Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

[ ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΚΙΑ ]

  
    Ο μπαμπάς μου περπατούσε πλάι μου για να μου δώσει κουράγιο και με την παλάμη του άγγιζε απαλά την πλάτη μου, στο σημείο που έδεναν τα κορδόνια του μπούστου μου. Πάνω από το Τορ ντι Νόνα, το παπικό δικαστήριο, η θηλιά στην αγχόνη του Ιεροεξεταστή έριχνε στον τοίχο μια σκιά που θύμιζε δάκρυ, έτσι όπως διαγραφόταν αφύσικη και ακίνητη στις πρώτες ηλιαχτίδες που ήδη έψηναν τις πλάκες της πλατείας και το πάνω μέρος του κεφαλιού μου.
   "Μια δυσάρεστη στιγμή θα είναι μόνο, Αρτεμισία", είπε ο μπαμπάς, κοιτάζοντας ίσια μπροστά του. "Μια μικρή πίεση, τίποτα παραπάνω".
   Εννοούσε τις σίβυλλες (1).
   Αν, με τα χέρια δεμένα, επέμενα στην κατάθεση που είχα δώσει τις προηγούμενες βδομάδες, θα πείθονταν ότι έλεγα την αλήθεια και η δίκη θα τελείωνε. Όχι η δική μου δίκη. Αυτό σκεφτόμουν συνέχεια: δεν δικαζόμουν εγώ. Δικαζόταν ο Αγκοστίνο Τάσι.
   Το κείμενο της καταγγελίας που είχε στείλει ο μπαμπάς μου στον πάπα Παύλο Ε' αντηχούσε ακόμα στ' αυτιά μου: "Ο Αγκοστίνο Τάσι διακόρευσε την κόρη μου Αρτεμισία, αφού ήλθε επανειλημμένως και δια της βίας σε σαρκική επαφή μαζί της, αδίκημα το οποίο προκάλεσε σοβαρή και τεράστια ζημιά σε εμένα, τον φτωχό ενάγοντα Οράτιο Τζεντιλέσκι, ζωγράφο και Ρωμαίο πολίτη, καθότι δεν μπορώ πια να αποκομίσω το ίδιο υψηλό τίμημα από το ταλέντο της στη ζωγραφική".
   Εγώ δεν ήθελα να το μάθει κανείς. Δεν ήθελα να το πω ούτε καν σ' αυτόν. Αλλά με είχε ακούσει να κλαίω και με είχε αναγκάσει να του το ομολογήσω. Εξάλλου υπήρχε και ο πίνακας που είχε εξαφανιστεί, εκείνος που θαύμαζε ο Αγκοστίνο. Κι έτσι ο μπαμπάς μου υπέβαλε μήνυση.
   "Πόση πίεση;" ρώτησα.
   "Μια ενόχληση είναι μόνο και θα κρατήσει λίγο".
   Δεν κοίταξα τα πρόσωπα στο πλήθος που είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται στην είσοδο του Τορ. Ήξερα ήδη τι θα έδειχναν -χυδαία περιέργεια, αποδοκιμασία, περιφρόνηση. Προτίμησα να κοιτάξω το κίτρινο αγιόκλημα που άνθιζε με φόντο τον τοίχο στο χρώμα της ώχρας. Το ένα χρώμα τόνιζε το άλλο. Αυτό μου το είχε μάθει ο μπαμπάς μου.

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

[ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΥΣ ]

   
  
   Το γράμμα του μοναστηριού δεν εξηγούσε γιατί η αδελφή Λουκία δεν πήγε αμέσως στο Κογκό. Την προόριζε να υπηρετήσει για ένα άγνωστο διάστημα σ' ένα νοσοκομείο ψυχοπαθών, στο νότιο Βέλγιο.
   Η αδελφή Λουκία σκέφτηκε πως το δίπλωμά της ως νοσοκόμος - ψυχίατρος δικαιολογούσε την τοποθέτησή της: πως η ηγουμένη της ήθελε ν' αποκτήσει λίγη πρακτική στην ψυχιατρική κατά κάποιο τρόπο ώστε να είναι ακόμη πιο χρήσιμη στο Κογκό. Ξαναδιάβαζε το ιατρικό σύγγραμμα σχετικά με τη νευρασθένεια των τροπικών και των ψυχικών διαταραχών εξαιτίας της λέπρας. Είχαν, λοιπόν, δίκιο που την έστελναν στο ψυχιατρείο για εξάσκηση πριν πάει στο Κογκό.
   Στο τελευταίο διάλειμμα δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μη ρωτήσει την αδελφή Παυλίνα, αν οι ψυχικές ασθένειες ήταν κάτι το συνηθισμένο στο Κογκό. Η αδελφή Παυλίνα, από τη μέρα που η αδελφή Λουκία πήρε το δίπλωμά της, είχε γίνει άλλος άνθρωπος απέναντί της. Όλη εκείνη η σκληρότητα είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπό της. 
   "Όλοι, λίγο πολύ, έχουν αντιμετωπίσει κάποια ψυχική διαταραχή στο Κογκό, αδελφή μου", είπε. "Σ' αυτή τη χώρα υπάρχει κάτι που σε κάνει να χάνεις το νου σου. Η απεραντοσύνη της... οι αχανείς της ορίζοντες... Αχ, αυτοί οι ορίζοντες!"
   Η αδελφή Λουκία, ακούγοντάς την να μιλά για τη χώρα στην οποία σύντομα επρόκειτο να επιστρέψει, σκεφτόταν μια σειρά από φωτογραφίες που είχε δει στο μικρό περιοδικό του μοναστηριού κι έδειχναν τις μοναχές έτοιμες να φύγουν για τη δεύτερη ή την τρίτη αποστολή τους σ' εκείνα τα μέρη. Πόζαραν ανά ομάδες και κάτω από τις φωτογραφίες υπήρχαν λεζάντες: «Δεύτερη αποστολή», «Τρίτη αποστολή». Και τα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν τόσο που, βλέποντάς τα,  θα νόμιζε κανείς πως ήταν ολοζώντανες και το χαμόγελό τους έδειχνε την εσωτερική τους ικανοποίηση.