Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

[ Η ΠΟΛΥΦΕΡΝΗ ΝΥΦΗ ]

  
   Το Φλεβάρη του 1880 η Κοστάντσα, που δεν είχε κλείσει καλά καλά τα είκοσι ένα, πήγαινε στο Παλέρμο δυστυχισμένη και με βαριά καρδιά. Μπροστά της είχε μια πολύ συγκεκριμένη αποστολή: να βρει σύζυγο.
   Την προηγούμενη χρονιά, ο πατέρας την είχε πάρει μαζί του στη Νάπολη -το πρώτο της μακρύ ταξίδι. "Δεν πήγες ποτέ στο θέατρο", της είχε πει. Ανέβαζαν τη Λουτσία Ντε Λαμερμούρ. "Ο Ντονιτσέτι τη συνέθεσε εδώ ακριβώς", της είχε υπενθυμίσει ο πατέρας, "σχεδόν πριν από πενήντα χρόνια. Και, το νου σου, ε, να βάλεις το φουστάνι που είχες ψωνίσει μαζί με τη θεία Μαρία Άννα".

   Ο μαέστρος χαμήλωσε την μπαγκέτα: η μουσική πλημμύρισε το θέατρο. Η Κοστάντσα ήταν όλη αυτιά, με το βλέμμα καρφωμένο στην πανύψηλη κι επιβλητική αυλαία από κρεμεζί βελούδο, με τα σιρίτια της και τα χρυσά κεντίδια της. Ένα ελαφρό τρεμούλιασμα έκανε τις πτυχές να σαλέψουν. Η Κοστάντσα περίμενε, με κομμένη την ανάσα. Όταν η αυλαία άνοιξε διάπλατα, αποκαλύφθηκε ένα δάσος, όπως εκείνη δε θα το φανταζόταν ποτέ της: το φόντο ήταν δέντρα με κορμούς ψηλούς και ογκώδεις και με πυκνά φυλλώματα, σε διάφορες σκουροπράσινες αποχρώσεις, που έσβηναν προοπτικά προς το βάθος της σκηνής -αυτό ήταν το δάσος του Ράβενσγουντ- και είχαν αιχμαλωτίσει το βλέμμα της Κοστάντσα. Το φως, ασθενικό στην αρχή, δυνάμωσε σταδιακά· η χορωδία, παραταγμένη και χαμένη ανάμεσα στις κουίντες και το απέραντο φόντο -με κοστούμια στο ίδιο χρώμα με τους κορμούς- αποκτούσε οντότητα, τα πρόσωπα ήταν ωχρά σαν πυγολαμπίδες στο φως του φεγγαριού. Οι νότες ανέβαιναν από τον μυστηριώδη κόλπο και μπλέκονταν με τις φωνές των τραγουδιστών στη σκηνή. Η Κοστάντσα ξεκόλλησε από τη ράχη της καρέκλας κι έμεινε στην άκρη του καθίσματος, εκστατική: εκείνος ήταν ένας άλλος κόσμος, ήταν η Χώρα των Θαυμάτων.
   Στο διάλειμμα ενώθηκαν με το κοινό στις αίθουσες του φουαγιέ: κανείς από τους δυο δεν είχε όρεξη να παρατηρεί την περισσή κομψότητα των κυριών και τα χρυσάφια και τα γύψινα του θεάτρου. Η Κοστάντσα γλιστρούσε ανάμεσα στον κόσμο, στο μπράτσο του πατέρα της. Είχε πάρει μια στάση που εκείνος δεν την είχε δει ποτέ να παίρνει: με τους ώμους ίσιους και το κεφάλι ψηλά, το βλέμμα ζωηρό, τα μάγουλα ροδαλά, τα χείλη υγρά και μισάνοιχτα σ' ένα χαμόγελο· του θύμιζε την Κατερίνα στην ίδια ηλικία. Ήταν γοητευτική: το έντονο μπλε της βραδινής τουαλέτας της και τα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού τόνιζαν τη λευκή επιδερμίδα της και γινόταν στόχος περίεργων και θαυμαστικών βλεμμάτων. Εκείνη όμως δεν τα πρόσεχε, είχε μπροστά στα μάτια της τη σκηνή και μουρμούριζε τη μουσική. Ο πατέρας αντιλαμβανόταν ότι οι άντρες κοίταζαν και εκείνον, και ενοχλήθηκε: προφανώς σκέφτονταν πως δεν ήταν κόρη του. Η Κοστάντσα είχε μαγευτεί: μεθυσμένη από μουσική, ένιωθε ακόμα ολότελα συνεπαρμένη από το θέαμα. Ο αιώνιος πόλεμος ανάμεσα στον Εντγκάρντο και τον Ενρίκο, η συντριβή της Λουτσία, το καθήκον του Ενρίκο. Verranno a te sull' aure i miei sospiri ardenti. Θα 'ρθουν σ' εσέ καυτές οι ανασαιμιές μου με το αγέρι, επαναλάμβανε μέσα του με σφιγμένα χείλη το μοτίβο του τελευταίου ντουέτου.
   "Θες κάτι να πιεις;" τη ρώτησε ο πατέρας.
   "Όχι, όχι, είμαι εντάξει". Η Κοστάντσα επέστρεψε στην πραγματικότητα. Απρόθυμα.
   "Σου αρέσει;"
   "Ναι, πολύ", μουρμούρισε εκείνη, απόμακρη και πάλι.
   "Είναι μια πολύ θλιβερή ιστορία αγάπης".
   "Είναι όμως υπέροχη, μπαμπά· εγώ ένιωθα ευτυχισμένη".
   Κάθε τόσο ο πατέρας τής έδειχνε κάτι και δεν έπαιρνε απάντηση. Η Κοστάντσα άκουγε αλλά δεν πρόσεχε, κοίταζε αλλά δεν έβλεπε.

   Στη διάρκεια του διαλείμματος της δεύτερης πράξης ο πατέρας δεν προσπάθησε καν ν' ανοίξει μια στοιχειώδη συζήτηση. Βημάτιζαν σιωπηλοί: δυο άγνωστοι μέσα στο πλήθος. Ο Ντομένικο Σαφαμίτα ένιωθε ένα παράξενο αίσθημα δυσφορίας. Appressati, Lucia. Κι αν ο γάμος που επιθυμούσε για την κόρη δεν της έφερνε την ευτυχία; Per poco tra le tenebre sparì la vostra stella. Εκείνος την είχε συντρίψει με το πένθος του. Io la farò risorgere più fulgida, più bella. Τον έπιασε μια ζήλια, οργισμένη, βαθιά μέσ' απ' τα σωθικά του προς εκείνον που θα έκανε την κόρη του γυναίκα του. Την κοίταξε, συνοφρυωμένος. Η Κοστάντσα, με μάτια ονειροπόλα, κουνούσε το κεφάλι της ακολουθώντας μια εσωτερική μουσική, δική της. Και η Κατερίνα τραγουδούσε σιωπηλή, στην όπερα.
   "Κοστάντσα, εσύ πώς τον φαντάζεσαι αυτόν που θ' αγαπήσεις;" τη ρώτησε στα ξαφνικά. 
   "Comme toi, mon papa", μουρμούρισε εκείνη, "θα 'θελα να παντρευτώ έναν σαν κι εσένα".
   Ένιωσε ένα πύρωμα μέσα του. Ταλαντεύτηκε, ύστερα ξαναβρήκε τον ράθυμο βηματισμό που ταιριάζει στο θέατρο· σφίγγοντας την παλάμη έτριβε αμείλικτα τα γυαλιά οράσεως. Η Κοστάντσα αντιλαμβανόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν ήξερε τι και δεν ανησυχούσε, εκείνη ήθελε ν' αρχίσει αμέσως η τρίτη πράξη, αμέσως, αυτό μόνο. Σφίχτηκε ανυπόμονα στο μπράτσο του πατέρα της για να επιταχύνουν το βήμα και τον άγγιξε με τον ώμο και το στήθος της. "Ήρεμα, Κατερίνα, ήρεμα· το πρώτο κουδούνι είναι", είπε εκείνος. Η Κοστάντσα δεν τον άκουσε. Per te d' immenso giubilo tutto s' avviva intorno, τραγουδούσε η χορωδία κι εκείνη είχε γίνει ένα μ' όλους εκείνους για την υποδοχή του Αρθούρου.
   Ο βαρόνος Σαφαμίτα ξαναπήγε την Κοστάντσα άλλη μια φορά στην όπερα, ύστερα από συγκεκριμένο αίτημα δικό της, αλλά επιδίωξε να γυρίσουν στη Σικελία νωρίτερα απ' ό,τι είχαν προβλέψει.

   Στο Σαρεντίνι το αρχοντικό ήταν ανάστατο. Η Μαρία Τεκαπίλια δεν κρατήθηκε κι έσπευσε αμέσως να ενημερώσει την Κοστάντσα: όσο καιρό έλειπε ο βαρόνος, ο Τζάκομο είχε φερθεί σαν αφέντης και μάλιστα απαίσια. Τόσο που κάποιες υπηρέτριες αναγκάστηκαν να παραιτηθούν· οι φρουροί ήταν ανήσυχοι και οι υπάλληλοι της διεύθυνσης δυσαρεστημένοι. Η Μαρία πρόσθεσε, κοιτάζοντας την Κοστάντσα στα μάτια, ότι ο πατέρας της Φιλομένα είχε εξαφανιστεί. Η Κοστάντσα κατάλαβε πως ήταν στη μέση οι Τινιούζο. "Ε, καλά να τα πάθει", είπε η Μαρία, "δε μου είπατε όμως, αφέντη, πως πληρώνετε το σχολείο των παιδιών· το τι σκέφτονται οι άλλοι δε μ' ενδιαφέρει, εγώ λέω πως καλά κάνατε".
   Ο πατέρας χρειάστηκε να ξαναπάρει τα ηνία, να καθησυχάσει και να επιβάλει την πειθαρχία. Ο μικρός γιος, ο μόνος που θα διαιώνιζε το όνομα των Σαφαμίτα, του ήταν αντιπαθής. Ο Τζάκομο αποτελούσε πρόβλημα: ήταν χωριάτης, πονηρός, αλλά με περιορισμένη εξυπνάδα. Απ' όσο αίμα Σαφαμίτα κυλούσε στις φλέβες του, πρόβαλλαν τα χαρακτηριστικά που ταίριαζαν λιγότερο στη σύγχρονη εποχή· ήταν ένα κοκοράκι που ξεσήκωνε κι αναστάτωνε τις καμαριέρες.
   Ο Τζάκομο απέφευγε τη συντροφιά των Παλερμιτάνων. Δε θα έκανε καλό γάμο. Σ' αυτόν ταίριαζε μια γυναίκα από την κατώτερη και αμφιλεγόμενη αριστοκρατία του χωριού, που τόσο εξόργιζε τους Σαφαμίτα. Από την άλλη, μια νύφη αυτού του τύπου θα υποτασσόταν στη βούληση και στα γούστα του συζύγου εξασφαλίζοντάς του σταθερότητα μέσα στο σπίτι, και ήταν ανάγκη να βρεθεί το συντομότερο. Πρώτα όμως έπρεπε να παντρευτεί η Κοστάντσα.
   Ο Ντομένικο το ήξερε: ο Τζάκομο τον αποστρεφόταν -και χωρίς αμφιβολία εκείνος ευθυνόταν εν μέρει γι' αυτό- και ήταν βέβαιο ότι άλλο τόσο αποστρεφόταν και την αδελφή του: μετά το θάνατό του, η αποστροφή έμελλε να γίνει προφανής. Δε θα της φερόταν με το σέβας που είχαν δείξει οι αδελφοί Σαφαμίτα για την Ασούντα, ούτε θα ήθελε να την επιβάλει στη γυναίκα του. Αντί για αφέντρα, η Κοστάντσα θα ήταν μια ενοχλητική φιλοξενούμενη, που την ανέχονταν εν αναμονή της κληρονομιάς. Υποχωρητική καθώς ήταν, θα υπέμενε αγόγγυστα τα βάσανά της.

   Η αριστοκρατία του Παλέρμο περνούσε μια περίοδο αναγέννησης, διαφαίνονταν τα σπέρματα μιας καλύτερης κουλτούρας και το αίσθημα μιας αστικής συνείδησης. Η Κοστάντσα έπρεπε να παντρευτεί έναν αριστοκράτη και να ζήσει στο Παλέρμο, να συχνάζει σε θέατρα, να ταξιδεύει, να γνωρίζει τους ομοίους της. Ο πατέρας τής περιέγραφε το γάμο ως εξής: "Είσαι πλούσια και θα 'σαι αφέντρα. Θέλω για σένα ένα γάμο που θα κανονιστεί σύμφωνα με τις επιθυμίες σου, έτσι ώστε εσύ να είσαι ευτυχισμένη, όπως ήμουν εγώ με τη μητέρα σου". Ας διάλεγε η ίδια· εκείνος θα την πήγαινε στο Παλέρμο να γνωρίσει νεαρούς ευγενείς. Ήταν λακωνικός στα λεγόμενά του: έπρεπε να γίνει σύντομα, ήθελε να πεθάνει ήσυχος ότι εκείνη είχε αποκατασταθεί. Η Κοστάντσα, στ' αυτιά της οποίας το ρήμα διαλέγω ηχούσε ζοφερό και απειλητικό, όφειλε να υπακούσει, κι έτσι έκανε.
   Κυκλοφόρησε η φήμη ότι η μικρή βαρόνη Σαφαμίτα, εφοδιασμένη με μιαν αξιόλογη προίκα, ήταν έτοιμη για γάμο. Οι συγγενείς Τράζι ανέλαβαν το καθήκον να την εισαγάγουν στην κοινωνία του Παλέρμο. Πρώτα απ' όλα αποφάσισαν να ανανεώσουν την γκαρνταρόμπα της και να τη σουλουπώσουν. Η Κοστάντσα πήγαινε κι έκανε τα ψώνια με τις εξαδέλφες και ανεχόταν καρτερικά ατελείωτες πρόβες για φουστάνια, καπέλα, παπούτσια. Ήταν πετσί και κόκαλο και οι ράφτρες παραγέμιζαν τα μπούστα και σκαρφίζονταν τεχνάσματα για να την παρουσιάσουν πιο χαριτωμένη. Τίποτα το παράξενο: από το βέλο μέχρι τα γάντια, από την απόχρωση και των πιο ασήμαντων αξεσουάρ παιζόταν το θέατρο της θηλυκότητας, ακριβώς εκείνο το θέατρο από το οποίο η ίδια είχε σταδιακά αποσυρθεί. Η Κοστάντσα φορούσε επιμελώς όσα της είχαν διαλέξει και στο μεταξύ νοσταλγούσε τα απλά φορεματάκια του πένθους. Άρχισε να συχνάζει στα σαλόνια του Παλέρμο και να γνωρίζεται με τα πιθανά κελεπούρια, καθώς επίσης και με τις μανάδες τους. Οι ώρες αυτές ήταν για κείνη φριχτές και εξευτελιστικές. Τα βράδια μερικές φορές αποκοιμιόταν κλαίγοντας και ονειρευόταν ότι τη νύχτα έβγαιναν τα σαλιγκάρια κάτω από το πάτωμα, σκαρφάλωναν στα κάγκελα του κρεβατιού, γλιστρούσαν ανάμεσα στα σεντόνια και την τύλιγαν σ' ένα κουκούλι για να τη φέρουν πίσω στο Σαρεντίνι. Το άλλο πρωί ξανάρχιζαν τους περιπάτους στη μαρίνα, τις επισκέψεις, αμείλικτοι: εκείνη ήταν μαζί εμπόρευμα και πελάτης. Εκείνες τις ώρες, της τριβέλιζε το μυαλό η ανάμνηση του ταξιδιού στη Νάπολη. Είχε συνοδέψει τον πατέρα της σε μια δημοπρασία αλόγων κούρσας. Τα άλογα ήταν ξυστρισμένα στην εντέλεια για να φαντάζουν ακόμα πιο πολύ τα μούσκλια τους. Καθένα είχε στα αριστερά του έναν νεαρό που το κουμαντάριζε κρατώντας το από το χαλινάρι, έπρεπε να βολτάρουν με ζωηρό βήμα και με το κεφάλι ψηλά σε μια μικρή στρογγυλή πίστα κάτω από τα ερευνητικά βλέμματα των αγοραστών, ενώ η στριγκή φωνή του κράχτη διαλαλούσε τις χάρες τους. Τα καλύτερα πουλιόνταν ύστερα από λίγους γύρους, μα τα άλλα ήταν αναγκασμένα σ' εκείνο το γαϊτανάκι μέχρι την πώλησή τους ή μέχρι τον εξευτελισμό τους, όταν τα απέσυραν από τη δημοπρασία. Σαστισμένα και αλαλιασμένα από τα ουρλιαχτά και τους αδιάκοπους γύρους, προσπαθούσαν να τινάξουν τα πίσω πόδια, έβγαζαν αφρούς από το στόμα, μοχθούσαν να χαμηλώσουν το λαιμό, για να υποκύψουν τελικά στο σφίξιμο του κοφτερού χαλινού. Και νικημένα ξανάπαιρναν την περήφανη στάση που απαιτούσε η περίσταση, με βλέμμα γεμάτο οργή για την ταπείνωση.
   Η Κοστάντσα παρομοίαζε τον εαυτό της μ' εκείνα τα δυστυχισμένα. "Ίσια το κορμί σου!", "Μην έχεις αυτό το πένθιμο ύφος!", "Χαμογέλα πού και πού!", "Πάνω τα μάτια, πάνω τα μάτια!", έκρωζαν οι εξαδέλφες. Εκείνη προσπαθούσε, αλλά αναπόφευκτα υπερίσχυε η αιδημοσύνη και η Κοστάντσα έκανε την είσοδό της στα σαλόνια με το κεφάλι κάτω και τους ώμους σκυφτούς, σαν κι εκείνα τα δυστυχισμένα άλογα που μένουν τελευταία στη δημοπρασία. Γυρίζοντας και σεργιανίζοντας ανάμεσα στους καλεσμένους, οι εξαδέλφες τής έκλειναν το μάτι δείχνοντάς της τους προεπιλεγμένους γαμπρούς και τις φαμελιές τους. Προικισμένη με διαίσθηση και παρατηρητικότητα, η Κοστάντσα αντιλαμβανόταν πότε βρισκόταν κάτω από το μικροσκόπιο και, σαν κι εκείνα τα άλογα, μοχθούσε να προβάλει αντίσταση. Χαμήλωνε το βλέμμα, αλλά στο μεταξύ ήταν σαν ν' άκουγε τους κράχτες της δημοπρασίας να δελεάζουν τις φαμίλιες: "Τα φέουδα Μετζετέρε, Τζιρέτα, Μαλιβινίτι, Καντσιάτι, χίλιες σάλμες (1) σπόρο στις Μαντόνιε, χρήματα στην τράπεζα, όλα τα κοσμήματα της μάνας της και πολλά άλλα..." Η Κοστάντσα ένιωθε την επιθυμία να γίνει σκόνη, να γίνει ένας σωρός στάχτη.
   Είχε το φόβο -τη βεβαιότητα, σχεδόν- πως δεν άρεσε και, μιας κι ήταν έτσι τα πράγματα, κάθε συνάντηση και κάθε συζήτηση ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία.

   Τον συνάντησε τυχαία, στο πρόχειρο σαλονάκι της βαρόνης Ανίνα Φινοκιάρο του Λανιφικιάτι, ένα απόγευμα του Φλεβάρη. Τον ερωτεύτηκε, όπως λένε, με την πρώτη ματιά. Η θεία Μαρία Άννα Τράζι και η Κοστάντσα ήταν στο σπίτι της ηλικιωμένης βαρόνης για μια δουλειά καθαρά γυναικεία: σκυφτές πάνω στον πάγκο εργασίας, δίπλα στο παράθυρο για να επωφελούνται από το φως της μέρας, διάλεγαν από το καλαθάκι με τα μετάξια τα χρώματα για να κεντήσουν ένα άμφιο για το παρεκκλήσιο της Αδελφότητας των Λευκών.
   Αφότου χήρεψε, η βαρόνη ζούσε με στερήσεις. Η ζεστασιά που σκόρπιζε το μπρούντζινο μαγκάλι δεν ήταν αρκετή. Μέσα σ' εκείνο το δωμάτιο πλανιόταν η νοτερή παγωνιά που κατακλύζει τα παλιά σπίτια το χειμώνα, όταν οι τοίχοι θαρρείς και παλαβώνουν: αντί να προστατεύουν αυτούς που μένουν μέσα, ελευθερώνουν ανελέητοι την υγρασία που έχει απορροφήσει και η τελευταία πέτρα τους, στη διάρκεια αιώνων αφροντισιάς, και που η αποπνικτική κάψα του καλοκαιριού δεν καταφέρνει να στεγνώσει. Η βαρόνη κρατούσε μια πήλινη θερμοφόρα στην ποδιά της και, όπως και η κοντέσα Τράζι, είχε τους ώμους της σκεπασμένους μ' ένα μεγάλο σάλι πλεγμένο με το βελονάκι, με διπλό μαλλί. Η Κοστάντσα είχε τυλιχτεί σε μια μεγάλη εσάρπα από πολύ λεπτό μαλλί, μπλε, με σχέδια στο χρώμα του χαλκού.
   Είχαν απορροφηθεί να συνταιριάζουν χρώματα απ' όλο το πλήθος των κουβαριών και δεν άκουσαν το ανάλαφρο χτύπημα στην πόρτα. Χωρίς να περιμένει την άδεια, ο καμαριέρης την άνοιξε διάπλατα, παραμερίζοντας για να κάνει τόπο στον νεοφερμένο. Κολλημένος στο πορτόφυλλο, έσπευσε μολαταύτα να τον αναγγείλει, όπως όφειλε: "Ο μαρκήσιος Σαμπιαμένα είναι εδώ".
   Στην Κοστάντσα φάνηκε ότι με την είσοδό του ο νεαρός είχε διασκορπίσει μονομιάς τον ταγκισμένο αέρα και την αψιά μυρωδιά της στάχτης: ήταν πανέμορφος, με μελαψή επιδερμίδα, κομψός, άνετος. Ένιωσε την καρδιά της να σπαρταράει στο στήθος της και κοκκίνησε. Με τη ζωηρή περπατησιά του ανθρώπου που έχει τη βεβαιότητα ότι είναι καλόδεχτος, ο νεοφερμένος βράδυνε το βήμα κι έσκυψε να φιλήσει το χέρι και τα μάγουλα της βαρόνης· άγγιξε ανεπαίσθητα με τα χείλη του το χέρι της κοντέσας Τράζι και προτού υποκλιθεί μπροστά στην Κοστάντσα, δίστασε για μια στιγμή, έχοντας επίγνωση ότι είχε κάνει καλή εντύπωση, για να δώσει το χρόνο στη θεία να τον παρουσιάσει στην άγνωστη: "Αγαπητή μου Κοστάντσα, επίτρεψέ μου να σου γνωρίσω τον ανιψιό μου Πιέτρο Πατέλα, μαρκήσιο της Σαμπιαμένα". Μετά από ένα βιαστικό: "Χαίρω πολύ που σας γνωρίζω, δόνα Κοστάντσα", ο Πιέτρο στράφηκε στη βαρόνη: "Θεία μου, ζητώ συγγνώμη που διακόπτω ένα απόγευμα εργασίας: ήρθα για να σας θυμίσω ότι σας σκέφτομαι πάντα, ότι δε σας ξεχνώ ποτέ". Κι ύστερα, με ύφος εύθυμο και ελαφρά ειρωνικό είπε: "Διαλέγετε κλωστές κεντήματος... τι δουλειά έχουν στο εργαστήρι αυτά τα νεραϊδένια χέρια;" και με κέφι μπήκε στη συντροφιά των γυναικών. Καθισμένος ανάμεσα στη βαρόνη και την Κοστάντσα, ανακάτευε τα κουβάρια με έμπειρες κι επιδέξιες κινήσεις, θηλυκές, σχολίαζε τις διαφορετικές αποχρώσεις με τον αέρα του ειδικού και στο μεταξύ φλυαρούσε με τη θεία, αγγίζοντάς της τα χέρια από τα μπράτσα ως τα δάχτυλα με μια οικειότητα γεμάτη σεβασμό και τρυφεράδα, σαν να ήθελε να τα χαϊδέψει. Η βαρόνη ακτινοβολούσε ολόκληρη. 
   "Και πάλι συγγνώμη που σας διέκοψα", είπε ύστερα και σηκώθηκε, "αυτή τη βδομάδα όμως η θεία έμεινε χωρίς την καθιερωμένη επισκεψούλα μου και ήρθα να επανορθώσω. Χτες η φοράδα μου γέννησε ένα πουλαράκι, νιώθω σαν ευτυχής πατέρας: θα γίνει ένα σπουδαίο άλογο. Πρέπει να επιστρέψω στους στάβλους· σας αφήνω στις δουλειές σας". Καθώς αποσυρόταν ζητώντας σιωπηρά την άδεια της Κοστάντσα, έσκυψε και ανασήκωσε μιαν άκρη της εσάρπας: τη χάιδεψε ώρα πολλή, κινώντας την τεντωμένη παλάμη του μπρος - πίσω: αισθησιακότατος. "Υπέροχη εσάρπα", μουρμούρισε κι έφυγε βιαστικός όπως είχε έρθει, αφήνοντας την Κοστάντσα κεραυνοβολημένη. Ο παιχνιδιάρικος σεβασμός προς τη θεία, το εκλεκτό γούστο στην επιλογή των χρωμάτων, η αγάπη για τα ζώα, η συγκαλυμμένη αναφορά στις χαρές της πατρότητας, κι έπειτα εκείνο το ξύπνημα των αισθήσεων μέσω της εσάρπας, όλα τής έλεγαν πως είχε βρει τον άντρα που ήταν γραφτό της ν' αγαπήσει.
   Οι άλλες δεν αντιλήφθηκαν την ταραχή της Κοστάντσα, καθώς ήταν σιωπηλή όπως συνήθως, και ξανάρχισαν να φλυαρούν περί ανέμων και υδάτων. Στην άμαξα, η Κοστάντσα δε βρήκε το θάρρος να τον αναφέρει. Η θεία περιορίστηκε να σχολιάσει ότι ο Πιέτρο Πατέλα της Σαμπιαμένα πάντα έτσι φερόταν: ήταν δυσεύρετος κι έκανε απρογραμμάτιστες και πολύ σύντομες επισκέψεις στη βαρόνη, μοναδική εκ μητρός θεία, που κάποτε την είχε σαν μητέρα, μιας κι η δική του είχε πεθάνει νεότατη. Ήταν ολοφάνερο πως ο μαρκήσιος δεν έχαιρε της αποδοχής της.
   Η Κοστάντσα τον ξαναείδε κι άλλες φορές στη μαρίνα, την ώρα που, με τη συνοδεία της θείας ή μιας παντρεμένης εξαδέλφης, όπως γίνεται όταν μια γυναίκα είναι σε αναζήτηση γαμπρού, έκανε τον καθιερωμένο περίπατό της πάνω στο αμαξάκι με τα δύο άλογα, που ήταν βαμμένο στο σκούρο μπλε της νύχτας, με τον απαστράπτοντα από το γυάλισμα θυρεό των Σαφαμίτα. Εκείνος πήγαινε πεζός, συντροφιά με άλλους άντρες. Ανασήκωνε το καπέλο σε ένδειξη χαιρετισμού και την ακολουθούσε με τα μάτια. Μια μέρα η Κοστάντσα νόμισε πως αναγνώρισε ένα βλέμμα ευσεβάστως ξελιγωμένο. Φούντωσε από έρωτα και κάηκε σαν το κεράκι της Λαμπρής.

   Η Κοστάντσα δε μίλησε με τις εξαδέλφες για τη γνωριμία με τον Πιέτρο Σαμπιαμένα. Δεν έκανε τίποτ' άλλο παρά να τον σκέφτεται και να τον ποθεί με όλες της τις δυνάμεις. Της αρκούσε να τον δει από μακριά, για να πάθει ταραχή. Ήθελε να μάθει περισσότερα για τον αγαπημένο της και τα κατάφερε με μια τυχαία ερώτηση, την οποία ωστόσο είχε καλοσκεφτεί, σ' εκείνον τον καλοκάγαθο Στέφανο Τράζι, τον αγαπημένο της ξάδερφο: "Για πες μου: αν η βαρόνη Λανιφικιάτι είναι μακρινή σου συγγενής, το ίδιο είναι και οι Πατέλα;"
   "Όχι, δεν είμαστε συγγενείς. Ο καημένος ο Πιέτρο, αφότου γεννήθηκε, μόνο βάσανα γνώρισε: το θάνατο του πατέρα του, ύστερα της μάνας του, και χρέη, απανωτά χρέη. Εκπλήσσομαι που δεν παραπονιέται ποτέ, πάντα είναι καλοδιάθετος". Εκείνα τα λόγια έκαναν την Κοστάντσα να τον ποθήσει πιο πολύ: εκείνη θα του χάριζε την τρυφερότητα και την οικονομική άνεση που του είχαν λείψει.
   Έβγαινε ευχαρίστως έξω, με την ελπίδα πως θα τον συναντούσε και μαζί με την ελπίδα αυτή έρχονταν στην επιφάνεια οι αναμνήσεις από τις πρώτες της διακοπές στην Γκατζόλα, σε ηλικία έντεκα χρόνων.
   Οι Σαφαμίτα εγκαινίαζαν το καινούργιο εξοχικό τους σπίτι. Οι Λιμούνα ήταν φιλοξενούμενοί τους. 
   Κάποιο σούρουπο του Σεπτέμβρη, οι παραθεριστές πήγαιναν με τα μόνιππα στο πάτημα των σταφυλιών. Το μονότονο τραγούδι των πατητών ακουγόταν από μακριά. Η ατμόσφαιρα ήταν ασάλευτη κι έκανε αποπνικτική ζέστη· το υποστατικό μύριζε από τη στυφή μπόχα του μούστου και την ταγκή μυρωδιά των τσάμπουρων, που ήταν στοιβαγμένα σε μια γωνιά, σκεπασμένα από ένα σμάρι μύγες και σφήκες.
   Οι γυναίκες είχαν συναχτεί κάτω από μια μουριά και χάζευαν. Οι άντρες ζύγωσαν τις μεγάλες γούρνες του πατητηριού. Η Κοστάντσα στεκόταν στο πλευρό του πατέρα. Τρεις χωρικοί έβγαζαν τα αμπελόφυλλα και χώριζαν τις ρώγες του σταφυλιού: ετοίμαζαν το στρώμα που επρόκειτο να πατηθεί. Οι πατητές πατούσαν το σταφύλι με σηκωμένα τα μπατζάκια. Κάποιοι τραγουδούσαν ακόμα το μελαγχολικό και μονότονο τραγούδι της δουλειάς, ανασηκώνοντας εν χορώ τα κουρασμένα γόνατα· άλλοι, αποσταμένοι, ακολουθούσαν τον δικό τους αργό και μοναχικό ρυθμό. Η στέρνα έβραζε κι άφριζε. Σμάρια φτεροκοπούσαν οι σφήκες από πάνω, χωρίς ν' αγγίζουν τα τσάμπουρα. Κάθονταν πάνω στα ρούχα, στους λαιμούς, στα πρόσωπα, στα χέρια· αντιστέκονταν στα τινάγματα· κολλούσαν σύννεφο στις γάμπες· στροβιλίζονταν ιλιγγιωδώς γύρω από τα κεφάλια των πατητών, σκοτεινιάζοντάς τους τη θέα.
   Οι άντρες πατούσαν αδιάκοπα με ρυθμό· μετακινούνταν στη σειρά από τη μιαν άκρη της στέρνας ως την άλλη, σαν κάτι κουρδιστά μεταλλικά παιχνίδια, με το πουκάμισο μούσκεμα στον ιδρώτα, κολλημένο στους ώμους και στο θώρακα, σκεπασμένο με πιτσιλιές από μούστο ίδιες με σταγόνες αίματος -πάνω η γάμπα, κάτω η πατούσα, και πάλι απ' την αρχή- και κουνούσαν τα χέρια και το κεφάλι για να διώχνουν τις σφήκες, τις άρπαζαν και τις έλιωναν στη γροθιά τους, κι έπειτα τις πετούσαν μες στη στέρνα· οι σφήκες που βούιζαν ακόμα ανακατεύονταν μ' εκείνο τον πολτό και γίνονταν μούστος. Η Κοστάντσα καθόταν και τους χάζευε. Εκείνη, με το δροσερό φουστάνι της από λουλουδάτη μουσελίνα, με το ψάθινο καπέλο, το ομπρελίνο της ανοιχτό, στεκόταν εκεί, γοητευμένη από τη θέα εκείνων των αντρών που τυραννιόταν. Και ντροπιασμένη γι' αυτό.
   "Πάμε, Κοστάντσα. Μπορεί να σε τσιμπήσουνε οι σφήκες". Η φωνή του πατέρα τη συνέφερε.
   Στο δρόμο της επιστροφής, η Αλφονσίνα Λιμούνα της ψιθύρισε: "Σαν ελληνικό άγαλμα ήτανε. Μου φαίνεται πως σου καλάρεσε εκείνος ο πατητής". Η Κοστάντσα δεν καταλάβαινε τι υπαινισσόταν εκείνη η εξαδέλφη που, παρά τα δεκατρία της χρόνια, ήταν κιόλας γυναίκα, κι έμπηξε τα κλάματα. Η Αλφονσίνα την αγκάλιασε και της εξήγησε ότι, μεγαλώνοντας, τα κορίτσια κοιτάζουν τους αρσενικούς με άλλο μάτι· και σ' αυτήν είχε αρέσει εκείνος ο καλοφτιαγμένος και γεροδεμένος νεαρός.
   Η ανάμνηση από το πάτημα των σταφυλιών δεν έλεγε να σβήσει από το μυαλό της· λαχταρούσε να κάνει κάτι για να βελτιώσει τις συνθήκες εργασίας των πατητών και μίλησε γι' αυτό στον Στέφανο.
   Εκείνος, δεκαοχτάρης πια και με άλλα στο κεφάλι του, κούνησε τους ώμους και της υπέδειξε να μιλήσει στον πατέρα· εκείνος ήταν το αφεντικό. Ο τελευταίος την άκουσε σοβαρός και της εξήγησε με υπομονή ότι υπήρχαν δουλειές ακόμα πιο δυσάρεστες, μα έτσι κέρδιζε ο κοσμάκης το ψωμί του. Η ζωή ήταν σκληρή για όλους, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Έπρεπε να επωφεληθεί και να το αποδεχτεί. "Κοστάντσα, πρέπει να καταλάβεις ότι όποιος δουλεύει για μας είναι πιο τυχερός απ' αυτόν που δεν έχει δουλειά· θυμήσου το αυτό όταν παντρευτείς και γίνεις εσύ αφεντικό στη δουλειά σου", της είπε.
   Η συντροφιά γύρισε στο υποστατικό άλλη μια φορά. Η Αλφονσίνα της έδειξε αμέσως τον νεαρό και τον κάρφωσε με το βλέμμα. Φυσούσε αέρας και οι σφήκες είχαν κολλήσει πάνω στα κοφίνια με τα σταφύλια, οι άντρες πατούσαν τραγουδώντας, με τα μπράτσα τους ο ένας στους ώμους του άλλου, σαν να χόρευαν. Ο νεαρός πατούσε μονάχος· όλος μούσκλια που πάλλονταν, με το παντελόνι και το πουκάμισο κολλημένα πάνω στο ιδρωμένο σώμα, έμοιαζε γυμνός. Πατούσε μ' έναν επίμονο και ελεγχόμενο ρυθμό, άλλοτε με ζέση, άλλοτε ράθυμα, ζούλαγε τα πόδια του βαθιά μέσα στη μάζα απ' τα λιωμένα τσάμπουρα, με δύναμη. Εκείνη δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω του. Της άρεσε. Εκείνος δεν της χαλάλιζε ούτ' ένα βλέμμα, ωστόσο καταλάβαινε. Προστατευμένη από το βέλο, εξακολουθούσε να τον κοιτάζει. Της άρεσε.
   Τώρα αρκούσε να ρίξει μια ματιά στον Πιέτρο Σαμπιαμένα, ν' ακολουθήσει τη νωχελική κι αρρενωπή περπατησιά του, για να γεννηθεί μέσα της ένα παρόμοιο αίσθημα, πιο δυνατό ωστόσο. Δε ζούσε παρά μονάχα για να τον ξαναδεί· έβγαινε πρόθυμα έξω και δεχόταν όλες τις προσκλήσεις, κοίταζε ερευνητικά τις συντροφιές των αντρών, παρατηρούσε τους ευγενείς που έκαναν βόλτες έφιπποι στη μαρίνα, με την ελπίδα πως θα τον ξανάβλεπε. Ήταν βέβαιη πια ότι μαζί του θα έβρισκε την ευτυχία και πως θα τα πήγαιναν καλά μαζί.

   Tώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η Κοστάντσα αρνιόταν οποιοδήποτε κελεπούρι κι αν της πρότειναν. Ήλπιζε πως θα ανέφεραν το όνομα του μαρκησίου Σαμπιαμένα, μάταια όμως.
   Μια μέρα, ενώ έκαναν περίπατο, βρήκε το θάρρος να μιλήσει γι' αυτόν στον πατέρα της.
   "Μπαμπά, εμένα μ' αρέσει ο μαρκήσιος Σαμπιαμένα. Γιατί δε μου προτείνατε αυτόν;"
   "Αυτός δεν κάνει για σένα, Κοστάντσα. Σπατάλησε τα λίγα που του άφησε ο πατέρας του, είναι τζογαδόρος, και μάλιστα απ' αυτούς που χάνουν... εσύ αξίζεις κάτι καλύτερο".
   "Εγώ όμως είμαι πλούσια κι εσύ μου λες πως πρέπει να φροντίζω τα υπάρχοντά μου. Δε θα τον αφήσω να τα καταστρέψει".
   "Δεν ξέρω αν θα σε κάνει ευτυχισμένη".
   "Μπαμπά, μόνο αυτόν θέλω. Αν δε σ' αρέσει, δεν τον παντρεύομαι, αλλά τότε να μου επιτρέψεις να μην πάρω άλλον άντρα. Στο σπίτι περνώ καλά, το ξέρεις".
   "Σου υπόσχομαι πως θα το σκεφτώ και θα σου πω μετά", ήταν η απάντηση του πατέρα.
   Με μεγάλη απροθυμία, ο Ντομένικο Σαφαμίτα αποφάσισε να κάνει το χατίρι της κόρης του. Έβαλε να μιλήσουν στον εκλεκτό της, σίγουρος πως θα είχε μιαν άμεση απάντηση, γεμάτη ευγνωμοσύνη και ευχαριστίες. Αντίθετα, ο πρίγκιπας Κιζικούζι, θείος του νεαρού, στον οποίο είχε ανατεθεί η αποστολή, χρονοτριβούσε. Ο βαρόνος τυραννιόταν, η περηφάνια του είχε πληγωθεί· φοβήθηκε ακόμα και μιαν απόρριψη, που σε άλλες εποχές θα ήταν αδιανόητη. 
   Καταράστηκε τον πρωτότοκο, γι' άλλη μια φορά. Με τη συμπεριφορά του, εκείνος ο κακορίζικος είχε σπιλώσει το όνομα των Σαφαμίτα. Έστω κι αν η προίκα της Κοστάντσα έπρεπε να επαρκεί για να καλύψει την ντροπή για τον Στέφανο. Στο κάτω κάτω, οι Σαφαμίτα δεν ήταν οι πρώτοι που βασανίζονταν από τέτοιου είδους ατυχίες.

   Αυτή που ξεκαθάρισε την κατάσταση ήταν η βαρόνη Λανιφικιάτι. Κάλεσε τον ανιψιό σε γεύμα και τον ρώτησε καθαρά και ξάστερα γιατί δεν ήθελε να παντρευτεί τη μικρή βαρόνη Σαφαμίτα, κοπέλα ενάρετη και με προίκα αξιοσέβαστη.
   "Δε μ' αρέσει".
   "Μα με μία φορά που της μίλησες μονάχα! Δεν ξέρεις πόσο άξια είναι, υπάκουη, σκέτος θησαυρός. Τι άλλο θες από μια σύζυγο, και πλούσια εκτός των άλλων! Αυτή θα σε ξελασπώσει απ' όλα σου τα χρέη, θα σου επιτρέψει να εξακολουθήσεις να διασκεδάζεις, θα είσαι πλούσιος, κι εσύ και τα παιδιά σου. Η μητέρα σου θα το χαιρόταν πάρα πολύ αυτό".
   "Είναι πολύ αδύνατη, θεία".
   "Θα σ' την παχύνω εγώ με λιχουδιές, αν δεν την παχύνει η χαρά που θα σ' έχει σύζυγο, τι βλάκας που είσαι, μωρέ!" ξέσπασε αγανακτισμένη η θεία. "Σε λίγο θα σε στραγγαλίσουν τα χρέη, εγώ σε βοήθησα όσο μπορούσα κι άλλο τίποτα δε σου δίνω αν δε μου επιστρέψεις όσα μου οφείλεις· και καλά, εγώ σωπαίνω και περιμένω. Οι άλλοι πιστωτές σου αδημονούν, ζωντανό θα σε φάνε!"
   "Δε μ' αρέσει!" επανέλαβε ο Πιέτρο.
   "Θα σ' αρέσει αργότερα, πρέπει να τη γνωρίσεις, να τη μάθεις σιγά σιγά. Παίζει πιάνο και τραγουδάει υπέροχα, μιλάει τα γαλλικά σαν Παριζιάνα. Κι έπειτα δεν είναι δα και αποκρουστική!"
   "Για μένα, θεία, είναι λιγουλάκι".
   "Αστειεύεσαι τώρα! Ίσα ίσα που για σένα λιγουλάκι ελκυστική πρέπει να είναι, αφού το βλέμμα σου κολλάει πάνω της. Έτσι μου λένε ότι κάνεις, όταν τη βλέπεις στη μαρίνα. Από μακριά σού αρέσει. Από κοντά θα 'ναι ακόμα καλύτερη. Μια σύζυγος δεν πρέπει να σ' αρέσει, εγώ θα στα λέω αυτά; Δεν είναι αγαπητικιά. Αυτές μπορείς να εξακολουθήσεις να τις έχεις, και πολλές άλλες, με τα λεφτά αυτηνής. Σου μιλάω για σύζυγο, για τη μάνα των παιδιών σου, γι' αυτή που θα σου εξασφαλίσει διαδόχους και, στην περίπτωσή της, θα σου τους συντηρεί κιόλας. Γιατί την κοίταζες τόσο πολύ στη μαρίνα; Την τάραξες, αυτή την άγια κοπέλα και τώρα δεν τη θέλεις πια. Δε γίνονται έτσι οι δουλειές", κατέληξε οργισμένη η βαρόνη Λανιφικιάτι.
   Ο Πιέτρο έπεσε από τα σύννεφα: "Εγώ τα άλογα θαύμαζα".
   "Τότε λοιπόν σκέψου τα άλογα, τις άμαξες κι όλα τα αγαθά του Θεού που θα μπορείς να έχεις. Η Κοστάντσα Σαφαμίτα έχει μια περιουσία σε κτήματα και χρήματα. Σκέψου το καλά, είναι η σωτηρία σου. Ή τώρα ή ποτέ".

   Ο Πιέτρο Σαμπιαμένα ζήτησε το χέρι της Κοστάντσα Σαφαμίτα το Μάρτη του 1880. Ο γάμος έμελλε να τελεστεί τον Ιούνιο, τρεις μήνες αργότερα.
   Οι λογοδοσμένοι είχαν λίγες ευκαιρίες να συναντιούνται. Εκείνες οι συναντήσεις επιβεβαίωναν στην Κοστάντσα πως αυτός ήταν ο άντρας της ζωής της. Φερόταν άψογα, με γαλαντομία και μια ιδέα οικειότητας απέναντί της. Η Κοστάντσα απέδιδε στην αριστοκρατική του καταγωγή το γεγονός ότι δεν είχε προσπαθήσει ούτε ένα φιλί να της κλέψει. Κάθε φορά που ο Πιέτρο της άγγιζε το μπράτσο, της φιλούσε το χέρι, της χάιδευε τα μαλλιά -χειρονομίες που τις έκανε σχεδόν ενστικτωδώς- ο έρωτας της Κοστάντσα φούντωνε. Τους άρεσαν οι ίδιες άριες της όπερας· ο Πιέτρο συχνά της ζητούσε να του παίξει στο πιάνο και να του τραγουδήσει και η Κοστάντσα του έκανε το χατίρι πανευτυχής. Εκείνος θαύμαζε το ταλέντο της και της το έλεγε. Η Κοστάντσα ξεχνούσε ακόμα και τις ανασφάλειές της, πίστευε ακράδαντα στην επιτυχία του γάμου της και είχε αποφασίσει να κάνει τα πάντα για να κατακτήσει τον Πιέτρο και να τον κάνει ευτυχισμένο.
   Μετά το Πάσχα οι Σαφαμίτα γύρισαν στο Σαρεντίνι για να ετοιμάσουν το γάμο· ο Πιέτρο της έστελνε γράμματα κοινότοπα και κάθε άλλο παρά τρυφερά. Πρόθυμη να βρίσκει αξιοπρεπείς δικαιολογίες για οποιαδήποτε προφανή ανεπάρκεια του αγαπημένου της, η Κοστάντσα πείστηκε ότι ήταν φειδωλός στα γράμματά του έτσι ώστε να προσαρμόζεται στα δικά της, που ήταν γραμμένα σε μια ιταλική γλώσσα λακωνική και συνεσταλμένη. Όμως, όσο πλησίαζε ο γάμος, θέριευε υπέρμετρα μια αγωνία. Έτρεμε τη συζυγική επαφή και διαισθανόταν μιαν απουσία φυσικής έλξης από την πλευρά του αρραβωνιαστικού κι όχι μόνο λόγω των μαλλιών της. Αυτές ήταν αμφιβολίες που έρχονταν να προστεθούν στην ανυπόκριτη στενοχώρια της που θ' άφηνε τον πατέρα της και το Σαρεντίνι, παίρνοντας μαζί της μονάχα τη βάγια της και την προσωπική της καμαριέρα.
   Στο Σαρεντίνι, η Κοστάντσα, αντί να ανθεί, μαράζωνε. Ο βαρόνος παρατηρούσε τη θλίψη της. Παρ' όλο που δεν ενέκρινε εκείνο το γάμο, αδημονούσε να τελεστεί, με την ελπίδα ότι η συζυγική ζωή θα της ξανάδινε τη γαλήνη. Αποφάσισε λοιπόν να επιταχύνει τους χρόνους. Ο γάμος θα γινόταν το Μάη.

   Ο Ντομένικο Σαφαμίτα έμεινε λίγο να περιποιηθεί τους φιλοξενούμενους και πήγε για ύπνο, αφήνοντας το ζευγάρι με τους καλεσμένους. Η προχωρημένη ηλικία του -τα εβδομήντα δύο του χρόνια- του επέτρεπαν αυτή τη φαινομενική, όσο και αναγκαία αγένεια. Ήταν εξουθενωμένος. Εκείνος ο γάμος δεν του καλοκαθόταν, τώρα περισσότερο από ποτέ. Η Κοστάντσα του είχε φανεί ως πρόβατο επί σφαγήν, ήταν ωχρή και καταβεβλημένη. Δεν έχει πάψει να τρέμει σ' όλη τη διάρκεια της τελετής κι εκείνος είχε φοβηθεί πως θα λιγοθυμούσε. Αυτός ο αστός και γλεντζές γαμπρός δεν ήταν για κείνη, όμως η αποφασιστικότητα της Κοστάντσα ήταν ακλόνητη. Μέχρι την τελευταία στιγμή τής έλεγε πως είχε καιρό ν' αλλάξει γνώμη· θα το έλεγε ο ίδιος στον Σαμπιαμένα πως ο γάμος ματαιωνόταν. Και με τι ικανοποίηση μάλιστα! Είχε ακούσει κουτσομπολιά πως ο Πιέτρο δεν είχε κάνει καμιά προετοιμασία στο αρχοντικό του Κακάτσι, για να δεχτεί τη νύφη. Θα ζούσαν εκεί για την ώρα, μιας και το αρχοντικό του Παλέρμο ήταν σε άθλια κατάσταση και εν μέρει νοικιασμένο. Ήξερε εξάλλου από αξιόπιστες πηγές ότι ο αρραβωνιστικός υπολόγιζε πως θα τον συντηρούσε η σύζυγος. Ήλπιζε πως η Κοστάντσα θα αποδεικνυόταν συνετή διαχειρίστρια και θα μπορούσε να κουμαντάρει τον άντρα της, αλλά πάνω απ' όλα πως θα έκανε μια όμορφη οικογένεια. Είχε ένα βουβό προαίσθημα πως δε θα γινόταν έτσι και μετάνιωνε που την είχε παρακινήσει να παντρευτεί. Θρήνησε όσο ποτέ την Κατερίνα του. Τι δυστυχισμένη οικογένεια που είχαν αναθρέψει, και τι βαρύ το κόστος και για τους δυο τους!
   Την επομένη ξύπνησε χαράματα. Ήθελε να πάρει τον καφέ του στο μπαλκόνι και με κάποιον τρόπο γαλήνεψε. Υπήρχε ακόμα μια ελαφριά καταχνιά που, όσο ζέσταινε η ατμόσφαιρα, διασκορπιζόταν. Οι λόφοι ήταν σκεπασμένοι με πάχνη και χάνονταν προς τη χλομή θάλασσα. Το φεγγάρι κόντευε να χαθεί. Παρά τη φριχτή νύχτα ένιωθε σε φόρμα. Σκεφτόταν όλα όσα μπορούσε να κάνει ακόμα: να ταξιδεύει, να βλέπει παλιούς φίλους, να πηγαίνει στη λέσχη στο Παλέρμο. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου χάιδευαν τους λόφους. Πολλά από τα κτήματα εκείνα του ανήκαν, ένα μέρος τους θα πήγαινε στην Κοστάντσα. Η κόρη και τα μελλοντικά εγγόνια θα είχαν εξασφαλισμένο μέλλον. Σκέφτηκε την πρώτη νύχτα των νιόπαντρων. Πρέπει να ήταν πολύ διαφορετική από την δική του με την Κατερίνα, όλο φλόγα και πάθος. "Ο καθένας κάνει ό,τι κάνει με το δικό του τρόπο, αλλά τουλάχιστον αυτός ο Πατέλα έχει σταθερή φήμη επιβήτορα", είπε και χαμογέλασε. Κατέβασε μια γερή ρουφηξιά φρέσκο αέρα και ξαναμπήκε στο σπίτι.

   Από τη βεράντα του αρχοντικού, το μικρό πλήθος των συγγενών και των φίλων χαιρετούσε θορυβωδώς τα αμάξια που άφηναν το χωριό, το ένα πίσω απ' τ' άλλο, και κατευθύνονταν προς το Μαλιβινίτι. Ανάμεσά τους ήταν ο βαρόνος, με πρόσωπο σταχτί. Η Μαρία Άννα Τράζι τον έπιασε από το μπράτσο: "Παράτα αυτό το ύφος!" του είπε. "Ας κάνουμε έναν περίπατο, είναι πολύ συγκινητικό να παντρεύεις μια κόρη... ο άντρας μου, Θεός σχωρέσ' τον, υπέφερε πολύ κάθε φορά".
   "Είδες πώς έφυγε η Κοστάντσα σήμερα το πρωί;" τη ρώτησε εκείνος άξαφνα.
   "Ναι, μη σ' απασχολεί. Σ' όλες μας συνέβη την πρώτη φορά, ύστερα θα της αρέσει". Η Μαρία Άννα χαχάνιζε. Μια σπίθα άστραψε στα ξεπλυμένα της μάτια. Μ' ένα βλεφάρισμα ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της.
   "Μα τι πρώτη φορά μού λες! Δεν είναι στα καλά της, δεν το βλέπεις; Ήταν δυστυχισμένη, πολύ δυστυχισμένη".
   "Γίνεσαι υστερικός όσο γερνάς. Μην το σκέφτεσαι, νέοι είναι, θα τα βρούνε μόνοι τους, με τον τρόπο τους. Εμείς οι γέροι πρέπει να νοιαζόμαστε για τα δικά μας βάσανα, όχι για τη δική τους ζωή". Τον έπιασε αγκαζέ αποφασιστικά και τον παρακίνησε να προχωρήσει με πιο μεγάλες δρασκελιές. Τα δύο αδέλφια απομακρύνθηκαν. Εκείνη μιλούσε ασταμάτητα κάτω από το βέλο του καπέλου κι εκείνος την άκουγε απρόθυμα, ύστερα το βήμα του βαρόνου χαλάρωσε και μόνο τότε η Μαρία Άννα Τράζι παραχώρησε στον εαυτό της την ικανοποίηση να κοιτάξει πέρα από το χαμηλό παραπέτο, ν' αγναντέψει τη θέα. 

   Η Πίνα Πισούτα ετοίμαζε ένα αφέψημα με πετροσέλινο για μια πελάτισσα. Δούλευε ακόμα πολύ και με ευχαρίστηση, παρ' όλο που είχε πατήσει προ πολλού τα πενήντα. Η δουλειά της την έφερνε σε επαφή με χαρές και με πίκρες, με ελπίδες και απογοητεύσεις. Γνώριζε τα πιο απόκρυφα μυστικά του χωριού και όλοι τη σέβονταν. Είχε μείνει ως την αυγή στο σπίτι του φαρμακοποιού, που είχε αποκτήσει την πρώτη του κόρη ύστερα από τρία αρσενικά παιδιά. Μόνο που δεν τη φίλησε απ' τη χαρά του. Πάντα είχε πολλή δουλειά και πάντα επείγουσα· χρειάζονταν ματσάκια για να φτιάξει ένα αποτελεσματικό αφέψημα, που το πήγαινε στα κρυφά στην απέναντι από το φαρμακείο. Αυτή είχε κάμποσα αρσενικά και θηλυκά παιδιά και στο σπίτι της δεν υπήρχε ανάγκη να 'χουν κι άλλα στόματα να θρέψουν. Θεού θέλοντος, εκείνο το απόγευμα θα ξέκλεβε λίγη ώρα να ξεκουραστεί.
   Ένας φρουρός του βαρόνου Σαφαμίτα πρόβαλε στην πόρτα. "Ο κύριος βαρόνος σάς στέλνει τους χαιρετισμούς του. Σας προσκαλεί να δοκιμάσετε τα γλυκά του γάμου της μικρής βαρόνης και σας περιμένει το πρωί".
   Ωραίο κι αυτό, είπε από μέσα της η Πίνα Πισούτα, ποτέ δε με καλέσανε στην οικία Σαφαμίτα μοναχά για φαγητό.
   Αποδέχτηκε καρτερικά το ότι δε θα κοιμόταν εκείνο το πρωί, ανακάτεψε πάλι το αφέψημα και το άφησε να σιγοβράσει, ύστερα πήρε μια κουτάλα νερό για να πλύνει τα μούτρα και τα χέρια της και να συγυριστεί κομμάτι. Ύστερα από την επίσκεψη στην πελάτισσα, θα πήγαινε τρεχάτη στο αρχοντικό των Σαφαμίτα. Στο βαρόνο όλοι όφειλαν υπακοή.
   Ο Ντομένικο Σαφαμίτα την περίμενε ανυπόμονος στο γραφείο του· ήταν βιαστικός, έπρεπε να πάει να βρει τους καλεσμένους του στον πύργο, όπου θα έτρωγαν στον κήπο. Εκτός από σύντομες χαιρετούρες στο δρόμο, είχε να δει την Πίνα Πισούτα από την κηδεία της Κατερίνας.
   "Χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Η κόρη μου η Κοστάντσα δε με πείθει κι ακόμα λιγότερο ο άντρας της. Πήγαινε στην κουζίνα, μίλα με όλους, αφουγκράσου, ζήτα να σου αφηγηθούν. Θέλω να μάθω τι συνέβη απόψε ανάμεσά τους. Συνεννοηθήκαμε;"
   "Μάλιστα, αφέντη μου, θα κάνω ό,τι μπορώ".
   Και εκείνη ήταν φειδωλή στα λόγια.

   Δύσκολο να ικανοποιήσει ένα τέτοιο αίτημα. Η Πίνα έμεινε στο αρχοντικό μέχρι το απόγευμα και κατάφερε να μιλήσει σχεδόν με όλους τους υπηρέτες. Οι υπηρέτες του σπιτιού ήταν ξαναμμένοι, τους είχε λυθεί η γλώσσα, λες και ξαναγεννήθηκαν. Ύστερα από τόσα χρόνια αυστηρής ζωής, ξανάμπαιναν επιτέλους στην οικία Σαφαμίτα με κάθε επισημότητα τα γλέντια και τα κουτσομπολιά. Η Πίνα αναγκάστηκε να υποστεί τις ατελείωτες περιγραφές για τις προετοιμασίες που είχαν γίνει για το γάμο, για την προίκα της μικρής βαρόνης, τις μακριές εξορμήσεις σ' όλη τη Σικελία για να βρεθούν τα πιο σπάνια και ακριβά υλικά για το γεύμα, για τη δεξίωση της προηγούμενης μέρας. Ύστερα πέρασαν στους νιόπαντρους. Η Πίνα ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης για όλους· λίγοι ήταν εκείνοι που δεν είχαν να την ευχαριστήσουν για κάτι, άλλος για τον έναν κι άλλος για τον άλλο λόγο. Οι προσωπικοί υπηρέτες των νιόπαντρων είχαν φύγει μαζί μ' εκείνους, γι' αυτό και οι διηγήσεις τους της μεταφέρθηκαν από δεύτερο και τρίτο χέρι.
   Η Πίνα τους ψιλοκοσκίνιζε, έναν προς έναν. Εξακρίβωσε λοιπόν πως μετά το γεύμα ο μαρκήσιος είχε συνοδέψει την Κοστάντσα στη νυφική παστάδα και είχε ξαναγυρίσει στους καλεσμένους. Είχαν μείνει πάρα πολύ λίγο μαζί «για να γίνει κάτι». Η Ρόζα Νασιμπένε, η καμαριέρα της Κοστάντσα, την είχε βοηθήσει να γδυθεί και να ετοιμαστεί για ύπνο. "Η κυρία μαρκησία δεν ήθελε ούτε τις πλεξούδες της να λύσει, τόσο εξαντλημένη ήταν". Έτσι είχε πει η Ρόζα.
   Τα πρόσωπα της υπηρεσίας κάθονταν γύρω από το μεγάλο τραπέζι της κουζίνας, όπου ήταν στρωμένα τα υπολείμματα της προηγούμενης μέρας και άλλες λιχουδιές, μαγειρεμένες από τα επιδέξια χέρια του Μονσού. Έτρωγαν κι έπιναν μαζί, χαλαρωμένοι επιτέλους. Η Πίνα κάθισε ανάμεσα στους άντρες· σ' εκείνη επιτρεπόταν. Η συζήτηση έτεινε να γίνει τολμηρή. Δεν προέκυπτε τίποτα το συγκεκριμένο, αλλά σταδιακά οι εντυπώσεις και τα σχόλια κάπου οδηγούσαν.
   "Δε γίνεται έτσι, η γυναίκα τα μαλλιά της πρέπει να τα λύνει για να ευχαριστεί τον άντρα", μούγκριζε ο Μονσού, ο πραγματικός ήρωας της ημέρας. Κι έτσι έδωσε το έναυσμα για ένα χείμαρρο από φωνές, όπου μόνο η Πίνα Πισούτα ήξερε να διακρίνει τα ουσιώδη.
   "Ναι, αν αυτή θέλει να του αρέσει. Τη βλέπατε όμως εσείς οι άλλοι τη μικρή βαρόνη; Φαίνεται πως δε θέλει ν' αρέσει σε κανέναν, όπως έχει καταντήσει. Σαν τη σακοράφα έγινε, σε λίγο θα εξαφανιστεί ολωσδιόλου!"
   "Ήταν άρρωστη, έτρωγε λίγο κι έπειτα ήταν πολύ ταραγμένη· λίγο ακόμα θα της έβγαινε η ψυχή. Μια ζωντανή νεκρή ήταν στο γάμο".
   "Σ' αυτόν όμως άρεσε, αλλιώς γιατί την πήρε;"
   "Την πήρε γιατί τη λένε Σαφαμίτα κι έχει παραδάκι να σκεπάσει όλο το πλακόστρωτο στη δημοσιά του Σαρεντίνι, πέτρα πέτρα".
   "Και τι, δεν υπάρχουνε γυναίκες πλούσιες αλλά πιο ψωμωμένες από τη μικρή βαρόνη;"
   "Ο μαρκήσιος είναι πνιγμένος στα χρέη· μου 'λεγε ο καμαριέρης του πως ούτε σ' αυτόν δεν αξιώνεται να πληρώσει όλο το μηνιάτικο".
   Μετά το γεύμα, η Πίνα ξεμονάχιασε τα άτομα-κλειδί, τις παραδουλεύτρες, για να φτάσουν στο ψητό. Απέκλεισε την Αμάλια Κουφάρο· αυτή δε θα μιλούσε. Έτσι έμαθε πως η Ρόζα δεν είχε κλείσει μάτι, σχεδόν όλη νύχτα. Είχε εξομολογηθεί στις άλλες ότι η νύφη είχε αποκοιμηθεί κλαίγοντας, ολομόναχη.
   Εκείνη είχε μείνει ξύπνια στο διπλανό σαλονάκι, για να τη βοηθήσει, αν είχε ανάγκη, προτού έρθει να τη συναντήσει ο σύζυγος. Εδώ και μια βδομάδα η Κοστάντσα ξυπνούσε τη νύχτα κι έκανε εμετό. Είχε ακούσει να έρχεται ο μαρκήσιος, μεθυσμένος. Χρειάστηκε να τον συνοδέψει στο πάνω πάτωμα ο μικρός βαρόνος Τζάκομο και να τον εμπιστευτεί στον Μπαλτασάρε Κακοπάρντο, τον καμαριέρη, ο οποίος, καθόλου ενοχλημένος ούτε ξαφνιασμένος από την κατάσταση του αφέντη του, τον έγδυσε και τον άφησε να παραπατάει μπροστά στην πόρτα της νυφικής παστάδας. Η Ρόζα έπαιρνε όρκο πως άκουσε θορύβους κι έπειτα τη φωνή του μαρκησίου να λέει τραυλίζοντας: "Πο πο, στέκα είναι!" Ύστερα σιωπή. Στο τέλος βήματα, ανάλαφρα, ανεπαίσθητα. Η Κοστάντσα είχε σηκωθεί και πήγαινε στο μπουντουάρ. Η Ρόζα είχε μισανοίξει την πόρτα και την είδε ξαπλωμένη στον καναπέ, σκεπασμένη μ' ένα σάλι. Έκλαιγε βουβά και συνέχισε να κλαίει, ωσότου η Ρόζα αποκοιμήθηκε σε μια πολυθρόνα του μικρού σαλονιού. Το πρωί ο μαρκήσιος σηκώθηκε νωρίς και πήγε στο μπουντουάρ. Μόλις είδε τη γυναίκα του να κοιμάται ακόμα, φώναξε τη Ρόζα με δυνατή φωνή, πολλές φορές. Στο χαλί, μπροστά στον καναπέ, ήταν μια λίμνη από εμετό που έζεχνε. Η Κοστάντσα ήταν συγκλονισμένη. Ο καθένας τους πλύθηκε με τη βοήθεια του προσωπικού του υπηρέτη. Πήραν πρωινό και κατέβηκαν μαζί. Είχαν κι οι δυο πρόσωπο εξουθενωμένο, σίγουρα όμως όχι από ευτυχία.
   Η Πίνα πέρασε από το πλυσταριό. Θαύμασε το υπέροχο μεταξωτό σεντόνι, το νυχτικό, τα λευκά εσώρουχα. Περιεργάστηκε τα νυφιάτικα σεντόνια, καθαρά, μόλις ζαρωμένα. Υπήρχαν κάτι κιτρινωπές κηλίδες, στη μεριά όπου είχε κοιμηθεί η Κοστάντσα. Τις μύρισε. Ήταν ίχνη από ξινισμένο εμετό.

   Το απόγευμα η Πίνα Πισούτα παρουσιάστηκε πάλι στο γραφείο του βαρόνου. Στο βάθος, κάτω από το παράθυρο, ήταν τοποθετημένο το έπιπλο του γραφείου, επιβλητικό. Μπροστά σ' αυτό, δύο απλές καρέκλες, χωρίς μπράτσα. Στο άλλο άκρο του δωματίου υπήρχε ένα τραπέζι ζωσμένο από μεγάλες καρέκλες από καρυδιά με σκαλιστά μπράτσα, ράχη καπιτονέ ντυμένη με καφέ δέρμα. Οι τοίχοι κρύβονταν πίσω από επιβλητικές βιβλιοθήκες. Ένα παστέλ της βαρόνης από τα παιδικά της χρόνια ήταν ο μαναδικός πίνακας εκεί, κρεμασμένος πίσω από την πλάτη του βαρόνου.
   Ο Ντομένικο Σαφαμίτα δεν είχε ησυχία. Η σκέψη της Κοστάντσα του, που τώρα ήταν δική του ακόμα πιο πολύ, του είχε γίνει έμμονη ιδέα, τον είχε βασανίσει όλη τη μέρα. Καθισμένος πίσω από το γραφείο, στητός στην πολυθρόνα χωρίς ν' αγγίζει τη ράχη της, ήταν σε υπερένταση, λες κι ήταν έτοιμος να πεταχτεί μ' ένα σάλτο. Η Πίνα Πισούτα στεκόταν μπροστά του, όρθια.
   "Λοιπόν;"
   "Μίλησα με όλους, είδα ό,τι ήταν να δω. Οι καμαριέρηδες των κυρίων έφυγαν· από άλλους διασταύρωσα μερικά πράγματα".
   "Ξέρω, ξέρω. Λοιπόν; Λέγε".
   "Η μικρή βαρόνη είναι ακριβώς όπως βγήκε απ' την κοιλιά της σχωρεμένης της βαρόνης".
   Ο Ντομένικο Σαφαμίτα κόρωσε. Έτρεμε και ίδρωνε, με τις γροθιές σφιγμένες πάνω στο τραπέζι. Τα μάτια του ήταν στεγνά, η σάρκα του έσταζε δάκρυα. Είχε καρφώσει το βλέμμα στην Πίνα Πισούτα.
   Άδραξε το μπαστούνι περιπάτου, το έφερε σε οριζόντια θέση, σφιχτά ανάμεσα στα χέρια του, πάντα κοιτάζοντάς την κατάματα. Αργά, με σχεδόν τελετουργικές κινήσεις, άρχισε να το λυγίζει, ώσπου σ' ένα ξέσπασμα απειλητικής δύναμης, ζούληξε τους αντίχειρες πάνω στο ξύλο, τον έναν κοντά στον άλλον, και το έσπασε.
   Η Πίνα ήταν ίσως η μόνη ξένη που είχε γνωρίσει την ένταση του πόνου του βαρόνου. Εκείνη είχε αναλάβει να του αναγγέλλει την έκβαση των συχνών αποβολών της γυναίκας του, μέχρι και λίγο πριν από το θάνατό της. Ήταν μάρτυρας των εσωτερικών του κρίσεων, είχε δει καρέκλες να σπάνε, ανθοδοχεία να γίνονται θρύψαλα. Μα ποτέ μέχρι τότε δεν τον είχε φοβηθεί το μάτι της.
   Παρ' όλο που τους χώριζε το γραφείο, η Πίνα τον φοβήθηκε εκείνον το γέρο. Τα μάτια του βαρόνου είχαν διασταλεί, τα βλέφαρα φάνταζαν ρουφηγμένα ίσαμε το κοίλωμα των ματιών, λες κι ήταν έτοιμα να εκραγούν, καρφωμένα πάνω της, μαύρα, απελπισμένα. [...]
   Η Πίνα ένιωσε την παρόρμηση να του πει κάποια παρηγορητική κουβέντα, ένιωθε όμως τα πνιχτά του αναφιλητά και σ' αυτές τις περιστάσεις τους άντρες τούς αφήνει κανείς ήσυχους. Μάζεψε τα συμπράγκαλά της κι έφυγε. 
   Δεν ήταν αναφιλητά τώρα αυτά που έβγαζε ο βαρόνος. Όταν έμεινε μόνος, άρχισε να ουρλιάζει δυνατά, εκκωφαντικά. Ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στην Πίνα Πισούτα, που βράδυνε το βήμα κι έπειτα απομακρύθνθηκε οριστικά.

   Η άμαξα ήταν έτοιμη στην αυλή των αφεντάδων και περίμενε τη μαρκησία. Οι χωρικές στριμώχνονταν γύρω από την Κοστάντσα για τους αποχαιρετιστήριους εναγκαλισμούς. "Η μαρκησία μου δε θέλει ν' αφήσει το Μαλιβινίτι· τώρα καταλαβαίνω κι εγώ το γιατί", είπε εγκάρδια ο μαρκήσιος Σαμπιαμένα. Έπειτα, με ευγενικά προστακτικό ύφος, παρακίνησε τη σύζυγο: "Κοστάντσα, κάνε γρήγορα, είναι ώρα να πηγαίνουμε".
   Η Κοστάντσα κατευθύνθηκε υπάκουα προς την άμαξα. Η Μαρία Τεκαπίλια άνοιξε διάδρομο ανάμεσα στα γυναικόπαιδα. Η σιλουέτα της προπορευόταν μικροσκοπική, σκούρα και σκυφτή, και προχωρώντας ξεχώριζε από τις άλλες. 
   Η Κοστάντσα έκανε μεταβολή και χώθηκε στην αγκαλιά της γυναίκας, σ' έναν ύστατο, βουβό αποχαιρετισμό.
   Έπειτα ο αμαξάς πλατάγισε το καμτσίκι και τα άλογα κατευθύνθηκαν προς την εξώπορτα. Η άμαξα άρχισε να κατηφορίζει το δρομάκι, περιστοιχισμένη από τους έφιππους φρουρούς. Η Κοστάντσα έβγαλε το κεφάλι της από το παραθυράκι. Οι χωρικοί τούς είχαν ακολουθήσει και είχαν παραταχτεί στη σειρά, κολλημένοι στους εξωτερικούς τοίχους του υποστατικού· τα γυναικόπαιδα από τη μια μεριά της εξώπορτας, οι άντρες από την άλλη, σιωπηλοί. Η Μαρία Τεκαπίλια δεν ξεχώριζε ανάμεσα στις άλλες μαυροντυμένες γυναίκες. Η Κοστάντσα κοίταξε γι' άλλη μια φορά τα ηλιοκαμένα κι ανεμοδαρμένα, αινιγματικά εκ πρώτης όψεως, πρόσωπα και μέσα τους αναγνώρισε το υποτυπώδες χαμόγελο των ανθρώπων από το Μαλιβινίτι, που έδειχναν τη σεμνοτυφία τους πεταρίζοντας τα βλέφαρα πάνω απ' τα μαύρα τους μάτια.
   Οι Τινιούζο πλησίασαν καλπάζοντας στην άμαξα και μπήκαν επικεφαλής της πομπής. Θα τους συνόδευαν σε όλο το φέουδο. Η Κοστάντσα ακούμπησε στη ράχη του καθίσματος και ψιθύρισε στο σύζυγο:
   "Πιέτρο, είμαι περήφανη που είμαι γυναίκα σου".
   "Κι εγώ που έχω τη μαρκησία μου", απάντησε εκείνος χαϊδεύοντάς της τα δάχτυλα. 

   Οι δύο τελευταίες εβδομάδες ήταν διαφορετικές απ' ό,τι είχε φανταστεί.
   Την πρώτη νύχτα του γάμου η ένωση δεν είχε συντελεστεί. Το φταίξιμο ήταν όλο δικό της, έλεγε από μέσα της η Κοστάντσα. Τις προηγούμενες εβδομάδες δεν ήταν καλά. Έκανε εμετό και της είχε κοπεί η περίοδος. Ο τρόμος της συνεύρεσης της είχε θολώσει το μυαλό κι είχε μαγαρίσει τον πόθο της. Στη διάρκεια εκείνης της πρώτης νύχτας είχε νιώσει πάλι άσχημα και είχε καταφύγει στο μπουντουάρ. Εκεί αποκοιμήθηκε, ανάμεσα σε αναγουλιάσματα. Το άλλο πρωί ο Πιέτρο είδε και κατάλαβε και δεν της είπε λέξη.
   Έφτασαν στο Μαλιβινίτι αργά το απόγευμα, κουρασμένοι, νυσταγμένοι, εξουθενωμένοι και σκονισμένοι, μετά το μακρύ ταξίδι με την άμαξα. Δέχτηκαν τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις των χωρικών κι έκαναν μια σύντομη εμφάνιση στη γιορτή που είχε οργανώσει ο πατέρας για το λαό του Μαλιβινίτι. Έπεσαν για ύπνο, μαζί για πρώτη φορά, χωρίς αμηχανία. Ψόφιοι στην κούραση.
   Τα γαβγίσματα των σκυλιών ξύπνησαν την Κοστάντσα μες στη νύχτα. Ήταν ένα κοπάδι σκύλων που κυνηγούσε μια ξαναμμένη σκύλα. Λοξοκοίταξε από τη μεριά του Πιέτρο. Της είχε γυρισμένη την πλάτη και ροχάλιζε ελαφρά. Ξανάπεσε σε λήθαργο. Ο σαματάς δυνάμωνε κι εκείνη έβαλε τα χέρια της στ' αυτιά. Το κοπάδι κάλπαζε από τη μιαν άκρη του υποστατικού ίσαμε την άλλη. Τα ποδάρια τους -ζωηρά, γρήγορα, επιθετικά- αντηχούσαν πάνω στο πλακόστρωτο. Τα ουρλιαχτά των χωρικών δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα. Η Κοστάντσα άκουγε, παρασυρμένη από το σκυλολόι. Τα έβλεπε μπροστά της, εκείνα τα δαιμονισμένα, λαχανιασμένα σκυλιά. Ντράπηκε για τη σκέψη της. Εκείνη, ένα καθωσπρέπει κορίτσι, ποθούσε το ζευγάρωμα με την ίδια ακατασίγαστη ορμή εκείνων των ζώων.
   "Τι συμβαίνει;" Ο Πιέτρο πετάχτηκε από το κρεβάτι κι άνοιξε διάπλατα την μπαλκονόπορτα. Η Κοστάντσα έκλεισε τα μάτια κάνοντας την κοιμισμένη. Ανασήκωσε ανεπαίσθητα τα βλέφαρα και τον είδε, λουσμένο στο απαλό φεγγαρόφωτο, να διαγράφεται μπροστά στο κιγκλίδωμα. Το δωμάτιο είχε πλημμυρίσει από τους παράφωνους ήχους των ζώων, τα αλυχτίσματα αντανακλούσαν από τον ένα τοίχο στον άλλον, λες και διασταυρώνονταν μέσα σ' έναν ηχητικό στρόβιλο που της έφερνε ζάλη. Η Κοστάντσα ποθούσε τον Πιέτρο, πάρα πολύ.
   Εκείνος την κοίταξε για μια στιγμή. "Σκυλιά είναι, Κοστάντσα, μην ανησυχείς. Έλα να κοιμηθούμε", της είπε κι αμέσως ξανάπεσε στο κρεβάτι. Λίγο αργότερα ξανάρχισε να ροχαλίζει.
   Η Κοστάντσα βυθίστηκε σ' έναν υγρό, ταραγμένο λήθαργο, ακούγοντας τα υπόκωφα κλαψουρίσματα της σκύλας, το αγκομαχητό του θριαμβευτή σκύλου, τα μουγκρητά του ζευγαρώματος. Κι έπειτα, σιγή. Λιώνοντας από ανικανοποίητο πόθο, με το λαιμό στεγνό και πονεμένο, επιτέλους αποκοιμήθηκε.
   Το άλλο πρωί, με τη συντροφιά των Τινιούζο και μιας στρατιάς από υπαλλήλους και χωρικούς, η Κοστάντσα έφερε τον καινούργιο αφέντη να γνωρίσει το φέουδο. Ο Πιέτρο ήταν όλο φροντίδα και ευγένειες μαζί της, ήθελε να αρέσει σε όλους και κουβέντιαζε με συγκατάβαση και χωρίς τύπους, δείχνοντας ενδιαφέρον για τα πάντα. Δέχτηκε ευχαρίστως να τον οδηγήσουν να επισκεφθεί τα μέρη που η Κοστάντσα αγαπούσε πιο πολύ. Ενθουσιάστηκε, σαν ρομαντικός, βλέποντας τους λόφους σκεπασμένους με σπαρτά, το απόκρημνο μονοπάτι που οδηγούσε στην ποτίστρα των ζώων, τα απότομα κατσάβραχα. "Κοστάντσα, έχουμε τα ίδια γούστα", είπε στη γυναίκα του. Ο μαρκήσιος επισκέφθηκε και την τεράστια αγροικία -το στολίδι των Σαφαμίτα- κι έτσι μπόρεσε να εκτιμήσει συνολικά την προίκα της συζύγου.
   Το απόγευμα η Κοστάντσα πήγε να ξεκουραστεί και τον άφησε στη βεράντα. Την προηγούμενη νύχτα δεν είχε διαφύγει στον Πιέτρο το σιωπηλό κάλεσμα της γυναίκας του και, αποφασισμένος να ολοκληρώσει σύντομα τη συζυγική πράξη, την ακολούθησε λίγο μετά. Είχε ένα σχετικό δισταγμό. Ήταν η πρώτη φορά που καταπιανόταν να κάνει δική του μια γυναίκα για την οποία δεν ένιωθε φυσική έλξη.
   Η Κοστάντσα ένιωσε ένα χέρι να γλιστράει στην κοιλιά της, πάνω από το νυχτικό, κι άνοιξε τα μάτια. Ο Πιέτρο ήταν δίπλα της, ακουμπισμένος στο αριστερό του χέρι. Την κοίταζε απορροφημένος, ενώ το δεξιό του χέρι σάλευε κάτω από το σεντόνι και κατηφόριζε γλιστρώντας ανυπόμονο. Η Κοστάντσα δεν ήταν προετοιμασμένη. Μέσα στην αθωότητά της, πίστευε πως μερικά πράγματα ανήκαν στη νύχτα. Ρίγησε αναστατωμένη. Ο Πιέτρο μουρμούριζε, χαμογελώντας της με ελαφριά ειρωνεία: "Κοστάντσα, ο γάμος είναι ένα ιερό μυστήριο" κι έκανε να σκύψει πάνω της. Η ανάσα του μύριζε κρασί, το χέρι κατέβαινε, κατέβαινε, ώσπου στο τέλος ζούληξε.
   "Άφησέ με, παρ' το από κει, μη, μη!" φώναξε εκείνη και μέσα από το ξεφωνητό φάνηκε μια λάμψη, ένα απόμακρο φως. Η Κοστάντσα κόντεψε να τυφλωθεί. Πήγαινε ψηλαφιστά, προσπαθούσε να ξεχωρίσει κάτι, κάποιον. Δεν ήξερε πια ποιος της μιλούσε, εκεί κοντά. Μες στο σκοτάδι αντηχούσε μια φωνή μελιστάλαχτη και απειλητική συνάμα: Κοστάντσα, το θέλεις αυτό το ιερό μυστήριο; Έτσι γίνεται για να πάρεις το σώμα του Χριστού. Είναι μυστικό... μυστικό. Εκείνη μύριζε ακόμα την κρασίλα στο χνότο του μεθυσμένου· το κοντόχοντρο χέρι να την πιέζει, τα λαχανιασμένα, γλοιώδη σαν σκουλήκια δάχτυλα· τη διείσδυση, τον πόνο, το φόβο, την αποστροφή, την ευάλωτη ύπαρξή της.
   Η Κοστάντσα λιποθύμησε.

   Ο Πιέτρο τής έβρεχε το μέτωπο μ' ένα νωπό κουρέλι, αμήχανος. Εκείνη έκλαιγε υπόκωφα, ανήμπορη να σαλέψει και να μιλήσει. Ο υπηρέτης χτύπησε την πόρτα. Τα άλογα ήταν έτοιμα, όπως είχε προστάξει ο κύριος μαρκήσιος, για την απογευματινή ιππασία.
   "Με συγχωρείς, Κοστάντσα, δε φανταζόμουν πως θα σε πονούσα. Πάω εγώ μαζί τους, εσύ ξεκουράσου. Θα στείλω τη Ρόζα να σε περιποιηθεί", είπε ο Πιέτρο.
   Η Μαρία Τεκαπίλια και η Ρόζα Νασιμπένε μπήκαν μαζί στο δωμάτιο. Με μια γρήγορη ματιά η Μαρία έδιωξε τη Ρόζα. Θα εξυπηρετούσε εκείνη την κυρία μαρκησία, σε ό,τι χρειαζόταν. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, της σκέπασε το χέρι με το δικό της και είπε: "Κοστάντσα, εγώ είμαι πολύ γριά πια και σου μιλώ όπως όταν ήσουνα μικρούλα. Δεν πρέπει να φοβάσαι. Συμβαίνουν αυτά τα πράματα. Ο γάμος δεν είναι μια πρασιά με τριαντάφυλλα, είναι όμως καλός για τη γυναίκα. Ο άντρας σου μας άρεσε πολύ, σ' εμάς στο Μαλιβινίτι".
   Η Κοστάντσα συνέχιζε να κλαίει. Η Μαρία πήγε και κούρνιασε σε μια καρέκλα, μακριά από την αφέντρα. Έπαιζε στα δάχτυλά της τις χάντρες στο ροζάριο, έλεγε και ξανάλεγε τα Πάτερ Ημών και τα Άβε Μαρία ψιθυριστά, σαν νανούρισμα, και η Κοστάντσα αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε, ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Η Μαρία της ετοίμασε κι έναν κρόκο αυγού χτυπημένο με ζάχαρη και μια κουταλιά μαρσάλα και την έπεισε να το πιει: "Κατάπιε το, να καρδαμώσεις. Κάν' το για τον άντρα σου".
   Απελπισμένη η Κοστάντσα είχε σωριαστεί στα μαξιλάρια. Έτρεμε πως είχε πει πάρα πολλά. Σίγουρα ο Πιέτρο την περιφρονούσε. Ήταν έτοιμη για τα χειρότερα. 
   "Μπορώ να μιλήσω;" ρώτησε η Μαρία και συνέχισε, χωρίς να περιμένει το ασθενικό "ναι" της Κοστάντσα. "Εγώ σου λέω αυτό που σκέφτομαι κι αυτό που ξέρω, και για την οικία Σαφαμίτα ξέρω μπόλικα, ακόμα κι αν δεν μου τα λέτε εσείς. Αυτός δε θα σ' αφήσει. Εσύ δοκίμασε ξανά, και να δεις που θα 'ναι πιο καλά".
   "Μαρία, είναι διαφορετικό για μένα. Υπάρχει και κάτι άλλο".
   "Που να τους κοπεί σύρριζα η γλώσσα, αυτούς που λένε τη λέξη «διαφορετικό»!" ξεφώνισε η Μαρία. "Όλοι ίσα κι όμοια είμαστε, να το θυμάσαι αυτό· σε κανέναν δε συμβαίνει κάτι που δεν έτυχε να συμβεί στους άλλους, δεν υπάρχει τίποτα κανούργιο σ' αυτόν τον τόσο γερασμένο κόσμο, μα δεν το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι. Θα σου πω τώρα κάτι ολοδικό μου, που δεν το 'χω πει σε κανέναν τόσα χρόνια. Προτού έρθω στη δούλεψή σας, όταν ήμουνα κοριτσάκι, κάποιος μου 'κανε εμένα πολύ χειρότερα απ' αυτά που έκανε εκείνος ο ξετσίπωτος ο πάντρε Πούμα στα κορίτσια, και στ' αγόρια ακόμα. Κι όμως, και παντρεύτηκα και τρία παιδιά τού έκανα του σχωρεμένου του άντρα μου. Με καταλαβαίνεις;"
   Η Κοστάντσα σήκωσε δυο μάτια γεμάτα δάκρυα. Καταλάβαινε. Δεν ήταν η μόνη. Η Μαρία την κοίταζε. Το πρόσωπό της ήταν κατάστικτο από φακίδες και θα 'λεγες πως είχε μικρύνει. Ήταν όλη μάτια, γεμάτα φόβο, σαν το δαμάλι που 'χασε τη μάνα του.
   "Να σου πω και κάτι ακόμα", εξακολούθησε η Μαρία. "Προτού πεθάνει η σχωρεμένη η μάνα σου, με τα πρώτα μηνύματα της σιδερούς, εσύ ρώταγες τις γυναίκες: «Τι είναι η αγάπη;», όπως κάνουνε οι θυγατέρες των πλουσίων. Εμένα δε μου το ρώτησες κι ήταν λάθος σου. Εμείς οι τίμιες αλλά φτωχές γυναίκες δεν έχουμε ανάγκη να το ρωτήσουμε, το ξέρουμε από μόνες μας. Η αγάπη είναι να 'σαι ευχαριστημένος με ό,τι υπάρχει και να ευχαριστείς τον άντρα σου. Αν αυτό έπειτα γίνει κανονική ευτυχία, τόσο το καλύτερο, όμως συμβαίνει μια φορά στις τόσες. Αυτό ισχύει και για πλούσιους και για φτωχούς. Να ευχαριστιέσαι με ό,τι θέλει και δε θέλει ο άντρας σου".
   "Μαρία, πες μου την αλήθεια. Ποιος μ' άκουγε; Τι είπα;" ρώτησε η Κοστάντσα αναστατωμένη.
   "Τίποτα που να δώσει τροφή στις φαρμακόγλωσσες. Το μυστικό σου είναι πάντα δικό σου, μπορείς να το κάνεις ό,τι θέλεις. Εγώ έτσι το άφησα. Όσο λιγότερο μιλάς, τόσο το καλύτερο".
   Εκείνο το απόγευμα η Κοστάντσα έλιωσε από τον πόθο της για τον Πιέτρο. Ένιωθε δυνατή και αναζωογονημένη. Φοβόταν μήπως εκείνος δεν την ήθελε πια κι αυτή η σκέψη τής ήταν δυσβάσταχτη. Έπαιξε στο πιάνο με πάθος ως την ώρα του δείπνου και ξαναγύρισε στην αγαπημένη της άρια, Porgi amor.
   
   "Προτιμάς να ξαπλώσω σε άλλο δωμάτιο;" τη ρώτησε ο Πιέτρο, την ώρα που πήγαινε για ύπνο.
   Η Κοστάντσα τον είδε αμήχανο και δισταχτικό. "Όχι, ίσα ίσα. Λυπάμαι για ό,τι συνέβη σήμερα, δε θα ξανασυμβεί", βιάστηκε να του απαντήσει. 
   Στη διάρκεια της νύχτας, ο Πιέτρο την ξύπνησε με ελαφρά χάδια στην πλάτη. Ήταν υπέροχα. Η Κοστάντσα δεν ήξερε πώς να του δώσει να το καταλάβει.
   Ο Πιέτρο την ένιωθε ξαναμμένη και ζουλήχτηκε πάνω της. Εκείνη λαχταρούσε άλλα χάδια, φιλιά, γλυκόλογα. Δεν ήταν έτοιμη. Ο Πιέτρο βιαζόταν. Η Κοστάντσα έκλεισε τα μάτια κι έσφιξε τα βλέφαρα. Έβλεπε λάμψεις, λεπίδες φωτός, ψυχρές, κοφτερές, που την παρέλυαν. Το γνωστό και το άγνωστο. Φοβήθηκε. Ήθελε και δεν ήθελε. Ο Πιέτρο, δισταχτικός, οδήγησε το χέρι της πάνω του. Στην επαφή, η Κοστάντσα προσπάθησε να το τραβήξει. Εκείνος συνέχισε. Η Κοστάντσα ένιωθε παγιδευμένη, ήθελε να διώξει από πάνω της εκείνο το αγριεμένο σκυλί. Το σκυλί. Καλύτερα να είχε γίνει καλογριά, ήταν η μόνη σκέψη που της τριβέλιζε το μυαλό, σχεδόν έβγαινε αυθόρμητα μέσα από τα ξεραμένα χείλη της, σαν ψαλμωδία, εκείνη όμως δεν την έδιωχνε. Κάλλιο να 'χα γίνει καλογριά, κάλλιο να 'χα γίνει καλογριά, έψελνε από μέσα της η Κοστάντσα, παραδομένη στη μοίρα της. Έτσι έπρεπε να 'ναι, έτσι ήταν πράγματι. Ύστερα φτιάχνει το πράγμα, της είχε πει η Μαρία Τεκαπίλια κι εκείνη έπρεπε να υπομένει και να ελπίζει.
   Η συνέχεια ήταν εφιαλτική. Η Κοστάντσα έμενε αλύγιστη. Ο Πιέτρο, μόνος, εγκατέλειψε την προσπάθεια.
   Το επόμενο πρωί, εκείνος σηκώθηκε νωρίς και πήγε για κυνήγι, αφήνοντάς τη να κοιμάται. Η Κοστάντσα έκλαιγε όλη μέρα. Ήταν βέβαιη πως εκείνη έφταιγε που είχε σβήσει ο πόθος του κι ήταν απελπισμένη. Όσο περνούσαν οι ώρες, η ανάμνηση της νύχτας ξεθώριαζε κι εκείνη τον αγαπούσε περισσότερο από ποτέ. Πριν από το γεύμα, ο Πιέτρο της ζήτησε να του παίξει στο πιάνο.
   "Κοστάντσα, παίζεις σαν άγγελος, είσαι ένα ουράνιο πλάσμα, ανήκεις σ' έναν άλλο κόσμο. Παραείσαι καλή για έναν αμαρτωλό σαν κι εμένα. Εγώ σκόρπισα την περιουσία μου και χαίρομαι τη ζωή μου. Μ' αρέσουν τ' άλογα, τα ρούχα, το κρασί, ο τζόγος κι οι γυναίκες. Είχα εκατοντάδες, ακόμα και παρθένες. Εσύ δεν είσαι σαν κι αυτές. Είσαι αγνή και μαζί σου δεν τα καταφέρνω. Θα σε βεβήλωνα. Δεν είμαι αντάξιός σου, δεν μπορώ. Είναι δικό μου το φταίξιμο κι ελπίζω αυτό ν' αλλάξει με τον καιρό. Στο μεταξύ, είναι ανώφελο να ξαναδοκιμάσουμε".
   Η Κοστάντσα αγωνίστηκε να πάρει αυτό που της ανήκε δικαιωματικά. "Δεν είναι αλήθεια. Δεν είμαι όπως με περιγράφεις", είπε με ζέση, ασυγκράτητη. "Είμαι γυναίκα σου και θέλω να είμαι ολοκληρωτικά". 
   "Κι εγώ επίσης, είμαι άντρας σου και θα είμαι για πάντα".
   "Και τότε;" Η Κοστάντσα πρόδινε μια επιθετικότητα που δύσκολα μπορούσε να την κατευνάσει.
   "Κοστάντσα, πες μου", το ύφος του Πιέτρο ήταν αυταρχικό, "ποια είναι η επιθυμία μιας γυναίκας που αγαπάει τον άντρα της;"
   "Να τον ικανοποιεί!" απάντησε εκείνη μονομιάς.
   "Αν εγώ ικανοποιούμαι, όπως σου λέω, τότε εσύ θέλεις να με ικανοποιείς;"
   "Μα... τα παιδιά;..." Η Κοστάντσα μιλούσε χαμηλόφωνα· άρχιζε να καταλαβαίνει.
   "Κοστάντσα, δε θα 'ναι για πάντα, μα για την ώρα δεν τα καταφέρνω. Το είδες και μόνη σου. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ταπείνωση για έναν άντρα και δε μου είχε τύχει ποτέ ως τώρα. Είσαι ένας άγγελος, μια παρθένα άσπιλη, που πρέπει ν' αγαπηθεί μ' έναν τρόπο διαφορετικό, όπως σου αξίζει". Ο Πιέτρο σώπασε κι εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει. Βουβή.
   "Το ζήτημα είναι απλό: θέλεις να είσαι μια καλή σύζυγος και να κάνεις τον άντρα σου ευτυχισμένο ή όχι;"
   "Ναι, ναι", ψιθύρισε η Κοστάντσα, πνίγοντας το λυγμό στο λαρύγγι της. Μέσα της ένιωθε να πεθαίνει. Τα χέρια γλίστρησαν από τα πλήκτρα. Τα είχε ακουμπήσει στην ποδιά της και τα παίδευε σφίγγοντάς τα με όλη της τη δύναμη. Ο Πιέτρο το αντιλήφθηκε και τα πήρε στα δικά του. "Κοίτα, λοιπόν, τι θα κάνουμε: είμαστε παντρεμένοι κι εγώ είμαι περήφανος κι ευχαριστημένος. Εσύ είσαι η μαρκησία μου κι ελπίζω να γίνω αντάξιός σου. Θα γνωριστούμε καλύτερα, τα πράγματα μπορούν ν' αλλάξουν. Στο μεταξύ είμαστε καλά μαζί, αυτό το έχω καταλάβει ήδη. Το ξέρεις πως πολλοί γάμοι ξεκινούν έτσι και πολλοί άλλοι μάλιστα συνεχίζουν έτσι κι είναι εξίσου ευτυχισμένοι; Σκέψου τη θεία μου, την Ανίνα Λανιφικιάτι. Δεν έκανε παιδιά και τώρα ξέρεις το γιατί".
   "Δε φανταζόμουν..." Η φωνή της Κοστάντσα μόλις που ακουγόταν.
   "Έχεις πολλά να μάθεις ακόμα, Κοσταντσίνα μου, αλλά εγώ είμ' εδώ, ο άντρας σου, να σε διδάξω και να σε προστατέψω", της είπε χαϊδεύοντάς της τον καρπό.
   Συνέχισαν να μοιράζονται το νυφικό δωμάτιο. Ο Πιέτρο έκανε καθημερινά πρόγραμμα, τη μια πήγαινε για κυνήγι, την άλλη έκανε μακρινές βόλτες με τ' άλογο συντροφιά με την Κοστάντσα, προκειμένου να γεμίζει τις μέρες και να κουράζονται και οι δυο. Έπεφταν για ύπνο κατάκοποι.
   Τη μέρα, ο Πιέτρο ήταν όλο περιποιήσεις και τρυφερές χειρονομίες. Κουβέντιαζαν πολύ για τα σχέδιά τους: την επισκευή του αρχοντικού Σαφαμίτα στο Κακάτσι, ψώνια, βραδιές στην όπερα, ως και ταξίδια. Εκείνη τον άκουγε συνεπαρμένη κι έλεγε μόνο "ναι". Ο Πιέτρο της διηγιόταν επεισόδια από τα παιδικά του χρόνια, ιστορίες της οικογένειάς του, κοντολογίς προσπαθούσε να τον γνωρίσει καλύτερα η γυναίκα του, της οποίας ο έρωτας άλλο δεν έκανε απ' το να φουντώνει. Παραζαλισμένη από τις δραστηριότητες και την έξαψη του να βρίσκεται κοντά του, να τον ακούει, να τον βλέπει, να τον σαγηνεύει, στη διάρκεια της μέρας η Κοστάντσα ένιωθε συχνά μια παράξενη αγαλλίαση, που μονάχα ένα λεπτότατο σύνορο τη χώριζε από την πιο βαθιά απελπισία. Η οποία ανήκε στη νύχτα.
   Το βράδυ, στο κρεβάτι, κοντά αλλά όχι δίπλα στον αγαπημένο της, η Κοστάντσα υπέφερε· υπέφερε και σχεδόν δεν έκλεινε μάτι. Δεν τολμούσε να σηκωθεί, από φόβο ότι ο Πιέτρο θα ένιωθε έτοιμος να την κάνει δική του και εκείνη δεν θα ήταν, ούτε εκείνη τη φορά. Κι όμως, παρ' όλη εκείνη τη συνεχή, πυρετώδη υπερένταση, η Κοστάντσα ένιωθε λυτρωμένη από ένα τρομαχτικό βάρος. Δεν ήταν ανάγκη να φοβάται πια μήπως και δεν του άρεσε.

   Οι χωρικοί πίστευαν πως ήταν ευτυχισμένοι, όχι όμως και οι γυναίκες που κάθε πρωί έστρωναν το κρεβάτι του ζευγαριού κι αναστέναζαν.
   Στο βαρόνο έφτασε η είδηση πως ο μήνας του μέλιτος είχε στεφθεί από επιτυχία.

Ανιέλο Χόρνμπι Σιμονέτα, Η θεία μαρκησία, (Μετφ. Άννα Παπασταύρου), εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα, 2006

Υποσημειώσεις:
(1) Παλαιά μονάδα μέτρησης υγρών και στερεών που χρησιμοποιούσαν στη Σικελία προτού εφαρμοστεί το δεκαδικό μετρικό σύστημα. (Σ.τ. Μ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: