Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

[ ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ ]

 Σταυρός, στον Στρυμονικό Κόλπο, 24 Δεκεμβρίου 1918

   Τα σύννεφα ήταν κατεβασμένα κι ένα γλαυκό αμάλγαμα, κάτι ανάμεσα σε ομίχλη και χαμηλή νέφωση, σκέπαζε την κορυφή της δασωμένης πλαγιάς. Αυτή κατέβαινε κάπως απότομα ως την ακτή, εκεί στα πλατάνια που από πάνω τα έβρεχαν τα ρυάκια του βουνού κι από κάτω τα έγλειφαν τα κύματα. Η παραλία του Σταυρού είχε όλο κι όλο ένα κτίριο, διώροφο, που έμοιαζε με παλιό τελωνείο ή φυλάκιο των Οθωμανών. Τα υπόλοιπα ήταν παράγκες, σκέπαστρα για τις βάρκες και χαμηλές αποθήκες με δίχτυα κι όλα τα σκουριάρικα των καραβιών -πίρους, άγκυρες...
   Είχαν ξεκινήσει στοιχισμένοι απ' το χωριό Βρασνά, και απ' την ακτή του βάδιζαν δίπλα στη θάλασσα για το Λιμάνι του Σταυρού. Ένας ολόκληρος κόσμος σε μετακίνηση, το 34ο Σύνταγμα Πεζικού με την πυροβολαρχία του, τα μουλάρια, τα φορτώματα και τους άντρες σιωπηλούς κάτω απ' τη βροχή. Παραμονή Χριστουγέννων του 1918 με το φως του χειμώνα να είναι λιγοστό. Απ' το πρωί ψιλόβρεχε και το κρύο του βουνού, ανάκατο με την αλμύρα της ακτής, κοκκίνιζε τα ξυρισμένα μάγουλα των αντρών.
   Όσο πλησίαζαν στον Σταυρό, η δασωμένη πλαγιά ερχόταν κι αυτή πιο κοντά, όπως κι άλλες παρόμοιες πίσω απ' αυτήν, συνεχόμενες, φύλλα δασωμένου βουνού το ένα πίσω απ' τ' άλλο. Στο μέσο της πρώτης πλαγιάς ξεχώριζαν λίγα σπίτια, ένας πέτρινος τρούλος εκκλησίας, δίπλα του το καμπαναριό, κι αυτό απ' την ίδια πέτρα, που ήταν σαν φάρος στο βουνό. Ένας δρόμος όλος κι όλος ξεκινούσε ανηφορίζοντας απ' τη θάλασσα, διέσχιζε το χωριό κι έφτανε ως τα τελευταία σπίτια στην κορυφή.
   Όσο πλησίαζαν απ' τα Βρασνά στο φυσικό λιμάνι του Σταυρού, η βροχή δυνάμωνε, και αίφνης η εικόνα του μικρού χωριού που σκαρφάλωνε στην πλαγιά έγινε πιο αμυδρή, θάμπωσε, σαν να είχε πρόθεση αυτός ο μικρός οικισμός, σύσσωμος, σύψυχος, με το καμπαναριό, τις πέτρινες στέρνες, τους μαυροντυμένους χωρικούς, τα γελάδια, να αναληφθεί και να χαθεί στα σύννεφα.
   "Κρατάτε βήμα, ρε!" ακούστηκε η φωνή ενός λοχία έξω απ' τον σχηματισμό. "Άντε, λεβέντες μου, να δείξουμε στους Τζόνηδες ότι είμαστε κι εμείς στρατός κι ας έχουν εκείνοι τις λίρες. Εμπρός, ρε, το κεφάλι ψηλά! Κι η βροχούλα καλή είναι, θα σας γυαλίσει το κράνος!"
   Βάδιζαν πάνω στις λάσπες του παραλιακού χωματόδρομου που ένωνε τα δυο χωριά. Κάποια στιγμή οι στοιχισμένοι άντρες περνούσαν μέσα από γυμνωμένα πλατάνια. Οι αρβύλες βούλιαζαν στα λιωμένα φύλλα και οι ανάσες τους έβγαιναν σε μικρές τολύπες, έτσι τουλάχιστον φαίνονταν στα μάτια του Λευτέρη Ζεύγου, που ήταν στρατιώτης και κηπουρός κι ήξερε μόνο από τουλίπες, τα λουλούδια που ήταν ανέκαθεν σύμβολο της απόλυτης αγάπης. Οι τολύπες απ' τα χνότα τους γρήγορα χάνονταν στην πρωινή υγρασία, όπως άλλωστε και οι αγάπες αυτές που είχαν το παρατσούκλι «απόλυτες».
   "Πού είναι οι Εγγλέζοι, λοχία;" ακούστηκε μια φωνή μέσα απ' τις σειρές.
   "Μας βλέπουν με τα κιάλια. Προχωράτε!"
   Η αγγλική Επιμελητεία είχε κατασκηνώσει στην περιοχή εδώ και μήνες, κι εκατοντάδες στρατιώτες είχαν ξεκαλοκαιριάσει ανάμεσα στα δύο χωριά μόνο με το κοντό παντελόνι, αφήνοντας έκθετα τα ροδαλά μπράτσα και τα στήθη τους στον σαρκοβόρο ήλιο του ελληνικού καλοκαιριού. Κολυμπούσαν στα ρέματα του βουνού και στη θάλασσα. Έβγαζαν φωτογραφίες σκαρφαλωμένοι πάνω σε ήρεμα βουβάλια της μακεδονικής ενδοχώρας. Πολλοί έγραψαν δεκάδες γράμματα κάτω απ' τη σκιά των γιγάντιων δέντρων σε μια Μαίρη ή σε κάποια Έβελιν, που ζούσε σε μια κάμαρη κάποιου σπιτιού με κόκκινα τούβλα, που δούλευε δώδεκα ώρες σ' ένα εργοστάσιο κι έφτιαχνε βλήματα για τα κανόνια. Κάποιοι άλλοι Τζόνηδες ζωγράφιζαν με στημένα καβαλέτα πάνω στο χωριό ή στο πλατανόδασος με το παλιό χάνι, που ξεδίπλωνε όλο του το κορμί με τα εκατοντάδες δέντρα πέρα απ' το παλιό τελωνείο. Σ' αυτό το δάσος η οργιώδης του βλάστηση και η συμφωνική των εντόμων θύμιζε σε κάποιους αξιωματικούς τής Αυτού Μεγαλειότητος τόπους της Ινδίας που είχαν κάποτε εκπολιτίσει...
   Με το που έφτασαν οι πρώτοι άντρες του 34ου Συντάγματος στο κτίριο του Τελωνείου, ένας ψηλόλιγνος λοχαγός της βρετανικής αποστολής βγήκε έξω στη βροχή κουμπώνοντας βιαστικά το πανωφόρι του. Στάθηκε μπροστά στον επικεφαλής Έλληνα αξιωματικό και χαιρέτησε με όλους τους τύπους. 
   Ήταν γνωστό σε όλους τους Έλληνες αξιωματικούς κι οπλίτες ότι η αγγλική Επιμελητεία, πριν επιβιβαστούν στα πλοία για την Ουκρανία, θα τους τροφοδοτούσε επιμελώς με ιματισμό, υπόδηση, πυρομαχικά, κι όπως κάποιοι ψιθύριζαν, και με κατανόηση και συμπάθεια. Ο μεγάλος πόλεμος, μολονότι πριν ενάμιση μήνα οι Γερμανοί είχαν υπογράψει παράδοση κι ανακωχή, δεν είχε, από ένα καπρίτσιο της μοίρας, για όλους τελειώσει.
   Σε δυο ώρες όλο το σύνταγμα είχε προχωρήσει στη δημιουργία ενός πρόχειρου καταυλισμού με σκηνές και μεγάλες τέντες που θα προστάτευαν τους άντρες απ' τη βροχή. Επιπλέον υπήρχε η διευκρίνιση απ' τον διοικητή τους ότι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ό,τι κατάλυμα τους προσφερόταν από τους ντόπιους ή απ' τους Εγγλέζους συμμάχους.
   Η διμοιρία του Λευτέρη κατάφερε να εντοπίσει πριν το μεσημέρι μια χαμηλή καρβουναποθήκη, πνιγμένη στα βάτα και στ΄ αναρριχητικά, τα οποία, καθώς θέριευαν απ' την υγρασία, είχαν σκεπάσει σχεδόν τη μισή σκεπή. Η αποθήκη φαινόταν εγκαταλειμμένη απ' την αρχή του πολέμου, χωρίς πόρτα και παράθυρα. Οι αέρηδες, τέσσερα χρόνια τώρα, την είχαν καθαρίσει μέσα κι έξω απ' την καρβουνόσκονη· της είχαν απομείνει μόνο κάτι παλιά τσουβάλια μαυρισμένα και τρύπια. Στο πάτωμά της, που ήταν από χώμα, είχαν πολλές φορές φυτρώσει και ξεραθεί αγριόχορτα.
   "Συνάδελφοι, αυτό είναι ό,τι βρήκαμε. Κι ευχαριστώ να λέτε!" μουρμούρισε ο Τριανταφύλλου και ξεφόρτωσε καταμεσής στην αποθήκη τον γυλιό που κουβαλούσε στην πλάτη του απ' τα Βρασνά.
   "Το κεφάλι μου βαράει στο ταβάνι, κυρ-δεκανέα", ακούστηκε μια άλλη φωνή.
   "Τέτοιο που 'ναι, καλά να πάθει", του απάντησε ο δεκανέας, κι ούτε που γύρισε να τον κοιτάξει, καθώς εκείνη τη στιγμή εξερευνούσε τις αραχνιασμένες γωνιές της αποθήκης. 
   Γέλια ακούστηκαν για το σχόλιο του δεκανέα και οι άντρες άρχισαν να ξεφορτώνουν τα σαμάρια τους, τον «φόρτο μάχης», όπως τον αποκαλούσαν οι αξιωματικοί, που είχε βραχεί και βαρύνει απ' την πρωινή πορεία μες στη βροχή.
   "Ζεύγος!"
   Ο Λευτέρης έκανε δυο βήματα και στάθηκε μπροστά στον δεκανέα.
   "Να πας στον λοχαγό και να του δώσεις ραπόρτο για το πού θα περάσουμε τη νύχτα. Δεκατέσσερις άντρες θα είμαστε εδώ, να το ξέρει".
   Ο Λευτέρης χώθηκε πάλι στην κοσμοσυρροή του λιμανιού με τα πυροβόλα, τα κάρα, τα εγγλέζικα φορτηγά και τα μουλάρια, και βρήκε τον λοχαγό για να του δώσει αναφορά. Εκείνος κούνησε μόνο το κεφάλι και δεν του πολυέδωσε σημασία, γιατί είχε ένα σωρό σκοτούρες.
   Απαλλαγμένος απ' το βάρος που είχε αφήσει στην αποθήκη, περιπλανήθηκε στη γύρω περιοχή. Ύστερα απ' το Τελωνείο υπήρχε ένα παρατημένο χάνι κι ένα ακόμη δάσος με πλατάνια που συνέχιζε ως το τέλος του κόλπου. Τα ρέματα που κατέβαιναν απ' τις πυκνόφυτες πλαγιές ήταν γεμάτα νερό. Ευτυχώς οι Βρετανοί είχαν προνοήσει κι είχαν τοποθετήσει πλατιές πέτρες τη μια δίπλα στην άλλη για να μπορούν να περνάνε από πάνω χωρίς να βρέχουν τις γκέτες τους. Σ' ένα ρέμα που ήταν πολύ πιο βαθύ κι ορμητικό, είχαν χτίσει ένα ξύλινο γεφύρι.
   Ένιωθε την επιθυμία να μείνει μόνος. Είχε βαρεθεί τις τελευταίες βδομάδες τον συγχρωτισμό, τα αστεία του θαλάμου, την ανάσα του άλλου που ερχόταν απρόσκλητη πάνω στο ίδιο του το μούτρο. Προχώρησε στο πλατανόδασος χωρίς ν' απομακρύνεται απ' τα βράχια της ακτής. Κάθε τόσο συναντούσε ροδομάγουλους στρατιώτες. Ήταν Βρετανοί σε υπηρεσία, οι οποίοι έκαναν περίπολα ή κρατούσαν στο χέρι και μετέφεραν φακέλους, τηλεγραφήματα...
   Στάθηκε σε μιαν άκρη του δάσους πατώντας πάνω σε βράχια και άμμο. Ατένισε τον Κόλπο του Στρυμόνα· στο βάθος του ξεχώρισε τα δύο γαλλικά ατμόπλοια που είχαν φουντάρει με στραμμένα τα φουγάρα τους στα βλέμματα του στρατού στο λιμάνι. Δεν μπορούσε να διαβάσει από μακριά τα ονόματά τους, αλλά τα είχε ακούσει προχθές σε μια κουβέντα ανάμεσα στον συνταγματάρχη τους και σ' έναν Γάλλο επιτελικό. Ήταν τα ατμόπλοια Normandie και Tigre που περίμεναν να φορτώσουν το σύνταγμά τους και να βάλουν ρότα για τα Στενά κι από κει για τη Μαύρη Θάλασσα. Ο Λευτέρης είχε ακούσει ότι αυτοί θα ήταν οι πρώτοι που θα κατέβαιναν τη σκάλα του πλοίου και θα πατούσαν στο Λιμάνι της Οδησσού.
   Έβγαλε ένα τσιγάρο απ' την ταμπακιέρα και το άναψε χαζεύοντας τα δύο πλοία. Τα νερά του κόλπου έδειχναν σκούρα, γιατί αντανακλούσαν τον σκυθρωπό ορίζοντα. Αύριο ξημέρωναν Χριστούγεννα, αλλά ο παγανιστής ουρανός, με τα δασωμένα σύννεφα και τα μαυρόφυλλα δέντρα της βροχής που έσφιγγε μέσα του, δε θα άλλαζε στο τόσο την παλέτα με τα σκούρα χρώματα. Ο κόσμος όλος φαινόταν στουμπωμένος βαθιά μες στο πηγάδι του χειμώνα βυζαίνοντας το λίγο ατροφικό φως.
   Πάτησε με μανία την αρβύλα και κομμάτιασε κελύφη από μύδια που ήταν φερμένα στην ακτή απ' τα κύματα. Είχε επίγνωση ότι δεν ήξερε ποιος πραγματικά ήταν, πού πάει, γιατί πάει, αν θα γυρίσει πίσω κι αν κάποιος τον αγαπούσε ακόμη για να τον περιμένει. Σκέφτηκε με μια δόση τοξικού αυτοσαρκασμού ότι αν έπιανε στο χέρι μολύβι και χαρτί κι έγραφε ένα γράμμα, όπως έκαναν όλοι οι συνάδελφοί του, το μόνο πρόσωπο που είχε διαθέσιμο να του απευθυνθεί ήταν ο Μαρκήσιος. 
   Άκουσε βήματα πίσω του και γύρισε.
   "Τι σκέφτεσαι, ρε Σαλονικιέ;"
   Ήταν ο Μιχάλης ο Τριανταφύλλου απ' τη διμοιρία του, αρτεργάτης απ' την Παλιά Ελλάδα, άντρας σοβαρός και ψημένος στη φωτιά.
   "Τι να σκέφτομαι, ρε Μιχάλη; Πού μας σέρνουν, αυτό σκέφτομαι".
   Ο Μιχάλης έστριψε νευρικά το κεφάλι αριστερά δεξιά για να βεβαιωθεί ότι δεν τους άκουγε κανείς. 
   "Κέρνα με ένα τσιγάρο και πες μου τι σ' απασχολεί".
   "Ο πόλεμος στην Ευρώπη τελείωσε. Εμείς πού πάμε, διάολε;"
   Ο Τριανταφύλλου πήρε μια βαθιά ρουφηξιά και βάλθηκε κι εκείνος να χαζεύει πέρα στα γαλλικά ατμόπλοια.
   "Θα σου μιλήσω, Σαλονικιέ, έξω απ' τα δόντια", του είπε κάποια στιγμή ρουφώντας ακόμα πιο νευρικά το τσιγάρο, "γιατί νομίζω ότι έχεις τιμή και κρατάς το στόμα σου κλειστό. Πάμε εκεί που δείχνει η γαλλική πολιτική γιατί επείγεται να προστατεύσει τα συμφέροντα των Γάλλων κεφαλαιούχων στη Ρωσία. Είναι τόσο απλό και απαίσιο μαζί. Εκεί στην Ουκρανία που θα περπατάς, ίσως σε κομματιάσει καμιά οβίδα μόνο και μόνο για να μην υπάρξει αταξία στη μεγάλη εισαγωγή σε χαβιάρι και γούνες που κάνει το Παρίσι. Μπορεί, συνάδελφε, να χυθούν τα δικά σου μυαλά στο χώμα για να μη μείνει ασυνόδευτη από χαβιάρι μια ακριβή σαμπάνια, για να μην την πιει κάποιος μπουρζουάς ξεροσφύρι, κατάλαβες;"
   Ο Λευτέρης τον Τριανταφύλλου τον ήξερε, μάλιστα κάποιο απόγευμα είχαν βγει παρέα στην Καβάλα κι έκαναν βόλτες μασώντας πασατέμπο. Στην αρχή έλεγαν ιστορίες για γυναίκες, αλλά καθώς περνούσαν δίπλα απ' τα καπνομάγαζα, η συζήτηση γρήγορα πήρε άλλον δρόμο. Τον είχε διαβάσει τότε απ' τα λεγόμενά του ότι ήταν σοσιαλιστής, ότι είχε αυτήν την «αρρώστια», όπως την έλεγε ο Αλπερέν μπέης. Και μόνο η απέχθεια που προκαλούσε ο σοσιαλισμός στον μπέη ήταν σοβαρός λόγος για τον Λευτέρη ν' ακούσει τον συνάδελφό του με προσοχή.
   Δεν του είπε και πολλά γιατί έπρεπε να γυρίσουν νωρίς στο στρατόπεδο. Πιο πολύ του μίλησε για ένα βιβλίο για το οποίο κουβέντιαζαν συχνά μ' έναν συνάδελφό του που ήξερε γράμματα κι ήταν τεχνίτης αρτοποιός σε φούρνο. Εκεί στη Λαμία δούλευε κι ο Μιχάλης ο Τριανταφύλλου πριν τον ντύσουν στο χακί. Αυτός ο συνάδελφός του είχε ζήσει χρόνια στην Αμερική, και στις μεγάλες απεργίες είχε κάνει και φυλακή. Εκεί, στη ζέστη του φούρνου, ο Τριανταφύλλου συζητούσε με πάθος μες στα βαθιά μεσάνυχτα για εκείνο το μυθιστόρημα, το Σιδερένιο τακούνι, του Τζακ Λόντον. Του είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση πρώτα ο τίτλος κι ύστερα όλ' αυτά που έλεγε για το μέλλον της ανθρωπότητας. Καθώς τα χέρια τους δούλευαν ασταμάτητα το ζυμάρι κι ήταν τα φρύδια τους ασπρισμένα απ' το αλεύρι, μιλούσαν για εκείνη την κοινωνία του μυθιστορήματος, όταν οι καπιταλιστές θα είχαν πάει περίπατο, όταν κανείς εργάτης δε θα δούλευε ανασφάλιστος. Μέχρι όμως να γίνει τ' όνειρο πραγματικότητα, θα χρειάζονταν απεργίες και θα ξυπνούσαν επαναστάσεις, ενώ την ίδια ώρα το σιδερένιο τακούνι του μεγάλου κεφαλαίου θα κυνηγούσε όσους σήκωναν κεφάλι για να τους λιώσει σαν κατσαρίδες στο κρύο πάτωμα της κουζίνας. Το Σιδερένιο τακούνι δεν ήταν ένα μυθιστόρημα για λευκοντυμένες κυρίες και δεσποινίδες που έπιναν το τσάι τους σερβιρισμένο από τα μαύρα δάχτυλα μιας υπηρέτριας. Ήταν ένα ευαγγέλιο που ταξίδευε από στόμα σε στόμα και είχε ανοίξει τα μάτια σε χιλιάδες Αμερικανούς εργάτες. Ήταν ένα βιβλίο γι' αυτούς που ήθελαν ν' αναποδογυρίσουν το στρωμένο τραπέζι του κόσμου και να σπάσουν όλα τα παλιά ραγισμένα σερβίτσια.
   "Όμως, συνάδελφε, εδώ στο στόμα το 'χω και δεν μπορώ να μη σ' το ρωτήσω. Αφού όλα πια είναι όπως τα λες και για κάποιους μεγάλους και για τα πορτοφόλια τους μας κουβαλάνε στην άκρη του κόσμου, γιατί δέχτηκες να έρθεις; Μας έβαλαν όλους και υπογράψαμε πρώτα. Αν δεν ήθελες, δεν ερχόσουν στη Ρωσία".
   "Για τον ίδιο λόγο που 'ρθαν οι πιο πολλοί: για τα «ημερήσια επιμίσθια», για τα φράγκα. Έχουν αφήσει πίσω τους χωράφια ακαλλιέργητα, μωρά, γέρους, χρέη... κι η παραμικρή δραχμή είναι απαραίτητη".
   "Τις χίλιες δραχμές, συνάδελφε, εσύ τις είχες τόση ανάγκη;"
   "Τα 'στειλα όλα κάτω στη μάνα· η γυναίκα μου είναι λεχώνα κι αυτή κάνει τώρα κουμάντο. Τις τελευταίες μέρες που πολεμούσαμε στον Στρυμόνα γεννήθηκε ο γιος μου. Τα μουλάρια μας τα επιτάξανε όταν μπήκαμε στον πόλεμο, κάτω στο χωριό τρώνε βελανίδια και χαρούπια. Για μένα κράτησα μόνο πενήντα δραχμές για τσιγάρα και καμιά ρακή. Εσύ;"
   "Τι εγώ;"
   "Γιατί υπέγραψες;"
   "Ας πούμε γιατί δεν είχα πού αλλού να πάω".
   "Μπερδεμένα μού τα λες. Τα φράγκα τα 'στειλες όλα στη φαμίλια;"
   "Ας πούμε έτσι, τι σημασία έχει; Αυτό που φοβάμαι τώρα είναι ότι πάνω στη Ρωσία θα μπλέξουμε".
   "Τι περίμενες δηλαδή, χάρισμα έτσι για το τίποτα; Τέτοιο κράτος χουβαρντάς δεν έχει υπάρξει στο ρωμαίικο. Σαλονικιέ, τώρα ό,τι έγινε έγινε. Κοίτα μόνο εκεί πάνω να φυλάς καλά το τομάρι σου".
   "Αυτοί οι μπολσεβίκοι, σοσιαλιστές δεν είναι κι αυτοί; Πώς θα πας να σκοτώσεις τους δικούς σου; Αυτούς που κάτι θα 'χουν ακούσει για το Σιδερένιο τακούνι;"
   Ο Μιχάλης ξαναφόρεσε στο κεφάλι του το κράνος.
   "Εκεί που πάμε, δεν είναι της πατρίδας δουλειά. Θα πυροβολώ, συνάδελφε, στα σύννεφα;"
   Του έστριψε την πλάτη κι έφυγε για την καπναποθήκη. Ο Λευτέρης τον ακολουθούσε με το βλέμμα του όσο ξεμάκραινε. Σκέφτηκε ότι ο Τριανταφύλλου δεν τα 'λεγε κι άσχημα κι ότι του 'δειχνε εμπιστοσύνη, όμως τα χνότα τους δεν ταίριαζαν. Κάποιες φορές τον εκνεύριζε η χροιά της φωνής του, ο τρόπος που μάσαγε· με τα αστεία του δεν είχε γελάσει ποτέ.
   Άφησε τη θάλασσα και τις δυο γαλλικές σημαίες που κυμάτιζαν μεσοπέλαγα κι άρχισε ν' ατενίζει προς την πλευρά του χωριού, αυτήν της δασωμένης πλαγιάς. Ο πενθηφορών ουρανός είχε κατεβάσει τώρα πιο κάτω τα σύννεφα και τα πρώτα σπίτια καλύφτηκαν από ένα περίσσευμα λευκού. Είχε αρχίσει πάλι να ψιχαλίζει, και με τις πρώτες σταγόνες τα σπίτια άσπρισαν σαν να 'ταν βουτηγμένα στο ούζο.
   Μπορούσε να χαζεύει εκείνη την πλαγιά για ώρες, την μπροστινή και τις άλλες, τις ντροπαλές, που έστεκαν πίσω της ομοίως κατάφυτες και συννεφιασμένες. Ήταν διαδοχικές πίσω και δίπλα της πλαγιάς του χωριού, που κάποτε έστριβαν κι έδιναν μια στρογγυλάδα στη ράχη όλου του βουνού. Του φάνηκαν σαν πέταλα λουλουδιών που φτιάχνουν κοχλία και δίνουν τρυφερή σάρκα σε όλα τα μπουμπούκια. Υποσχέθηκε ότι αύριο το πρωί θα προσπαθούσε ν' ανέβει στα ψηλά του χωριού, γιατί ήθελε να δει τον κόλπο της υπερπόντιας εκστρατείας από ψηλά.

   Οι μέρες που ακολούθησαν έφεραν αναποδιές. Αποδείχτηκε ότι ήταν ανέφικτο να φορτωθεί η πυροβολαρχία στα πλοία από εκείνο το λιμάνι,  ομοίως και τα υποζύγια και ο υπόλοιπος βαρύς οπλισμός. Οι βάρκες που πηγαινοέρχονταν απ' τα ατμόπλοια στον ξύλινο μόλο αποδείχτηκαν ακατάλληλες. Η επιβίβαση των κανονιών και του βαρέος οπλισμού έπρεπε να γίνει σ' ένα βαθύ, καλά εξοπλισμένο λιμάνι. Μόνο μια λύση υπήρχε: να φύγει η πυροβολαρχία για τη Θεσσαλονίκη κι εκεί να την περιμένουν τα δύο ατμόπλοια για να τη φορτώσουν. Ύστερα θα ξανάρχονταν τα πλοία εδώ στον Σταυρό και θα επιβιβάζονταν οι πεζικάριοι με τους γυλιούς τους.
   Ο Λευτέρης άκουγε φωνές και γκρίνιες απ' το πρόχειρο Διοικητήριο. Αυτό που κάποιοι το έλεγαν «αναποδιά», άλλοι το βάφτιζαν «ανοργανωσιά». Οι Άγγλοι χαμογελούσαν ειρωνικά και σώπαιναν. Η κεντρική διοίκηση, που ήταν γαλλική, επιτάχυνε όλη τη μετακόμιση για να μη χαθεί επιπλέον χρόνος. Τρεις ολόκληρες μέρες χρειάστηκαν μέσα σε λάσπη και βροχή για να μετακομίσει η πυροβολαρχία στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης και ν' αρχίσει η επιβίβαση. Πλησίαζε Πρωτοχρονιά.
   Στην καρβουναποθήκη δεν περνούσαν οι ώρες. Οι στρατιώτες είχαν προμηθευτεί απ' τους Εγγλέζους χοντρές μάλλινες στολές, και τώρα κοίταζε ο ένας τον άλλον και κορόιδευαν για τα «βαφτιστικά» τους, όπως τα έλεγαν. Όταν δεν έβρεχε, τους συγκέντρωναν μπροστά στο λιμάνι με πλήρη εξάρτυση και κάποιοι εύγλωττοι αξιωματικοί έβγαζαν λόγους. Κάθε ομιλία για την εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία περιείχε απαραίτητα τον μύθο του χρυσόμαλλου δέρατος και της Αργοναυτικής Εκστρατείας, την αιώνια πολεμική αρετή της φυλής και το ιερό χρέος να βοηθήσουν οι Έλληνες τον ομόδοξο τσάρο να ξανασταθεί περήφανος στον θρόνο του.
   Ο Λευτέρης εκείνες τις μέρες ήταν λιγομίλητος όσο ποτέ. Είχε ζητήσει άδεια απ' τον δεκανέα να περπατάει γύρω γύρω σ' όλη την περιοχή, μιας και δεν είχε γράμματα να γράψει και η τράπουλα πάνω στην κουβέρτα τού έφερνε νύστα.
   "Να μη χάνεσαι μόνο", του παρήγγειλε εκείνος και δεν έδωσε περισσότερη σημασία, γιατί ήξερε ότι μπορούσε να τον εμπιστεύεται, όμως είχε και την αίσθηση ότι ο κηπουρός ήταν άνθρωπος μονόχνοτος και φορές περίεργος. Αν τον έβλεπε να διαβάζει ή να γράφει σε κανένα τετράδιο, ο δεκανέας θα 'παιρνε όρκο ότι ήταν ποιητής.
   Κάποια στιγμή ο Λευτέρης στις περιπλανήσεις του συνάντησε έναν Εγγλέζο γιατρό που μιλούσε φαρσί τα γαλλικά και τον ρώτησε αν είχε πέσει ποτέ στην αντίληψή του κάποιο βιβλίο που λεγόταν Το σιδερένιο τακούνι. Ο γιατρός τού απάντησε πως πρώτη φορά το άκουγε. Τον παράτησε σύξυλο έξω απ' την πόρτα του ιατρείου και πήρε τον ανηφορικό δρόμο που διέσχιζε το χωριό κι έβγαζε επάνω στην κορυφή της πλαγιάς. Όλο το λιθόστρωτο μύριζε την κοπριά απ' τα χοιροστάσια, βρεγμένο πουρνάρι και την κάπνα απ' τα τζάκια. Πάνω απ' τον περίβολο της εκκλησίας βρήκε ένα πλάτωμα μες στα δέντρα και σκαρφάλωσε, για να βλέπει κάτω όλον τον κόλπο. Έφευγε σε λίγες μέρες -δεν ήταν ακριβώς λυπημένος, μόνο ανήσυχος. Άφηνε πίσω του μια πόλη καμένη, μια αγάπη ανεξιχνίαστη κι έναν γέρο μουσουλμάνο Ιούδα. Ζούσε σε μια πατρίδα που δεν είχε προλάβει να την καλοχωνέψει, που άλλαζε κάθε τόσο τα σύνορά της όπως οι ηθοποιοί στολές. Αυτήν την πατρίδα την αγαπούσε και την καταλάβαινε πιο πολύ μέσα απ' τα παιδιά της, τους συντρόφους του κάτω στην καρβουναποθήκη. Τους λυπόταν, και πρώτα τον εαυτό του, που τους στέλνανε εκεί πάνω για να φέρουν, όπως το λέγανε, μια «μαγική προβιά». Τελικά, αφού θα έθαβαν τους σκοτωμένους τους, θα την έφερναν πεσκέσι στον Βενιζέλο όχι με χρυσές τρίχες αλλά με αίματα.
   "Λες να 'χει δίκιο ο Τριανταφύλλου", αναρωτήθηκε, "ότι οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα;"
   Σήκωσε τον γιακά της χλαίνης του κι άναψε τσιγάρο.
   "Εγώ όμως έχω πατρίδα", είπε κι ατένισε από εκεί ψηλά τον κόσμο όλον, τα μοβ βουνά, τα ανάγλυφα κύματα της θάλασσας και το κίτρινο σιρίτι της άμμου που στεφάνωνε τον κόλπο γύρω γύρω.
   "Πάντως για τη μάνα μου πατρίδα της έγινε ο πατέρας μου αφότου τον γνώρισε", συλλογίστηκε πάλι.
   Τους θυμήθηκε και τους δυο κι έβαλε τα κλάματα.
   Ύστερα από λίγο, αφού σκούπισε τα μάτια, κατέβηκε στο λιθόστρωτο του χωριού και πήρε να κατηφορίζει. Από ένα σπίτι του 'ρθε μια μυρωδιά που την είχε νοσταλγήσει: κάπου μαγείρευαν λάχανο μαζί με τα κόκαλα και την ψυχή του σφαγμένου γουρουνιού των Χριστουγέννων.


   Ατμόπλοιο Normandie, 1 Ιανουαρίου 1919
Μa chérie,
   Σήμερα για τους Έλληνες είναι Πρωτοχρονιά. Οι Γάλλοι ναύτες του Normandie έχουν μια καθημερινή μέρα -για τους Αγγλογάλλους σήμερα έχουμε 14 Ιανουαρίου- μ' ένα συνηθισμένο γεύμα, κονσέρβες, μοσχάρι και κουνέλι, πάντα με πολύ αλάτι, που το καταλαβαίνεις το απόγευμα όταν αναζητάς νερό κάθε τόσο. Ούτε και για σας τους μουσουλμάνους όμως είναι κάτι ιδιαίτερο τούτη η μέρα, ωστόσο εγώ ανοίγω αυτό το τελευταίο μου γράμμα με τη γιορταστική ευχή: σου εύχομαι καλή χρονιά!
   Γράφω με μαλακό μολύβι που το δανείστηκα από έναν συνάδελφο -το χαρτί μάς το δίνει ο στρατός. Καταλαβαίνεις πως αυτό το γράμμα θα είναι πολύ διαφορετικό από τ' άλλα που σου έχω γράψει. Τώρα ανάμεσά μας υπάρχει και η λογοκρισία του στρατού. Την ώρα που σου γράφω, φαντάζομαι το βαριεστημένο βλέμμα του αξιωματικού ασφαλείας που θα χτενίζει το γράμμα από πάνω ως κάτω. Είναι σίγουρο ότι το δικό μου γράμμα θα διαβαστεί εξονυχιστικά, γιατί δεν είναι συνηθισμένο να γράφει ένας Έλληνας στρατιώτης στα γαλλικά. Γι' αυτό σου λέω, γλυκιά μου, παλιότερα ο τρίτος αδιάκριτος ανάμεσά μας ήταν ο πατέρας σου, τώρα θα είναι κάποιος αξιωματικός. Πίστεψέ με, νιώθω πολύ πιο άνετα μ' αυτόν τον γαλλομαθή συνάδελφο της λογοκρισίας παρά με τον γερο-Αλπερέν.
   Αφήσαμε πίσω μας τη Θάσο και τη Λήμνο και πλέουμε για την Κωνσταντινούπολη. Στο βάθος του ορίζοντα ίσα που φαίνεται η Σαμοθράκη, γιατί ο καιρός είναι μουντός, χειμωνιάτικος και μας κουνάει κάθε τόσο αρκετά. Μπροστά μου έχω ένα τζάμι γεμάτο αλάτια κι έτσι ο έξω κόσμος φαίνεται ακόμη πιο θαμπός και σκούρος. Όπως σου έγραψα πιο πάνω, αυτό είναι το τελευταίο γράμμα που λαμβάνεις από μένα. Φεύγω απ' την πατρίδα και η τελευταία μου εικόνα είναι το Λιμάνι του Σταυρού στις εκβολές του Στρυμόνα. Μας συγκέντρωσαν στην αποβάθρα και, πριν αρχίσει η επιβίβαση, τραγουδήσαμε όλοι τον Εθνικό Ύμνο. Στο τέλος ζητωκραυγάσαμε πολλές φορές με τα όπλα ψηλά, γιατί επιτέλους φεύγαμε για την εκστρατεία. Το χωριό με τα πέτρινα σπίτια στη δασωμένη πλαγιά πίσω μας έμοιαζε σαν να ήταν οι Μυκήνες ή κάποιος άλλος αρχαίος τόπος. Βλέπεις πως κάτι θυμάμαι απ' τους μήνες που κάθισα στα θρανία της Αστικής Σχολής. Όλα μας τα ντουφέκια, με περασμένη την ξιφολόγχη, ήταν υψωμένα σαν ένα δάσος από δόρατα. Είχα αυτή την εικόνα στον νου μου κι από ένα γαλλικό βιβλίο που το είχα μια φορά κατεβάσει απ' τη βιβλιοθήκη σου και το είχα ξεφυλλίσει. Ήταν ελληνικό, απ' τους αρχαίους, κι έλεγε για κάποια κοπέλα που τη θυσίασαν για να φυσήξει ο άνεμος και να ξεκινήσει μια εκστρατεία. Έτσι, μου φάνηκε το Λιμάνι του Σταυρού σαν την Αυλίδα -αν θυμάμαι καλά το όνομα εκείνου του αρχαίου τόπου- γιατί περιμέναμε τόσες μέρες άπραγοι.
   Μόλις οι αρβύλες μου άφησαν το χώμα και μπήκα στη βάρκα που θα μας πήγαινε στο ατμόπλοιο, ένιωσα μια παράξενη αίσθηση, σαν ν' αποχαιρετούσα για πάντα το χώμα της πατρίδας. Μπορεί στη Ρωσία που πάμε να σκοτωθώ, ίσως γι' αυτό το ένιωσα και θέλησα να σου στείλω ένα τελευταίο γράμμα. Βέβαια δεν ξέρω αν το λάβεις ποτέ, γιατί είναι τόσο πολλά αυτά που παρεμβάλλονται ανάμεσά μας -η θάλασσα, ο στρατός, ο πατέρας σου... Αναρωτήθηκα αν, φεύγοντας, ήταν τυχαίο που ένιωσα τον κόμπο που αισθάνονται στον λαιμό οι χωριάτες όταν σαλπάρουν για την Αμέρικα και νιώθουν να τους ξεριζώνονται τα σπλάχνα την ώρα που αφήνουν το χώμα του χωριού τους. Μπορεί λοιπόν να μην ξανάρθω στην πατρίδα γρήγορα, ίσως καθόλου, ίσως σκοτωθώ, ίσως πάω με τους μπολσεβίκους... (συγνώμη, κύριε αξιωματικέ, αστειεύομαι).
   Προαισθάνομαι λοιπόν ότι δε θα γυρίσω κι ακόμη δεν έχω απαντήσει ξεκάθαρα στο μεγάλο ερώτημα: Ήξερες ναι ή όχι, όταν ήρθαν εκείνο το μεσημέρι κι άφησαν το χαρτί της επιστράτευσης; Αν ήξερες, προσπάθησες να τον εμποδίσεις, ή είδες στον θυμό του την ανακούφιση στο δικό σου αδιέξοδο; Του είπες ότι σ' αγαπώ χρόνια, από μικρό κορίτσι, ότι σε σεβάστηκα, ότι έγινα τσιράκι του μόνο και μόνο για να έχω την πολυτέλεια να σε βλέπω κάθε μέρα;
   Η στάση σου βέβαια από κείνο το μεσημέρι και μετά αφήνει αμφιβολίες. Έμεινα τόσους μήνες στη Σαλονίκη, κι αν ήθελες μπορούσες να με δεις, να στείλεις κάποιο μήνυμα με τον Θόδωρο, την υπηρέτριά σας εν ανάγκη. Ô enivrante amie! (1) Μάλλον δεν είχες αυτό το θάρρος της Αλίν, που άφησε στην άκρη ένα βαρύ οικογενειακό όνομα, μια καταγωγή, μια θρησκεία, και παντρεύτηκε τον Σπύρο Αλιμπέρτη. Εσύ η ίδια μού είχες αναφέρει αυτήν την ιστορία, που είναι η πιο ρομαντική στην συνοικία των Εξοχών. Μάλλον δεν είχες ούτε τη μισή θέληση απ' αυτήν του πατέρα μου, που έγινε καθολικός για χάρη της Ζιζέλ, της γυναίκας του. Δεν έμοιασες στο τόσο ούτε σε κείνη την αμόρφωτη Γαλλιδούλα που τα παράτησε όλα για χάρη του και πήγε σε μιαν άγνωστη πόλη να πεθάνει απ' το χτικιό σ' ένα καλύβι δίπλα στη θάλασσα. Επειδή δεν ήσουν ούτε η Αλίν, ούτε η Ζιζέλ, ούτε όλ' αυτά που ονειρεύτηκα, σε θυσίασα σαν την Ιφιγένεια. Το μαχαίρι που κρατάω στο χέρι μου το λένε «λησμονιά». Ακριβή μου, ίσως κάποτε, ύστερα από χρόνια, να σε ξαναθυμηθώ και να έρθω ξαφνικά και να σου ζητήσω εξηγήσεις. Αν γίνει ποτέ αυτό, να ξέρεις ότι δε θα είμαι πια ο κηπουρός, ούτε το δεξί χέρι ενός ντονμέ μεσίτη. Θα έρθω μόνο αν ο γερο-Αλπερέν σκύψει το κεφάλι δουλικά και καθαρίσει μ' ένα πανί την πολυθρόνα που θα καθίσω.
   Έως τότε να είσαι ευτυχισμένη.
   Ο στρατός τελικά επιβιβάστηκε, τα καράβια έφυγαν, η εκστρατεία ξεκίνησε.
Σε ασπάζομαι,
στρατιώτης Λευτέρης Ζεύγος,
2η Μεραρχία, 34ο Σύνταγμα Πεζικού, 2ο Τάγμα

   Ανήμερα των Φώτων, πρωί ακόμα, έπιασαν σκάλα στο Λιμάνι της Οδησσού. Οι πρώτες εικόνες που αντίκρισαν οι άντρες του συντάγματος ήταν ο βαρύς ρωσικός ουρανός και πλήθη κόσμου που τους υποδέχονταν στις αποβάθρες. Κρατούσαν ελληνικές και ρωσικές σημαίες και κάθε τόσο τις ανέμιζαν μες στο πρωινό ψύχος. Πάνω στο κατάστρωμα ετοιμάστηκαν για μια γρήγορη επιθεώρηση πριν συνταχθούν κι αρχίσουν να κατεβαίνουν απ' την πλάγια σκάλα. Ανάμεσά τους, όπως και στην προκυμαία, επικρατούσε εορταστική ατμόσφαιρα ύστερα από τόσες μέρες θορυβώδους εγκλεισμού μέσα στις λαμαρίνες. Κάποιοι, που τους πείραζε η θάλασσα κι είχαν ταλαιπωρηθεί, ύστερα από ένα καλό ξύρισμα και λίγες φρυγανιές στο στομάχι, ξεγελούσαν τώρα με την εμφάνισή τους. 
   Στους δρόμους της πόλης έκαναν παρέλαση. Αφού ανέβηκαν τα εντυπωσιακά σκαλιά μετά απ' το λιμάνι, βγήκαν σε μια ευρωπαϊκή πόλη μ' εντυπωσιακό δημαρχείο, όπερα, πάρκα. Οι δρόμοι, πραγματικά μπουλβάρ, είχαν δεντροστοιχίες με αγριοκαστανιές και ακακίες. Η Γκρετσέσκαγια, ο βασικός δρόμος της ελληνικής παροικίας, ήταν γεμάτη επιβλητικά αρχοντικά. Απ' τα μπαλκόνια και τα παράθυρα κρέμονταν άνθρωποι με λάβαρα και ζητωκραύγαζαν το 34ο Σύνταγμα που παρήλαυνε στοιχισμένο σε τετράδες φορώντας ζεστά εσώρουχα και καινούργια μάλλινα χιτώνια της αγγλικής Επιμελητείας.
   Ήταν ένας ανάμεσα στους πολλούς, ένας σιωπηλός κηπουρός ανάμεσα σε αγρότες, εργάτες, τεχνίτες, παιδιά απλοϊκά που πρώτη τους φορά περπατούσαν σε τέτοιες λεωφόρους. Ήταν άντρες τους οποίους πρώτη φορά ζητωκραύγαζαν απ' τα μπαλκόνια γυναίκες με βαριά κοσμήματα και μανίκια γεμάτα δαντέλα, αγόρια με ναυτικά ρούχα που πήγαιναν σε προσεγμένα λύκεια και μάθαιναν τρεις γλώσσες και ξιφασκία. Ήταν η πρώτη φορά που άντρες του Μακεδονικού Μετώπου, βυθισμένοι για μήνες στη λάσπη και στα κουνούπια του Στρυμόνα, περνούσαν κάτω απ' τα χειροκροτήματα εμπόρων με σκληρό άσπρο κολάρο, που κέρδιζαν εδώ και χρόνια χιλιάδες ρούβλια απ' τα φορτώματα των σιτηρών απ' την Ανατολή στη Δύση, με τα ποταμόπλοια του Δούναβη και τις αντιπροσωπείες τους στην Μπραΐλα και στο Γκαλάτσι.
   Ήταν ένας ανάμεσα στους πολλούς, ένας ανάμεσα σ' αυτούς που δε θα γνώριζαν ποτέ από κοντά τα σημαίνοντα πρόσωπα της γραικικής παροικίας, που δε θα τους καλούσανε ποτέ σε ένα après-souper (2) ν' ακούσουν την πιο μεγάλη κόρη της οικογένειας να παίζει Σοπέν στο μεγάλο σαλόνι. Ήταν ένας απ' αυτούς που δε θα έτρωγαν μπορς σε πορσελάνινο πιάτο, δε θα μιλούσαν κρατώντας ένα ποτήρι κονιάκ με ασφαλιστές και προξένους σε ιδιωτικές λέσχες, ούτε θα χάιδευαν με μια γλυκιά ραθυμία το βελούδινο κάθισμα στα θεωρεία της όπερας.
   Όσοι απ' αυτούς τους άντρες θα έβγαιναν ζωντανοί απ' τις μάχες με τους μπολσεβίκους, θα διηγιόντουσαν χρόνια μετά στη θερμάστρα του καφενείου στο χωριό τους πώς ζούσαν εκείνοι οι Έλληνες στην Οδησσό, πόσο ψηλά ήταν τα άλογά τους, που το ξυστρισμένο τρίχωμά τους λαμποκοπούσε, πόσα ελβετικά ρολόγια είχαν στα ψηλά σπίτια τους και πόσο αγαπούσαν τότε, στην αρχή,  τον Βενιζέλο όταν έφερε τον ελληνικό στρατό κάτω απ' τα μπαλκόνια τους.
   Ήταν ένας ανάμεσα στους πολλούς -άκουγε, έβλεπε και σιωπούσε. Τσάπιζε καθημερινά το χώμα του και το αέριζε για να φυτέψει, όταν έρθει η ώρα, καινούργια όνειρα, γιατί τα παλιά είχαν πιάσει μελίγκρα κι έστεκαν αρρωστιάρικα στη συνοικία μιας πόλης που δεν τον τραβούσε πια. Μαζί με τη Μίρζα θυσίασε και τη συνοικία των Εξοχών και την ίδια τη Σαλονίκη, τις κάρφωσε με το ίδιο μαχαίρι εκεί, στον Κόλπο του Σταυρού, μέσα στις ιαχές των συντρόφων του που έμπαιναν στις βάρκες για να πάνε στα πλοία. Αγάπη, συνοικία και πόλη, τους είχε κουνήσει για πάντα το μαντίλι στέλνοντας ένα τελευταίο γράμμα απ' το Normandie, που το παρέλαβε στην Κωνσταντινούπολη το στρατιωτικό ταχυδρομείο του θωρηκτού Αβέρωφ. Μπαίνοντας στη Μαύρη Θάλασσα, είχε όλος μέσα του αδειάσει και καθαρίσει. Ήταν άσπιλος πια, ξασπρότερος κι απ' τα χιόνια που επρόκειτο να συναντήσει.

Βόρεια της Οδησσού, Μάρτιος 1919
   Ό,τι απλωνόταν από το χωριό Κερμίδοφκα ως το Μπολ Μπουγιαλίκ, και πιο ψηλά, στη Σέρμπκα, την Μπερεζόφκα και το Βασιλίνοβο, το ονόμαζαν «Βορειοδυτικό Μέτωπο». Στην πραγματικότητα ήταν ένα αχανές αλώνι που το μαστίγωναν οι χιονοθύελλες με τη θερμοκρασία να κυμαίνεται συνήθως ανάμεσα στους μείον 20 με μείον 30 βαθμούς.
   Η μεταφορά των συμμάχων, Ελλήνων και Γάλλων, γινόταν κυρίως με τρένο και ήταν κάθε τέτοια μετακίνηση μια ολόκληρη οδύσσεια. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρχε καθυστέρηση πολλών ωρών, έως και ημερών. Οι ατμομηχανές, μυστηριωδώς, κάθε τόσο χαλούσαν, και οι μηχανικοί έσκυβαν πάνω τους για να τις επιδιορθώσουν χωρίς να βιάζονται. Ήταν κοινό μυστικό ότι όλοι οι σιδηροδρομικοί συνεργάζονταν με τους Κόκκινους. Ύστερα από αρκετές ολιγωρίες, τα πιο πολλά δρομολόγια πραγματοποιούνταν με τους ίδιους τους αξιωματικούς μέσα στην ατμομηχανή και με το περίστροφό τους γεμάτο να σημαδεύουν τους μηχανοδηγούς. Κάποιοι απ' τους μηχανοδηγούς έμεναν κρεμασμένοι ανάποδα στα δέντρα μια ολόκληρη μέρα για παραδειγματισμό. Κάποιους απ' αυτούς, που είχαν παραδεχτεί τις δολιοφθορές, τους εκτέλεσαν χωρίς να τους ξεκρεμάσουν. Οι άνδρες του 34ου Συντάγματος συνάντησαν κάποιες φορές τέτοια κουφάρια κρεμασμένων, που τα πήγαινε πέρα δώθε ο παγωμένος αέρας που ξύριζε την πεδιάδα.
   Όλοι οι στρατιώτες, Έλληνες και Γάλλοι, της 156ης Μεραρχίας λαγοκοιμόντουσαν, γιατί υπήρχε ο φόβος ότι το πρωί δε θα ξυπνούσαν εξαιτίας του κρύου. Αφού επιζούσαν απ' την παγωμένη νύχτα, το πρωί δεν μπορούσαν ούτε να πλυθούν, γιατί τα παγούρια τους παρέμεναν ένα κομμάτι πάγος. Έτρωγαν χιόνι για να ξεδιψάσουν και κάποιες φορές, αν δεν τους έσπρωχναν οι βόμβες να χωθούν βιαστικά στη γη σαν τους αρουραίους, κατάφερναν να πιουν ένα φλιτζάνι τσάι. Γύρω απ' τα μάγουλα και το κεφάλι είχαν τυλιγμένα πανιά για να προστατεύονται απ' το κρύο κι έμοιαζαν όλοι με τραυματίες. Είχαν φρύδια με κρυστάλλους και γένια γεμάτα ψείρες, που τους περπατούσαν στον λαιμό, στο μέτωπο, στα απόκρυφα κάτω απ' τα εγγλέζικα σώβρακα, που στον παγετό της ουκρανικής στέπας τα 'νιωθαν τώρα λιγότερο μάλλινα.
   Όλος ο κόσμος ήταν ένα λευκό αλώνι κι αυτοί σπυριά μόνα τους και σκόρπια. Κάθε τόσο ο πόλεμος, ένα αργόσυρτο βόδι δεμένο απ' τον πάσσαλο, γυρνούσε γύρω γύρω, περνούσε από πάνω τους και τους τσαλαπατούσε. Όλος ο κόσμος ένα αλώνι, όπου ο παγωμένος αέρας λίχνιζε τις ψυχές των σκοτωμένων και τις σκόρπιζε στον ουρανό.
   Οι μπολσεβίκοι συνέχιζαν να έρχονται χιλιάδες. Κάποιες φορές τους είδαν από κοντά, πότε καβαλάρηδες πότε πυροβολητές πάνω από κάποια τατσάνκα -άμαξα από κείνες με τα στημένα βαριά πυροβόλα. Πολύ συχνά οι καθυστερήσεις των τρένων τούς φαίνονταν ευλογία, κάτι που ψιθύριζαν μεταξύ τους μακριά απ' τους αξιωματικούς. Ήταν προτιμότερο να βλέπεις πίσω απ' το παράθυρο τον αέρα να λυσσομανάει στον άσπρο κάμπο και να σκορπά νιφάδες σαν πούπουλα από ντουφεκισμένες πάπιες, παρά να είσαι έξω και να μην ξέρεις πού να προχωρήσεις και κάθε τόσο ν' αφουγκράζεσαι απειλητικούς καλπασμούς απ' το ιππικό του Αταμάνου Γκριγκόριεφ (3). Ας αργούσε όσο ήθελε η αποστολή τους, ας άλλαζε κάποιος άλλος εκείνους τους δύστυχους που πολεμούσαν στο πρώτο συρματόπλεγμα του Μετώπου, ας πεθαίνανε κάποιοι άλλοι αντί γι' αυτούς. Στο κάτω κάτω της γραφής ο πόλεμος είναι μια λοταρία, μια ρουλέτα με την μπίλια της να είναι ίδια με τα σκάγια των ντουφεκιών. Αν σε βρει, για να μην υποφέρεις, παρακαλάς τριάντα έξι ολόκληρες φορές να πεθάνεις.
   Όλοι οι σύντροφοί του του χιονιού παρακαλούσαν τον Λευτέρη να μιλάει μ' όποιους Γάλλους συναντούσαν. Ήθελαν ν' ακούνε κι από κείνους λόγια δυσαρέσκειας κι αγανάκτησης. Οι φήμες κυκλοφορούσαν σ' όλα τα συμμαχικά στρατεύματα: οι στρατιώτες δεν ήθελαν πια να πολεμούν. Τα νέα κυκλοφορούσαν εδώ και δυο μήνες απ' τις πρώτες μάχες στη Χερσώνα και στο Νικολάγιεφ. Κάποια γεγονότα η διοίκηση δεν μπορούσε να τ' αποκρύψει. Ψιθυριζόταν ότι αρκετοί από αυτούς που είχαν δηλωθεί σκοτωμένοι ήταν απλά εξαφανισμένοι. Στα γαλλικά τάγματα έρχονταν πληροφορίες ότι οι φυλακές της Οδησσού, που τις είχε επιτάξει η γαλλική διοίκηση, δε χωρούσαν πια τους απείθαρχους και τους λιποτάκτες.
   Ήταν εκείνες τις μέρες που ο Μιχάλης Τριανταφύλλου εξαφανίστηκε λες και τον είχε αρπάξει κάποιος πονηρός δαίμονας της στέπας. Δε βρέθηκαν αίματα ούτε κουφάρι μισοχωμένο στα χιόνια. Ο λοχαγός προτίμησε στις μεταξύ τους συζητήσεις να μη δώσει έκταση στο γεγονός· τον δήλωσε εξαφανισθέντα και δεν το ξανασχολίασε. Κλειστό κράτησε το στόμα του κι ο Λευτέρης για ό,τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Οι δυο τους ήταν υπηρεσία σ' ένα παρατηρητήριο και μοιράζονταν λίγο κρασί από ένα μικρό μπουκάλι για να ζεσταθούν. Κάποια στιγμή ο Μιχάλης χαλάρωσε το κασκόλ με το οποίο είχε σαβανωμένο τον λαιμό του, έχωσε μέσα δυο δάχτυλα κι έβγαλε μια αλυσίδα μ' ένα χρυσό σταυρουδάκι.
   "Είσαι μπεσαλής, το ξέρω", του είπε και, με μια κίνηση, έβγαλε την αλυσίδα απ' τον λαιμό.
   "Τι κάνεις;" τον ρώτησε ο Λευτέρης.
   "Όταν τελειώσει τούτο το κακό, να πας κάτω στο χωριό και να ζητήσεις τη Χρυσάννα, τη χήρα μου, και να της δώσεις αυτό να το περάσει στην κούνια του γιου μου να με θυμάται. Εγώ μπούχτισα με τους σταυρούς σ' αυτόν τον πόλεμο. Κάθε βράδυ, πριν κλείσω τα μάτια μου, νιώθω να σέρνω πίσω μου ένα τσούρμο πεθαμένους. Αύριο μη με κλάψεις, να ξέρεις ότι θα έχω γλιτώσει απ' το σιδερένιο τακούνι και θα είμαι ζωντανός, θα είμαι με τους Κόκκινους. Είναι καλύτερο όμως να με δηλώσουν σκοτωμένο για να έχει η Χρυσάννα μια σύνταξη, μια αποζημίωση, κάτι... Συνεννοηθήκαμε;"
   Τον κοίταξε διερευνητικά.
   "Είσαι σίγουρος;" τον ρώτησε κι άπλωσε το χέρι του πάνω στα φρύδια του για να του σκουπίσει τον πάγο -συνηθισμένη κίνηση τρυφερότητας ανάμεσα στους συμπολεμιστές.
   "Είμαι, Σαλονικιέ! Εσύ θέλεις να 'ρθεις;"
   "Αντέχω ακόμη, εδώ μαθαίνω άλλωστε..."
   "Είσαι ο μόνος που θα ξέρει πού θα είμαι αύριο. Πάρ' το!"
   Ο Λευτέρης άνοιξε τη χούφτα και πήρε την αλυσίδα που ήταν ακόμη ζεστή απ' το λαιμό του.
   "Στον γιο σου θα πω τα καλύτερα, σ' το υπόσχομαι".
   "Να σ' έχει ο Θεός καλά", του είπε ο Τριανταφύλλου και ξανάσφιξε στον λαιμό του το κασκόλ. "Να ξέρεις, ο Θεός είναι με το δίκιο, δεν είναι πόλεμος της πατρίδας αυτός!"
   Τις επόμενες μέρες απουσίαζε απ' το πρωινό προσκλητήριο. Σημειώθηκε αρχικά ως αδικαιολογήτως απών και ύστερα ως εξαφανισθείς.

   Εκείνη τη βδομάδα, στα μέσα του Μαρτίου, η χιονόπτωση είχε παραλύσει όλους τους δρόμους και τις σιδηροδρομικές γραμμές. Έλληνες και Γάλλοι δεν μπορούσαν να διαχειριστούν το σφοδρό κύμα της κακοκαιρίας και κούρνιαζαν όπου έβρισκαν. Οι μπολσεβίκοι όμως, γιοι του χειμώνα, προχωρούσαν. Στο μεταξύ, οι ειδήσεις για καινούργιες λιποταξίες πλήθαιναν. Κάποιος υπαξιωματικός Παπαδόπουλος του 9ου Λόχου είχε αυτομολήσει με αρκετούς άντρες του στους Κόκκινους. Τον Κονδύλη, τον συνταγματάρχη, λέγανε ότι σε κάποια αναφορά τάγματος τον γιουχάρανε. Το πιο σοβαρό όμως περιστατικό έγινε σ' αυτούς στα βορειοδυτικά, όταν οι Γάλλοι εγκατέλειψαν το Μέτωπο κι άρχισαν να γυρνάνε προς την Οδησσό. Ήρθε τότε σήμα απ' τη διοίκηση στον 2ο Λόχο του 34ου Συντάγματος να πάνε να χτυπήσουν τους Γάλλους που υποχωρούσαν. Αρνήθηκαν. Τις επόμενες ώρες άρχισαν και οι ίδιοι να υποχωρούν συντεταγμένα.
   Ούτε κι αυτός ο ίδιος κατάλαβε πώς έγινε τελικά. Σαν να έστριψε κάποιος ένα κέρμα ψηλά στον μολυβί ουρανό κι αυτό, όταν έπεσε στους πάγους, έδειξε τη φυγή. Ήταν ένα νόμισμα - πυξίδα που έδειχνε πάντα τον Βορρά, το Βασιλίνοβο, τη φυγή. Τον είχαν στείλει απ' το τάγμα να βρει μια ομάδα από Γάλλους που οπισθοχωρούσαν για να τους κοινοποιήσει την απόφαση του λοχαγού τους να αγνοήσουν τις διαταγές και να μην τους πειράξουν.
   Βάδιζε κουκουλωμένος, όταν ξαφνικά τον βρήκε καινούργια θύελλα. Άρχισε να προχωρά στα τυφλά, ενώ ο άνεμος τον βίτσιζε με νιφάδες και τον πονούσε στο πρόσωπο και στο στήθος. Κατάλαβε ότι πλησίαζε σε μια μεγάλη λακκούβα. Έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να μπουσουλάει προς τα εκεί με όλες του τις δυνάμεις για ν' αποφύγει όσο μπορούσε τη μανία του ανέμου. Έφτασε μπροστά σ' έναν μεγάλο κρατήρα που 'χε τρία μέτρα βάθος. Σύρθηκε ως το χείλος του κι άφησε το κορμί του να κυλήσει. Ήταν φανερό ότι τον κρατήρα τον είχε ανοίξει μια μεγάλη οβίδα. Χάρη σ' αυτόν ξαναβρήκε την ανάσα του κι έμεινε προφυλαγμένος απ' τη μανία του ανέμου. Καθώς ήταν σκυφτός κι άκουγε μόνο το ουρλιαχτό της θύελλας, την ίδια στιγμή, με την άκρη του ματιού του, ερευνούσε γύρω του. Η κρυψώνα που τον είχε σώσει έμοιαζε με ομαδικό τάφο: είχε εδώ κι εκεί σκόρπια πόδια και χέρια, και ήταν τόσο παγωμένα, που δεν είχαν καταφέρει ούτε το χιόνι να λερώσουν -κρέας που είχε μπλαβίσει, με λίγα κομμάτια κουρελιασμένο πανί που ήταν κάποτε μανίκι ή μπατζάκι από παντελόνι.
   Πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να 'θελε να βεβαιωθεί κι ο ίδιος ότι ήταν ακόμη ζωντανός.
   "Ως πότε θα το ανέχομαι αυτό;" αναρωτήθηκε και πάλεψε να ηρεμήσει το στήθος του που ανεβοκατέβαινε.
   Δεν ήταν φόβος, ήταν κορεσμός και αηδία. Ήταν η πλημμυρίδα του πολτού της παράνοιας, ο κορεσμός της κολλώδους φρίκης, η τρέλα τής κάθε μέρας, η κραυγή, η λύσσα να σηκωθεί όρθιος κρατώντας το χέρι που 'χε βρει στον λάκκο, που ήταν κομμένο απ' το μπράτσο, και να ουρλιάξει, να χουγιάξει τον άνεμο, να τρομάξει τις μοίρες και τον θάνατο, να σώσει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
   Σκυμμένος στο πιο βαθύ σημείο του κρατήρα κι απορροφημένος απ' το ίδιο του το ουρλιαχτό στη χιονοθύελλα, νόμισε ότι άκουσε το γέλιο του Αλπερέν μπέη. Ήταν η πρώτη φορά που φοβήθηκε -όχι τον πόλεμο και τον θάνατο, αλλά την τρέλα. Τις φοβόταν αυτές τις φωνές, τις αθέατες, τις κίβδηλες, που τυραννάνε μαστιγωμένες ψυχές. Μετά το τέλος της καταιγίδας θα έφευγε. Μακάρι να είχε ακολουθήσει τον Μιχάλη, όχι στους μπολσεβίκους απαραίτητα, αλλά μόνο μακριά από δω, μακριά απ' το σφαγείο, σ' ένα νησί, σ' ένα άστρο, αλλού. Ίσως ο Τριανταφύλλου ν' άκουγε μικρός, όπως κι αυτός, το ίδιο παραμύθι με τον Κοντορεβιθούλη, που έβρισκε τα χαλίκια κι ακολουθούσε τον δρόμο που έπρεπε για να μη χαθεί στο δάσος. Μπορεί ο Τριανταφύλλου ν' άφησε πίσω του δόντια από σκοτωμένους -σημάδια για να μπορεί να τον βρει ο φίλος του ο Λευτέρης στη στέπα.
   Κύρτωσε κι άλλο και τυλίχτηκε γύρω απ' τον εαυτό του. Κάποια στιγμή, χωρίς να έχει αίσθηση πόση ώρα είχε περάσει, δεν άκουγε πια το βουητό της χιονοθύελλας. Τα πνευμόνια του δαίμονα της στέπας είχαν τώρα αδειάσει κι επικρατούσε άπνοια, άπνοια και σιωπή. Οι λίγες νιφάδες που έπεφταν εδώ κι εκεί ήταν απλά για να δείχνουν ότι και μέσα σε τέτοια σιγή ο χρόνος συνέχιζε να κυλά.
   Σκαρφάλωσε στο χείλος του κρατήρα και κοίταξε ολόγυρα. Προσανατολίστηκε όπως μπορούσε κι άρχισε να βαδίζει. Υπολόγιζε ότι αν ζούσε μια δυο μέρες θα έφτανε στο Βασιλίνοβο. Ήξερε ότι εκεί είχε ένα τάγμα Ζουάβων και μια μονάδα τεθωρακισμένων. Αν δεν είχαν ακόμη λιποτακτήσει, θα τους συναντούσε. Δεν ήξερε όταν θα έφτανε τι θα τους έλεγε, άλλωστε δεν είχε και κάτι να πει.
   Έσκυψε, πήρε μια χούφτα καθαρό χιόνι και το έβαλε στο στόμα του, γιατί διψούσε και πεινούσε. Στη μέσα τσέπη της χλαίνης του είχαν μείνει λίγες σταφίδες. Έχωνε κάθε τόσο εκεί τα δάχτυλα και τις συνέλεγε μία μία. Στην τελευταία, όταν την κράτησε στα δάχτυλά του, πρόσεξε ότι μαζί της είχε πιάσει και μια ψείρα.
   Προχωρούσε αργά σβαρνώντας τα πόδια στο χιόνι. Έπρεπε, αν ήθελε να επιβιώσει, να βρει κάποιο κατάλυμα. Ευτυχώς, πριν τον βρει η νύχτα, ανακάλυψε ένα συμμαχικό φορτηγό κομμένο στα δύο. Κάποια οβίδα προφανώς είχε διαλύσει την καμπίνα του οδηγού, τους άξονες και τις τρεις ρόδες. Έγερνε τώρα στο πλάι, με τη ρόδα που του είχε απομείνει να είναι βυθισμένη στο χιόνι. Η τέντα της καρότσας του όμως φαινόταν γερή. Έκανε πρώτα μια ενδελεχή αναγνώριση γύρω γύρω μη τυχόν είχε μέσα ή από κάτω κομματιασμένα πτώματα. Ό,τι είχε απομείνει απ' το φορτηγό, ήταν καθαρό από σάρκα· φαίνεται ότι το είχαν εγκαταλείψει στην αρχή της επιδρομής, πριν παντρευτούν τα κρέατα τις λαμαρίνες.
   Επάνω στην καρότσα, σε κάποιες γωνιές που δεν τις έπιανε ο άνεμος, ξεχώρισε υπολείμματα από σιτάρι. Ήταν φορτηγό του εφοδιασμού· τώρα ήταν μισός σκελετός και μισή τέντα από καραβόπανο που την τράνταζε ο αέρας. Χώθηκε κάτω απ' την τέντα κι έκλεισε πίσω του με κορδόνια δύο κομμάτια της που ανέμιζαν. Όλη η καρότσα ήταν ένα κεκλιμένο επίπεδο. Στις γωνιές της κατηφόρας βρήκε κι άλλα χυμένα σπυριά από σιτάρι κι άρχισε να τα τρώει με βουλιμία, όπως τα περιστέρια. Ξεγέλασε έτσι την πείνα του και κράτησε στο χέρι ένα μικρό στρωσίδι, που το κουβαλούσε πίσω στην πλάτη του στον γυλιό. Το άπλωσε στην καρότσα και ξάπλωσε με το κεφάλι στην ανηφόρα και τα πόδια προς τα κάτω. Το ξύλο της καρότσας ήταν κρύο βέβαια, αλλά ήταν καλύτερο απ' το να 'ναι μέταλλο· η τέντα έκοβε τον αέρα και τον προφύλαγε.
   Χαμογέλασε λίγο κι έσφιξε επάνω του τη χλαίνη.
   "Δραπέτης είναι καλύτερα", συλλογίστηκε, "μόνος είναι καλύτερα".
   Ο μόνος ήχος που άκουγε όλη την νύχτα ήταν το τεντωμένο καραβόπανο της τέντας που χτυπιόταν απ' τον άνεμο όπως οι μεμβράνες στα τύμπανα. Ούτε τη φωνή του Αλπερέν μπέη ξανάκουσε ούτε καμιά άλλη, μόνο το καραβόπανο που το κυμάτιζε η καταιγίδα που 'χε μες στη νύχτα ξαναρχίσει. Κάπου εκεί, στα τελειώματα της νύχτας, είδε στον ύπνο του τον Αβδούλ Χαμίτ να καπνίζει. Ο πατισάχ δε μιλούσε, φαινόταν σκεφτικός και δεν του έδωσε καμιά σημασία. 

   Στις επόμενες δυο μέρες σιγουρεύτηκε ότι είχε απομακρυνθεί απ' τη σιδηροδρομική γραμμή που ένωνε την Μπερεζόφκα με το Βασιλίνοβο. Είχε περάσει επίσης, νύχτα, πάνω απ' την παράκαμψη της γραμμής που έστριβε νοτιοανατολικά προς το Νικολάγιεφ. Αφήνοντας πίσω τις γραμμές του τρένου και τον βασικό δρόμο, που ήταν κι αυτός στρωμένος με πάγο, ακολουθούσε από ένστικτο κι επιπολαιότητα όποιον επαρχιακό δρόμο έβρισκε μπροστά του, όπου δε βούλιαζε και μπορούσε να τον πατήσει. 
   Περνούσε σε απόσταση από αγροικίες, αποθήκες, έρημα υποστατικά και κάποιους οικισμούς, όπου δεν έβλεπες ούτε μια στήλη καπνού να υψώνεται στον αέρα. Πολλοί αγρότες είχαν φύγει από τον φόβο των μαχών, άλλοι είχαν ακολουθήσει τον στρατό του Μάχνο (4) ή τους μπολσεβίκους του Αταμάνου Γκριγκόριεφ. Τις πιο πολλές φορές τον αντιλαμβάνονταν μόνο τα σκυλιά, που αλυχτούσαν από απόσταση, αλλά κι αυτά γρήγορα σταματούσαν, γιατί ήταν νηστικά εδώ και βδομάδες. Χειμώνας και πόλεμος, παγωμένα κοτσύφια, σκελετοί από αγρίμια, αλλά και κατοικίδια που είχαν σκορπίσει απ' τις μάντρες ύστερα από κανονιοβολισμούς. Όσο απομακρυνόταν απ' τα πεδία των συγκρούσεων, δεν έβλεπε πια ανθρώπινα πτώματα, ούτε τάφρους με συρματόπλεγμα και τσουβάλια με άμμο. Η στέπα απλωνόταν μπροστά του αγνή στη μόνωση και στη νάρκη του χειμώνα.
   Τη δεύτερη μέρα συνάντησε κάποιους χωρικούς που έγδερναν ένα γουρούνι κρεμασμένο από ένα γυμνό δέντρο. Κάτω απ' το κεφάλι του είχαν βάλει έναν κουβά που μάζευε το αίμα που στράγγιζε. Το σκίσιμο στην κοιλιά, που έκανε τα σπλάχνα να χυθούν, άχνιζε στην παγωνιά.
   Κάθισε σε μια διπλανή στέρνα, όπου το καλοκαίρι οι αγρότες πότιζαν τα ζώα τους κάτω απ' τη σκιά των δέντρων, όμως τώρα ήταν στεγνή κι απ' τον σωλήνα κρεμόταν ασχημάτιστος πάγος που στον Λευτέρη φάνηκε ότι έμοιαζε με τα έντερα του σφαγμένου γουρουνιού.
   Οι χωρικοί που έγδερναν το σφάγιο ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα, ντυμένοι με προβιές, κάτι λερά κομμάτια γούνας και παλιόρουχα, που τους είχε κληροδοτήσει κάποιο μπαούλο του χειμώνα. Ξεχώριζαν μόνο τα πρόσωπά τους -ο άντρας με μια μακριά μαύρη γενειάδα και η γυναίκα στρογγυλοπρόσωπη, ανοιχτόχρωμη με φακίδες. Στα πόδια είχαν τυλιγμένα πανιά δεμένα με σχοινιά, που κατέληγαν σε χειροποίητα τσαρούχια.
   Στην αρχή προτίμησαν να μην του δώσουν σημασία. Του γύρισαν την πλάτη και δούλευαν πάνω στο σφαχτό με δυο μακριά μαχαίρια· ίσως η παρουσία του και να τους φόβιζε. Αυτός ακουμπούσε στην παγωμένη βρύση, γιατί το βρήκε ξεκούραστο να τους χαζεύει κι αυτό, γιατί είχε βαρεθεί να είναι μόνο με τις σκέψεις του τρεις μέρες τώρα κι ήθελε κάτι για να ξελασκάρει ο νους του. Τα ρούχα του δεν είχαν πάνω τους διακριτικά που να φανερώνουν ότι ήταν Έλληνας. Ήταν μόνο στρατιώτης, Γάλλος, Πολωνός, Ρώσος των Λευκών ή Κόκκινος, απλά ένας στρατιώτης κακοπαθημένος απ' τον πόλεμο και την αγριάδα της στέπας.
   Καμιά διακοσαριά μέτρα απ' το δέντρο ξεχώριζε μια ίζμπα, το συνηθισμένο χωριατόσπιτο της ουκρανικής πεδιάδας. Για κάποιον λόγο το ζευγάρι πάστρευε το γουρούνι μακριά απ' το σπίτι του, ίσως για να 'ναι μακριά απ' τα σκυλιά τους, που πρέπει να τα είχαν κάπου κλεισμένα, καθώς είχαν μυρίσει το αίμα και αλυχτούσαν λυσσασμένα.
   Ο άντρας όταν τελείωσε το γδάρσιμο, προσπάθησε κάτι να του πει που να έχει μέσα του κι ελάχιστα γαλλικά. Ο Λευτέρης σαν ν' αναθάρρησε και τον ρώτησε απευθείας στα γαλλικά. Εκείνος κάτι προσπάθησε να του απαντήσει επιστρατεύοντας κυρίως νοήματα με τα χέρια του, που δεν έλεγαν ν' αφήσουν το μαχαίρι. Ο Λευτέρης τον ρώτησε αν υπήρχαν εκεί κοντά μπολσεβίκοι, κι εκείνος απάντησε με δυο λέξεις και με το δεξί του χέρι, που το κουνούσε πέρα δώθε στον ορίζοντα θέλοντας να του δείξει ότι οι μπολσεβίκοι υπάρχουν παντού. Τον ρώτησε ύστερα αν πέρασαν από κει κι άλλοι στρατιώτες και τότε ο άντρας σήκωσε το ένα του χέρι και του 'δειξε προς τον δρόμο. Όταν ο Λευτέρης τού ζήτησε ψωμί, εκείνος του 'δειξε μόνο το σφαγμένο γουρούνι και σήκωσε τους ώμους -σημάδι αδυναμίας να του προσφέρει αυτό που του ζητούσε. Αναρωτήθηκε μήπως, αν κρατούσε το όπλο του και δεν το είχε πετάξει, ο χωριάτης θα ήταν πιο φιλόξενος και συνεργάσιμος. Του ξαναζήτησε ψωμί, και το μόνο που έκανε ο άντρας ήταν να του δείξει τον κουβά με το στραγγισμένο αίμα. Του ήρθε να βγάλει τα σπλάχνα του.
   "Καλύτερα να φάω τις ψείρες που κουβαλάω", του πέταξε τις λέξεις σαν χαλίκια κι έφυγε χωρίς να τους χαιρετήσει.
   Οι καλημέρες και οι καλησπέρες ταιριάζουν στις πόλεις και στα χωριά, εκεί που οι άνθρωποι τρώνε και πλένονται. Στον κάμπο, ανατολικά απ' το Βασιλίνοβο, ζεις σαν το αγρίμι και πρέπει τα βράδια να εξασκείς την κραυγή σου μήπως την ξεχάσεις κάποτε κι αυτήν.
   Βάδιζε συνέχεια και παρατηρούσε ότι σε κάποια μέρη το χιόνι είχε αρχίσει να γίνεται λάσπη, ενώ αλλού ήταν πάγος σκληρός σαν πέτρα, που του έτρωγε τα άρβυλα. Συνέχισε να περπατάει σιωπηλός σ' αυτό που έμοιαζε με δρόμο, ενώ αριστερά και δεξιά είχε δέντρα στη σειρά, ξεραμένα, με φωλιές πουλιών έρημες, που ξεχώριζαν ανάμεσα στα γυμνά κλαδιά. 
   Κάποια στιγμή συνάντησε μια βοϊδάμαξα που την οδηγούσε ένας γέρος με πελώρια μουστάκια κι ένα γούνινο καπέλο διπλάσιο απ' το κεφάλι του. Ο Λευτέρης του 'κανε νόημα με το χέρι μπροστά στο στόμα για φαΐ. Ο γέρος δε σταμάτησε, μόνο έβαλε το χέρι σ' ένα καλάθι και του πέταξε δυο κάστανα στον δρόμο. Τα σήκωσε απ' το βρόμικο χιόνι και τα σκούπισε στα ρούχα του· ήταν δυο μεγάλα ωμά κάστανα που έμοιαζαν με τα μάτια του Χριστού στις αγιογραφίες. Τα καταβρόχθισε. 
   Συνέχισε να βαδίζει κι ύστερα από ώρες τού μπήκε για τα καλά η ιδέα ότι πιθανώς τρελαινόταν. Δεν είχε κάποιο σχέδιο για να επιβιώσει, δεν είχε προορισμό, ένιωθε μόνο έναν διακαή πόθο να φεύγει μακριά, να μη στέκεται αλλά να περπατάει ασταμάτητα με όσες δυνάμεις είχε το σώμα του χωρίς να σκέφτεται. Ήξερε κάτι τέτοιους τρελούς στη Σαλονίκη, που περπατούσαν χωρίς σκοπό απ' το Λεμπέτ ως την Καλαμαριά, που τους έτρεφαν μόνο τα βήματα και τα παραμιλητά τους.
   Αυτό που τράβηξε αρχικά την προσοχή του ήταν ένα σμήνος μαυροπούλια που ήταν συγκεντρωμένα στην άκρη του δρόμου. Σκέφτηκε ότι αν έπιανε ένα με τα χέρια του θα το έτρωγε όποια γεύση και να 'χε, γιατί το τέρας της πείνας τού δάγκωνε τα σπλάχνα και είχε αρχίσει να μετανιώνει που αρνήθηκε από αλαζονεία και ψωροπερηφάνια πριν μερικές ώρες το φρέσκο γουρουνίσιο αίμα.
   Πλησίασε κι αυτά έμειναν εκεί χωρίς να ταράζονται· ήταν φανερό πια ότι στη στέπα ούτε οι λιποτάκτες τρόμαζαν τα πουλιά. Ξεχώρισε τα περισσότερα να είναι μαζεμένα πάνω σε κάτι. Όσο πλησίαζε, η εικόνα γινόταν ολοένα και πιο καθαρή. Ένας άνθρωπος ήταν δεμένος πισθάγκωνα στο δέντρο, που τώρα τα πουλιά τον έτρωγαν. Το κορμί δεν ήταν πια όρθιο, είχε γλιστρήσει κάτω, και το κεφάλι έμενε γυρτό πάνω απ' τα πόδια που ήταν ανοιγμένα στο χιόνι. Τα πιο πολλά μαυροπούλια ήταν σκαρφαλωμένα πάνω στο κεφάλι και μ' επιδέξιες κινήσεις τού τσιμπολογούσαν το πρόσωπο. Άλλα δυο τραβούσαν απ' την πληγή στο στήθος, που έχασκε ανοιχτή.
   Έβγαλε μια κραυγή κι αυτά τρόμαξαν και πέταξαν ψηλά. Άρχισε να κουνάει το ραβδί που είχε για τον δρόμο κι ύστερα να το περιστρέφει σε μεγάλους κύκλους στον αέρα. Έβγαζε το ουρλιαχτό της αγωνίας του θηλαστικού που έβλεπε να τρώνε τους ομοίους του. Τα μαυροπούλια πέταξαν ακόμη πιο ψηλά και στάθηκαν στα κλαδιά του γυμνού δέντρου όπου ήταν δεμένο το κουφάρι. 
   Ήταν κάτι παραπάνω από φανερό ότι τον είχαν εκτελέσει δεμένο πισθάγκωνα στο δέντρο. Πεσμένο δίπλα του στο χιόνι ήταν αφημένο ένα δίκοχο. Ο Λευτέρης, όταν το σήκωσε και το κράτησε στο χέρι του, ανατρίχιασε. Το ελληνικό εθνόσημο ήταν αφάγωτο απ' τα κοράκια. Έπιασε το κεφάλι απ' τα μαλλιά και το ανασήκωσε. Στα μάτια του νεκρού μπροστά υπήρχε ένα υπόλειμμα πανιού να σκεπάζει τις άδειες κόγχες. Τα μάγουλα ήταν κι αυτά μισοφαγωμένα, όπως κι ένα μέρος απ' τα μαλακά του λαιμού.
   Από κείνο το σφραγισμένο στόμα, που το αναγνώρισε, άκουγε εδώ και μήνες τόσες ιστορίες για το δίκιο των φτωχών του κόσμου, για τον αγώνα των εργατών και την ισότητα. Άκουσε και για το σιδερένιο τακούνι των τυράννων, που κυνηγάει να πατήσει όλους τους εξεγερμένους. Το στόμα του Μιχάλη ήταν τώρα σφραγισμένο απ' τον θάνατο. Ο λαιμός του στεγνός και μισοφαγωμένος, χωρίς σταυρό, γιατί τον φορούσε ο Λευτέρης.
   Του 'ρθε να βάλει τα κλάματα, αλλά δεν του έβγαιναν δάκρυα, μόνο απορίες κι ερωτηματικά. Ένα μεγάλο γιατί: γιατί τον σκότωσαν;
   "Δεν τους είπες την ιστορία με το σιδερένιο τακούνι;" τον ρώτησε.
   Έβγαλε το δικό του δίκοχο και το κράτησε στο χέρι με σεβασμό. Κι όμως θυμήθηκε ότι ήταν καλός στα λόγια ο Μιχάλης. Σίγουρα θα τους είπε την περιπέτειά του όχι μόνο με νοήματα, αλλά και με λέξεις της καρδιάς των εργατών· θα τους είχε πει και για το σιδερένιο τακούνι που σε όλη του τη ζωή τον κυνηγούσε κι ότι είχε έρθει σ΄αυτούς για να είναι μαζί τους και να τον βοηθήσουν να γλιτώσει. 
   Δεν τον πίστεψαν.


Μεσημβρινή Ρωσία, τόποι αχαρτογράφητοι, Μάρτιος 1919
   Πάνω από το Βασιλίνοβο δεν υπήρχαν ονόματα ούτε χρώματα. Ό,τι συναντούσε, ήταν στον χάρτη αόρατο -ίσως πάλι να ήταν εκεί αλλά αυτός να μην το θυμόταν- ενώ ό,τι έβλεπαν τα μάτια του ήταν μόνο λευκό. Έσερνε τα πόδια και κάθε τόσο σήκωνε τα χέρια για να προστατέψει το πρόσωπό του απ' τη χιονοθύελλα, όπως οι μελλοθάνατοι στο απόσπασμα -νιφάδες κατά βούληση στο κεφάλι, στο μέτωπο, στο σώμα. Περπατούσε αργά και είχε τα χέρια σηκωμένα στο πρόσωπο για να κρύβεται απ' τη μανία του λευκού κι απ' τον σαδιστικό συριγμό του ανέμου, που βάτευε σαν ακόλαστο θηρίο τον κάμπο.
   Χρόνια αργότερα ο Λευτέρης Ζεύγος θ' αναρωτηθεί πολλές φορές πώς επέζησε εκείνων των ημερών, ποιος άγγελος με μαύρα φτερά τα είχε απλώσει προστατευτικά και τον είχε γλιτώσει απ' τα εγκλήματα του λευκού, του χιονιού που ήταν βαρύ σαν χαλίκι, του χιονόλευκου ορίζοντα, του ίδιου του ήλιου πίσω απ' τα σύννεφα που είχε χάσει το χρώμα του εγκαταλείποντας το περήφανο κίτρινο και τώρα τον αντίκριζες κατάματα χωρίς να φοβάσαι, ένα ασπριδερό ταψί άκακο σαν πρόβατο.
   Χρόνια αργότερα ο Λευτέρης Ζεύγος θα προσπαθούσε να θυμηθεί πώς του είχε πρωτοφανεί εκείνη η μικρόσωμη σιλουέτα που περπατούσε εκατό μέτρα μπροστά του, καθώς αυτός, ως πιο δυνατός, με περίσσευμα ορμής, σιγά σιγά την έφτανε και θα την προσπερνούσε σπρωγμένος απ' τη λαχτάρα για επιβίωση.
   Ο άγνωστος φορούσε μια στολή που θύμιζε το γαλλικό Πεζικό, η οποία είχε βέβαια ασπρίσει απ' το χιόνι, όπως και το πανί που είχε τυλιγμένο γύρω απ' το κεφάλι του. Το καπέλο, το όπλο, ο γυλιός, όλα ήταν κάπου παρατημένα. Ήταν ένας κοντός στρατιώτης που βάδιζε στο χιόνι, το οποίο κάποιες στιγμές τού έφτανε ως το στήθος, και τότε, σπρωγμένος απ' τον πανικό, πηδούσε για να κερδίσει ύψος, να ξεθαφτεί. Θύμιζε τ' άλογα της Επιμελητείας τα οποία, όταν έσπαγε ο πάγος κάποιας λίμνης και βούλιαζαν στα παγωμένα νερά, τινάζονταν να γλιτώσουν απ' τον φόβο του υγρού τέλους, καθώς ο θάνατος έφτανε ως τον λαιμό έτοιμος να εισβάλει μέσα απ' τα ρουθούνια τους που ανοιγόκλειναν με αγωνία.
   Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε όταν τον είδε ήταν να φωνάξει. Δεν ήξερε ακόμη με σιγουριά αν η στολή του ήταν κλεμμένη, αν ήταν Ουκρανός μπολσεβίκος, Ρώσος Κόκκινος ή Λευκός, ή απλά ήταν μόνο ένας πλάνης του χιονιού που βάδιζε ολομόναχος στη θύελλα. Ο Λευτέρης, πλησιάζοντάς τον αρκετά, κι αφού ο άνεμος σκόρπισε απ' το παλτό του όσο χιόνι είχε μαζευτεί, βεβαιώθηκε πως ήταν η στολή του γαλλικού Πεζικού. Μέχρι να καλύψει την απόσταση που τους χώριζε, έβγαλε απ' την εσωτερική τσέπη τον σουγιά που είχε κρυμμένο και τον κράτησε στη χούφτα. Ξαφνικά τον είδε να κοντοστέκεται· ίσως αφουγκραζόταν γιατί ένιωσε την παρουσία του.
   Προτίμησε να βγάλει μια κραυγή από κείνες που στερούνται ιθαγένειας, μια κραυγή που θα μπορούσε να είχε βγει απ' το στόμα οποιουδήποτε. Μόλις θα ήταν απαραίτητο, είχε έτοιμες να του πει και τις πρώτες λέξεις, όμως γι' αρχή έφτανε μια κραυγή- το διαβατήριο της στέπας που δε λήγει ποτέ. Τον είδε να γυρνάει και να τον παρατηρεί. Δεν έκανε κάποια απότομη κίνηση, όπως να βγάλει κανένα σιδερικό απ' την τσέπη του, γι' αυτό προτίμησε κι ο ίδιος να κρύψει τον σουγιά.
   Ήρθε η ώρα ν' ακούσει και την απάντηση στη δική του κραυγή. Η ένταση και το χρώμα της του έδωσαν την αίσθηση ότι αυτό το τυλιγμένο στα πανιά ζώο που ήταν μπροστά του ήταν πιθανώς χτυπημένο ή τρομαγμένο, σίγουρα πάντως ασθενέστερο. Σε απάντηση, ο γιος του κηπουρού έβγαλε μια κραυγή ακόμη πιο δυνατή, για να του επιβληθεί εξαρχής, για να είναι σίγουρος.
   Ο στρατιώτης του γαλλικού Πεζικού δεν απάντησε με κάτι αντίστοιχο, μόνο κούνησε το χέρι -σημάδι χαιρετισμού, πρόθεση φιλίας, άρα υποταγής, γιατί σε κείνον τον άγριο κόσμο αυτά τα δύο ήταν ακριβώς το ίδιο.
   Έφτασαν σε απόσταση λίγων μέτρων και ο Λευτέρης κοντοστάθηκε. Ο Γάλλος είχε αναγνωρίσει τη στολή του ελληνικού στρατού και κάτι προσπαθούσε να του πει με νοήματα. Ο Λευτέρης άρχισε να του μιλάει στα γαλλικά κι εκείνος κατέβασε τα χέρια του αφήνοντας την παντομίμα στη μέση. Έδειχνε αμήχανος.
   "Γιατί με κοιτάς σαν φάντασμα, δεν καταλαβαίνεις γαλλικά; Αφού δεν είσαι Ζουάβος, διάολε, τι δεν καταλαβαίνεις;"
   "Είσαι Γάλλος;" ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή του.
   "Όχι, Έλληνας".
   "Σε κυνηγάνε;"
   "Δεν ξέρω, απλά έφυγα, δεν είμαι κι ο μόνος... Εσύ;"
   "Κι εγώ έφυγα".
   "Πού πας τώρα;"
   "Απ' ό,τι μπορώ να καταλάβω, στον διάολο. Ο αβάς στην ενορία μου, όταν μας μιλούσε για την κόλαση, έλεγε πάντα για φωτιές και πίσσες. Για χιόνι ο μπάσταρδος δε μας είπε ποτέ κουβέντα".
   "Μη λες πολλά, κράτα δυνάμεις. Θα μιλήσεις όσο θες όταν θα βρούμε καταφύγιο, κατάλαβες;"
   "Πολύ σίγουρο σ' ακούω ότι αυτό θα γίνει..."
   "Αν δεν το πιστεύεις, καλύτερα πέσε τώρα και ψόφα!"
   Δεν του απάντησε, παρά ασυναίσθητα του έκανε χώρο να περάσει μπροστά. Φαινόταν ότι ήθελε κάποιον μπροστάρη, τον χρειαζόταν. Ας πήγαινε λοιπόν πρώτος στη θύελλα αυτός ο Έλληνας κι εκείνος ας τον ακολουθούσε πατώντας στο αυλάκι του χιονιού που θ' άνοιγαν τα δικά του πόδια.
   Στις επόμενες ώρες η κοινή τους μοίρα τούς φίλεψε στην ερημιά μια έκπληξη: βρέθηκαν χωρίς να το περιμένουν σ' ένα εγκαταλειμμένο χωριό. Είχε λίγα σπίτια έτσι κι αλλιώς και τώρα τα πιο πολλά έστεκαν με καρφωμένα τα μικρά παράθυρα και τις χαμηλές πόρτες. Αυτές ξεπρόβαλλαν ελάχιστα πάνω απ' το έδαφος και το χιόνι κόντευε πια να τις σκεπάσει, γιατί κανένας δεν το φτυάριζε. Σε πολλές περιπτώσεις το χιόνι είχε ξεπεράσει σε ύψος τις χαμηλές στέγες και είχε φράξει εντελώς τα στενά δρομάκια. Ανοίγοντας διάδρομο μες στο χιόνι, πέρασαν μπροστά από έρημους στάβλους και μισογκρεμισμένους αχυρώνες. Κάποια στιγμή ξεχώρισαν σε δυο μεριές καπνό· άρα δεν είχαν φύγει όλοι οι χωρικοί, κάποιοι είχαν μείνει. Οι δύο στρατιώτες μπορούσαν από τώρα να φανταστούν ποιοι είχαν παραμείνει: οι ανήμποροι που δεν μπορούσαν να φύγουν μακριά, οι γέροι και οι άρρωστοι.
   Παράξενα που ήταν εκείνα τα σπίτια στη Μεσημβρινή Ρωσία! Ο Λευτέρης θα τα θυμόταν για χρόνια μετά. Πρώτ' απ' όλα ήταν κυριολεκτικά βυθισμένα στη γη. Έμπαινες, κι ύστερα από λίγα μέτρα υπήρχαν καμιά δεκαριά σκαλιά που σε οδηγούσαν κάτω απ' το έδαφος. Εκεί έβρισκες ανέλπιστα ζέστη, καθώς υπήρχε ένας μεγάλος φούρνος σε ξεχωριστό δωμάτιο που έκαιγε συνέχεια. Η γη κρατούσε τη θερμότητα και ξεγελούσε τον χειμώνα στην επιφάνεια, που έσερνε τον χορό του θανάτου. Τέτοιο ήταν το σπίτι της γριάς Γιορντάνκα: μια ζεστή τρύπα της γης. Πολλές φορές το 'λεγε τραγουδιστά ότι το σπίτι της ήταν μια ζεστή τρύπα, όμοια μ' αυτήν που 'χε ανάμεσα στα πόδια της, μια τρύπα απ' όπου έφερε στον ζεστό της κόσμο πέντε αγόρια, αλλά η απάνω γη, η στέπα με τα καμώματα του ανέμου και τον πόλεμο, της τα πήρε όλα. Δύο ήταν με τους καβαλάρηδες του Αταμάνου Γκριγκόριεφ κι άλλοι τρεις με τους αναρχικούς του Μαχνό, αυτούς που είχαν τις μαυροκόκκινες σημαίες. Έμεινε έτσι η Γιορντάνκα, η χήρα, μόνη στην τρύπα της να ταΐζει με το χέρι τα ποντίκια σαν να 'ταν εγγόνια της.
   Την πρωτοείδαν να στέκεται τυλιγμένη στα μαύρα έξω απ' τη μικρή εκκλησία, που της έλειπε η πόρτα γιατί είχε γίνει καυσόξυλα. Στα παράθυρα δεν υπήρχε κανένα τζάμι και ο μπρούντζινος σταυρός της οροφής είχε λιώσει εδώ και καιρό στα χυτήρια της Επανάστασης. Η γριά, με το ένα χέρι έσερνε ένα δεμάτι ξύλα και με τ' άλλο σταυροκοπιόταν μπρος σε μια μισοσβησμένη αγιογραφία, εκεί που κάποτε ήταν το υπέρθυρο. Κάθισαν λίγο και τη χάζεψαν. Έμοιαζε μ' ένα μαυροπούλι στο χιόνι που δεν μπορούσε να πετάξει παρά έκανε νευρικές κινήσεις σέρνοντας μια πληγωμένη φτερούγα γύρω απ' τη λεηλατημένη εκκλησία. Ύστερα από λίγο την είδαν να περνάει από μπροστά τους σέρνοντας το χοντρό δεμάτι. Ξαφνικά στάθηκε λίγα μέτρα μακριά τους, μπροστά σε μια χαμηλή πόρτα από κείνες που έμπαζαν στα περίεργα σπίτια που οδηγούσαν κάτω στη γη. Κάτι τους είπε και τους έκανε νόημα. Την πλησίασαν μουδιασμένοι απ' την παγωνιά και την εξάντληση. Άνοιξε την πόρτα και τους έδειξε κάτι σκαλιά. Κάτω εκεί ξεχώριζε ένα φως. Τράβηξε μπροστά, αφού πρώτα τους έκανε νόημα να κλείσουν την πόρτα πίσω τους. Πολύ γρήγορα μύρισαν καμένο ξύλο και χώμα. Ο Λευτέρης γρήγορα αναγνώρισε και μιαν άλλη μυρωδιά κρυμμένη: μπαγιάτικο λιβάνι.
   "Ο κάτω κόσμος", μουρμούρισε ο Γάλλος κι έδειξε στον Λευτέρη να πάει μπροστά.

   Μια εκκεντρική μοίρα τούς είχε φέρει κοντά, δυο λιποτάκτες και μια γριά που ο νους της γειτόνευε με τα ουράνια. Ο Νατόν κι ο Λευτέρης μιλούσαν μεταξύ τους γαλλικά, με τη Γιορντάνκα όμως δε μιλούσαν τίποτε. Η Γιορντάνκα είχε άλλους κώδικες επικοινωνίας. Τα λόγια τα είχε πιο πολύ για να τραγουδάει, να ψέλνει, να μονολογεί μπροστά στα πράγματα που είχαν αφήσει οι γιοι της φεύγοντας για τον πόλεμο. Ο Λευτέρης δεν άργησε να καταλάβει ότι κι αν ακόμα μιλούσαν τη γλώσσα της, λίγα πράγματα θ' άλλαζαν στη φιλοξενία της. Ο νους της έδειχνε να δραπετεύει κάθε τόσο πάνω απ' τη στέπα, ενώ είχε κινήσεις κι έναν εκφραστικό ειρμό που ήταν κατανοητά μόνο από τη φτερωτή ουράνια ιεραρχία.
   "Η γυναίκα είναι τρελή!" του είπε ο Νατόν ορθά κοφτά απ' το πρώτο βράδυ.
   Ήταν σκεπασμένοι με μάλλινα στρωσίδια και κουβέντιαζαν οι δυο τους χαμηλόφωνα.
   "Αν θέλεις, πες την «αγία τρελή», πάντως τετρακόσια δεν τα 'χει", συμπλήρωσε ο Γάλλος.
   Ο Λευτέρης εκείνο το πρώτο βράδυ δεν πολυενδιαφερόταν να μιλήσουν για τη Γιορντάνκα. Ήταν η κόπωσή τους, η πείνα που δεν έλεγε να κοπάσει, αλλά πιο πολύ η ανάγκη να γνωρίσει τον μικρόσωμο Γάλλο που είχε τολμήσει να κάνει ακριβώς το ίδιο μ' εκείνον: να παρατήσει τη μονάδα του παίζοντας κορόνα γράμματα το κεφάλι του και να χαθεί στο χιόνι. Ποιος ήταν εκείνος ο μικρόσωμος λοχίας με τα κοκκινωπά γένια, μ' αυτό το πρόσωπο που αν και τριχωτό έδειχνε σαν παιδικό; Ποιος ήταν αυτός ο Νατόν που διάβαζε μ' ένα ζευγάρι συρμάτινα γυαλιά κι έδειχνε να φοβάται και τον ίσκιο του;
   "Γιατί μας έβαλε λες στο σπίτι της;" τον ρώτησε ο Λευτέρης.
   Ο Νατόν σήκωσε τους ώμους.
   "Μπορεί να μας πέρασε για τους γιους της, αν έχει γιους..." του απάντησε ύστερα από λίγο.
   "Έχει. Δεν πρόσεξες τη φωτογραφία στο εικονοστάσι;"
   Ο Νατόν ξανασήκωσε τους ώμους με τον ίδιο τρόπο.
   "Αν μας είχε περάσει για τους γιους της, δε θα μας αγκάλιαζε;" τον ξαναρώτησε ο Λευτέρης.
   "Η ψείρα που είχαμε πάνω μας μπορούσε να χωρίσει και νιόπαντρους", σχολίασε ο Γάλλος κι έξυσε άλλη μια φορά το κεφάλι του.
   Ο Λευτέρης ξέσπασε στα γέλια ύστερα από μέρες, βδομάδες ίσως... Είχε καταλάβει ότι ο Γάλλος ήταν ευχάριστος άνθρωπος, ζεστός στην παγωνιά του χιονιού και φωτεινός στην πρώτη σκοτεινή νύχτα εκεί στην τρύπα της Γιορντάνκα.
   "Καθαρίσαμε όμως. Τόσα βραστά νερά και πετρέλαιο..."
   "Ας είναι καλά η τρελόγρια..."
   "Μην τη λες έτσι, δε μ' αρέσει".
   "Χαϊδευτικά το λέω· άλλωστε μου θυμίζει τη γιαγιά μου, μόνο που εκείνη..."
   "Τι εκείνη;"
   "Εκείνη τότε μας τάιζε κιόλας, ενώ εδώ..."
   "Η Ρωσία λιμοκτονεί, αγαπητέ μου μαρκήσιε, δεν το 'χεις καταλάβει;"
   Ο Νατόν σήκωσε προς τα πάνω την άκρη της γενειάδας του και τη μύρισε· του άρεσε που μοσχοβολούσε σαπούνι.
   "Ευτυχώς που η Μεσημβρινή Ρωσία έχει νερό και σαπούνι".
   "Και προπαντός φωτιά, το σπίτι της είναι ζεστό".
   "Έχω να ζεσταθώ έτσι απ' τον χειμώνα του '14".
   "Πολεμάς κοντά πέντε χρόνια;"
   "Τέσσερα και μισό για την ακρίβεια. Έχω κοιμηθεί σε αμπριά περισσότερο καιρό απ' ό,τι στους κοιτώνες του πανεπιστημίου..."
   Εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους χωρίς μαντίλα, με τα άσπρα της μαλλιά να πέφτουν στους ώμους. Κοπανούσε με ρυθμό ένα ξύλινο γουδί, ενώ τους παρατηρούσε ως κάτι αξιοπερίεργο. Ο Νατόν βάλθηκε να την κοιτά κι αυτός αντικρούοντας τη ματιά της. Η γριά ψέλλισε κάτι αλλά δεν κατάλαβαν αν απευθυνόταν σ' αυτούς ή στους φευγάτους γιους της ή στη σελήνη, στον Μαχνό ή στον Λένιν. Τους γύρισε την πλάτη και χάθηκε στο διπλανό δωμάτιο.
   "Τη μεγάλη θερμάστρα την πρόσεξες; Αυτήν που είναι και φούρνος, την πρόσεξες;"
   "Την πρόσεξα".
   "Είδες τι έκαιγε πριν από λίγη ώρα;"
   Ο Νατόν ξανασήκωσε τους ώμους με τον γνώριμο τρόπο. Είχε αρχίσει να θυμίζει στον Λευτέρη τα μικρά παιδιά που είχε στη δούλεψή του στο πρακτορείο, αυτά που πουλούσαν στους δρόμους εφημερίδες.
   "Έκαψε τις στολές μας μαζί με πολλές χιλιάδες ψείρες".
   "Η καημένη η Αντάντ χάθηκε στις φλόγες!"
   "Δεν είναι για γέλια, μωρέ, είμαστε ξεβράκωτοι..."
   "Κι αυτές οι κουβέρτες;"
   "Κουβέρτες είναι, δεν είναι ρούχα!"
   "Θα σου λείψει η στολή σου, Έλληνα;"
   Αποφάσισε να μην του απαντήσει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν βέβαιος μόνο για το ότι είχε βραδιάσει σ' ένα άγνωστο μέρος και θα περνούσε πόσον καιρό άραγε παρέα μ' έναν έφηβο και μια γριά, η οποία ίσως να μιλούσε και με πνεύματα.

   Στο σπίτι της Γιορντάνκα καταλάβαινες αν ήταν μέρα ή νύχτα μόνο αν ανέβαινες μερικά σκαλοπάτια κι έβλεπες έξω από κείνον τον χώρο πριν την εξώπορτα. Παρατηρώντας κανείς κάτι σαραβαλιασμένα έπιπλα που υπήρχαν εκεί, θα μπορούσε να υποθέσει ότι ήταν κάποτε σάλα υποδοχής. Τα μικρά παράθυρα αυτής της σάλας είχαν να καθαριστούν μήνες, ίσως και χρόνια.
   Το σπίτι της ήταν, όπως και να το 'βλεπες, ένα ιδιαίτερο μέρος. Μύριζε ξύλο, μαλλί και μια ανακωχή οσμής ανάμεσα σε τυρί και γιαούρτι. Ήταν ζεστό, γεμάτο στρωσίδια στο πάτωμα και λουλακί υφαντά στους τοίχους. Οι λάμπες του είχαν πετρέλαιο και στο εικονοστάσι το καντήλι ήταν πάντα αναμμένο. Στο χωριάτικο σπιτικό ξεχώριζαν και κάποια στολίδια και μικροέπιπλα που φανερά δεν είχαν σχέση με τον υπόλοιπο μικρόκοσμο του σπιτιού. Κάποιος απ' τους γιους ήταν ίσως έμπορος, ή ο άντρας της που είχε πεθάνει και κουβαλούσε απ' την Οδησσό ή απ' το Κιέβο αναμνηστικά απ' τον κόσμο των σαλονιών των Λευκών, του στρατηγού Ντενίκιν (5), ένα ρολόι τοίχου, μια βιεννέζικη καρέκλα μονάχη της, μια ανθοστήλη από όνυχα, ένα πρες παπιέ που ήταν αφημένο στον πάγκο της κουζίνας, άχρηστο εντελώς αφού απ' το σπίτι έλειπε το χαρτί εκτός από μια παλιά Βίβλο, που την είχαν από καιρό επισκεφτεί κάποια ευλαβή τρωκτικά.
   "Είναι αμπρί, άνθρωπέ μου, ναι, αμπρί! Είναι η τύχη μου αυτή, απ' τα χαρακώματα της Καλλίπολης σ' αυτά της Σαλονίκης κι από κει στα Μπίτολα και στα ορύγματα των Ζουάβων στο Βασιλίνοβο. Να 'μαι κι εδώ! Λιποτάκτης είμαι, γαμώτο, αλλά το αμπρί αμπρί!"
   Ο Λευτέρης, στην τρίτη ήδη μέρα ανάπαυσης, τον απολάμβανε. Ο Νατόν φορούσε τώρα χοντρές ριγωτές πουκαμίσες και κάτι σαλβάρια που τους είχε δώσει η Γιορντάνκα ανοίγοντας ένα παλιό σεντούκι, που μύριζε αιχμαλωτισμένα βαμβακερά και κάποιο χυμένο γυναικείο άρωμα. Μέσα εκεί είχε ένα μπόγο πολύχρωμα υπόλοιπα υφασμάτων, που ταίριαζαν πιο πολύ σε θέατρο παρά σε αγροτόσπιτο. Τις επόμενες βδομάδες η Γιορντάνκα θα ένωνε ράβοντας αταίριαστα περισσεύματα για να ντύσει τους καινούργιους γιους της, κι αυτοί, κάτι ανάμεσα σε χωρικούς και ακροβάτες, θα τα φορούσαν γελώντας που ήταν ακόμη ζωντανοί.
   "Αμπρί, αγαπητέ μου κηπουρέ. Είμαι πάλι κάτω απ' το χώμα! Όταν πεθάνω και με παραχώσουν, θα αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου, να το ξέρεις".
   "Μήπως προτιμάς έξω;" τον ρώτησε δείχνοντας με το δάχτυλο στην οροφή, στον επάνω κόσμο που ήταν όλα λευκά.
   "Μα αν δεν γκρινιάξω σε σένα, σε ποιον να γκρινιάξω, στη γιαγιά Γιορντάνκα; Μα την πίστη μου, συνάδελφέ μου λιποτάκτη, φοβάμαι μην κάποιο βράδυ μέσα στη φέτα απ' το ψωμί που μας δίνει μας ρίξει και κανένα δηλητήριο· την έχω ικανή..."
   Ο Λευτέρης ξανάκλεισε τα μάτια. Απ' ό,τι υπολόγιζε, στον επάνω κόσμο θα πρέπει να είχε νυχτώσει. Απ' το πρωί είχε αρχίσει να κάνει τα πρώτα σχέδια φυγής με τον ερχομό της άνοιξης, τότε που μακριά από δω θα τους περίμενε ένας ωκεανός ατελείωτης λάσπης είτε βάδιζαν προς το Κίεβο είτε στη Σεβαστούπολη. Ρούχα κι όχι στολές, μαλλιά μακριά, γένια, πρόσφυγες κι αυτοί τάχα μέσα στους χιλιάδες.
   "Από αύριο θα βγαίνουμε κυνήγι, κατάλαβες, Νατόν; Το σιτάρι της γριάς τελειώνει και φοβάμαι ότι, αν δεν κάνουμε κάτι, στο τέλος εμείς οι ίδιοι θα παρακαλάμε για δηλητήριο, γιατί ο θάνατος από πείνα είναι φρικτός!"
   Άνοιξε διάπλατα τα γαλανά του μάτια.
   "Λες να πεθάνουμε, Λευτέρη;"
   "Λέω ότι θα ζήσουμε μάλλον..."
   "Έχω σπουδάσει αρχαιολόγος, θα ζήσω στη Λυών, έτσι δεν είναι; Μη μου πεις όχι, εκεί θα ζήσω".
   "Αν δε σε τουφεκίσουν στα σύνορα..."
   Έτριψε τα μάτια του με αγωνία, σαν να 'θελε να περιμαζέψει κάποιο δάκρυ που ξέφευγε και θα τον ντρόπιαζε. 
   Ήταν ο Νατόν Λεφέβρ, είκοσι πέντε ετών, γεννημένος σε μια κωμόπολη της Νότιας Γαλλίας με πολλά ρωμαϊκά μνημεία, στη Vaison la Romaine. Είχε σπουδάσει αρχαιολογία στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λυών. Επιστρατεύτηκε στο Τάγμα της Μασσαλίας και κατόπιν στην 156η Μεραρχία, η μοίρα της οποίας συνδέθηκε με την Ανατολή και το Μακεδονικό Μέτωπο.
   "Ξέρεις τι είναι, σύντροφε λιποτάκτη, να έχεις γλιτώσει απ' τις τουρκικές οβίδες στην Καλλίπολη; Να είσαι μήνες ολόκληρους με το κεφάλι κάτω στο χώμα φορώντας κράνος μέρα νύχτα, κι όταν γυρίσεις στην πατρίδα να σε τουφεκίζουν;"
   "Είσαι λιποτάκτης, αγαπητέ, τι περιμένεις να σου κάνουν;"
   "Και στο Μοναστήρι, εκεί να δεις, με τους Βουλγάρους και τους Γερμανούς, και πιο πέρα, στην Οχρίδα, στο Λέσκοβατς..."
   Ο Λευτέρης θα πλήρωνε όσο όσο για ένα τσιγάρο, για μια ρουφηξιά λήθης. Κατά βάθος το ίδιο και ο Νατόν, αν κι εκείνη τη μέρα τον είχε πιάσει μια μανία να μιλάει συνέχεια γι' αυτά που έζησε στον πόλεμο.
   "Αμπρί, ποντίκια, χώμα, βρόμα, χέρια κομμένα, μυαλά χυμένα..."
   "Τι σ' έπιασε σήμερα, μου λες;"
   "Οι νέοι χέζονται πάνω τους, βρομούσε το όρυγμα, έβαζαν τα κλάματα και δεν μπορούσαν να δουν τους παλιούς στα μάτια, γιατί ήταν η ντροπή τους χειρότερη κι απ' τη λερωμένη στολή".
   "Άντεξες όμως τέσσερα χρόνια".
   "Άντεξα, Έλληνα, ως..."
   "Ώσπου φτάσαμε εδώ".
   "Σ' αυτήν τη φάρσα, σ' αυτήν την απάτη! Ο πόλεμος, τους έλεγα όπου βρισκόμουν, τέλειωσε τον Νοέμβριο. Τι θέλουμε εμείς εδώ; φώναζα. Είσαι μπολσεβίκος, με κατηγορούσαν".
   "Ώσπου;"
   "Ώσπου βγήκαμε στο χιόνι έξω απ' την Οδησσό και πήραμε τον δρόμο με το τρένο για το Βασιλίνοβο. Άσπρο παντού, δεν είχα πια δυνάμεις, ένιωθα ότι δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Αρχίσαμε τις πορείες μες στο χιόνι, γιατί στον σιδηρόδρομο γίνονταν δολιοφθορές. Σιωπή και άσπρο παντού. Τα βράδια βαριανάσαινα, δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Το κρασί που μας μοίραζαν δε μου έφτανε για να με ηρεμήσει. Ώσπου..."
   Έδειχνε ότι δεν ήταν απόλυτα σίγουρος να συνεχίσει.
   "Ώσπου ένα βράδυ που ήμουν περίπολο, είδαμε κάτι αγριόσκυλα να μασάνε τα σπλάχνα από έναν νεαρό δεκανέα που 'χε μόνο μια βδομάδα στον λόχο. Τον είχαν χτυπήσει με μυδράλιο οι μπολσεβίκοι. Είχε μάλλον ξεκόψει απ' τη διμοιρία και γι΄ αυτό τον φάγανε, ποιος να ξέρει... Το χιόνι τού είχε στραγγίξει όλο το αίμα ενώ συνέχιζαν να πέφτουν πάνω του νιφάδες. Δε θέλω να πεθάνω στο χιόνι, τους είπα και τους άφησα. Ήμασταν τέσσερις και με κοιτούσαν αποσβολωμένοι. Θα πάω στην πατρίδα μου, φώναξα, στη Vaison la Romaine, να σκάψω τη γη, να βρω ρωμαϊκά αρχαία. Γύρνα πίσω, παλάβωσες, μου έλεγαν".
   Ο Λευτέρης τον παρακολουθούσε που είχε σηκωθεί όρθιος κι όλα αυτά τώρα τα έπαιζε με κινήσεις θεάτρου, με μάτι γυάλινο να μένει καρφωμένο ψηλά στο ταβάνι απ' το αμπρί της Γιορντάνκα.
   "Τα σκυλιά τού είχαν σκίσει το παντελόνι και τον έτρωγαν εδώ μπροστά..."
   Η γριά Γιορντάνκα είχε αφήσει την κουζίνα και στεκόταν τώρα καταμεσής στο δωμάτιο κοιτάζοντάς τον.
   "Του τα τρώγανε, Έλληνα, καταλαβαίνεις;"
   Είχε απλώσει τώρα τα χέρια προς τον Λευτέρη σαν να τον ικέτευε να μη χάσει ούτε λέξη.
   "Καταλαβαίνεις;"
   Η γριά πέταξε το πανί που είχε στα χέρια της και τον πλησίασε. Ο Νατόν είχε πέσει τώρα στα γόνατα κι είχε κατεβάσει το κεφάλι.
   "Αν δεν ήταν το χιόνι, ίσως να το άντεχα κι αυτό. Έριχνε ο Θεός νιφάδες, κι άλλες... Ήθελε να το κρύψει αυτό το αίσχος, ήθελε να μη δει κανείς δυο σκυλιά να του ξεριζώνουν τ' αρχίδια, τον..."
   Η Γιορντάνκα τον αγκάλιασε χωρίς καν να τον ρωτήσει με το βλέμμα κι εκείνος, σαν να ήταν από ώρα έτοιμος, άνοιξε τα χέρια του.
   "Κυρία, σας ορκίζομαι", της είπε, "αν δεν ήταν το χιόνι που ήθελε όλ' αυτά να τα κρύψει, θα το άντεχα".
   Πήρε το κεφάλι του στο στήθος της κι άρχισε να το χαϊδεύει. Ο Νατόν έκλαιγε τώρα και την τράνταζε ολόκληρη. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της κι άρχισε ένα νανούρισμα. Πέρασε έτσι ένα λεπτό. Τα μάτια της γριάς ξανάνοιξαν, ενώ τα χέρια της συνέχιζαν να του χαϊδεύουν το κεφάλι και τα γένια. Ξαφνικά η δεξιά της παλάμη ακούμπησε στο στέρνο κι άρχισε σιγά σιγά να ξεκουμπώνει τα κουμπιά της ρόμπας της. Ο Νατόν είχε κλειστά τα μάτια και νανουριζόταν. Η γριά Γιορντάνκα έβαλε την παλάμη μέσ' από τη ρόμπα αναζητώντας το στήθος της. Το έβγαλε έξω, λευκό και λιπόσαρκο, την ώρα που η γενειάδα του Νατόν ακουμπούσε στην κοιλιά της.
   Ο Λευτέρης σηκώθηκε και με μια γρήγορη κίνηση σταμάτησε το χέρι της γριάς που κρατούσε το ίδιο το στήθος της και το έδινε, σπρωγμένη από το πιο τυφλό ένστικτο, να ταΐσει ένα αγόρι που υπέφερε.
   "Όχι, κυρία", της είπε ο Λευτέρης, "είναι καλά τώρα!" και τράβηξε απαλά τον Νατόν απ' την αγκαλιά της.
   Εκείνη, αφού τον κοίταξε με άδειο βλέμμα, άρχισε να κουμπώνεται. Ήταν η πρώτη φορά που ο Λευτέρης την είχε αποκαλέσει «κυρία» κι αυτό το χρωστούσε στον Νατόν, που ήταν τώρα διπλωμένος στην ψάθα στο πάτωμα, μικροκαμωμένος και ήσυχος σαν έμβρυο.

   Η διαφορά της πείνας απ' το χιόνι είναι ότι αυτό κάποτε λιώνει και χάνεται, εκείνη όχι. Συνήθως μεγαλώνει με τους πάγους και θεριεύει με τη λάσπη της άνοιξης.
   Έβγαιναν έξω στα δέντρα, που άρχισαν να πρασινίζουν, και στα λασποχώραφα, ψάχνοντας για μαλακές ρίζες και αρουραίους. Κρατούσαν στο χέρι ένα πανάρχαιο ντουφέκι της γριάς και σήκωναν το κεφάλι στις κορυφές των ψηλών δέντρων και στον ουρανό για να χτυπήσουν οτιδήποτε πετούσε. Έψαχναν να τουφεκίσουν καμιά αγριόχηνα ή κανέναν κύκνο έχοντας όνειρο να γίνουν οι κανίβαλοι της ομορφιάς του, να τον κρατήσουν στο χέρι απ' τον μακρύ του λαιμό, να κρέμεται σαν σφαχτάρι και να στάζει αίματα.
   Δε φορούσαν πια παπούτσια παρά σέρνονταν ξυπόλυτοι μέσα σε μιαν αχανή θάλασσα λάσπης. Ήταν άνοιξη και κάποια δέντρα το είχαν καταλάβει. Στο μικροσκοπικό χωριό της Γιορντάνκα έμεναν ακόμη δύο γέροι, που τους είχαν συνηθίσει και δεν έδιναν καμιά σημασία. Αν όμως κάποιος ήταν σε επικοινωνία με τους μπολσεβίκους, θα μπορούσε να τους πει ότι δυο ξένοι, δυο φαντάροι από τους εισβολείς, είχαν έρθει με τα χιόνια κι έμεναν στο σπίτι εκείνης της γριάς που είχε γιους στον πόλεμο κι αγορασμένο οικόπεδο κάπου ψηλά, εκεί όπου μένουν οι άγιοι με τους αγγέλους.
   Προσπαθούσαν να μάθουν νέα απ' τον πόλεμο, αλλά αυτό ήταν πιο δύσκολο κι απ' την ανεύρεση τροφής. Έξω απ' το χωριό περνούσαν κάποιες φορές ένοπλες ομάδες. Ο Λευτέρης και ο Νατόν υπέθεταν ότι πήγαιναν να ενωθούν με τον στρατό του Αταμάνου Γκριγκόριεφ. Δεν τους πλησίαζαν γιατί φοβόντουσαν. Μπορεί στην εμφάνιση να θύμιζαν τώρα χωρικούς, αλλά, όταν οι ένοπλοι θα καταλάβαιναν ότι δεν μιλούσαν ουκρανικά ούτε ρωσικά, πιθανώς και να τους εκτελούσαν. Καμιά φορά περνούσαν και σώματα Πολωνών με άλλες σημαίες, όπως κι άλλα σώματα ατάκτων, που στο μυαλό τους παρέμεναν αταξινόμητα. Έτσι κι αλλιώς ο ρωσικός εμφύλιος τους φαινόταν δυσερμήνευτος.
   Κάπου στα μέσα Απριλίου, έχοντας την πείνα καθημερινό τους τύραννο, αποφάσισαν ότι θα έπρεπε σύντομα να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής. Είχαν ακούσει από έναν μεσόκοπο έμπορο που είχε περάσει για λίγες ώρες απ' το χωριό ότι οι στρατιώτες της Αντάντ έφευγαν. Στα λιμάνια της Οδησσού, της Χερσώνας και της Σεβαστούπολης, μεγάλα πλοία πήγαιναν κι έρχονταν φορτωμένα αξιωματικούς του Ντενίκιν αλλά και πλήθος κόσμου της παλιάς Ρωσίας· μέσα σ' αυτούς και πολλοί Έλληνες, που άφηναν πίσω τους τους εργάτες των σοβιέτ να πανηγυρίζουν. Ο ελληνικός στρατός, όπως του είχε πει με τα λίγα γαλλικά του, είχε πάρει μέσω Ρουμανίας τον δρόμο της επιστροφής. Αυτά λέγονταν τουλάχιστον στις στάσεις των καραβανιών και στους σταθμούς των τρένων.
   Οι μέρες περνούσαν και δεν έλεγαν να καταλήξουν στο ποια θα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Θα έφευγαν συντροφιά, αυτό ήταν το πρώτο που είχαν αποφασίσει· το δεύτερο ότι θα έπρεπε να ξεχάσουν μια και καλή τα παλιά τους ονόματα. Είχαν ακόμη συμφωνήσει να κατηφορίσουν στον Νότο και να μην ανηφορίσουν στο Κίεβο -όλα αυτά βέβαια έπρεπε να γίνουν πριν τους βρει το φθινόπωρο. Στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας μαζεύονταν χιλιάδες πρόσφυγες· εκεί θα μπορούσαν να φάνε απ' τα σκουπίδια τους και είχαν επιπλέον την ελπίδα ότι στις αποβάθρες δεν θα επιμένανε πολύ για χαρτιά και διαβατήρια.
   Όταν οι μέρες άρχισαν να γλυκαίνουν, η Γιορντάνκα όλο και πιο συχνά έβγαζε ένα σκαμνί έξω απ' την πόρτα της και καθόταν στον δρόμο πλέκοντας ή καρικώνοντας τα ρετάλια απ' τα πολύχρωμα υφάσματα που έκρυβε το μπαούλο της. Οι λάσπες είχαν πια στεγνώσει και το χωριό ήταν κυκλωμένο από χορτάρια και στενούς χωματόδρομους που σήκωναν σκόνη. Η γριά κάθε τόσο τους μιλούσε χωρίς να περιμένει απάντηση. Ο Λευτέρης διαισθανόταν ότι τώρα ήταν πιο χαρούμενη απ' ό,τι τον χειμώνα -ίσως να καθόταν στο κατώφλι γιατί περίμενε κάποιον απ' τους γιους της να φανεί. Καμιά φορά έπιανε κουβέντα και με τους δυο γέρους που έμεναν στο χωριό -αυτές ήταν οι τρεις ψυχές που είχαν απομείνει. Ήταν φανερό ότι αυτοί οι γέροι κρατούσαν τη Γιορντάνκα σε μια απόσταση, από σεβασμό ή και λίγο φόβο. Δεν ήταν εξαιτίας των αγγέλων της Γιορντάνκα που τους ένιωθες να κυκλώνουν το κεφάλι της σαν φωτοστέφανο. Το μυστήριο του σεβασμού στο πρόσωπό της λύθηκε τις τελευταίες μέρες εκείνου του Απριλίου.
   Ήταν περασμένο απόγευμα και κάτω στο σπίτι της ήταν οι τρεις τους και ξεδιάλεγαν τους καρπούς και τις ρίζες που είχαν μαζέψει απ' το πρωί τριγυρνώντας ώρες ολόκληρες. Κάτι σκάγια που είχαν ρίξει σ' ένα κοπάδι γερανούς, δεν είχαν φέρει αποτέλεσμα. Ξαφνικά ένιωσαν τη γη, που ήταν οροφή πάνω από τα κεφάλια τους, να τραντάζεται.
   "Άλογα", είπε ο Νατόν και παράτησε ό,τι κρατούσε στο χέρι του.
   "Είναι πολλά, ίσως ολόκληρη ίλη Ιππικού. Τι συμβαίνει;"
   Πρόσεξαν τη Γιορντάνκα που είχε τεντώσει τ' αυτιά της και κοίταζε ψηλά στο ταβάνι.
   "Έρχονται προς τα δω, διάολε, να κάνουν τι;" γκρίνιαξε ο Νατόν.
   Η γριά έβγαλε από πάνω της την ποδιά κι άρχισε ν' ανεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά. Εκείνοι την ακολούθησαν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Έξω απ' το σπίτι, στον δρόμο, είχε σηκωθεί ολόκληρος κουρνιαχτός. Πριν τους καλοειδούν μες στη σκόνη, τους χτύπησε στη μύτη η αλογίλα. Πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι καβαλάρηδες, ενώ τα άλογα που έσερναν ήταν πιο πολλά -τα είχαν φαίνεται αρπάξει ως λάφυρα. Είδαν τη Γιορντάνκα να χώνεται ανάμεσα στα ψηλά πόδια των αλόγων.
   "Μητερούλα, τον νου σου!" φώναξε ο Νατόν και την πήρε από πίσω, γιατί φοβήθηκε μην την τσαλαπατήσουν.
   Ο Λευτέρης τον ακινητοποίησε σφίγγοντάς του το μπράτσο.
   "Μην κάνεις απότομες κινήσεις!" τον πρόσταξε.
   Ήταν πια κυκλωμένοι από βλοσυρούς καβαλάρηδες με ψηλούς γούνινους σκούφους, γιλέκα από προβιά, τσόχινα παλτά και καπέλα. Μπροστά στα στήθη τους είχαν περασμένες σταυρωτά τις σφαίρες, ενώ τα μακριά ντουφέκια τους προεξείχαν απ' τις πλάτες τους ως ρομφαίες. Μέσα στα χάμουρα και τη σκόνη ανέμιζαν δυο μαυροκόκκινες σημαίες.
   Ο Νατόν ήξερε καλύτερα απ' τον Λευτέρη την κατάσταση στην Ουκρανία τους τελευταίους μήνες. Στον γαλλικό στρατό υπήρχε μεγαλύτερη πληροφόρηση για το είδος του ανταρτοπόλεμου που όργωνε τη χώρα ολόκληρη. Τα πιο πολλά τού τα είχε εξηγήσει τις μεγάλες νύχτες στην τρύπα της Γιορντάνκα. Ήξεραν και οι δυο για τους εθνικιστές του Πετλιούρα (6), για τον Αταμάνο Γκριγκόριεφ, για τους αναρχικούς του Μαχνό με τις μαυροκόκκινες σημαίες που είχαν συμμαχήσει πρόσφατα με τους μπολσεβίκους ενάντια στους λακέδες των γαιοκτημόνων, που πολεμούσαν στο πλευρό του στρατηγού Ντενίκιν.
   Δεν άργησαν να καταλάβουν ότι ήταν κυκλωμένοι από αναρχικούς γεωργούς που είχαν βγει στον πόλεμο για την αναδιανομή της γης, ζητώντας ανεξάρτητες κοινότητες και την εξολόθρευση των γαιοκτημόνων, οι οποίοι ρουφούσαν το αίμα των αγροτών για αιώνες.
   "Είμαστε μέσα στον στρατό του Μαχνό!" του είπε τρέμοντας ο Νατόν.
   "Μην κάνεις απότομες κινήσεις κι όλα θα πάνε καλά. Τι δηλαδή, προτιμούσες τους τσαρικούς αυλικούς του Ντενίκιν ή τα δικά μας στρατοδικεία;"
   Ο Νατόν δεν του απάντησε. Είχε πραγματική έγνοια για την κυρά τους, που είχε χαθεί μέσα σ' ένα δάσος από θυσανωτές ουρές κι αλογοπόδαρα ντυμένη στα μαύρα με μια κόκκινη μαντίλα ριγμένη στον λαιμό σαν να φορούσε κατάσαρκα τις σημαίες των αντρών του Νέστωρ Μαχνό.
   Ξαφνικά, μέσα απ' τα χλιμιντρίσματα και τα φρουμάσματα, άκουσαν φωνές και γέλια. Την είδαν να ανασηκώνεται απ' το έδαφος σαν να είχε έρθει η στιγμή της επιβεβαίωσης ότι αυτή η κυρά πετάει όποτε θέλει στους ουρανούς κι έχει τα βράδια για προσκεφάλι φωτοστέφανο. Η Γιορντάνκα μόλις είχε ανασηκωθεί βαστηγμένη σαν κούκλα από δυνατά χέρια, που την είχαν καθίσει πάνω σε μια λευκή φοράδα. Ήταν σαν μια μπάμπουσκα που χαμογελούσε στην αγκαλιά ενός πολεμιστή με μάλλινο ψηλό καπέλο και μακριά μουστάκια. Ο Νατόν κατάφερε κι αναγνώρισε αμέσως έναν απ' τους πέντε γιους της φωτογραφίας. Οι υπόλοιποι άντρες είχαν βγάλει τα καπέλα τους σε ένδειξη τιμής και σεβασμού στη μάνα του αρχηγού τους.
   Το μυστήριο του δέους και του φόβου των δυο γερόντων στο πρόσωπό της είχε λυθεί: η Γιορντάνκα έδινε τους γιους της στην Επανάσταση το ίδιο απλόχερα με τα στρωσίδια της στον κάθε φυγάδα.
   Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκαν έξω στη μεγάλη φωτιά που είχαν ανάψει οι άντρες του γιου της. Αυτός και η μάνα του πήγαν κάτω στο σπίτι τους, ενώ οι δύο λιποτάκτες, χωρίς να τους το πει κανείς, αποσύρθηκαν διακριτικά· άλλωστε στους άντρες του Μαχνό βρήκαν εκτός από ψωμί και παστό κρέας κι έναν γραμματιζούμενο καθοδηγητή που μιλούσε γαλλικά. Διηγήθηκαν την ιστορία τους στον Πέτρο, που είχε γυαλιά όμοια στη στρογγυλάδα μ' αυτά του Νατόν. Του είπαν τις περιπέτειές τους, γιατί είχαν την προσμονή ότι ως λιποτάκτες του ιμπεριαλιστικού στρατού θα τους φαίνονταν τουλάχιστον συμπαθείς. Μια στιγμή αμηχανίας ήταν όταν ο Πέτρος τούς ρώτησε απερίφραστα αν θα ήθελαν να έχουν μια πιο ενεργή συμμετοχή στον αγώνα ενάντια στον διεθνή ιμπεριαλισμό. Δεν ήταν και πολύ εύκολο να ομολογήσουν σε έναν μύστη του αναρχισμού, σ' έναν επαναστάτη, ότι το μόνο που ήθελαν κατά βάθος ήταν μια ζωή ήσυχη, μακριά απ' τους στρατούς και τον πόλεμο.
   Ο Λευτέρης ξεκόλλησε πρώτος από το αδιέξοδο και με διπλωματικό τρόπο τού υπενθύμισε τη μεγάλη ανάγκη της ανάπτυξης του Εργατικού Κινήματος στις πατρίδες τους. Ναι, αυτό ήταν, θα ήθελαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Ν' αλλάξουν τα ονόματά τους και να συνεχίσουν εκεί τον αγώνα. Ο Πέτρος έκανε αναφορά και στην Κομιντέρν (7), που είχε οργανωθεί απ' τον Λένιν πριν λίγο καιρό, και τόνισε τις διαφωνίες τους με την τακτική των μπολσεβίκων. Ύστερα από την άρνησή τους να πολεμήσουν στο πλευρό του Μαχνό, ο Πέτρος τούς έδωσε μια εκτεταμένη πληροφόρηση για το πώς μπορούσαν απ' τις πατρίδες τους να είναι σε μια συνεχή επικοινωνία με το διεθνές Αναρχικό Κίνημα.
   Ένιωθαν ότι θα τη γλίτωναν τελικά, γιατί είχαν την ελπίδα ότι θα τους έπαιρναν μαζί τους στην πορεία για τον Νότο και θα τους άφηναν στο πιο κοντινό από τα μεγάλα λιμάνια. Είχαν βεβαιωθεί ότι δεν τους είχαν για αντιδραστικούς, για ταξικούς εχθρούς. Ήταν όμως πάνω απ' όλα αισιόδοξοι, γιατί πίστευαν πολύ στην αγάπη της γριάς, η οποία αυτή την ώρα στο σπίτι, λούζοντας τρυφερά τον γιο της, θα του ζητούσε να προστατέψει κι αυτά τα δυο ορφανά της, αυτά τα δυο παιδιά του χειμώνα, τους σπουργίτες της.  [...]

   Παρίσι, Δεκέμβριος 1919
   'Ενα κόκκινο Σιτροέν πέρασε με ταχύτητα πάνω απ' τη λακκούβα στέλνοντας τα νερά του στο πεζοδρόμιο. Ο Νατόν πήγε να τραβήξει τον Λευτέρη αλλά δεν πρόλαβε και το παντελόνι του κηπουρού μούσκεψε. 
   "Άι σιχτίρ!" φώναξε ο Σαλονικιός, κι αν δεν είχε την ομπρέλα, θα είχε σηκώσει το χέρι ψηλά σε μια μεγαλόπρεπη μούντζα σαν κι αυτές που έριχναν οι αγωγιάτες στην πιάτσα του Μπαρούτ Χανέ.
   "Ξέχνα το", είπε ο Νατόν και συνέχισε να βαδίζει κρατώντας κι αυτός την ομπρέλα στα χέρια του.
   "Είναι μακριά ακόμη;" τον ρώτησε ο Λευτέρης και συνέχισε να τον ακολουθεί.
   "Φτάνουμε". 
   Στο Παρίσι τον χειμώνα βρέχει συχνά, κι όπως σε όλον τον κόσμο, βραδιάζει νωρίτερα. Έχει λιθόστρωτους δρόμους και λακκούβες, που τις βροχερές μέρες μαζεύουν νερά. Έχει και κάποιους οδηγούς, όπως σε όλον τον κόσμο, που δεν τους νοιάζει αν σε βρέξουν από την κορυφή ως τα νύχια. Ένας γεροδεμένος νεαρός, πρώην υπήκοος της οθωμανικής αυτοκρατορίας, φυγόδικος απ' τη στρατιωτική δικαιοσύνη, ακολουθεί έναν κοντό Γάλλο και βρίζει αυτόν με το αυτοκίνητο που πέρασε χωρίς να νοιάζεται αν υπάρχει άνθρωπος δίπλα του. 
   "Νοσταλγώ εκείνες τις μέρες, τότε που είχα πρωί βράδυ πάνω μου μια ξιφολόγχη, Νατόν, σου μιλάω, μ' ακούς;"
   Η βροχή έπεφτε με θόρυβο κι ο Νατόν βάδιζε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γιατί ήθελε να φτάσουν στην ώρα τους, καθώς πίστευε ότι σε μια συνάντηση η πρώτη εντύπωση έχει τη μεγαλύτερη σημασία.
   "Μ' ακούς;"
   "Φτάσαμε", του είπε κι ακούμπησε το μπαστούνι της ομπρέλας του στον ώμο.
   Ο Λευτέρης έδειξε με το αριστερό του χέρι την ταμπέλα πάνω στο γωνιακό κτίριο.
   "Αυτόν τον δρόμο σού είπανε;"
   "Αυτόν".
   Δεν είχαν κλείσει στο Παρίσι ούτε μια βδομάδα. Ήταν ο τελικός προορισμός ενός μεγάλου ταξιδιού. Από το Βασιλίνοβο στο Νικολάγιεφ και από κει στη Σεβαστούπολη, στο μεγάλο λιμάνι απ' όπου η Σοβιετία έκανε εμετό όλες τις χαλασμένες τροφές της χώρας, τα βακτήρια του παλιού καθεστώτος. Από εκεί έφευγαν οι περισσότεροι απ' τους τρομαγμένους του εμφυλίου που μαινόταν στις πεδιάδες, γαιοκτήμονες, αυλικοί, πολιτευτές της Δούμας, κηφήνες αριστοκράτες, κουλάκοι, επίσκοποι, Έλληνες κι Αρμένιοι έμποροι, ποινικοί κατάδικοι, αστυνόμοι του τσάρου κι αξιωματικοί του στρατού, που μέσα σε μια νύχτα είχαν εγκαταλείψει τον στρατηγό Ντενίκιν.
   Ο Λευτέρης με τον Νατόν χρειάστηκε να περιμένουν κοντά μια βδομάδα για να βρουν καράβι. Κοιμόντουσαν στα υπόστεγα του λιμανιού, στα πάρκα της πόλης, και μερικές βροχερές νύχτες κάτω από γέφυρες. Τα λεφτά που είχαν επάνω τους ήταν μετρημένα κι έφταναν ίσα για να περάσουν λίγες μέρες στ' αμπάρια κάποιου καραβιού.
   Στη Σεβαστούπολη, όσο περίμεναν το καράβι, έκαναν δουλειές του ποδαριού και θελήματα σε τρομαγμένες οικογένειες ευγενών που κρύβονταν. Συχνά ο πατέρας ήταν άφαντος και τα μικρά αγόρια ντυμένα ακόμη με τα ναυτικά, οι σύζυγοι φορτωμένες κοσμήματα και μαντίλια με ξεθυμασμένα αρώματα, που τα μούσκευαν στα δάκρυα. Οι δυο λιποτάκτες έλεγαν ότι ήταν Γάλλοι υπάλληλοι ενός εμπορικού οίκου, όταν τους πρόλαβε η επανάσταση και τους εγκλώβισε στη χώρα. Έπειθαν όσους απ' τους φυγάδες κάθονταν να τους ακούσουν ότι οι μπολσεβίκοι τούς είχαν αρπάξει τις οικονομίες τους, τα ταξιδιωτικά τους χαρτιά, κι ότι λίγο έλειψε να χάσουν και την ίδια τους τη ζωή.
   Το Λιμάνι της Σεβαστούπολης ήταν το νέο μαιευτήριο όπου ως εκ θαύματος ξαναγεννήθηκαν. Ο πρώτος, ο γεροδεμένος Έλληνας, έγινε ο Ευγένιος Ζιρντό. Ο δεύτερος, ο πιο κοντός και μόνιμα χαμογελαστός με την προφορά της Γαλλίας του Νότου, έγινε ο Σεμπαστιάν Μπυβέ. Καθώς γυρνούσαν πάνω κάτω όλη την πόλη απ' το πρωί και μ' αυτά τα ρούχα που είχαν επάνω τους, έδειχναν αξιοθρήνητοι. Φορούσαν τις ίδιες ιδρωμένες χωριάτικες πουκαμίσες και κάτι άλλα φανταχτερά κουρέλια της γριάς Γιορντάνκα, που είχαν κουβαλήσει μαζί τους από το Βασιλίνοβο, τότε που ο λιγομίλητος γιος της γριάς τούς συνόδευε για μεγαλύτερη ασφάλεια απ' τον Βορρά προς τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας. Κατά τ' άλλα, είχαν μια πρόχειρη κρυψώνα όπου φύλαγαν μιαν αλλαξιά καθαρά ρούχα. Όταν θα ερχόταν η ώρα, θα πλένονταν στο ποτάμι και θα τα φορούσαν πριν επιβιβαστούν στο πλοίο.
   Ο Νατόν, Σεμπαστιάν Μπυβέ πια, προχωρούσε στον παρισινό δρόμο μες στη βροχή εκείνο το σκοτεινό απόγευμα του Δεκεμβρίου. Οι λάμπες ίσα που κατάφερναν να διαπεράσουν τη βροχή και το σκοτάδι. Στάθηκαν μπροστά στην είσοδο ενός διώροφου αρχοντικού που είχε όλα του τα παράθυρα φωτισμένα. Κοιτάχτηκαν με κάποια ανησυχία κάτω απ' το φως της εξώπορτας. Οι ομπρέλες τους έτρεχαν ασταμάτητα απ' όλες τις πλευρές και θύμιζαν τις κουρτίνες ενός μικρού καταρράχτη. Σκούπισαν τα πόδια τους και χτύπησαν το κουδούνι.
   Στα τέλη της άνοιξης του 1919, στη Σεβαστούπολη, το δράμα της Μεγάλης Ρωσίας βρισκόταν στο τέλος του. Είχε περάσει πια ένας χρόνος και κάτι που απ' το Λιμάνι της Σεβαστούπολης η αυτοκρατορία αιμορραγούσε. Μέσα σε λίγους μήνες δεκάδες πλοία με διάφορες σημαίες πηγαινοέρχονταν στη Μαύρη Θάλασσα φορτωμένα πλήθη κόσμου και πλημμύριζαν την Ευρώπη εμιγκρέδες. Σ' εκείνο το πολύβουο λιμάνι ο Λευτέρης συνάντησε και πολλούς Έλληνες. Οι περισσότεροι απ' αυτούς ήταν καλοστεκούμενοι αστοί, που έπαιρναν τον δρόμο για την Κωνσταντινούπολη και από κει για τον Πειραιά ή τη Σαλονίκη. Κάθε φορά που άκουγε το όνομα της πόλης του, κάτι τον τσιμπούσε στο στήθος σαν ανοιγμένη παραμάνα, γιατί έβλεπε με τη φαντασία του δυο χορταριασμένους τάφους κι έναν κήπο με τριαντάφυλλα που τους θώπευαν ξένα χέρια.
   Κάνοντας παρέα με τους Έλληνες της προσφυγιάς και συζητώντας τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής τους για τα πλοία, έλεγε κάθε φορά κι ένα διαφορετικό ψέμα για το πώς είχε βρεθεί στη γη της Ρωσίας. Έριχνε και καμιά ματιά σε ελληνικές εφημερίδες, ξεχασμένες στα χέρια τους, ενώ άκουγε απ' το στόμα τους νέα και φήμες για την τύχη του Ελληνισμού. Μ' αυτούς συντροφιά διάβασε για το 34ο Σύνταγμα Πεζικού, που είχε πάρει την άνοιξη τον δρόμο της επιστροφής μέσα από τη Ρουμανία και χωρίς διακοπή από το Γκαλάτσι επιβιβάστηκε στο πλοίο για τη Μικρά Ασία. Ήταν οι ίδιοι άντρες που ύστερα από τη γεμάτη αμηχανία παρέλαση στους δρόμους της Οδησσού είχαν τώρα παρελάσει μήνα Μάιο στην προκυμαία της Σμύρνης πνιγμένοι στις γαλανόλευκες σημαίες και τις ζητωκραυγές.
   Θα μπορούσε να είναι κι αυτός εκεί, θα μπορούσε να κάνει βόλτες στην προκυμαία και να πίνει παγωμένη ρακή με πεπόνι στους καφενέδες της μεγάλης πόλης. Θα μπορούσε τότε να γυρίσει, όταν θα ερχόταν η ώρα, πίσω χωρίς να κρύβεται. Θα μπορούσε να περπατήσει στους καινούργιους δρόμους της πόλης του, αυτούς που χαράχτηκαν πάνω στα γκρεμίσματα απ' τα καμένα, και να μπαινοβγαίνει στα μοντέρνα κτίρια, που έβαζαν τη Σαλονίκη στη βιτρίνα μιας νέας εποχής.
   Θα μπορούσε όμως να ήταν κι αλλού, εκεί στα κοκαλωμένα κουφάρια που θάφτηκαν βιαστικά στην Ουκρανία, να είναι ανάμεσα στα ονόματα που διαβάστηκαν κάτω από μια γαλανόλευκη που κυμάτιζε, να είναι στα φέρετρα που σφραγίστηκαν και φωτογραφήθηκαν πριν τα παραχώσουν.
   Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ακόμα στη Σαλονίκη, βοηθός του Αλπερέν μπέη, αν δεν είχε ρίξει τα μάτια πάνω στην κόρη του. Θα μπορούσε να ήταν θαμώνας στο καφενείο του Λευκού Πύργου, φυγόστρατος, καλοντυμένος, με λίγα παραπάνω κιλά κι αρκετά χαρτονομίσματα στο πορτοφόλι.
   Θα μπορούσε να ήταν αυτά και πολλά άλλα. Τώρα επιβίωνε άστεγος στη Σεβαστούπολη, με διαφορετικό όνομα, με άλλο αίμα και όνειρα, με πόθο γι' άλλες γυναίκες. Στο πλοίο της φυγής θα γνώριζε την Καλίνα Αλεξέγιεβνα, χήρα συνταγματάρχη, και θα της χάριζε όλη τη ζωτική ορμή που ανέμενε απ' αυτόν ο στρατός και οι μάχες. Ο κόρφος της ώριμης γυναίκας είχε το άρωμα αποσταγμένου τριαντάφυλλου. Τελείωνε πάντα μέσα της, γιατί αυτή η ευωδιά, συντροφιά με τη μνήμη, τον παρέλυαν.
   Το υπόστεγο της εξώπορτας τους προφύλασσε τώρα απ' τη δυνατή βροχή κι έτσι κατάφεραν να κλείσουν τις ομπρέλες και να κρατήσουν τα καπέλα τους στο χέρι. Τα τελευταία χρήματα του Νατόν είχαν ξοδευτεί σε κατάστημα που είχε ρούχα από δεύτερο χέρι. Εκεί αγόρασαν τα πανωφόρια και τα καπέλα τους. Πουκάμισα και παντελόνια είχαν προμηθευτεί στη Νότια Γαλλία από μια διανομή που έκανε κάποια Επισκοπή για τους πρόσφυγες. Άνοιξε την εξώπορτα μια μελαψή υπηρέτρια. Ο Λευτέρης παρουσίασε τον εαυτό του με θαρραλέα φωνή κι ήταν αυτό μια ηχηρή υπενθύμιση στον ίδιο ότι το όνομά του ήταν πια Ευγένιος Ζιρντό, Γάλλος της Διασποράς με ελληνικές ρίζες από τη Μαύρη Θάλασσα. Σκούπισαν προσεκτικά τα παπούτσια τους και μπήκαν στο σπίτι.
   Ο αέρας στο μεγάλο σαλόνι μύριζε κάρβουνο της σόμπας ανάμεικτο με βανίλια που ερχόταν από κάποια αθέατη κουζίνα. Όλοι οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι από μια ζαχαρί ταπετσαρία πλουμισμένη με μικρά άνθη. Ένα πιάνο, μια τραπεζαρία, ανθοστήλες, ένας μεγάλος καθρέφτης κυκλωμένος από μια ογκώδη κορνίζα σε χρώμα χρυσαφί γεμάτη από ανάγλυφα φύλλα. Δίπλα στον διθέσιο καναπέ με τα λεπτά πόδια υπήρχε ένα κοντό τραπέζι με αμπαζούρ και γυναικεία περιοδικά.
   Εμφανίστηκε στο σαλόνι από την άλλη πλευρά του σπιτιού με σκούρο κουστούμι και σκληρό κολάρο. Είχε άσπρα μαλλιά, γένια, και στο μάτι ένα πες νε· έδειχνε να έχει περάσει τα εβδομήντα.
   "Ο γιατρός Κουζνέτσοφ;" ρώτησε ο Λευτέρης.
   "Αυτοπροσώπως", απάντησε ο καλοντυμένος άντρας -η ρωσική προφορά ήταν εμφανής από την πρώτη του κιόλας λέξη.
   "Κύριε, ερχόμαστε εκ μέρους της Καλίνας Αλεξέγιεβνα..."
   "Έχω ήδη ενημερωθεί από την ανιψιά μου. Καθίστε παρακαλώ!"
   Παρά την περασμένη του ηλικία, ο Ντοροφέι Αντρέγιεβιτς Κουζνέτσοφ είχε νεανική κίνηση στις χειραψίες και στο πώς κάθισε απέναντί τους· ένας γέρος μάλλον νευρικός, όμως εμφανώς ικανός να λύνει μικρά και μεγάλα ζητήματα σε σύντομο χρόνο.
   "Ποιος είναι αυτός που έχει ελληνική καταγωγή;"
   "Εγώ, κύριε", του απάντησε ο Λευτέρης, ο οποίος θα προτιμούσε να μην είχε βγάλει το πανωφόρι του, γιατί το πουκάμισό του ήταν τριμμένο και στενό επάνω του -η Επισκοπή που τα μοίραζε δεν έμενε σε λεπτομέρειες.
   "Έχει σημασία αυτό που ρωτάω, σε λίγο θα καταλάβετε το γιατί. Είστε απ' ό,τι βλέπω νέα παιδιά που γλιτώσατε απ' του χάρου τα δόντια. Ήταν θέλημα Θεού, δε λέω, αλλά η αλήθεια είναι ότι έπρεπε να είχατε φύγει νωρίτερα. Βλέπετε αυτό το σπίτι; Το έστησα με τις κόρες μου πριν από δεκαπέντε μήνες. Είναι σημαντικό να διαβλέπει κανείς τις μεγάλες θύελλες που πλησιάζουν και να μην καθυστερεί να παίρνει τα μέτρα του. Κι εγώ εμιγκρές είμαι, αγαπητοί μου, πρόλαβα όμως να φύγω χωρίς να νιώσω το μαχαίρι στην πλάτη μου. Ήρθα εδώ στο Παρίσι με όλα μου τα χαρτιά και τα χρήματα ύστερα από μια γρήγορη εκποίηση της περιουσίας μου. Αν σήμερα ζούμε ανθρωπινά, το χρωστάμε σ' αυτήν την προνοητικότητα. Η ανιψιά μου δε με άκουσε· πίστευε μέχρι τελευταία στιγμή ότι η Δυναστεία των Ρομανώφ θα βασίλευε για πάντα στα χώματα της Ρωσίας. Λάθος! Γλίτωσε όμως η ίδια. Ας είναι, κάποιοι δεν κατάφεραν ούτε αυτό".
   "Από κάποια στιγμή κι ύστερα", άνοιξε το στόμα του ο Νατόν για πρώτη φορά, "καταλάβαμε, γιατρέ, ότι δεν υπήρχε ελπίδα. Ήταν όμως αργά γιατί ήμασταν ήδη εγκλωβισμένοι, έτσι χάσαμε τα χρήματά μας, τα χαρτιά μας..."
   Ο νευρικός γέρος τον διέκοψε ρίχνοντάς του μια διερευνητική ματιά, σιάζοντας την ίδια στιγμή το γιλέκο του, το οποίο έδειχνε φιλόδοξα στενό και κομψό για την ηλικία του.
   "Το θέμα των χαρτιών τακτοποιείται, δεν είστε ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που ήρθαν στο Παρίσι χωρίς καν ένα επίσημο χαρτί που ν' αποδεικνύει ποιος είναι ποιος. Τα έχουν αυτά οι πόλεμοι. Στη δική σας περίπτωση ομολογώ ότι δεν έχω πολυκαταλάβει πώς βρεθήκατε στην Οντέσσα αρχικά και ύστερα στη Σεβαστούπολη, όπως μου είπε η Καλίνα. Δεν είναι όμως δικιά μου δουλειά, τ' ομολογώ. Έχω υποχρεωθεί στην ανιψιά μου να σας βοηθήσω όπως μπορώ και, μα τα άγια χώματα που άφησα πίσω μου, θα το κάνω με τον καλύτερο τρόπο. Μου 'πε ότι γνωρίζετε από κηπουρική, κύριε Ζιρντό".
   "Είναι το πάθος μου, γιατρέ. Αν και δούλευα στη Μόσχα σε ασφαλιστική εταιρεία, θα μπορούσα, σας τ' ορκίζομαι, να κερδίζω αν ήθελα το ψωμί μου ως φροντιστής κήπων. Ας όψεται το κοινωνικό προφίλ του κηπουρού, που στη Ρωσία ήταν ιδιαίτερα χαμηλό. Τώρα όμως στην εξορία η επιβίωση είναι πάνω απ' όλα. Ναι, είμαι κηπουρός".
   "Με ελληνική καταγωγή;"
   "Ναι, που πάει πίσω δυο γενιές".
   "Μιλάτε ελληνικά;"
   "Τα καταφέρνω".
   "Σας το ρωτώ γιατί θα σας στείλω στον πιο πλούσιο άνθρωπο της Γαλλίας, που τυχαίνει, όπως λένε, να έχει ελληνική καταγωγή. Αν δει ότι είστε Έλληνας, εκτιμώ ότι θα είναι πιο εύκολο να δουλέψετε σ' αυτόν".
   "Θα σας ήμουν ευγνώμων, γιατρέ".
   "Ξεκίνησα με τη θεραπεία του αρχιθαλαμηπόλου του και κατέληξα να είμαι ο προσωπικός γιατρός της Μαρίας Πιλάρ, θέση αξιοζήλευτη από κάθε άποψη".
   "Ποια είναι η Μαρία Πιλάρ, αν μου επιτρέπετε;"
   "Μια Ισπανίδα αριστοκράτισσα πολύ κοντά στη βασιλική οικογένεια, όμως στην περίπτωσή μας ούτε κι εγώ ξέρω πολύ καλά· κάτι μεταξύ χρόνιου έρωτα και παραλίγο συζύγου του μεσιέ Μπαζίλ. Το σίγουρο είναι ότι η Μαρία Πιλάρ είναι ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει στη Γη για τον πιο ισχυρό άντρα της Γαλλίας, τον Βασίλειο Ζαχάρωφ. Τον έχετε μήπως ακουστά;"
   Κούνησαν κι οι δυο τους το κεφάλι αρνητικά.
   "Νομίζω ότι αν σας έβλεπε αυτή τη στιγμή θα ήταν πολύ ευχαριστημένος, γιατί φροντίζει όσο τίποτε άλλο να παραμένει αθέατος αν και είναι πανίσχυρος. Λοιπόν, αγαπητέ μου Ζιρντό, τι θα 'λεγες για μια δοκιμή εργασίας στο μεγαλειώδες μέγαρο της Λεωφόρου Ος; Είναι ένα επιβλητικό κτίριο πέντε ορόφων γεμάτο κρεμαστές ζαρντινιέρες στα παράθυρα και στα μπαλκόνια και εσωτερικά φυτά σε κάθε γωνιά. Το μέγαρο ανήκει εξ' ολοκλήρου στον Ζαχάρωφ, όμως υπάρχει κι ένας πύργος στο Μπελανκούρ με αχανείς κήπους, όπως και η γαλάζια βίλα του στη Νίκαια. Κάπου θα βρεις να φας ένα κομμάτι ψωμί. Εσύ, νεαρέ, τι ξέρεις να κάνεις;"
   Ο Νατόν ξεροκατάπιε. 
   "Έχω σπουδάσει αρχαιολογία, αλλά μπορώ να κάνω οτιδήποτε· να είμαι γραμματέας, αμαξάς, φύλακας..."
   Στην τελευταία λέξη, ο Ντοροφέι Αντρέγιεβιτς Κουζνέτσοφ χαμογέλασε. Η σιλουέτα του Νατόν σίγουρα δεν ενέπνεε για την πρόσληψή του ως σωματοφύλακα, ούτε καν θυρωρού.
   "Είμαι της γνώμης", τον διέκοψε ο γιατρός, "ότι μπορείτε να πάτε και οι δυο στο μέγαρο της Λεωφόρου Ος. Θα σας ετοιμάσω ένα σημείωμα και θα το δείξετε στον αρχιθαλαμηπόλο, που ελέγχει εξονυχιστικά ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Είναι Σκοτσέζος και μου είναι ευγνώμων, γιατί τον έχω θεραπεύσει από κοιλιακά άλγη που τον ταλαιπωρούσαν χρόνια. Εκτιμώ λοιπόν ότι θα φροντίσει να βρείτε μια δουλειά. Δεν είναι άσχημη ιδέα, αγαπητέ μου Σεμπαστιάν, να μάθεις την κηπουρική δίπλα στον Ευγένιο. Αυτό το επάγγελμα θα σας δίνει τίμιο ψωμί για πάντα".
   Η μελαψή υπηρέτρια είχε σταθεί δίπλα τους κρατώντας έναν δίσκο με αχνιστή σοκολάτα.
   "Ώσπου να πιείτε αυτό το τονωτικό ρόφημα, πηγαίνω στο γραφείο μου να ετοιμάσω την επιστολή".
   Ο γιατρός Κουζνέτσοφ βγήκε από το σαλόνι και τον άκουσαν που ανέβαινε τη σκάλα για τον επάνω όροφο. Έμειναν οι δυο τους να κοιτάζουν σιωπηλοί τα δυο φλιτζάνια που άχνιζαν.
   "Λες να το κατάλαβε;" ψιθύρισε κάποια στιγμή ο Νατόν. 
   "Ποιο;"
   "Ότι είμαστε λιποτάκτες".
   "Μάλλον, αλλά δεν τον νοιάζει. Η Καλίνα μού είπε ότι της έχει αδυναμία· είναι αδερφός της μάνας της που έχει πεθάνει".
   Μίλησαν για λίγο ακόμα χαμηλόφωνα μέχρι να κρυώσει η σοκολάτα, ώστε να μπορούν να τη φέρουν στα χείλη τους. 
   "Της είπες ότι την αγαπάς;" ρώτησε ο Νατόν κοιτάζοντάς τον με τα μεγάλα αθώα μάτια του.
   "Είσαι χαζός; Φυσικά και το είπα, πώς αλλιώς θα ήμασταν εδώ;"
   Ο Νατόν βάλθηκε να περιεργάζεται το σαλόνι σιωπηλός. Αν και ήταν περίπου τέσσερα χρόνια πιο μεγάλος απ' τον Λευτέρη, ο Έλληνας ήταν εξ' αρχής ο μεγάλος του αδερφός απ' την τρύπα της Γιορντάνκα ως τη Σεβαστούπολη κι απ' την Κωνσταντινούπολη ως τη Μασσαλία... Έτσι και τώρα, ο Λευτέρης πήγαινε μπροστά κι αυτός ακολουθούσε. Ήθελε μόνο να περάσουν λίγα χρόνια κι ύστερα να γυρίσει πίσω στην κωμόπολή του, στη Vaison la Romaine. Θα έβρισκε εκεί να πει κανούργια ψέματα για το πώς, αν και τον είχαν πεθαμένο εδώ και καιρό, ξαναγύρισε σαν άλλος Λάζαρος.
   Ο θείος Ντοροφέι εμφανίστηκε και πάλι κρατώντας έναν κλειστό φάκελο. Βλέποντάς τον να τους πλησιάζει, σηκώθηκαν από σεβασμό.
   "Το μόνο που σας εύχομαι είναι καλή τύχη και μην ξεχνάτε ότι την υπόληψη που τρέφουν στο πρόσωπό μου σε κείνο το μέγαρο τη χρειάζομαι· είμαι κι εγώ, νεαροί μου, ένας εμιγκρές. Ελπίζω αυτά τα επαινετικά που γράφω στην επιστολή μου να επιβεβαιωθούν από τη συμπεριφορά σας και στην πράξη. Έχουμε μια καινούργια πατρίδα και είναι σημαντικό εδώ να στεριώσουμε. Μην έχετε ψευδαισθήσεις για κάποιου είδους επιστροφή. Η μεγάλη νύχτα των μπολσεβίκων θ' αργήσει να περάσει".
   Την ώρα που βάδιζαν προς την πόρτα, ο Λευτέρης ένιωσε το χέρι του γιατρού να τον πιάνει από το μπράτσο και να τον κρατά. Ήταν φανερό ότι τον ήθελε να μείνει λίγο πιο πίσω.
   "Είχα την ελπίδα, αγαπητέ Ζιρντό", του ψιθύρισε, "ότι θα ήσασταν καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος. Θα μπορούσα τότε να τρέφω ελπίδες για την αποκατάσταση της Καλίνας. Ομολογώ ότι σήμερα βεβαιώθηκα ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει. Ας είναι όμως, να έχει τουλάχιστον έναν προστάτη· όχι σύζυγο απαραίτητα, αλλά προστάτη. Ο Θεός μαζί σας!"
   Βγήκαν στο λιθόστρωτο και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Καθώς η βροχή είχε σταματήσει, είχαν τις ομπρέλες τους κλειστές. Είχαν πάνω από μία ώρα περπάτημα ως τις υποβαθμισμένες γειτονιές, εκεί όπου πανδοχεία γεμάτα τύφο έδιναν ένα κρεβάτι κι ένα πιάτο σούπα για ελάχιστα φράγκα.
   "Γιατί δεν πας να κοιμηθείς στην πανσιόν που μένει η Καλίνα;" τον ρώτησε.
   "Για να συνηθίζει σιγά σιγά".
   "Τι να συνηθίζει, Ευγένιε;"
   "Μη με λες έτσι όταν είμαστε οι δυο μας. Λευτέρη να με λες! «Να συνηθίζει» σημαίνει να προετοιμάζεται. Δε θα μείνω για όλη μου τη ζωή μαζί της".
   "Πότε λοιπόν θα την εγκαταλείψεις;"
   "Σου αρέσουν μου φαίνεται τα μελοδραματικά. Θα φύγω όταν θα έχω αγοράσει τα πρώτα καλά μου ρούχα. Στη στέπα, για να επιβιώσουμε, χρειαζόμασταν μια ξιφολόγχη κρυμμένη κάτω απ' τη χλαίνη· εδώ έχουμε ανάγκη τα καλά κουστούμια. Το έχεις καταλάβει αυτό;"

Ζουργός Ισίδωρος, Λίγες και μία νύχτες, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2017

Σημειώσεις:
(1)  Ô enivrante amie!: Ω, μεθυστικό μου κορίτσι! 
(2) Après-souper: (συνάντηση) μετά το δείπνο.
(3) Αταμάνος Νικηφόρ Γκριγκόριεφ (1885 - 1919): παραστρατιωτικός ηγέτης που αρχικά στήριξε τη σοβιετική εξουσία αλλά αργότερα στράφηκε εναντίον της. 
(4) Νέστωρ Ιβάνοβιτς Μάχνο (1888 - 1934): Ουκρανός αναρχικός ηγέτης με σημαντική δράση στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο. 
(5) Αντόν Ιβάνοβιτς Ντενίκιν (1872 - 1947): στρατηγός των Λευκών αντεπαναστατών και πρωταγωνιστής στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο. 
(6) Σιμόν Πετλιούρα (1879 - 1926): Ουκρανός πολιτικός και πολεμιστής· αμφισβητούμενη προσωπικότητα που αγωνίστηκε για την ανεξαρτησία της χώρας του. 
(7) Κομιντέρν: η τρίτη διεθνής ένωση των εθνικών κομμουνιστικών κομμάτων. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: