Εκείνο το πλάσμα που βγήκε παραπατώντας από το κτίριο της Αγίας Έδρας στη Βαλένθια μες στο καταμεσήμερο δε θύμιζε σε τίποτα την αεράτη φιγούρα της Σαρίτα Ραμίρεθ. Ούτε η ίδια θ' αναγνώριζε τον εαυτό της αν μπορούσε να τον δει.
Τα άλλοτε πλούσια, κοκκινωπά μαλλιά της είχαν γκριζάρει -κάποιες τούφες ήταν περισσότερο άσπρες παρά γκρίζες, μα αυτό ήταν το λιγότερο, γιατί ήταν τόσο μπερδεμένα και άγρια που φαίνονταν σαν αγκαθωτός θάμνος πάνω σε ανθρώπινο κεφάλι. Για πολλούς μήνες, οι μόνες φορές που έπεφτε νερό πάνω τους ήταν όταν έβρεχαν αργά αργά το λινό πανί που είχαν φρακάρει στο στόμα της και, καθώς αυτό μούσκευε, λίγες σταγόνες ξέφευγαν και κυλούσαν ανάμεσα στις τρίχες, πάνω στις οποίες ήταν κολλημένα κομμάτια σαπισμένου άχυρου και υπολείμματα των ακαθαρσιών που κάλυπταν το πάτωμα στο κελί, μα και δεκάδες παράσιτα, που έβρισκαν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν. Κι ήταν αυτές οι μόνες ακόμα φορές που το δέρμα του προσώπου της ερχόταν σ' επαφή με το νερό, επειδή το νερό που της έδιναν σ' ένα βρόμικο κύπελλο για να ξεδιψάσει ήταν τόσο λίγο, που δεν περίσσευε ούτε σταγόνα για να πλυθεί.
Τα πράσινα μάτια της είχαν χάσει τη λάμψη τους και το δέρμα της είχε πάρει ένα χλομό, αρρωστιάρικο χρώμα, αποτέλεσμα της κακής διατροφής και της παραμονής στο σκοτάδι ή κάτω από χαμηλό φως όλους αυτούς τους μήνες, χωρίς να το ακουμπήσουν ούτε στιγμή οι ευεργετικές ηλιαχτίδες. Κάποια δόντια της είχαν αρχίσει να χαλούν κι αυτό που είχε σπάσει μπροστά μπροστά στην άνω σιαγόνα έκανε την όψη της να φαίνεται αποκρουστική όταν άνοιγε το στόμα ουρλιάζοντας τις ατέλειωτες ώρες των απάνθρωπων βασανιστηρίων.