Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 6 Μαρτίου 2018

[ ΤΟ ΘΥΜΑ ]


   Ήτανε Μάρτης. Το μεσημέρι είχε περάσει από δύο ώρες κι ο ήλιος έφεγγε λαμπρός και καυτερός ακόμη μέσα στον καθαρό γαλάζιο ουρανό, όπου κάποια σύννεφα άσπρα και σταχτιά ανάλαφρα εταξίδευαν. Όλοι οι χωριάτες ήταν στον κάμπο· εδούλευαν παντού τα χωράφια: έσκαφταν την γη, ξερίζωναν το πράσινο χόρτο, έσπερναν την οψιμιά και, κείνη την ώρα μάλιστα, η εργασία ήταν σ' όλην την άναψή της, σα να βιαζότουν καθένας εκείνο το απομεσήμερο ή να τελειώσει το έργο του ή ν' αφήσει λιγότερη δουλειά για την ημέρα που θα ξημέρωνε.
   Κι ο Γιώργης Αράθυμος επιστατούσε τ' όργωμα του χωραφιού του. Είχε δουλέψει κι ο ίδιος όλη μέρα κι εκαθότουν τώρα δίπλα στη μικρή πόρτα του αχυρένιου καλυβιού του, απάνου σ' ένα χονδρό μακρύ ξύλο, στον ίσκιο πώρριχνε το ίδιο το καλύβι. Ήταν ένας άντρας σαραντάρης, μέτριος στο ανάστημα και λιγνός, με γαλάζια μάτια, με ξανθά μακριά μουστάκια που του 'πεφταν ως το λαιμό, με αξύριστα γένεια. Εφορούσε μίαν ψάθα στο κεφάλι, είχε ριχτή τη ζακέτα του πάνου στις πλάτες, ήταν ξυπόλυτος κι εκάπνιζε ένα χοντρό τσιγάρο. Ένας άσκημος σκύλος μαύρος κι άσπρος ήταν κουλουριασμένος στα πόδια του.
   Μπροστά του απλωνότουν το μεγάλο χωράφι του, τριών μουτζουριών γη, ίσιο όλο, ημερωμένο, με καρποφόρα τριγύρω, και με μία μεγάλη συκιά σιμά στο καλύβι· κι ο Αράθυμος, όλο καπνίζοντας το χοντρό του τσιγάρο, εκαμάρωνε τη γη του, κι ελογάριαζε με το νου του τα γεννήματα που θα συνέμπαζε από το σπόρο.
   "Τουρκόγιαννε", εφώναξε μ' ένα χαμόγελο, "οι δούλοι δεν σώνονται ποτέ· ο άνθρωπος σώνεται... Και τα ζα του!... Μην τα βιάζεις".
   "Θα σκολάσουμε σε λίγο", του απήντησε μια δυνατή φωνή από το χωράφι. "Αάχ, Περδίκη, αάχ!"
   Ήταν η φωνή του Τουρκόγιαννου που ελάτρευε και που με το παράξενο φωνατό του έβιαζε τα ζώα ν' ανασύρουν το βαρύ το σβώλο. Και τα δύο θεόρατα ζωντανά, κόκκινο το ένα, μαύρο γυαλιστερό το άλλο, έσκυφταν κάτου από τον βαρύ ζυγό το κεφάλι τους ως τη γη, είχαν ακουμπήσει το ένα απάνου στ' άλλο, και μια στιγμή έμεναν τώρα σταματημένα, ρίχνοντας με δύναμη όλο το βάρος του μεγάλου κορμιού τους στα εμπρός, στέκοντας ορθά στα τρία πόδια κι έτοιμα με το τέταρτο να προχωρήσουν, όταν ο σβώλος θα ξεκολλούσε· και τα μούσκουλά τους, που 'χαν φουσκώσει, έδειχναν πως εκείνην τη στιγμή έβαζαν όλα τα δυνατά τους· και καθαυτό τη στιγμή που ο Τουρκόγιαννος είχε φωνάξει έκαμαν μια τελευταία προσπάθεια, εμούτρισαν έξαφνα προς τα εμπρός, έκαμαν δύο τρία βιαστικά πηδήματα σαν να 'θελαν να πέσουν, συρμένα από την ίδια τους τη δύναμη, ενώ το γυννί οπίσω τους αναπέταζε μέσα από τα βάθη της γης ένα χοντρό, γυαλιστερό, μαύρο σβώλο, γεμάτον άσπρες ρίζες άγριου χόρτου, κι εστάθηκαν τέλος· το γυννί έλαμψε· και σε μια στιγμή τα ζώα αντιστηλωθήκαν πάλι για μια καινούργια προσπάθεια.
   Πίσω τους ο Τουρκόγιαννος, σκευρωμένος προς τη δεξιά μεριά, κρατούσε με τα δυο του χέρια τη χερολάβα και με τα δάκτυλά του τα δύο σκοινιά που ερχόνταν από τα κέρατα των βοδιών, ένα σε κάθε χέρι, κρατώντας με το ζερβί και τη βουκέντρα, ένα μακρύ ραβδί μ' ένα καρφί στην κορφή του. Και πότε επλάκωνε με δύναμη τη χερολάβα, πότε την ανασήκωνε με τα δυο χέρια, πότε την άφηνε για να οδηγήσει ή να κεντήσει τα ζώα, και με τη φωνή τα επαινούσε, τα παρακινούσε στο βαρύ τους έργο, τους φώναζε τα ονόματά τους: Περδίκη έλεγαν το 'να, γιατί ήταν κόκκινο, Παρασκευά τ' άλλο, γιατί είχε γεννηθεί μέρα Παρασκευή.
   Ήταν κι ο Τουρκόγιαννος σαραντάρης. Μαυριδερός, λιγνός κι εκείνος, όχι ψηλός, με μάτια μικρά μαύρα σαν αποκοιμημένα λιγάκι, με μικρό μουστάκι κι αριά γένεια, με μακριά μαλλιά,  που του κατέβαιναν σαν φυτίλια στον τράχηλο· και το μακρουλό του πρόσωπο μολογούσε τη γαλήνη της ψυχής του και της καρδιάς του την καλοσύνη. Εφορούσε μόνο ένα πουκάμισο ανοιχτό τόσο που άφηνε να φαίνεται όλο το τριχερό του στήθος, κι ένα παλιό πολυμπαλωμένο βρακί, ανασκουμπωμένο ως τα γόνατα, είχε κι αυτός ψάθα στο κεφάλι και τα πόδια του ήταν γυμνά.
   "Γεια σου, Παρασκευά, νταή μου!" εφώναξε. "Αάχ!" ενώ επλάκωνε τη χερολάβα κι εβυθιζότουν έτσι το γυννί μέσα στη γη. Και τα ζώα ξαναρχίζοντας την προσπάθειά τους, ανασάλεψαν έναν άλλο σβώλο, που ήταν πανέτοιμος τώρα ν' αναπεταχτεί. Εκοίταξε πίσω του. Ένα παιδί οχτώ χρόνων τον ακολουθούσε για να ρίχνει σπειρί, σπειρί, το αραποσίτι, στ' αυλάκι που έσκαφτε τ' άροτρο, κι εκείνην τη στιγμή το παιδί είχε αφαιρεθεί κι είχε σταματήσει, κοιτάζοντας κάποιο πουλί που 'χε πετάξει σιμά του. Κι ο Τουρκόγιαννος του 'πε: "Προβάτει, Θανασούλη· μην ξελωλαίνεις!" Κι εφώναξε με κάποια ανησυχία, κοιτάζοντας πλιο πίσω έναν άντρα και μία γυναίκα, που με τες αξίνες τους βιαστικά εχτυπούσαν, έσπαγαν κι έτριβαν τους σβώλους και σκύφτοντας ξεδιάλεγαν τες ρίζες: "Μην ξεμένετε τόσο πίσω! Και σιοβολάτε καλά το χωράφι για να χωματίσει· τα σβωλάρια πνίγουν το φυτό!"
   Η γυναίκα ήταν η νοικοκυρά του Γιώργη Αράθυμου κι ο άντρας ο γείτονάς τους, Πέτρος Πέππονας τ' όνομά του. Είχε έρθει σήμερα να δουλέψει δανεικά στο χωράφι τους, γιατί στο δικό του του 'χαν στείλει τον Τουρκόγιαννο να τόνε βοηθήσει μια ολάκερη μέρα. Η γυναίκα ήταν όμορφη. Τα μαύρα της μάτια έλαμπαν από μακριά μέσα στο μικρό πρόσωπό της. Ήταν κεφαλοδεμένη μ' ένα κόκκινο πανί πάνου από την άσπρη μπόλια της. Δεν ήταν ψηλή κι είχε μικρά και νόστιμα του προσώπου της τα πιθέματα και μάλιστα το στόμα. Είχε ανασηκωμένα τα μανίκια του σκονισμένου πουκαμισιού της, κι ανασηκωμένο και το παλιό της μαύρο μάλλινο φουστάνι που στον ποδόγυρό του ήταν γεμάτο ξεφτίδια κι εδώ κι εκεί τρύπιο. Η γυναίκα έκανε ζωηρά κινήματα χτυπώντας με την αξίνα τους χωματένιους σβώλους ή σκύβοντας για να τινάξει τες ρίζες. Την έλεγαν Μαργαρίτα.
   Ο άλλος ήταν ακόμη νέος· τριάντα πέντε χρονών άνθρωπος· με στριμμένο μαύρο μουστάκι, με όμορφο πρόσωπο και ζωηρά μαύρα μάτια· καλά ξυρισμένος, ψηλός και με πλατιά στήθη. Ήταν λίγο ντυμένος κι εκείνος. Το ζωηρό του μάτι συχνά εκοίταζε τη γυναίκα και συχνά αναστέναζε κρυφά και της μιλούσε με χαμηλή φωνή για να μην ακούεται.
   Η Μαργαρίτα του 'γερνε εκείνην τη στιγμή τες πλάτες κι είχε σκύψει πολύ στηρίζοντας το δεξί της χέρι στο στηλιάρι της αξίνας της και τινάζοντας με τ' άλλο τες άσπρες ρίζες της αγριάδας που 'χαν περιπλέξει ένα ξεκολλημένο σβωλάρι. Κι ο Πέππονας την εκοίταζε. Στο μάτι του εφαινότουν ένας άπειρος αχόρταστος πόθος· στο στόμα του ήταν ένα πικρό χαμόγελο.
   Της είπε σιγαλά, σα να μουρμούριζε: "Έτσι θα 'ναι πάντα, Μαργαρίτα;"
   "Πώς έτσι;" του απάντησε χωρίς να τον τηράξει. "Και πολλά που γένονται".
   "Πρέπει", της είπε μ' απόφαση, "να πάρω άλλη γυναίκα για να 'ναι δική μου".
   "Με τις υγειές σου!" του αποκρίθηκε ταραγμένη. Κι αθέλητα ευρέθηκε ορθή σιμά του. Και για να κρύψει το απότομο κίνημά της έριξε μακριά ένα μισοτιναγμένο χορτάρι. Μα ο Πέτρος είδε μια σπίθα στα μάτια της κι είδε πως το ιδρωμένο της πρόσωπο είχε αλλάξει λίγο χρώμα. "Αλήθεια, ε;" ξακολούθησε χαμηλόφωνα έπειτα από μια στιγμή. "Και πότε; Και ποιάνε;"
   Δεν της απάντησε· εχτύπησε με δύναμη δυο, τρεις φορές τη γη με την αξίνα, ισιοβόλησε το χώμα κι επροχώρησε ένα βήμα.
   "Α, δε μου αποκρίνεται ο λεβέντης μου!" του ξανάπε πειραχτικά η Μαργαρίτα. "Έχουμε και φοβέρες! Ναίσκε, ναίσκε, φοβέρες! Πότε, Πέτρο, και με ποιάνε;"
   "Την κυρά Χάραινα!" της απάντησε πειραγμένος. "Μα λες κι είναι ζωή η δική μου; Εσκλαβώθηκα και τώρα πάμε μπροστά έτσι πέντε χρόνια! Και μου 'δωκες φαρμάκια, έγνοια σου πόσα! Και θα πάμε, φαίνεται, μπροστά έτσι για πάντα! Και κάθε φέξη και κάθε χάση μοναχά θα με θυμάσαι, κι όλον τον άλλο καιρό... σ' έχει αυτός!..."
   "Ακολουθάτε!"  εφώναξε από μακριά ο Τουρκόγιαννος που κάθε τόσο ανήσυχος εγύριζε και τους εκοίταζε. "Στον αγερμό θα σας πέσει πολύ δουλειά! Αάχ, Περδίκη! Αάχ, Παρασκευά!"
   "Στον αγερμό θα λύσουμε!" εφώναξε από τη θέση του ο Αράθυμος. "Τοιγάρις θα ξεκάμω τα ζα μου; Με δουλεύουνε από πριν τον ήλιο· αύριο, δύο τρεις ώρες και τελειώσαμε!"
   Ο σκύλος ξύπνησε με τη φωνή του κυρίου του, εχασμουρήθηκε, ετανύστηκε και ξανακάθησε χάμου με απλωτά τα μπροστινά του πόδια κι ορθό το κεφάλι. Ο ήλιος είχε πάρει τον κατήφορο κι είχε κοκκινήσει.
   Κι η Μαργαρίτα είπε, μιλώντας γοργά του Πέτρου και χωρίς ν' ανασηκώσει το κεφάλι: "Μ' αυτόνε εδέθηκα και πρέπει να ζήσω μαζί του· ό,τι μπορεί γίνεται· θέλεις να καταντήσουμε ρεζίλι, να μιλήσει ο κόσμος, να χαθούμε κι οι δυο, να χαθούν τα παιδιά μου, να...;" Κι εκοίταξε περίτρομη γύρω της και το βλέμμα της σταμάτησε απάνου στον άντρα της που από μακριά εφαινότουν πως τους επρόσεχε.
   "Μη με χάσεις!" εψιθύρισε φοβισμένη. "Δεν έχεις μυαλό!"
   "Του γυρίζω τες πλάτες και δε με βλέπει!" της απάντησε ατάραχος.
   "Φτάνει!" του 'πε ανυπόμονα. "Αν μπορέσω, έρχομαι αύριο τη βραδιά στο καλύβι, αλλά λόγο δεν σου δίνω γιατί τώρα με παραφυλάει κι ο Τουρκόγιαννος".
   "Κι ο Τουρκόγιαννος!" της αποκρίθηκε σαστισμένος. "Μα κι αυτός τι ζητεί;... Α έτσι, δεν μπορεί αυτή η ιστορία να βαστάξει!... Άκου!..."
   Δεν του αποκρίθηκε κι εμάκρυνε λίγο από σιμά του.
   "Θέλω", ξακολούθησε ο Πέτρος, "κι εγώ λίγη λευτεριά! Θα κάμω εγώ τον άντρα σου να φύγει από το χωριό μας! Τότες θα 'σαι τέλεια δική μου! Θα τόνε κάμω να πάει στη φυλακή! Ναι, στη φυλακή!"
   Η Μαργαρίτα του 'ριξε στενοχωρημένη μια ματιά κοιτάζοντάς τον ανάποδα. "Έτσι", της ξανάπε, "δε θα 'ναι σιμά σου!"
   Κι ακούστηκε η φωνή του Αράθυμου που 'λεγε στον Τουρκόγιαννο: "Λύσε! Είναι αργά!"
   Τα ζώα είχαν φτάσει σιμά στη σούδα του χωραφιού, που ήταν λογγιασμένη από τες πυκνές βατσινιές κι από άλλα άγρια χαμόδεντρα, κι έπρεπε τώρα να γυρίσουν για να ξαναρχίσουν έναν καινούργιο δρόμο· μα η ώρα δεν το συχωρούσε. Κι ο Τουρκόγιαννος, υπακούοντας στην προσταγή του νοικοκύρη, έμπηξε το γυννί όσο βαθύτερα εμπορούσε μέσα στο χώμα, ετράβηξε με δύναμη τα σκοινιά κι εσταμάτησε έτσι τα δύο ζώα, κι ευτύς έκαμε το σταυρό του. Έπειτα επήρε μια βαθιάν ανάσα, εκοίταξε με συμπάθεια τα δύο καματερά που ήταν ιδρωμένα πολύ κι έπαιρναν γοργά την πνοή τους, τους χαμογέλασε κι έφερε ολόγυρά του το βλέμμα θωρώντας το έργο της μέρας. Η καλλιεργημένη γης ήταν κατάμαυρη όλη, κι ίσια, κι έλαμπε. Της χαμογέλασε και κεινής. Επήρε έπειτα από τα χέρια του παιδιού τη σακούλα με τη σπορά, την έδεσε σφιχτά, του την ξανάδωκε για να την πάρει στο καλύβι, κι άρχισε αμέσως να λυει το ζευγάρι, ενώ ο Πέτρος κι η Μαργαρίτα, σιωπηλοί τώρα, όλο και τον εζύγωναν, χτυπώντας με τις αξίνες τους ύστερους σβώλους που 'χε ανακατέψει τ' αλέτρι.
   Και τα ζώα, αφού τα 'λυσε, ξεκίνησαν μοναχά τους βαριά, βαριά το 'να κατόπι στ' άλλο προς την καλύβα και δεν σταμάτησαν παρά στο συνηθισμένο τους δέντρο. Κι εκεί ο Τουρκόγιαννος,  που τα 'χε ακολουθήσει, τα 'δεσε το 'να σιμά στ' άλλο. Είχαν ησυχάσει τώρα κι επερίμεναν τη βραδινή τροφή τους. Και το μαύρο βόδι, ο Παρασκευάς, έβαλε το μεγάλο κεφάλι του πάνου στον τράχηλο του άλλου και το καθένα τους έβγαλε ένα βροντερό μουγκανητό, που αντήχησε πέρα σ' όλες τις ράχες κι ως τη θάλασσα. Κι ο Τουρκόγιαννος τους έφερε στην αγκαλιά του, ξανάκανε το σταυρό του κι ήρθε και κάθησε κοντά στον Αράθυμο, ευχαριστημένος από το έργο της ημέρας.
   Αυτήν τη στιγμή έφτασαν σιμά του κι ο Πέτρος με τη Μαργαρίτα, που 'χαν αποτελειώσει ωστόσο τη δουλειά τους, κι εκάθησαν κι εκείνοι χάμου για να δειλινήσουν.

   Ήταν απόγιομα αργά την άλλη μέρα. Ο ήλιος εκόντευε να βασιλέψει, κι ένα φως κόκκινο ήταν χυμένο παντού, σαν ψιλή, χρυσή θαμπή σκόνη, σ' όλον τον αέρα κι ετρύπωνε μέσα στο πυκνό φύλλωμα των ελιών, απλωνότουν σαν καταχνιά  πάνου από τ' αμπέλια, που ολοένα εβλάσταιναν, πάνου από τα νιόργωτα χωράφια, που καθένα τους είχε και το χρώμα του, στις λακκιές, στα πλάγια, στα σιάδια, κι εκοκκίνιζε όλα πάντα κι ομόρφαινε τα πάντα, και δεν άφηνε χλωμό ούτε δέντρο κανένα, ούτε πρόσωπο ανθρώπου κανένα. Κι εκείνην την ώρα ο Πέτρος κατέβαινε συλλογισμένος τον άσκημο κατήφορο, που ερχότουν από το χωριό, κι επήγαινε στην παράμερη κατοικία, όπου η Μαργαρίτα ερχότουν κάποτε για να τον εύρει. Εφορούσε, εκείνο το βράδυ, ριχτή τη ζακέτα του πάνου στον έναν ώμο και στο κεφάλι του τη μεγάλη ψάθα κατεβασμένην ως τα βλέφαρα. Δεν εκοίταζε τίποτα, και το βλέμμα του ήταν προσηλωμένο χάμου κι ούτε δεν υπόψιαζε τη φεγγόβολη ομορφιά που τον τριγύριζε. Μήνες τώρα δεν την είχε ανταμώσει μοναχή της. Και καθώς κατέβαινε το ρόβολο ερωτιότουν με το νου του: "Θα 'ρθει;" Κι αντίς να δώκει απάντηση στον εαυτό του έσφιγγε στες παλάμες του τα νύχια. Κι εγληγόρευε το περπάτημά του σα να βιαζότουν να φτάσει στο ακατοίκητο καλύβι πρωτύτερά της, μ' όλο που ήξερε θετικά πως, κι αν έμελλε να 'ρθει, θα 'πρεπε να την προσμείνει ακόμη πολλή ώρα, αφού τα νερά θα 'χαν ξεβάψει, αργά το σούρουπο. Και στο νου του έφεξε μεμιάς χρυσή η ελπίδα, φωτεινή κι εκείνη, σαν το φως του ήλιου, που επήγαινε να βασιλέψει, μια ελπίδα που πέρασε σαν αστραπή μέσαθε από την ψυχή του και που δεν ετολμούσε αυτός ξάστερα να την εξηγήσει στον εαυτό του: θα 'ρχότουν ίσως εκείνο το βράδυ! Κι η ελπίδα τούτη του ξανάφερε στο νου του το ύστερο αντάμωμα, την άκρατη χαρά του που έκανε να κυλούν χοντρά δάκρυα μέσαθε από τα μάτια του, δάκρυα που ελάφραιναν τη βαρύθυμη ψυχή του και που 'χαν βρέξει τ' όμορφό του το πρόσωπο, κι εθυμήθηκε το λαμπερό βλέμμα της γυναικός που την αγαπούσε μ' όλην τη λάβρα της καρδιάς του, και που 'χε έρθει εθελούσια για να του παραδοθεί, αψηφώντας, σε μια στιγμή παραφοράς κι εκείνη, την αμαρτία και τον κίντυνο και σιγάζοντας κάθε άλλη φρόνιμη σκέψη. Και μια στιγμή κλειώντας τα μάτια του την είδε να περπατεί στο δρόμο κι εκείνη, ανάλαφρα και καμαρωμένα, ν' ανεβαίνει το γνωστό ρόβολο που οδηγούσε στο ακατοίκητο καλύβι, ν' ανοίγει την πόρτα ρίχνοντας γύρω της μια περίφοβη ματιά και κοιτάζοντάς τον στο ύστερο σταματημένη στο κατώφλι μ' ένα βλέμμα που του 'δινε άλλη ζωή, που του 'κανε την ψυχή καινούργια, μ' ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη, που άναβε μέσα του μίαν αβάσταχτη ορμή, έναν άπειρον πόθο.
   Είχε κατέβει ωστόσο όλο το πλάγι κι εβρισκότουν σ' ένα σιάδι ανάμεσα σε δυο μεγάλες σφαλιές από βάτους γεμάτους άνθη και μούρα. Γυναίκες έπαιρναν τον ανήφορο γυρίζοντας στο χωριό με τα γίδια τους και με τ' αρνάκια τους, μιλώντας πρόσχαρα αναμεταξύ τους και γνέθοντας μαλλί από τη ρόκα τους. Τον εχαιρέτησαν όλες· και τα ζώα τους που εγέμιζαν όλον το δρόμο αναμέρισαν για να τον αφήκουν να περάσει· κι απάντησε στο χαιρέτιο τους με το χέρι και μ' ένα χαμόγελο, μα ούτε δε σταμάτησε για να τες κουβεντιάσει, ούτε δεν εγνώρισε ποιες ήταν, γιατί ο νους του ήταν αλλού, βυθισμένος στη σκέψη, που του ξανάφερνε στη θύμηση τόσες ηδονικές εικόνες, κι η θύμηση του 'δινε την πλάνα υπόσκεση πως ο ονειρεμένος παράδεισος θα γινότουν σε λίγο πραγματικότητα. "Ω κι αν έρθει", εψιθύρισαν τα χείλη του, "τι πανηγύρι της ψυχής!" Αιστάνθηκε πως τα χέρια εκρύωσαν κι ίδρωσαν, κι ερώτησε τον εαυτό του πώς μπορούσε η γυναίκα εκείνη να τον συνταράξει τόσο και να τον κάνει να 'ναι αδιάφορος για όλες τες άλλες και να μην ορέγεται άλλην καμία και να μην βρίσκει όμορφη άλλην καμία παρά εκείνην· κι εκούνησε πικρά το κεφάλι.
   Έστρεφε τώρα σ' ένα μονοπάτι κι άρχισε ν' ανεβαίνει μία χέρση ράχη, ανάρια φυτεμένην μ' ελιές χαμηλές, λιανές, λιγόκλαρες και γεροπιασμένες. Στη φτωχιά γης της ράχης εφύτρωναν ρύκια και μυρτιές και τα ξέφωτα μέρη ήταν λογγιασμένα, γεμάτα αγκαθερούς ασπαλάθρους, βατσινιές και φτέρες. Κι ο δουλευτής της γης εξύπνησε μέσα στην ψυχή του κι είπε με το νου του: "Τι κρίμα που κάθεται όλη τούτη η γης! Να μην ήταν χτήμα αρχοντικό, θα 'ταν συγυρισμένη, θα 'θρεφε μία ολάκερη οικογένεια!" Μα ο στοχασμός του αυτός δεν εβάσταξε παρά μία στιγμή κι η σκέψη του επέταξε αμέσως πάλι στη Μαργαρίτα, που γι' αυτήν επήγαινε τώρα στο καλύβι, και του σκλάβωσε πάλι το νου, διώχνοντας κάθε άλλη ιδέα. Ω! Η Μαργαρίτα! Αυτή και μόνη ήταν η ζωή του, η άπειρη χαρά του, ήταν το σκληρό κι αβάσταχτο βασανιστήριό του, ήταν εκείνη που τον εχώριζε από τη ζωή, ενώ ήταν τον ίδιο καιρό και η ζωή του. Και πώς την αγαπούσε! Ω, πώς την αγαπούσε! Και κάθε της ελάττωμα! Πώς αγαπούσε και τους πόνους που τον έκανε να υποφέρνει. Την έκρινε δύστροπη, φιλόνικη, δειλή, ήξερε πως το παραμικρό την έκανε κακή, πως κάθε ανησυχία που ημπορούσε να της δώσει η αγάπη του, την όργιζε, πως τον ήθελε υποταγμένον στη θέλησή της, υπομονετικόν, απαραπόνητον και πως ήθελε να τον βλέπει να υποφέρει και να διψάει πάντα αχόρταστη αγάπη. Μα την αγαπούσε!
   Είχε φτάσει πλια στην κορφή της ράχης κι εσίμωνε τώρα στο καλύβι. Εσταμάτησε κι εκοίταξε ολόγυρά του. Τ' αυτιά του άκουαν τη θεϊκιά ησυχία του κάμπου που απλωνότουν ολόγυρά του. Το μούγγρισμα κάποιου καματερού, το μακρινό αλύχτισμα κάποιου σκύλου, η φωνή κάποιας γυναίκας δε βαστούσαν παρά λίγες στιγμές και δε μπορούσαν να ταράξουν το καθολικό μυστήριο. Τα σπιτάκια που δω κι εκεί εφαινόνταν σπαρμένα, τα χωριά που άσπριζαν μακριά απάνου στες πράσινες ράχες ήταν βουβά· πέρα η θάλασσα γαλάζια, ωχρή και σαν ασπρουλιάρικη με χρυσές αναλαμπές, ανάδινε μια θαμπή καταχνιά, που εχρύσιζε και κείνη, κι ήταν ήσυχη όλη, φωτεινή κι απέραντη. Αέρας δεν εφυσούσε· κι ο ήλιος κατέβαινε σα μεγάλος δίσκος κατακόκκινος, αλλάζοντας κάθε στιγμή λάμψη στην κυματωτή του επιφάνεια, προς τα χρυσοβαμμένα ουρανοθέμελα και πανέτοιμος να βυθιστεί στο πέλαγο, δεν εθάμπωνε πλια τα μάτια. Και της σιγής το μυστήριο και η λαμπρή μεγαλοπρέπεια έκαμαν τον Πέτρο βαρύθυμο, του στάλαξαν στην ψυχή μια βαθιά και μαύρη απελπισία· αισθανότουν τον εαυτό του μικρόν, αδύνατον, μηδενισμένον, υποταγμένον σε ασάλευτους και άσπλαχνους νόμους, που εκυβερνούσαν τα πάντα και που του ανθρώπου η θέληση δεν μπορούσε να τους αλλάξει· και την ίδια εντύπωση θα 'κανε βέβαια το μεγαλόπρεπο βασίλεμα σ' όλους τους άλλους ανθρώπους και στα ζώα και στα δέντρα, γιατί τα χωριά, τα λιβάδια, οι κάμποι, όλα εκείνη την υψηλή στιγμή σαν τρομαγμένα εσώπαιναν.
   "Αχ!" αναστέναξε ο Πέτρος κι εσταμάτησε στου καλυβιού την πόρτα. "Θα 'ρθει; Δε θα 'ρθει; Τώρα παραφυλάει κι ο Τουρκόγιαννος".
   Το στόμα του ήταν φρυμένο· τα χέρια του ήταν πάντα κρύα κι είχαν υγράνει περισσότερο. Γιατί είχε ξανάρθει από την ξενιτιά κι εκείνος; Γιατί είχε πάει δούλος στο σπίτι του Αράθυμου; Κι αυτός ο στοχασμός τον έκαμε να θυμηθεί και να ιδεί μπροστά του, τον τρισευτυχισμένον άνθρωπο, τον άντρα της Μαργαρίτας, στη θέση που εκαθότουν χτες κι εκάπνιζε μπρος στο καλύβι του, κι εφαντάστηκε πως αυτήν τη στιγμή η Μαργαρίτα, η γυναίκα που αυτός αγαπούσε, ήταν και πάλι σιμά στον άντρα της, ανάμεσα σε τρία παιδιά που του 'χε κάμει, κι ανανοήθηκε πως ο Γιώργης μπορούσε να την έχει δική του, πάσα στιγμή, πάσα ώρα, όταν του εβουλότουν αυτή ήταν η αχώριστη συντρόφισσα της ζωής του.
   Κι εσυλλογίστηκε έπειτα ο Πέτρος πως η Μαργαρίτα είχε φέρει στον Αράθυμο όλες τις ευτυχίες. Τίποτε δεν έλειπε στο ευλογημένο σπίτι, που το στόλιζε, του 'δινε ζωή και το δρόσιζε η παρουσία της. Ο Αράθυμος είχε χτήματα δικά του, μα όταν την είχε πάρει, δώδεκα χρόνους οπίσω, ήταν ναυαγισμένος. Το 'ξερε όλο το χωριό. Ως και για να της κάμει το χάρισμα του γάμου, είχε χρεωθεί τα εκατό τάλαρα που εχρειαζότουν. Ο πατέρας του αδούλης και αμελής είχε αφήκει το χτήμα του να ρημάξει, χέρσο, κακορίζικο, ακαλλιέργητο· κι η γης έτσι δεν του 'δινε πλια τίποτα και εξέπεφτε από χρόνο σε χρόνο κι έβαζε χρέη που του 'τρωγαν έπειτα όλην τη σοδειά σαν εγενότουν το λάδι. Κι όλο μεμιάς όταν ο Γιώργης επήρε τη Μαργαρίτα, τα πράματα άλλαξαν. Εβαλθήκαν όλοι στη δουλειά· απόχτησαν σε λίγο ζευγάρι· επήραν πρόβατα· εξεχρέωσαν· και κάτου από το βλέμμα της Μαργαρίτας τα γεννήματα της γης εγινόταν χρυσά, οι ελιές εβάϊζαν από τον πολύ καρπό, το χωράφι εγινότουν μία θάλασσα από πρωιμιές κι από οψιμιές, τα χρήσιμα δέντρα εφορτώνονταν όλο το καλοκαίρι με κάθε λογής οπωρικά, από τότες τίποτα πλια δεν έλειψε μέσα στο σπίτι του Αράθυμου.
   Του 'χε κάμει κιόλας τρία παιδιά, το ένα καλύτερο από το άλλο· ένα κορίτσι μεγάλο τώρα, που επήγαινε με τ' αρνιά στον κάμπο κι έκανε και άλλα θελήματα του σπιτιού, και δύο αγόρια που επήγαιναν κάθε πρωί σχολείο κι εμάθαιναν γράμματα... Χαρά Θεού το σπιτικό του Αράθυμου.
   Κι όλοι τούτοι οι στοχασμοί του 'χαν έρθει στο νου μαζί, σε μια στιγμή, ξαλλάζοντας με της αστραπής τη γληγοράδα· ο νους του έβλεπε μονομιάς όλα μαζί τα πράματα καθώς το μάτι του ανθρώπου που ανεβαίνει σε ψηλό κορφοβούνι βλέπει τριγύρω έναν κόσμο. Μα έξαφνα η σκέψη του εσταμάτησε· τον είχε ζαλίσει.
   Τώρα ο ήλιος είχε δύσει και στα σπάνια δέντρα της χέρσης ράχης ελαλούσαν κάποια πουλάκια που 'χαν ξανάβρει το μελωμένο τραγούδι τους. Η θαμπή χρυσή σκόνη είχε χαθεί από τον αέρα και μόνο τα διαβατάρικα σύγνεφα ερόδιζαν ακόμη τον άσπρον αχρωμάτιστον ουρανό. Κι ο Πέτρος άνοιξε του καλυβιού την πόρτα κι εκοίταξε μέσα ξεταστικά το σκοτάδι· κι εχαμογέλασε πικρά, απαντώντας σε κάποια ιδέα που του την είχε γεννήσει στην καρδιά ο πόθος. "Ήθελες κιόλας να προσμένει!" είπε του εαυτού του. "Πως θα 'ταν από τα τώρα εδώ ως κι αν έπρεπε να 'ρθει;"
   Επήγε μέσα, εκάθησε σε μίαν άκρη, εκεί που εκαθότουν πάντα μαζί της, κι έκλεισε μία στιγμή τα μάτια προσπαθώντας να την ονειρευτεί σιμά του, όπως ήταν την τελευταία φορά, μα δεν εμπόρεσε να θυμηθεί ξεχωριστά τα πιθέματά της, όσο κι αν προσπαθούσε να τα ξαναφέρει στο νου του· κι αυτό συχνά του συνέβαινε. Μία στιγμή την έβλεπε εμπρός του, μα όταν ήθελε να προσέξει τα μαύρα γλυκά της μάτια, το μικρό κόκκινο στόμα της, κάποιο σημάδι του άσπρου κορμιού της, όλη η μορφή της εσβηνότουν μεμιάς σαν ωχρό φάντασμα· δεν μπορούσε να θυμηθεί καθαυτό ούτε το χρώμα της, ούτε τη λάμψη της, ούτε το τρεμούλιασμα των ματιών της, που τόσες φορές το 'χε κοιτάξει μ' όλο του τον πόθο, ούτε των χειλιών της τες γραμμές, ούτε τη γλυκάδα του χαμόγελού τους· δεν μπορούσε πλια να θυμηθεί πώς εκείνα τα χείλια εκολλούσαν στο στόμα του, σε ποιο μέρος τον άγγιζαν, πώς ερουφούσε την πνοή τους... Κι είπε πάλι με πόθο: "Ω, να 'ρχότουν τώρα, τώρα ευτύς!" Κι εσηκώθηκε και μισοάνοιξε την πόρτα και επρόβαλε το κεφάλι κι εκοίταξε έξω σ' όλα τα μέρη. Μα δεν ανυπομόνησε ακόμη. Εμπήκε πάλι μέσα κι έκαμε λίγα πατήματα κρατώντας χαμηλά το κεφάλι. Εθυμότουν πάλι τα λόγια της: "Τώρα παραφυλάει κι ο Τουρκόγιαννος!" "Γιατί παραφύλαγε; Γιατί", ξανασυλλογίστηκε ανήσυχος, "να ξανάρθει από την ξενιτιά και να γίνει δούλος στο σπίτι του Αράθυμου;" Και τον ξαναθυμήθηκε κι εκείνον όπως τον είχε ιδεί χτες που αλέτρευε, λιγνόν με τα αριά του γένεια και τα μακριά, μαύρα μαλλιά που του 'πεφταν σα φυτίλια στον τράχηλο· θυμήθηκε τα αγαθά παιδιακίσια μάτια του ανθρώπου και το γλυκό χαμόγελο που 'χε πάντα στα χείλη και που καμία λύπη, κανένας κόπος ποτέ δεν του το 'σβηναν. Ο άνθρωπος εδούλευε πιστά το σπίτι του Αράθυμου, από την αυγή ως το βράδυ στη δουλειά, για να τιμήσει, ως έλεγε, το ψωμί που του 'διναν, μα θυμήθηκε κιόλας ο Πέτρος πώς έτρεμε πάντα η αδύνατη φωνή του όταν μιλούσε με τη Μαργαρίτα και πώς εκατέβαζε το βλέφαρο μπροστά της, σαν να εφοβότουν να την κοιτάξει κατάματα, και με πόσο σέβας εστεκότουν ομπρός στην ομορφιά της, σα να 'ταν εμπρός σε μια από τες όμορφες εικόνες που εστόλιζαν την πλούσια κι ωραία εκκλησιά του χωριού τους. Κι εδάγκωσε την άκρη της καρδιάς του η υποψία πως κι ο Τουρκόγιαννος αγαπούσε τη Μαργαρίτα. Ως κι αυτός, αχ, την είχε σιμά του όσο ήθελε, της μιλούσε όταν ήθελε, ημπορούσε κάθε ώρα και στιγμή να τη βλέπει, εζούσε μέσα στο σπίτι της!... Κι αν η Μαργαρίτα έστεργε... ημπορούσε να... Μα απόδιωξε τρομαγμένος αυτήν την υποψία. "Η Μαργαρίτα, η Μαργαρίτα!" είπε ανοίγοντας τα μάτια. Και η ιδέα αυτή δεν ήθελε να τον αφήκει και τον εβασάνισε πολλήν ώρα. Αθέλητα του 'ρθε στο νου μία απαίσια και τρομαχτική εικόνα. Ο Τουρκόγιαννος χλωμός, αμίλητος, δακρυσμένος, περίφοβος από την ευτυχία του, κρατούσε τρέμοντας όλος στην αγκαλιά του τη Μαργαρίτα· κρύος ίδρος του 'βρεξε όλο το σώμα· ανασούφρωσε το μέτωπό του· η τρέλα του πάθους τον εκυρίευε. "Γι' αυτό", είπε με το νου του, "την παραφυλάει!" Κι έκαμε πάλι καμπόσα πατήματα μέσα στο καλύβι, κι ήρθε πάλι στην πόρτα, κι εκοίταξε όξω: "Δεν έρχεται! Κι ούτε θα 'ρθει!" είπε απελπισμένα. Ξαναμπήκε στο καλύβι κι εστάθηκε ορθός με το κεφάλι ψηλά, κοιτάζοντας το φως που έμπαινε από κάποια χαραμάδα. Έφερε το χέρι του στο μέτωπο και με το φρυμένο του χείλι έκαμε έναν πικρό μορφασμό. Κι είπε του εαυτού του: "Τι ονείρατα είναι αυτά που βλέπεις; Ούτε η Μαργαρίτα είναι τέτοια, ούτε κι ο Τουρκόγιαννος!" Μα η υποψία του δεν ήθελε να ησυχάσει. "Οι άντρες είμαστε όλοι πονηροί... μα ως κι οι γυναίκες. Καθένας θέλει το καλό του. Κι είναι τέτοια γυναίκα η Μαργαρίτα!" Και σε μια στιγμή εσυλλογίστηκε: "Μα όχι, όχι, όχι!... Δεν πάει με τον Τουρκόγιαννο!... Ω, να 'ρχότουνα γλήγορα!... Ω, να 'τουν εδώ!... Μα γιατί, γιατί να της μιλεί έτσι, τόσο περίφοβα ο Τουρκόγιαννος, γιατί να την τηράζει έτσι, σαν άγια εικόνα, όπως εγώ τον πρώτο καιρό; Δεν έγινε τίποτα... Ποιος ξέρει; Όχι, τίποτα! Μα... μα, την αγαπάει βέβαια!... Αχ, να 'ταν εδώ! Αχ, να 'ρχότουν!..."
   Κι εκοίταξε πάλι από την πόρτα. Η ζήλια τον εβασάνιζε· η ανυπομονησία τον καταστενοχωρούσε· τα χείλη του εφρύγονταν πάντα περσότερο και νερό δεν είχε για να τα δροσίσει, μα για όλον τον κόσμο δε θα 'φευγε από το καλύβι για να κατεβεί στη βρυσούλα που 'τρεχε ακατάπαυστα στα ριζά της ράχης απ' την άλλη μεριά του δρόμου. Ένας κόμπος του 'σφιγγε το λαιμό, ένας κόμπος άσκημος που δεν τον άφηνε να καταπίνει. "Καλά ο άντρας της", ξανάπε, "υπομονή! Μα ως κι αυτός!... Έτσι σαν τον πρώτο καιρό μαζί μου!... Είναι δυνατό;... Όχι, όχι, όχι!"
   Κι εθυμήθηκε σε μία στιγμή τον πρώτο καιρό, πέντε χρόνους οπίσω ή και περισσότερο. Πότε άρχισε, πού, και πώς, δεν το 'ξερε μήτε ο ίδιος. Εσυχνοδούλευε στου Αράθυμου, του γείτονά του, και την έβλεπε συχνά, κι έβλεπε το σέβας και την υπακοή του αντρός της σ' εκείνην. Πάντα η γνώμη της εκυρίευε· πάντα έλεγε εκείνη το σωστό· πάντα ο Αράθυμος εθυμότουν πως η Μαργαρίτα τον είχε βγάλει από τες στενοχώριες και τις συφορές που εφοβέριζαν το σπίτι του. Κι ο Πέτρος είχε θάρρος μαζί της, γιατί στο ίδιο το χωριό είχαν γεννηθεί, γιατί κι εγνωριζόνταν απ' όταν είχαν γνωρίσει τον κόσμο. Κι έτσι όλες οι κουβέντες τους ήταν ανοιχτές, σαν να μην ήταν ξένοι, κι εμιλούσαν θαρρετά κι εμετωριζόνταν σαν καλοί συντρόφοι, όχι σαν άντρας και γυναίκα. Όχι ποτέ. Ο Πέτρος ήτανε ακόμη ανύπαντρος κι αυτή τον ορμήνευε συχνά να πάρει γυναίκα. Και κάποτες ο Πέτρος είχε καταλάβει ότι ήταν σιμά της, πως η σκέψη του άξαφνα σταματούσε, πως την έβλεπε κι εφανταζότουν πως ζει μέσα σ' όνειρο, και τότες δεν ήξερε τι να απαντήσει, αν του μιλούσε, ή αν άλλος του κουβέντιαζε. Και του άρεσε τόσο να την ακούει, ό,τι κι αν έλεγε! Και κατάλαβε πως συχνά, όταν η Μαργαρίτα του μιλούσε, ή μιλούσε αλλουνού ανθρώπου, αυτός δεν ένιωθε πλια τα λόγια της, και μαγεμένος άκουε μόνο της γλυκιάς φωνής της τους τόνους, σαν να 'ταν η φωνή εκείνη ένα μαγευτικό όργανο, που λαλούσε αγγελικούς σκοπούς, και θα μπορούσε να κάθεται ώρες ωρών ν' ακούει εκείνην τη φωνή, χωρίς να βγάζει έννοια καμία. Πόσος καιρός είχε περάσει έτσι, δεν το 'ξερε. Δεν ήξερε ούτε και τώρα, αν η Μαργαρίτα είχε καταλάβει κάτι από τη βαθιά του ζάλη, όταν ήταν μπροστά της. Ήξερε μόνο πως μια μέρα, ήταν η αρχή του καλοκαιριού, εδούλευαν μαζί, κι είχαν βρεθεί μόνοι, ανάμεσα στους ψηλούς σανούς, που τους έκοφταν οι δυο τους. Κι ήταν η καρδιά του μεσημεριού και καυτερό το λιοπύρι. Κι εκείνην τη στιγμή του 'χε αφαιρεθεί τέλεια ο νους, κι είχε ζήσει σα σε όνειρο, βλέποντας εμπρός του μόνο τη Μαργαρίτα. Ήταν μονάχοι κι οι δυο, στον ανοιχτόν αέρα, ντυμένοι λίγο, ζεστοί από την εργασία. Κι η Μαργαρίτα ήταν σ' όλην της την ομορφιά, ηλιοκαμμένη κομμάτι, γερή, νέα, κι ήτανε σιμά του, σιμά του τόσο που στα ρουθούνια του ερχότουν η μυρουδιά του ίδρου της, ανακατεμένη με την ευωδία του κομμένου χόρτου. Κι αυτή η μυρωδιά τον εμέθυσε. Κι εκατάλαβε τότες πως απ' όσα του 'λεγε η Μαργαρίτα, αυτός δεν ένιωθε πλια ούτε μια λέξη, μόνο άκουε, άκουε, άκουε, άκουε τ' ανεβοκατεβάσματα της αρμονικής φωνής, που αντηχούσε μέσα στ' αυτιά του, σα μουσική αγγέλων· κι άξαφνα από τον κόσμο δεν είδε πλια τίποτα άλλο παρά τα δυο λαμπερά μάτια της Μαργαρίτας, που ετρεμούλιαζαν και που και τώρα ακόμη δεν μπορούσε να τα θυμηθεί και να τα ξαναφέρει στο νου του με το χρώμα τους και με τη γλυκάδα τους, κι όλα τα πάντα γύρω σ' εκείνα τα μάτια ήταν θολά και κόκκινα, κι έκρυβε τα πάντα η κοκκινάδα. Κι ευρέθηκε ολομεμιάς σιμά της. Και την άδραξε σα φτερό στην πλατιά αγκαλιά του κι εζητούσε τα χείλη της για να τα φιλήσει... Κι εκείνη του 'χε ανεγύρει πρώτα το πρόσωπο για να ξεφύγει το φιλί του, και δειλά δειλά τον έσπρωχνε για να την αφήσει και με δειλή φωνή, σαν με παρακάλιο, του 'λεγε: "Φεύγα, φεύγα!" Μα εκατάλαβε πως η αντίστασή της ήταν μικρή και πως από στιγμή σε στιγμή ολιγόστευε. Κι ολομεμιάς ευρεθήκαν κι οι δυο τους χάμου, πάνου σ' ένα κρεβάτι από σανό, μέσα στα ψηλά πυκνά χορτάρια, που έκλεισαν απανουθέ τους, σκεπάζοντάς τους μ' ένα πράσινο θολωτό κουβούκλι. Η γης ανέδινε μυρωμένη φλόγα κι ο αέρας ερχότουν ζεστός και πυρωμένος στα πλεμόνια τους... Κι εθυμότουν ο Πέτρος πως όταν είχε συνέρθει από τη μέθη της ηδονής και την ευχαριστούσε για την τόση ευτυχία που τον είχε κάμει να δοκιμάσει, η Μαργαρίτα είχε κρεμάσει το πρόσωπο και του 'χε πει ντροπιασμένη: "Με τι πρόσωπο θα σε κοιτάζω; Έχω τώρα δύο άντρες εν τη ζωή". Έτσι ήταν η αρχή.
   Κι από τότες η αγάπη του είχε μείνει αχόρταστη, πάντα και καθημερινά τον πότιζε φαρμάκια, γιατί η ζήλια τον τυραννούσε και γιατί η Μαργαρίτα σπάνιες φορές έστεργε να του παραδοθεί, γεμάτη φροντίδα για το καλό της όνομα, για την ησυχία του σπιτιού της, για τα τρία της παιδιά, και τον ύστερον καιρό μάλιστα, απ' όταν ο Τουρκόγιαννος είχε ξανάρθει από την ξενιτιά, επρόσεχε κι επροφυλαγότουν ακόμα περισσότερο, γιατί, καθώς έλεγε η ίδια, ο ζευγουλάτης την παραφύλαγε. Κι ο Πέτρος ξαναρώτησε τον εαυτό του: "Γιατί; Και πώς το 'ξερε η Μαργαρίτα που την παραφύλαγε;"
   "Τώρα που θα 'ρθει, αμέσως θα τη ρωτήσω!" είπε με το νου του. "Μα θα 'ρθει;" Το φως είχε λιγοστέψει· και ο Πέτρος ξαναπρόβαλε το κεφάλι του από την πόρτα. Τα δέντρα είχαν χάσει το χρώμα τους, ήταν όλα σταχτιά. Τα βουνά είχαν ξεθωριάσει και κάποιο άστρο είχε ξεμυτίσει, μικρό ακόμη μέσα στο σταχτί φως τ' ουρανού. Κι εσκέφτηκε πάλι πως πολλές κι άλλες φορές είχε αποφασίσει να της κάμει πολλά ρωτήματα, κι ύστερα ή δεν την ξεμονάχιαζε καθόλου ή όταν την έβλεπε τα λησμονούσε όλα κι επαραδινόταν ολόψυχα στη μεγάλη χαρά της σπάνιας στιγμής, θέλοντας να χορτάσει αγάπη. Και μπροστά δεν ήξερε παρά πώς να παινέσει και να δοξολογήσει τα κάλλη της.
   Μα αργούσε απόψε πάρα πολύ· έπρεπε τώρα να 'ναι στο καλύβι! Και η στενοχώρια του κάθε στιγμή εμεγάλωνε. Εβάλθηκε πάλι να περπατεί με μεγάλα βήματα, ανασήκωνε με τα δάχτυλα τα μαλλιά του, εδάγκανε το μαύρο μουστάκι του και τα νύχια του ζερβού χεριού του, εκλειούσε τα μάτια του, ανάσαινε γοργά και με κοντή πνοή, και κάθε στιγμή επήγαινε στην πόρτα, τη μισάνοιγε με προφύλαξη, επρόβαλε το κεφάλι κι εκοίταζε, εκοίταζε για πολλή ώρα το δρομί ως την άκρη του, όπου άρχιζε να ροβολάει στο χέρσο πλάι. Δεν ερχότουν ούτε τώρα! Κι εστενοχωριότουν κι ανυπομονούσε: Δεν ερχότουν!...
   Και δίπλα στην ανυπομονησία που κάθε στιγμή αύξαινε, τον τυραννούσε και η παράλογη ζήλια, και του 'σφιγγε την καρδιά· και επαίδευε ωστόσο την φαντασία του ζητώντας να μαντέψει τι έκανε εκείνην τη στιγμή η Μαργαρίτα, που έπρεπε να 'χε έρθει κι αντίς δεν ερχότουν ακόμα. Ω, πόσο θα 'ταν διαφορετικές οι στιγμές του, αν ήταν εκεί και πόσο γλήγορα θα 'φευγε: Μα δεν ερχότουν ακόμα! Ακόμα!
   Εκάθησε πάλι στην ίδιαν άκρη, όπου την τελευταία φορά είχε καθήσει σιμά στη Μαργαρίτα, εσηκώθηκε σε μια στιγμή, εκοίταξε πάλι έξω, ξανακάθησε, ξανασηκώθηκε, ξαναπερπάτησε, ξανακοίταξε. Ο τόπος δεν τον βαστούσε. Όξω το φως είχε λιγοστέψει ακόμη κι από στιγμή σε στιγμή λιγόστευε περισσότερο και γληγορότερα. Αν δεν ερχότουν τώρα, τώρα, ή σε μια στιγμή, ή σ' ένα λεφτό, ή σε λιγάκι δε θα 'ρχότουν πλια! Αχ, δε θα 'ρχότουν! Κι επερίμενε σαν τρελός κι αυτιαζότουν κι ετραβούσε τις τρίχες από τα φρύδια του κι από το μαλλιαρό του στήθος. Δε θα 'ρχότουν! Κι αφουγκραζότουν κάθε μικρόν κρότο, κάθε φύλλο που έπεφτε από την πιο κοντινή ελιά πάνου στου καλυβιού τα κεραμίδια, κάθε τρίξιμο ξύλου ή κλαριού, κάθε περπάτημα ζωύφιου πάνω στη στέγη, και κάθε φορά η καρδιά του αναπηδούσε μέσα στα στήθη του ή ελίγωνε γιατί ξανάφεγγε μέσα του δειλή και πλάνα ελπίδα πως θα 'ταν τα πατήματά της, και τότες αντικρατούσε την πνοή του· εκλειούσε τα μάτια, εσήκωνε το κεφάλι, για να την ακούσει να ζυγώνει, όλο να ζυγώνει, να 'ρχεται... Μα ο κρότος εσβηνότουν σε μια στιγμή κι έκανε μαζί του φτερά κι η ελπίδα. Δεν ήταν αυτή! Δεν ερχότουν! Δε θα 'ρχότουν!
   Κι όσο λιγόστευε το φως, καταλάβαινε πως λιγόστευε και η πιθανότητα. Η Μαργαρίτα ποτέ δεν περπατούσε τη νύχτα, και ο άντρας της ήταν από ενωρίς κάθε βράδυ στο σπίτι. Και τώρα ο Πέτρος αισθανότουν τον εαυτό του κουρασμένον από την μακρινή αναμονή, κι ήταν όλος λουσμένος σ' έναν ίδρο αγωνίας, συντελεμένος από μία κατάκαρδη βαρυθυμία, μη βρίσκοντας παρηγοριά στη μαύρη απελπισία εκείνης της στιγμής. Αποφασιστικά είπε: "Δε θα 'ρθει!"
   Ακούονταν τώρα μέσαθε από τες σούδες των χωραφιών κι από τη βρύση, που 'τρεχε στα ριζά της ράχης, στην άλλη μεριά της, τα μονότονα λαλήματα των καλοκαιριδιών και το κράξιμο κάποιου βατράχου, που 'κραζε τη βροχή· μέσα στο καλύβι ήταν βαθύ σκοτάδι και μόνο οι χαραμάδες της πόρτας και κάποια τρύπα στου καλυβιού τη στέγη άσπριζαν ακόμη λιγάκι. "Ω, δε θα 'ρθει βέβαια!" είπε αποφασιστικά με το νου του. "Ας φύγω! Όχι, ας προσμείνω ακόμη μια στιγμή! Κι άλλη μία! Ας προσμείνω ακόμη λίγο, αφού εκάθησα το πολύ, μη λάχει κι έρθει και δε μ' εύρει!..." Κι επέρασε ακόμη ένα τέταρτο της ώρας μεγάλη αγωνία. Μα στο ύστερο απελπίσθηκε. Τώρα πλια ήταν θετικός πως δεν θα 'ρχότουν. Και μολονότι η θλίψη του ήταν μεγάλη, εκατάλαβε πως η θετικότητα ήταν πλιο ευκολοβάσταχτη από την αναμονή και την αγωνία. Η λύπη ήταν πολλή, μα η αγωνία έπαψε.
   "Τι πέρασα", είπε, "όλο τούτο το βράδυ!" Κι εκάθησε αναστενάζοντας μέσα στα σκοτάδια. Είχε δυνατόν πονοκέφαλο, δυνατόν τόσο που έπρεπε να τον προσέχει. Κι έκανε έτσι ο πόνος τη σκέψη του να ξεδίνει. Σκεφτικός είπε πάλι: "Έτσι δεν μπορώ να πάω εμπρός, κάτι πρέπει να κάμω, κάτι πρέπει να καταφέρω!... Να 'λειπε ο Γιώργης από τη μέση! Ουφ! Το κεφάλι μου!..."
   Κι η συνείδηση τον ορμήνεψε να μισέψει, να ζητήσει τη γιατρειά του πάθους από την ίδια τη λύπη του σκληρού χωρισμού, να γλιτώσει έτσι από τόσα άλλα φαρμάκια. Και με κακία εσκέφτηκε πως μ' αυτόν τον τρόπο θα κακοφάνιζε και την άσπλαγχνη γυναίκα, τη Μαργαρίτα, που τίποτα και τίποτα, δεν ήθελε να θυσιάσει στην τόση αγάπη του. Μα από τ' άλλο μέρος του καρφώθηκε στο νου η ιδέα πως θα την άφηνε τότες ελεύτερη τέλεια, ανάμεσα στα χέρια του αντρός της και του καταραμένου του Τουρκόγιαννου, που αυτός ήταν τώρα η αιτία για όλη του τη λύπη! Αυτός ήταν η αιτία που δεν είχε έρθει!... Κι ο Πέτρος εθύμωσε. Μια στιγμή ξαναλησμόνησε τον πονοκέφαλο του, γιατί του γεννήθηκε στο νου μία άλλη άσκημη υποψία: Η Μαργαρίτα τον είχε καρφώσει επίτηδες εκεί μέσα στο καλύβι, όλην τη βραδιά, για να 'ναι ελεύτερη και να μη φοβάται την παρουσία του. Κάτι άλλο είχε για να μη φοβάται την παρουσία του. Κάτι άλλο είχε να κάμει εκείνο το βράδυ. Μα ο πονοκέφαλος εξετόπισε και αυτή τη φροντίδα.
   "Να 'λειπε, να 'λειπε ο Γιώργης!" είπε πάλι με το νου του. Κι εκατάλαβε πως το πάθος του ήθελε να τον παρασύρει σ' έναν δρόμο που ακόμη δεν τον είχε πατήσει. Η καρδιά του εχτύπησε δυνατά. Εθυμήθηκε ό,τι είχε πατήσει. Η καρδιά του εχτύπησε δυνατά. Εθυμήθηκε ό,τι είχε πει ψες της Μαργαρίτας: Θα τον έκανε να πάει στη φυλακή, κι ήξερε τον τρόπο. Ναι τον ήξερε. Θα 'μενε άγρυπνος απόψε όλην τη νύχτα για να ζυγίσει καλά την πράξη κι ας του πονούσε όσο ήθελε το κεφάλι!
   Ο έρωτας τον έσπρωχνε σ' έναν κατήφορο που πλια δε θα μπόρειε να τον ξανανεβεί, και το 'βλεπε κι ο ίδιος. Μα δεν μπορούσε πλια ν' αγωνίζεται με τον εαυτό του, όπως και στην αρχή δεν είχε μπορέσει να ξεφύγει από τα βρόχια της θλιβερής του αγάπης! Κι εθυμήθηκε το δοξασμένο ηλιοβασίλεμα εκείνου του βραδιού, που το 'χε ιδεί ανεβαίνοντας στο καλύβι και που του 'χε φανερώσει όλων των δόλων του ανθρώπου την τιποτένια αδυναμία. Όλη η φύση ήταν υποταγμένη σε νόμους σκληρής ανάγκης, κι ένας τέτοιος νόμος ήταν για τον άνθρωπο κι ο Έρωτας!
   Μ' αυτόν το στοχασμό εβγήκε από το καλύβι. Είχε νυχτώσει.

   Το σπίτι του Αράθυμου ήταν στην αρχή του χωριού το πρώτο στον μεγάλον το δρόμο, που έμπαινε αναφόρητος μέσα στο χωριό. Ήταν χτισμένο σ' ένα στενόχωρο σιάδι, δύο οργιές ψηλότερα από το δρόμο, εκεί που άρχιζε το ανηφόρι. Ξερότοιχοι ολόγυρα χορταριασμένοι εβαστούσαν του σιαδιού τα χώματα. Κι ήταν το σπίτι μονόπατο, με τέσσερα παραθυράκια στην μπροστινή του όψη, με άλλα δύο στην πλάγια και στενότερη μεριά. Τρία κακοχτισμένα και ανώμαλα σκαλοπάτια ανέβαζαν στην πλατιά και χαμηλή πόρτα του, το μόνο άνοιγμα που 'χαν οι τοίχοι στο χαμώγι. Η πόρτα και τα παραθυρόφυλλα ήταν αχρωμάτιστα, μαυρισμένα από τες βροχές, σκασμένα από τους ήλιους, παλιά πολύ και ξεκάρφωτα· οι τοίχοι δεν είχαν σοβαντιστεί ποτέ, απ' όταν το 'χαν χτίσει. Πίσω είχε έναν ευρύχωρο κήπο, που από το μεγάλο δρόμο δεν εφαινότουν, κι εκεί εφύτευε ο Αράθυμος λαχανικά, κρεμμύδια και σκόρδα. Και στον κήπο, κολλημένο με τη μία του πλευρά στο σπίτι, ήταν ένα μεγάλο, μονόχυτο καλύβι, από μιάμιση χιλιάδα κεραμίδια, ο στάβλος για τα δύο καματερά, τ' αρνιά, τη γίδα και το γουρούνι του Αράθυμου. Μέσα στο σπίτι δεν είχε χωρίσματα. Το χαμώγι ήταν ένα μεγάλο μαγαζί. Εκεί σε μίαν άκρη, πάνου σε μία παλιά, στενή, μακριά κασέλα, με ξεθωριασμένα χρωματιστά σκαλίσματα, εκοιμότουν ο Τουρκόγιαννος πάνου σε μία ψάθα που την έστρωνε κάθε βράδυ και την ξέστρωνε κάθε αυγή. Και δίπλα στην κασέλα ήταν η στενή ξύλινη σκάλα, ανοιχτή και δίχως κάγκελα, που ανέβαζε στο απάνου πάτωμα. Στην άλλη μεριά, στα δεξιά της πόρτας ήταν στημένα απάνου σε δοκάρια τρία βαρέλια με κρασί, ένα πατητήρι γυρισμένο ανάποδα, δυο λαυριά με τυρί και μ' ελιές, μία πέτρινη πίλα με ξύλινο σκέπασμα, κλειδωμένη κι εκείνη και γεμάτη λάδι. Και κάτου από τη σκάλα, καθαυτό αντίκρυ από την πλατιά μπασιά του σπιτιού, ήταν μια μικρή στενόχωρη πόρτα, που οδηγούσε στο μαγειριό, ένα ξεχωριστό μονόχυτο μικρό χαμώγι, ακουμπημένο κι εκείνο στο σπίτι, μ' ένα μικρό τετράγωνο παραθυράκι, ψηλά απέναντι από την πόρτα.
   Το απάνου πάτωμα ήταν όλο μία μόνη χαμηλή κάμαρη, πολύ μεγάλη, χωρίς τζάμια στα παράθυρα και χωρίς νταβάνι. Στα μαδέρια ήταν κρεμασμένα ακόμη πολλά κίτρινα στάχυα από αραποσίτι, δεμένα πολλά μαζί σε πλεχτές αρμαθιές, φυλαμένα έτσι για τη σπορά των χωραφιών. Στη δεξιά μεριά, και σιμά στα δύο παράθυρα, ήταν ένα μεγάλο, πλατύ, καθαρό κρεβάτι, σκεπασμένο μ' ένα χρωματιστό και πλουμιστό πάπλωμα, το κρεβάτι της φαμιλιάς του Αράθυμου. Εκεί εκοιμόνταν στη σειρά ο νοικοκύρης, η Μαργαρίτα, η θυγατέρα τους και τα δύο αγόρια. Ένα ξύλινο τραπέζι στρωμένο μ' ένα μάλλινο σειρωτό μεσσάλι, άσπρο, γαλάζιο και κόκκινο και δύο πάγκοι μακριοί, από τη μια και την άλλη μεριά του, ήταν στην άλλη άκρη, και δίπλα στο κρεβάτι, μια άλλη κασέλα όμοια μ' εκείνην που την είχε για κρεβάτι ο Τουρκόγιαννος, μα πολύ πλιο καινούργια, η κασέλα που ήταν ρούχα γεμάτη και που την είχε πάρει προίκα η Μαργαρίτα, και τρία μεγάλα κασσόνια κλειδωμένα και εκείνα και γεμάτα ακόμη φασόλια και αραποσίτι, όλο το ψωμί του σπιτιού, ως την καινούργια σοδειά. Τέσσερα καπνισμένα κονίσματα εκρεμόνταν ανάμεσα στα δύο παράθυρα, σιμά στο κρεβάτι, και πίσω από ένα γυάλινο καντήλι, και δίπλα τους ένα παλαιό, μακρύ, φτενό ντουφέκι του κυνηγιού, πάντα γεμάτο. Αυτά όλα ήταν τα έπιπλα του σπιτιού του Αράθυμου.
   Ήτανε ακόμη σκοτάδι· δύο ώρες να φέξει· κι έβρεχε, μα δεν έκανε κρύο. Κι αυτήν την ώρα ο Τουρκόγιαννος επήδησε από το κρεβάτι του, όπου εκοιμότουν ντυμένος, έκαμε το σταυρό του, επρόφερε μία κοντοσύλλογη προσευχή δική του, άναψε το καντήλι του που 'χε σβηστεί, άνοιξε την πόρτα για να ιδεί από τ' άστρα την ώρα και τον καιρό που έκανε, επήγε κι άναψε φωτιά στο μαγειριό κι έβαλε νερό να βράσει, ξανάρθε και ξέστρωσε το κρεβάτι του, κι άνιφτος ακόμη, επήρε στο ένα του χέρι παραμάσκαλα το χόρτο που 'χε φέρει την περασμένη βραδιά στο χωριό, επήρε στ' άλλο ένα κατάμαυρο λυχνάρι, που τ' άναψε από το καντήλι, και πήγε στο καλύβι για να ταγίσει, σαν κάθε μέρα, τα δύο βόδια. Η βροχή έπεφτε ψιλή από τον ουρανό, το φεγγάρι έφεγγε πίσω από τα θολά σύγνεφα.
   Ο Τουρκόγιαννος άνοιξε την πόρτα του μεγάλου καλυβιού, κι ο στάβλος ανάδωσε μια ζεστή πνοή και μια βαριά μυρωδιά από τα διάφορα ζώα. Τα δύο μεγάλα βόδια ήτανε πλαγιασμένα πάνου στα βρωμερά κι υγρά αποφάγια τους κι απάνου στες κοπριές τους κι αναχάραζαν ήσυχα. Τα κοίταξε μ' αγάπη, τους χαμογέλασε και τους είπε μοιράζοντάς τους τ' άχυρο: "Να, μωρέ Περδίκη· να, Παρασκευά!" Εκοίταξε έπειτα και τ' άλλα ζώα, τα τέσσερα αρνιά που εκοιμόνταν ακόμη το 'να πολύ σιμά στ' άλλο, τη γίδα, που ήταν ξυπνή και που καθώς την είδε έβλιαξε, και το γουρούνι που δεμένο από το πόδι και γκρούζοντας ανάσκαφτε τη γη, και ξαναγύρισε ευχαριστημένος στο σπίτι. Εσυγυρίστηκε τότες κι ήρθε έπειτα και κάθησε σιμά στη φωτιά μέσα στον καπνό του μικρού μαγειριού κι επερίμενε να φέξει. Ο γάτος του σπιτιού, ένα μικρό παρδαλό και άσκημο ζώο, επήδησε απάνου στον ώμο του, εχαϊδεύτηκε στο κεφάλι του, εκάθησε κι άρχισε τη μουσική του.
   Σε κάμποση ώρα άκουσε τους νοικοκυραίους απάνου, που εξυπνούσαν ένας ένας. Πρώτη η Μαργαρίτα ανεγύρισε στο κρεβάτι, και σε μία στιγμή εχασμουρήθηκε. Τα δύο της αγόρια επήδησαν ευτύς στο πάτωμα, κι άκουσε τα τρεχαρίκια τους, με γυμνά ακόμη τα πόδια και τες φωνές τους. Κατόπι άκουσε να σηκώνεται η Μαργαρίτα και σε μία στιγμή η θυγατέρα της κι ο ίδιος ο Αράθυμος. Τους άκουσε να μιλούν χαμηλόφωνα, ενώ εντυνόνταν, και σε λίγο τους άκουσε να κατεβαίνουν τη στενή ξύλινη σκάλα και τους είδε στο χαμώγι, και τους καλημέρισε. Μόνον η θυγατέρα τους έμενε ακόμη απάνου. Τα δύο αγόρια ήρθαν σιμά του πρώτα και τους χάιδεψε το κεφάλι χαμογελώντας, έπειτα είδε να μπαίνει στο μαγειριό η Μαργαρίτα κι επαραμέρισε, εκατέβασε τα βλέφαρα, και την άφησε να ετοιμάσει τον καφέ χωρίς να της μιλήσει.
   Ο γάτος επήδησε από τον ώμο του και τα παιδιά τον άδραξαν γελώντας. Αλλά το ζώο εβάλθηκε να φωνάζει. Τώρα είχε ξημερώσει.
   "Μην το τυραγνάτε, παιδιά", τους είπε γλυκά ο Τουρκόγιαννος. "Αφήστε το!"
   "Θα του δώσουμε ψωμί!" εφώναξαν και τα δύο μαζί.
   "Ελάτε εδώ καλύτερα!" τους ξανάπε ο Τουρκόγιαννος.
   "Μας χορεύεις και σήμερα;" του 'πε ο Θανασούλης, το μεγαλύτερο αγόρι, αφήνοντας το γάτο, που εβγήκε τρέχοντας όξω, περνώντας από μία τρύπα καμωμένην επίτηδες στην πόρτα, κι εσήμωσε στα γόνατα του Τουρκόγιαννου. Το αδέρφι του ακολούθησε το Θανασούλη γελώντας. Και τ΄ανέβασε στα γόνατά του κι άρχισε να τα χορεύει, μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι.
   "Όχι, όχι", του 'πε σε μια στιγμή ο Γιαννούλης, το μικρότερο, γλιστρώντας χάμου με βία, "θέλουμε να χορέψεις εσύ!"
   Ο Τουρκόγιαννος εγέλασε.
   "Ω, τώρα", είπε η Μαργαρίτα, "θα σταυρώσετε τον άνθρωπο!"
   Ο Τουρκόγιαννος με το βλέμμα την ευχαρίστησε για την καλοσύνη της κι εσηκώθηκε, και με τα δύο παιδιά επήγε στη μέση του χαμωγιού. Τα 'βαλε έπειτα στη γραμμή, τα 'καμε να πιαστούν από το χέρι, έπιασε κι εκείνος το χέρι του μεγαλύτερου και κάνοντας το βιολί με το στόμα εβάλθηκε αδέξια να χορεύει το χωριάτικο χορό. Τα παιδιά χορεύοντας κι εκείνα εξεκαρδιζόνταν από τα γέλια κι οι μεγάλοι εγέλασαν μαζί.
   Αυτήν τη στιγμή κατέβηκε από πάνου και η Λένη η θυγατέρα του Αράθυμου, μία κόρη δέκα χρονών, και τον εκαλημέρισε. Και ο Τουρκόγιαννος τελειώνοντας το χορό του της είπε, γελώντας: "Ύστερη απ' όλους η κυράτσα μου· κι αργά, αργά, σαν την αρχόντισσα! Αλησμόνησε, που 'χε να πάει στο πλύμα, κι εγώ της ετοίμασα το νερό!"
   "Καλά έκαμε", είπε η Μαργαρίτα. "Γιατί να τρέχει σα ζωζουλικό τη νύχτα στους κάμπους;"
   Έπιναν όλοι τώρα σε μεγάλα φλιτζάνια το μαύρο καφέ τους σκορπισμένοι μέσα στο σπίτι. Κι η Λένη αμέσως έπειτα εβάλθηκε να περιχύνει την μπουγάδα της που ήταν ετοιμασμένη στο κανίστρι από το βράδυ.
   "Οι κοπέλες", είπε σοβαρά ο Τουρκόγιαννος, "πρέπει να μάθουν από πρώιμα στη δουλειά! Παντρεύονται μικρές και πάνε σ' αντρός χέρια· και οι μανάδες παίρνουν ανάθεμα, αν δεν τες μάθουν. Άλλο πράμα τ' αγόρια".
   Είχε βγει ωστόσο ο ήλιος, μα δεν εφαινότουν, και η Λένη, αφού ετοίμασε τη μπουγάδα επήγε στο καλύβι, έβγαλε έξω τα πρόβατα, τη γίδα και το γουρούνι, επήρε τη βαριά κανίστρα με τα ρούχα στο κεφάλι κι εξεκίνησε μ' όλην τη βροχή, για το ποτάμι. Τ' αγόρια ετοιμάστηκαν για το σχολειό, κι ο Αράθυμος για το χωριό.
   "Βρέχει σήμερα", είπε του Τουρκόγιαννου βγαίνοντας. "Το ζευγάρι δε θα δουλέψει· κάμε ό,τι θέλημα μπορέσεις".
   Σε λίγο έμειναν στο σπίτι μόνοι ο Τουρκόγιαννος κι η Μαργαρίτα.

   Έβρεχε ακόμη. Το νερό έπεφτε από τον ουρανό πολύ και σιγαλό, γεμίζοντας όλον τον αέρα χαρακιές ίσιες, και πυκνές πυκνές, που φθάνοντας στη γη εχαλιόνταν σε μυριάδες σταγόνες κι ανασήκωναν λάσπη. Άνεμος δεν εφυσούσε, κι ακουότουν ο σάλαγος του νερού που κυλούσε στους τάφρους και στα χαντάκια μαζί με την αντάρα της βροχής που έδερνε τη γη. Κι ήταν ακόμα πρωί, κι η μέρα ήταν χλιαρή και το φως λίγο· και τα φύλλα των δέντρων, τρυφερά ακόμα, έσταζαν κι έλαμπαν, σα σκεπασμένα μ' ασήμι.
   "Καθησιό σήμερα, όλη μέρα!" είπε δειλά ο Τουρκόγιαννος της Μαργαρίτας. "Δεν ήρθε ακόμη ο Γιώργης;" Κι εκοίταξε ολόγυρά του.
   "Όχι", του αποκρίθηκε εκείνη από το μικρό μαγειριό. "Μα φέρε μου το πιάτο σου να σου δώσω να φας ωστόσο".
   Ο Τουρκόγιαννος την κοίταξε με τα μεγάλα του αθώα μάτια σαν για να την ευχαριστήσει, εστάθηκε στο κατώφλι της μικρής πόρτας του μαγειριού και με το βλέμμα εζήτησε το χοντρό πήλινο πιάτο του. Εζύγωσε έπειτα ένα κανίστρι που εκρεμότουν από ένα δοκάρι της στέγης, κι ήρθε με το πιάτο και μ' ένα ξύλινο κουτάλι σιμά στη Μαργαρίτα, βαστώντας χαμηλωμένα τα βλέφαρα.
   "Τα παιδιά", είπε η Μαργαρίτα κενόνοντας το φαγητό του Τουρκόγιαννου, " θα γιοματίσουν το μεσημέρι στο γυρισμό τους· η Λένη επήρε κάτω το ψωμί της... δε θα 'ρθει παρά βράδυ... Εσύ δεν έχεις καμία δουλειά!" Και λέγοντας έτσι του 'δωσε στο χέρι το πιάτο όλο γεμάτο φαγητό, χωρίς να σηκώσει τα μάτια.
   Ο Τουρκόγιαννος έκαμε το σταυρό του, εκάθησε χάμου απάνου σ' ένα χοντρό ξύλο, κι άρχισε να τρώει. "Θα κάμω", της απάντησε, "ό,τι με διατάξετε! Λέω να φτιάσω τ' αλετροπόδι που μου χάλασε. Πού είναι το σκεπάρνι; Χαλάλι του! Έκαμε τόση δουλειά".
   Η Μαργαρίτα έμεινε σκεφτική· ανακάτωσε το φαγητό με την κουτάλα, τη χτύπησε δυο τρεις φορές απάνου στα χείλη του τεντζεριού και το κατέβασε από το σιδερένιο τριπόδι.
   "Το σκεπάρνι;" του 'πε. "Δεν είναι μέσα στην κασέλα;" Κι έπειτα ζυγίζοντας τα λόγια της, σα να μην ήθελε να πει περισσότερα απ' όσα είχε προμελετήσει του ξανάπε: "Το βαρέθηκα, Γιάννη, το ζευγάρι! Το 'χω τόσα χρόνια! Είναι πάρα πολύ μεγάλος ο κόπος πάρα πολύ μεγάλη η έγνοια όλον το χρόνο!... Είναι αλήθεια πως όπου έχει ζωντανά, είναι ζωντανός, κι αυτά μας κάνανε ν' αφήσουμε γεια της φτώχειας, μα τώρα τα παιδιά αξήσανε, μπορώ να τους πάρω μια μοσκάρα και να την κουναρήσουνε· η ωφέλεια θα 'ναι η ίδια στο χρόνο και θ΄απολείψουνε τ' άλλα τα έξοδα. Παίρνω λοιπόν μέτρα να το ξεκάμω το ζευγάρι!" Κι επήγε να του φέρει ψωμί.
   "Το ζευγάρι!" της απάντησε με πόνο ο Τουρκόγιαννος, χωρίς ούτε τότες να την κοιτάξει.
   "Τώρα", του 'πε, "και οι δουλειές ετελειώσανε για εφέτος· έξοδο μοναχά θα 'χει, σκοτούρες!... Κι ύστερα, όταν επαντρεύτηκα, δεν επήρα ζευγουλάτη... ο Γιώργης δεν μπορεί να πει τίποτα, αν εγώ το ζευγάρι δεν το θελήσω!"
   "Το ζευγάρι!" ξανάπε λυπημένος ο Τουρκόγιαννος. "Τέτοιο ζευγάρι! Το καλύτερο σ' όλα τα χωριά!... Δυο ζα παλικάρια, τον Περδίκη και τον Παρασκευά μου, που 'ναι μαύρος σαν Αράπης, κι η προβιά του λάμπει στον ήλιο! Τόνε λέμε έτσι γιατί γεννήθηκε Παρασκευή μέρα· και να τα πουλήσετε τα καημένα τα ζα. Δεν λέω τίποτα, γιατί νοικοκύρης δεν είμαι· είσαστε εσείς με τις υγείες σας! Δικό σας το πράμα· μα δύο τέτοια ζα, να τα δώσετε για μαχαίρι, δεν είναι κρίμα!... Αχ, έτσι τα δώρισε ο Θεός για τη σφαγή! «Θύσον και φάγε!» το 'πε ο ίδιος. Μα εμένα ωστόσο με πονεί!..."
   Τα ζώα, σαν να 'χαν καταλάβει που εμιλούσαν γι' αυτά μέσα στο σπίτι εμουγγαλίστηκαν από το καλύβι για πολλήν ώρα.
   "Άκου τα!" της ξανάπε ο Τουρκόγιαννος. "Θα κατάλαβαν τι τα προσμένει. Τα ζα είναι πολύ νοητά, Μαργαρίτα. Ο Παρασκευάς μου! Ω, εκείνος τα ξέρει όλα κι η λαλιά μοναχά του λείπει!..."
   Η Μαργαρίτα τον εκοίταξε συγκινημένη, μα αυτός δεν εσήκωσε το βλέμμα.
   "Εστάθηκες", του 'πε, "καλός για τα ζα μας. Μα μη φοβάσαι εσύ, δεν θα χαθείς!"
   "Εγώ;" αποκρίθηκε γλυκά ο Τουρκόγιαννος. "Εγώ, όπου κι αν πάω, ζω! Εγώ δεν εχάθηκα άλλες κι άλλες φορές· με ξέρεις. Από παιδί δουλεύω· δουλειά θα 'βρω. Κι είναι τόσο καλός ο κόσμος· όπου κι αν επήγα, έζησα· αναστήθηκα με την καλοσύνη του. Μου το 'λεγε κι η καημένη η μάνα μου, ο Θεός να την έχει σε καλόν τόπο! Τη θυμάσαι, Μαργαρίτα, τη μάνα μου;" Και λέγοντας αυτά ο Τουρκόγιαννος αναστέναξε κι αρχίνησε πάλι να τρώει.
   "Τήνε θυμάμαι", του 'πε μ' ένα μικρό χαμόγελο. "Ήτανε αρβανίτικα ντυμένη".
   "Κι Αρβανίτισσα ήτανε", της απάντησε. "Μα χριστιανή σαν κι εμάς. Πλάσμα Θεού κι εκείνη! Τούρκος", μου 'λεγε, "ήτανε ο πατέρας μου. Πλάσμα Θεού ως κι αυτός ο αμαρτωλός! Μα εγώ έλαβα την τύχη να γεννηθώ στο νησί σας, ο καλότυχος, και να πάρω βάφτιση, κι έτσι δεν θα παραδέρνει η ψυχή μου στον Άδη... Στο σπίτι σας μ' έχετε νοικοκύρη. Και τα ζα σας τ' αγαπάω· κι αγαπάω και τα παιδιά σας σα δικά μου, και σας... και σας όλους σας!" Κι ένα δάκρυ εκύλησε στα μάγουλά του.
   "Εστάθηκες καλός άνθρωπος και Χριστιανός όλη σου τη ζωή", του 'πε σοβαρά η Μαργαρίτα. "Σου λέω αλήθεια: Μου πονεί που θα φύγεις από το σπίτι μου".
   "Τότες δε θα φύγω!" της απάντησε ευχαριστώντας την με το άκακο βλέμμα του. "Θα μείνω μαζί σας, το ψωμί μου θα το δουλεύω, δε θα 'μαι κατάβαρος κανενού".
   "Μα θα θελήσει ο Γιώργης;" του 'πε η γυναίκα ανήσυχη και κρύβοντας κάποια συγκίνηση. "Θα θελήσει;"
   Ο Τουρκόγιαννος αναστέναξε από βαθιά:
   "Δεν πειράζει", είπε. "Ορφανός γεννήθηκα κι η μάνα μου μ' άφησε δεκάξι χρονών. Η καημένη μου η μάνα! Κι ο κόσμος μου 'πε τόσα για κείνηνε. Μα εγώ δεν πιστεύω τίποτα. Ο Θεός να 'χει την ψυχή της!... Και η ξενιτιά με ξέρει, πολλοί, πολλοί τόποι με ξέρουνε. Θα ξενιτευτώ πάλι... Έλεγα να τελειώσω εδώ τις μέρες μου, στα χέρια των παιδιώνε σου, μα δεν εβόλεσε..."
   Έμειναν ώρα σιωπηλοί κι οι δύο. Ο Τουρκόγιαννος αποτέλειωσε το φαγητό του κι εσηκώθηκε για να πιει από το μαστραπά το νερωμένο ξύδι.
   "Θυμάσαι", της ξανάπε καθίζοντας πάλι στη θέση του, "ήμουνα είκοσι χρόνων κι ήσουνα μικρότερη. Και..."
   "Ανοίγεις πάλι τα παλιά κατάστιχα! Δεν τα βαριέσαι;" του 'πε ανυπόμονα. "Τα 'πες, τα 'πες, τόσες φορές!"
   "Είχες δίκιο τότες! Πολύ δίκιο τότες!" της είπε.
   "Ω, βέβαια!" του απάντησε σοβαρή. "Σκέψου τι ήθελες να κάμεις!"
   "Το σκέφτηκα", είπε ντροπιασμένος. "Το σκέφτηκα τόσα χρόνια στην ξενιτιά και το μετάνιωσα. Πόσο το μετάνιωσα, κανένας δεν το ξέρει. Η νιότη μ' είχε ξεβγάλει απ' τα όριά μου, και μ' είχε μαγέψει η φωνή σου... η φωνή..."
   "Κι ήθελες να με φιλήσεις τότες" του 'πε γελώντας καταφρονητικά.
   Εκατέβασε το βλέφαρο ντροπιασμένος. "Εγώ, ναι εγώ! Η νιότη δε σκέφτεται. Μα με συμπάθησες. Μου το 'πες!"
   "Τότες εγώ σ' έβρισα! Ξέρεις ποιανού είσαι παιδί;"
   "Μου το ρώτησες και τότες! Το θυμάσαι; Ενού Τούρκου και δεν ξέρω ποιανού. Έτσι μου 'πε η μάνα μου. Τη μάνα μου την είχε ληστέψει και την είχε δυστυχέψει ένας Τούρκος σ' ένα βουνό της Χειμάρας. Κι η μάνα μου έπειτα είχε έρθει στο χωριό σας μ' άλλες γυναίκες πατριώτισσές της μία σοδειά για να μαζεύει ελιές κι εδώ στο χωριό σας εκατάλαβε πως ήτανε έγκυα η καημένη η μάνα μου, και δεν ξανάγυρε πλια στον τόπο της με τες άλλες γυναίκες, γιατί εντρεπότουν τους χωριανούς της κι εφοβότουν τους γονιούς της. Κι ο πατέρας σου, Μαργαρίτα -την ευκή του να 'χουμε!- την έβαλε σ' ένα καλύβι του και μ' έκαμε εμένα κι αντίς να με σκοτώσει, κι αντίς να με ρίξει στο σπιτάλι, και ν' απολείψει έτσι από τα τόσα βάσανα, που της εκόστισα, κι αντίς να γυρέψει να παντρευτεί, αυτή η άναντρη γυναίκα, μ' εβάσταξε σιμά της, εδούλεψε για με, καταφρονέθηκε για με, εκακολογήθηκε για με, κι έμεινε ανύπαντρη όσο που πέθανε· κι εζητιάνευε για να με κουναρήσει και μ' έπαιρνε κατόπι της για να μη με αφήνει μοναχό και για να μην προβατεί μοναχή της κι εκείνη. Κι εζητιάνευα και γω. Και ο κόσμος μας έδινε το άγιο ψωμί, όσο που άξησα εγώ κι έπιασα δουλειά και μπορούσα να της φέρνω το ψωμί της. Και τότε... τότες...  μου 'δωκε την ευχή της κι έκλεισε τα μάτια της, τα καλά της τα μάτια, σα να μην είχε ζήσει παρά για να με αναστήσει!..." Δύο δάκρυα εκύλησαν στα μάτια του Τουρκόγιαννου, κι έμεινε σιωπηλός για ώρα. Έπειτα εσηκώθηκε, έκαμε το σταυρό του και τα χείλη του εμουρμούρισαν μίαν προσευχή.
   "Πώς μπορούσα να πάρω άντρα ένα ζητιάνο!" είπε τέλος σκεφτικά η Μαργαρίτα.
   "Δεν μπορούσες!" της απάντησε πικρά. "Δεν μπορούσες βέβαια! Κι όταν έκαμα ό,τι έκαμα, εντράπηκα τόσο τον πατέρα σου, κι ας ήξερα πως δε θα μολογούσες, που εμίσεψα αμέσως. Κι ήμουνα τότες κακός άνθρωπος, χειρότερος από τους κακούς που βρίσκονται στες φυλακές, κι άλλους ανθρώπους τους αγαπούσα, άλλους τους εμισούσα, και τους εζήλευα όλους, κι είχα κατάβαρος στη δόλια μου τη μάνα, γιατί με είχε κάμει. Τώρα η ξενιτιά μ' εδίδαξε και μ' έβαλε σ' έναν άλλο δρόμο. Έφυγα με την απόφαση να κάμω προκοπή, να βρω μίαν άλλη Μαργαρίτα, σε τόπο που δεν με γνώριζαν, και να ζήσω· κι αντίς, εύρηκα στην ξενιτιά ανθρώπους καλούς, ένα δάσκαλο μάλιστα πολύ σοφόνε, που μαζί του θα ήμουνα ακόμη, αν ο Θεός δεν τον έκραζε σιμά του, κι είδα μ' αυτούς τριγύρω μου τόση ανθρώπινη δυστυχία, γέρους, γυναίκες, παιδιά, που εβασανιζόνταν σε μια γης τόσο καλή κάτου από έναν ήλιο που 'φεγγε για όλους, που ελησμόνησα τα δικά μου τα πάθη κι εβάλθηκα ν' αγαπάω όλους τους ανθρώπους... Κι αποφάσισα να ρωτήσω και ρωτιόμουνα και ο ίδιος, γιατί ήταν άραγε ο κόσμος έτσι φτιασμένος, και γερόντοι και παπάδες μου 'λεγαν όλοι: "Μυστήριο!..."
   "Δεν πας για τα ζώα", του 'πε η Μαργαρίτα βαρυμένη κομμάτι από τες κουβέντες του.
   "Τώρα τους έριξα να φάνε", αποκρίθηκε ο Τουρκόγιαννος. "Μα άφησέ με να τελειώσω, αφού μάλιστα πρέπει και πάλι να μισέψω!" Κι αναστέναξε. "Γράμματα δεν ξέρω", ξακολούθησε, "κι είμαι για τούτο θεόστραβος! Μα ο δάσκαλος ήξερε. Κι αυτός και κάποιοι άλλοι μου 'παν πως είναι λίγοι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι ή εκείνοι που αλαφραίνουν του αλλουνού τον πόνο ή οι κακοί που μετανιώνουν. Αυτοί λαβαίνουν τη λύτρωση... Κι ωστόσο η άλλη Μαργαρίτα δεν ευρισκότουν κι ούτε τη ζητούσα και την προκοπή την ήθελα κάθε μέρα και λιγότερο και δεν κυνηγούσα πλια το πολύ κέρδος, κι απ' ό,τι εκέρδιζα βαστούσα μόνο ό,τι μου χρειαζότουν για να θρέφω τον εαυτό μου, πολύ λίγο, κι όλα τ' άλλα τα σκόρπιζα, καλά κακά, όπου μου φαινότουν πως ήταν ανάγκη. Κι έτσι έμεινα ως τα τώρα φτωχός, όπως με είχε γεννήσει η καημένη μου η μάνα. Κι απ' όλες τες δουλειές επροτιμούσα τούτην που κάνω σήμερα· μ' άρεσε να 'μαι δούλος, μέσα σε φαμελιές με παιδιά, γιατί εκουναρήθηκα, βλέπεις, ορφανός· κι αγάπησα τόσα παιδιά, σε τόσους τόπους! Κι αυτά μ' αγαπούσανε λίγο, έτσι καθώς και τα δικά σου τα παιδιά, Μαργαρίτα! Ω, τα παιδιά, η ευλογία του Θεού, και η αθώα ψυχή τους!"
   "Μα δε σ' αγαπάνε· γελιέσαι!"
   "Μ' αγαπάνε λίγο, κι έχουνε δίκιο! Είμαι ξένος και δούλος. Προτιμάνε τους άλλους. Από μένα τι θα απολάψουν; Μα άφησέ με να τελειώσω... Κι όταν άρχιζα να καλοκαθίζω σε κάποιο σπίτι, κι αποφάσιζα να μείνω σ' αυτό όλη μου τη ζωή, κι έκανα γνωριμία με τόσους καλούς ανθρώπους, που ποτέ μου δε θα τους λησμονήσω, ευρισκότουν πάντα κάποια σκούντρα, κάποιο ανάποδο πράμα, κι ήμουνα πάντα εγώ η αιτία, και ο καημένος ο Τουρκόγιαννος έδενε σ' ένα μικρό μπόγο τα λίγα του παλιά κουρέλια, τα κρεμούσε στην άκρη του ραβδιού του, τα 'βαζε στον ώμο, κι έπαιρνε δρόμο πικραμένος προς το αγνώριστο μελλούμενό του... Και μια φορά κάπου ήταν ένα κορίτσι μ' αγαθή και φιλάνθρωπη ψυχή, και μ' ένα πρόσωπο παρόμοιο με μπουμπούκι. Κι είχε μία φωνή που η γλυκάδα της μου θύμιζε πάντα τον τόπο σας, Μαργαρίτα, και το χωριό σας... και κακοσύνη δεν είχε καμιά η καρδιά του, ούτε και το κορμί του κανένα ψεγάδι. Μα κάθε άντρας που το 'βλεπε, ήτανε δύσκολο να μη βάλει πονηρή ιδέα στο νου του, και τ' ανύπαντρα παιδιά του χωριού είχαν ξετρελαθεί όλα με τα μεγάλα αθώα μάτια της κορασίδας και με τη γλύκα της φωνής της που 'βγαινε από ένα στόμα αγγέλου. Κι η μοίρα της τής έγραφε πολλά και μεγάλα πάθη, γιατί, ενώ τόσοι και τόσοι νέοι την ήθελαν, πλούσιοι και φτωχοί, στο χωριό της και σ' άλλα, εκείνη έμπλεξε μίαν ημέρα μ' έναν άνθρωπο που 'χε γυναίκα και που, χωρίς κι αυτός να το θέλει, την είχε φλογερά αγαπήσει. Κι ακούστηκε τότες τ' όνομά της σ' όλον τον κόσμο· κι ήταν θλίψη μεγάλη για κείνους που γνώριζαν την ομορφιά του προσώπου της και την καλοσύνη της ψυχής της! Τόση ομορφιά μαζί και τόση ασκήμια· μυστήριο! Κι ήρθε σε βαριά απελπισία κι εκιντύνευε να πεθάνει, γιατί η ίδια δεν ήθελε τη ζωή της, και δεν τολμούσε να λυπηθεί κανένας την αντρογυνοχωρίστρα, παρά μοναχά ο Τουρκόγιαννος. Της επροσφέρθηκα να την πάρω γυναίκα μου, να την πάρω μαζί μου στα ξένα και να την ζω από τους κόπους μου, όπως είχα αρχίσει να κάνω για την καλή μου μητέρα. Και εγελούσαν στο χωριό οι άντρες και μ' επείραζαν, μα ο Τουρκόγιαννος είχε απόφαση να γλιτώσει μια θλιμμένη κι αγαθή ψυχή, και δεν άκουε κανένα περιγέλιο, κι εκλειούσε τ' αυτιά του όταν του 'λεγαν πως βέβαια άλλη γυναίκα δε θα 'βρισκε αυτός από μιαν απελπισμένη. Μα σ' αυτόν τον τόπο εκαταφρονιότουν και το δύστυχο πλάσμα, που 'χε αμαρτήσει κι εδείλιαζε στην απόφασή του. Κι ο άντρας εκείνος που το 'χε δυστυχήσει, δεν ημπόρεσε να σβήσει στην καρδιά του τη φωτιά της αμαρτωλής αγάπης του, την ήθελε ακόμη ο ίδιος και δεν ήθελε να την αφήσει ούτε να φύγει ούτε να πεθάνει. Και ο Πειρασμός του 'βαλε στο νου μια κολασμένη ιδέα να τη δώσει γυναίκα στον ανήλικο αδερφό του και να την έχει έτσι πάντα σιμά του, κι η δυστυχισμένη άκουσε την ορμήνεια του, κι αρνήθηκε ν' αδράξει το χέρι του Τουρκόγιαννου που της πρόσφερνε τη σωτηρία, γιατί, είπε, θα ξέπεφτε πολύ παίρνοντας έναν άπιστο δούλο, ενώ κάνοντας ό,τι της έλεγε ο άλλος θα 'φραζε κιόλας τα στόματα του κόσμου που την κατηγορούσε. Κι έτσι επήρε το αθώο παιδί που κι ο αδερφός του μαζί της ηθέλησαν να το γελάσουν. Μα κι εκείνο τρελά την αγάπησε. Κι από τότες του Θεού η κατάρα εμπήκε σ' εκείνο το σπίτι και το ανεμοσκόρπισε, εγενήκαν όλοι μαλλιά κουβάρια, κι από τ' αδέρφια ο ένας βρίσκεται από κάτω από τη γης και ο άλλος κλειστός μέσα στη φυλακή!..."
   "Αυτά μου τα 'πες κι άλλη φορά", του 'πε η Μαργαρίτα κατεβάζοντας ντροπιασμένη το βλέφαρο.
   "Άφησέ με να τελειώσω", της απάντησε μ' ένα χαμόγελο. "...Και μια από τες φορές που μ' έδιωξαν από το σπίτι όπου εδούλευα, με εκυρίεψε ο πόθος να ξαναϊδώ το χωριό σας· εθυμήθηκα, Μαργαρίτα, το σπίτι σου και τη φωνή σου που μ' είχε ζαλίσει, κι αποφάσισα να διαβώ άλλη μία φορά τα χώματα που μ' είχαν κουναρήσει, να ιδώ της καλής μου μητέρας τον τάφο, να ιδώ.... και μίαν άλλη γυναίκα, και ή να καθήσω για πάντα ν' αναπάψω εδώ το κόκκαλό μου ή να μισέψω και πάλι για το αγνώριστο μελλούμενό μου. Και με πήρε ο άντρας σου ζευγουλάτη στο βλοημένο το σπίτι σου. Ω, Μαργαρίτα! Και τα ζα σου μ' αγαπήσανε και οι άνθρωποι μ' αγαπήσανε, εμένα το δόλιο τον ξένο. Ο Θεός να σας το ανταποδώκει! Μα μ' εφτόνησε πάλι η Τύχη! Κι ο Τουρκόγιαννος πρέπει να μαζέψει τα παλιά του κουρέλια, να κάμει το μπόγο του, και να μισέψει με το ραβδί του στον ώμο. Έφαγε τιμημένα το ψωμί του. Έλα να ιδείς, Μαργαρίτα, δεν παίρνω τίποτα περισσότερο απ' ό,τι έφερα εδώ μέσα. Το ψωμί μου έφαγα τιμημένα!"
   "Καημένε Γιάννη!" του 'πε συγκινημένη· και η καρδιά της την ορμήνεψε πάλι να χαλάσει την απόφασή της και να βαστάξει τον καλό άνθρωπο σπίτι της. Μα εσκέφτηκε ολομεμιάς πως έπρεπε να λευτερωθεί από το παραφύλαμά του, γιατί στον κόσμο αυτή είχε κι ένα άλλο χρέος.
   "Ο καλός σου ο άντρας", ξακολούθησε ο Τουρκόγιαννος, "μ' έμπασε σπίτι του, μ' έβαλε νοικοκύρη στα τόσα καλά του. Το ψωμί του το τίμησα".
   Αναστέναξε κι εσώπασε. Και για πρώτη φορά ανασήκωσε τα μάτια του κι εκοίταξε κατάμματα τη Μαργαρίτα. Αυτή ήταν ωχρή κι εκατέβασε αμέσως το βλέφαρο. Εκατάλαβε έξαφνα πως ο Τουρκόγιαννος ήξερε το μυστικό της κι επρόσμενε πανέτοιμη τώρα να υπερασπιστεί. Και τούτη η σκέψη εφαρμάκωσε ολομεμιάς την τρυφερή συγκίνηση που λίγο πριν είχε δοκιμάσει.
   "Θα πουλήσετε λοιπόν το ζευγάρι", της είπε σοβαρά ο Τουρκόγιαννος. "Μα ούτε συ δεν το θέλεις να στείλεις στο μακελλιό τα καλά σου βόδια!"
   "Τα ζώα", του απάντησε, "λένε τα ίδια του ανθρώπου: ή φάε μας ή σε τρώμε!"
   "Δε μας τρώνε, μας θρέφουν!" απολογήθηκε με γλυκάδα ο Τουρκόγιαννος.
   "Πρέπει να σου πω την αλήθεια, για να βγάλω από μέσα μου ένα βάρος, πριν φύγω· θα γινότουνε αλλιώς φίδι και θα μ' εδάγκανε!... Πουλείς το ζευγάρι γιατί θέλεις να με βγάλεις από το σπίτι σου· και δεν θέλεις να το πεις του αντρός σου".
   "Τι λες;" του 'πε με μια άγρια ματιά.
   "Ο Τουρκόγιαννος ό,τι έχει στην καρδιά, το 'χει και στο χείλι. Δε θ' αφήσει το σπίτι σου, χωρίς να πει ό,τι έκρυβε στην καρδιά του· το μυστικό, σου 'πα, είναι οχιά και μου δαγκάνει την άκρη της καρδιάς".
   Τον ξανακοίταξε ανήσυχη.
   "Μη φοβάσαι", της είπε. "Ο Τουρκόγιαννος είναι άνθρωπος μυστικός· ο Τουρκόγιαννος δεν μολογάει, δεν κάνει ανακατώματα. Πονεί κι αγαπάει. Πουλείς το ζευγάρι, γιατί έτσι σ' ορμήνεψε ο Πέτρος!" Κι εκοίταξε ολόγυρά του για να ιδεί μήπως τον είχε ακούσει κανένας.
   Όξω η βροχή έπεφτε δαρτή τώρα. Η λάμψη μιανής αστραπής εφώτισε μέσα το σπίτι και σε λίγες στιγμές η βροντή εκύλησε στον ουρανό γεμίζοντας πάταγο τον αέρα.
   "Ξηγήσου", του 'πε με βραχνή φωνή. "Τι μπαίνει ο Πέτρος;"
   "Μα Εκείνονε που βροντάει", της αποκρίθηκε σιγά και σα φοβισμένος ο Τουρκόγιαννος. "Ο Πέτρος δεν πράττει καλά! Θέλει να σε σύρει στο κακό!"
   Η γυναίκα εθύμωσε ολομεμιάς· έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς τη την έριξε χάμου με ορμή.
   "Μη θυμώσεις!" της ξανάπε γλυκά ο Τουρκόγιαννος. "Η οργή είναι θανάσιμη αμαρτία· μπορείς να μην υποψιάζεσαι, μα εκείνος θέλει· κι η γυναίκα είναι αδύνατο μέρος!"
   "Δεν κοιτάζεις το θέλημά σου, κακομοίρη Τουρκόγιαννε;" του 'πε χαμογελώντας πικρά. "Μάλιστα, δίκιο έχω να πουλήσω το ζευγάρι για να σε βγάλω απ' ώδε μέσα· η γλώσσα σου μ' όλην της τη γλύκα, είναι σπαθί!"
   "Μη φωνάζεις, μην έρθει ο άντρας σου κι ακούσει!"
   "Θα του τα πω η ίδια!"
   "Ας μου κοπεί το κεφάλι, μα θα μιλήσω!... Μπορεί εσύ να μη θέλεις και να μην υποψιάζεσαι, μα εκείνος θέλει! Η γυναίκα είναι αδύνατο μέρος! Όσον καιρό είμαι εδώ στο σπίτι σου σ' εφύλαγα για να μην παραστρατήσεις, γιατί θέλω να σε σέβομαι σαν Παναγία μου, ώσπου να πεθάνω! Γι' αυτό σου μίλησα!"
   "Δεν κοιτάζεις τη γύμνια σου και την ορφάνια σου!" του 'πε θυμωμένη. "Μάλιστα, ένας ζητιάνος θα μας ορμηνεύει τώρα. Φεύγα, χάσου από το σπίτι μου!"
   "Όσον καιρό ήμουνα εδώ σε φύλαξα, λέω, και μου το παραπονέθηκες τόσες φορές, κι εγώ έκανα τον κουτόνε. Μ' εύρισκες τόσες φορές μπροστά σου, όπου κι αν επήγαινες, και σου 'λεγα τάχα πως ήτανε της τύχης. Τώρα που φεύγω, κοίταξε, Μαργαρίτα, να τιμήσεις το στεφάνι σου, κι αν δεν μπορείς αλλιώς, πάρε τον Πέτρο και φεύγα, φεύγα με τον Πέτρο!"
   Η Μαργαρίτα εθύμωνε από στιγμή σε στιγμή περισσότερο· το πρόσωπό της είχε κοκκινήσει κι έριχνε ανήσυχη τριγύρω τα μάτια. "Τα λες αυτά", του φώναξε, "για να με καταφέρεις! Θα μείνεις μωρέ, με την όρεξη, όπως και τότες!" Κι εχτύπησε ορθό το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού χεριού της στην αριστερή της παλάμη. "Πονηρός είσαι, σαν όφις!"
   "Όχι!"
   "Ακούς εκεί!" ξαναφώναξε δυνατά. "Ο κούταβλος ο Τουρκόγιαννος ιδέα που 'βαλε στο νου του! Του την έβαλε βέβαια ο διάβολος! Εγώ να γένω αγαπητικιά του;" Κι εγέλασε δυνατά. "Πήγαινε, μωρέ, στα τσακίσματα· δεν πίνει η γάτα ζουμί!" Κι ανοιγόκλεισε τα δάχτυλα του ενός χεριού της κάτω από το πηγούνι της, σκύφτοντας προς απάνω του, και βάζοντας το γρόθο του αριστερού χεριού της στη μέση της.
   "Δεν το 'βαλε ποτέ ο νους μου!" της είπε με γλυκάδα, χαμογελώντας και κιτρινίζοντας.
   "Σε ξέρω, σε ξέρω! Λες που με τες φοβέρες σου θα σου εσύγκλινα, ε; Να 'ξερες, μωρέ Τουρκόγιαννε, τι σόι είμαι εγώ κι από πού γενιοκρατιέμαι! Τες συκοφαντίες σου τες έχω εκεί!" Και σηκώνοντας προς τα οπίσω το ένα της πόδι εχτύπησε με το χέρι την πατούσα της. "Όλα θα του τα πω, καημένε, του κούταβλου του αντρός μου, και θα ιδείς τι θα περάσεις! Θα φύγεις απ' ώδε μέσα κακήν κακώς!"
   "Το ψωμί μου το τίμησα!"
   "Κάνε, κάνε τον κουτό, μωρέ Τουρκόγιαννε! Εγώ καλά του τα 'πα του κυρ Γιώργη να μη σε μπάσει εδώ μέσα! Τίποτα αυτός· δε μ' άκουε· τον εμάγεψες! Μωρέ παμπόνηρε! Καλά του στέκει! Και σ' εθρόνιασε εδώ μέσα να σ' έχουμε μάρτυρα σε ό,τι κάνουμε. Κόπιασε τέλος πάντων στο γέρο το διάολο και ξεφορτώσου μας! Είσαι κάλτσα του διαβόλου, κουτός, πονηρός και κακός!..."
   "Σου μίλησα", της είπε με την ίδια γλυκάδα, "γιατί έλεγα πως είχα το χρέος. Κάμε ό,τι θέλεις, Μαργαρίτα!" Κι εζήτησε μέσα στην κασέλα, όπου εκοιμότουν, το σκεπάρνι κι εβγήκε για να φτιάσει το χαλασμένο αλετροπόδι. Ήθελε κι αυτήν την ημέρα να δουλέψει το ψωμί του.
   Η γυναίκα από μέσα από το σπίτι δεν έπαψε να τόνε βρίζει. Το νερό είχε σταματήσει τώρα, κι ο Τουρκόγιαννος εσήκωσε το βλέμμα κι εκοίταξε τα μαύρα σύννεφα που εδιάβαιναν φορτωμένα βροχή. "Τι θα 'ναι", είπε με το νου του αναστενάζοντας, "το άγνωστο μελλούμενο;" Κι επήγε στον κήπο κι άρχισε να δουλεύει.
   Σε λίγο βγήκε η Μαργαρίτα στην πόρτα της κι εκάθησε στο υγρό κατώφλι, χωρίς να το καταλάβει. Ήταν ωχρή πολύ, και συλλογισμένη. Ακούμπησε το κεφάλι της στο χέρι κι εχτυπούσε ρυθμικά με το 'να της πόδι το παλιό σκαλοπάτι. Κι από μπροστά της εδιάβηκε τότες ο Πέτρος και την καλημέρισε μ' ένα πικρό χαμόγελο· εκοίταξε τριγύρω του κι εστάθηκε ομπρός της.
   "Τι τρέχει;" της είπε ανήσυχος και με χαμηλότατη φωνή. "Τον έδιωξες, ε;"
   "Εχαθήκαμε", του απάντησε κουνώντας απελπισμένα το κεφάλι της. "Ο Τουρκόγιαννος τα ξέρει όλα και θα τα μολοήσει βέβαια! Εμαλώσαμε, μας άκουσες; Και τον έδιωξα. Θα γίνουμε βουρδούλιο!"
   "Μπα!" είπε ήσυχος. "Άφησε να τρέξει το νερό στ' αυλάκι του!"
   "Τι έχεις να χάσεις εσύ;" του 'πε με μίσος. "Αμή εγώ; Πήγαινε μη μας ιδούν! Πήγαινε τώρα!"
   Ο Πέτρος εχαμογέλασε και ρώτησε: "Πού είναι ο άντρας σου;"
   "Πάει στο χωριό από την αυγή", του απάντησε.
   Την εχαιρέτησε κι έφυγε χαρούμενος.

   Τον εύρηκε στο μαγαζί του Σάββα Αυγέρη, στο φόρο του χωριού. Έπαιζε τα χαρτιά με τρεις άλλους χωριάτες. Το μαγαζί ήτανε σκοτεινό και στενόχωρο, χωρίς πλάκες στο έδαφος, γεμάτο λάσπη που την κουβαλούσαν μέσα τα πόδια των ανθρώπων, με δοκάρια στο νταβάνι κατάμαυρα από τον καπνό. Μια αψιά μυρουδιά από ψάρια παστά, από πιοτά κι από καπνό εκυριαρχούσε. Ο μαγαζάτορας, ένας παχύς και χαμηλός μισόκοπος άνθρωπος, με πλατοβράκι και ψάθα στο κεφάλι, ήταν ορθός πίσω από τον πάγκο του και σοβαρός επουλούσε τα είδη του κι εκοίταζε τα κακογραμμένα και λέρικα κατάστιχά του. Πίσω του, στον τοίχο, ήταν αραδιασμένες σε ράφια κάμποσες σκονισμένες μπουκάλες, άδειες οι περισσότερες· και πάνου στον πάγκο ήταν κατά σειρά μία λεκάνη με λίγο νερό, όπου ο μαγαζάτορας έπλενε τα ποτήρια, δύο μαστραπάδες με κρασί, μια στάμνα με νερό κι ένας παλιός μπρούντζινος δίσκος με κάμποσα ποτήρια. Δυο βαρέλια με παστά ψάρια ακουμπούσαν στον πάγκο.
   Ο Πέτρος εμπήκε στο μαγαζί, εκαλημέρισε όλους, εδιάταξε καφέ κι ήρθε και κάθησε σιμά στο τραπέζι όπου οι άλλοι έπαιζαν χαρτιά.
   "Καλώς τα διασκεδάζετε", τους είπε. "Τι παίζετε;"
   "Το σόλιο", του αποκρίθηκε ένας από τους παίχτες απέναντί του, ένας αξύριστος και κοκκαλιάρης.
   "Κι από πόσο;" ερώτησε ο Πέτρος αδιάφορα.
   "Από μία πεντάρα την πούλια", του αποκρίθηκαν σα με περηφάνεια.
   "Μα ο Άης Βασίλης επέρασε!" είπε ο Πέτρος γελώντας.
   "Για να ξεσκάσω!" του αποκρίθηκε ο Γιώργης ο Αράθυμος. "Η νοικοκυρά μου δε θέλει να 'ναι πλιο ζευγολάτισσα· δε μ' επήρε, βλέπεις, ζευγουλάτη· και θέλει να πουλήσω τα βόδια· και ξέρεις τι ζα έχω· δύο καματερά παληκάρια, που λέει κι ο Τουρκόγιαννος, μοσκάρια ακόμα, πέντε χρονών! Τι να της κάμω, αφού δεν τα θέλει! Της είπα να το πει η ίδια του Τουρκόγιαννου".
   "Ο ρήγας σπαθής",  είπε ο ένας από τους παίχτες, ρίχνοντας στη μέση του τραπεζιού το τελευταίο του φύλλο, ένα χαρτί λερό τόσο που μετά βίας εφαινόνταν τα χρώματα της φιγούρας. "Κι η στερνή δική μας!" Κι εβάλθηκε αμέσως να μετράει τα κερδεμένα χαρτιά και να λογαριάζει τους πόντους.
   "Καλά κάνει η Μαργαρίτα!" αποκρίθηκε ο Πέτρος.
   "Πώς καλά;"  είπε ο Αράθυμος κοιτάζοντάς τον.
   "Κι άλλο ζευγάρι φεύγει απ' το χωριό μας!" είπε ένας άλλος.
   "Θα παίξουμε ή θα κουβεντιάσετε;"  είπε παράξενα ένας άλλος που 'χε κιόλας ανακατέψει τα χαρτιά και που τα μοίραζε στα τέσσερα.
   "Καλά κάνει", ξανάπε ο Πέτρος. "Το ζευγάρι έχει έξοδα, κόπους, έγνοιες, κιντυνεύει από ψόφο· χρειάζεται κι άνθρωπο".
   "Έτσι λέει κι η φαμελιά μου", είπε ο Αράθυμος. "Θέλει, λέει, να πάρει των παιδιώνε μία δαμάλα για να την κουναρήσουνε, κι έτσι το διάφορο, λέει, θα 'ναι το ίδιο, και θα λείψει, λέει, η φασαρία".
   "Το τρίω κούπα", έκραξε ένας, "και παίζω ντινέρι!" Και ρίχνοντας το χαρτί, εχτύπησε με τη ράχη του χεριού του το τραπέζι. "Γιώργη, παίζε!"
   "Δε θέλω να μου διαβάζεις τα χαρτιά" είπε του Πέτρου ο παίχτης που ήταν καθισμένος σιμά του. "Εσύ τα μολογάς!" Κι εκοίταξε ένα ένα τα φύλλα του, καμαρώνοντάς τα, γιατί είχε καταφέρει με τρόπο να βαστάξει για τον εαυτό του τα καλύτερα.
   "Γλιτώνει κι από τον άνθρωπο", είπε ο Πέτρος.
   "Μα αυτός το ψωμί του το πλέρωνε", είπε ο Αράθυμος, "όλη μέρα δουλεύει σα σκύλος!"
   "Μα είχανε γρίνια σπίτι σου!" του 'πε αδιάφορα ο Πέτρος.
   "Γρίνια;" του αποκρίθηκε. "Και πώς το ξέρεις;"
   "Πώς παίζεις έτσι;" είπε θυμωμένος του Αράθυμου ο σύντροφός του. "Πρόσεχε εδώ, αν θέλεις· μου χαντάκωσες το παιγνίδι!... Άφησέ μας, Πέτρο, στη ζωή σου! Πάει εχάσαμε!" Κι εβλαστήμησε θυμωμένος, χτυπώντας ανάποδα με το δεξί του χέρι τα χαρτιά, που τα βαστούσε απλωμένα στ' άλλο.
   Εσώπασαν κάμποση ώρα ώσπου το χέρι ετελείωσε.
   "Έπρεπε να 'χες παίξει μπαστούνι, που σε κάλεσα!" είπε ο ίδιος του Αράθυμου. "Βλέπεις τι έκαμες; Δεν επιάσαμε ούτε μια χαρτωσιά! Χάνουμε δώδεκα πούλιες. Δεν παίζω άλλο. Ας παίξει ο Πέτρος, α θέλει". Κι εσηκώθηκε, ελογαριάστηκε κι επλέρωσε.
   "Πώς το ξέρεις;" ξαναρώτησε ο Γιώργης τον Πέτρο ξαναπιάνοντας την πρώτη κουβέντα. "Η Μαργαρίτα δε μου 'πε τίποτα".
   "Σα φρόνιμη γυναίκα", του απάντησε χαμηλόφωνα και κρυφοκοιτάζοντάς τον. "Ως και σήμερα όμως τους άκουσα, την ώρα που διάβαινα, εμεγαλοφωνούσανε πότε η Μαργαρίτα, πότε ο Τουρκόγιαννος. Είχανε μαλώματα".
   "Αυτόν το Γύφτο θα κάνεις καλά να τόνε διώξεις από το σπίτι σου!" είπε σοβαρά ο κοκκαλιάρης γέροντας, που 'χε καταλάβει τι ήθελε να πει ο Πέτρος. "Ξέρεις ποιανής είναι γιος! Τήνε θυμόσαστε τη μάνα του; Όλοι σας βέβαια. Τήνε ρωτούσες: "Πώς σε λένε;" Και σου απαντούσε: "Αρετή, πρώτη πουτάνα!" Έτσι αντρόπιαστα. Έβαλε απάνου της η συχωρεμένη Τούρκους, Οβριούς, δεν εσυχαινότανε κανένα! Κι είχε βρωμέψει το χωριό μας!"
   Εγελάσανε όλοι, μόνο ο Γιώργης έμεινε σκεφτικός.
   "Ποιανού θα μοιάσει ο γιος της;" είπε ένας άλλος, θέλοντας να 'ναι κι αυτός με των πολλών τη γνώμη: "Κι είναι ένας υποκριτής! Ω, ω! Κύριε φύλαξε! Λες να κοινωνήσεις από τα χέρια του. Κι έχει ένα μέλι στο στόμα του!... Μα από το σιγαλό ποτάμι να φοβάσαι!..."
   "Ξένον τρέφεις, όφιν τρέφεις!" είπε κακόβουλα ο κοκκαλιάρης γέροντας.
   "Τι σας έκαμε το ορφανό παιδί και το κατηγοράτε;" είπε μέσαθε από τον πάγκο του ο μαγαζάτορας. "Εγώ το γνώρισα πάντα φρόνιμο· ποτέ του δεν ακούστηκε στο παραμικρό, ούτε σε κλεψιές, ούτε σε καυγάδες, ούτε σε τίποτα! Κανενού δε χρωστάει. Εκουναρήθηκε ορφανό· κι έρχεται εδώ και ψωνίζει πάντα και πλερώνει ταχτικά, και είναι ταπεινό, και..."
   "Σιγά, σιγά θα γένει άγιος!" είπε με κακία ο Πέτρος. "Εγώ που μιλώ ξέρω τι λέω. Η Μαργαρίτα όμως είναι, είναι η πλιο φρόνιμη γυναίκα του χωριού!"
   "Γιατί φρόνιμη;" ρώτησε ο Αράθυμος συλλογισμένος κι ανησυχημένος.
   "Αυτή κάτι θα ξέρει", είπε ο Πέτρος.
   "Βέβαια!" είπε κάποιος άλλος.
   "Κάτι θα ξέρει;" ξαναρώτησε ο Αράθυμος σουφρώνοντας το μέτωπο. "Τι;"
   "Βάζεις το κακό στη μέση!" είπε του Πέτρου ο μαγαζάτορας. "Είναι αμαρτία, Πέτρο! Δεν αφήνεις να ζήσει με τον κόπο του ένα φτωχό παιδί. Γιατί έτσι;"
   "Ν' αφήσουμε λοιπόν τον Τουρκόγιαννο να κάνει ό,τι του περνάει από το νου! Έτσι, ε;" του απολογήθηκε ο Πέτρος πεισμωμένος.
   "Ε, βέβαια!" είπε γελώντας ο κοκκαλιάρης γέροντας. "Αυτού θα τελειώσει στο ύστερο. Λέγε, λέγε το κοπέλλι, κάνει τη γριά και θέλει!"
   "Τι λες;" εφώναξε ο Αράθυμος κοκκινίζοντας κι ανοίγοντας πολύ τα μάτια του. Κι εσηκώθηκε ορθός πίσω από το τραπέζι.
   "Σσστ!" είπε ο Πέτρος φέροντας το ένα του δάχτυλο στα χείλη. "Σσστ! Η Μαργαρίτα τον εσυγύρισε όπως του 'πρεπε!"
   "Κι είναι, λες, άνθρωπος ίσιος;" είπε του μαγαζάτορα ο γέρος.
   "Τι του 'πε;" ερώτησε ο Αράθυμος, κάνοντας να βγει από το περιορισμένο μέρος. "Τι του 'πε;"
   "Όλα δεν τ' άκουσα", αποκρίθηκε ο Πέτρος. "Καταλαβαίνεις, εδιάβαινα· δεν εσταμάτησα και πολύ, μα τον έβριζε· τον είπε Γύφτο· του 'πε που δεν πίνει η γάτα ζουμί! Του 'πε, του 'πε! Του 'πε! Του 'πε πως θα του δείξεις του λόγου σου!..."
   "Και πώς δεν του χάλασε τα μούτρα;" είπε ο γέροντας με κακία.
   "Ω, μην πιστεύεις!" είπε του Αράθυμου ο μαγαζάτορας. "Μωρέ ψυχή που θα δώσεις του Θεού!" ξανάπε του γέρου.
   Ο Αράθυμος ήτανε τώρα θυμωμένος. Είχε καταλάβει πλια τι του 'λεγαν. Ο Τουρκόγιαννος λοιπόν είχε πειράξει τη φαμελιά του; "Έτσι, ε;" είπε. "Εμπήκε σπίτι μου ο γιος της Αρετής για να με ξανθρωπίσει! Μ' αυτόν το σκοπό! Και δεν ήξερα τίποτα! Και το 'ξερε λοιπόν όλο το χωριό. Ο ψωμοπάτης, ο πύξιος και δείξιος! Πες μουτε εσείς τι να του κάμω!"
   "Μην πέσεις σε καμία φυλακή!" του 'πε κάποιος.
   "Δεν αξίζει ο κόπος για έναν άνθρωπο δύο παραδιώνε!" είπε ένας άλλος.
   Ο μαγαζάτορας τους απεδοκίμασε μ' ένα νόημα.
   "Του τα λες και μπροστά του;"  είπε ο Γιώργης του Πέτρου. Και σε μια στιγμή, βλέποντας τον Πέτρο να του λέει "ναι" με το κεφάλι, ξανάπε: "Έχω δυο μάρτυρες: τη φαμελιά μου και τον Πέτρο· βρίσκομαι εν τω δικαίω. Έλα, Πέτρο, πάμε! Πρέπει να φύγει αμέσως από το σπίτι μου· αμέσως, αμέσως!..."
   "Θα σου βρει χίλιες αφορμές με την πονήρια του!" είπε ο Πέτρος. "Μα πάμε!"
   Κι ενώ ξεκινούσαν κι οι δυο τους, ο Αράθυμος θυμωμένος περσότερο είπε:
   "Εύρηκε τον άνθρωπο για να τόνε πιστεύει!"
   Κι ο μαγαζάτορας εφώναξε, ενώ ήταν κιόλας στο δρόμο: "Πέστε ό,τι θέλετε· μα εγώ λέω ωστόσο πως ο Τουρκόγιαννος είναι άνθρωπος του Θεού!"

   Ανέβαιναν κι οι δυο τον ανήφορο προς το σπίτι του Αράθυμου σιωπηλοί: κι ο Πέτρος άκουε στην καρδιά του μίαν κρυφή χαρά. Σε λίγο θα 'λειπαν τα περσότερα εμπόδια. Ο Τουρκόγιαννος θα 'φευγε βέβαια διωγμένος από το σπίτι του Αράθυμου, θα 'λειπαν έτσι τα παραφυλάματά του, κι έτσι θα την είχε αυτός τη Μαργαρίτα όταν ήθελε! Και το πάθος δεν τον άφηνε να ιδεί το μεγάλο κακό που 'χε ετοιμάσει. Κι είπε του Γιώργη χαμηλόφωνα: "Ο Τουρκόγιαννος είναι, το ξέρεις, χεροδύναμος. Κρατιέται από Τούρκους! Μην τον αγγίξεις!"
   "Να μην τον αγγίξω; Τι μας λες; Δε θέλω μόνο να τόνε σκοτώσω, γιατί δε θέλω να 'χω ψυχή στο λαιμό μου, μα θα τόνε σημαδέψω για να με θυμάται ώστε να ζει. Βρίσκομαι εν τω δικαίω!"
   "Πάρε καλά τα μέτρα σου!"
   "Μα είμαστε δύο!"
   "Α, εγώ δε βάζω χέρι· δε μου 'καμε τίποτα· πάρε καλά τα μέτρα σου, αν θέλεις. Άρματα έχεις".
   Ο Αράθυμος τον εκοίταξε, σα φοβισμένος, κι ο άλλος επρόσθεσε: "Ειδεμή μην κάμεις τίποτα παρά διώξε τον".
   Δεν του αποκρίθηκε κι ωστόσο έφτασαν στο σπίτι. Η Μαργαρίτα εκαθότουν ακόμη στο κατώφλι συλλογισμένη κι ωχρή, κι άμα τους είδε εσηκώθηκε κι εμπήκε μέσα. Η καρδιά της εχτύπησε δυνατά· ανανοήθηκε ανήσυχη πως η στιγμή εκείνη ήτανε κρίσιμη και θ' αποφάσιζε όλην τη ζωή της. Κι οι δυο άντρες την ακολούθησαν κι έμειναν ορθοί μπροστά της.
   "Γιατί εμάλωσες;" της είπε με στενοχώρια ο Γιώργης.
   "Α, τίποτα καλέ!" του αποκρίθηκε σουφρώνοντας το μέτωπο. "Τώρα θα φύγει, κι ησυχάζουμε έτσι!"
   "Γιατί τον έβρισες;" ξαναρώτησε. "Γιατί μου κρύβεσαι;"
   "Δεν έχω τίποτα να κρύψω", του απάντησε βαρύθυμα.
   "Εμάλωσε; Τον έβρισε;" ερώτησε ο Αράθυμος τον Πέτρο.
   "Ναι", αποκρίθηκε με σταθερή φωνή, θέλοντας να το βεβαιώσει κι εκείνη. "Μα η Μαργαρίτα είναι φρόνιμη γυναίκα και δε θέλει να μπλέξεις σε μπελιά, γι' αυτό δε μιλεί. Είναι έτσι;" τη ρώτησε.
   Εκείνη δεν απήντησε.
   "Τι σου 'πε;" είπε ο Αράθυμος.
   "Ας λησμονηθούνε", του αποκρίθηκε. "Τώρα θα φύγει· κι άλλον άνθρωπο ξένο δε θέλω στο σπίτι μας".
   "Τι άκουσες;" ερώτησε τον Πέτρο. "Η Μαργαρίτα δε θέλει να μιλήσει. Γιατί;"
   "Ίσως γιατί είμαι εγώ εδώ", αποκρίθηκε ο Πέτρος. "Άκουσα που τον εφώναξε Τουρκόγυφτο· άκουσα να του λέει πως η γάτα δεν πίνει ζουμί, πως η ίδια η Μαργαρίτα δε μοιάζει της μάνας του, πως θα μείνει με τον καημό του... κι άλλα, πού να τα θυμηθώ όλα!"
   Η Μαργαρίτα εκοίταξε τον Πέτρο κι ανατρίχιασε. Κι εσυλλογίστηκε φοβισμένη σε τι δρόμο την είχε σύρει η παράνομη αγάπη του. Τον ελυπήθηκε μ' όλην της την καρδιά και του 'ριξε ένα βλέμμα που εκείνος όμως δεν το κατάλαβε. Έμεινε κάμποσες στιγμές σιωπηλή, ένιωσε πως έπρεπε ν' απαντήσει, ερώτησε τον εαυτό της, αν έπρεπε ν' ακολουθήσει τον Πέτρο σ' εκείνον τον κατήφορο, και πριν μπορέσει να λάβει μίαν απόφαση εκατέβασε το βλέφαρο κι αποκρίθηκε με κτυποκάρδι γιατί εκατάλαβε πως έπρεπε να μιλήσει. "Τα 'πα!"
   "Και γιατί;" ερώτησε ο Γιώργης κιτρινίζοντας.
   "Μπροστά μας είναι ένας ξένος άνθρωπος!" είπε θέλοντας να ξεφύγει. "Δεν καταλαβαίνεις πως όλα δεν μπορώ να τα λέω;" Και με φόβο ανανοήθηκε πως με τα λόγια της έφερνε το αντίθετο αποτέλεσμα, έδινε σταθερότερη βάση στες υποψίες του αντρός της. Κι είπε με το νου της: "Πώς μπορώ να συκοφαντώ έτσι έναν καλόν άνθρωπο;"
   Μα ο άντρας της αποκρινότουν ωστόσο: "Θα λάβει ό,τι του πρέπει!"
   "Ω, μη τόνε σκοτώσεις!" εφώναξε τρομάζοντας κι ήταν πανέτοιμη να προδοθεί.
   Μα τα λόγια του Αράθυμου την ησύχασαν. "Δε θα πάρω τη γύφτικη ψυχή του στο λαιμό μου!" είπε. Και με το βλέμμα εξέτασε μέσα στο σπίτι ζητώντας τη μαγκούρα του, που την έπαιρνε για τους σκύλους, όταν έβγαινε κάποτες τη νύχτα, και το μεγάλο σκουριασμένο μαχαίρι του που εκρεμότουν στον τοίχο, πάνωθε από την κασέλα όπου εκοιμότουν ο Τουρκόγιαννος. Το ξεκρέμασε κι είπε του Πέτρου: "Πάμε!"
   "Πού θα πάτε;" είπε περίφοβη. "Τι θα κάμεις;"
   "Μη σκιάζεσαι", της είπε, "θα βρούμε τον Τουρκόγιαννο".
   "Μα είναι δω! Άκου τον! Στον κήπο τσουκανάει· διορθώνει τ' αλετροπόδι".
   "Κράξε τον!" την επρόσταξε σουφρώνοντας το μέτωπο.
   Η στεναχώρια της αύξησε. "Τουρκόγιαννε, Γιάννη!" έκραξε τρέμοντας.
   Σε μια στιγμή ο άνθρωπος εμπήκε στο σπίτι, κι εκοίταξε με το αθώο του βλέμμα τους άλλους έναν έναν· εκατέβασε περίλυπος το βλέμμα του, εσταμάτησε σιμά στην πόρτα με το κεφάλι σκυμμένο και τους είπε με ταπεινή φωνή αναδακρύζοντας: "Εδώ είμαι! Τι με θέλετε;"
   "Τι είχες και μάλωσες σπίτι μου;" του 'πε άγρια ολομεμιάς ο Γιώργης. "Ο νοικοκύρης είμαι εγώ! Σ' αρέσει δε σ' αρέσει θα πουλήσω σήμερα τα καματερά και συ θα φύγεις!"
   "Το ξέρω!" απάντησε περίλυπος. "Ο Περδίκης μου κι ο Παρασκευάς, τόνε λέμε έτσι γιατί γεννήθηκε Παρασκευή ημέρα, θα πάνε στο μακελλιό!... Έτσι το διόρισε ο Θεός!... Μα γιατί;... Μυστήριο!"
   Κι ο Αράθυμος αιστάνθηκε πως τα λόγια αυτά τον ημέρωναν και πως ο θυμός του έπεφτε. Μα αυτό τον κακοφάνησε. Πώς; Δεν είχε ντροπή μέσα του; Εκοίταξε τον Πέτρο και κατόπι τη γυναίκα του κι εσκέφτηκε μια στιγμή, ρωτώντας τον εαυτό του, γιατί του 'καναν αυτά τα ανακατώματα. Κι είδε πως η Μαργαρίτα ήταν ωχρή πολύ κι έτρεμε σύγκορμη.
   Κι ο Πέτρος είπε αμέσως του Τουρκόγιαννου:
   "Α, κλαις, ε; Γιατί θα φύγεις από ώδε μέσα!"
   "Ως και γι' αυτό", απάντησε ο Τουρκόγιαννος με γλυκάδα και θλίψη. "Τα παιδιά τους είναι σα δικά μου· έφαγα το ψωμί τους και τους αγαπάω..."
   Και για πολλές στιγμές εκοίταξε τρυφερά τη Μαργαρίτα και το χείλι του κάτι εψιθύρισε. Οι ματιές τους ανταμωθήκαν. Κι ο Γιώργης, βλέποντάς τους, ξαναθύμωσε υποψιασμένος. Το πρόσωπό του εκοκκίνησε κι έσφιξε τα δόντια.
   "Τι 'ναι αυτά που 'βαλε ο νου σου;" του 'πε φοβερίζοντας πρώτα τη Μαργαρίτα και κατόπι τον Πέτρο.
   "Να με ντροπιάσεις μέσα στο σπίτι μου, εσύ ένας Γύφτος!"
   "Εγώ;"
   "Το λέει η γυναίκα· το λέει και τούτος που άκουσε!"
   "Άκουσα", εβεβαίωσε ο Πέτρος.
   "Γιατί", απάντησε ήσυχα ο Τουρκόγιαννος, "συκοφαντείς έναν ορφανόν άνθρωπο που δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι και που, το ξέρεις, είναι αθώος; Πώς μπορείς να κάνεις τέτοια αμαρτία;"
   Η Μαργαρίτα εκιτρίνησε ακόμα περσότερο. Το χείλι της έκαμε να κινηθεί, η καρδιά της την ορμήνευε να μιλήσει, αλλά η φωνή δε βγήκε από το λάρυγγά της. Ένιωσε να λυγάν τα γόνατά της κι εκάθισε χάμου. Κι εκατάλαβε τρομάζοντας πως, αν ο Τουρκόγιαννος μιλούσε, ήταν γυναίκα χαμένη. Του 'ριξε μια παρακαλεστική ματιά κι ο Τουρκόγιαννος την κοίταξε με τρυφεράδα, σα να 'χε καταλάβει για τι τον παρακαλούσε.
   "Γιατί την κοιτάζεις;" του φώναξε με λύσσα ο Αράθυμος. "Φτάνει ως εδώ!" Κι ερίχτηκε κατά πάνω του. "Είναι αλήθεια, λοιπόν, είναι αλήθεια! Κι αιστάνθηκε πως η οργή του περίσσευε κι εμεγάλωνε κάθε στιγμή που περνούσε. "Γκρεμίσου από δω, Τουρκόσπορε, Τουρκόγυφτε!" Και τον άδραξε από τον ώμο και τον ετίναζε προσπαθώντας να τόνε ρίξει όξω.
   "Έναν άνθρωπο ορφανό!" ξανάπε παραπονεμένα ο Τουρκόγιαννος.
   "Άτιμε!" τον έβριζε ο Γιώργης. "Όφη, ψωμοπάτη!" Κι αυτήν τη στιγμή βρέθηκε σιμά του η μαγγούρα. Την άδραξε αυτός, και του κατάφερε μια δυνατή χτυπησιά στον δεξιόν ώμο.
   "Αχ!" εφώναξε ο Τουρκόγιαννος από τον πόνο. Και για πρώτη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια εκατάλαβε πως εθύμωνε και πως δεν ημπορούσε να υποφέρει τόση προσβολή. Ανανοήθηκε κιόλας πως ο Γιώργης στο θυμό του θα τον αποτελείωνε, και η ίδια του η ψυχή τον επρόσταξε να υπερασπίσει αυτήν τη στιγμή τη ζωή του. Έσφιξε τες παλάμες του κι εστάθηκε αντιμέτωπος στο Γιώργη, σιμά του πολύ, για να μη μπορεί να τόνε χτυπήσει με τη μαγγούρα. Και πριν προφτάσει ο Αράθυμος να τραβηχτεί πίσω και να του καταφέρει το δεύτερο χτύπημα, ο Τουρκόγιαννος τον αγκάλιασε πάνουθεν από τα δύο χέρια και τον έσφιξε δυνατά απάνου του. Μια στιγμή οι δύο άντρες επάλεψαν, μα κανένας δε μπόρεσε να νικήσει τον άλλον.
   "Ω, σκοτώνονται!" εφώναξε η Μαργαρίτα πιάνοντας το κεφάλι της κι ελιγοθύμισε.
   Κι ο Πέτρος τους εζύγωσε φωνάζοντας: "Τι κάνετε! Τι κάνετε! Τι κάνετε!" Κι έκανε πως ήθελε να τους ξεχωρίσει, μα δεν έβαζε όλη του τη δύναμη, γιατί ήθελε ο ένας να νικηθεί. Κι ο Γιώργης τέλος εκατάφερε να ξεσκλαβώσει το ένα του χέρι κι έσυρε τον Τουρκόγιαννο ως σιμά στην κασέλα, όπου είχε πιθώσει το σκουριασμένο μαχαίρι. Ήταν κατακόκκινος στο πρόσωπο, ιδρωμένος κι έπαιρνε γοργά την πνοή του. Κι ο Τουρκόγιαννος ανανοήθηκε πως είχε έρθει η τελευταία στιγμή του.
   "Μη με σκοτώσεις, αδερφέ" του 'πε. "Μη χύσεις αίμα αθώο!"
   Μα ο Αράθυμος δεν τον άκουσε. Είχε πάρει την απόφαση κι ήταν έτοιμος να χτυπήσει. Κι ο Τουρκόγιαννος τον άδραξε ολομεμιάς από το λαιμό, τον ετίναξε για πολλήν ώρα και τον εσώριασε χάμου, κρατώντας του πάντα σφιχτά το λαρύγγι. Ο Γιώργης δεν μπόρεσε ούτε να φωνάξει. Τα μάτια του εβγήκαν από τις κόχες τους, το πρόσωπό του εμαύρισε.
   "Τον έμεινες!"  εφώναξε ο Πέτρος μ' ένα σκληρό χαμόγελο.
   Κι η φωνή του Πέτρου έκαμε ολομεμιάς τον Τουρκόγιαννο να συνέρθει, άφησε το λαιμό του Γιώργη και τον εκοίταξε περίτρομος, μην ο άλλος του 'χε πει την αλήθεια.
   "Α, Ιούδα!" του 'πε. "Εσύ τα 'καμες!"
   Μα ο Γιώργης δεν είχε πεθάνει, είχε ζαλιστεί μονάχα κι ήταν κουρασμένος πολύ. Ανασηκώθηκε κι έμεινε καθισμένος χάμου κοιτάζοντας άγρια τον Τουρκόγιαννο. Μα το μαχαίρι του 'χε πέσει από τα χέρια κι ήταν μακριά του. Κι ο Τουρκόγιαννος γονάτισε μπροστά του και κλαίοντας του 'πε:
   "Ω, συμπάθησε, συμπάθησε, αδερφέ! Σκότωσέ με! Τι επήγα να κάμω! Θανάτωσέ με, αν θέλεις, δε θα σου αντισταθώ!" Και γυρίζοντας προς τον Πέτρο του ξανάπε: "Α, Ιούδα! Εμένα έναν ορφανό άνθρωπο να με φέρεις σ' αυτή την ακμή! Ο Θεός ας σε σπλαχνιστεί, είναι μεγάλος, κι ας σου χαρίσει τη μετάνοια". Κι εσηκώθηκε κι έριξε μια τελευταία ματιά στη Μαργαρίτα που ήταν λιγοθυμημένη ακόμη κι εβγήκε από την πόρτα.
   Τώρα κι ο Γιώργης είχε σηκωθεί. Κρατούσε χαμηλωμένο το κεφάλι, μα ο θυμός του είχε πέσει.
   "Τον αφήνεις και φεύγει!" του 'πε ο Πέτρος, που έβλεπε να χάνεται όλο του το σκέδιο.
   "Δε με βαστάει η καρδιά να τόνε σκοτώσω", αποκρίθηκε. "Τώρα αυτός έφυγε!"
   Σε μια στιγμή ο Τουρκόγιαννος εστάθηκε έξω από την πόρτα και τους χαιρέτισε μ' ένα ήσυχο χαμόγελο.
   "Ω, συμπαθείστε με", τους είπε. "Να 'χετε ζωή και καλή καρδιά!"
   Το νερό είχε ξαναπιάσει κι ήταν πλια απόγιομα. Κι ο Τουρκόγιαννος με το μικρό του το μπόγο στην άκρη του ραβδιού του, επήρε ο ορφανός άνθρωπος δρόμο προς άγνωστο μελλούμενο.

   Την άλλη μέρα ο Γιώργης Αράθυμος οδήγησε τα δύο καματερά του στη χώρα για να τα πουλήσει. Και την ακόλουθην ημέρα έμαθε ο κόσμος στο χωριό πως στο γυρισμό του την νύχτα τον είχαν σκοτώσει και τον είχαν ληστέψει στο δρόμο και πως θα τον έφερναν με τη μέρα έπειτα με το αμάξι για να τον θάψουν στο κοιμητήριο της εκκλησιάς τους.

   Ήταν μια φαιδρή ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα προς τα Χριστούγεννα. Το Δικαστήριον συνεδρίαζε. Το φως έμπαινε απ' όλα τα παράθυρα μέσα στη σάλα που ήταν γεμάτη κόσμο, πολίτες, χωριάτες, φτωχούς και πλούσιους, και το κρύο έτσι δεν ακουότουν εκεί μέσα. Σε μιαν πλατιά εξέδρα, ψηλότερα από το ακροατήριο, στο βάθος της σάλας, ήταν καθισμένοι, κάτου από ένα κόκκινο βελουδένιο κουβούκλι, οι τρεις σύνεδροι, ο πρόεδρος στη μέση, ένας άνθρωπος νέος ακόμη με σταχτιά ρούχα, με ζωηρά μάτια, με κομμένο μουστάκι, και δεξιά του κι αριστερά του ένας μεσόκοπος άνθρωπος παχύς και σαν αποκοιμισμένος κάτου από τα ματογυάλια του, κι ένας γέρος ζωηρός και πρόσχαρος. Πάνου στην ίδιαν εξέδρα εκαθόντουν σε δύο αράδες οι δώδεκα ένορκοι, κάθε λογής πρόσωπα, κάθε λογής ηλικίας, με κάθε λογής φορέματα. Απέναντί τους στη δεξιά μεριά της εξέδρας καθότουν ο εισαγγελέας, ένας άντρας περασμένος στα χρόνια, άσκημος στο πρόσωπο, ψηλός, λιγνός και χλωμός, με λαμπερά μάτια, με σταχτιά κοντή γενειάδα, με μαύρη μακριά ρεδιγκότα, σκεφτικός και αγέλαστος. Σιμά του ήταν καθισμένοι μερικοί δικηγόροι και δύο τρεις κυρίες που 'χαν έρθει να ακούσουν τη δίκη. Η ψηλή εξέδρα έκανε ημικύκλιο· και τα δύο άκρα της ήταν ενωμένα μαζί με χαμηλά σιδερένια κάγκελα, και στον άδειο τόπο που έμενε έτσι στη μέση ήταν δύο τραπέζια, το ένα με τους υπερασπιστές δικηγόρους, το άλλο για το γραμματέα και τους γραφιάδες. Και πίσω από τα τραπέζια, σιμά στα κάγκελα και κάτου από το σκληρό βλέμμα του εισαγγελέα, σ' έναν ξύλινο πάγκο, στη μέση από δύο αγροίκους χωροφύλακες, κακοντυμένους και με εφ' όπλου τη λόγχη, και σιμά σ' άλλους χωροφύλακες που εφύλαγαν, ήταν καθισμένος ο Γιάννης, ο λεγόμενος Τουρκόγιαννος, αγνώστου πατρός, που εδικαζότουν σήμερα για ληστεία και φόνο.
   Είχε λιγνέψει στη φυλακή. Τα αγαθά του γαλάζια μάτια είχαν βαθουλώσει μέσα στες πλατιές των κόχες· ήταν χλωμός πολύ σα να 'βγαινε από μακρινή αρρώστεια. Τα γένεια του είχαν μεγαλώσει αριά αριά, αμελημένα και μαύρα, σκεπάζοντας ένα μέρος του λαιμού του. Τα μαλλιά του κατέβαιναν πάνου στ' αυτιά του και στον τράχηλό του φυτίλια, και η όψη του είχε τόσο μίαν ήμερη πικράδα ανακατεμένην με ειρηνική γαλήνη, σαν η όψη ενού όμορφου λειψάνου. Εφορούσε εκείνην την ημέρα τα πιο καλά του ρούχα, που τα 'χε φέρει από την ξενιτιά, μία μάλλινη πλατιά, καστανή βράκα, άσπρες μάλλινες κάλτσες και κόκκινα τσαρούχια· ένα μαύρο λουρί του 'σφιγγε τη μέση· το ξελαιμισμένο μαύρο σεγγούνι, που εκουμπωνότουν στο πλευρό, άφηνε να φαίνεται το άσπρο ποκάμισο, κι ένα πλατύ, μάλλινο, χοντρό πανωφόρι, καστανό κι εκείνο, και με πλατιά μανίκια που του κατέβαιναν ως τα δάχτυλα, του σκέπαζε όλο το κορμί. Τα χέρια του μόνο ήταν ανήσυχα· ανάπνεε γλήγορα κι εκρατούσε αναγυρμένο λίγο το κεφάλι τηράζοντας το ταβάνι.
   Η δίκη είχε αρχίσει.
   Ο γραμματέας είχε διαβάσει το κατηγορητήριο κι ο Πρόεδρος έπειτα από τα τυπικά ρωτήματα εφώναξε του κατηγορουμένου:
   "Κατηγοριέσαι πως την είκοσι Μαρτίου, τούτου του χρόνου, εφόνεψες με προμελέτη κι ελήστεψες στο δρόμο, στη θέση Παναγία, το Γιώργη Αράθυμο..."
   "Εγώ όχι", τον αντίσκοψε ο Τουρκόγιαννος.
   "Άκουσε", ξακολούθησε ο Πρόεδρος, "προσεκτικά τη διαδικασία και τους μάρτυρας για να απολογηθείς στο τέλος". Και σε μία στιγμή ξεφυλλίζοντας κάποια χαρτιά είπε: "Ας έλθει ο πρώτος μάρτυρας της κατηγορίας, η χήρα του Γιώργη Αράθυμου".
   Ο κλητήρας έκραξε με δυνατή φωνή δυο τρεις φορές τ' όνομά της.
   Και σε μια στιγμή εφανερώθηκε η γυναίκα, βγαίνοντας από μια πόρτα στην άλλη άκρη της σάλας κι έσκισε όλο το ακροατήριο.
   Όλα τα βλέμματα την εκοίταζαν. Εφορούσε ακόμα ρούχα λυπημένης, μουντή τη μπόλια στο κεφάλι, και γαλάζια γαϊτάνια στο κεφαλόδεμα και στη φασκιά της, που ήταν γυρισμένη ανάποδα από την άσπρη μεριά της, ένας μαύρος μικρός φιόγκος κρατούσε κλεισμένο το ποκάμισό της, και τα γαϊτάνια του γελέκου της ήταν μαύρα κι εκείνα· κι ήταν χλωμή· κι η μελαχροινή της ομορφάδα εφάνταζε περσότερο με το γαλάζιο χρώμα. 
   Κι ο Τουρκόγιαννος, βλέποντάς την από το κάθισμά του, άλλαξε όλα τα χρώματα, έγινε κόκκινος και σε μια στιγμή χλωμός. Οχτώ μήνες τώρα δεν την είχε ιδεί, μα τες περσότερες ώρες την εσυλλογιζότουν. Και τα μάτια του εκινήθηκαν ζωηρά κι έκαμε έξαφνα κάποιο κίνημα για να σηκωθεί από τη θέση του και να τη ζυγώσει. Μα οι χωροφύλακες τον εκράτησαν. Κι η γυναίκα τον εκοίταξε και του φάνηκε πως με την άκρη του χειλιού της του χαμογέλασε. Κι άκουσε τότες την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και μία γλυκάδα χαράς την επλημμύρισε.
   "Η Μαργαρίτα", είπε με το νου του, "δε με πιστεύει φονιά!" Και η χαρά του και η θέα της γυναικός τον εζάλισαν.
   Έπειτα από τα τυπικά ρωτήματα ο Πρόεδρος της είπε: "Ξέρεις ποιος σκότωσε τον άντρα σου;"
   "Όλος ο κόσμος λέει", αποκρίθηκε μ' έναν αναστεναγμό, "πως τόνε σκότωσε ο Τουρκόγιαννος. Εγώ δεν μπορώ να τον πάρω στην ψυχή μου. Μα ούτε μπορώ να πω πως δεν εσκότωσε αυτός, γιατί θα με κακολογούσαν".
   "Γνωρίζεις αυτό το μαχαίρι;"
   "Είναι του Τουρκόγιαννου".
   "Ο Τουρκόγιαννος έμεινε καιρό υπηρέτης στο σπίτι σας· είσαστε ευχαριστημένοι από κείνον;"
   "Πάντα μας ευχαρίστησε· πάντα αγαπούσε και τα παιδιά μας κι όλη τη φαμίλια και τα ζωντανά, σα να 'ταν δικά του".
   Ο Τουρκόγιαννος την εκοίταξε μ' ευγνωμοσύνη και το βλέμμα του έλαμψε. Κι εθυμήθηκε ο δόλιος όλες τες μέρες που 'χε ζήσει ευτυχισμένος στο σπίτι του Αράθυμου και δύο δάκρυα εκύλησαν στα μάγουλά του. Και τώρα πλια δεν ένιωθε τι έλεγαν γύρω του κι ούτε το νόημα που 'χαν τα λόγια της Μαργαρίτας, παρά άκουε μαγεμένος τη γητεύτρα φωνή της έτσι καθώς την ημέρα που ήταν είκοσι χρόνων και που ηθέλησε να την αγκαλιάσει, πριν φύγει για τη μακρινή ξενιτιά. Τώρα ήξερε μόνο πως η Μαργαρίτα δεν ήθελε να καταδικαστεί. Τι καλή που ήταν η Μαργαρίτα!
   "Γιατί τον διώξατε;" ρωτούσε ωστόσο ο Πρόεδρος.
   "Ηθελήσαμε να πουλήσουμε τα καματερά μας και δουλειά πλια δεν είχε".
   "Στην ανάκριση είπες, και το βεβαίωσε κι ένας άλλος μάρτυρας, πως εμαλώσατε με τον Τουρκόγιαννο την ημέρα που 'φυγε".
   "Σπίτι του καθένας συγχίζεται με το δούλο του", είπε η Μαργαρίτα.
   "Ένας μάρτυρας λέει πως επιβουλεύτηκε την τιμή σου".
   Η Μαργαρίτα κατέβασε ντροπαλά το κεφάλι κι απάντησε με χαμηλή φωνή: "Μου 'χε περάσει η ιδέα πως μ' έπαιρνε κατόπι και δεν ήξερα γιατί. Μα αν είναι αλήθεια ή όχι πως με επιβουλεύτηκε δεν μπορώ να το πάρω στην ψυχή μου!"
   "Κατηγορούμενε", είπε ο Πρόεδρος, "γιατί την ακολουθούσες;"
   Η Μαργαρίτα εκοίταξε φοβισμένη τον Τουρκόγιαννο. Θα μιλούσε τώρα; Θα 'λεγε μπροστά στο δικαστήριο, μπροστά σ' όλον τον κόσμο, όσα της είχε ειπεί στο σπίτι, για να ελαφρύνει τη θέση του; Μα τον είδε βυθισμένο στη χαρά του, με το κεφάλι απάνου, με το βλέμμα ασάλευτο, κι ησύχασε. Αυτός δεν άκουε πλια τίποτα, αδιάφορος σε ό,τι εγενότουν τριγύρω του και σα να μην εδικαζότουν αυτός ο ίδιος.
   "Η Μαργαρίτα", έλεγε με το νου του, "δεν επίστευε στην ενοχή του, κι εμιλούσε, εμιλούσε, εμιλούσε τόσο γλυκά! Και τον εκοίταζε με τόση συμπάθεια!"
   Κι έτσι δεν αποκρίθηκε, γιατί δεν είχε ακούσει την ερώτηση.
   Κι ο Πρόεδρος ήταν τώρα πανέτοιμος ν' απολύσει τη Μαργαρίτα, μα ένας ένορκος εζήτησε να ρωτήσει. Ήταν ένας μεσόκοπος άντρας, μικρόσωμος, άσκημος στο πρόσωπο, πρόστυχα ντυμένος, αλλά γερός και δυνατός. Κι ήταν γιατρός. "Μίαν ερώτηση, κύριε Πρόεδρε", είπε.
   Όλοι τον εκοίταξαν.
   "Δεν είχε σκέση καμμιά με τον κατηγορούμενο;" ξανάπε σοβαρά δείχνοντας τη Μαργαρίτα.
   "Τι σκέση, Κύριε;" ερώτησε κοκκινίζοντας.
   "Σκέση, όλοι ξέρουμε· σαν άντρας και γυναίκα".
   "Με βρίζεις, Κύριε!" είπε η Μαργαρίτα κάνοντας πως εθύμωνε.
   "Α, όχι", της απάντησε μ' ένα χαμόγελο παράξενο για την άσκημη μορφή του, "μα οι γυναίκες... ε, ξέρουμε..."
   Ο Πρόεδρος εσήμανε το κουδούνι, χαμογελώντας κι εκείνος. Κι ο εισαγγελέας του ζήτησε σοβαρά να προστατέψει την υπόληψη της γυναίκας. Μα ο γιατρός εσήκωσε τες πλάτες του σα να μην είχε καταλάβει και ξακολούθησε: "Και μ' άλλον άντρα;... Με κανέναν;... Το παίρνεις στην ψυχή σου;"
   "Τι μου λες, Κύριε;" του φώναξε με χτυποκάρδι πριν προλάβει να σκεφτεί τι έλεγε. Μα ο γιατρός εκατάλαβε πως η όψη της είχε γίνει κίτρινη και πως τα χείλη της έτρεμαν.
   "Ας ρωτηθεί και πάλι ο κατηγορούμενος", είπε ο γιατρός.
   Μα ο Τουρκόγιαννος δεν είχε ακούσει βυθισμένος στο χαρμόσυνο όνειρό του. Κι εχρειάστηκε να ξαναειπεί ο Πρόεδρος την ερώτηση και να τον σκουντήσουν οι χωροφύλακες για να ξυπνήσει. Έφερε το βλέμμα γύρω του, εκοίταξε τρυφερά τη Μαργαρίτα και του φάνηκε πως τον εκοίταξε κι εκείνη με την άκρη του ματιού της και πως τον παρακαλούσε και πως του ζητούσε να σιωπήσει. Κι απάντησε τότες ανοίγοντας τον πόθο της ψυχής. "Ω! Η Μαργαρίτα, η Μαργαρίτα είναι σαν το περιστέρι, είναι αθώα σαν το μικρό παιδί! Ό,τι αμάρτημα κάμει, σαν άνθρωπος, το μετανιώνει αμέσως και την κάνει αγνή και αναμάρτητη η μετάνοια. Δεν το βλέπετε πως δεν θέλει να με στείλει στην κρεμάλα, γιατί ξέρει πως κι εκείνη μ' αδίκησε;"
   Ο γιατρός εσήκωσε απελπισμένα τις πλάτες. "Στην ανάκριση", είπε ο Πρόεδρος, "ο κατηγορούμενος εβεβαίωσε πως τες δύο μέρες, που ακολούθησαν το διώξιμό του από το σπίτι σας έμεινε κλεισμένος σ' ένα ακατοίκητο καλύβι σας. Εκατέβηκες σ' αυτό το καλύβι εκείνες τες μέρες και τον είδες;"
   "Όχι", είπε έπειτα από μία στιγμή φοβισμένη η Μαργαρίτα κι ωχρή, και γυρίζοντας προς τον Τουρκόγιαννο και κοιτάζοντάς τον κατάματα.
   "Ας ρωτηθεί κι ο κατηγορούμενος", είπε ο γιατρός.
   "Απάντησε!" του 'πε ο Πρόεδρος.
   "Όχι!" είπε δειλά ο Τουρκόγιαννος μ' έναν αναστεναγμό κατεβάζοντας το ανάβλεμμά του.
   "Έχασες, γιατρέ!" είπε γελώντας ένας άλλος ένορκος, ένας νέος με ματογυάλια, με παιδιάστικο πρόσωπο, λιανός και καλοξυρισμένος.
   "Δε θέλει να μιλήσει!" απάντησε απελπισμένα ο γιατρός. "Ποιος ξέρει τι κρύβει αυτή η ψυχή!"
   Ερώτησαν ακόμη τη Μαργαρίτα για τον καυγά που 'χε κάμει ο άντρας της με τον Τουρκόγιαννο και για το διώξιμό του από το σπίτι και τέλος την απέλυσαν.
   Εκείνη έφυγε μ' έναν αναστεναγμό, σα να 'χε ελευτερωθεί από φοβερό ονειροπλάκωμα, μα το βλέμμα του Τουρκόγιαννου  θλιβερό την ακολούθησε, ώσπου εβγήκε από το Δικαστήριο.
   Εκράχθηκε ο δεύτερος μάρτυρας, ο Πέτρος Πέππονας. Αυτός δεν εγνώριζε το μαχαίρι, μα εγνώριζε άλλα πολλά. Εγνώριζε από παιδί τον Τουρκόγιαννο· ο Τουρκόγιαννος ήτανε μεγαλύτερός του· είχε αναθρεφτεί με κακές συντροφιές, είχε κουναρηθεί με τα κλεψιμιά του, έκλεφτε με τη μάνα του την Αρετή, την Αρβανίτισσα,  που τον εδασκάλευε. Ήτανε και ζητιάνος. Κι όλο το χωριό τον ήξερε για υποκριτή κι όλοι εφυλαγόνταν από εκείνον. Ο ίδιος ήταν καταπεισμένος πως ο Τουρκόγιαννος είχε κάμει τον άσπλαχνο φόνο, από εκδίκηση και για να ληστέψει, έτσι έλεγε όλο το χωριό κι αυτό τ' όνομα είχε ο Τουρκόγιαννος, ήτανε υποκριτής, φοβερός υποκριτής!
   Ο Τουρκόγιαννος άκουσε ασυγκίνητος την κατάθεση του Πέτρου κι επροσπαθούσε μάλιστα να μην προσέχει στα μοχθηρά του λόγια. Μα ο Πρόεδρος ερώτησε το μάρτυρα: "Ξέρεις αν είχε μαλώσει ο κατηγορούμενος με τη Μαργαρίτα;" 
   "Εδιάβαινα από το σπίτι του Αράθυμου και τους άκουσα", είπε. "Εγώ ειδοποίησα τον άντρα της".
   "Ξέρεις γιατί εμάλωναν;"
   "Της είχε γίνει φόρτωμα. Την ξάτρεχε όπου κι αν επήγαινε. Δεν την άφηνε σε χλωρό κλαρί. Τον έβρισε με το δίκιο της και τον έδιωξε!"
   "Ω, Ιούδα!" του 'πε ήσυχα ο Τουρκόγιαννος. "Ακόμη δε σου 'δωσε ο Θεός τη χάρη της μετάνοιας και με κυνηγάς ακόμη, εμέ, έναν ορφανόν άνθρωπο, χαμένη ψυχή!... Μα όχι!", επρόσθεσε σκεφτικός, "χαμένη δεν είναι καμία ψυχή, γιατί μπορεί έναν καιρό να μετανιώσει, ή την ώρα του θανάτου ή και στον άλλο κόσμο κι ένας που μετανιώνει γίνεται φίλος του Θεού. Κι απόδειξη είναι πως οι ψυχές των ανθρώπων που πεθαίνουν στην αμαρτία, βαριές από το κρίμα τους, βρυκολακιάζουν και σκιάζουν τους ζωντανούς, ώσπου τους δίνει ο Θεός τη χάρη της μετάνοιας και πορεύονται τότε στην ειρήνη τους και χάνονται από την όψη της γης!"
   Το δικαστήριο εγέλασε κι ο Πρόεδρος στενοχωρημένος εσήμανε το κουδούνι του.
   "Τι άλλο ξέρεις;" ερώτησε τον Πέτρο ο Πρόεδρος.
   "Ξέρω", είπε, "πως αφού ειδοποίησα τον αδικοθάνατο, τον εσυντρόφεψα σπίτι του. Εκεί επιάστηκαν με τον Τουρκόγιαννο. Ήταν κι η Μαργαρίτα μπροστά, μα σε λίγο ελιποθύμισε. Ο Αράθυμος έδειρε γερά τον Τουρκόγιαννο κι ο Τουρκόγιαννος ορκίστηκε στα κόκκαλα της Αρετής πως θα του το πλέρωνε. Μα είχε τον καιρό να ξεθυμάνει δύο ολάκερες μέρες!"
   "Ω, Ιούδα!" ξανάπε ήσυχα πάλι ο Τουρκόγιαννος.
   "Μη βρίζεις το μάρτυρα", είπε ο Πρόεδρος, "γιατί θα διατάξω να σε πάρουν όξω!"
   "Θέλεις να στείλεις στην κρεμάλα έναν ορφανόν άνθρωπο, που δε σε πείραξε ούτε στο νύχι! Δεν πειράζει. Ο Θεός ας σπλαχνιστεί την κακοσύνη σου κι ας είμαι εγώ η αφορμή που θα γίνεις καλός μίαν ημέρα. Εγώ δεν εσκότωσα· το ξέρεις!"
   Το δικαστήριο εγέλασε πάλι κι ο γιατρός εθύμωσε με τον Τουρκόγιαννο και με την ανόητη θεολογία του. "Αυτά σου τα κάνει η θεολογία", του 'πε. "Α! Η θρησκεία έχει τρομερά αποτελέσματα!"
   Δυο τρεις ένορκοι εγέλασαν με το θυμό του. Τον ήξευραν άθεο και φανατισμένο εχθρό κάθε θρησκείας.
   Μα ο Τουρκόγιανος ξακολούθησε: "Η κακία είναι εύκολη, Πέτρο, η καλοσύνη είναι το δύσκολο. Στην ξενιτιά που περπάτησα, το 'λεγε εκείνος ο δάσκαλος, θα ήμουνα ακόμη μαζί του, αν ο Θεός δεν τον είχε κράξει σιμά του σε καλύτερο τόπο. Αρετή, έλεγε, έχει να πει αντρειά, για τούτο η αρετή θέλει θυσία!"
   "Σιωπή!" επρόσταξε ο Πρόεδρος. "Θα πας όξω αφού δεν έχεις σεβασμό για το μέρος όπου βρίσκεσαι και βρίζεις το μάρτυρα. Θα δικαστείς αναπολόγητος!"
   "Τον ιεροκήρυκα ήρθες να κάμεις εδώ;" του 'πε χλευαστικά ο γιατρός.
   "Περιέργα πράμματα!" είπε ένας άλλος ένορκος.
   Κι ο γιατρός συλλογισμένος του απάντησε, θέλοντας να τόνε φέρει στα νερά του: "Μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος να 'ναι φονιάς; Κρίνε ο ίδιος!" Και κοιτάζοντας τον Πρόεδρο ξακολούθησε: "Ας ρωτηθεί, παρακαλώ, ο μάρτυρας, αν διάβηκε από το ακατοίκητο καλύβι αυτές τες δύο μέρες".
   "Διαβαίνω κάθε μέρα" απάντησε αμέσως ο Πέτρος. "Κι αυτές τες δύο μέρες εδιάβηκα. Δεν ήταν κανένας μέσα!"
   "Ήμουνα εγώ, Πέτρο," του απάντησε ο Τουρκόγιαννος, "και μ' είδες και σ' είδα!"
   Ο Πέτρος εκοκκίνησε· έσφιξε τα δόντια και τους γρόνθους και, παίζοντας τώρα το πλιο δυνατό χαρτί του, του 'πε με χτυποκάρδι: "Κι ήμουνα μοναχός;"
   Ο Τουρκόγιαννος εβάλθηκε να τρέμει. Εκατέβασε το βλέφαρο κι έμεινε σιωπηλός.
   "Είδατε ψέματα που λέει;" είπε στους ενόρκους ο νέος συνάδελφός τους. "Επιάστηκε στα γερά!" Κι εγέλασε.
   Κι ο Τουρκόγιαννος είπε τέλος του μάρτυρα: "Ω, Ιούδα, εσύ θα πρόδινες και τον αφέντη το Χριστό!" Και τα μάτια του εδάκρυσαν και θυμήθηκε πως και τότες ακόμη είχε προφυλάξει από την αμαρτία τη Μαργαρίτα.
   Ο Πρόεδρος θυμωμένος εσήμανε και πάλι δυνατά το κουδούνι, αλλά δεν έδωκε τέλος στη φοβέρα του. Κι ο ένορκος γιατρός εφώναξε του Τουρκόγιαννου: "Άφησε, μωρέ, τες θεολογίες σου κι όλες τες σαχλοκουβέντες σου και πες τα όλα! Είμαστε εδώ για να σε δικαιώσουμε, αν είσαι αθώος!"
   Ο Τουρκόγιαννος δεν απάντησε.
   "Αθώος;" είπε πικροχαμογελώντας ο νέος ένορκος με τα ματογυάλια. "Αν ήτανε αθώος, δε θα 'τανε εδώ!"
   "Πολύ σωστά", είπε ένας άλλος. "Για να 'ναι εδώ θα πει πως ο εισαγγελέας τον εύρηκε ένοχο· και για να τον βρίσκει ο εισαγγελέας ένοχο, θα πει που είναι ένοχος!"
   Ο γιατρός του 'ριξε μία άγρια ματιά. "Είσαι πάρα καταδικαστικός", του 'πε με περιφρόνηση.
   "Ο ένορκος που 'ναι στο ύψος του", είπε ο νέος που 'χε πρόσωπο από παιδάριο, "πρέπει να 'ναι καταδικαστικότερος κι από τον εισαγγελέα!"
   Ο Πρόεδρος εσήμανε δυνατά το κουδούνι.
   Εξετάστηκαν κατόπι κι άλλοι μάρτυρες, χωριανοί του Τουρκόγιαννου, που τον εβάρυναν όλοι· οι άνθρωποι που 'χαν βρει τον σκοτωμένον στη θέση Παναγία στους δρόμους, οι χωροφύλακες που τον είχαν συλλάβει στην εκκλησιά του χωριού· διαβάστηκε έπειτα η γιατροδικαστική έκθεση κι επειδή η υπεράσπιση δεν είχε μάρτυρες, ο Πρόεδρος εκάλεσε τέλος τον κατηγορούμενο ν' απολογηθεί.
   "Άκουσες", του 'πε, "όσα σ' εκατηγορούσανε. Λέγε μας, έκαμες αυτήν την πράξη;"
   "Όχι", είπε σταθερά ο Τουρκόγιαννος. "Από την ημέρα που μ' εβάλατε στη φυλακή σας το λέω, δεν την έκαμα!"
   "Αν θελήσεις", ξανάπε ο Πρόεδρος, "να αναγνωρίσεις το έγκλημά σου, όσο μεγάλο κι αν είναι, θα ελαφρύνεις σημαντικά τη θέση σου, το δικαστήριο όμως δε σε υποχρεώνει".
   "Είναι γραμμένο", απάντησε ήσυχα. "Δε θα σκοτώσεις. Και δεν εσκότωσα! Είναι γραμμένο: Δε θα κλέψεις. Και δεν έκλεψα! Ο Τουρκόγιαννος δεν κάνει τέτοιο κρίμα, γιατί ξέρει πως ο Χάρος είναι άγγελος του Θεού, που παρουσιάζεται στον άνθρωπο όταν μέλλει να πεθάνει, για να του πάρει την ψυχή, με χαρούμενην όψη αν είναι αγαθός. Για τούτο τον είπαν Χάροντα· μα στο φονιά, την ύστερή του ώρα του παρουσιάζεται τρομερός και παίρνει την ειδή του σκοτωμένου και τρομάζει την ψυχή που 'ναι έτοιμη να βγει και ν' αφήκει το σώμα και μακραίνει τη φοβερή αγωνία· μα όλα αυτά γένονται μόνο και μόνο για να μετανιώσει ο αμαρτωλός, ως και στην ύστερη ώρα και να 'χει τη χάρη να ιδεί φιλικό το πρόσωπο του δημιουργού του".
   "Ο κύριος Πρόεδρος", είπε ο Εισαγγελέας, "πρέπει ν' αναγκάσει τον κατηγορούμενο να αποφεύγει τες θεολογικές θεωρίες· δεν έχουν τη θέση τους στο στόμα ενός εγκληματία!"
   "Εγκληματία!" εμουρμούρισε ο Τουρκόγιαννος χωρίς να δώσει άλλην απάντηση.
   Ο Πρόεδρος έκαμε ένα νόημα του γραμματέα κι είπε του Τουρκόγιαννου: "Γνωρίζεις αυτό το μαχαίρι;"
   "Ναι. Ήταν δικό μου. Σας το λέω απ' όταν με κλείσατε στη φυλακή".
   "Με αυτό εσκοτώθηκε", ξανάπε ο Πρόεδρος, "ο Γιώργης Αράθυμος. Πώς ευρέθηκε σιμά στον σκοτωμένον;"
   "Δεν ξέρω", απάντησε αναστενάζοντας. "Το μαχαίρι μου την ώρα που έφυγα από το σπίτι του Αράθυμου το λησμόνησα εκεί· δεν ξέρω ποιος το πήρε· δεν ξέρω ποιος εσκότωσε!..."
   "Τι έκανες", ερώτησε ο Πρόεδρος, "από την ώρα που 'φυγες από το σπίτι του Αράθυμου, ως τη στιγμή που σ' εσύλλαβαν οι χωροφύλακες;"
   "Όταν μ' εδιώξανε", αποκρίθηκε συγκινημένος, "ήτανε τόση η θλίψη μου, που τραβήχτηκα σ' ένα παραιτημένο καλύβι του Αράθυμου κι έμεινα εκεί αυτές τες δύο μέρες και την άλλη νύχτα, χωρίς να φάω, χωρίς να πιω, χωρίς ούτε και να κοιμηθώ, και την τρίτη μέρα επείνασα. Κι ήρθα στο χωριό για ν' αγοράσω ένα κομμάτι ψωμί κι εκεί με κοίταξαν όλοι περίεργα και κάτι εμουρμούριζαν στο διάβα μου. Κι ήταν η ώρα που εκήδευαν το λείψανο του αδικοθανάτου, την ευκή του ας έχουμε, διατί αυτός επλέρωσε τες αμαρτίες του, και πήγα ως κι εγώ στην εκκλησιά, και τον έκλαψα, γιατί είχα φάει ψωμί πολύ από τα χέρια του, και γιατί τον αγαπούσα· αγαπούσα κι όλη του τη φαμιλιά και τα ζα του. Και εκεί μ' έπιασαν οι χωροφύλακες και μ' έφεραν δεμένο στη χώρα και μ' έβαλαν στη φυλακή. Σας είπα την αλήθεια".
   "Και δε σ' είδε κανείς σ' αυτό το καλύβι;" ερώτησε ο Πρόεδρος.
   Μια στιγμή ο Τουρκόγιαννος έμεινε σκεφτικός και κατόπι εκατέβασε το βλέφαρο, εκούνησε το κεφάλι, λέγοντας ναι, και αποκρίθηκε: "Ένας άντρας και μία γυναίκα ήρθαν εκεί τη δεύτερη μέρα για ν' αμαρτήσουν. Με κατάλαβαν κι έφυγαν. Δεν το μαρτύρησαν;"
   Το δικαστήριον εγέλασε. Ο Πρόεδρος εσήμανε το κουδούνι κι ερώτησε: "Ποιοι ήταν αυτοί;"
   "Δε θα τους προδώσω!" αποκρίθηκε με σταθερή φωνή. "Ο Τουρκόγιαννος είναι άνθρωπος μυστικός, ξέρει να κρατεί τη γλώσσα του· κι ό,τι ξέρει η καρδιά του είναι κλεισμένο σα μέσα σ' έναν τάφο!"
   "Ο τρόπος σου είναι παράξενος", του 'πε ο Πρόεδρος, "θα ήταν προτιμότερος για κάθε άλλη υπεράσπιση!"
   Οι ένορκοι εκοίταξαν ο ένας τον άλλον κι εχαμογέλασαν.
   "Γιατί", ξανάπε ο Πρόεδρος, "σ' έδιωξε ο Αράθυμος από το σπίτι του;"
   "Γιατί ηθέλησε να πουλήσει το ζευγάρι. Δύο καματερά παληκάρια, το ένα το λέγαμε Περδίκη, μαύρο τ' άλλο, το λέγαμε Παρασκευά γιατί είχε γεννηθεί..."
   "Αυτά δε μας φωτίζουν", τον αντίσκοψε ο Πρόεδρος, "και θα νυχτώσουμε με τη φλυαρία σου. Από τη διαδικασία αποδείχτηκε και συ ο ίδιος το μολόγησες στην ανάκριση πως πριν φύγεις από κείνο το σπίτι, εμαλώσατε με τον Αράθυμο. Είναι έτσι;"
   "Μάλιστα. Ο Πέτρος Πέππονας μ' εχτρεύεται, γιατί δεν το ξέρω, εμένα έναν ορφανό άνθρωπο! Το ξέρει εκείνος. Ρωτήστε τον!... Ο Πέτρος άναψε τον Αράθυμο εναντίο μου κι ο Αράθυμος μ' έβρισε και μ' εχτύπησε κι ήθελε να με βαρέσει με το μαχαίρι. Κι ευρέθηκα στην ανάγκη να διαφεντέψω τη ζωή μου και τον εξαρμάτωσα. Κι ήταν καλό δικό του, γιατί δεν επήρε τέτοια κόλαση και δεν επήγε κριματισμένος στον άλλον κόσμο. Άλλο κακό δεν του 'καμα. Ήταν εκεί και η Μαργαρίτα, η γυναίκα του Αράθυμου, αλλά είχε λιγοθυμήσει!"
   "Από τη διαδικασία αποδείχτηκε πως είχατε μαλώσει το πρωί με τη Μαργαρίτα. Είναι αλήθεια;"
   "Μάλιστα, αυτή με πρωτόδιωξε".
   "Και γιατί;"
   "Σας το 'πε η ίδια. Αφορμή εγώ δεν της έδωκα!"
   "Η ίδια είπε πως την παρακολουθούσες όπου κι αν επήγαινε, πως ήθελες να την απατήσεις και πως γι' αυτό ηθέλησε να πουλήσει τα ζα της και να σε διώξει, για να μη μιλήσει κι ο κόσμος".
   "Δε θα 'πε έτσι. Κι αν το 'πε, γελιέται. Κι όμως ήξερε πως την αγαπούσε ο Τουρκόγιαννος, κι εκείνηνε και το σπίτι της!" Κι αναστέναξε.
   Οι ένορκοι και το δικαστήριον έδειχναν ανυπομονησία. Ο τρόπος του κατηγορουμένου τους εκούραζε. Και τώρα ένας ένορκος, ένας ψηλός καλοντυμένος κύριος, με ματογυάλια κι αυτός στ' άσκημο και ψυχρό πρόσωπό του, παρεκάλεσε με ζητημένη ευγένεια τον Πρόεδρο:
   "Ρωτήστε, παρακαλώ, κύριε Πρόεδρε, τον κατηγορούμενο, αν είχε ποτέ ερωτική σχέση με τη γυναίκα του φονευμένου;"
   "Απάντησε, κατηγορούμενε", είπε ο Πρόεδρος.
   "Είναι γραμμένα", είπε σοβαρά ο Τουρκόγιαννος. "Δε θα ευχαριστήσεις τη σάρκα σου παρά με τη στεφανοτικιά σου γυναίκα κι εγώ είμαι ανύπαντρος. Ας έρθουν όλοι οι γιατροί της χώρας να με ξετάσουν. Δεν έπεσα ποτέ μου με γυναίκα. Το σώμα του ανθρώπου, λένε, γνωρίζεται".
   Όλο το δικαστήριο εγέλασε για πολύ ώρα. Ο Πρόεδρος ξανασήμανε τέλος το κουδούνι κι ο Τουρκόγιαννος ασυγκίνητος ξακολούθησε: "Το ψωμί μου το 'φαγα τιμημένο στο σπίτι του Αράθυμου, ας το μαρτυρήσει η Μαργαρίτα".
   "Πόσα χρόνια έμεινες σ' αυτό το σπίτι;"
   "Λίγο. Δε θυμούμαι. Ένα χρόνο; Δύο... περσότερο".
   Κι έπειτα τον ερώτησε πάλι ο Πρόεδρος για την περασμένη ζωή του κι εδιηγήθηκε τα χρόνια της ξενιτιάς του και τα παιδικά του χρόνια και τη γέννησή του και μόνο για την αγάπη του, τη μοναχή του αγάπη, δεν εμίλησε, ούτε επρόφερε τ' όνομα της Μαργαρίτας.
   Ο Πρόεδρος ερώτησε τον Εισαγγελέα πρώτα και κατόπι την υπεράσπιση αν είχαν κι αυτοί να ρωτήσουν κάτι. Και μόνο ο δικηγόρος του Τουρκόγιαννου, ένας νέος ψηλός, λιγνός, κοντόφθαλμος πολύ και ποινικολόγος περίφημος, σηκώθηκε κι είπε:
   "Παρακαλώ, κύριοι ένορκοι, σημειώσατε ότι από τον παράδοξο και ιδιόρρυθμο τρόπο του κατηγορουμένου προκύπτει καθαρά κάποια του φρενοβλάβεια. Ο Λομπρόζο θα τον καταλόγιζε μεταξύ των μυστικοπαθών, η εγκράτειά του είναι τρανή απόδειξη. Ο κατηγορούμενος πρέπει να θεωρηθεί ακαταλόγιστος".
   "Δεν είμαι!" τον αντίσκοψε ήσυχα ο Τουρκόγιαννος.
   "Έγινε ψυχιατρική εξέταση;" ξαναρώτησε ο δικηγόρος.
   "Δεν υπάρχει καμιά έκθεση", είπε ο Πρόεδρος.
   "Προτείνω", είπε πάλι ο δικηγόρος, "να αναβληθεί η δίκη και να εξεταστεί ο κατηγορούμενος από ειδικούς γιατρούς".
   Οι ένορκοι έδειξαν αμέσως την ευχαρίστησή τους. Θα ετέλειωναν ενωρίς αυτήν την ημέρα, δε θα 'χαν κιόλας να βγάλουν μια βαριά απόφαση. Ο Πρόεδρος εσήμανε το κουδούνι και διέκοψε τη συνεδρίαση για ένα τέταρτο της ώρας. Έπειτα επήρε στο χέρι το βιβλίο του ποινικού νόμου, το άνοιξε, έκρυψε πίσω απ' αυτό το πρόσωπό του, έκαμε νόημα στους άλλους συνέδρους να σκύψουν σιμά του κι έτσι και οι τρεις πίσω από το βιβλίο εσυζήτησαν χαμηλόφωνα λίγες στιγμές κι έβγαλαν την απόφαση. Ο ένας σύνεδρος έπειτα βγήκε για να καπνίσει.
   Μισή ώρα έπειτα ξανάρχισε η συνεδρίαση. Ο Πρόεδρος εδιάβασε την απόφαση που 'χαν βγάλει. Το δικαστήριο δεν παραδεχόταν την πρόταση του δικηγόρου.
   "Μία ερώτηση, κύριε Πρόεδρε",  είπε πάλι ανυπόμονα ο ένορκος γιατρός. "Παρατηρήθηκαν στα ρούχα του κατηγορουμένου κηλίδες από αίμα;"
   "Η ανάκριση", είπε ο Πρόεδρος συγχυσμένος κάπως, "δεν αναφέρει τίποτα!"
   "Μπορεί, γιατρέ", είπε ο ένορκος με το παιδιάστικο πρόσωπο, "ν' άλλαξε ρούχα για το έγκλημα και τα αφάνισε έπειτα".
   "Κι ευρέθηκαν", ξαναρώτησε ο γιατρός, "τα χρήματα;"
   "Η ανάκριση δεν αναφέρει τίποτα", ξανάπε ο Πρόεδρος κι εσήμανε νευρικός το κουδούνι.
   "Δεν ήτανε κουτός για να τα βαστάξει απάνω του!" είπε ο νέος.
   "Μια άλλη ερώτηση, κύριε Πρόεδρε", είπε ο γιατρός. "Εξέτασε ο ανακριτής αν πραγματικά κανείς δεν επήγε στο ακατοίκητο καλύβι;"
   "Αυτό αποδείχτηκε από τη διαδικασία", είπε ο Πρόεδρος.
   "Ποιανού χτήμα είναι το καλύβι;" ερώτησε ο γιατρός.
   "Του Αράθυμου, του αδικοσκοτωμένου", αποκρίθηκε ο Τουρκόγιαννος.
   "Τώρα", είπε ο νέος ένορκος, "θα καθίζουμε εδώ να ξενυχίζουμε κάθε ψέμα του κατηγορουμένου; Δε βαριέσαι, γιατρέ!"
   Ο Πρόεδρος ξανασήμανε το κουδούνι του κι ο γιατρός έριξε ένα τρομερό βλέμμα στο συνάδελφό του.
   "Ο Εισαγγελέας έχει το λόγο", είπε ο Πρόεδρος.
   Κι άρχισε αμέσως να μιλεί με δυνατή φωνή και με πολλή ρητορία ο περίφημος Εισαγγελέας. Δέκα φορές, ενώ εμιλούσε, ο Τουρκόγιαννος ηθέλησε να σηκωθεί και να αντισκόψει, μα οι χωροφύλακες τον κρατούσαν και του εκλειούσαν με το χέρι το στόμα όταν άρχιζε να προφέρει κάποια λέξη. Κι ο άγριος άνθρωπος, ενώ ερητόρευε, τον έδειχνε με το δάχτυλο, τον εκοίταζε τρομερά, άσπλαχνα και με μίσος, κάθε του λόγος ήταν μια βρισιά, καταφρόνια, μία συκοφαντία, τον έλεγε κάθε τόσο ληστή, φονιά, κλέφτη, υποκριτή, μαύρη ψυχή, μεγάλον κακούργο και άνθρωπο πολύ επικίνδυνο. Κι ο Τουρκόγιαννος είχε πλια απελπιστεί και μια λύπη βαθιά και βαριά είχε πλακώσει την ορφανή καρδιά του. Ιδρώς κρύος τον έλουζε, γιατί εντρεπότουν τον κόσμο που άκουε τόσες βρισιές και τα μάτια του έσταζαν αδιάκοπα κι αναστέναζε με παράπονο. Ο Εισαγγελέας μίλησε μ' αυτόν τον τρόπο για μισή ώρα και τελειώνοντας εζήτησε τη θανατική ποινή.
   Εμίλησε κατόπι κι ο συνήγορος. Απ' όταν άνοιξε το στόμα εφάνηκε πως ούτε αυτός δεν επίστευε αληθινά στην αθωότητα του Τουρκόγιαννου. Τον εχαρακτήρισε ανισόρροπο και επομένως ανεύθυνο. Ανέφερε τον Λομπρόζο, τον Κραφτ Έβνιγκ, τον Καράρα κι άλλους εγκληματολόγους και σοφούς, είπε πως ο κατηγορούμενος ήταν τόσο θρήσκος που ήταν αδύνατο να τον υποθέσει κανείς εγκληματία, ή τουλάχιστον κοινό εγκληματία. Είπε πως μάρτυρας του φόνου δεν είχε παρουσιαστεί κανένας και μολονότι επαίνεσε την αγόρευση του Εισαγγελέα, που θ' άφηνε βέβαια εποχή στα δικαστικά χρονικά, είπε πως οι ένορκοι δεν έπρεπε να παραδεχθούν την πρότασή του και με την ετυμηγορία τους να στείλουν τον άνθρωπο στη λαιμητόμο, γιατί ενδεχόμενο ήταν να εθανάτωναν έτσι έναν αθώο, μα πως το εναντίο, αν είχαν σχηματίσει πεποίθηση πως ήταν ένοχος, έπρεπε να παραδεχθούν τουλάχιστον τη μέτρια σύγχυση και να του χαρίσουν έτσι τη ζωή, αφού μάλιστα, κι αν οι ένορκοι δεν επαραδέχονταν πως ο Τουρκόγιαννος υπόφερνε από φρενοβλάβεια, καθώς καθαρά εφαινότουν από τη μυστικοπάθειά του, αυτός θα 'χε κάμει την πράξη θυμωμένος ακόμη, γιατί δύο μέρες πριν ο Αράθυμος τον είχε δείρει και η νευρική ταραχή, σύμφωνα με νομικές και γιατροδικαστικές εξοχότητες, και δύο και τρεις και περισσότερες μέρες...
   Κι ο καλός δικηγόρος δεν ήξερε να εξηγήσει, ούτε να κάμει να αιστανθούν οι άλλοι την άπειρη καλοσύνη και την αγάπη, που επλημμύριζαν την αθώα παιδιάστικη καρδιά του μάρτυρα!
   Ο Εισαγγελέας δεν εδευτερολόγησε. Ο Πρόεδρος εδιάκοψε την συνεδρίαση και οι ένορκοι αποσύρθηκαν στο δωμάτιό τους για να συσκεφτούνε. Έμειναν πολλές ώρες κλεισμένοι. Και στην ετυμηγορία τους τέλος παραδέχτηκαν το φόνο και τη μέτρια σύγχυση και το Δικαστήριο κατεδίκασε τον Τουρκόγιαννο σε ισόβια δεσμά.

Θεοτόκης Κωνσταντίνος, Κατάδικος, Βιβλιοθήκη "Ελεύθερου Ανθρώπου", Αθήναι 1934

Δεν υπάρχουν σχόλια: