Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

[ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ] - Β' ΜΕΡΟΣ

     
    Μια Κυριακή ο γιος του χασάπη, ο Πίτερ, ήρθε για τη λειτουργία στην εκκλησία μας. Πρέπει να μπήκε μετά από μένα και τους γονείς μου και να κάθισε κάπου πίσω, γιατί τον είδα μόνο όταν σχόλασε η εκκλησία κι εμείς ήμασταν έξω μιλώντας με τους γείτονες. Είχε σταθεί σε μια γωνιά και με κοίταζε. Μόλις τον είδα, πιάστηκε η ανάσα μου. Τουλάχιστον είναι Προτεστάντης, σκέφτηκα. Μέχρι τότε δεν ήμουν σίγουρη. Από τότε που δούλευα στο σπίτι των Καθολικών, δεν ήμουν σίγουρη για πάρα πολλά πράγματα.
   Η μητέρα ακολούθησε το βλέμμα μου. "Ποιος είναι αυτός;"
   "Ο γιος του χασάπη".
   Μου έριξε μια παράξενη ματιά, λίγο έκπληκτη, λίγο φοβισμένη. "Πήγαινε να του μιλήσεις", ψιθύρισε, "και φερ' τον εδώ".
   Πήγα υπάκουα στον Πίτερ. "Γιατί ήρθες εδώ;" τον ρώτησα, ξέροντας πως θα 'πρεπε να είμαι πιο ευγενική.
   Εκείνος χαμογέλασε. "Γεια σου, Χριτ. Δεν σου περισσεύει ούτε μια καλή κουβέντα για μένα;"
   "Γιατί ήρθες εδώ;"
   "Πηγαίνω σ' όλες τις εκκλησίες του Ντελφτ, για να δω ποια λειτουργία μου αρέσει περισσότερο. Θα μου πάρει βέβαια κάμποσο καιρό". Όταν όμως είδε το ύφος μου, μαζεύτηκε -τ' αστεία του δεν είχαν πέραση σ' εμένα. "Ήρθα για να σε δω -και να γνωρίσω τους γονείς σου".
   Κοκκίνησα μέχρι τ' αυτιά. "Καλύτερα όχι", είπα σιγανά.
   "Γιατί όχι;"
   "Είμαι μόνο δεκαεφτά. Και... και δεν σκέφτομαι τέτοια πράγματα ακόμη".
   "Δεν υπάρχει καμιά βιασύνη", είπε ο Πίτερ.
   Κοίταξα τα χέρια του -ήταν καθαρά, μα υπήρχαν ακόμα ίχνη αίματος γύρω απ' τα νύχια. Θυμήθηκα το χέρι του κυρίου μου πάνω στο δικό μου, τότε που μου 'δειχνε πώς να τρίβω το ελεφαντόδοντο, κι ανατρίχιασα.
   Ο κόσμος μάς κοιτούσε, γιατί ο Πίτερ ήταν ξένος εκεί. Και ήταν κι όμορφος -αυτό το έβλεπα ακόμα κι εγώ- με μακριά ξανθά μαλλιά, με φωτεινά γαλάζια μάτια και με το χαμόγελο στα χείλη. Πολλές κοπέλες προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή του.
   "Θα με συστήσεις λοιπόν στους γονείς σου;"

   Τον οδήγησα κοντά τους απρόθυμα. Ο Πίτερ υποκλίθηκε στη μητέρα μου κι έσφιξε το χέρι του πατέρα, που τραβήχτηκε νευρικά προς τα πίσω. Από τότε που είχε χάσει το φως του, ντρεπόταν να συναντήσει αγνώστους. Και φυσικά δεν είχε συναντήσει ποτέ κάποιον άντρα που να ενδιαφέρεται για μένα.
   "Μην ανησυχείς, πατέρα", του ψιθύρισα την ώρα που η μητέρα σύστηνε τον Πίτερ σε κάποιο γείτονα, "δεν πρόκειται να με χάσετε".
   "Σ' έχουμε χάσει κιόλας, Χριτ. Σε χάσαμε από την ώρα που έγινες υπηρέτρια".
   Ευτυχώς που δεν μπορούσε να δει τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια μου.

   Ο Πίτερ δεν ερχόταν κάθε βδομάδα στην εκκλησία μας, πάντως ερχόταν τόσο συχνά, που κάθε Κυριακή ένιωθα εκνευρισμό, ίσιωνα αμήχανα τη φούστα μου, πιο πολύ απ' όσο χρειαζόταν, και δάγκωνα τα χείλη μου εκεί που καθόμουν στο στασίδι.
   "Ήρθε σήμερα; Είν' εδώ;" ρωτούσε κάθε Κυριακή ο πατέρας, γυρίζοντας δεξιά αριστερά το κεφάλι του. 
   Άφηνα τη μητέρα να του απαντήσει. "Ναι", έλεγε, "εδώ είναι", ή "Όχι, δεν ήρθε σήμερα".
   Ο Πίτερ πάντα χαιρετούσε πρώτα τους γονείς μου και μετά εμένα. Εκείνοι στην αρχή δεν ένιωθαν άνετα μαζί του. Ο Πίτερ όμως τους μιλούσε ευχάριστα και φιλικά και δεν έδινε σημασία στις αδέξιες απαντήσεις τους και στις μεγάλες σιωπές. Συναντώντας τόσους ανθρώπους στο μαγαζί του πατέρα του, ήξερε να μιλάει στον κόσμο. Μετά από κάμποσες Κυριακές οι γονείς μου τον συνήθισαν. Την πρώτη φορά που ο πατέρας γέλασε με κάτι που είπε ο Πίτερ, παραξενεύτηκε κι ο ίδιος τόσο πολύ με τον εαυτό του, που έσμιξε αμέσως τα φρύδια, ώσπου ο Πίτερ είπε κάτι άλλο και τον έκανε να γελάσει ξανά.
   Μετά την κουβέντα ερχόταν πάντα κάποια στιγμή που οι γονείς μου αποτραβιούνταν και μας άφηναν μόνους. Ο Πίτερ, πολύ φρόνιμα, τους άφηνε ν' αποφασίσουν εκείνοι το πότε. Τις πρώτες φορές δεν μας άφηναν καθόλου μόνους. Ύστερα όμως, μια Κυριακή, η μητέρα μου έπιασε επιτακτικά τον πατέρα από το μπράτσο και είπε: "Πάμε να μιλήσουμε λίγο στον παπά".
   Αρκετές Κυριακές έτρεμα εκείνη τη στιγμή, ώσπου συνήθισα τελικά να μένω μόνη μαζί του μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. Μερικές φορές ο Πίτερ με πείραζε, πάντα σεμνά, αλλά συνήθως με ρωτούσε πώς πέρασε η εβδομάδα μου, έλεγε ιστορίες που είχε ακούσει στην κρεαταγορά ή μου περιέγραφε τις δημοπρασίες στο ζωοπάζαρο. Ήταν πολύ υπομονετικός μαζί μου όταν καθόμουν αμίλητη ή του μιλούσα απότομα ή αδιάφορα.
   Δεν με ρώτησε ποτέ για τον κύριό μου. Δεν του είπα ποτέ πως δούλευα με τα χρώματα. Και χαιρόμουν που δεν με ρωτούσε.
   Εκείνες τις Κυριακές ένιωθα πολύ μπερδεμένη. Την ώρα που έπρεπε να μιλάω με τον Πίτερ, έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται τον κύριο.
   Μια Κυριακή του Μαΐου, όταν κόντευα να κλείσω χρόνο στο σπίτι της Άουντε Λάνγκντεκ, η μητέρα είπε στον Πίτερ λίγο πριν απομακρυνθούν με τον πατέρα μου για να μας αφήσουν μόνους: "Την άλλη Κυριακή, μετά τη λειτουργία, θα ήθελες να έρθεις σπίτι μας για φαγητό;"
   Κι ενώ εγώ την κοίταζα μ' ανοιχτό το στόμα, ο Πίτερ χαμογέλασε και είπε: "Θα έρθω".
   Ύστερα, όταν μείναμε μόνοι, σχεδόν δεν άκουγα τι μου έλεγε. Μόλις έφυγε τελικά και γύρισα σπίτι με τους γονείς μου, δάγκωνα σ' όλο το δρόμο τα χείλη μου για να μη βάλω τις φωνές. "Μα γιατί δεν μου είπατε πως θα καλούσατε τον Πίτερ;" μουρμούρισα.
   Η μητέρα μού έριξε μια λοξή ματιά. "Ήταν καιρός να τον καλέσουμε", είπε μονάχα.
   Είχε δίκιο -θα ήταν αγένεια εκ μέρους μας να μην τον καλέσουμε σπίτι. Δεν είχα ξαναπαίξει αυτό το παιχνίδι με κάποιον άντρα, αλλά ήξερα τι συμβαίνει σ' αυτές τις περιπτώσεις. Αν ο Πίτερ είχε σοβαρό σκοπό, τότε όφειλαν να του φερθούν σοβαρά κι οι γονείς μου.

   Την επόμενη Κυριακή ο Πίτερ ήρθε για φαγητό. Η μητέρα, πολύ λογικά, απέφυγε να σερβίρει κρέας στο γιο του χασάπη. Από το είδος και την ποιότητα, εκείνος θα καταλάβαινε αμέσως τη φτώχεια μας. Αντίθετα, έφτιαξε ψάρι βραστό, βάζοντας μάλιστα μέσα και γαρίδες και αστακό, που δεν μου είπε ποτέ πώς κατάφερε να τ' αγοράσει.
   Το σπίτι μας, αν και ξεπεσμένο, έλαμπε από καθαριότητα. Η μητέρα είχε βγάλει μερικά από τα καλύτερα πλακάκια του πατέρα μου, όσα δεν είχε αναγκαστεί να πουλήσει, τα γυάλισε και τα έστησε στη σειρά πάνω στον τοίχο, για να τα βλέπει ο Πίτερ την ώρα που θα 'τρωγε. Εκείνος παίνεψε το φαγητό της μητέρας μου και τα λόγια του ακούστηκαν ειλικρινή. Εκείνη το ευχαριστήθηκε, κοκκίνησε, χαμογέλασε και του έβαλε και δεύτερο πιάτο. Μετά το φαγητό ο Πίτερ ρώτησε τον πατέρα μου για τα πλακάκια, και του το περιέγραφε το καθένα έτσι που ο πατέρας το αναγνώριζε κι ολοκλήρωνε μόνος του την περιγραφή.
   "Το καλύτερο όμως το έχει η Χριτ", είπε ο πατέρας όταν είχαν μιλήσει πια για όλα τα πλακάκια μες στο δωμάτιο. "Παριστάνει την ίδια και τον αδερφό της". 
   "Θα ήθελα πολύ να το δω", μουρμούρισε ο Πίτερ.
   Κοίταξα τα σκασμένα χέρια μου και ξεροκατάπια. Δεν τους είχα πει τι έκανε στο πλακάκι μου η Κορνέλια. 
   Την ώρα που έφευγε ο Πίτερ, η μητέρα μού ψιθύρισε να τον ξεπροβοδίσω μέχρι την άκρη του δρόμου. Περπατούσα πλάι του κι ήμουν σίγουρη πως οι γείτονές μας έβλεπαν, αν και, για να πούμε την αλήθεια, η μέρα ήταν βροχερή και δεν υπήρχε πολύς κόσμος έξω. Ένιωθα σαν να με είχαν σπρώξει με το ζόρι οι γονείς μου στο δρόμο, πως είχε κλειστεί μια συμφωνία κι εγώ είχα περάσει από τα χέρια τους στα χέρια ενός άντρα. Τουλάχιστον είναι καλός άνθρωπος, σκέφτηκα, παρ' όλο που τα χέρια του δεν είναι ποτέ πεντακάθαρα.
   Κοντά στο κανάλι Ρίτβελντ υπήρχε ένα στενάκι κι εκεί με οδήγησε ο Πίτερ, περνώντας το χέρι του στη μέση μου. Εκεί συνήθιζε να κρύβεται η Άχνες όταν παίζαμε μικρές. Ακούμπησα στον τοίχο και τον άφησα να με φιλήσει. Το φιλί του ήταν τόσο ανυπόμονο, που μου δάγκωσε κατά λάθος τα χείλη. Δεν φώναξα απ' τον πόνο -έγλειψα μόνο το αίμα και κοίταξα πάνω απ' τον ώμο του το μουσκεμένο τουβλότοιχο απέναντι, καθώς εκείνος πίεζε το σώμα του πάνω μου. Μια σταγόνα βροχής μού μπήκε στο μάτι.
   Δεν θα τον άφηνα να κάνει ό,τι ήθελε. Μετά από λίγο έκανα ένα βήμα πίσω. Άπλωσε το χέρι του στο κεφάλι μου. Εγώ τραβήχτηκα.
   "Σ' αρέσει να φοράς σκουφάκι, ε;" είπε.
   "Δεν είμαι καμιά πλούσια για να μπορώ να στολίζω τα μαλλιά μου και να κυκλοφορώ χωρίς σκουφάκι", αρπάχτηκα αμέσως. Και δεν του είπα και ποιες άλλες γυναίκες δεν φοράνε σκουφάκι.
   "Αυτό όμως σου κρύβει όλα τα μαλλιά. Πώς κι έτσι; Οι περισσότερες γυναίκες αφήνουν λίγες τούφες απέξω".
   Δεν απάντησα.
   "Τι χρώμα είναι τα μαλλιά σου;"
   "Καστανά".
   "Ανοιχτά ή σκούρα;"
   "Σκούρα".
   Ο Πίτερ χαμογέλασε σαν να μάθαινε σ' ένα παιδί κάποιο καινούργιο παιχνίδι. "Ίσια ή σγουρά;"
   "Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και τα δυο". Απ' την αμηχανία μου, έκανα γκριμάτσες.
   "Κοντά ή μακριά;"
   Κόμπιασα. "Κάτω απ' τους ώμους".
   Συνέχισε να μου χαμογελάει, μετά με φίλησε άλλη μια φορά κι έστριψε προς την Πλατεία της Αγοράς.
   Προηγουμένως κόμπιασα γιατί δεν ήθελα να του πω ψέματα, αλλά δεν ήθελα να μάθει και την αλήθεια. Τα μαλλιά μου ήταν μακριά και ατίθασα. Όταν δεν φορούσα σκουφάκι, έμοιαζαν ν' ανήκουν σε κάποια άλλη Χριτ -σε μια Χριτ που θα ξεμοναχιαζόταν ευχαρίστως μ' έναν άντρα στο στενάκι, που δεν ήταν τόσο ήρεμη, σιωπηλή και καθαρή. Μια Χριτ σαν τις γυναίκες που τολμούσαν ν' αφήνουν τα μαλλιά τους ελεύθερα. Γι' αυτό είχα πάντα τα μαλλιά μου τελείως κρυμμένα -για να μη φαίνεται ίχνος από κείνη τη Χριτ.

   Ο κύριός μου τελείωσε το πορτρέτο της κόρης του φούρναρη. Αυτή τη φορά το κατάλαβα από πριν, γιατί σταμάτησε να μου ζητάει να τρίβω και να πλένω χρώματα. Δεν χρησιμοποιούσε πια πολύ χρώμα ούτε έκανε ξαφνικές αλλαγές στο τέλος, όπως στη γυναίκα με το μαργαριταρένιο κολιέ. Είχε κάνει τις αλλαγές του νωρίτερα, αφαιρώντας μια από τις καρέκλες του πίνακα και μετακινώντας το χάρτη πάνω στον τοίχο. Αυτές οι αλλαγές δεν με ξάφνιασαν, γιατί είχα προλάβει να τις σκεφτώ κι εγώ και γιατί ήξερα πως με ό,τι έκανε εκείνος, ο πίνακας γινόταν καλύτερος.
   Στο τέλος δανείστηκε ξανά την camera obscura του Φαν Λίουενχουκ για να ρίξει μια τελευταία ματιά στη σκηνή. Όταν την έστησε, με άφησε να κοιτάξω κι εγώ. Παρ' όλο που δεν είχα καταλάβει ακόμα πώς λειτουργεί, ένιωσα μεγάλο θαυμασμό για τις εικόνες που ζωγράφιζε μέσα της η ίδια η camera, αυτές τις μικροσκοπικές, αντεστραμμένες εικόνες των αντικειμένων που υπήρχαν στο δωμάτιο. Τα χρώματα των καθημερινών αυτών πραγμάτων γίνονταν πιο έντονα -το υφαντό τραπεζομάντιλο ένα βαθύτερο κόκκινο, ο χάρτης στον τοίχο ένα λαμπερό καφέ, σαν ένα ποτήρι μπίρα μπροστά στον ήλιο. Δεν ήξερα με ποιον ακριβώς τρόπο τον βοηθούσε η camera obscura στη ζωγραφική, αλλά άρχισα να γίνομαι κι εγώ σαν τη Μαρία Θινς -αφού τον βοηθούσε να ζωγραφίζει καλύτερα, δεν το έψαχνα περισσότερο.

   Ο φούρναρης πήρε τον πίνακά του το Μάϊο, μα ο κύριος δεν άρχισε να ζωγραφίζει τον επόμενο πριν από τον Ιούλιο. Ανησυχούσα για την καθυστέρηση και περίμενα να ρίξει σ' εμένα το φταίξιμο η Μαρία Θινς, παρ' όλο που ξέραμε κι οι δυο πως δεν ήταν έτσι. Μια μέρα την άκουσα να λέει στην Καταρίνα ότι ένας γνωστός του Φαν Ράιβεν είδε τον πίνακα της γυναίκας του με το μαργαριταρένιο κολιέ και είπε πως θα ήταν προτιμότερο να κοιτάζει το θεατή κι όχι τον καθρέφτη. Έτσι ο Φαν Ράιβεν αποφάσισε πως ήθελε έναν πίνακα της γυναίκας του με το πρόσωπο στραμμένο αυτή τη φορά προς το ζωγράφο. "Πολύ σπάνια ζωγραφίζει αυτή τη στάση", παρατήρησε η Μαρία Θινς. 
   Δεν κατάφερα ν' ακούσω την απάντηση της Καταρίνα. Σταμάτησα για λίγο το σκούπισμα στο δωμάτιο των κοριτσιών.
   "Θυμάσαι βέβαια τι έγινε την τελευταία φορά", της υπενθύμισε η Μαρία Θινς. "Με την υπηρέτρια εννοώ. Θυμάσαι τον Φαν Ράιβεν και την υπηρέτρια με το κόκκινο φόρεμα;"
   Η Καταρίνα φύσηξε τη μύτη της για να πνίξει ένα γέλιο.
   "Ήταν η τελευταία φορά που κάποιος κοίταζε προς τα έξω σε δικό του πίνακα", συνέχισε η Μαρία Θινς, "και τι σκάνδαλο, ε; Ήμουν απόλυτα βέβαιη πως θα έλεγε όχι όταν του το πρότεινε ξανά ο Φαν Ράιβεν κι όμως εκείνος συμφώνησε!"
   Δεν μπορούσα να ρωτήσω τη Μαρία Θινς, γιατί θα καταλάβαινε πως είχα κρυφακούσει τη συζήτηση. Δεν μπορούσα να ρωτήσω ούτε την Τάνεκε, γιατί τώρα πια δεν μου 'λεγε κανένα κουτσομπολιό. Έτσι, μια μέρα που δεν είχε κόσμο στο χασάπικο, ρώτησα τον Πίτερ μήπως ήξερε κάτι για την υπηρέτρια με το κόκκινο φόρεμα.
   "Α, βέβαια, εκείνη η ιστορία έκανε το γύρο της κρεαταγοράς", απάντησε μ' ένα πονηρό χαμόγελο. Έσκυψε κι έκανε πως τακτοποιεί τις μοσχαρίσιες γλώσσες πάνω στον πάγκο. "Πάνε κάμποσα χρόνια τώρα. Απ' ό,τι λένε, ο Φαν Ράιβεν ήθελε να ποζάρει μαζί με μια υπηρέτρια που δούλευε σπίτι του. Την έντυσαν μ' ένα φόρεμα της γυναίκας του, κατακόκκινο, κι ο Φαν Ράιβεν φρόντισε να υπάρχει και κρασί στον πίνακα, για να τη βάζει να πίνει κάθε φορά που ποζάριζαν μαζί. Ε, μέχρι να τελειώσει ο πίνακας, είχε μείνει έγκυος από τον Φαν Ράιβεν".
   "Και τι απέγινε αυτή;"
   Ο Πίτερ σήκωσε τους ώμους. "Ό,τι απογίνονται αυτές οι κοπέλες".
   Τα λόγια του μ' έκαναν να παγώσω. Είχα ξανακούσει βέβαια τέτοιες ιστορίες, αλλά ποτέ τόσο κοντά σ' εμένα. Σκέφτηκα τα όνειρά μου να φορέσω τα ρούχα της Καταρίνα, τον Φαν Ράιβεν να μου πιάνει το σαγόνι στο διάδρομο και να λέει στον κύριό μου: "Αυτή πρέπει να τη ζωγραφίσεις μια μέρα".
   Ο Πίτερ σταμάτησε τη δουλειά και το πρόσωπό του σκυθρώπιασε. "Όμως γιατί θέλεις να μάθεις;"
   "Α, έτσι", έκανα ανέμελα. "Έτυχε απλώς ν' ακούσω κάποια συζήτηση. Δεν συμβαίνει τίποτα".

   Δεν ήμουν μπροστά όταν ο κύριος έστησε τη σύνθεση για τον πίνακα με την κόρη του φούρναρη -τότε δεν τον βοηθούσα ακόμα. Τώρα όμως, την πρώτη φορά που ήρθε να ποζάρει η γυναίκα του Φαν Ράιβεν, δούλευα στη σοφίτα και μπορούσα ν' ακούσω τι της έλεγε. Ήταν πολύ σιωπηλή γυναίκα. Έκανε τελείως αθόρυβα αυτό που της έλεγε. Ακόμη και τα καλά της παπούτσια δεν χτυπούσαν καθόλου στα πλακάκια του δαπέδου. Πρώτα την έβαλε να σταθεί μπροστά σ' ένα παράθυρο μ' ανοιχτά τα παντζούρια, μετά να καθίσει σε μια από τις δυο πολυθρόνες με τις λιονταροκεφαλές δίπλα στο τραπέζι. Τον άκουσα να κλείνει μερικά παντζούρια. "Αυτός ο πίνακας θα γίνει πιο σκοτεινός από τον προηγούμενο", δήλωσε.
   Εκείνη δεν είπε τίποτα. Ήταν λες κι ο κύριός μου μιλούσε στον εαυτό του. Μετά από λίγο με φώναξε. Μόλις εμφανίστηκα, είπε: "Χριτ, πήγαινε να φέρεις την κίτρινη μπέρτα της γυναίκας μου και το μαργαριταρένιο κολιέ και τα σκουλαρίκια της".
   Η Καταρίνα είχε πάει να επισκεφθεί κάποιους φίλους εκείνο το απόγευμα κι έτσι δεν μπορούσα να της τα ζητήσω. Μα θα δίσταζα έτσι κι αλλιώς. Πήγα λοιπόν στη Μαρία Θινς, στο δωμάτιο της Σταύρωσης, κι εκείνη ξεκλείδωσε την κοσμηματοθήκη της Καταρίνα και μου έδωσε το κολιέ και τα σκουλαρίκια. Ύστερα έβγαλα την μπέρτα από τη ντουλάπα στο μεγάλο δωμάτιο, την τίναξα και τη δίπλωσα προσεκτικά στο μπράτσο μου. Μέχρι τότε δεν την είχα αγγίξει ποτέ. Βύθισα για λίγο το πρόσωπό μου στη γούνα -ήταν πολύ απαλή, σαν τη γούνα μικρού κουνελιού.
   Την ώρα που προχωρούσα στο διάδρομο προς στη σκάλα, ένιωσα ξαφνικά την επιθυμία ν' ανοίξω την εξώπορτα και να φύγω τρέχοντας, με τους θησαυρούς στα χέρια. Θα πήγαινα στο κέντρο της Πλατείας της Αγοράς, στο αστέρι, θα διάλεγα στην τύχη μια κατεύθυνση και δεν θα ξαναγυρνούσα ποτέ.
   Ωστόσο ξαναγύρισα στη γυναίκα του Φαν Ράιβεν και τη βοήθησα να βάλει την μπέρτα. Τη φόρεσε σαν να ήταν το ίδιο της το δέρμα. Πέρασε τα σκουλαρίκια στις τρύπες των αυτιών της και τύλιξε τα μαργαριτάρια στο λαιμό. Την ώρα που σήκωνα τις κορδέλες της για να της κουμπώσω το κολιέ, εκείνος είπε ξαφνικά: "Μην το φοράς. Άφησέ το πάνω στο τραπέζι".
   Εκείνη ξαναπήρε τη θέση της. Εκείνος κάθισε στη δική του και βάλθηκε να την παρατηρεί. Εκείνη έδειχνε να μην την νοιάζει καθόλου για το βλέμμα του -κοίταζε σιωπηλά στο κενό, χωρίς να βλέπει τίποτα, ακριβώς όπως είχε ζητήσει κι από μένα να κάνω.
   "Κοίταξέ με", της είπε.
   Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και σκοτεινά, σχεδόν κατάμαυρα.
   Της έδωσε χαρτί κι ένα φτερό για γράψιμο. Καθισμένη στην καρέκλα, έγραφε, γέρνοντας ελαφρά προς τα μπρος, με το μελανοδοχείο στα δεξιά της. Εκείνος άνοιξε τα επάνω παντζούρια κι έκλεισε τα κάτω. Το δωμάτιο έγινε πιο σκοτεινό, μα το φως έπεφτε κατευθείαν στην καμπύλη του μετώπου της, στο χέρι της πάνω στο τραπέζι, στο μανίκι της κίτρινης μπέρτας.
   "Βάλε το αριστερό σου χέρι λίγο πιο μπροστά", της είπε. "Ναι, εκεί".
   Εκείνη έκανε πως γράφει.
   "Κοίταξέ με τώρα".
   Τον κοίταξε.

   Την μεθεπόμενη μέρα, ενώ εγώ δούλευα στη σοφίτα, κατέφθασε και ο Φαν Λίουενχουκ με την camera obscura του. "Κάποια μέρα πρέπει ν' αποκτήσεις μια δική σου", τον άκουσα να λέει με τη βαθιά του φωνή. "Αν και ομολογώ πως τώρα έχω την ευκαιρία να βλέπω τι ζωγραφίζεις. Πού είναι το μοντέλο;"
   "Δεν μπορούσε να έρθει".
   "Αυτό είναι πρόβλημα".
   "Όχι, δεν είναι. Χριτ!" φώναξε.
   Κατέβηκα την ξύλινη σκάλα. Όταν μπήκα στο εργαστήριο, ο Φαν Λίουενχουκ με κοίταξε έκπληκτος. Είχε πολύ καθαρά καστανά μάτια, με βαριά ματόκλαδα που τον έκαναν να δείχνει κάπως νυσταγμένος. Ήταν όμως κάθε άλλο παρά νυσταγμένος -ήταν ένας ζωηρός, ανήσυχος άνθρωπος, με το στόμα τραβηγμένο σφιχτά στις άκρες. Παρά το ξάφνιασμά του όταν με είδε, είχε μια ευγένεια πάνω του, κι όταν συνήλθε, μέχρι που υποκλίθηκε μπροστά μου.
   Κανένας δεν μου είχε κάνει υπόκλιση μέχρι τότε. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και χαμογέλασα.
   Ο Φαν Λίουενχουκ γέλασε. "Τι κάνεις εκεί πάνω, χρυσό μου κορίτσι;"
   "Τρίβω τα χρώματα, κύριε".
   Γύρισε στον κύριό μου. "Βοηθός στο εργαστήριο! Τι άλλες εκπλήξεις μου επιφυλάσσεις; Σε λίγο βλέπω να της μαθαίνεις να σου ζωγραφίζει αυτή τα μοντέλα".
   Εκείνος δεν έδειξε να διασκεδάζει με το αστείο. "Χρίτ", είπε, "πήγαινε και κάθισε όπως καθόταν η γυναίκα του Φαν Ράιβεν προχθές".
   Πλησίασα νευρικά την καρέκλα και κάθισα, γέρνοντας μπροστά όπως εκείνη.
   "Πιάσε στο χέρι το φτερό".
   Το σήκωσα, το χέρι μου έτρεμε, έτρεμε και το φτερό κι ακούμπησα τα χέρια μου εκεί που θυμόμουν πως είχε εκείνη τα δικά της. Παρακαλούσα μέσα μου να μη μου ζητήσει να γράψω, όπως είχε πει στη γυναίκα του Φαν Ράιβεν. Ο πατέρας μού είχε μάθει να γράφω τ' όνομά μου, αλλά σχεδόν τίποτα περισσότερο. Τουλάχιστον ήξερα να κρατάω σωστά το φτερό. Έριξα μια ματιά στα χαρτιά πάνω στο τραπέζι κι αναρωτήθηκα τι να είχε γράψει η γυναίκα του Φαν Ράιβεν σ' αυτά. Ήξερα να διαβάζω λιγάκι, τα γνώριμα πράγματα, όπως το προσευχητάρι μου, μα όχι κι ένα γυναικείο γραφικό χαρακτήρα.
   "Κοίταξέ με".
   Τον κοίταξα. Προσπάθησα να είμαι η γυναίκα του Φαν Ράιβεν.
   Καθάρισε το λαιμό του. "Θα φοράει την κίτρινη μπέρτα", είπε στον Φαν Λίουενχουκ κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
   Τότε ο κύριός μου σηκώθηκε και στήσανε μαζί την camera obscura, στραμμένη προς το μέρος μου. Μετά κοιτάζανε εναλλάξ στο γυαλί της. Όση ώρα ήταν σκυμμένοι στο κουτί με τη μαύρη ρόμπα πάνω απ' τα κεφάλια τους, μου ήταν ευκολότερο να κάθομαι και να μη σκέφτομαι τίποτα, όπως ακριβώς ήξερα πως θέλει εκείνος.

   Ο κύριός μου άφησε την camera obscura στημένη στο ατελιέ αρκετές μέρες. Έτσι μπόρεσα να κοιτάξω αρκετές φορές μόνη μου, παρατηρώντας αργά και προσεκτικά τα αντικείμενα πάνω στο τραπέζι. Υπήρχε κάτι που μ' ενοχλούσε σ' αυτή την εικόνα. Ήταν σαν να κοιτούσα έναν πίνακα που ήταν κρεμασμένος στραβά. Ήθελα ν' αλλάξω κάτι, αλλά δεν ήξερα τι. Το κουτί δεν μου έδινε καμιά απάντηση.
   Μια μέρα ξαναήρθε η γυναίκα του Φαν Ράιβεν κι εκείνος την κοίταζε αρκετή ώρα μέσ' από την camera. Έτυχε να περνάω από το ατελιέ την ώρα που είχε σκεπασμένο το κεφάλι του και περπατούσα όσο πιο αθόρυβα γινόταν για να μην ενοχλήσω. Στάθηκα για μια στιγμή πίσω του, να δω πώς φαινόταν η σκηνή μαζί με τη γυναίκα. Εκείνη πρέπει να με είδε, μα δεν έδειξε τίποτα -συνέχισε να κοιτάζει τον κύριό μου ατάραχα με τα σκοτεινά της μάτια.
   Τότε σκέφτηκα ξαφνικά πως η σκηνή ήταν υπερβολικά τακτοποιημένη. Αν κι εκτιμούσα την τάξη περισσότερο απ' όλα σχεδόν τα πράγματα, ήξερα από τους άλλους του πίνακες πως έπρεπε να υπάρχει στο τραπέζι και μια μικρή αταξία, για να σκοντάφτει κάπου το βλέμμα. Ζύγιασα το κάθε αντικείμενο -την κοσμηματοθήκη, το γαλάζιο τραπεζομάντιλο, τα μαργαριτάρια, το γράμμα, το μελανοδοχείο -και αποφάσισα τι θα άλλαζα εγώ. Γύρισα αθόρυβα στη σοφίτα, ξαφνιασμένη απ' αυτές τις τολμηρές σκέψεις μου.
   Από τη στιγμή που ξεκαθάρισα τι έπρεπε ν' αλλάξει στη σύνθεση, απλά περίμενα να το κάνει εκείνος.
   Αλλά δεν μετακίνησε τίποτα πάνω στο τραπέζι, ούτε άλλαξε αυτό που περίμενα.
   Ξαπλωμένη στο κρεβάτι μια νύχτα, αποφάσισα πως έπρεπε να κάνω μόνη μου την αλλαγή.
   Το άλλο πρωί κατέβηκα να καθαρίσω. Τελειώνοντας, ακούμπησα προσεκτικά την κοσμηματοθήκη στη θέση της, ίσιωσα τα μαργαριτάρια, ξανάβαλα το γράμμα, γυάλισα το μελανοδοχείο και το ακούμπησα στο τραπέζι. Πήρα μια βαθιά ανάσα για ν' ανακουφιστώ από την πίεση στο στήθος μου. Έπειτα, με μια γρήγορη κίνηση τράβηξα το μπροστινό μέρος του γαλάζιου τραπεζομάντιλου και το έριξα πάνω στο τραπέζι, ώστε να ξεπροβάλλει απ' τις βαθιές σκιές στο κάτω μέρος του τραπεζιού και να πέφτει χυτό μπροστά στην κοσμηματοθήκη. Διόρθωσα λιγάκι τις πτυχές κι έκανα ένα βήμα πίσω. Τώρα το γαλάζιο ύφασμα είχε πάρει το καλούπι του χεριού της γυναίκας του Φαν Ράιβεν καθώς κρατούσε το φτερό.
   Ναι, σκέφτηκα, σφίγγοντας τα χείλη. Μπορεί να με διώξουν γι' αυτό που έκανα, αλλά είναι καλύτερο τώρα.
   Το βράδυ τον είδα για λίγο την ώρα που κατέβηκε για φαγητό. Δεν έδειχνε ούτε θυμωμένος ούτε χαρούμενος, δεν ήταν ούτε αδιάφορος ούτε ανήσυχος. Δεν με αγνοούσε μα ούτε και με κοίταζε.
   Την ώρα που ανέβαινα για ύπνο, κοίταξα να δω αν είχε τραβήξει το τραπεζομάντιλο και το είχε βάλει να κρέμεται, όπως ήταν πριν το πειράξω.
   Όχι, δεν το είχε τραβήξει. Σήκωσα το κερί μου στο καβαλέτο -είχε ξανασχεδιάσει με καφεκόκκινες πινελιές τις πτυχές του γαλάζιου υφάσματος. Είχε κάνει τη δική μου αλλαγή.
   Εκείνη τη νύχτα ξάπλωσα στο κρεβάτι μου χαμογελώντας μες στο σκοτάδι.
   Το άλλο πρωί μπήκε στο ατελιέ την ώρα που ξεσκόνιζα την κοσμηματοθήκη. Δεν είχε ξαναδεί πώς έκανα τις μετρήσεις μου. Είχα βάλει το χέρι μου στη μια πλευρά του κουτιού, σημαδεύοντας τη θέση του, και το σήκωσα για να ξεσκονίσω αποκάτω και γύρω του. Όταν γύρισα να κοιτάξω, τον είδα να με παρακολουθεί. Δεν είπε λέξη. Ούτε κι εγώ -πρόσεχα να ξαναβάλω την κοσμηματοθήκη ακριβώς στη θέση της. Μετά πέρασα το γαλάζιο τραπεζομάντιλο μ' ένα νοτισμένο ξεσκονόπανο, προσέχοντας ιδιαίτερα να μη χαλάσω τις καινούργιες πτυχές που είχα κάνει χθες. Τα χέρια μου έτρεμαν.
   Όταν τελείωσα, σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα.
   "Πες μου λοιπόν, Χριτ, γιατί κούνησες το τραπεζομάντιλο;" με ρώτησε στον ίδιο τόνο που με είχε ρωτήσει για τα λαχανικά στην κουζίνα του πατρικού μου σπιτιού. 
   Το σκέφτηκα για λίγο. "Γιατί η εικόνα χρειαζόταν λίγη ακαταστασία, να κάνει αντίθεση με την ηρεμία της κυρίας", εξήγησα. "Κάτι που να προκαλεί το μάτι. Αλλά και να το ικανοποιεί, όπως τώρα, γιατί το ύφασμα και το χέρι της έχουν την ίδια γωνία".
   Έπεσε μια μακριά σιωπή. Εκείνος κοίταζε το τραπέζι. Εγώ στεκόμουν σκουπίζοντας τα χέρια μου στην ποδιά μου.
   "Δεν περίμενα πως θα μάθαινα κάτι από μια υπηρέτρια", είπε τελικά.

   Ένα βροχερό πρωινό η Καταρίνα χτένιζε τα μαλλιά της και η Κορνέλια, καθισμένη τεμπέλικα δίπλα της, την παρακολουθούσε. Εκείνη την ώρα εγώ κολλάριζα τα ρούχα στο πλυσταριό και δεν μπορούσα ν' ακούσω τι έλεγαν. Μάλλον όμως η Κορνέλια πρότεινε στη μητέρα της να φορέσει τα χτενάκια από ταρταρούγα.
   Σε λίγο η Καταρίνα εμφανίστηκε στην πόρτα που χώριζε το πλυσταριό από την κουζίνα και ανακοίνωσε: "Λείπει ένα από τα χτενάκια μου. Μήπως το είδε καμιά σας;" Αν και απευθυνόταν τόσο σ' εμένα όσο και στην Τάνεκε, κοίταζε επίμονα μόνο εμένα.
   "Όχι, μαντάμ", απάντησε με σοβαρό ύφος η Τάνεκε και ήρθε και στάθηκε κι αυτή στο κατώφλι του πλυσταριού για να με βλέπει καλύτερα.
   "Όχι, μαντάμ", έκανα κι εγώ, σαν αντίλαλος. Όταν όμως είδα την Κορνέλια να σκύβει και να με κοιτάζει από το διάδρομο μ' εκείνο το γνώριμο ζημιάρικο ύφος της, κατάλαβα αμέσως πως είχε βάλει μπρος κάποιο σχέδιο που είχε γι' άλλη μια φορά στόχο εμένα.
   Αυτό θα γίνεται μέχρι να με διώξει από το σπίτι, σκέφτηκα. 
   "Μα δεν μπορεί να μην ξέρει κανείς πού βρίσκεται", είπε η Καταρίνα. 
   "Να σας βοηθήσω να ψάξετε στα συρτάρια, κυρία;" ρώτησε η Τάνεκε. "Ή θέλετε  να κοιτάξουμε κάπου αλλού;" πρόσθεσε με νόημα.
   "Μπορεί να βρίσκεται στην κοσμηματοθήκη σας", πρότεινα εγώ.
   "Μπορεί".
   Η Καταρίνα βγήκε στο διάδρομο. Η Κορνέλια έκανε μεταβολή και την ακολούθησε.
   Σκέφτηκα πως δεν θα έδινε σημασία στην πρόταση που έκανα, μιας κι έγινε από μένα. Όταν όμως την άκουσα στη σκάλα, συνειδητοποίησα πως πήγαινε προς το ατελιέ και βιάστηκα να πάω κοντά της -θα χρειαζόταν τη βοήθειά μου. Πράγματι, με περίμενε εκνευρισμένη στην πόρτα. Η Κορνέλια κολλημένη δίπλα της.
   "Πήγαινε να μου φέρεις τη θήκη", διέταξε χαμηλόφωνα η Καταρίνα. Η ταπείνωση που ένιωθε μη μπορώντας να μπει στο δωμάτιο η ίδια, έδινε στα λόγια της μια οξύτητα που δεν την είχα ακούσει ξανά. Συνήθως έβαζε τις φωνές και μιλούσε απότομα. Όμως αυτός ο ήρεμος, ελεγχόμενος τόνος ήταν πολύ πιο τρομακτικός.
   Άκουσα τον κύριο να δουλεύει στη σοφίτα. Ήξερα τι έκανε -έτριβε λάπις λάζουλι, ετοιμάζοντας το χρώμα για το γαλάζιο τραπεζομάντιλο.
   Πήρα το κουτί και το πήγα στην Καταρίνα, αφήνοντας στη θέση του το μαργαριταρένιο κολιέ. Εκείνη χωρίς λέξη το κατέβασε κάτω, με την Κορνέλια πάντα πίσω της, σαν τη γάτα που περιμένει να της ρίξουν κάνα κοψίδι. Η Καταρίνα θα πήγαινε στη μεγάλη κάμαρα και θα έβγαζε ένα - ένα τα κοσμήματα από το κουτί, για να δει μήπως έλειπε και τίποτ' άλλο. Ίσως πράγματι να έλειπε -είναι δύσκολο να μαντέψεις μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένα επτάχρονο παιδί αποφασισμένο να κάνει ζημιά. 
   Μα το χτενάκι δεν βρέθηκε στην κοσμηματοθήκη. Τώρα ήξερα καλά πού ήταν.
   Εγώ δεν ακολούθησα την κυρία, αλλά ανέβηκα στη σοφίτα. 
   Ο κύριος γύρισε και με κοίταξε έκπληκτος, το χέρι του με τη μυλόπετρα έμεινε μετέωρο πάνω από τη λακκούβα στο τραπέζι, μα δεν με ρώτησε για ποιο λόγο ανέβηκα. Συνέχισε πάλι το τρίψιμο.
   Εγώ άνοιξα το κασελάκι όπου φύλαγα τα πράγματά μου και ξετύλιξα το μαντίλι με το χτενάκι μου. Το κοίταζα σπάνια -σ' εκείνο το σπίτι δεν υπήρχε λόγος να το φοράω ή έστω να το θαυμάζω. Μου θύμιζε πάρα πολύ τη ζωή που δεν θα μπορούσα ποτέ να έχω σαν υπηρέτρια. Τώρα όμως, ξέροντας πως έπρεπε να το κοιτάξω προσεκτικότερα, είδα πως δεν ήταν το χτενάκι της γιαγιάς μου, αν και του έμοιαζε πάρα πολύ. Τα δόντια του ήταν πιο μακριά και πιο καμπυλωτά και είχε ένα λεπτό οδοντωτό σκάλισμα και στις δύο όψεις. Ήταν πιο ωραίο από το χτενάκι της γιαγιάς μου, αλλά όχι πολύ ωραιότερο. 
   Αναρωτιέμαι αν θα ξαναδώ ποτέ το δικό μου, σκέφτηκα. 
   Έμεινα τόση ώρα ακίνητη στο κρεβάτι, με το χτενάκι στην ποδιά μου, που εκείνος σταμάτησε πάλι το τρίψιμο.
   "Τι συμβαίνει, Χριτ;"
   Ο τόνος του ήταν ευγενικός. Έτσι με διευκόλυνε να πω αυτό που δεν μπορούσα πια να κρύψω.
   "Κύριε", είπα τελικά, "χρειάζομαι τη βοήθειά σας".
   Έμεινα λοιπόν στη σοφίτα μου, καθισμένη στο κρεβάτι με τα χέρια στα γόνατα, ενώ εκείνος πήγε και μίλησε στην Καταρίνα και στη Μαρία Θινς, εξέτασε μαζί τους την Κορνέλια και έψαξαν για το χτενάκι της γιαγιάς μου στα πράγματα των κοριτσιών. Τελικά το βρήκε η Μάρτσε, κρυμμένο μέσα στο μεγάλο κοχύλι που τους είχε χαρίσει ο φούρναρης όταν ήρθε να δει τον πίνακα της κόρης του. Τότε μάλλον πρέπει ν' άλλαξε και τα χτενάκια η Κορνέλια, ανεβαίνοντας στη σοφίτα την ώρα που τα υπόλοιπα παιδιά έπαιζαν στην αποθηκούλα του ατελιέ και κρύβοντας μετά το δικό μου χτενάκι μέσα στο πρώτο πράγμα που βρήκε μπροστά της.
   Η Μαρία Θινς ήταν τελικά αυτή που έδειρε την Κορνέλια -εκείνος ξεκαθάρισε πως δεν ήταν δική του δουλειά, ενώ η Καταρίνα αρνήθηκε, παρ' όλο που ήξερε πως της άξιζε η τιμωρία. Αργότερα η Μάρτσε μου είπε πως η Κορνέλια δεν έκλαψε καθόλου, αλλά χαμογελούσε κοροϊδευτικά την ώρα που τις έτρωγε.
   Η Μαρία Θινς ήταν επίσης αυτή που ήρθε να με βρει στη σοφίτα. "Λοιπόν, κοπέλα μου", είπε ακουμπώντας στο πέτρινο τραπέζι, "τώρα πάει, αμόλησες την αλεπού στο κοτέτσι".
   "Μα δεν έκανα τίποτα", διαμαρτυρήθηκα εγώ.
   "Όχι, απλώς κατάφερες να κάνεις εχθρούς. Δεν ξέρω τι και πώς έγινε, αλλά ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαμε τέτοιες φασαρίες με τις υπηρέτριες". Γέλασε συγκρατημένα, αλλά πίσω απ' το γέλιο της ήταν πολύ σοβαρή. "Πάντως εκείνος σε κάλυψε, με τον τρόπο του", συνέχισε, "κι αυτό μετράει παραπάνω απ' οτιδήποτε μπορεί να πει εναντίον σου η Καταρίνα, η Κορνέλια, η Τάνεκε, ή ακόμα κι εγώ".
   Έριξε το χτενάκι της γιαγιάς στην ποδιά μου. Το τύλιξα μ' ένα μαντίλι και το ξανάβαλα στο κασελάκι μου. Μετά γύρισα στη Μαρία Θινς. Αν δεν την ρωτούσα τώρα, δεν θα το μάθαινα ποτέ. Τώρα ήταν η μοναδική στιγμή που θα δεχόταν να μου απαντήσει. "Σας παρακαλώ, μαντάμ, μπορείτε να μου πείτε τι είπε; Για μένα, εννοώ". 
   Η Μαρία Θινς μου έριξε ένα βλέμμα που έλεγε πολλά. "Μην ξυπάζεσαι, κοπέλα μου. Για σένα είπε ελάχιστα. Μα ήταν ξεκάθαρο από την αρχή. Από το ότι βγήκε και μόνο από το ατελιέ κι ασχολήθηκε ο ίδιος με το ζήτημα -η κόρη μου κατάλαβε αμέσως πως παίρνει το μέρος σου. Δεν είπε πολλά, απλώς την κατηγόρησε για την ανατροφή που δίνει στα παιδιά της. Ήταν πολύ πιο φρόνιμο, βλέπεις, να κριτικάρει εκείνη παρά να παινέψει εσένα, έτσι δεν είναι;"
   "Της εξήγησε ότι... τον βοηθάω στο ατελιέ;"
   "Όχι".
   Προσπάθησα να μη δείξω πώς ένιωσα, μα η ίδια η ερώτηση πρέπει να τα έλεγε όλα. 
   "Μόλις όμως έφυγε εκείνος, της το είπα εγώ", πρόσθεσε τότε η Μαρία Θινς. "Δεν έχει νόημα να περιφέρεσαι σαν τον κλέφτη και να κρατάς μυστικά μέσα στο ίδιο της το σπίτι". Ακούστηκε σαν να κατηγορούσε εμένα, αλλά μετά μουρμούρισε: "Περίμενα κάτι καλύτερο απ' αυτόν". Κι έκοψε την κουβέντα, μ' ένα ύφος που έδειχνε πως ευχόταν να μην είχε μιλήσει καθόλου γι' αυτά που σκεφτόταν.
   "Και τι είπε η κυρία όταν το άκουσε;"
   "Δεν χάρηκε, βέβαια, αλλά τρέμει το θυμό του". Η Μαρία Θινς δίστασε. "Υπάρχει όμως κι άλλος λόγος που δεν ασχολήθηκε τόσο πολύ. Καλύτερα να το μάθεις από τώρα. Περιμένει πάλι παιδί".
   "Κι άλλο;" μου ξέφυγε. Μου έκανε εντύπωση που η Καταρίνα ήθελε κι άλλο παιδί, ενώ είχαν ήδη τόσες οικονομικές δυσκολίες.
   Η Μαρία Θινς με κοίταξε συνοφρυωμένη. "Πρόσεχε πώς μιλάς, κοπέλα μου".
   "Συγγνώμη, μαντάμ". Μετάνιωσα στη στιγμή για τα λόγια που είπα. Δεν ήταν δική μου δουλειά να κρίνω πόσο μεγάλη έπρεπε να είναι η οικογένειά τους. "Το είπε κι ο γιατρός;" ρώτησα, σε μια προσπάθεια να επανορθώσω.
   "Δεν χρειάζεται. Μετά από τόσες φορές, ξέρει η ίδια τα σημάδια καλύτερα από τον καθένα". Για μια στιγμή το πρόσωπο της Μαρίας Θινς φανέρωσε τη σκέψη της -απορούσε κι αυτή γιατί τόσα παιδιά. Μετά πήρε πάλι το αυστηρό ύφος της. "Κάνε λοιπόν τις δουλειές σου, κρατήσου μακριά της και βοήθησε τον κύριό σου στη δουλειά του, αλλά μην το επιδεικνύεις μπροστά σε όλο το σπίτι. Δεν είναι τόσο σίγουρη η θέση σου εδώ μέσα".
   Κούνησα το κεφάλι και το βλέμμα μου στάθηκε για λίγο στα ροζιασμένα της χέρια που πασπάτευαν την πίπα. Την άναψε και τράβηξε μερικές ρουφηξιές. Έπειτα κρυφογέλασε πάλι: "Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχαμε τόσους μπελάδες με υπηρέτρια. Θεός φυλάξοι!"
   Την Κυριακή πήγα το χτενάκι πίσω στη μητέρα μου. Δεν της είπα τι συνέβη -είπα μονάχα πως παραήταν εξεζητημένο για μια υπηρέτρια.

   Εκείνος δεν άλλαξε συμπεριφορά απέναντί μου μετά την ιστορία με το χτενάκι. Όταν τον ευχαρίστησα που με υπερασπίστηκε, κούνησε το κεφάλι σαν να προσπαθούσε να διώξει μια μύγα που τον γυρόφερνε ενοχλητικά. 
   Αυτή που άλλαξε απέναντί του ήμουν εγώ. Ένιωθα υποχρεωμένη. Ένιωθα πως οτιδήποτε κι αν μου ζητούσε, δεν θα μπορούσα πια ν' αρνηθώ. Αν και δεν ήξερα τι θα μπορούσε να ζητήσει που θα έπρεπε να του το αρνηθώ, η κατάσταση στην οποία βρισκόμουν δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου ευχάριστη.
   Από την άλλη, κατά κάποιον τρόπο με είχε απογοητεύσει, παρ' όλο που δεν ήθελα να το σκέφτομαι. Θα ήθελα να έλεγε ο ίδιος στην Καταρίνα πως τον βοηθάω, να δείξει πως δεν τη φοβάται, πως με στηρίζει. 
   Αυτό ήθελα μόνο.

   Ένα απόγευμα στα μέσα του Οκτώβρη, όταν το πορτρέτο της γυναίκας του Φαν Ράιβεν ήταν σχεδόν έτοιμο, ήρθε να τον επισκεφθεί στο ατελιέ η Μαρία Θινς. Πρέπει να ήξερε πως εγώ ήμουν στη σοφίτα και την άκουγα, παρ' όλ΄ αυτά όμως του μίλησε ανοιχτά.
   Τον ρώτησε τι σκόπευε να ζωγραφίσει στη συνέχεια. Επειδή εκείνος δεν της απάντησε, του είπε: "Πρέπει να ζωγραφίσεις έναν μεγαλύτερο πίνακα, με περισσότερα πρόσωπα, όπως έκανες παλιά. Όχι άλλη μια μοναχική γυναίκα, χαμένη στις σκέψεις της. Όταν έρθει ο Φαν Ράιβεν να δει το έργο του, πρέπει να του προτείνεις άλλο ένα. Ίσως κάτι που να συνοδεύει κάποιον πίνακα που του έκανες παλιότερα -το ταίρι του. Εκείνος θα συμφωνήσει, συμφωνεί σχεδόν πάντα. Και για κάτι τέτοιο θα πληρώσει καλύτερα".
   Εκείνος συνέχιζε να μη λέει τίποτα.
   "Τα χρέη μας έχουν μεγαλώσει", του είπε έξω απ' τα δόντια η Μαρία Θινς. "Χρειαζόμαστε χρήματα".
   "Μπορεί να ζητήσει όμως να συμπεριλάβω στον πίνακα κι αυτή", τον άκουσα να λέει. Μιλούσε χαμηλόφωνα, μα μπορούσα ν' ακούσω τι έλεγε, αν και αργότερα μόνο κατάλαβα τι εννοούσε.
   "Και λοιπόν;"
   "Όχι. Έτσι δεν γίνεται".
   "Κοίτα ν' ανησυχήσεις όταν συμβεί, όχι νωρίτερα".
   Μερικές μέρες αργότερα ο Φαν Ράιβεν ήρθε με τη γυναίκα του να δει τον τελειωμένο πίνακα. Το πρωί ο κύριός μου κι εγώ ετοιμάσαμε το εργαστήριο για την επίσκεψη. Εκείνος κατέβασε τα μαργαριτάρια και την κοσμηματοθήκη στην Καταρίνα, ενώ εγώ μάζεψα τα υπόλοιπα πράγματα κι έβαλα τις καρέκλες στη θέση τους. Στο τέλος μετέφερε το καβαλέτο με τον πίνακα εκεί που ήταν προηγουμένως η σύνθεση και μου είπε ν' ανοίξω όλα τα παντζούρια.
   Στη συνέχεια βοήθησα την Τάνεκε να ετοιμάσει ένα ωραίο δείπνο. Σκέφτηκα πως δεν υπήρχε λόγος να τους δω εγώ κι όταν ήρθαν το απόγευμα και μαζεύτηκαν στο ατελιέ, τους ανέβασε η Τάνεκε το κρασί. Όταν γύρισε όμως, μου ανακοίνωσε πως εκείνο το βράδυ θα τη βοηθούσα εγώ στο σερβίρισμα κι όχι όπως συνήθως η Μάρτσε, που ήταν πια αρκετά μεγάλη και θα καθόταν στο τραπέζι μαζί τους. "Έτσι αποφάσισε η μεγάλη κυρία", πρόσθεσε.
   Παραξενεύτηκα -όταν είχαν έρθει να δουν τον προηγούμενο πίνακα, η Μαρία Θινς είχε προσπαθήσει να με κρατήσει μακριά από τον Φαν Ράιβεν. Ωστόσο δεν είπα τίποτα στην Τάνεκε. Αντίθετα, τη ρώτησα: "Είν' εκεί και ο Φαν Λίουενχουκ; Μου φαίνεται πως άκουσα τη φωνή του στο διάδρομο".
   Η Τάνεκε ανεβοκατέβασε αφηρημένα το κεφάλι. Εκείνη τη στιγμή δοκίμαζε τον ψητό φασιανό. "Πολύ ωραίο", μουρμούρισε. "Μπορώ να κρατάω το κεφάλι μου ψηλά -τα καταφέρνω το ίδιο καλά με τους μάγειρες του Φαν Ράιβεν".
   Την ώρα που η Τάνεκε τους είχε πάει το κρασί, πρόλαβα ν' αλείψω το ψητό με λίπος και να προσθέσω λίγο αλάτι, που εκείνη το 'βαζε με το σταγονόμετρο.
   Όταν κατέβηκαν και πήραν τις θέσεις τους για το δείπνο, εγώ κι η Τάνεκε αρχίσαμε να πηγαίνουμε τις πιατέλες με τα φαγητά. Η Καταρίνα με αγριοκοίταζε. Δεν τα κατάφερνε ποτέ να κρύβει τις σκέψεις της και τώρα ήταν έξαλλη που βρισκόμουν εκεί και σερβίριζα.
   Αλλά και ο κύριός μου έδειχνε μαγκωμένος, λες κι είχε μασήσει καμιά πέτρα και είχε σπάσει τα δόντια του. Κοίταζε παγερά τη Μαρία Θινς, που παρίστανε την αδιάφορη πίσω από το ποτήρι με το κρασί της.
   Ο Φαν Ράιβεν, ωστόσο, έσκασ' ένα πλατύ χαμόγελο. "Α, η υπηρέτρια με τα μεγάλα μάτια!" φώναξε. "Κι αναρωτιόμουνα πού χάθηκες. Πώς είσαι, κορίτσι μου;"
   "Πολύ καλά, κύριε, ευχαριστώ", μουρμούρισα, βάζοντας μια φέτα φασιανό στο πιάτο του και φεύγοντας από κοντά του όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Όχι αρκετά γρήγορα όμως, γιατί πρόλαβε να γλιστρήσει το χέρι του στο μπούτι μου. Για αρκετή ώρα μετά ένιωθα το φάντασμα του χεριού του πάνω μου.
   Η γυναίκα του Φαν Ράιβεν και η Μάρτσε δεν κατάλαβαν τίποτα, μα ο Φαν Λίουενχουκ τα κατέγραψε όλα -την οργή της Καταρίνα, τον εκνευρισμό του κυρίου μου, την υποτιθέμενη αδιαφορία της Μαρίας Θινς, το μακρύ χέρι του Φαν Ράιβεν. Την ώρα που τον σερβίριζα, με κοίταξε επίμονα σαν να έψαχνε να δει στο πρόσωπό μου πώς μια απλή υπηρέτρια μπορούσε να προξενήσει τόση φασαρία. Ένιωσα να τον ευγνωμονώ -στο βλέμμα του δεν υπήρχε καθόλου ψόγος.
   Ακόμα και η Τάνεκε κατάλαβε την ταραχή που προκάλεσα και για μια ακόμη φορά με βοήθησε. Δεν είπαμε τίποτα όταν βρεθήκαμε στην κουζίνα, αλλά ανέλαβε από μόνη της τα πηγαινέλα στο τραπέζι, για να πάει τη σάλτσα, να ξαναγεμίσει την καράφα κρασί, να σερβίρει το δεύτερο πιάτο, ενώ εγώ φρόντιζα τις δουλειές στην κουζίνα. Ήμουν ωστόσο υποχρεωμένη να ξαναπάω μια φορά, για να μαζέψουμε τα πιάτα. Η Τάνεκε πήγε κατευθείαν στον Φαν Ράιβεν κι εγώ στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Μα τα μάτια του με ακολουθούσαν παντού.
   Το ίδιο και τα μάτια του κυρίου.
   Προσπάθησα να τους αγνοήσω, στήνοντας αυτί στη συζήτηση που είχε η Μαρία Θινς. Μιλούσε για τον επόμενο πίνακα. "Θυμάμαι πως σας άρεσε εκείνος με το μάθημα μουσικής, έτσι δεν είναι;" έκανε. "Τι ωραιότερο λοιπόν για συνέχεια από ένα δεύτερο πίνακα με μουσικό θέμα! Μετά το μάθημα, ένα κοντσέρτο, για παράδειγμα, ίσως με περισσότερα πρόσωπα, τρεις - τέσσερις μουσικούς, ακροατήριο και..."
   "Χωρίς ακροατήριο", τη διέκοψε ο κύριός μου. "Δεν ζωγραφίζω ακροατήρια".
   Η Μαρία Θινς τον κοίταξε επιφυλακτικά.
   "Μα είναι φυσικό", παρενέβη έξυπνα ο Φαν Λίουενχουκ. "Το κοινό έχει σαφώς λιγότερο ενδιαφέρον από τους ίδιους τους μουσικούς".
   Χάρηκα που υπερασπίστηκε τον κύριό μου. 
   "Δεν μ' ενδιαφέρει το κοινό", δήλωσε ο Φαν Ράιβεν, "μα θα ήθελα να είμαι κι εγώ στον πίνακα. Θα παίζω λαούτο". Έκανε μια μικρή παύση και πρόσθεσε: "Και θέλω να είναι κι αυτή". Δεν ήταν ανάγκη να τον κοιτάξω για να καταλάβω πως έδειχνε εμένα.
   Η Τάνεκε μου έκανε ένα αδιάφορο νεύμα να πάω προς την κουζίνα κι έτσι ξεγλίστρησα από το δωμάτιο με τα λίγα που είχα μαζέψει, αφήνοντας τα υπόλοιπα σ' εκείνη. Ήθελα να γυρίσω να κοιτάξω τον κύριο, μα δεν βρήκα το θάρρος. Φεύγοντας, άκουσα την Καταρίνα να λέει χαρούμενα: "Τι ωραία ιδέα! Σαν τον πίνακα μ' εσάς κι εκείνη την υπηρέτρια με το κόκκινο φόρεμα. Τη θυμάστε;"

   Την Κυριακή, μόλις βρεθήκαμε μόνες με τη μητέρα στην κουζίνα, μου άνοιξε την κουβέντα. Ο πατέρας είχε καθίσει έξω στο φθινοπωρινό ήλιο, περιμένοντας να στρώσουμε το τραπέζι. "Ξέρεις πως δεν στήνω αυτί στα κουτσομπολιά της αγοράς", άρχισε, "μα είναι δύσκολο να κάνω πως δεν ακούω όταν αναφέρεται το όνομα της κόρης μου".
   Το μυαλό μου πήγε αμέσως στον Πίτερ, το γιο του χασάπη. Αλλά δεν είχαμε κάνει τίποτα το επιλήψιμο στο στενάκι. Σ' αυτό ειδικά είχα επιμείνει. "Δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις, μητέρα", απάντησα λοιπόν με ειλικρίνεια.
   Η μητέρα ζάρωσε το στόμα της. "Λένε πως ο κύριός σου πρόκειται να σε ζωγραφίσει", είπε και ήταν λες κι οι ίδιες οι λέξεις την έκαναν να σουφρώσει τα χείλη.
   Σταμάτησα ν' ανακατεύω την κατσαρόλα που έβραζε. "Ποιος το είπε αυτό;"
   Η μητέρα αναστέναξε, δίσταζε να επαναλάβει τα μισόλογα που είχε ακούσει τυχαία. "Κάποιες γυναίκες που πουλούσαν μήλα", είπε τελικά.
   Επειδή όμως δεν απάντησα, πήρε τη σιωπή μου σαν επιβεβαίωση των χειρότερων φόβων της. "Μα γιατί δεν μου το είπες, Χριτ;"
   "Γιατί δεν το ξέρω ούτε καν εγώ, μητέρα. Κανένας δεν μου έχει πει τίποτα!"
   Δεν έδειξε να με πιστεύει.
   "Αλήθεια σου λέω", επέμεινα. "Ο κύριός μου δεν έχει πει τίποτα, η Μαρία Θινς τίποτα. Εγώ απλά καθαρίζω το εργαστήριο. Αυτή είναι η μόνη σχέση που έχω με τη ζωγραφική του". Δεν της είχα μιλήσει ποτέ για τη δουλειά που έκανα στη σοφίτα. "Πώς μπορείς και πιστεύεις κάποιες γριές που πουλάνε μήλα κι όχι εμένα;"
   "Όταν γίνεται κουβέντα για κάποιον στην αγορά, συνήθως υπάρχει κάποιος λόγος, ακόμα κι αν ο λόγος δεν είναι αυτός που ακούγεται", είπε και βγήκε να φωνάξει τον πατέρα. Δεν ξαναμίλησε γι' αυτό το ζήτημα εκείνη τη μέρα, ωστόσο άρχισα να φοβάμαι μήπως είχε τελικά δίκιο -εγώ θα ήμουν η τελευταία που θα το μάθαινα.
   Περίμενα μερικές μέρες προτού μιλήσω στη Μαρία Θινς. Ήθελα να δω αν θα μου το 'λεγε πρώτα κάποιος από το σπίτι. Τελικά, ένα απόγευμα που η Καταρίνα κοιμόταν και η Μάρτσε είχε πάει τα κορίτσια στο ζωοπάζαρο, τη βρήκα στο δωμάτιο της Σταύρωσης. Η Τάνεκε έραβε στην κουζίνα, προσέχοντας τον Γιοχάνες και τον Φρανσίσκους. 
   "Μπορώ να σας μιλήσω για κάτι, μαντάμ;" είπα με σιγανή φωνή.
   "Τι τρέχει, κοπέλα μου;" Άναψε την πίπα της και με κοίταξε μέσ' απ' τα σύννεφα του καπνού. "Πάλι προβλήματα;" Ακούστηκε κουρασμένη.
   "Δεν ξέρω, μαντάμ. Αλλά άκουσα κάτι παράξενο".
   "Όλοι ακούμε παράξενα πράγματα".
   "Όμως εγώ άκουσα πως... πως ο κύριος πρόκειται να με βάλει σ' έναν πίνακα. Με τον Φαν Ράιβεν".
   Η Μαρία Θινς κρυφογέλασε. "Πράγματι, αυτό είναι πολύ παράξενο. Και το κουβεντιάζουν στην αγορά, ε;"
   Κούνησα καταφατικά το κεφάλι.
   Έγειρε πίσω στην πολυθρόνα της και ρούφηξε την πίπα. "Πες μου, πώς θα σου φαινόταν να ποζάρεις για έναν τέτοιο πίνακα;"
   Δεν ήξερα τι ν' απαντήσω. "Πώς θα μου φαινόταν, μαντάμ;" επανέλαβα ανόητα.
   "Δεν θα έκανες άσχημα να ρωτήσεις και κανέναν άλλο, ξέρεις. Την Τάνεκε, για παράδειγμα. Όταν τη ζωγράφισε, στεκόταν πρόθυμα επί μήνες αδειάζοντας γάλα από μια κανάτα, χωρίς να περνάει από κείνο το φτωχό μυαλό η παραμικρή σκέψη -τίποτα, απολύτως τίποτα, ο Θεός να την έχει καλά. Εσύ όμως είσαι άλλο πράγμα -εσύ έχεις ένα σωρό πράγματα στο μυαλό, που δεν τα λες πουθενά. Αναρωτιέμαι τι να 'ναι".
   Της είπα το πιο προφανές, που ήξερα πως το καταλαβαίνει κι η ίδια: "Δεν θέλω να ποζάρω μαζί με τον Φαν Ράιβεν, μαντάμ. Μου φαίνεται πως δεν έχει τίμιες προθέσεις". Τα λόγια μου ήταν ξερά.
   "Οι προθέσεις του δεν είναι ποτέ τίμιες όταν πρόκειται για νέες κοπέλες", είπε.
   Σκούπισα νευρικά τα χέρια μου στην ποδιά.
   "Απ' ό,τι φαίνεται όμως έχεις και κάποιον που προτίθεται να υπερασπιστεί την τιμή σου", συνέχισε. "Όσο απρόθυμη είσαι εσύ να ποζάρεις με τον Φαν Ράιβεν, άλλο τόσο απρόθυμος είναι κι ο γαμπρός μου να σε ζωγραφίσει μαζί του".
   Δεν έκανα καμιά προσπάθεια να κρύψω την ανακούφιση που ένιωσα.
   "Όμως να ξέρεις", με προειδοποίησε η Μαρία Θινς, "ο Φαν Ράιβεν είναι ο καλύτερος πελάτης του, ένας πλούσιος και πανίσχυρος άνθρωπος. Δεν μπορούμε να τον προσβάλουμε".
   "Εσείς τι θα του πείτε, μαντάμ;"
   "Αυτό προσπαθώ ν' αποφασίσω ακόμα. Στο μεταξύ εσύ πρέπει να τα βολέψεις όπως μπορείς με τις διαδόσεις. Μην απαντάς -δεν είναι φρόνιμο να μάθει ο Φαν Ράιβεν από τα κουτσομπολιά της αγοράς πως αρνείσαι να ποζάρεις μαζί του".
   Η Μαρία Θινς πρέπει να είδε τη δυσφορία μου. "Μην ανησυχείς, κοπέλα μου", έκανε βραχνά και χτύπησε την πίπα της στο τραπέζι για να ρίξει τις στάχτες. "Θα τα φροντίσουμε όλα εμείς. Κράτα το κεφάλι σου χαμηλά, κάνε τις δουλειές σου σωστά και μη σου ξεφύγει λέξη σε κανέναν".

   Μια μέρα με κάλεσε η Μαρία Θινς στο δωμάτιο της Σταύρωσης. "Σήμερα το απόγευμα, κοπέλα μου", είπε, "θέλω να πας να μου κάνεις μερικές δουλειές. Πρώτα στο φαρμακείο, για λίγα άνθη κουφοξυλιάς και ύσσωπο -ο Φρανσίσκους άρχισε πάλι να βήχει τώρα που πιάσανε τα κρύα. Έπειτα θα πας στην κυρα-Μαρία την κλώστρα να της ζητήσεις λίγο μαλλί, ίσα ίσα για ένα γιακά της Αλέιντις. Το πρόσεξες πως αυτός που έχει ξέφτισε τελείως;" Σώπασε για λίγο, σαν να υπολόγιζε πόσο θα μου έπαιρνε για να πάω από το ένα μέρος στο άλλο. "Και τέλος θα πας στο σπίτι του Γιαν Μάγιερ να ρωτήσεις πότε περιμένουν να έρθει ο αδερφός του στο Ντελφτ. Το σπίτι είναι δίπλα στον Πύργο του Ρίτβελντ. Εκεί κοντά δεν μένουν κι οι γονείς σου; Μπορείς να σταματήσεις και να τους δεις λίγο". 
   Η Μαρία Θινς δεν με άφηνε ποτέ να δω τους γονείς μου τις καθημερινές, μόνο τις Κυριακές. Έτσι το μάντεψα: "Πρόκειται να έρθει ο Φαν Ράιβεν σήμερα, μαντάμ;"
   "Φρόντισε να μη σε πάρει το μάτι του", απάντησε βλοσυρά. "Το καλύτερο είναι να μην είσαι στο σπίτι. Κι αν ρωτήσει για σένα, θα του πούμε πως λείπεις".
   Παραλίγο να με πιάσουν τα γέλια. Ο Φαν Ράιβεν μας είχε κάνει όλους -ακόμα και τη Μαρία Θινς- να τρέχουμε σαν κυνηγημένοι λαγοί.
   Η μητέρα μου παραξενεύτηκε που με είδε εκείνο το απόγευμα. Ευτυχώς ήταν εκεί για επίσκεψη μια γειτόνισσα κι έτσι δεν μπορούσε να με ρωτήσει πώς και τι. Ο πατέρας μου δεν έδειξε να ενδιαφέρεται. Είχε αλλάξει πολύ από τότε που έφυγα από το σπίτι κι ακόμα περισσότερο από τότε που πέθανε η Άχνες. Δεν είχε πια καμιά περιέργεια για τον κόσμο έξω από το σπίτι του και σπάνια με ρωτούσε τι γινόταν στην Άουντε Λάνγκντεκ ή στην αγορά. Το μόνο που συνέχιζε να τον ενδιαφέρει ήταν οι πίνακες.
   "Μητέρα", της είπα τη στιγμή που καθόμασταν κοντά στο τζάκι, "ο κύριός μου ξεκίνησε τον πίνακα που με ρωτούσες. Ήρθε ο Φαν Ράιβεν και σήμερα στήνουν τη σύνθεση. Όλοι όσοι θα ποζάρουν γι' αυτόν τον πίνακα, είναι τώρα εκεί".
   Η γειτόνισσα, μια γριά με αεικίνητο βλέμμα που της άρεσαν πολύ τα κουτσομπολιά, με κοίταξε λες κι έβλεπε μπροστά της φρεσκοψημένο καπόνι. Η μητέρα συνοφρυώθηκε -ήξερε τι πήγαινα να πετύχω. 
   Αυτό ήταν, σκέφτηκα. Αυτό θα κλείσει τα στόματα που διαδίδουν τις φήμες.

   Εκείνο το βράδυ ο κύριός μου ήταν άλλος άνθρωπος. Τον άκουσα να μιλάει απότομα στη Μαρία Θινς στο τραπέζι, έπειτα βγήκε και γύρισε με τη μυρωδιά της ταβέρνας στα ρούχα του. Τον είδα να μπαίνει την ώρα που ανέβαινα τη σκάλα για να πάω στο κρεβάτι μου. Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε, με πρόσωπο κουρασμένο και κόκκινο. Δεν έδειχνε οργισμένος, μα καταπονημένος, σαν τον εργάτη που μόλις είδε τα κούτσουρα που περιμένουν να κοπούν ή σαν την υπηρέτρια που βρέθηκε μπροστά σ' ένα βουνό άπλυτα ρούχα.
   Το άλλο πρωί βρήκα στο ατελιέ ελάχιστα στοιχεία που έδειχναν τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Είχαν μετακινηθεί δυο καρέκλες, η μια δίπλα στο τσέμπαλο, η άλλη με τη ράχη γυρισμένη στο ζωγράφο. Πάνω στην καρέκλα ήταν ακουμπισμένο ένα λαούτο και στο τραπέζι, αριστερά της, μια θήκη βιολιού. Η μπασαβιόλα είχε παραμείνει στη σκιά, κάτω από το τραπέζι. Από τη διάταξη ήταν δύσκολο να μαντέψω πόσα πρόσωπα θα είχε ο πίνακας.
   Αργότερα η Μάρτσε μου είπε πως ο Φαν Ράιβεν είχε έρθει με την αδερφή του και μια από τις κόρες του.
   "Πόσων χρονών είναι η κόρη του;" δεν κρατήθηκα και τη ρώτησα.
   "Δεκαεφτά, νομίζω".
   Ακριβώς σαν εμένα.
   Μετά από λίγες μέρες ξαναήρθαν. Η Μαρία Θινς με έστειλε πάλι για θελήματα και μου είπε να κάνω ό,τι θέλω το υπόλοιπο πρωινό. Ήθελα να της πω ότι δεν γινόταν να μένω έξω κάθε φορά που ερχόταν ο Φαν Ράιβεν να ποζάρει -έκανε πολύ κρύο για να γυρνάει κανείς στους δρόμους και οι δουλειές που με περίμεναν στο σπίτι ήταν πολλές. Αλλά κρατήθηκα και δεν μίλησα.  Δεν μπορούσα να το εξηγήσω, μα ένιωθα πως πολύ σύντομα κάτι θ' άλλαζε. Απλώς δεν ήξερα τι.

   Παρ' όλο που ήταν Δεκέμβριος κι έκανε κρύο, από την ταραχή μου μόλις έφυγα από τον Φρανς περπάτησα τόσο γρήγορα, που έφτασα στη συνοικία των Καθολικών πολύ νωρίτερα απ' ό,τι έπρεπε. Είχα ιδρώσει και χαλάρωσα λίγο το μαντίλι μου για να πάρω αέρα. Την ώρα που ανηφόριζα την Άουντε Λάνγκντεκ, είδα τον Φαν Ράιβεν και τον κύριο να έρχονται προς το μέρος μου. Έσκυψα το κεφάλι και πέρασα στην απέναντι πλευρά του δρόμου, για να βρεθώ από τη μεριά του κυρίου μου κι όχι του Φαν Ράιβεν, αλλά το μόνο που κατάφερα έτσι ήταν να τραβήξω την προσοχή του. Σταμάτησε, αναγκάζοντας και τον κύριο να σταματήσει.
   "Έι, υπηρέτρια με τα μεγάλα μάτια!" φώναξε γυρίζοντας προς το μέρος μου. "Όλο μου λένε πως λείπεις. Μου φαίνεται πως με αποφεύγεις λιγάκι. Πώς σε λένε, κορίτσι μου;"
   "Χριτ, κύριε". Κάρφωσα το βλέμμα στα παπούτσια του κυρίου μου. Ήταν μαύρα και γυαλιστερά -τα είχε γυαλίσει το πρωί με τις οδηγίες μου η Μάρτσε. 
   "Πες μου λοιπόν, Χριτ, με αποφεύγεις;"
   "Α, όχι, κύριε. Είχα βγει για κάτι δουλειές". Σήκωσα το καλάθι με τα πράγματα που είχα πάρει για τη Μαρία Θινς πριν πάω να δω τον Φρανς.
   "Ελπίζω τότε να σε βλέπω συχνότερα".
   "Μάλιστα, κύριε". Πίσω από τον Φαν Ράιβεν ήρθαν και στάθηκαν δυο γυναίκες. Τους έριξα μια γρήγορη ματιά και φαντάστηκα πως ήταν η κόρη και η αδερφή του, που ποζάριζαν για τον πίνακα. Η κόρη του με κοίταζε διαπεραστικά.
   "Δεν πιστεύω να ξέχασες την υπόσχεσή σου", είπε ο Φαν Ράιβεν στον κύριο.
   Εκείνος τινάχτηκε σαν να τον τσίμπησε μύγα. "Όχι", απάντησε με μια μικρή καθυστέρηση.
   "Ωραία. Φαντάζομαι ότι θα θες ν' αρχίσεις να το δουλεύεις πριν μας φωνάξεις να ξαναρθούμε". Το χαμόγελο του Φαν Ράιβεν μ' έκανε ν' ανατριχιάσω.
   Ακολούθησε μια μεγάλη σιωπή. Κοίταξα τον κύριό μου. Προσπαθούσε να διατηρήσει την ηρεμία του, αλλά ήξερα πως είχε θυμώσει.
   "Ναι", είπε τελικά, με το βλέμμα στυλωμένο στο απέναντι σπίτι. Δεν γύρισε να με κοιτάξει καθόλου.
   Αυτό το διάλογο στη μέση του δρόμου δεν τον κατάλαβα, μα ήμουν σίγουρη πως είχε να κάνει μ' εμένα. Την άλλη μέρα ανακάλυψα τι ακριβώς συνέβαινε.
   Το πρωί ο κύριος μου ζήτησε να ανεβώ στο ατελιέ το απόγευμα. Σκέφτηκα πως ήθελε να ετοιμάσω τα χρώματα για να ξεκινήσει τον πίνακα με τη συναυλία. Όταν μπήκα στο ατελιέ, δεν τον βρήκα εκεί. Πήγα λοιπόν κατευθείαν στη σοφίτα. Το τραπέζι όπου έτριβα τα χρώματα ήταν άδειο -δεν μου είχε αφήσει τίποτα για τρίψιμο. Ξανακατέβηκα την ξύλινη σκάλα, νιώθοντας τελείως μπερδεμένη.
   Εκείνος είχε μπει και στεκόταν στη μέση του ατελιέ, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. 
   "Κάθισε, σε παρακαλώ, Χριτ", μου είπε με γυρισμένη την πλάτη.
   Κάθισα στην καρέκλα μπροστά στο τσέμπαλο. Δεν το άγγιξα -ποτέ μου δεν είχα αγγίξει μουσικό όργανο, παρά μόνο για να το καθαρίσω. Ενώ περίμενα να μιλήσει, παρατηρούσα τα έργα που είχε κρεμάσει στον τοίχο και θα φαίνονταν στο βάθος του πίνακα με τη συναυλία. Αριστερά ήταν ένα τοπίο και δεξιά μια σκηνή με τρία πρόσωπα -μια νέα γυναίκα που έπαιζε λαούτο φορώντας ένα φόρεμα με πολύ αποκαλυπτικό μπούστο, έναν κύριο που είχε περάσει το χέρι στη μέση της και μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ο άντρας ήταν έτοιμος να πληρώσει για τις υπηρεσίες της γυναίκας με το λαούτο, ενώ η γριά άπλωνε το χέρι για να πάρει το νόμισμα που της έδινε. Ο πίνακας αυτός ανήκε στη Μαρία Θινς και μου είχε πει ότι λεγόταν «Η μαστροπός».
   "Όχι σ' αυτή την καρέκλα". Είχε γυρίσει προς το μέρος μου τώρα. "Σ' αυτή κάθεται η κόρη του Φαν Ράιβεν".
   Εδώ θα καθόμουν λοιπόν, σκέφτηκα, αν ήμουν στον πίνακα.
   Εκείνος πήρε μια από τις καρέκλες με τις λιονταροκεφαλές και την έβαλε κοντά στο καβαλέτο, αλλά γυρισμένη στο πλάι, ώστε να κοιτάζει προς το παράθυρο. "Κάθισε εδώ".
   "Τι με θέλετε, κύριε;" ρώτησα την ώρα που καθόμουν. Ένιωθα αμήχανα -δεν είχαμε καθίσει ποτέ μαζί. Έτρεμα ολόκληρη, αν και δεν έκανε κρύο.
   "Μη μιλάς". Άνοιξε ένα παντζούρι και το φως έπεσε κατευθείαν στο πρόσωπό μου. "Κοίτα έξω από το παράθυρο". Πήγε και κάθισε στην καρέκλα μπροστά στο καβαλέτο του.
   Κοίταξα το καμπαναριό της Νέας Μητρόπολης και ξεροκατάπια. Ένιωσα το σαγόνι μου να σφίγγεται και τα μάτια μου ν' ανοίγουν διάπλατα απ' το φόβο.
   "Και τώρα γύρνα και κοίταξέ με".
   Γύρισα και τον κοίταξα πάνω από τον αριστερό ώμο μου.
   Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν κι έμειναν ακίνητα. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πως το γκρίζο των ματιών του έμοιαζε με το εσωτερικό των στρειδιών.
   Έδειχνε να περιμένει κάτι. Το πρόσωπό μου τεντώθηκε από την αγωνία πως δεν του έδινα αυτό που ήθελε.
   "Χριτ", είπε τρυφερά. Δεν ήταν ανάγκη να πει περισσότερα. Τα μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα που δεν μπορούσα να χύσω. Τώρα ήξερα.
   "Αυτό είναι. Μην κουνιέσαι".
   Ήξερα πως θα με ζωγράφιζε.

1666
   "Μυρίζεις λινέλαιο", είπε σαστισμένος ο πατέρας.
   Δυσκολευόταν να πιστέψει πως συγυρίζοντας απλώς το εργαστήριο ενός ζωγράφου, η μυρωδιά του λινέλαιου μένει στα ρούχα, στο δέρμα και στα μαλλιά. Δεν είχε άδικο. Σαν να είχε μαντέψει ότι κοιμόμουν κάπου κοντά στο λινέλαιο και ότι ποζάριζα επί ώρες, απορροφώντας τη μυρωδιά του. Το είχε μαντέψει, μα δεν μπορούσε να το πει. Μετά την τύφλωση είχε χάσει την αυτοπεποίθησή του και δεν εμπιστευόταν ούτε την ίδια του τη σκέψη.
   Πριν από ένα χρόνο ίσως να προσπαθούσα να τον βοηθήσω -θα υπαινισσόμουν αυτό που σκεφτόταν, ώστε να καταφέρει τελικά να το πει. Τώρα όμως καθόμουν και τον παρακολουθούσα να παλεύει βουβά με τη σκέψη του, σαν το σκαθάρι που έχει πέσει ανάσκελα και προσπαθεί μα δεν μπορεί να γυρίσει.
   Και η μητέρα μου κάτι είχε μαντέψει, αλλά δεν ήξερε ακριβώς τι. Μερικές φορές δεν άντεχα να την κοιτάξω στα μάτια. Και όταν την κοίταζα, το βλέμμα της ήταν ένα κράμα συγκρατημένης οργής, περιέργειας και πόνου. Προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει στην κόρη της.
   Την είχα συνηθίσει τη μυρωδιά του λινέλαιου. Κρατούσα μάλιστα ένα μικρό μπουκαλάκι δίπλα στο κρεβάτι μου. Το πρωί που ξυπνούσα, το σήκωνα στο φως του παραθύρου για να θαυμάσω το χρώμα του, που ήταν σαν χυμός λεμονιού με μια σταγόνα κίτρινο μέσα.
   Αυτό το χρώμα φοράω, ήθελα να πω. Με ζωγραφίζει μ' αυτό το χρώμα. 
   Ο Πίτερ δεν με ρωτούσε γιατί μυρίζω λινέλαιο. Δεν έδειχνε ν' ανησυχεί μήπως του κρύβω κάτι. Είχε αποφασίσει να μ' εμπιστεύεται.
   Ήταν άξιος άντρας.
   Παρ' όλ' αυτά εγώ δεν μπορούσα να μην κοιτάζω πάντα τα νύχια του, για να δω αν έχουν ξεραμένο αίμα. 
   Πρέπει να τα μουσκεύει σε αλατόνερο, σκέφτηκα. Κάποια μέρα θα του το πω.
   Εκείνη την Κυριακή με το λινέλαιο, που έκανε τον πατέρα και τη μητέρα μου να νιώσουν τόσο ανήσυχοι και δυστυχισμένοι, ο Πίτερ με οδήγησε στο στενάκι πιο αργά απ' ό,τι συνήθως. Όταν φτάσαμε, άρχισε να μου πιέζει το στήθος πάνω από τα ρούχα, τρίβοντας και τραβώντας τις ρώγες μου. Μετά σταμάτησε ξαφνικά, μου έριξε μια πονηρή ματιά, ανέβασε τα χέρια στους ώμους μου κι έφτασε στο λαιμό μου. Πριν προλάβω να τον σταματήσω, τα είχε βάλει κάτω από το σκουφάκι και μου χάιδευε τα μαλλιά.
   Τράβηξα το σκουφάκι μου προς τα κάτω και με τα δύο χέρια. "Μη!"
   Ο Πίτερ μου χαμογέλασε, τα μάτια του γυάλιζαν σαν να κοίταζε τον ήλιο κατάματα. Είχε καταφέρει να βγάλει μια μπούκλα έξω από το σκουφάκι μου και την τύλιγε τώρα στα δάχτυλά του. "Θα 'ρθει μια μέρα, σύντομα, Χριτ, που θα δω και τα υπόλοιπα. Δεν θα είσαι πάντα ένα μυστήριο". Κατέβασε το ένα του χέρι χαμηλά στην κοιλιά μου και με πίεσε εκεί. "Τον άλλο μήνα κλείνεις τα δεκαοχτώ. Τότε θα μιλήσω στον πατέρα σου".
   Τραβήχτηκα μακριά του -ένιωσα σαν να βρισκόμουν σ' ένα ζεστό, σκοτεινό δωμάτιο όπου δεν μπορούσα να πάρω αέρα. "Είμαι μικρή ακόμα. Πολύ μικρή για κάτι τέτοιο".
   Ο Πίτερ σήκωσε τους ώμους. "Δεν περιμένουν όλοι να μεγαλώσουν για να παντρευτούν. Και οι γονείς σου μ' έχουν ανάγκη". Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε για τη φτώχεια των γονιών μου και την εξάρτησή τους απ' αυτόν -την εξάρτησή τους που έγινε και δική μου εξάρτηση. Η ανάγκη τούς έκανε να δέχονται το κρέας που τους έφερνε κι έστελνε κι εμένα στο σοκάκι μαζί του τις Κυριακές.
   Κατέβασα τα μούτρα. Δεν ήθελα να σκέφτομαι την εξουσία που είχε πάνω μας.
   Ο Πίτερ ένιωσε πως καλύτερα να μην είχε μιλήσει. Για να επανορθώσει, έχωσε ξανά τη μπούκλα μες στο σκουφάκι μου και μου χάιδεψε το μάγουλο. "Θα σε κάνω ευτυχισμένη, Χριτ", είπε. "Θα δεις".

   Ένα μήνα νωρίτερα ο κύριος μου είχε ζητήσει ν' ανεβώ στο ατελιέ.
   Η πόρτα του ατελιέ ήταν κλειστή. Καθώς πλησίαζα, δάγκωσα τα χείλη μου, ίσιωσα τα φρύδια κι έπιασα τα μάγουλα με τα δάχτυλα, σαν να δοκίμαζα ένα μήλο να δω αν είναι φρέσκο και σκληρό. Κοντοστάθηκα για λίγο μπροστά στη βαριά ξύλινη πόρτα κι έπειτα χτύπησα πολύ μαλακά. Δεν πήρα καμιά απάντηση, αν και ήξερα πως ο κύριος ήταν μέσα -αφού με περίμενε.
   Ήταν ανήμερα Πρωτοχρονιάς. Είχε ζωγραφίσει το πρώτο στρώμα του δικού μου πίνακα εδώ κι ένα μήνα, αλλά μετά τίποτα -ούτε κοκκινωπές πινελιές για να σημαδέψει τα σχήματα, ούτε ψεύτικα χρώματα, ούτε δεύτερο στρώμα, ούτε φώτα και σκιές. Όλος ο καμβάς είχε ένα σκέτο κιτρινόλευκο χρώμα. Τον έβλεπα κάθε πρωί που καθάριζα.
   Χτύπησα πιο δυνατά.
   Όταν ο κύριος μου άνοιξε, ήταν συνοφρυωμένος κι απέφυγε να με κοιτάξει στα μάτια. "Να μη χτυπάς, Χριτ, απλώς να μπαίνεις χωρίς φασαρία", είπε γυρίζοντας στο καβαλέτο του, όπου ήταν στημένος ο άδειος καμβάς και περίμενε τα χρώματα.
   Έκλεισα την πόρτα προσεκτικά πίσω μου, σβήνοντας τη φασαρία των παιδιών στο ισόγειο, και στάθηκα στη μέση του δωματίου. Τώρα που είχε έρθει επιτέλους η μεγάλη στιγμή, ήμουν απροσδόκητα ήρεμη. "Με ζητήσατε, κύριε;"
   "Ναι. Πήγαινε και στάσου εκεί". Έκανε μια χειρονομία προς τη γωνία όπου είχε ζωγραφίσει και τις άλλες γυναίκες. Το τραπέζι που χρησιμοποιούσε για τον πίνακα με τη συναυλία ήταν τώρα εκεί, αλλά είχε μαζέψει τα μουσικά όργανα. Μου έδωσε ένα γράμμα. "Διάβασέ το", είπε.
   Ξεδίπλωσα το χαρτί κι έσκυψα το κεφάλι μου, ανησυχώντας μήπως ανακαλύψει ότι δεν μπορώ να διαβάσω έναν ξένο γραφικό χαρακτήρα.
   Όμως στο χαρτί δεν ήταν γραμμένο τίποτα.
   Σήκωσα τα μάτια για να του το πω, μα κρατήθηκα. Με τον κύριο, τις περισσότερες φορές ήταν καλύτερα να μη μιλάς. Έσκυψα ξανά το κεφάλι στο γράμμα.
   "Δοκίμασε αυτό στη θέση του", πρότεινε και μου έδωσε ένα βιβλίο. Το δερμάτινο δέσιμο ήταν φθαρμένο και η ράχη του σπασμένη σε πολλά σημεία. Το άνοιξα στην τύχη και κοίταξα προσεκτικά μια σελίδα. Δεν αναγνώρισα ούτε μια λέξη.
   Μ' έβαλε να καθίσω με το βιβλίο στο χέρι, έπειτα να σταθώ κρατώντας το αλλά κοιτάζοντας εκείνον. Μου πήρε το βιβλίο, μου έδωσε μια άσπρη κανάτα με μεταλλικό πώμα και μ' έβαλε να κάνω πως γεμίζω ένα ποτήρι κρασί. Μου ζήτησε να σταθώ και να κοιτάζω απλώς έξω από το παράθυρο. Έδειχνε συνέχεια πολύ μπερδεμένος, σαν κάποιος να του είχε διηγηθεί μια ιστορία μα δεν μπορούσε να θυμηθεί το τέλος της.
   "Φταίνε τα ρούχα", μουρμούρισε. "Αυτό είναι το πρόβλημα". 
   Kατάλαβα τι εννοούσε. Μ' έβαζε να κάνω πράγματα που θα έκανε μια κυρία, αλλά φορούσα ρούχα υπηρέτριας. Σκέφτηκα την κίτρινη μπέρτα και το κιτρινόμαυρο γιλέκο κι αναρωτήθηκα ποιο από τα δυο θα μου ζητούσε να φορέσω. Όμως αντί να ενθουσιαστώ με την ιδέα, ένιωσα άβολα. Κι όχι μόνο γιατί θα ήταν αδύνατο να κρύψω από την Καταρίνα ότι φορούσα τα ρούχα της. Ένιωθα πως δεν ήταν σωστό να κρατάω βιβλία και γράμματα ή να βάζω κρασί για να πιω, να κάνω δηλαδή πράγματα που δεν είχα ξανακάνει ποτέ. Όσο κι αν ήθελα να νιώσω τη μαλακή γούνα της μπέρτας να μου τυλίγει το λαιμό, δεν ήταν κάτι που το φορούσα συνήθως.
   "Κύριε", είπα τελικά, "ίσως θα 'πρεπε να με βάλετε να κάνω άλλα πράγματα. Αυτά που κάνει μια υπηρέτρια".
   "Και τι κάνει μια υπηρέτρια;" ρώτησε σιγανά, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος και σηκώνοντας τα φρύδια.
   Καθυστέρησα λίγο να του απαντήσω -το σαγόνι μου έτρεμε. Σκέφτηκα εμένα και τον Πίτερ στο στενάκι και ξεροκατάπια. "Ράβει", απάντησα. "Σκουπίζει και σφουγγαρίζει. Κουβαλάει νερό. Πλένει τα σεντόνια. Κόβει ψωμί. Καθαρίζει τα παράθυρα".
   "Θα ήθελες δηλαδή να σε ζωγραφίσω με τη σφουγγαρίστρα στο χέρι;"
   "Αυτό δεν θα το κρίνω εγώ, κύριε. Δεν γίνεται για μένα ο πίνακας".
   Συνοφρυώθηκε. "Σωστά, δεν γίνεται για σένα", είπε σαν να μονολογούσε.
   "Όχι, δεν θέλω να με ζωγραφίσετε με τη σφουγγαρίστρα". Αυτό το είπα χωρίς να σκεφτώ πώς θα 'θελα να με ζωγραφίσει.
   "Έχεις δίκιο, Χριτ. Όχι, δεν γίνεται να σε ζωγραφίσω με τη σφουγγαρίστρα στο χέρι".
   "Ναι, μα δεν μπορώ να βάλω τα ρούχα της γυναίκας σας".
   Ακολούθησε μια μεγάλη σιωπή. "Φαντάζομαι πως όχι", έκανε. "Αλλά δεν πρόκειται να σε ζωγραφίσω ούτε σαν υπηρέτρια".
   "Τότε πώς, κύριε;"
   "Θα σε ζωγραφίσω όπως ήσουν την πρώτη φορά που σε είδα, Χριτ. Ο εαυτός σου".
   Έφερε μια καρέκλα κοντά στο καβαλέτο του και τη γύρισε προς το μεσαίο παράθυρο. Πήγα και κάθισα. Ήξερα πως αυτή ήταν η θέση μου. Θα μ' έβαζε στην πόζα που είχα πάρει πριν από ένα μήνα, τη μέρα που πήρε την απόφαση να με ζωγραφίσει.
   "Κοίτα έξω από το παράθυρο", είπε.
   Κοίταξα την γκρίζα χειμωνιάτικη μέρα και, καθώς θυμήθηκα τότε που είχα ποζάρει στη θέση της κόρης του φούρναρη, προσπάθησα να μη βλέπω τίποτα και να διώξω κάθε σκέψη απ' το μυαλό μου. Ήταν όμως δύσκολο, γιατί σκεφτόμουν εκείνον, καθώς κι εμένα καθισμένη μπροστά του.
   Η καμπάνα της Νέας Μητρόπολης χτύπησε δύο.
   "Γύρνα τώρα πολύ αργά το κεφάλι σου προς το μέρος μου. Όχι, μη γυρίζεις τους ώμους. Κράτα το σώμα σου στραμμένο στο παράθυρο. Κούνα μόνο το κεφάλι. Αργά, έτσι, αργά. Στοπ. Λίγο ακόμα, ώστε να -αυτό είναι! Μείνε τώρα ακίνητη".
   Έμεινα ακίνητη.
   Στην αρχή δεν μπορούσα ν' ανταμώσω το βλέμμα του. Κάθε φορά που γινόταν αυτό, ένιωθα σαν να ήμουν καθισμένη πλάι σε μια φωτιά που ξαφνικά λαμπάδιαζε. Αντί να τον κοιτάζω στα μάτια λοιπόν, παρατηρούσα το δυνατό σαγόνι του και τα λεπτά του χείλη.
   "Χριτ, δεν με παρακολουθείς".
   Σήκωσα με το ζόρι το βλέμμα στα μάτια του. Ένιωσα ξανά να καίγομαι, αλλά το υπέμεινα -μου το είχε ζητήσει.
   Μετά από λίγο μου ήταν ευκολότερο να τον κοιτάζω κατάματα. Εκείνος με κοίταζε σαν να μην έβλεπε εμένα, μα κάποια άλλη ή κάτι άλλο -σαν να έβλεπε μπροστά του έναν πίνακα.
   Βλέπει το φως που πέφτει στο πρόσωπό μου, σκέφτηκα, όχι το ίδιο το πρόσωπο. Αυτή είναι η διαφορά.
   Ήταν σαν να μην βρισκόμουν εκεί. Μόλις το ένιωσα αυτό, κατάφερα να χαλαρώσω λιγάκι. Όπως δεν μ' έβλεπε εκείνος, άρχισα να μην τον βλέπω κι εγώ. Το μυαλό μου περιπλανιόταν ελεύθερα -από το λαγό στιφάδο που φάγαμε το μεσημέρι πήγε στο δαντελένιο κολάρο που μου χάρισε η Λίσμπεθ κι ύστερα σε μια ιστορία που μου διηγήθηκε την προηγούμενη μέρα ο Πίτερ. Στο τέλος δεν σκεφτόμουν πια τίποτα. Εκείνος σηκώθηκε δυο φορές για να κουνήσει λίγο κάποιο παντζούρι. Πήγε αρκετές φορές στο ντουλάπι για να διαλέξει πινέλα και χρώματα. Παρακολουθούσα τις κινήσεις του σαν να στεκόμουν έξω στο δρόμο και τον παρατηρούσα πίσω απ' το τζάμι του παραθύρου.
   Η καμπάνα χτύπησε τρεις. Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα. Δεν είχα καταλάβει πώς πέρασε η ώρα. Λες και μου είχαν κάνει μάγια.
   Τον ξανακοίταξα -τώρα τα μάτια του με παρατηρούσαν στ' αλήθεια. Καθώς κοιταζόμασταν έτσι, ένα καυτό κύμα διαπέρασε το κορμί μου. Συνέχισα όμως να τον κοιτάζω κατάματα, ώσπου εκείνος αποτράβηξε το βλέμμα του και ξερόβηξε.
   "Τελειώσαμε για σήμερα, Χριτ. Επάνω σού έχω αφήσει λίγο ελεφαντόδοντο για τρίψιμο".
   Κούνησα το κεφάλι και βγήκα αθόρυβα από το δωμάτιο. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Είχε αρχίσει να με ζωγραφίζει.  

   "Σήκωσε λίγο το σκουφάκι σου από το πρόσωπο", μου είπε μια μέρα.
   "Από το πρόσωπο, κύριε;" ρώτησα ανόητα και την ίδια στιγμή το μετάνιωσα. Προτιμούσε να κάνω αυτό που ζητούσε χωρίς να μιλάω. Αν ωστόσο μιλούσα, έπρεπε να έχω κάτι να πω.
   Δεν απάντησε. Σήκωσα τη μια άκρη απ' το σκουφάκι μου, αυτή που ήταν προς τη δική του πλευρά και μου έκρυβε το μάγουλο. Η κολλαρισμένη μύτη της μου έγδαρε ελαφρά το λαιμό. 
   "Κι άλλο", είπε. "Θέλω να φαίνεται η γραμμή του λαιμού".
   Στην αρχή δίστασα, αλλά μετά την έσπρωξα ακόμα πιο πίσω. Το βλέμμα του κινήθηκε από το μάγουλο στο σαγόνι μου. 
   "Βγάλε το αυτί σου έξω".
   Δεν ήθελα. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω κι αλλιώς.
   Έβαλα προσεκτικά τα δάχτυλα κάτω από το σκουφάκι για να δω μήπως είχαν ξεφύγει τα μαλλιά μου απ' τη θέση τους και δίπλωσα μερικές τούφες πίσω από το αυτί μου. Ύστερα έκανα λίγο πίσω το σκουφάκι και φάνηκε το κάτω μέρος του αυτιού.
   Με κοίταξε σαν έτοιμος ν΄αναστενάξει, αλλά δεν ακούστηκε τίποτα. Ένιωσα κι εγώ έναν παράξενο ήχο στο λαρύγγι μου, αλλά τον έπνιξα πριν προλάβει να μου ξεφύγει.
   "Το σκουφάκι σου", είπε τελικά. "Βγαλ' το".
   "Όχι, κύριε".
   "Όχι;"
   "Σας παρακαλώ, κύριε, μη μου ζητάτε να το βγάλω". Άφησα το κολλαρισμένο πανί να πέσει στη θέση του, ξανασκεπάζοντας το μάγουλο και το αυτί μου. Κοίταξα κάτω στο πάτωμα. Τα γκρίζα και άσπρα πλακάκια απλώνονταν ως πέρα, ολόισια και καθαρά. 
   "Δεν θέλεις δηλαδή να ξεσκεπάσεις το κεφάλι σου;"
   "Όχι".
   "Παρ' όλ' αυτά δεν θέλεις να σε ζωγραφίσω σαν υπηρέτρια, με τη σφουγγαρίστρα και το σκουφάκι, μα ούτε και σαν κυρία, με σατέν και γούνες και κορδέλες στα μαλλιά".
   Δεν είπα τίποτα. Ήταν αδύνατο να του δείξω τα μαλλιά μου. Δεν ήμουν από κείνες τις γυναίκες που αφήνουν τα μαλλιά τους ελεύθερα.
   Κουνήθηκε νευρικά πάνω στην καρέκλα του και ύστερα σηκώθηκε. Τον άκουσα να μπαίνει στην αποθήκη. Γύρισε με μια αγκαλιά ρούχα και τα έριξε στα γόνατά μου.
   "Λοιπόν, Χριτ, κοίτα μήπως καταφέρεις τίποτα μ' αυτά εδώ. Βρες κάτι να τυλίξεις στα μαλλιά σου ώστε να μην είσαι ούτε κυρία ούτε υπηρέτρια". Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν θυμωμένος ή αν το διασκέδαζε. Πάντως βγήκε από το ατελιέ, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
   Έψαξα μέσα στο σωρό με τα ρούχα. Βρήκα τρία καλύμματα για τα μαλλιά, όλα πολύ εξεζητημένα για να τα φορέσω εγώ, αλλά και πολύ μικρά για να σκεπάσουν όλο μου το κεφάλι. Βρήκα και διάφορα κομμάτια ύφασμα που είχε περισσέψει από φορέματα και πανωφόρια που είχε ράψει η Καταρίνα, κίτρινα και καφετιά, μπλε και γκρίζα.
   Δεν ήξερα τι να κάνω. Κοίταξα γύρω μου στο ατελιέ μήπως μου έρθει καμιά ιδέα. Το μάτι μου έπεσε στον πίνακα της «Μαστροπού» -το κεφάλι της νεαρής γυναίκας ήταν ακάλυπτο και τα μαλλιά της ήταν στολισμένα με κορδέλες, μα η ηλικιωμένη είχε δέσει ένα κομμάτι ύφασμα στο κεφάλι της, τυλιγμένο πολλές φορές σαν τουρμπάνι. Αυτό μπορεί να ζητάει, σκέφτηκα. Αυτό μπορεί να φοράνε στα μαλλιά τους οι γυναίκες που δεν είναι ούτε κυρίες ούτε υπηρέτριες.
   Διάλεξα ένα καφέ κομμάτι και το πήρα μαζί μου στην αποθήκη, όπου υπήρχε καθρέφτης. Έβγαλα το σκουφάκι μου και τύλιξα το ύφασμα στο κεφάλι μου όσο πιο καλά μπορούσα, κοιτάζοντας κάθε λίγο τον πίνακα για να μιμηθώ το τουρμπάνι της ηλικιωμένης γυναίκας. Έδειχνε πολύ παράξενο πάνω μου. 
   Έπρεπε να τον άφηνα να με ζωγραφίσει με τη σφουγγαρίστρα, σκέφτηκα. Η υπεροψία μ' έκανε ματαιόδοξη. 
   Όταν εκείνος γύρισε και είδε τι είχα κάνει, γέλασε. Δεν τον είχα ακούσει πολλές φορές να γελάει -πότε πότε με τα παιδιά, μια φορά με τον Φαν Λίουενχουκ. Συνοφρυώθηκα. Δεν μου άρεσε να γελάνε μ' εμένα.
   "Έκανα μονάχα αυτό που ζητήσατε, κύριε", μουρμούρισα.
   Σταμάτησε αμέσως τα γέλια. "Έχεις δίκιο, Χριτ. Με συγχωρείς. Όσο για το πρόσωπο, τώρα πράγματι φαίνεται περισσότερο, είναι πιο..." Σταμάτησε χωρίς ν' αποτελειώσει τη φράση του. Ακόμη αναρωτιέμαι τι ήθελε να πει.
   Γύρισε στο σωρό με τα υφάσματα που είχα αφήσει στην καρέκλα. "Γιατί πήρες το καφέ", με ρώτησε, "αφού υπήρχαν τόσα χρώματα για να διαλέξεις;"
   Δεν ήθελα να μιλήσω πάλι για κυρίες και υπηρέτριες. Δεν ήθελα να του υπενθυμίσω πως το γαλάζιο και το κίτρινο είναι χρώματα μόνο για κυρίες. "Γιατί συνήθως καφέ φοράω, κύριε", είπα απλά.
   Φαίνεται πως είχε μαντέψει τη σκέψη μου. "Η Τάνεκε φορούσε γαλάζια και κίτρινα στον πίνακα που της έκανα πριν από λίγα χρόνια", επέμεινε.
   "Ναι, αλλά εγώ δεν είμαι η Τάνεκε, κύριε".
   "Αυτό να λέγεται, δεν είσαι". Τράβηξε από το σωρό μια μακριά και στενή λωρίδα από γαλάζιο ύφασμα. "Παρ' όλ' αυτά εγώ θέλω να δοκιμάσεις αυτό εδώ".
   Τον κοίταξα. "Αυτό δεν φτάνει για να καλύψω όλο το κεφάλι".
   "Τότε βάλε κι αυτό". Έπιασε ένα κομμάτι κίτρινο ύφασμα με μπορντούρα στο ίδιο γαλάζιο και μου το έδωσε. 
   Πήρα διστακτικά τα δυο υφάσματα, ξαναπήγα στην αποθήκη και τα δοκίμασα μπροστά στον καθρέφτη. Αφού τύλιξα το κίτρινο πολλές φορές γύρω από την κορυφή του κεφαλιού, έδεσα το γαλάζιο στο μέτωπο. Έχωσα την άκρη του σε μια πτυχή στο πλάι, τακτοποίησα τις σούρες εδώ κι εκεί, το έστρωσα μπροστά στο μέτωπο και ξαναγύρισα στο ατελιέ.
   Εκείνος ξεφύλλιζε κάποιο βιβλίο και δεν πρόσεξε πως πήγα κατευθείαν στη θέση μου. Κάθισα ακριβώς όπως πριν. Τη στιγμή που γύριζα το κεφάλι πάνω από τον αριστερό μου ώμο, όπως μου είχε πει, σήκωσε τα μάτια του. Την ίδια ακριβώς στιγμή λύθηκε το κίτρινο ύφασμα και η άκρη του έπεσε πάνω στον ώμο μου.
   "Αχ!" μου ξέφυγε, γιατί φοβήθηκα πως θα ξετυλιχτούν τα πανιά και θα πέσουν, ξεσκεπάζοντας τα μαλλιά μου. Ωστόσο κράτησαν -μόνο η άκρη απ' το κίτρινο ύφασμα κυμάτιζε στον ώμο μου ελεύθερη. Τα μαλλιά παρέμειναν τελείως κρυμμένα.
   "Ναι", έκανε τότε εκείνος. "Αυτό είναι, Χριτ. Αυτό". 

   Δεν μου επέτρεπε να δω τον πίνακα. Τον τοποθέτησε σ' ένα δεύτερο καβαλέτο, που δεν ήταν στραμμένο προς την πόρτα, και μ' έβαλε να του υποσχεθώ πως δεν θα τον κοιτάξω. Το υποσχέθηκα, αλλά μερικές νύχτες, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ένιωθα τον πειρασμό να τυλιχτώ στην κουβέρτα μου και να κατέβω στα κρυφά να τον δω. Δεν θα το μάθαινε ποτέ.
   Θα το μάντευε όμως. Ήξερα πως ήταν αδύνατο να κάθομαι και να τον κοιτάζω μέρες ολόκληρες κατάματα χωρίς να μαντέψει πως είχα δει τον πίνακα.
   Από την άλλη, φοβόμουν ν' ανακαλύψω πώς με έβλεπε. Προτιμούσα να παραμένει μυστήριο.
   Τα χρώματα που μου παράγγειλε να του ετοιμάσω δεν μου αποκάλυψαν τίποτα για το τι κάνει. Μαύρο, ώχρα, λευκό του μολύβδου, κίτρινο του τσίγκου, ουλτραμαρίνα, κόκκινη λάκα -όλα χρώματα που τα είχα τρίψει πολλές φορές πριν και θα μπορούσαν κάλιστα να προορίζονται για τον πίνακα με τη συναυλία.
   Ο κύριός μου δεν συνήθιζε να δουλεύει δύο έργα ταυτόχρονα. Αν και δεν του άρεσε να περνάει από τον ένα πίνακα στον άλλο και το αντίθετο, αυτό τον διευκόλυνε να κρύβει από τους άλλους πως με ζωγράφιζε. Ελάχιστοι το ήξεραν. Το ήξερε ο Φαν Ράιβεν -ήμουν σίγουρη πως ήταν δική του επιθυμία να με ζωγραφίσει ο κύριος. Κι εκείνος πρέπει να συμφώνησε να με ζωγραφίσει μόνη για ν' αποφύγει να με βάλει μαζί με τον Φαν Ράιβεν. Μα ο Φαν Ράιβεν θα κρατούσε το πορτρέτο μου.
   Αυτή η σκέψη δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστη. Το ίδιο, νομίζω, ένιωθε και ο κύριός μου.
   Η Μαρία Θινς ήξερε επίσης για τον πίνακα. Και πιθανότατα αυτή είχε κάνει τη συμφωνία με τον Φαν Ράιβεν. Πέρα απ' αυτό, μπορούσε να μπαινοβγαίνει στο ατελιέ όποτε ήθελε και φυσικά να βλέπει τον πίνακα -κάτι που εγώ δεν μπορούσα. Πότε πότε με λοξοκοίταζε, μ' ένα βλέμμα γεμάτο περιέργεια που δεν μπορούσε να κρύψει.
   Υποπτευόμουν πως το ήξερε και η Κορνέλια. Μια μέρα την έπιασα σ' ένα μέρος όπου απαγορευόταν να βρίσκεται -στη σκάλα προς το εργαστήριο. Όταν τη ρώτησα πώς βρέθηκε εκεί, δεν μου είπε, μα προτίμησα να την αφήσω να φύγει παρά να την πάω στη Μαρία Θινς ή στην Καταρίνα. Δεν ήθελα ν' ανακατέψω τα πράγματα, όχι τώρα που ο κύριος με ζωγράφιζε.
   Ο Φαν Λίουενχουκ ήξερε για τον πίνακα. Μια μέρα έφερε την camera obscura και την έστησε για να με δουν. Δεν έδειξε καμιά έκπληξη όταν με είδε καθισμένη στην καρέκλα -πρέπει να τον είχε προειδοποιήσει ο κύριος. Κοίταξε βέβαια λίγο παράξενα το ασυνήθιστο κεφαλομάντιλο, αλλά δεν το σχολίασε.
   Με κοιτούσαν εναλλάξ μέσα από την camera. Είχα μάθει να ποζάρω χωρίς να κινούμαι ή να σκέφτομαι και κυρίως χωρίς να ταράζομαι από το βλέμμα του. Όταν όμως ήταν στραμμένο πάνω μου αυτό το μαύρο κουτί, όλα ήταν πιο δύσκολα. Χωρίς μάτια, χωρίς πρόσωπο, χωρίς ένα σώμα στραμμένο προς το μέρος μου, έχοντας μπροστά μου μόνο ένα κουτί και μια μαύρη ρόμπα που κάλυπτε κάποια σκυμμένη πλάτη, ένιωθα πολύ ανήσυχη. Δεν είχα ιδέα πώς μ' έβλεπαν.
   Δεν μπορώ ωστόσο ν' αρνηθώ πως ήταν συναρπαστικό να με παρατηρούν τόσο προσεκτικά δύο κύριοι, ακόμα κι αν δεν μπορούσα να δω το βλέμμα τους.
   Ο κύριός μου βγήκε από το δωμάτιο να φέρει ένα μαλακό πανί για να καθαρίσει το φακό. Ο Φαν Λίουενχουκ περίμενε να σβήσουν τα βήματά του στις σκάλες κι έπειτα είπε σιγανά: "Να προσέχεις, καλό μου κορίτσι". 
   "Τι εννοείτε, κύριε;"
   "Το ξέρεις, φαντάζομαι, ότι σε ζωγραφίζει για να ικανοποιήσει τον Φαν Ράιβεν. Όμως το ενδιαφέρον του Φαν Ράιβεν έκανε τον κύριό σου παράξενα προστατευτικό μ' εσένα".
   Κούνησα το κεφάλι -και μέσα μου χαιρόμουν που άκουγα αυτό που ήδη υποψιαζόμουν.
   "Μην μπλέκεσαι στο δικό τους πόλεμο. Μπορεί να πληγωθείς".
   Κρατούσα ακόμα τη στάση που έπαιρνα για τον πίνακα. Μα τώρα οι ώμοι μου κουνήθηκαν από μόνοι τους, σαν να τίναζα από πάνω μου ένα σάλι. "Δεν νομίζω πως εκείνος θα μ' έβλαπτε ποτέ, κύριε".
   "Πες μου, καλή μου, πόσα νομίζεις ότι ξέρεις για τους άντρες;"
   Κατακοκκίνησα και γύρισα το κεφάλι αλλού. Σκέφτηκα εμένα και τον Πίτερ στο στενάκι.
   "Ο ανταγωνισμός, ξέρεις, κάνει τους άντρες κτητικούς. Εν μέρει ο κύριός σου ενδιαφέρεται για σένα επειδή ενδιαφέρεται ο Φαν Ράιβεν".
   Δεν απάντησα.
   "Ναι, είναι χαρισματικός άνθρωπος", συνέχισε ο Φαν Λίουενχουκ. "Τα μάτια του αξίζουν ένα δωμάτιο χρυσάφι. Αλλά μερικές φορές βλέπει τον κόσμο όπως τον θέλει κι όχι όπως είναι πραγματικά. Δεν καταλαβαίνει τις συνέπειες που έχει στη ζωή των άλλων ο ιδεαλισμός του. Σκέφτεται μόνο τον εαυτό του και τα έργα του, όχι εσένα. Πρέπει λοιπόν να φροντίσεις..." Σταμάτησε. Τα βήματα του κυρίου μου ακούστηκαν στις σκάλες.
   "Να φροντίσω τι, κύριε;" ψιθύρισα.
   "Να φροντίσεις να παραμείνεις ο εαυτός σου".
   Σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα. "Να παραμείνω υπηρέτρια, κύριε;"
   "Δεν εννοούσα αυτό. Όλες τις γυναίκες που ζωγραφίζει τις παγιδεύει στον κόσμο του. Εκεί μέσα μπορεί να χαθείς".
   Ο κύριός μου μπήκε στο δωμάτιο. "Χριτ, κουνήθηκες", είπε.
   "Συγγνώμη, κύριε", είπα και ξαναπήρα αμέσως την πόζα μου.

   Η Καταρίνα ήταν έξι μηνών έγκυος όταν εκείνος άρχισε να με ζωγραφίζει. Ανησυχούσα πολύ μήπως ανακαλύψει τον πίνακά μου. Ευτυχώς, τα σκαλιά που οδηγούσαν στο ατελιέ ήταν τελείως άβολα για την τωρινή της κατάσταση κι επομένως ήταν μάλλον απίθανο ν' ανοίξει ξαφνικά την πόρτα και να μας πιάσει στα πράσα -εμένα να ποζάρω στην καρέκλα κι εκείνον μπροστά στο καβαλέτο του. Επιπλέον, επειδή ήταν χειμώνας, προτιμούσε να κάθεται κοντά στη φωτιά με τα παιδιά, την Τάνεκε και τη Μαρία Θινς, ή να παίρνει έναν υπνάκο κάτω από ένα βουνό γούνες και κουβέρτες.
   Ο πραγματικός κίνδυνος ήταν να το μάθει από τον Φαν Ράιβεν. Απ' όλους όσοι γνώριζαν για τον πίνακα, αυτός ήταν ο χειρότερος στο να κρατάει μυστικά. Επιπλέον, ερχόταν τακτικά στο σπίτι να ποζάρει για τον πίνακα με τη συναυλία. Η Μαρία Θινς είχε σταματήσει να με στέλνει για θελήματα κι ούτε μου έλεγε πια να κρύβομαι όποτε ερχόταν εκείνος. Από τη μια δεν ήταν πρακτικό -δεν υπήρχαν άπειρα θελήματα για να βγαίνω κάθε μέρα στους δρόμους. Από την άλλη πρέπει να σκέφτηκε πως η προοπτική του πορτρέτου μου θα είχε ικανοποιήσει τον Φαν Ράιβεν κι επομένως θα με άφηνε στην ησυχία μου. 
   Όμως κάτι τέτοιο δεν έγινε. Μερικές φορές με ξετρύπωνε την ώρα που έπλενα και σιδέρωνα στο πλυσταριό ή βοηθούσα την Τάνεκε στην κουζίνα. Εάν ήταν κι άλλοι μπροστά, το πράγμα ήταν υποφερτό -όταν βρισκόταν μαζί μου η Μάρτσε, η Τάνεκε, ακόμα και η Αλέιντις, έλεγε μόνο «Τι κάνει το κορίτσι μου;» με τη μελιστάλαχτη φωνή του κι έφευγε αφήνοντάς με στην ησυχία μου. Αν όμως τύχαινε να είμαι μόνη, όπως γινόταν συχνά όταν έβγαινα στην αυλή ν' απλώσω τα φρεσκοπλυμένα ρούχα για να τα δει μερικά λεπτά ο αδύναμος χειμωνιάτικος ήλιος, ερχόταν εκεί στο περιφραγμένο ξέφωτο και, πίσω από κάποιο σεντόνι που είχα μόλις κρεμάσει ή κάποιο πουκάμισο του κυρίου μου, άπλωνε τα χέρια του και με άγγιζε. Τον απωθούσα όσο ευγενικά μπορεί ν' απωθήσει κάποιον κύριο μια υπηρέτρια. Παρ' όλ' αυτά κατάφερε να εξοικειωθεί αρκετά με το σχήμα του στήθους και των γοφών μου κάτω απ' τα ρούχα. Μου έλεγε πράγματα που προσπαθούσα μετά να ξεχάσω, λόγια που δεν θα τολμούσα να επαναλάβω ποτέ.
   Όταν έβγαινε ο Φαν Ράιβεν από το ατελιέ, πήγαινε πάντα να επισκεφθεί την Καταρίνα για λίγο, ενώ η αδερφή του και η κόρη του περίμεναν υπομονετικά να τελειώσει τα κουτσομπολιά και τα χαριεντίσματα με την οικοδέσποινα. Αν και η Μαρία Θινς του είχε πει να μην αναφέρει τίποτα για τον πίνακα στην Καταρίνα, δεν ήταν άνθρωπος που μπορούσε να κρατήσει μυστικά για πολύ. Ήταν τόσο χαρούμενος που θ' αποκτούσε το πορτρέτο μου, που κάθε τόσο έριχνε μερικές σπόντες γι' αυτό στην Καταρίνα.
   "Το στόμα του Φαν Ράιβεν είναι πιο ξεχειλωμένο κι απ' το πουγκί της πόρνης", έλεγε η Μαρία Θινς. "Θα του μιλήσω ξανά".
   Ό,τι κι αν του έλεγε πάντως, το κέρδος ήταν μικρό -φαίνεται πως έτσι τον κέντριζε να κάνει ακόμα πιο πολλούς υπαινιγμούς στην Καταρίνα. Η Μαρία Θινς φρόντιζε λοιπόν να βρίσκεται στο δωμάτιο της κόρης της όταν πήγαινε ο Φαν Ράιβεν να τη δει, για να τον υποχρεώνει να μαζεύει τη γλώσσα του.
   Δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα συνέβαινε όταν η Καταρίνα θ' ανακάλυπτε το πορτρέτο μου. Γιατί κάποια μέρα θα το ανακάλυπτε -αν όχι στο σπίτι, τότε σίγουρα στου Φαν Ράιβεν, κάποια στιγμή που θα έτρωγαν στο σαλόνι, θα σήκωνε τα μάτια της και θα μ' έβλεπε ξαφνικά να την κοιτάζω από τον απέναντι τοίχο.

    Ο κύριος δεν δούλευε καθημερινά τον δικό μου πίνακα. Έπρεπε να προχωρήσει και τον πίνακα με τη συναυλία, με ή χωρίς τον Φαν Ράιβεν και τις γυναίκες του.
   Για τον δικό μου πίνακα ο κύριος μ' έβαζε να ποζάρω τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα, μια - δυο ώρες κάθε φορά. Ήταν οι καλύτερες ώρες της εβδομάδας -ήμουν για λίγο το μόνο πράγμα που κοίταζε. Δεν μ' ένοιαζε που ήταν δύσκολη αυτή η στάση, ούτε το ότι κοιτάζοντας λοξά τόσην ώρα μ' έπιανε πονοκέφαλος. Δεν μ' ένοιαζε που μερικές φορές με έβαζε να τινάζω το κεφάλι μου ξανά και ξανά για να κουνηθεί το κίτρινο πανί και να πέσει σωστά, σαν να είχα μόλις γυρίσει να τον κοιτάξω. Θα έκανα οτιδήποτε μου ζητούσε.
   Εκείνος ωστόσο δεν έδειχνε καθόλου ικανοποιημένος. Πέρασε ο Φεβρουάριος και ήρθε ο Μάρτης, άστατος, τη μια με λιακάδα, την άλλη με παγωνιά, μα εκείνος συνέχιζε να μην είναι ικανοποιημένος. Είχε αρχίσει τον πίνακα εδώ και δυο μήνες και παρ' όλο που δεν τον είχα δει, πίστευα πως πρέπει να τελείωνε όπου να 'ναι. Δεν μου ζητούσε πια να του ετοιμάσω χρώματα, χρησιμοποιούσε μικρές ποσότητες κι έβαζε μικρές μικρές πινελιές όσο εγώ ποζάριζα. Μερικές φορές καθόταν απλώς και με παρατηρούσε σαν να περίμενε να κάνω κάτι εγώ. Την ώρα εκείνη έμοιαζε λιγότερο ζωγράφος και περισσότερο άντρας και δυσκολευόμουν πολύ να τον κοιτάζω κατάματα.
   Μια μέρα, εκεί που καθόμουν σιωπηλή στην καρέκλα μου, ανακοίνωσε ξαφνικά: "Αυτό ήταν. Θα ικανοποιήσει τον Φαν Ράιβεν, αλλά όχι κι εμένα".
   Δεν ήξερα τι να πω. Δεν μπορούσα να τον βοηθήσω αν δεν έβλεπα τον πίνακα. "Επιτρέπεται να κοιτάξω, κύριε;"
   Γύρισε και με κοίταξε με περιέργεια.
   "Ίσως μπορώ να βοηθήσω", πρόσθεσα και την ίδια στιγμή ευχήθηκα να μην το είχα πει. Φοβήθηκα πως είχα ξεπεράσει τα όρια του θάρρους.
   "Εντάξει, έλα", είπε μετά από λίγο.
   Πήγα και στάθηκα πίσω του. Δεν γύρισε να με δει, έμεινε τελείως ακίνητος. Τον άκουγα ν' ανασαίνει αργά και σταθερά.
   Ο πίνακας δεν έμοιαζε με κανένα άλλο έργο του. Έδειχνε μόνο εμένα, το κεφάλι και τους ώμους μου, χωρίς τραπέζια και κουρτίνες, χωρίς παράθυρα, καθρέφτες ή πινέλα της πούδρας που να αποσπούν και να χαλαρώνουν το βλέμμα. Με είχε ζωγραφίσει με τα μάτια ορθάνοιχτα και το φως να πέφτει στο πρόσωπό μου, μα το αριστερό μου μέρος ήταν στη σκιά. Το πανί που ήταν τυλιγμένο στο κεφάλι μου μ' έκανε να μη μοιάζω με μένα αλλά με μια άλλη Χριτ, από άλλη πόλη, ακόμα κι από τελείως διαφορετική χώρα. Το φόντο ήταν μαύρο, πράγμα που μ' έκανε να δείχνω ολομόναχη, αν και ήταν φανερό πως κάποιον είχα γυρίσει να κοιτάξω. Έδειχνα σαν να περιμένω κάτι που πίστευα πως δεν επρόκειτο ποτέ να συμβεί.
   Ο κύριός μου είχε δίκιο -ο πίνακας θα ικανοποιούσε σίγουρα τον Φαν Ράιβεν, αλλά κάτι του έλειπε. 
   Το κατάλαβα πριν απ' αυτόν. Όταν είδα τι έλειπε απ' τον πίνακα -εκείνο το σημείο της έντονης λάμψης που χρησιμοποιούσε για να αιχμαλωτίζει το βλέμμα στα άλλα του έργα- ένιωσα ρίγος. Αυτό θα είναι το τέλος, σκέφτηκα. 
   Και είχα δίκιο.
   Αυτή τη φορά δεν προσπάθησα να τον βοηθήσω, όπως είχα κάνει με τον πίνακα της γυναίκας του Φαν Ράιβεν που έγραφε το γράμμα. Δεν τρύπωσα στο ατελιέ ν' αλλάξω θέση στα πράγματα -να γυρίσω λίγο την καρέκλα όπου καθόμουν ή ν' ανοίξω περισσότερο τα παντζούρια. Δεν έδεσα μ' άλλον τρόπο το γαλάζιο και το κίτρινο πανί στα μαλλιά μου ούτε έκρυψα το γιακά της πουκαμίσας μου. Δεν δάγκωσα τα χείλη μου για να δείξουν πιο κόκκινα ούτε ρούφηξα τα μάγουλά μου. Δεν έβγαλα στο τραπέζι χρώματα που νόμιζα πως θα του χρειαστούν.
   Μόνο ποζάριζα κι έτριβα και καθάριζα τα χρώματα που μου ζητούσε.
   Έτσι κι αλλιώς θα το έβρισκε μόνος του.
   Του πήρε πάντως περισσότερο χρόνο απ' όσο περίμενα. Ποζάρισα άλλες δυο φορές ώσπου να καταλάβει τι λείπει. Κάθε φορά ζωγράφιζε με την ίδια ανικανοποίητη έκφραση και μ' έδιωχνε σχεδόν αμέσως.
   Εγώ περίμενα.
   Την απάντηση του την έδωσε η ίδια η Καταρίνα. Κάποιο απόγευμα εγώ και η Μάρτσε γυαλίζαμε παπούτσια στο πλυσταριό, ενώ τα υπόλοιπα κορίτσια είχαν μαζευτεί στο μεγάλο δωμάτιο και παρακολουθούσαν τη μητέρα τους που ντυνόταν για να πάει σε κάποια γενέθλια. Άκουσα την Αλέιντις και τη Λίσμπεθ να φωνάζουν ενθουσιασμένες και κατάλαβα πως η Καταρίνα είχε βγάλει από τη θήκη τα μαργαριτάρια της, που πάντα ξετρέλαιναν τα κορίτσια.
   Τότε άκουσα τα βήματά του στο διάδρομο, μετά σιωπή κι έπειτα σιγανές κουβέντες. Ύστερα από λίγο εκείνος φώναξε: "Χριτ, φέρε ένα ποτήρι κρασί για τη γυναίκα μου".
   Έβαλα την άσπρη κανάτα και δυο ποτήρια σ' ένα δίσκο, για την περίπτωση που ήθελε να πιει κι εκείνος μαζί της και πήγα στο μεγάλο δωμάτιο. Μπαίνοντας έπεσα πάνω στην Κορνέλια, που στεκόταν ακριβώς μπροστά στην πόρτα. Κατάφερα να συγκρατήσω την κανάτα, ενώ τα ποτήρια έγειραν κουδουνίζοντας πάνω στο στήθος μου χωρίς να σπάσουν. Η Κορνέλια χαμογέλασε αυτάρεσκα κι έκανε στην άκρη για να περάσω.
   Η Καταρίνα ήταν καθισμένη στο τραπέζι με το πινέλο και το βαζάκι της πούδρας, τα χτενάκια και την κοσμηματοθήκη της. Φορούσε τα μαργαριτάρια και το πράσινο μεταξωτό της φόρεμα, μεταποιημένο για να χωράει την κοιλιά της. Έβαλα δίπλα της ένα ποτήρι και το γέμισα.
   "Θα θέλατε κι εσείς λίγο κρασί, κύριε;" ρώτησα σηκώνοντας τα μάτια. Ήταν γερμένος στη ντουλάπα δίπλα στο κρεβάτι κι ακουμπούσε στις μεταξωτές κουρτίνες του κρεβατιού, που για πρώτη φορά πρόσεξα πως ήταν ραμμένες από το ίδιο ύφασμα με το φόρεμα της Καταρίνα. Το βλέμμα του πήγαινε από την Καταρίνα σ' εμένα και πάλι πίσω. Ήταν το βλέμμα του ζωγράφου.
   "Πρόσεχε, ανόητη, έριξες πάνω μου κρασί!" Η Καταρίνα έκανε πίσω και σκούπισε την κοιλιά της με το χέρι. Μια - δυο κόκκινες σταγόνες είχαν πέσει στο φόρεμά της. 
   "Με συγχωρείτε, κυρία. Πάω να φέρω ένα βρεγμένο πανί να το σκουπίσω".
   "Ασ' το καλύτερα. Δεν αντέχω ούτε στη σκέψη να με πασπατεύεις. Απλώς φύγε από δω μέσα".
   Τη στιγμή που σήκωνα το δίσκο, έριξα μια κλεφτή ματιά στον κύριο. Το βλέμμα του ήταν κολλημένο στο μαργαριταρένιο σκουλαρίκι της γυναίκας του. Καθώς εκείνη γύρισε το κεφάλι της για να βάλει κι άλλη πούδρα στο πρόσωπο, το σκουλαρίκι της κινήθηκε πέρα δώθε κι από τα μπροστινά παράθυρα το φως στραφτάλισε πάνω του. Το σκουλαρίκι μάς έκανε να την κοιτάξουμε όλοι -κι αντανακλούσε ολοζώντανα το φως, όπως ακριβώς και τα μάτια της.
   "Πρέπει να πάω για λίγο επάνω", είπε εκείνος στην Καταρίνα. "Δεν θ' αργήσω".
   Αυτό ήταν, σκέφτηκα. Βρήκε τη λύση.
   Όταν μου ζήτησε να πάω στο ατελιέ το άλλο απόγευμα, δεν ένιωσα ενθουσιασμένη όπως συνήθως μόλις καταλάβαινα πως θα με βάλει να ποζάρω. Για πρώτη φορά το περίμενα με τρόμο.
   Το απόγευμα ανέβηκα με βαριά βήματα τη σκάλα και σταμάτησα μπροστά στην πόρτα του ατελιέ. Αυτή η φορά δεν θα ήταν σαν τις άλλες που του είχα ποζάρει. Τώρα κάτι θα μου ζητούσε κι εγώ του το χρωστούσα.
   Έσπρωξα την πόρτα. Εκείνος ήταν καθισμένος στο καβαλέτο και παρατηρούσε τη μύτη ενός πινέλου. Όταν γύρισε και με κοίταξε, είδα στο πρόσωπό του κάτι που δεν το είχα ξαναδεί. Ήταν νευρικός.
   Αυτό μου έδωσε το κουράγιο να του πω αυτά που του είπα. Πήγα και στάθηκα δίπλα στην καρέκλα μου κι έβαλα το χέρι πάνω σε μια από τις λιονταροκεφαλές. "Κύριε", άρχισα, γραπώνοντας σφιχτά το κρύο, σκληρό ξυλόγλυπτο, "δεν μπορώ να το κάνω".
   "Να κάνεις τι, Χριτ;" Το ξάφνιασμά του ήταν ελικρινές.
   "Αυτό που πρόκειται να μου ζητήσετε. Δεν μπορώ να το βάλω. Οι υπηρέτριες δεν φοράνε μαργαριτάρια".
   Με κοίταξε διαπεραστικά αρκετή ώρα κι έπειτα κούνησε το κεφάλι του. "Τι απρόβλεπτη που είσαι. Με ξαφνιάζεις συνέχεια".
   Ψηλάφισα τη μύτη και το στόμα του λιονταριού κι ύστερα τη μουσούδα και τη χαίτη του, λεία και φουντωτή. Τα μάτια του ακολουθούσαν τα δάχτυλά μου.
   "Το ξέρεις", μουρμούρισε, "πως ο πίνακας το χρειάζεται αυτό το φως που αντανακλά το μαργαριτάρι. Αλλιώς δεν θα είναι ολοκληρωμένος".
   Το ήξερα, πράγματι. Αν και δεν κοίταξα τον πίνακα για πολύ -ήταν τόσο παράξενο να κοιτάζω τον εαυτό μου- ήξερα από την πρώτη στιγμή πως αυτό που του έλειπε ήταν το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι. Χωρίς αυτό, ήταν απλώς τα μάτια μου, το στόμα μου, ο γιακάς της πουκαμίσας και το μαύρο φόντο πίσω από τ' αυτί μου, το καθένα μόνο του. Το σκουλαρίκι ήταν αυτό που θα τα ένωνε. Αυτό θα ολοκλήρωνε τον πίνακα.
   Όμως αυτό θα έβγαζε κι εμένα στο δρόμο. Ήξερα πως εκείνος δεν επρόκειτο να δανειστεί ένα σκουλαρίκι από τον Φαν Ράιβεν, τον Φαν Λίουενχουκ ή κάποιον άλλο. Είχε δει το μαργαριτάρι της Καταρίνα κι αυτό θα μ' έβαζε να φορέσω. Στα έργα του χρησιμοποιούσε αυτό που ήθελε, χωρίς να λογαριάζει τις συνέπειες. Ήταν ακριβώς όπως με είχε προειδοποιήσει ο Φαν Λίουενχουκ.
   Όταν θα έβλεπε η Καταρίνα το σκουλαρίκι της στο δικό μου πίνακα, θα τινάζονταν όλα στον αέρα.
   Έπρεπε να τον παρακαλέσω να μη με καταστρέψει.
   Αντί γι' αυτό, κατέφυγα στα επιχειρήματα. "Το ζωγραφίσατε για τον Φαν Ράιβεν, όχι για σας. Έχει τόσο μεγάλη σημασία; Εσείς ο ίδιος είπατε πως ο πίνακας θα τον ικανοποιήσει όπως είναι τώρα".
   Το πρόσωπό του πέτρωσε και κατάλαβα πως είχα πει κάτι που δεν έπρεπε.
   "Δεν θα σταματούσα να δουλεύω έναν πίνακα αν ένιωθα ότι δεν είναι τελειωμένος, χωρίς να έχει σημασία ποιος θα τον πάρει", μουρμούρισε. "Δεν δουλεύω έτσι εγώ".
   "Όχι, κύριε". Ξεροκατάπια και στύλωσα το βλέμμα κάτω στα πλακάκια του πατώματος. Τι ανόητη που είμαι, σκέφτηκα, και το σαγόνι μου σφίχτηκε.
   "Πήγαινε τώρα να ετοιμαστείς".
   Σκύβοντας το κεφάλι, πήγα βιαστικά στην αποθήκη όπου φύλαγα το κίτρινο και το γαλάζιο πανί. Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ τόσο έντονα τη δυσαρέσκειά του. Κατάλαβα πως δεν μπορούσα να την αντέξω. Έβγαλα το δαντελένιο σκουφάκι μου και νιώθοντας πως η κορδέλα που κρατούσε τα μαλλιά μου ξελύθηκε, την τράβηξα και τ' άφησα ελεύθερα. Τη στιγμή που τα ξαναμάζευα πίσω για να τα δέσω, άκουσα ένα από τα ξεκολλημένα πλακάκια μπροστά στην αποθήκη να χτυπάει. Πάγωσα. Εκείνος δεν είχε ξαναμπεί στην αποθήκη την ώρα που άλλαζα. Ήταν κάτι που δεν μου το είχε ζητήσει ποτέ.
   Γύρισα προς τα πίσω, με τα χέρια ακόμα στα μαλλιά μου. Στεκόταν στο κατώφλι και με κοίταζε.
   Κατέβασα τα χέρια. Τα μαλλιά μου έπεσαν κυματιστά στους ώμους μου, καστανά σαν φθινοπωρινά χωράφια. Ποτέ δεν τα είχε δει κανείς εκτός από μένα.
   "Τα μαλλιά σου", είπε. Και δεν ήταν πια θυμωμένος.
   Με τα μάτια μού έγνεψε επιτέλους να φύγω απ' το δωμάτιο.

   Tώρα που είχε δει τα μαλλιά μου, που με είχε δει τελείως ακάλυπτη, ένιωθα πως δεν είχα πια κάτι πολύτιμο να κρύβω και να κρατάω για τον εαυτό μου. Τώρα μπορούσα να νιώσω πιο ελεύθερη, αν όχι μαζί του, τότε με κάποιον άλλο. Δεν είχε πια καμιά σημασία τι κάνω και τι δεν κάνω.
   Όταν ξανακοίταξα τον πίνακα, είδα πως είχε προσθέσει μια μικρή τούφα μαλλιά, που ξεπρόβαλλε μέσ' από το γαλάζιο πανί πάνω από το αριστερό μου μάτι.

   Την επόμενη φορά που πήγα να ποζάρω, ο κύριος δεν ανέφερε το σκουλαρίκι. Δεν άπλωσε το χέρι να μου το δώσει, όπως φοβόμουν, ούτε άλλαξε τον τρόπο που καθόμουν, ούτε σταμάτησε να ζωγραφίζει.
   Ούτε ήρθε στην αποθήκη για να δει τα μαλλιά μου ξανά.
   Ανακάτευε τα χρώματα, ώρα πολλή, στην παλέτα του με τη σπάτουλα. Πάνω στην παλέτα υπήρχε κόκκινο και ώχρα, αλλά το χρώμα που έφτιαχνε ήταν σχεδόν λευκό κι έριχνε μέσα και λίγο μαύρο, ανακατεύοντας το μίγμα αργά και προσεκτικά με την τριγωνική λάμα της σπάτουλας, που ασήμιζε μέσα στην γκρίζα μπογιά.
   "Κύριε", άρχισα.
   Σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε. Η σπάτουλα σταμάτησε να δουλεύει.
   "Μερικές φορές σας έχω δει να ζωγραφίζετε χωρίς να βρίσκεται εδώ το μοντέλο. Δεν θα μπορούσατε να ζωγραφίσετε και το σκουλαρίκι χωρίς να το φοράω;"
   Η σπάτουλα είχε μείνει ακίνητη. "Θα ήθελες δηλαδή να σε φανταστώ να φοράς το σκουλαρίκι και να ζωγραφίσω αυτό που φαντάστηκα;"
   "Μάλιστα, κύριε".
   Έσκυψε στην παλέτα του. Η σπάτουλα άρχισε ξανά να δουλεύει. Μου φάνηκε πως χαμογελούσε λιγάκι. "Θέλω να σε δω να το φοράς".
   "Ξέρετε όμως τι πρόκειται να συμβεί, κύριε".
   "Αυτό που ξέρω είναι πως ο πίνακας θα έχει ολοκληρωθεί".
   Θα με καταστρέψεις, σκέφτηκα. Γι' άλλη μια φορά όμως δεν βρήκα το κουράγιο να του το πω. "Και τι θα πει η γυναίκα σας όταν δει τον πίνακα τελειωμένο;" ρώτησα όσο πιο θαρραλέα μπορούσα.
   "Δεν πρόκειται να τον δει. Θα τον δώσω κατευθείαν στον Φαν Ράιβεν". Ήταν η πρώτη φορά που παραδεχόταν πως με ζωγράφιζε στα κρυφά, πως η Καταρίνα δεν το ενέκρινε.
   "Θα χρειαστεί να το βάλεις μόνο μια φορά", πρόσθεσε σαν να ήθελε να με καλμάρει. "Την επόμενη φορά που θα ποζάρεις, θα το φέρω. Την άλλη βδομάδα. Η Καταρίνα δεν θα καταλάβει πως λείπει για ένα απόγευμα".
   "Όμως, κύριε", είπα, "το αυτί μου δεν είναι τρυπημένο".
   Έσμιξε λιγάκι τα φρύδια. "Καλά λοιπόν, θα φροντίσεις να είναι". Για κείνον ήταν μια γυναικεία λεπτομέρεια, κάτι που δεν ένιωθε να τον αφορά άμεσα. Καθάρισε τη σπάτουλα στην άκρη της παλέτας και τη σκούπισε μ' ένα πανί. "Ας ξεκινήσουμε λοιπόν. Χαμήλωσε λίγο το σαγόνι". Με κοίταξε στα μάτια. "Γλείψε τα χείλη σου, Χριτ".
   Τα έγλειψα.
   "Άσε το στόμα σου ανοιχτό".
   Ξαφνιάστηκα τόσο μ' αυτό που μου ζήτησε, που το στόμα μου άνοιξε από μόνο του. Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα για να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Οι ενάρετες γυναίκες δεν ανοίγουν το στόμα στους πίνακες.
   Ένιωσα σαν να βρισκόταν κι εκείνος στο στενάκι μαζί με τον Πίτερ κι εμένα.
   Με κατέστρεψες, σκέφτηκα. Έγλειψα πάλι τα χείλη μου.
   "Ωραία", είπε εκείνος.

   Δεν ήθελα να το κάνω μόνη μου. Δεν φοβόμουν τον πόνο, απλά δεν ήθελα να μπήξω μια βελόνα στο αυτί μου.
   Αν μπορούσα να διαλέξω κάποιον να μου το κάνει, θα διάλεγα τη μητέρα μου. Μα δεν θα καταλάβαινε, ούτε θα δεχόταν να το κάνει χωρίς να μάθει το γιατί. Κι αν της το έλεγα, θα ένιωθε φρίκη.
   Δεν μπορούσα να το ζητήσω από την Τάνεκε ή τη Μάρτσε.
   Σκέφτηκα να το ζητήσω από τη Μαρία Θινς. Μπορεί να μην ήξερε ακόμη για το σκουλαρίκι, θα το μάθαινε όμως πολύ σύντομα. Δεν ήθελα ωστόσο με τίποτα να της ζητήσω να πάρει μέρος στην ταπείνωσή μου.
   Δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο μόνη.
   Την άλλη μέρα, στο γυρισμό από τα ψαράδικα, σταμάτησα στο φαρμακείο. Ο φαρμακοποιός με γνώριζε πια, με χαιρετούσε μάλιστα με τ' όνομά μου. "Τι χρειάζεται λοιπόν σήμερα;" ρώτησε. "Καμβά; Κόκκινο; Ώχρα; Λινέλαιο;"
   "Δεν χρειάζεται τίποτα", απάντησα νευρικά. "Ούτε η κυρία μου χρειάζεται κάτι. Ήρθα για..." Για μια στιγμή σκέφτηκα να του ζητήσω να μου τρυπήσει εκείνος το αυτί. Έδειχνε διακριτικός άνθρωπος, που θα το έκανε χωρίς να το πει πουθενά και χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις. 
   Μα δεν μπορούσα να ζητήσω κάτι τέτοιο από έναν ξένο. "Χρειάζομαι κάτι που να μουδιάζει το δέρμα", είπα.
   "Να μουδιάζει το δέρμα;"
   "Ναι, όπως κάνει ο πάγος".
   "Και γιατί θέλεις να μουδιάσει το δέρμα;"
   Σήκωσα τους ώμους και δεν απάντησα, κοιτάζοντας τα μπουκάλια στα ράφια πίσω απ' την πλάτη του.
   "Γαριφαλέλαιο", είπε τελικά μ' έναν αναστεναγμό. Άπλωσε το χέρι πίσω του και κατέβασε ένα μπουκάλι. "Τρίψε λίγο στο σημείο που θέλεις και άφησέ το για λίγα λεπτά. Αλλά δεν κρατάει πολύ".
   "Μου δίνετε λίγο, παρακαλώ;"
   "Και ποιος θα το πληρώσει; Ο κύριός σου; Είναι πολύ ακριβό, ξέρεις. Το φέρνουν από πολύ μακριά". Στη φωνή του διέκρινα αποδοκιμασία και περιέργεια.
   "Θα το πληρώσω εγώ. Λιγάκι θέλω μόνο". Έβγαλα ένα πουγκί από την ποδιά μου και μέτρησα τις πολύτιμες δεκάρες πάνω στον πάγκο. Ένα μικρό μπουκαλάκι μου κόστισε δυο μεροκάματα. Είχα δανειστεί τα χρήματα από την Τάνεκε, με την υπόσχεση να της τα επιστρέψω την Κυριακή που θα πληρωθώ.
   Εκείνη την Κυριακή, όταν έδωσα λειψό το μισθό στη μητέρα μου, της είπα πως είχα σπάσει έναν μικρό καθρέφτη κι έπρεπε να τον πληρώσω.
   "Θα χρειαστούν πάνω από δυο μεροκάματα για μια τέτοια ζημιά", με κατσάδιασε. "Μα τι έκανες, κοιταζόσουνα στον καθρέφτη; Τι απροσεξία!"
   "Ναι", συμφώνησα. "Ήμουν πολύ απρόσεχτη". 

   Περίμενα να νυχτώσει, για να είμαι σίγουρη πως όλοι στο σπίτι έχουν αποκοιμηθεί. Αν και συνήθως κανένας δεν ανέβαινε ξανά στο ατελιέ όταν το κλείδωναν τα βράδια, είχα και πάλι το φόβο πως μπορεί να με πιάσουν με τη βελόνα, τον καθρέφτη και το γαριφαλέλαιο στο χέρι.
   Κάθισα με το ζόρι στην καρέκλα με τις λιονταροκεφαλές και περίμενα. Δεν νύσταζα καθόλου. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν ήμουν πιο ξύπνια.
   Ενώ το σπίτι σιγά σιγά ησύχαζε, εγώ παρέμενα κολλημένη στην καρέκλα μου. Ήταν πολύ ευκολότερο να κάθομαι και να περιμένω παρά να κάνω αυτό που είχα στο νου. Όταν δεν μπορούσα πια να το καθυστερήσω περισσότερο, σηκώθηκα. Πρώτα έριξα μια ματιά στον πίνακα. Το μόνο που μπορούσα να δω εκείνη τη στιγμή ήταν μια μεγάλη τρύπα όπου θα έμπαινε το σκουλαρίκι, μια τρύπα που έπρεπε να την προσθέσω -πάνω μου, όχι στον πίνακα.
   Πήρα το κερί μου στο χέρι, βρήκα τον καθρέφτη στην αποθήκη και σκαρφάλωσα στη σοφίτα. Ακούμπησα τον καθρέφτη πάνω στο τραπέζι που έτριβα τα χρώματα και τον στήριξα στον τοίχο. Έβαλα δίπλα του το κερί. Έβγαλα το κουτί με τα ραπτικά, διάλεξα τη λεπτότερη βελόνα κι έβαλα τη μύτη της στη φλόγα του κεριού. Ύστερα άνοιξα το μπουκαλάκι με το γαριφαλέλαιο και περίμενα πως θα μύριζε απαίσια, μούχλα ή σάπια φύλλα, όπως τα περισσότερα φάρμακα. Το άρωμά του όμως ήταν γλυκό και παράξενο, σαν μελόπιτα αφημένη έξω στον ήλιο. Το είχαν φέρει από μακριά, από μέρη όπου μπορεί να πήγαινε ο Φρανς στα ταξίδια του. Έριξα μερικές σταγόνες σ' ένα πανί και το πίεσα στο λοβό του αριστερού μου αυτιού. Ο φαρμακοποιός είχε δίκιο -όταν άγγιξα λίγα λεπτά αργότερα το λοβό μου, είχε μουδιάσει λες κι είχα βγει έξω στο κρύο χωρίς μαντίλι.
   Τράβηξα την πυρωμένη βελόνα από τη φλόγα κι άφησα την κατακόκκινη μύτη της να πάρει πρώτα ένα θαμπό πορτοκαλί χρώμα κι ύστερα μαύρο. Καθώς έσκυψα στον καθρέφτη, κοιτάχτηκα για λίγο στο γυαλί. Στο φως του κεριού τα μάτια μου έλαμψαν, υγρά και γεμάτα φόβο.
   Ό,τι είναι να κάνεις, κάν' το γρήγορα, σκέφτηκα. Η καθυστέρηση δεν ωφελεί.
   Τέντωσα το λοβό του αυτιού μου και με μια μόνο κίνηση πέρασα μέσα τη βελόνα.
   Λίγο πριν πέσω λιπόθυμη, σκέφτηκα πως ανέκαθεν ήθελα να φορέσω μαργαριτάρια.

   Κάθε νύχτα έτριβα το αυτί μου με γαριφαλέλαιο και περνούσα μια λίγο χοντρύτερη βελόνα από την τρύπα, για να την κρατάω ανοιχτή. Δεν πονούσα πολύ, ώσπου ο λοβός μολύνθηκε κι άρχισε να πρήζεται. Τότε, όσο γαριφαλέλαιο κι αν έβαζα, τα μάτια μου γέμιζαν δάκρυα κάθε φορά που περνούσα τη βελόνα από την τρύπα. Δεν ήξερα πώς θα τα κατάφερνα να φορέσω το σκουλαρίκι χωρίς να λιποθυμήσω ξανά.
   Ευτυχώς που φορούσα συνεχώς το σκουφάκι, γιατί μου σκέπαζε τ' αυτιά και δεν μπορούσε κανείς να δει τον κατακόκκινο, πρησμένο λοβό μου. Ένιωθα το αυτί μου να πάλλεται την ώρα που έσκυβα πάνω από τους ατμούς της μπουγάδας, την ώρα που έτριβα χρώματα στη σοφίτα, την ώρα που καθόμουν με τον Πίτερ και τους γονείς μου στην εκκλησία.
   Την ημέρα που έκλεινα τα δεκαοχτώ, σηκώθηκα και συγύρισα το ατελιέ ως συνήθως. Ο πίνακας της συναυλίας είχε τελειώσει -σε μερικές μέρες θα περνούσε ο Φαν Ράιβεν να τον δει και να τον πάρει μαζί του. Παρ' όλο που δεν υπήρχε πια λόγος, εγώ συνέχιζα να καθαρίζω τη σύνθεση με τα όργανα, ξεσκονίζοντας το τσέμπαλο, το βιολί και τη μπασαβιόλα, σκουπίζοντας το τραπεζομάντιλο μ' ένα νοτισμένο πανί, γυαλίζοντας τις καρέκλες, σφουγγαρίζοντας τα άσπρα και γκρίζα πλακάκια στο πάτωμα.
   Πέρασα όλο το πρωί τρίβοντας και ξεβγάζοντας τα ασπρόρουχα. Καθώς ήμουν σκυμμένη πάνω από τη σκάφη με το ζεματιστό νερό, σκεφτόμουν ένα σωρό πράγματα. Κι όλη αυτή την ώρα ένιωθα το αυτί μου να χτυπάει συνέχεια και τον πόνο να με σουβλίζει όταν κουνούσα το κεφάλι.
   Κάποια στιγμή ήρθε και με φώναξε η Μαρία Θινς.
   "Άσε το πλύσιμο, κοπέλα μου", την άκουσα να λέει πίσω μου. "Σε θέλει επάνω". Στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας, κρατώντας κάτι στη φούχτα της.
   Σηκώθηκα με απορία. "Τώρα, μαντάμ;"
   "Ναι, τώρα. Κι άσε τις σεμνοτυφίες μ' εμένα, κοπέλα μου. Ξέρεις γιατί. Η Καταρίνα βγήκε σήμερα το πρωί, και δεν πολυβγαίνει τώρα που πλησιάζουν οι μέρες της. Άνοιξε λοιπόν το χέρι σου".
   Σκούπισα το χέρι μου στην ποδιά και της το άπλωσα. Η Μαρία Θινς έβαλε ένα ζευγάρι μαργαριταρένια σκουλαρίκια στην παλάμη μου.
   "Να τα πάρεις μαζί σου επάνω. Κάνε γρήγορα".
   Δεν μπορούσα να κουνηθώ από τη θέση μου. Κρατούσα στο χέρι δυο μαργαριτάρια σε μέγεθος φουντουκιού και σχήμα σταγόνας. Ήταν ασημόγκριζα, ακόμα και στο φως του ήλιου, εκτός από μια κουκκίδα με αστραφτερό λευκό χρώμα. Είχα βέβαια ξαναπιάσει μαργαριτάρια στα χέρια μου, όταν τ' ανέβαζα στο ατελιέ για τη γυναίκα του Φαν Ράιβεν και τη βοηθούσα να τα φορέσει στο λαιμό της ή όταν τ' άφηνα πάνω στο τραπέζι. Αλλά ποτέ δεν τα είχα κρατήσει για να τα φορέσω εγώ.
   "Εμπρός λοιπόν, κοπέλα μου, τι περιμένεις;" Η Μαρία Θινς είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της. "Η Καταρίνα μπορεί να γυρίσει νωρίτερα απ' ό,τι είπε".
   Παράτησα τα ρούχα χωρίς να τα στύψω και βγήκα παραπατώντας στο διάδρομο.
   Η πόρτα του ατελιέ ήταν μισάνοιχτη. Μπήκα μέσα με σφιγμένα τα χείλη και το στομάχι μου κόμπο. Έκλεισα πίσω μου την πόρτα.
   Εκείνος με περίμενε. Άπλωσα το χέρι κι έβαλα τα σκουλαρίκια στην παλάμη του.
   Μου χαμογέλασε. "Πήγαινε να δέσεις τα μαλλιά σου".
   Πήγα στην αποθήκη και άλλαξα. Εκείνος δεν ήρθε να δει τα μαλλιά μου. Στο γυρισμό έριξα μια ματιά στον πίνακα «Η μαστροπός» που κρεμόταν στον τοίχο. Ο άντρας κοιτούσε χαμογελώντας τη νεαρή γυναίκα σαν να δοκίμαζε αν είναι ώριμα τ' αχλάδια στην αγορά. Ανατρίχιασα.
   Ο κύριος κρατούσε το ένα σκουλαρίκι από τον κρίκο του. Το μαργαριτάρι αντανακλούσε το φως από το παράθυρο, που πέφτοντας πάνω του σχημάτιζε ένα μικρό κάτασπρο τετραγωνάκι πάνω στο γκρίζο.
   "Ορίστε λοιπόν, Χριτ". Μου άπλωσε το μαργαριτάρι.
   "Χριτ! Χριτ! Ήρθε κάποιος και σε ζητάει!" φώναξε η Μάρτσε από το κάτω μέρος της σκάλας.
   Πήγα στο παράθυρο. Εκείνος ήρθε και στάθηκε δίπλα μου και κοιτάξαμε κάτω στο δρόμο. 
   Ο Πίτερ ήταν έξω από την πόρτα με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Σήκωσε τα μάτια και μας είδε να στεκόμαστε πλάι πλάι στο παράθυρο. "Κατέβα κάτω, Χριτ", φώναξε. "Θέλω να σου μιλήσω". Από τον τρόπο που στεκόταν, καταλάβαινες πως τίποτα δεν μπορούσε να τον κουνήσει απ' τη θέση του.
   Τραβήχτηκα από το παράθυρο. "Με συγχωρείτε, κύριε", είπα χαμηλόφωνα. "Δεν θ' αργήσω". Πήγα βιαστικά στην αποθήκη, έβγαλα τα πανιά από το κεφάλι μου και φόρεσα το σκουφάκι. Όταν πέρασα από το ατελιέ για να κατεβώ κάτω, εκείνος στεκόταν ακόμη στο παράθυρο με γυρισμένη την πλάτη.
   Τα κορίτσια ήταν καθισμένα στη σειρά στο παγκάκι της εξώπορτας, με τα μάτια καρφωμένα στον Πίτερ. Τα κοίταζε κι εκείνος.
   "Πάμε πίσω από τη γωνία", του ψιθύρισα και ξεκίνησα προς τη Μόλενπορτ. Ο Πίτερ όμως δεν μ' ακολούθησε· συνέχισε να στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. 
   "Τι ήταν αυτό που φορούσες εκεί πάνω;" με ρώτησε. "Αυτό στο κεφάλι σου".
   Σταμάτησα και γύρισα πίσω. "Το σκουφάκι μου".
   "Όχι, αυτό ήταν γαλάζιο και κίτρινο".
   Πέντε ζευγάρια μάτια μας παρακολουθούσαν -των κοριτσιών απ' το παγκάκι και τα δικά του ψηλά απ' το παράθυρο. Όταν ξεπρόβαλε η Τάνεκε στο άνοιγμα της πόρτας, έγιναν έξι.
   "Σε παρακαλώ, Πίτερ", ψιθύρισα με λύσσα, "πάμε λίγο πιο πέρα".
   "Αυτό που έχω να πω, μπορώ να το πω μπροστά σε όλους. Δεν έχω τίποτα να κρύψω". Τίναξε το κεφάλι και οι ξανθές μπούκλες του κυμάτισαν στους ώμους.
   Κατάλαβα πως δεν υπήρχε τρόπος να σωπάσει. Θα έλεγε μπροστά σε όλους αυτό που πολύ φοβόμουν πως είχε έρθει να πει.
   Ο Πίτερ δεν ύψωσε τη φωνή, όμως ακούσαμε όλοι τι είπε: "Το πρωί πήγα και μίλησα στον πατέρα σου και συμφωνήσαμε να σε παντρευτώ τώρα που έκλεισες τα δεκαοχτώ. Μπορείς να φύγεις απ' αυτό το σπίτι και να έρθεις σ' εμένα. Σήμερα".
   Ένιωσα το πρόσωπό μου να καίει, αλλά δεν ήξερα αν ήταν απ' την ντροπή ή απ' το θυμό μου. Όλοι περίμεναν να μιλήσω.
   Πήρα μια βαθιά ανάσα. "Δεν είναι το κατάλληλο μέρος για να μιλήσουμε γι' αυτά τα πράγματα", απάντησα αυστηρά. "Αυτά δεν λέγονται στη μέση του δρόμου. Δεν έκανες καλά που ήρθες". Δεν κάθισα να περιμένω την απάντησή του, αλλά καθώς γύριζα να μπω στο σπίτι, τον είδα τσακισμένο.
   "Χριτ!" φώναξε πίσω μου.
   Έσπρωξα στην άκρη την Τάνεκε για να μπω και, τη στιγμή που περνούσα δίπλα της, είπε τόσο σιγανά που δεν ήμουν βέβαιη αν άκουσα σωστά: "Πόρνη".
   Ανέβηκα τρέχοντας στο ατελιέ. Όταν μπήκα κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου, εκείνος στεκόταν ακόμη στο παράθυρο. "Συγγνώμη, κύριε", είπα. "Πηγαίνω αμέσως ν' αλλάξω".
   Δεν γύρισε να με κοιτάξει. "Είναι ακόμη έξω και περιμένει", είπε.
   Όταν ξαναγύρισα, πλησίασα στο παράθυρο, αλλά δεν πήγα πολύ κοντά, μην τύχει και με ξαναδεί ο Πίτερ με τα γαλάζια και τα κίτρινα στα μαλλιά μου.
   Ο κύριός μου δεν κοίταζε πια το δρόμο, αλλά το καμπαναριό της Νέας Μητρόπολης. Έριξα μια γρήγορη ματιά κάτω -ο Πίτερ είχε φύγει.
   Πήρα τη θέση μου στην καρέκλα με τις λιονταροκεφαλές και περίμενα.
   Όταν γύρισε τελικά προς το μέρος μου, τα μάτια του ήταν ανέκφραστα. Δεν μπορούσα καθόλου να καταλάβω τι σκεφτόταν.
   "Ώστε θα μας αφήσεις λοιπόν", είπε.
   "Ω, κύριε, δεν ξέρω. Μη δίνετε σημασία σε λόγια που λέγονται έτσι, στη μέση του δρόμου".
   "Θα τον παντρευτείς;"
   "Σας παρακαλώ, μη με ρωτάτε γι' αυτόν".
   "Σωστά, μάλλον δεν πρέπει. Ας συνεχίσουμε τη δουλειά μας τώρα". Γύρισε στο ντουλαπάκι πίσω του, πήρε ένα από τα σκουλαρίκια και το άπλωσε προς το μέρος μου. 
   "Θέλω να μου το βάλετε εσείς". Δεν είχα ποτέ φανταστεί πως έχω τόσο θάρρος.
   Ούτε κι εκείνος. Σήκωσε τα φρύδια του κι άνοιξε το στόμα να μιλήσει, αλλά δεν είπε τελικά τίποτα.
   Σηκώθηκε και ήρθε κοντά μου. Το σαγόνι μου σφίχτηκε, αλλά κατάφερα να κρατήσω το κεφάλι σταθερό. Άπλωσε το χέρι του κι έπιασε μαλακά το λοβό του αυτιού μου.
   Κόπηκε η ανάσα μου, λες και κρατούσα ώρα την αναπνοή μου μες στο νερό.
   Έτριψε τον πρησμένο λοβό ανάμεσα στο δείκτη και τον αντίχειρά του και ύστερα τον τέντωσε. Με το άλλο χέρι έβαλε το σκουλαρίκι στην τρύπα και το έσπρωξε για να περάσει. Ο πόνος με διαπέρασε σαν κεραυνός και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
   Εκείνος δεν πήρε το χέρι του. Τα δάχτυλά του κατέβηκαν απαλά στο λαιμό και κατέληξαν στο πιγούνι μου. Ύστερα τ' ανέβασε αργά στο μάγουλό μου και σκούπισε με τον αντίχειρα τα δάκρυα που είχαν κυλήσει απ' τα μάτια μου. Πέρασε τον αντίχειρα από τα χείλη μου. Τα έγλειψα και ήταν αλμυρά.
   Έκλεισα τότε τα μάτια κι εκείνος πήρε το χέρι του. Όταν τα ξανάνοιξα, είχε γυρίσει στο καβαλέτο και κρατούσε στο χέρι του την παλέτα.
   Καθόμουν στην καρέκλα και τον κοίταζα πάνω απ' τον ώμο μου. Το αυτί μου έκαιγε από το βάρος του μαργαριταριού, που τραβούσε το λοβό προς τα κάτω. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτ' άλλο από τα δάχτυλά του στο λαιμό μου, τον αντίχειρά του στο στόμα μου.
   Με κοίταζε, αλλά δεν έλεγε ν' αρχίσει να ζωγραφίζει. Αναρωτήθηκα τι να σκεφτόταν. 
   Στο τέλος άπλωσε πάλι το χέρι πίσω του. "Πρέπει να βάλεις και το άλλο", είπε. Έπιασε το δεύτερο σκουλαρίκι και το σήκωσε προς το μέρος μου.
   Έχασα τη μιλιά μου. Ήθελα να σκεφτεί κι εμένα, όχι μόνο τον πίνακα.
   "Γιατί;" τον ρώτησα τελικά. "Αυτό δεν θα φαίνεται στον πίνακα".
   "Πρέπει να τα φοράς και τα δυο. Είναι κοροϊδία να φοράς μόνο το ένα".
   "Μα... το άλλο αυτί μου δεν είναι τρυπημένο", ψέλλισα.
   "Τότε πρέπει να το τρυπήσεις". Συνέχιζε να κρατάει το σκουλαρίκι απλωμένο προς το μέρος μου.
   Σηκώθηκα και το πήρα. Το έκανα για χάρη του. Έβγαλα τη βελόνα και το γαριφαλέλαιο και τρύπησα και το άλλο μου αυτί. Δεν έκλαψα, δεν λιποθύμησα, δεν είπα κουβέντα. Έπειτα κάθισα όλο το υπόλοιπο πρωινό στην καρέκλα κι εκείνος ζωγράφισε το σκουλαρίκι που έβλεπε, ενώ εγώ ένιωθα στο άλλο αυτί να με καίει σαν φωτιά το σκουλαρίκι που δεν έβλεπε.
   Τα ρούχα που με περίμεναν στη σκάφη θα είχαν παγώσει, το νερό θα ήταν θολό. Η Τάνεκε τακτοποιούσε τα πιατικά στην κουζίνα, τα κορίτσια έπαιζαν με φωνές κάτω στο δρόμο κι εμείς, πίσω από την κλειστή πόρτα του ατελιέ, καθόμασταν και κοιτάζαμε σταθερά ο ένας τον άλλο. Κι εκείνος ζωγράφιζε.
   Όταν τελικά άφησε κάτω το πινέλο και την παλέτα του, δεν κουνήθηκα από τη θέση μου, παρ' όλο που τα μάτια μου πονούσαν στραμμένα τόση ώρα στο πλάι. Δεν ήθελα να φύγω.
   "Τελείωσε", είπε με σβησμένη φωνή. Γύρισε κι άρχισε να σκουπίζει τη σπάτουλα μ' ένα πανί. Την κοίταξα -είχε πάνω της λίγη άσπρη μπογιά.
   "Βγάλε τα σκουλαρίκια και δώσ' τα πάλι στη Μαρία Θινς μόλις κατέβεις", πρόσθεσε.
   Άρχισα να κλαίω βουβά. Χωρίς να κοιτάξω προς το μέρος του, σηκώθηκα και πήγα στην αποθήκη, όπου ξετύλιξα από το κεφάλι μου το κίτρινο και το γαλάζιο πανί. Στάθηκα και περίμενα για λίγο με τα μαλλιά ριγμένα στους ώμους, αλλά εκείνος δεν ήρθε. Τώρα που είχε τελειώσει ο πίνακας, δεν με ήθελε πια.
   Κοιτάχτηκα μια φορά στο μικρό καθρέφτη κι έπειτα έβγαλα τα σκουλαρίκια. Οι τρύπες είχαν ματώσει και στα δυο αυτιά. Τις σκούπισα μ' ένα πανί κι ύστερα έδεσα τα μαλλιά μου και τα σκέπασα, όπως και τ' αυτιά, με το σκουφάκι, αφήνοντας τις άκρες του να κρέμονται κάτω από το σαγόνι μου.
   Όταν βγήκα από την αποθήκη, εκείνος είχε φύγει. Είχε αφήσει την πόρτα του ατελιέ ανοιχτή για να βγω κι εγώ. Για μια στιγμή σκέφτηκα να κοιτάξω τον πίνακα και να δω τι είχε κάνει -να τον δω τελειωμένο, με το σκουλαρίκι στη θέση του. Αποφάσισα όμως να περιμένω μέχρι το βράδυ, όταν θα μπορούσα να τον μελετήσω χωρίς το φόβο να μπει κανείς.
   Βγήκα από το δωμάτιο κι έκλεισα πίσω μου την πόρτα.
   Ακόμα μετανιώνω γι' αυτή την απόφαση. Δεν κατάφερα ποτέ να δω τον πίνακα τελειωμένο.

   Η Καταρίνα γύρισε στο σπίτι λίγα μόλις λεπτά αφού είχα δώσει τα σκουλαρίκια στη Μαρία Θινς, που τα ξανάβαλε αμέσως στην κοσμηματοθήκη. Εγώ πήγα βιαστικά στην κουζίνα για να βοηθήσω στο μαγείρεμα. Η Τάνεκε απέφευγε να με κοιτάξει κατάματα, αλλά μου έριχνε λοξές ματιές και κάθε τόσο κουνούσε το κεφάλι με νόημα.
   Εκείνος δεν κάθισε στο μεσημεριανό τραπέζι -έλειπε από το σπίτι. Όταν σηκώσαμε τα πιάτα, ξαναγύρισα στην αυλή για να συνεχίσω το ξέβγαλμα των ρούχων που είχε μείνει στη μέση. Έπρεπε να φέρω φρέσκο νερό και να το ξαναζεστάνω. Όση ώρα δούλευα, η Καταρίνα κοιμόταν στη μεγάλη κάμαρα. Η Μαρία Θινς κάπνιζε κι έγραφε γράμματα στο δωμάτιο της Σταύρωσης. Η Τάνεκε καθόταν στην εξώπορτα κι έραβε. Η Μάρτσε είχε κουρνιάσει στο παγκάκι κι έπλεκε τη δαντέλα της. Δίπλα της η Λίσμπεθ και η Αλέιντις τακτοποιούσανε τα κοχύλια της συλλογής τους.
   Δεν είδα πουθενά την Κορνέλια.
   Την ώρα που άπλωνα στο σκοινί μια ποδιά, άκουσα τη Μαρία Θινς να λέει: "Εσύ για πού το 'βαλες;" Όχι τόσο αυτό που είπε, όσο ο τόνος της φωνής της, μ' έκανε να μείνω με το χέρι στον αέρα. Ακουγόταν ανήσυχη.
   Γλίστρησα μέσα και σύρθηκα μέχρι το διάδρομο. Η Μαρία Θινς στεκόταν στη βάση της σκάλας, κοιτάζοντας προς τα πάνω. Η Τάνεκε ήταν στην εξώπορτα, όπως και πριν, μα τώρα είχε στραφεί προς τα μέσα και κοίταζε την κυρία της. Άκουσα τα σκαλοπάτια να τρίζουν και κάποιον ν' ανασαίνει λαχανιασμένα. Η Καταρίνα ανέβαινε με κόπο τη σκάλα.
   Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα τι επρόκειτο να συμβεί -σ' εκείνη, σ' εκείνον, σ' εμένα.
   Η Κορνέλια είναι επάνω, σκέφτηκα. Και πηγαίνει τη μητέρα της στον πίνακα.
   Θα μπορούσα να συντομεύσω το βασανιστήριο της αναμονής. Θα μπορούσα να σηκωθώ να φύγω, αφήνοντας την μπουγάδα στη μέση, και να μην κοιτάξω καθόλου πίσω μου. Μα ήταν αδύνατο να κουνηθώ. Είχα παγώσει, όπως είχε παγώσει και η Μαρία Θινς στο κάτω μέρος της σκάλας. Ήξερε κι εκείνη τι θα συμβεί και δεν μπορούσε να το σταματήσει.
   Έπεσα στα γόνατα με παραίτηση. Η Μαρία Θινς με είδε αλλά δεν μίλησε. Συνέχισε να κοιτάζει με αβέβαιο ύφος προς τα πάνω. Η σκάλα σταμάτησε να τρίζει κι ακούστηκαν τα βαριά βήματα της Καταρίνα να περνούν το κατώφλι του ατελιέ. Η Μαρία Θινς όρμησε στη σκάλα. Εγώ έμεινα πεσμένη στα γόνατα, ανήμπορη να σηκωθώ. Η Τάνεκε στεκόταν στο άνοιγμα της εξώπορτας, κρύβοντας το φως. Με παρακολουθούσε σιωπηλά, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και ανέκφραστο πρόσωπο.
   Αμέσως μετά ακούστηκε μια οργισμένη κραυγή κι έπειτα δυνατές φωνές, που όμως χαμήλωσαν γρήγορα.
   Η Κορνέλια κατέβηκε τη σκάλα. "Η μαμά θέλει τον μπαμπά στο σπίτι αμέσως", ανακοίνωσε στην Τάνεκε.  
   Η Τάνεκε έκανε ένα βήμα πίσω, βγήκε έξω και γύρισε προς το παγκάκι. "Μάρτσε, πήγαινε να βρεις τον πατέρα σου στη Συντεχνία", της είπε. "Γρήγορα. Πες του πως είναι κάτι σοβαρό".
   Η Κορνέλια κοίταξε γύρω της. Μόλις με είδε, το πρόσωπό της φωτίστηκε. Σηκώθηκα όρθια και ξαναγύρισα μουδιασμένη στην αυλή του πλυσταριού. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν ν' απλώσω τα ρούχα και να περιμένω.
   Όταν εκείνος γύρισε στο σπίτι, πίστεψα για μια στιγμή πως θα 'ρθει να με βρει στην αυλή, κρυμμένη ανάμεσα στ' απλωμένα σεντόνια. Δεν ήρθε -τον άκουσα να ανεβαίνει τη σκάλα κι έπειτα τίποτα, σιωπή.
   Κάθισα κάτω, έγειρα την πλάτη πάνω στα ζεστά τούβλα του τοίχου και κοίταξα ψηλά. Η μέρα ήταν φωτεινή κι ασυννέφιαστη, ο ουρανός τόσο γαλανός που έμοιαζε ψεύτικος. Ήταν από κείνες τις μέρες που τα παιδιά τρέχουν πάνω κάτω στους δρόμους και φωνάζουν χαρούμενα, που τα ζευγάρια κάνουν περίπατο έξω από τις πύλες της πόλης, περνώντας πλάι στους ανεμόμυλους και τα κανάλια, που οι γριές βγαίνουν έξω στη λιακάδα και κάθονται με τα μάτια κλειστά. Κατά πάσα πιθανότητα ο πατέρας μου θα είχε βγει κι αυτός στο παγκάκι μπροστά στην πόρτα μας, με το πρόσωπό του γυρισμένο κατά τον ήλιο. Αύριο το κρύο μπορεί να ήταν ξανά τσουχτερό, μα σήμερα ήταν σίγουρα άνοιξη.
   Έστειλαν την Κορνέλια να με φωνάξει. Όταν ξεπρόβαλε μέσ' από τ' απλωμένα ρούχα και με κοίταξε μ' ένα μοχθηρό κι αυτάρεσκο χαμόγελο, ήθελα πολύ να τη χαστουκίσω, όπως είχα κάνει την πρώτη μέρα που ήρθα να δουλέψω στο σπίτι τους. Αλλά δεν το έκανα -κάθισα μονάχα εκεί, με τα χέρια στα γόνατα, τους ώμους σκυφτούς, και την κοίταζα ν' απολαμβάνει το θριάμβό της. Ο ήλιος τόνιζε κάποιες χρυσές ανταύγειες -ίχνη της μητέρας της- στα κόκκινα μαλλιά της.
   "Σε ζητούν επάνω", είπε με επίσημη φωνή. "Θέλουν να σου μιλήσουν". Έκανε μεταβολή και μπήκε χοροπηδώντας στο σπίτι.
   Έσκυψα και σκούπισα λίγη σκόνη απ' το παπούτσι μου. Μετά σηκώθηκα, ίσιωσα τη φούστα, έστρωσα την ποδιά μου, τράβηξα προς τα κάτω τις μύτες απ' το σκουφάκι μου κι έλεγξα μήπως εξέχουν τούφες απ' τα μαλλιά. Έγλειψα τα χείλη μου και τα πίεσα μεταξύ τους, πήρα μια βαθιά ανάσα κι ακολούθησα την Κορνέλια.
   Η Καταρίνα ήταν κλαμένη -η μύτη της ήταν κόκκινη και τα μάτια πρησμένα. Καθόταν στην καρέκλα που συνήθως ήταν μπροστά στο καβαλέτο -τώρα ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο, δίπλα στο ντουλαπάκι με τα πινέλα και τη σπάτουλα. Μόλις εμφανίστηκα, σηκώθηκε με κόπο και στάθηκε όρθια, ψηλή και βαριά. Αν και με αγριοκοίταξε, δεν είπε τίποτα. Πίεσε με τις παλάμες της την κοιλιά της κι έκανε ένα μορφασμό πόνου.
   Η Μαρία Θινς στεκόταν δίπλα στο καβαλέτο. Έδειχνε νηφάλια και μαζί ανυπόμονη, σαν να είχε κι άλλες, σοβαρότερες δουλειές να κοιτάξει.
   Εκείνος είχε σταθεί δίπλα στη γυναίκα του, με το πρόσωπο τελείως ανέκφραστο, τα χέρια πεσμένα στο πλάι και τα μάτια καρφωμένα στον πίνακα. Περίμενε να μιλήσει κάποιος άλλος, να κάνει η Καταρίνα, η Μαρία Θινς ή εγώ την αρχή.
   Μπήκα και στάθηκα ακριβώς μπροστά στην πόρτα. Η Κορνέλια τριγύριζε πίσω απ' την πλάτη μου. Από κει που στεκόμουν δεν μπορούσα να δω τον πίνακα. 
   Τελικά μίλησε η Μαρία Θινς. 
   "Λοιπόν, κοπέλα μου, η κόρη μου θέλει να μάθει πώς βρέθηκαν τα σκουλαρίκια της πάνω σου". Το είπε σαν να μην περίμενε απάντηση.
   Κοίταξα προσεκτικά το γέρικο πρόσωπό της. Κατάλαβα πως δεν επρόκειτο να παραδεχτεί πως με βοήθησε να πάρω τα σκουλαρίκια. Ούτε κι εκείνος -το περίμενα άλλωστε. Δεν ήξερα λοιπόν τι να πω. Γι' αυτό δεν είπα κουβέντα.
   "Πήρες το κλειδί της κοσμηματοθήκης κι έκλεψες τα σκουλαρίκια μου, έτσι δεν είναι;" είπε η Καταρίνα σαν να προσπαθούσε να πείσει και τον εαυτό της. Η φωνή της έτρεμε.
   "Όχι, μαντάμ". Παρ' όλο που ήξερα πως θα τους διευκόλυνα όλους αν έλεγα πως τα είχα κλέψει, δεν μπορούσα να πω ψέματα.
   "Μη μου λες ψέματα εμένα. Οι υπηρέτριες είναι όλες κλέφτρες. Παραδέξου πως πήρες τα σκουλαρίκια μου!"
   "Κοιτάξατε αν λείπουν, μαντάμ;"
   Για μια στιγμή η Καταρίνα φάνηκε να μπερδεύεται, τόσο με την ίδια την ερώτηση όσο και μ' εμένα που είχα το θράσος να τη ρωτήσω. Ήταν φανερό πως δεν είχε κοιτάξει στην κοσμηματοθήκη της αφότου είδε τον πίνακα και δεν είχε ιδέα αν έλειπαν ή όχι τα σκουλαρίκια. Αλλά δεν ήθελε να κάνω εγώ τις ερωτήσεις. "Σιωπή, κλέφτρα! Θα σε ρίξουν στη φυλακή", είπε με λύσσα, "και θα κάνεις χρόνια να δεις τον ήλιο". Έκανε πάλι ένα μορφασμό πόνου. Κάτι δεν πήγαινε καλά.
   "Μα, μαντάμ..."
   "Καταρίνα, δεν υπάρχει λόγος να εκνευρίζεσαι τόσο", με διέκοψε εκείνος. "Ο Φαν Ράιβεν θα πάρει τον πίνακα μόλις στεγνώσει και θα τον βγάλεις απ' το μυαλό σου μια για πάντα".
   Ούτε αυτός ήθελε να μιλήσω. Φαίνεται πως κανείς τους δεν ήθελε. Αναρωτήθηκα γιατί με κάλεσαν στο ατελιέ αφού έτρεμαν τόσο πολύ αυτά που θα μπορούσα να πω.
   Θα μπορούσα να πω «Γιατί δεν μιλάμε για τον τρόπο που με κοίταζε τις ώρες που ζωγράφιζε αυτόν τον πίνακα;»
   Θα μπορούσα να πω «Γιατί δεν μιλάμε για τη μητέρα σου και τον άντρα σου, που σ' εξαπάτησαν πίσω από την πλάτη σου;»
   Ή θα μπορούσα να πω απλά «Ο άντρας σου με άγγιξε σήμερα, εδώ, μέσα σ' αυτό το δωμάτιο».
   Δεν ήξεραν τι απ' όλα θα έλεγα.
   Η Καταρίνα δεν ήταν χαζή. Ήξερε πολύ καλά πως στην πραγματικότητα το θέμα δεν ήταν τα σκουλαρίκια της. Θα ήθελε να είναι, προσπάθησε να τα κάνει να γίνουν, αλλά δεν μπορούσε να βοηθήσει τον εαυτό της περισσότερο. Γύρισε λοιπόν στον άντρα της. "Πες μου", τον ρώτησε, "γιατί δεν ζωγράφισες ποτέ εμένα;"
   Καθώς κοιτάζονταν μεταξύ τους, πρόσεξα πως ήταν ψηλότερη από κείνον και κατά κάποιο τρόπο πιο δυνατή.
   "Εσύ και τα παιδιά δεν ανήκετε σ' αυτό τον κόσμο", της είπε. "Δεν είναι αυτός ο προορισμός σας". 
   "Ενώ ο δικός της είναι;" φώναξε η Καταρίνα, δείχνοντας με το κεφάλι προς το μέρος μου.
   Εκείνος δεν απάντησε. Ευχήθηκα να βρισκόμασταν η Μαρία Θινς, η Κορνέλια κι εγώ στην κουζίνα, στο δωμάτιο της Σταύρωσης ή έξω στην αγορά. Ήταν ένα θέμα που το αντρόγυνο έπρεπε να συζητήσει μόνο του. 
   "Και με τα δικά μου σκουλαρίκια;"
   Εκείνος έμεινε πάλι σιωπηλός, πράγμα που ερέθισε την Καταρίνα περισσότερο κι απ' αυτά που της είπε. Άρχισε να κουνάει πέρα δώθε το κεφάλι της κι οι ξανθές μπούκλες χόρευαν γύρω απ' το πρόσωπό της. "Αυτό δεν το ανέχομαι μέσα στο ίδιο μου το σπίτι", δήλωσε. "Δεν το ανέχομαι!" Κοίταξε γύρω της με άγριο βλέμμα. Όταν τα μάτια της έπεσαν πάνω στη μυτερή σπάτουλα, ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνάει. Έκανα ένα βήμα μπροστά την ίδια στιγμή που εκείνη πήγε στο ντουλάπι κι άρπαξε τη σπάτουλα. Μετά σταμάτησα, καθώς δεν ήξερα τι ήθελε να κάνει.  
   Εκείνος όμως κατάλαβε. Την ήξερε τη γυναίκα του. Κινήθηκε ταυτόχρονα με την Καταρίνα, που προχώρησε καταπάνω στον πίνακα. Ήταν γρήγορη, μα εκείνος ήταν ακόμη γρηγορότερος -της έπιασε τον καρπό τη στιγμή που κατέβαζε με δύναμη την τριγωνική λάμα πάνω στον καμβά. Τη σταμάτησε ακριβώς προτού χτυπήσει το μάτι μου. Από κει που ήμουν, είδα το ορθάνοιχτο μάτι μου, τη μαργαριταρένια αναλαμπή από το σκουλαρίκι που εκείνος είχε μόλις προσθέσει και το τρέμουλο της μεταλλικής λάμας που αιωρούνταν μπροστά στον πίνακα. Η Καταρίνα πάλευε, μα εκείνος κρατούσε τον καρπό της σφιχτά, περιμένοντας να ρίξει τη σπάτουλα. Ξαφνικά εκείνη άρχισε να βογκάει. Πέταξε πέρα τη σπάτουλα κι έπιασε την κοιλιά της. Η σπάτουλα γλίστρησε πάνω στα πλακάκια κι έφτασε στριφογυρίζοντας στα πόδια μου. Συνέχισε να περιστρέφεται, όλο και πιο αργά, και την κοιτούσαμε όλοι μαγεμένοι. Στο τέλος σταμάτησε, με τη μυτερή λάμα της να δείχνει εμένα.
   Έπρεπε να σκύψω και να τη σηκώσω. Αυτή είναι η δουλειά των υπηρετριών -να σηκώνουν τα πράγματα των αφεντικών και να τα ξαναβάζουν στη θέση τους. 
   Σήκωσα το κεφάλι και τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Κοίταξα μες στα γκρίζα μάτια του για μια ατέλειωτη στιγμή. Ήξερα πως ήταν η τελευταία φορά. Δεν κοίταξα κανέναν από τους άλλους.
   Μου φάνηκε πως στα μάτια του είδα τύψεις.
   Δεν έσκυψα να σηκώσω τη σπάτουλα. Γύρισα και βγήκα απ' το δωμάτιο, κατέβηκα τη σκάλα και βγήκα από την εξώπορτα, σπρώχνοντας την Τάνεκε για να περάσω. Όταν βρέθηκα στο δρόμο, δεν γύρισα να κοιτάξω τα παιδιά, που ήξερα ότι κάθονταν στο παγκάκι, ούτε την Τάνεκε, που θα είχε παρεξηγηθεί με το σπρώξιμο, ούτε ψηλά στα παράθυρα, όπου ίσως να στεκόταν εκείνος. Απλώς βγήκα στο δρόμο κι άρχισα να τρέχω. Κατέβηκα τρέχοντας την Άουντε Λάνγκντεκ και πέρασα τη γέφυρα προς την Πλατεία της Αγοράς. 
   Μόνο οι κλέφτες και τα παιδιά τρέχουν στο δρόμο.
   Έφτασα στο κέντρο της πλακόστρωτης πλατείας και σταμάτησα μες στον κύκλο του αστεριού με τις οχτώ ακτίνες. Κάθε ακτίνα ήταν και μια κατεύθυνση που μπορούσα να πάρω.
   Μπορούσα να ξαναγυρίσω στους γονείς μου.
   Μπορούσα να βρω τον Πίτερ στην κρεαταγορά και να δεχτώ να γίνω γυναίκα του.
   Μπορούσα να πάω στο σπίτι του Φαν Ράιβεν -θα με δεχόταν με το χαμόγελο στα χείλη.
   Μπορούσα να πάω στον Φαν Λίουενχουκ και να ζητήσω τη συμπόνια του.
   Μπορούσα να πάω στο Ρότερνταμ και να ψάξω να βρω τον Φρανς. 
   Μπορούσα να φύγω μακριά και να ψάξω την τύχη μου μόνη μου.
   Μπορούσα να ξαναγυρίσω στο σπίτι της Άουντε Λάνγκντεκ.
   Μπορούσα να πάω στη Νέα Μητρόπολη και να προσευχηθώ στο Θεό να μου δώσει φώτιση.   
   Στεκόμουν στο κέντρο του κύκλου και γύριζα γύρω γύρω καθώς σκεφτόμουν τη μεγάλη απόφαση. 
   Όταν έκανα την επιλογή μου -την επιλογή που ήξερα πως έπρεπε να κάνω- έβαλα προσεκτικά το πόδι μου στην άκρη της ακτίνας και ξεκίνησα προς τα κει που μου έδειχνε, με σταθερό βήμα.

Σεβαλιέ Τρέισυ, Το κορίτσι με το σκουλαρίκι, (μετφ. Θεοφανώ Καλογιάννη), εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: