Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

[ ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΚΙΑ ]

  
    Ο μπαμπάς μου περπατούσε πλάι μου για να μου δώσει κουράγιο και με την παλάμη του άγγιζε απαλά την πλάτη μου, στο σημείο που έδεναν τα κορδόνια του μπούστου μου. Πάνω από το Τορ ντι Νόνα, το παπικό δικαστήριο, η θηλιά στην αγχόνη του Ιεροεξεταστή έριχνε στον τοίχο μια σκιά που θύμιζε δάκρυ, έτσι όπως διαγραφόταν αφύσικη και ακίνητη στις πρώτες ηλιαχτίδες που ήδη έψηναν τις πλάκες της πλατείας και το πάνω μέρος του κεφαλιού μου.
   "Μια δυσάρεστη στιγμή θα είναι μόνο, Αρτεμισία", είπε ο μπαμπάς, κοιτάζοντας ίσια μπροστά του. "Μια μικρή πίεση, τίποτα παραπάνω".
   Εννοούσε τις σίβυλλες (1).
   Αν, με τα χέρια δεμένα, επέμενα στην κατάθεση που είχα δώσει τις προηγούμενες βδομάδες, θα πείθονταν ότι έλεγα την αλήθεια και η δίκη θα τελείωνε. Όχι η δική μου δίκη. Αυτό σκεφτόμουν συνέχεια: δεν δικαζόμουν εγώ. Δικαζόταν ο Αγκοστίνο Τάσι.
   Το κείμενο της καταγγελίας που είχε στείλει ο μπαμπάς μου στον πάπα Παύλο Ε' αντηχούσε ακόμα στ' αυτιά μου: "Ο Αγκοστίνο Τάσι διακόρευσε την κόρη μου Αρτεμισία, αφού ήλθε επανειλημμένως και δια της βίας σε σαρκική επαφή μαζί της, αδίκημα το οποίο προκάλεσε σοβαρή και τεράστια ζημιά σε εμένα, τον φτωχό ενάγοντα Οράτιο Τζεντιλέσκι, ζωγράφο και Ρωμαίο πολίτη, καθότι δεν μπορώ πια να αποκομίσω το ίδιο υψηλό τίμημα από το ταλέντο της στη ζωγραφική".
   Εγώ δεν ήθελα να το μάθει κανείς. Δεν ήθελα να το πω ούτε καν σ' αυτόν. Αλλά με είχε ακούσει να κλαίω και με είχε αναγκάσει να του το ομολογήσω. Εξάλλου υπήρχε και ο πίνακας που είχε εξαφανιστεί, εκείνος που θαύμαζε ο Αγκοστίνο. Κι έτσι ο μπαμπάς μου υπέβαλε μήνυση.
   "Πόση πίεση;" ρώτησα.
   "Μια ενόχληση είναι μόνο και θα κρατήσει λίγο".
   Δεν κοίταξα τα πρόσωπα στο πλήθος που είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται στην είσοδο του Τορ. Ήξερα ήδη τι θα έδειχναν -χυδαία περιέργεια, αποδοκιμασία, περιφρόνηση. Προτίμησα να κοιτάξω το κίτρινο αγιόκλημα που άνθιζε με φόντο τον τοίχο στο χρώμα της ώχρας. Το ένα χρώμα τόνιζε το άλλο. Αυτό μου το είχε μάθει ο μπαμπάς μου.
   "Ευωδιαστά λουλούδια", φώναζαν οι ζητιάνοι, προσφέροντάς τα στις γυναίκες οι οποίες έρχονταν να παρακολουθήσουν τη δίκη στην αίθουσα που μύριζε κλεισούρα. "Ό,τι πάρετε, ένα τζούλιο". Ένας σακάτης έχωσε στο χέρι μου ένα μαραμένο λουλούδι που βρομούσε κάτουρο. Ήξερε ότι ήμουν η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι. Το άφησα να πέσει στο παραμορφωμένο του γόνατο. 
   Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει καθώς μπαίναμε στη σκοτεινή, υγρή αίθουσα του δικαστηρίου. Αφήνοντας τον μπαμπά μου στην μπροστινή σειρά των πάγκων, ανέβηκα δυο σκαλιά και πήρα τη συνηθισμένη μου θέση απέναντι από τον Αγκοστίνο Τάσι, το φίλο και συνεργάτη του πατέρα μου. Το βιαστή μου. Στηριζόταν στον αγκώνα του και δεν κουνήθηκε όταν κάθισα. Τα γένια του και τα μαλλιά του, κατάμαυρα, είχαν μακρύνει και ήταν απεριποίητα. Το πρόσωπό του, πιο όμορφο απ' όσο του άξιζε, είχε το χρώμα και τη σκληράδα ενός μπρούτζινου γλυπτού.
   Σ' ένα τραπέζι, ο παπικός γραμματέας, ένας μικροκαμωμένος άντρας φασκιωμένος στα σκούρα μαβιά, έξυνε τις πένες του μ' ένα μαχαίρι, αφήνοντας τα ξύσματα να πέφτουν στο δάπεδο. Από ένα παράθυρο μια δέσμη φωτός, στην οποία χόρευαν μόρια σκόνης, χάιδευε τα χέρια του και ξάνοιγε έναν τόνο το μαβί στις πτυχές του μανικιού του. "Δεκατέσσερις Μαΐου 1612", μουρμούρισε καθώς έγραφε. Δυο μήνες κρατούσε η δίκη και πρώτη φορά σήμερα δεν είχε βαριεστημένο ύφος. Σήμερα θα έβρισκα το δίκιο μου. Με όλη μου τη δύναμη πίεσα τα χέρια μου πάνω στα πλευρά μου.
   Ο εξοχότατος άρχοντας Τζερόνιμο Φελίτσο, ανώτατος αξιωματούχος της Ρώμης, δικαστής και ανακριτής διορισμένος από την Αγιότητά του τον Πάπα, μπήκε στην αίθουσα με ζωηρό βήμα και βολεύτηκε σ' ένα υπερυψωμένο κάθισμα, τακτοποιώντας τον κόκκινο μανδύα του με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται πιο ογκώδης. Οι παπικοί αξιωματούχοι πάντα έπαιρναν πόζες όταν εμφανίζονταν δημοσίως. Κάτω από το μεταξωτό καλπάκι του, τα μάγουλά του κρέμονταν σαν παραγινωμένα φρούτα. Τον ακολουθούσε ένας πελώριος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι που οι ώμοι του ξεχείλιζαν κάτω από ένα δερμάτινο χιτώνιο χωρίς μανίκια - ο βοηθός βασανιστής. Ένιωσα ένα καυτό κύμα φόβου να με τυλίγει. Ο εξοχότατος Φελίτσο τού έκανε νόημα να τραβήξει μια κουρτίνα που χώριζε την αίθουσα στα δύο και μας έκρυβε από τον μπαμπά μου και τους αργόσχολους που συνωστίζονταν στους πάγκους από την άλλη πλευρά. Η κουρτίνα αυτή δεν υπήρχε τις προηγούμενες μέρες. 
   Στη συνέχεια με αγριοκοίταξε σμίγοντας τα πυκνά μαύρα φρύδια του. "Καταλαβαίνετε το σκοπό μας, δεσποινίς Τζεντιλέσκι". Η φωνή του ήταν γλοιώδης σαν το λινέλαιο. "Οι δελφικές σίβυλλες πάντα έλεγαν την αλήθεια".
   Θυμήθηκα τη Σίβυλλα στην οροφή της Καπέλα Σιστίνα. Ο Μιχαήλ Άγγελος της είχε δώσει τη μορφή μιας γεροδεμένης γυναίκας που την τρόμαζαν τα ίδια της τα οράματα. Ο μπαμπάς μου κι εγώ είχαμε σταθεί από κάτω της, με σιωπηλό δέος, σφίγγοντας συγκινημένοι ο ένας το χέρι του άλλου. Ίσως τόσο μόνο να με έσφιγγαν οι σίβυλλες και τώρα.
   "Ομοίως, οι σίβυλλες είναι ένα όργανο σχεδιασμένο έτσι ώστε να φέρνει την αλήθεια στα χείλη των γυναικών. Θα δούμε αν θα επιμείνετε στην κατάθεσή σας". Μισόκλεισε τα κατσικίσια μάτια του. "Αναρωτιέμαι πώς τα σχοινιά θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ικανότητα ενός ζωγράφου να κρατήσει το πινέλο... σωστά". Το στομάχι μου σφίχτηκε. Ο Φελίτσο στράφηκε στον Αγκοστίνο. "Είστε κι εσείς ζωγράφος, κύριε Τάσι. Ξέρετε τι μπορούν να κάνουν οι σίβυλλες στα δάχτυλα μιας κοπέλας;" 
   Ο Αγκοστίνο παρέμεινε ατάραχος.
   Τα δάχτυλά μου σφίχτηκαν σε γροθιές. "Τι μπορούν να κάνουν; Πέστε μου".
   Ο βοηθός με ανάγκασε να ανοίξω τις γροθιές μου, πέρασε ένα μακρύ σχοινί γύρω από τη βάση του κάθε δαχτύλου κι έδεσε τα χέρια μου στο ύψος των καρπών, παλάμη με παλάμη· τύλιξε το σχοινί γύρω από κάθε ζευγάρι δαχτύλων σαν τους έλικες του αμπελιού και στερέωσε στα δεμένα μου χέρια μια τερατώδη ξύλινη βίδα με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε φορά που την έστριβε να σφίγγουν ολοένα περισσότερο τα δεσμά μου.
   "Τι μπορούν να κάνουν;" φώναξα. Προσπάθησα να ξεχωρίσω τον μπαμπά μου πίσω από την κουρτίνα. Είχε σκύψει μπροστά και πασπάτευε με αγωνία τα γένια του.
   "Τίποτα", είπε ο Φελίτσο. "Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα αν πείτε την αλήθεια".
   "Δεν μπορούν να μου κόψουν τα δάχτυλα, έτσι δεν είναι;" 
   "Αυτό εξαρτάται από σας, δεσποινίς".
   Ένιωθα ότι τα δάχτυλά μου είχαν αρχίσει να σφύζουν. Κοίταξα τον μπαμπά μου. Κούνησε το κεφάλι σαν να ήθελε να με καθησυχάσει.
   "Πέστε μας τώρα, γιατί είμαι σίγουρος ότι είστε λογική κοπέλα, είχατε σεξουαλικές σχέσεις με τον Τζερόνιμο από τη Μοντένα;"
   "Δεν γνωρίζω κανένα μ' αυτό το όνομα".
   "Με τον Πασκουίνο Φιορεντίνο;"
   "Ούτε αυτόν τον γνωρίζω".
   "Με τον Φραντσέσκο Σκαρπελίνο;"
   "Το όνομα αυτό δεν μου λέει τίποτα".
   "Με τον κληρικό Αρτιτζένιο;"
   "Σας είπα, όχι. Δεν γνωρίζω αυτούς τους άντρες".
   "Αυτό είναι ψέμα. Λέει ψέματα. Θέλει να με δυσφημίσει για να πάρει αυτή τις δικές μου παραγγελίες", είπε ο Αγκοστίνο. "Είναι μια αχόρταγη πόρνη".
   Δεν πίστευα στ' αυτιά μου.
   "Όχι", μουρμούρισε ο μπαμπάς. "Προσπαθεί να την παρουσιάσει σαν πόρνη για να μην υποχρεωθεί να την αποκαταστήσει. Θέλει ν' αποφύγει το γάμο και να καταστρέψει το καλό όνομα των Τζεντιλέσκι. Ζηλεύει". 
   Ο Φελίτσο αγνόησε τον μπαμπά και σούφρωσε τα χείλη του. "Είχατε σεξουαλικές σχέσεις με τον πατέρα σας, Οράτιο Τζεντιλέσκι;"
   "Θα σας έφτυνα αν το λέγατε αυτό έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου", ψιθύρισα.
   "Σφίξτ' το!" διέταξε ο Φελίτσο.
   Η φρικτή βίδα έτριξε. Πήρα βαθιά ανάσα. Σκληρά σχοινιά γρατζούνισαν τα δάχτυλά μου στη βάση. Έκαιγαν. Οι ψίθυροι από την άλλη πλευρά της κουρτίνας έφταναν σαν βρυχηθμοί στ' αυτιά μου. 
   "Δεσποινίς Τζεντιλέσκι, πόσων ετών είστε;"
   "Δεκαοχτώ".
   "Δεκαοχτώ. Όχι τόσο μικρή ώστε να μην ξέρετε ότι δεν πρέπει να προσβάλλετε τον ανακριτή. Ας συνεχίσουμε. Είχατε σεξουαλικές σχέσεις μ' έναν αξιωματικό του Αγίου Πατέρα μας, τον μακαρίτη Κόζιμο Κουόρλι;"
   "Προ... προσπάθησε, εξοχότατε. Τον έφερε στο σπίτι ο Αγκοστίνο Τάσι. Του αντιστάθηκα. Με κυνηγούσαν και οι δυο. Μου έριχναν λάγνα βλέμματα. Μου έκαναν υπαινιγμούς ψιθυριστά".
   "Πόσον καιρό;"
   "Πολλούς μήνες. Ένα χρόνο. Δεν ήμουν ούτε δεκαεφτά ετών όταν άρχισε αυτή η ιστορία".
   "Τι είδους υπαινιγμούς;"
   "Δεν θέλω να τους επαναλάβω". Ο Φελίτσο έριξε μια ματιά στο βοηθό, που κινήθηκε προς το μέρος μου. "Υπαινιγμούς για την κρυφή μου ομορφιά. Ο Κόζιμος Κουόρλι με απείλησε ότι αν δεν υποχωρούσα θα καυχιόταν ότι με είχε κάνει δική του".
   "Και υποχωρήσατε;"
   "Όχι".
   "Ο Κόζιμος Κουόρλι ανέφερε σε άλλους αξιωματικούς του Αποστολικού Ανακτόρου ότι εκείνος ήταν ο αληθινός σας πατέρας, ότι η μητέρα σας, Προυντέντσια Μοντόνε, τον ενθάρρυνε να την επισκέπτεται κατά μόνας κι έτσι σας συνέλαβε". Σταμάτησε και περιεργάστηκε το πρόσωπό μου. "Οφείλετε να παραδεχτείτε ότι έχετε κάποια ομοιότητα. Σας το αποκάλυψε ποτέ αυτό;"
   "Ο ισχυρισμός του είναι γελοίος. Τώρα πρέπει να υπερασπιστώ και την τιμή της μητέρας μου εκτός από τη δική μου σ' αυτή τη φάρσα;"
   Το θεώρησε αρκετό ότι είχε ρίξει την ιδέα. Ξερόβηξε και προσποιήθηκε ότι διάβαζε κάποιο έγγραφο.
   "Δεν ήρθατε επανειλημμένα και εκουσίως σε σεξουαλική επαφή με τον Αγκοστίνο Τάσι;"
    Πνιγόμουν. Κράτησα την ανάσα μου.
   Ο βοηθός γύρισε κι άλλο τη βίδα. 
   Έσφιξα όλους μου τους μυς για ν' αντέξω. Τα σχοινιά δάγκωσαν τη σάρκα μου. Πύρινα δαχτυλίδια. Αίμα κύλησε ανάμεσά τους σε δυο σημεία, σε τρία, παντού. Πώς ήταν δυνατόν να τους το επιτρέπει αυτό ο μπαμπάς μου; Δεν μου είχε πει ότι θα υπήρχε αίμα. Έσφιξα τα δόντια μου και πήρα ανάσα. Εδώ δικαζόταν ο Αγκοστίνο, όχι εγώ. Πώς να κάνω το βασανιστήριο να σταματήσει; Με την αλήθεια.
   "Όχι με τη θέλησή μου. Ο Αγκοστίνο Τάσι με ατίμασε. Με βίασε και με διακόρευσε".
   "Πότε συνέβη αυτό;"
   "Πέρσι. Ακριβώς μετά το Πάσχα".
   "Μια γυναίκα που πέφτει θύμα βιασμού, σίγουρα έκανε κάτι για να τον προκαλέσει. Εσείς τι κάνατε;"
   "Ζωγράφιζα! Στην κρεβατοκάμαρά μου". Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου για να μπορέσω να αρθρώσω τις λέξεις. "Ζωγράφιζα την οικονόμο μας, την Τούτσια, και το μωρό της για έναν πίνακα με την Παναγία και το Θείο Βρέφος. Εκείνη του άνοιξε. Ο πατέρας μου έλειπε. Η Τούτσια γνώριζε τον Αγκοστίνο. Ήταν φίλος του πατέρα μου. Ο πατέρας μου τον είχε προσλάβει για να με διδάξει τους κανόνες της προοπτικής".
   "Γιατί δεν φωνάξατε;"
   "Δεν μπορούσα. Μου είχε κλείσει το στόμα μ' ένα μαντίλι".
   "Δεν προσπαθήσατε να τον σταματήσετε;"
   "Του τραβούσα τα μαλλιά και του γρατζουνούσα το πρόσωπο και... το όργανό του. Του πέταξα μάλιστα κι ένα μαχαίρι".
   "Μια ενάρετη γυναίκα έχει μαχαίρι στην κρεβατοκάμαρά της;"
   Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει. "Μια γυναίκα που απειλείται, ναι".
   "Και ύστερα απ' αυτό;"
   "Ήρθε ξανά. Του άνοιξε και πάλι η Τούτσια. Όρμησε πάνω μου... και μέσα μου". Ιδρώτας κύλησε ανάμεσα στα στήθη μου.
   "Αντισταθήκατε;"
   "Τον γρατζούνισα και τον έσπρωξα".
   "Αντιστεκόσασταν πάντα;" 
   Κοίταξα το πρόσωπο του Αγκοστίνο. Ατάραχο σαν πίνακας. "Πες κάτι". Μόλις πριν από δυο μήνες είχε πει ότι με αγαπούσε. "Αγκοστίνο", τον παρακάλεσα. "Μην τον αφήνεις να το κάνει αυτό".
   Χαμήλωσε τα μάτια και βάλθηκε να καθαρίζει τα νύχια του.
   Ο Φελίτσο στράφηκε στον Αγκοστίνο. "Επιθυμείτε να τροποποιήσετε τον ισχυρισμό σας ότι είστε αθώος;"
   Το πρόσωπο του Αγκοστίνο με τα τόσο ζωηρά χαρακτηριστικά είχε παγώσει. Μου φαινόταν άσχημο. Δεν ήθελα να τον ικετέψω. Όχι αυτόν. Παναγία μου, προσευχήθηκα, κάνε να μην τον ικετέψω.
   "Όχι", είπε. "Είναι πόρνη σαν τη μάνα της".
   "Νόμιζε ότι ήταν αρραβωνιασμένη!" μούγκρισε ο μπαμπάς μου από την άλλη πλευρά της κουρτίνας. "'Ηταν κανονισμένο. Θα την παντρευόταν. Για να την αποκαταστήσει".
   Ο Φελίτσο έγειρε προς το μέρος μου. "Δεν απαντήσατε στην ερώτηση, δεσποινίς. Οι σίβυλλες μπορούν να κόψουν δάχτυλα".
   "Ο Αγκοστίνο δικάζεται, όχι εγώ. Βάλτε σ' αυτόν τις σίβυλλες".
   "Σφίξε".
   Παναγία μου, κάνε να λιποθυμήσω προτού ουρλιάξω. Το αίμα κυλούσε. Το άσπρο μανίκι στο καινούργιο μου φόρεμα είχε μουσκέψει και είχε γίνει κατακόκκινο. Μπαμπά, καν' τους να σταματήσουν. Τι να κάνω; Να τους πω αυτό που θέλουν; Να πω ψέματα; Να πω ότι είμαι πόρνη; Μα τότε θα άφηναν τον Αγκοστίνο ελεύθερο. Άλλη μια στροφή της βίδας. "Ωχ, ωχ, ωχ, ωχ. Σταματήστε!" Εγώ ούρλιαζα;
   "Για τ' όνομα του Θεού, σταματήστε!" φώναξε ο μπαμπάς μου και σηκώθηκε.
   Ο Φελίτσο κροτάλισε τα δάχτυλά του για να τον κάνει να σωπάσει. "Ο Θεός αγαπάει αυτούς που λένε την αλήθεια, κύριε Τζεντιλέσκι". Με κοίταξε ειρωνικά. "Πέστε μου τώρα και μιλήστε ειλικρινά, δεσποινίς, μετά την πρώτη φορά αντιστεκόσασταν πάντα;"
   Τα μάτια μου θόλωσαν. Μου φάνηκε ότι ο κόσμος χανόταν. Η βίδα, τα χέρια μου... δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ήταν τόσο τρομερός ο πόνος που... ο Θεός να φυλάει... τα σχοινιά θα άγγιζαν το κόκαλο; Παναγία σώσε... Χριστέ μου... Παναγία μου... κάντε να σταματήσουν. Έπρεπε να το πω.
   "Προσπάθησα, αλλά στο τέλος, όχι. Υποσχέθηκε ότι θα με παντρευόταν και... και τον πίστεψα". Θεέ μου, φύλαξέ με, σταματήστε, σταματήστε. "Κι έτσι τον άφησα... παρότι δεν το ήθελα... για να κρατήσει την υπόσχεσή του. Τι άλλο μπορούσα να κάνω;"
   Αέρα. Μου είχε κοπεί η ανάσα.
   "Αρκετά. Η συνεδρίαση διακόπτεται ως αύριο". Κούνησε το χέρι του με μια έκφραση αηδίας αλλά και θριάμβου στο πρόσωπό του. "Να είναι παρόντες όλοι".
   Ο βοηθός χαλάρωσε τις σίβυλλες και τις έβγαλε από τα χέρια μου.
   Με έπνιγε η οργή. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν, τινάζοντας αίμα στη φούστα μου. Ο Αγκοστίνο έκανε να ορμήσει προς το μέρος μου, αλλά οι φρουροί τον άρπαξαν και τον απομάκρυναν. Ήθελα να περιμένω να φύγει πρώτα το πλήθος, αλλά ένας φρουρός με έσπρωξε έξω μαζί με όλους τους άλλους και αναγκάστηκα να περπατήσω ανάμεσα στα σφυρίγματα και τις κοροϊδίες, ενώ τα χέρια μου αιμορραγούσαν. Μόλις βγήκα στο δρόμο, κάτι με χτύπησε στην πλάτη. Δεν γύρισα να δω τι ήταν. Δίπλα μου, ο μπαμπάς μου μού έδωσε το μαντήλι του.
   "Προτιμώ να αιμορραγώ".
   "Αρτεμισία, πάρ' το".
   "Δεν μου είπες τι μπορούσαν να κάνουν οι σίβυλλες". Τον προσπέρασα και βάλθηκα να περπατάω τόσο γρήγορα που δεν με προλάβαινε. Φτάνοντας στο σπίτι, έτρεξα στο δωμάτιό μου, έσπρωξα με τα γόνατα το σεντούκι με τα ρούχα μου πίσω από την πόρτα μου, ρίχτηκα στο κρεβάτι κι έβαλα τα κλάματα.
   Πώς ήταν δυνατόν να αφήσει να συμβεί αυτό το πράγμα; Πώς ήταν δυνατόν να φανεί τόσο εγωιστής; Ο αγαπημένος μου μπαμπάς. Όλες εκείνες οι ευτυχισμένες στιγμές στην Αππία Οδό -οι εκδρομές στην εξοχή με τη μαμά που άκουγε τα περιστέρια και τον μπαμπά που μάζευε φασκόμηλο για να το τρίψει στο πάτωμα. Ο μπαμπάς μου τύλιγε τα πόδια του και τα δικά μου με πανιά βουτηγμένα σε νερό αρωματισμένο με φασκόμηλο, γλιστρούσε στο ρυθμό των ερωτικών του τραγουδιών, έκανε τρίλιες στις ψηλές νότες, ενώ κουνούσε τα χέρια του σαν κυπαρίσσι στον άνεμο μέχρι που έβαζα τα γέλια. Αυτός ήταν ο μπαμπάς μου.
   Ήταν.
   Κι όλες οι ιστορίες που μου έλεγε για τους σπουδαίους πίνακες -καθισμένος στο κρεβάτι μου, ταΐζοντάς με ζαχαρωμένες πορτοκαλόφλουδες, ενώ εγώ κούρνιαζα στην αγκαλιά του. Υπέροχες ιστορίες. Για τη Ρεβέκκα στο πηγάδι του Ναχώρ· το δέρμα της ήταν τόσο καθάριο που όταν σήκωνε το κεφάλι της για να πιει, έβλεπες το νερό να κυλάει στο λάρυγγά της. Για την Κλεοπάτρα που έπλεε στο Νείλο πάνω σ' ένα πλοίο φορτωμένο λουλούδια και φρούτα. Για τη Δανάη και τη χρυσή βροχή, τη Βηθσαβεέ, την Ιουδήθ, τις σίβυλλες, τις μούσες, τους αγίους -έκανε τα πάντα να φαίνονται αληθινά. Με έκανε να θέλω να γίνω ζωγράφος, με άφηνε να ξεπατικώνω τα σκίτσα από τη μεγάλη δερματόδετη Εικονολογία του, μου έμαθε να τρίβω τα χρώματα και να τα ανακατεύω όταν ήμουν δέκα ετών. Μου έδωσε δικό μου χωνί και μάρμαρο. Μου έδωσε τη ζωή μου.
   Κι αν δεν μπορούσα να ζωγραφίσω ποτέ ξανά μ' αυτά τα χέρια; Τι νόημα θα είχε τότε η ζωή; Το μαχαίρι ήταν ακόμα κάτω από το κρεβάτι. Δεν υπήρχε λόγος να ζω σ' έναν τόσο σκληρό κόσμο. 
   Είχα όμως να ζωγραφίσω την Ιουδήθ μου -αν μπορούσα. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ήθελα να το κάνω αυτό. 
   Ο μπαμπάς μου τράνταξε την πόρτα. "Αρτεμισία, άνοιξέ μου".
   "Δεν θέλω να σου μιλήσω. Ήξερες τι θα έκαναν οι σίβυλλες".
   "Δεν φαντάστηκα..."
   "Αλήθεια. Δεν φαντάστηκες".
   Κατάφερε ν' ανοίξει την πόρτα και να σπρώξει το σεντούκι στην άκρη. Είχε φέρει μια λεκάνη με νερό και πανιά για να καθαρίσει τα χέρια μου. Τραβήχτηκα μακριά του. 
   "Αρτεμισία, άφησέ με".
   "Αν ζούσε η μαμά, δεν θα σε άφηνε να το επιτρέψεις".
   "Δεν φαντάστηκα. Δεν..."
   "Δεν θα ήθελε να το μάθει όλος ο κόσμος, όπως δεν το ήθελα ούτε εγώ".
   "Σε λίγο καιρό, δεν θα έχει σημασία, Αρτεμισία".
   "Όταν το μόνο που έχει μια γυναίκα είναι η τιμή της, έχει σημασία".

   Η συζήτηση στο φούρνο της γειτονιάς μας σταμάτησε απότομα μόλις μπήκα μέσα με τα δάχτυλά μου τυλιγμένα μ' επιδέσμους. Όλοι με κοίταζαν με αμήχανο ύφος. Τα παραπαίδια του φούρναρη σήκωσαν τα χέρια τους με τα δάχτυλα ανοιγμένα, σαν να με κορόιδευαν. Στο γυρισμό, η γυναίκα του ράφτη, που έσκυβε στο παράθυρό της, έφτυσε καθώς περνούσα μπροστά από το σπίτι της. Στην οδό ντελ Κόρσο, μέσα στην ασφυκτική ζέστη, σταμάτησα για να κοιτάξω τα χελιδόνια που φτεροκοπούσαν ανάμεσα στη μπουγάδα που ήταν απλωμένη στα πάνω παράθυρα. "Πουτάνα! Πόρνη!" άκουσα. Έριξα μια ματιά γύρω μου, αλλά είδα μόνο μια γριά που πουλούσε φρούτα. "Πουτάνα!" άκουσα ξανά. Μια βραχνή φωνή. Ίσιωσα την πλάτη μου και συνέχισα το δρόμο μου. Αρνιόμουν να κοιτάξω γύρω μου. Από ένα παράθυρο κάποιος εκσφενδόνισε ένα δοχείο νυκτός που προσγειώθηκε μόλις τρία βήματα μπροστά μου· τα κάτουρα πιτσίλισαν το δρόμο.

   Η δίκη δεν είχε τελειωμό. Όποτε με καλούσαν, έπρεπε να πηγαίνω και ν' ακούω κι άλλες κατηγορίες, κι άλλα ψέματα. Δεν μπορούσα να εργαστώ κι αυτό κόντευε να με τρελάνει. Όποτε ο μπαμπάς έβγαζε τους επιδέσμους μου για να τους αλλάξει, τα ανοιχτά αυλάκια στη βάση του κάθε δαχτύλου άρχιζαν πάλι να αιμορραγούν. Όταν το αίμα ξεραινόταν, αν τα λύγιζα έστω κι ελάχιστα, το κακάδι έσκαγε. Δεν μπορούσα να κρατήσω ούτε πινέλο ούτε κουτάλι. Ο μπαμπάς είπε στην Τούτσια να με ταΐζει. Από τότε που είχε πεθάνει η μαμά, η Τούτσια ήθελε την αγάπη του μπαμπά, όχι μόνο το κρεβάτι του. Ζήλευε την αγάπη του για μένα. Γι' αυτό είχε ανοίξει στον Αγκοστίνο. Προτιμούσα να πεθάνω από την πείνα παρά να αφήσω αυτή τη γυναίκα να με ταΐζει· κι έτσι δεν έτρωγα. Ένα απόγευμα, ο μπαμπάς μου επέστρεψε στο σπίτι έξαλλος γιατί η Τούτσια μας είχε προδώσει στο δικαστήριο: είχε καταθέσει ότι είχε δει ένα σωρό άντρες να μπαίνουν στο δωμάτιό μου. Την έδιωξε και παρακάλεσε τη γειτόνισσά μας, την Πόρτσια Στιατέζι, να με ταΐζει εκείνη.
   Προσπαθούσα να κρατάω ίσια τα δάχτυλά μου για να γιατρευτούν και να μπορέσω πάλι να ζωγραφίσω. Παρ' όλα αυτά οι πληγές κακοφόρμισαν και πυορροούσαν κι έπειτα άρχισε μια φρικτή φαγούρα. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βηματίζω πάνω κάτω μέσα στο σπίτι, να κοιτάζω από τα παράθυρα και να μελετάω τα σκίτσα μου για την Ιουδήθ μου, την ηρωίδα που είχε σώσει τον εβραϊκό λαό. Ο μπαμπάς μου μού είχε πει την ιστορία της όταν τη ζωγράφιζε κι εκείνος. Είχε μπει κρυφά στο εχθρικό στρατόπεδο, δήθεν για να μεθύσει τον Ασσύριο τύραννο Ολοφέρνη και να τον αποπλανήσει. Τον ερέθιζε, δίχως όμως να υποκύπτει, δίνοντάς του συνέχεια κρασί, μέχρι που εκείνος αποκοιμήθηκε. Αμέσως του έκοψε το κεφάλι και την επόμενη μέρα το έδειξε στους στρατιώτες του που τράπηκαν σε φυγή. Μια τέτοια γυναίκα ήθελα να ζωγραφίσω. Η Ιουδήθ του μπαμπά μου ήταν τόσο αγγελική και λεπτεπίλεπτη που ποτέ δεν θα μπορούσε να είχε φέρει σε πέρας την πράξη της δίχως τη βοήθεια του Θεού.
   Μια μέρα, μια γυναίκα ήρθε στο στενό μας δρομάκι, την οδό ντέλε Κρότσε, κρατώντας δυο καλάθια με παστά ψάρια. Είχε σηκώσει τα μανίκια της και τα μυώδη μπράτσα της ήταν χοντρά και γεμάτα φλέβες, σαν το χέρι του Μωυσή στην εκκλησία Σαν Πιέτρο ιν Βίνκολι. Έτσι έπρεπε να είναι τα χέρια της Ιουδήθ -όχι όπως τα είχα σκιτσάρει, αλλά πιο χοντρά και πιο γερά, με τα μανίκια της σηκωμένα, έτοιμα για το λουτρό αίματος, αλύγιστα από την αποφασιστικότητα και την απέχθεια, καθώς έμπηγε την ατσάλινη λεπίδα στο λαιμό του εχθρού. Και η υπηρέτριά της έπρεπε κι αυτή να έχει δυνατά χέρια για να πιέσει το στήθος του τυράννου. Πέρα απ' αυτό όμως η Ιουδήθ μου θα είχε και το ένα της γόνατο πάνω στο κρεβάτι του τυράννου και θα τον πετσόκοβε σαν χωριάτα που έσφαζε ένα γουρούνι.
   Η γυναίκα με τα ψάρια φώναζε με τραγουδιστή φωνή. "Κέφαλοι, μπακαλιάροι"· έπειτα είδε μερικά παιδιά που έπαιζαν στο δρόμο και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. Ήταν απόλυτα ελεύθερη, και για μια στιγμή τη ζήλεψα. Όχι πως ήθελα να πουλάω ψάρια. Απλώς δεν ήθελα να περάσω όλη μου τη ζωή περιορισμένη μες στο σπίτι μου για να αποφύγω την ταπείνωση.
   Έριξα ένα σάλι στους ώμους μου και έχωσα μέσα τα χέρια μου για να τα κρύψω. Βγήκα έξω, περπάτησα στα δρομάκια, διέσχισα τη μεγάλη πλατεία ως την εκκλησία της Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο. Εκεί, σ' ένα μικρό παρεκκλήσι, κρεμόταν η Μεταστροφή του Αποστόλου Παύλου του Καραβάτζιο. Κοίταξα προσεκτικά το κιαροσκούρο του, παρατήρησα πώς χρησιμοποιούσε ζωηρά φωτεινά χρώματα για να τονίσει το σκοτάδι κι ένιωσα μια βαθιά λαχτάρα να δοκιμάσω κι εγώ αυτή την τεχνική. Ο Απόστολος Παύλος ήταν πεσμένος ανάσκελα τη στιγμή της μεταστροφής του, με το κεφάλι και τους ώμους στο πρώτο πλάνο του πίνακα και το υπόλοιπο σώμα του σε προοπτική. Έτσι θα έκανα τον Ολοφέρνη: το κεφάλι του θα ορμούσε κυριολεκτικά έξω από το μουσαμά προς το θεατή, ανάποδα, σε μια παράξενη γωνία, σαν να ήταν ακόμα συνδεδεμένο με το σώμα του, καθώς θα ξεψυχούσε με τη φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και τη γροθιά του σηκωμένη προς το σαγόνι της υπηρέτριας.
   Θυμάμαι την απογοήτευσή μου όταν ο μπαμπάς μού είχε πρωτοδείξει την Ιουδήθ του Καραβάτζιο. Έδειχνε απόλυτα απαθής καθώς πριόνιζε το λαιμό ενός ανθρώπου. Ο Καραβάτζιο είχε βάλει όλα του τα αισθήματα στον άντρα. Προφανώς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι μια γυναίκα ήταν ικανή να κάνει έστω και την παραμικρή σκέψη. Εγώ ήθελα να ζωγραφίσω τις σκέψεις της, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο: αποφασιστικότητα και αυτοσυγκέντρωση και πίστη στην απόλυτη αναγκαιότητα της πράξης της. Ο λαός της τής είχε εμπιστευτεί τη μοίρα του. Δεν απολάμβανε την πράξη, απλώς την έκανε. Και ήθελα να αποδώσω και τις δικές του σκέψεις. Τη σύγχυση και τον τρόμο. Τον κόσμο εκτός ελέγχου. Ναι, τα ήξερα αυτά. Μπορούσα να κάνω αυτό το κομμάτι.
   Πώς μπορούσα όμως να κάνω την Ιουδήθ;

   Μια μέρα με κάλεσαν να παρουσιαστώ στο δικαστήριο. Ο Αγκοστίνο δεν ήταν εκεί. Απέναντι από το σημείο που καθόμουν συνήθως, είδα δυο γυναίκες ν' απλώνουν ένα ύφασμα πάνω σ' ένα μακρύ ξύλινο τραπέζι και στη συνέχεια να φέρνουν μια λεκάνη με νερό και μερικά πανιά. Για ποιο λόγο; Μήπως ήταν κάποιο καινούργιο βασανιστήριο; Η πιο ηλικιωμένη και πιο μεγαλόσωμη, που ο πληθωρικός λαιμός της ξεχείλιζε κάτω από το σαγόνι της, με κοίταζε με περιφρόνηση, με τα μάτια μισόκλειστα. Η νεότερη, τόσο αδύνατη που έμοιαζε μ' ένα μάτσο κόκαλα, δεν με κοίταζε καθόλου. Περίμενα με τα χέρια μου κολλημένα στα πλευρά μου. Ο γραμματέας με κοίταζε ειρωνικά.
   Ο Φελίτσο ξερόβηξε για να γίνει ησυχία. "Λοιπόν, εσείς, μια κοπέλα μόλις δεκαοχτώ ετών, ισχυρίζεστε ότι δεν είστε πια παρθένα εξαιτίας των πράξεων του κυρίου Τάσι; Είναι αλήθεια αυτό;" ρώτησε με τον αδυσώπητο τόνο του, σαν να με κατηγορούσε.
   Έγνεψα καταφατικά. Αν παραδεχόμουν ότι δεν ήμουν παρθένα, όποιες κι αν ήταν οι περιστάσεις, θα στιγματιζόμουν για πάντα ως γυναίκα ελαφρών ηθών και κατά συνέπεια δεν θα μπορούσα να παντρευτώ.
   "Πέστε το για να καταγραφεί".
   "Ναι, είναι αλήθεια".
   "Ποιο είναι αλήθεια; Πέστε τη λέξη".
   "Δεν είμαι πια παρθένα".
   Ο Φελίτσο ξεφύλλισε μερικά έγραφα και σήκωσε το χέρι του προς τη μεριά των δύο γυναικών. "Αυτές είναι μαίες με μεγάλη πείρα και", σταμάτησε και με κοίταξε, "άμεμπτη υπόληψη. Η Ντιάμπρα της Πιάτσα Σαν Πιέτρο και η Ντόμινα Κατερίνα της Κόρτε Μασιάνο. Δεσποινίς Τζεντιλέσκι, επιμένετε στον ισχυρισμό σας ότι δεν είστε πια παρθένα;"
   Έσφιξα τα πόδια μου. "Ναι, άρχοντά μου, εξαιτίας του Αγκοστίνο Τάσι και της επίμονης..."
   "Η δεσποινίς να παραμείνει σιωπηλή". Έκανε μια χειρονομία προς τις μαίες. "Εξετάστε το αιδοίο της δεσποινίδας Τζεντιλέσκι. Ο γραμματέας θα παρακολουθήσει την εξέταση". Τέντωσε τα πόδια του, έγειρε πίσω και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο στήθος του.
   Πάγωσα.
   Ψίθυροι ακούστηκαν από την αίθουσα. "Πιστέψτε την", άκουσα να λέει ο μπαμπάς μου. "Δεν λέει ποτέ ψέματα".
   Η νεαρή μαία τράβηξε την κουρτίνα, αλλά ήταν τόσο αραχνοΰφαντη που δεν δυσκολευόμουν καθόλου να ξεχωρίσω τα διάφορα σχήματα μέσα απ' αυτήν. Ο κλητήρας έστησε ένα παραβάν ανάμεσα στο τραπέζι και τον Φελίτσο, αλλά ο γραμματέας ήρθε από τη δική μου πλευρά και στάθηκε δίπλα στο τραπέζι.
   Δεν μπορούσα να σαλέψω. Στην αίθουσα επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Η πιο ηλικιωμένη μαία με πλησίασε. Έσφιξα τους βραχίονες της καρέκλας παρόλο που ένιωθα τα κακάδια μου να σκάνε και να αιμορραγούν. Με άρπαξε από τον αγκώνα και με τράβηξε προς το τραπέζι. Το ύφασμα που το σκέπαζε ήταν λεκιασμένο. Από κάποια άλλη φτωχή γυναίκα που είχε υποστεί την ίδια μεταχείριση; Πώς είχε καταφέρει να συνεχίσει τη ζωή της; Ή μήπως την είχαν κλείσει σε κάποιο μακρινό μοναστήρι;
   Τι θα αποδείκνυε αυτό; Ο Αγκοστίνο θα έλεγε απλώς ότι με είχε διακορεύσει κάποιος άλλος.
   Κάθισα στην άκρη του τραπεζιού. Ανέκφραστη, η μεγαλύτερη μαία, μού έκανε νόημα να ξαπλώσω και να λυγίσω τα γόνατα. Μου φάνηκε σαν να έλειωναν τα κόκαλα στα πόδια μου. Η νεότερη πασάλειψε τα δάχτυλά της με κάποιο ζωικό λίπος με τσαγκή μυρωδιά και σήκωσε τη φούστα μου. Με κοίταξε όπως οι νεαρές υπηρέτριες που ετοιμάζονται να ξεκοιλιάσουν ένα κοτόπουλο για πρώτη φορά. Τα γλιστερά δάχτυλά της τρύπωσαν μέσα μου. Έσφιξα όλους μου τους μυς για ν' αντισταθώ. Θυμήθηκα ξαφνικά πώς σφιγγόμουν για να εμποδίσω τον Αγκοστίνο και ανατρίχιασα. 
   "Θα πονέσεις περισσότερο αν το κάνεις αυτό", ψιθύρισε. "Χαλάρωσε και θα τελειώσω πιο γρήγορα".
   Ανάγκασα τον εαυτό μου να χαλαρώσει. "Μη με κάνεις να θυμηθώ", ψιθύρισα.
   Έβαλε το χέρι της πιο βαθιά. Μια πικρή γεύση ανέβηκε στο στόμα μου και τα μάτια μου έτσουξαν. Απομακρύνθηκε και ξέπλυνε τα χέρια της στη λεκάνη με το νερό.
   Η πιο μεγαλόσωμη γυναίκα με πλησίασε με τη σειρά της, ανεβάζοντας τα μανίκια της. Τα δάχτυλά της ήταν πιο χοντρά και οι χειρονομίες της πιο τραχιές από της πρώτης. Κράτησα την αναπνοή μου κι έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Παρά τις προσπάθειές μου, για μια στιγμή ένιωσα ότι ήμουν έτοιμη να κλάψω. Προσπάθησα να μη βγάλω άχνα. Δεν θα τους έκανα τη χάρη.
   Κράτησα τα μάτια μου κλειστά μέχρι που την άκουσα να βουτάει το χέρι της στη λεκάνη. Κατέβασα τη φούστα μου, γύρισα στο πλάι έτσι ώστε να έχω τη ράχη στραμμένη προς την αίθουσα και μάζεψα τα πόδια μου. Ω, ας ανοίξει το πάτωμα κι ας με καταπιεί. Ακριβώς όπως είχα ευχηθεί όταν, μικρή ακόμα, είχα ανοίξει απότομα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας για να προσφέρω ένα μπουκέτο πικραλίδες στη μαμά μου και είχα βρει τον μπαμπά γυμνό με τη ράχη γυρισμένη προς το μέρος μου και τη μαμά στο κρεβάτι, με τα γόνατα λυγισμένα, τη φούστα σηκωμένη, να δείχνει το μυστικό σημείο ανάμεσα στα πόδια της. Ένιωσα σαν να με είχε χτυπήσει κεραυνός. Μέρες ολόκληρες έκλαιγα και αρνιόμουν να της μιλήσω, δεν την άφηνα καν να με πλησιάσει. Έτσι ήθελαν να με κάνουν να νιώσω -σαν να με είχαν τσακώσει επ' αυτοφόρω.
   "Είναι όπως είπε", άκουσα την αδύνατη να λέει.
   "Να καταγραφεί στα πρακτικά". Η φωνή του Φελίτσο ήταν αδιάφορη, λες και μόλις είχαν κάνει κάποια ασήμαντη, συνηθισμένη πράξη.
   "Εγώ, η Ντιάμπρα Μπλάζιο, άγγιξα και εξέτασα τον κόλπο της Ντόνα Αρτεμισίας και μπορώ να διαβεβαιώσω ότι δεν είναι παρθένα. Αυτό το ξέρω επειδή τοποθέτησα το δάχτυλό μου μέσα στον κόλπο της και βρήκα ότι υπήρχε ρήξη του υμένα. Αυτό μπορώ να το διαβεβαιώσω λόγω της εμπειρίας μου ως μαίας επί δέκα ή έντεκα χρόνια". 
   Προσπάθησα να πάψω ν' ακούω τα πάντα γύρω μου.
   "Κι εσείς;"
   "Εγώ, η Κατερίνα της Κόρτε Μαζιάνο, εξέτασα... άγγιξα τον κόλπο της... έβαλα ένα δάχτυλο... διακορευμένη... ρήξη υμένα... πριν από λίγο καιρό, όχι πρόσφατα... η πείρα μου... δεκαπέντε χρόνια".
   Περίμενα εκεί, στο τραπέζι μέχρι που διακόπηκε η συνεδρίαση, με τα μάτια στυλωμένα στο γραμματέα σαν να τον προκαλούσα να μου ρίξει έστω κι ένα περιφρονητικό βλέμμα πάνω από τη μύτη του που έμοιαζε με τσιγκέλι.
   Ο μπαμπάς μου κι εγώ επιστρέψαμε στο σπίτι και κλείσαμε την πόρτα μας δίχως ν' ανταλλάξουμε ούτε μια λέξη. "Αν ζούσε η μαμά, θα ντρεπόσουν".
   "Ντρέπομαι τώρα". 
   "Για ποιο πράγμα; Για την κόρη σου που ήταν ξαπλωμένη εκεί, εκτεθειμένη στην κοινή θέα, ή για τον εαυτό σου;"
   Κούνησε το κεφάλι του σαν το βρεμένο σκυλί που τινάζεται.
   "Παναγία μου, τι άλλο θα συμβεί;" ρώτησα.
   "Μα έτσι αποδεικνύεται, δεν καταλαβαίνεις; Η βλάβη για την οποία ζήτησα αποζημίωση".
   "Δεν είμαι πίνακας", φώναξα. "Άνθρωπος είμαι! Η κόρη σου".
   Αναποδογύρισε μια κανάτα με πινέλα, μάζεψε τα σύνεργά του και έφυγε. Έτσι απλά. Πήγε να ζωγραφίσει τη Λέσχη των Μουσών του καρδιναλίου Μποργκέζε στο Παλάτσο Παλαβιτσίνι όπου εργαζόταν με τον Αγκοστίνο πριν από τη δίκη. Σαν να ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Σαν να μην επρόκειτο να υπάρξουν συνέπειες.
   Δεν ήθελα να είμαι εκεί όταν θα επέστρεφε. Φόρεσα την κοντή γκρίζα κάπα μου και, καθώς έβγαινα, σήκωσα την κουκούλα στο κεφάλι μου παρότι το έδαφος έμοιαζε ν' αχνίζει από τη ζέστη. Κατεβαίνοντας από την οδό ντελ Μπαμπουίνο προς την Πιάτσα ντι Σπάνια, περπατούσα με το κεφάλι χαμηλωμένο για να μη με αναγνωρίσει ο φαρμακοποιός μας από την πόρτα του καταστήματός του. Ανηφορίζοντας το Πίντσο, δρασκέλισα τα αυλάκια και απέφυγα τις πέτρες καθώς έκανα μια μεγάλη παράκαμψη ώστε να μην έρθω αντιμέτωπη με τους αργόσχολους άντρες που πάντα χασομερούσαν σ' αυτό τον απόκρημνο δρόμο ανάμεσα στην πόλη και την εκκλησία. Θα ήταν οι πρώτοι που θα μου φώναζαν κάποιο προσβλητικό χαρακτηρισμό. Καθώς πλησίαζα την κορφή του λόφου, άρχισα να σκαρφαλώνω πιο αργά, ως το δίδυμο καμπαναριό της Σάντα Τρινιτά ντέι Μόντι. Βαριανασαίνοντας, έστριψα στην εκκλησία και ανέβηκα τη μεγάλη σκάλα δίπλα της, που οδηγούσε στη μονή. Τράβηξα το σχοινί της μικρής καμπάνας.
   Ήξερα ότι η αδελφή Πάολα θα ερχόταν ν' ανοίξει. Ήταν μια από τις λίγες Ιταλίδες μοναχές σ' αυτό το γαλλικό μοναστήρι, γι' αυτό της είχαν αναθέσει ν' ανοίγει την πόρτα, να πουλάει τα ιαματικά βότανα που καλλιεργούσαν οι μοναχές και να επικοινωνεί με τον έξω κόσμο.
   "Ω, Αρτεμισία! Χαίρομαι που σε βλέπω". Το χαμόγελό της πάντα μου θύμιζε το σκανταλιάρικο χαμόγελο του θεού Έρωτα σε πίνακες με κλασικά θέματα, αλλά τώρα η στενοχώρια είχε χαράξει ρυτίδες στο πρόσωπό της.
   "Πώς είσαι; Καλά;" τη ρώτησα.
   Άνοιξε την ξύλινη πόρτα που έτριζε για να περάσω στον μικρό προθάλαμο. "Όσο καλά επιτρέπει ο Θεός, δηλαδή πολύ καλά". Η φωνή της ανεβοκατέβαινε σαν το κελάηδημα των πουλιών. Υπήρχε κάτι το απόκοσμο στην ατμόσφαιρα της μονής. Μου φάνηκε ότι ανέπνεα πιο εύκολα.
   "Κι ο κήπος; Πώς πάει;"
   "Είναι υπέροχος φέτος το καλοκαίρι. Έλα να δεις. Το φασκόμηλο και το χαμομήλι της αδελφής Μαργκερίτα έχουν ανθίσει και το βαλσαμόχορτό μου είναι έτοιμο να βγάλει μπουμπούκια. Η ρίγανη της αδελφής Γκρατσιέλα έχει μεγαλώσει και μοιάζει να ορθώνεται προς το Θεό".
   Καθώς περπατούσα πίσω από την Πάολα, στο πέτρινο, γεμάτο άχυρα δάπεδο του περιστυλίου, παρατήρησα ότι τα παπούτσια της ήταν λειωμένα στο τακούνι. Ξεχνώντας τα δικά μου βάσανα, ένιωσα θλίψη αλλά και ντροπή βλέποντας τόση φτώχεια. Ο μπαμπάς μου θα έπρεπε να είχε δώσει περισσότερα χρήματα στη μονή όταν με είχε στείλει να ζήσω εκεί τα πρώτα χρόνια μετά το θάνατο της μαμάς. 
   "Έχουμε βάλει ακόμα και λεβάντα να ξεραθεί στην κουζίνα. Μοιάζει σαν τον παράδεισο εκεί μέσα".
   Διασχίσαμε το περιστύλιο, περάσαμε ένα διάδρομο και φτάσαμε στον πίσω κήπο. Τα βότανα οργίαζαν. Μια καλόγρια που δεν γνώριζα έκοβε τα μπουμπούκια. 
   "Είναι πανέμορφος. Θα πρέπει να του χαμογέλασε η Παναγία", είπα. 
   "Και βγάζουμε και λίγα χρήματα για τη μονή", πρόσθεσε η αδελφή Πάολα, με το σκανταλιάρικο χαμόγελό της, σηκώνοντας ταυτόχρονα τους ώμους της και τα φρύδια της.
   "Να φυλάγεστε από τον κόσμο και τις επικίνδυνες εμπορικές συναλλαγές", είπα, παίρνοντας αυστηρό ύφος.
   Γέλασε χαρούμενα. "Ω, όταν δεν έχουν να πληρώσουν τα βότανά μας, τους τα χαρίζουμε. Την αληθινή αμοιβή μας θα την πάρουμε από τον Κύριο". Χαμογέλασε γλυκά. "Θέλεις να δεις την αδελφή Γκρατσιέλα τώρα; Σε λίγο θα πρέπει να πάμε στον εσπερινό".
   Μπήκαμε ξανά μέσα. Ήξερα το δρόμο για το εργαστήρι της αδελφής Γκρατσιέλα, άφησα όμως την αδελφή Πάολα να με συνοδέψει ως εκεί.
   "Το πήρες απόφαση ότι είμαι χαμένη υπόθεση;" τη ρώτησα.
   "Όχι βέβαια", διαμαρτυρήθηκε, αλλά ο τόνος της παραήταν ζωηρός. "Εμείς εδώ πιστεύουμε στα θαύματα. Κάποια μέρα θα έρθω στην πύλη και θα σε δω μπροστά μου να μου λες «Είμαι έτοιμη τώρα». Και θα σε υποδεχτώ στην αδελφότητά μας και όλες μαζί θα δοξολογήσουμε το Θεό".
   Θα ήταν εύκολο να έρθω να μείνω εδώ για πάντα, ν' αφήσω πίσω μου τον κόσμο δίχως να γίνω αντιληπτή. Η δίκη θα συνεχιζόταν δίχως εμένα. Δεν θα χρειαζόταν ν' αντιμετωπίσω ποτέ ξανά εκείνο το κτήνος, το δικαστή, ή το γραμματέα που με κοίταζε λοξά και παρίστανε ότι έκανε απλώς τη δουλειά του ούτε να φοβάμαι πια μήπως συναντήσω την Τούτσια ή τον Αγκοστίνο στο δρόμο. Όσο για τον μπαμπά μου -θα τον έκανα να αισθανθεί την απουσία μου.
   Η αδελφή Γκρατσιέλα ήταν μόνη, καθισμένη σ' ένα ψηλό σκαμνί κοντά στο στενό παράθυρο όπου μια δέσμη φωτός στο χρώμα του μελιού φώτιζε τα μάγουλά της και την άκρη της μύτης της. Μόρια σκόνης αιωρούνταν γύρω της σ' ένα χρυσό στρόβιλο. Το μαύρο ράσο και η λευκή καλύπτρα πλαισίωναν το καθάριο, οβάλ πρόσωπό της, που έλαμπε από την ικανοποίηση. Ήταν απορροφημένη στη δουλειά της, με τα μάτια στυλωμένα σ' αυτό που ζωγράφιζε στο περιθώριο μιας σελίδας. Μου θύμιζε την Παναγία της μαρμάρινης Πιετά του Μιχαήλ Άγγελου στον Άγιο Πέτρο. Όπως κι εκείνη, ήταν χαμένη σε γαλήνιες σκέψεις και, όπως κι εκείνη, μου φαινόταν πανέμορφη.
   Στην άκρη του τραπεζιού της είχε αραδιάσει μερικά όστρακα στρειδιών που της είχα χαρίσει πριν από χρόνια. Τα όστρακα περιείχαν χρώματα σε έντονες, πλούσιες αποχρώσεις -σκούρο άλικο, λαμπερό βερμιγιόν, το βαθύ μπλε του λαζουρίτη, το κίτρινο της ζαφοράς, κι ένα πράσινο δροσερό σαν του φρέσκου μαϊντανού. Χάρηκα που χρησιμοποιούσε ακόμα το δώρο μου.
   Σήκωσε τα μάτια. "Αρτεμισία! Να είσαι ευλογημένη που ήρθες. Ήθελα πολύ να σε δω".
   Μου έγνεψε να πάρω ένα σκαμνί και να καθίσω δίπλα της. Διακοσμούσε μια σελίδα με λεπτεπίλεπτους έλικες αμπελιών, που σχημάτιζαν ένα πολύπλοκο δίχτυ το οποίο τόνιζαν εδώ κι εκεί ζωηρά κόκκινα μπουμπούκια.
   Θα μπορούσα να το κάνω αυτό, καθισμένη εδώ, συντροφιά με την Γκρατσιέλα. Αν ζούσα εδώ για πάντα, θα έφτιαχνα ολόκληρα βιβλία. Η μονή θα γινόταν διάσημη για τα ιστορημένα της χειρόγραφα.
   "Είναι πολύ όμορφο. Μου αρέσει το κίτρινο πουλί".
   "Είναι ένα ψαλτήρι για τον καρδινάλιο Βελλαρμίνο, το σφυρί των αιρετικών, που συνθλίβει οποιονδήποτε τολμάει να σκεφτεί με το δικό του μυαλό. Τώρα πια κανείς δεν φτιάχνει τέτοια χειροποίητα βιβλία, αλλά αυτό είναι ένα δώρο από τη μονή. Ελπίζω ότι θα κάνει τους Ιεροεξεταστές του να προσέξουν για μια στιγμή την αίτησή μας για την επισκευή της στέγης μας. Χρόνια τώρα βάζουμε κουβάδες στα πάνω κελιά όταν βρέχει". 
   Περίμενε να φύγει η αδελφή Πάολα. "Ελάχιστα πράγματα κάνω κάθε μέρα, πολύ μικρά κομμάτια". Χαμήλωσε τη φωνή της. "Έχω την εντύπωση ότι ακριβώς τη στιγμή που αρχίζω πραγματικά ν' αποδίδω έρχεται η ώρα να σηκωθώ για να πάω στη λειτουργία. Καμιά φορά, περνάει μια ολόκληρη βδομάδα και μου φαίνεται σαν να μην έχω κάνει τίποτα".
   "Έχω κάτι να σου πω".
   Άφησε το πιο μικρό πινέλο που είχα δει ποτέ κι έβαλε το χέρι της απαλά πάνω στο δικό μου. "Τα μάθαμε".
   "Για τη δίκη;"
   "Είναι γεγονός ότι ζούμε απομονωμένες, αλλά οι τοίχοι της μονής δεν είναι τόσο χοντροί ώστε να μην τους διαπερνάει μια τέτοια ιστορία. Στενοχωρηθήκαμε πολύ".
   "Ξέρετε τα πάντα;"
   "Ξέρουμε περισσότερα απ' ό,τι χρειάζεται. Εσύ είσαι καλά;"
   Έβγαλα τα χέρια μου από την κάπα. Ήταν ακόμα πρησμένα και πυορροούσαν κάτω από τους λεκιασμένους επιδέσμους. 
   Τινάχτηκε. "Καημένο μου παιδί. Πού ήταν ο πατέρας σου όταν συνέβη αυτό;"
   "Τους το επέτρεψε. Είπε ότι αν επέμενα στην κατάθεσή μου όση ώρα έσφιγγαν τα σχοινιά θ' αποδεικνυόταν η αθωότητά μου. Δεν ξέρω ποιο ήταν χειρότερο, τα χέρια μου ή ... αυτό που έγινε σήμερα. Σήμερα έβαλαν δυο μαίες να με εξετάσουν... ξέρεις πού... ενώ ο γραμματέας παρακολουθούσε τη σκηνή. Ξέρω ότι ο κόσμος μπορούσε να δει μέσα από την κουρτίνα. Το έκαναν για να με εκθέσουν".
   "Ο Θεός να σε φυλάει". Με αγκάλιασε και ακούμπησα το κεφάλι μου στα γόνατά της. "Είναι απλώς άλλος ένας τρόπος για να συντρίψουν μια γυναίκα που κατηγορεί έναν άντρα. Είναι ασυνείδητοι".
   "Είναι κτήνη, όλοι τους", κλαψούρισα με το πρόσωπο χωμένο στα ράσα της. 
   "Πιθανόν, αλλά δεν μπορούν να σε καταστρέψουν". Χάιδεψε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου και τα μαλλιά μου, αφήνοντάς με να κλάψω.
   "Ο ίδιος μου ο μπαμπάς τούς άφησε να το κάνουν".
   "Χρυσή μου", είπε γλυκά. "Οι πατεράδες δεν φέρονται πάντα πατρικά. Μπορεί να προσπαθούν, αλλά πολλοί αποτυγχάνουν. Θνητοί είναι κι αυτοί".
   Καθώς γύρισα το κεφάλι μου στο πλάι, είδα ότι το φόρεμά μου ήταν λεκιασμένο με το λίπος με το οποίο είχε αλείψει τα χέρια της η μαία. Το τράβηξα για να μην ακουμπάει τα ράσα της Γκρατσιέλα και πρόσεξα ότι τα παπούτσια της ήταν τριμμένα όσο και της Πάολα.
   "Η ψυχή είναι ένα απόρθητο οχυρό", ψιθύρισε. "Το φρουρεί ο Ουράνιος Πατέρας μας. Αυτός δεν μας προδίδει. Να το θυμάσαι αυτό, Αρτεμισία. Μπορούν να σε κάνουν θύμα, δεν μπορούν όμως να σε κάνουν αμαρτωλή".
   Συνέχισα να κλαίω με λυγμούς.
   "Ξαλάφρωσε με τη ζωγραφική, χρυσό μου παιδί. Βάλε όλο σου τον πόνο στους πίνακές σου. Μην ντρέπεσαι για τους σαρκασμούς τους. Αυτό επιδιώκουν. Θέλουν να μαραζώσεις και να πεθάνεις, και ξέρεις γιατί;"
   Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
   "Επειδή θεωρούν το ταλέντο σου απειλή. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα προσεύχεσαι σαν να έχεις μετανοήσει, εφόσον δεν χρειάζεται να μετανοήσεις για τίποτα. Μην ικετεύεις. Πλησίασε τον Κύριο με αξιοπρέπεια και δοξολόγησε την καλοσύνη Του. Ό,τι κι αν γίνει".
   "Με εγκατέλειψε".
   "Τότε να Τον αγαπήσεις ακόμα περισσότερο. Αυτό θα Τον ευχαριστήσει".
   "Μα όλοι νομίζουν..."
   "Μη σε νοιάζει τι νομίζουν. Ο κόσμος δεν σταματάει στη Ρώμη, Αρτεμισία. Μην το ξεχνάς αυτό. Όταν ο πίνακάς σου με τη Σωσάννα και τους Πρεσβύτερους γίνει διάσημος, όλοι θα καταλάβουν ότι ήσουν αθώα".
   "Πώς;"
   "Γιατί στον πίνακα εκείνο δείχνεις πόσο την έκαναν να ντρέπεται τα λάγνα βλέμματα των δυο αντρών, πόσο τρωτή ήταν και πόσο φοβισμένη. Δείχνεις ότι καταλάβαινες τον αγώνα που έδινε ενάντια σε δυνάμεις τις οποίες δεν μπορούσε να ελέγξει. Τις οποίες δεν μπορούσε να ελέγξει, Αρτεμισία".
   "Τα θυμάσαι όλα αυτά;"
   "Δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Πώς αποστρέφει το πρόσωπό της και πώς έχει σηκώσει τα χέρια της για ν' αποτρέψει την απειλή τους; Το βράδυ της μέρας που είχες φέρει εδώ τον πίνακα, το πρόσωπό της στοίχειωνε τα όνειρά μου. Από τον τρόπο που την είχες απεικονίσει με το κεφάλι γυρισμένο για να μη βλέπει τον αισχρό γέρο που της λέει να σωπάσει, γιατί αν φωνάξει θα τους εκθέσει, κατάλαβα ότι κάποιος σε απειλούσε".
   "Μα αυτόν τον πίνακα τον ζωγράφισα προτού συμβεί οτιδήποτε".
   "Ναι, διαισθάνθηκα όμως ότι ένιωθες απειλούμενη, ακριβώς όπως η Σωσάννα. Σ' αυτό έγκειται η ιδιοφυΐα της ζωγραφικής σου: να κάνεις ένα αριστούργημα να καθρεφτίζει τα δικά σου αισθήματα και τις δικές σου εμπειρίες".
   "Τώρα δεν μπορώ ούτε καν το πινέλο να κρατήσω".
   "Θα μπορέσεις. Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει το ταλέντο σου να ωριμάσει και να καρποφορήσει. Είσαι ακόμα νέα. Μην ξεχνάς ποτέ ότι ο κόσμος χρειάζεται αυτό που έχεις να του δείξεις".
   "Ο κόσμος. Και τι τον νοιάζει τον κόσμο; Ο κόσμος είναι σκληρός". Άγγιξα τις τραχιές άκρες των στρειδιών. "Αν έμενα εδώ μαζί σας, ο κόσμος δεν θα είχε σημασία".
   "Αρτεμισία", είπε κι ο τόνος της ήταν αυστηρός. "Δεν γίνεσαι μοναχή για να ξεφύγεις από κάτι. Γίνεσαι μοναχή για να υπηρετήσεις το Θεό επειδή νιώθεις να σε καλεί μια επιτακτική φωνή. Οποιοσδήποτε άλλος λόγος είναι απαράδεκτος".
   "Ίσως ανακαλύψω ότι έχω κλίση".
   "Έχεις κλίση. Για την τέχνη σου".
   Η καμπάνα αντήχησε καλώντας τις μοναχές στον εσπερινό. Έπρεπε να φύγω.
   Με συνόδεψε μέσα από το περιστύλιο, σταμάτησε στο πηγάδι στο κέντρο και μίλησε σιγανά. "Δεν θέλεις να ζήσεις σ' ένα μέρος όπου το μόνο που θα βλέπεις κάθε μέρα για την υπόλοιπη ζωή σου θα είναι οι ίδιες εννέα αψίδες σε κάθε πλευρά του περιστυλίου, οι ίδιες λιγοστές νωπογραφίες, η ίδια καχεκτική αχλαδιά, ο ίδιος εσταυρωμένος". Πλησίασε το δέντρο κι έκοψε ένα κιτρινοπράσινο αχλάδι. "Ορίστε. Να θυμάσαι αυτά που σου είπα όταν θα το τρως. Έχεις ήδη μια κλίση. Μη μετανοείς για την αμαρτία που διέπραξε κάποιος άλλος. Δες τον εαυτό σου όπως σε έκανε ο Θεός".
   "Εσύ ένιωσες ποτέ ότι σ' έχει εγκαταλείψει ο Θεός;"
   Το σαγόνι της τραβήχτηκε σχεδόν ανεπαίσθητα προς τα μέσα· ήταν η μοναδική ένδειξη της έκπληξής της. Μια σκιά που ποτέ δεν είχα ξαναδεί πέρασε φευγαλέα από το πρόσωπό της.
   "Και ο Θεός και οι άνθρωποι".

   Βγαίνοντας από τη μονή, σταμάτησα στο κεφαλόσκαλο και άφησα τον άνεμο να χαϊδέψει το πρόσωπό μου. Ένιωθα ανάλαφρη εδώ πάνω, τόσο ψηλά, και εξαγνισμένη. Ύστερα από λίγα λεπτά άκουσα τις αδελφές να ψέλνουν το αγαπημένο μου μεγαλυνάριο: "Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον". Η αδελφή Πάολα μου είχε εξηγήσει το νόημα των στίχων τη μέρα που είχα δει αίμα για πρώτη φορά.
   Πριν απ' αυτό, όταν η μητέρα μου μού είχε πει ότι θα έβλεπα αίμα μια φορά το μήνα, νόμιζα πως εννοούσε ότι ο Θεός θα με τιμωρούσε επειδή της φερόμουν άσχημα μετά τη μέρα εκείνη που την είχα δει στο κρεβάτι με τον μπαμπά μου. Αργότερα, στη μονή, όταν είδα αίμα για πρώτη φορά, ήμουν σίγουρη ότι ο Θεός εξέφραζε την οργή του επειδή ήμουν τόσο σκληρόκαρδη. Προσευχήθηκα στην Παναγία να συγχωρέσει τη συμπεριφορά μου. Το αίμα εξακολούθησε να κυλάει, άφθονο σαν την Ερυθρά Θάλασσα. Σίγουρη ότι θα πέθαινα, έτρεξα στην αδελφή Πάολα και της τα είπα όλα. Μου είπε ότι το αίμα είναι μέρος της γυναικείας φύσης με την οποία μας έχει ευλογήσει ο Θεός, ακριβώς όπως είναι και η συγχώρεση, και ότι δεν θα έπρεπε να φοβάμαι. Μου είπε πώς ο άγγελος ήρθε στην Παναγία και είπε: "Μη φοβού Μαριάμ διότι εύρες χάριν παρά τω Θεῲ". Η αδελφή Πάολα είπε ότι είχα βρει κι εγώ χάρη γιατί είχα μετανοήσει και μετά μου έμαθε το μεγαλυνάριο. Επαναλαμβάνοντας τα λόγια για να τα αποστηθίσω, τα ένιωθα να μπαίνουν βαθιά μέσα μου ως το σημείο από το οποίο κυλούσε το αίμα. Η ψυχή μου μεγαλύνει τον Κύριο, ακριβώς όπως η ψυχή της Μαριάμ. Η ψυχή μου, ακόμα και η δική μου μικρή ψυχή, μεγαλύνει τον Κύριο με κάτι που είχα να προσφέρω. Ίσως αυτό εννοούσε σήμερα η Γκρατσιέλα όταν μου μιλούσε για την κλίση μου.
   Ήταν αργά το απόγευμα. Το αεράκι δρόσιζε τη μολυβένια ατμόσφαιρα και ανακάτευε απαλά τα μαλλιά μου· το φανταζόμουν να έρχεται από την Ισπανία, να περνάει πάνω από τη Μεσόγειο και ν' ανεβαίνει την κοιλάδα του Τίβερη για να με ευλογήσει εδώ, ψηλά πάνω από τη ζέστη της πόλης. Εδώ η κακία της πόλης δεν μπορούσε να με αγγίξει. Από την πλατεία στα ριζά του λόφου, ξεκινούσαν δρόμοι προς τρεις κατευθύνσεις. Ίσια μπροστά μου, ξετυλιγόταν η οδός ντέι Κοντότι, πλαισιωμένη με τετραώροφα κτίρια με τοίχους στο χρώμα της ώχρας και του ροδάκινου. Λίγο παραπέρα ο δρόμος στένευε και τα κτίρια χαμήλωναν, ακριβώς όπως μου το είχε περιγράψει ο Αγκοστίνο όταν μου μάθαινε τους κανόνες της προοπτικής, μέχρι που ο δρόμος και τα κτίρια ενώνονταν σ' ένα σημείο στο βάθος του ορίζοντα.
   Γιατί τον σκεφτόμουν; Κατηφόρισα το απόκρημνο μονοπάτι και ενώθηκα με το πλήθος που συνωστιζόταν στους δρόμους.
   Όταν έστριψα στην οδό ντέλε Κρότσε, είδα μια άγνωστη γυναίκα να περιμένει δίπλα στο σπίτι μας. Ήταν αλύγιστη σαν τους φρουρούς του Βατικανού, ντυμένη με σκούρο πράσινο φόρεμα και μαύρη μαντίλα. Καθώς την πλησίασα, ψιθύρισε βραχνά: "Μην τον αγαπάς".
   Κι άλλη κουτσομπόλα. Της γύρισα την πλάτη, εκείνη όμως με ακολούθησε ως την πόρτα μου. Εξακολούθησα να περπατάω στητή, κοιτάζοντας ίσια μπροστά μου.
   "Είμαι η αδελφή του Αγκοστίνο", είπε πίσω μου. "Άκουσέ με".
   Σταμάτησα.
   Με πλησίασε. "Είδα τι σου έκαναν σήμερα στο δικαστήριο. Λυπάμαι".
   Κοίταξα γύρω μου για να δω αν είχε ακούσει κανείς.
   "Μην τον αγαπάς", είπε ξανά.
   "Να τον αγαπώ!"
   "Είναι παλιάνθρωπος από τη μέρα που γεννήθηκε. Βίασε μια γυναίκα στη Λούκα και αναγκάστηκε να την παντρευτεί".
   "Είναι παντρεμένος;"
   "Αυτό δεν τον εμπόδισε να γίνει εραστής της κουνιάδας του. Και τώρα έχει πληρώσει δυο δολοφόνους για να σκοτώσει αυτή τη σύζυγο ώστε να παντρευτεί εσένα. Σαν γυναίκα προς γυναίκα, μην πιστέψεις ούτε μια λέξη απ' όσα σου λέει".

   Ένα βράδυ που ο μπαμπάς μου έλειπε, μόλις νύχτωσε, ο γείτονάς μας Τζιοβάνι Στιατέζι κι εγώ βγήκαμε από το σπίτι. Περπατούσαμε χωρίς δαυλό και πηγαίναμε μόνο από μικρά δρομάκια, αποφεύγοντας την Πιάτσα Ναβόνα και τα φωτισμένα σπίτια από τα οποία ακουγόταν μουσική. Πιθανότατα ο μπαμπάς μου να βρισκόταν σε κάποιο απ' αυτά.
   Ο Τζιοβάνι και η Πόρτσια με είχαν πείσει να δω τον Αγκοστίνο στη φυλακή της Κόρτε Σαβέλα. Πίστευα ότι ίσως μπορούσα ν' ανακαλύψω αν η αδελφή του έλεγε την αλήθεια. "Μπορείς να του το πεις κατάμουτρα", είχε πει ο Τζιοβάνι με μισόκλειστα μάτια, "είναι κάθαρμα". Αυτό ακριβώς ήθελα να κάνω, να δω αν είχα τη δύναμη να τον σκοτώσω με τα λόγια. Μετά, ήξερα ότι θα μπορούσα επιτέλους να ζωγραφίσω την Ιουδήθ να σκοτώνει μ' ένα σπαθί.
   Διασχίσαμε τον Τίβερη στην Πόντε Σίστο μέσα στο απόλυτο σκοτάδι· το ποτάμι από κάτω μας βρομούσε. Με το ένα του χέρι, ο Τζιοβάνι με κρατούσε από τον καρπό για να μη μου πονέσει τα χέρια, που τα είχα αφήσει ακάλυπτα για να τα δει ο Αγκοστίνο, και με το άλλο ακολουθούσε ψηλαφιστά την πέτρινη κουπαστή της γέφυρας.
   "Γιατί το κάνεις αυτό για μένα;" ρώτησα. Κάποτε ο μπαμπάς μού είχε πει ότι κι ο Τζιοβάνι υπήρξε εραστής του Αγκοστίνο, ο οποίος όμως τον είχε παρατήσει και γι' αυτό έτρεφε απέναντί του οργή, που θα μπορούσαμε να την εκμεταλλευτούμε. Φυσικά, εκείνος εννοούσε στο δικαστήριο, όχι σε μια τέτοια μυστική αποστολή.
   "Δεν τον συμπαθώ αυτόν τον άνθρωπο. Σε αδίκησε. Αυτοί οι λόγοι αρκούν".
   Με οδήγησε μέσα από δρόμους που γνώριζε ως το πίσω μέρος της φυλακής και έδωσε ένα νόμισμα στο φρουρό. Περίμενα κάτω από ένα δαυλό σ' έναν υγρό πέτρινο διάδρομο που μύριζε καμένη πίσσα. Πέρασε πολλή ώρα χωρίς να φανεί κανείς. Άρχισα να βηματίζω πάνω κάτω. Ώσπου, επιτέλους, ο Αγκοστίνο πέρασε σκυφτός κάτω από την πόρτα και ήρθε προς το μέρος μου με ανοιχτές αγκάλες κι ένα προσποιητό χαμόγελο, σαν ευχάριστος οικοδεσπότης που υποδεχόταν έναν παλιό φίλο. 
   "Αρτεμισία, ήρθες επιτέλους! Σε περίμενα, πέθαινα για σένα από λίγο κάθε μέρα". Η φωνή του αντήχησε στο διάδρομο, προσποιητά γλυκιά. "Αγάπη μου, θα σε παντρευτώ, αν αποσύρεις τις κατηγορίες. Σου το υποσχέθηκα τότε και θα το κάνω τώρα".
   "Νομίζεις ότι γι' αυτό ήρθα εδώ; Για να παντρευτώ έναν άνθρωπο που με ατίμασε;" 
   Τα σκούρα μάτια του γούρλωσαν από την έκπληξη. "Δεν θα υπάρχει καμιά ατίμωση αν με παντρευτείς. Θα σωθείς".
   "Εννοείς ότι θα σωθείς εσύ. Νομίζεις ότι θέλω να παντρευτώ έναν έκφυλο; Έναν παλιάνθρωπο; Έναν διεφθαρμένο;"
   "Ξέρεις ότι σε αγαπώ. Δεν θυμάσαι όλα όσα σε δίδαξα; Μου χρωστάς κάτι σε αντάλλαγμα".
   "Μη γελιέσαι. Δεν έμαθα τίποτα από σένα που δε θα μπορούσαν να με διδάξουν τα ίδια μου τα μάτια".
   "Πώς μπορείς να το λες αυτό;"
   "Γιατί εσύ δεν ξέρεις να ζωγραφίζεις ανθρώπους. Τα έργα σου δεν θα αντέξουν στο χρόνο. Ο κόσμος θα σε ξεχάσει τη μέρα που θα πεθάνεις, πράγμα που δυστυχώς δεν θα συμβεί αρκετά σύντομα".
   Αυτό τον πλήγωσε. Έψαξε να βρει κάτι ν' απαντήσει. "Τότε τουλάχιστον ρίξε το φταίξιμο σε κάποιον άλλο. Πες ότι δεν ήμουν ο πρώτος και θα με αθωώσουν".
   "Αν σου έκοβα το λαιμό ακόμα και η ίδια η Παναγία θα με χειροκροτούσε".
   "Πες ότι ήταν ο Κουόρλι. Έχει πεθάνει τώρα. Τι θα πάθει;"
   "Έχεις ιδέα τι σημαίνει να πάθει κάποιος κάτι;" Σήκωσα τα χέρια μου με τις γραμμές από ξερό αίμα στη βάση του κάθε δαχτύλου και τις ανοιχτές πληγές που πυορροούσαν ανάμεσά τους. "Αυτές είναι οι βέρες που μου χάρισες. Καθόσουν εκεί και τους άφηνες να μου το κάνουν αυτό και τώρα λες ότι μ' αγαπάς;" 
   Τινάχτηκε βλέποντας τα χέρια μου. "Πίστεψέ με, δεν ήθελα να σε πληγώσω".
   "Όπως και τη γυναίκα που παντρεύτηκες; Δεν ήθελες να την πληγώσεις ούτε αυτή; Απλώς να τη στραγγαλίσεις με καλοσύνη; Μ' ένα σχοινί και μια συγγνώμη;"
   Ο Αγκοστίνο οπισθοχώρησε ταραγμένος. Αυλάκια σχηματίστηκαν στο μέτωπό του και τα μάτια του γούρλωσαν. Επομένως ήταν αλήθεια.
   "Είσαι τέρας και δολοφόνος".
   "Αρτεμισία..."
   "Κάθαρμα!"
   Έκανα μεταβολή για να φύγω. Το αίμα ορμούσε στις άκρες των δαχτύλων μου, δίνοντάς μου δύναμη.

   Το επόμενο πρωί, ξεκίνησα τον πίνακά μου Ιουδήθ και Ολοφέρνης. Δυσκολευόμουν να λυγίσω τα δάχτυλά μου για να πιάσω το γουδοχέρι με το οποίο ήθελα να πολτοποιήσω τα χρώματα πάνω στη μαρμάρινη πλάκα μου. Ο σωματικός πόνος δεν έχει σημασία. Πρέπει να τον αγνοήσω, σκεφτόμουν. Μόνο η ζωγραφική έχει σημασία. Να βάλω όλο μου τον πόνο στους πίνακές μου, είχε πει η Γκρατσιέλα.
   Δεν μπορούσα να περάσω τον αντίχειρά μου στην τρύπα της παλέτας κι έτσι τοποθέτησα ένα σκαμνί πάνω σε μια καρέκλα ώστε να έχω την παλέτα ψηλά και κοντά μου. Τα χρώματα πάνω της με έκαναν ν' ανασαίνω πιο γρήγορα. Αναγκαζόμουν να σφίγγομαι για ν' αντιστέκομαι στο τράβηγμα που ένιωθα στο δέρμα μου όταν κρατούσα το πινέλο. Άπλωσα το λαμπερό γαλάζιο υγρό στην παλέτα μου και το ανακάτεψα με λίγη κάπνα για να σκουρύνει· μ' αυτό θα έκανα τα μανίκια της Ιουδήθ. Έπειτα, αδέξια, έβαλα τις πρώτες πινελιές. Η καρδιά μου τρεμούλιασε. Ένιωσα σαν να είχα αναστηθεί.
   Κάθε μέρα, μόλις ξυπνούσα, περνούσα την ποδιά μου πάνω από τη νυχτικιά μου, φορούσα ένα ζευγάρι παλιές παντόφλες και ζωγράφιζα από τη στιγμή που ξημέρωνε, προτού διασπάσουν την αυτοσυγκέντρωσή μου οι φωνές των μικροπωλητών που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, τα κάρα τους που περνούσαν τρίζοντας και οι γέροι που τσακώνονταν στο δρόμο. Μου άρεσαν οι ήσυχες αυτές πρωινές ώρες που ξέκλεβα από το δικαστήριο και έτρεμα τη στιγμή που θ' άκουγα τον μπαμπά μου να μου λέει ότι είχε έρθει η ώρα να σταματήσω για να φύγουμε.
   Γινόμουν έξαλλη με τα χέρια μου που αρνιόνταν να με υπακούσουν. Κρατώντας το πινέλο με αλύγιστα δάχτυλα, προσπαθούσα να εργαστώ κατευθύνοντάς το με τον καρπό μου. Καμιά φορά έχανα τον έλεγχο και το πινέλο γλιστρούσε κι έπεφτε από το χέρι μου. Βδομάδες ολόκληρες, κάθε μέρα μετά το δικαστήριο, ο μπαμπάς μου πήγαινε στη Λέσχη των Μουσών του Παλάτσο Μποργκέζε για να εργαστεί στη νωπογραφία της οροφής, ενώ εγώ επέστρεφα βιαστικά στο σπίτι για να συνεχίσω τον πίνακά μου μέχρι που σκοτείνιαζε εντελώς. Με ενέπνεε η σκέψη ότι αυτό που κάναμε, τόσο εγώ όσο και η Ιουδήθ, ήταν απονομή δικαιοσύνης.
   Μια μέρα ζωγράφισα δυο βαθιές ρυτίδες ανάμεσα στα φρύδια της Ιουδήθ, όπως είχε κάνει και ο Καραβάτζιο, για να δείξω ότι η Ιουδήθ δυσκολευόταν να σκοτώσει. Την επομένη, όμως, στο δικαστήριο, ο Αγκοστίνο με αγριοκοίταξε απειλητικά τώρα που ήξερα ότι ήταν δολοφόνος, σμίγοντας τα φρύδια του με τον ίδιο τρόπο. Όταν επέστρεψα στο σπίτι εκείνο το απόγευμα, έσβησα τις ρυτίδες.
   Ήθελα να απαθανατίσω τον Ολοφέρνη ακριβώς τη στιγμή που καταλαβαίνει ότι πρόκειται να πεθάνει. Θα του έδινα την έκφραση που είχε πάρει το πρόσωπο του Αγκοστίνο όταν τον είχα αποκαλέσει δολοφόνο. Ήθελα να τον απεικονίσω με ζαρωμένο το μέτωπό του, με μάτια που έβλεπαν και καταλάβαιναν ακόμα, γουρλωμένα όμως από το ξάφνιασμα, και με το ασπράδι να φαίνεται κάτω από τις κόρες. Βούτηξα το πινέλο μου στο καφετί. Έπρεπε να λυγίσω τα δάχτυλά μου για να κρατήσω το πινέλο πιο σφιχτά ώστε να ελέγχω τη λεπτή γραμμή γύρω από τις κόρες. Οι πληγές μου άνοιξαν, αλλά συνέχισα να δουλεύω, ενθουσιασμένη με την εικόνα που αναδυόταν σιγά σιγά στο μουσαμά -εκείνα τα σκοτεινά, τρομαγμένα μάτια που με ικέτευαν.
   Καθώς τράβηξα το χέρι μου, μερικές σταγόνες αίμα προσγειώθηκαν στα λευκά στρωσίδια του κρεβατιού του Ολοφέρνη. Το σκούρο λαμπερό κόκκινο στο λευκό φόντο με συγκλόνισε. Έσφιξα τα δάχτυλά μου για να στάξει κι άλλο αίμα κι ο πόνος που ένιωσα ήταν σχεδόν ηδονικός. Άφησα το αίμα να πέσει κάτω από το κεφάλι του τυράννου, ανάμεικτο κόκκινο και βερμιγιόν, και πρόσθεσα κι άλλο. Πολύ. Ένας σκούρος άλικος χείμαρρος μούσκευε τα πλούσια, μαλακά στρωσίδια. Σαν το αίμα που μούσκευε το μανίκι μου στο δικαστήριο. Ή το αίμα που είχα προσπαθήσει να σταματήσω μετά τον πρώτο βιασμό. Ένας λεκές αίματος και στους κόμπους των δαχτύλων της Ιουδήθ επίσης. Αφού η Ρώμη λαχταρούσε θέαμα, θα της έδινα θέαμα.

   Το πρωί που θα ανακοινωνόταν η ετυμηγορία, άνοιξα την πόρτα του σπιτιού για να πάω στο φούρνο για ψωμί και μπροστά μου, στηριγμένο στον τοίχο, είδα έναν πίνακα τυλιγμένο μ' ένα βρόμικο πανί. Τον έφερα μέσα και τον ξετύλιξα. "Μπαμπά! Ο κλεμμένος πίνακας!"
   "Είσαι σίγουρη;" Όρμησε στο δωμάτιο και τον άρπαξε από τα χέρια μου. "Ίσως είναι αντίγραφο". Τον πήρε στο φως, περιεργάστηκε προσεκτικά τις πινελιές και είδε κάτι που αναγνώρισε. "Είναι ο ίδιος. Αυτό τα αλλάζει όλα. Κάνε γρήγορα. Πρέπει να φτάσουμε νωρίς!" Βγαίνοντας, έριξε πάνω από το πουκάμισό του ένα αμάνικο πανωφόρι.
   Φτάσαμε στο Τορ ντι Νόνα προτού ανοίξουν οι πόρτες και αναγκαστήκαμε να περιμένουμε απέξω, κάτω από τη φρικτή εκείνη θηλιά, εισπνέοντας τις αναθυμιάσεις από τα βρομερά νερά του Τίβερη. Είχε περάσει το καλοκαίρι, έμπαινε το φθινόπωρο και ακόμα δεν είχε πέσει ούτε μια σταγόνα βροχή. Σύννεφα από κουνούπια πλανιόνταν πάνω από το ποτάμι.
   Μόλις μπήκαμε μέσα, ο μπαμπάς μου έβαλε ένα νόμισμα στην παλάμη του κλητήρα και του ζήτησε να ειδοποιήσει τον Φελίτσο ότι ήθελε να τον δει. "Πριν από την έναρξη της συνεδρίασης, παρακαλώ". Ο κλητήρας απομακρύνθηκε, ανέκφραστος. "Θα δεις τώρα πώς γίνονται τα πράγματα", είπε ο μπαμπάς. Βημάτιζε ασταμάτητα πάνω κάτω και μ' εκνεύριζε. Ο κλητήρας επέστρεψε και τον οδήγησε σ' ένα διάδρομο. Προσπάθησα να τον ακολουθήσω, αλλά ένας φρουρός μπήκε μπροστά μου και μου έγνεψε να επιστρέψω στην αίθουσα του δικαστηρίου, όπου είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται κόσμος. Κάθισα στη συνηθισμένη μου θέση.
   Ο γραμματέας έφτασε, τόσο ψυχρός και ατάραχος που μου ήρθε αναγούλα. Με τα χείλη σουφρωμένα, άρχισε να ξύνει τις πένες του. Έφεραν μέσα τον Αγκοστίνο, αμέσως όμως τον φώναξαν ξανά έξω. Μετά κάλεσαν και το γραμματέα. Ο κόσμος στην αίθουσα άρχισε να μιλάει ψιθυριστά και να κάνει προβλέψεις για την ετυμηγορία. Προσπαθούσα να μην ακούω τις χαιρέκακες φωνές τους.
   Μόνο η Πόρτσια και ο Τζιοβάνι Στιατέζι στην πρώτη σειρά ήταν σιωπηλοί. Η Πόρτσια σήκωσε το σαγόνι της για να μου δώσει κουράγιο. Ο Τζιοβάνι πασπάτευε μια πληγή στο χείλι του. Στην κατάθεσή του πριν από μερικές βδομάδες, αποκάλυψε όλα όσα μου είχε πει η αδελφή του Αγκοστίνο. Ο Αγκοστίνο τα είχε αρνηθεί, ισχυριζόμενος ότι η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί. Ο Τζιοβάνι επέμεινε. Η Πόρτσια κατέθεσε κι αυτή τα ίδια. Ωστόσο, η δίκη συνεχίστηκε, με περισσότερους μάρτυρες -άλλους γείτονες, το σοβατζή του μπαμπά μου, το φαρμακοποιό από τον οποίο αγοράζαμε τα χρώματά μας, κι ένα σωρό φίλους του Αγκοστίνο που ισχυρίζονταν ότι με είχαν κάνει δική τους. Έπρεπε να αρνηθώ την κάθε μαρτυρία, να καταρρίψω το ένα μετά το άλλο τα ψέματά τους λες και δεν δικαζόταν ο Αγκοστίνο για την πράξη του αλλά εγώ για το χαρακτήρα μου. Και η Ρώμη απολάμβανε τη δίκη.
   Ένα κουνούπι βούιζε συνέχεια δίπλα στο αυτί μου και δεν μπορούσα να το διώξω. Η ατμόσφαιρα στην αίθουσα ήταν αποπνικτική με όλο εκείνον τον κόσμο και η ξύλινη καρέκλα στην οποία καθόμουν μου φαινόταν πολύ πιο σκληρή από τις άλλες φορές. Κάποιος στο πίσω μέρος φώναξε ζητώντας ν' αρχίσει η δίκη. Ακολούθησαν κι άλλοι.
   "Ένοχος. Κρεμάστε τον", φώναξε κάποιος.
   "Να κρεμάσετε την πόρνη", μουρμούρισε κάποιος άλλος.
   "Να τους κρεμάσετε παρέα".
   Η αίθουσα ολόκληρη τραντάχτηκε από τα γέλια. Ένιωσα ότι κοκκίνιζα, ζαλιζόμουν, ήμουν έτοιμη να λιποθυμήσω σ' εκείνο το αποπνικτικό δωμάτιο.
   Μια πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο κλητήρας, ακολουθούμενος από τον Φελίτσο, τον μπαμπά μου, τον Αγκοστίνο και το γραμματέα. Έγινε σιωπή. Ο ιδρώτας μούσκευε το μεσοφόρι μου.
   Καθόμουν στητή όση ώρα μιλούσε ο Φελίτσο. "Στην εκδικαζόμενη υπόθεση του Ορατίου Τζεντιλέσκι, ζωγράφου, κατά του Αγκοστίνο Τάσι, ζωγράφου, φυλακισμένου στην Κόρτε Σαβέλα, επειδή δεν αμφισβητείται η μαρτυρία της δεσποινίδας Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι περί του επανειλημμένου βιασμού της από τον κύριο Τάσι, επειδή ο κλεμμένος πίνακας επεστράφη, επειδή ο ενάγων έδωσε τη συγκατάθεσή του και επειδή ο κατηγορούμενος ήταν ήδη προφυλακισμένος επί οκτώ μήνες εφ' όσον ευρίσκετο σε εξέλιξη η ανακριτική διαδικασία, δια ταύτα ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται των κατηγοριών. Η υπόθεσις θεωρείται λήξασα".
   Κραυγές αντήχησαν στ' αυτιά μου. Επιδοκιμασία ή αγανάκτηση, δεν μπορούσα να καταλάβω.
   "Ωστόσο", ύψωσε τη φωνή του ο Φελίτσο, "επειδή ο κατηγορούμενος Αγκοστίνο Τάσι αποπειράθηκε να παρεμποδίσει τις αληθείς και ειλικρινείς καταθέσεις των μαρτύρων, καταδικάζεται σε εξορία από την πόλη της Ρώμης".
   Είχε αθωωθεί; Είχα ακούσει σωστά την ετυμηγορία που ήταν θαμμένη σε όλες εκείνες τις λέξεις; Έμεινα άφωνη. Επειδή ο ενάγων έδωσε τη συγκατάθεσή του... Ο μπαμπάς μου είχε αποσύρει τη μήνυση επειδή είχε πάρει πίσω τον πίνακά του; Είχε επιτρέψει στον Αγκοστίνο να αθωωθεί; Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου, τ' αυτιά μου βούιζαν, ενώ μέσα μου έβραζε η οργή. Έριξα στον άνθρωπο που ήταν ο πατέρας μου ένα βλέμμα γεμάτο μίσος που δεν θα το ξεχνούσε ποτέ. Ήταν ασυνείδητος, άτιμος, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ο εαυτός του. Ποτέ πια δεν θα τον αποκαλούσα μπαμπά. Ποτέ δεν θα με άκουγε να λέω τη λέξη που τόσο αγαπούσε.
   Μουδιασμένη, μην ξέροντας καλά καλά τι έκανα, ανακατεύτηκα με το πλήθος. Πάτησαν τη φούστα μου. Την τράβηξα. Βγήκα σκοντάφτοντας από την πόρτα στην κόλαση της λιακάδας, έκανα μεταβολή, πήρα την αντίθετη κατεύθυνση απ' αυτήν που οδηγούσε στο σπίτι μου και χάθηκα σε άγνωστους δρόμους. Άκουγα συνέχεια τις λέξεις του Φελίτσο: Ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται... Η ζέστη έμοιαζε σαν κύμα που σηκωνόταν από τους δρόμους. Πέρασα από το Κάμπο Βατσίνο και το Παλατίνο. Είχε αθωωθεί. Ήταν ελεύθερος.
   Εξορία. Αυτό ήταν γελοίο. Δεν είχε κανένα νόημα. Ο Αγκοστίνο δεν είχε παρά να πείσει τον καρδινάλιο Μποργκέζε να δηλώσει ότι η οροφή του δεν είχε τελειώσει. Ο Αγκοστίνο μπορούσε να βρει άσυλο στην κατοικία του καρδιναλίου. Η εξορία δεν σήμαινε τίποτα στην πόλη αυτή που κυβερνούσε ο πάπας. Τόση ταπείνωση για το τίποτα. Επειδή δεν αμφισβητείται η απαίτηση... Μια μικρή ικανοποίηση, που είχε περάσει απαρατήρητη μέσα στην αγανάκτηση που ένιωθα για την αθώωση. Δεν είχε δηλωθεί καν η αθωότητά μου, δεν είχε οριστεί καμιά αποζημίωση. Στα μάτια του κοινού, παρέμενα μια αμαρτωλή. Τι είχα φανταστεί; Ότι θα έβγαινα από 'κει μέσα αγνή σαν την Παναγία;
   Περπατώντας μηχανικά, χωρίς να σκέφτομαι, έφτασα στη νότια άκρη της πόλης, στην Αππία Πύλη, πέρασα κάτω από την αψίδα και βγήκα στην Αππία Οδό και στην εξοχή. Το μεταλλικό τραγούδι των τζιτζικιών γρατζουνούσε τ' αυτιά μου, σαν ένα συνεχές εκνευριστικό κουδούνισμα. Τα σπίτια ήταν εγκαταλειμμένα. Οι σοβάδες είχαν πέσει, αποκαλύπτοντας τα τούβλα και τις πέτρες από κάτω. Οι αψίδες δεν οδηγούσαν πουθενά. Στα ερείπια και στους βουλιαγμένους τάφους είχαν φυτρώσει ανεμώνες, καμπανούλες και παπαρούνες. Ήταν ένα όργιο χρωμάτων, στην κάθε πέτρα κρυβόταν μια ζωή.
   Κάθισα σε μια παλιά μάντρα στη σκιά ενός ψηλού πεύκου και προσπάθησα να τρίψω την πλάτη μου στον κορμό για να πάψει να πονάει. Ένα βαρύ σύννεφο πλανιόταν στον ορίζοντα. Ω, γιατί δεν ερχόταν να ξεσπάσει εδώ και να ξεπλύνει τα πάντα -εμένα, τον πατέρα μου, τον Αγκοστίνο, το Τορ ντι Νόνα, την ίδια τη Ρώμη. Μια λεία, άσπρη πέτρα με γυαλιστερές φλέβες έλαμπε ανάμεσα στα χώματα. Τη σήκωσα με σκοπό να την πετάξω, αλλά δεν ήξερα πού να την εκσφενδονίσω. Τι μπορούσε να κάνει μια πέτρα μόνη ενάντια στο σύμπαν;
   Με μια κλοτσιά κατέστρεψα μια μυρμηγκοφωλιά και παρακολούθησα τα ασήμαντα εκείνα πλάσματα να παραδίδονται σε μια τυφλή τρέλα. Εκατοντάδες, χιλιάδες μυρμήγκια -μου θύμισαν τους χιλιάδες ανώνυμους άτυχους λεγεωνάριους που, πριν από αιώνες, είχαν ξεκινήσει για τον πόλεμο από το δρόμο αυτό, είχαν πολεμήσει, είχαν πέσει στη μάχη και περίμεναν να πεθάνουν διψασμένοι, εγκαταλειμμένοι. Ήταν ασήμαντα άτομα. Στρατοί πέθαιναν σαν μυρμήγκια, μυρμήγκια πέθαιναν σαν στρατοί -ήταν οικτρό. Πράγματα πιο σημαντικά από τη δική μου ζωή είχαν συμβεί εδώ, μα και πράγματα λιγότερο σημαντικά επίσης.
   Θυμήθηκα μια ιστορία για το Χριστό που μου είχε διηγηθεί η αδελφή Γκρατσιέλα. Ο Πέτρος, φεύγοντας από τη Ρώμη για να γλιτώσει τη ζωή του, συνάντησε το Χριστό και τον ρώτησε, «Domine, quo vadis?» και ο Χριστός απάντησε, «Πηγαίνω στη Ρώμη για να σταυρωθώ ξανά». Ντροπιασμένος, ο Πέτρος έκανε μεταβολή και επέστρεψε στην πόλη για ν' αντιμετωπίσει το δικό του μαρτύριο, ίσως από αυτό ακριβώς το σημείο. Κι εγώ έπρεπε να επιστρέψω. Έκλεισα τα μάτια μου κι άρχισα να αναπνέω πιο αργά για ν' αφήσω τη νέα αλήθεια -πόσο σκληρή θα με έκανε ο κόσμος- να κατακαθίσει και να βρει μέσα μου κάποιο σημείο στο οποίο θα μπορούσε να ζήσει.
   Η Γκρατσιέλα είχε πει ότι ίσως χρειαζόταν να περιμένω μέχρι να γίνει διάσημος ο πίνακάς μου με τη Σωσάννα προτού μάθει η Ρώμη ότι ήμουν αθώα. Πιθανόν όμως να μη γινόταν ποτέ διάσημος. Έφτυσα πάνω στην πέτρα για να την καθαρίσω από τη σκόνη και πήρα το δρόμο της επιστροφής, ψάχνοντας να βρω τα ίχνη από τα βήματα του Πέτρου στα χώματα.
   Δεν πήγα στο σπίτι μου αλλά στη Σάντα Τρινιτά και βρήκα την Γκρατσιέλα να ξεχορταριάζει τον κήπο με τα βότανα πίσω από το περιστύλιο. Έσκυψα να τη βοηθήσω, παρότι δεν ήξερα να ξεχωρίζω τα φυτά από τα αγριόχορτα. Δεν έκανε καθόλου λόγο για τη δίκη. Τελικά τη ρώτησα: "Στην ιστορία της Σωσάννας, τι συνέβη στους πρεσβύτερους; Όταν η Σωσάννα αντιστάθηκε κι εκείνοι άρχισαν να διαδίδουν συκοφαντίες ότι είχε διαπράξει μοιχεία;"
   "Δικάστηκε και καταδικάστηκε επειδή οι πρεσβύτεροι ισχυρίστηκαν ότι την είδαν να συνουσιάζεται με κάποιο νεαρό σ' έναν κήπο". Η Γκρατσιέλα κάθισε σ' ένα ξύλινο κιβώτιο και τίναξε το χώμα από τα χέρια της. "Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά την τελευταία στιγμή ο Δανιήλ ρώτησε τον κάθε πρεσβύτερο χωριστά κάτω από ποιο δέντρο στον κήπο είχε διαπράξει τη μοιχεία. Ο ένας πρεσβύτερος είπε ότι ήταν στη βελανιδιά και ο άλλος είπε ότι ήταν στο μαστιχόδεντρο. Αυτό απέδειξε ότι ο ένας τουλάχιστον έλεγε ψέματα. Θανατώθηκαν και οι δύο  για ψευδορκία".
   "Κι έτσι η Σωσάννα σώθηκε;"
   "Ναι". Η Γκρατσιέλα έσπρωξε τα αγριόχορτα σε μια άκρη και ξεπλύναμε τα χέρια μας στην πέτρινη γούρνα. "Κι εσύ; Τι έγινε μ' εσένα;"
   "Δεν υπήρξε Δανιήλ. Θα πρέπει να περιμένω μέχρι να γίνει διάσημη η Σωσάννα μου".
   Ένας ανεπαίσθητος αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της, ενώ έσμιγε τα σκούρα φρύδια της. Σούφρωσε τα χείλη της. Το πρόσωπό της είχε μια πολύ δυσάρεστη έκφραση και το σαγόνι της προεξείχε από την καλύπτρα της περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Επιστρέψαμε στο περιστύλιο, με το κεφάλι χαμηλωμένο, συλλογισμένες.
   Μπορούσα να το πω. Εκείνη τη στιγμή, μπορούσα να το πω -ότι ένιωθα την κλίση. Δεν θα χρειαζόταν να επιστρέψω στο σπίτι μου. Η Γκρατσιέλα θα το έλεγε στην αδελφή Πάολα κι εκείνη θα άρχιζε να τραγουδάει από τη χαρά της. Χαμογέλασα νοερά καθώς σκεφτόμουν πόσο ευτυχισμένη θα ήταν. Αλλά να περάσω τη ζωή μου διακοσμώντας περιθώρια προσευχηταρίων -ν' ασχολιέμαι με μια ζωγραφική δίχως τόλμη, δίχως προσωπική ερμηνεία, δίχως δραματική ένταση... Ήταν κάτι που σίγουρα δεν μου ταίριαζε.
   Όταν η μεγάλη καμπάνα κάλεσε τις μοναχές στον εσπερινό, η Γκρατσιέλα σταμάτησε απότομα, σφίγγοντας στη γροθιά της το σταυρό που κρεμόταν από το κομποσχοίνι της. "Θα στενοχωριόμουν αν έπαυες να μας επισκέπτεσαι, ίσως όμως θα έπρεπε να φύγεις από τη Ρώμη. Αλλά αν φύγεις, μην το κάνεις με την αίσθηση ότι σε διώχνουν από την πόλη. Να φύγεις γιατί η πόλη είναι πολύ μικρή για μια μεγαλοφυΐα σαν τη δική σου".
   "Ορίστε". Έβαλα την πέτρα στο χέρι της. "Τη βρήκα στην Αππία Οδό. Ίσως κοντά στο σημείο όπου ο Πέτρος είδε το Χριστό. Είναι λεία και θα μπορεί να ισιώνει τα φύλλα χρυσού με τα οποία διακοσμείς τις σελίδες του ψαλτηρίου του καρδιναλίου σου".
   Για μια ατέλειωτη στιγμή σταθήκαμε αγκαλιασμένες στον σκοτεινό προθάλαμο. 
   Επέστρεψα κατευθείαν στο σπίτι μου.

   "Δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου", είπα μόλις μπήκα μέσα.
   "Αρτεμισία, πού ήσουν; Ανησύχησα. Δεν είναι σωστό να τριγυρίζεις μόνη σου στην πόλη".
   "Τι σημασία έχει τώρα που καταστράφηκε η υπόληψή μου;"
   Είχε κρεμάσει ήδη τον πίνακα στο κεντρικό δωμάτιο και καθόταν απέναντί του, πίνοντας κρασί· είχε φορέσει βελούδινες παντόφλες και ξεκούραζε τα πόδια του πάνω σ' ένα σκαμνάκι που κάποτε ανήκε στη μητέρα μου.
   "Δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου, μ' αυτόν τον πίνακα κρεμασμένο στον τοίχο, σαν να μη συνέβη τίποτα, σαν να είμαστε ακόμα ευτυχισμένοι. Με πρόδωσες! Εσύ, ο ίδιος μου ο πατέρας. Δεν μου άφησες την παραμικρή πιθανότητα να σώσω την τιμή μου".
   Συνοφρυώθηκε. "Όχι. Δεν..."
   "Το να πάρεις πίσω τον πίνακα ήταν για σένα πιο σημαντικό από την τιμή μου. Για σένα, δεν μετράω καθόλου".
   "Αυτό δεν είναι αλήθεια". Το χέρι του άρχισε να τρέμει. Λίγο κρασί χύθηκε στο τραπέζι.
   "Ο Αγκοστίνο είναι ελεύθερος τώρα. Πώς φαντάστηκες ότι θα ένιωθα ξέροντας ότι θα πήγαινες κάθε μέρα να ζωγραφίσεις μαζί του στο σπίτι κάποιου καρδιναλίου που αδιαφορεί για τις δικαστικές αποφάσεις;"
   "Νόμιζα ότι ήθελες να τελειώσει αυτή η ιστορία".
   "Να τελειώσει; Δεν πρόκειται να τελειώσει από τη στιγμή που ο Αγκοστίνο αθωώθηκε. Αυτό δεν με δικαιώνει. Δεν μπορώ ούτε καν να μείνω στη Ρώμη".
   "Με τον καιρό, Αρτεμισία..."
   "Πώς φαντάζεσαι ότι θα αντιμετωπίζω καθημερινά γείτονες και μαγαζάτορες που πιστεύουν τους ψευδομάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν στο δικαστήριο; Τι ζωή θα ζήσω προσπαθώντας συνεχώς ν' αποφεύγω τα δοχεία νυκτός που θ' αδειάζουν πάνω μου;"
   Προσπάθησε να μου πιάσει το χέρι. Τραβήχτηκα.
   "Σκέψου το αυτό μέχρι να τελειώσουν τα τρόφιμα. Μη φαντάζεσαι ότι θα καθίσω να με περιγελούν και να με κοιτάζουν με περιφρόνηση κάθε φορά που θα βγαίνω να ψωνίσω φαγητό για τον πολυαγαπημένο μου μπαμπά".
   "Αρτεμισία, μη γίνεσαι ανόητη. Είναι απλώς μια δυσάρεστη κατάσταση που θα περάσει γρήγορα".
   "Δεν πρόκειται να περάσει αν δεν κάνεις κάτι". Τον κοίταξα ψυχρά, επίμονα. "Μου χρωστάς μια αποζημίωση".
   Φάνηκε να ταράζεται και ακούμπησε τα χέρια του στο τραπέζι. "Θα... θα δώ τι μπορώ να κάνω".

   Ο Πιέτρο Αντόνιο ντι Βιντσέντσο Στιατέζι, ο αδελφός του Τζιοβάνι Στιατέζι από τη Φλωρεντία, μετρούσε τα χρήματα της προίκας μου στο τραπέζι μιας ταβέρνας στο Μπόργκο, στην αντίπερα όχθη του Τίβερη, όπου ο πατέρας μου πίστευε ότι ο κόσμος δεν θα μας αναγνώριζε. Ένιωθα σαν κατσίκι στο παζάρι. Αυτός ο ξένος που σύντομα θα γινόταν σύζυγός μου δεν είχε κάνει καν τον κόπο να γυρίσει να με κοιτάξει εκεί που στεκόμουν, στην άκρη του δωματίου· έτσι του έριξα εγώ μερικές κλεφτές ματιές. Οι περικνημίδες του ήταν τόσο παλιές που είχαν χαλαρώσει και τα κορδόνια που έσφιγγαν τον μπροστοδέτη του ήταν δερμάτινα, όχι μεταξωτά. Τέτοιο μπροστοδέτη μόνο σε πίνακες είχα ξαναδεί. Δεν ήταν πια στη μόδα. Αυτός πού στο καλό είχε βρει τέτοιο πράγμα; Αν τα ρούχα που είχε φορέσει για το γάμο του ήταν τα καλύτερά του, δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω πώς ο πατέρας μου είχε καταφέρει να κανονίσει αυτόν τον γάμο που γινόταν για λόγους σκοπιμότητας. Τον Στιατέζι τον ενδιέφερε η προίκα.
   Ο πατέρας μου είχε δανειστεί τα χρήματα από το κρατικό κεφάλαιο προικοδοτήσεων, όπως μου είχε πει, και από κάποιον άλλο. Αρνιόταν να μου πει από ποιον. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος, θα μου το έλεγε. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου όταν συνειδητοποίησα ότι τα χρήματα για την προίκα θα πρέπει να ήταν μέρος της συναλλαγής που είχε γίνει κεκλεισμένων των θυρών ενώ εγώ και ο ρωμαϊκός όχλος περιμέναμε την ετυμηγορία. Το γεγονός ότι παντρευόμουν με τα χρήματα του Αγκοστίνο μού έφερνε αναγούλα.
   "Ο αδελφός μου θα σου φερθεί καλά. Είναι ζωγράφος", μου ψιθύρισε ο Τζιοβάνι που στεκόταν πλάι μου.
   "Αυτό δεν αποτελεί απόδειξη καλοσύνης", απάντησα, ψιθυριστά κι εγώ, κι έπειτα ντράπηκα για την αγένειά μου. Ήξερα ότι δεν ήταν σωστό αυτό που έκανα. Θα έπρεπε να νιώθω ευγνωμοσύνη.
   Με ένα χέρι γεμάτο κάλους από την παλέτα, ο αδελφός του Τζιοβάνι σάρωσε τα νομίσματα από το τραπέζι και τα έριξε στο πουγκί του και έπειτα γύρισε επιτέλους να με κοιτάξει. Δεν ήταν άσχημο το πρόσωπό του: ελαφρά βλογιοκομμένο και πιο μακρύ από του αδελφού του, με σκούρα μάτια βαθιά χωμένα στις κόγχες τους. Μου άρεσαν οι σκούρες μπούκλες του. Το μικρό του στόμα είχε την τάση να χαμογελάει λοξά. Ίσως στα χρόνια που μας περίμεναν αυτό το στόμα να μου έδινε λίγη χαρά. Ένιωσα κάποια ανακούφιση. Μερικές κόρες, ανεπιθύμητες κόρες, τις πάντρευαν με παραμορφωμένους άντρες ή γέρους σακάτηδες χήρους. Εκείνος μου χάρισε ένα χαμόγελο κι εγώ βιάστηκα να του το ανταποδώσω. Με καθησύχασε για την ώρα. Σε τέτοιους γάμους, ήταν ποτέ δυνατόν να υπάρξει έρωτας;
   Σκέφτηκα το γαμήλιο σεντούκι μου, που περίμενε, γεμάτο, στο αμάξι. Ο πατέρας μού είχε χαρίσει το σφυράκι με το οποίο κάρφωνε τους μουσαμάδες του και μου είχε πει να διαλέξω μερικά από τα πράγματα της μητέρας. Είχα ξεχωρίσει την κανάτα και τη λεκάνη από κίτρινη και μπλε φαγιάντσα, το χτενάκι της από ίασπη με κόκκινα νερά, δεμένο με χρυσό, από το οποίο κρεμόταν ένα μαργαριτάρι, το μικρό μπουκαλάκι της από όνυχα για αρώματα, το σκαλιστό ξύλινο κουτί στο οποίο φύλαγε διάφορα αναμνηστικά, ζευγάρι με ένα παρόμοιο του πατέρα μου, και μια μπρούτζινη λάμπα λαδιού που είχε ζωγραφισμένη πάνω της τη μορφή της Ντιάνας, την οποία οι Έλληνες αποκαλούν Άρτεμη, θεά της αγνότητας. Την τελευταία στιγμή, είχα πάρει και το μαχαίρι της μητέρας. Πάντα το φύλαγε κάτω από το κρεβάτι της για προστασία όταν ο πατέρας έμενε έξω αργά το βράδυ. Δεν ήξερα τι άνθρωπος ήταν αυτός ο Πιέτρο Αντόνιο.
   Πριν από ένα χρόνο, πιστεύοντας ότι θα παντρευόμουν τον Αγκοστίνο, είχα ζωγραφίσει στο σεντούκι μου μια σκηνή που παρίστανε ένα γαμήλιο γλέντι -μια γιορτή που τώρα δεν θα γινόταν ποτέ. Οι δυο τελετές, η ευλογία της ένωσής μας και ο καθεαυτό γάμος, ήταν προγραμματισμένες για την ίδια μέρα. Δεν θα υπήρχε συμπόσιο με ξινόμηλα, καπόνια σε άσπρη σως, ούτε τάρτες ή γλυκά από αμυγδαλόψιχα, ούτε κρασιά ούτε προπόσεις προς τιμήν μας, ούτε μουσική ούτε χοροί. Δεν θα υπήρχαν χαρούμενοι φίλοι που θα μας έφερναν λιχουδιές και θα μας εύχονταν κάθε ευτυχία, γελώντας, κάνοντας αστεία, χαριτολογώντας καθώς θα μας οδηγούσαν στην κρεβατοκάμαρα και επιστρέφοντας το πρωί για να βεβαιωθούν ότι είμαστε πραγματικά τρισευτυχισμένοι. Τίποτε απ' όλα αυτά. Το μεσημέρι η μοίρα μου θα είχε πια σφραγιστεί.
   Μόλις που προλάβαινα αν έπαιρνα το αμάξι. Άρπαξα το μανδύα μου και έτρεξα στην πόρτα. "Θα σας συναντήσω στην εκκλησία. Στο Σάντο Σπίριτο".
   "Αρτεμισία! Πού πηγαίνεις; Μη φεύγεις", φώναξε ο πατέρας μου, εγώ όμως είχα ήδη βγει έξω.
   "Στη μονή της Σάντα Τρινιτά", είπα στον οδηγό.
   Κάτω από την ψυχρή, υγρή ανάσα του γκρίζου ουρανού, περίμενα στην πόρτα της μονής. Ένα ζευγάρι περιστέρια γουργούριζαν σιγανά καθώς εξερευνούσαν μαζί τα σκαλιά, ψάχνοντας και τσιμπολογώντας, χωρίς ν' απομακρύνονται ούτε στιγμή το ένα από τ' άλλο. Ήταν ένα πολύ τρυφερό θέαμα.
   Η Πάολα άνοιξε την πόρτα.
   "Μπορώ να δω την αδελφή Γκρατσιέλα;" τη ρώτησα βιαστικά.
   "Είναι στην εκκλησία".
   "Προσεύχεται;"
   "Όχι. Καθαρίζει. Έλα από 'δω".
   Μπήκα στην εκκλησία από μια πλαϊνή πόρτα κοντά στην αγία τράπεζα. Είχε δροσιά, αλλά η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, κατανυκτική. Η Γκρατσιέλα σφουγγάριζε το πέτρινο δάπεδο πίσω από την αγία τράπεζα. "Μου φαίνεται ότι περνάς τη ζωή σου γονατιστή", είπα.
   "Ω, Αρτεμισία. Με τρόμαξες. Νόμιζα ότι ήμουν μόνη".
   "Πρέπει να σφουγγαρίσεις ολόκληρη την εκκλησία;"
   "Μόνο πίσω από το κιγκλίδωμα. Η ευκινησία και η ταπεινότητα πάνε χέρι χέρι, ξέρεις". Μετακίνησε τον κουβά πιο πέρα.
   "Ήρθα να σου πω... Ο πατέρας μου κανόνισε ένα γάμο για μένα".
   "Έκανε πολύ καλά. Τι ξέρεις γι' αυτόν τον άντρα;"
   "Μόνο ότι είναι ζωγράφος. Από τη Φλωρεντία".
   "Και θα πας να ζήσεις εκεί;"
   "Ναι, φεύγουμε σήμερα. Με περιμένουν στο Σάντο Σπίριτο αυτή τη στιγμή".
   "Όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο".
   "Νόμιζα ότι το ήθελα αυτό, αλλά τώρα φοβάμαι. Νιώθω στραγγισμένη, σαν να μην υπάρχει πια μέσα μου καμιά επιθυμία".
   "Όχι για πάντα. Η επιθυμία δεν χάνεται για πάντα". 
   "Πώς μπορώ... Δεν θέλω καν να με αγγίξει κανείς".
   "Αν προσκολληθείς στον πόνο σου, θα ζήσεις μια θλιβερή ζωή γεμάτη πίκρα. Άφησέ τον πίσω σου, στη Ρώμη".
   Ένιωθα άβολα που στεκόμουν όρθια ενώ εκείνη ήταν γονατιστή κι έτσι κουλουριάστηκα στα σκαλιά του σκευοφυλακίου. "Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;"
   "Ξέρεις πως μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις. Σιγανά όμως. Μπορεί να μπει κάποιος μέσα".
   "Τι εννοούσες όταν είπες ότι ένιωθες εγκαταλειμμένη και από το Θεό και από τους ανθρώπους;"
   Στέγνωσε τα πλακάκια μ' ένα κουρέλι και μετακινήθηκε λίγο για να σφουγγαρίσει πάρα πέρα. "Κάποτε ήμουν παντρεμένη, αλλά ο σύζυγός μου πέθανε".
   "Δεν το ήξερα. Λυπάμαι".
   "Σύμφωνα με το νόμο των σαράντα ημερών, το σπίτι στο οποίο ζούσαμε το πήρε ο αδελφός του συζύγου μου σαράντα μέρες μετά το θάνατό του. Έτσι αναγκάστηκα να φύγω. Επέστρεψα στο πατρικό μου σπίτι για να ζήσω εκεί, ο πατέρας μου όμως είπε ότι δεν είχε χρήματα για να με συντηρήσει". Άρχισε να τρίβει πιο δυνατά. "Προσπάθησε να μου βρει κάποιο γέρο χήρο, αλλά δεν τα κατάφερε". Χαμήλωσε τη φωνή της. "Επειδή δεν ήμουν παρθένα".
   "Τι έκανες;" 
   "Μπορείς να μαντέψεις, νομίζω. Μιας και δεν ήμουν αρκετά καλή για οποιονδήποτε άντρα, με έδωσαν στο Θεό".
   Σφουγγάρισε λίγο ακόμα, γονατιστή, μιλώντας στο δάπεδο και στη βούρτσα της. "Σιγά σιγά, πούλησα όλα μου τα υπάρχοντα για να φτιάξω την προίκα μου για τη μονή. Όλα μου τα ρούχα, μερικά ωραία σερβίτσια, ασημένια κουτάλια και μαχαίρια, χύτρες, στρωσίδια, κύπελλα από κασσίτερο, κοσμήματα, έναν πίνακα που αγαπούσα". Σταμάτησε κι ανακάθισε στις φτέρνες της. "Παρίστανε την Αφροδίτη και τον Άδωνι σ' έναν κήπο. Δεν τον είχε φτιάξει κανένας σπουδαίος ζωγράφος, αλλά μου λείπει. Ικέτεψα τον πατέρα μου να χρησιμοποιήσει τα χρήματα για να με ζήσει. Διαμαρτυρήθηκε ότι δεν θα κρατούσαν για όλη μου τη ζωή. Κι έτσι, όταν δεν είχα πια τι άλλο να πουλήσω, μπήκα στο μοναστήρι ως δόκιμη".
   "Κάποτε είπες ότι δεν θα έπρεπε να μπαίνει κανείς στο μοναστήρι αν δεν έχει κλίση".
   "Ναι. Αυτό είναι αλήθεια. Δεν σου είπα όμως πώς το έμαθα αυτό".
   "Ω!" Αυτό άλλαζε όλα όσα ήξερα για κείνη. "Κάνατε παιδιά;"
   "Όχι. Ήμασταν παντρεμένοι μόνο πεντακόσιες είκοσι έξι μέρες".
   "Πώς και πέθανε τόσο νέος;"
   "Θα με βάλεις να σου τα πω όλα, ε; Ας σου γίνει μάθημα, λοιπόν".
   Πήρε τον κουβά της, τη βούρτσα της και τα κουρέλια της στα σκαλοπάτια του σκευοφυλακίου και κάθισε. Μου έγνεψε να κάνω κι εγώ το ίδιο. Ξαφνιάστηκα, γιατί μια τέτοια οικειότητα άγγιζε τα όρια της ασέβειας. Μου φάνηκε ότι το κρύο από την πέτρα περνούσε μέσα από τη φούστα μου και πότιζε το κορμί μου.
   Τα μάτια της, γκριζοπράσινα με κεχριμπαρένιες αποχρώσεις, φάνηκαν να βυθίζονται και να χάνονται στις αναμνήσεις της. "Αγαπούσα τον άντρα μου και όταν ζούσα μαζί του μου φαινόταν σαν να περπατούσα στον παράδεισο. Είχε ερωμένη. Μου αρέσει να πιστεύω, ακόμα και τώρα, ότι επρόκειτο για κάποια που γνώριζε προτού με παντρευτεί, ίσως όμως να μην είναι έτσι. Ένιωθα ζωντανή μόνο όταν με άγγιζε και περίμενα, με κομμένη την ανάσα, την επόμενη γλυκιά λέξη από τα χείλη του". 
   "Έπαψες να τον αγαπάς;"
   "Όχι. Αν ο έρωτας είναι αληθινός, δεν αλλάζει όταν ανακαλύψεις την απιστία. Τα πάντα -το φαγητό, ο ύπνος, το ξύπνημα, η βροχή- τα πάντα θαμπώνουν. Εξακολουθείς να κάνεις περιπάτους στην εξοχή και υπάρχουν νύχτες έρωτα, αλλά το μυστικό αυτό τα σκοτεινιάζει όλα".
   "Και τι συνέβη;"
   Η Γκρατσιέλα έστυψε το βρεμένο κουρέλι στον κουβά με το βρόμικο νερό, στρίβοντάς το με μια δύναμη που δεν φανταζόμουν ότι είχε. "Ο σύζυγος της ερωμένης του το έμαθε και τον σκότωσε. Πέταξε το πτώμα του στον Τίβερη, όπου καταλήγουν όλοι οι άνθρωποι σαν αυτόν". Στύλωσε τα μάτια της στην γκρίζα γλίτσα στο νερό. "Μια απώλεια απέραντη σαν την Αίγυπτο", ψιθύρισε.
   "Πού να το φανταστώ. Φαίνεσαι τόσο... γαλήνια".
   "Αυτό είναι κάτι που μπορείς να καταφέρεις". Σηκώθηκε και πήρε τον κουβά της και τη σφουγγαρίστρα της και τα κουρέλια της. "Επιστρέφω αμέσως. Περίμενέ με στο τρίτο παρεκκλήσι δεξιά". Έδειξε. "Θα δεις εκεί μια νωπογραφία. Είναι η Ανάληψη του Τζιοβάνι ντι Βολτέρα. Κοίταξέ την καλά. Μόλις τις προάλλες έμαθα ότι η όρθια σιλουέτα με τον μακρύ κόκκινο μανδύα στα δεξιά είναι ο Μιχαήλ Άγγελος".
   Ήταν παντρεμένη, σκεφτόμουν καθώς διέσχιζα το κλίτος. Τη γνώριζα από τότε που ήμουν δώδεκα ετών, ωστόσο αυτό δεν το είχα μάθει ποτέ. Γι' αυτό λοιπόν ήταν τόσο διαφορετική από τις άλλες μοναχές.
   Στο τρίτο παρεκκλήσι κοίταξα μέσα από το ξύλινο κιγκλίδωμα κι εκεί, στη νωπογραφία, υπήρχε όντως ένας άντρας με κόκκινο μανδύα που έφτανε ως το έδαφος. Είχε άσπρα μαλλιά, άσπρα γένια και έξυπνα καστανά μάτια. "Ο Μιχαήλ Άγγελος", ψιθύρισα. Δεν είχε τα μάτια στραμμένα προς τα πάνω, να θωρεί έκπληκτος τη γαλαζοφορεμένη Παναγία που ανερχόταν στους Ουρανούς, όπως έκαναν οι άλλοι. Κοίταζε εμένα με μια έκφραση τρυφερής ανησυχίας, κοίταζε μέσα μου, θα έλεγα, σαν να με ευλογούσε. Θα πήγαινα στην πόλη του να ζήσω και να μάθω ανάμεσα στα έργα του. Κάτω από το φαρδύ μανίκι του, το χέρι του ήταν ροζιασμένο και γεμάτο ουλές από τα κοπίδια. Ένιωσα μια ξαφνική αγάπη γι' αυτά τα χέρια. Ακόμα κι ένα πετσοκομμένο χέρι μπορεί να φτιάξει μεγαλειώδη πράγματα. Είχα το θράσος να σκεφτώ ότι ανάμεσά μας υπήρχε μια πνευματική συγγένεια. Μακριά από τα μάτια των θνητών, εδώ, στη σιωπηλή εκκλησία, ο Θεός, αν το ήθελε, μπορούσε να ευλογήσει την ένωση των ψυχών μας.
   Η Γκρατσιέλα επέστρεψε. "Η αδελφή Πάολα έρχεται να σε αποχαιρετήσει. Έχω μόνο ένα λεπτό". Έβαλε το χέρι της βαθιά στο μανίκι της κι έβγαλε ένα σακουλάκι από μουσελίνα. Έλυσε το κορδόνι και άδειασε στην παλάμη της δυο χρυσά σκουλαρίκια. Μεγάλα κρεμ μαργαριτάρια μπαρόκ που έλαμπαν παρά την τραχιά επιφάνειά τους η οποία θύμιζε καρύδι. "Έχουν ατέλειες. Όπως οι άνθρωποι", ψιθύρισε. "Ξέρω ότι δείχνουν ματαιοδοξία. Θα έπρεπε να τα είχα πουλήσει μαζί με τα υπόλοιπα πράγματά μου για να δώσω μεγαλύτερη προίκα στη μονή. Μου τα χάρισε ο Μαρτσέλο στο γάμο μας".
   "Πώς τα κράτησες τόσα χρόνια;"
   Γέλασε παρότι το ύφος της ήταν συλλογισμένο. "Εννιά χρόνια. Δεν ήταν εύκολο. Τον περισσότερο καιρό τα είχα ραμμένα στα εσώρουχά μου. Κάποτε αναγκάστηκα να τα φυλάξω στη μύτη του παπουτσιού μου".
   Σήκωσε το ένα και το άφησε να αιωρείται για μια στιγμή. "Αν επρόκειτο να μου αρνηθούν τις ομορφιές του κόσμου, αυτή, τουλάχιστον, θα μου έμενε".
   "Ο κόσμος μέσα σ' ένα μαργαριτάρι", είπα.
   Σκεφτόμουν πόσο η άπειρη βραδύτητα με την οποία το στρείδι εξέκρινε μια μια τις στρώσεις του μαργαριταριού για να αυτοπροστατευτεί έμοιαζε με τη γαλήνια ηρεμία της Γκρατσιέλα που, χρόνο το χρόνο, βαλσάμωνε την πληγή μέσα στην ψυχή της δίχως όμως να την κρύβει εντελώς.
   Έβαλε το ένα σκουλαρίκι στο χέρι μου. Ήταν ζεστό μέσα στην παλάμη μου. "Μόνο ένα χρειάζομαι", είπε, "μπορείς να καρφιτσώσεις το άλλο σ' ένα φόρεμα".
   "Γκρατσιέλα, όχι, δεν μπορώ να το πάρω".
   "Και βέβαια μπορείς. Για να σου θυμίζει αυτό που θα σου πω", ψιθύρισε. "Μην χαθείς ποτέ, ούτε μέσα στους ανθρώπους ούτε μέσα στο Θεό. Μην αυταπατάσαι. Δεν έχεις το περιθώριο να πιστεύεις στις ψευδαισθήσεις -αν θέλεις να είσαι ευτυχισμένη κι αν θέλεις να έχει η τέχνη σου κάποια αξία. Όσο για την ψυχή σου, αυτή θα την αναλάβω εγώ. Προσεύχομαι πολλές ώρες και καμιά φορά γίνεται κουραστικό να προσεύχεται κανείς μόνο για τη δική του ψυχή". Έκλεισε το χέρι μου γύρω από το σκουλαρίκι. "Σε περιμένει πολλή δουλειά".
   "Ναι, με περιμένει πολλή δουλειά".
   "Κρύψ' το μέσα στο μπούστο σου τώρα και, μην ξεχνάς, οι αληθινές αρχές της ζωής δεν βρίσκονται όλες στις Γραφές. Βρίσκονται στα δεσμά αίματος, στις ιστορίες, στα ρητά, στους υπαινιγμούς, στα κρυφά βλέμματα, και στα ιδρωμένα χέρια που σφίγγουν το ένα τ' άλλο. Όταν μάθεις να αναγνωρίζεις αυτά τα σημάδια, η ζωή θα γίνει πιο εύκολη, πλούσια σε ευκαιρίες και ανταμοιβές. Να φέρεσαι με σύνεση, Αρτεμισία. Να έχεις πάντα το νου σου. Να κοιτάζεις τους ανθρώπους στα μάτια και να μη δείχνεις φόβο".
   Την κοίταξα στα μάτια τώρα που επανέλαβα νοερά τα λόγια της. Ήταν σημαντικά και ήξερα ότι στα χρόνια που θα έρχονταν θα συνέχιζαν να βουίζουν στ' αυτιά μου σαν τον απόηχο από τις καμπάνες.
   Η αδελφή Πάολα διέσχισε βιαστικά το κλίτος με τα κοντά της ποδαράκια. Χίλιες εκφράσεις χαράς ζωντάνευαν το πρόσωπό της.
   "Ωωω, Αρτεμισία! Φοβήθηκα μήπως δεν σε προλάβω. Μου τα είπε η αδελφή Γκρατσιέλα! Είμαι τόσο ευτυχισμένη, που μου φαίνεται σαν ν' αγγίζω τα ουράνια με τα δάχτυλά μου". 
   "Λυπάμαι που σε απογοητεύω, αδελφή Πάολα", την πείραξα.
   "Σου το 'λεγα εγώ ότι εμείς πιστεύουμε στα θαύματα".
   "Επειδή παντρεύομαι, εννοείς;"
   "Επειδή θα ζήσεις στο καλλιτεχνικό κέντρο του κόσμου. Για σένα, υπήρχε τίποτα καλύτερο;"
   "Αυτό είναι πολύ μεγαλόψυχο από μέρους σου".
   Με ξεπροβόδισαν ως την πόρτα και η αδελφή Πάολα με σταύρωσε στο μέτωπο με το ζεστό της δάχτυλο, ενώ το αγγελικό της πρόσωπο έμοιαζε να στρογγυλεύει ακόμα περισσότερο από την ευτυχία. Η Γκρατσιέλα μ' έπιασε από τους ώμους και ακούμπησε το μέτωπό της πάνω στο δικό μου. Σταθήκαμε έτσι για λίγο, με τα κεφάλια μας ν' αγγίζονται, ενώ οι καρδιές μας, ενωμένες, πάλλονταν από τα ίδια συναισθήματα.
   "Ξέρω ότι αυτό το κάνεις για χάρη μου", αστειεύτηκε η αδελφή Πάολα. "Είναι η μοναδική φορά που το κεφάλι σου θ' αγγίξει καλύπτρα". Γελάσαμε λίγο, θλιμμένα. "Να μας θυμάσαι, θησαυρέ μου", πρόσθεσε.
   "Θα σας έχω μέσα στην καρδιά μου". Άγγιξα το στήθος μου στο σημείο όπου είχα κρύψει το μαργαριτάρι. Η Γκρατσιέλα, συγκινημένη, δεν μπορούσε να μιλήσει.
   Άνοιξα τη βαριά πόρτα. Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει και σήκωσα την κουκούλα του μανδύα μου. Καθώς η πόρτα έκλεινε, άκουσα τη σιγανή, απελπισμένη φωνή της Γκρατσιέλα. "Να μας γράψεις και να πεις τις εντυπώσεις σου".
   Άρχισα να κατεβαίνω τη σκάλα.
   Η αδελφή Γκρατσιέλα πενθούσε ακόμα. Ύστερα από εννιά χρόνια. Πότε είχε ανακαλύψει ότι ο άντρας της είχε ερωμένη; Ποιο κρυφό βλέμμα είχε δει τυχαία; Ποια στιγμή φρίκης είχε καταλάβει το λόγο για τα παράξενα φερσίματα, τα μασημένα λόγια, τα πλάγια βλέμματα, τις αφηρημάδες; Τον είχε κοιτάξει στα μάτια; Το πρώτο γεύμα που του μαγείρεψε, αφού είχε καταλάβει, το είχε ετοιμάσει με την ίδια φροντίδα που είχε ετοιμάσει και το προηγούμενο; Εκείνος άραγε, είχε αγαπήσει ποτέ τα λαμπερά, πλούσια μαλλιά της και η ίδια είχε κλάψει όταν της τα κούρεψαν οι άλλες αδελφές; Με περίμεναν μήπως κι εμένα τέτοιες στενοχώριες; Αν ακολουθούσα τις συμβουλές της και αν ήμουν αρκετά προσεκτική, θα γλίτωνα από μια τέτοια τύχη -μια ζωή διαλογισμού και θυσίας και ατέλειωτης ταπεινότητας;
   Σ' όλο το δρόμο για την εκκλησία, κρατούσα σφιχτά στα χέρια μου την πληγωμένη καρδιά της Γκρατσιέλας, σαν κειμήλιο.

   Οι ρόδες της άμαξας αντηχούσαν σαν τον κεραυνό καθώς περνούσαμε τον Τίβερη από τη γέφυρα Σαντ' Άντζελο, όπου δεκαοχτώ κρεμάλες στη σειρά οδηγούσαν στο οχυρό, τη φυλακή του Σαντ' Άντζελο. Δεκαοχτώ, αυτή ήταν η ηλικία μου όταν είχε γίνει η δίκη. Τώρα μόλις είχα κλείσει τα δεκαεννιά. Τύλιξα το σκουλαρίκι μου σ' ένα μαντίλι και το έκρυψα κάτω από τη φόδρα του σεντουκιού μου.
   Βρήκα τον πατέρα μου να βηματίζει πάνω κάτω μπροστά στην εκκλησία. "Τι σ' έπιασε και σηκώθηκες κι έφυγες έτσι; Πού πήγες;" ζήτησε να μάθει.
   "Να αποχαιρετήσω τις αδελφές. Δεν πειράζει. Δεν άργησα".
   Έδωσα το μανδύα μου στην Πόρτσια. Ο πατέρας κρατούσε σφιχτά το μπράτσο μου καθώς διασχίζαμε το σκοτεινό κλίτος για να μπούμε σ' ένα μικρό παρεκκλήσι που το φώτιζαν τέσσερα κεριά.
   Ένιωθα σαν να μην έπαιρνα εγώ η ίδια μέρος στην τελετή, σαν να ήμουν κάποιος περαστικός που είχε σταματήσει για να χαζέψει ένα κακόγουστο θέαμα. Με έπιασε μια λαχτάρα για τη μητέρα μου, για τον τρόπο που άγγιζε απαλά το κεφάλι μου, για το μελαγχολικό τραγούδι της. Θα ένιωθε πιο ήσυχη αν ήξερε ότι είχα παντρευτεί. Η Πόρτσια μου χαμογέλασε για να μου δώσει θάρρος και προσπάθησα να φανώ χαρούμενη, σεμνή και ευγνώμων, όπως ταίριαζε στην περίσταση, χωρίς το μανδύα μου όμως έτρεμα ανεξέλεγκτα μέσα στην κρύα πέτρινη εκκλησία.
   Τα λατινικά του ιερέα χάνονταν σ' ένα συγκεχυμένο βουητό που έδινε την αίσθηση ότι υπήρχε κάτι κρυφό σ' αυτό που κάναμε. Επανέλαβα τους όρκους, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι έλεγαν, όταν όμως ο ιερέας έφτασε στη φράση «μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος», σκέφτηκα ξαφνικά ότι και η Γκρατσιέλα θα πρέπει να είχε πει αυτές ακριβώς τις λέξεις. Δυσκολευόμουν να τις αρθρώσω. Κοίταξα τον Πιέτρο στα μάτια, όπως με είχε συμβουλέψει η Γκρατσιέλα. Ήταν σοβαρός, δίχως όμως την τρυφεράδα του Μιχαήλ Άγγελου με το μακρύ κόκκινο μανδύα του που με κοίταζε σαν να ήθελε ν' αγγίξει την ψυχή μου.

   Όταν η τελετή τελείωσε, η Πόρτσια έριξε το μανδύα στους ώμους μου. "Θα μου λείψεις", είπε χαμηλόφωνα.
   "Νιώθω σαν να τελείωσε ένα μέρος της ζωής μου", απάντησα κι εγώ ψιθυριστά ώστε να με ακούσει μόνο εκείνη.
   "Πρόκειται να ξεκινήσεις μια νέα ζωή. Μην ανησυχείς. Ο Πιεραντόνιο είναι καλός άνθρωπος", ψιθύρισε.
   "Μακάρι να έχεις δίκιο".
   Η βροχή μού μούσκευε το λαιμό, αλλά δεν μπορούσα να το πάρω απόφαση να μπω στην άμαξα, στην οποία είχαν ήδη φορτώσει το σεντούκι μου. Ο πατέρας μου σήκωσε τα χέρια, εκνευρισμένος που με έβλεπε να διστάζω. Το μόνο που περίμενα ήταν μια τρυφερή χειρονομία από μέρους του.
   "Μπες μέσα, μπες μέσα", είπε και μου έβαλε ένα βαρύ μπλε σακουλάκι στο χέρι. Το έκρυψα στις πτυχές της φούστας μου καθώς ανέβαινα στην άμαξα. Παρατήρησα τις βαθιές ρυτίδες γύρω από τα μάτια του και κατάλαβα ότι η στιγμή ήταν δύσκολη και γι' αυτόν. "Θα γράψω στον Μιχαήλ Άγγελο Μπουανορότι τον νεότερο για σένα. Να πας να τον δεις οπωσδήποτε". Έκλεισε την πόρτα, η άμαξα ξεκίνησε απότομα κι αυτός ο Πιέτρο, ή αυτός ο Αντόνιο, κι εγώ φύγαμε για τη Φλωρεντία, όπου, σκέφτηκα με ανακούφιση, δεν θα ήμουν πια ατιμασμένη.

Βρίλαντ Σούζαν, Το πάθος της Αρτεμισίας, (μετφ. Ρένα Χατχούτ), εκδ. Διήγηση, Αθήνα 2006

Υποσημειώσεις:
"Φως και σκιά": Απόδοση στα ελληνικά του ιταλικού όρου κιαροσκούρο. Το κιαροσκούρο είναι όρος που χρησιμοποιείται στη ζωγραφική ή τη χαρακτική για να περιγραφεί η χρήση έντονων αντιθέσεων μεταξύ φωτεινών και σκοτεινών ή φωτοσκιασμένων σημείων ενός πίνακα. Με την τεχνική του κιαροσκούρο οι μορφές της σύνθεσης δεν οριοθετούνται με κάποιο περίγραμμα, αλλά διακρίνονται μέσα από την αντιπαράθεση των φωτεινών και σκοτεινών επιφανειών. Συχνά επιχειρείται να ενισχυθεί με αυτό τον τρόπο ο δραματικός χαρακτήρας της σύνθεσης. Ο όρος ταυτίζεται συνήθως με ζωγράφους του 17ου αιώνα, ειδικότερα με τους Καραβατζιστές και τον Ρέμπραντ, ωστόσο ο Λεονάρντο ντα Βίντσι υπήρξε πρωτοπόρος του κιαροσκούρο.
(1) σίβυλλες: δακτυλοσφιγκτήρες, όργανο βασανισμού που έμοιαζε με καρυοθραύστη και συνέθλιβε τα δάχτυλα εκείνου που βασανιζόταν, προκαλώντας του αφόρητο πόνο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: