Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

[ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ


Βενετία,
το έτος 6967 από κτίσεως κόσμου (1) 
 
   Στη Βενετία που ζούσαμε, ύστερα από το κακό που μας βρήκε, είχαμε χρόνια να γιορτάσουμε ένα ευχάριστο γεγονός μετά τη γέννηση της Ευδοκίας, της κόρης της Μαρίας μας, που εδώ τη φωνάζαμε Πουλχερία, γιατί είχε αφιερωθεί στον Θεό. Ούτε την ανάσταση του μικρού μας αδελφού γιορτάσαμε, από τον φόβο μήπως τον ανακαλύψει ο σουλτάνος. Τον γάμο του όμως με την Ζαμπέτα, όσο κι αν δυσανασχετούσε η Άννα μας, ήμασταν όλοι οι υπόλοιποι αποφασισμένοι να τον γιορτάσουμε σαν να 'μασταν στην πατρίδα. Η ίδια η Ζαμπέτα ήταν ξετρελαμένη με τις ετοιμασίες. Μάλιστα είχε φέρει από την Ισπανία καμιά εικοσαριά φαρδέλα ολόλευκης υπέροχης δαντέλας, που θα 'φτανε όχι μόνο για κείνην, αλλά για όλες μας.
   Μόλις είχαμε επιστρέψει από το ταξίδι μας στην Ισπανία, στην αυλή του βασιλιά Αλφόνσου, όπου συζητήσαμε, ο Ιάκωβος δηλαδή κι η Άννα μας, άλλη μια φορά για τη σταυροφορία κατά των απίστων. Ήταν εκεί όλοι όσοι φοβούνταν το ισλάμ, όπως το έλεγαν. Γάλλοι, Ούγγροι, Γερμανοί, Ιταλοί, εκπρόσωποι των Αλβανών, των Βουλγάρων, των Σέρβων, ο απεσταλμένος του πάπα, οι Βενετοί, οι Τζενοβέζοι, εμείς, σχεδόν όλοι οι χριστιανοί του κόσμου. Εμείς δεν ήμασταν βέβαια εκεί σαν χώρα, αφού χώρα δεν υπήρχε πια· ήμασταν σαν... λεφτά. Ο πάπας, που φοβόταν πιο πολύ απ' όλους μήπως εξισλαμιστεί όλη η Ευρώπη και μείνει χωρίς ποίμνιο, μάζευε με όποιον τρόπο μπορούσε λεφτά για τη μεγάλη σταυροφορία που ονειρευόταν, πουλώντας ακόμη και συγχωροχάρτια ταχυδρομικά, αν και δεν είχε το δικαίωμα πια, αφού το ιωβηλαίο είχε τελειώσει εδώ και εννιά χρόνια. Φυσικά οι πρώτοι που απευθύνθηκε για χρήματα ήμασταν εμείς, η Άννα μας δηλαδή. Ε, δεν μπορούσαμε να αρνηθούμε, όπως δεν αρνιόμασταν ποτέ σε κανέναν, ούτε στον Βλαστό, που είχε ξεκινήσει με τον ξάδελφό του τον Σήφη εκείνη την επανάσταση στην Κρήτη που πνίγηκε στο αίμα -δεν θυμάμαι αν το 'γραψα κιόλας- και σκότωσαν οι Βενετσιάνοι τον Σήφη και τον ίδιο τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν. Δίκιο δεν είχε ο Ιάκωβος που έλεγε να μην την ξεκινήσουμε; Όλοι εκ των υστέρων τον εκτίμησαν γι' αυτή τη σωφροσύνη του, μόνον αυτόν ακούγαμε σαν οικογένεια πια κι ας μας τρόμαζε το παραμορφωμένο σώμα του. Ο Καπνίσης κι ο Συρόπουλος κι όλοι οι άλλοι, ακόμη κι ο Βησσαρίων, μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Αλλά κι οι φίλοι κι οι γνωστοί μας έλεγαν «Να ρωτήσουμε τον Νοταρά» -δεν τον έλεγαν Ιάκωβο, αλλά Νοταρά, όπως τον πατέρα. Σαν να 'ταν ο πατέρας, αλλά πιο μικρός.