Ο μπαμπάς μου περπατούσε πλάι μου για να μου δώσει κουράγιο και με την παλάμη του άγγιζε απαλά την πλάτη μου, στο σημείο που έδεναν τα κορδόνια του μπούστου μου. Πάνω από το Τορ ντι Νόνα, το παπικό δικαστήριο, η θηλιά στην αγχόνη του Ιεροεξεταστή έριχνε στον τοίχο μια σκιά που θύμιζε δάκρυ, έτσι όπως διαγραφόταν αφύσικη και ακίνητη στις πρώτες ηλιαχτίδες που ήδη έψηναν τις πλάκες της πλατείας και το πάνω μέρος του κεφαλιού μου.
"Μια δυσάρεστη στιγμή θα είναι μόνο, Αρτεμισία", είπε ο μπαμπάς, κοιτάζοντας ίσια μπροστά του. "Μια μικρή πίεση, τίποτα παραπάνω".
Εννοούσε τις σίβυλλες (1).
Αν, με τα χέρια δεμένα, επέμενα στην κατάθεση που είχα δώσει τις προηγούμενες βδομάδες, θα πείθονταν ότι έλεγα την αλήθεια και η δίκη θα τελείωνε. Όχι η δική μου δίκη. Αυτό σκεφτόμουν συνέχεια: δεν δικαζόμουν εγώ. Δικαζόταν ο Αγκοστίνο Τάσι.
Το κείμενο της καταγγελίας που είχε στείλει ο μπαμπάς μου στον πάπα Παύλο Ε' αντηχούσε ακόμα στ' αυτιά μου: "Ο Αγκοστίνο Τάσι διακόρευσε την κόρη μου Αρτεμισία, αφού ήλθε επανειλημμένως και δια της βίας σε σαρκική επαφή μαζί της, αδίκημα το οποίο προκάλεσε σοβαρή και τεράστια ζημιά σε εμένα, τον φτωχό ενάγοντα Οράτιο Τζεντιλέσκι, ζωγράφο και Ρωμαίο πολίτη, καθότι δεν μπορώ πια να αποκομίσω το ίδιο υψηλό τίμημα από το ταλέντο της στη ζωγραφική".
Εγώ δεν ήθελα να το μάθει κανείς. Δεν ήθελα να το πω ούτε καν σ' αυτόν. Αλλά με είχε ακούσει να κλαίω και με είχε αναγκάσει να του το ομολογήσω. Εξάλλου υπήρχε και ο πίνακας που είχε εξαφανιστεί, εκείνος που θαύμαζε ο Αγκοστίνο. Κι έτσι ο μπαμπάς μου υπέβαλε μήνυση.
"Πόση πίεση;" ρώτησα.
"Μια ενόχληση είναι μόνο και θα κρατήσει λίγο".
Δεν κοίταξα τα πρόσωπα στο πλήθος που είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται στην είσοδο του Τορ. Ήξερα ήδη τι θα έδειχναν -χυδαία περιέργεια, αποδοκιμασία, περιφρόνηση. Προτίμησα να κοιτάξω το κίτρινο αγιόκλημα που άνθιζε με φόντο τον τοίχο στο χρώμα της ώχρας. Το ένα χρώμα τόνιζε το άλλο. Αυτό μου το είχε μάθει ο μπαμπάς μου.