Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

[ ΏΡΕΣ ΑΓΩΝΙΑΣ ]

 «Περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου. Ὠδῖνες ᾅδου περιεκύκλωσάν με.» (1)
   1922. Η Ανατολή γλυκύτατη πάντα, για σονέτο — κάτι τέτοιο. Όλα ήταν ήμερα και αβρά εκείνο το φθινόπωρο. Ο εχτρός είχε κατεβεί στην πόλη μας, το Αϊβαλί. Και στο λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με αμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή: Το σάπιο εμπόρευμα —τα παιδάκια κ' οι γυναίκες— θα μπαρκέρναν για την Ελλάδα. Μα οι άντρες, από δεκαοχτώ ίσαμε σαράντα πέντε χρονώ, θα φεύγαν για το εσωτερικό, σκλάβοι στα εργατικά τάγματα.
   Η είδηση έφερε ένα δυνατό τίναγμα στους δικούς μας. Τα εργατικά τάγματα ήταν ένα μακρινό παρελθόν απ' τον Μεγάλο Πόλεμο. Είχαν γίνει θρύλος. Χιλιάδες χριστιανοί είχαν αφήσει στα κάτεργα αυτά τα κόκαλά τους. Τα δάκρυα στις μητέρες δεν είχαν στερέψει ακόμα.
   Γι' αυτό, στην αρχή, κανένας απ' τα νιάτα δεν έβρισκε το κουράγιο να παραδοθεί. Μα σιγά σιγά το πήραν απόφαση. Έναν μπόγο στο χέρι. Σα μαζεύουνταν διακόσοι- τρακόσοι άνθρωποι, τους στέλναν με συνοδεία για το εσωτερικό. Απ' την άλλη, τα βαπόρια, αραιά αραιά στην αρχή, ύστερα ολοένα πιο γεμάτα, άρχισαν να βιάζουνται. Σφύριζαν. Πολλοί καπνοί. Οι γυναίκες ξεπροβόδιζαν τους άντρες τους, που οι Τούρκοι τους σέρναν στο εσωτερικό της Ασίας, μα να μπαρκάρουν οι ίδιες με τ' αμερικάνικα δεν το αποφάσιζαν. Μια μέρα, δυο μέρες. Φοβούνταν πως έτσι τους εγκαταλείπουν. Όμως τα βαπόρια βγάζαν πολύν καπνό. Είχαν διορία, λίγες μέρες. Όποιος έμεινε, έμεινε. Σφυρίγματα, φωνές. Σιγά σιγά η θερμή ανάσα ξαπλώθηκε, χίμηξε, αλάλιασε σ' όλες τις καρδιές. Όλοι άρχισαν να βιάζουνται.
   Αυτό είναι ο πανικός;
   Ήμουν δεκαοχτώ χρονώ. Δεν ήμουν εμπόρευμα για την Ελλάδα, μήτε μια οκά· μήτε λίγο σάπιο πράμα — τίποτα.

Κρυμμένος στο σπίτι μας παρακολουθούσα την τρίτη αποστολή που έφευγε για το εσωτερικό. Ήταν ίσαμε τρακόσοι άνθρωποι, σε διπλή σειρά. Πίσω τους τρέχαν έξαλλες γυναίκες. Φώναζαν όλες μαζί, μπαίναν μέσα στη γραμμή. Οι στρατιώτες τις σπρώχναν, αυτές τίποτα· ξαναγύριζαν, και λέγαν, λέγαν. Τους ορμήνευαν να φυλάγουνται απ' τα βρώμια νερά, γιατί γυρίζει «λυσιντερία»· απ' το κρύο. Μια φώναζε πως το κουτάλι του το 'χει μες στο κουτί με τη ζάχαρη· μια άλλη για μια μάλλινη φανέλα κόκκινη· μια άλλη για μια χούφτα τίλιο που το είχε βάλει κάπου. Και ξαφνικά, ενώ ο λόγος ήταν για το τίλιο, τούτη η τελευταία μπήγει τις φωνές, κάτι σπαραχτικά, άγαρμπα κλάματα:
   "Αχ, Χριστέ μου, δε θα το ξαναδώ!... Δε θα το ξαναδώ!..."
  "Παιδάκι μου, κάμε υπομονή", παρακαλούσε μια άλλη ένα παλικαράκι. "Μην τους αντιμιλάς, μη σε χτυπούν..."
   Ήταν μια ζαρωμένη γριούλα. Στα μάτια της προσπαθούσαν να ισορροπήσουν, να 'βγουν μαζί μαζί, παρέα, δυο αδιαφόρετα δάκρυα.
Έβλεπα κρυμμένος πίσω απ' το παράθυρο. Μες στην αποστολή ξεχωρίζω τον μουσικό τον Κώστα το Λέλεκα. Ήταν ένα ον μη μου άπτου, μονόφθαλμο και χλωμό — περίπου ποίημα του ΙΘ' αιώνα. Είχε αριβάρει ξαφνικά, πριν από ένα χρόνο, στον τόπο μας. Έπαιζε σ' έναν καφενέ. Η πελατεία νύσταζε. Ήταν μια μουσική —δάκρυ προτιμάτε ή μειδίαμα;— χωρίς αίμα, ολοάδειανες φλέβες. Του είπαν ν' αλλάξει ρότα, να βάλει λίγο λαδόξιδο στις «πνοές». Τυλίχτηκε μες στο γλιτζασμένο σακάκι του κ' έδωσε με ολάκερο τον εαυτό του ένα «όχι» επίμονο και θερμό —απορούσες πώς μπόρεσε να το συντηρήσει. Έναν καιρό πεινούσε. Ύστερα τον λυπήθηκαν. Ήταν φθισικός.
   Ο Λέλεκας βάδιζε μες στην αποστολή στη δεξιά αράδα. Στα χέρια του βαστούσε το κουτί με το βιολί. Ένας άσπρος μπόγος στην πλάτη αντιδρούσε απότομα στο μαύρο σακάκι. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να φωνάζουν, ν' αφήνουν γεια, να δίνουν τα μωρά που κρατούσαν να τα φιλήσουν οι άντρες. Μα ο Κώστας ήταν ήσυχος. Αυτόν δεν τον ενοχλούσε κανείς.
   Ξαφνικά ο αξιωματικός διατάζει:
   "Αλτ!"
   Κοίταξε πλάι. Λαμποκοπούσαν χρώματα κίτρινα, κόκκινα, άσπρα — ένα σωρό οι γυναίκες που παρακολουθούσαν το θέαμα. Ήθελε να κάμει επίδειξη:
   "Κάτσετε χάμου!" διατάζει.
Γονάτισαν. Ο αξιωματικός έστριψε το μουστάκι του κ' έφερε βόλτα, απ' τη μια άκρη ως την άλλη, τη γραμμή. Τα πεσμένα καταγής κορμιά ήταν σαν ένα ποτάμι που λούφαξε. Μια γυναίκα έχωσε μες στο ποτάμι ένα μωρό που έκλαιγε.
   "Ουλάν, τι είναι τούτο;" στέκεται με απορία ο αξιωματικός μπρος στο κουτί με το βιολί του Λέλεκα.
   Αυτός δεν καταλάβαινε τούρκικα, έτρεμε απ' το φόβο. Σήκωσε το μοναδικό μάτι του κ' έκαμε να χαμογελάσει. Ο αξιωματικός ανοίγει το κουτί. Και ξαφνικά, αναπάντεχα, τεζέρνει στα γέλια:
   "Ουλάν, αυτό το κουβαλάς για κει κάτου;... Χα, χα, χα, χα! Για κει κάτου, ε;"
   Το 'λεγε, το ξανάλεγε, κ' έσκαζε στα χάχανα. Όλοι τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι. Γιατί γελά;
   "Παίξε!" λέει στο τέλος, σαν καλμάρησε.
   Οι δικοί μας γνέφουν στο Λέλεκα να σηκωθεί.
   "Βάλτε τίποτα να πατήσει!" φωνάζει ο αξιωματικός.
   Του 'βαλαν για ν' ανεβεί δυο μεγάλες πέτρες. Στην αρχή έτρεμε. Ένας χαμένος τόνος. Ύστερα αποτραβήχτηκε στον εαυτό του. Έκλεισε και το γερό του μάτι. Ήταν ένας σκοπός περίεργος κι ανεξήγητος. Ένα φρέσκο αίμα τινάζεται σαν κραυγή, έπειτα πάλι πέφτει· ο σκοπός γίνεται ολοένα αδύνατος, μα δε σωπαίνει, ολοένα λέει σιγά.
   Ο αξιωματικός γνέφει κρυφά σ' ένα στρατιώτη. Ψι - ψι. Σε λίγο του φέρνουν έναν κουβά νερό. Τον ζυγιάζει, τον παίζει λίγο. Τέλος τον σαβουρντά:
   "Τσαφ!"
   Ο Λέλεκας έκαμε να βασταχτεί, μα δεν μπόρεσε. Βιολιά, νερά, μούτρα κουτρουβάλησαν χάμου.
   "Αλέστα!" φωνάζει ο αξιωματικός, βαστώντας την κοιλιά του απ' τα χάχανα, για να σηκωθεί το κοπάδι.
   Σηκώθηκαν. Στο μούτρο του Λέλεκα έτρεχε λίγο αίμα κι ανακατευόταν με τα νερά. Το μάτι του έτρεμε συγκινημένο, σα να 'κανε ερωτική εξομολόγηση. Ξεκίνησαν. Μια γυναίκα φώναζε. Ένα μωρό. Ύστερα πολλές μαζί. Μια τρέχει πλάι σ' έναν άντρα και κλαίει. Βλέπει λίγο χώμα που είχε κολλήσει στο πανταλόνι του επειδή είχε καθίσει καταγής. Το τινάζει χωρίς να ξέρει τι κάνει.

   Την άλλη μέρα έφυγε ακόμα μια αποστολή. Κατά το βράδυ, μόλις νύχτωσε, ένας κουρελιασμένος μισόγυμνος άνθρωπος έπεσε εξαντλημένος, χτυπώντας την πρώτη πόρτα στην άκρη του Αϊβαλιού. Είχε μια λαβωματιά με λόγχη στον ώμο, ήταν χωμένος στο αίμα, τα μάτια του δεν τολμούσαν να κοιτάξουν απ' τον τρόμο.
   Πρωί πρωί η τρομερή είδηση γέμισε όλη την πόλη:
   "Σφάξαν την πρώτη αποστολή στον κάμπο του Άι - Γιωργιού! Σφάξαν την πρώτη αποστολή!"
   Χαλασμός! Οι διαδόσεις παίρναν και δίναν. Άλλος έλεγε πως ήταν η δεύτερη αποστολή, άλλος αυτοί που φύγαν χτες. Για πολλές ώρες το περιστατικό δεν απασχολούσε κανένα με τη φοβερή του αξία, κι όλη η αγωνία ήταν να μάθει ο καθένας που είχε δικούς του ποια αποστολή ήταν αυτή που χάθηκε. Οι γυναίκες κάναν την πιο μεγάλη φασαρία.
   "Είναι η δεύτερη!" φώναζαν αυτές που είχαν δικούς τους στην τρίτη αποστολή.
   "Δεν είναι! Δεν είναι! Δεν είναι!" ολόλυζαν οι άλλες.
   Έρχουνταν στα χέρια, σκίζαν τα μούτρα τους με τα νύχια και κλαίγαν.
   Τέλος το πράμα ξεκαθάρισε. Ο λαβωμένος που γλίτωσε, κάνοντας τον πεθαμένο, ήταν απ' την τρίτη αποστολή. Με το Λέλεκα. Με το λίγο χώμα που είχε λερώσει το πανταλόνι και το σκούπισαν.

   Το περιστατικό τούτο έγινε σαν ένα φρένο. Στοπ. Τ' ορμητικό ρέμα σταμάτησε. Αφρισμένο, μούγκριζε ζερβά δεξά, γυρεύοντας σωτηρία. Ήταν φανερό πως όλες οι αποστολές είχαν την ίδια τύχη. Πολλοί άρχισαν να κρύβουνται. Για πόσες μέρες;
   Τα βαπόρια σφύριζαν και φεύγαν ολοένα. Ο στρατός άρχισε να ψάχνει τα σπίτια. Κάμποσοι απ' τα νιάτα πήραν την απόφαση και πολεμούσαν να μπαρκάρουν κρυφά. Άλλοι ντύνουνταν γυναίκες, άλλοι πλήρωναν τους σκοπούς να τους αφήσουν. Ο καθένας ό,τι μπορούσε.
   Πιάσαν έναν τη στιγμή που πλήρωνε το σκοπό για να τον αφήσει να μπαρκάρει. Άμεση διαδικασία: τον τουφέκισαν επί τόπου. Άλλον ένα. Κ' επειδή ολοένα πλήθαιναν τούτοι οι «τορπιλίσοι», άμα τους πιάνανε τους κλείναν χωριστά σ' ένα υπόγειο. Γι' αυτουνούς πια ο καθένας το ήξερε πως είναι ξεγραμμένοι.
   Ωστόσο κάθε μέρα μαθαίνουμε πως ξέφυγε ο τάδε, ο τάδε. Έρχεται και μου τα λέει η μητέρα μου στην αποθήκη, στο υπόγειο του σπιτιού μας που έχω κρυφτεί. Το λέει πως «φύγαν, αλήθεια φύγαν», κ' εκεί που πάει να προχωρήσει κόβεται. Μένουμε και οι δυο βουβοί. Ένα σωρό μικρά ασήμαντα κομματάκια του ζου που ησυχάζουν μέσα στα δεκαοχτώ μου χρόνια βγαίνουν ένα ένα, άταχτα, παλεύουν, χτυπιούνται, κάνουν αστεία. Μια σειρά γερά δόντια, δυο σειρές — να τις χώσεις με λύσσα και να μασήσεις, ε, την τύχη ενός ανθρώπου, του τάδε, που αυτός, αλήθεια, μπόρεσε!

   Η συνοικία μας ολοένα αδειάζει. Τα πράγματα έχουν σφίξει. Περισσότεροι φύλακες στο μουράγιο. Είναι κίνδυνος θάνατος να κάμεις τη απόφαση να ξεφύγεις. Θα παίξεις μονά ζυγά. Στο σπίτι μας τα μάτια όσο πάει και χαμηλώνουν πιο πολύ σαν με κοιτάζουν. Η μητέρα μου δε θέλει να φύγει απ' την αποθήκη. Μένουμε μαζί ώρες.
   Από μια μικρή τρύπα μπορώ να βλέπω στο δρόμο τους στρατιώτες που γυρίζουν περίπολο, ένα άλογο που περνά. Τη νύχτα ένα άστρο, μόλις σκοτεινιάσει, πετιέται ολωσδιόλου ξαφνικά, στον ίδιο τόπο κάθε βράδυ. Δεν του ήρθε η πλήξη — τράβα και πιο κάτω, παιδί μου!
   Δεν ανάβουμε φως για να μην προδοθούμε. Εμένα με παίρνει ο ύπνος, μα η μητέρα μου κάθεται. Από ώρα σε ώρα, με τον πιο ασήμαντο θόρυβο, πετάγουμαι τρομαγμένος.
   "Τι έχεις;" με ρωτά ανήσυχη.
   "Τίποτα. Ποντίκι ήταν;"
   "Ναι, ποντίκι θα ήταν".
   Της παραπονιέμαι πως δε μου μάθανε από μικρό να μη φοβάμαι τα ποντίκια. Με είχαν μη μου άπτου.
   "Μου κάματε κακό", της λέω.
   Αισθάνουμαι το βασανισμένο πρόσωπό της να σαλεύει από πάνω μου σαν ένα ανήσυχο ζο. Δε λέει τίποτα. Μονάχα έρχεται πιο σιμά. Τυλίγει το χέρι της στο κεφάλι μου. Έτσι είναι πολύ ζεστά και ήμερα.
   Το περιθώριο λιγοστεύει. Δε μένει παρά μια μονάχα λύση: για να παραδοθώ, για «μονά ζυγά». Κανένας δε θέλει να μιλήσει πρώτος. Τέλος ο πατέρας μου στέλνει και φωνάζει τη μητέρα μου στην κάμαρά του. Όλοι νιώθουμε πως πρόκειται για κείνο.
   Μες στην κάμαρα μένουν κλεισμένοι οι δυο τους ίσαμε ένα τέταρτο. Ύστερα έρχουνται μαζί στην αποθήκη. Η μητέρα μου φαίνεται πως έκλαψε πολύ.
   Σηκώνουμαι απάνω. Καταλαβαίνω να χάνω το θάρρος μου. Τους βλέπω που με κοιτάζουν και οι δυο, στην πόρτα, και δε μιλούν.
   "Λοιπόν...", μουρμουρίζει ο πατέρας σιγά.
   Στέκεται. Πολεμά να πάρει θάρρος, να δώσει το γνώριμο κρύο τόνο στη φωνή του. Τον κοιτάζω. Το ξέρω πια. Δεν υπάρχει περιθώριο.
   "Αύριο, πριν ξημερώσει, θα φύγεις, θα «ταγίσω» τους φύλακες στο μουράγιο".
   "Θα φύγω, πατέρα".

   Η μητέρα μου δε φεύγει πια μήτε στιγμή από κοντά μου. Βραδιάζει. Ένα ένα κατεβαίνουν στην αποθήκη και τ' άλλα τα παιδιά μας, τ' αδέρφια μου. Τέσσερα κορίτσια. Ο Θάνος είναι το μικρότερο παιδί, δέκα χρονώ. Καταλαβαίνει κι αυτό πως κάτι σπουδαίο γίνεται μ' εμένα. Όλοι είναι γύρω μου, σα να θέλουν να με προφυλάξουν. Η Ανθίππη, η μεγαλύτερη, πολεμά να κυριαρχήσει πάνου σ' όλες τις φωνές — μια προσπάθεια να δώσει θάρρος. Είναι γεμάτη καλοσύνη, την αγαπούμε όλοι ύστερα απ' τη μητέρα μας. Της λέγαμε τα μυστικά μας.
   "Τα 'μαθες, μητέρα, με τους Μαντάδες;" λέει, και πολεμά να γελάσει. "Ντύσαν γυναίκα τον Ηρόδοτο, να τον περάσουν. Μάλιστα του βάλαν και κοιλιά, να μοιάζει έγκυος..."
   "Άσε τώρα τις ανοησίες!" παρατηρά εκείνη αυστηρά. "Αυτό έλειπε τώρα. Ο Ηρόδοτος!..."
   Κι όμως το κορίτσι διαμαρτύρεται πως έτσι είναι. Τον είχαν, λέει, ορμηνέψει να χαμογελά άμα βλέπει κανένα σκοπό, και τούτος, μόλις είδε τον πρώτο, άρχισε να κουνιέται και να κάνει «τζα». Πάει κοντά ο σκοπός, με την ιδέα πως είναι γυναίκα για να τη βουτήξει, κάνει να της πιάσει τα φουσκωμένα στήθια, και βουτά μες στα σακούλια με τα κουρελόπανα.
   "Τον πιάσαν;" ρωτά η μητέρα μου.
   "Εμ τον αφήσαν; Έγινε λέει, χαλασμός Κυρίου απ' τα γέλια στο μουράγιο! Πέσαν απάνω του όλοι οι σκοποί, του πετούσαν τις ψεύτικες κοιλιές, τα στήθια, κι αυτός φώναζε: Εν, δύο, τρία. Εν, δύο, τρία..."
   Ο Ηρόδοτος ήταν ένας παίδαρος, απ' τα μικράτα του αγαθός τω πνεύματι. Στον ευρωπαϊκό πόλεμο, για να μην τον πάρουν οι Τούρκοι στα εργατικά τάγματα, οι δικοί του τού είχαν κάμει έναν κρυψώνα στο ταβάνι του σπιτιού. Όταν η αστυνομία μπλόκερνε τη γειτονιά για έρευνα, να βρει κρυμμένους, του είχαν του Ηρόδοτου μάθει το σύνθημα: «Εν, δύο, τρία». Ο Ηρόδοτος, μόλις άκουγε το σύνθημα, έπρεπε να τρέξει στον κρυψώνα του. Αυτή η ιστορία βάσταξε δυο χρόνια. Το «εν, δύο, τρία» σιγά σιγά πήρε μια μόνιμη θέση στην κεφάλα του αγαθού. Όλη η ζωή του περιχαρακώθηκε σ' αυτούς τους τρεις αριθμούς. Δεν μπορούσε να ξεφύγει απ' την κυριαρχία τους. Κι όταν τέλειωσε ο πόλεμος το πράμα έγινε αστείο: πότε οι δικοί του, πότε η γειτονιά τού το πετούσαν ξαφνικά, «εν, δύο...», κι αυτός το 'βαζε στα πόδια. Όταν πάλι ο πατέρας του ήθελε να τον δείρει, ο Ηρόδοτος προσπαθούσε να τον καλοπιάσει, όμως η γλώσσα του έδενε, δεν έβρισκε τίποτα άλλο απ' τα νούμερα— τα πετούσε ικετευτικά, «εν, δύο», κ' έκλαιγε. 
   "Οι Μαντάδες φύγαν;" ρωτά η μητέρα μου.
   "Φύγαν", λέει η Ανθίππη. "Και δεν προφτάξαν να του αφήσουν του φουκαρά του Ηρόδοτου μήτε έναν μπόγο ρούχα".
   Αυτή η εγκατάλειψη φαίνεται σαν κάτι φοβερό, μόλο που ξέρουμε πως όσοι παν στο υπόγειο δεν είναι να χρειαστούν ασπρόρουχα.
   Περνά λίγη ώρα.
   "Αλήθεια...", λέει πάλι η Ανθίππη. "Πρέπει να του ετοιμάσουμε κ' εμείς κανέναν μπόγο. Τίποτα κινίνο..."
   "Για ποιόν;" ρωτά η μητέρα μου.
   "Για τον Ηλία", κάνει εκείνη δισταχτικά.
   "Θα πάρουμε εμείς τα ρούχα του με το άλλο βαπόρι!" την αποστομώνει η μητέρα σοβαρή. "Κινίνο, τι να το κάμει;"
   "Έλεγα..."
   Αυτή η υπενθύμιση γεμίζει με ησυχία την αποθήκη. Υπάρχει κάτι, ένα προαίσθημα που σέρνεται, γλιστρά — είναι πολύ κρύο να το αγγίσεις. Ο καθένας πολεμά ν' αποφύγει αυτή την επαφή.
   Νύχτωσε πολύ.
   "Ανθίππη, πάρε τα παιδιά να κοιμηθείτε", λέει η μητέρα μου.
   Χαδεύω το μικρό Θάνο. Το παιδί σφίγγεται στο πόδι μου. Ξεχωρίζω τα μικρά δάχτυλά του, ένα ένα, πάνω μου.
   Σηκώνουνται να φύγουν. 
   "Ανθίππη...", λέει πάλι η μάνα.
   Κομπιάζει.
   "Ανθίππη... Για κείνον τον μπόγο, λέω. Δεν πειράζει... Ετοίμασε λίγα πράματα..."
   "Καλά, μητέρα".
   Ο Θάνος γυρίζει πίσω. Πολεμά να βρει το πρόσωπό μου μες στο σκοτάδι.
   "Θα βάλω κ' εγώ μια τσικολάτα", μου λέει εμπιστευτικά, να με ησυχάσει.

   Η νύχτα είναι ήσυχη. Σα να μην υπάρχει καν μια ανάσα κάτω από τ' άστρα — δε βρήκε τόπο. Μα αυτό δε βαστά πολύ. Μια περίπολο γυρίζει. Μιλούν δυνατά. Οι ήχοι είναι πολύ ανακατεμένοι, μπερδεμένοι. Τσα, τσου. Σίγουρα θ' ανησυχούν πολύ το ραχάτι του Θεού, που είναι ικανοποιημένος απόψε — λίγο πάνω, λίγο κάτω απ' τ' άστρα.
   Ένα βαπόρι σφυρίζει στο λιμάνι. Δε μπορεί παρά να 'ναι από κείνα που κουβαλούν τα γυναικόπαιδα στην Ελλάδα.
   "Φεύγει για έρχεται, μητέρα;"
   "Τι σε νοιάζει, παιδί μου;"
   "Τίποτα".
   Περνά λίγο. Το βαπόρι σφυρίζει πιο βαθιά.
   "Πρέπει να φεύγει, μητέρα..."
   "Έτσι θα 'ναι... Θα φεύγει..."
   Πάλι μένουμε βουβοί. Αυτή η φυγή, ένα βαπόρι που σφυρίζει πολύ βαθιά...
   Απόψε δεν τολμά να 'ναι τρυφερή. Μήτε εγώ. Υπάρχει ένας φόβος να προδοθούμε συναμεταξύ μας, εγώ κ' εκείνη.
   "Να κοιμηθείς, παιδί μου", λέει. "Αύριο θα ξυπνήσεις πολύ πρωί".
   "Θα κοιμηθώ".
   Συμμαζεύουμαι κοντά της, πολύ κοντά. Η θερμή τυραγνισμένη ανάσα της ακουμπά στο μάγουλό μου σα ζωντανή ουσία — να την πιάσεις με τα χέρια.
   Ένα ποντίκι πάλι έτριξε στο βάθος. Συγκρυάζουμαι και σαλεύω. 
   "Δεν κοιμήθηκες;" μου λέει.
   "Όχι, μητέρα. Είναι τα ποντίκια. Φοβάμαι..."
   Νιώθω το αδύνατο χέρι της να 'ρχεται με δειλία στο μάγουλό μου, σα να μην τολμά. Πολύ αργότερα, όταν έχει νομίσει πως αποκοιμήθηκα, την ακούγω που αρχίζει να μουρμουρίζει μονάχη της, σα να συνομιλεί με το Θεό. Το συνήθιζε έτσι, από παιδάκια που ήμαστε, σαν μας κοίμιζε.
   Στη νύχτα δεν υπάρχει πια τίποτα. Είναι μονάχα η νύχτα. Είναι, ακόμα, εγώ κ' εκείνη.


«ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου». (2)
   Η φυλακή ήταν στο υπόγειο ενός σπιτιού που το χρησιμοποιούσαν για αστυνομία. Όταν μας σπρώξαν μέσα δεν ξεχώριζα τίποτα. Τόσο ήταν σκοτεινά.
   Μας πιάσαν τρεις «τορπιλίσους», πριν χαράξει ακόμα, πάνου στο μουράγιο. Ο αξιωματικός, ένας αψηλός, ξανθός, με πολλά μουστάκια, βαστούσε ένα καμτσίκι και χτυπούσε μες στα μούτρα, σα να είχε πινέλο — μπογιάντιζε φουτουριστικά σχέδια. Ο ένας «τορπιλίσος», ένας γιαπιτζής, μπρος σε τούτη την ανελέητη ζωγραφική ούρλιαζε απ' τον πόνο και μιλούσε γρήγορα γρήγορα τούρκικα, ικετεύοντας τον αξιωματικό να σταματήσει. Ύστερα, βλέποντας πως δεν υπάρχει σωτηρία, έπεσε μπρούμυτα καταγής, δάγκανε το χώμα και, όπως ο αξιωματικός τον τσαλαπατούσε δαιμονισμένα στα πλευρά, το κορμί του σπάραζε σα ν' άδειαζε ερωτικά. Ο δεύτερος, ένας τρατάρης με σταρένιο αψύ μούτρο, στεκόταν με μια ακατανόητη αξιοπρέπεια. Είχε χαμηλώσει το κεφάλι· κάθε φορά που το καμτσίκι τού όργωνε το μούτρο, έσκυβε λίγο, ένα νευρικό τικ, και πάλι το κεφάλι ερχόταν στη θέση του. Κ' εγώ, για να προφυλαχτώ, σήκωνα τα χέρια μου ψηλά, όπως κάνουν στα δράματα, ικετεύοντας.
   "Σκυλιά! Γουρούνια! Άτιμο μιλλέτ! (έθνος)" άφριζε ο αξιωματικός.
   Πρόσταξε τους στρατιώτες του, που ήταν εκεί γύρω, να σηκώσουν και να κολλήσουν ίσα στον τοίχο το γιαπιτζή που έγλειφε τη γης. Για να μπορεί να τον χτυπά στα μούτρα.
   Από μακριά, σ' εκατό μέτρα τόπο, ο πατέρας μου στεκόταν και κοίταζε χαμένος.

   Στο υπόγειο αρχίζω σιγά σιγά, μόλις συνηθίζουν τα μάτια μου, να ξεχωρίζω. Πολλοί άνθρωποι μιλούν με χαμηλή φωνή. Καμπόσοι έρχουνται προς το μέρος μας, στην πόρτα, να δουν αν τους είναι κανένας από μας γνώριμος. Δεν ξέρω κανένα. Το υπόγειο είναι πολύ χαμηλό, μόλις μπορείς να στέκεσαι ολόρθος. Δυo μικρά παράθυρα με σταυρωτά κάγκελα προς το μέρος του δρόμου. Ίσαμε σαράντα άνθρωποι. Και τρία άλογα που τρων με τέμπο. Μυρίζει καβαλίνες.
   Κάθουμαι. Είναι ακόμα πολύ πρωί. Ξαγρυπνημένος, τσακισμένος. Ένα δυνατό τσούξιμο στο πρόσωπο αντιδρά στην εγκατάλειψη σα μια ένεση υγείας. Πάω να χαδέψω αυτό τον πόνο και καταλαβαίνω το χέρι μου να παρακολουθεί τις ραβδωτές γραμμές που άρχισαν να πρήζουνται.
   Οι φυλακισμένοι μάς τριγυρίζουν και μας ρωτούν πώς έγινε, που μας πιάσαν, και τα λοιπά. Φλυαρίες. Δεν ξέρω.
   "Μωρέ εσύ είσαι μωρό ακόμα!" μου λέει ένας. "Τι θ' απογίνεις;"
   Η ερώτηση κάνει στους αλλουνούς την αίσθηση που πρέπει:
   "Βρε μάπα, τι σχέση έχει αυτό με την ηλικία; Κ' εσύ, που τα λέμε, τι θ' απογίνεις;"
   "Έτσι το είπα", λέει ο πρώτος και μένει σκεφτικός. 
   "Κοντεύει ν' αδειάσει;" ρωτά ο άλλος για το Αϊβαλί.
   "Ναι, κοντεύει".
   "Ύστερα;"
   "Δεν έχει ύστερα!" κόβει ξερά ένας άλλος. 
   Ένας ένας αποτραβιέται στη γωνιά του.
   Στο βάθος του υπόγειου ακούγω σιγανά χάχανα. Μια φωνή. Μα αυτή μου είναι γνώριμη!
   "Βρε, πόσα κέρατα έχουν τα γίδια;" ρωτά εκεί κάποιος.
   "Εν..."
   "Και τα βόδια;"
   "Δύο..."
   "Κι ο Μαντάς, βρε, ο πατέρας σου;"
   "Εν, δύο..." μουρμουρίζει η φωνή, που πνίγεται μες στα χάχανα των αλλωνών.
   Ο Ηρόδοτος!
   Πάω κοντά. Τον έχουν τριγυρίσει καμιά δεκαριά άντρες. Πολεμούν να κάμουν άγαρμπα αστεία. Τον ρωτούν που άφησε τα βυζιά του, πώς τα εμπιστεύτηκε σε ξένα χέρια και τα λοιπά.
   "Τα 'κρυψε για τις σκόλες", λέει ένας.
   "Όχι, βρε! Τα 'στειλε να τα κάμει τράμπα", εξηγά κάποιος άλλος. "Γιατί τα βαρέθηκε, τα ίδια και πάλι τα ίδια..."
   Ο Ηρόδοτος κοιτάζει με ολάνοιχτα τ' αγαθά του μάτια. Δεν ξέρει τι να πει. Μονάχα, σαν καταλαβαίνει να σφίγγουνται πολύ από πάνω του, κάνει ένα κίνημα φόβου να λυτρωθεί, τραυλίζει ασυναίσθητα: "Εν..."
   Χάχανα.
   Όξω απ' το παράθυρο ακούγονται στριγγές φωνές. Γυναίκες τσιρίζουν και χτυπιούνται.
   "Τι είναι;"
   "Η μητέρα του Χρήστου του Ταμπάκη είναι", λέει ένας. "Και του αλλουνού, του Δημητρού".
   "Α!..."
   Μια αταραξία ωσάν στους πεθαμένους ακινητεί μονομιάς όλα τούτα τα μούτρα που γελούσαν. Είναι τόσο απότομη η αλλαγή — απορείς πώς πρόφταξε να γίνει σε τόσο ασήμαντη στιγμή. Δε μιλούν να καταλάβω κ' εγώ. Προαισθάνουμαι πως κάτι φοβερό έχει γίνει. Ή μέλλεται.
   "Όσο γι' αυτουνούς τώρα..." μουρμουρίζει κάποιος.
   "Τι τρέχει, μπάρμπα;" ρωτώ έναν περασμένο σαρανταπεντάρη.
   Με κοιτάζει με απορία. Ύστερα, σα να θυμάται:
   "Α! Εσύ σήμερα ήρθες;"
   "Ναι".
   Μου εξηγά, άκρες μέσες.
   "Θα δεις... Θα δεις..." μουρμουρίζει ο άνθρωπος.
   Οι δυο γριούλες κλαιν και φωνάζουν, κάνουν προσπάθεια, μην τους λείψει η δύναμη και πάψουν.
   "Αχ!" λέει η μια. "Δεν μπορεί να 'γινε! Δεν μπορεί... Έκατσα και του μπάλωσα μια φανέλα χτες τη νύχτα".
   Στο χέρι της τρέμει ένα μικρό πακέτο.
   "Και τώρα;..." αναρωτιέται χαμένη, σαν το ζήτημα να 'ναι τι να το κάμει το πακέτο.
   Έφυγαν. Το πακετάκι μένει όξω απ' τα κάγκελα. Κάποιος απ' τους φυλακισμένους απλώνει το χέρι του και το παίρνει. Το ανοίγει, κοιτάζει τη μπαλωμένη φανέλα. Πολύ. Ύστερα πολεμά να τη δοκιμάσει, να τη βάλει.
   "Στο μπόι μου!" λέει μονάχα, σαν τέλειωσε.
   Είναι ακόμα εκεί, στα κάγκελα, ένα άλλο δεματάκι τυλιγμένο σε μια λερή πετσέτα φαντή. Ένα πιάτο πιλάφι, ελιές, μισό μαύρο ψωμί. Ένα βρασμένο κοτόπουλο. Το παράτησε η άλλη γριούλα εκεί. Οι δικοί μας το ανοίγουν. Μια στιγμή διστάζουν. Ύστερα, αποφασιστικά, ένας κόβει ένα ποδάρι απ' το κοτόπουλο και το μασά.
   "Κ' εμένα!" φωνάζει ένας άλλος να του δώσουν.
   Το μοιράζουνται πέντε έξι στόματα.
   " Ήθελε αλάτι", λέει ένας.
   "Ναι, ήθελε".
    Μασούν σιωπηλά.
   "Φουκαράδες...", λέει πάλι ο τελευταίος και στέκεται.
   Αυτός που είπε για το αλάτι, μπουκωμένος, περιμένει να καταπιεί για να μιλήσει. 
   "Λες να τους τυραγνούν πρώτα;" ρωτά μόλις αδειάσει το στόμα του.
   Ο άλλος σηκώνει τους ώμους. Τον κοιτάζει. Το στόμα του ανοιγοκλείνει πιο αργά, σα μηχανή που λίγο λίγο σώνεται ο ατμός.
   "Θα το δούμε", λέει.

   Η μητέρα μου έχει γονατίσει στο πλακόστρωτο όξω απ' το μικρό παράθυρο, εκεί πλάι, και δε φωνάζει πια, κλαίει. Στην αρχή ο σκοπός δεν την άφηνε να 'ρθει κοντά· έκαμε τον κόσμο άνω κάτω, σαν παλαβή. Στο τέλος τη σπρώξαν προς το παράθυρο. Έπεσε μπρούμυτα. Το γλυκό μαύρο πρόσωπό της έκαμε μπρουπ πάνου στα κάγκελα. Με μια απελπισμένη προσπάθεια κοίταξε να σηκωθεί, έπιασε μισοξαπλωμένη τα κάγκελα και φώναζε:
   "Ηλία! Ηλία!"
   Η θερμή γνώριμη κραυγή γέμισε το υπόγειο. Με βρήκε σε μιαν άκρη και με τίναξε. Έτρεξα στο παράθυρο. Με κοίταζε με τα ξαφνιασμένα μάτια της μες στους άγνωστους ανθρώπους, μες στ' άλογα, μόλις με ξεχώριζε μες στο ύποπτο φως, άπλωνε μέσα τα χέρια της να μ' αγγίσει, δεν ήξερε τι έλεγε. Το χέρι της έτρεμε στο κενό, ερχόταν σ' εμένα, πάλι αποτραβιόταν — ένα ζο που ήθελε να πιει και δεν το αποφάσιζε.
   "Κ' εκείνο έτρεμε χτες για τα ποντίκια... Για τα ποντίκια!..." έλεγε απελπισμένα, σα να μιλούσε σε κάποιον, κι αναρουφούσε. "Θε μου, τι να κάμω;"
   Τι να κάμει; Μέρεψε. Δε φωνάζει πια. Συμμάζεψε τα πόδια της, έγινε ένα κουβάρι κόκαλα και μελαψό κρέας.
   "Κακόμοιρο παιδάκι... Κακόμοιρο παιδάκι..." μουρμουρίζει μονάχα από ώρα σε ώρα και κλαίει.
   Το στόμα της ανοίγει και κλείνει νευρικά. Τα μάτια δεν τα σφουγγίζει πια, το 'χει ξεχάσει. Τα δάκρυα κατεβαίνουν στο μάγουλο σιγανά κι αδιάφορα — δεν προσέχουν να κατεβαίνουν τουλάχιστο σε αρμονικές γραμμές, γράφουν ζικ ζακ, χώνουνται μες στις ρυτίδες. Πότε πότε ένας σπασμός χτυπά το πρόσωπό της, που γίνεται περισσότερο άσχημο· είναι πολύ αστείο έτσι που πετάγεται στον αγέρα ένα αρμυρό υπόλοιπο από δάκρυα που είχε κρυφτεί κάπου σε μια ζάρα.
   Όταν σηκώνεται να φύγει εγώ στέκουμαι πολλή ώρα εκεί και βλέπω το λίγο τόπο που έπιανε δίπλα στα κάγκελα, έναν τόπο μια σταλιά.
   
    Οι πιο πολλοί τους εδώ μέσα είναι άνθρωποι της θάλασσας. Όχι τίποτα μεγάλες καθαρές θάλασσες, φουγάρα, λιμάνια που βουίζουν. Όχι. Φουκαράδες, τρατάρηδες, ψαράδες. Φτωχές θάλασσες με τραχιά κι ατίθασα κύματα. Παρθένο αψύ αίμα, και μια καρδιά ζεστή — που να την αγγίσεις!
   Και μια γνωριμία: Σε μιαν άκρη που δε φαίνεται καθόλου είναι ο χωμένος ο Ιάκωβος Μούρας. Είναι ένας περασμένος άνθρωπος, ίσαμε πενήντα χρονώ. Ήταν ξενοδόχος και πατριώτης λόγιος. Όταν ήρθαν οι Έλληνες στην Ανατολή έβγαλε ένα λόγο απ' το μπαλκόνι του ξενοδοχείου του. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός του που, επειδή δεν είχε έτοιμη παντιέρα να σιάρει, σαστισμένος απ' την ευγλωττία του άρπαξε και σίαρε ένα σεντόνι που μύριζε ύποπτα πράματα.
   «Ζήτω η ελευθερία!»
   Σίγουρα θα τον πρόδωσαν γι' αυτό. Κάθεται ζαμουριασμένος, ένα κουβαράκι, και συλλογίζεται. Αυτό το μακρινό σεντόνι αρχίζει να μυρίζει, τώρα μόλις, σα να χρειάστηκε να περάσει τόσος καιρός για να πάρει αξία το άρωμά του.
    "Πολύ συλλογίζεσαι, μπαρμπα-Γιάκωβε", του λέει ένας.
   Κουνά το κεφάλι του: Ναι.
   "Τι τον ήθελες, φουκαρά κ' εσύ, κείνον τον κατουρημένο διάολο, τότες!"
   "Τι τον ήθελα, για!" μουρμουρίζει ο άνθρωπος.
   Σε λίγο έρχουνται τα παιδιά του στο παράθυρο. Πολλά ψι-ψι συναμεταξύ τους. Μαθαίνουμε κ' εμείς το τι τρέχει: Ο Ιάκωβος φεύγει. Είναι Ιταλός υπήκοος. Σε λίγες ώρες θα τον λευτερώσουν.
   Στο γερασμένο πρόσωπό του γίνεται μια απερίγραπτη αλλαγή. Σα να το περάσαν λούστρο και γυαλίζει. Είναι ένα φως που πετιέται ίσα απ' τα μάτια του. Αφήνει την κόχη του και γυρίζει πέρα δώθε μες στο υπόγειο, σε μια αδιάκοπη κίνηση. Σαν κουράστηκε πια μας μαζεύει να μας αφήσει γεια.
   "Παιδιά, έννοια σας!" μας λέει. "Το πράμα θα κανονιστεί. Κουράγιο! Μόλις πατήσω στη Μυτιλήνη θα πάω στον Ιταλό Πρόξενο και θα του πω πως δεν ήμουν μονάχα εγώ, μα κ' εσείς. Θα στείλει τότες ένα πολεμικό. Σίγουρα!"
   Κ' επειδή κανένας δε μιλά, υποπτεύεται μιαν αμφιβολία και πολεμά να μας βεβαιώσει άλλη μια φορά για το σκοπό του.
   "Κάμετε κ' εσείς λίγη υπομονή", λέει σιγανά. "Επί τετρακόσια συναπτά έτη υπό τον ζυγόν ο Ελληνισμός..."
   Ένα θαυματουργό αγεράκι σα να έβαλε το χέρι του. Απ' τη στιγμή που ο Ιάκωβος κατάλαβε πως δεν κινδυνεύει, φαίνεται πως έσβησε κ' η πιο ελάχιστη υποψία απ' το μακρινό άρωμα εκεινού του σεντονιού. Μα οι δικές μας οι μύτες επέμεναν να το μυρίζουν.
   "Πόσες μέρες θα χρειαστεί να περιμένουμε, μπαρμπα-Γιάκωβε;" ρωτά ένας.
   Ο Ιάκωβος υπολογίζει: Ίσαμε να κουνηθεί το βαπόρι, τούτο, εκείνο...
   "Τέσσερις πέντε", λέει τέλος. "Εσείς βάλτε έξι, να 'στε μέσα".
   "Εμείς πόσοι είμαστε τώρα;" επιμένει ο άλλος.
   "Σαράντα".
   "Με το εφτά;"
   "Τί;"
   "Διαίρεσέ το με το εφτά!"
   "Πέντε και κάτι..."
   "Ε", συμπεραίνει ο σύντροφός μας με φαρμακερή ηρεμία. "Ίσαμε να τελειώσει η διορία σου, έξι μέρες, το «ξάφρισμα» θα μας έχει νετάρει ολουνούς. Θα θέλει και ρέστα..."
   Αυτός ο μαθηματικός υπολογισμός πέφτει πάνου στα τεζαρισμένα απ' την ελπίδα πρόσωπα σαν ένα κομμάτι πάγος.
   "Σωστό...", συμφωνεί ένας μελαγχολικά.
   Σωστό. Κι όμως στο βάθος όλες οι καρδιές χτυπούν. Αρχίζουμε ν' αγωνιούμε μπας και δε φύγει ο Ιάκωβος.

   Απ' το σπίτι μου φέραν κατά το βράδυ κουβέρτες, δυο μαξιλάρια, ένα βραστό κοτόπουλο. Αυτές τις μέρες συμπάσχουμε τα δυο γένη: εμείς και τα κοτόπουλα... Ο κόσμος τα σφάζει γραμμή, θυσία. Τι να τα κάμει αφού φεύγει; Ο αγέρας είναι γεμάτος από αγωνία και πούπουλα.
   Μου 'φερε τα πράγματα στη φυλακή ο μικρός μας ο Θάνος. Το παιδί καταλαβαίνει τη σοβαρή θέση μου, θέλει να μου δώση κουράγιο.
   "Αδερφάκι μου, μη φοβάσαι", μου λέει. "Τρέχουμε για σένα". 
   "Ποιος τρέχει, Θάνο;"
   "Εγώ κ' η μανούλα", λέει.
   Κάνει να φύγει, μα γυρίζει ξανά:
   "Ηλία!"
   "Τι;"
   "Κι αν δεν σε γλιτώσουμε, θα 'ρθουμε μαζί σου".
   Βγάζω το χέρι μου απ' τα κάγκελα να το χαϊδέψω.
   "Εγώ κ' η μανούλα. Θα 'ρθουμε...", βεβαιώνει το παιδί.
   Το παρακολουθώ που χάνεται τρεχάτο μες στο δρόμο που σκοτεινιάζει.

   Όσο πέφτει η νύχτα τα νεύρα αρχίζουν να μην πειθαρχούν πια. Όλοι κινιούνται, αλλά κάθε τόσο μια μεγάλη στιγμή σιωπής ακινητεί την ατμόσφαιρα. Τότε μπορείς να ξεχωρίσεις τον ελάχιστο ήχο: ένα μαμούδι έτριξε, μια μπουκιά άχερο έπεσε απ' το στόμα του αλόγου, ένας στεναγμός ξέφυγε προδοτικά.
   Κάτι σπαρματσέτα ανάψαν εδώ κ' εκεί. Πάνω στα υγρά ντουβάρια οι σκιές μεγαλώνουν σαν τέρατα.
   Διψώ. Έχει ένα κιούπι με σάπιο νερό που βρωμά και βγάζει κουνούπια. Σκύβω και πίνω.
   Φωνάζω τον Πέπα να ξαπλώσει στις κουβέρτες μου. Είναι ένας αψηλός άντρας, τον πιάσαν κατά τα σουρουπώματα. Έβγαζε μια μικρή εφημερίδα τον καιρό που οι Έλληνες ήταν στη Μικρασία. Το κατά δύναμιν βοηθούσαν η εγχώρια αρτηριοσκλήρωση, οι τροφοδότες του στρατού κ' οι σχετικοί νέοι με άσματα εις πεζόν. Ο Πέπας ήταν ένας άνθρωπος λεπτοκαμωμένος, σιγανός, ήμερος, υποχόνδριος, εργένης και συφιλιδικός.
   "Κύριε Πέπα, δεν έχεις στρωσίδια; Έλα να ξαπλώσουμε μαζί".
   "Κ' εγώ δεν έχω", λέει μια άλλη φωνή απ' τα σκοτεινά. "Να 'ρθω;"
   Τα βολεύω και για τους τρεις.
   "Έλα!"
   Είναι ένα μελαψό μούτρο γεμάτο ζωηρές γραμμές, δυο μάτια που γυαλίζουν. Οι μασέλες τραβούν ένα τετράγωνο σχέδιο με το κεφάλι.
   Το μέρος που ξαπλώνουμε είναι κοντά στ' άλογα. Όλες οι άλλες γωνιές είναι πιασμένες απ' τους συντρόφους που ήρθαν πιο μπροστά. Το χώμα αποκάτου είναι γεμάτο καβαλίνες και υγρασία.
   Πέφτουμε ο ένας κοντά στον άλλον, οι τρεις.
   "Πώς σε λεν;" ρωτώ τον ξένο.
   "Εμένα; Μανόλη".
   "Ξωχάρης είσαι;"
   "Όχι. Καπετάνιος απ' τα Μοσχονήσια".
   "Έχεις μέρες εδώ;"
   "Ναι, τρεις".
   Μας λέει πως έχει μια γυναίκα και δυο μωρά. Τα μπαρκάρισε προχτές. Μας περιγράφει το καθένα απ' τα παιδιά τι λογής είναι, ξανθό, μελαχρινό, το πιο μικρό έχει κ' ένα σημάδι καταμεσής στο κούτελο, μια ασήμαντη σκισμάδα. Αυτός ο μικρός διάολος σου σκαρώνει κάτι φελούκες με τον πεύκο!
   Άνοιξε το στόμα του και λέει, λέει. Στο τελευταίο ταξίδι του, στην Κω, είχει πάρει και το μικρό. Στο Τσανταρλί τους έπιασε το μπουρίνι. Ήταν μια θεοπάλαβη θάλασσα. Τα 'φερε σκούρα. Άρχισε να κάνει το σταυρό του, μια φορά, δυο φορές.
   "Εγώ τι να φοβηθώ;" λέει, σα να θέλει να μη μας αφήσει καμιά υποψία για το θάρρος του. "Μα έλα που ήταν το μωρό..."
   Η νύχτα είναι ήσυχη όξω απ' το υπόγειο. Απ' το κάτω μέρος η θάλασσα είναι μόλις δέκα μέτρα. Ακούμε τα μικρά κύματα — σπουν με μια αδιαφόρετη πειθαρχία, το ένα πίσω απ' τ' άλλο.
   "Πεινώ", λέει ο καπετάνιος.
   Θυμάμαι το Θάνο που μου έφερε το πακέτο. Δεν το άγγισα.
   "Έχω εγώ", του λέω.
   Ανοίγω το δέμα και του δίνω.
   "Φάγε!"
   Κόβει ένα κομμάτι απ' το πουλί κι αρχίζει να τρώει με βουλιμία.
  "Εσύ θέλεις;" ρωτώ τον Πέπα.
   Μουρμουρίζει όχι. Στριφογυρίζει, παραπονιέται πως έχει υγρασία. Είναι φοβερά μύωψ και λέει πως δε βλέπει επειδή δεν έχει γυαλιά. Του τα 'σπασε, με τα δυο χαστούκια που του 'δωσε, ο αξιωματικός μόλις τον πιάσαν.
   "Κ' εσύ δεν τρως;" με ρωτά ο καπετάνιος.
   Παίρνω μηχανικά και μασώ ένα κομμάτι κρέας. Δεν κατεβαίνει. Τα παρατώ και ξαπλώνουμαι πάλι. Ξαπλώνει ξανά κι ο καπετάνιος. Τον ακούγω τώρα που μασά πιο αργά. Ολοένα πιο αργά.
   "Μωρέ όρεξη!" αγαναχτεί μια φωνή απ' αντίκρυ. "Βρε, δεν καταλαβαίνεις λοιπόν πως κοντεύει η ώρα;"
   "Για κείνο λες;" λέει μπουκωμένος ο καπετάνιος.
   "Εμ για ποιο; Για το «ξάφρισμα», βρε!"
   Μια στιγμή σιωπής. Το στόμα του καπετάνιου δε μασά, σα να έκαμε στοπ. Ύστερα πάλι αρχίζει, σιγά σιγά, κι ολοένα παίρνει το κανονικό του βάδην.
   "Κι αν δε φάγω τι αλλάζει;" μουρμουρίζει. "Είναι κι αυτό ένα όφελος..."
   Ακούγω ακόμα τα χριτς χριτς που κάνουν τα δόντια του. Ύστερα αρχίζω να τ' ανακατεύω με το θόρυβο που κάνει το άλογο εκεί πλάι, ύστερα με τη θάλασσα που μουρμουρίζει κι ολοένα ξεμακραίνει στο βάθος, ολοένα. Αργά αργά σβήνουν όλα. Δεν ακούγω πια τίποτα. Είμαι ένα τσακισμένο αδύναμο παιδί, δεκαοχτώ χρόνια γεμάτα φρέσκο αίμα και όνειρα που κουράστηκαν.
.............................................

   Ήταν, λέει, άνοιξη. Εγώ κ' εκείνη είχαμε αποτραβηχτεί κάτου από ένα δέντρο. Ήταν, λέει, και πουλιά από πάνω μας — έψαλλαν τσίου τσίου και κουτσούλιζαν. Την κοίταξα βαθιά και της είπα πως δεν μπορεί παρά να ζει ο Θεός αφού έτσι λάμπουν τα μάτια της. Μου παραπονέθηκε, πως της λέω όλο ανοησίες. Κ' έσκυψε και με φίλησε θερμά.
..............................................

   Ένα χέρι με σπρώχνει δυνατά. Ύστερα μια κλωτσιά. Ξυπνώ απότομα. Μες στο λίγο φως, στα δυο τρία σπαρματσέτα που άναψαν πάλι στο υπόγειο, ξεχωρίζω τις πυκνές σκιές που κουνιούνται και σπρώχνουνται προς την πόρτα. Φωνές από δω, από κει: Ονόματα — Χρήστο, Κώστα. Δυo τρεις στρατιώτες γυρίζουν σ' όλες τις γωνιές, μην απόμεινε κανένας, και κλωτσούν.
    "Σηκωθείτε!"
   Ο καπετάνιος μ' έσπρωξε. Τον ρωτώ σαστισμένος, σα να 'ρχουμαι από άλλον κόσμο.
    "Τι είναι;"
    "Το «ξάφρισμα»...", μουρμουρίζει με φωνή που πολεμά να μην τρέμει.
   Μας βγάζουν απ' το κάτω μέρος του υπόγειου. Στη μικρή πόρτα στριμωχνόμαστε ώσπου να βγούμε. Ακούγω μια στιγμή τον Ιάκωβο, δίπλα μου, να μουρμουρίζει: «Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού, του Πατρός και του Υιού...», πολλές φορές.
   Μας αραδιάζουν σε διπλή σειρά. Εκεί, πλάι στη θάλασσα. Μες στο λιμάνι ανάβουν τα φώτα ενός βαποριού, από κείνα που παίρνουν τα γυναικόπαιδα. Θα 'ναι περασμένα μεσάνυχτα. Το υποθέτω απ' τη Μεγάλη Άρκτο που έχει χαμηλώσει πολύ. Ένας συμμαθητής μου καταγινόταν πολύ με τ' άστρα. Εκείνος μου τα έμαθε. Ο Σείριος; Τόσες, τόσες χιλιάδες, τόσα δέκατα, τόσα χιλιοστά μακριά. Μήτε ένα λιγότερο; Μήτε. Το αγιάζι είναι πολύ. Τουρτουρίζουμε.
   Είμαι στην πρώτη σειρά. Δίπλα μου ο καπετάνιος. Από πίσω ο Ηρόδοτος, ένας σκοτεινός βόλος, κοιτάζει με τα μεγάλα ηλίθια μάτια του, γεμάτα απορία, και τρέμει.
   Στο σπίτι πάνω απ' το υπόγειο, που είναι τα γραφεία της Αστυνομίας, πολλά φώτα. Μεθυσμένες φωνές τραγουδούν. Περιμένουμε.
   Τέλος ανοίγει η πόρτα. Ένας στρατιώτης κατεβαίνει με μια λάμπα στο χέρι. Από πίσω του έρχεται ένας αξιωματικός. Είναι στουπί στο μεθύσι. Παραπατά.
   "Ελάτε! Ελάτε!" φωνάζει ο αξιωματικός σε κάποιον άλλον από μέσα. "Απόψε έναν παραπάνω για σας!"
   Απ' το σπίτι ένας άλλος αξιωματικός βγαίνει και τον ακολουθά. Ο στρατιώτης πάει στην άκρη της γραμμής μας, χαμηλώνει τη λάμπα στα πρόσωπά μας, να φωτιστούν, περιμένει.
   Πλησιάζει εκεί ο πρώτος αξιωματικός. Είναι αυτός ο ίδιος που μας χτυπούσε το πρωί — τα φουτουριστικά σχέδια. Το ξανθό μουστάκι του απ' τη δεξιά μεριά έχει γείρει λίγο περισσότερο — και ο Σείριος;... Ο αξιωματικός βλέπει με το φως και τραβά έναν δικό μας όξω απ' τη γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχωρεί παρακάτω. Τραβά άλλον ένα.
   "Κ' εσύ, παλιόσκυλο!" λέει.
   Άλλον ένα. Το φως, ο στρατιώτης με τη λάμπα, πλησιάζει ολοένα στο μέρος μας. Αυτό το φως λάμπει σα να έχει μια φοβερή υποχρέωση — έτσι, να πρέπει. Μια γρήγορη στιγμή αναρωτιέμαι αν διαλέγει μικρούς για μεγάλους. Μα βλέπω πως παίρνει ανακατωτά, απ' όλα τα τσεσίτια. Στο μεταξύ το φως έφτασε. Είναι
μπροστά μου. Αισθάνουμαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ' το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει, αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δυo τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου.

    Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά...
   Ξεχωρίστηκαν έξι σύντροφοί μας. Ύστερα άλλος ένας, γίναν εφτά. Βλέπω μια διμοιρία στρατιώτες που ετοιμάζουνται. Κατεβαίνουν με τον οπλισμό τους, ένας ένας. Μαζεύουνται σε μιαν άκρη δίπλα μας.
   "Φτάνει!" λέει ο αξιωματικός στο στρατιώτη με τη λάμπα.
   Μα αμέσως, σα να θυμάται, γυρίζει προς το μέρος του άλλου αξιωματικού:
   "Α, αλήθεια, κ' έναν για σας! λέει. Διαλέξτε!"
   Τούτος ο άλλος πλησιάζει στη γραμμή. Η καρδιά μας πάλι χτυπά παλαβά. Τραβά έναν. Σκύβουμε να δούμε: Ο Ιάκωβος.
   "Όχι εγώ! Όχι εγώ!" παρακαλεί με απελπισία ο φουκαράς. "Εγώ Ιτάλια ταμπαασί (Ιταλός υπήκοος), Ιτάλια ταμπαασί... Αύριο θα με γυρέψουν..."
   "Σκύλο!" μουγκρίζει ο ξανθός αξιωματικός, και τον τραβά στην μπάντα.
   Ύστερα διατάζει στο απόσπασμα:
   "Να γυρίσετε γρήγορα!"
   Οι στρατιώτες παν κοντά στους συντρόφους μας που ξεχωρίστηκαν.
   "Αν έχετε τίποτα, πάρτε το!" τους φωνάζει ο επικεφαλής του αποσπάσματος.
    Μας βάζουν πρώτα εμάς μες στο υπόγειο. Ύστερα ξωπίσω μας έρχονται κ' οι άλλοι, μηχανικά, να πάρουν ό,τι έχουν. Για ποιο λόγο;
   "Γρήγορα!" φωνάζει ο λοχίας απόξω, βλέποντας πως αργοπορούν.
   Το υπόγειο είναι γεμάτο σούσουρο. Ένας άνθρωπος κλαίει νευρικά. Κάποιος άλλος λέει «γεια σας». Η ώρα περνά. Ο λοχίας διατάζει πιο άγρια:
   "Γρήγορα!"
   Στη γωνιά που έχω λουφάξει πλησιάζει ο βαρύς όγκος του καπετάνιου. Τον βλέπω που έρχεται, και με πιάνει φόβος. Σκύβει σιωπηλά. Κάνει να σκαλίσει εκεί στο προσκέφαλό μας, σάματις να έχει κάτι να πάρει. Ύστερα πάλι σηκώνεται.
   "Δεν έχω τίποτα", μουρμουρίζει αφηρημένα, σα να θυμάται, αλήθεια, πως δεν έχει να πάρει τίποτα.
   Κάνω κουράγιο.
   "Να, Μανόλη", λέω. "Πάρε τις δικές μου τις κουβέρτες".
   Το λέω έτσι ασυλλόγιστα, μια προσπάθεια να του φανώ την τελευταία στιγμή τόσο δα χρήσιμος, μόλο που είμαι σίγουρος πως τίποτα δεν του χρειάζεται πια.
   "Τι τις θέλω"; αναρωτιέται κι αυτός σιγανά.
   Ο λοχίας βρίζει, τρίτη φορά τώρα:
   "Άιντε, ουλάν!"
   Είναι φανερό πως όλοι προσπαθούν να μείνουν λίγο ακόμα, όσο είναι μπορετό, ν' αργοπορήσουν.
   Τέλος ο Μανόλης κουμπώνεται απότομα, σα να πήρε την απόφαση. Δυo τρεις φθόγγοι τρίζουν στα δόντια του. Μόλις κατορθώνουν ν' ανταμώσουν:
   "Ε... Γεια σας..."
    Βάζει τα χέρια του στις τσέπες και χιμά στην πόρτα. Ο μεγάλος όγκος του διαλύεται μες στο σκοτάδι.
   Χαμένος, παραλυμένος, ακούγω ένα διάστημα τα βήματά τους έξω που φεύγουν. Σβήσαν.
   Συμμαζεύουμαι πιο κοντά στον Πέπα. Τρέμει. «Κύριε, Κύριε...» μουρμουρίζει. Η καρδιά του χτυπά, τικ τακ.
   "Άραγες με τι τρόπο;..." ρωτά σιγανά και στέκεται, σα να φοβάται να προχωρήσει τη σκέψη του.
   Τα μάτια μου πολεμούν, πολεμούν ν' αντισταθούν, δε βαστούν πια, μούσκεψαν. Η σκηνή έρχεται και ξανάρχεται εκεί, μες στο ύποπτο φως, στο θόλο του υπόγειου —ένα παραπάτημα, δυο πόντοι. Αισθάνουμαι να με πλακώνει το φριχτό βάρος, πολεμώ να παλέψω. Μα τι φταίω; Τι φταίω; Αύριο θα 'μαι εγώ, για μεθαύριο.
   Ολοένα γίνεται περισσότερη ησυχία στο υπόγειο. Τα σπαρματσέτα ένα ένα σβήνουν. Ίσαμε μια ώρα πέρασε. Ο Πέπας στριφογυρίζει, δεν μπορεί να ησυχάσει. Το άλογο, δίπλα μας, μετακινιέται, φαίνεται πως θέλει κι αυτό να ξαπλώσει. Λίγο ακόμα να τον πατήσει τον Πέπα.
   "Έχει τόπο παρακάτου;" με ρωτά ανήσυχος.
   Τραβιέμαι όσο μπορώ προς το μέρος που άφησε ο Μανόλης.
   "Δεν έχει πια παρακάτου", λέω. "Είναι άλλοι".
   Ο Πέπας σηκώνεται, λύνει το σκοινί που είναι δεμένο το ζο απ' το χαλκά και το τραβά. Ξαναδένει ύστερα τον κόμπο πιο κοντά. Δεν έχει αφήσει παρά δυο πιθαμές μονάχα σκοινί απ' το στόμα του ζου.
   Πάλι έρχεται και ξαπλώνει.
   "Έτσι δε θα μπορέσει να πέσει χάμου", λέει.
   Μα το άλογο χλιμιντρίζει. Αδιάκοπα. Είναι φανερό πως διαμαρτύρεται. Ο σκοπός όξω ανησυχεί. Μπαίνει μέσα. Βλέπει το κοντό δέσιμο του ζου κι ανάβει.
   "Γκιαούρ!" βλαστημά και δίνει μια κλωτσιά στον Πέπα. Ύστερα αφήνει λάσκα το σκοινί, να 'χει άνεση το ζο.
   Θα 'χαν περάσει δυο ώρες. Ο Πέπας συμμαζώχτηκε, κάθεται γονατισμένος για να ησυχάσει το ζο. Δεν ακούγονται πια παρά ελάχιστοι θόρυβοι, σπασμωδικοί. Χάνουνται γρήγορα. Μα σιγά σιγά το αυτί μου παίρνει, στο βάθος, πολλά βήματα. Σιγά. Σιγά. Ολοένα πλησιάζουν, γίνουνται πιο καθαρά. Έρχουνται απ' το δρόμο, απ' το μέρος που φύγανε οι άλλοι πριν από δυο ώρες. Αφουγκράζουμαι με ολάνοιχτα μάτια. Τέλος σταματούν όξω απ' το σπίτι. Μιλούν συναμεταξύ τους τούρκικα, δεν καταλαβαίνω.
   "Γύρισαν...", μουρμουρίζει ο Πέπας.
   "Ναι. Γύρισαν..."
   Είναι το απόσπασμα. Τελείωσε.
   Μαζεύω τα ποδάρια μου και κουκουλώνουμαι όλος ως το κεφάλι. Έτσι που είμαι τραβηγμένος, είναι ίσα ίσα ο τόπος που καθόταν ο Μανόλης, εδώ και λίγες ώρες. Από κάτου απ' το προσκέφαλο, στην άκρη, ένας μικρός βόλος μποδίζει την ησυχία μου. Λέω, θα 'ναι τίποτα ψωμί. Πάω να το βγάλω. Βάζω το χέρι μου. Τραβώ. Είναι άλλο πράμα. Το πασπατεύω: μια καπνοσακούλα. Χώνω τα δάχτυλά μου μέσα και πιάνω ένα σκληρό μικρό πράμα. Ανάβω ένα σπίρτο, κοιτάζω, κοιτάζω, και πολεμώ να θυμηθώ. Είναι ένα μικρό φελουκάκι, ένα τόσο δα πράμα, μια μύτη μπροστά, μια γραμμή για καρένα αποκάτω. Ένα άτεχνο φελουκάκι μια σταλιά, από πεύκο.
   
   Το πρωί οι πρώτοι άνθρωποι που βλέπουμε στα κάγκελα είναι τρία παιδιά. Δυo αγόρια κ' ένα κοριτσάκι. Κανένα δεν είναι παραπάνω από δεκαπέντε χρονώ. Σκύβουν και πολεμούν και τα τρία να δουν στο υπόγειο, γυρίζουν εδώ εκεί τα μάτια τους.
   "Πατέρα!..." φωνάζει το ένα.
   "Ποιόν γυρεύετε;" ρωτά κάποιος από μας που δεν τα ήξερε.
   "Το Γιάκωβο Μούρα! Είναι πατέρας μας!"
   "Α, πατέρας σας είναι;" μουρμουρίζει ο άνθρωπος.
   Συλλογίζεται.
   "Έφυγε!" λέει ξερά.
   Τα παιδιά αρχίζουν να φωνάζουν, και τα τρία μαζί, και να γυρεύουν τον πατέρα τους. Ο σκοπός ενοχλείται. Έχει δίκιο. Αυτές οι ψιλές φωνές σκίζουν τον πρωινό αγέρα, δεν κάνουν μήτε τόση δα προσπάθεια για λίγη στοιχειώδη αρμονία, να μην παραφωνούν.
   Τα διώχνει να φύγουν με κλωτσιές. Μα εκείνα τραβιούνται λίγο πιο πέρα, κατάντικρυ στο μικρό παράθυρο, στο πεζοδρόμι, κάθουνται κει χάμου, μαζεύουν τις μύξες τους και συνεχίζουν την παραφωνία χωρίς συστολή, με μικρές διακοπές.
   Τέλος το ένα σηκώνεται, κλαμένο ακόμα, και λέει στ' άλλα να φύγουν.
   "Πάμε..."
   Σηκώνουνται ένα ένα και χάνουνται με σιγανά βήματα.
   Η πρωινή φθινοπωρινή γαλήνη ξαναβρίσκει την αρμονία που είχε ταραχθεί.

   Σε λίγο ήρθε και η μητέρα μου.
   Χύνουμαι προς το παράθυρο μόλις ακούγω τη γλυκιά φωνή της να με ζητά. Με τα μάτια πρησμένα απ' την αϋπνία κι απ' τον τρόμο, με καρδιά τσακισμένη, ένα σώμα χωρίς νεύρα, χωρίς δύναμη, που πάλεψε, πάλεψε, τεντώνω τα χέρια μου ικετεύοντας να με σώσουν.
   "Μητέρα, γλιτώστε με! Μητερούλα! Γρήγορα! Γρήγορα!"
   Απ' ολάκερο το τεντωμένο κορμί, από κάθε νεύρο, από κάθε σπασμό βγαίνει η ίδια απελπισμένη κραυγή:
   "Γρήγορα! Γρήγορα! Σώστε με!..."
   Το καημένο το μικρό της το κεφάλι κουνιέται σπασμωδικά μπρος σ' αυτή την έξαλλη ικεσία. Είναι τόση η σαστισμάδα της, δε σκέφτεται καν ν' αφήσει να τρέξουν τα δάκρυά της. Σηκώνεται, τρέμοντας, να φύγει.
   "Παιδάκι μου!... Παιδάκι μου!... Τρέχουμε!..." τραυλίζει. "Κ' εγώ κι ο πατέρας σου..."
   "Γρήγορα, μητερούλα! Μητερούλα, γρήγορα!... Μην έρθει η νύχτα..."
   Έφυγε. Στο υπόγειο οι χτεσινές αναμνήσεις είναι ακόμα φρέσκες. Η κουβέντα γυρίζει στον ίδιο σκοπό.
   "Γιατί έτσι, λίγους λίγους", λέει ένας, "κι όχι μια και καλή ολουνούς;"
   "Γι' απλοχωριά", του κάνει κάποιος άλλος ξερά. "Να 'χουμε τόπο, όσοι μένουμε. Να μη στεναχωρούμαστε".
   Ίσως. Μια φορά στο υπόγειο δεν μπορούν να χωρέσουν παραπάνω από σαράντα άνθρωποι. Είναι κιόλας γεμάτο. Κι όμως κάθε μέρα φέρνουν τέσσερις πέντε ακόμα. Λοιπόν, πρέπει να γίνεται μια αραίωση — ξεβοτανίζεις ένα κομμάτι γης που έπεσε πολύς σπόρος.
   "Κ' ύστερα, σα δεν έχει πια άλλους να 'ρθουν;..."
   "Ε, τότες μπορεί σε μια βραδιά ολουνούς μαζί..."
  " Αυτό το ξέρει το κέφι που θα 'χει αυτός!..." βεβαιώνει σκληρά μια άλλη φωνή για τον ξανθό αξιωματικό.
   Ο καθένας μας παρακαλεί να μην έρθουν άλλοι. Πιανόμαστε από μια καθαρή ανοησία: Αν δεν έρθουν άλλοι, μπορεί να μην έχει ξάφρισμα το βράδυ.
   Ωστόσο η μικρή πόρτα του υπόγειου ανοίγει σε λίγο. Χύνουνται μέσα πεντ' έξι στρατιώτες. Σκουν στα χάχανα. Τριγυρίζουν έναν δικό μας και τον σπρώχνουν να μπει στη φυλακή.
    Είναι μια νέα έκδοση Ηρόδοτος. Ένα παλικαράκι που είχε ντυθεί γυναίκα για να το σκάσει και το πιάσαν στο μουράγιο. Φορεί ακόμα ένα φουστάνι που κρέμεται κουρέλια απ' το τράβηγμα. Οι στρατιώτες κάνουν αστεία, άλλος του πιάνει τους γοφούς, άλλος τα στήθια, του γνέφουν, ζικ ζικ, και γελούν, πεθαίνουν στα γέλια. Ένας τον γαργάλισε κάτω απ' τη μασχάλη. Το παλικάρι κάνει μια τρομερή προσπάθεια — δαγκάνει με τα δόντια τη γλώσσα του, κατάχλωμο, να κρατηθεί. Και ξαφνικά, ανίκανο, ανοίγει το στόμα του και μπήγει ένα δυνατό σπαραχτικό χάχανο.
   Αυτό έδωσε την αφορμή. Οι στρατιώτες άρχισαν να τον γαργαλούν όλοι μαζί — στον αφαλό, στις μασχάλες, στο στήθος. Το παιδί κατρακύλησε ανάσκελα, χίμηξαν κι αυτοί πάνω του και το γαργαλούσαν. Μες στα γέλια τους ξεχώριζε το δικό του ακράτητο χάχανο, που χυνόταν απ' τα δόντια του. Ένας στρατιώτης έσκυψε, αφλάντιασε, καράταρε, κ' ύστερα έφτυσε με δύναμη μες σ' αυτό το ανοιγμένο στόμα που σπάραζε.
   
   Προς το βράδυ με γύρεψαν με τ' όνομά μου. Ένας λοχίας. Ξέρω πως τρέχουν οι δικοί μου στους αξιωματικούς, στο Φρουραρχείο. Πολεμούν να τους καταφέρουν πως είμαι μικρός, δεν είμαι μες στο όριο, έχω και μια γαλλική προστασία. Η καρδιά μου χτυπά.
     Με παν στο γραφείο του ξανθού αξιωματικού. Είναι εκεί κ' η κυρούλα η μητέρα μου. Κλαίει γονατιστή και παρακαλεί. Ξέρει λίγα τούρκικα απ' τον καιρό που είχαμε παραγιούς τούρκους. Το μάτι του αξιωματικού με κοιτάζει από πάνω ως κάτω. Ύστερα κάνει ένα κίνημα αηδίας. 
   "Για τούτο τον μούργο είναι;" λέει στη μητέρα μου.
   "Ναι... Αυτό είναι, κύριε..." 
   "Α σιχτίρ!"  βλαστημά, και φωνάζει να με πάρουν.
   Με γυρίζουν πάλι πίσω. Το σωστό σωστό! Είμαι ένας μούργος — ποτές μου δε διακρίθηκα επί ωραιότητι δυο παραδιώ. Η νύχτα πλησιάζει· είναι πολύ σιμά. Βράδιασε. Πέφτω στη γωνιά μου. Δεν περιμένω τίποτα.

   Η δεύτερη νύχτα πέρασε πάνω κάτω σαν την πρώτη. Μας πήραν πέντε μονάχα συντρόφους μας στο ξάφρισμα. Μέσα σ' αυτουνούς ήταν και τα δυο φουστάνια: ο Ηρόδοτος και το άλλο το παλικάρι που το γαργαλούσαν. Το σχέδιο στην αρχή είχε πάρει μονάχα τούτον τον τελευταίο. Μα ο αποσπασματάρχης θύμισε στον αξιωματικό πως απ' το ίδιο εμπόρευμα είναι κι άλλος ένας· εννοούσε τον Ηρόδοτο. Ο αξιωματικός γέλασε, χα χα, και βρωμούσε πιοτό.
   "Λες να παν παρέα;" κάνει στο λοχία.
   "Εμ, κορίτσι πράμα, μπορεί να μη θέλει να πάει μονάχο του!" αστειευόταν αυτός σε σοβαρό τόνο.
   "Σωστό!" αποφασίζει τελειωτικά ο αξιωματικός.
   Ο λοχίας προχώρησε και τράβηξε στην μπάντα τον χοντρό όγκο του Ηρόδοτου. Τούτος τον κοίταζε με τ' αγαθά μάτια του και ήταν έτοιμος ν' αρχίσει: εν... Ο αξιωματικός είδε το σουλούπι του, γέλασε, ύστερα έσπρωξε έναν απ' τους πέντε που είχε ξεχωρίσει, να πάει στη γραμμή πίσω αφού αντικαταστάθηκε.
   Οι ξεχωρισμένοι πέντε μπήκαν μαζί μας στο υπόγειο να πάρουν ό,τι έχουν. Αυτό ήταν μια ανόητη διαδικασία που κανένας μας δε ρωτούσε τι θέλει και γίνεται. Ο Ηρόδοτος στεκόταν εκεί στον τόπο του, αναποφάσιστος.
   "Δεν έχεις τίποτα εσύ, βρε;" τον ρωτά ο αποσπασματάρχης.
   Δεν καταλάβαινε τι ν' αποκριθεί. Μονάχα πολεμούσε να χαμογελάσει, λίγο παρακαλεστικά, σα να προαισθανόταν.
   "Δεν έχει τίποτα, τσαούς", κάνει ένας δικός μας.
   Αλήθεια, δεν είχε τίποτα. Οι δικοί του μπαρκάρανε. Κανείς δεν ερχόταν στο παραθυράκι, το πρωί, να ρωτά γι' αυτόν. Τον είχα δει, τη μέρα, που κοίταζε τα στόματα, τους δικούς μας σαν τρώγαν, και του έδωσα ψωμί. Είχε να φάει δυο μέρες.
   Οι καταδικασμένοι αργούσαν να βγουν. Ο Ηρόδοτος καθόταν εκεί μονάχος, μες στη νύχτα, τους περίμενε. Κοίταζε τον ουρανό που είχε άστρα.
   "Άιντε, ουλάν!" φώναξε ο λοχίας, να βιαστούν να βγουν.
   Βγήκαν μονάχα τρεις. Ο τέταρτος πολεμούσε να κρυφτεί ανάμεσά μας, πίσω απ' το κιούπι με το νερό, να γλιτώσει. Οι στρατιώτες μπήκαν μέσα και κάμαν άνω κάτω τον κόσμο. Ρωτούσαν ποιος είναι. Κανένας μας δεν τολμούσε να δείξει.
   Ο λοχίας, τότε, φώναξε:
   "Πάρτε έναν, όποιον και να 'ναι!"
    Τότες όλα τα στόματα μαζί τινάχτηκαν: «Εκεί! Εκεί!» Και τα χέρια δείχνανε το κιούπι. Κανένας δεν ήθελε ν' αλλάξει τη μοίρα του. Οι στρατιώτες τον βγάλαν απ' τον πρόχειρο κρυψώνα του και τον σέρναν, κι αυτός βέλαζε σαν αρνί.
    Στο υπόγειο στάθηκε για κάμποσο, έπειτα, μια πηχτή σιωπή. Τα κορμιά, τα τσακισμένα νεύρα, ακίνητα. Μα σε μια ώρα κοιμόμαστε όλοι. Κ' εγώ.
   Σιγά σιγά αρχίζω να συνηθίζω.
   
    Το πρωί ένας στρατιώτης μπήκε στο υπόγειο να τιμαρέψει το άλογο. Είναι ένας ανατολίτης χωριάτης — δεμένο κορμί, πολλά μουστάκια, ξουρισμένο το κεφάλι στην κορφή, ένας στρογγυλός κύκλος. Μερικοί δικοί μας πιάνουν κουβέντα μαζί του. Αυτός στην αρχή δεν καταδέχεται, μα, μόλις καταλαβαίνει πως εδώ είναι κυρίαρχος και πως κάθε λόγο απ' το στόμα του περιμένουν να τον ρουφήξουν τόσοι υποτελείς, ο εγωισμός τον γαργαλά και λύνεται η γλώσσα του.
   Ήταν μες στο χτεσινό απόσπασμα που πήρε τον Ηρόδοτο και τους άλλους. Ο κύκλος μας γύρω του γίνεται πιο μεγάλος. Όλοι πλησιάζουμε.
   "Με τι τρόπο;..." ρωτά ένας, κι όλα τα μάτια στέκουν τεζαρισμένα, σα να είναι να χορτάσουν απ' την απάντηση.
   Ο στρατιώτης σταματά το ξύστρισμα απότομα. Μας κοιτάζει κι αυτός.
   "Με τη λόγχη!" λέει. "Σε μια μάντρα".
   Ένας, λέει, έκαμε να φύγει, δε στεκόταν, τον κυνηγούσαν μες στη μάντρα και βλαστημούσαν, γιατί τους παίδευε ο κερατάς... Τον στρίμωξε, λοιπόν, ο στρατιώτης. Μα τότε που ετοιμαζόταν να του τη φέρει, αυτός χίμηξε απ' το πλάι κ' έχωσε τα δόντια του στη χούφτα που κρατούσε τη λόγχη. Σα λυσσασμένος το σκυλί! Μα τον έσπρωξε, λέει, ο στρατιώτης και του έχωσε τη λόγχη σα να 'ταν μπαμπάκι...
   Τα μάτια χόρτασαν. Οι καρδιές χτυπούν δυνατά. Απ' τα σουσούμια που μας δίνει καταλαβαίνουμε πως αυτός που τους παίδεψε ήταν ο Ηρόδοτος.
   Ο στρατιώτης, ικανοποιημένος, πιάνει πάλι να ξυστρίσει. Η μια χούφτα του είναι δεμένη — ένας επίδεσμος, η δαγκαματιά χτες. Φτύνει λίγο μες στην άλλη χούφτα, ύστερα με το φτύμα αυτό πολεμά να γυαλίσει το κούτελο του αλόγου. Το χαδεύει. Ήμερα. Ήμερα.
   Προσέχουμε πολύ σ' αυτές τις τελευταίες κινήσεις του. Πάρα πολύ. Στα χέρια του, στα δάχτυλα — σα να 'ταν μπαμπάκι...
   "Το κοιτάζει καλά το ζο...", μουρμουρίζει ένας δικός μας αφηρημένα.
   Μια άλλη φωνή, ίδιος τόνος:
   "Ναι... Καλά..."

   Τρίτη νύχτα. Μήτε σ' αυτή δεν ήταν η σειρά μου. Πήραν δυο μονάχα από μας. Φτάναν, γιατί είχαν πιάσει και μια φαμίλια που έπρεπε να πάει οικογενειακώς. Ήταν δυο κορίτσια, ένας γέρος πατέρας, ένα μικρό παιδί κ' ένας αδερφός. Ήταν έλληνες υπήκοοι, κ' εξόν απ' αυτό ο γιος τους είχε πάει στον πόλεμο.
   Όταν το απόσπασμα τους έβαλε στη μέση για να ξεκινήσουν, ακούσαμε το ένα κορίτσι που έκλαιγε και φώναζε:
   "Πατέρα! Πατέρα! Τι θα γίνουμε;..."
   Είχε μαύρα μαλλιά, δυο μεγάλα μάτια γεμάτα έρωτα, ένα χνούδι πάνου στο σταρένιο πρόσωπο, εκεί πλάι στ' αυτιά. Ο Τίλιος, ένας συμμαθητής μου που μιλούσε και εγγλέζικα, με βεβαίωνε κάποτε πως κάτω απ' αυτό το χνούδι, μάλιστα, κάτω από κει, κρύβεται όλη η σοφία της γης. Ο ίδιος φίλος μου, που περηφανευόταν πως τον αγαπούσαν οι γυναίκες, μου έλεγε μια μέρα πως εκείνη του είχε χαμογελάσει. Κ' εγώ τον κορόιδευα:
   «Σαχλαμάρα!...»

   Τέλειωσε. Το Αϊβαλί άδειασε πια. Το απόγευμα φεύγει το τελευταίο βαπόρι. Όσοι είναι να φύγουν θα φύγουν. Αλλιώς δεν έχει άλλο.
   Απ' το Θάνο μαθαίνω πως κλαίνε όλοι στο σπίτι. Η μητέρα μου δε θέλει να φύγει. Ο γερο - πατέρας μου την παρακαλεί και της λέει πως έχουμε κορίτσια. Πρέπει.
   Έρχεται και σ' εμένα και με ρωτά απ' το παράθυρο τι να κάμει. Είναι πολύ συντριμμένος.
   "Πατέρα, γρήγορα!" του φωνάζω.
   Θυμάμαι τη φαμίλια με το κορίτσι που πήραν χτες τη νύχτα.
   "Να φύγετε γρήγορα, πατέρα!"
   Κατά τις τρεις το απόγεμα την καταφέρνουν, τέλος, και τη μητέρα μου πως«πρέπει».
   Έρχουνται στη φυλακή και παρακαλούν τον αξιωματικό, μια τελευταία ικεσία: να τους αφήσει να μπουν μες στο υπόγειο να μ' αποχαιρετήσουν. Με πολλές δυσκολίες τους δίνει την άδεια.
   Είναι όλοι, ο γερο - πατέρας, η μητέρα μου, ο Θάνος, η Ανθίππη, η Σοφία, η Αγάπη, η Λένα, όλοι. Μ' αγκαλιάζουν πρώτα και με φιλούν τα παιδιά. Ένα ένα, μόλις κάμουν το καθήκον τους, φεύγουν όξω. Οι σύντροφοί μου μας έχουν τριγυρίσει. Παρακολουθούν σιωπηλά. Με πιάνει απ' τους ώμους ο πατέρας μου. Δεν τον είχα δει να κλάψει ποτές. Με κρατά μια μακριά στιγμή έτσι, απ' τους ώμους, ύστερα σκύβει και με φίλα στο μέτωπο. Ένα νευρικό έχει πιάσει τα ματόκλαδά του. Ύστερα, έχει ξοδέψει πια όλες τις δυνάμεις, κατεβάζει τα χέρια του.
   Όμως, η μητέρα μου, που έρχεται τελευταία, δε θέλει να ξεκολλήσει από πάνω μου. Είμαστε εκεί μια μάζα, έχω χώσει το κεφάλι μου μες στο μαραμένο κόρφο της, να κρατήσω για τελευταία φορά αυτή τη ζέστη πάνω στο μάγουλό μου. Με σφίγγει, δε θέλει να μ' αφήσει. Τα δάκρυά της μποδίζουν τα λόγια να βγουν καθαρά. Μόλις καταλαβαίνω πως λέει πως δε θα το βαστάξει και θα πεθάνει γρήγορα. Το ξαναλέει, σα να είναι κάτι που μου το υπόσχεται. Σηκώνει το πρόσωπό της, πιάνει το δικό μου με τα χέρια της και με κοιτάζει σα μια εικόνα που δεν πρόκειται να τη δει ποτές πια, σκύβει πάλι, μου μαζεύει το σακάκι, ασυναίσθητα, να με κουμπώσει μην κρυώνω, σαν που ήμουν παιδάκι.
   Ο πατέρας μου την τραβά.
   "Δε θα προφτάξουμε το βαπόρι... Δε θα προφτάξουμε..." μουρμουρίζει συγκινημένος.
   Κ' εγώ τη σπρώχνω, μην τυχόν και δεν προφτάξουν.
   "Μανούλα, να φύγετε!... Θα σε θυμάμαι..."
   Βγαίνουν όξω. Ώσπου να στρίψουν τη γωνιά τη βλέπω που τη σέρνουν τα παιδιά μας, κ' εκείνη γυρίζει και κοιτάζει πίσω, μήπως με ξεχωρίσει.
   "Μητέρα σου είναι;"  λέει ο σκοπός, που παρακολούθησε όλη τη σκηνή.
   Δε μιλώ.
   "Ναι", λέει ένας δικός μας. "Μητέρα του είναι".
   Ο σκοπός κουνά το κεφάλι σκεφτικός.
   Σε λίγη ώρα, μέρα ακόμα, μας βγάζουν όλους όξω. Δεν έχει πια άλλους να 'ρθουν. Μονάχα εκεί, την τελευταία στιγμή, μας φέρνουν έναν που τον πιάσαν μόλις. Ένα παιδί φίλο μου, τον Αργύρη.
   Είμαστε σαράντα τρεις σωστοί. Απ' τη μια κι απ' την άλλη, σε διπλή σειρά, μας βάζουν στη μέση οι στρατιώτες. Στην πόρτα, στο κεφαλόσκαλο, βλέπουμε τον ξανθό αξιωματικό. Γελά φχαριστημένος. Γυρίζω το πρόσωπό μου αδιάφορα. Δεν έχω πια τη δύναμη που χρειάζεται να μισήσεις έναν άνθρωπο.
   Ξεκινούμε. Ο ήλιος κατεβαίνει. Η Άγια-Παρασκευή, ένα νησάκι στο βάθος, αλλάζει πολλά χρώματα. Το βαπόρι στο λιμάνι σαλπάρει. Ο καπνός του ανεβαίνει, μες στη βραδινή ήσυχη ατμόσφαιρα, ίσα, ολόισα. Προσέχω πολλήν ώρα σ' αυτή την αδιατάρακτη στήλη — κρέμεται σαν κάποιος να τη βαστά από πάνω. Βαδίζω και κοιτάζω εκεί πίσω. Τέλος ο καπνός χάνεται.
   Κατεβάζω τα μάτια μου.
   Δυo χιλιόμετρα μακριά είναι κάτι εξοχικοί πύργοι. Μας βάζουν μέσα. Τι τρέχει; Σε λίγο μας φέρνουν μια νέα γυναίκα, πατριώτισσά μας, τον άντρα της κ' ένα παιδάκι τριώ χρονώ, με κομμένα τα ξανθά μαλλάκια μπροστά· ένα παιδάκι θάμα. Την ήξερα. Έπαιζε και πιάνο. Ο άντρας της ήταν ρολογάς.
   Το παιδί κλαίει. Έχω ένα μικρό δέμα: μια πετσέτα, λίγο ψωμί. Εκεί μέσα έχω ρίξει και το φελουκάκι από πεύκο. Του το δίνω. Του δίνω και ψωμί. Παίζει με το φελουκάκι και σωπαίνει.
   Κατά τις δέκα τη νύχτα μας ξαναβγάζουν πάλι όλους όξω. Ο Πέπας κρυώνει. Η νύχτα είναι ψυχρή, έχει φεγγάρι. Μας τακτοποιούν πάλι σε δυο αράδες. Οι στρατιώτες, τόσοι όσοι είμαστε κ' εμείς, μας βάζουν στη μέση. Ο αξιωματικός διατάζει εφ' όπλου λόγχη. Οι λόγχες γυαλίζουν πολύ. Κάνουν κρότο ώσπου να
μπουν στα τουφέκια. 

   Ο αξιωματικός παραγγέλνει στους άντρες:
   "Αν κάμει κανείς τους να ξεφύγει απ' τη γραμμή, μια και στον τόπο! Εμπρός!"
   Τ' άστρα λάμπουν πολύ. Τα δέντρα δε σαλεύουν μήτε μια ανασαιμιά. Κάπου τέτοια ώρα θα είναι. Απόψε. Στο δωμάτιο πολλά φώτα. Φωτιά, λίγο τσάι. Μερικοί μπιχιμίχοι με γυαλιστερά μαλλιά, λιλιά διάφορα. Η κυρία θα λέει με νωχέλεια πως προτιμά άξαφνα τον Μυσσέ απ' τον... τον... να πούμε τον... Μότσαρτ, που είναι πολύ βαρύς. Ναι, ναι.


«Υἱοὶ ἀνθρώπων, οἱ ὀδόντες αὐτῶν ὅπλα καὶ βέλη, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν μάχαιρα ὀξεῖα». (3)
    Βαδίζαμε σιωπηλοί μες στη νύχτα. Ο Αργύρης περπατούσε πλάι μου. Συμφωνήσαμε να πηγαίνουμε μαζί μαζί. Μου ήρθε σα χαρά που βρέθηκε ο Αργύρης την τελευταία ώρα. Ήμαστε συμμαθητές, στην ηλικία μου — δε θα 'χα το παράπονο πως είμαι μονάχα εγώ απ' την τάξη μας. Τον ζηλεύαμε στο σχολειό γιατί ήταν ο ωραιότερος έφηβος. Δυo μεγάλα μάτια, ένα κορμί χυμένο απ' το Θεό στις πιο καλές ώρες του. Αυτό το ωραίο κεφάλι ήξερε την καλύτερη κοσμογραφία στο Γυμνάσιο. Δικαιωματικά, γιατί εμείς οι άλλοι, οι μούργοι, δεν μπορούσαμε να 'χουμε δούναι λαβείν με τ' άστρα. Ερχόταν ταχτικά στο σπίτι μας και διαβάζαμε μαζί, συν - πλην - πλην, και βρίσκαμε πως κάπου εκεί είναι ο Σείριος.
   "Θα μας τουφεκίσουν, Ηλία;..."
   Έτρεμε πολύ. Θα 'ταν απ' το αγιάζι.
   "Μη μιλάς", του λέω.
   Είχε την ίδια αγωνία που είχαμε όλοι μας στο υπόγειο: «Με τι τρόπο;» Σα να 'ταν φόβος ν' αγγίσουμε κατευθείαν το θάνατο, και φέρναμε βόλτες γύρω απ' το σκληρό σώμα του ώσπου να το πλησιάσουμε.
   Οι στρατιώτες δίπλα μας μας περιεργάζουνταν με άγριες ματιές, βουβοί σαν τη νύχτα.
   Ξαφνικά προσέχω το θόρυβο που κάναν τα παγούρια τους, κρεμασμένα απ' τη μέση. Κάπου χτυπούσαν.
   "Κοίτα!..." λέω του Αργύρη ανατριχιάζοντας.
   Ήταν κάτι μικρά τσεκούρια του μηχανικού· κρέμουνταν απ' τις ζώνες τους.
   Έσφιξε τα χέρια του στα χέρια μου. Δεν τολμούσαμε να βγάλουμε κιχ. Προχωρούσαμε με ολοένα πιο αβέβαιο βάδισμα.
   "Ξέρεις πόση ώρα περπατούμε;" ρωτά μια φωνή, σιγανά, από πίσω.
   "Θα 'ναι δυο ώρες", λέει μια άλλη φωνή.
   "Αργεί να ξημερώσει;"
   "Δεν ξέρω. Γιατί;"
   "Αν ξημερωθούμε... μπορεί να μη μας σκοτώσουν..."
   Σηκώνω τα μάτια μου ψηλά:
   "Κοντεύει να ξημερώσει, Αργύρη;"
   Ψάχναμε τον ουρανό, εκεί προς την Ανατολή, μπας κ' ήταν καμιά μικρή υποψία της αυγής, ν' αραιώνει λίγο η νύχτα.
   "Δε φαίνεται..." μουρμουρίζει απελπισμένα ο σύντροφός μου. "Αργεί..."
   Αρχίσαμε τότες να παρακαλούμε μέσα μας να μη σταθούμε. Μια βαθιά επιθυμία βάραινε πάνου στα κουρασμένα μέλη μας: «Να καθίσουμε! Να καθίσουμε!» Μα αντιδρούσε, σαν καμένο σίδερο, το ζεστό αίμα που έτρεχε σκοτεινά στις φλέβες — δεν ήθελε να πήξει.
   Περνούσαμε έναν ελιώνα. Μες στα λιόφυλλα κατρακυλούσε το φεγγάρι, μια ογρή ανήσυχη ουσία — να στάξει, τακ τακ. Κατακάθαρος ο ουρανός — πρόσωπο ελληνίδος παρθένου πριν το '14. Σάλευαν τόσο αλαφριά τα φύλλα.
   "Ντουρ! (σταθείτε)".
   Σταματούμε, στο πρόσταγμα, απότομα. Ένα δυνατό χέρι χιμά μέσα μου και τον ανακατεύει τον κύριο κυριαρχικά — χραπ!
   "Ηλία!..." μουρμουρίζει ο Αργύρης. "Ηλία θα μας σκοτώσουν!..."
   Οι στρατιώτες κάνουν έναν κύκλο γύρω μας. Καμιά δεκαριά μέτρα αλάργα. Μας διατάζουν να καθίσουμε.
   Καθίσαμε. Λίγο πιο μπροστά από μας ήταν η μητέρα και το μικρό παιδάκι. Κοιμόταν.
   "Νικόλα!... Νικόλα!..." φώναζε απελπισμένα η γυναίκα στον άντρα της.
   Κι αυτός, χαμένος, βουρκωμένος, της έλεγε να το σκεπάσει:
   "Σώπα..."
   Το φεγγάρι βασίλεψε. Οι υπαξιωματικοί δίναν οδηγίες: τούτο, εκείνο. Καλά καλά δεν διακρίναμε. Απαντέχαμε από στιγμή σε στιγμή να μας ρίξουν, σχεδόν δεν ανασαίναμε.
   Ακούγω κάποιον πίσω μου που μουρμουρίζει:
  "Δε θα μας τουφεκίσουν... Αφού κάμαν κύκλο... Οι σφαίρες μπορεί να παν και στους δικούς τους..."
   Είχε δίκιο. Τότες θυμούμαι το στρατιώτη που μας διηγόταν, στο υπόγειο, το πώς έγινε με τον Ηρόδοτο.
   "Θα χιμήξουν με τη λόγχη..."
   Κοιτάζαμε βουβοί προς το μέρος του κύκλου. Περιμέναμε με τεζαρισμένα μάτια. Από ένστιχτο πολεμώ να δω αν υπάρχει καμιά γούβα στη γης να χωθείς, τίποτα τόπος να ξεφύγεις και να τρέχεις. Μα ήταν ένας λόφος γυμνός, και γύρω μας ο κύκλος αδιαπέραστος.
   "Κουνιούνται!..."
   Σφαλνώ τα μάτια. Περιμένω ένα δευτερόλεπτο, δυο. Τώρα... Τ ώρ α!...
   "Για κοίτα! Που τους παν;" ακούγω τη φωνή του Αργύρη.
   Ανοίγω ξαφνιασμένος τα μάτια. Δυo συντρόφοι μας απ' την πρώτη σειρά μόλις διακρίνουνταν. Κατέβαιναν το λόφο. Τους ακολουθούσαν δυο στρατιώτες. Σε λίγο χάθηκαν απ' τα μάτια μας.
   "Α! έτσι! Λίγους λίγους..."
   Στυλώσαμε τ' αυτιά μας και περιμέναμε ν' ακούσουμε καμιά κραυγή. Τίποτα! Σε λίγο πήραν άλλους δυο. Τη δεύτερη σειρά, ύστερα την τρίτη. Ακούγαμε τα ψιθυρίσματα εκείνων που φεύγαν, που κλαίγανε κι αποχαιρετούσαν τους άλλους. Σιγά σιγά η σειρά μας έφταξε. Παίρνανε δυο δυο, τρεις όπως τύχαινε. Βλέπω τον Αργύρη να τον τραβούν από δίπλα μου. Σηκώνουμαι κ' εγώ ασυναίσθητα, μα δε με πήραν. Με σήκωσαν στην άλλη παρτίδα, ύστερα από λίγα λεπτά. Βάδιζα και κοίταζα στο πλάι μου πότε θα ριχτούν. Τίποτα. Προχωρούσαμε. Είχαμε κατεβεί το λόφο, σαν άρχισα να ξεχωρίζω κάτι άσπρα πράματα που κουνιούνταν λίγο πιο κάτω. Σιγανά μουρμουρητά. Σταθήκαμε.
   "Τσικάρ! (βγάλ' το)" λεν οι στρατιώτες, και δείχνουν τα παλτά μας.
   Σιγανά μουρμουρητά. Σταθήκαμε.
   "Τσικάρ! (βγάλ' το)" λεν οι στρατιώτες, και δείχνουν τα παλτά μας.
   Δεν κατάλαβα, μα είδα τους άλλους δυο που πιάσαν να ξεντύνουνται. Άρχισα κ' εγώ. «Τσικάρ! τσικάρ!» φώναζαν ολοένα οι στρατιώτες. Βγάλαμε σιωπηλοί τα σακάκια, ύστερα τα πανταλόνια, τα παπούτσια, τις κάλτσες. Σα μείναμε μοναχά με τη φανέλα και το σώβρακο, μας σπρώξαν προς τις άσπρες σκιές που μουρμούριζαν παράμερα.
   Ήμουν χαμένος, δεν ήξερα τι ήμουν. Φωνάζω σιγά:
   "Αργύρη!... Αργύρη!..."
   Μια φωνή, ένας μικρός θόρυβος. Ο Αργύρης, γυμνός κι αυτός, χιμά πάνω μου.
   "Ηλία!... Ηλία!... Βλέπεις, δε μας σκότωσαν! Βλέπεις..."
   Αγκαλιαζούμαστε γι' αυτή την αναπάντεχη χαρά.
   "Θα ζήσουμε... θα ζήσουμε!..." έλεγε δακρυσμένος.
   "Θα ζήσουμε", έλεγα κ' εγώ.
   Ήταν σαν άξαφνα να μπήκαμε στην αθανασία.
   "Εμένα μου άφησαν και τα παπούτσια. Τα ξέχασαν", λέει ο φίλος μου.
    "Ξέρετε τι είναι αυτό μ' εμάς;" ακούμε μια παγωμένη φωνή δίπλα μας, τόσο παγωμένη που κανείς δεν τολμά να της αποκριθεί.
   "Λοιπόν... Ο «λευκός θάνατος»! Ποιος θα βαστάξει;"
   "Α, εμείς θα βαστάξουμε! Θα βαστάξουμε! Είμαστε νέα παιδιά..."
   Ίσαμε μια ώρα θα βάσταξε αυτή η ιστορία του «τσικάρ». Ξεγυμνώσανε πια όλους τους συντρόφους — ρούχα, κουβέρτες, όλα, όλα.
    Ξεκινήσαμε. Χάραζε. Μονάχα ένας δεν ήρθε μαζί μας: ο Πέπας. Δυo στρατιώτες μείνανε μ' αυτόν. Σαν πέρασε καμιά ώρα, σταθήκαμε και περιμέναμε. Οι δυο στρατιώτες γύρισαν μονάχοι.
   
   Ο Οχτώβρης πλησιάζει να τελειώσει.
   Βαδίσαμε όλη τη μέρα στο δρόμο του Αγιασμάτ. Εκεί, πέρα απ' τις αλυκές, μια στιγμή ένας στρατιώτης πρόσεξε τα παπούτσια του Αργύρη. Του είπε να τα βγάλει. Τα 'βγαλε. Τα δοκίμασε. Του κάναν. Ο στρατιώτης τα κράτησε, πέταξε τα δικά του στον Αργύρη. Ήταν κάτι τεράστιες παλιαρβύλες, κομμένες στα μισά — θα ήταν πολύ μεγάλες και στο στρατιώτη.
   "Πάρε τη μια", μου λέει ο φίλος μου. "Αν φορώ και τις δυο, μπορεί να μου τις πάρουν".
   Πήρε κείνος τη ζερβιά κ' εγώ την άλλη.
   Όλη τη μέρα ήμαστε σχεδόν ευτυχισμένοι γιατί δεν πεθάναμε. Δε σκεφτόμαστε τίποτα. Κατά το βράδυ είχαμε αποκάμει. Μα δεν το λέγαμε.

"ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα, ὠρυόμην ἀπὸ στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου". (4)
    Νυχτωθήκαμε στο Αγιασμάτ. Μας πήγαν σ' ένα σκοτεινό χαμηλό χτίριο. Μόλις μπήκαμε μέσα μας χτύπησε μια μυρουδιά από κοπριά, από θειάφι κι αγιοσύνη. Καταλάβαμε πως πρόκειται για έναν οίκο του Υψίστου που χρησίμευε τώρα για στάβλος ή αποθήκη.
   Νεκρή ησυχία βασίλευε. Χύσαμε με τις χούφτες το θόρυβο που έβγαινε απ' τα πικραμένα στόματά μας. Ύστερα ξαπλώσαμε πάνω στις πλάκες όπως βρεθήκαμε ο καθένας. Ο Αργύρης κοντά μου. Στο βάθος, προς το μέρος του Ιερού, πήγε η φαμίλια. Το καταλαβαίνω απ' το παιδάκι που κλαίει. Θα φοβάται το πολύ σκοτάδι.
   Η πόρτα έκλεισε. Είμαστε μονάχοι οι σκλάβοι. Πέρασε ίσαμε μια ώρα. Από καιρό σε καιρό, σε αραιά διαστήματα, γινόταν σιωπή. Ύστερα ακουγόταν ένα μουγκριχτό σε μιαν άκρη — κάποιος σύντροφός μας. Κι όσο προχωρούσε η νύχτα, αυτές οι βαριές υπόκωφες κραυγές ολοένα πολλαπλασιάζουνταν. Τα μισόγυμνα κορμιά, όσα δεν ήταν δουλεμένα στην τραχιά ζωή, σπάραζαν. Όσο περπατάς δεν καταλαβαίνεις τίποτα απ' το ύπουλο έργο που γίνεται κάτου απ' το πετσί, μες στα νεύρα. Μα μόλις καθίσεις είναι αδύνατο πια να σαλέψεις χωρίς να δαγκάνεις, να βγει αίμα απ' τον πόνο. Πεινούσαμε.
   "Ηλία, θα βαστάξουμε, δεν είναι έτσι;..." με ξαναρωτά ο Αργύρης, να πάρει κουράγιο από μένα.
   Κ' εγώ θέλω να μη λιποψυχήσω:
   "Θα βαστάξουμε, Αργύρη".
   "Ελπίζεις;..."
   "Ελπίζω".
   Λίγο έπειτα μου παραπονιέται για τα πόδια του. Το ένα, που ήταν ολότελα γυμνό, άρχισε να πρήζεται, να κάνει φουσκαλίδες. Ένα δυο απ' αυτές σπάσαν στο δρόμο και τσούζουν. Και το άλλο, με τη συντροφική παπούτσα, είχε πληγώσει. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το ωραίο χλωμό του πρόσωπο επειδή είναι σκοτάδι. Μα τον ακούγω που κλαίει σιγανά. Του λέω πως υποφέρω κ' εγώ, σώπα.
   Ξεχνιέται μια στιγμή, μα πάλι ξανάρχεται στο ίδιο μοτίβο:
   "Ηλία αδερφάκι μου, μπας και δε βαστάξουμε;..."
   Θα ήταν έντεκα η ώρα, τη νύχτα, όταν έτριξε η πόρτα. Δυo τρεις στρατιώτες μιλούσαν σιγανά. Στριμώχτηκα κοντά στον Αργύρη, κ' εκείνος σιμά μου, και βλέπαμε. Ένα φως άναψε. Ένα κερί. Οι στρατιώτες άρχισαν να ψάχνουν. Σκύβουν με το κερί στα πρόσωπα και κοιτάζουν. Γυρεύουν.
   Σαν φτάξανε σ' εμάς, στα δυο αγόρια, στάθηκαν.
   "Θέλεις;" λέει ο ένας δείχνοντας τον Αργύρη.
   Ο άλλος σκέφτηκε, ύστερα λέει:
   "Όχι για την ώρα".
   "Τη γυναίκα;"
   "Ναι".
   "Θα περιμένεις σειρά", λέει ο πρώτος.
   "Θα περιμένω".
   Απομακρύνουνται.
   Ο Αργύρης τα καταλαβαίνει όλα, γιατί ξέρει τούρκικα. Μα κ' εγώ τα υποπτεύουμαι. Είναι τόσο κοντά μου, ακούγω την καρδιά του που χτυπά γρήγορα. Μα γρήγορα. Σφίγγεται πάνω μου.
   "Ηλία..." μουρμουρίζει συγκινημένος. "Α, «αυτό» όχι! Όχι!"
   Κ' εμένα μ' έχει περιχύσει ο ίδρος απ' το φόβο. «Αυτό» δεν το είχα υποπτευτεί, δεν το υπολόγιζα. Θυμούμαι μονομιάς ένα σωρό ιστορίες που είχα ακουστά. Μια ξαφνική αξιοπρέπεια τινάζεται σα λόχη μες από κει, απ' το ταπεινωμένο ζο. Μια περηφάνια, μες στις μύξες, στη γύμνια, στα δάκρυα — ναι, ήταν ολότελα κωμικό.
   Παίρνω αμέσως την απόφαση:
   "Αργύρη, εγώ θα προτιμήσω να πεθάνω. Θα κάμω ό,τι μπορώ..."
   Δεν ακούγω την απάντησή του. Ίσως γιατί τρέμει. Δε θέλει ν' αγγίσει τη βεβαιότητα πως δεν πρόκειται να ζήσουμε. Γιατί, γιατί είναι έτσι ωραία να έχεις μια θερμή καρδιά, να είναι ήλιος, η θάλασσα...
   "Αλλά «αυτό» όχι... Όχι «αυτό...»" μουρμούρισε πάλι.
   Το κερί έφταξε στον προορισμό του, στο Ιερό. Ακούμε μια στριγγιά γυναικεία κραυγή που ξεπετιέται από κει, στο βάθος· χαστουκίζει για ένα γρήγορο λεπτό τον πικρόν αγέρα. Ύστερα άλλη μια κραυγή. Μα τούτη σβήνει απότομα από κάποιο χέρι που βούλωσε το στόμα που φώναζε. Οι στρατιώτες, φαίνεται, νοιάζονταν να μη γίνει θόρυβος.
    Οι σύντροφοι σηκώνουνται σιωπηλά, με προφύλαξη, και κουνιούνται προς το Ιερό, να δουν. Σηκώνουμαι κ' εγώ και πάω κοντά, τοίχο τοίχο, κρυμμένος στο μισοσκόταδο.
    Η γυναίκα βαστούσε τον άντρα της με τα δυο χέρια και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Το παιδάκι είναι ξαπλωμένο ανάμεσά τους. Δεν ξύπνησε ακόμα. Μια μπούκλα γεμάτη σκόνη έχει κολλήσει πάνω στο μέτωπο, πέφτει εκεί πλάι, στο κατεβασμένο βλέφαρο. Είναι τόσο ήμερο— μια μπούκλα. Θα ονειρευόταν. Ο στρατιώτης τραβούσε τη γυναίκα, στην αρχή αδύνατα, ήθελε να είναι αβρός. Μα ολοένα δυνάμωνε, ολοένα, το τράβηγμα. Ανυπομονούσε. Τα μάτια του ήταν τεζαρισμένα απ' την επιθυμία και, όπως η αντίσταση της γυναίκας συνεχιζόταν, μια γρήγορη λάμψη χίμηξε μέσα τους και τ' άλειψε με φως. 
   "Γλιτώστε με!... Γλιτώστε με!..."
   Ο άντρας ακούει τη γυναίκα του. Έχει ένα χαμένο ύφος, η μιλιά είναι δεμένη μες στο στόμα του, αλυχτούσε να βγει. Δεν έβγαινε.
   "Κ' εσύ δε με σκοτώνεις!" του φώναζε η γυναίκα με απελπισμένη οργή. "Δε με σκοτώνεις!..."
   Συγκινημένος, χαμένος, κατορθώνει τέλος να ικετέψει τους στρατιώτες:
    "Λυπηθείτε μας!... Λυπηθείτε μας!..."
   Ανασηκώθηκε λίγο προς τα μπρος, έκαμε μια προσπάθεια να κρατηθεί σ' αυτή τη στάση της αδέξιας γονυκλισίας.
   Μια κλωτσιά στα πλευρά. Ο μεγάλος όγκος του έπεσε απότομα πίσω. Κ' η γυναίκα έχασε την επαφή μαζί του. Έκαμε να πιαστεί κάπου, κι άρπαξε το ποδαράκι του παιδιού. Κι αυτό, που ξύπνησε, ξεφώνιζε μαζί της:
   "Μητερούλα!... Μητερούλα!..."
   Ένα μικρό διάστημα τη σέρναν. Έσερνε και το παιδάκι μαζί της. Ύστερα το παράτησε.
   Βγήκαν απ' το Ιερό. Σταμάτησαν κοντά στην είσοδο, πίσω από μια κολόνα. Ένας τους πήρε μια πλατιά σανιδένια τάβλα, που ήταν στην πόρτα, και την ακούμπησε στην κολόνα, να προφυλάξει το μέρος να μη βλέπουμε. Μα για το σκοπό τούτον η τάβλα ήταν μικρή, πιο μικρή απ' το μπόι του ανθρώπου. Λίγα πράματα μονάχα
κρύβουνταν.
   "Εδώ μέσα!... Μπρος στα μάτια μας!..." μουρμουρίζει ένας με φρίκη. "Τα σκυλιά!"
   "Σουτ!" κάνει κάποιος άλλος.
   Κρυμμένοι μες στο σκοτάδι είχαμε κολλήσει τα μάτια εκεί. Οι καρδιές χτυπούσαν. Κοιτάζαμε με περιέργεια αδυσώπητη, σα λύσσα, μη μας φύγει και η ελάχιστη λεπτομέρεια. Ο ένας στρατιώτης πολεμούσε να ρίξει τη γυναίκα ανάσκελα χάμου. Δεν έπεφτε. Τότες την έπιασαν οι δυο απ' τα χέρια κι ο τρίτος απ' τα ποδάρια. Άφησαν πια κατά μέρος την αβρότητα. Τα χέρια τους, τα κορμιά τους δούλευαν με γρήγορες νευρικές κινήσεις, δεν άντεχαν πια. Την ξάπλωσαν ανάσκελα. Ο μεσαίος στρατιώτης βιαζόταν να τη λευτερώσει από ένα δυο ρούχα. Οι άλλοι την κρατούσαν με τα χέρια κολλημένα πάνου στο στήθος. Για μια τελευταία φορά πολέμησε να μαζέψει τις δυνάμεις της, ν' αντισταθεί. Ξέφυγε, στριφογύρισε σα φίδι, ουρλιάζοντας:
   "Σκοτώστε με! Σκοτώστε με!"
 Τη φέραν πάλι στα ίδια, ανάσκελα, με κολλημένα πάνω της τα τρία ζευγάρια χέρια. Μην έχοντας πια να κάμει τίποτα άλλο, έπιασε να χτυπά το κεφάλι της απανωτά, απελπισμένα, στις πλάκες. Ο βουβός κρότος νοιαζόταν να διατηρηθεί μια στιγμή μες στις φωνές της, που ολοένα αδυνάτιζαν.  
   Τέλος μέρεψε οριστικά. Άκουγες μονάχα ένα σιγανό, κλαμένο μουρμουρητό, ένα παράπονο. Και πολύ αραιά, ένα δυο τελευταία χτυπήματα του κεφαλιού στις πλάκες — κάτι καθυστερημένα χειροκροτήματα μες στη λαχανιασμένη ανάσα του ζου, από πάνω της, που «εκφραζόταν».
   Γύρισα τα μάτια. Δυo τρεις σύντροφοι είχαν μαζευτεί κοντά κοντά, ολόρθοι, και κάνανε ένα προπέτασμα γύρω στον άντρα της, να μη βλέπει. Είχε ζαρώσει εκεί, κουρελιασμένος, μισόγυμνος, συντριμμένος, έσκυβε πάνου στο παιδάκι του με τις μπούκλες που βέλαζε, το 'σφιγγε.
   "Πώς θα το βαστάξω;... Πώς θα το βαστάξω;..." μουρμούριζε μες στα δάκρυά του.   
   Ένας απ' τους δικούς μας θέλησε να τον ησυχάσει.
   "Σύντροφε, δεν είναι ντροπή. Όλοι μας μια μέρα μπορούμε να το βεβαιώσουμε πόσο ήταν αδύνατο να κάμεις εσύ τίποτα..."
   Ο σιγανός ολολυγμός ερχόταν ολοένα πιο αδύνατος απ' το άλλο το φτωχό μισολιποθυμισμένο πλάσμα εκεί. Περνούσε μες απ' το προπέτασμα που κάναμε γύρω στον άντρα της, έφτανε σα λυρική νότα, ένας στίχος με σούρουπο, ένα «παρών».
   "Δεν είναι ντροπή, σύντροφε..."
   "Μα είναι γι' αυτό τώρα;..." τινάζεται απελπισμένα. "Δεν την ακούτε εκεί χωρίς βοήθεια; Τ ώρ α  τι να κάμω! Τ ώρ α!  Τ ώρ α!"
   Περιμέναμε. Ήθελα να γυρίσω πάλι να δω εκεί που προσφερόταν η θυσία, αν τελείωσαν. Ντρεπόμουν. Γι' αυτό γύριζα με δόσεις, έκανα πως κοίταζα παραδώ, στο μέρος της εκκλησιάς, στο θόλο. Στην κοντύτερη προς το Ιερό κολόνα ήταν ζωγραφισμένος ένας μισοξυσμένος άγιος, ψηλά ψηλά. Μόλις τον ξεχώριζα στο λίγο φως.
   Θα πέρασαν ίσαμε τρία τέταρτα της ώρας. Οι στρατιώτες φύγανε. Ξέχασαν και το κερί. Πήγαμε σιγά εκεί που την άφησαν, σωπαίνοντας, σα να μην τολμούσαμε. Ήταν σχεδόν αναίσθητη. Τη σκεπάσαμε όπως όπως με τα ρούχα της και τη σηκώσαμε στα χέρια μας με προφύλαξη, σαν πολύτιμο και εύθραυστο πράμα. Το χλωμό πρόσωπο ακινητούσε, τραβηγμένο απ' την πείνα κι απ' τα δάκρυα. Τα μάτια κλειστά. Ένα ήμερο παράπονο παιδιού σάλευε στα πανιασμένα χείλια. Έτσι τη φέραμε κοντά στον άντρα της και στο παιδάκι της.
   Χύθηκαν κ' οι δυο πάνου της, την αγκάλιαζαν, τη φιλούσαν, φώναζαν. Εκείνη τίποτα. Δε σάλευε. Κάποιος έτρεξε κ' έφερε το κερί. Όλοι θέλαμε να δώσουμε μια μικρή βοήθεια. Ένας έπιασε να της κατεβάζει χαστούκια για να τη συνεφέρει. Με τα χτυπήματα τινάχτηκαν δυο τρεις στάλες σιχαμένα δάκρυα. Τα χείλια της λαστιχάρισαν μια, τακ! Όλοι φώναζαν — πανδαιμόνιο.
   Μες σ' αυτή τη φασαρία βλέπω τον άντρα της χαμένον, έξω απ' τον εαυτό του, να γυρίζει κοιτάζοντας πλάι του. Απλώνει το χέρι σε μια κουβάρα κίτρινη σκόνη, χυμένη καταγής, αρπά μια χούφτα και κάνει να την καταπιεί.
   Ένας δικός μας χύνεται και του πιάνει το χέρι.
   "Τι κάνεις!" του φωνάζει.
   "Τι είναι; Τι είναι;" τον ρωτώ.
   "Δεν το βλέπεις; Θειάφι!"
   "Θειάφι;!"
   "Θέλει να ψακωθεί! Το φουκαρά..."
   Τον σήκωσαν με το ζόρι και τον πήγαν πιο πέρα, να μη βλέπει.
   Η απελπισία του είχε τραβήξει όλη τη συμπόνια των συντρόφων μου. Η τιμή του που στραπατσαρίστηκε. Ασυναίσθητα ένας ένας τραβήχτηκαν απ' τον κύκλο που κάναν γύρω στη γυναίκα και πήγαν προς το μέρος εκείνου. Σαν από ανδρική αλληλεγγύη.
   Στο μεταξύ κ' η γυναίκα έπιασε να συνεφέρνει. Γύρεψε το παιδάκι της. Έσκυψε πάνω του σαν τεράστιο πουλί, γύρισε το κεφάλι της στα σκοτεινά. Έτσι γερμένη, γεμάτη ντροπή, άρχισε πάλι να κλαίει ήμερα, ανθρώπινα, σχεδόν πολιτισμένα.
   Έφυγε κι ο τελευταίος σύντροφος από σιμά της. Μείναμε εγώ μονάχα κι ο Αργύρης. Ολόρθοι. Τον βλέπω που σκύβει απάνω της διακριτικά, απλώνει το χέρι του στον ώμο της με φόβο. Μόλις την αγγίζει.
   "Μην κλαίτε...," της λέει.
   Έτσι: «Μην κλαίτε». Στον πληθυντικό.
   Μα αυτή η απρόοπτη ευγένεια της φέρνει έναν τέτοιο κλονισμό που αρχίζουν ποτάμι οι λυγμοί.
   "Αφήστε με... Αφήστε με..."
   Γνέφω στον Αργύρη να την αφήσουμε. Στη γωνιά γυαλίζει η μικρή κίτρινη κουβάρα το θειάφι. Θα 'χε χυθεί από κανένα σακί. Το βλέπω. Πάω σιγά και παίρνω μια χούφτα.
   Γυρίζουμε στο μέρος μας και ξαπλώνουμε στις πλάκες. Για λίγο δε λέγαμε τίποτα. Φοβόμαστε ποιος ν' αρχίσει. Τα νεύρα είναι τσακισμένα. Κ' η καρδιά. Είναι πλημμυρισμένη.
   "Ηλία. Τι λες;..."
   Τι να πω;
   "Τίποτα, Αργύρη".
   Περνά λίγο. Μες στο σκοτάδι η σκηνή ξανάρχεται απ' την αρχή, ένα ένα.
   "Ηλία, τι θα γίνει αν..." λέει πάλι και στέκεται.
   Θυμάται «κείνο». Τώρα μόλις θυμάται πάλι τον εαυτό του.
   Μέσα σ' ένα βρώμικο παλιόπανο που σώζεται απ' τα υπάρχοντά του έχω τυλίξει τη χουφτιά το θειάφι. Του το λέω:
   "Σε ώρα ανάγκης τελειώνουν όλα".
   "Είναι φαρμάκι;..." ρωτά σιγανά.
   "Δεν είδες που ήθελε να ψακωθεί ο ρολογάς;"
   Ησυχία.
   "Θέλεις;"
   Ακούγω που στριφογυρίζει χτυπημένος απ' τη σκληρή υπόμνηση, κάνει μια τελευταία απόπειρα ν' αντισταθεί μ' όλη τη θερμή παιδιάτικη ύπαρξή του. Τον πήρε κι αυτόν το παράπονο.
   "Τι φταίξαμε;... Τι φταίξαμε;..." λέει ολοένα.
   Αργότερα, λίγο αργότερα, ήσυχα, έχει πάρει πια την απόφαση.
   "Έτσι είναι, Ηλία", μου λέει. "Καλύτερα έτσι".
   Έτσι, σύμφωνοι, πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον να ζεσταθούμε. Η αυγή ερχόταν. Έκανε κρύο. Το κεφάλι του ακουμπούσε πάνου στον κόρφο μου. Αποκοιμηθήκαμε.


Βενέζης Ηλίας, Το νούμερο 31328 : Το βιβλίο της σκλαβιάς, εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Αθήνα 2004
Σημειώσεις:
(1) Ψαλμοί, 17: 5,6
(2) Ψαλμοί, 87:7 
(3) Ψαλμοί, 56: 5 
(4) Ψαλμοί, 37: 9

Δεν υπάρχουν σχόλια: