Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

[ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΏΡΕΣ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

  
   Εκείνο το πλάσμα που βγήκε παραπατώντας από το κτίριο της Αγίας Έδρας στη Βαλένθια μες στο καταμεσήμερο δε θύμιζε σε τίποτα την αεράτη φιγούρα της Σαρίτα Ραμίρεθ. Ούτε η ίδια θ' αναγνώριζε τον εαυτό της αν μπορούσε να τον δει.
   Τα άλλοτε πλούσια, κοκκινωπά μαλλιά της είχαν γκριζάρει -κάποιες τούφες ήταν περισσότερο άσπρες παρά γκρίζες, μα αυτό ήταν το λιγότερο, γιατί ήταν τόσο μπερδεμένα και άγρια που φαίνονταν σαν αγκαθωτός θάμνος πάνω σε ανθρώπινο κεφάλι. Για πολλούς μήνες, οι μόνες φορές που έπεφτε νερό πάνω τους ήταν όταν έβρεχαν αργά αργά το λινό πανί που είχαν φρακάρει στο στόμα της και, καθώς αυτό μούσκευε, λίγες σταγόνες ξέφευγαν και κυλούσαν ανάμεσα στις τρίχες, πάνω στις οποίες ήταν κολλημένα κομμάτια σαπισμένου άχυρου και υπολείμματα των ακαθαρσιών που κάλυπταν το πάτωμα στο κελί, μα και δεκάδες παράσιτα, που έβρισκαν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν. Κι ήταν αυτές οι μόνες ακόμα φορές που το δέρμα του προσώπου της ερχόταν σ' επαφή με το νερό, επειδή το νερό που της έδιναν σ' ένα βρόμικο κύπελλο για να ξεδιψάσει ήταν τόσο λίγο, που δεν περίσσευε ούτε σταγόνα για να πλυθεί.
   Τα πράσινα μάτια της είχαν χάσει τη λάμψη τους και το δέρμα της είχε πάρει ένα χλομό, αρρωστιάρικο χρώμα, αποτέλεσμα της κακής διατροφής και της παραμονής στο σκοτάδι ή κάτω από χαμηλό φως όλους αυτούς τους μήνες, χωρίς να το ακουμπήσουν ούτε στιγμή οι ευεργετικές ηλιαχτίδες. Κάποια δόντια της είχαν αρχίσει να χαλούν κι αυτό που είχε σπάσει μπροστά μπροστά στην άνω σιαγόνα έκανε την όψη της να φαίνεται αποκρουστική όταν άνοιγε το στόμα ουρλιάζοντας τις ατέλειωτες ώρες των απάνθρωπων βασανιστηρίων.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

[ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΏΡΕΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ


 
   Ο Αλφόνσο στεκόταν στο χείλος του γκρεμού με τα μάτια στυλωμένα στο αφρισμένο ποτάμι. Το κουφάρι του αλόγου είχε παρασυρθεί από τα ορμητικά νερά, ωστόσο η εικόνα από τις στιγμές που, καρφωμένο στα μυτερά βράχια, τίναζε σπασμωδικά τα πόδια του παρέμενε ολοζώντανη στη μνήμη του. Αναθυμόταν έντονα την κοπέλα να στέκεται δίπλα του κι εκείνος να την κρατάει σφιχτά από το μπράτσο. Έκλεινε τα μάτια έχοντας την αίσθηση της παρουσίας της κοντά του και τα άνοιγε ξανά νιώθοντας να τον τυλίγει από παντού απέραντη μοναξιά και θλίψη. Κάποια στιγμή ψιθύρισε τ' όνομά της κι ο ήχος απ' τα χείλη του έφτασε αλλαγμένος στ' αυτιά του. Άξαφνα, ένα ελαφρύ χλιμίντρισμα διέκοψε τους λογισμούς του και στράφηκε πίσω με λαχτάρα, ελπίζοντας ότι θα την έβλεπε να καλπάζει από μακριά προς το μέρος του, όμως ήταν το δικό του άλογο αυτό που είχε χλιμιντρίσει.
   Ύστερα από αρκετή ώρα, ο Αλφόνσο κίνησε με βαριά βήματα για εκεί όπου είχε αφήσει το άλογό του, ίππευσε και άρχισε έναν ξέφρενο καλπασμό χτενίζοντας αδιάκοπα με το βλέμμα τον απέραντο κάμπο, ωστόσο δεν αντίκρισε ποτέ εκείνο που λαχταρούσε η ψυχή του. Όταν πια αποδέχτηκε ότι ήταν μάταιο να εξακολουθεί να ελπίζει πως θα την έβλεπε έστω κι από μακριά, γύρισε σπίτι του με βαριά καρδιά, έτριψε καλά μ' ένα μάλλινο πανί το καταϊδρωμένο άλογο κι ύστερα κάθισε ανόρεχτα στο τραπέζι, που τον περίμενε στρωμένο εδώ και αρκετή ώρα. Παρόλο που ήταν νηστικός από το πρωί, σχεδόν δεν άγγιξε το φαγητό του. Ένιωθε τα μάτια της μητέρας του στυλωμένα πάνω του, κάποια στιγμή ενοχλήθηκε από το επίμονο βλέμμα της, δικαιολογήθηκε ότι δεν πεινούσε και, σπρώχνοντας το πιάτο του, σηκώθηκε και πήγε να ξαπλώσει, ωστόσο, πριν περάσει λίγη ώρα, συνειδητοποίησε ότι το κρεβάτι δεν τον χωρούσε. Γυμνός από τη μέση και πάνω, βγήκε στην αυλή, χωρίς να αντιληφθεί ότι από το παράθυρο η μητέρα του τον παρατηρούσε να έχει στυλωμένο το βλέμμα κατά τη μεριά του αρχοντικού τον δον Αλεχάντρο Ραμίρεθ.
   Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν το ίδιο βασανιστικές για τον Αλφόνσο. Ώρες ολόκληρες κάλπαζε στον κάμπο αναζητώντας απεγνωσμένα να δει έστω και από μακριά, έστω και για μια στιγμή, την κοπέλα που αγαπούσε. Είχε φτάσει στο σημείο να πιστεύει ότι εκείνη απέφευγε να βγει εκεί όπου της άρεσε να κάνει ιππασία μόνο και μόνο για να μην τον απαντήσει στο δρόμο της. Κι άξαφνα βρέθηκε ξανά μπροστά του. Με τον μόνο τρόπο που δεν περίμενε.