Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 14 Απριλίου 2018

[ OI ΚΥΚΛΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ]

   "Σαν τα τρελά πουλιά τον κάνανε τον κόσμο οι καταραμένοι. Σαν τα τρελά πουλιά".
   Για την κυρία Κλειώ καταραμένοι ήταν ο Κάιζερ και η νύφη της η φραντσέζα. Ο Κάιζερ γιατί έκανε τον πόλεμο, η φραντσέζα η νύφη της γιατί έγινε αιτία να βρεθεί εκείνη την εποχή η Αννούλα της στη Ρωσία, να αποκλειστεί από τον πόλεμο και την επανάσταση εκεί, και να τυραννιστεί το παιδί ώσπου να κατορθώσει να γυρίσει πίσω στο σπίτι του, στην Πόλη. Και τώρα που γύρισε, τι να κάνει, που βρήκε το σπίτι τους διαλυμένο, τη γιαγιά της νεκρή, το γραφείο του θειού της κλειστό, και την Πόλη γεμάτη Ρώσους πρόσφυγες; Καταστροφή. Τι θα φάνε; Και πού δουλειά;
   Κάθεται κουλουριασμένη η κυρία Κλειώ στην κόχη του μιντεριού με τη Μαλβίνα στην αγκαλιά της για ζεστασιά. Η χόβολη του μαγκαλιού δεν είναι αρκετή για να ζεστάνει το δωμάτιο. Χώνει τα χέρια της κάτω απ' την κοιλιά της γάτας για να τα ζεστάνει. Πρέπει πάλι να πουλήσουν κάτι για ν' αγοράσουν κάρβουνα. 
   Στην κόχη του μιντεριού κάθεται η μεγαλύτερη αδερφή της Κλειώς, η Αγαθώ, με τον Ασλάν στην αγκαλιά της. Γκρίζος μαλλιαρός γάταρος ο Ασλάν. Ωραίο ζώο. Μάτια σμαράγδια. Χαϊδεύει τον Ασλάν και ο νους της είναι στα παιδιά της. Δυο γιους τους έχει, και οι δυο λείπουν στο εξωτερικό, στο Γιοχάνεσμπουργκ. Τους φευγάτισε τότες το '14 απ' την Πόλη για να γλιτώσουν από το τούρκικο στρατιωτικό, και να τώρα που πήρε γράμμα τους από τη Νότια Αφρική και ετοιμάζεται να πάει να τους ανταμώσει. Σαν τα τρελά πουλιά τους κάναν τους ανθρώπους, ο ένας στη μια άκρη του κόσμου βρέθηκε, ο άλλος στην άλλη. Πρώτα δε σκορπιόταν έτσι ο κόσμος. Έπειτα, οι πόλεμοι γίνουνταν στα βουνά και στα λαγκάδια, όχι μέσα στις πολιτείες.
   "Θυμάσαι, βρε Κλειώ, τότε στο ρωσοτουρκικό, που είδες ένα ρώσο στρατιώτη καθισμένο ανακούρκουδα πίσω από ένα θάμνο έξω στα τσαΐρια που είχες πάει για χόρτα;"
   "Μπρε πού τον θυμήθηκες, Αγαθώ, και με κάνεις τώρα να γελάσω;"
   "Αμ τον Επαμεινώντα, που έφυγε τότες απ' την Πόλη το '97 στον ελληνοτουρκικό, να πάει να πολεμήσει, κι ώσπου να πάει στην Αθήνα να καταχτεί οι Τούρκοι είχαν φτάσει στη Λαμία;"
   "Ναι, μπρε. Οι πόλεμοι τότες γίνουνταν εκεί που ανταμώνουν οι στρατοί. Δεν πέφταν μπόμπες απ' τον ουρανό μέσα στα σπίτια του κόσμου. Δεν ξεσπιτώνουνταν ο κοσμάκης έτσι εύκολα".
   Η καμπάνα του Άι-Θανάση άρχισε να χτυπά για τον εσπερινό. Απ' τη γωνιά του δρόμου ακούστηκε το σήμαντρο του Άι-Δημήτρη, γιατί ο Άι-Δημήτρης των Ταταούλων είχε διατηρήσει ακόμα το σήμαντρο. Ξημέρωνε 26 Οχτωβρίου και γιόρταζε η εκκλησία.
   Σταυροκοπήθηκε η Αγαθώ.
   "Αύριο του Αγίου Δημητρίου κλείνουνε πέντε χρόνια που αναπαύτηκε η μητέρα. Χαίρουμαι που έκανα το κόλλυβό της".
   Μια στερνή αχτίνα ήλιου κατόρθωσε να τρυπώσει απ' τα πυκνά σύννεφα της δύσης και να πέσει πάνω στο μαγκάλι να το φωτίσει, να το κάνει να στράψει έτσι όπως στα παλιά χρόνια της μητέρας τους, στο σπίτι του Μακροχωριού. Φωτίστηκε και το βυσσινί χαλί του μιντεριού, και το λαχουρένιο σάλι πάνω στο τραπεζάκι, και το κεχριμπαρένιο κομπολόι του Μανωλιού που κρέμουνταν στον τοίχο. Φωτίστηκε και το πήλινο κεφάλι του Σουλτάν Αζίζ, όπου ο Μανωλιός έβαζε τον καπνό του. Μικρογραφία απ' το χαμηλό ονταδάκι της Λωξάντρας με το ξύλινο καφετί ταβάνι του, τα γιούκια του στο βάθος, ήταν το ονταδάκι της Αγαθώς, όλα οικεία, καλοσυνάτα, χουχουλιασμένα με τις ανάσες καλών ανθρώπων που ζήσαν εδώ ολόκληρες ζωές και πέρασαν και φύγαν. "Τις εστί πλούσιος, Μανωλιό μου;" έλεγε κάθε τόσο η Αγαθώ. Και μόνη της απαντούσε: "Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος".
   Και το οχτάγωνο εγγλέζικο ρολόι που είχε χαρίσει κάποτε ο παππούς στην Αγαθώ, και κρέμουνταν τώρα στον τοίχο, έγραφε εγγλέζικα πάνω στην πλάκα του με κάτι ξεθωριασμένα γράμματα: «Time is, Time was, Time is not».
   Και κάθουνται τώρα κουλουριασμένες οι δυο γυναίκες πάνω στο μιντέρι και πολεμούν να καταλάβουν γιατί οι άνθρωποι κάνουνε πράματα που τους οδηγούνε στο χαμό τους.
   Σουρουπώνει. Ο δείκτης του ρολογιού πάει να χτυπήσει εξίμιση αλλά κοντοστέκεται. Αυτή είναι η στιγμή που η μέρα πάει ν' ανταμώσει τη νύχτα. Που τα ρολόγια σταματούν.
   Η πόρτα της κάμαρας μονάχη της σιγά σιγά ανοίγει και μπαίνει αθόρυβα, σαν πούπουλο, η Λωξάντρα. Στο χέρι της βαστά έναν κεσέ ασουρέ, από κείνονα που έφκιασε χτες η Αγαθώ όταν έβρασε το κόλλυβό της. Ασουρές πολίτικος, γλυκούτσικος, καλοπεριποιημένος. Χυλωμένος με λεμπλεμπί τοζού και βρασμένος με δυο λογιώ σταφίδες, ξανθές και μαύρες. Μέσα είχε λίγα σπυράκια στάρι. Είχε κουφετάκια, φυλαγμένα από την παλιά καλή εποχή, ασημένια με μέντα μέσα, ροζ με γλυκάνισο, πράσινα με κόλιαντρο, άσπρα μακρουλά με τσόφλι λεμονιού και νεραντζιού, άσπρα μεγαλύτερα με καβουρντισμένο μύγδαλο, και ήτανε γαρνιρισμένος με κοπανισμένο καρύδι.
   "Γεια στα χέρια σου, Αγαθώ", λέει η Λωξάντρα ευχαριστημένη. "Ωραίο το κόλλυβό μου. Γεια στα χέρια σου".
   Και άξαφνα, τρομαγμένη:
   "Και το παιδί; Πού είναι το παιδί;"
   Έξω, στο σέτι του σπιτιού, κάτω από τα παράθυρα, ακούστηκαν βήματα. Σε λίγο ακούστηκε το ταχτάκι της ξώπορτας. Ακούστηκε και το τικ-τακ του ρολογιού που ήτανε σταματημένο ίσαμε κείνη τη στιγμή. Πετάχτηκαν απάνω και οι δυο γυναίκες μαζί. Είχε πια σκοτεινιάσει.
   "Μπα σε καλό μας!" είπε η Κλειώ. "Τι πάθαμε, καλέ, κοιμηθήκαμε;"
   Κι έτρεξε στην ξώπορτα ν' ανοίξει της Άννας.
   Η Άννα μπήκε στην κάμαρα κουτσαίνοντας.
   "Αμάν, θεία Αγαθώ, μια λεκάνη ζεστό νερό να βάλω μέσα τα πόδια μου. Με πέθαναν ετούτα τα παλιοπάπουτσα".
   Σηκώθηκε η Αγαθώ και τη φίλησε.
   "Αμέσως, τζιέρι μου. Πήγαινε στην κουζίνα που είναι τώρα πιο ζεστά. Πάω να φέρω τη ρόμπα σου ν' αλλάξεις, να φέρω και τις παντούφλες σου. Άιντε, Κλειώ, ζεστό νερό έχω πάνω στη γωνιά, βοήθησε το παιδί να ξεκουράσει τα ποδαράκια του κι εγώ έρχομαι αμέσως να στρώσω το τραπέζι. Όταν κατεβάσεις το νερό, στήσε στη γωνιά τη σούπα να ζεσταίνεται".
   "Νου", λέει η Άννα, "κι εγώ θα σας πω τα νέα. Βρήκα δουλειά. Καλή δουλειά".

   "Τι είναι πάλι αυτό το «νου» που έβγαλε η Άννα στη μέση;" συλλογίζεται η Κλειώ. Απ' τον καιρό που γύρισε η Άννα απ' τη Ρωσία, κάθε δυο και τρεις λέει αυτό το «νου», και στην ομιλία έχει μιαν αλαφριά ρούσικη προφορά.
   "Νου, θα το ξεσυνηθίσω, καλέ μαμά, καθήστε τώρα να σας πω τα κατορθώματά μου".
   Κάθησαν και οι τρεις τους γύρω απ' το στρωμένο στρογγυλό τραπέζι που ήτανε στη μέση. Η κουζίνα ήτανε ζεστούτσικη. Το πάτωμα στρωμένο κουρελούδες, στη γωνιά άχνιζε η σούπα.
   Κουκουλωμένη μέσα στη ζεστή της ρόμπα, τα πόδια της ζεστά μέσα σε γούνινα τερλίκια, άρχισε η Άννα να διηγιέται τις περιπέτειές της μέσα στα σοκάκια και τη λασπουριά του Γαλατά, από γραφείο σε γραφείο, ψάχνοντας να 'βρει δουλειά. Πού δουλειά! Οι Ρώσοι πρόσφυγες είναι μορφωμένοι, ξέρουνε γλώσσες, πηγαίνουν να δουλέψουν για ένα κομμάτι ψωμί. Ως και στου Τίριγκ το μαγαζί μπήκε η Άννα να δει αν την παίρναν για πωλήτρια. Απελπισμένη, σέρνοντας τα πληγωμένα πόδια της, πήρε τον ανήφορο ν' ανέβει περπατώντας στο Πέρα, όταν, λίγο πριν φτάσει στην Αμερικάνικη Πρεσβεία, βλέπει μπροστά σε μια μεγάλη πόρτα ένα τεράστιο καμιόνι ν' αδειάζει κάσες φερμένες απ' το εξωτερικό και πάνω μαρκαρισμένες με μεγάλα μαύρα γράμματα: «AMERICAN FOREIGN TRADE CORPORATION»
   "Καινούργιο γραφείο!" συλλογίστηκε και όρμησε μέσα.
   Ξέχασε τον πόνο των ποδιών, πήρε δυο δυο τα σκαλοπάτια και βρέθηκε στο διάδρομο του πρώτου πατώματος. Κατάντικρα ήταν μια κλειστή πόρτα που έγραφε απ' έξω εγγλέζικα «Γραφείο Προέδρου, απαγορεύεται η είσοδος», και μπροστά στην πόρτα κλητήρας. Δεν κάνει, της λέει ο κλητήρας, όταν η Άννα πλησίασε, δεν κάνει. Μπρε καλέ μου, μπρε κακέ μου, τίποτα. Δίνει μια κλωτσιά η Άννα στον κλητήρα, ανοίγει την πόρτα, μπαίνει μέσα. Βλέπει κατάντικρά της, στο βάθος της κάμαρας, ένα πελώριο γραφείο, και στο γραφείο κάθεται ένας εξηντάρης Αμερικάνος ροδοκόκκινος, χαμογελαστός.
   "Hello!" της λέει.
   "Hello!" λέει η Άννα και στέκεται τρομαγμένη.
   "Τι θέλεις;" της λέει.
   "Δουλειά", λέει η Άννα και στέκεται.
   "Well, I'll be damned", λέει ο Αμερικάνος -που είναι μια κακιά κουβέντα στα εγγλέζικα- και σηκώνεται απάνω.
   Ακούει η Άννα πίσω απ' τη ράχη της την πόρτα ν' ανοίγει, γυρίζει και βλέπει τον κλητήρα να χώνει στη χαραμάδα τη μούρη του. Αμάν!
   Σηκώνει ο Αμερικάνος το χέρι του και γνέφει στον κλητήρα να φύγει.
   "Πώς μπήκες μέσα;" τη ρωτά.
   "Κλώτσησα τον κλητήρα", λέει η Άννα.
   "Τι;" φωνάζει με όλη του τη δύναμη ο Αμερικάνος.
   Τρομάζει η Άννα, την παίρνουνε τα δάκρυα.
   "Καλά, σώπα τώρα", λέει ο Αμερικάνος.
   Όμως η Άννα δεν μπορεί πια να κρατηθεί. Την πήρε το παράπονο. Πονούν τα πόδια της, πεινά, κρυώνει γιατί είναι μούσκεμα. Δεν έχει μαντίλι. Βγάζει ο Αμερικάνος το μαντίλι του, προσπαθεί να σκουπίσει τα μάγουλά της, τρέχουν οι μύξες της. Θέλει να πεθάνει. Τίποτες άλλο δεν επιθυμεί.
   "Σους, σώπα",  την τραβά, την καθίζει σ' έναν καναπέ, κάθεται δίπλα της. "Πες μου τι ξέρεις;" τη ρωτά. "Από κώδικες και τηλεγραφήματα ξέρεις;"
   "Όχι", λέει η Άννα με αναφιλητά. "Ξέρω τι είναι τα τηλεγραφήματα, όμως κώδικες τι είναι δεν το ξέρω".
   "Στενογραφία, δακτυλογραφία;"
   "Όχι", του λέει η Άννα, "όμως κοντά στις τόσες ανοησίες που ήμουνα υποχρεωμένη να μάθω στη ζωή μου, θα μπορούσα ίσως να μάθω κι απ' αυτά που μου ζητάτε".
   Έπειτα ο Αμερικάνος απελπισμένος τη ρώτησε τελοσπάντων τι ξέρει, και του είπε πως ξέρει καλά αγγλικά, γαλλικά, ελληνικά και ρούσικα. Σαν άκουσε τα ρούσικα ο Αμερικάνος τέντωσε τ' αυτιά του.
   "Ξέρεις καλά ρούσικα;" τη ρώτησε. "Αυτό μας ενδιαφέρει. Εμείς περιμένουμε τώρα να νικήσει ο Βράγγελ και αμέσως θα μπούμε στο Ατζερμπαϊτζάν, είναι βλέπεις τα πετρέλαια".
   "Μμμ", έκανε τότες η Άννα, για να δείξει πως κατάλαβε τι σημασία είχαν τα πετρέλαια.
   "Μπρος", της λέει, "πήγαινε τώρα στο σπίτι σου και γράψε μιαν ωραία αίτηση και φερ' την αύριο".
   "Όχι, κύριε Πρόεδρε, αυτό δεν γίνεται, γιατί αν έβγω απ' αυτό το γραφείο πριν με πάρετε, δεν πρόκειται πια να ξανάμπω -δηλαδή αν ο κλητήρας είναι ακόμα ζωντανός, γιατί τον κλώτσησα στην κοιλιά και τον έριξα χάμω".
   Ο Αμερικάνος άνοιξε τότες ένα στόμα σαν πηγάδι και ξεράθηκε στα γέλια. Την πήρε αμέσως με διακόσιες τούρκικες λίρες το μήνα και της ανάθεσε να οργανώσει τα αρχεία.
   "Η δουλειά που σου αναθέτω είναι δύσκολη, πρόσεξε. Εμείς είμαστε πολύ μεγάλη εταιρεία. Εξάγουμε στη Μέση Ανατολή όλων των ειδών τα βιομηχανικά προϊόντα που βγάζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, και θα εισάγουμε πρώτες ύλες. Είναι μπερδεμένη δουλειά. Είμαι περίεργος να δω τι θα μπορέσεις να κάνεις. Αυτό είναι μια μεγάλη ευκαιρία στη ζωή σου. Είναι μια opportunity. Καταλαβαίνεις τι θα πει η λέξη opportunity;"
   "Πώς, πώς", είπε η Άννα.
   Αυτά ήταν τα νέα της Άννας εκείνη τη μέρα τη σημαδιακιά, και αφού τα είπε, ζήτησε να της δώσουνε να φάει κι εκείνη από τον ασουρέ της πολυαγαπημένης της γιαγιάς. Της γιαγιάς που τη φώναξε τη στιγμή που ξεψυχούσε.
   "Τι είπες;" φώναξε η Αγαθώ.
   "Τι;" είπε η μάνα της. "Και πού το ξέρεις πως σε φώναξε, Άννα;"
   "Το ξέρω, γιατί την άκουσα. Σαν σήμερα, παραμονή του Άι-Δημήτρη το 1914, ήμουνα άρρωστη με οστρακιά και βρισκόμουνα στα Παραπήγματα Λοιμωδών Νόσων, στη Στάβροπολ. Είχα μεγάλο πυρετό και μέσα στον πυρετό μου άκουσα τη γιαγιά να με φωνάζει δυο φορές. Πετάχτηκα πάνω και θα έπεφτα αν δεν βρίσκουνταν κοντά μια νοσοκόμα. Όλοι υποθέσανε πως ήτανε από τον πυρετό, εγώ όμως, τώρα που έμαθα πως η γιαγιά πέθανε σαν τέτοια μέρα και ώρα, ξέρω πως η τελευταία της σκέψη ήμουνα εγώ, και μου τη μετάδωσε".
   "Καλέ θα τρελαθώ!" φώναξε η Κλειώ. "Αγριεύομαι! Είναι αλήθεια, Άννα, σε φώναξε ξεψυχώντας και σε φώναξε ακριβώς δυο φορές. Αποβραδίς παραμονή του Αγίου Δημητρίου".
   "Μην αγριεύεσαι καθόλου", είπε η Άννα, "δεν υπάρχει κανένα μυστήριο. Αυτό εξηγείται επιστημονικά. Ήτανε τηλεπάθεια".
   "Τι πράμα;"
   Η Άννα χασμουρήθηκε. Σηκώθηκε απάνω.
   "Αυτά άλλη ώρα τα λέμε. Νου, άντε τώρα να κοιμηθούμε, γιατί πρέπει να σηκωθώ στην ώρα μου και να έχω το μυαλό μου ξεκούραστο".
   Έσκυψε, φίλησε τη θεία Αγαθώ, ύστερα φίλησε και τη μαμά της.

   Το άλλο πρωί η Άννα έπιασε δουλειά και την ίδια μέρα το απόγεμα, βγαίνοντας από το γραφείο, πέρασε από το Αμερικάνικο Προξενείο να δει την Ελένη, μια παλιά συμμαθήτριά της από το Κολλέγιο. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή με τον παλιό, τον αγαπημένο κόσμο της περασμένης της ζωής.
   Φιλήθηκαν, δακρύσανε.
   "Πήγες από το Κολλέγιο;"
   "Όχι, Ελένη, πονώ πάρα πολύ", είπε η Άννα. "Δεν πρόκειται να πάω".
   "Και τώρα τι είναι αυτά που μου λες; Αυτός σου αναθέτει να οργανώσεις τα αρχεία μιας μεγάλης επιχείρησης και συ δεν ξέρεις πού πάνε τα τέσσερα;"
   "Μα γι' αυτό ήρθα σε σένα. Στ' αρχεία μέσα δω δεν είναι η δουλειά σου;"
   "Βρε Άννα, από αρχεία σε αρχεία έχει διαφορά. Αυτό εδώ είναι προξενείο, εκείνο εκεί είναι..."
   "Καλά, καλά, κατάλαβα, είναι μεγάλη επιχείρηση. Εσύ δείξε μου τι είναι τούτα δω τα μυστήρια, τα ντουλάπια, οι φάκελοι, οι κάρτες, τα ευρετήρια και όλη αυτή η σολωμονική, κι εγώ θα κάνω καλά, μη σε νοιάζει. Σάμπως ήξερα να διδάξω αγγλικά τότες που με ξεριζώσαν από το Κολλέγιο και με βάλανε να κάνω τη δασκάλα την εγγλέζα;"
   "Και πώς θα τα καταφέρεις μέσα σε γραφείο;"
   "Θα μάθω. Έμαθα τόσα και τόσα άχρηστα πράματα, και δε θα μάθω να οργανώσω αρχεία; Αυτό φαίνεται είναι το ριζικό μου. Αυτό είναι το ριζικό όλης της νεολαίας σ' αυτή την τρελή εποχή που ζούμε. Πες, σε τι μας ωφέλησε που ξέρουμε και συ κι εγώ να ζωγραφίζουμε το νευρικό σύστημα της καραβίδας ή το κυκλοφοριακό του βάτραχα; Υπάρχει αυτή τη στιγμή πιθανότητα να σπουδάσουμε βιολογία;"
   Πραγματικά, σα βρέθηκε η Άννα στη Στάβροπολ και κατάλαβε πως ο πόλεμος δεν πρόκειται να τελειώσει τόσο γρήγορα όσο το είχανε νομίσει, συνήθισε να διδάσκει αγγλικά και γαλλικά για να κερδίζει το ψωμί της, όμως άρχισε και να μαθαίνει ρούσικα με σκοπό να βγάλει ρούσικο γυμνάσιο, για να μπορέσει να πάει αργότερα στο πανεπιστήμιο. Με υπομονή μερμηγκιού είχε αρχίσει να χτίζει φτου κι από ξαναρχής τη ζωή της. Καινούργια γλώσσα, καινούργια μέτρα και σταθμά, καινούργια δύσκολη και παράλογη γραμματική, μπόλικες προσευχές στα σλαβόνικα.
   Τα έκανε όλα η δόλια και θα είχε τώρα δίπλωμα ρούσικου γυμνάσιου και θα ήτανε φοιτήτρια στη Μόσχα, αν δεν είχε ξεσπάσει η Οχτωβριανή Επανάσταση, αν δεν είχε γίνει το «ανάστα ο Θεός κρίναι την Γην».
   "Και πώς περνάς τα βράδια σου;" ρωτάει η Ελένη. "Να βλεπόμαστε, έχουμε τόσα πολλά να πούμε!"
   Χτύπησε το κουδούνι. Η Άννα σηκώθηκε κι έφυγε.
   "Τα σαββατόβραδα είμαι πάντα at home!" φώναξε ξωπίσω της η Ελένη.
   "Καλά, καλά", είπε η Άννα, που είχε καταλάβει τι άβυσσος τη χώριζε απ' τον παλιό της κόσμο.
   Στέκεται για μια στιγμή στο πεζοδρόμιο και συλλογίζεται: "Πώς άλλαξε η Ελένη! Ή μάλλον, πώς άλλαξα εγώ! Πρέπει λιγάκι να προσαρμοστώ, και πρώτα απ' όλα πρέπει να ντυθώ σαν τους άλλους ανθρώπους".
   Στην τσέπη της είχε την προκαταβολή που πήρε το πρωί απ' το γραφείο της. Τραβάει ίσια για του Τίριγκ και αρχίζει πρώτα απ' όλα απ' τα παπούτσια. Ύστερα κάλτσες, ύστερα αδιάβροχο.
   "Μην τα διπλώνετε", λέει στον υπάλληλο, "θα τα φορέσω".
   Κάθεται σε μια καρέκλα, σηκώνει τη φούστα της, βγάζει παπούτσια, βγάζει κάλτσες, φορεί τα καινούργια, φορεί το αδιάβροχο, πετά τα παλιά πάνω στον πάγκο του μαγαζιού, φεύγει.
   "Δεσποινίς! Δεσποινίς!" φωνάζει τρομαγμένος ο υπάλληλος. "Δεν πληρώσατε".
   "Αχ, ναι, τα χρήματα", λέει η Άννα. "Με συγχωρείτε".
   Και από μέσα της συλλογίζεται: "Αυτός τώρα θα νομίζει πως το έκανα επίτηδες για να μην πληρώσω. Μπορεί ποτέ να πιστέψει πως ξεσυνήθισα να ψωνίζω πράματα; Πως ύστερα από τον ξέφρενο εκείνο πληθωρισμό και απ' το δράμα που έζησα τόσα χρόνια, έχασα την έννοια του χρήματος; Ίσως και να με πήρε για τρελή. Μα σάμπως δεν τρελάθηκα και λιγάκι; Γνωστικιά θα με πεις εμένα τώρα; Πρέπει το γρηγορότερο να προσαρμοστώ".

   Κι έτσι ήταν που η Άννα άρχισε πάλι να προσαρμόζεται. Είχε μπει στον τρίτο κύκλο της ζωής της.
   Ετούτος ο κύκλος άρχιζε μέσα σε μιαν Ευρώπη ρημαγμένη απ' τον πόλεμο. Ρημαγμένοι είναι όλοι μαζί και νικητές και νικημένοι. Όλοι είχανε πιστέψει πως ύστερα απ' τον πόλεμο θα άρχιζε μια καινούργια ζωή, όμως τίποτα καινούργιο δεν άρχισε και κανένα παλιό πρόβλημα δε λύθηκε. Το μόνο καινούργιο πράμα που συνέβηκε ήταν εκείνο που δεν περίμενε κανείς: Η Επανάσταση του Οχτώβρη στη Ρωσία, που συγκλόνισε τον κόσμο.
   Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες η Άννα ως εκ θαύματος βρήκε δουλειά. Καλή δουλειά, και το σπίτι της αναγάλλιασε. Αγόρασαν το ξύλο και το κάρβουνο του χειμώνα, ντύθηκαν, αγόρασε η Άννα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια και γαλότσες.
   Γύρισε θαρρείς ο τροχός της τύχης και η Άννα γρήγορα πήρε προαγωγή στη δουλειά της. Η American Foreign Trade Corporation άνοιξε κλάδο στην Αλεξάνδρεια και η Άννα πήρε μετάθεση εκεί με βαθμό ιδιαιτέρας του Διευθυντή και μισθό εικοσπέντε αιγυπτιακές λίρες το μήνα. Πριν το αναγγείλει στο σπίτι της έπιασε κι έγραψε σ' έναν πρώτο ξάδερφο της μητέρας της στην Αλεξάνδρεια, το Θρασύβουλο Αντωνιάδη, έναν καλοστεκούμενο ομογενή, και ζητούσε τη γνώμη του. Ο Θρασύβουλος απάντησε πως μ' αυτά τα λεφτά θα τρώνε με χρυσά κουτάλια... Τότε πήγε η Άννα και ψώνισε μια τούρτα απ' του Μιλατιέ, πέρασε απ' την αγορά και πήρε μπον φιλέ, πήρε πλεμόνι για τις γάτες, και μπήκε το βράδυ στο σπίτι φωνάζοντας: 
   "Ζήτω! Πλουτίσαμε! Φεύγουμε για την Αλεξάνδρεια με εικοσπέντε χρυσές λίρες το μήνα".
   Καλά το είπε, κακά το άκουσε:
   "Και ποιος το αποφάσισε αυτό; Ποιος κάνει το καπετανάτο μέσα δω;"
   Μπήκε στη μέση η θεία Αγαθώ και τα βόλεψε.
   Η Άννα ετοιμάζεται να φύγει πρώτη. Θέλει να βρει δωμάτιο και ύστερα να φέρει την Κλειώ. Αποφασίστηκε πως μόλις βρεθεί κατάλληλο μέρος θα τηλεγραφήσει η Άννα και θα μπαρκάρει η Κλειώ με δυο βαλίτζες στο χέρι και τίποτ' άλλο, απολύτως τίποτα. Όλα να πουληθούν ή να μοιραστούν ή να καούν. Φυσικά, τι απόμεινε; Κουρελοθέμι.
   Η Άννα δήλωσε κατηγορηματικά πως σπίτι δεν πρόκειται πια να κουρντίσει. Θα ζήσουν από δω και πέρα σε ξενοδοχεία ή σε πανσιόν.
   Και μπάρκαρε για την Αλεξάνδρεια.

   Για την Άννα η Αλεξάνδρεια του 1920 ήταν μια πολιτεία χωρισμένη στα δύο: σε παράδεισο και σε κόλαση. Η Άννα έφτασε στον παράδεισο. Την κόλαση δεν την είδε, της τη διηγήθηκαν. Η κόλαση ήταν κρυμμένη πίσω από κει που είναι οι φτωχοί συγγενείς και τα άπλυτα της οικογένειας. Δηλαδή τα Αράπικα. Στενά δρομάκια με σκουπίδια και ακαθαρσίες, μύγες, τραχώματα. Σπίτια με πόρνες ντόπιες και ξένες, αυλάκια με σαπουνόνερα και ό,τι είδους βρώμικα νερά που τρέχουνε κάτω από πόρτες. Με πορνεία με άντρες και πορνεία με γυναίκες, με κοριτσάκια κάτω από οχτώ χρονών, με μικρά αγοράκια. Πυκνή υγρή ζέστη, και παντού η μυρουδιά από μαύρα, ιδρωμένα κορμιά μπαρμπερίνων. Όταν ένα ανθρώπινο σώμα πουληθεί και φτάσει μια φορά μέσα σ' αυτά τα πορνεία, ο ήλιος δεν το ξαναβλέπει πια, γιατί ο ήλιος δεν κατορθώνει ποτέ να τρυπώσει σ' αυτά τα σοκάκια.
   Και όμως ο ήλιος στην Αλεξάνδρεια είναι πάμφωτος!
   Με φόντο τη γαλάζια απεραντοσύνη που έχει η Μεσόγειος, και ξαπλωμένη φαρδιά - πλατιά πάνω στην άμμο της παραλίας, είναι η άλλη μισή Αλεξάνδρεια. Η Αλεξάνδρεια η κοσμοπολίτικη των ξένων και του πλούτου. Τον πλούτο τον νιώθεις, τον μυρίζεις στην ατμόσφαιρα. Η αφθονία δεν κρύβεται, προπάντων από άνθρωπο όπως η Άννα, που έζησε κάποτε στα μπερεκέτια τα πολίτικα.
   Πραγματικά, εκείνα τα προπολεμικά τα μπερεκέτια τα πολίτικα, που ως δια μαγείας χάθηκαν ξαφνικά μέσα στα πέντε χρόνια του πολέμου, διοχετεύτηκαν, θαρρείς, στην Αλεξάνδρεια, ενώ ολόκληρη η Ευρώπη αποσκελετώθηκε. Ανέβηκε, λέει, η τιμή του μπαμπακιού σε δυσθεώρητα ύψη, και, σαν διαμετακομιστικός κόμβος που ήταν, η Αλεξάνδρεια γνώρισε μια τουριστική κίνηση πρωτοφανέρωτη. Τρελάθηκαν στο χρήμα οι μπαμπακάδες, προπάντων οι Έλληνες, με τα εργοστάσιά τους, τις εγκαταστάσεις τους, τα μαγαζιά τους.
   Απ' όλες τις ευρωπαϊκές παροικίες η πιο σημαντική είναι η ελληνική, με τα σχολειά της, τις εκκλησίες της, τα φιλανθρωπικά της ιδρύματα, και απ' όλες τις συνοικίες η πιο αριστοκρατική είναι το Καρτιέ Γκρεκ με τα μέγαρα των Χωρέμηδων, των Μπενάκηδων, των Αβέρωφ, των Σαλβάνων...
   Οι δρόμοι που γνώρισε η Άννα μέσα στα τρία χρόνια που έζησε στην Αλεξάνδρεια μετριόντανε στα δάχτυλα των χεριών, και αυτοί οι δρόμοι τα είχαν όλα: πλούσια καταστήματα, παραρτήματα όλων των μεγάλων καταστημάτων της Ευρώπης, μεγάλα ξενοδοχεία, Claridge, Cecil, ζαχαροπλαστεία, του πουλιού το γάλα.
   Και η ζωή εύκολη, άνετη, δίχως αποστάσεις και λεωφορεία και αγκούσα. Όλα στο γύρο σου. Ασφαλτωμένοι δρόμοι που κάθε νύχτα οι μπαρμπερίνοι τους έπλεναν με βούρτσες και άφθονο νερό του Νείλου, εκείνο το διαμάντι, καθώς έβγαινε φιλτραρισμένο από τα εγγλέζικα φίλτρα. Ξυπόλυτος μπορούσες να περπατάς στους δρόμους της Αλεξάνδρειας, χωρίς να λερώσεις τα πόδια σου, και καυσαέρια δεν υπήρχαν, γιατί δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Πού και πού αντάμωνες κανένα αυτοκίνητο του αγγλικού στρατού.
   Αλλά το ωραιότερο μέρος της Αλεξάνδρειας ήταν το Ράμλι. Σ' όλο το μάκρος της παραλίας, ξεκινώντας απ' το κέντρο, δηλαδή το μπουλβάρ Ράμλι και μέχρι το Σίντι Μπισρ, απ' όπου αρχίζει ο δρόμος για το Αμπουκίρ, είναι το ένα ύστερα απ' το άλλο εκείνα τα χαριτωμένα προάστια, εκείνες οι κηπουπόλεις με τις ωραίες βίλες τους, τον ιππόδρομο, τα ξενοδοχεία...
   Γλώσσες στην Αλεξάνδρεια, εκτός από τα αραβικά, μιλιούνται αγγλικά, ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά και φυσικά μπαρμπερίνικα, και τις μιλάνε λίγο - πολύ όλοι: Εβραίοι, Σύριοι, αλαφροπάτητοι Μπαρμπερίνοι, εκείνοι που με τις κατάλευκες γκελεμπίες τους, τα κόκκινα φέσια, τις κόκκινες ζώνες, τα κόκκινα πασούμια, αποτελούσαν το θαυμάσιο υπηρετικό προσωπικό μέσα στα ευρωπαϊκά σπίτια, τα ξενοδοχεία και τα γραφεία.
   Από την κεντρική πλατεία της Αλεξάνδρειας, την Πλατεία Μωχάμετ Άλη, ξεκινούν δύο κεντρικοί παράλληλοι δρόμοι, η rue Chérif και η rue Tewfik. Εκεί ακριβώς, σε πολυτελές διαμπερές διαμέρισμα κατοικεί ο ξάδερφος της Κλειώς, ο Θρασύβουλος Αντωνιάδης ο χρηματιστής. Κάθεται με τη γυναίκα του την Ειρήνη, μια πολύ καλή και πλούσια αιγυπτιώτισσα, και με την οικογένειά της.
   Να και η πεθερά του, η κυρία Πολυξένη, να κι η δεύτερη κόρη της, η Κατίνα, να και η μικρότερη, η Ελένη, όλες μαυροφορεμένες για το τελευταίο κακό που τις βρήκε, το θάνατο του μονάκριβου αδερφού τους. Πριν από τον αδερφό είχε πεθάνει ο πατέρας, κι έναν χρόνο πριν απ' τον πατέρα χάσανε μια θεία. Και όλοι αυτοί οι θάνατοι έγιναν κατά τύχη, ο ένας ύστερα από τον άλλον, στο ίδιο δωμάτιο, που στο τέλος θεωρήθηκε στοιχειωμένο και κλειδώθηκε.
   Με την ευκαιρία που θα 'ρχόταν η Άννα, το στοιχειωμένο δωμάτιο ανοίχτηκε, ανακαινίστηκε, αγιάστηκε. Την επομένη του ερχομού της η Άννα ανακάλυψε πως η οικογένεια δεν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα, περιμένοντας να τρέξουν να βοηθήσουν την Άννα αν της συνέβαινε τίποτα.
   "Εδώ χρειάζεται προσοχή", συλλογίστηκε η Άννα, που κατάλαβε πώς έχουνε τα πράματα μέσα σ' εκείνο το σπίτι. "Είναι καλοί άνθρωποι, δεν πρέπει να τους θίξω".
   Ο Θρασύβουλος, σαν πλούσιος ομογενής που έγινε, κρατούσε πόζα. Την κρατούσε γιατί θεωρούσε πως είχε καθήκον να την κρατά. Το χρωστούσε αυτό στην πλούσια γυναίκα του, το χρωστούσε στην οικογένειά του, το χρωστούσε στην πατρίδα του και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή απ' όπου είχε αποφοιτήσει.
   Η Άννα έβαλε τα δυνατά της να προσαρμοστεί. "Προσαρμογή ή θάνατος", είπε από μέσα της. 
   Μαζεύτηκαν όλοι στην τραπεζαρία και κάθησαν γύρω απ' το μεγάλο τραπέζι. Αμέσως σταυροκοπήθηκε ευλαβέστατα και η Άννα.
   "Τι ωραίος καιρός!" είπε η Ειρήνη. "Ο Θεός να βάλει το χέρι του να μην πιάσει κανένα χαμσίν, να λυπηθεί ο Θεός τους έρημους τους Ρώσους που είναι μέσα στις ξύλινες παράγκες του Αμπουκίρ. Καινούργιους πρόσφυγες πάλι κουβάλησαν έξω στο Σίντι Μπισρ".
   "Τι είναι το χαμσίν;" ρώτησε η Άννα.
   "Αμμοθύελλα".
   "Και έφεραν καινούργιους Ρώσους πάλι;" είπε η Άννα. "Δηλαδή, πάει φαίνεται ο Βράγγελ, νικήσανε οι Κόκκινοι, δεν έβαλαν χέρι στα ρούσικα πετρέλαια οι Αμερικάνοι. Μωρέ μπράβο, Νικήφορ!"
   Μπόμπα αν έπεφτε πάνω στο τραπέζι του Θρασύβουλου τέτοιο αποτέλεσμα δεν θα είχε. Η Άννα ζάρωσε και βουβάθηκε. Τώρα τι ήταν αυτό που είπε; Μωρέ μπράβο! Ωραία προσαρμογή! Τώρα τα έκανε μουτ (1) ... Και τον Νικήφορ πού στο διάβολο πήγε και τον θυμήθηκε; Κύριε ελέησον!
   Ο Νικήφορ ήταν ένα αγράμματο χωριατόπαιδο που δούλευε στα Παραπήγματα Λοιμωδών Νόσων στη Στάβροπολ, τότε που η Άννα νοσηλευόταν εκεί από οστρακιά. Η δουλειά του Νικήφορ εκεί ήταν να αδειάζει δοχεία και να κουρεύει ψειριασμένα κεφάλια.
   Στα μέσα του εμφύλιου πόλεμου, τότε που η Στάβροπολ είχε πέσει για δεύτερη φορά στα χέρια του Κόκκινου Στρατού, βλέπει μια μέρα στο δρόμο η Άννα μπροστά της ένα λεβέντη στρατιωτικό ίσαμε κει πάνω, αρματωμένο σαν αστακό, που τη χτυπά στον ώμο και της λέει:
   "Γεια σου, Άννουσκα!"
   Τρόμαξε να τον γνωρίσει. Ο Νικήφορ! Καλοξουρισμένος, σοβαρός, όμως το παιδικό χαμόγελο ακόμα έλαμπε μέσα στα γαλανά του μάτια.
   "Τι κάνεις Νικήφορ;"
   "Εγώ; Να, επανάσταση κάνουμε".
   Κοίταξε το ρολόι του.
   "Τι κρίμα, έχω δουλειά στο Αρχηγείο! Αύριο, βλέπεις, φεύγω. Τι κρίμα, Άννουσκα! Πες μου γρήγορα, εσύ πώς ζεις; Μπορώ να σε βοηθήσω;"
   Έβγαλε απ' την τσέπη του μπλοκ και μολύβι. Έγραψε ένα σημείωμα.
   "Παρ' το αυτό και πήγαινε στην Επιτροπή Διανομής Τροφίμων".
   Και της εξήγησε βιαστικά πως το ιδιωτικό εμπόριο απαγορεύτηκε. Όλοι οι εργαζόμενοι έχουν κάρτες για τρόφιμα, κάρτες για ιματισμό, για όλα. Της έδωσε να καταλάβει πως μ' αυτόν τον τρόπο σιγά - σιγά θα καταργηθεί το χρήμα, και το χρυσάφι θα χάσει την εμπορική του αξία. Σε λίγα χρόνια οι λεκάνες των αποχωρητηρίων από χρυσάφι θα γίνονται, επειδή το χρυσάφι δε λεκιάζει.
   Αυτό ήταν το τελευταίο μάθημα αγωγής του πολίτου που άκουσε η Άννα στη Ρωσία. Και τον Νικήφορ δεν τον ξαναείδε πια. Και τον ξέχασε.
   Από πού κι ως πού πήγε τώρα να τον θυμηθεί; Να τον θυμηθεί και να τον σχετίσει με τον Βράγγελ, που κακό χρόνο να 'χει, και να τον σχετίσει με τους Αμερικάνους, που κακό χρόνο να 'χουνε κι αυτοί, και με τα ρούσικα πετρέλαια, που κακό χρόνο να 'χουνε κι αυτά γιατί κάνουνε έναν κόσμο άνω κάτω.

   Το μόνο πράμα που απασχολούσε την Άννα εκείνη τη στιγμή ήταν η κατοικία και το ζήτημα της μητέρας της. Η αλήθεια ήταν πως η Αλεξάνδρεια ήταν γεμάτη από ξενοδοχεία και πανσιόν, αλλά πώς να διαλέξεις, που ο θείος Θρασύβουλος δεν ήθελε ν' ακούσει τέτοια πράματα. Για το Θρασύβουλο όλα τα ξενοδοχεία και οι πανσιόν στην Αλεξάνδρεια ήταν οίκοι ανοχής.
   Στο μπουλβάρ Ράμλι, γωνία rue Adib, ήτανε μια Pension Belge μέσα σε μια πελώρια οκέλα. Στο τέταρτο πάτωμα αυτής της πανσιόν η Άννα βρήκε δωμάτιο με δύο κρεβάτια και μεγάλο μπαλκόνι. Ήταν ένα είδος ρετιρέ. Το δωμάτιο το βρήκε με είκοσι λίρες το μήνα. Τροφή και κατοικία. Το έπιασε. Κουβάλησε κιόλας εκεί, έστειλε τηλεγράφημα στην Πόλη, και άρχισε να περιμένει απάντηση για να μάθει πότε θα έφτανε η μητέρα της στην Αλεξάνδρεια, να πάει να την παραλάβει.
   Η Άννα άρχισε καινούργια ζωή. Όλη την ημέρα δουλειά γραφείου, τα βράδια μελέτη στενογραφία, τα σαββατοκύριακα μπάνιο σ' ένα απ' τα τόσα προάστια του Ράμλι, που βρίσκονταν πάνω σ' εκείνη την ωραία αμμουδιά. Για πρώτη φορά στη ζωή της η Άννα ένιωσε τέτοια σιγουριά.
   Ένα πρωί κατά τις δέκα, ο κλητήρας του γραφείου της, ο Αμπάς, μαζί με τον καφέ και το σάντουιτς, της έδωσε ένα σημείωμα. Το σημείωμα ήταν απ' τη διευθύντρια της πανσιόν, που έγραφε στην Άννα να πάει γρήγορα, γιατί έφτασε αναπάντεχα η μητέρα της  και δημιουργεί ζητήματα.
   Με την ψυχή στο στόμα έφτασε η Άννα στην πανσιόν και βλέπει μπροστά στην πόρτα συνωστισμό. Δυο αραπάδες τραβοκοπούν στο πεζοδρόμιο έναν τεράστιο και βαρύ σάκο -χαράρι, όπως το 'λεγαν τότε οι πολίτισσες νοικοκυρές, όπου θήκιαζαν μέσα όλα τους τα στρώματα και τα παπλώματα όταν μετακομίζανε. Στην είσοδο της οκέλας δέματα. Μπαίνει στο ασανσέρ, φτάνει στο τελευταίο πάτωμα, και βλέπει στο διάδρομο άλλα δέματα, καπελιέρες, μπόγους, κασόνες.
   Η Νάζλη, η μονόφθαλμη πλύστρα της πανσιόν που ζούσε πάνω στην ταράτσα, στέκεται μπροστά στην πόρτα της κάμαρας την ανοιχτή και χαχλανίζει, και μέσα η κυρία Κλειώ όρθια ανάμεσα σε μπαουλάκια και άλλες αποσκευές μαλώνει με τη διευθύντρια της πανσιόν.
   "Άννα, παιδί μου..."
   "Δεσποινίς..."
   "Σταθείτε, σταθείτε", λέει η Άννα και πιάνει το κεφάλι της. "Σταθείτε, σας παρακαλώ. Μαντάμ Καρρώ, μ' αφήνετε μόνη με τη μητέρα μου; Και συ πώς βρέθηκες εδώ χωρίς να ειδοποιήσεις;"
   "Γιατί; Τόσο πια γέρασα, που δεν μπορώ χωρίς τη βοήθειά σου να έρθω στην Αλεξάνδρεια;"
   "Και όλο αυτό το γκιότσι γιατί το κουβάλησες; Δεν είπαμε μόνο δυο βαλίτζες; Πού θα τα βάλουμε τώρα όλ' αυτά;"
   Πάει να καθήσει η Άννα πάνω σ' ένα κασόνι, σκοντάφτει σ' ένα καλάθι.
   "Προσοχή, Άννα μου, το ζώο".
   "Ποιο ζώο;"
   "Καλέ ο Ασλάν. Τρελάθηκα να τον αφήσω τον Ασλάν σ' εκείνη την παρτσακλή τη φιλενάδα σου; Το έφερα μαζί μου το ζώο".
   Και σε λίγο με τρυφερό χαμόγελο:
   "Πρόσεξε, σ' εκείνη την καλαθούνα είναι η Μαλβίνα. Και...  να σ' τα πω τα νέα, Άννα μου; Γέννησε το πουλάκι μου μέσα στο βαπόρι και έκανε δυο. Ένα τιγράκι κι ένα σαριδάκι".
   Εκείνο το βράδυ η Άννα πριν κοιμηθεί προσευχήθηκε. "Παντοκράτορα Θεέ", είπε, "βοήθεια! Και σεις, θεοί που βασιλέψατε στην άνω και κάτω Αίγυπτο, Ίσις και Όσιρις και Άμμων Ρα, εσύ, Μπαστέτ, θεά με τη γατίσια μούρη, λυπηθείτε, αν όχι εμένα, τουλάχιστον τις γάτες που κουβάλησε εδώ μέσα η μάνα μου. Λυπηθείτε μας και κάντε το θαύμα σας".
   Και ω του θαύματος! Η προσευχή της Άννας εισακούστηκε. Πριν καλοξημερώσει, οι ουρανοί πάνω απ' την έρημο της Σαχάρας άλλαξαν χρώμα. Σηκώθηκαν μικρά κύματα άνεμοι. Τα διαδέχτηκε μια μικρή ψιχάλα, και ύστερα σκιάστηκε ολωσδιόλου ο ήλιος πάνω από την Αλεξάνδρεια. Απλώθηκε παντού ένα σύννεφο. Σκοτάδι. Ένας πυρωμένος άνεμος φέρνει πυρωμένη άμμο που σα λάβα απλώνεται πλατιά και σκεπάζει τα πάντα. Τρυπώνει παντού, περνά ανάμεσα από κλειστά παντζούρια και τζάμια, και τρυπώνει σε κλειστά μπαούλα, σε συρτάρια, μέσα στα μάτια του κόσμου και κάτω από τα νύχια του. Βουίζει ο καυτός άνεμος καθώς περνά και τραβά τον πυρακτωμένο δρόμο του για να πάει να πέσει μέσα στη θάλασσα.
   "Χαμσίν!" ακούει η Άννα να φωνάζουνε τρομαγμένοι μπαρμπερίνοι στο διάδρομο.
   Ακούονται βιαστικά βήματα, τρέξιμο, παντζούρια να κλείνονται, πόρτες να χτυπούνε. Πετιέται η Άννα πάνω και αρπάζει τις γάτες, τις κλείνει στα καλάθια τους για καλό και για κακό. Ανοίγει η πόρτα της κάμαράς της κι ένας μπαρμπερίνος ορμάει μέσα. Σκοντάφτει πάνω στις αποσκευές που γέμιζαν την κάμαρα, κλωτσά, δρασκελά και τρέχει στην μπαλκονόπορτα.
   "Χαμσίν!" λέει.
   Γκάπα - γκούπα! Σφαλνά μάνι - μάνι την πόρτα της βεράντας, βγάζει απ' την τσέπη του μπουμπάρια και σουγιά και αρχίζει να στουμπώνει χαραμάδες. Μπροστά στην ανοιχτή πόρτα στέκεται η μονόφθαλμη Νάζλη και χαχλανίζει.
   "Τι είναι, καλέ; Τι γίνεται;"
   Η Κλειώ κάνει να σηκωθεί, αλλά είναι ακόμα ζαλισμένη. Πέφτει πίσω στο κρεβάτι της.
   "Τι γίνεται;"
   "Χαμσίν!" φωνάζει η Άννα, και χωρίς να καταλάβει πώς της ήρθε, αρπάζει το πρώτο δέμα που βρίσκεται μπροστά της και το πετά στη Νάζλη. "Πάρε, Νάζλη, να, πάρε κι αυτό".
   Κλωτσά μια κασονίτσα στο διάδρομο.
   "Παρ' τα όλα! Φώναξε και όλους τους σοφράγκηδες (2) από κάτω να 'ρθουν να πάρουν κι εκείνοι πράματα".
   Κλωτσά μια καπελιέρα στο διάδρομο, την αρπάζει ένας μπαρμπερίνος που έτρεχε μπροστά απ' την πόρτα τους.
   "Πα!" κάνει η κυρία Κλειώ. "Πα!"
   Και προσπαθεί να σηκωθεί.
   "Καλέ, Άννα!"
   "Σουτ! Σιωπή, χαμσίν!" φωνάζει η Άννα έξαλλη. "Κάτσε κάτω!"
   Γκάπα - γκούπα! Τα παράθυρα δώθε - πέρα εξακολουθούν να κλείνονται. "Χαμσίν! Χαμσίν!" ανεβαίνει η ηχώ μέσα στο φεγγίτη από το κάτω πάτωμα. Οι ένοικοι όλοι τρομαγμένοι κάθονται στα δωμάτιά τους. Οργή Θεού!
   "Να, Αζίζ!" φωνάζει η Άννα τραβώντας έναν αράπη από την γκελεμπία του. "Παρ' το αυτό".
   Και κλωτσά ένα κασόνι στο διάδρομο.
   "Καλέ, Άννα", προσπαθεί να πει η κυρία Κλειώ με σβησμένη φωνή.
   "Σους! Χαμσίν!"
   Τώρα πια αλλόφρων η Άννα τα αρπάζει όλα από μπροστά της και τα πετά στο διάδρομο φωνάζοντας θριαμβευτικά:
   "Χαμσίν! Ελάτε, μάγειροι, καμαριέρηδες, μποάμπηδες (3), ελάτε, πάρτε".
   Μια πόρτα άνοιξε δίπλα στην κάμαρά της.
   "Τι είναι, τζάνουμ; Πολύ πατιρντί ένεται!" λέει η διπλανή αρμενοπούλα.
   "Χαμσίν!" της λέει η Άννα και σφαλνά την πόρτα της.
   Η κάμαρα είχε αδειάσει. Μονάχα δυο βαλίτζες απόμειναν κοντά στο κρεβάτι της κυρίας Κλειώς και δυο καλάθια με τις γάτες κάτω απ' τα κρεβάτια τους.
   Η Κλειώ ήταν πεσμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι και έκλαιγε. Η Άννα, εξαντλημένη, έπεσε ανάσκελα στο δικό της το κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια της.
   Το θαύμα είχε γίνει.

   Τα δραματικά γεγονότα εκείνης της ημέρας έκαναν αίσθηση μέσα στην πανσιόν. Έγιναν κιόλας φίλες η κυρία Κλειώ με την Μαντάμ Ααρωνιάν που κρατούσε το δωμάτιο δίπλα στο δικό της.
   Η Μαντάμ Ααρωνιάν ήτανε χήρα καμιά τριανταπενταριά χρονών. Ωραιότατη. Μεγάλα καστανά μάτια, κόκκινα χείλια, όχι βαμμένα, ούτε πούδρα δε μεταχειριζόταν, και τα ωραία καστανά μαλλιά της με χωρίστρα στη μέση ήταν χτενισμένα πίσω σε κότσο.
   Άκουσε η Μαντάμ Ααρωνιάν εκείνη τη φασαρία που έγινε με τις αποσκευές της Κλειώς, άκουσε και την Κλειώ να κλαίει, και ήρθε την άλλη μέρα να τη γνωρίσει και να της παρασταθεί. Η Άννα έλειπε στο γραφείο.
   "Αμάν, Μαντάμ, μεράκ έτμε, μη στενοχωριέσαι", της είπε τούρκικα. "Μπούντα γκετσετζέκ, κι αυτό θα περάσει, είπε ο Χότζας".
   Τη φίλησε την Κλειώ, τη χάιδεψε και την πήρε με το ζόρι στην κάμαρά της να της ψήσει καφέ.
   Αμέ! Κρυφά απ' την Μαντάμ Καρρώ είχε η Μαντάμ Ααρωνιάν στο ντουλάπι της καμινέτο, καφεκούτι, φλιτζανάκια και όλα τα εφετά. Και τι ωραίο που το είχε κάνει το δωμάτιό της! Με την άδεια της Μαντάμ Καρρώ έβγαλε εκείνο το άγαρμπο σιδερένιο κρεβάτι της πανσιόν και αγόρασε ένα φαρδύ ντιβάνι, που το σκέπασε μ' ένα ωραίο μπεντουίνικο φαντό και πολλά χρωματιστά μαξιλαράκια. Κρέμασε δαντελένιες κουρτίνες στα παράθυρα και πάνω στο τραπέζι ακούμπησε μια ωραία γαβάθα γεμάτη φρούτα.
   Ζεστάθηκε η καρδιά της Κλειώς, και από κει που ήταν όρη και δυο βουνά, χαμογέλασε.
   "Τέτοιο ήταν πάντα αυτό το παιδί, Σιρανούς μου -μπορώ να σε φωνάζω με τ' όνομά σου, ε; Πες πως είμαι μάνα σου".
   Ύστερα από λίγο ήρθε ο αράπης και φώναξε την Κλειώ. Τη ζητούσανε στο τηλέφωνο.
   "Αχ, να ξέρεις, θα είναι απ' τον εξάδερφό μου. Άντε, Σιρανούς μου, φεύγω, γεια σου".
   Σε λίγο ήρθε στην πανσιόν η γυναίκα του Θρασύβουλου, η Ειρήνη, να την πάρει μαζί της, να την πάει στο σπίτι τους.
   "Θα φάμε το μεσημέρι μαζί και θα κάτσεις μαζί μας ως το βράδυ ώσπου να 'ρθει η Άννα να σε πάρει. Τηλεφωνηθήκαμε σήμερα. Εκείνη έχει πολλή δουλειά στο γραφείο και δε θα μπορέσει να έρθει το μεσημέρι να φάμε μαζί".
   "Δε θα τους είπε τίποτα", συλλογίζεται η Κλειώ. "Αποκλείεται". Και αποφασίζει να μην πει τίποτα κι εκείνη για όσα έγιναν την περασμένη βραδιά. Άλλωστε σε τι θα ωφελήσει και να τα πει; Μόνο που θα συγχιστεί. Το κακό τώρα έγινε που έγινε.
   Η υποδοχή της Κλειώς στο σπίτι του Θρασύβουλου έγινε σύμφωνα με όλους τους κανόνες της επαρχιώτικης καθωσπρεποσύνης. Ανοίχτηκαν τα σαλόνια, βγήκαν τα πρώτα κεράσματα, γνώρισε η Κλειώ τις δυο γεροντοκόρες αδερφές της Ειρήνης, ύστερα μίλησαν φυσικά για το χαμσίν. Δες εκεί ατυχία, λες και το είχε φυλαγμένο για την Κλειώ εκείνο το χαμσίν. Γι' αυτό και άργησε να επικοινωνήσει μαζί τους η Κλειώ.
   Η πρώτη αντάμωση των δύο εξαδέρφων, ύστερα από τόσα χρόνια, ήτανε συγκινητική, σκουπίστηκαν μάτια, φυσήχτηκαν μύτες, και αφού έγιναν οι σχετικές επιπλήξεις για τον αιφνίδιο ερχομό της Κλειώς στην Αλεξάνδρεια, κάθησαν στο τραπέζι.
   Το τραπέζι ήτανε σκεπασμένο με πιάτα με διάφορους μεζέδες. Μεζέδες πολίτικους, ευρωπαϊκούς, ακόμα και αράπικους, και ανάμεσά τους δεν έλειπε η ταραμοσαλάτα. Σαν είδε η Κλειώ την ταραμοσαλάτα μελαγχόλησε. Ο νους της πήγε στο γουδί της. Στο γουδί της ταραμοσαλάτας.
   "Αχ!" έκανε, ένα αχ που βγήκε απ' τα σωθικά της.
   "Τι τρέχει, Κλειώ;"
   Και σε λίγο:
    "Βρε παιδιά, είπα να μη σας τα πω, αλλά δε βαστώ. Χτες στην πανσιόν έγιναν πράματα!"
   "Ωχ!" έκανε από μέσα του ο Θρασύβουλος. Τη διαμονή της Άννας στην πανσιόν δεν την ενέκρινε καθόλου. Όλο και φοβόταν μήπως και ξεσπάσει κανένα σκάνδαλο και εκτεθεί στην οικογένεια της γυναίκας του.
   "Τι πράματα;"
   "Να, πώς να σας εξηγήσω... Φεύγοντας απ' την Πόλη η Άννα μου είχε πει να μη φέρω μαζί μου τίποτ' άλλο εκτός από δύο βαλίτζες με τα ρούχα μου. Η αλήθεια είναι πως με ειδοποίησε το παιδί πως εδώ νοίκιασε δωμάτιο σε πανσιόν και δεν υπήρχε τόπος, όμως εγώ, ό,τι και να πεις...  μπορούσα να βγω μέσα απ΄το σπίτι σαν την τρίχα απ' το ζυμάρι; Όχι που είχε απομείνει τίποτις άξιο λόγου ύστερα από τόσες μετακομίσεις και τέτοια καταστροφή. Όλα σχεδόν είχανε πουληθεί. Φυσικά και το σπίτι μας είχε διαλυθεί και εγώ έμενα στης αδερφής μου. Μα και η Αγαθώ ετοιμαζότανε να διαλύσει το σπίτι της και να φύγει να πάει ν' ανταμώσει τα παιδιά της στη Νότια Αφρική. Φταίμε εμείς που ο κόσμος τις μέρες μας κατάντησε σαν τα τρελά πουλιά; Άιντε ας πάρω αυτό, άιντε κρίμα είναι να πεταχτεί εκείνο, κάτι απ' εδώ, κάτι από κει, μαζεύτηκαν μερικά πράματα και τα έφερα μαζί μου. Τα στοιβάξαμε όπως - όπως μέσα στην κάμαρά μου και έξω στη βεράντα της πανσιόν, μείνανε και μερικά κάτω κοντά στο θυρωρείο, οπότε χτες απ' τα ξημερώματα άρχισε αυτή η θεομηνία, πώς το λέτε εδώ, χαμσίν. Τι να σας πω, βρε παιδιά μου, αυτό που είδαν τα μάτια μου ήταν άνευ προηγουμένου. Ακούω, που λέτε, μέσα στον ύπνο μου θορύβους, φωνές, ανθρώπους να τρέχουνε μέσα στο διάδρομο, παντζούρια να κλείνουνε, γκάπα, γκούπα, πόρτες να χτυπούνε. Αμάν, λέω από μέσα μου, φωτιά! Ανοίγω τα μάτια μου, βλέπω μπροστά μου έναν αράπαρο να ορμά στη μπαλκονόπορτα. «Βοήθεια!» κάνω να φωνάξω και η φωνή μου δε βγαίνει. Κουκουλώνομαι πάνω απ' το κεφάλι, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα, δεν αντέχω. Ζέστη, καμίνι! Ο κόσμος καίγεται! Βγάζω τη μύτη μου απ' το σεντόνι, βλέπω μια Άννα όρθια, μισόγυμνη, μόνο με το νυχτικό, να τραβά τον αράπη απ' τον τζουμπέ του και να τον παρακαλεί να πάρει το μπόγο με τα λουτρικά. «Αμάν, σε παρακαλώ, παρ' τονα». «Πα, καλέ Άννα», κάνω να πω. «Σιωπή!» φωνάζει η Άννα έξαλλη, «χαμσίν!» «Τι πράμα;» «Χαμσίν!» «Χαμσίν!» λένε και έξω στο διάδρομο και τρέχουν δώθε - πέρα. Τρελάθηκα. Αρπάζει άξαφνα η Άννα την καπελιέρα μου και την καθίζει στην αγκαλιά μιας αραπίνας που στέκεται μπροστά στην πόρτα της κάμαράς μας. «Καλέ, Άννα...» φωνάζω, ανασηκώνομαι, κάνω να σηκωθώ, κατεβάζω το ένα μου πόδι απ' το κρεβάτι. «Μη σαλέψεις απ' το κρεβάτι σου, χαμσίν!» φωνάζει η Άννα και πετά έξω στο διάδρομο το δέμα με τα κάδρα, πετά το μπόγο με τα τραπεζομάντιλα, δίνει μια κλωτσιά στο κασόνι με τα τεντζερικά, το στέλνει έξω, χύνονται τα μισά στο διάδρομο και ξεφωνίζει: «Χαμσίν! Χαμσίν! Ελάτε να μαζέψετε ό,τι θέλετε». Μαζεύονται έξω αραπάδες, αραπάκια, αραπίνες, αρπάζουνε με δυο χέρια τα πράματά μας, δίνει μια κλωτσιά η Άννα και σφεντονίζει στο διάδρομο το τελευταίο πράμα που είχε απομείνει στο πάτωμα. Ήτανε το γουδί της ταραμοσαλάτας".
   Στέκεται η Κλειώ, τους κοιτάζει, μόνο που δεν κλαίει. Μέσα στην τραπεζαρία ακούστηκε το πρώτο γέλιο από την άκρη του τραπεζιού. Ήταν η Ελένη, η μικρότερη αδερφή, που δεν μπόρεσε πια να κρατηθεί. Ακολούθησε η Ειρήνη.
   "Ναι", φωνάζει μερακλωμένη η Κλειώ. "«Χαμσίν!» πάλι με λέει η Άννα αγριεμένη και σφαλνά την πόρτα".
   Αυτή τη φορά πατά τα γέλια δυνατά η Ειρήνη.
   "«Καλέ, το γουδί μου!» φωνάζω εγώ. «Τέτοια γουδιά τώρα δε φτιάνουνε πια. Εγώ απ' την Αγαθώ το ζητιάνεψα!»"
   Έβγαλε η Κλειώ το μαντίλι, σκούπισε τον ιδρώτα της απ' το μέτωπο, πήρε μια βαθιά ανάσα ανθρώπου που τα είπε όλα και ξαλάφρωσε. Στέκεται, τους κοιτάζει έναν - έναν.
   "Εσείς γελάτε. Ρωτήστε και μένα. Αυτό τώρα τι ήτανε; Πάνε όλα τα πράματά μας, τα μοίρασε. Αλ σανά, βερ ονά, σικίμ καλντίζ Χασανά!"
   Σ' αυτό πια επάνω, ο Θρασύβουλος πέταξε το πιρούνι του, τίναξε πίσω το κεφάλι του και άρχισε να γελά φωναχτά.
   "Άαα - χαχαχαχα! Χαχαχαχα! Αχ!"
   "Καλέ, πιάστε τον, θα πέσει απ' την καρέκλα του! Αέρα, αέρα κάντε του!"
   "Α-χα-χα-χα-χαχά!"
   Ο αράπης που στεκόταν τόση ώρα με την πιατέλα στο χέρι, έτοιμος να σερβίρει το πιλάφι, γυρίζει και τρυπώνει βιαστικά στο διάδρομο που οδηγεί πίσω στην κουζίνα. Σε λίγο ακούγονται από κει γέλια σπαρταριστά. Λες να κατάλαβε τίποτα; Θες να καταλαβαίνει τούρκικα ο Αλή;"
   Τέτοιο γέλιο, τέτοια ανορθόδοξη συμπεριφορά δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του το καθωσπρέπει επαρχιώτικο κατεστημένο ετούτου του σπιτιού.
   "Και ξέχασα να σας πω", επιμένει ν' αποτελειώσει η Κλειώ, "ξέχασα να σας πω πως έφερα μαζί μου απ' την Πόλη και τα ζώα μου, τον Ασλάν και τη Μαλβίνα..."
   "Ααα-χαχαχα!"
   "Σταθείτε καλέ, τι πάθατε; Και η Μαλβίνα στο βαπόρι μέσα, θες από τη σύγχυσή του το ζώο, θες που το έπιασε η θάλασσα, γέννησε, το πουλάκι μου... Έκανε δυο γατάκια, ένα τιγράκι κι ένα σαριδάκι. Θα σας τα φέρω να τα δείτε..."
   "Ααα, χα-χα-χα! Αααα -χα-χα-χα! Να μας τα φέρεις εμάς, να μας τα φέρεις να τα κρατήσουμε, να μας φέρεις και τη μάνα τους μαζί".

   Η τύχη, λένε οι Κινέζοι, χτυπά στη γελαστή την πόρτα, και απ' την ημέρα που η Κλειώ έμπασε το γέλιο μέσα στο σπιτικό του Θρασύβουλου, ένας άλλος αέρας θαρρείς φύσηξε μέσα σ' εκείνο το μακάβριο σπίτι.
   Πρώτα - πρώτα μια αναπάντεχη τύχη παρουσιάστηκε στην αδερφή της Ειρήνης, την Κατίνα, που είχε περάσει πια τα τριάντα και είχε απελπιστεί. Έπειτα, η Ειρήνη, που πώς και πώς περίμενε τόσα χρόνια να κάμει παιδί και τόσο λαχταρούσε, έμεινε έγκυος. Τρίτο, οι επιχειρήσεις του Θρασύβουλου στη Μπούρσα του μπαμπακιού πήγαν πολύ καλά. Ανέβαινε η τιμή του μπαμπακιού.
   Το ποδαρικό της Κλειώς θεωρήθηκε γουρλίδικο, οι αμαρτίες της Άννας ξεχάστηκαν, και όχι μόνο ξεχάστηκαν, αλλά η Άννα, χωρίς να το καταλάβει πώς, επιβλήθηκε. Οι εκκεντρικότητές της συχωρέθηκαν, όπως συγχωρούνται οι εκκεντρικότητες των ξένων. «Ε», σου λέει, «έτσι είναι αυτές οι Αμερικάνες», και παύει ο κόσμος να παραξενεύεται μαζί τους. Ανέβηκαν οι μετοχές της οικογένειας. Ο Θρασύβουλος σήκωσε αψηλά πάλι τους ώμους του και άρχισε να υπερηφανεύεται για την καταγωγή του. «Από δω η εξαδέλφη μου, από δω η ανεψιά μου». Η Ειρήνη ανασκουμπώθηκε να παντρέψει την Άννα και να τη στεφανώσει μόνη της. Ένα πράμα μόνο τους ανησυχούσε, η επιμονή της Άννας να μένει σε πανσιόν. Οι πανσιόν και τα ξενοδοχεία εκείνη την εποχή στην Αλεξάνδρεια ήτανε καμουφλαρισμένοι οίκοι ανοχής. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να τα πει κανείς. Και πώς να δώσεις στην Κλειώ και στην Άννα να καταλάβουν πως η Αλεξάνδρεια δεν ήταν σαν άλλες πόλεις του κόσμου όπου οι κακόφημες περιοχές είχαν καθορισμένα σύνορα. Στην Αλεξάνδρεια η πορνεία είχε ξαπλωθεί σαν λεκές από πετρέλαιο δώθε - πέρα μέσα στην πολιτεία και τρύπωνε ανάμεσα στα στημόνια της. Η λεωφόρος Ράμλι, που την ανεβοκατέβαινε όλος ο κόσμος -υπάλληλοι, γυμνασιόπαιδα, δημοσιογράφοι, μαγαζάτορες, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, μαζί τους και ο Καβάφης-  η λεωφόρος αυτή, με τα ζαχαροπλαστεία της, τα κέντρα της, τα μαγαζιά της, χωρίς να θεωρείται κακόφημος δρόμος, μόλις άναβαν τα βραδινά φώτα γινότανε βιτρίνα όλων των πορνείων που ήταν εγκατεστημένα στα παρασόκακά της, και το πεζοδρόμιο κάτω απ' τα παράθυρα της Pension Belge ήταν η πιάτσα όπου έκαναν το σουλάτσο τους οι πόρνες. Στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν το κέντρο όπου μαζεύουνταν όλοι οι μαστρωποί που κάθουνταν και παρακολουθούσαν τα κορίτσια τους να εργάζονται.
   Οι ένοικοι όμως ετούτης της πανσιόν ποιοι ήταν; Αν σου βαστάει πες κακό γι' αυτούς.
   "Η Μαντάμ Ααρωνιάν; Δεν ξέρεις τι λες; Έκτακτος άνθρωπος".
   Ώσπου μια μέρα ένας Αμερικάνος συνάδελφος παίρνει την Άννα κατά μέρος και της λέει να πάψει να συστήνει στη Μαντάμ Ααρωνιάν Αμερικάνους συναδέλφους απ' το γραφείο της, γιατί η Μαντάμ Ααρωνιάν ήταν επαγγελματίας πόρνη και μ' αυτό τον τρόπο η Άννα προμήθευε πελατεία.
   Έπειτα βγήκε στη μέση μια Μαντάμ Αλμπέρτι. Ανοιχτόκαρδη, καλοσυνάτη Σμυρνιά. Φιλίες, αγάπες με την Κλειώ, προπάντων όταν ερχόταν ο Τζων Ιακωβίδης από το Κάιρο, ένας δεύτερος ξάδερφος της Κλειώς,  διευθυντής της Régie des Tabacs, του Μονοπωλίου Καπνού, και μέλος της Λέσχης Μωχάμετ Άλη. Αυτός ο ξάδερφος χάρηκε και συγκινήθηκε σαν είδε την Κλειώ ύστερα από τόσα χρόνια, και κάθε φορά που κατέβαινε στην Αλεξάνδρεια για δουλειά δεν έλειπε να πηγαίνει να τη βλέπει και να της φέρνει κάποια λιχουδιά από του Μποντρώ. Κάθε φορά η Μαντάμ Αλμπέρτι τύχαινε να είναι στην κάμαρα της Κλειώς και χα-χα-χα και χου-χου-χου, η Κλειώ άρχισε κάτι να υποψιάζεται. Μια μέρα που ήταν μόνη στην κάμαρά της, έρχεται ο Τζων μέσα χαρούμενος.
   "Cousine, cousine, ξαδέρφη, ξαδέρφη" -της δίνει ένα κουτί σοκολατάκια- "έλα", της λέει, "έχω τ' αμάξι κάτω, έλα να πάμε να σε σεργιανίσω στην Αλεξάνδρεια".
   Την πήγε βόλτα στους κήπους της Νούζας και από κει την πήγε στο νεκροταφείο να δει τους τάφους της μητέρας του και της θείας Κλεοπάτρας.
   "Να, αυτός είναι ο τάφος της μακαρίτισσας της μητέρας, εσύ την αγαπούσες τη μητέρα, Κλειώ, δεν την αγαπούσες;"
   Και βέβαια την αγαπούσε. Δάκρυσε η Κλειώ, δάκρυσε και για τη θεία Κλεοπάτρα. Στο γυρισμό, ανταμώνουν στο διάδρομο της πανσιόν τη Μαντάμ Αλμπέρτι φρεσκοβαμμένη, νυφοστολισμένη.
   "Α! Μαντάμ Αλμπέρτι, τι κάνετε; Πού πάτε; Έχω κάτω τ' αμάξι, έρχεστε να σας πάω στο σινεμά; Παίζει ο Σαρλώ. Au revoir, cousine, εις το επανιδείν".
   Πήρε την Μαντάμ Αλμπέρτι και δρόμο.
   Εκείνη την ημέρα ήταν που η Κλειώ τον Τζων τον ονόμασε «τσαχειλά».
   "Αμέ δεν ξέρεις, μπρε Θρασύβουλε, πεισματικό με ήρθε. Ακούς, Ειρήνη; Να με πάει εμένα στα νεκροταφεία και ν' αρχίσει «αυτός είναι ο τάφος της μητέρας, αυτός είναι ο τάφος της θείας Κλεοπάτρας», να με σφίξει την ψυχή μου, να την κάνει ένα κουβάρι, και στο γυρισμό να πάρει τη Μαντάμ Αλμπέρτι να την πάει στο σινεμά! Ας πάρει τα μούτρα του να ξανάρτει στην κάμαρά μου, ο τσαχειλάς. Θα τον διώξω, μα το Θεό, θα τον διώξω. Θα διώξω κι εκείνηνα την Παστράνα".
   Γελά, ξεκαρδίζεται ολόκληρη η οικογένεια.
   "Και ποια ήταν η Παστράνα, Κλειώ; Πού το βρήκες αυτό το όνομα;"
   "Μια αφρικανίδα βασίλισσα που ήρθε κάποτε στην Πόλη, προσκαλεσμένη από τον Σουλτάν Χαμίτ".
   Τον τσαχειλά δεν έγινε ανάγκη να τον διώξει η Κλειώ, γιατί μόνος του έπαψε να έρχεται. Ύστερα από λίγο έφυγε και η Παστράνα απ' την πανσιόν. Έτσι ήταν αυτή η πανσιόν, φιλίες - φιλίες και άξαφνα άδεια κάμαρα. Έφυγε, σου λένε. Ούτε αντίο, ούτε τίποτα.
   Μια μέρα, τη φώναξε ο Θρασύβουλος στο γραφείο του και της είπε κρυφά:
   "Τα έμαθες; Ο Τζων έπιασε διαμέρισμα κοντά στο σπίτι του, στο Κάιρο, και μαιτρεσάρισε εκείνη τη χοντρή που του σύστησες".
   "Πα!" έκανε η Κλειώ. "Πα! Το κοπρόσκυλο!"

   Ύστερα απ' αυτό και η Κλειώ και η Άννα κατάλαβαν πως είχε δίκιο ο Θρασύβουλος που έλεγε πως εδώ στην Αλεξάνδρεια τα ξενοδοχεία και οι πανσιόν δεν ήταν μέρος για να κάθονται δυο ολομόναχες γυναίκες.
   Κατά τα άλλα, καλή η Αλεξάνδρεια, δε σε λέω, όμως μονοτονία. Ούτε ένα βουναλάκι, ούτε ένας λόφος, ούτε ανήφορος, ούτε κατήφορος. Και ο χρόνος κυλά όπως φαντάζεται κανείς πως θα έπρεπε να κυλά στα Ηλύσια Πεδία. Περνά καλοκαίρι, περνά φθινόπωρο, χειμώνας, άνοιξη, λαχταράς καμιά φορά να δεις να πέφτουν κιτρινισμένα φύλλα απ' τα δέντρα, να δεις το βοριά να τα σαρώνει. Τίποτα.
   Μπήκε φθινόπωρο, πλησιάζει χειμώνας, και ο μόνος που το κατάλαβε αυτό ήταν ο Ασλάν. Ο Ασλάν άρχισε να εξαφανίζεται τα βράδια. Έπαψε πια να πηγαίνει στην άμμο που του ανανέωνε κάθε μέρα ο Αζίζ, έξω στο μπαλκόνι. Έβγαινε αθόρυβα από τη σκάλα της κουζίνας και ανέβαινε τις νύχτες πάνω στα κεραμίδια και τις ταράτσες των σπιτιών, τρύπωνε στα πλυσταριά και στα διαμερίσματα της Νάζλη, όπου γινόταν αντικείμενο θερμής υποδοχής από τους αραπάδες όλης της οκέλας. "Για σαλάμ! Για σαλάμ!" τον χαιρετούσαν με θαυμασμό οι μπαρμπερίνοι.
   Στην πανσιόν ησυχία. Έπαψε ο θόρυβος στους διαδρόμους από τον καιρό που έφυγε η Μαντάμ Ααρωνιάν και η Μαντάμ Αλμπέρτι.
   Οι μόνες γυναίκες που απόμειναν ήτανε μια καθώς πρέπει ηλικιωμένη κυρία με μαύρα βαμμένα μαλλιά, μαύρο μακρύ μεταξωτό φουστάνι, και στο χέρι της ένα περίφημο μαύρο μαργαριτάρι. Της το χάρισε λέει, κάποτε ο ζάπλουτος Έλληνας ομογενής ο Γούσιος. Εκτός απ' αυτήν ήταν και η Ροζή. Γριά κι αυτή, γυναίκα του Μουσιού Κααδά. Αυτό το αντρόγυνο είχε έρθει στην Αλεξάνδρεια από τη Σαγκάη, όπου διατηρούσε χαρτοπαικτείο. Έπειτα ήταν κάποιοι νεαροί τραπεζικοί υπάλληλοι, ήταν και δύο ξένοι δημοσιογράφοι. Ο ένας Ιταλός, υποκόμης Τζιοβάνι Μπατίστα Πεταλίνι, ο άλλος Γάλλος, ο Μαρί-Φιλίπ, κόμης ντε Σαμπριάν. Ωραία παλικάρια κι οι δυο και πολύ καθώς πρέπει. Αυτό που λένε αγγλικά correct.
   Ο ένας απ' αυτούς, ο Γάλλος, έκανε μια μέρα στην Άννα μια πολύ δελεαστική πρόταση. Της πρότεινε να αναλάβει να κάνει μια ανταπόκριση σ' ένα γαλλικό περιοδικό για το εμπόριο λευκής σαρκός στα λιμάνια της Μέσης Ανατολής, και ειδικά αυτή τη φορά στην Αλεξάνδρεια. Για την εφιαλτική ζωή των ανήλικων παιδιών μέσα στα καταγώγια που βρίσκονταν στα Αράπικα. Η Άννα φυσικά αρνήθηκε, γιατί δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι της στα Αράπικα, και ο κόμης ντε Σαμπριάν υποσχέθηκε να την πάει μια μέρα αυτός, να την ξεναγήσει. Θα έπαιρνε και τη φωτογραφική του μηχανή.
   Η Άννα δέχτηκε, κι αποφασίστηκε να πάνε την επομένη. Όμως ύστερα η Άννα θυμήθηκε πως την επομένη δε θα μπορούσε να πάει επειδή ήταν η τελευταία Πέμπτη του Νοέμβρη και ήτανε προσκαλεσμένη στο σπίτι του Διευθυντή της για να γιορτάσουν το Thanksgiving Day, την Ημέρα των Ευχαριστιών, και να φάνε μαζί με όλους τους άλλους υπαλλήλους του γραφείου την πατροπαράδοτη γαλοπούλα. Επομένως αποφασίστηκε να το αναβάλουν για τη μεθεπομένη, δηλαδή για την Παρασκευή το βράδυ και συμφώνησαν να ανταμώσουν κάτω στην είσοδο της οκέλας τους. 
   Πήγε στο γλέντι της Πέμπτης η Άννα και ευχαριστήθηκε πολύ. Τραγούδησαν ύμνους και στο τέλος πιαστήκαν χέρι - χέρι και τραγούδησαν «Όχι, δε χωριζόμαστε για πάντοτε, παιδιά». 
   Παίξαν διάφορα παιχνίδια, φάγανε γαλοπούλα, ήπιανε και σαμπάνια. Τη συνόδεψαν στο σπίτι ο Γκρέγκορι και ο Τζιλ και η Άννα έπεσε να κοιμηθεί κατενθουσιασμένη. Λίγο πριν την πάρει ο ύπνος ο νους της πήγε σ' εκείνες τις φρίκες που της διηγήθηκε ο κόμης ντε Σαμπριάν για τα παιδάκια στα πορνεία τα αράπικα και χάλασε το κέφι της. Άρχισε να σκέφτεται πως καλά θα έκανε να μην πάει πουθενά μαζί του, ούτε και να δεχτεί να γράψει για τέτοια φριχτά πράματα. Εκεί απάνω την πήρε ο ύπνος και κοιμήθηκε μονορούφι ως το πρωί.
   Την άλλη μέρα, καθώς πήγαινε τρεχάτη να μπει στο ασανσέρ, σκόνταψε πάνω στον υποκόμη Πεταλίνι.
   "Ελάτε, ελάτε", είπε ο υποκόμης, μπήκε μαζί της στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί για το δεύτερο πάτωμα.
   "Μα δεν πηγαίνουμε στην έξοδο;" είπε η Άννα.
   "Ελάτε, ελάτε", απάντησε ο Πεταλίνι, την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε στο διάδρομο του δεύτερου πατώματος.
   Ήρεμος, χαμογελαστός, όμως το χέρι του σαν ατσαλένια τανάλια γύρω από το μπράτσο της, την τράβηξε δεξιά, ύστερα αριστερά μέσα στο διάδρομο, και πριν προφτάσει η Άννα να συνέλθει απ' την έκπληξή της, της δίνει μια σκουντιά μπροστά σε μια ανοιχτή πόρτα, τρυπώνει κι αυτός μέσα και κλείνει. Σπρώχνει το σύρτη και της γνέφει με το δάχτυλο: «Σσς, σιωπή!» Στάθηκε έκπληκτη και κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν μαζί του κλειδωμένη μέσα σ' ένα αποχωρητήριο!
   "Σιωπή, δεσποινίς, πρόκειται για τη ζωή σας. Ακούστε με. Δεν έχω καιρό για πολλά λόγια. Ο Σαμπριάν σας πούλησε. Αν πάτε μαζί του σήμερα το βράδυ στα Αράπικα, ο ήλιος δε θα σας ξαναδεί ποτέ. Κάντε την άρρωστη και βάλτε τη μητέρα σας να τον διώξει με το καλό. Προσέξτε τον! Είναι επικίνδυνος! Μη με προδώσετε, γιατί θα με ξεκάνουνε. Πιστέψτε τα λόγια μου, και να ξέρετε πως δε σας ειδοποιώ από καλοσύνη, έχω έναν παλιό λογαριασμό να κανονίσω μαζί του. Και τώρα αντίο. Να μη βγούμε οι δυο μαζί από 'δω. Θα βγείτε πρώτη κι εγώ θα βγω ύστερα από σας".
   "Όχι", λέει η Άννα, "θ-θ-θα βγείτε εσείς πρώτος κι εγώ θα βγω ύστερα από σας".
   Και επειδή αντιλήφθηκε κάποιο αρνητικό ερωτηματικό στα χείλη του, πρόσθεσε βιαστικά:
   "Αισθάνομαι κάποια ελαφριά δ-δ-δ-διαταραχή στα έντερά μου".
   "Ε;" έκανε ο Πεταλίνι -και σε λίγο: "Ω, παρντόν. Βεβαίως, βεβαίως".
   Άνοιξε σιγά - σιγά την πόρτα, έβγαλε το κεφάλι του έξω, επισκόπησε τα γύρω, γλίστρησε σα σαλαμάντρα στο διάδρομο και έγινε καπνός. Η Άννα έκλεισε την πόρτα και έσπρωξε το σύρτη. Ήθελε να συνέλθει.

   Στην Ιμπραημία, τέταρτη στάση από την αφετηρία των τραμ που ξεκινούσαν από «του Αθηναίου», ήταν ένα σπιτάκι μέσα σ' έναν πελώριο κήπο εγκαταλελειμμένο, που είχε γύρω - γύρω ένα χαμηλό τοίχο κουκουλωμένο από φραγκοσυκιές. Ο κήπος είχε πολλές μισοάγριες τριανταφυλλιές και άλλες παλιές δόξες μιας καλύτερης εποχής, που φύτρωναν ανάμεσα σε καινούργιους θάμνους, ανάμεσα σε ακλάδευτες βερικοκιές και μουσμουλιές.
   Το σπιτάκι, ένα ξεθωριασμένο τριανταφυλλί με τσαγαλιά ξεθωριασμένα παντζούρια, είχε όλο - όλο δύο δωμάτια, το ένα από 'δω και το άλλο από κει, μια μεγάλη σάλα στη μέση, και στο πίσω μέρος μια μεγάλη κουζίνα και λουτροκαμπινέ. Γύρω - γύρω είχε μια πολύ πλατιά βεράντα με γείσο, που την αγκάλιαζε ένα όργιο άγριας βλάστησης. Στα δεξιά του φύτρωνε μια ωραία γαζία. Ολόκληρη η αριστερή του πλευρά σκιαζόταν από μια τεράστια μανόλια που μοσχοβολούσε και προσπαθούσε να πνίξει τη μεθυστική ευωδιά όλης εκείνης της ατίθασης βλάστησης. 
   Για το σπιτάκι είχε τρέξει όλη η οικογένεια, όμως εκείνη που πρωτοστάτησε ήταν η Ειρήνη, που άνοιξε τις αποθήκες του σπιτιού της και έβγαλε παλιά κρεβάτια, ντουλάπια, τραπέζια.
   "Εμπρός, αυτά τώρα ξεχάστε τα", είπε σαν άρχισε η Κλειώ το παλιό βιολί και θυμήθηκε το γουδί της σκορδαλιάς, το μαχαιράκι της κουζίνας, το Θησείο που είχε κεντήσει όταν ήταν δεκαπέντε χρονών. "Ό,τι έγινε, έγινε, από δω και μπρος καινούργια ζωή".
   Στήθηκε από ένα κρεβάτι στην κάθε κρεβατοκάμαρα, τραπεζάκια, ντουλάπες, καρέκλες, αλλά πρώτα απ' όλα κρεμάστηκε στο χολ το παλιό οχτάγωνο ρολόι του παππού, που καθότανε τόσον καιρό κρυμμένο στον πάτο της μεγάλης βαλίτζας που είχε κρύψει η Κλειώ κάτω απ' το κρεβάτι της. Κουρδίστηκε και άρχισε να χτυπά με τη βραχνιασμένη του φωνή τις ώρες.
   Στην κουζίνα μπήκε στη μέση ένα τραπέζι τετράγωνο, μπήκε ένα μικρό καναπεδάκι, στολίστηκαν οι πιατοθήκες με χρωματιστά χαρτιά, μπήκε αμπαζουράκι στον ηλεκτρικό λαμπτήρα, γιατί το σπίτι είχε ηλεκτρικό, είχε και γκάζι.
   Στο βάθος του κήπου ήτανε το πλυσταριό και το σπιτάκι του Χαλίλ, του φύλακα. Ο Χαλίλ, ένας μπαρμπερίνος καμιά πενηνταριά χρονών, παλιός σοφράγκης, δηλαδή σερβιτόρος, δεν υπήρχε πράμα που να μην το ξέρει. Πρώτα απ' όλα ήξερε τέσσερις ξένες γλώσσες: ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Ήξερε να μαγειρεύει, να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού, να ψωνίζει, να πλένει πιάτα. Ως τις τρεις το απόγεμα δούλευε στο σπίτι, ύστερα έστρωνε το βραδινό τραπέζι, έβγαζε την άσπρη γκελεμπία του σπιτιού, τις κόκκινες παντόφλες, φορούσε τα δικά του ρούχα, έπαιρνε μαζί το βραδινό του φαγητό και έφευγε. Ήταν ελεύθερος να πάει βόλτα στα Αράπικα ή να φιλοξενήσει την πλύστρα τους τη Φάτμα ή την πλύστρα τους την Αζίζα ή όποια πλύστρα ήθελε.

   Μόλις πάτησε το πόδι της η Άννα σ' αυτό το σπίτι, αιστάνθηκε πως έφτασε σ' ένα μέρος δικό της. Λες και είχε χτιστεί για κείνηνα εκείνο το σπίτι και την περίμενε.
   Το ίδιο και ο Ασλάν. Ο Ασλάν στην αρχή έκανε σαν τρελός. Αντί να τρομάξει που τον έφεραν σε καινούργιο μέρος, αφού περπάτησε το σπίτι και μύρισε τα ρούχα τους, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε στον κήπο. Μόλις πάτησε χώμα, το χωματάκι που έστρωσε ο Θεός στη Γη για να πατούν απάνω οι πατούσες των ζωντανών και να αντλούν δύναμη, χωματάκι για να το σκαλίζουνε και να το κοπρίζουνε, πήρε φόρα και όρμησε σα σίφουνας πάνω σ' ένα δέντρο. Και από κει έπεσε χάμω και σβαρνίστηκε και ύστερα καμώθηκε πως αγρίεψε. Σήκωσε όρθιες τις τρίχες της πλάτης του, φούντωσε την ουρά του και όρμησε να κρυφτεί κάτω από ένα θάμνο. Εκεί θα τον γαργάλησε κανένα κλωνάρι και αναπάντεχα πετιέται απάνω σα λαστιχένια μπάλα, κάνει στον αέρα μια γυροβολιά, πέφτει στη γη στητός και ανάλαφρος, λες και χορεύει τσάμικο, και γίνεται άφαντος.
   "Διες τονα, διες τονα, Άννα".
   Ύστερα από λίγο μεγαλοπρεπέστατος ο Ασλάν περνά από μπροστά τους σιγά - σιγά  και τραβάει ίσια σ' ένα δέντρο ν' ακονίσει τα νύχια του.
   "Βρε γέρακλα, βρε γέρακλα, τι κεπαζελίκια είν' αυτά που μας κάνεις;" τον σφίγγει η Άννα στην αγκαλιά της.
   Κυλούσε τόσο όμορφα η ζωή μέσα σ' εκείνη την ειδυλλιακή βιλίτσα, που δεν ήξερε η Άννα ποια ώρα της ημέρας ή της νύχτας ήταν η καλύτερη. Η ώρα που ερχόταν πεινασμένη απ' το γραφείο κι έβρισκε εκείνες τις λιχουδιές που είχε ετοιμάσει πότε ο Χαλίλ και πότε η μητέρα της, ή τα βραδινά που κάθονταν αντίκρυ - αντίκρυ οι δυο τους στη βεράντα; Ή μήπως οι μοσχοβολημένες νύχτες που σε μεθούσε η μυρουδιά απ' τη μανόλια και τα φούλια; Δεν ήξερε ακόμα αν μεγαλύτερη απ' όλ' αυτά δεν ήταν η χαρά και η ικανοποίηση για την ανεξαρτησία της.
   Όλο το μισθό της τον έδινε στη μητέρα της και γλίτωνε απ' τον μπελά της διαχείρισης. Ό,τι λεφτά χρειαζόταν για τα μικρά της έξοδα τα κρατούσε. Και ποια ήταν τα έξοδά της; Μόνο οι επισκέψεις της στους Ρώσους πρόσφυγες του Αμπουκίρ. Λούσα δεν έκανε. Δε σκοτιζόταν για λούσα, μα και καιρό δεν είχε ν' ασχοληθεί μ' αυτά.
   Με τη συμβουλή του Θρασύβουλου η Κλειώ έδωσε δεκάξι λίρες αιγυπτιακές και αγόρασε ένα Crédit Foncier Égyptien. Το Crédit Foncier Égyptien έφερνε καλό τόκο, είχες και την τύχη του λαχείου.
   "Έτσι θα το κάνουμε. Crédit Foncier θα παίρνουμε κάθε τόσο", είπε η Κλειώ.
   "Ναι, ναι, όμως θα κάνω κάποτε και κανένα ταξιδάκι στο Κάιρο να δω τις πυραμίδες. Και στην Άνω Αίγυπτο. Μαμά, θα 'ρθεις και συ μαζί μου στην Άνω Αίγυπτο. Σύμφωνοι; Έπειτα θέλω να επωφεληθώ από την άνοδο της λίρας, να πάω να δω την Ιταλία, την Ελλάδα, τη Γερμανία. Ξέρεις τι γίνεται με τον πληθωρισμό στη Γερμανία; Λίγες λίρες να 'χεις στην τσέπη σου και ζεις σαν πασάς. Και στην Ελλάδα, λέει, 750 δραχμές έφτασε η αιγυπτιακή λίρα".
   Αυτή βέβαια δεν ήταν η ζωή που είχε ονειρευτεί η Άννα. Δεν είχε ονειρευτεί να χάνει κάθε μέρα οχτώ και εννιά και καμιά φορά δέκα πολύτιμες ώρες απ' τη ζωή της μέσα σε γραφεία και να ασχολείται με χαρτιά, χαρτιά, χαρτιά που δεν της λέγαν τίποτις για να κερδίζει λίρες. Για άλλα πράματα είχε ξεκινήσει, αλλά όταν γεννηθείς σε μια τέτοια εποχή και όταν πέσεις ανάμεσα στις μυλόπετρες τι μπορείς να κάνεις; Δεν πειράζει· και τόσα που κατάφερε δεν ήταν λίγο πράμα. Τώρα που έβαλε το νερό στ' αυλάκι, κανείς δεν την εμπόδιζε να μορφωθεί.
   Έμμονη ιδέα είχε καταντήσει στην Άννα το ζήτημα της μόρφωσης. Δεν ήταν σνομπ. Τη μόρφωση την ήθελε για να μπορέσει να ικανοποιήσει τα ερωτηματικά που είχε μέσα της. Δεν πειράζει. Θα το κατόρθωνε κάποτε. Σιγά - σιγά.
   Έτσι κυλούσε η ζωή της Άννας, όμορφα και καλά, και έτσι θα την άφηνε να κυλά κάθε γνωστικό κορίτσι στη θέση της. Θα μάζευε παραδάκι, θα τσαλαβούταγε λίγο για διασκέδαση στην περίφημη μόρφωση, αφού την είχε πάρει τόσο από καρδιά, θα έκανε κανένα ταξιδάκι στο εξωτερικό, και θα περίμενε να περάσει η Τύχη να της φέρει έναν καλό γαμπρό. Πλούσιο θέλεις; Να τονα. Ο ξάδερφος της νύφης τους της Ειρήνης, λεβέντης καμιά τριανταριά χρονών, που τώρα μόλις γύρισε από την Οξφόρδη με δίπλωμα χημικού μηχανικού στην τσέπη του και με του κόσμου τα φεντάνια μπαμπάκι στην Κάτω Αίγυπτο, έτοιμος είναι. Την ερωτεύτηκε την Άννα, και ήταν τόσο σίγουρος πως η Άννα θα χυνόταν αμέσως να τον πάρει, που παράγγειλε μονόπετρο διαμαντένιο δαχτυλίδι στο Παρίσι και γούνα σινσιλά, πριν το προτείνει ακόμα. Το έμαθε η Κλειώ απ' την Ειρήνη, που το έμαθε απ' τη θεία του γαμπρού.
   Μιρμιρία την έπιασε την Άννα σαν τα 'μαθε αυτά. "Απά- πα-πα, να πάρει το χρυσοκάνθαρο, ν' ανοίξει σαλόνι κοσμικής κυρίας, να γίνει dame patronesse; Δεν είμαστε καλά! Καλέ τρελάθηκες; Και σαν τρελάθηκες πες το μας, να φέρουμε παπά να σε διαβάσει".
   Τίποτα δε θέλει ν' ακούσει η Άννα. Καλά. Στο διάολο να πάει, δε θέλει να πάρει πλούσιο, ας πάρει φτωχό. Φτωχοί στο γύρο σαν τα μαλλιά μου.
   "Πάρε κανέναν άνθρωπο της σειράς σου. Κανέναν τίμιο άνθρωπο και καλό, όπως παντρεύτηκε η γιαγιά σου και η θεία σου η Αγαθώ. Πάρε κανένα Μανωλιό που να του λες κάθε τόσο: «Τις εστί πλούσιος, Μανωλιό μου; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος». Άνοιξε σπιτικό με γιούκια και κελάρια. Μάζεψε κουρελόμπογους, γέμισε καβανόζια με τουρσιές, ψήσε ανοιξιάτικο γλυκό, φθινοπωρινά ρετσέλια. Κάνε παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα, και σαν έρθει η ώρα σου πέθανε όμορφα και καλά και περίμενε σύμφωνα με την τάξη και την ιεραρχία να γράψουν πάνω στην πλάκα του τάφου σου: «Ενθάδε κείται...» κ.λπ., όπως κάνουν όλοι οι γνωστικοί ορθόδοξοι και καθώς πρέπει άνθρωποι".
   Όχι, ούτε αυτό. Ε, τι θέλει λοιπόν; Θέλει να μορφωθεί. Θέλει να βρει έναν άνθρωπο που θα τη βοηθήσει να μορφωθεί. Αμέτη - μουαμέτη το 'βαλε να μορφωθεί, για να καταλάβει τι γίνεται στο γύρο της. Γιατί να υπάρχει τέτοια ανισότητα, τέτοια σκληρότητα, τέτοια απανθρωπιά; Ποιος φταίει; Και τι κάνει επιτέλους αυτός ο πανάγαθος Πλάστης που στέκεται και σεργιανά αυτή την ασυναρτησία που δημιούργησε; Και τι μπορείς να κάνεις για να βοηθήσεις σε τίποτα;
   Με άλλα λόγια, την Άννα την έτρωγε η μύτη της. Την έτρωγε η μύτη της και γύρευε το μπελά της, όπως την προμάμμη της την Εύα, που ζούσε έτσι ωραία στον Παράδεισο. Είχε αρχίσει να την τρώει κι εκείνηνε η μύτη της και ας μην τα ρίχνουμε όλα τα στραβά στον όφι. Ο όφις δεν παρουσιάζεται αν δεν του δώσεις θάρρος. Η Εύα τον προκάλεσε και ύστερα βρήκε το μπελά της. Μαύρο μπελά.
   "Ήθελές τα κι έπαθες τα", έλεγε η κυρία Κλειώ ύστερα από καμιά δεκαριά χρόνια στην κόρη της και την μούντζωνε.

   Τι ήταν εκείνο που έκανε την Άννα να μπει εκείνο το απόγεμα στη Cité du Livre, το βιβλιοπωλείο της rue Chérif, για βιβλία; Μήπως έχουν δίκιο εκείνοι οι φιλόσοφοι που λένε ότι όλα σ' αυτό τον κόσμο είναι γραμμένα στο βιβλίο του Αρχάγγελου από την αρχή, και δεν μπορείς να γλιτώσεις από το ριζικό σου;
   Μπαίνει εκείνο το απόγεμα η Άννα στο βιβλιοπωλείο και βλέπει ένα μεσόκοπο γεροδεμένο κύριο με άσπρα μαλλιά στους κροτάφους, με φρέσκο στρογγυλό πρόσωπο και γελαστά καστανά μάτια, να στέκεται στη μέση του μαγαζιού, μπροστά σ' ένα πάγκο, και να διαλέγει βιβλία. Τον παραστέκεται ο Ζακ, ο γιος του καταστηματάρχη.
   "Χαίρετε", λέει η Άννα στον Ζακ, που είχε παρατήσει τον κύριο και την πλησίασε. "Θέλω... θέλω..."
   Και άξαφνα γρήγορα και βιαστικά:
   "Θέλω μιαν Ιστορία της Φιλοσοφίας, όχι, συγγνώμη, δώστε μου καλύτερα Τολστόι. Έχετε το Νόμο της Βίας και το Νόμο της Αγάπης; Ή όχι, καλύτερα δώστε μου τον Émile του Jean-Jacques Rousseau".
   Ο Ζακ, που κατάλαβε πως δε θα γλίτωνε γρήγορα από τούτη δω την πελάτισσα, έκανε να επιστρέψει στον κύριο.
   "Μια στιγμή", της λέει.
   "Όχι, ελεύθερα, Ζακ, ελεύθερα, εγώ δε βιάζομαι. Εγώ δε βιάζομαι. Ίσως θα μπορούσα και να βοηθήσω", λέει ο κύριος και πλησιάζει την Άννα.
   "Είστε εκπαιδευτικός;" ρωτάει η Άννα.
   "Μάλιστα. Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω;"
   "Η περίπτωσή μου θα σας φανεί λίγο περίεργη, όμως τις μέρες που ζούμε... Βλέπετε, εγώ δεν μπόρεσα να τελειώσω το γυμνάσιο... ο πόλεμος... Αποκλείστηκα στη Ρωσία και ύστερα η επανάσταση εκεί..."
   "Από πού είστε;"
   "Από την Πόλη".
   "Αμ τότε είμαστε και συμπατριώτες. Κι εγώ Πολίτης είμαι".
   Συστηθήκανε.
   "Καλά, καλά, αυτά θα τα πούμε αργότερα. Εσείς τώρα τι ακριβώς θέλετε;"
   "Θέλω να συμπληρώσω τα κενά που έμειναν στη μόρφωσή μου. Μου λείπουν τα τρία τελευταία χρόνια του Κολλεγίου. Δεν έκανα ιστορία της Φιλοσοφίας, Ψυχολογία, Παγκόσμια Ιστορία..."
   "Ωραία. Δώσε, Ζακ, μια Histoire de la Civilisation του Seignobos στη δεσποινίδα. Γαλλικά ξέρετε;"
   "Και γαλλικά ξέρω και αγγλικά και ρωσικά. Για τσιτσερώνης είμαι ό,τι χρειάζεται".
   "Ελάτε, ελάτε".
   Την έπιασε με οικειότητα απ' το χέρι και βγήκανε στο πεζοδρόμιο. Την προσκάλεσε στου Μποντρώ να πάρουν ένα γλυκό.
   "Όχι", λέει η Άννα. "Δεν πάμε σπίτι μου καλύτερα, να σας γνωρίσει και η μητέρα μου, να πείτε τα πολίτικά σας; Κάθομαι στην Ιμπραημία".
   "Ωραία. Και αύριο θα σας παρουσιάσω στον Όμιλο Κοινωνικών Μελετών. Τον ξέρετε τον Όμιλο; Όχι; Ωραία. Εκεί θα βρείτε αυτό που θέλετε. Θα γνωρίσετε την κρέμα της ελληνικής διανόησης στην Αλεξάνδρεια. Θ' ακούσετε κι ενδιαφέρουσες διαλέξεις. Έχουμε και μια μικρή βιβλιοθήκη με όσες Ιστορίες της Φιλοσοφίας θέλετε. Και Ψυχολογίες και Ιστορίες της Τέχνης. Θα βρείτε της ψυχής σας τα καλά".
   Τη χτύπησε στην πλάτη.

   Το βράδυ όλα πήγαν καλά. Έφαγε εκείνος μελιτζάνες ιμάμ μπαϊλντί, είπανε τα πολίτικα, κάθησαν ως τα μεσάνυχτα, και φεύγοντας είπε στην Άννα πως θα την περιμένει την επομένη στον Όμιλο Κοινωνικών Μελετών. Της έδωσε τη διεύθυνση.
   Την άλλη μέρα, σαν κάθησε η Άννα με τη μάνα της στη βεράντα για το πρωινό, βλέπει αντίκρυ της μια κυρία Κλειώ σα συννεφιασμένο Όλυμπο. Δε λέει τίποτα η Άννα, τρώει το κουάκερ της, αρχίζει να τρώει το αυγό της. Η κυρία Κλειώ αμίλητη ρουφάει το τσάι της και αρχίζει να τρώει φρούτα.
   "Δε με λες;" λέει άξαφνα καθαρίζοντας μια μπανάνα. "Πού τον βρήκες αυτόνα και τον κουβάλησες χτες εδώ;"
   Η Άννα απόρησε.
   "Γιατί; Δε σ' άρεσε; Εσύ έκανες χαρά που τον είδες".
   "Δεν έχει τίποτα ο άνθρωπος, καλός είναι, δε λέω...  όμως..."
   Απλώνει το χέρι της και παίρνει ένα χουρμά.
   "... πώς να το πω, μπρε παιδάκι μου, βαρύς είναι ο ίσκιος του".
   Τρώει το χουρμά.
   "Και αν θες να μάθεις κάτι άλλο, είναι τραγοπόδαρος. Έτσι με φάνηκε".
   "Τι πράμα;"
   "Τραγοπόδαρος, κατσικοπόδαρος, πώς το λένε;"
   "Και πώς το κατάλαβες αυτό; Τα ποδάρια του σκάλισες κάτω απ' το τραπέζι;"
   "Μη λες ζεβζεκιές".
   Διαλέγει απ' τη φρουτιέρα ένα μικρό τσαμπάκι σταφύλι.
   "Διες, διες, Άννα! Κερένια δε μοιάζουνε; Κυπριώτικα. Και άκουσε τι θα σε πω. Τα μάτια σου δέκα μη τυχόν και τον φέρεις εδώ αύριο, γιατί αύριο έχουμε πρωτομηνιά. Δεν θέλω να μας κάνει ποδαρικό!"
   Μόλις έφυγε η Άννα, η Κλειώ εμπιστεύτηκε τις ανησυχίες της στο Χαλίλ.
   "Ξέρεις τι θα πει γρουσούζης;"
   Του το εξηγεί τούρκικα:
   "Ογουρσούζ".
   Ναι, ναι, το ξέρει αυτό ο Χαλίλ.
   "Έννοια σου" της λέει.
   Πηγαίνει αμέσως στην κάμαρά του και της φέρνει ένα ασημένιο μπρελόκ.
   "Αυτό κρέμασ' το πούπετα μέσα στο σπίτι, είναι το χέρι της Φατμάς".
   Την ίδια μέρα το απόγεμα, βγαίνοντας η Κλειώ να πάει στου Θρασύβουλου, «στα κορίτσια» όπως έλεγε, βλέπει πάνω από την είσοδο του σπιτιού μια μαύρη μούντζα και ένα γύρο μαύρες μούντζες πάνω στους τοίχους. Το χέρι της Φατμάς, ένα κι ένα για τη βασκανία, τα μάγια και το κακό ποδαρικό. 
   Δεν τα πιστεύει αυτά τα πράματα η Κλειώ, όμως ποτέ δε βλάφτει να παίρνει κανείς τα μέτρα του. Εκείνηνα το ένστικτό της ποτέ δεν την γέλασε.
   Την άλλη μέρα το πρωί, η Άννα, κατενθουσιασμένη από τον Όμιλο Κοινωνικών Μελετών, βγήκε στη βεράντα χαρούμενη, και πριν καθήσει στο τραπέζι, ακούμπησε δίπλα στο πιάτο της μητέρας της ένα μάτσο χρήματα. Ήταν ολόκληρος ο μισθός της.
   Έφαγε πάλι με όρεξη το κουάκερ της, το αυγό της, πήρε φρυγανιά με βούτυρο και μαρμελάδα.
   "Λοιπόν, που λες, χτες στον Όμιλο γνώρισα πολύ κόσμο. Έκτακτοι άνθρωποι, ένας κι ένας. Στου Οτσκώφ το σπίτι λες και βρέθηκα στη Στάβροπολ".
   "Ε, μπράβο", έκανε η Κλειώ τρώγοντας ένα μήλο. "Ποιοι ήταν;"
   "Ούου, ήταν πολλοί. Θυμούμαι έναν Ζελίτα, που το φιλολογικό του ψευδώνυμο είναι Στέφανος Πάργας. Ο Ζελίτας βγάζει λέει περιοδικό, έχει και εκδοτικό οίκο. Α, ήταν κι ένας  Σακελλάρης Γιαννακάκης. Έκτακτος. Φορούσε κόκκινη γραβάτα δεμένη φιόγκο, και μαύρο καπέλο με πλατύ μπορ στυλ Μαξίμ Γκόρκι".
   "Και τι κάνουν όλοι αυτοί που μαζεύονται εκεί;"
   "Ε, τι να κάνουν; Κάνουν διαλέξεις, οργανώνουν μια μικρή βιβλιοθήκη, συζητάνε, παρακολουθούν τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής μας, τι θες να κάνουν, ζωντανοί άνθρωποι που ζουν μέσα σ' αυτό το βάλτο; Επαρχιακή πόλη θυμίζει η Αλεξάνδρεια. Στάβροπολ. Εύκολη ζωή,  ξεκούραστη ζωή, και όλοι μαζί επιθυμούν να φύγουν, να ξεκινήσουν για περιπέτεια, όπως οι ηρωίδες του Τσέχωφ".
   "Του ποιανού;"
   "Τίποτα, τίποτα. Τι κάθουμαι τώρα και σου λέω ανοησίες, βρε μάνα μου. Τι φαΐ έχουμε σήμερα; Α, το βράδυ μη με περιμένεις, έχουμε διάλεξη στον Όμιλο και από κει θα μαζευτούμε στο «Petit Trianon» να τσιμπήσουμε κάτι".
   "Μμ", έκανε η Κλειώ και δεν είπε τίποτα.
   "Καλέ μαμά", λέει η Άννα κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της βεράντας, "τι είναι αυτές οι μαύρες μούντζες έξω από το σπίτι μας; Δε βάζεις τον Χαλίλ να τις ξύσει;"
   Η κυρία Κλειώ τούρλωσε το προγούλι της.
   "Οι μαύρες μούντζες είναι το χέρι της Φατμάς. Ο Χαλίλ τις έκανε, για να προστατέψει το σπίτι απ' το κακό ποδαρικό και από τη βασκανία".
   "Ωχ, καήκαμε", συλλογίστηκε η Άννα, και δε μίλησε γιατί φτάσαν από μακριά στ' αυτιά της οι πρώτοι ήχοι του ταμ - ταμ. "Συναγερμό, να ξέρεις, ετοιμάζει η κυρία Κλειώ. Δεν της άρεσε ο Δάσκαλος".
   Όλοι, στον Όμιλο, Δάσκαλο τον φωνάζανε. Δάσκαλο άρχισε να τον λέει και η Άννα. Εκείνος, από την πρώτη στιγμή την είπε Χαμίνι.

   Η ζωή της Άννας γέμισε. Μέσα στον Όμιλο βρέθηκε ανάμεσα σε πολύ εκλεκτή παρέα. Ποτέ η Άννα δεν είχε φανταστεί πως στην Αλεξάνδρεια θα 'βρισκε διανοούμενους σαν εκείνους που είχε ανταμώσει στη Ρωσία, στο σπίτι του Οτσκώφ.
   Πρώτ' απ' όλα, δυο φορές τη βδομάδα γίνονταν ενδιαφέρουσες διαλέξεις με τα πιο ποικίλα θέματα. Τις προάλλες είχε γίνει διάλεξη για τη Μαρία Μοντεσσόρι. Άλλες φορές τα θέματα ήταν φιλολογικά ή κοινωνιολογικά. Τις διαλέξεις αυτές πολλές φορές τις παρακολουθούσαν και άνθρωποι έξω από τον Όμιλο.
   Έπειτα γίνονταν συζητήσεις γύρω απ' τις καινούργιες εκδόσεις του Groupe Clarté. Άλλες συζητήσεις γίνονταν γύρω από τη διένεξη Barbusse - Rolland.
   Όλοι μέσα στον Όμιλο παρακολουθούσαν εκείνη τη μεγάλη αντιμιλιταριστική εκτόνωση της εποχής. Εκείνο το ξέσπασμα το μεταπολεμικό. Τι να πρωτοδιαβάσεις; Barbusse, Romain Rolland, André Gide, Duhamel, Remarque, André Lazko, Jaroslav Hasek;
   Έπειτα, το μεγάλο γεγονός της Οχτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, που συγκλόνισε όλο τον κόσμο, δεν μπορούσε ν' αγνοηθεί επειδή ιδεολογικά το καταδίκαζες. Ένας λόγος παραπάνω να παρακολουθεί κανείς την εξέλιξή του, και ο Όμιλος Κοινωνικών Μελετών θα βοηθούσε σ' αυτό. Χάσαν πολλά όσοι από στενοκεφαλιά ή αδιαφορία κρατήθηκαν τότε στο περιθώριο της ζωής, μακριά απ' τα κοινωνικά ρεύματα της εποχής τους.
   Η κυρία Κλειώ όμως τίποτα δεν ήθελε να ξέρει από κοινωνικά ρεύματα. Κάθε φορά που η Άννα αργούσε να γυρίσει στο σπίτι, σήκωνε φασαρία, και όταν ένα πρωί που συγύριζε είδε δίπλα στο κρεβάτι της Άννας το Αλφάβητο του Κομμουνισμού, έγινε θηρίο.
   "Ειρήνη μου, δεν μπορώ, δεν αντέχω άλλο. Τι μόδα μας βγήκε τώρα στη μέση; Θα μας ανάψει καμιά φωτιά στο κεφάλι. Αυτός, αυτός ο ντουσνταμπάνης ο κατσικοπόδαρος φταίει. Ας πάρει τα μούτρα του να 'ρθει άλλη φορά στο σπίτι. Να διεις εγώ τι θα τον κάνω".
   Με κόπο η Ειρήνη την καθησύχασε.
   "Κάτσε καλά", της είπε. "Πρόσεξε μην τα κάνεις θάλασσα. Καμώσου πως δεν ξέρεις τίποτα και άφησέ με εμένα. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά έρχονται. Θα την απασχολήσω την Άννα, μη σε μέλει".
   Στις γιορτές η παρέα του Ομίλου σκορπίστηκε για λίγο. Άλλοι στις εκδρομές, άλλοι στα σπίτια τους, τραβήχτηκαν. Η Άννα τρελάθηκε στα γλέντια. Από τη μια μεριά άνοιξε η Ειρήνη τα σαλόνια της, απ' την άλλη ο διευθυντής της ο Μίστερ Τσες και οι Αμερικάνοι. Ως και βραδινά φουστάνια πήγε η Άννα και αγόρασε από τις «Γκαλερί Λαφαγιέτ».
   Στου Μίστερ Τσες το σπίτι η Άννα αισθανόταν τον εαυτό της σαν στο σπίτι της. Γλεντούσε με την καρδιά της. Μεταφερόταν στα χρόνια της παιδικής της ηλικίας, στο Κολλέγιο, στα χρόνια του «πρώτου κύκλου της ζωής της», όπως έλεγε η ίδια. Την παραμονή των Χριστουγέννων, που πήγε εκεί, τραγούδησαν χριστουγεννιάτικους ύμνους, χορέψανε φοξ - τροτ, παίξανε μουσικές καρέκλες και τυφλόμυγα, και στο τέλος κάναν κύκλο, και, κρατώντας ο ένας τ' αλλουνού το χέρι, συγκινημένοι καθώς ήτανε από τη σαμπάνια που είχανε πιει, τραγούδησαν: Όχι, δε χωριζόμαστε για πάντοτε παιδιά! Μερικοί δάκρυσαν κιόλας.
   Την Καλή Βραδιά τη γιόρτασε η Άννα στο σπίτι της. Ε, αυτό πια να λέγεται. Τη γιόρτασε μαζί με ολόκληρη την οικογένεια του Θρασύβουλου και της Ειρήνης. Στρώθηκε πρωτοχρονιάτικο πολίτικο τραπέζι στο χολ, γεμάτο μεζέδες. Και παστουρμά και λικουρίνους και μαύρο χαβιάρι και γιαλαντζί ντολμάδες και ταραμοσαλάτα και τι δεν είχε απάνω του εκείνο το τραπέζι! Σ' ένα άλλο τραπέζι δίπλα ήταν η πίτα και τα φρούτα. Όλα τα φρούτα της Μέσης και Άπω Ανατολής. Όργιο φρούτων. Και οπωσδήποτε δεν έλειψαν τα χαρούπια.
   Και ο Χαλίλ, όλως εξαιρετικά, σήμερα δεν έφυγε το απόγεμα, κάθησε να σερβίρει τη γαλοπούλα, που η Κλειώ την είχε παραγεμίσει με όλα τα τερτίπια τα πολίτικα. Ως και λίγες πράσινες ελιές έβαλε στη γέμιση, ως και κανένα-δυο δαμάσκηνα και κάστανα ψημένα και όλα τα πατροπαράδοτα μπαχαρικά, που είναι ολόκληρη επιστήμη.
   Και μεταφέρθηκε η Άννα στα πρώτα παιδικά της χρόνια, στην πολίτική της τη ζωή. Περίεργο πράμα. Μια ορισμένη μυρωδιά, ένας ορισμένος τόνος φωνής, μια ορισμένη απόχρωση σε μια ορισμένη στιγμή της μέρας ή της νύχτας, προπάντων στα σούρουπα, σε μεταφέρουνε -δε σου θυμίζουνε- σε μεταφέρουνε σ' έναν άλλο κόσμο. Δικό σου κόσμο, περασμένο, μα που δεν έπαψε να υπάρχει και να υπάρχεις και συ μέσα σ' αυτόν.
   Σε τέτοιες στιγμές η Άννα άλλαζε έκφραση, άλλαζε προφορά, άλλαζε ηλικία. Όταν μεταφερόταν στα χρόνια του Κολλεγίου, το μούτρο της έπαιρνε έκφραση άταχτου παιδιού. Στα χρόνια του «δεύτερου κύκλου της ζωής της», όπως έλεγε, τα χρόνια της ζωής της στη Ρωσία, μιλούσε ελληνικά με βαριά ρούσικη προφορά, μεταχειριζόταν ρούσικα επιφωνήματα και έκανε ρούσικες χειρονομίες. Στο «όχι» δε σήκωνε το κεφάλι της προς τα πάνω, όπως το κάνουμε εμείς, αλλά το κουνούσε πέρα - δώθε, όπως κάνουν οι Ρώσοι.
   Την πίτα εκείνη την Πρωτοχρονιά την έκοψε η Κλειώ, και στο τέλος δεν έλειψε να κόψει τα κομμάτια του Χαλίλ και της Αζίζας, που βρίσκονταν στην κουζίνα για το πλύσιμο των πιάτων. Μοιράστηκαν και τα δώρα. Δώρα άφθονα. Όλοι σε όλους. Στον Χαλίλ η Άννα έδωσε χρήματα, στην Αζίζα ένα ζευγάρι ασημένια βραχιόλια για τους αστραγάλους.

   Το Κομμουνιστικό Κόμμα Αιγύπτου, που είχε ανοίξει απέναντι στον Όμιλο Κοινωνικών Μελετών, ήταν το κόμμα του Χόσνυ ελ Όραμπι. 
   Ο Χόσνυ ελ Όραμπι, ένας λευκός και ξανθογάλανος Αιγύπτιος, ήτανε ποιητής. Φαίνεται πως ήταν ολωσδιόλου εξαιρετικός άνθρωπος. Ήξερε εγγλέζικα και είχε διαβάσει πολύ. Διάβασε για την Οχτωβριανή Επανάσταση, διάβασε κάτι τούτα κάτι κείνα για μαρξισμό, και αποφάσισε να ιδρύσει στην πατρίδα του κόμμα κομμουνιστικό για να τη γλιτώσει απ' τη διπλή της σκλαβιά, του ντόπιου δυνάστη και του Εγγλέζου.
   Με ατομικά του έξοδα νοίκιασε ο Χόσνυ δυο δωμάτια σ' εκείνο το ετοιμόρροπο ξύλινο χάνι της οδού Μαχμούτ Πάσα ελ Φάλακι, αγόρασε καρέκλες, ένα μακρόστενο τραπέζι σκεπασμένο με πράσινη τσόχα, τασάκια για τα τσιγάρα μπόλικα, και θρονιάστηκε μέσα με τους πρώτους του οπαδούς: έναν ιερωμένο με πράσινο σαρίκι γύρω από το φέσι του, τον Σεΐχ Σάφουαν, ένα Σύριο δικηγόρο, τον Μαιτρ Μαρούν, έναν παλιό υπηρέτη απ' τ΄αρχοντικό του πατέρα του, τον Μωχάμετ Ιμπραήμ, που τον έκανε κι αυτόν μέλος του κομμουνιστικού του κόμματος, του έδωσε καρέκλα και τον κάθησε κοντά του στο τραπέζι με την πράσινη τσόχα. Εκεί ο Μωχάμετ Ιμπραήμ καθόταν αμίλητος όταν ξένοιαζε από το ψήσιμο των καφέδων, το πλύσιμο των φλιτζανιών και την καθαριότητα των γραφείων του κόμματος.
   Ο Χόσνυ έγραφε και θα μπορούσε να επηρεάσει ορισμένους κύκλους διανοουμένων στο γύρο του. Ο Σεΐχ Σάφουαν μιλούσε και επηρέαζε πολύν κόσμο στο δικό του κύκλο, και ο Μαιτρ Μαρούν το ίδιο. Όμως το κακό ήταν που δεν πήγαν να εγκατασταθούν μέσα στα Αράπικα, αλλά το στέκι του κόμματος το άνοιξαν στην ευρωπαϊκή πλευρά της Αλεξάνδρειας, και μάλιστα στην πιο ακατάλληλη ώρα. Στρώθηκαν οι τρεις τους μπροστά στην πράσινη τσόχα του τραπεζιού με τα κομπολόγια στο χέρι, βάζανε τον Μωχάμετ Ιμπραήμ να τους ψήνει απανωτά καφέδες, και πιάναν τη συζήτηση. Μεγάλη νέκρα. Τέτοια νέκρα που ούτε τα μέλη του Ομίλου απέναντι δεν τους είχανε πάρει χαμπάρι, και το μάθανε από τον Βαλτετσιώτη, ένα μέλος του Ομίλου.
   Ήρθε ένα βράδυ ο Βαλτετσιώτης και με τη συνηθισμένη ηρεμία του είπε μπαίνοντας:
   "Πλάι άνοιξε Κομμουνιστικό Κόμμα".
   Το είπε έτσι απλά, λες και έλεγε: Πλάι άνοιξε ψιλικατζίδικο.
   "Τι πράμα;"
   "Τι λες καλέ;"
   Ο Βαλτετσιώτης το επανέλαβε.
   "Ναι, και τώρα μόλις κολλάν απ' έξω και ταμπέλα".
   Πραγματικά, σαν βγήκαν στη μεγάλη σάλα που χώριζε τα δύο δωμάτια, βλέπουν στην αντικρινή πόρτα μια καινούργια μετάλλινη πλάκα να λέει: «Κομμουνιστικό Κόμμα Αιγύπτου».

   "Το σπίτι μου είναι το κάστρο μου", λέει ο αστός. "Αφού εγώ είμαι χορτάτος, τι με νοιάζει τι κάνει ο διπλανός μου!" Δεν είναι όμως έτσι, γιατί όταν πεινά ο διπλανός σου, όταν βρωμίσουνε τα χνώτα του από την πείνα, αυτή η μπόχα θα βγει στη μέση αργά ή γρήγορα. Θα απλωθεί στον αέρα, θα γίνει μίασμα, και όσο ψηλά κι αν ανεβάσεις τα τείχη του κάστρου σου, το μίασμα θα έρθει να σε βρει.
   Ακριβώς έτσι -στην κυριολεξία- έγινε κάποτε στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια, όπου η ζωή κυλούσε μέλι - γάλα.
   Μπόχα! Αφόρητη μπόχα και πράσινες μύγες από τ' Αράπικα! Κυκλοφόρησαν φήμες πως ακούστηκαν και κρούσματα χολέρας μέσα κει. Η δυσοσμία στο μεταξύ απλώνεται σαν τον πυρωμένο άνεμο που σηκώνει το χαμσίν, και απειλεί να φτάσει στο κέντρο της ωραίας πολιτείας, να φτάσει στη Λέσχη Μωχάμετ Άλη, στα μέγαρα του Καρτιέ Γκρεκ, να φτάσει στο Ράμλι. Τι τρέχει; Τρομοκρατήθηκαν οι χαϊδεμένοι Αλεξανδρινοί και η αστυνομία ενδιαφέρθηκε επιτέλους.
   Ενδιαφέρθηκε η αστυνομία, και ανακάλυψε στα Αράπικα, μέσα στο κέντρο της Γκινένας (4), δηλαδή των μαχαλάδων όπου ο ήλιος δεν έφτανε ποτέ, ανακάλυψε πτώματα. Εκατοντάδες πτώματα γυναικών και μικρών κοριτσιών, άλλα θαμμένα στα υπόγεια, άλλα εντοιχισμένα ανάμεσα σε δύο σπίτια, άλλα κάτω από πατώματα. Και τι βγήκε στη φόρα; Μια σπείρα από προαγωγούς σκότωναν τις γυναίκες για να τους πάρουν τα κοσμήματά τους. Και τι κοσμήματα ήταν αυτά; Γυάλινα και μπρούτζινα βραχιόλια, που φορούσαν οι αραπίνες στα μπράτσα και στους αστραγάλους... Έπιασε η αστυνομία δυο μέγαιρες προαγωγούς, δυο αντρογυναίκες ίσαμε κει πάνω, τη Ράγια και τη Σεκίνα, που σκότωναν τα θύματά τους με τσεκούρι, τις δίκασαν, τις εκτελέσανε. Γεμίσαν οι εφημερίδες μακάβριες φωτογραφίες, τίτλους μεγάλους, πράματα - θάματα, και ύστερα τελείωσε η υπόθεση. Σταμάτησε προς το παρόν η μπόχα.
   "Τι κάνουμε, Άννα;"
   Ο Σακελλάρης Γιαννακάκης τραβά την Άννα από το μανίκι και της γνέφει: «Θέλω να σου πω».
   Τι ήθελε να της πει; Ήθελε να της πει πως δεν άντεξε και γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
   "Έλα, βρε Σακελλάρη, στα καλά σου είσαι; Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς εκεί; Ούτε αράπικα δεν ξέρουμε".
   "Έχεις λάθος, εγώ ξέρω αράπικα. Εσύ ξέρεις εγγλέζικα, γαλλικά, έχεις και χρήματα, μπορείς να βοηθήσεις οικονομικά. Το κάτω - κάτω της γραφής, ο καθένας ό,τι μπορεί κάνει".
   "Βρε δε με παρατάς, Σακελλάρη. Εγώ σε κόμμα δε γράφουμαι. Θα έρχουμαι καμιά φορά μαζί σου ερασιτεχνικά αν με δέχουνται. Από παράδες να βοηθήσω. Και μυστικό θα το 'χουμε. Ακούς, Σακελλάρη; Μυστικό. Αυτοί οι δικοί μας θα μας κοροϊδέψουν. Και θα βάλεις τα δυνατά σου να δραστηριοποιήσεις τους αραπάδες. Πολύ κοιμήσηδες άνθρωποι είναι αυτοί!"
   Η δραστηριοποίηση άρχισε από την πρώτη μέρα.
   Αποφασίστηκε να κινητοποιηθούν οι εργάτες της εταιρίας του γκαζιού. Πήγε ο Μωχάμετ Ιμπραήμ στην Usine du Gaz, όπως τη λέγανε, και κουβάλησε καμιά εικοσιπενταριά εργάτες. Τους μίλησε ο Χόσνυ και τους ενθουσίασε. Ύστερα πήρε ο Σεΐχ Σάφουαν το κοράνι και τους έβαλε έναν - έναν να ορκιστούν πάνω σ' αυτό ότι δε θα πιάσουν πια στο εργοστάσιο δουλειά αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. Η Άννα μετάφρασε τα αιτήματα γαλλικά: αυξήσεις, οχτάωρο, ιατρική περίθαλψη. Ο Μωχάμετ Ιμπραήμ πήρε τα αιτήματα και τα παράδωσε στα χέρια του Γάλλου διευθυντή. Ο Γάλλος τα πήρε, είπε και μερσί στον Μωχάμετ Ιμπραήμ.
   Η απεργία πέτυχε εκατό τοις εκατό. Φέρανε οι απεργοί στα γραφεία του Κόμματος τα υπάρχοντά τους και στρώθηκαν στη μεγάλη σάλα. Τα υπάρχοντα του μπαρμπερίνου είναι η σανίδα όπου ανεβαίνει ξυπόλητος και κάνει την προσευχή του, και μια ψάθα για να κοιμάται.
   Και έμειναν εκεί. Πήγαινε ο Μωχάμετ Ιμπραήμ δυο φορές την ημέρα και έφερνε να φάνε. Στους δρόμους δεν τους άφηναν να στριφογυρίζουνε για να μη δώσουν αφορμή στην αστυνομία. Η Άννα πλήρωνε για την τροφή τους.
   "Τι είναι εδώ; Τι γίνεται;"
   Ο Όμιλος Κοινωνικών Μελετών δεν ξέρει τι να κάνει. Πρέπει ν' αναβληθεί η διάλεξη.
   "Βρε ο Γιαννακάκης και η Άννα απεργία οργάνωσαν!"
   Τους κατάλαβαν αμέσως, φυσικά, από τα μούτρα τους φάνηκε.
   "Ωχ! Κακό που μας βρήκε!"
   Στούμπωσαν τα αποχωρητήρια, μαζεύτηκαν στον Όμιλο κατσαρίδες, πόσον καιρό θα βαστάξει αυτό; Άγνωστο πόσο. Μια φορά οι αραπάδες, πιστοί στον όρκο τους, δουλειά δεν πάνε να πιάσουν στο εργοστάσιο. Το εργοστάσιο στο μεταξύ πήρε καινούργιους εργάτες, και μάλιστα με χαμηλότερο μεροκάματο.
   Συνέρχεται η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή του Κόμματος και αποφασίζει πως κάτι πρέπει να γίνει. Τι;
   Θυμήθηκε η Άννα άκρες - μέσες από τη φρασεολογία εκείνων των μεγάλων ημερών που είχε ζήσει στη Ρωσία. Ήρθε στο νου της η λέξη «σαμποτάζ». Ναι, σαμποτάζ.
   "Χόσνυ, κάτι πρέπει να γίνει. Τι στρώθηκαν εδώ και περιμένουνε; Να πάνε να χτυπηθούνε με τους απεργοσπάστες".
   "Δεν πάνε να χτυπηθούνε, λέει, γιατί οι πιο πολλοί απεργοσπάστες είναι άλλοι φίλοι τους και άλλοι συγγενείς τους".
   "Ε, τότε θα πάω εγώ να κάμω σαμποτάζ".
   Παίρνει η Άννα τον Γιαννακάκη και πηγαίνουν να τρυπήσουν τους σωλήνες του γκαζιού στο μικροβιολογικό εργαστήριο του Γιώργη του Πετρίδη. Τους παίρνει χαμπάρι ο Πετρίδης, τους πετά έξω πυξ - λαξ.
   Στο τέλος, για να διαλυθούν οι απεργοί και να αδειάσει η σάλα έγινε ανάγκη να χαλάσει η Άννα ένα από τα Crédit Foncier της και να τους αποζημιώσει.
   Το τι επακολούθησε στο σπίτι είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς, γιατί η κυρία Κλειώ σήκωσε μεγάλο συναγερμό. Τι τα έκανε η Άννα τα λεφτά;
   Και τότες ήταν που η Άννα αποφάσισε να κάνει το μεγάλο βήμα. Αποφάσισε να γράψει στην Κομμουνιστική Διεθνή και να ζητήσει βοήθεια.
   Κάθεται λοιπόν η Άννα και γράφει γράμμα και γραφή. Επειδή δεν ξέρει σε ποιον ακριβώς να το απευθύνει, γράφει απάνω - απάνω «Στον αρμόδιο» με μεγάλα γράμματα. Ύστερα κάθεται και εξιστορεί την κατάσταση. Περιγράφει την απόγνωση αυτού του ντόπιου λαού, μιλά για τον Χόσνυ, ζητά βοήθεια, ζητά συμβουλή. Θέλουμε να βοηθήσουμε, λέει, μα δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Στείλτε στον Χόσνυ κανέναν καθοδηγητή. Βάζει από κάτω τη διεύθυνση του Χόσνυ και υπογράφει με το ψευδώνυμο: Μαρία.
   Δίνει είκοσι λίρες στον Βαλτετσιώτη και το γράμμα και τον στέλνει στη Μόσχα. Ο Βαλτετσιώτης μοιάζει τίμιος άνθρωπος. Αποφάσισε να διακινδυνεύσει.
   "Έλα δω", του λέει. "Θα πας στην Αθήνα, στον Γιάννη τον Πετσόπουλο. Θα τον έβρεις από το «Ριζοσπάστη». Αυτός είναι που προμηθεύει του «Ριζοσπάστη» το χαρτί. Είναι πλούσιος άνθρωπος. Θα του διαβάσεις το γράμμα αυτό και θα του πεις να σε βοηθήσει να φτάσεις στη Μόσχα. Κατάλαβες;"
   Έτσι και έγινε.

   Αναστατώθηκε η Αλεξάνδρεια με την είδηση για τη μικρασιατική καταστροφή. Διαλύθηκε, λέει, ο Ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία, η Σμύρνη στις φλόγες. Στην Ελλάδα πρόσφυγες.
   "Κακό χρόνο να 'χουνε οι αδικιωρισμένοι! Σαν τα τρελά πουλιά τον κάνανε τον κόσμο ολάκερο".
   Η κυρία Κλειώ σκουπίζει τα δάκρυά της.
   "Βαχ! Βαχ! Βαχ! Τους ανθρώπους! Τους ξεσπίτωσαν, τους ξερίζωσαν. Άλλο δεν ακούς, πολέμους, επαναστάσεις, τρομοκρατίες. Τι γένεται, καλέ;"
   Στην Αλεξάνδρεια άρχισαν να έρχονται πρόσφυγες από την Ιταλία. Ο Μουσολίνι, λέει, εκεί πέρα βασανίζει, φυλακίζει, κάνει πράματα.
   Δύο χαμίνια, ο Μπρούνο και ο Λορέντζο, έφτασαν ρακένδυτα απ' τη Νεάπολη, μαζί με Ιταλούς πολιτικούς φυγάδες. Όχι που τα χαμίνια τα κυνήγησε κανείς, αλλά το βρήκαν βολικό να ενωθούνε με τους πολιτικούς φυγάδες και να ταξιδέψουν τζάμπα.
   Τρύπωσαν στον Όμιλο Κοινωνικών Μελετών και ζητούν άσυλο. Ο Όμιλος τα παρέπεμψε στο Κόμμα. Η Άννα τα παρέλαβε με ενθουσιασμό. Τ' αρπάζει απ' το γιακά και τους δείχνει την πόρτα.
   "Ελάτε! Κομμουνίστι; Αντιφασίστι;" τα ρωτά.
   "Σι, Σινιόρα, σι".
   "Α μπράβο! Αβάντι, πόπολο!"
   Σηκώθηκε ο Χόσνυ και τα υποδέχτηκε. Ωραία, δεκτοί και να μη χάνουμε καιρό. Πήρε ο Γιαννακάκης τον Μπρούνο και η Άννα τον Λορέντζο και ξεκινήσανε να πάνε στα πλησιέστερα σινεμά να κάψουνε φασιστικά φιλμ.
   Ο Γιαννακάκης δεν κατάφερε να κάψει τίποτα, γιατί ο Μπρούνο στην είσοδο του σινεμά έκλεψε ένα πορτοφόλι και τον πιάσανε, τον πήγανε στο τμήμα.
   Της Άννας ο Λορέντζο, με τον πρώτο αράπη χωροφύλακα που είδε μπροστά του, τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια.
   Έτσι άδοξα έληξε η εκστρατεία της Άννας και του Γιαννακάκη ενάντια στου Μουσολίνι το φασισμό. Τα δυο καινούργια μέλη διαγράφτηκαν από το Κόμμα.
   "Για το Θεό! Να μη μάθει τίποτα ο Δάσκαλος γιατί θα μας κοροϊδέψει", είπε η Άννα στον Γιαννακάκη.
   Ο Δάσκαλος δεν ενέκρινε τη δράση τους στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Τι κόμμα είν' αυτό; Τους ήξεραν ποιοι ήταν αυτοί που το οργάνωσαν; Και γιατί δεν πήγαν να εγκατασταθούν μέσα στα Αράπικα; Και η Άννα που δεν ήξερε γρυ αράπικο, τι δουλειά είχε μέσα κει; Όχι, ο Δάσκαλος δεν ενέκρινε τη δράση της Άννας στο Κόμμα το Αιγυπτιακό.
   "Και σεις τι κάνετε στον Όμιλο Κοινωνικών Μελετών;" τον αποστόμωσε. "Σαν τον Rolland, παρακολουθείτε τη ζωή μέσα απ' το «φιλντισένιο πύργο" σας".
   "Έχεις δίκιο, Χαμίνι", της είπε, "εμάς η θέση μας είναι στην Ψωροκώσταινα, και αργά ή γρήγορα εκεί θα καταλήξουμε".
   "Στην ποια;"
   "Στην Ελλάδα μας, την Ψωροκώσταινα, δεν την ξέρεις την Ψωροκώσταινα, Χαμίνι;"
   Της τράβηξε ένα τσουλούφι που έπεφτε πάντα στο κούτελό της και της Άννας η καρδιά σκίρτησε.
   "Άι στο διάβολο, τραγοπόδαρε", είπε από μέσα της. Τη μεταχειριζόταν σα μικρό παιδί. Κάτσε να δεις τι έχει να γίνει σαν έρθει η απάντηση από την Κομιντέρν.
   Δεν του είχε πει τίποτα για το ταξίδι του Βαλτετσιώτη στη Ρωσία.

   Το πιο συγκλονιστικό γεγονός στη ζωή της Άννας συνέβηκε την άνοιξη του 1923. Έφτασε η απάντηση της Κομιντέρν στο γράμμα της. Ο Βαλτετσιώτης τα είχε καταφέρει και είχε φτάσει στη Ρωσία.
   Έφτασε το S.O.S. της Άννας στην Κομιντέρν, στα χέρια των αρμόδιων, που έτυχε εκείνη τη στιγμή να είναι, λέει, κάποιος σύντροφος Καταγιάμα. Και ο Καταγιάμα έστειλε όχι απλή απάντηση, αλλά έστειλε αντιπρόσωπο να συνδέσει το κόμμα του Χόσνυ με την Κομμουνιστική Διεθνή. Και ο Χόσνυ αμέσως κάλεσε γενική συνέλευση. Ευτυχώς που είχανε μαζευτεί ως τότε καμιά εξηνταριά μέλη.
   Η συνέλευση έγινε στο χτήμα κάποιου Γιάννη Γ. πάνω στο κανάλι, λίγο πιο έξω από την Αλεξάνδρεια. Διαβάστηκαν οι Εικοσιένας Όροι. Ο Χόσνυ έδωσε την άδεια στην Άννα να παραστεί, αλλά αυτή έτσι κι αλλιώς δεν κατάλαβε και πολλά πράματα. Οι αραπάδες δεν κατάλαβαν απολύτως τίποτα γιατί ο Χόσνυ μετέφραζε από τα αγγλικά σε αραβική καθαρεύουσα που για τους αραπάδες είναι κινέζικα. Όλοι συμφώνησαν.
   Τη στιγμή ακριβώς που έληξε η συνέλευση ακούστηκε απ' έξω το συνθηματικό σφύριγμα του Μωχάμετ Ιμπραήμ: «Διαλυθείτε, αστυνομία!»
   Διαλύθηκαν.
   Βαστώντας σφιχτά το Γιαννακάκη από το χέρι τσαλαπατά η Άννα μέσα σε φυτείες, σε μποστάνια, Κύριος οίδε σε τι μέρη άγνωστα, και τρέχει. Τρέχει, πέφτει, την τραβά ο Γιαννακάκης απάνω, σηκώνεται, βουλιάζουν τα πόδια της ως τον αστράγαλο μέσα σε πηλό.
   Τέλος κατά τις τέσσερις το πρωί φτάνουν σε κακή κατάσταση στο κέντρο της πόλης. Πώς να κυκλοφορήσουν στο χάλι που ήτανε; Πώς να παρουσιαστούν στα σπίτια τους;
   "Πάμε στου Δάσκαλου το δωμάτιο;" λέει ο Γιαννακάκης.
   "Πάμε, πάμε", λέει πρόθυμη η Άννα.
   Από καιρό είχε την περιέργεια να μπει μια φορά στο δωμάτιό του. Να δει το κρεβάτι του, τα βιβλία του. Να δει πώς ζει, τελοσπάντων. Ποτέ δε μιλούσε για τον εαυτό του. Τα δικά σου ήθελε όλα να τα ξέρει, χαρτί και καλαμάρι, για τα δικά του μιλιά.
   Στήθηκαν κάτω απ' το παράθυρο και σφύριξαν. Τίποτα.
   "Μωρέ κοιμάται ο άνθρωπος, τι ώρα είναι;"
   "Περασμένες τέσσερις, όπου να 'ναι θα ξημερώσει".
   Ξανασφύριξαν, και ύστερα ο Γιαννακάκης έριξε στο τζάμι ένα μεταλλίκι. Σε λίγο το παράθυρο άνοιξε.
   "Τι... τι τρέχει;" τον άκουσαν να λέει κατατρομαγμένος. "Σταθείτε".
   Σαν βρέθηκαν στην κάμαρά του, στάθηκε και τους κοίταξε.
   "Τι χάλια είν' αυτά; Πού στραπατσαριστήκατε έτσι; Άννα, βρε Σακελλάρη, τι πάθατε;"
   "Ερχόμαστε από το Συνέδριο του Κόμματος", λέει η Άννα.
   "Το Συνέδριο ποιανού; Στάσου, βρε Χαμίνι, στάσου να σκουπίσω τις λάσπες απ' τα μούτρα σου".
   Τρέχει, αρπάζει την πετσέτα του λαβομάνου του, τη βρέχει, έρχεται.
   "Στάσου, είπα! Κλείσε τα βλέφαρά σου και μη σαλεύεις, διάολε. Πρέπει να μαζέψω αυτές τις λάσπες από δω μη μπούνε στα μάτια σου. Ώρες είναι να πάθεις κανένα πονόματο. Και συ, μούργο, έβγα στο μπαλκόνι και καθάρισε λίγο τα παπούτσια σου. Να, πάρε αυτή την εφημερίδα, δε βλέπεις τι έκανες το πάτωμα;"
   Τέλος πάντων, όταν τους συνέφερε κάπως, τους πότισε και νερό μπόλικο, κατόρθωσε να μάθει τι είχε γίνει.
   "Ώστε έτσι... μπράβο, παντάξιοι. Συμφωνήσατε όλοι παμψηφεί στους Εικοσιένα Όρους. Άφεριμ. Και τι καταλάβατε;"
   "Καταλάβαμε", λέει ο Γιαννακάκης. "Μας τους διάβασε στ' αγγλικά ο Χόσνυ".
   "Και στους αραπάδες στ' αγγλικά τους διάβασε ο Χόσνυ;"
   "Όχι, τους μετάφραζε έναν - έναν στα αραβικά".
   "Και τι κατάλαβαν όλοι εκείνοι οι μπαρμπερίνοι από την καθαρεύουσα του Χόσνυ; Πιο καλά θα καταλάβαιναν τα εγγλέζικα. Κι έτσι εντάχθηκε το Κόμμα το αιγυπτιακό στην Κομιντέρν. Άντε να δούμε τώρα η Κομιντέρν τι θα κάνει".
   Προτού χαράξει, έφυγαν τρεχάτοι οι δυο τους, να πάνε στα σπίτια τους.
   "Απ' τη ζήλεια του τα λέει αυτά", είπε η Άννα στο Γιαννακάκη. "Πάει να σκάσει από τη ζήλεια του".

   Δεν πέρασαν δύο μέρες από τότες που έγινε το Συνέδριο, και ο Χόσνυ ήταν φυλακή. Τον πιάσανε μια νύχτα στο σπίτι του. Ο Σεΐχ Σάφουαν και ο Μαιτρ Μαρούν άφαντοι. Ήρθε τρεχάτος μια νύχτα ο Μωχάμετ Ιμπραήμ και το είπε στην Άννα. Και ο Χόσνυ, λέει, παράγγειλε να διαλυθούνε και να προσέχουνε, γιατί στο Κόμμα μέσα υπάρχει χαφιές.
   Ο Δάσκαλος έπαψε να έρχεται στο σπίτι τους. Τι έπαθε; Φοβήθηκε;
   Δεν μπόρεσε πια η Άννα να κρατηθεί. Σηκώνεται μια μέρα και πάει στο Γιαννακάκη. Ο Γιαννακάκης είχε σφουγγαράδικο μαγαζί στην Πλατεία Μωχάμετ Άλη.
   "Τι έγινε, βρε Σακελλάρη, ο Δάσκαλος; Μήπως τον πιάσανε; Εμείς φτηνά τη γλιτώσαμε. Είχες καμιά ενόχληση;"
   "Σώπα, μην το λες ούτε στο Θεό. Δεν είχα καμιάν ενόχληση ως αυτή τη στιγμή".
   "Τότε ο Δάσκαλος;"
   "Α, ο Δάσκαλος θα είναι στεναχωρεμένος. Πήρε γράμμα από κάτι πρόσφυγες που φτάσαν στην Αθήνα απ' την Πόλη και έμαθε ένα σωρό δυσάρεστα πράματα. Ξέρω κι εγώ, αυτός πολύ - πολύ δε μιλά. Εκτός απ' αυτό είναι και το ζήτημα της Λιλής".
   "Της Λιλής; Ποιανής Λιλής;"
   "Ε, καλά, δεν τα ξέρεις; Είχε ένα δεσμό από χρόνια μ' αυτή τη Λιλή ο Δάσκαλος και τώρα τα τσουγκρίσανε. Έφυγε η Λιλή, πάει ταξίδι στην Ευρώπη να ξεσκάσει. Του έχει φάει πολύ παρά ως τώρα"
   "Α, ώστε έτσι; Του έφαγε παρά η Λιλή κι εκείνος την αγαπούσε και της έδινε. Μωρέ μπράβο!"
   Το ίδιο βράδυ ήρθε ο Δάσκαλος στο σπίτι τους.
   Καθόλου κουβέντα δεν έκανε ο Δάσκαλος για τα τελευταία γεγονότα. Ούτε ενδιαφέρον έδειξε, ούτε απορία. Άλλωστε μπροστά στην κυρία Κλειώ τι να πει. Τους διηγήθηκε ωραία πράματα απ' τη ζωή του, όταν ήταν μικρός στη Σιγή. Ήθελε να εξευμενίσει την κυρία Κλειώ. Πρώτη φορά που μίλησε για τον εαυτό του.
   Η Σιγή είναι, λέει, ένα χωριουδάκι κοντά στην Προύσα, ή μάλλον στα Μουντανιά της Μικράς Ασίας, και εκεί είχε το σπιτάκι του ο παππούς του, ο πατέρας της μάνας του, που ήτανε ψαράς. Αυτός του έμαθε κολύμπι, αυτός του έμαθε ψάρεμα.
   "Και τώρα ο παππούς υπάρχει;"
   "Πώς θες να υπάρχει, Άννα, αφού εγώ πάτησα τα σαράντα πέντε".
   Καιρό είχε να τη φωνάξει με το όνομά της. Όλο Χαμίνι και Χαμίνι.
   Αχ, μοσχοβολημένες νύχτες αλεξανδρινές. Ιούνης μήνας και είναι ανθισμένη η μανόλια. Κάθησαν ξαπλωμένοι σε πολυθρόνες στη βεράντα. Κάθησαν πέρα απ' τα μεσάνυχτα γιατί καρδιά δεν τους έκανε να σηκωθούν.
   "Α!" έκανε εκείνος κάποτε, και σηκώθηκε. "Καιρός να πηγαίνω. Όλα τα καλά πράματα στον κόσμο κάποτε τελειώνουνε. Αλήθεια, ξέχασα να σας πω πως αποφάσισα να φύγω από την Αίγυπτο. Πήρα γράμμα από το Δελμούζο -σου έχω μιλήσει για το Δελμούζο, Άννα, το θυμάσαι; Ε, λοιπόν, μου γράφει πως αν πάω αμέσως στην Αθήνα, υπάρχει ελπίδα να διοριστώ κοντά του, στο Μαράσλειο. Και φυσικά θα πάω. Καιρός πια. Η θέση μας είναι στην Ψωροκώσταινα".
   Αστροπελέκι αν έπεφτε, η Άννα δεν θα πάθαινε τέτοιο κλονισμό.
   "Και πότε..." , ξεροκαταπίνει. "Πότε λογαριάζετε να φύγετε;" ρωτά με αδύνατη φωνή.
   "Το πολύ σε κανένα μήνα", της απαντά εκείνος.
   Τις καληνύχτισε κι έφυγε.
   "Αρμένικια βίζιτα", είπε η κυρία Κλειώ καθώς μάζευε τις πολυθρόνες απ' τη βεράντα.

   Η κυρία Κλειώ είχε τις πεποιθήσεις της. Ήταν βενιζελικιά. Το πορτραίτο του Βενιζέλου κρεμόταν στην κρεβατοκάμαρά της πάνω απ' το κεφάλι της, και αν κοτάς, πες τίποτα μπροστά της ενάντια στο Βενιζέλο. Αυτό όμως δεν την εμπόδιζε να παρακολουθεί την κίνηση μέσα σ' όλες τις Αυλές της Ευρώπης. Γιατί όχι; Τι σχέση έχει η αίγλη της Αυλής, η παραμυθένια βασιλοπούλα και ο ωραίος πρίγκιπας, με τα πολιτικά;
   Η πλούσια φαντασία της Κλειώς ζητούσε διέξοδο και την έβρισκε πότε στα βιβλία, πότε στις εφημερίδες και στα περιοδικά, που ήταν όλα γραμμένα τότε στην καθαρεύουσα. Έτσι, και η Κλειώ μιλούσε πολλές φορές στην καθαρεύουσα, μια δικιά της καθαρεύουσα.
   "Βεβαίως, βεβαίως, δεν το ξεύρετε; Καλέ η μητέρα του Τσάρου, η Μαρία Θεοδώροβνα, είναι αδελφή του δικού μας του Γεωργίου του Πρώτου, και η κόρη του Γεωργίου, η ωραιοτάτη εκείνη πριγκιποπούλα μας, που πέθανε νεωτάτη, η Αλεξάνδρα, υπανδρεύθη τον Μεγάλο Δούκα Παύλο της Ρωσίας, εξάδελφο του Τσάρου".
   "Τώρα δε μου λέτε, κυρία Κλειώ, δε βαρεθήκατε να μιλάτε τόση ώρα γι' αυτό το σκυλολόι;" ρώτησε ο Δάσκαλος ξαφνικά.
   Ήταν στεναχωρεμένος. Είχε πάρει την απόλυσή του από το Βικτόρια Κόλλετζ. Ήταν αλήθεια πως αυτός είχε αποφασίσει έτσι κι αλλιώς να φύγει, να πάει στην Ελλάδα, μα τι τα θες, άλλο να το πεις και άλλο να το κάνεις. Τώρα ήταν υποχρεωμένος να φύγει, και μάλιστα γρηγορότερα.
   Η κυρία Κλειώ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ε, ό,τι και να πεις, αυτό δεν το περίμενε.
   "Πα!"
   Και αμέσως ξέσπασε.
   "Δε με λες, παιδί μου, κεχαγιά σ' έβαλα στο κεφάλι μου; Εσύ θα με πεις τι μπορώ να λέω και τι να μη λέω; Κάτσε καλά, γιατί ο διάβολος θα σε πάρει και θα σε σηκώσει, το κατάλαβες;"
   Τα είπε και δροσίστηκε. Ωχ! Έβγαλε τα απωθημένα της. Έκανε μαζί του υπομονή τόσο καιρό για το χατίρι της Άννας.
   "Μαμά!..."
   "Σιωπή, Άννα, φεύγω", είπε ο Δάσκαλος και έξω από την πόρτα.
   Εκείνο ήτανε.
   "Αν φύγει, θα φύγω μαζί του", είπε η Άννα μ' όλη τη δύναμη της φωνής της.
   Έτρεξε, μπήκε στην κάμαρά της και κλείδωσε την πόρτα.
   Η κυρία Κλειώ ζάρωσε και θυμήθηκε μια κουβέντα που της είχε πει κάποτε η Ειρήνη. «Οι μύγες με το μέλι πιάνουνται, όχι με το ξύδι». Τώρα τα είχε κάνει μούσκεμα.
   Πάει το πρωί να ξυπνήσει την κόρη της ... η πόρτα κλειδωμένη. Χτυπά.
   "Άννα, ξύπνα, παιδί μου".
   Ξαναχτυπά, τίποτα, μιλιά.
   Η Άννα είχε ξενυχτήσει. Ο ύπνος δεν την έπαιρνε αποβραδίς και είχε αποκοιμηθεί τις πρωινές ώρες.
   "Άννα, τι σκοπό έχεις; Δε θα πας σήμερα στο γραφείο;"
   Ακούει από μέσα την Άννα να ξεκλειδώνει την πόρτα. Μπαίνει μέσα και στέκεται.
   "Πα! Αυτός εδώ είναι;"
   Ο Ασλάν ξύπνησε. Τεντώθηκε πάνω στης Άννας το κρεβάτι και γύρισε ανάσκελα να του τρίψουνε την κοιλιά.
   "Α, ώστε εσύ ήσουνα που βάραινες πάνω στα πόδια μου", του λέει η Άννα. "Εσύ ήσουνα, τρισάθλιε, που μ' έκανες να βλέπω εφιάλτες! Δείτε εδώ κατάσταση. Μπουρδουκλωμένη στα σεντόνια μου!"
   "Άντε, θ' αργήσεις. Το μπάνιο σου είναι έτοιμο και ο Χαλίλ σου έφερε φρέσκους χουρμάδες, αλγερίνικους, θαύμα".
   Η Άννα χωρίς να πει λέξη πέρασε δίπλα της και πήγε και κλειδώθηκε στο μπάνιο.
   Αφού ντύθηκε και έφαγε το πρωινό της στο πόδι, έφυγε βιαστικά χωρίς ν' αποχαιρετήσει τη μάνα της.
   Πριν φτάσει στο γραφείο μπήκε στου Γιαννακάκη το μαγαζί και άφησε σημείωμα για το Δάσκαλο. Του ζητούσε να συναντηθούν το βράδυ στις εφτά μέσα στους κήπους της Νούζας, στο παγκάκι που ήταν μπροστά στο κλουβί του λύκου.

   "Καλώς τηνα, κάθησε".
   Της έκανε τόπο να καθήσει στο παγκάκι δίπλα του.
   "Μη στεναχωριέσαι, Χαμίνι, θα την καλοπιάσω την κυρία Κλειώ και θα ξεχαστούνε όλα. Φταίω εγώ. Τι θέλω τώρα και κάθουμαι να μιλώ με μια γριά γυναίκα. Άλλωστε, το πολύ πάει, το λίγο έμεινε. Εγώ έτσι ή αλλιώς πρέπει να φύγω".
   "Δε θέλω να φύγετε", είπε και έσκυψε το κεφάλι της για να μη δει αυτός τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν στα μάγουλά της.
   Χωρίς να της πει μιλιά, άπλωσε το μπράτσο του στους ώμους της και την τράβηξε πιο κοντά.
   "Ξέρω, καταλαβαίνω, κατάλαβα, μα είσαι τόσο νέα..."
   Και ύστερα με φωνή που έτρεμε λιγάκι:
   "Δεν ξέρω πώς πρέπει να φερθώ, δεν ξέρω τι να κάνω μαζί σου".

   Ύστερα από μια βδομάδα ο γάμος έγινε κρυφά σ' ένα παρεκκλήσι με το Γιαννακάκη κουμπάρο.
   Μέσα σ' ένα μήνα όλα είχαν κανονιστεί. Η κυρία Κλειώ έκανε τα πικρά - γλυκά και υποτίθεται πως αγάπησε με το γαμπρό της. Η Άννα έδωσε την παραίτησή της στο γραφείο και εφοδιάστηκε με τα καλύτερα συστατικά. Έγιναν οι αποχαιρετισμοί με τα ξαδέρφια και έφτασε η ώρα η στερνή.
   Δύο αμαξάκια στέκουνται μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Στο πρώτο κάθεται η κυρία Κλειώ με το καλάθι του Ασλάν στην ποδιά της και κάνει τόπο δίπλα της για την Άννα. Το καλάθι του Ασλάν είναι αλαφρύ και κάτασπρο, έτσι όπως φτιάνουν τα καλάθια τους οι μπεντουίνες. Πήγε ο Χαλίλ στα Αράπικα και τους το 'φερε. Στο δεύτερο αμάξι κάθεται ο Δάσκαλος με όλες τις αποσκευές. Η Άννα μέσα παραδίνει το σπίτι στον Χαλίλ.
   Αφού το περπάτησε και τ' αποχαιρέτησε, άρχισε να σφαλνά ένα - ένα τα παντζούρια. Και τα σφαλνούσε κλαίοντας, όπως απλώνεις το χέρι σου και σφαλνάς τα μάτια του πεθαμένου. Σκοτείνιασε το σπίτι. Ήρθε και η σειρά της ξώπορτας. Βγήκε έξω, την κλείδωσε κι έδωσε το κλειδί στον Χαλίλ.
   Ο ήλιος ετοιμάζεται να βασιλέψει, και το σούρουπο θα φτάσει για ν' αγκαλιάσει άλλη μια φορά τον κήπο με τη γαζία και τη μανόλια. Για ν' αγκαλιάσει και το σπιτάκι το στολισμένο με τις μούντζες της Φατμάς, που δεν κατόρθωσαν ωστόσο να ξορκίσουν το κακό ποδαρικό. Το σούρουπο θα φτάσει ακόμα μια φορά και ποιος ξέρει ακόμα πόσες άλλες φορές για ν' αγκαλιάσει ετούτη την ασήμαντη γωνιά της γης όπου η Άννα άφησε ένα κομμάτι απ' τη ζωή της.
   Έξω στο πεζοδρόμιο στέκεται ο Χαλίλ και δίπλα του η Αζίζα, που σκουπίζει τα δάκρυά της.
   Και όλα είναι σιωπηλά, ακίνητα, αιώνια.

Ιορδανίδου Μαρία, Σαν τα τρελά πουλιά, εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Αθήναι

Σημειώσεις:
(1) μουτ: αρβανίτικο βρωμόλογο
(2) σοφράγκηδες: σερβιτόροι
(3) μποάμπηδες: θυρωροί
(4) Μέσα στο Κομπακίρ και στο Ταρτούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια: