Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

[ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

1664   
   Η μητέρα δεν μου είχε πει πως θα έρχονταν.
   Μετά μου εξήγησε πως δεν ήθελε να δείχνω σφιγμένη. Ξαφνιάστηκα, γιατί νόμιζα πως με ήξερε καλύτερα. Όχι, δεν έκλαψα σαν μωρό, κάθε άλλο· ένας τρίτος θα νόμιζε πως ήμουν απόλυτα ήρεμη. Μόνο η μητέρα θα πρόσεχε το σφιγμένο σαγόνι και τα ορθάνοιχτα αλλά έτσι κι αλλιώς μεγάλα μάτια μου.
   Έκοβα λαχανικά στην κουζίνα όταν άκουσα φωνές στην εξώπορτα -μια γυναικεία, καθαρή και ψηλή σαν το φρεσκογυαλισμένο μπρούντζο, και μια αντρική, χαμηλή και βαριά σαν το παλιό τραπέζι της κουζίνας όπου στεκόμουν και δούλευα. Τέτοιες φωνές ακούγονταν πολύ σπάνια στο σπίτι μας. Στον ήχο τους μπορούσα εύκολα να διακρίνω πλούσια χαλιά, βιβλία, μαργαριτάρια και γούνες.
   Ευτυχώς που είχα τρίψει καλά τα σκαλιά της εξώπορτας πριν από λίγο.
   Η φωνή της μητέρας μου -βαθιά σαν χύτρα ή σαν μεγάλη καράφα κρασιού- ακούστηκε από το μπροστινό δωμάτιο. Προχωρούσαν προς την κουζίνα. Έσπρωξα τα πράσα που έκοβα και τα 'βαλα στη θέση τους, ακούμπησα το μαχαίρι στο τραπέζι, σκούπισα τα χέρια στην ποδιά μου και δάγκωσα τα χείλη μου για να πάρουν χρώμα.
   Πρώτα εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας η μητέρα -τα μάτια της, μια διπλή προειδοποίηση. Η γυναίκα που ερχόταν πίσω της χρειάστηκε να σκύψει για να μπει από την πόρτα. Ήταν πολύ ψηλή, ψηλότερη από τον άντρα που την ακολουθούσε.
   Όλοι στην οικογένειά μας, ακόμα κι ο πατέρας κι ο αδερφός μου, ήμασταν μικροκαμωμένοι.
   Η ψηλή γυναίκα έδειχνε σαν να την είχε χτυπήσει δυνατός αέρας, παρ' όλο που η μέρα ήταν ήρεμη και καλή. Το καπέλο της είχε πέσει προς τα πίσω και μερικές ξανθές μπούκλες τής έπεφταν στο μέτωπο, σαν μέλισσες που προσπαθούσε ανυπόμονα κάθε τόσο να τις διώξει. Ο γιακάς της ήθελε στρώσιμο και δεν έδειχνε κολλαρισμένος σωστά. Όταν έσπρωξε την γκρίζα κάπα της στο πλάι, είδα αμέσως ότι περιμένει παιδί -μέχρι το τέλος του χρόνου, ή κι ακόμα νωρίτερα, σκέφτηκα.
   Το πρόσωπό της ήταν πλατύ σαν δίσκος για το σερβίρισμα, κι άλλοτε έλαμπε, άλλοτε έδειχνε θαμπό. Τα μάτια της δυο ανοιχτοκάστανα κουμπιά, σχεδόν μελιά, ένας συνδυασμός που σπάνια συναντάει κανείς σε ξανθές γυναίκες. Προσπάθησε να με κοιτάξει επίμονα και αυστηρά, μα της ήταν αδύνατο να κρατήσει σταθερό το βλέμμα, η ματιά της χοροπηδούσε πέρα δώθε μες στο δωμάτιο.

   "Αυτή είναι λοιπόν;" είπε απότομα.
   "Ναι, η κόρη μου η Χριτ", απάντησε η μητέρα. Εγώ έκανα μια ελαφριά υπόκλιση προς το μέρος του άντρα και της γυναίκας.
   "Μάλιστα. Μικροκαμωμένη τη βλέπω. Είναι άραγε αρκετά δυνατή;" Γυρίζοντας προς το μέρος του άντρα, πίσω της, μια πτυχή της κάπας της πιάστηκε στη λαβή του μαχαιριού που είχα αφήσει στο τραπέζι· το μαχαίρι τινάχτηκε στο πάτωμα και στριφογύριζε γρήγορα.
   Η γυναίκα έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή.
   "Καταρίνα", είπε ήρεμα ο άντρας. Πρόφερε τ' όνομά της σαν να μασούσε ένα κομματάκι κανέλα. Η γυναίκα σταμάτησε αμέσως κι έκανε μια προσπάθεια να ηρεμήσει.
   Εγώ πήγα και μάζεψα το μαχαίρι από κάτω, σκουπίζοντας προσεκτικά τη λεπίδα στην ποδιά μου πριν το αφήσω πάλι στο τραπέζι. Πέφτοντας το μαχαίρι είχε ανακατέψει λίγο τα λαχανικά. Ξανάβαλα ένα κομμάτι καρότο στη θέση του.
   Ο άντρας με παρακολουθούσε με γκρίζα μάτια σαν τη θάλασσα. Το πρόσωπό του ήταν μακρύ, γωνιώδες, η έκφρασή του ήταν σταθερή, σε αντίθεση με την έκφραση της γυναίκας του, που τρεμόπαιζε σαν τη φλόγα του κεριού. Δεν είχε μουστάκι ή γένια, κι αυτό μου άρεσε, γιατί έδινε στο πρόσωπο μια αίσθηση καθαριότητας. Φορούσε μαύρη μπέρτα, άσπρο πουκάμισο κι ένα ωραίο δαντελένιο κολάρο. Κάτω από το καπέλο, τα μαλλιά του είχαν το σκούρο χρώμα του κοκκινότουβλου μετά τη βροχή.
   "Για πες μας λοιπόν, Χριτ, τι κάνεις εδώ πέρα;" με ρώτησε.
   Αιφνιδιάστηκα από την ερώτηση, αλλά κατάφερα να μην το δείξω. "Κόβω λαχανικά, κύριε. Για τη σούπα".
   Έβαζα πάντα τα λαχανικά σε κύκλο, το καθένα στη θέση του, σαν τις τριγωνικές φέτες μιας πίτας. Πάνω στο τραπέζι είχα φτιάξει πέντε τέτοιες φέτες: κοκκινολάχανο, κρεμμύδια, πράσα, καρότα και γογγύλια. Είχα ισιώσει το γύρω γύρω κάθε φέτας με την κόψη του μαχαιριού και στο κέντρο του κύκλου είχα βάλει μια ροδέλα καρότο.
   Ο άντρας χτύπησε τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι. "Τα έστρωσες ανάλογα με τη σειρά που μπαίνουν στη σούπα;" αναρωτήθηκε, ενώ περιεργαζόταν τον κύκλο.
   "Όχι, κύριε". Δίσταζα. Δεν μπορούσα να εξηγήσω γιατί άπλωσα τα λαχανικά μ' αυτή τη σειρά. Απλώς τα έβαλα όπως ένιωθα πως πρέπει να μπουν, αλλά ήμουν πολύ τρομαγμένη για να πω κάτι τέτοιο σ' έναν κύριο.
   "Βλέπω πως έχεις χωρίσει τα λευκά", είπε δείχνοντας τα κρεμμύδια και τα γογγύλια. "Αλλά και τα πορτοκαλιά από τα μοβ -κι αυτά δεν βρίσκονται μαζί. Γιατί;" Πήρε λίγο κοκκινολάχανο κι ένα κομματάκι καρότο και τα έπαιξε στο χέρι σαν ζάρια. 
   Γύρισα και κοίταξα τη μητέρα, που μου έκανε ένα αδιόρατο νεύμα.
   "Γιατί τα χρώματά τους μάχονται το ένα το άλλο όταν βρεθούνε κοντά, κύριε".
   Σήκωσε τα φρύδια, σαν να μην περίμενε μια τέτοια απάντηση. "Και ξοδεύεις κάθε φορά τόση ώρα για να τακτοποιήσεις τα λαχανικά στο τραπέζι πριν κάνεις μια σούπα;"
   "Α, όχι, κύριε", απάντησα μπερδεμένη. Δεν ήθελα να με περάσει για καμιά αργόσχολη.
   Με την άκρη του ματιού μου έπιασα τότε μια κίνηση. Η αδελφή μου η Άχνες, που μας παρακολουθούσε από το άνοιγμα της πόρτας, είχε κουνήσει το κεφάλι ακούγοντας την απάντησή μου. Πράγματι, δεν συνήθιζα να λέω ψέματα. Χαμήλωσα το βλέμμα.
   Ο άντρας γύρισε ελαφρά το κεφάλι και η Άχνες αμέσως εξαφανίστηκε. Εκείνος έριξε τα κομματάκια των λαχανικών πίσω στο τραπέζι. Το λάχανο έπεσε μες στα κρεμμύδια. Ήθελα ν' απλώσω το χέρι μου και να το σπρώξω στη θέση του. Δεν το έκανα, όμως εκείνος κατάλαβε πως ήθελα πολύ να το κάνω. Με δοκίμαζε.
   "Αρκετά φλυαρήσαμε", ανακοίνωσε τότε η γυναίκα. Αν και την είχε ενοχλήσει η στάση του άντρα, η προσοχή που μου έδειξε, κοίταζε συνοφρυωμένη εμένα. "Αύριο λοιπόν". Γύρισε κι έριξε μια ματιά στον άντρα της και βγήκε από το δωμάτιο, με τη μητέρα μου πίσω της. Εκείνος έριξε μια τελευταία ματιά στα υλικά για τη σούπα μας, κούνησε το κεφάλι σ' εμένα και τις ακολούθησε. 
   Όταν ξαναγύρισε η μητέρα, με βρήκε καθισμένη δίπλα στον κύκλο με τα λαχανικά. Περίμενα να μιλήσει πρώτα εκείνη. Παρ' όλο που είχαμε καλοκαίρι και η κουζίνα ήταν φούρνος, είχε μαζέψει τους ώμους σαν να τη χτύπησε παγωμένος βοριάς.
   "Από αύριο πιάνεις δουλειά στο σπίτι τους σαν υπηρέτρια", είπε τελικά. "Αν τα πας καλά, θα παίρνεις οχτώ δεκάρες την ημέρα. Και θα μένεις μαζί τους".
   Έσφιξα τα χείλη μου.
   "Μη με κοιτάς μ' αυτό το ύφος, Χριτ. Ξέρεις ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή, τώρα που ο πατέρας σου έχασε τη δουλειά του".
   "Πού μένουν;"
   "Στο τέρμα της Άουντε Λάνγκντεκ, στη διασταύρωση με τη Μόλενπορτ".
   "Στη συνοικία των Παπιστών; Δηλαδή είναι Καθολικοί;"
   "Τις Κυριακές μπορείς να έρχεσαι σπίτι. Συμφώνησαν σ' αυτό". Η μητέρα χούφτωσε με τα δυο της χέρια τα γογγύλια, και μαζί μερικά κρεμμύδια και λάχανα, και τα έριξε στην κατσαρόλα με το νερό που περίμενε στη φωτιά. Τα χρωματιστά τρίγωνα που τόσο προσεκτικά είχα στήσει πάνω στο τραπέζι, καταστράφηκαν.

   Ανέβηκα τη σκάλα για να βρω τον πατέρα. Ήταν καθισμένος στο μπροστινό μέρος της σοφίτας, πλάι στο παράθυρο, για να νιώθει στο πρόσωπό του το φως.
   Ο πατέρας ήταν τεχνίτης πορσελάνης, τα δάχτυλά του είχαν ακόμα γαλάζιους λεκέδες από τους αμέτρητους ερωτιδείς, τις νεαρές υπηρέτριες, τους στρατιώτες, τα καράβια, τα παιδιά, τα ψάρια, τα λουλούδια και τα ζώα που σχεδίασε, στίλβωσε κι έψησε πάνω στα διάσημα πλακάκια του τόπου μας. Ώσπου μια μέρα ο φούρνος τινάχτηκε στον αέρα, παίρνοντας μαζί του τα μάτια και την τέχνη του πατέρα μου. Ήταν ο τυχερός -δυο άλλοι σκοτώθηκαν επιτόπου.
   Κάθισα πλάι του και του έπιασα το χέρι.
   "Άκουσα", είπε προτού προλάβω να μιλήσω. "Τα άκουσα όλα". Η ακοή του είχε πάρει τη δύναμη από τα μάτια που έχασε.
   Δεν έβρισκα τίποτα να πω που να μην ακουστεί σαν παράπονο.
   "Λυπάμαι, Χριτ. Μακάρι να μπορούσα να σε φροντίσω καλύτερα". Εκεί που βρίσκονταν άλλοτε τα μάτια του, εκεί που του είχε ράψει το δέρμα ο γιατρός, είδα μια θλίψη. "Αλλά είναι σωστός άνθρωπος, τίμιος. Θα σου φερθεί καλά". Δεν είπε τίποτα για τη γυναίκα. 
   "Πώς είσαι σίγουρος γι' αυτό πατέρα; Τον ξέρεις;"
   "Δεν ξέρεις ποιος είναι;"
   "Όχι".
   "Θυμάσαι έναν πίνακα που είδαμε στο Δημαρχείο πριν από λίγα χρόνια, που τον παρουσίασε δημόσια ο Φαν Ράιβεν μόλις τον αγόρασε; Ήταν ένα τοπίο του Ντελφτ, μια όψη από τις πύλες Ρότερνταμ και Σχίνταμ. Με τον ουρανό να πιάνει το μεγαλύτερο μέρος του πίνακα και τον ήλιο να πέφτει σε μερικά κτίρια..."
   "Που είχε άμμο ανακατεμένη στα χρώματα για να φαίνονται ανάγλυφοι οι τοίχοι και οι στέγες", πρόσθεσα. "Και τα κτίρια έριχναν μακριές σκιές στο νερό, και μικροσκοπικοί άνθρωποι περπατούσαν μπροστά στην όχθη".
   "Αυτόν ακριβώς εννοώ!" Οι άδειες κόγχες τεντώθηκαν σαν να ήταν ακόμα τα μάτια στη θέση τους κι έβλεπε πάλι τον πίνακα μπροστά του.
   Τον θυμόμουν πολύ καλά αυτό τον πίνακα, είχα μάλιστα σταθεί πολλές φορές στο ίδιο ακριβώς σημείο του Ντελφτ, αλλά ποτέ δεν κατάφερα να το δω με τον τρόπο που το είχε δει ο ζωγράφος.
   "Αυτός λοιπόν ήταν ο Φαν Ράιβεν;"
   "Εννοείς το συλλέκτη;" γέλασε σιγανά ο πατέρας. "Όχι, παιδί μου, όχι. Για το ζωγράφο πρόκειται. Τον Βερμέερ. Προ ολίγου συνάντησες το ζωγράφο Γιοχάνες Βερμέερ και τη γυναίκα του. Θα καθαρίζεις το εργαστήριό του".

   Στα λιγοστά πράγματα που πήρα μαζί μου, η μητέρα πρόσθεσε ένα δεύτερο σκουφάκι για τα μαλλιά, άλλη μια ποδιά κι ένα κολάρο, για να μπορώ να πλένω καθημερινά το ένα και να φοράω το άλλο, κι έτσι να δείχνω πάντα καθαρή. Μου έδωσε κι ένα χτενάκι από ταρταρούγα, σκαλισμένο σε σχήμα κοχυλιού, κειμήλιο από τη γιαγιά μου, αλλά πολύ εξεζητημένο για να το φοράει μια υπηρέτρια, κι ένα προσευχητάρι για να διαβάζω όποτε ένιωθα την ανάγκη να ξεφύγω από τον Καθολικισμό, που θα μ' έζωνε από παντού στο καινούργιο σπίτι. 
   Την ώρα που μαζεύαμε τα πράγματα, μου εξήγησε γιατί πήγαινα στο σπίτι των Βερμέερ. "Ξέρεις, ο καινούργιος αφέντης σου είναι στην ηγεσία της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά, και ήταν επικεφαλής και πέρυσι, που έπαθε ο πατέρας σου το ατύχημα".
   Κούνησα το κεφάλι, ταραγμένη που επρόκειτο να δουλέψω για έναν τόσο σπουδαίο ζωγράφο.
   "Η Συντεχνία φροντίζει τα μέλη της όσο πιο καλά μπορεί. Θυμάσαι που ο πατέρας σου επί χρόνια έδινε κάθε βδομάδα λεφτά στο ταμείο; Αυτά τα λεφτά μοιράζονται σε τεχνίτες που έχουν ανάγκη, όπως εμείς τώρα. Αλλά το ποσό που μας έδωσε το ταμείο, τελειώνει γρήγορα, ειδικά τώρα που πήγε μαθητευόμενος ο Φρανς και δεν έχουμε έσοδα από πουθενά. Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Δεν θέλουμε να δεχτούμε ελεημοσύνη -ή τουλάχιστον προσπαθούμε να το αποφύγουμε όσο μπορούμε. Έτσι, όταν έμαθε ο πατέρας σου πως ο καινούργιος σου αφέντης ψάχνει για μια υπηρέτρια που να του καθαρίζει το εργαστήριο χωρίς να κουνάει τίποτα από τη θέση του, πρότεινε εσένα, γιατί σκέφτηκε πως ο Βερμέερ, σαν επικεφαλής της Συντεχνίας, και γνωρίζοντας την ατυχία που μας βρήκε, θα ήθελε να μας βοηθήσει".
 Κοσκίνισα για λίγο τα λόγια της. "Μα πώς γίνεται να καθαρίσεις ένα δωμάτιο χωρίς να κουνήσεις τίποτα από τη θέση του;"
   "Φυσικά και θα κουνήσεις, μα πρέπει να βρεις έναν τρόπο να ξαναβάζεις τα πάντα ακριβώς στην ίδια θέση, να φαίνεται σαν να μην άλλαξε τίποτα. Όπως κάνουμε για τον πατέρα σου, τώρα που δεν μπορεί να δει".
   Μετά το ατύχημα του πατέρα είχαμε μάθει να βάζουμε τα πράγματα πάντα στο ίδιο μέρος, για να ξέρει πού μπορεί να τα βρει. Άλλο πράγμα όμως να το κάνεις αυτό για κάποιον αόμματο κι άλλο για κάποιον με μάτια ζωγράφου.

   Το άλλο πρωί, την ώρα που ετοιμαζόμουν να φύγω, ο πατέρας ξεπρόβαλλε ξαφνικά στο κατώφλι, προχωρώντας ψηλαφιστά τοίχο τοίχο. Έσφιξα στην αγκαλιά μου τη μητέρα και την Άχνες. "Ούτε που θα καταλάβεις για πότε θα 'ρθει η Κυριακή", έκανε η μητέρα.
   Ο πατέρας μου άπλωσε και μου 'δωσε κάτι που είχε τυλίξει σ' ένα μαντίλι. "Για να σου θυμίζει το σπίτι σου", είπε. "Να σου θυμίζει εμάς".
   Ήταν το πιο αγαπημένο μου πλακάκι απ' όσα είχε φτιάξει. Τα πλακάκια του πατέρα που είχαμε στο σπίτι ήταν όλα λίγο πολύ ελαττωματικά -άλλα σκασμένα στο ψήσιμο, άλλα στραβοκομμένα, άλλα με τα σχέδιά τους θαμπά, γιατί ο φούρνος ήταν πολύ καυτός. Όμως αυτό ειδικά το πλακάκι ο πατέρας το κράτησε για μας. Ήταν μια απλή παράσταση δυο παιδιών, ενός κοριτσιού κι ενός μικρότερου αγοριού. Δεν τα έδειχνε όμως να παίζουν, όπως συνηθίζεται στα πλακάκια μ' αυτό το θέμα. Περπατούσαν απλώς πλάι πλάι, κι έμοιαζαν πολύ μ' εμένα και τον Φρανς όταν κάναμε βόλτες -ήταν ξεκάθαρο πως εμάς είχε κατά νου ο πατέρας όταν το ζωγράφιζε. Το αγοράκι προχωρούσε λίγο πιο μπροστά από το κορίτσι, αλλά είχε γυρίσει το κεφάλι για να του πει κάτι. Το ύφος του ήταν σκανταλιάρικο και πονηρό, τα μαλλιά του ανάκατα. Το κορίτσι φορούσε το δαντελένιο σκουφάκι του έτσι όπως το βάζω εγώ, όχι με τις άκρες δεμένες κάτω απ' το πιγούνι ή πίσω στο σβέρκο, όπως τα περισσότερα κορίτσια. Εμένα μου άρεσε να πέφτει το άσπρο σκουφάκι μου χαμηλά στο μέτωπο, σαν γείσο, κρύβοντας εντελώς τα μαλλιά μου, κι οι δυο μυτερές άκρες του να κρέμονται δεξιά κι αριστερά, έτσι που να μη φαίνεται καθόλου η έκφραση του προσώπου από το πλάι. Είχα το σκουφάκι μου πάντα κολλαριστό, βράζοντάς το με φλούδες πατάτας. 
   Ξεκίνησα με τα πόδια από το σπίτι, κουβαλώντας τα πράγματά μου δεμένα σε μια ποδιά. Ήταν ακόμα πολύ νωρίς -οι γείτονες είχαν μόλις ανοίξει την εξώπορτα, άδειαζαν κουβάδες νερό στα σκαλιά και τα έτριβαν. Από δω και πέρα αυτή τη δουλειά την αναλάμβανε η Άχνες, όπως και τα περισσότερα από τα δικά μου καθήκοντα. Θα είχε πια πολύ λιγότερο χρόνο για παιχνίδι στο δρόμο και στα κανάλια. Άλλαζε και η δική της ζωή.
   Ο κόσμος στο δρόμο με χαιρετούσε και με κοίταζε με περιέργεια. Κανείς δεν με ρώτησε πού πηγαίνω, ούτε είπε έναν καλό λόγο. Δεν ήταν ανάγκη -ήξεραν όλοι πολύ καλά τι συμβαίνει στις οικογένειες όταν χάσει ο πατέρας τη δουλειά του. Θα το συζητούσαν μεταξύ τους αργότερα- η μικρή Χριτ μπήκε υπηρέτρια, ο πατέρας της έριξε τη φαμίλια του πολύ χαμηλά. Δεν θα μιλούσαν ωστόσο με κακεντρέχεια. Ήξεραν πολύ καλά πως το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και σ' αυτούς από τη μια στιγμή στην άλλη. 

   Πέρασα μια γέφυρα και βρέθηκα στην Πλατεία της Αγοράς, εκεί που γίνεται τα Σάββατα το παζάρι. Ακόμα κι αυτή τη μέρα, που ήταν καθημερινή, περνούσε από την πλατεία αρκετός κόσμος πηγαίνοντας για κάποια δουλειά -για κρέας στη στοά των κρεοπωλείων, για ψωμί στο φούρνο, ή μεταφέροντας ξυλεία για ζύγισμα στην κρατική ζυγαριά. Τα παιδιά έτρεχαν για τα θελήματα των γονιών τους, οι μαθητευόμενοι για τα θελήματα των αρχιμαστόρων, οι υπηρέτριες για τα θελήματα των αφεντικών. Άλογα και κάρα περνούσαν με θόρυβο στο λιθόστρωτο. Στα δεξιά μου ήταν το Δημαρχείο, με την επίχρυση διακόσμηση στην πρόσοψη και τα λευκά μαρμάρινα πρόσωπα να κοιτάζουν προς την πλατεία από τα μικρά αετώματα στα παράθυρα. Στ' αριστερά μου είχα τη Νέα Μητρόπολη, όπου βαφτίστηκα πριν από δεκαέξι χρόνια. Το ψηλόλιγνο καμπαναριό της μου φαινόταν σαν πέτρινο κλουβί για πουλιά. Κάποτε ο πατέρας μάς ανέβασε στο καμπαναριό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα του Ντελφτ απλωμένη στα πόδια μας, στο μυαλό μου είναι πάντα χαραγμένα όλα τα στενά τουβλόχτιστα σπίτια, οι μυτερές κόκκινες στέγες, ο υδάτινος δρόμος του καναλιού και, πιο πέρα, οι πύλες της πόλης, μικρές μα ευδιάκριτες. Είχα ρωτήσει τότε τον πατέρα αν όλες οι πόλεις της Ολλανδίας ήταν σαν τη δική μας, αλλά δεν ήξερε να μου πει. Δεν είχε πάει ποτέ σ' άλλη πόλη, ούτε καν στη Χάγη, που είναι όλο κι όλο δυο ώρες δρόμος με τα πόδια.
   Προχώρησα στο κέντρο της πλατείας. Εκεί το λιθόστρωτο σχημάτιζε ένα αστέρι με οχτώ ακτίνες, κλεισμένο σε κύκλο. Κάθε ακτίνα έδειχνε και μια διαφορετική συνοικία του Ντελφτ. Ένιωθα το αστέρι σαν το πραγματικό κέντρο της πόλης και σαν κέντρο της δικής μου ζωής. Ο Φρανς, η Άχνες κι εγώ παίζαμε γύρω του από τη μέρα που μεγαλώσαμε αρκετά ώστε να πηγαίνουμε στην πλατεία. Το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν να διαλέγει κάποιος μια ακτίνα του αστεριού κι ο άλλος να λέει το όνομα ενός πράγματος -λουλούδι, εκκλησία, πελαργός, καροτσάκι- κι ύστερα να ξαμολιόμαστε προς την κατεύθυνση της ακτίνας μέχρι να το βρούμε. Μ' αυτό τον τρόπο είχαμε εξερευνήσει το μεγαλύτερο μέρος του Ντελφτ. 
   Υπήρχε ωστόσο μια ακτίνα που δεν την είχαμε ακολουθήσει ποτέ. Δεν είχα πάει ποτέ μου στη συνοικία των Παπιστών, εκεί που έμεναν οι Καθολικοί της πόλης. Το σπίτι όπου θα έπιανα δουλειά απείχε μόλις δέκα λεπτά απ' το πατρικό μου, όσο να πάρει βράση μια κατσαρόλα, αλλά δεν είχα περάσει ποτέ από κει.

   Αυτή τη φορά ακολούθησα την ακτίνα του άστρου με βήμα αργό, το πιο αργό απ' όλους τριγύρω μου, γιατί δίσταζα να εγκαταλείψω την οικειότητα της πλατείας. Διέσχισα τη γέφυρα κι έστριψα αριστερά στην Άουντε Λάνγκντεκ. Στ' αριστερά μου το κανάλι πήγαινε παράλληλα με το δρόμο, χωρίζοντάς τον από την Πλατεία της Αγοράς.
   Στη διασταύρωση με τη Μόλενπορτ είδα τέσσερα κοριτσάκια καθισμένα σ' ένα παγκάκι δίπλα στην ανοιχτή εξώπορτα ενός σπιτιού. Ήταν καθισμένα κατά ηλικία, από το μεγαλύτερο, που έδειχνε συνομήλικο με την Άχνες, μέχρι το πιο μικρό, που πρέπει να ήταν γύρω στα τέσσερα. Το ένα από τα δυο μεσαία κορίτσια κρατούσε στην αγκαλιά του ένα μωρό -όχι πολύ μικρό, μάλλον ήξερε κιόλας να μπουσουλάει και σε λίγο θα περπατούσε κανονικά.
   Πέντε παιδιά, σκέφτηκα. Και σε λίγο άλλο ένα.
   Το μεγαλύτερο έφτιαχνε σαπουνόφουσκες φυσώντας νερό μέσ' από ένα κοχύλι στερεωμένο στην άκρη ενός κούφιου ξύλου· ένα παρόμοιο είχε φτιάξει κάποτε και για μας ο πατέρας. Τα υπόλοιπα πετάγονταν κάθε τόσο από τη θέση τους για να σπάσουν τις σαπουνόφουσκες στον αέρα, μόλις βγαίναν απ' το φυσοκάλαμο. Το κορίτσι που είχε στα χέρια του το μωρό δεν μπορούσε να κάνει πολλές κινήσεις κι έπιανε τις λιγότερες σαπουνόφουσκες, παρ' όλο που καθόταν πιο κοντά στην πηγή. Το μικρότερο, καθισμένο στην άλλη άκρη του πάγκου, δεν είχε την παραμικρή ευκαιρία. Το δεύτερο από το τέλος ήταν το πιο γρήγορο, ορμούσε στις σαπουνόφουσκες και τις έσπαζε χτυπώντας τα χέρια του σαν να χειροκροτούσε. Είχε και τα πιο ζωηρόχρωμα μαλλιά, κατακόκκινα, σαν τα τούβλα του τοίχου που ήταν πίσω του. Το μικρότερο κορίτσι καθώς κι εκείνο με το μωρό είχαν τα μαλλιά της μάνας τους, σγουρά και ξανθά, ενώ το μεγαλύτερο είχε τα βαθυκόκκινα του πατέρα.
   Παρακολουθούσα το κορίτσι με τα κατακόκκινα μαλλιά να ορμάει στις σαπουνόφουσκες και να τις σπάζει λίγο πριν φτάσουν στα πλακάκια της εισόδου, στρωμένα σε γκρίζες και λευκές διαγώνιες γραμμές. Αυτή θα γίνει μεγάλος μπελάς, σκέφτηκα. "Καλύτερα να τις σπάζεις πριν πέσουν κάτω", της είπα. "Αλλιώς τα πλακάκια θα θέλουν πάλι τρίψιμο".
   Η μεγαλύτερη χαμήλωσε το φυσοκάλαμο. Τέσσερα ζευγάρια μάτια με κοίταξαν μ' ένα βλέμμα που δεν άφηνε αμφιβολίες ότι πρόκειται για αδερφές. Μπορούσα εύκολα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά των γονιών τους στην καθεμιά -γκρίζα μάτια εδώ, ανοιχτοκάστανα δίπλα, έντονες γωνίες στα πρόσωπα, ανυπόμονες κινήσεις στα χέρια.
   "Είσαι η καινούργια μας υπηρέτρια;" ρώτησε η μεγαλύτερη. 
   "Μας είπαν να σε περιμένουμε", πετάχτηκε η κοκκινομάλλα πριν προλάβω ν' απαντήσω. 
   "Κορνέλια, πήγαινε να φωνάξεις την Τάνεκε", της είπε η μεγάλη.
   "Πήγαινε εσύ, Αλέιντις", είπε με τη σειρά της η Κορνέλια στη μικρότερη, που με κοίταξε με τα μεγάλα γκρίζα μάτια της αλλά δεν κουνήθηκε.
   "Εντάξει, πάω εγώ". Φαίνεται πως η μεγαλύτερη αποφάσισε ότι ο ερχομός μου ήταν τελικά σημαντικό γεγονός.
   "Όχι, εγώ θα πάω". Η Κορνέλια πετάχτηκε από τη θέση της και προσπέρασε τρέχοντας την αδερφή της, αφήνοντάς με μόνη με τ' άλλα δυο, πιο ήσυχα κοριτσάκια.
   Έριξα μια ματιά στο μωρό, που χοροπηδούσε στην αγκαλιά της μεσαίας. "Είναι αδερφούλα ή αδερφούλης;" τη ρώτησα.
   "Αδερφούλης", μου απάντησε με μια φωνή απαλή σαν πουπουλένιο μαξιλάρι. "Και τον λένε Γιοχάνες. Μην τον φωνάξεις ποτέ Γιαν". Το τελευταίο το είπε σαν κάποιο γνώριμο οικογενειακό ρεφρέν.
   "Κατάλαβα", είπα. "Εσένα πώς σε λένε;"
   "Λίσμπεθ. Κι αυτή είναι η Αλέιντις". Η μικρότερη μου χαμογέλασε. Φορούσαν περιποιημένα καφετιά φορέματα, άσπρες ποδιές και λευκά σκουφάκια στα μαλλιά.
   "Και η μεγάλη σας αδερφή;"
   "Η Μάρτσε. Μην την φωνάξεις ποτέ Μαρία. Μαρία λένε τη γιαγιά μας. Μαρία Θινς. Το σπίτι αυτό είναι δικό της".
   Το μωρό άρχισε να κλαψουρίζει. Η Λίσμπεθ το χόρεψε για λίγο στα γόνατά της.
   "Εσύ είσαι η καινούργια;" άκουσα πίσω μου.
   Η γυναίκα που στεκόταν στο κατώφλι είχε πολύ πλατύ πρόσωπο, σημαδεμένο από κάποια παλιά αρρώστια. Η μύτη της ήταν σαν πρησμένη κι ασύμμετρη και τα χοντρά της χείλη σούφρωναν γύρω από ένα σχετικά μικρό στόμα. Τα μάτια της όμως ήταν ανοιχτογάλανα, σαν να είχαν αιχμαλωτίσει ένα κομμάτι καθαρού ουρανού. Φορούσε ένα καφεγκρίζο φουστάνι, άσπρη πουκαμίσα και σκουφάκι στα μαλλιά, μα η ποδιά της δεν ήταν καθαρή σαν τη δική μου. Το σώμα της έφραζε το άνοιγμα της πόρτας -η Μάρτσε και η Κορνέλια χρειάστηκε να σπρώξουν και να σκύψουν για να καταφέρουν να βγουν- και με κοίταζε με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, σαν να περίμενε κάποια πρόκληση από μέρους μου.
   Νιώθει κιόλας να απειλείται από την παρουσία μου, σκέφτηκα. Αν την αφήσω, θα μου κάνει τη ζωή δύσκολη.
   "Με λένε Χριτ", είπα κοιτάζοντάς την κατάματα. "Είμαι η καινούργια υπηρέτρια".
   Η γυναίκα στηρίχτηκε στο άλλο πόδι. "Τότε καλά θα κάνεις να περάσεις μέσα", είπε μετά από λίγο. Γύρισε και χάθηκε στο σκοτεινό εσωτερικό του σπιτιού, αφήνοντας την πόρτα ελεύθερη.
   Πέρασα το κατώφλι.
   Αυτό που θα θυμάμαι για πάντα από την πρώτη φορά που μπήκα στον προθάλαμο του σπιτιού, είναι οι πίνακες. Κοκάλωσα στην πόρτα σφίγγοντας τον μπόγο μου και κάρφωσα τα μάτια στους τοίχους. Είχα ξαναδεί ζωγραφιές, αλλά ποτέ τόσο πολλές στο ίδιο δωμάτιο. Μέτρησα έντεκα. Η μεγαλύτερη έδειχνε δυο σχεδόν ολόγυμνους άντρες που πάλευαν. Δεν μου φάνηκε για ιστορία από τη Βίβλο κι αναρωτήθηκα μήπως πρόκειται για κάποιο θέμα αποκλειστικά των Καθολικών. Οι άλλοι πίνακες είχαν πιο γνώριμα θέματα -σωρούς από φρούτα, τοπία, καράβια στη θάλασσα, πορτρέτα. Δεν έδειχναν έργα του ίδιου ζωγράφου. Αναρωτήθηκα ποια απ' όλα να ήταν του νέου κυρίου μου. Κανένα δεν μου φάνηκε αυτό που περίμενα.
   Αργότερα ανακάλυψα πως ήταν όλα έργα άλλων ζωγράφων -εκείνος σπάνια κρατούσε δικούς του πίνακες στο σπίτι. Εκτός από ζωγράφος ήταν και έμπορος έργων τέχνης, κι έτσι παντού μες στο σπίτι κρέμονταν πίνακες, ακόμα κι εκεί που κοιμόμουν. Πρέπει να ήταν γύρω στους πενήντα συνολικά, αν και ο αριθμός δεν ήταν σταθερός, γιατί εμπορευόταν και τους πουλούσε.
   "Έλα λοιπόν, μη στέκεσαι μ' ανοιχτό το στόμα, δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο!" Η γυναίκα προχώρησε βιαστικά σ' ένα μακρύ διάδρομο που διέσχιζε όλο το σπίτι. Έστριψε απότομα και μπήκε σ' ένα δωμάτιο στ' αριστερά· την ακολούθησα. Στον τοίχο απέναντί μου κρεμόταν ένας πίνακας πιο ψηλός από μένα. Έδειχνε τη Σταύρωση του Χριστού, με την Παναγία, τη Μαρία Μαγδαληνή και τον Ιωάννη γύρω από το σταυρό. Προσπάθησα να πάρω το βλέμμα μου, αλλά το μέγεθος και το θέμα με είχε εντυπωσιάσει. "Οι Καθολικοί δεν διαφέρουν και πολύ από μας", είχε πει ο πατέρας. Εμείς όμως δεν είχαμε τέτοιους πίνακες ούτε στα σπίτια μας ούτε στις εκκλησίες μας. Δεν είχαμε πουθενά τέτοιους πίνακες. Κι από δω και πέρα αυτό τον πίνακα θα τον έβλεπα καθημερινά.
   Αυτό το δωμάτιο το σκεφτόμουν πάντα σαν «δωμάτιο της Σταύρωσης». Ποτέ μου δεν ένιωσα άνετα εκεί.
   Ο πίνακας με εντυπωσίασε τόσο πολύ, ώστε δεν πρόσεξα τη γυναίκα που καθόταν στη γωνία, μέχρι τη στιγμή που μου μίλησε. "Ορίστε λοιπόν, κοπέλα μου", έκανε, "κάτι καινούργιο για σένα!" Καθόταν σε μια αναπαυτική καρέκλα καπνίζοντας την πίπα της. Τα μπροστινά της δόντια, στην άκρη της πίπας, ήταν καφέ απ' τον καπνό, ενώ τα δάχτυλά της είχαν λεκέδες από μελάνι. Το υπόλοιπο παρουσιαστικό ήταν άψογο -κατάμαυρο φόρεμα, λευκός δαντελένιος γιακάς, κολλαρισμένο σκουφάκι στα μαλλιά. Αν και το ρυτιδωμένο πρόσωπό της ήταν πολύ αυστηρό, τα ανοιχτοκάστανα μάτια της είχαν μια λάμψη ευθυμίας.
   Ήταν από κείνες τις γριές που λες ότι θα τους θάψουν όλους.
   Είναι η μητέρα της Καταρίνα, σκέφτηκα ξαφνικά. Δεν ήταν μόνο το χρώμα των ματιών και η λεπτή γκρίζα μπούκλα που είχε ξεγλιστρήσει από το σκουφάκι, όπως ακριβώς και της κόρης της. Έδειχνε άνθρωπος που προσέχει και φροντίζει τους λιγότερο ικανούς στη ζωή -προσέχει και φροντίζει την Καταρίνα. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα γιατί με είχαν οδηγήσει σ' αυτήν κι όχι στην κόρη της.
   Παρ' όλο που έδειχνε να με κοιτάζει αδιάφορα, η ματιά της ήταν άγρυπνη. Μισόκλεισε τα μάτια και συνειδητοποίησα πως διάβαζε όλες τις σκέψεις μου. Γύρισα το πρόσωπό μου στο πλάι, να το κρύψω πίσω από το σκουφάκι μου.
   Η Μαρία Θινς τράβηξε μια ρουφηξιά από την πίπα της και κρυφογέλασε. "Έτσι μπράβο, κοπέλα μου. Εδώ μέσα θα κρατάς τις σκέψεις σου για τον εαυτό σου. Ήρθες να δουλέψεις για την κόρη μου, ε; Αυτή τη στιγμή δεν είναι εδώ, βγήκε για ψώνια. Η Τάνεκε θα σε κατατοπίσει και θα σου πει τις δουλειές που πρέπει να κάνεις".
   Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. "Μάλιστα, κυρία".
   Η Τάνεκε, που στεκόταν δίπλα στη γριά, με προσπέρασε με μια σπρωξιά. Την ακολούθησα, νιώθοντας τα μάτια της Μαρίας Θινς να μου καίνε την πλάτη. Άκουσα ξανά το συγκρατημένο γέλιο της. 

   Η Καταρίνα γύρισε στο σπίτι την ώρα που ήμουν στην αυλή του πλυσταριού και μάζευα τη στεγνή μπουγάδα από το σκοινί. Άκουσα πρώτα τα κλειδιά της να κουδουνίζουν στο διάδρομο. Τα είχε πάντα κρεμασμένα σ' ένα μεγάλο κρίκο στη μέση της και χτυπούσαν πάνω στο γοφό της. Παρ' όλο που αυτό εμένα μου φαινόταν τελείως άβολο, εκείνη κυκλοφορούσε έτσι με μεγάλη περηφάνια. Έπειτα την άκουσα να μπαίνει στην κουζίνα, δίνοντας προσταγές στην Τάνεκε και στο παιδί που είχε κουβαλήσει τα ψώνια από την αγορά. Μιλούσε και στους δύο απότομα.
   Συνέχισα να μαζεύω και να διπλώνω σεντόνια, πετσέτες, μαξιλαροθήκες, φούστες, πουκάμισα, ποδιές, μαντίλια, κολάρα, μεταξωτά σκουφάκια. Ήταν κρεμασμένα πολύ απρόσεχτα, πιασμένα από λάθος σημεία, που είχαν μείνει ακόμα υγρά. Γεμάτα τσαλάκες και ζάρες, γιατί δεν τα είχαν τινάξει πριν απ' το άπλωμα. Έπρεπε να σιδερώνω τουλάχιστον μισή μέρα για να τα κάνω εμφανίσιμα.
   Η Καταρίνα εμφανίστηκε στην πόρτα, ιδρωμένη και κουρασμένη, αν και δεν ήταν ντάλα μεσημέρι ακόμα. Η πουκαμίσα της κρεμόταν ατημέλητα πάνω στο γαλάζιο της φόρεμα και η πράσινη ρόμπα που είχε ρίξει στους ώμους της ήταν ήδη τσαλακωμένη. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν πιο ανάστατα από την πρώτη φορά που την είδα, ειδικά τώρα που δεν φορούσε σκουφάκι για να τα μαζέψει. Οι ατίθασες μπούκλες πάλευαν με τα χτενάκια που τις συγκρατούσαν στον κότσο.
   Έδειχνε πως είχε ανάγκη να καθίσει για λίγο ήσυχα δίπλα στο κανάλι, για να την ηρεμήσει και να την ξεκουράσει η θέα του νερού.
   Δεν ήξερα πώς να φερθώ -δεν είχα ξανακάνει την υπηρέτρια ούτ' εμείς είχαμε υπηρέτρια στο σπίτι μας. Δεν υπήρχαν υπηρέτριες στη γειτονιά μας. Κανένας δεν είχε τόσα λεφτά. Έβαλα το ρούχο που δίπλωνα στο καλάθι, κούνησα το κεφάλι και είπα: "Καλημέρα, μαντάμ".
   Έσμιξε τα φρύδια και συνειδητοποίησα πως έπρεπε να την αφήσω να μιλήσει εκείνη πρώτη. Στο εξής θα ήμουν προσεκτικότερη. 
   "Σου έδειξε το σπίτι η Τάνεκε;"
   "Μάλιστα, μαντάμ".
   "Τότε λοιπόν ξέρεις τι πρέπει να κάνεις και πώς να το κάνεις..." Κοντοστάθηκε λιγάκι, σαν να είχε χάσει τα λόγια της, και μου φάνηκε πως ήξερε να παριστάνει την κυρία του σπιτιού ελάχιστα μόνο πιο καλά απ' όσο ήξερα εγώ να κάνω την υπηρέτρια. Η Τάνεκε έδειχνε εκπαιδευμένη από τη Μαρία Θινς και μάλλον ακολουθούσε τις δικές της οδηγίες, ό,τι κι αν έλεγε η Καταρίνα.
   Έπρεπε λοιπόν να τη βοηθήσω στο ρόλο της, αλλά χωρίς να το καταλάβει.
   "Η Τάνεκε μου εξήγησε πως εκτός από το πλύσιμο θέλετε να πηγαίνω στην αγορά για κρέας και ψάρια, μαντάμ", πρότεινα ευγενικά.
   Το πρόσωπο της Καταρίνα φωτίστηκε. "Ναι, βέβαια. Θα σε πάρει μαζί της μόλις τελειώσεις με την μπουγάδα. Μετά θα πηγαίνεις μόνη σου. Και θα μου κάνεις και μερικές άλλες δουλειές έξω απ' το σπίτι", πρόσθεσε.
   "Μάλιστα, μαντάμ". Περίμενα λιγάκι. Δεν είπε τίποτα, κι άπλωσα τα χέρια μου να κατεβάσω ένα αντρικό πουκάμισο από το σκοινί.
   Η Καταρίνα κοίταξε επίμονα το πουκάμισο. "Αύριο λοιπόν", μου είπε καθώς δίπλωνα το πουκάμισο, "θα σου δείξω το επάνω δωμάτιο που πρέπει να συγυρίζεις. Αύριο πρωί πρωί -πριν απ' οτιδήποτε άλλο". Και πριν προλάβω ν' απαντήσω, γύρισε κι εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι.
   Μάζεψα κι έφερα μέσα τα ρούχα, βρήκα το σίδερο, το καθάρισα και το έβαλα στη φωτιά να ζεσταθεί. Είχα μόλις ξεκινήσει το σιδέρωμα, όταν η Τάνεκε ήρθε κι άπλωσε προς το μέρος μου ένα καλάθι για ψώνια, λέγοντας: "Είναι ώρα να πάμε στο χασάπη για κρέας. Σε λίγο πρέπει να βάλω το κρέας να ψήνεται". Την άκουγα τόση ώρα να πηγαινοέρχεται στην κουζίνα και μύριζα ήδη τα γογγύλια που έβραζε.
   Στο παγκάκι έξω απ' το σπίτι καθόταν η Καταρίνα, με τη Λίσμπεθ μπροστά της σ' ένα σκαμνί και τον Γιοχάνες να κοιμάται στην κούνια του. Χτένιζε τα μαλλιά της μικρής και την έψαχνε να δει μήπως είχε ψείρες. Δίπλα της η Κορνέλια και η Αλέιντις προσπαθούσαν να ράψουν. "Όχι, Αλέιντις", έλεγε η Καταρίνα, "να τραβάς την κλωστή περισσότερο, αυτό είναι πολύ χαλαρό. Κορνέλια, δείξ' της".
   Δεν μπορούσα να τις φανταστώ να κάθονται τόσο ήσυχα όλες μαζί.
   Η Μάρτσε ήρθε τρέχοντας από το κανάλι. "Στο χασάπη πηγαίνετε; Μαμά, μπορώ να πάω κι εγώ;"
   "Μόνο αν δεν απομακρύνεσαι από την Τάνεκε και την ακούς".
   Χάρηκα που θα παίρναμε μαζί μας τη Μάρτσε. Η Τάνεκε ήταν ακόμα επιφυλακτική απέναντί μου, αλλά η Μάρτσε ήταν πρόσχαρη και σπιρτόζα κι αυτό μας διευκόλυνε να δείχνουμε πιο φιλικές.
   Ρώτησα την Τάνεκε πόσον καιρό δούλευε κοντά στη Μαρία Θινς.
   "Ου, πολλά χρόνια", είπε. "Πριν ακόμα παντρευτεί ο κύριος τη μικρή κυρία κι έρθει να μείνει μαζί μας. Ξεκίνησα πάνω κάτω στη δική σου ηλικία. Αλήθεια, πόσων χρονών είσαι;"
   "Δεκαέξι".
   "Εγώ ξεκίνησα στα δεκατέσσερα". Η Τάνεκε υπολόγισε με καμάρι: "Δουλεύω δηλαδή εδώ τη μισή μου ζωή".
   Εγώ δεν θα έλεγα ποτέ κάτι τέτοιο με περηφάνια. Η σκληρή δουλειά την είχε σπάσει κι έδειχνε πολύ μεγαλύτερη από είκοσι οχτώ.

   Όταν γυρίσαμε, η Καταρίνα χτένιζε τα μαλλιά της Κορνέλια. Δεν μου έδωσαν καμιά σημασία. Βοήθησα την Τάνεκε να ετοιμάσει το γεύμα, γυρίζοντας το κρέας στη φωτιά, στρώνοντας το τραπέζι στο μεγάλο δωμάτιο, κόβοντας το ψωμί.
   Όλα ήταν έτοιμα για το γεύμα και τα κορίτσια μπήκαν στο σπίτι, η Μάρτσε στην κουζίνα για να βοηθήσει την Τάνεκε, οι υπόλοιπες στη μεγάλη κάμαρα όπου είχε στρωθεί το τραπέζι. Την ώρα που έβαζα τη γλώσσα στο δοχείο του κρέατος στην αποθήκη -γιατί η Τάνεκε την είχε ξεχάσει και παραλίγο να την αρπάξει η γάτα- εκείνος εμφανίστηκε στην εξώπορτα. Στάθηκε στο άνοιγμά της, πέρα στο τέρμα του διαδρόμου, φορώντας το καπέλο του και μακριά κάπα. Κοκάλωσα στη θέση μου. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, μα το φως ήταν πίσω του και δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό του. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν κοιτούσε προς το μέρος μου, στο βάθος του διαδρόμου. Μετά από λίγο μπήκε στη μεγάλη κάμαρα κι εξαφανίστηκε.
   Η Τάνεκε και η Μάρτσε σέρβιραν το φαγητό, ενώ εγώ πρόσεχα το μωρό στο δωμάτιο της Σταύρωσης. Όταν τέλειωσε το σερβίρισμα, η Τάνεκε ήρθε και φάγαμε ό,τι έφαγε και η υπόλοιπη οικογένεια -μπριζόλες, γογγύλια, ψωμί κι ένα ποτήρι μπίρα. Αν και το κρέας του Πίτερ δεν ήταν καλύτερο από του δικού μας χασάπη, ήταν σίγουρα μια ευπρόσδεκτη γεύση μετά από τόσον καιρό. Το ψωμί ήταν λευκό, από σίκαλη, όχι μαύρο, όπως το φτηνότερο που τρώγαμε εμείς στο σπίτι, και η μπίρα δεν ήταν καθόλου νερωμένη.
   Δεν βοήθησα καθόλου στο γεύμα κι έτσι δεν είχα την ευκαιρία να τον ξαναδώ. Πού και πού άκουγα τη φωνή του, συνήθως μαζί με τη φωνή της Μαρίας Θινς. Από το ύφος τους φαινόταν πως τα πήγαιναν πολύ καλά.

   Όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι, απέφυγα να κοιτάξω τον πίνακα και σκαρφάλωσα την ξύλινη σκάλα. Άκουσα τα κλειδιά της Καταρίνα να κουδουνίζουν στα μπροστινά δωμάτια και πήγα να τη βρω. Οι κινήσεις της ήταν αργές κι έδειχνε μισοκοιμισμένη ακόμα, μα μόλις με είδε έκανε μια προσπάθεια να συνέλθει. Με οδήγησε στη σκάλα για τον επάνω όροφο και την ανέβηκε αργά, πιασμένη γερά απ' την κουπαστή, σαν να τραβούσε το ίδιο της το βάρος.
   Φτάνοντας στο εργαστήριο, έψαξε στην αρμαθιά με τα κλειδιά της, ξεκλείδωσε κι έσπρωξε την πόρτα. Τα παντζούρια ήταν κλειστά και το δωμάτιο σκοτεινό -στο ελάχιστο φως που έμπαινε από τις χαραμάδες, μόλις που μπορούσα να διακρίνω μερικά πράγματα. Όλος ο χώρος ανέδιδε μια καθαρή, διαπεραστική μυρωδιά λινέλαιου, που μου θύμισε τα ρούχα του πατέρα όταν γύριζε το βράδυ από το εργαστήριο κεραμικής. Μύριζε ξύλο και φρεσκοκομμένο άχυρο.
   Η Καταρίνα είχε σταθεί στο κατώφλι της πόρτας. Εγώ περίμενα, δεν τολμούσα να μπω στο δωμάτιο πριν από κείνη. Μετά από μια στιγμή αμηχανίας: "Τι περιμένεις", με πρόσταξε, "άνοιξε λοιπόν τα παντζούρια! Όχι στο αριστερό παράθυρο. Μόνο στο μεσαίο και στο δεξιό. Και στο μεσαίο, μόνο το κάτω μέρος".
   Διέσχισα το δωμάτιο, πέρασα δίπλα από ένα καβαλέτο και μια καρέκλα και πήγα στο μεσαίο παράθυρο. Σήκωσα το κάτω τζάμι κι άνοιξα τα παντζούρια. Δεν έριξα ούτε μια ματιά στον πίνακα πάνω στο καβαλέτο -όχι, όχι όσο με παρακολουθούσε η Καταρίνα από το άνοιγμα της πόρτας.
   Κάτω από το δεξιό παράθυρο υπήρχε ένα τραπέζι με μια καρέκλα στη γωνία. Η καρέκλα είχε δερμάτινη ράχη και κάθισμα, στολισμένα με κίτρινα φύλλα και άνθη.
   "Εκεί να μην πειράξεις τίποτα", μου υπενθύμισε η Καταρίνα. "Είναι το θέμα που ζωγραφίζει.
   Ακόμα κι αν σηκωνόμουν στις μύτες των ποδιών, δεν θα μπορούσα με τίποτα να φτάσω το επάνω μέρος του παραθύρου και τα παντζούρια. Έπρεπε ν' ανεβώ στην καρέκλα για ν' ανοίξω, μα δεν ήθελα να το κάνω μπροστά της. Με την Καταρίνα στην πόρτα να περιμένει κάποιο λάθος μου, δεν μπορούσα να ηρεμήσω με τίποτα.
   Στάθηκα κι αναρωτιόμουν τι έπρεπε να κάνω.
   Ευτυχώς μ' έσωσε το μωρό -άρχισε να κλαίει κάτω στη μεγάλη κάμαρα. Η Καταρίνα στηριζόταν με αδημονία πότε στο ένα πόδι, πότε στο άλλο. Βλέποντας πως καθυστερώ, έχασε την υπομονή της και τελικά κατέβηκε κάτω να κοιτάξει τον μικρό Γιοχάνες.
   Ανέβηκα αμέσως και ισορρόπησα προσεκτικά στο ξύλινο πλαίσιο της καρέκλας, σήκωσα το επάνω παράθυρο, έσκυψα προς τα έξω κι έσπρωξα τα παντζούρια ν' ανοίξουν. Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο δρόμο, είδα την Τάνεκε να σφουγγαρίζει τα πλακάκια της εξώπορτας. Δεν με πήρε είδηση, αλλά μια γάτα που διέσχιζε τα βρεγμένα πλακάκια πίσω της, στάθηκε και σήκωσε το βλέμμα της προς το μέρος μου.
   Άνοιξα το κάτω παράθυρο και κατέβηκα από την καρέκλα. Τότε κάτι κινήθηκε μπροστά μου· κοκάλωσα. Η κίνηση αμέσως σταμάτησε. Ήμουν εγώ, ή μάλλον η εικόνα μου στον καθρέφτη που κρεμόταν στον τοίχο ανάμεσα στα δυο παράθυρα. Κοιτάχτηκα. Αν και είχα ένα ανήσυχο, ένοχο ύφος, το πρόσωπό μου ήταν λουσμένο στο φως και το δέρμα μου έλαμπε. Σταμάτησα για λίγο, κοιτάζοντας τον εαυτό μου με έκπληξη, κι έπειτα τραβήχτηκα από τον καθρέφτη.
   Τώρα είχα χρόνο να εξερευνήσω το δωμάτιο. Ήταν ένα δωμάτιο πολύ τακτικό, μακριά από την αναστάτωση που προκαλεί η καθημερινότητα στο χώρο. Είχε μια ατμόσφαιρα διαφορετική από το υπόλοιπο σπίτι, σαν να ήταν ένα άλλο, ξεχωριστό διαμέρισμα. Με την πόρτα κλειστή, θα ήταν μάλλον δύσκολο ν' ακουστούν οι φωνές και η φασαρία των παιδιών, το κουδούνισμα των κλειδιών της Καταρίνα και οι θόρυβοι από τις σκούπες και τους κουβάδες μας.
   Έπιασα λοιπόν το σφουγγαρόπανο, τον κουβά και το ξεσκονόπανο και άρχισα την καθαριότητα. Ξεκίνησα από τη γωνία όπου ήταν στημένη η σύνθεση, ξέροντας πως δεν έπρεπε να κουνήσω τίποτα από τη θέση του. Γονάτισα πάνω στην καρέκλα για να ξεσκονίσω το παράθυρο που είχα ανοίξει με κόπο και στη συνέχεια την κίτρινη κουρτίνα που κρεμόταν από τη μια πλευρά, προς τη γωνία του τοίχου, αγγίζοντάς την πολύ απαλά για να μη χαλάσω τις πτυχές της. Τα μικρά τετράγωνα τζάμια ήταν πολύ λερωμένα και χρειάζονταν τρίψιμο με ζεστό νερό, αλλά δεν ήμουν σίγουρη αν εκείνος τα ήθελε εντελώς καθαρά. Έπρεπε να ρωτήσω την Καταρίνα.
   Στη συνέχεια ξεσκόνισα τις καρέκλες και γυάλισα τα μπρούντζινα καρφιά και τις λιονταροκεφαλές. Το τραπέζι είχε πολύ καιρό να ξεσκονιστεί κανονικά. Κάποιος είχε καθαρίσει απλώς γύρω από τα αντικείμενα που είχε πάνω -ένα πινέλο για πούδρα, ένα μεταλλικό κύπελλο, ένα γράμμα, ένα μαύρο πήλινο βάζο, ένα γαλάζιο ύφασμα ριγμένο στη μια πλευρά του τραπεζιού και κρεμασμένο από την άλλη. Για να ξεσκονιστεί το τραπέζι σωστά, ήταν απαραίτητο να μετακινηθούν όλα. Όπως μου είχε πει η μητέρα μου, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να μετακινώ τα πράγματα και να τα ξαναβάζω στην ίδια ακριβώς θέση, σαν να μην τα είχε αγγίξει κανείς.
   Το γράμμα ήταν κοντά στη γωνία του τραπεζιού. Αν σημάδευα με τον αντίχειρα τη μια άκρη του χαρτιού, με το δείκτη την άλλη και στήριζα το χέρι μου με το μικρό δάχτυλο στη γωνία του τραπεζιού, θα μπορούσα να σηκώσω το γράμμα, να σκουπίσω το τραπέζι αποκάτω και να το ξαναβάλω στο σημείο που έδειχναν τα δάχτυλά μου.
   Έβαλα τα δάχτυλα στο τραπέζι, πήρα μια βαθιά ανάσα, σήκωσα το γράμμα, ξεσκόνισα και το ξανάβαλα στη θέση του, όλα με μια κίνηση. Δεν ξέρω γιατί, μα ένιωσα πως έπρεπε να το κάνω γρήγορα. Απομακρύνθηκα από το τραπέζι και κοίταξα. Το γράμμα έδειχνε να βρίσκεται στη σωστή θέση, αν και αυτό μπορούσε να το κρίνει μόνο εκείνος.
   Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, αν ήταν αυτός ο τρόπος τους να με δοκιμάσουν, ήταν μια δοκιμασία που έπρεπε να την περάσω.
   Μέτρησα με την παλάμη μου την απόσταση από το γράμμα μέχρι το πινέλο της πούδρας κι έπειτα έβαλα τα δάχτυλα σε διάφορα σημεία στη μια πλευρά του πινέλου. Το σήκωσα, ξεσκόνισα, το ξανάβαλα στη θέση του και μέτρησα προσεκτικά τη σωστή απόστασή του από το γράμμα. Το ίδιο έκανα και με το κύπελλο.
   Μ' αυτό τον τρόπο καθάρισα το τραπέζι χωρίς να φαίνεται πως μετακίνησα τίποτε. Μετρούσα το καθετί σε σχέση με τα υπόλοιπα πράγματα γύρω του, καθώς και τις αποστάσεις μεταξύ τους. Τα μικρά αντικείμενα πάνω στο τραπέζι ήταν ευκολότερα από τα έπιπλα -εκεί χρησιμοποιούσα όχι μόνο τα δάχτυλα και τα χέρια, αλλά και τα πόδια, τα γόνατα, ακόμα και τους ώμους ή το πιγούνι μου, για τις καρέκλες.
   Με το γαλάζιο ύφασμα που ήταν ριγμένο τυχαία πάνω στο τραπέζι, δεν ήξερα τι να κάνω. Αν το σήκωνα, δεν θα μπορούσα με τίποτα να ξαναστρώσω τις ίδιες πτυχές. Το άφησα προς το παρόν όπως ήταν, ελπίζοντας πως σε κάνα δυο μέρες θα έβρισκα κάποιον τρόπο να το καθαρίσω κι αυτό.
   Το υπόλοιπο δωμάτιο δεν χρειαζόταν τόση προσοχή. Ξεσκόνισα, σκούπισα και σφουγγάρισα τα πάντα -το πάτωμα, τους τοίχους, τα παράθυρα, τα έπιπλα- με την ικανοποίηση που έχει κανείς όταν τακτοποιεί ένα δωμάτιο που χρειάζεται γενναίο καθάρισμα. Στη γωνία απέναντι από τα παράθυρα και το τραπέζι υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε σε μια αποθήκη γεμάτη μισοτελειωμένους πίνακες και καμβάδες, καρέκλες, μπαούλα, βάζα, πιατικά, δοχεία νυκτός, μια κρεμάστρα κι ένα ράφι με βιβλία. Καθάρισα κι εκεί μέσα, τακτοποιώντας κάπως τα ανάκατα πράγματα.
   Όλη αυτή την ώρα απέφευγα συστηματικά να καθαρίσω γύρω από το καβαλέτο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά φοβόμουν να κοιτάξω τον πίνακα που ήταν πάνω του. Στο τέλος δεν είχε μείνει τίποτ' άλλο να κάνω. Ξεσκόνισα λοιπόν την καρέκλα μπροστά από το καβαλέτο κι έπειτα άρχισα να το ξεσκονίζω κι αυτό, αποφεύγοντας με κάθε τρόπο να κοιτάξω τον πίνακα. Όταν όμως το μάτι μου έπεσε στο κίτρινο σατέν, αναγκάστηκα να σταθώ. 
   Κοιτούσα ακόμα αποσβολωμένη τον πίνακα, όταν άκουσα πίσω μου τη φωνή της Μαρίας Θινς.
   "Σπάνια βλέπει κανείς κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;"
   Δεν την είχα ακούσει να μπαίνει. Στεκόταν μπροστά στην πόρτα, λίγο γερτή από τα χρόνια, με περιποιημένο κατάμαυρο φόρεμα και κάτασπρο δαντελένιο γιακά.
   Δεν ήξερα τι να απαντήσω και, μη μπορώντας ν' αντισταθώ, γύρισα πάλι το βλέμμα στον πίνακα.
   Η Μαρία Θινς γέλασε. "Δεν είσαι η μόνη που τα χάνει μπροστά στους πίνακές του, κοπέλα μου". Ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. "Μάλιστα. Εδώ έκανε καλή δουλειά. Αυτή που βλέπεις, είναι η γυναίκα του Φαν Ράιβεν". Αναγνώρισα το όνομα του συλλέκτη που είχε αναφέρει ο πατέρας. "Δεν είναι όμορφη, αυτός όμως την κάνει ωραία", πρόσθεσε. "Σίγουρα θα πιάσει καλή τιμή".
   Επειδή ήταν το πρώτο δικό του έργο που είδα, το θυμόμουν πάντα καλύτερα από τα υπόλοιπα, ακόμα κι απ' αυτά που είδα να δημιουργούνται μπροστά μου από το πρώτο υπόστρωμα μέχρι τις τελευταίες πινελιές.
   Μια γυναίκα στεκόταν μπροστά σ' ένα τραπέζι, γυρισμένη προς το μέρος ενός καθρέφτη στον τοίχο, έτσι ώστε ο θεατής έβλεπε το προφίλ της. Φορούσε μια μπέρτα από ακριβό κίτρινο σατέν με άσπρη ερμίνα στο τελείωμα και μια κόκκινη κορδέλα στα μαλλιά -τελευταία λέξη της μόδας. Το φως που έμπαινε απ' το παράθυρο στ' αριστερά τόνιζε τις λεπτές καμπύλες του μετώπου και της μύτης της. Με τα χέρια σηκωμένα, κρατούσε ψηλά τις άκρες της κορδέλας κι έδενε ένα μαργαριταρένιο κολιέ στο λαιμό της. Καταγοητευμένη από την εικόνα της στον καθρέφτη, δεν έδειχνε ν' αντιλαμβάνεται πως κάποιος -ο θεατής- τη βλέπει. Στο φωτισμένο λευκό τοίχο πίσω της κρεμόταν ένας παλιός χάρτης, ενώ στο μισοσκόταδο μπροστά της ήταν το τραπέζι με το γράμμα, το πινέλο της πούδρας και τα υπόλοιπα πράγματα που είχα μόλις ξεσκονίσει.
   Ήθελα να φορέσω κι εγώ την μπέρτα και τα μαργαριτάρια της. Ήθελα να γνωρίσω τον άνθρωπο που τη ζωγράφιζε μ' αυτό τον τρόπο.
   Θυμήθηκα τον εαυτό μου να κοιτάζεται στον καθρέφτη πριν από λίγο και ντράπηκα.
   Δίπλα μου η Μαρία Θινς έδειχνε πολύ ικανοποιημένη, κοιτάζοντας τον πίνακα ξανά και ξανά. Ήταν παράξενη αίσθηση να βλέπεις τον πίνακα και, ακριβώς πίσω του, ολοζώντανη πάνω στο τραπέζι, τη σύνθεση που απεικόνιζε. Ξεσκονίζοντας τα αντικείμενα στο τραπέζι, τα ήξερα ήδη όλα καλά, με τις αναλογίες και τις αποστάσεις μεταξύ τους -το γράμμα στη γωνία, το πινέλο αφημένο τυχαία δίπλα στο κύπελλο, το γαλάζιο ύφασμα με τις πτυχές του γύρω από το μαύρο βάζο. Ήταν ακριβώς τα ίδια, μόνο που έδειχναν καθαρότερα και πιο αγνά. Σαν να ειρωνεύονταν την προσπάθειά μου να τα καθαρίσω.
   Τότε είδα ξαφνικά μια διαφορά. Κράτησα την ανάσα μου.
   "Τι συμβαίνει, κοπέλα μου;"
   "Στον πίνακα, η καρέκλα δίπλα στη γυναίκα δεν έχει λιονταροκεφαλές", είπα.
   "Πολύ σωστά. Παλιότερα υπήρχε κι ένα λαούτο σ' αυτή την καρέκλα. Κάνει ένα σωρό αλλαγές, ξέρεις. Δεν ζωγραφίζει μόνο αυτό που βλέπει, αλλά κι αυτό που πρέπει. Πες μου λοιπόν, κοπέλα μου, αυτός ο πίνακας σου φαίνεται τελειωμένος;"
   Την κοίταξα με απορία. Η ερώτηση ήταν μάλλον παγίδα, μα δεν μπορούσα να φανταστώ κάποια αλλαγή που θα έκανε τον πίνακα ακόμα καλύτερο.
   "Γιατί, δεν είναι;..." τραύλισα.
   Η Μαρία Θινς ξεφύσηξε ειρωνικά. "Τον ζωγραφίζει πάντως εδώ και τρεις μήνες. Κατά πάσα πιθανότητα θα συνεχίσει για άλλους δύο. Θ' αλλάξει ακόμα πολλά. Θα δεις". Έριξε μια ματιά γύρω της. "Απ' ό,τι βλέπω, τελείωσες το συγύρισμα, έτσι δεν είναι; Καλά λοιπόν, μπορείς να πηγαίνεις. Γύρνα στις υπόλοιπες δουλειές σου. Όπου να 'ναι θα έρθει για να δει πώς τα πήγες εδώ στο εργαστήριο".
   Έριξα μια τελευταία ματιά στον πίνακα, μα όσο πιο πρεσεκτικά προσπαθούσα να τον παρατηρήσω, τόσο περισσότερο ένιωθα κάτι να μου ξεφεύγει. Ήταν σαν να κοιτάς έν' αστέρι στο νυχτερινό ουρανό -όταν προσπαθείς να το κοιτάξεις κατάματα, θολώνει και χάνεται, ενώ κοιτάζοντάς το με την άκρη του ματιού, στα κλεφτά, λάμπει πολύ πιο καθαρά.
   Μάζεψα τη σκούπα, τον κουβά και το σφουγγαρόπανο. Φεύγοντας από το δωμάτιο, άφησα τη Μαρία Θινς να στέκεται ακόμα μπροστά στον πίνακα.

   Όταν γύρισα από το χασάπη στο σπίτι, η Καταρίνα ήταν έξω στο παγκάκι και τάιζε τον μικρό Γιοχάνες. Της έδειξα το κρέας που αγόρασα και κούνησε το κεφάλι της επιδοκιμαστικά. Καθώς πήγαινα να μπω μέσα, είπε χαμηλόφωνα: "Ο άντρας μου επιθεώρησε το εργαστήριο και είδε πως έκανες τη δουλειά σου καλά". Δεν γύρισε να με κοιτάξει.
   "Ευχαριστώ, μαντάμ". Μπαίνοντας στο σπίτι έριξα μια ματιά σε μια νεκρή φύση -ήταν ένας αστακός και φρούτα- και σκέφτηκα: Θα μείνω λοιπόν· θα με κρατήσουν.
   Η υπόλοιπη μέρα πέρασε όπως η προηγούμενη κι όπως θα περνούσαν όλες οι επόμενες. Αφού συγύριζα το εργαστήριο και πήγαινα στην αγορά για κρέας ή ψάρι, έπιανα πάλι την μπουγάδα, τη μια μέρα ξεδιαλέγοντας, μουλιάζοντας και τρίβοντας τους λεκέδες, την άλλη πλένοντας, βράζοντας και στραγγίζοντας τα ρούχα, την τρίτη στεγνώνοντας, σιδερώνοντας και μαντάροντας, μέχρι να καταλήξουν όλα τακτοποιημένα στο συρτάρι. Κάποια στιγμή σταματούσα για να βοηθήσω την Τάνεκε στο μαγείρεμα και το σερβίρισμα. Μετά το μεσημεριανό μαζεύαμε το τραπέζι, πλέναμε τα πιάτα και κάναμε ένα διάλειμμα με λίγο ράψιμο στο μπροστινό παγκάκι ή πίσω στη μικρή αυλή της κουζίνας. Μετά το διάλειμμα συνέχιζα την πρωινή μου δουλειά και ύστερα βοηθούσα πάλι την Τάνεκε να ετοιμάσει το βραδινό. Στο τέλος σφουγγαρίζαμε άλλη μια φορά τα πατώματα, για να τα βρουν φρέσκα και καθαρά το πρωί. 
   Κάθε νύχτα σκέπαζα τη Σταύρωση που κρεμόταν απέναντι από το κρεβάτι μου με την ποδιά που φορούσα την ημέρα. Κοιμόμουν πολύ καλύτερα έτσι. Το άλλο πρωί έβαζα καθαρή ποδιά κι έριχνα την παλιά στην μπουγάδα.

   Τη δεύτερη μέρα, την ώρα που η Καταρίνα μου ξεκλείδωνε την πόρτα του εργαστηρίου, τη ρώτησα αν έπρεπε να καθαρίζω και τα τζάμια.
   "Γιατί όχι;" απάντησε νευριασμένα. "Μη με ζαλίζεις με τόσο ασήμαντα πράγματα".
   "Μα, για το φως, μαντάμ", της εξήγησα. "Αν τα καθαρίσω, το φως θ' αλλάξει όλο τον πίνακα. Ελάτε μια στιγμή να δείτε".
   Όμως δεν ήρθε. Δεν ήθελε ή δεν τολμούσε να μπει στο δωμάτιο και να κοιτάξει τον πίνακα. Μου έδωσε μάλιστα την εντύπωση πως δεν έμπαινε ποτέ στο εργαστήριο. Μόλις έβρισκα την Τάνεκε στις καλές της, θα τη ρωτούσα. Στο μεταξύ η Καταρίνα κατέβηκε να ρωτήσει τον κύριο και μου φώναξε από κάτω να μην πειράξω τα παράθυρα.
   Κάθε φορά που συγύριζα το εργαστήριο, δεν έβρισκα κανένα ίχνος του ζωγράφου. Τίποτα δεν μαρτυρούσε το πέρασμά του από το δωμάτιο, τίποτα δεν είχε μετακινηθεί απ' τη θέση του, οι παλέτες ήταν πάντα καθαρές, ακόμα κι ο πίνακας έδειχνε απαράλλαχτος. Και όμως, ένιωθα ξεκάθαρα την παρουσία του.
   Τις δύο πρώτες μέρες στο σπίτι της οδού Άουντε Λάνγκντεκ τον είδα ελάχιστα. Μια - δυο φορές τον άκουσα στις σκάλες και στο διάδρομο, να παίζει με τα παιδιά ή να μιλάει χαμηλόφωνα στην Καταρίνα. Στο άκουσμα της φωνής του ένιωθα σαν να περπατούσα άκρη άκρη σ' ένα κανάλι με ασταθή και αβέβαια βήματα. Αναρωτιόμουν πώς θα μου φερόταν στο σπίτι του κι αν θα πρόσεχε τα λαχανικά που θα έκοβα στην κουζίνα του.
   Κανένας άντρας δεν μου είχε δώσει τόση σημασία πρωτύτερα.
   Την τρίτη μέρα βρέθηκα για πρώτη φορά απέναντί του, πρόσωπο με πρόσωπο. Λίγο πριν από το μεσημεριανό φαγητό βγήκα έξω για λίγο, να φέρω ένα πιάτο που είχε ξεχάσει η Λίσμπεθ στο δρόμο. Γυρίζοντας, παραλίγο να πέσω πάνω του την ώρα που κατέβαινε τις σκάλες με την Αλέιντις στην αγκαλιά του.
   Παραμέρισα αμέσως. Με κοίταξαν και οι δυο με τα ολόιδια γκρίζα μάτια τους. Εκείνος δεν μου χαμογέλασε -έτσι κι αλλιώς δεν χαμογελούσε συχνά. Το βλέμμα του ήταν σκληρό και κοφτερό. Ταυτόχρονα σκέφτηκα τη γυναίκα του πίνακα, που κοίταζε τον εαυτό της φιλάρεσκα στον καθρέφτη φορώντας μαργαριτάρια και κίτρινα μεταξωτά. Εκείνη σίγουρα δεν θα δίσταζε ν' ανταμώσει το βλέμμα ενός άντρα. Όταν τελικά σήκωσα τα μάτια από το πάτωμα, εκείνος κοίταζε ήδη αλλού.

   Το Σάββατο η Καταρίνα και η Μαρία Θινς πήγαν με την Τάνεκε και τη Μάρτσε στην Πλατεία της Αγοράς για να ψωνίσουν τα λαχανικά της εβδομάδας, είδη πρώτης ανάγκης και άλλα πράγματα για το σπίτι. Ήθελα πάρα πολύ να με πάρουν μαζί τους, γιατί έλπιζα να συναντήσω τη μητέρα και την αδερφή μου στην αγορά, αλλά μου είπαν να μείνω στο σπίτι με τα μικρότερα κορίτσια και το μωρό. Δυσκολεύτηκα πολύ να τα κρατήσω μακριά από το παζάρι. Θα τα συνόδευα ευχαρίστως στην αγορά, αλλά δεν τολμούσα ν' αφήσω το σπίτι αφύλαχτο. Καθίσαμε λοιπόν στο παγκάκι και παρακολουθούσαμε τις βάρκες να πηγαινοέρχονται στο κανάλι, ανεβαίνοντας προς την αγορά γεμάτες λαχανικά, γουρούνια, λουλούδια, ξυλεία, αλεύρι, φράουλες, πέταλα για τ' άλογα, και κατεβαίνοντας άδειες, με τους βαρκάρηδες να μετράνε λεφτά ή να πίνουν. Έδειξα στα κορίτσια διάφορα παιχνίδια που παίζαμε με την Άχνες και τον Φρανς, κι εκείνα μου έδειξαν τα δικά τους. Καθισμένη στο παγκάκι με τον μικρό Γιοχάνες στην αγκαλιά, τις παρακολουθούσα να φτιάχνουν σαπουνόφουσκες, να παίζουν με τις κούκλες τους και να τρέχουν με τα τσέρκια.
   Η Κορνέλια ήταν πρόσχαρη και φιλική, βοηθούσε πρόθυμα με τον Γιοχάνες κι έδειχνε υπάκουη. "Έρχεσαι να με βοηθήσεις λιγάκι;" είπε προσπαθώντας να σκαρφαλώσει σ' ένα βαρέλι που είχαν αφήσει στο δρόμο οι γείτονες. Τα μελιά μάτια της ήταν αθώα και πεντακάθαρα. Παρ' όλο που ήξερα πως δεν μπορούσα να της έχω εμπιστοσύνη, ένιωσα τη γλύκα της να με ζεσταίνει. Ήταν σίγουρα το πιο ενδιαφέρον παιδί του σπιτιού, μα και το πιο απρόβλεπτο -το καλύτερο και την ίδια στιγμή το χειρότερο.
   Την ώρα που τακτοποιούσαν μια συλλογή με κοχύλια, χωρίζοντάς τα ανάλογα με το χρώμα τους, είδα τον κύριο να βγαίνει από το σπίτι. Έσφιξα το μωρό με τόση δύναμη, που ένιωσα τα πλευρά του κάτω από τις παλάμες μου. Εκείνο άρχισε να τσιρίζει κι έτσι βρήκα την ευκαιρία να κρύψω το πρόσωπό μου στο αυτί του, παρηγορώντας το.
   "Να έρθω κι εγώ μαζί σου, μπαμπά;" φώναξε η Κορνέλια και πετάχτηκε απάνω και τον έπιασε απ' το χέρι. Δεν μπορούσα να δω την έκφρασή του -την έκρυβε το γείσο του καπέλου και το ελαφρά σκυμμένο κεφάλι του. 
   Η Λίσμπεθ και η Αλέιντις παράτησαν αμέσως τα κοχύλια τους. "Θέλουμε να 'ρθουμε κι εμείς!" είπαν με μια φωνή και τον έπιασαν από το άλλο χέρι. 
   Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και τότε μπόρεσα να δω πως ήταν λίγο σαστισμένος. "Όχι σήμερα -σήμερα πηγαίνω στο φαρμακοποιό".
   "Θ' αγοράσεις καινούργια χρώματα, μπαμπά;" ρώτησε η Κορνέλια χωρίς ν' αφήνει το χέρι του.
   "Θ' αγοράσω και χρώματα".
   Ο μικρός Γιοχάνες άρχισε πάλι να κλαίει κι εκείνος μου έριξε μια εξεταστική ματιά. Προσπάθησα να νανουρίσω το μωρό, νιώθοντας άβολα.
   Για μια στιγμή μου φάνηκε πως πήγε κάτι να πει, μα αντί να μιλήσει, ελευθερώθηκε από τα κορίτσια και κατηφόρισε μόνος του την Άουντε Λάνγκντεκ.
   Από τότε που μιλήσαμε για το σχήμα και τα χρώματα των λαχανικών, δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια λέξη. 

   Σιγά σιγά άρχισα να προσαρμόζομαι στο σπίτι της Άουντε Λάνγκντεκ. Η Καταρίνα, η Τάνεκε και η Κορνέλια μου δημιουργούσαν κατά καιρούς αρκετές δυσκολίες, αλλά συνήθως με άφηναν στην ησυχία μου. Ίσως αυτό να οφειλόταν στη δύναμη της επιρροής που είχε η Μαρία Θινς. Εκείνη είχε καταλήξει, για δικούς της λόγους, πως ήμουν χρήσιμη στο σπίτι, και οι υπόλοιποι, ακόμα και τα παιδιά, ακολούθησαν αμέσως το δικό της παράδειγμα.
   Ίσως να ένιωσε πως τα ρούχα ήταν πιο καθαρά και καλύτερα κολλαρισμένα από τη στιγμή που ανέλαβα εγώ το πλύσιμο. Ή πως το κρέας που διάλεγα ήταν πιο φρέσκο και πιο τρυφερό. Ή πως ο κύριος ήταν ικανοποιημένος από το καθαρό εργαστήριο. Για τα δύο πρώτα ήμουν σίγουρη. Για το τρίτο, δεν ξέρω. Όταν αντάλλαξα τελικά μερικά λόγια μαζί του, δεν αφορούσαν καθόλου την καθαριότητα.
   Φρόντιζα πάντα να μην αποδίδονται σ' εμένα οι έπαινοι για τη βελτίωση του νοικοκυριού. Δεν ήθελα να κάνω εχθρούς. Όταν η Μαρία Θινς επαινούσε, για παράδειγμα, το κρέας, έλεγα πως όλα οφείλονται στο καλό μαγείρεμα της Τάνεκε. Αν η Μάρτσε παρατηρούσε πως η ποδιά της ήταν τώρα λευκότερη, της έλεγα πως αυτή την εποχή ο ήλιος είναι πιο δυνατός κι ασπρίζει τα ρούχα καλύτερα.
   Απέφευγα όσο μπορούσα την Καταρίνα. Ήταν φανερό πως με είχε αντιπαθήσει από τη στιγμή που με είδε να κόβω λαχανικά στην κουζίνα του σπιτιού μας. Η διάθεσή της χειροτέρευε με την εγκυμοσύνη, που την έκανε αδέξια και άχαρη, το αντίθετο δηλαδή από την εικόνα της αριστοκρατικής κυρίας του σπιτιού που φανταζόταν για τον εαυτό της. Επιπλέον, το καλοκαίρι εκείνο, ήταν πολύ ζεστό και το μωρό στην κοιλιά παραήταν ανήσυχο. Άρχιζε να κλοτσάει μόλις εκείνη περπατούσε -ή τουλάχιστον έτσι έλεγε η ίδια. Όσο προχωρούσε η εγκυμοσύνη και το σώμα της βάραινε, περιφερόταν μέσα στο σπίτι με ύφος κουρασμένο και πονεμένο. Το πρωί καθυστερούσε όλο και πιο πολύ στο κρεβάτι, ώσπου πήρε τα κλειδιά της η Μαρία Θινς κι άρχισε να μου ανοίγει εκείνη το εργαστήριο. Εγώ και η Τάνεκε αναλάβαμε τις περισσότερες δικές της δουλειές -φροντίζαμε τα κορίτσια, κάναμε όλα τα ψώνια για το σπίτι, αλλάζαμε το μωρό.
   Μια μέρα που η Τάνεκε ήταν ευδιάθετη, τη ρώτησα γιατί δεν παίρνουν κι άλλους υπηρέτες στο σπίτι για να διευκολύνουν τα πράγματα. "Μ' ένα τόσο πλούσιο και μεγάλο σπίτι, με την περιουσία της κυρίας και τη ζωγραφική του κυρίου μας", πρόσθεσα, "δεν νομίζω να τους λείπουν τα χρήματα για μια υπηρέτρια παραπάνω, ε; Ή μια μαγείρισσα".
   "Ε, να..." μάσησε τα λόγια της η Τάνεκε, "μόλις και μετά βίας τους φτάνουν για να πληρώνουν εσένα".
   Ξαφνιάστηκα -αυτά που μου έδιναν εμένα ήταν ελάχιστα. Θα 'πρεπε να δουλεύω χρόνια ολόκληρα για να μπορέσω ν' αγοράσω κάτι τόσο ωραίο όσο η κίτρινη μπέρτα που είχε πρόχειρα κρεμασμένη στην ντουλάπα της η Καταρίνα. Μου φαινόταν τελείως απίθανο να μην έχουν λεφτά.
   "Βέβαια, όταν γεννηθεί το μωρό, θα βρουν κάποιον τρόπο να πληρώσουν μια παραμάνα για μερικούς μήνες", πρόσθεσε η Τάνεκε. Ο τόνος της ήταν επικριτικός.
   "Γιατί παραμάνα;"
   "Για να θηλάσει το μωρό".
   "Και δεν μπορεί να το θηλάσει η ίδια η κυρία;" ρώτησα με αφέλεια.
   "Αν τα θήλαζε η ίδια, δεν θα μπορούσε να κάνει τόσα παιδιά. Δεν γίνεται να πιάσεις παιδί, ξέρεις, τον καιρό που θηλάζεις".
    "Α..." Σ' αυτά τα θέματα είχα πλήρη άγνοια. "Θέλει να κάνει κι άλλα παιδιά;"
   Η Τάνεκε χασκογέλασε. "Μερικές φορές σκέφτομαι πως γεμίζει το σπίτι παιδιά γιατί δεν μπορεί να το γεμίσει, όπως θα ήθελε, με υπηρέτες". Χαμήλωσε τη φωνή της. "Βλέπεις, ο κύριος δεν ζωγραφίζει αρκετά, και τα λεφτά δεν φτάνουν για περισσότερους υπηρέτες. Σηνήθως κάνει τρεις πίνακες το χρόνο. Μερικές φορές μόνο δύο. Απ' όσο ξέρω, έτσι δεν πλούτισε κανείς".
   "Μα δεν μπορεί να ζωγραφίσει λίγο πιο γρήγορα;" Την ίδια στιγμή που το είπα, ήξερα πολύ καλά πως αυτό ήταν αδύνατο. Θα ζωγράφιζε πάντα με το δικό του ρυθμό.

   Την ώρα που καθάριζα το εργαστήριο, δραπέτευα απ' όλους. Η Μαρία Θινς μου ξεκλείδωνε την πόρτα και μερικές φορές στεκόταν για λίγο να επιθεωρήσει τον πίνακα, λες κι ήταν κάποιο άρρωστο μωρό που το φρόντιζε. Όταν τελικά έφευγε, είχα ολόκληρο το δωμάτιο στη διάθεσή μου. Κοίταζα γύρω μου να δω μήπως άλλαξε κάτι. Στην αρχή όλα μου φαίνονταν ίδια, όταν όμως τα μάτια μου εξοικειώθηκαν σιγά σιγά με τις λεπτομέρειες του δωματίου, άρχισα ν' αντιλαμβάνομαι κάποια μικροπράγματα -η διάταξη των πινέλων πάνω στο ντουλάπι είχε αλλάξει, ένα συρτάρι είχε μείνει μισάνοιχτο, η σπάτουλα για τα χρώματα ισορροπούσε ακουμπισμένη άκρη άκρη στο καβαλέτο, μια καρέκλα είχε μετακινηθεί ελάχιστα από τη θέση της δίπλα στην πόρτα.
   Τίποτα ωστόσο δεν είχε αλλάξει στη γωνιά που ζωγράφιζε ο κύριος. Πρόσεχα πολύ να μη χαλάσω το παραμικρό στη σύνθεση, μα συνήθισα γρήγορα στον τρόπο που μετρούσα τις αποστάσεις και στο τέλος καθάριζα ακόμα κι εκείνο το μέρος με την ίδια σχεδόν σιγουριά και ταχύτητα που συγύριζα το υπόλοιπο δωμάτιο. Αφού μάλιστα πειραματίστηκα πρώτα με άλλα πανιά, άρχισα να καθαρίζω το βαθύ γαλάζιο ύφασμα και την κίτρινη κουρτίνα μ' ένα υγρό ξεσκονόπανο, πατώντας το με προσοχή πάνω τους έτσι ώστε να παίρνει τη σκόνη χωρίς να χαλάει τις πτυχές τους.
   Στον πίνακα δεν έβλεπα την παραμικρή αλλαγή, όσο προσεκτικά κι αν τον κοίταζα. Μια μέρα ανακάλυψα τελικά πως είχε προστεθεί ένα μαργαριτάρι στο κολιέ της γυναίκας. Μια άλλη μέρα, η σκιά της κίτρινης κουρτίνας είχε μεγαλώσει. Μου φάνηκε επίσης πως μερικά από τα δάχτυλα του δεξιού χεριού είχαν κουνηθεί ελαφρά.
   Η σατέν μπέρτα άρχισε να μοιάζει τόσο πραγματική, που ήθελα ν' απλώσω το χέρι και να την αγγίξω.
   Μια φορά παραλίγο ν' αγγίξω την αληθινή, τότε που την άφησε η γυναίκα του Φαν Ράιβεν στο κρεβάτι. Τη στιγμή όμως που πλησίασα κι ετοιμαζόμουν να χαϊδέψω το γούνινο γιακά, σήκωσα το βλέμμα και είδα στην πόρτα την Κορνέλια να με κοιτάζει. Αν ήταν κάποιο από τα άλλα κορίτσια, θα με ρωτούσε τι πάω να κάνω, μα η Κορνέλια απλώς στάθηκε και με κοίταζε. Ήταν πολύ χειρότερο από κάθε ερώτηση. Αμέσως τράβηξα το χέρι μου πίσω, κι εκείνη χαμογέλασε.

   Άπλωνα την μπουγάδα έξω στην αυλή του πλυσταριού, τινάζοντας κάθε ρούχο πριν το κρεμάσω τεντωμένο στο σκοινί, όταν εμφανίστηκε η Καταρίνα βαριανασαίνοντας. Κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα, έκλεισε τα μάτια κι αναστέναξε. Εγώ συνέχισα τη δουλειά μου λες κι ήταν απόλυτα φυσικό να κάθεται μαζί μου στην αυλή, μα το σαγόνι μου σφίχτηκε.
   "Δεν έφυγαν ακόμα;" με ρώτησε ξαφνικά.
   "Ποιοι, μαντάμ;"
   "Αυτοί! Καλά, τη χαζή παριστάνεις; Ο άντρας μου και... Πήγαινε γρήγορα να δεις αν ανέβηκαν πάνω".
   Βγήκα προσεκτικά στο διάδρομο. Άκουσα δυο ζευγάρια πόδια ν' ανεβαίνουν τη σκάλα. 
   "Θα το καταφέρεις;" άκουσα τον κύριο να λέει.
   "Και βέβαια θα το καταφέρω. Δεν είναι και πολύ βαρύ", απάντησε μια άλλη αντρική φωνή, βαθιά σαν να 'βγαινε από πηγάδι. "Είναι μόνο λίγο άβολο στο πιάσιμο".
   Έφτασαν στην κορυφή της σκάλας και μπήκαν στο εργαστήριο. Άκουσα την πόρτα να κλείνει.
   "Λέγε, ανέβηκαν;" ψιθύρισε με λύσσα η Καταρίνα.
   "Είναι στο εργαστήριο, μαντάμ", της απάντησα.
   "Ωραία. Βόηθα με τώρα να σηκωθώ". Η Καταρίνα άπλωσε τα χέρια της κι εγώ την τράβηξα από την καρέκλα. Αν φουσκώσει κι άλλο, σκέφτηκα, δεν θα μπορεί να περπατήσει καθόλου. Διέσχισε το διάδρομο σαν φρεγάτα με τα πανιά της ορθάνοιχτα, κρατώντας την αρμαθιά με τα κλειδιά της για να μην κουδουνίζουν, κι εξαφανίστηκε στη μεγάλη κάμαρα.
   Αργότερα ρώτησα την Τάνεκε γιατί κρυβόταν η Καταρίνα.
   "Α, ήταν εδώ ο Φαν Λίουενχουκ", απάντησε χασκογελώντας. "Ένας φίλος του κυρίου. Η Καταρίνα τον τρέμει".
   "Γιατί;"
   Η Τάνεκε γέλασε πιο δυνατά. "Γιατί του έσπασε μια φορά το κουτί του! Πήγε να κοιτάξει από το γυαλί και κατά λάθος το έριξε. Ξέρεις πόσο άτσαλη είναι".
   Θυμήθηκα το κουζινομάχαιρο της μάνας μου να στριφογυρίζει με φόρα στο πάτωμα. "Ποιο κουτί εννοείς;"
   "Έχει ένα ξύλινο κουτί που κοιτάζεις μέσα και, εεε... βλέπεις διάφορα πράγματα".
   "Τι πράγματα;"
   "Ξέρω 'γω; Όλα τα πράγματα!" απάντησε ανυπόμονα η Τάνεκε. Προφανώς δεν είχε όρεξη να μιλήσει για το κουτί. "Η μικρή κυρία το έσπασε κι από τότε ο Φαν Λίουενχουκ δεν θέλει να την ξαναδεί. Γι' αυτό ο κύριος δεν την αφήνει να μπει στο εργαστήριο, εκτός αν είναι κι ο ίδιος εκεί. Μάλλον φοβάται πως θα του σπάσει κανέναν πίνακα!"
   Τι ήταν αυτό το κουτί, το ανακάλυψα την άλλη μέρα, την ημέρα που εκείνος μου μίλησε για πράγματα που χρειάστηκα πολλούς μήνες να τα καταλάβω. 
   Όταν μπήκα στο εργαστήριο, κάποιος είχε βάλει το καβαλέτο και την καρέκλα στην άκρη. Στη θέση τους είχε μπει το γραφείο, καθαρισμένο από τα χαρτιά και τα χαρακτικά. Πάνω στο γραφείο υπήρχε ένα ξύλινο κουτί, περίπου στο μέγεθος μιας κασέλας για τα ρούχα. Στη μια του πλευρά είχε ένα μικρότερο κουτί, απ' όπου προεξείχε ένα στρογγυλό πράγμα.
   Δεν καταλάβαινα τι ήταν, μα δεν τολμούσα να το αγγίξω. Άρχισα το καθάρισμα κι έριχνα πότε πότε μια κλεφτή ματιά στο κουτί, λες κι έτσι θ' αντιλαμβανόμουν ξαφνικά σε τι χρησιμεύει. Συγύρισα τη γωνία της σύνθεσης και στη συνέχεια το υπόλοιπο δωμάτιο, αγγίζοντας μόλις το κουτί με την άκρη του ξεσκονόπανου. Στο τέλος καθάρισα τη μικρή αποθήκη και σφουγγάρισα το πάτωμα. Όταν τελείωσα, πήγα και στάθηκα μπροστά στο κουτί, και με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος έκοβα βόλτες γύρω και το παρατηρούσα.
   Είχα την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα, μα ξαφνικά κατάλαβα πως εκείνος στεκόταν πίσω μου. Δεν ήξερα αν έπρεπε να γυρίσω ή να περιμένω πρώτα να μου μιλήσει αυτός. 
   Φαίνεται πως έκανε την πόρτα να τρίξει, ώστε να γυρίσω και να τον δω. Ήταν ακουμπισμένος στο περβάζι της πόρτας και φορούσε μια μακριά μαύρη ρόμπα πάνω από τα καθημερινά του ρούχα. Με κοίταζε με περιέργεια, αλλά δεν έδειχνε ν' ανησυχεί μήπως καταστρέψω το κουτί του. 
   "Θέλεις να κοιτάξεις μέσα;" με ρώτησε. Ήταν η πρώτη φορά που μου μιλούσε από τότε που με ρώτησε για τα λαχανικά, πριν από πολλές εβδομάδες.
   "Μάλιστα, κύριε. Θέλω", είπα, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς συμφωνώ να κάνω. "Τι είναι;"
   "Λέγεται camera obscura".
   Οι λέξεις δεν μου έλεγαν τίποτα. Έκανα στην άκρη και τον παρακολούθησα να τραβάει ένα σύρτη και να σηκώνει το μισό καπάκι, που ήταν χωρισμένο στα δυο μ' ένα μεντεσέ. Το ανέβασε λιγάκι και το κουτί έμεινε μισάνοιχτο. Αποκάτω υπήρχε ένα κομμάτι γυαλί. Έσκυψε και κοίταξε στο άνοιγμα ανάμεσα στο μισοσηκωμένο καπάκι και στο κουτί, κι ύστερα έπιασε εκείνο το στρογγυλό πράγμα στην άκρη του μικρότερου κουτιού. Έδειχνε να βλέπει κάτι, αν και δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι τόσο ενδιαφέρον μέσα στο ξύλινο κουτί.
   Ανασηκώθηκε κι έριξε μια ματιά στη γωνία που είχα καθαρίσει πριν από λίγο προσεκτικά, έπειτα άπλωσε το χέρι κι έκλεισε τα παντζούρια στο μεσαίο παράθυρο, ώστε το φως να μπαίνει μόνο από το γωνιακό.
   Ύστερα έβγαλε τη ρόμπα του.
   Στηριζόμουν ανήσυχα μια στο ένα μου πόδι και μια στο άλλο.
   Έβγαλε και το καπέλο του, το ακούμπησε στην καρέκλα πλάι στο καβαλέτο και, σκύβοντας πάνω από το κουτί, σκέπασε το κεφάλι του με τη μαύρη ρόμπα. 
   Έκανα ένα βήμα πίσω κι έριχνα ματιές στο άνοιγμα της πόρτας. Η Καταρίνα δεν είχε το κουράγιο ν' ανέβει τις σκάλες στην κατάστασή της, αναρωτιόμουνα όμως τι θα έλεγε η Μαρία Θινς, η Κορνέλια ή οποιοσδήποτε άλλος μας έβλεπε. Γύρισα στη θέση μου και προσπάθησα να στυλώσω το βλέμμα στα παπούτσια του, που έλαμπαν από το γυάλισμα που τους είχα κάνει μόλις χθες.
   Τελικά εκείνος ανασηκώθηκε και τράβηξε τη ρόμπα από το κεφάλι του, αφήνοντας τα μαλλιά του ανακατωμένα. "Ορίστε, Χριτ, είναι έτοιμο. Κοίταξε τώρα". Παραμέρισε και μου έγνεψε να πλησιάσω. Είχα κυριολεκτικά κοκαλώσει στη θέση μου.
   "Κύριε..."
   "Σκέπασε το κεφάλι σου με τη ρόμπα όπως έκανα εγώ. Έτσι η εικόνα δυναμώνει. Και κοίταξέ την απ' αυτή την πλευρά, για να μην τη δεις ανεστραμμένη".
   Δεν ήξερα τι να κάνω. Στη σκέψη ότι θα βρεθώ σκεπασμένη με τα ρούχα του, χωρίς να βλέπω, ενώ εκείνος θα με παρακολουθεί συνεχώς, μου ήρθε λιγοθυμιά.
   Ήταν όμως ο κύριός μου. Ήμουν υποχρεωμένη να κάνω αυτό που μου λέει. 
   Δάγκωσα τα χείλη μου, πλησίασα στο κουτί και στάθηκα μπροστά στο μισάνοιχτο καπάκι. Έσκυψα και κοίταξα σ' ένα ασπριδερό τετράγωνο γυαλί που ήταν μέσα στο κουτί. Πάνω του είδα να διαγράφεται ένα αχνό σχέδιο. 
   Τότε εκείνος έριξε απαλά τη ρόμπα πάνω στο κεφάλι μου για να φράξει το φως. Το ρούχο ήταν ακόμα ζεστό απ' το σώμα του κι είχε τη μυρωδιά του κεραμιδιού που ψήθηκε ώρες στον ήλιο. Στηρίχτηκα με τα χέρια στο τραπέζι για να μην πέσω κι έκλεισα για λίγο τα μάτια μου. Ένιωθα σαν να είχα κατεβάσει τη βραδινή μου μπίρα μονορούφι.
   "Τι βλέπεις λοιπόν;" τον άκουσα να λέει.
   Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τον πίνακα, αλλά χωρίς τη γυναίκα.
   "Αχ!" τινάχτηκα τόσο απότομα, που η ρόμπα έπεσε από το κεφάλι μου στο πάτωμα. Έκανα δυο βήματα πίσω και πάτησα το ρούχο.
   Τράβηξα το πόδι μου. "Με συγχωρείτε, κύριε. Θα βάλω να την πλύνω αμέσως". 
   "Μη νοιάζεσαι για τη ρόμπα, Χριτ. Πες μου τι είδες".
   Ξεροκατάπια. Ένιωθα πολύ μπερδεμένη και λιγάκι τρομαγμένη. Αυτό που είδα μες στο κουτί ήταν ένα κόλπο του Σατανά, ή τέλος πάντων των Καθολικών, που δεν μπορούσα να το καταλάβω. "Είδα τον πίνακα, κύριε. Μόνο που έλειπε η γυναίκα και ήταν μικρότερος. Και τα πράγματα ήταν, πώς να το πω... ανάποδα". 
   "Ναι, η εικόνα προβάλλεται ανεστραμμένη, ενώ η δεξιά πλευρά γίνεται αριστερή, και το ανάποδο. Αυτό διορθώνεται μ' έναν καθρέφτη".
   Δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου έλεγε.
   "Μα..."
   "Πες μου".
   "Δεν καταλαβαίνω, κύριε. Πώς βρέθηκε ο πίνακας εκεί;"
   Σήκωσε τη ρόμπα και την τίναξε. Χαμογελούσε. Όταν χαμογελούσε, το πρόσωπό του άνοιγε σαν παράθυρο στο φως. 
   "Το βλέπεις αυτό;" Έδειξε το στρογγυλό πράγμα στην άκρη του μικρού κουτιού. "Αυτό λέγεται φακός. Είναι φτιαγμένο από ένα κομμάτι γυαλί, κομμένο με τον κατάλληλο τρόπο. Όταν το φως από τη σκηνή απέναντι", έδειξε τη γωνία με τη σύνθεση του πίνακα, "περνάει από το φακό και μπαίνει στο κουτί, το είδωλό της προβάλλεται εδώ", είπε κι έδειξε το θαμπό γυαλί κάτω από το καπάκι.
   Στην προσπάθειά μου να καταλάβω, τον κοίταζα με τέτοια ένταση, που τα μάτια μου δάκρυσαν.
   "Τι θα πει «είδωλο», κύριε; Δεν την ξέρω αυτή τη λέξη".
   Κάτι άλλαξε στο πρόσωπό του, σαν να κοίταζε τόση ώρα κάπου πίσω μου και τώρα, για πρώτη φορά, είδε εμένα. "Θα πει εικόνα ενός πράγματος, κάτι σαν πίνακας". 
   Κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Πάνω απ' όλα ήθελα να πιστεύει ότι μπορώ να παρακολουθήσω τα λόγια του. 
   "Έχεις πολύ μεγάλα μάτια", είπε ξαφνικά.
   Κοκκίνησα. "Έτσι λένε, κύριε".
   "Θα ήθελες να κοιτάξεις άλλη μια φορά στο κουτί;" 
   Δεν ήθελα, αλλά καταλάβαινα πως δεν μπορούσα να πω όχι. "Θα ξανακοιτάξω, κύριε, αλλά μόνο αν με αφήσετε μόνη μου".
   Στην αρχή ξαφνιάστηκε, μετά του φάνηκε αστείο. "Σύμφωνοι", είπε και μου άπλωσε τη ρόμπα του. "Θα γυρίσω σε λίγο, και θα χτυπήσω την πόρτα πριν μπω".
   Έφυγε κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έπιασα τη ρόμπα του με τρεμάμενα χέρια. 
   Για μια στιγμή σκέφτηκα να μην κοιτάξω καθόλου και να πω ότι κοίταξα. Μα θα καταλάβαινε αμέσως πως του λέω ψέματα.
   Κι επιπλέον ήμουν περίεργη. Ήταν ευκολότερο να καταλάβω τι συμβαίνει τώρα που δεν με παρακολουθούσε εκείνος. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κοίταξα μες στο κουτί. Πάνω στο γυαλί είδα μια αχνή εικόνα της απέναντι γωνίας. Όταν σκέπασα το κεφάλι μου με τη ρόμπα, το είδωλο, όπως το είχε πει, άρχισε σιγά σιγά να ξεκαθαρίζει -το τραπέζι, οι καρέκλες, η κίτρινη κουρτίνα τραβηγμένη στην άκρη, ο πίσω τοίχος με το χάρτη να κρέμεται, το πήλινο βάζο να γυαλίζει πάνω στο τραπέζι, το μεταλλικό κύπελλο, το πινέλο της πούδρας, το γράμμα. Ήταν όλα εκεί, μπροστά στα μάτια μου, πάνω σε μια γυάλινη επιφάνεια, σ' έναν πίνακα που δεν ήταν πίνακας. Ακούμπησα με προσοχή το χέρι μου στο γυαλί -ήταν λείο και ψυχρό, χωρίς ίχνος μπογιάς. Σήκωσα τη ρόμπα και η εικόνα αμέσως ξεθώριασε. Ξανασκέπασα το κεφάλι μου με τη ρόμπα, κλείνοντας απέξω το φως, και είδα τα λαμπερά χρώματα να εμφανίζονται πάλι. Έδειχναν μάλιστα πιο φωτεινά και πιο πλούσια πάνω στο γυαλί, παρά στη γωνία απέναντί μου.
   Δυσκολευόμουν να πάρω τα μάτια μου από το γυαλί, όπως δυσκολεύτηκα να τα πάρω κι από τον πίνακα της γυναίκας με το μαργαριταρένιο κολιέ εκείνη την πρώτη φορά που τον είδα. Όταν άκουσα το χτύπημα στην πόρτα, μόλις που πρόλαβα ν' ανασηκωθώ από το κουτί και να ρίξω τη ρόμπα πίσω στους ώμους μου πριν μπει στο δωμάτιο εκείνος. 
   "Το ξανακοίταξες λοιπόν, Χριτ; Το κοίταξες προσεκτικά;"
   "Το κοίταξα, κύριε, μα δεν είμαι καθόλου σίγουρη τι είδα". Ίσιωσα το σκουφάκι μου στα μαλλιά.
   "Είναι εκπληκτικό, δεν είναι; Την πρώτη φορά που μου το έδειξε ο φίλος μου, εντυπωσιάστηκα όσο κι εσύ".
   "Αλλά γιατί να κοιτάζετε το κουτί, κύριε, όταν μπορείτε να κοιτάξετε τον δικό σας πίνακα;"
   "Δεν με κατάλαβες καλά", είπε. Χτύπησε ελαφρά το κουτί. "Είναι απλώς ένα εργαλείο. Το χρησιμοποιώ για να με βοηθάει να δω και στη συνέχεια να ζωγραφίσω τον πίνακα".
   "Ναι, μα... δεν φτάνουν τα μάτια για να δείτε;"
   "Σωστά, μα τα μάτια δεν τα βλέπουν πάντα όλα".
   Γύρισα και κοίταξα στη γωνία, μήπως και δω να προβάλλει τώρα πίσω από το πινέλο της πούδρας ή μέσ' από τις σκιές του βαθυγάλανου υφάσματος κάτι απροσδόκητο, κάτι που δεν έβλεπα πριν.
   "Πες μου, Χριτ", συνέχισε, "νομίζεις πως ζωγραφίζω απλώς τα πράγματα που βρίσκονται εκεί στη γωνία;"
   Έριξα μια ματιά στον πίνακα, δεν ήξερα τι να πω. Ένιωθα πως πήγαινε να με παγιδέψει. Ό,τι κι αν έλεγα, θα ήταν σίγουρα λάθος.
   "Η camera obscura με κάνει να βλέπω μ' έναν άλλο τρόπο", μου εξήγησε. "Με βοηθάει να δω περισσότερα απ' αυτά που βρίσκονται εκεί".
   Βλέποντάς με κατάπληκτη και μπερδεμένη, πρέπει μάλλον να μετάνιωσε που είπε τόσα πολλά σε κάποια σαν εμένα. Γύρισε κι έκλεισε το καπάκι. Έβγαλα τη ρόμπα από πάνω μου και την άπλωσα προς το μέρος του.
   "Ορίστε..."
   "Ευχαριστώ, Χριτ", είπε παίρνοντάς την από τα χέρια μου. "Τελείωσες με το συγύρισμα;"
   "Μάλιστα, κύριε".
   "Ωραία. Μπορείς λοιπόν να πηγαίνεις".
   "Ευχαριστώ, κύριε". Μάζεψα γρήγορα τα πανιά και τη σφουγγαρίστρα κι έφυγα, ακούγοντας πίσω μου την πόρτα να κλείνει. 

   Κάθισα και σκέφτηκα αυτό που μου είπε, πως το κουτί τον βοηθάει να βλέπει περισσότερα. Ήξερα πως είχε δίκιο, αν και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί -το έβλεπα στον πίνακα με τη γυναίκα, θυμόμουν και τον πίνακα με την άποψη του Ντέλφτ. Έβλεπε τα πράγματα μ' έναν τρόπο που δεν μπορούσαν οι άλλοι να τα δουν, η πόλη όπου είχα ζήσει όλη μου τη ζωή έδειχνε στον πίνακα αλλιώτικη και μια μέτρια γυναίκα, με το φως να πέφτει στο πρόσωπό της, γινόταν ξαφνικά όμορφη.
   Όταν μπήκα στο εργαστήριο την άλλη μέρα, το κουτί έλειπε. Το καβαλέτο είχε ξαναμπεί στη θέση του. Έριξα μια ματιά στον πίνακα. Τις προηγούμενες φορές είχα διαπιστώσει μόνο κάτι μικρές αλλαγές. Τώρα υπήρχε μια ολοφάνερη -ο χάρτης, που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο πίσω από τη γυναίκα, είχε αφαιρεθεί, και από τον πίνακα και από τη σύνθεση στη γωνία. Ο τοίχος ήταν τώρα τελείως γυμνός. Ο πίνακας έδειχνε πολύ καλύτερος έτσι -ήταν πιο λιτός, και οι γραμμές της γυναίκας πρόβαλλαν τώρα καθαρότερα πάνω στο καστανόλευκο φόντο του τοίχου. Ωστόσο αυτή η αλλαγή με αναστάτωσε -ήταν πολύ ξαφνική. Ήταν κάτι που δεν το περίμενα από κείνον.
   Το άλλο πρωί, την ώρα που σκούπιζα το εργαστήριο, μπήκε μέσα εκείνος.
   "Να σας ρωτήσω κάτι, κύριε; Για τον πίνακα".
   "Τι πράγμα;"
   "Όταν κοιτάξατε στο κουτί, σας είπε ότι πρέπει να βγάλετε το χάρτη από τον πίνακα;"
   "Ναι, έτσι μου είπε". Το βλέμμα του ξάφνου ζωήρεψε, σαν του πελαργού που είδε το ψάρι κι ετοιμάζεται να το πιάσει. "Πώς σου φαίνεται λοιπόν ο πίνακας χωρίς το χάρτη; Σου αρέσει;"
   "Είναι πολύ καλύτερος τώρα". Δεν νομίζω πως θα τολμούσα να πω κάτι τέτοιο υπό άλλες συνθήκες.
   Το χαμόγελό του μ' έκανε να σφίξω τη σκούπα με δύναμη.

   Ένα πρωί, τη στιγμή που η Μαρία Θινς μου ξεκλείδωνε το εργαστήριο, είπε: "Άκου, κοπέλα μου. Σήμερα θα καθαρίσεις κι εκείνη τη γωνία", κι έδειξε τη σύνθεση που ζωγράφιζε μέχρι τότε ο κύριός μου. Δεν κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε. "Τα πράγματα πάνω στο τραπέζι πρέπει να μπούνε στα μπαούλα της αποθήκης", συνέχισε, "εκτός από το κύπελλο και το πινέλο της Καταρίνα. Αυτά θα τα πάρω μαζί μου εγώ". Διέσχισε το δωμάτιο, έφτασε στο τραπέζι και σήκωσε με μια κίνηση τα δυο αντικείμενα που είχα ξοδέψει τόσες βδομάδες ξαναβάζοντάς τα προσεκτικά ξανά και ξανά στη θέση τους.
   Όταν είδε την έκφρασή μου, η Μαρία Θινς γέλασε. "Μην ανησυχείς. Έχει τελειώσει. Δεν του χρειάζονται πια όλ' αυτά. Όταν τα τακτοποιήσεις, φρόντισε να ξεσκονίσεις τις καρέκλες και να τις βάλεις δίπλα στο μεσαίο παράθυρο. Και ν' ανοίξεις όλα τα παντζούρια", είπε, κι έφυγε κρατώντας το μεταλλικό κύπελλο και το πινέλο.
   Χωρίς αυτά τα δυο αντικείμενα, η επιφάνεια του τραπεζιού μεταμορφώθηκε σ' έναν πίνακα που στην αρχή δεν τον αναγνώρισα. Το γράμμα, το ύφασμα και το πήλινο βάζο στέκονταν εκεί χωρίς νόημα, λες και κάποιος τα είχε αφήσει τυχαία πάνω στο τραπέζι. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ακόμη να τα μετακινήσω.
   Στην αρχή το ανέβαλα, κάνοντας τις υπόλοιπες δουλειές μου στο εργαστήριο. Άνοιξα όλα τα παντζούρια, κι αμέσως το φως πλημμύρισε το δωμάτιο και το έκανε αγνώριστο, και ύστερα ξεσκόνισα και σφουγγάρισα τα πάντα -εκτός από το τραπέζι. Κοίταξα αρκετή ώρα τον πίνακα, προσπαθώντας να βρω κάποια αλλαγή, κάτι που δεν υπήρχε πριν και τον έκανε τώρα ολοκληρωμένο. Γιατί τις τελευταίες μέρες δεν είχα παρατηρήσει καμιά αλλαγή.
   Αυτά σκεφτόμουν, όταν μπήκε στο εργαστήριο εκείνος. "Δεν καθάρισες ακόμα το τραπέζι, Χριτ; Κάνε γρήγορα -ήρθα να σε βοηθήσω να το μεταφέρεις στη θέση του".
   "Λυπάμαι για την καθυστέρηση, κύριε. Άργησα γιατί..." έδειξε να εκπλήσσεται που ήθελα να μιλήσω, "να, συνήθισα τόσο πολύ τα αντικείμενα σ' εκείνη τη θέση, που δεν αντέχω στην ιδέα να τα κουνήσω".
   "Α, κατάλαβα. Θα σε βοηθήσω εγώ λοιπόν". Σήκωσε το γαλάζιο ύφασμα από το τραπέζι και μου το έδωσε. Τα χέρια του ήταν πεντακάθαρα. Πήρα το πανί, προσέχοντας να μην τον αγγίξω, και πήγα στο παράθυρο και το τίναξα. Ύστερα το δίπλωσα και το έβαλα σ' ένα μπαούλο στην αποθήκη. Όταν ξαναγύρισα, εκείνος είχε ήδη μαζέψει το γράμμα και το μαύρο πήλινο βάζο και τα είχε βάλει αλλού. Μεταφέραμε μαζί το τραπέζι στον πλαϊνό τοίχο κι εγώ τακτοποίησα τις καρέκλες δίπλα στο μεσαίο παράθυρο, ενώ εκείνος έσυρε το καβαλέτο με τον πίνακα στη γωνία όπου ήταν άλλοτε στημένη η σύνθεση.
   Ήταν πολύ παράξενο να βλέπεις τον πίνακα στη θέση της σύνθεσης. Όλα ήταν παράξενα, η ξαφνική κίνηση, η αλλαγή μετά από τόσες βδομάδες σιωπής και ακινησίας. Δεν του ταίριαζαν, δεν ήταν ο εαυτός του. Δεν τον ρώτησα γιατί. Ήθελα να τον κοιτάξω για να μαντέψω τι σκέφτεται, αλλά κρατούσα το βλέμμα καρφωμένο στη σκούπα μου, μαζεύοντας τη σκόνη που σηκώθηκε από το γαλάζιο ύφασμα.
   Τελικά έφυγε κι εγώ τελείωσα βιαστικά τις δουλειές, γιατί δεν ήθελα να μείνω άλλο στο εργαστήριο. Δεν ένιωθα πια καμιά ανακούφιση εκεί μέσα.
   Το απόγευμα κατέφθασαν ο Φάν Ράιβεν και η γυναίκα του. Καθόμουν στο παγκάκι μπροστά στην εξώπορτα παρέα με την Τάνεκε, που μου έδειχνε πώς να μαντάρω κάτι δαντελένια μανίκια. Τα κορίτσια είχαν πάει στην Πλατεία της Αγοράς κι είχαν σηκώσει ένα χαρταετό κοντά στη Νέα Μητρόπολη, απ' όπου μπορούσαμε να τις δούμε, τη Μάρτσε να κρατάει το σπάγκο και την Κορνέλια να σηκώνει τον αετό στον αέρα.
   Είδα το ζεύγος Φαν Ράιβεν να έρχεται από μακριά. Όταν πλησίασαν περισσότερο, αναγνώρισα τη γυναίκα από τον πίνακα και από τη σύντομη συνάντηση που είχα μαζί της, κι αυτόν σαν τον άντρα με το μουστάκι, το λευκό φτερό στο καπέλο και το γλοιώδες χαμόγελο, που την είχε συνοδέψει μέχρι την πόρτα την προηγούμενη φορά.
   Μπήκα τρέχοντας στο σπίτι και βρήκα τη Μαρία Θινς με την Καταρίνα στο δωμάτιο της Σταύρωσης, μαζί με το μωρό, που κοιμόταν. "Ήρθαν οι Φαν Ράιβεν", τους ανακοίνωσα.
   Αμέσως η Καταρίνα και η Μαρία Θινς έβγαλαν τα σκουφάκια κι έστρωσαν τους γιακάδες τους. Η Καταρίνα στηρίχτηκε στο τραπέζι για να μπορέσει να σηκωθεί. Την ώρα που έβγαιναν από το δωμάτιο, η Μαρία Θινς άπλωσε το χέρι της και ίσιωσε ένα από τα χτενάκια από ταρταρούγα στα μαλλιά της Καταρίνα, που τα έβαζε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
   Υποδέχτηκαν τους επισκέπτες στον προθάλαμο, ενώ εγώ συνέχιζα να περιφέρομαι στο διάδρομο. Την ώρα που πήγαιναν προς τη σκάλα, το βλέμμα του Φαν Ράιβεν έπεσε πάνω μου· για μια στιγμή κοντοστάθηκε.
   "Κι αυτή ποια είναι;"
   Η Καταρίνα με κοίταξε κι έσμιξε τα φρύδια. "Α, μια από τις υπηρέτριες. Τάνεκε, φέρε μας επάνω λίγο κρασί, σε παρακαλώ".
   "Να μας το φέρει η υπηρέτρια με τα μεγάλα μάτια", πρόσταξε ο Φαν Ράιβεν. "Έλα, χρυσή μου", είπε μετά στη γυναίκα του, που άρχισε ν' ανεβαίνει τις σκάλες.
   Η Τάνεκε κι εγώ στεκόμασταν δίπλα δίπλα, εκείνη ενοχλημένη, εγώ κατατρομαγμένη από την προσοχή που μου έδειξε.
   "Άντε λοιπόν!" μου φώναξε η Καταρίνα. "Άκουσες τι είπε. Πήγαινε να φέρεις το κρασί". Ανέβηκε με κόπο τη σκάλα πίσω από τη Μαρία Θινς.
   Πήγα στο μικρό υπνοδωμάτιο των κοριτσιών, βρήκα τα καλά ποτήρια που είχαμε φυλαγμένα εκεί, γυάλισα πέντε απ' αυτά με την ποδιά μου και τα έβαλα σ' ένα δίσκο. Έπειτα έψαξα στην κουζίνα για το κρασί. Δεν ήξερα πού το είχαν, γιατί σπάνια έπιναν κρασί. Η Τάνεκε είχε εξαφανιστεί νευριασμένη. Φοβόμουν μήπως το κρατούσαν κλειδωμένο σε κάποιο ντουλάπι, οπότε θα ήμουν αναγκασμένη να ζητήσω το κλειδί από την Καταρίνα μπροστά σε όλους.
   Ευτυχώς, φαίνεται πως η Μαρία Θινς το είχε προβλέψει. Στο δωμάτιο της Σταύρωσης είχε αφήσει μια λευκή καράφα με μεταλλικό πώμα, γεμάτη κρασί. Την έβαλα δίπλα στα ποτήρια κι ανέβασα το δίσκο στο εργαστήριο, αφού πρώτα ίσιωσα το σκουφάκι, το κολάρο και την ποδιά μου, όπως είχαν κάνει όλοι.
   Μπαίνοντας, τους είδα να στέκονται όλοι μπροστά στον πίνακα. "Για άλλη μια φορά, ένα αληθινό κόσμημα", έλεγε ο Φαν Ράιβεν. "Είσαι ευχαριστημένη από το έργο, χρυσή μου;" συνέχισε, απευθυνόμενος τώρα στη γυναίκα του.
   "Και βέβαια είμαι", απάντησε εκείνη. Έτσι όπως έπεφτε στο πρόσωπό της το φως από τα παράθυρα, έδειχνε σχεδόν όμορφη.
   Καθώς ακουμπούσα το δίσκο στο τραπέζι που είχα μετακινήσει το πρωί μαζί με τον κύριό μου, με πλησίασε η Μαρία Θινς. "Αυτά τ' αναλαμβάνω εγώ", μου ψιθύρισε. "Φύγε τώρα. Γρήγορα!"
   Είχα φτάσει στη σκάλα, όταν άκουσα τον Φαν Ράιβεν να λέει: "Πού πήγε εκείνη η υπηρέτρια με τα μεγάλα μάτια; Έφυγε κιόλας; Ήθελα να τη δω λίγο καλύτερα".
   "Α, μα αυτή δεν είναι τίποτα!" φώναξε πρόσχαρα η Καταρίνα. "Τον πίνακα κοιτάξτε καλύτερα".
   Ξαναγύρισα στο παγκάκι της εξώπορτας και κάθισα στη θέση μου δίπλα στην Τάνεκε, που δεν μου μιλούσε. Καθόμασταν λοιπόν σιωπηλές, μπαλώνοντας τα μανίκια και στήνοντας αυτί στις φωνές που αντηχούσαν από τα παράθυρα του πάνω ορόφου.
   Όταν κατέβηκαν, γλίστρησα πίσω από τη γωνία και περίμενα ώσπου ν' απομακρυνθούν, ακουμπισμένη στα ζεστά τούβλα του τοίχου.
   Αργότερα κατέφθασε ένας υπηρέτης από το σπίτι τους κι εξαφανίστηκε πάνω στο εργαστήριο. Δεν τον είδα να φεύγει, γιατί στο μεταξύ είχαν γυρίσει τα κορίτσια και μου ζήτησαν ν' ανάψω φωτιά για να ψήσουν μερικά μήλα.
   Το άλλο πρωί ο πίνακας έλειπε. Δεν πρόλαβα λοιπόν να τον δω μια τελευταία φορά. 

    Επιστρέφοντας μια Κυριακή από τους γονείς μου, είχαν πιάσει την Καταρίνα οι πόνοι της γέννας. Μόλις πάτησα το πόδι μου στο κατώφλι, άκουσα τα βογκητά της. Έριξα μια κλεφτή ματιά στη μεγάλη κάμαρα, που ήταν σκοτεινότερη απ' ό,τι συνήθως -είχαν κλείσει τα παντζούρια στα κάτω παράθυρα για ν' απομονώσουν την ετοιμόγεννη. Μες στο δωμάτιο βρισκόταν η Μαρία Θινς με την Τάνεκε και τη μαμμή. Όταν με είδε η Μαρία Θινς, είπε: "Εσύ πήγαινε στα κορίτσια -τα έστειλα έξω να παίξουν. Δεν θ΄αργήσουμε πολύ. Γύρνα σε καμιά ώρα".
   Χάρηκα που μ' άφησε να φύγω. Η Καταρίνα έκανε μεγάλη φασαρία και δεν μου φάνηκε πρέπον να είμ' εκεί και να την ακούω σε τέτοια κατάσταση. Ήμουν σίγουρη πως ούτε κι εκείνη θα το ήθελε.
   Αναζήτησα τα κορίτσια στο αγαπημένο τους μέρος, στο ζωοπάζαρο πίσω από τη γωνία του σπιτιού, όπου γίνονταν οι αγοραπωλησίες των ζωντανών. Τις βρήκα να παίζουν βόλους και κυνηγητό. Από κοντά ο μικρός Γιοχάνες -που δεν πατούσε ακόμη καλά τα πόδια του και τις ακολουθούσε μια περπατώντας, μια μπουσουλώντας. Τέτοια παιχνίδια δεν μας επιτρέπονταν εμάς κυριακάτικα, μα φαίνεται πως οι Καθολικοί είχαν άλλες απόψεις.
   Όταν η Αλέιντις κουράστηκε, ήρθε και κάθισε κοντά μου. "Θα γεννήσει γρήγορα η μαμά μου;" ρώτησε.
   "Η γιαγιά σου είπε πως δεν θ' αργήσει πολύ.  Σε λίγο θα γυρίσουμε στο σπίτι να δούμε".
   "Ο μπαμπάς θα χαρεί, έτσι δεν είναι;"
   "Έτσι νομίζω".
   "Και θα ζωγραφίζει πιο γρήγορα τώρα που θα έχει κι άλλο μωρό;"
   Δεν απάντησα. Από το στόμα της μικρής έβγαιναν λόγια της Καταρίνα. Δεν ήθελα ν' ακούσω περισσότερα.
   Γυρίζοντας, βρήκαμε τον κύριό μου να στέκεται στην εξώπορτα. "Μπαμπά, φόρεσες το καπέλο!" φώναξε η Κορνέλια. Τα κορίτσια έπεσαν πάνω του και προσπαθούσαν να του βγάλουν το κεντητό καπιτονέ καπέλο της πατρότητας που φορούσε, σύμφωνα με το έθιμο, με τις μακριές κορδέλες να κρέμονται πίσω από τ' αυτιά του. Έδειχνε περήφανος και αμήχανος μαζί. Ξαφνιάστηκα -είχε γίνει πατέρας άλλες πέντε φορές και πίστευα πως θα το είχε πια συνηθίσει. Δεν υπήρχε λόγος να νιώθει αμηχανία.
   Η Καταρίνα τα θέλει τα πολλά παιδιά, σκέφτηκα τότε. Αυτός θα προτιμούσε να μένει μόνος στο εργαστήριό του.
   Αλλά δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ήξερα πώς γίνονται τα παιδιά. Είχε παίξει κι εκείνος το ρόλο του -με τη θέλησή του. Και παρ' όλο που η Καταρίνα ήταν δύσκολος άνθρωπος, τον είχα δει πολλές φορές να την κοιτάζει, να την αγγίζει και να της μιλάει με μια σιγανή φωνή που έσταζε μέλι.
   Δεν ήθελα να τον φαντάζομαι σε τέτοιες στιγμές, μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Προτιμούσα να τον σκέφτομαι μόνο του στο εργαστήριο. Ή μάλλον, μόνο του στο εργαστήριο μαζί μου.
   "Έχετε έναν καινούργιο αδερφούλη, κορίτσια", είπε. "Τον λένε Φρανσίσκους. Θέλετε να τον δείτε;" Και τις άφησε να μπουν, ενώ εγώ πηγαινοερχόμουν απέξω με τον Γιοχάνες στην αγκαλιά.
   Η Τάνεκε άνοιξε τα παντζούρια στα κάτω παράθυρα της μεγάλης κάμαρας κι έσκυψε έξω.
   "Πώς είναι η κυρία;" τη ρώτησα.
   "Α, μια χαρά. Φέρνει τον κόσμο άνω κάτω, αλλά μετά είναι σαν να μην έγινε τίποτα. Είναι φτιαγμένη για παιδιά -τα γεννάει σαν κουνέλα. Έλα μέσα τώρα, ο κύριος θα κάνει μια ευχαριστήρια δέηση".

   Η γιορτή για τα γεννητούρια ήταν η μεγαλύτερη που είδα στο σπίτι τους. Είχαμε δέκα μέρες για να προετοιμαστούμε, δέκα μέρες με συνεχές καθάρισμα και μαγείρεμα. Η Μαρία Θινς προσέλαβε δυο κοπέλες για μια βδομάδα, για να βοηθήσουν την Τάνεκε στην κουζίνα κι εμένα στην καθαριότητα του σπιτιού. Η δικιά μου βοηθός ήταν αργόστροφη, μα δούλευε καλά, αρκεί να της έλεγα τι ακριβώς πρέπει να κάνει και να της έριχνα κάθε τόσο μια ματιά. Τη μια μέρα πλύναμε όλα τα τραπεζομάντιλα και τις πετσέτες που θα χρειάζονταν στη γιορτή, ανεξάρτητα από το αν ήταν καθαρά ή όχι, καθώς και όλα τα ρούχα -πουκάμισα, φορέματα, καπέλα, κολάρα, μαντίλια, σκουφάκια, ποδιές. Τα σεντόνια μάς πήραν άλλη μια μέρα. Έπειτα πλύναμε όλες τις κούπες, τα ποτήρια, τα πήλινα πιάτα, τις κανάτες, τις μπακιρένιες κατσαρόλες, τα τηγάνια, τις σχάρες και τις σούβλες ψησίματος, τα ταψιά, τα μαχαιροπίρουνα, τις κουτάλες, καθώς και τα σκεύη που δανειστήκαμε από τους γείτονες για την περίσταση. Γυαλίσαμε όλα τα μπρούντζα, τα μπακίρια και τ' ασημικά. Κατεβάσαμε τις κουρτίνες και τις τινάξαμε στην αυλή· το ίδιο και τα μαξιλάρια των καναπέδων και τα χαλιά. Τρίψαμε όλα τα ξύλα, στα κρεβάτια, τα ντουλάπια, τις καρέκλες, τα τραπέζια και τα περβάζια των παραθύρων, μέχρι που άστραψαν.
   Στο τέλος τα χέρια μου έσκασαν κι έτρεχαν αίμα.
   Όμως όλα ήταν πεντακάθαρα για τη γιορτή.
   Η Μαρία Θινς έκανε ειδική παραγγελία για κρεατικά -αρνάκι, βοδινό, γλώσσα, ένα ολόκληρο γουρουνόπουλο, λαγό, φασιανό και καπόνι- αλλά και για θαλασσινά -στρείδια, αστακούς, χαβιάρι και ρέγκες. Παράγγειλε επίσης γλυκό κρασί και μπίρα πρώτης ποιότητας, καθώς και γλυκίσματα από το φούρναρη ειδικά για τη γιορτή.
   Στην κρεαταγορά, όταν έδωσα την παραγγελία της Μαρίας Θινς στο χασάπη, έτριψε τα χέρια του. "Άλλο ένα στόμα στην οικογένεια, λοιπόν", φώναξε μ' ενθουσιασμό. "Τόσο το καλύτερο για μας!"
   Στο σπίτι κατέφθασαν ολόκληρα κεφάλια τυρί Γκούντα και Ένταμ, αγγινάρες, πορτοκάλια, λεμόνια, σταφύλια, δαμάσκηνα, αμύγδαλα και φουντούκια. Μας έστειλαν ακόμη κι έναν ανανά, δώρο από κάποιον πλούσιο εξάδελφο της Μαρίας Θινς. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου ανανά, μα δεν ενθουσιάστηκα από τη σκληρή, αγκαθωτή φλούδα του. Έτσι κι αλλιώς δεν προοριζόταν για μένα. Κανένα από τα φαγώσιμα δεν ήταν για μας, εκτός από κάτι λίγες μπουκιές που μας έδινε να δοκιμάσουμε πότε πότε η Τάνεκε. Μου έδωσε και μια σταλιά χαβιάρι, που μου άρεσε πολύ λιγότερο απ' όσο ομολόγησα, παρά την τόση του φήμη, καθώς και λίγο γλυκό κρασί, που ήταν υπέροχα αρωματισμένο με κανέλα.
   Πίσω στην αυλή στοιβάχτηκαν σωροί από κάρβουνα και καυσόξυλα, δίπλα στις σούβλες που δανειστήκαμε από τους γειτόνους. Εκεί βάλαμε και τα βαρέλια της μπίρας και ψήσαμε το γουρουνόπουλο. Η Μαρία Θινς προσέλαβε κι ένα νεαρό για να φροντίζει στα ψησίματα τη φωτιά, που έκαιγε όλη νύχτα όταν βάλαμε το γουρούνι για ψήσιμο.
   Σ' όλη τη διάρκεια των ετοιμασιών η Καταρίνα παρέμεινε στο κρεβάτι με τον Φρανσίσκους και τις φροντίδες της παραμάνας, γαλήνια σαν κύκνος. Μα ακριβώς σαν τον κύκνο, είχε και μακρύ λαιμό και μυτερό ράμφος. Προσπαθούσα λοιπόν να την αποφεύγω.
   "Έτσι θα 'θελε να βλέπει το σπίτι της καθημερινά", μου γκρίνιαζε η Τάνεκε, ενώ ετοίμαζε το λαγό στιφάδο κι εγώ ζέσταινα νερό για να πλύνω τα τζάμια. "Θέλει να βρίσκονται όλοι στο πόδι για χάρη της. Η βασίλισσα του καναπέ!" Κρυφογέλασα με τα λόγια της, ξέροντας πως δεν έπρεπε να υποδαυλίζω τη θρασύτητά της, αλλά κι ευχαριστημένη που την άκουγα να σχολιάζει την Καταρίνα.
   Εκείνος κρατιόταν μακριά από τις ετοιμασίες, κλεισμένος στο εργαστήριο ή δραπετεύοντας στη Συντεχνία. Τον είδα μόνο μια φορά, τρεις μέρες πριν από τη γιορτή. Γυάλιζα μαζί με την καινούργια κοπέλα τα κηροπήγια στην κουζίνα, όταν μπήκε η Λίσμπεθ και με φώναξε. "Ήρθε ο χασάπης και σε ζητάει", μου είπε. "Είναι έξω, περιμένει".
   Άφησα το πανί που κρατούσα, σκούπισα τα χέρια μου στην ποδιά και την ακολούθησα στο διάδρομο. Ήμουν βέβαιη πως θα ήταν ο γιος. Δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ εδώ στη γειτονιά των Καθολικών. Ευτυχώς, αυτές τις μέρες το πρόσωπό μου δεν ήταν όπως συνήθως κόκκινο και πρησμένο από το ζεματιστό νερό της μπουγάδας.
   Ο Πίτερ είχε φέρει ένα καροτσάκι στην είσοδο του σπιτιού, φορτωμένο μέχρι πάνω με τα κρέατα που είχε παραγγείλει η Μαρία Θινς. Τα κορίτσια είχαν μαζευτεί τριγύρω και χάζευαν. Μόνο η Κορνέλια γύρισε να με κοιτάξει. Όταν εμφανίστηκα στο άνοιγμα της πόρτας, ο Πίτερ μου χαμογέλασε. Εγώ παρέμεινα ανέκφραστη και κατάφερα να μην κοκκινήσω. Μας παρακολουθούσε η Κορνέλια.
   Δεν ήταν όμως η μόνη. Ένιωσα και την παρουσία του κυρίου πίσω μου -είχε βγει στο διάδρομο μετά από μένα. Γύρισα να τον κοιτάξω και κατάλαβα πως είχε δει το χαμόγελο του Πίτερ, όπως και την προσδοκία που έκρυβε αυτό το χαμόγελο.
   Ο κύριος έστρεψε πάνω μου τα γκρίζα μάτια του. Το βλέμμα του ήταν ψυχρό. Ένιωσα να ζαλίζομαι, σαν να σηκώθηκα πολύ απότομα από κάποια καρέκλα. Ξαναγύρισα τα μάτια στον Πίτερ. Μα το χαμόγελό του δεν ήταν πια τόσο πλατύ. Είχε δει τη ζαλάδα μου.
   Ένιωσα αιχμάλωτη ανάμεσα στους δυο άντρες. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστο αυτό το συναίσθημα.
   Παραμέρισα για ν' αφήσω τον κύριό μου να περάσει. Βγήκε, προχώρησε κι έστριψε στη γωνία, χωρίς να μας ξανακοιτάξει, χωρίς να πει λέξη. Ο Πίτερ κι εγώ τον παρακολουθήσαμε σιωπηλοί.
   "Έφερα την παραγγελία σας", έκανε τότε ο Πίτερ. "Πού θέλεις να τα πάω;"

   Την ημέρα της γιορτής, οι καλεσμένοι άρχισαν να φτάνουν από νωρίς το απόγευμα. Όταν έπεσε το βράδυ, πρέπει να είχαν μαζευτεί μέσα κι έξω από το σπίτι γύρω στα εκατό άτομα, σκορπισμένοι εδώ κι εκεί στην αυλή και στο δρόμο. Είχαν προσκληθεί σχεδόν όλοι -από πλούσιοι έμποροι μέχρι το φούρναρη, το ράφτη, τον τσαγκάρη και το φαρμακοποιό. Ήταν εκεί όλοι οι γείτονες, η μητέρα και η αδερφή του κυρίου μου, καθώς και τα ξαδέρφια της Μαρίας Θινς. Είχαν έρθει ζωγράφοι και άλλα μέλη της Συντεχνίας, ο Φαν Λίουενχουκ και φυσικά ο Φαν Ράιβεν με τη γυναίκα του.
   Ακόμη κι ο χασάπης ο Πίτερ, ο μπαμπάς, ήταν εκεί, χωρίς τη ματωμένη ποδιά του, και κούνησε το κεφάλι και μου χαμογέλασε τη στιγμή που περνούσα με μια καράφα αρωματικό κρασί. "Λοιπόν που λες, Χριτ", είπε καθώς του γέμιζα το ποτήρι, "ο γιος μου θα σκάσει από τη ζήλια όταν ακούσει πως πέρασα τη βραδιά μαζί σου".
   "Δεν νομίζω", μουρμούρισα κι απομακρύνθηκα από κοντά του αμήχανα.
   Η Καταρίνα ήταν το επίκεντρο της προσοχής. Φορούσε ένα πράσινο ολομέταξο φόρεμα, μεταποιημένο για να χωράει την κοιλιά της, που δεν της είχε φύγει ακόμη. Στους ώμους είχε ρίξει την κίτρινη μπέρτα με την ερμίνα, εκείνη που φορούσε η γυναίκα του Φαν Ράιβεν στον πίνακα. Μου φαινόταν παράξενο να βλέπω άλλη γυναίκα μ' αυτή την μπέρτα. Δεν μου άρεσε που τη φορούσε η Καταρίνα, αν και ήταν δική της, φυσικά. Φορούσε ακόμη μαργαριταρένιο κολιέ και σκουλαρίκια, και οι ξανθές μπούκλες της ήταν καλοχτενισμένες και όμορφες. Είχε συνέλθει γρήγορα από τη γέννα και ήταν εύθυμη και γεμάτη χάρη, με το σώμα της απαλλαγμένο από το βάρος που έσερνε τόσους μήνες. Περιφερόταν με άνεση στα δωμάτια, πίνοντας και διασκεδάζοντας με τους καλεσμένους της, ανάβοντας κεριά, δίνοντας παραγγελίες για τα φαγητά, συστήνοντας τον ένα στον άλλο. Σταμάτησε μόνο για να κάνει μερικά χάδια στον μικρό Φρανσίσκους την ώρα που τον θήλαζε η παραμάνα.
   Ο κύριός μου ήταν πολύ πιο διακριτικός. Την περισσότερη ώρα στεκόταν σε μια γωνιά της μεγάλης κάμαρας συζητώντας με τον Φαν Λίουενχουκ, αν και το βλέμμα του ακολουθούσε συχνά την Καταρίνα που περιφερόταν στο δωμάτιο ανάμεσα στους καλεσμένους. Φορούσε ένα κομψό βελούδινο σακάκι, ολόμαυρο, και φυσικά το καπέλο του νέου πατέρα. Έδειχνε άνετος, μα όχι και κατενθουσιασμένος. Ο πολύς κόσμος δεν τον τραβούσε, όπως τη γυναίκα του.
   Αργά το βράδυ ο Φαν Ράιβεν κατάφερε να με απομονώσει στο διάδρομο, την ώρα που περνούσα μ' ένα αναμμένο κερί και μια κανάτα κρασί. "Α, τι βλέπω, η υπηρέτρια με τα μεγάλα μάτια", φώναξε κι έγειρε προς το μέρος μου. "Τι κάνεις, κορίτσι μου;" Μου 'πιασε το σαγόνι με το ένα χέρι και με το άλλο σήκωσε το κερί για να μου φωτίσει το πρόσωπο. Δεν μου άρεσε καθόλου το βλέμμα του.
   "Πρέπει οπωσδήποτε να τη ζωγραφίσεις", είπε σε κάποιον πίσω του.
   Ήταν ο κύριός μου. Είχε ζαρώσει τα φρύδια. Έδειχνε σαν να ήθελε να πει κάτι στον πελάτη του, αλλά δεν μπορούσε.
   "Χριτ, βάλε μου λίγο κρασί ακόμα". Ο Πίτερ ο χασάπης είχε προβάλει ξαφνικά από το δωμάτιο της Σταύρωσης και μου είχε απλώσει το ποτήρι του. 
   "Μάλιστα, κύριε". Τράβηξα το σαγόνι μου από το χέρι του Φαν Ράιβεν και πήγα γρήγορα προς το μέρος του Πίτερ. Ένιωθα δυο ζευγάρια μάτια καρφωμένα στην πλάτη μου.
   "Ω, με συγχωρείτε, κύριε, η κανάτα είναι άδεια. Πάω αμέσως στην κουζίνα να τη γεμίσω". Κι απομακρύνθηκα σφίγγοντας την κανάτα στο στήθος μου για να μη δει κανείς πως ήταν γεμάτη.
   Όταν γύρισα μετά από λίγο, στο διάδρομο ήταν μόνο ο Πίτερ, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. "Ευχαριστώ", του είπα σιγανά καθώς του γέμιζα το ποτήρι.
   Μου έκλεισε το μάτι. "Άξιζε τον κόπο, μόνο και μόνο για να σ' ακούσω να με λες κύριο. Φαντάζομαι πως δεν θα το ξανακούσω ποτέ, έτσι δεν είναι;" Σήκωσε το ποτήρι του, κάνοντας μια πρόποση στ' αστεία, και ήπιε. 

   Μετά τη γιορτή έφτασε γρήγορα ο χειμώνας, το σπίτι έγινε κρύο και μονότονο. Πέρα από τις δουλειές, που ήταν πάντα πολλές, δεν υπήρχε τίποτα που να μου δίνει λίγη χαρά. Και το χειρότερο, ο κύριος ήταν θυμωμένος μαζί μου. Από κείνο το βράδυ που με στρίμωξε ο Φαν Ράιβεν στο διάδρομο, ίσως κι από τότε που μου χαμογέλασε ο γιος του χασάπη, είχε γίνει πιο απόμακρος. Είχα ωστόσο την εντύπωση πως τον τελευταίο καιρό οι δρόμοι μας συναντιούνταν όλο και πιο συχνά. Παρ' όλο που συνήθως έλειπε -εν μέρει για να μην ακούει τα κλάματα του Φρανσίσκους- την ώρα που έβγαινε τύχαινε πάντα να γυρίζω από κάποια δουλειά, όπως τύχαινε να κατεβαίνω τις σκάλες όταν εκείνος ανέβαινε ή να σκουπίζω το δωμάτιο της Σταύρωσης όταν άνοιγε την πόρτα ψάχνοντας για τη Μαρία Θινς. Μια μέρα, πηγαίνοντας για ένα θέλημα της Καταρίνα, έπεσα πάνω του ακόμα και στην αγορά. Κάθε φορά που τον συναντούσα, μου κουνούσε ευγενικά το κεφάλι και παραμέριζε για να περάσω, χωρίς να με κοιτάζει.
   Τον είχα προσβάλει, μόνο που δεν ήξερα πότε και πώς. 
   Το εργαστήριο ήταν κι αυτό κρύο και μονότονο. Παλιά ήταν γεμάτο ζωή και δράση, είχε στόχο και σκοπό -ήταν το μέρος όπου γεννιούνταν οι πίνακες. Τώρα, αν και σκούπιζα αμέσως τη σκόνη που μαζευόταν, ήταν απλώς ένα άδειο δωμάτιο που περίμενε την επόμενη σκόνη. Δεν ήθελα να το βλέπω θλιμμένο. Ήθελα να ξαναγίνει το καταφύγιό μου, όπως ήταν παλιά.
   Ένα πρωί που η Μαρία Θινς πήγε να μου ανοίξει το εργαστήριο, βρήκε την πόρτα ξεκλείδωτη. Σκύψαμε και κοιτάξαμε στο μισοσκόταδο. Τον είδαμε κοιμισμένο στο τραπέζι, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα χέρια του και την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα. Η Μαρία Θινς τραβήχτηκε πίσω. "Θ' ανέβηκε στο εργαστήριο για να μην ακούει το κλάμα του μωρού", μουρμούρισε. Προσπάθησα να ξανακοιτάξω, μα εκείνη μου έκρυβε τη θέα. Έκλεισε μαλακά την πόρτα. "Άσ' τον ήσυχο. Μπορείς να καθαρίσεις αργότερα".
   Μόλις μπήκα στο εργαστήριο το άλλο πρωί, άνοιξα όλα τα παντζούρια και κοίταξα γύρω μου ψάχνοντας να κάνω κάτι που δεν θα τον πρόσβαλλε και δεν θα τον ενοχλούσε, ν' αλλάξω κάτι που δεν θα το παρατηρούσε ποτέ. Μα τα πάντα ήταν στη θέση τους -το τραπέζι, οι καρέκλες, το γραφείο γεμάτο χαρτιά και βιβλία, το ντουλάπι με τα πινέλα και τη σπάτουλα τακτοποιημένα πάνω του στη σειρά, το καβαλέτο ακουμπισμένο στον τοίχο και οι καθαρές παλέτες πλάι του. Τα αντικείμενα που ζωγράφισε είχαν μπει στην αποθήκη ή ξαναβρήκαν τη θέση τους μέσα στο σπίτι. 
   Η καμπάνα της Νέας Μητρόπολης άρχισε να σημαίνει την ώρα. Πήγα στο παράθυρο να κοιτάξω. Και μέχρι ν' ακουστεί το έκτο χτύπημα, ήξερα πολύ καλά τι θα κάνω. 
   Ζέστανα λίγο νερό στη φωτιά, πήρα σαπούνι και καθαρά ξεσκονόπανα, ξαναγύρισα στο εργαστήριο και βάλθηκα να καθαρίσω όλα τα τζάμια. Για να φτάσω τα ψηλότερα, αναγκάστηκα να ανεβώ στο τραπέζι.
   Καθάριζα το τελευταίο, όταν τον άκουσα να μπαίνει. Γύρισα και τον κοίταξα πάνω από τον αριστερό μου ώμο, με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά. "Κύριε..." άρχισα να λέω ταραγμένη. Δεν ήξερα πώς να δικαιολογήσω την ξαφνική μου παρόρμηση να πλύνω τα τζάμια.
   "Στάσου!"
   Πάγωσα, τρομοκρατημένη που τόλμησα να κάνω κάτι αντίθετο στις επιθυμίες του.
   "Μην κουνιέσαι".
   Με κοίταζε σαν να είδε ξαφνικά κάποιο φάντασμα στο εργαστήριό του.
   "Λυπάμαι πολύ, κύριε",  είπα κι έριξα το πανί μου στον κουβά με το νερό. "Έπρεπε πρώτα να σας ρωτήσω. Αλλά δεν ζωγραφίζετε τίποτα αυτόν τον καιρό, και..."
   Στην αρχή έδειξε απορημένος, ύστερα κούνησε το κεφάλι του. "Α, εννοείς τα παράθυρα. Όχι, όχι, συνέχισε τη δουλειά σου".
   Θα προτιμούσα να μην τα καθαρίσω μπροστά του, μα δεν έλεγε να φύγει κι έτσι δεν είχα άλλη επιλογή. Μούσκεψα το πανί στο νερό, το έστυψα κι άρχισα πάλι να τρίβω μέσα έξω τα τζάμια.
   Τελείωσα κι αυτό το παράθυρο κι έκανα ένα βήμα πίσω να δω το αποτέλεσμα. Ένα ζωηρό φως έμπαινε στο εργαστήριο.
   Εκείνος στεκόταν πάντα πίσω μου. "Είσαστε ικανοποιημένος, κύριε;", τον ρώτησα.
   "Γύρνα και ξανακοίταξέ με πάνω απ' τον ώμο σου".
   Έκανα όπως μου είπε. Με μελετούσε. Είχε αρχίσει να ενδιαφέρεται πάλι για μένα.
   "Το φως", είπα. "Είναι πιο καθαρό τώρα".
   "Ναι", είπε. "Ναι".

   Το άλλο πρωί, το τραπέζι είχε ξαναγυρίσει στη γωνία όπου εκείνος ζωγράφιζε και ήταν στρωμένο μ' ένα κόκκινο, κίτρινο και γαλάζιο τραπεζομάντιλο. Μια καρέκλα ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο πίσω του κι αποπάνω κρεμόταν ένας χάρτης.
   Είχε αρχίσει πάλι να ζωγραφίζει. 


1665
   Ήταν ένα απόγευμα του Γενάρη λίγο μετά τη γέννηση του Φρανσίσκους. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο Φρανσίσκους και ο Γιοχάνες δεν ήταν τόσο καλά, είχαν έναν άσχημο βήχα και δυσκολεύονταν στην αναπνοή. Η Καταρίνα και η παραμάνα φρόντιζαν τα μωρά κοντά στο τζάκι του πλυσταριού, ενώ οι υπόλοιποι είχαμε μαζευτεί γύρω από τη φωτιά στην κουζίνα. 
   Μόνο εκείνος έλειπε. Ήταν επάνω. Φαίνεται πως δεν τον πείραζε το κρύο.
   Η Καταρίνα ήρθε και στάθηκε στην πόρτα που χώριζε την κουζίνα από το πλυσταριό. "Κάποιος πρέπει να πάει στο φαρμακοποιό", ανακοίνωσε, με το πρόσωπο κατακόκκινο απ' τη ζέστη. "Χρειάζομαι κάποια πράγματα για τα μικρά". Κοίταξε επίμονα προς το μέρος μου.
   Κάτω από άλλες συνθήκες, θα ήμουν η τελευταία που θα μπορούσα να πάω για μια τέτοια δουλειά. Να πας στο φαρμακοποιό δεν είναι το ίδιο με το να πας στο χασάπη ή στον ψαρά -δουλειές που η Καταρίνα τις είχε αφήσει σ' εμένα και μετά τη γέννηση του Φρανσίσκους. Ο φαρμακοποιός ήταν ένας αξιοσέβαστος επιστήμονας και στην Καταρίνα και τη Μαρία Θινς άρεσε να πηγαίνουν οι ίδιες σ' αυτόν. Εγώ δεν ήμουνα για τέτοιες πολυτέλειες. Με τέτοιο κρύο όμως, ο κλήρος έπεφτε στο πιο ασήμαντο μέλος του σπιτιού.
   Αυτή τη φορά η Μάρτσε και η Λίσμπεθ δεν ζήτησαν να έρθουν μαζί μου. Τυλίχτηκα με μια μάλλινη κάπα και φόρεσα και μια μαντίλα, ενώ η Καταρίνα μου έλεγε να ζητήσω άνθη κουφοξυλιάς κι ένα σιρόπι από χαμολεύκι για το βήχα. Η Κορνέλια γύριζε γύρω μας και με παρακολουθούσε καθώς συμμάζευα τις άκρες από το σάλι και τυλιγόμουν καλύτερα.
   Άνοιξα την πόρτα και βγήκα στο δρόμο. Έξω ήταν πολύ ήσυχα -οι άνθρωποι είχαν κουρνιάσει φρόνιμα στα σπίτια τους. Το κανάλι ήταν παγωμένο κι ο ουρανός είχε ένα απειλητικό μολυβί χρώμα. Καθώς με χτύπησε ο παγωμένος αέρας και προσπαθούσα να κρύψω τη μύτη μου ακόμα πιο βαθιά μες στο μάλλινο σάλι, άκουσα κάποιον να με φωνάζει με τ' όνομά μου. Κοίταξα πίσω μου, νομίζοντας πως με είχε ακολουθήσει η Κορνέλια. Μα η εξώπορτα ήταν κλειστή.
   Κοίταξα τότε προς τα πάνω. Εκείνος είχε ανοίξει το παράθυρο και είχε βγάλει το κεφάλι του έξω.
   "Κύριε;"
   "Πού πας, Χριτ;"
   "Στο φαρμακοποιό, κύριε. Με στέλνει η κυρία. Για τα μωρά".
   "Θα πάρεις κάτι και για μένα;"
   "Φυσικά, κύριε". Ξαφνικά ο αέρας δεν μου φαινόταν πια τόσο τσουχτερός.
   "Περίμενε, θα σου τα γράψω". Χάθηκε από το παράθυρο κι εγώ στάθηκα και περίμενα. Σε λίγο εμφανίστηκε ξανά και μου έριξε ένα μικρό δερμάτινο πουγκί. "Δώσε στο φαρμακοποιό το χαρτί που έχω βάλει μέσα και φέρε μου αυτά που θα σου δώσει".
   Κούνησα καταφατικά το κεφάλι κι έχωσα το πουγκί σε μια πτυχή μες στο σάλι μου, ευτυχισμένη μ' αυτή τη μυστική χάρη που μου ζήτησε.
   Το φαρμακείο ήταν στην Κόρνμαρκτ, προς την πύλη Ρότερνταμ. Αν και δεν ήταν μακριά, κάθε ανάσα που έπαιρνα ένιωθα να μου παγώνει το στήθος και μόλις έφτασα στο μαγαζί δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά.
   Δεν είχα μπει ποτέ μου σε φαρμακείο, ούτε πριν γίνω υπηρέτρια -εμάς τα φάρμακά μας τα έφτιαχνε η μητέρα μου. Το μαγαζί ήταν ένα μικρό δωμάτιο, με τους τοίχους γεμάτους ράφια από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. Τα ράφια ήταν γεμάτα μικρά και μεγάλα μπουκάλια, δοχεία και πήλινα βαζάκια, το καθένα με την ετικέτα του. Είχα την εντύπωση πως ακόμα κι αν μπορούσα να διαβάσω τις λέξεις, δεν θα καταλάβαινα τι είχαν μέσα. Αν και το κρύο είχε εξαφανίσει τις περισσότερες οσμές, εκεί μέσα πλανιόταν μια μυρωδιά που δεν μπορούσα να πω τι ήταν, σαν κάτι θαμμένο κάτω από τα σάπια φύλλα στο δάσος.
   Το φαρμακοποιό τον είχα δει μόνο μια φορά, όταν ήρθε στη γιορτή για τη γέννηση του Φρανσίσκους πριν από μερικές εβδομάδες. Ήταν ένας φαλακρός, αδύνατος άνθρωπος, που μου θύμιζε νεογέννητο πουλί. Ξαφνιάστηκε όταν με είδε. Λίγοι τολμούσαν να βγουν μ' αυτό το κρύο. Στεκόταν πίσω από ένα τραπέζι, με μια ζυγαριά πλάι του, και περίμενε να του πω τι θέλω.
   "Έρχομαι εκ μέρους του κυρίου και της κυρίας μου", είπα λαχανιαστά όταν ζεστάθηκε λιγάκι ο λαιμός μου και κατάφερα να μιλήσω. Με κοίταξε ανέκφραστος, και πρόσθεσα: "Από τους Βερμέερ".
   "Α, τι κάνει η πολυμελής οικογένεια, μεγαλώνει;"
   "Τα μωρά είναι άρρωστα. Η κυρία θέλει άνθη κουφοξυλιάς και σιρόπι από χαμολεύκι. Και ο κύριος..." έβγαλα και του έδωσα το πουγκί. Το πήρε παραξενεμένος, μα μόλις διάβασε το χαρτάκι, κούνησε το κεφάλι. "Μάλιστα, του τελείωσε το μαύρο του ελεφαντόδοντου και η ώχρα", μουρμούρισε. "Μικρό το κακό. Πρώτη φορά όμως στέλνει άλλον να του πάρει υλικά για τα χρώματα". Έσπρωξε το χαρτί προς το μέρος μου. "Έρχεται πάντα και τα παίρνει ο ίδιος. Το σημερινό είναι μια έκπληξη".
   Δεν είπα τίποτα.
   "Έλα, κάθισε. Εδώ πίσω, κοντά στη φωτιά, κι εγώ θα σου ετοιμάσω τα πράγματα". Άρχισε να πηγαινοέρχεται, ανοίγοντας βάζα και ζυγίζοντας αποξηραμένα μπουμπούκια λουλουδιών, μετρώντας το σιρόπι σ' ένα μπουκαλάκι, τυλίγοντας προσεκτικά τα πράγματα σε χαρτί και δένοντάς τα με σπάγκο. Έβαλε μερικά απ' αυτά στο πουγκί. Τα υπόλοιπα τ' άφησε έξω.
   "Μήπως χρειάζεται και καμβά;" με ρώτησε με γυρισμένη την πλάτη, ενώ ξανάβαζε ένα μπουκάλι ψηλά στο ράφι του.
   "Δεν ξέρω, κύριε. Είπε να του πάω μόνο αυτά που γράφει το χαρτί".
   "Πράγματι, έκπληξη... μεγάλη έκπληξη". Με κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια. Ίσιωσα την πλάτη μου -βλέποντας την προσοχή που μου έδειχνε, ευχήθηκα να ήμουν ψηλότερη. "Η αλήθεια βέβαια είναι πως κάνει κρύο. Και δεν θα έβγαινε, εκτός κι αν ήταν υποχρεωμένος". Μου έδωσε τα πακέτα και το πουγκί και μου άνοιξε την πόρτα να βγω. Όταν βρέθηκα έξω στο δρόμο, γύρισα να κοιτάξω και είδα πως με παρακολουθούσε ακόμα, από ένα παραθυράκι στην πόρτα του μαγαζιού.
   Όταν γύρισα σπίτι, πήγα πρώτα στην Καταρίνα και της έδωσα τα πακέτα που κρατούσα στο χέρι. Μετά πήγα βιαστικά προς τη σκάλα. Εκείνος είχε κατέβει και με περίμενε. Τράβηξα το πουγκί μέσ' απ΄το σάλι μου και του το έδωσα.
   "Ευχαριστώ, Χριτ", είπε.
   "Τι κάνετε εκεί;" Η Κορνέλια μας παρακολουθούσε από το βάθος του διαδρόμου.
   Προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν της απάντησε. Απλώς γύρισε κι ανέβηκε ξανά τη σκάλα, αφήνοντάς με να την αντιμετωπίσω ολομόναχη.
   Λένε πως η αλήθεια είναι η πιο εύκολη απάντηση, εγώ όμως συχνά ένιωθα ανησυχία λέγοντας στην Κορνέλια την αλήθεια. Ποτέ δεν ήξερα πώς θα την πάρει. "Αγόρασα μερικά υλικά ζωγραφικής για τον πατέρα σου", της εξήγησα.
   "Αυτός σου το ζήτησε;"
   Σ' αυτή την ερώτηση τής απάντησα όπως κι ο πατέρας της -γύρισα και πήγα προς την κουζίνα, ξετυλίγοντας το σάλι μου καθώς προχωρούσα. Δεν ήθελα να της απαντήσω, γιατί φοβόμουν πως θα του κάνω κακό. Είχα καταλάβει ότι θα ήταν καλύτερα να μη μάθαινε κανείς πως του είχα κάνει κάποια εξυπηρέτηση.
   Αναρωτήθηκα αν η Κορνέλια θα έλεγε στη μητέρα της αυτό που είδε. Αν και μικρή, ήταν παμπόνηρη σαν τη γιαγιά της. Μάζευε τις πληροφορίες της, διαλέγοντας προσεκτικά πότε θα τις αποκαλύψει.
   Τη δική της απάντηση μου την έδωσε μερικές μέρες αργότερα.
   Ήταν Κυριακή και βρισκόμουν στο κελάρι, ψάχνοντας στο κασελάκι που έβαζα τα πράγματά μου για ένα κολάρο που μου είχε κεντήσει η μητέρα. Κατάλαβα αμέσως πως κάποιος είχε ανακατέψει τα λιγοστά μου υπάρχοντα -τα κολάρα μου ήταν ξεδιπλωμένα, ένα πουκάμισο ήταν κουβαριασμένο και ριγμένο σε μια γωνιά, το χτενάκι από ταρταρούγα ήταν έξω από το μαντίλι όπου το φύλαγα. Μα το μαντίλι γύρω από το πλακάκι του πατέρα ήταν τόσο προσεκτικά διπλωμένο, που κίνησε τις υποψίες μου. Μόλις το ξετύλιξα, είδα το πλακάκι σπασμένο στα δύο. Είχε σπάσει με τέτοιο τρόπο, που τα δυο παιδιά χώρισαν, και τώρα το αγόρι κοίταζε πίσω του στο πουθενά, ενώ το κορίτσι προχωρούσε ολομόναχο με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω απ' το σκουφάκι του.
   Εκείνη τη στιγμή έκλαψα. Η Κορνέλια δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο με πλήγωσε. Αν είχε σπάσει αλλιώς το πλακάκι, χωρίζοντας τα κεφάλια μας απ' το σώμα, θα με είχε στενοχωρήσει λιγότερο.

   Ο κύριος άρχισε λοιπόν να μου ζητάει διάφορα πράγματα. Μια μέρα μου ζήτησε να του φέρω, γυρίζοντας από την ψαραγορά, λινέλαιο από το φαρμακείο και να το αφήσω στο κάτω μέρος της σκάλας, για να μη διακόψω τον ίδιο και το μοντέλο του. Έτσι τουλάχιστον είπε. Ίσως να καταλάβαινε πως είτε η Μαρία Θινς είτε η Καταρίνα είτε η Τάνεκε -ακόμα και η Κορνέλια- θα παρατηρούσαν πως ανεβαίνω στο εργαστήριο σε μια ασυνήθιστη για μένα ώρα.
   Σ' αυτό το σπίτι δύσκολα μπορούσαν να κρατηθούν μυστικά.
   Μια άλλη φορά μου ζήτησε να του φέρω από το χασάπη τη φούσκα ενός γουρουνιού. Δεν καταλάβαινα τι μπορεί να τη θέλει, ώσπου αργότερα μου ζήτησε να του βγάζω κάθε πρωί, μετά το συγύρισμα, τα χρώματα που θα χρησιμοποιούσε εκείνη τη μέρα. Τράβηξε τα συρτάρια του ντουλαπιού δίπλα στο καβαλέτο και μου έδειξε πού ήταν το κάθε χρώμα, λέγοντάς μου και τ' όνομά του. Μερικές λέξεις δεν τις είχα ξανακούσει ποτέ -ουλτραμαρίνα, βερμιγιόν, κίτρινο του μολύβδου. Τα γεώδη χρώματα, το καφέ και το κίτρινο, όπως και το μαύρο του ελεφαντόδοντου και το λευκό του μολύβδου, ήταν φυλαγμένα σε μικρά πήλινα βάζα, σκεπασμένα με μεμβράνη για να μην ξεραίνονται. Τα πιο πολύτιμα χρώματα -τα μπλε, τα κόκκινα και τα κίτρινα- ήταν φυλαγμένα σε μικρές ποσότητες μέσα σε γουρουνίσιες φούσκες. Οι φούσκες είχαν μια τρύπα, κλεισμένη μ' ένα καρφί, απ' όπου έβγαινε το χρώμα μόλις τις πίεζες.
   Ένα πρωί που καθάριζα το δωμάτιο, μπήκε και μου ζήτησε να ποζάρω στη θέση της κόρης του φούρναρη, που αρρώστησε και δεν μπορούσε να 'ρθει. "Θέλω να δω κάτι", μου εξήγησε. "Κάποιος πρέπει να σταθεί για λίγο εκεί".
   Πήρα υπάκουα τη θέση της, με το ένα χέρι στη λαβή του τσίγκινου κανατιού και το άλλο στο περβάζι του παραθύρου, που ήταν ελαφρώς ανοιγμένο κι ένα παγωμένο ρεύμα με χτυπούσε στο πρόσωπο και στο στήθος.
   Μάλλον γι' αυτό αρρώστησε η κόρη του φούρναρη, σκέφτηκα.
   Είχε ανοίξει όλα τα παντζούρια. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί το δωμάτιο τόσο φωτεινό.
   "Γείρε λίγο το σαγόνι σου", έκανε. "Και να κοιτάς κάτω, όχι εμένα. Ωραία, αυτό είναι. Τώρα μείνε ακίνητη".
   Ήταν καθισμένος μπροστά στο καβαλέτο του. Όμως δεν έπιασε την παλέτα, τη σπάτουλα ή τα πινέλα του. Καθόταν απλώς με σταυρωμένα τα χέρια και κοίταζε.
   Κατακοκκίνησα. Δεν είχα καταλάβει πως θα με κοιτούσε τόσο επίμονα.
   Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι άλλο. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα μια βάρκα να κατεβαίνει το κανάλι. Ο βαρκάρης με το κοντάρι στην πρύμνη ήταν εκείνος που με βοήθησε να βγάλω τον κουβά από το κανάλι την πρώτη μου μέρα στο σπίτι. Πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από κείνο το πρωινό, σκέφτηκα. Μέχρι τότε δεν είχα δει κανέναν πίνακά του, και τώρα στέκομαι και του ποζάρω. 
   "Σταμάτα να κοιτάς αυτό που κοιτάζεις", είπε. "Το βλέπω στο πρόσωπό σου. Σου αποσπάει την προσοχή".
   Προσπάθησα τότε να μη βλέπω τίποτα, αλλά να σκέφτομαι διάφορα πράγματα. Σκέφτηκα τη μέρα που είχαμε βγει οικογενειακώς στην εξοχή για να μαζέψουμε βότανα. Σκέφτηκα τον απαγχονισμό που είχα παρακολουθήσει στην Πλατεία της Αγοράς -μια γυναίκα που πάνω στο μεθύσι είχε σκοτώσει την κόρη της. Σκέφτηκα το βλέμμα της Άχνες την τελευταία φορά που την είδα.
   "Σκέφτεσαι πάρα πολύ", είπε, αλλάζοντας θέση πάνω στην καρέκλα του.
   Ένιωσα σαν να είχα πλύνει έναν κάδο σεντόνια μα δεν κατάφερα να τα καθαρίσω καλά. "Με συγχωρείτε, κύριε. Δεν ξέρω τι να κάνω".
   "Δοκίμασε να κλείσεις τα μάτια σου".
   Τα έκλεισα. Μετά από λίγο ένιωσα στα χέρια μου το περβάζι του παραθύρου και το κανάτι να με κρατάνε σαν άγκυρες. Έπειτα ένιωσα τον τοίχο πίσω μου, το τραπέζι στ' αριστερά μου και τον κρύο αέρα να μπαίνει απ' το παράθυρο.
   Έτσι πρέπει να νιώθει ο πατέρας μου, σκέφτηκα, θ' αναγνωρίζει με το σώμα του πού βρίσκεται μες στο χώρο. 
   "Ωραία", τον άκουσα να λέει. "Αυτό είναι. Σ' ευχαριστώ, Χριτ. Μπορείς να συνεχίσεις τη δουλειά σου τώρα".

   Δεν είχα ξαναδεί να φτιάχνεται από την αρχή ένας πίνακας. Πίστευα πως ζωγραφίζεις ό,τι βλέπεις, βάζοντας τα αντίστοιχα χρώματα.
   Όμως αυτός μου έμαθε άλλα. 
   Άρχισε να ζωγραφίζει την κόρη του φούρναρη περνώντας πρώτα τον καμβά μ' ένα αχνό γκρίζο χρώμα. Έπειτα έκανε παντού κάτι καφεκόκκινα σημάδια που έδειχναν τη θέση της κοπέλας, του τραπεζιού, του κανατιού, του παραθύρου και του χάρτη. Μετά από αυτό περίμενα πως θ' άρχιζε να ζωγραφίζει ό,τι έβλεπε -το πρόσωπο μιας κοπέλας, μια γαλάζια φούστα, ένα κιτρινόμαυρο γιλέκο, έναν καφέ χάρτη, ένα κανάτι και μια λεκάνη, έναν άσπρο τοίχο. Αντί γι' αυτό, εκείνος έκανε κάτι χρωματιστά μπαλώματα, μαύρο στη θέση που θα 'μπαινε η φούστα, ώχρα για το γιλέκο και το χάρτη στον τοίχο, κόκκινο για τη λεκάνη και το κανάτι που ήταν μέσα, ένα διαφορετικό γκρίζο για τον πίσω τοίχο. Τα χρώματα αυτά δεν ήταν τα σωστά -κανένα πράγμα δεν είχε τέτοιο χρώμα. Έφαγε τόση ώρα γι' αυτά τα ψεύτικα, όπως τα έλεγα εγώ, χρώματα.
   Μερικές φορές ερχόταν η κοπέλα και ποζάριζε ώρες ολόκληρες, κι όμως, αν κοίταζες τον πίνακα την άλλη μέρα, δεν είχε προστεθεί ούτε αφαιρεθεί κάτι. Υπήρχαν μονάχα κάτι χρωματιστές κηλίδες που δεν έδειχναν τίποτα, όσο προσεκτικά κι αν τις κοίταζα. Εγώ ήξερα τι παριστάνουν μόνο και μόνο επειδή ξεσκόνιζα κάθε μέρα τα αντικείμενα, κι έτυχε να δω τα ρούχα της κοπέλας όταν την πέτυχα μια μέρα στο μεγάλο δωμάτιο την ώρα που άλλαζε και φορούσε το κιτρινόμαυρο γιλέκο της Καταρίνα.
   Κάθε πρωί έβγαζα διστακτικά τα χρώματα που μου ζητούσε. Μια μέρα, μαζί με τα υπόλοιπα έβγαλα και το μπλε. Την επόμενη φορά που το έβγαλα, εκείνος γύρισε και μου είπε: "Όχι την ουλτραμαρίνα, Χριτ. Θέλω μόνο αυτά που σου ζήτησα. Γιατί το έβγαλες αφού δεν σου το είπα;" Είχε εκνευριστεί.
   "Με συγχωρείτε, κύριε. Είναι επειδή..." πήρα μια βαθιά ανάσα, "φοράει μπλε φούστα. Νόμιζα πως θα το χρειαστείτε -για να μην την αφήσετε έτσι μαύρη".
   "Όταν το χρειαστώ, θα στο ζητήσω".
   Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και γύρισα να γυαλίσω την καρέκλα με τις λιονταροκεφαλές. Η καρδιά μου πονούσε. Δεν ήθελα να είναι θυμωμένος μαζί μου.
   Άνοιξε το μεσαίο παράθυρο και το δωμάτιο πλημμύρισε παγωμένο αέρα.
   "Έλα εδώ, Χριτ".
   Άφησα το πανί μου στο περβάζι και πήγα. 
   "Κοίτα έξω".
   Κοίταξα. Φύσαγε εκείνη τη μέρα. Τα σύννεφα έτρεχαν στον ουρανό και χάνονταν πίσω από το καμπαναριό της Νέας Μητρόπολης.
   "Τι χρώμα έχουν τα σύννεφα;"
   "Μα... λευκό, κύριε".
   Σήκωσε λίγο τα φρύδια του. "Είσαι σίγουρη;"
   Έριξα άλλη μια ματιά. "Και γκρίζο. Μπορεί να χιονίσει".
   "Έλα τώρα, Χριτ, μπορείς και καλύτερα. Σκέψου τα λαχανικά σου".
   "Τα λαχανικά μου, κύριε;"
   Κούνησε ελαφρά το κεφάλι. Τον εκνεύριζα πάλι. Το σαγόνι μου σφίχτηκε.
   "Θυμήσου πώς ξεχώριζες τα λευκά. Είχαν το ίδιο λευκό τα γογγύλια σου και τα κρεμμύδια;"
   Ξαφνικά κατάλαβα. "Όχι. Το γογγύλι έχει μέσα πράσινο, το κρεμμύδι κίτρινο".
   "Ακριβώς. Τώρα λοιπόν τι χρώματα βλέπεις στα σύννεφα;"
   "Έχουν λίγο μπλε", είπα αφού τα παρατήρησα για μερικά λεπτά. "Έχουν και κίτρινο. Και λίγο πράσινο!" Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη, που άρχισα να τα δείχνω με το δάχτυλο. Όλη μου τη ζωή κοιτούσα τα σύννεφα, αλλά ένιωσα σαν να τα είδα πρώτη φορά εκείνη τη στιγμή.
   Χαμογέλασε. "Αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις πως υπάρχει ελάχιστο λευκό στα σύννεφα, κι όμως ο κόσμος λέει πως είναι λευκά. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί δεν χρειάζομαι ακόμα το μπλε;"
   "Μάλιστα, κύριε". Δεν καταλάβαινα στ' αλήθεια, αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Ένιωθα πως σχεδόν το ήξερα.
   Όταν άρχισε τελικά να προσθέτει χρώματα πάνω στα ψεύτικα, κατάλαβα τι εννοούσε. Ζωγράφισε με ανοιχτό γαλάζιο τη φούστα της κοπέλας, που όμως έδειξε μπλε κι άφηνε να φαίνεται πού και πού από κάτω το μαύρο, πιο σκούρο κοντά στη σκιά του τραπεζιού, πιο ανοιχτό κοντά στο παράθυρο. Στον τοίχο πρόσθεσε κίτρινη ώχρα, σε αρκετά σημεία όμως φαινόταν ακόμα το γκρίζο που είχε βάλει στην αρχή. Έτσι ο τοίχος έγινε φωτεινός, αλλά όχι κάτασπρος. Ανακάλυψα πως το φως που έπεφτε πάνω του δεν ήταν λευκό, μα πολύχρωμο.
   Το κανάτι και η λεκάνη ήταν τα πιο πολύπλοκα -ξεκίνησαν κόκκινα κι έγιναν κίτρινα, καφέ, πράσινα και γαλάζια. Αντανακλούσαν τα χρώματα και τα σχέδια του τραπεζομάντιλου, του γιλέκου της κοπέλας, του γαλάζιου υφάσματος που ήταν ριγμένο στην καρέκλα -είχαν όλα τα χρώματα εκτός από το αληθινό τους, το μεταλλικό. Κι όμως έδειχναν ακριβώς όπως ήταν, δηλαδή ένα κανάτι και μια λεκάνη.
   Μετά απ' αυτό δεν σταματούσα πια να προσέχω όλα τα πράγματα.

   Όταν άρχισα να τον βοηθάω να φτιάχνει τα χρώματα, έγινε ακόμα πιο δύσκολο να κρατήσω κρυφό το τι έκανα. Ένα πρωί με πήρε μαζί του στη σοφίτα, όπου ανέβαινες από μια ξύλινη σκάλα ακουμπισμένη στον τοίχο της αποθήκης του εργαστηρίου. Δεν είχα ξαναβρεθεί εκεί πάνω. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο, με πολύ γερτή στέγη κι ένα παράθυρο απ' όπου έμπαινε το φως και φαινόταν η Νέα Μητρόπολη. Εκεί υπήρχαν ελάχιστα πράγματα, πέρα από ένα μικρό ντουλάπι κι ένα πέτρινο τραπέζι με μια λακκούβα στη μέση, όπου ήταν ακουμπισμένη μια πέτρα σε σχήμα αυγού, με τη μια της άκρη κομμένη. Είχα δει κάποτε ένα παρόμοιο τραπέζι στο εργαστήριο που δούλευε ο πατέρας μου. Ακόμα υπήρχαν μερικά δοχεία -κάτι λεκάνες και ρηχά πήλινα πιάτα- καθώς και λαβίδες δίπλα στο μικρό τζάκι. 
   "Θα ήθελα να μου τρίψεις εδώ μερικά πράγματα, Χριτ", είπε. Άνοιξε ένα συρτάρι του ντουλαπιού κι έβγαλε κάτι σαν μαύρο κλαδάκι που ήταν ίσαμε το μικρό μου δάχτυλο. "Αυτό είναι ένα κομμάτι ελεφαντόδοντο, καμένο στη φωτιά", μου εξήγησε. "Απ' αυτό φτιάχνεται το μαύρο χρώμα".
   Το έριξε στη λακκούβα του τραπεζιού και πρόσθεσε κάτι κολλώδες που μύριζε ζώο. Μετά έπιασε την πέτρα, που την έλεγε μυλόπετρα, και μου έδειξε πώς να την κρατάω και πώς να γέρνω πάνω από το τραπέζι χρησιμοποιώντας το βάρος μου για να λιώσω το ελεφαντόδοντο. Μέσα σε λίγα λεπτά το είχε μεταμορφώσει σε μια λεπτή πάστα.
   "Δοκίμασε τώρα κι εσύ". Άδειασε με μια σπάτουλα τη μαύρη πάστα σ' ένα δοχείο κι έβαλε ένα καινούργιο κομμάτι ελεφαντόδοντο. Έπιασα τη μυλόπετρα και προσπάθησα να μιμηθώ τις κινήσεις του, γέρνοντας πάνω από το τραπέζι.
   "Όχι έτσι, το χέρι σου πρέπει να κάνει αυτό". Έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό μου. Από την ταραχή μου μόλις με άγγιξε, μου έφυγε η πέτρα, κύλησε στο τραπέζι κι έπεσε στο πάτωμα.
   Τινάχτηκα μακριά του κι έσκυψα να τη μαζέψω. "Με συγχωρείτε, κύριε", μουρμούρισα και ξανάβαλα τη μυλόπετρα στη θέση της.
   Δεν δοκίμασε να με αγγίξει ξανά.
   Αντί γι' αυτό, είπε: "Σήκωσε το χέρι σου λίγο πιο ψηλά. Αυτό είναι. Χρησιμοποίησε τώρα τον ώμο για να στρίψεις τη μυλόπετρα και τη μέση σου για να ολοκληρώσεις".
   Μου πήρε πολύ περισσότερο μέχρι να τρίψω το δικό μου κομμάτι, γιατί ήμουν αδέξια και ταραγμένη από το άγγιγμά του. Ήμουν και πιο μικρόσωμη από κείνον κι ασυνήθιστη στις κινήσεις που έπρεπε να κάνω. Ευτυχώς που τα μπράτσα μου είχαν δυναμώσει από τα στυψίματα της μπουγάδας.
   "Λίγο πιο λεπτό", είπε αφού κοίταξε προσεκτικά στη λακκούβα. Συνέχισα να δουλεύω ώσπου έκρινε πως ήταν έτοιμο, βάζοντάς με να τρίψω την πάστα στα δάχτυλά μου για να θυμάμαι πώς ακριβώς τη θέλει. Ύστερα αράδιασε κι άλλα κομμάτια ελεφαντόδοντο στο τραπέζι. "Αύριο θα σου δείξω πώς τρίβεται το λευκό του μολύβδου. Είναι πολύ πιο εύκολο από το ελεφαντόδοντο".
   Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο ελεφαντόδοντο.
   "Τι συμβαίνει, Χριτ; Δεν φαντάζομαι να σε τρομάζουν αυτά τα κόκαλα, ε; Είναι ίδια με τη χτένα που φτιάχνεις τα μαλλιά σου".
   Δεν θα γινόμουν ποτέ τόσο πλούσια που να έχω χτένα από ελεφαντόδοντο. Χτένιζα πάντα τα μαλλιά μου με τα δάχτυλα.
   "Δεν είναι αυτό, κύριε". Όλα τα πράγματα που μου είχε ζητήσει ως τότε, τα έκανα την ώρα που συγύριζα ή έβγαινα για άλλες δουλειές. Και δεν το είχε υποψιαστεί κανένας άλλος, εκτός από την Κορνέλια. Αλλά το τρίψιμο των χρωμάτων ήθελε χρόνο -δεν μπορούσα να το κάνω την ώρα που καθάριζα το εργαστήριο και δεν μπορούσα να εξηγήσω στους άλλους γιατί έπρεπε ν' ανεβώ ξαφνικά στη σοφίτα, αφήνοντας στην άκρη τις άλλες δουλειές. "Θα μου πάρει ώρα να το τρίψω, κύριε", είπα διστακτικά.
   "Άμα το συνηθίσεις, δεν θ' αργείς όπως σήμερα".
   Δεν μπορούσα ούτε να διανοηθώ να τον αμφισβητήσω ή να τον παρακούσω -ήταν ο κύριός μου. Αλλά φοβόμουν την οργή των γυναικών του σπιτιού. "Τώρα πρέπει να πάω στο κρεοπωλείο, κύριε, και μετά να σιδερώσω τα ρούχα. Εντολή της κυρίας". Τα λόγια μου ακούστηκαν πολύ πεζά. 
   Δεν κουνήθηκε. "Στο κρεοπωλείο;" Συνοφρυώθηκε.
   "Μάλιστα, κύριε. Η κυρία θα ζητήσει να μάθει γιατί παραμελώ τις άλλες δουλειές μου. Πρέπει να μάθει ότι σας βοηθάω στο εργαστήριο. Είναι δύσκολο να έρχομαι εδώ χωρίς λόγο".
   Σώπασε γι' αρκετή ώρα. Η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε επτά φορές.
   "Καταλαβαίνω", είπε μόλις σταμάτησε η καμπάνα. "Άφησέ με να το σκεφτώ λίγο". Πήρε μερικά κομμάτια ελεφαντόδοντο και τα ξανάβαλε στο συρτάρι. "Προς το παρόν κάνε μόνο αυτά", είπε, κι έδειξε όσα είχαν μείνει. "Δεν φαντάζομαι να σου πάρουν πολύ. Εγώ θα φύγω τώρα. Όταν τελειώσεις, άφησέ τα όλα εδώ".
   Έπρεπε να μιλήσει στην Καταρίνα και να της πει για τη δουλειά στη σοφίτα. Έτσι θα ήταν πιο εύκολο να τον βοηθάω.
   Περίμενα μέρες, μα δεν της είπε τίποτα. 

   H λύση στο πρόβλημα με τα χρώματα δόθηκε χωρίς να το περιμένω από την Τάνεκε. Μετά τη γέννηση του Φρανσίσκους, η παραμάνα κοιμόταν μαζί με την Τάνεκε στο δωμάτιο της Σταύρωσης. Από κει μπορούσε να πάει εύκολα στο μεγάλο δωμάτιο και να θηλάσει το μωρό αμέσως μόλις ξυπνούσε. Γιατί παρ' όλο που η Καταρίνα δεν το θήλαζε, επέμενε να το έχει να κοιμάται σε μια κούνια κοντά της. Στην αρχή μου φάνηκε περίεργο πώς τα είχαν κανονίσει έτσι, αλλά μαθαίνοντας με τον καιρό την Καταρίνα καλύτερα, κατάλαβα πως ήθελε να τηρεί τα προσχήματα της μητρότητας, μα όχι και τα καθήκοντά της.
   Η Τάνεκε δεν ένιωθε καθόλου ευτυχής που μοιραζόταν το δωμάτιό της με την άλλη και παραπονιόταν πως η παραμάνα σηκωνόταν κάθε τόσο για να φροντίσει το μωρό και πως ροχάλιζε όταν κοιμόταν. Το έλεγε και το ξανάλεγε σε όποιον έβρισκε μπροστά της, αδιαφορώντας αν την ακούει ή όχι. Άρχισε να δουλεύει πιο τεμπέλικα, λέγοντας πως της έλειπε ύπνος. Η Μαρία Θινς της είπε πως δεν μπορούσε να γίνει τίποτα, μα η Τάνεκε συνέχισε τη γκρίνια. Πότε πότε μου έριχνε ένα σκοτεινό βλέμμα -πριν πάω εγώ στο σπίτι, όταν παίρνανε παραμάνα για τα μωρά, η Τάνεκε κοιμόταν στο δικό μου κρεβάτι στο κελάρι. Με κοίταζε λοιπόν λες κι έφταιγα εγώ για το ροχαλητό της άλλης.
   Ένα βράδυ πήγε στην Καταρίνα. Η Καταρίνα ετοιμαζόταν να πάει στους Φαν Ράιβεν, παρά την παγωνιά. Ήταν λοιπόν σε καλή διάθεση -μόλις φορούσε τα μαργαριτάρια της και την κίτρινη μπέρτα, το κέφι της έφτιαχνε. Στο λαιμό της, πάνω από την μπέρτα, είχε δέσει ένα φαρδύ λινό κολάρο που σκέπαζε τους ώμους της και προστάτευε το πολύτιμο ρούχο από την πούδρα που έβαζε άφθονη στο πρόσωπό της. Όση ώρα της αράδιαζε τα παράπονά της η Τάνεκε, η Καταρίνα συνέχισε να βάζει πούδρα, κρατώντας μπροστά της έναν καθρέφτη για να βλέπει το αποτέλεσμα. Τα μαλλιά της ήταν χωρισμένα σε κοτσίδες και πλεγμένα με κορδέλες, κι όσο διατηρούσε το ευτυχισμένο της ύφος, ήταν πολύ ωραία, τα ξανθά μαλλιά σε συνδυασμό με τ' ανοιχτοκάστανα μάτια τής έδιναν μια εξωτική ομορφιά.
   Τελικά κούνησε το πινέλο της στην Τάνεκε. "Εντάξει, φτάνει!" φώναξε γελώντας. "Την παραμάνα την χρειαζόμαστε και πρέπει να κοιμάται κάπου κοντά μου. Στο δωμάτιο των κοριτσιών δεν υπάρχει χώρος, μα στο δικό σου περισσεύει -γι' αυτό κοιμάται εκεί. Τι με σκοτίζεις λοιπόν αφού δεν υπάρχει άλλη λύση;"
   "Μπορεί και να υπάρχει", ακούστηκε τότε εκείνος. Σήκωσα τα μάτια μου από το συρτάρι, όπου έψαχνα να βρω μια ποδιά της Λίσμπεθ. Στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. Η Καταρίνα κοίταξε τον άντρα της ξαφνιασμένη. Σπάνια τον έβλεπε να δείχνει ενδιαφέρον για ζητήματα του σπιτιού. "Μπορούμε ν' ανεβάσουμε ένα κρεβάτι στη σοφίτα και να βάλουμε κάποιον να κοιμάται εκεί. Τη Χριτ, για παράδειγμα".
   "Τη Χριτ στη σοφίτα; Γιατί;" φώναξε η Καταρίνα.
   "Για να κοιμάται η Τάνεκε στο κελάρι, αφού το προτιμάει", της εξήγησε ήρεμα.
   "Ναι, μα..." Η Καταρίνα σταμάτησε μπερδεμένη. Έδειχνε να μη συμφωνεί με την ιδέα, αλλά δεν μπορούσε να πει γιατί.
   "Αχ, ναι, μαντάμ", την έκοψε ενθουσιασμένη η Τάνεκε. "Αυτό θα με βοηθούσε πολύ". Έριξε μια γρήγορη ματιά σ' εμένα.
   Εγώ είχα χωθεί στα συρτάρια διπλώνοντας και ξαναδιπλώνοντας τα ρούχα των παιδιών, ενώ ήταν ωραία τακτοποιημένα.
   "Και τι θα γίνει με το κλειδί του εργαστηρίου;" Η Καταρίνα βρήκε τελικά ένα επιχείρημα. Υπήρχε μόνο μία πρόσβαση στη σοφίτα, από την ξύλινη σκάλα στην αποθήκη του εργαστηρίου. Για να πάω στο κρεβάτι μου, έπρεπε να περάσω υποχρεωτικά από το εργαστήριο, που ήταν όμως πάντα κλειδωμένο τις νύχτες. "Δεν γίνεται να δώσουμε το κλειδί στην υπηρέτρια!"
   "Δεν θα χρειαστεί", της απάντησε εκείνος καθησυχαστικά. "Θα κλειδώνεις την πόρτα πίσω της την ώρα που πηγαίνει για ύπνο. Και το πρωί θα κατεβαίνει να συγυρίζει το εργαστήριο πριν της ανοίξεις".
   Σταμάτησα το δίπλωμα των ρούχων. Δεν μου άρεσε η ιδέα να μένω κλειδωμένη στο δωμάτιό μου τη νύχτα.
   Για κακή μου τύχη όμως αυτή η σκέψη φάνηκε να ικανοποιεί την Καταρίνα. Μπορεί να σκέφτηκε ότι κλειδώνοντάς με θα ήξερε σίγουρα πού βρίσκομαι και ταυτόχρονα θα με κρατούσε μακριά της. "Ωραία λοιπόν", αποφάσισε. Έπαιρνε τις περισσότερες αποφάσεις της στα γρήγορα. Γύρισε σ' εμένα και την Τάνεκε. "Αύριο θ' ανεβάσετε ένα κρεβάτι στη σοφίτα. Προσωρινά μόνο", πρόσθεσε, "μέχρι που δεν θα χρειαζόμαστε πια την παραμάνα".
   Τόσο προσωρινά όσο θα ήταν και τα καθημερινά μου δρομολόγια στο κρεοπωλείο και το ψαράδικο, σκέφτηκα.
   "Έλα μαζί μου για λίγο στο εργαστήριο", της είπε τότε εκείνος. Την κοίταζε μ' έναν τρόπο που είχα αρχίσει σιγά σιγά να αναγνωρίζω -με τον τρόπο του ζωγράφου.
   "Ποιος, εγώ;" Η Καταρίνα γύρισε χαμογελώντας στον άντρα της. Πολύ σπάνια την προσκαλούσε στο εργαστήριο. Άφησε το πινέλο της με μια μεγαλόπρεπη χειρονομία κι άρχισε να βγάζει το φαρδύ κολάρο, που ήταν τώρα πασπαλισμένο με πούδρα.
   Εκείνος της έπιασε το χέρι. "Άσ' το όπως είναι".
   Αυτό ήταν σχεδόν το ίδιο απρόσμενο με την πρότασή του να μετακομίσω στη σοφίτα. Την ώρα που οι δυο τους ανέβαιναν τις σκάλες, εγώ κι η Τάνεκε ανταλλάξαμε ματιές.
   Από την επόμενη μέρα η κόρη του φούρναρη άρχισε να ποζάρει φορώντας το φαρδύ άσπρο κολάρο.

   Η Μαρία Θινς δεν ξεγελιόταν τόσο εύκολα. Όταν η Τάνεκε της είπε περιχαρής πως εκείνη θα μετακομίσει στο κελάρι κι εγώ στη σοφίτα, τράβηξε μια ρουφηξιά από την πίπα της κι έσμιξε τα φρύδια. "Θα μπορούσατε απλώς ν' αλλάξετε θέσεις", είπε δείχνοντάς μας με την άκρη της πίπας, "να κοιμάται η Χριτ με την παραμάνα κι εσύ να κατεβείς στο κελάρι. Έτσι δεν θα χρειαζόταν να πάει στη σοφίτα κανείς".
   Η Τάνεκε ούτε που την άκουσε -ήταν συνεπαρμένη από τη νίκη της και δεν έβλεπε τη λογική που υπήρχε στα λόγια της κυρίας της.
   "Η δική μου κυρία συμφώνησε", είπα εγώ απλά.
   Η Μαρία Θινς μου έριξε ένα επίμονο λοξό βλέμμα.
   Το να κοιμάμαι στη σοφίτα διευκόλυνε βέβαια τη δουλειά μου εκεί, αλλά και πάλι δεν είχα χρόνο. Μπορούσα βέβαια να ξυπνάω νωρίτερα και να κοιμάμαι αργότερα, αλλά μερικές φορές εκείνος μου έδινε τόση δουλειά, που χρειαζόταν να βρίσκω τρόπους ν' ανεβαίνω και τ' απογεύματα, τότε δηλαδή που συνήθως καθόμουν κι έραβα κοντά στη φωτιά. Άρχισα λοιπόν να παραπονιέμαι πως δεν βλέπω καλά στο μισοσκόταδο της κουζίνας και πως χρειάζομαι το φως της σοφίτας. Ή πως έχω πονόκοιλο και πρέπει να πάω να ξαπλώσω. Κάθε φορά που έβρισκα μια δικαιολογία, η Μαρία Θινς μου έριχνε εκείνο το λοξό βλέμμα της, αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο.
   Άρχισα σιγά σιγά να συνηθίζω στα ψέματα.
   Από τη στιγμή που εκείνος κανόνισε να κοιμάμαι στη σοφίτα, άφησε σ' εμένα να ρυθμίσω τα καθήκοντά μου για να προλαβαίνω και τη δική του δουλειά. Δεν με βοήθησε ποτέ λέγοντας κι αυτός κάποιο ψέμα ή ρωτώντας με αν μου περισσεύει χρόνος για να τον βοηθήσω. Κάθε πρωί μου έδινε απλώς οδηγίες και περίμενε να τα βρει όλα έτοιμα το άλλο πρωί.
   Ωστόσο τα ίδια τα χρώματα με αποζημίωναν με το παραπάνω για τα βάσανα που περνούσα προκειμένου να κρύψω τι έκανα. Έμαθα ν' αγαπάω το τρίψιμο των υλικών που έφερνε ο κύριός μου από το φαρμακοποιό -ελεφαντόδοντο, λευκό του μολύβδου, ερυθρόδανο, κίτρινο του μολύβδου- και προσπαθούσα να κάνω το κάθε χρώμα όσο πιο φωτεινό και καθαρό μπορούσα. Έμαθα πως όσο πιο λεπτοί γίνονται οι κόκκοι στο τρίψιμο, τόσο πιο έντονο βγαίνει το χρώμα. Τα σκληρά και μουντά κομμάτια της κοκκινόριζας γίνονταν μια λεπτή, έντονη κόκκινη σκόνη και, με λίγες σταγόνες λινέλαιο,  έδιναν ένα λαμπερό κατακόκκινο χρώμα. Η παρασκευή του, όπως και των άλλων χρωμάτων, ήταν για μένα κάτι μαγικό. 
   Εκείνος μου έμαθε πώς να ξεπλένω τις πρώτες ύλες για να καθαρίσουν από τα ξένα σώματα και ν' αναδειχτούν τα χρώματά τους. Για το ξέπλυμα χρησιμοποιούσα μια σειρά από κοχύλια, σαν ρηχά πιατάκια, καθαρίζοντας και ξανακαθαρίζοντας το χρώμα μέχρι και τριάντα φορές, ώσπου να φύγει η κιμωλία, η άμμος και τα χαλίκια. Η δουλειά αυτή ήταν κουραστική κι ήθελε χρόνο, μα ήταν πολύ μεγάλη ικανοποίηση να βλέπω το χρώμα να ξεκαθαρίζει με κάθε πλύσιμο και να πλησιάζει σ' αυτό που έπρεπε να γίνει στο τέλος.
   Το μόνο χρώμα που δεν με άφηνε ν' αγγίζω ήταν η ουλτραμαρίνα. Το λάπις λάζουλι ήταν τόσο ακριβό και η διαδικασία για να βγει το μπλε χρώμα από την πέτρα τόσο δύσκολη, που το έφτιαχνε μόνος του.
   Με τον καιρό συνήθισα να δουλεύω μαζί του. Μερικές φορές στεκόμασταν δίπλα δίπλα στη μικρή σοφίτα, εγώ τρίβοντας λευκό του μολύβδου στο τραπέζι, εκείνος ξεπλένοντας λάπις ή ψήνοντας κομμάτια ώχρας στη φωτιά. Μου μιλούσε ελάχιστα. Ήταν σιωπηλός άνθρωπος. Ούτ' εγώ του μιλούσα. Όλα τότε ήταν ήρεμα και γαλήνια, με το φως να μπαίνει απ' το παράθυρο της σοφίτας. Όταν τελειώναμε τη δουλειά, ρίχναμε νερό ο ένας στα χέρια του άλλου με την κανάτα και τα τρίβαμε για να φύγουν τα χρώματα.
   Έκανε πολύ κρύο στη σοφίτα, και μολονότι υπήρχε το μικρό τζάκι που χρησιμοποιούσε εκείνος για να ζεσταίνει λινέλαιο ή να ψήνει τα χρώματα, δεν τολμούσα να το ανάψω αν δεν το χρειαζόταν για κάποια δουλειά. Αλλιώς δεν θα μπορούσα να εξηγήσω στην Καταρίνα και τη Μαρία Θινς πώς τέλειωναν τόσο γρήγορα τα ξύλα και τα κάρβουνα.
   Τις ώρες που ήταν κι εκείνος στη σοφίτα, το κρύο μ' ενοχλούσε λιγότερο. Όσο στεκόταν δίπλα μου, ένιωθα τη ζεστασιά του δικού του κορμιού.
   Ένα απόγευμα ξέπλενα λίγο κίτρινο του μολύβδου που είχα μόλις τρίψει, όταν άκουσα τη φωνή της Μαρίας Θινς κάτω στο εργαστήριο. Εκείνος δούλευε όρθιος στο καβαλέτο, ενώ η κόρη του φούρναρη αναστέναζε πότε πότε καθώς ποζάριζε.
   "Μήπως κρυώνεις, κορίτσι μου;" τη ρώτησε η Μαρία Θινς. 
   "Ε, λιγάκι..." έκανε εκείνη ξεψυχισμένα.
   "Και γιατί δεν της φέρνουμε ένα μαγκάλι για τα πόδια;"
   Εκείνος κάτι απάντησε, αλλά τόσο σιγανά, που δεν άκουσα.
   "Μα δεν θα φαίνεται στον πίνακα αν το βάλει κάτω, δίπλα στα πόδια της. Δεν θέλουμε να συναχωθεί ξανά".
   Πάλι δεν μπόρεσα ν' ακούσω τι της απάντησε.
   "Καλά, καλά, θα πάει να της φέρει ένα η Χριτ", πρότεινε η Μαρία Θινς. "Πρέπει να είναι στη σοφίτα, γιατί μας είπε πως την πονούσε λίγο το στομάχι της. Πάω να τη βρω".
   Για τα χρόνια της ήταν πολύ πιο σβέλτη απ' όσο περίμενα. Ώσπου να πατήσω στο πρώτο σκαλοπάτι για να κατεβώ, εκείνη είχε φτάσει κιόλας στα μισά της ξύλινης σκάλας. Έκανα πίσω και γύρισα στη σοφίτα. Δεν μπορούσα να της ξεφύγω και δεν είχα χρόνο να κρύψω τίποτα.
   Όταν η Μαρία Θινς μπήκε στο δωματιάκι, είδε με την πρώτη τα κοχύλια βαλμένα στη σειρά πάνω στο τραπέζι, την κανάτα με το νερό και την ποδιά μου γεμάτη κίτρινες πιτσιλιές.
   "Ώστε μ' αυτό καταγίνεσαι, κοπέλα μου, ε; Το φανταζόμουν πως κάτι τέτοιο συμβαίνει".
   Χαμήλωσα τα μάτια. Δεν ήξερα τι να πω.
   "Τη μια πονάει το στομάχι μου, την άλλη δεν βλέπω καλά... Δεν είμαστε όλοι ηλίθιοι σ' αυτό το σπίτι, ξέρεις".
   Ήθελα τόσο πολύ να της πω: Ρώτα τον. Αυτός είναι ο κύριός μου. Αυτός μου το ζήτησε.
   Όμως κι αυτή δεν γύρισε να τον φωνάξει. Ούτ' εκείνος εμφανίστηκε στη σκάλα για να δώσει εξηγήσεις.
   Σωπάσαμε για λίγο. Ύστερα η Μαρία Θινς είπε: "Πόσον καιρό τον βοηθάς, κοπέλα μου;"
   "Εδώ και μερικές βδομάδες, μαντάμ".
   "Το πρόσεξα πως τις τελευταίες βδομάδες ζωγραφίζει πιο γρήγορα".
   Σήκωσα τα μάτια. Την είδα να ζυγιάζει τα πράγματα.
   "Βόηθα τον εσύ να ζωγραφίζει πιο γρήγορα", είπε χαμηλόφωνα, "και θα φροντίσω εγώ να κρατήσεις τη θέση σου στο σπίτι. Ούτε λέξη, βέβαια, στην κόρη μου και στην Τάνεκε, ε;"
   "Μάλιστα, μαντάμ".
   Κρυφογέλασε. "Έπρεπε να το 'χα καταλάβει, αφού είσαι φωτιά εσύ. Παραλίγο να ξεγελάσεις κι εμένα. Άντε τώρα, πήγαινε να φέρεις ένα μαγκάλι για το καημένο το κορίτσι που ξεπαγιάζει κάτω".

   Μου άρεσε να κοιμάμαι στη σοφίτα. Εκεί δεν είχα καμιά Σταύρωση κρεμασμένη απέναντί μου να μου δυσκολεύει τον ύπνο. Δεν υπήρχαν καθόλου πίνακες, μόνο η καθαρή μυρωδιά του λινέλαιου και η μοσχοβολιά των φυσικών χρωμάτων. Μου άρεσε η θέα της Νέας Μητρόπολης από το παράθυρό μου, και η ησυχία. Κανένας δεν ανέβαινε στη σοφίτα εκτός από κείνον. Τα κορίτσια δεν έρχονταν να με δουν, όπως έκαναν μερικές φορές στο κελάρι, ούτε να ψάξουν κρυφά τα πράγματά μου. Ένιωθα μόνη εκεί, σκαρφαλωμένη ψηλά πάνω από το θορυβώδες νοικοκυριό, και τα 'βλεπα όλα από απόσταση.
   Όπως κι εκείνος.
   Το καλύτερο απ' όλα όμως ήταν ότι μπορούσα να περνάω περισσότερο χρόνο στο εργαστήριο. Μερικές φορές τυλιγόμουν με μια κουβέρτα και κατέβαινα αθόρυβα κάτω αργά τη νύχτα, όταν όλοι στο σπίτι κοιμούνταν. Στο φως ενός κεριού κοίταζα τον πίνακα που ζωγράφιζε εκείνος, ή άλλοτε πάλι μισάνοιγα ένα παντζούρι για να τον δω στο φεγγαρόφωτο. Μερικές φορές τραβούσα μια από κείνες τις καρέκλες με τις λιονταροκεφαλές κοντά στο τραπέζι και καθόμουν μες στο σκοτάδι, με τους αγκώνες στηριγμένους στο μπλε και κόκκινο υφαντό τραπεζομάντιλο. Φανταζόμουν πως φοράω το κιτρινόμαυρο γιλέκο και τα μαργαριτάρια και πως κρατάω ένα ποτήρι κρασί, καθισμένη στο τραπέζι απέναντί του.
   Υπήρχε ωστόσο και κάτι που δεν μου άρεσε στη σοφίτα. Δεν άντεχα να με κλειδώνουν μέσα τις νύχτες.
   Η Καταρίνα ξαναπήρε το κλειδί από τη Μαρία Θινς κι άρχισε αυτή να κλειδώνει και να ξεκλειδώνει την πόρτα. Πρέπει να ένιωθε πως έτσι με ελέγχει καλύτερα. Δεν την ευχαριστούσε που έμενα στη σοφίτα -που βρισκόμουν δηλαδή πιο κοντά σ' εκείνον, σ' ένα χώρο όπου δεν επιτρεπόταν στην ίδια να μπει, αλλά όπου εγώ μπορούσα να περιφέρομαι ελεύθερα.
   Πρέπει να ήταν δύσκολο για μια σύζυγο ν' αποδεχτεί αυτή την κατάσταση.
   
Σεβαλιέ Τρέισυ, Το κορίτσι με το σκουλαρίκι, (μετφ. Θεοφανώ Καλογιάννη), εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: