Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

[ ΤO ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ]

  
    Όποιους ο Θεός θέλει να καταστρέψει, τους οδηγεί πρώτα στην παραφροσύνη. Η αδελφή Λουθία, η νεαρή δόκιμη, είχε καθυστερήσει να φύγει για την πόλη και πάνω στη βιασύνη της να πάει στο αυτοκίνητο πρόσεξε την παλιά βαλίτσα μόνο όταν έφτασε στη βάση της σκάλας. Ήταν μια δερμάτινη βαλίτσα με μπρούντζινες γωνίες, ξύλινη λαβή, σκουριασμένες κλειδαριές και στο σκέπασμα, ανάμεσα στα σημάδια μιας άμοιρης ζωής που είχε ξοδευτεί ανώφελα γυρίζοντας τον κόσμο, κάποιος είχε ανοίξει μια σειρά από μεγάλες στρογγυλές τρύπες. Στην αρχή η μοναχή νόμισε πως ήταν γεμάτη με ρούχα για τους φτωχούς, που δώριζε ο κόσμος συχνά στη μονή, μα όταν κοίταξε μέσα από μια τρύπα, τρόμαξε τόσο πολύ που έβγαλε μια κραυγή και γύρισε τρέχοντας στο μοναστήρι.
   Εκείνη την ώρα η αδελφή Μαρία Ινές, η ηγουμένη της μονής της Παναγίας του Ελέους, είχε τελειώσει την αλληλογραφία της και καθόταν στο γραφείο με τα μάτια κλειστά για να εξαγνίσει το μυαλό της από πεζές σκέψεις. Ακόμα και μια τέτοια ηλιόλουστη μέρα τα παράθυρα άφηναν ελάχιστο φως να μπει στο δωμάτιο, ο χώρος όπου όχι μόνο εργαζόταν αλλά και ζούσε. Σε μία γωνία ήταν ένα στενό κρεβάτι με πολύ λεπτό στρώμα και ένα μικρό τραπέζι όπου πάνω του έκαιγε ένα καντήλι. Μερικές εικόνες κρέμονταν στον τοίχο ανάμεσα στον ξεφλουδισμένο σοβά, ενώ σε μια εσοχή στεκόταν το άγαλμα της Παρθένου σε στάση προσευχής. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν γεμάτος καρέκλες, ερμάρια και έπιπλα χωρίς κανένα πρακτικό σκοπό: η αδελφή Μαρία Ινές είχε λίγα υπάρχοντα και ακόμα λιγότερους επισκέπτες. Όταν η νεαρή δόκιμη μπήκε στο δωμάτιο, η ηγουμένη άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε με απογοήτευση.
   Μερικές φορές θα ήθελε να ανήκε στο τάγμα των Καρθουσιανών ώστε να μη χρειάζεται να μιλάει. Είχε προσπαθήσει να πείσει τις μοναχές της να αφοσιωθούν στην απομόνωση και στη σιωπή, αλλά δεν τα είχε καταφέρει όσο θα ήθελε. Η ίδια είχε δώσει τον όρκο της στις αρχές του αιώνα, όταν δεν είχαν εφευρεθεί ούτε το τηλέφωνο ούτε το ραδιόφωνο και ήταν ευκολότερο να αφιερωθεί κάποιος στο Θεό. Από τότε είχε δει τη ζωή να γίνεται όλο και λιγότερο ήρεμη και στοχαστική, ακόμα και εκεί στη μονή, παρά το γεγονός ότι ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο ήταν το ταξίδι με αυτοκίνητο στην πόλη, πολλά χιλιόμετρα μακριά, μια φορά την εβδομάδα. Η αδελφή Μαρία Ινές δεν αμφισβητούσε την αξία της προόδου, αλλά πίστευε πως το ανθρώπινο γένος ήταν ίσως προικισμένο με περισσότερη ευφυΐα από όση ήταν απαραίτητη. Κοίταξε τη δόκιμη με μια δόση αυστηρότητας και ρώτησε: "Πάλι ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος, Λουθία;"
   Στη διάρκεια του περασμένου χρόνου η μοναχή είχε ισχυριστεί πως τον είχε δει πέντε φορές και είχε τρέξει να χτυπήσει την καμπάνα στο παρεκκλήσι. Σε όλες τις περιπτώσεις είχε κάνει λάθος. Ήταν απλά κάποιος μοναχικός κυνηγός που είχε χάσει το δρόμο του στη σιέρα, ή ένας ατρόμητος τσιγγάνος που είχε έρθει να πουλήσει στις μοναχές τα εμπορεύματα που κανένας δεν ήθελε να αγοράσει στην πόλη. Το κορίτσι κούνησε το κεφάλι: δεν ήταν ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος. Η αδελφή Μαρία Ινές την ακολούθησε στο παράθυρο και κοίταξε κάτω προς τα σκαλοπάτια. Δεν έχασε ούτε λεπτό να πάει εκεί. Άνοιξε τις κλειδαριές της παλιάς βαλίτσας, σήκωσε το σκέπασμα με χέρι που έτρεμε και είδε ένα γυμνό μωρό ξαπλωμένο σ' ένα παχύ στρώμα βαμβάκι που ήταν μούσκεμα από τα υγρά του σώματός του, αφού οι τρύπες για να αναπνέει δεν αρκούσαν να το ανακουφίσουν από τη ζέστη του αποκαλόκαιρου. Ήταν αγόρι. Ο ομφάλιος λώρος του είχε κοπεί αδέξια και το μαραμένο κομμάτι κρεμόταν από την κοιλιά του σαν ξεφούσκωτο μπαλόνι. Παρά τη ζέστη και τον καυτό ήλιο, το μωρό κοιμόταν και δεν ξύπνησε ούτε όταν η αδελφή Μαρία Ινές το έβγαλε από τη βαλίτσα και το κουβάλησε στο δωμάτιό της, συνοδευμένη από τη νεαρή δόκιμη. Τύλιξε το παιδί με μια καθαρή πετσέτα και το ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Ύστερα είπε: "Πες μου τι συνέβη".
   "Πήγαινα στο αυτοκίνητο", είπε η μοναχή. "Η βαλίτσα ήταν στο τελευταίο σκαλοπάτι, Σεβαστή Μητέρα. Δεν την άγγιξα".
   Η αδελφή Μαρία Ινές είχε μάθει στη δόκιμη να οδηγεί όταν η αδελφή Μπεατρίθ, η μοναχή υπεύθυνη να πηγαίνει με το αυτοκίνητο στην πόλη μια φορά την εβδομάδα, είχε ζητήσει να απαλλαγεί από την υποχρέωση. Όλο τον προηγούμενο μήνα ήταν η αδελφή Λουθία που έπαιρνε το δρόμο που οδηγούσε στην πόλη, πενήντα χιλιόμετρα μακριά, για να ψωνίσει προμήθειες, να παραλάβει την αλληλογραφία και να μάθει τα τελευταία κουτσομπολιά που αργότερα επαναλάμβανε στις μοναχές. Το αυτοκίνητό τους, ένα πολύ παλιό Φορντ Μοντέλο Τ με πτυσσόμενη σκεπή και προβολείς ασετιλίνης, ανήκε στον επίσκοπο που το είχε δωρίσει στη μονή όταν είχε αγοράσει καινούργιο.
   Η ηγουμένη ρώτησε: "Είδες κανένα να αφήνει το μωρό εκεί;"
   "Όχι, Σεβαστή Μητέρα".
   "Ποια άλλη το ξέρει;"
   "Δεν το έχω πει σε καμιά. Ήρθα κατευθείαν σε σένα".
   Η ηγουμένη κοίταξε το μωρό για μια στιγμή χωρίς ακόμα να μπορεί να πιστέψει ό,τι έβλεπε και ύστερα έδιωξε τη δόκιμη με αυστηρή φωνή: "Πήγαινε τώρα. Θα αποφασίσω εγώ πότε θα το πω στις αδελφές".
   Όταν έμεινε μόνη της, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και συνέχισε να κοιτάζει σιωπηλά το κοιμισμένο μωρό. Ήταν μια από τις σπάνιες φορές στη ζωή της που δεν ήξερε τι να κάνει. Είχε έρθει στη μονή της Παναγίας του Ελέους ένα χρόνο αφότου ο άνδρας που θα παντρευόταν είχε πεθάνει κάπου στην άλλη άκρη του κόσμου και ποτέ της δεν αμφέβαλλε πως η απόφασή της ήταν η σωστή. Το πορτρέτο του, ντυμένου με λευκή στολή, κρεμόταν στον τοίχο ανάμεσα στα αυστηρά πρόσωπα των αγίων, που έδειχναν να την κοιτάζουν με αποδοκιμασία. Ήξερε πως άγγιζε τα όρια της βλασφημίας, αλλά δεν κατέβαζε τη φωτογραφία ακόμα και όταν ο επίσκοπος επισκεπτόταν τη μονή για να λειτουργήσει με τις μοναχές μια Κυριακή το μήνα. Δεν τον πείραζε: πέρα από αυτό το μικρό πταίσμα, η αδελφή Μαρία Ινές ήταν μια άψογη δούλη του Θεού. Φορούσε το ίδιο ράσο από τη μέρα που είχε δώσει τον όρκο της και το ύφασμα ήταν ακόμα σε καλή κατάσταση, πέρα από την αξιέπαινη φθορά στα γόνατα λόγω των καθημερινών προσευχών. Από μέσα φορούσε ένα απλό φαρδύ εσώρουχο, που ούτε τη ζέσταινε το χειμώνα ούτε τη δρόσιζε το καλοκαίρι, αλλά προστάτευε την ψυχή της από τον πειρασμό της ματαιοδοξίας. Οι μαλακές δερμάτινες σόλες των παπουτσιών της την έκαναν να εμφανίζεται σε ένα δωμάτιο σαν από το πουθενά, ένα προσόν που πάντα ξάφνιαζε τις μοναχές της και έκανε την αδελφή Λουθία να πιστεύει πως η ηγουμένη ήταν μια κρυφή αγία με υπερφυσικές δυνάμεις.
   Αφού κοίταξε το παιδί για πολύ ώρα, η αδελφή Μαρία Ινές βγήκε από τη βαθιά περισυλλογή της και ξανάγινε ο εαυτός της. Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να φροντίσει ήταν το φαγητό του. Πήγε στο μαγειρείο όπου οι μοναχές ετοίμαζαν το μεσημεριανό και τους ζήτησε βραστό γάλα, κρέμα γάλακτος και ζάχαρη. Οι μοναχές παραξενεύτηκαν: η αδελφή Μαρία Ινές πάντα τους έλεγε πως όποια έτρωγε περισσότερο από τα καθορισμένα γεύματα έκανε το πρώτο βήμα στο δρόμο που οδηγούσε στο θανάσιμο αμάρτημα της λαιμαργίας. Όταν όμως τόλμησαν να τη ρωτήσουν, εκείνη τις έκανε να σωπάσουν με λίγες μόνο λέξεις: "Τίποτα που να σας αφορά προς το παρόν. Θα κάνω μια ανακοίνωση απόψε μετά την εσπερινή προσευχή".
   Πίσω στο δωμάτιό της, ανακάτεψε σε μια γαβάθα λίγο από το γάλα με μια δόση κρέμα και ζάχαρη, αραίωσε το μείγμα με νερό και πρόσθεσε, με προνοητικότητα, λίγες σταγόνες μουρουνόλαδο για να δυναμώσει την ευαίσθητη υγεία του νεογέννητου. Ύστερα το πήρε στην αγκαλιά και άρχισε να το ταΐζει. Η ίδια δεν είχε γεννήσει ποτέ, αλλά γνώριζε πώς να φροντίζει τα παιδιά και τους ασθενείς. Αφού είχε δώσει τον όρκο της στο Θεό, είχε ζητήσει να τη στείλουν στην Αφρική, όπου είχε περάσει τρία χρόνια σε ένα ιεραποστολικό νοσοκομείο. Είχε ξεκινήσει ως ανειδίκευτη νοσοκόμα, αλλά στον ελεύθερο χρόνο της είχε μελετήσει τις αρχές της ιατρικής και είχε γίνει απαραίτητη στους γιατρούς. Ήταν μια πολύ ικανοποιητική δουλειά και ίσως να ζούσε ακόμα εκεί αν οι απροσδόκητες συνέπειες μιας ελονοσίας δεν την είχαν αναγκάσει να επιστρέψει στην Ευρώπη, τον καιρό που είχε αρχίσει να νιώθει την Αφρική πατρίδα της.
   Όταν τελείωσε το τάισμα του παιδιού, το κράτησε πάνω στο στήθος της και το χτύπησε απαλά στην πλάτη μέχρι να ρευτεί. Ύστερα το έβαλε στο κρεβάτι να κοιμηθεί και έστρεψε την προσοχή της στη βαλίτσα. Περιεργάστηκε τις παλιές κλειδαριές, την επένδυση από βαμβάκι που μπορούσε να αγοράσει κανένας σε οποιοδήποτε φαρμακείο, τις τρύπες στο σκέπασμα που είχαν ανοιχτεί σαν η ζωή του παιδιού να κρεμόταν από αυτές, αλλά δε βρήκε τίποτα που να τη βοηθούσε να λύσει το μυστήριο. Όποιος είχε αφήσει τη βαλίτσα στα σκαλοπάτια του μοναστηριού, το είχε σχεδιάσει προσεχτικά. Η αδελφή Μαρία Ινές σκέφτηκε με επιείκεια ότι αν, ίσως, αυτός ο άνθρωπος δεν αγαπούσε το παιδί αρκετά για να το κρατήσει, τουλάχιστον ήθελε εκείνο να ζήσει.
   Η καμπάνα άρχισε να χτυπάει και η αδελφή Μαρία Ινές σκέφτηκε βιαστικά τι να κάνει. Όλα αυτά τα χρόνια που ζούσε στη μονή δεν είχε απουσιάσει ποτέ από την προσευχή. Κοίταξε το παιδί για μια στιγμή και, πεπεισμένη πως θα έμενε κοιμισμένο για λίγο ακόμα, αποφάσισε να πάει. Βεβαιώθηκε ότι το φως του ήλιου από τα παράθυρα δε θα έπεφτε πάνω του αργότερα και έφυγε αθόρυβα να μη το ξυπνήσει. Όταν άνοιξε την πόρτα βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με την αδελφή Μπεατρίθ. Η μοναχή κοκκίνησε.
   "Τι κάνεις εδώ;" τη ρώτησε η αδελφή Μαρία Ινές.
   "Πήγαινα στο παρεκκλήσι. Σταμάτησα μόνο να σου θυμίσω πως είναι η ώρα της προσευχής. Άκουσες την καμπάνα;"
   Η αδελφή Μαρία Ινές την κοίταξε με αυστηρότητα και είπε: "Τα αφτιά μου είναι αρκετά μεγάλα. Δε χρειάζομαι υπενθύμιση. Δεν έχω σκοπό να παραμελήσω τα καθήκοντά μου όσο με κρατούν τα πόδια μου". Έκλεισε την πόρτα αθόρυβα πίσω της και πήγε προς τη σκάλα. Είπε: "Χαίρομαι που επιτέλους θα είσαι μαζί μας στην προσευχή".
   "Ένιωθα λίγη ζαλάδα σήμερα το πρωί".
   "Μια μοναχή είναι μοναχή μόνο αν προσεύχεται τακτικά".
   "Προσευχήθηκα στο δωμάτιό μου, Σεβαστή Μητέρα".
   "Στο δωμάτιό σου", επανέλαβε η αδελφή Μαρία Ινές. "Χαίρομαι που το ακούω".
   Όταν η αδελφή Μπεατρίθ είχε έρθει στη μονή, λίγα χρόνια πριν, δεν το είχε κάνει για να καταταγεί στο Τάγμα, αλλά για να ξεφύγει από την τρομερή επιδημία γρίπης που είχε εξαπλωθεί σε όλον τον κόσμο σκοτώνοντας μέσα σε ένα χρόνο περισσότερους από τη Μαύρη Πανώλη του Μεσαίωνα, περισσότερους ακόμα και από το Μεγάλο Πόλεμο. Η ηγουμένη είχε εντυπωσιαστεί από την ταπεινοφροσύνη και την εργατικότητα της νεαρής γυναίκας. Έτσι, όταν αργότερα οι γονείς της πέθαναν στην επιδημία, η αδελφή Μαρία Ινές της πρότεινε να φορέσει το ράσο. Η νεαρή γυναίκα είχε συμφωνήσει. Την επόμενη φορά που ο ιερέας επισκέφθηκε τη μονή τους, η ηγουμένη του μίλησε. Στο τέλος της λειτουργίας εκείνος κάλεσε τη νεαρή γυναίκα στο άγιο βήμα και τη ρώτησε αν είναι αποφασισμένη να πεθάνει στα μάτια του έξω κόσμου, να αποκηρύξει κάθε πολυτέλεια και ματαιοδοξία και να βάλει το ράσο της μοναχής. Σε όλες αυτές τις ερωτήσεις η γυναίκα είχε απαντήσει καταφατικά και, αφού σηκώθηκε από τα σκαλιά του αγίου βήματος, διέσχισε το διάδρομο και βγήκε από το παρεκκλήσι για να παραλάβει το ράσο της μοναχής. Είχε ξαναεμφανιστεί ντυμένη με το λευκό χιτώνα και το πέπλο της δόκιμης και, αφού είχε επαναλάβει τον όρκο της, είχε πάρει το όνομα με το οποίο θα ήταν εφεξής γνωστή: Μπεατρίθ.
   Δύο χρόνια αργότερα είχε γονατίσει και πάλι μπροστά στον ιερέα και είχε δώσει τον οριστικό όρκο της. Η αδελφή Μαρία Ινές δεν είχε λόγο να αμφιβάλλει ότι η γυναίκα δε θα γινόταν υποδειγματική μοναχή. Η Μπεατρίθ εκτελούσε τα καθήκοντά της με μεγάλο ενθουσιασμό και, αν ποτέ τύχαινε να απουσιάζει από την προσευχή, η ηγουμένη έριχνε το φταίξιμο στο θρησκευτικό ζήλο με τον οποίο όλες οι μοναχές της τελούσαν τα καθήκοντά τους και τηρούσαν τη νηστεία. Συχνά τις επέπληττε γιατί δεν φρόντιζαν τον εαυτό τους, αλλά επιδίωκαν τη νέκρωση της σάρκας με έναν τρόπο που δεν είχε κανένα νόημα και τις έκανε να λιποθυμούν στη διάρκεια της προσευχής και να σωριάζονται στο πάτωμα του παρεκκλησιού. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αδελφή Μαρία Ινές αναγκαζόταν να διακόψει την προσευχή και να τους δώσει να μυρίσουν αμμωνία για να τις συνεφέρει. 
   Οι δυο γυναίκες κατέβηκαν τα σκαλιά και διέσχισαν την εσωτερική αυλή προς το παρεκκλήσι. Το ρολόι στο καμπαναριό έδειχνε πέντε λεπτά μετά τις δώδεκα το μεσημέρι. Η ηγουμένη τάχυνε το βήμα της και η αδελφή Μπεατρίθ την ακολούθησε. Στο παρεκκλήσι οι άλλες μοναχές ήταν καθισμένες στα στασίδια και περίμεναν. Όταν το μικρό εκκλησίασμα άκουσε τις δύο γυναίκες στράφηκε και κοίταξε προς την πόρτα. Η αδελφή Μαρία Ινές σήκωσε το ράσο της και ανέβηκε τα σκαλοπάτια του παρεκκλησιού με αυστηρή έκφραση. Σταμάτησε στην πόρτα να βρέξει ένα δάχτυλο στο αγιασματάρι και να κάνει το σταυρό της.
   "Σας ζητώ συγγνώμη", είπε μπαίνοντας στο παρεκκλήσι και κοιτάζοντας ευθεία μπροστά. "Με καθυστέρησε η αδελφή Μπεατρίθ".
   Χωρίς να βραδύνει το βήμα πήρε τη θέση της στο άγιο βήμα και άρχισε να ψάλλει: "Deus in adjutorium meum intende". Οι μοναχές σηκώθηκαν και απάντησαν κάνοντας τον σταυρό τους: "Domine ad adjuvandum me festina". Η αδελφή Μαρία Ινές συνήθως χαιρόταν να βρίσκεται στο δροσερό, σκοτεινό παρεκκλήσι, όπου οι μοναχές συναντιόνταν οχτώ φορές τη μέρα να προσευχηθούν, αλλά σήμερα ένιωθε ντροπή που δε μπορούσε να συγκεντρωθεί. Παρόλα αυτά είχε σταθεί στο άγιο βήμα αρκετά χρόνια ώστε να μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντά της χωρίς καμιά μοναχή να υποψιάζεται πως ο νους της έτρεχε αλλού. Με την ελπίδα ότι ο Θεός θα της συγχωρέσει αυτή τη σπάνια στιγμή αδυναμίας, φόρεσε τα γυαλιά της, πήρε μια ανάσα που φάνηκε να βγαίνει από τα βάθη της ψυχής της και άνοιξε το μεσαιωνικό ωρολόγιο. Το ανάγνωσμα εκείνη τη μέρα ήταν από τη Γένεση. Διάβασε τις μεγάλες προτάσεις με καθαρή φωνή όλο σιγουριά και χωρίς να παίρνει ανάσα, ένα από τα πολλά χαρίσματά της που ενέπνεαν δέος, και μόνο όταν τελείωσε και ανάσανε και πάλι, ήρεμη και επιβλητική και ικανοποιημένη από την εκτέλεση του καθήκοντός της, συνειδητοποίησε πως είχε διαβάσει λάθος περικοπή. Έκλεισε το βαρύ βιβλίο και κοίταξε το εκκλησίασμά της. Αν και καμιά απ' τις γυναίκες δεν είπε τίποτα, εκείνη ένιωσε άσχημα για το λάθος της. Δεν μπορούσε όμως να σταματήσει να σκέφτεται το εξαιρετικό γεγονός που είχε συμβεί εκείνο το πρωί. Σιγά - σιγά η μυρωδιά από τα κεριά τη βοήθησε να συγκεντρωθεί. Ετοιμαζόταν να ξεκινήσει έναν άλλο ύμνο, όταν ένας μακρινός ήχος ταξίδεψε στο παρεκκλήσι και απέκλεισε κάθε περίπτωση να τελειώσει την προσευχή με την ησυχία της. Ήταν ένας ήχος που ποτέ πριν δεν είχε ακουστεί πίσω από τους τοίχους του παλιού μοναστηριού, αλλά στη σεμνή σιωπή ήταν αδύνατο κανένας να τον μπερδέψει με κάτι λιγότερο τρομαχτικό απ' ό,τι πραγματικά ήταν: ο άδολος ήχος ενός μωρού που κλαίει.

   Τα χρόνια είχαν δώσει στη μονή της Παναγίας του Ελέους μια απόκοσμη όψη. Είχε χτιστεί τον δέκατο έκτο αιώνα ως τόπος γαλήνης και περισυλλογής πάνω σε ένα λόφο σε μια απομονωμένη τοποθεσία της σιέρα, μέσα σε πυκνό πευκοδάσος. Στη μέση του μοναστηριού υπήρχε μια μεγάλη αυλή περιτριγυρισμένη από μια εξαιρετική στοά με γοτθικές καμάρες και ελικοειδείς κολόνες. Στη μια πλευρά της αυλής ήταν το παρεκκλήσι με το ψηλό καμπαναριό που το δέκατο ένατο αιώνα ένας χήρος έμπορος είχε χρηματοδοτήσει, στη μνήμη της γυναίκας του, την εγκατάσταση ενός ρολογιού που κρατούσαν δυο πέτρινοι άγγελοι. Το εσωτερικό του παρεκκλησιού ήταν διακοσμημένο με όμορφες αλλά ξεθωριασμένες πια τοιχογραφίες, που απεικόνιζαν την Οδό του Μαρτυρίου. Στις άλλες πλευρές της αυλής, η στοά που προστάτευε από τα στοιχεία της φύσης συνέδεε την κατοικία της ηγουμένης με το υπνωτήριο των μοναχών και την τραπεζαρία, όπου μαζεύονταν οι μοναχές μετά την εσπερινή προσευχή για ψυχαγωγία, μέχρι να ξαναχτυπήσει η καμπάνα για τη νυχτερινή προσευχή.
   Θέα στην αυλή είχε επίσης και το παλιό σχολείο για τις δόκιμες, που δεν είχε λειτουργήσει εδώ και πολλά χρόνια και είχε αφεθεί να καταρρεύσει. Αυτόν τον καιρό η μόνη υποψήφια στη μονή ήταν η αδελφή Λουθία, την οποία η ηγουμένη δίδασκε στο γραφείο της. Η Λουθία έπαιρνε μέρος σε όλες τις ώρες προσευχής και περνούσε τα πρωινά διαβάζοντας τις Γραφές, ενώ οι άλλες μοναχές ήταν απασχολημένες με τη φροντίδα του μοναστηριού. Η ηγουμένη όχι μόνο τη δίδασκε λατινικά, της έβαζε πνευματικές ασκήσεις και δοκιμασίες ταπεινοφροσύνης, αλλά και την εξομολογούσε και την κοινωνούσε κατά παράβαση των κανόνων της εκκλησίας: ήταν κάτι που μόνο ένας ιερέας είχε δικαίωμα να κάνει. Όταν δεν έπαιρνε μαθήματα, η νεαρή δόκιμη έφτιαχνε επιτήδεια κεντήματα με θρησκευτικά θέματα, που πρόσθεταν στο μικρό εισόδημα της μονής. Τα απογεύματα η ηγουμένη την έπαιρνε μαζί της σε μακρινούς περιπάτους στον οπωρώνα, όπου συζητούσαν τη δημιουργία του κόσμου, πόσα καρφιά χρησιμοποιήθηκαν για να σταυρώσουν το Χριστό και άλλα τέτοια δογματικά θέματα μεγάλης σημασίας, ανάμεσα σε σύντομα διαλείμματα στον ίσκιο για να θαυμάσουν την ομορφιά της φύσης. Η αδελφή Λουθία άκουγε με προσοχή την ώριμη γυναίκα, έκανε ερωτήσεις από περιέργεια και όχι από δυσπιστία και απομνημόνευε τα πάντα. Δεν ήταν πολύ έξυπνη, αλλά ήταν ευσεβής και η ηγουμένη, που είχε καθοδηγήσει πολλά κορίτσια στη διάρκεια της μαθητείας τους, δεν είχε καμιά αμφιβολία πως μια μέρα η Λουθία θα γινόταν δεκτή στη Βασιλεία των Ουρανών.
   Ο ξενώνας πίσω από το παλιό σχολείο για τις δόκιμες χρησιμοποιούνταν πολύ σπάνια, αλλά οι μοναχές, που ήταν περήφανες για τη φιλοξενία τους, τον διατηρούσαν σε καλή κατάσταση. Εδώ κοιμόταν ο επίσκοπος τις ελάχιστες φορές που περνούσε τη νύχτα στη μονή, αν και ερχόταν μια φορά τον μήνα. Γοητευμένος από την υπέροχη θέα των βουνών από το μπαλκόνι, καθόταν με ένα ποτήρι κρύα λεμονάδα στο χέρι και κοίταζε τον ήλιο να χάνεται πίσω από τα πεύκα ή κουβέντιαζε με την ηγουμένη, μια συζήτηση που διέκοπταν οι κραυγές από τις σοφές κουκουβάγιες που ζούσαν στις στέγες του μοναστηριού.
   Ένας διάδρομος οδηγούσε από την τραπεζαρία στο μαγειρείο, στους φούρνους και στο κελάρι, όπου φυλάσσονταν οι προμήθειες από την πόλη: σακιά με αλεύρι, όσπρια και δημητριακά, βαρέλια με παστό ψάρι, ένα ψυγείο φτιαγμένο από ξύλο και μόνωση από φελλό για τις σπάνιες περιπτώσεις που οι μοναχές αγόραζαν φρέσκο ψάρι.
   Κάθε πρωί στις πέντε ο ήχος της καμπάνας ξυπνούσε τις μοναχές και το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να γονατίσουν μπροστά στα κρεβάτια τους και να προσευχηθούν για τα βάσανα της ανθρωπότητας. Μετά πλένονταν, ντύνονταν και πήγαιναν βιαστικά στο παρεκκλήσι, όπου τις περίμενε η ηγουμένη για την προσευχή της αυγής. Είχαν χρόνο για τσάι, μια φέτα ψωμί και ένα φρούτο στην τραπεζαρία πριν επιστρέψουν στο παρεκκλήσι για τη δεύτερη προσευχή. Στη συνέχεια συγκεντρώνονταν στην αυλή, όπου η ηγουμένη τους ανέθετε τα καθήκοντα της μέρας. Οι γυναίκες αποδέχονταν τις οδηγίες τους με ένα σκύψιμο του κεφαλιού και πήγαιναν σιωπηλά στο πόστο τους.
   Κάθε τρεις ώρες διέκοπταν για να επιστρέψουν στο παρεκκλήσι και να προσευχηθούν. Πριν από το μεσημεριανό φαγητό, η αδελφή Μαρία Ινές έκανε το γύρο του μοναστηριού για να επιθεωρήσει το έργο τους. Με τα χέρια ενωμένα μέσα στα μανίκια του ράσου της, έκανε ερωτήσεις, βοηθούσε αν υπήρχαν προβλήματα και ήταν γενναιόδωρη στους επαίνους της, αλλά δεν έφευγε πριν υπενθυμίσει στις γυναίκες πως τόσο η επιβίωση του μοναστηριού όσο και η σωτηρία των ψυχών τους βασίζονταν στην ποιότητα της εργασίας τους. Στη μία το μεσημέρι σταματούσαν και έτρωγαν χωρίς να μιλούν μεταξύ τους, ενώ μια μοναχή διάβαζε μεγαλόφωνα από ένα βιβλίο προσευχών. Ύστερα είχαν λίγο ελεύθερο χρόνο για να γράψουν γράμματα σε συγγενείς και να κάνουν τις δικές τους μικροδουλειές.
   Μετά την απογευματινή προσευχή επέστρεφαν στα καθήκοντά τους ως την ώρα του δείπνου, που ξεκινούσε με μια απρόθυμη κουταλιά μουρουνόλαδο για κάθε μοναχή. Ήταν μια συνήθεια που είχε καθιερώσει η ηγουμένη, η οποία γνώριζε τα ευεργετικά αποτελέσματα του φαρμάκου από τον καιρό της στην ιεραποστολή. Αφού τελείωναν το δείπνο, είχαν μια ώρα για ψυχαγωγία που την περνούσαν κεντώντας, διαβάζοντας ή, μια φορά το μήνα, παρακολουθώντας την παράσταση που παρουσίαζε η ηγουμένη στην τραπεζαρία με το μαγικό φανό και τις διαφάνειες που παράγγελνε ταχυδρομικά. Ακολουθούσε η εσπερινή προσευχή και μετά οι μοναχές ήταν ελεύθερες ως την τελευταία προσευχή της μέρας που την ακολουθούσε η Μεγάλη Σιωπή. Μες στη νύχτα σηκώνονταν από τα κρεβάτια τους για να πάρουν μέρος στη μεταμεσονύχτια προσευχή.
   Στην ανατολική πτέρυγα του παρεκκλησιού, ήταν η βιβλιοθήκη με τα θρησκευτικά χειρόγραφα και τα τυπωμένα βιβλία που δεν είχαν απαγορευτεί από την Ιερά Εξέταση. Η μονή είχε δύο κήπους, έναν όπου οι μοναχές καλλιεργούσαν τα λαχανικά και βότανα που χρησιμοποιούσαν στο μαγειρείο και έναν για τα λουλούδια που πουλούσαν το καλοκαίρι σε έναν ανθοπώλη για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Πίσω από το παρεκκλήσι ήταν ένα καλά εξοπλισμένο ξυλουργείο, που είχε μείνει αχρησιμοποίητο για πολλά χρόνια, και το κοιμητήριο για τις μοναχές με σταυρούς και ταφόπλακες σκεπασμένες από κίτρινα βρύα. Υπήρχαν αρκετά άλλα κτήρια και δωμάτια στη μονή, αλλά όπως το σχολείο για τις δόκιμες, είχαν όλα εγκαταλειφθεί εδώ και πολύ καιρό και ήταν σε κακή κατάσταση. Η αίθουσα μουσικής, όπου στο παρελθόν έκανε τις πρόβες της μια χορωδία διάσημη πέρα από τα σύνορα της επισκοπής, χρησίμευε τώρα ως αποθήκη για τα έπιπλα και τα εργαλεία που καμιά δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι δε θα ξαναχρησιμοποιούνταν ποτέ. Ένα κοπάδι από λευκούς πελαργούς είχε χτίσει τις φωλιές του στις ψηλές καμινάδες του μοναστηριού και έμενε εκεί μέχρι το τέλος του Οκτωβρίου, όταν έφευγε για τις ακτές της Αφρικής, από όπου ξαναρχόταν την άνοιξη. Με τα χρόνια ο αριθμός των γυναικών στη μονή είχε μειωθεί και αυτές τις ημέρες ζούσαν εκεί μόνο πέντε και η ηγουμένη. Η αδελφή Μαρία Ινές δεν αμφέβαλλε πως ήταν οι τελευταίες επιζούσες μιας εποχής που δε θα κρατούσε πολύ ακόμα.

   Όταν οι μοναχές στο παρεκκλήσι άκουσαν το μωρό να κλαίει, έκαναν το σταυρό τους και κοιτάχτηκαν με τρόμο. Η ηγουμένη μίλησε με ήρεμη, αυστηρή φωνή. "Αδελφή Καρλότα", είπε, "πήγαινε στο δωμάτιό μου και τάισε το παιδί. Το γάλα είναι πάνω στο κομοδίνο". Έκανε νόημα στις άλλες μοναχές να σηκωθούν και πρόσθεσε: "Θα έρθω και εγώ μόλις τελειώσουμε την προσευχή".
   Η αδελφή Καρλότα υπάκουσε με μια υπόκλιση. Ήταν η μεγαλύτερη σε ηλικία στη μονή. Ήταν ήδη μεγάλη όταν η αδελφή Μαρία Ινές είχε έρθει να ζήσει μαζί τους, αλλά εκτελούσε ακόμα τα καθήκοντά της με μια όρεξη που μπορούσε να εξηγηθεί μόνο ως ένα ειλικρινές συμβόλαιο με το θάνατο να μην την καλέσει κοντά του όσο ακόμη εκείνη μπορούσε να φαίνεται χρήσιμη. Η ηγουμένη βασιζόταν πάνω της. Έχοντας μεγαλώσει σε μια άλλη εποχή, η αδελφή Καρλότα πάντα υπάκουγε κάθε εντολή που της δινόταν, ακόμα και όταν διαφωνούσε. Ήταν αυτή που είχε υποδεχτεί την αδελφή Μαρία Ινές όταν είχε έρθει από την Αφρική, και την είχε πάρει υπό την προστασία της με μητρική στοργή. Η σχέση τους παρέμεινε στενή ως τη μέρα που η αδελφή Μαρία Ινές, αφού είχε εκλεγεί ηγουμένη, είχε απρόθυμα απομακρυνθεί από την ηλικιωμένη γυναίκα, πεπεισμένη πως η οικειότητά τους θα υπονόμευε το κύρος της.
   Οι μοναχές κοίταξαν την αδελφή Καρλότα να φεύγει από το παρεκκλήσι και μετά στράφηκαν στην ηγουμένη. Δεν τόλμησαν να τη ρωτήσουν για το μωρό. Η αδελφή Μαρία Ινές έβηξε να καθαρίσει τη φωνή της και συνέχισε την προσευχή. Οι ύμνοι δε διέλυσαν το αίσθημα μυστηρίου. Διέταξε να κλείσουν την πόρτα, αλλά μπορούσε να καταλάβει πως οι μοναχές συνέχιζαν να μην προσέχουν. Όταν επιτέλους τελείωσε η προσευχή, οι μοναχές έμειναν στα στασίδια τους με την ελπίδα να μάθουν γιατί το μωρό ήταν στη μονή. Η ηγουμένη όμως δεν είχε διάθεση για εξηγήσεις. Είπε: "Αυτό ήταν. Πηγαίνετε με την ειρήνη του Χριστού".
   Βγήκε από το παρεκκλήσι πριν τις άλλες και πήγε βιαστικά στο δωμάτιό της. Η αδελφή Καρλότα καθόταν στο κρεβάτι με το παιδί στην αγκαλιά. Εκείνο δεν έκλαιγε πια. Η ηγουμένη της το πήρε από τα χέρια με μεγάλη προσοχή και πρόσεξε μια μικρή ασημένια εικόνα καρφιτσωμένη στο σεντόνι που ήταν τυλιγμένο το μωρό.
   "Είναι η Αγία Μπρίζιτα", είπε η αδελφή Καρλότα. "Θα το προστατεύει".
   Ο ήλιος είχε περάσει από το ψηλότερο σημείο του ουρανού και έπεφτε λοξά μέσα από τα στενά παράθυρα. Η ζέστη στο δωμάτιο μεγάλωσε. Ζεστές ημέρες σαν και αυτή, η αδελφή Μαρία Ινές έβρισκε συχνά καταφύγιο στη βιβλιοθήκη, από όπου έβγαινε μόνο αν ήταν ώρα για προσευχή ή για φαγητό. Η βιβλιοθήκη είχε ψηλό ταβάνι και έμενε δροσερή όλο το απόγευμα, αλλά μια σάλα που μύριζε παλιές περγαμηνές δεν μπορεί να ήταν υγιεινός χώρος για ένα νεογέννητο. Χωρίς να πάρει τα μάτια της από το παιδί, η ηγουμένη ζήτησε από την αδελφή Καρλότα να ανοίξει ένα παράθυρο. "Μόνο ένα", είπε.
   H ηλικιωμένη μοναχή έκανε ό,τι της είπε. Είχε μια έμφυτη αγάπη για τα παιδιά και τους αδύνατους. Η αποστολή που άγγιζε την καρδιά της περισσότερο από κάθε άλλη ήταν να σώζει τα αδέσποτα σκυλιά της πόλης και να τα φέρνει στη μονή, όπου τα φρόντιζε σαν να ήταν ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης. Ο χρόνος δεν είχε δείξει έλεος στα μάτια της, αυτό όμως δεν την εμπόδιζε να τριγυρίζει στη μονή οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, αφού γνώριζε από μνήμης τη θέση κάθε δωματίου, σκάλας και διαδρόμου. Η ηγουμένη είπε: "Το μωρό θα χρειαστεί σύντομα άλλαγμα, Καρλότα. Φτιάξε του μερικές πάνες από το μαλακότερο ύφασμα που μπορείς να βρεις".
   Η μοναχή υποσχέθηκε να το φροντίσει και ρώτησε: "Έχεις αποφασίσει τι θα κάνεις, Σεβαστή ηγουμένη;"
   Η αδελφή Μαρία Ινές κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
   "Ίσως κανένας να ξέρει ένα ζευγάρι χωρίς παιδιά", πρότεινε η ηλικιωμένη μοναχή.
   "Αυτό θα ήταν παράνομο",  είπε η ηγουμένη.
   "Τότε θα μπορούσαμε να απευθυνθούμε στο ορφανοτροφείο".
   Η ηγουμένη απέρριψε και αυτή την ιδέα με μια γκριμάτσα. "Θα ήταν σαν να δίναμε το μωρό στους τσιγγάνους". Είπε στη μοναχή να πηγαίνει. "Λυπάμαι που σε έκανα να χάσεις την προσευχή, Καρλότα. Τις πάνες και τίποτα άλλο. Σε απαλλάσσω από τα καθήκοντά σου για την υπόλοιπη μέρα. Μπορείς να προσευχηθείς στο δωμάτιό σου".
   Η ηλικιωμένη γυναίκα την ευχαρίστησε με μια υπόκλιση και έφυγε αφού πρώτα κοίταξε το μωρό για λίγο. Η ηγουμένη κούνησε το παιδί στην αγκαλιά της να κοιμηθεί. Καμιά δεν μπορούσε να μπει στο δωμάτιο χωρίς την άδειά της. Το κρατούσε καθαρό μόνη της με τέτοια φροντίδα και αφοσίωση που κάποιος που δεν γνώριζε την ηγουμένη θα μπέρδευε αυτά τα προσόντα της με ταπεινοφροσύνη, αλλά ήταν στην πραγματικότητα οι συνέπειες μιας εσωστρέφειας που δεν είχε λιγοστέψει τόσα χρόνια στη μονή. Κάθε μέρα ξυπνούσε πολύ πριν η καμπάνα καλέσει τις μοναχές στο παρεκκλήσι για την προσευχή της αυγής. Πλενόταν, φορούσε το παλιό ράσο της και, αθόρυβη σαν φάντασμα, έκανε μια βόλτα στο σκοτάδι ρουφώντας τη νυχτερινή υγρασία στον αέρα που μύριζε πεύκο. Ύστερα ξεκλείδωνε την πόρτα του παρεκκλησιού, άναβε τα καντήλια που είχαν σβήσει στη διάρκεια της νύχτας, επιθεωρούσε τις παγίδες δολωμένες με σοκολάτα και πετούσε τα ψόφια ποντίκια πριν τα δει η αδελφή Καρλότα και ξεσπάσει σε κλάματα.
   Όταν άρχιζε να χαράζει βρισκόταν ήδη στο δωμάτιό της, καθισμένη στο γραφείο της. Τα διοικητικά της καθήκοντα την απασχολούσαν συνήθως ως το μεσημέρι. Ετοίμαζε και υπέγραφε τιμολόγια και καταχωρούσε όλες τις συναλλαγές σε ένα κατάστιχο γεμάτο με τον όμορφο γραφικό της χαρακτήρα, που είχε μάθει από τα μεσαιωνικά εγχειρίδια καλλιγραφίας στη βιβλιοθήκη. Το μοναστήρι δεν είχε τραπεζικό λογαριασμό. Η ηγουμένη φύλαγε τα χρήματα, τα γραμμάτια των διαφόρων οφειλετών και τους αρχαίους τίτλους ιδιοκτησίας της γης, που ανήκε στη μονή από τον καιρό του βασιλιά Φιλίππου του Β', σε ένα μεγάλο σεντούκι με τρία λουκέτα, τα κλειδιά των οποίων κρέμονταν μαζί με το κομποσκοίνι από τη ζώνη της. Αφού ενημέρωνε τους λογαριασμούς, απαντούσε στα πολλά γράμματα σταλμένα από γυναίκες που ζητούσαν να μάθουν πώς μπορούσαν να γίνουν μοναχές. Ενώ προσπαθούσε να μην αποθαρρύνει καμιά να καταταγεί, τόνιζε τις θυσίες που θα έπρεπε να είναι έτοιμες να κάνουν. Πάνω από όλα προσπαθούσε να κρίνει το βάθος της πίστης τους, γιατί γνώριζε ότι ήταν μια απόφαση που έπαιρναν κατά κανόνα από παρόρμηση, και έτσι τις παρότρυνε να μη βιαστούν, αλλά να σκεφτούν με μεγάλη προσοχή τι σκόπευαν να κάνουν. Αυτό ίσως το έκανε πιο καλά απ' όσο έπρεπε, γιατί πολύ λίγες γυναίκες της ξανάγραφαν.
   Τα απογεύματά της ήταν αφιερωμένα στην αγαπημένη της απασχόληση: να συντηρεί το αυτοκίνητο. Όπως και το έργο της νοσοκόμας, ήταν και αυτό κάτι που είχε μάθει στη θητεία της στην Αφρική. Το παλιό Φορντ ήταν παρκαρισμένο σε μια παράγκα πίσω από το παρεκκλήσι, όπου ζούσε ήσυχα τη δύση της ζωής του και ο Μίδας, ο υπέργηρος γάιδαρός τους. Μετά το μεσημεριανό φαγητό, η αδελφή Μαρία Ινές έβαζε μια φαρδιά λευκή φόρμα πάνω από το ράσο της και πήγαινε στην παράγκα, όπου φούσκωνε τα λάστιχα του αυτοκινήτου, γέμιζε το ψυγείο με νερό, λίπαινε τη μηχανή και πολεμούσε τη χαμένη μάχη της σκουριάς που απλωνόταν στο σασί. Μια φορά το μήνα γυάλιζε τη λαμαρίνα με το κερί που οι μοναχές χρησιμοποιούσαν στα ξύλινα πατώματα του μοναστηριού. Έκανε όλες τις επισκευές μόνη της, ικανοποιημένη που εξοικονομούσε τα χρήματα που διαφορετικά θα έπρεπε να δώσουν σε ένα μηχανικό αυτοκινήτων στην πόλη. Είχε ήδη αρχίσει να μαθαίνει στην αδελφή Μπεατρίθ ό,τι ήξερε για τις μηχανές αυτοκινήτων, με την ελπίδα πως μια μέρα θα αναλάμβανε εκείνη το καθήκον να κρατάει το Φορντ στη ζωή.
   Έμενε στην παράγκα πολύ ώρα, κάνοντας διαλείμματα μόνο για μια σύντομη στιγμή περισυλλογής και τις προσευχές με το κομποσκοίνι. Ύστερα επέστρεφε στο δωμάτιό της, κρεμούσε τη φόρμα και πήγαινε στο παρεκκλήσι να προετοιμαστεί για την απογευματινή προσευχή. Περιφερόταν στο διάδρομο ανάμεσα στα στασίδια, εκτελώντας τα καθήκοντά της με σιωπηλή περισυλλογή, ενώ το ρεύμα του αέρα από την πόρτα έκανε τα κεριά να τρεμοσβήνουν και τη σκιά της να φτερουγίζει πάνω στους τοίχους. Ήταν μια πολύ σημαντική ιεροτελεστία. Μέχρι την ώρα που έρχονταν οι μοναχές για την προσευχή, το Άγιο Πνεύμα είχε ήδη φωλιάσει μέσα της.
   Αυτό όμως το απόγευμα δεν πήγε στην παράγκα. Κουνώντας το μωρό για να το κοιμίσει, στάθηκε στο παράθυρο και κοίταξε τα σκαλοπάτια όπου νωρίτερα είχαν βρει τη βαλίτσα. Η αδελφή Λουθία είχε πάει με το αυτοκίνητο στην πόλη και θα γύριζε μετά την εσπερινή προσευχή. Η αδελφή Μαρία Ινές πήγε από παράθυρο σε παράθυρο και έκλεισε τις κουρτίνες. Μες στο αποπνικτικό δωμάτιο άρχισε να ιδρώνει και τότε, με το μωρό στην αγκαλιά, κατάλαβε τη σπουδαιότητα αυτού που είχε συμβεί εκείνο το πρωί. Φίλησε το παιδί στο μέτωπο και το κοίταξε σαν το πρόσωπό του να της ήταν γνωστό. Ύστερα είπε: "Πέρασε πολύς καιρός. Δεν περίμενα πια να έρθεις. Όμως ο Κύριος ενεργεί με τρόπους που ξαφνιάζουν ακόμα και τους πιο αφοσιωμένους δούλους Του". Όταν ήταν νέα είχε ζητήσει από το Θεό να της φανερώσει με κάποιο σημάδι το έλεός Του και αφού είχε γίνει μοναχή είχε συνεχίσει για χρόνια να προσεύχεται για έλεος, αλλά Εκείνος δεν είχε δείξει να ακούει. Τελικά είχε πάψει να προσεύχεται για έλεος, χωρίς να παραδεχτεί πως είχε απογοητευτεί από το Θεό. Πολλά χρόνια είχαν περάσει πριν ζητήσει συγχώρεση γιατί αμφέβαλλε για τη σοφία Του, αλλά ακόμα έκλαιγε μερικές φορές στο κρεβάτι της με λυγμούς που ακούγονταν μέχρι το υπνωτήριο των μοναχών.
   Το μωρό είχε αποκοιμηθεί και το ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ύστερα πήγε και έκρυψε την παλιά βαλίτσα στο βάθος της ντουλάπας της και γονάτισε μπροστά στο άγαλμα της Παρθένου να προσευχηθεί για τη δόξα του Θεού.

   Στην τραπεζαρία οι τρεις μοναχές έκοβαν και πακετάριζαν τους άρτους, το κύριο εισόδημα του μοναστηριού, που έπρεπε να είναι έτοιμοι πριν οι γυναίκες πάνε για ύπνο. Μια φορά την εβδομάδα, πολύ νωρίς το πρωί, ένας αρτοποιός ερχόταν από την πόλη με το φορτηγό του να τους παραλάβει. Οι μοναχές είχαν περάσει όλο το απόγευμα συζητώντας για το παιδί και είχαν καθυστερήσει στη δουλειά τους. Τώρα ήταν σχεδόν βράδυ και δούλευαν βιαστικά, χωρίς να μιλούν άλλο. Όταν μπήκε η αδελφή Καρλότα, την κοίταξαν με ανυπομονησία. Εκείνη, χωρίς να βγάλει λέξη, πήγε στην αποθήκη και γύρισε με ένα καθαρό τραπεζομάντιλο και ένα ψαλίδι. Κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να κόβει το ύφασμα σε τετράγωνα. Η αδελφή Τερέσα δεν μπόρεσε να αντέξει άλλο τη σιωπή. Ρώτησε: "Έμαθες τίποτα για το μωρό;"
   Η ηλικιωμένη γυναίκα σήκωσε τους ώμους. "Δεν επιτρέπεται να πω. Ρωτήστε τη Μητέρα. Αλλά δε νομίζω πως κι εκείνη ξέρει πολλά".
   Οι μοναχές συνέχισαν τη δουλειά τους, μα δεν πέρασε πολύ ώρα πριν με τη σειρά της μιλήσει η αδελφή Άννα. "Εν πάση περιπτώσει, είναι εδώ τώρα. Και πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε".
   Η αδελφή Καρλότα έκοψε άλλο ένα τετράγωνο από το τραπεζομάντιλο. Είπε: "Νομίζω πως σκοπεύει να το κρατήσει", και έβαλε το κομμάτι ύφασμα με εκείνα που είχε ήδη κόψει.
   Η αδελφή Άννα συνοφρυώθηκε. "Αυτό αποκλείεται", είπε και οι ρυτίδες στο πρόσωπό της, που ήταν δημιούργημα περισσότερο του αυστηρού χαρακτήρα της παρά της ηλικίας της, ζάρωσαν. Είχε έρθει στην Παναγία του Ελέους από ένα άλλο μοναστήρι που είχε εγκαταλείψει με πίκρα γιατί οι ικανότητές της δεν είχαν εκτιμηθεί όσο έπρεπε. Γνώριζε στενογραφία, μιλούσε γερμανικά, γαλλικά και ιταλικά και είχε φέρει μαζί της μια γραφομηχανή Ρέμιγκτον, κατασκευασμένη τον περασμένο αιώνα και σχεδόν ασήκωτη, που μόνο αυτή μπορούσε να χειριστεί. Η αδελφή Μαρία Ινές δεν τη συμπαθούσε, μα θαύμαζε τις ικανότητές της ως γραμματέως. Συχνά της ζητούσε βοήθεια με την αλληλογραφία, αν και είχε διφορούμενα αισθήματα για τη γραφομηχανή, που υποπτευόταν πως είχε εφευρεθεί για να λέει κανένας πιο εύκολα ψέματα. Ο συλλογισμός της ήταν απλός: πίστευε πως ο γραφικός χαρακτήρας ενός ανθρώπου αποκαλύπτει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τις λέξεις του, άσχετα πόσο καλά προσπαθεί να την κρύψει με υπεκφυγές, αοριστολογίες και απροκάλυπτα ψέματα. Ήταν η γνώμη της ως ερασιτέχνης γραφολόγος. Μάλιστα, ισχυριζόταν πως μια ματιά σε οποιοδήποτε χειρόγραφο της βιβλιοθήκης του μοναστηριού τής έφτανε να καταλάβει, από τον τρόπο που ήταν γραμμένες οι λέξεις, αν ο μεσαιωνικός αντιγραφέας ήταν ευσεβής χριστιανός ή μια χαμένη ψυχή που καιγόταν τώρα στην κόλαση.
   Η αδελφή Άννα δεν είχε σε υπόληψη τις θεωρίες της, αλλά ποτέ δεν τόλμησε να το πει μπροστά της. Έκοψε άλλον έναν άρτο και είπε: "Προτείνω να συζητήσουμε το θέμα του παιδιού απόψε".
   "Δεν έχει νόημα", είπε η αδελφή Μπεατρίθ. "Η ηγουμένη θα αποφασίσει μόνη της".
   "Όχι, αν σκοπεύει να κρατήσει το παιδί. Θα ήταν κατάφωρη παράβαση των κανόνων αυτού εδώ του μέρους".
   "Η ηγουμένη γνωρίζει τους κανόνες καλά όσο κι εσύ. Εμείς πρέπει να συμμορφωθούμε με την απόφασή της".
   "Μη μου μιλάς για υπακοή", είπε η αδελφή Άννα και επέστρεψε στη δουλειά της, μα δεν πέρασε πολύ ώρα πριν ξαναμιλήσει: "Και εν πάση περιπτώσει, υπάρχουν ανώτερες αρχές από την ηγουμένη στον κόσμο. Ελπίζω να σκοπεύει τουλάχιστον να ενημερώσει τη χωροφυλακή".
   "Υπάρχει επίσης και ο επίσκοπος", είπε η αδελφή Καρλότα.
   Στην άκρη του δωματίου ένας μεγάλος ξύλινος Εσταυρωμένος ήταν στερεωμένος στο πάτωμα. Το φως έριχνε τη σκιά Του στον τοίχο ως το ταβάνι. Ύστερα από τέσσερις αιώνες στην υγρασία του μοναστηριού, το σώμα Του είχε πάρει ένα θαμπό, σχεδόν μαύρο χρώμα. Τα ίχνη από κόκκινη μπογιά στο αγκάθινο στεφάνι ήταν πραγματικό αίμα: κάποτε στο δέκατο όγδοο αιώνα, μια ηγουμένη το είχε κατεβάσει και το είχε φορέσει την Μεγάλη Εβδομάδα για να αναπαραστήσει το Θείο Πάθος. Ήταν μια από τις υπερβολές που η αδελφή Μαρία Ινές δεν ενέκρινε, γιατί τις θεωρούσε μακάβρια νοσήματα της ψυχής και όχι δείγματα μεγάλης ευσέβειας.
   Η αδελφή Άννα έδειξε με το δάχτυλο την ηλικιωμένη μοναχή και είπε: "Η Καρλότα έχει δίκιο. Η Εξοχότητά του πρέπει να το μάθει".
   "Όσο γι' αυτό δε χρειάζεται να ανησυχούμε", είπε η αδελφή Τερέσα. "Η Εξοχότητά του είναι παντογνώστης".
   Η αδελφή Άννα της έριξε μια οργισμένη ματιά. "Αυτό είναι χυδαιότητα, αδελφή Τερέσα. Θα 'πρεπε να ντρέπεσαι".
   "Είναι αλήθεια. Ο επίσκοπος γνωρίζει οτιδήποτε συμβαίνει εδώ. Πρέπει να έχει μια κρυστάλλινη μπάλα πάνω στο γραφείο του".
   "Έχεις καθήκον να υπακούς την Εξοχότητά του, αδελφή Τερέσα", είπε η αδελφή Άννα.
   Η Καρλότα έκοψε το τελευταίο τετράγωνο από το τραπεζομάντιλο. "Ο όρκος μας είναι στο Θεό", είπε εξετάζοντας τη δουλειά της.
   Η αδελφή Τερέσα είπε: "Ακριβώς -όχι στην αδελφή Άννα".
   Ήταν μια εσκεμμένη προσβολή. Από την ημέρα που η αδελφή Άννα είχε δώσει τον όρκο της, πάνω από μια δεκαετία πριν, ονειρευόταν να γίνει ηγουμένη ενός μοναστηριού, που θα το έκανε το καλύτερο στη χώρα. Ήλπιζε να πραγματοποιήσει τη φιλοδοξία της στη μονή της Παναγίας του Ελέους, όπου είχε αναλάβει πολλές ευθύνες από νωρίς, με ένα ζήλο που είχε εντυπωσιάσει τις άλλες γυναίκες. Ένα από τα πρώτα επιτεύγματά της ήταν το άνοιγμα ενός αρτεσιανού πηγαδιού για να αρδεύουν τις καλλιέργειές τους χωρίς αντλία. Στη συνέχεια έμαθε μόνη της στενογραφία και λογιστικά, και ζήτησε άδεια να αγοράσει ένα γραμμόφωνο, όχι για να ακούει μουσική, αλλά για να μάθει ξένες γλώσσες από δίσκους που ήταν ειδικά γι' αυτό το σκοπό. Όλα αυτά τα έκανε χωρίς να παραμελεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Ποτέ δεν απουσίαζε από το παρεκκλήσι· εργαζόταν στο μαγειρείο, έκανε τις μετάνοιές της και ό,τι άλλο έπρεπε. Και όμως η αδελφή Μαρία Ινές δεν είχε ακόμα αποφασίσει αν το κίνητρο της γυναίκας ήταν η βαθιά πίστη ή μια προσωπική φιλοδοξία που ήταν ολότελα ανάρμοστη για μια δούλη του Θεού.
   Η αδελφή Άννα είπε απότομα: "Η μόνη μου επιθυμία είναι να εκτελώ τα καθήκοντά μου όσο καλύτερα μου επιτρέπουν το σώμα και το μυαλό μου, αδελφή Τερέσα. Ποτέ δεν αποφεύγω τις υποχρεώσεις μου".
   "Όχι, δεν το κάνεις", είπε η άλλη γυναίκα. "Αλλά μερικές φορές πρέπει να βάζουμε τη δουλειά μας για λίγο στην άκρη και να αναρωτιόμαστε αν ό,τι κάνουμε είναι αυτό που πράγματι περιμένει ο Θεός από μας".
   "Αυτό το μέρος είναι πολύ μικρό για να έχουμε το προνόμιο να αγνοούμε η μια την άλλη", είπε η αδελφή Μπεατρίθ. "Είμαστε υποχρεωμένες να ζούμε μαζί, είτε μας αρέσει είτε όχι".
   "Δεν ακούγεται πολύ μεγαλόψυχο", είπε η αδελφή Άννα. "Αλλά είναι τουλάχιστον ειλικρινές".
   Η Μπεατρίθ είπε: "Νομίζω πως πρέπει να το κρατήσουμε. Όποιος έφερε το μωρό, θα μπορούσε να το πάει στο ορφανοτροφείο ή σε μια απ' τις εκκλησίες στην πόλη. Το μόνο που μπορεί να σημαίνει είναι πως ήθελε να το κρατήσουμε. Οφείλουμε να σεβαστούμε την επιθυμία του".
   "Όποιος το άφησε στα σκαλοπάτια δε νοιαζόταν καθόλου", είπε η αδελφή Άννα. "Δεν εγκαταλείπεις ένα παιδί που αγαπάς".
   "Μερικοί άνθρωποι είναι απλά πολύ φτωχοί για να φροντίσουν ένα παιδί", είπε η Τερέσα.
   "Σε αυτή την περίπτωση", είπε η αδελφή Άννα, "δε θα 'πρεπε να κάνουν παιδιά".
   Περίμεναν την αδελφή Λουθία να γυρίσει από την πόλη για να μάθουν για το μωρό. Λίγο μετά τις επτά άκουσαν το Φόρντ και έτρεξαν να βοηθήσουν τη νεαρή δόκιμη με τις προμήθειες πριν έρθει η ώρα για τη νυχτερινή προσευχή. Ήταν σκοτάδι όταν μαζεύτηκαν στο παρεκκλήσι, κρατώντας καθεμιά από μια λάμπα θυέλλης. Αν και ήταν συνηθισμένες στην αόρατη παρουσία της ηγουμένης, δεν είδαν πως ήταν ήδη εκεί και προσευχόταν γονατιστή. Μόνο όταν έσβησαν τα φανάρια τους, κάθισαν στα στασίδια και τα μάτια τους συνήθισαν στο σκοτάδι, την είδαν να ξεπροβάλλει από τις σκιές και να ανεβαίνει στο άγιο βήμα, ο μοναδικός θόρυβος το σύρσιμο του ράσου της στο δάπεδο. Άρχισε: "Αperi, Domine, os meum ad benedicandum nomen sanctum tuum". Αντίθετα από το μεσημέρι, τώρα πρωτοστατούσε με μεγάλη αυτοσυγκέντρωση, μιλώντας με συγκίνηση ενώ κρατούσε τα μάτια της κλειστά σε όλη τη διάρκεια της προσευχής. Οι σκιές την τύλιγαν ολόκληρη εκτός από το πρόσωπό της που, λευκό και σοβαρό, αντανακλούσε το φως των κεριών στα μπρούντζινα μανουάλια στις δύο άκρες του αγίου βήματος. Όταν τελείωσε η προσευχή, η αδελφή Άννα σηκώθηκε να πει κάτι, μα η Μαρία Ινές ύψωσε το χέρι και τη σταμάτησε πριν εκείνη βρει την ευκαιρία να πει έστω και μια λέξη. "Όχι εδώ".
   Οι μοναχές άναψαν τα φανάρια τους και την ακολούθησαν μέσα από την αυλή στην τραπεζαρία, όπου η αδελφή Μαρία Ινές τους ζήτησε να καθίσουν. Όταν τελικά μίλησε, η φωνή της δε φανέρωνε κανένα δισταγμό. Είπε: "Ο ερχομός του παιδιού δεν μπορεί παρά να είναι θαύμα".
   Οι μοναχές δεν την είχαν ακούσει ποτέ να μιλάει με τόση σιγουριά. Όλες κατάλαβαν ότι κάτι πολύ σημαντικό είχε συμβεί. Η ηγουμένη είχε τη φήμη πως μελετούσε κάθε ζήτημα πολλές ημέρες πριν αποφασίσει, και αν αυτός ο κανόνας δεν είχε ισχύσει σ' αυτή την περίπτωση, θα έπρεπε να συμβαίνει επειδή η γυναίκα γνώριζε κάτι που δε γνώριζαν εκείνες. Μα δεν είχε σκοπό να τους πει τι ήταν. "Πιστέψτε με", είπε. "Είναι ένα ζήτημα ανάμεσα σε μένα και τον Κύριο". Στη συνέχεια τους ζήτησε να μην αμφιβάλλουν για την ευσέβεια ή την κρίση της, αλλά να αποδεχτούν το μωρό ως δώρο του Θεού στο μοναστήρι τους.
   Η αδελφή Άννα δε συμφώνησε. "Η ζωή μας είναι αφιερωμένη στην προσευχή και στην αυταπάρνηση, Μητέρα", είπε. "Όταν γίναμε μοναχές συμφωνήσαμε να απαρνηθούμε κάθε δεσμό που μας δένει με τον κόσμο και σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται και το να κάνουμε παιδιά".
   "Αυτό το παιδί δεν το γέννησε καμιά μας", είπε η αδελφή Μαρία Ινές, βαδίζοντας πάνω κάτω. "Μα αν αποφασίσουμε να το κρατήσουμε, τότε θα το φροντίσουμε με μια αγάπη που είναι αγνότερη και από τη μητρική στοργή που έχουμε απαρνηθεί".
   "Αυτό είναι σοφιστεία, όχι θεολογία", είπε η άλλη μοναχή. "Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: έχουμε ένα παιδί ανάμεσά μας".
   "Εγώ λέω ας το κρατήσουμε", είπε η αδελφή Τερέσα. "Θα είναι ευλογία Θεού. Το μόνο που κάνουμε είναι να καλλιεργούμε λαχανικά και λουλούδια".
   "Συμφωνώ", είπε η αδελφή Μπεατρίθ. "Δε βλέπω γιατί η φροντίδα ενός παιδιού είναι αντίθετη στην αποστολή μας".
   Η αδελφή Άννα είπε: "Άκουσα ότι το παιδί είναι αγόρι. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος να μην το κρατήσουμε. Εδώ είναι ησυχαστήριο για γυναίκες. Θα ήταν ιεροσυλία να έχουμε ένα αγόρι ανάμεσά μας".
   "Αγόρι", είπε η αδελφή Καρλότα. "Όπως και ο Μωυσής".
   "Ναι", είπε η Λουθία. "Αλλά μέσα σε βαλίτσα, όχι σε καλάθι από βούρλα".
   "Δεν είναι δικό μας και δεν είναι ο Μωυσής", είπε η αδελφή Άννα. "Ποιος θα το φροντίζει; Είμαστε μόνο έξι και οι δουλειές μάς παίρνουν όλη τη μέρα".
   "Δε θα γίνει καμιά αλλαγή στο ημερήσιο πρόγραμμά σας", είπε η αδελφή Μαρία Ινές. "Θα το φροντίζω εγώ η ίδια".
   "Θα ήθελα να βοηθήσω και εγώ, Μητέρα", είπε η Μπεατρίθ. "Το πρόβλημα όμως είναι πως ένα μωρό χρειάζεται γυναικείο γάλα".
   "Όχι απαραίτητα", είπε η αδελφή Μαρία Ινές. "Βοήθησα μωρά στην Αφρική χωρίς ούτε σταγόνα. Μπορείς να ανακατέψεις συνηθισμένο γάλα με άλλες ουσίες και να φτιάξεις κάτι παρόμοιο με το ανθρώπινο γάλα. Αλλά πρέπει να είναι στις ακριβείς αναλογίες. Μόνο έτσι μπορεί να το χωνέψει ένα μωρό". Είχε περάσει η ώρα για την έναρξη της Μεγάλης Σιωπής. Η ηγουμένη στάθηκε στην κεφαλή του τραπεζιού και έγειρε με τα χέρια πάνω του. "Λοιπόν, σας ευχαριστώ", είπε. "Δεν έχουμε τίποτα άλλο να πούμε. Αφήστε με να το σκεφτώ. Μπορείτε να αποσυρθείτε. Καλό ύπνο".
   Η αλήθεια ήταν πως είχε αποφασίσει να κρατήσει το μωρό πολύ πριν συζητήσει το θέμα με τις μοναχές, αλλά ήταν ευχαριστημένη που όλες εκτός από μία την είχαν στηρίξει. Όταν η αδελφή Άννα πέρασε δίπλα της για να βγει από την αίθουσα, η ηγουμένη την άγγιξε στο μπράτσο και είπε: "Κατανοώ τις επιφυλάξεις σου, Άννα, μα δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι είναι θέλημα Κυρίου".
   Η άλλη γυναίκα κοντοστάθηκε μόνο για να απαντήσει με λίγα λόγια στα λατινικά, που έκαναν την ηγουμένη να αναριγήσει: "Crux sancta sit mihi lux. Non draco sit mihi dux".
   Στη συνέχεια η αδελφή Άννα βγήκε από την αίθουσα και ακολούθησε τις άλλες μοναχές στη στοά που οδηγούσε στο υπνωτήριο. Η αδελφή Μαρία Ινές την παρατήρησε στο φως του φεγγαριού, ώσπου η σκιά της εξαφανίστηκε στο διάδρομο. Ύστερα πήγε και εκείνη στο δωμάτιό της, όπου βεβαιώθηκε πως το μωρό κοιμόταν ήσυχα, τυλιγμένο με μια κουβέρτα. Έβγαλε τον ξύλινο σταυρό από το λαιμό της, τον φίλησε και τον άφησε πάνω στο κομοδίνο, ύστερα έβγαλε το πέπλο και το ράσο της και τα άπλωσε προσεχτικά σε μια καρέκλα. Ντυμένη στο ριχτό λευκό εσώρουχό της, ξάπλωσε προσεχτικά δίπλα στο μωρό.
   Δεν είχε δώσει σημασία στα μαλλιά της ποτέ στο παρελθόν, όπως και δεν την ενδιέφερε το σώμα της αρκεί να ήταν καθαρό. Πλενόταν σε μια μπανιέρα γεμάτη ακόμα και το χειμώνα με κρύο νερό: δεν ενέκρινε την πολυτέλεια του ζεστού λουτρού. Όταν όμως ξάπλωσε στο κρεβάτι εκείνο το βράδυ, πρόσεξε πόσο γκρίζα ήταν τα μαλλιά της και για πρώτη φορά συνειδητοποίησε την ηλικία της. Σκέφτηκε: "Είμαι γριά", με τόση έκπληξη σαν να είχε συμβεί στη διάρκεια της προηγούμενης νύχτας. Έφερε το κεφάλι της κοντύτερα στο μωρό και μύρισε το δέρμα της παλιάς βαλίτσας στην επιδερμίδα του. Έπρεπε να του φτιάξει μια κούνια. Έκλεισε τα μάτια της και ευχαρίστησε το Θεό που της έστειλε το μωρό. Ήξερε πως σήμαινε ότι την είχε συγχωρήσει. Στη διάρκεια της νύχτας σηκώθηκε να ζεστάνει λίγο γάλα και να ταΐσει το μωρό και ξανά για να πάει στη μεταμεσονύχτια προσευχή. Μετά γύρισε στο δωμάτιό της και κοιμήθηκε ήσυχα μέχρι λίγο πριν την αυγή. Τότε άνοιξε τα μάτια και τα λόγια που της είχε πει η αδελφή Άννα στα λατινικά την προηγούμενη μέρα της ήρθαν στο νου και την έκαναν πάλι να αναριγήσει: "Ο Τίμιος Σταυρός ας είναι το φως μου. Μην αφήνεις το δράκο να με οδηγεί".

   Η αδελφή Μαρία Ινές είχε σοβαρούς λόγους να πιστεύει πως ο ερχομός του παιδιού στη μονή ήταν έργο της Θείας Πρόνοιας. Όταν ήταν δεκαεννέα ετών και το όνομά της ήταν ακόμα Ισαβέλ, είχε στείλει ένα γράμμα σε μια διεύθυνση που είχε δει σε μια διακριτική μικρή αγγελία. Λίγες ημέρες αφού έλαβε απάντηση, πήρε το τρένο για μια άλλη πόλη και έψαξε ένα δρόμο που αποδείχτηκε δύσκολο να βρει. Η τριώροφη, Αρ Νουβό βίλα με τη δίρριχτη στέγη ήταν μακριά από το κέντρο της πόλης, στο τέλος μιας απέραντης λεωφόρου με φοινικιές στα πεζοδρόμια. Αν και η Ισαβέλ είχε έρθει τη συμφωνημένη ημέρα, όλα τα παντζούρια ήταν κλειστά και δε φαινόταν κανένα ίχνος ζωής. Χτύπησε το κουδούνι και όση ώρα περίμενε ξανασκέφτηκε την απόφασή της. Τελικά μια εχθρική φωνή πίσω από την πόρτα τη ρώτησε το όνομά της και τη γλίτωσε από τις αμφιβολίες της που είχαν αρχίσει να πληθαίνουν. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με μαύρο φόρεμα την άφησε να μπει χωρίς να την καλωσορίσει και την οδήγησε στο σαλόνι. Αν και τα παντζούρια στα παράθυρα που έβλεπαν στο δρόμο ήταν κλειστά, μια ανοιχτή πόρτα που οδηγούσε σε μια εσωτερική αυλή άφηνε να μπει αρκετό φως.
   Το πάτωμα ήταν στρωμένο με πλακάκια και το δωμάτιο ήταν διακοσμημένο με ακριβά έπιπλα που μύριζαν κερί μέλισσας. Στις γωνίες υπήρχαν γλάστρες με τροπικά φυτά που είχαν μεγαλώσει υπερβολικά και κόντευαν να καταπιούν τους πίνακες στους τοίχους, αλλά διατηρούσαν τον αέρα ευχάριστα δροσερό εκείνο το καυτό καλοκαίρι. Η γυναίκα που έμπασε την Ισαβέλ στο σπίτι την εξέτασε για λίγο με έντονο βλέμμα και έφυγε χωρίς να πει λέξη. Η σιωπή έκανε την Ισαβέλ να τρέμει. Στα χρόνια που θα έρχονταν όχι μόνο θα συνήθιζε τη μοναξιά αλλά θα έφτανε στο σημείο να την προτιμάει από την ανθρώπινη συντροφιά. Μα τότε στη νεαρή ηλικία, την θεωρούσε ακόμα σαν μια πρόγευση της αιωνιότητας του θανάτου. Όση ώρα περίμενε να έρθει κάποιος, βγήκε στην αυλή όπου τα πουλιά που ήταν κρυμμένα σε ένα πυκνό κισσό της έφτιαξαν τη διάθεση με τον εκκωφαντικό τους θόρυβο. Ένα πιάνο άρχισε να παίζει σε ένα από τα δωμάτια του πάνω ορόφου και έκανε τα πουλιά να σωπάσουν. Η Ισαβέλ κάθισε σε έναν πάγκο και άκουσε. Λίγη ώρα αργότερα η μουσική σταμάτησε, μια πόρτα στην άλλη άκρη της αυλής άνοιξε και μια ψηλή γυναίκα ντυμένη σε ένα μαύρο κρεπ ντε σιν φόρεμα ήρθε προς το μέρος της.
   "Ποια είσαι εσύ;" ρώτησε η γυναίκα.
   Η Ισαβέλ σηκώθηκε όρθια. "Ήρθα για τα μαθήματα πιάνου, Μαντάμ".
   "Αλήθεια;"
   Στο λαιμό της φορούσε μια χρυσή αλυσίδα που κατέληγε σε ένα ζευγάρι πενς - νε που σήκωσε στα μάτια να περιεργαστεί την επισκέπτρια. Η Ισαβέλ είπε: "Έχουμε ραντεβού".
   "Ραντεβού;" ρώτησε η γυναίκα. "Δε σε έχω δει ποτέ στη ζωή μου".
   "Σας..."
   "Μίλα καθαρά".
   "Σας έστειλα ένα γράμμα. Μου απαντήσατε πριν μια εβδομάδα".
   "Δείξε μου το γράμμα".
   Η Ισαβέλ έψαξε στην τσάντα της. Η γυναίκα σήκωσε τα γυαλιά της στη μύτη και διάβασε το γράμμα σιωπηλά. "Αυτό τα εξηγεί όλα", είπε τελικά. "Ήρθες νωρίς. Το ραντεβού σου είναι το απόγευμα".
   "Ζητώ συγγνώμη. Πήρα ένα από τα τρένα νωρίτερα για την περίπτωση που θα καθυστερούσε".
   Η γυναίκα έσκισε το γράμμα και είπε: "Μη μου λες για δρομολόγια τρένων. Δεν είμαι σταθμάρχης. Υπάρχει λόγος που δέχομαι μόνο με ραντεβού".
   "Μπορώ να επιστρέψω αργότερα".
   "Μείνε. Κατά τύχη είμαι ελεύθερη". Πήγε προς το σαλόνι κάνοντας νόημα στην Ισαβέλ να την ακολουθήσει. "Σου αρέσει το πιάνο;" ρώτησε, εξετάζοντας τα γιγάντια φυτά με ικανοποίηση.
   "Πάρα πολύ".
   "Και θέλεις να μάθεις;"
   "Ναι".
   Η γυναίκα την κάρφωσε με το βλέμμα. "Είσαι βέβαιη;"
   Η Ισαβέλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
   "Ωραία", είπε η γυναίκα. "Το έχεις ξανακάνει;" Η Ισαβέλ κούνησε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά. "Κατάλαβα. Ποτέ πριν", είπε η οικοδέσποινα. "Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι, παιδί μου. Έλα μαζί μου".
   Άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο διάδρομο όπου η ηλικιωμένη γυναίκα που είχε βάλει την Ισαβέλ στο σπίτι στεκόταν με έναν πλάστη στο χέρι. Κοίταξε την επισκέπτρια με καχυποψία. Χωρίς αμφιβολία θα χρησιμοποιούσε τον πλάστη πάνω της αν η κυρία της τής έδινε την εντολή. Μα η άλλη γυναίκα είπε απλά: "Ευχαριστώ, Μπιενβενίδα. Όλα είναι εντάξει. Θα σε καλέσω όταν σε χρειαστώ".
   Η ηλικιωμένη γυναίκα έγνεψε με σεβασμό και τις άφησε να περάσουν. Ανέβηκαν στον πάνω όροφο από μια μεγαλόπρεπη ξύλινη σκάλα που έτριζε κάτω από τα πόδια τους και μπήκαν σε ένα δωμάτιο που είχε ένα πελώριο αψιδωτό παράθυρο. Μόλις έκλεισε πίσω της την πόρτα, η γυναίκα έγινε άλλος άνθρωπος. "Ζητώ συγγνώμη, αγαπητή μου", είπε και έβαλε την Ισαβέλ να καθίσει. "Στο επάγγελμά μου πρέπει να παίρνουμε προφυλάξεις".
   "Καταλαβαίνω, Μαντάμ".
   "Μακάρι να μη ζούσαμε ακόμα στο Μεσαίωνα", αναστέναξε η γυναίκα.
   Και αυτό το δωμάτιο ήταν καλόγουστα επιπλωμένο, με ένα όρθιο πιάνο, ένα βαρύ γραφείο και ένα μεγάλο κεραμικό τζάκι. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με διαζώματα ζωγραφισμένα με όμορφα μοτίβα λουλουδιών. Το πελώριο παράθυρο δεν είχε παντζούρια, αλλά το βιτρό του αρκούσε για να κρύψει όποιον ήταν στο δωμάτιο από τα αδιάκριτα βλέμματα που έριχναν προς τα πάνω οι διαβάτες της λεωφόρου. Ο χώρος κρατιόταν δροσερός με έναν περιστρεφόμενο ανεμιστήρα που έκανε τα χαρτιά πάνω στο γραφείο να θροΐζουν σε κάθε του πέρασμα. Μια πόρτα πίσω από το γραφείο ήταν μισάνοιχτη και η Ισαβέλ είδε ότι οδηγούσε σε ένα μικρότερο δωμάτιο εξοπλισμένο με ιατρικά όργανα γύρω από ένα χειρουργικό τραπέζι. Μόλις η γυναίκα είδε την Ισαβέλ να το κοιτάζει, πήγε και έκλεισε την πόρτα. Είπε: "Μην τα φοβάσαι αυτά τα πράγματα, αγαπητή μου. Έχουν εφευρεθεί για να μας βοηθούν. Σου αρέσει πραγματικά η μουσική;"
   "Εσείς παίζατε νωρίτερα, Μαντάμ;"
   Η γυναίκα το επιβεβαίωσε με ένα κούνημα του κεφαλιού. "Λατρεύω τη μουσική. Επίσης, είναι μια καλή εξάσκηση για τα χέρια μου. Τα χέρια είναι τόσο σημαντικά για ένα χειρουργό όσο και για έναν επαγγελματία πιανίστα". Χάιδεψε την επισκέπτρια στον ώμο. "Ζητώ συγγνώμη για το θέατρο με τα μαθήματα πιάνου. Αλλά, όπως μαθαίνω, η χωροφυλακή έχει αρχίσει να υποψιάζεται".
   "Ξέρω ότι είναι σοβαρό αδίκημα".
   "Είναι, πράγματι".
   "Υπάρχει περίπτωση να μας συλλάβουν;" ρώτησε η Ισαβέλ και κοίταξε προς την πόρτα. Περίμενε, μα τίποτα δε συνέβη: το μόνο που άκουσε ήταν τα πουλιά να τιτιβίζουν στην αυλή.
   "Υπάρχει πάντα αυτή η πιθανότητα", είπε η άλλη γυναίκα. "Αλλά μην ανησυχείς περισσότερο απ' όσο πρέπει. Όπως θα έχεις ήδη διαπιστώσει, παίρνω κάθε προφύλαξη". Κάθισε στο γραφείο της και άρχισε να ταχτοποιεί τα χαρτιά της. "Πίστεψέ με, ανησυχώ πιο πολύ από σένα. Ένα κελί φυλακής θα ήταν πολύ πιο άβολο απ' ό,τι έχω συνηθίσει".
   Ένα κάρο που το έσερνε ένα άλογο πέρασε απ' έξω, κάνοντας το βιτρό να τρίζει. Η Ισαβέλ κράτησε την ανάσα της ώσπου δεν το άκουγε πια. Είπε: "Αυτή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να κάνω ένα παιδί, Μαντάμ".
   Η γυναίκα τη διέκοψε. "Δεν χρειάζεται να ξέρω, αγαπητή μου. "Είμαι γιατρός, όχι κληρικός". Τελείωσε το καθάρισμα του γραφείου της και κάθισε με την επισκέπτριά της στον καναπέ. "Αυτό για το οποίο πρέπει να είμαι σίγουρη είναι αν η απόφασή σου είναι οριστική", είπε, παίρνοντας το χέρι της κοπέλας στα δικά της. "Ελπίζω να μη σε ανάγκασε κανένας να το κάνεις".
   Η Ισαβέλ κούνησε το κεφάλι και ρώτησε ό,τι την βασάνιζε από τότε που είχε λάβει απάντηση στο γράμμα της: "Υπάρχει κίνδυνος;"
   "Έχω πείρα αρκετών χρόνων. Ποτέ δεν υπήρξε κάποια επιπλοκή".
   "Θα πονέσει;"
   "Μόνο λίγο - ύστερα. Θα σου δώσω μερικά χάπια. Μην ανησυχείς γι' αυτό τώρα. Η επέμβαση θα γίνει με αιθέρα".
   "Δε θα παραπονεθώ ακόμα κι αν πονέσει πολύ. Ήταν μόνο ο φόβος που με έκανε να ρωτήσω. Ίσως θα πρέπει να πονέσει..."
   "Μα, αγαπητή μου, τι στο καλό εννοείς;"
   "Μιας και είναι τόσο σοβαρή αμαρτία", είπε η Ισαβέλ. "Δε συμφωνείτε, Μαντάμ; Ελπίζω ο Θεός να με συγχωρέσει".
   "Όπως είπα, δε φροντίζω την ψυχή, μόνο το σώμα. Αν έχεις ακόμα αμφιβολίες, προτείνω να φύγεις και να το σκεφτείς καλύτερα".
   Η γυναίκα τράβηξε ένα κορδόνι με κρόσσια και ήρθε η ηλικιωμένη βοηθός της. Ήταν ώρα. Για αρκετές εβδομάδες η Ισαβέλ είχε δοκιμάσει κάθε συνταγή από βότανα, κάθε δηλητήριο, κάθε φαρμακευτικό κατασκεύασμα που διαφήμιζαν οι εφημερίδες, για να γλιτώσει τον εαυτό της από αυτή τη στιγμή, μα είχε αποτύχει. Ακολούθησε τη γυναίκα στο μικρό δωμάτιο και άρχισε να ξεντύνεται.

   Όλα είχαν αρχίσει με έναν απογευματινό περίπατο στο Βοτανικό Κήπο. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός και η νεαρή γυναίκα είχε καταφύγει στον ίσκιο κάτω από ένα κιόσκι, όπου κάθισε να διαβάσει το βιβλίο της. Ήταν ένα στρογγυλό κιόσκι με σιδερένια κάγκελα, θολωτή σκεπή και ένα μόνο πάγκο στη μέση ενός ανατολίτικου αλσυλλίου με ψηλόλιγνες ιτιές. Διάβαζε για ώρα, με πολύ αυτοσυγκέντρωση, που ήταν ο τρόπος που πάντα διάβαζε (είτε επρόκειτο για ένα από τα καινούργια μυθιστορήματα, είτε, χρόνια αργότερα, τα θρησκευτικά χειρόγραφα της βιβλιοθήκης του μοναστηριού) και έπαψε να δίνει προσοχή στον κόσμο γύρω της. Την έκστασή της διέκοψε ο θόρυβος από βήματα: ένας νέος άνδρας, με λευκή στολή, ερχόταν στο μονοπάτι που οδηγούσε στο κιόσκι. Όταν είδε ότι ήταν πιασμένο, δίστασε για μια στιγμή, αλλά μετά πλησίασε και ανέβηκε με θάρρος τα σκαλιά, έβγαλε το πηλήκιο και σκούπισε το μέτωπό του με το μανίκι. Η Ισαβέλ έκλεισε το βιβλίο της και άπλωσε το χέρι να πάρει την τσάντα της.
   "Δε χρειάζεται να φύγετε", είπε ο άνδρας με τη στολή. "Είμαι άοπλος".
   "Θα έφευγα έτσι κι αλλιώς".
   "Όχι, δε θα φεύγατε", είπε ο άνδρας. "Αν η παρουσία μου σας ενοχλεί για κάποιο λόγο, τότε να φύγω εγώ".
   "Δεν είναι απαραίτητο", είπε χαμηλόφωνα η Ισαβέλ. "Υπάρχει αρκετός χώρος και για τους δυο μας".
   Ο άντρας υποκλίθηκε και κάθισε όσο πιο μακριά μπορούσε. Είπε: "Σας ευχαριστώ. Είχα ανάγκη λίγης ξεκούρασης. Ήταν πολύ απερίσκεπτο να κάνουμε περίπατο τέτοια ώρα".
   Για λίγη ώρα δεν είπαν τίποτα άλλο. Η Ισαβέλ άνοιξε πάλι το βιβλίο της και ο άνδρας έκανε αέρα με το πηλήκιο. Οι δέσμες του ήλιου περνούσαν μέσα από τα στοιχισμένα δέντρα στο αλσύλλιο. Από εκεί που καθόταν, ο άνδρας με τη στολή κοίταξε την Ισαβέλ και το εξώφυλλο του βιβλίου της. "Αυτό είναι το αγαπημένο μου σημείο", είπε. "Μου αρέσει να κάθομαι και να ακούω τα φύλλα να θροΐζουν στον αέρα. Τα ακούτε;" Σώπασε για μια στιγμή. "Πλήρης άπνοια", είπε με απογοήτευση. "Ούτε ανάσα σήμερα".
   Και ξανάρχισε να κάνει αέρα με το πηλήκιό του. Η άψογη στολή του είχε χρυσά κουμπιά και μια λευκή δερμάτινη ζώνη από την οποία κρεμόταν ένα κοντό τελετουργικό ξίφος. Η Ισαβέλ πρόσεξε πως, αν και έκανε ζέστη, εκείνος φορούσε λευκά γάντια. Την είδε να κοιτάζει τα χέρια του και περίμενε να του μιλήσει, αλλά η ώρα περνούσε χωρίς η Ισαβέλ να δείχνει πως σκόπευε να το κάνει. Τελικά, ο άνδρας ρώτησε: "Κι εσείς, Δεσποινίς; Έρχεστε συχνά εδώ;"
   Του έδωσε καταφατική απάντηση.
   "Είστε πολύ τυχερή", είπε εκείνος. "Πολύ τυχερή. Από όπου κατάγομαι, η φύση δεν είναι καθόλου όμορφη".
   Ήταν ο πρώτος του χρόνος στην πόλη. Ήταν δόκιμος στη Ναυτική Ακαδημία και ερχόταν στο Βοτανικό Κήπο όσο πιο συχνά μπορούσε, επειδή ήταν το μοναδικό μέρος που μπορούσε να ξεφύγει από τους συμμαθητές του που τον τραβούσαν σε ταβέρνες και άλλα κακόφημα μέρη. Είπε με απόλυτη σοβαρότητα: "Μα εγώ αποποιούμαι τη διαφθορά". Έβγαλε το ρολόι απ' την τσέπη του και του έριξε μια ματιά, ύστερα σηκώθηκε και φόρεσε το πηλήκιο. "Χαρείτε την υπόλοιπη μέρα σας", είπε και έφυγε.
   Αργότερα, όταν δρόσισε, η Ισαβέλ έκανε ένα μακρινό περίπατο και τον είδε να κάθεται μόνο του στο καφενείο του Κήπου με μια κανάτα νερό και ένα δίσκο ζαχαρωτά. Της έκανε μια ελαφριά υπόκλιση.
   Τον είδε πάλι μια εβδομάδα αργότερα σε ένα θρησκευτικό πανηγύρι, ανάμεσα στο πλήθος που είχε έρθει στο γλέντι με τη βεβαιότητα πως θα έβλεπαν θαύματα. Την είδε και εκείνος, μα πριν βρει την ευκαιρία να της μιλήσει, μια παρέα από μοναχές ντυμένες στα μαύρα τον παρέσυρε σε έναν χείμαρρο έκστασης και την έχασε. Την επόμενη φορά που συναντήθηκαν ήταν μια Κυριακή στο προαύλιο της εκκλησίας και εκείνη ήταν ντυμένη στα λευκά, με ένα πλατύγυρο καπέλο από μουσελίνα, δεμένο με κορδέλα κάτω από το σαγόνι. Την αναγνώρισε από μακριά και πλησίασε, διασκεδάζοντας με αυτό που εκείνη έκανε: είχε σπόρους στην τσέπη της και τους έριχνε σε ένα κοπάδι παπαγαλάκια που χοροπηδούσαν στα πόδια της. Τη χαιρέτησε στρατιωτικά και ζήτησε να μάθει αν ήταν στη θεία λειτουργία.
   "Έρχομαι κάθε Κυριακή", του απάντησε και συνέχισε να ταΐζει τα πουλιά.
   "Παράξενο που δε συναντηθήκαμε ως τώρα".
   "Είναι μεγάλη εκκλησία".
   "Και ο κόσμος είναι μεγάλος, αλλά συναντηθήκαμε".
   "Στην εκκλησία πρέπει να δίνουμε προσοχή στη λειτουργία, όχι στο εκκλησίασμα".
   "Μιλάς σαν παπάς".
   "Στεκόσασταν στα αριστερά, κοντά στον άμβωνα", είπε η Ισαβέλ.
   "Ώστε με είδες λοιπόν".
   "Φυσικά. Κάνετε εντύπωση".
   "Με κολακεύεις".
   "Εννοώ τη στολή σας. Είναι αδύνατο να μην την προσέξει κανένας μες στο πλήθος".
   Έκαναν μια βόλτα στο προαύλιο. Η λειτουργία είχε τελειώσει εδώ και πολύ ώρα και το προαύλιο ήταν άδειο από κόσμο. Η Ισαβέλ ρώτησε: "Σας αφήνουν καθόλου χρόνο για ψυχαγωγία οι σπουδές;"
   "Είμαστε ελεύθεροι τις Κυριακές και δυο βράδια την εβδομάδα".
   "Είναι αρκετό;"
   "Όχι από τότε που σε γνώρισα".
   Η Ισαβέλ δεν είπε τίποτα και συνέχισαν τον περίπατό τους. Εκείνη είχε τελειώσει το σχολείο τον περασμένο χρόνο, αλλά δε σχεδίαζε να συνεχίσει με ακαδημαϊκές σπουδές. Της άρεσε να διαβάζει και μια φορά την εβδομάδα έκανε επιδρομές στα βιβλιοπωλεία για να αγοράσει βιβλία με οποιοδήποτε θέμα, αρκεί να ήταν γραμμένα σε απλή γλώσσα. Μίλησαν λίγο ακόμα για ό,τι είχε διαβάσει πρόσφατα και ύστερα η Ισαβέλ άπλωσε το χέρι της. Ο δόκιμος όμως δεν το φίλησε: έβγαλε το γάντι και αποχαιρετίστηκαν με μια χειραψία. Η πράξη του της έκανε καλή εντύπωση. Άρχισαν να συναντιούνται στον Βοτανικό Κήπο τα δυο βράδια την εβδομάδα που ο νεαρός δόκιμος είχε άδεια από την Ακαδημία και έκαναν ένα μακρινό περίπατο που τελείωνε πάντα με εκείνον να βγάζει το γάντι του και να τη χαιρετάει με χειραψία. Τίποτα περισσότερο δεν έγινε, ώσπου μια μέρα, απορροφημένοι σε μια συζήτηση για την Εποχή των Ανακαλύψεων, έχασαν το δρόμο τους στον Κήπο και βρέθηκαν σε μια ερημική τοποθεσία, όπου το μονοπάτι έσβηνε στην πυκνή βλάστηση. Η Ισαβέλ είπε: "Νομίζω πως κάναμε κάποιο λάθος πλοήγησης, καπετάν Κολόμβε".
   Έκανε μεταβολή, αλλά εκείνος την ακούμπησε στο μπράτσο. "Ναι, Λαίδη μου", είπε. "Αλλά ανακαλύψαμε έναν καινούργιο κόσμο που κατά τη γνώμη μου αξίζει να τον εξερευνήσουμε". Έβγαλε το πηλήκιό του και τη φίλησε. Ύστερα, ικανοποιημένος που δε συνάντησε καθόλου αντίσταση, είπε: "Ευχαριστώ. Έχω ειρηνικό σκοπό".
   "Δεν είμαι ινδιάνος για να σε πιστέψω, Καπετάνιε".
   "Ο σωστός τίτλος μου είναι Ναύαρχος της Ωκεάνιας Θάλασσας. Και έχω την τιμή να σας προτείνω ένα ταξίδι".
   "Το οποίο θέλεις να χρηματοδοτήσω;"
   Το αστείο με την ανακάλυψη της Αμερικής είχε συνεχιστεί αρκετά. Ο δόκιμος κοίταξε την Ισαβέλ και είπε χωρίς να χαμογελάει: "Το εννοώ. Ας πάμε κάπου για λίγες ημέρες".
   Πέρασε πάνω από μήνας πριν η Ισαβέλ καταφέρει να βρει δικαιολογία για να κάνουν τις σύντομες διακοπές τους, αλλά και πάλι πήραν μεγάλες προφυλάξεις. Αν και ταξίδεψαν με το ίδιο τρένο, κάθισαν σε διαφορετικά κουπέ και δε μίλησαν ο ένας στον άλλο ώσπου έφθασαν στην παραθαλάσσια πόλη που ήταν ο προορισμός τους, ένα θέρετρο με παλιά ετοιμόρροπα κτήρια. Η πόλη δεν ζωντάνευε πριν το μεσημέρι και τότε έμοιαζε σαν να είχαν ταξιδέψει πίσω στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Υπερήλικες άνδρες και γυναίκες με καλοκαιρινά ρούχα έβγαιναν από τα ξενοδοχεία και τις πανσιόν για να κάνουν περίπατο στον ήλιο, να πάνε βόλτες με άμαξες ή να καθίσουν στα καφενεία δίπλα στη θάλασσα. Μετά, νωρίς το απόγευμα, ενώ ο ήλιος ήταν ακόμα ψηλά, μια ανεπαίσθητη πτώση της θερμοκρασίας τούς έστελνε όλους πάλι στα δωμάτιά τους και δεν ξαναφαίνονταν μέχρι το επόμενο μεσημέρι.
   Αυτά τα απογεύματα η Ισαβέλ και ο νεαρός δόκιμος έμεναν στο δωμάτιό τους, όπου εκείνος άνοιγε ένα μεγάλο χάρτη στα γόνατα και της διηγιόταν τα εκπαιδευτικά του ταξίδια σε όλο τον κόσμο. Την πρώτη ημέρα τής είπε πως τον περασμένο χρόνο το καράβι τους βρισκόταν στη Σικελία όταν είχε χτυπήσει ο μεγάλος σεισμός και οι δόκιμοι στάλθηκαν να βοηθήσουν στην περισυλλογή των πτωμάτων που είχαν θαφτεί στα ερείπια. Όταν τελείωσε την αφήγηση της τρομακτικής του ιστορίας, έβαλε στην άκρη τον χάρτη, έβγαλε τις τιράντες του και άρχισε να ξεντύνεται. Η Ισαβέλ τον σταμάτησε και συνέχισε να τον σταματάει τις επόμενες δυο ημέρες. Την τελευταία ημέρα των διακοπών τους, όμως, κράτησε την ψυχραιμία της και ενώ εκείνος ξεντυνόταν, ξεντύθηκε και αυτή με χέρια που δεν έτρεμαν. Κάθισαν ξαπλωμένοι πάνω στο κρεβάτι για αρκετή ώρα, γυμνοί ο ένας δίπλα στον άλλον, ενώ ο ανεμιστήρας γύριζε αργά στο ταβάνι, οι άμαξες περνούσαν κάτω από το μπαλκόνι, οι κουρτίνες ανέμιζαν στα ανοιχτά παράθυρα. Όταν βρέθηκε πάνω της, εκείνη τον έσπρωξε να κατέβει γιατί κάθε λογής τρομάρες της πέρασαν από το νου. Μα ήταν μοναχά η φευγαλέα δειλία του καλού στρατιώτη πριν την πρώτη μάχη. Του είπε: "Πρέπει να είμαστε προσεχτικοί". Ύστερα νίκησε το φόβο της και έκαναν έρωτα για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή τους, αργά, με οδηγό το ένστικτο και τα μάτια τους ανοιχτά, ώσπου το αίμα της αθωότητάς της μούσκεψε τα κολλαριστά σεντόνια, πέρασε μέσα από το στρώμα και λίγες πολύτιμες σταγόνες έσταξαν στο πάτωμα.

   Όταν είχε γυρίσει σπίτι της από τη γυναίκα που διαφήμιζε τις υπηρεσίες της στην εφημερίδα, η Ισαβέλ είχε καθίσει βυθισμένη στη μπανιέρα πολλή ώρα για να απαλλαγεί από τη μυρωδιά του αντισηπτικού και ύστερα είχε κοιμηθεί δύο ολόκληρες ημέρες χωρίς διακοπή εξαιτίας του αιθέρα. Στη μητέρα της είπε πως είχε πυρετό. Κοιμήθηκε χωρίς όνειρα και χωρίς πόνους, ανασαίνοντας αθόρυβα, ξαπλωμένη ανάσκελα, τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι, τα χέρια της ενωμένα πάνω από τα σκεπάσματα σαν επιτύμβιο άγαλμα. Κοιμήθηκε τόσο βαθιά ώστε όταν ξύπνησε πίστευε πως δεν είχε επισκεφτεί τη γυναίκα ποτέ και ούτε είχε κάνει την ιατρική επέμβαση. Κράτησε την αλήθεια κρυφή, ώσπου πέρασε τελείως η επίδραση του αιθέρα και ο πόνος έβαλε τέλος στην εσκεμμένη της φαντασίωση. Πήρε δυο χάπια από το φιαλίδιο που της είχε δώσει η γυναίκα, αλλά το μετάνιωσε όταν θυμήθηκε ότι είχε πει πως θα έπρεπε να υποφέρει για την απόφασή της. Στην εκκλησία είχε ακούσει ότι η δοκιμασία του τοκετού ήταν η τιμωρία του Θεού για την αμαρτία της Εύας στον Κήπο της Εδέμ και τώρα σκέφτηκε πως της άξιζαν χειρότερα για ό,τι είχε κάνει. Έτσι πέταξε τα χάπια για να δείξει τη μεταμέλειά της και, φυσικά, ο πόνος ξανάρχισε. Για αρκετές ημέρες δεν μπορούσε ούτε να κοιμηθεί, ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά έμενε κουλουριασμένη κάτω από τις κουβέρτες, με το πρόσωπο χωμένο στο μαξιλάρι. Το χειρότερο ήταν πως έπρεπε να υπομένει τον πόνο χωρίς να βγάζει άχνα, από φόβο μη φωνάξουν οι γονείς της γιατρό και μάθουν την αλήθεια όταν την εξέταζε.
   Είχε ζητήσει από το ναυτικό δόκιμο να μην της γράψει, σε περίπτωση που οι γονείς της άνοιγαν το γράμμα, αλλά είχε υποσχεθεί να τον ενημερώσει πως ήταν καλά τη στιγμή που θα μπορούσε να το κάνει. Ένας μήνας πέρασε και ακόμα δεν του είχε γράψει. Μια φορά τον είδε από το παράθυρο του δωματίου της να έρχεται στο σπίτι και να στέκεται στην πόρτα με το γαντοφορεμένο χέρι του απλωμένο για αρκετή ώρα, αλλά μετά έκανε μεταβολή χωρίς να χτυπήσει το κουδούνι. Τελικά, μια μέρα με δυνατή βροχή, φόρεσε απλά το παλτό της, πήρε μια ομπρέλα και πήγε στο Βοτανικό Κήπο, βέβαιη πως θα τον έβρισκε να κάθεται στο κιόσκι. Ήταν πράγματι εκεί. Η Ισαβέλ ανέβηκε τα σκαλιά και κάθισε στην άλλη άκρη του πάγκου, όπως είχε κάνει και εκείνος στην πρώτη τους συνάντηση. Ο ένας περίμενε τον άλλον να κάνει την αρχή, μα η ώρα περνούσε δίχως κανένας τους να βγάζει λέξη. Τελικά ο νέος άνδρας είπε: "Σε παρακαλώ, κάνε κάτι να μου δείξεις πως είσαι ζωντανή".
   Εκείνη χτύπησε το ξύλο του πάγκου με το δάχτυλο.
   "Δόξα τω Θεώ", είπε ο άνδρας. "Νόμιζα πως ήσουν φάντασμα".
   "Ο Θεός δεν έχει σχέση με ό,τι συνέβη".
   "Φοβάσαι;"
   "Φοβάμαι τον Θεό".
   Ένας άνεμος που μύριζε γιασεμί φύσηξε από το πουθενά. Ο άνδρας είπε: "Μη φοβάσαι. Ο Θεός είναι με το μέρος όσων υποφέρουν".
   "Όχι με τους αμαρτωλούς", είπε η Ισαβέλ.
   "Οι αμαρτωλοί έχουν περισσότερο ανάγκη από τη βοήθειά Του. Αυτοί είναι που υποφέρουν περισσότερο. Θα μας βοηθήσει να το ξεπεράσουμε".
   Η Ισαβέλ θυμήθηκε το ανέμελο παρελθόν και είπε: "Φοβάμαι αυτές τις αχαρτογράφητες θάλασσες, καπετάν Κολόμβε".
   "Δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε, Λαίδη μου. Αμύθητα πλούτη μας περιμένουν εκεί που πάμε".
   "Δεν είμαι γενναία και δεν ξέρω κολύμπι".
   "Η καραβέλα μας είναι αβύθιστη. Τίποτα κακό δεν πρόκειται να μας ξανασυμβεί".
   Κι έτσι άρχισαν να συναντιούνται πάλι τις Κυριακές μετά την εκκλησία, ό,τι καιρό και αν έκανε, όχι μόνο στο Βοτανικό Κήπο, αλλά και σε άλλα μέρη όπου δεν κινδύνευαν από τους γονείς της Ισαβέλ και τους ανθρώπους που τους γνώριζαν. Την ημέρα που ο δόκιμος θα έφευγε για το τελευταίο εκπαιδευτικό του ταξίδι πριν την ορκωμοσία, η Ισαβέλ πήγε στο λιμάνι να του κουνήσει το μαντίλι. Την είδε μες στο πλήθος και τη χαιρέτησε και εκείνος, αλλά ξαφνικά ο αέρας της άρπαξε από τα χέρια το κεντητό μαντίλι και το έριξε στα βρομερά νερά του λιμανιού. Η Ισαβέλ αγνόησε το δυσοίωνο σημάδι και συνέχισε να κουνάει το χέρι της, ώσπου το πλοίο βγήκε από το λιμάνι, η μπάντα σταμάτησε να παίζει και το πλήθος άρχισε να σκορπίζει.
   Ποτέ δεν τον ξανάδε. Μερικούς μήνες αργότερα έμαθε από έναν άλλο δόκιμο πως είχε πεθάνει από τύφο στο νότιο Ειρηνικό και είχε θαφτεί στη θάλασσα. Η Ισαβέλ δεν είχε αμφιβολία ότι ο Θεός τον είχε τιμωρήσει για την αμαρτία που είχαν διαπράξει από κοινού. Έπεσε στο κρεβάτι και τον πένθησε με απόλυτη σιωπή, χωρίς δάκρυα, χωρίς μοιρολόγια, χωρίς αναμμένα κεριά. Ήξερε πως ήταν και αυτή υπεύθυνη για τη συμφορά όσο και εκείνος και το θεώρησε άδικο που ζούσε ενώ ο άνδρας βρισκόταν στον πάτο του ωκεανού, κάπου στην άλλη άκρη του κόσμου. Οι γονείς της που ανησυχούσαν χωρίς να έχουν ιδέα για τη σχέση, έφεραν όλους τους γιατρούς της πόλης να την εξετάσουν. Ο ένας μετά τον άλλον ήρθαν να χτυπήσουν κάθε σημείο του αδύναμου κορμιού της με λαστιχένια σφυριά, να χαϊδέψουν τις πατούσες της με φτερά χήνας, να ακροαστούν την καρδιά της με στηθοσκόπια, να φωτίσουν τις κόρες των ματιών της, πριν καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι έπασχε από νευρασθένεια. Συνέστησαν θεραπεία αναπαύσεως -δηλαδή να μείνει στο κρεβάτι και να αποφεύγει κάθε ανθρώπινη επαφή εκτός της νοσοκόμας που την τάιζε κουταλιές με τονωτικά, της έκανε εντριβές, λουτρά και μια αγωγή ηλεκτροθεραπείας για να αναζωογονήσει το σώμα της με νέα ενέργεια. Κανένας δεν αναγνώρισε τα συμπτώματα της θλίψης, ώσπου η Ισαβέλ πήρε το λευκό φόρεμα που φορούσε όταν είχε συναντήσει το δόκιμο έξω από την εκκλησία, ζήτησε από την υπηρέτριά της να το βάψει μαύρο και άρχισε να το φοράει όπου πήγαινε. Με τον καιρό, φανέρωσε στους γονείς της πως είχε πρόσφατα έναν ερωτικό δεσμό, αλλά τους καθησύχασε λέγοντάς τους ότι η σχέση δεν είχε ολοκληρωθεί. Τη συγχώρεσαν και για να αποφύγουν το σκάνδαλο άρχισαν να φορούν κι εκείνοι μαύρα, λέγοντας σε όποιον συναντούσαν πως ένας συγγενής τους, που ζούσε μακριά αλλά τον αγαπούσαν πολύ, είχε πεθάνει.
   Η Ισαβέλ ήταν βέβαιη ότι σε λίγο καιρό θα πέθαινε και εκείνη, μα ένας χρόνος πέρασε και ήταν ακόμα ζωντανή. Μια μέρα πήγε στην εκκλησία και προσευχήθηκε στο Θεό με μεγάλη ευλάβεια και ειλικρινή επιθυμία να ξεψυχήσει εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αλλά παρά τα δάκρυα και τις συνεχείς μετάνοιες τίποτα δε συνέβη. Στο τέλος παραδέχτηκε την ήττα της. "Καλώς", είπε, σκουπίζοντας τα δάκρυά της. "Δε θέλεις να το κάνεις τώρα. Φαντάζομαι πως έχεις τους λόγους Σου. Αλλά Σε παρακαλώ, Θεέ, κάνε το όσο πιο σύντομα μπορέσεις".
   Ήταν έτοιμη να φύγει όταν ένα περιστέρι μπήκε από ένα ανοιχτό παράθυρο και άρχισε να φτερουγίζει μες στην εκκλησία. Μια βροχή από απαλά πούπουλα που άστραφταν στις αχτίνες του ήλιου έπεσαν στα στασίδια, στο δάπεδο και στο μαύρο φόρεμά της. Τότε ήταν που η Ισαβέλ είχε την έμπνευση, με τη φώτιση αναμφίβολα του Αγίου Πνεύματος, να γίνει μοναχή για να αποδείξει τη μεταμέλειά της και να περιμένει την μοιραία ημέρα που ο θεός θα αποφάσιζε την τιμωρία της. Πέρασαν πάνω από τριάντα χρόνια και περίμενε ακόμα. Και τότε, αντί για το θάνατο που αποζητούσε, ο Θεός έστειλε στην αδελφή Μαρία Ινές ένα ορφανό παιδί μέσα σε μια βαλίτσα.

Καρνέζης Πάνος, Το Μοναστήρι, εκδ. Μακόντο, Αθήνα 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: