Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

[ ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΚΙΑ ]

  
    Ο μπαμπάς μου περπατούσε πλάι μου για να μου δώσει κουράγιο και με την παλάμη του άγγιζε απαλά την πλάτη μου, στο σημείο που έδεναν τα κορδόνια του μπούστου μου. Πάνω από το Τορ ντι Νόνα, το παπικό δικαστήριο, η θηλιά στην αγχόνη του Ιεροεξεταστή έριχνε στον τοίχο μια σκιά που θύμιζε δάκρυ, έτσι όπως διαγραφόταν αφύσικη και ακίνητη στις πρώτες ηλιαχτίδες που ήδη έψηναν τις πλάκες της πλατείας και το πάνω μέρος του κεφαλιού μου.
   "Μια δυσάρεστη στιγμή θα είναι μόνο, Αρτεμισία", είπε ο μπαμπάς, κοιτάζοντας ίσια μπροστά του. "Μια μικρή πίεση, τίποτα παραπάνω".
   Εννοούσε τις σίβυλλες (1).
   Αν, με τα χέρια δεμένα, επέμενα στην κατάθεση που είχα δώσει τις προηγούμενες βδομάδες, θα πείθονταν ότι έλεγα την αλήθεια και η δίκη θα τελείωνε. Όχι η δική μου δίκη. Αυτό σκεφτόμουν συνέχεια: δεν δικαζόμουν εγώ. Δικαζόταν ο Αγκοστίνο Τάσι.
   Το κείμενο της καταγγελίας που είχε στείλει ο μπαμπάς μου στον πάπα Παύλο Ε' αντηχούσε ακόμα στ' αυτιά μου: "Ο Αγκοστίνο Τάσι διακόρευσε την κόρη μου Αρτεμισία, αφού ήλθε επανειλημμένως και δια της βίας σε σαρκική επαφή μαζί της, αδίκημα το οποίο προκάλεσε σοβαρή και τεράστια ζημιά σε εμένα, τον φτωχό ενάγοντα Οράτιο Τζεντιλέσκι, ζωγράφο και Ρωμαίο πολίτη, καθότι δεν μπορώ πια να αποκομίσω το ίδιο υψηλό τίμημα από το ταλέντο της στη ζωγραφική".
   Εγώ δεν ήθελα να το μάθει κανείς. Δεν ήθελα να το πω ούτε καν σ' αυτόν. Αλλά με είχε ακούσει να κλαίω και με είχε αναγκάσει να του το ομολογήσω. Εξάλλου υπήρχε και ο πίνακας που είχε εξαφανιστεί, εκείνος που θαύμαζε ο Αγκοστίνο. Κι έτσι ο μπαμπάς μου υπέβαλε μήνυση.
   "Πόση πίεση;" ρώτησα.
   "Μια ενόχληση είναι μόνο και θα κρατήσει λίγο".
   Δεν κοίταξα τα πρόσωπα στο πλήθος που είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται στην είσοδο του Τορ. Ήξερα ήδη τι θα έδειχναν -χυδαία περιέργεια, αποδοκιμασία, περιφρόνηση. Προτίμησα να κοιτάξω το κίτρινο αγιόκλημα που άνθιζε με φόντο τον τοίχο στο χρώμα της ώχρας. Το ένα χρώμα τόνιζε το άλλο. Αυτό μου το είχε μάθει ο μπαμπάς μου.

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

[ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΥΣ ]

   
  
   Το γράμμα του μοναστηριού δεν εξηγούσε γιατί η αδελφή Λουκία δεν πήγε αμέσως στο Κογκό. Την προόριζε να υπηρετήσει για ένα άγνωστο διάστημα σ' ένα νοσοκομείο ψυχοπαθών, στο νότιο Βέλγιο.
   Η αδελφή Λουκία σκέφτηκε πως το δίπλωμά της ως νοσοκόμος - ψυχίατρος δικαιολογούσε την τοποθέτησή της: πως η ηγουμένη της ήθελε ν' αποκτήσει λίγη πρακτική στην ψυχιατρική κατά κάποιο τρόπο ώστε να είναι ακόμη πιο χρήσιμη στο Κογκό. Ξαναδιάβαζε το ιατρικό σύγγραμμα σχετικά με τη νευρασθένεια των τροπικών και των ψυχικών διαταραχών εξαιτίας της λέπρας. Είχαν, λοιπόν, δίκιο που την έστελναν στο ψυχιατρείο για εξάσκηση πριν πάει στο Κογκό.
   Στο τελευταίο διάλειμμα δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μη ρωτήσει την αδελφή Παυλίνα, αν οι ψυχικές ασθένειες ήταν κάτι το συνηθισμένο στο Κογκό. Η αδελφή Παυλίνα, από τη μέρα που η αδελφή Λουκία πήρε το δίπλωμά της, είχε γίνει άλλος άνθρωπος απέναντί της. Όλη εκείνη η σκληρότητα είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπό της. 
   "Όλοι, λίγο πολύ, έχουν αντιμετωπίσει κάποια ψυχική διαταραχή στο Κογκό, αδελφή μου", είπε. "Σ' αυτή τη χώρα υπάρχει κάτι που σε κάνει να χάνεις το νου σου. Η απεραντοσύνη της... οι αχανείς της ορίζοντες... Αχ, αυτοί οι ορίζοντες!"
   Η αδελφή Λουκία, ακούγοντάς την να μιλά για τη χώρα στην οποία σύντομα επρόκειτο να επιστρέψει, σκεφτόταν μια σειρά από φωτογραφίες που είχε δει στο μικρό περιοδικό του μοναστηριού κι έδειχναν τις μοναχές έτοιμες να φύγουν για τη δεύτερη ή την τρίτη αποστολή τους σ' εκείνα τα μέρη. Πόζαραν ανά ομάδες και κάτω από τις φωτογραφίες υπήρχαν λεζάντες: «Δεύτερη αποστολή», «Τρίτη αποστολή». Και τα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν τόσο που, βλέποντάς τα,  θα νόμιζε κανείς πως ήταν ολοζώντανες και το χαμόγελό τους έδειχνε την εσωτερική τους ικανοποίηση.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

[ ΑΦΟΣΙΩΣΗ ]

  
    Όλα τα παντζούρια των σπιτιών στο Καμίνο Σα Εγκλέσια ήταν κλειστά, προσπαθώντας να αναχαιτίσουν τη ζέστη. Κανένα παιδί δεν έπαιζε έξω στο δρόμο, οι γάτες είχαν αποτραβηχτεί στα σκιερά κατώφλια και κοιμούνταν. Τα λουλούδια που είχαν φυτέψει οι χωρικοί για να στολίσουν τους κήπους και τα περβάζια τους, μαραίνονταν κάτω από το λαμπρό φως. Πίσω από τα σπίτια υπήρχαν ξύλινοι πάγκοι, κάτω απ' τις νεραντζιές, κάτω απ' τις κληματαριές. Άλλες μέρες πολλοί ήταν αυτοί που έπαιρναν εκεί έξω το μεσημεριανό τους υπνάκο, αγναντεύοντας τα ψηλώματα, ενώ έφταναν σιγανές και τους χάιδευαν οι δροσερές ανάσες του βουνού. Σήμερα όμως δεν καθόταν κανένας στα πίσω περιβόλια. Ακόμα και τα λεπτά δάχτυλα του ήλιου που κατάφερναν να τρυπώσουν στο εσωτερικό των σπιτιών απ' τα σφαλιστά παντζούρια, ακόμα κι αυτά ζεματούσαν. Σε ολόκληρη τη μικρή πόλη της Σαντάνια μόνο μία γυναίκα ήταν ακόμα έξω, στο πόδι: η Χοσέφα, η θυγατέρα του Ταντέο Άρτα, του παπουτσή. Κι αυτή, μισοτυφλωμένη από τον ιδρώτα που κυλούσε ποτάμι στο μέτωπό της κάτω απ' το πλατύγυρο καπέλο της, τσάπιζε τις βραγιές με τα μαρούλια κι έριχνε κοπριά απ' το στάβλο του γαϊδουριού που ήταν στο βάθος του κήπου, έξω από την προστατευτική σκιά των δέντρων.
   Όταν τελείωσε, τράβηξε νερό με την αντλία, μούσκεψε το φλογισμένο πρόσωπό της, έπλυνε τα χέρια της, έβγαλε τα πέδιλά της και μπήκε στο σπίτι όσο πιο αθόρυβα μπορούσε αλλά κάποιο αφτί την άκουσε. Η Μαργκαλίδα αμέσως τη φώναξε: "Χοσέφα; Σου είπα να τσαπίσεις τα μαρούλια!"
   "Τέλειωσα, Μαργκαλίδα", είπε η Χοσέφα.
   "Φέρε μου ένα ποτήρι νερό!" είπε η Μαργκαλίδα.
   Η Χοσέφα ξαναγύρισε στην αντλία. Γέμισε ένα κανάτι και το πήγε στην κουζίνα. Εκεί γέμισε ένα ποτήρι και αργά, κατσούφικα, ανέβηκε τα σκαλιά κρατώντας το στα χέρια της. Μπήκε απρόθυμα στην κρεβατοκάμαρα. Η Μαργκαλίδα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι φορώντας μόνο μια λεπτή πουκαμίσα, ανοιχτή στο λαιμό. Τα μαλλιά της χύνονταν πλούσια στα μαξιλάρια, τα ίδια εκείνα μαξιλάρια όπου μόλις ένα χρόνο νωρίτερα η μάνα της Χοσέφα έβηχε και ψηνόταν από τον πυρετό. Το μικρό εικονισματάκι της Σάντα Καταλίδα που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο της μητέρας της, από τότε που θυμόταν η Χοσέφα τον εαυτό της, είχε φύγει· και τη θέση του είχαν πάρει μπουκαλάκια με αρώματα και μια μικρή κοσμηματοθήκη.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

[ ΤO ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ]

  
    Όποιους ο Θεός θέλει να καταστρέψει, τους οδηγεί πρώτα στην παραφροσύνη. Η αδελφή Λουθία, η νεαρή δόκιμη, είχε καθυστερήσει να φύγει για την πόλη και πάνω στη βιασύνη της να πάει στο αυτοκίνητο πρόσεξε την παλιά βαλίτσα μόνο όταν έφτασε στη βάση της σκάλας. Ήταν μια δερμάτινη βαλίτσα με μπρούντζινες γωνίες, ξύλινη λαβή, σκουριασμένες κλειδαριές και στο σκέπασμα, ανάμεσα στα σημάδια μιας άμοιρης ζωής που είχε ξοδευτεί ανώφελα γυρίζοντας τον κόσμο, κάποιος είχε ανοίξει μια σειρά από μεγάλες στρογγυλές τρύπες. Στην αρχή η μοναχή νόμισε πως ήταν γεμάτη με ρούχα για τους φτωχούς, που δώριζε ο κόσμος συχνά στη μονή, μα όταν κοίταξε μέσα από μια τρύπα, τρόμαξε τόσο πολύ που έβγαλε μια κραυγή και γύρισε τρέχοντας στο μοναστήρι.
   Εκείνη την ώρα η αδελφή Μαρία Ινές, η ηγουμένη της μονής της Παναγίας του Ελέους, είχε τελειώσει την αλληλογραφία της και καθόταν στο γραφείο με τα μάτια κλειστά για να εξαγνίσει το μυαλό της από πεζές σκέψεις. Ακόμα και μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα τα παράθυρα άφηναν ελάχιστο φως να μπει στο δωμάτιο, ο χώρος όπου όχι μόνο εργαζόταν αλλά και ζούσε. Σε μία γωνία ήταν ένα στενό κρεβάτι με πολύ λεπτό στρώμα και ένα μικρό τραπέζι όπου πάνω του έκαιγε ένα καντήλι. Μερικές εικόνες κρέμονταν στον τοίχο ανάμεσα στον ξεφλουδισμένο σοβά, ενώ σε μια εσοχή στεκόταν το άγαλμα της Παρθένου σε στάση προσευχής. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν γεμάτος καρέκλες, ερμάρια και έπιπλα χωρίς κανένα πρακτικό σκοπό: η αδελφή Μαρία Ινές είχε λίγα υπάρχοντα και ακόμα λιγότερους επισκέπτες. Όταν η νεαρή δόκιμη μπήκε στο δωμάτιο, η ηγουμένη άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε με απογοήτευση.
   Μερικές φορές θα ήθελε να ανήκε στο τάγμα των Καρθουσιανών ώστε να μη χρειάζεται να μιλάει. Είχε προσπαθήσει να πείσει τις μοναχές της να αφοσιωθούν στην απομόνωση και στη σιωπή, αλλά δεν τα είχε καταφέρει όσο θα ήθελε. Η ίδια είχε δώσει τον όρκο της στις αρχές του αιώνα, όταν δεν είχαν εφευρεθεί ούτε το τηλέφωνο ούτε το ραδιόφωνο και ήταν ευκολότερο να αφιερωθεί κάποιος στο Θεό. Από τότε είχε δει τη ζωή να γίνεται όλο και λιγότερο ήρεμη και στοχαστική, ακόμα και εκεί στη μονή, παρά το γεγονός ότι ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο ήταν το ταξίδι με αυτοκίνητο στην πόλη, πολλά χιλιόμετρα μακριά, μια φορά την εβδομάδα. Η αδελφή Μαρία Ινές δεν αμφισβητούσε την αξία της προόδου, αλλά πίστευε πως το ανθρώπινο γένος ήταν ίσως προικισμένο με περισσότερη ευφυΐα από όση ήταν απαραίτητη. Κοίταξε τη δόκιμη με μια δόση αυστηρότητας και ρώτησε: "Πάλι ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος, Λουθία;"

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

[ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ]


  
    Ποτέ δεν έγινε γνωστό πώς κατέληξε ο μαρκήσιος σε τέτοια κατάσταση εγκατάλειψης, ούτε γιατί διατήρησε ένα γάμο τόσο αταίριαστο, όταν είχε αποφασίσει να περάσει μια ήρεμη χηρεία. Θα μπορούσε να είχε γίνει ό,τι ήθελε, λόγω της απεριόριστης εξουσίας του πρώτου μαρκήσιου, του πατέρα του, ιππότη της Τάξης του Σαντιάγο, δουλέμπορα του σκοινιού και του παλουκιού κι αφέντη άκαρδου των κάμπων, στον οποίο ο βασιλιάς και κύριός του δεν τσιγκουνεύτηκε τιμές κι ευεργεσίες, ούτε τον τιμώρησε για αδικίες.
   Ο Ιγνάσιο, ο μοναδικός κληρονόμος, δεν έδειχνε πως θα γίνει κάτι. Μεγάλωσε με ορισμένες ενδείξεις πνευματικής καθυστέρησης, ήταν αγράμματος μέχρι την ενηλικίωσή του και δεν αγαπούσε κανέναν. Στα είκοσί του χρόνια, έδειξε το πρώτο σύμπτωμα ζωής: ήταν ερωτευμένος και διατεθειμένος να παντρευτεί μια από τις έγκλειστες της Διβίνα Παστόρα, που τα τραγούδια και οι φωνές τους τον νανούριζαν στα παιδικά του χρόνια. Ονομαζόταν Ντούλσε Ολίβια. Ήταν μοναχοκόρη μιας οικογένειας βασιλικών σελοποιών και είχε αναγκαστεί να μάθει την τέχνη να φτιάχνει σέλες, για να μη χαθεί μαζί της και μια παράδοση σχεδόν δύο αιώνων. Σ' εκείνη την παράξενη παρείσφρηση σε μια αντρική εργασία είχαν αποδώσει το χάσιμο των λογικών της και τόσο πολύ που με μεγάλο κόπο της έμαθαν να μην τρώει τις ίδιες τις ακαθαρσίες της. Εκτός από εκείνο, θα ήταν εξαιρετική νύφη για έναν κρεολό μαρκήσιο με τόση λίγη εξυπνάδα.
   Η Ντούλσε Ολίβια είχε ζωηρό πνεύμα και καλό χαρακτήρα και δεν ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς πως ήταν τρελή. Από την πρώτη φορά που την είδε ο Ιγνάσιο την ξεχώρισε μες στη φασαρία του μπαλκονιού κι εκείνη την ίδια μέρα επικοινώνησαν με νοήματα. Αυτή, γνωστή για τη φλυαρία της, του έστελνε μηνύματα με χάρτινα βελάκια. Αυτός έμαθε να διαβάζει και να γράφει, για να αλληλογραφεί μαζί της, κι αυτό ήταν η αρχή ενός αληθινού πάθους που κανένας δεν μπόρεσε να κατανοήσει. Σκανδαλισμένος, ο πρώτος μαρκήσιος φοβέρισε το γιο του και του συνέστησε να κάνει μια δημόσια διάψευση.
   "Όχι μόνο είναι αλήθεια", απάντησε ο Ιγνάσιο, "αλλά έχω και την άδειά της για να ζητήσω το χέρι της". Και μπροστά στο επιχείρημα της τρέλας απάντησε με το δικό του:
   "Κανένας τρελός δεν είναι τρελός, εάν προσαρμόζεται κανείς στη λογική του".

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2018

[ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ]

  
   Η Κλάρα ήταν δέκα χρονών, όταν αποφάσισε πως δεν άξιζε τον κόπο να μιλάει κανείς και βουβάθηκε. Η ζωή της άλλαξε σημαντικά. Ο χοντρός και γλυκομίλητος οικογενειακός γιατρός Κουέβας προσπάθησε να γιάνει τη σιωπή της με χάπια δικιάς του εφεύρεσης, με βιταμίνες σε σιρόπι και επαλείψεις με μέλι τετραβορικού νατρίου στο λαιμό, αλλά χωρίς κανένα εμφανές αποτέλεσμα. Κατάλαβε πως τα φάρμακά του ήταν ανεπαρκή και πως η παρουσία του τρομοκρατούσε τη μικρή. Μόλις τον έβλεπε, η Κλάρα άρχιζε να τσιρίζει κι έβρισκε καταφύγιο στην πιο απομακρυσμένη γωνιά, μαζεμένη σαν φοβισμένο ζώο, κι έτσι παράτησε τα γιατροσόφια του και πρότεινε στο Σεβέρο και στη Νίβεα να την πάνε σ' ένα Ρουμάνο που λεγόταν Ροστίποφ, που είχε κάνει μεγάλο ντόρο εκείνη την εποχή. Ο Ροστίποφ κέρδιζε τη ζωή του κάνοντας κόλπα σαν ταχυδακτυλουργός σε θέατρα ποικιλιών κι είχε καταφέρει το απίστευτο κατόρθωμα να τεντώσει ένα σύρμα από την κορυφή του καθεδρικού ναού μέχρι τον τρούλο της Γαλικιανής Αδελφότητας, στην άλλη άκρη της πλατείας, και να τη διασχίσει περπατώντας στον αέρα με μοναδικό στήριγμα ένα μακρύ κοντάρι. Παρά την επιπόλαια πλευρά του, ο Ροστίποφ είχε προκαλέσει αναστάτωση στους επιστημονικούς κύκλους, γιατί τις ελεύθερες ώρες του θεράπευε την υστερία με μαγνητικά ραβδάκια και υπνωτισμό. Η Νίβεα και ο Σεβέρο πήγαν την Κλάρα στο ιατρείο που είχε αυτοσχεδιάσει στο ξενοδοχείο ο Ρουμάνος. Ο Ροστίποφ την εξέτασε με προσοχή και δήλωσε πως η περίπτωση δεν ανήκε στη δικαιοδοσία του, γιατί η μικρή δε μιλούσε επειδή δεν ήθελε κι όχι επειδή δεν μπορούσε. Όμως μπροστά στην επιμονή των γονιών έφτιαξε κάτι χαπάκια από ζάχαρη βαμμένα με βιολετί χρώμα και της τα έδωσε, προειδοποιώντας την πως ήταν ένα σιβηρικό φάρμακο για τους κωφάλαλους. Αλλά η δύναμη της υποβολής δε λειτούργησε σ' αυτή την περίπτωση κι ο Μπαραμπάς, από μια απροσεξία, καταβρόχθισε το δεύτερο βάζο χωρίς να του προκαλέσει καμιάν αντίδραση. Ο Σεβέρο και η Νίβεα προσπάθησαν να την κάνουν να μιλήσει με σπιτικούς τρόπους, με απειλές και παρακάλια, και μέχρι που την άφησαν νηστικιά για να δουν αν η πείνα θα την ανάγκαζε να ζητήσει το φαγητό της, αλλά ούτε κι αυτά είχαν αποτέλεσμα.

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

[ΑΝΕΞΙΤΗΛΑ ΣΗΜΑΔΙΑ]

Νοέμβριος 1803 - Φεβρουάριος 1805

Χέτι Σκοτούρα Γκριμκέ
   Ήταν κάποτε μια εποχή στην Αφρική που οι άνθρωποι μπορούσαν να πετάνε. Μου το είπε η μαμά μια νύχτα όταν ήμουν δέκα χρονών. Μου είπε: "Η γιαγιούλα σου το είχε δει με τα μάτια της, Σκοτούρα. Πετούσαν, λέει, πάνω από τα δέντρα και τα σύννεφα. Πετούσαν σαν τους κότσυφες, τα μαυροπούλια. Όταν ήρθαμε εδώ, αφήσαμε αυτή τη μαγεία πίσω μας".
   Η μαμά μου ήταν τετραπέρατη. Δεν έμαθε γραφή κι ανάγνωση όπως εγώ. Όλα όσα ήξερε τα έμαθε μέσα από τις κλεφτές στιγμές οίκτου που γνώρισε στη ζωή της. Κοίταξε το πρόσωπό μου, πώς πλημμύρισε με θλίψη και αμφιβολία, και μου είπε: "Δε με πιστεύεις; Και πού λες ότι τις βρήκες αυτές τις πεταχτές ωμοπλάτες, ε;"
   Και είναι αλήθεια ότι αυτά τα λιπόσαρκα κόκαλα εξείχαν από την πλάτη μου σαν καρουμπαλάκια. Τα χτύπησε με το χέρι της και είπε: "Αυτό είναι ό,τι απέμεινε απ' τις φτερούγες σου. Τώρα σου φαίνονται δυο επίπεδα κόκαλα, αλλά να δεις που θα σου ξαναφυτρώσουν μια μέρα".
   Αλλά είχα κληρονομήσει κι εγώ την εξυπνάδα της μαμάς. Από δέκα χρονών ακόμα ήξερα ότι αυτή η ιστορία για τους ιπτάμενους ανθρώπους ήταν σκέτα φούμαρα. Δεν ήμασταν ξεχωριστά πλάσματα που χάσαμε τη μαγεία μας. Ήμασταν σκλάβοι και δεν θα πηγαίναμε πουθενά. Μόνο αργότερα κατάλαβα τι εννοούσε. Μπορούσαμε στ' αλήθεια να πετάξουμε, αλλά δεν υπήρχε καμιά μαγεία σ' αυτό

   Η καθημερινή ζωή εξελίχτηκε σε κάτι που δεν είχε τρόπο να διορθώσει αυτός ο κόσμος· δούλευα στην πίσω αυλή βράζοντας τα στρωσίδια των σκλάβων, διατηρώντας τη φωτιά κάτω από το καζάνι, με τα μάτια μου να καίνε από τις στάχτες της αλισίβας που σήκωνε ο αέρας. Το πρωινό ήταν κρύο, ο ήλιος έμοιαζε σαν μικρό άσπρο κουμπί ραμμένο σφιχτά στον ουρανό. Τα καλοκαίρια φοράγαμε βαμβακερά ρούχα υφασμένα στο σπίτι πάνω από τα βρακιά μας, αλλά όταν έφτανε ο χειμώνας του Τσάρλεστον, άλλοτε το Νοέμβρη κι άλλοτε το Γενάρη, σαν τεμπέλικο κορίτσι, βάζαμε τους «σάκους» μας -αυτές τις βαριές ποδιές με μανίκια που ήταν φτιαγμένες από χοντρό μαλλί. Τις λέγαμε «σάκους» επειδή έτσι έμοιαζαν, σαν τσουβάλια με μανίκια. Ο δικός μου ήταν αποφόρι και κρεμόταν ως τους αστραγάλους μου. Δε θα μπορούσα να μετρήσω πόσα άπλυτα κορμιά τον είχαν φορέσει πριν από μένα, αλλά κανένα δεν παρέλειψε να τον ποτίσει με τη μυρωδιά του.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

[Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ}

  
    Το 124 ήταν όλο μίσος. Γεμάτο φαρμάκι βρέφους. Οι γυναίκες του σπιτιού το ήξεραν, το ίδιο και τα παιδιά. Για χρόνια, καθένας έβρισκε τον τρόπο του ν' αντέξει το μίσος, όμως μέχρι το 1873, η Σηθ κι η κόρη της Ντένβερ ήταν τα μόνα του θύματα. Η γιαγιά, η Μπέμπα Σαγκς, είχε πεθάνει και οι γιοι, ο Χάουαρντ και ο Μπάγκλαρ, το είχαν σκάσει μόλις έγιναν δεκατριώ χρονώ -μόλις ένας καθρέφτης θρυμματίστηκε στο κοίταγμά του (αυτό ήταν το σινιάλο για τον Μπάγκλαρ)· μόλις δύο αποτυπώματα από μικροσκοπικά χέρια φάνηκαν στο γλυκό (αυτό ήταν για τον Χάουαρντ). Κανένα απ' τ' αγόρια δεν περίμενε να δει περισσότερα· ακόμα μια χύτρα μπιζέλια αδειασμένα σωρό πάνω στο πάτωμα ν' αχνίζουν· τα μπισκότα της σόδας κομματάκια στρωμένα σε γραμμή στο κατώφλι της πόρτας. Δεν περίμεναν καν την εποχή της ανακωχής: τις εβδομάδες, ή ακόμα και μήνες, που όλα ήταν ήρεμα. Όχι. Και οι δύο έφυγαν αμέσως -τη στιγμή που το σπίτι τους χτύπησε με τη μοναδική ύβρι που δεν μπορούσαν ν' αντέξουν ή να παρακολουθήσουν για άλλη μία φορά. Μέσα σε δύο μήνες, στην καρδιά του χειμώνα, αφήνοντας τη γιαγιά τους, την Μπέμπα Σαγκς· τη μητέρα τους Σηθ· και τη μικρή αδερφή τους Ντένβερ, ολομόναχες στο γκριζόλευκο σπίτι της οδού Μπλούστοουν. Τότε δεν είχε αριθμό, το Σινσινάτι δεν είχε φτάσει τόσο μακριά. Στην πραγματικότητα, το Οχάιο αποκαλούνταν πολιτεία από εβδομήντα μόνον χρόνια, όταν πρώτα ο ένας αδερφός κι ύστερα ο άλλος γέμισαν τζίβα τα καπέλα τους, άρπαξαν τα παπούτσια τους και γλίστρησαν μακριά απ' το ζωηρό μίσος που ένιωθε γι' αυτούς το σπίτι.
   Η Μπέμπα Σαγκς δεν σήκωσε καν το κεφάλι. Κατάκοιτη τούς άκουσε να φεύγουν, όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος που έμεινε ακίνητη. Απορούσε που άργησαν τόσο οι εγγονοί της να καταλάβουν ότι δεν ήταν όλα τα σπίτια σαν το σπίτι της οδού Μπλούστοουν. Μετέωρη ανάμεσα στη βρομιά της ζωής και την κακία των νεκρών, αδιαφορούσε για το αν θ' άφηνε τη ζωή ή θα τη ζούσε, πόσο μάλλον για το φόβο των δύο αγοριών που νυχοπερπατούσαν. Το παρελθόν ήταν σαν το παρόν της -αβάσταχτο- και καθώς ήξερε ότι ο θάνατος ήταν κάθε άλλο παρά λήθη, έβαλε τη λίγη δύναμη που της απέμενε για να στοχαστεί το χρώμα.
   "Φέρε μου λίγο βιολετί, αν έχεις. Ή, αν δεν έχεις, ροζ".
   Και η Σηθ τής έκανε τη χάρη με οτιδήποτε, από ένα πανί ως την ίδια της τη γλώσσα. Ο χειμώνας στο Οχάιο ήταν πιο σκληρός όταν σου άρεσαν τα χρώματα. Η μόνη συγκίνηση ήταν ο ουρανός κι ήταν πράγματι παράτολμο να βασιστείς στον ορίζοντα του Σινσινάτι για τη μεγάλη απόλαυση της ζωής. Έτσι, η Σηθ και το κορίτσι, η Ντένβερ, έκαναν ό,τι μπορούσαν και ό,τι επέτρεπε το σπίτι. Μαζί ξεκίνησαν έναν απρόθυμο αγώνα στην εξωφρενική συμπεριφορά του χώρου· στ' αναποδογυρισμένα δοχεία με τ' αποπλύματα, στα χτυπήματα στον πισινό, και στις ριπές ξινισμένου αέρα. Γιατί ήξεραν την πηγή της προσβολής, τόσο καλά όσο και την πηγή του φωτός.
   Η Μπέμπα Σαγκς πέθανε λίγο καιρό αφότου έφυγαν τ' αγόρια, χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για τη δική τους ή τη δική της αναχώρηση, και αμέσως μετά, η Σηθ κι η Ντένβερ αποφάσισαν να σταματήσουν την καταδίωξη και να καλέσουν το φάντασμα που τόσο τις βασάνιζε. Ίσως μια συζήτηση, σκέφτηκαν, ή μια ανταλλαγή απόψεων, ή κάτι να βοηθούσε.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

[ΤΟ ΨΗΛΩΜΑ ΤΟΥ ΝΟΥ]

   
   Μισοπλαγιασμένη κοντά εις την εστίαν, με σφαλιστά τα όμματα, την κεφαλήν ακουμβώσα εις το κράσπεδον της εστίας, το λεγόμενον «φουγοπόδαρον», η θεια-Χαδούλα, η κοινώς Γιαννού η Φράγκισσα, δεν εκοιμάτο, αλλ' εθυσίαζε τον ύπνο πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της. Όσον δια την λεχώ, την μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αύτη προ ολίγου είχεν αποκοιμηθή επί της χθαμαλής, πενιχράς κλίνης της.
   Ο μικρός λύχνος, κρεμαστός, ετρεμόσβηνε κάτω του φατνώματος της εστίας. Έρριπτε σκιάν αντί φωτός εις τα ολίγα πενιχρά έπιπλα, τα οποία εφαίνοντο καθαριώτερα και κοσμιώτερα την νύκτα. Οι τρεις μισοκαϋμένοι δαυλοί, και το μέγα ορθόν κούτσουρον της εστίας, έρριπτον πολλήν στάκτην, ολίγην ανθρακιάν και σπανίως βρέμουσαν φλόγα, κάμνουσαν την γραίαν να ενθυμήται μέσα εις την νύσταν της την απούσαν μικροτέραν κόρην της, την Κρινιώ, ήτις αν ευρίσκετο τώρα εντός του δωματίου, θα υπεψιθύριζε με τόνον λογαοιδικόν: "Αν είναι φίλος, να χαρεί, αν είν' εχθρός, να σκάσει..."
   Η Χαδούλα, η λεγόμενη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της -και όμως, ως εκ του χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού· όταν απέκτησε τέκνα, έγινε δούλα των τέκνων της· όταν τα τέκνα της απέκτησαν τέκνα, έγινε πάλιν δουλεύτρια των εγγόνων της.
   Το νεογνόν είχε γεννηθή προ δύο εβδομάδων. Η μητέρα του είχε κάμει βαρεία λεχωσιά. Ήτο αύτη η κοιμωμένη επί της κλίνης, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η Δελχαρώ η Τραχήλαινα. Είχαν βιασθεί να το βαπτίσουν την δεκάτην ημέραν επειδή έπασχε δεινώς· είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα. Καθώς εβαπτίσθη, το νήπιον εφάνη να καλυτερεύει ολίγον, την πρώτην βραδιάν, και ο βήχας εκόπασεν επ' ολίγον. Επί πολλάς νύκτας, η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις τους οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ' εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη, και αυτό. Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: "Θε μου, γιατί να έλθη στον κόσμο κι αυτό;"
   Η γραία το ενανούριζε, και θα ήτον ικανή να είπη «τα πάθη της τραγούδια» αποπάνω από την κούνιαν του μικρού. Κατά τας προλαβούσας νύκτας, πράγματι, είχε «παραλογίσει» αναπολούσα όλ' αυτά τα πάθη της εις το πεζόν. Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς.

Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

[ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ]

   
Το συναπάντημα
   Το Νυχτερέμι δεν είναι και από τα μεγάλα χωριά της Θεσσαλίας. Ριχμένο εκεί, κατά τις εκβολές του Πηνειού, στο γούπατο του πολύκαρπου κάμπου -του κάμπου που απλώνεται τριγωνικός από τις δασωμένες ρίζες του Κισσάβου, έως τα χαμοβούνια του Ολύμπου- μοιάζει με το γειτονικό του Λασποχώρι, δίδυμα νεροστοιχειά, σωστοί Γήταυροι, παραχορτασμένοι με την παχιά χλωροσά κι αποκαρωμένοι από τις μιασματικές αναθυμιάσεις των βάλτων.
   Με τα χαμόσπιτά του, όπου συζούν αρμονικά ζώα και άνθρωποι, με τα βεργοπλεγμένα κιουτσέκια, όπου αποθηκεύεται χειμωνοκαλόκαιρα το αραποσίτι, με το κονάκι του μπέη ψηλό και αγέρωχο στη μέση και την μικρή και περιφρονημένην εκκλησούλα σε μιαν άκρη, έχει την φτωχικήν εκείνη και φοβισμένην έκφραση που έχουν όλα του κάμπου τα χωριά, τα δουλωμένα και τ' ανάξια υπάρξεως.
   Ήταν Κυριακή. Όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού, από τα σύθαμπα που ετελείωσεν η λειτουργία, ήσαν συναγμένοι έξω από το σπιτομάγαζο του Μαγουλά κι έπιασαν ζωηρή ομιλία. Τα γιαπιά -οι χωμάτινες κρεβατωσές, όπου συνήθως περνά τη ζωή του κάθε χωριάτης Θεσσαλός- εψήλωναν ζερβόδεξα στην χαμηλή πόρτα, φρεσκαλειμμένα κι εχρησίμευαν για κάθισμα και για στρώμα τους. Εκεί ξαπλωμένος ο Παπαρρίζος, μικρό κι αδύνατο γεροντάκι με σαγακιένιες σκάλτσες, ατλαζωτή πουκαμίσα κατεβατή έως το γόνα, μαυρομάλλινο καπότο και σκούφια ξεθωριασμένη στο κεφάλι, εκρατούσεν ένα κομμάτι χαρτί κι εδιάβαζε συλλαβιστά και δυνατά καθεμία λέξη του, συντροφεύοντάς την και με κίνημα εξηγηματικό του χεριού του.
   Ο Ραντζάκος ο πάρεδρος, εξηνταχρονίτης, μεγαλόσωμος, με ψαρά μαλλιά και γένεια, με την βράκα και τα πισιλιά, πλαγιασμένος κοντά του, εβοηθούσε τον παπά στο διάβασμα κι εφιλονικούσε πολλές φορές μαζί του, για την πιστήν εξήγηση των λέξεων. Ο Μαγουλάς, σαρανταχρονίτης, καλοδέματος, με την αλατζένια ποδιά εμπρός, όχι τόσο για να προφυλάξει τη μισότριβη βράκα του, όσο για να δειχθεί πως είναι του χωριού ο μοναδικός μπακάλης, με το ένα πόδι επάνω στο γιαπί κι επάνω στο πόδι το χέρι και στο χέρι ακουμπισμένο το κεφάλι, άκουε με προσοχή μεγάλη και γυρίζοντας έλεγε καμμιά λέξη και αυτός εξηγηματική στους άλλους.
   Και οι άλλοι, ο Χαδούλης, ο Μπιρμπίλης, ο Τζουμάς, ο Κράπας και λοιποί, νέοι και γερόντοι, περίγυρα στα χείλη του γιαπιού γονατιστοί, μισοκαθισμένοι, σκυφτοί είτε ολόρθοι, ακουμπισμένοι στα χοντρά τους ραβδιά, με τα μακριά και αχτένιστα μαλλιά πεσμένα γύρω στα χλωμά και κατάξερα πρόσωπά τους, με τις λερές και ξεσκλισμένες από τον ιδρώτα και την πολυκαιρία τραχηλιές, ανοιχτές έως τη μέση, με το στήθος μαύρο, τραχύ, δασωμένο, σαν αδούλευτο χωράφι γεμάτο αγριάγκαθα, με τα βρακιά ξεθωριασμένα και μυριομπαλωμένα, τα πόδια τυλιγμένα στα χοντρά μάλλινα προπόδια και ποδεμένα μ' ένα κομμάτι γουρνοπέτσι, αιώνια υγρό, άκουαν προσεχτικοί και, κατά το άκουσμα, καθενός το πρόσωπον άλλαζε έκφραση και τα μέλη του σώματος θέση.

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

[ ΣΕ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ]

    Ήταν ένας άντρας ως πενήντα χρόνων, ένας κολοσσός. Το ύψος του έφτανε τα δυο μέτρα. Πλάτες φαρδιές, πόδια και χέρια πελώρια, αναλογίες αρμονικές -ούτ' ένα δράμι ξύγκι περιττό. Ξανθός και ροδοκόκκινος, δεν είχε ακόμα δοκιμάσει το ηλιόκαμμα του ελληνικού ουρανού. Παρουσιάστηκε στη Σχολή με στολή εκστρατείας συνταγματάρχη του ποτέ ρωσικού τσαρικού στρατού, πολύ κακοπαθιασμένη. Μια πανάθλια βαλίτσα κρεμόταν απ' το φοβερό χέρι του. Μπαίνοντας στο γραφείο του κ. Διευθυντού στάθηκε προσοχή χτυπώντας τα σπιρούνια, χαιρέτησε στρατιωτικά και αυτοπαρουσιάστηκε:
   "Comte David Borissitch Liapkine, ex colonel de reserve de l' Armée Russe, ex propriétaire foncier!"
   Μιλούσε τα γαλλικά με τη γνωστή τραγουδιστή προφορά των Ρώσων. Τα σταχτιά του μάτια, αγαθά και διαπεραστικά μαζί, κοιτούσαν τον κ. Διευθυντή με ειλικρίνεια. Το αράδιασμα τόσων τίτλων αντήχησε παράξενα μεσ' στους γυμνούς τοίχους του μισοσκότεινου γραφείου· ιδιαίτερα τα δύο «ex», που ειπώθηκαν με έμφαση για τις πρώην καταστάσεις που δηλούσαν. Ύστερ' από πολύμηνη παραμονή στην Αθήνα, στο άδροσο και βουνίσιο πλαίσιο της Αττικής, ο Λιάπκιν ανάσαινε κάποιον αλλιώτικον αέρα στο θεσσαλικό κάμπο, πιο γνώριμο κι αγαπητό. Είδε χωράφια ισόπεδα, απέραντα, σκεπασμένα με βλαστερά δημητριακά· αντίκρυσε ένα ποτάμι πλατύ, που κυλούσε άφθονο νερό ανάμεσα σε δασωμένους όχτους· οσμίστηκε το αψύ πρωινό νότισμα του νιόφυτου σταριού. Και μέσα σε τούτο τον μεγάλο και γόνιμο κάμπο, το καλοστεκούμενο συγκρότημα της Γεωργικής Σχολής του 'φερε στη μνήμη εικόνες της πατρίδας. Κάποια φωνή του 'λεγε μέσα του πως εδώ, στη Θεσσαλία, θα περνούσε ζωή ήσυχη, εργατική κι αμέριμνη, παρόμοια περίπου μ' εκείνη που 'ζησε στη Ρωσία. Έτσι, ξαφνιάστηκε πολύ ευχάριστα όταν άκουσε τον κ. Διευθυντή να του απαντάει ρωσικά.
   Αμέσως, ένα ρεύμα συμπάθειας γεννήθηκε ανάμεσα στους δυο αυτούς ανθρώπους. Ο Λιάπκιν ακούμπησε τη βαλίτσα του, έβγαλε το πηλίκιό του και κάθησε σε μια βαθιά πολυθρόνα. Έλαμπε από ευχαρίστηση η αυστηρά αγαθή μορφή του. Και μέσα στη μισόφωτη και δροσερή κάμαρα -ένα γραφείο προχειροβαλμένο, ανθρώπων που ζουν πιότερο στο ύπαιθρο- ο κ. Διευθυντής κι ο νέος Επιστάτης συνομίλησαν.

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

[ ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ ]

 Σταυρός, στον Στρυμονικό Κόλπο, 24 Δεκεμβρίου 1918

   Τα σύννεφα ήταν κατεβασμένα κι ένα γλαυκό αμάλγαμα, κάτι ανάμεσα σε ομίχλη και χαμηλή νέφωση, σκέπαζε την κορυφή της δασωμένης πλαγιάς. Αυτή κατέβαινε κάπως απότομα ως την ακτή, εκεί στα πλατάνια που από πάνω τα έβρεχαν τα ρυάκια του βουνού κι από κάτω τα έγλειφαν τα κύματα. Η παραλία του Σταυρού είχε όλο κι όλο ένα κτίριο, διώροφο, που έμοιαζε με παλιό τελωνείο ή φυλάκιο των Οθωμανών. Τα υπόλοιπα ήταν παράγκες, σκέπαστρα για τις βάρκες και χαμηλές αποθήκες με δίχτυα κι όλα τα σκουριάρικα των καραβιών -πίρους, άγκυρες...
   Είχαν ξεκινήσει στοιχισμένοι απ' το χωριό Βρασνά, και απ' την ακτή του βάδιζαν δίπλα στη θάλασσα για το Λιμάνι του Σταυρού. Ένας ολόκληρος κόσμος σε μετακίνηση, το 34ο Σύνταγμα Πεζικού με την πυροβολαρχία του, τα μουλάρια, τα φορτώματα και τους άντρες σιωπηλούς κάτω απ' τη βροχή. Παραμονή Χριστουγέννων του 1918 με το φως του χειμώνα να είναι λιγοστό. Απ' το πρωί ψιλόβρεχε και το κρύο του βουνού, ανάκατο με την αλμύρα της ακτής, κοκκίνιζε τα ξυρισμένα μάγουλα των αντρών.
   Όσο πλησίαζαν στον Σταυρό, η δασωμένη πλαγιά ερχόταν κι αυτή πιο κοντά, όπως κι άλλες παρόμοιες πίσω απ' αυτήν, συνεχόμενες, φύλλα δασωμένου βουνού το ένα πίσω απ' τ' άλλο. Στο μέσο της πρώτης πλαγιάς ξεχώριζαν λίγα σπίτια, ένας πέτρινος τρούλος εκκλησίας, δίπλα του το καμπαναριό, κι αυτό απ' την ίδια πέτρα, που ήταν σαν φάρος στο βουνό. Ένας δρόμος όλος κι όλος ξεκινούσε ανηφορίζοντας απ' τη θάλασσα, διέσχιζε το χωριό κι έφτανε ως τα τελευταία σπίτια στην κορυφή.
   Όσο πλησίαζαν απ' τα Βρασνά στο φυσικό λιμάνι του Σταυρού, η βροχή δυνάμωνε, και αίφνης η εικόνα του μικρού χωριού που σκαρφάλωνε στην πλαγιά έγινε πιο αμυδρή, θάμπωσε, σαν να είχε πρόθεση αυτός ο μικρός οικισμός, σύσσωμος, σύψυχος, με το καμπαναριό, τις πέτρινες στέρνες, τους μαυροντυμένους χωρικούς, τα γελάδια, να αναληφθεί και να χαθεί στα σύννεφα.
   "Κρατάτε βήμα, ρε!" ακούστηκε η φωνή ενός λοχία έξω απ' τον σχηματισμό. "Άντε, λεβέντες μου, να δείξουμε στους Τζόνηδες ότι είμαστε κι εμείς στρατός κι ας έχουν εκείνοι τις λίρες. Εμπρός, ρε, το κεφάλι ψηλά! Κι η βροχούλα καλή είναι, θα σας γυαλίσει το κράνος!"

Σάββατο 19 Μαΐου 2018

[ ΑΠΩΛΕΙΕΣ]

  
    Μεγάλος -μεγάλος και τρομερός- ήταν αυτός ο χρόνος, χίλια εννιακόσια δεκαοχτώ μετά Χριστόν και ο δεύτερος αφ' ότου άρχισε η Επανάσταση. Το καλοκαίρι πλημμύρισε ήλιο, ο χειμώνας θάφτηκε κάτω από το χιόνι και στον ουρανό, σε ύψος απίστευτο, κρέμονταν δυο αστέρια: ο Αποσπερίτης -η εσπέρια Αφροδίτη- και η κόκκινη τρεμουλιαστή λάμψη του Άρη. 
   Στα χρόνια όμως της ειρήνης, όπως και στα ματωμένα χρόνια, οι μέρες περνούν σα βέλη, κι οι νεαροί Τουρμπίν δεν είδαν μέσα στην αυστηρή παγωνιά που σκλήραινε τη γη να φτάνει ο ασπρομάλλης γερο-Δεκέμβρης. Ω, χριστουγεννιάτικο έλατο, πανάρχαιε πρόγονέ μας, που λάμπεις από χιόνι και ευτυχία! Μάνα, ακτινοβόλα βασίλισσα, πού είσαι;
   Ένα χρόνο από τότε που η Έλενα παντρεύτηκε τον λοχαγό Σέργιο Ιβάνοβιτς Τάλμπεργκ και την ίδια εβδομάδα που ο μεγάλος γιος, ο Αλέξης Βασίλιεβιτς Τουρμπίν, ύστερα από σκληρά χρόνια θητείας, με εκστρατείες και φτώχεια, γύριζε στην Ουκρανία και ξανάβρισκε την Πόλη (1) και το πατρικό σπίτι, ένα άσπρο φέρετρο με τη σωρό της μητέρας κατέβαινε με τραντάγματα την απότομη κατηφοριά της οδού Αλεξέγιεφσκι, προς το Ποντόλ, ως τη μικρή εκκλησία του Καλού Άη-Νικόλα, που είναι πάνω στον Φζβόζα.
   Η κηδεία έγινε τον Μάιο μήνα. Φυλλώματα από κερασιές και ακακίες έκρυβαν σα βαριά κουρτίνα τ' αψιδωτά παράθυρα. Ο πάτερ Αλέξανδρος, ταραγμένος από θλίψη, τραύλιζε πότε χλωμός, πότε κατακόκκινος στο χρυσαφί χρώμα των κεριών, ενώ ο διάκος, με μελανιασμένο πρόσωπο και σβέρκο, αλλά φορτωμένος χρυσάφι ως την άκρη των παπουτσιών του, μουρμούριζε με πένθιμο τόνο το «αιωνία η μνήμη» στη μητέρα που άφηνε τα παιδιά της.

Τρίτη 1 Μαΐου 2018

[ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΟΥΤΟΠΙΑΣ]


 
   Η Βασιλίσα Μαλίγκινα ήταν μια εικοσιοχτάχρονη εργάτρια, που δούλευε σ' ένα πλεκτήριο. Ήταν ένα πραγματικό κορίτσι της πόλης, αδύνατο και με όψη υποσιτιζόμενης, με σγουρά μαλλιά που της τα 'χανε κόψει ύστερα από μια προσβολή τύφου. Με την απλή ρώσικη μπλούζα της και το επίπεδο στήθος της θα την έπαιρνες από μακριά γι' αγόρι.
   Δεν ήταν ακριβώς όμορφη, αλλά είχε τα πιο υπέροχα, εκφραστικά καστανά μάτια: και μόνο να κοίταζαν οι άνθρωποι μέσα σε κείνα τα τρυφερά της μάτια ένιωθαν πιο χαρούμενοι.
   Η Βασιλίσα ήταν κομμουνίστρια κι είχε προσχωρήσει στους μπολσεβίκους όταν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος. Απεχθανόταν τον πόλεμο κι, ενώ όλες οι άλλες εργάτριες έφτιαχναν με ζήλο ρούχα για το μέτωπο δουλεύοντας φουριόζικα πέρα απ' το κανονικό ωράριο για τη νίκη της Ρωσίας, η Βασιλίσα τσακωνόταν πεισματάρικα μαζί τους. Ο πόλεμος ήταν μια ματοβαμμένη υπόθεση, έλεγε -ποιος τον χρειαζόταν; Δεν ήταν παρά μόνο βάρος για τους ανθρώπους. Και για όλους εκείνους τους νεαρούς στρατιώτες που πήγαιναν σαν πρόβατα στη σφαγή ήταν μια τέλεια τραγωδία!
   Όσες φορές συναντούσε στους δρόμους ομάδες στρατιωτών να προχωράνε στοιχημένοι στη γραμμή, θα τους γύριζε την πλάτη. Πώς μπορούσαν να βαδίζουν έτσι καμαρωτοί, τραγουδώντας και φωνάζοντας μ' όλη τους τη δύναμη, τραβώντας για το θάνατο σα να 'φευγαν διακοπές! Δεν ήταν αναγκασμένοι να πάνε, θα μπορούσαν εύκολα να το 'χανε αρνηθεί. Και μόνο αν είχαν πει πως δεν ήταν διατεθειμένοι να πάνε να σκοτωθούν ή να σκοτώσουν άλλους ανθρώπους σαν εμάς, δε θα υπήρχε καθόλου πόλεμος.
   Η Βασιλίσα ήτανε διαβασμένη· ο πατέρας της ήταν στοιχειοθέτης και της είχε μάθει να διαβάζει από νωρίς. Αγαπούσε τον Τολστόι, ιδιαίτερα τους θρύλους του.
   Ήταν η μοναδική ειρηνίστρια στο εργαστήριο και θα 'χε χάσει τη δουλειά της, αν δεν είχαν τόσο μεγάλη ανάγκη από εργάτες. Ήδη ο αρχιεργάτης άνοιγε το στόμα του μόνο για να την κατσαδιάσει. Σύντομα έμαθαν όλοι για τις ειρηνιστικές αντιλήψεις της και της έβγαλαν το παρατσούκλι «Τολστοϊκή». Όλες οι άλλες συναδέλφισσές της προσπαθούσαν να την κρατήσουν σε απόσταση, γιατί, στο κάτω - κάτω, μήπως δεν είχε απαρνηθεί την πατρίδα της και προδώσει τη Ρωσία; «Μια χαμένη υπόθεση!» αναστέναζαν κάθε φορά που αναφερόταν τ' όνομά της.
   Δεν είχε περάσει πολύς καιρός όταν η φήμη της έφτασε στ' αυτιά του τοπικού μπολσεβίκου οργανωτή, που έψαξε να τη βρει. Σύντομα ανακάλυψε πως αυτό το κορίτσι ήταν θετικό, σίγουρο για τις ιδέες του και κατάλληλο για κομματική δουλειά. Έτσι σιγά - σιγά η Βασιλίσσα προσέγγισε τους μπολσεβίκους. Όχι βέβαια αμέσως, ούτε αβασάνιστα. Στην αρχή τα τσούγκρισε με τα μέλη της επιτροπής, κάνοντας την μια ερώτηση πάνω στην άλλη και εγκαταλείποντας συνέχεια τις συνελεύσεις εξοργισμένη. Αλλά σιγά - σιγά άρχισε να αντιλαμβάνεται καθαρότερα τη θέση τους και, στο τέλος, ήταν αυτή που πρότεινε ν' αρχίσει να δουλεύει κανονικά γι' αυτούς. Έτσι έγινε μπολσεβίκα η Βασιλίσα.

Σάββατο 14 Απριλίου 2018

[ OI ΚΥΚΛΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ]

   "Σαν τα τρελά πουλιά τον κάνανε τον κόσμο οι καταραμένοι. Σαν τα τρελά πουλιά".
   Για την κυρία Κλειώ καταραμένοι ήταν ο Κάιζερ και η νύφη της η φραντσέζα. Ο Κάιζερ γιατί έκανε τον πόλεμο, η φραντσέζα η νύφη της γιατί έγινε αιτία να βρεθεί εκείνη την εποχή η Αννούλα της στη Ρωσία, να αποκλειστεί από τον πόλεμο και την επανάσταση εκεί, και να τυραννιστεί το παιδί ώσπου να κατορθώσει να γυρίσει πίσω στο σπίτι του, στην Πόλη. Και τώρα που γύρισε, τι να κάνει, που βρήκε το σπίτι τους διαλυμένο, τη γιαγιά της νεκρή, το γραφείο του θειού της κλειστό, και την Πόλη γεμάτη Ρώσους πρόσφυγες; Καταστροφή. Τι θα φάνε; Και πού δουλειά;
   Κάθεται κουλουριασμένη η κυρία Κλειώ στην κόχη του μιντεριού με τη Μαλβίνα στην αγκαλιά της για ζεστασιά. Η χόβολη του μαγκαλιού δεν είναι αρκετή για να ζεστάνει το δωμάτιο. Χώνει τα χέρια της κάτω απ' την κοιλιά της γάτας για να τα ζεστάνει. Πρέπει πάλι να πουλήσουν κάτι για ν' αγοράσουν κάρβουνα. 
   Στην κόχη του μιντεριού κάθεται η μεγαλύτερη αδερφή της Κλειώς, η Αγαθώ, με τον Ασλάν στην αγκαλιά της. Γκρίζος μαλλιαρός γάταρος ο Ασλάν. Ωραίο ζώο. Μάτια σμαράγδια. Χαϊδεύει τον Ασλάν και ο νους της είναι στα παιδιά της. Δυο γιους τους έχει, και οι δυο λείπουν στο εξωτερικό, στο Γιοχάνεσμπουργκ. Τους φευγάτισε τότες το '14 απ' την Πόλη για να γλιτώσουν από το τούρκικο στρατιωτικό, και να τώρα που πήρε γράμμα τους από τη Νότια Αφρική και ετοιμάζεται να πάει να τους ανταμώσει. Σαν τα τρελά πουλιά τους κάναν τους ανθρώπους, ο ένας στη μια άκρη του κόσμου βρέθηκε, ο άλλος στην άλλη. Πρώτα δε σκορπιόταν έτσι ο κόσμος. Έπειτα, οι πόλεμοι γίνουνταν στα βουνά και στα λαγκάδια, όχι μέσα στις πολιτείες.
   "Θυμάσαι, βρε Κλειώ, τότε στο ρωσοτουρκικό, που είδες ένα ρώσο στρατιώτη καθισμένο ανακούρκουδα πίσω από ένα θάμνο έξω στα τσαΐρια που είχες πάει για χόρτα;"
   "Μπρε πού τον θυμήθηκες, Αγαθώ, και με κάνεις τώρα να γελάσω;"
   "Αμ τον Επαμεινώντα, που έφυγε τότες απ' την Πόλη το '97 στον ελληνοτουρκικό, να πάει να πολεμήσει, κι ώσπου να πάει στην Αθήνα να καταχτεί οι Τούρκοι είχαν φτάσει στη Λαμία;"
   "Ναι, μπρε. Οι πόλεμοι τότες γίνουνταν εκεί που ανταμώνουν οι στρατοί. Δεν πέφταν μπόμπες απ' τον ουρανό μέσα στα σπίτια του κόσμου. Δεν ξεσπιτώνουνταν ο κοσμάκης έτσι εύκολα".

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

[ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΡΧΟΝΤΙΑΣ ]

   Η Κατίνα άνοιξε τα παράθυρά της. Τι θέα η θέα της θάλασσας! Ποτέ δεν κουράζεσαι να τη θωρείς. Ποτέ δε σε απογοητεύει. Το καραμαναίικο σπίτι ήταν πάνω στο Και, στην προκυμαία, μαζί με όλα τα πλουσιόσπιτα. Οι Σμυρνιοί συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα φτιάξει το καλύτερο σπίτι.
   Είχε χώρους για τους μπάλους, χώρους για τις βεγγέρες, μια τραπεζαρία για το πρωί, άλλη για το βράδυ. Άτρια εσωτερικά, με νερά και λουλούδια. Γκαλερία για τα ζώα και τις άμαξες. Σαν πέρναγες από την πόρτα, έμπαινες στην αυλή. Στα δεξιά και τ' αριστερά της, δυο μαρκίζες Μπουλ στόλιζαν την είσοδο. Δίπλα τους ήταν τοποθετημένα δυο τεράστια καντηλέρια, στηριγμένα σε βαριές χρυσές βάσεις. Σαν είχανε βεγγέρα ή σουαρέ ντανσάντ, βραδιές χορού, τα καντηλέρια ολοφώτιστα, τα κρατούσαν δυο λακέδες όρθιοι. Σαν πέρναγες την αυλή (1) ξεχυνόταν μια σκάλα που χώριζε στα δύο κι ανέβαινε από δεξιά κι από αριστερά στις κάμαρες. Και μπροστά σου, ήταν τα σαλόνια. Το πράσινο αριστερά, με καναπέδες και χρυσά κρόσια στις μπορντούρες των πολυθρονών. Το κόκκινο δεξιά. Μπροστά, μια γκαλερία με αρκάδες, έβγαζε στο εσωτερικό προαύλιο. Οι πόρτες οδηγούσαν στα δωμάτια. Του χορού, της μουσικής, της βιβλιοθήκης, στο ιδιαίτερο του Κωνσταντίνου, του Σύριου, του Δημοσθένη.
   "Το δικό σου ιδιαίτερο πού είναι;" ρώτησε ειρωνικά η Λευκοθέα για να τη θίξει, καθώς η Κατίνα την ξεναγούσε στο αρχοντικό.
   "Μη σκας κι όλα λογάριαζέ τα δικά μου", απάντησε η άλλη, που έπιασε τον υπαινιγμό. 
   Κι άλλες πόρτες κι άλλα δωμάτια. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι πολτρέτα και κάδρα με θέματα, που άλλα ήθελες να τα βλέπεις, άλλα σε τρόμαζαν. Οι Καραμαναίοι είπαν σε κάποια στιγμή πως τα τρομακτικά ήταν πιο ακριβά. Ένας χτυπημένος γυμνός κατάκοιτος με αίματα στα στήθια κι ένα σάβανο στα γοφά του να παρακαλάει έντρομος έναν όρθιο με φουστίτσα και σπαθί να μην τον ξεκοιλιάσει. Άλλος με δέκα νοματαίους, με τριγωνικά μουσάκια, κατάμαυρα ρούχα και κολαρογιακάδες φραμπαλαδέ ν' ακουμπάνε σε ένα τραπέζι τα χέρια τους σταυρωτά.
   "Να μου λείπει" σκεφτόταν η Κατίνα. "Εγώ, μάτια μου, το βλέπω αυτό κι ανατριχιάζομαι. Να μου το χαρίζανε στο μαχαλά δε θα το έπαιρνα. Όχι και να δώκω του κόσμου τσι παράδες αποπάνω".
   Ή το άλλο, με τον Εσταυρωμένο όρθιο και σκελετωμένο, με κάτι μούτρα μαυριδερά και δωσ' του πάλι ένα τριγωνικό μουσάκι.
   "Μα αν είχε τέτοια μούτρα, μάνα, ο Χριστός, μόλις έσκαγε μύτη στις γειτονιές θα 'τρεχαν όλοι να κρυφτούν. Χα χα χα. Και τον λέγανε Ιησού, όχι Γκρέκο, άκου Γκρέκο! Για πέρδικα (2) τον περάσανε; Χα χα χα".

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

[ ΖΩΗ ΧΑΡΙΣΑΜΕΝΗ ]

   Ως τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δε φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. Ο πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποχτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.
   Δε θυμούμαι να μου 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήτανε να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα 'βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, που 'χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του 'λαχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, τ' άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.
   Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε τον σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:
   "Σαλεύει! Είναι ζωντανό!"

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

[ ΏΡΕΣ ΑΓΩΝΙΑΣ ]

 «Περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου. Ὠδῖνες ᾅδου περιεκύκλωσάν με.» (1)
   1922. Η Ανατολή γλυκύτατη πάντα, για σονέτο — κάτι τέτοιο. Όλα ήταν ήμερα και αβρά εκείνο το φθινόπωρο. Ο εχτρός είχε κατεβεί στην πόλη μας, το Αϊβαλί. Και στο λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με αμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή: Το σάπιο εμπόρευμα —τα παιδάκια κ' οι γυναίκες— θα μπαρκέρναν για την Ελλάδα. Μα οι άντρες, από δεκαοχτώ ίσαμε σαράντα πέντε χρονώ, θα φεύγαν για το εσωτερικό, σκλάβοι στα εργατικά τάγματα.
   Η είδηση έφερε ένα δυνατό τίναγμα στους δικούς μας. Τα εργατικά τάγματα ήταν ένα μακρινό παρελθόν απ' τον Μεγάλο Πόλεμο. Είχαν γίνει θρύλος. Χιλιάδες χριστιανοί είχαν αφήσει στα κάτεργα αυτά τα κόκαλά τους. Τα δάκρυα στις μητέρες δεν είχαν στερέψει ακόμα.
   Γι' αυτό, στην αρχή, κανένας απ' τα νιάτα δεν έβρισκε το κουράγιο να παραδοθεί. Μα σιγά σιγά το πήραν απόφαση. Έναν μπόγο στο χέρι. Σα μαζεύουνταν διακόσοι- τρακόσοι άνθρωποι, τους στέλναν με συνοδεία για το εσωτερικό. Απ' την άλλη, τα βαπόρια, αραιά αραιά στην αρχή, ύστερα ολοένα πιο γεμάτα, άρχισαν να βιάζουνται. Σφύριζαν. Πολλοί καπνοί. Οι γυναίκες ξεπροβόδιζαν τους άντρες τους, που οι Τούρκοι τους σέρναν στο εσωτερικό της Ασίας, μα να μπαρκάρουν οι ίδιες με τ' αμερικάνικα δεν το αποφάσιζαν. Μια μέρα, δυο μέρες. Φοβούνταν πως έτσι τους εγκαταλείπουν. Όμως τα βαπόρια βγάζαν πολύν καπνό. Είχαν διορία, λίγες μέρες. Όποιος έμεινε, έμεινε. Σφυρίγματα, φωνές. Σιγά σιγά η θερμή ανάσα ξαπλώθηκε, χίμηξε, αλάλιασε σ' όλες τις καρδιές. Όλοι άρχισαν να βιάζουνται.
   Αυτό είναι ο πανικός;
   Ήμουν δεκαοχτώ χρονώ. Δεν ήμουν εμπόρευμα για την Ελλάδα, μήτε μια οκά· μήτε λίγο σάπιο πράμα — τίποτα.

Τρίτη 6 Μαρτίου 2018

[ ΤΟ ΘΥΜΑ ]


   Ήτανε Μάρτης. Το μεσημέρι είχε περάσει από δύο ώρες κι ο ήλιος έφεγγε λαμπρός και καυτερός ακόμη μέσα στον καθαρό γαλάζιο ουρανό, όπου κάποια σύννεφα άσπρα και σταχτιά ανάλαφρα εταξίδευαν. Όλοι οι χωριάτες ήταν στον κάμπο· εδούλευαν παντού τα χωράφια: έσκαφταν την γη, ξερίζωναν το πράσινο χόρτο, έσπερναν την οψιμιά και, κείνη την ώρα μάλιστα, η εργασία ήταν σ' όλην την άναψή της, σα να βιαζότουν καθένας εκείνο το απομεσήμερο ή να τελειώσει το έργο του ή ν' αφήσει λιγότερη δουλειά για την ημέρα που θα ξημέρωνε.
   Κι ο Γιώργης Αράθυμος επιστατούσε τ' όργωμα του χωραφιού του. Είχε δουλέψει κι ο ίδιος όλη μέρα κι εκαθότουν τώρα δίπλα στη μικρή πόρτα του αχυρένιου καλυβιού του, απάνου σ' ένα χονδρό μακρύ ξύλο, στον ίσκιο πώρριχνε το ίδιο το καλύβι. Ήταν ένας άντρας σαραντάρης, μέτριος στο ανάστημα και λιγνός, με γαλάζια μάτια, με ξανθά μακριά μουστάκια που του 'πεφταν ως το λαιμό, με αξύριστα γένεια. Εφορούσε μίαν ψάθα στο κεφάλι, είχε ριχτή τη ζακέτα του πάνου στις πλάτες, ήταν ξυπόλυτος κι εκάπνιζε ένα χοντρό τσιγάρο. Ένας άσκημος σκύλος μαύρος κι άσπρος ήταν κουλουριασμένος στα πόδια του.
   Μπροστά του απλωνότουν το μεγάλο χωράφι του, τριών μουτζουριών γη, ίσιο όλο, ημερωμένο, με καρποφόρα τριγύρω, και με μία μεγάλη συκιά σιμά στο καλύβι· κι ο Αράθυμος, όλο καπνίζοντας το χοντρό του τσιγάρο, εκαμάρωνε τη γη του, κι ελογάριαζε με το νου του τα γεννήματα που θα συνέμπαζε από το σπόρο.

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

[ ΆΝΘΡΩΠΟΙ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ ]

    Κάθεται ο Αγάς της Λυκόβρυσης στο μπαλκόνι του απάνω από την πλατεία του χωριού, καπνίζει το τσιμπούκι του και πίνει ρακή. Ψιχαλίζει ήσυχα, τρυφερά, και στα γερτά χοντρά μουστάκια του, τα φρεσκοβαμμένα με καραμπογιά, κρέμουνται λαμπυρίζοντας μερικές ψιχάλες· κι ο Αγάς, ξαναμμένος από τη ρακή, τις αναγλείφει να δροσερέψει. Δεξά του στέκεται όρθιος ο σεΐζης, ένας θεόρατος άγριος ανατολίτης, αλλήθωρος και κακομούτσουνος, με την τρουμπέτα του· ζερβά του κάθεται διπλοπόδι, απάνω σε βελουδένιο μαξιλάρι, ένα όμορφο στρουμπουλό τουρκόπουλο, που του ανάβει κάθε τόσο το τσιμπούκι και του γεμίζει ακατάπαυτα την κούπα του ρακή.
   Μισοσφαλνάει τα μαχμουρλίδικα μάτια και χαίρεται ο Αγάς τον απάνω κόσμο· όλα τα 'καμε καλά ο Θεός, συλλογιέται, πετυχεμένο πράμα είναι ο κόσμος τούτος, τίποτα δεν του λείπει: αν πεινάσεις, έχει ψωμί και κρέας κοκκινιστό και πιλάφι με κανέλα· αν διψάσεις, έχει το αθάνατο νερό, τη ρακή· αν νυστάξεις, έχει κάμει ο Θεός τον ύπνο, ένα κι ένα για τη νύστα· αν θυμώσεις, έχει κάμει το βούρδουλα και τα πισινά του ραγιά· αν σε πιάσουν τα μεράκια σου, έχει κάμει τον αμανέ. Κι αν θες να ξεχάσεις τα ντέρτια και τα βάσανα του κόσμου, έχει κάμει το Γιουσουφάκι.
   "Μεγάλος μάστορας είναι ο Αλλάχ", μουρμούρισε συγκινημένος, "μεγάλος μάστορας, μερακλής· κόβει το μυαλό του· πώς του ήρθε τώρα κι έκαμε τη ρακή και το Γιουσουφάκι!"
   Βουρκώνουν τα μάτια του Αγά από τη θρησκευτική κατάνυξη κι από το πολύ ρακοπότι. Σκύβει από το μπαλκόνι και καμαρώνει τους ραγιάδες του να σουλατσέρνουν στην πλατεία φρεσκοξουρισμένοι, γιορτοντυμένοι, με τα κόκκινα φαρδιά ζωνάρια, με τα νιοπλυμένα κοντοβράκια, με τα γαλάζια τουζλούκια. Άλλοι φορούν φέσι, άλλοι σαρίκι, άλλοι σκούφο από αρνίσια προβιά. Οι πιο ασίκηδες έχουν και στο αυτί τους ένα κλωνί βασιλικό ή ένα τσιγάρο.

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

[ ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ ]




   Στην αθώα και ανιαρή ζωή των κοριτσιών φτάνει κάποτε μια στιγμή όμορφη, που ο ήλιος ζεσταίνει με τις ακτίνες του την ψυχή τους, που τα λουλούδια γεννούν σκέψεις, που ο χτύπος της καρδιάς στέλνει στην ψυχή τη θερμή του γονιμότητα, κάνοντας τις ιδέες να λιώνουν μέσα σε μια γενικότερη επιθυμία. Μια μέρα αγνής μελαγχολίας και γλυκιάς ευτυχίας! Όταν τα παιδιά αρχίζουν να έχουν καθαρή όραση, αρχίζουν και να χαμογελούν· όταν ένα κορίτσι αρχίζει να αισθάνεται μέσα της τη φύση, τότε και στο δικό της πρόσωπο σχηματίζεται ένα γλυκό χαμόγελο, σαν το χαμόγελο του παιδιού. Αν το φως είναι ο πρώτος έρωτας της ζωής, ο έρωτας δεν είναι αυτός που ρίχνει φως στην καρδιά;
   Είχε πια έρθει η στιγμή για την Ευγενία να δει ξεκάθαρα πώς είχαν τα πράγματα. Όπως όλες οι κοπέλες της επαρχίας, σηκώθηκε από το κρεβάτι της πολύ νωρίς, έκανε την προσευχή της και συνέχισε με την τουαλέτα της, μια απασχόληση που στο εξής θα αποκτούσε ένα ξεχωριστό νόημα. Πρώτα χτένισε με πολλή φροντίδα τα καστανά μαλλιά της, τύλιξε τις παχιές πλεξούδες της γύρω από το κεφάλι της με ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μη φύγει ούτε μία τρίχα από τη σειρά της κι έφτιαξε το χτένισμά της απόλυτα συμμετρικό, γεγονός που έκανε πιο έντονη τη διστακτική αγνότητα των χαρακτηριστικών της, φέρνοντας σε αρμονία τα απλά στολίδια με την ανεμελιά των γραμμών. 
   Αφού είχε πλύνει πολλές φορές τα χέρια της με καθαρό νερό, που έκανε το δέρμα της σκληρό και κόκκινο, παρατήρησε προσεκτικά τα στρογγυλά και όμορφα μπράτσα της και σκέφτηκε τι μπορεί να ήταν αυτό που έκανε ο ξάδερφός της και τα χέρια του ήταν τόσο λευκά και απαλά και τα νύχια του είχαν τόσο ωραίο σχήμα. Έβαλε καινούργιες κάλτσες και τα πιο καλά της παπούτσια. Έσφιξε δυνατά τον κορσέ της, ώστε να φαίνεται καλοστημένο το σώμα της. Τέλος, θέλοντας για πρώτη φορά στη ζωή της να μοιάζει όσο το δυνατόν πιο όμορφη, ένιωσε μεγάλη χαρά που είχε ένα ολοκαίνουργιο και πολύ καλά ραμμένο φουστάνι που την έκανε να δείχνει πολύ ελκυστική.
  Όταν είχε τελειώσει με την τουαλέτα της, άκουσε τον ήχο από το καμπαναριό της εκκλησίας και της φάνηκε πολύ περίεργο που η ώρα ήταν μόνο εφτά το πρωί. Η τρομερή της επιθυμία να έχει στη διάθεσή της όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο για όλες τις απαραίτητες ετοιμασίες, για τα ρούχα και τον καλλωπισμό της, την είχε κάνει να ξυπνήσει από πολύ νωρίς. Δεν ήξερε τον τρόπο να φτιάχνει ξανά και ξανά με χίλιους δυο τρόπους τις μπούκλες της κι έπειτα να μελετά με προσοχή το χτένισμά της κι έτσι η Ευγενία δίπλωσε με χάρη τα χέρια της και στάθηκε μπροστά από το παράθυρο, ατενίζοντας την αυλή του σπιτιού, το στενόμακρο κήπο και τις ψηλές βεράντες από πάνω του. Μια θέα θλιβερή, πολύ περιορισμένη, αλλά και γεμάτη με τη μυστηριώδη χάρη των έρημων τοπίων και της ακαλλιέργητης έκτασης.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

[ Η ΠΟΛΥΦΕΡΝΗ ΝΥΦΗ ]

  
   Το Φλεβάρη του 1880 η Κοστάντσα, που δεν είχε κλείσει καλά καλά τα είκοσι ένα, πήγαινε στο Παλέρμο δυστυχισμένη και με βαριά καρδιά. Μπροστά της είχε μια πολύ συγκεκριμένη αποστολή: να βρει σύζυγο.
   Την προηγούμενη χρονιά, ο πατέρας την είχε πάρει μαζί του στη Νάπολη -το πρώτο της μακρύ ταξίδι. "Δεν πήγες ποτέ στο θέατρο", της είχε πει. Ανέβαζαν τη Λουτσία Ντε Λαμερμούρ. "Ο Ντονιτσέτι τη συνέθεσε εδώ ακριβώς", της είχε υπενθυμίσει ο πατέρας, "σχεδόν πριν από πενήντα χρόνια. Και, το νου σου, ε, να βάλεις το φουστάνι που είχες ψωνίσει μαζί με τη θεία Μαρία Άννα".

   Ο μαέστρος χαμήλωσε την μπαγκέτα: η μουσική πλημμύρισε το θέατρο. Η Κοστάντσα ήταν όλη αυτιά, με το βλέμμα καρφωμένο στην πανύψηλη κι επιβλητική αυλαία από κρεμεζί βελούδο, με τα σιρίτια της και τα χρυσά κεντίδια της. Ένα ελαφρό τρεμούλιασμα έκανε τις πτυχές να σαλέψουν. Η Κοστάντσα περίμενε, με κομμένη την ανάσα. Όταν η αυλαία άνοιξε διάπλατα, αποκαλύφθηκε ένα δάσος, όπως εκείνη δε θα το φανταζόταν ποτέ της: το φόντο ήταν δέντρα με κορμούς ψηλούς και ογκώδεις και με πυκνά φυλλώματα, σε διάφορες σκουροπράσινες αποχρώσεις, που έσβηναν προοπτικά προς το βάθος της σκηνής -αυτό ήταν το δάσος του Ράβενσγουντ- και είχαν αιχμαλωτίσει το βλέμμα της Κοστάντσα. Το φως, ασθενικό στην αρχή, δυνάμωσε σταδιακά· η χορωδία, παραταγμένη και χαμένη ανάμεσα στις κουίντες και το απέραντο φόντο -με κοστούμια στο ίδιο χρώμα με τους κορμούς- αποκτούσε οντότητα, τα πρόσωπα ήταν ωχρά σαν πυγολαμπίδες στο φως του φεγγαριού. Οι νότες ανέβαιναν από τον μυστηριώδη κόλπο και μπλέκονταν με τις φωνές των τραγουδιστών στη σκηνή. Η Κοστάντσα ξεκόλλησε από τη ράχη της καρέκλας κι έμεινε στην άκρη του καθίσματος, εκστατική: εκείνος ήταν ένας άλλος κόσμος, ήταν η Χώρα των Θαυμάτων.