Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 14 Απριλίου 2018

[ OI ΚΥΚΛΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ]

   "Σαν τα τρελά πουλιά τον κάνανε τον κόσμο οι καταραμένοι. Σαν τα τρελά πουλιά".
   Για την κυρία Κλειώ καταραμένοι ήταν ο Κάιζερ και η νύφη της η φραντσέζα. Ο Κάιζερ γιατί έκανε τον πόλεμο, η φραντσέζα η νύφη της γιατί έγινε αιτία να βρεθεί εκείνη την εποχή η Αννούλα της στη Ρωσία, να αποκλειστεί από τον πόλεμο και την επανάσταση εκεί, και να τυραννιστεί το παιδί ώσπου να κατορθώσει να γυρίσει πίσω στο σπίτι του, στην Πόλη. Και τώρα που γύρισε, τι να κάνει, που βρήκε το σπίτι τους διαλυμένο, τη γιαγιά της νεκρή, το γραφείο του θειού της κλειστό, και την Πόλη γεμάτη Ρώσους πρόσφυγες; Καταστροφή. Τι θα φάνε; Και πού δουλειά;
   Κάθεται κουλουριασμένη η κυρία Κλειώ στην κόχη του μιντεριού με τη Μαλβίνα στην αγκαλιά της για ζεστασιά. Η χόβολη του μαγκαλιού δεν είναι αρκετή για να ζεστάνει το δωμάτιο. Χώνει τα χέρια της κάτω απ' την κοιλιά της γάτας για να τα ζεστάνει. Πρέπει πάλι να πουλήσουν κάτι για ν' αγοράσουν κάρβουνα. 
   Στην κόχη του μιντεριού κάθεται η μεγαλύτερη αδερφή της Κλειώς, η Αγαθώ, με τον Ασλάν στην αγκαλιά της. Γκρίζος μαλλιαρός γάταρος ο Ασλάν. Ωραίο ζώο. Μάτια σμαράγδια. Χαϊδεύει τον Ασλάν και ο νους της είναι στα παιδιά της. Δυο γιους τους έχει, και οι δυο λείπουν στο εξωτερικό, στο Γιοχάνεσμπουργκ. Τους φευγάτισε τότες το '14 απ' την Πόλη για να γλιτώσουν από το τούρκικο στρατιωτικό, και να τώρα που πήρε γράμμα τους από τη Νότια Αφρική και ετοιμάζεται να πάει να τους ανταμώσει. Σαν τα τρελά πουλιά τους κάναν τους ανθρώπους, ο ένας στη μια άκρη του κόσμου βρέθηκε, ο άλλος στην άλλη. Πρώτα δε σκορπιόταν έτσι ο κόσμος. Έπειτα, οι πόλεμοι γίνουνταν στα βουνά και στα λαγκάδια, όχι μέσα στις πολιτείες.
   "Θυμάσαι, βρε Κλειώ, τότε στο ρωσοτουρκικό, που είδες ένα ρώσο στρατιώτη καθισμένο ανακούρκουδα πίσω από ένα θάμνο έξω στα τσαΐρια που είχες πάει για χόρτα;"
   "Μπρε πού τον θυμήθηκες, Αγαθώ, και με κάνεις τώρα να γελάσω;"
   "Αμ τον Επαμεινώντα, που έφυγε τότες απ' την Πόλη το '97 στον ελληνοτουρκικό, να πάει να πολεμήσει, κι ώσπου να πάει στην Αθήνα να καταχτεί οι Τούρκοι είχαν φτάσει στη Λαμία;"
   "Ναι, μπρε. Οι πόλεμοι τότες γίνουνταν εκεί που ανταμώνουν οι στρατοί. Δεν πέφταν μπόμπες απ' τον ουρανό μέσα στα σπίτια του κόσμου. Δεν ξεσπιτώνουνταν ο κοσμάκης έτσι εύκολα".

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

[ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΟΝΤΙΑΣ ]

   Η Κατίνα άνοιξε τα παράθυρά της. Τι θέα η θέα της θάλασσας! Ποτέ δεν κουράζεσαι να τη θωρείς. Ποτέ δε σε απογοητεύει. Το καραμαναίικο σπίτι ήταν πάνω στο Και, στην προκυμαία, μαζί με όλα τα πλουσιόσπιτα. Οι Σμυρνιοί συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα φτιάξει το καλύτερο σπίτι.
   Είχε χώρους για τους μπάλους, χώρους για τις βεγγέρες, μια τραπεζαρία για το πρωί, άλλη για το βράδυ. Άτρια εσωτερικά, με νερά και λουλούδια. Γκαλερία για τα ζώα και τις άμαξες. Σαν πέρναγες από την πόρτα, έμπαινες στην αυλή. Στα δεξιά και τ' αριστερά της, δυο μαρκίζες Μπουλ στόλιζαν την είσοδο. Δίπλα τους ήταν τοποθετημένα δυο τεράστια καντηλέρια, στηριγμένα σε βαριές χρυσές βάσεις. Σαν είχανε βεγγέρα ή σουαρέ ντανσάντ, βραδιές χορού, τα καντηλέρια ολοφώτιστα, τα κρατούσαν δυο λακέδες όρθιοι. Σαν πέρναγες την αυλή (1) ξεχυνόταν μια σκάλα που χώριζε στα δύο κι ανέβαινε από δεξιά κι από αριστερά στις κάμαρες. Και μπροστά σου, ήταν τα σαλόνια. Το πράσινο αριστερά, με καναπέδες και χρυσά κρόσια στις μπορντούρες των πολυθρονών. Το κόκκινο δεξιά. Μπροστά, μια γκαλερία με αρκάδες, έβγαζε στο εσωτερικό προαύλιο. Οι πόρτες οδηγούσαν στα δωμάτια. Του χορού, της μουσικής, της βιβλιοθήκης, στο ιδιαίτερο του Κωνσταντίνου, του Σύριου, του Δημοσθένη.
   "Το δικό σου ιδιαίτερο πού είναι;" ρώτησε ειρωνικά η Λευκοθέα για να τη θίξει, καθώς η Κατίνα την ξεναγούσε στο αρχοντικό.
   "Μη σκας κι όλα λογάριαζέ τα δικά μου", απάντησε η άλλη, που έπιασε τον υπαινιγμό. 
   Κι άλλες πόρτες κι άλλα δωμάτια. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι πολτρέτα και κάδρα με θέματα, που άλλα ήθελες να τα βλέπεις, άλλα σε τρόμαζαν. Οι Καραμαναίοι είπαν σε κάποια στιγμή πως τα τρομακτικά ήταν πιο ακριβά. Ένας χτυπημένος γυμνός κατάκοιτος με αίματα στα στήθια κι ένα σάβανο στα γοφά του να παρακαλάει έντρομος έναν όρθιο με φουστίτσα και σπαθί να μην τον ξεκοιλιάσει. Άλλος με δέκα νοματαίους, με τριγωνικά μουσάκια, κατάμαυρα ρούχα και κολαρογιακάδες φραμπαλαδέ ν' ακουμπάνε σε ένα τραπέζι τα χέρια τους σταυρωτά.
   "Να μου λείπει" σκεφτόταν η Κατίνα. "Εγώ, μάτια μου, το βλέπω αυτό κι ανατριχιάζομαι. Να μου το χαρίζανε στο μαχαλά δε θα το έπαιρνα. Όχι και να δώκω του κόσμου τσι παράδες αποπάνω".
   Ή το άλλο, με τον Εσταυρωμένο όρθιο και σκελετωμένο, με κάτι μούτρα μαυριδερά και δωσ' του πάλι ένα τριγωνικό μουσάκι.
   "Μα αν είχε τέτοια μούτρα, μάνα, ο Χριστός, μόλις έσκαγε μύτη στις γειτονιές θα 'τρεχαν όλοι να κρυφτούν. Χα χα χα. Και τον λέγανε Ιησού, όχι Γκρέκο, άκου Γκρέκο! Για πέρδικα (2) τον περάσανε; Χα χα χα".

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

[ ΖΩΗ ΧΑΡΙΣΑΜΕΝΗ ]

   Ως τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δε φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. Ο πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποχτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.
   Δε θυμούμαι να μου 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήτανε να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα 'βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, που 'χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του 'λαχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, τ' άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.
   Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε τον σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:
   "Σαλεύει! Είναι ζωντανό!"