Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

[ ΣΕ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ]

    Ήταν ένας άντρας ως πενήντα χρόνων, ένας κολοσσός. Το ύψος του έφτανε τα δυο μέτρα. Πλάτες φαρδιές, πόδια και χέρια πελώρια, αναλογίες αρμονικές -ούτ' ένα δράμι ξύγκι περιττό. Ξανθός και ροδοκόκκινος, δεν είχε ακόμα δοκιμάσει το ηλιόκαμμα του ελληνικού ουρανού. Παρουσιάστηκε στη Σχολή με στολή εκστρατείας συνταγματάρχη του ποτέ ρωσικού τσαρικού στρατού, πολύ κακοπαθιασμένη. Μια πανάθλια βαλίτσα κρεμόταν απ' το φοβερό χέρι του. Μπαίνοντας στο γραφείο του κ. Διευθυντού στάθηκε προσοχή χτυπώντας τα σπιρούνια, χαιρέτησε στρατιωτικά και αυτοπαρουσιάστηκε:
   "Comte David Borissitch Liapkine, ex colonel de reserve de l' Armée Russe, ex propriétaire foncier!"
   Μιλούσε τα γαλλικά με τη γνωστή τραγουδιστή προφορά των Ρώσων. Τα σταχτιά του μάτια, αγαθά και διαπεραστικά μαζί, κοιτούσαν τον κ. Διευθυντή με ειλικρίνεια. Το αράδιασμα τόσων τίτλων αντήχησε παράξενα μεσ' στους γυμνούς τοίχους του μισοσκότεινου γραφείου· ιδιαίτερα τα δύο «ex», που ειπώθηκαν με έμφαση για τις πρώην καταστάσεις που δηλούσαν. Ύστερ' από πολύμηνη παραμονή στην Αθήνα, στο άδροσο και βουνίσιο πλαίσιο της Αττικής, ο Λιάπκιν ανάσαινε κάποιον αλλιώτικον αέρα στο θεσσαλικό κάμπο, πιο γνώριμο κι αγαπητό. Είδε χωράφια ισόπεδα, απέραντα, σκεπασμένα με βλαστερά δημητριακά· αντίκρυσε ένα ποτάμι πλατύ, που κυλούσε άφθονο νερό ανάμεσα σε δασωμένους όχτους· οσμίστηκε το αψύ πρωινό νότισμα του νιόφυτου σταριού. Και μέσα σε τούτο τον μεγάλο και γόνιμο κάμπο, το καλοστεκούμενο συγκρότημα της Γεωργικής Σχολής του 'φερε στη μνήμη εικόνες της πατρίδας. Κάποια φωνή του 'λεγε μέσα του πως εδώ, στη Θεσσαλία, θα περνούσε ζωή ήσυχη, εργατική κι αμέριμνη, παρόμοια περίπου μ' εκείνη που 'ζησε στη Ρωσία. Έτσι, ξαφνιάστηκε πολύ ευχάριστα όταν άκουσε τον κ. Διευθυντή να του απαντάει ρωσικά.
   Αμέσως, ένα ρεύμα συμπάθειας γεννήθηκε ανάμεσα στους δυο αυτούς ανθρώπους. Ο Λιάπκιν ακούμπησε τη βαλίτσα του, έβγαλε το πηλίκιό του και κάθησε σε μια βαθιά πολυθρόνα. Έλαμπε από ευχαρίστηση η αυστηρά αγαθή μορφή του. Και μέσα στη μισόφωτη και δροσερή κάμαρα -ένα γραφείο προχειροβαλμένο, ανθρώπων που ζουν πιότερο στο ύπαιθρο- ο κ. Διευθυντής κι ο νέος Επιστάτης συνομίλησαν.
   "Μιλάτε ρωσικά σαν Ρώσος", είπε ο Λιάπκιν.
   "Διόλου περίεργο. Η οικογένειά μου ήταν εγκατεστημένη στην Οδησσό. Γεννήθηκα και πέρασα εκεί τα πρώτα δεκαοχτώ χρόνια της ζωής μου. Τέλειωσα το ρωσικό Γυμνάσιο. Ύστερα πήγα στη Γαλλία, όπου σπούδασα γεωπόνος· και κατέληξα στην Ελλάδα -την πατρίδα μου. Διορίστηκα στην Γεωργικήν Υπηρεσία και τοποθετήθηκα στη διεύθυνση της Σχολής. Είναι χρόνια τώρα, που έχω σειρά να μετατεθώ στην Αθήνα· μα δεν το θέλω. Η γραφειοκρατία του Υπουργείου δεν μου λέει τίποτα. Αγαπώ τη Σχολή, τη Λάρισα, τη Θεσσαλία με το καρπερό χώμα. Μου αρέσει να ζω κοντά στη γη, να την κάνω να δίνει πλούσιο καρπό. Κάτι περισσότερο: επιθυμώ, αυτή την αγάπη μου για τη γη, να την μεταδώσω στους μαθητές μου..."
   "Δε νοσταλγείτε τη Ρωσία;"
   "Τη Ρωσία την αγαπώ, όσο τουλάχιστο κι εσείς. Αλλά..."
   Η μορφή του Λιάπκιν σκοτείνιασε:
   "Η Ρωσία δεν είναι πια εκείνη που γνωρίσατε κι αγαπήσατε. Ένας Θεός ξέρει πόσο θα βαστάξει αυτή η δοκιμασία..."
   Γίνηκε σιωπή. Ο Λιάπκιν αναστέναξε· και με σύντομες φράσεις διηγήθηκε την ιστορία της ζωής του: 
   "Κατάγομαι από παλιά φαμίλια, που κρατάει απ' τους βογυάρους. Τα χτήματά μας -πολλά χωράφια, γερό εισόδημα- βρίσκονταν στο κυβερνείο του Καζάν. Τα φρόντιζε ο πατέρας μου. Εγώ ήθελα να γίνω στρατιωτικός και μπήκα στη Σχολή Ευελπίδων της Μόσχας. Ο μεγαλύτερος αδερφός μου -ο Αλέξαντρος Μπορίσιτς- διορίστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών κι έφτασε σε ανώτερη θέση. Ήμουν λοχαγός όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος με την Ιαπωνία. Πολέμησα στην Μαντζουρία, πληγώθηκα βαριά, παρ' ολίγο να πεθάνω. Θέλησε ο Ύψιστος και γιατρεύτηκα· μα η ψυχή μου πικράθηκε αγιάτρευτα από την κατάντια της Ρωσίας. Αποστρατεύτηκα με το βαθμό του ταγματάρχη κι αποτραβήχτηκα στα χτήματά μου, μαζί με τη γυναίκα και το κοριτσάκι μου. Αγάπησα τη γη, έμαθα την τέχνη να την κάνω να καρπίζει... Δυο χρόνια πιο ύστερα πέθανε η γυναίκα μου. Απόμεινα μόνος με την κόρη μου, τη Λιούμπιτς. Κλείστηκα στο κονάκι μου, στην ερημιά· εξόν απ' τους μουζίκους μου, άλλον άνθρωπο δεν έβλεπα..."
   Αναστέναξε ξανά· και συνέχισε:
   "Μόλις κηρύχτηκε ο πόλεμος, με ανεκάλεσαν στην ενέργεια, με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Το 1916 προβιβάστηκα. Πολέμησα τίμια στην Ανατολική Πρωσία και τη Γαλικία. Τίμια κι απελπισμένα, γιατί έβλεπα την μπόρα να 'ρχεται. Ήρθε και με σάρωσε. Οι φαντάροι μου με χτύπησαν, μου ξήλωσαν τις επωμίδες, μ' έδιωξαν... Προσπάθησα να πάω στα χτήματά μου, να βρω την κόρη μου. Δεν μπόρεσα, οι δρόμοι ήσαν κλεισμένοι. Αναγκάσθηκα να κατεβώ στην Ουκρανία, όπου έσμιξα με το στρατό του Βράγκελ. Πολέμησα με λύσσα τους μπολσεβίκους, μαζί με τους Έλληνες και τους Γάλλους. Μα όλα πήγαν χαμένα. Μπάρκαρα στο τελευταίο εγγλέζικο πολεμικό που σάλπαρε απ' την Οδησσό και ξεμπάρκαρα στην Πόλη. Κατόπι ήρθα στην Αθήνα".
   "Κι η κόρη σας;" ρώτησε ο κ. Διευθυντής.
   "Την έχασα. Δεν ξέρω αν ζει ή αν πέθανε..."
   Σιωπή καταθλιπτική. Οι κακές θύμησες φτερουγίζουν στην ισκιερή κάμαρα.
   "Πώς μπορέσατε να διορισθείτε στη Σχολή;" ρωτάει ο κ. Διευθυντής.
   "Φτάνοντας στην Ελλάδα, έπρεπε να βρω κάποιο τρόπο να βγάλω το ψωμί μου. Τι δουλειά μπορεί να κάνει, σε ξένο τόπο, ένας στρατιωτικός; Σκέφθηκα πως οι γεωπονικές μου γνώσεις, μολονότι πραχτικές, ίσως μου φαίνονταν χρήσιμες. Πήγα λοιπόν στο Υπουργείο Γεωργίας και παρακάλεσα να με διορίσουν οπουδήποτε. Ομολογώ πως μου φέρθηκαν πολύ ευγενικά· αλλά, όπως ξέρετε, το Σύνταγμά σας είναι αυστηρό: «Μόνον Έλληνες είναι δεκτοί εις δημοσίας θέσεις». Κατέβαινα απελπισμένος τις σκάλες του Υπουργείου· όταν ακούω να μου μιλούν γαλλικά: «C' est vous, Liapkine? Quelle surprise!» Γυρνώ κι αναγνωρίζω τον παλιό μου φίλο, τον Τριανταφυλλίδη..."
   "Ο Τριανταφυλλίδης είναι φίλος σας;" ρωτάει ξαφνιασμένος ο κ. Διευθυντής.
   "Τον είχα γνωρίσει στο Βισύ, το 1912, όπου είχα πάει για το συκώτι μου. Κάναμε πολύ παρέα. Μου είχε πει, τότε, πως ήταν δικηγόρος και πολιτευόμενος".
   "Τώρα είναι υπουργός της Γεωργίας..."
   "Πού θέλατε να το φαντασθώ, αγαπητέ μου; Όπως καταλαβαίνετε, ύστερ' απ' αυτό τα πάντα διορθώθηκαν. Ο Τριανταφυλλίδης με πήρε στο γραφείο του, χτύπησε μερικά κουδούνια και πρόσταξε τους αρμοδίους Διευθυντές, που πρόστρεξαν ολοταχώς, να ξεχάσουν Σύνταγμα και Νόμους και να μου βρουν αμέσως μια καλή θέση μ' ένα καλό μισθό. Έτσι διορίστηκα Επιστάτης του Σταθμού Επιβητόρων Ίππων της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής Λαρίσης. Ομολογώ πως ούτε όταν ήμουν στις πιο μεγάλες μου δόξες, δεν είχα τόσο μακρύ τίτλο!"
   Γέλασαν καλόκαρδα· κι ο Λιάπκιν είπε:
   "Είναι σκληρό να ξαναρχίζεις τη ζωή σου στα πενήντα..."
   Ο κ. Διευθυντής του 'δωσε κουράγιο:
   "Εδώ θα ξεκουραστείτε, θα γαληνέψετε. Η δουλειά είναι εύκολη κι ευχάριστη. Θα φροντίσω να σας δοθεί μια καλή κι ευρύχωρη κάμαρα. Η γυναίκα μου κι εγώ θα θεωρήσουμε τιμή τη φιλία σας. Οι συνάδελφοί σας θα σας δεχτούν με πολλή συμπάθεια..."
   "Ευχαριστώ", μουρμούρισε ο Λιάπκιν με συγκίνηση. "Πραγματικά, δεν βρίσκω λόγια..."
   "Λυπάμαι", συνέχισε ο κ. Διευθυντής, "που η θέση δεν είναι ανάλογη με τα προσόντα σας. Αλλά, με τον καιρό, θα διορθωθεί κι αυτό..."
   Ο Λιάπκιν χαμογέλασε:
   "Το βασικό είναι να ζει κανείς. Τ' άλλα είναι φιλολογία..."

   Όταν, λίγες μέρες πιο ύστερα, ο Λιάπκιν πρωτόβγαλε περίπατο τα άτια της Σχολής, γίνηκε κάτι που πολύ τον ξάφνιασε. Προπορευόταν η κ. Διευθυντού πάνω στο Φρίξο, πολύ κομψή μέσα στη φαρδιά αμαζόνα της (εκείνο τον καιρό οι κυρίες καβαλίκευαν γυναικεία) και κατενθουσιασμένη που ξαναβρήκε το αγαπημένο της σπορ. Ο συνταγματάρχης την ακολουθούσε πελώριος, λεβέντης και καλοστεκούμενος πάνω στο Βαλία. Στραβά το καλπάκι στο στρογγυλό, ξυρισμένο του κεφάλι, με το μικρό κεραμίδι να του μισοκρύβει το δεξί μάτι. Πάνω στη χακί μπλούζα, με τις πλατιές χρυσές σπαλέτες, ο σταυρός του Αγίου Αντρέα (του τον κρέμασε στο τιμημένο στήθος του ο ίδιος ο τσάρος, για ηρωική διαγωγή στο πεδίο της μάχης). Αν κανείς πρωινός διαβάτης αντίκρυζε τους δυο καβαλάρηδες  να τροτέρνουν στον κάμπο της Θεσσαλίας -τον ισόπεδο και βλαστερό σαν ουκρανέζικη στέπα- θα θάρρευε πως δραπέτεψαν από κάποιο ρομάντζο του Τουργκένιεφ.
   Ήταν πολύ πρωί. Τριπόδισαν στο μάκρος της δημοσιάς και προσπέρασαν τη Φιλιππούπολη. Μισόγυμνες, αγουροξυπνημένες γυναίκες άνοιγαν τα παράθυρα των μονόπατων σπιτιών, απ' όπου ξεχυνόταν, στον αψύ εωθινό αέρα, η αλκαλική οσμή του διπλού κρεβατιού. Οι μαθητές της Σχολής βιάζονταν να προφτάσουν το πρώτο καμπανάκι. Οι κοπέλες, στην ξώπορτα, χαυνωμένες από ύπνο αχόρταστο και χορτασμό νυχτερινής αγάπης, τους ξεπροβόδαγαν με μάτια κομμένα. Οι άντρες ξεκινούσαν για την καθημερινή δουλειά, με τη βαριά κι ανέκφραστη περπατησιά τους. Και τα παιδιά -καρποί του νόμιμου και του άνομου έρωτα- πρόστρεχαν στο σχολειό με χαρούμενες φωνές ρίχνοντας κιόλας πονηρές ματιές στους τρυφερούς χωρισμούς των ζευγαριών.
   Λίγο πιο πέρα, στους στρατώνες, οι σάλπιγγες έσκισαν το αδιατάραχτο κρύσταλλο του αγέρα με τον τραχύ αχό τους. Μια διμοιρία πεζικού, καθώς ανέβαινε τη δημοσιά -εν δυο, εν δυο!- τραβώντας στον κάμπο για ασκήσεις, διασταυρώθηκε με τους δυο καβαλάρηδες. Ο επί κεφαλής ανθυπολοχαγός -ένα εφεδράκι χωριατόπουλο- σάστισε βλέποντας τις επωμίδες και τα παράσημα του Λιάπκιν.
   "Κεφαλή αριστερά!" πρόσταξε τους φαντάρους του.
   Ο Λιάπκιν γίνηκε σαν αστακός από αγαλλίαση. Σπιρούνισε το Φρίξο, τον στήλωσε στα πισινά πόδια· κι αγγίζοντας με το δεξί χέρι το κεραμίδι του καλπακιού του, αντιγύρισε τον τιμητικό χαιρετισμό.
   Παρακάτω μερικοί αξιωματικοί, που πήγαιναν βιαστικοί στο στρατώνα, χαιρέτησαν την κ. Διευθυντού κοιτώντας παραξενεμένοι το συνοδό της με την άγνωστη στολή. Η κ. Διευθυντού αντιχαιρετούσε με χαμογελαστό κούνημα του κεφαλιού. Ο Λιάπκιν, ντούρος κι αυστηρός πάνω στο άτι του, έφερνε νωχελικά την παλάμη στο καλπάκι του, κατά τον τρόπο που ο ανώτερος αξιωματικός αρμόζει να αντιχαιρετά τον κατώτερο.
   Άλογα που τριποδίζουν, λαρυγγόφωνα προστάγματα, τρομπέτες οξύφθογγες. Μια ίλη ιππικού διασχίζει το δρόμο λοξά, με τα γυμνά σπαθιά στο χέρι. Στο κοντινό πεδίο βολής τα μάνλιχερ κελαϊδούν, τα πολυβόλα κακαρίζουν. Όλ' αυτά ήσαν αρκετά για να φέρουν στη μνήμη του συνταγματάρχη Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν εικόνες κάποιου περασμένου καιρού: το πεδίο ασκήσεων του Τσάρσκογιε Σελό. Τα παλικάρια του συντάγματος Πρεομπραζένσκι παρελαύνουν, χτυπώντας το χώμα με μπότες αδέκαστες. Οι Κοζάκοι της φρουράς καλπάζουν σε σχηματισμούς αψεγάδιαστους. Οι χρυσομέταξες σημαίες πλαταγίζουν στον άνεμο. Οι σάλπιγγες διαλαλούν την πίστη ενός ολόκληρου στρατού στο Θεό και τον τσάρο.
   "Ο τσάρος!"
   Ήταν μια έφιππη ομάδα από χακί και χρυσάφι, που μετάλλαξε το θελημένο όραμα του Λιάπκιν σ' αθέλητη φρεναπάτη. Μα σύγκαιρα ξαναγύρισε στην πραγματικότητα· σπιρούνισε τ' άλογό του και γύρισε τις πλάτες στον αντιστράτηγο Διοικητή του Β' Σώματος Στρατού, που προσπερνούσε με το επιτελείο του. Δεν ήθελε ν' αντικρύζει μια λαμπρότητα που του θύμιζε τη δική του κατάντια.
   Η μέρα προχωρούσε. Ο χινοπωριάτικος ήλιος ξεδιάλυνε τις πρωινές δροσιές κι έδωσε ξεκάθαρο σχήμα σ' όλα τα πάντα με το αυστηρό του φως. Τώρα, ο κόμης Λιάπκιν τροτέρνει πλάι στην κ. Διευθυντού γεμάτος κέφι, ομιλητικός, σωστός άνθρωπος του κόσμου. Άφησαν πίσω τους τα πρώτα σπίτια της Λάρισας, κλειστά ακόμα, κοιμισμένα. Μερικά μαγαζάκια είχαν ανοίξει τις πόρτες τους κι ετοιμάζονταν να δεχτούν τους πρώτους πελάτες. Μπροστά σ' ένα μπακάλικο, ένας αγουροξυπνημένος μπακαλόγατος κοιτούσε με μάτια ανόητα τους πρωινούς διαβατικούς καβαλάρηδες.
   Έξαφνα γίνηκε κάτι το δυσεξήγητο: τα δυο άλογα, μόλις έφτασαν μπροστά στο μαγαζί, στάθηκαν μόνα τους, με τον πιο φυσικό τρόπο, σαν να είχαν φτάσει στο τέρμα μιας συνηθισμένης διαδρομής. Ο Λιάπκιν σπιρούνισε τον Φρίξο, η κ. Διευθυντού χάιδεψε με το μαστίγιο τα καπούλια του Βαλία. Τα άλογα προχώρησαν καμιά πενηνταριά μέτρα· και στάθηκαν ξανά μόνα τους, το ίδιο φυσικότατα, μπροστά σ' ένα ταβερνείο.
   "Τι σημαίνει αυτό;" απόρεσε η κ. Διευθυντού.
   "Σημαίνει πως είναι κακομαθημένα", αποκρίθηκε ο Λιάπκιν. "Σε μια βδομάδα θα τα 'χω βάλει σε πειθαρχία".
   Συνέχισαν το δρόμο τους· αλλά λίγο πιο πέρα, μπροστά σ' ένα ουζάδικο, τ' άτια σταμάτησαν για τρίτη φορά.
   "Αυτό ξεπερνάει τα όρια!" μούγκριζε ο Λιάπκιν.
   Η κ. Διευθυντού είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια.
   "Τώρα κατάλαβα!" είπε.
   "Τι καταλάβατε;"
   "Θα σας το πω πιο ύστερα..."
   Όταν έφτασαν στο Αλκαζάρ και κάθησαν στο καφενεδάκι, ανάμεσα στις λυγαριές της ακροποταμιάς, η κ. Διευθυντού εξήγησε στο Λιάπκιν το μυστήριο:
   "Ο προκάτοχός σας, ο μακαρίτης Φόγκελ, μεγάλος οπαδός του Βάκχου, όταν πήγαινε στη Λάρισα με τ' άλογα, φαίνεται πως σταματούσε σ' όλα τα κρασοπουλιά του δρόμου πίνοντας ένα τονωτικό στα ορθά, έτσι, για να στυλωθεί η καρδιά του. Αυτό γινόταν χρόνια τώρα, με την ακρίβεια ρολογιού. Τ' άλογα λοιπόν συνήθισαν να κάνουν μόνα τους τις καθιερωμένες αυτές στάσεις..."
   Ο Λιάπκιν ξέσπασε σε γέλιο τρανταχτό:
   "Ώστε ήταν γερό ποτήρι ο προκάτοχός μου;"
   "Σπάνιο!" του αποκρίθηκε η κ. Διευθυντού, κοιτώντας τον ανήσυχα ν' αποτελειώνει ένα καραφάκι.
   "Περίφημο αυτό", είπε ο Λιάπκιν αδειάζοντας το ποτήρι του. "Καλύτερο κι απ' τη βότκα. Πώς το λεν;"
   "Ούζο".
   "Ούζο; Θα το θυμάμαι..."
   Συνέχισαν τον περίπατό τους προς το Κιόσκι· και, κατά το μεσημέρι, πήραν το δρόμο του γυρισμού. Ο ήλιος έκαιγε, τ' αμάξια και τα κάρα σήκωναν σύννεφα σκόνη. Ο Λιάπκιν τρότερνε σιωπηλός, με πρόσωπο κόκκινο και μάτι θολό. Καθώς διάβαιναν τη Φιλιππούπολη έριξε ερευνητικές ματιές ανάμεσα απ' τις μισάνοιχτες ξώπορτες. Στους αυλόγυρους κάθονταν φρέσκες κοπέλες, με γυμνά κάτασπρα πόδια. Κατόπι βγήκαν στο φρεσκοργωμένο κάμπο, που τον ζωογονούσε η χινοπωριάτικη θαλπωρή. Οι κάργιες πετούσαν κοπαδιαστά και χιμούσαν στα χαντάκια, να πετύχουν κάνα βατραχάκι.
   Οι καθηγητές έπιναν τ' ορεχτικό τους κάτω από τα πεύκα που ισκιάζουν την είσοδο της Σχολής, όταν γύρισαν οι καβαλάρηδες. Σηκώθηκαν όλοι και πρόστρεξαν να βοηθήσουν την κ. Διευθυντού να ξεπεζέψει· μα ο Λιάπκιν τους πρόφτασε. Πηδώντας απ' το Βαλία με σβελτάδα εφηβική, γονάτισε και πρότεινε τις ενωμένες τεράστιες παλάμες του, ν' ακουμπήσει το πόδι της η κ. Διευθυντού.
   "Σπουδαίος, ε;" είπε ο κτηνίατρος Καπνόπουλος.
   "Ωχ, αδερφέ!" διαμαρτυρήθηκε ο παράξενος καθηγητής μορφάζοντας γρουσούζικα. "Πού παν και τους βρίσκουν! Ο Φόγκελ είχε κάνει τη Σχολή τσίρκολο. Τούτος δω θα τη μεταλλάξει σε στρατώνα. Άκου που σου λέω!"
   Το άλλο πρωί ο Λιάπκιν καβάλησε το Φρίξο και κατέβηκε στη Λάρισα, για δουλειά της Σχολής. Φτάνοντας μπροστά στο πρώτο μπακάλικο, το άτι σταμάτησε μοναχό του, κατά το έθιμο του Φόγκελ. Ο συνταγματάρχης δυσανασχέτησε, έκανε σα να 'θελε να το σπιρουνίσει· μα άλλαξε γνώμη. Κοίταξε τον μπακαλόγατο, που μ' ανοιχτό στόμα θαύμαζε τις σπαλέτες και τα παράσημά του· και του είπε τα πρώτα ρωμαίικα λόγια του:
   "Πηντί! Ούζο!"
   Πήρε το ποτηράκι και με ξερή χειρονομία το άδειασε στο λαρύγγι του. Σκούπισε με την ξανάστροφη του χεριού τα μογγόλικα μουστάκια του, αναστέναξε ηδονικά, πλήρωσε το πενηνταράκι του και προχώρησε για το παρακάτω ταβερνείο.

   Mετά το ήμερο χινόπωρο, ο χειμώνας μπήκε σκληρός. Ο Όλυμπος σκεπάστηκε ως τα ριζά με χιόνι· οι σβώλοι των χωραφιών πάγωσαν κι ο Πηνειός κυλούσε θολά νερά μέσα σε βλάστηση νεκρή. Πλήθαιναν οι κάργιες στο μολυβή ουρανό και στα ξερά κλώνια των δέντρων, κράζοντας πιο σπαραχτικά παρά ποτέ. Το κρύο κι η πείνα τις έκαναν πιο μαύρες και θλιβερές.
   Μετά το πρώτο χιόνι ήρθαν καιροί νοτισμένοι, με βροχές. Το χώμα του κάμπου μετάλλαξε σε λάσπη παχιά, γλιστερή. Τα χαμηλά σύννεφα αναλυόνταν σε μπόρες, γεμίζοντας με τα νερά τους την κοίτη του ποταμού, που ανήσυχα υψώθηκε, ίσαμε να ξεχειλίσει.
   Η ζωή στη Σχολή κυλούσε μονότονη. Το χειμώνα τα χωράφια δεν έχουν πολλή δουλειά. Μετά το μάθημα οι καθηγητές πήγαιναν στη Λάρισα, να περάσουν την ώρα τους στο ζαχαροπλαστείο, τη λέσχη ή τον κινηματογράφο. Άλλοτε πάλι μαζεύονταν στο φιλόξενο σαλόνι της κ. Διευθυντού και κουβέντιαζαν πνευματικά θέματα. Το Νοέμβρη ήρθε ο νέος υπουργός Γεωργίας -ένας δικηγόρος απ' τη Σύρα- κι έμεινε κατάπληχτος μπροστά σ' ένα τρακτέρ. Είχε ακουστά για τη μηχανική καλλιέργεια, αλλά τι πράμα ήταν ακριβώς, πρώτη φορά το 'βλεπε με τα μάτια του.
   Σύντομα ο κόμης Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν εγκλιματίστηκε στη νέα του ζωή. Πάντα καλοντυμένος, με τη χακί στολή και τα παράσημα, επιστατούσε την περιποίηση των αλόγων. Αποδείχτηκε γερός δουλευτής, ικανός, επιμελής, με άριστο διοικητικό. Η καθαριότητα του σταύλου, το ξυστρί, το πότισμα γίνονταν με τάξη στρατιωτική κι επιστημονική ακρίβεια. Μετά την πρωινή τουαλέτα έβγαζε τ' ανήμερα άτια περίπατο, πότε μόνος και πότε με κανένα καθηγητή, που αποφάσιζε να τα καβαλικέψει. Όταν δεν είχε παρέα τραβούσε κατά τη μεριά του κάμπου, προς τα μίζερα χωριά, τα βουλιαγμένα στη λάσπη. Γύριζε αργά, κατά το μεσημέρι, με μάτι θολό, πολύ απαθής και κορδωμένος πάνω στη σέλα. Δεν άργησε να μαθευτεί πως κοπανούσε ούζα απανωτά στους χωριάτικους καφενέδες. Ολόγυρά του οι Καραγκούνηδες μαζεύονταν και τον θαύμαζαν, με στόματα ανοιχτά. Έγιναν μερικά μισοσκεπασμένα σχόλια στη Σχολή. Μα ο κ. Διευθυντής έκλεισε το ζήτημα λέγοντας πως έτσι είναι οι Ρώσοι, πίνουν το καταπέτασμα· στη δουλειά τους όμως δείχνονται σκυλιά.
   Ζούσε μόνος, δίχως φίλο ή παρέα. Ο μοναδικός άνθρωπος που πλησίαζε ήταν ο κ. Διευθυντής, που του 'δειχνε μεγάλη συμπάθεια. Κάθε φορά που συναπαντιόνταν κατά τύχη στα δρομάκια της Σχολής, στέκονταν κι έπιαναν μεγάλη συζήτηση. Ο Λιάπκιν ζωντάνευε, το μάτι του σπιθίριζε. Ιστορούσε τη ζωή του, τον πόλεμο, την επανάσταση. Άλλοτε πάλι μιλούσαν για τη ρωσική λογοτεχνία, τη μουσική. Ο κ. Διευθυντής έλεγε μερικούς στίχους του Πούσκιν, του Λέρμοντοφ. Ο Λιάπκιν τον άκουγε σιωπηλός, με μάτια βουρκωμένα. Ύστερα αναστέναζε:
   "Θα ξαναϊδούμε την άγια Ρωσία μας;"
   "Εμείς, πολύ απίθανο· τα παιδιά μας ίσως, αν είχαμε παιδιά..."
   Ο κ. Διευθυντής ήταν άτεκνος και το 'χε μαράζι. Ο Λιάπκιν πάλι πικραινόταν με τη θύμηση της Λιούμπας:
   "Εγώ έχω ή δεν έχω παιδί; Ζει, άραγε, η κόρη μου;"
   "Ένας Θεός ξέρει. Καλύτερα να τα ξεχάσετε όλ' αυτά. Πατρίδα σας πια είναι η Ελλάδα..."
   Ο Λιάπκιν απόφευγε να πολυπλησιάζει τους καθηγητές, μολονότι του φέρθηκαν πολύ εγκάρδια. Αν και ήξερε πολύ καλά γαλλικά, δεν του ήταν ευχάριστο να μιλάει διαρκώς μια ξένη γλώσσα. Ύστερα, ίσως και να καταλάβαινε πως παρ' όλους τους τίτλους ευγενείας, τη μόρφωση και την παλιά ψηλή κοινωνική του θέση, δεν ήταν ίσος τους. Αυτοί ήσαν καθηγητές κι εκείνος επιστάτης σταύλου...
   Μην ξέροντας παρά ελάχιστα ελληνικά, απομονώθηκε από τους ανθρώπους. Με τους σταυλίτες συνεννοούνταν με χειρονομίες και μονοσύλλαβα. Στη Λάρισα δεν πήγαινε παρά μόνον όταν είχε δουλειά. Όταν δεν είχε, τι να κάνει σε τούτη την πολιτεία με τους άγνωστους ανθρώπους; Έτσι, δεν του 'μεναν παρά η Φιλιππούπολη και τα χωριά του κάμπου.
   Στις περιπλανήσεις του στα χωριά του κάμπου, σταματούσε μπροστά σ' όλα τα μπακαλικάκια. Αξιόπρεπος κι αλύγιστος έπινε το ούζο του δίχως να ξεπεζέψει, μη δίνοντας την παραμικρή σημασία στους χωριάτες, που τον θαύμαζαν σαν χαζοί· αλλά, με τον καιρό, άρχισε να κοιτάει με φιλικό μάτι τους απλοϊκούς αυτούς ανθρώπους. Σα να τον βάραινε λιγάκι η μοναξιά.
   Τα πρώτα ελληνικά τα διδάχτηκε απ' τους σταυλίτες: μια γλώσσα απίθανη, ανακάτεμα μαγκιάς και καραγκουνιάς, που την πρόφερε με τη μελωδικά υγρή προφορά των Ρώσων. Οπωσδήποτε, μπορούσε πια να συνεννοηθεί με λόγια κι όχι με χειρονομίες κι άναρθρους φθόγγους. Ο κ. Διευθυντής, η γυναίκα του κι οι καθηγητές παρακολουθούσαν μ' ενδιαφέρον αυτές τις προόδους.
   Το βράδυ δεν έβγαινε ποτέ. Πού να πάει; Κλεινόταν στην κάμαρά του, φορούσε μια ρόμπα με πράσινα κλαδιά, έριχνε μπόλικα ξύλα στη σόμπα και διάβαζε ως τα μεσάνυχτα, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, τα βιβλία που του δάνειζε ο κ. Διευθυντής. Δίπλα, σ' ένα τραπεζάκι, βρισκόταν μια μπουκάλα ούζο κι ένα κρασοπότηρο. Διάβαζε κουτσοπίνοντας ξεροσφύρι, ώσπου ν' αδειάσει η μποτίλια. Ύστερα σηκωνόταν, γονάτιζε μπροστά στα εικονίσματα και προσευχόταν κλαίοντας και χτυπώντας το στήθος του με συντριβή. Όταν τέλειωνε τις δοσοληψίες του με το Θεό, ξαπλωνόταν στο κρεβάτι όπως ήταν, μισοντυμένος. Λογάριαζε να γδυθεί αργότερα· μα δεν πρόφταινε, γιατί τον έπαιρνε ο ύπνος. Η λάμπα, ξεχασμένη, έσβηνε σα σωνόταν το πετρέλαιο, βρωμίζοντας τον αέρα μ' αποκαΐδια. Το καντήλι, μπροστά στο 'κονοστάσι, απόμενε αναμμένο, φωτίζοντας το μεθυσμένο ύπνο του και την μπουκάλα που, άδεια πια, είχε κυλήσει στο πάτωμα.
   Ο κ. Διευθυντής πρόσταξε και του 'δωσαν μια βορεινή ισόγεια κάμαρα στο κτίριο των Επιμελητών. Το παράθυρό της ήταν πλαισιωμένο με κισσό κι έβλεπε σ' ένα μικρό κηπάκι υγρό και μελαγχολικό. Είχε για γειτόνους δεξιά τον κ. Καταφρονεμένο -άνθρωπο πολύ κουτό, που ζούσε ήσυχα με τη γυναίκα του- κι αριστερά τον κ. Καρδαρά, πρώην δάσκαλο και χωροφύλακα, που του είχαν αναθέσει τη γενικότερη επίβλεψη των μαθητών. Ο Λιάπκιν διατηρούσε άριστες σχέσεις και με τις δυο μεριές. Το πρωί τους έλεγε «καλημέρα» υγραίνοντας το λάμδα. Ο κ. Καταφρονεμένος τον αντιχαιρετούσε με καπελαδούρα και υπόκλιση ως το χώμα. Ο κ. Καρδαράς, πάσχοντας από ανίατο πλέγμα χωροφύλακα, υπέβαλλε τα ταπεινά του σέβη στον κ. συνταγματάρχη και με δουλόφρονες χειρονομίες του πρόσφερνε τσιγάρο και φωτιά.
   Τις πρώτες κιόλας μέρες του ερχομού του στη Λάρισα, ο Λιάπκιν κάθησε και λογάριασε τα οικονομικά του. Ο μισθός του ήταν πολύ μικρός. Βγάζοντας τα έξοδα της τροφής, πολύ λίγα του απόμεναν. Ευτυχώς δεν είχε να πληρώνει νοίκι. Έπρεπε όμως να φτιάσει μια καινούργια χακί στολή εκστρατείας, γιατί η παλιά πήρε οριστικά την κάτω βόλτα. Ένας ράφτης, στη Λάρισα, του ζήτησε αστρονομικά ποσά. Κοντά σ' αυτά ήταν και το πιοτό, που στοίχιζε ένα σωρό λεφτά. Αναγκάστηκε να κάνει οικονομίες στο φαΐ, για να μη στερηθεί το ούζο του. Εξόν απ' τα καφενεδάκια, όπου τα κοπανούσε μόνος κι έρημος, αξιοπρεπέστατος μέσα στην τριμμένη στολή του, πήγαινε κάθε Τετάρτη πρωί στο βδομαδιάτικο παζάρι της Λάρισας κι αγόραζε τσίπουρο ραψανιώτικο, φτηνό και δυνατό, σωστό ακουαφόρτε, που χρειάζεται ηρωισμός για να το πιεις. Μα ο Λιάπκιν το κατάπινε σα νεράκι. Το κάπνισμα επίσης ήταν πρόβλημα οικονομικό σοβαρό. Μην έχοντας χρήματα περισσευούμενα για τσιγάρα, αναγκάστηκε να γεμίζει το τσιμπούκι του με λαθραίο καπνό κακής ποιότητας, μπαρούτι μοναχό, που τον αγόραζε στα καραγκουνοχώρια του κάμπου. Να ο λόγος που τα τσιγάρα του Καρδαρά ήσαν καλοδεχούμενα.
   Καμιά φορά οι καθηγητές ζητούσαν τη γνώμη του για διάφορα γεωπονικά ή ζωοτεχνικά ζητήματα.
   "Δεν είμαι επιστήμονας", απαντούσε στερεότυπα. "Οι μελέτες που έκανα, μετά την αποστρατεία μου, είναι εντελώς ερασιτεχνικές. Τα χτήματά μου τα καλλιέργησα σύμφωνα με την παλιά πραχτική -μουζίκος κι επιστήμη δεν συμβιβάζονται. Πολεμώ από το 1914. Τι θέλετε να θυμάμαι απ' όλ' αυτά;"
   Όταν έμεναν μόνοι, οι καθηγητές σχολίαζαν δυσάρεστα τη συμπεριφορά του Λιάπκιν. Ο παράξενος μάλιστα καθηγητής δειχνόταν πολύ αυστηρός:
   "Αυτή η ψωροπερηφάνεια του αρχοντοξεπεσμένου είναι δηλωτική ανοησίας. Παρ' όλη τη διαφορά βαθμού και υπηρεσίας που μας χωρίζουν, εμείς τον δεχτήκαμε σαν ίσιο κι όμοιο. Γιατί μας αποφεύγει;"
   "Ακριβώς γιατί υπάρχει διαφορά βαθμού και υπηρεσίας", παρατηρούσε ο κτηνίατρος Καπνόπουλος. "Άλλο πράμα ο καθηγητής μιας Σχολής κι άλλο ο επιστάτης. Οσηδήποτε φιλοσοφική έξαρση κι αν διαθέτουμε, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα τόσα σκαλοπάτια που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις δύο άκρες της υπηρεσιακής κλίμακος".
   Η αγανάκτηση έκανε τον παράξενο καθηγητή να μορφάζει μανιακά:
   "Συ το λες αυτό; Συ, ο σοσιαλιστής;"
   "Επειδή είμαι σοσιαλιστής, δεν σημαίνει πως βρίσκομαι εκτός τόπου και χρόνου. Όσο υπάρχουν κοινωνικά σκαλοπάτια, μοιραία θα υπάρχουν και διάφορα ατομικά μέτρα. Τι σχέση έχει ο ευγενής τέως μεγαλοκτηματίας του Καζάν με τον Επιστάτη της Γεωργικής Σχολής Λαρίσης;"
   Εκεί έκλεινε η συζήτηση, γιατί ο Καπνόπουλος κατάφερνε να 'χει πάντοτε την τελευταία λέξη· ενώ ο παράξενος καθηγητής δήλωνε κατηγορηματικά πως κάθε συνεννόηση μεταξύ τους ήταν αδύνατη.
   Πραγματικά, όσο περνούσε ο καιρός, ο Λιάπκιν αποτραβιόταν όλο και περισσότερο από τους ανθρώπους που τον υποδέχτηκαν τόσο εγκάρδια. Ήταν η υποσυνείδητη αποστροφή των «φθασμένων» κοινωνικά, που απόδιωχνε τον ξεπεσμένο όμοιό τους -κατά πώς ισχυριζόταν ο Καπνόπουλος; Ή, αντίθετα,  η πληγωμένη περηφάνεια του ξεπεσμένου, που τον οδηγούσε να ξεκόψει από τους ανθρώπους της παλιάς κοινωνικής του σειράς -σύμφωνα με τη γνώμη του παράξενου καθηγητή;
   Το δίλημμα το 'λυσε ο ίδιος ο Λιάπκιν:
   "Ο μισθός μου", είπε, μια μέρα, στην κ. Διευθυντού, "δεν μου επιτρέπει να κρατήσω καλύτερα την κοινωνική μου θέση. Όπως βλέπετε, δεν μπορώ να αντικαταστήσω τη στολή μου ή να ράψω ένα αξιόπρεπο πολιτικό κοστούμι. Πώς λοιπόν ν' ανταποδώσω τις κοσμικές μου υποχρεώσεις; Στην εύπορη κοινωνία της Λάρισας θα είμαι πάντοτε ο συμπαθητικός ξεπεσμένος αριστοκράτης. Δύσκολο να το παραδεχτώ... Οι φτωχοί ίσως με δεχτούν πιο ειλικρινά. Δεν θέλησα ακόμα να τους πλησιάσω. Προς το παρόν ζω μόνος μου".
   Υποκειμενική άποψη πολύ σεβαστή, αλλά που δεν είχε μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Ο Λιάπκιν έκανε λάθος σχετικά με τα αισθήματα της «καλής» λαρισινής κοινωνίας, της όσο δεν παίρνει πρόθυμης να καλοδεχτεί σαν ίσο -αν όχι ανώτερο- ένα Ρώσο αριστοκράτη, έστω κι απένταρο σήμερα, έστω και σταυλίτη. Ο μικρομπουρζουάδικος σνομπισμός δεν ψιλολογαριάζει κάτι τέτοιες μικρολεπτομέρειες. Οι κοσμικές κυρίες της Λάρισας, μ' επί κεφαλής την κ. Απλοχέρη, χρυσή έκαναν την κ. Διευθυντού να τους κουβαλήσει τον «κύριο κόμητα» στα σαλόνια τους. Οι οικονομικής μορφής αντιρρήσεις του Λιάπκιν απορρίπτονταν ασυζητητί:
   "Τι φιλότιμος! Τι κύριος! Να, τι θα πει αληθινός αριστοκράτης! Μα όλ' αυτά είναι ανοησίες! Όταν, με το καλό, ξαναπάρει τα χτήματά του στη Ρωσία (πόσον καιρό μπορεί να βαστάξει το καθεστώς του Λένιν;) ας μας προσκαλέσει να μας ανταποδώσει τη φιλοξενία μας με τόκο κι επιτόκιο. Ας μας επιστρέψει, τότε, και τα χρήματα που θα του δανείσουμε".
   "Μα δεν θέλει δανεικά", παρατηρούσε η κ. Διευθυντού.
   "Δεν είναι, καλέ, δικαίωμά του να μη θέλει δανεικά! Οφείλει να τα δεχτεί, για να κρατήσει την κοινωνική σειρά του. Αν η τάξη μας δεν δείξει την αλληλεγγύη της..."
   Ξέροντας την αδέκαστη περηφάνεια του Λιάπκιν, η κ. Διευθυντού δεν τόλμησε να του μεταβιβάσει τις δελεαστικές προτάσεις των κυριών της Λάρισας. Γι' αυτήν το πρόβλημα είχε μιαν άλλη πλευρά: πώς μπορούμε να μιλάμε για τη σημερινή ζωή του Λιάπκιν, χωρίς να γνωρίζουμε την παλιά; Τι ήταν αυτός ο άνθρωπος στην πατρίδα του; Αριστοκράτης, στρατιωτικός και μεγαλοκτηματίας, με μόρφωση και κοσμική αγωγή: έτσι είπε ο ίδιος και, δίχως άλλο, ψέματα δεν είπε. Κάτω όμως από αυτή την κοινωνική επιφάνεια, τι ακριβώς κρυβόταν; Μην ξέροντας τίποτα από την ιδιαίτερη ζωή αυτού του ανθρώπου, δεν πρέπει να ζητάμε και τίποτα περισσότερο.
   Έτσι, ο Λιάπκιν μόνο με τον κ. Διευθυντή κρατούσε μια στενότερη φιλική επαφή. Όταν λέμε φιλική, ίσως είμαστε υπερβολικοί. Ο Διευθυντής, άνθρωπος πολύ κλεισμένος στον εαυτό του, δεν έδινε εύκολα τη φιλία του σε οποιονδήποτε. Στους υφισταμένους του έδειχνε συμπάθεια ή αντιπάθεια, φιλία ποτέ· αυτή ήταν η αρχή του. Ο Λιάπκιν, σαν τέλειος στρατιωτικός, φερνόταν πειθαρχικά υποδεέστερος στον προϊστάμενό του· αλλά δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του όταν ο κ. Διευθυντής τον πλησίαζε. Χαμογελούσε ολόκληρος. Η συνομιλία γινόταν πάντα ρωσικά, είτε για υπηρεσιακά ζητήματα, είτε για οτιδήποτε άλλο. Στο τέλος θυμόνταν την αγαπημένη τους Ρωσία, την παλιά αμέριμνη ζωή της, τα γλέντια, τα δάση, τις στέπες της. Μα η κουβέντα δεν ξέφευγε ποτέ από τα πλαίσια της συμβατικότητας. Ήταν πιότερο μονόλογος, που 'δινε στον καθένα τη χαρά του εαυτού του. Ο άλλος του ξέφευγε.

   Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η κ. Διευθυντού οργάνωσε μεγάλη δεξίωση. Προσκάλεσε όλο το ανώτερο και μεσαίο προσωπικό της Σχολής, καθώς και τα πιο εξέχοντα μέλη της λαρισινής κοινωνίας.
   Κατά τις δέκα οι προσκαλεσμένοι άρχισαν να καταφτάνουν -οι κάτοικοι της Σχολής πεζή, οι Λαρισινοί με αμάξια. Πρώτος ήρθε ο κ. Υποδιευθυντής -ένας αγαθός άνθρωπος. Τον ακολούθησαν ο παράξενος καθηγητής, ο κτηνίατρος Καπνόπουλος, ο κύριος και η κυρία Καταφρονεμένου, οι καθηγητές Μαλαμίδης, Καληνύχτας, Ζουρός και Γεωργόπουλος, ο νομοκτηνίατρος Αγάδογλου, ο γιατρός Χλωρός, οι επιμελητές Καρδαράς και Τέτζερης· κατόπι ήρθε ένα μεγάλο μπουλούκι από Λαρισινούς, πολύ κεφάτους.
   Ο Λιάπκιν, από τη στιγμή που πήρε την πρόσκληση, μπήκε σε μεγάλη έγνοια. Πώς να παρουσιασθεί; Τι να φορέσει; Η στολή του είχε πάρει, προ καιρού, την κάτω βόλτα. Χρήματα για να ράψει κοστούμι δεν του περίσσευαν. Ν' αρνηθεί πάλι την πρόσκληση, το 'βρισκε ανάρμοστο· εξόν που η μακριά μοναξιά άρχισε να τον βαραίνει και λαχταρούσε να έρθει σ' επικοινωνία με ανθρώπους της σειράς του.
   Σκέφτηκε, σκέφτηκε· και, τέλος, πήρε την απόφασή του. Άνοιξε την πολύπαθη βαλίτσα του κι έβγαλε τη μεγάλη του στολή. Ναι, κατάφερε να τη γλυτώσει απ' τον κατακλυσμό· να την κουβαλήσει στην Ελλάδα. Κάτι περισσότερο: να μην την πουλήσει τις μέρες της ανυπόφορης πείνας... Την άπλωσε στο κρεβάτι, την περιεργάστηκε· ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, μόνο σίδερο ήθελε. Ύστερα από μικρό δισταγμό, χτύπησε την πλαϊνή πόρτα. Ο κ. Καταφρονεμένος, μόλις τον είδε, λύγισε το κορμί του στα δυο:
   "Μεγάλη τιμή μας, κύριε κόμη. Περάστε, παρακαλώ!"
   Ο Λιάπκιν ευχαρίστησε. Να τον συγχωρήσουν, ήταν πολύ βιαστικός. Μια χάρη ήθελε να τους ζητήσει.
   "Ό,τι θέλετε, κύριε κόμη. Στην απόλυτη διάθεσή σας!"
   Ένα σίδερο ήθελε, κάτι να σιδερώσει.
   "Ποτέ!" διαμαρτυρήθηκε ο κ. Καταφρονεμένος. "Εσείς, ένας συνταγματάρχης, ένας αριστοκράτης, να σιδερώστε! Ό,τι έχετε για σίδερο, θα σας το σιδερώσει η γυναίκα μου!"
   "Θα είναι μεγάλη τιμή για μένα", πρόσθεσε ταπεινά η κ. Καταφρονεμένου.
   Με χίλια στανιά ο Λιάπκιν τους έπεισε να του δανείσουν σίδερο, να σιδερώσει αυτός. Γύρισε στην κάμαρά του· και με εξαιρετική προσοχή σιδέρωσε και τακτοποίησε τη μεγάλη στολή του. Κατόπι ξυρίστηκε, χτενίστηκε, τη φόρεσε και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπας. Παπάχα από άσπρο αστραχάν, με μαύρη τρεμουλιαστή αιγκρέτα. Αμπέχωνο μπλε, με γιακά και παρυφές από άλικη τσόχα, χρυσά μπράντεμπουργκ και πλατιές κροσωτές σπαλέτες. Κυλότα από άσπρο σουηδικό δέρμα, μπότες από μαύρο λουστρίνι, με σπιρούνια χρυσά· και σπαθί με λαβή καλοδουλεμένη, απ' όπου κρέμονταν φούντες πορφυρόχρυσες.
   Έτσι μεγαλόπρεπα ντυμένος διάβηκε τα χιονισμένα δρομάκια της Σχολής, κάτω απ' το λαμπρό γεναριάτικο φεγγάρι. Αχτινοβολούσε σπίθες ολόχρυσες τριγύρω του, που γεννούσαν έντονη αντίθεση με τ' αργυρό αντιφέγγισμα του χιονιού. Το σπαθί του χτυπούσε με πεποίθηση στα χαλίκια· τα σπιρούνια του ηχούσαν γλυκά, αρμονικά. Τον είδαν δυο μαθητές κι έτρεξαν να ειδοποιήσουν τους άλλους. Πρόστρεξε όλος ο κόσμος -σταυλίτες, εργάτες, υπηρετικό προσωπικό- να μη χάσουν το θέαμα· κι απόμειναν να τον κοιτάν μ' ανοιχτό στόμα.
   Στο σαλόνι της κ. Διευθυντού τον υποδέχτηκαν με μουρμουρητά θαυμασμού. Οι κυρίες, στα κρυφά, του 'ριξαν ένοχες ματιές· οι κύριοι πήραν ύφος κλειστό, γεμάτο δυσπιστία κι υπονοούμενα. Εκείνος έκανε πως δεν κατάλαβε τίποτα. Υποκλίθηκε βαθιά και φίλησε το χέρι της κ. Διευθυντού πρώτα, όλων των άλλων κυριών ύστερα. Τους άντρες τους χαιρέτησε με χειραψία, χτυπώντας τα τακούνια· τα σπιρούνια του γκλίγκλιζαν μελωδικά.
   Η βραδιά κύλησε πολύ ευχάριστα. Καλός μεζές, γλυκόπιοτο κρασί, κεφάτη κουβέντα. Εννοείται ότι, κατά πώς το απαιτεί το έθιμο, ο τζόγος είχε τον κύριο λόγο. Στην τραπεζαρία οργανώθηκε μπακαράς  φοβερός και τρομερός. Οι κύριοι, ξαναμμένοι απ' το πιοτό, πόντερναν γερά· ο Αγάδογλου, φλεγματικά απαθής, κρατούσε μπάγκα μ' όλους τους κανόνες του Μόντε Κάρλο. Εκείνο το βράδυ έκαναν όργια σπατάλης οι δημόσιοι υπάλληλοι, ποντέρνοντας εκατό δραχμές κι απάνω! Ήταν στιγμές που ο μπάγκος είχε μπροστά του ποσά αστρονομικά, κάπου πέντε χιλιάρικα. Έξαψη γενική επικρατούσε. Τα ποτηράκια με τη μαυροδάφνη κυκλοφορούσαν εντατικά.
   Στη μια γωνιά του χολ γίνηκε ένα καρέ πόκερ. Έπαιζαν ο Μ. Α. Αλεξιάδης κι ο Μ. Δ. Αλεξιάδης, συμβολαιογράφοι κι οι δυο, πρωτοξάδερφοι και συνώνυμοι. Για να τους ξεχωρίζουν, τον Μ. Α. Αλεξιάδη τον φώναζαν Αλεξιάδαρο, γιατί ήταν κοντός, με μεγάλο κεφάλι και βραχνή φωνή. Γερά τραπουλόχαρτα κι οι δυο τους· με τη διαφορά πως ο Αλεξιάδης έπαιζε για να παίζει, με πάθος και μανία, χάνοντας διαρκώς, πάντα χρεωμένος, αιώνια απένταρος. Ο Αλεξιάδαρος πάλι ήταν συντηρητικός, σωστό «γκραδάκι». Αν δεν είχε φύλλο εξ αρχής, δεν έμπαινε στο παιχνίδι, περιμένοντας υπομονετικά, ώρες ολόκληρες, να τριτώσει ή να φουλάρει για να χτυπήσει· κι έβγαινε πάντα κερδισμένος. Τρίτη στο καρέ έπαιζε η κ. Χαραλάμπη, του Διευθυντού των φυλακών - μια γριά χαρτού Κεφαλονίτισσα· και τέταρτη η Ασημίνα, η γυναίκα του Αλεξιάδη, αδιαφιλονίκητη πρόεδρος των ποκερατζούδων της Λάρισας. Γίνονταν ποτ χίλιες δραχμές κι απάνω, σε μια εποχή (1920) που η δραχμή κρατιόταν γερούτσικα.
   Στην άλλη γωνιά ο κ. Διευθυντής, ο οφθαλμίατρος Σταμπολίδης, η όμορφη κ. Μαλαματιανού κι ο καθηγητής Μαλαμίδης έπαιζαν μπριτζ, πολύ εύτακτα και φλεγματικά. Στο σαλόνι, η νεολαία άρχισε το χορό. Η δις Τιτίνα Φόγκελ, μισομεθυσμένη, έπαιζε στο πιάνο τα τελευταία σουξέ -την Αριζόνα, το Ιντουσιάν και το Ντέστινυ. Οι κυρίες, ανάλογα τα κέφια τους, άλλοτε φλυαρούσαν, άλλοτε πόντερναν στον μπακαρά, άλλοτε χόρευαν και πάντοτε φλέρταραν, πολύ διακριτικά. Το κρασί κρατούσε τη γενική διάθεση σε ψηλά επίπεδα.
   Ο Λιάπκιν, με την ευκολία του γεννημένου και πολυζωισμένου άρχοντα, εγκλιματίστηκε αμέσως στο κοσμικό τούτο πλαίσιο. Ναι, βέβαια, οι Λαρισινοί αστοί δεν είχαν μεγάλη σχέση με το λαμπρό μεγαλόκοσμο της Πετρούπολης και της Μόσχας. Μα είχε χρόνια πολλά να γλεντήσει, να ξαλεγράρει, να ζήσει την αμέριμνη ατμόσφαιρα των παλιών καλών καιρών. Με ψυχή γεμάτη ευφορία το 'ριξε στο γλέντι το ρούσικο, το ασυγκράτητο. Ήπιε άγρια, ακαταλόγιστα, ανακατεύοντας κρασιά, ούζα και κονιάκ. Όλοι τον κοιτούσαν ξαφνιασμένοι, θαρρώντας πως όπου να 'ναι θα 'πεφτε χάμω ξερός. Άδικος φόβος. Ο Λιάπκιν δεν έχανε ούτε μια στιγμή την ισιάδα του κορμιού, τη σταθεράδα του ποδαριού. Φλυαρούσε γεμάτος κέφι και χιούμορ, διηγήθηκε περίφημα ιστορίες απ' την παλιά ζωή του, έκανε χαριτωμένα κομπλιμέντα στις κυρίες και κατάφερε να κρέμονται όλες απ' τα χείλια του, να τον κοιτάν στα μάτια. Ύστερα, με ντάμα την κ. Διευθυντού, χόρεψε ένα βαλς υπερτέλειο, δαιμονισμένο, ρούσικο, προπολεμικό, προκαλώντας το γενικό θαυμασμό. Σταμάτησαν ο μπακαράς, το πόκερ και το μπριτζ. Όλοι στριμώχτηκαν στις γωνιές και στις πόρτες, ν' απολάψουν αυτό το μοναδικό θέαμα.
   Ο χορός οργίαζε, με τον Λιάπκιν πάντοτε πρώτο και καλύτερο. Στα διαλείμματα συνέχιζε την ευχάριστη κουβέντα με τις κυρίες, ρίχνοντας, πού και πού, λοξές ματιές στην τραπεζαρία. Φως - φανάρι πως ο τζόγος τον ερέθιζε, του γεννούσε πειρασμό δυνατό. Συγκρατήθηκε όσο μπορούσε, λογαριάζοντας τα δυο κατοστάρικα που 'χε όλα - όλα στο πορτοφόλι του. Μέσα του όμως ξύπνησε ο δαίμονας του παιχνιδιού· όλος εκείνος ο οργασμός της τύχης, που μαντευόταν στην πλαϊνή κάμαρα, τον έκανε να φρουμάζει από λαχτάρα.
   Στο τέλος δεν βάσταξε. Όπως ήταν ξαναμμένος απ' το χορό και το πιοτό, κρατώντας ένα ποτήρι στο χέρι, μπήκε στην τραπεζαρία και στάθηκε πάνω απ' το τραπέζι του μπακαρά να παρακολουθήσει το παιχνίδι. Ο Αγάδογλου μοίρασε χαρτιά με χειρονομίες μεγαλόπρεπες. [...]
   "Δεν θα παίξετε, κύριε συνταγματάρχα;"
   Ήταν ο παράξενος καθηγητής. Αυτός δεν έπαιζε, δεν έπινε, δεν χόρευε. Τριγυρνούσε από κάμαρα σε κάμαρα κι από παρέα σε παρέα κουβεντιάζοντας, μεμψιμοιρώντας, βρίσκοντας τα πάντα δυσάρεστα και τρισάθλια και κάνοντας γκριμάτσες νευρικές.
   Τα μάτια του Λιάπκιν, κολλημένα στο τραπέζι, πέταγαν φλόγες.
   "Όχι, δεν θα παίξω", αποκρίθηκε. "Δεν έχω κέφι". [...]
   Κάποια στιγμή δεν κρατήθηκε άλλο. Ήταν Ρώσος· και σαν Ρώσος ήταν παίχτης. Έβγαλε δυο τάλιρα απ' την τσέπη του· και με θετική χειρονομία τ' ακούμπησε στην πράσινη τσόχα.
   Το παιχνίδι πήρε καινούργια φωτιά. Η τύχη και η παραφροσύνη του Αγάδογλου βοήθησαν τον Λιάπκιν να μαζέψει σύντομα μπροστά του κάμποσα κατοστάρικα. Έπαιζε με πάθος και με τέχνη, οιστρηλατημένος από μεθύσι ψυχικό. Δίπλα του είχε μια μπουκάλα τσίπουρο -πού την ανακάλυψε;- κι έπινε συνέχεια. [...]
   Το παιχνίδι πήρε ρυθμό δαιμονισμένο, λες κι ο Λιάπκιν μετάδωσε τον πυρετό του σ' όλο τον κόσμο. Ο χορός σταμάτησε, το μπριτζ διαλύθηκε κι όλοι μαζεύτηκαν γύρω απ' το τραπέζι του μπακαρά, ποντάροντας με μανία. Ο Λιάπκιν, μ' ένα σβησμένο τσιγάρο στο στόμα, μοίραζε χαρτιά, αμπατάριζε αράδα εννιάρια κι οχτάρια και μάζευε τα πονταρίσματα. Τα χρήματα γίνηκαν στοίβα μπροστά του. Σπάνια να χάσει κόλπο.
   Ο Μαλαμίδης, που στεκόταν λίγο πιο πέρα, σχεδόν άθελά του μουρμούρισε:
   "Αυτό λέγεται τύχη κερατά..."
   Ο Λιάπκιν τον άκουσε. Σταμάτησε το μοίρασμα στη μέση, κοίταξε τον Μαλαμίδη χαμογελώντας σαρκαστικά κι είπε:
   "Διόλου περίεργο. Είμαι κερατάς!"
   Μέσα στον πυρετό του παιχνιδιού, το μικροεπεισόδιο πέρασε απαρατήρητο. Όσοι άκουσαν, θάρρεψαν πως ο Λιάπκιν αστειευόταν. Μονάχα ο παράξενος καθηγητής είδε τη σκιά που σκέπασε τη ματιά του, για μια στιγμή.
   Το οινόπνευμα, ο χορός, το παιχνίδι είχαν δημιουργήσει γενική έξαψη, που την αυγάτιζε η ζέστα της σόμπας και του χνώτου. Η ατμόσφαιρα έγινε πνιγηρή. Κάποιος πήγε κι άνοιξε το παράθυρο. Χίμηξε ο παγωμένος αέρας της νύχτας, έδιωξε τους τσιγαροκαπνούς, καθάρισε τα κεφάλια απ' τη ζάλη του κρασιού. Ο μπακαράς λιγοψυχούσε. Με δυο στερνές πάσες, ο Λιάπκιν τίναξε τα ταμπλώ. Όλοι δήλωσαν πως έμειναν δίχως φράγκο, ότι δεν παίζουν άλλο.
   Κατά τις δύο μετά τα μεσάνυχτα, οι Λαρισινοί άρχισαν να φεύγουν. Χαιρετισμοί, ευχές για τον καινούργιο χρόνο, φωνές και γέλια χαρούμενα. Τ' αμάξια διάβαιναν ένα - ένα τη μεγάλη εξώπορτα και παίρναν το δρόμο για τη Λάρισα. Όσοι κατοικούσαν στη Σχολή αποχαιρέτησαν τελευταίοι τον κ. και την κ. Διευθυντού. Ο κ. Καταφρονεμένος πήρε αγκαζέ τη γυναίκα του και τράβηξαν, ήσυχα - ήσυχα, για την καμαρούλα τους. (Εξόν από τον κ. και την κ. Διευθυντού, ήσαν το μοναδικό αντρόγυνο που έμενε στη Σχολή.) Οι άλλοι -οι εργένηδες- στέκονταν στην πόρτα αναποφάσιστοι, ζαλισμένοι ακόμα απ' το πιοτό κι απ΄το χαρτί. Δεν τους έκανε καρδιά να παν για ύπνο. Κοιτούσαν το ασουλούπωτο ζευγάρι που ξεμάκραινε στο κάτασπρο δρομάκι. Το λαμπρό φεγγάρι του Γενάρη φώτιζε ανελέητα, μεσ' στην ασημένια θεωρία του χιονιού, τη θλιβερή ασκήμια του.
   "Τυχερός ο Καταφρονεμένος", αστειεύτηκε ο Ζουρός. "Δεν θα κακοπεράσει απόψε".
   Όλοι γέλασαν· κι ο Καρδαράς φώναξε μεσ' στον κρυστάλλινο αγέρα:
   "Ε, κύριε Καταφρονεμένε! Κουράγιο απόψε! Σε θέλω!"
   Ξαναγέλασαν χυδαία. Σκυμμένη στο παράθυρο, η κ. Διευθυντού παρακολουθούσε τη σκηνή. Οι Καταφρονεμένοι χάθηκαν στο βάθος του δρόμου, δίχως ν' αποκριθούν. Γίνηκε σιωπή, αμηχανία· κι άξαφνα ο Λιάπκιν είπε:
   "Γκλεντάμε;"
   Η πρότασή του γίνηκε δεχτή μ' ενθουσιασμό:
   "Ναι, ναι! Γκλεντάμε, γκλεντάμε! Να το κάψουμε, ως το πρωί!"
   Ο Σταμπολίδης, ο Καπνόπουλος κι ο Αγάδογλου, που θα γύριζαν στη Λάρισα, άλλαξαν γνώμη μόλις άκουσαν για γλέντι.
   "Μας θέλετε;" ρώτησε ο Καπνόπουλος.
   "Ναι, ναι!" φώναξαν όλοι. "Κι οι γιατροί, κι οι γιατροί! Μαζί μας κι οι αλμπάνηδες!"

   Στο κεντρικό κτίριο της Σχολής, οι μαθητές είχαν το δικό τους γλέντι.
   Δείπνησαν αποβραδίς στο εστιατόριο κι υποδέχτηκαν κι αυτοί τον καινούργιο χρόνο με το ποτήρι και την τράπουλα στο χέρι. Περί το μεσονύχτι μετακόμισαν το «ρεβεγιόν» τους στο μεγάλο υπνοθάλαμο, κάτω από το φως μιας λάμπας του πετρελαίου. Ήταν μια στενόμακρη αίθουσα με δυο σειρές κρεβάτια. Στη μέση μια μαντεμένια σόμπα, πυρωμένη απ' τη φλόγα, σκόρπαγε πιότερο καπνό παρά ζέστα στην απέραντη κάμαρα. Μέσα στο ντουμανιασμένο τούτο μισοσκόταδο, δεν ξεδιάλυνε κανείς πολλά πράματα. Στα κρεβάτια ήσαν ξαπλωμένοι κάτι μαύροι ασάλευτοι ίσκιοι -οι μαθητές που χώνευαν το κρασί τους. Σε μια γωνιά, οι λιγότερο πιωμένοι είχαν στρώσει καταγής μια κουβέρτα κι έπαιζαν μπαρμπούτι, ανάμεσα σε βραχνές βρισιές κι εκνευριστικά λοξιγγιάσματα. Άλλη μια παρέα -οι πιο εγκρατείς και τα πιο γερά στομάχια- άνοιξαν ένα παράθυρο· και στριμωγμένοι στο περβάζι κοίταζαν το φεγγαρόλουστο τοπίο τραγουδώντας μισόφωνα και με τέμπο ένα παλιό τραγουδάκι:
Ένας χρόνος ακόμα...
Φίλε, τράβα γραμμή
στο μεγάλο τεφτέρι... 
   Η φωνή τους κατέβαινε απαλά, χαϊδευτικά απ' τ' ανοιχτό παράθυρο προς το χιονισμένο κήπο. Η παρέα των γλεντζέδων που περνούσε από κάτω σταμάτησε.
   "Οι μαθητές το 'ρίξαν έξω", είπε ο παράξενος καθηγητής.
   "Πάμε να τους κάνουμε παρέα;" πρότεινε κάποιος.
   Η πρόταση γίνηκε δεχτή μ' ενθουσιασμό. Άνοιξαν την ξώπορτα με κλωτσιές, μπούκαραν ίδιος σίφουνας κι ανέβηκαν τη σκάλα τρέχοντας, γελώντας, ουρλιάζοντας λόγια ακαταλαβίστικα. Πρώτος στο θάλαμο μπήκε ο Λιάπκιν. Η εμφάνισή του με τη φανταχτερή στολή προκάλεσε θαυμασμό παγερό. Όταν πίσωθέ του μπήκαν οι καθηγητές με τους γιατρούς, ο πάγος έπηξε ολότελα. Κρύφτηκαν τα ζάρια σούμπιτα μέσα σε μια τσέπη και το τραγουδάκι κόπηκε σ' ένα φα δίεση γεμάτο νοσταλγία.
   "Εμπρός, πηντιά! Τι παθαίνητε; Γκλεντήσουμε όλος μαζί!" φώναξε ο Λιάπκιν.
   "Ναι, μωρέ παιδιά!" συμπλήρωσε ο παράξενος καθηγητής. "Τι κάνετε έτσι; Εξόν κι αν δεν σας κάνουμε κέφι για παρέα".
   "Τι λέτε, κ. καθηγητά!" διαμαρτυρήθηκαν οι μαθητές. "Τιμή κι ευχαρίστηση... Περιπεράστε, παρακαλώ. Καθήστε. Μπούγιουρουμ!"
   Με μιας ο πάγος έσπασε. Ξαναβγήκαν τα ζάρια στη φόρα, μια τράπουλα απλώθηκε σ' ένα κρεβάτι και το τραγουδάκι ανέβηκε στο σι ύφεση χωρίς άλλα εμπόδια. Μα τα πράματα δεν ήταν για ν' απομείνουν έτσι. Ο Σταμπολίδης έφερε από το εστιατόριο ό,τι πιοτό βρήκε -ρετσίνα, ούζο, κονιάκ. Ο Λιάπκιν πετάχτηκε ως την κάμαρά του και γύρισε με μια νταμιτζάνα βότκα, που Κύριος οίδε πού την κονόμησε.
   "Εμπρός, πηντιά! Τα κοπανίζουμε, να πέσουμε χάμω ξερός!"
   Καμιά αντίρρηση. Οι μεθυσμένοι συνήρθαν, σηκώθηκαν από τα κρεβάτια και συνέχισαν την μπέβα. Οι τραγουδιστάδες, κεραυνωμένοι απ' το ρούσικο φαρμάκι, έχασαν το λα και κατάληξαν σ' ακατονόμαστη κακοφωνία. Τα ζάρια έδειχναν εξάρες, που άλλος τις έβλεπε άσσους κι άλλος ντόρτια. Ο παράξενος καθηγητής, ανακουκουρδισμένος μπροστά στην μπαρμπουτοκουβέρτα, βλαστημούσε θεία κι ιερά, ένεκα που έφερνε συνεχώς άσσο - δύο. Όσο για τον τρελάκια τον Αγάδογλου, τυλιγμένος σε μια κουβέρτα χόρευε ένα περίεργο χορό, επιμένοντας πως πρόκειται για την αυθεντικότερη ερμηνεία που δόθηκε ποτέ στη ναβαρέζικη χότα. Λίγο πιο πέρα ο Ζουρός κι ο Γεωργόπουλος έβαλαν στοίχημα ποιος θα 'πινε περισσότερο χαλκοσκούφικο κοκταίηλ, δηλαδή ούζο ανακατεμένο με κονιάκ. Ο Καρδαράς, εξουθενωμένος, άκουγε τον Τέτζερη ν' απαγγέλει στίχους του Δροσίνη. Ο Καπνόπουλος,  σκυμμένος στ' ανοιχτό παράθυρο, ξερνοβολούσε σαν γατί.
   Κι ο Λιάπκιν; Καθισμένος σταυροπόδι πάνω σ' ένα κρεβάτι έπινε και δεν μιλούσε. Είχε πάρει δίπλα του μια μποτίλια κονιάκ και μούγκριζε σα θεριό, αν κανείς λησμονιόταν κι άπλωνε χέρι καταπάνω της. Αυτό ήταν το γλέντι του.
   Kουράστηκαν, απόκαμαν· το γύρισαν στο τραγούδι -ο Θεός να το κάνει τραγούδι. Ήταν ένα παράφωνο μούγκρισμα, δίχως ήχο συστάμενο, χωρίς λόγια, συνέχεια και συνέπεια· κάτι που ικανοποιούσε το πρωτόγονο ένστιχτο της μεθυσμένης ψυχής τους. Σιγά - σιγά τους ξανάπιασε ο ενθουσιασμός. Σηκώθηκαν· κι ουρλιάζοντας άρχισαν να χορεύουν ένα άγριο χοροπηδητό, με γόνατα λυμένα και χέρια ξεκλείδωτα. Τα μάτια τους είχαν χάσει κάθε έκφραση· γίνηκαν μάτια κατώτερου βιολογικά ζώου. Τα στόματα ανοιχτά, πελώρια, ανάδιναν βραχνούς ρόγχους. Κόκκινοι, αναμαλλιασμένοι, με τις φλέβες του λαιμού πεταμένες, σχημάτιζαν ένα σύνολο αξιοθαύμαστης αρμονικής ασχήμιας.
   Αυτό βάσταξε κάμποση ώρα. Τώρα, απ' τα κουρασμένα λαρύγγια, τα ουρλιαχτά έβγαιναν πιο ξέψυχα. Οι χορευταράδες, με ανάσα κομμένη και καρδιά που χτύπαγε σαν νταούλι, έπεφταν αναίσθητοι στα κρεβάτια και στο πάτωμα. Σιγόσβησε το πανδαιμόνιο και νεκρική σιωπή απλώθηκε παντού.
   Και τότε αντήχησε μια αρμονία. Ήταν ο Λιάπκιν, που έπαιζε μπαλαλάικα. Την είχε φέρει απ' την κάμαρά του, μαζί με τη βότκα, και την έκρυψε κάτω απ' το κρεβάτι. Την είχε κουβαλήσει απ' τη Ρωσία, μέσα στη βαλίτσα του, μαζί με τη μεγάλη του στολή. Ήταν το μόνο αγαθό που 'σωσε απ' την καταστροφή· όλα τ' άλλα πήγαν χαράμι. Όπως μπάρκαρε στην Οντέσσα κι άφησε για πάντα τ' άγια χώματα, δεν την έπιασε στα χέρια του ποτέ. Την άφησε στη βαλίτσα, με κοιμισμένη τη ρούσικη ψυχή μεσ' στις χορδές και το ηχερό της ξύλο. Μα απόψε τα πράματα άλλαξαν· ήρθε η ώρα η μπαλαλάικα, δονισμένη απ' τα δάχτυλα του Λιάπκιν, να τραγουδήσει ξανά τα παλιά τραγούδια.
   Ένα μοτίβο μακρόσυρτο· μια αρμονία που υπογράμμιζε την ένταση ή την ύφεσή του· μια απειθαρχία χρόνου, ρουμπάτο που ξεπερνούσε τις κανονικές ελευθερίες, μα που δημιουργούσε μουσική ατμόσφαιρα αψεγάδιαστη. Με μιας όλοι ξύπνησαν, συνήρθαν· σηκώθηκαν απ' τα κρεβάτια, απ' το πάτωμα· και σιγανά, σα μαγεμένοι, μαζώχτηκαν ολόγυρα στον Λιάπκιν. Πάσκιζαν με τα θολά τους μάτια να γευτούν την αρμονία, που η βουή των μεθυσμένων αυτιών δεν τους άφηνε ν' ακούσουν. Ένας - ένας κάθησαν στα κρεβάτια, σιωπηλοί και φρόνιμοι· μια έκφραση έντονης ψυχικής νοημοσύνης χύθηκε στις αποκτηνωμένες μορφές. Η μπαλαλάικα του Λιάπκιν τους ξανάκανε ανθρώπους... Εκείνος, καθισμένος σταυροπόδι, με το αμπέχωνο ξεκούμπωτο πάνω στο μαρμαρένιο στήθος, γεμάτος μεθύσι, μουσική, χρυσάφια και παράσημα, άρχισε να τραγουδάει τα τραγούδια της πατρίδας του.
   Το φως της λάμπας χαμήλωσε, πήγαινε να σβήσει. Από τ' ανοιχτά παράθυρα πρόβαλε περίλαμπρη η λευκή συμφωνία του χιονιού και της σελήνης. Ο θεσσαλικός κάμπος απλωνόταν προς το νοτιά ισόπεδος, άδεντρος, ατέλειωτος, ασημένιος· ο ουρανός έλαμπε σε πελώριους απανωτούς κύκλους, με το στερνό -τον πιο πλατύ- στολισμένο στα ριζά με μύρια λιγόθυμα αστεράκια. Η ματιά του Λιάπκιν αγκάλιασε το πάλευκο άπειρο και μέθυσε με το φως του. Ήταν η ρούσικη στέπα που γήτευε τα μάτια του· τα τραγούδια της που παίδευαν την ψυχή του κι ανάβλυζαν απ' το στόμα του:
Ισιντίς οντινόρο, ασμότριχ
στασκόι, κακπιτσάλνο καμίν
νταγκαράιετ...
   Ο σκοπός, βαρύς, θλιβερός, άνισος στην ανάπτυξή του, είχε τις ανύπαρχτες κι ιδεατές αναλογίες της μεγάλης στέπας. Όπως το μάτι του ανθρώπου δεν αντικρύζει ποτέ το σύνορο της ρούσικης γης, έτσι και το τραγούδι δε βρίσκει ποτέ τη ρίζα της ψυχής του Ρώσου· δεν φτάνει στο βάθος το σκοτεινό, όπου κρύβονται οι αταβικές δυνάμεις της παράλογης καταστροφής. Οι Έλληνες, με την καθαρή κι ορθολογισμένη ψυχικότητα, το αίσθημα του μέτρου στη χαρά και τη θλίψη, άκουγαν τις πρωτόγνωρες αρμονίες με καρδιά σφιγμένη. Ένας άγνωστος κόσμος πρόβαλε μπρος στα μάτια τους, την αυγή του καινούργιου τούτου χρόνου. Η φωνή ενός λαού ανθρώπινου - τόσο ανθρώπινου που αγγίζει το απάνθρωπο- με ψυχικότητα τόσο υπερτροφική, που εξουδετερώνει, καμιά φορά, κι αυτό ακόμα το ψυχικό ελάχιστο· ενός λαού γνώστη της δύναμης και της αδυναμίας του, απόθεσε σφραγίδα καυτερή στις καρδιές των πανέξυπνων ανθρώπων της Μεσογείου.
   Τώρα ο σκοπός παίρνει ύφος πιο θεληματικό. Είναι ο Στένκα Ραζίν, που παραδίνει στο Βόλγα την αγαπημένη του, τη σκοτωμένη απ' το ίδιο του το χέρι:
Βόλγα, Βόλγα, ματρετσνάια...
   Πέρα από το Βόλγα -τη μητερούλα- πέρα από τις στέπες και τα Ουράλια, είναι η μεγάλη λίμνη, η Μπαϊκάλ. Προς τα κει πέταξε η ψυχή του Λιάπκιν και τραγούδησε τον ελπιδοφόρο θρήνο του εξόριστου, που δραπέτεψε απ' τα κάτεργα της Σιβηρίας. Καράβι, βάρκα δεν έχει για να διαβεί τη λίμνη. Βρήκε ένα βαρέλι, το 'ριξε στα πράσινα νερά, μπήκε μέσα κι αυτός. Για πανί άπλωσε το πουκάμισό του. Το αγέρι της ανατολής τον σπρώχνει σιγανά προς την αγαπημένη γη της πατρίδας του -της Ρωσίας...
   Δάκρυα κυλάν στα ταμπακιασμένα μάγουλα του Λιάπκιν· τρέμει το στόμα του, ραγίζει η φωνή του· μα τραγουδάει τον πόνο του με την επιμονή ανίκητης ψυχής και νικημένης θέλησης. Είναι το δικό του δράμα που τραγουδάει. Πότε θα ξαναϊδεί την πατρίδα του; Πότε;
   Το τραγούδι σβήνει με μιαν απαλή συγχορδία. Μικρή σιωπή· κι ο Νταβίντ Μπορίσιτς αντιδρά. Θυμάται τα νιάτα του, τις γυναίκες που αγάπησε. Τραγουδάει για κάποια μαύρα μάτια, που κάποτε τον μάγεψαν. Το τρέμουλο της χορδής τραβάει τον ήχο στο άπειρο· η φωνή χαμηλώνει, σβήνει, για να πηδήξει ξανά ψηλά, γεμάτη νέα θέρμη. Χάθηκε η κάμαρα, αναλήφτηκε. Τώρα ο Λιάπκιν βρίσκεται στο ύπαιθρο, στη στέπα, μεσ' στη φεγγαρόφεγγη και χιονισμένη νύχτα. Καθιστός στο έλκηθρο, με τα γκέμια στα χέρια, γλιστράει σαν αστραπή στο σκληρό χιόνι. «Χάιντα, τρόικα!» Η τρόικα -τα τρία φρουμιστά αλογατάκια- τον ακούν, τον νιώθουν και καλπάζουν ξέφρενα. Μαλακά, υπόκωφα, τυμπανίζουν οι οπλές τους στο αφράτο χιόνι. «Χάιντα τρόικα! Άιντε, αλογατάκια μου!» Βραδύνει το ρυθμό στην πρώτη λέξη και τον γοργαίνει άξαφνα στη δεύτερη, ωσάν τ' άλογα να ξεκινούν απότομα και να χύνονται σαν σίφουνας προς τα εμπρός. Ακούτε τ' ασημένια κουδουνάκια τους πώς γκλιγκλίζουν; Είναι το χέρι του Λιάπκιν, που κάνει τις χορδές της μπαλαλάικας να σημαίνουν αργυρόηχα...
   Πού πάει με την τρόικα ο Νταβίντ Μπορίσιτς έτσι χαρούμενος; Σε καμιά γυναίκα αγαπημένη, που τον προσμένει με λαχτάρα ερωτική; Όχι... τίποτα... Το γοργόρυθμο και κεφάτο βαλσάκι δίνει τόπο σε καινούργια ανία κι αποκαρδίωση: «Αμαξά, μη χτυπάς τ' άλογα. Δεν είναι κανείς να με περιμένει· δεν είναι κανείς να μ' αγαπάει. Αμαξά, μη βαράς τ' άλογα...»
   Η νταμιτζανίτσα με τη βότκα τριγυρνάει από στόμα σε στόμα· η ατμόσφαιρα γεννάει την ανάγκη αυτού του δηλητήριου, που νεκρώνει τις αισθήσεις, μα δυναμώνει τα αισθήματα και ξεγυμνώνει τα ένστιχτα από το προσωπείο της ηθικής διαπαιδαγώγησης. Το ξέσπασμα της ψυχής είναι φανερό και γενικό και συμπυκνώνεται στο μοτίβο της Ντομπινούσκας: «Χάιντε για», το εύκολο, το δυνατό κι ανθρώπινο που σφραγίζεται στην καρδιά αμέσως. Όλοι το ξαναλένε ρυθμικά, χαμηλόφωνα, καθώς ο Λιάπκιν ολολύζει την κορόνα της δυναμικής απελπισίας, που ξαναπέφτει κυκλοθυμικά στη μοιραία νωχέλεια.
   Τώρα, η φωνή του ζωηρεύει. Το χέρι του χτυπάει τις χορδές με νευρικό ρυθμό. Αρχίζει ο χορός. Ο Λιάπκιν δίνει το μοτίβο γοργό, όλο δύναμη, ζωή, κινητικό ξέσπασμα. Οι καρδιές αλαφρώνουν, τα μάτια γυαλίζουν, οι παλάμες χτυπούν άθελα, κρατώντας το χρόνο.
   Ο Λιάπκιν περιμένει ν' αφομοιώσουν οι άλλοι το σκοπό που τους δίδαξε· να τον κάνουν δικό τους, να τον τραγουδήσουν χωρίς την οδηγία του. Κι έξαφνα σέρνει φωνή φοβερή:
   "Χάι!"
   Πετάει μακριά την μπαλαλάικα, τινάζεται όρθιος, πάνω στο κρεβάτι· και με σάλτο λιονταρίσιο βρίσκεται ορθός, στητός κι ασάλευτος, στη μέση της κάμαρας. Οι άλλοι τραγουδούν, χτυπούν παλαμάκια· εκείνος λυγίζει τα γόνατα, πετάγεται ξανά ορθός, ανακάθεται πάλι, τινάζει μακριά τα πόδια του με νεύρο τιτανικό· με χειρονομία ιερατική φέρνει τις παλάμες πίσω απ' το κεφάλι, κρατάει το χρόνο με το ρυθμό των μυωνιών του, τον γοργαίνει, τον σιγανεύει, τον νέμεται. Πετάει το χιτώνιο και μένει με το πουκάμισο -κόκκινο, μεταξωτό- ανοιχτό πάνω στο μαρμαρένιο στήθος του. Στέκεται ορθός στις μύτες των ποδιών, με μάτια χαμηλωμένα, γεμάτος αγέρωχη αυτοπεποίθηση. Συγκρατιέται, χαρίζει στη ζωή την αψεγάδιαστη στάση, την ήρεμη ομορφιά, πριν την χαλάσει η επερχόμενη ρυθμική κίνηση· κι αφού νιώσει πως κόρεσε όλα τα μάτια με ατάραχο κάλλος, τινάζεται ψηλά απότομα, πέφτει στα γόνατα, εκφράζει με κινήσεις του κορμιού την πιο άμετρη, την πιο έξαλλη ψυχική δραστηριότητα, για να ξαναγυρίσει σύντομα στη νωχελική ακινησία.
   Μα οι ψυχές ανάβουν, τα νεύρα τεντώνονται στο έπακρο· ο ρυθμός γίνεται γοργός, ασθματικός, έξαλλος. Νιώθει κανείς πως κοντεύει στο ακρότατο όριο, που θα ακολουθηθεί από το οριστικό τέρμα. Η κάμαρα είναι κόλαση. Μέσα στους καπνούς και το μισοσκόταδο πενήντα σατανάδες ουρλιάζουν ρυθμικά· κι ανάμεσά τους ένας κόκκινος Ζερζεβούλης, που χοροπηδάει  μόνον όπως οι διαβόλοι ξέρουν να χοροπηδάν...

   [...] Η Λάρισα νεκρώθηκε όταν από τον ολόχρυσο κι αθέριστο κάμπο φύσηξε ο πρώτος λίβας του καλοκαιριού. Κάπου, κατά το Νοτιά, κάποιος φοβερός δράκος πρέπει ν' άνοιξε το φλογισμένο στόμα και να 'χυσε την πυρή ανάσα του πάνω στα στάχια. Οι μαλαματένιες θάλασσες κυμάτισαν με απόγνωση στη θανατερή πνοή. Η φλόγα της γης κι η λαύρα του ανέμου έσμιξαν και ξάπλωσαν παλμικά κύματα, που σκέπαζαν με τρεμουλιάρικο πέπλο όλα τα πάντα, λες κι ο κάμπος ήταν λίμνη από νερό ταραγμένο κι αχνιστό.
   Τις ώρες του λίβα η ζωή σπαταλάει τα κύτταρά της για ν' αντιπολεμήσει το θάνατο. Οι άνθρωποι του κάμπου -οι Καραγκούνηδες- μετά το καλοκαίρι είναι λιγότερο ζωντανοί, σαν μισοπεθαμένοι. Θαρρείς πως η ζωή όλο και λιγοστεύει, για να σιγοσβήσει. Κι όμως, η Θεσσαλία δεν πέθανε ακόμα. Κάποιο φλογερό μεσημέρι, που μαζί με φίλους διαβαίναμε τον κάμπο της Καρδίτσας, αγναντέψαμε μακριά μια καταπράσινη πολιτεία. Παραξενευτήκαμε, γιατί τούτη την πολιτεία δεν την ξέραμε· γιατί τέτοια πολιτεία δεν μπορούσε να υπάρχει. Μα ώσπου να συνέρθουμε απ' το ξάφνιασμα, η πολιτεία χάθηκε, αναλήφτηκε. Ήταν αντικατοπτρισμός ή ομαδική φρεναπάτη; Ποιος ξέρει... Ο ήλιος, ο λίβας είναι ανελέητοι...
   Οι Λαρισινοί, μόλις νιώσουν τις πρώτες πνοές του λίβα, κλείνονται στα σπίτια τους. Η πολιτεία νεκρώνεται· ως κι αυτές οι δροσερές αυλές, με τα ισκιερά χαγιάτια, στους παλιούς μαχαλάδες, ερημώνονται. Πόρτες, παραθυρόφυλλα, τζάμια, κλειστά· είναι ο μόνος τρόπος να ζήσει κανείς. Το αυστηρό κλείσιμο δημιουργεί στα σπίτια δροσιά ευεργετική. Μόλις όμως τολμήσεις ν' ανοίξεις οτιδήποτε, μια καυτερή πνοή σου καψαλίζει τα μάτια και τα πλεμόνια.
   Με το ηλιόγερμα ο λίβας πέφτει κι ως τα μεσάνυχτα βασιλεύει ζέστα υγρή, πνιχτική, αντίθετη απ' την ξερή λαύρα της μέρας. Κατά τα μεσάνυχτα, απ' τις κορφές του Ολύμπου κατεβαίνει ένα ψυχρό αεράκι, γεμάτο ζωή κι ανακούφιση. Η Λάρισα ανασαίνει. Πόρτες και παράθυρα ανοίγουν διάπλατα. Οι Λαρισινοί, που ίσαμε τότε ιδροκοπούσαν στους δρόμους αποχαυνωμένοι, φοράν το σακάκι τους πάνω απ' το μουσκεμένο πουκάμισο. Το θερμόμετρο κατρακυλάει από τα 40 στα 20. Δροσίζονται τα σπίτια, οι άνθρωποι κοιμούνται ευχάριστα· μα ξυπνούν, μια στιγμή, πριν βγει ο ήλιος, να ξανακλείσουν παράθυρα και πόρτες· γιατί οι πρώτες του αχτίδες είναι κιόλας θανατερές.
   Οι Καραγκούνηδες ζουν αδιάφοροι μέσα στη φλόγα που τους λιώνει. Με τα ίδια μάλλινα σιγκούνια, το ίδιο τρίχινο καλπάκι χειμώνα - καλοκαίρι, λατρεύουν τη γη τους. Χρονιά καλή - χρονιά κακή -πιότερες οι δεύτερες- παλεύουν σκληρά για να βγάλουν το ψωμί τους, ώσπου να τους φάει το ξεροβόρι και η ελονοσία. Πανάθλια ζωή...
   Ήταν το πρώτο καλοκαίρι που ο Λιάπκιν περνούσε μακριά απ' την πατρίδα του. Για μια στιγμή θάρρεψε πως θα 'ταν και το στερνό. Η κάψα έλιωσε τον αμάθητο Ρώσο. Οι θέρμες τον έριξαν κάτω, βδομάδες ολόκληρες. Τους πνιχτικούς ιδρώτες τους ακολουθούσαν σύγκρυα, που 'καναν να τραντάζει το σαραβαλιασμένο κρεβάτι. Ανίκανο δείχτηκε το κινίνο να καταπολεμήσει το πλασμώδιο, που οργίαζε στον παρθένο ακόμα οργανισμό. Η κυρά Δέσποινα -η γυναίκα του Καταφρονεμένου- πέρασε νύχτες ολόκληρες πάνω απ' το κρεβάτι του, να του βάζει κρύες κομπρέσες, τρομαγμένη απ' το τρελό κι ακατανόητο γι' αυτή παραμιλητό του. Ήταν απίθανα μεθυσμένος από ελονοσία, κινίνο κι ούζο· γιατί ούτε μια στιγμή δεν σταμάτησε να πίνει.
   Ανάμεσα από δυο προσβολές ελονοσίας γύριζε στη δουλειά του, όπου παιδευόταν σκληρά. Ο κ. Διευθυντής, βλέποντάς τον ικανό και φιλότιμο, του ανέθεσε να επιστατεί όλα τα ζώα της Σχολής -άτια, άλογα τ' αμαξιού και τ΄αλετριού, βόδια, ταύρους, γελάδες, γαϊδούρια, αρνιά, κατσίκια, γουρούνια και πουλερικά. Φυσικά, ο μισθός του ανέβηκε αρκετά· μα ο κόπος τον τσάκισε. Έτρεχε στο χωράφι, να ιδεί αν ποτίστηκαν τ' άλογα της θεριστικής· κατόπι στον μπαξέ, να κοιτάξει αν πάει καλά το πουλάρι του μαγγανιού. Το χοιροστάσι πάντα τον ανησυχούσε, γιατί εύκολα ψοφάν τα γουρουνόπουλα. Ήταν η παντοτεινά άρρωστη γελάδα· ήσαν κι οι κλώσσες που παρατούσαν τ' αυγά... Ούτε μια μέρα δεν έλειψε ο κτηνίατρος απ' τη Σχολή. Ο Λιάπκιν τις πιότερες φορές ξενυχτούσε πλάι στ' άρρωστα ζωντανά, που η ζέστα τα σκότωνε χειρότερ' απ' τον άνθρωπο.
   Σαν ήρθε το χινόπωρο, τον βρήκε αλλαγμένο. Ο ήλιος κι ο λίβας μαύρισαν και ξέραναν το άσπρο πετσί του· οι θέρμες κι ο κόπος τον αδυνάτισαν. Έγειραν προς τα μπρος οι πελώριες πλάτες του, η περπατησιά του έχασε τη στρατιωτική της πεποίθηση. Η κ. Διευθυντού, γυρνώντας απ' τη Ραψάνη, όπου πέρασε δροσερά το καλοκαίρι, δεν τον γνώρισε...
   Αλλά με τις πρώτες χινοπωριάτικες δροσιές συνέφερε. Οι θέρμες τον άφησαν, οι πλάτες του ξαναστήλωσαν, το κορμί του γέρεψε, ο οργανισμός του πήρε τ' απάνω και βγήκε νικητής απ' την κρίση του καλοκαιριού. Κατάφερε να εγκλιματιστεί στη Θεσσαλία. Μα η μορφή του δεν ξαναπήρε το πρώτο ροδαλό χρώμα, ούτε η ψυχή του βρήκε πάλι το παλιό κέφι. Άρχισε να ξεχνάει, σιγά - σιγά, τη Ρωσία, τα τσιφλίκια, τους μουζίκους, τα πλούτια, τον ευγενικό τίτλο του και τα γαλόνια του συνταγματάρχη. Ένιωθε πολύ φυσικά κι άνετα στην Ελλάδα, στη Λάρισα, στη Σχολή και στους σταύλους της. Καρφί δεν του καιγόταν που δεν έβρισκε βότκα· συνήθισε στο ραψανιώτικο τσίπουρο κι ήταν ευτυχισμένος. Τώρα, που με τη φροντίδα του Τριανταφυλλίδη πολιτογραφήθηκε Έλληνας και διορίστηκε μόνιμος δημόσιος υπάλληλος, ο μισθός του γίνηκε πολύ καλός. Μα η αλήθεια είναι πως την προαγωγή την πήρε με το σπαθί του. Εργατικός στο έπακρο, αφοσιωμένος στο χρέος του, ικανότατος και με προσόντα δοικητικά όχι κοινά, κέρδισε την εκτίμηση της υπηρεσίας, μα και τη γενική συμπάθεια. Οι προϊστάμενοί του θέλησαν να του δώσουν στην ελληνική κοινωνία τη θέση που του ταίριαζε. Χρέος είχαν να τον υποστηρίξουν και, το κυριότερο, να τον βοηθήσουν να ξανάβρει την παλιά του ανθρωπιά· γιατί ήταν φανερό πως άγνωστο γιατί, έδειχνε μια περίεργη απάθεια για ό,τι δεν τον αφορούσε σχετικά με τη δουλειά του.
   Αρχηγός αυτής της προσπάθειας ήταν ο κ. Διευθυντής. Από εκείνο το πρωτοχρονιάτικο πρωινό, που τον είδε μισόγυμνο στο παράθυρο της Μαρίας, άρχισε να συλλογιέται το ζήτημα σοβαρά· κι έβγαλε το συμπέρασμα πως ο ξεπεσμός του Λιάπκιν είχε αίτια καθαρώς οικονομικά. Με τέσσερις λίρες μισθό, δύσκολο να κρατήσεις και την πιο υποτυπώδη σειρά στην κοινωνία, όταν μάλιστα είσαι Επιστάτης Σταθμού Επιβητόρων -δηλαδή αρχισταυλίτης. Λοιπόν έπρεπε, με κάθε τρόπο, ο συνταγματάρχης κόμης Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν να γυρίσει στην κοινωνική και οικονομική του υπόσταση, για να ξαναβρεί τον εαυτό του.
   Η προπαγάνδα του κ. Διευθυντού καρποφόρησε ικανοποιητικά. Οι καθηγητές, όταν πήγαιναν στο Υπουργείο, δημιουργούσαν γύρω απ' τ' όνομα του Λιάπκιν ατμόσφαιρα συμπαθητική. Ήρθε κι ο νέος υπουργός στη Λάρισα κι απόμεινε σα χαζός μπροστά στα γαλόνια και τα παράσημα του συνταγματάρχη που, ένεκα η επίσημη περίσταση, φόρεσε τη μεγάλη του στολή. Μα το σημαντικότερο αποτέλεσμα το πέτυχε ο Τριανταφυλλίδης. Μολονότι δεν ήταν πια υπουργός, διατηρούσε σεβαστή επιρροή στις κρατικές υπηρεσίες και κατάφερε να ονομαστεί ο προστατευόμενός του Γενικός Επιμελητής Κτηνών Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής Λαρίσης.
   Η νέα θέση είχε πολύ περισσότερο κόπο κι ευθύνες απ' την παλιά. Μα ο Λιάπκιν δεν φοβόταν τη δουλειά· απεναντίας την κυνηγούσε, θέλοντας ίσως να συμπληρώσει το χαύνωμα του πιοτού με την κούραση του κορμιού.
   Πρώτη φροντίδα του, μόλις πήρε την αύξηση, ήταν ν' αντικαταστήσει την ανεκδιήγητη στολή εκστρατείας, την κακοπαθιασμένη απ' όλες τις αθλιότητες του πολέμου και της επανάστασης, με καινούργια. Το πηλίκιο κι οι επωμίδες του δημιούργησαν μεγάλες δυσκολίες, γιατί οι ραφτάδες στρατιωτικών ειδών της Λάρισας δεν τα κατάφεραν πολύ καλά. Αναγκάστηκε να τα παραγγείλει στην Αθήνα, σε κάποιο ράφτη συμπατριώτη του, πρόσφυγα.
   Όταν πρωτοφόρεσε την καινούργια του στολή, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη κι έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Το πηλίκιο ήταν εντάξει, με κεραμίδι μικρό και γερτό στο δεξί φρύδι. Χιτώνιο καλοραμμένο, εφαρμοστό, με χρυσά κουμπιά και χρυσοκόκκινες σπαλέτες· εξάρτυση από λουστρίνι καφέ, γάντια κρεμ, μαστίγιο από μπαμπού κι ο σταυρός του Αγίου Αντρέα στο στήθος. Βγήκε απ' την κάμαρά του να περπατήσει λιγάκι, πριν από το μεσημεριανό φαγητό.
   Έτυχε, εκείνο το μεσημέρι, να έχει επισκέψεις η κ. Διευθυντού. Ήταν ο Νομάρχης -τύπος κουτός κι ανίκανος, νομαρχοποιημένος ελέω εξαδέρφου υπουργού· ο εξυπνότατος και μορφωμένος κ. Αλευράς, Διευθυντής της Τραπέζης Γεωργικής Προνοίας, με την απίθανα ανόητη γυναίκα του· ο εισοδηματίας κ. Απλοχέρης με τη γυναίκα του Βερενίκη, τη φοβερή και τρομερή, που ο Καπνόπουλος την παρομοίαζε με την Φελισιτέ Ρουγκόν, την ηρωίδα της «Κατάχτησης του Πλασάν» του Ζολά· ο δικηγόρος Δεντρόπουλος -ο επιλεγόμενος Ωραίος-  με την πολύ νόστιμη γυναίκα του, και μερικοί άλλοι. Κάθονταν στον φρεσκοποτισμένο κήπο, ανάμεσα στα πρώτα χινοπωριάτικα χρυσάνθεμα, πίνοντας ούζο εξαίρετο, φτιαγμένο στη Σχολή, και τρώγοντας μεζέδες διαλεχτούς.
   Ο Λιάπκιν, βλέποντάς τους, έκανε να φύγει· μα η κ. Διευθυντού τον προσκάλεσε να πλησιάσει.
   "Ελάτε, κύριε κόμη, να γνωρίσετε μερικούς καλούς φίλους.
   Με το πηλίκιο και το μαστίγιο κάτω απ' την αριστερή μασχάλη, έκανε αράδα υποκλίσεις και φίλησε τα χέρια των κυριών, που τον κοιτούσαν γοητευμένες. Από καιρό είχαν λαχτάρα να κάνουν τη γνωριμία του και να τον περιμαζέψουν, μαζί με τις επωμίδες και τα παράσημά του, στα ανιαρά επαρχιώτικα σαλόνια τους.
   Η κ. Διευθυντού τον παρακάλεσε να καθήσει· του πρόσφερε ούζο και μεζέ. Αμέσως γίνηκε το κέντρο του ενδιαφέροντος. Οι κυρίες τον βομβάρδισαν μ' ένα σωρό ερωτήσεις· εκείνος αποκρινόταν με χάρη, πνεύμα και άνεση.
   Σε λίγο ήρθαν ο παράξενος καθηγητής, ο Καληνύχτας κι ο Καπνόπουλος. [...]
   Ο κ. Αλευράς ρωτούσε το Λιάπκιν για τη Ρωσία και την κατάστασή της. Ο συνταγματάρχης ιστόρησε μερικά επεισόδια απ' τον πόλεμο και την επανάσταση, με τρόπο πολύ ενδιαφέροντα. Όλοι τον άκουγαν προσεχτικά. Μα ο κ. Αλευράς ήθελε να δώσει έκταση και βάθος στη συζήτηση:
   "Είσαστε άνθρωπος με μόρφωση και κρίση· ελπίζω πως βλέπετε τα πράματα με κάποιαν αντικειμενικότητα. Θα επιθυμούσα ν' άκουγα τη γνώμη σας σχετικά με τα αίτια της επανάστασης και με το καθεστώς που την επακολούθησε".
   Ο Λιάπκιν σκέφτηκε προτού αποκριθεί:
   "Το θέμα είναι δυσνόητο για έναν άνθρωπο του δυτικού κόσμου, του ορθολογισμένου. Μόνον όποιος έχει κατανοήσει βαθιά την ψυχονοοτροπία του Ρώσου μπορεί να καταλάβει αυτό που έγινε και δημιουργήθηκε. Στις δικές σας χώρες υπάρχει μια φυσική οργάνωση της κοινωνίας, που παίρνει συγκεκριμένη μορφή στον κρατικό - καθεστωτικό μηχανισμό. Η επανάσταση θα γκρεμίσει ίσως το καθεστώς και θα διαλύσει, επίσης ίσως, την κρατική μηχανή. Μα, εφ' όσον υπάρχει φυσική, έμφυτη κοινωνική οργάνωση, σύντομα θα διοργανωθεί εκ των κάτω κάποιο κρατικό σύστημα και κάποιο καθεστώς. Στη Ρωσία, τίποτα το παρόμοιο· όλο το κράτος, σαν νόημα κι οργάνωση, κρεμόταν από το πρόσωπο του ηγεμόνα. Τη στιγμή που δεν υπήρχε πια τσάρος, υπήρχε μόνο χάος κι απόλυτη αδυναμία να οργανωθεί οτιδήποτε εκ των κάτω. Να, κάτι που προμάντεψε η μεγαλοφυΐα του Ντοστογιέφσκι..."
   "Του Ντοστογιέφσκι;" απόρησαν οι κυρίες.
   "Θυμηθείτε τι λέει στους «Δαιμονισμένους» ο Σταυρογκίν, ο μυθιστορηματικός ήρωας που ενσαρκώθηκε στη μορφή του Λένιν: «Θα κηρύξουμε την καταστροφή. Αυτή η ιδέα είναι τόσο ελκυστική! Θα γυρέψουμε τη βοήθεια της πυρκαγιάς· θα διασπείρουμε θρύλους. Κι η αταξία θ' αρχίσει! Θα επακολουθήσει μια ανατροπή πρωτόφανη στην ιστορία του κόσμου. Η Ρωσία θα σκεπαστεί από σκοτάδια· η Γη θα θρηνήσει τους παλιούς της θεούς... Αλλά όταν οι επαναστάτες, αφού γκρεμίσουν τα πάντα, θελήσουν να ξαναχτίσουν, θα φτιάσουν κάτι το τόσο χαώδες, χυδαίο, τυφλό κι απάνθρωπο, που το οικοδόμημα, πριν κιόλας τελειώσει, θα γκρεμιστεί κάτω απ' τις κατάρες της ανθρωπότητας...»".
   Τα προφητικά λόγια του Ντοστογιέφσκι έκαναν βαθιά εντύπωση, ακολουθημένη από σιωπή· κι ο κ. Αλευράς αναρωτήθηκε:
   "Πότε, άραγε, θα γκρεμιστεί;"
   "Οι κατάρες άρχισαν κιόλας", αποκρίθηκε ο Λιάπκιν. "Εσείς όμως, οι ορθολογισμένοι της Δύσης, έχετε το πλέγμα να προσελκύεσθε υποσυνείδητα από αυτό που συνειδητά καταριόσαστε. Αν δεν είσαστε τόσο ανόητοι, το οικοδόμημα θα 'χε κιόλας γκρεμιστεί..."
   Ο κ. Αλευράς τσαντίστηκε, επειδή ήταν ανώδυνα θεωρητικώς συμπαθών προς το ρωσικό «πείραμα», από το οποίο αυτός δεν είχε τίποτα να διακινδυνέψει προσωπικά· και ρώτησε το Λιάπκιν με κάποια κακία:
   "Αφού ο στρατός, του οποίου υπήρξατε στέλεχος, δεν υπάρχει πια, γιατί επιμένετε να φοράτε τη στολή του;"
   Ο Λιάπκιν του 'ριξε σκοτεινή ματιά:
   "Υπακούω στους νόμους της πατρίδας μου. Είμαι έφεδρος εκ μονίμων και προσεκλήθην στις τάξεις του στρατού δια του τσαρικού ουκαζίου της 1ης Αυγούστου 1914. Αν δεν γελιέμαι, νεώτερο ουκάζιο που να με απολύει δεν εξεδόθη".
   "Εξεδόθη διάταγμα του Ανωτάτου Σοβιέτ..."
   "Ναι· που όριζε όχι μόνο ν' απολυθώ από τις τάξεις του στρατού, αλλά κι από τη συνομοταξία των ζωντανών! Αν δεν πρόφταινα να περάσω τα σύνορα, θα με είχαν σκοτώσει. Δεν παραδέχομαι ότι η συμμορία που κυβερνάει σήμερα τη Ρωσία αποτελεί νόμιμη κυβέρνηση. Ούτε κι αυτή με παραδέχεται για Ρώσο υπήκοο, αφού, δια διατάγματος, μου αφήρεσε την ιθαγένεια. Πώς θέλετε να υπακούω στους νόμους μιας αλλοδαπής κυβέρνησης;"
   "Σωστά", παραδέχτηκε ο κ. Διευθυντής. "Εκτός τούτου, είσαστε πια Έλληνας πολίτης".
   "Ας μιλήσουμε ειλικρινά. Αγαπώ την Ελλάδα, που με δέχτηκε τόσο στοργικά. Αν όμως μπορούσα να διατηρήσω τη ρωσική υπηκοότητα, δεν θα γινόμουν πολίτης κανενός άλλου κράτους".
   Όταν ο Λιάπκιν γύρισε στην κάμαρά του, ένιωσε την ψυχή του βαριά. Η επαφή με τους ανθρώπους του κόσμου του, που είχε σταματήσει εδώ κι εφτά χρόνια, τον απογοήτεψε. Ποιοι ήσαν οι Λαρισινοί της σειράς του; Ο ελαφρά κι ανόητα αριστερίζων διανοούμενος κ. Αλευράς, που δεν μπορούσε να κρύψει την αντιπάθειά του για την κουτή σαν χήνα και φλύαρη σαν καρακάξα γυναίκα του· ο παραλής κι αγαθός κ. Απλοχέρης κι η γυναίκα του, με τον κωμικό κάπως αέρα μεγάλης κυρίας· ο Δεντρόπουλος, κομψός και μετρημένος, διαρκώς ζηλότυπα ανήσυχος για την διαγωγή της όμορφης γυναίκας του, που είχε εραστή το Νομάρχη, ένα γεροπαραλυμένο αφάνταστα βρωμερό· ο εν λόγω Νομάρχης, υποκείμενο ανεκδιήγητο. Οι καθηγητές, με τις ίδιες πάντα κουβέντες για τα ιδιαίτερα της υπηρεσίας· οι κτηνίατροι, περήφανοι για τα κοπάδια αρνιών που έσωσαν απ' τη χλαμπάτσα. Κι όλοι τους κάθονταν στον κήπο, ήσυχοι, μαλακοί, ανόητοι, πίνοντας ούζο και μασουλώντας μεζέδες, καλοχορτασμένοι και δυσπεπτικοί· και περίμεναν με λαχτάρα την ώρα του φαγητού και του απόπατου, αυτών των δύο μεγάλων ηδονών κι ανησυχιών της μικροαστικής επαρχιακής ζωής.
   "Οι ίδιοι άνθρωποι", συλλογίστηκε, "όπως και στο Καζάν, εδώ και δέκα χρόνια. Σε τίποτα δεν παραλλάζουν. Θαρρούσα πως ξαναβρέθηκα στο τσιφλίκι μου, τριγυρισμένος απ' τους φίλους μου, που τους έσφαξαν οι μπολσεβίκοι..."
   Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και γέλασε ξανά.
   "Αρκετά!" είπε φωναχτά. "Αρκετά!"
   Γδύθηκε αργά, τελετουργικά· και παίρνοντας ένα ψαλίδι ξήλωσε τις επωμίδες, τα διάσημα και τα χρυσά κουμπιά της στολής του, και τα 'ριξε στο μπαούλο, φύρδην - μίγδην. Κατόπι πήρε το χιτώνιο στο χέρι και χτύπησε την πόρτα των Καταφρονεμένων.
   "Παρακαλώ", είπε στην κ. Δέσποινα, "μήπως σας βρίσκονται τίποτα κοκκάλινα κουμπιά; Ναι; Τότε, παρακαλώ, μου τα ράβετε εδώ;"
   "Μετά χαράς..."
   Όσο βάστηξε το ράψιμο, καθόταν σιωπηλός, με μάτια μισόκλειστα.
   "Εντάξει!" του 'πε η ηλικιωμένη κυρία, δίνοντάς του το χιτώνιο.
   "Ευχαριστώ... Ήθελα, όμως, να σας παρακαλέσω και κάτι άλλο... Μπορείτε να μου δανείστε, ως αύριο βράδυ, ένα παλιό καπέλο του κ. Καταφρονεμένου;"
   "Μετά χαράς..."
   Του 'δωσε μια μαύρη ρεμπούμπλικα, που του ερχόταν στην κορφή του κεφαλιού του.
   "Λίγο μικρό σας πέφτει..."
   "Δεν έχει σημασία. Για ένα πρωί θα κάνει τη δουλειά του. Αύριο τ' απόγεμα θα κατεβώ στη Λάρισα, ν' αγοράσω καπέλο στα μέτρα μου..."
   Όταν το πρωί παρουσιάστηκε έτσι μεταμορφωμένος, όλοι ξαφνιάστηκαν· μα κανείς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει. Η φυσιογνωμία του ήταν κλειστή, σχεδόν εχθρική. Γίνηκαν σχόλια, συζητήσεις, που απασχόλησαν το γνωστό κύκλο για αρκετόν καιρό. Μα, όπως ήταν φυσικό, το ενδιαφέρον που προκάλεσε ο ερχομός του στη Λάρισα κάποτε ξεθύμανε. Βοήθησε κι αυτός ο ίδιος να τον λησμονήσουν, μην προβάλλοντας πουθενά την ύπαρξή του. Αποτραβήχτηκε ολότελα από τον κύκλο των καθηγητών κι αφοσιώθηκε στη δουλειά του. Δεν είχε πια καιρό να βγάζει τ' άτια περίπατο. Εξόν απ' τους σταυλίτες, τους εργάτες και τους μεροκαματιάρηδες Καραγκούνηδες, άλλον άνθρωπο δεν συναναστρεφόταν. Μα και μ' αυτούς, πολύ λίγο μιλούσε. Προτιμούσε να σωπαίνει και να πίνει. Πολύ σύντομα ξέπεσε η καινούργια του αστικοποιημένη στολή. Η ακριβή καπαρντίνα της ξέβαψε στον ήλιο και τις βροχές, βρωμίστηκε στους σταύλους και λέκιασε στα κρασοπουλειά. Την αντικατέστησε μ' ένα κουστούμι φτηνό, ετοιματζίδικο, που κρεμόταν άγαρμπα στο μεγάλο του κορμί. Κολάρο με γραβάτα φορούσε μονάχα τις Κυριακές. Γίνηκε φανερό πως οι προσπάθειες του κ. Διευθυντού πήγαν χαμένες... [...]

   Από τότε πέρασαν χρόνια. Ο Λιάπκιν κανόνισε πια σταθερά τη ζωή του πάνω σ' αυτή τη γραμμή. Με τους προϊσταμένους του μιλούσε μόνο για ζητήματα της υπηρεσίας, αλλά παρέα δεν τους έκανε ποτέ. Στη δουλειά του ήταν τέλειος. Προβιβάστηκε ξανά· κι ο μισθός του, πολύ καλός τώρα, περνούσε ολόκληρος στα ουζάδικα και στα κορίτσια των παλιόσπιτων. Το πιοτό δεν φαινόταν να τον πειράζει· απεναντίας έδειχνε να 'ναι περίφημα στην υγεία του. Το πρωί, ύστερ' από μια νύχτα μπέβας και κάθε λογής ακολασίας, ξυπνούσε φρέσκος, ευδιάθετος, γεμάτος όρεξη για εργασία.
   Είχαν κλείσει τέσσερα χρόνια που ήταν στη Λάρισα, όταν πήρε ένα γράμμα και μάλιστα απ' το Παρίσι. Κοιτούσε ώρα το φακέλο με απορία, γιατί δεν είχε κανένα συγγενή ή φίλο στον κόσμο τούτο· γράμμα από κανέναν δεν περίμενε. Τέλος τον άνοιξε· κι είδε με συγκίνηση πως του 'γραφε ο αδερφός του Αλέξαντρος Μπορίσιτς, που τον νόμιζε πεθαμένο:
   «Αδερφέ μου Νταβίντ, δίχως άλλο με θαρρούσες πεθαμένο, το ίδιο πίστευα κι εγώ για σένα. Δηλαδή εγώ είχα πληροφορία πως σε είδαν στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να είναι εντελώς σίγουροι πως ήσουν εσύ. Ομολογώ πως αμέλησα να ψάξω να σε βρω, γιατί είχα μεγάλους μπελάδες και φτώχεια μεγαλύτερη. Άκου να ιδείς πώς γίνηκαν τα πράματα:
   »Η Επανάσταση με βρήκε Διευθυντή Εκτάκτων Δαπανών του Υπουργείου Οικονομικών. Η κυβέρνηση Κερένσκυ δεν με πείραξε· αλλά εγώ προμάντευα την μπόρα που ερχόταν και μηχανεύτηκα το εξής τέχνασμα για να φύγω απ' τη Ρωσία, αλλά και να μην πεθάνω της πείνας στην εξορία. Η εξαγωγή κεφαλαίων δεν επιτρεπόταν. Συνεννοήθηκα λοιπόν με τον υποναύαρχο Αντώνη Βλαδιμήροβιτς Βασένκο να παραγγείλει το κράτος στα αμερικανικά ναυπηγεία μια πολυτελή θαλαμηγό για τον πρόεδρο της Ρωσικής Δημοκρατίας. Οι υπουργοί του Κερένσκυ υπέγραψαν τη σύμβαση χωρίς να τη διαβάσουν. Αμέσως ο Βασένκο κι εγώ ρευστοποιήσαμε ό,τι μπορούσαμε απ' την περιουσία μας και στείλαμε 200.000 δολλάρια προκαταβολή στα αμερικανικά ναυπηγεία. Φροντίσαμε όμως η τραπεζική εντολή ν' αναφέρει το Βασένκο κι εμένα για αποστολείς. Όλα αυτά, βέβαια, ήσαν παράτυπα· μα ποιος κοιτούσε, τότε, τους τύπους...
   »Το Σεπτέμβριο του 1917, προβλέποντας το πραξικόπημα των μπολσεβίκων, έφυγα για τη Σουηδία. Ο Βασένκο δίστασε να με ακολουθήσει, με αποτέλεσμα να τον συλλάβουν και να τον εκτελέσουν οι μπολσεβίκοι τρεις μήνες αργότερα, καθώς προσπαθούσε να διαβεί τα φινλανδικά σύνορα. Από τη Σουηδία άρχισα αλληλογραφία με τα αμερικανικά ναυπηγεία, εξηγώντας πώς έχει η υπόθεση του γιοτ. Για να μην πολυλογώ, τα πράματα δεν ήσαν και τόσο απλά. Τον Ιανουάριο του 1919, με τα τελευταία χρήματά μου, πήγα στην Αμερική κι άρχισα δικαστικόν αγώνα με τα ναυπηγεία, που τον χρηματοδοτούσε ένα τραστ τυχοδιωκτών -αλλά πολύ ικανών- δικηγόρων. Μοναδικό όπλο είχα την απόδειξη της τραπεζιτικής εντολής με αποστολείς τον Βασένκο κι εμένα. Ύστερα από πολλές περιπέτειες συμβιβάσθηκα με τα ναυπηγεία στις 150.000 δολλάρια. Τις 50.000 τις πήρε το τραστ των δικηγόρων. Από το υπόλοιπο, αναλογικά, 60.000 δολλάρια ήταν του Βασένκο και 40.000 δικά μου· μα το Βασένκο κι όλους τους συγγενείς του τους σκότωσαν οι μπολσεβίκοι. Έτσι, όλο το ποσό έμεινε σε μένα.
   »Γύρισα κι εγκαταστάθηκα στο Παρίσι, όπου ζω, καθώς καταλαβαίνεις, πολύ άνετα. Πρώτη μου φροντίδα, μόλις ησύχασα, ήταν να σε βρω. Ανέθεσα την υπόθεση σ' ένα Πρακτορείο Αναζητήσεων. Παιδεύτηκαν ένα χρόνο· μα, επιτέλους, σε βρήκαν.
   »Δόξα τω Θεώ, οι άσκημες μέρες πέρασαν. Κατορθώσαμε να σώσουμε τη ζωή μας κι ένα σεβαστό μέρος της περιουσίας μας. Εσωκλείστως θα βρεις μια επιταγή 5.000 γαλλικών φράγκων. Πάρε αμέσως το τρένο κι έλα να με συναντήσεις. Τα μισά απ' τα χρήματά μου είναι δικά σου. Αγόρασα ένα ωραιότατο κτήμα, κοντά στο Σαντιγύ, μ' ένα σπιτάκι πολύ συμπαθητικό. Εσύ θα καλλιεργείς τη γη κι εγώ θα αφοσιωθώ στις οικονομικές μελέτες μου. Θα ζήσουμε άνετα κι αξιόπρεπα τα στερνά χρόνια που μας μένουν κ.τ.λ.».
   Ο Λιάπκιν τέλειωσε το διάβασμα με μάτια δακρυσμένα.
   "Πάντα τυχερός αυτός ο Σάσας!" μουρμούρισε.
   Ένιωθε την ανάγκη να κοινολογήσει σε κάποιον το μεγάλο και χαρούμενο νέο· κι έτρεξε στο γραφείο του κ. Διευθυντού. [...]
   Βρήκε τον κ. Διευθυντή στο γραφείο του:
   "Κύριε Διευθυντά! Ο αδελφός μου, ο Σάσας, ζει. Μου 'γραψε. Να, το γράμμα του!"
   Ο κ. Διευθυντής το διάβασε με προσοχή· κι ύστερα είπε:
   "Η χαρά μου είναι μεγάλη που βρήκατε τον αδελφό σας· λυπάμαι όμως ειλικρινά που θα σας χάσουμε. Ελπίζω να θυμόσαστε, στην καινούργια αμέριμνη ζωή σας, τη Γεωργική Σχολή της Λάρισας, που τόσο εγκάρδια σας δέχτηκε".
   Ο Λιάπκιν σκυθρώπιασε και σήκωσε τους ώμους:
   "Λυπάμαι που θα δυσαρεστήσω τον αδελφό μου· μα δεν σκοπεύω να ζήσω μαζί του, ούτε να μοιραστώ μια περιουσία που δεν είναι ολόκληρη δική του. Κι ύστερα, μου είναι δύσκολο ν' αλλάξω για τρίτη φορά τρόπο ζωής, τώρα στα γεράματα. Είμ' ευχαριστημένος απ' τη δουλειά μου και το μισθό μου. Όταν σ' έξι χρόνια πάρω τη σύνταξή μου, θα σκεφθώ τι θα κάνω..."
   Ο κ. Διευθυντής δεν προσπάθησε να τον μεταπείσει, ξέροντας την ιδιοτυπία της ψυχονοοτροπίας του. Χαμογέλασε μόνο και του αποκρίθηκε ευγενικά:
   "Είμαι πολύ ευχαριστημένος που δεν θα χάσω την πολύτιμη συνεργασία σας. Αρκεί να μη μετανιώστε..."
   "Ουκέτι καιρός δια μετάνοιαν", μουρμούρισε ο Λιάπκιν χαμογελώντας μ' αυτοσαρκασμό.
   Η ιστορία μαθεύτηκε στο γνωστό κύκλο των καθηγητών και της ανώτερης λαρισινής κοινωνίας και προκάλεσε μακριές συζητήσεις. Για κάμποσον καιρό, το ενδιαφέρον που είχε δημιουργήσει ο Λιάπκιν αναζωογονήθηκε, για να ξεφτίσει και να σβήσει ξανά. Τίποτα δεν μπορεί ν' αντισταθεί στην αποχαυνωτική ρουτίνα της επαρχιακής ζωής. Όσο για το Λιάπκιν, εξακολούθησε, όπως πάντα, να δουλεύει σαν κτήνος την ημέρα και σαν κτήνος ν' ασχημονεί μπεκρολογώντας τη νύχτα στα κρασοπουλειά και στα παλιόσπιτα.
   Τα σκληρά θεσσαλικά καλοκαίρια τον τσάκιζαν. Εξόν από τη ζέστα ήταν η ελονοσία, που του 'γινε χρόνια, επίμονη. Τις μισές μέρες τις περνούσε με ψηλό πυρετό και δυνατά σύγκρυα· μα μόνο σαν ένιωθε πολύ άσκημα έπεφτε στο κρεβάτι. Τις πιότερες φορές περνούσε την προσβολή στο πόδι, δουλεύοντας, μεθυσμένος από θέρμες και τσίπουρο. Με το χινόπωρο συνερχόταν, ξανάβρισκε την υγεία, το καλό του κέφι. Μα, κάθε χρονιά που περνούσε, έπαιρνε και κάτι απ' τα νιάτα του. Η νοημοσύνη του άρχισε ν' αδυνατίζει· ο νέος τρόπος ζωής περιόρισε το πλάτος της σκέψης του. Από την άλλη όμως μεριά, ο εσωτερικός του κόσμος γινόταν πιο πλούσιος. Η περιπέτεια του εκπατρισμού και της προσφυγιάς, άθελα στην αρχή, θεληματικά κατόπι, τον ξεμάκρυνε απ' την κοινωνική του σειρά. Ζούσε ταπεινά από μίσος· το μίσος εκείνο προς κάθε ομορφιά και χαρά, που δημιούργησε τους καλόγερους της Αναγέννησης (μέσα στην ασκήμια και τη θλίψη του Μεσαίωνα, πιο χαρούμενο επάγγελμα απ' την καλογερική δεν υπήρχε)· το μίσος προς κάθε άνθρωπο που σκέπτεται και που γλεντάει τη ζωή μέσα σε πλαίσιο πολιτισμού. Ο Λιάπκιν έγινε ταπεινός από άρνηση, όχι από θέση. Οσοδήποτε όμως κι αν κανονίζεις την εξωτερίκευση του εαυτού σου πάνω στα φαρμάκια της ψυχής σου, δεν μπορείς να ξεφύγεις ολότελα τη χαρά της ζωής, που απροσδιόριστα στην αρχή, με μορφή λήθης και άνοιας, ύπουλα και κρυφά, κυριεύει την καρδιά σου. Κι όταν καταλάβεις πως τα μίση σου ξανεμίστηκαν, δημιουργείς καινούργια· γιατί, αλλιώς, η ζωή δεν θα 'χε σκοπό για σένα. Αλίμονό σου, αν δεν έχεις πια τι να μισήσεις... [...]

   Ένα χειμωνιάτικο απόγεμα, που το ξεροβόρι θέριζε τον κάμπο, ο Λιάπκιν γυάλιζε τις μπότες του στο μοναδικό λούστρο που τολμούσε να κάθεται, με τέτοια πούντα, στην πλατεία Θέμιδος. Ώσπου να τελειώσει το γυάλισμα, κοιτούσε αφηρημένος τις χιονισμένες κορφές του Ολύμπου κι υπολόγιζε πόσα ποτηράκια έπρεπε να πιει, για ν' αντιδράσει αποτελεσματικά στην παγωνιά.
   Ο λούστρος χτύπησε τη βούρτσα πάνω στο κασέλι, σήμα πως το γυάλισμα τέλειωσε. Ο Λιάπκιν του πέταξε ένα δίφραγκο, μ' απλοχεριά· και δίχως να περιμένει ρέστα ξεκίνησε για τα λημέρια του. Μα κοντοστάθηκε ξαφνιασμένος ακούγοντας το λούστρο να του μιλάει ρούσικα:
   "Χίλια ευχαριστώ, Νταβίντ Μπορίσιτς, για τη γενναιοδωρία σου! Πάντα το 'λεγα πως είσαι μεγάλος άρχοντας!"
   Ο Λιάπκιν γύρισε, τον κοίταξε και μουρμούρισε σαστισμένος:
   "Ο Πιοτρ Τιμοφέιτς!"
   "Μάλιστα, Νταβίντ Μπορίσιτς. Ο στρατηγός πρίγκιπας Πιοτρ Τιμοφέιτς Αρκάνωφ είχε την υπέρτατη τιμή να σου γυαλίσει τα παπούτσια..."
   Ο Λιάπκιν, κίτρινος από ταραχή, έσκυψε, άρπαξε τον Αρκάνωφ απ' τις μασχάλες και τον σήκωσε σα φτερό.
   "Πιοτρ Τιμοφέιτς! Πόσον καιρό έχετε στη Λάρισα;"
   Ο Αρκάνωφ χαμογελούσε δύσθυμα: 
   "Σιγά, φίλε μου. Σιγά, Νταβίντ Μπορίσιτς... Δεν είμαι όπως ήμουν άλλοτε. Αρρώστησα... Κάθε απότομη κίνηση μπορεί να μου κάνει κακό...".
   Ο Λιάπκιν απόθεσε καταγής το φίλο του με προσοχή και τον κοίταξε πονετικά. Ήταν αδύνατος, κίτρινος, λιπόσαρκος, καμπουριασμένος.
   "Τα χάλια μου κοιτάς, Νταβίντ Μπορίσιτς; Κοίτα με καλά... Δεν έχω πολλά καρβέλια. Καταφέρνω να ζω με δύο τρίτα ενός πλεμονιού. Είναι λίγο... Δε χορταίνω τον αέρα του Θεού..."
   Στα μάγουλα του Λιάπκιν κύλησαν δάκρυα:
   "Στρατηγέ μου! Να είσαι στη Λάρισα άρρωστος, φτωχός, και να μην το ξέρω!"
   Ο πρίγκιπας Αρκάνωφ χαμογέλασε ξανά με το δυσάρεστο τρόπο του:
   "Φίλτατε, πολλά και διάφορα με έπεισαν πως οι Ρώσοι πρόσφυγες της Ευρώπης δεν είναι οι ίδιοι άνθρωποι που γνώρισα στη Ρωσία... Σε είδα πολλές φορές· μα δε σε πλησίασα, μήπως με απογοητέψεις κι εσύ, όπως οι άλλοι. Μα βλέπω πως δεν άλλαξε η καλή σου καρδιά..."
   Ο Λιάπκιν τον αγκάλιασε κλαίγοντας και τον φίλησε στο στόμα, κατά το ρούσικο έθιμο.
   "Έλα", του είπε. "Πάμε να πιεις κάτι ζεστό. Έχουμε να μιλήσουμε. Πέρασαν τόσα χρόνια, τόσα χρόνια..."
   Κάθησαν στο κοντινό γαλατάδικο. Ο Αρκάνωφ έπινε ζεστό γάλα με μικρές γουλιές. Η ανάσα του ήταν κοντή, δύσκολη· ο βήχας τον έπνιγε κάθε τόσο. Ο Λιάπκιν τον κοιτούσε με μάτια γεμάτα συμπόνια. Και μίλησαν για τα περασμένα.
   Ο κνιαζ (πρίγκιπας) Πιοτρ Τιμοφέιτς Αρκάνωφ κρατούσε από την πιο παλιά αριστοκρατία της Ρωσίας. Στη Στρατιωτική Σχολή της Μόσχας σπούδαζε στην ίδια τάξη με το Λιάπκιν. Γίνηκαν φίλοι πολύ αγαπημένοι. Μαζί βγήκαν ανθυπολοχαγοί, μαζί πολέμησαν στη Μαντζουρία, το 1905. Από κει χωρίστηκαν, όταν ο Λιάπκιν αποστρατεύθηκε κι απομονώθηκε στο τσιφλίκι του του Καζάν. Ο Αρκάνωφ συνέχισε την πραγματικά λαμπρή σταδιοδρομία του. Ο πόλεμος τον βρήκε υποστράτηγο, διοικητή της 37ης ταξιαρχίας πεζικού, όπου ο Λιάπκιν τοποθετήθηκε διοικητής συντάγματος. Πολέμησαν μαζί, νίκησαν, νικήθηκαν και χάθηκαν μέσα στο φοβερό σάρωμα της Επανάστασης. Ο Αρκάνωφ φυλακίστηκε απ' τους κόκκινους στο Αικατερίνογραδ, απ' όπου κατάφερε να δραπετέψει στο εξωτερικό, ύστερ' από πολλές περιπέτειες και μ' ένα μονάχα πλεμόνι. Άρρωστος, κατάμονος και πανάθλιος, έλπισε πως οι πρόσφυγες συμπατριώτες του, που άλλοτε τους είχε ευεργετήσει -και που μπόρεσαν να γλιτώσουν την περιουσία τους- θα τον βοηθούσαν. Μα παντού βρήκε την πιο στυγνή αχαριστία. Έτσι κατάντησε στη Λάρισα φτωχός, πειναλέος κι ετοιμοθάνατος· και γίνηκε λούστρος. [...]
   Γίνηκε σιωπή· κι ο Λιάπκιν ρώτησε:
   "Πόσον καιρό είσαι στη Λάρισα;"
   "Δέκα μήνες. Σε είδα από την πρώτη μέρα, μα δε σε πλησίασα. Φοβόμουν μη μου φερθείς όπως οι άλλοι..."
   Ο Λιάπκιν δάγκωσε το μουστάκι του με λύσσα:
   "Τους άτιμους! Καλά να πάθουν αυτά που 'παθαν!"
   "Τι το όφελος; Κατάφεραν να πικράνουν τις στερνές μέρες της ζωής μου..."
   Ο Λιάπκιν ταράχτηκε:
   "Θα ζήσεις, Πιοτρ Τιμοφέιτς! Τώρα που συναντηθήκαμε, όλα θ' αλλάξουν. Έχω καλή θέση, γερό μισθό. Μπορώ να σε βοηθήσω χωρίς να στερηθώ".
   Ο Αρκάνωφ αρνήθηκε μ' ένα κούνημα του κεφαλιού.
   "Φοβάμαι πως παρανόησες τα λόγια μου. Βοήθεια να κερδίσω το ψωμί μου γύρεψα κι όχι ελεημοσύνη. Σήμερα το ψωμί μου το βγάζω, ας είναι καλά το κασελάκι μου. Δε βλέπω τι μπορείς να κάνεις για μένα..."
   Ο Λιάπκιν δεν επέμεινε. Θυμήθηκε τη δική του περίπτωση, όταν αρνήθηκε να μοιραστεί τα πλούτη του αδερφού του. Κατάλαβε πως ο Αρκάνωφ θα πέθαινε γυαλίζοντας παπούτσια.
   Οι δυο φίλοι, καθώς ξανάσμιξαν, έγιναν αχώριστοι. Κάθε βράδυ ο Λιάπκιν ερχόταν στη Λάρισα, συναντούσε τον Αρκάνωφ και γλεντούσαν. Ξέροντας πως σύντομα θα πεθάνει, ο στρατηγός λαχταρούσε να χαρεί το απομεινάρι της ζωής του. Έσερνε τη θλιβερή ύπαρξή του στις ταβέρνες και τα πορνεία σπέρνοντας παντού τη φρίκη της μορφής και τους βακίλλους των πλεμονιών του. Έκαιγε από πυρετό, πνιγόταν από δύσπνοια, κολυμπούσε στον ιδρώτα, έτρεμε από εξάντληση, ξέρναγε τα πλεμόνια του στο βήχα, γυάλιζε παπούτσια όλη τη μέρα, δεν κοιμόταν τη νύχτα· μα έπινε, τραγουδούσε, χόρευε, αγκάλιαζε παράφορα τις γυναίκες. [...]
   Η ζωή της δουλειάς και του έντονου γλεντιού απόσωναν γοργά το λιγοστό ζωικό απόθεμα του πρίγκιπα. Ο Λιάπκιν αγωνιούσε βλέποντας το φίλο του να πεθαίνει· μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Η ηρωική περηφάνεια του Ρώσου αριστοκράτη έμεινε αλύγιστη. Όλη αυτή η ιστορία τον κλόνισε βαθιά: η συναναστροφή μ' έναν τρελό μελλοθάνατο, ένα τραγικό λείψανο, που εννοούσε να γλεντήσει ξέφρενα τις στερνές μέρες που του έμεναν, έδινε ατμόσφαιρα οφμανικά μακάβρια στη ζωή του. Μα το χρέος της φιλίας τον κρατούσε κοντά στον Αρκάνωφ.
   "Η κάθε μέρα είναι για μένα κι από 'νας Γολγοθάς", έλεγε στον κ. Διευθυντή. "Μα πώς μπορώ να παρατήσω τούτον το δυστυχισμένο; Τον σέρνω στις ταβέρνες και στα πορνεία, αφού αυτό 'ναι το θέλημά του. Νομίζει πως γλεντάει, κάνω πως διασκεδάζω. Μα σαν γυρίσω στην κάμαρά μου, είμαι σωστό κουρέλι..."

   [...] Ο ερχομός του θανάτου σκόρπισε γαλήνη στην ψυχή του πρίγκιπα Πιοτρ Τιμοφέιτς. Η πνευματική του διαύγεια ήταν θαυμαστή, η φιλοσοφική του διάθεση βρισκόταν σε ψηλό επίπεδο. Αστραποβολούσαν τα μάτια του απ' τον πυρετό του κορμιού και του πνεύματος. Κάθε βράδυ άρχιζε ένα μακρύ μονόλογο, που ο Λιάπκιν τον άκουγε σιωπηλός. Από την αδυναμία η φωνή του μόλις ακουγόταν· οι φράσεις κόβονταν στη μέση, μαζί με την ανάσα του. Μα εξακολουθούσε να μιλάει μ' επιμονή, με πείσμα. Η εξωτερίκευση του μέσα πόνου του ήταν γι' αυτόν ζωτικότερη ανάγκη από αυτή την ίδια τη ζωή. Οι γιατροί θέλησαν να εμποδίσουν τη φλυαρία του.
   "Αυτοκτονείτε!" του είπαν.
   Ο Αρκάνωφ χαμογέλασε σαρκαστικά:
   "Έχετε την ιδέα πως μπορώ να ζήσω;"
   "Και βέβαια". 
   "Δυστυχώς, κύριοι, δεν συμμερίζομαι την ιδέα σας· επομένως, βγάλτε τη και σεις απ' το μυαλό σας".
   Οι γιατροί κοιτάχτηκαν με αμηχανία· και τον ρώτησαν:
   "Δεν υποφέρετε όταν μιλάτε;"
   "Απεναντίας, υποφέρω όταν σωπαίνω. Τι θα κερδίσω σφίγγοντας την ψυχή μου; Πέντε ή δέκα ημερών αμίλητη ζωή. Δεν αξίζει τον κόπο..."
   Στο θάλαμό του, νοσοκόμος νυχτός ήταν η Κατερίνα, μια μεσόκοπη Καραγκούνα απ' τον Παλαμά. Οι γεροντότεροι λέγαν πως στα νιάτα της ήταν νόστιμη· μα τα χρόνια και η ζωή την ασκήμηναν. Είχε περάσει ζωή λεύτερη και οικονομικά άνετη, γιατί τα άρρενα μέλη της λαρισινής κοινωνίας πολύ εκτιμούσαν ορισμένα προσόντα της. Τώρα όμως που γέρασε, αναγκάστηκε να ξενοδουλεύει για να βγάζει το ψωμί της. Ένας παλιός μουστερής της, που γίνηκε δημοτικός σύμβουλος, τη λυπήθηκε και τη διόρισε στο Δημοτικό Νοσοκομείο. Από την πολύπαθη ζωή της είχε μαζέψει πολλή πείρα, αρκετή κρίση κι ένα παιδί, που τον πατέρα του ούτε αυτή ήξερε καλά - καλά. Στη δουλειά της έδειχνε επιμέλεια, τάξη κι αφοσίωση. Οι σκληρές μέρες που πέρασε αδυνάτισαν την ψυχή της. Είχε καρδιά αγαθή, άβουλη και πονετική, έτοιμη ν' αφοσιωθεί σ' οποιονδήποτε της έδειχνε λίγη στοργή.
   Από την πρώτη μέρα, ο Αρκάνωφ -ο Ρώσος πρίγκιπας που κατάντησε λούστρος και θέλησε ν' αυτοκτονήσει- της έκανε μεγάλη εντύπωση. Τον περιποιόταν σαν να 'ταν δικός της άνθρωπος. Περνούσε νύχτες ολόκληρες πλάι στο κρεβάτι του αμίλητη, τρομαγμένη, με μάτια ορθάνοιχτα, παρακολουθώντας το ακατανόητο παραμιλητό του μελλοθάνατου. Ο ύπνος δε σφαλούσε τα μάτια του κι ο πυρετός ζωντάνευε μπροστά τους ευχάριστες εικόνες. Η φρεναπάτη του είχε ιδιαίτερη μορφή. Δεν οραματιζόταν πως συνομιλούσε με άλλους ανθρώπους, ώστε να ρωτάει ή ν' αποκρίνεται στα ερωτήματα που του 'καναν. Απεναντίας, το παραμιλητό του ήταν μια αγόρευση γεμάτη γαλήνη, κέφι και ειρωνεία, που γέμιζε το μισοσκότεινο θάλαμο με το φανέρωμα ενός πλούσιου κι ευαίσθητου ψυχικού κόσμου. [...]
   Καθόταν ώρες ολόκληρες κοντά του και τον κοιτούσε με τα μεγάλα ξαφνιασμένα μάτια της. Φρόντιζε να δροσίζει το μέτωπό του με μουσκεμένα μαντίλια· και τις πιο ανήσυχες στιγμές χάιδευε δειλά το χέρι του, μην ξέροντας άλλο τρόπο να τον ησυχάσει. Είχε ακούσει πως ο μελλοθάνατος ήταν πρίγκιπας ξεπεσμένος, φτωχός· ότι πριν φτάσει σε τούτο το κρεβάτι, είχε ρουφήξει το ποτήρι της δυστυχίας. Η Κατερίνα γνώριζε τη δυστυχία· και συμπονούσε τον άνθρωπο που, αντίθετα σε κάθε λογική, πέθαινε γαλήνια κι ευτυχισμένα.
   Κάθε βράδυ παραλάβαινε υπηρεσία στις εφτά, την ίδια ώρα που έφτανε ο Λιάπκιν. Καθόταν παράμερα και παρακολουθούσε τη συνομιλία του με τον Αρκάνωφ. Δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, μα το διαισθανόταν, συνηθισμένη από τους υπερκόσμιους διαλόγους των ετοιμοθάνατων με τους ίσκιους.
   Όσο περνούσαν οι μέρες, ο Αρκάνωφ ένιωθε τον ερχομό του Χάρου και τον περίμενε γεμάτος κέφι μαχητικό. Οι κρίσεις όλο και συχνότερες γίνονταν, όλο και δυνάμωναν. Ήταν στιγμές που το στήθος του δεν δυνόταν ν' ανοίξει, να ρουφήξει το λιγοστό οξυγόνο που χρειαζόταν το στερνό απονιφάδι του μοναδικού πλεμονιού του. Με πρόσωπο κατάμαυρο από αγωνία και μάτια γεμάτα φρίκη πάσκιζε ν' ανασάνει τον αέρα, το κοινό κι ευτελές τούτο αγαθό, που η ζωή του αρνιόταν. Το ασκί με τ' οξυγόνο βρισκόταν πάντοτε πλάι στο κρεβάτι του. Άρπαζε το σωλήνα, τον έβαζε στο στόμα του και ρουφούσε, ρουφούσε με απληστία. Μόλις όμως συνερχόταν, πετούσε το μαρκούτσι. Τα μάτια του έπαιρναν γαλήνια λαμπεράδα κι άρχιζε να μιλάει. Μερικές στιγμές η φωνή του ήταν δυνατή, κρυστάλλινη, μουσική· μα τις πιότερες φορές μόλις κατάφερνε να μουρμουρίζει με προσπάθεια τις μακριές φράσεις του. [...]
   Πέθανε κατά τα μεσάνυχτα. Η αγωνία του ήταν σύντομη, αλλά φριχτή. Μαρτύριο του Ταντάλου θανατηφόρο. Ζούσε μέσ' στον αέρα και δεν μπορούσε ν' ανασάνει. Μαύρισε το πρόσωπό του· τα εξογκωμένα μάτια του κοιτούσαν το νταβάνι. Σε κάθε σπασμό του στήθους, έβγαζε απ' το στόμα του φλέματα αιματηρά.
   Ο Λιάπκιν είχε φύγει αποβραδίς, γιατί τίποτα δεν προμηνούσε τόσο σύντομο το τέλος του. Σ' όλη την αγωνία τον παραστάθηκαν ο γιατρός Χλωρός κι η Κατερίνα. Σαν έσβησε, του 'κλεισαν τα μάτια και του σκέπασαν το κεφάλι, γιατί η μορφή του είχε πάρει έκφραση απαίσια. Η Κατερίνα, γονατισμένη δίπλα του, προσευχήθηκε ως την αυγή.
   Η κηδεία του πρίγκιπα Πιοτρ Τιμοφέιτς Αρκάνωφ γίνηκε την άλλη μέρα. Ο Λιάπκιν θέλησε να θάψει το φίλο του καταπώς άξιζε στην κοινωνική σειρά και το στρατιωτικό βαθμό του. Η νεκρώσιμη ακολουθία ψάλθηκε στο μητροπολιτικό ναό -τον Άγιο Αχίλλειο- με επί κεφαλής τον ίδιο το δεσπότη. Ύστερα το φέρετρο, κρύσταλλο και καρυδιά, με το οικόσημο των Αρκάνωφ, το πήραν τέσσερις φρακοφόροι και το πήγαν σηκωτό ως τη Νομαρχία. Μπροστά πήγαινε η φιλαρμονική του Δήμου παίζοντας φάλτσα το Πένθιμο Εμβατήριο του Σοπέν. Ακολουθούσε ο δεσπότης, με καμιά δεκαριά παπάδες, διάκους και ψαλτάδες. Ύστερα ερχόταν ο νεκρός· και πίσωθέ του ο Λιάπκιν και κανείς άλλος. Ποιος θέλετε να πάει στην κηδεία ενός λούστρου; Φορούσε τη μεγάλη του στολή, την ασπρογάλανη, τη χρυσοστόλιστη· την παπάχα από άσπρο αστραχάν, με τη μαύρη αιγκρέτα. Το φέρετρο ήταν σκεπασμένο με τη σημαία της αυτοκρατορικής Ρωσίας -μαύρος δικέφαλος αετός σε κίτρινο φόντο. Από πάνω είχαν βάλει το κράνος του στρατηγού, ασημένιο, με το δικέφαλο αετό στην κορυφή. Δυο μαγκλαράδες φρακοφόροι προπορεύονταν, κρατώντας μαξιλάρια από βυσσινί βελούδο, με τα παράσημά του.
   Μπροστά στη Νομαρχία έβαλαν το φέρετρο στην πιο πολυτελή νεκροφόρα της Λάρισας· οι άλλοι μπήκαν στ' αμάξια και τράβηξαν για το νεκροταφείο. Ο τάφος βρισκόταν πλάι στον ανατολικό τοίχο του κοιμητηριού, κοντά στη σιδηροδρομική γραμμή. Ο βρόντος και τα σφυρίγματα ενός τρένου σκέπασαν τις στερνές ευχές του παπά, πάνω στο φέρετρο. Οι νεκροθάφτες άρπαξαν τα φτυάρια κι ετοιμάστηκαν να γεμίσουν το λάκκο· μα ο Λιάπκιν τους έκανε νόημα να σταματήσουν. Ξεκούμπωσε τ' αμπέχωνό του και μέσ' απ' το στήθος του έβγαλε μια μικρή πέτσινη σακκούλα· την άνοιξε και την άδειασε σιγανά πάνω στο φέρετρο, στο μέρος όπου ήταν η καρδιά του πρίγκιπα Πιοτρ Τιμοφέιτς Αρκάνωφ. Ήταν μια φούχτα χώμα της ρούσικης γης...

   O θάνατος του Αρκάνωφ ήταν μεγάλη μπόρα στη ζωή του Λιάπκιν· μα όλα σύντομα γύρισαν στην κανονική τους τροχιά. Ένα ολόκληρο μήνα ασχολήθηκε με πάθος για το μνήμα που θα 'στηνε πάνω στον τάφο του φίλου του. Σαν τέλειωσε και στήθηκε, στάθηκε και το θαύμασε. Μια γερτή πλάκα από μαύρο μάρμαρο, με άσπρο ανάγλυφο σταυρό. Από κάτω τ' όνομα και οι τίτλοι του μακαρίτη, γραμμένοι με ρούσικα χρυσά γράμματα.
   "Πάει κι αυτό", μουρμούρισε.
   Μέσα του ένιωσε ένα μεγάλο κενό. Τώρα που όλα τέλειωσαν, τι θα 'κανε; Γυρνούσε ολημερίς σκυθρωπός κι αμίλητος στα δρομάκια της Σχολής δουλεύοντας σκυλίσια, όπως πάντα. Καναδυό βραδιές πήγε με τον Τσαρδάκα στα ουζάδικα, αρνήθηκε όμως να τον ακολουθήσει στα πορνεία. Κατόπι ο παλιός του φίλος τον έχασε. [...]
   Λίγες μέρες πιο ύστερα ο Λιάπκιν νοίκιασε ένα σπιτάκι στη Φιλιππούπολη και μετακόμισε εκεί. Στον κ. Διευθυντή -που δεν τον ρώτησε κιόλας το γιατί- έδωσε κάτι μπερδεμένες δικαιολογίες:
   "Αρχίζω να γερνώ. Το βράδυ στη Σχολή έχει μοναξιά. Στη Φιλιππούπολη θα βλέπω μερικούς ανθρώπους. Όταν όμως είναι ανάγκη, θα περνώ τη νύχτα εδώ..."
   Το γεγονός σχολιάσθηκε, όπως πάντα, από τους γνωστούς κύκλους.
   [...] Μια βδομάδα πιο ύστερα μαθεύτηκε ότι στο σπιτάκι της Φιλιππούπολης ο Λιάπκιν συζούσε με την Κατερίνα, τη νοσοκόμα.
   Δεν είναι γνωστό πώς επακριβώς μπλέχτηκε το ειδύλλιο. Φαίνεται πως κάποιο βράδυ ο Λιάπκιν συναπάντησε τυχαία την Κατερίνα, στο δρόμο. Στάθηκαν και μίλησαν για τον Αρκάνωφ. Η Καραγκούνα δεν μπόρεσε να κρύψει τη συγκίνησή της, πράμα που έκανε το Λιάπκιν να τη συμπαθήσει. Όσο γι' αυτήν, οι δυο παράξενοι άνθρωποι του νοσοκομείου χαράχτηκαν βαθιά στην πολύπαθη ψυχή της. Ο ένας πέθανε· και σαν να έκανε κάτι το φυσικό, δόθηκε σ' εκειόν που ζούσε.
   Ο Λιάπκιν βόλεψε με φροντίδα το νέο του σπιτικό. Αγόρασε έπιπλα απλά και καλόγουστα, τα τοποθέτησε καταπώς έπρεπε, τα πλαισίωσε με μερικούς πίνακες κι όμορφα χαλιά. Η Κατερίνα δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Μια τέτοια υλική ευτυχία ξεπερνούσε και τα πιο τρελά -και σβησμένα πια- όνειρά της. Κοντά σ' αυτήν ήταν κι η ηθική ευδαιμονία ενός άντρα που της φερότανε με τρόπο πάντοτε ευγενικό και πρόσχαρο. Δεν χρειαζόταν τίποτε περισσότερο για να γίνει σκάβα του από ευγνωμοσύνη κι αγάπη. Τον κοιτούσε συνεχώς στα μάτια· λαχταρούσε μπροστά του από γλύκα παντοδύναμη. Σαν ήταν μόνη έκλαιγε, ώρες ολόκληρες, σε ξέσπασμα γαληνεμένης ευτυχίας.
   Ο Λιάπκιν επέμεινε να φέρει το παιδί της, που έμενε με την αδερφή της στον Παλαμά. Τον έλεγαν Ντίνο. Ήταν ένα αγοράκι ως οχτώ χρονών, ωχρό και λιγνό. Από τη μάνα του είχε κληρονομήσει τα μεγάλα φοβισμένα μάτια και τη σιωπή· από τον άγνωστο πατέρα του έναν κάποιον αέρα αρχοντιάς. Ο Λιάπκιν υποδέχτηκε με στοργή το γιο της αγαπητικιάς του. Του αγόρασε όμορφα ρουχαλάκια και παιχνίδια, τον έγραψε στο Δημοτικό Σχολείο, του φερόταν σαν πατέρας. Ο Ντίνος, μαζεμένος στον εαυτό του, αλλά και δύσπιστος τόσο από αταβισμό όσο κι από πρώιμη πείρα ζωής, δεν έδειξε διόλου χαρά για την αλλαγή της ζωής του. Είχε ιδιοσυγκρασία μελαγχολική και άτολμη.
   "Θα ξυπνήσει", έλεγε ο Λιάπκιν. "Μαύρα χρόνια πέρασε, το κακόμοιρο, δίχως στοργή και με τη ρετσινιά του μπάσταρδου. Μα τώρα, μέσα στην ατμόσφαιρα της οικογένειας, η ψυχή του θα ξαναβρεί το φως της".
   Ο γνωστός κύκλος της Σχολής σχολίασε περί δια μακρών τη νέα εξέλιξη στη ζωή του Λιάπκιν. Όπως πάντα, ο παράξενος καθηγητής είχε το λόγο:
   "Παραδέχομαι πως ο φιλαράκος μας ήθελε να βολευτεί πλάι σε μια γυναικούλα. Στην ηλικία του -θα είναι εξηντάρης- το σπιτικό, η παρεούλα, το καλομαγειρεμένο φαγητό έχουν την αξία τους. Αλλά πού στον διάνεμο πήγε και ψώνισε την Κατερίνα, την πασίγνωστη, τη δημόσια και πομπεμένη;"
   Ο κτηνίατρος Καπνόπουλος είχε τις αντιρρήσεις του:
   "Συμφωνώ πως η Κατερίνα ούτε νέα είναι, ούτε όμορφη, ούτε άσπιλη κι αμόλυντη. Η τελευταία λεπτομέρεια είναι χωρίς σημασία για έναν άνθρωπο πολιτισμένο, σαν τον Λιάπκιν. Εκτός τούτου, μην ξεχνάμε πως δεν ένωσαν επίσημα τη ζωή τους, ενώπιον Θεού και ανθρώπων".
   Ο παράξενος καθηγητής νεύριαζε:
   "Χάθηκαν, αδερφέ, τα όμορφα κορίτσια; Εγώ γνωρίζω τουλάχιστο δέκα Φιλιππουπολιτοπούλες που ευχαρίστως θα παραδέχονταν να τις σπιτώσει ο Λιάπκιν".
   "Κι ο έρωτας;" παρατηρούσε ο Καπνόπουλος. "Αν ο Λιάπκιν αγάπησε την Κατερίνα;"
   "Κολοκύθια! Πώς γίνεται ο καλλιεργημένος αυτός άνθρωπος να βρει ψυχικές ηδονές σε μια χυδαία Καραγκούνα;"
   "Τα πάντα είναι πιθανά", είπε ο κ. Διευθυντής. Μα ο παράξενος καθηγητής επέμενε στην άποψή του:
   "Βασικός παράγοντας του έρωτα είναι τα νιάτα κι η ομορφιά. Μια κι ο Λιάπκιν μπορούσε να 'χει ερωμένη νέα κι όμορφη, δεν βλέπω το λόγο που 'μπλεξε με τούτη την κακομούτσουνη μισότριβη!"
   "Ίσως για να 'ναι ήσυχος για το μέτωπό του", είπε ο Αγάδογλου. "Οταν διαβείς τον Ρουβίκωνα της πεντηκονταετίας, μόνο με σαραντάρα κι απάνω μπορείς να 'σαι σίγουρος πως δεν θα σε στενεύει το καπέλο σου. Ο έχων νουν νοείν, νοείτω!"
   Όλοι έσκασαν στα γέλια, γιατί τα λόγια του Αγάδογλου αφορούσαν τον παράξενο καθηγητή. Ο δύστυχος, στα πενήντα του, είχε ερωτευθεί κάργα μια δεκαοχτάχρονη κοπελίτσα κι έκανε σαν φοιτητάκος όταν την έβλεπε. Η μικρή, που ήταν πανέξυπνη και τσαχπίνα, τον δούλευε ψιλό γαϊτάνι, να περνάει την ώρα της· κι αυτός, για να παρηγορηθεί, έμενε ξάγρυπνος τις νύχτες παίζοντας φάλτσα στο βιολί τη σερενάτα του Ντριντλά και κάνοντας κακούς στίχους.
   Λίγους μήνες πιο ύστερα η Κατερίνα, πολύ στεναχωρεμένη -σχεδόν ντροπιασμένη- μολόγησε στον αγαπητικό της πως ήταν έγκυος, από δικό της λάθος, φυσικά· και χρειαζόταν χρήματα για τη μαμή, που θα διόρθωνε τα πράματα.
   "Όχι", της αποκρίθηκε ο Λιάπκιν, "δεν θα πας πουθενά. Ο Θεός μας στέλνει ένα παιδάκι, ίσως έν' αγόρι. Καημό το 'χα σ' όλη μου τη ζωή ν' αποκτήσω αγόρι. Τη μοναχοκόρη μου, τη Λιούμπα, την έχασα· ποιος ξέρει αν ζει ή αν πέθανε... Και θέλεις να σκοτώσω το καινούργιο μου παιδί; Ποτέ!"
   Η Κατερίνα έσκυψε το κεφάλι κι έκλαψε από ευτυχία. Καταλάβαινε πως το παιδί θα έδενε οριστικά το Λιάπκιν μαζί της.
   Το χινόπωρο γέννησε ένα αγόρι ροδαλό και παχουλό. Ο Λιάπκιν τρελάθηκε απ' τη χαρά. Δεν έβλεπε πότε να σχολάσει απ' τη δουλειά, να τρέξει σπίτι του και να περάσει τη βραδιά κοντά στο γιόκα του. Άλλαξαν οι καιροί. Στα ουζάδικα δεν πατούσε πια, ούτε είχε ύποπτες παρέες. Ζούσε ζωή ολότελα σπιτική. Το πιοτό ήταν δύσκολο να το κόψει. Κάθε βράδυ, πριν το δείπνο, έπινε ως εκατό δραμάκια ούζο κι άλλα πενήντα δράμια κονιάκ μετά· μα δεν μεθούσε όπως πρώτα. Η καλοζωία, το ξεκούρασμα, το λιγόστεμα του πιοτού τον ξανάνιωσαν. Το πρόσωπό του τσίτωσε, πήρε χρώματα τριανταφυλλιά. Ήταν ένας γέρος όμορφος και λεβέντης, που πολλές μεσόκοπες τον λιμπίζονταν. [...]

   Ο Ύψιστος ευλόγησε την ένωση του Λιάπκιν και της Κατερίνας, μολονότι δεν την είχαν ευλογήσει οι παπάδες του. Κάθε χρόνο ένα καινούργιο Λιαπκινάκι γέμιζε με τις φωνές του το σπιτάκι της Φιλιππούπολης· κι ο ευτυχισμένος πατέρας καμάρωνε τον αναπάντεχο σπόρο των γερατειών του. Μα η ευτυχισμένη επίδραση του πρώτου καιρού της οικογενειακής ζωής δεν συνεχιζόταν. Ο Λιάπκιν ξαναγύρισε στην παλιά του κραιπάλη και μάλιστα χειρότερα από πριν. Μπεκρούλιαζε συστηματικά με τους συμπατριώτες του κι επισκεπτόταν συχνά τη κ. Καρζίνιν ιδιαιτέρως.
   Η ζωή στο σπίτι δεν ήταν πια ευχάριστη. Την Κατερίνα την αγαπούσε στοργικά κι εκείνη του ήταν ολόψυχα αφοσιωμένη. Μα οι παλιές τρυφερότητες σταμάτησαν. Μαζεύτηκαν κι οι δυο στον εαυτό τους, αλλάζοντας λόγια λιγοστά και τυπικά. Τις λίγες ώρες που ήσαν μαζί -όσες η εργασία και το μπεκρούλιασμα άφηναν λεύτερο το Λιάπκιν- φέρονταν σαν ξένοι ο ένας στον άλλον. Μα το ενδεχόμενο να χωρίσουν δεν πέρασε ποτέ απ' το μυαλό τους.
   Τις ώρες που ο Λιάπκιν ήταν μεθυσμένος δειχνόταν σκληρός, βίαιος, ακαταλόγιστος. Πολλές φορές, αργά τη νύχτα, φωνές και κλάματα πρόδιναν πως έπεφτε ξύλο στο μικρό σπιτάκι της Φιλιππούπολης. Το άλλο πρωί, ξεμέθυστος, δεν καλοθυμόταν την χτεσινοβραδινή του συμπεριφορά. Μα το πιοτό άρχισε ν' αλλάζει το χαρακτήρα του, ακόμα και τις ώρες που δεν ήταν πιωμένος. Μια επίμονη δυσφορία είχε κυριέψει την ψυχή του, που ξέσπαγε σ' εκδηλώσεις ακαταλόγιστης κακίας. Η συμπεριφορά του απέναντι στον Ντίνο -το αγόρι που η Κατερίνα έφερε μοναδική προίκα στον μοργανατικό τούτο γάμο- άλλαξε ριζικά κι αδικαιολόγητα. Όπως είπαμε, τον πρώτο καιρό ο Λιάπκιν έδειξε αγάπη για τον προγονό του, σαν να ήταν δικό του παιδί. Τώρα όμως που το πιοτό έκανε να θεριέψουν τα πιο εγωκεντρικά του ένστιχτα, πολύ λίγο νοιαζόταν για τον μπάσταρδο της γυναίκας του, αφού καλά - καλά δε σκοτιζόταν για τα δικά του παιδιά. Τα τρία Λιαπκινάκια -δύο αγόρια κι ένα κορίτσι- κυλιόνταν ολημερίς στη λάσπη ή τη σκόνη του δρόμου, ανάλογα την εποχή, κάνοντας τις φοβερότερες σκανταλιές· κι η Κατερίνα, μην μπορώντας να επιβληθεί σε τούτη τη διαολοσπορά, τα κοιτούσε απ' το κατώφλι με μάτια τρομαγμένα. [...]
   Με τον καιρό, το μαρτύριο της Κατερίνας κατάντησε αβάσταχτο. Ένα τέταρτο παιδί γεννήθηκε -ένα κορίτσι- κοντά στ' άλλα τρία· κι ο πατέρας τους γινόταν όλο και πιο αδιάφορος και πιο ξένος. Από χρήματα, το σπιτικό δεν υπέφερε· ο Λιάπκιν ήταν απλοχέρης κι έδινε τα χρειαζούμενα. Μα εξόν απ' το σχεδόν καθενυχτερινό ξύλο, τίποτ' άλλο δεν υπήρχε που να μαρτυράει την ύπαρξη του οικογενειάρχη. Έφευγε το πρωί, πριν βγει ο ήλιος. Το μεσημέρι έτρωγε στη Σχολή. Το βράδυ μπεκρολογούσε με τις παρέες του· και γύριζε αργά, τύφλα στο μεθύσι, έτοιμος για καυγά, βρισίδι και ξυλοδαρμό. Για το ξύλο δεν πολυνοιαζόταν η Κατερίνα· ήταν η μοναδική χαρά που είδε απ' τους άντρες στην πολύπαθη ζωή της. Μα τα τέσσερα παιδιά που της έφτιασε ο αγαπητικός της γέμισαν λαχτάρα την καρδιά της. Τι θα γινόταν οι έξι τους αν ο Λιάπκιν τους παρατούσε ή κιόλας αν του τύχαινε κάτι κακό;
   Ένα κυριακάτικο απομεσήμερο, που ο Λιάπκιν έτυχε να 'ναι στις καλές του, αποφάσισε να βγάλει τη φαμίλια του περίπατο. Η Κατερίνα φόρεσε το καλό της φόρεμα, έντυσε τα τέσσερα μεγαλύτερα παιδιά (το μωρό τ' άφησε σε μια γειτόνισσα) και με βήμα αργό πήραν το δρόμο της Σχολής. Ήταν άνοιξη κι ο κάμπος έπλεγε στα χρώματα -πράσινα τα σιτηρά, άλικες οι παπαρούνες, κίτρινες οι βρούβες- και στις μυρουδιές. Ο ήλιος γέμιζε τον κόσμο χαρά και ζεστασιά· το νιόφερτα χελιδόνια έγραφαν μακριές μαύρες καμπύλες στον διάφανο αγέρα κι οι πεταλούδες πετούσαν από κλαδί σ' ανθό, με φτερά από πολύχρωμο βελούδο. Όλα τα πάντα γελούσαν, βρίσκοντας πως τούτη τη μέρα ήταν όμορφη η ζωή. Η δημοσιά είχε μεγάλη κίνηση. Λεωφορεία πηγαινόρχονταν προς τα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα· ιδιωτικά αυτοκίνητα, γεμάτα Λαρισινούς, τραβούσαν για το Κουτσόχερο·  Καραγκούνηδες, ντυμένοι γιορτιάτικα, κατέβαιναν στη Λάρισα με τις σούστες τους, απ' τα χωριά τα κοντινά, να πιουν μπύρα και να παν κινηματογράφο. Οι μαθητές της Σχολής, στολισμένοι μ' απροσμέτρητο επαρχιώτικο σικ -κάλτσα κρεμ, λουστρίνι μαύρο, κοστουμιά μπλε, παπιγιόν κόκκινο και πηλίκιο χακί με πράσινη κορδέλα- τραβούσαν για τη Φιλιππούπολη, όπου τους πρόσμενε ο έρωτας. Κι άλλοι πολλοί -ένα σωρό κόσμος- χαίρονταν την ηλιόλουστη Κυριακή: Λαρισινοί, Φιλιππουπολίτες, φαμίλιες λαϊκές, παρέες από σαχλοκόριτσα, παιδιά με ποδήλατα, φαντάροι σαστισμένοι, γερόντοι αργοπερπάτητοι και γριούλες πολυλογούδες.
   Η Κατερίνα καμάρωνε πλάι στον άντρα της. Κρατούσε στα χέρια τη μικρή, τη Νάντια· ο Λιάπκιν είχε αγκαλιά το δεύτερο, τον Μπαρίς. Μπροστά πήγαινε ο Ντίνος κρατώντας απ' το χέρι το μεγαλύτερο μισαδερφό του, το Βάνια. Ο Λιάπκιν ήταν κεφάτος σήμερα. Φλυαρούσε, γελούσε, χωράτευε. [...]
   Καθώς έκαναν να στρίψουν αριστερά, το δρόμο που πάει στη Σχολή, συνάντησαν τον κ. και την κ. Διευθυντού, που πήγαιναν περίπατο κι αυτοί. Ο Λιάπκιν παραμέρισε και χαιρέτησε βγάζοντας το καπέλο του ως χάμω. Χαμογέλασε κι ο κ. Διευθυντής κι αντιχαιρέτησε πολύ ευγενικά. Μα η κ. Διευθυντού κοντοστάθηκε:
   "Κύριε Λιάπκιν, δεν έτυχε ακόμα να γνωρίσω την κυρία σας και τα παιδιά σας".
   Ο Λιάπκιν βρέθηκε σ΄ αμηχανία:
   "Vous savez, madame, il s' agit d' une union libre, je ne sais pas si c' est correct..."
   "Ça m' est égal. Presentez moi, donc".
   Ο Λιάπκιν υποκλίθηκε κι έκανε νόημα στην Κατερίνα να πλησιάσει:
   "Επιτρέψετέ μου να σας παρουσιάσω..." άρχισε να λέει κομπιάζοντας·  μα η κ. Διευθυντού τον έβγαλε απ' τη δύσκολη θέση:
   "Χαίρω πολύ", είπε στην Κατερίνα, "που σας γνωρίζω. Έχω ακούσει για σας και για τα παιδιά. Αυτός εδώ ο κύριος πρέπει να 'ναι ο Ντίνος· κι αυτός εδώ ο Βάνιας· κι αυτός ο Μπαρίς· και τούτη η μουσίτσα, η Νάντια..."
   Η Κατερίνα σάστισε:
   "Ξέρετε τα ονόματά τους;"
   "Μου τα 'πε το πουλάκι. Πού πηγαίνετε; Περίπατο; Κι εμείς περίπατο πάμε, στα Γκιόλια. Θέλετε να 'ρθετε μαζί μας;"
   O Nτίνος πήρε τον Μπαρίς αγκαλιά και τράβηξε μπροστά με τον Βάνια. Ακολουθούσε η κ. Διευθυντού με την Κατερίνα· στερνοί ερχόνταν ο Λιάπκιν κι ο κ. Διευθυντής. Προχώρησαν στον άσπρο δρόμο, ανάμεσα στα πράσινα χωράφια. Περπατούσαν σιγά. Η κ. Διευθυντού ρωτούσε την Κατερίνα για τη ζωή της. Στην αρχή η επιφυλαχτική Καραγκούνα μετρούσε τις κουβέντες της. Βλέποντας όμως τη φιλική καλοσύνη της κ. Διευθυντού, ξεθάρρεψε κι άνοιξε την καρδιά της. Με λίγα λόγια ιστόρησε την πολύπαθη ζωή της. Πολύ τίμια κι ειλικρινά, μίλησε για τα περασμένα και ντροπιασμένα χρόνια της. Ύστερα είπε για το Λιάπκιν: πώς τον γνώρισε, πώς έλπισε κοντά του να βρει μια ζωή πιο γαληνεμένη κι αξιόπρεπη. Το στεφάνι δεν την ένοιαζε· μα γεννήθηκαν τα παιδιά... Ύστερα ήρθαν οι στενοχώριες, οι καυγάδες:
   "Κακός άνθρωπος δεν είναι, έχει αγαθή ψυχή. Μ' αγαπάει κι μένα και τα παιδιά. Τον Ντίνο για το καλό του τον μαλώνει. Μόνο να, όταν πιει κάνα ποτήρι παραπάνω, ξεχνιέται λιγάκι... Μα δεν είναι αυτό που με στενοχωράει. Τα χρόνια περνάν κι εμείς άνθρωποι είμαστε· σήμερα βρισκόμαστε, αύριο χανόμαστε. Αν πάθει τίποτα, αν αρρωστήσει, τι θα γίνω κατάμονη με τέσσερα παιδιά, δίχως μια δραχμή σύνταξη;"
   Η κ. Διευθυντού ήταν ευαίσθητη γυναίκα. Το δράμα της Κατερίνας τη συγκίνησε.
   "Ναι", παραδέχτηκε, "δεν μπορεί τα πράματα να μείνουν έτσι. Κάτι πρέπει να γίνει. Ησύχασε κι ασ' την υπόθεση σε μένα..." 
   Η καρδιά της Κατερίνας γέμισε γλύκα. Άκουσε έναν καλό λόγο· πήρε μια υπόσχεση από 'ναν άνθρωπο που, όπως ήξερε, μπορούσε να επηρεάσει τον Λιάπκιν.
   "Αν κάνετε αυτό το ψυχικό", μουρμούρισε κομπιαστά, "σκλάβα σας να με λογαριάστε..."
   Έστριψαν το δρομάκι δεξιά και προχώρησαν προς τα Γκιόλια, κάτω από δέντρα πυκνά, πολύφυλλα, ισκιερά. Η βλάστηση οργίαζε πάνω σε τούτο το χώμα, που το κοντινό ποτάμι το γονιμοποιούσε με το βούρκο του. Μοσκοβολούσαν οι αλυγαριές, τα σκίνα ήσαν στολισμένα μύρια χρώματα, στις ρίζες των δέντρων μπουμπούκιαζαν τ' αμέτρητα αγριολούλουδα της άνοιξης. Έφτασαν στην ακροποταμιά και κάθησαν στην άμμο. Οι αλυγαριές στόλιζαν τον ασημένιο δρόμο του ποταμιού με δυο γραμμές σταχτοπράσινες. Ένα σιγανό φλοίσβισμα μαρτυρούσε την κίνηση του νερού μέσα στη γαλήνη του παντός. Πάνω στα δέντρα, οι καρακάξες είχαν στήσει παιχνίδι ερωτικό και φωνακλάδικο.
   Γύρισαν όπως ήρθαν, σιγοπερπατώντας. Ο κ. Διευθυντής κι ο Λιάπκιν συζητούσαν για υπηρεσιακά ζητήματα. Η κ. Διευθυντού πήρε το Βάνια απ' το χέρι κι άκουγε την ξένοιαστη, παιδιάτικη φλυαρία του. Η Κατερίνα σιωπούσε, με ψυχή γεμάτη αγαλλίαση. Ήταν σίγουρη πως όλα θα διορθωθούν.
   Έξω απ' τη Σχολή χωρίστηκαν.
   "Μείνε ήσυχη", είπε πάλι η κ. Διευθυντού. "Θα του μιλήσω. Ελπίζω να τον πείσω".
   "Ευχαριστώ, καλή μου κυρία. Και τίποτα να μη γίνει, εγώ πάντα θα σας έχω ευγνωμοσύνη για τη χρυσή καρδιά σας..."
   Την άλλη μέρα η κ. Διευθυντού συνάντησε το Λιάπκιν στο σταύλο των επιβητόρων.
   "Ωραία μέρα", του είπε. "Θα είχατε αντίρρηση να πηγαίναμε λίγη ιππασία;"
   "Μετά χαράς".
   Ανέβηκαν σε δυο άτια και πήραν το χωραφόδρομο που τραβάει πίσω απ' τους στρατώνες, για ν' αποφύγουν την κίνηση του δημόσιου δρόμου.
   "Πώς άλλαξαν τα πράματα!" είπε η κ. Διευθυντού. "Όταν πρωτοήρθατε στη Λάρισα, εδώ κι έντεκα χρόνια, ο δρόμος ήταν ήσυχος. Σήμερα περνούν ένα σωρό αυτοκίνητα..."
   "Ναι", παραδέχτηκε ο Λιάπκιν, "τα πράματα άλλαξαν... Θυμάμαι όταν πρωτοβγήκαμε περίπατο. Ήμουν καλοστεκούμενος ακόμα, σχεδόν νέος, ούτε πενήντα χρόνων. Φορούσα με περηφάνια τη στολή μου. Τώρα..."
   Δεν απόσωσε το λόγο του. Προς τι; Τώρα ήταν γέρος, εξηντάρης, σακατεμένος απ' το πιοτό. Μάτια θολά, προγούλια κρεμασμένα, μαλλιά και μουστάκια κάτασπρα, ώμοι γερτοί. Όσο για το ντύσιμο, καλύτερα να μη γίνεται λόγος. Ένα πανάθλιο κοστούμι, ξεβαμμένο και λεκιασμένο, κρεμόταν άγαρμπα πάνω στο κορμί του· ένα καπέλο άμορφο του σκέπαζε το κεφάλι. Παπούτσια στραπατσαρισμένα, κάλτσες μπαλωμένες, πουκάμισο με κολάρο και μανικέτια τριμένα...
   "Κι εγώ μπορούσα τότε και κάλπαζα", είπε η κ. Διευθυντού. "Σήμερα η καρδιά μου δεν μου επιτρέπει τέτοιες αποκοτιές. Οι γιατροί με προειδοποίησαν..."
   "Οι γιατροί είναι πάντα υπερβολικοί".
   "Στην περίπτωσή μου όχι. Ξέρω καλά πως οι μέρες μου είναι μετρημένες· ο θάνατος δεν με φοβίζει".
   "Ούτ' εμένα", είπε ο Λιάπκιν. "Είμαι από καιρό έτοιμος για το μεγάλο ταξίδι".
   "Έτοιμος; Ξεκαθαρίσατε τους λογαριασμούς σας με τη ζωή;"
   "Νομίζω πως ναι".
   "Νομίζω πως όχι. Εγώ, πεθαίνοντας, θ' αφήσω μονάχα πονεμένη θύμηση στην καρδιά του άντρα μου, των γονιών, των αδερφών μου. Εσείς, όμως, έχετε παιδιά· παιδιά ανήλικα και φτωχά..."
   Σώπασε μια στιγμή· και πρόσθεσε σιγανά:
   "Αν είχα, όπως εσείς, παιδιά ανήλικα και φτωχά, δεν θα 'θελα ποτέ να πεθάνω πριν τα εξασφαλίσω, κατά κάποιο τρόπο..."
   Ο Λιάπκιν δεν μιλούσε· συλλογιζόταν με μέτωπο βαρύ. Η κ. Διευθυντού συνέχισε:
   "Μου είπαν πως απάνω στο θυμό σας βρίζετε τον Ντίνο μπάσταρδο. Συλλογιστήκατε πως, αν πεθαίνατε σήμερα, όλος ο κόσμος θ' αποκαλεί μπάσταρδα τα τέσσερα πειναλέα παιδιά σας;"
   Νέα σιωπή. Η κ. Διευθυντού σταμάτησε τ' άλογό της· το ίδιο κι ο Λιάπκιν.
   "Λοιπόν;" τον ρώτησε.
   "Το σκέφτηκα πολλές φορές αυτό το πράμα. Δεν ξέρω γιατί, όλο ανέβαλλα. «Έχω καιρό», έλεγα μέσα μου. Μα κατάλαβα πως δεν υπάρχει πια καιρός. Έχετε το λόγο μου πως όλα θα τακτοποιηθούν, πολύ σύντομα".
   Το βράδυ γύρισε σπίτι του νωρίς, νηφάλιος και χαρούμενος. Φίλησε τα παιδιά του, χάιδεψε στοργικά τον Ντίνο στο μάγουλο, αστειεύτηκε, γέλασε.
   "Στα κέφια σου βλέπω είσαι απόψε", του 'πε η Κατερίνα.
   "Ναι, έχω το λόγο μου. Πάμε να καθήσουμε στον κήπο;"
   Κάθησαν στο κηπάκι, κάτω απ' την κληματαριά που άρχιζε να μπουμπουκιάζει. Ο αγέρας ευώδιαζε φρεσκοποτισμένο χώμα βλαστερό και νιόφυτη χλωροφύλλη. Ο Λιάπκιν κοίταξε την Κατερίνα με μάτια χαμογελαστά και είπε:
   "Λέω να παντρευτούμε. Τι λες κι εσύ;"

   Ο γάμος του Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν και της Αικατερίνης Θωμά Τσιφτούλη έμεινε αξέχαστος σ' όσους πήραν πρόσκληση να παραστούν. Ήταν ο κ. και η κ. Διευθυντού· οι καθηγητές κι οι επιμελητές της Σχολής· ο Τσαρδάκας με κασκέτο, κολάρο, γραβάτα, μαύρο σακκάκι, κοντοβράκια, βλαχόκαλτσες και τσαρούχια· καναδυό συγγενείς της Κατερίνας απ' τον Παλαμά, σιωπηλοί κι ύπουλοι Καραγκούνηδες· και πεντέξι Φιλιππουπολίτες, οι πιο σχετικοί της οικογένειας. [...]
   Ο γάμος γίνηκε στο μικρό σπιτάκι του συνοικισμού. Ήρθε ο παπάς της ενορίας, μ' ένα παιδί για βοηθό και ψάλτη. Κουμπάρα ήταν η κ. Διευθυντού, που της άξιζε απόλυτα αυτή η τιμή.
   Ο Λιάπκιν παρουσιάστηκε με τη μεγάλη στολή· έλαμπε ολόκληρος από χρώματα, χρυσάφια και χαρά. Τα παιδιά του τον κοιτούσαν σαστισμένα· ως σήμερα δεν είχαν υποψιαστεί πως ο πατέρας τους ήταν τόσο σπουδαίο υποκείμενο. Ο Βάνιας, ντυμένος στα κάτασπρα για την περίσταση, σκαρφάλωνε στη λουστρινένια μπότα και τον ρωτούσε με φωνή στριγγιά:
   "Μπαμπά, είσαι στρατηγός; Πες, καλέ μπαμπά!"
   Ο Λιάπκιν γελούσε καλόκαρδα:
   "Όχι, Βάνια, είμαι συνταγματάρχης".
   "Γιατί δεν φοράς σαν όλους τους συνταγματαρχέους, μα φοράς αλλιώτικα;" 
   Μεμιάς το κέφι του Λιάπκιν μετάλλαξε σε δυσφορία:
   "Θα σ' το εξηγήσω σαν μεγαλώσεις", αποκρίθηκε. 
   Τρύπωσε με τρόπο στην κουζίνα, βρήκε τη μπουκάλα με το κονιάκ και τράβηξε πεντέξι γερές γουλιές.
   "Τι μου 'ρθε", συλλογιζόταν, "να φορέσω αυτά τα καραγκιοζίστικα; Τι λεν, τι εννοούν; Λοιπόν, όχι, δεν θα τα ξαναφορέσω ποτέ πια. Αν δεν ντρεπόμουν τους καλεσμένους, θα τα 'βγαζα τούτη τη στιγμή. Ανύπαρχτη στολή ανύπαρχτου στρατού... Πρέπει να ξεκαθαρίσω, μια για πάντα, τι είμαι: Έλληνας ή Ρώσος; Λοιπόν είμαι Έλληνας και τίποτ' άλλο. Πολιτογραφήθηκα, ψηφίζω στις εκλογές· αν θέλω, μπορώ να βάλω κάλπη για δήμαρχος, για βουλευτής. Είναι ασέβεια προς την καινούργια πατρίδα μου να μασκαρεύομαι σαν απολίθωμα της παλιάς..."
   Περιμένοντας να ετοιμαστεί η νύφη, οι καλεσμένοι φλυαρούσαν. Οι καθηγητές είχαν το παλιό τους τροπάρι, το «αίνιγμα Λιάπκιν», όπως το 'λεγε ο παράξενος καθηγητής. [...]
   "Ο Λιάπκιν είναι λογικός άνθρωπος", είπε ο κ. Διευθυντής. "Παίρνει γυναίκα ταιριαστή στην ηλικία του. Άμα ξεπεράσεις τα πενήντα, τα κοριτσόπουλα είναι επικίνδυνα".
   Ο παράξενος καθηγητής έκανε κάτι ν' αποκριθεί· μα δεν πρόφτασε, γιατί άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Κατερίνα, συνοδευόμενη απ' την αδερφή της και δυο - τρεις στενές φιλενάδες της. Φορούσε φόρεμα από άσπρο ταφτά πολύ απλό. Ούτε πέπλο, ούτε, βέβαια, λουλούδια λεμονιάς. Η ευτυχία ξανάδωσε στη γερασμένη μορφή της κάτι απ' την παλιά της χάρη. Χαμογελούσε γλυκά και τα χείλη της έτρεμαν. Ο Λιάπκιν πρόστρεξε και της έδωσε το μπράτσο, χαμογελαστός κι αυτός.
   "Έλα, καλή μου..."
   Στάθηκαν στο βάθος της κάμαρας, ο ένας πλάι στον άλλο. Πίσωθέ τους η κ. Διευθυντού -η κουμπάρα. Ο παπάς έβαλε βλοητό κι άρχισε τη στέψη. Ήταν έν' απομεσήμερο γλυκό, ανοιξιάτικο, γεμάτο ευωδιές και χρώματα. Από τ' ανοιχτά παράθυρα φαινόταν ο κάμπος καταπράσινος, κυματιστός κάτω από την πνοή της ανάλαφρης αύρας, ηλιόλουστος κι ολόχαρος ως τον μακρινόν ορίζοντα του νότου. Από την άλλη μεριά αντηχούσε το υποβλητικό μουρμουρητό του αργοκύλητου ποταμού. Ο Όλυμπος ήταν ακόμα αχνός κάτω από τις χιονισμένες κορφές του. Στο βάθος πρόβαλλε η Σχολή, λευκή αντίθεση στην πράσινη αρμονία του νιόφυτου σταριού. Στους κοντινούς στρατώνες οι σάλπιγγες σημαίναν τέλος ασκήσεων. Οι κάργιες είχαν στήσει φωνακλάδικο πανηγύρι στα δέντρα του κήπου, συνοδευόμενο από το κροτάλισμα των νιόφερτων πελαργών. Ένα χελιδόνι παραστράτησε και μπήκε στην κάμαρα από τ' ανοιχτό παράθυρο· έγραψε μια γοργή μελανή καμπύλη κι έφυγε ξανά προς τη γαλαζοπράσινη συμφωνία του υπαίθρου.
   "Στέφεται ο δούλος του Θεού Δαυίδ την δούλην του Θεού Αικατερίνην..."
   Τα κεριά θερμαίναν τον αέρα, τον ευώδιαζαν με τη μελένια οσμή τους· το λιβάνι σκορπούσε βαριά κι ευχάριστη ζάλη.
   "Η δούλη του Θεού Αικατερίνη, τον δούλο του Θεού Δαυίδ..."
   Ο Λιάπκιν κοιτούσε μακριά, απ' το παράθυρο, τον ουρανό που αναγάλλιαζε πάνω απ' τα βουνά, λες κι ο παπάς δεν έλεγε γι' αυτόν τα ιερά λόγια. Η Κατερίνα έκλαιγε, με κεφάλι σκυφτό. Ο ήλιος χαμήλωνε· ο αέρας ξελαμπικαριζόταν, γινόταν πιο διάφανος, πιο δροσερός. Τα χρώματα πήραν την κατεβατή σκάλα της παρακμής. 
   "Για δες καιρό που διάλεξαν κι αυτοί να παντρευτούν", μουρμούρισε ο παράξενος καθηγητής.
   Το ύπαιθρο έμπαινε κυρίαρχο απ' τ' ανοιχτά παράθυρα, άδραχνε τις ψυχές των ανθρώπων και τις έπαιρνε μαζί του. Ο παπάς έπιασε τους νιόπαντρους απ' το χέρι:
   "Ησαΐα, χόρευε..."
   Σα να ξύπνησαν οι παριστάμενοι. Το ρύζι και τα κουφέτα κροτάλισαν πέφτοντας στο τραπέζι, στις καρέκλες, στο πάτωμα. Τρεμούλιασαν οι λαμπάδες, πέταξαν αστραπές τα παράσημα του γαμπρού. Το δειλινό αντιφέγγισμα σκόρπισε μενεξελιές πινελιές στο άσπρο φόρεμα της νύφης. [...]
   Οι νιόπαντροι πήγαν στην κάμαρά τους. Η Κατερίνα γδύθηκε, ξάπλωσε στο κρεβάτι, πήρε το ξύπνιο μωρό απ' την πλαϊνή κούνια και του 'δωσε τον πλούσιο μαστό της να θηλάσει. Ο Λιάπκιν έβγαλε το χιτώνιο και τις μπότες του, άναψε τσιγάρο· κι ορθός, μπροστά στο παράθυρο, κοιτούσε τον κάμπο της αυγής. Στους στρατώνες οι σάλπιγγες χτύπησαν το γοργό και χαρούμενο εγερτήριο. Το φως σκορπίστηκε παντού· η γη τίναζε πάνωθέ της τις μολυσμένες πνοές της νύχτας και ξυπνούσε απλή, λιτή, αγνή, ενάρετη και τίμια γόνιμη. Πάνω απ' τις στέγες της Φιλιππούπολης ανέβαιναν καπνοί σταχτογάλανοι, τα λελέκια κροτάλιζαν τα μακριά τους ράμφη. Κι ο Λιάπκιν, όρθιος μπροστά στο παράθυρο, δεχόταν την καινούργια μέρα όπως όλες τις μέρες. Ένιωθε την ψυχή του βαριά, το κορμί του άτονο, κουρασμένο. Γύρισε και πλησίασε στο κρεβάτι. Η Κατερίνα και το μωρό είχαν αποκοιμηθεί αγκαλιά. Έσκυψε και φίλησε τα δύο μέτωπα με χείλια απαλά.
   "Η πρώτη νύχτα του γάμου μου!" είπε μέσα του και χαμογέλασε.
   Έβγαλε την κυλότα της στολής, φόρεσε τα παλιά καθημερινά ρούχα, βγήκε απ' την κάμαρα νυχοπατώντας και πήγε στη δουλειά του.

   Ένα δειλινό, τέλη Σεπτεμβρίου, θερμό και βαρύ, ο Λιάπκιν βρισκόταν στο βουστάσιο κι εξέταζε μια ετοιμόγεννη γελάδα· όταν τον ειδοποίησαν πως μια κυρία τον ζητούσε. Ξαφνιάστηκε.
   "Τι είδους κυρία;"
   "Ξένη είναι, δε μιλάει ελληνικά. Ψηλή και ξανθιά..."
   Φαντάστηκε ότι θα 'ναι η Ζάγκνα· μα πάλι πώς δε μιλάει ελληνικά; Η Πολωνέζα τα 'χε μάθει φαρσί. Και πάλι, τι τον ήθελε τόσο επειγόντως, ώστε να 'ρθει στη Σχολή;
   "Πού είναι η κυρία;" ρώτησε.
   "Στην είσοδο. Της δώσαμε καρέκλα να καθήσει".
   "Πείτε της πως έρχομαι".
   Έπλυνε τα χέρια του σ' έναν κάδο, φόρεσε το σακκάκι του και πήγε στον κηπάκο της εισόδου. Η γυναίκα που τον γύρευε του ήταν άγνωστη. Ως τριάντα πέντε χρόνων, ψηλή, ξανθή, με μάτια γαλανά και πρόσωπο σκληρό, ανέκφραστο. Μόλις τον είδε να 'ρχεται, σηκώθηκε και τον κοίταζε, περιμένοντας να μιλήσει πρώτος.
   "Με ζητήσατε;" τη ρώτησε γαλλικά. "Μήπως έτυχε κάποτε να γνωριστούμε;"
   "Ναι, κάποτε", του αποκρίθηκε ρούσικα.
   Η φωνή της τον έκανε να τιναχτεί· έν' αόρατο σιδερένιο χέρι του άρπαξε την καρδιά και σταμάτησε τους παλμούς της. Ζαλίστηκε, κλονίστηκε· και μουρμούρισε:
   "Λιούμπα! Ζεις; Ζεις;"
   "Ναι, ζω", του αποκρίθηκε η κόρη του με ήρεμη φωνή.
   Χίμηξε, την αγκάλιασε με χέρια που έτρεμαν, την έσφιξε σπασμωδικά, τη γέμισε φιλιά και δάκρυα.
   "Λιούμπα... Λιούμπα... παιδί μου... Ζεις... Ζεις..."
   Δεν μπορούσε τίποτ' άλλο να πει. Η ανέλπιστη ευδαιμονία του σκότισε το μυαλό. Μέσα στη σαστιμάρα του δεν πρόσεξε πως η Λιούμπα δεχόταν τις διαχύσεις του πολύ συγκρατημένα. Δεν φαινόταν να πολυσυγκινήθηκε που 'δε τον πατέρα της, ίσως γιατί ήξερε πως ήταν ζωντανός.
   "Συγκρατηθείτε", του είπε. "Δεν είναι λόγος να γίνουμε δημόσιο θέαμα..."
   Πράγματι, καμιά δεκαριά άνθρωποι -καθηγητές και μαθητές- είχαν σταθεί και κοιτούσαν παραξενεμένοι.
   "Είναι η κόρη μου, η Λιούμπιτς!" τους φώναξε ο Λιάπκιν. "Τη θαρρούσα πεθαμένη, δεκατέσσερα χρόνια! Να την! Είναι ζωντανή κι ήρθε να μ' έβρει!"
   Όλοι πλησίασαν με μορφές όπου ζωγραφιζόταν χαρούμενο ξάφνιασμα. Ο παράξενος καθηγητής σήκωσε τα χέρια, μόρφασε δαιμονισμένα κι είπε:
   "Ανήκουστο! Αναπάντεχο! Τα συγχαρητήριά μου, Λιάπκιν! Μιλάει γαλλικά η κόρη σου, να την συγχαρώ κι αυτή; Παρουσίασέ με..."
   "Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Αλλά καταλαβαίνετε... Άλλη φορά... αύριο. Θέλω να μείνω μόνος μαζί της..."
   "Σωστά, σωστά!" παραδέχτηκε η ομήγυρη.
   Πατέρας και κόρη μπήκαν στο μόνιππο που 'χε φέρει τη Λιούμπα απ' τη Λάρισα.
   "Στη Φιλιππούπολη", πρόσταξε ο Λιάπκιν τον αμαξά.
   "Πού πάμε;" ρώτησε η Λιούμπα.
   "Στο σπίτι μου... Θα ιδείς... Ω, Θεέ μου! Δεν γίνεται να το πιστέψω..."
   Μην μπορώντας να μιλήσει, ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο της κόρης του κι έκλαιγε. Η καρδιά του είχε λυγίσει· η ψυχή του ήταν αδύναμη, γεροντική· τα χέρια του έτρεμαν. Τα χρόνια, το πιοτό, η αρτηριοσκλήρωση. Φαύλος κύκλος... Μέσα στην ταραχή του, δεν παρατήρησε πως η Λιούμπα ξακολουθούσε να δέχεται τις εκδηλώσεις του πολύ συγκρατημένα. Τον κοίταζε με μάτια ερευνητικά κι όχι αγαθά· δεν του 'πε ούτε ένα λόγο, αφήνοντάς τον να κλαίει. Εκείνος της έπιασε τα χέρια και τα φιλούσε με χείλη τρεμάμενα:
   "Λιούμπα, κορούλα... Ο Θεός θέλησε να σε ξαναϊδώ, πριν πεθάνω. Μόλις πρόφτασα, μόλις..."
   "Γιατί;" τον ρώτησε παραξενεμένη.
   Χαμογέλασε πικρά:
   Είμαι άρρωστος. Δεν πρόκειται να βγάλω το χειμώνα... Μα εσύ δεν πρέπει να στεναχωρηθείς. Εγώ θα πεθάνω, τώρα, ευτυχισμένος..."
   Δεν του αποκρίθηκε τίποτα, έτσι, για παρηγοριά. Ξακολουθούσε να τον κοιτάζει με το μάτι της το σκληρό σαν ατσάλι.
   Το αμάξι σταμάτησε μπροστά στο σπιτάκι της Φιλιππούπολης.
   "Φτάσαμε", είπε ο Λιάπκιν. "Είναι το σπίτι μου. Ξέρεις, ξαναπαντρεύτηκα. Έχω τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Είναι αδερφάκια σου..."
   Κατέβηκαν και μπήκαν στον ισκιερό και περιποιημένο κηπάκο. Η Λιούμπα περιεργαζόταν τα πάντα με το ερευνητικό της μάτι.
   "Η γυναίκα μου είναι καλή", συνέχισε ο Λιάπκιν. "Τη λένε Κατερίνα. Απλοϊκή γυναικούλα, μα χρυσή καρδιά..."
   Προχώρησαν στον κηπάκο, το φυτεμένο ντάλιες, λύκους, γεράνια και γαρδένιες. Το φρεσκοποτισμένο χώμα ανακάτευε την υγρή οσμή του με τη μυρουδιά των λουλουδιών. Από την κρεβατίνα κρέμονταν τσαμπιά με ρόγες μακρουλές, μεγάλες, κεχριμπαρένιες. Το σπίτι απ' έξω έδειχνε συμπαθητικό με τους κιτρινωπούς φρεσκοσοβαντισμένους τοίχους και τα βαθυπράσινα παραθυρόφυλλα.
   "Καλονοικοκυρευτήκατε, βλέπω", είπε η Λιούμπα.
   "Ναι, δουλεύω, κερδίζω... Όχι πολλά, μα αρκετά για να ζω τη φαμίλια μου αξιόπρεπα".
   Στην πόρτα της κουζίνας πρόβαλε η Κατερίνα ξαφνιασμένη.
   "Κατερίνα!" φώναξε ο Λιάπκιν. "Είναι η Λιούμπιτς, η θυγατέρα μου! Ήρθε σήμερα, αναπάντεχα. Καθώς βλέπεις, ζει! Ζει!"
   Η Κατερίνα πλησίασε κι έδωσε το χέρι στην προγονή της, κοιτώντας την με τα μεγάλα φοβισμένα μάτια της.
   "Πες της πως την καλωσορίζω", είπε του Λιάπκιν. "Πες της πως εδώ βρίσκεται στο σπίτι της..."
   Ο Λιάπκιν μετέφρασε τα λόγια της Κατερίνας. Η έκφραση της Λιούμπας άλλαξε μεμιάς· γίνηκε γλυκιά, εγκάρδια.
   "Πες της πως την ευχαριστώ· πως η μάνα των αδερφών μου είναι και δική μου μάνα. Πού είναι τ' αδερφάκια μου; Θέλω να τα γνωρίσω..."
   Ο Λιάπκιν χαμογέλασε γλυκά:
   "Κατερίνα, λέει πως σε θεωρεί σαν μητέρα της. Πού είναι τα παιδιά; Θέλει να τα γνωρίσει".
   "Παίζουν, κάπου εδώ κοντά. Πάω να τα φέρω".
   Βγήκε στο δρόμο να βρει τα παιδιά. Ο Λιάπκιν κι η Λιούμπα κάθησαν στο παγκάκι, κάτω απ' την κρεβατίνα.
   "Πολύ συμπαθητική η γυναίκα σας", είπε η Λιούμπα. "Κάνατε καλά που ξαναπαντρευτήκατε".
   "Ναι, δεν έκανα άσχημα. Αλλά, Λιούμπα, πρέπει να μου πεις, να μου διηγηθείς..."
   "Αργότερα. Τώρα θέλω να ιδώ τ' αδερφάκια μου· να τα φιλήσω..."
   Άνοιξε η ξώπορτα και μπήκε η Κατερίνα μαζί με τα τρία μεγάλα παιδιά, που τα περιμάζεψε απ' το αληταριό του δρόμου.
   "Ελάτε!" τους είπε ο Λιάπκιν. "Ελάτε να γνωρίσετε τη μεγάλη σας αδερφή, τη Λιούμπα".
   Τα παιδιά προχώρησαν φοβισμένα, δύσπιστα. Όλη τούτη η ιστορία τους ήταν ακατανόητη. Κοιτούσαν την ξένη γυναίκα με μάτια αγριεμένα.
   "Τ' αδερφάκια σου, Λιούμπα! Αυτός είναι ο Βάνιας· κι αυτός ο Μπαρίς· κι αυτή η Νάντια... Υπάρχει και μια μικρή, η Νατάσα... Κατερίνα, φέρε μας τη Νατάσα..."
   "Κοιμάται", αποκρίθηκε η Κατερίνα. "Θα την δείτε πιο ύστερα".
   Η Λιούμπα αγκάλιασε τ' αδέρφια της, τα φίλησε, τα χάιδεψε. Η ματιά της είχε γίνει γλυκά στοργική· το χείλι της χαμογελούσε.
   "Κρίμα που δεν μπορώ να τους μιλήσω", είπε. "Τα ελληνικά μου είναι λίγο αδύνατα. Ξέρετε, ίσως μείνω για πάντα στην Ελλάδα..."
   Ο Λιάπκιν δεν μπορούσε να συγκρατήσει την αδημονία του:
   "Λιούμπα! Πότε, επί τέλους, θα μου διηγηθείς..."
   "Έχουμε καιρό... Ξέρεις, έχω κι εγώ παιδί: έν' αγόρι έξι χρόνων, τον Πάβελ".
   "Παντρεύτηκες;"
   "Ναι, παντρεύτηκα. Θα σου διηγηθώ με ποιον και πώς... Μήπως μπορώ να έχω ένα φλιτζάνι τσάι;"
   "Και βέβαια. Κατερίνα! Η Λιούμπα θέλει τσάι. Ετοίμασε το σαμοβάρι· και πάρε τα παιδιά. Θέλουμε να μείνουμε μόνοι· έχουμε τόσα πράματα να πούμε!"
   Σαν έμειναν μόνοι, η Λιούμπα είπε:
   "Κανονικά θα έπρεπε πρώτος σεις να μου ιστορήσετε τις περιπέτειές σας. Αλλά τις ξέρω· τις έμαθα στην Αθήνα, από το Διευθυντή της Σχολής, που βρισκόταν εκεί για υπηρεσία. Τον γνώρισα στο σπίτι ενός κοινού γνωστού..."
   "Είσαι καιρό στην Αθήνα;"
   "Κάπου ένα χρόνο. Δεν φανταζόμουν πως ζούσατε. Από τον Διευθυντή, ολότελα τυχαία, πάνω στην κουβέντα έμαθα τα καθέκαστα..."
   "Μα πώς βρέθηκες στην Ελλάδα; Πότε έφυγες απ' τη Ρωσία; Το 1924, έξι χρόνια μετά την Επανάσταση, ζήτησα πληροφορίες απ' την Οργάνωση των Ρώσων Προσφύγων του Παρισιού. Έχουν καταλόγους πολύ καλά ενημερωμένους. Δεν ήξεραν τίποτα για σένα..."
   "Διόλου περίεργο. Μόλις πρόπερσι έφυγα απ' τη Ρωσία".
   "Πρόπερσι; Πώς σε άφησαν; Δεν καταλαβαίνω..."
   "Θα καταλάβετε. Α, να το τσάι!"
   Η Κατερίνα απόθεσε στο τραπεζάκι το αχνιστό σαμοβάρι κι ένα δίσκο με φλιτζάνια, ζάχαρη και κουταλάκια· κι έφυγε ξανά. Η Λιούμπα σέρβιρε το τσάι. Το ήπιαν με σιγανές ρουφηξιές, χωρίς να μιλούν. Ο Λιάπκιν ήταν άκεφος, ανήσυχος. Τώρα κατάλαβε πως η κόρη του είχε ύφος παράξενο, αν όχι εχθρικό.
   "Ακούστε την ιστορία μου", είπε η Λιούμπα. "Θα σας την πω με λίγα λόγια. Όλ' αυτά δεν είναι ευχάριστο να τα θυμάμαι και να τα συζητώ..."
   «Η επανάσταση του Κερένσκυ με βρήκε στο κτήμα, που το επιστατούσα εγώ όσο σεις λείπατε στο μέτωπο. Όπως θυμόσαστε, είχαμε ακόμη αλληλογραφία. Σας ρώτησα τι να κάνω. Μου απαντήσατε να ρευστοποιήσω ό,τι μπορώ σε χρήματα και να είμαι έτοιμη να πάρω πρωτοβουλία, γιατί πολύ πιθανόν να υπάρξουν εξελίξεις ραγδαίες, που ν' αποκλείσουν την μεταξύ μας επαφή.
   »Έκανα όπως μου είπατε και περίμενα. Μέρα με τη μέρα η κατάσταση γινόταν χειρότερη, όχι όμως κι επικίνδυνη. Οι υπηρέτες έφυγαν και με παράτησαν κατάμονη μέσα στο μεγάλο σπίτι. Οι μουζίκοι μας δεν με υπάκουαν πια, χωρίς όμως να μου φέρονται εχθρικά. Μέσα Οκτωβρίου πήρα το τελευταίο γράμμα σας· μου λέγατε πως βρισκόσαστε σε δύσκολη θέση και με συμβουλεύατε να προσπαθήσω να φύγω για τη Φινλανδία ή τη Σουηδία. Καλή συμβουλή, αλλά δύσκολη να εκτελεστεί. Οι συγκοινωνίες είχαν σταματήσει, το χάος βασίλευε παντού. Πέρασα μερικές ημέρες αγωνίας, μην μπορώντας ν' αποφασίσω τι έπρεπε να κάνω. Έλπιζα πως ίσως κατορθώνατε να 'ρθείτε, να με σώσετε...
   »Έτσι ήσαν τα πράματα· όταν, μια νύχτα, με ξύπνησαν φωνές, ουρλιάγματα, χτυπήματα. Ήσαν οι στρατιώτες που λιποτάχτησαν και σκόρπαγαν παντού τον τρόμο, τη βία και τη λεηλασία. Με απομόνωσαν στην κάμαρά μου και λεηλάτησαν το σπίτι συστηματικά. Ως το πρωί μέτρησα οχτώ μεγάλα καμιόνια, που έφυγαν φορτωμένα με τα υπάρχοντά μας... 
   »Σαν τέλειωσε το διαγούμισμα, ο αρχηγός της συμμορίας ήρθε στην κάμαρά μου. Φορούσε στο μανίκι κόκκινο περιβραχιόνιο και μόλις στεκόταν ορθός απ' το μεθύσι.
   »"Με θυμάσαι, συντρόφισσα Λιούμπιτς;" με ρωτάει.
   »Τον θυμήθηκα. Ήταν ο Αντρέι, ο γιος του Θεοφάνη Αντρέιτς, του δασοφύλακά μας.
   »"Σε θυμάμαι", του λέω. "Τι θέλεις;"
   »Μου είπε τι θέλει· και μου δήλωσε, με τόνο πολύ θετικό και ψύχραιμο, πως αν είχα αντιρρήσεις, θα με σκότωνε σα σκυλί...
   »Έφυγαν πιο ύστερα και μ' άφησαν κατάμονη στο ρημαγμένο σπίτι. Ούτ' ένα τζάμι στα παράθυρα· ούτε μια φούχτα αλεύρι στο κελάρι· ούτε μια προβιά να προστατέψω το κορμί μου απ' το κρύο...
   »Πέρασα τη νύχτα στο κατώι, ανακουρκουδισμένη σε μια γωνιά και τρέμοντας απ' την παγωνιά. Συλλογιζόμουν μ' όλη τη δύναμη του μυαλού μου. Δυο δρόμοι ανοίγονταν μπροστά μου: ή να πέσω στο ποτάμι να πνιγώ μια και καλή ή να ζήσω· αλλά να ζήσω σωστά, θετικά, κι όχι να σέρνω μια πανάθλια ζωή, χειρότερη κι απ' το θάνατο. Κατάλαβα πως η Επανάσταση επεβλήθηκε οριστικά· ούτε ελπίδα να γυρίσουν τα πράματα υπήρχε. Αν λοιπόν ήθελα όχι απλώς να ζήσω, αλλά να συνεχίσω τη ζωή μου, έπρεπε να προσαρμοσθώ στη νέα κατάσταση.
   »Μόλις ξημέρωσε πήγα στο χωριό. Το τοπικό σοβιέτ συνεδρίαζε στην αίθουσα του σχολείου. Μπήκα μέσα θαρρετά. Ο Αντρέι, ξεμέθυστος τώρα, μόλις με είδε ταράχτηκε, γύρισε τα μάτια αλλού.
   »"Τι κάνεις πως δεν με βλέπεις;" του λέω απότομα. "Μου ρήμαξες το σπίτι· μ' άφησες να πεθάνω απ' την πείνα και το κρύο· ίσως και να μου φύτεψες ένα παιδί στην κοιλιά. Και τώρα καμώνεσαι πως δεν με γνωρίζεις; Αν είσαι άντρας, κοίτα με στα μάτια· και βάλε καλά στο μυαλό σου πως είμαι γυναίκα σου πια κι έχεις χρέος να με προστατέψεις".
   »Ο Αντρέι με κοίταζε σαστισμένος, μην καταλαβαίνοντας. Στο τέλος μπήκε στο νόημα:
   »"Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου; Να ζήσεις μαζί μου;"
   »"Ναι", του αποκρίνομαι. "Θέλω να ζήσω μαζί σου".
   »Η μορφή του φωτίστηκε από αγαλλίαση. Σηκώθηκε, μ' έπιασε απ' το χέρι και μου 'πε:
   »"Έλα. Πάμε σπίτι μας..."
   »Έζησα δυο χρόνια μ' αυτό το κτήνος, γιατί άλλος τρόπος να ζήσω δεν υπήρχε. Σκοπός μου ήταν να κατορθώσω να δημιουργήσω δική μου προσωπικότητα μέσα στη νέα κατάσταση, ώστε να μπορώ να πορεύομαι χωρίς να εκπορνεύομαι στους μπολσεβίκους. Δεν το πέτυχα έτσι εύκολα. Το 1920 παράτησα τον Αντρέι κι έγινα αγαπητικιά του Μαξίμ Μπελένεφ, που είχε ανώτερη θέση στο Κόμμα. Ήταν ένας μισότρελος φανατικός, που τον σιχαινόμουν. Αλλά με αγαπούσε όπως μόνον οι οραματιστές μπορούν ν' αγαπήσουν μια γυναίκα· κι η αγάπη του ήταν πολύ χρήσιμη για τα σχέδιά μου.
   »Περάσαμε δυο χρόνια στο Καζάν, όπου ο Μαξίμ ήταν επί κεφαλής της περιφερειακής οργανώσεως του Κόμματος. Θέλησε να με γράψει κι εμένα στο Κόμμα· αλλά με διάφορες περίτεχνες προφάσεις αρνήθηκα, μολονότι προσποιόμουν την κομμουνίστρια. Με διόρισε σε μια κρατική υπηρεσία, με καλό μισθό. Η οικονομική μας κατάσταση ήταν ικανοποιητική. Πρόσεχα πολύ να μην κάνω παιδί μαζί του, για να μπορώ να είμ' ελεύθερη. το 1922 ο Μαξίμ τοποθετήθηκε στη Μόσχα· τον ακολούθησα κι εγώ. Τώρα κέρδιζε αρκετά, ώστε να ζούμε πλουσιοπάροχα δίχως να εργάζομαι. Έτσι είχα όλο τον καιρό να δουλέψω για το σχέδιό μου. Πλησίασα ανθρώπους, έκανα γνωριμίες· αλλά μόνο το 1925 νόμισα πως βρήκα τον άνθρωπο που μου χρειαζόταν. Ήταν ο Αλέξης Γκιοργκίεβιτς Μπαρκόφ, ανώτερος υπάλληλος στο Επιτροπάτο Εξωτερικού Εμπορίου. Πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου, μορφωμένος και συμπαθητικός, δεν έδειχνε να κατατρύχεται από κομμουνιστικό φανατισμό. Φρόντισα να δημιουργηθεί φιλία μεταξύ μας, εμπιστοσύνη, σε τρόπο που να μιλάμε καθαρά. Φοβισμένος στην αρχή, κατόπι μου ανοίχτηκε -όταν του ανοίχτηκα κι εγώ. Ναι, τ' όνειρό μας ήταν να δραπετέψουμε απ' τη Ρωσία...
   »Ο Μαξίμ μ' είχε βαρεθεί· είχε μπλέξει με την αδερφή κάποιου μέλους του Ανώτατου Σοβιέτ και ήθελε να την παντρευτεί. Δεν ξέρετε τι αριβίστες που 'ναι αυτοί οι ιδεολόγοι της κοινωνικής ισότητας! Έτσι, με μεγάλη χαρά μου 'δωσε τη λευτεριά μου. Παντρεύτηκα τον Αλέξη κι άρχισα να τον βοηθώ στην καριέρα του. Πώς αυτό; Απλούστατα, κατά τον ίδιο τρόπο που γίνεται σ' όλες τις διεφθαρμένες καπιταλιστικές κοινωνίες: με τα γυναικεία μου θέλγητρα. Όχι, δεν απάτησα τον άντρα μου. Απόκτησα την τέχνη να κερδίζω εκείνο που θέλω ανοίγοντας προοπτικές, δίνοντας ελπίδες και, το κυριότερο, μην προκαλώντας εκδικητική οργή όταν οι ελπίδες που 'δωσα απόμεναν μόνον ελπίδες. Σκληρή δουλειά... Στο αναμεταξύ, το 1928 γέννησα τον Πάβελ. Κίνδυνος ήταν μήπως το παιδί χάλαγε τα σχέδιά μας. Στο τέλος, κατάφερα εκείνο που με τόση λαχτάρα επεδίωξα: πρόπερσι ο άντρας μου τοποθετήθηκε στην Εμπορική Αντιπροσωπεία της Ε.Σ.Σ.Δ. των Αθηνών. Του επέτρεψαν να πάρει μαζί του κι εμένα και το παιδί μας.
   »Όταν ξεμπαρκάραμε στον Πειραιά και πατήσαμε το χώμα της λευτεριάς, τρέμαμε από συγκίνηση· μα δεν δείξαμε τίποτα, γιατί δίπλα μας ήσαν οι χαφιέδες της πρεσβείας, που ήρθαν τάχα να μας υποδεχτούν. Εξ' άλλου κάθε βιασύνη ήταν πια περιττή. Δεν αρκούσε να ζούμε λεύτεροι στο λεύτερο κόσμο, αλλά και να εξασφαλίσουμε τα οικονομικά μας. Πάλι εγώ πήρα απάνω μου την υπόθεση, με τις γνωριμίες που έκανα στην Αθήνα, μολονότι οι χαφιέδες της πρεσβείας με κατασκόπευαν συστηματικά. Κανόνισα με κάποιο αλευροβιομήχανο του Πειραιά την παραγγελία 80.000 τόνων σιταριού, με όρους εξαιρετικούς. Η προμήθειά μας ήταν 30.000 δολλάρια. Μόλις πήραμε ειδοποίηση ότι τα χρήματα αυτά είχαν κατατεθεί στη West American Bank  στ' όνομα του Αλέξη, καταλάβαμε πως είμαστε πια ελεύθεροι... Ο Αλέξης δήλωσε στην ελληνική κυβέρνηση πως είναι πολιτικός φυγάς  και ζήτησε την προστασία της. Βρήκε μια καλή θέση σ' ένα εφοπλιστικό γραφείο, αλλά κάνει και δικές του εργασίες. Ζούμε πολύ άνετα. Αυτή είναι η ιστορία μου...»
   Ο Λιάπκιν άκουγε σιωπηλός. Η έκφρασή του μαρτυρούσε πως τα γεγονότα που μάθαινε γεννούσαν μέσα του έναν κυκεώνα από στοχασμούς και συναισθήματα. Έμεινε για κάμποσο σιωπηλός, προσπαθώντας να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του. Σκέφτηκε προτού μιλήσει:
   "Είσαι δυνατός άνθρωπος, Λιούμπα", είπε. "Σε θαυμάζω και περηφανεύομαι για σένα. Πρέπει να ξέρεις ότι πριν φύγω απ' το μέτωπο για την Ουκρανία, προσπάθησα να 'ρθω στο χτήμα, να σε συναντήσω. Στάθηκε αδύνατο. Η απελπισία μου ήταν μεγάλη. Μου 'ρθε, πολλές φορές, να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα..."
   "Το γεγονός είναι ότι κατορθώσαμε να επιζήσουμε. Αλίμονο στους αδικοσκοτωμένους..."
   Πάλι σώπασαν. Είχε σουρουπώσει. Οι μενεξελιοί ίσκιοι σιγόπεφταν στον κηπάκο, στην κληματαριά, στους τοίχους του σπιτιού. Η μορφή του Λιάπκιν αντικαθρέφτιζε κάτι σαν αγωνιακή απορία:
   "Λιούμπα", είπε, "είναι δυο χρόνια που βρίσκεσαι έξω απ' τη Ρωσία. Είπες πως τυχαία έμαθες ότι υπάρχω..."
   "Ναι, από το Διευθυντή της Σχολής".
   "Πώς, δυο χρόνια τώρα, δεν γύρεψες πληροφορίες για μένα απ' την Οργάνωση των Ρώσων Προσφύγων του Παρισιού;"
   "Δεν το σκέφτηκα", αποκρίθηκε η Λιούμπα με φωνή αδιάφορη.
   Ο Λιάπκιν τινάχτηκε:
   "Δεν το σκέφτηκες;"
   "Ακούστε μια κάπως παράξενη ιστορία: το 1921, το κράτος εξεχώρησε το σπίτι μας σ' ένα εργατικό συνδικάτο του Καζάν, να το μετατρέψει σε πρεβαντόριο, για τους εργάτες. Αποφάσισαν να χτίσουν μια συμπληρωματική πτέρυγα κι έπρεπε να γκρεμίσουν το παρεκκλήσι, όπου είναι θαμμένοι οι πρόγονοί μας. Τότε ήμουν με τον Μαξίμ, που είχε ανώτερη θέση στο Κόμμα. Με ειδοποίησαν λοιπόν πως θα γκρεμίσουν το εκκλησάκι και να πάω να μαζέψω τα κόκαλα των δικών μου. Πήρα τρεις εργάτες και πήγα· άνοιξα τους τάφους, συγκέντρωσα τα κόκαλα σ' ένα σεντούκι και τα μετέφερα στο οστεοφυλάκιο του Καζάν..."
   Η Λιούμπα σώπασε. Κοίταξε τον πατέρα της, που 'χε γίνει κατακίτρινος και βαριανάσαινε· και συνέχισε:
   "Άνοιξα το φέρετρο της μητέρας. Είχε λιώσει· μόνο τα μακριά ξανθά μαλλιά της είχαν απομείνει. Ο σκελετός ήταν ντελικάτος και κάτασπρος. Καθώς τον μάζευα, να τον βάλω στο σεντούκι, είδα πως ένα από τ' αριστερά πλευρά ήταν τσακισμένο. Παραξενεύτηκα· πήρα τα κόκαλα και τα ξέταζα ένα - ένα, με προσοχή. Κι έξαφνα, ανάμεσα σε δυο σπονδύλους, βρήκα σφηνωμένο αυτό..."
   Άνοιξε την τσάντα της, έβγαλε μια σφαίρα πιστολιού και την απόθεσε πάνω στο τραπέζι. Ο Λιάπκιν είχε κλείσει τα μάτια· από το μέτωπο χοντρές σταλαματιές ιδρώτα κυλούσαν στο πράσινο πρόσωπό του.
   "Θυμάμαι το θάνατο της μητέρας", είπε η Λιούμπα. "Ήμουν μικρή, μα θυμάμαι... Αποβραδίς ήταν καλά, γελαστή, χαρούμενη. Μ' έβαλε η ίδια στο κρεβατάκι μου, με φίλησε, σταύρωσε το μέτωπό μου με τα λιγνά κάτασπρα δάχτυλά της. «Καληνύχτα, Λιούμπα. Καληνύχτα, κορούλα...» Θαρρώ πως ακόμα ακούω τη φωνή της... Το πρωί, όταν ξύπνησα, η μητέρα ήταν πεθαμένη, σαβανωμένη και ταχτοποιημένη από εσάς τον ίδιο... Ήρθαν ο αστυνόμος κι ο γιατρός. Έμαθα πιο ύστερα γι' αυτούς· ήταν δύο διεφθαρμένα υποκείμενα, δυο υπάνθρωποι. Κλειστήκατε μαζί τους στο γραφείο πάνω από μιαν ώρα. Βρήκαν πως η μητέρα πέθανε από εμβολή κι έδωσαν άδεια ταφής. Λίγους μήνες αργότερα ο αστυνόμος παραιτήθηκε και ζούσε πλουσιοπάροχα στην Πετρούπολη. Ο γιατρός έχασε κάπου 5.000 ρούβλια στα χαρτιά, ενώ η φτώχεια του ήταν γνωστή. Ερχόταν συχνά - πυκνά στο χτήμα και κλεινόσαστε στο γραφείο. Άκουγα φωνές, βρισιές: «Εκβιαστή! Εκβιαστή!» Όταν έφευγε, το πρόσωπό σας ήταν κατακόκκινο από ταραχή..."
   Η Λιούμπα χαμογέλασε με μίσος και ρώτησε τον πατέρα της:
   "Αλήθεια, δεν μου είπατε ποτέ γιατί σκοτώσατε τη μητέρα μου..."

   Όλη τη νύχτα περιπλανήθηκε στα χωράφια μεθυσμένος, τρελός. Όταν η Λιούμπα σηκώθηκε κι έφυγε, μην περιμένοντας απόκριση στο ερώτημά της, ο Λιάπκιν μπήκε στην κουζίνα, πήρε την μπουκάλα με το ούζο κι ήπιε, ήπιε, ήπιε· με δέκα γουλιές την έφερε στη μέση. Κατόπι την απογιόμισε απ' την νταμιτζάνα, την έβαλε στην τσέπη του, βγήκε στον κήπο και τράβηξε για την ξώπορτα. Η Κατερίνα τον είδε απ' το παράθυρο:
   "Πού πηγαίνεις; Πού είναι η Λιούμπα;"
   "Έφυγε..."
   "Πού πάει;"
   Έκανε νόημα πως δεν ξέρει και συνέχισε το δρόμο του.
   "Την άφησες να φύγει μόνη;" απόρησε η Κατερίνα.
   Εκείνος δεν αποκρίθηκε· τρεκλίζοντας, σκοντάφτοντας, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, σαν κυνηγημένος. Η Κατερίνα κατάλαβε πως κάτι ανησυχαστικό γίνηκε. Φοβήθηκε. Μ' ένα σάλτο πήδησε απ' το χαμηλό παράθυρο κι έτρεξε πίσωθέ του:
   "Δαβή! Δαβή! Πού πας; Στάσου!"
   Σταμάτησε, έκανε μεταβολή και την κοίταξε με μάτια οργισμένου θεριού:
   "Φύγε! Άσε με! Ή, μα το Θεό..."
   Έσκυψε, άδραξε μια πέτρα και τη σφεντόνισε μανιακά πάνω στη γυναίκα του. Η Κατερίνα πρόλαβε κι έγειρε πλάγια· κι απόμεινε παγωμένη να τον κοιτάει να φεύγει τρέχοντας μεσ' στο σκοτάδι.
   "Ο Θεός να βάλει το χέρι του", μουρμούρισε· και με αργή περπατησιά, κεφάλι σκυφτό γύρισε σπίτι της.
   Ο Λιάπκιν, τρέχοντας, άφησε πίσω του τα στερνά σπίτια του συνοικισμού και προχώρησε στα χωράφια, που απλώνονταν κατά το νοτιά. Δεν ακολούθαγε καρόδρομους ή μονοπάτια· πήγαινε μπροστά, χωρίς να βλέπει. Σκόνταφτε στους ξεραμένους σβώλους, στα κοτρόνια· έπεφτε στα χαντάκια, γκρεμοτσακιζόταν· ξανασηκωνόταν, σα να μη γίνηκε τίποτα και συνέχιζε το δρόμο του. Πού πήγαινε; Πουθενά... Περπατούσε για να περπατάει· γιατί, για να σταθεί, δεν του 'ταν μπορετό. Έφευγε, τραβούσε, περπατούσε σαν αντρείκελο κουρντισμένο, άψυχο κι ανόητο, που υπάκουγε στην ενέργεια του ελατηρίου, ως ότου το ελατήριο ξετεντωθεί και σταματήσει. Το μυαλό του νεκρώθηκε. Δεν ήταν μυαλό τρελού ανθρώπου, ήταν μυαλό πεθαμένου, που άρχισε να σήπεται και να λιώνει, να χύνει τις φαρμακερές πτωμαΐνες του στον άλλον οργανισμό. Ήσαν κι οι άλλες τοξίνες, εκείνες που τόσες και τόσες οκάδες σπίρτο συσσώρεψαν, σαράντα χρόνια τώρα, στους ιστούς και στο αίμα του. Ξύπνησαν παντοδύναμες τούτη τη νύχτα, σκόρπισαν το φαρμάκι τους σ' όλο του το είναι κι αποφάσισαν να γδικιωθούν το φονικό με θάνατο. Κάποτε φτάνει η ώρα της θεϊκιάς δίκης· πάντοτε φτάνει...
   Περπάτησε, περπάτησε... Ψηλά το φεγγάρι, στον ουρανό, τον κοίταζε με τα σταχτερά του μάτια· τον παρακολουθούσε όπου και να πήγαινε, γίνηκε συνοδοιπόρος του αχώριστος -εκειός στη γη κι εκειό στον ουρανό. Σήκωσε τα μάτια του ψηλά, το είδε που ακλούθαγε στον ουρανό τον ίδιο δρόμο που αυτός περπάταγε στη γη.
   "Όχι, όχι", ούρλιαξε. "Μην έρχεσαι μαζί μου! Μη μ' ακολουθάς! Θέλω να μείνω μόνος! Μόνος!"
   Μα το φεγγάρι, γαλήνιο κι επίμονο, συνέχισε να τον ακολουθάει· τότε ο Λιάπκιν κατάλαβε πως δεν ήταν τ' αστέρι που τον έπαιρνε από πίσω, μα αυτός που περπατούσε τον ίδιο δρόμο του φεγγαριού. Έκανε μεταβολή και χύθηκε τρέχοντας κατά την Ανατολή, να γλιτώσει από το κίτρινο επουράνιο μάτι. Μπροστά του, ο ίσκιος του απλωνόταν μακρύς, ανήσυχος, χοροπηδηχτός. Τούτος ο ίσκιος ήταν ένας άλλος άνθρωπος, που σερνόταν μπροστά του σαν τεράστιο μαύρο φίδι.
   "Φύγε! Φύγε!" ούρλιαξε ξανά. "Θέλω να μείνω μόνος! Μόνος!"
   Μα ο μαύρος μπρουμυτισμένος άνθρωπος δεν έλεγε να φύγει. Έστριψε ο Λιάπκιν αριστερά, να γλιτώσει· ο ίσκιος περπάταγε τώρα στο δεξί του πλάι. Έκανε μεταβολή κι ο ίσκιος σερνόταν στ' αριστερά του. Θεέ μου! Όπου και να πήγαινε, το φεγγάρι κι ο ίσκιος τον ακλούθαγαν, τον κυνηγούσαν...
   Στάθηκε λαχανιασμένος· έβγαλε τη μποτίλια με το ούζο απ' την τσέπη του κι ήπιε, ήπιε· αναστέναξε μ' αγαλλίαση. Αυτό ήταν, αυτό... Μονάχα το πιοτό του 'δινε κουράγιο και ζωή. Τώρα δε φοβόταν πια το φεγγάρι και τους ίσκιους· τώρα ήταν ο άνεμος του μεσονυχτιού που κατέβηκε απ' τον Όλυμπο κι έκανε τις θερισμένες καλαμιές να θροΐσουν, να μιλήσουν:
   "Γιατί σκότωσες τη γυναίκα σου, Νταβίντ Μπορίσιτς; Γιατί;"
   Γιατί; Δικός του λογαριασμός! Τι ανακατεύονταν ο άνεμος κι οι καλαμιές στις προσωπικές του υποθέσεις;
   "Έτσι ήθελα και την σκότωσα! Έτσι!"
   "Όχι, όχι! Πρέπει να μας πεις το γιατί..."
   Κατάλαβε πως αν δεν τους το 'λεγε, δεν θα τον άφηναν ήσυχο.
   "Γιατί είχε αγαπητικό· γιατί με απάτησε. Κι εγώ την αγαπούσα... Εκείνο το βράδυ βρήκα τα γράμματα του αγαπητικού της, κρυμμένα σε μια κόχη του κελαριού. Τα βρήκα τυχαία, δεν υποψιαζόμουν τίποτα. Σκοτείνιασαν τα μάτια μου, το μυαλό μου· και την σκότωσα..."
   "Γιατί, αφού την σκότωσες, δεν πήγες στη δικαιοσύνη των ανθρώπων, σαν άνθρωπος που σκότωσε άνθρωπο; Γιατί έκρυψες το φονικό;"
   "Η δικαιοσύνη των ανθρώπων! Χα χα! Με κάνετε να γελάω! Τα λιοντάρια, οι οχιές, οι τίγρεις, οι σκορπιοί έχουν δικαιοσύνη. Μα οι άνθρωποι... Χα χα! Με κάνετε να γελάω!"
   "Τότε, αφού δεν πιστεύεις στη δικαιοσύνη του ανθρώπου, πώς εσύ, ο άνθρωπος, τιμώρησες άνθρωπο με θάνατο;"
   Εδώ, απόκριση δεν υπήρχε. Ου φονεύσεις, πρόσταξε ο Θεός. Ας τιμωρήσει ο Ύψιστος το φονιά, με τη δική Του δικαιοσύνη".
   "Ο Θεός! Ο Θεός! Ο Θεός!" ούρλιαξε. "Αφήστε με ήσυχο, να ξεμπερδέψω τους λογαριασμούς μου μόνος μου με το Θεό!"
   Τ' αγέρι χαχάνισε μέσ' στις καλαμιές:
   "Ποιο Θεό Λιάπκιν; Ξέρεις καλά πως δεν πιστεύεις πια στο Θεό!"
   Έτσι ήταν, δεν πίστευε πια στο Θεό. Δεν πίστευε πια σε τίποτα. Η πίστη είναι το άλας της ζωής. Πώς μπορεί να ζήσει κανείς χωρίς πίστη; Όταν δεν πιστεύεις σε τίποτα, δεν σου απομένει παρά να πεθάνεις... [...]
   Συνέχισε το δρόμο του. Πήγαινε, πήγαινε. Πού; Μόνον αυτός το ήξερε. Ήταν ευχαριστημένος που ανακάλυψε πως πίστευε στο θάνατο· έτσι μπορούσε πια να ζει με συνέπεια. Να ζει ή να πεθάνει; Ναι, η συνέπεια ήταν πια στο θάνατο κι όχι στη ζωή...
   "Γιατί σκότωσες τη γυναίκα σου, Νταβίντ Μπορίσιτς; Γιατί;"
   Από πού ξεφύτρωσε πάλι αυτός; Ποιος είναι; Α, ναι! Είναι ένας φανταράκος -ένα αμούστακο Ρωσόπουλο- που τον εξετέλεσε προς παραδειγματισμό, επειδή δείλιασε την ώρα της μάχης.
   "Λόγο θα σου δώσω γιατί σκότωσα τη γυναίκα μου; Το είπα και πρωτύτερα: γιατί είχε αγαπητικό· γιατί με απατούσε!"
   "Με το συμπάθειο, κύριε συνταγματάρχα, αλλά λες ψέματα. Καπίκι δεν έδινες αν η γυναίκα σου ήταν ή δεν σου ήταν πιστή. Είχες πάψει να την αγαπάς από καιρό. Τα 'χες φτιαγμένα με την Ματρένα Γιακόβλεβνα, την καμαριέρα..."
   "Ναι, ίσως... Μα η τιμή! Η τιμή!"
   "Ποια τιμή; Για την τιμή μονάχα τον εαυτό σου σκοτώνεις, όχι τον άλλο... " [...]
   Άρχισε ξανά να περπατάει, σίγουρος πως τον περιμένουν κι έχει αργήσει. Πήγαινε, πήγαινε, σκόνταφτε, έπεφτε στα γόνατα, ξανασηκωνόταν, προχωρούσε, δρασκέλιζε τάφρους, ροβολούσε μικροκατηφοριές, ανηφόριζε μαγούλες, λαχάνιαζε, λαχταρούσε.
   "Άργησα, άργησα..."
   Το φεγγάρι έγειρε προς τη δύση, συντροφεμένο απ' τ΄αστέρια, που έβγαιναν λεφούσι πίσω απ' τον Κίσαβο και πορεύονταν στον αχάτη τ' ουρανού. Ήρθαν οι ορθρινές υγρασίες απ' το ποτάμι και πλανήθηκαν, αχνές και γαλατένιες, πάνω στην έκταση της ισόπεδης γης, σαν σμάρια από τελώνια ανάερα, εκτοπλασματικά. [...]
   Αυτή η μπουκάλα στην τσέπη τον βαραίνει, τον εμποδίζει. Έχει ακόμα ως πενήντα δραμάκια. Ο Λιάπκιν τα 'πιε μονορούφι και την πέταξε μακριά. Στάθηκε και κοίταξε. Πήχτρα ήταν το σκοτάδι, λες και λιγοθύμισε η αστροφεγγιά. Έρημος ο κάμπος, έκταση γυμνή κι ισόπεδη, ως τα μακρινά βουνά.
   "Πρέπει να πηγαίνω", συλλογιέται. "Με περιμένουν..."
   Έκανε δυο - τρία βήματα και στάθηκε ανήσυχος. Ένας ίσκιος περπάταγε λίγο πιο πέρα ως εκατό μέτρα. Καβαλάρης ήταν. Το άλογο βάδιζε σιγά, με κεφάλι κατεβασμένο· οι οπλές του δεν ακούγονταν καθώς πατούσαν το χώμα. Ποιος να 'ταν ο καβαλάρης; Αδύνατον να τον ξεχωρίσεις μες στο σκοτάδι...
   "Πρέπει να ιδώ ποιος είναι", στοχάστηκε ο Λιάπκιν. "Ίσως είναι εκείνος που με περιμένει".
   Έκανε δεξιά κι έτρεξε κατά τον καβαλάρη. Έφτασε κοντά, άρχισε να τον ξεδιαλύνει. Γυναίκα ήταν, με μικρό ψάθινο κανοτιέ στα φουντωτά μαλλιά και φούστα αμαζόνα. Την αναγνώρισε, ξαφνιάστηκε:
   "Κυρία Διευθυντού! Εσείς, εδώ, τέτοιαν ώρα; Πώς αυτό;"
   Η κ. Διευθυντού τράβηξε τα γκέμια· τ' άλογο σταμάτησε. Τα μάτια της ήσαν καταγάλανα και φωσφόριζαν σαν πυγολαμπίδες.
   "Σεις είσαστε, κύριε Λιάπκιν; Ίσως δεν μάθατε το νέο... Είχα πάει στην Αθήνα..."
   "Το ξέρω· φύγατε προχτές. Δεν νιώθατε καλά και πήγατε να σας δουν οι γιατροί..."
   "Έτσι είναι. Μόνο, να, έφυγα... Δεν μπορούσα να μείνω πια εκεί, στο σπίτι των γονιών μου. Είχαν μαζευτεί όλοι γύρω απ' το κρεβάτι μου κι έκλαιγαν και σπάραζαν..."
   "Έκλαιγαν;" απόρεσε ο Λιάπκιν. "Γιατί;"
   Η κ. Διευθυντού αναστέναξε κι είπε με φωνή πολύ τρυφερή, βελουδένια:
   "Φαίνεται πως πέθανα..."
   Ο Λιάπκιν το έκρινε πολύ φυσικό. Αναστέναξε κι αυτός:
   "Ώστε έτσι, πεθάνατε..."
   Δεν βρήκε τίποτ' άλλο να πει. Τη χαιρέτησε με βαθιά υπόκλιση:
   "Μου επιτρέπετε, πρέπει να πηγαίνω· με περιμένουν κι άργησα".
   "Θέλετε να σας πάω εγώ; Ανεβείτε στα καπούλια του Βαλία. Είναι γερός, θα σας βαστήξει".
   "Ο Βαλίας είναι; Δεν τον αναγνώρισα μες στο σκοτάδι. Από τότε που μας άφησε χρόνους, η Σχολή δεν αξιώθηκε να βρει τέτοιο άξιο άτι... Ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά προτιμώ να πάω πεζός. Έχω τους λόγους μου..."
   Έξαφνα διαπίστωσε πως μιλούσε στον αέρα. Άδειος ο κάμπος· ούτε κ. Διευθυντού, ούτε Βαλίας. Είχε αρχίσει να ξημερώνει πάνω απ' τον Κίσαβο· ένα μελιχρό αντιφέγγισμα ξαπλωνόταν στις καλαμιές. Δεξιά, ως χίλια μέτρα, ένας πιο σκοτεινός όγκος από σπίτια και δέντρα.
   "Χωριό είναι;" αναρωτήθηκε ο Λιάπκιν.
   Κοίταξε καλύτερα. Όχι, ήταν η Σχολή. Εκεί τον έφερε η πορεία μιας ολόκληρης νύχτας.
   "Τόσο το καλύτερο. Ο κ. Διευθυντής δεν ξέρει τίποτα ακόμα. Θα πάω να τον προετοιμάσω..." 
   [...] Το δειλινό, μετά τη δουλειά, γύρισε στο σπίτι του. Η Κατερίνα τον περίμενε ανήσυχη:
   "Πώς νιώθεις, Δαβή;"
   "Καλά 'μαι", την καθησύχασε με φωνή γλυκιά. "Δεν ξέρω τι έπαθα χτες το βράδυ. Κάτι μου 'πε η Λιούμπα και στενοχωρέθηκα... Σου φέρθηκα πολύ άσχημα. Να με συμπαθάς..."
   "Μάνα είμαι κι εγώ, Δαβή, καταλαβαίνω... Τη Λιούμπα την ξαναείδες;"
   "Όχι. Πρέπει να 'φυγε για την Αθήνα..."
   Η Κατερίνα τον κοίταξε στα μάτια:
   "Δαβή, η κουμπάρα μας... Το 'μαθες..."
   "Ναι, το 'μαθα. Μου το 'πε..."
   Θέλησε να της πει πως του το 'πε η ίδια, μα συγκρατήθηκε· και πρόσθεσε:
   "Πέθανε χωρίς να υποφέρει· είναι μεγάλη ευτυχία αυτό..."
   "Ήταν περίφημη γυναίκα, Δαβή..."
   "Ήταν άνθρωπος απ' την κορφή ως τα νύχια, Κατερίνα. Να προσεύχεσαι για την ψυχή της".
   Ξάπλωσε στο ντιβάνι κι έκλεισε τα μάτια.
   "Είσαι κουρασμένος;" τον ρώτησε η Κατερίνα.
   "Ναι, πολύ. Δεν θα βγω απόψε, ούτε θα φάω. Θα πέσω να κοιμηθώ".
   Η Κατερίνα δίσταζε κάτι να πει. Πήρε την απόφαση.
   "Τα παιδιά μ' έφαγαν να πάμε στο παζάρι. Είναι η τελευταία μέρα σήμερα..."
   "Να πάτε, να πάτε!"
   Έβγαλε απ' την τσέπη του ένα χαρτονόμισμα.
   "Να! Να φαν σαπούν χαλβά τα παιδιά. Ν' ανεβούν στ' αλογάκια· να ψωνίσουν παιγνιδάκια. Κοίταξε να διασκεδάσουν καλά τα παιδιά..."
   Σαν έμεινε κατάμονος αναστέναξε με λυτρωμό, σηκώθηκε απ' το ντιβάνι και βγήκε στον κήπο. Έσβηνε το δειλινό πάνω απ' τα βουναλάκια του Κουτσόχερου, η νύχτα ερχόταν μαζί με το φεγγάρι. Όμορφη βραδιά... Πήγε και κάθησε κάτω απ' την κληματαριά. Είχε πάρει απ' την κουζίνα μια μποτίλια ούζο. Ήπιε πεντέξι γερές γουλιές, ένιωσε καλύτερα. Δεν συλλογιζόταν τίποτα, το μυαλό του ήταν μισονεκρωμένο. Με μάτια ανόητα κοιτούσε τα χρυσαφιά τσαμπιά ν' αντιφεγγίζουν τις σεληναχτίδες. Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι στο τραπέζι· τα δάχτυλά του άγγιξαν έναν μικρό μετάλλινο σβώλο. Τον πήρε, τον ξέτασε. Ήταν το βόλι που παράτησε η Λιούμπα χτες· το βόλι που βρήκε σφηνωμένο στη ραχοκοκαλιά της μητέρας της... Ο Λιάπκιν έσυρε άγρια φωνή τρόμου, σα να 'χε αγγίσει, άθελά του, σερπετό φαρμακερό. Με χειρονομία σπασμωδική πέταξε μακριά το μικρό μετάλλινο αντικείμενο κι απόμεινε να κοιτάζει κατά κει που το 'ριξε με μάτια αλαλιασμένα, ανάσα λαχανιαστή. Η καρδιά σφυροκοπούσε απότομα μες στο στέρνο του, λες κι ήθελε να το σπάσει. Άρπαξε την μποτίλια και την άδειασε μονορούφι. Κατόπι σηκώθηκε και με περπατησιά κλονισμένη μπήκε στο σπίτι, έπεσε στο κρεβάτι μπρούμυτα και βούλιαξε σε λήθαργο.
   Ξύπνησε ύστερα από μιαν ώρα. Γύρισε με κόπο ανάσκελα κι ανασηκώθηκε. Το σκοτισμένο του μυαλό τον κρατούσε ακόμα στην περιοχή του ύπνου, έξω απ' την πραγματικότητα. Η κάμαρα ήταν φωτισμένη απ' το φεγγάρι. [...]
   Κατακίτρινος, με καρδιά λαφιασμένη όρμησε στον κήπο, στον αέρα, στον ανοιχτό ουρανό. Κάτω απ' την κληματαριά, σε μια καρέκλα, καθόταν ο Αρκάνωφ, με τη μεγάλη του στολή:
   "Ακου, Νταβίντ Μπορίσιτς. Θα σου ξηγήσω γιατί σκότωσες τη γυναίκα σου".
   "Πάψε! Πάψε!" ούρλιαξε ο Λιάπκιν. "Δεν μπορώ πια! Δεν βαστώ!"
   Τρελός από τρόμο, με καρδιά σταματημένη χίμηξε στην ξώπορτα, τη δρασκέλισε και χάθηκε τρεχάτος μες στη νύχτα. Έρημοι ήσαν οι δρόμοι της Φιλιππούπολης, όλος ο κόσμος είχε πάει στο παζάρι· δεν συναπάντησε κανένα, δεν τον είδε κανείς. Τρέχοντας έφτασε στον κατηφοράκο της δημοσιάς, κει που ο συνοικισμός τελειώνει. Στάθηκε λαχανιασμένος και κοίταξε γύρω. Ο κόσμος των παραισθήσεων διαλύθηκε· είδε τον κόσμο όπως ήταν: τον κάμπο, τη φωτισμένη Σχολή, τη δασωμένη γραμμή της ακροποταμιάς, το πλαίσιο των βουνών, το φεγγάρι στο κέντρο τ' ουρανού, τ' αστέρια ολόγυρα. Δοκίμασε με προσοχή τις αισθήσεις του· δούλευαν καλά, κανονικά.
   "Κρίση ήταν και πέρασε. Η δεύτερη κρίση μετά τη χτεσινοβραδινή... Ένας τρόπος υπάρχει μόνον, για να μην έρθει η τρίτη, η τέταρτη... Ένας τρόπος... Έχω τη δύναμη; Τη δύναμη;"
   Σκέφτηκε με το κεφάλι σκυφτό, το μέτωπο σκοτεινό:
   "Κι αν την έχω, προς τι;"
   Σήκωσε τους ώμους:
   "Νιτσεβό! Δε βαριέσαι..."
   Ξεκίνησε με περπατησιά βαριά, κουρασμένη μα σταθερή. Άφησε τη δημοσιά κι έκοψε ανάμεσα απ' τα χωράφια, δεξιά, προς τα Γκιόλια. Έλαμπε ολόκληρος μες στο φως του φεγγαριού, καταστόλιστος με χρυσάφια και παράσημα. Η αιγκρέτα της παπάχας του πετούσε αστραπές, τα σπιρούνια του ηχούσαν γλυκά, το σπαθί του σερνόταν στους ξεραμένους σβώλους. Περπάτησε, περπάτησε, ώσπου έφτασε στα Γκιόλια, στο δασάκι με τα πανύψηλα δέντρα. Οι πυκνές φυλλωσιές έκρυβαν το φεγγάρι, το σκοτάδι ήταν πηχτό· μα ήξερε καλά τα κατατόπια και προχωρούσε πάντα με την ίδια βαριά και θετική περπατησιά.
   Προσπέρασε το δάσος κι έφτασε στην ακροποταμιά. Το φεγγάρι πάλι έλουσε μ' ασήμια τα χρυσάφια του. Στάθηκε πλάι στο νερό, που κυλούσε σιωπηλό κι ύπουλα ορμητικό προς την κατάφωτη Λάρισα. Σαν δρόμος από αναλυτό ασήμι ήταν ο ποταμός. Οι λυγαριές έγερναν και δρόσιζαν τα μουντά κλαριά τους στο δροσερό νάμα. Κάποιο αηδόνι, μες στην καλοσύνη της χινοπωριάτικης νύχτας, θυμήθηκε την άνοιξη, ξεγελάστηκε κι άρχισε τραγούδι ερωτικό.
   Ο συνταγματάρχης κόμης Νταβίντ Μπορίσιτς Λιάπκιν γονάτισε στη νοτισμένη άμμο της ακροποταμιάς. Έβγαλε την παπάχα του, την απόθεσε προσεχτικά καταγής, σταυροκοπήθηκε με κατάνυξη και προσευχήθηκε:
   "Θεέ μου, δεν πιστεύω πια σε σένα. Δεν πιστεύω πια σε τίποτα. Κι όμως προσεύχομαι· γιατί απ' την παλιά πίστη απομένει η θύμηση... Θεέ μου, συχώρα τον αμαρτωλό".
   Σηκώθηκε με δυσκολία κι ανάσανε ηδονικά το πεντακάθαρο, το ευωδιαστό αγέρι της νύχτας. Ύστερα κοίταξε κατά τον Όλυμπο, που ορθωνόταν μεγαλοπρεπής κι ήρεμος, ανάμεσα Βοριά κι Ανατολή. Εκεί κατοικούν οι λαμπρότεροι, οι υπέρτατοι θεοί που διαφέντεψαν ποτέ το πιο ψηλό ριζικό των ανθρώπων. Εκεί πάντοτε θα κατοικούν για να μεταπλάθουν, κατ' εικόνα και ομοίωσή τους, τις καινούργιες θεότητες, που μάταια πασκίζουν να τους γκρεμίσουν απ' το θρόνο τους τον ακλόνητο.
   "Δία, Απόλλων, Αθηνά, Αφροδίτη, Διόνυσε! Είσαστε πολύ μεγάλοι για να σας νιώσω εγώ, ο Ασιάτης. Είσαστε πολύ απροσπέλαστοι. Μάταιο το μίσος μας, χαμένος ο αγώνας μας... Όλα τα πάντα στα χέρια σας τα παντοδύναμα για πάντοτε θα τα κρατάτε!"
   Κι έξαφνα ο Όλυμπος γίνηκε διάφανος, αχνός. Το διάστημα χάθηκε. Η στέπα της ρωσικής γης απλώθηκε απέραντη μπροστά στα μάτια του Λιάπκιν. Τα δάση, τα ποτάμια· κι οι άνθρωποι που μοχθούσαν και λαχτάριζαν μες στα σκοτάδια, ώσπου να βρουν το φωτερό δρόμο του αιώνιου Ολύμπου...
   Στάθηκε προσοχή, χαιρέτησε στρατιωτικά τη γη της φυλής του· κι ύστερα, με περπατησιά σταθερή, προχώρησε στο νερό του ποταμού.
   Μια ρουφήχτρα τον άρπαξε και τον έσυρε στο βάθος. Όταν ξαναβγήκε στον αφρό, ήταν νεκρός. Το ρέμα τον τραβούσε στον γοργό του δρόμο. Έπλεγε ανάσκελα και με τ' ανοιχτά του μάτια ατένιζε τον ουρανό. Τα παράσημα του τεντωμένου στήθους του αντιφέγγιζαν τις αχτίνες του φεγγαριού και σκόρπιζαν αστραπές.
   Θα ήταν μεσάνυχτα όταν πέρασε κάτω απ' τη γέφυρα της Λάρισας. Κανείς δεν τον πήρε είδηση. Στο διπλανό Αλκαζάρ το μεγάλο χρονιάτικο παζάρι ζούσε τις στερνές ώρες του μέσα σε πολύχρωμα φώτα, χαρούμενες μουσικές και πολύστομες φωνές. Ο κόσμος διασκέδαζε, χαιρόταν, τρωγόπινε, τραγουδούσε, χόρευε. Στην απέναντι ακροποταμιά, στον Άγιο Αχίλλειο, τα καντήλια έκαιγαν μπροστά στα κονίσματα των πρόσκαιρων θεών, που 'διναν απελπισμένη μάχη με τους επίσης πρόσκαιρους αντικαταστάτες τους. Οι άλλοι θεοί, οι αθάνατοι κι αιώνιοι, πάνω στις κορφές του Ολύμπου, κρατούσαν γερά στα χέρια τους το αδιατάραχτο ριζικό των ανθρώπων.
   Ο Λιάπκιν σιγοτράβηξε το δρόμο του. Πού και πού το σπαθί του σκάλωνε στο βούρκο του βυθού· μα το κρατούσε γερά στο ξυλιασμένο του χέρι. Για μια στιγμή έμπλεξε σε κάτι αλυγαριές, κοντοστάθηκε· μα πάλι το ρέμα τον συνεπήρε.
   Κατά το γλυκοχάραμα, καθώς περνούσε απ' το Καρατσαΐρι, μια ρουφήχτρα τον τράβηξε στο βυθό. Όταν ματαναδύθηκε, δεν ήταν πια μόνος· είχε παρέα έναν παλιό, πανάθλιο σκελετό, που γύρω στο κόκαλο του χεριού του κρεμόταν ένα χρυσό βραχιόλι, με χαραγμένες τις λέξεις «Λουκιάν Ιβάνοβιτς Μαλίτζιν».
   Οι δυο νεκροί συνέχισαν το δρόμο τους σφιχταγκαλιασμένοι. Στην Ανατολή, η καινούργια μέρα πρόβαλε μέσα σε ρόδινα χρυσάφια. Καθώς διάβαιναν τα Τέμπη, τα πλατάνια λες κι έσκυβαν να τους χαιρετήσουν. Ο Μαλίτζιν αντιχαιρετούσε χαμογελώντας με το ξέσαρκο στόμα του. Ο Λιάπκιν κοιτούσε πάντοτε τον ουρανό, προτείνοντας τα νεκρά παράσημα του στήθους του.
   Στο Τζάγεζι, η θάλασσα τους δέχτηκε μ' ανοιχτή αγκαλιά.

Καραγάτσης Μ., Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, εκδ. Βιβλιοπωλείον της "Εστίας" Ιωάννου Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε., Αθήνα 1955

Δεν υπάρχουν σχόλια: