Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

[ ΑΦΟΣΙΩΣΗ ]

  
    Όλα τα παντζούρια των σπιτιών στο Καμίνο Σα Εγκλέσια ήταν κλειστά, προσπαθώντας να αναχαιτίσουν τη ζέστη. Κανένα παιδί δεν έπαιζε έξω στο δρόμο, οι γάτες είχαν αποτραβηχτεί στα σκιερά κατώφλια και κοιμούνταν. Τα λουλούδια που είχαν φυτέψει οι χωρικοί για να στολίσουν τους κήπους και τα περβάζια τους, μαραίνονταν κάτω από το λαμπρό φως. Πίσω από τα σπίτια υπήρχαν ξύλινοι πάγκοι, κάτω απ' τις νεραντζιές, κάτω απ' τις κληματαριές. Άλλες μέρες πολλοί ήταν αυτοί που έπαιρναν εκεί έξω το μεσημεριανό τους υπνάκο, αγναντεύοντας τα ψηλώματα, ενώ έφταναν σιγανές και τους χάιδευαν οι δροσερές ανάσες του βουνού. Σήμερα όμως δεν καθόταν κανένας στα πίσω περιβόλια. Ακόμα και τα λεπτά δάχτυλα του ήλιου που κατάφερναν να τρυπώσουν στο εσωτερικό των σπιτιών απ' τα σφαλιστά παντζούρια, ακόμα κι αυτά ζεματούσαν. Σε ολόκληρη τη μικρή πόλη της Σαντάνια μόνο μία γυναίκα ήταν ακόμα έξω, στο πόδι: η Χοσέφα, η θυγατέρα του Ταντέο Άρτα, του παπουτσή. Κι αυτή, μισοτυφλωμένη από τον ιδρώτα που κυλούσε ποτάμι στο μέτωπό της κάτω απ' το πλατύγυρο καπέλο της, τσάπιζε τις βραγιές με τα μαρούλια κι έριχνε κοπριά απ' το στάβλο του γαϊδουριού που ήταν στο βάθος του κήπου, έξω από την προστατευτική σκιά των δέντρων.
   Όταν τελείωσε, τράβηξε νερό με την αντλία, μούσκεψε το φλογισμένο πρόσωπό της, έπλυνε τα χέρια της, έβγαλε τα πέδιλά της και μπήκε στο σπίτι όσο πιο αθόρυβα μπορούσε αλλά κάποιο αφτί την άκουσε. Η Μαργκαλίδα αμέσως τη φώναξε: "Χοσέφα; Σου είπα να τσαπίσεις τα μαρούλια!"
   "Τέλειωσα, Μαργκαλίδα", είπε η Χοσέφα.
   "Φέρε μου ένα ποτήρι νερό!" είπε η Μαργκαλίδα.
   Η Χοσέφα ξαναγύρισε στην αντλία. Γέμισε ένα κανάτι και το πήγε στην κουζίνα. Εκεί γέμισε ένα ποτήρι και αργά, κατσούφικα, ανέβηκε τα σκαλιά κρατώντας το στα χέρια της. Μπήκε απρόθυμα στην κρεβατοκάμαρα. Η Μαργκαλίδα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι φορώντας μόνο μια λεπτή πουκαμίσα, ανοιχτή στο λαιμό. Τα μαλλιά της χύνονταν πλούσια στα μαξιλάρια, τα ίδια εκείνα μαξιλάρια όπου μόλις ένα χρόνο νωρίτερα η μάνα της Χοσέφα έβηχε και ψηνόταν από τον πυρετό. Το μικρό εικονισματάκι της Σάντα Καταλίδα που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο της μητέρας της, από τότε που θυμόταν η Χοσέφα τον εαυτό της, είχε φύγει· και τη θέση του είχαν πάρει μπουκαλάκια με αρώματα και μια μικρή κοσμηματοθήκη.

   "Τα σεντόνια είναι ασιδέρωτα", είπε η Μαργκαλίδα χωρίς να σαλέψει, όταν η Χοσέφα ακούμπησε δίπλα της το ποτήρι με το νερό. "Άντε να τα σιδερώσεις".
   "Θα πάω πρώτα να ξεκουραστώ λιγάκι", απάντησε η κοπέλα. "Θα σιδερώσω όταν δροσίσει λιγάκι, το απόγευμα".
   "Θα πας τώρα αμέσως και θα κάνεις αυτό που σου λέω", επέμεινε η Μαργκαλίδα, ανοίγοντας τα μεγάλα μάτια της και παίρνοντας ένα ύφος νυσταγμένο και θυμωμένο μαζί.
   "Ακόμα και τα σκυλιά ξεκουράζονται μια στάλα το μεσημέρι", είπε η Χοσέφα.
   "Θα το πω στον πατέρα σου", απείλησε η Μαργκαλίδα αλλά αυτή τη φορά η απειλή δεν έφερε το συνηθισμένο αποτέλεσμα. Η Χοσέφα ανέβηκε στο δωμάτιό της, χτυπώντας με δύναμη τα πόδια της στα ξύλινα σκαλοπάτια, να την ακούει η Μαργκαλίδα πως ανέβαινε να ξεκουραστεί και δεν κατέβαινε να σιδερώσει.
   Μα στην ασφάλεια της κάμαράς της δεν πλάγιασε. Κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα που ανήκε κάποτε στη μητέρα της. Ίσα που είχε προλάβει να τη σώσει, τη στιγμή που η Μαργκαλίδα την είχε κατεβάσει να την πουλήσει σε κάποιο περαστικό γύφτο. Εκεί κάθισε και βυθίστηκε στις σκέψεις της. Το πρόσωπό της έκαιγε ακόμα από την κοπιαστική δουλειά έξω, στη ζέστη, μα αυτή η φλόγα θα μαλάκωνε και θα έσβηνε πιο γρήγορα απ' την πίκρα που είχε φουσκώσει μέσα της να την πνίξει, απ' την πίκρα για τη μητριά της.
   Η Μαργκαλίδα πράγματι το είπε στον Ταντέο όταν γύρισε το σούρουπο. Η Χοσέφα, όρθια στο κεφαλόσκαλο, άκουσε τα ατέλειωτα παράπονα της μητριάς της και το σιγανό μουρμουρητό του πατέρα της. Αναστενάζοντας έστειλε, τέλος, έναν απ' τους μικρούς της αδερφούς να την φωνάξει και προσπάθησε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Καθόταν στην καρέκλα του, στην κεφαλή του τραπεζιού, κι εκείνη στάθηκε όρθια απέναντί του.
   "Τι είναι αυτά που ακούω πάλι, Χοσέφα;"
   Η Χοσέφα δεν απάντησε.
   "Αν τσακώθηκες με τη Μαργκαλίδα, θα πρέπει να της ζητήσεις συγγνώμη".
   "Πατέρα, είμαι κι εγώ κόρη σου σε τούτο το σπίτι ή μήπως είμαι δούλα;"
   "Κόρη μου είσαι, Χοσέφα, το ξέρεις, αλλά..."
   "Τότε γιατί πρέπει να υπακούω σε καθετί που με διατάζει σαν να 'μουνα σκλάβα; Γιατί να δουλεύω μέσα στη ζέστη, μέσα στο μεσημέρι, ενώ εκείνη είναι ξαπλωμένη και ξεκουράζεται;"
   "Πρέπει να κάνεις κι εσύ τις δουλειές που πέφτουν στο μερτικό σου. Πρέπει να την υπακούς, γιατί εκείνη τώρα έχει πάρει τη θέση της μάνας σου..."
   "Πατέρα, δεν είναι παρά μόνο τρία χρόνια μεγαλύτερή μου. Κι εξάλλου..."
   "Είναι γυναίκα μου, Χοσέφα, και πρέπει να τη σέβεσαι".
   "Κι εξάλλου, όταν μια μάνα προστάζει, το κάνει με καλοσύνη. Ποια μάνα στέλνει την κόρη της να δουλέψει έξω στο λιοπύρι, μέσα στο καταμεσήμερο;"
   "Σου ζήτησε να δουλέψεις έξω σήμερα την ώρα της ζέστης; Τι δουλειά σου ζήτησε να κάνεις;"
   "Να τσαπίσω τα μαρούλια και να ρίξω κοπριά στο περιβόλι. Το μεσημέρι. Δεν σου το είπε; Δε σου είπε ότι την ίδια ώρα εκείνη ήταν ξαπλωμένη και κοιμόταν;"
   Ο Ταντέο συνοφρυώθηκε. "Μάλλον δε θα κατάλαβες", είπε και είδε με πόνο το πρόσωπο της κόρης του να μουσκεύει από τα δάκρυα που κυλούσαν ασυγκράτητα από τα μάτια της χωρίς να ακούγεται το παραμικρό.
   "Έλα τώρα, έλα", της είπε. "Θα μιλήσω στη Μαργκαλίδα. Μα τι μπορώ να κάνω αν εσείς οι δυο δεν τα πάτε καλά μεταξύ σας;"
   "Πρέπει να με παντρέψεις, πατέρα", είπε η Χοσέφα.
   "Να σε παντρέψω. Εντάξει, αλλά δεν είναι και τόσο εύκολο! Είσαι μικρή ακόμα. Τα έξοδα του γάμου τα ξεχνάς; Κι έχω τώρα ένα σωρό στο κεφάλι μου με το καινούργιο μαγαζί... Με λίγα λόγια, χρειάζομαι χρόνο για να σου μαζέψω μια καλή προίκα..."
   "Μπορεί να 'μαι μικρότερη απ' τη Μαργκαλίδα αλλά έχω είκοσι φορές περισσότερο μυαλό μέσα στο κεφάλι μου!" είπε η Χοσέφα. "Κι εσύ την πήρες χωρίς καθόλου προίκα!"
   "Δεν είναι το ίδιο!" απάντησε ο Ταντέο θυμώνοντας.
   "Γιατί; Γιατί δεν είναι το ίδιο;"
   "Γιατί εκείνη είναι όμορφη σαν το λουλούδι κι εσύ είσαι άσχημη", της απάντησε ο πατέρας της.
   Ο μόνος καθρέφτης του σπιτιού βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα του αντρόγυνου. Τη στιγμή εκείνη η Μαργκαλίδα θορυβούσε με τα κατσαρολικά στην κουζίνα, τάχα πως ετοίμαζε το βραδινό, το οποίο η Χοσέφα είχε μαγειρέψει πριν από την επιστροφή του πατέρα της. Χωρίς λέξη, η κοπέλα γύρισε κι έφυγε, πηγαίνοντας ίσια στο μοναδικό καθρέφτη του σπιτιού. Πήρε βαθιά ανάσα, σαν τον βουτηχτή που ετοιμάζεται να πέσει στο κρύο νερό, κι ύστερα κοίταξε τον εαυτό της στο θαμπό και λερωμένο καθρέφτη. Κοιτάχτηκε ώρα πολλή. Ως τότε δεν το είχε σκεφτεί ποτέ πως ήταν άσχημη, γιατί την αγαπούσαν στοργικά και τρυφερά. Κι όπως τα αγόρια έμοιαζαν στον πατέρα, έτσι κι εκείνη έμοιαζε στη μάνα. Τώρα όμως το έβλεπε. Η ασχήμια της δεν μπορούσε να κρυφτεί από την αλύπητη, την επίμονη ματιά της. Ένα πρόσωπο κοκαλιάρικο και μακρουλό την κοίταζε μέσα απ' τον καθρέφτη, με τρεμάμενα ρουθούνια και κοκκινισμένα μάτια, σαν ξαφνιασμένο άλογο. Είχε κόψει τα μαλλιά της όταν πέθανε η μάνα της, για να την πενθήσει, κι είχαν μακρύνει ξανά, πετώντας άταχτα δεξιά κι αριστερά, όλο μύτες, σαν θάμνος θυμαριού. Κοιτάζοντας γνώρισε την απόγνωση.

