Παραλήρημα το λέτε τώρα; Ούτε μονόλογο ούτε μονωδία ούτε με οποιονδήποτε άλλο όρο που να χαρακτηρίζει το λόγο; Ούτε καν εξομολόγηση;
Παραλήρημα χαρακτηρίζουμε την ακατάσχετη και ασυνάρτητη ομιλία. Αυτήν που εκβάλλει από το στόμα ενός αρρώστου ή ενός ηλικιωμένου -γράψε ετοιμοθάνατου. Η δική μου ομιλία ενδεχομένως να είναι ακατάσχετη, αλλά δεν είναι ασυνάρτητη. Ναι, παραληρώ, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω και θα συνεχίσω να γκρινιάζω για την τύχη που μου επιφύλαξε η μοίρα και συνεχίζει να με κατατρέχει. Αλλά δε λέω ανοησίες...
Όταν είσαι νέος, σου περισσεύει η ζωή και δεν τη σέβεσαι. Όμως, όταν έχεις περάσει τα εξήντα, τότε αρχίζεις να την υπολογίζεις και να αφαιρείς. Τι; Μα τα χρόνια που απομένουν και μετριούνται στα δάχτυλα των χεριών σου. Για να μην πω του ενός χεριού σου... Άλλο το μέτρημα των είκοσι ετών και άλλο των εξήντα και, ακόμα χειρότερα, των εβδομήντα.
Μη νομίζετε ότι πάσχω από τίποτα έτσι όπως τα λέω. Ούτε άρρωστος είμαι ούτε μουρλός. Για να είμαι ειλικρινής, μόλις πάτησα τα εβδομήντα -αν θυμάμαι καλά το χρόνο της γέννησής μου- και τα έχω τετρακόσια. Ούτε στα δύο τρίτα της ηλικίας του μεγάλου δασκάλου μου, του Πλήθωνος, του Γεώργιου Γεμιστού, δεν έχω φτάσει ακόμα, που πέθανε στα ενενήντα οχτώ του χρόνια, αν όχι στα εκατό και βάλε. Ας τον έχει εκ δεξιών ο Δίας, όπως ήθελε να ονομάζει τον θεό του...
Όμως εγώ από αλλού θέλω να ξεκινήσω. Παρασύρθηκα από τον χείμαρρο της ομιλίας μου και ξεκίνησα από τον Γεώργιο Γεμιστό, ο οποίος πήρε το όνομα Πλήθων από τη μεγάλη λατρεία που είχε για την αρχαία Ελλάδα, τους θεούς της, τον πολιτισμό της, τη φιλοσοφία της και τόσα άλλα.
Παραλήρημα χαρακτηρίζουμε την ακατάσχετη και ασυνάρτητη ομιλία. Αυτήν που εκβάλλει από το στόμα ενός αρρώστου ή ενός ηλικιωμένου -γράψε ετοιμοθάνατου. Η δική μου ομιλία ενδεχομένως να είναι ακατάσχετη, αλλά δεν είναι ασυνάρτητη. Ναι, παραληρώ, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω και θα συνεχίσω να γκρινιάζω για την τύχη που μου επιφύλαξε η μοίρα και συνεχίζει να με κατατρέχει. Αλλά δε λέω ανοησίες...
Όταν είσαι νέος, σου περισσεύει η ζωή και δεν τη σέβεσαι. Όμως, όταν έχεις περάσει τα εξήντα, τότε αρχίζεις να την υπολογίζεις και να αφαιρείς. Τι; Μα τα χρόνια που απομένουν και μετριούνται στα δάχτυλα των χεριών σου. Για να μην πω του ενός χεριού σου... Άλλο το μέτρημα των είκοσι ετών και άλλο των εξήντα και, ακόμα χειρότερα, των εβδομήντα.
Μη νομίζετε ότι πάσχω από τίποτα έτσι όπως τα λέω. Ούτε άρρωστος είμαι ούτε μουρλός. Για να είμαι ειλικρινής, μόλις πάτησα τα εβδομήντα -αν θυμάμαι καλά το χρόνο της γέννησής μου- και τα έχω τετρακόσια. Ούτε στα δύο τρίτα της ηλικίας του μεγάλου δασκάλου μου, του Πλήθωνος, του Γεώργιου Γεμιστού, δεν έχω φτάσει ακόμα, που πέθανε στα ενενήντα οχτώ του χρόνια, αν όχι στα εκατό και βάλε. Ας τον έχει εκ δεξιών ο Δίας, όπως ήθελε να ονομάζει τον θεό του...
Όμως εγώ από αλλού θέλω να ξεκινήσω. Παρασύρθηκα από τον χείμαρρο της ομιλίας μου και ξεκίνησα από τον Γεώργιο Γεμιστό, ο οποίος πήρε το όνομα Πλήθων από τη μεγάλη λατρεία που είχε για την αρχαία Ελλάδα, τους θεούς της, τον πολιτισμό της, τη φιλοσοφία της και τόσα άλλα.