Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

[ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΥΣ ]

   
  
   Το γράμμα του μοναστηριού δεν εξηγούσε γιατί η αδελφή Λουκία δεν πήγε αμέσως στο Κογκό. Την προόριζε να υπηρετήσει για ένα άγνωστο διάστημα σ' ένα νοσοκομείο ψυχοπαθών, στο νότιο Βέλγιο.
   Η αδελφή Λουκία σκέφτηκε πως το δίπλωμά της ως νοσοκόμος - ψυχίατρος δικαιολογούσε την τοποθέτησή της: πως η ηγουμένη της ήθελε ν' αποκτήσει λίγη πρακτική στην ψυχιατρική κατά κάποιο τρόπο ώστε να είναι ακόμη πιο χρήσιμη στο Κογκό. Ξαναδιάβαζε το ιατρικό σύγγραμμα σχετικά με τη νευρασθένεια των τροπικών και των ψυχικών διαταραχών εξαιτίας της λέπρας. Είχαν, λοιπόν, δίκιο που την έστελναν στο ψυχιατρείο για εξάσκηση πριν πάει στο Κογκό.
   Στο τελευταίο διάλειμμα δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μη ρωτήσει την αδελφή Παυλίνα, αν οι ψυχικές ασθένειες ήταν κάτι το συνηθισμένο στο Κογκό. Η αδελφή Παυλίνα, από τη μέρα που η αδελφή Λουκία πήρε το δίπλωμά της, είχε γίνει άλλος άνθρωπος απέναντί της. Όλη εκείνη η σκληρότητα είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπό της. 
   "Όλοι, λίγο πολύ, έχουν αντιμετωπίσει κάποια ψυχική διαταραχή στο Κογκό, αδελφή μου", είπε. "Σ' αυτή τη χώρα υπάρχει κάτι που σε κάνει να χάνεις το νου σου. Η απεραντοσύνη της... οι αχανείς της ορίζοντες... Αχ, αυτοί οι ορίζοντες!"
   Η αδελφή Λουκία, ακούγοντάς την να μιλά για τη χώρα στην οποία σύντομα επρόκειτο να επιστρέψει, σκεφτόταν μια σειρά από φωτογραφίες που είχε δει στο μικρό περιοδικό του μοναστηριού κι έδειχναν τις μοναχές έτοιμες να φύγουν για τη δεύτερη ή την τρίτη αποστολή τους σ' εκείνα τα μέρη. Πόζαραν ανά ομάδες και κάτω από τις φωτογραφίες υπήρχαν λεζάντες: «Δεύτερη αποστολή», «Τρίτη αποστολή». Και τα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν τόσο που, βλέποντάς τα,  θα νόμιζε κανείς πως ήταν ολοζώντανες και το χαμόγελό τους έδειχνε την εσωτερική τους ικανοποίηση.
   "Δεν μπορεί να πει κανείς με σιγουριά πως οι ψυχοπαθητικές περιπτώσεις που παρατηρούνται εκεί είναι στ' αλήθεια υπαρκτές", είπε η αδελφή Παυλίνα. "Θα μπορούσα κιόλας να πω πως οι ιθαγενείς μας ανήκουν σε μια φυλή πολύ πιο ισορροπημένη απ' όλες τις άλλες που υπάρχουν στον κόσμο... εκτός κι αν πίνουν εκείνη τη μυστηριώδη μπύρα που φτιάχνουν από ρίζες, ίσως από «μανιόκ» ή από κάτι άλλα βότανα που κανείς από μας τους λευκούς δεν τα γνωρίζει. Τότε χάνουν τελείως τα λογικά τους και ξεσπούν σ' ένα μανιακό χορό μέχρι να τους περάσει το κακό". Σώπασε για μια στιγμή και πήρε ένα ονειροπόλο βλέμμα σαν να προσπαθούσε ν' ακούσει τον ήχο των ταμ - ταμ. Χαμογέλασε μ' αυτή την ανάμνηση κι ύστερα συνέχισε:
   "Aυτό το ποτό το λένε «Σίμπα», αλλά δε μοιάζει καθόλου με την περίφημη μπύρα Σίμπα που οι Βέλγοι κατασκευάζουν στην Κατάγκα. Μόνο το όνομα είναι το ίδιο. Σίμπα... σημαίνει «λιοντάρι» στη γλώσσα τους".
   "Σίμπα", επανέλαβε αργά η αδελφή Λουκία.
   Η πρώτη λέξη από τις αποικίες που μάθαινε ήταν ανάλαφρη σαν μια πνοή. 
   Έφυγε από το μοναστήρι αμέσως μετά το πρωινό που πήρε στο εστιατόριο. Οι μοναχές δε συνήθιζαν να αποχαιρετούν η μια την άλλη όταν έφευγαν, εκτός από την ηγουμένη, η οποία τις συνόδευε και ως την πόρτα προκειμένου να τους δώσει την ευλογία της. Ωστόσο, κάποιες από τις αδελφές που περνούσαν της έκαναν μερικά κρυφά νοήματα με τα χέρια κι έτσι η μητέρα Μαρκέλλα γύρισε και τους είπε:
   "Θα μας λείψει πολύ η αδελφή Λουκία".
   Η μητέρα Μαρκέλλα τη φίλησε σταυρωτά και στα δυο της μάγουλα μπροστά στην κλειστή ακόμη πόρτα. Ήταν η πρώτη φορά από τη μέρα που φόρεσε τη στολή της μοναχής που δεχόταν ένα φιλί. Γονάτισε για να πάρει την ευλογία της ηγουμένης. Ύστερα εκείνη τής άνοιξε την πόρτα και της χαμογέλασε για να την αποχαιρετήσει. 
   Η συνοδός της ήταν μια από εκείνες τις λαϊκές γυναίκες, που βρίσκονται πάντα σε όλα τα μοναστήρια, εκτός βέβαια από τους κύριους χώρους όπου ζουν οι μοναχές, και μοιάζουν σαν τα χελιδόνια στις τρύπες του τοίχου. Ήταν ηλικιωμένη, χωρίς οικογένεια, αλλά δεν είχε ακόμη την ανάγκη να μπει  στο γηροκομείο και της επέτρεπαν να μένει στο μοναστήρι και να προσφέρει μικροϋπηρεσίες, είτε για  να συνοδεύει τις μοναχές στον οδοντογιατρό, είτε για ν' αγοράζει γραμματόσημα ή φάρμακα είτε πάλι για να έχει το νου της στο τηλέφωνο, όταν οι μοναχές βρίσκονταν στην εκκλησία. Φορούσε μαύρα ρούχα, κοιμόταν σ' ένα κελί κι έτρωγε από το συσσίτιο των μοναχών. Θεωρούσε τις μοναχές πολύ σημαντικές, κάτι σαν το αλάτι στη γη, και τις συνόδευε σε κάθε τους έξοδο.
   Αυτή, λοιπόν, η συνοδός, η Σοφία, είχε βρει κιόλας ένα ταξί. Κοίταξε αν η αδελφή Λουκία είχε φορέσει τα μαύρα της γάντια για το ταξίδι και της άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. Ύστερα είπε στον οδηγό να τις πάει στο σιδηροδρομικό σταθμό, ακολουθώντας τη συντομότερη διαδρομή. 
   "Δεν είναι για μας τις φτωχές οι σπατάλες", ήταν σα να 'λεγαν τα μάτια της που δεν ξεκόλλησαν ούτε στιγμή από το ταξίμετρο.
   Στο σιδηροδρομικό σταθμό η Σοφία έκανε νόημα στη συντρόφισσά της να την περιμένει στην είσοδο, όση ώρα αυτή θα φρόντιζε για τα εισιτήρια. Η αδελφή Λουκία είδε την ηλικιωμένη γυναίκα να πλησιάζει βιαστική στο γκισέ με την ελπίδα να βρει δυο θέσεις κοντά στο παράθυρο στο βαγόνι της τρίτης θέσης. Μάλλον η Σοφία θα είχε ξεχάσει πως υπήρχαν πάντα θέσεις στα τραίνα για τις μοναχές. Η ίδια, όμως, ήξερε πολύ καλά και κάτι άλλο, ότι οι επιβάτες, που έμπαιναν σ' ένα βαγόνι στο οποίο ταξίδευε μια μοναχή, έσπευδαν να απομακρυνθούν και δεν είχαν καν την ευγένεια να χαμηλώσουν τη φωνή τους όταν έλεγαν: "Καλύτερα να καθήσουμε κάπου αλλού! Εδώ υπάρχει ένα μαύρο κοράκι!" Και πραγματικά η φράση αυτή την πείραζε πολύ.

   Ο καινούργιος της κόσμος, αυτό το ίδρυμα για ψυχοπαθείς που βρισκόταν σε μια ξεχασμένη γωνιά του Βελγίου, θα μπορούσε να βρίσκεται ακόμα και σε μια άλλη χώρα, όπως το Κογκό, ή  ακόμη και σ' έναν άλλο πλανήτη.
   Το ψυχιατρείο ήταν τεράστιο σε έκταση σχεδόν σαν ένα χωριό και πίσω από τους ψηλούς τοίχους του τριγύριζαν, μουρμουρίζοντας και βλαστημώντας, οι ασθενείς που ήταν γυναίκες. Στην πτέρυγα των απόρων οι τρόφιμες φώναζαν κι έφτυναν πάνω στις μοναχές, ενώ στην πτέρυγα των ασθενών που πλήρωναν, οι αδελφές νοσοκόμες δέχονταν υβριστικά λόγια και χαρακτηρισμούς: "Κοράκια! Μάγισσες!"
   Εκτός από τις επικίνδυνες, οι άλλες ασθενείς γύριζαν ελεύθερα στους χώρους του ιδρύματος. Η προϊσταμένη, η μητέρα Χριστοφόρα, μια Αγγλίδα κάπου στη μέση ηλικία, ήταν μια από τις πιο επιβλητικές παρουσίες ανάμεσα στις μοναχές. Κρατούσε τα ηνία του ποιμνίου της, χιλίων περίπου ψυχοπαθών και περίπου εκατό νοσοκόμων, με ηρεμία και θάρρος. Τίποτα δε μπορούσε να τη φέρει σε δύσκολη θέση και ποτέ δε μεγαλοποιούσε όποιο επεισόδιο συνέβαινε στο άσυλο, αντίθετα προσπαθούσε να το υποβαθμίσει όσο το δυνατόν περισσότερο και προέτρεπε τις αδελφές νοσοκόμες να δείχνουν την ίδια λογική και ψυχραιμία. Αυτή ήταν που ανέλαβε να συνοδέψει την αδελφή Λουκία για να γνωρίσει το ίδρυμα και της εξήγησε σε άπταιστα γαλλικά, αλλά με ιδιαίτερη και κάπως ξενική προφορά, τα καθήκοντά της για καθεμιά από τις τρόφιμες που συναντούσαν στο δρόμο τους.
   Αυτή η νέα κοινότητα έκανε στην αρχή αρκετά περίεργη εντύπωση στην αδελφή Λουκία. Όλες οι μοναχές, που ήταν πιο ψηλές και πιο σωματώδεις από τις υπόλοιπες, είχαν και βλέμμα παράξενα τολμηρό. Ποτέ δε σε κοίταζαν με χαμηλωμένα τα μάτια και είχαν μια συμπεριφορά τόσο διαφορετική από τη συνηθισμένη στα μοναστήρια, που θα 'λεγε κανείς πως δεν ήταν πια μοναχές. Έδιναν μεγάλη προσοχή στο πράγματα του έξω κόσμου, στον παραμικρό θόρυβο και στο καθετί που γινόταν μέσα στο ίδρυμα. Μα αυτή η εγρήγορση ήταν απαραίτητη για τη ζωή τους στις συνθήκες που ζούσαν. Κι η αδελφή Λουκία μπόρεσε πια να καταλάβει μια λεπτομέρεια που της είχε κάνει εντύπωση όταν ήταν ακόμη στο μοναστήρι. Όταν έρχονταν απ' έξω μοναχές, οι άλλες καταλάβαιναν αμέσως αν είχαν έρθει από αποστολές ή από νοσοκομεία και συχνά, δείχνοντας κάποιες απ' αυτές έλεγαν: "Αυτές ήρθαν από το ίδρυμα ψυχοπαθών".
   Οι άμεσες αντιδράσεις τους απέναντι σε κάθε θόρυβο και σε κάθε κίνηση που γινόταν γύρω τους τις έκανε να διαφέρουν από τις άλλες μοναχές, που περνούσαν τη ζωή τους με ηρεμία και αταραξία χωρίς να φαίνεται πως τις απασχολούσαν τα ζητήματα του έξω κόσμου. Στο εστιατόριο του μεγάλου μοναστηριού, όταν τύχαινε να πέσει κάτω κανένα πιρούνι, μονάχα οι αδελφές από το ίδρυμα γύριζαν κι έψαχναν να δουν τι έπεσε και από πού προήλθε ο θόρυβος.
   Οι νοσοκόμες που δεν ήταν μοναχές, αντίθετα, δεν ήταν τόσο προσεκτικές. Συνήθως ήταν γεροδεμένες και πανύψηλες σαν γίγαντες χωριατοπούλες, που είχαν έρθει από την επαρχία για να δουλέψουν στο ίδρυμα και που είχαν μάθει εμπειρικά να περιποιούνται τις ασθενείς χωρίς να έχουν πάρει κάποιο δίπλωμα στην ψυχιατρική.
   Καμιά μοναχή δεν ήταν υποχρεωμένη να πάει κοντά στις ασθενείς όταν αυτές βρίσκονταν στον κήπο χωρίς να τη συνοδεύουν τουλάχιστον δυο από τις γεροδεμένες λαϊκές νοσοκόμες, οι οποίες με σταυρωμένα τα χέρια και με βλέμμα αγριεμένο κρατούσαν σε απόσταση τις ψυχοπαθείς, ακόμα κι όταν απειλούσαν ή βλαστημούσαν τις μοναχές.
   "Οι λαϊκές νοσοκόμες μας", είπε η μητέρα Χριστοφόρα, "δεν κάνουν βάρδιες περισσότερο από τέσσερις ώρες καθημερινά, σε αντίθεση με τις αδελφές, οι οποίες έχουν περισσότερες ώρες εργασίας που πολλές φορές ξεπερνούν τις οκτώ ή τις δέκα και μάλιστα χωρίς διακοπή, εκτός από μικρά διαλείμματα για τις προσευχές και το φαγητό".
   Συνέχισαν την περιήγησή τους μέχρι που έφτασαν στην αίθουσα που ήταν γνωστή ως «Παρατηρητήριο» και στην οποία όλες οι καινούργιες ασθενείς περνούσαν μια ή δυο βδομάδες «υπό παρακολούθηση» για να δοθεί ο απαιτούμενος χρόνος στους γιατρούς να προσδιορίσουν τον τύπο και τη σοβαρότητα της πάθησής τους. Εκεί έκαναν την εξάσκησή τους οι καλύτεροι ψυχίατροι του Βελγίου, πολλούς από τους οποίους η αδελφή Λουκία τους γνώριζε. Ύστερα η μητέρα Χριστοφόρα την οδήγησε στο περίπτερο των ασθενών που νοσηλεύονταν επί πληρωμή. Σ' αυτό το χώρο οι πιο ακίνδυνες -μονάχα κατ' όνομα- ασθενείς, αλκοολικές, επιληπτικές ή μισότρελες- είχαν δικό τους δωμάτιο, πλούσια επιπλωμένο. Η αδελφή Λουκία είδε μια βαρόνη που καθόταν κι έτρωγε τα γεράνια από μια γλάστρα πλάι στο παράθυρό της κι η προϊσταμένη τής είπε:
   "Αύριο θα φυτέψει άλλα".
   Πιο πέρα, μια νέα γυναίκα έτρωγε γονατιστή από ένα πιάτο που το 'χε ακουμπήσει στο πάτωμα.
   "Είναι η κόμισσα Β.", είπε η προϊσταμένη. "Νομίζει πως είναι σκυλί και δεν τρώει τίποτα αν δεν της σερβίρουν το φαγητό της σ' αυτό το χοντρό πιάτο που πρέπει να 'ναι πάντα ακουμπισμένο στο πάτωμα. Κατά τ' άλλα είναι μια πολύ λογική γυναίκα, όπως θα διαπιστώσεις και μόνη σου μιας και πρόκειται να εργαστείς σ' αυτό το περίπτερο".
   Μετά από τα ατομικά δωμάτια και στην ίδια πάντα πτέρυγα, σ' έναν μακρύ διάδρομο, βρίσκονταν τα κελιά με τις επικίνδυνες ψυχοπαθείς. Το κάθε κελί είχε ένα μικρό παράθυρο με χοντρό τζάμι που άνοιγε μόνο απ' έξω. Η προϊσταμένη  τής έδειξε μερικές από τις άρρωστες που έμεναν σ' αυτά, ενώ περνούσαν από μπροστά τους.
   "Αυτή", της εξήγησε, δείχνοντάς της μια όμορφη ξανθιά με γαλανά μάτια, που γυάλιζαν σαν πορσελάνινα, και γλυκό χαμόγελο, "νομίζει πως είναι ο Αρχάγγελος Γαβριήλ κι έτσι τη φωνάζουμε". Και γυρνώντας προς το παράθυρο τη χαιρέτησε: "Καλημέρα, Αρχάγγελε!"
   Όταν απομακρύνθηκαν λίγο, πρόσθεσε:
   "Μη δοκιμάσεις ποτέ να μπεις μόνη σου σ' αυτό το κελί. Φρόντισε πάντα να 'ναι μαζί σου και δυο - τρεις από τις λαϊκές νοσοκόμες".
   Στο βάθος του διαδρόμου με τα κελιά ήταν η αίθουσα με τα λουτρά για τις άρρωστες που παρουσίαζαν παρατεταμένες κρίσεις. Από τα τζάμια των παραθύρων η αδελφή Λουκία παρατήρησε μια σκηνή που θύμιζε καθαρτήριο. Υπήρχαν δώδεκα μπανιέρες, που η καθεμιά ήταν σκεπασμένη μ' ένα χοντρό ξύλινο κάλυμμα με μια τρύπα μονάχα απ' όπου έβγαινε το κεφάλι της άρρωστης. Τα ουρλιαχτά που ακούγονταν από κει μέσα ήταν κάτι το απερίγραπτο σε φρίκη και σπαραγμό. Στη μέση της αίθουσας καθόταν μόνο μια μοναχή που απλώς επέβλεπε τις άρρωστες.
   "Από τη στιγμή που θα μπουν στη μπανιέρα", είπε η προϊσταμένη, "δεν μπορούν να κινηθούν, γιατί το σκέπασμα έχει σιδερένια ελάσματα που το συγκρατούν από κάτω κι έτσι η άρρωστη δε μπορεί να σηκωθεί όρθια ή να βγει από τον λουτήρα. Οι άρρωστες αλείφονται με βαζελίνη και μπαίνουν στο νερό, το οποίο έχει μια σταθερή θερμοκρασία. Εκεί μένουν από τέσσερις έως οκτώ ώρες, ανάλογα με την οδηγία του γιατρού. Σ' αυτό το δωμάτιο η ατμόσφαιρα είναι κυριολεκτικά αποπνιχτική", συνέχισε η προϊσταμένη, "αλλά η αδελφή νοσοκόμα είναι υποχρεωμένη να παραμείνει μέσα από οκτώ έως δέκα ώρες χωρίς διακοπή. Γι' αυτό είχαμε τόσο μεγάλη ανάγκη να έρθεις εδώ. Εξάλλου, είσαι η μόνη μοναχή που έχεις δίπλωμα ψυχιατρικής, κάτι που χρειάζεται στην κοινότητά μας".
   "Το καταλαβαίνω απόλυτα αυτό, μητέρα", είπε η αδελφή Λουκία μ' ένα ύφος που με δυσκολία έκρυβε την απογοήτευσή της. Η μητέρα Χριστοφόρα κατάλαβε αμέσως πώς αισθανόταν.
   "Είσαι ακόμη πολύ νέα για να πας στο Κογκό", της είπε, "παρ' όλο που νιώθω ότι η καρδιά σου βρίσκεται κιόλας εκεί κάτω".
   Με τη γλυκύτητα στον τόνο της φωνής έκρυβε αυτό που αισθανόταν πραγματικά, ότι, κατά βάθος, δεν ένιωθε καμιά τύψη, κανένα βάρος στη συνείδησή της, επειδή θα κρατούσε σ' εκείνο το ίδρυμα μια μοναχή που την έστελναν εκεί χωρίς τη θέλησή της.
   "Η σεβαστή μας μητέρα Εμμανουέλα δε θα σ' έστελνε εδώ, αν ήσουν λίγο μεγαλύτερη και πιο δυναμωμένη. Πάντως, όπως θα διαπιστώσεις και μόνη σου, αυτό εδώ το ίδρυμα είναι ένα εξαιρετικό κέντρο εκπαίδευσης".
   Η προϊσταμένη άνοιξε την πόρτα του θαλάμου των λουτρών. Τα ουρλιαχτά αντηχούσαν σ' όλη την αίθουσα. Κανείς δε θα πίστευε πως δώδεκα μόνο γυναίκες μπορούσαν να κάνουν τέτοιο θόρυβο, τραγουδώντας, βρίζοντας, κάνοντας προσευχές, ουρλιάζοντας, δημιουργώντας ένα τέτοιο πανδαιμόνιο και μια κατάσταση που θύμιζε ζούγκλα με άγρια θηρία και μάλιστα τελείως εξαγριωμένα.
   Η μοναχή που είχε υπηρεσία στο θάλαμο εκείνη την ώρα καθόταν με την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα. Μα ποια ήταν εκείνη η γυναίκα που μπορούσε να υποφέρει τόσο χωρίς διαμαρτυρία, κλεισμένη ώρες ολόκληρες, οκτώ ή και περισσότερες, μέσα σ' ένα χώρο στον οποίο θα τρελαινόταν και ο πιο απαθής άνθρωπος, σε μια ατμόσφαιρα αποπνικτική από τους υδρατμούς;
   Η μοναχή, μόλις είδε τις ασθενείς να κοιτάζουν προς την πόρτα, γύρισε το κεφάλι της και σηκώθηκε αμέσως όρθια. Πλησίασε μπροστά στην προϊσταμένη κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση με τα χέρια σταυρωμένα. Όταν είδαν την προϊσταμένη οι ασθενείς, σταμάτησαν να φωνάζουν και να ουρλιάζουν για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα, όμως, οι φωνές ξανάρχισαν κι έτσι η μοναχή αναγκάστηκε να γράψει τ' όνομά της σ' ένα κομματάκι χαρτί, που το έδωσε στην αδελφή Λουκία μ' ένα χαμόγελο. «Αδελφή Μαρία εν Χριστώ» έγραφε το χαρτί. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν τόσο κομψός που θύμιζε γαλλική δαντέλα.
   "Φαίνεται πολύ συμπαθητική", είπε από μέσα της η αδελφή Λουκία και σκέφτηκε ακόμη πως ποτέ στη ζωή της δεν είχε ξανασυναντήσει άνθρωπο με τέτοιο θάρρος.
   Κι ευθύς αμέσως ένιωσε μια βαθιά εκτίμηση γι' αυτήν την ψηλόλιγνη μοναχή που, ενώ στεκόταν πλάι της, δεν απομάκρυνε ούτε στιγμή το βλέμμα της απ' τα κεφάλια των γυναικών, που έβγαιναν έξω από το κάλυμμα της κάθε μπανιέρας.
   Η αδελφή Μαρία ξανάγραψε στο χαρτί: «Προσπαθούν ν' αυτοκτονήσουν με κάθε τρόπο. Οι ήχοι των χτυπημάτων που ακούς είναι από τα πόδια τους. Τα χτυπούν ώσπου να ματώσουν!»
   Ωστόσο, η αδελφή Λουκία δεν μπόρεσε ν' ακούσει κανένα απ' αυτά τα χτυπήματα μέσα στον γενικότερο σαματά. 
   Έπειτα, η αδελφή Μαρία τις συνόδευσε ως την πόρτα, την οποία άνοιξε μ' ένα δικό της κλειδί. Και αφού την ξανάκλεισε, έμεινε μόνη ξανά με τις τρελές μέσα σ' εκείνο το φοβερό πανδαιμόνιο.
   "Μονάχα μια καλόγρια μπορεί να 'χει τόση υπομονή", σκέφτηκε η αδελφή Λουκία.
   Της έκανε εντύπωση η σχετική ησυχία του διαδρόμου στην επιστροφή τους. Περνώντας ξανά μπροστά από το κελί της κοπέλας που νόμιζε πως ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, εκείνη ακούμπησε το πρόσωπό της στο τζάμι του παραθύρου και της φώναξε:
   "Γεια σου, γλυκιά μου!"
   Κοκκίνησε από αμηχανία. Αυτό το πάθαινε κάθε φορά που της έδιναν αυτό το επίθετο. 
   Έτρεμε ως την ώρα που έφυγαν από το περίπτερο. Ένα περίεργο και δυσάρεστο συναίσθημα την είχε κυριεύσει, το προαίσθημα ενός επικείμενου θανάτου που γινόταν όλο και πιο έντονο. Δεν κατάλαβε ακριβώς πότε το ένιωσε για πρώτη φορά, μα όταν αργότερα παραπονέθηκε γι' αυτό σε έναν γιατρό, εκείνος την καθησύχασε, λέγοντάς της πως δεν ήταν κάτι που θα έπρεπε να της δημιουργεί άγχος και στενοχώρια. Εκείνη, όμως, κουνώντας το κεφάλι, του απάντησε:
   "Με συγχωρείτε, γιατρέ, αλλά νομίζω πως γι' αυτό το ζήτημα θα με βοηθούσε περισσότερο από εσάς ένας παπάς!"
   Παρακολουθώντας ανάμεσα από τα κάγκελα του κήπου τις ασθενείς που τριγύριζαν μέσα σ' αυτόν και παρατηρώντας τες μία - μία προσεκτικά, μπόρεσε να δώσει μια λογική εξήγηση στο προαίσθημά της: "Εδώ μέσα υπάρχουν τουλάχιστον δώδεκα άρρωστες που μπορεί να πεθάνουν από στιγμή σε στιγμή!"
   Ανάμεσα στις ασθενείς υπήρχε και μια ψηλή γυναίκα, προχωρημένης ηλικίας, που φορούσε ένα χάρτινο σακούλι στο κεφάλι και περπατούσε με μικρά, συρτά βήματα και χαμηλωμένα τα μάτια όπως μια μοναχή. Αυτή είχε πλησιάσει τη μητέρα Χριστοφόρα και είχε κάνει μπροστά της μια βαθιά, άψογη υπόκλιση. Όταν πια είχε ανασηκωθεί, η αδελφή Λουκία μπόρεσε να παρατηρήσει πως το πρόσωπό της είχε μια παιδική όψη, δεν είχε ρυτίδες ούτε κανένα άλλο σημάδι.
   "Είναι μια πρώην ηγουμένη", της είχε εξηγήσει η μητέρα Χριστοφόρα. "Δεν είναι δύσκολη ασθενής, αρκεί να της δίνουν βιβλία με το τσουβάλι. Συνηθίζει να ντύνεται με καλοκαιρινά ρούχα το χειμώνα και με χειμερινά το καλοκαίρι ή να φορά τη μέρα το νυχτικό της".
   Η αδελφή Λουκία είχε τολμήσει τότε να κάνει μια παρατήρηση.
   "Θα μπορούσε κανείς να την πάρει για πραγματική μοναχή". 
   "Έχεις δίκιο", είχε απαντήσει η προϊσταμένη. "Παλιά ήταν ηγουμένη σ' ένα μοναστήρι, αλλά τώρα έχει πια φύγει από την ιεροσύνη".
   Η αδελφή Λουκία είχε ρίξει ένα ανήσυχο βλέμμα σ' εκείνη τη γυναίκα που φορούσε ένα χάρτινο καπέλο, αλλά που στο παρελθόν εκπροσωπούσε τον Ζωντανό Κανόνα. Η γυναίκα είχε το δάχτυλό της μπροστά στο στόμα, την ώρα που μια άλλη ασθενής καθόταν δίπλα της. Μ' αυτή την κίνηση ήθελε να της επιβάλει τη σιωπή.

   Πολύ σύντομα η αδελφή Λουκία συνήθισε την καινούργια της ζωή.
   Έμαθε να μη χρησιμοποιεί τα ηρεμιστικά φάρμακα, παρά μόνο σε περιπτώσεις μεγάλης ανάγκης, να συζητά ακόμα και με τις πιο επικίνδυνες από τις ασθενείς και να θεωρεί ως κάτι φυσιολογικό ό,τι αλλοπρόσαλλο έκαναν οι υπόλοιπες. Όταν ερχόταν η σειρά της να τις συνοδεύσει στην εκκλησία, συνήθιζε να προσεύχεται σε μια γωνιά και ταυτόχρονα να παρακολουθεί την κάθε τους κίνηση, χωρίς να εκνευρίζεται απ' αυτή την απασχόληση.
   Της πήρε κάμποσο καιρό για να γνωρίσει όλες τις μοναχές που υπηρετούσαν στο ίδρυμα, γιατί, απ' τη στιγμή που η φροντίδα και η επίβλεψη των ασθενών διαρκούσε ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, οι μισές τουλάχιστον από τις μοναχές κοιμούνταν την ημέρα.
   Πολλές φορές στις διάφορες υπηρεσίες που αναλάμβανε αναζητούσε με το βλέμμα ν' αντικρύσει τα μεγάλα μάτια της αδελφής Μαρίας, αλλά, λίγες μέρες μετά τον ερχομό της στο ίδρυμα, εκείνη άλλαξε βάρδια και ξεκίνησε νυχτερινή υπηρεσία, με αποτέλεσμα να περάσει ένας ολόκληρος μήνας προτού μπορέσει να την ξαναδεί.
   Η μητέρα Χριστοφόρα επέτρεπε στις μοναχές να μιλούν στα διαλείμματα για την εργασία τους. Η αδελφή Λουκία παρακολουθούσε αυτές τις συζητήσεις με μεγάλο ενδιαφέρον και είχε την ευκαιρία να ψυχολογεί τις υπόλοιπες αδελφές της, απ' τις οποίες άλλες είχαν κλίση στην υπακοή, ενώ άλλες ήταν φιλεύσπλαχνες. Η πιο ενδιαφέρουσα, όμως, συζήτηση ήταν αυτή που είχε να κάνει με τις αντιδράσεις των ασθενών. Θυμόταν συχνά αυτό που έλεγε ο πατέρας της, πως ήταν περιττό ν' απασχολούνται νύχτα και μέρα τόσες μοναχές και νοσοκόμες για να καθησυχάζουν και να ηρεμούν τις ασθενείς, ενώ θα είχαν το ίδιο αποτέλεσμα με μερικές ηρεμιστικές ενέσεις. Σε τούτο το ίδρυμα, όμως, επικρατούσε η αντίληψη πως αυτά τα ανθρώπινα ερείπια θα μπορούσαν να ξαναβρούν την υγεία τους με τη δύναμη της υπομονής, του θάρρους και της αυταπάρνησης.
   Μέσα σ' ένα τόσο πιεστικό περιβάλλον η εβδομαδιαία ατομική εξομολόγηση φαινόταν σαν μια συνήθεια εντελώς αναχρονιστική, σαν μια ιστορία πάνω σε μια παλιά περγαμηνή που διαβαζόταν ύστερα από εκατό χρόνια. Το βιαστικό περπάτημα, ακόμη κι αν τύχαινε να τις κυνηγά μια τρελή, δεν έπαυε να είναι βιαστικό περπάτημα και η ένοχη έπρεπε να το ομολογήσει μπροστά σε όλες τις αδελφές. Επίσης, η παράλειψη μιας προσευχής, επειδή μια ασθενής είχε κλειστεί στο μπάνιο του δωματίου της, δεν έπαυε να είναι εξίσου σοβαρό παράπτωμα, γιατί η ένοχη θα έπρεπε να είχε σκεφτεί πρώτα ότι πλησίαζε η ώρα της προσευχής και ότι δε θα 'πρεπε να ασχοληθεί με την άρρωστη εκείνη τη στιγμή.
   Και φυσικά καμιά μοναχή δε μπορούσε να δικαιολογηθεί για την αργοπορία ή τις παραλείψεις της. 
   Κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, αμέσως μετά το σβήσιμο των φώτων στο υπνωτήριο, η προϊσταμένη άρχιζε να ψάλλει ένα «Μιζερέρε». Κι ύστερα δεν αργούσε ν' ακουστεί το τρίξιμο του μαστιγίου, που ήταν καμωμένο από μικρά κορδόνια με κόμπους και που μ' αυτό η κάθε μοναχή, σαν να μην ήταν αρκετές οι θυσίες που υπέμενε από το πρωί έως το βράδυ, χτυπούσε αλύπητα το κορμί της, υποφέροντας κι αυτή το μαρτύριο του μαστιγώματος του Χριστού. Έπειτα, έβαζαν ξανά το μαστίγιο στην πέτσινη θήκη του κι έφτανε επιτέλους η ώρα που θα μπορούσαν να κλείσουν τα μάτια και να κοιμηθούν, αποκαμωμένες από την κούραση.

   Από την πρώτη κιόλας μέρα της στο ψυχιατρείο η αδελφή Λουκία ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τις δύο ασθενείς, που έπασχαν από δύο εξ ολοκλήρου αντίθετες μορφές ψυχασθένειας, την πρώην ηγουμένη, που η περίεργη συμπεριφορά της οφειλόταν σε μια εμμονική μονομανία που τη βασάνιζε, και την κοπέλα με το παρατσούκλι Αρχάγγελος Γαβριήλ, που έπασχε από μια τυπική μορφή σχιζοφρένειας. Η μανία της πρώην ηγουμένης ήταν η ένδεια. Όταν ήταν ακόμη μοναχή στο τάγμα της, όλες οι αδελφές της τη θεωρούσαν πως ήταν μία αγία, επειδή υπέβαλε διαρκώς τον εαυτό της σε σκληρές δοκιμασίες και στερήσεις, μέχρι τη μέρα που τη βρήκαν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού να κόβει σε μικρά κομματάκια τα σπάνια χειρόγραφα. Είχε ισχυριστεί πως εκείνα τα χειρόγραφα τής προκαλούσαν αναστάτωση στη συνείδησή της κι ότι έπρεπε να τα καταστρέψει οπωσδήποτε.
   Για να βασανίζει το σώμα της κοιμόταν στο πάτωμα, στη μέση του κελιού της, πάνω σ' ένα στρώμα που είχε κομματιάσει από καιρό και είχε, επίσης, κουρελιάσει και όλα της τα σκεπάσματα. Η μόνη της επιθυμία ήταν να πεθάνει σαν τον Ιώβ.
   Με την αδελφή Λουκία, η οποία ποτέ δεν της αντιμιλούσε, δεν θύμωνε ούτε και της έλεγε παράλογα πράγματα. Αποκαλούσε τη νεαρή μοναχή «παιδί μου» και περίμενε με ανυπομονησία την καθημερινή της επίσκεψη για να της δείξει το τελευταίο της ποίημα ή για να της ψάλλει, με μια ωραία, καλλιεργημένη φωνή μεσοφώνου, έναν ύμνο που είχε συνθέσει κατά τη διάρκεια της νύχτας. Καμιά φορά της μιλούσε για τη ζωή της στο μοναστήρι και με μια γαλήνια ηρεμία δεν παρέλειπε να ρωτάει την αδελφή Λουκία για τις πνευματικές τις προόδους, σαν να ήταν μια εν ενεργείᾳ ηγουμένη.
   Αντίθετα, με την «Αρχάγγελο Γαβριήλ» ήταν πάντοτε σε επιφυλακή και ησύχαζε μόνο όταν την έκλεινε μέσα στο κελί της ή μέσα στη μπανιέρα με το ξύλινο σκέπασμα. Πολλές φορές οι κρίσεις παροξυσμού που της προκαλούσε η ασθένειά της είχαν τόση ένταση, που χρειάζονταν τρεις από τις λαϊκές νοσοκόμες για να της φορέσουν τον ζουρλομανδύα, ο οποίος την κάλυπτε απ' το λαιμό μέχρι τους αστραγάλους, αφήνοντας ελεύθερα μόνο τα πέλματα των ποδιών της. Ύστερα, πηδώντας, μπορούσε να πάει ως το μπάνιο. Κάθε φορά, όμως, που περνούσε μπροστά από το γραφείο της, σταματούσε για να της πει: "Πώς είσαι, καλή μου;" Και μ' αυτό τον τρόπο έδειχνε πως την αναγνώριζε.
   Ένα βράδυ η αδελφή Λουκία προσφέρθηκε να αντικαταστήσει την αδελφή Μαρία στη νυχτερινή της βάρδια.
   Μόλις έκανε την πρότασή της στη μητέρα Χριστοφόρα, εκείνη της έριξε μια ερευνητική ματιά, προσπαθώντας ν' ανακαλύψει το κίνητρό της γι' αυτή την προσφορά, κι ετοιμάστηκε να της αρνηθεί. 
   "Είσαι πολύ νέα για να μείνεις μόνη στην πτέρυγα με τις επικίνδυνες ασθενείς", της είπε.
   "Ωστόσο, μητέρα, οι ασθενείς με γνωρίζουν πια". 
   Η μητέρα Χριστοφόρα έμεινε για λίγο σκεφτική κι ύστερα της είπε:
   "Πολύ καλά λοιπόν. Θα μείνεις ως τις εννιά κι έπειτα η αδελφή Μαρία θα επιστρέψει στη θέση της".

   Απόλυτη ησυχία βασίλευε στην πτέρυγα με τις επικίνδυνες ασθενείς. Η αδελφή Λουκία πέρασε για να ρίξει μια ματιά σε κάθε άρρωστη από το τζάμι στο παράθυρο της πόρτας. Οι περισσότερες, εξαντλημένες πια ύστερα από το λουτρό, είχαν πέσει στα κρεβάτια τους. Μόνο η «Αρχάγγελος Γαβριήλ» παρέμενε ξύπνια με τα μάτια ορθάνοιχτα, αλλά δεν της έδωσε καμιά σημασία όταν πέρασε ούτε έσπευσε να τη χαιρετήσει όπως τις άλλες φορές.
   Ξαναγύρισε στο γραφείο της και στο μυαλό τής ήρθε η κουβέντα που είχε με την αδελφή Μαρία προτού αναλάβει τη βάρδιά της και το αίσθημα ανησυχίας που ένιωθε η φίλη της. "Μου υπόσχεσαι, αδελφή μου, ότι θα μου χτυπήσεις το κουδούνι αν κάποια από τις άρρωστες θελήσει κάτι;" της είχε πει πριν φύγει για να πάει να ξεκουραστεί.
   Της άρεσε που ήταν ολομόναχη. Έβγαλε από την τσέπη της το τελευταίο γράμμα της θείας της, της Κολέτ, για να ξαναδιαβάσει το τέλος του που το έβρισκε πολύ διασκεδαστικό. «Ο πατέρας σου είναι έξω φρενών, γιατί πιστεύει πως χάνεις τον καιρό σου σ' αυτό το άσυλο ψυχοπαθών, ύστερα από την επιτυχία σου στις εξετάσεις. Τι μπορείς να μάθεις σ' ένα τέτοιο μέρος;»
   Ενώ όμως διάβαζε τις τελευταίες αυτές αράδες, άκουσε ένα χτύπημα στο τζάμι ενός κελιού.
   Το τζάμι το είχε χτυπήσει η «Αρχάγγελος Γαβριήλ», η οποία στεκόταν μπροστά στο παραθυράκι με το μακρύ λευκό νυχτικό της, θυμίζοντας μεγάλο παιδί, και ζητούσε με ύφος κλαψιάρικο ένα ποτήρι νερό.
   "Διψάω, καλή μου κοπέλα", μουρμούρισε χαμηλόφωνα για να της δείξει ότι δεν ήθελε ν' ανησυχήσει τις άλλες ασθενείς που κοιμόντουσαν ήδη. Η αδελφή Λουκία κάρφωσε το βλέμμα στα γαλάζια μάτια της. Ήταν ήρεμα και γαλήνια όπως ο καλοκαιριάτικος ουρανός.
   "Διψάω λυσσασμένα", πρόσθεσε η γυναίκα.
   Τα λόγια αυτά, που κι άλλες φορές τα 'χε ακούσει,  την έπεισαν πως διψούσε στ' αλήθεια κι έτσι πήγε στη βρύση και γέμισε ένα χάρτινο ποτήρι με νερό. Της φάνηκε αστείο για κάτι τόσο ασήμαντο να χτυπήσει το κουδούνι της αδελφής Μαρίας, να την ξυπνήσει και να ξεσηκώσει κι άλλες δύο λαϊκές νοσοκόμες. Θα μισάνοιγε την πόρτα, θα έδινε το χάρτινο ποτήρι στη γυναίκα και ενώ εκείνη θα 'πινε το νερό, θα την ξανάκλεινε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ούτε και υπήρχε ο φόβος να συμβεί κάτι κακό στην τρελή, να σπάσει το ποτήρι και με τα κομμάτια του να κόψει τις φλέβες της, απ' τη στιγμή που ήταν χάρτινο. Το πολύ - πολύ να το έτρωγε αφού θα 'πινε το νερό.
   Έτσι, χωρίς να σκεφτεί τα δύο χρόνια απόλυτης υπακοής στους κανόνες που 'χε περάσει ως μοναχή, πλησίασε μόνη της στο κελί της ασθενούς.
   Πήρε στ' αριστερό της χέρι το κλειδί και στο δεξί το ποτήρι με το νερό. Η γυναίκα την περίμενε ξαπλωμένη και φαινόταν σαν ένα νυσταγμένο παιδί. Είχε τα γαλάζια της μάτια καρφωμένα επίμονα στο χάρτινο ποτήρι, ενώ δεν έδειχνε να 'χει προσέξει πως στο διάδρομο ήταν μονάχα αυτή.
   Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, άνοιξε ελάχιστα την πόρτα και άπλωσε το χέρι της που κρατούσε το ποτήρι με το νερό.
   Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ήταν ολόκληρη μέσα στο κελί.
   Ένα σιδερένιο χέρι την είχε αρπάξει από τον καρπό και την είχε τραβήξει μέσα στο δωμάτιο από τη μισάνοιχτη πόρτα. Με μια απότομη κίνηση τής έσκισε το πέπλο κι έπειτα τη χτύπησε και την έριξε κάτω. Κι ενώ προσπαθούσε να σηκωθεί, η τρελή της επιτέθηκε ξανά με νέα χτυπήματα, σκίζοντας παράλληλα τα λευκά μέρη της στολής της. Τίποτα άλλο δεν ακουγόταν πέρα απ' το σιγανό μουρμούρισμα της τρελής που έλεγε: "Μη φοβάσαι, καλή μου! Μη φοβάσαι, καλή μου!"
   Ακούστηκε ο ήχος των κλειδιών που έπεφταν στο πάτωμα, καθώς και του σταυρού που κρεμόταν πάνω στο στήθος της. Όσο πάλευε, δυο φορές έσπρωξε την πόρτα με το πόδι της και κατάφερε να την ανοίξει λίγο περισσότερο. Ανάσαινε με δυσκολία εξαιτίας της πάλης της με την τρελή ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ποτέ μέχρι τώρα στη ζωή της δεν είχε αναγκαστεί να αντιμετωπίσει κάτι ανάλογο.
   Μέσα σε λίγα λεπτά η τρελή τής είχε κομματιάσει τη στολή. Αυτό, βέβαια, είχε και τα θετικά του. Με μεγαλύτερη πλέον ελευθερία κινήσεων, λιγότερο βάρος και περισσότερη ευκινησία από τη μεγαλόσωμη αντίπαλό της, κατάφερνε να ξεφεύγει από τα χέρια της και να τη χτυπάει ευκολότερα με τα πόδια, ενώ εκείνη συνέχιζε να της λέει: "Έλα κοντά μου, καλή μου! Έλα κοντά μου!" Και προσπαθούσε να τη σφίξει με τ' ατσαλένια μπράτσα της για να την πνίξει.
   "Θεέ μου! Θεέ μου!" προσευχόταν από μέσα της η αδελφή Λουκία, έχοντας εναποθέσει στον Κύριο όλες της τις ελπίδες. Άλλωστε δεν είχε τη δύναμη να πει ούτε μια λέξη παραπάνω και μόλις και μετά βίας κατάφερνε ν' ανασάνει.
   Κάποια στιγμή ένιωσε μέσα της μια εσωτερική δύναμη. Έσπρωξε από πάνω της την τρελή, ρίχνοντάς την στο πάτωμα, και μ' ένα πήδημα που θύμιζε αιλουροειδές βρέθηκε στην πόρτα, δρασκέλισε το κατώφλι της και αμέσως την έκλεισε πίσω της.
   Για κάμποση ώρα έμεινε ακουμπισμένη πάνω στην πόρτα σαν να 'ταν κρεμασμένη από το χοντρό εκείνο κλειδί, σαν να 'χε ξεραθεί το χέρι της πάνω σ' αυτό, και δεν ήταν σε θέση να κάνει μια κίνηση για να το τραβήξει από την κλειδαριά.
   Είδε το πρόσωπο της τρελής, παραμορφωμένο από το θυμό, να εμφανίζεται πίσω από το χοντρό τζάμι του παραθύρου της πόρτας, μόλις δυο δάχτυλα μακριά απ' το δικό της.
   Σιγά - σιγά άρχισε να συνέρχεται και τότε διαπίστωσε πως η στολή της ήταν κουρελιασμένη, πως της έλειπαν η ζώνη, τα κλειδιά και ο σταυρός της και πως το πέπλο της είχε μείνει κι αυτό πεταμένο μέσα στο κελί μαζί με τα υπόλοιπα αντικείμενα. Στη σκέψη πως η τρελή θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη ζώνη της για να πνιγεί, σφίγγοντας το λαιμό της, βρήκε τη δύναμη να κινηθεί. Τρεκλίζοντας, έφτασε μέχρι το τέλος του διαδρόμου κι έπεσε πάνω στον πίνακα με τους διακόπτες των ηλεκτρικών κουδουνιών.
   Η αδελφή Μαρία μαζί με δύο λαϊκές νοσοκόμες εμφανίστηκαν μετά από λίγα λεπτά. Η μοναχή την κοίταξε χωρίς καμιά έκφραση έκπληξης ή φρίκης και, επειδή ήταν μισόγυμνη, τη σκέπασε με τη δική της μπέρτα. Οι άλλες δυο νοσοκόμες περίμεναν ακίνητες με τα χέρια σταυρωμένα κι ούτε η δική τους έκφραση έδειχνε κάποια περιέργεια ή συγκίνηση, λες κι έβλεπαν μπροστά τους κάτι το συνηθισμένο. Όταν η αδελφή Λουκία βρήκε τη δύναμη, παρά την άθλια σωματική και ψυχική της κατάσταση, να ψελλίσει το παρατσούκλι της τρελής που της είχε επιτεθεί, εκείνες προχώρησαν στο διάδρομο, χωρίς να λύσουν τα σταυρωμένα τους χέρια. 
   Αν και η αδελφή Μαρία πρόσεξε πως η συντρόφισσά της ήταν παντού γεμάτη μώλωπες, δεν κατάλαβε, ωστόσο, πόσο βαθιά πληγωμένη ήταν στην ψυχή της, μια πληγή που η ίδια είχε προκαλέσει, επειδή αγνόησε τους κανόνες της υπακοής. 
   "Η αλαζονεία μ' έκανε να μπω μέσα... η προσευχή με βοήθησε να γλιτώσω", μουρμούρισε μέσα απ' τα δόντια της η αδελφή Λουκία.
   "Μην το λες αυτό, αδελφή", την καθησύχασε η άλλη μοναχή. "Θα μπορούσα να κάνω κι εγώ αυτή την παράτολμη πράξη".
   Ύστερα πήγε στο τηλέφωνο και ζήτησε να φέρουν αμέσως ένα φορείο.
   Η αδελφή Λουκία ξέσπασε σε κλάματα και λυγμούς, αλλά όχι επειδή ντρεπόταν για το σκάνδαλο που είχε δημιουργήσει ούτε επειδή πονούσε σ' όλο της το κορμί από την πάλη και τα χτυπήματα. Πιο πολύ την πονούσε το ότι είχε δείξει αλαζονεία και ανυπακοή. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα πρησμένα μάτια της, καθώς έβλεπε τις δύο νοσοκόμες να κουβαλούν στα χέρια τους ό,τι είχε απομείνει από τη στολή της. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα ύστερα από προσπάθειες δύο χρόνων να συνηθίσει στους κανόνες της υπακοής.
   Ανατρίχιασε όταν πέρασε απ' το μυαλό της η σκέψη πως η αδελφή Ευδοκία θα 'πιανε στα χέρια της εκείνα τα κουρέλια από τη στολή της, που δεν έκαναν πια για τίποτα παρά μόνο για πετσετάκια της κουζίνας.
   Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε την αδελφή Μαρία.
   "Αυτό..." είπε με φωνή γεμάτη θλίψη, "ποτέ δε θα συνέβαινε σε σένα".
   "Μόνο ο Θεός γνωρίζει κάτι τέτοιο", της απάντησε εκείνη και βοήθησε τις δύο νοσοκόμες να την τυλίξουν με μια κουβέρτα και να τη βάλουν στο φορείο.
   Η αδελφή Λουκία ξανάρχισε να κλαίει, αλλά σιωπηλά, χωρίς λυγμούς, αυτή τη φορά.
   Η τακτική που ακολουθούσαν μέσα στο ίδρυμα να μη δίνουν και πολύ μεγάλη σημασία σε κάθε επεισόδιο που συνέβαινε βοήθησε ώστε να ξεχαστεί γρήγορα το περιστατικό. Όλα έδειχναν πως τίποτα δεν είχε συμβεί. Ούτε χρειάστηκε να επέμβει η προϊσταμένη. Κι εκείνη πίστεψε για μια στιγμή πως όλη αυτή η ιστορία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας εφιάλτης, σαν κι αυτούς που βασάνιζαν τη νύχτα τις μοναχές και τις έκαναν να στριφογυρίζουν και να βογγάνε πάνω στ' αχυρένια τους στρώματα.
   Επειδή, όμως, το επεισόδιο ήταν από τα πιο σοβαρά σύμφωνα με τον κανονισμό, η αδελφή Λουκία ζήτησε ακρόαση από την προϊσταμένη. Εκείνη έκρινε πως ήταν άξια τιμωρίας για το παράπτωμά της, αφού είχε δείξει υπερβολική αλαζονεία, θράσος και διάθεση για άσκοπους ηρωισμούς...
   Η προϊσταμένη είχε ξεστομίσει τα παραπάνω λόγια με φωνή καθαρή και τονισμένη για να ακουστούν με το κύρος που τους έπρεπε.
   Μολονότι η προϊσταμένη δεν κράτησε καμιά σημείωση όση ώρα της εξηγούσε πώς ακριβώς έγινε το περιστατικό, η νεαρή μοναχή ήξερε πως ήταν σαν να υπαγόρευε μια αναφορά, που θα πήγαινε ασφαλώς στο μεγάλο μοναστήρι και θα έφτανε και στα χέρια της σεβάσμιας μητέρας Εμμανουέλλας.  
   Ολοκλήρωσε την αφήγησή της μ' αυτά τα λόγια: 
   "Αν είχα υπολογίσει τις συνέπειες της ανυπακοής μου, δε θα μου είχε συμβεί αυτό το κακό".
   Αφού πέρασε τρεις μέρες στο κρεβάτι, στη συνέχεια την έστειλαν στο μοναστήρι του ιδρύματος με την τιμωρία να διακονεύει τη σούπα της από τις άλλες μοναχές για μια ολόκληρη εβδομάδα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε επιβληθεί τέτοια τιμωρία. Κι έτσι κάθε μέρα έκανε το γύρο του εστιατορίου και γονάτιζε μπροστά σε κάθε καλόγρια χωριστά για να διακονέψει τη σούπα της. Ένιωθε σαν να βρισκόταν κάπου αλλού, σαν να μην ήταν καν μέσα στο μοναστήρι, γιατί οι άλλες μοναχές έκαναν πως δεν έβλεπαν τα μαυρισμένα της μάτια, τα δεμένα με επιδέσμους χέρια της και την καινούργια στολή της. Καμιά δεν της έδινε σημασία, ούτε είχε την παραμικρή περιέργεια να μάθει τι είχε συμβεί και γι' αυτό είχε την αίσθηση πως ήταν σαν ένα αόρατο φάντασμα ανάμεσά τους.
   Η δουλειά της στο ίδρυμα δεν άλλαξε. Η προϊσταμένη την τοποθέτησε σε μια άλλη πτέρυγα, αλλά την κράτησε στην ίδια υπηρεσία που της είχε δώσει το σκληρό, μα τόσο σπουδαίο, εκείνο μάθημα. Ούτε έπαψε να συναντά την τρελή που την είχε χτυπήσει. Κάθε φορά που την έβλεπε η άρρωστη γυναίκα, πηγαίνοντας με πηδήματα προς την αίθουσα των λουτρών, τη χαιρετούσε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, λέγοντάς της: "Πώς είσαι, καλή μου;" Οι λαϊκές νοσοκόμες τη συμπονούσαν για το πάθημά της, αλλά δεν τολμούσαν να της πουν τίποτα, γιατί όλοι είχαν πάρει εντολή από την προϊσταμένη να μην της μιλούν, επίσης, ολόκληρη την εβδομάδα που διαρκούσε η τιμωρία για την ανυπακοή της.

   Το υπόλοιπο διάστημα της παραμονής της στο ψυχιατρείο πέρασε χωρίς άλλα επεισόδια ή συγκινήσεις και δε βασανίστηκε από ιδιαίτερους εσωτερικούς εφιάλτες. Η εργασία και η προσευχή γέμιζαν όλες τις ώρες της μέρας της και δεν της άφηναν κανένα περιθώριο, ούτε καν για λίγο, να κάνει άλλες σκέψεις.
   Αργότερα, την άνοιξη του 1932, την κάλεσαν από το μεγάλο μοναστήρι για να δώσει τον τελικό όρκο της μοναχής μαζί με τις άλλες καλόγριες, που είχαν ξεκινήσει την ίδια περίοδο μ' εκείνη τη δοκιμαστική τους θητεία. Ξαναγύρισε στο «σπίτι» της, όπως το έλεγε, με το κεφάλι ψηλά και τα μεγάλα γαλάζια μάτια της έτοιμα να στραφούν προς την πηγή και του παραμικρού θορύβου, έστω κι αν βρισκόταν πάλι μέσα σ' εκείνον τον σιωπηλό χώρο.
   Αισθάνθηκε βαθιά συγκίνηση, όταν βρέθηκε στο περιβάλλον, όπου είχε περάσει μήνες ολόκληρους ως υποψήφια και ως νεοχειροτονημένη μοναχή. Ήταν μια ατμόσφαιρα που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει με λόγια, αλλά που της εξασφάλιζε απόλυτη ψυχική ηρεμία και την ενθάρρυνε στην αναζήτηση της τελειότητας.
   Ύστερα από έξι μέρες έδωσε τον τελικό της όρκο, σύμφωνα με τη συνείδησή της και την αγνότητα της ψυχής της. 
   Ενώ, λοιπόν, ήταν πεσμένη στο δάπεδο μπρούμυτα, μουρμούρισε χαμηλόφωνα για το Θεό μονάχα τα λόγια εκείνα που έκρυβε βαθιά μέσα στην καρδιά της:
   "Δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι θα μείνω μοναχή ως το θάνατο... αλλά θα το προσπαθήσω τουλάχιστον".
   Την άλλη μέρα την οδήγησαν στο γραφείο της αγίας ηγουμένης για να της ανακοινώσουν ότι δε θα ξαναγύριζε πίσω στο ψυχιατρικό ίδρυμα. Έπρεπε να πάει στην αδελφή που ήταν υπεύθυνη για το βεστιάριο, προκειμένου να της πάρει μέτρα για μια στολή από λευκό ύφασμα σαν κι αυτή που φορούσαν οι μοναχές στο Κογκό.
   Ζαλισμένη σχεδόν από τη συγκίνηση άκουσε τις οδηγίες της σεβάσμιας μητέρας Εμμανουέλας:  "Σε συμβουλεύω να πας στη βιβλιοθήκη και να πάρεις ένα βιβλίο γραμματικής για τα κισχιβαλί, για ν' αρχίσεις να μαθαίνεις τη γλώσσα που μιλούν στο Κογκό. Θα χρειαστεί, επίσης, να κάνεις μερικά εμβόλια". Και τότε στο μυαλό της αδελφής Λουκίας ήρθε αμέσως η λέξη «Σίμπα».
   "Σίμπα", της επαναλάμβανε διαρκώς μια εσωτερική φωνή, ενώ η μητέρα Εμμανουέλα συνέχιζε:
   "Να μην ξεχνάς ότι δεν ανήκεις πια στον εαυτό σου κι ότι δεν είσαι τίποτ' άλλο παρά ένα όργανο στην υπηρεσία του Θεού. Κι ένα όργανο δεν έχει καμιά αξία αν δε χρησιμοποιείται για έναν ιερό σκοπό. Ούτε ξέρει κανείς ποιος αποφασίζει για τη χρήση του... Το ίδιο, λοιπόν, συμβαίνει και με μια μοναχή, που ξεκινάει να πάει σ' ένα τόσο μακρινό μέρος και που, χωρίς να 'χει καμιά άλλη σκέψη στο μυαλό της πέρα από την αφοσίωση στο καθήκον, παρακαλά το Θεό να τη βοηθήσει... Για έναν τέτοιο ιερό σκοπό φεύγεις κι εσύ!"

   Ένας επαγγελματίας φωτογράφος της Αμβέρσας τράβηξε μια φωτογραφία λίγο πριν την αναχώρηση για το Κογκό. Μήνες αργότερα, όταν η αδελφή Λουκία είδε τη φωτογραφία δημοσιευμένη στο μικρό περιοδικό του μοναστηριού, έφερε στο νου της όλα όσα είχαν συμβεί στο πλοίο που θα τη μετέφερε στις τροπικές χώρες.
   Η φωτογραφία έδειχνε ένα μέρος του καταστρώματος, πάνω στο οποίο στέκονταν δύο μοναχές, δηλαδή η αδελφή Λουκία και η αδελφή Αυγουστίνα. Η τελευταία ήταν καθηγήτρια της φιλολογίας κι αυτό ήταν το δεύτερό της ταξίδι στις αποικίες.
   Στη φωτογραφία το πρόσωπό της ήταν σαν ένα τριγωνικό κομμάτι από άσπρο μάρμαρο, που φωτιζόταν από δυο μεγάλα μάτια, ενώ στα χείλη της ήταν χαραγμένο ένα μελαγχολικό χαμόγελο. "Θα πρέπει να ήταν τη στιγμή που έπαιζαν μουσική στην αποβάθρα", μουρμούρισε και θυμήθηκε πόσοι πολλοί άνθρωποι έφευγαν τότε για τις αποικίες, ενώ οι δικοί τους τούς αποχαιρετούσαν, ανεμίζοντας μικρά σημαιάκια και ρίχνοντας σερπαντίνες...
   Εκείνη τη στιγμή ένιωσε πως όλος ο κόσμος ήταν σαν να της έλεγε: "Ώστε, λοιπόν, φεύγεις κι εσύ για τη μεγάλη περιπέτεια!" Η συγκίνησή της ήταν μεγάλη. Λίγο αργότερα και πριν ξεκινήσει το πλοίο, είδε από μακριά τη σεβάσμια μητέρα Εμμανουέλλα να στέκεται στην αποβάθρα... Της φάνηκε πως τις αποχαιρετούσε κι αυτή όπως οι άλλοι, γιατί είδε το λευκό μανίκι του ράσου της ν' ανασηκώνεται ανάμεσα στις χρωματιστές σημαιούλες και το χέρι της να κάνει τη χαρακτηριστική κίνηση της ευλογίας.
   Καθώς το πλοίο απομακρυνόταν από το λιμάνι, διάφορες φωνές έφταναν στ' αυτιά της:
   "Να ξαναγυρίσετε πλούσιοι!... Μη μας ξεχνάτε!"
   Και το χέρι της σεβάσμιας μητέρας μέσα απ' το λευκό μανίκι ευλογούσε, αλλά ταυτόχρονα ήταν και σαν να της έλεγε: "Μην ξεχνάς πως είσαι μόνο ένα όργανο. Μην ξεχάσεις ποτέ πως είσαι ένα τίποτα". Ύστερα από λίγο το μεγάλο πλοίο άφηνε οριστικά το λιμάνι και ξανοιγόταν στο πέλαγος.
   Το καμπαναριό της Μητρόπολης ξεχώρισε πάνω από τη γκρίζα μάζα των κτιρίων του λιμανιού. Πίσω από το καμπαναριό η αδελφή Λουκία διέκρινε τη στέγη του κτιρίου του εκκλησιαστικού νοσοκομείου, στο οποίο εργαζόταν ο πατέρας της εκείνη την περίοδο. Σίγουρα θα έλεγε στους συνεργάτες του ότι η κόρη του αναχωρούσε για τις αποικίες εκείνο το πρωί. "Είσαι άραγε περήφανος για μένα, πατέρα;" ψέλλισε χαμηλόφωνα η αδελφή Λουκία. "Τέλος πάντων... είναι κι αυτό μια φυγή. Είμαι ευχαριστημένη που φεύγω. Εκεί κάτω θα μου είναι πιο εύκολο να συνειδητοποιήσω πως είμαι ένα τίποτα".
   Συνέχισε να κοιτάζει τη στέγη του νοσοκομείου, ώσπου σιγά - σιγά χάθηκε από τα μάτια της, μέσα στο άμορφο πια σύνολο των υπολοίπων κτιρίων της πόλης, που κι αυτή κάποια στιγμή έσβησε στον ορίζοντα.

   Ήταν η πρώτη της φορά από τότε που φόρεσε το ράσο της μοναχής, που έκανε ένα τέτοιο ταξίδι, έχοντας γύρω της τόσους πολλούς ανθρώπους του κόσμου. "Τα εγκόσμια!" Αυτή η λέξη βούιζε συνέχεια στ' αυτιά της. Πόσες φορές δεν είχε ακούσει να την επαναλαμβάνουν στο μοναστήρι; Σίγουρα πάνω από χίλιες! "Τα εγκόσμια!" Ήταν μια λέξη που λειτουργούσε ως διαχωριστική γραμμή. Και σήμαινε κάτι που ήταν «έξω», έξω από τα τείχη της μονής, έξω από τις συνήθειες του μοναστικού βίου, κάτι πολύ μακρινό... σχεδόν σ' έναν άλλο κόσμο. Τώρα, όμως, αντιπροσώπευε αυτό το πλοίο. Οι νότες του βαλς, που ακούγονταν απ' το σαλόνι, την ακολουθούσαν παντού και της έφερναν στη μνήμη κάποιους νέους που κάποτε είχαν χορέψει μαζί της. Στο πλοίο, λοιπόν, κυριαρχούσαν οι κοσμικές δραστηριότητες κι υπήρχαν παντού διαφημιστικές αφίσες για τις ταινίες που θα προβάλλονταν στον κινηματογράφο του. Σκέφτηκε πως το ταξίδι θα διαρκούσε δεκαοκτώ μέρες και συνειδητοποίησε πως μέσα σ' εκείνο το περιβάλλον θα ήταν αναγκασμένη να περάσει μια ακόμη δύσκολη δοκιμασία.
   Δεκαοκτώ ολόκληρες μέρες θα έπρεπε να συμπεριφέρεται σαν να βρισκόταν μέσα στους τοίχους του μοναστηριού. Θα έπρεπε να είναι αδιάφορη απέναντι στις κοσμικότητες και να θυμάται συνέχεια πως «είναι ένα τίποτα, ένα απλό όργανο» και πως θα την καθοδηγεί ένα αόρατο χέρι. Δεν μπορούσε να προδώσει τον εαυτό της, αφήνοντάς τον απροστάτευτο απέναντι στους τόσους πειρασμούς που υπήρχαν πάνω στο πλοίο. Δεν έπρεπε καν να την απασχολεί η σκέψη -ή μάλλον η ανάμνηση- εκείνων που κάποτε την είχαν χορέψει το ίδιο βαλς που άκουγε τώρα, δεν έπρεπε να κοιτάζει με λαχτάρα εκείνους που έπαιζαν τένις ή να προσέχει τα λόγια που έλεγαν οι γενειοφόροι άποικοι, των οποίων τα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω στις γυμνές πλάτες των γυναικών, που χάιδευε με τις θερμές αχτίνες του ο ήλιος της Ισπανίας.
   Tην πρώτη βδομάδα του ταξιδιού έκανε τόσους περιπάτους πάνω στο κατάστρωμα, που θα 'λεγε κανείς πως ήθελε να καλύψει περπατώντας την απόσταση μέχρι το Κογκό. 
   Κάποιες φορές κρατούσε ανοιχτή τη Σύνοψή της, προσπαθώντας να διαβάσει. Άλλοτε πάλι προσπαθούσε με μεγάλο κόπο να κρατήσει τα χέρια της κρυμμένα κάτω απ' τη μπέρτα της, ειδικά όταν το πλοίο τρανταζόταν από τα κύματα της θάλασσας και οι επιβάτες έχαναν την ισορροπία τους, αν τύχαινε να περπατούν στο κατάστρωμα.
   Στ' ανοιχτά της Τενερίφης οι δύο μοναχές φόρεσαν τις λευκές τους στολές κι η αδελφή Λουκία σκέφτηκε πως από εκείνη τη στιγμή όλα θα πήγαιναν καλύτερα. Σίγουρα θα μπορούσε να μένει πιο πολλές ώρες στο κατάστρωμα μ' εκείνη τη λευκή στολή, που αντανακλούσε τις αχτίνες του ήλιου, παρά με τη μαύρη, που τις απορροφούσε και την έκανε να υποφέρει από τη φοβερή ζέστη.
   Η νύχτα είχε τους δικούς της πειρασμούς. Γύρω στις οκτώ και μισή οι δύο μοναχές αποσύρονταν στην καμπίνα τους, όπου γδύνονταν σιωπηλές χωρίς να κοιτάζει η μία την άλλη, όπως τότε που τις χώριζε ο τοίχος του κελιού τους. Έπειτα έλεγαν τη βραδινή τους προσευχή «Χαίρε Βασίλισσα». Στις εννέα ακριβώς έπεφταν στα κρεβάτια τους κι έσβηναν το φως. Και τότε ήταν που άρχιζε στο πλοίο η νυχτερινή ζωή.
   Στην αρχή ακουγόταν η μουσική από την αίθουσα του χορού. Οι ρυθμοί του βαλς, της πόλκας και του φοξ - τροτ αντηχούσαν στο πλοίο απ' άκρη σ' άκρη κι ανάμεσα απ' τα διάφορα κομμάτια ακούγονταν χειροκροτήματα ενθουσιασμού, που ήταν σαν να ζητούσαν να επαναληφθεί το κομμάτι. 
   Αργότερα, όταν σταματούσε η μουσική, ακούγονταν ήχοι από βήματα και κουβέντες στο κατάστρωμα. Καμιά φορά έκανε την εμφάνισή της πάνω στην κουρτίνα του φινιστρινιού της καμπίνας η σκιά δυο κεφαλιών, των κεφαλιών κάποιου ζευγαριού δίχως άλλο, που το φως του φεγγαριού έριχνε τη σκιά τους πάνω σ' εκείνο το σημείο.
   "Μην κοιτάς τις κινήσεις αυτών των σκιών", της υπενθύμιζε η εσωτερική φωνή της μοναχής. "Γύρισε γρήγορα πλευρό για να μη δεις αν θα σμίξουν σε φιλί αυτές οι δυο σκιές. Κοίτα καλύτερα τη λευκή σου τη στολή, που βρίσκεται κρεμασμένη πάνω από τη σκούρα πόρτα της καμπίνας σου. Αν την κοιτάς επίμονα, θα μπορέσεις ν' αποκοιμηθείς".
   Για να αντιμετωπίζει όλους αυτούς τους πειρασμούς, προσπαθούσε να σκέφτεται περισσότερο τους ιθαγενείς που θα συναντούσε στο Κογκό. Όταν διάβαζε τα διάφορα ιατρικά βιβλία, έφερνε στο μυαλό της εικόνες από την τροπική ζούγκλα. Φυσικά, αυτές οι εικόνες δεν ήταν καθόλου τρομακτικές, ούτε της δημιουργούσαν άγχος, γιατί τα πάντα εκεί κάτω της ήταν ακόμη άγνωστα. Οι περισσότεροι άνθρωποι ανήκαν στη μαύρη φυλή, η μουσική τους ήταν αυτή που έκαναν τα ταμ - ταμ και τα δέντρα δε θύμιζαν σε τίποτα εκείνα, που κάποτε την είχαν φιλοξενήσει κάτω από τον ίσκιο τους και ίσως όχι μόνη της, σίγουρα όχι μόνη της.
   Είχε δει στο μικρό περιοδικό του μοναστηριού πολλές φωτογραφίες από τις διάφορες αποστολές στο Κογκό κι αυτές τη βοηθούσαν να πλάσει στο μυαλό της μια εικόνα του κόσμου στον οποίο θα ζούσε. Έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας της ένα ξέφωτο με τροπικά δέντρα γύρω του, ένα κτίριο με χορταρένια στέγη και ξύλινες βεράντες και δυο ποδήλατα -το ένα ήταν σίγουρα δικό της- να είναι ακουμπισμένα πλάι στη σκάλα του. Πέρα απ' αυτό το ξύλινο κτίριο φανταζόταν τις κωνικές καλύβες των ιθαγενών, οι οποίοι ζούσαν λιτά και πρωτόγονα και θα ήταν το αντικείμενο της φροντίδας της ως νοσοκόμας.
   Κάνοντας όλες αυτές τις σκέψεις, ευγνωμονούσε το Θεό που της έδινε την ευκαιρία να πάει σ' εκείνα τα απομακρυσμένα, τα πρωτόγονα και χωρίς τη φασαρία του πολιτισμού μέρη, που τα προτιμούσε πολύ περισσότερο από τις πόλεις του Βελγίου. Ούτε ήθελε να πάει σε κάποια από τις πυκνοκατοικημένες πόλεις του Κογκό, όπου ήξερε πως υπήρχαν κι άλλες μοναχές σε διάφορες υπηρεσίες. Ήθελε να εργαστεί  σ' ένα απομακρυσμένο νοσοκομείο, κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε για τη φροντίδα των ασθενών με τις τροπικές ασθένειες που κυριολεκτικά τους αποδεκάτιζαν.
   Με τέτοιες σκέψεις, λοιπόν, η αδελφή Λουκία προσπαθούσε ν' απομακρύνει κάθε πειρασμό που της παρουσιαζόταν σ' εκείνο το πολυήμερο ταξίδι μ' ένα πλοίο, που ήταν γεμάτο κόσμο και όπου ο καθένας επιδίωκε να διασκεδάσει όσο περισσότερο μπορούσε. Ήταν πραγματικά μια μεγάλη δοκιμασία γι' αυτή τη νέα γυναίκα που, πριν μπει στο μοναστήρι, είχε ζήσει τις χαρές της «πολιτισμένης» ζωής και που ό,τι έβλεπε τώρα της έφερνε στο νου ξεχασμένες αναμνήσεις, τις οποίες με δυσκολία απόδιωχνε από τη σκέψη της. Ωστόσο, η θρησκευτική της συνείδηση ήταν πιο ισχυρή κι ικανή να αγνοήσει όποιον πειρασμό υπήρχε στο περιβάλλον του καραβιού.

   Ενώ βρίσκονταν στ' ανοιχτά του Ντακάρ, έφτασε στο πλοίο ένα τηλεγράφημα για την αδελφή Αυγουστίνα. Της το έδωσαν στην τραπεζαρία λίγο πριν το φαγητό κι εκείνη ευχαρίστησε μ' ένα χαμόγελο τον καμαρότο. Όση ώρα το διάβαζε, η αδελφή Λουκία την κοίταζε, παρατηρώντας προσεκτικά τις εκφράσεις του προσώπου της, εκφράσεις σοβαρές, όπως άρμοζε σε μια γυναίκα αφιερωμένη στο Θεό. Κι όταν, αφού τέλειωσε το διάβασμα, σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε, διέκρινε σ' αυτά μια λάμψη συμπάθειας αντί για τη συνηθισμένη της απάθεια.
   "Ετοιμάσου για μια μικρή απογοήτευση, αδελφή μου. Άλλαξε το μέρος όπου θα υπηρετήσεις. Σε στέλνουν σ' ένα νοσοκομείο για Ευρωπαίους στο..."
   Σε μια πόλη με δρόμους και μαγαζιά, εφημερίδες και τηλέφωνα.
   Σε μια μικρή γωνιά της βελγικής επικράτειας, όπου υπήρχε μεγάλη κίνηση, κοντά στα ορυχεία χαλκού της Άνω Κατάγκα... Το νέο την είχε πληγώσει κατάκαρδα. Μόνο η συνήθεια να μην εκφράζει ανοιχτά τα συναισθήματά της την εμπόδισε απ' το να ξεσπάσει σε κλάματα. Για μια τελευταία φορά έφερε στο νου της εκείνο το απομακρυσμένο μέρος της ζούγκλας που είχε φανταστεί ότι θα πήγαινε, αλλά τώρα ήταν υποχρεωμένη να ξεχάσει και, όσο η αδελφή Αυγουστίνα δίπλωνε προσεκτικά το τηλεγράφημα, τη θέση των δέντρων και των λόφων του ονείρου της έπαιρναν τα φουγάρα των εργοστασίων και τα μεγάλα κτίρια.
   Έμεινε για λίγες στιγμές αμίλητη μέχρι να συνέλθει και να μπορέσει ν' απαντήσει: 
   "Οταν ο Θεός δίνει μια διαταγή, δίνει και... " είπε τελικά με κόπο.
   Κι αφού ξεστόμισε αυτά τα λόγια, ένιωσε την απογοήτευση και τη δυσαρέσκειά της να υποχωρούν. Αυτή η φράση είχε πάντα τη δύναμη να φέρνει αποτέλεσμα. Ήταν μια φράση ανάλογη μ' αυτήν που έλεγαν στο μεγάλο μοναστήρι, όταν ακόμη δεν είχε πάρει το μοναχικό σχήμα: "Όλα για χάρη του Χριστού!"
   Έριξε μια ματιά γύρω της στην τραπεζαρία του πλοίου. Από τη στιγμή που δε θα πήγαινε στη ζούγκλα του Κογκό, όλοι εκείνοι οι ταξιδιώτες θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα οι ασθενείς της... Σκέφτηκε πως ίσως και να γνώριζε τους περισσότερους, να τους είχε συναντήσει στο ιατρείο του πατέρα της, κι ένιωσε μια βαθιά θλίψη για τη ματαιότητα της ζωής τους. Γνώριζε τα συναισθήματά τους και τις διχόνοιες τους. Θα μπορούσε ανάμεσά τους να ξεχωρίσει εκείνους που είχαν αποκτήσει νόθα παιδιά στη ζούγκλα με μιγάδες. Θα μπορούσε, επίσης, να καρφιτσώσει ένα κίτρινο λουλούδι στο στήθος όλων εκείνων των γυναικών μέσα στο πλοίο που απατούσαν τους άνδρες τους.
   Κίτρινο λουλούδι, γιατί αυτό το χρώμα συμβολίζει τη συζυγική απιστία. "Θεέ μου, Παντοδύναμε", είπε από μέσα της, "πώς κάθομαι και σκέφτομαι τέτοια πράγματα; Στ' αλήθεια πώς... ύστερα από τόσο καιρό που φορώ το ράσο της μοναχής;"
   "Πρέπει τώρα να επιστρέψουμε στην καμπίνα μας, για να ζητήσουμε από το Θεό να σου δώσει τη δύναμη ν' αντιμετωπίσεις την απογοήτευσή σου", της είπε η αδελφή Αυγουστίνα.
   Ενώ έφευγαν από την τραπεζαρία, η αδελφή Λουκία πρόσεξε, καθώς περπατούσε, πως την κοίταξε ένας αξιωματικός. Αν είχε όμως τα μάτια της χαμηλωμένα, όπως έπρεπε, δε θα 'χε δει ποτέ αυτό το βλέμμα θαυμασμού. Και τότε σκέφτηκε αυτόν τον άλλο κίνδυνο που είχε ν' αντιμετωπίσει κάθε νεαρή μοναχή, όταν εργαζόταν έξω από το χώρο του μοναστηριού. Και τέτοιοι κίνδυνοι μπορούν να παρουσιαστούν κάθε μέρα σχεδόν, αφού οι άνδρες έχουν μια περίεργη αδυναμία να ερωτεύονται τις καλές μοναχές. Ωστόσο, ο Ιερός Κανόνας έχει προβλέψει κι αυτή την περίπτωση και συμβουλεύει: Ποτέ δεν πρέπει να βρίσκεται μια καλόγρια μόνη μ' έναν εκπρόσωπο του αντίθετου φύλου.
   Άρχισε να προσεύχεται, προτού ακόμα φτάσει στην καμπίνα της. Αυτό το είδος της αυθόρμητης προσευχής, χωρίς συγκεκριμένο τελετουργικό, δεν το συνήθιζε πριν ανέβει σ' αυτό το πλοίο. Ήταν σαν μια απευθείας συνομιλία με το Θεό, τον οποίο ένιωθε να βρίσκεται συνεχώς κοντά της, σε κάθε της σκέψη.
   "Μη μ' αφήσεις ολομόναχη μέσα στους πειρασμούς του κόσμου, Παντοδύναμε Θεέ μου. Ξέρεις πως η ψυχή μου επιθυμεί την απόλυτη αφοσίωση. Ξέρεις πως θα εγκατέλειπα αμέσως το μοναστήρι, αν έκρινα πως αυτό το ενδιαφέρον για τον έξω κόσμο, που ακόμα με επηρεάζει, συνέχιζε να με απασχολεί. Μου αρνήθηκες να πάω στη ζούγκλα, για να με φέρεις κοντά στον πολιτισμένο κόσμο. Δος μου, λοιπόν, τη δύναμη να απομακρύνω τους πειρασμούς. Αφού έτσι τ' αποφάσισες, Σε παρακαλώ, δώσε μου αυτό που Σου ζητώ".
   Πέρασε μπροστά από την πόρτα του υπεύθυνου ασφαλείας του πλοίου, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην πινακίδα που έγραφε το πρόγραμμα του κινηματογράφου για εκείνο το βράδυ. Ήταν η πρώτη φορά που δεν έριχνε μια ματιά γεμάτη ζήλια σ' ένα πρόγραμμα διασκέδασης.

   Το πλοίο πέρασε τον Ισημερινό κι ήταν πια στ' ανοιχτά των ακτών της δυτικής Γαλλικής Αφρικής. Ένα γενικότερο κλίμα ευθυμίας βασίλευε παντού. Η αδελφή Λουκία στεκόταν στο κατάστρωμα κι είχε καρφώσει το βλέμμα της πέρα μακριά, προς την αφρικανική ακτή, που διακρινόταν στο βάθος του υγρού ορίζοντα.
   "Δε φαίνονται ακόμη πολλά πράγματα παρά μόνο μερικοί χαμηλοί λόφοι", είπε η αδελφή Αυγουστίνα. "Η αλήθεια είναι πως, όσοι βλέπουν για πρώτη φορά αυτά τα μέρη, απογοητεύονται, αλλά όταν προχωρήσουν..."
   Οι δυο μοναχές αρχικά θα αποβιβάζονταν στο Λομπίτο, στην πορτογαλική επικράτεια, κι από 'κει θα 'παιρναν το τραίνο για την επαρχία Κατάγκα, στο Βελγικό Κογκό, μια περιοχή που ήταν ογδόντα φορές μεγαλύτερη κι από το ίδιο το Βέλγιο. Το ταξίδι τους θα διαρκούσε τρεις μέρες, με μερικές μόνο στάσεις κατά τη διάρκεια της διαδρομής, σε μια αχανή έκταση, που το μόνο θέαμα που μπορούσε να προσφέρει ήταν μερικές σκόρπιες εγκαταστάσεις ιθαγενών ή, καμιά φορά, κανένα λιοντάρι που θα 'χε ξεφύγει απ' τα δεσμά του. Η ζέστη θα ήταν αφόρητη και το βάγκον - λι γεμάτο μπόλικη σκόνη, αφού, πριν από το Σεπτέμβριο που άρχιζε η περίοδος των βροχών, όλη εκείνη η χώρα υπέφερε από ξηρασία.
   Πλησιάζοντας προς το τέλος του ταξιδιού της, η αδελφή Λουκία φαινόταν σαν να μην την ενδιέφερε καθόλου το κλίμα ευθυμίας που επικρατούσε γύρω της. Ακουμπισμένη πάνω στα σιδερένια κάγκελα του καταστρώματος, κοίταζε στοχαστικά τα ασυνήθιστα για κείνη τοπία της ακτής κι αναρωτιόταν, αν στ' αλήθεια ήταν θέλημα του Θεού να αφιερώσει ένας μέρος απ' τη ζωή της σ' εκείνον τον άγνωστο κόσμο.
   Το τελευταίο βράδυ, ο καπετάνιος προσκάλεσε τις δυο μοναχές στο τραπέζι του για το δείπνο. Αυτές γυάλισαν τα παπούτσια τους και φόρεσαν ένα καθαρό και φρεσκοσιδερωμένο περιλαίμιο, όπως επίσης κι ένα κολλαρισμένο κάλυμμα του κεφαλιού που έτριζε σε κάθε άγγιγμα. Η σκέψη και μόνο πως θα καθόταν σ' επίσημο δείπνο και πως θα ήταν αναγκασμένη να μιλά κατά τη διάρκειά του με άγνωστους κοσμικούς, έκανε την αδελφή Λουκία να νιώθει αμηχανία. Ο καπετάνιος τις έβαλε να καθίσουν στις τιμητικές θέσεις κοντά του κι άρχισε αμέσως να αφηγείται διάφορες ιστορίες που έδειχναν πόσα πράγματα όφειλε η αποικία στους ιεραποστόλους, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της απολίτιστης εκείνης περιοχής, σε μια εποχή που οι άγριοι ιθαγενείς δεν είχαν δει ποτέ τους λευκό άνθρωπο.  
   Αργότερα, μετά το φαγητό, στις εννέα παρά πέντε ακριβώς, οι δυο μοναχές βρίσκονταν στην καμπίνα τους.
   "Αύριο το πρωί, πριν ακόμη βγει ο ήλιος, θα 'μαστε στο Λομπίτο, αν θέλει ο Θεός", είπε η αδελφή Αυγουστίνα.

   Ο πετροκτισμένος σιδηροδρομικός σταθμός έκανε ξαφνικά την εμφάνισή του μέσα στη ζεστή κογκολέζικη νύχτα. Ήταν άπλετα φωτισμένος και γεμάτος με ιθαγενείς, που 'χαν πολύχρωμα πανιά τυλιγμένα γύρω από τα κορμιά τους κι άφηναν κάθε τόσο κραυγές ενθουσιασμού ή χαιρετούσαν υψώνοντας τα χέρια. Ανάμεσά τους υπήρχαν και μερικοί Ευρωπαίοι, αλλά ήταν τόσο μαυρισμένοι από τον ήλιο, που μόλις και μετά βίας τους ξεχώριζες, αφού η όψη τους δε διέφερε και πολύ από εκείνη των ιθαγενών.
   Η αδελφή Λουκία στεκόταν κοντά στην πόρτα του βαγονιού, πάνω στην οποία είχε συσσωρευτεί κάμποση σκόνη ύστερα από τις τρεις μέρες ταξιδιού, που χρειάστηκε το τραίνο για να φτάσει στην Άνω Κατάγκα. Είχε φτάσει πια στον προορισμό της. Εκεί βρισκόταν το μοναστήρι που θα τη φιλοξενούσε, στην πρωτεύουσα του χαλκού όπως τη λέγανε, που λίγο διέφερε από τις συνηθισμένες μικρές πόλεις στις επαρχίες του Βελγίου.
   Η αδελφή Αυγουστίνα τής έδειξε με το δάχτυλο δυο γυναίκες με λευκές καλύπτρες που περίμεναν κάτω απ' το υπόστεγο κι ύστερα, όταν το τραίνο σταμάτησε, σήκωσε το χέρι για ν' ανταποδώσει το χαιρετισμό τους.
   Η αδελφή Λουκία έστρεψε την προσοχή της στα πρόσωπα των καλογριών που είχαν πάει να τις υποδεχτούν. Η μια απ' αυτές σίγουρα θα ήταν η μητέρα Ματίλδη, η νέα της ηγουμένη, αυτή που θα ρύθμιζε τη ζωή της από 'δω και πέρα. Ωστόσο, στο σταθμό υπήρχε μεγάλη κίνηση και γρήγορα το ενδιαφέρον της στράφηκε αλλού. Μια μουσική μπάντα από ιθαγενείς με κόκκινα σακάκια και χακί κοντά παντελόνια έφτασε εκείνη τη στιγμή, πήρε θέση κάτω από το υπόστεγο του σταθμού κι άρχισε να παίζει τον βελγικό εθνικό ύμνο. Κάθε κίνηση σταμάτησε και μόνο τα φτερωτά μυρμήγκια συνέχισαν να στριφογυρίζουν γύρω από τις ηλεκτρικές λάμπες. Μέσα σ' αυτό το πολύχρωμο πλήθος, οι δυο άσπρες καλύπτρες των μοναχών ήταν και τα μοναδικά όμοια καλύμματα του κεφαλιού, που ξεχώριζαν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Έφερε στο νου της τη μέρα της αναχώρησής της από την Αμβέρσα πριν από είκοσι μία μέρες. Αν και είχε κάνει το μισό γύρο του κόσμου, δεν είχε καταφέρει τίποτε περισσότερο από το να περάσει από το ένα μοναστήρι στο άλλο, συνοδευόμενη τόσο στο ξεκίνημα του ταξιδιού της όσο και στο τέλος του από γυναίκες με λευκές καλύπτρες και από τους ήχους του εθνικού ύμνου. Παρ' όλα αυτά μπόρεσε να διακρίνει και να παρατηρήσει μέσα σ' εκείνη την κοσμοπλημμύρα περιδέραια φτιαγμένα από δόντια και κέρατα ζώων, εβένινα μαλλιά γυαλισμένα με λάδι και χτενισμένα παράξενα και γυμνά αντρικά στήθη γεμάτα με τατουάζ κι αμέσως σκέφτηκε πως εκείνο το μοναστήρι που την περίμενε εκεί κάτω ίσως και να μην ήταν όπως εκείνα που είχε γνωρίσει μέχρι τότε. 
   Αφού τέλειωσε η ανάκρουση του εθνικού ύμνου, η πόρτα του βαγονιού άνοιξε κι ένας ψηλός και λιγνός νέγρος, που φορούσε μια χακί στολή, εμφανίστηκε φωνάζοντας: 
   "Μάμα Αυγουστίνα!"
   Ύστερα βοήθησε τις δυο γυναίκες να κατέβουν από το τραίνο, πράγμα που εκείνες έκαναν, ανασηκώνοντας ελάχιστα την άκρη του ράσου τους, σύμφωνα με τους κανόνες για τις μοναχές.
   Στο πρόσωπό του η αδελφή Λουκία αναγνώρισε τον Καλούλου, τον υπηρέτη του μοναστηριού, για τον οποίο τής είχε ήδη μιλήσει η αδελφή Αυγουστίνα. Ήταν, επίσης, ο πιο έμπιστος άνθρωπός τους σ' εκείνα τα μέρη, όπως ήταν και οι ηλικιωμένες γυναίκες στην πατρίδα, που συνόδευαν τις μοναχές, όταν επρόκειτο να βγουν από το μοναστήρι ή να ταξιδέψουν.
   Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο πλακόστρωτο του σταθμού, την πλημμύρισαν τα εξωτικά αρώματα της ζεστής κογκολέζικης νύχτας. Οι τζακαράντες, που τα λουλούδια τους αναγγέλουν τον ερχομό της άνοιξης στην Άνω Κατάγκα, είχαν ανθίσει.
   Οι γυναίκες με τις άσπρες καλύπτρες άνοιγαν δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, ερχόμενες προς το μέρος τους. Το πρόσωπο της ηγουμένης ήταν γαλήνιο και φωτεινό, όπως εκείνα στις προσωπογραφίες του Φρανς Χαλς. 
   "Έχει πολύ γλυκό πρόσωπο για ηγουμένη", σκέφτηκε αυθόρμητα η αδελφή Λουκία.
   Η μητέρα Ματίλδη δε θέλησε να τη χαιρετίσουν οι δυο μοναχές με τη συνηθισμένη υπόκλιση μέσα στον κόσμο. Τους έκανε νόημα να συγκρατηθούν, μόλις είδε την κίνηση που πήγαν να κάνουν, και μ' ένα πλατύ χαμόγελο τους είπε:
   "Χαιρόμαστε πολύ που ήρθατε".
   Ύστερα τις οδήγησε προς το «Φορντ» του μοναστηριού που ήταν παρκαρισμένο πίσω από το σταθμό. Έκανε νόημα στην αδελφή Λουκία να καθίσει μαζί της στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και στις άλλες δυο να καθίσουν μπροστά, δίπλα στον Καλούλου.
   Όταν το αυτοκίνητο ξεκίνησε, πήρε το χέρι της κοπέλας μέσα στα δικά της και το κράτησε απαλά πάνω στα γόνατά της καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής μέσα από τις φαρδιές λεωφόρους και κάτω από τις πράσινες αψίδες, που σχημάτιζαν τα φυλλώματα των δέντρων κι απ' τις δυο πλευρές του δρόμου.
   "Να και μια ανώτερη στην ιεραρχία μοναχή που μπορεί να δείχνει κάποια τρυφερότητα, όπως η σεβάσμια μητέρα Εμμανουέλα", σκέφτηκε η αδελφή Λουκία, ενώ το βλέμμα της ήταν καρφωμένο κατ' ευθείαν μπροστά, πάνω στις άσπρες καλύπτρες των αδελφών της που κάθονταν δίπλα στον οδηγό. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε πως θ' αγαπούσε την ηγουμένη της.
   Μόλις άφησαν πίσω τους το δρόμο με την πυκνή βλάστηση, η νύχτα απλώθηκε κυρίαρχη γύρω τους. Το «Φορντ», με την κουκούλα του κατεβασμένη, έτρεχε κάτω από έναν ουρανό κεντημένο μ' αστέρια, που νόμιζε πως θα μπορούσε ν' αγγίξει με τα χέρια της.
   Η φασαριόζικη πόλη, που τόσο φοβόταν, πολύ γρήγορα έμεινε πίσω τους. Μπροστά τους τώρα ανοιγόταν ένας δρόμος γεμάτος σκόνη, που μοσχοβολούσε απ' τις μιμόζες. Κάθε τόσο, όταν ο Καλούλου έσβηνε τη μηχανή στην κατηφόρα για να κάνει οικονομία στη βενζίνη, έφτανε στ' αυτιά της το μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών κι ακόμη πιο αμυδρά ο αργός, ρυθμικός ήχος από τα ταμ - ταμ.  
   Κάποια στιγμή ξεχώρισε μέσα στο σκοτάδι ένα ψηλό καμπαναριό. Μια καμπάνα χτύπησε πέντε φορές για ν' αναγγείλει την έναρξη της Μεγάλης Σιωπής σ' εκείνο το μέρος, που θα 'μενε έτσι σιωπηλό ως το ξημέρωμα. Το κτίριο του μοναστηριού φάνηκε μέσα στη νύχτα που φώτιζαν χιλιάδες αστέρια. Κανένας ψηλός τοίχος δεν υπήρχε γύρω του.

   Τελικά, η ζωή του μοναστηριού στο Κογκό δεν είχε καμιά σχέση με ό,τι είχε φανταστεί. Τα πρωινά οι μοναχές, που συνωστίζονταν μπροστά στους νιπτήρες για να πλυθούν, έμοιαζαν σαν γάτες του Σιάμ. Το μέρος του προσώπου τους που το σκέπαζαν οι πλαϊνές άκρες της καλύπτρας τους ήταν λευκό σαν το γάλα, ενώ το υπόλοιπο ήταν καμμένο από τον καυτό αφρικανικό ήλιο. Όλες έμοιαζαν σαν να φορούσαν τριγωνικές μάσκες σ' όλες τις αποχρώσεις του καφέ.
   Το άλλο πράγμα που της έκανε εντύπωση ήταν όταν είδε ένα κατάμαυρο αντρικό πρόσωπο στο παραθυράκι της κουζίνας του μοναστηριού να κοιτάζει προς το εστιατόριο. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε έναν άντρα σ' έναν χώρο όπου έτρωγαν μοναχές. Και ο Ανδρέας, ο βοηθός στην κουζίνα, δεν περιοριζόταν μόνο στο κοίταγμα, αλλά διατύπωνε και τη γνώμη του για όσα έβλεπε και σερβίριζε με μεγαλύτερη φροντίδα και προσοχή εκείνες που συμπαθούσε περισσότερο. Το πιο πλούσιο και περιποιημένο πιάτο το πήγαινε πάντα στη μητέρα Ματίλδη. Τη σεβόταν πάρα πολύ και κάθε πρωί τής έβαζε στη θέση της στο τραπέζι ένα μπουκετάκι με μαργαρίτες μέσα σ' ένα μικρό κι απέριττο βάζο. Η ηγουμένη δεν τολμούσε να του ζητήσει να το πάρει πίσω, επειδή δεν ήθελε να πληγώσει τα αισθήματά του. 
   Τα διαλείμματά τους γίνονταν πάντα έξω από το μοναστήρι, σ' ένα ξεχωριστό περίπτερο που βρισκόταν στη μέση ενός μεγάλου κήπου. Η αδελφή Λουκία χαιρόταν την επαφή με τη φύση, παρατηρούσε τις σειρές που σχημάτιζαν τα μυρμήγκια, παρακολουθούσε τα πουλιά που φτερούγιζαν από κλαδί σε κλαδί με γλυκύτατους κελαηδισμούς... 
   Τις πρώτες μέρες μάλιστα είχε την αίσθηση πως δε βρισκόταν σε μοναστήρι, αλλά σε μια απόμερη εξοχική βίλα, όπου μπορούσε ν' απολαμβάνει τη φύση.
   Το μοναστήρι ήταν κτισμένο με τούβλα κι έμοιαζε περισσότερο με έπαυλη. Βρισκόταν πάνω στο φαρδύ δρόμο που ξεκινούσε από την πόλη κι από τη μια μεριά έβλεπε προς τα εργοστάσια, ενώ από την άλλη προς το απέραντο δάσος.
   Πίσω από το περίπτερο των μοναχών ήταν ένας μικρός κήπος μ' ένα κιόσκι και πιο πέρα η εκκλησία της κοινότητας καθώς και το εστιατόριο. 
   Όλα αυτά τα κτίσματα ήταν σκεπασμένα με λαμαρίνες και κάτω απ' αυτές υπήρχαν ξύλινες σανίδες, αλλά ανάμεσά τους είχαν φτιάξει φωλιές σαύρες και φίδια, που πολλές φορές έπεφταν μέσα στο εσωτερικό των κτιρίων από καμιά τρύπα του ταβανιού.
   Από τη μια πλευρά του μοναστηριού βρισκόταν ένα μεγάλο νοσοκομείο για τους πολίτες, αρκετά εκσυγχρονισμένο, όπως αυτά που υπήρχαν στο Βέλγιο, ενώ από την άλλη το σχολείο και το νηπιαγωγείο, στο οποίο υπήρχε κι ένα μεγάλο διαμέρισμα που φιλοξενούσε τα παιδιά όλων όσων εργάζονταν στα ανθυγιεινά κι επικίνδυνα μέρη της ζούγκλας.
   Για την εξυπηρέτηση των αναγκών όλων αυτών των κτιρίων υπήρχαν μόνο είκοσι μοναχές, οι οποίες, όμως, έπρεπε να αφιερώνουν και κάποιο χρόνο μέσα στην ημέρα για να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα σύμφωνα με τον Κανόνα.
   Αρχικά, η αδελφή Λουκία είχε αναρωτηθεί πώς γίνονταν τόσο πολλές δουλειές με ελάχιστες μοναχές στην κοινότητα. Αργότερα, όμως, διαπίστωσε πως υπήρχαν και πολλοί ιθαγενείς που εργάζονταν μαζί τους, τους οποίους και θεωρούσαν αρκετά πιο "εξελιγμένους", αφού οι περισσότεροι απ' αυτούς είχαν φοιτήσει σε σχολεία  ιεραποστολών, καθολικών ή διαμαρτυρομένων, που υπήρχαν σε πολλά μέρη στο Κογκό. Και φυσικά είχαν αποφοιτήσει, γνωρίζοντας άριστα μια ευρωπαϊκή γλώσσα -τα γαλλικά- και μπορούσαν να ασκήσουν επαγγέλματα που συνήθως ασκούσαν οι λευκοί. Αυτά τα εφόδια τούς έκαναν να ξεχωρίζουν από τους αδελφούς τους που τριγύριζαν ακόμη μισόγυμνοι στα δάση και στη ζούγκλα. Έτσι λοιπόν αρκετοί τέτοιοι ιθαγενείς προσέφεραν τις υπηρεσίες τους τόσο στο σχολείο και το νηπιαγωγείο, όσο και στο νοσοκομείο, όπου εργάζονταν ως βοηθοί των γραμματέων ή των νοσοκόμων. Μερικοί άλλοι υπηρετούσαν στο μοναστήρι, κάνοντας διάφορες δουλειές, και μ' αυτό τον τρόπο οι μοναχές απαλλάσσονταν από πολλά  πρακτικά καθήκοντα που είχαν να κάνουν με τη λειτουργία της μονής.
   Από τις πρώτες κιόλας μέρες η αδελφή Λουκία έμαθε πολλά πράγματα για όλους όσους βρίσκονταν γύρω της κι ένιωσε μεγάλη συμπάθεια γι' αυτούς, μια συμπάθεια που πολύ γρήγορα έγινε φανερή.
   Οι ιθαγενείς την έβλεπαν με καλό μάτι και της έδειχναν αγάπη και σεβασμό. Ο Καλούλου μάλιστα είχε φροντίσει να δώσει πληροφορίες για εκείνη σ' όλους τους ιθαγενείς που ζούσαν στην ευρύτερη περιοχή.
   "Η καινούργια καλόγρια είναι πολύ νέα. Η μητέρα Ματίλδη τής κρατούσε συνέχεια το χέρι μέσα στο αυτοκίνητο. Μού είπε «ευχαριστώ» στη γλώσσα μας όταν τη βοήθησα να κατέβει από το τραίνο. Μιλάει πολύ λίγο, αλλά τα βλέπει όλα".
   Ύστερα από μερικές μέρες που εργάστηκε στο μικροβιολογικό εργαστήριο, πήρε τη θέση της προϊσταμένης στο νοσοκομείο για τους Ευρωπαίους, στο οποίο όλες οι νοσοκόμες ήταν μοναχές από το τάγμα της. Ένιωσε κάπως περίεργα που ξαναείδε μπροστά της, στο αίμα των ανθρώπων, όλα εκείνα τα μικρόβια που είχε εξετάσει στο μικροσκόπιο ως φοιτήτρια.
   Στο θάλαμο με τα επείγοντα άρχισε να φροντίζει τραυματισμένα κεφάλια από επιθέσεις άγριων θηρίων, πόδια και χέρια με γάγγραινα από τσιμπήματα δηλητηριασμένων αγκαθιών και ανοιχτές πληγές που ήταν αποτέλεσμα συμπλοκών με κροκόδειλους... Καμιά στιγμή δεν ένιωσε πως ήταν κλεισμένη μέσα στους τέσσερις τοίχους του νοσοκομείου ούτε και τη ρουτίνα της δουλειάς της νοσοκόμας ως καταδίκη.
   Χειρούργος, γυναικολόγος και ειδικός για τη φυματίωση, τον καρκίνο και την ελονοσία ήταν ο γιατρός Φορτουνάτι. Οι ιθαγενείς βοηθοί νοσοκόμοι τον θεωρούσαν φοβερό μάγο, οι μοναχές σατανά και η αδελφή Λουκία δε μπορούσε να μην παραδεχτεί πως ήταν μια μεγαλοφυΐα.
   Άρχιζε να χειρουργεί πολύ νωρίς το πρωί, πριν από τις πέντε, για ν' αποφεύγει τη ζέστη της μέρας κι εξαντλούσε στην κυριολεξία τις νοσοκόμες, που δούλευαν μαζί του, πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι υπολόγιζε η μητέρα Ματίλδη που του τις έστελνε. 
   Η αδελφή Λουκία, αν και φρόντιζε τους εγχειρισμένους, δεν είχε τύχει να δουλέψει μαζί του, αλλά ήθελε πολύ να τον δει να χειρουργεί. Και η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Η μοναχή που τον βοηθούσε στο χειρουργείο αρρώστησε και η μητέρα Ματίλδη τής ζήτησε να την αντικαταστήσει για λίγες μέρες εκεί, μια δουλειά που θα έκανε παράλληλα με τις καθημερινές της ασχολίες. 
   "Θα φεύγεις, όμως, από το χειρουργείο αμέσως μόλις τελειώνεις τη δουλειά σου", της τόνισε η ηγουμένη. "Δε θα κάθεσαι να συζητάς μαζί του για τα διάφορα περιστατικά όπως έχεις υπόψη σου να κάνεις. Μην ξεχνάς πως ο γιατρός Φορτουνάτι είναι άντρας, είναι ανύπαντρος και ... θερμόαιμος Ιταλός!" 
   Το γλυκό της πρόσωπο, που συνήθως είχε μια έκφραση παιδικής αθωότητας, έδειχνε ασυνήθιστα σοβαρό. "Και μην επαναπαύεσαι με τη σκέψη ότι το ράσο της μοναχής μπορεί να σε προστατέψει".
   Αφού έκανε το σημείο του σταυρού στο μέτωπό της, δίνοντάς της την ευλογία της, την έστειλε στον άνθρωπο εκείνο που θα ασκούσε βαθιά επίδραση στη θρησκευτική της ζωή.
   Τις πρώτες μέρες ο γιατρός ήταν για κείνη δυο κατακόκκινα μάτια πάνω σ' ένα χλωμό πρόσωπο και η ... πηγή μιας αηδιαστικής μυρωδιάς από σκόρδο. Τα πρωινά στο νοσοκομείο, πριν από τη λειτουργία, η μυρωδιά του σκόρδου μαζί με τη μυρωδιά του αιθέρα που χρησιμοποιούσαν ανακάτευε το άδειο της στομάχι. Κι έτσι, ενώ εκείνος αγωνιζόταν να σώσει τη ζωή του αρρώστου που είχε ξαπλωμένο πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, εκείνη αγωνιζόταν να καταπολεμήσει τη φοβερή τάση για εμετό που τη βασάνιζε.
   Τον πρώτο καιρό η περηφάνεια της την εμπόδιζε να διαμαρτυρηθεί. Είχε, άλλωστε, προσαρμοστεί εξαιρετικά στα νέα της καθήκοντα. Φρόντιζε ώστε όλα μέσα στο χειρουργείο να λειτουργούν άψογα και είχε εκπαιδεύσει τους ιθαγενείς βοηθούς της να λειτουργούν πραγματικά σαν αυτόματα. Ο νεαρός που στεκόταν πίσω από το γιατρό, για να του περνάει κάθε τόσο πάνω στο μέτωπό του ένα κομμάτι πάγο τυλιγμένο σε μια γάζα, υπάκουε και στο παραμικρό νεύμα της. Ένας άλλος είχε πάρει τη θέση της νοσοκόμας που συνήθως έδινε τα εργαλεία στο γιατρό.
   Τις μέρες που ένας άλλος γιατρός από τα ορυχεία χαλκού ερχόταν στο νοσοκομείο για να παρακολουθήσει τον συνάδελφό του, τον Φορτουνάτι, εκείνη αναλάμβανε να κάνει τη δουλειά που έκανε ο ιθαγενής βοηθός, να δίνει δηλαδή η ίδια τα εργαλεία στο γιατρό, απαλλάσσοντας τον βοηθό από την υποχρέωση να βρίσκεται στο χειρουργείο.
   Ένα πρωί, όμως, σε μια δύσκολη εγχείρηση, ο γιατρός αναγκάστηκε να την κρατήσει κοντά του και μάλιστα απέναντί του ακριβώς, από την άλλη πλευρά του χειρουργικού τραπεζιού.
   Καθώς ήταν κι οι δυο σκυμμένοι πάνω στον ασθενή, τα κεφάλια τους πολύ συχνά ακουμπούσαν μεταξύ τους κι εκείνη υπέφερε από τη μυρωδιά του σκόρδου που ανάδινε το χνώτο του. Μια ακατανίκητη τάση για εμετό την έκανε να τρέμει και κρύος ιδρώτας αυλάκωνε το μέτωπό της... Και τότε κατάλαβε γιατί τόσες και τόσες νοσοκόμες είχαν εξαντληθεί μέσα σ' ένα τρίμηνο, δουλεύοντας κοντά σ' αυτό το γιατρό που έτρωγε μέρα - νύχτα σκόρδο.
   "Εγώ, όμως, δεν πρόκειται να υποστώ άλλο αυτή την κατάσταση", υποσχέθηκε στον εαυτό της. "Ούτε ο φόβος ούτε κι η ντροπή θα μ' εμποδίσουν να του μιλήσω και θα είμαι πραγματικά ανόητη, αν συνεχίσω να υποφέρω τόσο κατά τη διάρκεια των εγχειρήσεων".
   Το πείσμα της την κράτησε κοντά του ως το τέλος της επέμβασης. Εκείνος την ευχαρίστησε θερμά για την πολύτιμη βοήθειά της και τη ρώτησε πώς τα κατάφερνε και με τις δύο δουλειές που της είχαν αναθέσει.
   "Μπορώ να τα καταφέρνω για όσο καιρό χρειαστεί, γιατρέ, μέχρι να στείλει το μοναστήρι μια αντικαταστάτριά μου... Αλλά μόνο υπό έναν όρο".
   "Δηλαδή, αδελφή;"
   "Υπό τον όρο ότι θα μου υποσχεθείτε πως δε θα τρώτε σκόρδο την παραμονή της μέρας που θα 'χουμε χειρουργείο".
   Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγε να γελάει. Δεν είχε βγάλει ακόμη τη χειρουργική του μάσκα. Η ανάσα του διαπέρασε τη λεπτή γάζα και την ανάγκασε να πισωπατήσει, προτού εκείνος προλάβει ν' απλώσει τα χέρια του και να την πιάσει από τους ώμους. Το γέλιο του αντήχησε μέσα στο χειρουργείο γεμάτο ζωντάνια και φρεσκάδα σαν μικρού παιδιού.
   "Το ίδιο πράγμα μου λέει κάθε βράδυ και η κυρία Λαμαρτέν", της είπε.
   Στο άκουσμα αυτού του ονόματος η αδελφή Λουκία χαμήλωσε τα μάτια, γιατί εκείνη η γυναίκα ήταν η φιλενάδα του και δεν ήταν πρέπον να την αναφέρει μπροστά σε μια καλόγρια. Γι' αυτό και του γύρισε αμέσως την πλάτη κι άρχισε να τραβά τα λαστιχένια γάντια της για να τα βγάλει. Έπειτα, καθώς προχωρούσε προς την πόρτα για να βγει έξω απ' το χειρουργείο, τον άκουσε να της λέει: 
   "Για εσάς, αδελφή, θα το κάνω..."
   Και κράτησε το λόγο του. Κι εκείνη συνέχισε να είναι η βοηθός του, ακόμη κι όταν ήταν αναγκασμένη να σηκώνεται στις τέσσερις το πρωί για να προφτάσουν να κάνουν δυο εγχειρήσεις την ίδια μέρα, αφού με τις βροχές του Νοέμβρη είχε ξαναπιάσει ζέστη σαν κι αυτή του καλοκαιριού. Ύστερα από τις επτά το πρωί το χειρουργείο θύμιζε τούρκικο χαμάμ. 
   Πολύ σπάνια κοίταζε τις εργαστηριακές εξετάσεις των ασθενών, που είχε δει εκείνη, καθώς είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση και τις διαγνώσεις της.
   Εκείνα, όμως, τα γεμάτα υγρασία πρωινά κι η ίδια η αδελφή Λουκία, δουλεύοντας εντατικά στο χειρουργείο, ξεχνούσε πως ήταν μοναχή κι ένιωθε περισσότερο σαν μια νοσοκόμα.
   Κατά τη διάρκεια των επεμβάσεων ο γιατρός φρόντιζε να της μαθαίνει με λεπτομέρειες διάφορα πράγματα για την ιατρική επιστήμη, δείχνοντάς της πώς να χρησιμοποιεί το νυστέρι και πώς να τοποθετεί τις τσιμπίδες.
   Πολλές φορές κι ενώ βρίσκονταν στη μέση μιας εγχείρησης, η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε για τη λειτουργία των έξι. Η αδελφή Λουκία, όμως, συνέχιζε τη δουλειά της, αφού ήξερε πια πως σε λίγη ώρα θα ερχόταν ο παπάς να κοινωνήσει τους αρρώστους και πως η αδελφή Μαρία - Ρόζα, που ήταν στην υπηρεσία της εισόδου, θα του έκανε νόημα με το κεφάλι, δείχνοντάς του προς το χειρουργείο, για να καταλάβει πως αυτή βρισκόταν εκεί μέσα. 
   Πραγματικά, λίγο αργότερα ο μικρός ιθαγενής που βάδιζε μπροστά από τον παπά, ο οποίος έφερνε την Θεία Μετάληψη, βαστώντας στο χέρι ένα αναμμένο κερί κι ένα καρβουνάκι, στεκόταν μπροστά στην πόρτα του χειρουργείου και τη χτυπούσε μια μόνο φορά. Τότε η αδελφή Λουκία έτρεχε στην πόρτα, γονάτιζε, έπαιρνε την όστια που της έδινε στο στόμα ο παπάς και ξαναγύριζε στο χειρουργικό τραπέζι. Όλα αυτά γίνονταν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα κι εκείνες τις στιγμές ο γιατρός ποτέ δεν κοίταζε προς το μέρος της. Ήταν, άλλωστε, και οι μοναδικές φορές που δεν ειρωνευόταν ή δεν κατέκρινε τη ζωή και τις συνήθειες των μοναχών. Κάποιες φορές την καλούσε να τον βοηθήσει σε έκτακτα περιστατικά, ακόμα και σε ώρες που ήταν απασχολημένη με άλλα καθήκοντά της κι αυτές οι περιπτώσεις ήταν πολλές κατά τους πρώτους μήνες της συνεργασίας τους. Όταν δεν την εύρισκε στο νοσοκομείο, έστελνε τον Αιμίλιο, που ήταν προϊστάμενος των ιθαγενών νοσοκόμων, να τη βρει στην εκκλησία.
   Αν και έβλεπε τα επικριτικά βλέμματα των υπολοίπων μοναχών, που χωρίς αμφιβολία θα σχολίαζαν τις απομακρύνσεις της από τα ιερατικά της καθήκοντα, εντούτοις δεν έδινε και πολλή σημασία, γιατί ήξερε τι σήμαινε μια επείγουσα εγχείρηση.
   Μια μέρα, όμως, που ο γιατρός την κάλεσε χωρίς να υπάρχει κάποια πραγματικά επείγουσα ανάγκη και δεν την άφησε ούτε καν πέντε λεπτά για να τελειώσει την περικοπή που διάβαζε στη Σύνοψή της, τού το επεσήμανε ενοχλημένη, αλλά εκείνος θύμωσε και της απάντησε:
   "Νομίζω πως πρέπει να με βοηθάτε, όταν έχω ανάγκη από τη βοήθειά σας. Από τη στιγμή που το κράτος σάς πληρώνει γι' αυτή τη δουλειά, οφείλετε ανά πάσα στιγμή να είστε στη διάθεσή μου. Δεν σας πληρώνει για να προσεύχεστε, αλλά για να βοηθάτε εμένα!..."
   Τα μάτια του ήταν κουρασμένα και κατακόκκινα, ύστερα από ένα Σαββατοκύριακο που είχε περάσει στη λίμνη Κίβου.
   "Αφού η προϊσταμένη σας σάς ανέθεσε να κάνετε τη δουλειά δύο νοσοκόμων, αυτό σημαίνει πως πρέπει να περνάτε διπλάσιες ώρες στο νοσοκομείο και λιγότερες ώρες στις προσευχές".
   Κατάλαβε αμέσως πως είχε δίκιο σ' αυτά που της είπε. Τα ίδια ακριβώς θα 'λεγε κι ο πατέρας της κι αυτό έκανε κάθε φορά που οι συγκυρίες τον έφερναν να χειρουργεί σε νοσοκομεία, όπου οι νοσοκόμες ήταν μοναχές.
   Αργότερα συζήτησε το θέμα της συμπεριφοράς του γιατρού με τη μητέρα Ματίλδη.
   Η ηγουμένη της, πέρα από το ότι ήταν διπλωματούχος νοσοκόμα, γνώριζε και το ζήλο του γιατρού Φορτουνάτι, όταν έπρεπε να δώσει μάχη για να σώσει τη ζωή ενός αρρώστου που είχε ξαπλωμένο πάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Γι' αυτό το λόγο δε δίστασε να της μιλήσει για το θρησκευτικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε εξαιτίας αυτής της κατάστασης, για το πως ο ρόλος της ως νοσοκόμας την έκανε να παραμελεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα, γεγονός που την έφερνε σε δύσκολη θέση.
   "Έπειτα σκέφτομαι και τις αδελφές μου, αγία μητέρα", της είπε. "Οι συχνές απουσίες μου από την εκκλησία μπορεί να προκαλούν διάφορα σχόλια... κι αυτό, όπως αντιλαμβάνεστε, με ενοχλεί πολύ. Σε όλες τις κοινότητες απ' τις οποίες πέρασα έτυχε να συμβούν διάφορα περιστατικά, που τράβηξαν την προσοχή των αδελφών μου πάνω μου κι αυτό είχε σαν συνέπεια να βρεθώ σε κάποια απόσταση απ' αυτές. Προσευχήθηκα μ' όλη τη δύναμη της ψυχής μου να μη μου συμβεί κάτι ανάλογο κι εδώ. Και να τώρα που ένας γιατρός, τον οποίο οι ίδιες αποκαλούν «μάγο» και «σατανά», με αναγκάζει να είμαι η μοναχή εκείνη που πολύ αραιά πηγαίνει στην εκκλησία. Μπορεί, βέβαια, να έχω την άδειά σας, αλλά, όταν η απουσία μου σχολιάζεται μέσα στη μικρή μας κοινότητα..."
   Κοίταξε το σκεπτικό πρόσωπο της μητέρας Ματίλδης. Ήταν μια τακτική που συνήθιζαν οι μοναχές για να μη χάνουν χρόνο, όταν ήθελαν να μιλήσουν για κάτι σοβαρό. Στο τέλος τής είπε:
   "Για την ώρα, αδελφή μου, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για ν' αλλάξει αυτή η κατάσταση. Ζήτα απ' το Θεό να σου δώσει τη δύναμη να κάνεις αυτό που πρέπει. Έγραψα ήδη στο μεγάλο μας μοναστήρι για να ζητήσω μια ακόμα νοσοκόμα, γιατί εσύ δε μπορείς να συνεχίσεις να κάνεις δυο δουλειές".
   Σώπασε και χάιδεψε τον Εσταυρωμένο που κρεμόταν πάνω στο στήθος της.
   "Δεν λαμβάνω καν υπόψη μου όσα μου είπες για τις αδελφές μας. Αν μιλούν για σένα, αυτό θα το κάνουν σίγουρα με καλή διάθεση, επειδή θέλουν να σε βλέπουν να 'σαι κοντά στο Θεό. Ούτε νομίζω πως σου λείπει ο ύπνος, αν και σ' αυτό το κλίμα η έλλειψή του μπορεί να κλονίσει την υγεία σου. Από σωματικής πλευράς είσαι πολύ δυνατή. Αυτό, όμως, που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για μας είναι το θρησκευτικό κομμάτι. Καθεμιά από μας μπορεί να διαθέσει το σώμα της όπως νομίζει, αλλά όχι και το πνεύμα της, γιατί αυτό ανήκει στο Θεό. Συνεπώς, οι όποιες ανησυχίες μου έχουν να κάνουν με την πνευματική σου ζωή, αδελφή μου".
   Καθώς έσκυψε λίγο προς τα εμπρός, φάνηκε σαν να αποσπάστηκε από το μεγάλο σταυρό που κρεμόταν πίσω της, πάνω στον τοίχο. Το ήρεμο πρόσωπό της, ένα πρόσωπο πολύ ανθρώπινο και συμπονετικό, είχε μια φιλική έκφραση.
   "Είναι γεγονός ότι αυτή τη στιγμή σου έχω αναθέσει κάποια καθήκοντα που σε αναγκάζουν να παραμελείς την πνευματική σου ζωή. Αυτό συμβαίνει κάθε φορά που λες μια προσευχή στα πεταχτά, κάθε φορά που μια επείγουσα ανάγκη σε κάνει να διακόπτεις την επικοινωνία σου με το Θεό, κάθε φορά που μετράς τους κόμπους στο ροζάριό σου, τρέχοντας ανάμεσα από δυο πτέρυγες, κι ενώ ακόμη το μυαλό σου βρίσκεται στους ασθενείς που μόλις άφησες ή εκείνους που πηγαίνεις να επισκεφτείς".
   "Ωστόσο, τα καταφέρνω, μητέρα μου".
   "Μόνο ο Θεός γνωρίζει ποιος από μας είναι δυνατός και ποιος αδύναμος", απάντησε η ηγουμένη. "Ως τώρα ο Θεός σου έχει δώσει αρκετά μεγάλη πνευματική δύναμη. Έχω εμπιστοσύνη σ' αυτή, αλλά δεν μπορώ ποτέ να ξέρω τα όριά της. Μονάχα η συνείδησή σου, αδελφή μου, θα σου πει πόσο καιρό μπορείς να συνεχίσεις έτσι, χωρίς να κινδυνέψει ο εσωτερικός πνευματικός σου κόσμος".
   Στα χείλη της χαράχτηκε ένα θλιμμένο χαμόγελο.
   "Δεν είναι εύκολο, αδελφή μου, να υπηρετείς ταυτόχρονα το Θεό και τον γιατρό Φορτουνάτι".
   Κατάλαβε αμέσως τι ήθελε να της πει μ' αυτά τα λόγια η μητέρα Ματίλδη, ότι η νοσοκόμα μπορούσε να παραγκωνίσει τελείως τη μοναχή. Αυτό ακριβώς ήταν το ζήτημα που την απασχολούσε κι ήθελε να συζητήσει με την ηγουμένη της και τώρα έβλεπε καλύτερα τον κίνδυνο που υπήρχε. "Είμαι δυνατή", είπε από μέσα της με θέρμη. "Μπορώ να ζήσω με προσευχές στα πεταχτά και να 'χω πιο σύντομες πνευματικές επαφές με το Θεό. Μπορώ να διευθύνω το νοσοκομείο με το ένα χέρι και το «σατανά» με το άλλο για όσο καιρό η μητέρα Ματίλδη θα έχει έλλειψη σε προσωπικό..."
   "Με τη βοήθεια του Θεού, θα τα καταφέρω να συνεχίσω, μητέρα μου", είπε δυνατά.
   "Για την ώρα δεν μπορώ να κάνω τίποτα", είπε η ηγουμένη, κοιτάζοντάς την στα μάτια. "Μην ξεχνάς, όμως, πως μου έχουν εμπιστευτεί την ψυχή σου. Αν υπάρχει κάτι δύσκολο ή επικίνδυνο σ' αυτή την κατάσταση, αφορά κι εμένα όσο κι εσένα".
   Μετά τη συζήτηση ξαναγύρισε στο νοσοκομείο, αλλά ήταν βαθιά προβληματισμένη. Ποτέ άλλοτε δεν είχε έρθει τόσο κοντά πνευματικά με κάποια ανώτερή της. Τα τελευταία λόγια, που της είχε απευθύνει η ηγουμένη μ' ένα χαμόγελο γεμάτο εμπιστοσύνη, είχαν μπει βαθιά μες στην ψυχή της. "... Αφορά κι εμένα όσο κι εσένα". Αυτό σήμαινε πως μοιραζόταν μαζί της την ευθύνη. "Την ευθύνη να μη χάσω την ψυχή μου", είπε από μέσα της με συγκίνηση.
   Και ξαφνικά συνειδητοποίησε το μέγεθος αυτής της ευθύνης. Η αγάπη της για την ιατρική, που ο γιατρός Φορτουνάτι ενθάρρυνε κι ενίσχυσε ακόμη περισσότερο, θα μπορούσε να της γίνει πάθος, μια εμμονή που μάταια θα πάλευε να καταπολεμήσει. Και κάθε φορά που ο γιατρός θα 'στελνε να τη φωνάξει, δε θα ένιωθε άραγε μέσα της αυτό το αίσθημα της ικανοποίησης πως ξεχώριζε ανάμεσα στις άλλες μοναχές, ένα είδος ανταμοιβής για τους κόπους που κατέβαλε τόσο καιρό μένοντας στην αφάνεια;
   "Ο κίνδυνος να χαθώ..." σκέφτηκε κι ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά.
   Μπήκε στο φαρμακείο, το μόνο μέρος του νοσοκομείου όπου μπορούσε να μείνει για λίγη ώρα μόνη της. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο κι άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στους απέραντους αφρικανικούς ορίζοντες. Ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, προμήνυμα για τον κατακλυσμό που ετοιμαζόταν να ξεσπάσει όπως κάθε μέρα. Κι ήταν πολλοί έξω οι κίνδυνοι... Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να παρασυρθεί από τη βροχή μέχρι το σημείο με την κινούμενη άμμο, εκεί όπου κάποιος μπορεί να βουλιάξει και να χαθεί. "Πόσο εύκολα μπορώ να παρασυρθώ, αν δεν προσέξω", ψιθύρισε ταραγμένη. "Θεέ μου Παντοδύναμε, βοήθησέ με να μη διαψεύσω ποτέ τη μητέρα Ματίλδη..."
   Η πόρτα του φαρμακείου άνοιξε.
   "Μάμα Λουκία..."
    Ήταν ο Αιμίλιος, που είχε έρθει να τη φωνάξει για ένα επείγον περιστατικό. Ενώ έτρεχε βιαστική προς το χειρουργείο, προσπαθούσε να καταλαγιάσει τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς της, που άλλες φορές, όταν την καλούσε ο «σατανάς», χτυπούσε κανονικά.
   Το τραπέζι του χειρουργείου ήταν άδειο και το φως σβηστό, αλλά ο γιατρός φορούσε την άσπρη του ποδιά. Της χαμογέλασε και της ζήτησε να του πει, αν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνη της, χωρίς αυτόν, για τρεις μέρες. Ήθελε να πάει για ψάρεμα στη λίμνη Κίβου το Σαββατοκύριακο.
   "Ως αυτή τη στιγμή δεν έχουμε κάτι πολύ σοβαρό", πρόσθεσε. "Κι έτσι θα μπορέσετε κι εσείς, στο διάστημα της απουσίας μου, να αναπληρώσετε όσες προσευχές χάσατε εξαιτίας μου".
   "Κι αν παρουσιαστεί κάποια επείγουσα ανάγκη;"
   Έκανε αυτή την ερώτηση μηχανικά με τη σκέψη στους ασθενείς εκείνους που ήταν σε σοβαρή κατάσταση και χρειάζονταν την παρουσία του γιατρού.
   "Θα συνεχίσετε να κάνετε τις ενέσεις μορφίνης στους καρκινοπαθείς... Θα φροντίσετε τις τρεις περιπτώσεις γάγγραινας, αλλά μη βγάλετε τους επιδέσμους ακόμη κι αν έχουν αρχίσει να μυρίζουν... Αφήστε τους όπως είναι. Εγώ έχω την ευθύνη γι' αυτό".
   Της έριξε μια εξεταστική ματιά από πάνω μέχρι κάτω. Εκείνη στεκόταν ακίνητη μπροστά του με τα χέρια κρυμμένα κάτω από την μπέρτα της.
   "Και ξεκουραστείτε λιγάκι, αδελφή μου, γιατί πολύ σας κούρασα τον τελευταίο καιρό", είπε τελικά.

   Όταν έφυγε ο γιατρός, έμεινε στην αίθουσα του φαρμακείου για να τακτοποιήσει ό,τι μπορούσε, μιας και δεν είχε άλλες πιο επείγουσες δουλειές, και, κυρίως, για να ενημερώσει τους λογαριασμούς στα επίσημα κρατικά βιβλία για τα φάρμακα που είχαν καταναλωθεί το τελευταίο εξάμηνο. 
   Την ώρα που δούλευε χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν από το θάλαμο των αντρών. Η αδελφή Αυρηλία τής τηλεφωνούσε για να την ενημερώσει πως ένας απ' τους καρκινοπαθείς είχε χειροτερέψει.
   "Θα ειδοποιήσω αμέσως έναν ιερέα".
   Αμέσως μετά τηλεφώνησε στο αντρικό μοναστήρι, που βρισκόταν μερικούς δρόμους πιο κάτω απ' το δικό τους. Χαμογέλασε με ανακούφιση, όταν άκουσε στο τηλέφωνο τη φωνή του πατέρα Ανδρέα, ο οποίος ήταν κι ο εξομολογητής της. Όλος ο κόσμος στην αποικία τον αγαπούσε και ακόμη κι εκείνοι που δεν ήταν χριστιανοί, τού έστελναν τα παιδιά τους για να τα ευλογήσει.
   "Βάζω μπροστά το «Φορντ», αδελφή μου, και έρχομαι. Να με περιμένεις στην είσοδο".
    Ενώ όμως περίμενε να 'ρθει το αυτοκίνητο από το μοναστήρι, συνέβη κάτι αναπάντεχο. Αντί για το αυτοκίνητο, είδε στη γωνιά του δρόμου τέσσερις ανθρώπους να βαδίζουν κρατώντας ένα φορείο, πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος ο πατέρας Ανδρέας και γυρισμένος από το ένα πλευρό σαν να 'ταν έτοιμος να κοιμηθεί. Αρχικά, δεν ανησύχησε ιδιαίτερα με το θέαμα, αλλά, όταν πλησίασαν και είδε πως εκείνοι που τον μετέφεραν ήταν τέσσερις ιερείς από το τάγμα του, έτρεξε βιαστικά να τους συναντήσει, τη στιγμή ακριβώς που έμπαιναν στο προαύλιο του νοσοκομείου. Και τότε ένας από τους ιερείς τής είπε:
   "Το αυτοκίνητο... έπεσε πάνω σ' έναν τοίχο κι έγινε κομμάτια".
   Η αδελφή Λουκία ανατρίχιασε ακούγοντας αυτά τα λόγια και, σκύβοντας, είδε το σπασμένο πόδι του πατέρα Ανδρέα και το άσπρο του λινό παντελόνι μουσκεμένο από το αίμα.
   Αμέσως έδωσε σε όλους τις απαραίτητες οδηγίες. Ο Αιμίλιος έτρεξε να ειδοποιήσει τη μητέρα Ματίλδη. Η αδελφή Αυρηλία τηλεφώνησε στο αντρικό μοναστήρι για να στείλουν έναν άλλο ιερέα για τον καρκινοπαθή, καθώς επίσης και στο ορυχείο χαλκού για να στείλουν το δικό τους γιατρό. Όταν ο Αιμίλιος γύρισε ξανά μαζί με τη μητέρα Ματίλδη, η αδελφή Λουκία είχε κιόλας κόψει με το ψαλίδι το παντελόνι του ιερέα κι είχε αρχίσει να επιδένει το πόδι του με αποστειρωμένους επιδέσμους.
   "Το δένω μέχρι να τον πάμε στο χειρουργείο", εξήγησε στην ηγουμένη.
   Εκείνη την κοίταξε και κούνησε το κεφάλι συγκαταβατικά, δείχνοντάς της πως, σαν νοσοκόμα που ήταν κι η ίδια, είχε καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ο Αιμίλιος, βλέποντας την αδελφή Λουκία να εξετάζει το τραύμα που αιμορραγούσε ασταμάτητα, έσπευσε να ετοιμάσει όλα όσα χρειάζονταν για τη μετάγγιση αίματος. Η μητέρα Ματίλδη πήγε να βρει την κατάλληλη ομάδα αίματος για τον ιερέα κι όταν τη βρήκε, ξεκίνησε την προετοιμασία για τη μετάγγιση. Στο μεταξύ, στην αίθουσα των εξετάσεων, όπου βρίσκονταν όλοι, ήρθε η αδελφή Αμέλια για να τους ανακοινώσει πως δεν είχαν καταφέρει να βρουν πουθενά το γιατρό του ορυχείου. Χωρίς πολλή χρονοτριβή ξεκίνησαν τη μετάγγιση. Η αδελφή Λουκία σ' όλο αυτό το διάστημα παρέμενε απόλυτα ψύχραιμη. Κάποια στιγμή ο πατέρας Ανδρέας συνήλθε και ζήτησε να εξομολογηθεί προτού τον ναρκώσουν.
   Έτσι, λοιπόν, οι τρεις ιερείς από το αντρικό μοναστήρι στάθηκαν όρθιοι μπροστά στο χειρουργικό τραπέζι κι ασχολήθηκαν με την ψυχή του τραυματισμένου παπά, ενώ ο τέταρτος ετοιμάστηκε να δώσει κι ο ίδιος αίμα, σε περίπτωση που χρειαζόταν.
   Τρεις γρήγορες και αρκετά έμπειρες νοσοκόμες επέβλεπαν τη διαδικασία της μετάγγισης. Ο πατέρας Ανδρέας έκανε μπροστά σε όλους ταπεινά την εξομολογήσή του κι όταν τέλειωσε, η αδελφή Λουκία έκανε νόημα στην ηγουμένη ν' αρχίσει τη διαδικασία της νάρκωσης.
   Μόλις αποκοιμήθηκε ο ιερέας, η αδελφή Λουκία ήταν έτοιμη για να κάνει την επέμβαση στην πληγή, έχοντας γύρω της όλους τους βοηθούς της. Δεν της είχαν φέρει τη χειρουργική μάσκα, γιατί είδαν πως θα έπρεπε να καθυστερήσει πολύ μέχρι να τη φορέσει, βγάζοντας την καλύπτρα κι ό,τι άλλο σκέπαζε το κεφάλι της.
   Το πόδι του ιερέα είχε πολλαπλά κατάγματα. Οι τένοντες των δακτύλων είχαν κοπεί και οι μυς είχαν χάσει την κίνησή τους. Η μητέρα Ματίλδη παρακολουθούσε τους χτύπους της καρδιάς του και ανάλογα ρύθμιζε τη δόση του αιθέρα.
   Στο μεταξύ, όταν η αδελφή Λουκία σήκωσε τα μάτια για να δει αν είχε ολοκληρωθεί η μετάγγιση, συνάντησε το γεμάτο θαυμασμό βλέμμα της ηγουμένης της.

   Τρεις μέρες αργότερα το ίδιο βλέμμα το συνάντησε στα μάτια του γιατρού Φορτουνάτι, όταν το σήκωσε για να την κοιτάξει, αμέσως μετά την εξέταση που έκανε στο εγχειρισμένο πόδι του πατέρα Ανδρέα. Κι ήταν επίσης ένα βλέμμα γεμάτο θαυμασμό.
   "Έκανα ό,τι νόμισα καλύτερο", του είπε ταπεινά, "ό,τι ο Θεός και η συνείδησή μου μού υπαγόρευσαν να κάνω. Δεν μπόρεσα, όμως, να κάνω τέλεια την επέμβαση, γιατί εγώ είμαι απλά μια νοσοκόμα κι όχι χειρούργος... Με βοήθησαν η μητέρα Ματίλδη και η αδελφή Αυρηλία", πρόσθεσε στη συνέχεια.
   Όση ώρα βοηθούσε το γιατρό να ξαναδέσουν το τραύμα, ένιωθε τα γόνατά της να λυγίζουν. Δεν είχε κλείσει μάτι τρεις ολόκληρες νύχτες. Τις είχε περάσει άγρυπνη στο προσκέφαλο του πατέρα Ανδρέα, που παραληρούσε από τον πυρετό, ακούγοντάς τον να μιλάει στο Θεό, τον μόνο του σύντροφο στις περιοδείες που έκανε μέσα στη ζούγκλα.
   "Δεν μπορούσε να γίνει τίποτα παραπάνω, αδελφή", είπε ο γιατρός, μόλις ανασηκώθηκε από το χειρουργικό τραπέζι που ήταν σκυμμένος. "Δεν σώσατε μόνο τη ζωή του πατέρα Ανδρέα, αλλά και το πόδι του. Για σαράντα οκτώ ώρες ακόμη θα ακολουθήσετε την ίδια αγωγή σε ενέσεις και φάρμακα. Μπορεί να χρειαστεί ένας ολόκληρος χρόνος αλλά ... θα περπατήσει ξανά".
   Στο άκουσμα αυτών του των λόγων ένα αίσθημα υπερηφάνειας πήγε να την κατακλύσει, αλλά κατάφερε αμέσως, με μεγάλη δυσκολία, να το καταπνίξει. Με φωνή που μόλις ακουγόταν ψιθύρισε πως δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα όργανο του Θεού... ένα τίποτα...

   Στους τρεις μήνες που ακολούθησαν οι ακτινογραφίες έδειξαν ότι το πόδι του πατέρα Ανδρέα πήγαινε καλά και, κοιτάζοντας την τελευταία, η αδελφή Λουκία δε μπόρεσε να συγκρατήσει το χαμόγελο που χαράχτηκε στα χείλη της, ένα χαμόγελο ικανοποίησης και όχι υπερηφάνειας.
   Ωστόσο, λίγο καιρό αργότερα ένα σοβαρό περιστατικό την έκανε να νιώσει για τα καλά τη ματαιότητα της ανθρώπινης ζωής. Αρρώστησε από οξεία δυσεντερία, μια ασθένεια που κυριολεκτικά την εξάντλησε, ρίχνοντάς την σχεδόν στο κρεβάτι του θανάτου. Από την άλλη, όμως, ήταν και μια δοκιμασία ταπείνωσης που επιθυμούσε πολύ να βιώσει.
   Πιθανότατα η αιτία της ασθένειας αυτής θα ήταν τα τροπικά φρούτα που θα είχαν μολυνθεί από κάποια μύγα.
   Δυο φορές τη βδομάδα πήγαινε στο νοσοκομείο για τους ιθαγενείς, απ' όπου έπαιρνε αίμα για εξετάσεις και έρευνες. Ο ιθαγενής, που βρισκόταν στην είσοδο κι εκτελούσε χρέη θυρωρού, τής πρόσφερε πάντα μπόλικα φρούτα φρέσκα και χυμώδη. 
   Αυτά τα φρούτα τής προκάλεσαν την οξεία δυσεντερία, αλλά δεν είπε τίποτα σε κανέναν, μέχρι τη μέρα που λιποθύμησε μέσα στο χειρουργείο και νόμισε ότι είχε φτάσει η τελευταία της ώρα. 
   Τη μετέφεραν με το φορείο στο κρεβάτι της κι όταν συνήλθε, αντίκρισε το γιατρό Φορτουνάτι που τής μιλούσε σε αυστηρό τόνο:  
   "Θα μπορούσατε να μιλήσετε, περήφανη αδελφή! Πόσες φορές ενεργηθήκατε το τελευταίο εικοσιτετράωρο;"
   "Πάνω από τριάντα φορές", του απάντησε κι είδε το πρόσωπό του να γίνεται κάτωχρο.
   Το μαύρο πρόσωπο του Αιμίλιου, το κατακίτρινο του γιατρού, το λεπτό κι εκφραστικό της μητέρας Ματίλδης και το γεμάτο συμπόνια της αδελφής Αυρηλίας ήταν τα τέσσερα πρόσωπα, που έβλεπε το επόμενο διάστημα κάθε μέρα πάνω απ' το κρεβάτι της ως αργά τη νύχτα.
   Ποτέ, όμως, δε συνειδητοποίησε απόλυτα τη σοβαρότητα της κατάστασής της και δεν τρομοκρατήθηκε ούτε κι όταν άκουσε τη μητέρα Ματίλδη να λέει στο γιατρό πως έπρεπε να ειδοποιήσει έναν παπά και τις υπόλοιπες μοναχές. 
   Κάποια στιγμή, μετά τα μεσάνυχτα, άκουσε μέσα στην ησυχία της αφρικανικής νύχτας τις μοναχές να ψάλλουν το «Μιζερέρε» και, ανοίγοντας τα μάτια της, τις είδε να στέκονται γύρω από το κρεβάτι της, κρατώντας η καθεμιά κι από ένα αναμμένο κερί στα χέρια. Είδε επίσης και τον πατέρα Στέφανο με την Αγία Μετάληψη στα χέρια να έρχεται προς το μέρος της, μπροστά από τη μητέρα Ματίλδη και την αδελφή Αυρηλία.
   "Τι ωραίος που είναι ο θάνατος για εκείνους που ανήκουν στο χώρο της ιεροσύνης", σκέφτηκε συγκινημένη.
   Η μητέρα Ματίλδη έριξε μια ματιά γεμάτη συμπόνια στο κρεβάτι που ξάπλωνε η ετοιμοθάνατη, η τόσο νέα, η τόσο γενναία και γεμάτη ταπεινοφροσύνη, εκείνες τις τελευταίες στιγμές που, με σταυρωμένα τα χέρια πάνω στο στήθος της, περίμενε να παραδώσει την ψυχή της στον Κύριο.
   Οι μοναχές πλησίασαν ακόμη πιο κοντά συνεχίζοντας την ψαλμωδία. Ύστερα απομακρύνθηκαν κι η αδελφή Λουκία ψέλλισε: "Όλ' αυτά για μένα!" 
   Ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της, όταν ο πατέρας Στέφανος την πλησίασε και πρόφερε με τη βαθιά κι επιβλητική φωνή του:
   "Ειρήνη εις τον οίκον τούτον..."
   "Και σε όλους όσους τον κατοικούν", πρόσθεσαν οι υπόλοιπες μοναχές, κρατώντας τ' αναμμένα κεριά κοντά στα πρόσωπά τους. 

   Η αδελφή Λουκία, όμως, έγινε καλά. Αν και έφτασε πολύ κοντά στο κατώφλι του θανάτου, ο Θεός τής χάρισε τη ζωή. Όσο καιρό ήταν άρρωστη μπόρεσε να αντιληφθεί πόσο ταπεινή ήταν. Ούτε μια στιγμή δε σκέφτηκε πόσες θυσίες είχε κάνει για τους άλλους ούτε ένιωσε κανένα συναίσθημα υπερηφάνειας. Ένιωθε τον εαυτό της σαν να 'χε σχεδόν εξαϋλωθεί και το πνεύμα της πολύ κοντά στο Θεό. Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε καταλάβει απόλυτα τι σήμαινε να 'σαι μοναχή. Το να ζεις με απλότητα, ταπεινότητα, αγάπη για το συνάνθρωπο κι ολοκληρωτική αφοσίωση στο Χριστό. 
   Κι ένα ζεστό απόγευμα, την ώρα του διαλείμματος στο περίπτερο των μοναχών, ξαναγύρισε κοντά στις αδελφές της. Απ' όλη την περιπέτεια με την αρρώστια της αποκόμισε την πεποίθηση πως ο Θεός θα της έδινε κι άλλες δοκιμασίες μέχρι να καταλάβει απόλυτα την έννοια της ταπείνωσης. Η πρώτη ώρα που πέρασε μαζί με τις άλλες καλόγριες και η συζήτηση που έκαναν την έπεισε γι' αυτό.
   Ξαναγύρισε στην υπηρεσία του νοσοκομείου με πολύ όρεξη για δουλειά και νέες ιδέες για την καλύτερη λειτουργία του. Οργάνωσε μια ομάδα από ιθαγενείς νοσοκόμους, στην οποία μπήκε η ίδια επικεφαλής, και ανέθεσε στον Αιμίλιο το ρόλο του βοηθού της.
   Ο Αιμίλιος την ακολουθούσε παντού σαν να 'ταν η σκιά της. Ακόμα και στις νυχτερινές βάρδιες ήταν κοντά της. Όταν επισκεπτόταν το νοσοκομείο για τους ιθαγενείς, στην άλλη άκρη της πόλης, ανέβαινε κι αυτός στο «Φορντ» του μοναστηριού και καθόταν πλάι της, κρατώντας την τσάντα με τα ιατρικά εργαλεία στα γόνατά του, κάτι που δύσκολα μια καλόγρια θα εμπιστευόταν σ' έναν ιθαγενή σ' άλλη περίπτωση.
   Όταν ήταν μαζί της, τής μιλούσε συχνά για την πατρίδα του. Ακόμη κι αν είχε κάνει αμέτρητες περιοδείες στη ζούγκλα, δε θα 'χε μάθει περισσότερα πράγματα για το Κογκό και για τα δώδεκα εκατομμύρια του πληθυσμού του απ' αυτά που της είχε πει ο Αιμίλιος και, κυρίως, για τη φυλή των Μπαντού, που ήταν η μεγαλύτερη πληθυσμιακά και στην οποία άνηκε κι ο ίδιος. Της μιλούσε για τα ποτάμια που δεν είχε δει ποτέ της και για τα πνεύματα που οι ντόπιοι πίστευαν πως ζούσαν στα νερά τους· για τα παρθένα δάση, για τα βουνά, όπου κρύβονταν γορίλες και μπαμπουίνοι· για τις διάφορες φυλές, ανάλογα με τις περιοχές στις οποίες κατοικούσαν... τους Μπαλούμπα, τους Μπατέμπο, τους Μπατετέλα, τους Μπαλάμπα, τους Μπεγιέκε, τους Μπασούκου και, ανάλογα με το χαμόγελο ή τη γκριμάτσα δυσαρέσκειας που έβλεπε στα χοντρά του χείλη, καταλάβαινε ποιες απ' αυτές τις φυλές συμπαθούσε και ποιες έβλεπε εχθρικά. 
   Καμιά φορά, όταν το «Φορντ» περνούσε μπροστά από την πλατεία της αγοράς, της έδειχνε με το δάχτυλο κάποιον ιθαγενή, που στα δικά της μάτια δε διέφερε σε τίποτα από τους υπόλοιπους, και, ανάλογα με τα σημάδια του προσώπου ή τα τατουάζ που είχε, της έλεγε από ποια φυλή ήταν· ή της έδειχνε κάποιον άλλο, που προσπαθούσε να πουλήσει ένα εβένινο αγαλματάκι, λέγοντάς της πως ήταν ένας Μπακούμπα ή ένας Τσουτσιόκβι και πως αυτές οι δύο φυλές φημίζονταν για τους καλλιτέχνες τους.
   Από τη δική της πλευρά, εκείνη του έλεγε ό,τι ήθελε να μάθει για την Ευρώπη.
   Επειδή είχε φοιτήσει στα σχολεία της ιεραποστολής, προτού πιάσει δουλειά στο νοσοκομείο, ο Αιμίλιος ήταν εξοικειωμένος με τους λευκούς κι έτσι είχε μάθει να συμπεριφέρεται σε όλους με τον ίδιο τρόπο, χωρίς φόβο αλλά και χωρίς πολλές φιλίες.
   Μόνο οι «λευκές μητέρες» φαίνονταν να τον προβληματίζουν, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει πού ήταν οι άντρες τους.
   Όταν η αδελφή Λουκία προσπάθησε να του εξηγήσει, διαπίστωσε κι η ίδια έκπληκτη πόσο ξένη και ακατανόητη στη νοοτροπία των ιθαγενών ήταν η έννοια της αγνότητας. Ακόμη και για κάποιον που είχε ζήσει τόσο καιρό μαζί με τους λευκούς, όπως ο Αιμίλιος, και που στο λεξιλόγιό του χρησιμοποιούσε και λέξεις δύσκολες όπως «λαπαροτομία» -την οποία μπορούσε πια κι ο ίδιος να κάνει μετά τις τόσες πολλές εγχειρήσεις που είχε παρακολουθήσει- η ιδέα του ιερού γάμου ήταν εντελώς ανεξήγητη. Κι εκείνη δε μπορούσε να τον κάνει να την καταλάβει χωρίς να καταλήξει η συζήτησή τους στο θέμα της πολυγαμίας, όπως συνέβη κάποια μέρα με μια άλλη μοναχή, που προσπάθησε να εξηγήσει μάταια σ' έναν μαύρο με πέντε γυναίκες τη σημασία της μοναξιάς των ανθρώπων που έχουν αφιερωθεί στο Θεό.
   Η ίδια, πάντως, έδωσε μια ικανοποιητική απάντηση στον προβληματισμό του Αιμίλιου, λέγοντάς του ότι είχε έναν σύζυγο στον ουρανό, που του είχε υποσχεθεί πως δε θα ξαναπαντρευόταν ποτέ. Για εκείνον οι λέξεις «υπόσχεση» και «χηρεία» είχαν ακριβώς το ίδιο νόημα. Ύστερα απ' αυτή τη συζήτηση, δεν τόλμησε ποτέ πια να της ξαναθίξει το ίδιο θέμα.
   Το επόμενο διάστημα ο Αιμίλιος τη βοήθησε να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της για την καλύτερη λειτουργία του νοσοκομείου κι ένα απ' αυτά ήταν να φτιάξει μια καλή ομάδα από μαύρες νοσοκόμες. Είχε παρατηρήσει πως οι γυναίκες στο Κογκό ήταν εξαιρετικές εργάτριες, αρκεί να μην τους ζητούσε κανείς να πάρουν πρωτοβουλίες. Από τη στιγμή, όμως, που θα τους έδειχναν πώς να κάνουν κάτι, μπορούσαν να το κάνουν έτσι ακριβώς όπως τους το έδειξαν χωρίς να ξεχάσουν την παραμικρή λεπτομέρεια.
   Έτσι, με την εκπαίδευση που έκανε στις νοσοκόμες, κατάφερε μέσα σε δεκαπέντε μέρες να οργανώσει ένα σύστημα εργασίας αξιοθαύμαστο, που επέτρεπε να γίνονται αλλαγές σε είκοσι πέντε εγχειρισμένους μέσα σε μια ώρα και να είναι σε ετοιμότητα όλοι κάθε πρωί στις οκτώ και μισή για την ίδια δουλειά, πριν κάνει την επίσκεψή του ο γιατρός.
   Όταν ο γιατρός Φορτουνάτι είδε τις ιθαγενείς νοσοκόμες να δουλεύουν, στράφηκε προς την αδελφή Λουκία και την κοίταξε με την ίδια έκφραση που την είχε κοιτάξει τη μέρα που εξέτασε το πόδι του πατέρα Ανδρέα. 
   Κι αυτή τη φορά της είπε:
   "Ώστε είστε και καθηγήτρια, αδελφή Λουκία!..."
   Ύστερα πήγε ν' ανακοινώσει το γεγονός στο νοσοκομείο του ορυχείου και να συμβουλεύσει τους γιατρούς που δούλευαν εκεί να πάρουν μια καλόγρια ως προϊσταμένη νοσοκόμα, αν ήθελαν να κάνουν τους ιθαγενείς να μάθουν κι αυτοί τη δουλειά του νοσοκόμου.
   Το νέο διαδόθηκε πολύ γρήγορα τόσο ανάμεσα στους ιθαγενείς όσο και ανάμεσα στους λευκούς. Παντού γινόταν λόγος για μια νοσοκόμα καλόγρια που είχε ιθαγενείς ως βοηθούς. Ακόμη κι ο Αποστολικός Νούντσιος τηλεφώνησε στη μητέρα Ματίλδη όχι βέβαια για να τη συγχαρεί, αλλά για να της επισημάνει ότι μια από τις μοναχές της είχε «ξεχωρίσει» τόσο πολύ, που το όνομά της ακουγόταν σε δημόσιες συζητήσεις.
   Όταν η μητέρα Ματίλδη επισκέφτηκε την πτέρυγα, όπου δούλευαν οι ιθαγενείς βοηθοί, η αδελφή Λουκία μάντεψε αμέσως ότι κάτι την απασχολούσε. Το συνηθισμένο της χαμόγελο ήταν σαν να το σκέπαζε μια σκιά, αλλά τόσο ανεπαίσθητη, που μόνο ένας άνθρωπος που τη γνώριζε πολύ καλά μπορούσε να το καταλάβει.
   Αφού της έδειξε πώς δούλευαν οι βοηθοί και ό,τι άλλο ήθελε να δει, η αδελφή Λουκία συνόδεψε την ηγουμένη μέχρι την έξοδο. Εκείνη, όμως, κοντοστάθηκε για λίγο στο διάδρομο και της είπε ήρεμα:
   "Το μόνο σου λάθος, αδελφή μου, είναι που δε με ενημέρωσες για όλα αυτά, αν και διαπιστώνω πως δεν ευθύνεσαι καθόλου εσύ για τον τρόπο που έγινε γνωστό έξω απ' το νοσοκομείο το αποτέλεσμα της προσπάθειάς σου. Μόλις πριν λίγη ώρα μου τηλεφώνησε ο Αποστολικός Νούντσιος για να με ρωτήσει γιατί οι μοναχές μου επιδιώκουν τόσο την προβολή και δεν ήξερα τι να του απαντήσω".
   Ακόμη κι ένα χτύπημα με μαστίγιο δε θα πονούσε την αδελφή Λουκία περισσότερο απ' αυτή την ήρεμη παρατήρηση. Άρχισε να τρέμει, βαθιά πληγωμένη από τον τρόπο της ηγουμένης.
   "Το ξέρω πως έπρεπε να σας ενημερώσω, μητέρα μου", μουρμούρισε, "αλλά θέλησα να σας κάνω μια έκπληξη..."
   Σώπασε, γιατί ένιωσε τη φωνή της να πνίγεται.
   "Τώρα που είδα και μόνη μου την κατάσταση έχω έτοιμη την απάντησή μου, αδελφή μου", είπε η μητέρα Ματίλδη σταθερά, ρίχνοντάς της ένα βλέμμα γεμάτο εμπιστοσύνη. "Πηγαίνω να τηλεφωνήσω στον Αποστολικό μας Νούντσιο και ίσως τον καλέσω να έρθει να δει μόνος του πώς τα καταφέρνουμε και λειτουργούμε αποτελεσματικά χωρίς το αναγκαίο προσωπικό".
   Με το χαμόγελό της υποβάθμισε τη σοβαρότητα του επεισοδίου. Μα δεν ήταν ένα επεισόδιο χωρίς σημασία για μια μοναχή. Ήταν ένα σοβαρό σφάλμα, ασυγχώρητο, που θα αμαύρωνε όλη της τη ζωή ως μοναχή.
   Όλη αυτή η ιστορία τής άφησε μια βαθιά πληγή μέσα στην ψυχή που την έκανε ιδιαίτερα μελαγχολική. Ο γιατρός ήταν ο πρώτος που παρατήρησε την αλλαγή της κι ένα πρωί την κράτησε στο χειρουργείο, της έδειξε τις τελευταίες ακτινογραφίες του ποδιού του πατέρα Ανδρέα και της έδωσε μια ως ενθύμιο της επιτυχίας της.
   "Αυτή η ακτινογραφία θα σας θυμίζει πως είσαστε μια εξαιρετική νοσοκόμα".
   Την είδε να την κρύβει αμέσως κάτω απ' τη μπέρτα της και γι' αυτό συνέχισε:
   "Θα ήθελα όμως να σας πω κάτι. Σας βλέπω κάπως αλλαγμένη, πιο ψυχρή κι απόμακρη. Μήπως σας συνέβη κάτι και δεν το 'μαθα; Ποτέ άλλοτε, από τότε που ξεκίνησε η συνεργασία μας, δε σας θυμάμαι έτσι. Τον τελευταίο καιρό σας βλέπω σκεπτική και κλεισμένη στον εαυτό σας κι αναρωτιέμαι για ποιο λόγο είστε σ' αυτή την κατάσταση. Τι σας συμβαίνει, αδελφή μου;"
    Ένιωσε τα μάγουλά της να γίνονται κατακόκκινα στη σκέψη πως αυτός ο άνθρωπος, που τόσο ελάχιστη σχέση είχε με τα θεία, είχε καταλάβει την εσωτερική της πάλη... Τα μάτια της βούρκωσαν. Του γύρισε απότομα την πλάτη και βγήκε από το χειρουργείο, αλλά δε μπορούσε με τίποτα να βγάλει απ' το μυαλό της το αυστηρό του πρόσωπο που ξαφνικά είχε γίνει τόσο συμπαθητικό.
   Της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ο τρόπος του γιατρού... Της είχε μιλήσει σαν να 'χε μπροστά του όχι μια υπάλληλο, αλλά ένα απλό ανθρώπινο πλάσμα, που αντιμετώπιζε δυσκολίες και που μόνο ένας πραγματικός φίλος μπορούσε να τις καταλάβει, ώστε να το βοηθήσει να τις ξεπεράσει.
   Αν ήταν μια από εκείνες τις μοναχές χωρίς προσωπικότητα κι ατομική κρίση, θα έτρεχε κατευθείαν στην ηγουμένη της -εν προκειμένω στη μητέρα Ματίλδη- για να της αναφέρει όσα της είχε πει ο γιατρός και να ομολογήσει πόσο πολύ την είχαν επηρεάσει τα λόγια του. Μια σκέψη πέρασε αστραπιαία από το μυαλό της. Η φωνή της ηγουμένης από το μοναστήρι που είχε χειροτονηθεί ξαναγύρισε στ' αυτιά της: "Καθετί που παραλείπετε ν' αναφέρετε στην ηγουμένη σας, όσο μικρό κι αθώο κι αν είναι, δεν παύει να είναι πάντοτε μια σοβαρή παράβαση του Κανόνα. Είναι σαν να σας τραβά απ' το μανίκι ο πειρασμός από τον έξω κόσμο για να σας ξαναφέρει κοντά του".
   Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή δε μπορούσε να σκεφτεί ούτε ν' αποφασίσει τίποτα γι' αυτό το θέμα, καθώς το καθήκον της την καλούσε ξανά στις δραστηριότητες του νοσοκομείου, όπου λίγο αργότερα συνάντησε τον πατέρα Βερμέλεν, τον γνωστό παπά που ζούσε μαζί με τους λεπρούς, και τον Εκέν, τον κουρέα από την πόλη. Ο Εκέν είχε έρθει να χτενίσει την ετοιμόγεννη γυναίκα του τραπεζίτη Γκούσενς κι ο πατέρας Βερμέλεν για να κάνει τις εξετάσεις του όπως κάθε χρόνο. "Ο άγιος κι ο αμαρτωλός", είπε από μέσα της, βλέποντάς τους να την πλησιάζουν.

   Ο πατέρας Βερμέλεν έμοιαζε σαν ένας από τους πρώτους ιεραποστόλους. Η αδελφή Λουκία, μολονότι τον περίμενε, δεν είχε τύχει να τον συναντήσει μέχρι τότε. Τον αναγνώρισε όμως από το παρουσιαστικό του με βάση τις περιγραφές που είχε ακούσει. Οι λεπροί, με τους οποίους ζούσε, τον αποκαλούσαν Λευκό Άγιο, ενώ η αδελφή Μόνικα, καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στο σχολείο, για να εξηγήσει γιατί οι ιθαγενείς της ζούγκλας έπεφταν στα γόνατα όταν τον έβλεπαν, τον περιέγραψε μια μέρα σαν μια ζωντανή απεικόνιση του αγάλματος του Μωυσή που είχε φιλοτεχνήσει ο Μιχαήλ Άγγελος.
   Ήταν πανύψηλος και φορούσε ένα λευκό ράσο, μια μεγάλη κάσκα για σαφάρι και χοντρές δερμάτινες μπότες ως το γόνατο, που τον προστάτευαν στις περιοδείες του από τα αγκαθωτά χορτάρια και τα τσιμπήματα φιδιών και εντόμων. Τα λευκά, μακριά γένια του τού έφταναν ως τη ζώνη του, ενώ χοντρά φρύδια στεφάνωναν τα μαύρα σαν κάρβουνο μάτια του, τα πιο όμορφα και πιο εκφραστικά μάτια ανθρώπου που είχε δει ποτέ η αδελφή Λουκία.
   "Σας περιμέναμε, πατέρα Βερμέλεν", του είπε, σηκώνοντας τα μάτια για να τον κοιτάξει, αφού στάθηκε μπροστά της σαν μια πελώρια ολόλευκη κι επιβλητική κολόνα. "Δεν έχουμε γνωριστεί ακόμη. Είμαι η αδελφή Λουκία".
   "Α! Η αδελφή Λουκία! Άκουσα να μιλούν για σένα". 
   Είχε δυνατή και βαριά φωνή. Το βλέμμα του είχε μια περίεργη έκφραση.
   "Από τα ταμ - ταμ, αδελφή μου", παρενέβη ο κουρέας με τ' αλεπουδίσια αυτιά, που εκείνη είχε ξεχάσει να κοιτάξει και να χαιρετήσει. "Ο πατέρας τα ξέρει πολύ καλά".
   "Κύριε Εκέν", στράφηκε προς το μέρος του με προσποιητό χαμόγελο, "εσείς είστε για..." 
   "Την κυρία Γκούσενς", την πρόλαβε ο κουρέας.
   "Είναι στο δωμάτιο είκοσι δύο στη «Μαιευτική». Θα σας στείλω τον Αιμίλιο για να σας συνοδέψει". 
   "Ευχαριστώ, αδελφή, αλλά δε χρειάζεται γιατί ξέρω να πάω μόνος μου", είπε ο κουρέας τρίβοντας το μουστάκι του.
   Η αδελφή Λουκία οδήγησε τον πατέρα Βερμέλεν στο εργαστήριο για ν' αρχίσει τις εξετάσεις του που θα διαρκούσαν δεκαπέντε μέρες. Αργότερα, το απόγευμα, αφού θα μάθαινε την ιστορία του και τις περιπέτειές του, θα μπορούσε να τον ρωτήσει μερικά πράγματα που ήθελε να μάθει για τους λεπρούς.
   Στο εργαστήριο ο ιερέας έβγαλε την κάσκα του. Τα μαλλιά του ήταν κατάλευκα όπως και τα γένια του κι αυτό έκανε να φαίνονται ακόμα πιο περίεργα τα μαύρα φρύδια και τα μεγάλα μαύρα μάτια του. Το πρόσωπό του έδειχνε κουρασμένο απ' τα χρόνια. Εκείνη ετοίμασε τα τρυβλία για τη μικροβιολογική εξέταση κι αναρωτήθηκε πώς μπορούσε κι έμενε ακόμη απρόσβλητος από την αρρώστια αυτός ο άγιος άνθρωπος. Ζούσε μόνος του σ' ένα χωριό της ζούγκλας, φροντίζοντας για το σώμα και την ψυχή των δυστυχισμένων λεπρών του. Θα ήταν περισσότεροι από εκατό -το είχε πει στο γιατρό- και σε πολλούς απ' αυτούς η ασθένεια είχε προχωρήσει τόσο, που θα τους έδιωχναν ακόμα κι από το χωριό, αν δεν έμπαινε στη μέση ο ίδιος.
   Εκείνη, αν και το ήθελε πολύ, δεν τολμούσε να τον ρωτήσει για ποιο λόγο είχε επιλέξει αυτή την επικίνδυνη ζωή. Στα δικά της τα μάτια ως μοναχής φαινόταν ως μια απόλυτη θυσία για την αγάπη του Θεού.
   "Πρέπει πρώτα να πάρουμε δείγμα από τη μύτη σας, πάτερ μου", του είπε. 
   Έγειρε προς τα πίσω το κεφάλι του κι έκλεισε τα μάτια. Όση ώρα η αδελφή Λουκία έκανε τις σχετικές προετοιμασίες, προσευχόταν νοερά.
   Το απόγευμα την επισκέφτηκε ο κύριος Εκέν και τη βρήκε στο γραφείο να εξετάζει το φάκελο του ιερέα. Αφού φλυάρησε αρκετά για την κυρία Γκούσενς, της διηγήθηκε στη συνέχεια όλη την ιστορία του πατέρα Βερμέλεν και το πώς κατέληξε να βρίσκεται μαζί με τους λεπρούς. Έπειτα, όταν ο κουρέας έφυγε, συνέχισε να μελετά με προσοχή το φάκελο και είδε όλες του τις εξετάσεις, από τον πρώτο καιρό κιόλας, που ήταν καθαρές. Μερικά απ' αυτά τα χαρτιά ήταν τόσο παλιά που με δυσκολία διαβάζονταν.
   Κάποια στιγμή ήρθε να τη βρει κι ο γιατρός.  Απορροφημένη καθώς ήταν, δεν πήρε είδηση αμέσως ότι στεκόταν μπροστά από το γραφείο της, αλλά, πριν προφτάσει να της κάνει αισθητή την παρουσία του, σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε.
   "Μπορείτε να ρίξετε μια ματιά στις εξετάσεις του", είπε. "Δε δείχνουν τίποτα το ανησυχητικό".
   Η ανακούφιση ήταν ολοφάνερη στο πρόσωπό της κι εκείνος, ρίχνοντάς της μια ματιά, πρόσθεσε:
   "Απ' ό,τι βλέπω ξέρετε την ιστορία του".
   Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, διέκρινε σ' αυτά μια ειρωνική έκφραση, την ίδια που έπαιρνε κάθε φορά που επρόκειτο να μιλήσει για κάποιο θρησκευτικό ζήτημα.
   "Υποθέτω, αδελφή μου, πως αυτή η τόσο ολοκληρωτική και παράλογη θυσία έχει κάποια σημασία για σας".
   "Ναι, γιατρέ", του απάντησε. "Θαυμάζω πολύ τον πατέρα Βερμέλεν. Φαίνεται πως τον αγαπά κι ο Θεός".
   Ο ιερέας ερχόταν να κάνει τις εξετάσεις για τη λέπρα δυο φορές το χρόνο, τον Μάρτιο, στην αρχή της περιόδου των βροχών, και το Σεπτέμβριο, στο τέλος της μεγάλης ξηρασίας του καλοκαιριού. Έκανε μια μεγάλη διαδρομή από το Κιπούσι, που η μισή ήταν με πιρόγα κατά μήκος του ποταμού κι η άλλη μισή με το αυτοκίνητο του αρχιεπισκόπου που τον έπαιρνε από ένα ορισμένο σημείο.
   Κάθε φορά που η αδελφή Λουκία έβλεπε τις εξετάσεις του να βγαίνουν καθαρές, ένιωθε μεγάλη ανακούφιση, αλλά αναρωτιόταν αν αυτό θα συνεχιζόταν για πολύ καιρό ακόμη.
   Και κάθε φορά ο γιατρός τής απαντούσε:
   "Περιμένετε λίγο ακόμη, αδελφή μου..." με θυμωμένη φωνή, αλλά με μια περίεργη έκφραση τρυφερότητας στα μάτια.
   Στο χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε από τη μια του επίσκεψη ως την επόμενη, εκείνη τον σκεφτόταν συχνά. Ποτέ άλλοτε σ' όλη της τη ζωή ως καλόγρια δεν είχε συναντήσει πιο αγνή ψυχή κι ασφαλώς ήταν γι' αυτή ο καλύτερος άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ και πριν ακόμη μπει στο μοναστήρι.
   Έξι μήνες μετά από την πρώτη επίσκεψη του πατέρα Βερμέλεν, η μητέρα Ματίλδη τής επέτρεψε να εγκαταλείψει τον κοιτώνα του μοναστηριού και να εγκατασταθεί σ' ένα μικρό ατομικό δωμάτιο στο νοσοκομείο. Παρά την αυστηρή απαγόρευση του Κανόνα, που όριζε ότι μια μοναχή δεν έπρεπε να κοιμάται έξω από τον κοινό κοιτώνα, η ηγουμένη αναγκάστηκε να της δώσει αυτή την άδεια, για να μπορεί να ξαπλώνει δυο ώρες το μεσημέρι, διαφορετικά δε θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με δεκαέξι ή και είκοσι ώρες δουλειά καθημερινά. Αυτή τη μεσημεριανή ξεκούραση την είχε συστήσει ο γιατρός κι επειδή ο κοιτώνας των μοναχών, σύμφωνα με μια μυστηριώδη παράδοση της μονής, δε μπορούσε ν' ανοίξει κατά τη διάρκεια της μέρας, η μητέρα Ματίλδη δέχτηκε, αλλά με βαριά καρδιά, να κάνει αυτή την παραχώρηση.
   Όταν της δόθηκε η άδεια να εγκαταλείψει τον κοινό κοιτώνα μαζί με τη συμβουλή να ξεκουράζεται τα μεσημέρια, έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη. Το προβληματισμένο, όμως, βλέμμα της ηγουμένης την έκανε να συνειδητοποιήσει πως αυτή η παραχώρηση σήμαινε την απομάκρυνσή της, έστω και προσωρινή, από την κοινότητα.
   "Είναι μια λύση ανάγκης και, πίστεψέ με, παρακάλεσα πολύ το Θεό να με καθοδηγήσει προτού πάρω αυτή την απόφαση, γιατί κάθε ώρα που θα περνάς έξω από τη μονή θα είναι για μας μια απώλεια".
   Χαμογέλασε κάπως λυπημένη και πρόσθεσε:
   "Και πιο πολύ για σένα, αδελφή μου".
   "Το ξέρω, μητέρα μου".
   "Προσευχήσου κι εσύ", συνέχισε η μητέρα Ματίλδη, "ώστε η σεβάσμια μητέρα μας Εμμανουέλα να μας στείλει, πριν το τέλος του χρόνου, μια νοσοκόμα ειδικευμένη στις τροπικές αρρώστιες".
   Υποσχέθηκε να το κάνει με μια καταφατική κίνηση του κεφαλιού. Δεν ήταν, όμως, σίγουρη για το αν οι προσευχές της θα 'βγαιναν από τα βάθη της καρδιάς της, όσο θα 'χε τις δυνάμεις να δουλεύει για δυο νοσοκόμες και ειδικά τώρα που γι' αυτό το λόγο της είχαν παραχωρήσει ξεχωριστό δωμάτιο.
   Με κάθε προφύλαξη και με τρόπο πολύ αόριστο,  μιλώντας γενικά για τη ζωή στα μοναστήρια και για τα ζητήματα που απασχολούσαν τους μοναχούς της Καθολικής Εκκλησίας, συζητούσε τα διάφορα περιστατικά που της συνέβαιναν και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τον πατέρα Βερμέλεν κι εκείνος πάντα εύρισκε τρόπο να την καθησυχάζει και να την παρηγορεί.
   Άλλες τρεις χρονιές ήρθε ο πατέρας Βερμέλεν στο νοσοκομείο για εξετάσεις κι ανάμεσα στην κάθε του επίσκεψη μεσολαβούσε ένα διάστημα έξι μηνών. Όλες τις φορές οι εξετάσεις του ήταν καθαρές. 
   Και τώρα, τον Μάρτιο του 1935, τον περίμενε και πάλι. Κοιτούσε την καταρρακτώδη βροχή και προσευχόταν να μη του συμβεί κανένα κακό, όταν θα διέσχιζε το ποτάμι. Τελικά ήρθε μαζί με τους τελευταίους κατακλυσμούς του καλοκαιριού, που θύμιζαν μαύρα υδάτινα παραπετάσματα στον ορίζοντα και σάρωναν τα πάντα από το Κέιπ Τάουν ως τον Ισημερινό.
   Μόλις την αντίκρισε, ένα πλατύ χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Τέντωσε τα χέρια του προς το μέρος της και της έδειξε τις παλάμες του. Εκείνη τα κοίταξε προσεκτικά και δε βρήκε πάνω τους ούτε σκασίματα, ούτε γκρίζα σημάδια, ούτε αμυχές... Σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό σαν να 'θελε να ευχαριστήσει το Θεό.
   "Ώστε, λοιπόν, πάμε καλά", της είπε γελώντας δυνατά, τόσο που έτρεμε η γενειάδα του.
   "Απ' ό,τι φαίνεται η πρώτη εξέταση είναι αρνητική", του απάντησε.
   "Τότε λέω να πάω να παίξω μια παρτίδα σκάκι με τον πατέρα Ανδρέα. Κι ο Θεός ας με συγχωρέσει για το αμάρτημά μου!..."

   Η ζέστη μέσα στο μικροβιολογικό εργαστήριο ήταν ανυπόφορη, αλλά τουλάχιστον υπήρχε απόλυτη ησυχία. Ο γιατρός δεν ήταν στο νοσοκομείο. Η αδελφή Λουκία πήρε τα τρυβλία με τα ρινικά εκκρίματα του πατέρα Βερμέλεν και τα τοποθέτησε κάτω από το φακό του μικροσκοπίου. Τα χέρια της δούλευαν μηχανικά.
   Σκύβοντας να παρατηρήσει το πρώτο δείγμα, διέκρινε το μυκοβακτηρίδιο της λέπρας που έμοιαζε σαν μικρό κομμάτι ξύλο μέσα σ' έναν διάφανο πυθμένα. Μια κραυγή ξέφυγε απ' τα χείλη της και συνέχισε να κοιτάζει επίμονα το δείγμα που έδειχνε ξεκάθαρα τον βάκιλο της αρρώστιας. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Έκανε μια μεγάλη προσπάθεια για να ελέγξει το τρέμουλό τους και να μπορέσει να χειριστεί το μικροσκόπιο. "Δεν μπορεί να κάνω λάθος", μουρμούρισε. "Πρέπει, όμως, να κάνω λάθος".
   Πήγε κι άνοιξε το εγχειρίδιο της βακτηριολογίας. Βρήκε το μικρόβιο της λέπρας και διαπίστωσε πως ... δεν είχε κάνει λάθος!
   Ξανάσκυψε στο μικροσκόπιο και με παγωμένα χέρια αυτή τη φορά μετακίνησε το τρυβλίο. Στην άκρη του υπήρχε κι άλλος ένας βάκιλος. "Θεέ μου", ψιθύρισε ταραγμένη, "πού είναι λοιπόν η θεία ευσπλαχνία Σου;"
   Κι ύστερα με δυνατή φωνή, λες κι ήταν μαζί της μέσα στο εργαστήριο ο ιερέας κι επρόκειτο να την ακούσει, είπε:
   "Ας έρθει ό,τι είναι να 'ρθει για το καλό μας και για τη μεγαλύτερη δόξα Του!" Επανέλαβε τα ίδια λόγια που της έλεγε κι εκείνος κάθε φορά που αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα.
   Χοντρά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της, εμποδίζοντάς την να ξανακοιτάξει στο μικροσκόπιο.
   Ύστερα από λίγο άκουσε την καμπάνα της εκκλησίας να χτυπά κι έφυγε από το εργαστήριο.

   Ένας ολόκληρος χρόνος είχε περάσει κι είχε έρθει η Σαρακοστή, μια περίοδος ιδιαίτερα δύσκολη για το μοναστήρι αλλά και μεγάλου εκνευρισμού για τους ιθαγενείς που εργάζονταν σ' αυτό.
   Ο κογκολέζικος χειμώνας είχε περάσει, αφήνοντας έντονα ίχνη κούρασης σ' όλα τα πρόσωπα κι ιδιαίτερα σ' εκείνα των μοναχών, που συνέχιζαν να παραμένουν ίδια στον αριθμό παρά τις μεγάλες ανάγκες που υπήρχαν. Κατά τη διάρκεια των μηνών που η ζέστη ήταν ανυπόφορη η μητέρα Ματίλδη έκανε διάφορες περιοδείες κι έπαιρνε μαζί της σ' αυτές μια - μια τις μοναχές για να τους δώσει την ευκαιρία να ξεδώσουν για λίγο.
   Συνήθως τους έλεγε πως θα πήγαινε να επισκεφτεί ένα υγειονομικό κέντρο ή ένα σχολείο της αποστολής, όπου χρειαζόταν να γίνει γενικός εμβολιασμός, και γι' αυτό ήθελε κοντά της μια έμπειρη νοσοκόμα.
   Δυο φορές, κατά τη διάρκεια εκείνου του χρόνου, τη συνόδεψε η αδελφή Λουκία στις πιο απομακρυσμένες εγκαταστάσεις της ιεραποστολής, όπου μπόρεσε να γνωρίσει την καρδιά της Αφρικής και το μυστηριώδη κόσμο της. Και τις δυο φορές ένα μεγάλο μέρος του ταξιδιού έγινε με πιρόγα μέσα σ' ορμητικά ποτάμια που γύρω τους είχαν πυκνά δάση. Σ' αυτά τα ταξίδια οι ιθαγενείς κωπηλατούσαν τραγουδώντας παράξενα τραγούδια κι η μητέρα Ματίλδη καθόταν στην πλώρη της πιρόγας με το βλέμμα σε έκσταση, λες κι ήθελε ν' απολαύσει πρώτη απ' όλους τη θέα του επίγειου εκείνου παραδείσου, που κάθε τόσο παρουσιαζόταν μπροστά στα μάτια τους.
   Μόλις έφταναν στον τόπο του προορισμού τους, αναστέναζε σαν μικρό παιδί που πήρε κάποιο ωραίο δώρο και μια μέρα είπε με φανερή λαχτάρα και αγαλλίαση: "Πόσο θα ήθελα να μην τέλειωνε ποτέ αυτό το ταξίδι!"  
   Όταν πια επέστρεφαν πίσω στο μοναστήρι, η αδελφή Λουκία, για βδομάδες ολόκληρες, έφερνε ξανά και ξανά στο νου της τις αναμνήσεις απ' αυτά τα ταξίδια. Πάντα έτρεφε την κρυφή επιθυμία να υπηρετήσει σ' ένα από τα μέρη εκείνα, τα πιο απομακρυσμένα της αποστολής, όπου τίποτ' άλλο πέρα από τους ιθαγενείς δε θα την απασχολούσε. 
   Ήταν βέβαιη πως σε λίγα χρόνια θα της έκαναν οπωσδήποτε μια μετάθεση, γιατί απέφευγαν γενικά ν' αφήνουν μια μοναχή να παραμείνει για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος και ν' ασχολείται μόνο με μια συγκεκριμένη εργασία. Το μόνο πράγμα που θα της έλειπε ήταν η μητέρα Ματίλδη, αλλά ήξερε, επίσης, ότι ούτε κι οι ανώτερες στην ιεραρχία μοναχές έμεναν για καιρό στην ίδια θέση.
   Ανάμεσα στ' άλλα βρήκε το χρόνο να γίνει και μέλος της χορωδίας. Όταν είχε πρωτοέρθει στο Κογκό, η αδελφή Δαμιανή, η υπεύθυνη για τη χορωδία και καθηγήτρια της μουσικής στο σχολείο, είχε εξετάσει τη φωνή της. Τότε, βέβαια, η ηγουμένη την είχε αποτρέψει, γιατί είχε ήδη πολλές ασχολίες και η συμμετοχή της στη χορωδία θα την κούραζε πάρα πολύ. Εξάλλου, οι ελεύθερες ώρες της μέσα στη βδομάδα ήταν ελάχιστες και δε θα μπορούσε να παρακολουθεί τα μαθήματα.
   Εδώ κι ένα χρόνο, όμως, συμμετείχε ενεργά στη χορωδία. Είχε αποφασίσει ν' ασχοληθεί μ' αυτή ύστερα από την τελευταία επίσκεψη του πατέρα Βερμέλεν, όταν του είχε ανακοινώσει τ' αποτελέσματα των εξετάσεών του. Ήταν σαν να 'θελε να βρει η ψυχή της μια διέξοδο στο τραγούδι, ειδικά έπειτα από τα λόγια εκείνα που άκουσε από το στόμα του ιερέα, μόλις έμαθε για το κακό που τον είχε βρει. "Αφού η ψυχή μου είναι λεπρή, γιατί να μην είναι και το σώμα μου;"
   Έκλαψε πολύ, όταν μίλησε στη μητέρα Ματίλδη για την κατάσταση της υγείας του, κι από εκείνη τη μέρα μια ακατανίκητη μελαγχολία την είχε κυριέψει ολοκληρωτικά. Με το τραγούδι, λοιπόν, θα μπορούσε να βρει λίγες στιγμές ψυχικής ανακούφισης κι ίσως κατάφερνε να εξηγήσει αυτή την πτυχή της θείας δικαιοσύνης, με την οποία είχε έρθει αντιμέτωπος ο πατέρας Βερμέλεν.
   Για πρώτη φορά θα τραγουδούσε με τη χορωδία το Πάσχα. Χρειαζόταν να προετοιμαστεί και γι' αυτό έκανε ασκήσεις αναπνοής και φωνητικής στον κήπο, όπου η υγρασία ήταν πάντα έντονη και διαρκής, αφού έβρεχε συνέχεια, το πρωί από τις δέκα ως τις έντεκα και το απόγευμα από τις τρεις ως τις πέντε, λες και δεν υπήρχαν άλλες ώρες για να βρέξει. Η αδελφή Δαμιανή την έπαιρνε πολλές φορές για να κάνουν πρόβες με το αρμόνιο κι αυτό ήταν, επίσης, πολύ κουραστικό.
   Από ψυχολογικής πλευράς είχε αλλάξει τελείως. Ήταν πολύ ευσυγκίνητη, ακόμη και για τα πιο ασήμαντα πράγματα, ενώ ο ύπνος της ήταν ανήσυχος. Καμιά φορά, όταν η νοσοκόμα της νυχτερινής βάρδιας ερχόταν να την ξυπνήσει, τραβώντας της τα σκεπάσματα, χρειαζόταν να περάσει αρκετή ώρα μέχρι να συνέλθει από τον ύπνο κι από την επίδραση που είχαν τα όνειρά της στη διάθεσή της.

   Για πολλές βδομάδες προσπαθούσε να καταπολεμήσει τα συναισθήματα μελαγχολίας που την έκαναν να είναι τόσο ευάλωτη στις συγκινήσεις. Ειδικά, όταν ο γιατρός προσπαθούσε να την απαλλάξει από κάποια δουλειά, κάνοντάς την ο ίδιος, για να την ξεκουράσει, κάτι μέσα της την έσπρωχνε να βάλει τα κλάματα κι αντιδρούσε με τόσο συναισθηματισμό όσο ποτέ άλλοτε. Κάποια μέρα, στο εργαστήριο, ενώ καθόταν μπροστά στο μικροσκόπιο, γύρισε το κεφάλι για να βήξει κι ευθύς αμέσως της μπήκε στο μυαλό η ιδέα να κάνει μια εξέταση στον εαυτό της.
   "Είναι γελοίο", μουρμούρισε. "Μια ακόμη ανόητη ιδέα σαν κι αυτές που περνούν απ' το μυαλό μου τον τελευταίο καιρό".
   Ωστόσο, είχε ήδη πιάσει στα χέρια της μια πλάκα για τη συλλογή δείγματος. Έβηξε ξανά, πήρε το απαιτούμενο δείγμα κι ετοιμάστηκε να το εξετάσει. Αφού το χρωμάτισε, το έβαλε κάτω απ' το μικροσκόπιο. Με την πρώτη κιόλας ματιά αντίκρισε το βάκιλο της φυματίωσης να κυριαρχεί στο κέντρο του οπτικού της πεδίου.
   Το πρώτο πράγμα που ένιωσε ήταν ένα έντονο συναίσθημα ανακούφισης.
   "Αυτό είναι λοιπόν", ψιθύρισε. "Να για ποιο λόγο αισθάνομαι πάντα τόσο κουρασμένη κι έχω αυτή τη μεγάλη ευαισθησία... αυτά τα εύκολα κλάματα".
   Δεν υπήρχε πια καμιά αμφιβολία πως ήταν φυματική. Κι ύστερα θυμήθηκε πως οι φυματικοί επέστρεφαν στην Ευρώπη αμέσως, με το πρώτο καράβι ή με το πρώτο αεροπλάνο, γιατί στις τροπικές χώρες η φυματίωση έχει καλπάζουσα μορφή. "Η φυματίωση είναι ένας σοβαρός λόγος για να δοθεί οριστικό τέλος στην παραμονή κάποιου στο Κογκό..." της είχε πει η αδελφή Αυγουστίνα στο πλοίο...
   "Να που ήρθε, λοιπόν, το εισιτήριό μου για την επιστροφή στην πατρίδα", ψιθύρισε και τα μάτια της βούρκωσαν. Ένιωσε σαν ένα ατσάλινο χέρι να της έσφιγγε το λαιμό, σαν να 'πεφταν πάνω της οι τοίχοι του μοναστηριού.
   "Θεέ μου, Παντοδύναμε, κάνε να μη με στείλουν πίσω στο μοναστήρι!" ψιθύρισε ξανά με ταραχή.
   Η ώρα, όμως, είχε έρθει... Κοίταξε ξανά τους βάκιλους της φυματίωσης πάνω στην πλάκα του μικροσκοπίου και άρχισε μηχανικά να τους μετράει. Ύστερα, άρπαξε την πλάκα και την πέταξε στο καλάθι των αχρήστων.
   Για μια ακόμη ώρα συνέχισε τη δουλειά της στο εργαστήριο. Τελείωσε την εξέταση κάποιων άλλων δειγμάτων, ετοίμασε τα φάρμακα για την απογευματινή της επίσκεψη στο νοσοκομείο και τηλεφώνησε δυο φορές στη μητέρα Ματίλδη για να την ενημερώσει για την εξέλιξη της αρρώστιας μερικών ασθενών.
   Και φυσικά συνέχισε να κάνει τη δουλειά της με τον ίδιο πάντοτε ζήλο, αδιαφορώντας για το αν η φυματίωση φούντωνε μέσα της όλο και πιο πολύ κάθε μέρα που περνούσε· αδιαφορώντας για τα πρώτα συμπτώματα, που είχαν αρχίσει να φαίνονται στα μάγουλά της, δηλαδή εκείνη την παροδική κοκκινίλα που ήταν συνήθως εντονότερη κατά τις απογευματινές ώρες, όταν της ανέβαινε ο πυρετός. Προσπαθούσε να κρύβεται όταν την έπιανε βήχας και να τρώει, αν και είχε φοβερή ανορεξία. Κάποια στιγμή σκέφτηκε να στέλνει τον Αιμίλιο στην αγορά και να της παίρνει αυγά. Σκέφτηκε, επίσης, ότι θα την οφελούσε να ξεκουράζεται λίγο περισσότερο τα απογεύματα. 
   Έτσι οι μέρες περνούσαν και η υγεία της χειροτέρευε.

   Η αδελφή Λουκία μπήκε στο χειρουργείο. 
   Ο γιατρός ήταν σκυμμένος πάνω στο μικροσκόπιο.
   "Δεν ξέρω τι να κάνω, γιατρέ", του είπε, μόλις στάθηκε πίσω του. "Νιώθω τόσο κουρασμένη! Νομίζω πως είμαι άρρωστη".
   "Δεν είναι ασυνήθιστο, όταν κάποιος νιώθει κουρασμένος να νομίζει πως είναι άρρωστος".
   Έσβησε το φως του μικροσκοπίου και γύρισε προς το μέρος της.
   "Τι σου συμβαίνει;"
   "Έχω φυματίωση", του απάντησε.
   "Νομίζω πως αυτά τα πράγματα δεν είναι καθόλου αστεία!"
   "Δεν αστειεύομαι".
  Κατάλαβε πως του μιλούσε σοβαρά και σηκώθηκε όρθιος πιάνοντάς την από τους ώμους. Εκείνη, βλέποντας έκδηλη τη συγκίνηση στο πρόσωπό του, ένιωσε ένα ρίγος.
   "Ποιος σου το 'πε;" τη ρώτησε, τραντάζοντάς την ελαφρά στους ώμους. "Ποιος σου το 'πε;"
   "Το μικροσκόπιο... μια εξέταση... το δικό μου δείγμα".
   Ούτε για μια στιγμή δεν του πέρασε απ' το μυαλό ν' αμφισβητήσει τα λεγόμενά της, αλλά την κοίταξε στα μάτια, όση ώρα στεκόταν ακίνητη, με την ελπίδα πως ίσως και να 'χε κάνει λάθος στις εκτιμήσεις της. Ύστερα της είπε με σταθερή φωνή:
   "Εσύ είσαι το μοναδικό πρόσωπο σ' όλο το Κογκό, με το οποίο μπορώ να συνεργαστώ... Δεν πιστεύω πως θα μπορέσω να κάνω χωρίς εσένα".
   Το βλέμμα του έκανε ένα γύρο μέσα στο χειρουργείο, λες και προσπαθούσε να φανταστεί πως θα 'ταν χωρίς αυτήν. Έπειτα, άπλωσε το χέρι κι έπιασε το στηθοσκόπιο.
   "Σήκωσε το πέπλο σου και γύμνωσε την πλάτη σου", τη διέταξε. "Θέλω να σε ακροαστώ".
   Είχε πολλά πράγματα να ξεκουμπώσει και να ξεκαρφιτσώσει, τη μπέρτα, το πέπλο, το πουκάμισο, το στηθόδεσμό της... Με χέρια που έτρεμαν γυμνώθηκε μέχρι τη μέση. Ίσως να 'χε κάνει λάθος. Ίσως τα κουρασμένα μάτια της να της είχαν παίξει ένα πολύ άσχημο παιχνίδι τότε, στο εργαστήριο.
   Κάθισε στο χειρουργικό τραπέζι, μα δεν κατάλαβε πως είχε ξεχάσει να βγάλει το πέπλο της. Ο γιατρός το έσπρωξε πάνω απ' το κεφάλι της, της είπε να πάρει βαθιές ανάσες, να βήξει και να πει δυο τρεις φορές τη λέξη «τριάντα τρία». "Υπάρχει κάτι το ύποπτο..." της είπε αργά. "... Ίσως στον αριστερό πνεύμονα". Την εξέτασε κι από το στήθος. Ενώ έσκυβε πάνω της, κρατώντας την αναπνοή του για ν' ακούει καλύτερα, εκείνη γύρισε κατακόκκινη το κεφάλι απ' την άλλη πλευρά. "Υπάρχει κάτι στη κορυφή του πνεύμονα... πολύ μικρό όμως". Το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο.
   "Είσαι τυχερή, αδελφή μου, θα μπορέσεις να γίνεις γρήγορα καλά".
   "Στην κορυφή του πνεύμονα όπου φτάνει το οξυγόνο... Δόξα να 'χει ο Θεός!... Ω, Θεέ μου, σ' ευχαριστώ!" είπε από μέσα της πλημμυρισμένη από ανακούφιση. Έπειτα συνειδητοποίησε πως ήταν με το στήθος γυμνό. Εκείνος κατάλαβε την αμηχανία της και γύρισε αλλού το κεφάλι. Ήξεραν κι οι δυο τους πολύ καλά πως απαγορευόταν να εξεταστεί μια μοναχή από έναν γιατρό χωρίς να υπάρχει μαζί τους κι ένα τρίτο πρόσωπο, αλλά εκείνη τη δύσκολη στιγμή το 'χαν ξεχάσει. Κι ενώ φορούσε και κούμπωνε τα ρούχα της που κρέμονταν από τη ζώνη της, ο γιατρός, με την πλάτη γυρισμένη, της μιλούσε με σοβαρότητα.
   "Μπορείς να πάρεις άλατα χρυσού, αδελφή μου. Βλάπτουν, βέβαια, στα νεφρά, αλλά για την ώρα είναι αναγκαία. Εγώ αναλαμβάνω την ευθύνη..."
   "Πρέπει πρώτα απ' όλα να μιλήσω στη μητέρα Ματίλδη", είπε εκείνη με πνιγμένη φωνή. "Και να της μιλήσω και γι' αυτήν την εξέταση χωρίς μάρτυρα..."
   "Γιατί;" έκανε εκείνος γυρίζοντας απότομα. Ήταν φανερό πως ήθελε αυτό το θέμα να μείνει μεταξύ τους. "Γιατί;" τη ρώτησε ακόμη μια φορά με θυμωμένη φωνή.
   "Αυτό υπαγορεύουν οι κανόνες της υπακοής. Πρέπει να..."
   "Αν μιλήσεις, θα σε στείλουν αμέσως πίσω στην Ευρώπη".
   "Το ξέρω..."
   Δυο δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της.
   Βλέποντας αυτή της την αντίδραση, εκείνος ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά, λες κι είχε να κάνει μ' ένα εντελώς αναπάντεχο σύμπτωμα. Η αδελφή Λουκία είχε την αίσθηση ότι μπορούσε να διαβάζει τις πιο ενδόμυχες σκέψεις της. Για αρκετή ώρα στεκόταν μπροστά της με μισόκλειστα μάτια και την εξέταζε σαν ψυχίατρος. Ύστερα άρχισε να μιλάει ήρεμα.
   "Φοβάσαι, αδελφή μου. Αν σε στείλουν πίσω στην Ευρώπη, δε θα μπορέσεις ν' αντέξεις στο μοναστήρι".
   Εκείνη έκανε ένα βήμα προς τα πίσω χωρίς να μιλήσει. Την ακολούθησε, προσπαθώντας να της εξηγήσει τι εννοούσε με λόγια επιστημονικά.
   "Θέλω να σου μάθω κάτι για τον εαυτό σου, που εσύ ίσως δεν το γνωρίζεις. Εγώ ξέρω καλά τις μοναχές. Από τότε που ξεκίνησα να εργάζομαι ως χειρούργος μόνο με μοναχές συνεργάζομαι και ποτέ δε δούλεψα με λαϊκές νοσοκόμες. Γι' αυτό είμαι σε θέση να σου πω καθαρά πως δε θα μπορέσεις να προσαρμοστείς ποτέ στη μοναστηριακή ζωή. Μολονότι είσαι μια άψογη μοναχή για τον υπόλοιπο κόσμο εκτός της μονής, ιδανική για τους απλούς ανθρώπους, ιδανική για τους αρρώστους, ποτέ, ωστόσο, δε θα μπορέσεις να γίνεις μια μοναχή όπως το θέλει το τάγμα που ανήκεις. Αυτή είναι η πραγματική σου αρρώστια. Η φυματίωση είναι μόνο ένα σύμπτωμά της".
   Της έριξε μια ματιά και κατάλαβε πως πάλευε με τον εαυτό της. Την άκουσε να ξεροβήχει στην προσπάθειά της να καταλαγιάσει την αναστάτωσή της. Και τότε της είπε με ήρεμη φωνή:
   "Εγώ όμως μπορώ να γιατρέψω το σύμπτωμα αυτό τουλάχιστον, αδελφή μου, αν το θέλεις".
   "Θέλω να παραμείνω εδώ", του απάντησε εκείνη με πνιγμένη φωνή.
   Μια λάμψη θαυμασμού πέρασε αστραπιαία από το βλέμμα του κι ύστερα έκλεισε τα μάτια λέγοντας:
   "Τότε, άσε με να κάνω εκείνο που πρέπει... Θα δω εγώ τη μητέρα Ματίλδη. Θα της μιλήσω με τέτοιο τρόπο, που θα την πείσω να μη σε στείλει πίσω στην πατρίδα σου. Άλλωστε εγώ κι εκείνη είμαστε υπεύθυνοι για ό,τι έπαθες, επειδή σ' αφήσαμε να εργαστείς τόσο σκληρά, επειδή βασιστήκαμε στην ψυχική σου δύναμη, χωρίς να λάβουμε υπόψη τις φυσικές σου αντοχές".
   Σταμάτησε για λίγο και χαμογέλασε. "Η μητέρα Ματίλδη κι εγώ τον πρώτο καιρό συνωμοτήσαμε εναντίον σου και σου αναθέσαμε δουλειά πολύ περισσότερη απ' όση σου επέτρεπαν οι δυνάμεις σου. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει".
   Η αδελφή Λουκία ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα. Ήταν λες κι ο γιατρός της έδωσε το χέρι και την τράβηξε έξω από μια σκοτεινή άβυσσο. Το φως στο χειρουργείο την τύφλωσε σχεδόν. Οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν πάνω στη γυάλινη προθήκη με τα ιατρικά εργαλεία κι έπειτα αντανακλώνταν σε μια σειρά από μπουκάλια που ήταν από σκούρο γυαλί, το φως από τα οποία έπεφτε με τη σειρά του στο πρόσωπο του γιατρού, βάφοντάς το κόκκινο.
   "Είναι καλό που είμαστε τώρα στην περίοδο της ξηρασίας", συνέχισε εκείνος. "Είναι μια περίοδος που έχουμε τον καιρό σύμμαχό μας. Θα εγκατασταθείς σ' ένα δωμάτιο με θέα προς τον κήπο, δηλαδή κοντά στα δέντρα και τη φύση γενικά. Αυγά, σαρδέλες... μοσχάτο κρασί... αυτά θα είναι στο διαιτολόγιο, που θα σου ετοιμάσω. Σε τρεις μήνες, ίσως και λιγότερο..."
   "Θα μπορέσω να επιστρέψω στη δουλειά μου;" τον ρώτησε.
   "Να με βοηθάς μονάχα το πρωί", της απάντησε, ρίχνοντάς της μια λοξή ματιά. "Πρέπει όμως να μου υποσχεθείς κάτι, αδελφή μου. Πως θα πάψεις να βασανίζεσαι από τις σκέψεις... Μην ξεχνάς πως έχεις ν' αντιμετωπίσεις μια σοβαρή αρρώστια, εκείνη της ιδιοσυγκρασίας σου κατά κύριο λόγο κι ύστερα μια αρκετά σοβαρή παθολογική κατάσταση".
   Ένα αινιγματικό χαμόγελο γλύκανε το πρόσωπό του. Και συνέχισε:
   "Και σταμάτα να προσπαθείς συνεχώς να είσαι η τέλεια καλόγρια... Άφησε για λίγο τον εαυτό σου ελεύθερο, χωρίς άγχος για την εκτέλεση των θρησκευτικών σου καθηκόντων... γιατί είναι αναγκαίο".
   Έβγαλε την ιατρική του μπλούζα και φόρεσε ένα λινό σακάκι. Στην πόρτα γύρισε και, μ' ένα ακαταμάχητο χαμόγελο από εκείνα που τόσο συνήθιζε, της είπε:
   "Για να ηρεμήσω τη συνείδησή σου, σεβάσμια αδελφή, πάω τώρα να πω στη μητέρα Ματίλδη πως εγώ ανακάλυψα την κατάστασή σου σήμερα το πρωί και πως δε σε άφησα να πας πρώτη να της μιλήσεις. Ό,τι άλλο συνέβη, κράτησέ το για τον εαυτό σου".

   Aπό εκείνη τη στιγμή άρχισε μια από τις πιο όμορφες περιόδους της ζωής της, μια περίοδος που θα 'πρεπε να γραφτεί με ολόχρυσα γράμματα στο ασπρόμαυρο βιβλίο της ζωής της ως μοναχής. 
   Ήταν σχεδόν μια ... παιδική περίοδος και ανάλογη ποτέ άλλοτε δεν είχε ζήσει. Ένιωθε σαν τα παιδιά που σκαρφαλώνουν στα κλαδιά των ψηλών δέντρων κι από κει νομίζουν πως όλος ο κόσμος τους ανήκει.
   Ήταν μια περίοδος αγνότητας και ευαισθησίας. Οι φροντίδες του γιατρού, η αφρικανική φύση, τα κελαηδήματα των πουλιών πάνω στα δέντρα, οι φεγγαρόφωτες νύχτες, που θύμιζαν τις περιγραφές της Παλαιάς Διαθήκης, όλα την έκαναν να πιστεύει πως ζούσε σ' έναν καινούργιο κόσμο, όπου συνέβαιναν πράγματα απίστευτα και τόσο διαφορετικά απ' όσα είχε συνηθίσει. Κατ' αρχάς, η μητέρα Ματίλδη φανέρωσε όλη της την αγάπη γι' αυτήν, φτάνοντας στο σημείο να βάλει τα κλάματα, όταν ο γιατρός τής ανακοίνωσε τη δυσάρεστη είδηση της αρρώστιας της. Μετά από εκείνη τη συνάντηση η ηγουμένη είχε περάσει μια ώρα γονατισμένη σε μια γωνιά της εκκλησίας κι έπειτα την είχε καλέσει στο γραφείο της.
   "Θα παραμείνεις εδώ, αδελφή μου", της είπε. "Με τη βοήθεια του Θεού πήρα αυτή τη μεγάλη ευθύνη να σε κρατήσω, πράγμα που σημαίνει ότι ή θα τα καταφέρουμε να γίνεις καλά ή θα συμβεί το χειρότερο..."
   Σταμάτησε για μια στιγμή και ξερόβηξε για να καθαρίσει τη φωνή της, που είχε βραχνιάσει από τη συγκίνηση, ενώ με το μαντίλι σκούπισε τα βουρκωμένα της μάτια, που ήταν ήδη κατακόκκινα από τα δάκρυα που είχε χύσει μέχρι τότε.
   Έτσι, λοιπόν, με τα νέα δεδομένα η αδελφή Λουκία θα δούλευε μόνο τις ώρες του χειρουργείου και θα ετοίμαζε το πρόγραμμα της ημέρας για το νοσοκομείο, το οποίο θα εκτελούσε σύμφωνα με τις οδηγίες της η αδελφή Αυρηλία. Θα έτρωγε μόνη της στο δωμάτιο, που της είχαν παραχωρήσει στο περίπτερο που έβλεπε προς τον κήπο, θα είχε δικό της ιδιαίτερο σερβίτσιο, για να μη μεταδώσει την αρρώστια στις άλλες μοναχές, και δε θα συμμετείχε στις κοινές προσευχές, αλλά θα εκτελούσε τα θρησκευτικά της καθήκοντα μόνη, στο δωμάτιό της. Θα μπορούσε, βέβαια, να πηγαίνει στη λειτουργία, αλλά δε θα έψαλλε με τη χορωδία...
   Το δωμάτιό της ήταν στο τελευταίο πάτωμα του περιπτέρου. "Εκεί θα 'σαι σαν το πουλάκι στο κλαρί", της είχε πει η μητέρα Ματίλδη, ξαναβρίσκοντας το χαμόγελό της που μέχρι εκείνη την ώρα είχε σβήσει απ' τα χείλη της.
   Είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια να παραμείνει στη θέση της και να μη σηκωθεί όρθια ν' αγκαλιάσει την ηγουμένη της.
   Το περίπτερο είχε θέα μακριά, στη ζούγκλα, όπως την είχε δει από το πλοίο, όταν ερχόταν από την πατρίδα της.
   Ο γιατρός τής άφησε ως βάση το διαιτολόγιο του μοναστηριού και της πρόσθεσε ένα δυναμωτικό που το έφτιαχνε ο ίδιος.
   Είχε πάρει από τη μητέρα Ματίλδη δυο κρυστάλλινα ποτήρια. Στο ένα έβαζε έναν κρόκο αυγού με ψιλοκομμένο μαϊντανό και μπόλικο χυμό λεμονιού. Στο άλλο, κρασί μοσχάτο.
   Εκείνη είχε γουρλώσει τα μάτια από έκπληξη όταν πρωτοείδε τα κρυστάλλινα ποτήρια, που μόνο σε επίσημα πρόσωπα τα χρησιμοποιούσαν.
   "Αυτή η ιδιαίτερη περιποίηση γίνεται μόνο για έναν φυματικό, αδελφή μου", είχε πει ο γιατρός χαμογελώντας και, παίρνοντας το ένα ποτήρι στο χέρι, την είχε διατάξει να καταπιεί το περιεχόμενό του σαν να 'ταν ένα μεγάλο στρείδι.
   Το 'χε καταπιεί κάνοντας μια ελαφριά γκριμάτσα αηδίας.
   "Πέρα απ' αυτά τα δυο αυγά την ημέρα και το κανονικό φαγητό σου, θα ξυπνάς στις δέκα το βράδυ και θα τρως δυο - τρία σάντουιτς με καπνιστή ρέγγα ή σαρδέλα. Επίσης, θα πίνεις και δυο ποτήρια μοσχάτο κρασί". Έπειτα, είχε ρίξει μια εξεταστική ματιά στο δωμάτιο, είχε ελέγξει το στρώμα και τα σκεπάσματα και είχε προσέξει πως είχαν φέρει και δυο μπουκάλια μπύρα, τα οποία ήταν μέσα σε μια παγωνιέρα. Οι διαταγές του είχαν εκτελεστεί κατά γράμμα.
   "Πολύ ωραία", της είχε πει. "Θα πίνεις και μπύρα, όσο μπορείς. Μη διανοηθείς να κάνεις καμιά νηστεία κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, αδελφή μου, αν δε θέλεις να σου διαλύσουν τα νεφρά τα άλατα χρυσού".
   Σκύβοντας, είχε δει κάτω από ένα τραπεζάκι ένα μικροσκόπιο. Το είχε πάρει κάτω από τη μασχάλη του και είχε φύγει σφυρίζοντας μια άρια από την Τόσκα.
   Έτσι, λοιπόν, είχε ξεκινήσει η διαδικασία για τη θεραπεία της. Τρεις μήνες «κοσμικής» ζωής, μακριά από τους περιορισμούς του μοναστηριού. Οι υπόλοιπες μοναχές έκαναν μια λειτουργία για την αποκατάσταση της υγείας της και κάποιες μπήκαν στον πειρασμό ν' αναρωτηθούν, αν η αρρώστια της ήταν αποτέλεσμα της αυτοθυσίας, που έδειχνε απέναντι στο καθήκον, ή το αποτέλεσμα μιας σκληρής εσωτερικής πάλης, που έδινε με τον εαυτό της και τις επιθυμίες της.
   Η αδελφή κλησάρισσα ήταν η πρώτη που της έκανε επίσκεψη. Ύστερα ακολούθησαν και οι άλλες, καθεμιά με τη σειρά της.
   Η ηλικιωμένη μοναχή τής έφερε δώρο ένα μαϊμουδάκι, που της το είχε χαρίσει ένα από τα τρία παιδιά που έκαναν δουλειές στην εκκλησία.
   Όταν η αδελφή Λουκία πήρε στα χέρια της το μικρό ζωάκι με τη μακριά ουρά, ρώτησε:
   "Θα μου επιτρέψει άραγε η μητέρα Ματίλδη να το κρατήσω;"
   Η γριά - κλησάρισσα χαμογέλασε κι είπε χωρίς κακία:
   "Ο «σατανάς» δήλωσε στην ηγουμένη πως δε θα γίνεις καλά, αν δεν κάνεις ό,τι σου αρέσει..."
   Η είδηση της αρρώστιας της δεν άργησε να διαδοθεί έξω από το μοναστήρι και το νοσοκομείο. Κρασιά και σαμπάνιες άρχισαν να καταφτάνουν στο γραφείο της ηγουμένης μαζί με κάρτες από παλιούς ασθενείς, οι οποίοι δε λησμονούσαν τις φροντίδες και τις περιποιήσεις που τους είχε κάνει αυτή η καλή μοναχή και τις προσευχές της στο Θεό για τη θεραπεία τους. Οι γυναίκες που δούλευαν στο νοσοκομείο τής έφερναν αυγά και κοτόπουλα και πολλές φορές κουνέλια χωρίς κεφάλι που έμοιαζαν με γάτες. Τα ταμ - ταμ διέδωσαν την είδηση και στη ζούγκλα κι ο πατέρας Βερμέλεν της έγραψε ένα γράμμα για να της θυμίσει πως ό,τι δίνει ο Θεός στον άνθρωπο είναι για το καλό του και για να της ανακοινώσει ότι οι δικοί του ιθαγενείς τής έφτιαχναν ένα ξύλινο αγαλματάκι ελέφαντα, που δε θ' αργούσε να της το πάει ένας ταχυδρόμος.
   Μέσα σ' ένα μήνα ο Φέλιξ, το μαϊμουδάκι, είχε μάθει να συμπεριφέρεται σαν μια τέλεια καλόγρια. Την ώρα του φαγητού καθόταν κοντά της, έδενε την πετσέτα του γύρω από τον λαιμό του κι έτρωγε προσεκτικά μέσα από το πιάτο του. Τα απογεύματα, όταν εκείνη κοιμόταν, σκαρφάλωνε στη στέγη του περιπτέρου και διασκέδαζε κυνηγώντας τζιτζίκια και άλλα έντομα. Την ώρα, όμως, που έπρεπε να ξυπνήσει για να διαβάσει τη Σύνοψή της, ο Φέλιξ ερχόταν κοντά της και πάλι, τραβούσε τα σκεπάσματά της, καθόταν στα πόδια του κρεβατιού και  την κοίταζε γεμάτος περιέργεια να κάνει κάθε τόσο το σταυρό της. Ύστερα, πηδούσε πάνω της και με τα δυο του χέρια που ήταν σαν από βελούδο την αγκάλιαζε και την έσφιγγε με φανερή αγάπη.
   Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Σιωπής δεν του μιλούσε καθόλου, αλλά πολλές φορές του χαμογελούσε. Έπειτα, την έπαιρνε σιγά - σιγά ο ύπνος, ενώ οι κάτοικοι της ζούγκλας τη νανούριζαν με τους παράξενους ήχους που έκαναν. Τραγούδια, σφυρίγματα, οι ήχοι από τα ταμ - ταμ, που θύμιζαν τους χτύπους της μικρής καρδιάς του Φέλιξ, όλα ήταν μια ανάσα γαλήνης μέσα στην αφρικανική νύχτα, ενώ χίλια δυο μεθυστικά αρώματα ξεχύνονταν στην ατμόσφαιρα.
   Μέσα σε δυο μήνες πήρε πέντε κιλά. Γνωρίζοντας την αρρώστια της πλέον, πρόσεχε περισσότερο τον εαυτό της. Κατάφερε να μη συγκινείται με το παραμικρό -σύμπτωμα της αρρώστιας κι αυτό- και γενικά προσπαθούσε να σκέφτεται θετικά, καθώς ήταν πια βέβαιη πως όχι μόνο θα γινόταν καλά, αλλά και θα μπορούσε να ξαναγυρίσει στις προηγούμενες ασχολίες της. Ακολούθησε κατά γράμμα τις συμβουλές του γιατρού, που της είπε να μη σκέφτεται τίποτα για το μέλλον, αλλά να περνάει τις μέρες της όσο μπορούσε πιο ξέγνοιαστα κι ευχάριστα. Και ξαφνιάστηκε πολύ, μόλις συνειδητοποίησε πόσο απλή και γαλήνια μπορούσε να 'ναι η ζωή της και πως μπορούσε να περνάει την κάθε της μέρα σαν να 'ταν ένα δώρο από τον Θεό, χωρίς να χρειάζεται να σκέφτεται τίποτα περισσότερο από το παρόν.
   Ένα απόγευμα, μετά από το μεσημεριανό της ύπνο, καθόταν κοντά στο παράθυρο και διάβαζε τη Σύνοψή της. Όταν έφτασε στην περικοπή απ' τον ψαλμό του προφήτη Δανιήλ για τους τρεις παίδες εν καμίνω, η καρδιά της πλημμύρισε από χαρά. «Ζώα και άγρια κοπάδια ευλογείτε τον Κύριο που σας χάρισε τη ζωή και την ελευθερία..."
   "Να πώς θα 'πρεπε να ζει μια καλόγρια", μουρμούρισε. "Όπως τα ζώα της γης, ελεύθερα... μέσα στη φύση... κοντά στο Θεό. Έπρεπε ν' αρρωστήσω για να καταλάβω τη σημασία των θείων δώρων της υγείας και της ελευθερίας!" 
   Τίναξε νευρικά το θερμόμετρο και, κάνοντας βόλτες μέσα στο δωμάτιο, περίμενε να μετρηθεί η θερμοκρασία της, ενώ ο Φέλιξ την ακολουθούσε σε κάθε της βήμα. Για πρώτη φορά ο πυρετός, που συνήθως εκείνη την ώρα ήταν πολύ υψηλός, αυτή τη φορά ήταν ελάχιστα πιο πάνω απ' το φυσιολογικό.
   Το επόμενο πρωί ο γιατρός, βγαίνοντας από το χειρουργείο, την είδε να εξετάζει στο μικροσκόπιο τα δικά της δείγματα.
   "Μη βιάζεσαι τόσο, αδελφή μου", της είπε με χαμόγελο. "Θα χρειαστεί ακόμη λίγος καιρός, μέχρι να μπορέσεις να ξαναγυρίσεις στο μοναστήρι".
   Μια βδομάδα αργότερα όλες της οι εξετάσεις βγήκαν καθαρές. Κι όταν επέστρεψε ξανά στο μοναστήρι, ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα, όπως ένας ταξιδιώτης που ξαναγυρίζει, ύστερα από ένα ταξίδι σ' όμορφα μέρη, σ' ένα βασίλειο σιωπής και μοναξιάς. Το μοναστήρι ήταν πιο πληκτικό από κάθε άλλη φορά.

   Tα δύο επόμενα χρόνια ήταν για την αδελφή Λουκία εύκολα και δημιουργικά. Είχε κατακτήσει μια βαθιά εσωτερική γαλήνη και δούλευε πολύ αποδοτικά. Συμμετείχε κι αυτή στη γενικότερη προσπάθεια για τη διάδοση του πολιτισμού και της χριστιανικής θρησκείας στο Κογκό, κάτι το οποίο αποτελούσε όχι μόνο μια παράδοση του τάγματός της, αλλά και μια πράξη πατριωτισμού.
   Στα 1935 ιδρύθηκε η «Σχολή Ιατρών - Νοσοκόμων» για τα νοσοκομεία των αποικιών και, πιο συγκεκριμένα, για εκείνα του Κογκό. Τα νοσοκομεία εξοπλίστηκαν με περισσότερα επιστημονικά όργανα, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για νεότερες έρευνες πάνω στις τροπικές ασθένειες.
   Η αδελφή Λουκία υπήρξε μια από τους πρωτοπόρους στον τομέα της ιατρικής περίθαλψης όλη αυτή την περίοδο, που στα 1938 έφτασε στο αποκορύφωμά της. Πολλές φορές ερχόταν στο μυαλό της η προσευχή που είχε κάνει, όταν ταξίδευε με το πλοίο για την Αφρική: "Θεέ μου, βοήθησέ με να κάνω το καλό!"
   Στο μεταξύ, στην Ευρώπη συνέβαιναν πράγματα ακατανόητα για εκείνους που περιορίζονταν στην ανάγνωση μόνο των τίτλων από τις εφημερίδες. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι συζητήσεις στα διαλείμματά τους περιστρέφονταν γύρω από τα γεγονότα που συνέβαιναν στον κόσμο και, κυρίως, για τις διώξεις, που είχαν εξαπολύσει οι Ναζί εις βάρος των Εβραίων, ή για τον εμφύλιο πόλεμο που αποδεκάτιζε τον πληθυσμό της Ισπανίας. Χώρες έσβηναν από το χάρτη και βασίλεια καταργούνταν. Ο Αλέξανδρος της Γιουγκοσλαβίας δολοφονήθηκε, ο Εδουάρδος της Αγγλίας παραιτήθηκε, η Αυστρία προσαρτήθηκε στη Γερμανία. Και τώρα, στα 1938, ο Χίτλερ ζητούσε ένα κομμάτι από την Τσεχοσλοβακία, ενώ την ίδια στιγμή υπέγραφε μια συμφωνία που παρουσιαζόταν ως συνθήκη ειρήνης.
   "Νομίζετε πως θ' αναγνωρίσετε την Ευρώπη;" ρωτούσαν οι μοναχές τη μητέρα Ματίλδη.
   Η τελευταία ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο Βέλγιο, όπως έκανε κάθε έξι χρόνια, για την εκλογή της ανώτατης στην ιεραρχία ηγουμένης του τάγματός τους. Έτσι, λοιπόν, οι υπόλοιπες μοναχές είχαν αρχίσει τις ετοιμασίες για το ταξίδι αυτό. Έπλεκαν μάλλινες εσάρπες και κάλτσες για τις αδελφές του μεγάλου μοναστηριού και για τις άπορες γυναίκες του Βελγίου, μπλούζες για τα παιδάκια κι ό,τι άλλο μπορούσε να δοθεί ως βοήθεια. 
   Οι νοσοκόμες τής ετοίμασαν μια τσάντα με διάφορα φάρμακα, που θα της φαίνονταν χρήσιμα, όταν θα περνούσε τον Ισημερινό και θα 'μπαινε στα ψυχρά ρεύματα του Ατλαντικού.
   Η αδελφή Λουκία χαιρόταν που δε θα χρειαζόταν να συνοδέψει την ηγουμένη της στην Ευρώπη. Αγαπούσε τόσο πολύ το Κογκό, το 'χε πια τόσο μέσα στην καρδιά της, που δε μπορούσε να φανταστεί ούτε μια άδεια καν για ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Το Βέλγιο δεν της φαινόταν μεγαλύτερο από ένα μαντίλι της τσέπης...
   Η μητέρα Ματίλδη φρόντισε να δώσει πολλές οδηγίες για τους τρεις μήνες της απουσίας της. Η γραμματέας της, η αδελφή Μαρία - Ρόζα, θα ήταν η κύρια αντικαταστάτριά της. Η αδελφή Μόνικα θ' αναλάμβανε τη διεύθυνση του σχολείου κι η αδελφή Λουκία τη διεύθυνση του νοσοκομείου. Στην καθεμιά τους έδωσε κατ' ιδίαν προσωπικές συμβουλές.
   "Σε σένα, αδελφή Λουκία, συνιστώ πάνω απ' όλα μετριοφροσύνη. Μην ξεχνάς πως έχεις και πάλι πολλά καθήκοντα ύστερα από την περιπέτεια με την υγεία σου. Όταν, όμως, γυρίσω θα φροντίσω να σε ξεκουράσω". Χαμογέλασε, ενώ σφράγιζε έναν φάκελο που ήταν πάνω στο γραφείο της. "Θα φέρω μαζί μου μια ειδικευμένη νοσοκόμα για να σε ξεκουράσει από τη δουλειά στο χειρουργείο. Για ό,τι κι αν συμβεί, μην ξεχνάς να ζητάς τη βοήθεια του Θεού για να σε καθοδηγήσει, προτού πάρεις την οποιαδήποτε απόφαση".
   "Δε θ' αντιμετωπίσω προβλήματα, μητέρα μου", της απάντησε μ' ένα βλέμμα γεμάτο σιγουριά κι αυτοπεποίθηση. "Ελπίζω πως τίποτα το απρόοπτο δε θα συμβεί. Ο Θεός φάνηκε τόσο καλός μαζί μου μέχρι τώρα. Κι αυτό το 'νιωσα από την πρώτη κιόλας στιγμή που ήρθα σε τούτο τον τόπο. Όλα θα γίνουν σύμφωνα με το θέλημά Του. Θα ολοκληρώσουμε και τη Μαιευτική κλινική". Ένα γαλήνιο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της.

   Δεκαπέντε μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, η αδελφή Αυρηλία είχε νυχτερινή βάρδια στη Μαιευτική κλινική. Ένας ιθαγενής, που είχε κόψει το δάχτυλό του, ήρθε στην κλινική για να ζητήσει να του περιποιηθούν το τραύμα κι είδε την αδελφή Αυρηλία να φέρνει τα νεογέννητα στις μητέρες τους για τον τελευταίο θηλασμό της ημέρας.
   Ο ιθαγενής στάθηκε πίσω από το τζάμι της πόρτας στην είσοδο. Η μοναχή τον είδε και, με το χαμόγελο πάντα στα χείλη, πλησίασε στην πόρτα και του άνοιξε.
   Έξι γυναίκες έγιναν μάρτυρες της τραγωδίας. Ο ιθαγενής μπήκε στην αίθουσα μ' ένα ρόπαλο κρυμμένο πίσω απ' την πλάτη του. Έριξε μια ματιά γύρω του, σαν να 'θελε να δει ποια λευκή γυναίκα θα προτιμούσε για ό,τι είχε στο μυαλό του. Μια από εκείνες που ήταν στα κρεβάτια ή εκείνη την όρθια, την οποία γνώριζε καλά και που το πρόσωπό της ήταν τόσο λευκό όσο και η στολή της; Και ξαφνικά σήκωσε το ρόπαλο και το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι της αδελφής Αυρηλίας.
   Με το πρώτο χτύπημα τής άνοιξε το κρανίο, αλλά η άτυχη γυναίκα παρέμεινε όρθια. Η μοναδική λεχώνα, που δε λιποθύμησε, την είδε να κινείται αργά, παραπατώντας σαν ζαλισμένη. Τότε ο ιθαγενής τής κατάφερε ακόμα δύο χτυπήματα. Η καλόγρια σωριάστηκε κάτω, έξω από το θάλαμο με τις λεχώνες, ενώ εκείνη που δεν είχε χάσει τις αισθήσεις της άρχισε να φωνάζει γεμάτη απελπισία.
   Ούρλιαζε ακόμη κι όταν εμφανίστηκε ο Αιμίλιος και προσπάθησε να ακινητοποιήσει τον δολοφόνο. Ούρλιαζε ακόμη κι όταν η αδελφή Λουκία πετάχτηκε στο διάδρομο, μη βλέποντας τίποτε άλλο εκτός από την αδελφή Αυρηλία που 'ταν σωριασμένη στο πάτωμα. Κι όμως είχε  προφτάσει να δει, σαν μέσα σε εφιάλτη, δυο μαύρες σκιές να παλεύουν στο πάτωμα και τη λευκή καλύπτρα της άτυχης αδελφής της βουτηγμένη στο αίμα.
   Με σταθερό χέρι έκανε αμέσως μια ηρεμιστική ένεση στη λεχώνα για να την κάνει να σταματήσει να φωνάζει, μιας κι ήταν φανερό πως είχε πάθει υστερία...
   "Ήταν πεθαμένη, αδελφή μου, όταν την είδα να περπατάει... με το χαμόγελο στα χείλη της ακόμη..." τραύλισε η λεχώνα.
   "Η αδελφή Αυρηλία δεν είναι νεκρή, κυρία μου... ησυχάστε και κοιμηθείτε... Δεν πέθανε..."
   Πριν βγει από το θάλαμο, τηλεφώνησε στην αντικαταστάτρια της ηγουμένης και την παρακάλεσε να καλέσει αμέσως την αστυνομία. Ύστερα άνοιξε την πόρτα με τη τζαμαρία και βγήκε ξανά στο διάδρομο.
   Οι βοηθοί του Αιμίλιου είχαν τρέξει να τον βοηθήσουν. Αφού έδεσαν σφιχτά τον τρελό, κάθισαν πάνω του κι έβλεπαν με μάτια ορθάνοιχτα από τη φρίκη τη νεκρή πια αδελφή Αυρηλία. Η αδελφή Λουκία γονάτισε μπροστά στο νεκρό σώμα και, για δεύτερη φορά στη ζωή της ως μοναχή, άπλωσε το χέρι στον κρύο καρπό μιας καλόγριας για να ελέγξει ένα σφυγμό που είχε πάψει να χτυπά.
   "Αιμίλιε", ψιθύρισε, "βοήθησέ με να τη σηκώσουμε..."
   Προτού καλά καλά προλάβει να κινηθεί από τη θέση του ο Αιμίλιος, κατέφτασαν οι αδελφές Μαρία - Ρόζα, Μόνικα κι Ευχαριστία, οι οποίες ήταν αντικαταστάτριες της μητέρας Ματίλδης. Και οι τέσσερις μαζί μετέφεραν τη νεκρή στο χειρουργείο και την ακούμπησαν πάνω στο χειρουργικό τραπέζι.
   Η αδελφή Λουκία έκανε νόημα στην αδελφή Μαρία - Ρόζα κι αυτή έφυγε αμέσως για να φέρει έναν παπά.
   Χωρίς να διακόψουν  τη Μεγάλη Σιωπή, ετοίμασαν πρόχειρα τη νεκρή, τακτοποιώντας τη στολή της, ενώ η αδελφή Λουκία, σκουπίζοντας το ματωμένο της πρόσωπο, διαπίστωσε με ανείπωτη φρίκη, που όμως δε θέλησε να μεταδώσει στις άλλες μοναχές, πως η καλύπτρα συγκρατούσε τα χυμένα μυαλά της δύστυχης αδελφής τους.
   Ο πατήρ Στέφανος κατέφτασε με το Άγιο Μύρο και μαζί του η αδελφή Μαρία - Ρόζα με το χαρτί του μοναστικού όρκου της νεκρής, που το έβαλε ανάμεσα στα σταυρωμένα της χέρια.
   Η αδελφή Λουκία μαζί με την αδελφή Μαρία - Ρόζα ξενύχτησαν την πεθαμένη. Γονατισμένες κοντά στις καρέκλες τους, παρατηρούσαν με κατάπληξη τη γαλήνια μορφή της, που ο βίαιός της θάνατος δεν είχε καταφέρει να ταράξει. Ύστερα από αρκετές ώρες, η αντικαταστάτρια της ηγουμένης διέκοψε τη Μεγάλη Σιωπή, αφού μόνον αυτή είχε το δικαίωμα να το κάνει.
   "Πώς έγινε, αδελφή μου;" ψιθύρισε.
   "Δεν ξέρω ακριβώς. Πριν από μερικές μέρες άκουσα τους ιθαγενείς να μιλούν για κάποιο μάγο. Ο Αιμίλιος πρέπει να ξέρει καλύτερα όλη την ιστορία. Εγώ ασχολήθηκα πρώτα με τη λεχώνα..." Σώπασε για λίγο, γιατί ένιωσε τη φωνή της να χάνεται. Τα ταμ - ταμ μετέδιδαν την είδηση στη ζούγκλα.
   "Εκείνο που ξέρω είναι ότι, μολονότι ήταν χτυπημένη, κατάφερε να παρασύρει το δολοφόνο έξω από το θάλαμο με τις λεχώνες".
   Δε μπόρεσε να συνεχίσει, γιατί οι λυγμοί τής έπνιγαν τη φωνή.

   Το επόμενο διάστημα έπρεπε να γίνουν προσπάθειες για να αποκατασταθεί ξανά  το κλίμα εμπιστοσύνης ανάμεσα στους λευκούς και τους μαύρους, κάτι που η αδελφή Λουκία θεωρούσε ως πρωταρχικό τους καθήκον και αποστολή.
   Αμέσως μετά την κηδεία και αφού επέστρεψαν στα καθήκοντά τους ανάμεσα στους ιθαγενείς, μερικές από τις μοναχές έδειχναν τρομοκρατημένες. Κάποιες μάλιστα ήταν τόσο τρομαγμένες που έδιναν την εντύπωση πως ήταν άρρωστες. Σε κάθε υπηρεσία υπήρχαν είκοσι ιθαγενείς μ' επικεφαλής μια καλόγρια και τα μαύρα τους πρόσωπα, που κι αυτά επίσης έδειχναν εξίσου φοβισμένα, θύμιζαν στην καθεμιά τις πρώτες μέρες της εγκατάστασής της στο Κογκό, σε μια περίοδο, δηλαδή, που ένιωθαν ότι η ζωή τους βρισκόταν κάτω από μια αόριστη απειλή μέσα σε μια απέραντη θάλασσα από μαύρους.
   Η αδελφή Λουκία θυμήθηκε πως στην αρχή, όταν είχε πρωτοσυναντήσει τον Αιμίλιο, εκείνος τη φοβόταν κι έσκυβε συνεχώς την πλάτη του σαν να 'θελε ν' αποφύγει καμιά βουρδουλιά. Γι' αυτό τώρα του μίλησε με ήρεμη φωνή και του είπε: "Αν πας στο θάλαμο με τους μολυσματικούς, Αιμίλιε, θα μπορέσεις να δώσεις αυτά τα χαρτιά στην αδελφή Μαργαρίτα;"
   Ξαφνιασμένος από τον φιλικό της τόνο, γύρισε και την κοίταξε έκπληκτος. Εκείνη του χαμογέλασε και του έκανε νόημα να πλησιάσει.
   "Οι καλόγριες δεν είναι θυμωμένες μαζί μας;" ρώτησε στην κογκολέζικη γλώσσα, λες κι ο ίδιος ή οι συμπατριώτες του δεν είχαν πια το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τη γλώσσα του θύματος.
   "Αιμίλιε, εσύ είσαι χριστιανός, όπως κι εμείς. Ξέρεις, λοιπόν, πως δε μπορούμε να 'χουμε κανένα μίσος μέσα στην καρδιά μας. Όχι, Αιμίλιε", του είπε με γλυκιά φωνή, "εμείς δεν είμαστε θυμωμένες".
   "Ούτε και μ' αυτόν που... Ω, μάμα Λουκία... τι ντροπή νιώσαμε χτες το βράδυ στου κυρίου Μαρσέλ".
   "Δεν πρέπει να θυμώνετε ούτε και μ' αυτόν".
   "Δεν καταλαβαίνω".
   Την κοίταζε με τα μάτια ορθάνοιχτα, ζαρώνοντας σκεφτικός το μέτωπό του. Σιγά - σιγά στο φοβισμένο του βλέμμα φάνηκε μια έκφραση θαυμασμού. Κούνησε το κεφάλι. Έπειτα τον είδε να ξαναπαίρνει το αυστηρό του ύφος που ήταν ταυτόχρονα και προστατευτικό.
   "Αν ένας από μας πέθαινε με τον τρόπο που πέθανε η μάμα Αυρηλία, θα πιάναμε τον κακούργο και θα τον δέναμε σ' ένα παλούκι στη μέση του ποταμού. Οι ψαράδες, που κάποια στιγμή θα περνούσαν από κει, θα 'κοβαν ένα κομμάτι απ' το κρέας του για να το κάνουν δόλωμα για τ' αγκίστρια τους. Έτσι, μέρα με τη μέρα, δε θα 'μενε τίποτα απ' αυτόν". 
   "Μα εσύ δε μπορείς να κάνεις ένα τέτοιο πράγμα, Αιμίλιε, ούτε να σκοτώσεις ούτε και να κρεμάσεις έναν άνθρωπο, γιατί" -και του έδειξε το σταυρό που κρεμόταν στο λαιμό του- "είσαι ένας χριστιανός και φοράς στο λαιμό σου το σύμβολο Εκείνου που μάς δίδαξε να συγχωρούμε". 
   Ένα περίεργο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του, το ίδιο ακριβώς που είχε δει μια φορά στο εργαστήριο, όταν του είχε κάνει παρατήρηση για κάποιο λάθος του που μπορούσε ν' αποφύγει.
   "Αυτό πρέπει να κάνεις κι εσύ και να το εξηγήσεις και στους δικούς σου να το καταλάβουν. Μην ξεχνάς ότι είσαι γι αυτούς ο επικεφαλής τους και για μένα ο βοηθός μου". Πήρε τα χαρτιά που του έδωσε, έκανε μια υπόκλιση και απομακρύνθηκε. Στα μισά του διαδρόμου φάνηκε σαν κάτι να θυμήθηκε και ξαναγύρισε πίσω.
   "Μάμα Λουκία..."
   Από την τσέπη του παντελονιού του έβγαλε ένα χαϊμαλί με φτερά και νύχια περασμένα σ' έναν σπάγγο και τ' άφησε πάνω στο γραφείο της.
   "Ένας δικός μας το πήρε αυτό χτες βράδυ από τον κακούργο, για να μην έχει τίποτα να τον προστατεύει από τα κακά πνεύματα μέσα στη φυλακή".
   Εκείνη κοίταξε το χαϊμαλί που τής ακούμπησε πάνω στο ανοιχτό βιβλίο του νοσοκομείου και το οποίο σκέπαζε ό,τι είχε γράψει, προτού πεθάνει, η αδελφή Αυρηλία. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει τόσο γρήγορα, που για κάμποσα λεπτά δε μπορούσε ν' αρθρώσει λέξη.
   "Ποιος το πήρε, Αιμίλιε;"
   "Ο Ιλούγκα, μάμα Λουκία".
   Ο Ιλούγκα... Ο μόνος από τους ιθαγενείς που δεν είχε βαφτιστεί χριστιανός. Άπλωσε το χέρι, έπιασε το «φυλαχτό» και το 'σφιξε τόσο δυνατά, που τα νύχια των ζώων καρφώθηκαν στη σάρκα της, ενώ, παράλληλα, κοιτούσε συγκινημένη αυτά που 'χε γράψει η αδελφή Αυρηλία.
   Άνοιξε την παλάμη της κι έδωσε το χαϊμαλί στον Αιμίλιο.
   "Ξαναδός το στον Ιλούγκα", είπε, "για να το πάει στον κάτοχό του, αφού εκεί στη φυλακή που βρίσκεται δεν έχει κανέναν να τον προστατέψει".
   "Μα αυτό δεν μπορεί να τον προστατέψει από το νόμο, μάμα Λουκία!"
   Το έκπληκτο βλέμμα του πήγαινε πότε στο χαϊμαλί και πότε στο πρόσωπο της αδελφής Λουκίας.
   Ύστερα, παίρνοντας το χαϊμαλί, πήγε να βρει τους δικούς του για να τους πει τα νέα.   

   Η μητέρα Ματίλδη ξαναγύρισε στο Κογκό στα μέσα του Γενάρη εκείνου του μοιραίου έτους 1939. Έφτασε με αεροπλάνο αργά το απόγευμα. Η αδελφή Μαρία - Ρόζα έπρεπε να πάει να την υποδεχτεί στο αεροδρόμιο και διάλεξε να τη συνοδέψουν δύο από τις πιο υπάκουες και ταπεινές καλόγριες, αυτές που ήταν υπεύθυνες για το μαγειρείο και το πλύσιμο των ρούχων. Η αδελφή Λουκία άκουσε το αεροπλάνο να περνά πάνω από το νοσοκομείο την ώρα που έκανε την καθιερωμένη επίσκεψη στους ασθενείς της. Έκανε μια σύντομη προσευχή για να γίνει χωρίς προβλήματα η προσγείωσή του.
   Για χάρη της ηγουμένης είχαν φροντίσει να έχουν κρασί με το βραδινό τους φαγητό και την υποδέχτηκαν ψάλλοντας έναν ύμνο στην εκκλησία.
   Η αδελφή Λουκία περίμενε με ανυπομονησία την κατ' ιδίαν συνάντηση που θα είχε το επόμενο πρωί με τη μητέρα Ματίλδη. Ήθελε πολύ να της μιλήσει για τα πνευματικά ζητήματα που την απασχολούσαν και τα οποία από παλιά συνήθιζε να συζητά μαζί της. Όλα τα υπόλοιπα θα τα συζητούσαν αργότερα... για τη νέα πτέρυγα της Μαιευτικής κλινικής, για τα καινούργια κρεβάτια που είχαν έρθει, για την υγεία των νοσοκόμων, που τα καθήκοντά τους αυξήθηκαν ύστερα από τον απροσδόκητο θάνατο της αδελφής Αυρηλίας, και για το πώς αναγκάστηκε να διπλασιάσει σχεδόν τις δικές της ώρες εργασίας, προκειμένου να καλυφθεί το κενό που άφησε η πεθαμένη. "Η πνευματική μου ζωή, μητέρα μου", θα της έλεγε, "'άλλαξε προς το καλύτερο. Η πίστη μου ενδυναμώθηκε περισσότερο. Ο τραγικός θάνατος της αδελφής μας μ' έκανε να σκεφτώ πράγματα που δεν είχα σκεφτεί μέχρι τώρα. Δεν έχω πια περιόδους αμφιβολιών... Τα μικρά μου σφάλματα, που είναι πολλά, δεν με κάνουν πια να υποφέρω... γιατί ο Θεός με περιέβαλλε με τη χάρη Του περισσότερο απ' όσο το αξίζω. Νιώθω δυνατή... έχω μεγάλη ψυχική αντοχή..."
   "Έχεις την όψη μιας γάτας που μόλις έφαγε ένα καναρίνι", της είπε ο γιατρός.
   Όρθιος μπροστά στο γραφείο της την παρατηρούσε όση ώρα ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της.
   Άπλωσε το χέρι του και της χαμογέλασε.
   "Μπορείς να μου δώσεις, αδελφή, τον φάκελο του Εγκλεμπέρτ; Πηγαίνω να συναντήσω τη μητέρα Ματίλδη. Είναι, βέβαια, κάπως ακατάλληλη η ώρα για να της μιλήσω, αλλά είναι απαραίτητο, αφού έχει προκύψει σοβαρό πρόβλημα με τον ασθενή. Αναφέρομαι στο περιστατικό που συνέβη απόψε. Μα τι έκανε κι αυτός ο χριστιανός; Θέλησε ν' αυτοκτονήσει;"
   "Δεν έγινε τίποτα το σοβαρό, γιατρέ. Αισθανόταν μεγάλη μοναξιά, αυτό είναι όλο. Μπορούσε να καθίσει κοντά του ο βοηθός νοσοκόμος και να του κάνει λίγη παρέα". Χαμογέλασε. "Εγώ μίλησα λίγο μαζί του και ηρέμησε... έγινε σαν αρνί".
   "Κρύβεις τη σοβαρότητα του περιστατικού λόγῳ της μετριοφροσύνης σου. Εσύ σηκώθηκες κι έτρεξες μέσα στη νύχτα και γι' αυτό σ' ευχαριστώ. Φυσικά και νιώθω ευγνωμοσύνη για όσα κάνεις, αλλά από την άλλη αναρωτιέμαι πότε βρίσκεις το χρόνο να ξεκουράζεσαι κι αν τον βρίσκεις ποτέ".
   Την κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα κι ύστερα άρχισε να σιγοτραγουδάει την αγαπημένη του άρια από την «Τόσκα».
   Μόλις εκείνος έφυγε, η αδελφή Λουκία σκέφτηκε: "Από σήμερα το βράδυ θ' αρχίσει να δίνει κανένα υπνωτικό στον κύριο Εγκλεμπέρτ κι έτσι κι εγώ θα μπορώ να κοιμάμαι για λίγο".
   Τον κοίταξε που απομακρυνόταν στο βάθος του διαδρόμου, κάνοντας αέρα με το φάκελο που κρατούσε στα χέρια του σαν να 'ταν βεντάλια.

   Ο ίδιος αυτός φάκελος βρισκόταν ήδη στο γραφείο της μητέρας Ματίλδης, πάνω - πάνω σε μια στοίβα από έγγραφα του νοσοκομείου, για τα οποία θα μιλούσαν αργότερα μιας και δεν είχαν να κάνουν με κάτι επείγον. 
   Η ηγουμένη την ευλόγησε, την αγκάλιασε κι ύστερα, κρατώντας την από τους ώμους, της είπε:
   "Πολύ σε σκεφτόμουνα, καλό μου παιδί, και, κυρίως, όταν έλαβα αυτό το τηλεγράφημα. Ξέρω πόσο στενή ψυχική σύνδεση είχες με την αδελφή Αυρηλία και πόσο δύσκολο ήταν για σένα να δεχτείς το θέλημα του Θεού".
   Την άφησε και κάθισε στο γραφείο της.
   "Και τώρα θα σου το πω καθαρά, αυτή η δοκιμασία σού κόστισε πολύ. Μόλις που μπόρεσα να σε αναγνωρίσω στο εστιατόριο, έτσι όπως έχεις αδυνατίσει". 
   Σταμάτησε να μιλά και μια σκιά ανησυχίας φάνηκε στα μάτια της.
   "Πες μου, έκανες καμιά εξέταση για φυματίωση μετά την αναχώρησή μου;"
   "Όχι, μητέρα μου. Είχα τόσα άλλα πράγματα να κάνω! Αλλά δε νομίζω πως ήταν ανάγκη. Αισθανόμουν μέσα μου πολύ δυνατή", πρόσθεσε με σταθερή φωνή, θέλοντας να θυμίσει στην ηγουμένη της μια φράση που κι αυτή η ίδια χρησιμοποιούσε συχνά ως προτροπή για τις άλλες μοναχές. "Μια υγιής ψυχή δε μπορεί παρά να κατοικεί σ' ένα υγιές σώμα".
   Η μητέρα Ματίλδη τής έκανε νόημα να συνεχίσει.
   Είχε προετοιμάσει από πριν εκείνα που θα έλεγε για να μη χάνει καιρό προσπαθώντας να βρει τα κατάλληλα λόγια. Θα μιλούσε με τόλμη και παρρησία κι ήταν βέβαιη πως θα ικανοποιούσε την ηγουμένη με τα λεγόμενά της. Εκείνη την άκουγε χαμογελώντας, ενώ κάποιες στιγμές ανασήκωνε τα φρύδια, όπως έκανε πάντα, όταν ήθελε να δείξει την έκπληξή της.
   Μιλούσε αρκετή ώρα κι όταν σώπασε, η ηγουμένη συνέχισε να την κοιτάζει χαμογελαστή. Τα χέρια της είχαν ασπρίσει όπως και το πρόσωπό της, αφού είχε παραμείνει μήνες μακριά από τον κογκολέζικο ήλιο και μάλιστα σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο στο Βέλγιο. Χάιδεψε τον Εσταυρωμένο που κρεμόταν στο λαιμό της και είπε:
   "Χαίρομαι που σ' ακούω να μιλάς έτσι, αδελφή μου. Αυτό σημαίνει πως ο Κύριος σ' έχει προετοιμάσει γι' αυτό που θέλω να σου πω. Κι είναι γεγονός πως τα προβλήματά μας πάντα βρίσκουν την καλύτερη λύση, όταν τα εμπιστευόμαστε σ' Αυτόν!"
   Πήρε το φάκελο του κυρίου Εγκλεμπέρτ.
   "Σ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής μέσα στο αεροπλάνο σκεφτόμουν ακριβώς αυτή την περίπτωση. Η οικογένειά του ήρθε κάμποσες φορές να με επισκεφτεί στο μοναστήρι και με παρακάλεσε να φροντίσουμε, ώστε να επιστρέψει ο ασθενής πίσω στην πατρίδα. Έπειτα, χθες ο γιατρός μας μου μίλησε για την περίπτωσή του και μου τόνισε πως είναι ανάγκη να γυρίσει στο Βέλγιο".
   Χαμογέλασε και πάλι και, σκύβοντας λίγο προς τα μπρος, πρόσθεσε:
   "Κι όλο το βράδυ σκεφτόμουν πώς να σου πω ότι αποφάσισα να σε στείλω στο Βέλγιο μαζί μ' αυτόν τον ασθενή. Ξέρω πόσο αφοσιωμένη είσαι στην ιεραποστολή, αλλά είσαι και η μόνη που έχεις δίπλωμα ψυχιατρικής..."
   Από τη στιγμή που άκουσε τη φράση «αποφάσισα να σε στείλω στο Βέλγιο» η αδελφή Λουκία δεν κατέβασε καθόλου τα μάτια από το πρόσωπο της ηγουμένης, της οποίας το διαπεραστικό βλέμμα έφτανε βαθιά ως την ψυχή της, ενώ η επιβλητική της φωνή συνέχιζε ήρεμα να συζητά για το ιατρικό αυτό ζήτημα.
   "... και είσαι η μόνη που πιστεύω ότι είναι η πιο κατάλληλη για να της εμπιστευτώ μια τέτοια αποστολή. Φαντάζομαι πως γνωρίζεις ότι αυτός ο άνθρωπος έχει σπουδαία θέση στην αποικία κι ότι πρέπει να νοσηλευτεί επειγόντως σε ειδική κλινική για να μην παρουσιάσει αργότερα πιο σοβαρά συμπτώματα. Μπορεί να θεραπευτεί, αν τον στείλουμε έγκαιρα σε μια κλινική, όπου θα τον φροντίσουν πολύ καλύτερα από δω".
   Η μητέρα Ματίλδη σταμάτησε να μιλά.
   Και τώρα εκείνη έπρεπε να δώσει μια απάντηση και μάλιστα με φωνή σταθερή, ανάλογη με την ψυχική της σταθερότητα που είχε επικαλεστεί λίγο νωρίτερα. Η ηγουμένη δεν τράβηξε καθόλου το βλέμμα από πάνω της.
   "Κι ο γιατρός; Τι γνώμη έχει γι' αυτό το ζήτημα;"
   "Ο γιατρός Φορτουνάτι με διευκόλυνε στην απόφασή μου, υποστηρίζοντας πως εσύ πρέπει να συνοδέψεις τον ασθενή. Έτσι θα μπορέσει κι αυτός να πάρει μια άδεια που από καιρό έχει ζητήσει. Ο βοηθός του, ο γιατρός Πήτερς, θα τον αντικαταστήσει για τις μικρές κι επείγουσες επεμβάσεις μόνο, ενώ για τις πιο σοβαρές περιπτώσεις θα συνεργαστεί μ' έναν γιατρό από τα ορυχεία. Συνεπώς κι η νοσοκόμα που θα σε αντικαταστήσει, θα είναι πιο εύκολο να συνεργαστεί μ' όλους αυτούς, προτού ξεκινήσει συνεργασία μ' αυτή την «εκκεντρική ιδιοφυΐα», τον γιατρό Φορτουνάτι".
   «Η νοσοκόμα που θα σε αντικαταστήσει...» Τα λόγια αυτά την τάραξαν. Αυτό σήμαινε πως κάποια άλλη νοσοκόμα θα έπαιρνε τη θέση της. 
   "Μα, μητέρα μου..."
   Δίστασε να συνεχίσει.
   "Λέγε, παιδί μου". 
   Η ηγουμένη τής χαμογέλασε για να της δώσει θάρρος.
   "Ώστε λοιπόν... ξέρετε... πως δεν... δεν θα με ξαναστείλουν εδώ;"
   Η φωνή της, που μόλις ακούστηκε, έτρεμε από συγκίνηση κι ήταν σαν ένας λυγμός, ενώ από μέσα της ζητούσε από το Χριστό να μάθει τι άλλο ακόμα τής επεφύλασσε το μέλλον.
   Το διαπεραστικό βλέμμα της μητέρας Ματίλδης συνέχισε να 'ναι καρφωμένο πάνω της σαν να προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις της, αλλά η φωνή της παρέμενε σταθερή.
   "Είμαι βέβαιη πως η σεβάσμια μητέρα Εμμανουέλα θα σε ξαναστείλει πίσω όσο μπορεί πιο γρήγορα", είπε. "Εγώ, πάντως, εύχομαι να ξαναγυρίσεις. Αυτό φυσικά θα εξαρτηθεί και από την πνευματική και φυσική σου κατάσταση, αλλά δεν έχω κανένα φόβο ούτε για το ένα ούτε για το άλλο, ύστερα μάλιστα απ' όσα μου είπες".
   Το χαμόγελό της ήταν αφοπλιστικό.
   Η αδελφή Λουκία δεν έκρυψε την ανακούφισή της και η ηγουμένη συνέχισε, αφού πρώτα έριξε μια ματιά στον φάκελο του Εγκλεμπέρτ:
   "Αυτή η μικρή αλλαγή θα σου κάνει καλό".
   Είχε πάψει πια να την κοιτάζει εξονυχιστικά.
   "Έτσι θα σου δοθεί η ευκαιρία, όσο σύντομη κι αν είναι, να ξαναβρείς το νόημα της πνευματικής σου ζωής στη γαλήνη του μεγάλου μοναστηριού. Αχ, αυτή η όαση της σιωπής! Αυτή η ατμόσφαιρα της πραγματικής μοναστηριακής ζωής!"
   Σήκωσε το βλέμμα ονειροπόλα προς τα πάνω για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στα λεγόμενά της, αλλά αμέσως μετά μια σκιά πέρασε από τα μάτια της.
   "Όμως μην ξεχάσεις να βάλεις αρκετή καφεΐνη στη νοσοκομειακή σου τσάντα, όση έβαλες και στη δική μου. Με βοήθησε, ώστε να μην τρέμω σαν το σκυλί καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στο Βέλγιο".
   Η συνομιλία τους πλησίαζε προς το τέλος της. Η αδελφή Λουκία έμαθε ακόμη πως θα 'φευγε με το καράβι, που θα έφερνε τη νέα μοναχή, γιατί υπήρχε φόβος να πειράξει τον ασθενή το ταξίδι με το αεροπλάνο. Ο γιατρός θα φρόντιζε για τα σχετικά έγγραφα προκειμένου να ταξιδέψει μ' έξοδα του κράτους. Και φυσικά θα ειδοποιούσαν την καλόγρια, που ήταν υπεύθυνη στην ιματιοθήκη, για να της ετοιμάσει τα ρούχα της.
   Όταν πέρασε μέσα απ' τον κήπο για να ξαναγυρίσει στο νοσοκομείο, κοντοστάθηκε και κοίταξε γύρω της με συγκίνηση το τοπίο που τόσο αγάπησε, προσπαθώντας να αποτυπώσει στη μνήμη της όσο περισσότερες εικόνες μπορούσε, όπως ένας ταξιδιώτης στην έρημο που φροντίζει για τις προμήθειές του. Μακριά, στο βάθος του ορίζοντα, ο κατακάθαρος ουράνιος θόλος ενωνόταν με την κόκκινη γη, εκεί όπου διακρινόταν το κύμα ομίχλης που δημιουργούσε η ζέστη. Τα δέντρα της ζούγκλας, διψασμένα για βροχή, ύψωναν τα κλαδιά τους σαν χέρια προς τον ουρανό. Θυμήθηκε τις αφρικανικές φεγγαροφωτισμένες νύχτες, το κελάηδημα των πουλιών, τους μακρινούς ήχους από τα ταμ - ταμ.
   Ακολουθώντας τη συμβουλή της ηγουμένης, πήγε αμέσως να συναντήσει το γιατρό. Τον βρήκε στο γραφείο του να γράφει κάτι. Κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα και την κοίταξε.
   "Καλά το κατάλαβες, αδελφή Λουκία, έχουμε πολλά να κάνουμε. Πρέπει να συμπληρώσουμε τον φάκελο του Εγκλεμπέρτ, να συγκεντρώσουμε όλες τις ακτινογραφίες του κεφαλιού του, τις μικροβιολογικές εξετάσεις και τις διαγνώσεις..."
   Εκείνη πήρε στα χέρια το σημειωματάριό της. Αυτή τη φορά ο γιατρός δε θέλησε να μάθει τις σκέψεις της. Σημείωσε τις οδηγίες που της έδωσε: Ελαφρά ηρεμιστικά για το ταξίδι με το τραίνο, μερικές ενέσεις για το πλοίο και δύο ιθαγενείς αστυνομικούς ως φρουρά μέχρι το Λομπίτο... Από 'κει και πέρα ο γιατρός του πλοίου θα αναλάμβανε τον ασθενή. Της είπε τ' όνομα του γιατρού.
   "Θα του γράψω", πρόσθεσε αινιγματικά, "για να του εξηγήσω ποιος από τους δυο σας είναι ο άρρωστος".
    Σήκωσε τα μάτια γεμάτη ταραχή κι ετοιμάστηκε να πει κάτι, αλλά τελικά συγκρατήθηκε.
   "Αστειεύομαι, αδελφή μου. Ήθελα απλώς να τονίσω πόσο αφοσιωμένη είσαι στο καθήκον σου".
   Τον κοίταξε επίμονα.
   "Μα έχω εμπιστοσύνη στην εσωτερική σου δύναμη", πρόσθεσε. "Αυτή θα φανεί, μόλις πατήσεις το πόδι σου στο μεγάλο μοναστήρι... Η αυστηρή πειθαρχία, οι πελώριοι τοίχοι, η νεκρική σιγή... Για σκέψου να μείνεις εκεί μέσα για πάντα! Όλα μπορεί να συμβούν μέσα σ' ένα μοναστήρι, όπως πολύ καλά γνωρίζεις. Αλλά θα είναι αρκετή η εσωτερική σου δύναμη;"
   "Και βέβαια", του απάντησε με σταθερή φωνή. "Είμαι έτοιμη ν' αντιμετωπίσω τα πάντα".
   "Είσαι σίγουρη, αδελφή μου; Είσαι βέβαιη πως η παραμονή σου εκεί μέσα εξαρτάται μόνο από τη σκληρή σου θέληση; Είσαι βέβαιη πως τα σκέφτηκες όλα;"
   Μ' ένα καταφατικό κούνημα του κεφαλιού, σαν να μην ήθελε ν' αναλωθεί σε λόγια, του απάντησε στις ερωτήσεις του.
   "Ε, λοιπόν κι εγώ σου λέω όχι!" απάντησε θυμωμένος κι εκείνη αρχικά νόμισε πως ήθελε να την επιπλήξει.
   "Και τότε γιατί προτείνατε στη μητέρα Ματίλδη να φύγω;" τον ρώτησε με φωνή πιο δυνατή απ' όσο ήθελε.
   "Για να σου αποδείξω πως κάνεις λάθος", είπε σιγά. "Για να σου αποδείξω αυτό που σου λέω εδώ και χρόνια, έστω κι αν χρειαστεί να σε χάσω εξαιτίας αυτής μου της απόφασης. Να σου αποδείξω..."
   Δεν τον άφησε να τελειώσει αυτό που είχε να πει. Γυρίζοντάς του απότομα την πλάτη, βγήκε απ' το γραφείο λέγοντας:
   "Όταν θα είστε έτοιμος να μου μιλήσετε για τον ασθενή, τότε να με φωνάξετε, γιατρέ".
   Ωστόσο, τα λόγια του την είχαν βάλει σε σκέψεις. Η εσωτερική δύναμη που ένιωθε θα ήταν αρκετή για να τη βοηθήσει ν' αντέξει σε οποιοδήποτε μέρος;
   Ξαναγύρισε στο γραφείο της, όταν η μητέρα Ματίλδη ζήτησε να της μιλήσει στο τηλέφωνο. Ήθελε μια πληροφορία για κάποιον απ' τους ασθενείς.
   Ύστερα από εκείνο το τηλεφώνημα, σκέφτηκε πως η ηγουμένη ήταν ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα που αγαπούσε στον κόσμο, αλλά δεχόταν να την αποχωριστεί, αφού αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Έπειτα, όμως, συνειδητοποίησε πως ο γιατρός Φορτουνάτι ένιωθε πολύ μεγαλύτερο πόνο για τον αποχωρισμό τους απ' όσο η ίδια. Το πρόσωπό του ήταν θυμωμένο, αλλά αυτός ο θυμός έμοιαζε να 'ναι περισσότερο από αγάπη -και πραγματικά θα ήταν από αγάπη, αν εκείνη δεν κρατούσε τη θέση της κατά τη διάρκεια των χρόνων της συνεργασίας τους- γιατί, πέρα από το χειρουργικό τραπέζι, ενδιαφέρονταν ο ένας για τον άλλον σε προσωπικό επίπεδο. Έστω κι αν δεν είχαν ανταλλάξει ποτέ μια λέξη πέρα από τις σχετικές με τα θέματα της δουλειάς τόσα χρόνια...
   Το κουδούνισμα, με το οποίο την καλούσε ο γιατρός, διέκοψε όλες αυτές τις σκέψεις. 
   Τον βρήκε και πάλι στο γραφείο του με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω σε μια στοίβα από φακέλους ασθενών. Της έριξε μια αυστηρή ματιά. Ήταν, όμως, και γεμάτη παράπονο καθώς της έλεγε: "Μ' εκπλήσσει πάντως, αδελφή μου, που δέχεσαι με τόση ευκολία να εγκαταλείψεις τη θέση σου. Όπως την πρώτη φορά που δε συμφωνήσαμε στη διάγνωση". Της χαμογέλασε κι ήταν σαν να την ικέτευε να τον συγχωρέσει. "Λες και δεν ξέρεις ότι θυμώνω πάντα όταν μου φέρνουν αντίρρηση. Ωστόσο, πολύ φοβάμαι", συνέχισε, "πως αυτή τη μοναδική φορά στις εκατό έχεις δίκιο".
   "Μια φορά στις εκατό!... Τι τερατώδης ματαιοδοξία!..." του απάντησε. Κι έπειτα έψαξε να βρει το σημειωματάριό της, σκύβοντας βιαστικά το κεφάλι, για να μη δει εκείνος τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της.

   Τρεις βδομάδες αργότερα πήρε το δρόμο της επιστροφής για το μεγάλο μοναστήρι. Οι ιθαγενείς είχαν κάνει το βαγόνι της να θυμίζει νυφικό δωμάτιο με τα τόσο πολλά λουλούδια που της είχαν φέρει. Δεν υπήρχε χώρος να μπει τίποτ' άλλο εκεί μέσα.
   Το διπλανό κουπέ ήταν για τον κύριο Εγκλεμπέρτ. Είχαν έρθει ως συνοδοί και δυο ιθαγενείς αστυνομικοί. Πριν ξεκινήσει το τραίνο, η αδελφή Λουκία στάθηκε κοντά στο παράθυρο, για να δει για τελευταία φορά το μέρος που πέρασε τα καλύτερα χρόνια της ζωής της ως μοναχή.
   Μέχρι εκείνη την ώρα είχε καταφέρει να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Είχε αποχαιρετήσει τις αδελφές της κατά τη διάρκεια του διαλείμματος και, βλέποντας τώρα τη μητέρα Ματίλδη με τους ιθαγενείς ν' απομακρύνονται, ένιωσε την πιο σκληρή δοκιμασία, τον πιο αβάσταχτο πόνο στην καρδιά της. Και μολονότι χαμογελούσε, το χαμόγελό της ήταν ψεύτικο, σαν τις μάσκες που είχε φτιάξει τόσες φορές για εκείνους που έφυγαν απ' τη ζωή με βίαιο θάνατο. Ήθελε να δει για τελευταία φορά το παλιό «Φορντ» του νοσοκομείου, που, πριν από λίγο, είχε αφήσει πίσω από το σταθμό. Έπειτα, κάθισε κοντά στο παράθυρο, σ' έναν μικρό στενό χώρο, στον μόνο που δεν είχαν βάλει λουλούδια. Μόλις κάθισε, ανάμεσα στα λουλούδια διέκρινε ένα εβένινο αγαλματάκι. Είχε περίπου σαράντα πόντους ύψος και παρίστανε μια γυναίκα γονατισμένη και γυμνή. Το πήρε στα χέρια της και στη βάση του διάβασε: «Αιμίλιος και Μπανκόνγκο».
   Ακούμπησε το αγαλματάκι στα γόνατά της κι έκλαψε σιωπηλά.
   Τα κολλαρισμένα πλαϊνά της καλύπτρας της έκρυβαν το πρόσωπό της από τους άλλους επιβάτες, που στέκονταν στην πόρτα κατάπληκτοι, αντικρίζοντας μια λευκοντυμένη καλόγρια σ' ένα βαγόνι γεμάτο λουλούδια.
   Έβαλε το αγαλματάκι στη θέση του, ανάμεσα στα λουλούδια, κι αντίκρισε τη βαλίτσα της που ήταν τοποθετημένη κάτω από το απέναντι κάθισμα.
   Λίγο αργότερα πήγε πάλι στο διπλανό κουπέ για να δει τον άνθρωπο που συνόδευε και τον οποίο είχε παρασημοφορήσει ο βασιλιάς Λεοπόλδος για τις μεγάλες υπηρεσίες που είχε προσφέρει στις αποικίες. 
   Οι δύο ιθαγενείς αστυνομικοί στάθηκαν προσοχή και φώναξαν:
   "Η μάμα Λουκία!"
   Εκείνη μπήκε μέσα στο κουπέ κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Ύστερα, αφού τράβηξε τις κουρτίνες του παραθύρου, κάθισε κοντά στον ασθενή και του πρόσφερε μερικά φρούτα.
   "Αύριο, κύριε Εγκλεμπέρτ", του είπε γαλήνια, "θα σας καλέσω στο δικό μου κουπέ. Είναι γεμάτο λουλούδια και καλάθια με φρούτα".
   Του έριξε μια λοξή ματιά. "Έχω και σοκολάτες... Πρέπει να τα φάμε όλα, γιατί δε θα διατηρηθούν ως το Λομπίτο".
   "Μ' αυτή την τρομερή ζέστη και βέβαια δε θα διατηρηθούν, αδελφή μου", είπε ο κύριος Εγκλεμπέρτ.
   Της χαμογέλασε για να της δείξει πως συμφωνούσε απόλυτα μαζί της και πήρε μια ακόμη μπανάνα που του πρόσφερε.


Χιούλμ Κάθριν, Ιστορία μιας μοναχής, (μετφ. Οθ. Αργυρόπουλου), εκδ. Ενωμένοι Εκδότες, Αθήνα

Δεν υπάρχουν σχόλια: