Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

[ ΟΙ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ]

   Παραλήρημα το λέτε τώρα; Ούτε μονόλογο ούτε μονωδία ούτε με οποιονδήποτε άλλο όρο που να χαρακτηρίζει το λόγο; Ούτε καν εξομολόγηση;
   Παραλήρημα χαρακτηρίζουμε την ακατάσχετη και ασυνάρτητη ομιλία. Αυτήν που εκβάλλει από το στόμα ενός αρρώστου ή ενός ηλικιωμένου -γράψε ετοιμοθάνατου. Η δική μου ομιλία ενδεχομένως να είναι ακατάσχετη, αλλά δεν είναι ασυνάρτητη. Ναι, παραληρώ, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω και θα συνεχίσω να γκρινιάζω για την τύχη που μου επιφύλαξε η μοίρα και συνεχίζει να με κατατρέχει. Αλλά δε λέω ανοησίες...
   Όταν είσαι νέος, σου περισσεύει η ζωή και δεν τη σέβεσαι. Όμως, όταν έχεις περάσει τα εξήντα, τότε αρχίζεις να την υπολογίζεις και να αφαιρείς. Τι; Μα τα χρόνια που απομένουν και μετριούνται στα δάχτυλα των χεριών σου. Για να μην πω του ενός χεριού σου... Άλλο το μέτρημα των είκοσι ετών και άλλο των εξήντα και, ακόμα χειρότερα, των εβδομήντα.
   Μη νομίζετε ότι πάσχω από τίποτα έτσι όπως τα λέω. Ούτε άρρωστος είμαι ούτε μουρλός. Για να είμαι ειλικρινής, μόλις πάτησα τα εβδομήντα -αν θυμάμαι καλά το χρόνο της γέννησής μου- και τα έχω τετρακόσια. Ούτε στα δύο τρίτα της ηλικίας του μεγάλου δασκάλου μου, του Πλήθωνος, του Γεώργιου Γεμιστού, δεν έχω φτάσει ακόμα, που πέθανε στα ενενήντα οχτώ του χρόνια, αν όχι στα εκατό και βάλε. Ας τον έχει εκ δεξιών ο Δίας, όπως ήθελε να ονομάζει τον θεό του...
   Όμως εγώ από αλλού θέλω να ξεκινήσω. Παρασύρθηκα από τον χείμαρρο της ομιλίας μου και ξεκίνησα από τον Γεώργιο Γεμιστό, ο οποίος πήρε το όνομα Πλήθων από τη μεγάλη λατρεία που είχε για την αρχαία Ελλάδα, τους θεούς της, τον πολιτισμό της, τη φιλοσοφία της και τόσα άλλα.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

[ ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ ]

   1558
   Ο Νεντ Γουίλαρντ επέστρεψε στο Κίνγκσμπριτζ μέσα σε χιονοθύελλα.
   Ανέβηκε κόντρα στο ρεύμα από το λιμάνι του Κομπ στην καμπίνα μιας αργοκίνητης φορτηγίδας γεμάτης υφάσματα από την Αμβέρσα και κρασί από το Μπορντό. Όταν υπολόγισε ότι το πλοίο κόντευε επιτέλους να φτάσει στο Κίνγκσμπριτζ, τύλιξε τον γαλλικό μανδύα πιο σφιχτά γύρω από τους ώμους του, τράβηξε την κουκούλα πάνω από τ' αυτιά του, βγήκε στο ανοιχτό κατάστρωμα και κοίταξε πέρα.
   Στην αρχή απογοητεύτηκε·  το μόνο που είδε ήταν το χιόνι που έπεφτε. Όμως η λαχτάρα του να δει την πόλη ήταν σαν πόνος και προσπάθησε να διαπεράσει με το βλέμμα του τις νιφάδες, όλος ελπίδα. Ύστερα από λίγο, η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε και η θύελλα άρχισε να καταλαγιάζει. Ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού εμφανίστηκε σαν έκπληξη. Κοιτάζοντας πάνω από τις κορυφές των δέντρων που τον περιέβαλλαν, είδε τον πύργο του καθεδρικού -τριακόσια πέντε πόδια ύψος, όπως γνώριζε κάθε μαθητής του σχολείου του Κίνγκσμπριτζ. Οι φτερούγες του πέτρινου αγγέλου που φυλούσε την πόλη από την κορυφή του κωδωνοστασίου είχαν ένα φεστόνι χιονιού στις άκρες τους και τα γκριζωπά φτερά φαίνονταν κατάλευκα. Καθώς κοιτούσε, μια ηλιαχτίδα άγγιξε στιγμιαία το άγαλμα και το χιόνι φωτοβόλησε σαν ευλογία. Μετά η θύελλα πύκνωσε πάλι και ο άγγελος χάθηκε από τα μάτια του.
   Για κάμποση ώρα έβλεπε μόνο δέντρα, αλλά η φαντασία του είχε χορτάσει. Σε λίγο θα ξανάβλεπε τη μητέρα του ύστερα από ενός χρόνου απουσία. Δε θα της έλεγε πόσο πολύ του είχε λείψει, γιατί ένας άντρας έπρεπε να είναι ανεξάρτητος και αυτάρκης στην ηλικία των δεκαοχτώ ετών.
   Πιο πολύ απ' όλους όμως του είχε λείψει η Μάρτζερι. Την είχε ερωτευτεί, κατά ολέθρια χρονική συγκυρία, μόλις μερικές βδομάδες πριν φύγει από το Κίνγκσμπριτζ για να περάσει ένα χρόνο στο Καλαί, το υπό αγγλική διοίκηση λιμάνι στη βόρεια ακτή της Γαλλίας. Από μικρός γνώριζε και συμπαθούσε τη ζωηρή, έξυπνη κόρη του σερ Ρέτζιναλντ Φιτζέραλντ. Όταν έπαψε να είναι παιδούλα, η κατεργαριά της πήρε μια άλλη σαγήνη κι έτσι άθελά του άρχισε να την κοιτάζει επίμονα στην εκκλησία, με το στόμα στεγνό και την ανάσα κομμένη. Είχε διστάσει να κάνει κάτι άλλο, πέρα από το να την κοιτάζει, γιατί ήταν τρία χρόνια μικρότερή του. Εκείνη όμως δεν είχε τέτοιες αναστολές. Είχαν φιληθεί στο νεκροταφείο του Κίνγκσμπριτζ, πίσω από τον προστατευτικό όγκο του μνήματος του ηγούμενου Φίλιπ, του μοναχού που είχε παραγγείλει την κατασκευή του καθεδρικού πριν από τέσσερις αιώνες. Το μακρύ, φλογερό φιλί τους δεν είχε τίποτα το παιδιάστικο. Μετά εκείνη έβαλε τα γέλια κι έφυγε τρέχοντας.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

[ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ] - Β' ΜΕΡΟΣ

 23 Ιουνίου 1528

   Ημερολόγιό μου,
   Γράφω και το χέρι μου τρέμει. Αυτό μπορεί να είναι το τέλος μου, γιατί ο Χάρος τριγυρίζει στις αίθουσες του Χήβερ και φοβάμαι πως έχει για στόχο του εμένα. Έχει πάρει κιόλας τόσους και τόσους... Πριν καν προλάβω να φύγω βιαστικά από το Γκρήνουιτς, εκατοντάδες άνθρωποι πέθαναν σε κάτι λιγότερο από μια μέρα και πολλοί ήταν από το ίδιο το περιβάλλον του βασιλιά. Ο Νόρφολκ αρρώστησε κι ο μεγάλος γιος και κληρονόμος του Σάφολκ πέθανε. Ο Χάρος καλπάζει ελεύθερος ακόμα και στους μεγάλους δρόμους, τον είδα σ' όλη τη διαδρομή απ' το Γκρήνουιτς στο Ήντενμπριτζ. Aμάξια με κλειστές τις κουρτίνες, αμαξάδες, χωριάτισσες, αγρότες με κατεβασμένα κεφάλια και μάτια καρφωμένα στο χώμα, κανείς να μη χαιρετάει κανέναν στο δρόμο. Και πτώματα να κείτονται εδώ κι εκεί, με τα κοράκια να τσιμπολογούν τις σάρκες τους.
   Παντού μέσα στο Χήβερ οσμίζεσαι το θάνατο. Ο άντρας της αδελφής μου πήγε να βρει το Δημιουργό του. Ο πατέρας κι ο αδελφός μου ο Τζωρτζ είναι βαριά άρρωστοι. Η μητέρα ευτυχώς είναι καλά, αλλά έτσι που φροντίζει τον άντρα της και το γιο της, μπορεί ν' αρρωστήσει κι αυτή.
   Σήμερα το πρωί ήρθε εδώ στο Χήβερ, φέρνοντας γράμμα του βασιλιά Ερρίκου, ο Ζους, ο μυστικός μαντατοφόρος του, αυτός που μεταφέρει πάντα την κρυφή αλληλογραφία μας.
   Το γράμμα που μου έστειλε ο Ερρίκος, ο οποίος είναι πολύ καλά και κλειδαμπαρωμένος στο Γουόλθαμ, ήθελε να μου δώσει ελπίδες ότι η αρρώστια θα με προσπεράσει. Προσεύχομαι να είναι καλά στην υγεία του ο βασιλιάς, αλλά το κεφάτο ύφος της επιστολής του με πίκρανε λιγάκι. Αποφεύγει τις συναναστροφές, κάνει μοναχικούς περιπάτους σ' έρημους κήπους, σκέφτεται και γράφει για το θέμα του διαζυγίου κι ελπίζει να έρθει γρήγορα ο Καμπέτζο. Πώς μπορεί να σκέφτεται τέτοια πράγματα τη στιγμή που η πανώλη γεμίζει θρήνο τις ψυχές μας; Είναι φορές που φοβάμαι ότι ο βασιλιάς δεν έχει αίμα στις φλέβες του, ότι είναι ένας άνθρωπος ψυχρός κι αλλόκοτος.