   Αργότερα, ξαπλωμένος πλάι στη γυναίκα του (χωρίς να την αγγίζει όμως εξαιτίας της ζέστης), ο Ταντέο ρώτησε: "Έστειλες στ' αλήθεια τη Χοσέφα να δουλέψει έξω, στον κήπο, το μεσημέρι;"
   "Δεν έκανε δα και τόση ζέστη", αποκρίθηκε η Μαργκαλίδα. "Εσύ θαρρείς πως έκανε εδώ τόση ζέστη όση έκανε και κάτω στο λιμάνι, εκεί που ήσουνα. Εδώ φυσούσε το αεράκι του βουνού. Είχαμε όμορφη δροσιά, τόσο που σκέφτηκα ότι ο καθαρός αέρας θα της έκανε ίσως καλό..."
   "Δεν μπορούσες να της πεις τι ήθελες και να την αφήσεις ν' αποφασίσει μόνη της πότε θα το κάνει;"
   "Μου υποσχέθηκες πως θα 'μαι η αφέντρα του σπιτιού, πως εγώ θα κουμαντάρω τα πάντα εδώ μέσα", παραπονέθηκε η Μαργκαλίδα. "Μου το υποσχέθηκες. Και τώρα η θυγατέρα σου με αψηφά".
   "Μου ζήτησε να την παντρέψω".
   "Να μια καλή ιδέα! Θα την ξεφορτωνόμουνα... Κι αφού το θέλει κι από μόνη της..."
   "Θα μου πάρει λίγο καιρό, ώσπου να μαζέψω προίκα να της δώσω. Κανένας δε θα την πάρει δίχως γερή προίκα και θα πρέπει να σφίξουμε τα ζωνάρια μας για να μαζέψω τα λεφτά που χρειάζονται".
   Χτυπώντας μαλακά το δάχτυλό της στο στέρνο του άντρα της, η Μαργκαλίδα είπε: "Οι καλόγριες στη Σάντα Κλάρα θα την πάρουν ακόμα κι αν η προίκα της είναι μικρή. Πολύ μικρή. Μ' ένα τίποτα θα τη δεχτούν..."
   "Για όνομα του Θεού!" φώναξε ο Ταντέο κι ανακάθισε στο κρεβάτι. "Ακόμα και τις γάτες τις αφήνουν να γεννήσουν πριν τις μουνουχίσουν!"
   "Ωραία ιδέα έχεις, άντρα μου, για μια ζωή αφιερωμένη στην προσευχή!" είπε η Μαργκαλίδα απορημένη. "Θα μπορούσαμε να τη ρωτήσουμε πάντως. Πού ξέρεις;"
   "Μίλα πιο σιγά. Θα μας ακούσει", είπε ο Ταντέο. "Δε θα κουράζεσαι που θα κάνεις και τις δικές της δουλειές;"
   "Δεν έχω αντίρρηση να κάνω μερικές θυσίες αν είναι να βολευτεί το δύστυχο το κορίτσι".
   Ο Ταντέο έμεινε κάμποση ώρα ξύπνιος.
   Το πρωί έγιναν δύο συζητήσεις. Η Μαργκαλίδα πήγε να δει τη μάνα της. Ήθελε να ακούσει τη γνώμη μιας μεγαλύτερης γυναίκας, αν υποθέσουμε ότι κατάφερνε τελικά να στείλει την προγονή της στη Σάντα Κλάρα. Η μάνα της συμφώνησε. "Δε θα την πάρουν καλόγρια, Μαργκαλίδα. Θα την πάρουν υπηρέτρια. Οι καλόγριες πρέπει να ξέρουν και πέντε πράγματα. Κι αφού θα 'ναι υπηρέτρια, θα μπορείς να την ξαναζητήσεις πίσω αν ποτέ τη χρειαστείς. Κοίταξε μόνο μην αφήσεις τον Ταντέο να δώσει μεγάλη προίκα. Δυο τρεις κατσίκες φτάνουν και περισσεύουν. Οι άντρες είναι αισθηματίες και παρασύρονται εύκολα".
   Την ώρα που έλειπε η Μαργκαλίδα, ο Ταντέο ρώτησε την κόρη του.
   "Αυτή είναι η μόνη επιλογή που έχω, πατέρα; Ή εδώ ή στο μοναστήρι;"
   "Φοβάμαι πως ναι. Αλλά μπορείς να διαλέξεις όποια απ' τις δυο λύσεις σ' αρέσει καλύτερα".
   "Τότε πήγαινέ με στη Σάντα Κλάρα", είπε η Χοσέφα.
   Σαν τη μονή της Γαλιλαίας, έτσι και η Σάντα Κλάρα βρισκόταν σε μέρος μακρινό κι έρημο. Ο δρόμος ως εκεί φιδογύριζε στην πλαγιά του βουνού, ανηφορίζοντας από τον κάμπο λίγα μίλια βορειότερα από το δρόμο που διέσχιζε το φαράγγι για τη Γαλιλαία. Ήταν δρόμος τραχύς κι απότομος και ο Ταντέο με τη Χοσέφα αναγκάστηκαν να σταματήσουν αρκετές φορές για να ξεκουράσουν τα γαϊδούρια τους. Στο τέλος έφτασαν σ' ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στα κορφοβούνια. Δεξιά κι αριστερά και κάτω από τα πόδια τους είχαν γυμνά βράχια. Τίποτα δε φύτρωνε εκεί ψηλά, μόνο λίγα αγκάθια κι ένα είδος άγριου θυμαριού που σκορπούσε την ευωδιά του καθώς τα γαϊδούρια περνούσαν και το πατούσαν. Ομορφιά δεν υπήρχε· όλα ήταν γκρίζα, σκληρά και τραχιά. Ο τόπος έμοιαζε δαρμένος απ' το χέρι κάποιου θυμωμένου γίγαντα που ξέσπασε την οργή του κι έπειτα άφησε πεταμένα ολόγυρα τα κομματιασμένα βράχια. Η Χοσέφα έμεινε ανέκφραστη κρατώντας τις σκέψεις της για τον εαυτό της. Σε όλο το δρόμο δεν άλλαξαν κουβέντα με τον πατέρα της.
   Όταν το μονοπάτι βγήκε ανάμεσα από τα βράχια, στην άλλη άκρη της κορυφής, η γη είχε αρχίσει κιόλας να κατηφορίζει. Δεν άργησαν να φτάσουν στα πρώτα δέντρα. Δέντρα μικρά, καχεκτικά στην αρχή, να υποκλίνονται αιώνια στη δύναμη ενός ανέμου που εκείνη την ημέρα δε φυσούσε. Κατεβαίνοντας όμως έβλεπαν τα δέντρα να πληθαίνουν, τους κορμούς τους να ισιώνουν και να ψηλώνουν, να γίνονται δάσος. Η μυρωμένη ανάσα των πεύκων δρόσιζε τον αέρα ενώ ανάμεσά τους ο τόπος ήταν γεμάτος αγριολούλουδα. Απ' αυτή την πλευρά των βουνών το έδαφος κατέβαινε απότομα, κατακόρυφα σχεδόν ως τη θάλασσα και σύντομα οι δυο ταξιδιώτες διέκριναν το νερό ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων, χαμηλά κάτω από τα πόδια τους. Το γαλανό του χρώμα γινόταν γλαυκό κι ύστερα άσπρο κάτω απ' το δυνατό φως του ήλιου κι έμοιαζε με γκρίζο μετάξι κεντημένο με μικροσκοπικές αστραφτερές πούλιες. Γλάροι ασάλευτοι, με τις φτερούγες τους ανοιχτές, άφηναν τον αέρα να τους ανεβάζει ψηλά. Το μονοπάτι έστριψε ξαφνικά προς τα μέσα, αφήνοντας πίσω του τη θάλασσα, και μπήκε σε μια μικρή κοιλάδα ψηλά πάνω από την ακτή, τριακόσια μέτρα κάτω από την ψηλότερη κορυφή του βουνού, και είδαν μπροστά τους τη Σάντα Κλάρα. Βρίσκονταν πιο ψηλά από το μοναστήρι και το έβλεπαν σχεδόν ολόκληρο -την αυλή με τον περίβολο, μια απλή εκκλησία κολλητά στη μονή. Απ' τη μια πλευρά ακουμπούσε στο χείλος του γκρεμού, απ' την άλλη οι αχυρώνες και οι στάβλοι χώριζαν τα κελιά των μοναχών απ' τα χωράφια και το δάσος. Σε τούτη τη βροχερή μεριά των βουνών όλα ήταν καταπράσινα και δροσερά. Το κεντρικό κτίριο της μονής, όπου βρίσκονταν τα κελιά των μοναχών, ήταν χτισμένο με χρυσαφιά πέτρα. Στη στέγη του είχε σκούρα κεραμίδια. Ο μικρός θόλος πάνω από την εκκλησία ήταν στολισμένος με μπλε και πράσινα κεραμίδια ενώ στην κορυφή του είχε ένα χρυσό σταυρό. Τίποτα δεν είχε προετοιμάσει τη Χοσέφα για τέτοια ομορφιά.

   Η ηγουμένη της μονής, η μητέρα Ουμπέρτα, είχε δει στη ζωή της πολλά άσχημα κορίτσια να διαβαίνουν το κατώφλι της και κάθε φορά ένιωθε την ψυχή της να σχίζεται. Απ' τη μια θύμωνε για λογαριασμό του Κυρίου της, του Ιησού, που έπαιρνε τα απομεινάρια των αντρών, αυτές που κανείς άλλος δεν ήθελε, αντί να αξιώνει τις ωραιότερες και τις καλύτερες. Κι απ' την άλλη λυπόταν αυτές τις άσχημες και παραπεταμένες κοπέλες που δεν είχαν κανένα μέλλον μέσα στο σκληρό κόσμο του νησιού. Η ίδια δεν ήταν από δω, ήταν από τη Γαλλία. Την είχε στείλει εδώ το τάγμα της κι ένιωθε πως είχε κάθε δικαίωμα να επικρίνει τα στραβά και τα άδικα που έβλεπε γύρω της. Κάρφωσε τα ψυχρά γαλανά μάτια της στον Ταντέο και το βλέμμα της δεν έκρυβε ότι καταλάβαινε καλά, ότι τα καταλάβαινε όλα.
   "Εκείνη ζήτησε να έρθει, αγία μητέρα", είπε ο Ταντέο.
   Η ηγουμένη γύρισε και κοίταξε τη Χοσέφα. Μεγάλο πρόσωπο, μεγάλα χέρια. Αν τα μάτια του κοριτσιού ήταν υπάκουα, πειθήνια, η ηγουμένη θα τη δεχόταν αμέσως -χρειάζονταν χέρια στα χωράφια. Είδε όμως τόση λύπη, τόση οργή στα μάτια του παιδιού αντίκρυ της που απόρησε. "Ζήτησες πράγματι να έρθεις εδώ;" ρώτησε. 
   "Ναι, αγία μητέρα".
   "Θέλεις να γίνεις καλόγρια;"
   "Δεν έχω στην καρδιά μου αγάπη για τον κόσμο, αγία μητέρα".
   "Είναι κι αυτή μια αφετηρία, απ' όπου μπορεί κανείς να ξεκινήσει για τούτο το ταξίδι", είπε η ηγουμένη κοιτάζοντας επικριτικά τον Ταντέο, "αλλά όχι η καλύτερη".
   "Το καλύτερο δεν είναι για μένα, αγία μητέρα", ήρθε η απροσδόκητη απάντηση της Χοσέφα. "Θα ακολουθήσω με χαρά όποιο δρόμο μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου".
   "Ξέρει τι θα πει ταπεινοσύνη", είπε με το νου της η ηγουμένη και κοίταξε το κορίτσι με ενδιαφέρον. "Ξέρεις να γράφεις και να διαβάζεις, παιδί μου;" ρώτησε.
   "Όχι, αγία μητέρα", είπε ο Ταντέο.
   "Ναι, αγία μητέρα", είπε την ίδια στιγμή η Χοσέφα. "Η μητέρα μου μ' έμαθε", εξήγησε η Χοσέφα, χωρίς καν να γυρίσει να κοιτάξει προς το μέρος του πατέρα της.
   Η ηγουμένη σηκώθηκε αργά -ήταν ηλικιωμένη γυναίκα και στηριζόταν πια σε δυο μπαστούνια για να περπατήσει. Με κόπο προχώρησε σ' ένα μικρό γραφείο στην άκρη του κελιού. Γύρισε κρατώντας ένα φύλλο χαρτί και μια πένα. "Δείξε μου", είπε στη Χοσέφα. "Κάθισε εκεί και γράψε κάτι".
   Καθώς η Χοσέφα έσκυβε κι άρχιζε το γράψιμο, η ηγουμένη στράφηκε στον Ταντέο. "Θα χρειαστεί προίκα".
   "Είμαι φτωχός άνθρωπος, αγία μητέρα", απάντησε ο Ταντέο. "Λίγες κατσίκες..."
   "Πόσο λίγες;" ζήτησε να μάθει η ηγουμένη.
   Ο Ταντέο είχε κατά νου να πει πέντε. Ζαρωμένος όμως κάτω από το άσπλαχνο βλέμμα των ψυχρών γαλανών ματιών της ηγουμένης, άνοιξε το στόμα του και είπε: "Δέκα".
   "Δε θέλουμε κατσίκες", του είπε. "Θέλουμε ένα γαϊδούρι κι ένα κάρο. Ναι, ένα μικρό κάρο θα 'τανε ό,τι πρέπει".
   "Δεν έχω ούτε γαϊδούρι ούτε κάρο..."
   "Πήγαινε τότε και πούλα αυτές τις δέκα κατσίκες στο παζάρι, στο Σαν Τζερόνιμο. Τα λεφτά που θα πάρεις φτάνουν για ν' αγοράσεις και γαϊδούρι και κάρο. Φύγε τώρα. Άσε εδώ την κόρη σου. Αργότερα έρχεσαι και φέρνεις την προίκα της".
   Η Χοσέφα είχε τελειώσει με το γράψιμο κι ακούμπησε κάτω την πένα. Η ηγουμένη παρακολουθούσε. Ο Ταντέο στηριζόταν μια στο ένα του πόδι και μια στο άλλο. "Λοιπόν, Χοσέφα, γεια σου", είπε.
   "Γεια σου, πατέρα", είπε το κορίτσι χωρίς να σηκωθεί από την καρέκλα του.
   "Για να δω τι έγραψες", είπε η ηγουμένη δείχνοντας το χαρτί που είχε μπροστά της η Χοσέφα. Η κοπέλα τής έφερε το χαρτί. Με στρογγυλά ευανάγνωστα γράμματα είχε γράψει: «Πιστεύω εις έναν Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων. Και εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων. Φως εκ Φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα...»
   "Φίλησε τον πατέρα σου, Χοσέφα", είπε η ηγουμένη. "Είναι η τελευταία φορά που θα φιλήσεις άντρα στη ζωή σου". [...]  

   Οι καλόγριες στη Σάντα Κλάρα πανικοβλήθηκαν από την είδηση της απροσδόκητης επίσκεψης του καρδινάλιου. Ο μαντατοφόρος είπε ότι ο πρίγκιπας καρδινάλιος είχε ήδη ξεκινήσει και θα έφτανε πριν βραδιάσει. Οπλισμένες με ξεσκονόπανα και κερί, οι μοναχές ρίχτηκαν με τα μούτρα στη δουλειά κι έτριψαν τα ξύλα τόσο που τα έκαναν ν' αστράψουν, έπλυναν, σφουγγάρισαν τα πατώματα, γυάλισαν τα ασημικά στο ιερό του ναού, άδειασαν τα βάζα κι έκοψαν φρέσκα λουλούδια απ' τους κήπους, κρέμασαν ευωδιαστά σακουλάκια με λεβάντα μέσα στον ξενώνα, ξεβοτάνισαν αλύπητα τα περιβόλια, έσυραν το αλέτρι και τη σβάρνα πίσω από τις αποθήκες να μη φαίνονται -και πριν τελειώσει καλά καλά μια δουλειά, αμέσως κάποια πρότεινε κάτι άλλο που έπρεπε να καθαριστεί, να πλυθεί, να συγυριστεί. Θα έλεγε κανείς πως ο καρδινάλιος στη Θιουδάδ είχε ακούσει φήμες ότι οι καλόγριες στη Σάντα Κλάρα ήταν ακατάστατες και βρομιάρες κι ότι είχε αποφασίσει να έρθει ο ίδιος να ρίξει μια ματιά, να βρει έστω κι έναν κόκκο σκόνης, να τις κατηγορήσει. Αν ερχόταν να ψάξει για βρομιά, η βρομιά αυτή θα ήταν μάλλον άλλου είδους, όπως πολύ καλά ήξερε η ηγουμένη. Μετά τον εσπερινό κάλεσε στο γραφείο της τη σορ Αγκνέτε και έκλεισε πίσω της την πόρτα.
   "Πες μου ότι δεν πέφτω έξω, αδελφή. Δε φαντάζομαι να έχει προκληθεί κάποιο σκάνδαλο εξαιτίας μας; Δε φαντάζομαι να έχει κάνει τίποτα κακό καμιά από τις αδελφές;"
   "Τόσο κακό ώστε να φτάσει στ' αφτιά του καρδινάλιου;" ρώτησε η σορ Αγκνέτε. "Ασφαλώς όχι, αγία μητέρα. Με τη χάρη του Θεού αυτό το μοναστήρι είναι οίκος γαλήνης και ειρήνης. Δε θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε καμία από τις αδελφές για κάτι κακό. Το πολύ πολύ να αποκοιμήθηκε καμιά τους την ώρα της αγρυπνίας ή να ξέχασε ν' αρμέξει την κατσίκα".
   Η ηγουμένη έγνεψε καταφατικά.
   "Γνωριζόμαστε καλά μεταξύ μας", πρόσθεσε η σορ Αγκνέτε. "Όλες, εκτός από την καινούργια δόκιμη. Κι εκείνη είναι σαν άκακο αρνί".
   "Ναι, ναι. Τότε δεν είναι κάποιο σκάνδαλο ο λόγος που έρχεται".
   "Μα τι είναι αυτά που σκέφτεσαι, αγία μητέρα;" ρώτησε η σορ Αγκνέτε. "Λαχτάρησε λίγη γαλήνη και λίγη ησυχία και τα τσουρέκια της σορ Κολόμα. Αυτό είναι όλο!"
   Η Χοσέφα, στο μεταξύ, δούλευε σκληρά. Είχε σαστίσει, γιατί η κρίση χτύπησε τη μονή μόλις είχε φτάσει. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να μάθει τα κατατόπια. Σκούπισε την αυλή· έπλυνε τα πλακάκια της κουζίνας με γάλα -διαταγή που την είχε κάνει να απορήσει, ώσπου είδε έκπληκτη τη λάμψη που έδινε το γάλα στις πέτρες στεγνώνοντας· βοήθησε κάμποσες ώρες στο ξεβοτάνισμα· κι ύστερα κατέβηκε το απότομο μονοπάτι ως την ακτή να μαζέψει ένα καλάθι στρείδια και μύδια για το δείπνο του καρδινάλιου. Ο ήλιος χτυπούσε αλύπητα τα βράχια της πλαγιάς όταν σκαρφάλωσε φορτωμένη με το βαρύ καλάθι της. Οι ακτίνες του καθρεφτίζονταν στις γυμνές πέτρες και χώνονταν ακόμα και κάτω από το γείσο του καπέλου της. Το βαρύ σκούρο ράσο της ήταν ασφυκτικά ζεστό κι όταν μπήκε στο μαγειρείο κι άφησε το φορτίο της στο τραπέζι, ήταν κατακόκκινη και ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι από πάνω της. Η σορ Κολόμα, η μαγείρισσα, σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε.
   "Καημένο μου παιδάκι, θα πάθεις τίποτα. Κάτσε και θα σου φέρω μια γουλιά νερό", είπε. Η Χοσέφα κάθισε με ευγνωμοσύνη σε μια καρέκλα. Το ποτήρι με το νερό που άφησε μπροστά της η σορ Κολόμα, ήταν θολό -είχε μέσα ένα στυμμένο λεμόνι.
   "Να που κι εμείς σε βάζουμε να δουλεύεις το ίδιο σκληρά με τη μητριά σου", είπε η σορ Κολόμα, ψιλοκόβοντας κρεμμυδάκια κι αφήνοντας τα δάκρυά της να κυλούν ανεμπόδιστα.
   "Ω, μα δεν είναι το ίδιο, αδελφή!" απάντησε αμέσως η Χοσέφα.
   "Γιατί δεν είναι το ίδιο;"
   "Δε με πειράζει να δουλεύω όταν όλοι δουλεύουν".
   "Τι λες; Θα σου αρέσει εδώ;" τη ρώτησε η σορ Κολόμα. 
   "Ναι. Όλοι είναι ευγενικοί μαζί μου. Είναι λες και βρήκα ξανά τη μητέρα μου. Και μάλιστα όχι μία αλλά πολλές μητέρες μαζί".
   "Χαίρομαι", είπε η αδελφή. "Βλέπεις, εδώ πέρα ζούμε τη ζωή μας, όσο κι αν αποτραβιόμαστε απ' τον κόσμο, και δυσκολευόμαστε όλες μας όταν κάποια σιχαίνεται τη ζωή στο μοναστήρι. Ξέρεις ν' ανοίγεις στρείδια;"
   Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στο άνοιγμα της πόρτας η σορ Αγκνέτε. "Ω, εδώ είσαι!" είπε στη Χοσέφα. "Έχω μια δουλειά για σένα. Ανέβα στο ψήλωμα, πίσω απ' τις πορτοκαλιές, και κάτσε στον ίσκιο ενός δέντρου. Βρες ένα δροσερό μέρος. Πάρε μαζί και το προσευχητάρι σου. Δε χρειάζεται να καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια. Από κει φαίνεται καλά ο δρόμος που κατεβαίνει προς το μοναστήρι. Μόλις δεις κάποιον να φτάνει, τρέχα γρήγορα κι έλα να μου το πεις".
   Η Χοσέφα έφυγε για να περάσει την επόμενη μία ώρα ευχάριστα, καθισμένη στο δροσερό χορτάρι, στη σκιά μιας πορτοκαλιάς, λιώνοντας τα φύλλα της ανάμεσα στα δάχτυλά της κι απολαμβάνοντας το λεπτό άρωμα. Πάνω από το κεφάλι της αγνάντευε τις κορυφές των ψηλών βουνών· κάτω από τα πόδια της έβλεπε τον όμορφο μικρό θόλο του καινούργιου της σπιτικού και πίσω του άστραφτε θαμπή απ' τη ζέστη η επιφάνεια της θάλασσας. Αγωνίστηκε σκληρά, έβαλε τα δυνατά της για να μην την πάρει ο ύπνος και σχεδόν τα κατάφερε. Το ποδοβολητό των αλόγων στο πέτρινο μονοπάτι και οι απόμακρες φωνές των καβαλάρηδων την ξύπνησαν. Έτσι ένα από τα πρώτα πράγματα που είδαν ο Σεβέρο, ο Ραφάλ κι οι υπηρέτες τους, πλησιάζοντας στη Σάντα Κλάρα, ήταν μια νεαρή άχαρη καλόγρια που έτρεχε με το ράσο της ανασηκωμένο ως τα γόνατα, γρήγορα γρήγορα, ανάμεσα στις πορτοκαλιές κι ύστερα στο πλάι στο χωράφι. 
   "Νομίζω πως η άφιξή μας δε θα είναι έκπληξη για κανέναν", είπε ο Σεβέρο γελώντας. "Δεν το 'ξερα πως οι καλόγριες μπορούν και τρέχουν -κι αν ακόμα περνούσε ποτέ τέτοια σκέψη απ' το μυαλό μου, θα νόμιζα ότι οι όρκοι που παίρνουν μπαίνοντας στο μοναστήρι, τις εμποδίζουν!"
   Κάτω από την αψίδα της μεγάλης πύλης, η ηγουμένη τούς περίμενε. Στεκόταν στητή, στηριγμένη στα μπαστούνια της. Τυφλωμένος από το δυνατό φως του ήλιου, ο Σεβέρο δεν την είδε αμέσως μπαίνοντας, μαυροντυμένη καθώς ήταν μέσα στον ίσκιο. Τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του, ξεπέζεψε και τη βρήκε ξαφνικά δίπλα του.
   "Αν γονατίσω για να σας υποδεχτώ όπως αρμόζει, αιδεσιμότατε, δε θα μπορέσω να ξανασηκωθώ στα πόδια μου", είπε. "Καλώς ήρθατε".
   "Δε χρειάζεται να κρατήσουμε με τόση αυστηρότητα όλους τους τύπους", απάντησε ο Σεβέρο. "Ευλογημένος να είναι τούτος ο οίκος του Κυρίου".
   Η ηγουμένη έριξε μια ματιά στο συνοδό του. Κοίταξε και τους δύο υπηρέτες, κοίταξε και τα άλογα. Ένα μεγάλο καλάθι κρεμόταν ανάμεσα σε δύο μουλάρια. Χτύπησε τα χέρια της και οι υπηρέτριες της μονής έτρεξαν να ξεφορτώσουν τα άλογα και να τα πάνε στους στάβλους. "Βάλτε το καλάθι στη σκιά και μην το ανοίξετε", είπε ο Σεβέρο, προχωρώντας με ευγνωμοσύνη προς το δωμάτιο που με τόσο κόπο του είχαν ετοιμάσει οι αδελφές στον ξενώνα της μονής.
   Αργότερα, όταν πλύθηκε και ξεκουράστηκε, βγήκε να περπατήσει λιγάκι στον κήπο της μονής. Αγναντεύοντας τη θάλασσα αναρωτήθηκε πώς έπρεπε να εξηγήσει στην ηγουμένη το σκοπό του ταξιδιού του. Δεν είχε καιρό στη διάθεσή του. Το παιδί χρειαζόταν φαγητό και νερό. Το βραδάκι έπρεπε ν' ανοίξουν το καλάθι.

   Θα μπορούσε φυσικά να διατάξει την ηγουμένη. Του όφειλε απόλυτη υπακοή -υπακοή στην οποία μπορούσε να βασίζεται- αλλά δεν το συνήθιζε να διατάζει έτσι κάποιον μεγαλύτερό του στα χρόνια, παλαιότερό του στην υπηρεσία του Κυρίου. Και μάλιστα για ένα ζήτημα τόσο λεπτό. Η υπόθεση απαιτούσε διακριτικότητα και ευγένεια.
   Αφού η ηλικιωμένη γυναίκα δεν μπορούσε πια ούτε να περπατήσει ούτε να σταθεί όρθια χωρίς πόνο, ο Σεβέρο την κάλεσε στον κήπο του ξενώνα και την έβαλε να καθίσει στον πάγκο που προοριζόταν για τον ίδιο. Της είπε πως είχε έρθει να εμπιστευθεί ένα βαρύ και κοπιαστικό έργο σ' εκείνη και στις μοναχές της: τη διδασκαλία και την ανατροφή ενός πολύ δύσκολου και δυστυχισμένου παιδιού. Της είπε όλα όσα ήξερε για το παιδί.
   Η ηγουμένη τον άκουσε χωρίς να τον διακόψει. Στο τέλος είπε: "Επιτρέψτε μου, αιδεσιμότατε, να παρατηρήσω ότι η διδασκαλία ενός παιδιού μέσα στη μοναξιά δεν είναι ο καλύτερος τρόπος. Κάθε παιδί γίνεται ευτυχισμένο όταν έχει τη συντροφιά άλλων παιδιών. Η παρουσία συνομηλίκων είναι για τα παιδιά ο καλύτερος δάσκαλος, ακόμα και για τα πιο απλά πράγματα, όπως είναι το περπάτημα και η ομιλία. Η ταπεινή μου γνώμη, αιδεσιμότατε, είναι πως το βρεφοκομείο στη Σαντάνια θα εξυπηρετούσε καλύτερα το σκοπό σας".
   "Τρεις λόγοι με αναγκάζουν να αρνηθώ τη συμβουλή σας", είπε ο Σεβέρο. "Πρώτον, έχω αποφασίσει να προστατεύσω το παιδί από την περιέργεια του κόσμου. Δε θα ήθελα να το φέρω αντιμέτωπο με τα αδιάκριτα βλέμματα. Η Σαντάνια έχει πολλούς επισκέπτες. Τίποτα δε θα μπορούσε να μείνει κρυφό για πολύ εκεί πέρα. Ενώ εδώ είναι απόμερα..."
   "Ναι", συμφώνησε η ηγουμένη.
   "Σκέφτηκα ακόμα ότι η αγριάδα που διδάχτηκε το κορίτσι από τη θετή του μάνα, τη λύκαινα, θα το έκανε επικίνδυνο για τα άλλα παιδιά. Οι δαγκωνιές της και οι γρατσουνιές της αφήνουν βαθιές πληγές -την έχω δει με τα μάτια μου να παλεύει με νύχια και με δόντια. Άλλο είναι να εκθέτεις σε τέτοιους κινδύνους ανθρώπους που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην αυτοθυσία κι άλλο να ζητάς τέτοια αυταπάρνηση από φτωχά και ορφανά παιδιά που δεν έχουν κανένα να τα προστατεύσει..."
   "Θα αποδεχτούμε το καθήκον αυτό", αποκρίθηκε με σοβαρότητα η ηλικιωμένη γυναίκα, "και θα προσφέρουμε τις πληγές μας θυσία στον Χριστό και Κύριό μας για να εξαγοράσουμε ένα μικρό μέρος απ' τις αμαρτίες του κόσμου".
   "Ο κυριότερος λόγος όμως είναι ο τρίτος στη σειρά. Ετοιμάσου, αγία μητέρα, ν' ακούσεις κάτι που θα σου φανεί σκληρό κι απάνθρωπο. Θέλω να 'μαι σίγουρος -απόλυτα σίγουρος- ότι αυτοί που θα διδάξουν το παιδί δε θα αναφέρουν ποτέ μπροστά του την ύπαρξη του Θεού. Με κανέναν τρόπο. Θα ζητήσω απ' όλες τις μοναχές τούτης της μονής να πάρουν όρκο πως δε θα αποκαλύψουν ποτέ αυτή τη γνώση τους στο κορίτσι αλλά αντίθετα θα την κρατήσουν εντελώς κρυφή και μυστική. Κι αυτό είναι κάτι που δε θα μπορούσα να το ζητήσω απ' το μισό πληθυσμό της Σαντάνια. Χρειάζομαι την αφοσίωση και την αυτοπειθαρχία που υπάρχει εδώ, στη Σάντα Κλάρα".
   Η ηγουμένη έμεινε για λίγο σιωπηλή. Έπειτα ρώτησε: "Αιδεσιμότατε, μπορώ να σας ρωτήσω κάτι; Γιατί ζητάτε τέτοιο πράγμα;"
   "Θέλω να διαπιστώσω με τη βοήθεια του παιδιού αν η γνώση του Θεού είναι έμφυτη στον άνθρωπο".
   Η γυναίκα σώπασε ξανά. "Αν ήμουν στη θέση σας και χρειαζόμουν οπωσδήποτε την απάντηση σε αυτή την ερώτηση, αιδεσιμότατε, θα την αναζητούσα μάλλον στις διδασκαλίες των πατέρων της εκκλησίας", είπε τέλος.
   "Οι διδαχές είναι αβέβαιες. Μας λένε ότι ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στη γνώση του Θεού με τη βοήθεια της λογικής του ή πάλι μέσω της αποκάλυψης. Ωστόσο δε βρίσκουμε πουθενά γραμμένο ότι η γνώση αυτή είναι δοσμένη σε όλες τις ψυχές, ακόμα και σε αυτές που δε γνώρισαν το δώρο της αποκάλυψης, ακόμα και σ' εκείνες που δεν έχουν επιχειρήσει να την αποκτήσουν με τη βοήθεια της λογικής".
   Η ηγουμένη δεν απάντησε.
   "Τα παιδιά βέβαια ακούν και μαθαίνουν για τον Θεό, όπως ακούν και μαθαίνουν ένα σωρό άλλα πράγματα. Από τους γονείς τους, από τους δασκάλους τους, από τους ανθρώπους γύρω τους. Αν όμως αποδειχτεί ότι ένα παιδί που μεγάλωσε με τους λύκους, ένα παιδί που δεν ξέρει να μιλάει και δεν έχει μιλήσει ποτέ με κανέναν, αν αποδειχτεί, λοιπόν, ότι ένα τέτοιο παιδί γνωρίζει την ύπαρξη του Θεού, τότε θα 'ναι σίγουρο ότι δεν απέκτησε μ' αυτούς τους τρόπους τη γνώση του. Αν μπορέσετε να φέρετε εις πέρας κατά γράμμα την αποστολή που σας αναθέτω, τότε θα έχουμε στα χέρια μας την απόλυτη απόδειξη ότι ο άνθρωπος γνωρίζει εκ γενετής την ύπαρξη του Θεού". Κι από μέσα του πρόσθεσε: "Αν όμως διαπιστώσουμε ότι το κορίτσι δε διαθέτει τέτοιο είδος γνώσης, τότε θα κρατάμε στα χέρια μας την απόδειξη πως δεν υπάρχει Θεός".
   "Θα υπακούσουμε, αιδεσιμότατε", αποκρίθηκε η ηγουμένη. Υπήρχε τόση καρτερία στη φωνή της!
   "Διαφωνείτε;" τη ρώτησε. "Δεν εγκρίνετε αυτό που σας ζητώ; Γιατί; Επειδή είναι δύσκολο;"
   "Επειδή είναι σκληρό κι απάνθρωπο".
   Ανοιγόκλεισε απορημένος τα μάτια. Είχαν περάσει είκοσι χρόνια και παραπάνω από την τελευταία φορά που κάποιος τόλμησε να τον επιτιμήσει. Ένιωσε μια ξαφνική οργή κι αμέσως ντράπηκε για τον εαυτό του.
   "Δεν το κάνω για να ικανοποιήσω την άρρωστη περιέργειά μου", απάντησε τιθασεύοντας τον εαυτό του. "Υπάρχουν όμως ψυχές των οποίων η σωτηρία εξαρτάται απ' αυτήν την απάντηση. Υπάρχει ένας άνθρωπος που η ζωή του κρέμεται από τούτη την απόδειξη".
   "Δεν είπα ότι θα σας υπακούσουμε, αιδεσιμότατε;" ρώτησε η ηγουμένη και η φωνή της είχε έναν ανεπαίσθητα έκπληκτο τόνο.
   "Τα βάσανα αυτού του παιδιού δεν ήταν άσκοπα μέσα στο οικοδόμημα της θείας σοφίας και πρόνοιας. Θεωρούμε πιθανόν ότι ο σκοπός του Θεού ήταν στην περίπτωσή της να μας προσφέρει μια απόδειξη ενός γεγονότος που δεν μπορεί ν' αποδειχτεί διαφορετικά. Αν είναι πράγματι έτσι, τότε αυτό που σας ζητώ είναι έργο θεάρεστο".
   Έστρεψε προς το μέρος του το πρόσωπό της και η έκφρασή της έδειχνε καθαρά την εσωτερική της σύγχυση. Η ηγουμένη ήταν πια σε μια ηλικία, όπου οι διαθέσεις της ψυχής βρίσκονται ξεκάθαρα αποτυπωμένες στα χαρακτηριστικά του προσώπου. Τα μάτια της ήταν συννεφιασμένα, γεμάτα από γλυκά συγκρατημένα δάκρυα και ο Σεβέρο συνειδητοποίησε με ανακούφιση ότι δε θα μπορούσε να δει σε όλη του τη φρίκη το πλάσμα που της είχε μόλις εμπιστευθεί.
   "Φτάνει που το ζητάτε, αιδεσιμότατε", αποκρίθηκε. "Αυτό και μόνο καθιστά για μας το έργο θεάρεστο. Πού βρίσκεται τώρα το παιδί;"
   "Σ' ένα καλάθι, έξω στην αυλή σας", της απάντησε.
   "Παναγία Παρθένα!" φώναξε η ηγουμένη και σηκώθηκε όρθια σφίγγοντας τα δόντια της. "Όλη αυτήν την ώρα..."
   Ο Σεβέρο μάζεψε το κουράγιο του για να αντέξει όσα θα ακολουθούσαν.
   Οι υπηρέτες του κουβάλησαν το καλάθι -που βρομούσε πια- στη σκήτη της μονής. Η σκήτη ήταν ένας χαμηλός τετράγωνος πύργος, με δύο πατώματα, στην πιο ψηλή γωνιά της μικρής κοιλάδας, ακριβώς πάνω στα βράχια που κατέβαιναν απότομα προς τη θάλασσα. Ήταν πολύ πιο παλιά απ' το μοναστήρι. Κάποτε ήταν βίγλα ή ίσως φάρος. Επειδή βρισκόταν απόμερα, τον χρησιμοποιούσαν για τις τιμωρίες και τις επιβεβλημένες μετάνοιες -στο πάνω πάτωμα ήταν στημένο ένα ξύλινο ράντζο, ένας Εσταυρωμένος στον τοίχο και τίποτε άλλο. Το ισόγειο ήταν μισό στάβλος μισό μαντρί. Το πάτωμα ήταν πατημένο χώμα, στρωμένο με άχυρο. Εκεί άνοιξαν το καλάθι. Το δύστυχο πλάσμα πετάχτηκε έξω στη στιγμή και μ' ένα πήδημα βρέθηκε στην πιο απόμακρη και σκοτεινή γωνιά. Εκεί ζάρωσε, με την πλάτη γυρισμένη στην ηγουμένη, στον Σεβέρο και τον Ραφάλ που είχαν ανοίξει το καλάθι.
   "Κορίτσι είναι;" ρώτησε σιγανά η ηγουμένη. "Δε βλέπω καλά..."
   "Αμάρα!" φώναξε ο Σεβέρο. Το κορίτσι-αγρίμι σκέπασε τα αφτιά του, τυλίγοντας τα μπράτσα του γύρω από το σκυμμένο του κεφάλι. Ο Σεβέρο έκανε νόημα στον Ραφάλ κι εκείνος την πλησίασε. Η μικρή έκανε να τρέξει μακριά του αλλά τα πόδια της δεν άντεξαν. Λύγισαν και σωριάστηκε ανήμπορη στα άχυρα. Ο Ραφάλ βγήκε κι έφερε λίγο νερό από το πηγάδι. "Πρέπει να φάει το γρηγορότερο", είπε. "Κρέας ωμό. Τρώει μόνο κρέας ωμό".
   Ο θόρυβος που έκανε το κορίτσι, καθώς έπινε νερό βουτώντας το πρόσωπό του μέσα στο κύπελλο, δεν μπόρεσε να καλύψει το έκπληκτο, φοβισμένο μουρμουρητό της ηγουμένης. "Αιδεσιμότατε, ξεχνάτε ότι εδώ τηρούμε διαρκή νηστεία;"
   Το είχε ξεχάσει πράγματι.
   "Δεν τρώμε κρέας", του θύμισε η ηγουμένη, "κι έχουμε πάρει όλες μας όρκο να μην αγγίξουμε στη ζωή μας ξανά κρέας. Πώς θα ταΐζουμε το παιδί;"
   "Θα σκεφτούμε κάτι", απάντησε ταραγμένος ο Σεβέρο. Ήταν κουρασμένος και πεινούσε κι ο ίδιος. Δεν άντεχε να παλεύει για πολύ ακόμα με τις τρομερές δυσκολίες αυτής της ημέρας. Ο Μπένεντιξ, από τη βολή του και την άνεσή του, καθόταν και ζητούσε ό,τι του περνούσε απ' το μυαλό -δεν κουραζόταν, βλέπεις, αυτός για να κάνει τα πειράματά του. Αλλά ο άγγελος του Σεβέρο ήταν στο πόστο του εκείνο το βράδυ και το άμεσο πρόβλημα λύθηκε χάρη στον Ραφάλ που δε ζήτησε ούτε πήρε την άδεια κανενός. Ο νεαρός ιερωμένος έκλεψε απλούστατα μια κότα απ' το κοτέτσι, την έριξε μέσα στο μαντρί, όπου είχαν κλείσει την Αμάρα, κι έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
   Ο Σεβέρο, στο μεταξύ, καθισμένος στο ψηλό θρονί, στο θολωτό συνοδικό της μονής, κοίταζε απέναντί του τις μοναχές και τις δόκιμες. Δώδεκα γυναίκες, νέες και γριές, και τέσσερα κορίτσια στον πάγκο των υποψηφίων. Τους διηγήθηκε την ιστορία του παιδιού. Τους ανέθεσε τη φροντίδα του, τους απαγόρευσε να αναφέρουν τον Θεό μπροστά του και τους εξήγησε το γιατί. Τους ζήτησε να τον πλησιάσουν μία μία και να πάρουν όρκο πάνω στο μεγάλο παμπάλαιο Ευαγγέλιο της μονής ότι θα συμμορφώνονταν με τις διαταγές του. Ύστερα έθεσε το ζήτημα της προετοιμασίας του κρέατος και προσφέρθηκε να απαλλάξει κάποια μοναχή από τον όρκο της, να πάρει πάνω του την αμαρτία...
   Κοκκινίζοντας μέχρι τις ρίζες των μαλλιών της και τρέμοντας κι η ίδια με την αποκοτιά της, η Χοσέφα σηκώθηκε τότε και μίλησε στον καρδινάλιο. Του είπε ότι η ίδια δεν είχε πάρει ακόμα κανέναν όρκο κι ήταν ελεύθερη να αναλάβει οποιαδήποτε δουλειά, όσο ταπεινή, όσο βαριά κι αν ήταν. Ο Σεβέρο, ευχαριστώντας τον Θεό που βρέθηκε μπροστά του αυτό το κορίτσι, την έχρισε επιτόπου μοναχή και άκουσε τους όρκους που ζητούσε η Σάντα Κλάρα από τις υποψήφιες μοναχές. Παραλείφθηκε μόνο ο όρκος για το κρέας, για να μπορεί η Χοσέφα να φροντίζει το φαγητό του παιδιού όσο θα ήταν απαραίτητο. Η ηγουμένη, με τα χέρια αδέξια και μάτια θολά, στερέωσε τη λευκή κολλαριστή καλύπτρα στο κεφάλι της νεαρής μοναχής κι ο ίδιος ο καρδινάλιος τής φόρεσε το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της. Την πάντρεψε με τον Χριστό αλλά της Χοσέφα της φάνηκε πως την πάντρευε με το κορίτσι που είχε έρθει απ' τα χιόνια και τους λύκους.
   Ο Σεβέρο καβάλησε το άλογό του κι έφυγε την αυγή. Ο πρωινός ήλιος έριχνε θεόρατους και μαύρους ακόμα τους ίσκιους των βουνών. Το άσχημο και παράφορο πρόσωπο της νεαρής μοναχής δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ' το μυαλό του στην αρχή του ταξιδιού. Από πού είχε έρθει αυτό το κορίτσι; αναρωτήθηκε. Πώς βρέθηκε μπροστά του τη στιγμή που το ήθελε; Αλλά δεν ήθελε να πιστέψει στις συμπτώσεις.

   "Το έργο μου εύκολο και το φορτίο μου ελαφρύ", είχε πει ο Κύριος και Σωτήρας μας. Η Οσία Αλιξάνδη, που είχε ιδρύσει το τάγμα των μοναχών στη Σάντα Κλάρα είχε θεσπίσει έναν κανόνα ευγενικό και απλό για τις εν Χριστώ αδελφές της. Έπρεπε να δουλεύουν για να βγάζουν τα προς το ζην και να μην επιβαρύνουν ούτε τους λαϊκούς ούτε τα ταμεία της Εκκλησίας. Οι υπερβολές στις μετάνοιες και οι τιμωρίες τούς ήταν απαγορευμένες, όπως επίσης και οι σκληρές σωματικές ποινές. Υποχρεούνταν να αποτραβηχτούν δια παντός από τα εγκόσμια και να αφοσιωθούν στην προσευχή -σε μια θεία λειτουργία διαρκείας. Έπρεπε να καλλιεργούν την αγάπη μεταξύ τους και να μελετούν τα βιβλία ευλαβικά. Η Οσία Αλιξάνδη είχε διακρίνει την ύβρη της πνευματικής υπεροψίας στα τάγματα με σκληρότερους κανόνες. Είχε συστήσει ρητά στις μοναχές της να απολαμβάνουν την καθαριότητα και τις δουλειές του νοικοκυριού. Να τρέφονται λιτά αλλά να μαγειρεύουν καλά και θρεπτικά φαγητά. Να μην τους λείπει καμιά από τις βασικές ανέσεις της ζωής, να χρησιμοποιούν άφοβα οτιδήποτε χρήσιμο και απλό είχε να τους προσφέρει ο πολιτισμός. Τίποτα δεν έπρεπε να βάφεται με δύο χρώματα όταν το ένα ήταν αρκετό· τίποτα δεν έπρεπε να είναι πιο όμορφο απ' όσο χρειαζόταν· αλλά και τίποτα χρήσιμο δεν έπρεπε να λείπει από τη μονή. Οι αδελφές υπηρετούσαν τον Θεό αφιερώνοντας τη ζωή τους στην προσευχή. Αυτό ήταν όλο. Και ήταν αρκετό.
   Οι τοίχοι στο κελί της Χοσέφα ήταν ασπρισμένοι. Υπήρχε ένα παράθυρο που έβλεπε προς τη θάλασσα. Υπήρχε ένα ξύλινο τραπέζι, βαμμένο στο χρώμα της ώχρας, μια σκούρα θαλασσιά κανάτα και μια λεκάνη για το καθημερινό της πλύσιμο. Η πόρτα ήταν βαμμένη γαλάζια, το απλό κάθισμα ανοιχτό πράσινο. Δεν υπήρχε πρόθεση ομορφιάς αλλά το αποτέλεσμα συμπτωματικά ήταν όμορφο· είχε μια παιδιάστικη απλότητα και αυτάρκεια· ένα ταπεινό αντικείμενο είχε προβλεφθεί για την ικανοποίηση κάθε ανάγκης -πρότυπο της ταπεινής αγιοσύνης που αγωνίζονταν να επιτύχουν οι αδελφές στη Σάντα Κλάρα. Υπάγονταν φυσικά στη δικαιοδοσία του καρδινάλιου κι ήταν υποχρεωμένες να συμμορφώνονται με τις προσταγές του, αλλά ποτέ ως τότε δεν τους είχε αναθέσει κανείς τέτοιας λογής αποστολή.
   Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά. Η συντροφιά του Σεβέρο δεν είχε προλάβει να φτάσει στην πρώτη στροφή του δρόμου και να χαθεί από τα μάτια τους, όταν μια μικρή ομάδα καλόγριες ξεκίνησαν για τη σκήτη. Μπροστά πήγαινε η σορ Κολόμα. Μαζί της ήταν η σορ Αγκνέτε και η σορ Μπλάντσα και κάμποσες άλλες. Την πομπή έκλεινε η Χοσέφα. Άνοιξαν την πόρτα που οδηγούσε στο μαντρί και βρέθηκαν αντιμέτωπες μ' ένα χάος από αίμα και πούπουλα, ό,τι είχε απομείνει από την κλεμμένη κότα τους. Το παιδί - αγρίμι ζάρωσε στην πιο μακρινή, στην πιο σκοτεινή γωνιά γρυλίζοντας. Οι καλόγριες πάγωσαν μ' αυτό που είδαν αλλά προχώρησαν ακλόνητες και πλησίασαν το κορίτσι. Όταν η σορ Κολόμα δοκίμασε να το αγγίξει, το παιδί γρύλισε σιγανά, προειδοποιητικά κι ύστερα τίναξε τα νύχια του αφήνοντας δυο μεγάλες βαθιές γρατσουνιές στο μπράτσο της καλόγριας. Μικρές σταγόνες αίμα πρόβαλαν δισταχτικές, λαμπερές στα χείλη των πληγών. Χωρίς να δειλιάσει, η σορ Κολόμα δοκίμασε ξανά. Αυτή τη φορά το κορίτσι τη δάγκωσε τόσο δυνατά που η μαγείρισσα φώναξε άθελά της από τον πόνο. Το παιδί απομακρύνθηκε μ' ένα πήδημα, προσπαθώντας να κρυφτεί στη γωνιά του αντικρινού τοίχου. Λίγα λεπτά αργότερα η σορ Αγκνέτε ήταν ήδη πληγωμένη ενώ το παιδί, κουλουριασμένο πάλι στην πρώτη του κρυψώνα, τις αγριοκοίταζε. Οι τρεις γυναίκες οπισθοχώρησαν και κουβέντιασαν στα γρήγορα το πρόβλημα. Η σορ Μπλάντσα που πρόσεχε τα κοπάδια της μονής, πήρε μια καλαμωτή που βρισκόταν ακουμπισμένη στον τοίχο -απ' αυτές που χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν πρόχειρες καλύβες για τα νεογέννητα αρνάκια. Οι άλλες τη μιμήθηκαν. Ένα τείχος από καλάμια προχώρησε προς το μέρος του παιδιού. Εκείνο, παγιδευμένο, ζάρωσε πανικόβλητο. Την τελευταία στιγμή τούς γύρισε την πλάτη και κουλουριάστηκε με το πρόσωπο κολλημένο στον τοίχο.
   Oχυρωμένες πίσω από τις καλαμένιες ασπίδες τους, οι καλόγριες κάρφωσαν τα μάτια τους στη μελανιασμένη γυμνή ράχη και το τεράστιο γκρίζο κεφάλι ενός τέρατος.
   "Τι θα την κάνουμε;" μίλησε πρώτη η σορ Κολόμα γλείφοντας την πληγή στο δεξί της χέρι.
   "Πρώτα πρώτα πρέπει να της κόψουμε τα νύχια", απάντησε η σορ Αγκνέτε.
   "Θα χρειαστούμε λίγο αφιόνι για να ρίξουμε στο νερό της", είπε η σορ Μπλάντσα. "Πάω να το φέρω".
   Σε λίγο κάποιο χέρι απλώθηκε με σβελτάδα πίσω από τον καλαμένιο τοίχο κι ακούμπησε κατάχαμα ένα τάσι γεμάτο. Το κορίτσι ζύγωσε, μύρισε το νερό μα δεν το έβαλε στο στόμα του. 
   "Υπομονή", είπε η σορ Μπλάντσα. "Αργά ή γρήγορα, η δίψα θα τη νικήσει". Καθώς μιλούσε, το κορίτσι ζύγωσε πάλι στο νερό και το ξαναμύρισε. 
   "Διψάει", είπε η σορ Αγκνέτε. "Το κακόμοιρο".
   Το παιδί δεν ήπιε. Αφού μύρισε το νερό ξανά και ξανά, κουλουριάστηκε πάλι στη γωνιά του γυρίζοντάς τους την πλάτη. Όσο κι αν του γλυκομιλούσαν, όσο κι αν προσπαθούσαν να του δώσουν θάρρος, όσο κι αν πλατάγιζαν το νερό με το κουτάλι, το παιδί δεν τους έδινε καμιά σημασία.
   "Θα περιμένουμε", είπε η σορ Μπλάντσα. "Και θα έχουμε το νου μας. Θα κρατήσουμε βάρδιες".
   Ήταν μια πολύ ζεστή μέρα. Στο μαντρί όμως, στο ισόγειο του πύργου, με τους χοντρούς τοίχους και το άχυρο στο δάπεδο, η ζέστη δεν ήταν και τόσο ανυπόφορη. Απ' τη μεριά της θάλασσας, ο ήλιος έμπαινε μέσα περνώντας από μια σπασμένη γρίλια στο παμπάλαιο ξύλινο παντζούρι, αλλά η λεπτή δέσμη φωτός δεν κατάφερνε να ζεστάνει το δροσερό μισοσκόταδο στο εσωτερικό του πύργου. Παρ' όλα αυτά, αργά ή γρήγορα το παιδί θα υποχωρούσε στη δίψα. Θα έπινε.
   Άργησε να πιει. Όλη την ημέρα έμεινε κουλουριασμένο στη γωνιά του, νυσταγμένο, σηκώνοντας πότε πότε το κεφάλι του κι αγριοκοιτάζοντας τη μοναχή που είχε βάρδια στη φύλαξή του. Η σειρά της Χοσέφα ήρθε το σούρουπο, την ώρα του εσπερινού. Οι άλλες είχαν μαζευτεί στην τραπεζαρία για το βραδινό τους. Το παιδί ζωήρεψε την ώρα εκείνη. Έκανε μερικές βόλτες τοίχο τοίχο μέσα στο μαντρί, ψαχουλεύοντας τα άχυρα. Στεκόταν μπροστά στα παράθυρα και μύριζε τον αέρα που έμπαινε μέσα. Κάποια στιγμή πήρε φόρα και μ' ένα πήδημα όρμησε πάνω στα κλειστά παντζούρια, χτυπώντας τα με δύναμη, πριν πέσει ξανά κάτω. Τέλος, σταμάτησε να ψάχνει τρόπο διαφυγής κι άρχισε ακούραστα να γυρίζει γύρω γύρω στο δωμάτιο με το αλλόκοτο βάδισμα του λαγού. Κάθε φορά έκανε ένα μικρό κύκλο για να αποφύγει τη Χοσέφα και κάθε φορά γύριζε πάλι στο νερό, το μύριζε και ξεμάκραινε πάλι δίχως να πιει. 
   Όταν βγήκε το φεγγάρι, άρχισε να ουρλιάζει. Τα ουρλιαχτά της ήταν τρομαχτικά κι αντιλαλούσαν παράξενα μέσα στο αδειανό ισόγειο του πύργου. Μετά από λίγο ήρθε και η απάντηση από κάποιο αγρίμι της νύχτας, από ψηλά, απ' την πλαγιά του βουνού πάνω από το μοναστήρι. Η Χοσέφα ζάρωσε σε μια γωνιά, τρομοκρατημένη. Το άγριο ουρλιαχτό πέρασε από τα δίχως τζάμι παράθυρα, από τα σπασμένα παντζούρια κι έφτασε στα ειρηνικά κελιά των μοναχών, πλημμυρίζοντας φόβο και φρίκη τις ευλαβικές καρδιές τους. Η σορ Κολόμα έφτασε τρεχάτη με μια λάμπα στα χέρια για να σιγουρευτεί πως δεν είχε πάθει τίποτα η Χοσέφα. Στα μισά του δρόμου, πριν φτάσει στη σκήτη, τα ουρλιαχτά σταμάτησαν το ίδιο ξαφνικά όπως είχαν αρχίσει. Βρίσκοντας τη Χοσέφα σώα και αβλαβή, παρ' όλο το φόβο της, η σορ Κολόμα ξαναγύρισε στις δουλειές της. Της άφησε όμως τη λάμπα.
   Η Χοσέφα ανέβηκε ως τη μέση της σκάλας που οδηγούσε στο πάνω πάτωμα κι έφραξε το πέρασμα με μια καλαμωτή, αν και ήταν σίγουρη πια ότι το παιδί δεν επρόκειτο να επιτεθεί σε κανέναν με δική του πρωτοβουλία· κρατούσε την αγριάδα του για κείνους που τολμούσαν να το απειλήσουν. Η Χοσέφα κρέμασε τη λάμπα σ' ένα καρφί στον τοίχο και κάθισε αμίλητη στα σκαλιά. Δεν μπορούσε να δει καθαρά τι έκανε το παιδί -το φως της λάμπας δεν έφτανε μέχρι κάτω- αλλά άκουγε το ξερό σύρσιμο των ποδιών της και των χεριών της στο άχυρο. Πού και πού έβλεπε τη διπλή αναλαμπή των ματιών της μέσα στο μισοσκόταδο.
   Λίγο πριν τελειώσει η βάρδιά της, έπιασε να βρέχει. Ήταν μια από τις ξαφνικές και δυνατές μπόρες που συντηρούν τη βλάστηση στα φαράγγια της δυτικής πλευράς των βουνών. Ο δυνατός χτύπος της βροχής στη στέγη του πύργου και το νερό που κυλούσε ορμητικά στις υδρορρόες, έξω από τα παράθυρά του, κόντεψε να τρελάνει το διψασμένο παιδί. Ξάφνου η Χοσέφα άκουσε έναν ήχο σιγανό, σαν πλατάγισμα γλώσσας. Ξεκρέμασε τη λάμπα και τη σήκωσε ψηλά, σκύβοντας πάνω από το κάγκελο της σκάλας. Είδε το παιδί πεσμένο πάνω από μια λακκούβα, πλάι στο κατώφλι της πόρτας, να πίνει αχόρταγα το λασπόνερο που είχε μαζευτεί. Τρέμοντας αλλά μη θέλοντας να αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη, η Χοσέφα έσπρωξε σιγανά την καλαμωτή και, όσο πιο αθόρυβα της επέτρεπαν τα βαριά της ράσα, πλησίασε, σήκωσε το τάσι με το υπνωτικό και το έχυσε στο νερό της λακκούβας. Το παιδί συνέχισε να πίνει.
   Όταν ήρθε η σορ Αγκνέτε, το πρωί, βρήκε το κορίτσι να κοιμάται πάνω στα άχυρα και τη Χοσέφα, κοιμισμένη κι αυτή, στις σκάλες. Το δυνατό φως που μπήκε από το άνοιγμα της πόρτας, ξύπνησε τη Χοσέφα αλλά το κορίτσι συνέχισε να κοιμάται βαθιά. Στάθηκαν όρθιες κι οι δυο από πάνω της και την κοίταξαν. Μικρές σπασμωδικές κινήσεις τάραζαν τα μέλη της, ανεπαίσθητοι ήχοι έβγαιναν από το μισόκλειστο στόμα της. Έμοιαζε με σκυλί που κοιμάται μπροστά στο τζάκι του αφέντη του και ονειρεύεται. Τη σήκωσαν στα χέρια και τη μετέφεραν στο αναρρωτήριο της μονής.
   Τραβηγμένες εξίσου από συμπόνια, τρόμο και περιέργεια, οι καλόγριες της μικρής μονής συγκεντρώθηκαν στο αναρρωτήριο και παρακολούθησαν τη σορ Μπλάντσα που ήταν η πιο έμπειρη απ' όλες τους με τα ζώα, να εξετάζει το κορίτσι. Η μελανή όψη του δέρματός του δεν ήταν τίποτε άλλο από βρόμα που είχε χωθεί βαθιά στους πόρους. Όσο για το τερατώδες θεόρατο κεφάλι του δεν ήταν παρά η κατσιασμένη και βρόμικη μάζα των μπερδεμένων και ψειριασμένων μαλλιών του που έκρυβε κι ένα μέρος του προσώπου του. Τώρα που το παιδί ήταν ναρκωμένο και το πρόσωπό του δεν ήταν σφιγμένο σε ζωώδεις μορφασμούς, τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του έμοιαζαν φυσιολογικά: αυτό που δεν ήταν φυσιολογικό ήταν η στάση του κορμιού του. Το είχαν ξαπλώσει ανάσκελα αλλά τα γόνατά του τραβήχτηκαν αμέσως και διπλώθηκαν στο στήθος του. Έμεινε έτσι πλαγιασμένο, σαν το έμβρυο στην κοιλιά της μάνας. Το δέρμα στα γόνατά του ήταν χοντρό και σκληρό, ροζιασμένο, γεμάτο κάλους -όπως υπέθεσε η σορ Μπλάντσα, είχαν δημιουργηθεί εξαιτίας της συνήθειας του παιδιού να περπατάει στα τέσσερα, στηρίζοντας το βάρος του στα γόνατα. Κοίταξαν τους αγκώνες και τους βρήκαν στην ίδια κατάσταση. Η σορ Μπλάντσα ανασκουμπώθηκε και δοκίμασε να τεντώσει τα λυγισμένα πόδια του παιδιού. Παρόλο που το παιδί ήταν χαλαρωμένο και κοιμόταν βαθιά, τα πόδια του δεν έλεγαν να υπακούσουν, λες και είχαν κλειδώσει σ' αυτήν την αφύσικη στάση. Το παιδί βόγκηξε και κλαψούρισε στον ύπνο του· η πίεση τού προξενούσε πόνο. Η σορ Μπλάντσα κούνησε το κεφάλι της κι έκανε δυο βήματα για να εξετάσει τα πέλματα της μικρής. Τα δάχτυλα ήταν όλα γυρισμένα προς τα πάνω και δε λύγιζαν προς τα κάτω, ώστε να έρθουν στη σωστή τους θέση. Τα νύχια τους είχαν μακρύνει απίστευτα κι είχαν συστραφεί κάτω από τα δάχτυλα, θυμίζοντας τα γαμψά νύχια των αρπακτικών πουλιών. Η σορ Μπλάντσα κοίταξε τα νύχια των χεριών -ήταν κι αυτά μεγάλα και γυριστά προς το εσωτερικό της χοντρόπετσης, ροζιασμένης παλάμης. Χοντρά και κοφτερά καθώς ήταν, αποτελούσαν το πιο επικίνδυνο όπλο του μικρού κοριτσιού. Η σορ Μπλάντσα ανασήκωσε απαλά και κράτησε στην παλάμη της τα δάχτυλα της μικρής. Τώρα που κοιμόταν, τα δάχτυλα κουνιούνταν χαλαρά κι ελεύθερα, χωρίς να σφίγγονται.
   "Δεν είναι τίποτα", είπε τέλος η σορ Μπλάντσα. "Τίποτα εκτός απ' τις μικρές αυτές παραμορφώσεις που δημιουργήθηκαν απ' το περπάτημα και το τρέξιμο με τα τέσσερα. Θα μας πάρει κάμποσο χρόνο για να τα επαναφέρουμε στην αρχική τους κατάσταση". Σήκωσε το παιδί κρατώντας το από τις μασχάλες. Τα πόδια έμειναν λυγισμένα στην ίδια στάση. "Ένα ζεστό μπάνιο", πρόσταξε, "κι ένα ξυράφι. Κι ένα ψαλίδι κοφτερό. Θα την αφοπλίσουμε πριν ξυπνήσει".
   Οι δόκιμες -άλλες τρεις κοπέλες εκτός από τη Χοσέφα- έτρεξαν να φέρουν νερό και να γεμίσουν το μπάνιο. Όταν την έβαλαν στη μπανιέρα, η μικρή ξύπνησε, πάλεψε να τους ξεφύγει, άρχισε να ουρλιάζει, αλλά η επίδραση του αφιονιού δεν είχε υποχωρήσει κι έτσι δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να την κρατήσουν. Δώδεκα ζευγάρια χέρια την έτριψαν γερά για να βγάλουν από πάνω της τη βρόμα. Η Χοσέφα την κράτησε σφιχτά από τους καρπούς για να της κόψει η σορ Μπλάντσα τα νύχια. Δυσκολευόταν τόσο να δουλέψει το ψαλίδι που δάγκωνε άθελά της τα χείλη της από την προσπάθεια. Ύστερα της ξύρισαν το κεφάλι. Τα χέρια τους μάτωσαν ίσαμε τους αγκώνες καθώς δούλευαν. Οι ψείρες υπερασπίζονταν με σθένος τα εδάφη τους. Στο τέλος τη σκούπισαν με καθαρές πετσέτες κι επιθεώρησαν τους καρπούς της προσπάθειάς τους.
   Ξαπλωμένο ήρεμο και γυμνό, το παιδί έδειχνε ξαφνικά πολύ μικροσκοπικό. Κάτω από το δέρμα του ταλαιπωρημένου κορμιού του μπορούσε κανείς να μετρήσει ένα προς ένα τα κόκαλά του. Το μικρό σώμα ήταν γεμάτο ουλές, γρατσουνιές και πληγές, σ' όλα τα στάδια της επούλωσης. Τα αφτιά της, μεγάλα και πεταχτά, σχημάτιζαν αλλόκοτη γωνία με το κεφάλι της. Και το σαγόνι της -που δε σταμάτησε να το κουνάει ούτε στον ύπνο της- πηγαινοερχόταν στα πλάγια σε μια τροχιά μεγαλύτερη από τη φυσιολογική.
   "Πόσων χρονών το κάνετε αυτό το παιδί;" ρώτησε η σορ Αγκνέτε.
   "Εννιά;" πρότεινε αβέβαια η σορ Ευλαλία. "Εννιά. Και κοντεύει να πεθάνει από την πείνα".
   "Δεν είναι εννιά", είπε η σορ Μπλάντσα. "Εφτά το πολύ. Και δε νομίζω ότι έχει χορτάσει ποτέ φαγητό".
   Της φόρεσαν μια καθαρή πουκαμίσα και ξαφνικά το αγρίμι πήρε την όψη κανονικού παιδιού, κάποιου φτωχού κι εγκαταλειμμένου ορφανού. Το ρούχο έσβησε την όψη του ζώου, καλύπτοντας τη γύμνια που ως τότε έκρυβε από τα μάτια τους το παιδί. Βλέποντάς την ντυμένη κι ανθρώπινη, η Χοσέφα άρχισε να κλαίει σιγανά, συγκλονισμένη από τα βάσανα του δύστυχου αυτού τέρατος. Καμιά από τις αδελφές δεν τη ρώτησε γιατί. Τη στιγμή εκείνη όλες τους ατένιζαν με τρυφερότητα και ελπίδα το δύσκολο καθήκον που τους είχε ανατεθεί: να μάθουν σ' αυτό το πλάσμα να μιλάει, να το κάνουν άνθρωπο. Σε τελική ανάλυση, δεν ήταν παρά ένα κορίτσι.
   Ξάφνου τα μάτια του παιδιού άνοιξαν. Μ' ένα πήδημα κατέβηκε από το τραπέζι, όπου την είχαν ανεβάσει, και τινάχτηκε σαν αστραπή στην πιο σκοτεινή γωνιά του δωματίου. Με τα ακίνδυνα πια νύχια της πάλεψε να ξεσκίσει την πουκαμίσα που της είχαν φορέσει. Μη μπορώντας να πετύχει αυτό που ήθελε, βάλθηκε να τραβολογάει το ύφασμα με τα δόντια της μανιασμένη. Με το κεφάλι σκυμμένο πάσχιζε να το βγάλει από πάνω της. Τσαλαπατώντας το με τα πόδια της, τραβώντας το με τα δόντια της, κατάφερε τελικά να απαλλαγεί απ' αυτό. Τη στιγμή που το πέταξε μακριά της, αποπάτησε λερώνοντας τα πόδια της. Ύστερα, γρυλίζοντας προς τη μισητή συντροφιά των γυναικών απέναντί της, άρχισε να πηγαινοέρχεται πλάι στον τοίχο, πίσω μπρος, πίσω μπρος, με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα, λες και προσπαθούσε να βρει τρόπο να το σκάσει.
   Η Χοσέφα την παρακολουθούσε με προσοχή. Την είδε να σηκώνει τα χέρια της και να τα περιεργάζεται, σαν να ήθελε να καταλάβει τι της είχε συμβεί, πού είχαν εξαφανιστεί τα νύχια της. Αυτό έδειχνε πως είχε περισσότερο μυαλό από ένα ζώο, σκέφτηκε η Χοσέφα. Πρόσεξε ακόμα, όταν έφερε κουβά και σφουγγαρόπανο για να καθαρίσει το πάτωμα, πως οι ακαθαρσίες του παιδιού δε βρομούσαν αηδιαστικά, όπως των ανθρώπων, αλλά είχαν την αθώα μυρωδιά των στάβλων και των μαντριών.

   "Έχω δει λυκοφωλιά", είπε η σορ Μπλάντσα. "Όταν ήμουν μικρή, ακολουθούσα συχνά τα αδέρφια μου στα κυνήγια. Κάποτε ξεκίνησαν να πιάσουν ένα λύκο που έκλεβε τα πρόβατά μας. Τον σκοτώσαμε κι ύστερα είδαμε τα μικρά του στο βάθος της φωλιάς. Ήταν πεντακάθαρα εκεί μέσα. Δεν υπήρχε ίχνος βρόμας".
   "Τι θέλεις να πεις, αδελφή;" ρώτησε η ηγουμένη. Το παιδί βρισκόταν κοντά τους τώρα εδώ και μία εβδομάδα. Οι καλόγριες κουβέντιαζαν καθισμένες γύρω από το τραπέζι κατά σειρά ιεραρχίας.
   "Στην είσοδο υπήρχαν βέβαια τα απομεινάρια των ζώων που είχε φάει", εξήγησε η σορ Μπλάντσα, "αλλά μέσα στη σπηλιά δεν υπήρχε τίποτα, ούτε ένα κόκαλο ούτε ένα κομματάκι κρέας. Η λύκαινα είχε καθαρίσει ακόμα και τις ακαθαρσίες των μικρών. Εκεί μέσα μύριζε σαν καθαρό και συγυρισμένο σπιτάκι σκύλου. Μια χαρά".
   "Τι εννοείς, αδελφή;"
   "Λένε πως αυτό το κορίτσι μεγάλωσε κοντά στους λύκους. Αν είναι έτσι, τότε θα 'χει διδαχτεί κάποιους στοιχειώδεις κανόνες καθαριότητας. Ας του δώσουμε τη δυνατότητα να θάβει τις ακαθαρσίες του και βλέπουμε".
   "Ένα δοχείο με χώμα; Αυτό εννοείς;"
   "Και θα δούμε τι θα γίνει. Δεν μπορεί να σταθεί όρθιο και να μάθει να φοράει ρούχα και να μιλάει από τη μια στιγμή στην άλλη. Αλλά να σκεπάζει με χώμα τις ίδιες του τις ακαθαρσίες..."
   "Χοσέφα", είπε η σορ Αγκνέτε και η κοπέλα τινάχτηκε τρομαγμένη -δεν περίμενε να της μιλήσουν, να απευθύνουν το λόγο σ' αυτήν που ήταν η πιο μικρή και η πιο νέα ανάμεσά τους. "Έχεις περάσει πολλές ώρες με το παιδί. Τι γνώμη έχεις;" Κι επειδή η Χοσέφα κοκκίνισε κι άρχισε να τραυλίζει, η σορ Αγκνέτε πρόσθεσε. "Όποιες παρατηρήσεις κι αν είχες την ευκαιρία να κάνεις, θα 'ναι σίγουρα πολύτιμες".
   "Είναι δυστυχισμένη", είπε η Χοσέφα.
   "Δυστυχισμένη;" απόρησε η σορ Αγκνέτε. "Δε σε ρώτησα αν είναι ή όχι..."
   Η ηγουμένη όμως ακούμπησε απαλά το χέρι της στο μανίκι της σορ Αγκνέτε. "Για πες μας τι ακριβώς εννοούσες, Χοσέφα".
   "Δεν είναι δυστυχισμένη όπως νιώθουμε εμείς τη δυστυχία ίσως", είπε η Χοσέφα. "Δεν είναι δυστυχισμένη με το μυαλό της. Είναι δυστυχισμένη με το κορμί της, λες και κάτι της τρώει τις σάρκες. Μας μισεί· μισεί το κλουβί, τη φυλακή. Λαχταράει το τρέξιμο, λαχταράει την ελευθερία της. Δε νομίζω πως έχουμε τρόπο να την πιέσουμε, να την αναγκάσουμε να μάθει όσα θέλουμε να μάθει -μόνο το κρέας. Πεινάει διαρκώς κι αν μπορούσαμε, αν είχαμε την απαραίτητη σκληρότητα, θα την καταφέρναμε ίσως να μάθει δυο τρία πράγματα".
   "Τη σκληρότητα;"
   "Να της στερήσουμε το φαγητό. Να μην της δίνουμε το κρέας παρά μόνο όταν κάνει αυτό που της ζητάμε".
   "Δεν ξέρω τι περιθώρια έχουμε", μπήκε στη μέση η σορ Μπλάντσα. "Αν δεν υποχωρήσει και μείνει νηστική, μπορεί και να πεθάνει στα χέρια μας. Κοντεύει ήδη να πεθάνει από την πείνα".
   "Έχουμε άλλη λύση;" ρώτησε η ηγουμένη.
   Καμιά δεν απάντησε. Καμιά δεν είχε να προτείνει κάτι άλλο.
   "Ας δοκιμάσουμε τότε το δοχείο με το χώμα και ας επιχειρήσουμε να της δίνουμε το κρέας της μόνο όταν θα φοράει την πουκαμίσα της. Το σίγουρο είναι πως δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε στον καρδινάλιο ένα θεόγυμνο κορίτσι. Κάτι πρέπει να φοράει πάνω της".
   "Αγία μητέρα", είπε διστακτικά η Χοσέφα.
   "Ναι, παιδί μου;"
   "Νομίζω πως θα 'πρεπε να της μιλάμε λίγο περισσότερο. Όποια από μας βρίσκεται κοντά της. Να της μιλάει. Για όλα εκτός..."
   "Τι νόημα έχει να μιλάμε σ' ένα πλάσμα που δεν καταλαβαίνει απολύτως τίποτα;" ρώτησε η σορ Χουάνα.
   "Έτσι αρχίζουν να νιώθουν την αγάπη τα μωρά, έτσι καταλαβαίνουν πως τα αγαπούν", απάντησε η Χοσέφα. "Η μητέρα τραγουδάει και μιλάει τρυφερά, γλυκά στο μωρό της από την πρώτη στιγμή που έρχεται στον κόσμο. Δεν περιμένει να μεγαλώσει πρώτα το παιδί της για να την καταλαβαίνει".
   "Αναλάβαμε ν' αγαπήσουμε αυτό το πλάσμα; Να του δείξουμε αγάπη;" αναρωτήθηκε η ηγουμένη. "Μπορεί. Μπορεί να 'ταν αυτό που συμφωνήσαμε όταν συμφωνήσαμε να τη διδάξουμε. Ο Θεός ας μας βοηθήσει. Και αν είναι να υπηρετήσουμε έτσι τη δόξα Του, τότε Εκείνος θα μας δείξει σίγουρα τον τρόπο. Ας αρχίσουμε να της μιλάμε".

   [...] Η σορ Μπλάντσα είχε δίκιο. Οι λύκοι ήταν καθαρά ζώα. Αμέσως μόλις έβαλαν μέσα στο μαντρί ένα καφάσι με φρέσκο χώμα, το παιδί άρχισε να αποπατεί μόνο εκεί μέσα και να σκεπάζει κατευθείαν τις ακαθαρσίες του. Η σορ Μπλάντσα και η Χοσέφα πρόσεξαν πως δεν της άρεσε να βρέχει το πάτωμα -γιατί δεν πήγαινε στο καφάσι γι' αυτήν τη δουλειά. Πριν αφήσει το κάτουρο να τρέξει ανάμεσα στα πόδια της, έξυνε πάντα την πόρτα και κλαψούριζε σαν να 'θελε να βγει έξω. Της πέρασαν ένα λουρί στη μέση και την έδεσαν με σχοινί για να της ανοίγουν την πόρτα και να την αφήνουν να βγαίνει έξω εκείνες τις στιγμές. Κρυβόταν στις τσουκνίδες για να κάνει την ανάγκη της, αδιαφορώντας για τις κοκκινίλες που άφηναν τα αγκάθια στα πισινά της. 
   Με την πουκαμίσα όμως δεν έγινε τίποτα. Κάθε μέρα ο ίδιος πάντα τρομερός σαματάς, η ίδια πάντα αξεπέραστη δυσκολία. Το παιδί αρνιόταν να φορέσει την πουκαμίσα, λες και το ρούχο ήταν ο ίδιος ο θάνατος. Κάθε μέρα, σαν πλησίαζε η ώρα του βραδινού φαγητού, δυο τρεις καλόγριες έρχονταν στο μαντρί να βοηθήσουν τη Χοσέφα. Έπιαναν όλες μαζί το παιδί, που πάγωνε από τρόμο και μίσος, και του φορούσαν με το ζόρι ένα από τα χοντρά λινά πουκάμισα που του έραβε κάθε μέρα από την αρχή η σορ Βερενίκη. Όταν το ρούχο περνούσε πάνω από το κεφάλι και τους ώμους του παιδιού, η Χοσέφα παρουσίαζε αμέσως το πιάτο με το ωμό κρέας -η ηγουμένη είχε συμφωνήσει με τους βοσκούς από τις κοντινές στάνες να της φέρνουν ταχτικά σφαγμένα αρνιά. Το παιδί, ξετρελαμένο από την πείνα, έπεφτε στα τέσσερα ξεχνώντας την πουκαμίσα και ορμούσε στο φαγητό. Έχωνε το πρόσωπό του στο πιάτο κι έχαφτε με μεγάλες μπουκιές το κρέας, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι του και καταπίνοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Σπασμωδικές κινήσεις συγκλόνιζαν ολόκληρο το κορμί της. Όταν το πιάτο άδειαζε, ξέσκιζε το ρούχο της και κουλουριαζόταν γυμνή στο άχυρο. Την έπαιρνε αμέσως ο ύπνος. Παρ' όλα αυτά, όσο βαθύς κι αν έμοιαζε αυτός ο ύπνος, η μικρή ξυπνούσε στην παραμικρή κίνηση προς το μέρος της, κοίταζε γύρω της με μάτια θυμωμένα και απειλητικά κι άρχιζε να γρυλίζει σιγανά.
   Η σορ Βερενίκη μηχανεύτηκε κι έραψε μια πουκαμίσα από χοντρή λινάτσα που έκλεινε με πέτσινα λουριά. Το παιδί δυσκολεύτηκε να τη βγάλει. Το πρωί ωστόσο τα είχε καταφέρει. Κάθε πρωί, όταν η Χοσέφα διέσχιζε την αυλή και άνοιγε την πόρτα της σκήτης, έβρισκε το κορίτσι γυμνό πάνω στα άχυρα. Η Χοσέφα την έβλεπε όλο και πιο αδύνατη αλλά δεν τολμούσε να σπάσει τη σχέση ντυσίματος και τροφής, δίνοντάς της έστω και μια μπουκιά κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το καχεκτικό και αδύναμο παρουσιαστικό της Αμάρα τη στενοχωρούσε και προσπάθησε να ανακατέψει κι άλλα πράγματα με το κρέας της -ρίζες από λαχανικά, ψίχουλα ψωμιού. Η μικρή όμως με μια μυστηριώδη επιδεξιότητα ξεχώριζε το κρέας κι έτρωγε μόνο αυτό, αφήνοντας τις υπόλοιπες υγιεινές τροφές μέσα στο πιάτο της.
   Η Χοσέφα κράτησε το λόγο της και μιλούσε στο κορίτσι. Μιλούσε ασταμάτητα, ώρες ολόκληρες, αποκαλώντας τη με το όνομά της: Αμάρα. Της μιλούσε για τη Μαργκαλίδα. Της έλεγε ότι ήταν σίγουρη πως ο πατέρας της το είχε μετανιώσει που είχε αφήσει την κόρη του να φύγει. Της μετέφερε τα αθώα κουτσομπολιά της κουζίνας και του κήπου της μονής. Της εξιστορούσε τα παραμύθια και τους θρύλους που είχε ακούσει από τη μάνα της χρόνια πριν. Κρατήθηκε μακριά από τους βίους των αγίων, μην τυχόν αναφέρει και τον Θεό από απροσεξία. Και ώσπου να βγει το καλοκαίρι, είχε πείσει τον εαυτό της ότι η καθημερινή μάχη για το ντύσιμο είχε γίνει λιγότερο έντονη κι απελπισμένη· κι ότι η Αμάρα άκουγε τα κύματα της ομιλίας της -όχι ίσως όπως θα την άκουγε ένα παιδί, αυτό έπρεπε να το παραδεχτεί· αλλά σαν το σκυλί που ακούει τη φωνή του αφέντη του. [...]

   Η Χοσέφα ανησύχησε όταν την κάλεσαν να μιλήσει στην ηγουμένη και τη σορ Αγκνέτε. "Έκανα τίποτα κακό, αγία μητέρα;" ρώτησε.
   "Κάθε άλλο, παιδί μου", αποκρίθηκε η ηγουμένη. "Θέλουμε μόνο να σε ρωτήσουμε κάτι. Όταν έπλυνες και περιποιήθηκες το κορίτσι, βρήκες αίματα;" 
   "Βρίσκω συχνά αίματα, αγία μητέρα", απάντησε η Χοσέφα. "Μοιάζει σαν να μη νιώθει τον πόνο. Διαρκώς κόβεται και γρατσουνίζεται σ' όλο της το κορμί". 
   "Εννοούμε αίμα απ' αυτό που έχουν οι γυναίκες κάθε μήνα", είπε η σορ Αγκνέτε.
   Η Χοσέφα τις κοίταξε σαστισμένη. "Μα... είναι πολύ μικρή", είπε.
   "Το ίδιο σκεφτήκαμε κι εμείς", είπε η ηγουμένη, "αλλά δεν είμαστε σίγουρες".
   "Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε", μπήκε στη μέση η σορ Αγκνέτε. "Την έπλυνες, Χοσέφα, από τότε που μας την έφεραν πίσω;"
   "Όχι, σορ Αγκνέτε. Μου φάνηκε πως θα ήταν καλύτερα να την αφήσω λιγάκι στην ησυχία της. Σιχαίνεται το νερό ενώ ήταν έτσι κι αλλιώς ανάστατη όταν ήρθε".
   "Θα σε βοηθήσω να την πλύνουμε όταν τη δεις να συνέρχεται λιγάκι", είπε η σορ Αγκνέτε.
   Βρήκαν αίμα. Βρήκαν και πληγές. Μα και τίποτα να μην έβρισκαν, η Χοσέφα θα το μάντευε πως κάτι τρομερό είχε συμβεί στο παιδί κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Γιατί για πρώτη φορά έδειχνε τρομοκρατημένη, για πρώτη φορά έδειχνε πρόθυμη να δεχτεί τις φροντίδες τους, λες και είχε μάθει να ξεχωρίζει τους μισητούς ανθρώπους σε εχθρούς και σε φίλους. Το επόμενο βράδυ μάλιστα, η Χοσέφα τη βρήκε να προσπαθεί να φορέσει από μόνη της τα σχισμένα κουρέλια της πουκαμίσας της· σαν να ήθελε να αποφύγει την καθημερινή μάχη για το ντύσιμό της. Δεν τα κατάφερε.
   Έπειτα, αμέσως σχεδόν, το παιδί αρρώστησε. Για πρώτη φορά, από τότε που την ήξερε η Χοσέφα, έχασε την όρεξή του. Έφτασε στο σημείο να αφήνει το ωμό κρέας απείραχτο στο πιάτο της. Οι μύγες μαζεύονταν πάνω στο μαυρισμένο κρέας, ζουζούνιζαν μέσα στο ισόγειο του πύργου κι έκοβαν βόλτες ανενόχλητες ακόμα και πάνω στο πρόσωπο της μικρής. Οι σγουρές μαύρες μπούκλες που είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν στο κεφάλι της, κολλούσαν στο μέτωπό της ιδρωμένες. Οι καλόγριες την πήραν από τη σκήτη που ήταν το σπίτι της τόσο καιρό και την πήγαν στο μικρό αναρρωτήριο της μονής. Η σορ Μπλάντσα έβρασε βότανα για τον πυρετό μα η μικρή αρνήθηκε να πιει. Το κορμί της γέμισε πληγές ενώ μικρές φλύκταινες παρουσιάστηκαν στις άκρες των χειλιών της. Το κορίτσι χτυπιόταν και έκλαιγε μέρα και νύχτα, τρίβοντας τις πληγές του, ώσπου μάτωναν κι έσταζαν πύο. Η Χοσέφα καθόταν πλάι της, αλείφοντας τις πληγές προσεχτικά μ' ένα κατάπλασμα που είχε ετοιμάσει η σορ Μπλάντσα. Οι πληγές στα γόνατα, στους αγκώνες και στις αρθρώσεις των δακτύλων της, εκεί που το δέρμα είχε σκληρύνει από το περπάτημα στα τέσσερα, ήταν οι χειρότερες. Δεν άντεχε ούτε το βάρος της κουβέρτας, μόνο ένα ελαφρύ, απαλό σεντόνι. Έδειχνε πως δεν ένιωθε το κρύο αλλά η σορ Μπλάντσα δεν ήθελε να την αφήνει ξεσκέπαστη με τον πυρετό, παρόλο που το αναρρωτήριο ήταν το μόνο δωμάτιο της μονής που είχε ζέστη αυτή την εποχή του χρόνου. Τη σκέπαζαν, λοιπόν, με τα καλύτερα σεντόνια τους κι αδιαμαρτύρητα τα 'πλεναν και τα ξανάπλεναν από το αίμα και το πύο των πληγών της. Οι μέρες περνούσαν και το παιδί δεν είχε πια δύναμη ούτε το σεντόνι να πετάξει από πάνω του ούτε το κεφάλι του να σηκώσει για να δροσιστεί. Η σορ Μπλάντσα είχε αρχίσει να φοβάται πως θα πέθαινε.
   Η ηγουμένη μήνυσε στον Σεβέρο. Του έγραψε για την αρρώστια του παιδιού χωρίς να αναφέρει τίποτα για την απόδρασή του, αφού τα δύο αυτά ζητήματα δεν ήταν υποχρεωτικά αλληλένδετα και δεν έβλεπε το λόγο να το κάνει. Ο Σεβέρο έστειλε γιατρό. Διάλεξε έναν από τους καλύτερους, έναν προσήλυτο -έναν από τους κονβέρσος, τους Εβραίους που είχαν ασπαστεί το Χριστιανισμό καμιά τριανταριά χρόνια νωρίτερα για να σωθούν από τη μανία της Ιεράς Εξέτασης στο νησί. Ο άνθρωπος αυτός δεν είχε την άδεια να ασκεί το επάγγελμα του γιατρού αλλά οι άρρωστοι δεν έχουν προκαταλήψεις, δεν έχουν ενδοιασμούς· έχουν μονάχα ανάγκη από βοήθεια. Οι κονβέρσος, το ήξεραν όλοι αυτό, ήταν καλύτεροι γιατροί από τους Χριστιανούς, που έδειχναν μάλλον πρόθυμοι να συμβιβαστούν με την αρρώστια και να υποταχτούν στο θέλημα του Θεού. Ο Σεβέρο δεν είπε τίποτα στο γιατρό για τον ασθενή που τον περίμενε στη Σάντα Κλάρα. Τον παρακάλεσε μονάχα να ξεκινήσει αμέσως για τη μονή και να σώσει το παιδί, αν μπορούσε. 
   Μελχόρ Φορτέσα τον έλεγαν τον γιατρό κι ήταν γέρος. Το ταξίδι ως τη Σάντα Κλάρα ήταν γι' αυτόν σωστή δοκιμασία. Η θέση των ανθρώπων της τάξης του ήταν πάντα επισφαλής στο νησί και δεν είχε τα περιθώρια να αρνηθεί στον ίδιο τον πρίγκιπα - καρδινάλιο ή να αργοπορήσει στην εκτέλεση της αποστολής του. Ο Μελχόρ πέρασε καβάλα στο άλογό του τα βουνά και φτάνοντας δεν έμεινε στον ξενώνα της μονής παρά μόνο όσο χρειαζόταν για να τινάξει από πάνω του τη σκόνη του δρόμου. Αμέσως μετά ζήτησε να δει το άρρωστο παιδί.
   Το θέαμα που αντίκρισε, μπαίνοντας στο αναρρωτήριο, ήταν παράξενο. Μια νεαρή καλόγρια, άσχημη, με μεγάλα χέρια, ήταν σκυμμένη πάνω από το κρεβάτι. Μια έκφραση τρυφερότητας και αυτοσυγκέντρωσης φώτιζε τα χαρακτηριστικά της, καθώς άπλωνε με προσοχή την αλοιφή που κρατούσε. Η μικρή άρρωστη, παραμορφωμένη από τρομερές ανοιχτές πληγές, ήταν ξαπλωμένη σε αλλόκοτη στάση. Το κορμί της ήταν διπλωμένο περίεργα κι έμοιαζε να έχει φτάσει στα έσχατα όρια της αδυναμίας και της εξάντλησης. Ο γιατρός ανασκουμπώθηκε και την εξέτασε. Ανασήκωσε τα κλειστά της βλέφαρα και προσπάθησε να ισιώσει τους λυγισμένους γοφούς της. Η Χοσέφα και η σορ Ευλαλία τον παρακολουθούσαν.
   "Υπάρχει μια πολύ σοβαρή αγκύλωση", είπε. "Πόσο καιρό βρίσκεται σ' αυτήν την κατάσταση;"
   "Ήταν έτσι πριν αρρωστήσει", είπε η Χοσέφα. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο πρόσωπο του γιατρού. Ήταν πολύ γέρος, είχε άσπρα μακριά μαλλιά που πετούσαν τούφες τούφες γύρω από το χλομό ρυτιδιασμένο πρόσωπό του. Τα γένια του, κάτασπρα κι αυτά, κατέβαιναν μέχρι το στήθος του. Της Χοσέφα της φάνηκε καλός κι ευγενικός άνθρωπος και η καρδιά της καιγόταν από την οδυνηρή ελπίδα της απόγνωσης πως ίσως μπορούσε να βοηθήσει.
   "Αναρωτιέμαι τι προκάλεσε αυτήν την ακαμψία..." είπε αγγίζοντας με τα μακριά αλύγιστα δάχτυλά του τα αδύνατα κοκαλιάρικα πόδια του παιδιού. "Είναι εκ γενετής;"
   "Δεν ξέρουμε", απάντησε η σορ Ευλαλία. "Πάντως έτσι ήταν από τότε που μας την έφεραν".
   "Και κόντευε από τότε να πεθάνει της πείνας;" ρώτησε ο γέρος. "Πώς είναι δυνατόν; Πώς είναι δυνατό να με καλούν να δω έναν άρρωστο στο μοναστήρι, στον οίκο του Θεού, και να τον βρίσκω μισοπεθαμένο της πείνας;" 
   "Δυσκολευόμαστε πολύ να της δώσουμε να φάει, γιατρέ", είπε η Χοσέφα. "Αρνείται τα πάντα· μόνο ωμό κρέας βάζει στο στόμα της. Δοκιμάσαμε τα πάντα, ό,τι περνούσε από το μυαλό μας, χωρίς επιτυχία".
   "Παράξενο", μουρμούρισε ο γιατρός. "Και τώρα σας παρακαλώ να βγείτε έξω για να την εξετάσω ιδιατέρως".
   Μόλις έμεινε μόνος στο ασβεστωμένο θολωτό δωμάτιο που μύριζε βότανα και αρρώστια, πήρε στα χέρια του το βαζάκι με την αλοιφή και το έφερε στη μύτη του. Έπειτα προσπάθησε πάλι να ισιώσει τα λυγισμένα πόδια της μικρής. Μ' ένα λυγμό άνοιξε εκείνη τα μάτια της κι όταν τον είδε, πανικοβλήθηκε. Ο γιατρός συνοφρυώθηκε: τούτη η υπόθεση ήταν απ' την αρχή ως το τέλος ένα μυστήριο.
   Αργότερα παρουσιάστηκε στην ηγουμένη. Η σορ Αγκνέτε, το στήριγμα και τα μάτια της ηλικιωμένης γυναίκας, ήταν όπως πάντα μαζί της.
   "Ομολογώ πως τα 'χω χαμένα", είπε ο γιατρός. "Θα σας δώσω μερικές συμβουλές αλλά δεν είμαι σίγουρος για την αποτελεσματικότητά τους. Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τέτοια κατάσταση. Μπορείτε να μου δώσετε περισσότερες πληροφορίες για το κορίτσι;"
   "Ήρθε σε μας έτσι όπως τη βλέπετε. Ο καρδινάλιος ανέλαβε το ρόλο του προστάτη της και την έφερε σ' εμάς να τη φροντίσουμε. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Η σορ Μπλάντσα έφτιαξε φάρμακα από βότανα..."
   "Μπορώ να μιλήσω στη σορ Μπλάντσα;"
   Η σορ Μπλάντσα ήρθε αμέσως κι έδωσε λεπτομερή αναφορά στο γιατρό για τα αφεψήματα και τα καταπλάσματα που είχε φτιάξει για τη μικρή άρρωστη.
   "Εντάξει", είπε τέλος ο Μελχόρ. "Κάνατε το καλύτερο αλλά η πηγή της αρρώστιας δε βρίσκεται εκεί που εκδηλώνεται η αρρώστια. Προσπαθείτε να θεραπεύσετε αυτό που έχει στο δέρμα της αλλά οι φλύκταινες δεν είναι αποτέλεσμα μιας δερματικής πάθησης. Οι πληγές αυτές άνοιξαν επειδή κοντεύει να πεθάνει της πείνας. Αν δε βρούμε τρόπο να τη θρέψουμε όπως πρέπει, πολύ σύντομα θα πεθάνει".
   "Δοκιμάσαμε τα πάντα εκτός από τη σωματική βία", είπε η σορ Μπλάντσα. "Δεν καταφέραμε τίποτα".
   "Θα προσπαθήσετε να της δώσετε γάλα με μέλι", είπε ο ηλικιωμένος άντρας. "Λίγο μέλι, όχι πολύ. Σιγά σιγά θα προσθέσετε και λίγο αλεύρι, ώσπου να γίνει ένας αραιός χυλός".
   "Θα προσπαθήσουμε, κύριε, αλλά φοβάμαι πως δε θα πετύχουμε τίποτα".
   "Θα σας δώσω κάτι που θα το βάζετε μέσα στο γάλα", είπε ο Μελχόρ. "Είναι ένα δυνατό ελιξήριο. Αν την καταφέρετε να βάλει έστω και λίγες σταγόνες στο στόμα της, θα ζητήσει από μόνη της κι άλλο. Θα το θέλει και θα το ζητάει διαρκώς κι έτσι θ' αρχίσει να πίνει και να τρώει".
   "Και μετά;" ρώτησε η σορ Μπλάντσα. "Όταν το ελιξήριο μάς τελειώσει; Τι θα κάνουμε μετά;"
   Η καλόγρια που του μιλούσε, δεν ήταν άπραγη. Ήξερε τον κόσμο και τη ζωή - ήξερε αρκετά, ώστε να φοβάται να ακολουθήσει τη συμβουλή του.
   "Μετά θα περάσει μερικές δύσκολες μέρες, αυτό είναι το πρόβλημα με τα ελιξήρια. Αλλά θα πρέπει να το διακινδυνεύσουμε, γιατί αν δε φάει το παιδί, θα πεθάνει. Και τώρα ακούστε τι θα σας πω για την αγκύλωση του ισχίου. Αν μείνει έτσι, δε θα μπορέσει ποτέ στη ζωή της να περπατήσει. Δε θα μπορεί καν να κάθεται φυσιολογικά. Ποιος τη φροντίζει;"
   "Αρκετές από μας", απάντησε η σορ Αγκνέτε. "Κυρίως όμως η σορ Μπλάντσα και η νεαρή δόκιμη, η Χοσέφα".
   Ο Μελχόρ έριξε μια ματιά στη σορ Μπλάντσα, είδε τα παραμορφωμένα από τα αρθριτικά χέρια της και είπε ότι θα προτιμούσε να εκπαιδεύσει τη δόκιμη. Ύστερα συμβούλεψε τη σορ Μπλάντσα να βουτάει τα χέρια της σε λιωμένο ζεστό κερί δυο τρεις φορές την εβδομάδα και να το αφήνει να κρυώνει πάνω στα δάχτυλά της, για να μαλακώσει τον πόνο και την ακαμψία στις αρθρώσεις της. Κι έπειτα, για δεύτερη φορά μέσα σ' ένα μήνα, η ηγουμένη ήρθε αντιμέτωπη με το αίτημα ενός λαϊκού να της μιλήσει ιδιαιτέρως. Το κάθισμά της τοποθετήθηκε πάλι στη μέση του κήπου και η αγία μητέρα κάθισε έτοιμη να ακούσει όσα είχε να της πει ο γιατρός.
   "Ο γιατρός, αγία ηγουμένη, δεν μπορεί να κάνει τη δουλειά του όταν δεν του λένε την αλήθεια", είπε.
   "Το παιδί αυτό ήταν τρομερά παραμελημένο και το ότι ζει είναι ένα θαύμα", απάντησε η ηγουμένη. "Καθήκον μας είναι να το φροντίσουμε, να το περιποιηθούμε και να του μάθουμε ό,τι περισσότερο μπορούμε".
   "Την αναλάβατε πριν από λίγους μήνες, αν δεν κάνω λάθος".
   "Ναι".
   "Κακοποιήθηκε άσχημα και μάλιστα πρόσφατα".
   "Δραπέτευσε. Μας την έφεραν πίσω στην κατάσταση που είδατε".
   "Μιλούσε; Περπατούσε πριν δραπετεύσει;"
   "Όχι. Ούτε το ένα ούτε το άλλο".
   "Στην ηλικία της και δεν ήξερε ούτε να περπατάει ούτε να μιλάει;"
   Η ηγουμένη δεν έχασε την ευκαιρία. "Πόσων χρονών νομίζετε ότι είναι;" ρώτησε.
   "Κάπου ανάμεσα στα έντεκα και τα δεκατρία", αποκρίθηκε ο γιατρός.
   "Αποκλείεται... Δεν είναι..." Συγκρατώντας τελικά τον εαυτό της κατάφερε να πει με ύφος στενοχωρημένο. "Οι άντρες που τη βρήκαν και μας την έφεραν μου είπαν να 'χω το νου μου μήπως είναι έγκυος. Εγώ έδιωξα τη σκέψη απ' το μυαλό μου, γιατί τη θεώρησα πολύ μικρή για κάτι τέτοιο".
   "Είναι μάλλον απίθανο, στην περίπτωση ενός κοριτσιού τόσο καχεκτικού και υποσιτισμένου", είπε ο γιατρός. "Η Φύση προστατεύει συνήθως τα πλάσματα που μειονεκτούν".
   "Θα έλεγα πως τα προστατεύει ο Θεός", τον επέπληξε η ηγουμένη.
   "Φαίνεται ωστόσο πως στην περίπτωσή της ούτε ο Θεός ούτε η Φύση φάνηκαν αρκετά προσεκτικοί", απάντησε εκείνος. "Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω ξαναδεί παιδί σε τέτοιο χάλι. Τώρα θα βασιστούμε στην επιμονή και το ζήλο της καλής σας δόκιμης και πιστεύω πως θα έχουμε κάποια βελτίωση. Το πόσο δεν μπορώ να το ξέρω. Εξαρτάται από την εξυπνάδα που θα δείξει το ίδιο το κορίτσι. Μπορεί να τα καταφέρει να αντιδράσει. Πρέπει να το ελπίζουμε".

   H Χοσέφα είχε πιστέψει πως το παιδί θα πέθαινε και η σκέψη αυτή την είχε συγκλονίσει, λες και ήταν το πιο τρομερό πράγμα στον κόσμο. Το παιδί ήταν απωθητικό, σύμφωνοι. Τρομακτικό. Η φροντίδα του ήταν μια αλυσίδα από αηδιαστικά και δυσάρεστα καθήκοντα, μια αποθαρρυντική αγγαρεία που είχε πέσει στους δικούς της ώμους ενώ οι άλλες αδελφές συνέχιζαν να ζουν τη γαλήνη και την ηρεμία της απόκοσμης καθημερινότητάς τους. Είναι δύσκολο να ανέχεσαι το μίσος του άλλου. Είναι δύσκολο να προσπαθείς διαρκώς να πλησιάσεις ένα πλάσμα που δειλιάζει κι απομακρύνεται. Να μιλάς σ' ένα πλάσμα που ποτέ δε σου απαντάει. Να δείχνεις καλοσύνη και στοργή και να παίρνεις σε αντάλλαγμα μονάχα γρυλίσματα, δαγκωνιές και γρατσουνιές. Να συντροφεύεις ένα δυστυχισμένο πλάσμα που μόνο ένα έχει στο μυαλό του: να φύγει. Ο οίκτος δεν αντέχει σε τόσες δοκιμασίες, ακόμα κι ο απέραντος οίκτος που ένιωθε η Χοσέφα. Το παιδί όμως την είχε ανάγκη με τον απλό και απόλυτο τρόπο που οι άνθρωποι έχουν ανάγκη την τροφή τους για να ζήσουν. Αφού δεν έτρωγε παρά μόνο κρέας κι αφού μόνο η Χοσέφα μπορούσε να το ετοιμάσει, τη χρειαζόταν. Τη χρειαζόταν όπως το μωρό χρειάζεται το στήθος της μάνας του. Μα δεν τη χρειαζόταν μονάχα το παιδί αλλά και το μοναστήρι ολόκληρο. Το παιδί έτρωγε μόνο κρέας και για να μπορέσει το μοναστήρι να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον καρδινάλιο, η Χοσέφα ήταν απαραίτητη. Παρ' όλη τη μετριοφροσύνη της, καταλάβαινε πολύ καλά τη σπουδαιότητα που είχε αποκτήσει.
   Μια παράξενη συγκίνηση δένει το αδύναμο, το αβοήθητο πλάσμα με τον άνθρωπο που το προστατεύει και το προσέχει. Είναι δεσμά παράξενα, δυνατά σαν σίδερο. Η Χοσέφα δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το μυαλό της από την Αμάρα. Μέρα και νύχτα δε σκεφτόταν τίποτε άλλο, μόνο την Αμάρα. Όταν πήγαινε στη λειτουργία, όταν την έστελναν να κάνει κάποια άλλη δουλειά, όταν έλειπε για καμιά ώρα, η καρδιά της ήταν γεμάτη φόβο κι ένιωθε έντονη την ανάγκη να γυρίσει· σαν τη γυναίκα που αφήνει το μωρό της στην άκρη του χωραφιού και τρέχοντας πάει κι έρχεται να τελειώσει τη δουλειά της. Η Χοσέφα είχε μεγαλώσει τα αδέρφια της. Κι εκείνα τη χρειάζονταν κατά κάποιον τρόπο αλλά τα αγόρια μπορούσαν να περπατήσουν, να μιλήσουν, να ζητήσουν ό,τι ήθελαν. Ήταν αλλιώς. Τώρα πια μπορούσε να καταλάβει τα φερσίματα του παιδιού, γιατί το είχε παρακολουθήσει ώρες ολόκληρες, μέρες ολόκληρες· γιατί το είχε παιδέψει στο μυαλό της, το είχε σκεφτεί με κάθε δυνατό τρόπο. Οι άλλες μοναχές, το ένιωθε στα κόκαλά της, τα 'χαν παρατήσει. Λέξη δεν είχε ειπωθεί, καμιά τους δεν είχε ξεστομίσει το παραμικρό αλλά η Χοσέφα το ένιωθε: είχαν εγκαταλείψει τη μάχη, είχαν απελπιστεί. Κι όσο αποκαρδιώνονταν εκείνες, όσο έστρεφαν την προσοχή τους σε άλλα πράγματα τόσο επέμενε η Χοσέφα, τόσο πείσμωνε, τόσο έσφιγγε τα δόντια και συνέχιζε με πάθος. Όχι, δε θα τα παρατούσε ποτέ, δε θα εγκατέλειπε ποτέ την προσπάθεια. Το παιδί θα ζούσε, το παιδί θα περπατούσε, το παιδί θα μιλούσε. Αλλιώς αυτή, η Χοσέφα, θα έδινε και τη ζωή της ακόμα πασχίζοντας να το σώσει.
   "Αν δεν πετύχει, η καρδιά της θα ραγίσει", είπε η σορ Λουτσία στη σορ Μπλάντσα, κοιτάζοντας τη Χοσέφα που κουβαλούσε ζεστό νερό από τη θερμάστρα στο αναρρωτήριο. Η Χοσέφα δε σκεφτόταν την επιτυχία ή την αποτυχία. Αν έπρεπε να δώσει ένα όνομα σ' αυτό που ένιωθε -ένα ορμητικό ανακάτεμα ενθουσιασμού και αποστροφής- θα έλεγε πως ήταν η αφοσίωσή της στο καθήκον. Θα το αποκαλούσε ίσως ελπίδα αλλά δε θα περνούσε καν από το μυαλό της να το ονομάσει αγάπη.
   Μετά την επίσκεψη του Μελχόρ, είχαν τουλάχιστον στα χέρια τους κάποιες οδηγίες και μπορούσαν να τις ακολουθήσουν κατά γράμμα. Η σορ Μπλάντσα έδωσε στο κορίτσι λίγες γουλιές γάλα με τρεις σταγόνες από το ελιξήριο που της είχε αφήσει. Το είχε γλυκάνει με μέλι. Όταν ανέβαινε ο πυρετός, τής έδιναν και νερό. Η Χοσέφα είχε ήδη αρχίσει να κάνει τις μαλάξεις, όπως της είχε δείξει ο γιατρός. Εφτά φορές την ημέρα, στα χέρια και τα πόδια, της είχε πει και η Χοσέφα μετρούσε τις φορές με τις λειτουργίες στο μικρό παρεκκλήσι της μονής. Την ώρα που οι αδελφές της γονάτιζαν και προσεύχονταν και υμνούσαν τον Θεό με τις πανάρχαιες ψαλμωδίες, που δόξαζαν τον Κύριο προ αμνημονεύτων ετών, εκείνη βουτούσε τα δάχτυλά της στο λάδι κι άρχιζε να τρίβει μαλακά τους γοφούς της Αμάρα. Ίσιωνε πρώτα το πόδι, όσο έπαιρνε, κι ύστερα άρχιζε να μαλάζει υπομονετικά τους μυώνες του μηρού και του ισχίου για να τους χαλαρώσει. Δουλεύοντας μιλούσε και τραγουδούσε με σιγανή φωνή στο παιδί. Πρώτα το ένα πόδι, ύστερα το άλλο, ύστερα τα χέρια. Έτριβε με τον αντίχειρά της το εσωτερικό της μικρής παλάμης κι ένα ένα δάχτυλο χωριστά, προσπαθώντας να τα λύσει, να σαλέψουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.
   Ό,τι κι αν είχε μέσα το ελιξήριο, το παιδί το ζητούσε, το ήθελε απεγνωσμένα. Έπινε με λαιμαργία το γάλα της, δεχόταν ακόμα και να της το δώσουν με το κύπελλο στα χείλια, όταν δεν είχε τη δύναμη να πέσει στα τέσσερα και να το πιει σκυμμένη πάνω από το πιάτο με τη γλώσσα της σαν το σκυλί. Άπλωνε τα χέρια της κι έφερνε το πιάτο στα χείλια της, κρατώντας το σχεδόν σαν άνθρωπος. Δεν το χόρταινε ποτέ. Παρόλο που έκλαψε κι έφτυσε δυο τρεις γουλιές, την πρώτη φορά που πρόσθεσαν λίγο αλεύρι στο πιάτο της, εξακολούθησε να το πίνει και να γλείφει το πιάτο όταν τέλειωνε. Η Χοσέφα πήρε τότε το θάρρος κι έφτιαξε μια σούπα από λαχανικά. Τα έβρασε τόσο πολύ που έγιναν σχεδόν νερό. Πρόσθεσε τρεις σταγόνες από το μπουκαλάκι του Μελχόρ και η Αμάρα την έφαγε.
   Κάπου ένα μήνα μετά την επίσκεψη του γιατρού -θα ήταν αδύνατο να πει κανείς ακριβώς πότε, ποια στιγμή- το παιδί πήρε το καλύτερο. Ο πυρετός έπεσε. Ένα χλομό δαχτυλίδι υγιούς δέρματος άρχισε να σφίγγει σιγά σιγά γύρω από τις πληγές που αργά αλλά σταθερά έκλειναν. Και μια μέρα, καθώς η Χοσέφα έμπαινε στο αναρρωτήριο από την κουζίνα, βρήκε την Αμάρα στο πάτωμα, πεσμένη στα τέσσερα, να κάνει αργά το γύρο του δωματίου. Το παιδί έτρεξε προς το μέρος της, απλώνοντας να της πάρει από τα χέρια το πιάτο που κρατούσε. Ενστικτωδώς η Χοσέφα το σήκωσε ψηλά. Η μικρή τότε στηρίχτηκε με το ένα χέρι στην άκρη του κρεβατιού τεντώνοντας το άλλο να πιάσει το πιάτο, στάθηκε στα πόδια της και όρθωσε λιγάκι το κορμί της. Στεκόταν πια σχεδόν όρθια όταν η Χοσέφα της έδωσε το πιάτο. Την ίδια στιγμή η Αμάρα ξανάπεσε στα τέσσερα, ακούμπησε το πιάτο μπροστά της και βούτηξε μέσα το πρόσωπό της. Αλλά η Χοσέφα είχε δει, είχε καταλάβει την πρόοδο κι είχε δει πως το σφίξιμο των ποδιών της μικρής δεν ήταν πια τόσο δυνατό. Οι ελπίδες της ξαναγεννήθηκαν κι άρχισε να μαλάζει με νέα ζέση τα πόδια της Αμάρα, άρχισε να της μιλάει για τον έξω κόσμο, να της λέει για περιπάτους στα δάση ή στην παραλία, για το ψωμί και τα ψάρια που θα μπορούσαν να ψωνίσουν στην αγορά.
   Κρατώντας ψηλά το πιάτο με τον ολοένα και πιο πηχτό, πιο θρεπτικό χυλό ή με το κρέας που της έδιναν μέρα παρά μέρα, η Χοσέφα κατάφερνε το παιδί να στέκεται όλο και περισσότερο όρθιο στα πόδια του για να το φτάσει. Αργότερα στεκόταν αντίκρυ της κι έκανε ένα δυο βήματα προς τα πίσω, αναγκάζοντας την Αμάρα να κάνει με τη σειρά της ένα δυο δειλά βήματα προς τα εμπρός για να τη φτάσει. Αργά, πολύ αργά, η ακαμψία των μηρών της υποχωρούσε κι όταν το 'θελε, μπορούσε πια να τεντώσει τα πόδια της. Είχε συνηθίσει στην παρουσία των ανθρώπων που έβλεπε γύρω της καθημερινά, αν κι εξακολουθούσε να αποτραβιέται στη γωνιά και να κρύβεται όταν έμπαινε κάποιος άλλος στο δωμάτιο. Έδειχνε πως είχε συμφιλιωθεί κατά κάποιον τρόπο με το ντύσιμο, προσπαθούσε μάλιστα να φορέσει και μόνη της την πουκαμίσα  όταν πεινούσε, κρατώντας την αδέξια με τα χέρια της. Οι μέρες περνούσαν όμοιες η μία με την άλλη στη Σάντα Κλάρα και τίποτα δεν άλλαζε έξω από τον αργόσυρτο χορό των εποχών. Μολονότι το παιδί προχωρούσε αργά, πολύ αργά, κανείς δεν ανησυχούσε γι' αυτό. Δεν έβλεπαν κανένα λόγο να βιαστούν, έστω κι αν η δουλειά αυτή κρατούσε μια ολόκληρη ζωή.
   Αίφνης όμως, μετά από τόσους μήνες που είχε περάσει φροντίζοντας το παιδί, η Χοσέφα αρρώστησε. [...]

   Χωρίς την παρουσία της Χοσέφα το παιδί ξανάγινε δύστροπο. Δεν ήθελε καθόλου να φορέσει ρούχα, δεν προσπαθούσε καν να περπατήσει στα δυο του πόδια, κρατούσε μούτρα, γρύλιζε και ξανάπιασε τη συνήθεια να χώνεται στις γωνιές και να κρύβεται. Η σορ Μπλάντσα δοκίμασε τότε να καλοπιάσει τη μικρή, να την καταφέρει με το καλό. Η αλήθεια όμως ήταν πως δεν το έκανε με την ψυχή της. Βιαζόταν και βαθιά μέσα της λαχταρούσε να αφήσει την Αμάρα, γιατί ανησυχούσε βαθιά για τη Χοσέφα κι ήθελε να φροντίσει και να παραχαϊδέψει εκείνην. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν η μεγάλη κούραση που είχε λυγίσει τη Χοσέφα και την είχε ρίξει σε ένα λήθαργο βαθύ την ώρα της προσευχής στο παρεκκλήσι. Η νάρκη αυτή κρατούσε πολλές μέρες τώρα και όλες οι αδελφές έκαναν βάρδιες καθισμένες ξάγρυπνες στο πλευρό της, ανήσυχες σαν την κλώσα με τα κλωσόπουλά της· της έφερναν μικρά μπουκετάκια με όμορφα αγριολούλουδα, της χάριζαν μικροπράγματα και αγωνίζονταν να κερδίσουν ένα αδύναμο έστω χαμόγελο από τα χλωμά χείλη της.
   Η Αμάρα στο μεταξύ γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Ξανάρχισε να περπατάει στα τέσσερα κι έκανε ό,τι μπορούσε για να εξαντλήσει την υπομονή όποιας καλόγριας έμενε κοντά της. Στην αρχή η σορ Μπλάντσα δεν πρόσεξε καν τους παράξενους ήχους που έβγαζε η μικρή από το στόμα της όση ώρα καθόταν μαζί της. Σαν σφύριγμα, σαν βήχας ήταν. Είχε φέρει μαζί της ξερά βότανα και τα χτυπούσε στο γουδί, στα γόνατά της, καθισμένη σε μια καρέκλα στη γωνιά του δωματίου. Το παιδί τη ζύγωσε. Κουνούσε το κεφάλι του δυνατά, λες και το είχε πιάσει φτάρνισμα. "Σσφα! Σσφα!" Σύρθηκε πιο κοντά στη σορ Μπλάντσα κι έπιασε να τραβάει τις φούστες της. Ύστερα χοροπήδησε ως την πόρτα, την έξυσε με τα νύχια της κι έβηξε πάλι: "Σσφα! Σσφα!" μισοκλαίγοντας.
   Η σορ Μπλάντσα σήκωσε τα μάτια. Προσπάθησε να βρει μέσα της λίγη συμπόνια για το δύστυχο πλάσμα, τόσο ανήμπορο, τόσο αβοήθητο. Τώρα είχε χάσει και την πιο κοντινή του συντρόφισσα. Τι ήθελε τάχα, έτσι που έξυνε το ξύλο της πόρτας και έκλαιγε σαν αληθινό παιδί;
   "Η Χοσέφα θα ξανάρθει..." άρχισε να λέει.
   "Σσφα! Σσφά!" τραύλισε το παιδί.
   Και τότε, ανατριχιάζοντας σύγκορμη, η σορ Μπλάντσα κατάλαβε τι ήταν αυτό που άκουγε. Άφησε κάτω το γουδί και το γουδοχέρι, έπιασε τον ποδόγυρο του ράσου της κι ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα πήρε το παιδί από το άλλο χέρι και βγήκε έξω μαζί του τρέχοντας, φωνάζοντας τις αδελφές και την ηγουμένη. Σαν περιστέρια που φτερουγίζουν αναστατωμένα στον περιστερώνα τους, πρόβαλαν τρεχάτες οι καλόγριες στο κάλεσμά της και μαζεύτηκαν στο προαύλιο. Το παιδί έτρεχε κι αυτό ανάμεσά τους στα τέσσερα, σηκώνοντας το κεφάλι του και κοιτάζοντας τα πρόσωπα γύρω του. Κλαψούριζε ασταμάτητα. "Σσφα!" έλεγε και ξανάλεγε. "Σσφα!"
   "Ακούστε!" φώναξε η σορ Μπλάντσα. "Αχ, ακούστε την!"
   "Προσπαθεί να πει «Χοσέφα»!" είπε η σορ Αγκνέτε. "Μας μιλάει! Επιτέλους, οι παρακλήσεις μας εισακούστηκαν!"
   "Πρέπει να της δώσουμε αυτό που γυρεύει", είπε η ηγουμένη. "Πρέπει να της δείξουμε ότι την καταλαβαίνουμε. Πηγαίνετέ την αμέσως στη Χοσέφα!"
   Όταν άνοιξε η πόρτα του κελιού της Χοσέφα, το παιδί κοντοστάθηκε, λες και μπορούσε να μυρίσει τη μυρωδιά της αρρώστιας. Ύστερα προχώρησε κι έτριψε το πρόσωπό της στο χέρι της κοπέλας που κρεμόταν χαλαρό στην άκρη του κρεβατιού και τραυλίζοντας ξανά "Σσφα! Σσφα!" σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και κουλουριάστηκε στα πόδια της Χοσέφα. Η Χοσέφα άνοιξε τα μάτια της και ρώτησε τη σορ Μπλάντσα που έσκυβε ανήσυχη από πάνω της: "Η Αμάρα είναι; Μπορεί να μείνει μαζί μου;"
   Οι καλόγριες μαζεύτηκαν στο παρεκκλήσι, γιατί δεν έπρεπε να ακούσει το παιδί τις προσευχές τους και τις ευχαριστίες τους προς τον Θεό. Αυτή η μία και μοναδική συλλαβή που είχε ψελλίσει η Αμάρα, είχε αναπτερώσει τις χαμένες ελπίδες τους. Μέρα νύχτα σφυροκοπούσαν τα αφτιά του Μεγαλοδύναμου να κάνει το θαύμα του και να χαρίσει τη μιλιά στη δούλη του, το κορίτσι - αγρίμι, για να ψάλει κι εκείνη την αιώνια δόξα Του. 

Πέιτον Γουόλς Τζιλ, Η Γνώση των Αγγέλων, (Μετφ. Μαρία Αγγελίδου), εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 1997

Δεν υπάρχουν σχόλια: