Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

[ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ ]

    Ευρώπη, 1500 -1537
   Είμαι η Ινές Σουάρεθ, κάτοικος του Σαντιάγο ντε λα Νουέβα Εξτρεμαδούρα του Βασιλείου της Χιλής, και βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1580. Δεν ξέρω πότε ακριβώς γεννήθηκα, αλλά, σύμφωνα με τη μητέρα μου, ήρθα στον κόσμο μετά την πείνα και την τρομακτική επιδημία που σάρωσε την Ισπανία μόλις πέθανε ο Φίλιππος ο Ωραίος. Δεν πιστεύω αυτό που ψιθύριζε τότε ο κόσμος καθώς παρακολουθούσε τη νεκρική πομπή, ότι δηλαδή την πανούκλα την είχε προκαλέσει ο θάνατος του βασιλιά. Λένε, βέβαια, ότι για πολλές μέρες μετά πλανιότανε στον αέρα μια μυρωδιά πικραμύγδαλου, όμως ποιος μπορεί να είναι σίγουρος γι' αυτά τα πράγματα; Η βασίλισσα Χουάνα, ακόμα νέα και ωραία, περιφερόταν πάνω από δύο χρόνια στην Καστίλη, κουβαλώντας από δω κι από κει το φέρετρο κι ανοίγοντάς το πού και πού για να φιλήσει τα χείλη του άντρα της, τρέφοντας την κρυφή ελπίδα ότι θ' αναστηθεί. Παρά τις αλοιφές και τα φάρμακα του ταριχευτή, ο Ωραίος βρομούσε. Όταν ήρθα στον κόσμο, η άτυχη βασίλισσα, έχοντας χάσει πια τελείως τα λογικά της, είχε κλειστεί στο παλάτι της Τορδεσίγιας μαζί με το πτώμα του άντρα της, οπότε εγώ πρέπει να μετράω τουλάχιστον εβδομήντα χειμώνες ανάμεσα στο στήθος και στην πλάτη, άρα θα 'χω πεθάνει ώς τα Χριστούγεννα. Θα μπορούσα να πω ότι μια τσιγγάνα στην όχθη του ποταμού Χέρτε πρόβλεψε την ημερομηνία τού θανάτου μου, αλλ' αυτό θα έμοιαζε μ' εκείνα τα ψέματα που γράφουν συνήθως τα βιβλία και που, επειδή είναι τυπωμένα, μοιάζουν μ' αλήθειες. Η τσιγγάνα με διαβεβαίωσε ότι θα ζήσω μεγάλη και πλούσια ζωή, όμως αυτό το λένε σε όλους, αρκεί να τους δώσεις λίγα χρήματα. Εκείνο που με κάνει να πιστεύω ότι πλησιάζει το τέλος είναι η φωνή της καρδιάς μου. Πάντα ήξερα ότι θα πεθάνω σε μεγάλη ηλικία, ειρηνικά και στο κρεβάτι μου, όπως όλες οι γυναίκες της οικογένειάς μου, γι' αυτό και δεν δίστασα ποτέ να ριχτώ στην περιπέτεια, αφού είναι γνωστό ότι κανείς δεν φεύγει απ' αυτό τον κόσμο πριν έρθει η ώρα του. "Εσύ πεθάνεις γριούλα, σίγουρα πράγματα, σενιοράι", με καθησύχαζε η Καταλίνα, μιλώντας με την τραγουδιστή περουάνικη προφορά, όταν ο τρελός καλπασμός των αλόγων που ένιωθα στο στήθος με σώριαζε ανήμπορη στο χώμα. Έχω ξεχάσει πια το ινδιάνικο όνομα της Καταλίνας και τώρα είν' αργά για να ρωτήσω, αφού την έθαψα στην αυλή του σπιτιού μου πριν από πολλά χρόνια. Είμαι όμως απόλυτα σίγουρη για την ακρίβεια και την αλήθεια των προφητειών της. Η Καταλίνα μπήκε στην υπηρεσία μου στην αρχαία πόλη του Κούσκο, την εποχή του Φρανθίσκο Πισάρο, εκείνου του θρασύτατου μπάσταρδου που, όπως λένε οι λυμένες γλώσσες, όσο ήταν στην Ισπανία έβοσκε γουρούνια, ενώ ψόφησε μαρκήσιος κυβερνήτης του Περού, πνιγμένος από τη φιλοδοξία και τις πάμπολλες προδοσίες του. Αυτή είναι η ειρωνεία του νέου κόσμου των Ινδιών, όπου δεν ισχύουν οι κανόνες της παράδοσης κι όπου όλα είναι ανακατεμένα: άγιοι κι αμαρτωλοί, λευκοί, μαύροι, μιγάδες, Ινδιάνοι, μπάσταρδοι, ευγενείς και χωριάτες. Μπορεί κάποιος να βρίσκεται τη μια μέρα στη φυλακή, σημαδεμένος με πυρωμένο σίδερο, και την άλλη μέρα να γυρίσει η τύχη του και να βρεθεί στην κορυφή. Έχω ζήσει πάνω από σαράντα χρόνια στο Νέο Κόσμο κι εντούτοις δυσκολεύομαι ακόμα να συνηθίσω αυτή την αταξία, παρ' όλο που την εκμεταλλεύτηκα κι εγώ· αν είχα μείνει στο χωριό μου, σήμερα θα ήμουνα μια φτωχή γριά, μισότυφλη απ' το πλέξιμο και το ράψιμο στο φως του καντηλιού. Εκεί θα ήμουνα η Ινές, μοδίστρα της οδού Υδραγωγείου. Εδώ είμαι η δόνια Ινές Σουάρεθ, κυρία της υψηλής κοινωνίας, χήρα του εξοχότατου κυβερνήτη δον Ροδρίγο ντε Κιρόγα, κατακτήτρια και ιδρύτρια του Βασιλείου της Χιλής.
   Είμαι τουλάχιστον εβδομήντα χρονών, όπως είπα, και τη ζωή μου την έζησα καλά, όμως η ψυχή και η καρδιά μου, εγκλωβισμένες ακόμα στις ρωγμές της νεότητας, αναρωτιούνται τι μπορεί να συνέβη στο σώμα μου. Όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη, γαμήλιο δώρο του Ροδρίγο, δεν αναγνωρίζω αυτή τη γιαγιάκα με τα κάτασπρα μαλλιά που με κοιτάζει απ' το γυαλί. Ποια είν' αυτή η θρασύτατη ξένη που παριστάνει την πραγματική Ινές; Την εξετάζω από κοντά ελπίζοντας να δω στο βάθος του καθρέφτη το κοριτσάκι με τις κοτσίδες και τα καταγδαρμένα γόνατα που ήμουν κάποτε, την κοπέλα που χωνόταν στους κήπους για να κάνει έρωτα κρυφά, την ώριμη γυναίκα που αγκαλιαζόταν παθιασμένα και μοιραζόταν το κρεβάτι της με τον Ροδρίγο ντε Κιρόγα. Είναι κάπου εκεί κρυμμένες, είμαι σίγουρη, αλλά δεν μπορώ να τις διακρίνω. Δεν καβαλάω πια τη φοράδα μου, δεν φοράω πανοπλία και δεν κρατάω σπαθί, όμως δεν είναι επειδή μου λείπει η ψυχή -αυτή πάντα μου περίσσευε- αλλά επειδή με προδίδει το σώμα. Δεν μου φτάνουν οι δυνάμεις μου, με πονούν οι κλειδώσεις μου κι έχω τα κόκαλά μου παγωμένα και την όρασή μου θαμπή. Χωρίς τα γυαλιά του γραφέα, που προμηθεύτηκα στο Περού, δε θα μπορούσα να γράψω αυτές τις σελίδες. Ήθελα να συνοδέψω τον Ροδρίγο -που βρίσκεται τώρα στις αγκάλες του Θεού- στην τελευταία του μάχη κατά των Ινδιάνων Μαπούτσε, όμως εκείνος δεν μου το επέτρεψε. "Είσαι πολύ μεγάλη γι' αυτό, Ινές", είπε γελώντας. "Το ίδιο κι εσύ", του απάντησα, αν και δεν ήμουν καθόλου σίγουρη, καθώς εκείνος ήταν αρκετά πιο νέος από μένα. Πιστεύαμε ότι δεν θα ξαναβλέπαμε ο ένας τον άλλο, όμως αποχαιρετηθήκαμε χωρίς δάκρυα, σίγουροι ότι θα ξαναβρισκόμασταν στην άλλη ζωή. Ήξερα από καιρό ότι οι μέρες του Ροδρίγο ήταν μετρημένες, παρ' όλο που εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε για να το κρύψει. Ποτέ δεν τον άκουσα να παραπονιέται: υπέμενε σφίγγοντας τα δόντια και μόνο ο κρύος ιδρώτας του μετώπου του μαρτυρούσε τους πόνους που τον βασάνιζαν. Έφυγε για το νότο με πυρετό, κατάχλομος σαν φάντασμα, μ' ένα απόστημα γεμάτο πύον στο πόδι, που δεν γινότανε καλά με κανένα φάρμακο και καμιά προσευχή· πήγαινε να εκπληρώσει την επιθυμία του να πεθάνει σαν στρατιώτης στον αχό της μάχης κι όχι τυλιγμένος όπως οι γέροι στα σεντόνια του κρεβατιού του. Εγώ ήθελα να είμ' εκεί για να του κρατάω το κεφάλι στις τελευταίες του στιγμές και να τον ευχαριστήσω για την αγάπη που μου χάρισε όλ' αυτά τα χρόνια που ζήσαμε μαζί. "Κοίτα, Ινές", μου είπε δείχνοντάς μου με μια κίνηση του χεριού τα κτήματά μας, που έφταναν ώς τους πρόποδες της οροσειράς. "Όλ' αυτά, μαζί με τις ψυχές εκατοντάδων Ινδιάνων, τα έχει θέσει ο Θεός στα χέρια μας. Κι όπως η δική μου υποχρέωση είναι να πολεμήσω τους άγριους της Αραουκανίας, η δική σου είναι να προστατεύεις το κτήμα και τις ψυχές για τις οποίες έχουμε ευθύνη".
   O πραγματικός λόγος που έφευγε μόνος ήταν ότι δεν ήθελε να δω το θλιβερό θέαμα της αδυναμίας του, προτιμούσε να τον θυμάμαι έφιππο, επικεφαλής των παλικαριών του, να πολεμάει στην ιερή περιοχή νότια του ποταμού Μπίο - Μπίο, όπου έχουν βρει καταφύγιο οι άγριες φυλές των Μαπούτσε. Ήταν τυπικά ο διοικητής μου, γι' αυτό και δέχτηκα τις διαταγές του όπως δεν τις είχα δεχτεί ποτέ σαν πιστή σύζυγος. Θα τον πήγαιναν μέχρι το πεδίο της μάχης μ' ένα φορείο κι εκεί ο γαμπρός του, ο Μαρτίν Ρουίθ ντε Γκαμπόα, θα τον έδενε σ' ένα άλογο, όπως έκαναν με τον Ελ Σιντ, για να τρομοκρατήσουν, με την παρουσία του και μόνο, τον εχθρό. Όρμησε μπροστά από τους άντρες του σαν μανιακός, αψηφώντας τον κίνδυνο και με τ' όνομά μου στα χείλη, όμως ο θάνατος που περίμενε δεν ήρθε. Μου τον έφεραν πίσω σ' ένα πρόχειρο φορείο, σε άθλια κατάσταση, γιατί το δηλητήριο του αποστήματος είχε απλωθεί σ' όλο του το σώμα. Άλλος θα είχε υποταχθεί στη μοίρα του πολύ νωρίτερα, αλλά ο Ροδρίγο είχε ανεξάντλητες δυνάμεις, παρά την αρρώστια και την κούραση της μάχης. "Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα και θα σε αγαπώ αιώνια, Ινές", μου είπε μέσα στην επιθανάτια αγωνία του και πρόσθεσε ότι ήθελε να ταφεί χωρίς τυμπανοκρουσίες: να κάνουν μόνο τριάντα λειτουργίες για την ανάπαυση της ψυχής του. Πέθανε σ' αυτό το σπίτι, στην αγκαλιά μου, ένα ζεστό απόγευμα του καλοκαιριού. Είδα το Θάνατο, κάπως θαμπό, αλλά ήταν αδύνατο να τον μπερδέψω με κάτι άλλο, έτσι όπως βλέπω τα γράμματα σ' αυτό το χαρτί. Τότε σε κάλεσα, Ιζαμπέλ, για να με βοηθήσεις να τον ντύσω, γιατί ο Ροδρίγο ήταν υπερβολικά περήφανος για να επιτρέψει να δουν οι υπηρέτριες τα σημάδια της αρρώστιας στο σώμα του. Μόνο σ' εσένα, την κόρη του, και σε μένα επέτρεψε να του φορέσουμε τη μεγάλη στολή και τις μπότες με τα σπιρούνια και μετά να τον καθίσουμε στην αγαπημένη του πολυθρόνα με το κράνος και το σπαθί πάνω στα γόνατά του, για να δεχτεί την τελευταία μετάληψη και να φύγει από κοντά μας με άθικτη την υπόληψή του, έτσι όπως είχε ζήσει όλη του τη ζωή. Ο Θάνατος, που δεν είχε φύγει στιγμή από το πλάι του, και περίμενε διακριτικά να τελειώσουμε τις προετοιμασίες, τον τύλιξε στην αγκαλιά του και μου 'κανε νόημα να πλησιάσω και να δεχτώ την τελευταία ανάσα του άντρα μου. Έγειρα πάνω του και τον φίλησα στο στόμα, ένα φιλί ερωτικό.
   Δεν μπόρεσα να εκπληρώσω την επιθυμία του Ροδρίγο, να φύγει για τον άλλο κόσμο χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες, γιατί ήταν ο πιο αγαπητός κι ο πιο σεβαστός άνθρωπος στη Χιλή. Όλο το Σαντιάγο βγήκε στους δρόμους κλαίγοντας κι από τις άλλες πόλεις του βασιλείου έφτασαν αμέτρητες δηλώσεις πένθους και συμπαράστασης. Πριν από χρόνια ο πληθυσμός είχε βγει και πάλι στους δρόμους, για να γιορτάσει με λουλούδια και μπαταριές το διορισμό του στη θέση του κυβερνήτη. Τον θάψαμε με τις απαραίτητες τιμές στην Παναγία των Οικτιρμών, που είχαμε χτίσει εκείνος κι εγώ κι όπου σύντομα θ' αναπαυτούν και τα δικά μου κόκαλα. Άφησα αρκετά χρήματα στους κληρονόμους μου για να μπορούν επί τριακόσια χρόνια να κάνουν μια λειτουργία την εβδομάδα υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του άντρα μου, του ιδαλγού Ροδρίγο ντε Κιρόγα, γενναίου στρατιώτη της Ισπανίας, στρατηγού, κατακτητή και δύο φορές κυβερνήτη τού Βασιλείου της Χιλής, ιππότη του Τάγματος του Σαντιάγο. Οι μήνες που πέρασαν χωρίς αυτόν μου φάνηκαν αιώνες.
   Όμως δεν πρέπει να προτρέχω· εάν αφηγούμαι τα περιστατικά της ζωής μου χωρίς αυστηρή σειρά και συνοχή, υπάρχει κίνδυνος να χαθώ στο δρόμο. Ένα χρονικό πρέπει ν' ακολουθεί τη φυσική σειρά των γεγονότων, παρ' όλο που η μνήμη είν' ένα χωνευτήρι χωρίς λογική. Γράφω νύχτα, στο τραπέζι εργασίας του Ροδρίγο, φορώντας το παλτό του από αλπακά. Το δωμάτιό μου το φυλάει ο Βαλτάσαρ, δισέγγονος του σκύλου που ήρθε μαζί μου στη Χιλή και με συντρόφεψε επί δεκατέσσερα χρόνια. Αυτός ο πρώτος Βαλτάσαρ πέθανε το 1553, την ίδια χρονιά που σκότωσαν τον Βαλδιβία, αλλά μου άφησε τους απογόνους του, που ήταν όλοι τεράστιοι, με βαριά, αδέξια πόδια και σκληρό τρίχωμα. Αυτό το σπίτι είναι κρύο, παρ' όλα τα χαλιά, τις κουρτίνες, τις ταπισερί και τα τζάκια που κρατούν συνεχώς αναμμένα οι υπηρέτες. Μερικές φορές διαμαρτύρεσαι, Ιζαμπέλ, ότι εδώ δεν μπορεί κανείς ν' αναπνεύσει από την πολλή ζέστη· ίσως το κρύο να μη βρίσκεται στον αέρα αλλά μέσα μου. Είμαι σε θέση να καταγράψω τις αναμνήσεις και τις σκέψεις μου με μελάνι στο χαρτί χάρη στον ιερέα Γκονζάλες ντε Μαρμολέχο, ο οποίος, παρ' όλο που ήταν απασχολημένος να διδάσκει το Ευαγγέλιο στους άγριους και να παρηγορεί τους χριστιανούς, βρήκε το χρόνο να με μάθει να διαβάζω. Τότε ήταν στρατιωτικός ιερέας, μετά όμως έφτασε να γίνει πρώτος επίσκοπος Χιλής και ταυτόχρονα ο πιο πλούσιος άνθρωπος αυτού του βασιλείου, όπως θ' αφηγηθώ αργότερα. Πέθανε χωρίς να πάρει τίποτα μαζί του στον τάφο, άφησε όμως πίσω του τα ίχνη των καλών του πράξεων, που του είχαν εξασφαλίσει την αγάπη του λαού. Τελικά αυτό που μένει είναι αυτό που δίνεις, όπως έλεγε πάντα ο Ροδρίγο, ο πιο γενναιόδωρος απ' όλους τους ανθρώπους.
   Ας αρχίσουμε λοιπόν από την αρχή, από τις πρώτες μου αναμνήσεις. Γεννήθηκα στην Πλασένθια, στα βόρεια της Εξτρεμαδούρας, μια πόλη ακριτική, οχυρωμένη και με βαθιά πίστη. Το σπίτι του παππού μου, όπου μεγάλωσα, απείχε μια πετριά απ' τη μητρόπολη, που τη λέγαμε κοροϊδευτικά Παλιοκλησιά, καθώς είχε χτιστεί μόλις τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Μεγάλωσα στη σκιά τού περίεργου καμπαναριού της, που ήταν σκεπασμένο με σκαλιστές πλάκες. Δεν ξαναείδα ποτέ το χοντρό τείχος που προστατεύει την πόλη, τη μεγάλη κεντρική πλατεία, τα σκιερά δρομάκια της, τα πέτρινα αρχοντικά της και τις αψιδωτές στοές της, ούτε το μικρό σπιτάκι του παππού μου, όπου ζουν ακόμη τα εγγόνια της μεγάλης μου αδερφής. Ο παππούς μου, μαραγκός στο επάγγελμα, ανήκε στην Αδελφότητα της Βέρα Κρουθ, μια τιμή που ξεπερνούσε κατά πολύ την πραγματική κοινωνική του θέση. Έχοντας ιδρυθεί στο πιο παλιό μοναστήρι της πόλης, αυτή η αδελφότητα προπορεύεται στις λιτανείες της Μεγάλης Εβδομάδας. Ο παππούς μου, φορώντας μοβ ράσο με κίτρινη ζώνη και λευκά γάντια, ήταν ένας από κείνους που κουβαλούσαν τον Σταυρό του Μαρτυρίου. Είχε στο ρούχο του κηλίδες αίμα, αίμα από τις βουρδουλιές που έριχνε στο ίδιο του το κορμί για να συμμετάσχει στο βάσανο του Χριστού στο δρόμο για τον Γολγοθά. Τη Μεγάλη Εβδομάδα τα παραθυρόφυλλα των σπιτιών έκλειναν, για ν' αφήσουν έξω το φως του ήλιου, κι ο κόσμος νήστευε και μιλούσε ψιθυριστά· η ζωή περιοριζόταν σε προσευχές, αναστεναγμούς, εξομολογήσεις και θυσίες. Μια Μεγάλη Παρασκευή, η αδελφή μου η Ασουνθιόν, που ήταν τότε έντεκα χρονών, ξύπνησε το πρωί με τα στίγματα του Χριστού, φριχτές ανοιχτές πληγές στις παλάμες των χεριών, και τα μάτια της γυρισμένα ανάποδα, όλο ασπράδι. Η μητέρα μου τη συνέφερε με δυο δυνατά χαστούκια και τη γιάτρεψε βάζοντας πάνω στις πληγές της ιστό αράχνης και δίνοντάς της για ένα διάστημα γερές δόσεις χαμομήλι. Η Ασουνθιόν έμεινε κλεισμένη στο σπίτι μέχρι που έκλεισαν εντελώς οι πληγές της, ενώ η μητέρα μου μας απαγόρεψε αυστηρά ν' αναφέρουμε το περιστατικό, γιατί το τελευταίο που ήθελε ήταν ν' αρχίσουν να σέρνουν την κόρη της από εκκλησία σε εκκλησία και να την επιδεικνύουν σαν αξιοπερίεργο. Η Ασουνθιόν δεν ήταν η μόνη στιγματισμένη της περιοχής. Κάθε χρόνο τη Μεγάλη Εβδομάδα κάποια κοπέλα πάθαινε μια ανάλογη κρίση, υψωνόταν στον αέρα, ανάδιδε άρωμα τριαντάφυλλου ή έβγαζε φτερά κι αμέσως γινόταν στόχος τού θρησκευτικού ζήλου των πιστών. Απ' ό,τι θυμάμαι, όλες αυτές οι δύστυχες κατέληγαν σε κάποιο μοναστήρι, εκτός φυσικά από την Ασουνθιόν, η οποία χάρη στις προφυλάξεις της μητέρας μας και στη σιωπή της οικογένειάς μας βγήκε αλώβητη απ' αυτό το θαύμα, παντρεύτηκε κι έκανε αρκετά παιδιά, ανάμεσά τους και την ανιψιά μου την Κονστάνθα, για την οποία θα μιλήσουμε παρακάτω σ' αυτή την αφήγηση.
   Τις λιτανείες τις θυμάμαι γιατί σε μια απ' αυτές γνώρισα τον Χουάν, τον άντρα που θα γινόταν ο πρώτος μου σύζυγος. Αυτό έγινε το 1526, την ίδια χρονιά που ο αυτοκράτοράς μας, ο Κάρολος Ε', παντρεύτηκε την όμορφη εξαδέλφη του Ισαβέλα της Πορτογαλίας, την οποία και θ' αγαπούσε σ' όλη του τη ζωή, και την ίδια χρονιά που ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής έφτασε με το στρατό του μέχρι την Κεντρική Ευρώπη, απειλώντας τη χριστιανοσύνη. Οι φήμες για τις θηριωδίες των μουσουλμάνων τρομοκρατούσαν τον κόσμο και ήδη βλέπαμε με το μυαλό μας αυτές τις δαιμονικές ορδές να πολιορκούν τα τείχη της Πλασένθιας. Εκείνη τη χρονιά ο θρησκευτικός ζήλος, σπρωγμένος από τον φόβο, έφτασε στην παράνοια. Ακολουθούσα εκείνη τη λιτανεία, ζαλισμένη από τη νηστεία, τον καπνό των κεριών, τη μυρωδιά του αίματος και του λιβανιού, τις κραυγές των προσευχών και τα μουγκρητά των αυτομαστιγωνόμενων πιστών, περπατώντας σαν κοιμισμένη πίσω απ' την οικογένειά μου. Μέσα στο πλήθος των κουκουλοφόρων και των μετανοούντων διέκρινα αμέσως τον Χουάν. Θα ήταν αδύνατο να μην τον δω, γιατί ήταν μια ολόκληρη παλάμη ψηλότερος από τους υπόλοιπους και το κεφάλι του ξεχώριζε πάνω απ' το πλήθος. Είχε πλάτες πολεμιστή, μαύρα σγουρά μαλλιά, μύτη ρωμαϊκή και γατίσια μάτια, που ανταπέδωσαν το βλέμμα μου με περιέργεια. "Ποιος είν' αυτός;" ρώτησα με νόημα τη μητέρα μου, αλλά γι' απάντηση πήρα μια αγκωνιά και τη διαταγή να χαμηλώσω το βλέμμα μου. Δεν είχα φίλο τότε, γιατί ο παππούς μου είχε αποφασίσει ότι θα έμενα ανύπαντρη για να τον φροντίζω στα γεράματά του, έτσι ώστε να εξιλεωθώ που είχα γεννηθεί στη θέση του αρσενικού εγγονού που ονειρευόταν. Δεν είχε την απαραίτητη περιουσία για να προικίσει δύο κοπέλες κι αποφάσισε ότι η Ασουνθιόν θα είχε περισσότερες πιθανότητες από μένα να φτάσει σε κάποια συμφέρουσα γαμήλια συμφωνία κι αυτό γιατί είχε αιθέρια και πλούσια ομορφιά, απ' αυτή που προτιμούν οι άντρες, και ήταν υπάκουη, ενώ εγώ, αντίθετα, ήμουν όλο μυς και κόκαλα κι, επιπλέον, πεισματάρα σαν μουλάρι. Είχα μοιάσει στη μητέρα μου και στη συχωρεμένη τη γιαγιά μου, δυο γυναίκες γνωστές για την αναποδιά τους και τους απότομους τρόπους τους. Έλεγαν τότε ότι τα ωραιότερα χαρακτηριστικά μου ήταν τα μαύρα μου μάτια και η αλογίσια χαίτη μου, όμως το ίδιο θα μπορούσαν να πουν για τις μισές κοπέλες της Ισπανίας. Αυτό που ήταν επίσης γνωστό σε όλους ήταν η ικανότητά μου στη χειροτεχνία -δεν υπήρχε καλύτερη μοδίστρα και κεντήστρα από μένα στην Πλασένθια και στη γύρω περιοχή. Μ' αυτές τις ικανότητες, από τα οχτώ μου χρόνια είχα τη συνεισφορά μου στην οικονομία της οικογένειας και μάζευα χρήματα για την προίκα μου, μιας και ο παππούς μου δεν σκόπευε να μου δώσει· είχα βάλει σκοπό να βρω έναν άντρα και να παντρευτώ, προτιμούσα να παλεύω με παιδιά παρά με την τζαναμπετιά του παππού μου. Εκείνη την ημέρα της Μεγάλης Εβδομάδας, αντί να υπακούσω στη μητέρα μου, έριξα πίσω το μαντίλι μου και χαμογέλασα στον άγνωστο. Έτσι άρχισε το ειδύλλιό μου με τον Χουάν, ο οποίος κρατούσε από τη Μάλαγα. Ο παππούς μου στην αρχή είχε αντιρρήσεις και η ζωή στο σπίτι έγινε κανονικό τρελοκομείο. Εκσφενδονίζαμε ο ένας στον άλλο βρισιές και πιάτα κι από τα πολλά βροντοχτυπήματα της πόρτας άνοιξε μια ρωγμή στον τοίχο. Αν δεν έμπαινε πάντα στη μέση η μητέρα μου, ο παππούς μου κι εγώ θα είχαμε σκοτωθεί κυριολεκτικά. Του έκανα τέτοιο πόλεμο νεύρων, που τελικά υποχώρησε από καθαρή κούραση. Δεν ξέρω τι είδε σ' εμένα ο Χουάν, αλλ' αυτό δεν έχει σημασία. Το γεγονός είναι ότι, παρ' όλο που γνωριζόμασταν ελάχιστα, συμφωνήσαμε να παντρευτούμε μετά από ένα χρόνο, κυρίως για να προλάβει εκείνος να βρει δουλειά κι εγώ να μεγαλώσω τη λιγοστή προίκα μου.
   Ο Χουάν ήταν από κείνους τους ωραίους και αλέγρους άντρες που στην αρχή είναι το όνειρο κάθε γυναίκας αλλά μετά γίνονται μάλλον εφιάλτης, γιατί προκαλούν μεγάλο πόνο. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να γοητεύσει τις γυναίκες, όπως δεν έκανε προσπάθεια να κάνει κι οτιδήποτε άλλο, γιατί έφτανε το παρουσιαστικό του για να κάνει δική του οποιαδήποτε γυναίκα· από τα δεκατέσσερά του χρόνια, ηλικία από την οποία άρχισε να εκμεταλλεύεται τη γοητεία του, ζούσε εις βάρος τους. Γελούσε κι έλεγε ότι είχε χάσει το λογαριασμό μετρώντας τους άντρες που τους τα φορούσαν οι γυναίκες τους εξαιτίας του και τις περιπτώσεις που είχε γλιτώσει την τελευταία στιγμή από την εκδικητική μανία κάποιου ζηλιάρη συζύγου. "Όμως όλ' αυτά τέλειωσαν τώρα που είμαι μαζί σου, ζωή μου", μου έλεγε για να με καλοπιάσει, ενώ με την άκρη του ματιού του καλοκοίταζε την αδερφή μου. Η εμφάνισή του κι ο ανοιχτός χαρακτήρας του κέρδιζαν και την εκτίμηση των αντρών, ήταν γερός πότης και χαρτοπαίκτης κι είχε ένα τεράστιο ρεπερτόριο από σκανδαλιστικές ιστορίες κι απίθανα σχέδια για να κάνει γρήγορα λεφτά. Αμέσως κατάλαβα ότι το μυαλό του ήταν πάντα καρφωμένο στον ορίζοντα και στο αύριο, πάντα ανικανοποίητο. Όπως και τόσους άλλους εκείνη την εποχή, τον έτρεφαν οι φανταστικές ιστορίες για το Νέο Κόσμο, όπου υπήρχαν τιμές και θησαυροί, αρκεί να ήσουν γενναίος και να μη σε τρόμαζαν οι κίνδυνοι. Ένιωθε προορισμένος για μεγάλα κατορθώματα, όπως ο Χριστόφορος Κολόμβος, που ρίχτηκε στη θάλασσα με μόνο εφόδιο το κουράγιο του κι ανακάλυψε το άλλο μισό του κόσμου, ή ο Ερνάν Κορτές, που απέκτησε το πιο πολύτιμο πετράδι του ισπανικού Στέμματος, το Μεξικό.
   "Λένε πως ό,τι ήταν ν' ανακαλυφθεί σ' εκείνο το μέρος του κόσμου, ανακαλύφθηκε", του έλεγα εγώ προσπαθώντας να τον μεταπείσω.
   "Πόσο λίγα πράγματα ξέρεις, γυναίκα! Δεν έχουν κατακτηθεί παρά ελάχιστα μέρη. Από τον Παναμά και κάτω η γη είναι παρθένα και κρύβει περισσότερα πλούτη κι από κείνα του Σουλεϊμάν".
   Τα σχέδιά του με τρομοκρατούσαν, γιατί θα έπρεπε να χωρίσουμε. Επιπλέον, είχα ακούσει από τον παππού μου, ο οποίος με τη σειρά του το είχε ακούσει στις ταβέρνες, ότι οι Αζτέκοι του Μεξικού έκαναν ανθρωποθυσίες. Κυκλοφορούσαν άγριες ιστορίες για ουρές από χιλιάδες δύστυχους αιχμαλώτους που περίμεναν τη σειρά τους ν' ανεβούν τα σκαλιά των ναών, όπου οι ιερείς -σκιάχτρα αναμαλλιασμένα, καλυμμένα με μια κρούστα ξεραμένου αίματος και με τα χέρια βαμμένα από αίμα ζωντανό- τους ξερίζωναν την καρδιά μ' ένα πέτρινο μαχαίρι. Τα πτώματα κατρακυλούσαν στα σκαλιά και μαζεύονταν σωρός αποκάτω -ολόκληρα βουνά σάπιο κρέας. Η πόλη ήταν χτισμένη πάνω σε μια λίμνη από αίμα, τα αρπακτικά του ουρανού, χορτασμένα μέχρι σκασμού από ανθρώπινο κρέας, ήταν τόσο βαριά, που δεν μπορούσαν να πετάξουν, και οι αρουραίοι από το πολύ φαΐ ήτανε σαν μαντρόσκυλα. Δεν υπήρχε Ισπανός που να μην ξέρει αυτές τις ιστορίες, όμως αυτό δεν ήταν ικανό να αποτρέψει τον Χουάν.
   Ενώ εγώ κεντούσα κι έραβα απ' το πρωί ώς τα μεσάνυχτα, μαζεύοντας χρήματα για να παντρευτούμε, ο Χουάν περνούσε τις μέρες του στις ταβέρνες και στις πλατείες φλερτάροντας κοπέλες του καλού κόσμου και πόρνες αδιακρίτως, συζητώντας με τους θαμώνες και κάνοντας όνειρα να μπαρκάρει για τις Ινδίες, μοναδικό προορισμό για έναν άντρα με τα δικά του προσόντα, όπως τουλάχιστον τα έβλεπε ο ίδιος. Μερικές φορές χανόταν εβδομάδες ολόκληρες, μήνες ολόκληρους, και γύριζε χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση. Πού πήγαινε; Ποτέ δεν είπε, αλλά επειδή μιλούσε τόσο πολύ για το υπερπόντιο ταξίδι του, ο κόσμος τον είχε πάρει στο ψιλό κι εμένα μ' έλεγε «αρραβωνιαστικιά των Ινδιών». Άντεξα την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του με περισσότερη υπομονή  απ' όση θα 'πρεπε, γιατί η λογική μου είχε θολώσει και το κορμί μου είχε πάρει φωτιά, όπως μου συμβαίνει πάντα όταν ερωτεύομαι. Ο Χουάν μ' έκανε να γελάω, με διασκέδαζε με τραγούδια και πονηρά στιχάκια, μ' έπνιγε στα φιλιά. Έφτανε να μ' αγγίξει για να γίνουν τα κλάματά μου αναστεναγμοί και ο θυμός μου πόθος. Πόσο βολική είναι η αγάπη, που όλα τα συγχωρεί! Δεν έχω ξεχάσει ακόμα τα πρώτα μας αγκαλιάσματα, πίσω απ' τις φυλλωσιές σ' ένα δάσος. Ήταν καλοκαίρι και η γη έσφυζε από ζωή, ζεστή, γόνιμη, δαφνομυριστή. Φύγαμε από την Πλασένθια χωριστά, για να μη δώσουμε αφορμή για κουτσομπολιά, και κατεβήκαμε το λόφο αφήνοντας πίσω μας τα τείχη της πόλης. Συναντηθήκαμε στο ποτάμι και τρέξαμε πιασμένοι χέρι χέρι μέχρι τα πρώτα δέντρα, όπου ψάξαμε να βρούμε ένα μέρος μακριά από το δρόμο. Ο Χουάν μάζεψε φύλλα για να φτιάξει μια φωλιά, έβγαλε το πανωφόρι του για να καθίσω εγώ κι ύστερα, χωρίς να βιάζεται καθόλου, μου έμαθε την τέχνη της ηδονής. Είχαμε φέρει μαζί ελιές, ψωμί κι ένα μπουκάλι κρασί, που το είχα κλέψει από τον παππού μου και το ήπιαμε γουλιά γουλιά ο ένας απ' το στόμα του άλλου. Φιλιά, κρασί, γέλια, η ζέστη που ανέδιδε η γη κι εμείς ερωτευμένοι. Μου έβγαλε την μπλούζα και το πουκάμισο και μου 'γλειψε τα στήθη λέγοντάς μου πως ήταν σαν ροδάκινα, ώριμα και γλυκά, αν κι εμένα μου έμοιαζαν περισσότερο με σκληρά δαμάσκηνα. Και συνέχισε να μ' εξερευνά με τη γλώσσα, ώσπου έφτασα στο σημείο να νομίζω πως θα πεθάνω από πόθο και έρωτα. Θυμάμαι ότι ξάπλωσε με την πλάτη πάνω στα φύλλα και μ' έβαλε να τον καβαλήσω, γυμνή, βουτηγμένη στον ιδρώτα και στον πόθο, γιατί ήθελε να κανονίσω εγώ το ρυθμό του χορού μας. Έτσι, σιγά σιγά και σαν παιχνίδι, χωρίς φόβο και χωρίς πόνο, είπα αντίο στην παρθενιά μου. Σε μια στιγμή έκστασης σήκωσα τα μάτια μου στον πράσινο θόλο του δάσους κι ακόμα πιο μακριά, στον καυτό ουρανό του καλοκαιριού, και φώναξα μ' όλη μου τη δύναμη από καθαρή και άδολη χαρά.
   Όταν έλειπε ο Χουάν, το πάθος μου περνούσε, μ' έπιανε πάλι ο θυμός κι αποφάσιζα να τον διώξω από τη ζωή μου· μόλις ξαναεμφανιζόταν όμως με κάποια αστεία δικαιολογία και με τα έμπειρα χάδια του μεγάλου εραστή, υποτασσόμουν ξανά στη γοητεία του. Κι έτσι ξανάρχιζε ο ίδιος κύκλος: αποπλάνηση, υποσχέσεις, υποχώρηση, ερωτικό παραλήρημα κι ο πόνος ενός καινούργιου χωρισμού. Ο πρώτος χρόνος πέρασε χωρίς να ορίσουμε ημερομηνία γάμου, το ίδιο κι ο δεύτερος κι ο τρίτος. Ήδη η υπόληψή μου είχε πέσει πολύ χαμηλά, γιατί ο κόσμος σχολίαζε ότι κάναμε βρομιές πίσω από τις κλειστές πόρτες. Αυτό ήταν σίγουρο, μόνο που κανείς δεν μπορούσε να το αποδείξει, γιατί ήμασταν πάρα πολύ προσεκτικοί. Η ίδια τσιγγάνα που είχε προβλέψει ότι θα ζήσω πολλά χρόνια, μου πούλησε το μυστικό για να μη μείνω έγκυος: ένα σφουγγαράκι βουτηγμένο στο ξύδι. Η αδελφή μου η Ασουνθιόν και οι φίλες μου με είχαν δασκαλέψει ότι ο καλύτερος τρόπος για να κυριαρχήσεις πάνω σ' έναν άντρα ήταν ν' αρνείσαι τα χάδια του, όμως ούτε μια οσία δε θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο με τον Χουάν ντε Μάλαγα. Εγώ έψαχνα την παραμικρή ευκαιρία να μείνω μόνη μαζί του για να κάνουμε έρωτα οπουδήποτε, κι όχι μόνο πίσω από τις κλειστές πόρτες. Εκείνος είχε τη μοναδική ικανότητα, που δεν την ξαναβρήκα ποτέ σ' άλλον άντρα, να μου χαρίζει την ευτυχία σ' οποιαδήποτε στάση μέσα σε λίγα λεπτά. Η δική μου ικανοποίηση τον ενδιέφερε περισσότερο από τη δική του. Μελέτησε το χάρτη του σώματός μου με κάθε λεπτομέρεια και μου τον έμαθε κι εμένα, για να μπορώ να ηδονίζομαι μόνη μου. "Κοίτα πόσο όμορφη είσαι, γυναίκα", μου 'λεγε ξανά και ξανά. Εγώ δεν συμμεριζόμουν την κολακευτική γνώμη του, αλλά ήμουν περήφανη που προκαλούσα τον πόθο στον πιο ωραίο άντρα της Εξτρεμαδούρας. Αν ήξερε ο παππούς μου ότι κάναμε σαν τα κουνέλια ακόμα και στις σκοτεινές γωνιές της εκκλησίας, θα μας είχε σκοτώσει και τους δυο· είχε σε πολύ μεγάλη υπόληψη την τιμή του. Αυτή η τιμή εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την αρετή των γυναικών της οικογένειάς του, γι' αυτό κι όταν έφτασαν οι πρώτοι ψίθυροι του κόσμου στα τριχωτά του αυτιά, έγινε έξαλλος απ' το θυμό και με απείλησε ότι θα με σκοτώσει στο ξύλο. Η τιμή, είπε, ξεπλένεται μόνο με αίμα. Η μητέρα μου μπήκε ανάμεσά μας, με τα χέρια στη μέση κι ένα βλέμμα ικανό να σταματήσει και ταύρο την ώρα της εφόρμησης, και του εξήγησε ότι εκ μέρους μου υπήρχε κάθε καλή διάθεση για το γάμο, μόνο που ήταν αδύνατο να πειστεί ο Χουάν. Τότε ο παππούς μου απευθύνθηκε στους φίλους του της Αδελφότητας της Βέρα Κρουθ, ανθρώπους με μεγάλη επιρροή στην Πλασένθια, για να τρίξουν τα δόντια στον απρόθυμο εραστή μου, που είχε ξεπεράσει κάθε όριο αναβλητικότητας.
   Παντρευτήκαμε μια ηλιόλουστη Τρίτη του Σεπτέμβρη, ημέρα που είχε αγορά στην κεντρική πλατεία, και το άρωμα των λουλουδιών, των φρούτων και των φρέσκων λαχανικών απλωνόταν σ' ολόκληρη την πόλη. Μετά το γάμο ο Χουάν με πήρε μαζί του στη Μάλαγα, όπου εγκατασταθήκαμε σ' ένα νοικιασμένο διαμέρισμα με μπαλκόνια στο δρόμο, που φρόντισα να το στολίσω με δαντελένιες κουρτίνες και μ' έπιπλα φτιαγμένα από τον παππού μου στο ξυλουργείο του. Ο Χουάν μπήκε στο ρόλο του συζύγου με μόνο του όπλο τη ζωηρή και φαντασιόπληκτη φιλοδοξία του, αλλά και με τον ενθουσιασμό ενός επιβήτορα, παρ' όλο που δεν ήμασταν καινούργιο ζευγάρι. Υπήρχαν μέρες που δεν προλαβαίναμε να ντυθούμε, γιατί περνούσαμε άπειρες ώρες κάνοντας έρωτα. Φτάσαμε στο σημείο να τρώμε στο κρεβάτι. Παρά τις εκρήξεις του πάθους, πολύ σύντομα συνειδητοποίησα  ότι, από πρακτική άποψη, αυτός ο γάμος ήταν λάθος. Ο Χουάν δεν μου επιφύλασσε καμιά έκπληξη, μου είχε δείξει κάθε πτυχή του χαρακτήρα του τα προηγούμενα χρόνια, άλλο όμως να βλέπω τα ελαττώματά του από κάποια απόσταση κι άλλο να ζω μαζί τους. Οι μόνες αρετές του συζύγου μου που μπορώ να θυμηθώ ήταν ο ενστικτώδης τρόπος με τον οποίο μου έδινε ικανοποίηση στο κρεβάτι και η κορμοστασιά του ταυρομάχου που δεν κουραζόμουν να θαυμάζω.
   "Αυτός ο άντρας δεν αξίζει πολλούς παράδες", μου είπε στυφά η μητέρα μου μια μέρα που ήρθε να μας επισκεφτεί.
   "Αν μου κάνει παιδιά, τα υπόλοιπα δεν μ' ενδιαφέρουν καθόλου".
   "Και ποιος θα τα συντηρήσει αυτά τα παιδιά;" επέμεινε εκείνη.
   "Εγώ η ίδια, όσο μπορώ να κρατήσω βελόνα και κλωστή", απάντησα προκλητικά.
   Ήμουν συνηθισμένη να δουλεύω απ' το πρωί ώς το βράδυ και δεν μου έλειπαν οι πελάτισσες για τα φορέματα και τις δαντέλες μου. Επιπλέον έφτιαχνα πίτες από ζύμη, τις γέμιζα με κρέας και κρεμμύδι, τις έψηνα στους δημόσιους φούρνους του Μύλου και τις πουλούσα την αυγή στην κεντρική πλατεία. Μετά από κάμποσες δοκιμές βρήκα την τέλεια αναλογία λίπους και αλευριού για να δένει καλύτερα η ζύμη και να γίνεται μαλακή και φίνα. Οι πίτες μου -πίτες του βοσκού, όπως τις έλεγαν- έγιναν πολύ δημοφιλείς και μέσα σε ελάχιστο χρόνο άρχισα να κερδίζω πιο πολλά χρήματα μαγειρεύοντας παρά ράβοντας.
   H μητέρα μου μού χάρισε ένα ξυλόγλυπτο άγαλμα της Παναγίας της Γρηγορούσας, πολύ θαυματουργό, για να ευλογήσει την κοιλιά μου, αλλά η Μεγαλόχαρη θα είχε σίγουρα άλλες, πολύ πιο σοβαρές υποθέσεις να φροντίσει κι αγνόησε τις ικεσίες μου. Είχαν περάσει κιόλας δυο χρόνια που δεν χρησιμοποιούσα το σφουγγαράκι με το ξύδι, αλλά από παιδιά τίποτα. Το πάθος που μοιραζόμουν με τον Χουάν μετατράπηκε σιγά σιγά σε καθαρή απέχθεια. Όσο εγώ απαιτούσα περισσότερα και συγχωρούσα λιγότερα, τόσο εκείνος απομακρυνόταν. Στο τέλος έπαψα σχεδόν να του μιλάω κι εκείνος επικοινωνούσε μαζί μου μόνο με γρυλίσματα και κραυγές, αλλά δεν τολμούσε ν' απλώσει χέρι, γιατί τη μοναδική φορά που σήκωσε τη γροθιά του να με χτυπήσει, του έφερα ένα σιδερένιο τηγάνι στο κεφάλι, όπως ακριβώς είχε κάνει η γιαγιά μου με τον παππού μου κι ύστερα η μητέρα μου με τον πατέρα μου. Λένε ότι αυτό το χτύπημα με το τηγάνι έκανε τον πατέρα μου να φύγει άρον άρον από το σπίτι και να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Σ' αυτό το θέμα τουλάχιστον η οικογένειά μας διέφερε απ' τις άλλες: οι άντρες δεν χτυπούσαν ποτέ τις γυναίκες, μόνο τα παιδιά. Στην περίπτωση του Χουάν, το χτύπημα ήταν μάλλον επιπόλαιο, όμως το τηγάνι είχε μόλις βγει από τη φωτιά και του άφησ' ένα σημάδι στο μέτωπο. Για έναν άνθρωπο τόσο παθιασμένο με την εμφάνισή του, αυτό το ασήμαντο κάψιμο ισοδυναμούσε με τραγωδία, ενώ ταυτόχρονα τον έκανε να με δει μ' άλλα μάτια. Το χτύπημα έβαλε τέλος στις απειλές του, όμως πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν βοήθησε καθόλου στη βελτίωση της σχέσης μας, γιατί κάθε φορά που έφερνε ασυναίσθητα το χέρι του στην ουλή, έβλεπα στα μάτια του μια δολοφονική λάμψη. Με τιμώρησε αρνούμενος να μου προσφέρει την ικανοποίηση που κάποτε μου πρόσφερε απλόχερα. Η ζωή μου άλλαξε, οι εβδομάδες και οι μήνες περνούσαν σαν να ήμουν καταδικασμένη στα κάτεργα, δουλειά και πάλι δουλειά, πάντα υποφέροντας απ' τη στειρότητά μου και τη φτώχεια. Τα καπρίτσια και τα χρέη του άντρα μου μετατράπηκαν σε φορτίο βαρύ, που προσπαθούσα να το ελαφρύνω μόνο και μόνο για ν' αποφύγω τη ντροπή ν' αντιμετωπίσω τους δανειστές του. Οι ατέλειωτες νύχτες με χάδια και φιλιά και τα τεμπέλικα πρωινά στο κρεβάτι πήραν οριστικά τέλος· οι αγκαλιές μας αραίωσαν πολύ κι έγιναν σύντομες κι απότομες, σαν καταναγκαστικές. Τις ανεχόμουν μόνο και μόνο γιατί πίστευα ακόμη ότι μπορούσα να συλλάβω. Τώρα που βλέπω τη ζωή μου ολόκληρη από τη γαλήνη των γηρατειών, καταλαβαίνω πως η πραγματική ευλογία της Παρθένου ήταν η άρνησή της να μου χαρίσει τη μητρότητα, πράγμα που μου επέτρεψε ν' ακολουθήσω μια εξαιρετική μοίρα. Αν είχα παιδιά, θα ήμουν δεσμευμένη, όπως συμβαίνει πάντα με τις γυναίκες· αν είχα παιδιά, θα με είχε σίγουρα εγκαταλείψει ο Χουάν ντε Μάλαγα, θα με είχε αφήσει μόνη να ράβω όλη μέρα και να φτιάχνω πίτες· αν είχα παιδιά, δεν θα είχα κατακτήσει το Βασίλειο της Χιλής.
   Ο άντρας μου συνέχισε να στολίζεται σαν δανδής και να ξοδεύει σαν άρχοντας, σίγουρος ότι εγώ θα έκανα τ' αδύνατα δυνατά για να πληρώσω τα χρέη του. Έπινε πολύ κι επισκεπτόταν το δρόμο με τις πόρνες, όπου χανόταν γι' αρκετές μέρες, μέχρι που εγώ πλήρωνα κάποιους μπρατσωμένους εργάτες για να πάνε να τον βρουν. Μου τον έφερναν γεμάτο ψείρες και βουτηγμένο στη ντροπή· εγώ του έβγαζα μία - μία τις ψείρες και φρόντιζα να κάνω την ντροπή του ακόμα μεγαλύτερη. Έπαψα να θαυμάζω το κορμί και την κοψιά του κι άρχισα να ζηλεύω την αδερφή μου την Ασουνθιόν, που είχε παντρευτεί έναν άνθρωπο που μπορεί να έμοιαζε μ' αγριογούρουνο, αλλά ήταν δουλευταράς και καλός πατέρας για τα παιδιά του. Ο Χουάν βαριόταν κι εγώ είχα απελπιστεί εντελώς, γι' αυτό αποφάσισα να μην τον εμποδίσω όταν τελικά πήρε την απόφαση να φύγει για τις Ινδίες να βρει το Ελντοράντο, μια πόλη φτιαγμένη από ατόφιο χρυσάφι, όπου τα παιδιά έπαιζαν με τοπάζια και σμαράγδια. Μετά από λίγες εβδομάδες έφυγε χωρίς να πει αντίο, μέσα στην άγρια νύχτα, μ' ένα μπογαλάκι ρούχα και με τις τελευταίες μου οικονομίες, που τις είχα φυλαγμένες πίσω απ' το τζάκι.
   O Xουάν είχε καταφέρει να μου μεταδώσει τα όνειρά του, παρ' όλο που δεν είχα δει ποτέ κάποιον να γυρίζει πλούσιος από τις Ινδίες. Αντίθετα, γύριζαν σε άθλια κατάσταση, άρρωστοι και σαλεμένοι. Όσοι έκαναν κάποια περιουσία, την έχαναν, κι όσοι είχαν απέραντα κτήματα, όπως έλεγαν ότι έχουν όλοι εκεί, δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους. Βέβαια, όλες αυτές οι λογικές σκέψεις πήγαιναν περίπατο μπροστά στην ακατανίκητη έλξη του Νέου Κόσμου. Μήπως δεν περνούσαν στους δρόμους της Μαδρίτης κάρα φορτωμένα με ράβδους χρυσού από τις Ινδίες; Εγώ δεν πίστευα, όπως ο Χουάν, πως υπήρχε μια πόλη από χρυσάφι, μαγικές πηγές που χάριζαν αιώνια νεότητα ή αμαζόνες που ζευγάρωναν με τους άντρες κι ύστερα τους έδιωχναν φορτωμένους με πολύτιμα πετράδια, αλλά υποπτευόμουν ότι εκεί υπήρχε κάτι πολυτιμότερο: η ελευθερία. Στις Ινδίες ο καθένας ήταν αφεντικό του εαυτού του, δεν ήταν υποχρεωμένος να σκύβει το κεφάλι μπροστά σε κανέναν, μπορούσες να κάνεις λάθη και να ξαναρχίσεις απ' την αρχή, να γίνεις άλλος άνθρωπος, να ζήσεις άλλη ζωή. Εκεί η ντροπή δεν κρατούσε πολύ, ενώ ακόμα κι ο πιο ταπεινός άνθρωπος μπορούσε ν' ανέβει κοινωνικά. "Πάνω από το κεφάλι μου θα υπάρχει μόνο το φτερό του καπέλου μου", έλεγε ο Χουάν. Πώς μπορούσα να κατηγορώ τον άντρα μου γι' αυτή την περιπέτεια, τη στιγμή που, αν ήμουν άντρας, θα την είχα επιχειρήσει κι εγώ;
   Μόλις έφυγε ο Χουάν, γύρισα στην Πλασένθια για να ζήσω με την οικογένεια της αδερφής μου και τη μητέρα μου, γιατί ο παππούς μου είχε φροντίσει να μας αφήσει χρόνους. Είχα γίνει κι εγώ «χήρα των Ινδιών», όπως τόσες και τόσες γυναίκες στην Εξτρεμαδούρα. Σύμφωνα με το έθιμο, θα 'πρεπε να φορέσω μαύρα και να καλύψω το πρόσωπό μου με πυκνό βέλο, ν' αρνηθώ την κοινωνική ζωή και να είμαι κάτω απ' την επιτήρηση της οικογένειάς μου, του εξομολόγου μου και των αρχών. Προσευχή, εργασία και μοναξιά, αυτό μου επεφύλασσε το μέλλον, τίποτ' άλλο, όμως εγώ δεν έχω τον χαρακτήρα του μάρτυρα. Αν περνούσαν άσχημα οι κονκισταδόρες στις Ινδίες, οι γυναίκες τους στην Ισπανία περνούσαν πολύ χειρότερα. Ήταν εύκολο να ξεπεράσω τον έλεγχο της αδερφής μου και του κουνιάδου μου, που μ' έτρεμαν σχεδόν όσο έτρεμαν και τη μητέρα μου, οπότε, για να μην έρθουν σε σύγκρουση μαζί μου, φρόντιζαν να μην ανακατεύονται στην ιδιωτική μου ζωή· τους αρκούσε που δεν δημιουργούσα σκάνδαλα. Συνέχισα να φροντίζω τις πελάτισσές μου, να ράβω φορέματα και να πηγαίνω να πουλάω τις πίτες μου στην κεντρική πλατεία. Πολλές φορές βοηθούσα στην οργάνωση λαϊκών γιορτών. Επίσης πήγαινα στο νοσοκομείο και βοηθούσα τις καλόγριες στην περιποίηση των ασθενών, των θυμάτων της πανούκλας και των μαχαιρωμένων, κι αυτό γιατί από τότε που ήμουν μικρή μ' ενδιέφερε η τέχνη της θεραπείας, χωρίς να ξέρω ότι αργότερα στη ζωή μου θ' αποδεικνυόταν πολύτιμη, όπως και το ταλέντο μου στη μαγειρική και στην ανεύρεση νερού. Όπως και η μητέρα μου, γεννήθηκα με το χάρισμα να εντοπίζω τα υπόγεια νερά. Πολύ συχνά εκείνη κι εγώ συνοδεύαμε στα χωράφια κάποιον εργάτη -ή και γαιοκτήμονα- για να τους δείξουμε πού να σκάψουν για νερό. Είναι εύκολο. Κρατάς απαλά στο χέρι ένα φρεσκοκομμένο κλαράκι και περπατάς αργά στο χωράφι μέχρι που το κλαράκι, νιώθοντας την παρουσία του νερού, γέρνει προς τη μια πλευρά. Εκεί πρέπει να σκάψεις. Ο κόσμος έλεγε ότι μ' αυτό το ταλέντο και μόνο η μητέρα μου κι εγώ θα μπορούσαμε να γίνουμε πλούσιες, γιατί ένα πηγάδι στην Εξτρεμαδούρα είναι θησαυρός, αλλά εμείς το κάναμε πάντα δωρεάν, γιατί αν ζητήσεις χρήματα γι' αυτή τη χάρη, χάνεις το χάρισμα. Κάποια μέρα αυτό το χάρισμα θα με βοηθούσε να γλιτώσω έναν ολόκληρο στρατό.
   Περίμενα αρκετά χρόνια σχεδόν χωρίς νέα από τον άντρα μου, εκτός από τρία σύντομα μηνύματα από τη Βενεζουέλα, που ο παπάς της εκκλησίας με βοήθησε να διαβάσω και ν' απαντήσω. Ο Χουάν μου έλεγε ότι περνούσε πολλές δυσκολίες και κινδύνους, ότι σ' εκείνα τα μέρη του κόσμου είχαν μαζευτεί οι πιο διεστραμμένοι άνθρωποι κι ότι όπου κι αν πήγαινε είχε πάντα έτοιμο το όπλο του και φύλαγε τα νώτα του, ότι υπήρχε άφθονο χρυσάφι, άσχετα αν ο ίδιος δεν το είχε δει ακόμα, κι ότι θα γύριζε πλούσιος να μου φτιάξει ένα παλάτι για να μπορέσω να ζήσω σαν πριγκίπισσα. Στο μεταξύ οι μέρες μου περνούσαν αργά, βαρετά και πολύ φτωχικά, γιατί ξόδευα τα ελάχιστα που ήταν απαραίτητα για τη συντήρησή μου και τα υπόλοιπα τα φύλαγα σ' ένα λάκκο στο χώμα. Χωρίς να το πω σε κανέναν, για να μη δώσω τροφή για κουτσομπολιά, είχα αποφασίσει ν' ακολουθήσω τον Χουάν στην περιπέτειά του, ό,τι κι αν μου κόστιζε αυτό, όχι από αγάπη, που δεν υπήρχε πια, ούτε από συζυγική πίστη, που ο ίδιος δεν την άξιζε, αλλά μόνο επειδή έτσι θα ήμουν ελεύθερη. Εκεί, μακριά απ' όσους με γνώριζαν, θα μπορούσα να ξαναρχίσω τη ζωή μου απ' την αρχή.
   Η φλόγα της ανυπομονησίας μού πυρπολούσε το κορμί. Οι νύχτες μου ήταν κόλαση καθώς στριφογύριζα στο κρεβάτι ξαναζώντας τις στιγμές ευτυχίας που είχα περάσει με τον Χουάν, την εποχή που ποθούσαμε ακόμα ο ένας τον άλλο. Ένιωθα να καίγομαι ακόμα και στη βαρυχειμωνιά· τα είχα βάλει με τον εαυτό μου και μ' όλο τον κόσμο που είχα γεννηθεί γυναίκα κι ήμουν καταδικασμένη να ζω μέσα στη φυλακή των εθίμων. Έπινα διάφορα βοτάνια υπνωτικά που μου σύστηναν οι καλόγριες στο νοσοκομείο, αλλά δε μ' έπιαναν. Προσπαθούσα να προσευχηθώ, όπως με συμβούλευε ο εφημέριος, αλλά μου ήταν αδύνατο να τελειώσω έστω κι ένα πατερημών χωρίς να ξεστρατίσω σε ταραγμένες σκέψεις, γιατί ο Διάβολος, που όλα τα 'μπλεκε στα δίχτυα του, διασκέδαζε βασανίζοντάς με. "Χρειάζεσαι έναν άντρα, Ινές. Όλα μπορούν να γίνουν πολύ διακριτικά..." έλεγε η μητέρα μου κι αναστέναζε, πάντα πρακτική στις απόψεις της. Για μια γυναίκα στην κατάστασή μου ήταν εύκολο να βρεθεί κάποιος, για να μη μιλήσω για τον εξομολογητή μου, έναν λάγνο βρομοκαλόγερο που μου πρότεινε ν' αμαρτήσουμε μαζί στο σκονισμένο εξομολογητήριό του με αντάλλαγμα τη συγχώρεση των αμαρτιών μου και την απαλλαγή μου από την τιμωρία στο καθαρτήριο. Δεν υποχώρησα ούτε μια φορά· ήταν ένας καταραμένος παλιόγερος. Όταν ήθελα άντρες, δεν μου έλειψαν ποτέ· πήγα μαζί τους κάνα δυο φορές, όταν το τσίγκλισμα του δαίμονα έγινε βασανιστικό, αλλά ήταν έρωτες της ανάγκης, χωρίς μέλλον. Ήμουν δεμένη με το φάντασμα του Χουάν και φυλακισμένη στη μοναξιά. Δεν ήμουν πραγματικά χήρα, δεν μπορούσα να ξαναπαντρευτώ, ο ρόλος μου ήταν να περιμένω, μόνο να περιμένω. Δεν ήταν προτιμότερο ν' αντιμετωπίσω τους κινδύνους της θάλασσας και της βαρβαρικής γης πριν γεράσω και πεθάνω χωρίς να έχω ζήσει;
   Tελικά πήρα τη βασιλική άδεια να μπαρκάρω για τις Ινδίες, αφού πέρασαν κάμποσα χρόνια από τη στιγμή που την είχα ζητήσει. Το Στέμμα προστάτευε τα δεσμά του γάμου και φρόντιζε να επανενώνονται τα ζευγάρια, για να εποικιστεί ο Νέος Κόσμος με νόμιμες χριστιανικές οικογένειες, αλλά δε βιαζόταν στις αποφάσεις του. Όλα στην Ισπανία γίνονται πάρα πολύ αργά, όπως ξέρουμε καλά. Έδιναν την άδεια μόνο σε γυναίκες παντρεμένες να πάνε να βρουν τους συζύγους τους, υπό την προϋπόθεση πως θα τις συνόδευε κάποιος συγγενής ή κάποιο αξιοσέβαστο πρόσωπο. Στην περίπτωση τη δική μου ήταν η Κοστάνθα, η δεκαπεντάχρονη ανιψιά μου, κόρη της αδερφής μου της Ασουνθιόν, ένα κορίτσι δειλό, με κλίση στη θρησκεία, που τη διάλεξα εγώ γιατί ήταν το πιο γερό μέλος της οικογένειας. Ο Νέος Κόσμος δεν είναι για λεπτεπίλεπτους ανθρώπους. Δεν ζήτησαν τη γνώμη της, από την αντίδρασή της όμως μπορούσα να κρίνω ότι μάλλον δεν την τραβούσε ένα τέτοιο ταξίδι. Οι γονείς της μου την παρέδωσαν με την υπόσχεση, γραπτή και σφραγισμένη ενώπιον δικαστικού γραμματέα, ότι μόλις ξανάβρισκα τον σύζυγό μου, θα την έστελνα πίσω στην Ισπανία και ότι θα την προίκιζα για να μπορέσει να μπει στο μοναστήρι, μια υπόσχεση που δεν μπόρεσα να την τηρήσω, όχι από έλλειψη εντιμότητας εκ μέρους μου, αλλά εκ μέρους της, όπως θα δούμε παρακάτω. Για να μπορέσω να πάρω τα χαρτιά μου, χρειάστηκε να καταθέσουν δύο μάρτυρες ότι δεν ανήκα στα απαγορευμένα άτομα, ότι δεν ήμουν ούτε Μαυριτανή ούτε Εβραία, αλλά κανονική παλιά χριστιανή. Απείλησα τον εφημέριο ότι θ' αποκαλύψω τις χυδαίες προτάσεις του στο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο κι έτσι πέτυχα να πάρω γραπτή βεβαίωση για το ηθικό μου ποιόν. Με τις οικονομίες μου αγόρασα όλα όσα μου ήταν απαραίτητα για το ταξίδι, ένα σωρό πράγματα, που δεν μπορώ να τ' αναφέρω εδώ, αν και τα θυμάμαι λεπτομερώς. Αρκεί να πούμε ότι κουβαλούσα φαγητό για τρεις μήνες, μαζί κι ένα ολόκληρο κλουβί με κότες, εκτός από τα ρούχα και διάφορα αντικείμενα του σπιτιού που θα μου επέτρεπαν να εγκατασταθώ στις Ινδίες.

   Ο Πέδρο ντε Βαλδιβία, παιδί μιας οικογένειας ξεπεσμένων ευγενών, μεγάλωσε σ' ένα πέτρινο παλιόσπιτο στην Καστουέρα, περίπου τρεις μέρες με τα πόδια νότια της Πλασένθιας. Κρίμα που δεν είχαμε γνωριστεί στα νιάτα μας, όταν εκείνος, γοητευτικός υπολοχαγός τότε, είχε περάσει απ' την πόλη μας στο γυρισμό από μια στρατιωτική αποστολή. Ποιος ξέρει, μπορεί να είχαμε περπατήσει την ίδια μέρα στα ίδια στενά σοκάκια, εκείνος ήδη ώριμος άντρας, με το σπαθί περασμένο στη ζώνη και τη φανταχτερή στολή του βασιλικού ιππικού, κι εγώ κοριτσάκι ακόμα, με ξανθές κοτσιδούλες, όπως ήταν τα μαλλιά μου εκείνη την εποχή, αν και αργότερα σκούρυναν. Μπορεί να είχαμε βρεθεί την ίδια ώρα στην εκκλησία, το χέρι του μπορεί να είχε αγγίξει το δικό μου στο νιπτήρα του αγιασμού ή να είχαν συναντηθεί τα βλέμματά μας, χωρίς ν' αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο. Ούτε αυτός ο σκληραγωγημένος στρατιώτης, με μεγάλη εμπειρία στις κακοτοπιές του κόσμου, ούτ' εγώ, μια κοπελίτσα που ήξερε μόνο να ράβει, μπορούσαμε να φανταστούμε αυτό που μας επιφύλασσε η μοίρα.
   Ο Πέδρο καταγόταν από μια οικογένεια στρατιωτικών που μπορεί να μην είχαν περιουσία, αλλά είχαν ένδοξη καταγωγή. Τα κατορθώματά τους ξεκίνησαν στον πόλεμο κατά των Ρωμαίων, πριν από τον Χριστό, δεν σταμάτησαν στιγμή για εφτακόσια ολόκληρα χρόνια στον αγώνα κατά των Σαρακηνών και συνεχίστηκαν στους αδιάκοπους πολέμους ανάμεσα στους χριστιανούς μονάρχες. Οι πρόγονοί τους είχαν κατέβει από τα βουνά κι είχαν εγκατασταθεί στην Εξτρεμαδούρα. Μεγάλωσε ακούγοντας τη μητέρα του ν' αφηγείται τα κατορθώματα των εφτά αδερφών της Βάλιε ντε Ιβία, ή πιο απλά Βαλδιβία, που αντιμετώπισαν σε λυσσαλέα μάχη ένα τρομακτικό τέρας. Σύμφωνα με την εμπνευσμένη αφήγηση της μητέρας, δεν επρόκειτο για κανέναν κοινό δράκοντα -σώμα σαύρας, φτερά νυχτερίδας, δύο με τρία φιδίσια κεφάλια- σαν εκείνον τον Άϊ - Γιώργη, αλλά για ένα τέρας δέκα φορές πιο μεγάλο και πιο άγριο, ηλικίας πολλών αιώνων, που ενσάρκωνε τη μοχθηρία όλων των εχθρών της Ισπανίας, από τους Ρωμαίους και τους Άραβες μέχρι τους κακούργους Γάλλους, που πρόσφατα μάλιστα τόλμησαν ν' αμφισβητήσουν τα δικαιώματα του μονάρχη μας. "Φαντάσου, γιε μου, να καταντήσουμε εμείς να μιλάμε γαλλικά!" έλεγε πάντα η δόνια Βαλδιβία κατά τη διάρκεια της αφήγησής της. Ο ένας μετά τον άλλον έπεφταν τ' αδέλφια Βαλδιβία, καμένα από τις φλόγες που πετούσε το τέρας ή τρυπημένα από τα μυτερά του νύχια. Όταν είχαν ήδη χαθεί έξι και η μάχη είχε σχεδόν κριθεί, ο μικρότερος από τ' αδέρφια, που ήταν ακόμα όρθιος, έκοψε ένα χοντρό κλαδί, το έξυσε κι από τις δύο άκρες για να γίνει μυτερό και κατάφερε να το χώσει στο στόμα του τέρατος. Ο δράκοντας άρχισε να σφαδάζει από τον πόνο και τα τρομερά χτυπήματα της ουράς του άνοιξαν τη γη στα δυο, σηκώνοντας έναν κουρνιαχτό που τον πήγε ο αέρας μέχρι την Αφρική. Τότε ο ήρωας άρπαξε το σπαθί του και με τα δυο χέρια και το έμπηξε στην καρδιά του τέρατος, απελευθερώνοντας έτσι την Ισπανία. Απ' αυτόν το νέο, τον πιο ήρωα ανάμεσα στους ήρωες, καταγόταν ο Πέδρο από την πλευρά της μητέρας του. Απόδειξη γι' αυτό ήταν δύο τρόπαια: το σπαθί, που παρέμενε στην οικογένεια, και ο θυρεός, στον οποίο δύο φίδια δαγκώνουν έναν κορμό δέντρου σ' ένα χρυσό κάμπο. Το έμβλημα της οικογένειας ήταν η φράση: «Ο θάνατος, όταν δεν τον φοβάσαι, δίνει ζωή». Με τέτοιους προγόνους δεν ήταν καθόλου περίεργο που ο Πέδρο ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των όπλων από νεαρή ηλικία. Η μητέρα του ξόδεψε ό,τι είχε μείνει από την προίκα της για να εφοδιαστεί ο γιος με όλα τ' απαραίτητα: πλήρη οπλισμό και πανοπλία, έναν ακόλουθο και δύο άλογα. Το θρυλικό σπαθί των Βαλδιβία είχε σκουριάσει και είχε τα χάλια του, άσε που ζύγιζε πιο πολύ κι από δέντρο. Η αξία του ήταν περισσότερο διακοσμητική και ιστορική. Έτσι η μητέρα του τού αγόρασε ένα άλλο, απ' το καλύτερο ατσάλι του Τολέδου, ελαφρύ και εύχρηστο. Μ' αυτό θα πολεμούσε ο Πέδρο στο στρατό της Ισπανίας κάτω από τη σημαία του Καρόλου Ε', μ' αυτό θα κατακτούσε το πιο μακρινό βασίλειο του Νέου Κόσμου και μ' αυτό, τσακισμένο στα δυο και ματωμένο, θα πέθαινε.
   O νεαρός Πέδρο ντε Βαλδιβία, μεγαλωμένος ανάμεσα σε βιβλία και με τη σχολαστική φροντίδα της μητέρας του, ξεκίνησε για τον πόλεμο με τον ενθουσιασμό ανθρώπου που δεν είχε δει αίμα παρά μόνο όταν σφάζανε γουρούνια στην πλατεία του χωριού του -βάρβαρο θέαμα- με το οποίο όμως διασκέδαζε όλο το χωριό. Αυτή η αθωότητα κράτησε πολύ λίγο, όσο και το ολοκαίνουργιο φλάμπουρο με το θυρεό της οικογένειάς του, που κουρελιάστηκε από την πρώτη κιόλας μάχη.
   Στο στρατό της Ισπανίας υπηρετούσε κι ένας άλλος τολμηρός ευγενής, ο Φρανθίσκο ντε Αγκίρε, που έγινε αμέσως ο καλύτερος φίλος του Πέδρο. Ο Φρανθίσκο ήταν τόσο φαμφαρόνος και φασαριόζος όσο σοβαρός και μετρημένος ήταν ο Πέδρο, όμως κι οι δυο απέκτησαν τη φήμη του γενναίου. Η οικογένεια του Αγκίρε ήταν βασκικής καταγωγής αλλά έμεναν στην Ταλαβέρα ντε λα Ρέινα, κοντά στο Τολέδο. Απ' την αρχή ο νεαρός έδωσε δείγματα θρασύτατης περιφρόνησης του κινδύνου· ριχνόταν πρώτος στη φωτιά, γιατί ένιωθε προστατευμένος από τον χρυσό σταυρό της μητέρας του που φορούσε στο λαιμό. Από την ίδια αλυσίδα κρεμόταν κι ένα φυλαχτό με μια τούφα καστανά μαλλιά της όμορφης κοπέλας που αγαπούσε από μικρός με μια αγάπη απαγορευμένη, γιατί ήταν πρώτα ξαδέρφια. Ο Φρανθίσκο είχε ορκιστεί να παραμείνει ανύπαντρος, καθώς δεν μπορούσε να παντρευτεί την ξαδέρφη του, χωρίς αυτό βέβαια να τον εμποδίζει να επιδιώκει την εύνοια οποιουδήποτε θηλυκού έπεφτε στα δίχτυα του φλογερού του ταπεραμέντου. Ψηλός, όμορφος, με γάργαρο γέλιο και δυνατή φωνή τενόρου, ιδανική για να δημιουργεί κέφι στις ταβέρνες και να κάνει τις γυναίκες να τον ερωτεύονται. Και πράγματι, ελάχιστες μπορούσαν να του αντισταθούν. Ο Πέδρο τον συμβούλευε να προσέχει, γιατί η κακιά γαλλική αρρώστια -η μαλαφράντσα, η σύφιλη- δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα σε Μαυριτανούς, Εβραίους και χριστιανούς, όμως εκείνος είχε εμπιστοσύνη στον σταυρό της μητέρας του, που μέχρι τότε τον είχε προστατεύσει αποτελεσματικά στον πόλεμο, άρα θα τον προστάτευε κι από τις συνέπειες της ακολασίας. Ο Αγκίρε, αγαπητός κι ευγενικός στις κοινωνικές του συναναστροφές, μετατρεπόταν σε άγριο θηρίο στη διάρκεια της μάχης, το αντίθετο ακριβώς από τον Βαλδιβία, που φαινόταν πάντα γαλήνιος και ιπποτικός, ακόμα και μπροστά στους πιο φοβερούς κινδύνους. Και οι δυο νεαροί ήξεραν ανάγνωση και γραφή, ήταν διαβασμένοι και πολύ πιο καλλιεργημένοι από τους περισσότερους ευγενείς. Ο Πέδρο είχε μαθητεύσει δίπλα σ' έναν παπά, θείο της μητέρας του, με τον οποίο έμεναν στο ίδιο σπίτι όταν ήταν μικρός και για τον οποίο ψιθυριζόταν πως ήταν ο πραγματικός του πατέρας, αλλά ο ίδιος ποτέ δεν τόλμησε να ρωτήσει γι' αυτό. Θα ήταν προσβολή για τη μητέρα του. Επιπλέον, ο Αγκίρε κι ο Βαλδιβία είχαν ένα ακόμα κοινό στοιχείο, ότι γεννήθηκαν το 1500, την ίδια χρονιά που γεννήθηκε και ο άγιος αυτοκράτορας Κάρολος Ε΄, μονάρχης της Ισπανίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Φλάνδρας, των Δυτικών Ινδιών, μέρους της Αφρικής και μεγάλου μέρους του υπόλοιπου κόσμου. Οι νεαροί δεν ήταν δεισιδαίμονες, καυχιόντουσαν όμως πως είχαν ιδιαίτερη σχέση με το βασιλιά γιατί είχαν γεννηθεί κάτω από το ίδιο άστρο, και γι' αυτό το λόγο ήταν από τη μοίρα προορισμένοι για παρόμοια στρατιωτικά κατορθώματα. Πίστευαν ότι δεν υπήρχε καλύτερος προορισμός σ' αυτή τη ζωή από το να είναι στρατιώτες υπό τις διαταγές ενός τόσο άξιου ηγεμόνα· θαύμαζαν την τιτάνια φιγούρα του βασιλιά, το αδάμαστο θάρρος του, την ιππευτική του δεινότητα και την επιδεξιότητά του στο σπαθί, το στρατηγικό του ταλέντο στον πόλεμο και την αφοσίωσή του στη μελέτη την εποχή της ειρήνης. Ο Πέδρο και ο Φρανθίσκο ευχαριστούσαν την τύχη τους που ήταν καθολικοί, καθώς αυτό τους εξασφάλιζε τη σωτηρία της ψυχής, και Ισπανοί, δηλαδή ανώτεροι από τους άλλους θνητούς. Ήταν ευγενείς της Ισπανίας, η οποία κυριαρχούσε στον κόσμο, ήταν μεγάλη και τρανή, πιο ισχυρή κι από το αρχαίο ρωμαϊκό κράτος, και είχε προοριστεί από τον Θεό ν' ανακαλύψει, να κατακτήσει, να εκχριστιανίσει, να ιδρύσει και να εποικήσει τις πιο μακρινές γωνιές της γης. Ήταν είκοσι χρονών όταν ξεκίνησαν να πολεμήσουν στη Φλάνδρα κι ύστερα συμμετείχαν στις εκστρατείες της Ιταλίας, όπου έμαθαν ότι στον πόλεμο η κτηνωδία είναι αρετή, και δεδομένου ότι ο θάνατος ήταν παντοτεινός σύντροφός τους, καλό ήταν να έχουν πάντα την ψυχή τους προετοιμασμένη.
   Οι δυο αξιωματικοί υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές ενός εξαιρετικού στρατιωτικού, του μαρκήσιου της Πεσκάρας, που η κάπως θηλυπρεπής του εμφάνιση μπορούσε να σε ξεγελάσει, καθώς κάτω από τη χρυσή πανοπλία, τα μετάξια και τις πέρλες με τα οποία εμφανιζόταν στο πεδίο της μάχης, κρυβόταν μια σπάνια στρατιωτική διάνοια, όπως το απέδειξε πάρα πολλές φορές. Το 1524, κατά τη διάρκεια του πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, όπου ο καβγάς γινόταν για τον έλεγχο της Ιταλίας, ο μαρκήσιος μαζί με δυο χιλιάδες από τους καλύτερους Ισπανούς στρατιώτες εξαφανίστηκαν με μυστηριώδη τρόπο, σαν να τους είχε καταπιεί η ομίχλη του χειμώνα. Κυκλοφόρησε η φήμη πως είχαν αυτομολήσει, άρχισαν μάλιστα να κυκλοφορούν και διάφορα σκωπτικά τραγουδάκια που τους κατηγορούσαν για προδοσία και για δειλία, ενώ εκείνοι, κρυμμένοι σ' ένα κάστρο, ετοιμάζονταν με άκρα μυστικότητα. Ήταν Νοέμβριος και το κρύο πάγωνε τις ψυχές των ταλαίπωρων στρατιωτών που είχαν κατασκηνώσει στον περίβολο. Δεν καταλάβαιναν γιατί τους κρατούσαν εκεί, μουδιασμένους από το κρύο και αγχωμένους, αντί να τους πάνε να πολεμήσουν τους Γάλλους. Ο μαρκήσιος της Πεσκάρας δεν βιαζόταν, περίμενε την κατάλληλη στιγμή με υπομονή έμπειρου κυνηγού. Τελικά, μετά από αρκετές εβδομάδες, έδωσε σήμα στους αξιωματικούς του να ετοιμάζονται για δράση. Ο Πέδρο ντε Βαλδιβία διέταξε τους άντρες του τάγματός του να φορέσουν τις πανοπλίες πάνω από τα μάλλινα ρούχα τους, δουλειά πολύ δύσκολη, καθώς τα δάχτυλά τους κολλούσαν μόλις άγγιζαν το παγωμένο μέταλλο, κι ύστερα τους έδωσε σεντόνια για να σκεπαστούν. Έτσι, σαν λευκά φαντάσματα, βάδισαν όλη νύχτα μέσα σε απόλυτη σιωπή, με τα δόντια τους να χτυπάνε από το κρύο, ώσπου έφτασαν την αυγή στην περιοχή του εχθρικού κάστρου. Οι φρουροί στις πολεμίστρες αντιλήφθηκαν κάποια κίνηση πάνω στο χιόνι, νόμισαν όμως πως ήταν οι σκιές των δέντρων που τα κουνούσε ο άνεμος. Δεν μπόρεσαν να δουν τους Ισπανούς που προχωρούσαν σαν λευκό κύμα πάνω σε λευκό έδαφος, μέχρι τη στιγμή που εκείνοι εξαπέλυσαν την επίθεσή τους και τους έπιασαν στον ύπνο. Αυτή η συντριπτική νίκη έκανε το μαρκήσιο της Πεσκάρας τον πιο διάσημο στρατιωτικό της εποχής του.
   Ένα χρόνο μετά, ο Βαλδιβία και ο Αγκίρε συμμετείχαν στη μάχη της Παβίας, της όμορφης πόλης με τους εκατό πύργους, όπου επίσης οι Γάλλοι νικήθηκαν κατά κράτος. Ο βασιλιάς της Γαλλίας, που έδωσε μια τελευταία απελπισμένη μάχη, πιάστηκε αιχμάλωτος από ένα στρατιώτη του Πέδρο ντε Βαλδιβία, ο οποίος μάλιστα τον έριξε απ' το άλογό του χωρίς να ξέρει ποιος είναι κι ήταν έτοιμος να του κόψει τον λαιμό. Η έγκαιρη επέμβαση του Βαλδιβία τον εμπόδισε να το κάνει, αλλάζοντας έτσι τον ρου της ιστορίας. Στο πεδίο της μάχης έμειναν πάνω από δέκα χιλιάδες νεκροί· για πολλές εβδομάδες ο αέρας ήταν γεμάτος μύγες και η γη αρουραίους. Λέγεται ότι ακόμα και σήμερα τα λάχανα και τα μαρούλια της περιοχής έχουν καμιά φορά ανάμεσα στα φύλλα τους θραύσματα από κόκαλα. Ο Βαλδιβία κατάλαβε ότι για πρώτη φορά το ιππικό δεν είχε παίξει τον πρώτο ρόλο στον θρίαμβο. Μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα είχαν δύο νέα όπλα: τα αρκεβούζια, που μπορεί να γέμιζαν δύσκολα αλλά είχαν μεγάλο βεληνεκές, και τα μπρούντζινα κανόνια, πολύ πιο ευέλικτα κι ελαφρότερα από τα μαντεμένια που ήξεραν μέχρι τότε. Άλλο αποφασιστικό στοιχείο ήταν οι χιλιάδες μισθοφόροι από την Ελβετία και τη Γερμανία, φημισμένοι για την κτηνωδία τους, τους οποίους ο Βαλδιβία περιφρονούσε, γιατί για κείνον ο πόλεμος, όπως και όλα τ' άλλα, ήταν θέμα τιμής. Η μάχη της Παβίας τον έκανε να σκεφτεί τη σημασία της στρατηγικής και των σύγχρονων όπλων: δεν αρκούσε το παράτολμο θάρρος ανδρών όπως ο Φρανθίσκο ντε Αγκίρε, καθώς ο πόλεμος ήταν μια επιστήμη που απαιτούσε μελέτη και λογική.

   Μετά τη μάχη της Παβίας, εξαντλημένος και κουτσαίνοντας από μια πληγή στο γοφό, που προσπαθούσαν να του τη γιατρέψουν με βραστό ξύδι, ενώ αυτή άνοιγε συνεχώς με την παραμικρή κίνηση, ο Πέδρο ντε Βαλδιβία γύρισε στο σπίτι του στην Καστουέρα. Ήταν σε ηλικία γάμου, έπρεπε να διαιωνίσει τ' όνομά του και ν' αναλάβει τη διεύθυνση των κτημάτων του, που είχαν μείνει χέρσα μετά από τόσο μεγάλη απουσία κι εγκατάλειψη, όπως δεν κουραζόταν να του λέει η μητέρα του. Το ιδανικό θα ήταν μια νύφη με διόλου ευκαταφρόνητη προίκα, που την είχε μεγάλη ανάγκη η αδυνατισμένη περιουσία των Βαλδιβία. Υπήρχαν πολλές υποψήφιες που του είχαν βρει οι δικοί του κι ο παπάς της ενορίας, όλες από καλές οικογένειες και με μεγάλη περιουσία, που τις έβλεπε κι ο ίδιος όσο περίμενε να γίνει καλά η πληγή του. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα σχεδίαζαν. Ο Πέδρο είδε τη Μαρίνα Ορτίθ ντε Γαέτε στο μοναδικό μέρος όπου ήταν δυνατό να τη συναντήσει δημόσια: στα σκαλιά της εκκλησίας. Η Μαρίνα ήταν δεκατριών χρονών και την έντυναν ακόμα με τα κολλαριστά κρινολίνα της παιδικής της ηλικίας. Τη συνόδευε η νένα της και μια δούλα, που κρατούσε ένα ομπρελίνο πάνω απ' το κεφάλι της, παρ' όλο που ο καιρός ήταν συννεφιασμένος, κι αυτό γιατί οι ακτίνες του ήλιου δεν είχαν αγγίξει ποτέ απευθείας το διάφανο δέρμα του χλομού κοριτσιού. Είχε αγγελικό πρόσωπο, μαλλιά χρυσά και λαμπερά, το διστακτικό βάδισμα γυναίκας που φοράει μπόλικα μισοφόρια κι ένα τόσο αθώο ύφος, που ο Πέδρο ξέχασε αμέσως κάθε σκέψη βελτίωσης των οικονομικών του. Δεν ήταν άνθρωπος που τον απασχολούσαν οι φτηνοί υπολογισμοί· η ομορφιά και η αρετή του κοριτσιού τού έκλεψαν αμέσως την καρδιά. Παρ' όλο που εκείνη δεν είχε χρήματα και η προίκα της ήταν πολύ κατώτερη από τις χάρες της, μόλις διαπίστωσε πως δεν ήταν λογοδοσμένη, άρχισε αμέσως να την κορτάρει. Η οικογένεια Ορτίθ ντε Γαέτε θα ήθελε κι αυτή να παντρευτεί η κόρη τους κάποιον με οικονομική άνεση, δεν μπορούσε όμως ν' αποκρούσει έναν κύριο με τόσο σημαντικό όνομα και δοκιμασμένη ανδρεία  όπως ο Πέδρο ντε Βαλδιβία, κι έθεσε σαν μοναδική προϋπόθεση να γίνει ο γάμος αφού πρώτα συμπληρώσει η κοπέλα τα δεκατέσσερα χρόνια της. Στο μεταξύ η Μαρίνα παραδόθηκε στις περιποιήσεις του αρραβωνιαστικού της με την ατολμία κουνέλας, αν και φρόντισε να του δείξει ότι κι εκείνη μετρούσε τις μέρες μέχρι το γάμο. Ο Πέδρο βρισκόταν στο απόγειο του ανδρισμού του, είχε ωραία κορμοστασιά, δυνατό στέρνο και τέλειες αναλογίες. Είχε τη σφραγίδα της ευγενούς καταγωγής, ίσια μύτη, αυταρχικό πιγούνι και γαλάζια, πολύ εκφραστικά μάτια. Τότε είχε τα μαλλιά του μαζεμένα πίσω αλογοουρά, ξυρισμένα μάγουλα, μουστάκι τεζαρισμένο με γόμα και το μυτερό γενάκι που τον χαρακτήριζε σ' όλη του τη ζωή. Ντυνόταν κομψά, χρησιμοποιούσε εκφραστικές χειρονομίες, ο λόγος του ήταν μετρημένος κι ενέπνεε το σεβασμό, ταυτόχρονα όμως μπορούσε να είναι γαλαντόμος και τρυφερός. Η Μαρίνα αναρωτιόταν όλο θαυμασμό γιατί άραγε αυτός ο τόσο περήφανος κι εκλεπτυσμένος άνθρωπος έριξε το βλέμμα του πάνω της. Παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά, όταν το κορίτσι άρχισε να έχει περίοδο, κι εγκαταστάθηκαν στο ταπεινό σπιτικό των Βαλδιβία.
   Η Μαρίνα άρχισε τη συζυγική της ζωή με τις καλύτερες προθέσεις, ήταν όμως πάρα πολύ μικρή κι αυτός ο άντρας με το σοβαρό και μελετηρό χαρακτήρα την τρόμαζε. Δεν είχαν για τι πράγμα να μιλήσουν. Εκείνη δεχόταν με αρκετή ταραχή τα βιβλία που της πρότεινε αυτός, χωρίς να τολμάει να του ομολογήσει ότι το μόνο που ήξερε ήταν να διαβάζει μερικές στοιχειώδεις φράσεις και να βάζει την υπογραφή της με τρεμάμενο χέρι. Στη ζωή της δεν είχε ως τότε καμιά επαφή με τον κόσμο κι επιθυμούσε να συνεχίσει να ζει έτσι· οι θεωρίες κι οι αγορεύσεις του άντρα της για την πολιτική και τη γεωγραφία τής προκαλούσαν δυσφορία. Αυτή ήξερε μόνο να προσεύχεται και να κεντάει άμφια για παπάδες. Δεν είχε καμιά εμπειρία ζωής ώστε να μπορεί ν' αναλάβει το νοικοκυριό και οι υπηρέτες αγνοούσαν τις διαταγές που έδινε με την παιδική της φωνούλα. Έτσι η πεθερά της συνέχισε να έχει τον πρώτο λόγο στο σπίτι, ενώ στην ίδια συμπεριφερόταν, όπως κι όλοι άλλωστε, σαν να ήταν μωρό, πράγμα που δεν απείχε και πολύ από την αλήθεια. Έδειχνε διάθεση να μάθει τις βαρετές δουλειές του σπιτιού υπό την καθοδήγηση των μεγαλύτερων γυναικών της οικογένειας, όμως δεν είχε ποιον να ρωτήσει για κάποιες άλλες πλευρές του έγγαμου βίου, πολύ πιο σπουδαίες απ' το να στρώνει το τραπέζι ή να κρατάει τους λογαριασμούς του σπιτιού.
   Όσο η σχέση της Μαρίνας με τον Πέδρο περιοριζόταν σε επισκέψεις υπό την επίβλεψη μιας νένας και σε ανταλλαγή ευγενικών σημειωμάτων, εκείνη ήταν ευτυχισμένη, όμως ο ενθουσιασμός της ξεθύμανε μόλις βρέθηκε στο κρεβάτι με τον άντρα της. Αγνοούσε παντελώς αυτό που επρόκειτο να συμβεί την πρώτη νύχτα του γάμου· κανείς δεν την είχε προετοιμάσει για τη θλιβερή έκπληξη που την περίμενε. Στο σεντούκι με τα προικιά της είχε διάφορα νυχτικά από βατίστα, μακριά μέχρι τους αστραγάλους και κλειστά στο λαιμό και στους καρπούς, με σατινέ ζώνη στη μέση και μια τρύπα στο μπροστινό μέρος σε σχήμα σταυρού. Ποτέ δεν σκέφτηκε να ρωτήσει σε τι χρησίμευε αυτό το άνοιγμα και κανείς δεν της εξήγησε ότι μέσ' απ' αυτό θα ερχόταν σ' επαφή με τα απόκρυφα μέρη του συζύγου της. Ποτέ δεν είχε δει γυμνό άντρα και πίστευε ότι η μόνη διαφορά ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες ήταν οι τρίχες στο πρόσωπο κι ο τόνος της φωνής. Όταν ένιωσε μες στο σκοτάδι την ανάσα του Πέδρο και τα τεράστια χέρια του να ψαχουλεύουν ανάμεσα στις πτυχές του νυχτικού της για να βρουν την κεντημένη τρύπα του παραδείσου, του έδωσε μια δυνατή σπρωξιά κι άρχισε να τρέχει στριγγλίζοντας στους διαδρόμους του πέτρινου σπιτιού. Παρά τις καλές προθέσεις του, ο Πέδρο δεν ήταν υπομονετικός και προσεκτικός εραστής, η εμπειρία του περιοριζόταν σε σύντομες αγκαλιές με γυναίκες αμφιβόλου ηθικής, κατάλαβε όμως πως εδώ έπρεπε να κάνει υπομονή. Η γυναίκα του ήταν ακόμα μωρό και το σώμα της μόλις είχε αρχίσει ν' αναπτύσσεται· δεν έπρεπε να την πιέσει. Είχε σκοπό να τη μυήσει σιγά σιγά, συνειδητοποιούσε όμως ταυτόχρονα πως η αγνότητα κι η αθωότητα της Μαρίνας, που τόσο τον είχαν γοητεύσει στην αρχή, είχαν μετατραπεί σε τεράστιο κι ανυπέρβλητο εμπόδιο. Οι νύχτες ήταν απογοητευτικές για κείνον και βασανιστήριο για κείνη, χωρίς κανείς από τους δυο να τολμάει να μιλήσει για το θέμα στο φως της ημέρας. Ο Πέδρο βυθίστηκε στα διαβάσματά του, στη φροντίδα των κτημάτων του και στην επίβλεψη των εργατών του, ενώ προσπαθούσε να εκτονώσει την ενεργητικότητά του ασχολούμενος με την ξιφασκία και την ιππασία. Κατά βάθος ετοιμαζόταν να πει αντίο. Όταν ξαναβρέθηκε μπροστά του το δέλεαρ της περιπέτειας, κατατάχτηκε και πάλι στο στρατό του Καρόλου Ε', με το κρυφό όνειρο να φτάσει και να ξεπεράσει τη στρατιωτική δόξα του μαρκήσιου της Πεσκάρας.

   Τον Φεβρουάριο του 1527 τα ισπανικά στρατεύματα είχαν φτάσει, υπό τις διαταγές του αντιβασιλέα αρχιστράτηγου ντε Μπορμπόν, μπροστά στα τείχη της Ρώμης. Οι Ισπανοί, με τη βοήθεια δεκαπέντε λόχων από άγριους Ελβετούς και Γερμανούς μισθοφόρους, περίμεναν πώς και πώς την ευκαιρία να μπουν στην πόλη των Καισάρων και να πάρουν το αίμα τους πίσω για τους πολλούς μήνες που είχαν μείνει απλήρωτοι. Ήταν μια ορδή από πειναλέους κι απείθαρχους στρατιώτες, που ήταν αποφασισμένοι να βάλουν χέρι στους θησαυρούς της Ρώμης και του Βατικανού. Δεν ήταν όμως όλοι τυχοδιώκτες και μισθοφόροι· μέσα στον ισπανικό στρατό υπήρχαν και μερικοί καθαρόαιμοι αξιωματικοί, όπως ο Πέδρο ντε Βαλδιβία και ο Φρανθίσκο ντε Αγκίρε, που είχαν ξανασυναντηθεί μετά από χωρισμό δύο χρόνων. Αγκαλιάστηκαν σαν αδέρφια κι ενημέρωσαν ο ένας τον άλλον για το τι συνέβαινε στη ζωή τους. Ο Βαλδιβία έδειξε ένα μενταγιόν με το πορτρέτο της Μαρίνας ζωγραφισμένο από έναν Πορτογάλο μινιατουρίστα, στην πραγματικότητα προσηλυτισμένο Εβραίο που είχε καταφέρει να ξεγελάσει την Ιερά Εξέταση. 
   "Δεν έχουμε κάνει ακόμα παιδί, γιατί η Μαρίνα είναι πολύ μικρή, αλλά γι' αυτό έχει ο Θεός", σχολίασε.
   "Αν δεν μας φάνε λάχανο πρώτα!" είπε ο φίλος του.
   Με τη σειρά του ο Φρανθίσκο ομολόγησε ότι συνέχιζε ν' αγαπάει πλατωνικά και μυστικά την εξαδέλφη του, που είχε απειλήσει να μπει σε μοναστήρι αν ο πατέρας της επέμενε να την παντρέψει με άλλον. Ο Βαλδιβία εξέφρασε τη γνώμη ότι δεν ήταν και πολύ άσχημη ιδέα, δεδομένου ότι για πολλές γυναίκες της αριστοκρατίας, το μοναστήρι, όπου έμπαιναν με όλο τους το υπηρετικό προσωπικό, τα χρήματα και τις πολυτέλειες στις οποίες ήταν συνηθισμένες, ήταν προτιμότερο από ένα γάμο που θα τους επιβαλλόταν δια της βίας.
   "Στην περίπτωση της ξαδέρφης μου θα ήταν θλιβερή απώλεια, φίλε μου. Μια νεαρή κοπέλα τόσο όμορφη και πληθωρική, φτιαγμένη για έρωτα και για μητρότητα, δεν επιτρέπεται να σαβανωθεί ζωντανή με το ράσο. Όμως έχεις δίκιο, προτιμώ να τη δω καλόγρια παρά παντρεμένη με κάποιον άλλο. Δεν θα μπορούσα να το αντέξω, μάλλον θ' αυτοκτονούσαμε μαζί", είπε ο Φρανθίσκο με απόλυτη σοβαρότητα.
   "Μα έτσι θα καταλήγατε κι οι δυο στις φωτιές της κόλασης! Μπα, είμαι σίγουρος ότι η ξαδέρφη σου θα προτιμήσει το μοναστήρι. Κι εσύ; Τι σχέδια έχεις για το μέλλον;" ρώτησε ο Βαλδιβία. 
   "Να συνεχίσω να πολεμάω όσο έχω ακόμα δυνάμεις και να επισκέπτομαι την ξαδέρφη μου στο κελί της μες στο σκοτάδι της νύχτας", είπε γελώντας ο Φρανθίσκο κι άγγιξε το σταυρό και το φυλαχτό στο στήθος του.
   Η Ρώμη δεν ήταν καθόλου καλά οχυρωμένη από τον πάπα Κλήμη τον Ζ', άνθρωπο πολύ πιο επιδέξιο στις πολιτικές ίντριγκες παρά στη στρατηγική του πολέμου. Μόλις πλησίασε ο εχθρικός στρατός στις πύλες της πόλης μες στην πυκνή ομίχλη, ο ποντίφικας έφυγε από το Βατικανό από μια μυστική έξοδο και πήγε στο κάστρο του Σαντ Άντζελο, που προστατευόταν περιμετρικά από πολλά κανόνια.  Τον συνόδευαν τρεις χιλιάδες άτομα, ανάμεσα στα οποία ήταν κι ο περίφημος γλύπτης και χρυσοχόος Μπενβενούτο Τσελίνι, γνωστός τόσο για το εκπληκτικό καλλιτεχνικό του ταλέντο όσο και για την τζαναμπετιά του. Ο πάπας ανέθεσε σ' εκείνον τις στρατιωτικές αποφάσεις, γιατί θεώρησε πως αν ο ίδιος έτρεμε σαν το φύλλο μπροστά στο δύστροπο καλλιτέχνη, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να μην τρέμουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τα στρατεύματα του αρχιστράτηγου ντε Μπορμπόν.
   Στην πρώτη επίθεση κατά της Ρώμης ο αρχιστράτηγος χτυπήθηκε θανάσιμα από μουσκέτο στο μάτι. Ο Μπενβενούτο Τσελίνι καυχιόταν αργότερα ότι η σφαίρα που τον σκότωσε ήταν δική του, αν και στην πραγματικότητα δεν τον είχε καν πλησιάσει, όμως ποιος θα τολμούσε να του πάει κόντρα; Ώσπου να καταφέρουν οι αξιωματικοί να βάλουν κάποια τάξη, οι στρατιώτες έπεσαν σαν άγρια θηρία στην ανυπεράσπιστη πόλη και με τη δύναμη των όπλων την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες. Τις πρώτες οκτώ μέρες η σφαγή ήταν τόσο απάνθρωπη, που το αίμα κυλούσε ποτάμι στους δρόμους κι έπηζε ανάμεσα στις χιλιόχρονες πέτρες. Πρόλαβαν να το σκάσουν γύρω στα σαράντα πέντε χιλιάδες άτομα κι ο υπόλοιπος τρομοκρατημένος πληθυσμός βυθίστηκε στην κόλαση. Οι άπληστοι εισβολείς έκαψαν εκκλησίες, μοναστήρια, νοσοκομεία, παλάτια και ιδιωτικά σπίτια. Έσφαζαν μαζικά, χωρίς να λυπούνται ούτε τους τρελούς και τους αρρώστους στα νοσοκομεία, ούτε καν τα κατοικίδια ζώα· βασάνιζαν τους άντρες για να τους υποχρεώσουν να παραδώσουν ό,τι είχαν κρύψει· βίαζαν κάθε γυναίκα και κάθε κορίτσι που έβλεπαν μπροστά τους· δολοφονούσαν από βρέφη μέχρι γέρους που δεν μπορούσαν να πάρουν τα πόδια τους. Η λεηλασία, σαν ατέλειωτο όργιο, κράτησε βδομάδες. Οι στρατιώτες, μεθυσμένοι από το αίμα και το πιοτό, έσερναν στους δρόμους τα κατεστραμμένα έργα τέχνης και τα εκκλησιαστικά σκεύη, αποκεφάλιζαν αδιακρίτως αγάλματα κι ανθρώπους, άρπαζαν ό,τι μπορούσε να χωρέσει στις τσέπες τους ενώ ό,τι δεν χωρούσε το 'καναν σκόνη. Οι περίφημες τοιχογραφίες της Καπέλα Σιξτίνα γλίτωσαν, γιατί εκεί τοποθέτησαν το νεκρό σώμα του αρχιστράτηγου. Στον Τίβερη έπλεαν χιλιάδες πτώματα κι η μυρωδιά της σάπιας σάρκας μόλυνε τον αέρα. Σκυλιά και κοράκια καταβρόχθιζαν τα πτώματα που ήταν πεταμένα από δω κι από κει· κι ύστερα ήρθαν κι οι πιστές συντρόφισσες του πολέμου, η πείνα και η πανούκλα, που επιτέθηκαν με την ίδια αγριότητα και στους δύστυχους τους Ρωμαίους και στους θύτες τους.

   Κατά τη διάρκεια αυτών των μοιραίων ημερών ο Πέδρο ντε Βαλδιβία έτρεχε σαν τρελός σ' όλη τη Ρώμη με το σπαθί στο χέρι, προσπαθώντας μάταια να σταματήσει τη λεηλασία και τη σφαγή και να επιβάλει κάποια πειθαρχία στους στρατιώτες, όμως οι δεκαπέντε χιλιάδες μισθοφόροι δεν αναγνώριζαν ούτε αρχηγό ούτε νόμο και δεν θα δίσταζαν στιγμή να καθαρίσουν επιτόπου όποιον προσπαθούσε να τους σταματήσει. Ο Βαλδιβία βρέθηκε κάποια στιγμή τυχαία μπροστά στην πύλη ενός γυναικείου μοναστηριού την ώρα που προσπαθούσαν να την παραβιάσουν καμιά δεκαριά Γερμανοί μισθοφόροι. Οι μοναχές ήξεραν ότι καμιά γυναίκα δεν γλίτωνε το βιασμό κι είχαν μαζευτεί γύρω από έναν σταυρό στην αυλή, με τις νεαρές δόκιμες στο εσωτερικό του κύκλου, ακίνητες, πιασμένες χέρι χέρι, και προσεύχονταν ψιθυριστά με το κεφάλι κατεβασμένο. Από μακριά έμοιαζαν με περιστέρια. Παρακαλούσαν να τις γλιτώσει ο Θεός απ' την ατίμωση, να τις λυπηθεί στέλνοντάς τους έναν γρήγορο θάνατο.
   "Πίσω! Όποιος τολμήσει να περάσει αυτό το κατώφλι, θα έχει να κάνει μαζί μου!" ούρλιαξε ο Πέδρο ντε Βαλδιβία κρατώντας το σπαθί του στο δεξί χέρι κι ένα στιλέτο στο αριστερό.
   Αρκετοί από τους μισθοφόρους σταμάτησαν έκπληκτοι, προσπαθώντας να ζυγίσουν αν άξιζε τον κόπο να τα βάλουν μ' αυτόν τον θρασύ κι αποφασισμένο Ισπανό αξιωματικό ή μήπως ήταν προτιμότερο ν' αφήσουν ήσυχο το μοναστήρι και να επιτεθούν στο διπλανό σπίτι, αλλά κάποιοι απ' αυτούς βιάστηκαν μες στην αναταραχή να ριχτούν στον αξιωματικό. Ο Βαλδιβία είχε υπέρ του το γεγονός ότι ήταν ο μόνος νηφάλιος, οπότε με τέσσερις σπαθιές έβγαλε εκτός μάχης ισάριθμους Γερμανούς, αλλά στο μεταξύ οι υπόλοιποι της ομάδας συνήλθαν από την αρχική έκπληξη και ρίχτηκαν κι εκείνοι πάνω του. Οι Γερμανοί, παρ' όλο που το μυαλό τους ήταν θολό απ' το πιοτό, ήταν έμπειροι πολεμιστές, σαν τον Βαλδιβία, και σύντομα τον περικύκλωσαν. Κι αυτή θα ήταν η τελευταία μέρα της ζωής του αξιωματικού από την Εξτρεμαδούρα, αν εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν τύχαινε να περάσει από κει ο Φρανθίσκο ντε Αγκίρε, που στάθηκε στο πλευρό του να τον υπερασπίσει.
   "Για ελάτε στο θείο, Τεύτονες του κερατά!" ούρλιαζε ο τρομαχτικός Βάσκος κατακόκκινος απ' τον θυμό, τεράστιος, κραδαίνοντας τη σπάθα του σαν κλαράκι.
   Η αναταραχή τράβηξε την προσοχή κάποιων άλλων Ισπανών που περνούσαν από κει και είδαν τους συμπατριώτες τους σε θανάσιμο κίνδυνο. Για να μην τα πολυλογώ, μπροστά στο κτίριο άρχισε κανονική μάχη. Μισή ώρα αργότερα αποχώρησαν οι επιτιθέμενοι, αφήνοντας αρκετούς τραυματίες στο δρόμο, κι έτσι οι αξιωματικοί μπόρεσαν ν' ασφαλίσουν τις πύλες του μοναστηριού. Η ηγουμένη ζήτησε από τις καλόγριες που έδειξαν χαρακτήρα να μαζέψουν όσες είχαν λιγοψυχήσει  και να τις θέσουν υπό τις διαταγές του Φρανθίσκο ντε Αγκίρε, που είχε προσφερθεί να οργανώσει την άμυνα και την οχύρωση της μονής.
   "Κανείς δεν μπορεί να είναι ασφαλής στη Ρώμη. Προς το παρόν οι μισθοφόροι αποχώρησαν, αλλά χωρίς αμφιβολία θα επιστρέψουν, και τότε θα πρέπει να σας βρουν προετοιμασμένες", τις συμβούλεψε ο Αγκίρε.
   "Θα κοιτάξω να σας βρω μερικά αρκεβούζια και ο Φρανθίσκο θα σας μάθει να τα χρησιμοποιείτε", είπε αποφασιστικά ο Βαλδιβία, που δεν του διέφυγε μια πονηρή λάμψη στα μάτια του φίλου του όταν συνειδητοποίησε ότι θα 'μενε μόνος του με καμιά εικοσαριά παρθένες δόκιμες, για να μη μιλήσουμε και για τις άλλες, τις ώριμες, που δεν τους έλειπε ούτε η προθυμία ούτε η όρεξη.
   Μετά από εξήντα μέρες τερματίστηκε επιτέλους η φρικτή λεηλασία της Ρώμης, που έβαλε τέλος σε μια εποχή -την εποχή του αναγεννησιακού παπισμού στην Ιταλία- και θα έμενε στην Ιστορία σαν μια μελανή κηλίδα στη ζωή του αυτοκράτορά μας Καρόλου Ε', παρ' όλο που βρισκόταν πολύ μακριά από κει.
   Η αυτού αγιότητά του ο πάπας επιχείρησε κάποια στιγμή να εγκαταλείψει το καταφύγιό του στο φρούριο του Σαντ Άντζελο, αλλά τον συνέλαβαν και τον μεταχειρίστηκαν σαν κοινό κρατούμενο. Του έβγαλαν το παπικό δαχτυλίδι και του έδωσαν και μια κλοτσιά στον πισινό που τον έστειλε να κυλιστεί κάτω στο χώμα, μες στα χάχανα των στρατιωτών.
   Τον Μπενβενούτο Τσελίνι μπορούσε κανείς να τον κατηγορήσει για πολλά, όχι όμως γι' αχαριστία, κι έτσι, όταν τον επισκέφθηκε η ηγουμένη του μοναστηριού και του αφηγήθηκε ότι ένας νεαρός Ισπανός αξιωματικός είχε σώσει την ίδια και τις υπόλοιπες καλόγριες κι ότι είχε μείνει πολλές εβδομάδες στο κτίριο του μοναστηριού για να τις προστατεύσει, ο Τσελίνι θέλησε να τον γνωρίσει. Λίγες ώρες αργότερα η καλόγρια συνόδεψε τον Φρανθίσκο ντε Αγκίρε στο παλάτι. Ο Τσελίνι τον δέχτηκε σ' ένα από τα σαλόνια του Βατικανού, ανάμεσα στα χαλάσματα και στα σπασμένα έπιπλα από τις αγριότητες των κατακτητών. Οι δυο άντρες αντάλλαξαν μερικά τυπικά κομπλιμέντα.
   "Τι θα θέλατε σε αντάλλαγμα για τη γενναία σας επέμβαση, κύριε;" τον ρώτησε ωμά ο Τσελίνι καθώς δεν του άρεσαν καθόλου οι περιφράσεις.
   Ο Αγκίρε, κατακόκκινος απ' τον θυμό, πετάχτηκε πάνω κι έφερε ενστικτωδώς το χέρι του στο σπαθί. 
   "Με προσβάλλετε, κύριε!" φώναξε.
   Η ηγουμένη μπήκε ανάμεσά τους μ' όλο το βάρος του σχήματος που φορούσε και τους χώρισε με μια επιτακτική κίνηση. Δεν είχε χρόνο για ψευτοπαλικαρισμούς. Ανήκε στην οικογένεια του Γενοβέζου κοντοτιέρου Αντρέα Ντόρια, ήταν γυναίκα με μεγάλη περιουσία κι αριστοκρατικές συνήθειες, συνηθισμένη να διατάζει.
   "Αρκεί! Σας παρακαλώ να συγχωρήσετε αυτή την αθέλητη προσβολή, δον Φρανθίσκο ντε Αγκίρε. Ζούμε σε άσχημη εποχή, έχει χυθεί πολύ αίμα, έχουν διαπραχθεί φρικιαστικές αμαρτίες και δεν είναι καθόλου περίεργο που κάποιοι από μας αφήνουμε τους καλούς τρόπους γι' αργότερα. Ο κύριος Τσελίνι γνωρίζει ότι υποστηρίξατε το μοναστήρι μας όχι ελπίζοντας σε κάποια ανταμοιβή, αλλά από ακεραιότητα χαρακτήρα. Το τελευταίο που θα ήθελε ο κύριος Τσελίνι είναι να σας προσβάλει. Εμείς πάντως θα το θεωρήσουμε πολύ μεγάλη τιμή για μας εάν δεχόσασταν να σας αποδείξουμε έμπρακτα την εκτίμηση και την ευγνωμοσύνη μας..."
   Η ηγουμένη έκανε νόημα στον γλύπτη να περιμένει κι ύστερα έπιασε τον Αγκίρε από το μπράτσο και τον πήγε στην άλλη άκρη της αίθουσας. Ο Τσελίνι τους άκουσε να μιλάνε ψιθυριστά γι' αρκετή ώρα. Λίγο πριν εξαντληθεί η ελάχιστη υπομονή του, οι δυο τους ξαναγύρισαν και η ηγουμένη παρουσίασε το αίτημα του νεαρού αξιωματικού, ενώ εκείνος, με τα μάτια καρφωμένα στις μύτες των παπουτσιών του, ίδρωνε και ξεΐδρωνε.
   Έτσι ο Μπενβενούτο Τσελίνι απέσπασε από τον πάπα Κλήμη Ζ', πριν εκείνος οδηγηθεί στην εξορία, την έγκριση να παντρευτεί ο Φρανθίσκο ντε Αγκίρε την πρώτη του εξαδέλφη. Ο νεαρός Βάσκος έτρεξε κατενθουσιαμένος στο φίλο του Πέδρο ντε Βαλδιβία για να του αφηγηθεί όσα είχαν γίνει. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα και η βροντερή του φωνή έτρεμε, καθώς δεν μπορούσε να πιστέψει πώς έγινε τέτοιο θαύμα.
   "Δεν ξέρω αν αυτά τα νέα είναι καλά, Φρανθίσκο. Εσύ μαζεύεις κατακτήσεις με τον ίδιο τρόπο που ο άγιος αυτοκράτοράς μας μαζεύει ρολόγια. Δεν μπορώ να σε φανταστώ στο ρόλο του συζύγου", παρατήρησε ο Βαλδιβία. 
   "Η ξαδέρφη μου είναι η μόνη γυναίκα που έχω αγαπήσει! Οι άλλες είναι πλάσματα χωρίς πρόσωπο, υπάρχουν μόνο για τη στιγμή που ικανοποιούν τις ορέξεις που φύτεψε μέσα μου ο διάβολος".
   "Ο διάβολος φυτεύει μέσα μας πολλές και διάφορες ορέξεις, όμως ο Θεός μάς χαρίζει την ηθική καθαρότητα για να τις ελέγξουμε. Αυτό μας κάνει διαφορετικούς από τα ζώα".
   "Είσαι τόσα χρόνια στρατιωτικός, Πέδρο, κι ακόμα πιστεύεις ότι διαφέρουμε από τα ζώα..." αστειεύτηκε ο Αγκίρε.
   "Αναμφίβολα. Ο προορισμός του ανθρώπου είναι να υψωθεί πάνω από την κτηνωδία, να ζήσει τη ζωή του σύμφωνα με τα πιο ευγενή ιδανικά και να σώσει την ψυχή του".
   "Με τρομάζεις, Πέδρο, μιλάς σαν καλόγερος. Αν δεν ήμουνα βέβαιος για τον ανδρισμό σου, θα πίστευα ότι λείπει από μέσα σου το αρχέγονο ένστικτο που χαρακτηρίζει τους άντρες".
   "Δεν μου λείπει αυτό το ένστικτο, σε διαβεβαιώ, απλώς δεν του επιτρέπω να καθορίζει τις πράξεις μου".
   "Εγώ δεν είμαι από τόσο ευγενή γενιά όσο εσύ, όμως η αγνή αγάπη που νιώθω για την ξαδέρφη μου είναι για μένα η λύτρωση που χρειάζομαι".
   "Υπάρχει ένα μικρό προβληματάκι  τώρα που θα παντρευτείς αυτή την εξιδανικευμένη κοπελίτσα. Πώς θα συμβιβάσεις αυτόν τον έρωτα με την κατά τα άλλα μάλλον έκλυτη ζωή σου;" ρώτησε ο Βαλδιβία και χαμογέλασε, όχι χωρίς κάποια δόση σαρκασμού.
   "Δεν θα υπάρξει κανένα πρόβλημα, Πέδρο. Θα βγάλω το φωτοστέφανο της αγαπημένης μου με φιλιά και θα την αγαπήσω με απέραντο πάθος", απάντησε ο Αγκίρε σκασμένος στα γέλια.
   "Και το θέμα της συζυγικής πίστης;"
   "Θα φροντίσει η ξαδέρφη μου να κρατήσει τον γάμο μας ζωντανό. Εγώ δεν μπορώ ν' αποκηρύξω τις γυναίκες, όπως δεν μπορώ ν' αποκηρύξω και το κρασί και το σπαθί".
   Ο Φρανθίσκο ντε Αγκίρε ταξίδεψε εσπευσμένα στην Ισπανία για να παντρευτεί, πριν αλλάξει γνώμη ο απρόβλεπτος αυτός ποντίφικας. Και σίγουρα κατάφερε να συμβιβάσει το πλατωνικό αίσθημα που έτρεφε για την ξαδέρφη του με τον αδάμαστο αισθησιασμό του, κι εκείνη ανταποκρίθηκε χωρίς ίχνος ντροπής και σεμνοτυφίας, γιατί η αγάπη αυτών των δυο έφτασε να γίνει θρυλική. Λένε πως οι γείτονες μαζεύονταν το βραδάκι στον δρόμο έξω από το σπίτι των Αγκίρε, απολάμβαναν το σκάνδαλο κι έβαζαν στοιχήματα για τον αριθμό των πηδημάτων που θ' ακολουθούσαν εκείνη τη νύχτα.

   Μετά από αρκετό πόλεμο, αίμα, μπαρούτι και λασπουριά, ο Πέδρο ντε Βαλδιβία γύρισε κι αυτός στην πατρική του γη, όπου είχε προηγηθεί η φήμη για τις στρατιωτικές του εκστρατείες, έχοντας μαζέψει πολλές εμπειρίες και πολύ χρυσάφι, με το οποίο πίστευε ότι θα κατάφερνε να στήσει και πάλι στα πόδια της την πατρική του κληρονομιά. Η Μαρίνα τον περίμενε μεταμορφωμένη σε γυναίκα. Είχαν εξαφανιστεί πια οι παιδικές γκριμάτσες της καλομαθημένης κόρης· ήταν δεκαεφτά χρονών, κι η ομορφιά της, αιθέρια και γαλήνια, σε προκαλούσε να την κοιτάξεις σαν έργο τέχνης. Είχε ύφος απόμακρο, σαν να υπνοβατούσε, σαν να προαισθανόταν πως η ζωή της θα μετατρεπόταν σε μια αιώνια αναμονή. Την πρώτη νύχτα που πέρασαν μαζί, επανέλαβαν κι οι δυο εντελώς μηχανικά τις ίδιες κινήσεις και τις ίδιες σιωπές με πριν. Μες στο σκοτάδι του δωματίου ενώθηκαν τα σώματα χωρίς καμιά χαρά· εκείνος φοβόταν μην την τρομάξει κι εκείνη φοβόταν μην αμαρτήσει· εκείνος επιθυμούσε πολύ να την κάνει να τον αγαπήσει κι εκείνη επιθυμούσε πολύ να ξημερώσει πιο γρήγορα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας ο καθένας έπαιζε το ρόλο που του είχε ανατεθεί, ζούσαν κι οι δυο στον ίδιο χώρο χωρίς να μπλέκεται ο ένας στα πόδια του άλλου. Η Μαρίνα δέχτηκε τον σύζυγό της με στοργή, τρυφερότητα και φροντίδα, μόνο που εκείνον αυτή η αντιμετώπιση αντί να τον κολακεύει τον ενοχλούσε. Αντί για όλες αυτές τις φροντίδες, εκείνος θα προτιμούσε λίγο πάθος, όμως δεν τολμούσε να το ζητήσει, γιατί φανταζόταν πως δεν ταίριαζε σε μια καθωσπρέπει και θρησκευόμενη γυναίκα όπως εκείνη. Ένιωθε πως κατά κάποιον τρόπο η Μαρίνα τον επιτηρούσε, σαν να τον είχε δεμένο με τ' αόρατα δεσμά ενός συναισθήματος στο οποίο εκείνος δεν μπορούσε ν' ανταποκριθεί. Του προκαλούσε απέχθεια η ικετευτική ματιά με την οποία τον παρακολουθούσε στο σπίτι, η βουβή θλίψη της όταν τον αποχαιρετούσε, το ελαφρά επιτιμητικό της βλέμμα όταν τον υποδεχόταν μετά από κάποια μικρή απουσία. Η Μαρίνα τού φαινόταν απρόσιτη, η μόνη χαρά που του πρόσφερε ήταν όταν την παρατηρούσε από κάποια απόσταση, ενώ εκείνη κεντούσε απορροφημένη στις σκέψεις και στις προσευχές της, φωτισμένη σαν αγία από το χρυσό φως του παραθύρου. Οι συνευρέσεις τους πίσω από τις βαριές και σκονισμένες κουρτίνες του συζυγικού τους κρεβατιού, που είχε εξυπηρετήσει τρεις γενιές των Βαλδιβία, έχασαν κάθε γοητεία για τον Πέδρο, γιατί εκείνη αρνήθηκε ν' αντικαταστήσει το νυχτικό με την τρύπα σε σχήμα σταυρού με κάποιο ρούχο λιγότερο τρομακτικό. Ο Πέδρο τη συμβούλεψε να ζητήσει τη γνώμη άλλων γυναικών γι' αυτό το θέμα, αλλά η Μαρίνα δεν μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν για ένα τόσο λεπτό ζήτημα. Μετά από κάθε ερωτική συνεύρεση έμενε ώρες γονατιστή στο πέτρινο πάτωμα του σπιτιού, μες στα ρεύματα του αέρα, να προσεύχεται ακίνητη, ταπεινωμένη γιατί δεν ήταν ικανή να ικανοποιήσει τον άντρα της. Μέσα της σίγουρα ένιωθε κρυφή ικανοποίηση γι' αυτή την ανικανότητα, που την έκανε να ξεχωρίζει από τις συνηθισμένες γυναίκες και να μοιάζει περισσότερο με αγία. Ο Πέδρο της είχε εξηγήσει ότι δεν είναι αμαρτία η λαγνεία μεταξύ των συζύγων, δεδομένου ότι τα παιδιά ήταν το φυσικό αποτέλεσμα αυτής της συνεύρεσης, όμως η Μαρίνα ένιωθε πάντα να παγώνει μέχρι το μεδούλι κάθε φορά που την άγγιζε. Είχε πιάσει τόπο ο τρόπος με τον οποίο ο εξομολογητής της τής είχε εμφυσήσει το φόβο της κόλασης και την ντροπή του σώματος. Όλα τα χρόνια που τη γνώριζε ο Πέδρο, είχε δει μόνο το πρόσωπό της και τα χέρια της, και σε ελάχιστες περιπτώσεις τα πόδια της. Είχε προσπαθήσει κάνα δυο φορές να της βγάλει τραβώντας αυτό το φρικιαστικό νυχτικό, όμως κάθε φορά τον σταματούσε ο ανείπωτος τρόμος που έβλεπε να καθρεφτίζεται στα μάτια της όταν την πλησίαζε, ένας τρόμος που ερχόταν σε αντίθεση με την τρυφερότητα της ματιάς της κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν κι οι δυο ήταν ντυμένοι. Η Μαρίνα δεν έπαιρνε πρωτοβουλίες στον έρωτα ούτε σε κανένα άλλο ζήτημα της κοινής τους ζωής, όπως δεν άλλαζε και έκφραση και απόψεις. Ήταν ένα ήσυχο πρόβατο. Όλη αυτή η υποταγή ενοχλούσε τον Πέδρο, παρ' όλο που τη θεωρούσε τυπικό γυναικείο χαρακτηριστικό. Δεν καταλάβαινε ούτε τα δικά του συναισθήματα, δεδομένου ότι όταν την αρραβωνιάστηκε, τότε που ήταν δεκατριάχρονη κοπελίτσα, ήθελε να την κρατήσει σ' αυτή την κατάσταση της αγνότητας και της αθωότητας που τον είχε αρχικά γοητεύσει. Τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να τη δει να επαναστατεί και να τον αμφισβητεί.
   Ο Βαλδιβία είχε φτάσει πολύ σύντομα στο βαθμό του λοχαγού, λόγω της μεγάλης του γενναιότητας και των διοικητικών του ικανοτήτων, όμως παρά τη λαμπρή καριέρα του δεν ήταν περήφανος για το παρελθόν του. Μετά τη λεηλασία της Ρώμης τον βασάνιζαν συνεχώς εφιάλτες, στους οποίους εμφανιζόταν μια νεαρή μητέρα με τα παιδιά της στην αγκαλιά έτοιμη να πηδήξει από μια γέφυρα σ' ένα ποτάμι αίμα. Γνώριζε τα όρια της ανθρώπινης αθλιότητας και τα σκοτεινά βάθη της ψυχής, ήξερε πως οι άνθρωποι, όταν εκτίθενται στην κτηνωδία του πολέμου, είναι ικανοί να κάνουν φρικτές πράξεις, κι ο ίδιος δεν ένιωθε διαφορετικός από τους άλλους. Εννοείται πως πήγαινε τακτικά κι εξομολογιόταν, κι ο παπάς του έδινε πάντα συγχώρεση και του επέβαλλε τη μικρότερη δυνατή τιμωρία, γιατί τα σφάλματα που μπορούσε κάποιος να κάνει εν ονόματι της Ισπανίας και της Εκκλησίας δεν μπορούσαν ποτέ να θεωρηθούν αμαρτήματα. Μήπως δεν εκτελούσε διαταγές των ανωτέρων του; Ο εχθρός δεν ήταν άξιος της τύχης του; Ego te absolvo ab omnibus censuris et peccatis, in nomine Patri, et Filii, et Spiritus Sancti, Amen. Για όποιον έχει δοκιμάσει την έξαψη του φόνου, δεν υπάρχει διέξοδος ούτε άφεση, σκεφτόταν ο Πέδρο. Είχε αρχίσει να του αρέσει η βία, αυτό ήταν το διεστραμμένο μυστικό όλων των στρατιωτικών, αλλιώς δεν θα μπορούσε ποτέ να κάνει πόλεμο. Οι χυδαίες χοντράδες του στρατώνα, τα ουρλιαχτά κι οι κραυγές με τα οποία ρίχνονταν οι άντρες όλοι μαζί στη μάχη, η κοινή αδιαφορία μπροστά στον πόνο και στο φόβο τον έκαναν να νιώθει ζωντανός. Αυτή η άγρια χαρά να τρυπάς ένα κορμί με το σπαθί σου, αυτή η σατανική εξουσία πάνω στη ζωή ενός άλλου ανθρώπου, η μαγεία του χυμένου αίματος, όλ' αυτά δημιουργούσαν πολύ δυνατή εξάρτηση. Αρχίζει κανείς να σκοτώνει από καθήκον και φτάνει κάποια στιγμή να το κάνει από αναισθησία. Τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί μ' αυτό. Το ένστικτο του φόνου, όταν απελευθερωθεί, είναι πιο δυνατό από το ένστικτο της ζωής, κι αυτό ίσχυε ακόμα και για τον ίδιο, ο οποίος φοβόταν τον Θεό και περηφανευόταν για την ικανότητά του να ελέγχει τα πάθη του. Φαΐ, γαμήσι και σφαγή, εκεί καταντούσε ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον φίλο του τον Φρανθίσκο ντε Αγκίρε. Η μόνη σωτηρία για την ψυχή του ήταν ν' αποφεύγει τον πειρασμό του σπαθιού. Γονατιστός μπροστά στην Αγία Τράπεζα της μητρόπολης, ορκίστηκε ν' αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του σε αγαθοεργίες και στην υπηρεσία της Εκκλησίας και της Ισπανίας, ν' αποφεύγει τις υπερβολές και να ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με αυστηρές ηθικές αρχές. Είχε κινδυνέψει πολλές φορές να πεθάνει σε διάφορες μάχες και ο Θεός τού είχε επιτρέψει να ζήσει για να μπορέσει να εξιλεωθεί για τα κρίματά του. Κρέμασε το φτιαγμένο στο Τολέδο σπαθί του δίπλα στο αρχαίο σπαθί του προγόνου του κι είπε να ζήσει πια μια ήρεμη ζωή.
   Έτσι, ο λοχαγός μεταμορφώθηκε σ' έναν καλόβολο γείτονα που τον απασχολούσαν κοινές καθημερινές υποθέσεις, τα κοπάδια και η σοδειά, οι ξηρασίες και οι παγωνιές, οι ίντριγκες και οι αντιζηλίες των χωριανών. Βιβλία, χαρτάκι, λειτουργίες και πάλι λειτουργίες. Και καθώς ήταν πολύ διαβασμένος σε ζητήματα του νόμου και του δικαίου, ήταν πάντα πρόθυμος να δώσει τις καλές του συμβουλές. Ακόμα κι οι δικαστικές αρχές υποκλίνονταν στην αυθεντία του. Η μεγάλη του αγάπη ήταν τα βιβλία, κι ιδιαίτερα τα ταξιδιωτικά χρονικά και οι χάρτες, τους οποίους μελετούσε με μεγάλη εμβρίθεια. Ήξερε απέξω το έπος του Ελ Σιντ, είχε καταγοητευτεί από τις απίθανες περιπέτειες του Σεβάχ και τα φανταστικά ταξίδια του Τζον Μάντεβιλ, όμως αυτό που πραγματικά ρουφούσε αχόρταγα ήταν οι ειδήσεις από το Νέο Κόσμο που έφταναν μέχρι την Ισπανία. Τα κατορθώματα του Χριστόφορου Κολόμβου, του Μαγγελάνου, του Αμέρικο Βεσπούτσι, του Ερνάν Κορτές και τόσων άλλων δεν τον άφηναν να κοιμηθεί τις νύχτες· με το βλέμμα καρφωμένο στις βαριές κουρτίνες του κρεβατιού του, ονειρευόταν ξύπνιος ν' ανακαλύψει τις πιο απομακρυσμένες γωνιές του πλανήτη, να τις κατακτήσει, να ιδρύσει πόλεις, να οργανώσει σταυροφορίες σε βάρβαρους τόπους για τη δόξα του Θεού, να γράψει τ' όνομά του με φωτιά και σίδερο στην Ιστορία. Στο μεταξύ η γυναίκα του κεντούσε άμφια με χρυσοκλωστές κι όλο προσευχόταν, το ένα κομποσκοίνι μετά το άλλο, σε μια ατέρμονη λιτανεία. Παρ' όλο που ο Πέδρο επισκεπτόταν αρκετές φορές τη βδομάδα την ταπεινωτική τρύπα του νυχτικού της Μαρίνας, τα παιδιά που τόσο επιθυμούσε δεν έλεγαν να έρθουν. Πέρασαν έτσι αρκετά βαρετά κι αργόσυρτα χρόνια, μέσα στην καυτή υπνηλία του καλοκαιριού και στην παγωνιά του χειμώνα. Ήταν σκληρή η ζωή στην Εξτρεμαδούρα.

   Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ο Πέδρο ντε Βαλδιβία είχε ήδη συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα γεράσει άδοξα στο πλευρό της γυναίκας του μέσα στο σιωπηλό αυτό σπίτι της Καστουέρα, εμφανίστηκε μια μέρα ένας περαστικός ταξιδιώτης που έφερνε μαζί του ένα γράμμα από τον Φρανθίσκο ντε Αγκίρε. Τ' όνομά του ήταν Ιερώνυμος ντε Αλδερέτε και καταγόταν από το Ολμέδο. Είχε συμπαθητικό πρόσωπο, μια κατσαρή τζίβα για μαλλί, στο χρώμα του μελιού, οθωμανικό μουστάκι με τις άκρες στριμμένες προς τα πάνω και το σπινθηροβόλο βλέμμα του ονειροπόλου. Ο Βαλδιβία τον δέχτηκε με το παραδοσιακό ισπανικό πνεύμα φιλοξενίας επιτρέποντάς του να μείνει στο σπίτι του, που μπορεί να μην είχε ανέσεις, αλλά ήταν σαφώς πιο άνετο και πιο σίγουρο από ένα πανδοχείο. Ήταν χειμώνας και η Μαρίνα είχε ζητήσει ν' ανάψουν φωτιά στο τζάκι της κεντρικής σάλας, αν και τα ξύλα δεν μπορούσαν να διώξουν ούτε τα ρεύματα του αέρα ούτε τις σκιές. Σ' αυτό το σπαρτιάτικο δωμάτιο, με τα ελάχιστα έπιπλα και την παντελή απουσία οποιασδήποτε διακόσμησης, περνούσε η ζωή του ζευγαριού· εκείνος διάβαζε, ενώ εκείνη παιδευόταν αδιάκοπα με το βελονάκι. Εδώ έτρωγαν κι εδώ, δίπλα στον τοίχο, υπήρχε κι ένα προσευχητάριο με δυο χαμηλά σκαμνιά για να γονατίζουν και να προσεύχονται. Η Μαρίνα σερβίρισε στους άντρες μπρούσκο κρασί δικής τους παραγωγής, λουκάνικα, τυρί και ψωμί κι ύστερα αποσύρθηκε σε μια γωνιά, για να συνεχίσει το κέντημά της στο φως των κεριών, ενώ οι άντρες συζητούσαν.
   O Iερώνυμος ντε Αλδερέτε είχε αναλάβει την αποστολή να στρατολογήσει άντρες πρόθυμους να μεταναστεύσουν στις Ινδίες, και για να τους δελεάζει έδειχνε στις ταβέρνες και στις πλατείες ένα περιδέραιο με χοντρές χάντρες από καθαρό χρυσάφι περασμένες σε μια γερή κλωστή από ασήμι. Το γράμμα που έστελνε ο Φρανθίσκο ντε Αγκίρε στο φίλο του τον Πέδρο μιλούσε για το Νέο Κόσμο. Ο Αλδερέτε μίλησε μ' ενθουσιασμό στον αμφιτρύωνά του για τις εκπληκτικές δυνατότητες που πρόσφερε αυτή η ήπειρος, οι οποίες ήταν πια κοινό μυστικό. Του είπε ότι δεν υπήρχε πλέον χώρος για μεγάλα κι ευγενή κατορθώματα σε μια Ευρώπη διεφθαρμένη, γερασμένη, σπαραγμένη από πολιτικές συνωμοσίες, αυλικές ίντριγκες και κηρύγματα αιρετικών, όπως οι Λουθηρανοί, που διαιρούσαν τη χριστιανοσύνη. Το μέλλον τούς περίμενε στην απέναντι πλευρά του ωκεανού, τον διαβεβαίωσε. Υπήρχε πεδίο δόξης λαμπρό στις Ινδίες ή Αμερική, όπως ονομάστηκαν αυτά τα μέρη από ένα Γερμανό χαρτογράφο προς τιμήν του Αμέρικο Βεσπούτσι, ενός υπερφίαλου Φλωρεντινού θαλασσοπόρου, ο οποίος δεν είχε βέβαια καμιά σχέση με την ανακάλυψή τους, όπως ο Χριστόφορος Κολόμβος. Κατά τον Αλδερέτε, θα 'πρεπε να ονομάζονται όχι Αμερική αλλά Κολομβία. Όμως το κακό είχε γίνει, και στο κάτω κάτω δεν ήταν αυτό το θέμα, πρόσθεσε. Αυτό που χρειαζόταν περισσότερο στο Νέο Κόσμο ήταν ευγενείς ψυχές με ατρόμητη καρδιά, με το σπαθί στο ένα χέρι και το σταυρό στο άλλο, διατεθειμένες ν' ανακαλύψουν και να κατακτήσουν. Ήταν αδύνατο να φανταστεί κανείς την απεραντοσύνη αυτών των τόπων, το ατέλειωτο πράσινο των δασών τους, την αφθονία των κρυστάλλινων ποταμών, το βάθος των λιμνών με τα ήρεμα νερά, τον πλούτο των ορυχείων χρυσού και αργύρου. "Να ονειρεύεσαι όχι τόσο τους θησαυρούς όσο τη δόξα, να δώσεις νόημα στη ζωή σου, να πολεμήσεις τους άγριους, να εξασφαλίσεις για τον εαυτό σου μια ανώτερη μοίρα, και με τη χάρη του Θεού να ιδρύσεις μια δυναστεία". Αυτό και άλλα πολλά ήταν απολύτως εφικτά στα νέα εδάφη της αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν πουλιά με πολύτιμο φτέρωμα και γυναίκες στο χρώμα του μελιού, γυμνές κι έτοιμες για όλα, "με την άδειά σας, δόνια Μαρίνα, τρόπος του λέγειν δηλαδή...". Δεν έφταναν οι λέξεις της ισπανικής γλώσσας για να περιγράψουν την αφθονία όσων υπήρχαν εκεί: μαργαριτάρια σαν αυγά πέρδικας, χρυσάφι που έπεφτε από τα κλαδιά των δέντρων και τόσα ανεκμετάλλευτα εδάφη και διαθέσιμοι Ινδιάνοι, που οποιοσδήποτε στρατιώτης μπορούσε να διαφεντέψει ένα κτήμα μεγαλύτερο κι από ισπανική επαρχία. Και το πιο σημαντικό, τον διαβεβαίωσε, ήταν ότι πάρα πολλοί λαοί περίμεναν διψασμένοι τον λόγο του Ενός κι Αληθινού Θεού και τα ευεργετήματα του ασύγκριτου πολιτισμού της Καστίλης. Πρόσθεσε ότι ο Φρανθίσκο ντε Αγκίρε, ο κοινός τους φίλος, ήθελε κι εκείνος να μπαρκάρει για το Νέο Κόσμο κι ήταν τόση η δίψα του για περιπέτεια, που ήταν διατεθειμένος να παρατήσει την αγαπημένη του σύζυγο και τα πέντε παιδιά που είχαν αποκτήσει αυτά τα χρόνια.
   "Πιστεύεις ότι υπάρχουν ακόμα δυνατότητες γι' ανθρώπους σαν εμάς στη Νέα Γη; 'Εχουν περάσει σαράντα τρία χρόνια από την άφιξη του Κολόμβου και είκοσι έξι από τότε που ο Κορτές κατέκτησε το Μεξικό..." είπε επιφυλακτικά ο Βαλδιβία.
   "Κι άλλα τόσα έχουν περάσει από τότε που ο Μαγγελάνος ξεκίνησε για να κάνει το γύρο του κόσμου. Όπως βλέπεις, η Γη μεγαλώνει και οι δυνατότητες είναι άπειρες. Και δεν είναι μόνο ο Νέος Κόσμος που παραμένει ανεξερεύνητος. Υπάρχει η Αφρική, η Ινδία, τα νησιά των Φιλιππίνων και πολλά ακόμα", επέμεινε ο νεαρός Αλδερέτε.
   Του επανέλαβε αυτό που σχολιαζόταν σε κάθε γωνιά της Ισπανίας: την κατάκτηση του Περού και του θρυλικού θησαυρού του. Λίγα χρόνια πριν, δυο άγνωστοι στρατιώτες, ο Φρανθίσκο Πισάρο και ο Ντιέγο ντε Αλμάγρο, ένωσαν τις δυνάμεις τους για να επιχειρήσουν μια διείσδυση στο Περού. Αψηφώντας ομηρικούς κινδύνους στη θάλασσα και στην ξηρά, επιχείρησαν δύο ταξίδια σαλπάροντας από τον Παναμά και πλέοντας κατά μήκος της κακοτράχαλης ακτής του Ειρηνικού στα τυφλά, χωρίς χάρτες, με κατεύθυνση προς το νότο, πάντα προς το νότο. Τους καθοδηγούσαν οι φήμες που άκουγαν από τους Ινδιάνους των διαφόρων φυλών, οι οποίες μιλούσαν για έναν τόπο όπου τα σκεύη κι όλα τα εργαλεία ήταν στολισμένα με σμαράγδια, όπου στα ρυάκια έτρεχε υγρό ασήμι και τα φύλλα των δέντρων κι οι σκαραβαίοι ήταν από καθαρό χρυσάφι. Καθώς δεν ήξεραν με ακρίβεια προς τα πού πήγαιναν, έπρεπε κάθε τόσο να σταματούν και να βγαίνουν στην ξηρά για να εξερευνούν περιοχές όπου δεν είχε πατήσει πόδι Ευρωπαίου. Στην πορεία χάθηκαν πολλοί, ενώ άλλοι επέζησαν τρώγοντας φίδια και έντομα. Στο τρίτο ταξίδι, στο οποίο δεν συμμετείχε ο Ντιέγο ντε Αλμάγρο, γιατί στρατολογούσε άντρες και προσπαθούσε να βρει χρηματοδότες για ένα ακόμη πλοίο, ο Πισάρο και οι άντρες του έφτασαν επιτέλους στην περιοχή των Ίνκας. Σαν υπνοβάτες από την τρομερή κούραση και την προσπάθεια, χαμένοι ανάμεσα σε γη και ουρανό, οι Ισπανοί βγήκαν από τα άθλια καράβια τους και βρέθηκαν σε μια ευλογημένη γη, με γόνιμες πεδιάδες και υπέροχα βουνά, πολύ διαφορετική από τις επικίνδυνες ζούγκλες του βορρά. Ήταν εξήντα δύο τρισάθλιοι ιππείς και εκατόν έξι εξαντλημένοι πεζικάριοι. Άρχισαν να προχωρούν με μεγάλη προσοχή, φορώντας τις βαριές τους πανοπλίες, μ' ένα σταυρό μπροστά, τα αρκεβούζια γεμισμένα και τα σπαθιά γυμνά. Βγήκαν και τους υποδέχτηκαν κάτι άνθρωποι με καφετιά επιδερμίδα, ντυμένοι με πολύχρωμα λεπτά υφάσματα, που μιλούσαν μια γλώσσα με πολλά ανοιχτά φωνήεντα, έκπληκτοι στη θέα αυτών των τριχωτών όντων, που ήταν μισοί άνθρωποι και μισοί ζώα. Η έκπληξη πρέπει να ήταν αμοιβαία, γιατί οι θαλασσοπόροι δεν περίμεναν να βρουν σ' αυτή την εσχατιά έναν τόσο εξελιγμένο πολιτισμό. Έμειναν έκθαμβοι μπροστά στα αρχιτεκτονικά και μηχανικά επιτεύγματα των ντόπιων, στα υφάσματα και στα κοσμήματά τους. Ο Ίνκα Αταχουάλπα, ηγεμόνας αυτής της αυτοκρατορίας, βρισκόταν σε κάποια ιαματικά λουτρά, όπου είχε εγκατασταθεί με μια πολυτέλεια που μπορούσε να συγκριθεί μόνο μ' εκείνη του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, με τη συνοδεία χιλιάδων αυλικών. Ένας από τους αξιωματικούς του Πισάρο πήγε μέχρι εκεί για να τον καλέσει σε συνομιλίες. Ο Ίνκα τον δέχτηκε στο πολυτελές του περιβάλλον, σε μια λευκή σκηνή περιτριγυρισμένη από λουλούδια και οπωροφόρα σε ζαρντινιέρες από πολύτιμα μέταλλα, ανάμεσα σε πισίνες με ζεστό νερό, όπου έπαιζαν εκατοντάδες πριγκίπισσες κι αμέτρητα παιδιά. Ήταν κρυμμένος πίσω από ένα παραβάν, γιατί κανείς δεν μπορούσε να τον κοιτάξει καταπρόσωπο, αλλά η περιέργεια αποδείχτηκε δυνατότερη από το πρωτόκολλο και ο Αταχουάλπα διέταξε να βγάλουν το παραβάν για να παρατηρήσει από κοντά τον γενειοφόρο ξένο. Ο λοχαγός βρέθηκε μπροστά σ' έναν νέο ακόμα μονάρχη με συμπαθητικά χαρακτηριστικά, καθισμένο σ' ένα θρόνο από ατόφιο χρυσάφι, κάτω από ένα θόλο φτιαγμένο από φτερά παπαγάλου. Παρά τις αλλόκοτες περιστάσεις, μια σπίθα αμοιβαίας συμπάθειας ξεπήδησε ανάμεσα στον Ισπανό στρατιώτη και στον ευγενή Κέτσουα. Ο Αταχουάλπα πρόσφερε στη μικρή ομάδα των επισκεπτών ένα γεύμα σε σκεύη από χρυσό κι ασήμι και στολισμένα με αμέθυστους και σμαράγδια. Ο λοχαγός μετέφερε στον Ίνκα την πρόσκληση του Πισάρο, στενοχωρημένος γιατί ήξερε πως ήταν μια παγίδα για να τον συλλάβουν, κατά την προσφιλή στρατηγική των κονκισταδόρες. Λίγες ώρες ήταν αρκετές για να μάθει να σέβεται αυτούς τους ιθαγενείς· δεν έμοιαζαν καθόλου με άγριους, αλλά, αντίθετα, ήταν πολύ πιο πολιτισμένοι από πολλούς λαούς της Ευρώπης. Διαπίστωσε με θαυμασμό πως οι Ίνκας είχαν πολύ προχωρημένες γνώσεις στον τομέα της αστρονομίας, διέθεταν μάλιστα ένα εξαιρετικά ακριβές ηλιακό ημερολόγιο· επιπλέον, μάζευαν φόρους από τα εκατομμύρια των κατοίκων της τεράστιας αυτοκρατορίας τους, την οποία διοικούσαν με σιδερένια κοινωνική και στρατιωτική πυγμή. Φυσικά, δεν διέθεταν γραφή, τα όπλα τους ήταν πρωτόγονα, δεν χρησιμοποιούσαν τον τροχό και δεν είχαν υποζύγια ή άλογα, μόνο ένα λεπτεπίλεπτο είδος αρνιού με μεγάλα πόδια κι ονειροπόλα μάτια, το λάμα. Λάτρευαν τον Ήλιο, ο οποίος απαιτούσε μεν ανθρώπινες θυσίες αλλά μόνο σε ακραίες καταστάσεις, όπως κάποια ασθένεια του βασιλιά ή μια ήττα στον πόλεμο, οπότε έπρεπε να τον κατευνάσουν προσφέροντάς του παρθένες και παιδιά. Παραπλανημένος από ψεύτικες υποσχέσεις φιλίας, ο Ίνκα και η τεράστια αυλή του έφτασαν άοπλοι στην πόλη Καχαμάρκα, όπου ο Πισάρο είχε στήσει την παγίδα του. Ο βασιλιάς ταξίδευε σ' ένα χρυσό φορείο που το κουβαλούσαν οι υπουργοί του και τον ακολουθούσε ένα χαρέμι με όμορφα κορίτσια. Οι Ισπανοί, αφού σκότωσαν χιλιάδες αυλικούς, που προσπάθησαν να τον προστατεύσουν με τα κορμιά τους, συνέλαβαν τον Αταχουάλπα.
   "Δεν μιλάνε για τίποτ' άλλο εκτός από το θησαυρό του Περού. Τα νέα είναι σαν πυρετός, έχουν μολύνει τη μισή Ισπανία. Είναι σίγουρο αυτό που φημολογείται;" ρώτησε ο Βαλδιβία.
   "Σίγουρο, αν και φαίνεται απίστευτο. Σε αντάλλαγμα για την ελευθερία του, ο Ίνκα πρόσφερε στον Πισάρο ένα δωμάτιο γεμάτο χρυσάφι, εφτά μέτρα μήκος επί πέντε πλάτος και τρία ύψος".
   "Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοιος πλούτος!"
   "Είναι τα μεγαλύτερα λύτρα που έχουν πληρωθεί ποτέ στην Ιστορία. Παραδόθηκαν σε μορφή κοσμημάτων, αγαλμάτων και αμφορέων, αλλά τα έλιωσαν και τα έκαναν ράβδους χρυσού, που τις σημάδεψαν με τον βασιλικό θυρεό της Ισπανίας. Τίποτα δεν κέρδισε ο Αταχουάλπα παραδίδοντας αυτά τα πλούτη, τα οποία έφεραν οι υπήκοοί του, σαν εργατικά μυρμήγκια, από τα πιο απομακρυσμένα μέρη της αυτοκρατορίας· ο Πισάρο αφού τον κράτησε φυλακισμένο εννέα μήνες, τον καταδίκασε να καεί ζωντανός. Την τελευταία στιγμή μετέτρεψε την καταδίκη σ' έναν πιο σπλαχνικό θάνατο, τον στραγγαλισμό, αφού πρώτα ο Ίνκα δέχτηκε να βαφτιστεί χριστιανός", εξήγησε ο Αλδερέτε. "Ο Πισάρο", πρόσθεσε, "πίστευε πως είχε απόλυτο δίκιο να ενεργήσει κατ' αυτό τον τρόπο, καθώς ο αιχμάλωτος υποτίθεται πως είχε υποκινήσει από το κελί του μια ανταρσία. Όπως έλεγαν οι κατάσκοποί του, υπήρχαν διακόσιες χιλιάδες Κέτσουα από το Κίτο και τριάντα χιλιάδες κανίβαλοι Καρίβες έτοιμοι να βαδίσουν εναντίον των κατακτητών στην Καχαμάρκα, όμως ο θάνατος του Ίνκα τους ανάγκασε να σταματήσουν. Πολύ αργότερα έγινε γνωστό ότι αυτός ο στρατός των εξεγερμένων απλώς δεν υπήρχε".
   "Eν πάση περιπτώσει, πρέπει να εξηγηθεί πώς μια χούφτα Ισπανοί κατάφεραν να υποτάξουν αυτόν τον εξελιγμένο πολιτισμό που περιγράφεις. Μιλάμε για μια περιοχή μεγαλύτερη από την Ευρώπη", είπε ο Πέδρο ντε Βαλδιβία.
   "Ήταν μια τεράστια αυτοκρατορία, αλλά εύθραυστη και νέα. Όταν έφτασε εκεί ο Πισάρο, είχε κλείσει όλο κι όλο έναν αιώνα ζωής. Επιπλέον, οι Ίνκας ζούσαν παραδομένοι στην τρυφηλότητα και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα απέναντι στο θάρρος, στα όπλα και στο ιππικό των Ισπανών".
   "Υποθέτω ότι ο Πισάρο συμμάχησε με τους εχθρούς του Ίνκα, όπως έκανε και ο Ερνάν Κορτές στο Μεξικό". 
   "Έτσι ακριβώς έγινε. Ο Αταχουάλπα και ο αδερφός του ο Ουάσκαρ είχαν εμπλακεί σ' έναν αδελφοκτόνο πόλεμο κι αυτό το εκμεταλλεύτηκε ο Πισάρο, όπως και ο Αλμάγρο, που έφτασε λίγο αργότερα στο Περού, για ν' απαλλαγούν κι από τους δυο".
   Ο Αλδερέτε εξήγησε ότι στην αυτοκρατορία του Περού δεν κουνιόταν ούτε φύλλο χωρίς να το γνωρίζουν οι αρχές.  Όλοι ήταν δούλοι. Με ένα μέρος των φόρων που πλήρωναν οι υπήκοοι, ο Ίνκα παρείχε τροφή και προστασία στα ορφανά, στις χήρες, στους αρρώστους και στους γέρους, ενώ ταυτόχρονα κρατούσε αποθέματα για τους δύσκολους καιρούς. Ωστόσο, παρ' όλ' αυτά τα λογικά μέτρα, τα οποία δεν υπάρχουν στην Ισπανία, ο λαός μισούσε τον ηγεμόνα και την αυλή του, γιατί ζούσε για να υπηρετεί τις κάστες των στρατιωτικών και των ιερέων, τους ορεχόνες. Κατά τον Αλδερέτε, για τους απλούς ανθρώπους ήταν το ίδιο, είτε τους κυβερνούσαν οι Ίνκας είτε οι Ισπανοί, γι' αυτό και δεν υπήρξε σχεδόν καμιά αντίσταση στους εισβολείς. Εν πάση περιπτώσει, ο θάνατος του Αταχουάλπα σφράγισε τη νίκη του Πισάρο· αποκεφαλίζοντας την αυτοκρατορία, τη διέλυσε στα εξ ων συνετέθη. 
   "Αυτοί οι δύο άντρες, ο Πισάρο και ο Αλμάγρο, φτωχοί, αμόρφωτοι κι ελεεινοί, είναι το καλύτερο παράδειγμα για το πού μπορεί να φτάσει κανείς στο Νέο Κόσμο. Όχι μόνο έγιναν πάμπλουτοι, αλλά τιμήθηκαν και με τίτλους κι αξιώματα από τον αυτοκράτορά μας", πρόσθετε ο Αλδερέτε. 
   "Όλοι μιλάνε μόνο για δόξα και πλούτη, διηγούνται μόνο συναρπαστικές ιστορίες: χρυσάφι, μαργαριτάρια, σμαράγδια, υποταγμένες χώρες και λαοί, όμως κανείς δεν αναφέρει τους κινδύνους", επέμεινε ο Βαλδιβία.
   "Έχεις δίκιο, οι κίνδυνοι είναι άπειροι. Για να κατακτηθούν όλ' αυτά τα παρθένα εδάφη χρειάζονται άνθρωποι που να το λέει η καρδιά τους".
   Ο Βαλδιβία έγινε κατακόκκινος. Μήπως αυτός ο νεαρός αμφισβητούσε το θάρρος του; Ύστερα όμως σκέφτηκε ότι ακόμα κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο νεαρός είχε δίκιο. Ακόμα κι ο ίδιος είχε τις αμφιβολίες του. Πότε ήταν η τελευταία φορά που δοκιμάστηκε η ανδρεία του; Ο κόσμος άλλαζε με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Είχε την τύχη να γεννηθεί σε μια εκπληκτική εποχή, όπου είχαν αποκαλυφθεί επιτέλους τα μυστήρια του σύμπαντος: όχι μόνο είχε αποδειχτεί ότι η Γη ήταν στρογγυλή, αλλά υπήρχαν και κάποιοι που ισχυρίζονταν ότι αυτή γυρίζει γύρω από τον Ήλιο κι όχι το αντίθετο. Και τι έκαν' εκείνος όσο συνέβαιναν όλ' αυτά τα συγκλονιστικά; Μετρούσε πρόβατα και γίδια, μάζευε βελανίδια κι ελιές. Για μια ακόμη φορά ο Βαλδιβία συνειδητοποίησε την ανία μέσα στην οποία ζούσε. Είχε βαρεθεί πια να φροντίζει τα κοπάδια και τα χωράφια του, να παίζει χαρτιά με τους γειτόνους, είχε βαρεθεί τις λειτουργίες και τις προσευχές, είχε βαρεθεί να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει τα ίδια βιβλία -σχεδόν όλα απαγορευμένα από την Ιερά Εξέταση- είχε βαρεθεί από καιρό και τις άχαρες και στείρες αγκαλιές με τη γυναίκα του. Και να που τώρα ερχόταν η μοίρα, στο πρόσωπο αυτού του ενθουσιώδους νεαρού, να του χτυπήσει για μια ακόμη φορά την πόρτα, όπως είχε κάνει και την εποχή της Λομβαρδίας, της Φλάνδρας, της Παβίας, του Μιλάνου και της Ρώμης.
   "Πότε φεύγεις για τις Ινδίες, Ιερώνυμε;"
   "Φέτος κιόλας, αν θέλει ο Θεός".
   "Μπορείς να με υπολογίζεις κι εμένα", είπε ψιθυριστά ο Πέδρο ντε Βαλδιβία, για να μην τον ακούσει η Μαρίνα. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο σπαθί από το Τολέδο που κρεμόταν πάνω απ' το τζάκι.

   Το 1537 είπα αντίο στην οικογένειά μου, που δεν θα την ξανάβλεπα πια, και ταξίδεψα μαζί με την ανιψιά μου την Κοστάνθα στην όμορφη Σεβίλη, όπου μυρίζει παντού λεμονανθούς και γιασεμί, κι από κει, ακολουθώντας τα διάφανα νερά του Γουαδαλκιβίρ, πήγαμε στο πολύβουο λιμάνι του Κάδιθ, με τα λιθόστρωτα στενοσόκακα και τους μαυριτάνικους τρούλους. Μπαρκάραμε στο πλοίο του καπετάν Μανουέλ Μαρτίν, ένα τρικάταρτο διακοσίων σαράντα τόνων, αργό και βαρύ, αλλά σίγουρο. Άντρες στη σειρά κουβαλούσαν στο πλοίο το φορτίο του, βαρέλια με νερό, μπίρα, κρασί και ξίδι, σακιά με αλεύρι, παστό κρέας, ζωντανά πουλερικά, μια αγελάδα και δυο γουρούνια για να φαγωθούν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, χώρια τα άλογα, που στο Νέο Κόσμο πουλιόντουσαν για χρυσάφι. Φρόντισα να τοποθετηθούν οι αποσκευές μου, κλειστές κι ασφαλισμένες, στο χώρο που μου είχε παραχωρήσει ο καπετάν Μαρτίν. Το πρώτο που έκανα όταν εγκαταστάθηκα μαζί με την ανιψιά μου στη μικρή καμπίνα μας, ήταν να φτιάξω ένα μικρό προσευχητάριο για την Παναγία τη Γρηγορούσα.
   "Έχετε μεγάλο θάρρος που τολμάτε τέτοιο ταξίδι, δόνια Ινές. Πού σας περιμένει ο άντρας σας;" θέλησε να μάθει ο Μανουέλ Μαρτίν.
   "Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω, καπετάνιε".
   "Πώς; Δεν σας περιμένει στη Νουέβα Γρανάδα;"
   "Μου έστειλε το τελευταίο του γράμμα από ένα μέρος που λέγεται Κόρο, στη Βενεζουέλα, όμως αυτό ήταν πριν από πολύ καιρό και μπορεί να μη βρίσκεται πια εκεί".
   "Οι Ινδίες είναι μια περιοχή πολύ μεγαλύτερη απ' όλο τον υπόλοιπο γνωστό κόσμο. Δεν θα είν' εύκολο να βρείτε τον άντρα σας".
   "Θα ψάξω μέχρι να τον βρω".
   "Και πώς θα το κάνετε αυτό, κυρία μου;"
   "Ως συνήθως, ρωτώντας..."
   "Τότε σας εύχομαι καλή τύχη. Είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύω με γυναίκες. Σας θερμοπαρακαλώ, κι εσάς και την ανιψιά σας, να είστε πολύ προσεκτικές, πρόσθεσε ο καπετάνιος.
   "Τι θέλετε να πείτε;"
   "Είστε και οι δυο νέες και, θα έλεγα, καθόλου άσχημες. Είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Μετά από μια βδομάδα στον ωκεανό, το πλήρωμα αρχίζει να υποφέρει από την έλλειψη γυναίκας, οπότε,  έχοντας δύο μέσα στο πλοίο, ο πειρασμός θα είναι πολύ μεγάλος. Επιπλέον, οι ναυτικοί πιστεύουν ότι η παρουσία των γυναικών φέρνει βάσανα και άλλες δυστυχίες. Για το καλό το δικό σας και για να έχω κι εγώ το κεφάλι μου ήσυχο, θα προτιμούσα εσείς κι η ανιψιά σας να μην έχετε πολλά πολλά με τους άντρες μου".
   Ο καπετάνιος ήταν από τη Γαλικία, κοντός και γεροδεμένος, με φαρδιές πλάτες και κοντά πόδια, με μύτη πεταχτή, ποντικίσια μάτια και δέρμα μαυριδερό, σαν πετσί, απ' το αλάτι και τους ανέμους των ταξιδιών του. Είχε μπαρκάρει μούτσος στα δεκατρία του και τα χρόνια που είχε περάσει στην ξηρά μπορούσε να τα μετρήσει στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η αγριωπή όψη του ερχόταν σε αντίθεση με την ευγένεια των τρόπων του και την καλοσύνη της ψυχής του, όπως θ' αποδεικνυόταν λίγο αργότερα, όταν έσπευσε σε βοήθειά μου σε μια στιγμή που τη χρειαζόμουν πολύ.
   Είναι κρίμα που τότε δεν ήξερα ακόμα να γράφω, γιατί θα είχα αρχίσει να κρατάω σημειώσεις. Αν και δεν μου περνούσε καν απ' το μυαλό ότι η ζωή μου θα παρουσίαζε οποιοδήποτε ενδιαφέρον, το ταξίδι θ' άξιζε τον κόπο να το αφηγηθώ με κάθε λεπτομέρεια κι αυτό γιατί ελάχιστοι άνθρωποι έχουν διασχίσει την αλμυρή έκταση του ωκεανού, τα μολυβένια νερά που βράζουν από μυστική ζωή, αφθονία και τρόμο, αφρούς, αέρα και μοναξιά. Σ' αυτή την αφήγηση, γραμμένη πολλά χρόνια μετά τα γεγονότα, θέλω να είμαι όσο γίνεται πιο σχολαστική, αν και η μνήμη πάντα παίζει παιχνίδια, επηρεασμένη από τα βιώματα, τις επιθυμίες και τις ψευδαισθήσεις. Η γραμμή που χωρίζει την πραγματικότητα από τη φαντασία είναι πάρα πολύ λεπτή και στην ηλικία που βρίσκομαι δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία, γιατί όλα πια είναι υποκειμενικά. Για να μη μιλήσουμε για τη ματαιοδοξία, που δίνει στη μνήμη μια δική της απόχρωση. Τώρα ο Θάνατος είναι μόνιμα θρονιασμένος σε μια πολυθρόνα δίπλα στο τραπέζι μου και περιμένει, αλλά παρ' όλ' αυτά μου μένει ακόμα αρκετή ματαιοδοξία όχι μόνο για να βάζω ρουζ στα μάγουλά μου όταν έρχονται επισκέπτες, αλλά και για να γράψω την ιστορία μου. Υπάρχει άραγε τίποτα πιο αλαζονικό από μια αυτοβιογραφία;
   Δεν είχα δει ποτέ τον ωκεανό και πίστευα πως ήταν ένα ποτάμι λίγο πιο φαρδύ από τ' άλλα. Με τίποτα δεν φανταζόμουν ότι δεν θα μπορούσα να δω την απέναντι όχθη. Δεν έκανα κανένα σχόλιο για να κρύψω την άγνοια και το φόβο που μου σφίξανε την καρδιά  όταν το πλοίο ανοίχτηκε στη θάλασσα κι άρχισε να τραμπαλίζεται. Ήμασταν εφτά επιβάτες και όλοι, εκτός από την Κοστάνθα, που είχε γερό στομάχι, ξερνούσαμε ολημερίς. Ήταν τέτοια η ταλαιπωρία, που τη δεύτερη μέρα παρακάλεσα τον καπετάν Μαρτίν να μου δώσει μια βάρκα για να γυρίσω με κουπί πίσω στην Ισπανία. Ξέσπασε σε βροντερά γέλια και μ' έβαλε να πιω μια πίντα ρούμι, στέλνοντάς με σ' έναν άλλο κόσμο για τριάντα τουλάχιστον ώρες. Όταν ξύπνησα, τα μάγουλά μου ήταν βουλιαγμένα και το πρόσωπό μου καταπράσινο· μόνο τότε μπόρεσα να φάω ένα χυλό, που μου τον έδωσε η ανιψιά μου με το κουταλάκι. Είχαμε αφήσει πίσω μας την ξηρά και ταξιδεύαμε σε σκοτεινά νερά, κάτω από έναν απέραντο ουρανό, μόνοι εμείς κι ο Θεός. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ήξερε ο τιμονιέρης προς τα πού να κατευθύνει το πλοίο μέσα σ' αυτό το ίδιο πάντα τοπίο, με μόνη βοήθεια έναν αστρολάβο και τ' αστέρια τ' ουρανού. Με διαβεβαίωσε ότι μπορούσα να είμαι ήσυχη, γιατί είχε κάνει το ταξίδι πολλές φορές και η διαδρομή ήταν γνωστή στους Ισπανούς και στους Πορτογάλους, που την έκαναν δεκάδες χρόνια τώρα. Οι χάρτες της ναυσιπλοΐας δεν ήταν πια επτασφράγιστα μυστικά όπως κάποτε, καθώς τους είχαν ακόμα κι οι καταραμένοι οι Εγγλέζοι. Άλλο πράγμα φυσικά ήταν οι χάρτες του στενού του Μαγγελάνου ή της ακτής του Ειρηνικού, μου ξεκαθάρισε· οι πιλότοι τούς φύλαγαν σαν τα μάτια τους, καθώς ήταν πιο πολύτιμοι απ' όλους τους θησαυρούς του Νέου Κόσμου μαζί.
   Ποτέ δεν κατάφερα να συνηθίσω την κίνηση των κυμάτων, το τριζοβόλημα των σανίδων, το στρίγκλισμα των σιδερένιων αρμών, το αδιάκοπο πλατάγισμα των φουσκωμένων απ' τον άνεμο πανιών. Τις νύχτες με δυσκολία μ' έπαιρνε ο ύπνος. Την ημέρα με βασάνιζε η έλλειψη χώρου και, πάνω απ' όλα, τα μάτια των αντρών, που με κοιτούσαν σαν πεινασμένα σκυλιά. Έπρεπε να κάνω αγώνα στο μαγειρείο του πλοίου για να πάρω σειρά να βάλω κι εγώ το τσουκάλι μας, αγώνα και για το δικαίωμά μου να χρησιμοποιώ μόνη την τουαλέτα, ένα κουβούκλιο με μια τρύπα που προεξείχε πάνω απ' τα κύματα του ωκεανού. Η Κοστάνθα, αντίθετα, ποτέ δεν παραπονιόταν, για να μην πω μάλιστα ότι έδειχνε και ικανοποιημένη. Στο μήνα επάνω, τα τρόφιμα άρχισαν να λιγοστεύουν και το νερό, που ήδη βρομούσε, δινόταν με το δελτίο. Μετέφερα το κλουβί με τις κότες μου στην καμπίνα μας, γιατί μου έκλεβαν τ' αυγά, και τις έβγαζα να παίρνουν αέρα δυο φορές την ημέρα, δεμένες από το πόδι με σκοινί.
   Μια φορά αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω το σιδερένιο τηγάνι μου για ν' αμυνθώ απέναντι σ' έναν ναύτη πολύ πιο τολμηρό από τους άλλους, κάποιον Σεμπαστιάν Ρομέρο, που τ' όνομά του δεν το ξεχνάω γιατί ξέρω ότι θα βρεθούμε ξανά στο καθαρτήριο. Μες στην ανακατωσούρα του καραβιού, αυτός ο άνθρωπος εκμεταλλευόταν και την παραμικρή ευκαιρία για να πέσει πάνω μου, προσποιούμενος πως έφταιγαν τα κύματα της θάλασσας. Του είπα ξανά και ξανά ότι ήθελα να μ' αφήσει ήσυχη, όμως αυτό τον ερέθιζε ακόμη περισσότερο. Κάποιο βράδυ με πέτυχε μόνη σ' ένα μικρό χώρο κάτω απ' τη γέφυρα καθώς πήγαινα στην κουζίνα. Πριν προλάβει να με χουφτώσει, ένιωσα τη βρομερή ανάσα του στο σβέρκο μου και, χωρίς να το καλοσκεφτώ, γύρισα και του 'ριξα μια με το τηγάνι στο κεφάλι, όπως είχα κάνει πριν από χρόνια με τον καημένο τον Χουάν ντε Μάλαγα, όταν πήγε να με χτυπήσει. Το κεφάλι του Σεμπαστιάν Ρομέρο ήταν πολύ πιο μαλακό από του Χουάν και σωριάστηκε σαν κεραυνοβολημένος στο πάτωμα, όπου έμεινε αναίσθητος κάμποσα λεπτά, ενώ εγώ έψαχνα να βρω κουρέλια για να του δέσω την πληγή. Δεν έβγαλε πολύ αίμα, όπως περίμενα, αν και αργότερα το κεφάλι του τον έτρωγε και το πρόσωπό του γινόταν ώρες ώρες μελιτζανί. Τον βοήθησα να σηκωθεί και, καθώς κανείς από τους δυο μας δεν ήθελε να μαθευτεί η αλήθεια, συμφωνήσαμε να πούμε πως είχε χτυπήσει σ' ένα δοκάρι.

   Ανάμεσα στους επιβάτες του πλοίου υπήρχε κι ένας χρονικογράφος και σχεδιαστής, ο Ντανιέλ Μπελαλκάθαρ, που τον είχε στείλει το Στέμμα με αποστολή να σχεδιάσει χάρτες και να καταγράψει τις παρατηρήσεις του. Ήταν ένας άνθρωπος γύρω στα τριάντα πέντε, λεπτός και νευρώδης, με πρόσωπο όλο γωνίες και δέρμα χλομό, σαν Ανδαλουσιάνος. Πήγαινε από την πλώρη στην πρύμνη κι από την πρύμνη στην πλώρη πολλές φορές την ημέρα, για να ασκεί τους μυς του, είχε τα μαλλιά του πιασμένα πίσω αλογοουρά και στο αριστερό του αυτί είχε περασμένο ένα χρυσό χαλκά. Τη μία και μοναδική φορά που κάποιος από το πλήρωμα πήγε ν' αστειευτεί μαζί του, τον ξάπλωσε στο κατάστρωμα με μια γροθιά στη μύτη κι από τότε κανείς δεν ξανατόλμησε να τον ενοχλήσει. Ο Μπελαλκάθαρ, που είχε αρχίσει τα ταξίδια του σε πολύ μικρή ηλικία και γνώριζε τις μακρινές ακτές της Αφρικής και της Ασίας, μάς αφηγήθηκε πως κάποτε τον είχε πιάσει αιχμάλωτο ο Μπαρμπαρόσα, ο τρομερός Τούρκος κουρσάρος, που τον είχε πουλήσει σκλάβο στην Αλγερία, απ' όπου κατάφερε να δραπετεύσει μετά από δύο χρόνια, αφού πέρασε πολλές ταλαιπωρίες. Κρατούσε πάντα παραμάσχαλα ένα χοντρό τετράδιο, τυλιγμένο με μουσαμά, όπου έγραφε τις σκέψεις του με μικρά μικρά γράμματα, σαν μυρμηγκάκια. Περνούσε την ώρα του σκιτσάροντας τους ναύτες καθώς έκαναν τις δουλειές του καραβιού και ιδιαίτερα την ανιψιά μου. Η Κοστάνθα, καθώς ετοιμαζόταν να μπει σε μοναστήρι, ντυνόταν σαν δόκιμη, μ' ένα ράσο από τραχύ ύφασμα που είχε ράψει μόνη της και κάλυπτε το κεφάλι της με μια κουκούλα απ' το ίδιο ύφασμα, που δεν άφηνε να φαίνεται ούτε μια τρίχα, της σκέπαζε το μισό μέτωπο κι έκλεινε κάτω απ' το σαγόνι. Φυσικά, αυτό το φριχτό ρούχο δεν μπορούσε να κρύψει τη γεροδεμένη κορμοστασιά της ούτε τα υπέροχα μάτια της, μαύρα κι αστραφτερά σαν ελιές. Ο Μπελαλκάθαρ την έπεισε στην αρχή να του ποζάρει, ύστερα να βγάλει την κουκούλα και τελικά να λύσει τον κότσο της, που την έκανε να φαίνεται σαν γριά, και ν' αφήσει το θαλασσινό αέρα ν' ανακατέψει τα μαύρα της μαλλιά. Ας λένε ό,τι θέλουν τα διάφορα χαρτιά με τις επίσημες σφραγίδες σχετικά με την καθαρότητα του αίματος της οικογένειάς μας. Εγώ υποπτεύομαι ότι στις φλέβες μας τρέχει άφθονο μαυριτάνικο αίμα. Η Κοστάνθα, χωρίς το ράσο, έμοιαζε με οδαλίσκη από οθωμανική ταπισερί.
   Έφτασε μια μέρα που αρχίσαμε να πεινάμε. Τότε θυμήθηκα τις πίτες μου κι έπεισα το μάγειρα, ένα νέγρο από τη βόρεια Αφρική με πρόσωπο γεμάτο ουλές, να με προμηθεύσει αλεύρι, λίπος και λίγο παστό κρέας, που το 'βαλα να μουλιάσει σε θαλασσινό νερό πριν το μαγειρέψω. Από τα δικά μου αποθέματα έβαλα ελιές, σταφίδες, βραστά αυγά κομμένα κομματάκια, για να φτουρήσουν, και κύμινο, ένα φτηνό μπαχαρικό που δίνει ιδιαίτερη γεύση στο φαΐ. Και τι δεν θα 'δινα για λίγα κρεμμύδια, που στην Πλασένθια τα πετάγαμε, αλλά δεν είχε μείνει ούτε ένα στην αποθήκη του καραβιού. Μαγείρεψα τη γέμιση, έπλασα τη ζύμη κι έφτιαξα τηγανιτές πίτες, καθώς δεν υπήρχε φούρνος. Είχαν τέτοια επιτυχία, που από κείνη την ημέρα και μετά όλοι έβαζαν κάτι από τις προμήθειές τους για να φτιάχνω τη γέμιση. Έφτιαξα πίτες με φακές, αρακά, ψάρι, κοτόπουλο, λουκάνικο, τυρί, χταπόδι και καρχαρία, και κέρδισα την εκτίμηση τόσο του πληρώματος όσο και των επιβατών. Το σεβασμό όλων τον κέρδισα μετά από μια καταιγίδα, όταν καυτηρίασα τις πληγές κι έδεσα τα σπασμένα κόκαλα δύο μελών του πληρώματος, όπως είχα μάθει στο νοσοκομείο των καλογραιών στην Πλασένθια. Αυτό είναι το μόνο περιστατικό που αξίζει ν' αναφέρω, εκτός απ' το ότι καταφέραμε να ξεφύγουμε από Γάλλους πειρατές, που συνήθιζαν να επιτίθενται στα ισπανικά πλοία. Αν μας είχαν φτάσει, όπως μου εξήγησε ο καπετάν Μανουέλ Μαρτίν, θα είχαμε βρει φριχτό τέλος, γιατί ήταν πολύ καλά εξοπλισμένοι. Μόλις μάθαμε τον κίνδυνο που μας απειλούσε, η ανιψιά μου κι εγώ πέσαμε στα γόνατα μπροστά στο αγαλματάκι της Παναγίας θερμοπαρακαλώντας τη να μας γλιτώσει, κι εκείνη έκανε το θαύμα της φέρνοντας μια ομίχλη τόσο πυκνή, που οι Γάλλοι μάς έχασαν απ' τα μάτια τους. Ο Ντανιέλ Μπελαλκάθαρ είπε ότι η ομίχλη ήταν ήδη εκεί πριν αρχίσουμε να προσευχόμαστε· το μόνο που χρειάστηκε να κάνει ο τιμονιέρης μας ήταν να στρίψει κατά κει το τιμόνι.
   Αυτός ο Μπελαλκάθαρ ήταν άνθρωπος με λίγη πίστη, αλλά πολύ διασκεδαστικός. Τα βράδια μάς κρατούσε συντροφιά λέγοντάς μας ιστορίες απ' τα ταξίδια του και για όσα μας περίμεναν στο Νέο Κόσμο. "Δεν υπάρχουν ούτε Κύκλωπες ούτε γίγαντες ούτε άνθρωποι με τέσσερα χέρια και κεφάλι σκύλου, αλλά μπορώ να σας πω με σιγουριά ότι θα συναντήσετε ανθρώπους πρωτόγονους και μοχθηρούς, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Ισπανούς", αστειευόταν. Μας διαβεβαίωσε ότι οι κάτοικοι του Νέου Κόσμου δεν ήταν όλοι άγριοι· οι Αζτέκοι, οι Μάγιας και οι Ίνκας ήταν πολύ πιο εκλεπτυσμένοι από μας, τουλάχιστον πλένονταν και δεν κυκλοφορούσαν γεμάτοι ψείρες.
   "Απληστία, μόνο απληστία", πρόσθεσε. "Την ημέρα που εμείς οι Ισπανοί πατήσαμε το πόδι μας στο Νέο Κόσμο, αυτοί οι πολιτισμοί καταδικάστηκαν σε θάνατο. Στην αρχή μάς δέχτηκαν καλά. Η περιέργειά τους ήταν μεγαλύτερη από τη σωφροσύνη τους. Όταν είδαν ότι αυτοί οι παράξενοι γενειοφόροι που βγήκαν απ' τη θάλασσα είχαν μανία με το χρυσάφι, αυτό το κιτρινωπό κι άχρηστο μέταλλο που σ' εκείνους περίσσευε, τους το χάρισαν απλόχερα. Πολύ σύντομα όμως η αχόρταγη όρεξή μας και η κτηνώδης έπαρση άρχισαν να γίνονται προσβλητικές για κείνους. Και πώς να μην είναι! Οι στρατιώτες μας χρησιμοποιούν τις γυναίκες τους με τους γνωστούς τρόπους, μπαίνουν στα σπίτια τους κι αρπάζουν ό,τι τους γυαλίζει χωρίς να ρωτήσουν, και τον πρώτο που τολμάει να διαμαρτυρηθεί τον ξαποστέλνουν με μια σπαθιά. Διακηρύσσουν πως αυτή η γη, στην οποία έφτασαν πρόσφατα, ανήκει σ' έναν ηγεμόνα που ζει στην άλλη άκρη της θάλασσας και απαιτούν από τους ντόπιους να προσκυνάνε κάτι παλούκια καρφωμένα σταυρωτά".
   "Να μη σας ακούσουν να μιλάτε έτσι, κύριε Μπελαλκάθαρ! Θα σας κατηγορήσουν για προδοσία του αυτοκράτορα και για αιρετικό", του είπα ανήσυχη.
   "Δεν λέω παρά μόνο την αλήθεια. Θα το διαπιστώσετε και μόνη σας, κυρία, πως οι κατακτητές δεν έχουν ίχνος ντροπής: φτάνουν στο Νέο Κόσμο σαν ζητιάνοι, συμπεριφέρονται σαν κλέφτες και τελικά γίνονται αφεντικά".
   Aυτοί οι τρεις μήνες του ταξιδιού μάς φάνηκαν σαν τρία χρόνια, εμένα όμως μου χρησίμευσαν σαν πρόγευση της ελευθερίας. Δεν είχα ούτε οικογένεια -εκτός από την ντροπαλή Κοστάνθα- ούτε γείτονες ούτε παπάδες να με παρακολουθούν· δεν είχα να δώσω λόγο σε κανέναν. Απαλλάχτηκα από τα μαύρα ρούχα της χηρείας κι από τα κουτσομπολιά που μ' έκαναν να νιώθω σαν φυλακισμένη. Ταυτόχρονα, ο Ντανιέλ Μπελαλκάθαρ έπεισε την Κοστάνθα να πετάξει από πάνω της το καλογερίστικο ράσο και να φορέσει δικά μου ρούχα.
   Οι μέρες έμοιαζαν ατέλειωτες κι οι νύχτες ακόμα χειρότερες. Η βρόμα, το στριμωξίδι, το λιγοστό κι άθλιο φαγητό, η κακή διάθεση των αντρών, όλ' αυτά μαζί έφτιαχναν την κόλαση του ταξιδιού, τουλάχιστον όμως γλιτώσαμε από τα θαλάσσια φίδια, που μπορούν να καταπιούν ολόκληρο πλοίο, από τα τέρατα, τους τρίτωνες, τις σειρήνες που τρελαίνουν τους ναυτικούς, από τις ψυχές των πνιγμένων, τα πλοία φαντάσματα και τις φωτιές των καταραμένων ψυχών. Το πλήρωμα μάς είχε προειδοποιήσει να φυλαγόμαστε απ' αυτούς κι από άλλους συνηθισμένους κινδύνους της θάλασσας, αλλά ο Μπελαλκάθαρ μάς διαβεβαίωσε ότι ποτέ δεν είχε δει τίποτα απ' όλ' αυτά. 
   Ένα Σάββατο του Αυγούστου πιάσαμε στεριά. Το νερό του ωκεανού, που μέχρι τότε ήταν μαύρο και βαθύ, ξαφνικά έγινε γαλάζιο και κρυστάλλινο. Το πλοίο μάς οδήγησε σε μια παραλία με δαντελωτή αμμουδιά που την έγλειφε ένα απαλό κυματάκι. Το πλήρωμα προσφέρθηκε να μας κουβαλήσει έξω, αλλά η Κοστάνθα κι εγώ σηκώσαμε τα φουστάνια μας και διασχίσαμε χωρίς βοήθεια το νερό· προτιμούσαμε να δουν τις γάμπες μας παρά να μας κουβαλήσουνε σαν τσουβάλια στους ώμους τους οι άντρες. Δεν μπορούσα με τίποτα να φανταστώ πως η θάλασσα ήταν χλιαρή· από το πλοίο φαινόταν πολύ κρύα.
   Ο οικισμός αποτελούνταν από μερικές καλύβες με στέγη από φοινικόφυλλα· ο μοναδικός δρόμος ήταν σαν βάλτος και εκκλησία δεν υπήρχε· μόνο ένας ξύλινος σταυρός σ' ένα υψωματάκι έδειχνε τον οίκο του Θεού. Οι ελάχιστοι κάτοικοι αυτού του χαμένου στην ερημιά καταυλισμού ήταν ένα κράμα περαστικών ναυτικών, νέγρων και μιγάδων, εκτός από τους Ινδιάνους, που τους έβλεπα πρώτη φορά, κάτι ταλαίπωρους, μισόγυμνους ανθρώπους σε άθλια κατάσταση. Γύρω μας το δάσος ήταν πυκνό, καταπράσινο και ζεστό. Η υγρασία μάς τρυπούσε ακόμα και το μυαλό κι ο ήλιος μάς χτυπούσε αλύπητα από ψηλά. Δεν μπορούσαμε ν' ανεχτούμε τα ρούχα επάνω μας κι αναγκαστήκαμε να βγάλουμε τα κολάρα, τα μακριά μανίκια, τα μισοφόρια και τις κάλτσες.
   Αμέσως διαπίστωσα ότι ο Χουάν ντε Μάλαγα δεν ήταν εκεί. Ο μόνος που τον θυμόταν ήταν ο πατέρας Γρηγόριος, ένας δυστυχής Δομινικανός μοναχός, άρρωστος από μαλάρια, που είχε γεράσει πριν της ώρας του· δεν ήταν ούτε σαράντα χρονών κι έμοιαζε εβδομήντα. Βρισκόταν είκοσι χρόνια στο δάσος, με αποστολή τη διάδοση και την εδραίωση της πίστης του Χριστού, και στις περιπλανήσεις του είχε συναντηθεί κάνα δυο φορές με τον άντρα μου. Με διαβεβαίωσε ότι, όπως και τόσοι άλλοι αλαφροΐσκιωτοι Ισπανοί, ο Χουάν έψαχνε τη μυθική χρυσή πόλη.
   "Ψηλός, όμορφος, φίλος των στοιχημάτων και του κρασιού, συμπαθητικό παιδί", είπε.
   Δεν μπορούσε να είναι άλλος.
   "Το Ελντοράντο είν' ένα παραμύθι που έφτιαξαν οι Ινδιάνοι για να ξεκάνουν τους ξένους, οι οποίοι ακολουθώντας ο ένας τον άλλο καταλήγουν νεκροί", πρόσθεσε ο καλόγερος.
   Ο πατέρας Γρηγόριος παραχώρησε στην Κοστάνθα και σ' εμένα την καλύβα του, όπου μπορέσαμε να ξεκουραστούμε, ενώ οι ναύτες μεθοκοπούσαν μ' ένα δυνατό ποτό από κοκοφοίνικες και τραβολογούσαν τις Ινδιάνες, παρά τη θέλησή τους, στο πυκνό δάσος που περιέβαλλε τον οικισμό. Ο Ντανιέλ Μπελαλκάθαρ, χωρίς να φοβάται τους καρχαρίες που ακολουθούσαν επί μέρες το πλοίο μας, βούτηξε σ' αυτή την πεντακάθαρη θάλασσα και κολύμπησε πολλές ώρες. Όταν έβγαλε το πουκάμισό του, είδαμε πως είχε στην πλάτη πάρα πολλές ουλές από βουρδουλιές, αλλά δεν μας έδωσε εξηγήσεις κι ούτε τόλμησε κανείς να του ζητήσει. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού είχαμε διαπιστώσει ότι αυτός ο άνθρωπος είχε τη μανία να πλένεται, γιατί γνώριζε άλλους λαούς που είχαν αυτή τη συνήθεια. Ήθελε να πείσει την Κοστάνθα να μπει στη θάλασσα μαζί του, έστω και ντυμένη, αλλά εγώ δεν της το επέτρεψα, γιατί είχα υποσχεθεί στους γονείς της ότι θα την πήγαινα πίσω στην πατρίδα σώα και αβλαβή, δεν θα την άφηνα να τη φάνε οι καρχαρίες.
   Όταν έπεσε ο ήλιος, οι Ινδιάνοι άναψαν φωτιές χρησιμοποιώντας ένα ειδικό πράσινο ξύλο για να διώξουν τα κουνούπια που έκαναν επιδρομές στο χωριό. Ο καπνός μάς τύφλωνε και ίσα που μπορούσαμε ν' ανασάνουμε, οτιδήποτε άλλο όμως ήταν χειρότερο, γιατί μόλις απομακρυνόμασταν από τη φωτιά, έπεφτε πάνω μας το διψασμένο για αίμα σμήνος. Για βραδινό φάγαμε κρέας ψητό, από κάποιο ζώο που έμοιαζε με γουρούνι, κι έναν παχύρευστο χυλό που τον έλεγαν μαντιόκα· ήταν περίεργες γεύσεις, όμως μετά από τρεις μήνες με ψάρι και πίτες, το φαγητό μάς φάνηκε πριγκιπικό. Δοκίμασα επίσης για πρώτη φορά ένα αφρώδες ποτό από κακάο, λίγο πικρό, παρά τα μπαχαρικά που του είχαν ρίξει. Σύμφωνα με τον πατέρα Γρηγόριο, οι Αζτέκοι και άλλοι Ινδιάνοι της Αμερικής χρησιμοποιούν τους σπόρους του κακάο όπως χρησιμοποιούμε εμείς τα χρήματα -τόσο πολύτιμοι είναι γι' αυτούς.
   Το βραδάκι πέρασε ευχάριστα με τις περιπέτειες του καλόγερου, ο οποίος είχε μπει πολλές φορές στο δάσος για να σώσει και να προσηλυτίσει ψυχές. Παραδέχτηκε ότι στα νιάτα του είχε κυνηγήσει κι αυτός το τρομακτικό όνειρο του Ελντοράντο. Είχε ταξιδέψει στον ποταμό Ορινόκο, ήρεμο σαν λίμνη σε ορισμένα τμήματά του, άγριο και θυμωμένο σε άλλα. Μας μίλησε για τεράστιους καταρράχτες, που είναι σαν να γεννιούνται ψηλά στα σύννεφα κι ύστερα πέφτουν και διαλύονται μέσα σ' ένα όργιο από αφρούς, για πράσινες στοές μες στο δάσος, για το αιώνιο μισοσκόταδο μιας βλάστησης που δεν την αγγίζει ποτέ το φως της μέρας. Μας είπε για σαρκοβόρα λουλούδια που μύριζαν σαπίλα και γι' άλλα, λεπτεπίλεπτα και μυρωδάτα, αλλά δηλητηριώδη· μας μίλησε επίσης για πουλιά με πολύχρωμο φτέρωμα και για πληθυσμούς ολόκληρους από πιθήκους με ανθρώπινο πρόσωπο που κρυφοκοίταζαν τους εισβολείς απ' το πυκνό φύλλωμα των δέντρων τους.
   "Για μας, που ερχόμαστε από την Εξτρεμαδούρα, ήσυχη και κατάξερη, όλο πέτρα και σκόνη, ήταν αδύνατο να φανταστούμε τέτοιο παράδεισο", σχολίασα.
   "Είναι παράδεισος μόνο φαινομενικά, δόνια Ινές. Σ' αυτό το ζεστό, βαλτώδη κι αδηφάγο κόσμο, με τα χιλιάδες ερπετά και δηλητηριώδη έντομα, όλα σαπίζουν αμέσως, κι ιδιαίτερα η ψυχή. Το δάσος μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε κτήνη και δολοφόνους".
   "Όσοι μπαίνουν σ' αυτό το χώρο μόνο από απληστία, είναι ήδη διεφθαρμένοι, άγιε πατέρα. Το δάσος απλώς βγάζει προς τα έξω την πραγματική φύση των ανθρώπων", απάντησε ο Ντανιέλ Μπελαλκάθαρ, ενώ ταυτόχρονα έγραφε πυρετωδώς τα λόγια του ιερωμένου στο τετράδιό του, καθώς είχε σκοπό να ταξιδέψει κι αυτός στον Ορινόκο.

   Αυτή την πρώτη νύχτα στη στεριά, ο καπετάν Μανουέλ Μαρτίν και μερικοί από τους ναύτες γύρισαν να κοιμηθούν στο πλοίο για να προσέχουν το φορτίο· έτσι είπαν, εγώ όμως νομίζω ότι στην πραγματικότητα φοβόντουσαν τα ερπετά και τα έντομα του δάσους. Οι υπόλοιποι, μπουχτισμένοι από την κλεισούρα στις μικροσκοπικές καμπίνες, προτιμήσαμε να βολευτούμε στο χωριό. Η Κοστάνθα, πεθαμένη από την κούραση, κοιμήθηκε στη στιγμή σε μια αιώρα που μας έδωσαν, προστατευμένη από μια βρόμικη κουνουπιέρα, όμως εγώ βασανίστηκα αρκετές ώρες απ' την αϋπνία. Η νύχτα εκεί ήταν πολύ σκοτεινή, γεμάτη μυστηριώδη όντα, γεμάτη θορύβους και σουρσίματα, γεμάτη αρώματα, τρομακτική. Μου φαινόταν πως είχα γύρω μου όλ' αυτά τα πλάσματα που είχε αναφέρει ο πατέρας Γρηγόριος· τεράστια έντομα, οχιές που σκότωναν από μακριά, άγνωστα άγρια θηρία. Βέβαια, περισσότερο απ' αυτούς τους φυσικούς κινδύνους με ανησυχούσε η μοχθηρία των μεθυσμένων αντρών. Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι.
   Πέρασαν δυο - τρεις ατέλειωτες ώρες κι όταν τελικά είχε αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος, άκουσα κάποιον ή κάτι να κυκλοφορεί μες στην καλύβα. Στην αρχή υποψιάστηκα ότι θα ήταν κάποιο ζώο, ύστερα όμως θυμήθηκα ότι ο Σεμπαστιάν Ρομέρο είχε μείνει στη στεριά και σκέφτηκα ότι, μακριά από την επίβλεψη του καπετάν Μανουέλ Μαρτίν, ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να είναι πολύ επικίνδυνος. Δεν έκανα λάθος. Αν με είχε βρει κοιμισμένη, ο Ρομέρο μπορεί να είχε πετύχει το σκοπό του, δυστυχώς όμως για κείνον, τον περίμενα μ' ένα μαυριτάνικο στιλέτο στο χέρι, μικρό κι ακονισμένο σαν ξυράφι, που το είχα αγοράσει στο Κάδιθ. Το μοναδικό φως στο εσωτερικό της καλύβας ερχόταν από τη μισοσβησμένη φωτιά όπου είχαν ψήσει το κρέας. Ένα άνοιγμα χωρίς πόρτα μάς χώριζε από τον έξω χώρο και τα μάτια μου είχαν συνηθίσει στο μισοσκόταδο. Ο Ρομέρο μπήκε πατώντας στις μύτες των ποδιών, βαριανασαίνοντας σαν σκυλί, και πλησίασε στην αιώρα όπου θα 'πρεπε να βρίσκομαι μαζί με την Κοστάνθα. Άπλωσε το χέρι του για να παραμερίσει την κουνουπιέρα, αλλά κοκάλωσε μόλις ένιωσε τη μύτη του στιλέτου μου στο λαιμό, πίσω από τ' αυτί.
   "Δεν παίρνεις από λόγια, κοπρίτη", του είπα χωρίς να υψώσω τη φωνή για να μη δημιουργηθεί σκάνδαλο.
   "Ο διάολος να σε πάρει, πουτάνα του κερατά! Τρεις ολόκληρους μήνες παίζεις μαζί μου και τώρα μάς παριστάνεις ότι δεν θέλεις αυτό που θέλω κι εγώ", μουρμούρισε φουρκισμένος.
   Η Κοστάνθα ξύπνησε τρομαγμένη και οι φωνές της ξεσήκωσαν τον πατέρα Γρηγόριο, τον Ντανιέλ Μπελαλκάθαρ και τους άλλους που κοιμόντουσαν δίπλα. Κάποιος άναψε έναν πυρσό κι όλοι μαζί έβγαλαν με τις κλοτσιές το κτήνος απ' την καλύβα. Ο πατέρας Γρηγόριος διέταξε να τον δέσουν σ' ένα δέντρο μέχρι να του περάσει η τρέλα του αλκοόλ, κι εκεί, δεμένος, συνέχισε γι' αρκετή ώρα να εκτοξεύει απειλές και κατάρες, ώσπου τελικά, γύρω στην αυγή, νικήθηκε απ' την κούραση και καταφέραμε να κοιμηθούμε κι εμείς οι υπόλοιποι.
   Μερικές μέρες αργότερα, το πλοίο του καπετάν Μανουέλ Μαρτίν, αφού φόρτωσε καθαρό νερό, τροπικά φρούτα και παστό κρέας, μας πήγε στο λιμάνι της Καρθαγένης, πολύ σπουδαίο ήδη από τότε, γιατί από κει ξεκινούσαν για την Ισπανία οι θησαυροί του Νέου Κόσμου. Τα νερά της Καραϊβικής ήταν γαλάζια και καθαρά σαν τις λιμνούλες στα παλάτια των Μαυριτανών. Ο αέρας είχε ένα μεθυστικό άρωμα λουλουδιών, φρούτων και ιδρώτα. Τα τείχη της Καρθαγένης, χτισμένα με πέτρες αρμολογημένες μ' ένα κράμα από ασβέστη και αίμα ταύρου, έλαμπαν κάτω από έναν ανελέητο ήλιο. Εκατοντάδες ιθαγενείς, γυμνοί κι αλυσοδεμένοι, κουβαλούσαν τεράστιες πέτρες, ενώ τους επέβλεπαν επιστάτες με μαστίγια. Αυτό το τείχος κι ένα φρούριο προστάτευαν τον ισπανικό στόλο από τους πειρατές και άλλους εχθρούς της αυτοκρατορίας. Στη θάλασσα λικνίζονταν αρκετά πλοία αγκυροβολημένα μέσα στον κόλπο, άλλα πολεμικά κι άλλα εμπορικά, ανάμεσά τους κι ένα δουλεμπορικό που μετέφερε το φορτίο του από την Αφρική για να το πουλήσει στο σκλαβοπάζαρο των νέγρων. Ξεχώριζε από τ' άλλα από την οσμή της ανθρώπινης αθλιότητας και κακίας που ανάδιδε. Σε σύγκριση με οποιαδήποτε από τις παλιές πόλεις της Ισπανίας, η Καρθαγένη ήταν στην ουσία ένα χωριό, είχε όμως εκκλησία, καλοσχεδιασμένους δρόμους, ασβεστωμένα σπίτια, στέρεα διοικητικά κτίρια, μαγαζιά με διάφορα προϊόντα, αγορά και ταβέρνες. Το φρούριο, που κατασκευαζόταν ακόμα, δέσποζε ψηλά σ' ένα λόφο, με τα κανόνια του τοποθετημένα και στραμμένα προς τον κόλπο. Οι κάτοικοι ήταν διαφόρων ειδών και οι γυναίκες, με χαμηλά ντεκολτέ και τολμηρή συμπεριφορά, μου φάνηκαν όμορφες, ιδιαίτερα οι μιγάδες. Αποφάσισα να μείνω για ένα διάστημα, γιατί διαπίστωσα ότι ο άντρας μου είχε περάσει από κει πριν από έναν περίπου χρόνο. Σ' ένα κατάστημα είχαν ακόμη μια αγκαλιά ρούχα που είχε αφήσει ενέχυρο ο Χουάν, με την υπόσχεση ότι γυρίζοντας θα πλήρωνε τα χρήματα που χρωστούσε.
   Στο μοναδικό πανδοχείο της Καρθαγένης δεν δέχονταν ασυνόδευτες γυναίκες, γι' αυτό και ο καπετάν Μανουέλ Μαρτίν, που ήξερε πολύ κόσμο, νοίκιασε για χάρη μας ένα σπίτι. Ήταν ένα δωμάτιο όλο κι όλο, αρκετά μεγάλο αλλά σχεδόν άδειο, με μια πόρτα στο δρόμο κι ένα στενό παράθυρο και μοναδικά έπιπλα ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι κι έναν πάγκο, όπου η ανιψιά μου κι εγώ βολέψαμε τα υπάρχοντά μας. Αμέσως άρχισα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου σαν μοδίστρα και να ψάχνω να βρω κάποιο δημόσιο φούρνο για να μπορέσω να φτιάξω πίτες, γιατί οι οικονομίες μου είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι υπολόγιζα.
   Μόλις εγκατασταθήκαμε, μας έκανε ποδαρικό ο Ντανιέλ Μπελαλκάθαρ. Το δωμάτιο ήταν ακόμη ακατάστατο, με διάφορα μπαούλα εδώ κι εκεί, οπότε αναγκάστηκε να καθίσει στο κρεβάτι κρατώντας το καπέλο του στο χέρι. Το μόνο που είχαμε να του προσφέρουμε ήταν νερό κι εκείνος ήπιε δυο ποτήρια απανωτά· ίδρωνε και ξεΐδρωνε. Περάσαμε αρκετή ώρα αμίλητοι, ο επισκέπτης είχε καρφώσει τα μάτια του κάτω στο χωμάτινο δάπεδο σαν να το μελετούσε με προσοχή κι εμείς περιμέναμε, το ίδιο αμήχανες μ' εκείνον.
   "Δόνια Ινές, έρχομαι να ζητήσω, με το μεγαλύτερο σεβασμό, το χέρι της ανιψιάς σας", μας ξεφούρνισε στο τέλος.
   Μου κόπηκε η φωνή από την έκπληξη. Δεν είχα προσέξει ανάμεσά τους κάτι που να δείχνει ειδύλλιο και για μια στιγμή σκέφτηκα ότι μπορεί η ζέστη να είχε βαρέσει τον Μπελαλκάθαρ κατακούτελα, όμως η έκφραση της Κοστάνθας, που έδειχνε καταγοητευμένη, με ανάγκασε ν' αναθεωρήσω τις απόψεις μου.
   "Μα το κορίτσι είναι μόλις δεκαπέντε χρονών!" φώναξα τρομαγμένη. 
   "Εδώ τα κορίτσια παντρεύονται σε μικρή ηλικία, σενιόρα".
   "Η Κοστάνθα δεν έχει προίκα".
   "Αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Ποτέ δεν ενέκρινα αυτό το έθιμο, και ακόμα κι αν η Κοστάνθα είχε βασιλική προίκα, εγώ δεν θα τη δεχόμουν".
   "Η ανιψιά μου θέλει να γίνει καλόγρια".
   "Ήθελε, σενιόρα, όμως τώρα δεν θέλει πια", μουρμούρισε ο Μπελαλκάθαρ κι εκείνη το επιβεβαίωσε ορθά κοφτά.
   Προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι εγώ δεν είχα κανένα δικαίωμα να δώσω την ανιψιά μου σε γάμο, πόσο μάλλον σε κάποιον άγνωστο τυχοδιώκτη, έναν άνθρωπο χωρίς μόνιμο τόπο διαμονής, που περνούσε τη ζωή του σημειώνοντας χαζομάρες σ' ένα τετράδιο και μάλιστα είχε τα διπλά της χρόνια. Πώς σκόπευε να τη συντηρήσει; Μήπως πίστευε, ο αφελής, ότι εκείνη θα τον ακολουθούσε στον Ορινόκο για να ζωγραφίζουν μαζί κανίβαλους; Η Κοστάνθα με διέκοψε για να μου ανακοινώσει, κατακόκκινη από ντροπή, ότι τώρα πια ήταν πολύ αργά για να εναντιωθώ, γιατί στην πραγματικότητα ήταν ήδη παντρεμένοι μπροστά στον Θεό, αν και όχι σύμφωνα με το νόμο των ανθρώπων. Τότε λοιπόν έμαθα ότι, ενώ εγώ τις νύχτες έφτιαχνα πίτες στην κουζίνα του πλοίου, αυτοί οι δυο έβγαζαν τα μάτια τους στην καμπίνα του Μπελαλκάθαρ. Σήκωσα το χέρι μου για να χαστουκίσω την Κοστάνθα, όπως της άξιζε, όμως εκείνος μου 'πιασε το μπράτσο. Την άλλη μέρα παντρεύτηκαν στην εκκλησία της Καρθαγένης, με κουμπάρους τον καπετάν Μανουέλ Μαρτίν κι εμένα. Εγκαταστάθηκαν στο πανδοχείο κι άρχισαν να ετοιμάζονται για το ταξίδι στη ζούγκλα, όπως ακριβώς φοβόμουν.

   Την πρώτη νύχτα που πέρασα μόνη στο δωμάτιο που είχα νοικιάσει έγινε κάτι θλιβερό, που, αν ήμουν λιγάκι πιο προσεκτική, θα μπορούσα ίσως να το είχα αποφύγει. Αν και δεν μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου αυτή την πολυτέλεια, γιατί τα κεριά ήταν πολύ ακριβά, κρατούσα ένα αναμμένο το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας γιατί φοβόμουν τις κατσαρίδες που βγαίνουν στο σκοτάδι. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, φορώντας μια πολύ ελαφριά πουκαμίσα, υπέφερα από την αποπνικτική ζέστη, δεν μπορούσα να κοιμηθώ και σκεφτόμουν την ανιψιά μου, όταν με ξάφνιασε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Υπήρχε μια ξύλινη αμπάρα που έμπαινε από μέσα, αλλά είχα ξεχάσει να τη βάλω. Με μια δεύτερη κλοτσιά έσπασε η κλειδαριά κι είδα να διαγράφεται στο άνοιγμα της πόρτας η σιλουέτα του Σεμπαστιάν Ρομέρο. Προσπάθησα να σηκωθώ, αλλά μου 'δωσε μια σπρωξιά και με ξανάριξε στο κρεβάτι κι ύστερα έπεσε πάνω μου ξεστομίζοντας ακατονόμαστες βρισιές. Άρχισα ν' αντιστέκομαι  με γροθιές και κλοτσιές, όμως εκείνος μου 'ριξε ένα τόσο δυνατό χαστούκι, που ζαλίστηκα, μου κόπηκε η ανάσα κι έχασα για μια στιγμή το φως μου. Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου, εκείνος με είχε ακινητοποιήσει κι ήταν καβάλα πάνω μου, πιέζοντάς με με το βάρος του, γεμίζοντάς με με σάλια και ξεστομίζοντας χυδαιότητες. Ένιωσα το απαίσιο χνότο του, τα δυνατά του δάχτυλα μπηγμένα στη σάρκα μου, τα πόδια του να προσπαθούν ν' ανοίξουν τα δικά μου, τη σκληρότητα του οργάνου του πάνω στην κοιλιά μου. Ο πόνος απ' το χτύπημα κι ο πανικός μού σκότισαν το μυαλό. Ούρλιαξα, αλλά μου 'κλεισε το στόμα με το ένα χέρι, κόβοντάς μου την ανάσα, ενώ με το άλλο πάλευε να βγάλει την πουκαμίσα μου και το παντελόνι του, καθόλου εύκολη δουλειά, γιατί είμαι δυνατή και στριφογύριζα σαν φίδι. Για να με κάνει να σωπάσω, μου 'ριξε μια τρομερή μπουνιά στο πρόσωπο κι ύστερα προσπάθησε και με τα δυο του χέρια να μου σκίσει το ρούχο. Τότε κατάλαβα ότι δεν θ' απελευθερωνόμουν απ' τα χέρια του με τη δύναμη. Για μια στιγμή σκέφτηκα να υποταχτώ, με την ελπίδα πως η ταπείνωσή μου θα ήταν σύντομη, αλλά με τύφλωνε η οργή κι επιπλέον δεν ήμουν σίγουρη ότι μετά θα μ' άφηνε ήσυχη· θα μπορούσε να με σκοτώσει μόνο και μόνο για να μην αποκαλύψω την πράξη του. Το στόμα μου ήταν γεμάτο αίματα, αλλά κατάφερα να του ζητήσω να μη με κακομεταχειριστεί, καθώς μπορούσαμε να το απολαύσουμε κι οι δυο, δεν χρειαζόταν βία, ήμουν διατεθειμένη να κάνω ό,τι ήθελε. Δεν θυμάμαι ακριβώς τις λεπτομέρειες απ' όσα έγιναν εκείνη τη νύχτα, νομίζω πως του χάιδεψα το κεφάλι ψιθυρίζοντάς του στο αυτί κάτι προστυχιές που είχα μάθει από τον Χουάν ντε Μάλαγα στο κρεβάτι κι αυτό φάνηκε να καλμάρει κάπως τη βίαιη διάθεσή του, γιατί μ' άφησε ελεύθερη  και σηκώθηκε για να βγάλει το παντελόνι του, που του είχε κατέβει στους αστραγάλους. Ψαχουλεύοντας κάτω απ' το μαξιλάρι, βρήκα το στιλέτο που φρόντιζα να έχω πάντα κοντά μου, το 'σφιξα γερά με το δεξί μου χέρι και το κράτησα κρυμμένο δίπλα στο σώμα μου. Όταν ο Ρομέρο έπεσε ξανά πάνω μου, τον άφησα να βολευτεί, σήκωσα τα πόδια μου και τα έσφιξα γύρω απ' τη μέση του και τον αγκάλιασα απ' το λαιμό με το αριστερό μου μπράτσο. Εκείνος έβγαλ' ένα μουγκρητό ικανοποίησης, νομίζοντας πως αποφάσισα επιτέλους να συνεργαστώ κι ετοιμάστηκε να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημά του. Στο μεταξύ εγώ τον είχα ακινητοποιήσει, σταυρώνοντας σφιχτά τα πόδια μου λίγο πιο πάνω από τη μέση του. Σήκωσα το στιλέτο, το κράτησα και με τα δυο χέρια, υπολογίζοντας το κατάλληλο σημείο για να του προξενήσω τη μεγαλύτερη ζημιά, και το πίεσα μ' όλη μου τη δύναμη σ' αυτό το θανάσιμο αγκάλιασμα, βυθίζοντάς το μέχρι τη λαβή. Δεν είν' εύκολο να μπήξει κανείς ένα μαχαίρι στη δυνατή πλάτη ενός άντρα σ' αυτή τη στάση, αλλά με βοήθησε ο τρόμος. Ήταν θέμα ζωής και θανάτου, ή εγώ ή αυτός. Φοβήθηκα πως είχα κάνει λάθος, γιατί για μια στιγμή ο Σεμπαστιάν Ρομέρο δεν αντέδρασε, σαν να μην είχε νιώσει καθόλου το τρύπημα, αλλ' αμέσως μετά έβγαλε μια γοερή κραυγή και κύλησε από πάνω μου στο πάτωμα, ανάμεσα στα μπαούλα. Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, αλλά έμεινε στα γόνατα, με μια έκφραση έκπληξης στο πρόσωπο, που σύντομα μετατράπηκε σε φρίκη. Σήκωσε τα χέρια του πίσω, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να βγάλει απ' την πλάτη του το στιλέτο. Όσα είχα μάθει για το ανθρώπινο σώμα γιατρεύοντας τους τραυματίες στο νοσοκομείο των καλογραιών δεν είχαν πάει χαμένα, γιατί η μαχαιριά ήταν θανατηφόρα. Εκείνος συνέχισε ν' αγωνίζεται, ενώ εγώ, καθισμένη στο κρεβάτι, τον παρατηρούσα το ίδιο τρομοκρατημένη μ' εκείνον, αλλά έτοιμη να πέσω πάνω του αν φώναζε και να του κλείσω το στόμα όπως μπορούσα. Δεν φώναξε, έβγαλε μόνο ένα παράξενο γουργουρητό απ' τα χείλη του μαζί με κόκκινους αφρούς. Μετά από λίγη ώρα, που εμένα μου φάνηκε αιώνας, άρχισε να σφαδάζει σαν δαιμονισμένος, ξέρασε αίμα κι ύστερα έμεινε ακίνητος. Περίμενα αρκετή ώρα, μέχρι να καλμάρουν τα νεύρα μου και ν' αρχίσω να σκέφτομαι λογικά· ύστερα σιγουρεύτηκα πως δεν επρόκειτο να ξανακουνηθεί. Στο αμυδρό φως του μοναδικού κεριού μπόρεσα να δω ότι το αίμα είχε απορροφηθεί απ' το χώμα του δαπέδου.
   Πέρασα την υπόλοιπη νύχτα πλάι στο άψυχο κορμί του Σεμπαστιάν Ρομέρο· στην αρχή προσευχόμουν στην Παναγία για να μου συγχωρέσει αυτό το βαρύ κρίμα κι ύστερα άρχισα να σκέφτομαι πώς θα μπορούσα ν' αποφύγω τις συνέπειες. Δεν ήξερα τους νόμους αυτής της πόλης, αν ήταν όμως σαν εκείνους της Πλασένθιας, θα κατέληγα σε κάποιο μπουντρούμι μέχρι να μπορέσω ν' αποδείξω πως είχα ενεργήσει αμυνόμενη, κάτι σχεδόν αδύνατο, καθώς οι υποψίες των δικαστών έπεφταν πάντα πάνω στη γυναίκα. Δεν είχα καμιά αυταπάτη: τις διαστροφές και τις αμαρτίες των αντρών τις πληρώνουμε εμείς. Τι θα υπέθετε ο δικαστής για μια νέα και μόνη γυναίκα; Θα 'λεγαν πως αποπλάνησα τον αθώο ναυτικό κι ύστερα τον σκότωσα για να τον ληστέψω. Την αυγή σκέπασα το πτώμα με μια κουβέρτα και πήγα στο λιμάνι, όπου ήταν αγκυροβολημένο το καράβι του Μανουέλ Μαρτίν. Ο καπετάνιος άκουσε την ιστορία μου μέχρι το τέλος, χωρίς να με διακόψει, μασώντας ταμπάκο και ξύνοντας το κεφάλι του. 
   "Νομίζω πως αυτό το φορτίο είναι δικό μου, δόνια Ινές", είπε όταν σταμάτησα εγώ να μιλάω. 
   Ήρθε στο ταπεινό δωμάτιό μου μ' ένα έμπιστο μέλος του πληρώματός του και οι δυο τους κουβάλησαν τον Ρομέρο τυλιγμένο σ' ένα κομμάτι καραβόπανο. Ποτέ δεν έμαθα τι τον έκαναν, φαντάζομαι ότι θα τον πέταξαν στη θάλασσα δεμένο με καμιά πέτρα, όπου θ' ανέλαβαν τα ψάρια να τελειώσουν αυτή την ιστορία. Ο Μανουέλ Μαρτίν με συμβούλεψε να φύγω αμέσως από την Καρθαγένη, γιατί ένα τέτοιο μυστικό δεν μπορούσε να μείνει για πάντα κρυφό, κι έτσι μετά από λίγες μέρες αποχαιρέτησα την ανιψιά μου και τον άντρα της κι έφυγα, με δυο ακόμα ταξιδιώτες, για την πόλη του Παναμά. Μερικοί Ινδιάνοι κουβαλούσαν τις αποσκευές μας και μας βοήθησαν να περάσουμε βουνά, δάση και ποτάμια.
   Ο ισθμός του Παναμά είναι μια στενή λωρίδα γης που χωρίζει το δικό μας ωκεανό, τον ευρωπαϊκό, από τη Θάλασσα του Νότου, που τη λένε και Ειρηνικό ωκεανό. Έχει πλάτος λιγότερο από είκοσι λεύγες, αλλά τα βουνά είναι απότομα, το δάσος πολύ πυκνό, τα νερά ανθυγιεινά, τα έλη βρομερά κι ο αέρας μολυσμένος από πυρετό και πανούκλα. Υπάρχουν εχθρικοί Ινδιάνοι, σαύρες και ποταμίσια και στεριανά φίδια, αλλά το τοπίο είναι υπέροχο και τα πουλιά θεσπέσια. Στη διαδρομή μάς συνόδευαν με τα τσιριχτά τους οι πίθηκοι, ζώα περίεργα και τολμηρά, που πηδούσαν πάνω μας για να μας βουτήξουν τις προμήθειες. Η ζούγκλα ήταν ένα πράσινο βαθύ, σκοτεινό, απειλητικό. Οι συνοδοιπόροι μου είχαν τα όπλα στα χέρια και δεν έχαναν στιγμή απ' τα μάτια τους Ινδιάνους, που θα μπορούσαν να μας προδώσουν αν χαλάρωνε λίγο η προσοχή μας, όπως μας είχε πει ο πατέρας Γρηγόριος, ο οποίος μας είχε επίσης συμβουλέψει να προσέχουμε τους αλιγάτορες, που αρπάζουν το θύμα τους και το σέρνουν στα βάθη των ποταμών, τα κόκκινα μυρμήγκια, που φτάνουν κατά εκατομμύρια και εισχωρούν από κάθε άνοιγμα του σώματος τρώγοντάς το σε ελάχιστα λεπτά από μέσα, και τους βατράχους, που σε τυφλώνουν με το σάλιο τους. Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι τίποτα απ' όλ' αυτά, γιατί αλλιώς θα είχα παραλύσει απ' το φόβο. Όπως έλεγε ο Ντανιέλ Μπελαλκάθαρ, δεν αξίζει τον κόπο να υποφέρει κανείς προκαταβολικά για όσα κακά μπορεί να τον βρουν. Κάναμε το πρώτο μέρος της διαδρομής μ' ένα πλοιάριο που το κινούσαν οχτώ ιθαγενείς κωπηλάτες. Χάρηκα που δεν ήταν μαζί η ανιψιά μου, γιατί οι κωπηλάτες ήταν γυμνοί κι η αλήθεια είναι ότι, παρά το υπέροχο τοπίο, τα μάτια μου πήγαιναν συνεχώς σ' αυτό που δεν έπρεπε να βλέπουν. Το τελευταίο μέρος της διαδρομής μας έγινε με μουλάρια. Ψηλά απ' τον τελευταίο λόφο διακρίναμε για πρώτη φορά το ανοιχτό πράσινο της θάλασσας και τη σιλουέτα της πόλης του Παναμά, που φαινόταν αχνά πίσω από την πυκνή ομίχλη.

Αλιέντε Ιζαμπέλ, Ινές, ψυχή μου, (μετφ. Λεωνίδας Καρατζάς), εκδ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ, Αθήνα 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια: