαζί της. Απλώς περιορίστηκε να κάνει ένα νεύμα στους δύο νεοφερμένους κι εκείνοι άρπαξαν τη Σαρίτα και, παρά την απεγνωσμένη αντίστασή της, την έγδυσαν εντελώς. Ύστερα την οδήγησαν μπροστά στους ιεροεξεταστές και την κράτησαν ακίνητη. Η κοπέλα τώρα έκλαιγε με δυνατούς λυγμούς.
   Ασυγκίνητοι, οι ιεροεξεταστές εξέτασαν εκατοστό εκατοστό το δέρμα της, στο λαιμό, στο στήθος, στην κοιλιά και στην μπροστινή μεριά των μηρών, χωρίς να βρουν κάποιο ύποπτο σημάδι. Όταν βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχε τίποτα, έκαναν ένα νεύμα στους δύο άντρες κι εκείνοι έδεσαν μπρούμυτα την κοπέλα πάνω στη σκάλα. Οι ιεροεξεταστές παρατήρησαν σχολαστικά πάλι το δέρμα της ράχης, της μέσης, των γλουτών και των μηρών, χωρίς να βρουν το σημάδι που έψαχναν. Η Σαρίτα έκλαιγε από οργή και ντροπή και παρακαλούσε να πεθάνει.
   "Λοιπόν;" ρώτησε εκείνος που κατέγραφε τις ερωτήσεις οι οποίες γίνονταν στην κοπέλα και τις απαντήσεις της, και ο πρώτος ιεροεξεταστής τον κοίταξε αβέβαια. Έδειχνε προβληματισμένος και κάπως αμήχανος.
   "Μέχρι στιγμής δε βρήκαμε τίποτα. Όμως μας δυσκολεύει έτσι που κρατάει τόσο σφιχτά κλεισμένα τα πόδια της..."
   Δε χρειάστηκε να πει τίποτα περισσότερο, επειδή οι δύο βασανιστές ήξεραν καλά τη δουλειά τους. Χωρίς να χάνουν χρόνο, έλυσαν τη Σαρίτα από τη σκάλα και την ξάπλωσαν ανάσκελα σ' έναν ξύλινο πάγκο, με τα πέλματα των ποδιών στραμμένα προς τους ιεροεξεταστές. Έπειτα της έδεσαν τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Μόλις τέλειωσαν με τα χέρια, ο καθένας από τους δύο έπιασε από ένα πόδι της κοπέλας, της τα άνοιξαν καλά, τα σήκωσαν ψηλά και τα έδεσαν σ' αυτή τη στάση σε δύο πασσάλους τόσο γερά, που δεν μπορούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση. Τώρα η Σαρίτα βρισκόταν ξαπλωμένη με τα πόδια ανοιχτά μπροστά στους πέντε ιεροεξεταστές, που παρατηρούσαν αδιάντροπα το πιο απόκρυφο σημείο του κορμιού της. Έπειτα από μερικές στιγμές, ο πρώτος ιεροεξεταστής στράφηκε στους άλλους τέσσερις.
   "Πρέπει να την ξυρίσουμε", είπε κι εκείνοι κατένευσαν σιωπηλά.
   Η Σαρίτα τούς άκουγε. Είχε κλειστά τα μάτια, κι αν μπορούσε, θα βούλωνε και τ' αυτιά της. Βίωνε τη χειρότερη ταπείνωση στην οποία θα μπορούσε να υποβληθεί μια γυναίκα, αλλά υπέφερε περισσότερο ακούγοντας τα λόγια τους.
   "Θα την ξυρίσουμε κανονικά;" ρώτησε ο ένας από τους δύο βασανιστές.
   "Τι εννοείς;" Ο πρώτος ιεροεξεταστής δεν είχε καταλάβει αμέσως.
   "Εννοώ μήπως θα είναι πιο αποτελεσματικό αν το κάνουμε δραστικά κι όχι με τον συνηθισμένο τρόπο", διευκρίνισε ο βασανιστής.
   "Ασφαλώς. Κάντε το δραστικά".
   Η Σαρίτα τα είχε ακούσει όλα αλλά δεν είχε καταλάβει τι εννοούσαν. Ούτε είχε υποψιαστεί αυτό που την περίμενε. Κρατούσε πάντα τα μάτια σφιχτά κλεισμένα και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι βίωνε έναν φριχτό εφιάλτη μέσα στον ύπνο της. Έτσι, δεν είδε τον βασανιστή που πήγε ως τη γωνία, όπου ήταν ένα καλάθι γεμάτο δαδιά.
   Ο βασανιστής πήρε ένα δαδί, το άναψε και, κρατώντας το αναμμένο, το πλησίασε για μια στιγμή ανάμεσα στα πόδια της, καίγοντας τις τρίχες του εφηβαίου. Ήταν έμπειρος και κράτησε το δαδί εκεί μόνο για μια στιγμή, καλά υπολογισμένη.
   Η Σαρίτα άφησε να της ξεφύγει μια σπαρακτική κραυγή. Το σώμα της πήγε να συστραφεί πάνω στον πάγκο, αλλά ήταν τόσο γερά δεμένο, που τελικά έμεινε ακίνητο.
   Ασυγκίνητος, ο βασανιστής έσκυψε να δει το αποτέλεσμα. Δε χρειάστηκε να κοιτάξει πολύ για να διαπιστώσει ότι δεν είχε τελειώσει με την πρώτη φορά. Επανέλαβε την ίδια κίνηση με το δαδί, μόνο που τούτη τη φορά το κράτησε λίγο περισσότερο. Όταν επανέλαβε για τέταρτη φορά τη διαδικασία, η Σαρίτα είχε πέσει σε μια λυτρωτική λιποθυμία. Ύστερα έσκυψε πάλι και κοίταξε ξανά. Από κοντά, οι ιεροεξεταστές τον παρακολουθούσαν ανυπόμονοι.
   "Τελείωσες;" ρώτησε ο πρώτος ιεροεξεταστής, βλέποντάς τον να σβήνει το δαδί.
   "Ναι".
   "Λοιπόν;"
   "Ελάτε να δείτε".
   Οι ιεροεξεταστές σηκώθηκαν και πλησίασαν. Ο πρώτος ιεροεξεταστής μπήκε μπροστά και κοίταξε από κοντά το εφήβαιο της κοπέλας, το οποίο είχε απογυμνωθεί από τις τρίχες που το κάλυπταν. Κοίταξε καλά για αρκετές στιγμές, πριν στραφεί στους άλλους με τα χαρακτηριστικά του προσώπου αλλοιωμένα από φρίκη αλλά και με τη λάμψη του θριάμβου στα μάτια.
   "Κοιτάξτε, αδελφοί μου. Δείτε μόνοι σας το σημάδι του".
   Εκείνοι πλησίασαν κι έσκυψαν για να δουν από κοντά. Ύστερα ανορθώθηκαν κάνοντας το σημείο του σταυρού.
   Στο δέρμα του εφηβαίου υπήρχε ένα μεγάλο μαύρο σημάδι. Ξεχώριζε καθαρά από το υπόλοιπο δέρμα, στο οποίο εισχωρούσαν μικρές μαύρες προεξοχές σαν πλοκάμια, που ξεκινούσαν από το μαύρο σημάδι.
   "Έχετε καμία αμφιβολία, αδελφοί μου, ότι αυτό που βλέπουμε είναι σημάδι του διαβόλου;" ρώτησε ο πρώτος ιεροεξεταστής.
   Φυσικά, δεν είχαν.
   Η Σαρίτα είχε αρχίσει να συνέρχεται.
   "Κάνε τη να συνέλθει γρήγορα", έδωσε εντολή ο πρώτος ιεροεξεταστής κι ο βασανιστής τσίμπησε δυνατά την κοπέλα μ' ένα αιχμηρό σίδερο στην εσωτερική επιφάνεια των μηρών. Η Σαρίτα ούρλιαξε από τον πόνο κι άνοιξε τα μάτια.
   "Είναι περιττό να συνεχίσεις να αρνείσαι ότι είσαι μάγισσα. Έχεις πάνω σου το σημάδι του διαβόλου. Ομολόγησε. Πες την αλήθεια", της είπε ο πρώτος ιεροεξεταστής.
   "Την αλήθεια είπα. Από την αρχή σάς είπα ότι δεν είμαι μάγισσα. Αλλά δε με πιστεύετε".
   "Έχεις πάνω σου το σημάδι του διαβόλου".
   "Δεν ξέρω τι είναι, μα δεν έχω το σημάδι του. Αυτό το έχω από μικρή και η μαμά μου μού είχε πει ότι όταν θα μεγαλώσω θα το κρύψουν οι τρίχες και δε θα φαίνεται".
   "Είναι σημάδι του διαβόλου και δεν μπορεί να το έχεις από μικρή. Ομολόγησε. Πες την αλήθεια και ζήτα συγχώρεση. Πες μου τώρα, έχεις προκαλέσει ποτέ κακοκαιρία με ξόρκια στο όνομα του διαβόλου, έχεις προκαλέσει αρρώστια και θάνατο σε κάποιον άνθρωπο;"
   "Όχι, χίλιες φορές όχι. Δεν είμαι μάγισσα, δεν ξέρω από ξόρκια και δεν έχω σχέση με τον διάβολο".
   "Πες μου. Σε πλησίασε ποτέ ο διάβολος με ανήθικο τρόπο και με τι όνομα σου είχε παρουσιαστεί;"
   "Ιησού Χριστέ, λυπήσου με. Τι είναι αυτά που ακούω, η δύστυχη;"
   "Έχεις δοθεί ποτέ στον διάβολο; Σε πλήρωσε; Κι αν ναι, τι έκανες τα χρήματα που σου έδωσε; Μήπως τα χρήματα μετατράπηκαν σε σκόνη που χρησιμοποίησες αργότερα σαν μαγικό φίλτρο;"
   "Όχι... όχι... όχι..."
   "Σε ρωτώ ξανά, πώς ήταν από κατασκευή το σώμα του διαβόλου και κυρίως το μόριό του; Τι αίσθηση είχες για το σπέρμα του; Ήταν καυτό ή κρύο; Είχε το κορμί του μιαν αφύσικη παγωμάρα;"
   "Τι είναι αυτά που με ρωτάτε; Εσείς, άνθρωποι του Θεού, πώς μπορείτε να με ρωτάτε τέτοια πράγματα;"
   "Ομολόγησε!"
   "Τι να ομολογήσω; Πέστε μου, τι να ομολογήσω;"
   "Σε ρωτώ: η ασέλγεια με τον διάβολο σου προκάλεσε μεγαλύτερη σαρκική ηδονή απ' ότι η συνουσία μ' έναν άντρα;"
   "Δεν έχω συνουσιαστεί ποτέ με άντρα... Ποτέ!"
   "Με τον διάβολο;"
   "Χριστέ μου, λυπήσου με..."
   "Έχεις το σημάδι του διαβόλου πάνω σου. Μήπως έχεις φέρει στον κόσμο παιδί του διαβόλου, και τι το έκανες; Μήπως το σκότωσες και παρασκεύασες από το σώμα του κάποια μαγική αλοιφή;"
   Η Σαρίτα τον κοίταζε με διάπλατα ανοιγμένα μάτια, στα οποία καθρεφτιζόταν η απόγνωση. Δεν απάντησε τούτη τη φορά. Έκλαιγε με δυνατούς λυγμούς.
   "Έχεις το σημάδι του διαβόλου στο κορμί σου. Άρα έχεις γίνει δική του. Πώς έγινε αυτό; Μήπως τού πούλησες εγγράφως την ψυχή σου; Αποποιήθηκες τον Θεό και όλους τους αγίους Του;"
   "Δεν αποποιήθηκα ποτέ τον Θεό και τον παρακαλώ να μου δείξει το έλεός Του, αφού δεν περιμένω το δικό σας. Αν είμαι αμαρτωλή, ας με βοηθήσει Εκείνος".
   "Αυτό είναι βλασφημία. Πες μου: Έχεις πάρει μέρος σε χορό μαγισσών με τον διάβολο; Έχεις πετάξει μαζί του στον αέρα;"
   "Τι είναι αυτά που ακούω, Χριστέ μου; Μήπως έχω τρελαθεί;"
   "Πες μου: Τι έκανες στον τόπο που συγκεντρώνονται οι μάγισσες για τον χορό τους; Ήταν εκεί ο κορυφαίος διάβολος; Του φίλησες τα οπίσθια;"
   Η Σαρίτα δεν κατάφερε ν' αρθρώσει λέξη, καθώς έκλαιγε με λυγμούς παρακαλώντας να τελειώσει κάποια στιγμή το μαρτύριό της, ο ιεροεξεταστής όμως ήταν ανελέητος.
   "Mήπως έκλεψες ποτέ αγιασμένη όστια από την εκκλησία και την έφερες στον τόπο όπου τελείτο ο χορός των μαγισσών; Μήπως ο διάβολος μόλυνε το ιερότερο μυστήριο;"
   "Όχι. Δεν έχω κάνει τίποτε απ' αυτά. Ακόμα κι αν με σκοτώσετε, δε θα παραδεχτώ ποτέ κάτι που δεν έκανα".
   "Ορκίστηκες στον σταυρό να πεις την αλήθεια".
   "Κάνω τίποτε άλλο όλη αυτή την ώρα; Την αλήθεια λέω".
   "Πες μου: Μήπως είδες στο χώρο όπου γινόταν ο χορός των μαγισσών κάποιους γνωστούς σου; Μήπως επιδίδονταν όλοι σε ακολασίες; Ακόμα και άντρες με άντρες και γυναίκες με γυναίκες; Μήπως ακόμα και παιδιά με ζώα;"
   "Αφού δεν είμαι μάγισσα, πώς είναι δυνατόν να γνωρίζω όσα με ρωτάτε; Και τι περιμένετε να σας πω;"
   "Περιμένω να ομολογήσεις".
   "Να ομολογήσω τι;"
   "Την αλήθεια" (2)
   Ο πρώτος ιεροεξεταστής έκανε μια κίνηση σαν να έλεγε «τελειώσαμε» και για μερικές στιγμές απόμεινε να κοιτάζει σκεφτικός την κοπέλα, που φαινόταν εξουθενωμένη ψυχικά. Είχε αρνηθεί τα πάντα, όμως εκείνος δεν μπορούσε να πάρει στα σοβαρά τις απαντήσεις που είχε δώσει στις ερωτήσεις του. Άλλωστε αδιάψευστο στοιχείο ότι έλεγε ψέματα ήταν το σημάδι του διαβόλου στο κορμί της. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να τη στείλει στην πυρά, αλλά ο πρώτος ιεροεξεταστής ήθελε να έχει και την ομολογία της. Συνεννοήθηκε μ' ένα βλέμμα με τους άλλους τέσσερις κι έδωσε εντολή στους βασανιστές να της δώσουν πίσω τα ρούχα της.
   Οι βασανιστές την έλυσαν -ο ένας της έλυσε τα χέρια κι ο άλλος τα πόδια. Το έκαναν με σβελτάδα, χωρίς να χάνουν καθόλου χρόνο. Ήταν έμπειροι και οι δύο σε τέτοιου είδους διαδικασίες και ήξεραν καλά τη σειρά που γίνονταν όλα. Ήξεραν τι θα γινόταν και, με τούτη την ξεροκέφαλη, δεν είχαν ανάγκη από περιττές οδηγίες και διευκρινίσεις. Όταν την έλυσαν, της έδωσαν να φορέσει τα ρούχα της. Εκείνη αναθάρρησε μόλις ντύθηκε.
   "Μπορώ να πάω τώρα στο σπίτι μου;" ρώτησε κοιτάζοντας τους βασανιστές της.
   "Στο σπίτι σου; Νομίζεις ότι τελείωσαν μαζί σου; Γελάστηκες. Άκου προσεκτικά, για το καλό σου. Αφού στο τέλος θα τα παραδεχτείς όλα, ομολόγησε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Δε θα σε ωφελήσει καθόλου το να εξακολουθήσεις να μην ομολογείς. Στο τέλος θα ομολογήσεις, αλλά στο μεταξύ θα έχεις γίνει σακάτισσα. Προχώρα τώρα".
   Την έβαλαν στη μέση και την οδήγησαν στη φυλακή, στο υπόγειο του κτιρίου. Μπροστά σ' ένα χαμηλό σιδερένιο πορτάκι σταμάτησαν. Ο ένας από τους βασανιστές άνοιξε το πορτάκι κι ο άλλος τής πίεσε βάναυσα το κεφάλι προς τα κάτω καθώς την έσπρωχνε βίαια μέσα στη σκοτεινή τρύπα, που για μια στιγμή φάνηκε στα μάτια της ότι οδηγούσε κατευθείαν στην κόλαση.
   Η Σαρίτα έπεσε μπρούμυτα στο έδαφος. Άκουσε την πόρτα να κλείνει τρίζοντας, άκουσε και το κλειδί που γύριζε στην κλειδαριά και την ίδια στιγμή μια απαίσια μπόχα χτύπησε τα ρουθούνια της. Ανασήκωσε το κεφάλι νιώθοντας να της έρχεται εμετός και τις πρώτες στιγμές τής φάνηκε ότι το σκοτάδι ήταν απόλυτο. Σιγά σιγά όμως τα μάτια της συνήθισαν, καθώς από ένα πολύ μικρό παραθυράκι κάπου ψηλά, κοντά στο ταβάνι, μια ασήμαντη αχτίδα φωτός εισχωρούσε στη φυλακή. Αφόρητη μπόχα γέμιζε τον αέρα, μπόχα από ανθρώπινα περιττώματα και σάπιο χόρτο, άχυρο ίσως, που ήταν σκορπισμένο στο πάτωμα, στο οποίο είχε ήδη αντιληφθεί ότι κυκλοφορούσαν αρουραίοι. Ήταν ολομόναχη μέσα σε κείνη την τρύπα της κόλασης, όπου στον αέρα πλανιόταν η απαίσια μυρωδιά του θανάτου. Κι αυτή τη μυρωδιά, αυτή την απαίσια μπόχα, δε θα μπορούσε να την αντέξει για πολύ. Αισθανόταν ότι είχε αρχίσει να τη δηλητηριάζει καθώς εισχωρούσε με τον αέρα στα πνευμόνια της, προκαλώντας της ασφυξία.
   Έφερε το ένα χέρι μπροστά στο στόμα της, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να φιλτράρει τον βρομερό αέρα μέσα από το ύφασμα του μανικιού, όμως το αποτέλεσμα ήταν χειρότερο, επειδή στο μανίκι της είχαν κολλήσει ανθρώπινα περιττώματα από τη στιγμή που οι βασανιστές την είχαν ρίξει στο πάτωμα. Της ήρθε αναγούλα κι άρχισε να κάνει εμετό στο πάτωμα, ξανά και ξανά, μέχρι που το στομάχι της άδειασε εντελώς.
   Πήγε να ανασηκωθεί από εκεί που ήταν σκυμμένη την ώρα που ξερνούσε, αλλά τα πόδια της γλίστρησαν κι έπεσε με τα μούτρα σε μια πηχτή μάζα από ανθρώπινα περιττώματα, σαπισμένο άχυρο και εμέσματα. Άρχισε ξανά να κάνει εμετό. Κάποια στιγμή την έπιασε και βήχας και κόντεψε να πνιγεί. 
   Όταν συνήλθε κάπως και μπόρεσε να στηριχτεί στα πόδια της, άρχισε μια εξερεύνηση του χώρου όπου, όπως είχε καταλάβει, θα περνούσε τη νύχτα της. Στους τοίχους, εδώ κι εκεί, υπήρχαν καρφωμένοι σιδερένιοι κρίκοι, από τους οποίους θα έδεναν, κατά πάσα πιθανότητα, τους φυλακισμένους, κρεβάτι όμως δεν υπήρχε πουθενά. Ούτε καν ένα αχυρένιο στρώμα. Μόνο σε μια μεριά, κολλητά στον τοίχο, υπήρχε ένας ξύλινος πάγκος, τόσο στενός όμως που θα ήταν εντελώς αδύνατον να ξαπλώσει κάποιος σ' αυτόν χωρίς να πέσει.
   Εντελώς αποκαμωμένη, η Σαρίτα κάθισε σ' εκείνον τον πάγκο κι άρχισε να κλαίει. Έκλαψε μέχρι που κουράστηκε, μέχρι τη στιγμή που δεν της είχε απομείνει δύναμη ούτε γι' αυτό. Και τότε άρχισε ν' αναλογίζεται πώς είχε φτάσει ως εδώ, μα και ποια μοίρα την περίμενε. Δεν έτρεφε αυταπάτες και είχε συνειδητοποιήσει ότι δε θα ξέφευγε ούτε γρήγορα ούτε εύκολα από τα νύχια τους. Άλλωστε την είχαν προειδοποιήσει και οι ίδιοι οι βασανιστές της. Στη σκέψη αυτή και στη συνακόλουθη που έκανε και που είχε σχέση με τον πατέρα της, με τον Αλφόνσο και με την αγαπημένη της συνήθεια να καλπάζει στον ανοιχτό ορίζοντα του κάμπου ανασαίνοντας τον πεντακάθαρο και δροσερό αέρα, την πήρε το παράπονο κι άρχισε πάλι να κλαίει.
   Η ώρα περνούσε, το σκοτάδι πύκνωνε σιγά σιγά ώσπου έγινε απόλυτο, καθώς από το μικρό παραθυράκι δεν εισχωρούσε πια ούτε το ελάχιστο φως. Πονούσε ανάμεσα στα πόδια, εκεί όπου οι βασανιστές είχαν κάψει τις τρίχες, και υπέφερε από αβάσταχτη δίψα. Έπρεπε να καθίσει κάπου. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν και, ψάχνοντας στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι, βρήκε τον πάγκο που είχε δει νωρίτερα κι έγειρε πάνω του με το ένα της χέρι για μαξιλάρι.
   Ξύπνησε απότομα από έναν πόνο στη γάμπα και την άλλη στιγμή ένιωσε κάτι να ανεβαίνει στο πόδι της μέσα από το φουστάνι. Άπλωσε το χέρι πάνω από το ρούχο, μα, πριν αποτελειώσει την κίνηση, κατάλαβε ότι ήταν ένα ποντίκι και, βγάζοντας μια κραυγή φόβου και αηδίας, πετάχτηκε όρθια. Τα πόδια της γλίστρησαν ξανά, πήγε να πέσει, τα κατάφερε την τελευταία στιγμή να κρατηθεί όρθια και κάθισε στον πάγκο αποφασισμένη να περάσει όλη τη νύχτα σ' αυτή τη θέση.
   Έψαυσε τη γάμπα της στο σημείο που την είχε δαγκώσει το τρωκτικό και μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι αυτό που εδώ και κάμποσες στιγμές έφτανε ως τ' αυτιά της ήταν ανθρώπινα βογκητά. Κάποιος βογκούσε κοντά της, όμως πώς ήταν δυνατόν, αφού σ' εκείνο το κελί ήταν ολομόναχη; Το βογκητό ωστόσο ακουγόταν ολοκάθαρα κι ερχόταν όχι μόνο από μία αλλά από περισσότερες μεριές. Για κάποιες στιγμές το αίμα πάγωσε στις φλέβες της, καθώς αυτό που συνέβαινε φάνταζε υπερφυσικό. Ύστερα συνειδητοποίησε ότι τα βογκητά ακούγονταν από την άλλη μεριά του τοίχου όπου ήταν ακουμπισμένος ο πάγκος, μα και πίσω από τον απέναντι τοίχο, και κατάλαβε ότι δίπλα υπήρχαν κι άλλα κελιά σαν το δικό της κι ότι η υστερική κραυγή που της είχε ξεφύγει είχε ξυπνήσει αυτούς που βρίσκονταν φυλακισμένοι εκεί μέσα. Άκουγε που βογκούσαν από πόνο και απόγνωση, κι όσο κι αν φάνταζε παράταιρο, ήταν παρηγορητική η ύπαρξη κάποιων ανθρώπινων υπάρξεων κοντά της, έστω κι αν βρίσκονταν στην ίδια τραγική θέση μ' εκείνη κι έστω κι αν δεν προσδοκούσε καμιά βοήθεια από τη μεριά τους.
   Ξάφνου, το τρίξιμο κλειδιού που γύριζε στην κλειδαρότρυπα την απέσπασε από τους μαύρους λογισμούς της και, στρέφοντας το κεφάλι, είδε την πόρτα ν' ανοίγει και μια μαυροντυμένη μορφή να περνά σκυφτή το άνοιγμα μ' ένα αναμμένο κερί στο χέρι. Ο επισκέπτης τράβηξε την πόρτα, κλείνοντάς την πίσω του, κι ύστερα σήκωσε το κερί ψηλά, στρέφοντας το κεφάλι προς τη μία και την άλλη μεριά, σαν να έψαχνε κάτι. Μόλις είδε την κοπέλα που ήταν καθισμένη στον πάγκο, άρχισε να πλησιάζει σιγά σιγά. Όταν έφτασε κοντά της και σήκωσε το κεφάλι, η Σαρίτα τον αναγνώρισε: ήταν ένας από τους ιεροεξεταστές που την ανέκριναν πριν οδηγηθεί στο κελί. Τον αναγνώρισε, αλλά δεν μπορούσε να ξέρει, επειδή κρατούσε τα μάτια κλειστά όταν στεκόταν γυμνή μπροστά τους, ότι ήταν αυτός που την πασπάτευε με την κυριολεκτική έννοια του όρου από την κορυφή ως τα νύχια, και πολύ περισσότερο στην περιοχή του στήθους, στην προσπάθειά του να διαπιστώσει αν είχε στο δέρμα της το σημάδι του διαβόλου. Ούτε είχε δει τα μάτια του να κοιτάζουν λαίμαργα το πιο απόκρυφο σημείο του κορμιού της, σαν να προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στα μυστικά βάθη του, τις στιγμές που την είχαν δεμένη στον ξύλινο πάγκο, με τα πόδια ανοιχτά και τα πέλματα προς τη μεριά των ιεροεξεταστών. Δεν είχε αντιληφθεί τίποτε απ' αυτά, ωστόσο η εμφάνισή του στο κελί τής προκάλεσε έναν φόβο ανεξέλεγκτο και άρχισε να τρέμει σύγκορμη, κάτι που δεν ξέφυγε από την προσοχή του ιεροεξεταστή.
   "Μη φοβάσαι, τέκνο μου..."
   Οι λέξεις βγήκαν με γλυκύτητα από τα χείλη του και μονομιάς επέδρασαν καταλυτικά πάνω της. Σήκωσε ένα βλέμμα επίκλησης στο πρόσωπό του.
   "Πάτερ..." Η λέξη πνίγηκε στα χείλη της από έναν λυγμό.
   "Μη φοβάσαι, τέκνο μου", ξαναείπε εκείνος και, πλησιάζοντας περισσότερο, ακούμπησε προστατευτικά το χέρι στο κεφάλι της.
   Η Σαρίτα αναθάρρησε. Έγειρε το κεφάλι ακουμπώντας το στο στήθος του κι όλη η συσσωρευμένη αγωνία τόσων ατέλειωτων ωρών ξεχύθηκε από μέσα της μ' ένα κύμα δυνατών λυγμών.
   "Θέλεις να προσευχηθούμε μαζί, τέκνο μου;" Η φωνή του είχε την ίδια πάντα γλυκύτητα.
   Η Σαρίτα σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε.
   "Ναι, πάτερ μου. Θέλω..." Έκανε μια κίνηση δείχνοντας ότι ήθελε να γονατίσει, όμως ο παπάς την κράτησε όρθια και, με το χέρι πάντα στο κεφάλι της, άρχισε να λέει ψιθυριστά τα λόγια μιας προσευχής.
   Σιγά σιγά η Σαρίτα χαλάρωσε. Άρχισε κι η ίδια να λέει μια προσευχή μέσα της.
   "Αισθάνεσαι καλύτερα τώρα, τέκνο μου;" ρώτησε ο παπάς όταν τέλειωσε η προσευχή.
   Δεν αισθανόταν καθόλου καλύτερα, όμως φοβήθηκε να το παραδεχτεί.
   "Ναι, πάτερ..."
   "Μπράβο! Προσπάθησε να χαλαρώσεις τώρα. Θα μείνω κοντά σου".
   Στέκονταν πάντα όρθιοι, πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, κι ο παπάς εξακολουθούσε να έχει την παλάμη στην κορυφή της κεφαλής της. Άρχισε να ψιθυρίζει κάποια λόγια προστατευτικά, που δεν έφταναν καθαρά στ' αυτιά της κοπέλας, κι ύστερα εκείνη αισθάνθηκε το άλλο του χέρι γύρω από τη μέση της. Εξακολουθούσε να τρέμει σύγκορμη, έστω και λιγότερο όσο περνούσε η ώρα, και θεώρησε το πέρασμα του χεριού του γύρω από τη μέση της ως μία ακόμη προστατευτική κίνηση. Σιγά σιγά ο παπάς την τράβηξε κοντά του, μέχρι που το κορμί της ακούμπησε σ' όλο το μήκος του δικού του. 
   "Τρέμεις, τέκνο μου. Μη φοβάσαι... θα φύγω μόνον όταν μου πεις ότι δε φοβάσαι πια..."
   Όση ώρα βρισκόταν απέναντί του στην αίθουσα όπου της έκαναν τις πρώτες ερωτήσεις και στην άλλη όπου την έγδυσαν, εκείνος δεν είχε μιλήσει ούτε μία φορά, η Σαρίτα όμως δεν ξεχώριζε κανέναν, όλους τούς φοβόταν το ίδιο. Τώρα που μιλούσε για πρώτη φορά μαζί του, σκεφτόταν ότι τούτος ο παπάς ήταν καλός κι είχε αρχίσει να αισθάνεται κάποια σιγουριά από την παρουσία του κοντά της. Αφέθηκε στα χέρια του χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί, και το κορμί της ακούμπησε περισσότερο στο δικό του, χωρίς να έχει καταλάβει ότι η ανάσα του εδώ και λίγες στιγμές είχε γίνει πιο κοφτή και πιο γρήγορη, σαν να είχε λαχανιάσει. Ούτε είχε αντιληφθεί την ανεπαίσθητη βραχνάδα που είχε αποκτήσει η φωνή του την τελευταία φορά που της μίλησε.
   Άξαφνα, αισθάνθηκε ότι το χέρι του μετακινήθηκε από τη μέση της κι άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω. Ακούμπησε πρώτα στους γλουτούς της, τα δάχτυλά του τους έψαυσαν πάνω από το φουστάνι, κι ύστερα πάλι άρχισε να κατεβαίνει όλο και πιο χαμηλά, ώσπου με μια απότομη κίνηση τράβηξε το φουστάνι προς τα πάνω, χώθηκε από κάτω του κι άρχισε τώρα να μετακινείται αντίθετα, προς τα πάνω, ψαχουλεύοντας το τρυφερό δέρμα των μηρών της.
   Η κοπέλα στην αρχή σάστισε, ύστερα κατάλαβε, κι ένας ανεξέλεγκτος τρόμος, χειρότερος από κάθε προηγούμενο, παρέλυσε κάθε ίνα του κορμιού της, καθιστώντας την ανίκανη και για την παραμικρή αντίδραση. Όταν όμως αισθάνθηκε το χέρι του να χώνεται ανάμεσα στους μηρούς της και τα δάχτυλά του να την ακουμπούν βάναυσα εκεί όπου της είχαν κάψει τις τρίχες, η οργή ξεπέρασε κάθε άλλο συναίσθημα, ακόμα και τον φόβο της, και, βγάζοντας μιαν άγρια κραυγή, προσπάθησε να τον απωθήσει και ν' απομακρυνθεί από κοντά του.
   Την άλλη στιγμή βρέθηκε να παλεύει άγρια μαζί του. Εκείνος όμως ήταν πολύ πιο δυνατός. Τα χείλη του είχαν κολλήσει στον λαιμό της κι έψαχναν να βρουν σαν λυσσασμένα τα δικά της, την ώρα που εκείνη έστρεφε το κεφάλι προς τη μία και την άλλη μεριά για να τον αποφύγει. Ύστερα το άλλο του χέρι χώθηκε στον λαιμό της κάτω από το φουστάνι και τα δάχτυλά του χούφτωσαν άγρια τα στήθη της, τα νύχια του την έγδαραν, όμως δεν αισθάνθηκε τον πόνο.
   Κάποια στιγμή βρέθηκε πεσμένη ανάσκελα στο πάτωμα με εκείνον από πάνω της (3).
   Ο ιεροεξεταστής σηκώθηκε από πάνω της μόνον όταν κόρεσε το κτηνώδες πάθος του. Μια στιγμή πριν βγει από το κελί, κλειδώνοντας ξανά την πόρτα πίσω του, στράφηκε στην πεσμένη ακόμη στο πάτωμα κοπέλα και την απείλησε ότι, αν άνοιγε το στόμα της, θα την έκαιγαν ζωντανή στην πυρά με χαμηλή φωτιά.
   Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω του, η Σαρίτα παρέμεινε εκεί που ήταν πεσμένη, ανάσκελα στο πάτωμα, ανίκανη ακόμα και για την παραμικρή κίνηση. Τα βογκητά από τα διπλανά κελιά δεν είχαν σταματήσει ούτε στιγμή, όμως εκείνη δεν τα άκουγε πια. Ούτε σκεφτόταν την μπόχα του δηλητηριασμένου αέρα που ανάσαινε. Ήταν ξαπλωμένη πάνω σε μια κολλώδη μάζα από ανθρώπινα περιττώματα, σαπισμένο άχυρο και εμέσματα, που κάλυπταν όλο το πάτωμα, μα δεν ήταν σε θέση ούτε να αηδιάσει, επειδή αισθανόταν περισσότερο νεκρή παρά ζωντανή, και μόνον όταν ένα ποντίκι πήγε ν' ανέβει στο κεφάλι της σηκώθηκε και κούρνιασε πάνω στον πάγκο.
   Ώρες ολόκληρες κι ατέλειωτες παρέμεινε κουλουριασμένη στην ίδια πάντα θέση, τρέμοντας από φόβο. Τα μέλη της είχαν πιαστεί από την πολύωρη ακινησία, κι όταν κάποια στιγμή θέλησε ν' αλλάξει θέση και η ματιά της έπεσε στο παραθυράκι κοντά στο ταβάνι, κατάλαβε ότι είχε ξημερώσει. Δεν ήταν σε θέση να υπολογίσει πόση ώρα είχε περάσει από εκείνη τη στιγμή κι είχε αρχίσει να την παίρνει ο ύπνος, όταν ο ήχος του κλειδιού που γύριζε πάλι στην κλειδαριά την έκανε να τιναχτεί ολόκληρη. Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας, μια σιλουέτα διαγράφηκε στο άνοιγμα και μια φωνή την κάλεσε να βγει έξω, όμως ο τρόμος είχε νεκρώσει τα μέλη της. Η φωνή ακούστηκε ξανά, πιο άγρια τούτη τη φορά, κι ύστερα αυτός που την καλούσε να βγει πέρασε μέσα βρίζοντας, κι αρπάζοντάς την από τα μαλλιά, την τράβηξε ως την πόρτα και με μια σπρωξιά την πέταξε έξω.
   Η Σαρίτα έπεσε μπρούμυτα κάτω. Όταν πήγε να σηκωθεί, αντιλήφθηκε τον δεύτερο άντρα που στεκόταν δίπλα στην πόρτα και κατάλαβε ότι ήταν αυτοί που την είχαν φέρει την προηγούμενη μέρα στο κελί: οι βασανιστές της. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες της και, καθώς αναρωτήθηκε πού θα την πήγαιναν και σε ποια μαρτύρια θα την υπέβαλλαν πάλι, ξέχασε για μια στιγμή τα χτεσινά και τη φρίκη που είχε βιώσει τη νύχτα.
   Οι βασανιστές την έβαλαν στη μέση και την οδήγησαν στην αίθουσα όπου την είχαν γδύσει και εξευτελίσει μία μέρα πριν. Πίσω από το μακρόστενο τραπέζι κάθονταν πάλι οι πέντε ιεροεξεταστές. Η κοπέλα κοίταξε μ' όσο θάρρος τής απόμενε αυτόν που καθόταν στη μέση αλλά δεν έριξε ούτε ματιά στον βιαστή της.
   "Τι θα μου κάνετε πάλι;"
   Δεν πήρε απάντηση και ρώτησε ξανά κοιτάζοντας κατάματα τον πρώτο ιεροεξεταστή: "Μπορώ να πάω σήμερα στο σπίτι μου;"
   "Χτες", άρχισε να λέει εκείνος, "ορκίστηκες στον σταυρό να πεις την αλήθεια, αλλά αρνείσαι να ομολογήσεις ότι είσαι μάγισσα. Είπες επίσης ότι δε θα είχες αντίρρηση να αποδείξεις ότι λες την αλήθεια αν σου δινόταν η ευκαιρία. Το θυμάσαι;"
   "Ασφαλώς!"
   "Μήπως είσαι έτοιμη να ομολογήσεις;"
   "Τι να ομολογήσω; Ότι είμαι μάγισσα;"
   Ο ιεροεξεταστής κούνησε καταφατικά την κεφαλή του.
   "Δε θα ομολογήσω κάτι που δεν είναι αλήθεια. Δεν είμαι μάγισσα. Αυτή είναι η μόνη αλήθεια".
   Ο ιεροεξεταστής δε δίστασε ούτε στιγμή.
   "Θα έχεις λοιπόν την ευκαιρία να αποδείξεις ότι λες την αλήθεια".
   Με τις τελευταίες λέξεις, έκανε ένα νεύμα στους δύο άντρες που στέκονταν δεξιά κι αριστερά της κοπέλας κι αμέσως ο ένας απ' αυτούς στάθηκε πίσω της και της έδεσε τα χέρια στην πλάτη. Ύστερα τα σήκωσε ελαφρά προς τα πάνω.
   Η Σαρίτα δεν περίμενε την κίνηση αυτή, ούτε είχε φανταστεί ότι θα ένιωθε πόνο. Ωστόσο ο πόνος ήταν δυνατός. Η κοπέλα έγειρε μπροστά κι ο βασανιστής σήκωσε, πολύ αργά και προσεκτικά, τα χέρια της ψηλότερα. Ο πόνος τούτη τη φορά ήταν πολύ δυνατότερος κι η Σαρίτα βόγκηξε.
   Χαμογελώντας σαν να το απολάμβανε, ο βασανιστής σήκωσε, με αργές πάντα κινήσεις, τα χέρια ακόμα πιο ψηλά και η Σαρίτα τούτη τη φορά ούρλιαξε από πόνο. Είχε την αίσθηση ότι τα χέρια θα έβγαιναν από τους ώμους της. Ο βασανιστής άφησε τα χέρια της. Ύστερα της έδειξε το σκοινί που ήταν περασμένο από την τροχαλία στο ταβάνι.
   "Θα σου δέσουν τα χέρια σ' εκείνο το σκοινί. Έτσι όπως είναι δεμένα πίσω σου θα σου τα δέσουν. Έπειτα θα σε τραβήξουν αργά αργά προς τα πάνω, ώσπου το κεφάλι σου να φτάσει στο ταβάνι. Από εκεί θα σε αφήσουν να πέσεις απότομα και θα σε σταματήσουν πάλι απότομα πριν ακουμπήσεις τα πόδια σου στο πάτωμα. Ο πόνος που ένιωσες όταν σου τράβηξα τα χέρια πάνω δεν είναι τίποτα μπροστά στον πόνο που θα νιώσεις τότε. Δεν μπορείς ούτε να τον φανταστείς. Για το καλό σου λοιπόν, ομολόγησε τώρα. Αφού στο τέλος θα τα πεις όλα, κάν' το τώρα, πριν γίνεις σακάτισσα".
   H Σαρίτα περιορίστηκε απλώς σε μια αρνητική κίνηση. Ο πρώτος ιεροεξεταστής έκανε ένα νεύμα ν' αρχίσουν κι αμέσως ο βασανιστής έδεσε τη μιαν άκρη του σκοινιού που ήταν περασμένο στην τροχαλία στα δεμένα πίσω στην πλάτη χέρια της και κράτησε την άλλη. Για μερικές στιγμές δεν έκανε καμία κίνηση. Ύστερα, με ένα απότομο τράβηγμα του σκοινιού, σήκωσε την κοπέλα τόσο που τ' ακροδάχτυλά της μόλις που άγγιζαν το πάτωμα.
   Η Σαρίτα ούρλιαξε. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος.
   "Πήρες ποτέ μέρος σε χορό μαγισσών;" τη ρώτησε ο πρώτος ιεροεξεταστής.
   "Όχι!" φώναξε μ' όλη τη δύναμή της η κοπέλα.
   Ο βασανιστής τράβηξε ξανά το σκοινί, ανεβάζοντάς την ψηλά, ώσπου το κεφάλι της ακούμπησε σχεδόν στο ταβάνι.
   "Παρασκεύασες ποτέ μαγικές αλοιφές για να προκαλέσεις κακό σε άνθρωπο;" τη ρώτησε πάλι ο πρώτος ιεροεξεταστής.
   Μισοτρελαμένη από τους πόνους, η Σαρίτα ούρλιαζε αλλά δεν απάντησε στην ερώτησή του.
   Ο βασανιστής χαλάρωσε το σκοινί κι αμέσως το ξανατράβηξε. Η Σαρίτα έπεσε απότομα δύο μέτρα κι έπειτα το σκοινί τεντώθηκε και πάλι μ' ένα τράβηγμα. Οι ώμοι της ενώθηκαν μεταξύ τους και τα ουρλιαχτά της κοπέλας δεν είχαν πια τίποτα το ανθρώπινο.
   Ανελέητος κι εντελώς ανέκφραστος, ο πρώτος ιεροεξεταστής συνέχισε την ανάκριση.
   "Ήρθες ποτέ σε σεξουαλική επαφή με τον διάβολο;"
   "Όχιιιι!"
   "Είναι αμετανόητη", είπε ο πρώτος ιεροεξεταστής χωρίς να πάρει το βλέμμα από το πρόσωπό της κι έκανε νόημα στον βασανιστή ν' αρχίσει πάλι την ίδια διαδικασία. Τούτη τη φορά η Σαρίτα λιποθύμησε κι ο βασανιστής, χαλαρώνοντας το σκοινί, την άφησε να πέσει ανάσκελα στο πάτωμα.
   Ο πρώτος ιεροεξεταστής σηκώθηκε, πήγε κοντά κι έσκυψε πάνω της μα δεν μπόρεσε να βρει ούτε ένα δάκρυ στο πρόσωπό της. Στράφηκε σ' αυτόν που, σκυμμένος πάνω στα χαρτιά του στην άκρη του τραπεζιού, κρατούσε τα πρακτικά.
   "Γράψε", του είπε, "ότι δεν έκλαψε. Γράψε ότι από τα μάτια της δεν κύλησε ούτε ένα δάκρυ. Αυτό και μόνο την καθιστά ύποπτη, πέρα από το σημάδι του διαβόλου που έχει στο κορμί της..." Ήταν γνωστό στους ιεροεξεταστές ότι οι μάγισσες τα κατάφερναν να μην κλάψουν.
   "Τα έχω γράψει όλα", είπε εκείνος.
   Ο πρώτος ιεροεξεταστής στράφηκε στους δύο βασανιστές.
   "Ξέρετε τι θα κάνετε".
   Ύστερα βγήκε με τους άλλους τέσσερις από την αίθουσα. 
   Σιγά σιγά, η Σαρίτα άρχισε να συνέρχεται βογκώντας.
   Οι βασανιστές δεν περίμεναν να συνέλθει εντελώς, άλλωστε ήξεραν ότι δεν ήταν σε θέση να περπατήσει. Την έπιασαν ένας από κάθε χέρι και, αδιαφορώντας για τα ουρλιαχτά της, την έσυραν κυριολεκτικά και την πήγαν πίσω στο κελί της. Αυτή τη φορά μπήκαν μαζί της μέσα και, τραβώντας την πάντα, την πήγαν στον ξύλινο πάγκο όπου είχε περάσει τη νύχτα της. Εκεί την ανάγκασαν να σταθεί όρθια. Ύστερα έσκυψαν πάνω στον πάγκο.
   Εξουθενωμένη από αφόρητους πόνους, η Σαρίτα τούς κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει τι ήθελαν να κάνουν. Τους είδε μόνο να ανασηκώνουν τις δύο άκρες του, αλλά δεν είδε ότι κάτω από τα κομμάτια που ανασηκώθηκαν σαν παραθυρόφυλλα υπήρχαν στο ξύλο τέσσερις ημικυκλικές εγκοπές, δύο σε κάθε άκρη.
   "Σου φτιάξαμε το κρεβάτι σου", είπαν γελώντας οι βασανιστές και την ανάγκασαν να ξαπλώσει ανάσκελα κάτω από τον πάγκο. Πέρασαν τα χέρια της στις εγκοπές της μίας άκρης και τα πόδια της στις εγκοπές της άλλης, έδεσαν μαζί τα χέρια και τα πόδια της με αλυσίδες κι ύστερα τοποθέτησαν από πάνω τα κομμάτια του ξύλου που είχαν ανασηκώσει πριν σαν να ήταν παραθυρόφυλλα.
   Ξαπλωμένη πάνω στο βρόμικο πάτωμα, με τα χέρια και τα πόδια τεντωμένα και ακινητοποιημένα σε αφύσικη στάση, μέσα σε ελάχιστα μόνο λεπτά, η Σαρίτα άρχισε να νιώθει αφόρητους πόνους και στην πλάτη. Οι πόνοι στους ώμους δεν είχαν καταλαγιάσει καθόλου κι απελπισμένη αναρωτήθηκε πόσο θα μπορούσε να αντέξει αυτό το μαρτύριο.

   Από την επομένη της σύλληψης της Σαρίτα, ο πατήρ Πάμπλο δεν είχε απουσιάσει από το σπίτι του θείου του παρά μόνο τις ώρες που βρισκόταν στην εκκλησία. Ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ είχε κρεμαστεί στην κυριολεξία πάνω του, ελπίζοντας όχι μόνο ότι θα μάθαινε τους λόγους για τους οποίους η Ιερά Εξέταση συνέλαβε την κόρη του, αλλά κυρίως ότι ο ανιψιός του θα μπορούσε να βοηθήσει να την αφήσουν να γυρίσει κοντά του, ο νεαρός ιερέας όμως δεν έτρεφε φρούδες ελπίδες. Ήξερε πολύ καλά ότι, ως προς το δεύτερο, θα ήταν ανθρωπίνως αδύνατον να επηρεάσει τους ιεροεξεταστές.
   "Δεν μπορεί να συμβαίνει τίποτε άλλο... κάτι θα είπε η Σαρίτα εκεί που σύχναζε από τότε που ήρθαμε στην πόλη... κάτι που θεώρησαν ότι στρεφόταν εναντίον τους... Έχουν μάτια και αυτιά παντού και θα το πληροφορήθηκαν... Άλλη εξήγηση δεν μπορεί να υπάρχει..." επέμενε ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ και επί τέσσερις ολόκληρες μέρες παρέμενε σταθερός σ' αυτή την άποψη.
   Την πέμπτη μέρα από τη σύλληψή της, ο πατήρ Πάμπλο τον πληροφόρησε ότι η Σαρίτα είχε συλληφθεί με την κατηγορία ότι ήταν μάγισσα! Και μέσα σε μία και μόνο στιγμή συνειδητοποίησε τη σοβαρότητα της κατάστασης στην οποία βρισκόταν ήδη η μοναχοκόρη του.
   Ο πατήρ Πάμπλο το είχε πληροφορηθεί εκείνη μόλις την ημέρα και, βλέποντας την αντίδραση του θείου του, φοβήθηκε ότι θα έμενε στον τόπο. Ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ έγινε ξαφνικά κάτωχρος. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό του, τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν τόσο που δεν μπορούσε ν' αρθρώσει λέξη και για μια στιγμή κλονίστηκε και πήγε να πέσει από εκεί που καθόταν, λες και η ζωή είχε στραγγίξει από πάνω του. Ο πατήρ Πάμπλο πετάχτηκε πάνω και τον συγκράτησε. Ύστερα βιάστηκε να του φέρει ένα ποτήρι νερό.
   "Το παιδί μου... Κατηγορούν τη Σαρίτα μου ότι είναι μάγισσα..." ήταν οι πρώτες λέξεις που ξεστόμισε και για αρκετή ώρα δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει άλλη λέξη.
   Από κοντά, ο πατήρ Πάμπλο δεν τον άφηνε ούτε στιγμή από τα μάτια του και συνειδητοποιούσε με συντριβή ότι ο χαλκέντερος εκείνος άντρας είχε λυγίσει έχοντας αποδεχτεί μέσα σε μια στιγμή την τραγική μοίρα της κόρης του. Σ' ολόκληρο το βασίλειο της Αραγωνίας μα και σ' ολόκληρη την Ισπανία ήταν γνωστό ότι οι ιεροεξεταστές δεν είχαν έλεος απέναντι σε όσους κατηγορούνταν για μαγεία.
   "Κάποιος την κατηγόρησε... Έμαθες ποιος είναι;" ρώτησε ύστερα από αρκετές στιγμές σιωπής.
   "Όχι, δεν έμαθα. Ούτε υπάρχει περίπτωση να μάθω. Είναι εντελώς αδύνατον. Η Ιερά Εξέταση καλύπτει τους καταδότες".
   "Κάποιος όμως την κατηγόρησε. Αν μπορούσα να τον πιάσω στα χέρια μου..." Η φωνή του είχε αποκτήσει ξαφνικά το μέταλλο που τη χαρακτήριζε πάντα κι ο πατήρ Πάμπλο, ακούγοντάς τον, δε διατηρούσε την παραμικρή αμφιβολία για το τι θα πάθαινε ο καταδότης έτσι κι έπεφτε στα χέρια του. Ήταν, σκέφτηκε, σαν να είχε επανέλθει μονομιάς η ζωή πάνω του. "Κάποιος την κατηγόρησε... Κι επειδή η Σαρίτα μου δεν είναι μάγισσα, είμαι βέβαιος ότι αυτός που το έκανε έχει βάλει στο μάτι την περιουσία μου!"
   O πατήρ Πάμπλο κατάλαβε τον συλλογισμό του. Η Ιερά Εξέταση δήμευε τις περιουσίες των κατηγορουμένων κι ένα μέρος απ' αυτές περνούσε στα χέρια όποιου καταδότη. Που παρέμενε ωστόσο ανώνυμος.
   "Προσφέρω ευχαρίστως όλη την περιουσία μου για να πάρω πίσω το παιδί μου".
   Τέτοια περίπτωση δεν υπήρχε. Η Ιερά Εξέταση δε δωροδοκούνταν.
   "Τώρα τι της κάνουν;"
   Ο πατήρ Πάμπλο πόνεσε βλέποντας ότι ο θείος του κρεμόταν από τα χείλη του. Ζύγισε προσεκτικά τις λέξεις πριν τις ξεστομίσει.
   "Την ανακρίνουν..." Ήξερε ότι αυτό που γινόταν ήταν δίκη κι όχι ανάκριση, αλλά απέφυγε να το πει.
   Ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ ωστόσο δεν έτρεφε αυταπάτες.
   "Γνωρίζω καλά τι σημαίνει αυτό. Τη βασανίζουν!"
   Ο πατήρ Πάμπλο θεώρησε μάταιο να εκφράσει διαφορετική άποψη.
   "Κάτι που σημαίνει ότι θα την οδηγήσουν στην πυρά..." συνέχισε ο θείος του. "Έτσι δεν κάνουν με τις μάγισσες;"
   "Όχι. Αν δεν ομολογήσουν..."
   "Τι εννοείς;"
   "Αν η γυναίκα που κατηγορείται ότι είναι μάγισσα δεν ομολογήσει, τότε δε θα την οδηγήσουν στην πυρά. Σε κάθε δίκη..." -δαγκώθηκε καθώς του ξέφυγε η λέξη- "... μάγισσας κρατούν πρακτικά. Σ' αυτά καταγράφονται όλα. Και οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις της κατηγορουμένης. Όταν λοιπόν η γυναίκα που κατηγορείται για μαγεία δεν ομολογήσει ότι είναι μάγισσα, δεν την καταδικάζουν με συνοπτικές διαδικασίες να οδηγηθεί στην πυρά. Αλλά..."
   "Πες μου, Πάμπλο, πιστεύεις ειλικρινά ότι υπάρχει άνθρωπος -και κυρίως μια αδύναμη γυναίκα- που θα μπορέσει να αντέξει μέχρι τέλους τα μαρτύρια στα οποία τον υποβάλλουν χωρίς να ομολογήσει; Χωρίς να παραδεχτεί ότι είναι αυτό που θέλουν να ακούσουν; Ειλικρινά, πες μου, πιστεύεις κάτι τέτοιο;" τον διέκοψε ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ.
   "Ναι, το πιστεύω. Ο άνθρωπος διαθέτει τεράστιες ψυχικές δυνάμεις".
   "Όχι όλοι οι άνθρωποι".
   "Αυτό είναι αλήθεια. Όχι όλοι!" αναγκάστηκε να παραδεχτεί ο ιερέας.
   Ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ ωστόσο ήταν κατηγορηματικός.
   "Κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξει ως το τέλος. Για να γλιτώσει από τα μαρτύρια, θα ομολογήσει ό,τι του ζητήσουν. Προηγουμένως όμως είχες αρχίσει να λες κάτι και σε διέκοψα".
   "Ναι. Έλεγα λοιπόν ότι δεν οδηγούν κανέναν στην πυρά αν δεν ομολογήσει, επειδή η ομολογία του πρέπει να υπάρχει στα πρακτικά της δίκης. Αλλά και δεν μπορούν να τον αφήσουν έτσι απλά να φύγει. Τότε θα είναι σαν να παραδέχονται ότι το δικαστήριο της Ιεράς Εξέτασης είχε βασανίσει..." -πάλι δαγκώθηκε με το που του ξέφυγε η λέξη- "... άδικα έναν αθώο άνθρωπο, ότι είχε κάνει λάθος, κάτι που θα αποτελούσε τρομερό σκάνδαλο, επειδή, υποτίθεται, η Ιερά Εξέταση δεν κάνει λάθη.
   "Σωστά το είπες: υποτίθεται. Τι γίνεται λοιπόν σε μια τέτοια περίπτωση;"
   "Σε μια τέτοια περίπτωση -ας πάρουμε την περίπτωση μιας γυναίκας που κατηγορείται για μαγεία χωρίς τελικά να ομολογήσει- σε μια τέτοια περίπτωση λοιπόν, συντάσσεται ένα πολυσέλιδο έγγραφο, που στη συνέχεια θα πρέπει να το υπογράψει η κατηγορουμένη και με το οποίο θα ορκίζεται πως δεν θα προσπαθήσει να πάρει εκδίκηση και ότι δέχεται να κρατήσει το Ιερό Δικαστήριο τα πρακτικά της δίκης της. Αυτό όμως σημαίνει ότι η κατηγορουμένη δεν είναι εντελώς αθώα, γι' αυτό πρέπει να βρίσκεται πάντοτε στη διάθεση του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να επαναλάβει και να συνεχίσει τη δίκη σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή στο παρόν ή στο μέλλον. Είναι όμως ελεύθερη να επιστρέψει στο σπίτι της και ίσως να γλιτώσει τη δήμευση της περιουσίας της..."
   Στο σημείο αυτό ο πατήρ Πάμπλο σταμάτησε εσκεμμένα να μιλάει. Δεν ήταν καθόλου βέβαιος αν και κατά πόσον θα μπορούσε να ξεπεράσει μια γυναίκα ψυχικά και σωματικά τα τρομερά βασανιστήρια μέσα στα μπουντρούμια της φυλακής, όπου θα μπορούσε να κρατηθεί για μέρες, μήνες ή και χρόνια. Ήταν όμως και κάτι άλλο που απασχολούσε έντονα τις σκέψεις του στην περίπτωση που η ξαδέρφη του -την οποία υπεραγαπούσε- άντεχε ως το τέλος τα μαρτύρια χωρίς να ομολογήσει -κάτι για το οποίο διατηρούσε ζωηρές αμφιβολίες και το οποίο ήθελε να κρατήσει κρυφό από τον θείο του.
   Οι άντρες και οι γυναίκες που βρίσκονταν καθ' οδόν προς την πυρά υποχρεώνονταν να φορούν ένα ένδυμα που το αποκαλούσαν sambenito. Ήταν ένα ένδυμα που είχε πάρει την ονομασία του από την ομοιότητά του με το ωμοφόριο που είχαν πρωτοφορέσει οι ιδρυτές κάποιων θρησκευτικών ταγμάτων: δύο κομμάτια ύφασμα που κρέμονταν στο στήθος και στην πλάτη και ενώνονταν στους ώμους. Εκείνοι που φορούσαν αυτό το ένδυμα καθ' οδόν προς την πυρά είχαν χάσει την αξιοπρέπειά τους και τον σεβασμό των άλλων, ήταν επονείδιστοι -γι' αυτό και για κάποιους από εκείνους ο θάνατος ίσως να ήταν ακόμα και ευπρόσδεκτος. Υπήρχαν όμως και εκείνοι που καταδικάζονταν να φορούν το ένδυμα αυτό εφ' όρου ζωής χωρίς να πρόκειται να εκτελεστούν. Κι εκείνοι είχαν επίσης απολέσει οριστικά κάθε τιμή και αξιοπρέπεια. Όσοι καταδικάζονταν να φορούν το ένδυμα αυτό προειδοποιούνταν ότι η παράλειψη να το φορέσουν βγαίνοντας από το σπίτι τους ισοδυναμούσε με πολύ σοβαρή παρανομία, η οποία τιμωρούνταν με τον ίδιο τρόπο όπως η άρνηση της μετάνοιας. Κάθε φορά που η Ιερά Εξέταση επισκεπτόταν μια πόλη ή ένα χωριό δεν παρέλειπε να παροτρύνει τους καταδότες να αναφέρουν και αυτή την παράβαση ανάμεσα στις άλλες την επόμενη φορά που θα περνούσε από τα μέρη τους. Η ντροπή γι' αυτούς που καταδικάζονταν να φορούν το ένδυμα αυτό σ' όλη τους τη ζωή διατηρούνταν και μετά τον θάνατό τους, επειδή αυτό φυλασσόταν στις τοπικές εκκλησίες με τοποθετημένη πάνω του μια ετικέτα η οποία ανέφερε το όνομα, την καταγωγή και το έγκλημα του καθενός. Δεν υπήρχε παρά ένας τρόπος να γλιτώσει μια οικογένεια απ' αυτή την ντροπή: ν' αλλάξει όνομα.
   H ψυχολογική αυτή σκληρότητα της καταστροφής της καλής φήμης μιας οικογένειας ήταν το ίδιο λογική για την Ιερά Εξέταση όσο και η φυσική σκληρότητα των βασανιστηρίων και της πυράς, αφού οι ψυχές ήταν απείρως πιο σημαντικές από τα σώματα των ανθρώπων.
   Οι σκέψεις αυτές πέρασαν από το μυαλό του ιερέα μέσα σε μια στιγμή, καθώς αναλογίστηκε όσα θα βίωνε ο θείος του βλέποντας την κόρη του καταδικασμένη να κυκλοφορεί στην πόλη με το ένδυμα της ντροπής στους ώμους της σε όλη τη διάρκεια της ζωής της και τον κόσμο να τη χλευάζει ή να αποστρέφει το πρόσωπο στο πέρασμά της. Ο υπερήφανος χαρακτήρας του δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ δε θα μπορούσε ν' αντέξει αυτή την ταπείνωση.
   "Αν μπορούσα να μάθω ποιος κατηγόρησε την κόρη μου... αν μπορούσα να πιάσω στα χέρια μου αυτόν που επινόησε ένα τόσο αποτρόπαιο ψέμα για τη Σαρίτα μου..."
   Ο πατήρ Πάμπλο κοίταζε τον θείο του καθώς πρόφερε τούτες τις λέξεις: από τα μάτια του ξεπηδούσαν φλόγες οργής και οι γροθιές του είχαν σφιχτεί τόσο δυνατά που οι κόμποι στα δάχτυλά του είχαν ασπρίσει. Ο ιερέας σκέφτηκε ότι δε θα ήταν απίθανο να είχαν χωθεί τα νύχια του μέσα στις ίδιες του τις σάρκες κι αναλογίστηκε τι θα πάθαινε ο αισχρός καταδότης έτσι και κάποια στιγμή έπεφτε στα χέρια του.
   "Μπορείς να μου εξασφαλίσεις μια άδεια να δω το παιδί μου;"
   Περίμενε ότι θα του το ζητούσε κάποια στιγμή. Ο θείος του έτρεφε την ελπίδα ότι θα τα κατάφερνε επειδή ήταν ιερέας, εκείνος όμως ήξερε ότι κάτι τέτοιο ήταν εντελώς αδύνατον. Η Ιερά Εξέταση ήταν ανυποχώρητη σε τέτοιου είδους αιτήματα.
   Ένα μήνα αργότερα, ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ χρειάστηκε να επιστρέψει για λίγες μέρες στο σπίτι που είχε στην εξοχή, κοντά στη θάλασσα.

   Πέντε μήνες μετά τη σύλληψή της από την Ιερά Εξέταση, ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ εξακολουθούσε να ελπίζει ότι κάποια στιγμή θα ξανάβλεπε τη Σαρίτα του. Την απελπισία των πρώτων ημερών είχε διαδεχτεί η ελπίδα και σ' αυτό είχε συμβάλει αποτελεσματικά ο πατήρ Πάμπλο.
   "Είναι βέβαιο", επέμενε ο ιερωμένος, "ότι η Σαρίτα δεν έχει παραδεχτεί..." -απέφυγε να χρησιμοποιήσει τις λέξεις «να ομολογήσει»- "... ότι είναι μάγισσα, επειδή, αν το είχε κάνει, θα την είχαν οδηγήσει ήδη στην πυρά. Από τη στιγμή λοιπόν που δεν το παραδέχεται, δεν μπορούν να την κρατούν επ' άπειρον. Θα την αφήσουν ύστερα από τη διαδικασία που σας έχω πει, αλλά βέβαια θα είναι αναγκασμένη να κυκλοφορεί φορώντας το sambenito και θα υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να την καλέσουν ξανά για ανάκριση".
   Ας την αφήσουν να επιστρέψει κι ας φοράει το sambenito, σκεφτόταν ο δον Αλεχάντρο ακούγοντάς τον. Είχε αποδεχτεί ακόμα κι αυτόν τον εξευτελισμό, αρκεί να έβλεπε ξανά το παιδί του, άλλωστε σε μία τέτοια περίπτωση δε θα καθόταν με σταυρωμένα χέρια. Ό,τι περνούσε από το χέρι του θα έκανε για να την απαλλάξει απ' αυτό το όνειδος. Θα μπορούσε ακόμα και ν' αλλάξει όνομα και να φύγουν από την Ισπανία, όμως... Όμως η σκέψη του σταματούσε όταν προσπαθούσε να φανταστεί σε ποια κατάσταση θα ήταν η κόρη του όταν -και εάν τελικά- την άφηναν ελεύθερη. Ήξερε ότι τα μαρτύρια στα οποία υπέβαλλε η Ιερά Εξέταση τους κρατουμένους ήταν απάνθρωπα και πολλοί απ' όσους δεν καίγονταν στην πυρά παρέμεναν σακάτηδες ή παραμορφωμένοι για το υπόλοιπο της ζωής τους.
   "Πολλές φορές σκέφτομαι", έλεγε στον ανιψιό του, "ότι ένας τύραννος κυβερνήτης είναι καλύτερος από έναν ιεροεξεταστή. Η σκληρότητα του τυράννου μπορεί να χαλαρώσει κάποιες φορές, όμως ο ιεροεξεταστής, που εκλαμβάνει την ίδια του την απανθρωπιά, τη δίψα του για εξουσία και την επιθυμία του να εμπνέει τον φόβο στους άλλους ως φωνή Θεού, θα μας βασανίζει επ' άπειρον και δε θα μάθει ποτέ τι σημαίνει η λέξη «έλεος». Αναρωτιέμαι, Πάμπλο, τι είναι στην πραγματικότητα οι ιεροεξεταστές. Είναι άνθρωποι που νιώθουν απέραντη ικανοποίηση με το να προκαλούν αβάσταχτο πόνο σε συνανθρώπους τους ή μήπως είναι ακόμα και ψυχοπαθείς;"
   "Μπορεί να συμβαίνει το ένα ή το άλλο ή και τα δύο μαζί", παραδέχτηκε ο πατήρ Πάμπλο. "Δεν αποκλείω τίποτα, αφού ο ιεροεξεταστής βασανίζει τον συνάνθρωπο με τις επιδοκιμασίες της ίδιας του της συνείδησης, ενώ οι ορθές παρορμήσεις του τού φαίνονται σαν δοκιμασίες του Σατανά. Αλλά πιστεύω ότι μάλλον είναι ειλικρινείς και ανησυχούν πραγματικά για τις ψυχές των αιρετικών και των μάγων, μα και για τις ψυχές όσων κινδυνεύουν να μολυνθούν από την αίρεση ή από τη μαγεία. Επομένως μπορούν να δικαιολογήσουν κάθε επίγεια ωμότητα, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι προτιμότερη από την αιώνια οδύνη στις φωτιές της κόλασης". Έμεινε για λίγο σιωπηλός, κοιτάζοντας τον δον Αλεχάντρο. "Πρόκειται δηλαδή, θείε μου, για μια απλή, απλούστατη επιλογή: παράδεισος ή κόλαση. Είμαι βέβαιος ότι ο Τορκεμάδα και οι άλλοι ιεροεξεταστές πιστεύουν βαθύτατα πως ό,τι κάνουν το κάνουν για το καλό των άλλων. Είναι απολύτως βέβαιοι επ' αυτού. Γι' αυτό δεν έχουν έλεος και γι' αυτό η Ιερά Εξέταση είναι τόσο τρομερή".
   "Ο Τορκεμάδα... Ο μέγας ιεροεξεταστής... Μη μου μιλάς γι' αυτόν. Είναι ένα τέρας, ένας άνθρωπος με φαυλότητα ισοδύναμη ενός Νέρωνα!" Ο δον Αλεχάντρο πρόφερε με περιφρόνηση τούτες τις λέξεις. "Είναι και εξομολογητής της βασίλισσας, της Ισαβέλας... και του βασιλιά Φερδινάνδου..."
   "Ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλα, θείε μου, στηρίζουν τον Τορκεμάδα όχι μόνο επειδή είναι ο εξομολογητής τους αλλά και επειδή θεωρούν ότι είναι γεννημένος για να κατέχει τον ρόλο του μεγάλου ιεροεξεταστή, με τις ευλογίες του οποίου η Ιερά Εξέταση προβαίνει σε κατάσχεση των περιουσιών των κατηγορουμένων, πράγμα που γεμίζει τα βασιλικά θησαυροφυλάκια. Και μόνο το άκουσμα του ονόματός του προκαλεί ανατριχίλα στον κόσμο, επειδή το επίθετό του συνδυάζει τα δύο στοιχεία που στην κοινή συνείδηση σχετίζονται περισσότερο με την Ιερά Εξέταση: τα βασανιστήρια και την πυρά".
   Πράγματι, το πρώτο συνθετικό του ονόματος του Τορκεμάδα, το «τόρκε», προερχόταν από το λατινικό ρήμα «torquere», που σημαίνει συστρέφω, λυγίζω και, μεταφορικά, βασανίζω. Το δεύτερό του συνθετικό, το «κεμάδα», σημαίνει καμένη, από το ισπανικό ρήμα «quemar», καίω.
   "Και να σκεφτεί κανείς ότι στις φλέβες αυτουνού του μεγάλου διώκτη των Εβραίων και των αιρετικών κυλάει εβραϊκό αίμα!" είπε ο δον Αλεχάντρο.
   Ελάχιστοι ήταν αυτοί που γνώριζαν ότι ο παππούς του είχε παντρευτεί μια εκχριστιανισθείσα Εβραία πρώτης γενιάς.
   Ο πατήρ Πάμπλο έμεινε σιωπηλός. Έτρεμε και μόνο στο άκουσμα του ονόματος του Τορκεμάδα κι ας ήταν ιερωμένος κι ο ίδιος. Κατά βάθος πίστευε ότι οι ιεροεξεταστές αποκόμιζαν κάποιου είδους ηδονή από τις πράξεις τους κι αναρωτιόταν πώς μπορούσαν οι οπαδοί ενός ενσαρκωμένου Θεού ο οποίος κήρυττε «αγαπάτε τους εχθρούς υμών» να συνεχίζουν να προκαλούν τέτοιο πόνο σ' ένα αδύναμο θύμα, παρά τις συνεχείς κι επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις του για έλεος. Στη συνείδησή του ο Τορκεμάδα ήταν ο χειρότερος από όλους. Από πολύ νωρίς έγινε διάσημος για την ευρυμάθειά του. Ήταν φανατικός χορτοφάγος, φορούσε κατάσαρκα ένα πουκάμισο από τραχύ, ακατέργαστο μαλλί και ήταν βαθιά προληπτικός. Βαθιά καχύποπτος επίσης, δεν εμπιστευόταν κανέναν, κι όταν έτρωγε, είχε πάντα δίπλα του ένα αντίδοτο, ως προστασία από κάποιο δηλητήριο που ίσως έβαζαν στο φαγητό του. Ο πατήρ Πάμπλο έτρεμε στην ιδέα ότι η ξαδέλφη του βρισκόταν τώρα κάτω από την απόλυτη εξουσία ενός ανθρώπου σαν τον Τορκεμάδα, ο οποίος ήταν φανατικός διώκτης των κρυπτοεβραίων, όπως και κάθε αιρετικού και κάθε ανθρώπου που είχε σχέση με τη μαγεία. Γι' αυτό και κάποιες σκέψεις του τις κρατούσε κρυφές από τον θείο του. 
   Για την Ιερά Εξέταση του Τορκεμάδα, ο μεγαλύτερος εχθρός της χριστιανικής πίστης δεν ήταν οι άπιστοι, όπως οι Εβραίοι και οι μουσουλμάνοι, αλλά κάτι χειρότερο: οι αιρετικοί και οι μάγισσες. Για τους απίστους η Εκκλησία δεχόταν ότι επρόκειτο για ανθρώπους που είχαν ξεκινήσει μακριά από την αλήθεια αλλά μπορούσαν ίσως να πεισθούν και τελικά να την ασπαστούν. Με τους αιρετικούς όμως ήταν αμείλικτη. Οι αιρετικοί είχαν ως αφετηρία τους την αλήθεια, είχαν παρεκκλίνει όμως από την πορεία τους και είχαν απομακρυνθεί απ' αυτή. Συνεπώς ήταν οι πιο επικίνδυνοι απ' όλους, επειδή μπορούσαν να πείσουν και άλλους να παρεκκλίνουν από την αλήθεια και να τους ακολουθήσουν. Ήταν επιβεβλημένο λοιπόν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, ώστε να μη μολύνουν περισσότερους με την αίρεσή τους. Το να μεταπειστούν ν' απαρνηθούν την αίρεσή τους ήταν αδύνατον. Το μήνυμα του μεγάλου ιεροεξεταστή και της Ιεράς Εξέτασης ήταν σαφέστατο: ο δρόμος που οδηγεί στον αληθινό Θεό είναι ένας και μοναδικός και όσοι παρεκκλίνουν απ' αυτόν τιμωρούνται με θάνατο. Η εντολή προς τα μέλη της ήταν το ίδιο σαφής: να έχετε παντού και πάντοτε ανοιχτά τα μάτια και τ' αυτιά σας επειδή παντού υπάρχουν αιρετικοί και μάγισσες που έχουν συμμαχήσει με τον διάβολο και πολεμήστε τη φωτιά της αίρεσης και της μαγείας με τη φωτιά της ιεροσύνης! Γι' αυτό τον λόγο βασάνιζαν φρικτά τους αιρετικούς και τις μάγισσες και τελικά τούς οδηγούσαν στην πυρά, αλλά και προέτρεπαν τον κόσμο να παρακολουθήσει την καύση.
   Η «πράξη πίστεως», δηλαδή η εκτέλεση στην πυρά, δεν ήταν παρά μία ανάμεσα στις πολλές φρικτές μεθόδους που χρησιμοποιούσε η Ιερά Εξέταση, ήταν όμως η πιο εντυπωσιακή, εκείνη που τραβούσε πιο εύκολα την προσοχή και αποτελούσε ένα πρώτης τάξεως τρομακτικό θέαμα, το οποίο συμβόλιζε τις φωτιές της κόλασης που περίμεναν τους αμαρτωλούς, ενώ παράλληλα τόνιζε την επίγεια εξουσία της Εκκλησίας. Ωστόσο δεν πέθαιναν όλοι οι καταδικασμένοι από τη φωτιά. Όσοι μετανοούσαν πριν από την εκτέλεση της ποινής κέρδιζαν το μεγάλο προνόμιο ενός ευσπλαχνικού θανάτου με στραγγαλισμό πριν προλάβουν να τυλιχτούν στις φλόγες.
   "Θείε, το σπίτι σας τελικά στη Βαλένθια..."
   "Μου το άρπαξε η Ιερά Εξέταση, με την αιτιολογία ότι το ένα από τα δύο σπίτια ανήκε στη Σαρίτα μου".
   Αποτελούσε συνηθισμένη πρακτική: Η Ιερά Εξέταση άρπαζε τις περιουσίες όχι μόνο των καταδικασμένων αλλά και των κατηγορουμένων. Δεν ήταν ανάγκη να αποδειχτεί η ενοχή των αντρών και των γυναικών που κατηγορούνταν για να χάσουν τις περιουσίες τους και να καταστραφούν οικονομικά εφ' όρου ζωής. Κι όπως ήταν επόμενο, στην ίδια την Ιερά Εξέταση παρέμενε η μερίδα του λέοντος, ενώ ο όποιος καταδότης μπορούσε να ελπίζει στην απόκτηση ενός μεριδίου της περιουσίας του κατηγορουμένου.
   "Ας ξαναδώ το παιδί μου... ας το δω να είναι καλά... και δε νοιάζομαι για το σπίτι που μου άρπαξαν..." επανέλαβε ο δον Αλεχάντρο.

   Όλη τη νύχτα ο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ τριγύριζε άσκοπα στον κάμπο πίσω από το σπίτι του. Συνήθως έβγαινε καβάλα στο άλογο, τούτη τη νύχτα όμως ήθελε να περπατήσει. Είχε ξημερώσει από ώρα και δεν αποφάσιζε να γυρίσει πίσω. Κι όμως, δεν του έμενε τίποτ' άλλο να κάνει. Τίποτ' άλλο εκτός από το να συλλογίζεται, κι αυτό ήταν πιο εύκολο να γίνεται στην ανοιχτωσιά του κάμπου παρά μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, όπου σε κάθε σπιθαμή του χώρου κυριαρχούσε η παρουσία της Σαρίτα του. Κι αυτό τον πονούσε αβάσταχτα, επειδή εκεί η θύμησή της γινόταν πιο έντονη και περισσότερο ζωντανή απ' οπουδήποτε αλλού.
   "Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος να φέρω πίσω τη Σαρίτα μου... να φέρω κοντά μου το κορίτσι μου... δε γίνεται να μην υπάρχει κάποιος τρόπος..." Είχε μιλήσει δυνατά, όπως έκανε τώρα τελευταία κάθε φορά που βρισκόταν έξω από το σπίτι. Ήθελε ν' ακούει τα λόγια του, σε μιαν απέλπιδα προσπάθεια να πείσει τον εαυτό του ότι αυτό που επιθυμούσε ήταν μπορετό να γίνει. Είχε κάνει πολλές προσπάθειες με ανθρώπους που ήλπιζε ότι θα μπορούσαν να επηρεάσουν την Ιερά Εξέταση, προσπάθειες που είχαν αποβεί άκαρπες. Και είχε στηρίξει, αρχικά τουλάχιστον, πολλές ελπίδες στον πατέρα Πάμπλο, ωστόσο απ' αυτόν δεν μπόρεσε να μάθει ούτε καν σε ποια κατάσταση βρισκόταν η κόρη του. Όμως, αν μπορούσε να συναντήσει τον ίδιο τον μέγα ιεροεξεταστή; Τον ίδιο τον Τορκεμάδα; Τη μία στιγμή το σκεφτόταν και την άλλη έλεγε ότι, έπειτα απ' όσα είχε ακούσει γι' αυτόν, ήταν πέρα για πέρα ανέφικτο να έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα μια συνάντηση μαζί του.
   Την ώρα που περπατούσε στον κάμπο μια ξαφνική μπόρα τον έκανε μούσκεμα, αλλά έπειτα από τόσες ώρες τα ρούχα είχαν στεγνώσει πάνω του. Προχωρώντας μες στις λάσπες, έφτασε στην εξώπορτα του σπιτιού του και με παγωμένα δάχτυλα τράβηξε την αλυσίδα, ανοίγοντάς τη. Ο ανιψιός του, ο πατήρ Πάμπλο, φάνηκε στην κύρια είσοδο με ανήσυχη έκφραση.
   "Θείε... ανησύχησα... μου είπαν ότι λείπατε όλη τη νύχτα και με τέτοιο καιρό δεν ήξερα τι να υποθέσω..." είπε, κι ο δον Αλεχάντρο κατανόησε τους λόγους της ανησυχίας του. Είχε βρέξει μόνο μία φορά, όμως ο ουρανός ήταν βαρύς και το κρύο τσουχτερό.
   "Βγήκα να περπατήσω. Ξεχάστηκα, παρασύρθηκα από τις σκέψεις μου, κι αυτό ήταν... Πέρασε η ώρα..." 
   "Ποια ώρα; Μια ολόκληρη νύχτα, θείε μου".
   Ήθελε να του πει ότι δεν ήταν καιρός για ολονύχτιους περιπάτους στον κάμπο, και μάλιστα για έναν άνθρωπο της ηλικίας του, αλλά το απέφυγε. Δεκέμβρης μήνας, λιγότερο από δέκα μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, χειμώνας άγριος. Το κρύο και η υγρασία περόνιαζαν τα κόκαλα, ωστόσο ο νεαρός παπάς καταλάβαινε ότι, όσο πλησίαζαν οι άγιες μέρες των Χριστουγέννων, το σπίτι δε χωρούσε τον θείο του. Τον παρατηρούσε που καθόταν κοντά στο τζάκι με μια κούπα μυρωδάτο τσάι, που άχνιζε ακόμη, να προσπαθεί να ζεσταθεί, και σκεφτόταν ότι θα είχε ξυλιάσει τη νύχτα. Τον έβλεπε κουρασμένο. Κι άλλες φορές στη ζωή του τον είχε δει πολύ κουρασμένο, μα ποτέ έτσι όπως τον έβλεπε τώρα. Σ' όλες τις άλλες περιπτώσεις, η κούρασή του ήταν σωματική, αποτέλεσμα σκληρής και πολύωρης δουλειάς, τούτη τη φορά όμως τα πράγματα ήταν χειρότερα, επειδή η κούραση ήταν ψυχική. Σ' όλες τις άλλες περιπτώσεις, συνερχόταν γρήγορα, αλλά ήταν αλήθεια ότι ποτέ ως τώρα δεν του είχε συμβεί τόσο μεγάλο κακό. Και ήταν η πρώτη φορά που είχαν φανεί τα χρόνια του. Ο πατήρ Πάμπλο σκεφτόταν με συντριβή ότι ο θείος του είχε γεράσει μέσα σε λίγους μήνες.
   Θεέ μου, σκέφτηκε, αν συνεχίσει έτσι, θα πεθάνει.
   Ήταν μεγάλος στα χρόνια, μα ως τώρα ο παπάς δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι ο θείος του ήταν τόσο κοντά στον θάνατο. Ήταν πάντα τόσο δυνατός και δεν είχε αρρωστήσει ούτε μία φορά στη ζωή του. Μέχρι πριν από λίγους μήνες, τον έβλεπε να πηδάει στη ράχη του αλόγου του και να καλπάζει όπως έκανε πριν από είκοσι τουλάχιστον χρόνια, ενώ τώρα κουραζόταν και μόνο από την προσπάθεια που κατέβαλλε ν' ανεβαίνει στο άλογο.
   Θεέ μου, βοήθησέ τον, προσευχήθηκε μέσα του ο παπάς.
   Ο δον Αλεχάντρο ήταν αδελφός του πατέρα του και τον είχε μεγαλώσει ο ίδιος επειδή ο ανιψιός του είχε μείνει ορφανός σε μικρή ηλικία. Τον αγαπούσε σαν γιο του κι ο πατήρ Πάμπλο είχε ζήσει την πάλη και την αγωνία του θείου του στην προσπάθεια που έκανε για να πάρει στα χέρια του τα χαλινάρια της δύναμης χωρίς να φροντίζει ιδιαίτερα για τη σωτηρία της ψυχής του -μια σκέψη που στριφογύριζε τυραννικά μες στο μυαλό του νεαρού ιερωμένου.
   Τώρα ο δον Αλεχάντρο, ο θείος του, φαινόταν κουρασμένος. Πολύ κουρασμένος...
   Θεέ μου, αν συνεχίσει έτσι, θα πεθάνει, σκέφτηκε ξανά κι αναρωτήθηκε αν υπήρχε άνθρωπος που θα μπορούσε να αντέξει μια δυστυχία σαν αυτή που βίωνε τώρα ο θείος του. Η Σαρίτα ήταν γι' αυτόν το φως και η χαρά της ζωής του κι η μεγαλύτερη ευτυχία του. Τώρα υπέφερε φρικτά, επειδή όχι μόνο τού την είχαν αρπάξει άδικα μέσα από τα χέρια του, αλλά και επειδή ήταν βέβαιος ότι θα την υπέβαλλαν σε βασανιστήρια για να την κάνουν να ομολογήσει ότι ήταν κάτι που υπήρχε μόνο στην αρρωστημένη φαντασία τους. Στη σκέψη αυτή, ο πατήρ Πάμπλο αναστέναξε με ανακούφιση, επειδή ο θείος του δε γνώριζε σε πόσα και σε τι είδους μαρτύρια ήταν ικανοί να υποβάλουν οι ιεροεξεταστές έναν άνθρωπο που είχε κατηγορηθεί ως αιρετικός ή μάγος. Μαρτύρια σωματικά και ψυχολογικά, επειδή οι βασανιστές της Ιεράς Εξέτασης δεν επιτίθεντο μόνο στα σώματα των θυμάτων τους αλλά και στις ψυχές τους. Με απίστευτη αναλγησία πληροφορούσαν αυτόν που βασάνιζαν: "Ο πόνος από τα βασανιστήρια στα οποία σε υποβάλλουμε δεν είναι τίποτε απολύτως. Δεν είναι παρά ο ψίθυρος του ανέμου, το άρωμα του ανθού, το άγγιγμα του μεταξιού, σε σύγκριση με όσα σε περιμένουν εάν δεν μετανοήσεις κι αν δεν πεις την αλήθεια. Ο πόνος που νιώθεις τώρα δεν αποτελεί πρόγευση της κόλασης, ούτε καν πρόγευση της πρόγευσης. Είναι κάτι απείρως μικρότερο. Κι αν δεν το πιστεύεις αυτό, αν νομίζεις πως έφτασες στα όρια της αντοχής σου, τότε εμείς θα σε πείσουμε ότι κάνεις λάθος. Θα σε ανεβάσουμε ξανά με το σκοινί της τροχαλίας και θα σε αφήσουμε να πέσεις γι' άλλη μια φορά απότομα στη στοργική αγκαλιά της Μητέρας Εκκλησίας. Ή θα σε κατεβάσουμε αργά αργά και θα σε λύσουμε προσεκτικά κι έπειτα θα σε πάμε πίσω στο κελί σου, ψιθυρίζοντας στα πονεμένα σου αυτιά ότι αύριο θα ξαναρχίσουμε από την αρχή. Ή, για να μη χάνουμε χρόνο, ας ξεκινήσουμε εδώ, αυτή τη στιγμή, ένα νέο βασανιστήριο. Προσέξαμε την ακατανίκητη επιθυμία σου για αέρα. Ανάμεσα στα ουρλιαχτά σου έπαιρνες απότομες βαθιές ανάσες προσπαθώντας να κρατήσεις μακριά το κύμα του πόνου με τους πνεύμονές σου. Εμείς οι ταπεινοί υπηρέτες της Μητέρας Εκκλησίας σού λέμε ότι, αφού μάς αντιστέκεσαι με την ανάσα σου, θα πρέπει κι εμείς να χρησιμοποιήσουμε το ίδιο αυτό όπλο".
   Κι αυτό έκαναν, χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι λεπτού υφάσματος που το έβαζαν μέσα στο στόμα του θύματος και το πίεζαν μέχρι να φρακάρει. Στη συνέχεια το έβρεχαν αργά και με μεγάλη προσοχή με νερό. Επρόκειτο για έναν ακόμα εξαιρετικά απλό και αποτελεσματικό τρόπο πρόκλησης μεγάλης οδύνης.
   Ο πατήρ Πάμπλο γνώριζε ότι το βασανιστήριο αυτό δεν άφηνε αναπηρίες, παρόλο που μπορούσε να προκαλέσει σοβαρό τραυματισμό στη στοματική κοιλότητα και στο φάρυγγα, είχε όμως μιαν άλλη ιδιότητα, που έλειπε από άλλα μαρτύρια, επειδή ενέπνεε στα θύματα τον φόβο του θανάτου. Το νερό που χυνόταν στο πρόσωπο του θύματος μούσκευε το πανί που του έφραζε το στόμα, δημιουργώντας του την αίσθηση ότι θα πνιγόταν. Οι βασανιστές που έχυναν το νερό έφερναν το θύμα στα όρια της ασφυξίας, έπειτα σταματούσαν και του επέτρεπαν να συνέλθει, για να επαναλάβουν ξανά το ίδιο, φέρνοντάς το ξανά στα όρια της ασφυξίας, και πάλι το ίδιο, ξανά και ξανά, ώσπου να μάθει δύο απλά πράγματα: να μη θεωρεί ποτέ ξανά την ανάσα κάτι δεδομένο και να μη φανταστεί ποτέ ότι δεν υπάρχει μοίρα χειρότερη από τον θάνατο, επειδή υπάρχουν μοίρες τόσο φρικιαστικά χειρότερες, ώστε, για να γλιτώσει κανείς απ' αυτές, μπορεί να ριχτεί στο θάνατο με χαρά. Τη στιγμή που αφαιρούσαν με βίαιο τρόπο το βρεγμένο ύφασμα από το στόμα του θύματος στο τέλος μιας διδικασίας βασανισμού -ή απλώς όταν την ανέστελλαν για λίγο- μπορούσαν να προκαλέσουν τραυματισμό και αιμορραγία στο στόμα, πράγμα που έκανε πιο επικίνδυνο το βασανιστήριο όταν επαναλαμβανόταν.
   "Αν έβρισκα τρόπο να τον πλησιάσω... να μιλήσω μαζί του... Θα μπορούσα ίσως..."
   Η φωνή του θείου του διέκοψε τους λογισμούς του ιερωμένου. Άκουσε τι είπε αλλά δεν κατάλαβε ποιον εννοούσε ότι ήθελε να συναντήσει.
   "Ποιον;"
   "Τον μέγα ιεροεξεταστή..."
   Ο ιερωμένος δεν πίστευε στ' αυτιά του.
   "Τον Τορκεμάδα;"
   "Ναι. Αυτόν".
   "Γιατί;" ρώτησε αβέβαια.
   "Επειδή έχω σκεφτεί όλους τους τρόπους για να σώσω τη Σαρίτα μου, όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους, και, ξέρω ότι δεν μπορούν να πετύχουν... Αν λοιπόν..." φάνηκε να διστάζει "... αν, λέω, τα κατάφερνα να συναντηθώ μαζί του για μία ώρα, θα μπορούσα ίσως να του δώσω μια μεγάλη ποσότητα... έναν πολύ μεγάλο αριθμό χρυσών νομισμάτων..."
   Ο ιερωμένος τον διέκοψε.
   "Δε νομίζω, θείε μου, ότι θα μπορούσε να δωροδοκηθεί ο Τορκεμάδα".
   "Μην το λες. Καθένας μπορεί να δωροδοκηθεί. Το ποσόν είναι αυτό που διαφέρει σε κάθε περίπτωση. Κι εγώ είμαι πρόθυμος να δώσω ό,τι έχω..."
   "Όχι, θείε μου. Να σας πω εγώ τι θα γίνει αν συναντήσετε τον μέγα ιεροεξεταστή -πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο κατά τη γνώμη μου. Θα πάρει τον χρυσό που θα του δώσετε λέγοντάς σας ότι θα τον διαθέσει για τις ανάγκες της Εκκλησίας και θα σας διαβεβαιώσει ότι θα προσευχηθεί να δώσει ο Θεός δύναμη στη Σαρίτα. Τίποτ' άλλο".
   Είδε την απογοήτευση στο πρόσωπο του δον Αλεχάντρο.
   "Τίποτ' άλλο;" ρώτησε με τρεμάμενα χείλη.
   "Τίποτ' άλλο, θείε μου. Ξέρω πολύ καλά τι σας λέω".
   Πέρασε πολύ ώρα χωρίς ο δον Αλεχάντρο να μπορέσει ν' αρθρώσει λέξη.
   "Δεν υπάρχει άλλη λύση εκτός απ' αυτή", είπε ύστερα.
   "Δεν είναι λύση αυτή, θείε μου".
   Όχι, δεν έπρεπε να τον αφήνει να κάνει τέτοιες σκέψεις. Ήταν εντελώς άσκοπο να βάζει με τον νου του πράγματα που δε γίνονταν, όμως καταλάβαινε ότι ο θείος του στήριζε πολλές ελπίδες πάνω του, λόγω του σχήματός του. Αλλά τι να του έλεγε; Πώς θα μπορούσε να τον πείσει ότι ο Τορκεμάδα ήταν ένας φανατικός, γνωστός για την εξυπνάδα και την ευσέβειά του, αλλά ένας φανατικός; Ένας φανατικός που πίστευε ότι οι μάγισσες προκαλούσαν κατακλυσμούς, θανάτους ανθρώπων και ζώων και καταστροφές καλλιεργειών. Και το πίστευε μ' όλη τη δύναμη της ψυχής του. Τι θα μπορούσες να περιμένεις από έναν τέτοιο άνθρωπο, που οι πεποιθήσεις του ξεπερνούσαν τα όρια της ανθρώπινης λογικής; Πώς θα μπορούσε να καταλάβει τον πόνο και την αγωνία σου ένας άνθρωπος σαν τον μέγα ιεροεξεταστή, που πίστευε ότι βρισκόταν ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο, σε χαμηλότερη θέση από τον Θεό αλλά σε υψηλότερη από τον άνθρωπο, κριτής όλων των ανθρώπων, ο οποίος δεν μπορούσε να κριθεί από κανέναν; Καταλάβαινε, το έβλεπε ότι ο θείος του ήταν απελπισμένος, έπρεπε όμως να πεισθεί ότι δε θα είχε να προσδοκά τίποτε απολύτως από μια συνάντηση με τον μέγα ιεροεξεταστή, επειδή τότε η απογοήτευση και η συντριβή του θα ήταν ασυγκρίτως μεγαλύτερες.
   Την ώρα που έκανε αυτές τις σκέψεις παρατηρούσε τον θείο του και είδε σταγόνες ιδρώτα ν' αναβλύζουν στο μέτωπό του, είδε το ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα του πελώριου κορμιού του κι άκουσε τον ξερό ήχο που έκαναν τα δάχτυλά του καθώς χτυπούσε νευρικά το ξύλινο μπράτσο του καθίσματός του. Η συμπόνια για τον μέχρι πριν από λίγους μήνες αγέρωχο θείο του, τον χαλκέντερο δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ, πλημμύρισε τη σκέψη του, καλύπτοντας κάθε άλλο συναίσθημα. Άξαφνα, πρόσεξε την προσπάθεια που έκαναν τα τρεμάμενα χείλη του να σχηματίσουν την τρομερή ερώτηση.
   "Πάμπλο, πες μου την αλήθεια, σε παρακαλώ. Έχεις δει ποτέ σε ποια κατάσταση βρίσκεται ο άνθρωπος που αφήνει προσωρινά ελεύθερο η Ιερά Εξέταση επειδή, όπως είπες, δεν τον καταδικάζει αν δεν ομολογήσει; Και τον οποίο μπορεί να καλέσουν ξανά, ανά πάσα στιγμή, για ανάκριση, υποχρεώνοντάς τον να φοράει μέχρι τότε το sambenito; Εννοώ, έχεις δει πώς είναι από σωματικής και ψυχικής πλευράς ύστερα από όσα είναι σίγουρο ότι θα έχει υποστεί ευρισκόμενος στα χέρια τους;"
   Δεν είχε δει ποτέ κανέναν απ' αυτούς, αλλά τι να του απαντήσει; Τι να του πει; Ότι θα ξανάβλεπε τη Σαρίτα έτσι όπως ήταν τότε που η πόρτα του κτιρίου της Αγίας Έδρας είχε κλείσει πίσω της; Έτσι όπως ήταν την τελευταία μέρα που είχε κοιμηθεί στο κρεβάτι της στο σπίτι τους στην πόλη; Έτσι όπως τη θυμόταν πάντα; Αν του έλεγε την αλήθεια, θα έπρεπε να του πει ότι ποτέ δε θα ξανάβλεπε την κόρη του έτσι όπως ήταν πάντα -αν φυσικά την ξανάβλεπε. Από ψυχολογικής τουλάχιστον πλευράς, θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να τα καταφέρει η κοπέλα να βρει ξανά την ψυχική της ισορροπία. Από σωματικής... Από πλευράς εμφάνισης... Ο πατήρ Πάμπλο δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται πώς μπορούσε να έχει καταντήσει η πανέμορφη ξαδέλφη του.
   "Όχι, θείε μου. Δεν έτυχε να δω ποτέ κάποιον απ' αυτούς", είπε με σταθερή φωνή.
   Ο δον Αλεχάντρο τον κοίταζε κατάματα καθώς πρόφερε τούτες τις λέξεις κι ο νεαρός παπάς έβλεπε μιαν απερίγραπτη ένταση στο βλέμμα του.
   "Τρέμω στη σκέψη πώς μπορεί να είναι τώρα η Σαρίτα μου..."
   Η φωνή του είχε ακουστεί αδύνατη, σχεδόν σβησμένη. Σηκώθηκε, μα άξαφνα τα γόνατά του λύγισαν, και θα 'πεφτε χάμω, αν ο πατήρ Πάμπλο δεν προλάβαινε να τον βάλει να καθίσει πάλι στο κάθισμά του. Μα, και καθισμένος, ο δον Αλεχάντρο έτρεμε ολόκληρος και είχε γίνει άσπρος σαν το πανί. Το κεφάλι του έγειρε μπροστά και το σαγόνι ακούμπησε στο στήθος του κι έμεινε έτσι για αρκετές στιγμές.
   Ύστερα ο πατήρ Πάμπλο τον είδε να σηκώνει και πάλι το κεφάλι, τα χείλη του να σαλεύουν καθώς σχημάτιζαν μια ερώτηση και τον πόνο στα μάτια του, σαν να ήξερε μόνος του την απάντηση πριν ακουστούν τα λόγια.
   "Πώς... πώς να είναι τώρα το παιδί μου;"

   Το μεσημέρι των Χριστουγέννων ο δον Αλεχάντρο, ο πατήρ Πάμπλο και η Μαρισόλ κάθισαν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, αλλά η Μαρισόλ ένιωσε ότι δεν πεινούσε καθόλου. Όση ώρα ήταν στο τραπέζι, ο δον Αλεχάντρο έδειχνε ευδιάθετος, ωστόσο οι δύο νέοι υποψιάζονταν ότι η φαινομενικά καλή του διάθεση ήταν προσποιητή, κάτι που σίγουρα συνεπαγόταν μεγάλο ψυχικό κόστος. Είδαν τις υποψίες τους να επιβεβαιώνονται όταν, αμέσως μετά το φαγητό, ο δον Αλεχάντρο είπε ότι θα έπαιρνε το άλογό του για μια βόλτα στον κάμπο.
   Ο πατήρ Πάμπλο αντέδρασε αυθόρμητα.
   "Με τέτοιον καιρό, θείε μου;"
   Είχε διαπιστώσει ερχόμενος ότι η γη ήταν σκεπασμένη με ένα παχύ στρώμα χιονιού κι ότι, εκτός από το δυνατό κρύο, είχε πέσει και πυκνή ομίχλη. Τόσο πυκνή που θα μπορούσε κανείς να χάσει εύκολα τον προσανατολισμό του.
   "Μην ανησυχείς, Πάμπλο. Δεν πρόκειται να χαθώ επειδή έχει ομίχλη".
   Ο πατήρ Πάμπλο ανησυχούσε, ωστόσο καταλάβαινε ότι δεν υπήρχε τρόπος να τον μεταπείσει.
   "Eσείς οι δύο καθίστε κοντά στο τζάκι κι απολαύστε τη θαλπωρή του. Δε θ' αργήσω", είπε βγαίνοντας ο δον Αλεχάντρο.
   Όταν έμειναν μόνοι, η Μαρισόλ και ο πατήρ Πάμπλο πήραν τις θέσεις που είχαν πριν από το φαγητό μπροστά στο τζάκι, το οποίο, πριν φύγει, είχε τροφοδοτήσει με χοντρά κούτσουρα ο δον Αλεχάντρο. Οι φλόγες είχαν θεριέψει σπιθίζοντας. Άξαφνα, ανάμεσά τους επικράτησε αμηχανία και σιωπή. Σιωπή που παρατραβούσε. Είχαν βρεθεί κι άλλες φορές μόνοι εκεί που βρίσκονταν τώρα. Μα ήταν η πρώτη φορά που δίσταζαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον.
   "Προσποιούνταν ότι ήταν χαρούμενος στο τραπέζι για να μη μας χαλάσει τη διάθεση, όμως μέσα του πονούσε, και πολύ περισσότερο μέρα που είναι σήμερα", έσπασε δειλά τη σιωπή η Μαρισόλ.
   "Ναι, Μαρισόλ", κι η κοπέλα σκέφτηκε ότι τ' όνομά της αποκτούσε μια ασυνήθιστη γλυκύτητα στα χείλη του, "προσποιούνταν για χάρη μας. Καλά το είπες. Μέσα του πονούσε, το ξέρω κι εγώ, όμως κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πόσο πολύ πονάει. Τον είδες πώς κοίταζε την άδεια καρέκλα; Εκεί που καθόταν πάντα η Σαρίτα;"
   "Το παρατήρησα κι εγώ".
   "Ε, λοιπόν, είμαι βέβαιος ότι εκείνες τις στιγμές ήθελε να κλάψει. Γι' αυτό θέλησε να βγει στον κάμπο με τέτοιον καιρό. Για να αποφορτιστεί, κάτι που δεν μπορεί να γίνει μπροστά μας".
   "Τον λυπάμαι και τον νοιάζομαι και πονώ σαν τον σκέφτομαι έτσι". 
   "Σ' έχει ανάγκη, Μαρισόλ. Χρειάζεται την παρουσία σου. Σ' εσένα βλέπει κάτι από την κόρη του. Ξέρω ότι δεν γνωριζόσασταν πολύ καιρό αλλά είχατε ταιριάξει πολύ. Και ξέρω επίσης ότι δεν είναι απαραίτητο να περάσει πολύς καιρός από τότε που γνώρισες έναν άνθρωπο για να καταλάβεις, για να συνειδητοποιήσεις την αξία του και το πόσο σημαντικός μπορεί να είναι για τη ζωή σου. Σημαντικός, κι από κάποια στιγμή και μετά απαραίτητος".
   "Απαραίτητος;"
   "Ναι, Μαρισόλ, απαραίτητος".
   "Μεγάλη κουβέντα, πάτερ..."
   "Πίστεψέ με, Μαρισόλ. Ξέρω τι λέω. Μιλάω γενικά αλλά ξέρω τι λέω. Ίσως πριν από..." -φάνηκε να κομπιάζει- "... ελάχιστο καιρό να μην το γνώριζα στο βαθμό που το ξέρω τώρα. Όμως τώρα το εννοώ".
   "Ναι, είναι πολύ ωραίο να αισθάνεται κάποιος έτσι", είπε η κοπέλα αυθόρμητα κι ο πατήρ Πάμπλο την κοίταξε με διεισδυτική ματιά, προσπαθώντας να διερευνήσει τι εννοούσε.
   Ύστερα ακολούθησε και πάλι σιωπή.
   "Πάτερ Πάμπλο", άρχισε να λέει έπειτα από αρκετές στιγμές η Μαρισόλ, "είχατε πει τις προάλλες ότι αν η Σαρίτα δεν ομολογήσει -και φαντάζομαι ότι θέλατε να πείτε αν δεν εξαναγκαστεί να παραδεχτεί- πως είναι μάγισσα, τότε δεν μπορούν να την καταδικάσουν κι ότι θα την αφήσουν ελεύθερη με τους όρους που είπατε. Είναι αλήθεια αυτό; Το πιστεύετε ειλικρινά;"
   "Ναι, Μαρισόλ, είναι αλήθεια και το πιστεύω, δεν το είπα απλώς για να δώσω κουράγιο στον θείο μου. Είναι αλήθεια ότι όταν δικάζεται κάποιος από την Ιερά Εξέταση τηρούνται πρακτικά. Μ' όλες τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις. Αν λοιπόν κάποιος αντέξει τα μαρτύρια και δεν ομολογήσει αυτό που θέλουν να ακούσουν, τότε δεν τον οδηγούν στην πυρά αλλά ακολουθούν τη διαδικασία που είπα. Για να τον καταδικάσουν σε θάνατο είναι απολύτως απαραίτητη η ομολογία του. Το ζήτημα είναι ότι πολλοί αθώοι δεν αντέχουν τα μαρτύρια και ομολογούν -παραδέχονται δηλαδή- αυτά που θέλουν ν' ακούσουν οι ιεροεξεταστές. Αυτά που είπα λοιπόν είναι αλήθεια, δεν είμαι όμως καθόλου βέβαιος ότι η ξαδέλφη μου θ' αντέξει τα μαρτύρια στα οποία είμαι σίγουρος ότι την υποβάλλουν μέχρι να τους πείσει ότι δεν πρόκειται να παραδεχτεί πως είναι μάγισσα. Αν αντέξει, θα την αφήσουν ελεύθερη με τις προϋποθέσεις που είπα. Αλλιώς..." Έμεινε συλλογισμένος γι' αρκετές στιγμές. Βαθιά συλλογισμένος και σιωπηλός. "Αναρωτιέμαι όμως, δεν παύω ν' αναρωτιέμαι, σε ποια κατάσταση θα βρίσκεται όταν και αν την αφήσουν ελεύθερη, επειδή αυτά που τους κάνουν αδυνατεί να τα συλλάβει ανθρώπινος νους".
   Η Μαρισόλ τον παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα.
   "Πάτερ Πάμπλο, αυτός ο Τορκεμάδα είναι τόσο σκληρός και τόσο απάνθρωπος όσο λέγεται;"
   "Σκληρός... Απάνθρωπος... Οι λέξεις χάνουν τη σημασία τους όταν αναφέρονται σ' αυτόν. Είναι ένας φανατικός. Η φωνή της ανθρώπινης δυστυχίας και οι κραυγές αυτών που βασανίζονται φρικτά ή καίγονται στην πυρά δεν αντιπροσωπεύουν γι' αυτόν τίποτ' άλλο παρά μόνο την κραυγή επαναστατημένων αμαρτωλών που ξεσηκώνονται ενάντια στην τιμωρία ενός δίκαιου Θεού".
   "Ω, Θεέ μου!" είπε η Μαρισόλ, καθώς αναλογίστηκε τη φίλη της κάτω από την απόλυτη εξουσία ενός τέτοιου ανθρώπου.
   Οι εικόνες που ανάπλαθε στη σκέψη της κι αυτά που έκαναν οι ιεροεξεταστές στα θύματά τους ήταν όντως αδύνατον να τα συλλάβει ανθρώπινος νους κι ωστόσο εκείνη αισθανόταν μια πρωτόγνωρη ευτυχία επειδή βρισκόταν κοντά του, έστω κι αν φάνταζε παράταιρη σε σχέση μ' αυτά που άκουγε από τα χείλη του...
   "Καταλαβαίνεις βέβαια, Μαρισόλ, ότι πολλά απ' αυτά που σου είπα δεν μπορώ να τα πω στον θείο μου..."
   "Ναι, πάτερ Πάμπλο, το καταλαβαίνω..." Φάνηκε σαν να δίσταζε να προφέρει τα λόγια που της έρχονταν στα χείλη, εκείνος όμως το διαισθάνθηκε.
   "Αν θέλεις να πεις κάτι, Μαρισόλ, πες το χωρίς δισταγμό".
   "Ναι, πάτερ, κάτι θέλω να πω. Θέλω να πω ότι δεν πάει ο νους μου σ' αυτόν που κατέδωσε τη Σαρίτα. Όμως τον άνθρωπο αυτόν τον μισώ. Όποιος και να είναι".
   Με μια αυθόρμητη κίνηση ο νεαρός παπάς άπλωσε τα χέρια κι έπιασε τις παλάμες της, φυλακίζοντάς τες στις δικές του.
   "Όχι, Μαρισόλ. Μην το ξαναπείς αυτό. Ο όποιος καταδότης είναι αξιολύπητος και βρίσκεται στην κρίση του Θεού. Εμείς δεν πρέπει να μισούμε τον συνάνθρωπό μας, όποιος και να είναι, ό,τι και να είναι".
   "Το ξέρω, πάτερ, όμως, όταν σκέφτομαι τη Σαρίτα στο έλεος του Τορκεμάδα... Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον έχω δει κι ελπίζω να μην τον δω ποτέ στη ζωή μου, όμως έρχεται συχνά στον ύπνο μου σαν φάντασμα ή σαν δαίμονας. Ύστερα ξυπνάω τρέμοντας από φόβο..."
   "Κι αυτός θα κριθεί κάποια μέρα από τον Θεό, Μαρισόλ".
   "Θα κριθεί, ναι, όπως όλοι μας, όμως δεν μπορώ να κατανοήσω τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό του".
   "Αυτό δεν μπορώ να το κατανοήσω ούτε εγώ. Κάποια από αυτά που σκέφτεται είναι ακατανόητα. Και κάποια άλλα είναι γελοία. Θα σου αναφέρω ένα παράδειγμα. Αν κάποιος στρέψει το πρόσωπό του προς τον τοίχο την ώρα που πεθαίνει στο σπίτι του και στο κρεβάτι του, είναι δυνατόν να τραβήξει πάνω του την προσοχή της Ιεράς Εξέτασης, επειδή αυτό θεωρείται αρχαία εβραϊκή συνήθεια. Αν αυτό φτάσει στ' αυτιά του Τορκεμάδα, θα του κινήσει τις υποψίες ότι μπορεί να είναι κρυπτοεβραίος, Εβραίος δηλαδή που εκχριστιανίστηκε αλλά ασπάστηκε ξανά την εβραϊκή θρησκεία. Άρα είναι αιρετικός. Βέβαια, το «έγκλημα» εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται ασφαλές, αφού ο νεκρός βρίσκεται πλέον μακριά από την ακτίνα δράσης της Ιεράς Εξέτασης, οι υποψίες της οποίας όμως θα πέσουν στους συγγενείς του ή και στους φίλους του. Επίσης, το γεγονός ότι είναι νεκρός δεν αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για την Ιερά Εξέταση, η οποία μπορεί να διατάξει να καεί στην πυρά ο νεκρός ή να ξεθάψει το πτώμα και να το κάψει, στην περίπτωση που έχει ήδη ενταφιαστεί. Αν τώρα κάποιος αυτοεξοριστεί για να γλιτώσει από την Ιερά Εξέταση επειδή έμαθε ότι κατηγορήθηκε ως αιρετικός ή ως μάγος, τότε η Ιερά Εξέταση θα τον δικάσει ερήμην και στη συνέχεια θα κάψει ένα ομοίωμά του".
   "Μεγαλοδύναμε Θεέ... Φρίττω και μόνο που ακούω αυτά τα πράγματα".
   "Και πολλά άλλα. Δεν μπορείς να φανταστείς τι είναι ικανό να γεννήσει το μυαλό αυτού του ανθρώπου. Έχει βάλει ανθρώπους του να περνούν τα Σάββατά τους στις στέγες των μοναστηριών παρατηρώντας τις καμινάδες της πόλης. Αν από κάποια καμινάδα δεν βγαίνει καπνός το Σάββατο, αυτό θα αποτελέσει για την Ιερά Εξέταση ένδειξη ότι οι κάτοικοι του σπιτιού αυτού τηρούν την αργία του εβραϊκού Σαββάτου, άρα πιθανόν να είναι κρυπτοεβραίοι, άρα αιρετικοί. Το ίδιο ύποπτος μπορεί να θεωρηθεί κι όποιος φοράει καθαρά ρούχα τακτικά το Σάββατο, επειδή αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τηρεί την αργία του εβραϊκού Σαββάτου με όλα τα συνακόλουθα..."
   Η Μαρισόλ τον παρακολουθούσε έχοντας μείνει άφωνη. Κάποια στιγμή τον είδε να φέρνει κοντά το κάθισμά του και να την κοιτάζει βαθιά στα μάτια. Για αρκετές στιγμές παρέμεινε σιωπηλός. Κι όταν άρχισε να μιλάει και πάλι, η Μαρισόλ δονήθηκε από το τέμπο της φωνής του.
   "Από μικρός ήθελα ν' ακολουθήσω αυτό τον δρόμο, Μαρισόλ. Ήθελα ν' αφιερώσω τη ζωή μου στον Θεό και να δοθώ στην προσπάθεια να βοηθήσω τους συνανθρώπους μου να μπουν στον σωστό δρόμο για τη σωτηρία της ψυχής τους. Τότε δεν γνώριζα αυτά που γνωρίζω σήμερα. Ούτε μπορούσα να φανταστώ τα εγκλήματα που κάνουν οι ιεροεξεταστές, εν ονόματι τάχα της πίστης μας. Τώρα φρίττω και μόνο στη σκέψη ότι η καύση ζωντανών ανθρώπων στην πυρά αποκαλείται από τους ιεροεξεταστές «πράξη πίστεως» επειδή επιτρέπει στην πίστη να θριαμβεύει, κατά τη νοσηρή λογική τους. Κατά τη λογική τους, επίσης, τονίζει την αγνότητα της Εκκλησίας. Οι ιεροεξεταστές παραδίδουν τους ενόχους που πρόκειται να καούν στην πυρά σε κοσμικά εκτελεστικά όργανα: στους δημίους. Και το κάνουν αυτό επειδή στην Εκκλησία απαγορεύεται να σκοτώσει ή να χύσει αίμα. Επομένως, η εκτέλεση των ενόχων στην πυρά, η «πράξη πίστεως», από τους δημίους, από κοσμικά όργανα δηλαδή, κατά την κρίση των ιεροεξεταστών, απομακρύνει την Εκκλησία από την αμαρτία δύο φορές: όχι μόνο δεν εκτελεί η ίδια αυτούς που έκρινε ενόχους, αλλά και δε χύνεται αίμα. Σύμφωνα λοιπόν με τη λογική των ιεροεξεταστών, ο θάνατος στην πυρά, που διαρκεί αρκετή ώρα και είναι απίστευτα οδυνηρός, αποτελεί αποδεκτό τρόπο θανάτωσης, σε αντίθεση με τον αποκεφαλισμό, αφού ο θάνατος είναι μεν γρήγορος αλλά ο τρόπος αυτός θανάτωσης περιλαμβάνει την αιματοχυσία".
   Στο σημείο αυτό, ο πατήρ Πάμπλο σηκώθηκε κι έριξε δυο τρία κούτσουρα στο τζάκι. Έμεινε όρθιος, ζεσταίνοντας τις παλάμες του για αρκετές στιγμές, όπως θα έκανε αν είχε γυρίσει εκείνη την ώρα απ' έξω και είχαν ξυλιάσει τα χέρια του. Η Μαρισόλ τον κοίταζε σιωπηλή, ωστόσο, από κάποια στιγμή και μετά, άρχισε ν' αναρωτιέται για τις σκέψεις που τον απασχολούσαν κρατώντας τον όρθιο στην ίδια θέση, με μισογυρισμένη την πλάτη προς το μέρος της. Όταν εκείνος γύρισε στο κάθισμά του, η κοπέλα είχε την αίσθηση ότι κάτι είχε αλλάξει πάνω του.
   "Μαρισόλ", άρχισε να λέει, "σου είπα ξανά ότι από μικρός ήθελα ν' αφιερωθώ στον δρόμο του Θεού κι αυτό έκανα μ' όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Ωστόσο τότε δεν μπορούσα να φανταστώ σ' όλο τους το μέγεθος αυτά που έκανε η Ιερά Εξέταση εν ονόματι της θρησκείας μας. Μάλλον δεν διατύπωσα σωστά την σκέψη μου. Ήξερα τι γινόταν, αλλά δεν γνώριζα πολλές λεπτομέρειες. Δεν ήξερα ότι ακόμα και ο φρικτός θάνατος στην πυρά έχει διαβαθμίσεις -διαβαθμίσεις που αποτελούν επινόηση του αρρωστημένου μυαλού του Τορκεμάδα. Τίποτε απ' αυτά που ακούς τώρα δε θα το έλεγα αν ήταν εδώ ο θείος μου. Δε θα έλεγα ότι για την Καθολική μας Εκκλησία οι αιρετικοί και οι μάγισσες είναι γεννήματα της κόλασης κι ο θάνατός τους στην πυρά δίνει στους θεατές μια ατελή μεν αλλά άκρως εντυπωσιακή ιδέα για το τι περιμένει τους αμαρτωλούς που θα καταλήξουν στην κόλαση. Αλλά και δε θα μιλούσα για τις διαβαθμίσεις που έχει ο θάνατος στην πυρά. Είναι ο Τορκεμάδα αυτός που επινόησε την παράταση της επιθανάτιας αγωνίας κατά φρικτό τρόπο. Αυτό μπορεί να γίνει όταν παγωμένοι επίδεσμοι τυλίγονται γύρω από το κεφάλι και το στήθος του θύματος ή όταν για την πυρά χρησιμοποιούνται χλωρά ξύλα, που καίγονται αργά".
   "Θεέ μου..." Οι λέξεις ξέφυγαν αυθόρμητα από τα χείλη της κοπέλας.
   "Πολλές φορές κάθομαι και σκέφτομαι κι αναρωτιέμαι αν..." Ο πατήρ Πάμπλο δεν αποτέλειωσε τη φράση του. Έμεινε για λίγο σιωπηλός, ύστερα είπε: "Συγχώρεσέ με, Θεέ μου", κι έκανε το σημείο του σταυρού. "Δε θα ξεχάσω ποτέ, Μαρισόλ, την πρώτη φορά που υποχρεώθηκα να παρακολουθήσω την εκτέλεση δώδεκα αιρετικών στην πυρά. Παρόμοιο θέαμα είχε πολλά χρόνια να λάβει χώρα στην πόλη, γι' αυτό και οι κάτοικοι περίμεναν την ημέρα εκείνη με μεγάλη ανυπομονησία, σαν να ήταν ημέρα γιορτής. Προφανώς πολλοί απ' αυτούς δε φαντάζονταν καν τη φρίκη που θα ένιωθαν. Στην πλατεία όπου είχε στηθεί η εξέδρα με τους δώδεκα πασσάλους στους οποίους θα αλυσοδένονταν τα θύματα είχαν μαζευτεί εκατοντάδες κόσμου, ντυμένοι με τα καλύτερά τους ρούχα. Οι ιεροεξεταστές ήταν όλοι παρόντες. Παρόντα ήταν και όλα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Όμως το κάθισμα του μεγάλου ιεροεξεταστή, του Τορκεμάδα, ήταν τοποθετημένο σε μια εξέδρα πολύ πιο ψηλά από το κάθισμα του βασιλιά.
   »Κάποια στιγμή άρχισαν να φέρνουν αυτούς που είχαν κατηγορηθεί ως αιρετικοί και τους αλυσόδεσαν στους πασσάλους. Εκείνη την ώρα οι ιεροεξεταστές άρχισαν να τους προτρέπουν να ομολογήσουν, να πουν την αλήθεια. Όταν απόειδαν, κατέβηκαν από την εξέδρα, φωνάζοντας στους μελλοθάνατους δυνατά, για να ακουστούν από τον κόσμο, ότι τους άφηναν στον Σατανά. Θυμάμαι ότι με είχε κατακυριεύσει φρίκη. Σαν να μην ήμουν εγώ που παρακολουθούσα αυτά που γίνονταν, σαν να μην ήταν τα δικά μου αυτιά που άκουγαν το πλήθος να κραυγάζει και να λέει: "Κάψτε τα γένια των σκύλων", σαν να μην ήταν τα μάτια μου που έβλεπαν τους δημίους να πλησιάζουν αναμμένους πυρσούς στα πρόσωπα των αλυσοδεμένων ανθρώπων και να τους κρατούν εκεί ώσπου να καούν εντελώς τα γένια τους και τα μαλλιά τους. Ύστερα έβαλαν φωτιά στα ξύλα που είχαν σωρωθεί στη βάση του κάθε πασσάλου..."
   Ο πατήρ Πάμπλο σταμάτησε απότομα να μιλάει, σηκώθηκε, πήγε ξανά μπροστά στο τζάκι κι έμεινε εκεί ακίνητος ώρα πολλή. Ύστερα στράφηκε στη Μαρισόλ.
   "Γι' αυτό πολλές φορές, ιδίως τώρα τελευταία, σκέφτομαι..."
   Άφησε και πάλι ατέλειωτη τη σκέψη του κι έκανε ξανά το σημείο του σταυρού.

   "Πόσες στροφές είχαν κάνει στο σκοινί πριν σπάσει;"
   Ο Τορκεμάδα, ο μέγας ιεροεξεταστής, απευθύνθηκε στους δύο ιεροεξεταστές που στέκονταν μπροστά του με σκυμμένο το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού και, περιμένοντας την απάντησή τους, σκεφτόταν ότι τούτη η ξεροκέφαλη αποτελούσε σίγουρα ξεχωριστή περίπτωση. Ήταν μια από τις ελάχιστες φορές που κάποιος είχε αντέξει την ανάκριση χωρίς να ομολογήσει.
   "Δεκαοχτώ στροφές, Άγιε Πατέρα. Δεκαοχτώ φορές το είχαν στρίψει. Με την τελευταία στροφή, το σκοινί έσπασε".
   Στον Τορκεμάδα φάνηκε απίστευτο. Δεκαοκτώ στροφές; Χωρίς να ομολογήσει; Δεν είχε υποβληθεί βέβαια ποτέ σε τέτοιο μαρτύριο ο ίδιος ούτε κανείς άλλος ιεροεξεταστής, ωστόσο δεν ήταν απαραίτητο για να καταλάβει ότι ο πόνος θα ήταν αφόρητος. Κυριολεκτικά αβάσταχτος. Για μια στιγμή προσπάθησε να φανταστεί τον εαυτό του στη θέση του κατηγορουμένου, με τον θηριώδη σε όγκο βασανιστή να δένει σφιχτά ένα σκοινί γύρω από τα μπράτσα του κι ύστερα να αρχίζει να κάνει στροφές στρίβοντάς το. Μία, δύο, πέντε... Στις πέντε στροφές ο πόνος θα είχε δυναμώσει, στις δέκα θα ήταν αβάσταχτος, στις δεκαπέντε θα μπορούσαν να σπάσουν τα κόκαλα ή το σκοινί θα είχε μπει μέσα στο δέρμα, όπως είχε γίνει τις προάλλες μ' έναν κρυπτοεβραίο χοντρό σαν γουρουνόπουλο, που το σκοινί είχε κόψει σαν μαχαίρι το δέρμα του και είχε χωθεί μέσα στο λίπος τόσο βαθιά που το δέρμα το είχε σκεπάσει και δε φαινόταν. Εκείνος ο κρυπτοεβραίος ομολόγησε ότι ήταν αιρετικός πριν το σκοινί τού σπάσει το κόκαλο, η ομολογία του είχε καταγραφεί στα πρακτικά της δίκης και οδηγήθηκε στην πυρά χωρίς να υπάρχει πλέον καμία πιθανότητα, κανένας φόβος να κατηγορηθεί το Ιερό Δικαστήριο για υπέρβαση εξουσίας, αφού υπήρχε η ομολογία του.
   "Δεκαοχτώ στροφές; Μήπως δεν τις είχαν μετρήσει καλά;" Ο μέγας ιεροεξεταστής προσπάθησε να βρει στήριγμα σε κάποιες αμφιβολίες που, καθώς ήταν δύσπιστος, διατηρούσε σε κάθε περίπτωση.
   "Όχι, Άγιε Πατέρα. Σωστά είχαν μετρηθεί οι στροφές. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία, επειδή αυτός που χειρίζεται το σκοινί είναι έμπειρος, ευσυνείδητος και υπεύθυνος άνθρωπος".
   "Ναι, ναι, είναι". Ο μέγας ιεροεξεταστής φαινόταν περίσκεπτος. Ήταν υποχρεωμένος να πάρει μία καθόλου εύκολη απόφαση: να διατάξει την αναστολή της ανάκρισης, την αναστολή των βασανιστηρίων δηλαδή, επειδή η κρατούμενη ήταν εξαντλημένη και κινδύνευε να πεθάνει στο κελί όπου ήταν φυλακισμένη εδώ και τόσους μήνες. Αν πέθαινε χωρίς να έχει ομολογήσει, θα μπορούσε να κατηγορηθεί η Ιερά Εξέταση ότι όλους αυτούς τους μήνες βασάνιζε μια αθώα γυναίκα. Άρα είχε κάνει λάθος, κάτι που θα ήταν προσβλητικό -έως και ατιμωτικό- για το Ιερό Δικαστήριο. Αυτό το ενδεχόμενο ο μέγας ιεροεξεταστής δε θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του. Επομένως, δεν έμενε άλλη λύση εκτός από την αναστολή, αφού τηρούνταν πρώτα όλες οι τυπικές γραφειοκρατικές διαδικασίες. Αναστολή βέβαια δε σήμαινε αθώωση, αυτοπαρηγορούνταν ο μέγας ιεροεξεταστής. Αντιθέτως, η κατηγορούμενη θα βρισκόταν πάντα κάτω από τον έλεγχο της Ιεράς Εξέτασης, που θα είχε το δικαίωμα -και την υποχρέωση βεβαίως- να την καλέσει ξανά ανά πάσα στιγμή. Μέχρι τότε θα ήταν υποχρεωμένη να κυκλοφορεί φορώντας το sambenito, που θα καταδείκνυε στον κόσμο την ντροπή της, κάνοντάς της τον βίο αβίωτο. Κι αν διέπραττε το λάθος να βγει έστω και μία μόνο φορά χωρίς αυτό στον δρόμο, θα αντιμετώπιζε την οργή της Ιεράς Εξέτασης, έχοντας εις βάρος της μία ακόμα κατηγορία, ίδιας βαρύτητας με την άρνηση μετάνοιας.
   Αναστολή λοιπόν. Αφού δε γινόταν αλλιώς...
   Ωστόσο ο Τορκεμάδα δεν ήθελε να αποδεχτεί τόσο εύκολα την ήττα του. Έτσι ακριβώς εκλάμβανε την περίπτωση της Σαρίτα Ραμίρεθ: ως προσωπική του ήττα. Και ήταν ελάχιστες οι φορές στη διαδρομή του που είχε ηττηθεί. Τόσο λίγες που θα μπορούσαν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός μόνο χεριού. Ήταν καθήκον του λοιπόν να κάνει μια τελευταία προσπάθεια μήπως και δεν είχαν τηρηθεί όλες οι διαδικασίες ή μήπως κάτι δεν είχε γίνει σωστά. Δεν απείχε πολύ από το να σκεφτεί μήπως κάτι δεν είχε γίνει μ' όλους τους κανόνες της τέχνης.
   "Τηρήθηκαν όλες οι διαδικασίες;" ρώτησε, προσδοκώντας κάποια αρνητική απάντηση.
   "Όλες, Άγιε Πατέρα".
   "Όλες λοιπόν. Και cuerda (4) και toca (5) και potro (6) και garrucha (7). Χωρίς να ομολογήσει..."
   "Ακριβώς, Άγιε Πατέρα. Χωρίς να ομολογήσει".
   "Έτσι λοιπόν..."
   Ο μέγας ιεροεξεταστής απογοητεύτηκε. Είχε ελπίσει ότι θα είχαν παραλείψει να την υποβάλουν σε κάποια από τις διαδικασίες, όπως συνήθιζε να αποκαλεί τα απάνθρωπα βασανιστήρια, οπότε θα είχαν ένα ακόμα όπλο στη φαρέτρα τους. Τώρα όμως δεν του έμενε να κάνει τίποτε άλλο από το να δώσει εντολή να αναστείλουν την ανάκριση σ' αυτή τη γυναίκα που είχε κατηγορηθεί για μαγεία και που είχε στο κορμί της το σημάδι του διαβόλου.
   "'Έτσι λοιπόν..." είπε ξανά. "Πέστε μου, αδελφοί μου, είπε κάτι χαρακτηριστικό, κάτι ιδιαίτερο, την ώρα της διαδικασίας; Όλον αυτόν τον καιρό που είναι μαζί μας είπε κάτι που να σας άφησε την εντύπωση ότι ήταν λόγια του Σατανά;"
   "Ορκιζόταν συνεχώς στον Θεό ότι δεν έκανε τίποτα κακό. Όπως κάνουν όλοι στην αρχή". 
   "Στην αρχή, ναι, αδελφοί μου. Όμως αυτή άντεξε. Το θεωρείτε φυσιολογικό αυτό;" 
   "Όχι! Κάποια στιγμή, την ώρα που την είχαμε στην τροχαλία και παρακαλούσε να τη λυπηθούμε επειδή δεν άντεχε τους πόνους, της είπαμε γι' άλλη μια φορά να πει την αλήθεια. Τότε, Άγιε Πατέρα, είπε ότι, αν παραδεχόταν πως ήταν μάγισσα, θα ψευδομαρτυρούσε εναντίον του εαυτού της..."
   "Λοιπόν;"
   "Της είπαμε ότι δεν έπρεπε να ψευδομαρτυρήσει εναντίον του εαυτού της επειδή αυτό θα ήταν σοβαρό αμάρτημα, αλλά ότι περιμέναμε να πει την αλήθεια. Τότε άρχισε να ουρλιάζει λέγοντας ότι τόσο καιρό το μόνο που κάνει είναι να λέει την αλήθεια κι ότι, αν παραδεχτεί πως είναι μάγισσα, θα πρόκειται για το μεγαλύτερο ψέμα".
   Ο Τορκεμάδα έδειχνε περίσκεπτος, παραμένοντας σιωπηλός για αρκετή ώρα. Απέναντί του, οι ιεροεξεταστές δεν τολμούσαν να σηκώσουν το βλέμμα πάνω του. Αυτή τη φορά δεν είχαν καταφέρει να φέρουν εις πέρας την ιερή αποστολή τους, δεν είχαν καταφέρει να πείσουν την κατηγορούμενη να πει την αλήθεια κι έτρεμαν την οργή του μεγάλου ιεροεξεταστή. Είχαν βέβαια καθαρή τη συνείδησή τους, επειδή είχαν ακολουθήσει πιστά όλα τα μέρη της διαδικασίας -και μάλιστα πολλές φορές το καθένα. Μια από τις τελευταίες φορές, την ώρα που χρησιμοποιούσαν ξανά και ξανά την τροχαλία, εκείνη είχε ουρλιάξει κοιτάζοντάς τους: "Σας παρακαλώ, σταματήστε τους! Δε βλέπετε ότι με σκοτώνουν;" Ύστερα, όταν πήγαν να της βάλουν το λινό πανί στο στόμα και να το καταβρέξουν στη συνέχεια με νερό, εκείνη, ξέροντας τι την περίμενε, παρακάλεσε να τη λυπηθούν λέγοντας: "Σας παρακαλώ, μην το κάνετε! Δε θα μπορώ να αναπνεύσω πάλι... θα πεθάνω... Σκοτώστε με καλύτερα! Αυτό που πάτε να μου κάνετε είναι χειρότερο κι από τον θάνατο..." Όχι λοιπόν, κανείς δε θα μπορούσε να τους κατηγορήσει ότι δεν έπραξαν ευσυνείδητα το καθήκον τους. Άλλωστε είχαν κουραστεί πολύ -και σωματικά και ψυχικά- προσπαθώντας να πείσουν εκείνη την ξεροκέφαλη να ομολογήσει την αλήθεια για να σώσει την ψυχή της. Γι' αυτό δεν προσπαθούσαν τόσον καιρό; Ήταν πιστοί στην ιδεολογία τους. Και, πάνω απ' όλα, ήταν ελεήμονες άνθρωποι. Και, ως ελεήμονες άνθρωποι, είχαν καθήκον να κάνουν ότι πρόσταζε η Αγία Καθολική Εκκλησία: να εκτελούν πράξεις -που κάποιος επιπόλαιος θα τις χαρακτήριζε απάνθρωπες- απαραίτητες για τη σωτηρία της ψυχής ενός ανθρώπου -και να τις κάνουν με καθαρή συνείδηση! Δε θα μπορούσαν, λοιπόν, να κατηγορηθούν για «πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων τους», αλλά, και πάλι, κανείς δεν ήξερε τι μπορούσε να σκεφτεί το μυαλό του Τορκεμάδα, όπως και κανείς δε θα μπορούσε να μη φοβάται την οργή του. Κι όσο περνούσε η ώρα κι εκείνος παρέμενε σιωπηλός κοιτάζοντάς τους με το διεισδυτικό βλέμμα του, τόσο η ανησυχία τούς έζωνε όλο και πιο σφιχτά.
   "Ποια είναι η εντύπωσή σας; Έπαιρνε δύναμη από κάπου; Από κάποιον; Πώς άντεξε; Από ποιον έπαιρνε δύναμη;" Η φωνή του Τορκεμάδα έσπασε τη σιγή -και η απάντηση ήταν εύκολη. 
   "Έχει πάνω της το σημάδι του διαβόλου!" είπαν μ' ένα στόμα οι ιεροεξεταστές. 
   "Λέει ότι το έχει από γεννησιμιού της..."
   "Αυτό λένε όλες. Πάντα αυτό λένε".
   "Σωστά, αυτό λένε..." παραδέχτηκε ο Τορκεμάδα. "Και είστε πεπεισμένοι ότι αυτός της δίνει δύναμη;"
   "Αυτός!"
   Ο Τορκεμάδα αναστέναξε βαθιά.
   "Μόνο που δεν μπορούμε να το αποδείξουμε. Χωρίς την ομολογία της, δεν μπορούμε, αδελφοί μου..."
   Ο μέγας ιεροεξεταστής δεν ήταν στα καλύτερά του τούτη τη μέρα, όπως κάθε φορά που αναγκαζόταν εκ των πραγμάτων να διακόψει την ανάκριση κάποιου κατηγορουμένου. Ωστόσο πάνω από τα συναισθήματά του τοποθετούσε τη φήμη και την αξιοπιστία του Ιερού Δικαστηρίου, η οποία δεν έπρεπε να αμφισβητηθεί ποτέ και από κανέναν, επειδή αυτό θα είχε άμεσο αντίκτυπο τόσο στον ίδιο όσο και στους βασιλείς Φερδινάνδο και Ισαβέλα.
   Η Ισαβέλα είχε αναλάβει από το 1474 τη διακυβέρνηση του βασιλείου Καστίλης - Λεόν, το οποίο πριν, και για μεγάλο χρονικό διάστημα, σπαρασσόταν από εμφύλιες συγκρούσεις, κάτω από την ηγεσία ανίσχυρων ηγετών. Πέντε χρόνια πριν, το 1469, η Ισαβέλα είχε παντρευτεί τον πρίγκιπα - διάδοχο της Αραγωνίας, Φερδινάνδο. Αυτό το βασιλικό ζεύγος προώθησε την εσωτερική οργάνωση ενός ισπανικού βασιλείου. Η αρχή είχε γίνει με την ένωση των βασιλείων Καστίλης - Λεόν και Αραγωνίας και στη συνέχεια οι Καθολικοί Βασιλείς (8) Φερδινάνδος και Ισαβέλα επιδόθηκαν σε μια αποφασιστική επεκτατική πολιτική, παρά τις τοπικές αυτονομιστικές τάσεις των άλλων βασιλείων, όπως του βασιλείου της Γρανάδας, που αντιστεκόταν σθεναρά. Αργά αλλά σταθερά, οι βασιλείς Φερδινάνδος και Ισαβέλα κατόρθωσαν μέσω της Ιεράς Εξέτασης να εδραιώσουν την εξουσία τους και άρχισαν να αποδυναμώνουν τις τοπικές αυτονομιστικές τάσεις.
   Ο μέγας ιεροεξεταστής άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό μ' αυτή την αναδρομή στο παρελθόν και ύστερα αναλογίστηκε ότι ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλα είχαν να αντιμετωπίσουν έναν μακροχρόνιο και εξαιρετικά δαπανηρό πόλεμο εναντίον του μουσουλμανικού βασιλείου της Γρανάδας. Συνεπώς, τα χρήματα τα οποία συνέρρεαν στα βασιλικά θησαυροφυλάκια από τις κατασχέσεις των περιουσιών των πάσης φύσεως κατηγορουμένων από την Ιερά Εξέταση ήταν απολύτως αναγκαία.
   Ο Τορκεμάδα ήταν βέβαια μέγας ιεροεξεταστής από τις 17 Οκτωβρίου 1483, ωστόσο ήξερε ότι ο διορισμός του είχε συναντήσει οξείες αντιδράσεις σε πολλές περιοχές του βασιλείου. Πολλές από τις αντιδράσεις αυτές κάμφθηκαν με την επέμβαση στρατιωτικών δυνάμεων, όμως ο μέγας ιεροεξεταστής υποψιαζόταν τους Εβραίους και, κυρίως, τους αιρετικούς ως υποκινητές τέτοιων αντιδράσεων. Χωρίς να εξωτερικεύσει ποτέ και σε κανέναν -επειδή σε κανέναν δεν είχε εμπιστοσύνη- τις σκέψεις του, απεργαζόταν σχέδια για μια συστηματική εθνοκάθαρση της Ισπανίας. Η ιδεολογία της καθαρότητας του αίματος ήταν αμφιλεγόμενη για πολλούς, όχι όμως και για τη σκέψη του Τορκεμάδα. Γι' αυτόν ο μεγαλύτερος εχθρός δεν ήταν μόνο οι Εβραίοι που κατοικούσαν στη χώρα αλλά κυρίως οι αιρετικοί, οι Εβραίοι δηλαδή που είχαν ασπασθεί τον χριστιανισμό αλλά από κάποια στιγμή και μετά είχαν επανακάμψει στην εβραϊκή πίστη. Κι αν για τους αιρετικούς η μόνη λύση ήταν η πυρά, για τους Εβραίους το ζήτημα ήταν περισσότερο πολύπλοκο: έπρεπε να βρεθεί τρόπος να εξαναγκαστούν να εγκαταλείψουν την Ισπανία. Εδώ και πολύ καιρό στο μυαλό του μεγάλου ιεροεξεταστή εξυφαίνονταν πολλά σχέδια κι αναζητούσε τρόπο να τα θέσει σε εφαρμογή.
   Όλες αυτές οι σκέψεις πέρασαν γρήγορα από το μυαλό του, καθώς ήταν υποχρεωμένος να πάρει μιαν απόφαση που θα ήθελε να μπορούσε να αποφύγει. Ωστόσο δε γινόταν αλλιώς. Κοίταξε τους δύο ιεροεξεταστές που περίμεναν σιωπηλοί.
   "Αδελφοί μου, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Πρέπει να διακόψουμε την ανάκριση, αλλά να μη χάσουμε την κατηγορούμενη από τα μάτια μας. Το σπίτι της εδώ στην πόλη έχει περάσει στη δικαιοδοσία μας, εκείνη όμως δεν το γνωρίζει. Πώς θα πάει στο σπίτι που έχουν στην εξοχή, σε μακρινή απόσταση; Ποιος θα τη βοηθήσει; Αυτό θα πρέπει να το μάθουμε, επειδή δεν μπορεί να πάει ως εκεί με τα πόδια. Κάποιος θα τη βοηθήσει, αλλά αυτό δε θα αποτελέσει ζήτημα για μας. Θέλουμε να φτάσει στο σπίτι της. Κι από τη στιγμή που δεν μπορεί να παραμείνει στη Βαλένθια, πρέπει να βρούμε ανθρώπους από το κοντινό χωριό που θα την παρακολουθούν και θα μας ενημερώσουν αν βγει έστω και μία φορά από το σπίτι χωρίς το sambenito. Τώρα γνωρίζουμε ότι συνήθιζε να ιππεύει σαν άντρας και να τρέχει με το άλογο στον κάμπο. Αν λοιπόν βγει έστω και μία φορά για ιππασία χωρίς να φοράει το sambenito, θα την ξαναφέρουμε αμέσως εδώ και θα αρχίσουμε ξανά την ίδια διαδικασία. Από την αρχή".
   "Έχουμε τον τρόπο, Άγιε Πατέρα, και να τη βοηθήσουμε να πάει σπίτι της αλλά και να την παρακολουθούμε. Όμως πότε θα αναστείλουμε την ανάκριση;" είπε ένας ιεροεξεταστής.
   "Εννοείς, αδελφέ μου, πότε θα την αφήσουμε να φύγει;"
   "Ναι".
   "Θα προλάβουμε να ετοιμάσουμε όσα έγγραφα πρέπει να υπογράψει σήμερα; Αν προλαβαίνουμε, ας φύγει και σήμερα".
   "Δύσκολο, Άγιε Πατέρα..."
   "Αύριο λοιπόν. Ας φύγει αύριο. Πρέπει να τηρηθούν με ακρίβεια όλες οι τυπικές γραφειοκρατικές διαδικασίες".
   Με τις τελευταίες λέξεις, ο Τορκεμάδα σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στον ιδιαίτερο χώρο που χρησιμοποιούσε τις ώρες που αναπαυόταν. Ήταν βαρύθυμος. Τόσο βαρύθυμος όσο είχε αισθανθεί ελάχιστες φορές από τη μέρα που ανέλαβε τα καθήκοντα του μεγάλου ιεροεξεταστή. Έπεσε αμέσως στο κρεβάτι έτσι όπως ήταν ντυμένος και η σκέψη του γύρισε πίσω, στην εποχή ακόμα που ήταν ηγούμενος της μονής Σάντα Κρουθ στη Σεγκόβια. Μέχρι εκείνη την εποχή, η Ιερά Εξέταση στην Ισπανία ήταν κατά κύριο λόγο ένας κρατικός θεσμός που τα υψηλόβαθμα στελέχη του διορίζονταν από κοσμικούς άρχοντες, από τον βασιλέα δηλαδή του κάθε βασιλείου. Μέχρι εκείνη την εποχή επίσης η Ισπανία δεν αποτελούσε φωλιά αιρετικών -έτσι τουλάχιστον πίστευε η Καθολική Εκκλησία. Ο Τορκεμάδα πίστευε ότι αυτό ήταν μεγάλο λάθος και είδε να δικαιώνεται πριν ακόμη διοριστεί μέγας ιεροεξεταστής. Από τη στιγμή που άρχισε να διογκώνεται η λαϊκή προκατάληψη εναντίον των conversos (9), ο Τορκεμάδα πίστεψε ότι η Καθολική Εκκλησία δε θα αργούσε να ασπαστεί τους φόβους και τις ανησυχίες του σε ό,τι είχε σχέση με αυτούς. Οι Εβραίοι αυτοί που είχαν ασπαστεί τον χριστιανισμό ανήκαν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ποτέ όμως δεν έγιναν πλήρως αποδεκτοί από την Καθολική Εκκλησία, η οποία υποψιαζόταν ότι δεν ήταν απίθανο πίσω από κάθε εκχριστιανισθέντα Εβραίο να κρύβεται ένας αιρετικός. Οι υποψίες της Εκκλησίας άρχισαν να γιγαντώνονται όταν διαπιστώθηκε ότι πολλοί εκχριστιανισθέντες Εβραίοι αναρρριχώνταν πολύ γρήγορα στις ηγετικές τάξεις της πόλης ή του κράτους, καθώς και στην εκκλησιαστική ιεραρχία, γεγονός που προκαλούσε διαμάχες και αντιπαλότητες. Οι διενέξεις μεταξύ χριστιανών και εκχριστιανισθέντων Εβραίων έπαιρναν όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις και σιγά σιγά οι πρώτοι άρχισαν να εξοπλίζονται ιδεολογικά και να περιφρονούν τους δεύτερους για την καταγωγή τους. Δεν άργησε έτσι να φτάσει η ώρα που η παλαιοχριστιανική καταγωγή θεωρήθηκε τεκμήριο περιωπής, τεκμήριο καθαρού αίματος. Η παρείσφρηση των νεοχριστιανών, των conversos, στους ανώτερους κύκλους πυροδότησε ως μορφή αντίδρασης αυτή την ολέθρια συζήτηση περί της καθαρότητας του αίματος. Ο Τορκεμάδα θυμόταν ότι από το 1477 ο Αλόνσο ντε Χογέδα, ηγούμενος της μονής των δομινικανών στη Σεβίλλη, διακήρυττε ενώπιον της βασίλισσας Ισαβέλας τον κίνδυνο που εκπορευόταν από τους conversos, ζητώντας και ο ίδιος τη δημιουργία αποφασιστικής Ιεράς Εξέτασης κατά των αιρετικών. Τελικά, ένα χρόνο αργότερα, ο πάπας Σίξτος Δ', που αντιμετώπιζε και ο ίδιος παρόμοια προβλήματα στα παπικά κράτη, εξέδωσε μια βούλα με την οποία πρόσταζε να δημιουργηθεί μια ειδική Ιερά Εξέταση, μόνο για την Ισπανία. Η διαταγή αυτή συνέπεσε με την επιθυμία των βασιλέων Φερδινάνδου και Ισαβέλας για περισσότερη εξουσία και έλεγχο.
   Στα κίνητρα τόσο του πάπα όσο και των Καθολικών Βασιλέων πιθανότατα περιλαμβάνονταν και τα οικονομικά: Ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλα χρειάζονταν χρήματα για τον πόλεμο στο μουσουλμανικό κρατίδιο της Γρανάδας, στο νότο, ενώ ο πάπας Σίξτος χρειαζόταν χρήματα για να πολεμήσει τους διάφορους επαναστάτες στα παπικά κράτη, αλλά και τους μουσουλμάνους στην ανατολή. Οι Καθολικοί Βασιλείς, Φερδινάνδος και Ισαβέλα, ήταν πεπεισμένοι ότι η Ιερά Εξέταση θα άρπαζε τις περιουσίες αυτών που κατηγορούνταν για αίρεση ή για μαγεία, κάτι που θεωρητικά θα γέμιζε τα βασιλικά θησαυροφυλάκια. Ο πάπας, από την πλευρά του, θεωρούσε βέβαιο ότι αυτοί που κατηγορούνταν από την Ιερά Εξέταση θα προσπαθούσαν να κερδίσουν χάρη από την Εκκλησία προσφέροντας πολλά χρήματα. Το γεγονός ότι αυτό σήμαινε δωροδοκία της Εκκλησίας περνούσε σε δεύτερη μοίρα. Σε πρώτη μοίρα περνούσε το αποτέλεσμα, που δε θα ήταν άλλο από την εισροή χρημάτων στην Ιταλία από την Ισπανία.
   Αναπόφευκτα αυτό θα μπορούσε να σημαίνει δύο πράγματα: το πρώτο ήταν ότι πολλοί άνθρωποι θα οδηγούνταν στην πυρά, κατηγορούμενοι για συμμετοχή σε αίρεση ή μαγεία, αλλά αυτό, κατά τον Τορκεμάδα, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Όπως δεν είχε καμία ιδιαίτερη σημασία και το γεγονός ότι πολλοί θα περνούσαν πολλά χρόνια στα κελιά της φυλακής της Ιεράς Εξέτασης, κι αν έβγαιναν ποτέ, θα ήταν σακάτηδες ή με σαλεμένα λογικά -η περιουσία τους όμως δε θα ήταν πια δική τους.
   Αυτό όμως που θα μπορούσε να έχει μεγάλη σημασία ήταν το δεύτερο: η αντιπαράθεση ανάμεσα στους βασιλείς και στον πάπα, που ήταν ενδεχόμενο να προκύψει από το γεγονός ότι η μία πλευρά θα μπορούσε να κατηγορήσει την άλλη πως καρπωνόταν μεγαλύτερο μέρος χρημάτων απ' όσο δικαιούνταν. Αυτό ο Τορκεμάδα δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Από τη μια δεν ήθελε να χάσει την εύνοια του πάπα και από την άλλη ήθελε να διατηρήσει άριστες σχέσεις με τον βασιλιά Φερδινάνδο. Ήταν βέβαια εξομολόγος του και εξομολόγος της Ισαβέλας και το κάθισμά του κάθε φορά που παρακολουθούσαν μια «πράξη πίστεως» ήταν σε πιο ψηλή θέση απ' αυτό του βασιλιά, ωστόσο, για να είναι ήσυχος, θα έπρεπε να εξαναγκαστούν όλοι οι Εβραίοι να εγκαταλείψουν την Ισπανία. Όταν δε θα υπήρχαν πια Εβραίοι, θα έπαυαν σιγά σιγά να υπάρχουν και conversos. Όμως το να εξαναγκαστεί ένας ολόκληρος πληθυσμός να εγκαταλείψει τη χώρα όπου ζούσε δεν ήταν εύκολο κι ούτε θα μπορούσε να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Το πράγμα χρειαζόταν πολλή μελέτη κι ο Τορκεμάδα είχε αρχίσει εδώ και πολύ καιρό να εξυφαίνει διάφορα σκοτεινά σχέδια στο μυαλό του.
   Ο μέγας ιεροεξεταστής είχε παρατηρήσει ότι, εφόσον οι Εβραίοι δεν μπορούσαν να ασκήσουν καμία εξουσία, η ζωή τους κυλλούσε παράλληλα μ' αυτή των χριστιανών γειτόνων τους. Από τη στιγμή όμως που εκχριστιανίζονταν, όταν συναγωνίζονταν τους χριστιανούς με ίσους όρους, τα κατάφερναν καλύτερα απ' αυτούς. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι κατά μέσο όρο οι Εβραίοι ήταν πιο έξυπνοι. Αν όμως ήταν όντως πιο έξυπνοι, θα μπορούσαν να εκχριστιανίζονται εικονικά, ψευδώς με άλλα λόγια, για να παρασύρουν πολλούς να απομακρυνθούν από τον χριστιανισμό. Άρα ήταν επικίνδυνοι. Κι από τη στιγμή που θα ήταν πρακτικά αδύνατον να τους οδηγήσει όλους στην πυρά, ο Τορκεμάδα σκεφτόταν και πάλι ότι η λύση παρέμενε μία και μοναδική: να εξαναγκαστούν όλοι οι Εβραίοι να εγκαταλείψουν την Ισπανία. Αυτή τη λύση είχε σκεφτεί πριν ακόμη διοριστεί μέγας ιεροεξεταστής, αυτή γύριζε πάντα στο μυαλό του, κι όσο περνούσαν τα χρόνια, του γινόταν έμμονη ιδέα.
   "Εάν ο φανερός Εβραίος είναι κακός, ο κρυπτοεβραίος είναι τρισχειρότερος", ψιθύρισε. Όσο περνούσε η ώρα, η διάθεσή του επιδεινωνόταν κι έψαχνε από κάπου να πιαστεί για να την αλλάξει. Με τις τελευταίες λέξεις που βγήκαν από τα χείλη του, του ήρθε μια ιδέα κι ανακάθισε στο κρεβάτι. Αν την κατηγορούσαν ότι τάχα ήταν κρυπτοεβραία; "Μπα..." ψιθύρισε απογοητευμένος. Εδώ είχε το σημάδι του διαβόλου στο κορμί της κι όμως εκείνη δεν ομολόγησε, θα παραδεχόταν ότι ήταν κρυπτοεβραία; "Θα τη φέρουμε ξανά πίσω και τότε..." είπε, θέλοντας να βρει τρόπο να ηρεμήσει τη σκέψη του.
   Εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκε πώς να ήταν σε εμφάνιση εκείνη η Σαρίτα Ραμίρεθ. Δεν την είχε δει ποτέ, του την είχαν περιγράψει ως μια λεπτοκαμωμένη κοπέλα, και για πολλοστή φορά αναρωτήθηκε από πού είχε αντλήσει τόση δύναμη. Ύστερα η σκέψη του πέταξε ξανά σ' αυτούς που αποτελούσαν τον μόνιμο βραχνά του: στους Εβραίους και στους conversos. Kαι γι' άλλη μια φορά κατέληξε σ' αυτό που είχε αποφασίσει από τότε που διορίστηκε μέγας ιεροεξεταστής: δε θα δίσταζε μπροστά σε τίποτα προκειμένου να απαλλάξει τη χώρα από την παρουσία τους. Δε θα δίσταζε ακόμα και να τους ενοχοποιήσει για εγκλήματα για τα οποία δεν ευθύνονταν, αρκεί να εξυπηρετούσαν τους σκοπούς του. Ακριβώς όπως είχε κάνει με την περίπτωση της δολοφονίας του ιεροεξεταστή Πέδρο ντε Αρμπουές, λίγο καιρό πριν.
   Ο ίδιος ο Τορκεμάδα είχε στείλει τους ιεροεξεταστές Πέδρο ντε Αρμπουές και Γασπάρ Χουγλάρ στην Αραγωνία με σκοπό να αρχίσουν δίωξη κατά των κρυπτοεβραίων. Ο Πέδρο ντε Αρμπουές ταξίδευε φορώντας σιδερόπλεκτο θώρακα και σιδερένιο κράνος. Ένα βράδυ μπήκε στον καθεδρικό ναό της Σαραγόσα και γονάτισε να προσευχηθεί μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Εκείνο το βράδυ ήταν μόνος, επειδή ο Γασπάρ Χουγλάρ είχε αρρωστήσει ξαφνικά.
   Την ώρα που προσευχόταν ο Αρμπουές γονατισμένος μπροστά στην Αγία Τράπεζα, μπήκαν κρυφά στο ναό οκτώ άνδρες, οι οποίοι τον τραυμάτισαν θανάσιμα. Ο Αρμπουές πέθανε την επόμενη μέρα, ο Τορκεμάδα όμως δεν έχασε την ευκαιρία να κατηγορήσει τους ντόπιους conversos ότι ήταν αυτοί που είχαν προσλάβει τους οκτώ άνδρες και τους είχαν βάλει να δολοφονήσουν τον Αρμπουές (10) για να εκδικηθούν για όσους είχαν οδηγηθεί στην πυρά αλλά και για να αποθαρρύνουν την Ιερά Εξέταση από το να τελέσει και άλλες «πράξεις πίστεως". Ο Τορκεμάδα πέτυχε αυτό που ήθελε, αφού ωφελήθηκε όχι μόνο η Ιερά Εξέταση αλλά και το Ισπανικό Στέμμα. Από τη μία άρχισε άγριο κυνηγητό των ντόπιων conversos και πολλοί ήταν αυτοί που οδηγήθηκαν στην πυρά, κι από την άλλη το Στέμμα ωφελήθηκε όταν καταργήθηκαν τα ειδικά προνόμια των conversos για όσο διάστημα θα διαρκούσε το ανθρωποκυνηγητό των δολοφόνων.
   Ο Τορκεμάδα ωστόσο δεν έμεινε ούτε τότε ικανοποιημένος. Είχε αποφασίσει να μην κουραστεί να βροντοφωνάζει ότι η δολοφονία του Πέδρο ντε Αρμπουές ήταν μία ακόμα απόδειξη της προδοτικής φύσης των conversos και συνεπώς ήταν επιτακτική ανάγκη να ληφθούν αυστηρότατα κατασταλτικά μέτρα εναντίον τους. Και, πάνω απ' όλα, δεν έπρεπε να σταματήσει ποτέ να προσπαθεί να βρει μια τελική λύση για το εβραϊκό ζήτημα.
   Ο Τορκεμάδα πίστευε ότι οι Εβραίοι μισούσαν θανάσιμα τον Χριστό και τους χριστιανούς και είχε αποφασίσει να στηριχτεί σ' αυτό για να επινοήσει όχι μία αλλά πολλές συκοφαντικές ιστορίες για όσους απ' αυτούς έμπαιναν στο μάτι της Ιεράς Εξέτασης αλλά και για κάποιους τυχαίους. Είχε κατηγορήσει Εβραίους ότι βεβήλωναν την όστια -και θα εξακολουθούσε να το κάνει.
   "Η ιερή όστια μετουσιώνεται στη σάρκα του Χριστού κατά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και πρέπει να αντιμετωπίζεται πάντοτε με τον μεγαλύτερο σεβασμό".
   Αυτό έλεγαν πάντα οι ιερείς στους πιστούς και ο Τορκεμάδα μπορούσε να φανταστεί το μέγεθος της φρίκης που θα προκαλούσε στους ευσεβείς καθολικούς η κατηγορία ότι κάποιοι από τους conversos βεβήλωναν την όστια.

Πολυράκης Γιώργος, Τα ηράνθεμα θα ανθίσουν ξανά, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2013

Υποσημειώσεις:
(1) Σήμερα γνωρίζουμε ότι μ' αυτή την κλινική εικόνα εκδηλώνεται ο τέτανος. Η έκφραση του προσώπου που μοιάζει με ανατριχιαστικό χαμόγελο λέγεται «σαρδόνιος γέλως». Το είδος του μικροβίου που τον προκαλεί ανακαλύφθηκε το 1884. Μέχρι τότε πέθαιναν άνθρωποι από τέτανο αλλά κανείς δεν γνώριζε την αιτία του θανάτου τους.
(2) Οι ερωτήσεις αυτές δεν αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας. Υπάρχουν πανομοιότυπες σ' όλες τις πηγές που αναφέρονται στην Ιερά Εξέταση και γίνονταν σ' όσες γυναίκες κατηγορούνταν για μαγεία. Επίσης, τα βασανιστήρια και τα όργανα των βασανιστηρίων δεν είναι μυθοπλασία, αλλά πραγματικότητα, που ανευρίσκεται στις ίδιες πηγές. 
(3) Οι βιασμοί από ιεροεξεταστές γυναικών που κατηγορούνταν ότι ήταν μάγισσες ή αιρετικές δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο. Ο βιαστής εξομολογούνταν σε κάποιον ιερωμένο, ο οποίος του έδινε άφεση αμαρτιών, για να λάβει με τη σειρά του κι εκείνος άφεση αμαρτιών σε ανάλογη περίπτωση. 
(4) Έδεναν τον κατηγορούμενο σ' ένα τραπέζι και τον τραβούσαν με σκοινιά δεμένα στα μπράτσα του και στα πόδια του, προκαλώντας εξαρθρώσεις των μελών.
(5) Το μαρτύριο του νερού, με το πανί που έφραζε το στόμα.
(6) To μαρτύριο με το σκοινί που δενόταν στα μπράτσα κι έπειτα το έσφιγγαν συνεχώς.
(7) To μαρτύριο της τροχαλίας στο ταβάνι και του σκοινιού.
(8) Ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλα έμειναν στην ιστορία με το όνομα Καθολικοί Βασιλείς. 
(9) Έτσι ονομάζονταν οι νεοφώτιστοι χριστιανοί που προέρχονταν από εβραϊκές κοινότητες, όχι μόνο της πρώτης γενιάς αλλά και οι απόγονοί τους.
(10) Αργότερα, ύστερα από απαίτηση του πλήθους, ο Αρμπουές αγιοποιήθηκε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: