Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

[ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΏΡΕΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Εκείνο το πλάσμα που βγήκε παραπατώντας από το κτίριο της Αγίας Έδρας στη Βαλένθια μες στο καταμεσήμερο δε θύμιζε σε τίποτα την αεράτη φιγούρα της Σαρίτα Ραμίρεθ. Ούτε η ίδια θ' αναγνώριζε τον εαυτό της αν μπορούσε να τον δει.
   Τα άλλοτε πλούσια, κοκκινωπά μαλλιά της είχαν γκριζάρει -κάποιες τούφες ήταν περισσότερο άσπρες παρά γκρίζες, μα αυτό ήταν το λιγότερο, γιατί ήταν τόσο μπερδεμένα και άγρια που φαίνονταν σαν αγκαθωτός θάμνος πάνω σε ανθρώπινο κεφάλι. Για πολλούς μήνες, οι μόνες φορές που έπεφτε νερό πάνω τους ήταν όταν έβρεχαν αργά αργά το λινό πανί που είχαν φρακάρει στο στόμα της και, καθώς αυτό μούσκευε, λίγες σταγόνες ξέφευγαν και κυλούσαν ανάμεσα στις τρίχες, πάνω στις οποίες ήταν κολλημένα κομμάτια σαπισμένου άχυρου και υπολείμματα των ακαθαρσιών που κάλυπταν το πάτωμα στο κελί, μα και δεκάδες παράσιτα, που έβρισκαν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν. Κι ήταν αυτές οι μόνες ακόμα φορές που το δέρμα του προσώπου της ερχόταν σ' επαφή με το νερό, επειδή το νερό που της έδιναν σ' ένα βρόμικο κύπελλο για να ξεδιψάσει ήταν τόσο λίγο, που δεν περίσσευε ούτε σταγόνα για να πλυθεί.
   Τα πράσινα μάτια της είχαν χάσει τη λάμψη τους και το δέρμα της είχε πάρει ένα χλομό, αρρωστιάρικο χρώμα, αποτέλεσμα της κακής διατροφής και της παραμονής στο σκοτάδι ή κάτω από χαμηλό φως όλους αυτούς τους μήνες, χωρίς να το ακουμπήσουν ούτε στιγμή οι ευεργετικές ηλιαχτίδες. Κάποια δόντια της είχαν αρχίσει να χαλούν κι αυτό που είχε σπάσει μπροστά μπροστά στην άνω σιαγόνα έκανε την όψη της να φαίνεται αποκρουστική όταν άνοιγε το στόμα ουρλιάζοντας τις ατέλειωτες ώρες των απάνθρωπων βασανιστηρίων.

   Το σώμα της έδειχνε να έχει σκεβρώσει έτσι όπως περπατούσε σκυφτή, γέρνοντας ταυτόχρονα προς τη μία πλευρά -αποτέλεσμα κι αυτό των ατέλειωτων ωρών που την άφηναν ξαπλωμένη ανάσκελα στο πάτωμα, κάτω από τον πάγκο, με τα πόδια και τα χέρια περασμένα στις εγκοπές του και αλυσοδεμένα. Οι ώμοι της πονούσαν από τις ατέλειωτες φορές που την είχαν κρεμάσει στην τροχαλία, τα χέρια της δεν μπορούσε να τα σηκώσει πάνω από ορισμένο ύψος και τα γόνατά της ήταν τόσο δύσκαμπτα σαν να στηριζόταν πάνω σε ξύλινα πόδια. Όσο για τα ρούχα της... Αυτά που φορούσε δεν ήταν πια ρούχα, δε θύμιζαν σε τίποτα την ενδυμασία της όταν περνούσε αντίστροφα την πόρτα από την οποία είχε βγει πριν από λίγα μόλις λεπτά.
   Είχαν χάσει το χρώμα τους, αλλά αυτό ήταν απλώς μια λεπτομέρεια. Το ύφασμα είχε αλλοιωθεί από τη λάσπη που είχε κολλήσει πάνω του -μόνο που η λάσπη η οποία κάλυπτε το πάτωμα της φυλακής της δεν ήταν από χώμα και νερό, αλλά από σαπισμένο άχυρο, υπολείμματα εμεσμάτων κι ανθρώπινων ακαθαρσιών, κι όχι μόνο δικών της, αλλά και των άλλων που είχαν περάσει πριν απ' αυτή μέρες, μήνες ή και χρόνια στο ίδιο κελί, με αποτέλεσμα αυτό που κάποτε ήταν ένα όμορφο φόρεμα από φίνο χρωματιστό λεπτό ύφασμα να φαίνεται σαν παλιά, φθαρμένη καφετιά περγαμηνή κολλημένη στο δέρμα της. Τη βρόμα που ανάδινε αυτό που φορούσε, ανακατεμένη με τη βρόμα της απλυσιάς του κορμιού και των μαλλιών της,  την είχε συνηθίσει πια, δεν την αισθανόταν καν, και συνεπώς δεν την ενοχλούσε. Το μόνο καθαρό ρούχο που φορούσε ήταν ένα κομμάτι πανί που της είχαν ρίξει στους ώμους πριν την αφήσουν ελεύθερη, ένα κομμάτι πανί που, αν είχε καταλάβει καλά, το είχαν πει sambenito ή κάπως έτσι. Δεν την ενδιέφερε να θυμάται πώς το έλεγαν. Εκείνο που έπρεπε να θυμάται πάντοτε ήταν ότι, αν έβγαινε έστω και μία φορά από το σπίτι χωρίς το ύφασμα αυτό στους ώμους, θα την έφερναν αμέσως πίσω στη φυλακή και θα περνούσε ξανά τα ίδια και χειρότερα μαρτύρια. Ήταν πολύ καθαρό το πανί αυτό που της είχαν φορέσει, όμως... Όμως είχε συνηθίσει τόσο πολύ την μπόχα των ακαθαρσιών και της απλυσιάς, που η απαλή, δροσερή μυρωδιά εκείνου του πανιού σχεδόν την ενοχλούσε.
   Αυτή η μυρωδιά ήταν το πρώτο που της είχε κάνει εντύπωση -αν υποτεθεί ότι ήταν δυνατόν να υπάρχει ακόμη κάτι που θα μπορούσε να την εντυπωσιάσει. Ήταν κάτι που αισθάνθηκε στα ρουθούνια της πριν ακόμη δει το πανί που κρατούσε στο χέρι ένας ιεροεξεταστής. Ήταν μια μυρωδιά απαλή και σχεδόν ξεχασμένη, που έμοιαζε με δροσερό αέρα και με την ανάσα κάποιου βουνού. Κι ύστερα...  Ύστερα άρχισαν όλα εκείνα τα ακατανόητα, που της φάνηκαν σαν όνειρο στην αρχή, σαν ψέμα στη συνέχεια και σαν ένα καινούργιο είδος βασανιστηρίου στο τέλος. Σ' αυτό είχε καταλήξει, αυτό είχε πιστέψει κι αυτό εξακολουθούσε να πιστεύει την ώρα που την οδηγούσαν προς την έξοδο: κάποια στιγμή θα ξεσπούσαν σε γέλια, θα την έφερναν πίσω σέρνοντάς τη και θα την κρεμούσαν ξανά στην τροχαλία... και το μαρτύριο τούτο θα ήταν χειρότερο και πιο αβάσταχτο από κάθε προηγούμενη φορά, επειδή θα της είχαν δημιουργήσει σκόπιμα κάποιες ελπίδες. Άλλωστε όλα είχαν γίνει με περισσή τέχνη και πειστικότητα... μόνο που εκείνη αρνιόταν να τους πιστέψει...
   Εκείνο το πρωί είχε έρθει ένας από τους βασανιστές της στο κελί της. Άνοιξε την πόρτα βρίζοντας για την μπόχα που ήταν αναγκασμένος να ανασαίνει κάθε φορά που έπρεπε να μπει μέσα, και με γρήγορες κινήσεις ξεκλείδωσε τις αλυσίδες που κρατούσαν δεμένα τα χέρια και τα πόδια της στις εγκοπές του πάγκου, κάτω από τον οποίο είχε περάσει μία ακόμα νύχτα ξαπλωμένη ανάσκελα στο πάτωμα. Μόλις την έλυσε, τη διέταξε να σηκωθεί γρήγορα, όμως πώς θα μπορούσε να το κάνει ύστερα από τόσες ώρες που ήταν δεμένη και εντελώς ακίνητη σε μια τόσο άβολη θέση; Αυτό γινόταν πάντα, κάθε προσπάθεια να σηκωθεί συνοδευόταν από αφόρητους πόνους κι έπρεπε να σηκωθεί σιγά σιγά, όμως ο βασανιστής δεν είχε ποτέ την υπομονή να την περιμένει και, σκύβοντας, την άρπαζε από το χέρι και την τραβούσε μέχρι να βγουν από το κελί, σέρνοντάς την πάνω στις ακαθαρσίες που γέμιζαν το πάτωμα. Το ίδιο έκανε και τούτη τη φορά.
   Όταν βγήκαν από το κελί και ο βασανιστής γύρισε να κλειδώσει την πόρτα βρίζοντας συνεχώς, η Σαρίτα τα κατάφερε να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια της τρέμοντας. Ποια μαρτύρια θα είχαν σειρά τούτη τη μέρα; Η τροχαλία; Το σκοινί γύρω από το μπράτσο της ή, εν πάση περιπτώσει, γύρω από αυτό που είχε απομείνει στο χέρι της, το οποίο κάποτε ήταν μπράτσο και τώρα έμοιαζε με λεπτό κλαδί τυλιγμένο σε ξερό δέρμα; Ή μπούκωμα πάλι με το πανί και κατάβρεγμα με νερό στη συνέχεια; Ανεξήγητα, η σκέψη της σταμάτησε στο σκοινί, όχι επειδή ήταν το χειρότερο μαρτύριο αλλά επειδή δεν μπορούσε ποτέ πριν το δοκιμάσει να φανταστεί ότι ένα απλό σκοινί ήταν δυνατόν να γίνει τόσο αποτελεσματικό όργανο πρόκλησης αφάνταστου σωματικού πόνου.
   Όπως κάθε φορά, έτσι και τούτη δεν μπορούσε να βαδίσει γρήγορα στο διάδρομο κι ο βασανιστής άλλοτε την έσπρωχνε ρίχνοντάς τη κάτω κι άλλοτε την τραβούσε από το χέρι σέρνοντάς τη σαν άδειο σακί στο πάτωμα και προκαλώντας δυνατούς πόνους στους σχεδόν κατεστραμμένους από το μαρτύριο της τροχαλίας ώμους της. Κάποια στιγμή έφτασαν στην αίθουσα των βασανιστηρίων, όπου περίμεναν δύο ιεροεξεταστές. Και τότε άρχισαν εκείνα που η Σαρίτα πίστεψε ότι αποτελούσαν κάποια καινούργια μορφή βασανιστηρίου που είχε γεννήσει το ευφάνταστο αλλά και αρρωστημένο μυαλό των ανθρώπων οι οποίοι την είχαν στην εξουσία τους.
   Στην αρχή, όταν άκουσε τον ένα ιεροεξεταστή να λέει ότι είχαν αποφασίσει να σταματήσουν την ανάκριση, εκείνη κατάλαβε ότι θα σταματούσαν να τη βασανίζουν για κάμποσες μέρες. Και καταχάρηκε. Ύστερα, όταν άκουσε ότι θα την άφηναν ελεύθερη, η χαρά έσβησε απότομα, επειδή νόμισε ότι την κορόϊδευαν, βασανίζοντάς την ψυχολογικά. Ο ιεροεξεταστής ωστόσο εξακολουθούσε να μιλάει, αδιαφορώντας για το τι σκεφτόταν εκείνη.
   Το ότι είχαν αποφασίσει να διακόψουν την ανάκριση δε σήμαινε ότι είχαν πιστέψει και πως ήταν αθώα, όπως διατεινόταν η ίδια. Απλώς θα το έκαναν επειδή είχαν διαπιστώσει ότι ήταν ήδη πολύ εξασθενημένη και, δείχνοντας τα ανθρωπιστικά αισθήματα τα οποία η Μητέρα Καθολική Εκκλησία τρέφει για τα παιδιά της, είχαν σκεφτεί να την αφήσουν προσωρινά ελεύθερη για να αναλάβει από τις κακουχίες -που οφείλονταν κυρίως στην ξεροκεφαλιά της να μη λέει την αλήθεια- να δυναμώσει και να μην πάθει κανένα κακό η υγεία της. Κάποια στιγμή θα την ξανακαλούσαν και τότε, αν είχε βάλει μυαλό και είχε αποφασίσει να πει επιτέλους την αλήθεια, θα της φέρονταν εντελώς διαφορετικά και θα διαπίστωνε από μόνη της πόσο θα ξαλάφρωνε η ψυχή της. Μόνο που τότε θα έπρεπε να συνεργαστεί κι όχι μόνο να πει την αλήθεια που μέχρι τώρα είχε αρνηθεί, αλλά και να μαρτυρήσει αν στο διάστημα της ελευθερίας της είχε πάρει μέρος σε χορό μαγισσών, ποιοι άλλοι ήταν εκεί και ποιος ήταν αυτός που την είχε πλησιάσει πρώτος. Ο ιεροεξεταστής δε διευκρίνισε πότε θα την ξανακαλούσαν, είπε απλώς ότι θα το έκαναν όταν έκριναν ότι ήταν η κατάλληλη ώρα. Μέχρι τότε όμως, θα έπρεπε να φοράει τούτο το ωμοφόριο, το sambenito, κι αν έβγαινε ποτέ χωρίς αυτό, θα την καλούσαν αμέσως πίσω. Στη συνέχεια έβαλαν μπροστά της κάτι χαρτιά ζητώντας της να τα υπογράψει, αλλιώς, είπαν, δε θα την άφηναν ελεύθερη. Η Σαρίτα είχε πελαγώσει εντελώς, διατηρούσε ωστόσο κάποια ίχνη πνευματικής διαύγειας και υπέγραψε μόνο αφού βεβαιώθηκε διαβάζοντάς τα ότι δεν υπέγραφε κάποια ομολογία της.
   Μόλις υπέγραψε, ο ιεροεξεταστής τής είπε να τον ακολουθήσει και, με αυτόν να προηγείται, κατέβηκαν μια σκάλα, πέρασαν έναν κακοφωτισμένο διάδρομο και βρέθηκαν στη μεγάλη αίθουσα όπου είχε συναντήσει τους ιεροεξεταστές την πρώτη μέρα που είχε έρθει στην Αγία Έδρα. Όταν βρέθηκαν σ' εκείνον τον χώρο, η Σαρίτα άρχισε να τρέμει σύγκορμη, καθώς ξαφνικά είχε την αίσθηση ότι ο χρόνος είχε γυρίσει πίσω.
   Πόσοι μήνες είχαν περάσει από τότε; Δεν είχε την παραμικρή ιδέα, επειδή είχε χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου και δεν ήξερε ούτε ποιος μήνας ήταν τώρα αλλά ούτε και ποια μέρα της εβδομάδας. Σίγουρα όμως θα είχαν περάσει πολλοί, μπορεί και χρόνος ολόκληρος. Ωστόσο το σκηνικό ήταν το ίδιο όπως τότε. Αυτό το θυμόταν πολύ καλά. Είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη της και δε θα έσβηνε ποτέ από εκεί...
   Η τεράστια, μακρόστενη αίθουσα ήταν κακοφωτισμένη και πάλι. Ένα κηροπήγιο, στην ίδια όπως και τότε γωνία, με λίγα αναμμένα κεριά πάνω του, φώτιζε αμυδρά τον χώρο, σκορπίζοντας περισσότερες σκιές παρά φως. Πάνω στη χαμηλή εξέδρα υπήρχε το ίδιο μακρόστενο τραπέζι με τις πέντε καρέκλες πίσω του. Και ακριβώς μπροστά του, σε χαμηλότερο επίπεδο, στο πάτωμα, το τραπέζι πίσω από το οποίο είχε καθίσει η ίδια τότε. Ακόμα και ο σιδερένιος σταυρός βρισκόταν στην ίδια θέση πάνω στο τραπέζι.
   Είχε μείνει πίσω, επηρεασμένη απ' όλα εκείνα τα αντικείμενα που ξυπνούσαν μέσα της εφιαλτικές αναμνήσεις, όταν ο ήχος από το κλειδί που γύριζε στην κλειδαριά την επανέφερε στο σήμερα και, σηκώνοντας το βλέμμα, είδε τον ιεροεξεταστή που ετοιμαζόταν ν' ανοίξει μια πόρτα αλλά που εκείνη δεν είχε καταλάβει ότι είχε καθυστερήσει τις κινήσεις του περιμένοντάς τη να φτάσει κοντά του. Αλλά, κι αν ακόμα το είχε καταλάβει, δε θα υποψιαζόταν τον λόγο για τον οποίο το έκανε. Μόλις έφτασε κοντά του και στάθηκε ακουμπώντας τον σχεδόν, εκείνος μισάνοιξε την πόρτα και βγήκε πρώτος στην αυλή. Ένα βήμα πίσω του, η Σαρίτα τον ακολούθησε.
   Ήταν απομεσήμερο κι ο ήλιος, στο ψηλότερό του σημείο, έλαμπε εκτυφλωτικά.
   Η Σαρίτα δρασκέλισε το κατώφλι κι έκανε ένα βήμα βγαίνοντας. Την άλλη στιγμή μια σπαρακτική κραυγή πόνου βγήκε από το λαρύγγι της. Σταμάτησε απότομα σαν να είχε προσκρούσει με δύναμη σε αόρατο τοίχο και σκέπασε τα μάτια με τα χέρια της.
   Δυο - τρία βήματα μπροστά της, ο ιεροεξεταστής άκουσε την κραυγή της αλλά δε γύρισε να δει. Ούτε καν ανέκοψε τον βηματισμό του. Μόνο τα χείλη του άνοιξαν σ' ένα πλατύ χαμόγελο, αποκαλύπτοντας τα κίτρινα δόντια του. Ήξερε τι είχε συμβεί. Το είχε διαπιστώσει κι άλλες φορές.
   Η Σαρίτα είχε να δει το φως της ημέρας από τότε που είχε περάσει αντίστροφα την πόρτα από την οποία είχε μόλις βγει έξω. Οι ηλιαχτίδες δεν τη θάμπωσαν απλώς, αλλά τις ένιωσε να τρυπούν σαν πυρακτωμένες βελόνες τα μάτια της και να εισχωρούν στα τρίσβαθα του μυαλού της. Κι αν της είχε απομείνει έστω κι ένα ελάχιστο ίχνος πνευματικής διαύγειας, θα καταλάβαινε ότι από κάποιο σημείο και μετά οι κινήσεις του ιεροεξεταστή που την οδηγούσε στην έξοδο ήταν καλά υπολογισμένες. Μέχρι την παραμικρή τους λεπτομέρεια: Την ώρα που διέσχιζαν την αίθουσα από την οποία είχαν βγει στην αυλή, εκείνος είχε σταματήσει σκόπιμα πίσω από την πόρτα περιμένοντάς τη να φτάσει κοντά. Κι όταν τον πλησίασε, αυτός δεν άνοιξε εντελώς την πόρτα. Απλώς τη μισάνοιξε, εμποδίζοντας να εισχωρήσει μέσα άπλετο το ηλιόφως. Είχε πλήρη επίγνωση εκείνου που θα επακολουθούσε όταν οι ηλιαχτίδες θα τη χτυπούσαν ξαφνικά στα μάτια ύστερα από τόσους μήνες που είχε να δει τον ήλιο. Ακόμα και η ώρα -καυτό απομεσήμερο- ήταν καλά υπολογισμένη.
   Ο πόνος στα μάτια της εξακολουθούσε να είναι πολύ δυνατός και η Σαρίτα φοβόταν να κατεβάσει τις παλάμες που τα σκέπαζαν. Για μια - δυο στιγμές φοβήθηκε μήπως όλο αυτό δεν ήταν τίποτ' άλλο από ένα καλοστημένο παιχνίδι, κι αντί να την αφήσουν να φύγει, μήπως την οδηγούσαν ξανά πίσω στο κελί της, όμως, αν γινόταν αυτό το πράγμα τώρα που είχε βγει στο φως της ημέρας, θα ήταν χειρότερο κι από θάνατο.
   Μισάνοιξε τα δάχτυλα που σκέπαζαν τα μάτια της και είδε τον ιεροεξεταστή να στέκεται στην κλειστή ακόμη εξώπορτα με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος της. Τα δικά της πόδια είχαν ριζώσει εκεί που είχε σταθεί όταν της φάνηκε ότι είχε προσκρούσει στον αόρατο τοίχο κι ένα ερώτημα που τη γέμισε φόβο γεννήθηκε στο μυαλό της: Γιατί δεν άνοιγε την πόρτα; Έπειτα από λίγες ακόμη στιγμές τα κατάφερε επιτέλους να ξεκολλήσει τα πόδια της από εκεί όπου είχαν ριζώσει και να πλησιάσει κοντά του τρέμοντας από φόβο, ανάμεικτο με απέραντη προσμονή και ελπίδα. Χωρίς να της ρίξει ούτε ένα βλέμμα, ο ιεροεξεταστής γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά, άνοιξε την πόρτα και της έκανε νόημα με το χέρι να φύγει.
   Η Σαρίτα δρασκέλισε το άνοιγμα. Μόλις βγήκε έξω, αισθάνθηκε ακατανίκητη την επιθυμία να απομακρυνθεί τρέχοντας, όμως τα πόδια της ρίζωσαν ξανά στο έδαφος και παρέμεινε ακίνητη με την πλάτη γυρισμένη κατά την πόρτα, και μόνον όταν την άκουσε να κλείνει και να κλειδώνει γύρισε και για αρκετές στιγμές τα μάτια της κρυστάλλωσαν στο τετράγωνο καγκελόφραχτο παράθυρο που παρέμενε κλειστό τώρα και πίσω από το οποίο είχε δει τότε να την κοιτάζουν δυο μάτια άγρια, τα οποία από την τρομερή εκείνη στιγμή κι έπειτα φάνταζαν στη σκέψη της σαν τα μάτια του ίδιου του Σατανά...
   Για αρκετές στιγμές παρέμεινε εντελώς ακίνητη, με τεντωμένα τ' αυτιά, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να συλλάβει ακόμα και τον παραμικρό θόρυβο πίσω από την πόρτα. Ωστόσο στα αυτιά της δεν έφτασε κανένας ήχος κι άξαφνα συνειδητοποίησε ότι ήταν επιτέλους ελεύθερη, ότι όλα αυτά δεν ήταν ένα ακόμη κόλπο των ιεροεξεταστών, αλλά ότι ήταν αλήθεια!
   Αμέσως ένιωσε να την πλημμυρίζει ένα άγριο συναίσθημα απίστευτης χαράς. Και ενώ στεκόταν ακόμη ένα - δυο μέτρα από την κλειστή πόρτα, ξέσπασε σ' ένα γέλιο άγριο, που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Γελούσε, νόμιζε ότι γελούσε, αλλά οι άναρθροι ήχοι που έβγαιναν από το στόμα της ήταν ένα ανακάτεμα από γέλιο, κλάμα, πόνο, απόγνωση και λύτρωση. Κι όποιος την έβλεπε εκείνη την ώρα θα νόμιζε ότι έβλεπε ένα φάντασμα σε στιγμές απόλυτου παραλογισμού...
   Κάποια στιγμή το ξέσπασμά της έλαβε τέλος και, παίρνοντας μερικές απανωτές βαθιές ανάσες, κοίταξε γύρω της σαν αλαφιασμένη κι ύστερα έδειξε να συνέρχεται. Έκανε μια κίνηση με το χέρι, σαν να ήθελε να στρώσει τα μαλλιά της, κι από τον τρόπο που σταμάτησε σαν τα ακούμπησε, όποιος την έβλεπε θα καταλάβαινε ότι είχε νιώσει σαν να είχε ακουμπήσει αγκάθια.
   Άξαφνα, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης άρχισε να λειτουργεί και αποφάσισε να απομακρυνθεί αμέσως από τούτη την επίφοβη πόρτα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε πάρει είδηση ότι κάποιος κρατούσε στυλωμένα τα μάτια πάνω της, κρυμμένος πίσω από τον χοντρό κορμό ενός δέντρου. Ο δρόμος μπροστά στο κτίριο της Αγίας Έδρας ήταν έρημος. Ο τρόμος που προκαλούσε και μόνο η σκέψη της Ιεράς Εξέτασης ήταν αρκετός για να κάνει τον κόσμο να αποφεύγει να περνά από εκεί.
   Το πρώτο που συνειδητοποίησε η Σαρίτα πριν ακόμη απομακρυνθεί ήταν η ευεργετική επίδραση που είχε πάνω της ο αέρας που ανάσαινε. Ύστερα από τόσους μήνες στη δυσοσμία του κελιού της, ο καθαρός αέρας που εισχωρούσε στα πνευμόνια της τής δημιουργούσε μια αίσθηση τόσο ξεχασμένη που φάνταζε πρωτόγνωρη. Τα μάτια της είχαν αρχίσει σιγά σιγά να συνηθίζουν στο ηλιόφως, ωστόσο εξακολουθούσαν να τσούζουν και τα δάκρυα την έκαναν να βλέπει θαμπά τον δρόμο και τα σπίτια. Ωστόσο το θάμπωμα δε θα την εμπόδιζε να αντιληφθεί τον άνθρωπο που είχε ξεκολλήσει πίσω από τον κορμό του δέντρου και είχε αρχίσει να την παρακολουθεί. Απλώς εκείνη δε γύρισε να κοιτάξει πίσω της ούτε μία φορά.
   Η απόσταση για το σπίτι της δεν ήταν μεγάλη αλλά ούτε και μικρή. Κι εκείνη είχε να περπατήσει τόσους μήνες κι οι πόνοι στις αρθρώσεις τη δυσκόλευαν περισσότερο. "Θα τα καταφέρω..." είπε μιλώντας δυνατά, θέλοντας να έχει μια επιβεβαίωση από την ίδια τη φωνή της. Ύστερα προσπάθησε να φανταστεί την έκπληξη μα και τη χαρά του πατέρα της. Θεωρούσε δεδομένο ότι εκείνος δε θα είχε απομακρυνθεί ούτε στιγμή από την πόλη, περιμένοντάς τη.
   Μόλις έστριψε στην πρώτη γωνία, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με μια γυναίκα. Ήταν γριά και βάδιζε στηριζόμενη στο μπαστούνι της κι εκείνη είχε να δει άνθρωπο -κανονικό, φυσιολογικό άνθρωπο, πέρα από τους ιεροεξεταστές και τους δημίους- πολύ καιρό. Άξαφνα, η παρουσία μιας άγνωστης γριάς τής φάνηκε σαν κάτι το μεγαλειώδες. Υπήρχαν, λοιπόν, ακόμη άνθρωποι...
   "Καλημέρα", είπε, χωρίς να σκεφτεί ότι το μεσημέρι είχε περάσει από πολλή ώρα.
   Η γριά σήκωσε πάνω της ένα ζευγάρι κουρασμένα μάτια. Κι ύστερα εκείνα τα μάτια φάνηκαν να παίρνουν ζωή, μόνο που αυτό που καθρεφτίστηκε μέσα τους ήταν μια έκφραση αποστροφής. Την ίδια στιγμή έκανε μια κίνηση με την παλάμη σαν να προσπαθούσε να διώξει τον αέρα μπροστά από το πρόσωπό της κι έπειτα έπιασε τη μύτη της...
   Η Σαρίτα τα 'χασε και το χαμόγελο που πήγε να σχηματιστεί στα χείλη της στο αντίκρισμα της γριάς πάγωσε. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε τι να σήμαιναν αυτά που έβλεπε. Αλλά μόνο για μια στιγμή, επειδή αμέσως μετά κατάλαβε... Κατάλαβε ότι η ίδια δεν μπορούσε να αισθανθεί την αποφορά που αναδυόταν από πάνω της επειδή την είχε συνηθίσει, την αισθανόταν όμως όποιος την πλησίαζε. Ή εκείνος τον οποίο πλησίαζε αυτή. Κι αν έκρινε από την αντίδραση της γριάς, μάλλον ήταν ανυπόφορη. Πώς λοιπόν θα πλησίαζε τον πατέρα της και πώς θα την έσφιγγε εκείνος στην αγκαλιά του έπειτα από τόσον καιρό; Κι αν ήταν στο σπίτι και ο Αλφόνσο; Ο δικός της Αλφόνσο, που δεν είχε πάψει να τον αγαπά και που η σκέψη του και μόνο τής έδινε δύναμη ν' αντέξει τα μαρτύρια και να παραμείνει ζωντανή όλους αυτούς τους μήνες; Αν δεν ήταν ο Αλφόνσο, θα είχε υποκύψει στα βασανιστήρια, θα είχε ομολογήσει ότι ήταν μάγισσα, αφού αυτό ήθελαν να ακούσουν, και θα την είχαν κάψει ζωντανή, θα είχε γλιτώσει όμως μια και καλή. Όμως ο Αλφόνσο υπήρχε στη ζωή της και κάθε βράδυ που την πετούσαν σαν άδειο σακί στο κελί της σκεφτόταν ότι έπρεπε ν' αντέξει για χάρη του. Τον σκεφτόταν είτε ξαπλωμένη όλη τη νύχτα πάνω στις βρομιές του πατώματος επειδή δεν της είχε απομείνει δύναμη να σηκωθεί, είτε δεμένη χειροπόδαρα κάτω από τον πάγκο. Η σκέψη του της έδινε δύναμη, από την ύπαρξή του στη ζωή της έπαιρνε κουράγιο, ήταν η πρώτη και μοναδική της αγάπη, δεν είχε πάψει ποτέ να ελπίζει ότι μια μέρα θα κάλπαζαν και πάλι δίπλα δίπλα στον κάμπο κι ότι θα ξαναβρίσκονταν στη γάργαρη πηγή του βουνού, εκεί όπου είχαν ανταλλάξει το πρώτο τους φιλί. Αν λοιπόν ήταν στο σπίτι και ο Αλφόνσο; Η σκέψη του πατέρα της δεν την απασχολούσε τόσο... Εκείνος δε θα έβλεπε τα χάλια της, ούτε θα τον εμπόδιζε η δυσοσμία να την αγκαλιάσει, η έμφυτη γυναικεία φιλαρέσκεια όμως ξυπνούσε μέσα της και δεν ήθελε να τη δει ο Αλφόνσο στην κατάσταση που βρισκόταν τώρα. Μ' αυτή τη σκέψη, έφερε πάλι το χέρι στα μαλλιά της και μόλις τα ακούμπησε νόμισε ότι άγγιξε τα κλαδιά κάποιου ξερού, αγκαθωτού θάμνου. Ύστερα θυμήθηκε και το δόντι που είχε σπάσει και πανικοβλήθηκε. Τα μαλλιά και όλα τ' άλλα διορθώνονταν, το δόντι όμως;
   Είχε φτάσει πια σ' έναν κεντρικό δρόμο γεμάτο κόσμο, αλλά ήταν τόσο απορροφημένη από τούτες τις σκέψεις ώστε δεν παρατηρούσε τη δυσφορία που προξενούσε με την παρουσία της σ' αυτούς που περνούσαν από κοντά της. Ούτε πολυκαταλάβαινε ότι βάδιζε τρεκλίζοντας, σαν τους ανθρώπους που έχουν πρόβλημα στους γοφούς. Και, φυσικά, δεν είχε αντιληφθεί ότι ένας άνθρωπος βρισκόταν συνεχώς πίσω της από τη στιγμή που απομακρύνθηκε από το κτίριο της Αγίας Έδρας...
   Άξαφνα, κάποιος την ακούμπησε στην πλάτη, σπρώχνοντάς τη. Η σπρωξιά δεν ήταν πολύ δυνατή αλλά στάθηκε αρκετή να την κάνει να πέσει στα γόνατα. Μισοπεσμένη ακόμη, γύρισε και είδε τον άντρα που στεκόταν πίσω της μ' ένα τύμπανο στα χέρια. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν για μία μόνο στιγμή. Ύστερα εκείνος άρχισε να χτυπάει δυνατά το τύμπανο και να φωνάζει με στεντόρεια φωνή: "Περνάει η μάγισσα! Άνθρωποι, ακούστε με και κοιτάξτε την. Είναι μάγισσα".
   Φαίνεται ότι τα απάνθρωπα βασανιστήρια δεν τα είχαν καταφέρει να ναρκώσουν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, όσο κι αν είχαν εξασθενίσει τις φυσικές της δυνάμεις και, ύστερα από μια στιγμή αδράνειας, η Σαρίτα σηκώθηκε και άρχισε να βαδίζει όσο πιο γρήγορα της επέτρεπαν τα πόδια της προσπαθώντας να απομακρυνθεί από τούτον τον ξαφνικό κι αναπάντεχο εφιάλτη, όμως δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι κυνηγούσε το ανέφικτο. Ο τυμπανιστής βρισκόταν συνεχώς πίσω της, σε μιας ανάσας απόσταση από την πλάτη της, εξακολουθώντας να χτυπάει το τύμπανο και να φωνάζει μ' όλη του τη δύναμη. "Περνάει η μάγισσα. Άνθρωποι, ακούστε με και κοιτάξτε το ένδυμα της ντροπής στους ώμους της. Είναι μάγισσα".
   Μέσα σε λίγες μόνο στιγμές η Σαρίτα περιήλθε σε κατάσταση απόγνωσης. Δεν της πήρε πολύ χρόνο για να συνειδητοποιήσει ότι τα μαρτύριά της όχι απλώς δεν είχαν τελειώσει, αλλά ότι δε θα είχαν ποτέ τελειωμό. Αυτός που την ακολουθούσε, βαλμένος από την Ιερά Εξέταση, θα βρισκόταν συνεχώς πίσω της, κάνοντας κάτι πέρα για πέρα απάνθρωπο. Δεν ήταν μόνο το ρούχο της ντροπής που ήταν αναγκασμένη να φοράει πάντοτε στους ώμους, ήταν και ο τυμπανιστής που θα επισήμαινε την ύπαρξή του πάνω της, προτρέποντας τους ανθρώπους να το κοιτάζουν...
   "Μάγισσα! Να ψηθείς στις φωτιές της κόλασης!"
   Έντρομη, η Σαρίτα έστρεψε το βλέμμα προς τα εκεί από όπου είχαν ακουστεί τούτα τα λόγια και είδε μια γυναίκα που την κοίταζε με περιφρόνηση ανάμεικτη με μίσος. Για μια στιγμή θέλησε να πει ότι δεν ήταν μάγισσα, όμως φοβήθηκε ότι ο τυμπανιστής θα μετέφερε τα λόγια της στους ιεροεξεταστές. Δεν πρόλαβε να κάνει δεύτερη σκέψη, επειδή η γυναίκα εκείνη την έφτυσε ξαφνικά κατάμουτρα. Η Σαρίτα περιέφερε το βλέμμα ικετεύοντας απεγνωσμένα για λίγη κατανόηση από τους ανθρώπους που είχαν μαζευτεί γύρω της, όμως το μόνο που είδε στα μάτια τους ήταν περιφρόνηση και μίσος. Το μίσος είχε μάθει να το αντέχει, την περιφρόνηση όμως θα ήταν εντελώς αδύνατον να τη συνηθίσει και, κυριευμένη από απελπισία, αναλογίστηκε ότι μόνο αυτό το συναίσθημα θα εισέπραττε από τους ανθρώπους για όσον καιρό θα κυκλοφορούσε με τούτο το πράγμα στους ώμους, αλλά και -κατά πάσα πιθανότητα- με τον τυμπανιστή συνεχώς πίσω της. Κι άξαφνα, θυμήθηκε ότι κάποτε, σε μέρες ανέμελες κι ευτυχισμένες, είχε ακούσει πως ήταν συνηθισμένη πρακτική των ιεροεξεταστών να βάζουν έναν άνθρωπο σαν τον τυμπανιστή να διαλαλεί την ντροπή κάποιου άλλου ανθρώπου. Το είχε ακούσει αλλά το είχε προσπεράσει. Τότε δεν της είχε περάσει καν από το νου ότι κάποια μέρα θα την αφορούσε προσωπικά. 
   Όλες αυτές οι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της μέσα σε μια στιγμή. Ύστερα άρχισε ν' απομακρύνεται, με τον τυμπανιστή συνεχώς πίσω της.
   Πριν περάσουν λίγες στιγμές, συνειδητοποίησε ότι το πλήθος που την ακολουθούσε παρακινημένο από τον τυμπανιστή πύκνωνε συνεχώς κι ότι δε θα μπορούσε να του ξεφύγει, ακόμα κι αν είχε τη δύναμη να το βάλει στα πόδια. Αυτοί που την ακολουθούσαν -άντρες, γυναίκες και παιδιά- άρχισαν από κάποια στιγμή και μετά να βαδίζουν πλάι της, από τη μια κι από την άλλη μεριά, ξεστομίζοντας βρισιές και κατάρες για την κόλαση και για τις φωτιές της. Κάποιος την έφτυσε ξανά, μα δεν είδε αν ήταν άντρας ή γυναίκα... κι ύστερα άρχισαν να τη φτύνουν κι άλλοι... Ένα χέρι τής έδωσε ξαφνικά ένα χαστούκι, κι όσο κι αν αυτό ήταν χάδι βελούδινο σε σύγκριση με τον πόνο από την τροχαλία και το σκοινί γύρω από το μπράτσο της, η Σαρίτα το αισθάνθηκε πιο πολύ, ίδιο πυρακτωμένο σίδερο στο μάγουλό της. Άρχισε να κλαίει, αλλά δεν περίμενε ότι τα δάκρυά της θα τους έκαναν να τη λυπηθούν.
   Πόση ώρα πέρασε ζώντας αυτό το μαρτύριο; Ήταν αδύνατον να πει, όμως φάνταζε ατέλειωτη. Όταν κάποια στιγμή σταμάτησε ν' ακούει τον τυμπανιστή κι όταν ο κόσμος που την ακολουθούσε άρχισε ν' αραιώνει, πίστεψε ότι το μαρτύριό της είχε τελειώσει, για σήμερα τουλάχιστον. Εν τω μεταξύ είχε χάσει τον προσανατολισμό της για το σπίτι της, αλλά, παρόλο που ήταν ράκος ψυχικά και σωματικά, δεν άργησε να τον ξαναβρεί και μ' όσες δυνάμεις τής είχαν απομείνει άρχισε πάλι να κατευθύνεται προς τα εκεί.
   Είχε προχωρήσει αρκετά, όταν, ξαφνικά, βρέθηκε και πάλι περικυκλωμένη από κόσμο, με τον τυμπανιστή ανάμεσά τους. Από πού είχαν έρθει; Πώς δεν τους είχε αντιληφθεί πιο νωρίς; Ύστερα σκέφτηκε ότι όλο αυτό ήταν καλά σχεδιασμένο, για να της σπάσουν εντελώς τα νεύρα. Και δεν είχε άδικο, μόνο που τούτη τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα από την προηγούμενη. Τελικά την άφησαν ήσυχη μόνον όταν κουράστηκαν. Ή επειδή βαρέθηκαν. Ο τυμπανιστής όμως έμεινε να την παρακολουθεί μόνος για πολλή ώρα. Κι όταν την άφησε ήσυχη, η Σαρίτα πίστεψε ότι αυτό θα ήταν προσωρινό, ο τυμπανιστής όμως δεν ξαναφάνηκε, ωστόσο εκείνη δεν έτρεφε αυταπάτες. Ήταν βέβαιη ότι κάθε μέρα θα τον είχε πίσω της...
   Είχε αρχίσει να απελπίζεται ότι δε θα τα κατάφερνε να φτάσει στο σπίτι της επειδή τα πόδια της δεν την κρατούσαν, πεινούσε και υπέφερε από δίψα, όταν βρέθηκε σ' έναν πολύ γνωστό της δρόμο. Ήταν πια πολύ κοντά και μονομιάς πήρε δυνάμεις. Λίγες στιγμές αργότερα, έστριψε στην πρώτη γωνία και αντίκρισε το σπίτι της.
   Όσο σκεφτόταν τούτη τη στιγμή, πίστευε ότι θα έτρεχε με όση δύναμη τής είχε απομείνει για να περάσει όσο γινόταν πιο γρήγορα την πόρτα του, όμως, τώρα που το είχε μπροστά της, παρέμενε ακίνητη, νιώθοντας την καρδιά της να χτυπάει σ' έναν τρελό ρυθμό. Η συγκίνηση την έπνιξε και δεν τα κατάφερε να συγκρατηθεί. Άρχισε να κλαίει με δυνατούς, ανακουφιστικούς λυγμούς.
   Ξάφνου μια παγωμάρα κάλυψε τα μέλη της και το κλάμα της κόπηκε μαχαίρι. Έβλεπε το σπίτι της, το είχε μπροστά της, όμως γιατί οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλειστά; Γιατί δεν έβλεπε καμία κίνηση στον κήπο; Γιατί μέσα σε μία και μόνο στιγμή είχε μιαν απαίσια αίσθηση εγκατάλειψης; Γιατί το σπίτι έμοιαζε έρημο; Ήταν δυνατόν; Ήταν δυνατόν ο πατέρας της να είχε φύγει για το άλλο σπίτι, στην εξοχή, ενώ εκείνη παρέμενε στα νύχια της Ιεράς Εξέτασης; Ή μήπως συνέβαινε κάτι άλλο; Κάτι χειρότερο; Μήπως ο πατέρας της δεν είχε αντέξει τη δική της τραγική μοίρα; Όταν επιτέλους τα κατάφερε να σύρει τα πόδια της, είχε το προαίσθημα μιας καταστροφής.
   Έφτασε στην εξώπορτα που έμπαζε στον κήπο και μόνο τότε πρόσεξε τον άντρα που περιποιούνταν κάποια από τα καλλωπιστικά φυτά, μιας και από εκεί που είχε σταθεί πριν δεν μπορούσε να τον δει, επειδή τον έκρυβαν τα δέντρα. Έβλεπε μόνο την πλάτη του, αλλά δε δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει. Ήταν ο Μανουέλ, ένας από τους ανθρώπους του πατέρα της, που τον θυμόταν από τότε που ήταν μικρή. Στο αντίκρισμά του και στη σκέψη ότι θα έβρισκε μιαν απάντηση στα ερωτήματα που την απασχολούσαν, ένιωσε μεγάλη ανακούφιση, ανάμεικτη με αγωνία. Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε, χωρίς εκείνος να την πάρει είδηση.
   "Μανουέλ", είπε όταν τον πλησίασε.
   Ο άντρας γύρισε και την κοίταξε, μα δεν έδειξε να την αναγνωρίζει. Άφησε το εργαλείο που κρατούσε και πλησίασε, φανερά ενοχλημένος.
   "Τι θέλεις;" ρώτησε επιθετικά. Την άλλη στιγμή ένας μορφασμός αηδίας αλλοίωσε τα χαρακτηριστικά του και, πιάνοντας τη μύτη του, έκανε ένα βήμα πίσω. "Λέγε, τι θέλεις;" ρώτησε ξανά, μ' έναν τόνο δυσφορίας στη φωνή του.
   "Μανουέλ... Δε με γνωρίζεις;"
   Δεν είπε το όνομά της. Και το έκανε σκόπιμα, θέλοντας να διαπιστώσει αν θα την αναγνώριζε. Εκείνος εξακολουθούσε να κρατάει τη μύτη του, ενώ τα μάτια του είχαν στυλωθεί στο sambenito που είχε στους ώμους της. Η δυσφορία του δεν κρυβόταν.
   "Όχι, δε σε γνωρίζω... Ποια είσαι;"
   "Είμαι η Σαρίτα, Μανουέλ. Η κόρη του δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ..."
   Στο άκουσμα του ονόματός της, εκείνος ταράχτηκε. Ύστερα έδειξε σαν να μην πίστευε ούτε στ' αυτιά ούτε στα μάτια του.
   "Η Σαρίτα... η κόρη του δον Αλεχάντρο... Βέβαια... τώρα που σε κοιτάζω..." Παρόλο που το είπε, έδειχνε σαν να εξακολουθούσε να μην πιστεύει στα μάτια του.
   "Εγώ είμαι, Μανουέλ... αλλά πώς να με γνωρίσεις έτσι που είμαι..."
   "Τώρα που σας κοιτάζω, σας γνωρίζω", είπε εκείνος και τράβηξε το χέρι από τη μύτη του. "Τώρα σας γνωρίζω... αλλά πώς... πώς σας άφησαν;" Τα είχε χάσει και μπέρδευε τα λόγια του.
   "Ναι, Μανουέλ, με άφησαν", απάντησε και ύστερα έκανε την ερώτηση που της έκαιγε τα χείλη. "Γιατί είναι κλειστό το σπίτι; Δεν είναι εδώ ο μπαμπάς μου;"
   "Όχι, δεν είναι εδώ. Είναι στο άλλο σας σπίτι, στην εξοχή".
   Κάτι δεν πάει καλά, κάτι συμβαίνει εδώ και μασάει τα λόγια του... υποψιάστηκε η Σαρίτα.
   "Από πότε είναι στο άλλο μας σπίτι ο μπαμπάς μου, Μανουέλ;"
   "Πάει πολύς καιρός... Από τότε που..." είπε και σταμάτησε.
   "Από τότε πού;"
   "Ακούστε με..." άρχισε να λέει εκείνος κομπιάζοντας. "Το σπίτι αυτό δεν είναι πια δικό σας... Το πήρε η Ιερά Εξέταση... έκανε κατάσχεση..."
   Μέσα σε μία στιγμή όλα ξεκαθάρισαν στο μυαλό της Σαρίτα. Το ήξερε ότι πάντα γινόταν έτσι, είχε ακούσει πολλές φορές τον πατέρα της να το λέει, αλλά δεν της είχε περάσει από το μυαλό όταν αντίκρισε το σπίτι και είδε πως ήταν κλειστό. Για μια - δυο στιγμές, έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Αλλά μόνο για μια - δυο στιγμές.
   "Ο μπαμπάς μου; Είναι καλά ο μπαμπάς μου, Μανουέλ;"
   "Έχω να τον δω πολύ καιρό... Είναι καλά όμως... Δεν έχω μάθει τίποτα κακό... και ξέρετε ότι τα άσχημα νέα μαθαίνονται γρήγορα..."
   Για κάμποση ώρα η Σαρίτα έμεινε βαθιά συλλογισμένη. 
   "Τι θα κάνω τώρα... Πώς θα πάω στο σπίτι μας και πώς..." Άφησε τη φράση της μισοτελειωμένη, κοιτάζοντας τα ρούχα που φορούσε, τα οποία την έκαναν να βρομάει ολόκληρη. Ο Μανουέλ κατάλαβε.
   "Ακούστε με", είπε. "Ο δον Αλεχάντρο ήταν πάντα ευεργέτης μου. Έχετε πού να μείνετε εδώ στη Βαλένθια;"
   "Όχι, Μανουέλ... Έχω πολλούς φίλους... όμως δε θέλω να με δουν σε τέτοια χάλια..."
   "Ακούστε με λοιπόν. Θα πάμε στο σπίτι μου, η γυναίκα μου θα σας βοηθήσει να..." -έδειχνε σαν να αναζητούσε την κατάλληλη λέξη- "...να ξεκουραστείτε... Θα σας δώσει να φορέσετε ένα καθαρό φουστάνι... κι αύριο, ή το αργότερο μεθαύριο, θα βρω κάποια άμαξα και θα σας πάω εγώ! Εγώ ο ίδιος θα σας πάω στον δον Αλεχάντρο! Του χρωστάω πολλά κι αυτό είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω".

   Είχε βραδιάσει πριν από μία ώρα κι ο δον Αλεχάντρο, στη βεράντα του, ένιωθε ότι ήταν ολομόναχος σ' έναν απέραντο κόσμο που εδώ και πολλούς μήνες τού φαινόταν άγριος. Κι όσο ο καιρός περνούσε, η ζωή του έχανε το νόημά της...
   Ο άνεμος από το απόγευμα φυσούσε ολολύζοντας και η βουή του ανακατευόταν με τον αχό των θεριεμένων κυμάτων. Ο ουρανός απλωνόταν πάνω ψηλά ατέλειωτος και σκοτεινός και τρομακτικά άδειος. Έτσι του φαινόταν, παρά τα χιλιάδες αστέρια που λαμπύριζαν στο αίθριό του. Ύψωσε γι' άλλη μια φορά το βλέμμα.
   "Θεέ μου!" είπε. "Γιατί;"
   Μα δεν έλαβε απάντηση. Τ' αστέρια κοιτούσαν τη γη και του φαίνονταν σκληρά και αμείλικτα σαν την άδεια ζωή του. Ή σαν τον θάνατο...
   "Γιατί, Θεέ μου!" είπε ξανά. Κι άξαφνα ένιωσε τον εαυτό του πυγμαίο κάτω από την απεραντοσύνη τ' ουρανού.
   Ο ανιψιός του, ο πατήρ Πάμπλο, θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή, όμως ο δον Αλεχάντρο τούτη την ώρα δεν ήθελε καμία παρουσία κοντά του, ούτε θ΄άντεχε κουβέντες που θα διέκοπταν τους λογισμούς του. Σηκώθηκε και τράβηξε κατά την παραλία. Άρχισε να βαδίζει ασταμάτητα στην αμμουδιά, με το κεφάλι σκυμμένο και βαρύ από σκέψεις. Τα κύματα, σκεπάζοντας την άμμο με άσπρους αφρούς, έπνιγαν τον ήχο των βημάτων του. Κι εκείνος βάδιζε ολοένα σ' ένα αδιάκοπο πέρα - δώθε και συλλογιζόταν: Δε θα 'πρεπε να την αφήσω να πάει τότε που την κάλεσαν στην Αγία Έδρα... Θα 'πρεπε να υποψιαστώ τι θα γινόταν και να την πάρω να φύγουμε μακριά από εδώ, κάπου έξω από την ακτίνα δράσης της Ιεράς Εξέτασης και της Καθολικής Εκκλησίας...
   Η ώρα περνούσε και είχε αρχίσει να κουράζεται, καθώς τα πόδια του βούλιαζαν στην άμμο που κουκούλωναν τα κύματα. Είπε ότι ήταν καιρός να γυρίσει πίσω και πήρε ν' ανεβαίνει την ανηφοριά αγκομαχώντας. Έφτασε στην κορυφή, στα όρια του κήπου του, ξεφυσώντας, και σταμάτησε, παίρνοντας βαθιές ανάσες...
   Και τότε ακριβώς άκουσε τον ήχο από τις ρόδες άμαξας και το ποδοβολητό του αλόγου που την τραβούσε.
   Τώρα έρχεται, είπε μέσα του με τη σκέψη στον ανιψιό του κι αναρωτήθηκε γιατί δεν είχε έρθει με το άλογο, όπως έκανε κάθε φορά, μα και τίνος ήταν η άμαξα που τον έφερνε.
   Προχώρησε με κόπο, μπήκε στον κήπο και κάθισε στο δεύτερο από τα τέσσερα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη βεράντα. Γέρασα, είπε μέσα του και ήταν η πρώτη φορά που έκανε αυτή τη σκέψη.
   Ο ήχος από τις ρόδες της άμαξας και το ποδοβολητό του αλόγου δυνάμωνε ολοένα και, σηκώνοντας το κεφάλι, είδε ότι ήταν πολύ κοντά. Για μια στιγμή σκέφτηκε να ανέβει στη βεράντα για να μην τον δει ο ανιψιός του να κάθεται στη σκάλα δείχνοντας ότι ήταν κουρασμένος. Ο Πάμπλο ανησυχούσε τελευταία για την υγεία του θείου του κι αυτός ήταν ο λόγος που εδώ και κάμποσο καιρό έμενε τα βράδια μαζί του. Αλλά η σκέψη του δεν κράτησε περισσότερο από μια στιγμή. Ας πει ό,τι θέλει, δε θ' αρχίσω να του δίνω λογαριασμό για ό,τι κάνω, έλεγε μέσα του τη στιγμή που η άμαξα έμπαινε στην αυλή και σταματούσε λίγα μέτρα μακριά από τη σκάλα όπου καθόταν.
   Με την πρώτη ματιά, ο δον Αλεχάντρο είδε ότι ο άνθρωπος στη θέση του οδηγού δεν ήταν ο ανιψιός του και ξαφνιάστηκε. Τι συμβαίνει; αναρωτήθηκε καθώς σηκωνόταν από το σκαλοπάτι. Την ίδια στιγμή ο οδηγός κατέβηκε από τη θέση του και, κάνοντας ένα βήμα, πήγε και στάθηκε δίπλα στην πόρτα της μικρής άμαξας, με το πρόσωπο στραμμένο κατά το μέρος του. Κι αν ο δον Αλεχάντρο έβλεπε καλά μέσα στο σκοτάδι, ο άνθρωπος χαμογελούσε.
   "Καλησπέρα, δον Αλεχάντρο!" άκουσε τη φωνή του.
   Χωρίς να ανταποδώσει το καλησπέρισμα, ο δον Αλεχάντρο πήγε κοντά. Κι όταν πλησίασε, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από απέραντη έκπληξη. Για μια - δυο στιγμές δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει λέξη.
   "Μανουέλ!" είπε ύστερα. "Δεν το πιστεύω! Τι ήρθες να κάνεις εδώ;" Είχε να τον δει από τότε που είχε χάσει το σπίτι του και αγνοούσε το γεγονός ότι η Ιερά Εξέταση τον είχε κρατήσει για να φροντίζει τον κήπο. Ωστόσο τον θεωρούσε πάντα έναν από τους πιο έμπιστους ανθρώπους που είχε στη δούλεψή του και τον συμπαθούσε ιδιαίτερα.
   "Σας έφερα κάτι, δον Αλεχάντρο", είπε εκείνος. Εξακολουθούσε να χαμογελάει κι είχε φέρει το χέρι στο χερούλι που άνοιγε την πόρτα. Ο δον Αλεχάντρο είχε σαστίσει, μιας και δεν υπήρχε περίπτωση ο Μανουέλ να είχε φέρει τον ανιψιό του, τον πατέρα Πάμπλο.
   "Τι μου έφερες, Μανουέλ;"
   Για μια στιγμή, ο Μανουέλ σκέφτηκε να του πει να κλείσει τα μάτια και να τα ανοίξει όταν θα του έλεγε, αλλά σταμάτησε εγκαίρως. Δεν είχε τέτοιο θάρρος με τον άρχοντα, όσο κι αν τούτη η περίσταση ήταν ξεχωριστή. Το χαμόγελο πλάτυνε στο πρόσωπό του και με μια αποφασιστική κίνηση γύρισε το χερούλι και άνοιξε την πόρτα.
   "Ελάτε! Κατεβείτε!" είπε, χωρίς να παίρνει το βλέμμα από τον δον Αλεχάντρο.
   Ο άρχοντας είχε ήδη νιώσει την περιέργειά του να κορυφώνεται. Είδε την πόρτα να ανοίγει...
   Ήταν νύχτα, η μπροστινή πλευρά του σπιτιού δε φωτιζόταν, στον ουρανό δεν είχε βγει ακόμη το φεγγάρι και το μόνο φως που έπεφτε στη γη ήταν η ασθενική λάμψη των αστεριών. Κι όμως, ο δον Αλεχάντρο την γνώρισε πριν ακόμη βγει καλά καλά από την άμαξα.
   Το πρώτο που είδε ήταν ένα γυναικείο πόδι που πρόβαλε στο άνοιγμα της πόρτας, πατώντας στο μοναδικό σκαλοπάτι πριν βρεθεί στο χώμα. Ένα πόδι που, καθώς λύγισε στον αστράγαλο, πάτησε στο σκαλοπάτι με μια κίνηση χαρακτηριστική και ιδιαίτερη. Και ξεχωριστή. Έτσι φάνηκε στα μάτια του πατέρα: μια κίνηση χαρακτηριστική και ιδιαίτερη και ξεχωριστή. Κι αυτή την κίνηση την είχε δει εκατοντάδες φορές, κάθε φορά που εκείνο το πόδι στηριζόταν στον αναβολέα για ν' ανέβει στο άλογο.
   Η καρδιά του πήγε να σπάσει.
   "Σαρίτα μου!"
   Η κραυγή του ακούστηκε σαν γέλιο και λυγμός μαζί. Ο δον Αλεχάντρο, τη στιγμή που ξεστόμιζε τις λέξεις, γελούσε κι έκλαιγε ταυτόχρονα...
   Λίγη ώρα πριν, πολύ λίγη, ο δον Αλεχάντρο είχε δυσκολευτεί ν' ανέβει τη μικρή ανηφοριά από την παραλία. Ανηφόριζε αγκομαχώντας. Κι όταν έφτασε, δεν είχε την αντοχή ν' ανέβει τα τέσσερα όλα κι όλα σκαλοπάτια και κάθισε στο δεύτερο για να ξαποστάσει. Κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ ως τότε. Και τώρα...
   Τώρα έδωσε ένα πήδημα σαν έφηβος, έσπρωξε τον Μανουέλ με τόση δύναμη που παραλίγο να τον ρίξει κάτω, έφτασε στην πόρτα, κι ανοίγοντας τα χέρια, αγκάλιασε την κόρη του, τη σήκωσε σαν πούπουλο στον αέρα, την τράβηξε έξω από την άμαξα, έκανε τρεις - τέσσερις στροφές γύρω από τον εαυτό του γελώντας, κλαίγοντας κι αφήνοντας άναρθρα λόγια κι ύστερα πήγε ως τη σκάλα και κάθισε πάλι σ' ένα σκαλοπάτι, κρατώντας τη πάντα στην αγκαλιά του.
   Είχε ακουμπήσει τη δεξιά παλάμη στο αριστερό της μάγουλο, τα δάχτυλά του μετακινούνταν από εκεί και της χάιδευαν τα μαλλιά, αισθανόταν την ανάσα της στο αυτί και στο λαιμό του και παρακαλούσε τον Θεό να ήταν αλήθεια τούτη τη φορά, να μην ήταν όνειρο πάλι, σαν τις τόσες και τόσες φορές που την είχε δει στον ύπνο του να γυρίζει ζωντανή στο σπίτι.
   "Σαρίτα... κόρη μου... πες μου ότι είναι αλήθεια... πες μου ότι δεν ονειρεύομαι..." έλεγε κάθε τόσο, με λόγια που διακόπτονταν από λυγμούς.
   "Αλήθεια είναι, μπαμπά μου, εγώ είμαι, δεν είναι όνειρο, είμαστε πάλι μαζί", άκουσε τη φωνή της και του φάνηκε γλυκιά σαν κελάηδημα αηδονιού και δροσερή σαν κλάρυσμα γάργαρης πηγής.
   Ήθελε να τη ρωτήσει τόσα, να του πει όσα της είχαν κάνει, να μάθει αν ήταν καλά στην υγεία της -κι έτρεμε την απάντησή της ύστερα απ' όσα θα είχε τραβήξει. Ήθελε να τη ρωτήσει και πώς είχε γίνει και την άφησαν... ήθελε... ήθελε... ήθελε... αλλά καμία λέξη δεν έβγαινε καθαρά από τα χείλη του, καμία ερώτηση δε θα μπορούσε να διατυπωθεί σωστά, επειδή ένιωθε το μυαλό του έτσι όπως το αισθανόταν όταν μεθούσε από γλυκό κρασί στα νιάτα του... Κι άλλωστε θα είχαν όλον τον καιρό να πουν ο ένας στον άλλο αυτά που ήθελαν... Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Μανουέλ να στέκεται ακόμη δίπλα στην άμαξα κοιτάζοντάς τους και του φάνηκε ότι ήταν έτοιμος ν' ανέβει πάνω και να φύγει.
   "Μανουέλ", είπε, "ούτε να το σκεφτείς ότι θα φύγεις. Απόψε θα μείνεις εδώ".

   Είχαν περάσει πολλές ώρες, από στιγμή σε στιγμή η αυγή θα άρχιζε να σκορπίζει τη ρόδινη πυρκαγιά της και ο δον Αλεχάντρο παρέμενε στη μπροστινή βεράντα, με τον ανιψιό του, τον πατέρα Πάμπλο, να του κρατάει συντροφιά από την ώρα που η Σαρίτα είχε πέσει για ύπνο. Τούτη τη νύχτα ωστόσο θα προτιμούσε να είναι ολομόναχος, συντροφιά μόνο με τις σκέψεις του, καθώς από τη μια ήταν αφάνταστα ευτυχισμένος κι από την άλλη βίωνε έναν πόνο απερίγραπτο, με τη φαντασία του να αναπλάθει τις σκηνές από τα μαρτύρια που είχε υποστεί η κόρη του από την Ιερά Εξέταση. Η Σαρίτα τούς τα είχε πει όλα. Χωρίς να αποσιωπήσει το παραμικρό, αλλά και χωρίς να προσθέσει τίποτα σε όσα της έκαναν. Κι ο δον Αλεχάντρο με τον πατέρα Πάμπλο την είχαν ακούσει με κομμένη την ανάσα να διηγείται πράγματα που ο ανθρώπινος νους αδυνατούσε να χωρέσει. Και οι δύο ήξεραν ότι η Ιερά Εξέταση δεν είχε έλεος γι' αυτούς που έπεφταν στα χέρια της, ωστόσο το ανθρώπινο μυαλό διαθέτει κάποια όρια κατανόησης των γεγονότων και των καταστάσεων. Από κάποιο σημείο και μετά αδυνατεί να κατανοήσει πώς είναι δυνατόν άνθρωποι, και μάλιστα άνθρωποι που λογίζονται αντιπρόσωποι του Θεού στη Γη, να επιδεικνύουν τόση σκληρότητα και τόση απανθρωπιά απέναντι σε συνανθρώπους τους. Πώς είναι δυνατόν να υποβάλλουν ένα αδύναμο πλάσμα, όπως μια νέα κοπέλα, στα πιο απάνθρωπα σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια. Πώς είναι δυνατόν να μη συγκινούνται και να μην κάμπτονται από τις κραυγές πόνου ενός ανθρώπου που φτάνει στα όρια της αντοχής του και να μη λυγίζουν κάτω από τις ικεσίες του. Και, το χειρότερο απ' όλα μα και το πιο αποκρουστικό, πώς είναι δυνατόν ένας «άνθρωπος του Θεού» να εξαπατά μια βασανισμένη σωματικά και κατατρομαγμένη κοπέλα με το πρόσχημα ότι θέλει να την πείσει να προσευχηθεί μαζί του κι έπειτα να τη βιάζει σαν κοινός υπάνθρωπος... και στη συνέχεια να την προειδοποιεί ότι θα την κάψουν σε σιγανή πυρά αν ανοίξει το στόμα της και μαρτυρήσει αυτό που της έκανε. Ήταν δυνατόν αυτό το κτήνος να είναι παπάς; Ή σάμπως θα ήταν η πρώτη φορά που μια γυναίκα είχε βιαστεί από κάποιον ιεροεξεταστή; Ασφαλώς δε θα ήταν η πρώτη αλλά ούτε και η τελευταία...
   Όλες αυτές τις ώρες ο δον Αλεχάντρο είχε στη σκέψη του την εικόνα από τα μάτια της κόρης του περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο είχε παρατηρήσει πάνω της. Περισσότερο κι από το σπασμένο μπροστινό δόντι της, περισσότερο κι από τον τρόπο που κινούσε τα μέλη της, λες και ήταν γριά που οι αρθρώσεις της είχαν παραμορφωθεί από τα χρόνια... Αυτό που είχε δει στα μάτια της ήταν απερίγραπτο, κι όχι μόνο επειδή είχαν χάσει τη λάμψη τους, αλλά κι επειδή από το βάθος τους αναδυόταν ένας φόβος θανατερός, αφύσικος. Ακόμα και τώρα που βρισκόταν στην ασφάλεια του σπιτιού της, το βλέμμα της ήταν ίδιο με το βλέμμα ενός κυνηγημένου, κατατρομαγμένου ζώου. Κι αναρωτιόταν πόσα από εκείνα που είχαν αντικρίσει τα μάτια της θα ήταν αδύνατον να περιγραφούν από τα χείλη της. Όσο κι αν το είχε προσπαθήσει.
   Εκείνη τη νύχτα, για πρώτη ίσως φορά από τότε που ήταν μικρούλα, ο δον Αλεχάντρο είχε συνοδεύσει τη Σαρίτα στην κρεβατοκάμαρά της. Του το είχε ζητήσει η ίδια. Την είχε δει να στέκεται και να κοιτάζει το στρωμένο με καθαρά σεντόνια κρεβάτι και την είχε ακούσει να λέει με σιγανή φωνή: "Θα κοιμηθώ σε κρεβάτι... στο κρεβάτι μου! Δεν το πιστεύω!" και την άλλη στιγμή κατάλαβε ότι μονολογούσε, ότι το 'λεγε στον ίδιο τον εαυτό της. Ύστερα την είδε να κοιτάζει την καράφα με το δροσερό νερό που η ίδια είχε ζητήσει να βρίσκεται κοντά στο κρεβάτι και την άκουσε να μονολογεί ξανά: "Κι άμα διψάσω, θα πιω καθαρό νερό, και θα πιω όσο θέλω". Και μόνο η εικόνα της εκείνες τις στιγμές, μαζί με τα απλά λόγια που είχε προφέρει, τον είχαν κάνει να συνειδητοποιήσει πως ό,τι και να άκουγε από τα χείλη της θα ήταν αδύνατον να περιγράψει τη φρίκη και τις στερήσεις που είχε βιώσει όλους αυτούς τους μήνες. Έπειτα είχε γίνει κάτι που τον είχε συγκλονίσει για μία ακόμη φορά -και είχε νιώσει συγκλονισμένος αμέτρητες φορές τούτη τη νύχτα.
   Είχε παραμείνει όρθιος δίπλα της μέχρι τη στιγμή που είδε τα βλέφαρά της να βαραίνουν κι από την αλλαγή στην ανάσα της κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να την παίρνει ο ύπνος. Εκείνος έκανε να βαδίσει νυχοπατώντας προς την πόρτα, όταν άξαφνα τον σταμάτησε η φωνή της.
   "Μπαμπά!"
   Γύρισε το κεφάλι, την είδε που τον κοίταζε και πλησίασε ξανά στο κρεβάτι.
   "Μπαμπά, αύριο να ειδοποιήσεις, σε παρακαλώ, τον Αλφόνσο ότι γύρισα. Και τη Μαρισόλ. Μόνο σκέψου πώς θα πεις στον Αλφόνσο ότι δε θέλω να έρθει αμέσως να με δει... επειδή δε θέλω να με δει στην κατάσταση που είμαι τώρα... Θέλω να συνέλθω πρώτα... Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω... Αλλά η Μαρισόλ θέλω να 'ρθει αύριο κιόλας!"
   Είχε μείνει άφωνος. Τι να της έλεγε; Εκείνη μόλις τη στιγμή συνειδητοποιούσε ότι ήταν απολύτως φυσιολογικό να μην ξέρει η κόρη του για τον θάνατο του Αλφόνσο -πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε να το έχει μάθει; Είχε διαισθανθεί στην αρχή και είχε βεβαιωθεί αργότερα για το αίσθημα που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στην κόρη του και στον νέο άντρα και το επικροτούσε απόλυτα. Κι ακούγοντάς την τώρα, αναλογίστηκε πόσες φορές θα τον έφερνε στη σκέψη της τις νύχτες που κοιμόταν στο πάτωμα του κελιού της και πόσα όνειρα θα έκανε ή και πόσες φορές θα είχε παρακαλέσει να γινόταν να πήγαινε εκείνος καβάλα στο άλογο να την ελευθερώσει κι ύστερα να καλπάσουν μαζί στον καθαρό αέρα του κάμπου, μα και πόσες φορές θα ξεσπούσε σε κλάματα σαν θα τον έφερνε στη σκέψη της ή σαν θα έλεγε στον εαυτό της τις ώρες της μεγάλης απελπισίας της ότι δε θα τον έβλεπε ποτέ ξανά.
   Η φωνή της Σαρίτα τον έκανε να σκεφτεί ότι η σιωπή του είχε αφύσικα παραταθεί.
   "Μπαμπά, γιατί δε λες τίποτα; Τι συμβαίνει;"
   "Τίποτα δε συμβαίνει, κόρη μου. Να, απλώς σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να τους είχαμε ενημερώσει ήδη για τον ερχομό σου..."
   Μόλις ξεστόμισε τούτες τις λέξεις, μετάνιωσε. Γιατί να πει ένα τέτοιο ψέμα; Ίσως επειδή δεν ήθελε να της προσθέσει κι άλλο πόνο τούτη την πρώτη νύχτα. Ας την άφηνε να κοιμηθεί ήσυχη και αύριο θα μάθαινε την αλήθεια. Ύστερα, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, αναλογίστηκε το ενδεχόμενο να τον ρωτούσε πώς ήταν ο Αλφόνσο όλον αυτόν τον καιρό, αν τη θυμόταν κι αν την περίμενε να γυρίσει, και παρακάλεσε μέσα του να μην το έκανε. Μόνον όταν την άκουσε να του λέει καληνύχτα βεβαιώθηκε ότι η ευχή του είχε εισακουστεί και βγήκε προσωρινά ησυχασμένος από το δωμάτιό της.
   Βγαίνοντας στη βεράντα, είδε ότι ο ανιψιός του τον περίμενε υπομονετικά.
   "Δε θα πας για ύπνο;" τον ρώτησε, νιώθοντας ήδη την επιθυμία να μείνει μόνος.
   "Δε νομίζω ότι θα τα καταφέρω να κοιμηθώ... Έπειτα από όσα άκουσα, αποκλείεται να κλείσω μάτι". Έμεινε για λίγο σιωπηλός, κοιτάζοντας τον θείο του. Ύστερα ρώτησε: "Πώς είναι; Κοιμήθηκε;"
   "Πιστεύω ότι θα έχει κοιμηθεί τώρα... δεν ξέρω... Πριν από λίγη ώρα είδα που την είχε πάρει ο ύπνος, ωστόσο, πριν βγω από το δωμάτιο, με σταμάτησε, ζητώντας μου να ειδοποιήσω αύριο τη Μαρισόλ και... και τον Αλφόνσο... ότι γύρισε".
   "Ω, Θεέ μου!"
   "Ναι, Πάμπλο, αυτό είπα κι εγώ. Από τη στιγμή που την είδα, δε σκέφτηκα ούτε μία φορά ότι θα ζητούσε τον Αλφόνσο. Και τώρα... τώρα που είναι ευτυχισμένη, πώς να της το πω..."
   "Θα της το πείτε, θείε μου. Θα της το πείτε μόλις σηκωθεί αύριο. Άλλωστε πόσο θα μπορέσετε να της το κρατήσετε κρυφό; Καλύτερα λοιπόν να μάθει γρήγορα όλη την αλήθεια, όσο πικρή κι αν είναι".
   "Θα της το πω, Πάμπλο, θα της το πω, όμως πώς; Είναι τόσο πληγωμένη... Πώς να της προσθέσω άλλη μία πληγή; Και είναι τόσο τρομοκρατημένη... Παρατήρησες το βλέμμα της; Είδες τα μάτια της;"
   "Ναι, θείε μου, αυτό είναι το πρώτο που παρατήρησα πάνω της. Το ξέρω ότι είναι τρομοκρατημένη, παρατήρησα πώς κοιτάζει ασυναίσθητα στην κατεύθυνση απ' όπου έρχεται ξαφνικά ο οποιοσδήποτε θόρυβος. Και θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να σταματήσει να τρομάζει με το παραμικρό... μέχρι να σταματήσει να βλέπει σκιές πίσω της..."
   Ο πατήρ Πάμπλο κρατούσε για τον εαυτό του τις μύχιες σκέψεις του. Όποιος είχε κυνηγηθεί από την Ιερά Εξέταση παρέμενε για πολύ καιρό κάτωχρος και μισοπεθαμένος απ' τον φόβο. Η Καθολική Εκκλησία και το όργανό της, η Ιερά Εξέταση, αντιλαμβάνονταν ότι ένας συνδυασμός από φόβους ήταν πολύ αποτελεσματικότερος από ένα μόνο είδος. Το να οδηγήσει στην πυρά όσο γινόταν περισσότερους αιρετικούς ή μάγισσες δε θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα με το να σκοτώσει λιγότερους και να αφήσει άλλους ζωντανούς μα ανάπηρους. Αυτοί θα αποτελούσαν ζωντανό παράδειγμα προς αποφυγήν αλλά και θα μετέδιδαν, για όσο ζούσαν, το μήνυμα της ισχύος της Εκκλησίας και της Ιεράς Εξέτασης. Ένας ακόμα αποτελεσματικός τρόπος, ίσως αποτελεσματικότερος από οποιονδήποτε άλλο, ήταν το να καταστήσουν κάποιους απ' αυτούς που είχαν κυνηγήσει «ζωντανούς πίνακες» που θα έδειχναν το ίδιο πράγμα: την ισχύ της Καθολικής Εκκλησίας και του οργάνου της. Ένας τέτοιος «ζωντανός πίνακας» ήταν ο άνθρωπος που κυκλοφορούσε με το sambenito στους ώμους. Σαν αυτό που φορούσε τώρα η ξαδέλφη του και που θα ήταν υποχρεωμένη να το φέρει πάνω της για όλη την υπόλοιπη ζωή της.
   Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Πολλές φορές στις «πράξεις πίστεως» αυτούς που οδηγούνταν στην πυρά ακολουθούσαν και πολλοί άλλοι αιρετικοί, οι οποίοι δεν επρόκειτο να καούν, επειδή είχαν μετανοήσει ή απλώς επειδή η Ιερά Εξέταση ήθελε να τους χρησιμοποιήσει για να προκαλέσει μεγαλύτερο τρόμο ή ακόμα και για να τους τιμωρήσει μ' έναν τρόπο φρικτό, για πολλούς πιο φρικτό κι από τον θάνατο στην πυρά. Αυτοί ακολουθούσαν εκείνους που επρόκειτο να καούν φορώντας ένα σκοινί δεμένο σε θηλιά γύρω από τον λαιμό. Η κάθε θηλιά είχε κόμπους και ο κάθε κόμπος αντιστοιχούσε σε εκατό χτυπήματα με δερμάτινο μαστίγιο.
   Την επομένη της «πράξης πίστεως» αυτοί οι αιρετικοί που είχαν μετανοήσει ή απλώς είχαν επιλεγεί γι' αυτόν το σκοπό γυμνώνονταν ως τη μέση, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες, τους φορούσαν πάλι τις θηλιές στο λαιμό κι ένα είδος μίτρας στο κεφάλι, πάνω στην οποία ήταν γραμμένα τα αμαρτήματα του καθενός, και τους τοποθετούσαν κάτω από το σαγόνι μια σιδερένια διχάλα που τη στερέωναν στο λαιμό μ' ένα λουρί, για να κρατάει όρθιο το κεφάλι.
   Έπειτα τους ανέβαζαν σε γαϊδάρους, μ' όλα αυτά τα «εξαρτήματα» πάνω τους και γυμνούς ως τη μέση, και τους έβαζαν να παρελάσουν στους δρόμους της πόλης, εν μέσω του κόσμου που είχε κατακλύσει τους δρόμους. Πίσω τους έρχονταν ένας γραμματέας κι ένας από τους δημίους της Ιεράς Εξέτασης που μετρούσε με δυνατή φωνή και μ' ένα μαστίγιο κατάφερνε τόσα χτυπήματα σε καθέναν όσοι ήταν και οι κόμποι της θηλιάς στο λαιμό του. Η μικρότερη τιμωρία ήταν εκατό χτυπήματα με το μαστίγιο και η πιο συνηθισμένη τα διακόσια. Ωστόσο και η μία και η άλλη τιμωρία συχνά οδηγούσαν στον θάνατο, επειδή αυτοί που τιμωρούνταν ήταν ήδη πολύ εξασθενημένοι από τα μαρτύρια και την παραμονή για πολύ ή λιγότερο χρόνο στη φυλακή.
   Ο κόσμος που παρακολουθούσε την παρέλαση και το μαστίγωμα από τις δύο μεριές του δρόμου χλεύαζε τους καταδικασμένους και τους πετούσε πέτρες (1), τις οποίες είχαν πάρει από σπίτια αιρετικών που είχαν κατεδαφιστεί. Πολλές φορές μάλιστα οι θεατές ενθαρρύνονταν να παίρνουν πέτρες από ένα σπίτι που είχε κατεδαφιστεί κι όχι από αλλού, για να καθαριστεί μία ώρα αρχύτερα από τα ερείπια ο τόπος στον οποίο λίγες μέρες πριν βρισκόταν το σπίτι κάποιου αιρετικού. Μ' αυτό τον τρόπο, η Ιερά Εξέταση ήθελε να περάσει ένα ακόμα μήνυμα: ότι η αίρεση δε μόλυνε μόνο τους ανθρώπους αλλά και τις κατοικίες τους. Άρα, σε κάποιες περιπτώσεις, έπρεπε να εξαφανιστούν από προσώπου γης.
   Ο πατήρ Πάμπλο έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στον θείο του κι αναστέναξε. Οι επινοήσεις της Ιεράς Εξέτασης δεν είχαν τελειωμό. Από τους κανόνες της δεν εξαιρούνταν ούτε τα μικρά παιδιά, επειδή όμως οι παραβάσεις τους συνήθως δεν ήταν σοβαρές, η Ιερά Εξέταση τα τιμωρούσε μ' έναν τρόπο που πολλές φορές αποδεικνυόταν αφάνταστα οδυνηρός ψυχολογικά, επειδή ήταν μονότονος (2). Συνήθως τα έβαζαν να προσεύχονται καθημερινά επί ένα χρόνο μετρώντας τις χάντρες ενός ροζαρίου. Αυτό ισοδυναμούσε με 55.845 επαναλήψεις του «Ave Maria», με 6.204 επαναλήψεις του «Πάτερ ημών» και με 5.840 επαναλήψεις του «Δόξα Πατρί».
   Ο δον Αλεχάντρο διέκοψε τους λογισμούς του.
   "Είναι τρομοκρατημένη... ναι, είναι... Ακόμα και μέσα στο ίδιο της το σπίτι, μ' εμάς όλους γύρω της... Ξέρεις, Πάμπλο, με μεγάλη δυσκολία την έπεισα να βγάλει αυτό το πράγμα από τους ώμους της πριν πέσει στο κρεβάτι..."
   Περίμενε κάποιο σχόλιο από τον ανιψιό του, κάτι σαν "Ε, όχι, αυτό είναι υπερβολικό" ή κάτι ανάλογο, και, βλέποντας ότι εκείνος εξακολουθούσε να παραμένει σιωπηλός, ρώτησε: "Πάμπλο, άκουσες αυτό που είπα;"
   "Το άκουσα, θείε μου, το άκουσα".
   "Πώς το σχολιάζεις; Τι έχεις να πεις;"
   "Έχω να πω, θείε μου, ότι καλά θα κάνει η Σαρίτα να μη βγάλει το sambenito από πάνω της όχι μόνο όταν βγαίνει στη βεράντα ή στον κήπο αλλά και μέσα στο σπίτι ακόμα. Το να το φοράει βέβαια στο κρεβάτι είναι υπερβολικό".
   Ο δον Αλεχάντρο τον παρακολουθούσε σκεφτικός. Έβλεπε ότι το θέμα με το sambenito το αντιμετώπιζε με μεγάλο σκεπτικισμό. Μα και μέσα στο σπίτι; Δεν κρατήθηκε και διατύπωσε δυνατά τη σκέψη του. 
   "Μιλάς σοβαρά, Πάμπλο;"
   "Σοβαρότατα".
   "Σοβαρότατα... Το βλέπω... Μα και μέσα στο σπίτι; Και στον κήπο; Ποιος θα τη δει εδώ; Καλά στο χωριό, στην εκκλησία. Εδώ όμως ποιος θα τη δει;"
   "Η Ιερά Εξέταση έχει παντού μάτια, θείε μου".
   Ο δον Αλεχάντρο τον κοίταξε διερευνητικά.
   "Τι θέλεις να πεις; Επειδή βλέπω ότι κάτι σε απασχολεί. Πες το λοιπόν. Μίλα καθαρά".
   "Θείε μου, έχετε εμπιστοσύνη στους ανθρώπους σας;"
   "Αν έχω εμπιστοσύνη στους ανθρώπους μου; Σε ποιους αναφέρεσαι;" ρώτησε απορημένος ο δον Αλεχάντρο.
   "Σ' αυτούς που έχετε στη δούλεψή σας. Κι όχι μόνο σ' αυτούς που εργάζονται στα χωράφια σας. Μα και σ' αυτούς που εργάζονται εδώ, μέσα στο ίδιο σας το σπίτι".
   "Ναι, τους έχω εμπιστοσύνη. Τους έχω χρόνια στη δούλεψή μου, τους φερόμουν πάντα καλά κι εξακολουθώ να τους φέρομαι το ίδιο. Δεν πιστεύω ότι έχουν παράπονα. Γιατί λοιπόν να μην τους έχω εμπιστοσύνη;"
   "Επειδή, θείε μου, η ψυχή του ανθρώπου είναι άβυσσος. Και, με την Ιερά Εξέταση να έχει μάτια και αυτιά παντού, πρέπει κι εμείς να έχουμε ανοιχτά τα δικά μας. Πιστεύω ότι η Ιερά Εξέταση δε θα αρκεστεί μόνο στο να διαπιστώσει αν η Σαρίτα κυκλοφορεί με ή χωρίς το sambenito, αλλά ότι κυρίως την ενδιαφέρει να πληροφορηθεί με ποιους ανθρώπους θα έρχεται σε επαφή. Έχει κατηγορηθεί για μαγεία και θυμάστε τι είδους ερωτήσεις μάς είπε ότι της έκαναν; Ποιος την πλησίαζε, ποιος τη μύησε, με ποιους συναντιόταν στους χώρους συνάθροισης των μαγισσών και τα λοιπά. Η Ιερά Εξέταση δεν έχει πεισθεί ότι δεν είναι μάγισσα, απλώς δεν την καταδίκασε επειδή δεν μπορούσε να το κάνει χωρίς να έχει στα πρακτικά υπογεγραμμένη την ομολογία της. Είμαι βέβαιος ότι ο Τορκεμάδα έχει λυσσάξει από το κακό του κι έχει βαλθεί να συλλάβει όποιους θεωρήσει συνεργάτες της κι όχι μόνο την ίδια. Είμαι βέβαιος ότι κάποια στιγμή θα καλέσει ξανά τη Σαρίτα στην Αγία Έδρα. Μπορεί να περάσει πολύς καιρός αλλά κάποια στιγμή θα το κάνει".
   Ο δον Αλεχάντρο κούνησε με θλίψη το κεφάλι.
   "Ξέρω καλά τη Σαρίτα μου, Πάμπλο. Εγώ τη μεγάλωσα. Πατέρας και μάνα της ήμουν... μαζί και τα δύο... Την ξέρω λοιπόν πολύ καλά. Δε θα ξαναγυρίσει πίσω σ' αυτούς αν και όταν την καλέσουν, αλλά θα προτιμήσει να πάρει ένα άλογο και να πάει ίσια στον γκρεμό. Τον ξέρει άλλωστε καλά τον δρόμο... Την ξέρω καλά τη Σαρίτα μου... Δεν ξαναγυρίζει εκεί, επειδή ξέρει ότι, αν γυρίσει, δε θα φύγει ποτέ ξανά... Γιατί, λοιπόν, να πάει αν την ξανακαλέσουν; Για να υποστεί και πάλι τα ίδια μαρτύρια; Για να βιαστεί ξανά από κάποιον ιεροεξεταστή; Πες μου ειλικρινά, Πάμπλο, είναι οι άνθρωποι αυτοί αντιπρόσωποι του Θεού επί της γης ή μήπως είναι αντιπρόσωποι του διαβόλου; Πώς είναι δυνατόν να υποβάλλουν σε τόσο απάνθρωπα βασανιστήρια συνανθρώπους τους; Πώς είναι δυνατόν ένας ιεροεξεταστής, ένας παπάς, να ξεγελά μια γυναίκα λέγοντάς της να προσευχηθούν μαζί για να την πλησιάσει και στη συνέχεια να τη βιάσει; Πες μου, πώς είναι δυνατόν, ειδικά αυτό το τελευταίο;"
   Τι να του απαντήσει; Ότι αυτό που έκανε ο ιεροεξεταστής στη Σαρίτα δε συνέβαινε μόνο στα κελιά της Ιεράς Εξέτασης αλλά γινόταν πολύ συχνότερα από τους ιερείς - εξομολόγους, οι οποίοι αποπλανούσαν τις εξομολογούμενες;
   "Πες μου, Πάμπλο, πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει ειδικά αυτό το τελευταίο;" επέμεινε ο δον Αλεχάντρο κι ο πατήρ Πάμπλο συλλογίστηκε πως δε θα μπορούσε ποτέ να δώσει μια πειστική απάντηση. Έτσι, απλώς περιορίστηκε να ξαναπεί κάτι που, εν τέλει, αποτελούσε τη μοναδική αλήθεια.
   "Είπαμε, θείε μου, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου".

   Αργότερα, πολύ αργότερα την ίδια μέρα, η Σαρίτα στεκόταν ακίνητη, με το χλομό της πρόσωπο μουσκεμένο ακόμη από τα δάκρυα, και κοίταζε τη Μαρισόλ να κατεβαίνει από την άμαξα και να τρέχει προς το μέρος της γελώντας κι αφήνοντας να της ξεφεύγουν μικρές κραυγές χαράς. Κι όταν έφτασε κοντά της, δεν έμενε τίποτ' άλλο στη Σαρίτα να κάνει -άνοιξε τα χέρια της κι η Μαρισόλ ρίχτηκε στην αγκαλιά της κλαίγοντας και γελώντας μαζί, σ' εκείνη όμως δεν είχαν πια απομείνει δάκρυα για να κυλήσουν από τα μάτια. Ο πατήρ Πάμπλο είχε φύγει από ώρα κι ο δον Αλεχάντρο φρόντισε να τις αφήσει μόνες. Κι όταν πέρασαν οι πρώτες συγκινήσεις, η Σαρίτα ξέσπασε.
   "Κάθε μέρα και κυρίως κάθε λεπτό τις ατέλειωτες νύχτες μου στη φυλακή της Ιεράς Εξέτασης, με τον τρόμο να με αγκαλιάζει με παγωμένα δάχτυλα, σκεφτόμουν τον Αλφόνσο και η σκέψη του μου έδινε τη δύναμη που μου έλειπε και το κουράγιο που είχα ανάγκη για να αντέξω και να εξακολουθώ να κάνω όνειρα... Και τότε ξεχνούσα και τον τρόμο και το σκοτάδι που με κύκλωνε, και το βρόμικο πάτωμα πάνω στο οποίο ήμουν ξαπλωμένη, και την μπόχα που είχε γίνει ένα με τον αέρα τον οποίο ανάσαινα μέρα - νύχτα... ξεχνούσα και τα ποντίκια που κυκλοφορούσαν γύρω μου, που τρύπωναν στα μαλλιά μου και με δάγκωναν στα πόδια... Όλα τα ξεχνούσα! Κι έλεγα πως δεν μπορούσε να τελειώσει η ζωή μου έτσι και πως κάποια στιγμή θα κάλπαζα και πάλι στον καθαρό αέρα του κάμπου, με τον Αλφόνσο να καλπάζει κι εκείνος στο πλάι μου, και ότι θα πηγαίναμε να ξεδιψάσουμε στην πηγή του λόφου, στην πηγή μας, όπως τη λέγαμε, κι εκεί ο Αλφόνσο θα μου μιλούσε και πάλι για την αγάπη και θα μου έλεγε πως μερικές φορές η αγάπη είναι ένα αίσθημα σκληρό, που μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να πονέσουν, και πως άλλοτε είναι ένα αίσθημα άγριο, που παρασύρει τους ανθρώπους σε τρέλες και σε κακίες που στο τέλος τούς οδηγούν στην καταστροφή, αλλά τις πιο πολλές φορές είναι ένα αίσθημα γλυκό, τρυφερό, γεμάτο πάθος που δε σβήνει ποτέ... έτσι θα είναι πάντα η δική μας αγάπη, μου έλεγε, και μου έλεγε ακόμα: “Τη μέρα που θα πεθάνω, θα σ' αγαπώ όπως ετούτη τη στιγμή”! Αυτά μου έλεγε κι ήταν αυτά που με κράτησαν ζωντανή..."
   Ύστερα ζήτησε από τη Μαρισόλ να την οδηγήσει εκεί που είχαν θάψει τον Αλφόνσο. Κι όταν έφτασαν, παρακάλεσε τη φίλη της να την αφήσει μόνη.
   Η Μαρισόλ έφυγε κι η Σαρίτα έμεινε ακίνητη, γονατισμένη μπροστά στο μνήμα του Αλφόνσο. Και, σκύβοντας το κεφάλι, άφησε ελεύθερα τα δάκρυα που κυλούσαν μες στις σκοτεινές, κρυφές γωνιές της καρδιάς της από την ώρα που είχε μάθει ότι ο Αλφόνσο είχε φύγει, ότι ήταν νεκρός. Της ήταν αδύνατον να το αποδεχτεί. Όχι! Όχι, ο Αλφόνσο δεν ήταν νεκρός! Η καταπληκτική εκείνη ζωντάνια δεν ήταν δυνατόν να έχει χαθεί για πάντα! Όχι! Όσον καιρό θα ζούσε ακόμη η Σαρίτα, θα εξακολουθούσε να τον νιώθει δίπλα της. Θα ένιωθε την παρουσία του σε κάθε πνοή του ανέμου που θα της ανακάτευε τα μαλλιά την ώρα που θα κάλπαζε στον κάμπο και θα έλεγε πως ήταν το χέρι του αυτό που τα χάιδευε... Ακόμα κι αν έφτανε ως τα βαθιά γεράματα, η θύμησή του θα 'μενε άσβηστη μέσα της.
   "Όχι, Αλφόνσο", ψιθύρισε. "Όχι, αγάπη μου. Οι μέρες που θα ζήσω μέχρι τη στιγμή που θα κλείσω κι εγώ τα μάτια δε θα είναι τίποτ' άλλο παρά ένας παροδικός χωρισμός από σένα".

   Aπό την ημέρα που ο πατήρ Πάμπλο τον είχε πείσει ότι η Ιερά Εξέταση θα καλούσε οπωσδήποτε τη Σαρίτα για τη συνέχιση της «ανάκρισης», ακόμα κι αν δεν έβγαζε το sambenito από τους ώμους της ούτε την ώρα που κοιμόταν, ο δον Αλεχάντρο είχε αποφασίσει να φυγαδεύσει την κόρη του από την Ισπανία σε χώρα που θα ήταν ασφαλής. Η αρχική του σκέψη ήταν να φυγαδεύσει μόνο τη Σαρίτα, αλλά πολύ γρήγορα πρυτάνευσε η λογική και αποφάσισε να φύγει και ο ίδιος, παίρνοντας μαζί και την πιστή της φίλη, τη Μαρισόλ. Η Ιερά Εξέταση, όταν θα διαπίστωνε ότι η Σαρίτα είχε εξαφανιστεί, θα ακολουθούσε την πάγια τακτική της: θα συλλάμβανε τον πατέρα της αλλά και τη μοναδική φίλη που είχε στην περιοχή και θα τους περνούσε από ανάκριση, δημεύοντας την περιουσία τους. Εκείνη ειδικά την εποχή ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλα είχαν απόλυτη ανάγκη των χρημάτων που προέρχονταν από τα έσοδα της Ιεράς Εξέτασης από τις δημεύσεις των περιουσιών, επειδή ο πόλεμος με το μωαμεθανικό βασίλειο της Γρανάδας συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση.
   Μετά την ένωση της Καστίλης με την Αραγωνία, ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλα θέλησαν να ανακτήσουν τη Γρανάδα από τους μωαμεθανούς και να επαναφέρουν ολόκληρη την Ιβηρική χερσόνησο κάτω από τον απόλυτο έλεγχο των χριστιανών. Χρειάζονταν όμως πολλά χρήματα και τα έσοδα της Ιεράς Εξέτασης από δημεύσεις περιουσιών και πρόστιμα τούς ήταν απολύτως απαραίτητα. Ο δον Αλεχάντρο λοιπόν δε διατηρούσε την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Τορκεμάδα δε θα άφηνε την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Μόλις τον καλούσε για ανάκριση -χωρίς καμία πιθανότητα να αφήσει ελεύθερο ούτε τον ίδιο ούτε τη Μαρισόλ- θα δήμευε την τεράστια περιουσία του, όπως και τη μικρή περιουσία της κοπέλας. Άλλωστε ήταν γνωστό ότι ο μέγας ιεροεξεταστής ήταν από εκείνους που επιθυμούσαν την κατάληψη του βασιλείου της Γρανάδας μία ώρα αρχύτερα. Λίγο καιρό πριν, εκνευρισμένος από την άρση της πολιορκίας της πόλης Λόχα εξαιτίας έλλειψης χρημάτων, έστειλε δώδεκα μουλάρια, που το καθένα κουβαλούσε δύο δοχεία νερού γεμάτα με χρυσά νομίσματα, τα οποία αρχικά προόριζε για τη συντήρηση του μοναστηριού του Αγίου Θωμά στην Άβιλα. Τα χρήματα αυτά προέρχονταν από δημεύσεις περιουσιών ανθρώπων που είχαν οδηγηθεί στην πυρά ή παρέμεναν στα μπουντρούμια της Ιεράς Εξέτασης, καταδικασμένοι σε πολυετείς φυλακίσεις.
   Ο δον Αλεχάντρο δε φανταζόταν ποτέ ότι θα αποφάσιζε κάποτε να εγκαταλείψει την Ισπανία, από τη στιγμή όμως που η κόρη του εξακολουθούσε να κινδυνεύει από την Ιερά Εξέταση, δεν υπήρχε άλλη διέξοδος.
   Το κεφάλι του πονούσε από τις σκέψεις, ωστόσο ο νους του δούλευε γοργά και χωρίς κόπο. Αγωνιζόταν να βρει τον καταλληλότερο και λιγότερο παρακινδυνευμένο τρόπο για να βγουν από τη χώρα. Αν ταξίδευαν δια ξηράς, θα ήταν ευκολότερο να βρουν μέσο για τη μετακίνησή τους, όμως, μέχρι να φτάσουν στη χώρα του τελικού προορισμού, θα διέσχιζαν καθολικές χώρες και άρα θα βρίσκονταν για πολύ καιρό μέσα στην ακτίνα δράσης της Ιεράς Εξέτασης. Ο κίνδυνος αυτός δε θα υπήρχε στην περίπτωση που ταξίδευαν δια θαλάσσης, δε θα ήταν όμως τόσο εύκολο να εξασφαλίσουν θέση σε κάποιο πλοίο χωρίς κίνδυνο. Ωστόσο, τις τελευταίες μέρες μια σκέψη στριφογύριζε τυραννικά μες στο μυαλό του χωρίς να παίρνει μορφή. Ο δον Αλεχάντρο συναισθανόταν την ύπαρξή της, μα αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να την εκφράσει.
   Αυτός που απασχολούσε τη σκέψη του ήταν ένας άνθρωπος που ο πολύς κόσμος θεωρούσε τυχοδιώκτη: ο Χριστόφορος Κολόμβος. Ο ίδιος έλεγε ότι ήταν εξερευνητής και πολλοί ήταν αυτοί που τον πίστευαν. Επιθυμούσε να διασχίσει τον μεγάλο ωκεανό, ωστόσο δε διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια. Αρχικά απευθύνθηκε στον Ιωάννη Β' της Πορτογαλίας, όμως η αίτησή του για χρηματοδότηση απορρίφθηκε. Την ίδια τύχη είχε και η προσπάθειά του προς τον Ερρίκο ΣΤ' της Αγγλίας, τελικώς όμως ο Λουίς ντε λα Θέρδα, δούκας του Μαντιναθέλι ήταν αυτός που του υπέδειξε να απευθυνθεί στην Ισαβέλα, βασίλισσα του νεότευκτου βασιλείου της Ισπανίας. Αυτό έκανε, αλλά συνάντησε πολλές και μεγάλες αντιδράσεις από τους βασιλικούς συμβούλους. Τελικώς, έπειτα από προσπάθειες που διήρκεσαν περισσότερο από έξι χρόνια, πέτυχε την απαραίτητη χρηματοδότηση και άρχισε τις ετοιμασίες για να αποπλεύσει στο όνομα του βασιλιά Φερδινάνδου και της βασίλισσας Ισαβέλας, με έναν μικρό στόλο που αποτελούνταν από τρία πλοία: το Σάντα Μαρία, το Νίνια και το Πίντα. Σ' αυτό τον θαλασσοπόρο σκεφτόταν ν' απευθυνθεί ο δον Αλεχάντρο, έστω κι αν πολλοί τον θεωρούσαν τυχοδιώκτη.
   Την πρώτη φορά που πέρασε αυτή η ιδέα απ' το μυαλό του, ο δον Αλεχάντρο είπε στον εαυτό του ότι πιο τρελή σκέψη δε θα μπορούσε να έχει κάνει. Πρώτα πρώτα, πώς θα μπορούσαν να ταξιδέψουν δύο νέες κοπέλες ανάμεσα σε τόσους άντρες, όταν μάλιστα το ταξίδι θα διαρκούσε απροσδιόριστο χρόνο; Ύστερα, κι αν ακόμα παρακάμπτονταν αυτές οι δυσκολίες, πού θα τους πήγαινε, αφού ο Κολόμβος δε θα είχε συγκεκριμένο προορισμό; Από μια πρώτη θεώρηση, οι δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος φάνταζαν ανυπέρβλητες, ωστόσο ο δον Αλεχάντρο ήταν άνθρωπος των γρήγορων αποφάσεων κι από τη στιγμή που το σκέφτηκε δεν άργησε και να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που του είχαν γεννηθεί.
   Με τα χρήματα, με το χρυσάφι γίνονται όλα, με το χρυσάφι μπορείς να καταφέρεις κάτι που φαίνεται ανέφικτο, είπε μέσα του. Εκείνος ο θαλασσοπόρος είχε ανάγκη από χρήματα. Όσα και να του είχαν δώσει οι βασιλείς, δε θα έλεγε όχι αν κάποιος του προσέφερε κι άλλα. Ο δον Αλεχάντρο είχε πολλά χρυσά νομίσματα στην κατοχή του. Και ήταν διατεθειμένος να δώσει στον θαλασσοπόρο περισσότερα κι απ' όσα θα του ζητούσε εκείνος. Ήταν όμως ανάγκη να συναντηθεί μαζί του για να συζητηθούν οι λεπτομέρειες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα επιβιβάζονταν οι δύο κοπέλες στο πλοίο στο οποίο θα ήταν καπετάνιος ο ίδιος ο θαλασσοπόρος. Ο δον Αλεχάντρο σκεφτόταν ότι θα συμφωνούσαν να ταξιδέψουν μεταμφιεσμένες σε άντρες, χωρίς όμως να κυκλοφορούν πολύ στο πλοίο για όσο διάστημα θα διαρκούσε το ταξίδι. Υπήρχε περίπτωση βέβαια ο καπετάνιος να εγγυηθεί προσωπικά για την ασφάλειά τους, οπότε θα μπορούσαν ίσως να επιβιβαστούν ντυμένες κανονικά. Όσον αφορά τον τόπο που θα πήγαιναν, περνούσε σε δεύτερη μοίρα, αρκεί να ήταν σε χώρα στην οποία η Ιερά Εξέταση δε θα είχε την παραμικρή εξουσία. Χωρίς να εξωτερικεύσει τις σκέψεις του σε κανέναν απολύτως, ο δον Αλεχάντρο άρχισε να επεξεργάζεται στο μυαλό του τις λεπτομέρειες του σχεδίου του. Και είχε αποφασίσει ότι ο πρώτος στον οποίο θα μιλούσε όταν θα ήταν έτοιμος θα ήταν ο πατήρ Πάμπλο. Ίσως μάλιστα να χρειαζόταν και τη βοήθειά του.

   Κόντευαν πέντε μήνες από τη μέρα που επέστρεψε η Σαρίτα, όταν ο δον Αλεχάντρο έκρινε ότι ήταν πια η κατάλληλη ώρα να μιλήσει στον ανιψιό του για τα σχέδια που τόσον καιρό κατάστρωνε στο μυαλό του. Η κόρη του είχε συνέλθει αρκετά ώστε να μπορεί ν' αντέξει τις ταλαιπωρίες ενός ταξιδιού του οποίου δεν μπορούσε να προβλεφθεί η διάρκεια -αλλά που, δυστυχώς, δεν ήταν ακόμη σίγουρο και το πότε θα ξεκινούσε. Οπωσδήποτε όμως η Σαρίτα θα μπορούσε να είναι έτοιμη ακόμα και για την επόμενη μέρα, κάτι που ήταν πρωταρχικής σημασίας για τον δον Αλεχάντρο.
   Δεν ήταν μόνον ότι είχε ανακτήσει τις σωματικές της δυνάμεις, αλλά ότι και ψυχολογικά είχε αρχίσει να συνέρχεται σιγά σιγά. Βέβαια, ως προς αυτό, είχε κάνει τα πρώτα μόλις βήματα σ' έναν πολύ μακρύ δρόμο που είχε να διανύσει μέχρι να σταματήσει να καταδιώκεται από εφιάλτες, ωστόσο και μόνο το γεγονός ότι είχαν αραιώσει σημαντικά οι φορές που κάθε βράδυ τιναζόταν στον ύπνο της βγάζοντας άγριες κραυγές, κραυγές ανείπωτου τρόμου, ήταν πολύ σημαντικό -και ελπιδοφόρο- για τον δον Αλεχάντρο. Σωματικά ήταν πολύ καλύτερα. Δε βάδιζε πια τρεκλίζοντας, όσο κι αν οι πόνοι στους γοφούς και -κυρίως- στους ώμους δεν είχαν πάψει να την ταλαιπωρούν. Αυτοί οι πόνοι ποτέ δε θα φύγουν εντελώς, πάντα θα την ταλαιπωρούν, ως τα βαθιά γεράματα, ιδίως με τις αλλαγές του καιρού, σκεφτόταν συχνά ο δον Αλεχάντρο, ωστόσο αυτό δε φαινόταν να απασχολεί την ίδια τη Σαρίτα. "Όλοι αποκτούν αρθριτικά όταν γεράσουν, έτσι δεν είναι; Ε, εγώ τα απέκτησα λίγο νωρίτερα", είχε πει γελώντας τις προάλλες, όταν ξεπέζεψε επιστρέφοντας από μια βόλτα στον κάμπο, την πρώτη φορά μετά τον γυρισμό της. Την ίδια μέρα είχε ζητήσει από τον πατέρα της να ασκηθούν λίγο στην ξιφασκία, όπως έκαναν παλιά, όταν την πρωτομάθαινε να χειρίζεται το σπαθί. Ο ξάδελφός της, ο πατήρ Πάμπλο, τους κοίταζε χαμογελώντας επιδοκιμαστικά.
   "Καλά τα καταφέρνεις", της είχε πει όταν σταμάτησαν, επειδή ο δον Αλεχάντρο είχε αρχίσει να λαχανιάζει.
   "Ήθελα να δω πώς τα πάω επειδή έχω καιρό να πιάσω σπαθί. Και ναι, για πρώτη φορά έπειτα απ' όλα αυτά", είπε με νόημα, "καλά τα καταφέρνω. Θέλω να εξασκηθώ όμως, να γίνω όπως ήμουν πριν, τότε που μπορούσα να τα βγάλω πέρα με δύο ξιφομάχους. Έτσι θέλω να γίνω πάλι, και θα γίνω! Και ξέρεις γιατί; Επειδή, αν με καλέσει ξανά η Ιερά Εξέταση, δε θα πάω μόνη μου, όπως την πρώτη φορά. Δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνω. Θα τους περιμένω εδώ. Και αν έρθουν να με συλλάβουν και να με πάνε πίσω με το ζόρι, τότε θα με δουν! Δε θα τους λυπηθώ. Θα τους τρυπήσω το λαιμό με το σπαθί, ακόμα κι αν είναι άοπλοι. Μακάρι να έρθουν δυο - τρεις ιεροεξεταστές για να με πάνε πίσω, θα το ευχαριστηθώ αυτό που θα τους κάνω. Ύστερα θ' ανέβω στο άλογο και θα τραβήξω γραμμή για τον γκρεμό. Στα πόδια του μπορεί να πέσει ένας άνθρωπος σαν άνθρωπος και το έλεος του Θεού είναι προτιμότερο από το έλεος των τεράτων της Ιεράς Εξέτασης..."
   Ο πατήρ Πάμπλο την είχε ακούσει χαμογελώντας στην αρχή, σιγά σιγά όμως το χαμόγελο έσβηνε από τα χείλη του. Γύρισε, κοίταξε τον θείο του και είδε ότι ήταν πολύ σοβαρός κι εκείνος. Και οι δύο ήξεραν ότι αυτά που έλεγε η Σαρίτα τα εννοούσε.
   "Η αυτοκτονία είναι σοβαρό αμάρτημα, το ίδιο σοβαρό όσο είναι και το να σκοτώσεις κάποιον άλλον. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει τη ζωή ενός ανθρώπου. Ούτε τη δική του", είπε ο ιερωμένος μιλώντας πολύ σοβαρά.
   "Ναι. Τώρα δε μιλάει ο ξάδελφος Πάμπλο. Τώρα μιλάει ο παπάς. Και δε μου λες, σ' αυτούς ποιος έχει δώσει το δικαίωμα να κάνουν αυτά που κάνουν; Αν εγώ είχα υποκύψει και είχα παραδεχτεί ότι είμαι μάγισσα, θα με είχαν οδηγήσει στην πυρά ή όχι; Θα το είχαν κάνει, και μάλιστα θα με είχαν κάψει ζωντανή σε σιγανή φωτιά, όπως συνηθίζουν να κάνουν με τις μάγισσες. Πόσες απ' αυτές πέθαναν άδικα μ' έναν τόσο φρικτό θάνατο; Πόσες παραδέχτηκαν ότι ήταν μάγισσες μόνο και μόνο για να γλιτώσουν από τα μαρτύρια μια ώρα γρηγορότερα, έστω και μ' αυτόν τον φρικτό τρόπο; Ξέρεις πόσες φορές έφτασα κι εγώ στα πρόθυρα της τρέλας από τους αβάσταχτους πόνους κι είπα ας παραδεχτώ ό,τι θέλουν, να τελειώνουμε; Πολλές φορές, σε πληροφορώ, αλλά με συγκράτησε κάτι..." Στο σημείο αυτό τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν βροχή και για αρκετές στιγμές δεν μπόρεσε ν' αρθρώσει λέξη. Ύστερα συνέχισε μιλώντας με ένταση. "Αν με είχαν οδηγήσει στην πυρά, θα σήμαινε ότι ήμουν μάγισσα; Θα μου είχαν αφαιρέσει άδικα τη ζωή, ναι ή όχι, ξάδελφέ μου παπά; Ποιος θα τους είχε δώσει αυτό το δικαίωμα; Αυτοί όλοι θα κριθούν όταν έρθει η ώρα τους, όπως κρίνονται όλοι οι άνθρωποι; Δεν ξέρω. Αυτοί όμως πιστεύουν ότι κάνουν έργο θεάρεστο. Μη μου μιλάς λοιπόν, ξάδελφε παπά, για το τι είναι σοβαρό αμάρτημα και τι δεν είναι. Τράβα και πες τα σ' αυτούς, παπάδες είναι κι αυτοί και κάνουν τα φρικτότερα εγκλήματα, εν ονόματι της θρησκείας τάχα. Εγώ πάντως αυτό που είπα το εννοώ. Αν έρθουν να με πιάσουν, θα τους χύσω το αίμα τους, κι ας λένε ότι η Εκκλησία απαγορεύει την αιματοχυσία. Ξέρεις τι μου θυμίζει αυτό το τελευταίο; Μου θυμίζει τους φραγκισκανούς μοναχούς, που ο ιδρυτής του τάγματός τους τους απαγορεύει να αγγίζουν χρήματα αλλά το ξεπέρασαν χάρη στα εύστροφα μυαλά τους: μπορούν να αγγίζουν χρήματα φορώντας γάντια! Μη μου ξαναπείς λοιπόν ότι αυτό που θα τους κάνω είναι σοβαρό αμάρτημα. Τράβα να το πεις στα τέρατα της Ιεράς Εξέτασης, που κάνουν πράξεις απάνθρωπες με καθαρή συνείδηση".
   Κοίταξε τον ξάδελφό της με τόση ένταση στο βλέμμα που άξαφνα εκείνος αισθάνθηκε ένα παγωμένο ρίγος να τον διατρέχει σύγκορμο. Αυτό που έβλεπε να αναδύεται από το βάθος των ματιών της ήταν μίσος -μα ένα μίσος αβυσσαλέο, απερίγραπτο. Φλόγες ξεπηδούσαν από εκείνα τα μάτια -και ο παπάς συνειδητοποίησε ότι ήταν η πρώτη φορά που η Σαρίτα δεν προσποιούνταν αλλά άφηνε να ξεχυθούν ελεύθερα τα συναισθήματά της.
   "Άκουσε να σου πω, ξάδελφέ μου παπά, που μου μιλάς για αμαρτήματα, με ποιον τρόπο χρησιμοποιούν την τροχαλία τα τέρατα του Τορκεμάδα και της Ιεράς Εξέτασης. Η ανύψωση γίνεται αργά αργά, για να πονάς περισσότερο. Κι όταν σ' ανεβάσουν ψηλά, κοντά στο ταβάνι, σε κρατούν εκεί για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί για να ψάλουν τρεις φορές, αργά αργά την κάθε φορά, τον ψαλμό «Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός Σου» ή τον ψαλμό «Χαίρε, Μαρία, κεχαριτωμένη». Ολόκληρο τον ψαλμό, τον ένα ή τον άλλον. Και στο διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα σε κάθε φορά σε παρακινούν επανειλημμένα να τους πεις την αλήθεια. Κι όταν δεν λες αυτό που θέλουν, σε αφήνουν να πέσεις απότομα, διακόπτοντας την πτώση πριν ακουμπήσεις στο έδαφος κι ύστερα σου δένουν στα πόδια σιδερένια βάρη, σε ανυψώνουν ξανά και σε κρατούν κοντά στο ταβάνι για το διάστημα δύο «Ελεήσόν με, ο Θεός...» Και η διαδικασία αυτή επαναλαμβάνεται για όσο τους κάνει κέφι και κάθε φορά αυξάνουν τα βάρη που κρεμούν στα πόδια σου. Εσύ αντιδράς με τον χειρότερο τρόπο την ώρα που αυτοί ψέλνουν αργά αργά και ήρεμα, σαν να μην ακούνε τα ουρλιαχτά του πόνου σου και σαν να μη βλέπουν το κρεμασμένο κορμί σου να συσπάται και να συστρέφεται φρικτά, και χωρίς κανένα έλεος σε παρακινούν ανάμεσα σε δύο ψαλμούς να πεις την αλήθεια. Μα ποια αλήθεια..." Η φωνή της κόπηκε και ξέσπασε σ' ένα βουβό αναφιλητό. Ύστερα από αρκετές στιγμές, σκούπισε τα μάτια και στράφηκε στον ξάδελφό της. "Ξέρεις γιατί δεν έρχομαι πια στην εκκλησία; Με ρώτησες βέβαια, αλλά δε σου είπα. Άκουσέ με τώρα λοιπόν. Δεν έρχομαι πια επειδή δεν αντέχω να σε ακούω να ψέλνεις το «Ελέησόν με, ο Θεός...» Και ξέρεις γιατί δεν αντέχω; Επειδή όσες φορές ήρθα, μετά τον γυρισμό μου, με κυρίευε ένας απερίγραπτος φόβος τη στιγμή που σε άκουγα να το ψέλνεις κι αμέσως μ' έπιανε και μεγάλη ναυτία και συγκρατιόμουν να μην κάνω εμετό. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Ήμουν δίπλα στον πατέρα μου, μακριά απ' αυτά τα τέρατα, ασφαλής, κι όμως μ' έπιανε τρόμος σαν άκουγα τον ψαλμό... Τρόμος και ναυτία (3). Τον τρόμο μπορώ να τον εξηγήσω, επειδή συνδέεται με θύμησες φρικτές, τη ναυτία όμως όχι... Γι' αυτό και μιλούσα πολύ σοβαρά όταν έλεγα ότι, αν χρειαστεί, θα κάνω αυτό που είπα. Εκεί πάντως δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω..." 
   Η Σαρίτα σταμάτησε να μιλάει, σηκώθηκε και βγήκε στον κήπο, αφήνοντάς τους μόνους. Ο πατήρ Πάμπλο γύρισε και κοίταξε τον δον Αλεχάντρο. Το πρόσωπο του θείου του ήταν σοβαρό, αλλά η έκφρασή του δε φαινόταν πολύ δυστυχισμένη. Ήταν σαν να είχε αποδεχτεί μοιρολατρικά αυτά που είχε ξεστομίσει η κόρη του. Η εικόνα του θύμισε στον νεαρό ιερωμένο μια σκηνή από μια «πράξη πίστεως» που είχε παρακολουθήσει πριν από λίγα χρόνια.
   Ένας κατάδικος είχε οδηγηθεί σε μια πέτρινη εξέδρα για να καεί στην πυρά. Κοντά του στεκόταν ένας παπάς κρατώντας ψηλά έναν σταυρό. Είχε σηκωμένη την κουκούλα του ράσου του, προφανώς για να προστατευτεί από τη θερμότητα της φωτιάς που θ' άναβε μόλις έδεναν τον κατάδικο στον πάσσαλο. Ο κατάδικος φορούσε κίτρινο sambenito και είχε βγάλει από την κεφαλή του, προφανώς σε ένδειξη σεβασμού, τη μίτρα στην οποία ήταν γραμμένα τα αμαρτήματά του. Μπροστά του στεκόταν ένας άλλος μαυροντυμένος μοναχός κι ο κατάδικος του κρατούσε τα χέρια, σε μια κίνηση συμβολική, ότι δηλαδή είχε συμφιλιωθεί με την Εκκλησία λίγο πριν από τον θάνατό του κι η όψη του ήταν σοβαρή αλλά όχι πολύ δυστυχισμένη.
   Η φωνή του δον Αλεχάντρο διέκοψε τις σκέψεις του, επαναφέροντάς τον στην πραγματικότητα και στο τώρα.
   "Θα το κάνει, Πάμπλο. Ό,τι είπε το εννοεί. Την ξέρω καλά την κόρη μου. Αν χρειαστεί, θα το κάνει".

   Ο πατήρ Πάμπλο άκουσε την απόφαση του θείου του με απερίγραπτη έκπληξη.
   "Μα σοβαρά μιλάτε, θείε μου; Σοβαρά το λέτε ότι αποφασίσατε να φυγαδεύσετε τη Σαρίτα μ' αυτόν τον θαλασσοπόρο, τον Χριστόφορο Κολόμβο, για τον οποίο πολύς κόσμος πιστεύει ότι είναι τυχοδιώκτης;"
   "Σοβαρότατα, Πάμπλο. Ποτέ δε μιλούσα πιο σοβαρά".
   "Και θα φύγετε κι εσείς μαζί;"
   "Ασφαλώς! Δε γίνεται να την αφήσω μόνη".
   "Μα και η Μαρισόλ;"
   "Ασφαλώς και η Μαρισόλ, Πάμπλο. Είναι να το ρωτάς; Για σκέψου. Αν η Ιερά Εξέταση διαπιστώσει ότι η Σαρίτα έχει εξαφανιστεί, τι θα κάνει; Αυτό που κάνει πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις: συλλαμβάνει τους συγγενείς και πολλές φορές και τους πιο στενούς φίλους, θέλοντας να μάθει τι είχε συμβεί. Και κατά κανόνα δεν τους αφήνει ποτέ ελεύθερους και δημεύει και τις περιουσίες τους. Αυτό θα κάνει και στη δική μας περίπτωση. Μόνο που θα συλλάβει οπωσδήποτε και τη Μαρισόλ. Ξέρει ήδη ότι είναι η μοναδική της φίλη κι ότι κάθε μέρα είναι μαζί. Θα τη συλλάβουν λοιπόν και θα τη βασανίσουν, προσπαθώντας να αποσπάσουν πληροφορίες για τη Σαρίτα. Έπειτα απ' αυτά που άκουσες από τη Σαρίτα, μπορείς να φανταστείς τη Μαρισόλ στα νύχια της Ιεράς Εξέτασης;"
   Ο πατήρ Πάμπλο είχε γίνει κατάχλομος.
   "Όχι, δεν μπορώ".
   "Ούτε εγώ. Γι' αυτό θα την πάρω μαζί μας. Δεν πρόκειται να την αφήσω πίσω. Από τότε που έμεινε μόνη στον κόσμο, την έχω σαν κόρη μου. Και ξέρω πολύ καλά ότι αν πέσει στα χέρια της Ιεράς Εξέτασης δε θα αντέξει. Δεν έχει τραβήξει και λίγα στη ζωή της..."
   Ο ιερωμένος έμεινε σιωπηλός κι ο δον Αλεχάντρο τον ρώτησε:
   "Γιατί δε μιλάς, Πάμπλο;"
   "Σκέφτομαι".
   "Το βλέπω. Τι σκέφτεσαι;"
   "Όλα αυτά".
   "Πες μου ειλικρινά, Πάμπλο. Υπάρχει περίπτωση, έστω και μία στο εκατομμύριο, να μην καλέσουν ξανά τη Σαρίτα να παρουσιαστεί και πάλι στην Αγία Έδρα;"
   "Όχι. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει. Θα την καλέσουν οπωσδήποτε. Μπορεί να αργήσουν αλλά θα το κάνουν. Μπορεί να την καλέσουν ανά πάσα στιγμή".
   "Λοιπόν; Βλέπεις άλλη λύση εκτός απ' αυτή που σκέφτομαι;"
   Ο πατήρ Πάμπλο αναγκάστηκε να το παραδεχτεί.
   "Όχι, δε βλέπω". Κόμπιασε για λίγο. "Όμως..."
   "Όμως; Πες τι σκέφτεσαι, Πάμπλο. Μη διστάζεις".
   "Πώς είστε σίγουρος ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος θα δεχτεί να σας πάρει μαζί του; Θα το διακινδυνεύσει; Μα, κι αν ακόμα δεχτεί, εσείς ο ίδιος θα διακινδυνεύσετε να βάλετε δύο κοπέλες σ' ένα καράβι με τόσους άντρες -και γνωρίζουμε ποιας ποιότητας άνθρωποι είναι οι περισσότεροι ναυτικοί- σ' ένα καράβι που δεν ξέρετε ούτε πού πηγαίνει ούτε σε πόσον καιρό θα πιάσει στεριά; Καταλαβαίνετε πού εστιάζονται οι φόβοι μου".
   "Ας τα πάρουμε ένα ένα, Πάμπλο. Κατ' αρχάς, πιστεύω ότι αυτός ο καπετάνιος θα δεχτεί να μας πάρει μαζί του και μάλιστα σ' εκείνο το καράβι από τα τρία που θα είναι ο ίδιος πλοίαρχος. Αν γίνει αυτό, θα εγγυηθεί προσωπικά για την ασφάλεια των γυναικών, που δεν αποκλείεται να ταξιδέψουν μεταμφιεσμένες σε άντρες, κάτι που θα γνωρίζει μόνο εκείνος. Σ' αυτή την περίπτωση, βέβαια, δε θα κυκλοφορούν πολύ, αλλά θα παραμένουν κλεισμένες τον περισσότερο καιρό στο χώρο που θα μας παραχωρήσει. Τώρα, γιατί πιστεύω ότι θα δεχτεί; Θα το κάνει επειδή χρειάζεται τα χρήματα που θα του δώσω. Είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι τα χρειάζεται κι εγώ μπορώ να του προσφέρω πολλά. Όσα μου ζητήσει θα του τα δώσω. Όλο το χρυσάφι που έχω θα το πάρω μαζί μου -κι έχω πολύ χρυσάφι. Βέβαια, σ' ένα πράγμα έχεις δίκιο: δεν ξέρουμε ούτε πού θα πάμε ούτε σε πόσον καιρό θα φτάσουμε. Το πού θα πάμε δε μ' ενδιαφέρει. Ας είναι οπουδήποτε αρκεί να μη μπορεί να μας φτάσει η Ιερά Εξέταση. Πάνω απ' όλα μιλάω για τη ζωή της Σαρίτα -όλα τ' άλλα περνούν σε δεύτερη μοίρα. Δεν ξέρω πού θα μας βγάλει το ταξίδι, αν όμως καταλήξουμε κάπου απ' όπου θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μια ορθόδοξη χώρα, θα ήταν το ιδανικό".
   Ο πατήρ Πάμπλο έδειχνε περίσκεπτος και για αρκετές στιγμές δεν είπε λέξη.
   "Λοιπόν; Τι έχεις να πεις για όλα αυτά;" ρώτησε ο δον Αλεχάντρο, βλέποντας ότι η σιωπή του παρατραβούσε.
   "Τι να πω; Έχω σαστίσει. Δεν το περίμενα. Βλέπω ότι τα έχετε μελετήσει όλα και είστε αποφασισμένος. Μα αναρωτιέμαι..." 
   "Tι, Πάμπλο;"
   "Θα δεχτεί αυτός ο θαλασσοπόρος να πάρει μαζί του μια κοπέλα που την κυνηγάει η Ιερά Εξέταση; Σκεφτήκατε την περίπτωση να υποκριθεί ότι δέχεται, να σας καταδώσει κι όταν φτάσετε στο πλοίο να σας πιάσουν και να αρπάξουν κι όλο το χρυσάφι που έχετε μαζί σας; Μην ξεχνάτε ότι είναι υποχρεωμένος στον Φερδινάνδο και στην Ισαβέλα επειδή αυτοί τον χρηματοδοτούν".
   "Λες να μη το σκέφτηκα; Όμως σε καμία περίπτωση δε θα μάθει ποτέ ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που θα του ζητήσω να φύγουμε μαζί του. Θα επικαλεστώ κάποιον άλλο, που δεν τον έχω σκεφτεί ακόμη. Πιστεύω όμως ότι δε θα χρειαστεί. Επειδή, αν μας καταδώσει, θα γνωρίζει ότι από το χρυσάφι που θα αρπάξει η Ιερά Εξέταση θα πάρει ένα πολύ μικρό ποσοστό. Πολύ μικρότερο απ' αυτό που θα του υποσχεθώ ότι θα του δώσω μόλις ανοιχτούμε στο πέλαγος. Ωστόσο, πάντα θα υπάρχει κάποιος κίνδυνος. Αλλά δε γίνεται αλλιώς, εκτός κι αν βρω άλλο τρόπο να βγούμε από τη χώρα. Τέλος πάντων. Αυτή είναι η σκέψη μου. Την τελική απόφαση θα την πάρω αφού πρώτα συναντήσω αυτόν τον Χριστόφορο Κολόμβο και μιλήσω μαζί του, κάτι που θα κάνω σύντομα. Πιστεύω ότι μιλώντας μαζί του θα τον ψυχολογήσω, θα καταλάβω πολλά. Μόνο που θα σε παρακαλέσω να μη χάσεις από τα μάτια σου τη Σαρίτα για όσες μέρες θα λείπω".
   "Της έχετε μιλήσει καθόλου για όλα αυτά;"
   "Όχι ακόμη".
   "Γιατί;"
   "Επειδή, όταν το κάνω, θέλω να είμαι σίγουρος για την επιτυχία του σχεδίου μου. Πιστεύω ότι θα είμαι σε θέση να της μιλήσω μετά τη συνάντησή μου μ' αυτόν τον Χριστόφορο Κολόμβο".

   Παρά τις σοβαρές επιφυλάξεις που εξακολουθούσε να διατυπώνει ο ανιψιός του, ο δον Αλεχάντρο πραγματοποίησε την απόφασή του να συναντήσει τον Χριστόφορο Κολόμβο. Και, επιστρέφοντας μετά τη συνάντησή τους, ήταν πεπεισμένος ότι ο χρόνος του δεν είχε πάει χαμένος κι ότι η αρχική του σκέψη ήταν σωστή. Ωστόσο δεν ήταν καθόλου βέβαιος πως θα τα κατάφερνε να πείσει τον ανιψιό του ότι ο θαλασσοπόρος εκείνος δεν ήταν ένας κοινός τυχοδιώκτης.
   "Πρόκειται για έναν πολύ σοβαρό άνθρωπο", άρχισε να λέει, κι ο πατήρ Πάμπλο τον παρακολουθούσε με τεταμένη την προσοχή του, έτοιμος να διατυπώσει ξανά τις αρχικές επιφυλάξεις του, "ο οποίος είναι δοσμένος μ' όλη την ψυχή του σ' αυτό που αποτελεί τη μεγάλη του αγάπη: την εξερεύνηση του μεγάλου ωκεανού, με την ελπίδα ότι θα ανακαλύψει έναν καινούργιο κόσμο. Πριν από πέντε χρόνια πέρασε τον χειμώνα στα παράλια της Ισλανδίας, όπου πληροφορήθηκε από φαλαινοθήρες ότι υπάρχει μια πολύ μεγάλη στεριά προς το μέρος όπου βασιλεύει ο ήλιος. Αυτή η πληροφορία αναζωπύρωσε την πεποίθησή του ότι, πλέοντας συνεχώς προς δυσμάς, θα έφτανε στις Ινδίες γρηγορότερα και ασφαλέστερα παρά αν έπλεε προς ανατολάς, όπως συνηθίζεται να γίνεται. Μου έκανε εξαιρετική εντύπωση το ότι είναι πολύ μορφωμένος και ότι φαίνεται να έχει πολλές γνώσεις ναυτικής αστρονομίας (4)".
   Στο σημείο αυτό, ο δον Αλεχάντρο αναρωτήθηκε αν έπρεπε να πει στον ανιψιό του ότι ο θαλασσοπόρος πίστευε πως η γη είναι σφαιρική, απέφυγε όμως να το κάνει, επειδή ήταν βέβαιος ότι ο νεαρός παπάς θα θεωρούσε πως η βάση επί της οποίας εδράζονταν οι σκέψεις του θαλασσοπόρου ήταν εκτός λογικής και απλώς αυτό θα του ενίσχυε την πεποίθηση ότι επρόκειτο για κοινό τυχοδιώκτη. Έβλεπε κιόλας την αμφιβολία στα μάτια του.
   "Πριν από δέκα χρόνια, το 1482, είχε περάσει τον χειμώνα στο νησί Μαδέρα, φιλοξενούμενος από τον Νούνιεζ Περεστρέλλο, ο οποίος ήταν διοικητής του νησιού. Ο διοικητής τον συμπάθησε, συμμερίστηκε τις ιδέες του για την εξερεύνηση του μεγάλου ωκεανού και του έδωσε για γυναίκα του τη χαριτωμένη κόρη του Φελίπα, με την οποία ο θαλασσοπόρος ήταν βαθιά ερωτευμένος. Η μοίρα όμως τον χτύπησε σκληρά. Τη χρονιά που ο βασιλιάς της Πορτογαλίας απέρριψε την αίτησή του για χρηματοδότηση ενός εξερευνητικού ταξιδιού επειδή οι σύμβουλοί του τον έπεισαν ότι οι ιδέες του θαλασσοπόρου ήταν επιεικώς γελοίες, πέθανε ξαφνικά η Φελίπα, η αγαπημένη του γυναίκα. Ο Κολόμβος απελπίστηκε. Μέσα σε μία χρονιά είδε να καταρρέουν τα πάντα: οικογένεια, εκτίμηση, ελπίδες. Άρχισε να σκέφτεται σοβαρά να αφήσει τη θάλασσα και να ζητήσει παρηγοριά στη θρησκεία, ως μοναχός σε κάποιο μοναστήρι, πριν πραγματοποιήσει όμως την απόφασή του, θέλησε να πάει σε κάποια ερημική ακτή και από εκεί να ρίξει ένα μακρινό αποχαιρετιστήριο βλέμμα στον αχανή ωκεανό που απλωνόταν προς δυσμάς. Επιβιβάστηκε λοιπόν σε κάποιο πλοίο που απέπλεε για τις Αζόρες νήσους και αποβιβάστηκε σε μία απ' αυτές. Εκεί όμως συναντήθηκε ξανά με τη μοίρα του. Σ' έναν απόκρημνο βράχο του νησιού είδε ένα άγαλμα λαξεμένο στην πέτρα να ατενίζει τον απέραντο ωκεανό. Έμεινε να το κοιτάζει για πολλή ώρα. Τελικά η απρόσμενη αυτή συνάντηση του ακίνητου «άντρα της πέτρας» και του άντρα της σιδερένιας θέλησης, όπως είναι ο Χριστόφορος Κολόμβος, του ξανάδωσε θάρρος να προσπαθήσει να ανοίξει νέο θαλάσσιο δρόμο «χάριν της ανθρωπότητας», όπως μου είπε ο ίδιος με μάτια που έλαμπαν. Μπήκε σ' ένα πλοίο που είχε αποπλεύσει για την Ισπανία, αλλά κατά τον πλουν έχασε πάλι το ψυχικό του σθένος. Αποβιβάστηκε στην Ανδαλουσία και, αγνοώντας πού κατευθυνόταν, βρέθηκε νύχτα σ' ένα μοναστήρι, όπου τον δέχτηκαν με πολλή συμπάθεια, ιδίως ένας γέροντας μοναχός που στηριζόταν σ' ένα ραβδί από ξύλο ελιάς. Ο Χριστόφορος Κολόμβος τού διηγήθηκε την ιστορία του, όντας απελπισμένος, αλλά πού να φανταζόταν ότι σ' ένα ταπεινό κελί ενός απόμερου μοναστηριού στην άγρια πλαγιά ενός βουνού θα έβρισκε τα πολυτιμότερα συστατικά της επιτυχίας. Πού να φανταζόταν ότι το ραβδί από αγριελιά του γέροντα μοναχού θα άξιζε όσο και η πλέον μαγική ράβδος. Ο καλόγερος εκείνος ήταν κάποτε ο δον Αντόνιο ντε Μαρτσένα, που πριν από πολλά χρόνια είχε εγκαταλείψει τα εγκόσμια και είχε αφοσιωθεί στη θρησκεία, και πριν αποσυρθεί στο μοναστήρι είχε υπάρξει ο αγαπητός εξομολόγος της βασίλισσας Ισαβέλας. Ο μοναχός αυτός υποσχέθηκε στον ξένο να μιλήσει στη βασίλισσα και να του εξασφαλίσει ακρόαση. Πράγματι, λίγες μέρες αργότερα, ο Κολόμβος έγινε δεκτός από τον Φερδινάνδο και την Ισαβέλα, κι αφού φίλησε γονυκλινής τα βασιλικά δάχτυλα, παρουσίασε με τόση πειθώ την υπόθεση, ώστε την ίδια μέρα απέσπασε την υπόσχεση ότι θα εξοπλίζονταν το συντομότερο δυνατόν τα κατάλληλα πλοία για την αποστολή. Συμφωνήθηκε μάλιστα να δοθεί στον Κολόμβο κληρονομική ευγένεια, το αξίωμα του ναυάρχου και βαθμός αντιβασιλέα των χωρών που θα ανακαλύπτονταν..."
   Ο δον Αλεχάντρο είπε ό,τι είχε να πει και περίμενε να δει τι εντύπωση είχαν κάνει τα λόγια του στον ανιψιό του. Ήταν σχεδόν βέβαιος ότι εκείνος θα ήταν ήδη έτοιμος να εκφράσει τις αντιρρήσεις του και απόρησε διαπιστώνοντας ότι στο πρόσωπό του έβλεπε μια έκφραση πέρα για πέρα απρόσμενη. Μπερδεμένος, σκέφτηκε ότι ήταν λες κι ο νεαρός παπάς προσυπέγραφε όσα είχε ακούσει από τα χείλη του. Για αρκετές στιγμές ο δον Αλεχάντρο παρέμεινε άλαλος.
   "Πάμπλο", ρώτησε ύστερα, "τι έχεις να πεις μετά από όσα άκουσες;"
   Τούτη τη φορά ήταν βέβαιος ότι ο ανιψιός του δε θα διατύπωνε τουλάχιστον αρνητικά σχόλια, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν ήταν προετοιμασμένος ν' ακούσει τα λόγια που βγήκαν αβίαστα από τα χείλη του νέου.
   "Θείε μου, παίρνω πίσω όλα όσα έχω πει γι' αυτόν τον άνθρωπο!"
   Ο δον Αλεχάντρο ήταν σίγουρος ότι είχε ακούσει πολύ καλά, επειδή ο ανιψιός του είχε μιλήσει αργά και καθαρά, για αρκετές στιγμές όμως έμεινε να αναρωτιέται μήπως αστειευόταν. Η έκφρασή του ωστόσο έδειχνε ότι αυτό που είχε πει το εννοούσε και κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι.
   "Χαίρομαι που το ακούω, Πάμπλο. Αν μάλιστα τον έβλεπες από κοντά, αν μιλούσες μαζί του όση ώρα μίλησα εγώ, θα διαπίστωνες πολύ γρήγορα ότι όσα αρνητικά ακούγονται γι' αυτόν δεν είναι τίποτε άλλο από κακόβουλες διαδόσεις. Είναι ένας άνθρωπος δοσμένος ολόψυχα σ' ένα σκοπό. Μου μετέδωσε την πίστη του. Όταν τον αποχαιρετούσα, σκέφτηκα ότι οι μελλοντικές γενιές θα μιλούν γι' αυτόν και μετανιώνω που δεν του φανέρωσα τη σκέψη μου".
   "Οι μελλοντικές γενιές θα μιλούν γι' αυτόν..."
   Ο πατήρ Πάμπλο επανέλαβε σαν αντήχηση τα λόγια του δον Αλεχάντρο και φαινόταν περίσκεπτος. Μια βαθιά κάθετη ρυτίδα είχε σχηματιστεί ανάμεσα στα φρύδια του, κάτι που δε διέλαθε της προσοχής του θείου του.
   Κάτι σκέφτεται... κάτι τον απασχολεί... κάτι που δεν πάει ο νους μου...σκέφτηκε ο δον Αλεχάντρο βλέποντάς τον να παραμένει σιωπηλός. Το πρώτο που θα περίμενα να με ρωτήσει θα ήταν για το αποτέλεσμα της συνάντησής μας. Γιατί δεν το κάνει, αναρωτήθηκε. Την ίδια στιγμή, σαν να του μεταβίβασε τη σκέψη του, είδε ν' αλλάζει η έκφραση του παπά και το βλέμμα του να στρέφεται πάνω του.
   "Πέστε μου, θείε μου, πώς άκουσε το αίτημά σας. Δέχτηκε να σας πάρει μαζί του;"
   "Αυτό περίμενα να με ρωτήσεις πρώτα απ' όλα. Για να είμαι ειλικρινής, απόρησα που δε με ρώτησες, αφήνοντάς μου την εντύπωση προς στιγμήν ότι είναι κάτι που δε σε απασχολεί και τόσο, αφού δε σε αφορά άμεσα".
   "Κάνετε λάθος, θείε μου. Και με απασχολεί και με αφορά άμεσα. Ίσως γι' αυτό καθυστέρησα να σας ρωτήσω".
   Τον είχε αφήσει άφωνο. Όχι τόσο με τα λόγια που ξεστόμισε όσο με τον τρόπο που τα είπε. Και παρατηρώντας τον αναρωτήθηκε από πότε είχε να τον δει να κοιτάζει με τέτοια ένταση στο βλέμμα.
   "Τι εννοείς, Πάμπλο;"
   Ο ανιψιός του είχε αναπτυγμένη σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα αυτοκυριαρχίας από τότε ακόμη που ήταν έφηβος. Έτσι και τώρα, η έκφρασή του άλλαξε εντελώς μέσα σε μία στιγμή και κοίταξε τον δον Αλεχάντρο χαμογελώντας.
   "Τίποτα διαφορετικό, θείε μου, απ' αυτό που θέλω να ακούσω από εσάς. Η συνάντησή σας μαζί του είχε το ποθούμενο αποτέλεσμα; Δέχτηκε να σας πάρει μαζί του;"
   Δεν είναι μόνο αυτό που σε απασχολεί κι είσαι πολύ μικρός για να με ξεγελάσεις, αλλά τέλος πάντων, κάποια στιγμή θα μου πεις, σκέφτηκε ο δον Αλεχάντρο χαμογελώντας μέσα του.
   "Ναι", είπε. "Δέχτηκε να μας πάρει μαζί του". 
   Κάτι πλανήθηκε φευγαλέα στην έκφραση του ανιψιού του, κάτι σαν σκιά που σκοτείνιασε το βλέμμα του και που χάθηκε τόσο γρήγορα ώστε ο δον Αλεχάντρο αναρωτήθηκε αν την είχε δει πράγματι ή μήπως ήταν μόνο εντύπωσή του.
   "Πέστε τα μου όλα, θείε μου".
   Υπήρχε αυτή η ανεπαίσθητη θλίψη που έπιασε στη φωνή του ή μήπως ήταν πάλι μόνο εντύπωσή του; αναρωτήθηκε ο δον Αλεχάντρο, όντας πλέον σχεδόν βέβαιος ότι κάτι σοβαρό απασχολούσε τον ανιψιό του.
   "Αυτό θα κάνω. Καταρχήν δεν του συστήθηκα με το πραγματικό μου όνομα. Χρησιμοποίησα το όνομα κάποιου ανύπαρκτου εμπόρου, κατοίκου τάχα της Βαλένθια. Και ως αιτία του ταξιδιού που έκανα για να τον συναντήσω επικαλέστηκα κάτι που ήμουν βέβαιος ότι θα τον άγγιζε και ότι θα τον έκανε να κατανοήσει τη μεγάλη μου επιθυμία να ταξιδέψω μαζί του. Του είπα λοιπόν ότι είμαι λάτρης της θάλασσας, ότι με μαγεύει η σκέψη και μόνο του τι μπορεί να υπάρχει στην άλλη άκρη της, ότι πολλές φορές τότε που ήμουν νέος περνούσα ώρες ολόκληρες σε μιαν απόκρημνη ακτή ατενίζοντας την απεραντοσύνη της κι ότι ζήλευα αλλά και θαύμαζα τους θαλασσοπόρους, αυτούς που είχαν την τύχη να μπορούν να τη διασχίζουν αναζητώντας καινούργιους κόσμους, αδιάφορο αν θα τους έβρισκαν ποτέ ή όχι. Είπα -του το τόνισα μάλιστα- την τύχη κι όχι το θάρρος επειδή θεωρώ -του το τόνισα κι αυτό- ότι ο κάθε θαλασσοπόρος είναι προικισμένος με μεγάλα αποθέματα θάρρους, αλλιώς δε γίνεται να είναι θαλασσοπόρος. Θάρρος -του τόνισα επίσης- είχα πάντα, δεν είχα όμως ποτέ την τύχη να μπω σ' ένα καράβι και πολύ περισσότερο σ' ένα καράβι που θα σαλπάριζε για το άγνωστο με την ελπίδα ότι θα ανακάλυπτε έναν καινούργιο κόσμο. Δεν είχα τον τρόπο να το κάνω, τίποτα όμως δε μ' εμπόδιζε να το επιχειρώ συχνά με τη φαντασία μου -και είχα πολύ πλούσια φαντασία. Του είπα λοιπόν ότι πάμπολλες φορές καθόμουν σ' εκείνη την απόκρημνη ακτή κι ονειρευόμουν... Ονειρευόμουν ότι ήμουν ένας ατρόμητος καπετάνιος που διέσχιζε τις θάλασσες παλεύοντας με τα κύματα κι ότι τελικά ήμουν αυτός που ανακάλυπτε πρώτος έναν καινούργιο κόσμο στην άλλη άκρη της θάλασσας, έναν κόσμο που άλλες φορές η φαντασία μου τον έπλαθε παραδεισένιο, με πανέμορφες αμμουδιές, με δάση από φοινικόδεντρα αλλά εντελώς ακατοίκητο, κι εγώ έφερνα εκεί ανθρώπους από την πατρίδα μου για να τον κατοικήσουν και να τον κάνουν αποικία της, κι άλλες φορές, η φαντασία μου πάντα, τον έπλαθε άγριο κι αφιλόξενο, με ανθρωποφάγους κατοίκους, που εγώ θα προσπαθούσα να εξημερώσω, να τους μάθω χρήσιμα πράγματα και τελικά να κάνω τον τόπο τους αποικία της πατρίδας μου, κι ύστερα θα ξεκινούσα πάλι για καινούργια εξερεύνηση... Πολλές φορές αργούσα πολύ να κοιμηθώ τα βράδια, επειδή, μόλις έπεφτα στο κρεβάτι, άρχιζα να ταξιδεύω και να διασχίζω τις θάλασσες με το καράβι της φαντασίας μου, κι αν κάποιος με ρωτούσε τι θα γινόμουν σαν θα μεγάλωνα, είχα πάντα έτοιμη την απάντηση: «Θαλασσοπόρος θα γίνω», έλεγα. «Θα γίνω μεγάλος εξερευνητής...» Αυτό έλεγα, αυτό επιθυμούσε η ψυχή μου και σιγά σιγά το πίστεψα ότι θα γινόμουν. Έγινα όμως έμπορος".
   Στο σημείο αυτό ο δον Αλεχάντρο διέκοψε την αφήγησή του, θέλοντας να πάρει κάποιες ανάσες. Είχε διαπιστώσει ότι ο ανιψιός του τον παρακολουθούσε με ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον κι ότι ανυπομονούσε ν' ακούσει τη συνέχεια. Δεν το έλεγε, το έδειχνε όμως καθαρά η έκφρασή του.
   "Είναι σημαντικός άνθρωπος αυτός ο Χριστόφορος Κολόμβος. Είναι σπουδαίος άντρας. Είμαι βέβαιος ότι η ιστορία θα γράψει με χρυσά γράμματα το όνομά του, που θα μείνει αθάνατο. Θεωρώ τιμή μου που τον γνώρισα και ντρέπομαι για τα ψέματα που του αράδιασα. Ειλικρινά ντρέπομαι. Δε γινόταν όμως διαφορετικά. Δεν μπορούσα να διακινδυνεύσω να του πω την αλήθεια. Τώρα που τον γνώρισα είμαι απολύτως βέβαιος ότι, αν του φανέρωνα τους πραγματικούς λόγους που με κάνουν να θέλω να φύγω από την Ισπανία, δε θα με κατέδιδε. Μπορεί όμως να αρνιόταν να με πάρει μαζί του. Είναι ευγνώμων προς την Ισαβέλα και τον Φερδινάνδο και, όντας γενναίος και έντιμος, δε θα του ταίριαζε να πάρει μαζί του κάποιον που θέλει να απομακρυνθεί από την εξουσία της Ιεράς Εξέτασης και των βασιλέων του κράτους. Δε θα με κατέδιδε όμως. Πάνω σ' αυτό είμαι κατηγορηματικός. Να σου συνεχίσω όμως από εκεί που σταμάτησα προηγουμένως.
   »Είπα λοιπόν στον Κολόμβο ότι, αντί να γίνω εξερευνητής των θαλασσών, που ήταν το όνειρό μου, έγινα έμπορος. Ένα επάγγελμα πεζό, χωρίς καθόλου ρομαντισμό, που δεν ταίριαζε με τα όνειρά μου, μου απέφερε όμως χρήματα, κάνοντάς με πλούσιο. Πολύ πλούσιο. Έχω στη διάθεσή μου μπόλικο χρυσάφι, τον διαβεβαίωσα -κι ήταν η μόνη αλήθεια που του είπα. Όμως, παρόλο που απέκτησα μπόλικο χρυσάφι, δεν ήμουν ποτέ ευτυχισμένος. Δεν είχα βγει ποτέ έξω από τα στενά όρια του τόπου μου και στην άκρη του μυαλού μου υπήρχαν πάντα οι σκέψεις που έκανα στα νιάτα μου. Κάποια στιγμή όμως συνειδητοποίησα ότι τα χρόνια είχαν περάσει χωρίς να το καταλάβω κι ότι δε θ' αργούσε ο καιρός που θα ήμουν γέρος. Αυτό καθαυτό δε θα με πείραζε, επειδή πάντα ήμουν συνειδητοποιημένος και τα γηρατειά κανείς δεν μπορεί να τα αποφύγει -εκτός κι αν πεθάνει νέος...
   »Στο σημείο αυτό, ο Κολόμβος χαμογέλασε θλιμμένα. Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα γιατί, αργότερα όμως, σαν μου είπε ότι η αγαπημένη του γυναίκα είχε πεθάνει πολύ νέα, κατανόησα εκείνο το χαμόγελο και αισθάνθηκα άσχημα γι' αυτό που είχα ξεστομίσει, αλλά πού να το φανταζόμουν... Ο Κολόμβος αντιλήφθηκε ότι είχα βρεθεί σε δύσκολη θέση, μου είπε ένα φιλικό «Δεν πειράζει» και με προέτρεψε να συνεχίσω.
   »Συνέχισα λοιπόν λέγοντας ότι κι η δική μου γυναίκα είχε πεθάνει πολύ νέα, αφήνοντάς με μόνο με δύο κόρες. Εννοούσα, βλέπεις, και τη Μαρισόλ κι είναι το μόνο ψέμα από όσα του είπα που το ξεστόμισα με ελαφριά καρδιά. Σου έχω πει ότι τη Μαρισόλ την έχω σαν παιδί μου κι ότι δε θα σταματήσω ποτέ να τη θεωρώ κόρη μου. Είδα την έκφρασή του σ' αυτό το άκουσμα και κατάλαβα πως πάνω απ' όλα, πέρα από το ότι αναμφισβήτητα είναι ένας σπουδαίος εξερευνητής, είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος. Κι αυτό είναι το πιο σημαντικό απ' όλα.
   »Μακρηγόρησα ίσως, αλλά ήταν απαραίτητο. Ξαναγύρισα λοιπόν στο σημείο που του είχα πει ότι κάποια μέρα συνειδητοποίησα ξαφνικά πως τα χρόνια είχαν περάσει χωρίς να το καταλάβω και τότε μ' έπιασε θλίψη. Θλίψη επειδή θα τέλειωνε η ζωή μου χωρίς να έχω ζήσει τ' όνειρο με το οποίο είχα μεγαλώσει, το οποίο με κρατούσε άγρυπνο πολλές ώρες τα βράδια. Στο σημείο αυτό ο Κολόμβος κούνησε το κεφάλι με κατανόηση. Αυτό που αντίκρισα εκείνη τη στιγμή στο βλέμμα του μ' έκανε να καταλάβω ότι βρισκόμουν σε καλό δρόμο και μου 'δωσε θάρρος να συνεχίσω. Συνέχισα λοιπόν, λέγοντας ότι, ύστερα από εκείνες τις θλιβερές σκέψεις που έκανα, ένιωθα να με πιάνει ασφυξία. Η πόλη όπου είχα γεννηθεί και μεγαλώσει άρχισε ξαφνικά να μη με χωράει. Πνιγόμουν. Πήγαινα στη θάλασσα, διάλεγα μιαν απομακρυσμένη και, κατά προτίμηση, απόκρημνη ακτή και περνούσα ώρες πολλές αγναντεύοντας από την κορυφή του βράχου την απεραντοσύνη του πελάγους. Αναρωτιόμουν τι να υπήρχε πέρα από το σημείο όπου η θάλασσα έσμιγε με τον ορίζοντα. Σιγά σιγά περιέπεσα σε μελαγχολία κι αναλογιζόμουν ότι η ζωή μου δεν είχε πια κανένα ενδιαφέρον. “Ως την ημέρα”, του είπα, “που άκουσα ότι θα σαλπάρετε με τρία καράβια για να εξερευνήσετε τον μεγάλο ωκεανό και να ανακαλύψετε τι υπάρχει πέρα απ' αυτόν, στην άκρη του”.
   »“Θα σας εξομολογηθώ την αμαρτία μου”, του είπα. “Όταν το άκουσα, σας ζήλεψα. Σας ζήλεψα επειδή εσείς θα ζούσατε το δικό σας όνειρο. Πολλές φορές προσπάθησα να έρθω στη θέση σας, προσπάθησα να φανταστώ τη συγκίνηση, τον ενθουσιασμό και την έξαψη που σας διακατείχαν ενώ προετοιμαζόσασταν για τον απόπλου. Στάθηκε αδύνατον να τα καταφέρω. Ύστερα είπα μέσα μου ότι για να κατορθώσω να αντιληφθώ την ένταση των συναισθημάτων σας θα έπρεπε να σας δω από κοντά, να παρακαλουθήσω τις προετοιμασίες σας και, παρατηρώντας σας, να φανταστώ τον εαυτό μου στη θέση σας. Ήταν να μην το σκεφτώ”, έτσι ακριβώς του είπα και λέγοντάς το σκεφτόμουν ότι είχα παίξει καλά τον ρόλο μου, είχα φτάσει όμως στο πιο λεπτό, στο πιο κρίσιμο σημείο.
   »“Ήταν να μην το σκεφτώ”, του είπα ξανά κι εκείνος με κοίταξε περιμένοντας υπομονετικά να δει πού ήθελα να καταλήξω. “Ήταν να μην το σκεφτώ”, είπα για τρίτη φορά. “Από τη στιγμή όμως που φαντάστηκα τον εαυτό μου στη θέση σας, με κατέλαβε τρομερή υπερδιέγερση κι έλεγα μέσα μου ότι υπήρχε μία πιθανότητα να ζήσω το όνειρό μου. Υπήρχε μία μικρή, έστω, πιθανότητα να ζήσω την εξερεύνηση του ωκεανού και να δω με τα ίδια μου τα μάτια τι υπάρχει στην άκρη του, όχι βέβαια παίρνοντας τη θέση σας αλλά ταξιδεύοντας μαζί σας”.
   »Όταν ο Κολόμβος άκουσε αυτό που είχα ξεστομίσει, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από έκπληξη και φάνηκε να μην πιστεύει στ' αυτιά του. Για αρκετές στιγμές με κοίταζε με περιέργεια και, σίγουρα, θα αναρωτιόταν μήπως ήμουν τρελός. Ύστερα και εντελώς ξαφνικά, τον είδα να χαλαρώνει.
   »“Θέλετε να πείτε”, με ρώτησε, “ότι επιθυμείτε να ταξιδέψετε μαζί μου;”
   »“Ναι”, απάντησα, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.
   »“Ως επιβάτης;”
   »“Ναι, ασφαλώς ως επιβάτης”.
   »Ο Κολόμβος φάνηκε ξανά δύσπιστος. Ξάφνου, χαμογέλασε καλοσυνάτα.
   »“Μα δεν παίρνω επιβάτες υπό την έννοια που ίσως νομίζετε. Το ταξίδι έχει καθαρά εξερευνητικό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται για ταξίδι αναψυχής. Κατανοώ απολύτως την επιθυμία σας, αλλά λυπάμαι που δεν μπορώ να την ικανοποιήσω”.
   »“Ακούστε με”, του είπα. “Δεν είμαι βέβαια θαλασσινός, δεν έχω μπει ποτέ σε καράβι, ωστόσο σας διαβεβαιώ ότι κατανοώ πλήρως και το χαρακτήρα του ταξιδιού και τους ενδοιασμούς σας. Θα σας παρακαλούσα όμως να μην απορρίψετε αμέσως αυτό που σας ζητώ. Είστε θαλασσοπόρος, ξέρετε καλύτερα από τον καθένα τι σημαίνει η εξερεύνηση και πόσο απερίγραπτη είναι η συγκίνηση που τη συνοδεύει και άρα μπορείτε καλύτερα από τον καθένα να καταλάβετε την επιθυμία ενός ανθρώπου, που ονειρευόταν να γίνει θαλασσοπόρος και που οι συνθήκες της ζωής δεν τον άφησαν να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Είναι πολύ αυτό που ζητώ; Είναι πολύ το να θέλω, στο λυκόφως της ζωής μου, να νιώσω ένα ελάχιστο μέρος από τις συγκινήσεις που θα ένιωθα αν είχε λάβει σάρκα και οστά το όνειρο των νεανικών μου χρόνων, και όχι μόνο; Μη με απογοητεύσετε, σας παρακαλώ. Δε θα σας απασχολήσω καθόλου στη διάρκεια του ταξιδιού. Όσο για τις ταλαιπωρίες, να είστε σίγουρος ότι μπορώ να αντέξω πολλές. Να διευκρινίσω και κάτι που το θεωρώ απαραίτητο. Δε θέλω να με πάρετε μαζί σας χωρίς να πληρώσω. Αυτό αποκλείεται. Δε θα το δεχτώ. Σας είπα ότι έχω πολύ χρυσάφι στη διάθεσή μου και είμαι πρόθυμος να σας προσφέρω το διπλάσιο απ' όσο θα μου ζητήσετε...”
   »Στο σημείο αυτό, ο θαλασσοπόρος έδειξε να το σκέφτεται. Εκμεταλλεύτηκα λοιπόν την ευκαιρία και συνέχισα λέγοντας ότι γνώριζα μεν πως το ταξίδι το χρηματοδοτούσαν οι βασιλείς, ωστόσο καταλάβαινα επίσης ότι πάντα θα υπήρχαν έκτακτα έξοδα και ανάγκες στην πορεία του. Από την έκφρασή του καταλάβαινα ότι τον είχα αγγίξει σ' ένα σημείο ευαίσθητο και χωρίς χρονοτριβή τον ρώτησα για την επιλογή του πληρώματος και μου απάντησε ότι αυτό ήταν δικό του θέμα. Δική του υποχρέωση ήταν η επιλογή των αντρών που θα ταξίδευαν μαζί του. Αυτό το άκουσα με μεγάλη ανακούφιση και, αδράχνοντας την ευκαιρία, παρατήρησα ότι δε θα είχε πρόβλημα να πάρει τρία επιπλέον άτομα. Φυσικά, δεν κατάλαβε τι εννοούσα, όταν όμως του εξήγησα ότι ήθελα να πάρω μαζί και τις δύο κόρες μου, έπαθε σοκ. Απάντησε κατηγορηματικά με ένα στομφώδες όχι, τελικά όμως υποχώρησε όταν άκουσε πόσο χρυσάφι θα του έδινα με το που θα πατούσαμε το πόδι μας στο καράβι. Μου τόνισε όμως δύο πράγματα, που τα θεωρούσε αυτονόητα. Πρώτον, ότι οι γυναίκες θα πήγαιναν στο πλοίο του ντυμένες με αντρικά ρούχα και με καλυμμένα τα πρόσωπα αρκετά μεν αλλά όχι σε βαθμό που να τραβήξουν την προσοχή και, δεύτερον, ότι δε θα ξεμύτιζαν πριν από το τέλος του ταξιδιού από τον χώρο που θα μας παραχωρούσε. Φυσικά, δέχτηκα. Μου πήρε πολλή ώρα να συζητήσω μαζί του διάφορες λεπτομέρειες, τελικά όμως καταλήξαμε σε συμφωνία".
   Ο δον Αλεχάντρο τελείωσε την αφήγησή του και σιώπησε, περιμένοντας την αντίδραση του ανιψιού του, που τον είχε ακούσει χωρίς να τον διακόψει ούτε μία φορά. Εκείνος όμως παρέμενε σιωπηλός.
   "Λοιπόν, Πάπλο; Τι έχεις να πεις;"
   "Τίποτα, θείε μου".
   "Τίποτα; Πώς τίποτα;"
   "Θέλω να πω ότι αφού τα κανονίσατε όλα..." Άφησε τη φράση του μισή, χωρίς να εξωτερικεύσει τη σκέψη του. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον θείο του κατάματα. "Και πότε... θέλω να πω, πότε θα αποπλεύσει ο θαλασσοπόρος αυτός; Και από πού;"
   "Για το πότε δεν ξέρει ακριβώς. Ύστερα από σαράντα, σαράντα πέντε μέρες ίσως, και πάντως όχι πριν από τις αρχές του Σεπτέμβρη. Το σημείο του απόπλου είναι ήδη καθορισμένο: από τον λιμένα του Πάλος".
   "Μάλιστα", είπε ο πατήρ Πάμπλο και γι' άλλη μια φορά έδειχνε περίσκεπτος. Ύστερα ρώτησε πότε θα το έλεγαν στη Σαρίτα και στη Μαρισόλ.
   "Αύριο το βράδυ, Πάμπλο. Αύριο το βράδυ η Μαρισόλ θα μείνει εδώ. Απόψε, έπειτα από τόσες μέρες απουσίας μου που έμεινε εδώ, θα πάει στο πατρικό της. Αύριο το βράδυ λοιπόν".
   Άξαφνα, ο δον Αλεχάντρο είχε ξανά την αίσθηση, ακόμα πιο έντονη αυτή τη φορά, ότι η σκέψη του ανιψιού του ταξίδευε αλλού.
   "Πες μου, Πάμπλο, πού ταξιδεύει ο νους σου;"
   Ο νεαρός παπάς αιφνιδιάστηκε, αλλά μόνο για μια στιγμή.
   "Έγινε αντιληπτό, ε;"
   "Από την αρχή της κουβέντας μας. Σε ακούω λοιπόν".
   "Σκέφτομαι, θείε μου, ότι θα έπρεπε να σας έχω πει πριν ξεκινήσετε να μιλήσετε στον θαλασσοπόρο για έναν επιπλέον επιβάτη. Επειδή έχω ήδη αποφασίσει να φύγω κι εγώ μαζί σας", είπε, αφήνοντας άφωνο τον δον Αλεχάντρο...
   
Πολυράκης Γιώργος, Τα ηράνθεμα θα ανθίσουν ξανά, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2013

Υποσειμειώσεις:
(1) Η Ιερά Εξέταση της Ρώμης εξαιρούσε από την τιμωρία αυτή τις παντρεμένες γυναίκες και εκείνες που είχαν κόρες σε ηλικία γάμου. Στην Ισπανία δεν υπήρχε καμία τέτοια εξαίρεση. Αργότερα απαγόρευσε στους θεατές να πετούν πέτρες, με ποινή αφορισμού για τους ανυπάκουους.  
(2) Σήμερα πιστεύεται από ψυχιάτρους ότι αυτός ο τρόπος βασανισμού παιδιών θα είχε οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σ' ένα ψυχολογικό φαινόμενο που είναι γνωστό ως δημιουργία εξαρτημένων αντανακλαστικών.
(3) Πρόκειται για εξαρτημένο αντανακλαστικό. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ψαλμός αποτελούσε το εξαρτημένο ερέθισμα και ο εγκέφαλος της Σαρίτα κατέγραφε αμέσως πόνο και ναυτία. 
(4) Ο Χριστόφορος Κολόμβος είχε σπουδάσει μαθηματικά και ναυτική αστρονομία στην Παβία και ήταν θαυμαστής του αστρονομικού συστήματος και της Γεωγραφικής υφηγήσεως του Κλαυδίου Πτολεμαίου, ο οποίος μη συμφωνώντας με τους αρχαιότερους Έλληνες γεωγράφους, θεωρούσε τη Γη πολύ μικρότερη απ' όσο εκείνοι πίστευαν και με την πλάνη του αυτή έγινε ακούσιος δημιουργός της δόξας του Κολόμβου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: