Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 30 Απριλίου 2019

[ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΠΑΘΟΣ]

  
    Ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα υπέμενε τις μαχαιριές του υγρού αέρα, που κάλπαζε αφηνιασμένος πάνω από το Ζβανενμπουρχβάλ, αναζητώντας τη Βόρεια Θάλασσα, και του χάραζε το δέρμα στα μάγουλα και τα χείλη, τα μοναδικά σημεία του σώματός του που ήταν εκτεθειμένα στα επιθετικά στοιχεία της φύσης που σάρωναν την πόλη. Με το χιόνι να του φτάνει στους αστραγάλους, υποφέροντας από την κράμπα που του κοκάλωνε τα δάχτυλα, ο νέος συνέχιζε για πέμπτο διαδοχικό πρωινό την πεισματική του επαγρύπνηση, ενώ ταυτόχρονα αναζητούσε κάποια ανακούφιση, πασχίζοντας να ξαναφέρει στη μνήμη του τη δραματική ιστορία και τα διδάγματα που είχε πάρει από τον παππού του Μπενγιαμίν, αλλά και τα μαθήματα που είχε μάθει από τον ανυπότακτο καθηγητή του, τον χαχάμ Μπεν Ισραέλ. Γιατί ο Ελίας Αμπρόσιους χρειαζόταν εκείνα τα στηρίγματα όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του, για να αποτολμήσει το άλμα, που του είχε γίνει έμμονη ιδέα και, μαζί μ' αυτό, να ξεκινήσει τον αγώνα για τη ζωή που λαχταρούσε να ζήσει, διατεθειμένος να αναλάβει τις συνέπειες μιας επιτακτικής ανάγκης να εφαρμόσει την ελεύθερη βούλησή του. Μια εφαρμογή που, αν γινόταν πραγματικότητα, ήταν απολύτως σίγουρο πως θα του άλλαζε τη ζωή αλλά και, ίσως, ακόμα και τον ίδιο του τον θάνατο.
   Τόσες φορές που είχε ακούσει την ιστορία της φυγής του παππού Μπενγιαμίν και της χαράς για την άφιξή του στο Άμστερνταμ, το αγόρι πίστευε πως ήταν σε θέση να αναπλάσει στη φαντασία του κάθε λεπτομέρεια της περιπέτειας, που είχε ζήσει ο παππούς μαζί με τη γιαγιά Σάρα (την οποία είχαν μεταμφιέσει σε άνδρα, παρότι ήταν έγκυος έξι μηνών στη θεία Άννα) και τον πατέρα του, Αμπραάμ, επτά χρόνων τότε (σε αυτόν είχε λάχει να τον κλείσουν σε έναν μπόγο, σαν να ήταν εμπόρευμα). Η διαφυγή είχε γίνει πραγματικότητα, πριν από σαράντα χρόνια, στο βρομερό αμπάρι ενός εγγλέζικου πλοίου ("Έζεχνε πίσσα και παστό ψάρι, ιδρώτα, σκατά και πόνο Αφρικανών που είχαν μετατραπεί σε σκλάβους"), που είχε δέσει στον κόλπο της Λισαβόνας, κατά τη μετάβαση προς κάποια Νέα Ιερουσαλήμ, όπου οι αποστάτες είχαν σκοπό να επιστρέψουν στην προγονική πίστη των πρεσβυτέρων τους. Εκείνο το επεισόδιο, που συνέβη σε μια εποχή  που ο ηλικιωμένος τώρα Μπενγιαμίν Μοντάλμπο ούτε καν ονειρευόταν ακόμα πως θα γινόταν παππούς, αποτελούσε το σημείο αναφοράς στη μοίρα μιας οικογένειας που, στον εδώ κόσμο, ήξερε να αποκτά αυτό που ήθελε, υπερνικώντας τις αντιξοότητες και καταλαβαίνοντας ότι ο Θεός βοηθάει με μεγαλύτερη ευχαρίστηση τον αγωνιστή από τον αδρανή.
   Ωστόσο, στον Μπενγιαμίν Μοντάλμπο δε Άβιλα ο νέος όφειλε κυρίως αυτό που θεωρούσε την πιο πολύτιμη αρχή στη ζωή. Ο ηλικιωμένος, άνθρωπος λόγιος παρά τη ζωή πλάνητα που είχε κάνει και επιρρεπής στο να διατυπώνει γνωμικά, του είχε επαναλάβει πολλές φορές ότι το ανθρώπινο ον μπορεί να είναι το καλύτερα σφυρηλατημένο και πιο ανθεκτικό εργαλείο της Δημιουργίας αν έχει αρκετή πίστη στον Ύψιστο, κυρίως όμως σταθερή εμπιστοσύνη στον ίδιο του τον εαυτό και την απαραίτητη φιλοδοξία να πετύχει τους πιο δύσκολους ή υψηλούς στόχους. Διότι, συνήθιζε να βάζει την τελευταία πινελιά στους μακροσκελείς μονολόγους του ο παππούς, στους οποίους απολάμβανε να παραδίνεται κάθε βράδυ Παρασκευής, κατά την οικογενειακή και πρόσχαρη αναμονή για τη μεγαλειότητά του το Σαμπάτ -"Σαμπάτ Σαλόμ!"- λίγα μπορεί ο άνθρωπος χωρίς τον Θεό του και τίποτα δεν μπορεί ο Δημιουργός, σε ζητήματα επίγεια, χωρίς τη βούληση και τη λογική του πιο ανυπότακτου πλάσματός του... Χάρη σε αυτήν την πεποίθηση, υποστήριζε ο σκληραγωγημένος Μπενγιαμίν, τρεις γενιές της φαμίλιας των Μοντάλμπο δε Άβιλα είχαν καταφέρει να αντέξουν τις ταπεινώσεις, που διέπρατταν οι πιο καταπιεστικές επίγειες εξουσίες, που είχαν βαλθεί να τους απογυμνώσουν από την πίστη τους, μέχρι ακόμα και από το ίδιο τους το είναι ("Πρώτα απ' όλα όμως από τα πλούτη μας, μην το λησμονείς παιδί μου, και μετά, αλλά μόνο μετά, από τις πεποιθήσεις μας"). Μόνο χάρη στη δική του επιμονή, τόνιζε, μπόρεσε αυτός, γεννημένος και βαφτισμένος χριστιανός με το όνομα Ζοάο Μόντε, αυτός, και άγγιζε το στήθος του για να αποφύγει τις αμφισημίες, είχε κατορθώσει να υπερπηδήσει τα πανύψηλα εμπόδια που όρθωνε η μισαλλοδοξία και κάποια μέρα να ριχτεί στην αναζήτηση της ελευθερίας και, μαζί μ' αυτήν, του Θεού του και της ζωής που, σε ταύτιση με τον Ύψιστο, επιθυμούσε να ζήσει. Τότε, στα τριάντα τρία του χρόνια, είχε ξαναγεννηθεί ως Μπενγιαμίν Μοντάλμπο δε Άβιλα, ως αυτός που πάντα όφειλε να ήταν.
   Από την άλλη πλευρά, χάρη στον παιδαγωγό του, τον χαχάμ Μενασέ Μπεν Ισραέλ, τον πιο σοφό από τους πολλούς Εβραίους, που εκείνη την εποχή ήταν εγκατεστημένοι στο Άμστερνταμ, ο Ελίας Αμπρόσιους αφομοίωσε την αντίληψη ότι κάθε πράξη της ζωής ενός ατόμου έχει συνεπαγωγές κοσμικές. "Και το να τρως λίγο ψωμί, χαχάμ;" τόλμησε κάποια φορά, όταν ήταν ακόμη πολύ μικρός, να τον ρωτήσει ο Ελίας, όταν τον άκουσε να μιλάει στα μαθήματά του γι' αυτό το θέμα. "Ναι, και το να τρως λίγο ψωμί... Σκέψου μόνο τις άπειρες αιτίες και συνέπειες που υπάρχουν πριν και μετά την πράξη αυτή: για σένα και για το ψωμί", είχε απαντήσει ο λόγιος. Επιπλέον, όμως,  είχε διδαχτεί από τον χαχάμ την ευγενή πεποίθηση ότι οι μέρες της ζωής είναι ένα σπάνιο δώρο, το οποίο πρέπει κανείς να απολαμβάνει σταγόνα σταγόνα, αφού ο θάνατος της υλικής ουσίας, όπως συνήθιζε να δηλώνει από την έδρα του, σημαίνει απλώς την εξάλειψη των προσδοκιών που είχαν ήδη πεθάνει εν ζωή. "Ο θάνατος δεν ισοδυναμεί με το τέλος", έλεγε ο καθηγητής. "Αυτό που οδηγεί στον θάνατο είναι η εξάντληση των πόθων και των αγωνιών. Και αυτός ο θάνατος πράγματι καταλήγει οριστικός και αμετάκλητος, αφού εκείνος που πεθαίνει έτσι δεν μπορεί να προσδοκά την επιστροφή την ημέρα της Κρίσης... Η μεταθανάτια ζωή χτίζεται στον εδώ κόσμο. Ανάμεσα στη μία κατάσταση και στην άλλη υπάρχει μόνο ένας δεσμός: η πληρότητα, η συνείδηση και η αξιοπρέπεια με την οποία έχουμε ζήσει τη ζωή μας, που φαίνεται τόσο μικρή, αν και στην πραγματικότητα είναι τόσο σπουδαία και μοναδική σαν... σαν ένα κομμάτι ψωμί".
   Ωστόσο, ο Ελίας Αμπρόσιους δεν παραδινόταν εκείνες τις μέρες στο να σκέφτεται ξανά και ξανά τις πεποιθήσεις του παππού του από τη μεριά του πατέρα του και τα μαθήματα του πάντα ετερόδοξου δασκάλου του μόνο για να ξεχνάει το κρύο ή για να παίρνει κουράγιο: στην πραγματικότητα, το έκανε γιατί, παρότι ήταν αποφασισμένος, ένιωθε φόβο.
   Αναζητώντας την προστασία που πρόσφεραν οι μαρκίζες και οι τοίχοι του μικρού σπιτιού του φύλακα του υδατοφράκτη, υπομένοντας τη δυσωδία που έφερνε ο άνεμος από τα σκοτεινά νερά του καναλιού, ο νέος, που είχε βαλθεί να μαζεύει επιχειρήματα που θα τον στήριζαν, ούτε μία στιγμή δεν έπαυε να κοιτάζει το σπίτι, που ορθωνόταν στην άλλη πλευρά του δρόμου, επικεντρώνοντας την προσοχή του στη βαμμένη πράσινη ξύλινη πόρτα και στις κινήσεις, που ήταν ελάχιστα ορατές πίσω από τα παράθυρα με τα τζάμια με τις συνδέσεις από μόλυβδο, θολά από τη διαφορά θερμοκρασίας. Ο Ελίας παρατηρούσε και υπολόγιζε πως αν ο Δάσκαλος δεν είχε βγει από το σπίτι του τις τελευταίες πέντε μέρες, τότε έπρεπε να βγει εκείνο το πρωινό ή το επόμενο. Ή το επόμενο. Αν ήταν αλήθεια πως είχε αρχίσει πάλι να δουλεύει ("Φτιάχνει κάποιες παραγγελίες και επιπλέον ζωγραφίζει ακόμα ένα πορτρέτο της εκλιπούσας συζύγου του"), όπως του είχε αναφέρει ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ, τότε οι προμήθειες σε λάδι και χρώματα, που χρησιμοποιούσε σε μεγάλες ποσότητες, θα του εξαντλούνταν και, όπως ήταν η συνήθειά του, θα έσπευδε στους προμηθευτές του στη γειτονική Μεϊερπλέιν και γύρω από την αγορά Ντε Βάαχ σε αναζήτηση εφοδίων. Σε κάποια από εκείνες τις στάσεις, αν η στιγμή τού φαινόταν ευνοϊκή, ο Ελίας Αμπρόσιους επιτέλους θα τον πλησίαζε και, με μια ομιλία που είχε ήδη απομνημονεύσει, θα του εξέθετε τις επιθυμίες και τα όνειρα που, χωρίς να υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, περνούσαν από το χέρι του Δασκάλου.
   Ήταν ήδη αρκετοί μήνες που ο νέος αφιέρωνε τον χρόνο του σε εκείνες τις μυστικές καταδιώξεις, στις οποίες υπέβαλλε τον ιδιοκτήτη του σπιτιού με την πράσινη πόρτα. Στην αρχή ήταν σαν παιχνίδι θαμπωμένου παιδιού, που ικανοποιεί την περιέργειά του παραμονεύοντας ένα είδωλο ή ένα μυστήριο που το μαγνητίζει. Με τις βδομάδες και τους μήνες, όμως, οι παρακολουθήσεις έφτασαν να μετατραπούν σε πρακτική συχνή ή και, το τελευταίο διάστημα, καθημερινή, αφού περιελάμβαναν ακόμα και τις ελεύθερες ώρες του Σαββάτου, της ιερής μέρας. Η διαρκώς αυξανόμενη εμμονή του είχε ανταμειφθεί, και με το παραπάνω, με την ευτυχή σύμπτωση ότι υπήρξε μάρτυρας στην έξοδο από το σπίτι του τεράστιου πίνακα (προστατευμένου από παλιούς, λερωμένους μουσαμάδες, επιχείρηση που διηύθυνε ο ίδιος ο Δάσκαλος, με φωνές και βρισιές προς τους μαθητές που είχαν επιλεγεί ως μεταφορείς), εκείνου του έργου που θα ταρακουνούσε σαν σεισμός τον νέο, το απόγευμα που, επιτέλους, είχε μπορέσει να κοιτάξει μέσα στην κύρια αίθουσα του σωματείου των κατασκευαστών αρκεβουζίων, βαλλιστρών και τόξων του Κλοφενιρσμπουρχβάλ. Όμως, οι αγρύπνιες τον είχαν ανταμείψει επίσης και με τη θλιβερή ευκαιρία να γίνει θεατής ( τούτη τη φορά ανάμεσα σε μια ομάδα από περίεργους, που τους είχε τραβήξει το θέαμα του θανάτου) στο ξεκίνημα της πομπής, που οδήγησε μέχρι την Άουντε Κερκ τη σορό της νέας ακόμα συζύγου του Δασκάλου. Από τη μικρή πλατεία που δημιουργούσε η Σιντ Αντονισμπρεϊστράατ, όταν διέσχιζε κανείς τη γέφυρα με τον υδατοφράκτη όπου το κανάλι διακλαδωνόταν για να συναντήσει τη θάλασσα, ακριβώς στο σημείο όπου ο δρόμος είχε αλλάξει όνομα από τότε που άρχισαν να τον λένε όλοι Γιοντενμπρεϊστράατ, η Πλατιά Οδός των Εβραίων, ο Ελίας είχε ακολουθήσει την πορεία της άμαξας, πάνω στην οποία αναπαυόταν η σορός, καλυμμένη μόλις με ένα απλό σάβανο, σύμφωνα με τις επιταγές του Καλβίνου περί ταπεινότητας. Πίσω από την εκλιπούσα είχε δει να περνούν ο χαχάμ του, ο πρώην ραβίνος Μπεν Ισραέλ, ο ιεροκήρυκας Κορνέλιους Άνσλο, ο διάσημος αρχιτέκτονας Φινγκμπόονς, ο πάμπλουτος Ισαάκ Πίντο και, βέβαια, ο Δάσκαλος, ντυμένος, όπως επέτασσε η περίσταση, με αυστηρά πένθιμα ρούχα. Και είχε διακρίνει -ή τουλάχιστον έτσι πίστευε- μια υγρασία από κλάμα στα μάτια εκείνου του άνδρα, που, όσο τον αγαπούσε η επιτυχία και η τύχη, άλλο τόσο τον περιστοίχιζε ο θάνατος που του είχε αρπάξει ήδη τρία από τα παιδιά του.
   Επιπλέον, χάρη σε εκείνες τις παρακολουθήσεις, κάποιες μέρες τυχερές που μετατρέπονταν σε περιπάτους, ο νέος είχε πάρει αυτά που, μέσα στην πνευματική του πενία, θεωρούσε πολύτιμα μαθήματα, αφού είχε γνωρίσει την εμμονή του Δασκάλου να μην αναθέτει στους μαθητές του την αγορά των τελάρων και των καμβάδων. Είχε μάθει την προτίμησή του για τους μουσαμάδες που ήταν ήδη περασμένοι με ένα πρώτο χέρι βερνίκι, ικανό να τους δίνει έναν συγκεκριμένο και εύπλαστο καφέ ματ τόνο, πάνω στον οποίο θα συνέχιζε τη δουλειά της προετοιμασίας ή ακόμα και θα εφάρμοζε απευθείας το χρώμα. Επίσης,  είχε ήδη μάθει ότι για τις γκραβούρες και τις οξυγραφίες του, ο Δάσκαλος συνήθιζε να αγοράζει τα λεπτεπίλεπτα χαρτιά, που εισάγονταν από τη μακρινή χώρα των Ιαπώνων, και ότι, επιπλέον, δεν εμπιστευόταν σε κανέναν την πολύ σχολαστική δουλειά να επιλέγει (με το παζάρεμα των τιμών να συμπεριλαμβάνεται) τις σκόνες, τις πέτρες και τα γαλακτώματα, που ήταν απαραίτητα για να πετύχει τα μείγματα που θα ήταν ικανά να αποδώσουν τα χρώματα και τους τόνους που απαιτούσε κάθε στιγμή η φαντασία του. Ακούγοντας λαθραία τις συνομιλίες του με τον κύριο Ντάνιελ Ρούλαντς, ιδιοκτήτη του πιο περιζήτητου καταστήματος με υλικά για ζωγράφους στην πόλη, με τον Γερμανό έμπορο που είχε έρθει πριν από μερικούς μήνες και ασχολιόταν με την εισαγωγή ισχυρών μεταλλικών χρωστικών που έφερνε από τα γερμανικά, τα σαξονικά και τα μαγυάρικα ορυχεία, και με τον κοκκινομάλλη Φρίζιο που πουλούσε τους πιο ποικίλους θησαυρούς της Ανατολής (μεταξύ των οποίων το πολυπόθητο μαύρο λάδι, γνωστό ως κατράμι της Ιουδαίας, το χαρτί από την Ιαπωνία και τις πανάκριβες τούφες από τρίχα καμήλας, που οι μαθητές θα μετέτρεπαν σε πινέλα διαφόρων διαμετρημάτων), ο Ελίας είχε αρχίσει μάλιστα να εισδύει στα σωθικά της πρακτικής εκείνης της τέχνης, που η δεύτερη εντολή του ιερού Νόμου απαγόρευε στους ανθρώπους της φυλής και της θρησκείας του, εκείνου του σύμπαντος από εικόνες, χρώματα, υφές και αισθήσεις, για το οποίο ο νέος ένιωθε την αχαλίνωτη και ακαταμάχητη έλξη του πεπρωμένου. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο τώρα κοκάλωνε, από φόβο και από κρύο, στο Ζβανενμπουρχβάλ.

   Από τις μέρες του στο σχολείο, όταν παρακολουθούσε τα μαθήματα στο υπόγειο της συναγωγής, που είχαν ανοίξει τα μέλη του Νασάο (1) δίπλα ακριβώς στο σπίτι όπου εκείνη την εποχή ζούσαν οι Μοντάλμπο δε Άβιλα, ο Ελίας είχε νιώσει αυτή την αίσθηση ταύτισης, πρώτα ακαθόριστη, κατόπιν όλο και πιο επιτακτική και, τελικά, ασφυκτική. Ίσως η έλξη αυτή να είχε γεννηθεί όταν ψαχούλευε τα εικονογραφημένα και φωτισμένα βιβλία που, ως μοναδική υλική περιουσία, είχαν ταξιδέψει μαζί με τον παππού Μπενγιαμίν, την έγκυο γυναίκα του και το μεγαλύτερο από τα βλαστάρια του από τα χώματα της ειδωλολατρίας στη γη της ελευθερίας. Ή πάλι ίσως η γοητεία να είχε σφυρηλατηθεί από τις πολύ παραστατικές αφηγήσεις για προσκυνήματα και ταξίδια σε μακρινούς κόσμους, που είχαν ξεκινήσει οι πιο παλιοί του πρόγονοι, τις ιστορίες που συνήθιζε να διηγείται στους μαθητές του ο λαλίστατος χαχάμ Μπεν Ισραέλ, περιπέτειες ικανές να φλογίσουν τη φαντασία και να τροφοδοτήσουν το πνεύμα. Πολλά απογεύματα, για πολλά χρόνια, αντί να πάει με τους συμμαθητές του ή με τον αδελφό του, Άμος, να παίξει στις αλάνες ή ανάμεσα στα ξύλινα δοκάρια, που θα στήριζαν τα καταπληκτικά κτήρια που υψώνονταν με φρενήρη ρυθμό στις όχθες των νέων καναλιών, ο Ελίας περνούσε τον χρόνο του διασχίζοντας τις πολλές αγορές μιας πόλης που ξεχείλιζε απ' αυτές -η πλατεία Νταμ, η Αγορά των Λουλουδιών, η πλατεΐτσα Σπάου, η λεωφόρος Ντε Βάαχ και η Νέα Αγορά, η Μπότερμακτ- όπου, ανάμεσα σε πάγκους, ζυγαριές και μπόγους με εμπορεύματα, που είχαν μόλις ξεφορτωθεί από τα πλοία, αρώματα από μπαχαρικά της Ανατολής και καπνό από την Ινδία, δυσωδία από ρέγγες, βακαλάους από τις βόρειες θάλασσες και βαρέλια με λάδι φάλαινας, ανάμεσα σε πανάκριβα δέρματα από τη Μοσκοβία, λεπτεπίλεπτα κεραμικά κομμάτια από το κοντινό Ντελφτ ή από τη μακρινή Κίνα και σε εκείνους τους χνουδωτούς βολβούς, χρυσαλλίδες των μελλοντικών λουλουδιών της τουλίπας με τα απρόβλεπτα χρώματα, πάντα υπήρχε λίγος χώρος για να πουλιούνται τα έργα των αμέτρητων ζωγράφων που ήταν εγκατεστημένοι στην πόλη και συγκεντρωμένοι στη συντεχνία του Αγίου Λουκά. Η νύχτα συνήθως τον αιφνιδίαζε σε κάποια από εκείνες τις σπιανάδες με τις φωνές από τις δημοπρασίες των οξυγραφιών και των σχεδίων, το μάζεμα των μουσαμάδων και το ξεστήσιμο των καβαλέτων των εκθέσεων, αφού πρώτα είχε χαθεί για ώρες παρατηρώντας τοπία πάντα διανθισμένα με έναν μύλο ή με ένα ποταμάκι, νεκρές φύσεις που δάνειζαν η μία στην άλλη τις παραστάσεις και την αφθονία τους, τυπικές σκηνές δρόμου ή σπιτιού, σκοτεινές βιβλικές αναπαραστάσεις που συγγένευαν με τη ζεστή ιταλική πνοή που ήταν της μόδας σε ολόκληρο τον κόσμο, εικόνες σχεδιασμένες ή τυπωμένες πάνω σε υφάσματα, ξύλα και χαρτόνια από ανθρώπους προικισμένους με τη θαυμαστή ικανότητα να αιχμαλωτίζουν πάνω σε μια λευκή επιφάνεια ένα κομμάτι της πραγματικής ή της φανταστικής ζωής. Και να το διατηρούν για πάντα μέσω μιας πράξης που συνειδητά δημιουργεί κάλλος.
   Στα κρυφά, με κάρβουνα και χαρτί που έπαιρνε από τα άχρηστα του τυπογραφείου όπου δούλευε ο πατέρας του και όπου ο ίδιος ο Ελίας εκπαιδευόταν στο επάγγελμα από τότε που έκλεισε τα δέκα του, ο νέος είχε παραδοθεί στην άσκηση του απαγορευμένου του πάθους. Είχε σχεδιάσει (όπως υπέθετε ότι έκαναν και οι ζωγράφοι που πουλούσαν τα έργα τους στην αγορά) τα γατιά και τα σκυλιά του ή το αναμμένο κερί που το φως του διέγραφε, σύμφωνα με τα καπρίτσια του, τα περιγράμματα του μήλου που θα έτρωγε μετά ή τον παππού, όπως τον έβλεπε από την ελάχιστη χαραμάδα μιας πόρτας κάθε μέρα και πιο ξοδεμένο, συλλογισμένο, βιβλικό. Προσπαθούσε να αποδώσει τη φινέτσα της τουλίπας ενός γειτονικού μπαλκονιού, το πανόραμα του καναλιού με και χωρίς μαούνες, τον δρόμο όπως φαινόταν μέσα από τα τζάμια του φεγγίτη στη σοφίτα του οικογενειακού σπιτιού στην Μπετάνιενστράατ. Είχε δώσει μορφή, πρόσωπο και σκηνικό ακόμα και σε προϊόντα της φαντασίας του που τα έπλαθε μέσα από τις ιστορίες του καθηγητή του και από τα χρονικά των κατακτήσεων παραμυθένιων κόσμων, τα οποία διαβεβαίωναν για την ύπαρξη της Εδέμ ή του Ελ Ντοράντο και τα εξιστορούσαν οι τόμοι των βιβλίων που τα τελευταία χρόνια ο παππούς ζητούσε να του φέρνουν από την Ισπανία. Βέβαια, τον είχαν παρακινήσει και τα διαβάσματά του από την Τορά, το ιερό βιβλίο που, με τρόπο σαφή που δε χωρούσε παρερμηνείες, έριχνε ανάθεμα ακριβώς σε εκείνη την πρακτική της απεικόνισης ανθρώπων, ζώων και αντικειμένων του ουρανού, της θάλασσας ή της ξηράς, επειδή ο Μέγιστος Δημιουργός των Πάντων, σύμφωνα με το μήνυμα που είχε μεταφέρει ο Μωυσής στις φυλές που ήταν συγκεντρωμένες στην έρημο, τη θεωρούσε ανάρμοστη για τον εκλεκτό του λαό, επειδή αποτελούσε πηγή ειδωλολατρίας. Εξαιτίας εκείνης της βιβλικής λογικής, ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο, εγγονός του Μπενγιαμίν Μοντάλμπο δε Άβιλα, του κρυπτοεβραίου που έφτασε στα χώματα της ελευθερίας το 1606 απαιτώντας να περιτμηθεί και να επιστρέψει στην πίστη των προγόνων του, ήταν υποχρεωμένος να ασκεί το πάθος του στα κρυφά, ακόμα και από τον αδελφό του Άμος, και πριν ξαπλώσει στο ράντζο του να ασχολείται με τη σχολαστική και θλιβερή καταστροφή των φύλλων χαρτιού που είχε ζωγραφίσει με το κάρβουνό του.
   Ίσως εξαιτίας ακριβώς του βάρους εκείνων των απαγορεύσεων, το πάθος του Ελίας για τα χρώματα και τα σχήματα γινόταν κάθε μέρα και πιο φλογερό: ήταν η πηγή απ' όπου ανάβλυζε η ενέργεια που του επέτρεπε να αντέχει, σαν κατάδικος, για όλο τον χρόνο που μπορούσε να ξεκλέψει από τις υποχρεώσεις του, τις αγρύπνιες που έστηνε στην πλατεΐτσα πάνω από το κανάλι της Σιντ Αντονισμπρεϊστράατ. Η τρομερή επιλογή, που παραβίαζε ένα μιτσβά και που αν μαθευόταν μπορούσε να του κοστίσει ένα νιντούι, ή ακόμα και τη μέγιστη καταδίκη ενός χέρεμ από το όλο και πιο σκληρό ραβινικό συμβούλιο (τιμωρία ικανή να τον αποκλείσει από την οικογένεια, καθώς και από την κοινότητα και τα οφέλη απ' αυτήν μέσω ενός αφορισμού), είχε μετατραπεί σε αμετάκλητη απόφαση με τρόπο βίαιο αλλά αναμενόμενο, εκείνο το απόγευμα του περασμένου φθινοπώρου, όταν, μόλις είχαν περάσει οι γιορτές του Σουκότ και είχε ξαναρχίσει η δουλειά στο τυπογραφείο, ο πατέρας του, που υπέφερε από τέτοιους πόνους στη μέση που τον υποχρέωναν να κινείται σαν να τα 'χε κάνει επάνω του, του είχε μεταβιβάσει την ευθύνη να παραδώσει μερικές δεσμίδες φέιγ - βολάν, που ακόμα μύριζαν μελάνι, στο Κλοφενιρσντέλεν, την καινούργια και επιβλητική έδρα του σωματείου των πολιτοφυλακών της πόλης.
   Μόλις άκουσε τι ήταν η παραγγελία και, ενώ απολάμβανε μια έκρηξη ευφορίας που με το ζόρι συγκρατούσε, ο Ελίας Αμπρόσιους σκέφτηκε πόσο ανεξιχνίαστα είναι συνήθως τα μονοπάτια της ζωής που χαράζει ο Δημιουργός: εκείνα τα φέιγ - βολάν θα ήταν το διαβατήριο που θα επέτρεπε σ' αυτόν, τον πιο φτωχό από τους Εβραίους της πόλης, να μπει στο πιο κλειστό και κομψό κτήριο του Άμστερνταμ και, με κάποιον, οποιονδήποτε, τρόπο να μπορέσει να δει από κοντά το έργο του Δασκάλου που προοριζόταν να κοσμήσει τη μεγάλη αίθουσα των συνεδριάσεων, τον γιγαντιαίο πίνακα που πριν από μερικούς μήνες είχε δει να βγάζουν από το σπίτι της Πλατιάς Οδού των Εβραίων, καλυμμένο με βρόμικους μουσαμάδες, και για το οποίο μιλούσαν (καλά ή κακά, αλλά πάντως μιλούσαν) όλοι όσοι, στην πόλη του κόσμου που ζούσαν οι περισσότεροι ζωγράφοι και όπου ζωγράφιζαν και πουλούσαν τους περισσότερους πίνακες, είχαν κάποια σχέση, ενδιαφέρον, πάθος ή κλίση γι' αυτήν την τέχνη.
   Φορτωμένος με το βαρύ δέμα, ο νέος είχε πετάξει στους δρόμους που τον οδηγούσαν στην έδρα της Πολιτοφυλακής των αρκεβουζιοφόρων. Δεν είχε ούτε μάτια ούτε αυτιά για να καταγράφει ό,τι γινόταν γύρω του, με τη φαντασία του να ταξιδεύει μόνο στο πώς θα ήταν πραγματικά ο πίνακας που τόση συζήτηση και διαμάχη είχε προκαλέσει, σε σημείο που να μιλούν γι' αυτόν σε εκκλησίες, ταβέρνες και πλατείες, σχεδόν τόσο όσο για δουλειές, χρήματα, εμπορεύματα. Ο φύλακας του κτηρίου, ειδοποιημένος για την παράδοση των φέιγ - βολάν, του έδειξε πώς να πάει στον επάνω όροφο, αφού πρώτα έβαλε μια φωνή στον επιστάτη που είχε αναλάβει να παραλάβει τα έντυπα και να οδηγήσει το αγόρι στον ταμία που ήταν υπεύθυνος για να τον πληρώσει. Ο Ελίας Αμπρόσιους ανέβηκε σαν σίφουνας τα σκαλοπάτια της επιβλητικής σκάλας από μάρμαρο της Καράρα και βρήκε μπροστά του ανοιχτές τις πόρτες της groote sael, της μεγάλης αίθουσας όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις και οι πιο σημαντικές εκδηλώσεις της πόλης. Τότε και, καθώς το φως από τα ψηλά παράθυρα που έβλεπαν στα φράγματα του ποταμού Άμστελ ήταν το πιο κατάλληλο, είδε τον πίνακα, γυαλιστερό από το βερνίκι, ακουμπισμένο ακόμα στον τοίχο όπου κάποια στιγμή έπρεπε να τον κρεμάσουν. Ο Ελίας Αμπρόσιους, που ήταν πια σε θέση να αναγνωρίζει με μία και μόνη ματιά τα έργα των πιο σημαντικών καλλιτεχνών της πόλης, κυρίως όμως τα κομμάτια που είχαν βγει από το πινέλο του Δασκάλου (αν και περισσότερες από μία φορές, όφειλε να το παραδεχτεί, τα είχε μπερδέψει με τη δουλειά κάποιου μαθητή που ξεχώριζε, όπως ο ήδη διάσημος  Φέρντιναντ Μπολ), δεν χρειάστηκε να ρωτήσει για να καταλάβει πως εκείνος ο τεράστιος πίνακας με πλάτος πάνω από τέσσερα μέτρα και σχεδόν δύο μέτρα ύψος ήταν το έργο που είχε αναστατώσει την πόλη.
   Mπροστά στον νέο, περισσότερες από είκοσι μορφές με επικεφαλής τον πολύ γνωστό και τουλάχιστον πλούσιο Φρανς Μπάνινγκ Κοκ, άρχοντα του Πούμερλαντ και λοχαγό των αρκεβουζιοφόρων της πόλης, και τον σημαιοφόρο του, τον άρχοντα του Φλάαρντιγκεν, ξεκινούσαν την πρωινή τους περιπολία προς μια αθανασία που έμοιαζε να εκκινεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή, όταν ο κύριος Κοκ θα ολοκλήρωνε το βήμα που είχε αρχίσει και θα απόθετε το αριστερό του πόδι στη σκακιέρα των πλακών της groote sael πάνω στις οποίες αναπαυόταν ακόμα ο πίνακας και, χωρίς πολλές αβρότητες, θα ζητούσε από τον Ελίας Αμπρόσιους να φύγει από τον δρόμο του... Όταν η φωνή του επιστάτη τον έβγαλε από την έκσταση που τον είχε ακινητοποιήσει, ο νέος παρέδωσε τα φέιγ - βολάν και εισέπραξε, από τα χέρια του ταμία, τα δύο φιορίνια και τα δέκα νομίσματα του ενός τετάρτου των παλιών ρεάλ που είχαν συμφωνηθεί για τη δουλειά. Χωρίς καν να νοιαστεί να μετρήσει τα χρήματα μπροστά στον πληρωτή, όπως του είχε υποδείξει ο πατέρας του, είχε ζητήσει από τον ταμία την άδεια να κοιτάξει ξανά τον πίνακα, χωρίς εκείνη τη στιγμή να καταλαβαίνει την περιφρονητική αντίδραση που το αίτημά του προκάλεσε στον άνδρα.
   Για άλλη μια φορά μπροστά στο τεράστιο συλλογικό πορτρέτο, που ακόμα μύριζε λινέλαιο και βερνίκι, και, ενώ συνειδητοποιούσε τις πελώριες διαστάσεις της συγκίνησης που τον κατακυρίευε, ο Ελίας Αμπρόσιους άρχισε να παρατηρεί γοητευμένος τις λεπτομέρειες. Βάλθηκε να αναζητάει τις ασαφείς αλλά εκθαμβωτικές πηγές του φωτός και ακολούθησε την ιλιγγιώδη αίσθηση κίνησης που απέπνεε ο πίνακας χάρη σε χειρονομίες όπως εκείνη του λοχαγού Κοκ, στο πρώτο πρώτο πλάνο, που το μισοσηκωμένο του μπράτσο και το ελαφρά ανοιχτό στόμα του υποδήλωναν ότι η διαταγή του να ξεκινήσει η πορεία ήταν η σπίθα που προοριζόταν να ενεργοποιήσει τη δράση. Το σήμα του λοχαγού έμοιαζε να αιφνιδιάζει τον σημαιοφόρο τη στιγμή που έπιανε το κοντάρι και να θέτει σε επιφυλακή άλλες μορφές, αρκετές από τις οποίες στη μέση κάποιας συζήτησης. Ένας από τους εικονιζόμενους (να ήταν άραγε ο κύριος Φαν ντερ Φελτ, εργολάβος αλλά και πελάτης του τυπογραφείου;) ύψωνε το μπράτσο στην κατεύθυνση της πορείας που είχε υποδείξει ο λοχαγός και, με τη χειρονομία του, κάλυπτε περισσότερο από το μισό πρόσωπο ενός ανθρώπου που ο Ελίας κατάφερε να αναγνωρίσει ως τον ταμία με τον οποίο είχε μόλις κλείσει τη συμφωνία και έτσι μπόρεσε εύκολα να καταλάβει την αντίδρασή του, όταν του ζήτησε άδεια να δει το έργο. Στο αριστερό χέρι, προς τα εκεί που ο κύριος Φρανς Μπάνινγκ Κοκ πρότεινε την πορεία του λόχου, η δράση επιταχυνόταν καθώς ένα αγόρι (ή μήπως ήταν ένας από εκείνους τους νάνους γελωτοποιούς) έτρεχε κρατώντας ένα κέρατο γεμάτο μπαρούτι και φορώντας μια περικεφαλαία υπερβολικά μεγάλη για το μπόι του· όμως, πηγαίνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση, σαν μια έκρηξη από φως, ένα κορίτσι από χρυσάφι (μα τι έκανε εκεί με μια κότα δεμένη στη ζώνη της φούστας της;) κατείχε έναν προνομιακό χώρο και, με μια πονηριά ενήλικης που δεν άφηνε χώρο σε περερμηνείες, κοιτούσε τη σκηνή ή ίσως και τον θεατή, λες και με την αυθάδικη παρουσία της χλεύαζε την παντομίμα που είχε στηθεί ολόγυρά της. Στο μεταξύ, στο κέντρο της εικόνας, πίσω από το λευκό φτερό του καπέλου του σημαιοφόρου, στον οποίο απευθυνόταν η διαταγή του λοχαγού, ξέφευγε από ένα αρκεβούζιο μια εκπυρσοκρότηση λαμπερή, στιγμιαία, περισσότερο από αναιδής. Ωστόσο, ο σημαιοφόρος, που πάνω στη στολή του από φωτεινό κίτρινο της Νάπολης προβαλλόταν η σκιά του υψωμένου χεριού του λοχαγού, δεν είχε μεταβιβάσει ακόμα στους υπόλοιπους άνδρες τη διαταγή του κυρίου Μπάνινγκ Κοκ: ο Ελίας κατάλαβε τότε πως όλη η απεικόνιση αποτελούσε την αρχή για κάτι, ζωντανό και ηχηρό σαν την εκπυρσοκρότηση που είχε ξεφύγει, ένα μυστήριο προς κάποιο μέλλον που βρισκόταν πέρα από την πέτρινη γέφυρα πάνω στην οποία οι διοικητές ήταν έτοιμοι πλέον να ξεκινήσουν την πορεία, μια κινητικότητα χαοτική, έτοιμη να ταράξει τις αδράνειες. Κάτι που εκρηγνυόταν προς διάφορες κατευθύνσεις, σημαδεύοντας όμως πάντα το μέλλον.
   Συνεπαρμένος από την ζωντανή ισχύ εκείνης της εικόνας που οι δυνάμεις της, απελευθερωμένες, είχαν βαλθεί να αψηφήσουν όλες τις λογικές και τους πιο στοιχειώδεις κανόνες που ήξερε ο κόσμος (πώς ήταν δυνατόν ο λοχαγός Κοκ, ντυμένος στα μαύρα, παρόλο που το στήθος του το διέσχιζε μια έντονη κόκκινη και πορτοκαλί λωρίδα, να δίνει στον θεατή την εντύπωση ότι βγαίνει μπροστά από τον σημαιοφόρο, που φορούσε ρούχα σε φωτεινό κίτρινο, όταν όλος ο κόσμος ξέρει πως τα φωτεινά χρώματα προχωρούν μπροστά και τα σκούρα δίνουν την εντύπωση του βάθους;), ο Ελίας Αμπρόσιους σχεδόν δεν είχε μάτια για να δει και τους υπόλοιπους έξι πίνακες που κοσμούσαν την groote sael, τοποθετημένοι όλοι ήδη στη θέση τους. Τα άλλα έργα ήταν ομαδικά πορτρέτα (κάτι τέτοιο ήταν άραγε και ο πίνακας του Δασκάλου;), που σέβονταν τους καθιερωμένους νόμους, τέλεια με τον τρόπο τους. Όμως, δίπλα σε εκείνον τον θεαματικό ανεμοστρόβιλο, τον γεμάτο από απίστευτα οπτικά εφέ που όμως πετύχαιναν να αποδώσουν την πιο ολοφάνερη αίσθηση πραγματικότητας και ζωής, ο νέος αισθάνθηκε πως τα υπόλοιπα έργα έμοιαζαν με τραπουλόχαρτα: μερικές φιγούρες που, μέσα στην υποτιθέμενη τέλεια ομοιομορφία τους, η ζωγραφική του Δασκάλου τις έκανε να φαίνονται άκαμπτες, στοιχειώδεις, χωρίς ψυχή...
   Η φωνή του επιστάτη, που του θύμιζε πως έπρεπε να κλείσει την αίθουσα, με δυσκολία μπόρεσε να τον βγάλει από τη μαγεία στην οποία είχε βυθιστεί ο Ελίας Αμπρόσιους, από τη θύελλα της ταραχής μέσα στην οποία θα ζούσε από εκείνη τη μέρα που πήρε την αμετάκλητη απόφαση να γίνει ζωγράφος και, με την κυρίαρχη ή αναπόφευκτη επιλογή του (μόνο ο Θεός ήξερε ποιο ήταν το σωστό επίθετο), έβαλε τη μοίρα του μέσα στη δίνη της καταιγίδας από την οποία θα προέκυπταν οι μεγαλύτερες χαρές και οι τελεσίδικες συμφορές που θα σημάδευαν τις μέρες της ζωής του.

   Δεν συνέβη εκείνο το πρωί. Ούτε τα δύο επόμενα. Μόνο όταν ο νέος άρχιζε να σκέφτεται μήπως αναβάλει για ένα διάστημα την παγωμένη του αγρύπνια, περιμένοντας θερμοκρασίες λιγότερο τραχιές, οι προσδοκίες του ανταμείφθηκαν με τον ήχο από τους σύρτες της πράσινης πόρτας που άνοιξε για να περάσει ο Δάσκαλος, χωμένος μέσα στην κάπα του. Μόλις τον είδε, ο Ελίας Αμπρόσιους ένιωσε να τον αγκαλιάζει ένα κύμα ικανοποίησης, ικανό να τον κάνει να ξεχάσει το κρύο, τους φόβους του, ακόμα και τη μέγγενη της πείνας.
   Μία ώρα πριν, κάπως νωρίτερα από το συνηθισμένο, ο Ελίας είχε δει να μπαίνει στο κτήριο ο νεαρός Σάμουελ φαν Χόοχστρατεν και, λίγο μετά, ο γείτονάς του στη Μπετανιενστράατ, ο Δανός Μπέρναρντ Κέιλ, συνοδευόμενος από τους αδελφούς Φαμπρίσιους, όλοι τυχεροί μαθητές του Δασκάλου, και συγχάρηκε τον εαυτό του, αφού είχε την ελπίδα πως εκείνο το πρωί έρχονταν νωρίτερα από το κανονικό επειδή σίγουρα θα έβγαιναν για ψώνια κι αυτός, επιτέλους, θα έσπαγε την παγωμένη μονοτονία των αναμονών του.
   Από τον ίδιο τον Δανό Κέιλ, που έμενε σε μια σοφίτα κοντά στο σπίτι του και ο οποίος είχε πάντα μια υπερβολική φλυαρία που πολλαπλασιαζόταν από μια πρόσκληση για μπίρα, ο Ελίας Αμπρόσιους είχε μάθει (εκτός από τις ρουτίνες του σπιτιού και του εργαστηρίου) τις αποθαρρυντικές απαιτήσεις του Δασκάλου την ώρα που αποφάσιζε αν θα δεχτεί καινούργιους μαθητές και βοηθούς. Παρόλο που οι μαθητευόμενοι του εξασφάλιζαν μια αξιοσημείωτη πηγή εσόδων (μόνο η εγγραφή έφτανε την μια εκατοστή φιορίνια χωρίς να υπολογίσει κανείς τα υπόλοιπα πρακτικά και εμπορικά οφέλη που του προσέφεραν), ο Δάσκαλος απαιτούσε από τους υποψήφιους, που κατέφταναν στο εργαστήριό του, κάποια προηγούμενη προπαρασκευή και κάτι περισσότερο από ενθουσιασμό ή στοιχειώδεις γνώσεις για την τέχνη της ζωγραφικής. Δουλειά του δεν ήταν, επαναλάμβανε διαρκώς, να τους μάθει να ζωγραφίζουν, αλλά να τους υποχρεώσει να ζωγραφίζουν καλά. ("Το ατελιέ μου δεν είναι σχολή, αλλά εργαστήριο", έλεγε ο Δανός, μιμούμενος τον Δάσκαλο, ενώ προσπαθούσε να του κλέψει ακόμα και τη σκυθρωπή έκφραση του προσώπου που, όταν μιλούσε γι' αυτό το θέμα, πρέπει να είχε ο ζωγράφος). Εκείνη η αξίωση, από μόνη της, έκλεινε στον Ελίας την πράσινη πόρτα που άνοιγε τον δρόμο στις φιλοδοξίες του: πρώτον, εξαιτίας του ίδιου του γεγονότος ότι ήταν Εβραίος και, κατά συνέπεια, ήταν αδύνατον γι' αυτόν να ενημερώσει τους γονείς του για τις ανησυχίες του, έτσι ώστε να σκεφτούν τουλάχιστον το ενδεχόμενο να σπάσουν τις συμβάσεις που ήταν εγγενείς στο να τον στείλουν να εκπαιδευτεί με κάποιον δάσκαλο εκείνης της τέχνης. Και δεύτερον, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, επειδή εκείνη τη στιγμή, λόγω της ισχνότατης οικονομικής του κατάστασης, του ήταν σχεδόν αδύνατον να βρει άλλον εκπαιδευτή, και μάλιστα διακριτικό, φτηνό και ικανό, που να είναι σε θέση να τον βοηθήσει να προσθέσει στοιχειώδεις γνώσεις στις φιλοδοξίες του, ώστε μετά να ελπίζει σε μια θέση στο εργαστήρι των ονείρων του. Ωστόσο, η ευνοϊκή, καλή σχέση του Δασκάλου με τους γείτονές του από την εβραϊκή συνοικία και η γνώση των τόσων προσωπικών μεθόδων του (ήδη από μήνες ο Ελίας γνώριζε καλά όλα τα έργα του Δασκάλου που ήταν τοποθετημένα σε δημόσιους αλλά και σε ιδιωτικούς χώρους της πόλης) δημιουργούσαν έναν μαγνητικό πόλο προς τον οποίο προσανατολίζονταν όλες οι προσδοκίες του νέου, που πολλαπλασιάστηκαν και χαράχτηκαν με πυρακτωμένο μέταλλο το απόγευμα που είχε δει την προετοιμασία για αναχώρηση του λόχου του λοχαγού Κοκ. Αν ήταν να ρισκάρει τόσο για το πάθος του, αν ήταν να ζήσει και αν θα έπρεπε να ζήσει ένα μέρος της ζωής του σε ένα είδος παρανομίας, θα το έκανε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και για τον Ελίας Αμπρόσιους ο δρόμος προς εκείνη την έμμονη ιδέα είχε ένα και μοναδικό όνομα και έναν μόνο τρόπο να αντιλαμβάνεται την τέχνη της απεικόνισης: αυτούς του Δασκάλου. Ή αλλιώς δεν θα είχε κανέναν. Κάτι που, το ήξερε καλά ο νέος, ήταν στην πραγματικότητα το πιθανότερο...
   Για όλους αυτούς τους αξεπέραστους λόγους, σε αναμονή κάποιας λύσης για τις φιλοδοξίες του, ο νέος είχε αναγκαστεί να συμβιβαστεί με το να ακούει τις αναλύσεις του παππού Μπενγιαμίν για τη σημασία της άμεσης σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Δημιουργό του και με το να ονειρεύεται έργα που έβγαιναν από τα χέρια του, ενώ, τις νύχτες, σχεδίαζε πάνω στα ταπεινά χαρτιά του. Επιπλέον, όμως, είχε βαλθεί να απολαμβάνει τη διακριτική φυσική εγγύτητα με τον Δάσκαλο την οποία πετύχαινε στην παρακολούθησή του σε δρόμους και αγορές, ενώ πάσχιζε να πιάσει στον αέρα κάτι από τα λόγια του, κάνοντας μαθητεία -που σκεφτόταν πως κάποια στιγμή θα του ήταν χρήσιμη- στις προτιμήσεις του ζωγράφου σε χρωστικές, λάδια, χαρτόνια και μουσαμάδες, στην εμμονική απόλαυσή του από την αγορά αντικειμένων συνηθισμένων ή ασυνήθιστων (από ένα κοχύλι μέχρι αφρικανικές λόγχες) και στην εκστατική παρατήρηση κτηρίων, δρόμων, ανδρών και γυναικών, κοινών ή ξεχωριστών, της πολύχρωμης πόλης όπου είχαν συρρεύσει όλες οι φυλές και οι κουλτούρες του κόσμου, στην οποία μερικές φορές παραδινόταν ο ζωγράφος.
   Αν και ο Ελίας παραξενεύτηκε όταν διαπίστωσε πως έβγαινε μόνος, φορώντας τα γάντια του από δέρμα μοσχαριού, ακόμα πιο πολύ εξεπλάγη όταν τον είδε να διασχίζει τον δρόμο, σαν να κατευθυνόταν ακριβώς εκεί όπου στεκόταν εκείνος. Η καρδιά του αναπήδησε και άρχισε να επινοεί πιθανές απαντήσεις σε οποιοδήποτε ερώτημα του άνδρα σχετικά με την επίμονη παρουσία του μπροστά στο σπίτι του, και μέσα σε μια στιγμή κατέληξε σε μία και μόνο: την αλήθεια. Ο Δάσκαλος, ωστόσο, παρέκαμψε έναν σωρό από χιόνι και μια λιμνούλα με λάσπη, προσπαθώντας να μη λερώσει τη φορεσιά του, και, χωρίς να δώσει την παραμικρή προσοχή στο αμούστακο αγόρι, κατευθύνθηκε στο σπίτι του Ησαΐα Μοντάλτο, του πάμπλουτου Σεφαραδίτη που, όπως όλοι όσοι είχαν λόγους για τέτοιου είδους περηφάνιες, τόσο του άρεσε να διαλαλεί την ευγενή και ισπανική καταγωγή της οικογένειάς του, με αποκορύφωμα τον πατέρα του, τον δόκτορα Χοσουέ Μοντάλτο, ιατρό της αυλής της Μαρίας των Μεδίκων, βασιλομήτορος της Γαλλίας. Εκείνος ο Ησαΐας Μοντάλτο, που είχε αποκτήσει το πρώτο και ένα από τα πιο πολυτελή σπίτια στην αποκαλούμενη, από ανθρώπους σαν εκείνον, Πλατιά Οδό των Εβραίων, είχε φτιάξει μια περιουσία τόσο σημαντική από τότε που είχε έρθει στο Άμστερνταμ που ήδη είχε αναθέσει να του χτίσουν μια κατοικία ακόμα πιο ευρύχωρη στη ζώνη των καινούργιων καναλιών, όπου κάθε γιάρδα γης κλεμμένης από τους βάλτους έφτανε σε τιμές ιλιγγιώδεις. Όπως όλοι γνώριζαν, ο Εβραίος διατηρούσε από αρκετά χρόνια στενή σχέση με τον άνθρωπο που, αφού χτύπησε το καμπανάκι, πέρασε στο εσωτερικό του σπιτιού, από το οποίο βγήκε μόλις μετά από πέντε λεπτά, έχοντας κρεμασμένο στον λαιμό ένα από εκείνα τα ευωδιαστά σακουλάκια, με αρωματικά βότανα και φτιαγμένα από πράσινο λινό, ειδικά σχεδιασμένα για τον Ησαΐα Μοντάλτο, και στο χέρι άλλη μια σακούλα, αλλά από καφέ χαρτί, στην οποία ήταν τυλιγμένο το προτελευταίο καπρίτσιο στο οποίο ξόδευε τα λεφτά της η πόλη: τα φύλλα καπνού που έρχονταν από τον Νέο Κόσμο, τα οποία προμήθευε στον Μοντάλτο ο προσήλυτος Φεδερίκο Χινέβρα, που φρόντιζε να του τα φέρνουν από τα καπνοχώραφα του Σιμπάο, στο μακρινό νησί της Ισπανιόλας.
   Αντί να πάει να συναντήσει τους μαθητές του και να κινηθεί προς τη Μεϊερπλέιν, απ' όπου άρχιζε συνήθως τις γύρες του για τα ψώνια, ο Δάσκαλος πήρε την αντίθετη κατεύθυνση, πέρασε σχεδόν μπροστά από τον Ελίας (του οποίου η μύτη εισέπραξε τη φευγαλέα ευωδιά από λεβάντα και αγριοκυπάρισσο που ανέδιδε το αρωματικό σακουλάκι), διέσχισε τη γέφυρα και, αφού έφτυσε μια καραμέλα από ζάχαρη πάνω από την κουπαστή, προχώρησε προς την Σιντ Αντονισμπρεϊστράατ, σαν να πήγαινε προς το κέντρο της πόλης. Άφησε πίσω του το πολυτελές σπίτι του φίλου του Ισαάκ Πίντο και το κτήριο όπου κατοικούσε και είχε το κατάστημά του ο έμπορος τέχνης Χέντρικ Άουλενμπουρχ, συγγενής της εκλιπούσας συζύγου του Δασκάλου -το μέρος όπου είχε μείνει όταν εγκαταστάθηκε στην πόλη. Όμως, όταν έφτασε δίπλα στην αψίδα με τις δυο νεκροκεφαλές που έβλεπε προς τη σπιανάδα Ζάουντερκερκ, ο άνδρας στάθηκε και έβγαλε το καπέλο του, παρά το κρύο. Ο Ελίας ήξερε πως στον πρόναο της παλιάς εκκλησίας αναπαύονταν οι σωροί των τριών πρώτων του παιδιών, που όλα είχαν πεθάνει λίγες βδομάδες από τη γέννησή τους, και μόνο εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκε για ποιο λόγο ο ζωγράφος είχε αποφασίσει να θάψει την μητέρα των παιδιών στην Άουντε Κερκ και όχι σε εκείνο το μέρος, που ήταν ήδη σημαδεμένο από την οδύνη του.
   Ο Δάσκαλος ξαναπήρε τον δρόμο και, αφού πέρασε μπροστά από το σπίτι όπου ζούσε για χρόνια ο δικός του δάσκαλος, ο πεθαμένος πια Πίτερ Λάστμαν (ο καλύτερος καθηγητής του Άμστερνταμ στην εποχή του, ο δάσκαλος που τον έκανε Δάσκαλο), χώθηκε στη Νέα Αγορά που έβγαζε στην πάντα πολύβουη Ντε Βάαχ, όπου μόλις ενάμιση αιώνα πριν βρισκόταν η Σιντ Αντονισπόορτ, η πύλη που αποτελούσε το δυτικό όριο της μητρόπολης που τώρα πια ξεχείλιζε από τα παλιά της σύνορα. Στη φρενήρη δραστηριότητα των εμπόρων και των εισαγωγέων που πιστοποιούσαν εκεί το βάρος των εμπορευμάτων τους στη δημοτική πλάστιγγα, στις φωνές των δημοπρατών και των αγοραστών προϊόντων υπαρκτών και μελλοντικών, σταλμένων από κάθε άκρη του πλανήτη, ερχόταν εκείνη τη στιγμή να προστεθεί ο μεταλλικός ήχος από τα φτυάρια με τα οποία η ομάδα των απόρων που είχαν προσληφθεί από τον δήμο μάζευε το χιόνι και το έβαζε στα κάρα που θα το πήγαιναν να το αδειάσουν στο πιο κοντινό κανάλι. Η επιχείρηση καθαριότητας οφειλόταν, ίσως, στο ότι πριν από το μεσημέρι μπορεί να υπήρχε προγραμματισμένη στην πλατεία κάποια από τις εκτελέσεις που τόσο συχνά πραγματοποιούσαν εκεί, ποινή που, ως συνήθως, θα την εκτελούσαν με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, για να μη χάνονται πολύτιμα λεπτά από το εμπόριο. Καθώς περνούσε από μια γωνία, όπου ήταν εκτεθειμένοι προς πώληση μερικοί πίνακες φτιαγμένοι στα μέτρα του πιο κοινού γούστου, ο Δάσκαλος μόλις και μετά βίας έριξε το βλέμμα πάνω τους και ο Ελίας σκέφτηκε πως τους περιφρονούσε. Και το άξιζαν, όλοι σχεδόν, μονολόγησε ο νέος, υιοθετώντας τα υποτιθέμενα κριτήρια του άλλου.
   Από τη Μονικενστράατ ο Δάσκαλος πέρασε πάνω από το κανάλι Άρτσερμπουργκ και ο Ελίας σκέφτηκε μήπως τα βήματά του οδηγούσαν στην κοντινή, πια, Άουντε Κερκ, την εκκλησία που είχαν χτίσει οι χριστιανοί και η οποία είχε μετατραπεί πριν από μερικές δεκαετίες σε καλβινιστική. Όταν όμως έφτασε στο Άουντεζεϊντς Φοορμπούρχβαλ, έστριψε αριστερά και άρχισε να απομακρύνεται από το κτήριο με τους γοτθικούς πύργους, όπου πριν από μερικούς μήνες είχε θάψει τη γυναίκα του, και τελικά μπήκε στην πρώτη ταβέρνα από τις πολλές που υπήρχαν σε εκείνη την όχθη του καναλιού. Ο νέος, αν και γνώριζε τη συμπάθεια του Δασκάλου για το ποτό της ζύμωσης, παραξενεύτηκε από την τόσο πρωινή ώρα που το αναζητούσε.
   Αυξάνοντας τις προφυλάξεις, ο Ελίας πλησίασε στο μαγαζί, που σίγουρα ξεχείλιζε από μισθοφόρους στρατιώτες που είχαν έρθει από την Αγγλία, τη Γαλλία ή ακόμα και από τα βασίλεια της Ανατολής, για να πολεμήσουν ενάντια στην Ισπανία, λόγω των καλών μισθών που τους πλήρωνε η Δημοκρατία. Στην πόρτα της ταβέρνας, σύμφωνα με τη μόδα του τελευταίου καιρού, είχαν τοποθετήσει ένα τεράστιο ημιδιαφανές τζάμι, μέσα από το οποίο ο νέος κοίταξε στο εσωτερικό. Δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ, αναγκάστηκε όμως να αποτραβήξει όσο πιο βιαστικά μπορούσε το πρόσωπό του: ο Δάσκαλος, με την πλάτη προς τον δρόμο, βολευόταν ήδη στο τραπέζι, όπου, στην απέναντι πλευρά, καθόταν ο παλιός καθηγητής του Ελίας Αμπρόσιους, ο χαχάμ Μενασέ Μπεν Ισραέλ. Εκείνη τη στιγμή ο πρώην ραβίνος, πάντα αχόρταγος για τις επίγειες απολαύσεις, έχωνε τη μύτη του στη σακούλα από καφέ χαρτί, που ήταν γεμάτη με τα αρωματικά φύλλα από την Αμερική, για να εισπνεύσει τη ζεστή ευωδιά των μακρινών τόπων.

   Για μήνες στριφογύριζε στο μυαλό του Ελίας Αμπρόσιους η παράτολμη ιδέα να πλησιάσει τον παλιό του καθηγητή και να του εξομολογηθεί τις φιλοδοξίες του. Μόνο εκείνη τη μέρα, καθώς τον έβλεπε να πίνει, να καπνίζει και να χτυπάει κάμποσες φορές τον Δάσκαλο στον ώμο, πήρε την απόφαση. Ζυγίζοντας τις πιθανότητές του, κατέληξε πως εκείνος ο άνθρωπος ήταν η χειρότερη και η καλύτερη επιλογή του για τους σκοπούς του, αλλά ταυτόχρονα, όπως όλα έδειχναν, η μοναδική που είχε στα χέρια του.
   Ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ ζούσε σε ένα ξύλινο σπίτι μάλλον σαραβαλιασμένο παρά ταπεινό, στη Νιούε Χάουτρμακτ, στο αποκαλούμενο νησί Φλόιενμπουρχ, στην άκρη του Μπίνεν Άμστελ, πολύ κοντά εκεί όπου πριν από μερικά χρόνια είχαν ζήσει ο Δάσκαλος και η πεθαμένη πια γυναίκα του. Με μεγαλύτερη συχνότητα απ' αυτή που θα μπορούσε να οφείλεται στην απλή νοσταλγία για τις μέρες του στο σχολείο, ο Ελίας επισκεπτόταν την κατοικία του δασκάλου του στα θρησκευτικά, τη ρητορική και την εβραϊκή γλώσσα, ίσως επειδή εκεί ανέπνεε κανείς την πιο αυθεντική ατμόσφαιρα των Εβραίων του Άμστερνταμ: ένα μείγμα μεσσιανισμού με ρεαλισμό, θείου πεπρωμένου με κοσμικές συμπεριφορές, κουλτούρας ανοιχτής στον κόσμο και τις ανανεωτικές ιδέες με τον χιλιετή εβραϊκό πραγματισμό. Και επιπλέον επειδή σε εκείνο το σπίτι μπορούσε να έρχεται σε επαφή με το πνεύμα του Δασκάλου.
   Η εμφάνιση της κατοικίας του χαχάμ ερχόταν σε ολοφάνερη αντίθεση με το γεγονός ότι η σύζυγός του και μητέρα των τριών παιδιών του ήταν μέλος της οικογένειας Αμπραβανέλ, κάποτε πλούσιας και ισχυρής στην Ισπανία και την Πορτογαλία και τώρα πάλι πλούσιας και ισχυρής στη Βενετία, την Αλεξάνδρεια, ήδη και στο Άμστερνταμ πλέον. Οι Αμπραβανέλ είχαν έρθει στην πόλη ακόμα πιο αργά και από τον παππού Μοντάλμπο, αλλά, σε αντίθεση μ' αυτόν, ως επιβάτες ενός εμπορικού πλοίου, φορτωμένοι με πουγκιά με χρυσά νομίσματα και κοσμηματοθήκες με διαμάντια και διαθέτοντας πολιτικές, κοινωνικές, οικογενειακές και εμπορικές επαφές που άξιζαν επίσης πολλές χιλιάδες φιορίνια. Με καταγωγή από συμβούλους, τραπεζίτες και βασιλικούς λειτουργούς στα στέμματα της Ιβηρικής πριν από τη μαύρη χρονιά του 1492, φυτώριο εμπόρων, γιατρών, ακόμα και ποιητών με φήμη αναγνωρισμένη σε ολόκληρη τη Δύση, οι Αμπραβανέλ έμοιαζαν να έχουν γεννηθεί με πεπρωμένο τα πλούτη, την εξουσία και την ευφυΐα. Όμως, το σπίτι του χαχάμ δεν είχε καμία σχέση με τις δύο πρώτες από αυτές τις αρετές· το αντίθετο, το μέρος κραύγαζε πως η εμπορική ικανότητα του ανθρώπου που έμενε εκεί δεν ήταν το δυνατό του στοιχείο (είχε υπάρξει ιδρυτής διαφόρων επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων το πρώτο εβραϊκό τυπογραφείο της πόλης, που σύντομα νικήθηκε από τον ανταγωνισμό και πουλήθηκε σε άλλον Σεφαραδίτη)· πάνω απ' όλα, όμως, η κακή κατάσταση του κτηρίου με τα καταφαγωμένα ξύλα έκανε φανερό ότι οι σχέσεις του κατοίκου του με τους πάμπλουτους Αμπραβανέλ δεν πρέπει να ήταν ιδιαίτερα εγκάρδιες. Ωστόσο, η καλύτερη ίσως απόδειξη της απόστασης που υπήρχε ανάμεσα στον σοφό και τους συγγενείς του ήταν εκείνη που σημάδεψε τη μοίρα του Μπεν Ισραέλ ως ραβίνου, αφού, αν είχε την υποστήριξη του πανίσχυρου κλαν, δεν θα είχε ηττηθεί στη σύγκρουση για εκείνη την τόσο περιζήτητη θέση.
   Αυτή η πικρή διαμάχη είχε συμβεί μερικά χρόνια πριν, όταν οι Σεφαραδίτες, κάθε μέρα και πιο πολυάριθμοι και εύποροι, αποφάσισαν να δώσουν ζωή  στην Ταλμούδ - Τορά, τη θρησκευτική και κοινοτική συνέλευση στην οποία συγχωνεύτηκαν οι τρεις κοινότητες που υπήρχαν στην πόλη· ως μέρος της συγχώνευσης, αποφάσισαν να απαλλαγούν από μερικούς ραβίνους, τους μισθούς των οποίων πλήρωνε η κοινότητα. Και ανάμεσα στους απορριφθέντες είχε βρεθεί και ο ενοχλητικός Μενασέ Μπεν Ισραέλ. Παρά τη φήμη που είχε ως συγγραφέας, καβαλιστής και κήρυκας της εβραϊκής σκέψης, ο λόγιος αναγκάστηκε από τότε και ύστερα να συμβιβαστεί με την όχι πολύ καλά αμειβόμενη θέση του χαχάμ, του καθηγητή ρητορικής και θρησκευτικών, αν και του επέτρεψαν να διατηρήσει μια έδρα στο ραβινικό συμβούλιο της πόλης. Παρά εκείνο το φιάσκο, ο στοχαστής περηφανευόταν δημόσια για τον δεσμό αίματος που είχε με τη διάσημη φαμίλια,  καθώς, όπως πολλά μέλη της οικογένειας αλλά και ο ίδιος είχαν αναλάβει να διακηρύσσουν, υπήρχαν αξιόπιστες αποδείξεις ότι οι Αμπραβανέλ κατάγονταν απευθείας από τον οίκο του βασιλιά Δαβίδ και, κατά συνέπεια, ο Μεσσίας που θα ερχόταν (και του οποίου η έλευση, σύμφωνα με τους έμπειρους καβαλιστές της Δύσης και τους μυστικιστές της Ανατολής έμοιαζε κάθε μέρα και πιο κοντινή) θα έφερε αυτό το επώνυμο και, ως εκ τούτου, ο Αναμενόμενος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας από τους γιους του πρώην ραβίνου, που είχαν συλληφθεί μέσα σε μια κοιλιά Αμπραβανέλ.
   Παρότι έπρεπε να ζει μετρώντας τις σκόρπιες δεκάρες που είχε στις τσέπες του, παρά τη σκανδαλώδη ραβινική υποβάθμισή του και την πορτογαλέζικη και σταθερή συμπάθειά του για το κρασί, ο Μενασέ Μπεν Ισραέλ εξακολουθούσε να είναι ένας από τους ανθρώπους με την μεγαλύτερη επιρροή στην κοινότητα και, όχι χωρίς λόγο, τα τελευταία τρία χρόνια καταλάμβανε τη θέση του διευθυντή της Νόσα Ακαντέμια, της σχολής που είχαν ιδρύσει οι επίσης πανίσχυροι Αμπραάμ και Μοσέ Περέιρα. Στα νιάτα του, για να μπορεί να τυπώνει και να κυκλοφορεί τα γραπτά του, είχε ιδρύσει το πρώτο εβραϊκό τυπογραφείο του Άμστερνταμ, που, ενώ ως επιχείρηση κατέληξε σε φιάσκο, ως βάση για την υποστήριξη των ιδεών του και για τη γνωριμία με πολλούς κλασικούς της εβραϊκής γραμματείας υπήρξε μια απόφαση φωτισμένη. Τα δικά του βιβλία, γραμμένα στα ισπανικά, στα εβραϊκά, στα λατινικά, στα πορτογαλικά και στα αγγλικά (μπορούσε, επιπλέον, να εκφράζεται σε άλλες πέντε γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς των ολλανδικών) διακινήθηκαν στον μισό πλανήτη και είχαν αναγνώστες όχι μόνο μεταξύ των Εβραίων της Δύσης και της Ανατολής (το βιβλίο του Νισμάτ Χαΐμ θεωρήθηκε ένας από τους πιο περιεκτικούς καβαλιστικούς σχολιασμούς), αλλά και μεταξύ των καθολικών και των χριστιανών. Αυτοί οι τελευταίοι είχαν βρει σε έργα δικά του όπως Ο συμφιλιωτής μια περίεργη εβραϊκή ματιά στις Άγιες Γραφές, μια οπτική χωρίς αποκλεισμούς που υπογράμμιζε τις συμπτώσεις ανάμεσα στην καθολική και χριστιανική ανάγνωση του κειμένου και εκείνη που για τρεις χιλιάδες χρόνια έκαναν τα τέκνα του Ισραήλ. Ωστόσο, από τα έργα του -τα οποία ο Ελίας Αμπρόσιους τα είχε διαβάσει όλα, με προτροπή του παππού του- ο παλιός του μαθητής εξακολουθούσε να προτιμάει τη μπροσούρα De Termino Vitae (την πρώτη έκδοση της οποίας, που σύντομα έγινε σκανδαλώδης επιτυχία, του έλαχε να στοιχειοθετήσει στο τυπογραφείο), αφού μετέδιδε στον νέο εκείνη την αντίληψη για τη ζωή και τις απαιτήσεις της, για τον θάνατο και τα προμηνύματά του, που τόσο πολύ τον ικανοποιούσε ως σύλληψη της ανθρώπινης ύπαρξης, εδώ και τώρα.
   Ίσως επειδή ήταν ένας τόσο ιδιόρρυθμος ετερόδοξος, στριμωγμένος μέσα σε μια κοινότητα πρόσφατα γεννημένη αλλά και ταραγμένη που, για να δυναμώσει, έπρεπε να καταφύγει στην πιο σιδηρά ορθοδοξία, η καριέρα του Μπεν Ισραέλ είχε υπάρξει τόσο πολύ διανθισμένη από αποτυχίες και παραπατήματα. Χωρίς αμφιβολία, όμως, επειδή ήταν ένας εικονοκλάστης ικανός να υποστηρίζει τις πιο ριψοκίνδυνες ιδέες (είτε επειδή ήταν καινοτόμες είτε επειδή ήταν συντηρητικές) και να ζει μια δημόσια ζωή στο όριο του αποδεκτού από τους εβραϊκούς κανόνες, οι δεσμοί του με την υπόλοιπη, προτεσταντική, κοινωνία του Άμστερνταμ έφτασαν να είναι πιο άνετοι και στενοί. Και αν χρειαζόταν κάποια ορατή απόδειξη για το μέχρι πού είχε φτάσει εκείνη η επικοινωνία, στο μικρό σαλόνι της εξαιρετικά ταπεινής κατοικίας του υπήρχε αυτή η μαρτυρία: εκεί, προκλητική κρεμόταν η προσωπογραφία του, που πριν από μερικά χρόνια του είχε φτιάξει ο Δάσκαλος, όταν ήταν ήδη ο Δάσκαλος και ο πιο γνωστός και περιζήτητος ζωγράφος της πόλης. Εκείνο το πορτρέτο, όπου ο ραβίνος, τότε, απεικονιζόταν με πλατύγυρο καπέλο, ψαλιδισμένα γένια και μουστάκι, στο στιλ των αστών της πόλης, απέπνεε ζωή χάρη στην εντυπωσιακή δουλειά που είχε γίνει στα μάτια, από τα οποία ξεπηδούσε το βλέμμα του έξυπνου αρπακτικού που χαρακτήριζε το μοντέλο και το οποίο πολύ καλά ήξερε να αποδώσει ο Δάσκαλος. Το έργο λειτουργούσε σαν μαγνήτης που, σε κάθε επίσκεψή του στο σπίτι, ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα παρατηρούσε μέχρι να εξαντλήσει κάθε του λεπτομέρεια και κατέληξε να αποτελεί ακόμα μία από τις αιτίες που δημιούργησαν στον νέο την όλο και μεγαλύτερη λαχτάρα να προσεγγίσει τον Δάσκαλο και να τον μιμηθεί.
   Η σχέση φιλίας και εμπιστοσύνης ανάμεσα σε έναν ζωγράφο επικριτικό απέναντι στον δογματικό καλβινισμό, μέλος της σέχτας των μενονιτών του φίλου του, Κορνέλιους Άνσλο, και σε έναν μαχητικό Εβραίο λόγιο, ίσως έγινε ισχυρή επειδή κανένας από τους δύο δεν κήρυττε τον αποκλεισμό των άλλων, ακόμα δε λιγότερο συμβιβαζόταν με τις πνευματικές δυνατότητες που πρόσφερε η εποχή τους. Ηττημένοι και οι δύο στις φιλοδοξίες τους για κοινωνική άνοδο, τελικά είχαν φανεί ανίκανοι να αποδεχτούν πολλούς από εκείνους που ο κόσμος θεωρούσε καλούς τρόπους (για έναν επιτυχημένο Ολλανδό ζωγράφο και για έναν εξέχοντα Εβραίο), εκείνους τους κανόνες και τις προτεραιότητες που μερικές φορές είχαν καθιερωθεί από προγονικές παραδόσεις ή υποστηρίζονταν από τις σκοπιμότητες των κυρίων του χρήματος και της εξουσίας, εκείνων των ανθρώπων που από τα κεφάλαιά τους, όσο κι αν δεν τους άρεσε, έπρεπε να ζουν ο ζωγράφος και ο μελετητής των ιερών κειμένων.
   Από τον παλιό του παιδαγωγό, ο Ελίας μάθαινε τις μακροσκελείς συζητήσεις που έκαναν στο εργαστήριο του καλλιτέχνη, στο σπίτι του χαχάμ ή στις μπιραρίες του Άμστερνταμ, όπου στους δύο άντρες άρεσε πολύ να συναντιούνται και να τα πίνουν και να επιδίδονται σε διαλόγους, στους οποίους εκείνα τα δύο αντιφατικά πνεύματα, που όμως επικοινωνούσαν, συνήθιζαν να συζητούν τις διαφωνίες και τις απόψεις τους. Οι τρόποι τους, πολλές φορές προκλητικοί για δημόσια συμπεριφορά, επίσης είχαν συμβάλει στο να στραφεί επάνω τους η προσοχή μιας κοινότητας που έβραζε, για την οποία το να απολαμβάνει κανείς ελευθερία ιδεών και πίστης είχε καθιερωθεί ως το πλέον πολύτιμο αγαθό στο οποίο είχαν δικαίωμα όλοι όσοι ζούσαν εκεί, συμπεριλαμβανομένων των τέκνων του Ισραήλ: δεν ήταν τυχαίο που οι Εβραίοι όχι μόνο θεωρούσαν την πόλη μια Νέα Ιερουσαλήμ αλλά και την αποκαλούσαν Μακόμ, τον «καλό τόπο», όπου είχαν βρει την αποδοχή των συνηθειών και της πίστης τους και, μαζί μ' αυτήν, την ειρήνη για να ζήσουν τη ζωή τους, την οποία είχαν χάσει σχεδόν σε όλα τα άλλα μέρη του γνωστού κόσμου.
   Εκείνο το πρωί, όταν η Ραχήλ Αμπραβανέλ, κακοδιάθετη και ακόμα χειρότερα χτενισμένη (όπως πάντα) άνοιξε στον Ελίας, του πέταξε αμέσως κατάμουτρα ότι ο σύζυγός της ακόμα έσβηνε στον ύπνο τις αιθυλικές υπερβολές της προηγούμενης νύχτας και του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Καθισμένος στα σκαλάκια της εισόδου, με τον ένα γλουτό πάνω στη μεζουζά, τον κύλινδρο με τα αποσπάσματα της Τορά που είχε στόχο να θυμίζει σε όσους έμπαιναν ή έβγαιναν από το σπίτι ότι ο Θεός βρίσκεται παντού, ο νέος αποφάσισε να περιμένει να συνέλθει ο καθηγητής, αφού ήταν αποφασισμένος να κάνει τη δύσκολη συζήτηση με τον άνθρωπο που μπορούσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον να τον βοηθήσει ή να τον βουλιάξει. Μία ώρα μετά, υπερβολικά ελαφρά ντυμένος για το πρωινό κρύο, φορώντας τη βρόμικη βράκα και την τριμμένη χλαίνη, με τις οποίες συνήθιζε να κυκλοφορεί στην πόλη για να κάνει πιο φανερό το ανύπαρκτο ενδιαφέρον του για τα υλικά αγαθά και τη γνώμη του κόσμου, ο αμφιτρύωνας βολεύτηκε στο ίδιο σκαλοπάτι με τον νέο και του πρόσφερε μια κούπα με ένα κρασί νερωμένο και χλιαρό, γλυκασμένο με μέλι και καρυκευμένο με κανέλα, ίδιο με εκείνο που έπινε και ο ίδιος.
   Ο Ελίας τον ρώτησε πώς ένιωθε. "Ζωντανός", ήταν η απάντηση του χαχάμ, που, παράξενο γι' αυτόν, δεν έμοιαζε να έχει διάθεση για παρεκβάσεις. Για ποιο λόγο ήθελε να τον δει; Γιατί τόση βιασύνη; Δεν κρύωνε; Και τι έκανε στη ζωή του ο Άμος ο αχάριστος; Ο νέος αποφάσισε να ξεκινήσει από εκεί που του ήταν πιο εύκολο, ακόμη κι αν στην πραγματικότητα δεν ήταν, γιατί ο αδελφός του, Άμος, επίσης παλιός μαθητής του Μπεν Ισραέλ, είχε πάθει μια κρίση μυστικισμού και είχε γίνει ένας από τους οπαδούς του Πολωνού ραβίνου Μπρεσλάου, που ήταν ο πιο επίμονος τοπικός υπερασπιστής της θρησκευτικής καθαρότητας του ιουδαϊσμού και, όπως ήταν αναμενόμενο, δημόσιος εχθρός του Μπεν Ισραέλ και του τρόπου σκέψης του. Γι' αυτό έδωσε την πιο διπλωματική και ταυτόχρονα σαφή απάντηση που του ήρθε στο μυαλό: "Ο Άμος πρέπει να διαβάζει την Τορά στη γερμανική συναγωγή", είπε και ήπιε μια γουλιά από το κρύο πια κρασί και, χωρίς να το σκεφτεί άλλο, εφόρμησε προς τα 'κει που πραγματικά τον ενδιέφερε: "Αγαπημένε μου χαχάμ, θέλω ο φίλος σου ο Δάσκαλος να με δεχτεί στο εργαστήριό του. Θέλω να μάθω να ζωγραφίζω. Αλλά θέλω να μάθω μαζί του". Ο καθηγητής συνέχισε να πίνει από την κούπα του, λες και τα λόγια του πρώην μαθητή του ήταν κάποιο ασήμαντο σχόλιο για την κατάσταση του καιρού ή την τιμή του σιταριού. Ο Ελίας ήξερε, ωστόσο, ότι το μυαλό του λόγιου πρέπει να ρουφούσε εκείνες τις λέξεις που ήταν γεμάτες επιπλοκές και να τις έβαζε στην παλάντζα, εξισορροπώντας τες με τα αντίβαρα του λογικού, του εφικτού, του αποδεκτού και του απαράδεκτου.
   Λίγοι άνθρωποι στο Άμστερνταμ ήξεραν καλύτερα από τον Μενασέ τι πράγμα είναι να ζει κανείς φυλάγοντας ένα μυστικό και παίζοντας έναν ρόλο: στη διάρκεια της λουζιτανικής παιδικής του ηλικίας, τότε που λεγόταν ακόμη Μανοέλ Ντίας Σοέιρος, τον είχαν αρπάξει από το σπίτι του και τον είχαν κλείσει σε ένα μοναστήρι όπου για αρκετά χρόνια κάποιοι φραγκισκανοί καλόγεροι, όχι ιδιαίτερα συμπονετικοί, τον είχαν μορφώσει ως χριστιανό, διδάσκοντάς του (με τη βέργα στο χέρι) τους λόγους για τους οποίους όφειλε να περιφρονεί και να καταπιέζει όσους πίστευαν στη θρησκεία των προγόνων του, οι οποίοι ήταν οι άμεσοι υπεύθυνοι για τον θάνατο του Χριστού, πραγματοποιούσαν τελετουργικές θυσίες μωρών, έζεχναν θειάφι και ήταν εκ φύσεως φιλάργυροι, μεταξύ πολλών άλλων αμαρτιών και στιγμάτων. Το στομάχι του, εξαναγκασμένο να χωνεύει χοιρινό κρέας, λουκάνικα γεμιστά με αίμα και κάθε φαγητό τρεφά που σκέφτονταν οι παπάδες να σερβίρουν, αρρώστησε τόσο που έπαθε μια χρόνια ασθένεια που ακόμα τον συνόδευε και του προκαλούσε οδυνηρούς εμετούς. Είχε μάθει όμως και να επιβιώνει σε έναν κόσμο αντίξοο, να μένει σιωπηλός και να ξέρει να κρύβεται στη μάζα για να μην τον ακούνε ούτε να τον βλέπουν και, πάνω απ' όλα, είχε πάρει από εκείνο το εχθρικό περιβάλλον μαθήματα που μπορούσαν να του φανούν χρήσιμα στις πιο διαφορετικές περιστάσεις. Είχε αφομοιώσει, χάρη στους θεολογικούς καταπιεστές του, ότι το ανθρώπινο ον είναι ένα πλάσμα υπερβολικά περίπλοκο ώστε να μπορεί κανείς ("Πλην του Θεού, ασφαλώς", έλεγε στους μαθητές του, όπως θυμόταν πάντα ο Ελίας) να πιστεύει για τον εαυτό του πως είναι ικανός να το γνωρίσει και να το κρίνει, ενώ η ελευθερία της επιλογής έπρεπε να είναι το πρώτο δικαίωμα του ανθρώπου, εφόσον του το είχε προσφέρει ο Δημιουργός: από καταβολής κόσμου, για τη σωτηρία του ή για τον χαμό του, αλλά πάντα για να το χρησιμοποιεί ο ίδιος.
   Όταν μιλούσε γι' αυτό το θέμα στους μαθητές του, ο Μπεν Ισραέλ συνήθιζε να τους επαναλαμβάνει το αγαπημένο του εδάφιο από το Δευτερονόμιο: "Εγώ, ο Θεός, σου έχω δώσει ζωή και θάνατο· ευλογία και κατάρα· διάλεξε ζωή", δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη δυνατότητα επιλογής παρά την ίδια την τελική επιλογή και, πολλές φορές, ως κορωνίδα, συνήθιζε να τους διηγείται την παράξενη ιστορία ενός από τους πολιτικούς συγγενείς του, του δον Ιούδα Αμπραβανέλ, του ανθρώπου που, για να σώσει τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του, είχε επιλέξει να εγκαταλείψει δημόσια την πίστη του και να απαρνηθεί όλες του τις πεποιθήσεις. Σύμφωνα με την αφήγηση (ο Ελίας πάντα πίστευε πως ήταν μια μυθοπλασία του χαχάμ για να δώσει ακόμα μεγαλύτερο βάρος στο μεσσιανικό πεπρωμένο της οικογένειας), εκείνος ο άνδρας ήταν γιος  του ισχυρού Ισαάκ Αμπραβανέλ, που τόση υποστήριξη και τόσα χρήματα έδωσε ώστε ο Γενοβέζος Κολόμβος να μπορέσει να σαλπάρει με τα πλοία του και να χαρίσει δύναμη και δόξα στο Στέμμα της Ισπανίας. Παρ' όλα αυτά, ακόμα κι εκείνος αναγκάστηκε να δραπετεύσει από τη χώρα, όπου για πολλούς αιώνες έζησαν και πρόκοψαν οι πρόγονοί του, για να αναζητήσει καταφύγιο στη Λισαβόνα, όπως και πολλοί άλλοι Εβραίοι κυνηγημένοι από τους επισκόπους εκείνου του ίδιου ισπανικού Στέμματος (που, πριν τους απελάσει, είχε κατασχέσει τις πολύ σημαντικές περιουσίες τους, όπως θύμιζε πάντα ο παππούς Μπενγιαμίν όταν μιλούσε γι' αυτόν και για άλλους διωγμούς). Όμως, σύμφωνα με την αφήγηση του δασκάλου, το έτος 1497 ήταν που ο Ιούδας Αμπραβανέλ έζησε την πιο τρομακτική στιγμή της ζωής του: αυτός, η γυναίκα του και τα παιδιά τους, μαζί με δεκάδες άλλες οικογένειες Σεφαραδιτών, κατέληξαν κλεισμένοι σε έναν καθεδρικό της Λισαβόνας και, με βασιλικό διάταγμα, τέθηκαν μπροστά στο φοβερό δίλημμα στο οποίο οι χριστιανοί περιόριζαν τις επιλογές των πιστών στον Μωσαϊκό Νόμο. Είτε θα αποδέχονταν την καθολική βάπτιση είτε θα οδηγούνταν στα βασανιστήρια και στον θάνατο στην πυρά. (Σε εκείνο το σημείο -το θυμόταν καλά ο Ελίας- ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ έκανε συνήθως μια δραματική παύση, που σκοπό είχε να τροφοδοτήσει την αγωνία των μαθητών του, αν και την καλύτερη σιωπή του την κρατούσε για τη συνέχεια). Πολλοί από τους Εβραίους που ήταν παγιδευμένοι στον καθεδρικό, εκατοντάδες απ' αυτούς, αποφασισμένοι να πεθάνουν για την πίστη τους δοξάζοντας το όνομα του Θεού και για να μην ταπεινωθούν με την τελετή της βάπτισης, προτίμησαν τη θυσία, όπως πρόσταζαν οι Γραφές, και άρχισαν να σκοτώνουν τα παιδιά και τις γυναίκες τους, για να σκοτωθούν μετά και οι ίδιοι: αν είχαν όπλα, τους έκοβαν τον λαιμό, τους έκοβαν τις φλέβες, τους κάρφωναν στην καρδιά και, αν δεν ήταν οπλισμένοι, τότε τους στραγγάλιζαν με τη ζώνη τους, ακόμα και με τα ίδια τους τα χέρια, ώστε μετά να θυσιαστούν και οι ίδιοι χτυπώντας το κρανίο τους στις κολόνες του ναού, από τις οποίες, έλεγε ο κόσμος, έσταζε ακόμα το τόσο αίμα που είχαν ρουφήξει οι πέτρες τους. Όμως, ο Ιούδας Αμπραβανέλ, όχι, έλεγε σε εκείνο το σημείο της αφήγησης ο χαχάμ. Αυτή η άρνηση ερχόταν σαν ένα κύμα ανακούφισης πάνω στους εφήβους τους τρομοκρατημένους από εκείνη την ιστορία οδύνης που είχαν υποστεί άλλοι Εβραίοι, ένα επεισόδιο που εκείνοι, οι τυχεροί κάτοικοι του Άμστερνταμ, της Νέας Ιερουσαλήμ που είχε ανοίξει τις πύλες της στα τέκνα του Ισραήλ, δεν φανταζόταν ότι μπορούσε να συμβεί σε κανένα ανθρώπινο ον.
   Ο Ιούδας Αμπραβανέλ, του οποίου η καταγωγή -όπως ήταν πασίγνωστο- έφθανε μέχρι τον ίδιο τον οίκο του βασιλιά Δαβίδ, ήταν γιατρός στο επάγγελμα και θα γινόταν ο ποιητής που με το όνομα Λέων ο Εβραίος θα έγραφε τους περίφημους Dialoghi d' amore που τόσες φορές είχε διαβάσει ο Μπεν Ισραέλ στους μαθητές του. Άνθρωπος καλλιεργημένος, θεοσεβούμενος και πλούσιος, είχε παγιδευτεί στην πιο οδυνηρή κατάσταση και είχε κάνει την επιλογή του: ο δον Ιούδας είχε πάρει από το χέρι τη γυναίκα και τα παιδιά του και, τσαλαβουτώντας στο εβραϊκό αίμα που χυνόταν μέσα στον χριστιανικό ναό, είχε βαδίσει προς την Αγία Τράπεζα απαιτώντας να βαφτιστούν (κι εδώ ο χαχάμ έκανε την πιο μεγάλη του παύση). Επιλέγοντας τη ζωή. Ακόμη κι αν η καρδιά του έκλαιγε, έχοντας επίγνωση ότι η απόφασή του έσπαγε μία από τις εντολές που είναι απαραβίαστες ("Ξέρετε ποιες είναι αυτές οι εντολές;"), ο δον Ιούδας Αμπραβανέλ βάδισε αποφασισμένος να τα ρίξει όλα στη φωτιά, να χάσει τη σωτηρία της ψυχής του, έχοντας όμως επίγνωση τι η ζωή η δική του και των παιδιών του σήμαινε ή μπορούσε να σημαίνει για την ιστορία του κόσμου σύμφωνα με τις κοσμικές διαστάσεις ενός αυστηρού θεϊκού σχεδίου: ήταν ένας δρόμος ανοιχτός στην οδό του Μεσσία... Επιπλέον, με το παράδειγμα που έδωσε εκείνος ο άνδρας, που τον θεωρούσαν στυλοβάτη της κοινότητας, ο Ιούδας έσωσε τη ζωή πολλών Εβραίων, που ήταν κλεισμένοι στην εκκλησία, και, γνωρίζοντας το κύρος του και επηρεασμένοι από το βάρος του ονόματός του, αποφάσισαν να τον μιμηθούν.
   Χάρη σε εκείνη την πράξη, βέβαια, συνήθιζε να λέει ο χαχάμ, πιο αποστασιοποιημένος πια, ίσως ακόμα και με έναν τόνο ειρωνείας, ο Ιούδας Αμπραβανέλ κέρδισε μπροστά του αρκετή ζωή ώστε να προλάβει να δραπετεύσει από την Πορτογαλία μαζί με τους δικούς του, να εγκατασταθεί στην Ιταλία και, σε μια συγκυρία πιο ευνοϊκή, να ξαναπλουτίσει και να επιστρέψει στην πίστη με την οποία είχε γεννηθεί και της όφειλε πολλά. Εν πάσει περιπτώσει, ο δον Ιούδας, που ίσως ακόμα και να συγχωρέθηκε από την άπειρη κατανόηση του Υψίστου, ευλογημένο να είναι το όνομά Του, άφησε κληρονομιά ένα συγκινητικό μάθημα (και εδώ έπεφτε συνήθως η τελευταία παύση του επιδέξιου αφηγητή): κάθε στιγμή ο σοφός άνθρωπος οφείλει να ενεργεί με τον καλύτερο τρόπο που η ευφυΐα του επιβάλλει, αφού κάποιος λόγος θα υπήρχε που ο Δημιουργός είχε δώσει στον άνθρωπο αυτή την ικανότητα. Ο Ύψιστος είχε διδάξει στους δικούς του πως καμία δύναμη, καμία ταπείνωση, ούτε καν η πιο εξοργιστική καταπίεση ή συναρμογή οδύνης και φόβου δεν μπορούν να σβήσουν τη φλόγα της λαχτάρας για ελευθερία που καίει στην καρδιά ενός ανθρώπου έτοιμου να αγωνιστεί γι' αυτήν, αποφασισμένου ακόμα και να ταπεινωθεί για να φτάσει σ' αυτήν την ελευθερία και, αφού ολοκληρωθεί η ζωή του, να εμπιστευθεί την Τελική Κρίση. Γιατί η λαχτάρα για ελευθερία είναι αδιαχώριστη από τη μοναδικότητα του ανθρώπου, αυτού του πολύπλοκου θεϊκού δημιουργήματος.
   Τόσο δραματική όσο οι παύσεις στις αφηγήσεις του ήταν η σιωπή στην οποία βυθίστηκε ο χαχάμ εκείνο το πρωί, αφού άκουσε την εξομολόγηση του Ελίας Αμπρόσιους. Και τόσο πολύ κράτησε τελικά που ο νέος σκέφτηκε ότι θα πέθαινε από την απελπισία και το κρύο. Ο Μπεν Ισραέλ, υπερβολικά απορροφημένος, είχε βγάλει το κριθαρένιο παξιμάδι που είχε κρυμμένο στην τσέπη της πουκαμίσας του, το είχε υγράνει στο υπόλοιπο κρασί και το είχε μασήσει χωρίς να βιάζεται πριν αποφασίσει, επιτέλους, να μιλήσει.
    "Δεν θα σε ρωτήσω αν καταλαβαίνεις τι μου ζητάς, αφού θεωρώ δεδομένο πως πρέπει να το καταλαβαίνεις. Επίσης, θεωρώ δεδομένο πως ξέρεις ποιο υποτίθεται πως είναι το καθήκον μου, τώρα, αυτή τη στιγμή".
   "Μάλιστα, κύριε, να προσπαθήσετε να με πείσετε πως είναι μια τρέλα. Ή να με καταγγείλετε στο Μααμάντ. Μην αποπειραθείτε το πρώτο: είμαι αποφασισμένος. Το δεύτερο είναι απόφαση δική σας, ως μέλος αυτού του συμβουλίου".
   Ο Μπεν Ισραέλ άφησε την άδεια πια κούπα δίπλα στη μεζουζά, καθάρισε τα χείλη του και έτριψε τα χέρια για να διώξει τα τελευταία ψίχουλα και, επί τη ευκαιρία, να ξαναζεστάνει τα δάχτυλά του.
   "Έχω τριάντα χρόνια που ζω εδώ και ακόμα νοσταλγώ τον ήλιο της Πορτογαλίας... Δεν μου κάνει εντύπωση που υπάρχουν Εβραίοι, οι οποίοι αρνούνται να φύγουν από κει και άλλοι εδώ που θέλουν απελπισμένα να γυρίσουν".
   Χωρίς να δώσει εξηγήσεις, ο καθηγητής μπήκε στο σπίτι και βγήκε με μια κάπα στους ώμους. Ξανακάθισε στη θέση του, ρούφηξε θορυβωδώς τις μύξες του και κοίταξε τον νέο:
   "Γιατί μου ζητάς βοήθεια σε κάτι τόσο σοβαρό; Γιατί ήρθες σε μένα;"
   "Γιατί εσείς, χαχάμ, είστε ο μοναδικός που μπορείτε να με βοηθήσετε. Και γιατί ξέρω επιπλέον πως θα ήσασταν και σε θέση να το κάνετε".
   Ο άνδρας χαμογέλασε, περήφανος ίσως για τη γνώμη του Ελίας.
   "Μου ζητάς βοήθεια για να παραβιάσεις μία μιτσβά, ούτε λίγο ούτε πολύ τη δεύτερη εντολή που είναι γραμμένη πάνω στις πλάκες".
   "Μία μιτσβά που οι Εβραίοι παραβιάζουμε εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Ή μήπως δεν ήταν Εβραίοι, όπως έμαθα στα μαθήματά σας, αυτοί που ζωγράφισαν με σκηνές από τη Βίβλο τα θυρόφυλλα μιας συναγωγής στις όχθες του Ευφράτη; Και τα μωσαϊκά με εικόνες ανθρώπων και ζώων στη συναγωγή της Τιβεριάδας, στη λίμνη της Γαλιλαίας, εσείς λέτε πως δεν έπεσαν από τον ουρανό. Και οι εικονογραφημένες Άγιες Γραφές; Και τα επιτάφια μνημεία στο κοιμητήριο του Μπέιτ Αχαΐμ, εδώ που είμαστε, στο Άμστερνταμ, μήπως δεν έχουν εικόνες ζώων;... Και οι άγγελοι στην Κιβωτό της Διαθήκης; Και η πηγή του βασιλιά Σολομώντα, που είναι στηριγμένη πάνω σε τέσσερις γλυπτούς ελέφαντες;... Συγχωρέστε με, χαχάμ, αλλά αυτό που θα σας πω είναι σωστό... και το να έχετε εικόνες στους τοίχους του σπιτιού σας δεν είναι παραβίαση του Νόμου;"
   "Βέβαια, υπάρχουν κακά προηγούμενα και άλλα..." -ο σοφός χαμογέλασε ξανά, χτυπημένος από τη μαχαιριά του παλιού του μαθητή που του θύμιζε το πορτρέτο που για κάμποσα χρόνια επεδείκνυε ο Μπεν Ισραέλ, σαν πρόκληση, εκεί ακριβώς, μέσα στο σπίτι του- "...υπάρχουν άλλα που δημιουργούν σύγχυση. Τα χερουβείμ με τα οποία διακόσμησαν την Κιβωτό ήταν αίτημα του ίδιου του Δημιουργού, είναι βέβαιο. Αν και αυτός ποτέ δεν παρότρυνε να τα λατρέψουν... Τα μνημεία στο κοιμητήριο τα είχαν αναθέσει σε ειδωλολάτρες τεχνίτες... Και εγώ δεν είμαι ο μοναδικός Εβραίος που ζωγράφισε ο κύριος Φαν Ρέιν. Ένα εξαίρετο πορτρέτο του έχει και ο διακεκριμένος δόκτωρ Μπουένο... Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τίποτε από αυτά δεν σε απαλλάσσει από την υπακοή, πολύ δε λιγότερο από τον κίνδυνο της τιμωρίας..." 
   Τότε ο Ελίας Αμπρόσιους έβγαλε το χαρτί με το οποίο πίστευε πως θα σιγούρευε τον θρίαμβό του: "Η Τορά μάς απαγορεύει να λατρεύουμε ψεύτικα είδωλα, και αυτή μάλιστα είναι μία από τις τρεις απαραβίαστες εντολές, και γι' αυτό καταδικάζει την αναπαράσταση εικόνων ανθρώπων ή ζώων ή τη λατρεία τους στους ναούς ή στα σπίτια... Δεν λέει όμως τίποτα σχετικά με το να μαθαίνει κανείς να το κάνει αυτό: κι εγώ το μόνο στο οποίο θέλω να με βοηθήσετε είναι να μάθω δίπλα στον Δάσκαλο. Αυτό που θα κάνω μετά είναι δική μου, συνειδητή ευθύνη... Θα με βοηθήσετε ή θα με καταδώσετε;"
   Ο Μπεν Ισραέλ επιτέλους γέλασε ανοιχτά. "Κάθε φορά που έπρεπε να τα βγάλει πέρα με τους ανθρώπους του, ο Μωυσής αναρωτιόταν γιατί ο Ύψιστος, ευλογημένο να είναι το όνομά Του, είχε διαλέξει τους Εβραίους για να τηρούν τις εντολές του επί της Γης και να δημιουργήσουν τις ευνοϊκές συνθήκες για την έλευση ενός μεσσία. Είμαστε η πιο ανυπάκουη ράτσα της δημιουργίας. Κι αυτό μας έχει κοστίσει ένα κάποιο τίμημα, το ξέρεις... Το χειρότερο δεν είναι ότι αμφισβητούμε τα πάντα, αλλά ότι θεωρητικοποιούμε αυτές τις αμφισβητήσεις. Έχεις δίκιο... κανένας δεν σου απαγορεύει να σπουδάσεις. Ξέρεις κάτι, όμως; Νιώθω υπεύθυνος που έχεις μάθει να σκέφτεσαι έτσι... Επιπλέον, ο Νόμος είναι σαφής όσον αφορά την απεικόνιση μορφών που μπορούν να γίνουν αντικείμενο ειδωλολατρείας. Η απαγόρευση αναφέρεται κυρίως στην κατασκευή ψεύτικων ειδώλων ή εικόνων που φιλοδοξούν να είναι του Υψίστου..., αν και, λέω εγώ, αφήνει ένα περιθώριο στην πράξη της δημιουργίας αν αυτή δεν οδηγεί στην ειδωλολατρεία... Και κάθε καινούργια γενιά, το ξέρεις καλά αυτό, είναι υποχρεωμένη να σέβεται την Τορά και τους νόμους της, αλλά είναι υποχρεωμένη και να τη μελετάει, διότι τα κείμενα χρειάζεται να ερμηνεύονται στο πνεύμα της κάθε εποχής που μεταβάλλεται... Τώρα, ανεξάρτητα από το πώς ερμηνεύουμε τον Νόμο, σε ρωτάω: θα σταθείς ικανός να σταματήσεις στο όριο; Να σπουδάσεις και να μάθεις, όπως μου λες, μόνο και μόνο για την απόλαυση να το κάνεις;"
   Άρχισε μία από τις παύσεις του, για άλλη μια φορά τόσο μεγάλη που ο Ελίας έφτασε να σκεφτεί μήπως είχε τελειώσει τον λόγο του, όταν επιτέλους σηκώθηκε όρθιος και πρόσθεσε: "Έλα, θέλω να σου δείξω κάτι".
   Ο χαχάμ μάζεψε την κούπα του και ανέβηκε τα δύο σκαλιά που οδηγούσαν στο σπίτι. Ο νέος τον μιμήθηκε, περίεργος γι' αυτό που θα του έδειχνε ο άλλος. Διέσχισαν το ακατάστατο σαλόνι, έρημο εκείνη τη στιγμή, και χώθηκαν στο δωματιάκι όπου συνήθιζε να διαβάζει και να γράφει ο λόγιος. Βουνά από βιβλία και χαρτιά, κατά τα φαινόμενα αφημένα όπως όπως, περικύκλωναν το μικρό τραπέζι  όπου ήταν ακουμπισμένα διάφορα φύλλα χαρτιού γραμμένα στα εβραϊκά, οι πένες από φτερό χήνας και το φιαλίδιο με το μελάνι. Επίσης, και η καράφα με το κρασί, η πολυτέλεια που δεν μπορούσε να απαρνηθεί ο καθηγητής. Ο Μπεν Ισραέλ στράφηκε και κοίταξε στα μάτια τον παλιό του μαθητή:
   "Η διακριτικότητα είναι αρετή. Σε εμπιστεύομαι, όπως εσύ εμπιστεύεσαι εμένα", και, χωρίς να περιμένει κάποιο σχόλιο από τον άλλο, έσκυψε πάνω στο τραπέζι και από ένα μεγάλο κουτί έβγαλε ένα χαρτόνι τυλιγμένο σε ρολό που το έδωσε στον νέο. "Άνοιξέ το".
   Με το που ένιωσε την υφή του χαρτιού, ο Ελίας Αμπρόσιους ήξερε ότι ήταν ένα από τα χαρτόνια για γκραβούρες από αυτά που πουλούσε ο κύριος Ντάνιελ Ρούλαντς και, με όλη του την προσοχή, άρχισε να ξετυλίγει το ρολό μέχρι που το άνοιξε μπροστά στα μάτια του. Πράγματι, στην επιφάνεια υπήρχε ένα χαρακτικό φτιαγμένο με ένα οξύ και αυτό που απεικονιζόταν ήταν το πορτρέτο του ίδιου του Μπεν Ισραέλ, ντυμένου με εξεζητημένη κομψότητα, με το μούσι και το μουστάκι καλά ψαλιδισμένα, με το κεφάλι του καλυμμένο με την εβραϊκή του κιπά. Το πρώτο πράγμα που ήρθε στο κεφάλι του νέου να πει μετατράπηκε σε λέξεις στα χείλη του: "Μα αυτό δεν είναι έργο του Δασκάλου".
   "Βλέπω πόσο καλά το γνωρίζεις", παραδέχτηκε ο χαχάμ, "αυτό είναι το ενδιαφέρον σε αυτό το χαρακτικό..."
   "Και τότε; Ποιανού είναι;... Σολομών ο Ιταλός;" διάβασε στην κάτω άκρη, όπου υπήρχε χαραγμένη και η ημερομηνία της δημιουργίας του με ρωμαϊκούς αριθμούς: MDCXLII, 1642. "Ποιος είναι ο Σολομών ο Ιταλός;... Μη μου πείτε πως είναι Εβραίος".
   Ο Μπεν Ισραέλ άφησε ένα μικρό χαμόγελο να ανθίσει στα χείλη του. "Ελίας, αρκέσου σε αυτό που ξέρεις, που είναι ήδη πολύ: ναι, είναι Εβραίος, σαν εσένα κι εμένα".
   "Εβραίος; Κι εσείς ξέρατε ότι το κάνει αυτό; Όποιος και να 'ναι αυτός ο Σολομών ο Ιταλός, δεν είναι κάποιος αρχάριος...  είναι καλλιτέχνης".
   "Είσαι σε καλό δρόμο..." Ο Μπεν Ισραέλ πέταξε μερικά βιβλία στο πάτωμα και βολεύτηκε στην καρέκλα του. "Δεν είναι αρχάριος, αν και δεν έκανε σχεδόν κανένα μάθημα, σε κανένα δάσκαλο. Έχει όμως ταλέντο. Και δεν μπόρεσε να μην το αναπτύξει... Α, και βέβαια το Σολομών ο Ιταλός δεν είναι το αληθινό του όνομα..."
   "Και τι θα κάνετε, χαχάμ; Θα τον καταγγείλετε;"
   "Έχοντας ποζάρει γι' αυτόν;..."
   Ο Ελίας Αμπρόσιους κατάλαβε πως βρισκόταν μπροστά σε κάτι πολύ σοβαρό, τελεσίδικο, ικανό να τον σπρώξει μπροστά, όσον αφορά τις φιλοδοξίες του, αλλά ταυτόχρονα να τον γεμίσει και με φόβους. "Και τι θα κάνετε τότε;"
   "Όσον αφορά αυτή τη γκραβούρα, θα τη φυλάξω. Όσον αφορά το μυστικό του Ιταλού και της γκραβούρας του, το ίδιο. Όσον αφορά εσένα, θα σε βοηθήσω... Σε τελική ανάλυση είναι δική σου επιλογή και γνωρίζεις τους κινδύνους... όπως τους γνώριζε και ο Σολομών ο Ιταλός. Επιπλέον, σε τούτη την πόλη τα μυστικά πολλαπλασιάζονται: κάθε Εβραίος που βλέπουμε έχει κάμποσα κρυμμένα... Μάλιστα, έχω μια ιδέα... και ελπίζω ο Ύψιστος, ευλογημένο να είναι το όνομά Του, να μου δείξει κατανόηση και να με συγχωρέσει με το άπειρο έλεός Του".
   Ο Μενασέ Μπεν Ισραέλ σηκώθηκε όρθιος και έτριψε ξανά τα χέρια του: "Χρειαζόμαστε πάλι ξύλα και είμαι πανί με πανί... Είδες ότι δεν έχω να αγοράσω ούτε γάλα; Πότε θα τελειώσει αυτός ο καταραμένος χειμώνας... Άντε τώρα, πρέπει να προσευχηθώ... αν και πια είναι κάπως αργά, έτσι δεν είναι; Εσύ έκανες τις πρωινές προσευχές σου;... Και μετά θα σκεφτώ. Για σένα και για μένα".

   Όταν βρέθηκε επιτέλους μπροστά στην πράσινη πόρτα του αριθμού 4 της Γιοντενμπρεϊστράατ, ο Ελίας Αμπρόσιους ένιωσε την επιθυμία να το βάλει στα πόδια. Δεν είναι το ίδιο να παίρνεις μια απόφαση με το να την κάνεις και πράξη· και αν διάβαινε το κατώφλι που για τόσους μήνες παραφυλούσε, κάνοντας πάντα όνειρα για εκείνη τη στιγμή, θα ήταν ένα βήμα δίχως επιστροφή. Χωρίς να το θέλει, χωρίς να το σκεφτεί, έλεγξε ξανά τα ρούχα του, που ήταν τα πιο εμφανίσιμα που είχε στη διάθεσή του, αλλά παρηγορήθηκε όταν παρατήρησε την ατημέλητη όψη του οδηγού του: ο πολυμαθής Μπεν Ισραέλ έμοιαζε σχεδόν σαν ένας από εκείνους τους άξεστους Εβραίους, που τα τελευταία χρόνια είχαν μεταναστεύσει από την Ανατολή στη Νέα Ιερουσαλήμ και ζούσαν από την ελεημοσύνη ή από τους ισχνούς δημοτικούς μισθούς που εισέπρατταν για δουλειές όπως το να βγάζουν τη βρομιά και τα πτώματα των ζώων από τα κανάλια, να μαζεύουν το χιόνι τον χειμώνα και να σκουπίζουν τη σκόνη από τους δρόμους τον υπόλοιπο χρόνο.
   Η κυρία Χέιρτσε Ντιρξ του άνοιξε την πόρτα και, με τη βουβαμάρα που (ο Ελίας το 'ξερε πια) τη χαρακτήριζε, τους έδειξε να περάσουν στο σαλόνι υποδοχής. Εκείνη η χήρα στρατιωτικού, σχεδόν στρατιωτικός και η ίδια, είχε αναλάβει τη φροντίδα του Τίτους, του μικρού γιου του Δασκάλου, πριν ακόμη από τον θάνατο της μητέρας του, ενώ μετά τον θάνατο της κυρίας του σπιτιού είχε μετατραπεί σε ένα είδος οικονόμου με όλες τις εξουσίες. Περίμεναν μόλις μερικά λεπτά και από τη σκάλα που οδηγούσε στην κουζίνα πρόβαλε ο Δάσκαλος, μασουλώντας ακόμα την τελευταία του μπουκιά και φορώντας μια πουκαμίσα που τον κάλυπτε μέχρι τους αστραγάλους, λερωμένη με όλα τα χρώματα που υπάρχουν στον κόσμο και στερεωμένη στη μέση με ένα σκοινί πιο κατάλληλο για να δένει κανείς μαούνες παρά για τη λειτουργία που του είχε τώρα ανατεθεί.
   "Καλημέρα, φίλε μου", τον χαιρέτησε ο χαχάμ και ο Δάσκαλος του απάντησε με τα ίδια λόγια και με ένα σφίξιμο των χεριών. Ο Ελίας, τον οποίο ο αμφιτρύωνάς τους δεν είχε καν κοιτάξει, ένιωθε όλο του το σώμα να τρέμει, συγκλονισμένος από την εγγύτητα εκείνου του άνδρα με τη μύτη σαν πατάτα και το βλέμμα του αετού, με την όψη την τόσο κοινή που, ακόμα κι αν ήξερε κανείς ποιος είναι, δυσκολευόταν να αποδεχτεί πως ήταν -και κανείς δεν αμφέβαλλε γι' αυτό- ο μεγαλύτερος δάσκαλος σε μια πόλη που ξεχείλιζε από ζωγράφους. Ο Μπεν Ισραέλ του ανέφερε την αιτία της επίσκεψής τους και μόνο τότε ο άνδρας φάνηκε να τον θυμάται και κοίταξε λοξά τον Ελίας. "Α, ο νεαρός μαθητής σου... Πάμε στο εργαστήριο", είπε και, αφού έδωσε εντολή στην κυρία Ντιρξ να ανεβάσει ένα μπουκάλι κρασί και δύο ποτήρια, άρχισε να ανεβαίνει τη στριφογυριστή σκάλα.
   Όσο ανέβαιναν, ο νέος, χωρίς η αγωνία του να ελαττώνεται, προσπαθούσε να συνταιριάξει αυτά που έβλεπε με τις εικόνες που είχε πλάσει για εκείνο το μέρος με βάση τις περιγραφές του χαχάμ, του Δανού Κέιλ και του εμπόρου Σαλβαδόρ Ροντρίγκες, γείτονα του ζωγράφου και φίλου του πατέρα του Ελίας. Χωρίς καν να τολμήσει να ρίξει ένα βλέμμα στα έργα που κρέμονταν στο σαλόνι, ανάμεσα στα οποία αναγνώρισε ένα τοπίο του Άντριεν Μπρόουερ και ένα κεφάλι της Παρθένου που, χωρίς αμφιβολία, είχε έρθει από την Ιταλία, καθώς και ένα δυο έργα του αμφιτρύωνά τους, τους ακολούθησε προς τον όροφο, όπου ο Δάσκαλος είχε το εργαστήριό του και, μέσα από τη μισόκλειστη πόρτα της προέκτασης του προθαλάμου, κατάφερε να δει το πιεστήριο, όπου ο ζωγράφος τύπωνε τα αντίγραφα των περιζήτητων χαρακτικών του. Φτάνοντας στο πλατύσκαλο του τρίτου ορόφου, μπόρεσε να κρυφοκοιτάξει στο δωμάτιο στο βάθος, στα δεξιά του, την αποθήκη των εξωτικών αντικειμένων, που τόσο πολύ άρεσε στον Δάσκαλο να αγοράζει στις δημοπρασίες και στα παζάρια της πόλης και, στα αριστερά, την πόρτα που ήδη άνοιγε και οδηγούσε στο εργαστήριο. Εκείνη ήταν η στιγμή, καθώς ο Δάσκαλος άφηνε τον ραβίνο να περάσει, που απηύθυνε για πρώτη φορά τον λόγο στον Ελίας Αμπρόσιους. "Περίμενε εδώ. Αν θέλεις, μπορείς να δεις τη συλλογή μου. Μην κλέψεις όμως τίποτα" και, χωρίς άλλη κουβέντα, έκλεισε πίσω του την πόρτα του εργαστηρίου.
   Ο Ελίας, υπάκουος, μπήκε στο δωματιάκι όπου, με μια τάξη που μάλλον έμοιαζε με χάος, συσσωρεύονταν τα πιο ασύλληπτα σπάνια αντικείμενα. Παρόλο που η διάθεσή του δεν ήταν κατάλληλη για να συγκεντρωθεί στην παρατήρηση, περιέφερε το βλέμμα του σε εκείνο το δειγματολόγιο θαυμάτων, όπου συνυπήρχαν τα artificialia με τα naturalia, σε ποικιλία και διάταξη που ήταν αιτία ή προϊόν παραίσθησης. Όρθιος σε μια γωνία απ' όπου μπορούσε να παρατηρεί την πόρτα του εργαστηρίου, ο νέος διέτρεξε με το βλέμμα τη σειρά με τις προτομές από μάρμαρο και γύψο (ο Αύγουστος; ο Μάρκος Αυρήλιος; ο Όμηρος;), τα κουτιά με τα κοχύλια, τις ασιατικές και αφρικανικές λόγχες, τακτοποιημένες σε δεσμίδες σε μια γωνία, τα βιβλία (όλα στα ολλανδικά), τοποθετημένα στα ράφια μιας βιβλιοθήκης, τα ταριχευμένα εξωτικά ζώα, τα σιδερένια στρατιωτικά κράνη, τη συλλογή από ορυκτά και από νομίσματα, τα μπολ από την Άπω Ανατολή, τις δύο υδρόγειες σφαίρες, τα διάφορα μουσικά όργανα για των οποίων την ύπαρξη και τον ήχο δεν είχε ιδέα. Πάνω σε ένα τραπέζι ήταν ακουμπισμένοι τρεις τεράστιοι χαρτοφύλακες που, ήδη το ήξερε ο νέος, περιείχαν χαρακτικά και σχέδια του Μιχαήλ Άγγελου, του Ραφαήλ, του Τιτσιάνο, του Ρούμπενς, του Χολμπάιν, του Λούκας βαν Λέιντεν, του Μαντένια! του Κράναχ του Πρεσβύτερου! του Ντίρερ!... Συγκεντρωμένος στην παρατήρηση των άλμπουμ, αγγίζοντας με τις άκρες των δακτύλων τις ρυτιδώσεις των εκτυπώσεων, με την έννοια του χρόνου να έχει χαθεί και αυτός να έχει απομακρυνθεί άθελά του από τις αγωνίες του, αιφνιδιάστηκε από το βογκητό της πόρτας που άνοιγε. "Έλα, παιδί μου", του ζήτησε ο χαχάμ και το τρέμουλο επέστρεψε στο σώμα του νέου.
   Το εργαστήριο του Δασκάλου κατελάμβανε όλο το μπροστινό μέρος του ορόφου. Τα δύο παράθυρα που τόσες φορές είχε ατενίσει από την πλατεΐτσα της Σιντ Αντονισμπρεϊστράατ, στην όχθη του υδατοφράκτη του Ζβανενμπουρχβάλ, είχαν κατεβασμένες τις υφασμάτινες κουρτίνες, τραβηγμένες με τρόπο που να αμβλύνουν το φως, αλλά ο νέος μπόρεσε να διακρίνει στο καβαλέτο, που ήταν έτοιμο πίσω από τον Δάσκαλο, πολύ κοντά σε μια σόμπα από σφυρήλατο σίδερο, μια σανίδα μεσαίου μεγέθους με το επάνω μισό της βαμμένο μαύρο με ένα βάθος σχεδόν σπηλαιώδες, όπου, παρ' όλα αυτά, μπορούσε κανείς να ανακαλύψει μια τεράστια κολόνα, κάτι που έμοιαζε με βωμό γεμάτο χρυσά φιλιγκράν, και μια κουρτίνα που κατέβαινε μέσα από τα σκότη στα αριστερά της επιφάνειας. Στο κάτω μισό της σανίδας, όπου το φως συγκεντρωνόταν γύρω από μια γονατισμένη γυναίκα ντυμένη στα λευκά, συναθροίζονταν και διάφορες άλλες φιγούρες, προς το παρόν σκιτσαρισμένες μόνο πάνω σε γκρίζο φόντο.
   Ο χαχάμ κατέλαβε το άλλο ελεύθερο σκαμνί και άφησε τον Ελίας όρθιο, στο κέντρο του δωματίου, σε μια αμήχανη θέση, καθώς μπορούσε να βλέπει το είδωλό του από μπροστά και από το πλάι στους δύο μεγάλους καθρέφτες, που ήταν ακουμπισμένοι στον μπροστινό και στον πλαϊνό τοίχο του εργαστηρίου. Ο νέος δεν ήξερε τι να κάνει με τα χέρια του ούτε προς τα πού να κατευθύνει το βλέμμα του, που λαχταρούσε άπληστο να συλλάβει κάθε λεπτομέρεια από τα Άγια των Αγίων, αν και ήταν ανίκανο να μετατρέψει σε σκέψεις τις εικόνες που ρουφούσε.
   "Πόσων χρονών είσαι, νεαρέ;"
   Ο Ελίας ξαφνιάστηκε από την ερώτηση. "Δεκαεπτά, κύριε. Μόλις τα έκλεισα".
   "Φαίνεσαι μικρότερος".
   Ο Ελίας κατένευσε. "Είναι που ακόμα δεν έχω βγάλει γένια".
   Ο Δάσκαλος σχεδόν χαμογέλασε και συνέχισε. "Ο φίλος μου ο Μενασέ μού έχει μιλήσει για τις φιλοδοξίες σου. Και καθώς εγώ θαυμάζω την τόλμη, θα κάνω κάτι για σένα".
   Ο Ελίας αισθάνθηκε ότι θα μπορούσε να πετάξει από τη χαρά του, αλλά περιορίστηκε να κατανεύσει, με το βλέμμα καρφωμένο στα χέρια του Δασκάλου, που φρόντιζαν να δίνουν έμφαση στα λόγια του.
   "Καθώς για την υγεία του φίλου μου, αλλά και τη δική σου, οφείλουμε να είμαστε διακριτικοί και, μιας και έχω καταλάβει πως είσαι ένας φιλόδοξος και πεισματάρης που λιμοκτονεί, η μοναδική εφικτή πρότασή μου είναι ότι, για τα μάτια όλων, θα έρθεις να δουλέψεις στο εργαστήριο ως υπηρέτης για να καθαρίζεις κι εγώ σε αντάλλαγμα θα σου μειώσω την εγγραφή στα πενήντα φιορίνια. Βέβαια, για τέτοια τιμή αλλά και για να πιστεύουν οι υπόλοιποι ότι καθαρίζεις, θα καθαρίζεις στ' αλήθεια, είναι προφανές αυτό... Πρώτα θα μάθεις κοιτάζοντας τι κάνουν οι υπόλοιποι μαθητές και τι κάνω εγώ. Μπορείς να ρωτάς, όχι όμως υπερβολικά, και σε μένα ποτέ μην απευθύνεις τον λόγο όταν δουλεύω... Ποτέ... Όταν μάθεις όλα όσα πρέπει να μάθεις για το πώς να ετοιμάζεις και να ανακατεύεις τα χρώματα, να τρίβεις τις πέτρες στο γουδί, να προετοιμάζεις τους καμβάδες και τις σανίδες, να κατασκευάζεις πινέλα και, όταν έχεις αποκτήσει πια μια ιδέα για το πώς ζωγραφίζεις έναν πίνακα και γιατί τον ζωγραφίζεις με τον ένα τρόπο και όχι με τον άλλο, τότε θα σε ξαναρωτήσω για τη διάθεσή σου. Και αν εξακολουθείς να επιμένεις, θα σου δώσω πινέλο. Το αν θα πάρεις στα χέρια σου αυτό το πινέλο και αν αυτή η πράξη φτάσει να μαθευτεί λίγο ή πολύ, αυτό πλέον εξαρτάται μόνο από σένα και τις συνέπειες τις αναλαμβάνεις εσύ. Έχω αρκετούς φίλους Εβραίους που δεν είναι τόσο τρελοί όσο τούτος εδώ ο φίλος μας", έδειξε με το πιγούνι τον Μπεν Ισραέλ, "για να κλονίσω τη σχέση μου μαζί τους για έναν ονειροπόλο που φιλοδοξεί να ζωγραφίσει και το πιθανότερο είναι πως δεν κάνει ούτε για να βάλει ασβέστη στους τοίχους... Συμφωνείς;"
   Ο Ελίας, εξουθενωμένος από την αγόρευση, κοίταξε τελικά το πρόσωπο του Δασκάλου, που είχε μείνει να περιμένει κάποια απάντηση, και κατόπιν εκείνο του παλιού του παιδαγωγού, που, με μια πανέμορφη κούπα μισογεμάτη με κρασί στο χέρι, έμοιαζε να είναι μισομεθυσμένος και να διασκεδάζει με την κατάσταση. "Μάλιστα, κύριε, δέχομαι... αλλά μπορώ να σας πληρώσω μόνο τριάντα φιορίνια".
   Ο Δάσκαλος τον κοίταξε σαν να μην είχε καταλάβει καλά και, με τα μάτια, ρώτησε τον Μπεν Ισραέλ.
   "Σας παρακαλώ, κύριε, τριάντα φιορίνια είναι περισσότερα απ' όσα έχω", πρόσθεσε τότε ο νέος, ενώ ένιωθε τον κόσμο να καταρρέει κάτω από τα πόδια του, βλέποντας τον Δάσκαλο να αρνείται ξανά και ξανά με το κεφάλι. Ο Ελίας, όπως και όλοι όσοι γνώριζαν κάτι για τη ζωή εκείνου του ανθρώπου, ήξερε πως η φήμη δεν του έφτανε για να αντιμετωπίζει τις οικονομικές πιέσεις στις οποίες τον οδηγούσαν οι εκκεντρικότητές του. Επιπλέον, τα οικονομικά του πρέπει να είχαν χειροτερέψει πολύ από τον προηγούμενο χρόνο, όταν αρκετά από τα μέλη των αρκεβουζιοφόρων είχαν διαδώσει ότι το έργο που του είχαν αναθέσει ήταν τελικά μια απάτη, ένας πίνακας θρασύς και κακόγουστος, αφού σε τίποτα δεν έμοιαζε με τις ομαδικές προσωπογραφίες που ήταν τότε στη μόδα. Κάποιοι έφτασαν να σχολιάσουν ότι ο ζωγράφος ήταν ιδιότροπος, ξεροκέφαλος και πεισματάρης ("Καλύτερα να τον είχαμε αναθέσει στον Φρανς Χαλς", είχαν πει κάποιοι από τους απεικονιζόμενους, καθένας από τους οποίους είχε εισφέρει το αξιοσημείωτο ποσό των εκατό φιορινιών) και, σχεδόν σαν να είχε θεσπιστεί κάποιο δημοτικό διάταγμα, ο Δάσκαλος είχε πάψει να δέχεται παραγγελίες τέτοιου είδους, που ήταν και οι πιο επικερδείς στην αγορά πινάκων του Άμστερνταμ. Γι' αυτό και η απάντηση του ζωγράφου εξέπληξε τους δύο Εβραίους:
   "Δεν έχεις γένια, αλλά έχεις κουράγιο... Λοιπόν, εκεί είναι η σκούπα. Άρχισε να σκουπίζεις τη σκάλα. Θέλω να τη δω να λάμπει. Όταν τελειώσεις, ρώτα την κυρία Ντιρξ τι άλλο πρέπει να κάνεις... Νομίζω πως χρειαζόμαστε τύρφη για τις σόμπες... Φύγε τώρα, θέλω να πω κάτι ακόμα με τον φίλο μου. Και να ντύνεσαι σαν αυτό που είσαι, σαν υπηρέτης. Όρθιος, φύγε και κλείσε την πόρτα".

   Ήξερε πως ήταν προνομιούχος, διέβλεπε πως  θα ήταν παρών σε γεγονότα θαυμαστά και ήθελε να έχει τη δυνατότητα να τα θυμάται για όλες τις υπόλοιπες μέρες της ζωής του και ίσως, σε κάποιο μέλλον αδιόρατο, να τα μεταβιβάσει σε άλλους. Γι' αυτό, μια δυο βδομάδες αφότου είχε αρχίσει να συχνάζει στο σπίτι και στο εργαστήριο του Δασκάλου, ο Ελίας Αμπρόσιους αποφάσισε να έχει μαζί του ένα είδος βιβλίου εντυπώσεων, όπου θα έγραφε τα συναισθήματα, τις ανακαλύψεις, τις μελέτες και τα οφέλη που θα αποκόμιζε στη σκιά και κάτω από τα φώτα του Δασκάλου. Αλλά και τους φόβους και τις αμφιβολίες του. Πρέπει να σκέφτηκε πολύ  πού θα έκρυβε το τετράδιο, αφού, αν έπεφτε στα χέρια κάποιου -και στο μυαλό του είχε κυρίως τον αδελφό του, Άμος, κάθε μέρα και πιο αδιάλλακτο σε ζητήματα θρησκείας, ο οποίος μάλιστα είχε βαλθεί να μιλάει στο τραχύ ιδιόλεκτο των άξεστων Εβραίων της Ανατολής- θα ήταν πια περιττή κάθε προφύλαξη και απόκρυψη, αδύνατη και η παραμικρή απόπειρα να αμυνθεί. Τελικά, κατέληξε σε μια μικρή καταπακτή που άνοιξε στο σανιδένιο πάτωμα της σοφίτας και που την προστάτευε από τα βλέμματα ένα παλιό σεντούκι από ξύλο και δέρμα.
   Στην πρώτη σελίδα του τετραδίου, που το συναρμολόγησε και το έδεσε ο ίδιος στο τυπογραφείο, ακολουθώντας το μοντέλο των ταφελέτ, στα οποία οι ζωγράφοι συνήθιζαν να φτιάχνουν τα προσχέδιά τους, έγραψε στα λαντίνο, με μεγάλα γράμματα, φροντίζοντας με μεγάλο ζήλο την ομορφιά της γοτθικής καλλιγραφίας: Νέα Ιερουσαλήμ, έτος 5403 από κτίσεως κόσμου, 1643 της σημερινής εποχής. Και για αρχή, κάθισε και αφηγήθηκε τι σήμαινε γι' αυτόν η δυνατότητα να μοιραστεί τον κόσμο του Δασκάλου, ενώ κατόπιν, σε διάφορα κεφάλαια, φορτωμένα με επίθετα και θαυμαστικά,  προσπάθησε να εκφράσει την αίσθηση της φώτισης, που του είχε προκαλέσει το γεγονός ότι είχε υπάρξει μάρτυρας στη θαυματουργή πράξη, με την οποία εκείνος ο άνθρωπος, που είχε το άγγιγμα της ιδιοφυΐας, έκανε τις φιγούρες να αναδύονται μέσα από το απλωμένο στη δρύινη σανίδα πρώτο βερνίκι, πώς τις έντυνε, τους έδινε πρόσωπο και έκφραση με μικρά αγγίγματα του πινέλου. Προσπάθησε να εξηγήσει πώς κατάφερνε να τις φωτίζει με ένα παραμυθένιο, σχεδόν μαγικό παιχνίδι με ώχρες, ενώ τις τοποθετούσε σε ένα ημικύκλιο γύρω από τη γονατιστή λευκοντυμένη γυναίκα, για να δώσει οριστική μορφή στο χριστιανικό δράμα του Ιησού τη στιγμή που προσφέρει τη συγχώρεσή του στη μοιχαλίδα, την καταδικασμένη να πεθάνει με λιθοβολισμό. Η δουλειά ήταν μια διαδικασία καθαρής δημιουργίας ex nihilo (2), κατά την οποία ο νέος είχε καταφέρει να παρακολουθήσει μέρα με τη μέρα να συρρέουν γραμμές και χρώματα, που εμφανίζονταν και έπαιρναν σάρκα και οστά για να τα καταβροχθίσουν πολλές φορές άλλες γραμμές, άλλα χρώματα, ικανά να αποδώσουν καλύτερα τις σιλουέτες, τα διακοσμητικά, τα σκηνικά, τις μορφές και τα φώτα (πώς κατάφερνε εκείνη τη σύγκρουση  ανάμεσα σε σκότος και φως; αναρωτιόταν ξανά και ξανά) μέχρι που, μετά από πολλές ώρες προσπάθειας, να επιτευχθεί η πιο ηχηρή τελειότητα.
   Όπως είχαν συμφωνήσει τη μέρα της πρώτης του επίσκεψης, ο Ελίας, μόλις τελείωνε την καθημερινή του δουλειά στο τυπογραφείο, πήγαινε να εργαστεί στο σπίτι του Δασκάλου κάθε απόγευμα και βράδυ, από τη Δευτέρα ώς την Πέμπτη, και μέχρι μια δυο ώρες πριν από τη δύση του ηλίου τα απογεύματα της Παρασκευής. ("Όταν τελειώνει η Παρασκευή, εσύ οφείλεις να εκπληρώνεις τις υποχρεώσεις σου ως Εβραίος. Την Κυριακή μερικές φορές πάω στην εκκλησία μου και, αν μπορώ να το αποφύγω, δεν μ' αρέσει να έχω κανέναν στο σπίτι", του είπε ο Δάσκαλος). Με τη σκούπα και το σφουγγαρόπανο ανά χείρας και με τις οδηγίες της κυρίας Ντιρξ, ο νέος άρχιζε να γυρίζει το κτήριο όπου κάποτε η χαρά, η γιορτή και οι φλυαρίες γέμιζαν τις μέρες και τις νύχτες, αλλά σήμερα μπορούσε κανείς να ανασάνει τη ζοφερή ατμόσφαιρα, την οποία δημιουργούσε η παρουσία του θανάτου, που τόσο πολύ γυρόφερνε εκεί μέσα. Το μόνο που έδινε κάποια σημάδια ζωής και κανονικότητας στο περιβάλλον ήταν τα τρεχαλητά, τα γέλια και τα κλάματα του μικρού Τίτους, του γιου που είχε απομείνει ζωντανός, καθώς και η παρουσία των μαθητών, μερικοί από τους οποίους ήταν πιο νέοι ακόμα και από τον Ελίας, που πολλές φορές δεν μπορούσαν να αποφύγουν ένα ξέσπασμα γέλιου που τάραζε για μερικές στιγμές την πένθιμη ατμόσφαιρα που κλεινόταν ανάμεσα σε εκείνους τους τοίχους.
   Ο Ελίας έκανε πάντα τις δουλειές του γρήγορα, αν και ευσυνείδητα, λαχταρώντας να ανεβεί το συντομότερο δυνατό στη σοφίτα, όπου οι μαθητές δούλευαν μέσα στα κουβούκλιά τους. Μάλιστα, αν μπορούσε, έκανε την απόπειρα να διεισδύσει στο εργαστήριο του Δασκάλου πριν πέσει το βράδυ, αφού θα ανακάλυπτε πως, παρά την προτίμησή του για τις νυχτερινές σκηνές, πολύ λίγες φορές ο ζωγράφος συνέχιζε τη δουλειά του σε κάποιον πίνακα, χρησιμοποιώντας το φως των κεριών ή μιας φωτιάς που ετοίμαζαν οι βοηθοί του σε ένα μεγάλο χάλκινο καζάνι σχεδιασμένο ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό. Όταν όμως ήρθε η άνοιξη και ο ήλιος άρχισε να δύει όλο και πιο αργά, ο Ελίας μπορούσε να διαθέτει περισσότερο χρόνο για να περιπλανιέται, πάντα σιωπηλός, με την σκούπα και τον κουβά στα χέρια, μέσα στο εργαστήριο του ζωγράφου· και όταν αυτός δεν δούλευε ή όταν δούλευε αλλά είχε τραβηγμένο τον σύρτη, μερικές φορές έμενε στα δωμάτια του πρώτου ορόφου, παρατηρώντας τα πρόσφατα έργα του Δασκάλου (μια εξαιρετικά ευαίσθητη προσωπογραφία της πεθαμένης του συζύγου, στολισμένης σαν βασίλισσα, να επιδεικνύει το τελευταίο της χαμόγελο· μια έξοχη χαλκογραφία του Δαβίδ και του Ιωνάθαν που ξεχείλιζε από τρυφερότητα και στην οποία ο Δάσκαλος είχε χρησιμοποιήσει το δικό του πρόσωπο ως μοντέλο για να δημιουργήσει τον δεύτερο από τους εικονιζόμενους), τους πίνακες των φίλων του και των πιο χαρισματικών μαθητών του (των Γιαν Λίβενς, Χάριτ Ντάου, Φέρντιναντ Μπολ, Χόφερτ Φλινκ) καθώς και κομμάτια που είχε αποκτήσει, κάποια για να τα κρατήσει, άλλα για να τα πουλήσει με κάποιο κέρδος. Ανάμεσα σε εκείνους τους θησαυρούς ο Ελίας βρήκε μια Σαμαρείτισσα του Τζιορτζόνε, ένα αντίγραφο του έργου Ηρώ και Λέανδρος του οργιαστικού Φλαμανδού Ρούμπενς και εκείνη την κεφαλή της Παρθένου, που είχε δει τη μέρα της πρώτης του επίσκεψης στο σπίτι και η οποία αποδείχτηκε πως ήταν έργο του μεγάλου Ραφαήλ. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, κατευθυνόταν στα κουβούκλια του τελευταίου ορόφου, που χωρίζονταν μεταξύ τους με κινητά φύλλα και όπου εργάζονταν οι μαθητευόμενοι, σε ορισμένες περιπτώσεις με την καθοδήγηση του Δασκάλου, άλλες δουλεύοντας τα δικά τους έργα, ανάλογα με τις ικανότητες που είχαν πια αποκτήσει. Με τον Δανό Κέιλ, με τον Σάμουελ φαν Χόοχστρατεν, τον ανάλαφρο Αρτ ντε Χέλντερ και, κυρίως, με τον πολύ προικισμένο Κάρελ Φαμπρίσιους (τον οποίο όχι τυχαία καλούσε συχνά ο Δάσκαλος για να τον βοηθάει να προχωρήσει κάποια από τα έργα του), άρχισε την αληθινή του μαθητεία στα μυστήρια της σύνθεσης, του φωτός και των μορφών, αν και φρόντισε να μην αποκαλύψει σε κανέναν τις πραγματικές του προθέσεις, παρόλο που υπέθετε πως κανείς από τους μαθητές και τους μαθητευόμενους δεν θα δυσκολευόταν να τις μαντέψει αλλά και πως πολύ λίγο μπορεί να ενδιαφέρονταν εκείνα τα βλαστάρια εμπόρων και πάμπλουτων γραφειοκρατών για τις πιθανές φιλοδοξίες  ενός ασήμαντου Εβραίου υπηρέτη.
   Τις πρώτες βδομάδες ο Δάσκαλος μόλις και μετά βίας του απηύθυνε ξανά τον λόγο, εκτός από τις περιπτώσεις που τον πρόσταζε να καθαρίσει κάποιο σημείο ή να του φέρει κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο. Αυτή η αντιμετώπιση, πολύ κοντινή στην περιφρόνηση, η οποία ίσως οφειλόταν στο πόσο λίγο επικερδής τού ήταν η παρουσία του, πλήγωνε την περηφάνια του νέου, αλλά δεν τον κατέβαλλε: σε τελική ανάλυση βρισκόταν εκεί που ήθελε να βρίσκεται και μάθαινε αυτό που τόσο πολύ είχε επιθυμήσει να μάθει. Και το να είναι αόρατος ήταν η καλύτερη ασπίδα του, τόσο μέσα όσο και έξω από εκείνο το σπίτι.
   Ο Ελίας συνήθιζε να δίνει πολύ μεγάλη προσοχή στις δουλειές που έπαιρναν εντολή οι μαθητές να κάνουν, αφού ήξερε πολύ καλά πως επρόκειτο για τους βασικούς κανόνες της τέχνης. Κάποτε, με λίγη τύχη, θα έπαιρνε κι αυτός τέτοιες εντολές. Παρακολουθούσε με ιδιαίτερη επιμέλεια τη διαδικασία με την οποία επιφορτίζονταν οι μαθητές, να περνούν με δεύτερο και τρίτο στρώμα προετοιμασίας τους καμβάδες, πάνω στους οποίους πολλές φορές άπλωναν ένα μείγμα παχύρρευστο, σχεδόν τραχύ, από γκρι χαλαζία χρωματισμένο με λίγο καφέ ώχρας και κάπως αραιωμένο με λευκό, διαλυμένο σε ένα στεγνωτικό λάδι, για να πετύχουν τη μέγιστη τραχύτητα στην υφή και τον ξεθωριασμένο τόνο που απαιτούσε ο Δάσκαλος· παρατηρούσε με προσήλωση την τέχνη της παρασκευής των χρωμάτων, αφού πρώτα περνούσαν από τον μύλο και άλεθαν στο γουδί τις πέτρες των χρωστικών, για να ανακατέψουν κατόπιν τις σκόνες με ακριβείς ποσότητες λινέλαιου, ώστε να πήξουν αρκετά χωρίς να γίνουν υπερβολικά παχύρρευστες· μελετούσε τον τρόπο με τον οποίο προετοίμαζαν την παλέτα του Δασκάλου (με εκπληκτικά λίγα χρώματα) ανάλογα με τη φάση στην οποία βρισκόταν το έργο ή με το τμήμα του έργου που θα δούλευε εκείνη τη στιγμή. Όλες αυτές οι δουλειές ακολουθούσαν ακριβείς εντολές και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις λοξοδρομούσαν προς τη διδακτική εξήγηση των προθέσεων του καλλιτέχνη. Ο Ελίας ανακάλυψε, επιπλέον, ότι ο ζωγράφος, λες και εμπιστευόταν αποκλειστικά τη δική του επιδεξιότητα και μόνο για να πετύχει τον ακριβή τόνο που είχε στο μυαλό του, ως επί το πλείστον ετοίμαζε ο ίδιος τα κίτρινα, χρυσαφιά, χαλκόχρωμα, γήινα και την ώχρα της Σιένας, τα χρώματα δηλαδή που χρησιμοποιούσε σε αφθονία. Ωστόσο, συζητώντας με τον ευγενικό Αρτ ντε Χέλντερ, τον μαθητή που με τη μεγαλύτερη ευκολία μπορούσε να αναπαράγει έργα του Δασκάλου, λες και είχε μέσα του τον ίδιο τον Δάσκαλο, ο Ελίας Αμπρόσιους απέκτησε τις πρώτες του γνώσεις για το πώς έπρεπε να συνδυάζονται τα χρώματα για να πετύχει κανείς εκείνα τα εντυπωσιακά αποτελέσματα με το φως και πώς να τα εφαρμόζει για να κατορθώνει τις πιο ερεβώδεις σκιές που τόση εσωτερική δραματικότητα έδιναν στα έργα που έβγαιναν από το εργαστήριο.
   Κάποιο απόγευμα του Απριλίου -είχε μόλις περάσει το Πέσαχ, το εβραϊκό Πάσχα που, λόγω των καθιερωμένων τελετών, αραίωσε τις επισκέψεις του Ελίας στο σπίτι- συνέβησαν δύο γεγονότα που πρόσφεραν στον νέο μεγάλη ικανοποίηση. Η πρώτη ήταν, όταν, μπαίνοντας στο εργαστήριο, είδε τον Δάσκαλο καθισμένο μπροστά σε έναν καμβά που πριν από μερικές μέρες είχε παραγγείλει στον Κάρελ Φαμπρίσιους να φτιάξει. Τις μέρες που ο μαθητής δούλευε στο τελάρο με διαστάσεις ενάμιση ελ ύψος και ένα ελ πλάτος, ο Ελίας είχε παρακολουθήσει την απώτατη γένεση ενός έργου που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν μόνο στο μυαλό του Δασκάλου, παλλόμενο σαν επιθυμία. Ενόσω ο Φαμπρίσιους προετοίμαζε το τελάρο, ο Δάσκαλος σχεδίαζε πάνω σε μια μικρή τάβλα και παρατηρούσε πλαγίως τη δουλειά της προετοιμασίας του μουσαμά. Δύο φορές ζήτησε «κι άλλο» και ο Φαμπρίσιους είχε υποχρεωθεί να προσθέσει στη σκούρα πάστα σκόνη γαίας του Κασέλ, για να δώσει έναν τόνο ακόμα πιο βαθύ στην επιφάνεια. Στο τέλος, πάνω σε εκείνο το επίπεδο το σχεδόν μαύρο, που έσπαγε από μια ανταύγεια καφέ, ο Δάσκαλος είχε χαράξει μερικές γραμμές με ένα λευκό μολύβι, εκτυφλωτικές, στις οποίες ο Ελίας αναγνώρισε τη μορφή ενός κεφαλιού, καλυμμένου ίσως με έναν σκούφο... σαν αυτόν που εκείνη τη στιγμή φορούσε ο ζωγράφος. Οι καθρέφτες, έτσι όπως ήταν τοποθετημένοι πέρα από το καβαλέτο με τρόπο που ο καλλιτέχνης να μπορεί να βλέπει τον εαυτό του από μπροστά στα τρία τέταρτα και σε μια γωνία όπου το φως του ήλιου, φιλτραρισμένο από τα παράθυρα, αναδείκνυε μόνο το ένα από τα μάγουλα του μοντέλου, του αποκάλυψαν το θέμα του έργου.
   Mόλις ο Φαμπρίσιους βγήκε από το εργαστήριο, ο Ελίας Αμπρόσιους, κινούμενος όσο πιο ήσυχα μπορούσε, έχωσε μέσα στον κουβά πάνω από δέκα βρόμικα πινέλα, που μάζεψε από το πάτωμα, και ξαναπήρε στα χέρια του τη συντρόφισσά του τη σκούπα για να βγει από το δωμάτιο: ο πρώτος νόμος που είχε μάθει, όταν έφτασε στο εργαστήριο, ήταν ότι, όταν ο Δάσκαλος δούλευε σε μια αυτοπροσωπογραφία, έπρεπε πάντα να είναι μόνος, εκτός αν ζητούσε ο ίδιος την παρουσία κάποιου -είτε για να τον χρησιμοποιήσει ως μοντέλο για τα ρούχα είτε για να βάλει τις τελευταίες πινελιές σε κάποια σημεία του έργου. Γι' αυτό εξεπλάγη, όταν άκουσε τη φωνή του Δασκάλου, που μίλησε στην εικόνα του Ελίας που αντικατοπτριζόταν στον καθρέφτη: "Μείνε".
   Ο Ελίας ακούμπησε τη σκούπα και άφησε κάτω τον κουβά, αλλά δεν κουνήθηκε. Ο Δάσκαλος επέστρεψε στη βουβαμάρα του και κάρφωσε το βλέμμα στο ίδιο του το πρόσωπο, που το έβλεπε στο ανακλαστικό κρύσταλλο. Εκείνο το πρόσωπο ήταν αναμφίβολα το πιο χρήσιμο αντικείμενο για απεικόνιση πάνω στο οποίο είχε δουλέψει ο Δάσκαλος. Αρκετές δεκάδες αυτοπροσωπογραφίες του, σε πίνακες, σκίτσα και χαρακτικά, είχαν βγει από τα χέρια του και μάλιστα είχαν βρει και αγοραστές στην αγορά και χώρο στους τοίχους των αστικών σπιτιών του Άμστερνταμ, όπου σχεδόν πάντα έφθαναν, όχι επειδή ήταν όμορφες απεικονίσεις, αλλά απλώς επειδή ορισμένοι τολμηροί αγοραστές τις θεωρούσαν σίγουρη αξία: όπως ο χρυσός και τα διαμάντια, όπως οτιδήποτε έβγαινε από τα χέρια εκείνου του ανθρώπου, πριν το γόητρό του πληγεί από το έργο της μεγάλης αίθουσας του Κλοφενίρς. Η αναζήτηση εκφράσεων, συναισθημάτων, ψυχικών διαθέσεων προσποιητών ή πραγματικών, ίσως είχαν κάνει τον Δάσκαλο να θεωρεί τον εαυτό του το ιδανικό -και βέβαια πάντα διαθέσιμο- μοντέλο. Ίσως η αναζήτηση χρήσιμων οπτικών λύσεων, που θα μπορούσαν κατόπιν να εφαρμοστούν στις πολλές άλλες προσωπογραφίες που είχε δημιουργήσει (με αναγνωρισμένη δεξιοτεχνία), να αποτελούσε άλλη μια αιτία εκείνης της εμμονής. Πάνω απ' όλα, όμως, σκεφτόταν ο Ελίας, αφού άκουσε τα σχόλια των μαθητών και των μαθητευόμενων επί του θέματος και αφού συζήτησε γι' αυτή την εμμονή με τον καθηγητή του Μπεν Ισραέλ, φαίνεται πως ο Δάσκαλος έβρισκε στα χαρακτηριστικά του, χαρακτηριστικά όχι ιδιαίτερα ευγενή βέβαια (μύτη πλακουτσωτή, μπούκλες ατίθασες και ελεύθερες -καντενέτ, όπως τις αποκαλούσαν οι Ολλανδοί, χρησιμοποιώντας τη λέξη των Γάλλων- στόμα εκφραστικό, αν και σκληρό, με τα δόντια κάθε μέρα και πιο μαυρισμένα από τις τερηδόνες και το πάντα άγρυπνο βάθος της ματιάς του), την αντανάκλαση μιας ζωής που γνώριζε καλά και για της οποίας τα κέρδη και τις απώλειες, τις χαρές και τις συμφορές ήθελε ή επιδίωκε να αφήσει μια ζωντανή μαρτυρία, με τη βεβαιότητα (όπως θα έλεγε κάποτε, καιρό μετά, στον Ελίας Αμπρόσιους) ότι ένας άνθρωπος είναι μία στιγμή στον χρόνο· και η ζωή ενός ανθρώπινου όντος, η αλληλουχία πολλών στιγμών μέσα στο -λίγο ή πολύ παρατεταμένο- χρονικό διάστημα που θα του αναλογούσε να ζήσει. Ένα πρόσωπο όχι ως αναπαράσταση αλλά ως αποτέλεσμα: ο άνθρωπος που είναι ως απόρροια του ανθρώπου που έχει υπάρξει.
   Όλοι γνώριζαν εκείνη την τόσο μοναδική δεξιοτεχνία του Δασκάλου, την ικανότητά του να διαβάζει συνειδήσεις και να τις κάνει να αντικατοπτρίζονται στην ένταση ενός βλέμματος, που κατόπιν το περιέβαλλε με λίγα χαρακτηριστικά γεμάτα σημασία. Στην πόλη έλεγαν πως, πριν από αρκετά χρόνια, μόλις είχε φτάσει στη μητρόπολη από τη γενέτειρά του, το πιο συντηρητικό Λέιντεν, οι ικανότητες του νέου πέρασαν από μία δοκιμασία σκανδαλωδώς καθοριστική: ο πάμπλουτος έμπορος Νίκολας Ρουτς, ο βασιλιάς του εμπορίου δερμάτων, ο σχεδόν αποκλειστικός εισαγωγέας των σιβηριανών ζιμπελίνων -που ήταν πιο ακριβές και από το χρυσάφι, πιο πολύ ακόμα και από τους βολβούς για τις τουλίπες με πέντε χρώματα- ήθελε να του φτιάξει ένα πορτρέτο εκείνος ο «νεαρός», για τον οποίο τόσο μιλούσε ο κόσμος και μάλιστα τον θεωρούσαν την καινούργια υπόσχεση της ζωγραφικής του βορρά. Αυτό το ντεμπούτο στον κύκλο των ισχυρών, που ο Θεός και το ήδη ορατό ταλέντο του έβαλαν στον δρόμο του νεαρού ζωγράφου, ήταν τελικά τόσο θεαματικό, που άφησε με το στόμα ανοικτό τους εμπόρους τέχνης και τους ειδήμονες της πόλης. Γιατί η προσωπογραφία του Ρουτς, παρά τα λίγα μέσα που είχαν χρησιμοποιηθεί, αποτελούσε την καλύτερη δυνατή απεικόνιση του ανθρώπου του εμπορίου, κραταιού, σίγουρου για τον εαυτό του, αλλά ξένου από ιδεολογία και πεποίθηση προς τις σειρήνες της επίδειξης. Αν ο Νίκολας Ρουτς, που εικονιζόταν στην προσωπογραφία, ήταν χωμένος σε μια γούνα ζιμπελίνας ζωγραφισμένη τρίχα τρίχα, όπως ποτέ άλλοτε δεν είχε ζωγραφιστεί μια γούνα ζιμπελίνας, σε μια απεικόνιση ικανή να κάνει πραγματικότητα τη μαγεία να μεταδίδει σε όποιον την κοιτούσε την απαλότητα και τη ζεστασιά, που η γούνα θα πρόσφερε στο άγγιγμα, ήταν επειδή δεν υπήρχε κανείς καταλληλότερος από τον Νίκολας Ρουτς για να φοράει ένα τέτοιο ρούχο. Εξού και το σίγουρο και ήρεμο βλέμμα, με το οποίο ο έμπορος, τυλιγμένος στην επίζηλη γούνα, κοιτούσε τους θεατές, που είχαν κάποια φορά την τύχη να δουν τον πίνακα. Και εκείνοι που τον είχαν δει ήταν οι άλλοι πλούσιοι του Άμστερνταμ, που συναναστρέφονταν τον Ρουτς και φορούσαν τις πανάκριβες κάπες του, εκείνοι οι βαθύπλουτοι άνθρωποι που θα φρόντιζαν να μετατρέψουν το πορτρέτο σε μύθο και στο έργο, που θα στεκόταν ικανό να κάνει για τα επόμενα δέκα χρόνια εκείνους τους πλούσιους του Άμστερνταμ να επιζητούν την τέχνη του νεαρού Δασκάλου για να τους απαθανατίσει με τον τρόπο που στην πόλη περιγραφόταν ως ο καλύτερος δυνατός.
   Λίγα λεπτά αφότου έλαβε την εντολή να μείνει στο εργαστήριο, ο Ελίας Αμπρόσιους είχε το προνόμιο να δει πώς ο Δάσκαλος, μετά από ενδελεχή παρατήρηση, έπαιρνε στο χέρι ένα λεπτό πινέλο και, χωρίς να παύει να κοιτάζει τον εαυτό του σε έναν από τους καθρέφτες, άρχιζε να δουλεύει αυτό που θα γίνονταν τα μάτια. 
   "Αν είσαι ικανός να ζωγραφίσεις τον εαυτό σου και να βάλεις στα μάτια σου την έκφραση που θέλεις, είσαι ζωγράφος", είπε στο τέλος, χωρίς να παύει να κινεί το πινέλο, χωρίς να παίρνει το βλέμμα από τη δουλειά. "Τα υπόλοιπα είναι θέατρο... λεκέδες από χρώματα, ο ένας δίπλα στον άλλο... Η ζωγραφική όμως είναι πολύ περισσότερα πράγματα απ' αυτό, αγόρι μου... Ή οφείλει να είναι... Η πιο αποκαλυπτική από όλες τις ανθρώπινες ιστορίες είναι αυτή που είναι γραμμένη στο πρόσωπο ενός ανθρώπου... Πες μου, τι βλέπω;" ρώτησε και, μπροστά στη βουβαμάρα του επίδοξου μαθητευόμενου, απάντησε ο ίδιος στον εαυτό του. "Έναν άνδρα που γερνάει, που έχει υποστεί υπερβολικά πολλές απώλειες και επιδιώκει μια ελευθερία που ξανά και ξανά του φεύγει μέσα από τα χέρια, αν και δεν πρόκειται να παραδοθεί χωρίς να δώσει μάχη..." Μόνο τότε μετακινήθηκε ο Δάσκαλος, για να βολέψει καλύτερα τους γλουτούς του. "Κοίταξε καλά. Εδώ, δίπλα στο πρόσωπο, προς την πλευρά του θεατή, είναι το σημείο που πρέπει να βάλεις την πηγή του φωτός. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγεις ένα περίγραμμα υπερβολικά καθαρό στο άλλο μάγουλο. Έτσι κατορθώνεις να σπάσεις την αίσθηση του προσώπου ως μίας ενότητας. Αυτό που έχει σημασία είναι τα χαρακτηριστικά του προσώπου, ειδικά τα μάτια, όπου οφείλεις να βρεις το πνεύμα και τον χαρακτήρα. Μετά από..."
   Ο Δάσκαλος διέκοψε τον μονόλογό του, λες και είχε ξεχάσει για τι μιλούσε, καθώς τώρα δούλευε με το γκρι και τη σιένα, αναζητώντας τη μορφή για το βλέφαρο, μάλλον ογκώδες, λίγο πεσμένο ίσως. Υπερβολικά πεσμένο, φάνηκε να αποφασίζει και το δοκίμασε ξανά, αφού πέρασε ένα του δάχτυλο πάνω από το πανί. "Τα μάτια προσδιορίζονται από τη σκιά, όχι από το φως..." ξανάρχισε την αγόρευσή του και για πρώτη φορά στράφηκε για να κοιτάξει τον νεαρό Εβραίο. "Η προσωπογραφία είναι ένα συμβάν παροδικό, μια ανάμνηση από το παρόν, την οποία οπτικοποιούμε και διαιωνίζουμε. Θέλω αύριο να ξέρω πώς είμαι, ή μάλλον πώς ήμουν, σήμερα, και γι' αυτό φτιάχνω την προσωπογραφία μου... Όταν ζωγραφίζεις την προσωπογραφία άλλου είναι πιο περίπλοκο. Δεν είναι πλέον ένας διάλογος ανάμεσα σε δύο, αλλά ανάμεσα σε τρεις: τον ζωγράφο, τον πελάτη και την εικόνα του εαυτού του, που απαιτεί αυτός ο πελάτης, φορτωμένη με όλες τις κοινωνικές συμβάσεις που, αυτός που ζητάει το πορτρέτο, επιδιώκει να ικανοποιήσει... Όταν όμως ζωγραφίζεις τον εαυτό σου, κανένας εκτός από σένα δεν μιλάει στον θεατή. Είναι σαν να ξεγυμνώνεσαι δημόσια: αυτό που βρίσκεται ενώπιόν σου είναι ό,τι έχεις..."
   Ο Δάσκαλος είχε ξαναγυρίσει την πλάτη στον Ελίας Αμπρόσιους και βάλθηκε να κοιτάζει τον εαυτό του στον καθρέφτη που τον έδειχνε προφίλ. "Κι εσύ, τι ψάχνεις στη ζωγραφική;" ρώτησε και στήριξε το χέρι, που κρατούσε το πινέλο, στον γοφό του, ενώ ταυτόχρονα έστρεφε το βλέμμα για να ψάξει στον καθρέφτη το είδωλο του νεαρού Εβραίου, σαν να απαιτούσε απάντηση αυτή τη φορά.
   "Δεν ξέρω", ομολόγησε ο Ελίας, αποφασισμένος να πει την αλήθεια, και γι' αυτό πρόσθεσε: "Το μόνο που ξέρω είναι ότι μου αρέσει".
   "Αυτό το ξέρω ήδη: ένας άνθρωπος που είναι διατεθειμένος να ανεχτεί ταπεινώσεις, κακομεταχείριση, ακόμα και περιθωριοποίηση, για να κατορθώσει κάτι· που πληρώνει τριάντα φιορίνια για να σκουπίζει ένα σπίτι, να κάνει τα θελήματα και να πετάει τα σκατά στο κανάλι, επειδή ελπίζει να μάθει κάτι· που διακινδυνεύει να υποστεί τη δογματική οργή άλλων ανθρώπων, που είναι, ασφαλώς, η χειρότερη οργή στον κόσμο... μπορεί να τα κάνει όλα αυτά μόνο αν κάτι του αρέσει πολύ. Όλα αυτά όμως, το τι αρέσει και τι δεν αρέσει, είναι καλά για έναν εραστή ή για έναν έμπορο, ακόμα και για έναν πολιτικό. Όχι για έναν κληρικό κάποιας εκκλησίας, όπως ο φίλος μου ο Άνσλο, ή για έναν φανατικό του μεσσιανισμού, όπως ο επίσης φίλος μου, Μενασέ... Ούτε όμως για έναν ζωγράφο είναι αρκετό, όχι. Τι άλλο; Δόξα; Διασημότητα; Λεφτά;"
   Ο Ελίας Αμπρόσιους σκέφτηκε πως όλα εκείνα τα πράγματα ήταν δελεαστικά και ασφαλώς τα λαχταρούσε: αλλά ήξερε επίσης και πως δεν του αντιστοιχούσαν και πως ποτέ δεν θα τα πετύχαινε με ένα πινέλο στο χέρι. Αν ένας δάσκαλος όπως ο Στέιν ήταν αναγκασμένος να έχει ταβέρνα που πουλούσε μπίρα, αν ο Βαν Γκόγιεν σχεδόν ζητιάνευε, αν ο Πίτερ Λάστμαν είχε πεθάνει λησμονημένος, σε τι μπορούσε να ελπίζει αυτός; "Θέλω να είμαι ένας καλός Εβραίος", είπε στο τέλος, "δεν με ενδιαφέρει να ενοχλώ τους δικούς μου, ούτε να τους δώσω λόγους για να γίνουν έξω φρενών ή για να με καταδικάσουν. Νομίζω πως θέλω να ζωγραφίζω μόνο και μόνο επειδή μ' αρέσει. Δεν ξέρω αν έχω ταλέντο, αλλά αν τυχόν μου έδωσε ο Θεός, αυτό έγινε για κάποιο λόγο. Τα υπόλοιπα είναι η δική μου βούληση, που επίσης είναι χάρισμα δοσμένο από τον Θεό, τον Ύψιστο, που μου έδωσε έναν Νόμο αλλά και μια ευφυΐα και τη δυνατότητα να επιλέγω".
   "Να σκέφτεσαι λιγότερο τον Θεό και περισσότερο τον εαυτό σου και αυτή τη βούληση" -ο Δάσκαλος φάνηκε να δείχνει ενδιαφέρον για το θέμα. Άφησε το πινέλο στην παλέτα και στράφηκε για να κοιτάξει τον νέο: "Εδώ στο Άμστερνταμ όλοι μιλάνε για τον Θεό, αλλά πολύ λίγοι Τον υπολογίζουν, όταν είναι να ζήσουν τη ζωή τους. Και πιστεύω πως αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να μας συμβεί. Οι άνθρωποι οφείλουμε να λύνουμε μόνοι μας τα ανθρώπινα προβλήματά μας... Ο Καλβίνος, που διάβασε πολύ τη Βίβλο τη δική σας, των Εβραίων, επίσης είχε τη γνώμη πως το να κάνει κανείς αυτό που κάνω εγώ είναι αμαρτία. Αν όμως αμαρτάνω ή όχι, αυτό είναι δικό μου πρόβλημα, όχι των υπόλοιπων καλβινιστών. Αφού σε τελική ανάλυση θα πρέπει να το λύσω μόνος μου με τον Θεό, και στο φινάλε δεν θα με βοηθήσουν ούτε οι ιεροκήρυκες ούτε οι παπάδες ούτε οι ραβίνοι... Για έναν καλλιτέχνη κάθε δέσμευση είναι βάρος: προς την εκκλησία του, προς κάποια πολιτική ομάδα, ακόμα και προς τη χώρα του. Μειώνει τον χώρο ελευθερίας σου και χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει τέχνη..."  
   Ο Ελίας άκουγε και, παρόλο που είχε τη γνώμη του για εκείνη την άποψη, προτίμησε να μείνει σιωπηλός: αυτός βρισκόταν εκεί για να ακούει, για να βλέπει, ίσως κάπου κάπου να ρωτάει και να απαντάει μόνο αν του το ζητούσαν.
   "Βάλε μου ένα ποτήρι κρασί", ζήτησε ο Δάσκαλος και, όταν το πήρε στα χέρια του, ήπιε μια θορυβώδη γουλιά. "Ο λαός σου έχει υποφέρει πολύ και για πολύ καιρό και για όλα φταίει ένας ίδιος Θεός, που κάποιοι άνθρωποι τον βλέπουν με έναν τρόπο και άλλοι με διαφορετικό... Αν εδώ στο Άμστερνταμ ο κόσμος αποδέχεται ο κάθε άνθρωπος να πιστεύει στον Θεό του και να ερμηνεύει με διαφορετικό τρόπο τα ίδια ιερά λόγια, εσύ πρέπει να επωφεληθείς από αυτή την ευκαιρία, που είναι μοναδική στην ιστορία του ανθρώπου και που, βέβαια, δεν πιστεύω πως θα κρατήσει για πολύ ή πως θα επαναληφθεί ξανά στα επόμενα πολλά χρόνια, διότι δεν είναι το κανονικό: πάντα θα υπάρχουν κάποιοι πεφωτισμένοι, αποφασισμένοι να οικειοποιηθούν την αλήθεια και να προσπαθήσουν να επιβάλλουν αυτή την αλήθεια στους υπόλοιπους... Δεν σε προειδοποιώ για να κάνεις κάτι, απλώς να σκεφτείς: η ελευθερία είναι το σημαντικότερο αγαθό του ανθρώπου και το να μην την ασκεί, όταν είναι εφικτό να την ασκεί, είναι κάτι που ο Θεός δεν μπορεί να μας το ζητήσει. Το να αποποιηθεί κανείς την ελευθερία του αποτελεί πράγματι τρομερή αμαρτία, σχεδόν προσβολή προς τον Θεό. Εσύ όμως πρέπει να ξέρεις πια πως όλα έχουν το τίμημά τους. Και το τίμημα της ελευθερίας συνήθως είναι πολύ υψηλό. Όταν ένας άνθρωπος την επιδιώκει, ακόμα κι εκεί όπου υπάρχει ελευθερία, ή όπου λένε πως υπάρχει ελευθερία, που είναι το πιο συνηθισμένο, μπορεί να υποφέρει πολύ, γιατί υπάρχουν πάντα άλλοι άνθρωποι που, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις απόψεις για τον Θεό, αντιλαμβάνονται την ελευθερία με διαφορετικούς τρόπους και φτάνουν στο ακραίο σημείο να σκεφτούν ότι ο δικός τους τρόπος είναι ο μοναδικός σωστός και με τη δύναμή τους αποφασίζουν ότι και οι υπόλοιποι πρέπει να την ασκούν με τον τρόπο αυτό... Και αυτό είναι το τέλος της ελευθερίας: διότι κανείς δεν μπορεί να σου πει με ποιον τρόπο πρέπει να την απολαμβάνεις..."
   "Οι ραβίνοι λένε πως είμαστε τυχεροί, γιατί βρισκόμαστε στη γη της ελευθερίας".
   "Και έχουν δίκιο. Εγώ όμως νομίζω πως η λέξη ελευθερία είναι πολύ απαξιωμένη... Οι ίδιοι ραβίνοι είναι αυτοί που σε υποχρεώνουν να τηρείς τους νόμους του Θεού, αλλά και τους νόμους, που έχουν θεσπίσει οι ίδιοι, θεωρώντας δεδομένο πως είναι οι ερμηνευτές της θείας βούλησης. Είναι οι ίδιοι που, ενώ υμνούν την ελευθερία, θα σε τιμωρούσαν χωρίς έλεος αν μάθαιναν γιατί βρίσκεσαι εδώ... Ακόμα κι αν είναι επειδή απλώς σου αρέσει να ζωγραφίζεις και μόνο και όχι επειδή έχεις σκοπό να γίνεις ειδωλολάτρης..." Ακούμπησε την κούπα στο βοηθητικό τραπέζι, όπου τοποθετούσε τα δοχεία με τις μπογιές. "Σκέψου, αγόρι μου, πρέπει να υπάρχει κάτι περισσότερο από μια επιθυμία για να τολμήσεις να κάνεις αυτό που φιλοδοξείς να κάνεις... Άκουσέ με καλά: αν δεν υπάρχει αυτός ο υπέρτατος στόχος, τότε καλύτερα να κρατήσεις τα τριάντα φιορίνια... Ή ξόδεψέ τα με καμιά από εκείνες τις πουτάνες από την Ινδονησία που κάποιος λόγος θα υπάρχει που είναι τόσο ακριβές". Ο Δάσκαλος κοίταξε στο πλάι και παρατήρησε την μορφή του στον καθρέφτη σαν να είχε αιφνιδιαστεί. "Στην ηλικία σου είναι το πιο ενδεδειγμένο. Πήγαινε τώρα" -και ξαναπήρε το πινέλο, στράφηκε και μελέτησε τις γραμμές που είχε χαράξει στον καμβά- "θέλω να συνεχίσω με τα μάτια. Να θυμάσαι αυτό που σου είπα: τα πάντα βρίσκονται στα μάτια".
   "Ευχαριστώ, Δάσκαλε", ψιθύρισε ο νέος και βγήκε από το εργαστήριο.

   Τα πάντα βρίσκονται στα μάτια, μονολόγησε και τα παρατήρησε στην επιφάνεια του καθρέφτη, που είχε αγοράσει και είχε ανεβάσει στη σοφίτα. Στο αυτοσχέδιο καβαλέτο, όπου είχε καρφώσει το φύλλο του χαρτιού, η λευκή επιφάνεια παρέμενε άσπιλη. Γιατί να το αποπειραθεί; Ο Δάσκαλος είχε δίκιο: έπρεπε να έχει κάποιο κίνητρο, κάποια βάση βαθιά και ασύλληπτη, τόσο δύσκολο να την συλλάβει κανείς, όσο ένα πειστικό βλέμμα σε μια παρθένα επιφάνεια. Αν και ο λόγος βρισκόταν πολύ κοντά εκεί, σε εκείνο το κυνήγι του ασύλληπτου για τους περισσότερους ανθρώπους, σε αυτό που ήταν εφικτό μόνο για τους εκλεκτούς. Ο Ελίας Αμπρόσιους, κοιτάζοντας τον εαυτό του στα μάτια μέσα από τη στιλπνή επιφάνεια του φτηνού καθρέφτη, του έθετε ερωτήσεις, αφού ήξερε πως, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, βρισκόταν στη γραμμή του ορίου και, αν την περνούσε, όφειλε να το κάνει έχοντας μια απάντηση στη συνείδηση. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι ασκήσεις του με το καρβουνάκι πάνω σε υπολείμματα χαρτιού ήταν μέρος ενός νεανικού παιχνιδιού, η έκφραση ενός αθώου καπρίτσιου, η κοίτη του μικρού και ήρεμου ρυακιού ενός χόμπι χωρίς επιπτώσεις. Τώρα πια, όχι: στο χέρι του σκιρτούσε μια δυνατότητα μελετημένη, σκόπιμη, που σε τελική ανάλυση δεν ενδιέφερε ιδιαίτερα, αν θα γινόταν γνωστή δημόσια ή όχι. Στην πραγματικότητα, το μόνο που είχε σημασία ήταν αν γινόταν πράξη μπροστά στα μάτια Εκείνου που τα πάνθ' ορά. Το μόνο που ήταν σημαντικό ήταν αν πραγματοποιούσε εκείνη την πράξη, που ενέπλεκε την ελεύθερη βούλησή του και, μαζί με αυτή, έθετε σε κίνδυνο τη μοίρα της αθάνατης ψυχής του: να επιλέξει την υπακοή ή την παράβαση, να υποταχτεί στο αρχαίο γράμμα κάποιου νόμου ή να διαλέξει την ελευθερία επιλογής, με την οποία τον είχε προικίσει ο ίδιος ο Δημιουργός. Η υποταγή μπορεί τελικά να ήταν βολική και σίγουρη, αν και πικρή, και ο λαός του το ήξερε καλά αυτό· η ελευθερία, ριψοκίνδυνη και οδυνηρή, αλλά γλυκιά· η γαλήνη της ψυχής του ευλογία, αλλά και φυλακή. Γιατί ήθελε να το κάνει, αφού ήξερε όλα όσα θα έμπαιναν στη ζυγαριά; Άραγε εκείνος ο Σολομών ο Ιταλός, που είχε χαράξει πάνω σε ένα φύλλο μετάλλου την εικόνα του χαχάμ Μπεν Ισραέλ, είχε τις ίδιες αμφιβολίες; Και τι απαντήσεις είχε δώσει, ώστε να τολμήσει να διεισδύσει στο παρθένο μεταλλικό φύλλο και να το μετατρέψει στο υπόστρωμα για την εικόνα ενός στήθους, ενός προσώπου, δύο ανθρώπινων ματιών; Να είχε νιώσει, άραγε, όπως και ο ίδιος, την ενέδρα του φόβου και τόσες, τόσες αμφιβολίες;
   Ο Ελίας έμενε πάντα έκπληκτος, όταν σκεπτόταν την αλληλουχία γεγονότων και αποφάσεων που τον είχε οδηγήσει μέχρι εκείνη τη σοφίτα μιας πόλης, που οι απόβλητοι της Σεφαράδ τη θεωρούσαν τη Νέα Ιερουσαλήμ και όπου οι άνθρωποι της φυλής του απολάμβαναν μια ασυνήθιστη ανεκτικότητα που τους επέτρεπε να προσεύχονται ειρηνικά κάθε Σάββατο, να συγκεντρώνονται στο πολλαπλό φως της μενορά, να διαβάζουν τους κυλίνδρους της Τορά στις προγονικές εορτές τους και να πραγματοποιούν χωρίς μεγάλες ανησυχίες την τελετή του Μπριτ Μιλά, της περιτομής, ή της Μπαρ Μιτσβά, της ενηλικίωσης, και συνάμα να πλουτίζουν την τσέπη και το μυαλό τους και να τους σέβονται για αυτόν τον πλούτο σε χρυσάφι και ιδέες, αφού οι ιδέες και το χρυσάφι, μαζί, έδιναν λάμψη στην πόλη που τους είχε προσφέρει άσυλο. Ο καλός τόπος, ο Μακόμ. Το Άμστερνταμ, μια μεγαλούπολη που μεγάλωνε ώρα με την ώρα, όπου πάντα μπορούσε να ακούσει κανείς τον ήχο ενός πριονιού, το χτύπημα ενός σφυριού, τον τριγμό μερικών φτυαριών, η ίδια πόλη, που μόλις δύο αιώνες πριν δεν ήταν παρά μόνο κάτι παραπάνω από ένα έλος που το κατοικούσαν βούρλα και κουνούπια και τώρα καυχιόταν πως ήταν η παγκόσμια πρωτεύουσα του χρήματος και του εμπορίου και όπου, επομένως, το να κάνει κανείς χρήματα ήταν αρετή, ποτέ αμαρτία... Για να συμβεί αυτό και να μπορεί ο Ελίας να κάνει τις αιχμηρές ερωτήσεις του, χρειάστηκε να διεξαχθεί ένας πόλεμος, που ακόμα συνεχιζόταν, ανάμεσα σε καθολικούς και χριστιανούς που είχαν πάρει διαζύγιο από τον ποντίφικα της Ρώμης, ανάμεσα σε μοναρχικούς και ρεπουμπλικάνους, ανάμεσα σε Ισπανούς και πολίτες των Ενωμένων Επαρχιών, πριν ανοίξει στο Άμστερνταμ εκείνη η ανέλπιστη πόρτα στην ανεκτικότητα και σε κάποιους Εβραίους, τους οποίους, εν ονόματι του Θεού, ορισμένοι μονάρχες είχαν εκδιώξει από εκείνη που θεωρούσαν γη τους. Χρειάστηκε επίσης να υπάρξει μια έκρηξη οδύνης και ταπείνωσης και να τρέξει το αίμα πολλών τέκνων του Ισραήλ. Χρειάστηκε και πολλοί Εβραίοι να αποκηρύξουν την πίστη τους, να απαρνηθούν τα ήθη και τα έθιμά τους, να χάσουν την κουλτούρα τους και να προσηλυτιστούν στη λατρεία του Ιησού ή του Αλλάχ για να σώσουν τη ζωή τους (ή την περιουσία τους), ώστε να μπορεί ένας άνθρωπος, όπως αυτός, να βρίσκεται σε εκείνον τον τόπο, απολαμβάνοντας την ελευθερία να αναρωτιέται αν όφειλε ή όχι να περάσει ένα σύνορο, στο οποίο μόνο το πνεύμα του, η βούλησή του και εκείνος ο άπιαστος, ασαφής ακόμα, λόγος τον οδηγούσαν. Έπρεπε να υπάρξει ο παππούς του, Μπενγιαμίν Μοντάλμπο δε Άβιλα, που στάθηκε ικανός να επαναφέρει την οικογένεια στην πίστη της, και έπρεπε να υπάρξει η σπαρακτική εμπειρία εκείνου του θεοσεβούμενου ανθρώπου, που πέρασε πολλά χρόνια ως χριστιανός χωρίς να είναι, με ένα μυστικό να τον βασανίζει κάθε Παρασκευή, την ώρα που άρχιζε να λαμπυρίζει το πρώτο αστέρι της νύχτας, και ο πατέρας του τού ψιθύριζε στ' αυτί: "Σαμπά Σαλόμ!", που έζησε μεταμφιεσμένος σε ένα περιβάλλον εχθρικό... Όλα αυτά για να φτάσει στον Ελίας Αμπρόσιους, σχεδόν με το αίμα που κουβαλούσε στις φλέβες του, η πεποίθηση πως πιο σημαντική από τις κοινωνικές αποδείξεις για το ανήκειν, από την παρουσία σε μια συναγωγή ή από την υπακοή στις εντολές των ραβίνων, ήταν η εσωτερική ταύτιση του ανθρώπου με τον Θεό του: με άλλα λόγια, με τον ίδιο του τον εαυτό και με τις ιδέες του...
   Όμως, πάνω απ' όλα, για να βρίσκεται αυτός εκεί, έπρεπε να υπάρξει και ο φόβος. Εκείνος ο φόβος ο μόνιμος, ο αποπνικτικός, ο άπειρος, που επίσης είχε παραλάβει κληρονομικά, ένας φόβος που ακόμα και ο, γεννημένος στο Άμστερνταμ, Ελίας γνώριζε πολύ καλά. Ήταν εκείνος ο ανίκητος τρόμος ότι αυτή η ευνοϊκή κατάσταση μπορούσε να τελειώσει οποιαδήποτε στιγμή, ότι θα έρθει ξανά η καταπίεση, είτε εξωτερική είτε εσωτερική. Ή ότι θα έρθει η εκτόπιση και, ένα πρωί, θα δουλέψει ξανά ο στραγγαλισμός ή θα σπιθοβολήσει η πυρά, όπως τόσες φορές είχε συμβεί μέσα στους αιώνες. Έπρεπε να υπάρξει εκείνος ο φόβος ο τόσο μικροπρεπής και τόσο πολύ πραγματικός, ώστε να νιώσει κι εκείνος φόβο για τα άκρα, στα οποία μπορούσαν να φτάσουν οι άνθρωποι που, από τη θέση της εξουσίας, αυτοανακηρύσσονται αγνοί και ποιμένες συλλογικών πεπρωμένων, εκεί στο Άμστερνταμ, όπου όλοι περηφανεύονταν για την ύπαρξη τόσης ελευθερίας.
   Ο Ελίας Αμπρόσιους συνέχισε να κοιτάζεται στον καθρέφτη, παρατηρώντας τα μάτια του (φως και σκιά, ζωή και μυστήριο), και μονολόγησε πως δεν μπορούσε να αφεθεί να νικηθεί από τον φόβο. Αν βρισκόταν εκεί, αν στ' αλήθεια ήταν ελεύθερος, αν τον συντρόφευαν όλες οι δυνάμεις των δεκαεπτά του χρόνων, όφειλε να επωφεληθεί από εκείνο το ξεχωριστό προνόμιο να έχει γεννηθεί και να ζει ακόμα σε μια πόλη, όπου ένας Εβραίος ανέπνεε με μια ελευθερία για αιώνες αδιανόητη στους ανθρώπους της φυλής του και το οποίο, στην περίπτωσή του, περιελάμβανε την τύχη να ζει κοντά σε έναν άνθρωπο ανυπότακτο, σε έναν ζωγράφο ήδη προορισμένο να γίνει ένας από τους μεγάλους δασκάλους, σε έναν γίγαντα στον βωμό του Απελλή της Κω. Ήξερε ότι, αν ο παππούς Μπενγιαμίν μάθαινε τελικά τους σκοπούς του, δεν θα πανηγύριζε, ούτε όμως θα τον καταδίκαζε: ο ηλικιωμένος άνδρας είχε υποστεί πάνω στο ίδιο του το πετσί όλες τις ταπεινώσεις που μπορεί να φανταστεί άνθρωπος, επειδή πίστευε σε κάτι και επειδή, παρότι ήταν ευσεβής Εβραίος, ήταν επίσης και αποφασισμένος υπερασπιστής  της ελευθερίας και του σεβασμού στις επιλογές των άλλων που αυτή απαιτούσε. Εξίσου είχε το προαίσθημα πως ο πατέρας του, Αμπραάμ Μοντάλμπο, μπορεί να υπέφερε, να θρηνούσε, αλλά δεν θα τον αποκήρυσσε, αφού η ανοιχτόμυαλη ματιά του, χάρη στα βιβλία που διάβαζε (με μεγάλη διακριτικότητα, τόσο αυτός όσο και ο παππούς ζητούσαν να τους φέρνουν από την Ισπανία και την Πορτογαλία τη λογοτεχνία που περισσότερο απολάμβαναν), στα βιβλία που τύπωνε και διένεμε στον μισό πλανήτη, του επέτρεπε να έχει μια σχέση ανοχής με τους υπόλοιπους ανθρώπους, μιας και είχε γίνει και ο ίδιος ανεκτός και κάτι ήξερε από έλλειψη ανεκτικότητας. Ταυτόχρονα, ήταν πεπεισμένος ότι ο αδελφός του, Άμος, που χάρη στις αποφάσεις και τους κινδύνους των μεγαλυτέρων του είχε σωθεί και δεν είχε υποστεί καταπίεση ή βίαιες ταπεινώσεις, και ίσως αυτή να ήταν η αιτία, που είχε κολλήσει τις πιο ορθόδοξες ιδέες, μπορεί να γινόταν η πηγή των συμφορών του. Σαν εκείνους τους παπαγάλους που έφερναν από το Σουρινάμ, ο Άμος συνήθιζε να επαναλαμβάνει τα λόγια των ανθρώπων που υποστήριζαν ότι μόνο η αυστηρή τήρηση του ιερού Νόμου και η απόλυτη υπακοή των φωτισμένων ταλμουδικών κανόνων μπορούσαν να σώσουν τα τέκνα του Ισραήλ σε έναν κόσμο, όπου ακόμα κυριαρχούσαν οι ειδωλολάτρες: τα λόγια εκείνων των ίδιων ανθρώπων, που ήταν ικανοί να καταδικάσουν με ένα νιντούι ένα παιδί επειδή διατηρούσε σχέσεις με τον γονιό του που ζούσε στην Πορτογαλία ή στην Ισπανία -πάλι οι απειλητικές πατρίδες της ειδωλολατρίας, τις οποίες όμως τόσοι Εβραίοι εξακολουθούσαν να ονειρεύονται, με τις οποίες πολλοί από εκείνους τους ίδιους υποτιθέμενους ορθόδοξους, τους ικανούς να καταδικάζουν τους άλλους, είχαν εμπορικές σχέσεις και πλούτιζαν. Ο Ελίας το ήξερε: ο ίδιος του ο αδελφός ήταν εκείνος που μπορούσε να φτάσει να τον κατηγορήσει ενώπιον του συμβουλίου του Μααμάντ, να μετατραπεί σε διώκτη του, ίσως ακόμη και στον εισαγγελέα του, σίγουρος ότι με την πράξη του εκπλήρωνε τις ευθύνες του ως καλός εκπρόσωπος του λαού του.
   Στο μυαλό ολόκληρης της εβραϊκής κοινότητας του Άμστερνταμ αλλά και μέσα στο μυαλό του Ελίας Αμπρόσιους -βροντώντας κάθε μέρα σαν ταμπούρλο- πλανιόταν ακόμα η ηχώ από τη διαδικασία απέλασης του Ουριέλ ντα Κόστα, καταδικασμένου με απόφαση του ραβινικού συμβουλίου (συμπεριλαμβανομένου του χαχάμ Μπεν Ισραέλ!) σε ισόβιο χέρεμ, που συνεπαγόταν απαγόρευση επικοινωνίας με όλα τα μέλη της κοινότητας -έναν αληθινό κοινωνικό θάνατο. Ο Ντα Κόστα είχε καταδικαστεί για το αμάρτημα ότι διακήρυξε δημόσια πως οι κανόνες των ραβίνων που ήταν συγκεντρωμένοι στο Ταλμούδ και στη Μισνά, όντας εκτιμήσεις ανθρώπων, δεν ήταν οι υπέρτατες αλήθειες που εκείνοι ισχυρίζονταν, αφού αυτό το προνόμιο ανήκε μόνο στον Θεό. Ο Ντα Κόστα είχε απαιτήσει τον διαχωρισμό των θρησκευτικών εντολών από τις πολιτικές και τις νομικές και μάλιστα είχε τολμήσει να προτείνει ακόμα και μια ατομική σχέση ανάμεσα στον πιστό και τον Θεό του (την ίδια που μέσα στους κόλπους της οικογένειάς του πρέσβευε ο παππούς Μπενγιαμίν), μια επικοινωνία, στην οποία οι θρησκευτικές αρχές είχαν ρόλο μόνο διεκόλυνσης και όχι ρύθμισης. Και γι' αυτό είχε κατηγορηθεί ότι απαξίωνε την Αλαχά, τον αρχαίο θρησκευτικό νόμο, ως κώδικα φτιαγμένο για να διέπει όχι πια τη θρησκευτική συμπεριφορά αλλά και την ιδιωτική και την αστική.
   Tότε, εκείνος ο άνθρωπος, ο τόσο τολμηρός, είχε φτάσει στο ακραίο σημείο της αφέλειάς του, διακηρύσσοντας, στη διάρκεια της δίκης για τον αφορισμό που ακολούθησε, την ελπίδα του ότι οι αδελφοί του, εκείνοι οι ίδιοι ραβίνοι στων οποίων την προγονική εξουσία έκανε επίθεση, θα είχαν «καρδιά γεμάτη συμπόνια» και ότι θα ήταν ικανοί να «συνεδριάσουν με σοφία και ευθυκρισία», ως σκεπτόμενα όντα, τέκνα μιας εποχής πολύ διαφορετικής από εκείνη των αρχαίων πατριαρχών και προφητών, πλασμάτων που είχαν ξεπηδήσει από το σκότος των καταβολών του πολιτισμού, νομάδων που λάτρευαν είδωλα και περιπλανιόνταν στις ερήμους. Η δραματική διαδικασία, στη διάρκεια της οποίας ο Ντα Κόστα κατηγορήθηκε πως ήταν πράκτορας των αρχών του Βατικανού και ταπεινώθηκε και εξευτελίστηκε από το ραβινικό δικαστήριο, είχε τελειώσει με την επιβολή της ποινής εκείνης του ισοβίου χέρεμ που διάβασε ο ραβίνος Μοντέρα και η οποία, ανάμεσα σε άλλες φρικαλεότητες, διακήρυσσε ότι «με την κρίση των αγγέλων και την απόφαση των αγίων, αναθεματίζουμε, βδελυττόμαστε, καταριόμαστε και αποβάλλουμε τον Ουριέλ ντα Κόστα, κηρύττοντας εναντίον του το ανάθεμα, με το οποίο ο Ιησούς του Ναυή καταδίκασε την Ιεριχώ, την κατάρα του Ηλία και όλες τις κατάρες που είναι γραμμένες στο βιβλίο του Νόμου. Να είναι καταραμένος το πρωί και καταραμένος τη νύχτα· καταραμένος όταν ξαπλώνει, όταν σηκώνεται, όταν βγαίνει και όταν μπαίνει. Είθε ο Κύριος να μην τον συγχωρήσει και να μην τον αποδεχθεί ποτέ! Είθε η οργή και η δυσαρέσκεια του Κυρίου να καίνε πάντα εναντίον αυτού του ανθρώπου από εδώ και στο εξής και είθε να ξεσπάσουν επάνω του όλες οι κατάρες που είναι γραμμένες στο βιβλίο του Νόμου και να σβήσουν το όνομά του κάτω από τον ουρανό... Γι' αυτούς τους λόγους, προειδοποιούνται όλοι ότι κανείς δεν πρέπει να του απευθύνει τον λόγο ή να επικοινωνεί μαζί του γραπτώς, κανείς δεν πρέπει να του προσφέρει καμία υπηρεσία, να κατοικεί κάτω από την ίδια στέγη με αυτόν, ούτε να τον πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη από τέσσερις πήχεις (3)...»
   Ο Ελίας θυμόταν πολύ καλά πως, ενόσω ο ραβίνος Μοντέρα διάβαζε τον ιεροεξεταστικό αφορισμό, η συναγωγή, όπου ήταν στριμωγμένα τα μέλη του Νασάο, πλημμύριζε από το παρατεταμένο βογκητό από ένα μεγάλο κέρας που ακουγόταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, κάθε φορά και πιο πνιχτό και σβησμένο. Με εκείνα τα μάτια, που τώρα κοίταζαν τον εαυτό του στον καθρέφτη, ο έφηβος Ελίας Αμπρόσιους, γραπωμένος από το χέρι του παππού του και τρέμοντας από τον φόβο, είχε δει τα κεριά από τα τελετουργικά κηροπήγια, που φώτιζαν έντονα στην αρχή της τελετής, σιγά σιγά να σβήνουν όσο προχωρούσε η ανάγνωση του χέρεμ, μέχρι που έσβησε και το τελευταίο, όταν βουβάθηκε και το κέρας: μαζί με τη σιωπή και το ψυχορράγημα του φωτός έσβηνε και η πνευματική ζωή του καταδικασμένου αιρετικού.
   Εκείνη η δίκη, που είχε κάνει πάταγο και είχε στραφεί κατά του Ουριέλ ντα Κόστα αλλά με πολλούς τρόπους και εναντίον όλων των απείθαρχων και ετερόδοξων του Άμστερνταμ, είχε στόχο να σπείρει έναν καινούργιο σπόρο φόβου σε όσους μπορεί να είχαν την αποκοτιά να σκεφτούν με τρόπο που δεν θα ήταν ο διατεταγμένος από τους ισχυρούς ηγέτες της κοινότητας, τους οποίους η παράδοση είχε ανακηρύξει σε ιδιοκτήτες των μοναδικών αποδεκτών ερμηνειών του Νόμου. Ήταν ασφαλώς εκείνος ο ολέθριος και πανταχού παρών φόβος μήπως έχει παρόμοια τύχη, ο ίδιος που εκείνη τη στιγμή παλλόταν στο οπλισμένο με ένα καρβουνάκι χέρι του νεαρού Ελίας Αμπρόσιους, καθώς παρατηρούσε τα μάτια του στον καθρέφτη και ατένιζε το προκλητικό λευκό χαρτί που ήταν απλωμένο στο αυτοσχέδιο καβαλέτο. Αυτό το ρίσκο θα το αναλάμβανε μόνο και μόνο επειδή του άρεσε να ζωγραφίζει; Ο Δάσκαλος το ήξερε και τώρα πια το ήξερε και ο Ελίας Αμπρόσιους: ναι, θα πρέπει να υπήρχε και κάτι ακόμα, έπρεπε να υπάρχει και κάτι ακόμα. Άραγε ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ να ήξερε τι μπορεί να ήταν; Ο Σολομών ο Ιταλός, που είχε διασχίσει τον καθρέφτη, είχε ανακαλύψει άραγε τι πράγμα ήταν εκείνο το κάτι ακόμα; Ο Ελίας Αμπρόσιους μπόρεσε για μια στιγμή να κοιτάξει μέσα σε εκείνο το μυστήριο, όταν το χέρι του, υπακούοντας σε μια εντολή που έμοιαζε να έρχεται από μια πηγή που βρισκόταν πολύ πέρα από τη συνείδηση και τους φόβους του, χάραξε πάνω στην άσπιλη επιφάνεια την πρώτη γραμμή αυτού που θα γινόταν ένα μάτι. Γιατί τα πάντα βρίσκονται στα μάτια. Στα μάτια ενός ανθρώπου που κλαίει.
   Το μυστήριο, το κατάλαβε εκείνη τη στιγμή, λεγόταν δύναμη: η δύναμη της Δημιουργίας, η ώθηση της υπερβατικότητας, η ισχύς της ομορφιάς που καμία εξουσία δε θα μπορούσε να νικήσει.

   Ο καιρός κυλούσε και, αντίθετα με ό,τι μπορεί να είχε φανταστεί ή προβλέψει, ο Ελίας Αμπρόσιους απείχε πολύ από το να αισθάνεται ευτυχισμένος. Μερικές φορές η αίσθηση της δυστυχίας τον άγγιζε με τρόπο σιβυλλικό, σαν μια καμτσικιά ένοχης συνείδησης, και ο νέος αναρωτιόταν ξανά και ξανά: αξίζει τον κόπο; Άλλες φορές πάλι, αυτό συνέβαινε με κακοβουλία, υποχρεώνοντάς τον να ζυγίζει τα πράγματα με όρους πρακτικούς: χρήμα, χρόνος, αποτελέσματα, ικανοποιήσεις, κίνδυνοι, συσσωρευμένοι φόβοι, μετρούσε με τα δάχτυλα, αν και πολλές φορές προσπαθούσε να εξαιρέσει τα χρήματα, για να μην μπορεί κανένας, ούτε ο ίδιος του ο εαυτός, να τον κατηγορήσει ότι αντιδρούσε υπερβολικά εβραϊκά, αν και, ήταν επιβεβαιωμένο πλέον, στο Άμστερνταμ δεν είχαν μόνο οι Εβραίοι έμμονη ιδέα με το χρήμα. Πολύ καλά το είχε πει ένας Γάλλος συγγραφέας που είχε βρει άσυλο σε εκείνη την πόλη, κάποιος Ρενέ Ντεκάρτ, που επίσης θεωρούσαν αιρετικό οι άνθρωποι της πίστης του και στον οποίο αποδιδόταν η φράση ότι, πλην του ιδίου, οι πάντες στην πόλη ασχολούνταν μόνο με το να βγάζουν χρήματα...
   Κάποιες ολέθριες μέρες που ξεχείλιζαν από εκείνη τη θλίψη, καθώς άθροιζε τις αμφιβολίες και τις βεβαιότητές του, ο νέος έφτανε ακόμα και σε σημείο να πάρει την απόφαση: όσο Δάσκαλος κι αν ήταν ο Δάσκαλος, όσο περιζήτητος κι αν είχε υπάρξει πριν από μερικά χρόνια, και παρότι ο ίδιος, ο Ελίας Αμπρόσιους, τον θεωρούσε τον πιο σπουδαίο ζωγράφο της πόλης ή ακόμα και του γνωστού κόσμου, δύο χρόνια να γυαλίζει πατώματα, να μαζεύει σκουπίδια και να κουβαλάει κάρβουνο, εισπράττοντας περισσότερες διαταγές και κατσάδες από την κακομούτσουνη κυρία Ντιρξ παρά συμβουλές από τον Δάσκαλο (με την καθόλου αμελητέα καταβολή τριάντα φιορινιών, αφού, ναι, τελικά ήταν απαραίτητο να συνυπολογίσει και τα χρήματα, τα οποία του τα ζητούσε επίμονα όταν καθυστερούσε μια πληρωμή), με αντάλλαγμα κάποιες λίγες συζητήσεις που ο ζωγράφος, όταν ήταν καλοδιάθετος, μπορούσε να χαρίσει σε οποιονδήποτε επισκέπτη ή αγοραστή, συγκεντρώνονταν παραπάνω λόγοι απ' όσοι χρειάζονταν για να σκεφτεί την πιθανότητα να διακόψει εκείνη την επικίνδυνη περιπέτεια.
   Ο Ελίας Αμπρόσιους δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι η εγγύτητα με τον Δάσκαλο και το περιβάλλον του, με εκείνον τον κόσμο όπου τα πάντα τα σκέφτονταν και τα εξέφραζαν, με μια επαναληπτικότητα σχεδόν νοσηρή, με όρους ζωγραφικής (σε επίπεδο τεχνικό, σωματικό, φιλοσοφικό, ακόμα και οικονομικό), τον είχαν κάνει πια άλλον άνθρωπο και ότι, ακόμα κι αν ζούσε βυθισμένος στη δυστυχία του, δεν θα γινόταν ποτέ ξανά ο άνθρωπος που ήταν προηγουμένως: είχε γνωρίσει το μεγαλείο, είχε δεχτεί το φως και τη θέρμη μιας ιδιοφυΐας και, πάνω απ' όλα, είχε μάθει πως μεγαλείο και ιδιοφυΐα, όταν αναμειγνύονται με τη ροπή προς την πρόκληση και τη βούληση να ασκεί κανείς την ελευθερία της γνώμης του, μπορούν (ή συνηθίζουν; -δεν ήταν σίγουρος) να οδηγήσουν στην καταστροφή ή στην απογοήτευση.
   Σε τι του χρησίμευε, όμως, αυτή η γνώση; Ο νεαρός Εβραίος συλλογιζόταν την κατάστασή του και ζύγιζε τις δραστικές προφυλάξεις με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα εκείνες τις νύχτες που, μπροστά σε ένα κομμάτι πανί ή χαρτί αδέξια πασαλειμμένο, ένιωθε να πείθεται πως, όσες προσπάθειες κι αν έκανε να αφομοιώνει όσα έβλεπε ή άκουγε και παρά τον ενθουσιασμό και την προσήλωσή του, εξακολουθούσε να λείπει ανάμεσα στον εγκέφαλό του και σε εκείνη την προκλητική επιφάνεια κάτι που να είναι αναμφισβήτητη απόρροια της Θείας Χάρης που αυτός, του φαινόταν ολοφάνερο, ποτέ δεν θα διέθετε: αληθινό ταλέντο. Και αν ήταν όλη του τη ζωή να είναι ένας μέτριος, τότε δεν άξιζαν τον κόπο τα έξοδα, οι ταπεινώσεις και το βάρος ενός μυστικού που δεν μπορούσε να εμπιστευτεί ούτε στους καλύτερους φίλους του. Για έναν μέτριο ζωγράφο, μονολογούσε, αρκούσαν ήδη η θρασύτητα και οι φόβοι που είχε συσσωρεύσει.
   Εκείνο το κρύο απόγευμα, που η ζωή του θα συγκλονιζόταν με τρόπο απροσδόκητο και ενθαρρυντικό, η επίμονη ιδέα της παραίτησης τον συνόδευε σαν πεισματάρικο σκυλί καθώς, βυθίζοντας τα πόδια του στο χιόνι που είχε μόλις πέσει, κατευθυνόταν προς το σπίτι του Δασκάλου. Ωστόσο, μια ακαθόριστη υπερένταση, ασύλληπτη σαν προαίσθημα, τον εμπόδιζε να κάνει το βήμα που, όπως και άλλα που είχε κάνει στη σύντομη ζωή του, ήξερε πως θα είχε χαρακτήρα οριστικό.
   Η καινούργια υπηρέτρια του σπιτιού, η νεαρή Έμελι Κερκ, ήταν εκείνη που του άνοιξε την πόρτα και ο Ελίας Αμπρόσιους πλησίασε στη σόμπα του διπλανού σαλονιού, προσπαθώντας να διώξει από πάνω του το κρύο που είχε μαζέψει στον δρόμο του. Με τρόπο σχεδόν αυτόματο σκέφτηκε, βλέποντας τη φωτιά να τριζοβολάει και το σχεδόν άδειο μεταλλικό κιβώτιο της τύρφης, πως εκείνο το απόγευμα θα τον διέταζαν να πάει στη Νιουμάρκτ, για να ειδοποιήσει τον προμηθευτή πως τον ζητούσαν στον αριθμό 4 της Γιοντενμπρεϊστράατ. Ο Ελίας Αμπρόσιους ετοιμαζόταν ήδη να κατέβει στην κουζίνα, για να αλλάξει τα βαριά του ρούχα με την παλιά πουκαμίσα της δουλειάς και να φορτωθεί τον καθημερινό του εξοπλισμό, τον κουβά και τη σκούπα, όταν ο Δάσκαλος βγήκε από το δωμάτιό του και, αφού βόλεψε μέσα από το ένα του μάγουλο ένα από εκείνα τα μπαστουνάκια λιωμένης ζάχαρης, που τόσους πονόδοντους του είχαν προκαλέσει και θα του προκαλούσαν (εκείνα τα μπαστουνάκια που, διαβεβαίωνε, δεν μπορούσε να κόψει), τον κοίταξε και του είπε: "Μην αλλάξεις ρούχα, σήμερα εσύ θα 'ρθεις μαζί μου". Και εκείνη τη στιγμή, χωρίς να μπορεί ακόμα να υποθέσει τι τον περίμενε, ο Ελίας Αμπρόσιους ένιωσε τη βεβαιότητα ότι -όποιος κι αν ήταν ο λόγος που συνέβαινε αυτό- εκείνες οι μαγικές λέξεις τοποθετούσαν μονομιάς τη σχέση του με τον Δάσκαλο σε άλλο επίπεδο εγγύτητας. Και αμέσως ξέχασε, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ, την απόφαση που τόσον καιρό γυρόφερνε στο κεφάλι του.
   Όλοι γνώριζαν ότι ο Δάσκαλος προτιμούσε τις πρωινές ώρες για να βγαίνει να κάνει τις διαπραγματεύσεις για τα ψώνια του. Πάντοτε γύρω στις δέκα, διάλεγε έναν ή δύο μαθητές, ανάλογα με τις προβλεπόμενες προθέσεις του, και ξεκινούσε μια περιήγηση στα μαγαζιά, που συνήθως ικανοποιούσαν καλύτερα τις πολύ ιδιόρρυθμες απαιτήσεις του. Η περιπέτεια τελείωνε γύρω στις δώδεκα και μισή, κατά κανόνα στον πάγκο με τα φαγητά, που είχε στήσει στο λιμάνι ένα ζευγάρι Ινδονήσιων φορτωμένο με παιδιά και όπου, μαζί με μαύρους λιμενεργάτες, Εγγλέζους και Νορβηγούς ναυτικούς, μισθοφόρους Μαγυάρους και Γερμανούς και άλλα αλλόκοτα πρόσωπα (Ινδιάνους από το Σουρινάμ που πουλούσαν παπαγάλους και σκουρόπετσους Εβραίους της Αιθιοπίας, ντυμένους με προχριστιανικές ενδυμασίες), παρατηρούσε πρόσωπα, ρούχα και χειρονομίες, ενώ ταυτόχρονα καταβρόχθιζε γεμάτος απόλαυση τα πιάτα με κρέας και τα λαχανικά της εποχής φορτωμένα με γεύσεις και αρώματα, που έφερναν στον νου κόσμους μακρινούς και μυστηριώδεις, λιχουδιές που ετοίμαζαν εκείνα τα δύο πλάσματα με το δέρμα σε χρώμα στάχτης και το σώμα ευλύγιστο σαν καλαμιά του βάλτου. Ανάλογα με τα κέφια του Δασκάλου, οι μαθητές που τον συνόδευαν -από τότε που ο αγαπημένος του Κάρελ Φαμπρίσιους άφησε το εργαστήριο για να δοκιμάσει την τύχη του ως καλλιτέχνης, διάλεγε σχεδόν πάντα τον αδελφό του, Μπάρεντ, κακό στη ζωγραφική, καλό στο κουβάλημα, και μερικές φορές έπαιρνε και τον Δανό Κέιλ, άλλες τον Σάμουελ φαν Χόοχστρατεν ή τον νεοφερμένο Κονσταντέιν Ρενέσε- είτε συνέχιζαν μαζί του μέχρι τα τραπέζια από αγυάλιστο ξύλο των Ινδονήσιων είτε τους διέταζε να επιστρέψουν με τα υλικά που είχαν αγοράσει. Σε κάθε περίπτωση, τη συμμετοχή σε εκείνες τις εξορμήσεις τη θεωρούσαν προνόμιο οι μαθητευόμενοι, που, επιστρέφοντας, επεδείκνυαν στους υπόλοιπους τις καινούργιες προμήθειες και διηγούνταν -αν είχαν υπάρξει- τις συνομιλίες του Δασκάλου με τους προμηθευτές του ή με τον απλό κόσμο του λιμανιού.
   Χωρίς να παύει ποτέ να έχει στο μυαλό του τη διαφορά της θέσης του με εκείνη των υπολοίπων μαθητών, που ήταν αποδεκτοί σαν αυτό που ήταν (οι πιο παλιοί από τους οποίους, έχοντας νικήσει ορισμένες προκαταλήψεις, τον θεωρούσαν πια σχεδόν ίσο), ο Ελίας Αμπρόσιους, την ίδια στιγμή που βυθιζόταν στις αμφιβολίες και τους φόβους του, παρακαλούσε σχεδόν δύο χρόνια τον Θεό του να ακούσει μια μέρα (μόνο μία μέρα!) εκείνη την προσταγή, που τον ξεχώριζε και του έδινε υπόσταση ως μοναδικό ανθρώπινο πλάσμα. Ο λόγος που ο ζωγράφος δεν είχε βγει το πρωί, εύκολα το συμπέραινε κανείς, ήταν ότι από το ξημέρωμα μέχρι το μεσημέρι έπεφτε ένα επίμονο χιόνι. Αν και, επίσης το γνώριζε ο νέος, ο Δάσκαλος, την ίδια εποχή που είχε ξαναβρεί το χαμόγελό του, ταυτόχρονα είχε αραιώσει τις πρωινές του εξόδους από το σπίτι, από τότε που, λίγους μήνες πριν, είχε αρχίσει να φτεροκοπάει μέσα στο σπίτι η νεανική φιγούρα της Έμελι Κερκ, που είχε προσληφθεί για μισό ωράριο ως γκουβερνάντα και παιδαγωγός του Τίτους, μια ευθύνη που ήταν αδύνατο να αναλάβει η κυρία Ντιρξ λόγω των ελάχιστων σχέσεών της με τα γράμματα. Το σημαντικό όμως δεν ήταν το κίνητρο αλλά η επιλογή, αφού στα κουβούκλια της σοφίτας σίγουρα θα δούλευαν ακόμα κάποιοι από τους μαθητές που πλήρωναν τα εκατό φιορίνια που απαιτούνταν: όπως και άλλες φορές, η εντολή του Δασκάλου θα μπορούσε να είναι να ανέβει ο ίδιος ο Ελίας στον επάνω όροφο και να ειδοποιήσει κάποιον ή κάποιους από τους μαθητευόμενους πως ήταν έτοιμος πλέον, σχεδόν είχε ξεκινήσει. Εκείνο το απόγευμα όμως, είχε επιλέξει αυτόν.
   Όταν η διάθεσή του άλλαζε (και μερικές φορές αυτό συνέβαινε εύκολα, χάρη σε μια συνομιλία, που θα του χάριζε ο Δάσκαλος, ή χάρη στην ανακάλυψη της νεοαποκτημένης του ικανότητας να ζωγραφίσει κάτι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή του ξεγλιστρούσε, ή χάρη στην προοπτική μιας συνάντησης με την Μαριάμ Ρόκα, το κορίτσι που τους τελευταίους μήνες τον είλκυε όσο σχεδόν και η ζωγραφική), ο νέος έβαζε στη ζυγαριά και το γεγονός ότι, στη διάρκεια εκείνων των δύο χρόνων, γεμάτων, είναι αλήθεια, με λαχτάρες, φόβους και απογοητεύσεις, είχε γνωρίσει επίσης, για μια τιμή τουλάχιστον μέτρια, τις χαρές της μαθητείας στο πιο φημισμένο εργαστήριο του Άμστερνταμ και της Δημοκρατίας. Ο Ελίας Αμπρόσιους αναγνώριζε πως με εκείνη τη δοκιμασία είχε διασχίσει τον πετρότοπο από την αστρική άγνοια στη γνώση όσων όφειλε να μάθει, αν είχε σκοπό να μετατρέψει τις εμμονές του σε έργα, και με τα απαραίτητα εργαλεία να εξακριβώσει τις αρετές του όποιου ταλέντου του (που ξαφνικά ανέβαινε στην αυτοεκτίμησή του, όταν προέκυπταν εκείνες οι στιγμές, όχι τόσο εξαιτίας κάποιου συγκεκριμένου έργου, αλλά μάλλον χάρη στα κύματα ευφορίας που δημιουργούσε η ψυχή του). Συζητήσεις του Δασκάλου με τους μαθητές, στις οποίες είχε υπάρξει μάρτυρας, η κρυφή περιέργεια με την οποία ο Ελίας τους προσέγγιζε για να τους ρωτάει χωρίς να αποκαλυφθεί και η ανοιχτή αδηφαγία με την οποία καταβρόχθιζε τις φορές που ο ζωγράφος τού απηύθυνε τον λόγο, όπως και το γεγονός ότι είχε υπάρξει μάρτυρας στη γέννηση, την εξέλιξη και την κατάληξη διαφόρων έργων εκείνης της ιδιοφυΐας (τον είχε σαγηνεύσει το πορτρέτο της Έμελι Κερκ, την οποία είχε βάλει να ποζάρει σαν να πρόβαλλε σε ένα παράθυρο· και σε δύο περιπτώσεις, μάλιστα, ο Ελίας είχε φτάσει να του ετοιμάσει την παλέτα για τον πίνακα που ζωγράφιζε για μήνες, μια πολύ γήινη και οικογενειακή απεικόνιση της χριστιανικής Αγίας Οικογένειας τη στιγμή που δεχόταν επίσκεψη αγγέλων), κάθε ευνοϊκή στιγμή του επέτρεπε να εισδύει στους προθαλάμους ενός κόσμου πολύ πιο μυθικού απ' ό,τι είχε φανταστεί, που ασκούσε επάνω του έναν τελεσίδικο μαγνητισμό, παρ' όλα τα βάσανα που του προκαλούσε... Έτσι, από τα χαρτιά με τα καρβουνάκια που χρησιμοποιούσε στο παρελθόν είχε περάσει πια σε πειραματισμούς με υδροχρώματα πάνω σε χαρτόνια, σχεδιάζοντας με τις μεγάλες και απλές γραμμές που ήταν χαρακτηριστικές του Δασκάλου, και, τους τελευταίους μήνες, στη ζωγραφική σε καμβάδες, τους πιο φτηνούς, αγορασμένους σε τιμή ευκαιρίας ως ρετάλια, στους οποίους δούλευε με ζήλο σε μια εγκαταλελειμμένη καλύβα που είχε ανακαλύψει πέρα από το Πρίνσενχραχτ, στο μακρινό κανάλι του Πρίγκιπα, αφού φοβόταν ότι η μυρωδιά του λινέλαιου, που δεν μπορούσε να την μπερδέψει κανείς με τίποτε άλλο, θα τον πρόδιδε αν δούλευε στη σοφίτα.
   Αρκετές φορές είχε αναγκαστεί να πει ψέματα, όταν ένας φίλος ή κάποιος από το σπίτι τον ρωτούσε για τη δουλειά του στο εργαστήριο του Δασκάλου: η δικαιολογία ότι δούλευε ως υπηρέτης για το καθάρισμα, ανταποκρινόμενος σε ένα αίτημα του παλιού του χαχάμ Μπεν Ισραέλ, σπουδαίου φίλου του ζωγράφου, ήταν αρκετό για να πληροφορήσει τον παππού (ό,τι προερχόταν από τον Μπεν Ισραέλ τού φαινόταν σωστό), να καθησυχάσει τον πατέρα (αν και δεν καταλάβαινε γιατί ο γιος του, με δύο δουλειές, ξέμενε πάντα από λεφτά) και, προς το παρόν, να εξαπατήσει τους φίλους του και τον Άμος ή, τουλάχιστον, να προσπαθήσει να το κάνει.
   Εκείνο το χαρούμενο απόγευμα, όταν βγήκαν, η Γιοντενμπρεϊστράατ του φάνηκε σαν λευκό πέπλο απλωμένο για να τους υποδεχθεί. Οι καθαριστές του χιονιού δεν είχαν αρχίσει ακόμα τη δουλειά τους και ο δρόμος μόλις που φαινόταν χάρη στα σημάδια από τα βήματα κάποιου περαστικού. Βγαίνοντας στον δρόμο, ο Δάσκαλος έστριψε δεξιά, για να ανέβει προς τη Μεϊερπλέιν και ο Ελίας κατάλαβε αμέσως πως κάτι είχε συμβεί, κάποιο γεγονός ικανό να φτιάξει τη διάθεση του ζωγράφου: μόνο έτσι μπορούσε να εξηγηθεί η πολυλογία, με την οποία τον αιφνιδίασε ο Δάσκαλος από τις πρώτες γιάρδες της διαδρομής. Καθώς προχωρούσαν, βουλιάζοντας μέχρι τον αστράγαλο της μπότας στο μαλακό, ακόμα, χιόνι, ο Δάσκαλος βάλθηκε να διηγείται στον Ελίας πώς είχε γνωρίσει έναν έναν τους Εβραίους γείτονές του -τον Σαλβαδόρ Ροντρίγκες, τους αδελφούς Περέιρα, τον Μπενίτο Οσόριο, τον Ισαάκ Πίντο και, ασφαλώς, τον Ησαΐα Μοντάλτο, ευνοημένους όλους από την ευμάρεια- τους οποίους θαύμαζε για την ικανότητά τους να διατηρούν την πίστη τους μέσα στις μεγαλύτερες αντιξοότητες και, βέβαια, να πολλαπλασιάζουν τα φιορίνια τους. Χωρίς να κάνει κάποια γέφυρα άρχισε να του αποκαλύπτει τη θεωρία του, την οποία πολλές φορές είχε συζητήσει με τον Μπεν Ισραέλ και με κάποιους απ' αυτούς τους Σεφαραδίτες γείτονές του, όσον αφορά τους λόγους που οι πολίτες του Άμστερνταμ συντηρούσαν εκείνη τη σχέση εγγύτητας, μάλλον, παρά ανοχής, με τα μέλη του Σεφαραδίτικου Νασάο: "Δεν είναι επειδή κι εσείς κι εμείς είμαστε εχθροί της Ισπανίας, ούτε επειδή μας βοηθάτε να γινόμαστε πιο πλούσιοι. Εχθρούς έχει και με το παραπάνω η Ισπανία, ενώ και σε μας δεν λείπουν οι εμπορικοί εταίροι. Ούτε επειδή είμαστε πιο συμπονετικοί και ανεκτικοί, ούτε κατά διάνοια: είναι επειδή οι Ολλανδοί είμαστε τόσο πραγματιστές όσο κι εσείς και έχουμε ταυτιστεί με την ιστορία των Εβραίων για να βελτιώσουμε και να γαρνίρουμε τη δική μας, για να της δώσουμε μια διάσταση μυστικισμού, όπως πολύ καλά λέει ο φίλος μας, Μπεν Ισραέλ. Με δύο λέξεις: προτεσταντικός πραγματισμός".
   Ο Ελίας Αμπρόσιους ήξερε ότι ο Δάσκαλος είχε δύσκολη σχέση με τους δημιουργούς των μύθων σχετικά με την ιστορία των Ενωμένων Επαρχιών και με τους πιο δραστήριους και ριζοσπαστικούς καλβινιστές ιεροκήρυκες. Το φιάσκο στο οποίο είχε καταλήξει, λίγα χρόνια πριν, η ανάθεση για έναν πίνακα αφιερωμένο στους εορτασμούς για την ένωση της Δημοκρατίας (που ήταν ακόμα μπλεγμένη στον αιώνιο πόλεμό της με την Ισπανία) είχε βλάψει τη σχέση του ζωγράφου με τις αρχές της χώρας. Το έργο, που θα έπρεπε να εκτεθεί στο βασιλικό παλάτι της Χάγης, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αφού οι πρωτεργάτες της παραγγελίας, προειδοποιημένοι από τα προσχέδια, θεώρησαν ότι η ερμηνεία του Δασκάλου δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις τους ούτε στην ιστορική πραγματικότητα όπως εκείνοι την καταλάβαιναν, πολύ δε λιγότερο στο πατριωτικό πνεύμα το οποίο όφειλε να εξαίρει. Από την άλλη πλευρά, επίσης, ήταν γνωστές δημοσίως η φιλία του με τον αμφιλεγόμενο ιεροκήρυκα Κορνέλιους Άνσλο, καθώς και η στράτευσή του στη σέκτα των μενονιτών, που πρέσβευαν την επιστροφή στα απλά και φυσικά σχήματα που προσυπέγραφαν οι Γραφές. Πολύ γνωστή ήταν τώρα και η καινούργια και ιδιόρρυθμη συμπάθειά του για τους αρμινιανούς διαφωνούντες, υποστηρικτές της προσκόλλησης στο αρχικό πνεύμα της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης και πολύ πιο φιλελεύθερους από τους πούρους καλβινιστές. Σαν να μην έφτανε αυτό το πλήθος από πράξεις ετερόδοξες ή ορθόδοξες, ο Δάσκαλος καυχιόταν για τη ζωτική και πνευματική εγγύτητά του με τους Εβραίους, ακόμα και με τους καθολικούς: ήταν φίλος του ζωγράφου Στέιν, που πρέσβευε εκείνη την πίστη· επίσης με τον αρχιτέκτονα Φίλιπς Φίνγκμποονς, τον πλέον περιζήτητο της πόλης και συχνό επισκέπτη στο σπίτι της Γιοντενμπρεϊστράατ. Όλες εκείνες οι προκλήσεις τον είχαν φέρει στο όριο του ανεκτού από τους ιδεολογικούς ηγήτορες της κοινωνίας του, που έβλεπαν με φόβο έναν καλλιτέχνη πάντα σε σύγκρουση με το καθιερωμένο, υπερβολικά συχνό παραβάτη του αποδεκτού.
   Φτάνοντας στη Μεϊερπλέιν, ο Ελίας Αμπρόσιους θα μάθαινε πού θα πραγματοποιούσαν την πρώτη στάση της διαδρομής καθώς και, πολύ σύντομα, τον λόγο της ευφορίας του Δασκάλου. Σε μια γωνία της πλατείας, μπροστά στο οικόπεδο, που είχαν αποκτήσει οι Ισπανοί και Πορτογάλοι Εβραίοι για να εκπληρώσουν το όνειρο να χτίσουν μια συναγωγή, που επιτέλους την είχαν συλλάβει και την είχαν σχεδιάσει ως μια προκλητική μοντέρνα εκδοχή του Ναού του Σολομώντα, βρισκόταν το μαγαζί του Χέρμαν Ντούμερ, ενός Γερμανού εξειδικευμένου στην κατασκευή σκληρών κορνιζών από έβενο, ο οποίος επίσης πρόσφερε πλαίσια και από άλλα ξύλα, λιγότερο ευγενή, μέχρι και από μαυρισμένα πτερύγια φάλαινας, ένα υποκατάστατο πιο οικονομικό. Η σχέση ανάμεσα στον έμπορο και τον ζωγράφο ήταν πολύ στενή από τότε που, πριν από μερικά χρόνια, ο Ντούμερ είχε φτιάξει την προσωπογραφία του στον Δάσκαλο, ενώ ο γιος του, Λάμπερτ, είχε περάσει μια περίοδο ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο -κατά τα φαινόμενα χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Χάρη σε αυτή τη στενή σχέση, ο Γερμανός τού πρόσφερε πάντα τις καλύτερες τιμές και τα πιο όμορφα ξύλα από τα αποθέματά του.
   Η υποδοχή ενός τόσο αγαπημένου φίλου και πελάτη ήταν όσο θερμή μπορούσε κανείς να περιμένει από έναν Γερμανό λουθηρανό μέχρι το μεδούλι και περιέλαβε, όχι μια συνηθισμένη πρόσκληση για μπίρα ή κρασί, αλλά για να πιουν μια κούπα από το ρόφημα που άρχιζε να γίνεται της μόδας στις Ενωμένες Επαρχίες: τον καφέ, που ερχόταν από την Αιθιοπία, μια πολυτέλεια που λίγοι ακόμα μπορούσαν να χαρίσουν στον εαυτό τους. Όρθιος, σε απόσταση συνετή, απολαμβάνοντας την κούπα του με το μαύρο υγρό ανακατεμένο με μελάσα για να γλυκάνει, ο Ελίας Αμπρόσιους παρακολούθησε τον διάλογο των δύο ανδρών και κατάλαβε επιτέλους τους λόγους της ευφορίας του Δασκάλου: ο στατούντερ Φρειδερίκος Ερρίκος του Νασάου, ανώτατος δικαστής της Δημοκρατίας, είχε αναθέσει δύο καινούργια έργα στον ζωγράφο και, βέβαια, για μια τέτοια παραγγελία οι κορνίζες όφειλαν να έχουν την καλύτερη ποιότητα (χωρίς να ενδιαφέρει η τιμή, την οποία, στο κάτω κάτω, θα επιβαρυνόταν ο πανίσχυρος πελάτης).
   Όπως όλοι οι γνώστες των παρασκηνίων του κόσμου της ζωγραφικής στη χώρα, ο νεαρός Εβραίος γνώριζε τις φήμες που προσπαθούσαν να εξηγήσουν το, ταραχώδες κατά τα φαινόμενα, τέλος της εμπορικής σχέσης και της συμπάθειας ανάμεσα στον άρχοντα της Χάγης και τον Δάσκαλο του Άμστερνταμ. Έξι χρόνια πριν, αφού ολοκλήρωσε μια Ανάσταση, τον τρίτο από τους πίνακες που του είχε αναθέσει ο στατούντερ και απεικόνιζαν τα Πάθη του Χριστού (προηγουμένως του είχε παραδώσει μια Ανάληψη και, σχεδόν μαζί με τον τελευταίο, μια Αποκαθήλωση), ο Δάσκαλος είχε γράψει στον πρίγκιπα, υποδεικνύοντάς του με ταπεινότητα αλλά με τρόπο πολύ σαφή πως, αντί για τα εξακόσια φιορίνια που είχαν συμφωνήσει, έπρεπε να του πληρώσει χίλια για τον καθένα από τους δύο τελευταίους πίνακες -λαμβάνοντας υπόψη, όπως πίστευε ο Δάσκαλος, ότι η τιμή τους στην αγορά είχε ανεβεί τα τελευταία δύο, τρία χρόνια, αλλά και την πολυπλοκότητα και την ποιότητα των έργων. H απάντηση του στατούντερ ήρθε με μια επιταγή για το συμφωνημένο ποσό και ένα κατσάδιασμα για όλο το, υπερβολικό κατά την κρίση του, χρονικό διάστημα που είχε αναγκαστεί να περιμένει για τα έργα... και επισφραγίστηκε από μια εξοντωτική σιωπή ως μοναδική αντίκρουση των νέων επιστολών που έστελνε ο Δάσκαλος. Με εκείνη την υπόθεση και την άμεση απόρριψη του πίνακα, που σχεδίαζε σχετικά με την Ένωση της Δημοκρατίας, ο καλλιτέχνης είχε δει να καταρρέουν τα όνειρά του να φτάσει να γίνει, όπως και εκείνος ο Ρούμπενς τον οποίο τόσο ζήλευε, αγαπούσε και μισούσε, ένας φημισμένος αυλικός ζωγράφος, ιδιοκτήτης κτημάτων και συλλογών τέχνης. 
   Μετά το θάνατο της συζύγου του, που τόσο του είχε επηρεάσει τη διάθεση, και μετά τη σύγχυση και την ανησυχία που δημιούργησε ανάμεσα στους δυνάμει πελάτες του έργου του Δασκάλου για την groote sael του Κλοφενιρσμπουρχβάλ, κυρίως όμως μετά τη σκανδαλώδη δικαστική διαμάχη, στην οποία τον υπέβαλε ο εξίσου πλούσιος όσο και ανόητος Άντρις ντε Χραφ επειδή θεώρησε ότι το πορτρέτο που είχε αναθέσει στον ζωγράφο, για το οποίο είχε πληρώσει το τεράστιο ποσό των πεντακοσίων φιορινιών, απείχε πολύ από το να μοιάζει ολοκληρωμένο ή έστω να έχει κάποια αποδεκτή ομοιότητα με το πρόσωπό του, τα επίπεδα της ζήτησης για τον Δάσκαλο είχαν πέσει αισθητά. Οι ισχυροί του Άμστερνταμ δεν έκαναν πια ουρά για να τους απαθανατίσει εκείνος ο πάντα προβληματικός και ξεροκέφαλος ζωγράφος και οι παραγγελίες του πήγαιναν τώρα στα χέρια πιο πειθήνιων καλλιτεχνών, που έκαναν μια ζωγραφική πιο γυαλιστερή και φωτεινή, από τους οποίους υπήρχαν δεκάδες στην πόλη για να διαλέξει κανείς. Μετά από εκείνες τις αναποδιές, η ενέργεια του Δασκάλου είχε μειωθεί και ήταν ολοφάνερο σε οποιονδήποτε γνώστη πως οι πιο πρόσφατες παραγγελίες του (για τις οποίες είχε προσφύγει περισσότερο από το σύνηθες στη βοήθεια του Κάρελ Φαμπρίσιους και του νεαρού Αρτ ντε Χέλντερ) ήταν δουλειές καλόγουστες, φτιαγμένες με δεξιοτεχνία, αλλά λίγο προσωπικές και ελάχιστα αντάξιες της ιδιοφυΐας του. Αν και επίσης ήταν αλήθεια, όπως μπορούσε να βεβαιώσει ο Ελίας Αμπρόσιους, ότι το έργο του, που ήταν λιγότερο συμβιβασμένο με τα ανερχόμενα γούστα, λιγότερο φτιαγμένο για να ικανοποιεί τους άλλους, γινόταν πιο βαθύ, ελεύθερο και προσωπικό. Και εκεί βρισκόταν ένα άλλο πορτρέτο για να το αποδείξει: αυτό της Έμελι Κερκ, νέας, ανοιχτόκαρδης και γήινης, να προβάλλει σε ένα παράθυρο απ' όπου έδινε μια χειροπιαστή αίσθηση αλήθειας. Mε τη ματαίωση του ονείρου του να φτάσει στην Αυλή, ο Δάσκαλος είχε απελευθερωθεί επιτέλους από το πιο δύσκολο φορτίο, που έσερνε επί πολλά χρόνια: από το επίγειο παράδειγμα, την αχαλίνωτη εικονογραφική θεατρικότητα και την επιβλητική, αν και πάντα πρόθυμη να ικανοποιεί το γούστο των πατρώνων του, θρησκευτική εικονογραφία του Φλαμανδού Ρούμπενς. Είχε γίνει πιο ελεύθερος.
   Ο Ελίας Αμπρόσιους ρίγησε, μόλις άκουσε σε τι τιμή θα έφταναν οι κορνίζες από έβενο, σχεδόν ενάμιση ελ ύψος επί ένα ελ πλάτος, όταν όμως άκουσε ότι τα έργα θα πουλιόνταν για χίλια διακόσια φιορίνια το καθένα, συνειδητοποίησε ότι τα χρήματα για να πληρωθούν οι πιο πολυτελείς κορνίζες δεν θα αποτελούσαν πρόβλημα για εκείνον τον ευγενή πελάτη και ότι ο Δάσκαλος, πάντα ικανός να σπαταλάει στα καπρίτσια του περισσότερα απ' όσα κέρδιζε απ' τη δουλειά του, θα έδινε μια ανάσα στα ταραχώδη οικονομικά του, λόγω των οποίων τόσο πολύ φιλονικούσε περί εξόδων με την κυρία Ντιρξ.
   Όταν ξαναβγήκαν στον δρόμο, το βιαστικό ημίφως του χειμώνα είχε πέσει στη λευκή πλατεΐτσα, ωστόσο ο ενθουσιασμός του Δασκάλου παρέμενε αμετάβλητος ή και μπορεί να είχε μεγαλώσει χάρη στις δύο κούπες με το σκούρο και τονωτικό ρόφημα που του είχε προσφέρει ο κύριος Ντούμερ. Ο Δάσκαλος κοίταξε δεξιά και αριστερά, λες και μόλις εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν τα επόμενα βήματά του, και φάνηκε να παίρνει μια απόφαση: "Πάμε να πιούμε ένα ποτήρι μπίρα, εδώ, στη γωνία... Μετά θα κάνουμε μια επίσκεψη στον Ισαάκ Πίντο. Αλλά προηγουμένως θέλω να σου τελειώσω και να σου εξηγήσω αυτά που σου έλεγα". 
   Πίσω από τον Δάσκαλο, ο Ελίας, κορδωμένος σαν παγώνι σχεδόν, χώθηκε στην ταβέρνα της Μεϊερπλέιν, προς λύπη του πολύ λιγότερο πολυσύχναστη από τις πάντα ξέχειλες της Ντε Βάαχ, του Νταμ ή της περιοχής του λιμανιού: "Μα δεν με βλέπετε, κύριοι; Πίνω μαύρη μπίρα μαζί με τον μεγάλο Δάσκαλο", σκέφτηκε, παρατηρώντας τους θαμώνες, υπερβολικά μεθυσμένους, στην πλειονότητά τους, σε εκείνο το στάδιο της ημέρας, για να κοιτάξουν τους νεοφερμένους. Όταν η μπίρα σερβιρίστηκε, σε κανάτες από σφυρήλατο μπρούντζο και, καθώς καταβρόχθιζε μια μερίδα αλατισμένη ρέγγα, ο Δάσκαλος αναζήτησε το νήμα όσων έλεγε προηγουμένως σχετικά με την κατασκευή μιας μυστικιστικής μοίρας της χώρας του και άρχισε να τα εξηγεί στον σχεδόν μαθητή του:
   "Όπως σου έλεγα..." -κατάπιε τη ρέγγα, ήπιε μισή κανάτα μπίρα και ξεκίνησε. "Είναι αλήθεια πως έχουμε στην πλάτη μας έναν αιώνα από εξόδους από τον καθολικό νότο προς τον καλβινιστικό βορρά και από πολέμους με τη μεγαλύτερη αυτοκρατορική δύναμη που έχει υπάρξει ποτέ. Και έχουμε και τη σχέση μας με έναν τόπο φτωχό, που τον έχουμε κάνει να ανθήσει, καθώς και, μιας και είναι μια χώρα μικρή αλλά φιλόδοξη, ένα πολύ ισχυρό αίσθημα προορισμού. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που θεωρούμε πως είμαστε ένας λαός εκλεκτός... ίσως από τον Θεό ή από την Ιστορία, ίσως από μας τους ίδιους, αλλά πάντως από κάποιον. Αν δεν είναι έτσι, τότε πώς εξηγείται ότι τούτη εδώ η Νέα Ιερουσαλήμ, όπως την αποκαλείτε εσείς, έχει μπορέσει να μετατραπεί στην πιο πλούσια, πιο κοσμοπολίτικη, πιο ισχυρή πόλη του κόσμου;" Ήπιε μονοκοπανιά την υπόλοιπη μπίρα και σήκωσε την κανάτα για να παραγγείλει κι άλλη. "Από τότε που τα σπάσαμε με τη Ρώμη, η καλβινιστική νοοτροπία μας προτίμησε να αντιλαμβάνεται τον μεσσιανικό προκαθορισμό της ιστορίας μας μέσα από το χρονικό το δικό σας, των Εβραίων, ενός έθνους μέσω του οποίου ο Παντοδύναμος είχε ασκήσει τη βούλησή του στη γη και την Ιστορία... σύμφωνα με το βιβλίο που έχετε γράψει εσείς οι ίδιοι... Μετατρέψαμε τη δική μας έξοδο στο ίδιο που ήταν για τους Εβραίους της Βίβλου: στη νομιμοποίηση μιας μεγάλης ιστορικής ρήξης, σε μια τομή με το παρελθόν, που έκανε εφικτή την αναδρομική κατασκευή ενός έθνους. Ένα ολόκληρο μάθημα πραγματισμού... Όμως, η αλήθεια, η αλήθεια", επέμεινε ο Δάσκαλος, "είναι πως τούτη εδώ η Δημοκρατία αποτελεί το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού της ανικανότητας και της κτηνωδίας του ισπανικού στέμματος με τον καλβινιστικό πραγματισμό, πάνω απ' όλα όμως είναι έργο των καλών εμπορικών επιχειρήσεων. Και από τη στιγμή που οικοδομήθηκε η Δημοκρατία, που τόσο μας αρέσει και τόσο μας πλουτίζει, αυτές τις συνθήκες, τις αληθινές, τις έχουμε καλύψει κάτω από την πατριωτική μυθολογία, σύμφωνα με την οποία η ύπαρξη αυτών των επαρχιών εκπλήρωνε μια θεία βούληση...  όπως θα εκπληρωθεί στην Ιερουσαλήμ..."
   Με μεγαλύτερη ηρεμία πια εφόρμησε στο δεύτερο ποτήρι, ενώ ο Ελίας έπινε το δικό του με μικρές γουλιές. "Ξέρεις γιατί σου μιλάω για όλη αυτή την ιστορία των παρεξηγήσεων που τις έχουν χειραγωγήσει τόσο καλά;... Για να σου πω ποιο είναι το θέμα των πινάκων που μου έχει παραγγείλει ο στατούντερ... Όπως ήδη θα φαντάζεσαι, είναι δύο σκηνές που σχετίζονται πολύ με εσάς αλλά και με μας, που μας ταυτίζουν και μας φέρνουν σε επικοινωνία: ένα προσκύνημα των βοσκών στον Μεσσία, που όταν το δει κανείς από τη σκοπιά της ιστορίας μπορεί να το φανταστεί μόνο ως εβραϊκή εικόνα, και μια περιτομή του Χριστού, που στο κάτω κάτω -έτσι δεν είναι;- ήταν όσο Εβραίος και όσο περίτμητος είσαι κι εσύ..."
   Ο Δάσκαλος σκάλισε στις τσέπες του και έβαλε πάνω στο τραπέζι τρία κέρματα, με τα οποία πλήρωσε τα ποτά, και κοίταξε τον συνοδό του: "Τώρα πάμε στο σπίτι του φίλου μου, Ισαάκ Πίντο. Μετά από όσα σου είπα, αυτό που θα δεις εκεί μπορεί να σε βοηθήσει πολύ".
   "Να με βοηθήσει; Σε τι, Δάσκαλε;" ρώτησε να μάθει ο νέος και βρέθηκε αντιμέτωπος με το χαμόγελο του άλλου, ειρωνικό και κηλιδωμένο από καπνό και τερηδόνες.
   "Να βρεις τον εαυτό σου, ίσως. Ή να καταλάβεις γιατί ο εβραϊκός λαός έχει επιβιώσει για πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια. Φύγαμε".

   Στα δεκαεννιά χρόνια της ζωής του ποτέ δεν είχε πατήσει, και ούτε θα ξαναπατούσε ποτέ στα λίγα που του έμεναν να ζήσει, σε σπίτι με τόση λάμψη, τόση πολυτέλεια, τέτοια επίδειξη ασημιού και ξύλου, που άστραφταν και πολλαπλασιάζονταν από καθρέφτες στιλβωμένους με τέτοια τελειότητα, που μπορούσαν να έχουν κατασκευαστεί μόνο στη Βενετία ή στη Νυρεμβέργη, με πατώματα γυαλισμένα σε βαθμό που έφταναν μόνο τα λευκά μάρμαρα της Καράρα, τα κίτρινα που βγαίνουν στη Νάπολη και αυτά με τα πρασινόμαυρα νερά της γειτονικής Φλάνδρας. Όλα άστραφταν ανάμεσα σε εκείνες τις κουρτίνες, που έντυναν τους χώρους και που χωρίς αμφιβολία είχαν γεννηθεί από χέρια και μαλλιά περσικά, λες και το σπίτι το φλόγιζε μια πυρκαγιά ευμάρειας και τύχης. Αν δεν ήταν οι πίνακες, δικοί του και άλλων, που κρέμονταν στους τοίχους και έδιναν τη δική τους λάμψη στο σπίτι του Δασκάλου, σε σύγκριση με εκείνο του Ισαάκ Πίντο, θα έμοιαζε με στρατόπεδο (αν και είχε κάμποσα στοιχεία από τέτοιο).
   Εκείνος ο Εβραίος, που έφτασε στο Άμστερνταμ έχοντας περίπου την ηλικία που είχε ο πατέρας του, Αμπραάμ Μοντάλμπο, όταν αποβιβάστηκε στην πόλη, και περίπου την ίδια φτώχεια, αποτελούσε τη ζωντανή επιβεβαίωση για την επιτυχία της σεφαραδίτικης εμπορικής ευφυΐας, την οποία είχε ευνοήσει η Νέα Ιερουσαλήμ. Παρά τους περιορισμούς που επέβαλλαν οι αρχές της πόλης, ώστε οι Ισραηλίτες να ασχολούνται με παραδοσιακές δραστηριότητες της περιοχής και να γίνονται μέλη στις συντεχνίες που είχαν τις μεγαλύτερες εισφορές, η εβραϊκή επινοητικότητα είχε ανακαλύψει ανεξερεύνητα πεδία και, σχεδόν με μανία, είχε εκμεταλλευτεί τομείς όπως η παραγωγή σοκολάτας, η κοπή διαμαντιών και φακών, η πολύ ακμάζουσα βιομηχανία επεξεργασίας των αμερικάνικων μελιών. Σύντομα κάποιοι από αυτούς, χάρη στην υπερχιλιετή εμπορική τους σοφία και στη στενή και αποδοτική σχέση τους με το χρήμα, είχαν αρχίσει να συσσωρεύουν περιουσίες. Αυτή του Ισαάκ Πίντο, ωστόσο, είχε μια προέλευση πιο προβλέψιμη: το εμπόριο με το παρελθόν. Έχοντας ήδη επαφές και εμπόρους σε τέσσερις ηπείρους -Ευρώπη, Αφρική, Ασία και Νέο Κόσμο- στην πραγματικότητα το μεγάλο του κέντρο επιχειρήσεων ήταν κυρίως οι τόποι της ειδωλολατρίας -Ισπανία και Πορτογαλία- όπου εμπορευόταν όχι μόνο με συγγενείς και φίλους της οικογένειας, προσηλυτισμένους στον χριστιανισμό και με πολύ καλές θέσεις στην κοινωνική κλίμακα εκείνων των περιοχών, αλλά και με πολλούς καθολικούς αντιπροσώπους των στεμμάτων της Ιβηρικής, χωρίς οι υπόλοιποι ηγήτορες της κοινότητας του Άμστερνταμ, πολλοί απ' αυτούς επίσης εταίροι ή δικαιούχοι σε παρόμοιες επιχειρήσεις, να τολμήσουν να τον αναθεματίσουν ή έστω να τον επικρίνουν. Το κοινωνικό του στάτους επέβαλλε στον Ισαάκ Πίντο να ντύνεται, να φοράει παπούτσια, να κόβει τα μαλλιά και το μουστάκι όπως οι πατρίκιοι του Άμστερνταμ, με τους οποίους συναναστρεφόταν ως ίσος προς ίσον. Και, όπως εκείνοι, επίσης διακοσμούσε το σπίτι του με τους απαραίτητους πίνακες των Ολλανδών καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων ο Ελίας Αμπρόσιους διέκρινε ένα τοπίο με αγελάδες του Άλμπερτ Κάουπ, έναν μύλο που κραύγαζε ότι ανήκε στον Ράουσνταλ, μια νεκρή φύση με φασιανούς του Χέριτ Ντάου, παλιού μαθητή του Δασκάλου, και ένα λεπτοδουλεμένο σχέδιο του ίδιου του Δασκάλου, που έμοιαζε περισσότερο με ένα τοπίο ονειρικό παρά με εξοχή της ελώδους πραγματικής Ολλανδίας. Σε τελική ανάλυση, η επιτυχία του Ισαάκ Πίντο -όπως και των Περέιρα ή του Ησαΐα Μοντάλτο- αποτελούσε το καλύτερο παράδειγμα του τι μπορούσε να καταφέρει ο εβραϊκός πραγματισμός σε συνθήκες μετρίως ευνοϊκές. Ή το χειρότερο -αν και κανείς, ούτε ο ραβίνος Μοντέρα ούτε ο δύστροπος Πολωνός Μπρεσλάου θα είχαν τολμήσει να το πουν έτσι, δεδομένου ότι επρόκειτο για τον πανίσχυρο Ισαάκ Πίντο.
   Συγκλονισμένος από εκείνο το πανόραμα μεγαλείου και γοητευμένος από τη χαμογελαστή όψη του ιδιοκτήτη αυτού του πλούτου, ο οποίος, ενώ τον καλωσόριζε στα λαντίνο, τολμούσε ακόμα και να αγκαλιάσει τον, τόσο κατηφή συνήθως, διάσημο ζωγράφο, ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα κατανόησε καλύτερα την αγόρευση που λίγο πριν του είχε χαρίσει ο Δάσκαλος και, ταυτόχρονα, κατάλαβε γιατί ο Ισαάκ Πίντο αισθανόταν πλέον να τον στενεύει η αποκαλούμενη Πλατιά Οδός των Εβραίων. Όπως σχολίαζαν στις παρέες τους όλα τα μέλη του Νασάο, ο έμπορος έχτιζε ένα αστικό παλάτι, σχεδιασμένο ούτε λίγο ούτε πολύ από τον περιζήτητο Φίλιπς Φίνγκμποονς, στην ζώνη των καινούργιων και αριστοκρατικών καναλιών όπου μετακόμιζαν, χωρίς να νοιάζονται για τις ιδιαίτερες σχέσεις τους με το θείο, οι προτεστάντες και οι Εβραίοι άρχοντες των εμπορικών οδών του κόσμου.
   Όταν ο Δάσκαλος του σύστησε τον νεαρό του συνοδό, ο Ισαάκ Πίντο χαμογέλασε και γύρισε στα ολλανδικά. "Τι κάνει ο κύριος Μπενγιαμίν; Έχουν περάσει αιώνες από τότε που τον είδα για τελευταία φορά", είπε και έσφιξε το χέρι του Ελίας, που ακόμα άρχιζε μόλις να τον ευχαριστεί για το ενδιαφέρον του για τον παππού του, όταν ο Πίντο είχε ήδη στραφεί προς τον Δάσκαλο και τον ρωτούσε: "Δεν είναι αυτός, σωστά;"
   "Αυτός είναι", είπε ο ζωγράφος.
   Ο Ελίας Αμπρόσιους αντιλήφθηκε την αμήχανη αντίδραση του Πίντο μόλις έμαθε πως αυτός ήταν αυτός. Έκπληξη, δυσαρέσκεια; Γιατί δίσταζε αυτός, ο πανίσχυρος Ισαάκ Πίντο; Βλέποντας αυτή τη συμπεριφορά, ήταν ο νέος εκείνος, που ένιωσε να τον διαπερνάει μια αίσθηση τρόμου, παρόλο που, σκέφτηκε, ο Δάσκαλος δεν θα μπορούσε να τον έχει θέσει σε κίνδυνο, αφού τον είχε καλύψει για δύο χρόνια σχεδόν. Και καθόλου δεν τον καθησύχασε το γεγονός ότι ήξερε πως εκείνος ο άνδρας και οι πολλοί εμπορικοί του αντιπρόσωποι στην Ισπανία ήταν αυτοί που φρόντιζαν, πίσω από την πλάτη των ραβίνων, να εφοδιάζουν με ύποπτη λογοτεχνία, τυπωμένη στους τόπους της ειδωλολατρίας, ανθρώπους όπως ο ίδιος και ο παππούς, Μπενγιαμίν Μοντάλμπο.
   "Σου εγγυώμαι προσωπικά, Ισαάκ", είπε τότε ο Δάσκαλος και ο μεγιστάνας, χωρίς η μικρή γκριμάτσα δυσαρέσκειας να φύγει από το πρόσωπό του, συγκατένευσε:
   "Αν το λες εσύ, έτσι θα είναι", και έκανε μια χειρονομία, καλώντας τους να βολευτούν στις πολυθρόνες, τις ταπετσαρισμένες με στιλπνό κινέζικο μετάξι.
   Ο Ελίας Αμπρόσιους ήξερε πως ο ρόλος του ήταν να μείνει σιωπηλός και να περιμένει, και προσπάθησε να τον εκτελέσει στην εντέλεια, παρά το αίσθημα της αγωνίας που τον κατέκλυζε. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο εκθαμβωτικό σαλόνι μια υπηρέτρια -Εβραία από τη Γερμανία κατά τα φαινόμενα- με έναν δίσκο επίσης εκθαμβωτικό από καθαρό ασήμι, πάνω στον οποίο ισορροπούσαν μια μποτίλια από πράσινο γυαλί και τρία διάφανα ποτήρια. Άφησε τον δίσκο πάνω στο τραπέζι από σκούρο μάρμαρο και με πόδια από έβενο και αποσύρθηκε.
   "Πρέπει να το δοκιμάσεις αυτό", είπε ο Ισαάκ Πίντο στον Δάσκαλο.
   "Ισπανικό;"
   "Οχι, από το Μπορντό. Εξαιρετική σοδειά", διευκρίνισε ο Εβραίος και σερβίρισε το πανάκριβο ποτό στα τρία ποτήρια. Όταν ο αμφιτρύωνας πήγε να του προσφέρει το δικό του, ο Ελίας Αμπρόσιους σκούπισε τις παλάμες του στα μπατζάκια του, λες και τα χέρια του δεν ήταν ικανά να κρατήσουν το βενετσιάνικο ποτήρι.
   "Στην υγειά σας", είπε ο Δάσκαλος και οι δύο άνδρες ήπιαν, ενώ ο νέος ανάσαινε το λεπτότατο, φρουτώδες αλλά συμπαγές, άρωμα εκείνου του ποτού, που έκανε τον Δάσκαλο να αναφωνήσει: "Δεν είμαι μεγάλος ειδήμονας στα κρασιά, αλλά τούτο δω είναι το καλύτερο που έχω πιει εδώ και χρόνια".
   "Έχω φυλαγμένη μια καράφα για σένα".
   Όταν άδειασαν τα ποτήρια, ο Ισαάκ Πίντο σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε τον Ελίας Αμπρόσιους, που αισθάνθηκε να μικραίνει στα μαλακά βάθη της πολυθρόνας του. "Παιδί μου, ξέρω ήδη το μυστικό σου..." -ο Πίντο έδειξε τον Δάσκαλο. "Ο αγαπητός μου φίλος μού το είπε για να με πείσει να κάνουμε αυτό που θα κάνουμε τώρα. Όμως, άκουσέ με καλά, παιδί μου... Σε τούτο δω το Άμστερνταμ το τόσο ελεύθερο, όλοι μας ζούμε έχοντας ένα ή πολλά μυστικά. Το δικό σου δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με αυτό που θα σου δείξω. Ως εκ τούτου, η σιωπή σου είναι μια προϋπόθεση που δεν μπορείς να παραβιάσεις. Αν αναφέρεις κάτι, ίσως αυτό μπορεί να με υποχρέωνε να δώσω κάποιες εξηγήσεις, για σένα όμως θα τελείωναν όλα. Και όταν λέω όλα, εννοώ όλα. Πάμε. Ο Θεός μαζί μας".
   Ο Ελίας Αμπρόσιους ένιωσε τους φόβους του να ανεβαίνουν κατακόρυφα μπροστά σε εκείνη την υποτιθέμενη δοκιμασία εμπιστοσύνης, που του παρουσιαζόταν γαρνιρισμένη με μια σαφή απειλή. Όρθιος ήδη, ακολούθησε τον Πίντο και τον Δάσκαλο προς την σκάλα και ανέβηκαν στον επάνω όροφο, όπου μια μεγάλη πόρτα από σκούρο ξύλο έσπαγε τη μονοτονία του τοίχου του σαλονιού. Ο Πίντο σκάλισε τις τσέπες του ψάχνοντας το κλειδί που θα τους άνοιγε την είσοδο σε ένα δωμάτιο που, υπέθεσε ο Ελίας, ήταν το γραφείο του, το μέρος απ' όπου διήθυνε τις αμέτρητες και αξιοθαύμαστες επιχειρήσεις του. Ο νέος δεν είχε πέσει έξω: ένα τραπέζι με συρτάρια, ράφια με βιβλία, ντουλάπια για να φυλάει τα χαρτιά του, όλα έργα των καλύτερων επιπλοποιών και στιλβωτών της πόλης, γέμιζαν τον χώρο στον οποίο είχαν εισδύσει. Ευθύς εξαρχής το βλέμμα του Ελίας εντόπισε πάνω στο τραπέζι ένα ξύλινο κασελάκι σκαλισμένο με μεγάλη φροντίδα, αρκετά παρόμοιο με εκείνα των Αρόν Κόντες, τα κιβώτια όπου φυλάσσεται ο κύλινδρος της Τορά, αλλά πιο πολυτελές ακόμα και από το πιο πολυτελές της συναγωγής. Ο Δάσκαλος κοίταξε τον Ελίας και του είπε: "Αυτό που θα δεις θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα... ή χειρότερα, δεν είμαι σίγουρος, αλλά από τότε που το είδα σκέφτηκα πως έπρεπε να το δεις και εσύ".
   Ενώ ο Δάσκαλος μιλούσε, ο Ισαάκ Πίντο, με άλλο κλειδί, άνοιγε εκείνο το κουτί, που έμοιαζε με τελετουργική κασέλα και είχε τραβήξει την προσοχή του νέου. Η πρώτη του έκπληξη ήταν όταν ο Ελίας είδε ότι περιείχε, όπως περίμενε, μια περγαμηνή τυλιγμένη σε κύλινδρο με τον τρόπο που φυλάσσεται η Τορά, αν και λιγότερο ογκώδη. Το μυαλό του Ελίας Αμπρόσιους μετατράπηκε σε μια δίνη εικασιών: αν όλο εκείνο το μυστήριο είχε σχέση με έναν κύλινδρο γραμμένο με βιβλικά χωρία, αυτό αναμφίβολα σήμαινε ότι το κείμενο περιείχε κάποια αποκάλυψη, ολέθρια ίσως· ωστόσο η περγαμηνή, όπως τα πάντα σε εκείνο το αρχοντικό, φαινόταν πρώτης ποιότητας, στιλπνή, κάτι που απέκλειε την πιθανότητα να είναι παλιά και φορτωμένη με πολύ ανησυχητικά μυστικά. Ταραγμένος από τις προσδοκίες, ο νέος είδε τον Ισαάκ Πίντο να βγάζει τον κύλινδρο με μεγάλη προσοχή και να τον τοποθετεί πάνω στο τραπέζι.
   "Έλα, άνοιξέ τον μόνος σου", είπε στον Ελίας, που, με τρόπο σχεδόν μηχανικό, υπάκουσε στην εντολή. Μόλις άγγιξε την περγαμηνή, βεβαιώθηκε για την υψηλή ποιότητα του υλικού. Πήρε στα χέρια του την ξύλινη λαβή, πάνω στην οποία ήταν τυλιγμένο το Βιβλίο, και, με το που αποκάλυψε ένα μέρος της επιφάνειάς του, κατάλαβε επιτέλους πως βρισκόταν μπροστά σε κάτι πιο εκπληκτικό και εντυπωσιακό απ' όσο θα μπορούσε να έχει υποθέσει: πάνω στην εικόνα ενός τυπικού ολλανδικού τοπίου, σχεδιασμένου με τον ολλανδικό τρόπο, μπόρεσε να διαβάσει, στα εβραϊκά, την αρχή από το βιβλίο της βασίλισσας Εσθήρ. Ένα βιβλικό επεισόδιο, σχεδιασμένο όπως οι κύλινδροι της Τορά αλλά εικονογραφημένο σαν καθολική Βίβλος; Συνέχισε να τραβάει τη λαβή και να αποκαλύπτει την περγαμηνή, πάνω στην οποία υπήρχαν σχεδιασμένα ζώα, λουλούδια, καρποί, τοπία, άγγελοι, με τέτοιο πλούτο και ποιότητα στις γραμμές, τις προοπτικές, την ομοιότητα, που του έκοψαν την ανάσα. Τελικά σήκωσε το βλέμμα προς τους δύο άνδρες. Ο Δάσκαλος χαμογελούσε και σχολίασε:
   "Ένα θαύμα, δεν συμφωνείς;"
   Ο Ισαάκ Πίντο, με μια σοβαρότητα γεμάτη περηφάνια, είπε από την πλευρά του: "Βλέπεις γιατί απαίτησα τη διακριτικότητά σου; Δεν είναι κάτι μεγαλύτερο απ' ό,τι μπορούσες να φανταστείς; Δεν είναι κάτι μεγαλύτερο απ' ό,τι οι ραβίνοι μας θα μπορούσαν να επιτρέψουν;... Μια θαυμάσια αίρεση".
   Ενώ κατένευε σιωπηλά, ο Ελίας Αμπρόσιους μελετούσε διάφορες από τις ζωγραφιές, που εικονογραφούσαν το βιβλικό χωρίο, και ξαφνικά ένιωσε έντονα κάτι σαν μια καινούργια αποκάλυψη. "Μπορώ να μάθω ποιος το ζωγράφισε;"
   "Όχι", ήταν η απάντηση του Ισαάκ Πίντο.
   "Δεν το υπέγραψε;"
   "Όχι", επανέλαβε ο αμφιτρύωνας.
   "Επειδή είναι Εβραίος, έτσι δεν είναι;"
   "Ίσως. Τέλος πάντων, ας πούμε πως ναι", παραδέχτηκε ο Πίντο και ο Ελίας άκουσε τον Δάσκαλο να ξεσπάει σε γέλια και, τελικά, να παρεμβαίνει:
   "Τι περίπλοκοι που είστε, γαμώτο".
   Ο Ελίας κατένευσε: είχε δίκιο ο Δάσκαλος. Και τότε ο νέος είπε: "Εγώ ξέρω πώς θέλει να τον αποκαλούν αυτός ο άνθρωπος", και άγγιξε την περγαμηνή, λέγοντας: "Σολομών ο Ιταλός".

   Μπροστά στη θάλασσα, αναπνέοντας τη δυσωδία από τα μαύρα νερά που έφερναν οι αποχετεύσεις και τις νορβηγικές μυρωδιές από τα ξύλα που δούλευε το ναυπηγείο (έλατα με διαπεραστικά αρώματα για τα κατάρτια, βελανιδιές και οξιές με λεπτές ευωδιές για τα κύτη), ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα φαινόταν να μελετάει το πέταγμα των γλάρων, που πάσχιζαν να βγάλουν κάτι φαγώσιμο από τις κηλίδες που σχημάτιζαν τα κελύφη από τις γαρίδες και τις καραβίδες και τα κεφάλια από τις ρέγγες, που είχε καταβροχθίσει η πόλη και είχαν παρασυρθεί από τα ρεύματα των καναλιών μέχρι εκείνον τον ύφαλο της σήψης. Όμως, το μυαλό του νέου στην πραγματικότητα μοχθούσε, εξετάζοντας πεισματικά τις πιθανές (μέχρι και τις απίθανες) στρατηγικές για να μπορέσει να μάθει την αληθινή ταυτότητα εκείνου του Ιταλού, που είχε βαλθεί να του αναστατώσει τη ζωή.
   Παρόλο που ήξερε πως παραβίαζε την υπόσχεση που είχε δώσει, το πρώτο από τα βήματά του τον είχε οδηγήσει, μερικές βδομάδες πριν, στο σπίτι του χαχάμ Μπεν Ισραέλ, με την ισχνή ελπίδα να του βγάλει κάποια πληροφορία ικανή να του δώσει έναν μπούσουλα, για να ανακαλύψει εκείνο το πανταχού παρόν και άπιαστο πρόσωπο που υπέγραφε τα έργα του ως Σολομών ο Ιταλός. Προς έκπληξη του Ελίας, η πρώτη αντίδραση του καθηγητή ήταν ότι ένιωσε προσβεβλημένος, μόλις έμαθε ότι ο ζωγράφος είχε δοσοληψίες με τα πιο εύπορα μέλη της σεφαραδίτικης κοινότητας, χωρίς καν να έχει καταδεχτεί να δώσει σ' αυτόν μια ευκαιρία να αγοράσει το έργο, που με τόση κατάπληξη και θαυμασμό περιέγραφε ο παλιός του μαθητής: σίγουρα, είπε, ο αχάριστος Ιταλός τον είχε θεωρήσει ανίκανο να πληρώσει τις τιμές του. Ωστόσο, ούτε για μια στιγμή δεν φάνηκε να τον απασχολεί το γεγονός ότι εκείνος ο Εβραίος είχε ζωγραφίσει έναν κύλινδρο, ο οποίος μάλιστα, για να γίνει πιο καυτό το θέμα, αποτελούσε εικονογράφηση ενός τόσο αγαπημένου βιβλίου της ιερής ιστορίας, αλλά μόνο η εμπορική πράξη που έγινε πίσω από την πλάτη του, λες και το επίμαχο αντικείμενο ήταν το έργο ενός ακόμη από τους πολλούς ζωγράφους του Άμστερνταμ. Ακόμα κι έτσι, όμως, έμεινε πιστός στη σιωπή του κι επανέλαβε αυτό που είχε ήδη πει στον Ελίας: το Σολομών ο Ιταλός ήταν ένα ψευδώνυμο,  ένα nom de plume, όπως λένε οι Γάλλοι (4), (ή μήπως του πινέλου, στην περίπτωσή του;) ενός Εβραίου για τον οποίο, βέβαια, δεν ήθελε να ξανακούσει στ' αυτιά του, τίποτε, ποτέ ξανά... και κήρυξε το πέρας της συζήτησης.
   Στηριγμένος σε μια αμυδρή ελπίδα, ο Ελίας άνοιξε άλλο μέτωπο και αφιέρωσε πολλές μέρες να διασχίζει τις αγορές της πόλης, που πουλούσαν έργα τέχνης, αναζητώντας κάποιο έργο που να ταιριάζει με τους τρόπους απεικόνισης που χρησιμοποιούσε ο Εβραίος ζωγράφος. Κάμποσα απογεύματα χαλάλισε σε τέτοιες περιπλανήσεις, συνοδευόμενος από τη νεαρή Μαριάμ Ρόκα, με την οποία προχωρούσε βήμα βήμα στο μονοπάτι των ερωτικών του βλέψεων, αλλά, πίστευε εκείνος, με κινήσεις απαραίτητες και σίγουρες. Καθώς δεν τολμούσε να εξομολογηθεί στην πανέμορφη κοπέλα τις αληθινές του προθέσεις, στη διάρκεια εκείνων των εξορμήσεων ο Ελίας ήταν αναγκασμένος να προσποιείται πως η επιμονή του να επισκέπτονται τις αγορές τέχνης οφειλόταν στο ότι, αντί για απλούς περιπάτους ερωτευμένων, οι βόλτες τους σε εκείνα τα μέρη τους χρησίμευαν και για να απολαμβάνουν την πιο μεγάλη έκθεση πινάκων, σχεδίων και χαρακτικών στον κόσμο. Όσα όμως τοπία και πορτρέτα κι αν μελέτησε (θάμπωσε τη Μαριάμ με τις γνώσεις του, καρπό του -κληρονομημένου από τον επαναπροσηλυτισμένο παππού του- ενδιαφέροντος για τις όμορφες απεικονίσεις και τη λογοτεχνία των εθνικών, της είπε), δεν μπόρεσε να πει με σιγουριά αν κάποιο από όλα εκείνα, με τις άγνωστες υπογραφές στη βάση τους, μπορούσε να είναι ή όχι έργο του Ιταλού. Αν όμως πουλούσε τις δουλειές του με άλλο όνομα ή με το όνομα κάποιου δασκάλου, με τον οποίο συνδεόταν, όπως ήταν συνηθισμένο στα εργαστήρια της χώρας; Δεδομένου ότι ήταν ένας άνθρωπος που συμπεριφερόταν με τέτοιο θράσος, κάθε εναλλακτική έμοιαζε πιθανή, ακόμα και η πολύ διαδεδομένη να ζει με δύο ονόματα: ένα για τους Εβραίους (Λουίς Μερκάδο, Μιγκέλ δε λος Ρίος) και άλλο (Λουίς φαν ντερ Μαρκτ, Μιχέλ φαν ντερ Ριφέιρεν) για την ολλανδική κοινωνία στην οποία είχε ενταχθεί.
   Kοιτάζοντας τη θάλασσα από σκούρο ασήμι, ο Ελίας Αμπρόσιους σκεφτόταν ότι, παρά τις αποτυχίες που είχε υποστεί, στην πραγματικότητα είχε διανύσει σημαντικό δρόμο στο κυνηγητό εκείνου του άπιαστου ανθρώπου. Στη βεβαιότητα ότι ήταν Εβραίος, μπορούσε να προσθέσει και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι επρόκειτο για Σεφαραδίτη και σε καμιά περίπτωση για Γερμανό ή Πολωνό Ασκενάζι, τόσο φανατικούς και οπισθοδρομικούς, αφού πρόσβαση στην πολιτιστική γνώση και την τεχνική εκπαίδευση, που διέθετε εκείνος ο, αναμφίβολα εξαιρετικός, καλλιτέχνης φαινόταν πιο πιθανό να έχει κάποιος ισπανικής ή πορτογαλικής καταγωγής. Πρέπει, ασφαλώς, να ήταν άνθρωπος με ισχυρή κουλτούρα και εύρωστα οικονομικά, με αρμούς καλολαδωμένους για να καταφέρνει να κινείται σε σφαίρες τόσο περίπλοκες και ταυτόχρονα μακρινές (από πλευράς θρησκευτικής, κοινωνικής, οικονομικής), όπως εκείνες που αντιπροσώπευαν ο Ισαάκ Πίντο και ο Μενασέ Μπεν Ισραέλ. Όμως, εκείνος ο εκλεπτυσμένος, ίσως εύπορος και αναμφίβολα καλά διασυνδεδεμένος, Σεφαραδίτης άφηνε με τη δουλειά και το όνομά του άλλα ίχνη, ορατά μεν, αν και συνάμα συγκεχυμένα: πρώτα απ' όλα, η σχεδόν απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν μπορεί να ήταν ένας από τους φτωχούς Εβραίους -την πλειονότητα της κοινότητας, πολλοί από την οποία ήταν εγκατεστημένοι γύρω από τη Νιούε Χάουτμαρκτ, στο νησί Φλόιενμπουρχ, όπου ζούσε και ο χαχάμ- αφού τα ταλέντα του, ήταν εύκολο να το αντιληφθεί κανείς, είχαν συνδυαστεί με εκπαίδευση από δάσκαλο και είχαν τροφοδοτηθεί από την επαφή με την ιταλική τέχνη και από τη γνώση των ολλανδικών σχολών. Μια τέτοια προϋπόθεση θα περιόριζε τον αριθμό των πιθανών υποψηφίων. Ακολουθώντας εκείνη τη λογική, ο ζωγράφος είτε ήταν Ιταλός Σεφαραδίτης είτε είχε κάνει τη μαθητεία του στην Ιταλία, αφού δεν ήταν τυχαίο ότι είχε επιλέξει εκείνο το περίεργο ψευδώνυμο (ή μήπως η επιλογή ήταν μέρος της απόκρυψης;), το τόσο κατάλληλο για έναν καλλιτέχνη του στιλ του, και ζούσε ή είχε ζήσει για χρόνια στο Άμστερνταμ ή σε κάποια γειτονική πόλη. Αν και, όσο το σκεφτόταν καλύτερα, μπορεί επίσης να ήταν ένας μαράνο (5), εκπαιδευμένος στη ζωγραφική στην περασμένη του ζωή, που είχε ζήσει ως υποτιθέμενος προσήλυτος στην Ισπανία ή την Πορτογαλία. Ή, ακόμα, μπορεί να ήταν ένας αληθινός προσήλυτος, από τους πολλούς που, μόλις έφταναν στο Άμστερνταμ αναζητώντας ένα περιβάλλον λιγότερο επικίνδυνο, παραδέχονταν πως ήταν Εβραίοι, αφού δεν χρειαζόταν να κρύβουν πια την εβραϊκή καταγωγή τους, παρ' όλα αυτά όμως επέλεγαν να μείνουν στο περιθώριο του εβραϊσμού και των επαχθών κοινωνικών και ιδιωτικών περιορισμών του, μιας και ήταν δεσμά, στα οποία δεν ήθελαν να επιστρέψουν... Έπρεπε, επιπλέον, να είναι ένας άνθρωπος με μεγάλο προσωπικό σθένος και τεράστια πίστη στις απόψεις του για να είναι ικανός, όχι μόνο να φτιάχνει εκείνα τα έργα, που ξεχείλιζαν από αιρετικότητα, αλλά και να το κάνει με εξόφθαλμη μαεστρία και με τρόπο σχεδόν δημόσιο για να τα δωρίζει μετά ή να τα πουλάει στα πολύ πλούσια σπίτια του Άμστερνταμ, εβραϊκά και καλβινιστικά. Πόσοι άνθρωποι σαν αυτόν μπορεί να υπήρχαν στην πόλη; Ο Ελίας Αμπρόσιους κατάλαβε ότι, με λίγο ζήλο και εξυπνάδα, ίσως κατάφερνε να φτάσει να τον ανακαλύψει, μιας και, ήταν προφανές, δεν μπορεί να υπήρχαν πολλοί άνθρωποι σαν εκείνο το φάντασμα στην πόλη, ούτε καν στον κόσμο.
   Καθ' οδόν προς το σπίτι του Δασκάλου πια, όπου τον περίμεναν η σκούπα και ο κουβάς, ο Ελίας Αμπρόσιους διέσχισε την πλατεία Νταμ, όπου οι ιχθυοπώλες διεκδικούσαν τον χώρο από τους όγκους της πέτρας, τα βουνά της άμμου και τα ξύλα, που προορίζονταν να δώσουν μορφή στις σκαλωσιές που θα χρησιμοποιούνταν για να προσφέρουν τη λάμψη που, όλοι έλεγαν και το παραδέχονταν, άξιζε η καρδιά της πιο πλούσιας πόλης στον κόσμο. Μετά την πυρκαγιά στη Νιούε Κερκ, πριν από μερικούς μήνες, οι καλβινιστές είχαν αποφασίσει να ξανακτίσουν τον ναό, δίνοντάς του τώρα διαστάσεις συντριπτικές, και το σχέδιο περιελάμβανε την ανέγερση του πιο ψηλού καμπαναριού της πόλης, το οποίο έπρεπε να υψώνεται πάνω από τον επιδεικτικό τρούλο του Σταντχάους, αφού η θρησκευτική εξουσία όφειλε να επιβάλλεται στην πολιτική, τουλάχιστον ως προς την αρχιτεκτονική διάσταση. Ο Ελίας Αμπρόσιους, πάντα περίεργος να μαθαίνει τα γεγονότα της πόλης, εκείνη τη φορά μόλις και μετά βίας έδωσε σημασία στη δραστηριότητα που είχαν οι μάστορες χτίστες των καθεδρικών, που είχαν έρθει από τη Λουτέσια και φυλούσαν με ζήλο τα μυστικά της δουλειάς τους (και άλλα μυστικά για εκείνη την πόλη), αφού το μυαλό του πάσχιζε πεισματικά να ανακαλύψει κάποιο πιθανό μονοπάτι προς εκείνον τον άνθρωπο που αποτελούσε αίνιγμα. Γιατί το μεγάλο ερώτημα, είχε καταλήξει, δεν ήταν η ταυτότητα του ανθρώπου, αλλά η ιδιαιτερότητά του, μια έγνοια που με τη μία ή την άλλη μορφή αποτελούσε έμμονη ιδέα όλων των Εβραίων. Σε τι συμφωνίες με την ψυχή του είχε έρθει εκείνος ο Σολομών ο Ιταλός για να αποφασίσει να ριχτεί σε εκείνο το μονοπάτι; Πίστευε, άραγε, όπως και ο ίδιος ο Ελίας, πως η ελευθερία επιλογής ήταν ιερή, επειδή ήταν, πάνω απ' όλα, δώρο Κυρίου; Παρά το γεγονός αυτό, να παρακολουθούσε άραγε, όπως παρακολουθούσε και ο ίδιος, τη συναγωγή, να έκανε τις δέουσες προσευχές, να σεβόταν το Σάββατο, όπως αυτός, και να τηρούσε όλους τους νόμους, εκτός από έναν, όπως κι αυτός; Εκείνος ο άνθρωπος πρέπει να είχε θέσει ήδη τα ερωτήματα σχετικά με τον Νόμο και την υπακοή σ' αυτόν, τα οποία ακόμη επαναλάμβανε στον εαυτό του ο νεαρός Ελίας και, ήταν προφανές, είχε βρει τις δικές του απαντήσεις. Γιατί, ακόμα κι αν κρυβόταν πίσω από ένα ψευδώνυμο και δούλευε στην παρανομία, η απόφασή του να δημοσιοποιήσει τη δουλειά του αποτελούσε ανοιχτή πρόκληση για υπερχιλιετείς κανόνες και ολοφάνερη επιλογή υπέρ της ελευθερίας σκέψης και πράξης.
   Το απόγευμα που ο Ισαάκ Πίντο τού είχε δείξει τους εκπληκτικούς εικονογραφημένους κυλίνδρους με το βιβλίο της βασίλισσας Εσθήρ, εκείνος ο άνθρωπος, που η περιουσία του και οι συνεισφορές του στην κοινότητα του έδιναν το προνόμιο να εμφανίζεται τόσο φιλελεύθερος, είχε θυμίσει στον νεαρό Ελίας ότι η προέλευση των αποφάσεων του ανθρώπου είχε στο κέντρο της τη σχέση ανάμεσα στη συνείδησή του και την έπαρσή του, αναπαλλοτρίωτες ουσίες και οι δύο του ατόμου. "Όσο πιο πολύ ακολουθείς τη συνείδηση", είχε πει ο Πίντο, "τόσο καλύτερα αποτελέσματα θα έχεις. Αν όμως αφεθείς να σε οδηγεί η έπαρση, τα αποτελέσματα δεν θα είναι καλά. Το να ακολουθείς μόνο την έπαρση", εξήγησε τότε με ένα παράδειγμα, "είναι το ίδιο με τον λανθάνοντα κίνδυνο να πέσεις σε μια τρύπα, όταν περπατάς στα σκοτεινά, αφού σου λείπει το φως της συνείδησης, αυτό που φωτίζει το μονοπάτι". Δεν ήταν άραγε εκείνα τα λόγια μια παραλλαγή για τη σχέση ανάμεσα στην πληρότητα, τη συνείδηση και την αξιοπρέπεια με τις οποίες οφείλουμε να ζούμε τη ζωή μας, για την οποία είχε γράψει ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ, όταν αναφερόταν στον θάνατο και το ασύλληπτο επέκεινα; Εκείνοι οι άνθρωποι, οι τόσο ικανοί να βγάζουν χρήματα ή να επεξεργάζονται ιδέες, προωθούσαν άραγε τις φιλοδοξίες που είχε ο Ελίας να γίνει δημιουργός εικόνων;
   Tα λόγια του Ισαάκ Πίντο, που αναμφίβολα είχαν σχέση με την καλλιτεχνική πρακτική του Σολομών του Ιταλού και με εκείνη του ίδιου του Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα, πρέπει να παρέπεμπαν σε μια αντίληψη της ελεύθερης βούλησης, που είχε μετατραπεί σε επίκεντρο διαμάχης μεταξύ των σοφών Εβραίων της πόλης. Το γεγονός ότι, στο ανεκτικό περιβάλλον του Άμστερνταμ, κάθε μέρα και περισσότεροι Εβραίοι άρχιζαν να διαχωρίζουν ή να προσπαθούν να διαχωρίσουν τα πεδία της θρησκείας από εκείνα της ιδιωτικής ζωής, αποτελούσε -σύμφωνα με όσα έλεγαν οι ορθόδοξοι- μια γιγαντιαία αμαρτία χρωματισμένη με τις αποχρώσεις της αίρεσης: ναι, ο ιουδαϊσμός ήταν μια θρησκεία, αλλά επιπλέον μια ηθική και ένας κανόνας και ως εκ τούτου έπρεπε να διέπει κάθε πράξη του ανθρώπου, όσο ελάχιστη κι αν είναι και όσο μακριά από τους θρησκευτικούς κανόνες κι αν φαίνεται πως βρίσκεται, αφού όλες αυτές οι πράξεις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ρυθμίζονταν από τον Νόμο. Και, ό,τι κι αν έλεγε ένας ομολογημένος αιρετικός, όπως ο Ουριέλ ντα Κόστα και άλλοι του ίδιου φυράματος, οι ανθρώπινες πράξεις, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχαν μια κοσμική σημασία, αφού εντάσσονταν στο σύμπαν της δημιουργίας, έδιναν μορφή στην Ιστορία και κουβαλούσαν το φορτίο να χρησιμεύουν για να επισπεύδουν ή να καθυστερούν τη σωτήρια έλευση του Μεσσία, που τόσο καιρό την περίμενε ο λαός του Ισραήλ.
   Ο Ελίας Αμπρόσιους συνήθιζε τότε να αναρωτιέται αν ήταν πραγματικά εφικτό ένα ασήμαντο ον όπως εκείνος, παραβιάζοντας ατομικά και κατ' ιδίαν την πιο άκαμπτη ερμηνεία ενός νόμου, που στη μακρινή εποχή του ανταποκρινόταν στην ανάγκη να επιβληθεί πειθαρχία σε μερικές φυλές χαμένες στην έρημο χωρίς πατρίδα και εντολές, αποσταθεροποιούσε το σύμπαν με την απόφασή του και έφθανε μάλιστα να καθυστερεί ακόμα και τον ερχομό του Μεσσία. Ο νέος πίστευε πως δεν ήταν δίκαιο να τον φορτώνουν με αυτό το βάρος: ήδη έπρεπε να κουβαλάει περισσότερο από αρκετό έχοντας την ευθύνη να παίζει με τη μοίρα της ψυχής του, για να τον βάλουν να σκέφτεται και την τύχη όλων των Εβραίων ή ακόμα και ολόκληρου του δημιουργημένου σύμπαντος. Γιατί συνέδεαν τη δική του ελευθερία να αποφασίζει την πορεία της ατομικής του ζωής και τις προσωπικές του προτιμήσεις με το συλλογικό πεπρωμένο μιας ολόκληρης φυλής, ενός ολόκληρου έθνους; Τι απαντήσεις να είχε δώσει ο Σολομών ο Ιταλός μπροστά σε εκείνα τα διλήμματα; Ο Ελίας Αμπρόσιους δεν το ήξερε· ίσως να μην το μάθαινε ποτέ. Γνώριζε όμως ένα γεγονός: ο Σολομών ο Ιταλός, όποιος κι αν ήταν, είχε συνεχίσει να ζωγραφίζει. Στην παρανομία, καλυμμένος, αλλά ζωγράφιζε... Γιατί να μην το κάνει κι αυτός; Τι έσπρωχνε τον Ελίας στην απόφασή του: η συνείδηση ή η έπαρση; Ή το βιβλικό δικαίωμα να επιλέξει ζωή; Γιατί, Κύριε, γιατί για ένα μέλος του εκλεκτού από Εσένα λαού έπρεπε να είναι όλα τόσο δύσκολα;

   Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός στην καρδιά του εβραϊκού Άμστερνταμ: ο Αντόνιο Μοντεσίνος, μόλις αποβιβάστηκε από το μπεργαντίνι, που τον είχε φέρει από τον Νέο Κόσμο, παρουσιάστηκε στη συναγωγή και, αφού πρώτα ζήτησε να κληθούν όλα τα μέλη της κοινότητας, έκανε τη φοβερή ανακοίνωση. Αυτός, ο Αντόνιο Μοντεσίνος, είπε ενώπιον των συγκεντρωμένων στη συναγωγή ότι είχε αποδείξεις αξιόπιστες, αναμφισβήτητες, εξακριβωμένες με τα ίδια του τα μάτια, ότι οι ιθαγενείς της αμερικανικής γης ήταν οι απόγονοι -που επιτέλους είχαν εντοπιστεί- των δέκα χαμένων φυλών. Και τότε ο έμπορος διηγήθηκε τις περιπέτειές του στη γη της Βραζιλίας, του Σουρινάμ και του Νέου Άμστερνταμ, στον βορρά, έδειξε σκίτσα που είχε φτιάξει ο ίδιος, λέξεις που είχε μεταγράψει και, δήλωσε, είχε μπορέσει να επιβεβαιώσει ότι οι κακώς αποκαλούμενοι Ινδιάνοι, λόγω της σύγχυσης, που είχε προκαλέσει ο Κολόμβος, πρέπει να ήταν οι αδελφοί που είχαν χάσει τον δρόμο τους από τις μακρινές μέρες της Εξορίας στη Βαβυλωνία. Το γεγονός ότι είχαν διασχίσει τη Θάλασσα του Ωκεανού από μια διαδρομή άγνωστη για αιώνες (για την οποία τις πρώτες υπόνοιες είχαν διατυπώσει οι Έλληνες, που πολύ παλιότερα είχαν μιλήσει για μια γη με Άτλαντες πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες) εξηγούσε την εξαφάνισή τους. Το παρουσιαστικό τους, κομψό και ρωμαλέο, επιβεβαίωνε τη σημιτική καταγωγή τους. Η γλώσσα τους -έλεγε, και διάβαζε από τις σημειώσεις του λέξεις μεμονωμένες, ακατανόητες για όλους- ήταν μια παραφθορά της αρχαίας αραμαϊκής. Τι άλλη απόδειξη χρειαζόταν; Το πιο σημαντικό, κραύγαζε ο αυτουργός της κολοσιαίας ανακάλυψης, ήταν ότι η παρουσία εκείνων των αδελφών στα πέρατα της Γης αποτελούσε την πιο σημαντική απαραίτητη συνθήκη για να συντελεστεί η αναμενόμενη έλευση του Μεσσία: την παρουσία Εβραίων, εγκατεστημένων σε όλα τα σημεία της υφηλίου, όπως προέβλεψαν οι προφήτες, που θεωρούσαν την πλανητική διασπορά ένα από τα απαράγραπτα προαπαιτούμενα για την Έλευση του Μεσσία.
   Οι ιερές μέρες του Πάσχα εκείνης της χρονιάς αφιερώθηκαν στις συζητήσεις για την ανακάλυψη, που κάποιοι την χαρακτήριζαν αποκάλυψη, σχεδόν εξίσου θαυμαστή με εκείνη που είχε λάβει ο Μωυσής στο Σινά. Διαιρεμένη πάντα σε πολλές φατρίες, η κοινότητα αυτή τη φορά πολώθηκε σε δύο πλευρές: τους μεσσιανικούς, λιγότερο πολυάριθμους στην πραγματικότητα, που προσκολλήθηκαν στην πεποίθηση του Μοντεσίνος, και τους σκεπτικιστές, με επικεφαλής τον χαχάμ Μπεν Ισραέλ, που θεωρούσαν την υποτιθέμενη ανακάλυψη του ταξιδευτή αξιοθρήνητη, μέχρι και επικίνδυνη απάτη. Το ραβινικό συμβούλιο, που συνεδρίασε αρκετές φορές μετά την ανακοίνωση, συζήτησε τα επιχειρήματα του Μοντεσίνος, χωρίς όμως να καταλήξει σε απόφαση.
   Για τον Ελίας Αμπρόσιους, η αναταραχή και ο πόλεμος των φατριών, που τόσο πολύ σημάδευαν τον χαρακτήρα των Εβραίων, μετατράπηκε, πάνω απ' όλα, σε αποκάλυψη μιας ευαίσθητης πραγματικότητας: των άκρων στα οποία είχε φθάσει ο θρησκευτικός φανατισμός του αδελφού του Άμος, που αμέσως είχε ενταχθεί στην πλευρά των πιο αποκαλυπτικών μεσσιανικών, στους οποίους ηγέτης ήταν ο πνευματικός του καθοδηγητής, ο Πολωνός ραβίνος Μπρεσλάου.
   Προς έκπληξη του παππού Μπενγιαμίν και του πατέρα του, Αμπραάμ Μοντάλμπο, που ήταν περισσότερο από σκεπτικιστές και διασκέδαζαν με εκείνο που θεωρούσαν παραλογισμό αυτού του Μοντεσίνος, ο νεαρός Άμος εμφανίστηκε μια μέρα στο σπίτι, αναγγέλλοντας την κατάταξή του στην αποστολή που θα πήγαινε, έλεγαν, να συναντήσει τους χαμένους αδελφούς για να τους βοηθήσει να επιστρέψουν στην πίστη, τα ήθη και έθιμα και την υπακοή στον Νόμο. Ο Ελίας, που άκουσε ταραγμένος την απόφαση του αδελφού του, δεν εξεπλάγη, όταν οι μεγαλύτεροι αποπειράθηκαν να μεταπείσουν τον Άμος, αλλά όντως θορυβήθηκε, και πολύ μάλιστα, όταν άκουσε την απάντηση του αδελφού του, που αρνιόταν να συζητήσει την ειλημμένη του απόφαση, ενώ ταυτόχρονα οίκτιρε τον πατέρα και τον παππού του, που κρατούσαν εκείνη την αιρετική στάση μπροστά σε ένα τόσο σπουδαίο γεγονός, πρελούδιο της αποκάλυψης του Μεσσία.
   Ο Ελίας, εισπράττοντας για άλλη μια φορά την προειδοποίηση ότι ζούσε κάτω από την ίδια στέγη με έναν άνθρωπο φανατισμένο σε τέτοιον ακραίο βαθμό, ώστε να τολμάει να απειλεί τους μεγαλυτέρους του με θεϊκές καταδίκες, πείστηκε για τους λόγους για τους οποίους, ακόμα και σε έναν τόπο ελευθερίας, πολλοί Εβραίοι προτιμούσαν να ζουν κρυμμένοι μέσα σε μυστικά παρά με τρόπο φανερό μέσα σε αλήθειες που εκθέτουν σε κίνδυνο. Και βέβαια κατάλαβε τη στάση ενός ανθρώπου, όπως ο Σολομών ο Ιταλός, και την απόφασή του να κρατήσει την κλίση του στη σκιά. Και, ακόμη περισσότερο, είχε πια την απόδειξη, γιατί και ο ίδιος όφειλε να θάψει το μυστικό του με τον πιο ερμητικό τρόπο, αν δεν ήθελε να διατρέξει σοβαρότατο κίνδυνο.
   Το ίδιο βράδυ, επωφελούμενος από την απουσία του αδελφού του, ο Ελίας Αμπρόσιους, σαν να έκανε διάρρηξη, έβγαλε από το σπίτι του με τη μεγαλύτερη μυστικότητα το τετράδιο των σημειώσεών του, τον φάκελο με τα σχέδια και τους μικρούς καμβάδες, τους πασαλειμμένους με τα κομπιάσματά του και τις αναζητήσεις τού μαθητευόμενου ζωγράφου. Ανάμεσα στα πιθανά μέρη για να τα φυλάξει με ασφάλεια, εκείνη τη στιγμή διάλεξε τη σοφίτα του Δανού Κέιλ, τον οποίο, όπως πίστευε, μπορούσε να εμπιστεύεται. Και, παρόλο που ήταν οδυνηρό, όφειλε να παραδεχτεί πως ένιωθε πιο ασφαλής με έναν άνθρωπο άλλης πίστης παρά με πολλούς από τη δική του. Πιο ασφαλής με έναν ανεκτικό ξένο παρά με έναν αδελφό με το ίδιο αίμα, αλλά μολυσμένο με φανατισμό και αδιαλλαξία και -δεν μπορούσε να τον χαρακτηρίσει αλλιώς- ξέχειλο από μίσος.
  
   H άνοιξη προσφερόταν σαν δώρο Θεού στην πόλη του Άμστερνταμ. Όλα ξαναζωντάνευαν, τινάζοντας από πάνω τους τη νάρκη του πάγου και των επιθετικών χειμωνιάτικων ανέμων, που για μήνες σάρωναν την πόλη και καταδυνάστευαν τους κατοίκους, τα ζώα, τα λουλούδια της. Καθώς οι θερμοκρασίες ανέβαιναν χωρίς να βιάζονται ιδιαίτερα και η βροχή έκανε συχνά την εμφάνισή της, τα χρώματα άρχισαν να ανακλαδίζονται, στερώντας τον σχεδόν απόλυτα πρωταγωνιστικό ρόλο από το λευκό του χιονιού στις στέγες και από το καφετί των βάλτων που είχαν μετατραπεί οι δρόμοι, από τους οποίους δεν είχαν περάσει ακόμα οι λεγεώνες των καθαριστών του δήμου. Μαζί με τις αποχρώσεις που ανασταίνονταν, ξαναγεννιούνταν και οι θόρυβοι και ζωντάνευαν οι μυρωδιές. Στις αγορές επέστρεφαν οι πωλητές σκύλων, με τις αγέλες τους από φωνακλάδικα λαγωνικά, ποιμενικά και κυνηγόσκυλα· ξεπρόβαλλαν στα στοιχεία της φύσης οι θορυβώδεις μεταπράτες καρυκευμάτων και αρωματικών φυτών (ρίγανη, μυρτιά, κανέλα, γαρίφαλο, μοσχοκάρυδο), τόσο ευαίσθητων στην αφή και την όσφρηση όσο και ανίκανων να αντέξουν τις χειμερινές θερμοκρασίες, χωρίς να χάσουν την αρωματισμένη ζεστασιά της ψυχής τους· οι ταβέρνες άνοιγαν τις πόρτες τους, σκορπώντας τη μυρωδιά της ζύμωσης της βύνης για την μπίρα και τα γέλια των θαμώνων· και ξαναγυρνούσαν στην πόλη οι προμηθευτές βολβών τουλίπας, με την υπόσχεση μιας ανθοφορίας γεμάτης χρώματα, την οποία ανάγγελαν με φωνές, για να πουν κατόπιν χαμηλόφωνα τις ανεξέλεγκτες τιμές, λες και ντρέπονταν -μόνο λες και ντρέπονταν- που εκμεταλλεύονταν έτσι τη μόδα και ζητούσαν υπερβολικά ποσά για έναν τριχωτό βολβό, που απλώς έκλεινε μέσα του την υπόσχεση της μελλοντικής ομορφιάς του. Οι φωνές από τους εμπόρους, τους καροτσέρηδες, τους πλοηγούς των φορτηγίδων και τους μέθυσους που στριμώχνονταν σε κάθε γωνία (αμέτρητοι σε μια πόλη όπου σχεδόν δεν έπιναν νερό, απ' ό,τι φαίνεται για να αποφεύγουν τη βέβαιη δυσεντερία), μαζί με τους διαπεραστικούς θορύβους από τα εργαστήρια των οπλοποιών ή των κατασκευαστών τυμπάνων και το μονότονο τραγούδι των πριονιστηρίων, δημιουργούσαν μια συμπαγή οχλαγωγία, που πολλές φορές τη μέρα την κάλυπτε η απότομη κωδωνοκρουσία από τις άπειρες καμπάνες της πόλης που, έχοντας ξεμουδιάσει, έμοιαζαν να χτυπούν με μεγαλύτερη παραφορά, πιστές στην αποστολή τους να αναγγέλλουν οποιοδήποτε συμβάν. Καμπάνες μοναχικές, καμπαναριά με πολλές καμπάνες και διαφορετικούς μουσικούς ήχους, φερμένες από τη Βέρνη, ειδοποιούσαν κάθε ολόκληρη ώρα, κάθε μισή και κάθε τέταρτο, κάθε φορά που άνοιγαν και έκλειναν τα μαγαζιά, κάθε φορά που ερχόταν ή σάλπαρε πλοίο και τελούνταν λειτουργίες ή κηδείες, βαφτίσεις και γάμοι, που τους είχε καθυστερήσει ο χειμώνας, και κάθε φορά που γινόταν κάποια εκτέλεση δια απαγχονισμού, από αυτές στις οποίες ήταν τόσο εθισμένοι οι Ολλανδοί, πάντα σαν ο ήχος της μεταλλικής αναγγελίας να μετέτρεπε σε πραγματικότητα το γεγονός που την προκαλούσε. Στη Σιντ Αντονισμπρεϊστράατ, καθ' οδόν προς το σπίτι του Δασκάλου, μπροστά στο κτήριο, όπου ζούσε ο Ισαάκ Πίντο, ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα κοντοστάθηκε εκείνο το μεσημέρι και μοιράστηκε την καλή, ανοιξιάτικη διάθεσή του με τον ήχο (αυτός μάλιστα, ήταν αρμονικός) από τις τριάντα πέντε καμπάνες που, παραταγμένες στη σειρά σαν πουλιά πάνω σε φράκτη, κρέμονταν από την κορυφή του πύργου του Χέντρικ ντε Κέιζερ, πάνω από τον σταυρό της Ζάουντερκερκ.
   Η καλή διάθεση του νέου είχε σε μεγάλο βαθμό να κάνει με την εποχή και με τη γεμάτη υποσχέσεις τροπή που είχαν πάρει οι συναντήσεις του με τη Μαριάμ Ρόκα, οι οποίες είχαν εξελιχθεί από περιπάτους χωρίς σαφή προορισμό σε δρόμους και αγορές ή από συζητήσεις όλο και πιο φορτισμένες με κρυφές προθέσεις σε χάδια του χεριού και σε ψιθύρους στο αυτί, που κατάφερναν να του προκαλούν τέτοιο ξάναμμα που συνήθως απαιτούσε την ανακούφιση με τα δικά του χέρια και τα επακόλουθα αιτήματα προς τον Ύψιστο για κατανόηση και συγγνώμη. Περισσότερο όμως από την άνοιξη και τα χτυποκάρδια της αγάπης και του σεξ, η κατάσταση ενθουσιασμού, στην οποία ζούσε ο Ελίας Αμπρόσιους, είχε σχέση με την εξαιρετικά ειδική αποστολή που, εδώ και μια βδομάδα, εκπλήρωνε στο εργαστήριο του Δασκάλου: να κάνει το μοντέλο για τον χαρακτηριστικά Εβραίο μοέλ τη στιγμή που ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει την τελετουργική περιτομή του μικρού Ιησού, το Μπριτ Μιλά, που είχε διατάξει ο Γιαχβέ για να ξεχωρίζει τους άρρενες του εκλεκτού λαού.
   Από εκείνο το απόγευμα, που τον πήρε μαζί του για να επισκεφθούν τον Ισαάκ Πίντο, οι σχέσεις ανάμεσα στον ζωγράφο και τον μαθητή είχαν αποκτήσει μια ζεστασιά -σχεδόν όλη τη ζεστασιά, που μπορούσε να δώσει ο σκυθρωπός χαρακτήρας του Δασκάλου σε όσους δεν ήταν οι πιο στενοί του φίλοι- και ο Ελίας Αμπρόσιους, χωρίς να έχει απελευθερωθεί από τον κουβά και τη σκούπα, όχι μόνο είχε πάρει προαγωγή στα πρακτικά του καθήκοντα στο εργαστήριο, αλέθοντας στο βαρύ γουδί τις πέτρες των χρωστικών και παρασκευάζοντας χρώματα με τις ακριβείς αναλογίες λινέλαιου, αλλά επιπλέον ο Δάσκαλος του είχε αφιερώσει αρκετές συζητήσεις, ή μάλλον μονολόγους, στους οποίους, ανάλογα με τα κέφια του, μερικές φορές μπλεκόταν σαν να έχανε την αίσθηση του χρόνου. Κάποιες μέρες μιλούσε μόνο για καλλιτεχνικά ζητήματα, όπως (σύμφωνα με τις σημειώσεις του Ελίας Αμπρόσιους, που πάντα επέμενε να καταγράφει τα μαθήματα, ώστε μετά να τα ξαναδιαβάζει και να τα αφομοιώνει) οι ιδέες του για την ανάγκη να σπάσει η καθιερωμένη σχέση ανάμεσα στην κλασική ομορφιά και το γυναικείο γυμνό, το οποίο, κατά τη γνώμη του, δεν έπρεπε να είναι τέλειο για να είναι θηλυκό και όμορφο, αφού στον Δάσκαλο άρεσε να εικονίζει δέρματα ζαρωμένα, πόδια σκασμένα, μηρούς πλαδαρούς, αναζητώντας την πιο φανερή αίσθηση αληθοφάνειας, την οποία δεν πλησίαζαν οι υπόλοιποι καλλιτέχνες της πόλης. Άλλες μέρες πάσχιζε να θεμελιώσει την ιδιόρρυθμη άποψή του για την αρμονία και την κομψότητα ως ιδιότητες σε σχέση με το έργο και όχι ως αξίες αυτές καθεαυτές, έτσι δηλαδή όπως τις αντιλαμβάνονταν οι λάτρεις της κλασικής ζωγραφικής, συμπεριλαμβανομένου του Φλαμανδού Ρούμπενς. Όχι, όχι: αυτό το πιο βαθύ νόημα της αρμονίας που εκείνος κυνηγούσε ήταν το μεγάλο μάθημα που, σύμφωνα με τον Δάσκαλο, είχε αφήσει στον κόσμο ο ζωγράφος Καραβάτζιο· όχι η κυριαρχία του σπηλαιώδους σκότους, στο οποίο είχαν πέσει με τα μούτρα οι οπαδοί του, διαβεβαίωνε, ανίκανοι να δουν πέρα από το προφανές, αλλά η αποκάλυψη ότι η αλήθεια και η ειλικρίνεια πρέπει να είναι πάνω από την κανονικοποιημένη ομορφιά, την υποτιθέμενη συμμετρία ή την εξιδανίκευση του κόσμου. "Ο Χριστός, με τα πόδια βρόμικα, πληγιασμένα από την άμμο της ερήμου, κήρυξε σε φτωχούς, πεινασμένους και θλιμμένους. Η φτώχεια, η πείνα, τα δάκρυα δεν είναι όμορφα, αλλά είναι ανθρώπινα", κατέληγε· "δεν υπάρχει λόγος να αποφεύγουμε την ασχήμια" -και έφερνε ως παράδειγμα σε εκείνες τις πραγματείες τη σπουδή Κήρυγμα του Χριστού, σχεδιασμένη σε χαρτί, όπου ο ομιλητής, πράγμα περίεργο, δεν είχε ξεκάθαρο πρόσωπο.
   Υπήρχαν όμως και μέρες που ο Δάσκαλος προτιμούσε να περιπλανιέται στους δρόμους των γήινων υποθέσεων, όπως η αδιαφορία του για τα δημόσια πράγματα και, κυρίως, για την πολιτική, την οποία θεωρούσε επικίνδυνο πειρασμό για τον καλλιτέχνη που ήθελε να δείξει ότι συμμετέχει. Και μέρες που χανόταν σε κάποια από τις έμμονες ιδέες του ανθρώπου, που πάντα είχε επείγουσα ανάγκη για χρήματα, μιλώντας για το πόσο σημαντικό και ταυτόχρονα βάρος ήταν για τους ζωγράφους των Ενωμένων Επαρχιών το γεγονός ότι είχαν γίνει οι πρώτοι καλλιτέχνες στην ιστορία, που δεν δούλευαν ούτε για την Αυλή ούτε για την Εκκλησία, αλλά για ένα είδος πελάτη εντελώς διαφορετικό ως προς τις απαιτήσεις, τα γούστα και τις ανάγκες του: τους πλούσιους που είχαν γεννηθεί από τα κέρδη του εμπορίου, της κερδοσκοπίας, της βιοτεχνικής παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα. Και τότε διαβεβαίωνε πως εκείνοι οι άνθρωποι, συχνά πληβειακής καταγωγής, πάντα ρεαλιστές και οραματιστές, ενδιαφέρονταν όλο και λιγότερο για την ιστορία ή τον μυστικισμό. Οι αγωνίες τους εκφράζονταν με την επιθυμία να βλέπουν πίνακες, που απεικόνιζαν τα δικά τους υλικά δημιουργήματα: τη χώρα τους, τα πλούτη τους, τις συνήθειές τους, τους ίδιους, με τα κοσμήματα και τις ενδυμασίες τους, ικανοποιημένους επιτέλους από μια περιουσία, για την οποία ένιωθαν κάθε μέρα και πιο περήφανοι. Αυτή η απεικόνιση έπρεπε να παίρνει σάρκα και οστά σε καμβάδες λογικών διαστάσεων, φτιαγμένους για να διακοσμούν τον τοίχο μιας φιλόξενης οικογενειακής κατοικίας και όχι μια ασφυκτική εκκλησία ή κάποιο βασιλικό παλάτι. Και για να διακοσμεί, απαιτούσαν αυτό που εκείνοι θεωρούσαν όμορφο, αυτό που εκείνοι χαρακτήριζαν αρμόζον.
   "Έχουμε δημιουργήσει μια διαφορετική σχέση με την τέχνη", του είχε πει κάποιο από εκείνα τα απογεύματα που, αφού τον πρόσταξε να αναβάλει το καθάρισμα του εργαστηρίου, φαινόταν πιο ομιλητικός με τον Ελίας Αμπρόσιους, που τον άκουγε σχεδόν υπνωτισμένος από την ευκολία με την οποία ο Δάσκαλος ιχνογραφούσε τις γραμμές, τους όγκους, τις τοποθετήσεις μέσα στους χώρους, τη σκίαση αυτού που θα γινόταν η σκηνή του προσκυνήματος των βοσκών στον μικρό Ιησού που είχε ζητήσει ο στατούντερ Φρειδερίκος του Νασάου. "Στην πόλη, όπου όλοι εμπορεύονται, εμείς επινοούμε κάτι: το εμπόριο της ζωγραφικής. Δουλεύουμε για να πουλάμε σε καινούργιους πελάτες με καινούργια γούστα. Ξέρεις ποιος είναι ο καλύτερος αγοραστής των πινάκων του Βερμέερ στο Ντελφτ; Ε, λοιπόν, ένας φούρναρης που έχει πλουτίσει. Ένας μαικήνας που πουλάει γλυκά, όχι ένας επίσκοπος ή ένας κόμης!... Και πίσω από το χρήμα εκείνων που θέλουν να τους αποκαλούν αστούς, είτε είναι φουρνάρηδες είτε τραπεζίτες, εφοπλιστές ή έμποροι τουλίπας, έχει αναγκαστεί να κινείται η ζωγραφική και έχει υποχρεωθεί να ικανοποιεί τα γούστα ανθρώπων, που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους σε πανεπιστήμιο. Γι' αυτό εμφανίστηκε η εξειδίκευση: εκείνοι που ζωγραφίζουν σκηνές της υπαίθρου και τις πουλάνε ακριβά, ε, λοιπόν, ας ζωγραφίζουν σκηνές της υπαίθρου· το ίδιο κι εκείνοι που ζωγραφίζουν μάχες, θαλασσογραφίες, νεκρές φύσεις ή προσωπογραφίες... Έχουμε επινοήσει την εμπορική σφραγίδα: ο καθένας οφείλει να έχει τη δική του και να την καλλιεργεί για να δρέπει τους καρπούς της στην αγορά, όπως ο οποιοσδήποτε έμπορος. Το πρόβλημά μου, όπως θα ξέρεις, είναι ότι δεν έχω αυτό το είδος διακριτικού σήματος, ούτε με ενδιαφέρει η ζωγραφική μου να είναι γυαλιστερή και αρμονική, όπως θέλουν τώρα... Με ενδιαφέρει να ερμηνεύω τη φύση, συμπεριλαμβανομένης αυτής του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Θεού, και όχι οι κανόνες· αυτό που για μένα έχει σημασία είναι να ζωγραφίζω αυτό που νιώθω και όπως το νιώθω. Όποτε μπορώ... Γιατί πρέπει να ζήσει κανείς". Και έδειξε με την άκρη του πινέλου τον καμβά, όπου διαγράφονταν ήδη η Αγία Οικογένεια και οι βοσκοί που είχε ζητήσει ο άρχοντας από τη Χάγη. "Ξέρω ότι δεν είμαι πια της μόδας, ότι οι πλούσιοι δεν με παρακαλάνε να τους κάνω το πορτρέτο, γιατί τη μόδα τη δημιουργούν οι ίδιοι και τούτοι εδώ οι σημερινοί πλούσιοι δεν έχουν τις αντιλήψεις που είχαν οι καλβινιστές πατεράδες τους: τώρα θέλουν να επιδεικνύουν τον πλούτο, την ομορφιά, τη δύναμη... αφού αυτός είναι ο λόγος που έχουν αποκτήσει όλα τούτα τα πλούτη. Χτίζουν παλάτια στα καινούργια κανάλια και μας πληρώνουν για τα έργα μας, αφού, ευτυχώς, εκτιμούν πως είμαστε ένα μέσο για να επενδύουν αυτά τα πλούτη και, συνάμα, ένας καλός τρόπος να διακοσμούν αυτά τα παλάτια και να δείχνουν πόσο εκλεπτυσμένοι είναι".
   Ωστόσο, ο Δάσκαλος δεν ήταν καθόλου ομιλητικός το απόγευμα που, χωρίς να του έχει αποκαλύψει ακόμα την πρόθεσή του να τον χρησιμοποιήσει ως μοντέλο, είχε διατάξει τον Ελίας Αμπρόσιους να αφήσει κατά μέρος τα σύνεργα της καθαριότητας και να ανεβεί στο εργαστήριο, όπου, τις δύο τελευταίες βδομάδες, είχε επιβληθεί το καθεστώς ότι μπορούσαν να μπαίνουν μόνο ο Δάσκαλος, ο μαθητής του Αρτ ντε Χέλντερ και η νεαρή Έμελι Κερκ. Μπαίνοντας στην αίθουσα εργασίας, ο Ελίας Αμπρόσιους ένιωσε μια έκπληξη, που του εξήγησε τον λόγο του αποκλεισμού: στον τοίχο στο βάθος υπήρχαν δύο πίνακες παράξενα όμοιοι αλλά ουσιαστικά διαφορετικοί, με την κοινότοπη χριστιανική σκηνή του προσκυνήματος των βοσκών, εκείνη την εικόνα που για τόσον καιρό δούλευε ο ζωγράφος. Χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να καθυστερήσει παρατηρώντας τους δύο -αινιγματικούς, λόγω της ομοιότητάς τους- πίνακες, ο Δάσκαλος του είχε ζητήσει να φορέσει μια βαριά, σκούρα καφέ πουκαμίσα και τον είχε τοποθετήσει μπροστά σε ένα κομμάτι από ελληνικό κίονα που του έφτανε στο ύψος του στήθους. Αφού τον παρατήρησε από διάφορες γωνίες, άρχισε να του ζητάει να παίρνει διαφορετικές πόζες ενώ, με γραμμές πολύ αδρές, αναπαρήγαγε τις στάσεις του με κάρβουνο πάνω στα τραχιά φύλλα του ταφελέτ του. Κάτι πολύ απόκρυφο και βαθύ πρέπει να είχε κυριεύσει το μυαλό του Δασκάλου, όση ώρα παρατηρούσε και σχεδίαζε τον νεαρό Εβραίο, μέσα σε μια σιωπή που έσπαγε μόνο από τις υποδείξεις, που του έλεγαν να αλλάζει στάσεις. Ο Δάσκαλος, σκέφτηκε ο Ελίας, έμοιαζε να είναι βυθισμένος σε ένα κυνήγι, μάλλον, παρά σε ένα έργο. Και είχε νιώσει τη βεβαιότητα πως ήταν παρών σε ένα ανεκτίμητο μάθημα.
   Μερικές βδομάδες νωρίτερα, όταν άρχισε να δουλεύει σε κάποια από εκείνες τις εκδοχές του Προσκυνήματος των ποιμένων, ο ζωγράφος είχε πάρει την αναμενόμενη απόφαση να χρησιμοποιήσει για άλλη μια φορά τη νεαρή Έμελι Κερκ, την γκουβερνάντα του γιου του, Τίτους, ως μοντέλο για τη φιγούρα της Παρθένου Μαρίας, όπως είχε ήδη κάνει στη σκηνή που τιτλοφόρησε Η Αγία Οικογένεια με αγγέλους. Το έργο, που ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε στις αρχές εκείνης της χρονιάς και που ο Ελίας Αμπρόσιους είχε το προνόμιο να είναι παρών στη διαδικασία της δημιουργίας του, είχε προκαλέσει στον νεαρό μαθητευόμενο μια έλξη σχεδόν μαγνητική. Πολλές ώρες είχε αφιερώσει στην παρατήρησή του, προσπαθώντας να ανακαλύψει, αφού θεωρούσε πως ήταν πια ικανός γι' αυτό, τα εφέ με τα οποία εκείνη η οικογενειακή και μαγική σκηνή κατόρθωνε να εκπέμπει μια συγκίνηση που, παρά την εβραϊκή παιδεία και πίστη του, ο Ελίας δεν μπορούσε να μην νιώσει: και μια ωραία πρωία ανακάλυψε πως το κλειδί του πίνακα δεν βρισκόταν στην απεικόνιση ενός μυστικιστικού συμβάντος, αλλά ακριβώς το αντίθετο, στην έκφραση της γήινης γαλήνης του. Ο Δάσκαλος έμοιαζε να απομακρύνεται κάθε μέρα και περισσότερο από το να εκφράζει προφανή συναισθήματα φόβου, οδύνης, έκπληξης, θλίψης, οργής, κάτι στο οποίο ήταν αφοσιωμένος πριν από χρόνια, στους πίνακές του για την ιστορία του Σαμψών ή στις δουλειές του για τη θυσία του Αβραάμ ή στο αποκαλούμενο Το συμπόσιο του Βαλτάσαρ, όλους τόσο θεατρικούς και γεμάτους κίνηση. Τώρα, αντίθετα, είχε επιλέξει την εσωτερικότητα των συναισθημάτων και σε εκείνη τη σκηνή είχε σταθεί ικανός να συγκεντρώσει όλη τη συγκίνηση της περίστασης στη γεμάτη φροντίδα κίνηση ενός χεριού. Το χέρι της νεαρής και όμορφης Έμελι Κερκ, που είχε μετατραπεί στη Μητέρα του Θεού, συμπύκνωνε, σαν τελευταία έκφραση του χαρακτήρα της, την τελειότητα που άρχιζε από το οβάλ σχήμα του προσώπου της, τη μειλίχια όψη της, και συνεχιζόταν στο ήρεμο τόξο των ώμων της, για να κατέβει μέχρι τη λεπτότητα εκείνου του άκρου, που πλησίαζε το μωρό για να βεβαιωθεί αν κοιμάται: ήταν απλώς μια χειρονομία, καθημερινή και ασήμαντη, σχεδόν τετριμμένα μητρική και γήινη, αλλά κατόρθωνε να δώσει στη φιγούρα της Παρθένου μια γλυκύτητα ικανή να διακηρύσσει, με την ανθρώπινη και συνάμα συμπαντική τρυφερότητά της, ότι αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη μητέρα, αλλά η Μητέρα ενός Θεού. Ο Δάσκαλος είχε δημιουργήσει μια έκρηξη μαγείας και ομορφιάς και είχε μπορέσει να μετασχηματίσει τη δική του σαρκική επιθυμία για το μοντέλο σε ένα οικουμενικό και υπερβατικό μάθημα αγάπης. Και ο Ελίας Αμπρόσιους συνειδητοποίησε πως μόνο οι πιο προικισμένοι δάσκαλοι ήταν ικανοί να κατορθώνουν τόσο πολλά με τόσο λίγα. Θα μπορούσε άραγε αυτός, κάποτε, να αγγίξει, έστω, ένα τέτοιο μεγαλείο;
   Στο έργο με το προσκύνημα των βοσκών, στο οποίο δούλευε με ζήλο ο ζωγράφος τους τελευταίους δύο μήνες, εμφανιζόταν η ίδια Παρθένος, αλλά ως μέρος μιας ομάδας προσώπων. Με τον Χριστό βρέφος, ξαπλωμένο σε μια μικρή κούνια, που μάλλον έμοιαζε με συνηθισμένο καλάθι, ακουμπισμένο στην ποδιά της, η Παρθένος έδειχνε στους άγνωστους βοσκούς τον νεογέννητο γιο του Θεού. Η μητέρα και ο γιος, από τη γωνία που ήταν σχεδιασμένοι, έμοιαζαν να επωφελούνται από το μοναδικό φως του πίνακα, που η πηγή του θα έλεγε κανείς πως ξεπηδούσε από τα ίδια τα θεϊκά πρόσωπα. Ωστόσο, κάτι σε εκείνη τη δουλειά, που προοριζόταν για το μέγαρο του στατούντερ, δεν φαινόταν να έχει ικανοποιήσει τον Δάσκαλο, ο οποίος είχε καθυστερήσει ήδη για αρκετές βδομάδες την ολοκλήρωσή του, στη διάρκεια των οποίων, χωρίς να βρέξει καν το πινέλο, ασχολιόταν με το να παρατηρεί την εικόνα ή να περιφέρεται άσκοπα στην πόλη, λες και είχε ξεχάσει εντελώς το έργο. Ανικανοποίητος από το έργο, όπως αργότερα θα μάθαιναν όλοι στο εργαστήριο, ο Δάσκαλος είχε πάρει μια παράξενη απόφαση: είχε ζητήσει από τον Αρτ ντε Χέλντερ, τον πιο προικισμένο από τους νεαρούς μαθητές του, να χρησιμοποιήσει έναν καμβά παρομοίων διαστάσεων με εκείνον που είχε επιλέξει ο ίδιος και να αναπαραγάγει το κεντρικό σώμα εκείνου του πίνακα. Ο Ντερ Χέλντερ έπρεπε να αντιγράψει τη σκηνή με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα, αν και είχε την ελευθερία να εισαγάγει τις παραλλαγές που ο νέος θεωρούσε απαραίτητες. Ο Αρτ ντε Χέλντερ, που ήταν ο πιο εκπληκτικός μιμητής της ζωγραφικής του Δασκάλου που είχε υπάρξει ποτέ, είχε αποδεκτεί την πρόκληση και, πρόθυμος, είχε ριχτεί στη δουλειά, γνωρίζοντας πως δεν ήταν μια απλή άσκηση αντιγραφής αλλά ένα πείραμα πιο περίπλοκο, του οποίου τους απώτατους στόχους αγνοούσε. Οι μέρες που μαγειρευόταν εκείνη η διαδικασία, ήταν αυτές που είχε απαγορευτεί η είσοδος στο εργαστήριο σε όλους τους κατοίκους και εργαζόμενους του σπιτιού. Γι' αυτό, μόνο εκείνο το απόγευμα, αφού πήρε την εντολή από τον Δάσκαλο να μετακινηθεί μέχρι να σταθεί μπροστά του, ο Ελίας Αμπρόσιους είχε επιτέλους την ευκαιρία να κοντοσταθεί και να μελετήσει τα δύο έργα, που ακόμα χρειάζονταν πολλά ρετουσαρίσματα και τελικές διορθώσεις. Εξεπλάγη, όταν παρατήρησε πώς οι πίνακες πολλαπλασίαζαν την αίσθηση της συμμετρίας, αφού έμοιαζαν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον σε έναν καθρέφτη, και ο νεαρός Εβραίος συμπέρανε πως, σιγουρότατα, ο Ντερ Χέλντερ είχε αποφασίσει να υλοποιήσει την παραγγελία και να αναπαραγάγει το ήδη υπαρκτό, χρησιμοποιώντας οπτικά εργαλεία, τα οποία πρόβαλλαν την εικόνα που είχε ζωγραφίσει ο Δάσκαλος πάνω στον καμβά όπου την είχε αντιγράψει ο μαθητής. Αυτός ήταν ο λόγος που οι φιγούρες του αντιγράφου φαίνονταν αντεστραμμένες σε σχέση με εκείνες του πρωτοτύπου, με τα πρόσωπα λίγο πιο συγκεντρωμένα στην πηγή του φωτός, εκπέμποντας όμως το ίδιο συναίσθημα μιας εσωστρέφειας γεμάτης σεβασμό. Όμως, για όποιον δεν ήξερε το ιστορικό, που γνώριζαν ο Ελίας και οι υπόλοιποι μαθητές, το ερώτημα που αμέσως θα προέκυπτε από την παρατήρηση εκείνων των δίδυμων έργων αναμφίβολα θα ήταν: ποιο είναι το πρωτότυπο και ποιο το αντίγραφο;
   "Θέλεις να μάθεις γιατί το κάνω αυτό;" είχε ρωτήσει επιτέλους ο Δάσκαλος, χωρίς να έχει ανάγκη να εξακριβώσει προς τα πού κατευθυνόταν το υπνωτισμένο βλέμμα του Ελίας Αμπρόσιους. 
   "Με τον μεγαλύτερο σεβασμό", είπε ο νέος και τότε ο ζωγράφος στράφηκε για ν' αντικρίσει τα έργα, γυρίζοντας την πλάτη στον μαθητευόμενο.
   "Είναι το τίμημα του χρήματος", είπε και έμεινε για μερικές στιγμές σιωπηλός, όπως συνήθιζε να κάνει ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ όταν εξαπέλυε τις αγορεύσεις του. "Τούτη τη φορά δεν μπορώ να αποτύχω. Εξαρτώμαι από τα χρήματα του στατούντερ για να πληρώσω τις καθυστερημένες δόσεις τούτου εδώ του σπιτιού. Δεν μου δίνουν πια παραγγελίες σαν αυτή, κάποιοι σχολιάζουν ότι οι πίνακές μου μοιάζουν σαν να τους έχω παρατήσει στη μέση, μάλλον, παρά σαν να τους έχω τελειώσει... Τέλος πάντων... Πριν από μερικά χρόνια ο ίδιος στατούντερ ήταν η ελπίδα μου για να μπορέσω να γίνω ένας άνθρωπος πλούσιος, διάσημος, να ζω σε ένα μέγαρο στη Χάγη..."
   "Όπως ο Φλαμανδός, ο Ρούμπενς;"  τόλμησε να ρωτήσει ο Ελίας.
   Ο Δάσκαλος κατένευσε: "Όπως ο καταραμένος Φλαμανδός, ο Ρούμπενς... Εγώ όμως δεν είμαι ούτε μπόρεσα ποτέ να είμαι σαν κι αυτόν, όσο κι αν πάσχισα να το καταφέρω, όσο κι αν του έκλεβα τα θέματα, τις συνθέσεις, ακόμα και τα χρώματα... Η σωτηρία μου ήταν αυτό που κάποια στιγμή έμοιαζε να είναι η καταστροφή μου: ότι ο στατούντερ δεν με έκανε ζωγράφο της Αυλής και μου φέρθηκε απλώς σαν κι αυτό που είμαι: ένας άξεστος άνθρωπος αποφασισμένος να πουλήσει τη δουλειά του... Εκείνη τη στιγμή ένιωσα πως βούλιαζα, αναγκάστηκα να παραιτηθώ από την επιθυμία να ζήσω όπως ο Ρούμπενς, να ζωγραφίσω όπως ο Ρούμπενς. Ταυτόχρονα όμως έγινα και ένας άνθρωπος λίγο πιο ελεύθερος. Όχι· πολύ πιο ελεύθερος... Αν και, άκουσέ το καλά αυτό, η ελευθερία έχει πάντα ένα τίμημα. Και συνήθως είναι υπερβολικά υψηλό. Όταν πίστεψα πως ήμουν ελεύθερος και θέλησα να ζωγραφίσω σαν ελεύθερος καλλιτέχνης, ήρθα σε ρήξη με όλα όσα ο κόσμος θεωρούσε κομψά και αρμονικά, σκότωσα τον Ρούμπενς και ξαμόλησα τους δαίμονές μου για να ζωγραφίσω την Έξοδο του λόχου τυφεκιοφόρων του λοχαγού Κοκ για τους τοίχους του Κλοφενίρς. Και έλαβα την τιμωρία που άξιζα για την αιρετικότητά μου: τέλος πια οι παραγγελίες για ομαδικές προσωπογραφίες, αφού η δική μου τελικά ήταν μια κραυγή, ένα ρέψιμο, ένα φτύσιμο... Ήταν ένα χάος και μια πρόκληση, είπαν. Εγώ όμως ξέρω, το ξέρω πολύ καλά, ότι πέτυχα αυτόν τον σπάνιο συνδυασμό επιθυμίας και πραγμάτωσης που συνιστά το αριστούργημα. Και αν πέφτω έξω και δεν έχει καμία σχέση με αριστούργημα, το σημαντικό είναι πως ήταν το έργο που ήθελα να κάνω. Στην πραγματικότητα, το μοναδικό που μπορούσα να κάνω, όταν είχα μπροστά στα μάτια μου την απόδειξη για το πού μας οδηγεί η ζωή... στο τίποτα. Η γυναίκα μου έσβηνε, έφτυνε τα πνευμόνια της, πέθαινε κάθε μέρα και από λίγο, κι εγώ ζωγράφιζα μια έκρηξη, ένα καρναβάλι με πλούσιους άνδρες μεταμφιεσμένους, που έπαιζαν τους στρατιώτες, και το έκανα όπως μου έκανε κέφι... Το δίλημμα αποδείχτηκε πολύ απλό: ή θα ικανοποιούσα αυτούς ή θα ικανοποιούσα εμένα, ή θα παρέμενα σκλάβος ή θα κήρυσσα την ανεξαρτησία μου". Ο ζωγράφος σταμάτησε τη δημηγορία του, λες και ξαφνικά είχε χάσει τον ενθουσιασμό του, αλλά ξαναμπήκε αμέσως στο αυλάκι της αγόρευσής του: "Αν και η πικρή αλήθεια είναι ότι όσο εξαρτώμαι από τα λεφτά των άλλων δεν θα είμαι εντελώς ελεύθερος. Δεν έχει σημασία, αν αυτός που πληρώνει είναι ο στατούντερ και ο θησαυρός της Δημοκρατίας ή η Εκκλησία, ένας βασιλιάς ή κάποιος φούρναρης του Ντελφτ που έχει πλουτίσει... Σε τελική ανάλυση είναι το ίδιο. Μπορώ να ζωγραφίσω την Έμελι Κερκ, όπως θέλω να τη ζωγραφίσω, ή μια Αγία Οικογένεια, που να μοιάζει με μια εβραϊκή οικογένεια της γειτονιάς σου τη στιγμή που δέχεται την επίσκεψη μερικών αγγέλων σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Και να καθίσω να περιμένω να εμφανιστεί κάποιος γενναιόδωρος αγοραστής... ή να μην εμφανιστεί. Αυτό όμως που βλέπεις εδώ", και έδειξε χωρίς να χρειάζεται τον πίνακά του, εκείνον με τις μεγαλύτερες διαστάσεις, "αυτό δεν μου ανήκει: είναι έργο του στατούντερ. Εκείνος μου ζήτησε με κάθε λεπτομέρεια αυτό που ήθελε να δει και με πληρώνει για να εκπληρώσω αυτή την επιθυμία... Και το 'χω μάθει πια το μάθημα. Ξέρω πολύ καλά ότι ο στατούντερ δεν θέλει να επιδεικνύει στο παλάτι του βρόμικα πόδια και ρακένδυτους βοσκούς που έχουν μόλις βγει από την έρημο, όπως πρέπει να συνέβη στην πραγματικότητα. Δεν θέλει ζωή: μόνο μια μίμησή της που να είναι όμορφη. Γι' αυτό ζήτησα από τον Αρτ να φτιάξει τη δική του εκδοχή, ώστε μετά εγώ να τελειοποιήσω τη δική μου με τις λύσεις που θα έβρισκε αυτός... Διάλεξα τον Αρτ, επειδή είναι ένας από τους καλύτερους ζωγράφους που γνωρίζω, αλλά ποτέ δεν θα γίνει καλλιτέχνης. Και ιδού η απόδειξη: μοιάζει με έργο δικό μου, έτσι δεν είναι; Κοίτα αυτές τις γραμμές, κοίτα το βάθος των φωτοσκιάσεών του, απόλαυσε την τεχνική με την οποία δουλεύει το φως. Παρατήρησε και μάθε... Μάθε όμως και κάτι πιο σημαντικό: σε αυτή την εικόνα του Αρτ λείπει κάτι... Της λείπει η ψυχή, δεν έχει το μυστήριο της αληθινής τέχνης... Είναι απλώς μια παραγγελία. Και εγώ αντιγράφω τον Αρτ, επειδή έτσι οφείλει να ζωγραφίζει κανείς, αν θέλει να εκπληρώνει την επιθυμία μιας εξουσίας και να κερδίζει αυτά τα φιορίνια που τόσο πολύ χρειάζεται". Σταμάτησε, συγκεντρωμένος στους δύο πίνακες, και έκανε μια αρνητική κίνηση με το κεφάλι πριν πει: "Η τέχνη είναι άλλο πράγμα... Φτάνει για σήμερα. Τώρα καθάρισε στην εντέλεια το εργαστήριο, μοιάζει με χοιροστάσιο... Από αύριο σε χρειάζομαι εδώ, μαζί μου. Πες στην κυρία Ντιρξ πως δεν θα τη βοηθάς για ένα διάστημα. Θα μου κάνεις το μοντέλο για τον μοέλ του πίνακα της περιτομής του Ιησού... Και όταν τελειώσουμε με αυτή την παραγγελία, θα σου δώσω πινέλο. Είμαι περίεργος να δω αν, εκτός από θάρρος, κλίση, πείσμα ή ίσως και ταλέντο, έχεις και ψυχή καλλιτέχνη".

   Για άλλη μια φορά η Έμελι Κερκ ήταν η Παρθένος που, σε πρώτο πλάνο, παρατηρούσε με αφοσίωση τον σύζυγό της, Ιωσήφ, που κρατούσε στα χέρια του το μωρό, τυλιγμένο σε λευκά πανιά, ενώ ο Ελίας Αμπρόσιους, μεταμορφωμένος σε έναν μοέλ που, ντυμένος σαν πρόσωπο από περσικά παραμύθια, με το κεφάλι καλυμμένο σαν τους πρωτόγονους Εβραίους της Ανατολής που κάθε μέρα και περισσότεροι συνέρρεαν στο Άμστερνταμ, ετοιμαζόταν, με την πλάτη σχεδόν γυρισμένη στον θεατή, για την τελετουργική χειρουργική επέμβαση του απογόνου του οίκου του Δαβίδ, που είχε έρθει στη Γη για να αλλάξει τη μοίρα της θρησκείας των Εβραίων, ακόμη και την ίδια την ιστορία του λαού του Ισραήλ, που δεν του αναγνώρισε την ιδιότητα του Μεσσία. Πίσω από εκείνα τα πρόσωπα, που πάνω τους συγκεντρωνόταν το φως, ένα σπηλαιώδες σκότος όπου μπορούσε κανείς να διακρίνει κι άλλες φιγούρες, ντυμένες όλες με σκούρους κατακόκκινους χιτώνες, και στο βάθος μια κουρτίνα με χρυσές ανταύγειες και τους κίονες του Ναού του Ζοροβάβελ και του Ηρώδη του Μεγάλου, του τελευταίου μεγάλου κατάλοιπου της δόξας της Ιουδαίας που, λίγο αργότερα, θα γκρέμιζαν οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι.
   Αρκετές φορές, το διάστημα που ο Δάσκαλος δούλευε εκείνη  την Περιτομή του Χριστού, ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ εμφανίστηκε στο εργαστήριο, για να τον βοηθήσει στην ερμηνεία μιας βιβλικής σκηνής, την οποία αναφέρει μόνο ο Λουκάς, καθώς και στην αληθοφανή αναπαράσταση της υπερχιλιετούς τελετής. Ως βαθύς γνώστης, όχι μόνο της Τορά και των βιβλίων των προφητών, αλλά και της αποκαλούμενης Καινής Διαθήκης, που είχε γραφτεί από τους μαθητές του ανθρώπου που οι χριστιανοί θεωρούσαν τον Μεσσία, ο Μπεν Ισραέλ κατείχε σε βάθος τη χριστολογία. Πίνοντας το κρασί του ζωγράφου, απολάμβανε για άλλη μια φορά εκείνη τη δουλειά συμβούλου που είχε κάνει και σε άλλες περιπτώσεις, αφού, παρόλο που ο Δάσκαλος έπαιζε στα δάχτυλα τις Γραφές -σχεδόν δεν διάβαζε άλλα βιβλία- τα πιο βαθιά ιστορικά τους νοήματα και οι συνδέσεις του με το περίπλοκο εβραϊκό φαντασιακό μπορούσαν πάντα να του ξεφύγουν, κάτι που δεν ήθελε να διακινδυνεύσει σε εκείνο το κατά παραγγελία έργο. Αρκετά χρόνια πριν, εκπληρώνοντας μια παρόμοια αποστολή, ήταν ο χαχάμ εκείνος που, σε ένα παιχνίδι καβαλιστικών νοημάτων των οποίων τις μύχιες πλευρές δεν κατείχε ο Δάσκαλος, είχε γράψει, σε ένα θεϊκό σύννεφο, το μήνυμα που διασχίζει τον τοίχο του παλατιού του Βαλτάσαρ και αναγγέλει στον Βαβυλώνιο αυτοκράτορα το τέλος της διεφθαρμένης βασιλείας του. Τα εβραιοαραμαϊκά γράμματα, διατεταγμένα σε κατακόρυφες στήλες, αντί να εμφανίζονται οριζόντια και από δεξιά προς τα αριστερά, έκλειναν μέσα στην κρυπτογραφημένη προειδοποίηση ένα απόκρυφο νόημα, που μπορούσαν να καταλάβουν μόνο οι γνώστες των μυστηρίων της καβάλας και των συμπαντικών της προβολών, όπως ήταν η περίπτωση του Μπεν Ισραέλ.
   Σε εκείνες τις συζητήσεις, που σχεδόν πάντα τις έβρεχαν με περισσότερο κρασί απ' όσο χρειαζόταν για να σβήσει η δίψα και στις οποίες ο Ελίας Αμπρόσιους αρκετές φορές υπήρξε μάρτυρας από το βάθρο του μοντέλου, ο Δάσκαλος και ο χαχάμ μιλούσαν συχνά για τον μεσσιανισμό τον οποίο, σύμφωνα με τους κανόνες της αντίστοιχης θρησκείας του καθενός, κατανοούσαν με διαφορετικό τρόπο. Ο Ελίας ανακάλυψε πως ο παλιός του καθηγητής διαφωνούσε με τα συμπεράσματα των σχολών των καβαλιστών σοφών που ζούσαν στην ανατολική Μεσόγειο -Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, στην ίδια την Ιερουσαλήμ, μέρη όπου εκείνοι οι δάσκαλοι ή οι άμεσοι πρόγονοί τους είχαν φτάσει όταν έφυγαν από τη Σεφαράδ- οι οποίες είχαν διαδώσει τη θεωρία -που απέρρεε από τις αποκρυφιστικές ερμηνείες των Γραφών- ότι το κοντινό έτος 1648, δηλαδή το έτος 5408 από κτίσεως κόσμου ήταν σημαδεμένο στη Βίβλο ως το έτος έλευσης του Μεσσία. Οι μεγάλες συμφορές, που είχαν υποστεί οι Εβραίοι τους τελευταίους αιώνες, η εκδίωξη από τη Σεφαράδ που σήμαινε γι' αυτούς μια νέα Έξοδο, η εχθρότητα που τους παραμόνευε παντού ("Τούτη εδώ η Νέα Ιερουσαλήμ είναι μια νησίδα", έλεγε ο Μπεν Ισραέλ, με λέξεις που μπορούσε κάλλιστα να έχει κλέψει από τον παππού Μπενγιαμίν), η απώλεια της πίστης από τόσους ισραηλίτες, που είχαν προσηλυτιστεί στον χριστιανισμό, στο ισλάμ ή, ακόμα χειρότερα, είχαν παραδοθεί στην αθεΐα (ο αφορισμένος Ουριέλ ντα Κόστα δεν ήταν ο μοναδικός αιρετικός, που είχε μεγαλώσει ανάμεσά τους, και ανέφερε τις αμφιλεγόμενες, σχεδόν επικίνδυνες ιδέες ενός νέου υπερβολικά ευφυούς και απείθαρχου που λεγόταν Μπαρούχ Σπινόζα, για τον οποίο ο Ελίας άκουγε για πρώτη φορά να μιλούν), αποτελούσαν, σύμφωνα με εκείνους τους καβαλιστές, τις πρώτες από τις μεγάλες καταστροφές. Ήταν απλώς ένας προβλέψιμος πρόλογος για τις τεράστιες συμφορές που πλησίαζαν, προαγγελμένες για να προηγηθούν του πραγματικού ερχομού του Κεχρισμένου, για να πραγματοποιηθεί, επιτέλους, η κρίση των δικαίων και να αρχίσει η εποχή της οικουμενικής αποδοχής του Θεού του Αβραάμ και του Μωυσή. Επιπλέον, όμως, ο χαχάμ διαφωνούσε με τους συλλογισμούς των σοφών της Ανατολής για έναν συγκεκριμένο λόγο: οι προφήτες Δανιήλ και Ζαχαρίας, έλεγε, προειδοποιούν με τον πιο σαφή τρόπο ότι η έλευση του Μεσσία θα συμβεί μόνο όταν οι Εβραίοι θα ζουν σε κάθε γωνιά της γης. Ποτέ πριν.
   Ακριβώς τη μέρα που ο Μπεν Ισραέλ έφτασε σε εκείνο το νευραλγικό σημείο των μεσσιανικών του αναλύσεων, ο Δάσκαλος έκανε μια ερώτηση που στάθηκε ικανή να βγάλει εκτός εαυτού τον λόγιο: "Κι αυτά που λέει στις ταβέρνες και στις συναγωγές αυτός ο Αντόνιο Μοντεσίνος, ότι έχει ανακαλύψει στον Νέο Κόσμο τους απογόνους των δέκα χαμένων φυλών;"
   "Παραμύθια! Απάτη! Μια κοροϊδία που πολύ αρέσει στον ραβίνο Μοντέρα, επειδή του χρησιμεύει για να ελέγχει τους ανθρώπους!... που όμως ούτε ο ίδιος δεν την πιστεύει", κραύγασε ο καθηγητής. "Πώς πάει και λέει αυτός ο Αντόνιο Μοντεσίνος πως κάποιοι κακομούτσουνοι και αμόρφωτοι ιθαγενείς είναι κληρονόμοι των δέκα χαμένων φυλών! Ποιος θα πιστέψει ότι μιλάνε ένα παρακλάδι των αραμαϊκών, αφού οι Ινδιάνοι της μιας φυλής δεν καταλαβαίνουν τη γειτονική τους φυλή;"
   "Αν όμως ήταν αλήθεια, αυτό θα σήμαινε πως οι Εβραίοι ζουν σε όλο τον κόσμο", ανταπάντησε ο Δάσκαλος.
   "Ούτε ο ραβίνος Μπρεσλάου δεν πιστεύει πια το παραμύθι του Μοντεσίνος... Γιατί το πρόβλημα δεν είναι ο Νέος Κόσμος, όπου υπάρχουν ήδη εγκατεστημένοι Σεφαραδίτες, ακόμα και μερικοί από αυτά τα γαϊδούρια, τους Ασκενάζι, όπως ακόμα και στα εδάφη του βασιλιά της Ισπανίας, σίγουρα... Το πρόβλημα είναι η Αγγλία, απ' όπου μας απέλασαν πριν από τρεισήμισι αιώνες. Η Αγγλία είναι το κλειδί για να λάβει χώρα η έλευση του Μεσσία... και ακριβώς για να ανοίξουν οι πύλες της Αλβιώνος θα βάλω όλες μου τις δυνάμεις: αν το καταφέρω, θα έχω πραγματοποιήσει ένα μεγάλο βήμα για να επεκταθεί το βασίλειο του Υψίστου, ευλογημένο να είναι το όνομά Του, σε όλη τη Γη και ο κόσμος να ετοιμαστεί για τον ερχομό του αληθινού Μεσσία και την επιστροφή στην Ιερουσαλήμ".
   Kάποιο απόγευμα, που ο Δάσκαλος απάλλαξε τον Ελίας Αμπρόσιους από τα καθήκοντά του την ίδια ώρα που ο Μπεν Ισραέλ αποχαιρετούσε, ο νέος επωφελήθηκε από την ευκαιρία για να συνοδεύσει τον χαχάμ στη διαδρομή του μέχρι το σπίτι του στη Νιούε Χάουτμαρκτ. Είχε ήδη σκοτεινιάσει, αλλά η θερμοκρασία παρέμενε ευχάριστη και αποφάσισαν να περπατήσουν από την αριστερή όχθη του Ζβανενμπουρχβάλ, μέχρι που η κινητή δυσωδία από τις μαούνες, τις φορτωμένες με κοπριά, τους υποχρέωσε να αναζητήσουν κάποιο δρομάκι που να τους βγάλει κοντά στο Μπίνεν Άμστελ. Κάθε νύχτα εκείνα τα φορτία από περιττώματα ανθρώπων και ζώων ανέβαιναν από τα κανάλια προς τις προβλήτες του Άμστελ, με κατεύθυνση προς το Έι, για να πλεύσουν κατόπιν μέχρι τα χωράφια με τις φράουλες, στο Αστμέιρ, και με τα καρότα, στο Μπεϊφερβέικ, τα οποία, όταν ερχόταν η στιγμή τους, θα προσφέρονταν, με τα ζωηρά χρώματά τους, στις αγορές της πόλης.
   Καθισμένοι στο ακατάστατο γραφείο του χαχάμ, με τα παράθυρα κλειστά για να εμποδίζουν την είσοδο στις άσχημες μυρωδιές, ο σοφός ετοίμασε την πίπα, στην οποία του άρεσε, όταν παραδιδόταν στον στοχασμό ή στο διάβασμα, να καπνίζει τα φύλλα του καπνού που του χάριζαν οι φίλοι του. Τότε ο Ελίας Αμπρόσιους, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του, του ανέφερε την απόφαση του Δασκάλου να τον βάλει να ζωγραφίσει στο εργαστήριο. Εκείνη η καταπληκτική ευκαιρία να ανέβει σκαλοπάτια στη μαθητεία του σήμαινε, ωστόσο, ότι η αληθινή του σχέση με τον ζωγράφο θα μαθευόταν, τουλάχιστον στους υπόλοιπους μαθητές του εργαστηρίου ή ακόμα και στους υπηρέτες του σπιτιού. Και μια τέτοια αποκάλυψη δεν έπαυε να προκαλεί στον νέο έναν δικαιολογημένο φόβο. Αν και ο χαχάμ δεν ήταν ο μόνος που μπορούσε να δείξει κατανόηση για την κλίση ενός Εβραίου, που κατά τα άλλα τηρούσε τους νόμους και τις εντολές της θρησκείας του, ο Ελίας Αμπρόσιους ένιωθε τρόμο για τις ριζοσπαστικές αντιδράσεις, που όλο και πιο συχνά συνέβαιναν στην πόλη. Δεν τον παρηγορούσε ιδιαίτερα το ότι ήξερε πως άνθρωποι όπως ο Ισαάκ Πίντο και άλλοι, σίγουρα, από τον κύκλο του αγόραζαν πια όχι απλώς πίνακες, αλλά πίνακες φτιαγμένους από έναν Εβραίο εγκατεστημένο ανάμεσά τους. Διότι επίσης ήταν φανερό σε όλα τα μέλη του Νασάο ότι το ραβινικό συμβούλιο, μπροστά στον φόβο μήπως χάσει τον έλεγχο της κοινότητας, γινόταν κάθε μέρα και πιο αδιάλλακτο όσον αφορά ορισμένες συμπεριφορές που θεωρούσε ετερόδοξες. Σε κάθε ευκαιρία που είχαν κάποια υπόθεση ανυπακοής ή χαλαρότητας για να την αναλύσουν ή να τη δικάσουν, οι ραβίνοι επανελάμβαναν τις ρητορείες ότι η ευημερία και η ανεκτικότητα του περιβάλλοντος έκαναν κάθε μέρα και πιο ακόλαστο το ποίμνιο. Δεν ήταν τυχαίο ότι το τελευταίο διάστημα τα καταδικαστικά χέρεμ έπεφταν βροχή: επειδή κάποιος διατηρούσε σχέσεις με προσήλυτους εγκατεστημένους στους τόπους της ειδωλολατρίας ή ακόμα και επειδή επισκέφτηκε αυτούς τους τόπους· επειδή κάποιος είχε απομακρυνθεί από τη συναγωγή, δεν τηρούσε τη νηστεία ή παραβίαζε τις απαγορεύσεις του Σαμπάτ, ικανοποιώντας ανάγκες ή απαιτήσεις εγκόσμιες· ή, στη χειρότερη περίπτωση, επειδή εξέφραζε ιδέες ή έκανε πράξεις που θεωρούνταν αιρετικές. Τι μπορούσε άραγε να περιμένει να συμβεί, αν ανακάλυπταν αυτό που για την πλειονότητα των Εβραίων αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση του Νόμου; Μήπως και ο Σολομών ο Ιταλός δεν έκρυβε την ταυτότητά του για να αποφύγει την τιμωρία των ραβίνων; Μέχρι πότε θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει ανάμεσα σε ζωγράφους, δουλεύοντας στα κρυφά, χωρίς να ανακαλύψει τις αληθινές του προθέσεις ο αδελφός του, Άμος, που, έτσι φανατισμένος όπως ήταν, θα τον κατέδιδε στο Μααμάντ;
   Ο χαχάμ φαινόταν μάλλον να διασκεδάζει παρά να ανησυχεί με τους φόβους του παλιού του μαθητή. Ένα χαμόγελο σχεδόν αδιόρατο, αν και σταθερό, έκανε την πίπα να γέρνει προς την αριστερή άκρη του στόματός του. "Στ' αλήθεια, όμως, Ελίας, τι φοβάσαι, τον Θεό ή τους υπολοίπους κατοίκους της πόλης;" ρώτησε στο τέλος, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα των Καστιλιάνων Σεφαραδιτών, αφού άφησε την πίπα του πάνω στο γραφείο. 
   Ο Ελίας εξεπλάγη από το πόσο δύσκολο ήταν να απαντήσει σε εκείνη την απλή ερώτηση. "Από τον Θεό, ξέρω τι μπορώ να περιμένω... και από τους κατοίκους της πόλης, επίσης", ήταν ό,τι του ήρθε στο μυαλό να πει, στην ίδια γλώσσα που είχε χρησιμοποιήσει και ο χαχάμ, ο οποίος μόλις που έκανε ένα καταφατικό νεύμα, χωρίς ίχνος χαμόγελου στο πρόσωπό του πια.
   "Για σένα, τι πράγμα είναι το ιερό;" συνέχισε την ανάκριση. 
   "Ο Θεός, ο Νόμος, η Βίβλος..." απαρίθμησε ο νέος και αμέσως ήξερε πως είχε κάνει λάθος, γι' αυτό και πρόσθεσε: "Αν και ο Νόμος και η Βίβλος έχουν και ένα στοιχείο ανθρώπινο".
   "Ναι, έχουν... Και το ανθρώπινο ον, που το έχει πλάσει Εκείνος κατ' εικόνα και ομοίωσιν, δεν είναι ιερό;... Και η αγάπη; Η αγάπη δεν είναι ιερή;"
   "Ποια αγάπη;"
   "Οποιαδήποτε αγάπη, κάθε αγάπη".
   Ο Ελίας σκέφτηκε για μια στιγμή. Ο καθηγητής δεν αναφερόταν στην αγάπη του Θεού, ή τουλάχιστον όχι μόνο σε αυτήν. Απάντησε, όμως: "Ναι, πιστεύω πως ναι".
   "Συμφωνούμε", είπε ο Μπεν Ισραέλ μετά από μια παύση και πρόσθεσε: "Ίσως θυμάσαι αυτή την ιστορία, αφού στο σχολείο σάς μίλησα γι' αυτήν... Όπως ξέρεις, στις 6 Αυγούστου του έτους 70 της σημερινής εποχής, τα στρατεύματα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τίτου κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ και κατέστρεψαν τον Δεύτερο Ναό. Περιέργως, την ίδια μέρα του έτους 586 προ της σημερινής εποχής, είχε καταστραφεί ο Πρώτος Ναός..."
   "Το Τισά Μπεάβ, η πιο θλιβερή μέρα του χρόνου για το Ισραήλ", τον διέκοψε ο Ελίας, ενώ αναρωτιόταν γιατί ο χαχάμ τού επαναλάμβανε εκείνη την ιστορία που ήξεραν ακόμα και οι πιο αμόρφωτοι Εβραίοι.
   "Αν δεν θέλεις να με ακούσεις, μπορείς να φύγεις".
   "Συγγνώμη, χαχάμ. Συνεχίστε".
   "Αυτό στο οποίο θέλω να φτάσω είναι να σου θυμίσω ότι από τη στιγμή της καταστροφής του Δεύτερου Ναού και τους διωγμούς του αυτοκράτορα Αδριανού προς κάθε εκδήλωση του ιουδαϊσμού, η ιστορία του Ισραήλ, ως έθνους, έχει συνεχιστεί για χίλια εφτακόσια χρόνια. Όχι όμως σε κάποια γη, που τα τελευταία της απομεινάρια χάσαμε σε τούτη εδώ την εποχή, αλλά σε μερικά βιβλία γραμμένα πριν από πολλούς αιώνες από τα μέλη ενός λαού που ποτέ δεν είχε μεγάλους τεχνίτες, ούτε ζωγράφους ούτε αρχιτέκτονες, αλλά είχε πράγματι μεγάλους αφηγητές που έκαναν τη γραφή ένα είδος εθνικής έμμονης ιδέας... Η δική μας ράτσα ήταν η πρώτη που στάθηκε ικανή να βρει λέξεις, όχι μόνο για να προσδιορίσει όλη την πολυπλοκότητα της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και το Μυστήριο, αλλά και για να εκφράσει τα πιο βαθιά ανθρώπινα συναισθήματα, συμπεριλαμβανομένης, προφανώς, της αγάπης... Λίγο μετά την καταστροφή του Ναού, μέσα στους πολλούς διωγμούς του Αδριανού, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη συνάθροιση ραβίνων και ερμηνευτών των γραφών, όπου καθιερώθηκαν οι δύο θεμελιώδεις κανόνες για την επιβίωση της πίστης των Εβραίων, δύο κανόνες που ισχύουν μέχρι και σήμερα... Ο πρώτος είναι ότι η μελέτη είναι πιο σημαντική από την τήρηση των απαγορεύσεων και των νόμων, αφού η γνώση της Τορά οδηγεί στην υπακοή στις σοφές εντολές της, ενώ η καθαρή τήρηση, χωρίς την ορθολογική κατανόηση της προέλευσης των νόμων, δεν εγγυάται μια αληθινή πίστη, αυτή την πίστη που γιεννιέται από τον ορθό λόγο. Ο δεύτερος κανόνας, θα τον θυμάσαι από την ιστορία του Ιούδα Αμπραβανέλ, που τόσες φορές σου διηγήθηκα, έχει σχέση με τη ζωή και τον θάνατο. Πότε πρέπει κανείς να προτιμήσει να πεθάνει παρά να υποχωρήσει; αναρωτήθηκαν εκείνοι οι σοφοί, πάνω από χίλια πεντακόσια χρόνια πριν, και απάντησαν σε όλους εμάς πως μόνο σε τρεις περιπτώσεις: αν ο Εβραίος υποχρεωθεί να λατρέψει ψεύτικα είδωλα, να διαπράξει μοιχεία ή να χύσει αθώο αίμα. Όλους όμως τους άλλους νόμους μπορεί κανείς να τους παραβεί σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος θανάτου, αφού η ζωή είναι το πιο ιερό πράγμα", είπε ο καθηγητής και έκανε μια κίνηση σαν να ήθελε να ξαναπιάσει την πίπα, αλλά σταμάτησε. "Θέλω να σου πω μ' αυτό μόνο δύο πράγματα, Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα... Πρώτον, ότι οι νόμοι πρέπει να είναι ορθολογικά τεκμηριωμένοι για τον άνθρωπο, αφού γι' αυτό τον λόγο έχει ευφυΐα, και η πίστη οφείλει να είναι πρώτα σκέψη και μετά αποδοχή. Το δεύτερο, ότι αν δεν παραβιάσεις κανέναν από τους μεγάλους νόμους, δεν προσβάλλεις τον Θεό με τρόπο τελεσίδικο. Κι αν δεν προσβάλλεις τον Ευλογημένο, μπορείς να αψηφήσεις τους γείτονές σου... Αν, βέβαια, είσαι αποφασισμένος να αναλάβεις το ρίσκο να βρεθείς αντιμέτωπος με την οργή των ανθρώπων, που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι πιο φοβερή από εκείνη των θεών".

   Επομένως η ζωή και η αγάπη είναι ιερές; Τι ακριβώς είναι το ιερό; Αναφέρεται μόνο στο θείο και στα έργα του ή και σε ό,τι λατρεύει περισσότερο το ανθρώπινο ον; Και δεν ήταν άραγε η ζωή και η αγάπη ένα δώρο του Θεού στα πλάσματά του και ως εκ τούτου ιερές;
   Ο Ελίας Αμπρόσιους δεν μπορούσε να μη θέτει εκείνες τις ερωτήσεις, καθώς παρατηρούσε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο της Μαριάμ Ρόκα, άκουγε τη βαθιά ανάσα της κοπέλας και ένιωθε ένα σπαρτάρισμα γεμάτο αγαλλίαση ανάμεσα στα πόδια του, τόσο επιτακτικό όσο δεν το είχε αισθανθεί ποτέ στο παρελθόν.
   Δεν χρειάστηκε να επιμείνει ιδιαίτερα ώστε, αντί να περπατήσουν στην πόλη, εκείνη τη μέρα να κάνουν περίπατο στους ήσυχους κάμπους που εκτείνονταν πέρα από τα καινούργια κανάλια. Ήταν ένα φωτεινό κυριακάτικο πρωινό, με τον ουρανό να έχει ανοίξει σαν λουλούδι από την καλοκαιριάτικη ζέστη, και πέρασαν την ώρα τους παρατηρώντας τα παλατάκια στο κανάλι του Πρίγκιπα, τα πιο καινούργια και πολυτελή του Άμστερνταμ.
   "Θα σου άρεσε να ζούσαμε σε ένα τέτοιο;" ρώτησε τη νέα, καθώς περνούσαν μπροστά από το σχεδόν τελειωμένο κτήριο όπου σύντομα θα έμενε ο Ισαάκ Πίντο, κι εκείνη κοκκίνησε από τα υπονούμενα που έκλεινε μέσα της η ερώτηση. Κατόπιν πήραν το μονοπάτι που οδηγούσε στη μοναξιά του εγκαταλειμμένου στάβλου, όπου ο Ελίας συνήθιζε να τοποθετεί το καβαλέτο και τα τελάρα και τους μουσαμάδες για τις ελαιογραφίες του. Καθώς βάδιζαν ανάμεσα σε χαρουπιές και ιτιές, που μεγάλωναν στο χείλος των βάλτων, ο νέος είχε αναρωτηθεί μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει εκείνη τη μέρα στη σχέση του με τη Μαριάμ και σκέφτηκε όλες τις πιθανότητες, που το άπειρο μυαλό του ήταν ικανό να του προσφέρει. Όταν όμως βρέθηκε καθισμένος δίπλα της, με τις πλάτες τους ακουμπισμένες στις σαρακοφαγωμένες σανίδες του τοίχου του στάβλου που έκανε σκιά, και σχεδόν από ένστικτο άρχισε μια προέλαση προς νέα εδάφη, την οποία εκείνη δεν είχε απορρίψει (χάδια στον λαιμό με την ανάστροφη του χεριού, ελαφρύ άγγιγμα των χειλιών με ένα δάχτυλο), ο Ελίας έλυσε τους κάβους του. Πήρε το πρόσωπο του κοριτσιού μέσα στα χέρια του και απόθεσε τα χείλη του πάνω στα δικά της, για να ανοίξει εκείνες τις πύλες της ζωής τους και να προκαλέσει κάποιες σφριγηλές αντιδράσεις ανίκανες να κατανικήσουν τα ερωτήματα που στρίμωχνε στο μυαλό του η βεβαιότητα ότι η μαγεία εκείνης της στιγμής, η ομορφιά της Μαριάμ και το τρεμούλιασμα του κορμιού της, το πώς είχε σκληρύνει το μέλος του και η αίσθηση της δύναμης που τον συνέπαιρνε, επίσης ήταν κάτι το ιερό. Έπρεπε να είναι, αφού οδηγούσαν στην ουσία της ίδιας της ζωής, στην πιο ανυπέρβλητη επικοινωνία με ό,τι καλύτερο είχε δώσει ο Θεός στα πλάσματά του.
   Από τη στιγμή που την είδε για πρώτη φορά στο σπίτι του χαχάμ Μπεν Ισραέλ, σχεδόν έναν χρόνο πριν, ο Ελίας Αμπρόσιους είχε το προαίσθημα ότι εκείνο το κορίτσι, που ήταν δεν ήταν δεκαέξι χρόνων, προοριζόταν να μπει στη ζωή του. Οι γονείς και οι παππούδες της Μαριάμ, πρώην προσήλυτοι από την Πορτογαλία, είχαν προτιμήσει για αρκετά χρόνια να εγκατασταθούν στο Λέιντεν, όπου ο πατέρας της, γιατρός στο επάγγελμα που είχε αποφοιτήσει από το Οπόρτο, είχε καταφέρει να βρει μια διακριτική θέση ως βοηθός στην έδρα της Ιατρικής του περίφημου πανεπιστημίου της πόλης. Αργότερα, όταν από τον πατέρα της ζήτησαν να πάει να δουλέψει μαζί με τον διάσημο δόκτορα Εφραΐν Μπουένο, είχαν αγκυροβολήσει επιτέλους στο Άμστερνταμ. Η σχέση με τον γιατρό συνέδεσε τον πατέρα της Μαριάμ με τον σοφό Μπεν Ισραέλ (φίλο όλων των γιατρών που υπήρχαν στην πόλη, τους οποίους συμβουλευόταν με τρόπο εμμονικό για τις αρρώστιες του, πραγματικές και φανταστικές), καθώς και, λόγω της εγγύτητας των μεγαλυτέρων, τους δύο νέους. Οι περίπατοι του Ελίας και της Μαριάμ, που είχαν αρχίσει με το πρόσχημα να δείξει ο νέος στη νεοφερμένη την πόλη στην οποία τώρα ζούσε, είχαν δώσει στον Ελίας το προνόμιο να έχει χρόνο και χώρο για να τροφοδοτήσει μια συναισθηματική σχέση, την πρόοδο της οποίας η οικογένεια του κοριτσιού φαινόταν να αποδέχεται σε μεγάλο βαθμό, παρότι το σόι των Μοντάλμπο δε Άβιλα δεν φιγουράριζε ούτε κατά διάνοια ανάμεσα στους οικονομικά πιο τυχερούς του Άμστερνταμ, αν και ήταν πράγματι από τα πιο σεβαστά για τη μόρφωση και την εργατικότητά του.
   Εκείνο το αξέχαστο πρωινό, όταν ο Ελίας ετοιμαζόταν να φιλήσει τη Μαριάμ Ρόκα για δεύτερη φορά, κράτησε το βλέμμα του για μερικά δευτερόλεπτα στα μάτια της νέας: δυο μάτια καθαρά, μελιά, που από μέσα τους μπόρεσε να ατενίσει τις πηγές του πόθου και του τρόμου, των αποφάσεων και των αμφιβολιών της κατόχου τους. Και επίσης, χωρίς να μπορέσει να το αποφύγει, σκέφτηκε πως κάποια μέρα θα έπρεπε να ζωγραφίσει εκείνα τα μάτια -αφού τα πάντα βρίσκονται στα μάτια. Και αν τα πινέλα και τα κάρβουνά του κατόρθωναν να συλλάβουν τη ζωή που παλλόταν σε εκείνο το βλέμμα, τότε σήμαινε πως θα είχε μπορέσει να ασκήσει τη δύναμη να αιχμαλωτίσει μια χειροπιαστή ένδειξη του ιερού. Όπως ένας θεός. Όπως ο Δάσκαλος.

   Οι μέρες, που έτρεχαν βιαστικά αναζητώντας το φθινόπωρο, κυλούσαν αργά πάνω από τα λίγα έργα που εκείνη την εποχή δούλευε ο Δάσκαλος. Στη διάρκεια εκείνων των μηνών, δύο από τους πιο παλιούς μαθητές αποχαιρέτησαν το εργαστήριο, πρώτος ο Μπάρεντ Φαμπρίσιους και κατόπιν ο καλός Δανός Κέιλ, ο οποίος, πριν επιστρέψει στην παγωμένη πατρίδα του, χάρισε στον Εβραίο, που τόση μπίρα τον είχε κεράσει, έναν μικρό καμβά πάνω στον οποίο είχε ζωγραφίσει μια θαλασσογραφία, έργο που, μαζί με τους φακέλους και τα τετράδια του Ελίας, έπρεπε να ξαναγυρίσουν στην κρυψώνα της σοφίτας του σπιτιού του. Λίγο μετά, καταλαμβάνοντας τις κενές θέσεις, εντάχθηκαν άλλοι μαθητευόμενοι, όπως κάποιος Κρίστοφ Πάουντις, που είχε έρθει από το Αμβούργο με την εκφρασμένη κενοδοξία να γίνει ο πιο μεγάλος ζωγράφος της χώρας του. Επιπλέον, από βδομάδα σε βδομάδα το πρόσωπο της κυρίας Ντιρξ γινόταν και πιο συννεφιασμένο, με τρόπο διαρκώς και πιο φανερό, λόγω της νεανικής παρουσίας και του όλο και πιο πρωταγωνιστικού ρόλου της Έμελι Κερκ στο νοικοκυριό. Τα πάντα κινούνταν, στριφογύριζαν, ανέβαιναν ή κατέβαιναν, περνούσαν όμως βδομάδες και το προαναγγελμένο πινέλο δεν έφτασε στα χέρια του Ελίας Αμπρόσιους, που βασανιζόταν από μια αγωνία, που ούτε καν η καλή ανταπόκριση στις ερωτοτροπίες του δεν κατάφερνε να κατευνάσει. Μια αγωνία που είχε ενταθεί, όταν, με τον πιο απροσδόκητο τρόπο, ένιωσε τη βεβαιότητα πως είχε ανακαλύψει την αληθινή ταυτότητα του Σολομώντα του Ιταλού.
   Για αρκετούς μήνες, σε κάθε ευκαιρία που του παρουσιαζόταν και παρασυρμένος από την εμμονή του, ο Ελίας Αμπρόσιους αφιέρωνε ώρες στο να επισκέπτεται εκ νέου τους πωλητές πινάκων σε όλες τις αγορές της πόλης, περνώντας από την παρατήρηση των έργων στις ερωτήσεις, μήπως τυχόν γνώριζαν κάποιον Σολομώντα Ιταλό, χαράκτη και ζωγράφο, που σχεδόν σίγουρα ήταν κάτοικος του Άμστερνταμ. Οι υπαίθριοι έμποροι, τόσο καλά πληροφορημένοι για ό,τι κινιόταν (μέχρι και για ό,τι δεν κινιόταν) στην αγορά της ζωγραφικής στην πόλη, αρνούνταν πάντα ότι είχαν ακούσει ποτέ τέτοιο όνομα που, απ' ό,τι φαινόταν, έπρεπε να ανήκει σε Εβραίο. Και πρόσθεταν: ζωγράφος Εβραίος; τονίζοντας τη δυσπιστία τους για το εντελώς αδιανόητο.
   Στη συναγωγή, κάθε Σάββατο, ο νέος είχε βαλθεί να παρατηρεί με ζήλο τους παρόντες, και τη μία μέρα επικεντρωνόταν στους γιους των εύπορων εμπόρων, άλλη στους καλλιτέχνες τους εξειδικευμένους στο κόψιμο των διαμαντιών, άλλη πάλι σε όσους είχαν έρθει τα τελευταία χρόνια, λες και η παρατήρηση του παρουσιαστικού μπορούσε να του ανοίξει την πόρτα ενός μυστικού τόσο καλά κρυμμένου από έναν από τους Εβραίους που βρίσκονταν εκεί. Ήταν πεπεισμένος, επιπλέον, πως δεν είχαν μόνο ο Ισαάκ Πίντο και ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ συναλλαγές με εκείνο το φάντασμα, που τολμούσε, μάλιστα, να διακοσμεί τους κυλίνδρους της βασίλισσας Εσθήρ. Αν ο άνθρωπος αυτός έφτιαχνε χαρακτικά, κάθε έργο θα είχε και αντίγραφα, και κάποιος έπρεπε να τα έχει αγοράσει ή τουλάχιστον να τα έχει στα χέρια του. Και η δουλειά που είχε γίνει σε έναν κύλινδρο των Γραφών δεν μπορεί να ήταν, σκεφτόταν, η μοναδική προσπάθεια, και δεν υπήρχε κανείς καλύτερος από έναν Εβραίο, για να εκτιμήσει ένα έργο όπως αυτό που φυλούσε σαν θησαυρό ο Ισαάκ Πίντο.
   Ήταν το τελευταίο Σάββατο του Αυγούστου, όταν ο Ελίας Αμπρόσιους βρήκε επιτέλους, ακριβώς σε μια στιγμή που δεν το έψαχνε, ένα ίχνος που θα μπορούσε να τον οδηγήσει, όπως κατάλαβε αμέσως, να μάθει ποιος ήταν ο Σολομών ο Ιταλός. Συνέβη ακριβώς στη συναγωγή, στη διάρκεια μίας από τις τελευταίες προσευχές του πρωινού (του μουσάφ, που θυμίζει στους Εβραίους τις θυσίες που γίνονταν μέσα στον Ναό), όταν, βυθισμένος στην προσευχή, κατέβασε το βλέμμα και αυτό που είδε τον έκανε να χάσει τον ειρμό των λέξεων. Στην άλλη πλευρά του κεντρικού διαδρόμου, στην ίδια σειρά στην οποία προσευχόταν αυτός, υπήρχε μια μπότα πάνω στην οποία άστραφτε μια κίτρινη κηλίδα, που δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο παρά μια σταγόνα μπογιάς. Αργά, χωρίς να πάψει να κινεί τα άδεια από λέξεις χείλη του, άρχισε να ανεβάζει το βλέμμα στη μορφή του άνδρα που φορούσε εκείνη την μπότα και έφτασε επιτέλους σε ένα πρόσωπο, άγνωστο σε αυτόν. Ο άνδρας, λίγα χρόνια μεγαλύτερος από τον ίδιο, είχε γένια και μουστάκι ψαλιδισμένα, σύμφωνα με τη νέα μόδα, και, κάτω από το ταλίτ των προσευχών, φορούσε ένα πουκάμισο από το πιο φίνο ύφασμα, αναμφίβολα πανάκριβο. Εκείνος ο άνθρωπος μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από φτωχός μπογιατζής με ένα και μοναδικό ζευγάρι μπότες. Εκείνη η κηλίδα έπρεπε να ήταν μια πιτσιλιά από χρώμα διαλυμένο σε λάδι...
   Το τέλος της πρωινής τελετής τον αιφνιδίασε, καθώς τον βρήκε σε μια κατάσταση απόλυτης υπερδιέγερσης γι' αυτό που ήδη προαισθανόταν ως βέβαιη ανακάλυψη, που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στη διάλυση των αμφιβολιών και των φόβων του. Χωρίς να περιμένει τους γονείς και τον παππού του (ο Άμος παρακολουθούσε εδώ και μερικούς μήνες την τελετή, που συγκέντρωνε τους πληκτικούς και πολύ τυπικούς Γερμανούς σε μια μικρή αίθουσα που είχε μετατραπεί σε συναγωγή), χωρίς να κοιτάξει προς τον εξώστη, που κατελάμβαναν οι γυναίκες και όπου βρισκόταν η αγαπημένη του Μαριάμ, ο νέος βγήκε από τον ναό βγάζοντας την κιπά και το ταλίτ του και, με την επιδεξιότητα που είχε ήδη αποκτήσει, εγκαταστάθηκε πίσω από τους πάγκους κάποιων υπαίθριων μανάβηδων που πουλούσαν λαχανικά και φρούτα της εποχής, για να περιμένει εκεί την έξοδο του άνδρα με τη λεκιασμένη μπότα. Ποιος ήταν εκείνος ο άνθρωπος; Γιατί δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ;
   Πριν οι περισσότεροι από τους πιστούς εγκαταλείψουν τη συναγωγή, ο άγνωστος, αφού άλλαξε την τελετουργική κιπά με ένα κομψό καπέλο από τσόχα σε χρώμα κρεμ, βγήκε στον δρόμο και, με ολοφάνερη βιασύνη, άρχισε να διασχίζει τη Φίσερπλεϊν με κατεύθυνση την πλατεΐτσα Μέιερ. Από μια απόσταση που θεώρησε συνετή για να μη γίνει αντιληπτός αλλά και σίγουρη για να μη χάσει τη λεία του, ο Ελίας Αμπρόσιους τον ακολούθησε και πέρασε πίσω του την καινούργια και φαρδιά γέφυρα του Μπλάουμπουρχ, πάνω από τον Άμστελ, και, αφού διέσχισαν την Μπότερμαρκτ, ελάχιστα εξεπλάγη, όταν είδε ότι το θύμα της καταδίωξής του έψαχνε στις τσέπες του για να βγάλει το κλειδί με το οποίο άνοιξε την πόρτα ενός από τα σπίτια που βρισκόταν στη Ρελικβιρσντβαρστράατ, πολύ κοντά στη βορινή όχθη του Χέιρενχραχτ, του καναλιού των Αρχόντων.
   Δύο μέρες μετά, ο Ελίας Αμπρόσιους είχε ήδη συγκεντρώσει όλες τις πληροφορίες, που ήταν απαραίτητες και ικανές να του επιβεβαιώσουν ότι μια αδιόρατη σταγόνα μπογιάς είχε αρκέσει για να στέψει με επιτυχία τις προσπάθειες αρκετών μηνών και να του αποκαλύψει ένα από τα καλύτερα φυλαγμένα μυστικά της πόλης των μυστικών. Ο κάτοικος του σπιτιού στα περίχωρα του Χέιρενχραχτ έλεγε πως ονομαζόταν Ντάβιντε της Μάντοβα και ήταν (διαβεβαίωναν όσοι τον γνώριζαν) δεσέγγονος Ισπανών Σεφαραδιτών, αλλά γεννημένος σε εκείνη την πόλη της βόρειας Ιταλίας, στην οποία ταξίδευε συχνά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στη Μάντοβα διατηρούσε εμπορικές επαφές με την εβραϊκή κοινότητα της Βενετίας, χάρη στις οποίες έκανε εισαγωγή στο Άμστερνταμ καθρέφτες, αντικείμενα από γυαλί, ανθοδοχεία και γυάλινες χάντρες υψηλής ποιότητας, που έβγαιναν από τα περίφημα εργοστάσια της λιμνοθάλασσας της Βενετίας, με τα άφθονα κέρδη που μπορούσε κανείς να υποθέσει -ακόμα περισσότερο, να διαπιστώσει- από τα λεφτά που ξόδευε για ρούχα και από το μέγεθος του σπιτιού που κατοικούσε. Λόγω της οικονομικής του κατάστασης και των ιδιαιτεροτήτων των επιχειρήσεών του, ο Ντάβιντε της Μάντοβα -όπως ήδη το φανταζόταν ο Ελίας- όταν βρισκόταν στο Άμστερνταμ κινιόταν στους κύκλους των πλούσιων Σεφαραδιτών και των ισχυρών αστών της περιοχής, των οποίων οι πόρτες ήταν πάντα ανοιχτές για εκείνον τον προμηθευτή τόσο εξαιρετικών θαυμάτων.
   Στον Ελίας Αμπρόσιους δεν έμενε πια καμία αμφιβολία: εκείνος ο άνθρωπος πρέπει να ήταν ο Σολομών ο Ιταλός και, αν μέχρι τότε δεν είχε καταφέρει να τον ανακαλύψει, οφειλόταν μόνο στο ότι η παρουσία του στην πόλη ήταν συνήθως σποραδική, αφού περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στην Ιταλία. Όμως, η ανακάλυψη της ταυτότητας έλυνε μόνο ένα μέρος του προβλήματος, όσο έμενε σε εκκρεμότητα το ουσιαστικό: πώς θα πλησίαζε αυτόν τον άνθρωπο, πώς θα του αποκάλυπτε ότι γνώριζε το μυστικό του και, κυρίως, πώς θα τον έκανε να μιλήσει για την κρυφή του κλίση; Οι πιθανοί δρόμοι, που αυτός γνώριζε για να προσεγγίσει τον Ντάβιντε της Μάντοβα είχαν ήδη αποδειχτεί αδιάβατοι: ούτε ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ ούτε ο Ισαάκ Πίντο ούτε ο Δάσκαλος θα πρόδιδαν την εμπιστοσύνη του και, για να είναι δίκαιος, θα ήταν μικροπρεπές να τους ζητήσει αυτός μια τέτοια προδοσία, όταν σε εκείνους τους ανθρώπους όφειλε τη διαφύλαξη του δικού του μυστικού, τόσο όμοιου με εκείνο που κράταγε ο Σολομών ο Ιταλός.
   Το ότι ένιωθε πως βρισκόταν μπροστά σε ένα μυστήριο απροσπέλαστο, στο οποίο όμως ήταν τόσο απαραίτητο να διεισδύσει για να κατευνάσει τις δικές του αγωνίες έκανε τον Ελίας Αμπρόσιους να αισθανθεί όλο το βάρος της διπλής ζωής του, της φορτωμένης με σιωπές, αποκρύψεις, ακόμα και με ψέματα -μια μάσκα που έσερνε μαζί του από τη στιγμή που πήρε την απόφαση να ανοίξει τον δρόμο στην απαγορευμένη του κλίση. Αρκετές φορές, καθώς παρακολουθούσε μέσα στην πόλη τον Εβραίο υποτιθέμενο ζωγράφο, κινούμενος σαν σκιά από άλλο κόσμο, προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ζούσε τη ζωή του εκείνος ο Ντάβιντε της Μάντοβα, πάντα με την έγνοια μην ανοίξει περισσότερο από το ενδεδειγμένο τον μανδύα της ιδιωτικότητάς του, δείχνοντας στους άλλους μόλις το φωτισμένο μισό από το πρόσωπό του, περιορίζοντας τις καλλιτεχνικές του ικανοποιήσεις σε έναν κύκλο συνενόχων, δεσμευμένων στη σιωπή - τη χειρότερη ίσως καταδίκη για έναν καλλιτέχνη. Αναρωτήθηκε, αν οι γονείς του, εκεί στην Ιταλία, ή η γυναίκα του, εδώ στο Άμστερνταμ, συμμετείχαν στη συνωμοσία ή αν αναρωτιούνταν, όπως ο παππούς Μπενγιαμίν, οι δικοί του γονείς και η αγαπημένη του Μαριάμ, για τη μοίρα και τη ρίζα των παράξενων συμπεριφορών ενός ανθρώπου κοντινού και άγνωστου συνάμα, ενός εγγονού, γιου, αρραβωνιαστικού, για τον οποίο δεν ήξεραν καν τι περνούσε κάθε λεπτό της ζωής του, πολιορκημένος από τον φόβο των ανθρώπων και την πιο βαριά αμφιβολία.
   Τότε ήταν που ο Ελίας Αμπρόσιους έφτασε να αναρωτηθεί αν άξιζε τον κόπο να ζει σε τέτοιες συνθήκες: αν ήταν το καλύτερο για τα αγαπημένα του πρόσωπα και για τον ίδιο, αν η μόνιμη διπροσωπία αποτελούσε τη μοναδική επιλογή που η εποχή, η φυλή και η κλίση του τού επέτρεπαν ή μήπως υπήρχε κάποια διέξοδος που να μην οδηγεί στην καταστροφή. Ίσως το πιο ενδεδειγμένο, έφτασε να σκεφτεί, ήταν τελικά να ξεχάσει αυτές τις ανοησίες, που, στο κάτω κάτω, δεν τον είχαν οδηγήσει προς το παρόν πουθενά και, όσο είχε ακόμη καιρό να αποφύγει μεγάλες συμφορές, να ασχοληθεί με το να χτίσει μια συνηθισμένη ζωή χωρίς αναστατώσεις, στην οποία να μπορεί να ανοιχτεί ψυχή τε (κυρίως) αλλά και σώματι στους άλλους. Με αυτόν τον τρόπο θα περνούσε μια ζωή χωρίς φόβους (πάντα ο καταραμένος ο φόβος), αν και χωρίς φιλοδοξίες και όνειρα, θα γλιστρούσε πάνω στον πάταγο ημερών που θα γίνονταν όλο και πιο ίδιες, χωρίς να νιώσει ξανά τη συναρπαστική επιθυμία, γεννημένη στα πιο απροσμέτρητα βάθη της υπάρξής του, να πιάσει στο χέρι του ένα κάρβουνο ή ένα πινέλο, για να αντιμετωπίσει την υπέρτατη πρόκληση να προσπαθήσει να απαθανατίσει το βλέμμα ευτυχίας μιας νεαρής ερωμένης, τη γαλήνη ενός ήρεμου τοπίου, τη δύναμη του Σαμψών ή την πίστη του Τωβίτ, έτσι όπως τα έδειχνε συνήθως η αχαλίνωτη φαντασία του, έτσι όπως τους είχε δώσει μορφή ο Δάσκαλος. Μια συνηθισμένη ζωή ενός συνηθισμένου ανθρώπου, που θα μπορούσε, μάλιστα, ακόμα και να γίνει καλύτερη.
   Μια νύχτα που η νοσηρή αγωνία να διεισδύσει στον κόσμο του ανθρώπου που καταδίωκε τον είχε κρατήσει να κοιτάζει τα παράθυρα του σπιτιού της Ρελικβιρσντβαρστράατ μέχρι που έσβησε και το τελευταίο κερί που έκαιγε στο σπίτι, ο νέος, καθώς ζύγιζε τις σπαρακτικές εναλλακτικές του, συνειδητοποίησε πως το πρόβλημα δεν ήταν να μάθει πώς σκέφτονταν και ζούσαν ο Σολομών ο Ιταλός ή ο Ντάβιντε της Μάντοβα: το πρόβλημα ήταν να μάθει πώς ήθελε ή μπορούσε να ζει ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα.

   "Παράτα αυτή τη σκατοσκούπα. Πάρε την τετράγωνη παλέτα... πιάσε αυτή τη δεσμίδα με τα πινέλα. Όρθιος, πάμε να δουλέψουμε!"
   Ο Ελίας Αμπρόσιους αισθάνθηκε τα πόδια του να κόβονται, η φωνή του τον εγκατέλειπε, η ανάσα του άδειαζε από την ψυχή του μέχρι που τον άφησε αδρανή. Ανακάλυψε όμως και πως μια δύναμη υπερανθρώπινη και άγνωστη ερχόταν να τον συντρέξει για να του επιτρέψει να υπακούσει στην εντολή για την οποία περίμενε σχεδόν τρία χρόνια: ο Δάσκαλος τον καλούσε να ζωγραφίσει! Πού χάθηκαν εκείνη τη στιγμή οι αμφιβολίες ή ακόμα και οι βεβαιότητες ότι θα τελείωνε με τις νεανικές του ανοησίες, που τον καταδίωκαν τις τελευταίες εβδομάδες, που παρακολουθούσε τα ίχνη του αινίγματος που έκρυβε ο Σολομών ο Ιταλός; Ούτε καν να αναρωτηθεί για όλα αυτά δεν κατάφερε, γιατί η μοναδική απάντηση που μπορούσε να δώσει εκείνη τη στγμή, η μοναδική που στην πραγματικότητα ήθελε να δώσει, ήταν εκείνη που επιτέλους βγήκε από τα χείλη του: "Είμαι έτοιμος, Δάσκαλε".
   Ο ζωγράφος, με το κεφάλι καλυμμένο με τον λευκό σκούφο, κάτω από τον οποίο συγκρατούσε τις μπούκλες του όταν δούλευε, βολεύτηκε σε ένα σκαμνί μπροστά στο οποίο υπήρχαν δύο μικροί μουσαμάδες, περασμένοι με το πρώτο χέρι. Από εκεί παρατήρησε τον νέο, με την παλέτα και το πινέλο στο χέρι, και χαμογέλασε. Άφησε πάνω στο σκαμνί το δικό του πινέλο και την παλέτα, για να ξεκρεμάσει από ένα καρφί μια ποδιά. "Για να δούμε", είπε και ο Ελίας έσκυψε το κεφάλι, για να του βάλει ο άλλος το προστατευτικό πανί, λεκιασμένο από χίλια χρώματα, με μια χειρονομία που έμοιαζε με στρατιωτική παρασημοφόρηση.
   "Βάλε στην παλέτα σου ώχρα, κίτρινο, βερμιγιόν, λευκό και σιένα. Με αυτά τα χρώματα ο Απελλής μπόρεσε να ζωγραφίσει τον Αλέξανδρο να αρπάζει έναν κεραυνό με το χέρι μπροστά στον ναό του Αρτεμισίου. Με αυτά τα χρώματα μπορεί κανείς να ζωγραφίσει τα πάντα", είπε ο Δάσκαλος και, αφού του έδειξε τα πορσελάνινα δοχεία με τις ήδη διαλυμένες χρωστικές, στράφηκε προς τον καμβά και τον παρατήρησε, σαν να τον ρωτούσε κάτι. Ο Ελίας, σιωπηλός, περίμενε μια καινούργια εντολή και μόνο τότε είχε αρκετή διαύγεια για να νικήσει τη συγκίνηση και να αναρωτηθεί τι θα ζωγράφιζαν. Κοίταξε γύρω του και κατάλαβε την πρόθεση του Δασκάλου: από την τοποθέτηση των καθρεφτών, τη διάταξη των καβαλέτων και τη γωνία στην οποία είχε πάρει θέση ο ζωγράφος, σε σχέση με το φως που ερχόταν από τα παράθυρα, το αντικείμενο της δουλειάς δεν μπορούσε να είναι άλλο παρά ο ίδιος ο Δάσκαλος.
   "Δεν έχω καμία παραγγελία σε εκκρεμότητα", σχεδόν ψιθύρισε ο ζωγράφος, χωρίς να παύει να κοιτάζει τον καμβά. "Και σήμερα έχασα και το καλύτερο μοντέλο μου... αναγκάστηκα να πετάξω έξω από το σπίτι την Έμελι Κερκ, γιατί την έπιασα να το κάνει με έναν από τους μαθητές... θα μάθεις με ποιον. Και καθώς δεν μπορώ να στερηθώ τα φιορίνια, που με πληρώνει ο πατέρας αυτού του μαθητευόμενου... Η παλιοπουτάνα".
   Ο Ελίας Αμπρόσιους πήρε επιτέλους την απάντηση για την ασυνήθιστη ευγένεια με την οποία, λίγα λεπτά πριν, τον είχε υποδεχτεί η κυρία Ντιρξ, που έπαιζε με τον μικρό Τίτους στην κουζίνα. Με κάποιον τρόπο η γριά λιονταρίνα τα είχε κανονίσει για να βγάλει από τη μέση τη νεαρή μνηστή.
   "Στ' αλήθεια είσαι έτοιμος;" τον ρώτησε ο Δάσκαλος, δείχνοντάς του με την άκρη του πινέλου το άλλο σκαμνί, τοποθετημένο μπροστά στον δεύτερο μουσαμά. Αυτή τη φορά ο Ελίας δεν καθυστέρησε την απάντηση: 
   "Πιστεύω πως όλη μου τη ζωή περιμένω αυτή τη στιγμή, Δάσκαλε".
   "Και ξέρεις πια για ποιο λόγο είσαι διατεθειμένος να ρισκάρεις τα πάντα για να προσπαθήσεις να γίνεις ζωγράφος;"
   "Ναι, το ξέρω πια... Γιατί..."
   Ο άλλος ύψωσε το πινέλο, ζητώντας του να σταματήσει. "Αυτό είναι σημαντικό μόνο για σένα... Και μη νοιάζεσαι αν η απάντηση σου φαίνεται υπερβολικά απλή. Η δική μου είναι απλούστατη... Αν είχα συνεχίσει να σπουδάζω ιατρική στο πανεπιστήμιο, ίσως τώρα να ήμουνα πλούσιος και να ζούσα ήσυχος... Σήμερα είμαι γεμάτος προβλήματα. Όμως, δεν μετανιώνω για την απόφασή μου".
   Ο Ελίας Αμπρόσιους κατένευσε: μπορεί άραγε να υπάρχει κάτι πιο στοιχειώδες από το να θέλει κανείς να ζωγραφίζει, επειδή νιώθει την ανάγκη να το κάνει, μια ανάγκη άφθαρτη, ικανή να τον κάνει να αντιμετωπίσει όλες τις δυσκολίες και τους κινδύνους;
   "Πριν από μερικές βδομάδες ανακάλυψα ποιος είναι ο άνθρωπος που ζωγράφισε τον κύλινδρο της βασίλισσας Εσθήρ", είπε τότε, επειδή το είχε ανάγκη. "Ξέρω πώς λέγεται αυτός ο Σολομών ο Ιταλός, πού ζει, με τι ασχολείται..."
   "Δεν φαντάζομαι να έχεις κάνει τη βλακεία να θελήσεις να του μιλήσεις".
   "Όχι, δεν ήξερα πώς να το κάνω... Όμως, γιατί βλακεία;"
   Ο Δάσκαλος αναστέναξε και κοίταξε την πρόκληση του μουσαμά που τον περίμενε. "Γιατί δεν έχεις το δικαίωμα να παραβιάσεις την ιδιωτικότητά του, όπως οι άλλοι δεν έχουν το δικαίωμα να παραβιάσουν τη δική σου. Επιπλέον, αυτό που θα σου έλεγε θα ήταν η δική του απάντηση, όχι η δική σου".
   "Έχετε δίκιο... Αφού παρακολούθησα για κάμποσες μέρες αυτόν τον άνθρωπο, σκέφτηκα να μην ξαναγυρίσω πια στο εργαστήριο, να τα ξεχάσω όλα αυτά" -έκανε μια χειρονομία με το πινέλο για να δείξει όσα τον περιέβαλλαν: μια χειρονομία που την είχε αντιγράψει από τον Δάσκαλο. "Ξέρω όμως πως αυτό είναι αδύνατον... τουλάχιστον τώρα. Πολύ περισσότερο τώρα".
   Ο Δάσκαλος κατένευσε, κοιτάζοντας ακόμα τον καμβά με την πρώτη επίστρωση στο χρώμα της γης, που βρισκόταν μπροστά του. "Δεν ξέρεις πόσο με πονάει αυτό που συνέβη με την Έμελι... Για σένα όμως είναι καλύτερα: χάρη σ' αυτήν σήμερα θα ζωγραφίσεις μαζί μου".
   "Χαίρομαι, Δάσκαλε", είπε κι αμέσως ένιωσε την επιθυμία να δαγκώσει την καταραμένη τη γλώσσα του. Όμως, ο άλλος φάνηκε να μην άκουσε, απορροφημένος ίσως στις σκέψεις του.
   "Πριν βρέξεις το πινέλο, πρέπει να έχεις μια ιδέα για το πού θέλεις να φτάσεις, ακόμα κι αν δεν ξέρεις πώς θα το κάνεις... Εγώ σήμερα θα ήθελα να φτάσω στη θλίψη που υπάρχει στην ψυχή ενός άνδρα σαράντα χρόνων. Θα ήθελα να την ανακαλύψω, γιατί είναι μια θλίψη καινούργια... Δεν είναι το ίδιο πράγμα η οδύνη και η θλίψη, το ήξερες; Έχω μεγάλη εμπειρία στην οδύνη, όπως και στην οργή, στην απογοήτευση, στη διάψευση...  αλλά και στην απόλαυση της επιτυχίας, ακόμη κι όταν οι άλλοι δεν το έχουν καταλάβει και με αφήνουν στην άκρη του δρόμου... Κάτι που δεν είναι παράξενο... Όμως, η θλίψη είναι ένα συναίσθημα βαθύ, υπερβολικά προσωπικό. Η χαρά και η οδύνη, η έκπληξη και η οργή είναι επιδεικτικές, αλλάζουν το πρόσωπο, το βλέμμα... όμως η θλίψη το σημαδεύει από μέσα. Πού πιστεύεις ότι μπορώ να βρω τη θλίψη;"
   Ο Ελίας Αμπρόσιους απάντησε αμέσως, ευχαριστημένος με την οξυδέρκειά του: "Στα μάτια. Τα πάντα βρίσκονται στα μάτια".
   Ο Δάσκαλος έκανε μια αρνητική κίνηση με το κεφάλι. "Ακόμα πιστεύεις πως ξέρεις κάτι;... Όχι, η θλίψη όχι. Η θλίψη βρίσκεται πέρα από τα μάτια... Πρέπει να φτάσεις στη σκέψη, στην ψυχή του ανθρώπου, για να τη δεις και να συνομιλήσεις με αυτά τα βάθη για να αποπειραθείς να την αποτυπώσεις". Ο Δάσκαλος ύγρανε το πινέλο στην κίτρινη μπογιά και άρχισε να χαράζει τις γραμμές αυτού που σύντομα άρχισε να γίνεται ένα κεφάλι. "Γι' αυτό πολύ λίγοι άνθρωποι έχουν καταφέρει να ζωγραφίσουν τη θλίψη... Ένας άνθρωπος θλιμμένος ποτέ δεν θα κοίταζε τον θεατή. Θα αναζητούσε κάτι που βρίσκεται πέρα από αυτόν που τον παρατηρεί, κάποιο απόμακρο ίχνος, χαμένο κάπου μακριά και ταυτόχρονα μέσα στον ίδιο. Ποτέ δεν θα κοίταζε προς τα πάνω, αναζητώντας κάποια ελπίδα· ούτε προς τα κάτω, σαν να ντρέπεται ή να φοβάται. Πρέπει να έχει το βλέμμα καρφωμένο στο ανεξιχνίαστο... Το πρόσωπο ελαφρά γερμένο προς τα μέσα, το φως όχι υπερβολικά λαμπερό στο μάγουλο που βλέπει ο θεατής, τα βλέφαρα πολύ ορατά... Για να αναδείξεις το πρόσωπο και να μπορέσεις να συγκεντρώσεις τη δύναμη σ' αυτό, το καλύτερο είναι πάντα ένα φόντο σκούρο καφέ, ποτέ όμως μαύρο: το βάθος της ατμόσφαιρας θα ισοδυναμούσε με το βάθος των συναισθημάτων, θα τα επαναλάμβανε και θα σκότωνε το μυστήριό τους... Πες μου, νεαρέ, νιώθεις ικανός να ζωγραφίσεις τη θλίψη μου;"
   "Θα το προσπαθήσω, με την άδειά σας".
   Και ο Ελίας βούτηξε το πινέλο του στο ίδιο κίτρινο ματ, που χρησιμοποίησε ο Δάσκαλος, και ακούμπησε τις υγρές τρίχες πάνω στον μουσαμά να τις σύρει προς τα κάτω, απαλά, χαράζοντας την πρώτη γραμμή ενός προσώπου. Κοίταξε τότε τον καθρέφτη που ήταν τοποθετημένος μπροστά του, όπου αντικατοπτρίζονταν, έχοντας μια ελάχιστη κλίση, το κεφάλι και ο κορμός του Δασκάλου. Παρατήρησε την τόσο γνωστή μορφή του προσώπου, τα διακριτικά χαρακτηριστικά του -την παχιά σαν καράφα μύτη, το σχεδόν σαρκώδες στόμα, τις ασαφείς γωνίες του ελάχιστα γερμένου πιγουνιού- μέτρησε το βάρος από τον λευκό σκούφο και τις κοκκινωπές μπούκλες που έπεφταν στα αυτιά του, και στάθηκε στα μάτια, σε εκείνο το βλέμμα ενός ανθρώπου, που τόσες φορές είχε αγγίξει τον ουρανό, που η φήμη του είχε φτάσει στις πρωτεύουσες της Ευρώπης, που μπροστά του ο στατούντερ της Χάγης, αφού πρώτα τον είχε προσβάλει, κατόπιν είχε ανακρούσει πρύμναν και είχε δεχτεί να τον πληρώσει μια περιουσία για δύο έργα, που μόνο εκείνος ο άνδρας ήταν ικανός να κατορθώσει με ονειρεμένη μαεστρία, αυτός ο ίδιος άνθρωπος που, εκείνη τη στιγμή, αποφάσιζε να κάνει την αυτοπροσωπογραφία του και να προσφέρει τον εαυτό του σε έναν μαθητή για να αποπειραθούν και οι δύο να κυνηγήσουν τη θλίψη του, επειδή είχε χάσει κάτι τόσο γήινο και, για κάποιον στη θέση του, τόσο εύκολο να αντικαταστήσει, όπως μια νέα και όμορφη ερωμένη. Μέσα από εκείνα τα μάτια ο Ελίας Αμπρόσιους δε Άβιλα άνοιγε τον δρόμο του προς τον παράδεισό του ή προς την κόλασή του, αναμφίβολα όμως προς τον φωτεινό τόπο, στον οποίο, με όλη του την ψυχή και τη συνείδηση, ήθελε να φτάσει.

   "Ναι, αυτό είναι το ιερό", είπε από μέσα του, όταν ένιωσε μετά από μια σύντομη πάλη με τον παρθενικό υμένα το σώμα του να γλιστράει μέσα στα σωθικά της Μαριάμ Ρόκα. Εκείνη, μετά τη ρήξη, που της προκάλεσε την ενόχληση ενός πόνου για τον οποίο ήταν ήδη προειδοποιημένη, άνοιξε τα μάτια, ρούφηξε αέρα, ενώ ταυτόχρονα καταβρόχθιζε μέσα στα σωθικά της το περιτετμημένο πέος, που, φιλόδοξο, γέμιζε τον δεκτικό χώρο της γυναίκας, δίνοντας το μεγαλύτερο νόημα στη ζωή. Η απρόβλεπτη, αλλά ενστικτώδης κίνηση των γοφών των άπειρων εραστών βρήκε τον ρυθμό της και έκανε το ταίριασμα να γίνει πλήρες και κατόπιν, σπρωγμένη από έναν αφηνιασμένο ανεμοστρόβιλο, έγινε ιλιγγιώδης, καταβρόχθιζε τα πάντα, και ακόμη πιο ιλιγγιώδης, και μετά αργή, αργή, αργή... Μέχρι που, εκπαιδευμένος από τις αναγνώσεις της Βίβλου, ο Ελίας Αμπρόσιους είχε αρκετή διαύγεια για να εφαρμόσει τη στρατηγική του Αυνάν και να τραβηχτεί για να εκχύσει το σπέρμα του έξω από το φρέαρ της νέας. Ήξερε πως, πριν παραδοθεί στην πλήρη απόλαυση, θα ήταν απαραίτητο να σπάσουν τα ποτήρια, με τα οποία θα ανακαλούσαν στη μνήμη τις γαμήλιες τελετές που πραγματοποιούσαν οι πρόγονοί τους στον γκρεμισμένο Ναό της Ιερουσαλήμ. Προς το παρόν όφειλε να αρκεστεί στην απόλαυση εκείνης της αποκάλυψης του ιερού, χωρίς να προσπαθήσει να τη διαιωνίσει με το θαύμα της τεκνοποίησης.

   Eίναι γραμμένο: η αθανασία είναι ένα υπέρτατο προνόμιο, που θα το απολαύσουν μόνο ορισμένοι εκλεκτοί. Οπλισμένες με την υπομονή του άμετρου χρόνου, οι ψυχές αυτών των τυχερών πρέπει να περιμένουν στη σεόλ, μια περιοχή άυλη, που εκτείνεται σαν μια φλέβα νερού κάτω από τον κόσμο στον οποίο κατοικούν οι ζωντανοί. Εκεί θα αναπαύονταν μέχρι την έλευση του Μεσσία και την ημέρα της Κρίσεως, όταν θα πραγματοποιηθεί η πιθανή, μόνο πιθανή, ανάσταση του σώματος και της ψυχής τους, που την τελική στιγμή θα αποφασιστεί από τη θεία βούληση. Από τα πολλά πλάσματα, που κάποια στιγμή πέρασαν από το πρόσωπο της γης, οι κάτοικοι της σεόλ θα είναι οι μοναδικοί εκλεκτοί για να συμμετάσχουν σε αυτή την τελευταία δοκιμασία. Ανάμεσά τους θα είναι οι άνδρες και οι γυναίκες που εν ζωή υπήρξαν θεοσεβούμενοι, τα μωρά που πέθαναν όντας αθώα, οι πεσόντες σε μάχη υπερασπιζόμενοι τα δίκαια και τον Νόμο του Υψίστου και του εκλεκτού λαού του. Ο Ελίας Αμπρόσιους φυλούσε σαν θησαυρό μια εικόνα πολύ προσωπική της αποθέωσης, που θα ερχόταν μετά το πέρασμα των ψυχών από τη σεόλ. Του την είχε χαρίσει ο παππούς του, Μπενγιαμίν Μοντάλμπο δε Άβιλα, τη μέρα της μύησής του στην ενήλικη ζωή και στην υπευθυνότητα, που έγινε στη συναγωγή και την οποία τέλεσε ο ραβίνος, ακόμα, Μενασέ Μπεν Ισραέλ. "Αισθάνομαι πολύ ευτυχής για σένα",  του είχε πει ο ηλικιωμένος, αφού του τακτοποίησε καλύτερα την κιπά στο κεφάλι και τον φίλησε στα δυο μάγουλα. "Είσαι τυχερός που έχεις γεννηθεί στην πιο κατάλληλη εποχή και στον πιο σωστό τόπο, που θα ονειρευόταν ένας Εβραίος από τότε που εγκαταλείψαμε τη γη μας και φύγαμε στην εξορία. Μόνος σου θα ανακαλύψεις πως το να ζεις σε τούτη την πόλη αποτελεί προνόμιο, πως το Άμστερνταμ είναι Μακόμ, ο καλός τόπος. Μην ξεχάσεις όμως ποτέ πως υπάρχει ένας τόπος, όπου είναι κανείς πολύ καλύτερα. Σε αυτόν μπορεί να μας πάει μόνο ο Μεσσίας, όταν καλέσει ζώντες και νεκρούς και μας ανοίξει τις πύλες της Ιερουσαλήμ. Γι' αυτό, με τις σκέψεις και τις πράξεις μας, οφείλουμε να ευνοούμε τον ερχομό του Κεχρισμένου, για να μπορέσουμε να απολαύσουμε εκείνον τον θαυμαστό κόσμο, όπου πάντα υπάρχει φως, δεν κάνει ποτέ κρύο, ουδέποτε νιώθει κανείς πείνα και πόνο, και πολύ περισσότερο φόβο, γιατί επιτέλους δεν θα υπάρχει τίποτα να φοβάται. Για αυτόν τον τόπο, όπου τόσο καλά νιώθει κανείς, την Εδέμ που γνώρισε ο Αδάμ πριν από την πτώση, πρέπει να αγωνιζόμαστε όσο βρισκόμαστε σε τούτον εδώ τον άλλο κόσμο, που, δεδομένου ότι πρόκειται για Μακόμ, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως δεν είναι καθόλου άσχημος".
   Τα λόγια του παππού Μπενγιαμίν και οι γλυκιές εικόνες, που κατάφερναν να ξαναφέρνουν στη φαντασία του Ελίας Αμπρόσιους, είχαν έρθει στο μυαλό του για να κάνουν λιγότερο οδυνηρή τη στιγμή που αναγκάστηκε να δει το σώμα του ηλικιωμένου, τυλιγμένο στο πρώτο ταλίτ, που χρησιμοποίησε όταν έφτασε στο Άμστερνταμ και μυήθηκε στην πίστη των προγόνων του, να χάνεται στα βάθη του τάφου, οδεύοντας προς την επικράτεια της σεόλ, όπου είχε κάθε δικαίωμα να πάει εκείνος ο ευβλαβής και αγωνιστής άνθρωπος. Ενόσω ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ απάγγελε τις τελετουργικές προσευχές που καλούσαν σε ανάσταση, ο Ελίας Αμπρόσιους δεν μπορούσε να πάψει να σκέφτεται, στενοχωρημένος για τη μοίρα του παππού, αν οι ειδήσεις, που έρχονταν από τα ανατολικά όρια της Μεσογείου (στις οποίες ο σκεπτικισμός του δεν του είχε επιτρέψει να δώσει μέχρι τότε αρκετή προσοχή) και αναφέρονταν στις περιπέτειες σε εκείνους τους τόπους ενός αυτοανακηρυγμένου Μεσσία, που έκανε θαύματα και που τόση προσδοκία ξυπνούσε στους Εβραίους όλου του κόσμου, είχαν άραγε κάποια βάση και θα του επέτρεπαν ίσως να ξανασυναντηθεί με τον καλύτερο τρόπο, στον καλύτερο τόπο, με εκείνον τον άνθρωπο με τη συμπονετική καρδιά, το πρόσωπο που είχε αγαπήσει περισσότερο στη ζωή του μέχρι η Μαριάμ Ρόκα να κερδίσει τον ανδρισμό του.
   Ο θάνατος του παππού Μπενγιαμίν τους αιφνιδίασε, αν και τον περίμεναν. Με τα εβδομήντα οκτώ του χρόνια ήδη κλεισμένα, ο ηλικιωμένος είχε ζήσει πολύ περισσότερο από την πλεονότητα των συγχρόνων του. ("Σχεδόν όσο ένας βιβλικός πατριάρχης", έλεγε ο ίδιος, χαμογελώντας, όταν μιλούσε για την υπερβολική ηλικία του.) Αλλά το τελευταίο διάστημα το σώμα του εξαϋλωνόταν με ορατό ρυθμό, αν και χωρίς πόνους και απώλεια της νοημοσύνης. Το απόγευμα της Παρασκευής, που θα τους άφηνε, είχε ζητήσει μάλιστα να τον βοηθήσουν να συγυριστεί και να τον καθίσουν στο σαλόνι του σπιτιού, για να παρευρεθεί στην τελετή του ανάμματος των κεριών του Σαμπάτ και, ως αληθινός πατριάρχης εκείνου του οίκου, να καλωσορίσει την ευτυχισμένη μέρα, την αφιερωμένη στον Κύριο και στον εαορτασμό για την ελευθερία των ανθρώπων. Όταν όμως το τραπέζι είχε σερβιριστεί, τα κεριά είχαν ανάψει και οι σκιές της νύχτας επέτρεψαν να φανεί η λάμψη των πρώτων αστεριών, που από το στερέωμα ανάγγελναν τον θριαμβικό ερχομό της πολυαναμενόμενης μέρας, ο χαιρετισμός που έπρεπε να εκφωνήσει ο Μπενγιαμίν Μοντάλμπο δε Άβιλα ("Σαμπάτ Σαλόμ!") δεν ακούστηκε στα αυτιά των παιδιών και των εγγονών του. Ακριβώς σαν αστέρι του ουράνιου θόλου, έτσι είχε σβήσει η ζωή του παππού. 
   Στο μικρό τραπέζι, όπου ο ηλικιωμένος, από τους καιρούς που ακόμα απείχε πολύ από το να είναι ηλικιωμένος, συνήθιζε να γράφει, να μελετά τα ιερά κείμενα και να διαβάζει τα βιβλία που τόσο ενθουσιασμό του προκαλούσαν, ο γιος του Αμπραάμ Μοντάλμπο βρήκε το σφραγισμένο χαρτί, όπου ο παππούς, προνοητικός, είχε γράψει πριν από μερικές βδομάδες τις τελευταίες του επιθυμίες. Κανένας στο σπίτι δεν εξεπλάγη που είχε τακτοποιήσει κάθε λεπτομέρεια της κηδείας του, που είχε γράψει ακόμα και κάποια πολύ λογική συμβουλή για κάθε μέλος της οικογένειας και είχε αποφασίσει να κληροδοτήσει τα μοναδικά υλικά αγαθά αξίας, που είχε αποθησαυρίσει στη διάρκεια της ζωής του, στον εγγονό του, Ελίας Αμπρόσιους: γιατί γι' αυτόν προορίζονταν εκείνο το γραφείο και τα βιβλία του. Μόνο όταν έμαθε την είδηση της κληρονομιάς που είχε πάρει, ο νέος μπόρεσε, επιτέλους, να χύσει τα δάκρυα που έμοιαζαν να έχουν στερέψει. Αργότερα, καθισμένος πίσω από το όμορφο γραφείο, καθώς χάιδευε τις ράχες και τα δερμάτινα εξώφυλλα των καταπληκτικών τόμων, που τώρα του ανήκαν, ο Ελίας ανακάλυψε πως κάποιοι από αυτούς φαίνονταν πιο φθαρμένοι από την έντονη χρήση στην οποία πρέπει να τους είχε υποβάλει ο ιδιοκτήτης τους. Ανάμεσα στα πιο ταλαιπωρημένα ήταν, βέβαια, δύο από τα έργα του Μαϊμονίδη, του αγαπημένου στοχαστή του Μπενγιαμίν Μοντάλμπο, και οι Διάλογοι της αγάπης, του Λέοντος του Εβραίου, αλλά και βιβλία διάφορων σύγχρονων συγγραφέων, που δεν είχαν καμία σχέση με την πίστη ή τη θρησκεία, όπως κάποιου Μιγκέλ δε Θερβάντες, συγγραφέα ενός ογκώδους μυθιστορήματος με τίτλο Ο ευφάνταστος ιδαλγός Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα, και ενός που λεγόταν Ίνκα Γαρσιλάσο δε λα Βέγκα (μεταφραστή, βέβαια, των Διαλόγων στα καστιλιάνικα), συγγραφέα του Η Φλόριδα του Ίνκα, χρονικού των αποτυχημένων προσπαθειών να κατακτηθεί εκείνη η περιοχή του Νέου Κόσμου, όπου, έλεγαν, είχε εντοπιστεί η Πηγή της Αιώνιας Νεότητας. Η σωματική επαφή με εκείνα τα βιβλία, που η μοίρα τους ήταν να κρατούν τον παππού σε επαφή με τους τόπους της ειδωλολατρίας, απ' όπου είχε δραπετεύσει για να ξαναβρεί την πίστη του αλλά των οποίων τη γλώσσα και την κουλτούρα αγαπούσε σαν δικές του, έκανε τον Ελίας να καταλάβει την πραγματική διάσταση της σύγκρουσης, στην οποία είχε ζήσει εκείνο το ανεξιχνίαστο ανθρώπινο πλάσμα: της διαμάχης, που υπήρχε σταθερά στο πνεύμα του, ανάμεσα στο να ανήκει σε μια υπερχιλιετή πίστη, κουλτούρα και παράδοση, με τις οποίες ένιωθε να τον δένει το αίμα, και την εγγύτητα με έναν τόπο, μια γλώσσα, μια λογοτεχνία, που ανάμεσά τους είχαν ζήσει κάμποσες γενιές από τους προγόνους του, που είχαν φτάσει στη χερσόνησο μαζί με τους Βερβέρους της ερήμου σε κάποια μακρινή εποχή και όπου είχε περάσει και ο ίδιος τα πρώτα τριάντα τρία χρόνια της ζωής του, που την ευωδιά τους ποτέ δεν είχε μπορέσει ούτε θελήσει να απαρνηθεί (όπως δεν είχε απαρνηθεί τα ρεβύθια, το ρύζι και, όποτε είχε τη δυνατότητα, την πολυτέλεια να μουσκεύει το ψωμί του σε ελαιόλαδο). Όχι, ποτέ δεν μπόρεσε ούτε θέλησε να απαρνηθεί εκείνο το ανήκειν, ούτε καν όταν είχε ζήσει στο Μακόμ και γνώριζε τις εντολές των ραβίνων, που είχαν στόχο να θέσουν τέρμα σε όλες εκείνες τις επικίνδυνες σχέσεις με το παρελθόν και με αυτό που εκείνοι θεωρούσαν παγίδες της ειδωλολατρίας.
   Στη διάρκεια των επτά ημερών που τήρησαν τη σιβά, κλεισμένος μαζί με τους γονείς και τον αδελφό του στο σπίτι, όπως επέβαλλε η τελετή, ο Ελίας Αμπρόσιους θα κατέληγε να πειστεί πως είχε δείξει τρομερή μικροψυχία που δεν είχε κάνει τον παππού του κοινωνό των αγωνιών και των αποφάσεών του. Ο Μπενγιαμίν Μοντάλμπο θα ήταν περισσότερο από κάθε άνθρωπο στον κόσμο ικανός να τον καταλάβει: επειδή ήταν ο παππούς του και τον αγαπούσε, επειδή ήξερε πολλά από μυστικά και επειδή είχε ζήσει τόσα χρόνια με την ψυχή διχασμένη. Ίσως μάλιστα ο ηλικιωμένος να είχε μείνει έκπληκτος από τις προόδους του νέου και μπορεί μέχρι και να του είχε ζητήσει έναν από τους πίνακες, που τώρα, τυλιγμένους σε ρολό ή διπλωμένους, έκρυβε σε ένα μπαούλο στο σπίτι του Δασκάλου. Ίσως ο παππούς να τον είχε απλώσει εκεί, μπροστά στο τραπέζι, όπου απολάμβανε να γράφει με την πένα του, σε εκείνη τη γωνία απ' όπου ταξίδευε με τα βιβλία του και όπου, όταν ένιωσε το κάλεσμα του θανάτου, είχε αφήσει τη διαθήκη του.
   Tα τελευταία δύο χρόνια, που ο Ελίας τα έζησε μέσα σε έναν ίλιγγο από σαρωτικά συναισθήματα, από μαθήματα και από κάθε φορά και λιγότερο αδέξιες πραγματώσεις, ο νέος είχε σκεφτεί πολλές φορές την πιθανότητα να ανοίξει στον ηλικιωμένο το πραγματικό σεντούκι με τα μυστικά του. Προφανώς, ήταν ο μοναδικός από τους συγγενείς του, στον οποίο θα μιλούσε για την ομορφιά που ήταν ικανός να δημιουργεί ο Δάσκαλος και για τη στενόμυαλη αντίδραση των αγοραστών πινάκων, που θεωρούσαν ότι παραβίαζε κανόνες και όχι ότι άνοιγε δρόμους ανεξερεύνητους. Ήταν επίσης ο πρώτος, που ενημέρωσε για την απόφασή του να αρραβωνιαστεί επίσημα με τη Μαριάμ Ρόκα και τότε πήρε την πιο λογική και ειλικρινή απάντηση από τον ηλικιωμένο: "Με σκοτώνεις από ζήλια, γιε μου". Από την άλλη, όμως, ποτέ δεν είχε το θάρρος να διασχίσει το σύνορο των φόβων του και να του πει για τα ενδιαφέροντα που είχε ως μαθητευόμενος ζωγράφος και να του μιλήσει για τις στιγμές αγαλλίασης που είχε ζήσει με το πινέλο που του είχε δώσει ο Δάσκαλος: στιγμές όπως εκείνες που είχε αφιερώσει ζωγραφίζοντας πάνω σε έναν καμβά το πορτρέτο του αγαπημένου παππού.
   Γιατί σε εκείνα τα δύο χρόνια ο Ελίας Αμπρόσιους είχε κι άλλες ευκαιρίες να ασκήσει τις υποτιθέμενες ικανότητές του, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις και τις εντολές του Δασκάλου, τις οποίες άκουγε είτε ειδικά αυτός είτε ως συλλογικό όφελος στη διαδικασία κάποιας δουλειάς από κοινού με τους υπόλοιπους μαθητές. Εκτός του ότι είχε αναλάβει την ευθύνη να προετοιμάζει τους πίνακες, για να εξοικειωθεί με τη δημιουργία των γήινων φόντων που τόσο πολύ χρησιμοποιούσε ο καλλιτέχνης, ο Ελίας έμαθε να ζωγραφίζει κάποια από τα αντικείμενα και τα έργα που είχε συλλέξει ο ζωγράφος -ένα θαλασσινό κοχύλι με τις σπείρες του, μια προτομή Ρωμαίου αυτοκράτορα, ένα χέρι σκαλισμένο σε μάρμαρο, ενώ, επιπλέον, αντέγραφε σχέδια άλλων δημιουργών και θεματικών- τα οποία, μαζί με διάφορα ζωντανά μοντέλα, συμπεριλαμβανομένων και γυμνών, χρησιμοποιούσαν ως διδακτικές ασκήσεις μέσα από τις οποίες οι συμβουλές του Δασκάλου αναδείκνυαν και επιβεβαίωναν τις αναμφισβήτητες ικανότητες του νέου. Ταυτόχρονα, στη σοφίτα του σπιτιού του και στον στάβλο στην εξοχή, ο Ελίας Αμπρόσιους προσπαθούσε να κάνει πράξη εκείνες τις γνώσεις και έφτιαξε αυτοπροσωπογραφίες, σκιτσάρισε τοπία, αντέγραψε αντικείμενα (πάντα ακούγοντας μέσα στο μυαλό του τα λόγια του ζωγράφου) και, σε ένα ξέσπασμα τόλμης, θα έπαιρνε την απόφαση να αποκαλύψει στη Μαριάμ Ρόκα το καυτό μυστικό του, αφού περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο λαχταρούσε να φτιάξει ένα πορτρέτο εκ του φυσικού της αρραβωνιαστικιάς και ερωμένης του.
   Η έκπληξη του κοριτσιού, όταν άκουσε την εξομολόγηση του Ελίας, αποδείχτηκε όσο έκδηλη μπορούσε και έπρεπε να είναι. Μιλούσαν αρκετές μέρες για το θέμα και ο νέος χρειάστηκε να αξιοποιήσει τα άφθονα επιχειρήματα, που είχε συσσωρεύσει όλα εκείνα τα χρόνια για να δικαιολογήσει μια πράξη που πολλοί θα μπορούσαν να τη θεωρήσουν αιρετική. Όταν η συζήτηση κολλούσε και ο νέος έχανε τις ελπίδες του πως θα μπορούσε να πείσει τη Μαριάμ ότι το να κάνει αυτό που έκανε ήταν δικαίωμα που είχε ως άτομο και έφτανε μάλιστα να φοβάται ότι η κοπέλα θα μπορούσε ακόμα και να τον καταδώσει, ο Ελίας παρηγοριόταν με τη σκέψη ότι αργά ή γρήγορα θα είχε αναγκαστεί να κάνει αυτή την εξομολόγηση -και να διατρέξει τους κινδύνους που αυτή συνεπαγόταν- στο πρόσωπο με το οποίο σκόπευε να μοιραστεί τις μέρες της ζωής του. Γι' αυτό, όταν η Μαριάμ, κατά τα φαινόμενα πιο εξοικειωμένη με την ιδέα, είχε δεχτεί να του κάνει το μοντέλο, με τον όρο ότι η απόφασή της αυτή επίσης θα έμενε μυστική, ο Ελίας ήξερε πως είχε πετύχει μια σημαντική νίκη και προτίμησε να μη ρωτήσει το κορίτσι, αν η αποδοχή περιοριζόταν στο ότι αυτή θα πόζαρε ως μοντέλο ή περιελάμβανε και το ότι ο αρραβωνιαστικός της ασκούσε τη ζωγραφική.
   To πρώτο πορτρέτο της Μαριάμ, στηριγμένης στο παράθυρο του στάβλου να σκύβει προς τη μεριά του θεατή, ήταν στην πραγματικότητα μια οδυνηρή άσκηση αντιγραφής του καταπληκτικού πορτρέτου της όμορφης Έμελι Κερκ, που, πριν από μερικά χρόνια και με παρόμοια σύνθεση, είχε φτιάξει ο Δάσκαλος. Οι δυσκολίες που μπορεί να παρουσίαζαν το φως, η ανατομία ή οι αναλογίες ξεπεράστηκαν με σχετική ευκολία από τον νέο, που είχε ήδη μάθει πολλά σχετικά με εκείνα τα στοιχεία. Η χρήση των χρωμάτων για να δημιουργήσει τη σάρκα και τα μαλλιά, καθώς αναδεικνύονταν επάνω σε ένα βαθύ φόντο, αποδείχτηκε σχεδόν εύκολη, έχοντας δει τόσες φορές να ζωγραφίζουν σάρκα και φόντο, έχοντας ακόμα ζωγραφίσει και με δύο χέρια μαζί με τους συμμαθητές του ή ακόμα και μαζί με τον Δάσκαλο. Πιο περίπλοκο αποδείχτηκε το να πετύχει μια λογική ομοιότητα, να αποτυπώσει την ομορφιά της γυναίκας, αν και κάποια στιγμή, με μεγάλη προσπάθεια, πίστεψε πως το είχε κατορθώσει και η Μαριάμ, κοιτάζοντας τον εαυτό της σε έναν καθρέφτη, του το επιβεβαίωσε. Εκείνο όμως που περισσότερο κυνηγούσε να συλλάβει και, παρ' όλα αυτά, παρέμενε φευγαλέο και ασύλληπτο, για τις ικανότητες που είχε ως πορτρετίστας, ήταν η ψυχή της νέας. Αν σωματικά και ερωτικά είχε μπορέσει να κατακτήσει κάθε συναίσθημα και σκέψη του κοριτσιού, όταν αποπειράθηκε να μεταφέρει το πνεύμα του σε έναν μικρό μουσαμά, ανακάλυψε την αδεξιότητά του και την έλλειψη πνοής για να αποτυπώσει την έκφραση εκείνου του προσώπου, στο οποίο ο Ελίας μπορούσε να δει τη ζωντάνια και την ανησυχία, την αμφιβολία και την αγάπη, την απόλαυση του κινδύνου και τον φόβο που της προκαλούσε. Δεν κατάφερνε όμως να τα αιχμαλωτίσει. Παρακινημένος από την αποτυχία, ο Ελίας αναθεώρησε τις προθέσεις του. Άρχισε τότε να δουλεύει ένα δεύτερο πορτρέτο, ένα έργο δικό του από κάθε άποψη. Έστησε τη Μαριάμ σε ένα περίπλοκο προφίλ, όπου έστρεφε το πρόσωπό της, δημιουργώντας μια ντελικάτη διαγώνιο προς τα κάτω με τη γραμμή του λαιμού, ενώ τα μάτια, ορατά, κατευθύνονταν σε ένα ακαθόριστο σημείο τοποθετημένο στο κάτω άκρο του πίνακα. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως -όπως του είχε πει κάποτε ο Δάσκαλος και όπως δεν μπορούσε παρά να ισχύει- όλη η ανθρωπιά εκείνης της καινούργιας στάσης βρισκόταν στην πρόκληση των ματιών. Σκέφτηκε πως, αν προηγουμένως είχε αποτύχει στις προθέσεις του, οφειλόταν στην επιμονή του να απεικονίσει την κοπέλα με το βλέμμα να κατευθύνεται προς τα εμπρός, με μια έκφραση άμεση, ξεκάθαρη, πρωταγωνιστική. Και στην πραγματικότητα αυτό που η καλύτερη απεικόνιση της Μαριάμ απαιτούσε ήταν ένα μυστήριο. Τότε ζήτησε από το κορίτσι, χωρίς να τον κοιτάζει, να του μιλάει με τα μάτια, σαν να του ψιθύριζε κάτι στο αυτί... Με προσοχή, σε αρκετές συνεδρίες εργασίας, άρχισε να σχεδιάζει τα φρύδια, τα βλέφαρα, τις κόρες και τις ίριδες εκείνου του βλέμματος, αποφεύγοντας το προφανές και αναζητώντας το ανεξιχνίαστο. Και όταν πίστεψε πως είχε αποτυπώσει το βλέμμα, άφησε το πινέλο να στήσει τον δικό του διάλογο με τις υπόλοιπες λεπτομέρειες του προσώπου, για να βγάλει αληθινό το θαύμα της κατανόησης μιας υπόδειξης... Το κυριακάτικο απόγευμα, που έκανε αυτή την ανακάλυψη και βυθίστηκε στη μάχη να της δώσει μορφή, ήταν μία από τις πιο πλήρεις στιγμές στη ζωή του Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα, αφού για άλλη μια φορά είχε την αίσθηση πως ανακάλυπτε τι πράγμα ήταν το ιερό. Διότι εκεί βρισκόταν, παλλόμενη, πάνω σε ένα μικρό κομμάτι καμβά πασαλειμμένου με χρώματα, μια γυναίκα, που, μέσα από την υποχρεωτική σιωπή της, πρόσφερε μια ψευδαίσθηση ζωής.
   Πώς ήταν δυνατόν οι φόβοι του να τον έχουν εμποδίσει να δείξει στον παππού Μπενγιαμίν Μοντάλμπο εκείνη τη μικρή προσωπογραφία, όπου είχε κατορθώσει να αιχμαλωτίσει το φευγαλέο και να ανοίξει τις πανίσχυρες πύλες της δημιουργίας; Ο ηλικιωμένος -τώρα που ήταν πια πεθαμένος είχε νιώσει ο Ελίας αυτή την πεποίθηση- όχι μόνο θα τον είχε καταλάβει, αλλά και θα τον είχε ενθαρρύνει: γιατί σε τίποτε άλλο δεν είχε υπάρξει πιο ευαίσθητος εκείνος ο άνθρωπος παρά στην ανθρώπινη επιθυμία και τη βούληση να πετύχει κανείς έναν στόχο, σε πείσμα όλων των δυσκολιών. Και σε εκείνον τον πίνακα βρισκόταν η φιλοδοξία ενός ανθρώπου και η βούλησή του να πετύχει τους σκοπούς του, με τις οποίες τον είχε προικίσει ο Δημιουργός...
   Ο Ελίας τελικά θα παρηγοριόταν με την ιδέα ότι, αν ήταν επιτέλους αλήθεια πως στη γη των Τούρκων, των Περσών και των Αιγυπτίων περιφερόταν, αναγγέλλοντας την έλευσή του ο Μεσσίας (σε όλες εκείνες τις περιοχές φαίνεται πως τριγύριζε ταυτόχρονα, αν έκρινε κανείς από τον πολλαπλό απόηχο που έφτανε στο Άμστερνταμ από τις περιπλανήσεις ή ακόμα και από τα θαύματά του), ίσως μετά από πολύ λίγο καιρό αυτός, ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα, θα μπορούσε να πλησιάσει τον παππού του και, μέσα στην αποθέωση της Τελικής Κρίσης, να του ζητήσει συγγνώμη για την έλλειψη εμπιστοσύνης που είχε δείξει. Γιατί αυτή ήταν η αληθινή αμαρτία, για την οποία όφειλε να μετανοήσει, μπροστά στα μάτια του Θεού και ενώπιον της μνήμης και του πνεύματος ενός ανθρώπου θεοσεβούμενου. Και ήλπιζε να πάρει τη συγγνώμη και των δύο.

   Το Άμστερνταμ ήταν σε αναβρασμό και το ίδιο ήταν και η καρδιά του Ελίας Αμπρόσιους. Μερικές βδομάδες μετά την ταφή του παππού Μπενγιαμίν, η είδηση του θανάτου στη Χάγη του στατούντερ Φρειδερίκου Ερρίκου του Νασάου, τον οποίο θα διαδεχόταν στο αξίωμά του ο γιος του, Γουλιέλμος, αύξησε την προσδοκία, στην οποία ήδη ζούσαν οι κάτοικοι της πόλης, για τη μέχρι τότε επικείμενη, έλεγαν όλοι, υπογραφή μιας συμφωνίας ειρήνης ανάμεσα στον εκλιπόντα στατούντερ και το Στέμμα της Ισπανίας. Εκείνη η ειρήνη, που θα μπορούσε να θέσει τέρμα σε έναν αιώνα πολέμων και να εδραιώσει την ανεξαρτησία της Δημοκρατίας των Ενωμένων Επαρχιών του Βορρά, θα ερχόταν ως επάξια επιβράβευση της άγριας αντίστασης των κατοίκων της χώρας, αλλά, κυρίως, ως αποτέλεσμα της οικονομικής της επιτυχίας, τόσο αντίθετης με την κρίσιμη κατάσταση των οικονομικών της ισπανικής αυτοκρατορίας, ανίκανης πλέον, όπως γνώριζαν οι πάντες, να συντηρήσει για περισσότερο χρόνο τα στρατεύματά της, σε μια σύγκρουση χαμένη στη θάλασσα και αβάσταχτη στους βάλτους και τους χειμώνες εκείνου του αφιλόξενου τόπου. Όμως, η χαρά, που προκλήθηκε από την αναμενόμενη πολιτική και στρατιωτική διευθέτηση, άρχισε να διαλύεται, παρασυρμένη από τον μεγαλύτερο κίνδυνο να αναρριχηθεί στη θέση του στατούντερ ο Γουλιέλμος του Νασάου, οι μοναρχικές φιλοδοξίες του οποίου ήταν πασίγνωστες και, μαζί μ' αυτές, η αντίθεσή του στο δημοκρατικό και ομοσπονδιακό σύστημα, στο οποίο οι πολίτες απέδιδαν την επιτυχία της εμπορικής, πολιτικής, κοινωνικής, ακόμα και της στρατιωτικής διοίκησης της χώρας. Χάρη στην οικονομική της ευμάρεια, η Δημοκρατία είχε μπορέσει να χρηματοδοτήσει τον στρατό ξηράς της, που αποτελούνταν, στην τεράστια πλειονότητά του, όχι από αστούς του Άμστερνταμ, ευγενείς της Χάγης ή σοφούς του Λέιντεν, αλλά κυρίως από μισθοφόρους και πολέμαρχους, που είχαν καταφθάσει από ολόκληρη την Ευρώπη για να πολεμήσουν για ένα γερό ποσό από πολύτιμα φιορίνια. Μόνο το δημοκρατικό καθεστώς, επίσης σκέφτονταν και έλεγαν, είχε επιτρέψει την οικονομική άνοδο μιας μεγάλης μάζας εμπόρων στη χώρα, που είχαν δημιουργήσει τον πλούτο και ενθαρρύνονταν στις προσπάθειές τους από το γεγονός ότι είχαν απαλλαγεί από τα βάρη μιας παρασιτικής αυλής, αριστοκρατίας και γραφειοκρατίας, σαν αυτές που αφαίμασσαν την Ισπανία. Και τώρα, όταν έμοιαζαν να βρίσκονται τόσο κοντά στη στρατιωτική και πολιτική νίκη, ο Γουλιέλμος του Νασάου μπορούσε να καταστρέψει εκείνη την κοινωνική ισορροπία χάρη στην οποία πολλοί πολίτες είχαν βρει μια καλύτερη ζωή, με τα ευεργετικά οφέλη της ελευθερίας -που σύντομα, ως αποκορύφωμα, θα ήταν και πολιτική, αν ο νέος στατούντερ υπέγραφε την ειρήνη με τους Ισπανούς.
   Aν ο Ελίας Αμπρόσιους ήταν τόσο ενημερωμένος για τα παρασκήνια των δημοσίων πραγμάτων, αυτό δεν οφειλόταν στη διορατικότητά του, αλλά στην προνομιούχο θέση που είχαν τα αυτιά και το μυαλό του, που, λόγω των ευθυνών και των δικαιοδοσιών που απολάμβανε τώρα στο εργαστήριο και στο σπίτι του Δασκάλου, του επέτρεπαν να είναι μάρτυρας (βουβός, στην περίπτωσή του) σε κάποιες από τις παθιασμένες συζητήσεις ανάμεσα στον ζωγράφο και πολλούς από τους φίλους του, ιδιαίτερα όμως με τον νεαρό αστό Γιαν Σιξ.
   Από την προηγούμενη χρονιά, όταν εμφανίστηκε στο σπίτι του Δασκάλου για να διαπραγματευτεί τη δημιουργία ενός πορτρέτου, ο Γιαν Σιξ είχε αρχίσει να διαμορφώνει μια σχέση μαζί του, που πολύ σύντομα προχώρησε πέρα από τα εφήμερα και ρεαλιστικά όρια μιας ζωγραφικής παραγγελίας. Ένα ρεύμα αμοιβαίας συμπάθειας, που στην περίπτωση του Σιξ περνούσε από τα μονοπάτια των καλλιτεχνικών του φιλοδοξιών, αφού συστηνόταν ως ποιητής και δραματουργός, ενώ στην περίπτωση του Δασκάλου από εκείνα της εμπορικής του κλίσης και της αιώνιας ανάγκης του για χρήματα, είχε τραβήξει κοντά εκείνους τους δύο άνδρες, που τους χώριζαν πάνω από δέκα χρόνια αλλά και η περιουσία του ενός και οι διαρκείς οικονομικές ανάγκες του άλλου. Επιπλέον, το ποτάμι της σχέσης άφησε ως ίζημα το κοινό πάθος για τις συλλογές, που θα μετέτρεπε τον Σιξ, μανιώδη αγοραστή έργων τέχνης, σε έκθαμβο θαυμαστή των πινάκων, των βιβλίων με γκραβούρες και των πάμπολλων και ασυνήθιστων αντικειμένων που αποθησαύριζε ο Δάσκαλος.
   Παρά τη νεαρή του ηλικία, ο Γιαν Σιξ μπορούσε ήδη να περηφανεύεται για τη θέση του βοηθού δημάρχου που κατείχε και ήταν ένας από τους δικαστές της πόλης, χάρη στο γεγονός ότι ανήκε σε μια από τις πλούσιες οικογένειες του Άμστερνταμ. Οι Σιξ ήταν ιδιοκτήτες ενός σπιτιού στο πλούσιο Κλοφενιρσμπουρχβάλ, το αποκαλούμενο Σπίτι του Γαλάζιου Αετού, δίπλα στο περίφημο Σπίτι του Κρυστάλλου, ιδιοκτησία του πάμπλουτου κατασκευαστή καθρεφτών και φακών Φλόρις Σόοπ, και σε δύο βήματα απόσταση από το πολυτελές κτήριο της πολιτοφυλακής της πόλης, όπου εξέθεταν το μεγάλο έργο του Δασκάλου που, όπως στον Ελίας Αμπρόσιους, είχε προκαλέσει και στον νεαρό Σιξ μια βαθιά συγκίνηση και είχε γεννήσει έναν στέρεο θαυμασμό για τον δημιουργό του.
   Από τις πρώτες δοκιμές και σπουδές για το πιθανό πορτρέτο του Γιαν Σιξ, ο νεαρός Εβραίος, για διάφορους λόγους, βρέθηκε πολύ κοντά στον Δάσκαλο για να παρακολουθήσει μια παράξενη διαδικασία, που, δύο χρόνια αργότερα, ακόμα δεν είχε καταλήξει στο μεγάλο πορτρέτο που αρχικά είχε φιλοδοξήσει να έχει ο Σιξ ως τροφή για το εγώ και τη συλλογή του και το οποίο ο Δάσκαλος επιθυμούσε να φτιάξει, για προφανείς λόγους, χρηματικούς αλλά και επανεκτίμησης της δουλειάς του στον κόσμο των μεγαλοαστών της πόλης. Κάποιες φορές ως ένας ακόμη από τους μαθητές, άλλες ως βοηθός του ζωγράφου, ο Ελίας είχε παρευρεθεί στην επεξεργασία δύο αξιοθαύμαστων σκίτσων, που είχαν φτιαχτεί ως προσχέδια με τα οποία ο Δάσκαλος προσπαθούσε να προσδιορίσει τα γούστα του πελάτη για να τα ικανοποιήσει πλήρως και να αποφύγει δυσάρεστα επεισόδια, όπως εκείνο με τον Άντρις ντε Χραφ, που, αν επαναλαμβανόταν, θα ήταν καταστροφικό για το ήδη αμφισβητούμενο κύρος του ως πορτρετίστα.
   Ο δήμαρχος είχε υποδεχτεί με απόλυτο ενθουσιασμό το ένα από τα προσχέδια. Όχι εκείνο όπου αναδεικνυόταν ως πολιτικός και άνθρωπος της δράσης, αλλά εκείνο στο οποίο παρουσιαζόταν ως ένας νέος και όμορφος συγγραφέας, οπλισμένος με ένα χειρόγραφο, στο οποίο συγκέντρωνε την προσοχή του, με το σώμα γερμένο σε ένα παράθυρο απ' όπου έμπαινε το φως που του φώτιζε το πρόσωπο, το χειρόγραφο και μέρος του δωματίου, μέχρι να πέσει στην πολυθρόνα όπου ήταν ακουμπισμένα κι άλλα βιβλία. Εκείνο το σχέδιο πρόσφερε στον Γιαν Σιξ την εικόνα του εαυτού του που λαχταρούσε περισσότερο να δίνει στους άλλους. Τόσο πολύ τον είχε ικανοποιήσει, που θα ζητούσε από τον Δάσκαλο κάτι ασυνήθιστο: αντί για μια ελαιογραφία, να φτιάξει από εκείνη την εικόνα μια οξυγραφία, ώστε να διαθέτει αρκετά αντίγραφα, τα οποία θα είχαν διαφορετικό προορισμό το καθένα. Και θα την πλήρωνε στην τιμή στην οποία συνήθως κοστολογούσαν μια ελαιογραφία.
   Με αυτόν τον τρόπο, πρώτα ως γενναιόδωρος πελάτης, κατόπιν ως παραχαϊδεμένος θαυμαστής και πολύ σύντομα ως φίλος, ο Γιαν Σιξ μετατράπηκε σε συνηθισμένη παρουσία στο σπίτι και στο εργαστήριο του Δασκάλου σε μια εποχή που ο ζωγράφος ζούσε μία από τις εκστατικές στιγμές του, αφού πριν από μερικούς μήνες είχε καταφέρει να προσλάβει ως παιδαγωγό του γιου του, Τίτους, τη νεαρή Χέντρικιε Στόφελς, λιγότερο όμορφη, αν και προφανώς πιο έξυπνη από την Έμελι Κερκ, από ταπεινή οικογένεια όπως και η προκάτοχός της, την οποία πολύ σύντομα είχε ρίξει στο κρεβάτι του. Και τόσο είχε απολαύσει εκείνα τα ξυπνήματα του πάθους του ώριμου άνδρα, που της είχε φτιάξει έναν όμορφο και προκλητικό πίνακα πάνω σε μια σανίδα που τον τιτλοφόρησε ακριβώς έτσι, Η Χέντρικιε Στόφελς στο κρεβάτι, όπου η νέα, μισοντυμένη, χωρίς άλλο στολίδι εκτός από μια στενή χρυσαφιά ταινία στα μαλλιά, ύψωνε με το αριστερό της χέρι τις κουρτίνες του επίπλου και έσκυβε προς τον παρατηρητή, με το στήθος καλυμμένο με ένα σεντόνι και γερμένη σε μια αφράτη μαξιλάρα... στο κρεβάτι του Δασκάλου.
   Η ευεργετική παρουσία του Γιαν Σιξ και της Χέντρικιε Στόφελς είχαν βελτιώσει πολύ τη διάθεση του καλλιτέχνη, που ξαναγινόταν -έτσι το σκέφτηκε ο Ελίας- ο άνδρας που μερικά χρόνια πρωτύτερα, πριν από τον θάνατο της συζύγου του, πρέπει να ήταν. Ίσως μάλιστα και πιο κεφάτος, αφού, όπως είχε διακηρύξει, τώρα ένιωθε ελεύθερος από καλλιτεχνικές ή ακόμα και κοινωνικές εξαρτήσεις, όπως αποδείκνυε εκείνος ο πίνακας της Χέντρικιε, στον οποίο αποκάλυπτε δημόσια και με περηφάνια την ερωτική του σχέση με μια υπηρέτρια. Το αίσθημα ικανοποίησης για τον εαυτό του ακτινοβολούσε σε όλους όσους τον περιστοίχιζαν -εξαιρουμένης, βεβαίως, της κυρίας Ντιρξ, με την οποία ζούσε σε πόλεμο- μεταξύ των οποίων και οι μαθητές του. Η σχέση με τον Ελίας Αμπρόσιους είχε φτάσει σε σημείο να είναι ζεστή και, χάρη σε αυτό, ο νέος μπόρεσε να παρευρεθεί στους διαλόγους με τον Γιαν Σιξ, μέσα από τους οποίους τόσο πολλά έμαθε για την πολιτική κατάσταση στη Δημοκρατία. Και, παράλληλα, θα αποτελούσε την προϋπόθεση, που θα τον μετέτρεπε (ευνοημένο από το γεγονός ότι επιτέλους είχε βγάλει γένια, αραιά κάπως, αλλά γένια σε τελική ανάλυση) στο βασικό του μοντέλο για το μεγάλο έργο, στο οποίο εκείνη την εποχή θα παραδινόταν ο Δάσκαλος με όλη του την ικανότητα και την απειθαρχία σε απόλυτη ετοιμότητα: μια εικόνα του δείπνου του αναστημένου Χριστού μετά τη συνάντηση με τους μαθητές του στον δρόμο προς το Εμμαούς.
   Οι όλο και πιο ορατές και σημαντικές ευθύνες του στο εργαστήριο του Δασκάλου (όπως σε άλλες εποχές συνέβαινε με τον Κάρελ Φαμπρίσιους, τώρα ήταν ο Ελίας εκείνος που πάντα τον συνόδευε στις εξορμήσεις του για ψώνια και σε αυτόν ανέθετε συνήθως να περνάει το πρώτο χέρι βερνίκι στους καμβάδες), οι πρόοδοι που είχε ο ίδιος ως ζωγράφος, η δημόσια ανακοίνωση της δέσμευσής του για γάμο με τη Μαριάμ Ρόκα και η προαγωγή στην κατηγορία του τεχνίτη στο τυπογραφείο, που διηύθυνε ο πατέρας του, γέμιζαν με λαμπερά φώτα κάθε δευτερόλεπτο της ζωής του νέου, την ίδια στιγμή όμως που τον πλησίαζαν περισσότερο στην επικίνδυνη κατάσταση το μυστικό του να εκτίθεται όλο και περισσότερο και να μπορεί να αποκαλυφθεί σε πρόσωπα, που θα μπορούσαν να του κάνουν τη ζωή πολύ περίπλοκη.
   Ευτυχώς γι' αυτόν, η προσοχή του κόσμου ήταν συγκεντρωμένη στις μεγάλες πολιτικές συγκρούσεις, που ήταν σε εξέλιξη και μπορούσαν να έχουν απρόβλεπτες επιπτώσεις στα μέλη του Νασάο, καθώς και σε συμβάντα πιο ελκυστικά, όπως η δημοσίευση ενός σκανδαλώδους σύντομου φυλλαδίου για τη σχέση ανάμεσα στον Άνθρωπο και το Θείο, το οποίο είχε γράψει και διανείμει ο νεαρός Μπαρούχ, γιος του Μιγκέλ δε Εσπινόζα· ή τα υλικά προβλήματα εγκατάστασης, που  δημιουργούσε η άφιξη κάθε μέρα και περισσότερων πάμπτωχων Εβραίων της Ανατολής, μιας αληθινής μάστιγας· ή τα σχόλια (φορτισμένα με ελπίδες, εμπορικές ή και οικογενειακές, για πολλούς) για ένα πιθανό άνοιγμα των ισπανικών και πορτογαλικών λιμανιών στο εμπόριο με το Άμστερνταμ. Πάνω απ' όλα, όμως, το πιο δραστήριο και μαχητικό κομμάτι της εβραϊκής κοινότητας ήταν μαγεμένο με τις όλο και πιο ανησυχητικές ειδήσεις που δημιουργούσαν οι πράξεις του αυτοανακηρυγμένου Μεσσία, ο οποίος τώρα φαίνεται πως τριγυρνούσε στην Παλαιστίνη, πηγαίνοντας ούτε λίγο ούτε πολύ στην Ιερουσαλήμ και αναγγέλλοντας τον ερχομό της Κρίσεως το κοντινό έτος 1648. Έτσι, ήταν δύσκολο στο Άμστερνταμ κάποιος να δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σχέση ανάμεσα σε έναν ζωγράφο και έναν Εβραίο και ο Ελίας Αμπρόσιους μπορούσε να επωφελείται από κάποιες ζώνες σκιάς, μέσα στις οποίες η καρδιά του απολάμβανε έναν χώρο γαλήνης.

   Ο νεαρός Ελίας ζούσε σε μια πραγματική κατάσταση έκστασης από τότε που ο Δάσκαλος τον είχε διαλέξει για να δουλέψει μαζί του εκείνο το κομμάτι που, πριν από την πρώτη πινελιά, είχε ήδη τον μοναδικό τίτλο που θα μπορούσε να έχει, τον ίδιο που και σε άλλες περιπτώσεις είχε χρησιμοποιήσει ο ζωγράφος, τόσο ευάλωτος στις εμμονές του, τόσο πειθήνιος μπροστά τους: Οι προσκυνητές στο Εμμαούς. "Δεν με ενδιαφέρει η μυστικιστική πλευρά της ιστορίας, αλλά η ανθρώπινη συνθήκη της, που είναι ανεξάντλητη. Γι' αυτό επιστρέφω πάντα σε αυτό το χωρίο, μέχρι που να καταφέρω να το δαμάσω, να το νιώσω τελεσίδικα δικό μου", του είχε εξηγήσει ο ζωγράφος το απόγευμα που -με το που έφτασε ο μαθητευόμενος- του είχε ανακοινώσει την απόφασή του. "Εδώ και είκοσι σχεδόν χρόνια αυτή η σκηνή μού έχει γίνει έμμονη ιδέα. Την πρώτη φορά που τη ζωγράφισα έφτιαξα τον Χριστό σαν μυστηριώδες φάντασμα και τον μαθητή που τον αναγνωρίζει σαν έναν άνθρωπο γεμάτο έκπληξη... Τώρα θέλω να ζωγραφίσω κάποιους συνηθισμένους τύπους, που έχουν το προνόμιο να δουν τον αναστημένο γιο του Θεού τη στιγμή που πραγματοποιεί την πιο κοινή και την πιο συμβολική πράξη: κόβει το ψωμί, ένα απλό ψωμί, όχι το κοσμικό σύμβολο για το οποίο μιλάει ο χαχάμ σου, Μπεν Ισραέλ", είπε τονίζοντας κάθε λέξη. "Ανθρώπους κοινούς, γεμάτους από φόβο για τους διωγμούς που υφίστανται, τη στιγμή που η πίστη τους ξεπερνιέται από το πιο μεγάλο από τα θαύματα: την επιστροφή από τον κόσμο των νεκρών. Πάνω απ' όλα όμως θέλω να ζωγραφίσω έναν Ιησού με σάρκα και οστά, έναν Ιησού που έχει επιστρέψει από το επέκεινα και έχει βαδίσει σαν ζωντανό πλάσμα μαζί με αυτούς τους μαθητές προς το Εμμαούς και πρέπει να φαίνεται τόσο ανθρώπινος και κοντινός όσο δεν τον έχει ζωγραφίσει ποτέ κανείς. Πιο ζωντανός και από αυτόν του μεγάλου Καραβάτζιο... Ταυτόχρονα όμως να κατέχει μια δύναμη. Κι αυτός ο Ιησούς, τον οποίο θα απεικονίσω σαν ζωντανό άνθρωπο, θα έχει το πρόσωπο και τη φιγούρα σου..."
   Και τότε ο Δάσκαλος, για να αρχίσει να προσεγγίζει το αντικείμενό του, είχε προτείνει στον συγκινημένο Ελίας να κάνουν ένα πείραμα: θα ζωγράφιζε με λάδι ένα τρόνι του νεαρού Εβραίου -εκείνα τα πορτρέτα ήταν η πρώτη ειδικότητα του Δασκάλου, τότε, τις μακρινές μέρες των αναζητήσεών του στο γενέθλιο Λέιντεν- αφού εκείνο που περισσότερο τον ενδιέφερε ήταν να πετύχει μια ολοφάνερη έκφραση ανθρωπιάς στο θεϊκό πρόσωπο. Όμως -κι εκεί έκανε την απρόσμενη στροφή: θα το έφτιαχναν συγχρόνως. Όσο αυτός θα έκανε την προσωπογραφία του Ελίας, ο Ελίας θα έφτιαχνε την αυτοπροσωπογραφία του και θα αναζητούσαν μαζί το σαρκικό βάθος του ανθρώπου, που ήταν σημαδεμένος από την υπερβατική συνθήκη ότι είχε επιστρέψει από τα βασίλεια του θανάτου και βρισκόταν σε μια σύντομη επίγεια, ανθρώπινη μετάβαση, πριν πάει να καταλάβει τη θέση του δίπλα στον Πατέρα Του.
   Το μεγαλύτερο πρόβλημα, που αμέσως εντόπισε ο Ελίας στο πολύ δελεαστικό σχέδιο που τον έβαζε να δουλέψει δίπλα δίπλα με τον πιο μεγάλο ζωγράφο της πόλης και ίσως και του γνωστού κόσμου, ήταν η δημόσια απήχηση που θα είχε εκείνο το έργο, αφού ήταν δουλειά του Δασκάλου, και την ενδεχόμενη αντίδραση που θα προκαλούσε από τους θρησκευτικούς ηγέτες της κοινότητας, όταν θα έβλεπαν ότι αυτός δεν είχε προσφερθεί να τον χρησιμοποιήσουν απλώς ως μοντέλο για μια απεικόνιση, αλλά το είχε κάνει για μια απεικόνιση της μεγαλύτερης από τις αιρέσεις. Και από αιρέσεις, πραγματικές ή υποτιθέμενες, έμοιαζαν να έχουν μπουχτίσει εκείνοι οι πατριάρχες, κάθε μέρα και πιο αδιάλλακτοι απέναντι στις γήινες αντιδράσεις μιας κοινότητας, της οποίας τον έλεγχο δεν ήταν δυνατόν να χάσουν.
   Ο παλιός του καθηγητής ήταν, όπως πάντα, ο άνθρωπος που διάλεξε για να προσπαθήσει να ξεκαθαρίσει τους συλλογισμούς του. Το βράδυ που εμφανίστηκε στο σπίτι του, η Ραχήλ Αμπραβανέλ, κακοχτενισμένη και γκρινιάρα ως συνήθως, του είπε ότι ο σύζυγός της ήταν σε μια συνεδρίαση του Μααμάντ, του ραβινικού συμβουλίου, και ότι, αν ήθελε να τον περιμένει, να το έκανε στα σκαλοπάτια της εισόδου, δίπλα στη μεζουζά. Και, ως συνήθως, έκλεισε την πόρτα.
   Το ανοιξιάτικο βράδυ ήταν πιο χλιαρό από το συνηθισμένο για την εποχή και ο Ελίας ελάχιστα νοιάστηκε για τη γεμάτη αγένεια τραχύτητα της Αμπραβανέλ, που ήταν πολύς καιρός που είχε πάψει να επαναλαμβάνει το παλιό σεφαραδίτικο γνωμικό που συνόψιζε το όνειρό της για μεγαλείο: «Χαχάμ και έμπορος, χαρά της συζύγου». Ως παιδαγωγός και ταυτόχρονα ως επιχειρηματίας, δημιουργός πλούτου, ο σύζυγός της είχε αποδειχτεί η πιο απόλυτη αποτυχία και η Ραχήλ Αμπραβανέλ τον κατηγορούσε για όλες του τις στερήσεις.
   Αν και παραλίγο να τον τρέψει σε φυγή η δυσωδία από τις μαούνες με τα περιττώματα, που, όπως κάθε σούρουπο, διέσχιζαν τον Μπίνεν Άμστελ, η ευφορία και ο τρόμος, μέσα στους οποίους ζούσε ο νέος μετά από εκείνο το απόγευμα αποδείχτηκαν πιο ισχυροί. Και αυτό όχι χωρίς λόγο: αυτός ο ίδιος και το πρόσωπό του, που ευτυχώς είχε πια γένια, θα αποτελούσαν αντικείμενο της τέχνης του Δασκάλου, γεγονός που θα τον τοποθετούσε στη θέση της πιο μεγαλειώδους επίγειας αθανασίας, κάτι για το οποίο οι πιο πλούσιοι πολίτες του Άμστερνταμ, συμπεριλαμβανομένου του Γιαν Σιξ, έπρεπε να πληρώνουν αρκετές εκατοντάδες φιορίνια.
   Ο χαχάμ ήρθε σχεδόν στις εννιά, σε ένα βράδυ που από λεπτό σε λεπτό κρύωνε και περισσότερο. Από τη στιγμή του χαιρετισμού και τις πρώτες λέξεις, που αντάλλαξαν, ο νέος κατάλαβε πως η διάθεση του λόγιου δεν ήταν η καλύτερη. Καθισμένοι πια στο χαοτικό δωμάτιο, όπου εργαζόταν ο Μπεν Ισραέλ, ενώ αυτός σερβίριζε τα πρώτα ποτήρια κρασί, ο Ελίας έμαθε μια περίληψη των γεγονότων που είχαν εκνευρίσει τον καθηγητή. "Για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο, αυτοί οι ραβίνοι είναι ικανοί να κάνουν οτιδήποτε. Τώρα κυνηγάνε το κεφάλι του Μπαρούχ, γιου του Μιγκέλ δε Εσπινόζα. Και, το αποκορύφωμα, κάμποσοι από δαύτους, με επικεφαλής τον Μπρεσλάου και τον Μοντέρα, λένε ότι είναι πεπεισμένοι πως τα σημάδια που έρχονται από το Κάιρο και την Ιερουσαλήμ πρέπει να τα λάβουμε υπόψη μας. Πως αυτός ο τρελός, που τριγυρίζει εκεί, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Μεσσίας!"
   Ήδη με το δεύτερο ποτήρι κρασί στο χέρι, ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ επιτέλους τού διηγήθηκε τις τελευταίες περιπέτειες του πεφωτισμένου που εμφανιζόταν ως Μεσσίας. Όλα είχαν αρχίσει στη Σμύρνη, όπου αυτός ο Σαμπατάι Σεβί είχε γεννηθεί και από πολύ νωρίς είχε μελετήσει σε βάθος τα βιβλία του καβαλισμού. Εκεί, μεθυσμένος από μυστικισμό ή από τρέλα -αυτές ήταν οι λέξεις του Μπεν Ισραέλ- ήταν που είχε ριχτεί στον πιο επικίνδυνο από τους δρόμους προς την αίρεση, αποφασισμένος να αμφισβητήσει όλους τους κανόνες: μπροστά στην κιβωτό της συναγωγής είχε εκστομίσει το μυστικό και απαγορευμένο όνομα του Θεού, αυτό που γράφεται αλλά δεν λέγεται... Η αντίδραση των ραβίνων της Σμύρνης ήταν άμεση και λογική: τον αφόρισαν, όπως του άξιζε. Ωστόσο, ο Σαμπατάι είχε κι άλλα κόλπα στο μανίκι: εγκατέλειψε την πόλη του και πήγε στη Θεσσαλονίκη, όπου άρχισε το κήρυγμά του και, σε μια συγκέντρωση καβαλιστών, μιμήθηκε την τελετή του γάμου του με έναν κύλινδρο της Τορά και ανακηρύχθηκε Μεσσίας. Και από τη Θεσσαλονίκη τον έδιωξαν με τις κλοτσιές, όπως ήταν αναμενόμενο... Αυτός ο τρελός όμως (έλεγαν πως ήταν όμορφος άνδρας, ψηλός, με μαλλιά στο χρώμα του μελιού, μάτια που άλλαζαν αποχρώσεις σαν το δέρμα της σαύρας και με μια φωνή που σε αγκάλιαζε και σε έπειθε) είχε εμφανιστεί στο Κάιρο, όπου βρήκε άσυλο στο σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου, που ήταν το σημείο συνάντησης των καβαλιστών της πόλης. Εκεί, με τις ομιλίες του, έπεισε, και μόνο ο Ύψιστος ξέρει πώς το έκανε, τους σοφούς και τους ισχυρούς της πόλης, που του έδωσαν τη βοήθειά τους, ακόμα και χρήματα. Από τότε γυρίζει κάνοντας κήρυγμα για την Ιερουσαλήμ, όπου είχε φτάσει με τη φήμη των πράξεών του να προηγείται και είχε βαλθεί να μοιράζει ελεημοσύνες, να ασχολείται με φιλανθρωπίες και, έλεγαν, να κάνει θαύματα. Όλο εκείνο το τσίρκο, αποφάνθηκε ο χαχάμ, αρκετά παρόμοιο με αυτά που έχουμε υποστεί από άλλους «μεσσίες» ("ένας απ' αυτούς με πολύ μεγάλη επιτυχία, ξέρεις ποιος"), είχε μπει στην πιο επικίνδυνη φάση του, όταν κάποιος Νάθαν της Γάζας, ένας νεαρός καβαλιστής, που έλεγε πως είχε προφητικά χαρίσματα, ανακοίνωσε πως του είχε αποκαλυφθεί η τεράστια αλήθεια: ο Σαμπατάι Σεβί ήταν η μετενσάρκωση του πάντα αναμενόμενου προφήτη Ηλία και η έλευσή του, που συνέπιπτε με όλες τις συμφορές που είχαν υποστεί τα τέκνα του Ισραήλ τους τελευταίους αιώνες ("λες και το να υφιστάμεθα συμφορές ήταν κάτι καινούργιο για μας"), αποτελούσε την τελεσίδικη αναγγελία της επερχόμενης Τελικής Κρίσης, που ήταν γραμμένη για το έτος 1648, όταν θα συνέβαιναν αδιανόητες συμφορές στα τέκνα του εκλεκτού λαού, οι ύστατες, αποκαλυπτικές δυστυχίες, που θα ενέσκηπταν πριν από τον ερχομό της λύτρωσης. "Τούτη εδώ τη στιγμή αυτός ο κάλπης γυρίζει την Παλαιστίνη και τον ακολουθούν εκείνος ο Νάθαν της Γάζας και εκατοντάδες Εβραίοι τόσο απελπισμένοι, ώστε να πιστέψουν στα κηρύγματά του, και καλεί τους πάντες να συγκεντρωθούν στην Ιερουσαλήμ και να εισχωρήσουν «στα άδυτα των αδύτων», είπε.
   Ο Ελίας Αμπρόσιους, που οι απειθαρχίες και ο ορθολογισμός του δεν είχαν καταφέρει ποτέ να του σβήσουν το έντονο μεσσιανικό αίσθημα που του είχε εμφυσήσει ο παππούς Μπενγιαμίν, αισθάνθηκε πως υπήρχε κάτι καινούργιο, αν και δύσκολο να το προσδιορίσει, στην ιστορία του Σαμπατάι, και ίσως όχι μόνο οι τρέλες ενός ανισόρροπου. Η ραβινική απαγόρευση να "σηκωθούν... πάνω από το τείχος και να εισχωρήσουν «στα άδυτα των αδύτων»" και να διαπεράσουν τα τείχη της Ιερουσαλήμ για να συγκεντρωθούν ξανά εκεί οι απόγονοι του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Μωυσή αποτελούσε μια ξεκάθαρη πρόκληση, την οποία ουδείς άλλος φωτισμένος είχε αποτολμήσει. Από τις μέρες των ιδρυτικών ραβινικών συνόδων, που καθιέρωσαν τους κανόνες και τους νόμους που συγκεντρώθηκαν στο Ταλμούδ και τη Μισνά, ήταν πολύ γνωστό σε όλους τους Εβραίους του κόσμου πως αυτή η πράξη της απόπειρας για μαζική επιστροφή στην Ιερή Γη εθεωρείτο ένας τρόπος πολύ συγκεκριμένος να επισπευσθεί η έλευση της σωτηρίας και, ως εκ τούτου, ήταν αυστηρότατα απαγορευμένη, αφού η εξορία ήταν κομμάτι του πεπρωμένου εκείνου του λαού μέχρις ότου το ορίσει ο αληθινός Μεσσίας.
   "Με όλο τον σεβασμό, χαχάμ... γιατί ο Σαμπατάι δεν θα μπορούσε να είναι ο Μεσσίας; Τόσες ενδείξεις, τόση τόλμη..."
   "Δεν είναι για πολλούς λόγους, που ανέλαβα να θυμίσω σε αυτούς τους φανατικούς με τους οποίους συνυπάρχουμε και οι οποίοι εκμεταλλεύονται τα πάντα για να τροφοδοτούν τον φόβο των ανθρώπων και έτσι να τους εξουσιάζουν κατά το δοκούν", είπε ο σοφός, σχεδόν κραυγάζοντας, έχοντας χάσει την ψυχραιμία του. "Γιατί ο ίδιος ο προφήτης Ηλίας προειδοποίησε πως ο Κεχρισμένος θα ερχόταν μόνο όταν οι Εβραίοι θα ζούσαν σε όλες τις γωνιές της γης, κι αυτό ακόμα δεν έχει συμβεί".
   "Επειδή οι ιθαγενείς της Αμερικής δεν είναι οι απόγονοι των δέκα χαμένων φυλών;"   
   "Αυτό είναι το πρώτο... και, για να συνεχίσουμε, επειδή στην Αγγλία, όπως ξέρεις καλά, όπως έχω πει χιλιάδες φορές, δεν υπάρχουν Εβραίοι εδώ και τριακόσια πενήντα χρόνια... Επειδή ο Μεσσίας θα είναι πολεμιστής. Επειδή πριν από τον ερχομό του θα προηγηθούν μεγάλοι κατακλυσμοί... Μα, σκέψου, αγόρι μου, σκέψου: από πού ξεφύτρωσε αυτός ο Σαμπατάι της Σμύρνης; Μπορεί να εγγυηθεί πως είναι απόγονος του οίκου του Δαβίδ;"
   Με τη διατύπωση εκείνου του επιχειρήματος, ο Ελίας Αμπρόσιους κατάλαβε τελικά τη στάση του χαχάμ: ακόμα και αν δεν αποδεχόταν απλώς την πιθανότητα μεσσιανισμού του Σαμπατάι, θα σήμαινε ότι έχανε την παντιέρα του αγώνα του για την αποδοχή των Εβραίων στην Αγγλία και, κυρίως, ότι εγκατέλειπε τις φιλοδοξίες των Αμπραβανέλ που αυτός, ως μέλος του κλαν, τόσο πολύ φρόντιζε να διακηρύσσει.
   "Δεν έχει σημασία τι λένε άλλα μέλη του Συμβουλίου· ούτε ότι μερικοί από τους πιο πλούσιους Σεφαραδίτες του Άμστερνταμ ξεπουλάνε την περιουσία τους για να επιβιβαστούν, μαζί με πολλούς από τους φτωχούς της πόλης, στα πλοία που σαλπάρουν προς την Ιερουσαλήμ, όπου όλοι θα συνενωθούν στην πομπή που συνοδεύει τον τρελό. Εμένα το μόνο που με ενδιαφέρει είναι αυτό που από δω και μπρος θα είναι το έργο της ζωής μου: να ανοίξω την πόρτα της Αγγλίας στους Εβραίους, να στήσω την απαραίτητη γέφυρα για να ανοίξω τον δρόμο στον αληθινό Μεσσία και όχι σ' αυτόν τον καινούργιο πεφωτισμένο που -ξέρεις κάτι;- θα μας φέρει μόνο περισσότερες συμφορές, λες και δεν είχαμε αρκετές. Θα δούμε πολλά..."
   Ο Ελίας, που δεν είχε καταφέρει να διατυπώσει την αιτία της επίσκεψής του στο σπίτι του παλιού του παιδαγωγού, τον αποχαιρέτησε ακριβώς τα μεσάνυχτα, φορτωμένος με τις θαυμαστές ανησυχίες του και με καινούργιες αμφιβολίες. Οι αποκαλύψεις της ιστορίας και οι περιπέτειες του Σαμπατάι Σεβί είχαν καταφέρει να τον ταρακουνήσουν και να τον βυθίσουν σε σκέψεις. Το γεγονός ότι μερικοί Εβραίοι τον πίστευαν για Μεσσία και άλλοι τον απέρριπταν κατηγορηματικά ήταν πρωτοφανής στάση στα χρονικά του Ισραήλ, όπου η ευπιστία και η αμφιβολία πήγαιναν πάντα χέρι χέρι. Από τον καιρό του Σολομώντα, του πιο μεγάλου και επιφανούς από τους σοφούς της φυλής του -εποχή γόνιμη σε προφήτες και σπουδαία γεγονότα (η δημιουργία των βασιλείων του Ιούδα και του Ισραήλ, η οικοδόμηση του Ναού, οι μεγάλοι πόλεμοι και η αποφασιστικής σημασίας εξορία στη Βαβυλωνία σχεδόν ολόκληρου του εβραϊκού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των δέκα φυλών, που από τότε και ύστερα είναι χαμένες)- ο Εκκλησιαστής είχε εκφράσει μια ειλικρινή και ελεύθερη αμφιβολία για τα ορθόδοξα δόγματα, όπως έδειχνε το κάθε κεφάλαιο του βιβλίου του, που παρ' όλα αυτά επίσης θεωρείται και ιερό. Διότι ο σκεπτικισμός του Εκκλησιαστή δεν ήταν αίρεση, αλλά κομμάτι της εβραϊκής σκέψης και αποδείκνυε πόσο δύσκολο ήταν τελικά να διατυπώσει κανείς αποδείξεις, που να μπορούν να ικανοποιήσουν την κλίση για αμφισβήτηση των πάντων από έναν λαό με τόσο έντονη κριτική διάθεση. Στην πραγματικότητα, σκεφτόταν ο Ελίας, έναν λαό μάλλον δύσπιστο παρά επιρρεπή στο να πιστεύει. Τον λαό που -τα παράδοξα...- είχε βάλει, χάρη στις αποκαλύψεις του Υψίστου, τα θεμέλια μιας θρησκευτικής πίστης, ικανής να διαποτίσει τις ψυχές ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου.
   Και, μέσα σε εκείνο το περιβάλλον, που επέβαλλε να είναι σε επιφυλακή για καταιγίδες κάθε είδους, μάχες, όπου καθετί μη απαραίτητο θα πετιόταν στη θάλασσα, αυτός θα αποδεχόταν την πρόκληση να ποζάρει ως ο υποτιθέμενος Μεσσίας που είχε συστηθεί ως Ιησούς, ο Χριστός; Εκείνος ήταν ο άνθρωπος, που είχε διαιρέσει πιο βαθιά από ποτέ τους Εβραίους και είχε μετατρέψει τους διαφωνούντες τού τότε στους προγόνους των μελλοντικών καταπιεστών των ίδιων των αδελφών τους, σε εκείνους που θεμελίωσαν και εφάρμοσαν στην πράξη τον αντισημιτισμό που, από τους άμβωνες της νέας θρησκείας, πρότεινε ο Ιησούς, είχε φέρει τόσα βάσανα, πόνο, καταλήστευση και, βέβαια, τόσο θάνατο στους παλιούς τους αδελφούς, μόνο και μόνο, επειδή είχαν παραμείνει οχυρωμένοι στην αρχική πίστη και τους νόμους της... Ο Ελίας ένιωσε την ψυχή του να κομματιάζεται, καθώς συλλογιζόταν τις ιστορίες μεσσιανισμού του παρελθόντος και του παρόντος, και κάθε κομμάτι είχε σαλπάρει προς τη δική του κατεύθυνση, χωρίς αυτός να μπορεί να τα αιχμαλωτίσει και να αποπειραθεί μια συμφιλίωση. Αν ο Σαμπατάι Σεβί ήταν ο Κεχρισμένος και το κάλεσμά του να διαβούν τα τείχη της Ιερουσαλήμ αποτελούσε θεϊκή εντολή, τότε λοιπόν δεν υπήρχε τίποτα πια να κάνει, μόνο να περιμένει να τελεστεί το θαύμα της Κρίσης (και άρχιζε πάλι να φλερτάρει με την ιδέα ότι θα ξανασυναντούσε τον παππού). Αν δεν ήταν, όπως διαβεβαίωνε ο αγαπημένος του χαχάμ και όπως και ο ίδιος, στο βάθος του μυαλού του, είχε την τάση να πιστεύει, ε, τότε λοιπόν ο κόσμος θα συνέχιζε τον δρόμο του με τον πόνο να τον μαστίζει, μέχρι τον πραγματικό ερχομό του Μεσσία και της σωτηρίας. Οπότε, όπως έλεγε και ο ίδιος ο Μπεν Ισραέλ, δεν είχε λόγο να παραδώσει τις ελπίδες, τα πάθη και τα όνειρά του στον θάνατο, μαραζώνοντας εν ζωή μέχρι το αναπόφευκτο τέλος της σάρκας. Παρόλο που η στάση του εμπεριείχε κινδύνους και παρά το ότι οι αιώνιοι ορθόδοξοι μπορούσαν να τους κατηγορήσουν ακόμα και για προδοσία των ανθρώπων της φυλής τους και το ότι ο φόβος δεν τον άφηνε να ησυχάσει, εκείνος θα επέλεγε τη ζωή... Και είχε μια αναλαμπή ανακούφισης, όταν κατάλαβε ότι, αν κάθε άνθρωπος μπορεί με τις πράξεις του να βοηθήσει την Έλευση, αυτό εξαρτιόταν, όσον αφορά τα πιο ουσιώδη, από την υπέρτατη βούληση του Υψίστου, που οι αποφάσεις του ήταν ήδη ειλημμένες από την αιωνιότητα. Οι ατομικές του πράξεις, συνεπώς, μετείχαν στη μεγάλη κοσμική ισορροπία, αλλά δεν την καθόριζαν. Αυτός, ως θνητό ον, είχε μια επικράτεια, που του είχε δοθεί (από τον Δημιουργό τον ίδιο) και για μία και μοναδική φορά: το διάστημα της ζωής του. Και εκείνο το διάστημα μπορούσε να το γεμίσει με τις πράξεις που έκανε ως άνθρωπος και αυτό θα μπορούσε να το κάνει ακόμα καλύτερα, επειδή η συνείδησή του, ο πιο σημαντικός θεσμός, τού δήλωνε πως με εκείνες τις πράξεις δεν παραβίαζε την ουσία κάποιου Νόμου. Το πρόβλημά του, έτσι το αισθανόταν για μια ακόμα φορά, ήταν με τον ίδιο του τον εαυτό και όχι με τους γύρω του... Η μοίρα της ψυχής του Δασκάλου (που απέρριπτε οποιαδήποτε ανάμειξη των άλλων στην προσωπική και κυρίως στη θρησκευτική του ζωή) ήταν ευθύνη του Δασκάλου και ο Δάσκαλος ήξερε πολύ καλά τι ήθελε να κάνει μ' αυτήν. Η δική του, αν και δεμένη με μια παράδοση και κάποιους κανόνες, συνέχιζε να είναι πρόβλημα δικό του. Δικό του και του Θεού του ή, με άλλα λόγια, δικό του και της ψυχής του.

   Όταν ο Ελίας Αμπρόσιους μπήκε στο εργαστήριο, ανακάλυψε πως ο Δάσκαλος, με τις ορμές του ήδη εκτός ελέγχου, είχε αρχίσει να δουλεύει, ίσως με τη βοήθεια κάποιου μαθητή, για να πετύχει το έργο που πολιορκούσε το μυαλό του. Όπως και την πρώτη φορά που είχαν ζωγραφίσει μαζί, είχε ετοιμάσει δύο καβαλέτα, με τα αντίστοιχα σκαμνιά, και είχε προσανατολίσει τους καθρέφτες με τρόπο που το στήριγμα και το κάθισμα που ήταν στα δεξιά, τα πιο απομακρυσμένα από το παράθυρο, να αντικατοπτρίζονται από τρεις διαφορετικές γωνίες στις επαργυρωμένες επιφάνειες. Το γυαλί, που ήταν τοποθετημένο ακριβώς πίσω από το καβαλέτο, θα έδινε μια μετωπική εικόνα, ενώ οι άλλοι δύο, τακτοποιημένοι ένας σε κάθε πλευρά, θα απεικόνιζαν μισό προφίλ και ένα ολόκληρο προφίλ, αυτό το τελευταίο ορατό μέσα από τον καθρέφτη που έδειχνε το μισό προφίλ. Αυτό θα ήταν, φαινόταν προφανές, το σημείο της αυτοπροσωπογραφίας. Το άλλο σκαμνί με το καβαλέτο του είχαν τοποθετηθεί έτσι, ώστε να δέχονται όλο το φως από τα παράθυρα και ταυτόχρονα να φαίνεται από μπροστά εκείνος που θα καθόταν στην καρέκλα, που περιστοιχιζόταν από τους καθρέφτες. Η έκπληξη για τον νέο ήταν, όταν ανακάλυψε πως οι επιφάνειες, πάνω στις οποίες θα δούλευαν, διαστάσεων ασυνήθιστων αλλά παρόμοιων (γύρω στα τρία τέταρτα του ελ πλάτος επί κάτι παραπάνω από επίσης τρία τέταρτα ύψος), ήταν ωστόσο από διαφορετικό υλικό: του πορτρετίστα, καμβάς· του αυτοπροσωπογραφούμενου, μια σανίδα, που την είχε αγοράσει πριν από μερικούς μήνες ο Δάσκαλος και στην οποία ήταν ήδη περασμένο το πρώτο στρώμα σε ένα γκρι ματ και κατόπιν, ίσως λόγω του τόσο ασυνήθιστου μεγέθους της, την είχαν παρατήσει σε μια άκρη του εργαστηρίου.
   Δίνοντας χρόνο στον Δάσκαλο να τελειώσει τη σιέστα του -με τα χρόνια είχε αποκτήσει τη συνήθεια να κάνει εκείνο το διάλειμμα για να αναλαμβάνει τις δυνάμεις του, αφού συν τοις άλλοις υπέφερε και από αϋπνίες εξαιτίας των συχνών πόνων σε όσα δόντια είχαν ακόμα επιζήσει από τις επισκέψεις του στον χειρουργό -ο Ελίας Αμπρόσιους αποφάσισε να διασκεδάσει την αγωνία του. Με τον επαγγελματισμό, που είχε ήδη αποκτήσει, άρχισε να ετοιμάζει τα χρώματα με τα οποία θα δούλευαν, που τα είχε διαλέξει εκ των προτέρων ο Δάσκαλος, χωρίς μεγάλες εκπλήξεις: λευκό μολυβί και γήινα χρώματα. Υπήρχε εκεί και το κόκκινο-ώχρα (για την πουκαμίσα που είχε ζητήσει να φορέσει ο Ελίας όταν θα δούλευαν), σιένα, το κίτρινο-ώχρα και ένα κοκκινο-πορτοκαλί, που η χρήση και η θέση του στο έργο εξακολουθούσε να εξάπτει την περιέργεια του νέου.
   Όταν είχε ετοιμάσει τις απαιτούμενες ποσότητες για περίπου τρεις ώρες δουλειά, ο Ελίας βολεύτηκε στο σκαμνί του και μελέτησε τις εικόνες του προσώπου του που του έστελναν οι καθρέφτες. Από τότε που είχε αρχίσει να ζωγραφίζει τον εαυτό του στη μοναξιά της σοφίτας, πριν από μερικά χρόνια, τα χαρακτηριστικά του είχαν αλλάξει πολύ, διανύοντας τη διαδρομή από τις δυσαναλογίες, που χαρακτηρίζουν την εφηβεία, στη σταθεροποίηση των ενήλικων χαρακτηριστικών του, με τα είκοσι ένα του χρόνια πλέον κλεισμένα. Τα μαλλιά του, που πάντα είχαν χωρίστρα στη μέση του κεφαλιού, λυτά πάνω στους ώμους του, είχαν σκουρύνει κάπως, αν και διατηρούσαν μια κοκκινωπή λάμψη, και το στόμα του έμοιαζε πιο αποφασιστικό, πιο σκληρό ίσως. Τα γένια, που τώρα απλώνονταν στα μάγουλα και στο πιγούνι του, και το μουστάκι πάνω από το άνω χείλος ήταν αραιά, με τρίχες χοντρές και στο μούσι πιο σκούρες απ' ότι στα μαλλιά και κατσαρές σαν μπούκλες. Όμως, τα χαρακτηριστικά του προειδοποιούσαν και για άλλες αλλαγές, λιγότερο ορατές και πολύ μύχιες, που οφείλονταν στις εμπειρίες που είχε βιώσει εκείνα τα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων είχε ανακαλύψει, απολαύσει ή υποστεί τα βαθιά συναισθήματα της οδύνης για τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, την ευφορία της αγάπης και της σωματικής της ολοκλήρωσης, το βάρος να ζει με ένα μυστικό και να σέρνει μαζί του έναν φόβο και, κυρίως, τις βεβαιότητες και τις αβεβαιότητες μιας μαθητείας τόσο φορτωμένης με ευθύνες, σπαρακτικές εντάσεις, μυθικές ανακαλύψεις. Το πρόσωπό του τώρα ήταν το πρόσωπο ενός άνδρα αναπόφευκτα μπαρουτοκαπνισμένου, που, επιπλέον, αισθάνεται ικανός να τα μετατρέψει όλα αυτά σε υλικό, για να γνωρίσει άλλες ζωές μέσα από τη θαυμαστή άσκηση μιας τέχνης.
   Ο Ελίας ένιωσε την ανεξέλεγκτη παρόρμηση και, χωρίς να περιμένει τον ερχομό του Δασκάλου, τόλμησε να ετοιμάσει την παλέτα του και επέστρεψε στο σκαμνί και την παρατήρηση του προσώπου του. Χωρίς να το ξέρει, εκείνη τη στιγμή ανακάλυπτε επιτέλους, γιατί είχε αποφασίσει να τα ρίξει όλα στη φωτιά και να αρχίσει να ζωγραφίζει: όχι για λεφτά ούτε για φήμη ούτε για να ικανοποιήσει ένα καπρίτσιο. Εκείνο που τον κινούσε και που τώρα κρατούσε το χέρι του, καθώς χάραζε τις γραμμές ανάμεσα στις οποίες θα έκλεινε το πρόσωπό του, ήταν η βεβαιότητα ότι με ένα πινέλο, μερικά χρώματα και μια κατάλληλη επιφάνεια μπορούσε να απολαύσει τη δύναμη να δημιουργήσει ζωή, μια ζωή απαρατήρητη για πολύ κόσμο, την οποία όμως αυτός ήταν ικανός να δει, και, κατέχοντας τα όπλα με τα οποία θα τον προίκιζε ο Δάσκαλος, να απεικονίσει, με πάθος, συγκίνηση και ομορφιά. Αυτό που πράγματι ήξερε ο νέος εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ακόμα κι αν ρίσκαρε μια επίπληξη από τον ζωγράφο,  που σε αυτό το εργαστήριο είχε πάντα την πρώτη και την τελευταία λέξη, ήταν πως είναι πλήρης και ευτυχής. Όσο και όταν έκανε έρωτα με τη Μαριάμ, όσο και τη μέρα που ο παππούς του τον πήγε να μυηθεί στη συναγωγή και τον φίλησε στα μάγουλα, αφού του τακτοποίησε την κιπά, και τον οδήγησε προς την ενήλικη ζωή, όσο και στις καλύτερες στιγμές της ζωής του, γιατί έκανε αυτό για το οποίο ο Κύριος, δεν είχε πια αμφιβολίες, τον είχε πλάσει. Καθώς έδινε μορφή στο πρόσωπό του, αναζητώντας τον εαυτό του μέσα από ένα βλέμμα ευθύ, καθαρό, είχε φτάσει στην άπιαστη απάντηση, που τέσσερα χρόνια πριν είχε απαιτήσει απ' αυτόν ο Δάσκαλος, σε εκείνο το ίδιο μέρος, και η οποία τώρα μόνο ξεπηδούσε, με τρόπο σαρωτικό. Ο Ελίας Αμπρόσιους ήθελε να γίνει ζωγράφος για να έχει ακριβώς αυτή τη δύναμη. Τη δύναμη να δημιουργεί -μια δύναμη πιο όμορφη και ακαταμάχητη από τις δυνάμεις, με τις οποίες κάποιοι άνθρωποι συνήθιζαν να κυβερνούν και, σχεδόν πάντα, να καταδυναστεύουν άλλους ανθρώπους.

   Το καλοκαίρι στο Άμστερνταμ είναι μια φιέστα από φως και ζέστη, ικανή να παρασύρει τις διαθέσεις των κατοίκων του, που, ακόμα και μέσα στην καρδιά της απόλαυσης του θέρους, δεν καταφέρνουν ποτέ να ξεχάσουν εντελώς πως είναι μια ευτυχία παροδική, ανάμεσα σε δυο χειμώνες μακρόσυρτους, χιονισμένους, που τους μαστίγωναν ανεμοθύελλες και βροχές τόσο πολύ συχνές, που μούλιαζαν τους ανθρώπους μέχρι το μεδούλι στην υγρασία. Το φως, πάντα φιλτραρισμένο μέσα από τους ατμούς τόσου νερού, γίνεται πυκνό, σχεδόν συμπαγές, αλλά λάμπει για πολλές ώρες της ημέρας σε αυτήν την βόρεια περιοχή. Ο Ελίας Αμπρόσιους, κυριευμένος κι αυτός από την ευφορία της εποχής, έζησε εκείνες τις μέρες εργασίας μέσα σε ένα ξέσπασμα απόλαυσης και ικανοποιήσεων, όχι ιδιαίτερα ευχάριστων για τη Μαριάμ Ρόκα, που πρέπει να αποδεχόταν με στωικότητα τις σωματικές και νοητικές απουσίες του αγαπημένου της, ο οποίος, όταν επιτέλους βρισκόταν στο πλευρό της, χανόταν σε παρεκβάσεις για την ποιότητα του φωτός ή την ταχύτητα, με την οποία στέγνωναν ορισμένα χρώματα (γρήγορα η γη του Κασέλ, καθυστερημένα η εύπλαστη πίσσα της Ιουδαίας, ιδιότροπα το κίτρινο της Νάπολης), και είχε αιφνιδιαστικές αλλαγές στη διάθεσή του.
   Η αλήθεια είναι ότι ο Δάσκαλος είχε αρχίσει τη διαδικασία της δουλειάς με μία από εκείνες τις συνηθισμένες πικρόχολες εκρήξεις του, που ήταν πιο αναμενόμενες και συχνές όταν είχε μόλις ξυπνήσει από τη σιέστα ή τον πονούσαν τα δόντια: τον έβαλε να καλύψει με ένα στρώμα γκρίζας μπογιάς την πρώτη απόπειρα του Ελίας να διακηρύξει και να εφαρμόσει στην πράξη την καλλιτεχνική του ανεξαρτησία, αφού το έργο, που είχε στο μυαλό του ήταν αυτό που εκείνος είχε ανάγκη και όχι το πρώτο πράγμα που θα κατέβαινε στο μυαλό κάποιου μαθητευόμενου. Αυτός ήθελε, είχε ανάγκη, αναζητούσε πολύ πειστικές εκφράσεις του προσώπου του Ελίας - Χριστού, που να αποπνέουν ανθρωπιά, απλώς και μόνο την ανθρωπιά ενός ανθρώπου, παρά την καταγωγή του και την αποστολή του επί της γης, παρά ακόμα και το ότι είχε νεκραναστηθεί, στην τρομερή κατάσταση να βρίσκεται ξανά ανάμεσα στους θνητούς και τους αμαρτωλούς. Το ίδιο απόγευμα, στο τετράδιο των σημειώσεών του -που μαζί με τον φάκελο με τα σχέδιά του και το αρχείο με τα έργα του έκρυβε εδώ και μερικούς μήνες στο σπίτι του Δασκάλου- ο Ελίας προσπάθησε να αναπαραγάγει τα λόγια του βασανισμένου από έμμονες ιδέες και παθιασμένου ανθρώπου: "Δεν μπορεί να είναι ο Χριστός του Λεονάρντο, ταπεινός και γενναιόδωρος, υπερβολικά άγιος, υπερβολικά θεός σε σχέση με τους μαθητές... αν και θα του βάλουμε τον κόκκινο χιτώνα του Μυστικού δείπνου. Ούτε αυτός του πρώτου Δείπνου στο Εμμαούς, του Καραβάτζιο: υπερβολικά όμορφος και θεατρικός, σχεδόν θηλυκός... επίσης με τον κόκκινο χιτώνα του. Πρέπει να μοιάζει περισσότερο στη δεύτερη εικόνα του Καραβάτζιο, πιο άνδρας, πιο ανθρώπινος, παρόλο που βγήκε αρκετά δραματικός και τέλειος, αν και δεν μπορούσε να συμβεί αλλιώς, αφού πρόκειται για τον Καραβάτζιο. Ο Χριστός μου πρέπει να είναι ένας άνθρωπος, που, μπροστά σε άλλους ανθρώπους, αποκαλύπτει την ουσία του μέσα από μια χειρονομία που κάνουμε κάθε μέρα, η οποία όμως σε Αυτόν μετατράπηκε σε σύμβολο της Θείας Ευχαριστίας. Το ψωμί θα είναι ένα ψωμί από τα πιο συνηθισμένα και συνηθισμένη θα είναι η πράξη να το κόψει σε κομμάτια πριν αρχίσει το δείπνο... Χωρίς μυστικισμό, χωρίς θεατρικότητα... Ανθρωπιά, αυτό είναι που θέλω, ανθρωπιά", είχε πει με έμφαση, σχεδόν οργισμένος, και πρόσθεσε: "Κι εσύ πρέπει να μου δώσεις αυτό το πρόσωπο κι εμείς να καταφέρουμε να του δώσουμε μορφή εκ του φυσικού".
   Η ιδέα του Δασκάλου με τις δύο εκδοχές ήταν ο Ελίας να δουλέψει πάνω στη σανίδα, όπου δουλεύονταν πιο εύκολα τα χρώματα, και να του προσφέρει ένα πρόσωπο του Χριστού σε ένα ελαφρό προφίλ και με το κεφάλι ελάχιστα σκυμμένο, δημιουργώντας μια γραμμή που να ξεκινάει από το πιγούνι, να διατρέχει τη μύτη και, μέσω της χωρίστρας των μαλλιών, να φτάνει στην επάνω δεξιά γωνία της επιφάνειας. Με αυτόν τον τρόπο επεδίωκε να μπορεί ο θεατής να βλέπει όλο το μάγουλο που ήταν προς τη μεριά του καθώς και το πλήρες περίγραμμα του άλλου που ήταν προς το εσωτερικό, ενώ ταυτόχρονα χάραζε μια έξοδο προς το άπειρο με αφετηρία μια καθημερινή χειρονομία. Σε εκείνη τη στάση, το βλέμμα, κάπως στραμμένο προς τα κάτω, έπρεπε να εκφράζει ενδοσκόπηση. Το φως έπρεπε να είναι ομοιόμορφο, άφθονο, και γι' αυτό είχε σηκώσει τις κουρτίνες, αφήνοντας το πύρινο καλοκαιρινό φως να περνάει ελεύθερα στο εσωτερικό του εργαστηρίου: αυτό που τον ενδιέφερε, εκείνη τη στιγμή, ήταν το πρόσωπο και μόνο το πρόσωπο ενός ανθρώπου. Και για να υλοποιηθεί ο σκοπός του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ο Δάσκαλος χάραξε πάνω στη σανίδα, όπου είχε περαστεί το πρώτο χέρι και κατόπιν είχε καλυφθεί ξανά με το στρώμα του ίδιου γκρι ματ, τη μορφή του κεφαλιού και τη θέση των ώμων, μέχρι το ύψος των οποίων θα έφταναν τα μαλλιά. Ταυτόχρονα, στο δικό του τρόνι του Ελίας - Χριστού, που θα έφτιαχνε αυτός πάνω στον καμβά, η μορφή θα κοίταζε σχεδόν κατά μέτωπο και, κατά τη διαδικασία της δουλειάς, ο ζωγράφος θα αποφάσιζε το επίπεδο του βλέμματος, αν και ήδη υπέθετε πως θα είχε διαφορετικό προσανατολισμό αλλά και πως έπρεπε να κατευθύνεται προς κάποιο σημείο πέρα από τα επίγεια. Θα αναζητούσε το βλέμμα κάποιου, που, από την ανθρώπινη κατάστασή του, βλέπει ήδη την προαναγγελμένη δόξα που του είχε αφαιρεθεί για τριάντα τρία χρόνια, στη διάρκεια των οποίων αναγκάστηκε να υποστεί, σαν άνθρωπος, όλες τις οδύνες και τις απογοητεύσεις, μεταξύ των οποίων και η προδοσία, η ταπείνωση και ο θάνατος. "Σαν άνθρωπος... Ο Άνθρωπος που πάνω στον σταυρό είχε ρωτήσει τον Πατέρα του γιατί τον έκανε να περνάει όλα εκείνα τα βάσανα".
   Ο Ελίας, έχοντας επίγνωση πόσα πράγματα διακυβεύονταν, αφοσιώθηκε με ζήλο στη δουλειά. Ακολουθώντας τις κατευθύνσεις του Δασκάλου, ολοκλήρωσε το περίγραμμα του προσώπου, των μαλλιών και της κατηφορικής καμπύλης των ώμων, αφήνοντας τη θέση των χαρακτηριστικών του προσώπου για μετά. Δούλεψε κατόπιν αυτό που θα αποτελούσε το φόντο, που ήταν καλυμμένο με το κοκκινο-πορτοκαλί σπασμένο με λίγη από την ώχρα, που τόσο είχε εξάψει την περιέργειά του, αφού ο Δάσκαλος δεν συνήθιζε να χρησιμοποιεί αυτό το χρώμα για τέτοια δουλειά. Ο Ελίας ανακάλυψε επιτέλους την πρόθεση του ζωγράφου: να αφαιρέσει το βάθος από το έργο, να του δώσει έναν φωτισμό δικό του, χωρίς να επενεργούν πηγές φωτός, και να βοηθήσει έτσι να αναδειχθεί το πρόσωπο. Όχι να τονίσει τα περιγράμματα, αλλά να το κάνει να προβάλει προς τον θεατή.
   Ενόσω ο Δάσκαλος προχωρούσε στο πείραμά του, απαιτώντας συχνά από το μοντέλο να τον κοιτάζει στα μάτια, με το πιγούνι ίσιο ή ανασηκωμένο, η δημιουργία του Ελίας μόλις που σερνόταν. Τα μαλλιά θα αποδεικνύονταν τα πιο εύκολα να αποτυπωθούν με συγκεκριμένη μορφή. Από εκεί κατέβηκε στον κάτω τομέα, όπου θα πήγαινε στο μπούστο, καλυμμένο με τον χιτώνα σε ένα γήινο κόκκινο, που τον χάραζαν μερικές πτυχώσεις από σκούρο καφέ. "Κλείσε τον λαιμό στον χιτώνα", του είπε κάποια στιγμή ο Δάσκαλος. "Μην εκτρέπεις το ενδιαφέρον προς άλλα σημεία: το πρόσωπο είναι ο στόχος".
   "Μπορώ να δω τον πίνακά σας, Δάσκαλε;"
   "Όχι, ακόμα όχι. Εγώ είμαι αυτός που θέλω να δω τον δικό σου τελειωμένο. Προχώρα".
   Τη μέρα που ασχολήθηκε επιτέλους με την ακριβή απεικόνιση του προσώπου, που επιθυμούσε να δει ο Δάσκαλος, ο Ελίας κατάλαβε πόσα είχε μάθει και πόσα του έμεναν ακόμα να μάθει. Έπρεπε να πετύχει το πρόσωπο ενός ανθρώπου που φωτιζόταν από ένα φως εσωτερικό, χάρη στη θεϊκή του ιδιότητα. Δούλεψε τα γένια, διέγραψε το περίγραμμα του πιγουνιού και επικεντρώθηκε στο στόμα, στο άνω χείλος του οποίου βρέθηκε αντιμέτωπος με την πρόκληση του μουστακιού, αραιού αλλά ορατού. Η ίδια του η μύτη τού φάνηκε τότε άγνωστη: σαν να έβλεπε για πρώτη φορά εκείνο το εξόγκωμα, που τον είχε συνοδεύσει όλη του τη ζωή και το οποίο πολλές φορές είχε σχεδιάσει, αλλά ξαφνικά εμφανιζόταν μπροστά του ως κάτι τόσο ξένο. Παρατήρησε τη μύτη του Δασκάλου, σαν πατάτα, κάθε μέρα και πιο σαρκώδη, και ευχήθηκε να είχε μια τέτοια. Αυτή που του πρόσφερε ο καθρέφτης ήταν υπερβολικά ανώνυμη, κοινότοπα τέλεια, ολοφάνερα εβραϊκή. Με σχολαστικότητα και προσοχή μετέφερε στη σανίδα την εικόνα που του έδινε ο καθρέφτης και έμεινε σχεδόν ικανοποιημένος. Το μέτωπο και το τόξο των ματιών, που έκλεινε με τα φρύδια, αποδείχτηκαν λιγότερο προβληματικά και με λίγες διαβουλεύσεις με τον Δάσκαλο μπόρεσε να λύσει κάθε πρόβλημα. Και αποδέχθηκε πως είχε έρθει η ώρα της μεγάλης πρόκλησης των ματιών και του βλέμματος. 
   Mέχρι τότε ο Δάσκαλος είχε τελειώσει πια τον μεγάλο όγκο του έργου του και αποφάσισε να το αφήσει λίγο να κατακαθίσει πριν του βάλει τις τελευταίες πινελιές, για τις οποίες δεν χρειαζόταν πλέον τον Ελίας: το μόνο που χρειαζόταν ήταν οι απαιτήσεις της τέχνης του, το εσωτερικό του όραμα για το μοντέλο και το πώς είχε ο ίδιος συλλάβει τον κυνηγημένο Χριστό μέσα από το ζωντανό πρόσωπο του νέου. Ο Ελίας μπόρεσε επιτέλους να δει τον μικρό καμβά που είχε δουλέψει ο Δάσκαλος και έμεινε έκθαμβος: εκείνο το πρόσωπο ήταν το δικό του, ή μάλλον όχι, στην πραγματικότητα αποδεικνυόταν κάτι περισσότερο από το δικό του και, γι' αυτό, ταυτόχρονα δεν ήταν. Το βλέμμα, που στρεφόταν προς τα πάνω, τον έκανε να κοιτάζει ερευνητικά το πουθενά, ή ίσως κάποιο σημείο, που για τους υπόλοιπους ανθρώπους μπορεί να ήταν το πουθενά, και γι' αυτόν τον λόγο έδινε μια ισχυρή αίσθηση υπερβατικότητας, ρήξης με τα ανθρώπινα όρια, με σκοπό να κοιτάξει προς το άπειρο και το άγνωστο. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως ήταν ο ίδιος, ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα, αλλά ξαναγεννημένος, θεοποιημένος εν ζωή θα έλεγε κανείς, χάρη στο πινέλο του Δασκάλου.
   Ντροπιασμένος, παρατήρησε το άλλο πρόσωπό του, που ήταν ζωγραφισμένο στο ξύλο αλλά τυφλό ακόμα, και είπε στον εαυτό του πως ποτέ δεν θα έφτανε στα ουράνια επίπεδα, όπου κινιόταν η καλλιτεχνική δημιουργία του Δασκάλου. Αν και μέμφθηκε αμέσως τον εαυτό του για την υπερβολική ματαιοδοξία του: πολύ λίγοι άνθρωποι στον κόσμο είχαν αγγίξει εκείνα τα ύψη και ωστόσο αυτό δεν είχε σταθεί αιτία οι σύγχρονοι του Βερονέζε, του Λεονάρντο, του Τιτσιάνο, του Ραφαήλ, του Τιντορέτο, του Καραβάτζιο, του Ρούμπενς και του Βελάσκεθ να πάψουν να ζωγραφίζουν, ο καθένας στο επίπεδό του, αλλά με φροντίδα και ομορφιά. Ακόμα κι εκεί, στο Άμστερνταμ, εκατοντάδες άνθρωποι  ύγραιναν κάθε μέρα τα πινέλα τους, είτε με τη σκέψη είτε όχι να συναγωνιστούν τη δραματικότητα  και τη δύναμη αυτής της ιδιοφυΐας ή τη γλυκύτητα και τη λεπτότητα του Βερμέερ του Ντελφτ ή τη θεσπέσια επιμονή στις λεπτομέρειες του Φρανς Χαλς, αφοσιωμένοι όμως στα έργα τους.
   "Σε αφήνω για να μη σου αποσπάει τίποτα την προσοχή", του είπε ο Δάσκαλος, ένα απόγευμα στα τέλη του Αυγούστου, καθώς έβγαζε την ποδιά του. "Πας καλά. Τώρα δούλεψε μέχρι να εξαντληθείς. Όταν δεν μπορείς άλλο, φωνάζεις και έρχομαι να σε βοηθήσω. Πριν, όμως, οφείλω να σου πω δύο πράγματα: πρώτον, δεν θέλω το βλέμμα ενός θεού· δεύτερον, αναζητούμε αυτό που κανείς δεν έχει βρει: τον ζωντανό Θεό... Και, βέβαια, ήθελα να σου πω ότι είσαι ζωγράφος πλέον και είμαι περήφανος για σένα", και, χωρίς να δώσει στον νέο χρόνο να αντιδράσει, πέταξε σε μια γωνιά την ποδιά και βγήκε από το εργαστήριο.

   Όταν ο Δάσκαλος άρχισε να βάζει τις τελευταίες πινελιές στη σανίδα και στον καμβά, οι πίνακες έφτασαν στην τελεσίδικη ζωγραφική τους τελειότητα και τη χειροπιαστή ζεστασιά μιας ανησυχητικής γήινης και συνάμα υπερβατικής ποιότητας. Οι δύο Χριστοί, διαφορετικοί, αν και ενωμένοι από μια ολοφάνερη ατμόσφαιρα οικογένειας, ξεχείλιζαν επιτέλους την ανθρωπιά, που είχαν επιδιώξει με την προσπάθεια να τους βγάλουν από την πραγματικότητα και να τους αφήσουν αυτή τη σαρκική υπόσταση. Στην τελική φάση ο ζωγράφος είχε επιμείνει στην πρόθεσή του να τους προσδώσει την ακριβή ισορροπία, που έπρεπε να εκπέμπει το βλέμμα τους και την οποία μόνον αυτός γνώριζε: ο Χριστός του Ελίας προς τα μέσα, σε μια ενατένιση του δικού του, ανεξιχνίαστου κόσμου, και ο δικός του προς τα έξω, πασχίζοντας να διακρίνει το άπειρο και το απρόσιτο. Ο Ελίας δεν εξεπλάγη που, όταν τελείωσαν τα έργα, ο Δάσκαλος αποφάσισε να μη χρησιμοποιήσει κανένα από τα δύο κεφάλια ως σημείο αναφοράς για την εικόνα του Χριστού, που, πίσω από ένα τραπέζι, θα έκοβε το ψωμί μπροστά στους προσκυνητές στο Εμμαούς. "Έχω κάτι διαφορετικό στο μυαλό μου", είπε, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Ωστόσο, τροφοδοτώντας την άμετρη αγαλλίαση, μέσα στην οποία ζούσε ο νέος, ο Δάσκαλος πήρε μια απόφαση που έκανε τις προσδοκίες του Ελίας να ξεχειλίσουν: σύμφωνα με τη συνήθεια, που υπήρχε στο εργαστήριο, όπως κάθε φορά που μια δουλειά μαθητή το άξιζε, θα υπέγραφε ως δικό του τον Χριστό που είχε δημιουργήσει ο Ελίας και κάποια στιγμή θα τον έβγαζε για πούλημα. Αντίθετα, σε αυτόν που είχε φτιάξει ο ίδιος στον καμβά θα έβαζε μόνο τα αρχικά του ονόματός του και θα τον δώριζε στον μαθητευόμενο, ως ανταμοιβή για την προσπάθειά του σε εκείνη την αναζήτηση, αλλά, κυρίως, ως αναγνώριση για τα επιτεύγματα, που είχαν μετατρέψει τον νεαρό Εβραίο που είχε έρθει στο σπίτι του πριν από τέσσερα χρόνια, οπλισμένος μόνο με τον ενθουσιασμό του, σε έναν ζωγράφο ικανό να βγει στην αγορά με ένα έργο, που στη βάση του έφερε την υπογραφή του Δασκάλου.
   Ο Ελίας, έκπληκτος και συγκινημένος από την αναγνώριση και την τόσο ασυνήθιστη χειρονομία του Δασκάλου να δωρίσει σε μαθητευόμενο έργο δικό του, περίμενε υπομονετικός μέχρι το τέλος της δουλειάς της ημέρας, μαζεύοντας και πλένοντας πινέλα, τοποθετώντας καβαλέτα, κάνοντας χώρο για να τακτοποιήσει τον μουσαμά, όπου, την επόμενη μέρα, έπρεπε να αρχίσει ο ίδιος να περνάει το πρώτο χέρι μαζί με τον Γερμανό Κρίστοφ Πάουντις, που εκείνη τη στιγμή ήταν ο πιο προικισμένος από τους μαθητές που είχαν γίνει δεκτοί στο εργαστήριο. Θα ήταν ο καμβάς πάνω στον οποίο ο Δάσκαλος θα άρχιζε να δουλεύει την καινούργια του εκδοχή για τους Προσκυνητές στο Εμμαούς, που, για κάποιον λόγο που δεν ομολογούσε, του είχε γίνει τόσο πολύ έμμονη ιδέα για αρκετούς μήνες (όσο και η νεαρή Χέντρικιε Στόφελς, που μέρα με τη μέρα κατακτούσε εδάφη, όπου για χρόνια είχε βασιλέψει η κυρία Ντιρξ).
   Μόλις ο Δάσκαλος κήρυξε τη λήξη της εργάσιμης μέρας, ο Ελίας έφυγε τρέχοντας από τη Γιοντενμπρεϊστράατ, ανέβηκε από τη Σιντ Αντόνις, πέρασε περήφανος μπροστά από τα σπίτια που είχαν ζήσει άλλοι ζωγράφοι (ο Πίτερ Λάστμαν, ο Πάουλους Πότερ), πιο διάσημοι, αλλά ζωγράφοι όπως κι αυτός, και από το κτήριο, όπου έμενε ο έμπορος Χέντρικ Άουλενμπουρχ (κάποια στιγμή θα έπρεπε να μιλήσει μαζί του), πηγαίνοντας προς την Ντε Βάαχ και από εκεί προς το σπίτι της Μαριάμ Ρόκα. Στο χέρι του, τυλιγμένο σε ρολό, κρατούσε τον μικρό πίνακα, που ήταν υπογεγραμμένος με ένα R επιμηκυσμένο και ένα μικρούτσικο V, τον πίνακα, που, μετά από τόσες αγωνίες, μετατρεπόταν στο τρόπαιο της επιτυχίας του και, πολύ σύντομα, σε πηγή άπειρων συμφορών.
   Όση ώρα περπατούσε με την αρραβωνιαστικιά του στη μικρή πλατεία του Σπάου, καθ' οδόν προς τις όχθες του Σίνγκελ και τον δροσερό αέρα, που πάντα φυσούσε σε εκείνο το κανάλι, ο Ελίας τής διηγήθηκε τα τελευταία γεγονότα, τόσο σημαντικά γι' αυτόν. Η Μαριάμ,  περισσότερο ανήσυχη παρά χαρούμενη, τον άκουγε σιωπηλή, μετρώντας ίσως τις διαστάσεις των ευθυνών και των πράξεων, στις οποίες είχε εμπλακεί ο νέος. Όταν πια κάθισαν σε έναν από τους τεράστιους κορμούς δέντρων, τους οποίους σύντομα θα μετέφεραν  στην πλατεία Νταμ για να τους χρησιμοποιήσουν  σε κάποιο από τα έργα που εκτελούνταν εκεί με υπερεντατικούς ρυθμούς, ο Ελίας Αμπρόσιους, επωφελούμενος από το τελευταίο φως του αυγουστιάτικου δειλινού, δεν μπόρεσε να αντισταθεί περισσότερο στην πίεση της περηφάνιας και της ματαιοδοξίας και τόλμησε να ξετυλίξει, στη μέση του δρόμου, τον μικρό μουσαμά που ήταν ο μεγαλύτερός του θησαυρός.
   Όταν η Μαριάμ Ρόκα είδε το πρόσωπο του εραστή της ζωγραφισμένο πάνω στον μουσαμά, ένιωσε μια μικρή ταραχή: εκείνη η μορφή ήταν ο δικός της Ελίας Αμπρόσιους, αλλά συνάμα ήταν, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, και η καθιερωμένη εικόνα των χριστιανών για τον άνθρωπο που θεωρούσαν τον Μεσσία. "Είναι πανέμορφο, Ελίας", είπε εκείνη. "Αλλά είναι αιρετικό", πρόσθεσε και του ζήτησε να το τυλίξει ξανά. "Τι θα το κάνεις;"
   "Προς το παρόν, θα το φυλάξω".
   "Ε, λοιπόν, κάν' το καλά... Σίγουρα δεν ξεπέρασες τα όρια, Ελίας;"
   "Είναι απλώς ένα πορτρέτο, Μαριάμ", είπε αυτός, προσπαθώντας να μειώσει τη σημασία του, και πρόσθεσε: "Ένα πορτρέτο φτιαγμένο από τον Δάσκαλο, όπως αυτά που έχουν  ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ ή ο δόκτωρ Μπουένο, που είναι τόσο φίλος με τον πατέρα σου". 
   Εκείνη κούνησε το κεφάλι, λέγοντας όχι σε κάτι. "Το ξέρεις πως δεν είναι έτσι. Αυτό είναι κάτι πολύ περισσότερο... Και τι θα κάνεις τώρα;"
   Ο Ελίας κοίταξε το ήρεμο ρεύμα των σκοτεινών νερών του καναλιού, που πάνω τους έπεφταν οι τελευταίες αναλαμπές του δειλινού του Άμστερνταμ, του καλού τόπου, της γης της ελευθερίας. "Δεν ξέρω. Από δω και μπρος δεν ξέρω για πόσο καιρό ο Δάσκαλος θα συνεχίσει να με δέχεται ως μαθητή... Όμως, δεν μπορώ να φανταστώ μια ζωή ως απλός τυπογράφος ούτε καν ως ιδιοκτήτης τυπογραφείου. Ακόμα κι αν βγάζω τα προς το ζην, δουλεύοντας τα πιεστήρια και πακετάροντας φυλλάδια, δεν θα μπορέσω πια να είμαι άλλο από ζωγράφος".
   "Και μέχρι πότε, Ελίας; Ή μήπως πιστεύεις πως το μυστικό σου  είναι απρόσβλητο; Δεν ξέρεις πως ο κόσμος μιλάει για σένα και για το πόσο κοντά είσαι με τον Δάσκαλο;"
   "Και δεν μιλάνε για τον Μπεν Ισραέλ και για τους άλλους Εβραίους, που είναι φίλοι του και πίνουν κρασί και καπνίζουν φύλλα καπνού μαζί του;"
   "Ασφαλώς και μιλάνε... αλλά λένε άλλα πράγματα. Το μόνο που θέλω να σου πω είναι να προσέχεις. Εσύ μου μίλησες για ένα όριο... Όμως, το έχεις αφήσει πίσω σου εδώ και πολύ καιρό... Πάμε τώρα, με περιμένουν στο σπίτι για το δείπνο". Όταν ο Ελίας πήγε να την πιάσει από το χέρι, εκείνη το τράβηξε. Επέστρεψαν σιωπηλοί στο σπίτι της νέας και ο Ελίας Αμπρόσιους κατάλαβε, μέχρι ποιου σημείου είχε παραβιάσει το σύνορο πίσω από το οποίο τον είχαν φυλακίσει η θρησκεία και η εποχή του.

   Φορώντας έναν γκρίζο χιτώνα, με τα μαλλιά του να πέφτουν στους ώμους, ο Ελίας κοιτούσε από τη θέση του, πίσω από ένα τραπέζι, τον Δάσκαλο να δουλεύει. Δύο βδομάδες είχαν αφιερώσει ο νεαρός Εβραίος και ο Γερμανός μαθητευόμενος Πάουντις για να περάσουν το πρώτο χέρι στον μουσαμά και, μετά, να γεμίσουν τους χώρους, που είχε προβλέψει ο Δάσκαλος, χρησιμοποιώντας μια πρασινωπή ώχρα και ένα καστανό, που στην κεντρική περιοχή σκούραινε μέχρι που γινόταν μαύρο, για να δουλέψουν κατόπιν με ένα γκρι ματ τους κίονες, τα τείχη και την αψίδα, που θα καταλάμβαναν το βάθος του πίνακα και που επίσης τα είχε σχεδιάσει ο ζωγράφος. Στη διάρκεια της δουλειάς τους, οι βοηθοί είχαν αφήσει άθικτο, σαν εφεδρεία, όλο το κεντρικό και το κάτω μέρος του χώρου, όπου τώρα ο Δάσκαλος τοποθετούσε ήδη τη φιγούρα του νέου πίσω από το τραπέζι του δείπνου, που θα χρησιμοποιούσε για να εικονίσει το επεισόδιο στο Εμμαούς.
   Παρόλο που η σχέση του με τη Μαριάμ είχε επανέλθει στην κατάσταση της συνηθισμένης ζεστασιάς, εκείνες τις μέρες ο Ελίας Αμπρόσιους είχε αφιερώσει περισσότερο χρόνο από ποτέ στη ζωή του στη σκέψη, όχι πια της πράξης που λαχταρούσε να κάνει, αλλά των τρόπων να ασκεί την κλίση του και να διατηρεί την, επισφαλή αλλά ευχάριστη, ισορροπία μέσα στην οποία είχε κυλήσει η ζωή του, χάρη στο ότι είχε καταφέρει να κρατήσει το τόλμημά του μυστικό. Μόνο εκείνες τις μέρες είχε αντιληφθεί πραγματικά πώς μια περιπέτεια, που στις καταβολές της είχε πολύ καπρίτσιο και περιέργεια, παρακινδυνευμένο παιχνίδι και αθώα απόλαυση, είχε φτάσει με τον καιρό σε μια θερμοκρασία που γινόταν κάθε μέρα και πιο επικίνδυνη, μέσα σε ένα περιβάλλον αμετάκλητα χαλασμένο από τις όλο και πιο ανησυχητικές ειδήσεις για τις περιπλανήσεις στην Παλαιστίνη του Σαμπατάι Σεβί, αιρετικού για πολλούς, τρελού για άλλους, μεσσία για έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό ευελπιστούντων Εβραίων από όλο τον κόσμο, που μιλούσαν για ερχομούς, επιστροφές στους Αγίους Τόπους και επικείμενες αποκαλύψεις.
   Το ραβινικό συμβούλιο του Άμστερνταμ βρισκόταν σε διαρκή σύνοδο και τεταμένο διχασμό απόψεων. Ο φανατισμός των ραβίνων και των ηγετών της κοινότητας αντανακλούσε τον κίνδυνο, στον οποίο ο Σεβί και η πετυχημένη εκστρατεία του είχαν θέσει την πλεονεκτική κατάσταση όσων είχαν βρει άσυλο στο Άμστερνταμ. Όπως πριν από χίλια εξακόσια χρόνια, ο ερχομός ενός υποτιθέμενου Μεσσία αντιμετωπιζόταν με φόβο από όλες τις αρχές -εβραϊκές, χριστιανικές, καλβινιστικές, μωαμεθανικές· από βασιλιάδες, πρίγκιπες, εμίρηδες και σουλτάνους- αφού τα μηνύματα του κήρυκα συνεπάγονταν διαταράξεις της τάξης, ρήξη των κοινωνικών ιεραρχιών, επανάσταση, χάος. Τα μέλη του Μααμάντ συμπύκνωναν τις δύο τάσεις, που διαπερνούσαν την κοινότητα: αυτή που ζητούσε σωφροσύνη και τη διατήρηση της ευημερίας, που είχε επιτευχθεί, και εκείνη που έκλινε υπέρ τού να εγκαταλείψουν τα πάντα για να τεθούν υπό τις διαταγές του Σωτήρα. Ίσως με την εξαίρεση του πεισματάρη Μπεν Ισραέλ, που διαλαλούσε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα την απάτη εκείνου του δαιμονισμένου που ήταν σταλμένος για να εξαλείψει τον ιουδαϊσμό, όλοι ένιωθαν τον ανησυχητικό φόβο μπροστά στην ανεξιχνίαστη πιθανότητα: και αν ο Σεβί ήταν στ' αλήθεια ο Κεχρισμένος κι εκείνοι τον αγνοούσαν, όπως πριν από αιώνες είχαν αγνοήσει τον Ναζωραίο; Εκείνη η δραματική εσωτερική ένταση είχε δημιουργήσει έκρηξη στα κονκλάβια του συμβουλίου και τόσο οι υπερασπιστές όσο και οι επικριτές του Σαμπατάι εξέφραζαν την απογοήτευσή τους, κατηγορώντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Τα νιντούι και τα χέρεμ είχαν αρχίσει να πέφτουν σαν βροχή πάνω στο Άμστερνταμ και για οποιαδήποτε πράξη αμφισβητούσε την ορθοδοξία μοιράζονταν αφορισμοί, κοινωνικοί θάνατοι, αποκλεισμοί από την κοινότητα, διάφορες τιμωρίες και ποινές μετανοίας. Τα γραπτά του νεαρού Μπαρούχ, γιου του Μιγκέλ δε Εσπινόζα, εξετάζονταν λεπτομερώς από τους σοφούς και ο κόσμος ήδη μιλούσε για μια παραδειγματική καταδίκη του αιρετικού συγγραφέα, που αμφισβητούσε ακόμα και τις πιο ιερές αρχές της εβραϊκής πίστης και τη θεϊκή καταγωγή της Βίβλου. Και μέσα σε εκείνη την έκρηξη οργής, αδιαλλαξίας, φόβου και ανασφάλειας, η αποκάλυψη των πράξεων του Ελίας Αμπρόσιους μπορεί να αποδεικνυόταν μια μπουκιά υπερβολικά εύκολη για να την καταβροχθίσουν. Σχεδόν πειρασμός.
   Χαμένος σε αυτούς τους συλλογισμούς, ο νέος γύρισε στην πραγματικότητα του εργαστηρίου, όταν άκουσε τα χτυπήματα στην πόρτα. Η βαθιά γνώση του για τις συνήθειες του σπιτιού τον προειδοποίησε πως μπορούσε να ήταν μόνο κάποιο από τα πολύ κοντινά πρόσωπα (ή τα πολύ χαϊδεμένα: ο μικρός Τίτους, η πρόθυμη Χέντρικιε Στόφελς), στα οποία ο Δάσκαλος είχε χαρίσει το προνόμιο να μπορούν να τον διακόπτουν την ώρα που δούλευε. Γι' αυτό και δεν εξεπλάγη, όταν η πόρτα άνοιξε και είδε να μπαίνει, με το καπέλο στο ένα χέρι και μια καράφα κρασί στο άλλο, με το σπαθί στον ζωστήρα και έναν χάρτινο φάκελο κάτω από το μπράτσο, ο κομψότατος κύριος Γιαν Σιξ, ένας από τους εκλεκτούς. Ένιωσε όμως την καρδιά του να αναπηδάει, όταν, πίσω από τη φιγούρα του δικαστή και ποιητή, ξεπρόβαλε η όψη εκείνου που λιγότερο φανταζόταν ότι μπορούσε να βρει σε αυτό το μέρος: η μορφή του Ντάβιντε της Μάντοβα.
   Η αναχώρηση του Ιταλοεβραίου για τη χώρα του είχε συμβάλλει πολύ στο να ελαττωθεί η γοητεία, που εκείνος ο άνθρωπος ασκούσε στον Ελίας. Επιπλέον, καθώς ήταν πεπεισμένος ότι μια προσέγγισή του στον αποκαλούμενο και Σολομών τον Ιταλό μπορεί να αποδεικνυόταν πολύ απερίσκεπτη, στα όρια της αυθάδειας, και ταυτόχρονα λίγο επωφελής με δεδομένες τις πεποιθήσεις, που είχε πια ο Ελίας, σιγά σιγά έσβηνε η επιθυμία του να μάθει τα κίνητρα του ζωγράφου. Και τώρα, σαν φάντασμα από το επέκεινα, ο ζωγράφος έμπαινε στον χώρο, όπου ο Ελίας πόζαρε για τον Χριστό του Εμμαούς.
   Το δεύτερο συναίσθημα, που κατέκλυσε τον νέο λόγω της παρουσίας του Ιταλού, ήταν η οργή και η απογοήτευση, βλέποντας τον Δάσκαλο, που, αφού χαιρέτησε με την ίδια στοργή όπως πάντα τον Γιαν Σιξ, έσφιξε το χέρι του άλλου, χαμογελαστός που τον είχε πάλι στην πόλη, αποκαλύπτοντας έτσι πως υπήρχε γνωριμία προηγούμενη, ακόμα και στενή ίσως. Η τρίτη αντίδραση ήταν η απόλυτη συγκίνηση. "Ντάβιντε", είπε ο Δάσκαλος, ενώ ταυτόχρονα καθάριζε τα χέρια του στην ποδιά, "θέλω να σου συστήσω τον συμπατριώτη και συνάδελφό σου, Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο...  και έχε τον νου σου, μπορεί να μετατραπεί σε ανταγωνιστή σου".
   Ούτε καν η φιλοφρόνηση που είχε δεχτεί, η πρώτη δημόσια αναγνώριση της δουλειάς του, δεν βοήθησε να καλμάρει ο Ελίας. Αν και κατάλαβε αμέσως πως δεν είχε λόγους να ανησυχεί, ενώ είχε πολλούς, για να επωφεληθεί από εκείνη τη συνάντηση. Αν ο Δάσκαλος γνώριζε από πριν τον Σολομώντα τον Ιταλό (άραγε τον γνώριζε, όταν τον πήγε να δει τον κύλινδρο του Ισαάκ Πίντο, δύο, τρία χρόνια πριν;) και δεν είχε αποκαλύψει ούτε καν σ' αυτόν, που ήταν βουτηγμένος στο ίδιο μυστικό, την ταυτότητα αυτού του ανθρώπου, ο Ελίας μπορούσε να είναι ήσυχος ότι και η δική του ήταν καλά προστατευμένη στα χέρια του Δασκάλου: θα συνέχιζε να είναι για όλους ένας υπηρέτης, ένας ακόμα Εβραίος από τους πολλούς, με τους οποίους σχετιζόταν ο ζωγράφος.
   Ο Γιαν Σιξ άνοιξε την καράφα και ο Ελίας υπάκουσε πρόθυμα την εντολή του αφεντικού του να φέρει τέσσερα καθαρά ποτήρια. "Από τα βενετσιάνικα", πρόσθεσε, την ώρα που ο Ελίας αποσυρόταν. Μόνο όμως όταν γύρισε στο εργαστήριο με τα τέσσερα ποτήρια από ταγιαρισμένο κρύσταλλο, κατάλαβε ότι η παραμονή του σε εκείνον τον χώρο είχε ήδη αποφασιστεί από τον Δάσκαλο. Ο Ελίας τοποθέτησε τα ποτήρια σε ένα χαμηλό τραπέζι, όπου περίμενε η καράφα (κρασί της Τοσκάνης, από τους καλύτερους αμπελώνες του Αρτιμίνο, ανακοίνωσε ο Ντάβιντε της Μάντοβα) και προσπάθησε να πιάσει το νήμα της συζήτησης, που είχε αντικείμενο τα πιθανά θέματα της εικονογράφησης που είχε υποσχεθεί ο Δάσκαλος στον φίλο του, Σιξ, για την έκδοση του θεατρικού του έργου Μήδεια, που ήταν ήδη έτοιμο να παραδοθεί στους τυπογράφους. Ο Σολομών ο Ιταλός, γήινος, κομψός, χαλαρός, πρότεινε ιδέες, που μπορούσαν να αποδώσουν καρπούς στο έργο που είχε ζητηθεί και προσφερόταν να φέρει στον Δάσκαλο έναν φάκελο με γκραβούρες, με αντίγραφα κλασικών χαρακτικών, που είχε αποκτήσει πρόσφατα στη Βενετία.
   Όρθιος, ο Ελίας Αμπρόσιους δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα από τον Εβραίο, που έμοιαζε να απολαμβάνει με κάθε ανεμελιά την κουβέντα και το κρασί. Όπως ήταν βέβαιο πως θα συνέβαινε, κάποια στιγμή η συζήτηση λοξοδρόμησε προς το έργο που δούλευε ο Δάσκαλος και που μπορούσαν να το δουν στο καβαλέτο, και ο ζωγράφος εξήγησε στον Ιταλό ποιες ήταν οι προθέσεις σε εκείνη την επιστροφή σε ένα θέμα, πάνω στο οποίο κι άλλες φορές είχε δουλέψει. "Όμως, σου σύστησα ήδη αυτόν τον συνάδελφό σου", είπε τότε ο Δάσκαλος, "θέλω να σου δείξω τι είναι ικανός να κάνει... Για να μη νομίζεις πως είσαι ο μοναδικός Εβραίος που μπορεί να κάνει καλή δουλειά", συνέχισε να λέει, καθώς πήγαινε προς το βάθος του σαλονιού και, αφού τράβηξε τον λεκιασμένο μουσαμά που την κάλυπτε, κουβάλησε τη σανίδα που είχε ζωγραφίσει ο Ελίας. Ο νέος, που δεν μπορούσε να μην ξαφνιαστεί με εκείνα τα λόγια που δεν τα επιζητούσε, περίμενε γεμάτος αγωνία την κρίση του άλλου ζωγράφου, αν και πρέπει να άκουσε πρώτα αυτή του Σιξ.
   "Έχει ταλέντο ο μαθητής σου..." για να στραφεί κατόπιν προς τον Ιταλό και να περιμένει την ετυμηγορία του:
   "Ταλέντο και αρχίδια", αποφάνθηκε εκείνος και, για πρώτη φορά, απευθύνθηκε στον Ελίας. "Είναι όμορφο κομμάτι που μπορεί όμως να φέρει μπελάδες".
   "Όσο και ένας εικονογραφημένος κύλινδρος της βασίλισσας Εσθήρ", αντεπιτέθηκε ο Ελίας, με μια τόλμη και ταχύτητα που τον εξέπληξαν και τον ίδιο.
   Ο Ιταλός χαμογέλασε. Ο Γιαν Σιξ κατένευσε. Ο Δάσκαλος, αντίθετα απ' ό,τι συνήθιζε σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, έμεινε σιωπηλός, κατά τα φαινόμενα αποφασισμένος να απολαύσει τη διαμάχη μεταξύ των Ισραηλιτών.
   "Ακόμα και η αίρεση έχει διαβαθμίσεις, φίλε μου", άρχισε ο Σολομών ο Ιταλός, "η δική μου είναι τολμηρή, η δική σου μετωπική: θα μπορείς βεβαίως να πεις πως πρόκειται για την αυτοπροσωπογραφία σου, αλλά οι καχύποπτοι συμπατριώτες μας θα έλεγαν ότι έχεις ζωγραφίσει ένα είδωλο, το πιο απαγορευμένο απ' όλα, αυτό που λατρεύουν σε όλες τις καθολικές εκκλησίες".
   "Κι εγώ θα τους ρωτούσα, αν άκουγα αυτή την άποψη, ποιος απ' αυτούς έχει δει εκείνον τον αιρετικό, ποιος απ' αυτούς μπορεί να διαβεβαιώσει πώς ήταν ο ψεύτικος Μεσσίας...  και αν είχε κάποια ομοιότητα με τούτο εδώ το πρόσωπο, που είναι ζωγραφισμένο στη σανίδα, ε, λοιπόν, αυτό οφείλεται στο ότι ήταν Εβραίος, όπως κι εγώ" -και στράφηκε προς τον Δάσκαλο, πριν δώσει τη χαριστική βολή- "και για το ότι ήταν Εβραίος δεν έχει κανείς αμφιβολία".
   Ο Σολομών ο Ιταλός ύψωσε το ποτήρι προς τον Ελίας και εκείνος το τσούγκρισε με όλη τη φινέτσα, που απαιτούσαν εκείνα τα ακριβά βενετσιάνικα κρύσταλλα (δώρο άραγε του Ντάβιντε της Μάντοβα στον Δάσκαλο;) και ήπιε. 
   "Δεν ξέρω αν γνωρίζεις ότι υπάρχουν κάμποσοι προσήλυτοι εδώ στο Άμστερνταμ που ασχολούνται με την τέχνη", συνέχισε ο Σολομών ο Ιταλός, "καθώς και ακόμα ένας Εβραίος, αν και φαίνεται πως είναι τόσο αισχρός ως ζωγράφος, που ούτε ο ίδιος δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά".
   "Ξέρω για τους προσήλυτους, όχι όμως γι' αυτόν τον άλλο Εβραίο... ωστόσο, ακόμα κι αν δεν είναι καλός, για μένα είναι σημαντικό που ζωγραφίζει... και που κι εσείς, επίσης, κάνετε το ίδιο".
   "Εγώ είμαι απλώς ένας ερασιτέχνης... Και, βλέποντας τη δουλειά σου, πρέπει να σου βγάλω το καπέλο... Ξέρεις πόσοι ζωγράφοι σ' αυτή την πόλη θα έδιναν το ένα τους χέρι για να αξίζει ένα έργο τους να υπογραφεί από τον δάσκαλό σου;... Πρώτος εγώ... αν ήθελα να είμαι ζωγράφος. Ακριβώς εδώ, όμως, έγκειται το μεγαλύτερο πρόβλημά σου, φίλε μου: αν τούτο δω", και έδειξε τη σανίδα με το πρόσωπο του Ελίας, "αν τούτο δω δεν είναι απλώς ένα από εκείνα τα θαύματα, που κάπου κάπου συμβαίνουν. και καταφέρεις να ζωγραφίσεις και άλλα έργα εξίσου καλά, θα είναι αδύνατον να μείνεις στη σκιά. Κάποιος θα σε βγάλει στο φως ή η ματαιοδοξία σου θα αποδειχτεί πιο ισχυρή από τους φόβους σου  και θα εκθέσεις εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου".
   Ο Ελίας κοίταξε τον Δάσκαλο, ψάχνοντας να πιαστεί από κάπου, για να ζυγίσει εκείνα τα λόγια τα φορτωμένα με τη γεύση της αλήθειας -μια γεύση που δεν μπορούσε κανείς να την μπερδέψει με καμία άλλη.
   "Μπορεί να ζωγραφίσει πολλά ακόμα", αποφάνθηκε ο Δάσκαλος και ο Ελίας ένιωσε απελευθερωμένος, δεν ήξερε εκείνη τη στιγμή από τι, αλλά απελευθερωμένος.
   "Και δεν μπορούμε να δούμε κάποια από αυτά τα κομμάτια;" παρενέβη ο Γιαν Σιξ.
   "Αυτή τη στιγμή, όχι", απάντησε ο Ελίας και, ταυτόχρονα, μετάνιωνε για την απόφασή του να επιστρέψει στο σπίτι του τα τετράδιά του με τα σχέδια, τους μικρούς πίνακες και τα σημειωματάριά του, που τώρα βρίσκονταν κρυμμένα στο σεκρετέρ που κλείδωνε, στο γραφείο που είχε κληρονομήσει από τον παππού του.
   "Και εσείς τι θα κάνατε, κύριε Ντάβιντε;"  συνέχισε ο Δάσκαλος και η προσοχή του Ελίας ξαναγύρισε στη συζήτηση. Παρατήρησε πως αυτή τη φορά ο Ιταλός, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του και τόσο δηκτικός, δεν χαμογέλασε. Άφησε το ποτήρι του, μισογεμάτο με το αριστοκρατικό κρασί του Αρτιμίνο (τα αμπέλια του οποίου, έτσι είχε πει κάποια στιγμή, τροφοδοτούσαν τα κελάρια του ίδιου του ποντίφικα της Ρώμης), και τελικά απάντησε:
   "Μακάρι να είχα κι εγώ τέτοιο ταλέντο, αλλά δεν έχω και αυτό αλλάζει πολύ τα δεδομένα... Αν όμως ο Ευλογητός με είχε λούσει σε ένα τέτοιο φως, εγώ δεν θα το εγκατέλειπα. Αν δεν εγκαταλείπω από ένα πιο χλομό, πιστεύετε πως θα έκλεινα την πόρτα σε αυτή την λάμψη;... Φίλε μου", είπε, εστιάζοντας την προσοχή του στον Ελίας, "οι άνθρωποι δεν θα σε συγχωρήσουν. Διότι η ιστορία μάς διδάσκει ότι οι άνθρωποι χαίρονται περισσότερο να τιμωρούν παρά να αποδέχονται, να πληγώνουν παρά να ανακουφίζουν τον πόνο των άλλων, να κατηγορούν παρά να δείχνουν κατανόηση... και ακόμα περισσότερο αν έχουν κάποια εξουσία. Όμως, ο Θεός είναι άλλο πράγμα: αυτός ενσαρκώνει το έλεος. Και το πρόβλημά σου, όπως και το δικό μου, είναι με τον Θεό, όχι με τους ραβίνους... Και ο Θεός, να το θυμάσαι, βρίσκεται και μέσα μας, κυρίως μέσα μας", είπε με έμφαση και συνέχισε: "Αυτός είναι ο λόγος που έχω έρθει να κλείσω τις δουλειές μου στο Άμστερνταμ και να πάρω τη γυναίκα μου μαζί μου. Γιατί ίσως ο Μεσσίας έχει έρθει. Δεν είμαι σίγουρος, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος, παρά τα πολλά σημάδια που το επιβεβαιώνουν. Μπροστά όμως στην αμφιβολία, ψηφίζω υπέρ του Μεσσία και θα θέσω την περιουσία και την ευφυΐα μου στην υπηρεσία του. Αν πέφτω έξω και αυτός αποδειχτεί ένας κάλπης, τότε ο Ύψιστος, ευλογημένο να είναι το όνομά Του, Αυτός που βρίσκεται μέσα μου, θα ξέρει πως το έκανα με ανοιχτή καρδιά, όπως μας ζήτησε να υποδεχτούμε τον Απεσταλμένο Του. Αν είναι όμως ο αληθινός Μεσσίας, η θέση μου είναι στο πλευρό του. Πιστεύω ότι τα τέκνα του Ισραήλ δεν μπορούμε να διατρέξουμε τον κίνδυνο να κάνουμε λάθος και να αποδιώξουμε αυτόν που μπορεί να είναι ο σωτήρας μας".

   Όσο περνούσαν οι μέρες ο αναβρασμός μεγάλωνε, απειλώντας να οδηγήσει σε έκρηξη. Αυτό που είχε γεννηθεί ως αναταραχή έπαιρνε σιγά σιγά επικίνδυνες διαστάσεις και μέσα σε λίγους μήνες η εβραϊκή κοινότητα του Άμστερνταμ ζούσε λες και ήταν επί ποδός πολέμου. Αρκετά από τα πιο πλούσια μέλη του Νασάο, με επικεφαλής τον πάμπλουτο Αμπραάμ Περέιρα, είχαν αποφασίσει να ξεπουλήσουν τις επιχειρήσεις τους, όπως είχε κάνει ήδη ο Ντάβιντε της Μάντοβα, για να πάνε να περιπλανηθούν στις ερήμους της Παλαιστίνης πίσω από τον υποτιθέμενο Μεσσία. Οι πιο παθιασμένοι με τον ερχομό αφιέρωναν ώρες να προσεύχονται στη συναγωγή, να εξαγνίζονται με τελετουργικά λουτρά, να υποβάλλονται σε μακρές νηστείες που δεν προβλέπονταν στα ημερολόγια και κάποιοι από αυτούς μάλιστα παραδίνονταν σε μετάνοιες, όπως να ξαπλώνουν γυμνοί στα χιόνια, πολύ πρόωρα εκείνη τη χρονιά (άλλο ένα σημάδι του τέλους του χρόνου, έλεγαν), και, φέρνοντας φρίκη σε ανθρώπους σαν τον Μενασέ Μπεν Ισραέλ, έφταναν να αυτομαστιγώνονται, σε μια δυσανάλογη επίδειξη ιουδαϊκής πίστης.
   Και μέσα στο σπίτι των Μοντάλμπο δε Άβιλα είχαν δημιουργηθεί δύο φατρίες, που βρίσκονταν σε ψυχρή προστριβή μεταξύ τους: από τη μια πλευρά ο νεαρός Άμος, που έλεγε πως ήταν πανέτοιμος να φύγει στην Παλαιστίνη με την ομάδα των Εβραίων της Ανατολής, με αρχηγό τον Πολωνό ραβίνο Μπρεσλάου, και γυρνούσε στην πόλη προειδοποιώντας για το επικείμενο τέλος του χρόνου· από την άλλη, ο Αμπραάμ Μοντάλμπο, ο πατέρας, που συνιστούσε μετριοπάθεια, αφού οι πληροφορίες, που είχαν έρθει και συνέχιζαν να έρχονται σχετικά με τα κηρύγματα και τις πράξεις του Σαμπατάι Σεβί, τού φαίνονταν πως ταίριαζαν, όχι τόσο σε απεσταλμένο του Αγιότατου, που είχε έρθει στη γη, αλλά σε ανισόρροπο: από τα πιο προβλέψιμα, όπως ότι δήλωνε πως σε έναν από τους πολλούς διαλόγους του με τον Γιαχβέ αυτός τον είχε ανακηρύξει βασιλιά των Εβραίων και του είχε παραχωρήσει την εξουσία να συγχωρεί όλες τις αμαρτίες, μέχρι τα πιο παράλογα, όπως η υπόσχεση να πάρει στην κατοχή του το τουρκικό στέμμα, αφού ενώσει τις φυλές, ή την πρόθεσή του να παντρευτεί, στις όχθες του ποταμού Σαμπαϊτόν, τη Ρεβέκκα, την κόρη του Μωυσή, που είχε πεθάνει σε ηλικία δεκατριών ετών και την οποία αυτός είχε αναστήσει. Ο Ελίας, από την πλευρά του, πάλευε μέσα του με τις αμφιβολίες του, αλλά, τουλάχιστον στο σπίτι του, προσπαθούσε να μένει σε μια προσεκτική απόσταση από τις διαμάχες, ενώ ταυτόχρονα του έλειπε η παρουσία του παππού Μπενγιαμίν, του πιο στέρεου παράγοντα ισορροπίας που είχε υπάρξει στην οικογένεια, του οποίου οι καλά τεκμηριωμένες συμβουλές τόσο πολύ θα είχαν βοηθήσει σε εκείνη τη δραματική συγκυρία, όπου μπορεί να παιζόταν η μοίρα τόσων ψυχών.
   Το απόγευμα του Νοεμβρίου που έφευγε από το Άμστερνταμ το πρώτο πλοίο, που είχαν ναυλώσει οι Εβραίοι, φορτωμένο με πάνω από εκατό από αυτούς και με κατεύθυνση τα λιμάνια της Παλαιστίνης, ο νεαρός Ελίας είχε πάει στον μόλο μαζί με τον παλιό του χαχάμ. Ήταν πασίγνωστο στο Νασάο ότι ο Μπεν Ισραέλ, που είχε ανακηρυχθεί στον πιο ένθερμο επικριτή του Σεβί, τις τελευταίες βδομάδες είχε προχωρήσει πολύ στις συνομιλίες του με τις αγγλικές αρχές, με τις οποίες πολύ σύντομα είχε πρόθεση να συζητήσει στο Λονδίνο τη δυνατότητα να ξαναγίνουν δεκτοί Εβραίοι στο νησί, που απουσίαζαν από εκεί από τη μακρινή εποχή της απέλασής τους πριν από τρεισήμιση αιώνες.
   Το λιμάνι του Άμστερνταμ, όπου πάντα επικρατούσε ένας ρυθμός φρενιασμένος, εκείνη τη φθινοπωριάτικη μέρα έμοιαζε να έχει τελεσίδικα τρελαθεί. Στη συνηθισμένη κίνηση από λιμενεργάτες, ναυτικούς, εμπόρους, πόρνες, υπαλλήλους του τελωνείου, ζητιάνους, αγοραστές και πωλητές συναλλαγματικών, πορτοφολάδες και λαθρέμπορους φτηνού καπνού και ψεύτικων καρυκευμάτων, ερχόταν να προστεθεί το, πιο ποικιλόχρωμο απ' ότι συνήθως, πλήθος των Εβραίων που θα έφευγαν για την Παλαιστίνη (πολλοί εκ των οποίων ντυμένοι λες και βρίσκονταν ήδη στη Γη Χαναάν), των αχθοφόρων που κουβαλούσαν τα μπαούλα, τις βαλίτσες και τους μπόγους, που θα έπαιρναν μαζί τους, και των ανδρών, γυναικών, ηλικιωμένων και παιδιών που έσπευδαν να τους αποχαιρετήσουν, συν τους αιώνιους περίεργους, που είχαν πολλαπλασιαστεί λόγω της δημοσιότητας ενός θεάματος που είχε συζητηθεί τόσο πολύ από τη στιγμή που ανακοινώθηκε η πώληση εισιτηρίων για το γενοβέζικο μπρίκι, που ήταν έτοιμο να τους οδηγήσει στον αυτοανακηρυγμένο Μεσσία.
   Ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ και ο παλιός του μαθητής, καθισμένοι πάνω σε κάτι φορτία που είχαν μόλις έρθει από την Ινδονησία, άκουσαν την καμπάνα, που ανήγγελλε την επικείμενη αναχώρηση του πλοίου και παρατήρησαν πώς επιταχύνθηκε η κίνηση σε εκείνη την ανθρώπινη μυρμηγκοφωλιά. "Ούτε στους χειρότερούς μου εφιάλτες, και δεν ήταν και λίγοι, δεν θα είχα μπορέσει να φανταστώ κάτι τέτοιο", είπε ο καθηγητής και πρόσθεσε: "Τόσος αγώνας για να φτάσουμε στο Άμστερνταμ και να φτιάξουμε έναν τόπο εδώ, για να έρθουν αυτοί οι φανατικοί και να τα πετάξουν όλα στη θάλασσα. Η ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει είναι ένας από τους σπόρους της δυστυχίας. Και αυτή θα είναι πολύ μεγάλη... Κοίτα, να ο Αμπραάμ Περέιρα με την οικογένειά του. Ευτυχώς ο αδελφός του, Μοσέ, θα μείνει προς το παρόν και θα κρατήσει ανοιχτή τη σχολή, μέχρι ο Αμπραάμ να του επιβεβαιώσει ότι πρέπει να φύγει". Ο Ελίας παρατήρησε την πομπή που σχημάτιζαν οι πολυάριθμοι γόνοι του πλούσιου εμπόρου, ενός από τους ανθρώπους που είχαν κυοφορήσει το θαύμα της σεφαραδίτικης ευμάρειας στο Άμστερνταμ.
   "Και τι θα κάνετε εσείς αν κλείσουν τη σχολή, χαχάμ;"
   "Δεν πρόκειται να περιμένω να την κλείσουν... σε δύο βδομάδες φεύγω για το Λονδίνο. Αυτή είναι η αποστολή μου ενώπιον του Υψίστου, ευλογημένο να είναι το όνομά Του, και ενώπιον του Ισραήλ: να ανοίξω την πύλη απ' όπου θα έρθει ο αληθινός Μεσσίας και όχι ένας αναιδής και αιρετικός απατεώνας όπως αυτός ο Σεβί".
   Μόλις η καμπάνα ήχησε το χαρμόσυνο σινιάλο της αναχώρησης, οι δύο άνδρες απομακρύνθηκαν από το λιμάνι και βάδισαν προς την Ντε Βάαχ, όπου κατέλαβαν ένα τραπέζι στην ταβέρνα Αουντεζέιντς Φόορμπουρχβαλ, στο ίδιο μέρος, που πριν από μερικά χρόνια ο Ελίας είχε δει τον χαχάμ να συναντά τον Δάσκαλο και είχε αισθανθεί τη βεβαιότητα ότι ο Μπεν Ισραέλ μπορούσε να γίνει το διαβατήριό του προς το εργαστήριο του ζωγράφου. Οχυρωμένοι πίσω από δύο μεγάλα ποτήρια από χοντρό πράσινο γυαλί, γεμάτα με ένα δυνατό κόκκινο κρασί από την Πορτογαλία, ο Ελίας είχε επιτέλους την ευκαιρία να αναφέρει στον συμβουλάτορά του τις ανησυχίες που τον πολιορκούσαν. Την προηγούμενη βδομάδα, όταν ο Δάσκαλος θεώρησε ότι η δουλειά στους Προσκυνητές στο Εμμαούς είχε ολοκληρωθεί, ο ζωγράφος είχε θίξει ένα θέμα, που απασχολούσε διαρκώς τον Ελίας Αμπρόσιους: την παραμονή του στο εργαστήριο. Η οικονομική κατάσταση του Δασκάλου ήταν ξανά δυσχερής, με χρέη που δεν εξοφλούσε ποτέ για το συμβόλαιο αγοράς του σπιτιού του και με την προοπτική ότι θα αναγκαζόταν να πληρώσει αποζημίωση στην κυρία Ντιρξ, που τις υπηρεσίες της είχε αποφασίσει να αποποιηθεί και η οποία πλέον κυκλοφορούσε στην πόλη, κατηγορώντας τον Δάσκαλο ότι είχε παραβιάσει μια υπόσχεση γάμου. Η πηγή των σίγουρων εσόδων, που ήταν οι μαθητές, δεν μπορούσε να ελαττωθεί από την ευνοιοκρατική παρουσία του νεαρού Εβραίου, που, επιπλέον, διέθετε πια τα αναγκαία εργαλεία για να ξεκινήσει τον δικό του δρόμο, αν, όπως του συνιστούσε ο ζωγράφος, εξασφάλιζε την έγκριση της συντεχνίας του Αγίου Λουκά, που ήταν απαραίτητη για να εμπορευτεί τη δουλειά του. Ο Ελίας καταλάβαινε τους λόγους του Δασκάλου, ο Δάσκαλος όμως, μέσα στην απελπισία και τον ενθουσιασμό του, έμοιαζε να έχει ξεχάσει εκείνους του νέου, για τους οποίους ήταν αδύνατον να βγει από την καλλιτεχνική παρανομία του, ιδίως σε εκείνους τους καιρούς  τους τόσο ταραγμένους μέσα στη σεφαραδίτικη κοινότητα. 
   "Έχω πια τον βαθμό του μάστορα τυπογράφου", συνέχισε να μιλάει ο Ελίας με τον παλιό του παιδαγωγό, "και, παρόλο που δεν κερδίζω πολλά, μπορώ να συνεχίσω να δουλεύω με τον πατέρα μου ή ακόμα και να αναζητήσω άλλο αφεντικό. Με αυτόν τον μισθό θα μπορούσα να παντρευτώ την Μαριάμ, κάτι για το οποίο έρχεται σιγά σιγά η ώρα".
   "Συ είπας", συγκατένευσε ο χαχάμ, ενώ ταυτόχρονα ζητούσε να του ξαναγεμίσουν το ποτήρι.
   "Αυτή, όμως, είναι η ζωή που θέλω;"
   "Φαντάζομαι πως όχι, αν κρίνω από τον τρόπο που με ρωτάς, ή που ρωτάς τον εαυτό σου. Η ζωή σου, όμως, είναι δική σου, όπως σου λέω πάντα".
   "Μόνο εσείς μπορείτε να με βοηθήσετε, χαχάμ. Ή τουλάχιστον να με ακούσετε... Ας σκεφτούμε μαζί, σας παρακαλώ. Για να δούμε, λοιπόν, σκεφτείτε, αν μετά από τέσσερα χρόνια που έχω ζήσει δίπλα στον Δάσκαλο, που έχω υπάρξει τόσες φορές παρών στο θαύμα να τον βλέπω να πετυχαίνει μια τελειότητα σχεδόν θεϊκή, που τον έχω ακούσει να μιλάει με σας, με τον Άνσλο, με τον Γιαν Σιξ, με τον Πίντο, με τον έμπορο Χέντρικ Άουλενμπουρχ, με τον ζωγράφο Στέιν και με τον αρχιτέκτονα Φίνγκμποονς, με πολλούς από τους πιο καλλιεργημένους και χαρισματικούς άνδρες τούτης της πόλης· που είχα το προνόμιο να διδαχτώ μαζί με μαθητές, που ήδη κάνουν καριέρα με μεγάλη επιτυχία· που γνώρισα τα μυστικά του Ραφαήλ και του Λεονάρντο, τα τεχνάσματα του Φλαμανδού Ρούμπενς, τους τρόπους που ο Καραβάτζιο εκφράζει το μεγαλείο· που έχω υποφέρει από την ίδια μου την άγνοια, που έζησα στα όρια της ένδειας για να μπορώ να δίνω τα φιορίνια που μου ζητούσε κάθε μήνα ο Δάσκαλος, αλλά και που επίσης έχω ζήσει τη χάρη και το προνόμιο να τον ακούω να μιλάει για την τέχνη, για τη ζωή, για την ελευθερία, για τη δύναμη και το χρήμα, που έχω νιώσει πώς το χέρι και το πινέλο μου άρχισαν να συνεννοούνται μεταξύ τους κάθε μέρα και περισσότερο, που έχω ανακαλύψει πως τα πάντα βρίσκονται στα μάτια, μερικές φορές και πέρα από τα μάτια, και που έχω μπορέσει να εικάσω αυτό το μυστήριο που άλλοι ούτε καν διαισθάνονται... Χαχάμ μου, έχοντας μπει στον φανταστικό κόσμο της δημιουργίας... και -εσείς ξέρετε πολλά γι' αυτό- έχοντας ζήσει φορτωμένος με ένα μυστικό και με πολλούς φόβους, για να φτάσω μια μέρα να δουλέψω στο πλευρό του Δασκάλου και να αξίζω το ανεκτίμητο βραβείο να με θεωρήσει ο ίδιος ο Δάσκαλος ζωγράφο... Μετά από όλα αυτά, χαχάμ, μπορώ να εγκαταλείψω αυτή τη θαυμαστή εμπειρία για να γεράσω πίσω από μερικά πιεστήρια, τυπώνοντας φέιγ-βολάν και αποδείξεις, σαν ευϋπόληπτος άνθρωπος ικανός να συντηρεί την οικογένειά του με την καθημερινή του δουλειά, αλλά ορφανός από το όνειρο ότι θα μπορέσει να δημιουργήσει το έργο, για το οποίο, συγχωρέστε με, χαχάμ, για την αναμφίβολη ματαιοδοξία μου, το έργο για το οποίο ο Ευλογητός με έχει φέρει στον κόσμο;"
   Ο πρώην ραβίνος άδειασε μέχρι τον πάτο το ποτήρι του και έστρεψε το βλέμμα προς τον δρόμο, λες και από εκεί θα μπορούσε να μπει, όπως ακριβώς και ο πάντα αναμενόμενος προφήτης Ηλίας, η απάντηση, που με τη συνεπαρμένη ομιλία του επιζητούσε ο παλιός και ανυπότακτος μαθητής του. Οι σκέψεις, ωστόσο, δεν φαίνονταν να έρχονται από πουθενά και αυτός έβγαλε την πίπα από βελανιδιά του Νέου Κόσμου, όπου του άρεσε να καίει και να ρουφάει τα φύλλα του καπνού. Μόνο τότε τόλμησε να αποπειραθεί μια απάντηση.
   "Θέλεις να σου πω αυτό που εσύ θέλεις να ακούσεις, πώς γλιτώνει κανείς από αυτή την παραφορά... Ως εκ τούτου, δεν είναι πολλά αυτά που θα μπορέσω να σου πω, παιδί μου... Μόνο να σου θυμίσω πως, σε όλη την γκάμα των ανθρώπινων συμπεριφορών, η εβραϊκή αρχή είναι να εφαρμόζει κανείς την εγκράτεια και τη μετριοπάθεια παρά την αποχή. Και αν το κατορθώσεις αυτό, θα είναι πολύ για σένα... Για πάνω από τέσσερις χιλιάδες χρόνια οι Εβραίοι κάνουμε την ίδια ερώτηση που κάνεις εσύ τώρα... Για ποιον λόγο βρισκόμαστε πάνω στη γη; Και έχουμε δώσει πολλές απαντήσεις. Η αντίληψη ότι είμαστε όντα φτιαγμένα κατ' εικόνα και ομοίωσιν του Θεού μάς έδωσε το προνόμιο να γίνουμε άτομα και, χάρη στον Ησαΐα και κυρίως τον Ιεζεκιήλ, μας ήρθε η ιδέα ότι η ατομική ευθύνη είναι η ίδια η ουσία της θρησκείας μας, της σχέσης μας με τον Πανάγιο, ευλογημένο να είναι το όνομά Του... Ένας από τους προγόνους μας ήταν εκείνος που έγραψε το βιβλίο του Ιώβ, μια υπερβατική πραγματεία περί κακού τόσο μυστηριακή και βαθιά, που ούτε οι Έλληνες τραγικοί και φιλόσοφοι δεν μπόρεσαν να συλλάβουν κάτι που να την πλησιάζει καν... Ο Ιώβ εκφράζει μια άλλη παραλλαγή της ερώτησής σου, πολύ πιο επώδυνη, πιο επιβλητική, όταν βάζει έναν άνθρωπο με στέρεα πίστη να είναι αυτός που ρωτάει τον ουρανό, ζητώντας να μάθει γιατί ο Θεός είναι ικανός να μας κάνει τα πιο τρομακτικά πράγματα, Εκείνος, που είναι καλοσύνη... και ο Ιωβ πήρε την απάντησή του: «ὁ φόβος τοῦ Κυρίου, οὗτος εἶναι ἡ σοφία, και ἡ ἀποχή ἀπό τοῦ κακοῦ σύνεσις». Το θυμάσαι;" Ο σοφός ακούμπησε την πίπα στο τραπέζι και κάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια του νέου: "Πάρε αυτό το εδάφιο ως απάντηση. Εκεί βρίσκονται τα πάντα: διατήρησε τη σοφία σου και μένε πάντα μακριά από το κακό. Η ζωή σου είναι η δική σου ζωή... και το να μην τη ζεις σημαίνει να πεθαίνεις εν ζωή, να επισπεύδεις τον θάνατο".

   Εξασφαλίζοντας πάντα την αμφίβολη προστασία που πρόσφεραν οι μαρκίζες και οι τοίχοι του φυλακίου του φύλακα του υδατοφράκτη της μικρής πλατείας του Σιντ Αντονισμπρεϊστράατ, υπομένοντας για άλλη μια φορά, με τα πόδια βυθισμένα στο χιόνι, τις μαχαιριές του υγρού αέρα, που, αναζητώντας πάντα τη θάλασσα του Βορρά, φυσούσε πάνω από το Ζβάνενμπουρχβαλ και του χάραζε το δέρμα στα μάγουλα και τα χείλη, αντέχοντας την ακατανίκητη δυσωδία, που ο αέρας ξερίζωνε από τα σκοτεινά νερά του καναλιού, ο Ελίας Αμπρόσιους σκεφτόταν το μέλλον του. Όπως πριν από πέντε χρόνια, χωρίς να παύει στιγμή να παρατηρεί το σπίτι, που ορθωνόταν στην άλλη πλευρά της Γιοντενμπρεϊστράατ, της Πλατιάς Οδού των Εβραίων, το βλέμμα του ήταν εστιασμένο στη βαμμένη πράσινη ξύλινη πόρτα, που τόσες φορές είχε διαβεί από τη μέρα που είχε καταφέρει να μαλακώσει την καρδιά του Δασκάλου και να διεισδύσει, από μια ελάχιστη χαραμάδα, σε εκείνον τον κόσμο που στάθηκε ικανός να του αλλάξει τη ζωή.
   Μια αίσθηση ικανοποίησης και οδυνηρής νοσταλγίας τον συνόδευε αυτή τη φορά, αφού για πρώτη φορά δεν θα διέσχιζε εκείνο το κατώφλι ως υποψήφιος, ως το παιδί που καθαρίζει τα πατώματα ή ως μαθητής ακόμα, αλλά ως κάποιος κοντινός στον Δάσκαλο. Ως ενθύμιο της παλιάς του θέσης, είχε σε μία από τις τσέπες του τα τριάμιση φιορίνια, που από τον προηγούμενο μήνα χρωστούσε στον ζωγράφο, ποσό τεράστιο για την οικονομική του κατάσταση, το οποίο όμως, υπό το φως όσων είχε πετύχει, του φαινόταν τώρα ασήμαντο και γελοίο.
   Όταν επιτέλους διέσχισε τον δρόμο, η αεικίνητη Χέντρικιε Στόφελς, κυρά κι αρχόντισσα του σπιτιού και των παθών του Δασκάλου, ήταν εκείνη που του άνοιξε την πόρτα, με το ευγενικό χαμόγελο, που πάντα χάριζε στον Ελίας, έχοντας κατά νου την οικειότητα του νεαρού μαθητή με τον Δάσκαλο και με τον μικρό Τίτους, που τον είχε δει να μεγαλώνει από τότε που έκανε τα πρώτα του βήματα. Στην κουζίνα πια, καθώς έπινε ένα ζεστό αφέψημα, η συνήθεια υποχρέωσε τον Ελίας να κοιτάξει προς το απόθεμα της τύρφης και των ξύλων και προσφέρθηκε να ειδοποιήσει τον προμηθευτή του Νιουμάρκτ.
   Έχοντας πάρει την άδεια της γυναίκας, ο Ελίας ανέβηκε τη σκάλα, που οδηγούσε στο εργαστήριο του Δασκάλου, παρατηρώντας, με μια μελαγχολία που κάλυπτε την αίσθηση οικειότητας, τους πίνακες, τις προτομές και τα αντικείμενα που συσσωρεύονταν στον χώρο. Όπως τις μέρες που τριγύριζε σε εκείνο το σπίτι κουβαλώντας τη σκούπα και τον κουβά, ο Ελίας χτύπησε την πόρτα του εργαστηρίου τρεις φορές και άκουσε την απάντηση που του είχε γίνει συνήθεια: "Πέρασε, παιδί μου", είπε ο Δάσκαλος, όπως είχε πει εκατοντάδες φορές όλα εκείνα τα χρόνια της υπηρεσίας, της μαθητείας και της εγγύτητας.
   Ο ζωγράφος ήταν καθισμένος μπροστά στη σανίδα, που πάνω της είχε αρχίσει να δουλεύει πριν από μερικές βδομάδες, και στα δεξιά του ήταν ακουμπισμένος ο μουσαμάς των Προσκυνητών στο Εμμαούς, περιμένοντας να στεγνώσει, ώστε να μπορέσει αυτός να βάλει τις τελευταίες πινελιές πριν από το στρώμα του βερνικιού που αυτή τη φορά είχε αποφασίσει να επιθέσει. Η καινούργια σανίδα, στην προετοιμασία και στο πρώτο στρώμα της οποίας δεν είχε πλέον παρέμβει ο Ελίας, θα ήταν μια απεικόνιση του λουτρού της Σουσάνας, τη στιγμή που η βιβλική ηρωίδα παρενοχλείται από δύο ηλικιωμένους αποφασισμένους να την κατηγορήσουν για μοιχεία, αν η νέα δεν τους προσέφερε τις σεξουαλικές της χάρες. Τα πρόσωπα, στη φάση του σχεδίου ακόμα, σχημάτιζαν μια σφήνα από φως, που έπεφτε από την επάνω δεξιά γωνία προς το κάτω άκρο του χώρου, στο κέντρο του οποίου θα ήταν η φιγούρα της Σουσάνας. Το φόντο, ήδη δουλεμένο, δημιουργούσε ένα σπηλαιώδες σκότος, όπου το βαθύ καφέ ανοιγόταν διστακτικά προς ένα πρασινωπό γκρίζο, που, στην επάνω αριστερή άκρη, ενσωμάτωνε ένα συμπαγές αρχιτεκτονικό στοιχείο, καλυμμένο με θόλο, πιο πολύ φαντασμαγορικό παρά πραγματικό.
   Ο Ελίας είπε καλημέρα και ο Δάσκαλος μουρμούρισε κάτι, ενώ ταυτόχρονα πρόσθετε μερικές πινελιές ακόμα από ένα κόκκινο που, υπέθεσε ο νέος, θα ήταν το ρούχο που φορούσε η Σουσάνα πριν γδυθεί. 
   "Νομίζεις ότι η Σουσάνα πρέπει να είναι γυμνή ή να τη σκεπάσω με ένα πανί;" ρώτησε ο Δάσκαλος, ακόμα χωρίς να στρέφει το κεφάλι του και, αφού έφτυσε σε μια γωνία μια καραμέλα από ζάχαρη που είχε στο στόμα. Ο Ελίας σκέφτηκε για μια στιγμή την απάντησή του.
   "Καλύτερα να την καλύψετε. Υπάρχουν δύο άνδρες στη σκηνή", είπε, ακριβώς τη στιγμή που ο Δάσκαλος ακουμπούσε το πινέλο στην παλέτα και την τοποθετούσε στο βοηθητικό τραπεζάκι, όπου ήταν παρατεταγμένα τα χρώματα. "Έχεις δίκιο. Η Χέντρικιε έχει την ίδια γνώμη... Μα, κάθισε, για όνομα του Θεού".
    Ο Ελίας βολεύτηκε σε ένα από τα σκαμνιά χωρίς να τολμήσει να το μετακινήσει από τη θέση του. Ήξερε πως, παρόλο που ο Δάσκαλος του είχε επιτρέψει την είσοδο στο εργαστήριο, ο χρόνος που θα του αφιέρωνε θα ήταν ελάχιστος. "Ήρθα να σας φέρω τα χρήματα που σας χρωστάω, Δάσκαλε", είπε και άρχισε να σκαλίζει την τσέπη του.
   Ο ζωγράφος χαμογέλασε: "Μην ψάχνεις άλλο, δεν μου χρωστάς τίποτα... Θεώρησέ τα πληρωμή για το ποζάρισμα για τους Προσκυνητές ή βραβείο για την αντοχή... για όλα όσα αναγκάστηκες να υπομείνεις από μένα αυτά τα χρόνια".
   "Μη λέτε τέτοια πράγματα, Δάσκαλε... Ποτέ δεν θα μπορέσω να σας ξεπληρώσω..."
   "Είμαστε εντάξει", τον διέκοψε ο άλλος, "ξέχνα τα καταραμένα τα λεφτά".
   "Ευχαριστώ, Δάσκαλε".
   "Αγόρι μου, το πρόβλημά μου δε λύνεται με τρία φιορίνια. Γι' αυτό ζωγραφίζω τούτη εδώ τη Σουσάνα, που έχει ήδη αγοραστή, και έχω αφήσει κατά μέρος τους Προσκυνητές, που ακόμα δεν έχουν υποψήφιους... Δύο πιθανοί πελάτες μου είπαν πως ο Μεσσίας είναι υπερβολικά σαρκικός. Καθολικοί και οι δύο, ασφαλώς".
   "Τότε είδαν αυτό που εσείς θέλατε να τους δείξετε".
   "Ναι, αλλά αυτό που δεν βλέπω εγώ είναι τα φιορίνια, που πρέπει να πληρώσω για το χρέος του σπιτιού. Μέχρι πότε θα πρέπει να δουλεύω με αυτή την πίεση, για όνομα του Θεού... Ευτυχώς που ο Γιαν Σιξ μου δάνεισε ένα ποσό και πήρα μια ανάσα. Μια προκαταβολή για την οξυγραφία, με την οποία θα εικονογραφήσει την έκδοση της Μήδειάς του".
   "Είναι μεγάλη τύχη να έχει κανείς τέτοιους φίλους".
   "Ναι, είναι... Και τελικά τι θα κάνεις; Θα φύγεις για την Παλαιστίνη με τον Μεσσία, όπως ο Σολομών ο Ιταλός;" ρώτησε με ένα περιπαικτικό χαμόγελο.
   "Όχι, δεν θα φύγω, αλλά, σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι και δεν ξέρω τι να κάνω, Δάσκαλε".
   Ο ζωγράφος, σοβαρός τώρα, μετακίνησε το σώμα του μέχρι να βρεθεί απέναντι από τον Ελίας. "Ξέρεις κάτι; Μερικές φορές σκέφτομαι πως δεν έπρεπε να σε δεχτώ ποτέ στο εργαστήριο. Εσύ ήσουν πάρα πολύ νέος, για να ξέρεις τι έκανες, αλλά εγώ είχα όντως επίγνωση των προβλημάτων που θα σου έφερνε. Ίσως γι' αυτό έκανα τόσο πολλά για να σε μεταπείσω, να σε κάνω να σκεφτείς τους κινδύνους, στους οποίους εξέθετες τον εαυτό σου... Εσύ όμως υπέμεινες τα πάντα, γιατί έχεις μεγάλη θέληση, όπως ο πεθαμένος παππούς σου, ο Μπενγιαμίν. Τόσο μεγάλη, που έχεις μάθει να ζωγραφίζεις, όπως δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα ήταν δυνατόν όταν είδα τα πρώτα σου σχέδια. Τώρα πια δεν υπάρχει γιατρειά: έχεις μολυνθεί μέχρι το μεδούλι και είναι μια αρρώστια που δεν έχει θεραπεία. Ή μάλλον έχει: να ζωγραφίζεις".
   "Εσείς μου αλλάξατε τη ζωή, Δάσκαλε. Και όχι μόνο επειδή με διδάξατε να ζωγραφίζω. Ο παππούς μου, ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ και εσείς είστε ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί στη ζωή μου, γιατί και οι τρεις, ο καθένας με τον τρόπο του, με μάθατε ότι το να είναι κανείς ελεύθερος άνθρωπος είναι κάτι παραπάνω από το να ζει σε κάποιον τόπο που διακηρύσσει την ελευθερία. Με μάθατε ότι το να είναι κανείς ελεύθερος είναι ένας πόλεμος, στον οποίο οφείλει να μάχεται κάθε μέρα, ενάντια σε όλες τις εξουσίες, ενάντια σε όλους τους φόβους. Σε αυτό αναφερόμουν, όταν έλεγα ότι ήθελα να σας ευχαριστήσω για όσα έχετε κάνει για μένα όλα αυτά τα χρόνια". Ο ζωγράφος, έχοντας ίσως εκπλαγεί από τα λόγια του νέου, τον άκουσε σιωπηλός, μοιάζοντας να έχει ξεχάσει τη δουλειά που ήταν σε εξέλιξη. Ο Ελίας όμως σηκώθηκε όρθιος και ο άλλος έκανε μια χειρονομία σαν να είχε πέσει πίσω στην πραγματικότητα. "Έχετε δουλειά, Δάσκαλε. Ξέρετε ποιο είναι το μοναδικό πράγμα που με θλίβει; Ότι δεν ξέρω αν κάποτε θα δουλέψω ξανά μαζί σας. Τα υπόλοιπα είναι κέρδος. Αντίο, μια από αυτές τις μέρες θα έρθω να σας επισκεφθώ και να σας βάλω ανθρακίτη στις σόμπες". 
   Τότε ο Δάσκαλος σηκώθηκε από το σκαμνί του και, με το δεξί του χέρι, έδωσε δύο απαλά χτυπήματα στο μάγουλο του νέου. "Πήγαινε στην ευχή του Θεού, παιδί μου. Καλή τύχη".
   Το χιόνι, που από τα ξημερώματα παραμόνευε την πόλη, είχε αρχίσει να πέφτει, όταν ο Ελίας βγήκε στη Γιοντενμπρεϊστράατ που, όπως και άλλες φορές, έμοιαζε με λευκό χαλί απλωμένο μπροστά στα πόδια του. Προχώρησε προς τη Σιντ Αντονισμπρεϊστράατ, πέρασε μπροστά από τη Ζάουντερκερκ, με τις καμπάνες της καμπανοστοιχίας της σε μια παγωμένη σιωπή, και βάδισε προς τη μεγάλη πλατεία Ντε Βάαχ, όπου οι πιο επίμονοι ή πιο απελπισμένοι έμποροι υπέμεναν την βροχή των άσπρων νιφάδων πίσω από τους πάγκους με τα εμπορεύματά τους. Το μυαλό του νέου, ανακουφισμένο χάρη στη συζήτηση, που είχαν κάνει με τον Δάσκαλο, είχε βρει επιτέλους κάποιες από τις απαντήσεις που κυνηγούσε με ιδιαίτερη επιμονή τις τελευταίες βδομάδες, αν και ήταν χαραγμένες στη συνείδησή του εδώ και κάμποσα χρόνια. Και οι αποφάσεις που είχε πάρει, τόσο ουσιώδεις για τη ζωή του, απαιτούσαν την κατανόηση ή την άρνηση της Μαριάμ Ρόκα, αφού μπορούσαν να την επηρεάσουν, και μάλιστα πολύ, αν εκείνη αποφάσιζε να παραμείνει στο πλευρό του μέσα σε εκείνον τον πόλεμο, στον οποίο αυτός θα συνέχιζε να κραδαίνει τα όπλα του.
   Μπροστά στην πόρτα της αρραβωνιαστικιάς του, ο Ελίας αναρωτήθηκε ξανά, αν ήταν δίκαιο αυτό που σκόπευε να κάνει. Το να φορτώνει άλλους ανθρώπους με δικές του αποφάσεις μπορεί να ήταν πράξη εγωισμού. Όμως, τι ήταν άραγε η αγάπη αν όχι αφοσίωση και κατανόηση, δέσμευση και συνενοχή; Σε κάθε περίπτωση, η μοναδική του εναλλακτική ήταν να ανοίξει τα χαρτιά του και να αφήσει τη Μαριάμ, ελεύθερα, όσο πιο ελεύθερα ήταν δυνατόν, να κάνει την επιλογή της. Με αυτό το πνεύμα χτύπησε επιτέλους την πόρτα με το μπρούντζινο ρόπτρο. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ για να του ανοίξει η ίδια η Μαριάμ και ο Ελίας Αμπρόσιους να βρεθεί μπροστά στο συσπασμένο πρόσωπό της, από φόβο, θα μάθαινε σύντομα, και στην είδηση, που θα έφερνε την ανατροπή που θα άλλαζε τη ρότα της μοίρας του νεαρού Εβραίου: "Για όνομα του Θεού, Ελίας, τρέξε στο σπίτι σου... Ο αδελφός σου, Άμος, βρήκε τις ζωγραφιές σου και σε κατήγγειλε στο Μααμάντ ως αιρετικό".

   Όταν κάποιοι είχαν ξεχάσει πώς ήταν ο φόβος, πόσο βαθιά επηρέαζε την ουσία του ανθρώπου, ο φόβος ξαναγύρισε, σαν γιγαντιαία χιονοστιβάδα, έτοιμη να καλύψει τα πάντα. Είχαν περάσει πολλοί αιώνες μιας πάντα τεταμένης, αλλά εφικτής ομόνοιας, και τα τέκνα του Ισραήλ είχαν πιστέψει ότι είχαν βρει στη Σεφαράδ, συμβιώνοντας με τους χαλίφηδες της αλ-Ανταλούς και τους σκληροτράχηλους πρίγκιπες της Ιβηρικής, ό,τι πιο κοντινό στον παράδεισο μπορούσε να ελπίζει κανείς επί της γης. Οι ισπανικές πόλεις και κοινότητες είχαν γεμίσει από διάσημους γιατρούς, φιλοσόφους, καβαλιστές, από εύπορους αργυροχρυσοχόους, εμπόρους και, ασφαλώς, σοφούς ραβίνους. Όμως, με τόση φήμη και επιτυχία, είχαν τελικά δημιουργήσει την αιτία του χαμού τους: είχαν πλουτίσει. Και για την εξουσία ποτέ δεν είναι αρκετό το χρήμα που κατέχει. Γι' αυτό, μαζί με την κυριαρχία των καθολικών, είχε επιστρέψει και ο φόβος, καθώς και, για να τον κάνουν συνολικό και αμετάκλητο, είτε τα βασανιστήρια και ο θάνατος είτε μια ομιχλώδης έξοδος, κατά την οποία μπορούσαν να φύγουν μόνο με τα ρούχα που φορούσαν.
   Για αρκετά χρόνια, πριν εφαρμοστεί η βασιλική και καθολική λύση και διαταχθεί η εκδίωξή τους από τη Σεφαράδ, οι Εβραίοι είχαν ζήσει τεταμένους καιρούς, με έναν τρόμο περισσότερο από δικαιολογημένο για τις δίκες της Ιεράς Εξέτασης που είχαν εξαπολυθεί στην Ισπανία, η οποία είχε κατακτηθεί ξανά σχεδόν ολόκληρη για την καθολική πίστη. Ο παππούς Μπενγιαμίν συνήθιζε να διηγείται στον Ελίας ότι, μόνο στα πρώτα οκτώ χρόνια λειτουργίας εκείνου του δικαστηρίου, πάνω από επτακόσιοι Εβραίοι, μεταξύ των οποίων και οι δύο του παππούδες, όταν ακόμη δεν ήταν παππούδες κανενός, είχαν καταδικαστεί να πεθάνουν στην πυρά (και κάθε φορά που άκουγε να μιλάνε για εκείνο το μαρτύριο, ο νέος θυμόταν τα λόγια του χαχάμ Μπεν Ισραέλ, που είχε υπάρξει μάρτυρας σε πολλά από εκείνα τα μακάβρια θεάματα, στη διάρκεια των οποίων -ο Ελίας δεν μπορούσε να απαλλαγεί από αυτή την εικόνα- το αίμα του καταδικασμένου έβραζε για κάμποσα λεπτά, πριν αυτός χάσει τις αισθήσεις του και πεθάνει από ασφυξία, πνιγμένος από τον καπνό). Του έλεγε επίσης πως, όταν διατάχθηκε η απέλαση το 1492 ("και κατασχέθηκαν όλα μας τα υπάρχοντα", επέμενε ο ηλικιωμένος), πολλές χιλιάδες προσήλυτοι, πραγματικοί ή προσποιητοί, είχαν υποστεί κάθε είδους καταδίκη. Οποιαδήποτε κατηγορία ενώπιον του Αγίου Συμβουλίου ή εκ μέρους του Δικαστηρίου ήταν αρκετή για να πραγματοποιηθεί σε κάποια πλατεία ένα αουτονταφέ και να επιβληθεί η ποινή που είχε επιλεγεί. Η πιο συνηθισμένη κατηγορία ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, η κρυφή λατρεία του ιουδαϊσμού, αλλά μπορούσε να φτάσει σε αυτή της θυσίας χριστιανών μωρών για ορισμένες προγονικές τελετές. Στους καταδικασμένους να καούν στην πυρά, αν παραδέχονταν τις αμαρτίες τους και ανακοίνωναν δημόσια τη μετάνοιά τους και την άμεση προσχώρησή τους στην πίστη του Ιησού, οι καθολικοί καλόγεροι τούς παραχωρούσαν μια γενναιόδωρη ανακούφιση: να πεθάνουν στην στραγγάλη αντί να υποφέρουν τα μαρτύρια της πυράς. Με όλη εκείνη τη φρίκη, ο ακαταμάχητος φόβος είχε αναβιώσει και είχε ριζώσει στη μνήμη των Σεφαραδιτών, όπως κάποια μυρωδιά που, σύμφωνα με τους σοφούς ιεροεξεταστές, ανέδιδε το σώμα όλων των Εβραίων - μυρωδιά που εξαφανιζόταν με την τελετή της χριστιανικής βάπτισης. Ο φόβος τούς είχε οδηγήσει να καταφύγουν σε οποιοδήποτε μέρος της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, που τους δέχονταν, και, ακόμα και αν τους έκλειναν σε γκέτο, τουλάχιστον δεν τους απειλούσαν να τους βάλουν φωτιά. Και ο φόβος τούς είχε κάνει να αγκυροβολήσουν στο καλβινιστικό Άμστερνταμ, όπου όχι μόνο τους έδωσαν άσυλο, αλλά και είχε γίνει το θαύμα οι Εβραίοι να μπορούν να διακηρύσσουν την πίστη τους χωρίς φόβο για αντίποινα από τους πιστούς στον Χριστό. Όμως, ο φόβος, στην πραγματικότητα, τους είχε ακολουθήσει. Μεταμορφωμένος, μεταλλαγμένος, καταχωνιασμένος, αλλά ζωντανός, να καραδοκεί. 
   Πολύ σύντομα οι ραβίνοι άρχισαν να αφιερώνουν ώρες από τις παρακλήσεις τους το Σάββατο, τη μέρα που κάθε Εβραίος όφειλε να γιορτάζει την Ελευθερία ως αγαθό και ως δικαίωμα του πλάσματος που έχει δημιουργηθεί  κατ' εικόνα και ομοίωσιν του Κυρίου, για να επισημάνουν στο ποίμνιο τους τρόπους, με τους οποίους οι πιστοί όφειλαν να αντιλαμβάνονται και να εφαρμόζουν στην πράξη αυτή την ελευθερία. Αποφασισμένοι να ελέγξουν τις πράξεις ελευθεριότητας, που ευνοούσαν τις αιρέσεις, ακόμα και τις ενέργειες ή τις απλές σκέψεις, που πήγαιναν λίγο πέρα από την ελευθερία που παραχωρούσε ο Νόμος και διαχειρίζονταν οι φύλακές του, οι ραβίνοι και οι ηγέτες της κοινότητας, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Μααμάντ, τροφοδοτούσαν τον φόβο, οργάνωναν δίκες και επέβαλλαν ποινές, από τις πιο ελαφρές, τα νιντούι, μέχρι τα τρομερά χέρεμ. Όπως πάντα συνέβαινε και θα συμβαίνει στην ανθρώπινη ιστορία, κάποιος αποφάσιζε τι ήταν η ελευθερία και πόση από δαύτη αναλογούσε στα άτομα, που αυτή η εξουσία καταπίεζε ή φρόντιζε. Ακόμα και στη γη της ελευθερίας.
   Με διάταγμα του ραβινικού συμβουλίου η δίκη για τον πολύ πιθανό αφορισμό του Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα είχε οριστεί να πραγματοποιηθεί τη δεύτερη Τετάρτη του Ιανουαρίου του 1648, στη συναγωγή των Ισπανών, και το Μααμάντ πίεζε να παρευρεθεί στις συνεδριάσεις ολόκληρη η εβραϊκή κοινότητα της πόλης του Άμστερνταμ.
   Μόλις άκουσε τα λόγια της Μαριάμ, ο Ελίας Αμπρόσιους έτρεξε στο σπίτι του για να μάθει τι είχε συμβεί. Με το που έφτασε, το πρώτο πράγμα που είδε ήταν το ταραγμένο πρόσωπο του πατέρα του, στο οποίο χόρευαν η οργή, ο φόβος και η αγανάκτηση. Και η εικόνα της μητέρας του, κλαμένης, ζαρωμένης στον εαυτό της σαν τρομαγμένο ζώο. Χωρίς να σταθεί να ζητήσει πληροφορίες ή να δώσει εξηγήσεις, ο νέος πήγε μέχρι το μικρό δωμάτιο, όπου βρισκόταν πάντα το γραφείο του παππού Μπενγιαμίν και είδε την καταστροφή: η κλειδαριά, έτσι όπως είχε παραβιαστεί βίαια, είχε ξεριζώσει ένα κομμάτι ξύλο από το πολύτιμο πλαίσιο του επίπλου, από το οποίο είχε αφαιρεθεί όλο το περιεχόμενο. Στο πάτωμα, με σημάδια από βρόμικες μπότες, βρίσκονταν τα σχέδια, που κάποιος είχε πετάξει έξω από τους φακέλους και οι καμβάδες που είχε ζωγραφίσει αυτός (το πορτρέτο της Μαριάμ Ρόκα!) και άλλοι μαθητές, όπως ο καλός του φίλος, ο Δανός Κέιλ. Πριν αρχίσει ακόμα να σώζει ό,τι μπορούσε να σωθεί, ο Ελίας παρατήρησε πως υπήρχαν δύο αισθητές απουσίες: τα τετράδια με τις σημειώσεις του και ο μουσαμάς, πάνω στον οποίο του είχε κάνει το πορτρέτο ο Δάσκαλος. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως αυτά είχαν θεωρηθεί οι μεγαλύτερες αποδείξεις εναντίον του. 
   Με την ντροπή, στην οποία είχε υποβάλει τους γονείς του να τον πονάει, ο Ελίας Αμπρόσιους είχε επιστρέψει στο σαλόνι για να τους αντιμετωπίσει. Η μητέρα, με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, με το που τον είδε να μπαίνει κατέβασε το κεφάλι και έμεινε σιωπηλή, σαν καλή Εβραία σύζυγος που ήταν πάντα. Ο πατέρας, από την άλλη, τόλμησε να τον ρωτήσει αν είχε ιδέα τι τον περίμενε. Ο Ελίας ένευσε θετικά και ζήτησε, παρακάλεσε, να του διηγηθεί τι συνέβη. 
   Ο Αμπραάμ Μοντάλμπο, αφού αναστέναξε κάμποσες φορές, του έκανε μια περίληψη των γεγονότων: αφού παραβίασε το κλειδωμένο συρτάρι του γραφείου, ο Άμος είχε φύγει τρέχοντας από το σπίτι, για να επιστρέψει, μετά από λίγο, μαζί με τους ραβίνους Μπρεσλάου και Μοντέρα. Ο πατέρας έκανε μια παύση: "Έμειναν μέσα πάνω από μία ώρα και, όταν βγήκαν από κει, μου είπαν πως είχα έναν γιο αιρετικό του χειρότερου είδους. Κρατούσαν κάτι τετράδια στα χέρια και μου έδειξαν εκείνο το πορτρέτο σου που μοιάζεις με..." Έκανε άλλη μια διακοπή. "Θα σου κάνουν δίκη, Ελίας... Μα, πώς μπόρεσες να κάνεις αυτό που έκανες;" 
   Ο Ελίας σκέφτηκε διάφορες απαντήσεις, τις δικές του απαντήσεις, αν και αμέσως κατάλαβε πως καμία δεν θα ήταν καλή για τον γονιό του. "Δεν ξέρω, πατέρα. Αν όμως μπορείτε, συγχωρήστε με για όλα αυτά που σας κάνω να υποφέρετε... Και, αν δεν είναι πολύ να σας το ζητήσω, αφήστε με να μείνω στο σπίτι μερικές μέρες ακόμα μέχρι να βρω κάποια λύση. Μετά θα φύγω", είπε ο Ελίας και μόνο εκείνη τη στιγμή ο Αμπραάμ Μοντάλμπο δε Άβιλα φάνηκε να αντιλαμβάνεται την αληθινή σημασία αυτού που ερχόταν για τον ίδιο και για την οικογένειά του, που δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια οικογένεια (ένας γιος αιρετικός, ο άλλος καταδότης, και πού είχε άραγε φταίξει ο ίδιος;), και άρχισε και αυτός να κλαίει.
   Με το ρολό των μουσαμάδων και των χαρτονιών κάτω από το μπράτσο, ο Ελίας Αμπρόσιους είχε βγει στον δρόμο. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις, που είχε ανάγκη να σκεφτεί, κατευθύνθηκε προς την περιοχή του λιμανιού. Η πρόωρη νύχτα του χειμώνα πλησίαζε ολοταχώς και από τη θάλασσα σηκωνόταν ένα παγωμένο αεράκι. Αναζητώντας την ισχνή προστασία των αποθηκών που διαχειριζόταν η πανίσχυρη Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, που δέσποζε στο εμπόριο με τα λιμάνια σε εκείνα τα μακρινά πέρατα του κόσμου, στα οποία κάποιες φορές ο Ελίας είχε ονειρευτεί να ταξιδέψει, έμεινε αρκετές ώρες ζυγίζοντας τις πιθανότητές του. Η απουσία του παλιού του καθηγητή, του χαχάμ Μπεν Ισραέλ, που πριν από μερικές μέρες είχε ταξιδέψει στην Αγγλία, τον άφηνε χωρίς το μοναδικό πρόσωπο, που οι συμβουλές του, σε εκείνο το σταυροδρόμι, μπορούσαν να του ξεκαθαρίσουν την κατάσταση, και χωρίς τον μοναδικό άνθρωπο στη σεφαραδίτικη κοινότητα, που, ίσως, μόνο ίσως, θα τολμούσε να νικήσει τον φόβο και να υψώσει τη φωνή για να τον υπερασπιστεί. Ο Ελίας ήξερε πως ήταν εντελώς βέβαιο ότι τον περίμενε μια θορυβώδης δίκη, όπου θα τον κατηγορούσαν για ειδωλολατρία, την πιο βαριά από τις αμαρτίες, και στο τέλος θα αποφάσιζαν τον αφορισμό του και θα εξέδιδαν ισόβιο χέρεμ εις βάρος του, παρόμοιο με αυτό που επιβλήθηκε στον Ουριέλ ντα Κόστα ή εκείνο που εξακολουθούσε να επικρέμεται πάνω από το κεφάλι του Μπαρούχ, γιου του Μιγκέλ δε Εσπινόζα... Αν και η προσωπογραφία, που του είχε φτιάξει ο Δάσκαλος, ήταν η πιο ηχηρή απόδειξη, αυτός είχε επιχειρήματα, ήδη πολύ μελετημένα, για να ανατρέψει την κατηγορία. Όμως, τα τετράδια με τις σημειώσεις του, όπου για χρόνια αποκάλυπτε τις σκέψεις, τις αμφιβολίες, τους φόβους και τις αποφάσεις του και, επιπλέον, διηγιόταν τις εμπειρίες του στο εργαστήριο, δεν θα του άφηναν περιθώριο για άμυνα: στα μάτια των δικαστών του, εκείνα τα χαρτιά ήταν η ανυπέρβλητη αυτοενοχοποίηση ενός αιρετικού, που παραβίαζε τη δεύτερη εντολή του Νόμου. Οι δρόμοι του ήταν κλειστοί και λίγα θα μπορούσε να κάνει για να τους ανοίξει... Όμως, είχε σκεφτεί τότε, ακόμα κι αν έπειθε το Μααμάντ ότι δεν είχε διαπράξει κάποιο ασυγχώρητο αμάρτημα, πώς θα ήταν η ζωή του από εκεί και ύστερα; Τι θα ήταν διατεθειμένος να κάνει για να ζήσει μέσα στην κοινότητα ως άνθρωπος που είχε δεχθεί άφεση; Θα απαρνιόταν κάθε μέρα αυτό που πίστευε, αυτό που θεωρούσε σωστό, αυτό που ήθελε να είναι, για να κερδίσει μια συγχώρεση, που θα ήταν πάντα υπό όρους και υπό επιτήρηση; Άξιζε τον κόπο να γονατίσει μία φορά, δεχόμενος μια υποταγή που στην πραγματικότητα θα σήμαινε να είναι γονατισμένος για πάντα, για να συνεχίσει να ζει ανάμεσα στους δικούς του και στον τόπο, όπου είχε γεννηθεί, όπου αναπαύονταν οι αγαπημένοι του νεκροί και έμεναν οι γονείς, οι φίλοι και οι δάσκαλοί του, η γυναίκα που αγαπούσε; Τι ελευθερία θα απολάμβανε ως συγχωρημένος στη γη της ελευθερίας; Με εκείνες τις ερωτήσεις, το πνεύμα του αφηνίαζε: αν δεν είχε διαπράξει κανένα έγκλημα, που να άξιζε καταδίκη λόγω της σκληρότητάς του, αν δεν ήταν ειδωλολάτρης αλλά ένας Εβραίος, που είχε κάνει πράξη τη βούλησή του, ποιο ανθρώπινο πλάσμα μπορούσε να διεκδικήσει για τον εαυτό του την εξουσία να του πάρει όλα όσα του ανήκαν μόνο και μόνο, επειδή είχε τολμήσει να σκεφτεί με διαφορετικό τρόπο για έναν Νόμο, ακόμα κι αν αυτός ο Νόμος είχε υπαγορευθεί από τον Θεό; Και αν δεν ζητούσε συγγνώμη; Θα είχε το κουράγιο να ζήσει για πάντα ως μίασμα για όλους τους ανθρώπους, που είχαν την ίδια ρίζα μ' αυτόν; Με κάποιες απαντήσεις στις ερωτήσεις του, επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι και, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, μόλις ξάπλωσε στο κρεβάτι του (το κρεβάτι του Άμος, όπως πάντα τους τελευταίους μήνες, έμενε άδειο, και τώρα ακόμη πιο δικαιολογημένα, δεδομένης της αποστροφής που θα του προκαλούσε η εγγύτητα με έναν αιρετικό), ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα έπεσε στα χέρια του ύπνου. Μπροστά στο επαπειλούμενο, για πρώτη φορά μέσα σε πολλούς μήνες ένιωσε απελευθερωμένος από τον φόβο.
   Το επόμενο πρωί, για άλλη μια φορά φορτωμένος με τα σχέδια και τους πίνακές του, ο νεαρός Εβραίος κατευθύνθηκε στο μοναδικό μέρος, όπου, πίστευε, θα τον δέχονταν και θα τον άκουγαν. Διέσχισε την Ντε Βάαχ, χωρίς να κοιτάζει τους εμπόρους, ούτε καν εκείνους που πουλούσαν πίνακες, σχέδια και γκραβούρες, και οι οποίοι κατελάμβαναν τη γωνία της πλατείας, όπου ξεκινούσε η Σιντ Αντονισμπρεϊστράατ, στην οποία προχώρησε, όπως εκατοντάδες φορές εκείνα τα χρόνια, προς το σπίτι με την πράσινη πόρτα που σημαδευόταν από τον αριθμό 4 της Πλατιάς Οδού των Εβραίων.
   Του άνοιξε η Χέντρικιε Στόφελς. Το κορίτσι τον κοίταξε στα μάτια και, χωρίς ο Ελίας να προλάβει να αντιδράσει, τον χάιδεψε με το χέρι στο μάγουλο και μετά του είπε ότι ο Δάσκαλος τον περίμενε. Ο Ελίας Αμπρόσιους, συγκινημένος από τη χειρονομία αλληλεγγύης της Χέντρικιε, ανέβηκε τις σκάλες, χτύπησε την πόρτα του εργαστηρίου και περίμενε μέχρι να ακούσει τη φωνή του ζωγράφου: 
   "Πέρασε, παιδί μου". Ο Ελίας τον βρήκε όρθιο, μπροστά στον καμβά, που συνόψιζε την ιστορία της Σουσάνας, να καθαρίζει τα χέρια του στη λεκιασμένη ποδιά. "Χθες βράδυ ήρθε και με είδε ο Ισαάκ Πίντο. Ξέρω ήδη ότι θα σε δικάσουν", είπε και του έδειξε ένα σκαμνί, ενώ ταυτόχρονα εκείνος βολευόταν στο άλλο. "Τι θα κάνεις;"
   "Ακόμα δεν ξέρω, Δάσκαλε. Νομίζω πως θα φύγω από την πόλη".
   "Θα φύγεις; Να πας πού;" ρώτησε ο ζωγράφος, λες και μια τέτοια απόφαση ήταν αδιανόητη.
   "Δεν ξέρω. Ούτε πώς ξέρω. Πιθανώς να έπρεπε να πάω στην Παλαιστίνη, με τον Σεβί. Ίσως ο Σολομών ο Ιταλός να είχε δίκιο και να αξίζει τον κόπο να ανακαλύψει κανείς αν είναι ο Μεσσίας ή όχι".
   Ο Δάσκαλος κουνούσε αρνητικά το κεφάλι του, σαν να μην μπορούσε να αποδεχθεί κάτι. "Δεν έπρεπε να σε δεχτώ στο εργαστήριο. Αισθάνομαι ένοχος".
   "Μην το λέτε αυτό, Δάσκαλε. Ήταν δική μου απόφαση και ήξερα ποιες μπορεί να ήταν οι επιπτώσεις".
   "Πότε θα γυρίσει αυτός ο άχρηστος ο Μπεν Ισραέλ! Πρέπει να κάνει κάτι!" φώναξε ο ζωγράφος. 
   "Γι' αυτό ακριβώς ήρθα, Δάσκαλε, γιατί θα τολμήσω να σας ζητήσω να κάνετε κάτι: σας παρακαλώ, πάρτε πίσω το πορτρέτο μου. Οι ραβίνοι το πήραν μαζί τους. Αν όμως το ζητήσετε εσείς, θα πρέπει να σας το επιστρέψουν. Αυτοί είναι ικανοί να το καταστρέψουν".
   Ο ζωγράφος είχε αρχίσει να βγάζει την ποδιά. "Ποιος το πήρε; Πού το έχουν;"
   "Το πήραν ο Μοντέρα και ο Μπρεσλάου, το έχουν στη συναγωγή".
   "Πάω να βρω τον Γιαν Σιξ, πρέπει να έρθει μαζί μου".
   "Δάσκαλε", ο Ελίας δίστασε, αλλά σκέφτηκε πως δεν είχε τίποτα να χάσει, "μου πήραν και τα τετράδιά μου. Είναι σαν τα δικά σας ταφελέτ. Σας παρακαλώ, κοιτάξτε..." πρόσθεσε, καθώς ο ζωγράφος, φορώντας ήδη το καπέλο του, φώναζε στη Χέντρικιε Στόφελς να του φέρει το παλτό και τις μπότες του για να βγει έξω.

   Με κάθε λεπτότητα, ο Ελίας χάιδεψε την επιφάνεια του καμβά, που είχε ξαναπάρει από τα σαγόνια της μισαλλοδοξίας, και αισθάνθηκε στην παλάμη του χεριού του την ευχάριστη ρυτιδιασμένη αίσθηση του λαδιού, που είχε βάλει η τέχνη του Δασκάλου. Παρατήρησε το πρόσωπό του, που απεικονιζόταν στον μουσαμά, το βλέμμα, που κατευθυνόταν λίγο πιο πάνω από το δικό του βλέμμα. Το κάλλος, που τον πλημμύρισε, τον έπεισε πως άξιζε τον κόπο. Με τέσσερα μικρά καρφιά στερέωσε τον καμβά στον τοίχο της σοφίτας, στην οποία είχε εγκατασταθεί, την ίδια όπου επί τρία χρόνια ζούσε ο Δανός Κέιλ και που τώρα το νοίκι της το είχε πληρώσει ο Γιαν Σιξ κατόπιν αιτήματος του Δασκάλου.
   Δύο μέρες πριν είχε εγκαταλείψει το σπίτι των γονιών του. Ενόσω μάζευε τα πιο πολύτιμα από τα υπάρχοντά του -δύο αλλαξιές ρούχα, μερικά ασπρόρουχα για το κρεβάτι και το μπάνιο και τα βιβλία που ανήκαν στον παππού του, Μπενγιαμίν- είχε μια συζήτηση με τον πατέρα του, όπου, πιο ήρεμοι πια και οι δύο, του είχε εξηγήσει τις ρίζες και τις αιτίες της υποτιθέμενης αίρεσής του. Τότε ο πατέρας του τού είχε ζητήσει να μείνει στο σπίτι, αλλά ο Ελίας δεν ήθελε να τους επιβάλει την πραγματικότητα που ζούσε ο ίδιος: αυτή του περιθωριοποιημένου. Παρόλο που υπολείπονταν αρκετές μέρες για να πραγματοποιηθεί η δίκη, στην οποία θα τον οδηγούσαν,  η πλειονότητα των Εβραίων της πόλης, έχοντας ενημερωθεί για όσα συνέβησαν, τον θεωρούσε ήδη ένοχο και έσπευδαν να τον καταδικάσουν σε εξοστρακισμό, σε εκδίωξη και σε περιφρόνηση. Ο Ελίας δεν εξεπλάγη, όταν έμαθε ότι οι πόρτες του σπιτιού του γιατρού Ρόκα ήταν κλειστές γι' αυτόν και ότι η ίδια η Μαριάμ, αυτή που γνώριζε όλα του τα μυστικά και μάλιστα είχε συμμετοχή σ' αυτά, αρνιόταν να του μιλήσει, φοβούμενη μήπως εμπλακεί και η ίδια στην αίρεση, μια συμμετοχή που με κάποιον τρόπο ή για κάποιον λόγο δεν είχε γίνει γνωστή δημόσια (άραγε ο Άμος και οι ραβίνοι δεν είχαν αναγνωρίσει τη Μαριάμ Ρόκα στο πορτρέτο του κοριτσιού, που είχε ζωγραφίσει στον μικρό καμβά; τόσο κακός ήταν ο Ελίας ως πορτρετίστας; ή μήπως το ισχυρό χέρι του γιατρού Μπουένο είχε παρέμβει, εμποδίζοντας να ανακατέψουν στην υπόθεση την κόρη του συναδέλφου και βοηθού του;). Ο Αμπραάμ Μοντάλμπο δεν είχε επιμείνει να αλλάξει γνώμη ο γιος του, πριν όμως ο νέος φύγει, τού δώρισε μια πολύτιμη βεβαιότητα: "Αυτές τις μέρες έχω νιώσει πολύ χαρούμενος που ο παππούς σου έχει πεθάνει. Ο γέρος θα ήταν ικανός να σκοτώσει τον Άμος. Ήταν πάντα αγωνιστής, θεοσεβούμενος άνθρωπος και εκείνο που θαύμαζε περισσότερο ήταν η αφοσίωση και η λογική".
   "Ναι", είπε ο Ελίας, "και εκείνο που μισούσε περισσότερο ήταν η υποταγή".
   Εκείνες τις μέρες, μέρες χριστιανικής γιορτής για τα Χριστούγεννα και εβραϊκής ευθυμίας του Χανουκά, καθώς βάδιζε χωρίς χαρά και χωρίς προορισμό στην πόλη, σκοτώνοντας ώρες και ανησυχία, ο Ελίας Αμπρόσιους είχε νιώσει την αίσθηση πως ήταν έγκλειστος σε έναν τόπο παράξενο. Τα πολλά μέρη του Άμστερνταμ, που ήταν γι' αυτόν φορτωμένα με νοήματα, αναμνήσεις, συνενοχές, τώρα του φαίνονταν απόμακρα, σαν να έβγαζαν κηρύγματα πολέμου σε κάποια γλώσσα άγνωστη. Και η βεβαιότητα εκείνης της απόστασης πολλαπλασιαζόταν, όταν διασταυρωνόταν με κάποιον από τους Εβραίους που τον γνώριζαν κι αυτός τον προσπερνούσε, λες και ο νέος είχε χάσει το υλικό του σώμα. Ο Ελίας ήξερε πως πολλοί αντιδρούσαν με αυτόν τον τρόπο από πεποίθηση, άλλοι όμως συμπεριφέρονταν έτσι κάτω από τη χαμερπή πίεση του φόβου. Σ' αυτό το εχθρικό και φορτωμένο κακές διαθέσεις περιβάλλον, όλα όσα για είκοσι ένα χρόνια ήταν δικά του άρχιζαν να απομακρύνονται απ' αυτόν, μέχρι που έγιναν μια οδυνηρή έκτρωση, που τον απέβαλε από τη μήτρα στην οποία είχε ζήσει. Και τότε κατάλαβε στην ακριβή του διάσταση τι είχε υποστεί ο Ουριέλ ντα Κόστα, όταν τον είχαν αναθεματίσει και τον είχαν μετατρέψει σε πεθαμένο εν ζωή τα αδέλφια του από την ίδια φυλή, κουλτούρα και θρησκεία. Εκείνη η κατάσταση της αορατότητας, στην οποία τον είχαν ρίξει, εκείνη η συνθήκη τού μη-είναι, τού να έχει σβήσει για εκείνους που προηγουμένως τον αγαπούσαν, τον ξεχώριζαν, τον αποδέχονταν, αποδεικνυόταν η πιο επώδυνη ποινή από όσες μπορούσαν να επιβληθούν σε άνθρωπο. Τώρα καταλάβαινε ακόμα και γιατί ο Ουριέλ ντα Κόστα τελικά είχε λυγίσει και είχε ζητήσει συγγνώμη, απλώς και μόνο για να δώσει τέλος στη ζωή του λίγες βδομάδες αργότερα: από φόβο και από ντροπή, διαδοχικά. Αλλά αυτός, όπως έκανε και ο Μπαρούχ Σπινόζα, δεν θα αυτοκτονούσε, ούτε θα αποδεχόταν κάποια ενοχή, ούτε θα τους έδινε την ικανοποίηση να τον δουν να υποφέρει, όσο κι αν υπέφερε στην πραγματικότητα, αφού η ελευθερία που θα κέρδιζε ζώντας χωρίς φόβο αντιστάθμιζε τα πάντα. Αυτόν δεν θα τον υπέτασσαν, δεν θα τον ταπείνωναν.
   Η θολή, αρχικά, απόφαση να εγκαταλείψει το Άμστερνταμ είχε αρχίσει σιγά σιγά να παγιώνεται στο μυαλό του και τώρα το μόνο που έλειπε ήταν να βρει τον τρόπο να συγκεκριμενοποιήσει τον δρόμο απ' όπου θα έφευγε, προς οποιοδήποτε μέρος. Γιατί υπήρχαν αρκετά πράγματα, με τα οποία ο Ελίας Αμπρόσιους Μοντάλμπο δε Άβιλα είχε γεννηθεί, μεγαλώσει, ζήσει και τα οποία δεν θα αποκήρυσσε, όσο κι αν τον πίεζαν οι ισχυροί ηγέτες της κοινότητας. Το πρώτο ήταν η αξιοπρέπειά του· κατόπιν, η απόφασή του να ζωγραφίζει εκείνο που τα μάτια και η ευαισθησία του απαιτούσαν να ζωγραφίσει· και πάνω απ' όλα, καθώς ενέπλεκε εξίσου την αξιοπρέπεια και την κλίση του, δεν θα παρέδιδε την ελευθερία του, το πιο υψηλό χαρακτηριστικό, που του είχε παραχωρήσει ο Δημιουργός, και το πιο πολύτιμο σύμβολο, που του είχε κληροδοτήσει ο παππούς του, όταν απείχε ακόμα πολύ από το να είναι ο παππούς του ή ο παππούς του αδελφού του, Άμος. Εκείνη την ένδοξη δυνατότητα να κάνει πράξη την ελευθερία του, που ο Μπενγιαμίν Μοντάλμπο είχε θρέψει μέσα του τα είκοσι χρόνια που μοιράστηκαν από την αντίστοιχη παραμονή του καθενός στη γη.

   Οι μέρες κυλούσαν, συννεφιασμένες και ανεμόδαρτες, αν και χωρίς χιόνια, η ημερομηνία της πραγματοποίησης της δίκης πλησίαζε και ο Ελίας είχε ανακαλύψει ότι η απόφασή του να φύγει και να πάει οπουδήποτε μακριά από το Άμστερνταμ, μπορεί να ήταν πολύ πιο δυσχερής απ' όσο είχε φανταστεί. Η μεγαλύτερη δυσκολία, θα διαπίστωνε με πόνο, προερχόταν από την περίπλοκη κατάσταση, που βίωνε ως Εβραίος που όδευε προς τον αφορισμό, αφού κάποιες πόρτες τού τις έκλειναν αυτοί που τον καταφρονούσαν, επειδή ήταν Εβραίος, και τις άλλες τού τις σφράγιζαν οι ίδιοι οι Εβραίοι.
   Ανάμεσα στους προορισμούς που ζύγιζε, η Ιερουσαλήμ μετατρεπόταν σιγά σιγά σε μια πιθανότητα, που δεν έπαυε να τον δελεάζει. Παρόλο που εξακολουθούσε να διατηρεί πάρα πολλές αμφιβολίες για τη μεσσιανική ιδιότητα του Σαμπατάι Σεβί, σπρωγμένου ίσως από μια κατάσταση ίδια με αυτή που ζούσε ο Ελίας σε σχέση με την κοινότητά του, μερικές στιγμές τού φαινόταν έως και πρέπον να ενταχθεί σε ένα μεσσιανικό προσκύνημα, να θέσει την πίστη και τη βούλησή του στην υπηρεσία ενός υποτιθέμενου Κεχρισμένου, να στρατευτεί στην τελευταία ελπίδα... ή να χαθεί μαζί της. Ωστόσο, παρόλο που για τις πρώτες μέρες του καινούργιου χριστιανικού έτους είχε αναγγελθεί η αναχώρηση ενός δεύτερου πλοίου, ναυλωμένου από τα μέλη του Νασάο, με κατεύθυνση τη γη του Ισραήλ, και η απλή πιθανότητα να επιβιβαστεί, ακόμα κι αν είχε τα απαραίτητα χρήματα για το εισιτήριο και τα έξοδα για τη διαδρομή, ήταν αδιανόητη: εκείνα τα φανατισμένα μέλη της κοινότητας δεν θα τον δέχονταν στο καράβι.
   Ο άλλος δρόμος, που θα μπορούσε να τον βάλει σε πειρασμό, ήταν εκείνος που θα οδηγούσε σε κάποια από τις ζωντανές πόλεις του βορρά της Ιταλίας, όπου ίσως θα μπορούσε να ζήσει στο περιθώριο της κοινότητας και, μάλιστα, όπως είχε κάνει στην εποχή του ο Ντάβιντε της Μάντοβα, ακόμα και να αφοσιωθεί με μεγαλύτερη ελευθερία στο πάθος του για τη ζωγραφική. Στην πραγματικότητα, όμως, ο νέος είχε μετρήσει όλες τις εναλλακτικές, ακόμα και το να μπαρκάρει ως ναυτικός σε οποιοδήποτε από τα εμπορικά πλοία, που καθημερινά έφευγαν με προορισμό τις Δυτικές και Ανατολικές Ινδίες, αν και η αγορά -κορεσμένη από άνδρες έμπειρους και έτοιμους να σαλπάρουν- θα έκανε πλοιοκτήτες και καπετάνιους να απορρίψουν αμέσως έναν νέο χωρίς την παραμικρή επιδεξιότητα για τη δουλειά στη θάλασσα. Από την άλλη, οι πιο σύντομες διαδρομές για Ισπανία, Πορτογαλία και Αγγλία, που τόσο πολλή κίνηση είχαν εκείνους τους καιρούς, ήταν έξω από τις δυνατότητες ενός απλού Εβραίου, εκτός αν, πριν το αποπειραθεί, άλλαζε το γεγονός αυτό με ένα πιστοποιητικό καθολικής βάπτισης, κάτι που ήταν έξω από τις προθέσεις του. Οι διαδρομές δια ξηράς, στο μεταξύ, ήταν απροσπέλαστες, σε μια στιγμή, όπου τα σύνορα της χώρας ζούσαν σε κατάσταση μέγιστου συναγερμού: η επικείμενη συγκεκριμενοποίηση της πολυαναμενόμενης συμφωνίας ειρήνης με την Ισπανία, που ίσως υπογραφόταν σε κάποια γερμανική πόλη, είχε μετατρέψει τους δρόμους σε στρατιωτικούς καταυλισμούς γεμάτους ένταση και νευρικότητα και ήταν ολοφάνερο πως ήταν λιγότερο σοβαρό να θεωρηθεί αιρετικός από τους Εβραίους του Άμστερνταμ παρά προδότης ή κατάσκοπος από εκείνους τους εξοργισμένους στρατιώτες, πολλές φορές μεθυσμένους από τα πιο σκληρά οινοπνεύματα, που τα ενίσχυαν, αντίστοιχα, το μεθύσι από τη βεβαιότητα για τη νίκη, των μεν, και από την αγανάκτηση για την ήττα, των άλλων.
   Το χιόνι δεν μπορούσε παρά να έχει επιστρέψει για τα χριστιανικά Χριστούγεννα. Η χαρούμενη ατμόσφαιρα των εορτών, πολλαπλασιασμένη από τις εξαγγελίες για το τέλος ενός αιώνα πολέμων κατά της Ισπανίας, είχε κυριέψει την πόλη και οι κάτοικοί της απειλούσαν τα αποθέματα σε κρασί, μπίρα και ζεστά ποτά, που έφτιαχναν στα αποστακτήρια ζάχαρης. Η μοναξιά του Ελίας Αμπρόσιους, από την άλλη πλευρά, έγινε πιο συμπαγής στις παρατεταμένες παραμονές του στη σοφίτα, που του θύμιζε κελί και όπου δεν διέθετε καν μια χανουκιά, στην οποία να τοποθετήσει οκτώ κεριά και να χαρεί τον εορτασμό ενός από τα μεγάλα ορόσημα της ιστορίας ενός λαού, που, όπως τόσο πολύ επέμενε στα μαθήματά του ο χαχάμ Μπεν Ισραέλ (υπενθυμίζοντας τον πολεμιστή Δαβίδ, τον ανίκητο Ιησού του Ναυή, τους πολεμοχαρείς Ασμοναίους), κάποτε είχε υπάρξει μαχητικός και ανυπότακτος, μάλλον, παρά μολυσμένος από τον φόβο και εθισμένος στην υποταγή.
   Τρεις μέρες πριν από την ημερομηνία που έκλεινε το έτος για τα χριστιανικά ημερολόγια, μερικά χτυπήματα στην πόρτα έθεσαν σε συναγερμό τον νέο. Σαν μια ελπίδα, από την οποία δεν μπορούσε να παραιτηθεί, ονειρευόταν πως, ανά πάσα στιγμή, εμφανίζεται μπροστά του η αγαπημένη του Μαριάμ Ρόκα. Ήξερε πολύ καλά ο Ελίας την ικανότητα του κοριτσιού να ξεγλιστράει, την οποία τόσες φορές είχε δοκιμάσει στην πράξη στη διάρκεια των πολλών παράνομων συναντήσεων, που είχαν πραγματοποιήσει τα χρόνια της ερωτικής και σαρκικής τους σχέσης. Ήξερε επίσης -ή τουλάχιστον νόμιζε πως ήξερε- ότι η Μαριάμ ποτέ δε θα ήταν ανάμεσα σε εκείνους, που θα τον καταδίκαζαν για τις πράξεις του, αυτός γνώριζε καλά τον τρόπο που σκεπτόταν η κοπέλα, ταυτόχρονα όμως, μέσα από τη συμπεριφορά του κοριτσιού, αποκτούσε μια όλο και καλύτερη αντίληψη του πόσο μπορεί να παραλύσει κάποιον ο φόβος. Κυριευμένος από την αυταπάτη ότι μπορεί να έβλεπε την αγαπημένη του, άνοιξε την πόρτα για να διαπιστώσει πως δεν ήταν η Μαριάμ: μπροστά του βρισκόταν η χοντροκομμένη μύτη, τα αετίσια μάτια και τα τερηδονισμένα δόντια του Δασκάλου. Και αμέσως ένιωσε μια βεβαιότητα: επιτέλους κάποια πόρτα είχε ανοίξει.
   Ο Δάσκαλος κρατούσε στο χέρι ένα μπουκάλι κρασί και κάμποσα ακόμα πάνω στο σώμα του. Ίσως γι' αυτό ο χαιρετισμός του να ήταν τόσο διαχυτικός: μια αγκαλιά, δυο φιλιά στα μάγουλα και μια χριστουγεννιάτικη ευχή, απ' αυτές που συνηθίζουν ν' ανταλλάσσουν μεταξύ τους όσοι πιστεύουν στον Χριστό. Ούτε κι έτσι, όμως, κλονίστηκε η βεβαιότητα του Ελίας ότι αυτός ο άνθρωπος έφερνε μαζί του μια λύση.
   Με δύο ποτήρια σερβιρισμένα με το στυφό και σκουρόχρωμο κρασί, που μπορούσε να πληρώσει ο Δάσκαλος, κάθισαν να συζητήσουν. Ο νεοφερμένος πράγματι έφερνε μια καλή είδηση: ο φίλος του, Γιαν Σιξ, θα προσλάμβανε τον Ελίας, για να πάει μέχρι κάποιο από τα λιμάνια της βόρειας Πολωνίας με ένα εμπορικό που είχε ήδη ναυλώσει. Εκεί θα έπρεπε να κλείσει την αγορά ενός μεγάλου φορτίου σιταριού, που, επί δεκαετίες, οι Ολλανδοί εισήγαγαν από εκείνα τα μέρη. Καθώς για να κλείσει η συμφωνία θα έπρεπε να παρουσιάσει επιταγές μερικών χιλιάδων φιορινιών, ο Σιξ και οι συνεταίροι του προτιμούσαν να εμπιστευτούν αυτή την περιουσία στα χέρια του νεαρού Εβραίου παρά σε εκείνα του καπετάνιου του εμπορικού, για την εντιμότητα του οποίου είχαν αρχίσει να διατηρούν σοβαρές αμφιβολίες. Από τη στιγμή που θα είχε κλείσει η συμφωνία με τους Ολλανδούς μεσίτες, που ήταν εγκατεστημένοι σε εκείνο το λιμάνι, και με τους Πολωνούς προμηθευτές, ο Ελίας θα παρέδιδε τα πιστοποιητικά της ήδη κλεισμένης αγοράς και τις φορτωτικές στον καπετάνιο και τότε θα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, είτε να μείνει στην Πολωνία, στη Γερμανία ή σε άλλο μέρος του βορρά, είτε να επιστρέψει στο Άμστερνταμ, όπου τα πράγματα μπορεί να είχαν ησυχάσει.
   Καθώς άκουγε τις λεπτομέρειες εκείνης της ανάθεσης, που μπορούσε να του ανοίξει μια απρόσμενη και παράξενη οδό διαφυγής, ο νέος άρχισε σιγά σιγά να νιώθει μια απρόβλεπτη ανησυχία μπροστά στο προφανές γεγονός ότι, ναι, θα εγκατέλειπε, για πάντα ίσως, την πόλη του και τον κόσμο του. Και κατάλαβε πως, αντί για δραπέτευση, η αναχώρησή του θα ήταν μάλλον αυτοεξορία. Ωστόσο, ήξερε καλά πως ήταν η μοναδική του εφικτή εναλλακτική λύση και ευχαρίστησε τον Δάσκαλο για το ενδιαφέρον και τη βοήθειά του.
   "Ποτέ μη μ' ευχαριστείς για τίποτα", είπε τότε ο ζωγράφος και άφησε το ποτήρι με το κρασί στο πάτωμα. Μόνο εκείνη τη στιγμή ο Ελίας παρατήρησε ότι ο ζωγράφος δεν είχε δοκιμάσει το ποτό του. "Αυτό που έχει συμβεί με σένα δεν μπορείς να το δεις παρά ως ήττα... Και το χειρότερο είναι πως δεν μπορεί κανείς να ρίξει το φταίξιμο σε κανέναν. Ούτε σε σένα, επειδή τόλμησες να αψηφήσεις κάποιους νόμους ούτε στον αδελφό σου, Άμος, και στους ραβίνους, επειδή θέλουν να σε δικάσουν και να σε καταδικάσουν: ο καθένας κάνει αυτό που πιστεύει πως οφείλει να κάνει και έχει πολλά επιχειρήματα για να θεμελιώσει τις αποφάσεις του. Και αυτό είναι το χειρότερο: ότι κάτι φρικτό φαίνεται φυσιολογικό σε κάποιους... Αυτό που με θλίβει περισσότερο είναι να διαπιστώνω πως πρέπει να συμβούν ιστορίες, όπως η δική σου, ή λυπηρές παραιτήσεις, όπως του Σολομώντα του Ιταλού, για να μάθουμε, επιτέλους, εμείς οι άνθρωποι, ότι η πίστη σε έναν Θεό, σε έναν άρχοντα, σε μια χώρα, η υπακοή σε διαταγές, που υποτίθεται πως είναι για το καλό μας, μπορούν να μετατραπούν σε φυλακή για εκείνο το ουσιαστικό στοιχείο που μας κάνει να ξεχωρίζουμε: τη βούλησή μας και την ευφυΐα που διαθέτουμε ως ανθρώπινα όντα. Είναι μια αντιστροφή της ελευθερίας και..." -έκοψε τη φράση του, γιατί με την παραφορά, που σιγά σιγά τον κυρίευε, ένα από τα πόδια του κλότσησε το ποτήρι και έχυσε το κρασί στις σανίδες του πατώματος.
   "Μην ανησυχείτε, Δάσκαλε", είπε ο Ελίας και έσκυψε να σηκώσει το ποτήρι.
   "Όχι, δεν ανησυχώ για κάτι τόσο μικρό, προφανώς και όχι... Τι σκατά μπορεί να μας ενδιαφέρει τώρα λίγο κρασί χαμένο και λίγη λίγδα παραπάνω;... Δεν ξέρεις πόσο θα ήθελα να ήταν εδώ ο φίλος μας, Μπεν Ισραέλ, για να προσπαθήσει να μου εξηγήσει, αυτός, ο τόσο διαβασμένος στα ιερά πράγματα, πώς ο Θεός μπορεί να καταλάβει και να εξηγήσει αυτό που σου συμβαίνει. Σίγουρα θα μιλούσε για τον Ιώβ και τα ανεξιχνίαστα σχέδια, θα μας έλεγε ότι οι νόμοι είναι γραμμένοι στο κορμί μας και θα μας αποδείκνυε την τελειότητα του Δημιουργού, λέγοντάς μας πως, αν στην Τορά υπάρχουν διακόσιες σαράντα οκτώ θετικές υποδείξεις και τριακόσιες εξήντα πέντε αρνητικές, που δίνουν άθροισμα εξακόσιες δεκατρείς, αυτό συμβαίνει, επειδή οι άνθρωποι έχουμε διακόσια σαράντα οκτώ οστά και τριακόσιους εξήντα πέντε τένοντες, και το άθροισμά τους, που πάλι είναι εξακόσια δεκατρία, είναι ο αριθμός που συμβολίζει τα μέρη του σύμπαντος... Θα τον άφηνα να τελειώσει και τότε θα τον ρωτούσα: Μενασέ, σε όλους αυτούς τους υπολογισμούς του κώλου, πού βάζεις το άτομο που είναι ο κάτοχος αυτών των οστών και των τενόντων, ο συγκεκριμένος άνθρωπος, για τον οποίο τόσο πολύ σου αρέσει να μιλάς;" Ο Δάσκαλος έστρεψε τις παλάμες των χεριών του προς τα πάνω, για να δείξει το κενό. Ο Ελίας όμως δεν είδε το κενό: το αντίθετο, εκεί, πάνω σε εκείνα τα χέρια, βρισκόταν η πληρότητα. Διότι εκείνα ήταν τα χέρια ενός ανθρώπου, που είχε κουραστεί να δημιουργεί κάλλος, ακόμα και με την απεικόνιση της φτώχειας, των γηρατειών, του πόνου και της ασχήμιας, τα χέρια μέσα από τα οποία τόσες φορές είχε εκφραστεί και είχε πάρει συγκεκριμένη μορφή το ιερό. Τα χέρια ενός ανθρώπου, που είχε αγωνιστεί ενάντια σε όλες τις εξουσίες για να σκαλίσει την πανοπλία της ελευθερίας του...
   "Και πότε φεύγει το πλοίο του Σιξ;" ήταν, παρ' όλα αυτά, εκείνο που ο Ελίας ένιωσε την ανάγκη να ρωτήσει.
   Ο Δάσκαλος, ξαφνιασμένος, χρειάστηκε να σκεφτεί πριν απαντήσει. "Στις τέσσερις Ιανουαρίου, σε μια βδομάδα, νομίζω... Ο Σιξ θα σου εξηγήσει τα πάντα... Ελπίζω να σε πληρώσει καλά".
   "Όσο πιο σύντομα σαλπάρει, τόσο καλύτερα..." είπε ο Ελίας, ενώ ο Δάσκαλος σηκωνόταν όρθιος, παραπατούσε και του χάριζε ένα λεκιασμένο χαμόγελο για αποχαιρετισμό.
   "Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να πούμε", ψιθύρισε, "μια ήττα, άλλη μια ήττα", είπε και έφυγε από τη σοφίτα. Και τότε όντως δημιουργήθηκε το κενό. Ο Ελίας Αμπρόσιους ένιωσε πως μόλις είχε φύγει ένα κομμάτι της ψυχής του. Το καλύτερο, ίσως.
   Αφού το σκέφτηκε πολύ, αποφάσισε πως θα πήγαινε να αποχαιρετήσει τους γονείς του. Στο κάτω κάτω, δεν άξιζαν άλλη μία τιμωρία. Όμως, το ανέβαλε μέχρι την τελευταία μέρα πριν από την αναχώρηση, όταν πλέον είχε στα χέρια του όλες τις εντολές του Γιαν Σιξ, τα έγγραφα για τη συμφωνία καθώς και τα χρήματα της δικής του πληρωμής, που είχε υπολογιστεί με υπερβολική γενναιοδωρία, σίγουρα μετά από πιέσεις του Δασκάλου.
   Όταν βγήκε από το πατρικό του σπίτι, αφού τοποθέτησε ξανά στο παλιό γραφείο όλα σχεδόν τα βιβλία, που ανήκαν στον παππού Μπενγιαμίν -αποφάσισε να πάρει μαζί του μόνο έναν τόμο του Μαϊμονίδη, το αντίτυπό του από το De Termino Vitae, έργο του χαχάμ του, καθώς και την παράξενη περιπέτεια του ιδαλγού από την Καστίλη, που τρελαίνεται να διαβάζει μυθιστορήματα και πιστεύει πως είναι περιπλανώμενος ιππότης- πέρασε από τη σοφίτα και μάζεψε τα σχέδια και τους πίνακές του, καθώς και εκείνους που του είχαν χαρίσει οι συνάδελφοι, τακτοποιημένους όλους σε ένα άλμπουμ που είχε δέσει ο ίδιος. Έξω από το άλμπουμ άφησε μόνο τον μουσαμά, στον οποίο τον είχε ζωγραφίσει ο Δάσκαλος, το τελευταίο και καλύτερο πορτρέτο της Μαριάμ, που είχε φτιάξει ο ίδιος, και ένα σκίτσο του παππού του, που είχε σχεδιάσει με γκρι μελάνι, καθώς και το μικρό τοπίο, που του είχε χαρίσει ο καλός και έμπιστος φίλος του, ο ξανθομάλλης Κέιλ: εκείνα τα τέσσερα κομμάτια ήταν υπερβολικά σημαντικά γι' αυτόν, για να τα αφήσει πίσω, και τα τύλιξε σε ρολό και τα τακτοποίησε μέσα σε ένα μικρό ξύλινο κασελάκι, που είχε αγοράσει γι΄ αυτόν τον λόγο από την αγορά. Με τα υπόλοιπα έργα -μεταξύ των οποίων και κάμποσα πορτρέτα της Μαριάμ με λάδι, τακτοποιημένα όλα στο άλμπουμ, πήγε για άλλη μια φορά στο σπίτι με τον αριθμό 4 της Πλατιάς Οδού των Εβραίων και χτύπησε την ξύλινη, βαμμένη πράσινη πόρτα, βέβαιος πως το έκανε για τελευταία φορά στη ζωή του. Όταν η Χέντρικιε Στόφελς τού άνοιξε, ο Ελίας τής ζήτησε να δει τον Δάσκαλο: ήθελε να του κάνει ένα δώρο για το νέο έτος, ως δείγμα της άπειρης ευγνωμοσύνης του. Η Χέντρικιε Στόφελς χαμογέλασε και του είπε να ξαναπάει πιο μετά: ο Δάσκαλος κοιμόταν μετά το πρώτο μεθύσι του έτους Κυρίου 1648. Ο Ελίας χαμογέλασε: 
   "Δεν πειράζει", είπε και της έτεινε τον χαρτοφύλακα, "δώσ' του αυτό όταν συνέλθει. Εξήγησέ του πως είναι ένα δώρο... να το κάνει ό,τι νομίζει καλύτερο. Και πες του πως εύχομαι ο Ύψιστος, ευλογημένο να είναι το όνομά Του, να δίνει σ' αυτόν, σε σένα και στον Τίτους πολλή υγεία, για πολλά χρόνια".
   Η Χέντρικιε Στόφελς χαμογέλασε ξανά, καθώς ακουμπούσε στο στήθος τον χαρτοφύλακα που της έδωσε ο νέος, και ρώτησε: "Ποιος Θεός, Ελίας;"
   "Οποιοσδήποτε... Όλοι", είπε, αφού το σκέφτηκε για μια στιγμή, και πρόσθεσε: "Με την άδειά σου", και χάιδεψε με την παλάμη του χεριού του το ροδοκόκκινο και λείο μάγουλο του κοριτσιού, που τόσες φορές είχε ζωγραφίσει ο Δάσκαλός του.
   Ο Ελίας Αμπρόσιους κατέβηκε τα σκαλιά προς τον δρόμο, άσπιλο και λαμπερό σαν απλωμένο χαλί από το χιόνι, που είχε μόλις πέσει. Ήταν ξανά ένας άνθρωπος που έκλαιγε.


Παδούρα Λεονάρδο, Αιρετικοί, (μετφ. Κώστας Αθανασίου), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2015

Σημειώσεις:
(1) Νασάο: η εβραϊκή κοινότητα της Πορτογαλίας.
(2) Eκ του μηδενός.
(3) Περίπου δύο μέτρα. 
(4)  "Όνομα της πένας" στην κυριολεξία.
(5) Εβραίοι ή μουσουλμάνοι της Ιβηρικής που προσηλυτίστικαν αναγκαστικά στον χριστιανισμό αλλά συγκρατημένα κράτησαν την πίστη τους. Για απόδειξη της μεταστροφής τους, υποχρεώθηκαν από τους χριστιανούς να φάνε γουρούνι· η λέξη marrano σημαίνει και γουρούνι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: