Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2019

[ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ


  
   Δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της τόσο γερασμένο άνθρωπο. Όταν η Κατ Άσλεϋ οδήγησε στην αίθουσα ακροάσεων τη σκυφτή γυναίκα που περπατούσε τρεκλίζοντας, η Ελισάβετ δεν πίστευε στα μάτια της. Τα λιγοστά μαλλιά που ξεπρόβαλλαν απ' το σκουφάκι της είχαν ένα θαμπό γκρίζο χρώμα και το πρόσωπό της ήταν απερίγραπτα ζαρωμένο, σαν μήλο που έμεινε και ξεράθηκε στον ήλιο. Φορούσε ένα ρούχο ξεθωριασμένο, φθαρμένο και παλιομοδίτικο, που κρεμόταν σαν τσουβάλι πάνω στο κοκαλιάρικο κορμί της. Ωστόσο, η Ελισάβετ σχημάτισε αμέσως την εντύπωση ότι είχε μπροστά της μια κυρία ευγενικής καταγωγής. Και βεβαιώθηκε ολότελα γι' αυτό, όταν η γυναίκα, παρά τις πονεμένες αρθρώσεις της, υποκλίθηκε μπροστά της βαθιά και με όλους τους τύπους.
   Η περιέργεια της Ελισάβετ έφτασε στο αποκορύφωμα και, παραμερίζοντας τις τυπικότητες, είπε στη γυναίκα πριν καν μπορέσει εκείνη να σηκωθεί:
   "Μίλησε. Πες μου γιατί ήρθες".
   Η γυναίκα ίσιωσε το κορμί της, αλλά αναγκάστηκε να γείρει πίσω το κεφάλι για να μπορέσει να συναντήσει την ατσάλινη ματιά της βασίλισσας.
   "Μεγαλειοτάτη, πρέπει να μιλήσουμε μόνες", είπε.
   Η Κατ πήγε να διαμαρτυρηθεί γι' αυτή την εξωφρενική απαίτηση και με το βλέμμα ζήτησε απ' τη βασίλισσα να της επιτρέψει να πετάξει έξω την ξένη. Η Ελισάβετ όμως διαισθανόταν πως ήταν κάτι πολύ σοβαρό. Είπε λοιπόν στην έμπιστή της να φύγει και η Κατ, κατακόκκινη και φανερά ενοχλημένη, βγήκε θυμωμένη απ' την αίθουσα.

   "Έχω κάτι που άλλοτε ανήκε στη μητέρα σας", είπε η γριά. 
   "Πες μου το όνομά σου, γριά, και ασ' τα αυτά τα μυστηριώδη. Μπορεί να μ' ενδιαφέρει αυτό που έφερες, αλλά δεν έχω μεγάλη υπομονή".
   Η ηλικιωμένη γυναίκα κοίταξε κατάματα την Ελισάβετ. 
   "Λαίδη Ματίλντα Σόμερβιλ, αν επιτρέπει η Χάρη σας. Ίσως με τα χρόνια, εκτός από αρθριτικά, ν' αποκτήσετε και υπομονή".
   Κι ενώ η Ελισάβετ την κοίταζε μην ξέροντας αν έπρεπε να γελάσει ή να θυμώσει, η γριά έβγαλε μέσα από τις δίπλες της φούστας της έναν φθαρμένο, παλιό τόμο κι απόμεινε διστακτική.
   "Δώστε μου να δω αυτό το βιβλίο", τη διέταξε ξερά η Ελισάβετ.
   "Δεν είναι βιβλίο, Μεγαλειοτάτη".
   "Ελάτε δα! Αφού βλέπω τι είναι! 
   Δείχνοντας να συναισθάνεται μέχρι ποιο σημείο μπορούσε να φτάσει η αυθάδειά της, η λαίδη Σόμερβιλ προχώρησε σκουντουφλώντας και, με δάχτυλα παραμορφωμένα από τα αρθριτικά, άπλωσε στη βασίλισσα τον δεμένο με κόκκινο δέρμα τόμο. Κι αφού πλησίασε όσο τολμούσε, ψιθύρισε:
   "Είναι ένα ημερολόγιο. Το ημερολόγιο της μητέρας σας, της Άννας Μπόλεϋν".
   Η Ελισάβετ ανατρίχιασε ολόκληρη και η καρδιά της αναπήδησε μέσα στο στήθος της. Της μητέρας της! Σχεδόν δεν τη θυμόταν τη μητέρα της, είχε πάνω από είκοσι χρόνια να προφέρει δυνατά το όνομά της. Προσπαθώντας να παραμείνει ήρεμη, άργησε λίγο να απαντήσει στη γριά.
   "Ημερολόγιο; Και πώς, παρακαλώ, βρέθηκε στην κατοχή της λαίδης Σόμερβιλ το ημερολόγιο μιας βασίλισσας;"
   Τα τσιμπλιάρικα μάτια της γριάς θάμπωσαν κι έδειξε σα να μεταφερόταν σ' άλλο μέρος, σ' άλλη εποχή.
   "Είχα τη μεγάλη τιμή να υπηρετήσω την καλή σας μητέρα πριν από το θάνατό της", είπε με γαλήνια περηφάνια.
   Αν και η λογική τής επέβαλλε να φανεί πολύ προσεκτική και επιφυλακτική, η Ελισάβετ άρπαξε τον τόμο με απαράδεκτη για τη θέση της αδημονία. Το δέρμα ήταν σκληρό στην αφή και στα ρουθούνια της έφτασε η ξέθωρη οσμή της περγαμηνής.
   Η ηλικιωμένη γυναίκα την κοιτούσε τώρα με ηρεμία και σιγουριά: η νεαρή βασίλισσα είχε καταλάβει πως της έλεγε την αλήθεια. Δε θα την τιμωρούσε, ήταν φανερό.
   "Καθίστε", της είπε η Ελισάβετ, και ήταν περισσότερο πρόσκληση παρά διαταγή. "Πέστε μου για τη μητέρα μου".
   Η λαίδη Σόμερβιλ κάθισε με ανακούφιση σε μια καρέκλα και βόλεψε τα πόδια της σε μια στάση τέτοια που να πονάνε όσο γινόταν λιγότερο.
   "Ο θείος μου ο λόρδος Κίνγκστον", άρχισε, "ήταν φρούραρχος στον Πύργο του Λονδίνου τον καιρό της βασιλείας του πατέρα σας. 'Ηταν σπουδαίος στρατιώτης στα νιάτα του, είχε μάλιστα πολεμήσει γενναία στη μάχη του Φλόντεν, όπου και τραυματίστηκε σοβαρά. Έλεγε συχνά πως θα προτιμούσε να είχε πεθάνει δοξασμένα εκεί πέρα, παρά που έμεινε σακάτης για όλη του τη ζωή. Ο Καλός Βασιλιάς Χάρυ τον αντάμειψε κάνοντάς τον φρούραρχο στον Πύργο του Λονδίνου, μα παρόλο που η τιμή ήταν μεγάλη, εκείνος δεν ήταν ευτυχισμένος απ' τη ζωή του εκεί. Τα γκρίζα τείχη τού πλάκωναν την καρδιά, μέσα στις παγερές ομίχλες του ποταμού τα κακόμοιρα τα κόκαλά του πονούσανε πολύ και τα μεγάλα βασιλικά οπλοστάσια τον έκαναν ν' αποθυμάει το σάλαγο της μάχης!" Όσο μιλούσε, η φωνή της λαίδης Σόμερβιλ αποκτούσε δύναμη κι αυτοπεποίθηση, λες κι οι αναμνήσεις τη ζωντάνευαν και την ξανάκαναν να νιώθει νέα. "Ο Κίνγκστον λοιπόν", συνέχισε, "ήταν φρούραρχος όταν η μητέρα σας, πέντε μηνών έγκυος κιόλας σ' εσάς, πήγε στον Πύργο πανευτυχής για τον τριήμερο εγκλεισμό πριν από τη στέψη της, καθώς απαιτούσε το έθιμο. Ο θείος μου της πρόσφερε τις υπηρεσίες του απρόθυμα γιατί, όπως τόσοι και τόσοι Άγγλοι, ήταν αφοσιωμένος υποστηρικτής της πρώτης γυναίκας του πατέρα σας, της Αικατερίνης, κι ας ήταν ξένη. Καθώς όμως φοβόταν για την ασφάλεια των δικών του, αλλά και για το ίδιο του το κεφάλι, έδειξε υποταγή στην καινούργια βασίλισσα κι έκανε άνετη την παραμονή της στον Πύργο. Και νά που, πριν καλά καλά περάσουν χρόνια, εκείνη ξαναβρέθηκε εκεί, ατιμασμένη και κατηγορούμενη για προδοσία και μαγεία. Ο θείος μου τη θυμόταν για καιρό να βγαίνει από τη λέμβο, με πρόσωπο γκρίζο, σκοτεινιασμένο σαν τον ουρανό. Η Άννα σκόνταψε, καθώς έβγαινε απ' το σκάφος για να περάσει την πύλη κι εκείνος την έπιασε απ' το μπράτσο. Του χαμογέλασε, μας έλεγε, γεμάτη ευγνωμοσύνη γι' αυτή την τόσο μικρή καλοσύνη την ώρα που μόνο εχθροί τής είχαν απομείνει".
   Η Ελισάβετ ένιωσε τα χέρια της να τρέμουν κι έσφιξε δυνατά το ημερολόγιο για να τα σταματήσει. Γιατί ήταν κι η ίδια μέρος τούτης της κακορίζικης ιστορίας. Και δεν ήταν μόνο η θύμηση του Πύργου, αυτής της σκοτεινής φυλακής όπου την είχαν κλείσει κι εκείνη για μήνες, όταν η ετεροθαλής αδελφή της, βασίλισσα τότε, υποπτεύθηκε πως η Ελισάβετ συνωμοτούσε για να την εκθρονίσει. Όχι. Ήταν κάτι παραπάνω. Τούτη η γριά έσερνε πίσω της τα μαύρα βάθη της δικής της γέννησης και του θανάτου της μητέρας της, πλεγμένα μεταξύ τους σαν σε λεπτοδουλεμένο κέντημα. Κι η Ελισάβετ σπάνια μέχρι τότε επέτρεπε στον εαυτό της να συλλογίζεται τη ζωή και το θάνατο της Άννας Μπόλεϋν.
   Η προσμονή της δικής της γέννησης είχε υπάρξει η μεγάλη ελπίδα της Άννας: θα έκανε ένα αρσενικό παιδί, το διάδοχο που η Αικατερίνη δεν είχε καταφέρει να δώσει στον Ερρίκο. Ήξερε ακόμα η Ελισάβετ πως, τελικά, το φύλο της είχε συμβάλει στο θάνατο της Άννας. Αν είχε γεννηθεί αγόρι, μπορεί να ζούσε ακόμα εκείνη, μπορεί να ήταν ακόμα βασίλισσα.
   "Συνεχίστε, λαίδη Σόμερβιλ", είπε τώρα. "Λέγατε πως υπηρετήσατε τη μητέρα μου στις τελευταίες της ώρες".
   "Ο θείος μου χρειαζόταν μια γυναίκα για να υπηρετήσει τη βασίλισσα στις φοβερές συνθήκες του εγκλεισμού της και δεν έβρισκε πολλές πρόθυμες. Είχε διασυρθεί πολύ η μητέρα σας, Μεγαλειοτάτη". Σαν να ντράπηκε που είπε αυτή την αλήθεια στην Ελισάβετ, η γριά γυναίκα κατέβασε τα μάτια.
   "Πράγματι", αποκρίθηκε η Ελισάβετ. "“Ναν Μπούλεν, η πουτάνα του βασιλιά”, την έλεγαν. Τα χείλη της βασίλισσας τρεμούλιασαν κι ένα κύμα οίκτου την κυρίεψε. Όπως η μητέρα της, έτσι κι αυτή είχε γίνει αντικείμενο μίσους και ζήλιας, την είχαν απορρίψει, την είχαν αποκαλέσει με τα πιο προσβλητικά ονόματα κι ας ήταν πριγκίπισσα. Μέχρι πριν από λίγα μόλις χρόνια δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το μπάσταρδο του Ερρίκου. Ένιωσε έναν πόνο στο στήθος τώρα και σαν ένα χέρι να της έσφιγγε το λαιμό.
   "Εγώ όμως την αγαπούσα τη μητέρα σας", είπε απρόσμενα η λαίδη Σόμερβιλ. "Την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που το βλέμμα μου διάβασε τη μοναχική της ψυχή".
   Η Ελισάβετ κοίταξε προσεκτικά το ρυτιδωμένο πρόσωπο της ηλικιωμένης λαίδης μήπως και διέκρινε κάποιο συναίσθημα που να ερχόταν σε αντίθεση με τα λόγια της. Το μόνο που είδε όμως ήταν δυο πανιασμένα χείλη που μιλούσαν για ένα πολύτιμο μυστικό ανάμεσα σε δυο γυναίκες ευγενικής καταγωγής. 
   "Είχε λεπτή κορμοστασιά, οι καρποί της ήταν σαν κλαράκια κι ο λαιμός της μακρύς, σαν κύκνου", συνέχισε η λαίδη Σόμερβιλ. "Και ήταν τόσες οι χάρες της, που σ' έκαναν να παραβλέπεις τη χλομή επιδερμίδα και τα πελώρια, αφύσικα σχεδόν, μάτια. Η φωνή της ήταν υπέροχη, ζωηρή και κεφάτη, παρά τον ελεεινό ξεπεσμό της. Και πόσο πνευματώδης ήταν! Η μητέρα σας μ' έκανε να γελάω, ξέρετε. Γελούσαμε οι δυο μας, γιατί κανένας άλλος δεν ήθελε να μοιραστεί τα αστεία μας. Μας κοίταζαν και ψιθύριζαν μεταξύ τους κι ο θείος μου θύμωνε πολύ μαζί μου. Εγώ όμως μια φορά τού είπα θαρρετά, σαν άντρας: “Μέχρι να πεθάνει, είναι ακόμα η βασίλισσα. Αυτή με διατάζει, όχι εσείς”." Η γριά λαίδη σταμάτησε και χαμογέλασε μόνη της στη θύμηση εκείνης της γενναίας αντίστασής της. Ύστερα, συνέχισε: "Κάθε βράδυ, όλες εκείνες τις εβδομάδες που έμεινε εκεί πέρα, με άφηνε να της βουρτσίζω τα μακριά μαύρα μαλλιά της. Ήταν κατάμαυρα σαν τα φτερά του κοράκου και απαλά σαν μεταξένια. Ένα βράδυ έβαλε τα κλάματα η μητέρα σας. Έχυσε ποτάμι δάκρυα πίκρας και οργής. Ύστερα συνέχισε να κλαίει πιο απαλά, με ψιθυριστούς λυγμούς. Κάποια στιγμή μού είπε: “Του Ερρίκου του άρεσε πολύ να μου βουρτσίζει τα μαλλιά”. Αυτό μόνο. Τη μόνη άλλη φορά που την είδα να κλαίει, ήταν όταν εκτέλεσαν τον αδελφό της... Παρακολούθησε τον αποκεφαλισμό του από μια πολεμίστρα, ψηλά στον Πύργο. Οι θανατώσεις των άλλων, εκείνων που είχαν κατηγορηθεί ότι έκαναν όργια μαζί της, δεν τη συγκλόνισαν τόσο. Τον αδελφό της τον Τζωρτζ όμως τον αγαπούσε πολύ". Η λαίδη Σόμερβιλ σήκωσε τα μάτια και κοίταξε τη βασίλισσα. "Το θείο σας", της είπε.
   "Ναι, το θείο μου", έκανε η Ελισάβετ αφηρημένα, καθώς προσπαθούσε να γυρίσει με τη σκέψη στο παρελθόν. Τον θυμόταν τον Τζωρτζ Μπόλεϋν; Στα πορτρέτα του ήταν όμορφος, ενώ οι φήμες έλεγαν πως ήταν και γοητευτικός. Όχι, δεν τον θυμόταν καθόλου. Ούτε αυτόν ούτε τον παππού της τον Τόμας, που παζάρεψε την κόρη του από φιλοδοξία και την εγκατέλειψε και πάλι από συμφέρον. Ακόμα κι η μητέρα της η Άννα, ήταν ένα φευγαλέο όραμα, μια απαλή οσμή από μπαχαρικά, ένα κελαρυστό γέλιο. Πάντοτε όμως, το πρόσωπό της το πλημμύριζε ένα τέτοιο φως, που έσβηνε τις λεπτομέρειες των χαρακτηριστικών της.
   Ένα από τα ενθύμια που είχε κρατήσει από την παιδική της ηλικία η Ελισάβετ ήταν κι ένα φίνο λινό μαντιλάκι κεντημένο με τα αρχικά των γονιών της μπλεγμένα σαν αγκαλιασμένοι εραστές. Αργότερα, όταν η Άννα χάθηκε και ξεχάστηκε και την αντικατέστησε η Τζέην Σέυμουρ, όλα τα ασπρόρουχα, τα κεντήματα, οι ζωγραφιές και τα οικόσημα που είχαν αυτό το τολμηρό σύμβολο της επιτυχίας της Άννας, καταστράφηκαν ή πετάχτηκαν και αντικαταστάθηκαν από ένα νέο σύμπλεγμα αρχικών: του Ερρίκου και της Τζέην. Σ' όλη τη μοναχική κι άθλια παιδική της ηλικία, η Ελισάβετ το κράτησε εκείνο το μαντιλάκι, σαν παράνομο θησαυρό μέσα σ' ένα μικροσκοπικό κασελάκι όπου έκρυβε τα λιγοστά και φτωχικά κοσμήματα που της είχαν χαρίσει και μερικά άλλα μπιχλιμπίδια χωρίς αξία. Με το πέρασμα των χρόνων, το κασελάκι καταχωνιάστηκε στα βάθη ενός ξύλινου μπαούλου κι η ανάμνηση της μητέρας της ξεθώριασε σαν ζωγραφιστή βεντάλια.
   "Πείτε μου για το ημερολόγιο".
   "Δεν ήξερα τίποτα γι' αυτό μέχρι την ημέρα που η μητέρα σας βάδισε στο θάνατό της. Ήταν ταραγμένη εκείνη την ημέρα: κάμποσοι άντρες κάρφωναν και πριόνιζαν έξω από το παράθυρο του κελιού της, ετοιμάζοντας το ικρίωμα όπου θα την οδηγούσαν. Οι τελευταίες εκκλήσεις που είχε κάνει στον πατέρα σας να δείξει έλεος είχαν αποβεί μάταιες και δεν είχε πια ελπίδες. Για λίγο, θα έλεγε κανείς πως όλη της η χάρη την είχε εγκαταλείψει. Έκανε αδέξιες κινήσεις, πατούσε τη φούστα της, έσφιγγε και ξέσφιγγε τα χέρια της. Κι ύστερα καθόταν κι έγδερνε με τα νύχια το πρόσωπο και το κεφάλι της, βογκώντας: “Συγχώρεσέ με, Θεέ μου, συγχώρεσέ με”. Εγώ αρρώστησα βλέποντάς τη, μ' έπιασε πονοκέφαλος κι ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ήταν για λύπηση, δεν ήταν πια η βασίλισσα που ήξερα ότι ήθελε να εμφανιστεί θαρραλέα στον κόσμο που θα παρακολουθούσε την εκτέλεσή της. Έβαλα τα δυνατά μου να συνέλθω κάπως και πήγα κοντά της να τη ρωτήσω αν ήθελε να της βουρτσίσω τα μαλλιά. Γύρισε, με κοίταξε και σαν κάτι να καταλάγιασε μέσα της. Ηρέμησε εντελώς και μου είπε: “Ναι, σας παρακαλώ, λαίδη Σόμερβιλ. Θα το ήθελα πολύ”. Με αργές και ρυθμικές κινήσεις, που τόσο της άρεσαν, ίσιωσα και βούρτσισα τα μαλλιά της κι ύστερα εκείνη μου ζήτησε να τα σηκώσω και να τα δέσω ψηλά στο κεφάλι της, να είναι ελεύθερος ο σβέρκος. Μόλις το είπε αυτό, εγώ έβαλα τα κλάματα, γιατί κατάλαβα τι εννοούσε". Ασυναίσθητα η ηλικιωμένη γυναίκα σήκωσε το χέρι κι άγγιξε τον δικό της σβέρκο. "Είχαν φέρει απ' το εξωτερικό έναν τέλειο Γάλλο δήμιο, μα εκείνη φοβόταν τον πόνο, και δεν ήθελε να μπει κάτι εμπόδιο στη λεπίδα του".
   Η Ελισάβετ συνειδητοποίησε πως τα μάτια της ήταν βουρκωμένα, μα δεν προσπάθησε να κρύψει τα δάκρυά της από εκείνη τη γυναίκα, τη φίλη της μητέρας της στη ζωή και στο θάνατο.
   "Σαν της έδεσα τα μαλλιά και τη βοήθησα να φορέσει ένα μαλακό γκρίζο φόρεμα, μου έδωσε αυτόν τον τόμο. Ήταν εντελώς ήρεμη πια και ο τρόμος είχε φύγει από το βλέμμα της. "Πάρτε αυτό", μου είπε. "Εδώ είναι η ζωή μου. Δώστε το στην κόρη μου την Ελισάβετ. Να της το δώσετε όταν μεγαλώσει, όταν γίνει βασίλισσα. Θα της φανεί χρήσιμο". Ντρέπομαι που το παραδέχομαι, Μεγαλειοτάτη, μα τότε σκέφτηκα πως η κόρη του Ερρίκου από μια γυναίκα που εκείνος τόσο τη μίσησε μετά, δε θα βασίλευε ποτέ στην Αγγλία. Την αγαπούσα όμως τη μητέρα σας, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου, και της είπα πως θα ήταν τιμή μου να το κάνω. Κι έτσι, ύστερα από τόσα χρόνια, έχω πραγματικά την τιμή να σας δώσω αυτό το ημερολόγιο".
   Η λαίδη Σόμερβιλ σηκώθηκε με κόπο από την καρέκλα. Η Ελισάβετ της άπλωσε το χέρι να στηριχτεί και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν.
   "Η μητέρα σας, Μεγαλειοτάτη, πέθανε με αξιοπρέπεια. Σαν βασίλισσα". Η λαίδη Σόμερβιλ υποκλίθηκε βαθιά και, παίρνοντας το κατάλευκο χέρι της Ελισάβετ, φίλησε το δαχτυλίδι της.
   "Σας ευχαριστώ, ευγενική κυρία", ψιθύρισε εκείνη. "Πρέπει να νιώθετε υπερήφανη που πραγματοποιήσατε την υπόσχεση που δώσατε στη μητέρα μου πριν από τόσο καιρό".
   Η γριά γυναίκα χαμογέλασε και κοίταξε το χλομό πρόσωπο της βασίλισσας.
   "Έχετε τα μάτια του πατέρα σας, Μεγαλειοτάτη, μα το πνεύμα που λάμπει μέσα τους είναι της μητέρας σας".
   Η λαίδη Σόμερβιλ γύρισε και βγήκε κουτσαίνοντας από την πόρτα, χωρίς να μπει στον κόπο να την κλείσει πίσω της. Η Κατ και μερικές άλλες κυρίες των τιμών που στέκονταν απέξω, ξεχύθηκαν μέσα στην αίθουσα σαν τα πουλιά. Η Ελισάβετ όμως, βυθισμένη σ' ένα γλυκό όνειρο, δεν ήθελε να την ενοχλήσουν. Σήκωσε λοιπόν το χέρι και τους έκανε νόημα να φύγουν.
   Η βασίλισσα που, όση ώρα η λαίδη Σόμερβιλ διηγόταν την ιστορία της, έσφιγγε το ημερολόγιο στα χέρια της, το παρατήρησε τώρα προσεχτικά. Ήταν πολύ παλιό. Το κόκκινο δέσιμό του είχε γίνει ρόζ πια και φαινόταν έτοιμο να σκιστεί. Οι σελίδες του ήταν χρυσωμένες κι έβλεπες πράγματι πως κάποτε ήταν ένας πολύ ωραίος τόμος. Σαν να χάιδευε τα φτερά μιας πεταλούδας, η Ελισάβετ το άνοιξε στην πρώτη σελίδα. Εκεί, με γράμματα καλλιγραφικά, μεγάλα, με μαύρο μελάνι σε κιτρινισμένη περγαμηνή, έγραφε: 

Το ημερολόγιο της Άννας Μπόλεϋν

   Η Ελισάβετ άρχισε να διαβάζει.
   4 Ιανουαρίου 1522

   Ημερολόγιό μου, 
   Τι παράξενος που είναι ένας τόμος από λευκές σελίδες! Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω ξαναδεί πράγμα τόσο παράξενο και τόσο θαυμαστό όσο αυτό το ημερολόγιο από περγαμηνή. Εντελώς διαφορετικό από ένα βιβλίο που ο συγγραφέας του μου προσφέρει τις σκέψεις του να τις γευτώ σαν πλούσιο γεύμα, τούτος ο άδειος τόμος με αψηφά και με προκαλεί, με προκαλεί να του γεμίσω εγώ τις σελίδες του. Με τι όμως;
   Ο Τόμας Γουάιατ που μου έκανε αυτό το δώρο, επιμένει ότι είμαι ικανή να το κάνω και μου φέρνει σαν απόδειξη τη συνήθεια που απέκτησα, λέει, να γράφω σε διάφορες γλώσσες και να είμαι καλή συζητήτρια, όλο ανέκδοτα και απολαυστικές ιστορίες από τη γαλλική Αυλή. Όλα αυτά είναι ασφαλώς φιλοφρονήσεις ενός κυρίου σε μια κυρία, μα έχουν κι έναν κόκκο αλήθειας. Γιατί, πραγματικά, ο Γουάιατ, ο οποίος με έψαχνε με το δώρο του στο χέρι, με βρήκε στο δωματιάκι που έχουν στη διάθεσή τους την ημέρα οι κυρίες των τιμών της βασίλισσας Αικατερίνης, να κάθομαι ολομόναχη στο τραπέζι, με την πένα στο χέρι και να γράφω στη μητέρα μου.
   Γύρισα, τον είδα και του χαμογέλασα εγκάρδια. Γιατί ο Γουάιατ είναι άνθρωπος ξεχωριστός. Είναι μεγάλος ποιητής, ο μεγαλύτερος στην αγγλική Αυλή του Ερρίκου, και είναι και πολύ όμορφος, πανύψηλος κι όλο ζωντάνια. Λένε πως, αν αφαιρέσεις το βασιλικό αίμα, είναι ίσος σε όλα με τον Ερρίκο. Και πραγματικά, έχει γίνει ο καλύτερος και πιο σταθερός σύντροφος του βασιλιά Τυδόρ. Από εκείνη την κρύα και σκοτεινή μέρα που γύρισα από την Αυλή του Γάλλου βασιλιά, ο ευγενής αυτός κύριος με ξεχώρισε από τις άλλες κυρίες της Αυλής και με γεμίζει τιμές και δώρα, πιο πολλά απ' όσα κάνει ακόμη και στην όμορφη αδελφή μου Μαρία. Με κολακεύει τολμηρά στα ποιήματά του, πράγμα που γεννάει πολύ θαυμασμό και κάποια ζήλια γύρω μου. Παρ' όλα αυτά, δεν ήμουν προετοιμασμένη για ένα τόσο ασυνήθιστο δώρο.
   "Λίγοι άντρες κι ακόμα λιγότερες γυναίκες χειρίζονται καλά το λόγο", μου είπε. "Κι απ' όσους γνωρίζω, κανείς δε θα μπορούσε να κοσμήσει ωραιότερα από σας τούτες τις σελίδες με το πνεύμα και την ιστορία του, τις σκέψεις και τα όνειρά του''. Πρόσθεσε ότι, στην Αυλή, δύσκολα βρίσκει κανείς λίγη ησυχία για να γράψει, αλλά με παρακάλεσε να μην ξεχνώ ποτέ ότι, ακόμα κι όταν βρισκόμαστε ανάμεσα σε πολύ κόσμο, είμαστε πάντα μόνοι. Και συμπλήρωσε: "Αν βρείτε τον τρόπο να γράφετε με την καρδιά σας στο Ημερολόγιο, θα έχετε έναν αληθινό φίλο. Κι αν του μιλάτε ειλικρινά, χωρίς να κρύβετε την παραμικρή λεπτομέρεια, τούτος ο τόμος, όπως τα έργα του Πετράρχη, θα περιέχει τα σκόρπια κομμάτια της ψυχής σας".
   Ο Τόμας Γουάιατ μου έκανε δώρο την πιο μεγάλη πρόκληση, μεταμφιεσμένη στην πιο κομψή φιλοφρόνηση. Κι εγώ κατάλαβα ότι παρά τα αυλικά καθήκοντά μου, πρέπει να βρίσκω χρόνο και να γράφω, κρατώντας την κρυφή απ' όλους αυτή την απασχόλησή μου. Το σκαλιστό μπαούλο που έφερα από τη Γαλλία έχει λουκέτο και κλειδί: εκεί θα αναπαύεται κρυμμένο το προσωπικό μου ημερολόγιο.
   Στάσου! Ακούω το γέλιο της βασίλισσας να πλησιάζει. Μαζί της γελάνε στο διάδρομο και οι κυρίες της. Γυρίζουν από κάποια διασκέδαση, πρέπει λοιπόν κι εγώ να σταματήσω και να πάω να τις βρω. Μέχρι να τα ξαναπούμε, παραμένω, 
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   15 Ιανουαρίου 1522

   Ημερολόγιό μου,
   Προφασίστηκα πονοκέφαλο κι έμεινα πίσω, ενώ οι άλλες πήγαν να δουν την αρκούδα που θα παλέψει με τα σκυλιά στην αυλή του κάστρου. Κάθομαι δίπλα στο παράθυρο, στο μικρό μου δωμάτιο, με το φτερό στο χέρι κι αναλογίζομαι την καθημερινή μου ζωή. Ο χρόνος άλλαξε ελάχιστα την κακή μου διάθεση. Αφότου επέστρεψα από τη Γαλλία στην πληκτική κι επαρχιώτικη Αυλή του Ερρίκου, υπηρετώ τη θεοσεβούμενη βασίλισσά μου, κουβαλώντας τα μάλλινά της και τα ασπρόρουχά της μέσα από σκοτεινούς και στενούς διαδρόμους, με τους γκρίζους πέτρινους τοίχους τους να στάζουν υγρασία απ' το αιώνιο πούσι του Τάμεση. Η παγωνιά τους μου θλίβει την καρδιά και νιώθω να πνίγομαι από νοσταλγία. 
   Αν δεν είχε ανακληθεί απ' τη Γαλλία ο πατέρας, όταν χάλασαν οι θερμές διπλωματικές σχέσεις, εγώ θα χόρευα ακόμα -όπως το κάνω πάντα στα όνειρά μου- στην αστραφτερή Γαλλική Αυλή. Γιατί εκεί υπάρχει πράγματι λάμψη, χλιδή και ομορφιά κι έρωτες παθιασμένοι και πονηροί! Αυτός ο διαβολικός βασιλιάς (αν και, για να είμαστε δίκαιοι, ο Ερρίκος είναι εξίσου επιβλητικός στο παράστημα) έχει κάτι που ο δικός μας ο μονάρχης ούτε το ονειρεύτηκε ποτέ: ξεχειλίζει από έρωτα και λαγνεία και τα χαρίζει και τα δυο πλουσιοπάροχα σε όλα τα μέλη του κομψού περιβάλλοντός του.
   Στη Γαλλία μορφώθηκα και έζησα τα νιάτα μου, σύντροφος πιστή, από παιδούλα ακόμη, της μικρής κουτσής πριγκίπισσας Ρενέ. Τα ψηλά αψιδωτά παράθυρα του βασιλικού ανακτόρου άφηναν να μπαίνει στις αίθουσες κρυστάλλινο το φως, κάνοντας όλα τα χρώματα να λαμπυρίζουν εκτυφλωτικά. Όλοι οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με ταπισερί, σε κάθε εσοχή τους ήταν βαλμένο κι ένα αντικείμενο, κάθε όροφος ξεχείλιζε από ανεκτίμητους θησαυρούς: ταπισερί, πίνακες, αγάλματα και σφυρήλατα μέταλλα που ερέθιζαν κι ευχαριστούσαν τις αισθήσεις. Στα σαλόνια συγκεντρώνονταν μεγάλοι φιλόσοφοι, συγγραφείς και κάθε είδους επιστήμονες. Τρώγαμε συντροφιά με τον μεγάλο ποιητή Μαρό, θαυμάζαμε με τις ώρες τη Μόνα Λίζα του Ντα Βίντσι, που την είχε φέρει ο ίδιος για να στολίσει τη μεγάλη αίθουσα του βασιλιά. Αχ, εκείνοι οι καιροί, εκείνα τα μέρη, πόσο στοιχειώνουν τη σκέψη μου! [...]
   Από τη βασίλισσα που υπηρετούσαμε, την Κλωντ, εγώ έμαθα τι θα πει να είσαι άχαρη και ενάρετη. Όλες οι κυρίες των τιμών της κορόιδευαν τους τρόπους της και τις περιπέτειες του άντρα της. Για τους περισσότερους, το πρόσωπο της βασίλισσας δεν είχε καμιά βαρύτητα. Όχι όμως και για μένα. Γιατί εγώ εκείνο που έβλεπα ήταν πως αυτή ήταν η βασίλισσα. Αυτή φορούσε το στέμμα, κρατούσε ανάμεσα στα σκέλια της τον βασιλιά της Γαλλίας και έβγαζε απ' την κοιλιά της βασιλικούς πρίγκιπες που έφεραν το όνομά του. Οι πονηρές και λαμπροστολισμένες κυρίες της Αυλής, με τα μεταξωτά τους φορέματα και τα φανταχτερά κοσμήματα που τις κυνηγούσαν οι πάντες... δεν είχαν τίποτα. Ούτε αγάπη ούτε όνομα ούτε δόξα αληθινή. Έτσι κι εγώ έπαιζα απλώς το παιχνίδι τους. Γελούσα και φλερτάριζα, παρίστανα την ακόλαστη κι έπινα από κούπες με ερωτικές σκηνές στο εσωτερικό τους χωρίς να κοκκινίζω. Κρατούσα όμως τα μυαλά μου στη θέση τους -και άθικτη την παρθενιά μου.
   Ήμουν μόνο δεκαπέντε χρόνων. 
   [...] Χυδαίες κραυγές και το ουρλιαχτό ενός σκυλιού που πέθαινε ακούστηκαν απ' την αυλή. Η γλυκιά μου ονειροπόληση διαλύθηκε, έλιωσε σαν πάγος στις ακτίνες του ήλιου και κύλησε στο τζάμι του παραθύρου. Στην Αγγλία βρίσκομαι. Η καρδιά μου όμως σπαράζει από νοσταλγία για κείνη τη χρυσή ζωή. Μακάρι να ήμουν στη Γαλλία.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   Η Ελισάβετ είχε απομείνει ακίνητη σαν άγαλμα, μαρμαρωμένη στην πολυθρόνα της από τις αποκαλύψεις του ημερολογίου. Ποια μοναδική και παράξενη μοίρα είχε φέρει αυτό το ντοκουμέντο στα χέρια της, έτσι που να μπορεί τώρα να μαθαίνει τις πιο προσωπικές σκέψεις της μητέρας της, να μαθαίνει για έναν κόσμο που υπήρχε σχεδόν σαράντα χρόνια πριν.
   Η Ελισάβετ ένιωθε σαν να είχε βρει ξαφνικά την είσοδο ενός μυστικού δωματίου που είχε μείνει σφραγισμένο για καιρό, σαν τάφος, και όπου κρύβονταν μυστικά τρομακτικά όσο και συναρπαστικά, επικίνδυνα όσο και σημαντικά. Έψαχνε την καρδιά της, μα δεν έβρισκε κάτι που να έμοιαζε με αγάπη για τον ίσκιο εκείνο που ήταν ερωμένη του πατέρα της για έξι χρόνια, σύζυγος και βασίλισσά του, για τρία. Από την παιδική της κιόλας ηλικία, η Ελισάβετ είχε υψώσει χοντρούς τοίχους  γύρω απ' την καρδιά της, για να την προστατεύσει από την ντροπιασμένη θύμηση της Άννας. Και αυτούς τους τοίχους τούς είχε χτίσει με την πικρία που ένιωθε για το θάνατο της προδότρας και για τον τρόπο με τον οποίο είχε αμαυρώσει και τη δική της τη ζωή.
   Το στέμμα, η Ελισάβετ το είχε ελάχιστο καιρό. Καθημερινά, τη βάραινε η ευθύνη για τη λήψη σοβαρών αποφάσεων που επηρέαζαν όχι τη δική της τη ζωή μόνο, αλλά όλων των υπηκόων της, ολόκληρης της Αγγλίας. Μα αφού οι μοίρες είχαν διαλέξει να φέρουν στα χέρια της τούτη την ώρα αυτό το ημερολόγιο, θα ήταν ανόητη αν δε του αφιέρωνε την πιο σοβαρή προσοχή της. [...]

   Η Ελισάβετ καθόταν στην πολυθρόνα με την ψηλή ράχη. Το τρεμάμενο φως των κεριών σχημάτιζε φωτοστέφανο γύρω απ' το κεφάλι της. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν, ήταν ο άνεμος που σφύριζε στην καμινάδα και το σπινθήρισμα που έκαναν οι φλόγες. Μόλις η Κατ και οι κυρίες των τιμών έφυγαν και την άφησαν μέσα σε μια ευλογημένη σιωπή, η Ελισάβετ έβγαλε από ένα μικρό ασημένιο κουτί το κλειδί που έκρυβε στη φόδρα του και ξεκλείδωσε το βαρύ σκαλιστό ιταλικό μπαούλο που ήταν τοποθετημένο κάτω από το παράθυρο. Και μέσα από τις ντελικάτες δίπλες του βαφτιστικού της φουστανιού τράβηξε το ημερολόγιο της μητέρας της. Από τότε που η λαίδη Σόμερβιλ είχε εισαγάγει το μυστήριο στη ζωή της, η Ελισάβετ δεν έβγαζε ούτε στιγμή απ' το μυαλό της τον κρυμμένο τόμο. Παρ' όλα αυτά, είχε περάσει σχεδόν μια βδομάδα πριν μπορέσει να μείνει για λίγο ολομόναχη.
   Το μπαούλο, αρωματισμένο με λεβάντα, ήταν γεμάτο καλοδιπλωμένα ασπρόρουχα και φορεματάκια, άλλα δικά της, άλλα του αδελφού της Εδουάρδου και άλλα του πατέρα της, που τα κρατούσε για αναμνηστικά: αυτά ήταν όλα όσα είχαν απομείνει από την οικογένειά της. Κάνοντας στην άκρη μια κεντητή πουκαμίσα κι ένα ζευγάρι δερμάτινα γάντια για κυνήγι με γεράκι, η Ελισάβετ βρήκε ένα μικρό ξύλινο κασελάκι με μια ξεθωριασμένη εικόνα από τη Βίβλο στο σκέπασμα. Στη θέα του, οι αναμνήσεις φούσκωσαν μέσα της σαν την παλίρροια: σκόρπιες εικόνες της παιδικής της ηλικίας, του δωματίου της στο Χάτφιλντ Χωλ -άλλες ζεστές, άλλες οδυνηρές, μα όλες κομμάτια του εαυτού της.
   Άνοιξε το σκέπασμα. Μέσα, κρυβόταν ένας ανάκατος σωρός από ψεύτικα κοσμήματα, μια πέτρα που το σχήμα της θύμιζε κάπως καρδιά και της την είχε χαρίσει ο νεαρός, ρομαντικός Ρόμπιν πριν από χρόνια, μια μικροσκοπική δαχτυλήθρα από σμάλτο, το κρανίο ενός ποντικού, ένα ξεθωριασμένο φτερό απ' την ουρά μιας σουσουράδας. Και το μαντιλάκι της μητέρας της.
   Η Ελισάβετ ξεχώρισε το φίνο λινό από τα άλλα αντικείμενα και το κράτησε στην παλάμη της. Ήταν κιτρινισμένο από τα χρόνια και η δαντελένια μπορντούρα του είχε σκιστεί εδώ κι εκεί. Τα κεντημένα αρχικά των γονιών της όμως φάνταζαν πάντα αγκαλιασμένα.
   Τώρα η βασίλισσα καθόταν με το ημερολόγιο στην ποδιά της και το μαντιλάκι για σελιδοδείκτη. Μισόκλεισε τα μάτια για να διακρίνει καλύτερα τα γράμματα. Έπρεπε να διαβάζει αργά, γιατί η όρασή της ήταν αδύνατη κι όταν τα μάτια της κουράζονταν, τότε την έπιαναν εκείνοι οι φοβεροί πονοκέφαλοι που την έκαναν να νιώθει απαίσια. Με τόσο σπάνιες τις στιγμές της μοναξιάς, ήξερε πως θα 'κανε αρκετό καιρό να το διαβάσει όλο το ημερολόγιο. Δεν την πείραζε όμως· θα το απολάμβανε αργά αργά, σαν παλιό κρασί, γιατί ήταν σίγουρη πως η ιστορία της Άννας αποτελούσε μέρος του γρίφου της δικής της μοίρας ως γυναίκας -και ως βασίλισσας.
   Κι άρχισε να διαβάζει.

   4 Απριλίου 1522

   Ημερολόγιό μου,
   Τι Κυριακή κι αυτή. Αμέσως μετά τη λειτουργία, ο πατέρας μου έστειλε και με κάλεσε να πάω στο λογιστήριο, όπου τελείωνε με τα σχέδια για τους εορτασμούς που θα γίνουν για την άφιξη του Καρδινάλιου. Πλησίασα στο τραπέζι όπου καθόταν μαζί με τον Ταμία, έναν άσχημο άντρα που με περιεργάστηκε με την άκρη του ματιού του από την κορφή μέχρι τα νύχια. Εγώ ήθελα να φύγω, γιατί πλησίαζε κιόλας η μεγάλη λέμβος του Καρδινάλιου, ήμουν όμως υποχρεωμένη να στέκω εκεί, σιωπηλή και υπάκουη, μέχρι που ο πατέρας και αφέντης μου να μου πει τι ήθελε.
   Με τα πολλά, μου είπε πως ο Σερ Πιρς Μπάτλερ είχε διοριστεί Διοικητής της Ιρλανδίας και έπρεπε να σπεύσω να συγχαρώ τον μνηστήρα μου για το διορισμό του πατέρα του. Στο άκουσμα του Τζέημς Μπάτλερ και των δικών του, ένιωσα τα χαρακτηριστικά μου να σκληραίνουν, στη θέση όμως αυτής της σκληρότητας έβαλα αμέσως ένα ευχάριστο χαμόγελο. Τον φοβάμαι αυτόν τον πολεμοχαρή πατέρα, που είναι γνωστό ότι δολοφονεί τους συγγενείς του, και όσο για τον ηλίθιο γιο του, τον απεχθάνομαι όσο απεχθάνεται κι αυτός εμένα. Κι ωστόσο ο Τζέημς, όταν τελειώσουν τα παζάρια για τις προίκες ανάμεσα στον πατέρα μου, τον βασιλιά και τον Καρδινάλιο, θα γίνει ο νόμιμος σύζυγός μου. Ο πατέρας του πατέρα μου, βλέπεις, έχει μεγάλες εκτάσεις στην Ιρλανδία, αλλά ο εξάδελφός μας, ο ελεεινός Πιρς Μπάτλερ, δεν αφήνει εμάς τους Μπόλεϋν να πάρουμε στην κατοχή μας αυτά τα κτήματα. Πιστεύουν λοιπόν ότι ο γάμος μου με τον Τζέημς θα βάλει τέλος στις παλιές διαφορές και θα δώσει μια λύση ειρηνική για όλους. Κι εγώ θα πάω στα άγρια μέρη της Ιρλανδίας, να βασιλέψω σαν λαίδη Μπάτλερ σε ξυπόλυτους βαρβάρους. Έτσι λένε δηλαδή. Έτσι λένε.
   Όταν τελικά μπόρεσα να φύγω, έτρεξα σ' ένα μεγάλο παράθυρο και είδα από εκεί τη μεγάλη, όλο χρυσάφια και χρώματα λέμβο του Καρδινάλιου Γούλσεϋ ν' αράζει στην αποβάθρα, μπροστά στο παλάτι. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή στο στήθος μου κι αναρωτιόμουν αν έπρεπε να πάω να καθίσω ήσυχα στην αίθουσα της βασίλισσας ή να τρέξω να χαιρετήσω αυτόν που αγαπάω.
   Και τότε ακριβώς είδα μια λάμψη από πορφυρό ταφτά κι αμέσως μετά μια ψηλή σιλουέτα. Ο Γούλσεϋ, με κόκκινο καπέλο, ρούχα και γάντια, μεγαλοπρεπής μέσα στην παχυσαρκία του, βάδιζε πίσω από τους φρουρούς του που κρατούσαν τα σύμβολα της εκκλησιαστικής εξουσίας του: ασημένιους σταυρούς, εξαπτέρυγα, τιάρα και τη Μεγάλη Σφραγίδα της Αγγλίας. Από τις πύλες του παλατιού βγήκαν, όλο ύφος και επισημότητα, οι αξιωματούχοι του βασιλιά, με χρυσές αλυσίδες περασμένες στο λαιμό και κρατώντας ψηλά, λευκά ραβδιά, που τα χτυπούσαν βαρύγδουπα στο χώμα. Ήξερα πως, για να είναι εκεί ο Γούλσεϋ, κάπου κοντά θα ήταν και οι ευγενείς του οίκου του. Κι όπως έψαχνα με το βλέμμα, είδα μια φιγούρα απλά ντυμένη που ωστόσο ήταν η χαρά των ματιών μου: ο Χένρυ Πέρσυ, λεπτός και συνεσταλμένος, με την καλοσύνη να στεφανώνει το πρόσωπό του σαν φωτοστέφανο. Η καρδιά μου βροντοχτυπούσε μέσα στα στήθη μου. Κι ενώ μας χώριζε απόσταση μεγάλη κι εκείνος δεν με είχε δει ακόμη, εγώ ένιωσα τον έρωτά του και ήξερα πως ένα μόνο επιθυμούσε, να τρέξει να με βρει.
   Έκανα μεταβολή και, περνώντας βιαστικά μέσα από διαδρόμους και σκάλες, έφτασα στα διαμερίσματα της βασίλισσας Αικατερίνης όπου είχαν μαζευτεί ήδη οι κυρίες των τιμών. Επικρατούσε ζωηρή αναταραχή: οι αρχόντισσες έτρεχαν εδώ κι εκεί, μαγείρισσες και υπηρέτριες πηγαινοέρχονταν κι όλες γελούσαν κι αστειεύονταν.
   Η βασίλισσα έπαιρνε το πρωινό της ύστερα από μακρά νηστεία και, παρόλο που τα μάτια της ήταν κουρασμένα, έδειχνε καλότροπη και κεφάτη τούτο το κυριακάτικο πρωινό. Όπως κάθε Παρασκευή και Σάββατο, είχε περάσει τις δύο προηγούμενες μέρες γονατισμένη στις κρύες πλάκες του παρεκκλησιού, ζητώντας να τη συγχωρέσει ο Θεός για αμαρτίες που, για κάθε άλλον άνθρωπο, είναι καλές πράξεις. Κοιτάζοντάς την αναρωτήθηκα αν το τρίχινο ράσο του Αγίου Φραγκίσκου που φοράει κατάσαρκα, κρυμμένο κάτω από τα βαρύτιμα φορέματά της, της γδέρνει το δέρμα ή της χαρίζει την παρηγοριά που τόσο έχει ανάγκη.
   Ο άντρας της ο Ερρίκος, βλέπεις, παρόλο που την αγαπάει ακόμα, δε βρίσκει πια την ηδονή στο κρεβάτι τους. Γι' αυτήν, απευθύνεται, παρακαλώ, στην πρώτη κυρία των τιμών της βασίλισσας, την αδελφή μου Μαρία! Πόρνη ενός Γάλλου βασιλιά και τώρα μετρέσα του Μεγάλου Χάρυ. Κάποια φορά ικέτεψα τη Μαρία να μου πει τι μάγια κάνει στους άντρες, γιατί, μπορεί βέβαια να είναι ωραία, αλλά η Αυλή είναι γεμάτη από ωραίες κυρίες. Εκείνη τότε μου χαμογέλασε πονηρά και μου είπε: "Με τους άντρες, σημασία έχει πώς τους κρατάς. Σφιχτά, ύστερα χαλαρά, ύστερα τους ξαναπιάνεις στις δαγκάνες σου και σφίγγεις πάλι".
   Εγώ πάντως δεν έχω ανάγκη να κάνω τέτοια παιχνίδια με την αγάπη μου, γιατί είναι δικός μου και είμαι δική του. Παρασύρθηκα όμως. Ας ξανάρθουμε σ' εκείνη την Κυριακή.
   Ξάφνου όλες οι κυρίες έκαναν ησυχία: αντρικές περπατησιές και δυνατές φωνές είχαν ακουστεί κάτω στον προθάλαμο, που όλο και πλησίαζαν. Ώσπου φάνηκε ένα μπουλούκι ορμητικών και ασυγκράτητων κυρίων κι άρχισαν αμέσως τα φιλιά, οι εναγκαλισμοί και οι φιλοφρονήσεις. Οι κυρίες σχημάτισαν ζευγάρια με τους άντρες για τα παιχνίδια, τους χορούς και τις ερωτοτροπίες που θα κρατούσαν όλο το απόγευμα. Μέσα σ' όλον αυτόν τον κόσμο, μια απαλή αύρα μέσα στην καταιγίδα, ήταν ο έρωτάς μου. Δεν ανταλλάξαμε ούτε λέξη στην αρχή. Το πρώτο του μέλημα ήταν να βρει δυο μαξιλάρες και να τις βάλει σε μιαν άδεια εσοχή, κάτω από ένα παράθυρο. Ύστερα πήρε το χέρι μου, το έφερε τρυφερά στα χείλη του και με οδήγησε σ' εκείνη την ήσυχη φωλιά.
   Ειλικρινά, η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που φοβόμουν ότι δε θ' άκουγα τα λόγια του. Ήταν ευγενικός και διακριτικός και τόσο διαφορετικός από τους έκφυλους άντρες της γαλλικής Αυλής, που τα επιτηδευμένα νάζια μου χάθηκαν μονομιάς μπρος στο ζεστό του βλέμμα. Ωστόσο, τα δικά μου μάτια είδανε μια σκιά να σκοτεινιάζει τη σκέψη του Πέρσυ και τον ρώτησα τι του συνέβαινε. Μακάρι να μην το 'χα ρωτήσει. Γιατί η απάντηση που πήρα ήταν ότι σε λίγες μέρες, εκτός απ' τον δικό μου άτυχο αρραβώνα με τον Τζέημς Μπάτλερ, θα γιορταστεί και ο δικός του: για ένα σωρό λόγους εκτός απ' την αγάπη, πρέπει να παντρευτεί τη λαίδη Μαίρη Τάλμποτ.
   Δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο σε κάτι τέτοια προξενιά γιατί, στο δικό μας κόσμο, η ρομαντική αγάπη είναι συνώνυμο της βλακείας. Ο έρωτας μέσα στο γάμο όμως, που είναι ο μόνος που επιτρέπεται, δεν είναι παρά ένα καθήκον. Η δική μου η καρδιά πάντως τα αποκηρύσσει αυτά τα πράγματα κι έτσι έβαλα οργισμένη τις φωνές στον αγαπημένο μου, στολίζοντας με κατάρες τα χωριστά αρραβωνιάσματά μας και βρίζοντας εκείνους που θέλουν να μας χωρίσουν.
   "Ο Καρδινάλιος κι ο βασιλιάς συμφωνούν με τον πατέρα μου σ' αυτό το θέμα", μου ψιθύρισε ο Πέρσυ. "Τι μπορώ να κάνω;"
   Κι εγώ, τρέμοντας, κατέβασα τον τόνο της φωνής μου και αποκρίθηκα:
   "Αψήφησέ τους και παντρέψου με!"
   Τον είδα να χλομιάζει από φόβο.
   "Πώς δηλαδή;" ψέλισε.
   "Σου λέω να τους αψηφήσουμε όλους και να παντρευτούμε".
   "Αχ, ναι, ναι!" φώναξε ξαφνικά και όσοι βρίσκονταν εκεί κοντά, ευγενείς, κυρίες, ακόμη κι η βασίλισσα, γύρισαν και μας κοίταξαν. Χαμηλώσαμε τότε τις φωνές μας και συνεχίσαμε πιο ήρεμα. Το φως του πρωινού λιγόστεψε κι ήρθε το απόγευμα, γλυκό κι όλο χάδια, όρκους και σχέδια. Κι ήταν πολύ νωρίς και για τους δυο μας, όταν ο κήρυκας φώναξε πως όσοι θα επέστρεφαν με τον Καρδινάλιο έπρεπε να βιαστούν για να μη χάσουν την παλίρροια.
   Δεν ήθελα να τον αποχωριστώ ακόμα και τον συνόδεψα μέχρι τη χαμένη μέσα στην ομίχλη όχθη. Κρυμμένοι απ' το σκοτάδι, φιληθήκαμε. Ω! Τι φωτιά ήταν αυτή που άναψε στις λαγόνες μου, έκανε τα μέλη μου να τρέμουν και τα στήθη μου να λιώνουν! Χαϊδευόμαστε σφιγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, το χέρι μου βρήκε τη στύση του και το δικό του το στήθος μου. Είχα χαϊδευτεί κι άλλες φορές στη Γαλλία, μα τούτη η φλόγα, τούτος ο γλυκός πόθος ήταν κάτι το πρωτόγνωρο.
   Και τότε φάνηκαν οι πυρσοί που έφεγγαν το δρόμο στον ολοπόρφυρο Καρδινάλιο, ο οποίος ερχόταν προς το μέρος μας -κι αναγκαστήκαμε να χωριστούμε. Αποχαιρετιστήκαμε βιαστικά, τυπικά, κάτω από το παγερό βλέμμα του κυρίου του καλού μου. Εμένα δεν μ' ένοιαζε όμως, γιατί στις καρδιές μας ήμαστε μνηστευμένοι. Ξέρω πως οι όρκοι μας θα τηρηθούν και θα 'ρθει η μέρα που θα γίνω λαίδη Πέρσυ.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   22 Νοεμβρίου 1522

   Ημερολόγιό μου,
   Πώς ν' αρχίσω; Η καρδιά μου σπαράζει. Η ζωή μου τελείωσε. Ο Πέρσυ, ο ευγενικός μου αγαπημένος, βρίσκεται εξόριστος στο Βορρά κι αιτία είναι η οργή του πατέρα του. Κι εγώ έπεσα σε δυσμένεια και μ' έδιωξαν απ' την Αυλή και τώρα σβήνω και λιώνω στο οικογενειακό μας σπίτι στο Χήβερ, στην εξοχή του Κεντ. Αναρωτιέσαι πώς έγιναν άραγε όλα αυτά;
   Την τελευταία φορά που έγραψα σ' αυτές τις σελίδες ο κόσμος ήταν γεμάτος λαμπρές υποσχέσεις. Είχα αρχίσει να νιώθω σαν στο σπίτι μου στην αγγλική Αυλή και η Γαλλία είχε γίνει μια ωραία ανάμνηση. Η ζωή ήταν όλο χαρά. Βασιλεύοντας σαν ζωντανός θεός, ο Μεγάλος Χάρυ μας, σφύζοντας από υγεία και ζωντάνια, έκανε το χώμα να τρέμει κάτω από τα πόδια του. Στα καθημερινά μας γλέντια, στολισμένος με μετάξια και χρυσάφια, έμπαινε πρώτος στο χορό, ανάλαφρος σαν το ελάφι. Ίππευε όλο αντρίκεια χάρη, κονταρομαχούσε σκληρά, τραγουδούσε κι έπαιζε μουσική, έγραφε ωραίους στίχους και είχε κάνει την Αυλή τόπο των θαυμάτων.
   Εγώ υπηρετούσα τη βασίλισσα και περνούσα τις μέρες του καλοκαιριού με αδιάκοπες ψυχαγωγίες, πηγαίνοντας στα κυνήγια με τα γεράκια, κάνοντας ιππασία και βρίσκοντας χρόνο να βλέπω στα κρυφά και τον καλό μου. Ω, σαν ήμασταν μαζί, ήταν σαν να πετούσαμε. Οι τυπικοί αρραβώνες μας έμοιαζαν με μακρινό, ξεχασμένο όνειρο. Ο γάμος μας ήταν γεγονός στα πάντα εκτός από το νόμο, μα σύντομα θα ενωνόμαστε, το ξέραμε καλά.
   Και ξαφνικά, σαν το θανατηφόρο αστροπελέκι, έπεσε πάνω στα κεφάλια μας ο Καρδινάλιος Γούλσεϋ, που το είχε βάλει σκοπό να σκοτώσει την αγάπη μας. Κάλεσε τον Πέρσυ κι όταν εκείνος πήγε και στάθηκε μπροστά στον παχύ ιερωμένο, ένιωσε τα γουρλωτά και οργισμένα μάτια του να τον καρφώνουν και να τον κάνουν να τρέμει σαν δεντράκι στην καταιγίδα. "Απομακρύνσου", του είπε, "και άφησε ήσυχη την κοπέλα". Η καταγωγή μου είναι ταπεινή, δεν ήμουν αντάξιά του. Ο σύνδεσμός μας, βρόντησε κι άστραψε ο Καρδινάλιος, ήταν "σοβαρό παράπτωμα, που οργίζει γονείς, Θεό και βασιλιά". Ο Ερρίκος ήθελε να επιτύχει συμμαχία ανάμεσα στους Τάλμποτ και τους Νορθάμπερλαντ, για να ενισχυθεί η άμυνα στα βόρεια σύνορά του. Και ο Γούλσεϋ, ο οποίος ήθελε πάντα να έχει την εύνοια του βασιλιά, μας χτύπησε ανελέητα και ξερίζωσε τις καρδιές μας απ' τα ερωτευμένα μας στήθη.
   O Πέρσυ μου έγραψε (στα κρυφά, γιατί δε μας άφησαν ούτε ν' αποχαιρετηθούμε) πως υπερασπίστηκε κι εμένα και την καταγωγή μου, λέγοντας ότι ήταν εξίσου καλή με τη δική του και δεν δέχτηκε ν' απαρνηθεί τους όρκους μας. Έτρεμα σύγκορμη καθώς διάβαζα το γράμμα του και αναλογιζόμουν εκείνον, ένα τρυφερό αγόρι, να έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με έναν τόσο τρομερό εχθρό. Στο τέλος, ο Γούλσεϋ καταράστηκε τον κακόμοιρο τον αγαπημένο μου και τον έστειλε στο σπίτι του, στον πατέρα του, που ήταν κι αυτός έξω φρενών. Κι οι όρκοι που είχαμε δώσει κρίθηκαν ανύπαρκτοι.
   Εμένα, πάλι, με κάλεσε ο πατέρας στα δωμάτιά του και μ' έδειρε αλύπητα. Ο καυτός πόνος όμως ήταν γλυκός και ήπιος, σε σύγκριση με την οδύνη του χωρισμού απ' τον αγαπημένο μου. Τσούζοντας ολόκληρη απ' τα χτυπήματά του, δεν έχυσα ούτε ένα δάκρυ, μόνο έμεινα ακίνητη κοιτάζοντάς τον ίσια μέσα στα παγερά του μάτια.
   "Ο μέγας Καρδινάλιος Γούλσεϋ", του είπα, "πιστεύει ότι κέρδισε ετούτο το παιχνίδι μ' εμένα, μια παιδούλα που τρέμει μπροστά του. Ακούστε όμως αυτό που θα σας πω: Ορκίζομαι ότι, αν ποτέ βρεθεί υπό την εξουσία μου, θα τον κάνω να δυστυχήσει όσο με κάνει κι εκείνος εμένα".
   Ο πατέρας μου έμεινε άναυδος από τα θρασύτατα λόγια μου. Εγώ, κορίτσι πράμα, να απειλώ έναν τόσο ισχυρό άντρα! Και σαν συνήλθε, μ' έδιωξε απ' την Αυλή και μ' έστειλε εδώ, στο μακρινό Χήβερ Χωλ, όπου βρίσκομαι τώρα και γράφω.
   Η ζωή είναι βαρετή εδώ στο χωριό Ήντενμπριτζ. Οι μέρες είναι άδειες σαν τα μουσκεμένα χωράφια την αυγή. Τα λουλούδια δεν έχουν άρωμα. Το κελάηδημα των πουλιών μού γδέρνει τ' αυτιά. Περιπλανιέμαι στους πράσινους θαμνότοπους και εύχομαι να χανόμουν για πάντα, να έσβηνα. Χθες ήρθε ένα γράμμα που λέει ότι ο Πέρσυ και η νεαρή Τάλμποτ παντρεύτηκαν. Δεν έκλαψα, τα δάκρυά μου έχουν στερέψει. Αντίθετα, σαν σπυρί γεμάτο πύο φούσκωσε μέσα μου το μίσος για τον Καρδινάλιο Γούλσεϋ και τον καταράστηκα.
   Θα τον πεθάνω, σου το λέω αλήθεια. Πότε, πώς; Δεν ξέρω. Μα θα έρθει η μέρα που θα χαρεί και η 'Αννα Μπόλεϋν.
   Ελικρινά δική σου,
Άννα

   25 Μαρτίου 1523

   Ημερολόγιό μου,
  Κοντεύω να πεθάνω από την πλήξη. Οι μέρες περνούν και φεύγουν κι εμείς, η καλή μου μητέρα κι εγώ, καθόμαστε μπροστά στο τζάκι κι ενώ ο παπα-Πάρκερ μουρμουρίζει κομμάτια από τις Γραφές και τους Ψαλμούς, κεντάμε, κεντάμε κι όλο κεντάμε μια ατέλειωτη ταπισερί. Άλλη μία οπλή μονόκερου να κεντήσω, άλλη μία φτερούγα μυθικού δράκοντα και θ' αρχίσω να ουρλιάζω. Μα πώς μπορεί να ζει μια τόσο πληκτική ζωή η μητέρα μου; Βδομάδα με τη βδομάδα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, να σηκώνεται από τα χαράματα για να επιβλέψει το ψήσιμο του ψωμιού και των φαγητών, την παρασκευή της μπίρας και του τυριού, να φροντίζει ώστε οι υπηρέτες να είναι συνέχεια απασχολημένοι, να μαζεύει πούπουλα για τα μαξιλάρια μας, να φτιάχνει κεριά και να προσεύχεται, όλο να προσεύχεται!
   Πίσω από τα σκοτεινιασμένα μάτια της βλέπω μια φλόγα που σβήνει, μια φλόγα που άλλοτε έκαιγε δυνατή και λαμπερή. Εδώ, ανάμεσα στις κολοκύθες και τα πρόβατα, ανάμεσα στα ατέλειωτα χωράφια που το μόνο πράγμα που τα διακόπτει είναι ένας χείμαρρος που τον αποκαλούν ποτάμι, τα όνειρα της μητέρας μου έσβησαν σαν τα κεριά στην εκκλησία, ένα ένα. Δεν μιλάει ποτέ γι' αυτό, αλλά πιστεύω ότι κάποτε υπήρχε αγάπη ανάμεσα σ' εκείνη και τον πάντοτε απόντα πατέρα μου. Δεν ήταν γάμος από έρωτα, χάρηκαν όμως όταν παντρεύτηκαν. Η Ελισάβετ Χάουαρντ καμάρωνε για τον σύζυγό της, που μπορεί να μην ήταν υψηλής καταγωγής, ήταν όμως τολμηρός κι έβλεπε τον κόσμο σαν ώριμο φρούτο που μπορούσε ν' απλώσει το χέρι του και να το κόψει. Και ο Τόμας Μπόλεϋν ήταν ευχαριστημένος που απέκτησε μια γυναίκα η οποία του πρόσφερε περιουσία, μια ευγενική καρδιά κι ένα ωραίο πρόσωπο, του χάριζε ένα παιδί κάθε χρόνο και δεν πέθανε νωρίς... Φρόντιζε τα χωράφια, τους λογαριασμούς κι όλο το φέουδό τους με την ίδια πάντα καλή διάθεση και υπέμενε τα μοναχικά της χρόνια καρτερικά και σιωπηλά.
   Η μητέρα μου, σαν μία κατ' οίκον δασκάλα, μου διδάσκει τις αρετές που πρέπει να έχω για να καλοπαντρευτώ. Την αγνότητα, φυσικά, και τη μετριοφροσύνη μπορώ να τις καταλάβω και να τις δεχτώ. Η ταπεινότητα και η αυτοσυγκράτηση όμως είναι λέξεις που δε θα μου ταίριαζαν, αν κάποιος ήθελε να με περιγράψει. Αλλά εκείνη βλέπει τον βουβό μου πόνο και μου λέει: "Μην κάνεις έτσι. Θα σε ξανακαλέσουν στην Αυλή. Πήγαινε να πάρεις το κυνηγόσκυλό σου, τον Ουρία. Κυνήγησε, κάνε κηπουρική, πήγαινε επίσκεψη στους γείτονες, παίξε λαούτο". Τίποτα όμως δε μ' ελαφρώνει από το βάρος τούτης της φυλακής. Το βράδυ πλαγιάζουμε νωρίς για να κάνουμε οικονομία στα κεριά και σηκωνόμαστε χαράματα για να καταπιαστούμε με το νοικοκυριό. Και οι μέρες κυλούν θανατερά όμοιες η μία με την άλλη.
   Λένε πως με τον έρωτά μου για τον Πέρσυ προκάλεσα την οργή του βασιλιά Ερρίκου και πως η οργή του είναι θάνατος. Αυτή η ζωή όμως που μ' έστειλε να κάνω είναι χειρότερη κι από θάνατο. Κάθε βράδυ ανεβαίνω τη στενή, στριφογυριστή σκάλα που φέρνει στην κάμαρά μου με τους πέτρινους τοίχους και σε κάθε σκαλοπάτι καταριέμαι το όνομα και του Ερρίκου και του Γούλσεϋ. Κι όταν ξαπλώνω στο σκληρό μου στρώμα, το φεγγαρόφωτο δε φτάνει ώς εμένα να με παρηγορήσει.
   Έγραψα δυο φορές στον Πέρσυ και πλήρωσα μυστικούς αγγελιοφόρους για να του παραδώσουν τα γράμματα στα χέρια του, στο Νορθάμπερλαντ. Περίμενα βδομάδες ατέλειωτες και μήνες για να πάρω μιαν απάντηση. Η καρδιά μου μαραινόταν σιγά σιγά, ώσπου ένα γκρίζο πρωινό πέθανε και η τελευταία μου ελπίδα και μαζί της πέθανε κι η καρδιά μου. Κι εγώ, με την καρδιά πεθαμένη πια, σκλήρυνα και πέτρωσα.
   Η ησυχία που με τυλίγει έτσι καθώς είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, είναι αβάσταχτη. Έξω από αυτούς τους τοίχους υπάρχει μόνο το σκοτάδι, τα λιβάδια, τα κοπάδια, τα δέντρα. Δεν υπάρχουν λαμπροφωτισμένες αίθουσες με κυρίους και κυρίες που τους διασκεδάζουν γελωτοποιοί, ταχυδακτυλουργοί και χωρατατζήδες. Ούτε γιορτές ούτε μασκαράτες ούτε χοροί, μουσικές κι ερωτοτροπίες. Μερικές φορές μου φαίνεται πως τρελαίνομαι από τη σιωπή, το σκοτάδι και τη μοναξιά. Ω γλυκέ μου Πέρσυ, που ξαπλώνεις κι εσύ στην παγερή συζυγική σου κλίνη, μας τιμωρούν τόσο σκληρά επειδή αγαπήσαμε αληθινά... Μα εγώ ορκίζομαι να μην έχω την απελπιστική μοίρα της μητέρας μου. Τ' ορκίζομαι στ' αστέρια τ' ουρανού.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   6 Νοεμβρίου 1525

   Ημερολόγιό μου,
   Δεν έγραφα τόσο καιρό, γιατί εκεί στο Χήβερ μόνο για πλήξη μπορούσα να γράψω. Τώρα όμως με δέχτηκαν ξανά στην Αυλή κι είμαι και πάλι στην υπηρεσία της βασίλισσας. Κοιμάμαι κοντά στη Μεγαλειότητά της, μαζί με τις άλλες κυρίες των τιμών, που είμαστε επτά συνολικά. Ο καιρός περνά ευχάριστα, με τον βασιλιά μας να δίνει το ρυθμό. Λες και δεν κοιμόμαστε ποτέ. Πηγαίνουμε για κυνήγι με τα γεράκια, με τα σκυλιά -λένε πως ο Ερρίκος εξουθενώνει οκτώ με δέκα άλογα την ημέρα- κι ύστερα παίρνει μέρος σε αγώνες πάλης και κονταρομαχίες. Μα το πιο ωραίο πράγμα στον κόσμο είναι να τον κοιτάζω να παίζει τένις. Ο αγαπημένος του αντίπαλος είναι ο Τόμας Γουάιατ και είναι αντάξιός του. Τραγουδάμε, παίζουμε φλάουτα και παρθένια (1) (η χαριτωμένη φωνή μου είναι πολύ δημοφιλής) και τα περισσότερα βράδια χορεύουμε. Δίπλα στη ζωτικότητα του Ερρίκου, η βασίλισσα αρχίζει να δείχνει γερασμένη. Ίσως πάλι τα περιπλανώμενα μάτια του και χέρια του να είναι η αιτία της μελαγχολίας της, γιατί τη βλέπεις θαμπή και μαραμένη, ενώ οι κυρίες των τιμών της λαμποκοπάνε γύρω της.
   Ο πατέρας μου, ο οποίος έχει γίνει μέγας και πολύς, έλαβε την άδεια του βασιλιά να φέρει όλη την οικογένειά του να ζήσει στην Αυλή. Κι έτσι η μητέρα μου έχει τώρα διαμέρισμα στο παλάτι και θαρρώ πως χαίρεται πολύ γι' αυτή την εύνοια. Έχει δικά της δυο ωραία δωμάτια με ταπισερί στους τοίχους, όμορφους σκαλιστούς μπουφέδες γεμάτους πιατικά κι ένα μεγάλο κρεβάτι με μεταξωτό ουρανό και κουρτίνες. Πάει πια το βαρετό Χήβερ κι οι ατέλειωτες μέρες με το κέντημα που έκανε τα δάχτυλά σου να ματώνουν. Ωραία ακόμα, η μητέρα μου περνά τις μέρες της ήρεμα και ευχάριστα. Τη βλέπω να με παρακολουθεί από κοντά, δε μου μιλά όμως πολύ. Είναι ξεκάθαρο πως μ' έχει αναλάβει ο πατέρας μου και πως αυτός έχει σχέδια για μένα. Σχέδια που δεν τα αποκαλύπτει.
   Ο Καρδινάλιος Γούλσεϋ, ο οποίος κερδίζει δύναμη, πλούτο και κτήματα καθημερινά, χάρη στην πίστη που του έχει ο Ερρίκος, δεν με βλέπει ποτέ, ακόμα κι όταν είμαι μπροστά στα μάτια του. Ούτε που θυμάται πως τιμώρησε τον Πέρσυ κι εμένα, ούτε τον πόνο που προκάλεσε. Εγώ όμως θυμάμαι. Ω, πώς το θυμάμαι! Ο κακόμοιρος ο Πέρσυ είναι ακόμα διωγμένος απ' την Αυλή. Πρέπει να παραδεχτώ ότι η καρδιά μου έχει παγώσει κι άλλο από τότε που τον έχασα. Έχω πολλούς ευχάριστους μνηστήρες, είναι όμως όλοι ασήμαντοι για μένα. Δεν θ' αφήσω την καρδιά μου να νιώσει τίποτα. Θα παίζω το παιχνίδι που επιβάλλεται, αλλά που δεν μου επιβάλλει και να αισθάνομαι. Εξάλλου, κανείς δεν ενδιαφέρεται για τα αισθήματά μου. Είμαι απλώς ένα ωραίο στολίδι, ένα αντικείμενο που πουλιέται κι αγοράζεται. Λοιπόν, δε θα δώσω σε κανέναν την καρδιά μου.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   20 Απριλίου 1526

   Ημερολόγιό μου,
   Σαν έμαθα πως ο Τόμας Γουάιατ ορίστηκε Τελετάρχης για τις γιορτές της Πρωτομαγιάς, πήρα την αγαπημένη μου καστανή φοράδα και τράβηξα για το Σούτερς Χιλ, πίσω από το Ανάκτορο του Γκρήνουιτς. Η μέρα ήταν όμορφη και ζεστή και από τα βάθη του δάσους άκουγα ήχους και σφυριά και πριόνια. Ξεπέζεψα και ακολούθησα πεζή ένα χλοερό μονοπάτι, μέχρι που αντίκρισα μια σκηνή που δεν ήθελα να πιστέψω στα μάτια μου.
   Οι βασιλικοί μαραγκοί έφτιαχναν εκεί ένα ξύλινο σπίτι για τον Ρομπέν των Δασών και τα παλικάρια του και μαζί ένα στενόμακρο μεγάλο τραπέζι για το γιορτιάτικο συμπόσιο και μια κονίστρα, ενώ στα κλαριά των τεράστιων δέντρων σκάρωναν στασίδια και θεωρεία. Βρήκα τον Γουάιατ καθισμένο στο χώμα, με την πλάτη ακουμπισμένη σ' ένα δέντρο, να γράφει διαλόγους για τη μασκαράτα του Δάσους του Σέργουντ που θα παιζόταν εκεί πέρα.
   "Ελάτε τώρα, Τόμας", του είπα προσέχοντας το συνοφρυωμένο μέτωπό του, "δεν θα σας είναι πολύ δύσκολο να βρείτε λόγια για παρανόμους. Κι εσείς παράνομος είστε".
   "Με τρομάξατε, Άννα", φώναξε κι έκανε να σηκωθεί. Εγώ όμως τον έσπρωξα πίσω και κάθισα δίπλα του στο χώμα.
   "Κύριέ μου, ήρθα να σας ζητήσω μια χάρη".
   "Ξέρετε καλά πως κάθε επιθυμία σας είναι προσταγή. Πέστε μου λοιπόν, τι χάρη σάς έκανα τώρα μόλις;"
   "Μου δώσατε το ρόλο της λαίδης Μάριον στη μασκαράτα. Ανέκαθεν μου άρεσε ο χαρακτήρας της και πιστεύω πως θα την παίξω καλά".
   Εκείνος χαμογέλασε, αλλά το ύφος του δεν ήταν χαρούμενο. 
   "Τι σας συμβαίνει, Τόμας;" τον ρώτησα. "Μήπως δεν αισθάνεστε καλά;"
   "Όχι, Άννα. Εγώ, γιατί να μην αισθάνομαι καλά, καθισμένος εδώ στο δασάκι, συντροφιά με μια πανέμορφη κυρία και γράφοντας θεατρικά λογάκια στη λιακάδα; Εγώ καλά είμαι. Ο φίλος μου ο Ερρίκος δεν είναι καλά, που βρίσκεται τούτη την ώρα κλεισμένος στις πληκτικές αίθουσες συμβουλίων και συλλογίζεται τα σοβαρά πράγματα του κόσμου όλου κι αυτό τον κάνει όλο και πιο βαθύθυμο μέρα με τη μέρα".
   Πραγματικά, είχα προσέξει κι εγώ την κακή διάθεση του βασιλιά, που ήταν τόσο διαφορετική απ' το συνηθισμένο του κέφι, μα δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία.
   "Τι τον βασανίζει τον βασιλιά;" ρώτησα.
   "Θέλετε στ' αλήθεια να μάθετε;" με κοίταξε περίεργα ο Τόμας. 
   "Ναι, θέλω".
   "Δεν είναι απ' αυτά που αρέσκονται ν' ακούνε οι κυρίες", μου είπε με διάθεση πειρακτική.
   "Πέστε μου, Τόμας, αλλιώς θα σας βγάλω το αυτί!"
   "Λοιπόν", άρχισε γέρνοντας πίσω στο δέντρο, "θυμάστε ή μήπως δεν είχατε γεννηθεί ακόμη όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Ερρίκος; Πώς έλαμπε τότε σαν άστρο; Αυτός ο νεαρός βασιλιάς, που, ασυγκράτητος για πόλεμο σαν το λιοντάρι, έβαλε την αστραφτερή του πανοπλία κι επιτέθηκε στη Γαλλία, κάνοντας τους ιππότες της να τραπούν σε άτακτη φυγή, στο Γκινεγκάτ, το 1513. Τι δοξασμένη επίδειξη στρατιωτικής τέχνης ήταν εκείνη! Κυρίευσε πόλεις και χωριά κι ύστερα μεταχειρίστηκε τους εχθρούς του με τόση καλοσύνη, που τον ονόμασαν ο Μεγάλος Χάρυ. Ω, Άννα, ήταν υπέροχος και σίγουρος πως έτσι θα συνέχιζε, ώσπου μια μέρα θα κυρίευε ολόκληρη τη Γαλλία. Αυτή ήταν η Μεγάλη Επιχείρησή του, όπως την έλεγε, και πίστευε ότι θα την ολοκλήρωνε με τη βοήθεια του ανιψιού της βασίλισσας Αικατερίνης, που τότε ήταν ο πιο πιστός του φίλος και σύμμαχος".
   "Εννοείτε τον αυτοκράτορα Κάρολο της Ισπανίας", είπα. "Η βασίλισσα τον αγαπάει πάρα πολύ".
   "Κι εκείνος τη χρησιμοποιούσε επί χρόνια σαν πρέσβειρα ανάμεσά τους. Τώρα όμως, ο Κάρολος απέκτησε στρατιές που ούτε στο όνειρό του δεν τις είδε ο Ερρίκος μας και εισέβαλε εκείνος στη Γαλλία. Ο βασιλιάς Φραγκίσκος είναι αιχμάλωτός του".
   "Το έμαθα. Μα τι σημασία έχει αυτό για τον Ερρίκο;"
   "Ο αυτοκράτορας δε θέλει πια να πάρει μέρος στη Μεγάλη Επιχείρησή του. Θέλει να κατακτήσει μόνος του όλο τον κόσμο. Κι αυτό, αφού ο Ερρίκος του έδωσε μισό εκατομμύριο κορόνες για να χρηματοδοτήσει τις περιπέτειές του".
   "Δηλαδή, τον πρόδωσε".
   "Ναι, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ο Ερρίκος, αρνούμενος να εγκαταλείψει το όνειρο της κατάκτησης, επέτρεψε στον Καρδινάλιο Γούλσεϋ να φορολογήσει όλους τους υπηκόους του. Φιλική Δωρεά το αποκαλεί, μα ο λαός το αποκαλεί αδικία κι έχει ξεσηκωθεί. Οι φοροεισπράκτορες που βγαίνουν στις επαρχίες -ένας από αυτούς είναι και ο πατέρας σας- αντιμετωπίζουν κραυγαλέα αντίσταση, καμιά φορά και βία. Ο όχλος επιτίθεται στους απεσταλμένους, αρνείται να πληρώσει για τον πόλεμο του Ερρίκου και, το χειρότερο, κοροϊδεύει τον βασιλιά και τον Καρδινάλιο. Έτσι, εκτός από έναν προδότη σύμμαχο, ο Ερρίκος έχει ν' αντιμετωπίσει και την ανοιχτή ανταρσία των ανθρώπων που τον αγαπούσαν και τον ζητωκραύγαζαν".
   "Τώρα καταλαβαίνω τι τον βασανίζει. Κι αυτόν και την Αικατερίνη, που είναι διχασμένη ανάμεσα σε σύζυγο και συγγενή εξ αίματος".
   "Η Αικατερίνη είναι κι αυτή μέρος του προβλήματος, Άννα. Στα χάνια και τις σκοπιές όλοι λένε ότι ο γάμος του βασιλιά είναι καταραμένος. Δεν έχει γιους, μοναδική του κληρονόμος είναι η πριγκίπισσα Μαρία κι ο κόσμος ψιθυρίζει πως αιτία είναι η αιμομιξία".
   "Αιμομιξία;" Το φώναξα τόσο δυνατά, που οι ξυλουργοί σταμάτησαν τη δουλειά τους και γύρισαν να μας κοιτάξουν. Πλησίασα κοντύτερα στον Τόμας και ρώτησα πιο σιγά: "Αιμομιξία; Τι θέλετε να πείτε;"
   "Η Αικατερίνη, όπως ξέρετε, ήταν παντρεμένη πριν με τον αδελφό του Ερρίκου, τον Αρθούρο. Αυτός όμως είχε κράση ασθενική και πέθανε πριν ολοκληρωθεί ο γάμος, όπως είπε η βασίλισσα -και την πίστεψαν όλοι. Καθώς η συμμαχία με την Ισπανία ήταν πολύ σημαντική κι όπως η Αικατερίνη ήταν τότε όμορφη και γλυκιά, ο Ερρίκος έσπευσε να την παντρευτεί μετά χαράς. Όλα πήγαιναν καλά τόσα χρόνια, τώρα όμως που η Αικατερίνη δεν είναι πια σε ηλικία να κάνει παιδιά και ο Ερρίκος βρίσκεται χωρίς γιους, έχουν αρχίσει οι διαδόσεις κι οι κουβέντες. Μήπως τον τιμωρεί ο Θεός και δεν του δίνει παιδιά επειδή πήρε γυναίκα του τη χήρα του αδελφού του;"
   "Κακόβουλη σκέψη και σκληρή", είπα, συλλογιζόμενη τη μεγάλη αγάπη που είχε η Αικατερίνη για τον βασιλιά.
   "Άννα, ξέρετε πως ο Ερρίκος μελετά αδιάκοπα τις Γραφές κι εκεί, στο Λευιτικόν, βρήκε μια ολοκάθαρη απάντηση στην τραγωδία του. Λέει εκεί πως, όταν κάποιος παίρνει τη γυναίκα του αδελφού του, κάνει μια πράξη ανίερη, ξεσκεπάζει τη γύμνια του αδελφού του, κι έτσι θα μείνει άκληρος. Και ο Ερρίκος έχει αρχίσει να πιστεύει πως αυτή η μιαρή ένωση θα τον οδηγήσει κι αυτόν στον αφανισμό".
   Μου είχε κοπεί η ανάσα. Όλα αυτά που έλεγε ο Γουάιατ έβρισκαν τη θέση τους μέσα στο μυαλό μου. Τον ευχαρίστησα λέγοντάς του ότι κανείς ώς τότε δε μου είχε μιλήσει τόσο απλά και καθαρά για τέτοια σημαντικά ζητήματα, τον φίλησα στα πεταχτά κι ύστερα τράβηξα από τη ζώνη μου μια μικρή στολισμένη με πετράδια πλάκα που την είχα για να γράφω σημειώσεις και του την έκανα δώρο. Κι εκείνος την κρέμασε μονομιάς στο λαιμό του με το κορδόνι της.
   "Θα την έχω πάντα κοντά στην καρδιά μου", μου είπε και με φίλησε. Το φιλί του κρατούσε πολύ και μπορεί και να μας πήγαινε σε άλλα, ακόμα πιο γλυκά πράγματα, μα εγώ τραβήχτηκα και του είπα:
   "Να έρθετε να με δείτε όταν θα έχετε γράψει ένα ποίημα πάνω της. Δε θα σας είναι δύσκολο". Τον φίλησα στο αυτί και πρόσθεσα χαμογελώντας πονηρά: "Ή μήπως θα είναι;" Κι ύστερα, ανασηκώνοντας λιγάκι φούστες και μεσοφόρια για να φανεί ο αστράγαλός μου, έφυγα τρέχοντας κατά το δάσος, αφήνοντάς τον να με κοιτάζει γεμάτος θαυμασμό.
   Το ίδιο βράδυ βρήκα ένα ήσυχο φωτισμένο με κεριά δωμάτιο και κάθισα να σκεφτώ. Τα πράγματα που μου είχε πει ο Γουάιατ, αν και δεν είναι από αυτά που με απασχολούν συνήθως, βλέπω πως έχουν κάποια βαρύτητα. Κάθισα λοιπόν κι εγώ κι έγραψα με κάθε λεπτομέρεια όσα θυμόμουν, λέξη προς λέξη. Ο χρόνος θα δείξει την αξία τους. 
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   2 Μαΐου 1526

   Ημερολόγιό μου,
   Χθες, όταν ντυνόμουν για τη γιορτή της Πρωτομαγιάς, ούτε που το φανταζόμουν ότι η βραδιά θα είχε τέτοια απρόσμενη κατάληξη: Το φόρεμά μου -το φόρεμα της λαίδης Μάριον- αν και απλό, ήταν πολύ κομψό: μεταξωτό, σε χρώμα κρεμ, με χρυσοκίτρινη ουρά και μακριά μανίκια ολοκέντητα, με ρόδινη φόδρα. Το στενό μπούστο έκανε τη μέση μου να δείχνει ακόμη πιο λεπτή και αναδείκνυε τα στήθη, τους ώμους και την πλάτη μου.
   Άφησα τη βασίλισσα και τις άλλες κυρίες των τιμών να προπορευτούν λέγοντάς τους πως είχα ξεχάσει την κουάφ μου στα δωμάτιά μας και στάθηκα να κοιτάξω τους λόρδους και τις κυρίες της Αυλής να διασχίζουν βιαστικά τα μονοπάτια του κήπου, ντυμένοι όλοι με παλαιικές φορεσιές, και να τραβάνε κατά το Σούτερς Χιλ. Κάποια στιγμή φάνηκαν και διακόσιοι τοξότες ντυμένοι στα πράσινα βελούδα να παρατάσσονται στο μονοπάτι του δάσους. Σύντομα, ο λόρδος Μπέντον που ήξερα ότι θα έπαιζε το ρόλο του Ρομπέν των Δασών, θα εμφανιζόταν με απλωμένα χέρια να καλέσει όλο τον κόσμο φωνάζοντας:
   "Ελάτε στο πράσινο δάσος να δείτε πώς ζουν οι εκτός νόμου!"
   Η Αυλή ολόκληρη συγκεντρώθηκε στα πρώτα σύδεντρα και, όπως απαιτούσε το έργο, οι τοξότες τέντωσαν τα τόξα τους κι έστειλαν τα βέλη τους να πετάξουν. Κι ύστερα εμφανίστηκε ο Ρομπέν των Δασών κι ο τόπος σείστηκε απ' τις ζητωκραυγές σαν έγινε γνωστό πως αρχηγός των εκτός νόμου δεν ήταν ο λόρδος Μπέντον, αλλά ο ίδιος ο βασιλιάς! Γέλια ακούγονταν παντού και φωνές κεφάτες, καθώς ο Ερρίκος καλωσόριζε τον κόσμο και τον οδηγούσε στο λημέρι του. Εγώ περίμενα μέχρι που εξαφανίστηκαν όλοι πίσω απ' το τείχος που σχημάτιζαν τα δέντρα. Περίμενα ώσπου ακούστηκε η μουσική και κατάλαβα πως άρχιζε η μασκαράτα.
   Καθώς έτρεχα στο μονοπάτι, ήξερα ότι οι άλλες κυρίες θα ψιθύριζαν μεταξύ τους: "Πού είναι η Άννα; Κι αν δεν έρθει; Ποια θα παίξει τη λαίδη Μάριον;" Εγώ όμως έφτασα την κατάλληλη στιγμή. Ο Ρομπέν είχε πολεμήσει με σπαθιά και εγχειρίδια εναντίον των στρατιωτών κι άρχιζε να σκαρφαλώνει στον πύργο όπου θα εμφανιζόταν η λαίδη Μάριον. Έκανα το γύρο του ψεύτικου πύργου, ανέβηκα την ανεμόσκαλα που οδηγούσε στο πλάτωμα επάνω, παραμέρισα την ταραγμένη γυναίκα που ετοιμαζόταν να παίξει το ρόλο μου και βγήκα ξέπνοη στη σκηνή.
   Επιφωνήματα θαυμασμού ακούστηκαν από παντού σαν εμφανίστηκα και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τη Μεγαλειότητά του. Φάνταζε τόσο σωματώδης, τα γαλανά του μάτια άστραφταν γελαστά και το χαμόγελό του ήταν τόσο ζαλιστικό, που ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται. Απάγγειλε τα ερωτικά του λόγια προς τη Μάριον με τόλμη και εκφραστικότητα, ενώ είπα κι εγώ τα δικά μου πολύ χαριτωμένα. Κι ύστερα μ' άρπαξε στην αγκαλιά του και με σήκωσε στον αέρα. Το ξέρω πως αυτό το σφιχταγκάλιασμα ήταν γραμμένο στο έργο, μα το ορκίζομαι πως ένιωσα το πουλί του να σαλεύει στην κοιλιά μου, κι όταν με φίλησε, το φιλί του παραήταν ειλικρινές.
   Τη μασκαράτα την είχαν απολαύσει όλοι και οι ηθοποιοί χειροκροτήθηκαν μ' ενθουσιασμό από τους θεατές. Μόλις τελείωσε το έργο, οι αυλικοί πήραν μακριά τον βασιλιά για να ετοιμαστεί για την κονταρομαχία. Εγώ πήγα με τις άλλες κυρίες κοντά στη βασίλισσα Αικατερίνη. Ένιωσα το μαύρο βλέμμα της να με διαπερνά: θα πρέπει να είχε δει ότι στο έργο έγινε κάτι παραπάνω, θα είχε προσέξει τις ματιές του συζύγου της, τα χέρια του που έσφιγγαν τη λεπτή μου μέση -και θα με μίσησε. Ωστόσο δεν είπε τίποτα, μόνο τράβηξε κατά την κονίστρα που ήταν στολισμένη με σημαίες και λάβαρα σ' όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
   Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή κι ο νους μου ήταν μπερδεμένος. Είχε δείξει στ' αλήθεια ξεχωριστό ενδιαφέρον για μένα ο βασιλιάς; Αποκλείεται, έλεγα μέσα μου, το κρεβάτι του το ζεσταίνει η αδελφή μου η Μαρία έξι μήνες τώρα. Μια δυνατή φανφάρα από είκοσι σάλπιγγες και άλλα τόσα τύμπανα διέκοψε τις ονειροφαντασίες μου κι άρχισε η κονταρομαχία. Ήχοι και χρώματα κι αστραφτεροί σιδερόφρακτοι ιππότες πάνω σε τρεμουλιαστή σάρκα αλόγων. Ο βασιλιάς, καβάλα στο άτι του, πλησίασε τη βασίλισσα και όπως προστάζει το έθιμο, εκείνη του έδειξε την εύνοιά της δίνοντάς του το μαντίλι της για γούρι. Ωστόσο, στο βλέμμα του δεν είδα να διαγράφεται κανένα αίσθημα για τη γυναίκα του, ούτε αγάπη ούτε έγνοια. Και στα δικά της μάτια έκαιγε ένας πόνος τόσο δυνατός, που έκαψε τα δικά μου.
   Άρχισε ο αγώνας κι όλοι, ιππότες και στρατιώτες που έπαιρναν μέρος, όρμησαν ο ένας πάνω στον άλλο με φωνές και ουρλιαχτά, ζητωκραυγές και βρισιές, κι άκουγες παντού σίδερα να χτυπάνε πάνω σε σίδερα, γδούπους κορμιών που έπεφταν στο χώμα και τρομερά ποδοβολητά αλόγων. Ο Τόμας Γουάιατ προκάλεσε τον Ερρίκο -κι αυτός τον πέταξε από το άλογο. Δε χτύπησε όμως και, καλοδιάθετος που είχε νικηθεί από τον κύριό του, τον πήρε αγκαζέ και έφυγαν παρέα απ' την κονίστρα.
   Στο τραπέζι που είχε στρωθεί κάτω από ένα υπόστεγο, φτιαγμένο με πρασινάδες κι αρωματικά λουλούδια και στολισμένο με βαριές κουρτίνες και κρόσσια, κάθισα δίπλα στον Γουάιατ, που ήταν πολύ ευδιάθετος, όλο γέλια.
   "Πείτε μου", τον ρώτησα, "πότε έκλεψε ο Ερρίκος το ρόλο του Ρομπέν από το λόρδο Μπέντον;"
   "Όταν έμαθε πως θα παίζατε εσείς τη λαίδη Μάριον. Κι όταν άρχισε το έργο κι εσείς δε φαινόσασταν πουθενά, έδειχνε πολύ αναστατωμένος".
   "Κι όταν εμφανίστηκα έτσι ξαφνικά;"
   "Δε νομίζω ότι χρειάζεται να σας πω τι ένιωσε. Είμαι σίγουρος πως το ίδιο νιώσατε κι εσείς".
   Τα μάγουλά μου έγιναν κατακόκκινα. Σήκωσα βιαστικά την κούπα μου κι ήπια λίγο κρασί για να κρύψω την ταραχή μου κι έσπευσα ν' αλλάξω συζήτηση.
   Αργότερα όμως, εκεί που ξεκουραζόμουν απ' το χορό στη δροσιά του φωταγωγημένου με πυρσούς δάσους, ξεδιπλώθηκαν μπροστά μου σ' όλο τους το μεγαλείο το μυστήριο και η περιπέτεια εκείνης της βραδιάς. Έσκυψα κάποια στιγμή να φτιάξω το γοβάκι μου και τότε δυο αντρικά χέρια μού σκέπασαν τα μάτια. Ήταν κάποιος ψηλός, με φαρδείς ώμους, και υπέθεσα πως θα ήταν ο Τόμας.
   "Μου γράψατε το ποίημά μου;" ρώτησα κοκέτικα κι ύστερα ανασηκώθηκα και στράφηκα να τον αντικρίσω. Και για δεύτερη φορά εκείνη την ημέρα βρέθηκα κατάπληκτη στην αγκαλιά του βασιλιά της Αγγλίας.
   "Ποίημα;" μου χαμογέλασε. "Ζητάς δηλαδή στίχους  που να εκθειάζουν όλη την ομορφιά και τη γοητεία σου;"
   Τι παράξενο... Στο άκουσμα αυτών των λόγων, το σώμα, το μυαλό και η καρδιά μου κατακλύστηκαν από κάθε λογής συναισθήματα: φόβο και μετά θάρρος, επιθυμία κι ύστερα απέχθεια, τρυφερότητα μα και πίκρα, αναμνήσεις και μαζί σκέψεις για το μέλλον. Εκείνη την τόση δα στιγμούλα που η σιωπή έμεινε μετέωρη ανάμεσά μας, ένιωσα μια ηρεμία να κατεβαίνει σαν φτερωτός άγγελος στη σκέψη μου. Το κουράγιο έδιωξε τον φόβο και του μίλησα.
   "Δεν έχω αρκετές αρετές, ώστε να γράψει κανείς ωραίους στίχους γι' αυτές;"
   "Παραπάνω από αρκετές", αποκρίθηκε καρφώνοντάς με με το βλέμμα.
   Μαλακά, τραβήχτηκα από την αγκαλιά του.
   "Λέγετε, λοιπόν".
   "Τι να πω;" απόρησε.
   "Το ποίημά σας. Περιμένω να το ακούσω, βασιλιά μου".
   Γέλασε δυνατά με το θράσος μου, με αποκάλεσε κακομαθημένο θηλυκό, μα δέχτηκε την πρόκληση όπως σηκώνουν ένα γάντι από το χώμα, πεταγμένο από αντίπαλο. Και άρχισε:
   "Σαν το πουρνάρι που ολοπράσινο θεριεύει, με τον κισσό για μόνο ταίρι, όταν όλα τ' άλλα έχουν μαραθεί... Έτσι κι εγώ τους όρκους μου τους δίνω στην κυρά μου, σ' αυτήν και μόνο".
   "Εξαίρετα, Μεγαλειότατε", είπα και χειροκρότησα.
   "Μου αξίζει τώρα ένα φιλάκι;"
   "Το πήρατε το φιλί σας, πάνω στη σκηνή".
   "Τότε θα πάρω κι αυτό που έρχεται μετά". Και μ' άρπαξε ξανά στα δυνατά του μπράτσα.
   "Σταματήστε!" φώναξα, παλεύοντας να του ξεφύγω.
   "Λες του βασιλιά σου να σταματήσει; Πώς τολμάς;"
   Η καρδιά μου βροντοχτυπούσε στα στήθη μου.
   "Για το καλό του το λέω", αποκρίθηκα, "για να τον προστατεύσω από σχέσεις αιμομικτικές".
   Ακόμα και μέσα στο σκοτάδι είδα το πρόσωπό του να κοκκινίζει από θυμό.
   "Αιμομικτικές;" φώναξε ταραγμένος. Μήπως του μιλούσα για τον αμαρτωλό του γάμο με τη γυναίκα του αδελφού του;
   "Μπορώ να μιλήσω ελεύθερα, Μεγαλειότατε; Η αδελφή μου η Μαρία μοιραζόταν μέχρι πρόσφατα την κλίνη σας". Χαμήλωσα κι άλλο τη φωνή. "Σας έκανε ένα παιδί... Αν κάνω κι εγώ το ίδιο, για μένα θα είναι αιμομιξία".
   Ανακουφισμένος, ξαναβρήκε την ψυχραιμία του και μου είπε:
   "Παραείσαι τολμηρή, κυρία Άννα. Με τον βασιλιά σου μιλάς εδώ πέρα".
   "Κι εσείς μιλάτε με μια ενάρετη παρθένα που σκοπεύει να μείνει ενάρετη, Μεγαλειότατε". Έκανα μια βαθιά υπόκλιση, του χαμογέλασα και πρόσθεσα όλο χάρη: "Ωστόσο, μ' ευχαριστεί πολύ το τρυφερό σας ενδιαφέρον". 
   Εκείνος μου άρπαξε το χέρι -αυτό με τα πέντε δάχτυλα, ευτυχώς- και το φίλησε, χαϊδεύοντας με τα χείλη του τα δάχτυλά μου. Ύστερα, χωρίς να μου ζητήσει την άδεια, τράβηξε το γκρενά μονόπετρο και το πέρασε στο δικό του μικρό δάχτυλο.
   "Αφού δεν μπορώ να έχω την καρδιά σου, θα έχω αυτό", είπε και χάθηκε σαν φάντασμα μέσα στις σκιές του δάσους.
   Δυο ώρες αργότερα, όταν είχαν τελειώσει πια οι γιορτές, βρέθηκα στο κρεβάτι μου ολότελα σαστισμένη με όσα είχαν συμβεί. Μέσα στο σκοτάδι άκουγα τις άλλες κυρίες των τιμών να ψιθυρίζουν τα κουτσομπολιά της βραδιάς, μα εγώ μια σκέψη είχα μόνο. Μια σκέψη που με κράτησε άγρυπνη να τρέμω, μέχρι που χάραξε η αυγή: ο βασιλιάς της Αγγλίας είχε βάλει στόχο του την Άννα Μπόλεϋν.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   17 Ιουλίου 1526

   Ημερολόγιό μου,
   Όλη αυτή η σημερινή αναστάτωση μ' έχει αφήσει συγχισμένη και χαρούμενη μαζί. Ο καλός φίλος Τόμας Γουάιατ αυτοεξορίστηκε στη Ρώμη, γιατί δε γινόταν αλλιώς. Και ο Ερρίκος, ο βασιλιάς της Αγγλίας, με φλερτάρει. Τα δυο γεγονότα με κυκλώνουν σαν αγκαθωτοί θάμνοι. Κι αυτό είναι κάτι που με κάνει να τα χάνω.
   Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που χάρισα στον Γουάιατ την πλάκα μου και ο Ερρίκος άρπαξε το δαχτυλίδι μου. Και μου είναι πολύ δύσκολο να πιστέψω πως οι δύο αυτοί κύριοι κόντεψαν να πιαστούν στα χέρια για τούτα τα μπιχλιμπιδάκια.
   Να πώς έγιναν τα πράγματα.
   Ο Ερρίκος και οι ευνοούμενοί του, ανάμεσά τους κι ο Γουάιατ, έπαιζαν το παιχνίδι με τις σφαίρες. Οι δυο τους ήταν σε αντίπαλες ομάδες. Σε μια στιγμή, ο Ερρίκος είπε δική του τη βολή ενός άλλου. Ο Γουάιατ πρόβαλε αντιρρήσεις. Και τότε, λένε, ο βασιλιάς έδειξε τον Τόμας με το δαχτυλάκι του, αυτό ακριβώς στο οποίο φορούσε το δαχτυλίδι μου, και του είπε: "Γουάιατ, σου λέω πως είναι δική μου! Είναι δική μου, σου λέω!" Ο βασιλιάς χαμογελούσε και ο Γουάιατ νόμισε πως αστειευόταν, κι έτσι του αποκρίθηκε: "Αν μου επιτρέψετε να τη μετρήσω, Μεγαλειότατε, ελπίζω πως θα βρεθεί δική μου". Και, εξίσου επιδεικτικά με τον βασιλιά, έβγαλε απ' το λαιμό του το κορδόνι με την πλάκα μου, έσκυψε κι έκανε να μετρήσει την απόσταση της βολής. Ο Ερρίκος, βλέποντας το δώρο μου στα χέρια του Γουάιατ, το θεώρησε πρόκληση. Και σαν κακομαθημένο παιδί, κλότσησε τη σφαίρα και είπε: "Αν είναι έτσι, δεν το περίμενα από σένα" και, οργισμένος, εγκατέλειψε το παιχνίδι.
   Πριν καν πληροφορηθώ τι είχε συμβεί και αγνοώντας εντελώς το ρόλο που είχα παίξει σ' αυτή την ιστορία, ο βασιλιάς με κάλεσε να μου μιλήσει ιδιαιτέρως. Από την Πρωτομαγιά και δώθε, παρόλο που μου έδινε καθαρά να καταλάβω πως με ορεγόταν με λοξές ματιές, σφιχταγκαλιαστούς χορούς και τραγουδιστά ντουέτα, όλα αυτά τα έκανε δημόσια. Τώρα έμπαινα για πρώτη φορά στα διαμερίσματά του, που ήταν πολύ πιο μεγαλόπρεπα απ' ό,τι είχα δει ή ονειρευτεί ποτέ. Μεγάλα αψιδωτά παράθυρα άφηναν τον ήλιο να μπαίνει από τρεις πλευρές και να βάζει φωτιές σε σκαλιστά και χρυσοποίκιλτα τραπέζια και κασέλες, στο τεράστιο γείσο του τζακιού που το στόλιζαν δυο ντουζίνες ασημένια κύπελλα, σε μια μεταξωτή ταπισερί υπέροχη σε μέγεθος και λαμπερά χρώματα που απεικόνιζε τον Άγιο Γεώργιο να σκοτώνει έναν πράσινο δράκο, σε μια μεγάλη πολυθρόνα με ουρανό και σ' ένα σωρό μουσικά όργανα μαζεμένα σε μια γωνιά. Ο βασιλιάς, ντυμένος με λευκό ασημοκεντημένο βελούδο, φωτιζόταν κι αυτός από τον ήλιο, αλλά κι από μια εσωτερική φλόγα που έκανε τα μάτια του να σπιθίζουν. Η καρδιά μου βροντοχτυπούσε μέσα στα στήθη μου, που, πρέπει να το παραδεχτώ, είχα φροντίσει να αναδεικνύονται ανάλογα. Εκείνη την ημέρα όμως, η λευκή αρωματισμένη σάρκα δεν μπορούσε να διώξει το θυμό του βασιλιά που έπνεε σαν καυτός καλοκαιρινός άνεμος.
   "Για βλάκα μ' έχεις;" φώναξε μόλις πλησίασα. Εμένα το βλέμμα μου είχε καρφωθεί σε μια μαβιά φλέβα που παλλόταν στο μέτωπό του. Δεν ήξερα ποιο ήταν το έγκλημά μου, αλλά ήμουν σίγουρη πως θα μου το έλεγε. "Τολμάς να παίζεις με την αγάπη του βασιλιά σου και με τον Τόμας Γουάιατ ταυτόχρονα; Μήπως δεν ανέβασα εγώ τον πατέρα σου στα πιο υψηλά αξιώματα;"
   Παρέλυσα ακούγοντας αυτή την αναφορά στον πατέρα μου.
   "Μήπως δε συνέβαλα κι εγώ στην προίκα της γυναίκας του αδελφού σου; Δεν τίμησα ξανά την οικογένειά σου μ' αυτόν τον τρόπο; Κι εσύ με ξεπληρώνεις έτσι;"
   Τα χέρια μου και τα πόδια μου είχαν παγώσει, η καρδιά μου χτυπούσε σαν τύμπανο. Το μυαλό μου όμως δούλευε καθαρά και αστραπιαία κι έβλεπα ότι ο βασιλιάς μού έκανε κόρτε. Κι όχι έτσι, σαν καπρίτσιο, αλλά με τον πιο άμεσο και ειλικρινή τρόπο. Τι παιχνίδι έπαιζε λοιπόν; Είχε χαρεί την αδελφή μου. Μερικοί έλεγαν πως είχε χαρεί και τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου κι ο αδελφός μου ήταν δούλοι του. Μα τι, λες να είχε βάλει στοίχημα να κατακτήσει όλους τους Μπόλεϋν; Και πότε λες ν' άρχισε αυτό το πράγμα; Μήπως του είχε καθίσει στο λαιμό η αγάπη μου για τον Πέρσυ; Και τώρα; Τι έπρεπε να κάνω; Να συρθώ μπροστά του όπως έκαναν όλοι ή να παίξω το παιχνίδι του; Ήμουν στ' αλήθεια τόσο επιθυμητή όσο με είχε περιγράψει στο ποίημά του ο Γουάιατ, μια ελαφίνα που τρέχει σ' ένα μαγεμένο δάσος; Μάλιστα. Έτσι θα φερόμουν. Φευγαλέα, σαν τον άνεμο. Κι εκείνος θα με κυνηγούσε χωρίς ποτέ του να με πιάνει.
   "Ο Γουάιατ μου το έκλεψε εκείνο το μπιχλιμπίδι", του είπα ψέματα και πρόσθεσα τολμηρά: "Όπως ακριβώς μου αρπάξατε κι εσείς το δαχτυλιδάκι μου. Κάνετε κι οι δυο σας σαν να μου κλέψατε μαζί και την καρδιά. Μα δεν είναι έτσι, ούτε στη μια περίπτωση ούτε στην άλλη -αν και εσάς, Μεγαλειότατε, σας αγαπώ όπως κάθε αφοσιωμένος υπήκοος αγαπάει τον βασιλιά του".
   "Άννα, σε θέλω". Η φωνή του ήταν ένας γεμάτος πάθος βρυχηθμός. Κατάλαβα ότι μιλούσε πολύ σοβαρά και προσποιήθηκα πως γελούσα κεφάτα.
   "Αν έτσι συμπεριφέρεται ο βασιλιάς σε μια γυναίκα που θέλει, τότε δε θα 'θελα καθόλου να δω πώς συμπεριφέρεται στους εχθρούς του".
   "Μα εγώ..." κόμπιασε, τα είχε χάσει με την αυθάδειά μου.
   "Με την άδειά σας, Μεγαλειότατε", του είπα, θέλοντας να σταματήσω εκεί τη συζήτηση. Και κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση, γύρισα κι έφυγα και τον παράτησα εκεί, με μια έκφραση βαθύτατης απορίας να στολίζει  το ωραίο του πρόσωπο.
   Τρέμοντας, γύρισα ολοταχώς στα διαμερίσματα της βασίλισσας. Τι θα κάνω τώρα; Αυτό που είχα πει, ήταν αλήθεια. Δεν αγαπώ τον βασιλιά με τον τρόπο που μια γυναίκα αγαπάει έναν άντρα. Απ' όσο τον ξέρω όμως, δε θα το βάλει κάτω, μέχρι να πιάσει τον άνεμο και να τον κρατήσει σφιχτά στη χούφτα του.
   Ζήτησα τη συμβουλή της μητέρας μου, μα το μόνο που έκανε εκείνη ήταν να πάρει μια θλιμμένη έκφραση και να μουρμουρίσει: 
   "Είναι ο βασιλιάς, είναι ο βασιλιάς".
   Η αδελφή μου, πάλι, μου έδωσε την ακόλουθη συμβουλή:
   "Δέξου τον, άσ' τον να διασκεδάσει όσο θέλει μαζί σου. Θα σου χαρίσει όμορφα φορέματα, πολλά κοσμήματα, κανένα μπάσταρδο αν είσαι τυχερή. Θα είσαι η μητέρα του βασιλιά της Αγγλίας, Άννα, πράγμα πολύ σπουδαίο για ένα κοκαλιάρικο κορίτσι χωρίς τίτλους ευγενείας".
   Αυτή η ρηχή απάντηση μιας ρηχής πόρνης μ' έκανε έξω φρενών.
   Κι ύστερα, ο πατέρας με κάλεσε να πάω να τον δω στο δωμάτιό του. Έδειχνε πολύ σπουδαίος με το σατέν γιλέκο του, που στραφτοβολούσε μαύρο και βασιλικά χρυσό, και τον πολύ μοντέρνο γαλλικό σκούφο που φορούσε σαν πλακέ μπερέ πάνω στα ασημένια του μαλλιά.
   "Απέκτησες την εύνοια του βασιλιά, καταπώς φαίνεται", μου είπε. Μ' αγκάλιασε απ' τη μέση, πράγμα που είχε να το κάνει απ' όταν ήμουν παιδί, και χαμογέλασε. Μα εμένα δε με ξεγελούσε. Τα καμώματά του δεν έκρυβαν αγάπη.
   "Παίξε μαζί του, Άννα", μου ψιθύρισε τόσο σιγανά, που θα 'λεγες πως είχε πίσω του το Διάβολο να του υπαγορεύει. "Ακούς τι σου λέω;"
   "Ναι, πατέρα. Η συμβουλή σου είναι ξεκάθαρη".
   "Θα το κάνεις λοιπόν;" Μ' άδραξε απ' τον ώμο με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του και μ' έσφιξε δυνατά. Έως τώρα, ο πατέρας μου ήταν ο μοναδικός κύριος και αφέντης μου. Τώρα όμως έβλεπα με το μυαλό μου τον πατέρα μου κι εμένα σε κάποιο πολύ μακρινό μέλλον, να τραβάμε σ' ένα άγνωστο μονοπάτι. Κι εκεί που μέχρι τότε αυτός πήγαινε πάντα μπροστά και οδηγούσε, τώρα σκόνταφτε και ξέμενε πίσω.
   "Πατέρα, θα κάνω ό,τι θέλω εγώ", του είπα.
   Τα μάτια του σπίθισαν από οργή, αλλά εγώ, μ' ένα πρωτόγνωρο κι επικίνδυνο θάρρος, δεν του έδωσα σημασία. Τραβήχτηκα από τη μέγκενη του χεριού του και βγήκα απ' το δωμάτιο χωρίς να γυρίσω να του ρίξω ούτε μια ματιά.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   24 Αυγούστου 1526

   Ημερολόγιό μου,
   Η Μεγαλειότητά του με κυνηγάει ακόμη κι εγώ αντιστέκομαι. Είναι ένας άντρας ερωτευμένος, λέει, κι ο έρωτας του φέρνει παραζάλη. Η σκοτεινή του διάθεση έφυγε, αντικαταστάθηκε από αντρική ζωντάνια. Οι λαμπρές πολιτικές του ικανότητες ξαναβγήκαν στην επιφάνεια κι επιτελεί ξανά με ενεργητικότητα τα βασιλικά του καθήκοντα. Μου μιλάει για την οικογένειά του, για τα παιδιά του και πώς θα τα παντρέψει. Μερικές φορές, σκέφτεται να παντρέψει τον μπάσταρδο γιο του από την Μπέση Μπλάουντ με τη νόμιμη κόρη του τη Μαρία. Λέει πως οτιδήποτε θα ήταν καλύτερο απ' το να κυβερνήσει μια γυναίκα την Αγγλία. Οι γυναίκες δεν είναι αρκετά δυνατές για να διατηρήσουν την ειρήνη.
   Ο Τόμας Γουάιατ, ο δάσκαλός μου στα πολιτικά, είναι μακριά και όλοι ξέρουν πως εγώ είμαι η αιτία για την εξορία και τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται. Μακάρι να μπορούσα να ξαναδώ τον φίλο μου και να τον συμβουλεύομαι πώς να αντιμετωπίσω τις ορέξεις του Ερρίκου. Δεν ξέρω πώς έγινε και γεννήθηκε μέσα του τέτοιο αχαλίνωτο πάθος. Ο άντρας αυτός, ένας βασιλιάς, έγινε από μόνος του σκλάβος μου. Θέλει συνέχεια να με βλέπει, αναστενάζει σαν ερωτευμένο μοσχάρι και με ικατεύει μέρα και νύχτα να γίνω δική του. Μου φέρνει δωράκια, λουλούδια, χρυσές κορδέλες, μου γράφει τραγούδια και μου τα τραγουδάει με τρεμουλιαστή φωνή.
   Σαν να τα αναγνωρίζω αυτά τα αισθήματα. Έτσι δεν ένιωθα τάχα κι εγώ τότε που ήμουν ερωτευμένη με τον Χένρυ Πέρσυ; Μα κι αν είναι πράγματι έτσι, ακόμη κι αν ο βασιλιάς μ' αγαπάει αληθινά, τι μπορώ να κάνω; Εγώ δεν τον αγαπώ και ούτε θέλω να βαδίσω στα χνάρια της αδελφής μου. Η οικογένειά μου όμως... Αυτό είναι που μ' απασχολεί! Γιατί αν κρατηθώ μακριά του, αν απορρίψω τις προτάσεις του βασιλιά, αν προκαλέσω το θυμό του, τι θ' απογίνει η υψηλή θέση  που με τόσους κόπους κέρδισε ο πατέρας μου; Ο αδελφός μου ο Τζώρτζ, πάλι, μόλις έγινε οινοχόος του βασιλιά. Και η μητέρα μου; Θα βρεθεί ξανά να μαραζώνει θαμμένη κάπου στην επαρχία;
   Μα αν πάλι δείξω περισσότερη αγάπη απ' όση οφείλει ένας υπήκοος στο βασιλιά του, θα βρεθώ μονομιάς μετρέσα του -κι αυτό, μονάχα που το φαντάζομαι, μου σφίγγεται το στομάχι. Όχι, πρέπει να βρω έναν τρόπο να κρατήσω σε απόσταση τον βασιλιά, χωρίς να προκαλέσω την καταστροφή μου. Αχ! Πρέπει οπωσδήποτε κάτι να σκεφτώ. Αλλά εδώ στην Αυλή υπάρχει ελάχιστος χρόνος για να συγκεντρωθεί κανείς. Δεν μπορείς να βρεις ένα μέρος για να καθίσεις και να σκεφτείς με την ησυχία σου. Δεν σε αφήνουν οι διασκεδάσεις,  τα συμπόσια, τα καθήκοντα απέναντι στη βασίλισσα κι όλες αυτές οι κυρίες που φλυαρούν αδιάκοπα, παντού. Κι αυτός ο χρυσόμαλλος γίγαντας να βράζει και ν' αφρίζει από έρωτα και να με κυνηγάει μέρα και νύχτα. Μα πρέπει οπωσδήποτε να βρω μια λύση.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   13 Οκτωβρίου 1526

   Ημερολόγιό μου,
   Για την ώρα τουλάχιστον, έχω γλιτώσει. Η διέξοδος από τη δύσκολη θέση μού προέκυψε μέσα από ένα όνειρο. Τη νύχτα, λοιπόν, ονειρεύτηκα καιρούς παλιούς κι είδα μια κυρία ψηλά σ' έναν πύργο και τον ιππότη που την αγαπούσε να μην είναι ο σύζυγός της. Το πρόσωπο της κυρίας άλλοτε ήταν ξένο κι άλλοτε ήταν το δικό μου. Μιλούσε με ρίμες που πολύ θα ήθελα  να τις θυμάμαι, αλλά ξεχάστηκαν αμέσως μόλις ξύπνησα. Σημασία όμως είχε η σκηνή που έπαιξαν η κυρία και ο θαυμαστής της και την οποία παρακολουθούσε ο ίδιος ο σύζυγός της, καθισμένος εκεί κοντά, σε μια καρέκλα με μαξιλάρια. Ήταν το παιχνίδι του κόρτε, του «αβρού έρωτα». Ο νεαρός, σκλάβος της κυρίας στα πάντα, της εξομολογιόταν το πάθος του γι' αυτήν, της έλεγε τραγούδια, της έκανε φιλοφρονήσεις, της πρόσφερε μικρά δωράκια, της εξέφραζε την υποταγή της ψυχής του σ' αυτήν. Εκείνη έπαιζε, φλερτάριζε, λιγωνόταν με τους ερωτικούς στίχους του. Κι αυτό ήταν όλο. Δεν πλάγιασαν ποτέ μαζί. Το μόνο που ζητούσε εκείνος ήταν να της δώσει ένα φιλί στο χέρι, ν' ακουμπήσει το κεφάλι του στο γόνατό της, να πάρει ένα γλυκό χάδι.
   Κόρτε. Αβρός έρως.
   Σαν ξύπνησα, βάλθηκα να συλλογιέμαι το όνειρο και είδα τις δυνατότητες ενός τέτοιου παιχνιδιού. Ήταν επικίνδυνο να το παίξω μ' έναν βασιλιά, το ήξερα, αλλά δεν είχα και μεγάλα περιθώρια εκλογής. Κι έτσι, περίμενα ν' αρχίσει πάλι ο βασιλιάς τις κρούσεις του. Κι αμέσως μπήκα κι εγώ στο χορό με γέλια και χαμόγελα, τον άφηνα να με χαϊδέψει λιγάκι και του παράβγαινα πείραγμα στο πείραγμα κι αστείο στο αστείο. Τον προκαλούσα κι ύστερα τον πάγωνα, τον ξεσήκωνα και τον φούντωνα κι ύστερα αποσυρόμουν, προσποιούμενη ότι η αρετή μ' εμπόδιζε να συνεχίσω και ν' αγαπήσω έναν παντρεμένο. Ο βασιλιάς έκανε σαν άλογο που σκοντάφτει. Άφριζε και τιναζόταν... κι ύστερα έβαζε τα γέλια ευχαριστημένος. Του άρεσε το παιχνίδι! Τον έστειλα λοιπόν στη δουλειά του κι όταν ξαναβρέθηκε κοντά μου, παίξαμε ξανά το ίδιο παιχνίδι, μα διαφορετικά. Καινούργια στιχάκια, καινούργιοι πνευματώδεις διαξιφισμοί, τον άφησα μάλιστα να μου κλέψει κι ένα φιλί. Στην τελευταία πράξη όμως του ξέφυγα και όταν έπεσε η αυλαία, τα είχα καταφέρει πάλι να κρατήσω σε απόσταση τον βασιλιά. Για να δούμε πόσο θα κρατήσει αυτό.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   12 Νοεμβρίου 1526

   Ημερολόγιό μου,
   Είμαι εξαντλημένη από τις περιπέτειες αυτής της Κυριακής κι από τα παράξενα παιχνίδια που είμαι αναγκασμένη να παίζω για να κρατώ σε απόσταση τον βασιλιά. Όλα άρχισαν νωρίς το πρωί, όταν όλη η Αυλή είχε πάει στη λειτουργία. Είχα πάει κι εγώ και ήμουν γονατισμένη δίπλα στη βασίλισσα που οι μεγαλόφωνες και όλο θέρμη προσευχές της έπνιγαν όλες τις άλλες. Τα μάτια της ήταν χαμηλωμένα στο ροζάριό της, αλλά τα μάτια του Ερρίκου -που ήταν γονατισμένος στο βασιλικό στασίδι, απέναντί μας- ήταν καρφωμένα επάνω μου. Τόλμησα να του χαμογελάσω κι εκείνος μου το ανταπέδωσε ακτινοβολώντας ολόκληρος, πράγμα εντελώς ανάρμοστο για έναν βασιλιά που υποτίθεται ότι προσεύχεται στον Θεό. Μονομιάς, πήρα αυστηρή έκφραση για να τον μαλώσω. Κι εκείνος γέλασε δυνατά! Όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος του κι αυτός έκανε πως τον είχε πιάσει βήχας, πράγμα που δεν το πίστεψε κανείς.
   Αργότερα, καθώς βγαίναμε από την εκκλησία, κατάφερε να βρεθεί δίπλα μου και μου ψιθύρισε:
   "Πολύ αυστηρά με κοίταξες, κυρά μου!"
   "Είναι για να μαθαίνω. Έτσι θα κάνω σαν γίνω μάνα με τον άτακτο γιο μου".
   "Γιο; Σχεδιάζεις ν' αποκτήσεις γιο;"
   "Πολλούς. Έναν για κάθε μέρα της βδομάδας". Και στο πρόσωπό μου χαράχτηκε ένα όμορφο χαμόγελο, καθώς ακολουθούσα τη βασίλισσα και τις γυναίκες της στην τραπεζαρία για το πρωινό, με τον Ερρίκο να έχει απομείνει ακίνητος να με παρακολουθεί.
   Αργότερα μέσα στο παγωμένο αλλά ηλιόλουστο πρωινό, βρήκα τον βασιλιά να παίζει με τους λόρδους του ένα καινούργιο αντρικό παιχνίδι, τα Σύνορα. Σ' αυτό, ο κάθε μαχητής, φορώντας ειδικό θώρακα και κράνος, παίρνει μέρος σε μια ψεύτικη αλλά πολύ άγρια μάχη πεζός, οπλισμένος με δυο σπαθιά με βαρίδια στις άκρες και επτά ακόντια. Εγώ και αρκετές άλλες κυρίες -χωρίς όμως τη βασίλισσα, που είχε πάει ξανά στην εκκλησία- παρακολουθούσαμε τον αγώνα, χειροκροτώντας τις τολμηρές κινήσεις και κρατώντας την ανάσα μας σε κάθε βιαιότητα. Ο Ερρίκος, ως συνήθως σε όλα τα παρόμοια αγωνίσματα, ξεχώριζε απ' όλους κι είχε το γενικό πρόσταγμα. Δεν ήταν πως οι άντρες του τον άφηναν να νικάει από σεβασμό προς τον βασιλιά τους. Ήταν στ' αλήθεια ο καλύτερος. Πολεμούσε πιο τολμηρά απ' όλους και νικούσε τους περισσότερους εχθρούς.
   Σ' ένα διάλειμμα ήρθε στην άκρη του στίβου, εκεί όπου στεκόμουν τρέμοντας ανάμεσα στις άλλες κυρίες. Το κορμί του άχνιζε από την προσπάθεια και τον ιδρώτα και η ανάσα του έβγαινε σε συννεφάκια. Τα μάτια του σπίθιζαν και, χωρίς να πει λέξη, μου ζήτησε την εύνοιά μου. Όλες οι άλλες παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον, μην τολμώντας ούτε καν να ψιθυρίσουν. Άπλωσα και του έδωσα ένα μεταξωτό μαντιλάκι κι εκείνος το έφερε στη μύτη του και μύρισε το φίνο γαλλικό άρωμα στο οποίο το είχα βουτηγμένο. Έλαμψε ολόκληρος από τη χαρά του και γύρισε με μεγάλα βήματα στο στίβο, προσωπικός μου ιππότης τώρα, και βάλθηκε να επιτίθεται στους ανθρώπους του φωνάζοντας το όνομά μου.
   Όταν τελείωσαν οι αγώνες και οι κυρίες γυρίσαμε να φύγουμε, τον έπιασα να με ακολουθεί κι άκουγα πίσω μου τον μεταλλικό ήχο της πανοπλίας του.
   "Αρχόντισσα Άννα!" μου φώναξε.
   Στράφηκα και του χαμογέλασα.
   "Παίξατε καλά, Μεγαλειότατε. Μπορείτε να κρατήσετε το μαντίλι μου".
   "Θα το κρατούσα και χωρίς την άδειά σου".
   "Τι άξεστος!" φώναξα γελώντας.
   "Μου αξίζει ένα τρόπαιο για τις προσπάθειές μου. Τους νίκησα όλους".
   Τράβηξε κι έβγαλε το θώρακά του κι εγώ με δυσκολία πήρα τα μάτια μου από το εντυπωσιακό του στέρνο.
   "Εμένα όμως μπορείτε να με νικήσετε;" τον ρώτησα.
   "Να νικήσω εσένα!" Ο βασιλιάς γέλασε τόσο δυνατά, που τρεμούλιασε η κοιλιά του.
   "Δεν εννοώ στα Σύνορα, κουτέ!"
   "Σε τι με προκαλείς λοιπόν;"
   "Στο σκάκι".
   "Α, στο σκάκι. Γυναικείο παιχνίδι. Το παίζω όμως εξίσου καλά μ' οποιοδήποτε άλλο. Δέχομαι την πρόκλησή σου. Στην αίθουσα των παιχνιδιών, μια ώρα μετά το φαγητό".
   "Θα σας περιμένω".
   Έτσι κι έγινε. Άλλαξα φόρεμα κι έβαλα ένα που ήξερα πως του άρεσε, γιατί μου είχε κάνει πολλά κομπλιμέντα για το χρώμα του που είναι βαθύ κόκκινο, σαν το χρώμα της σκουριάς, και μου είχε πει ότι αναδείκνυε πολύ τα μάτια μου. Το ντεκολτέ του είναι πολύ βαθύ. Θα έσκυβα πάνω από τη σκακιέρα καθώς θα έπαιζα και έλπιζα πως η θέα των τολμηρών περιστεριών μου θα θόλωνε κάπως το κοφτερό μυαλό του. Τα μαλλιά μου τα άφησα ξέπλεκα, να πέφτουν μακριά στην πλάτη μου. Στα χείλη και τα μάγουλά μου άπλωσα λίγο κοκκινάδι. Και, τέλος, έδεσα προσεκτικά με μια λεπτή δαντέλα τη μυτερή άκρη του μανικιού μου γύρω από το πέμπτο μου δάχτυλο, ώστε να κρύβεται καλά το έκτο.
   Ο βασιλιάς δεν εμφανίστηκε όπως συνήθως, φορτωμένος με κοσμήματα και γουναρικά και στολίδια, με φασαρία και ύφος, αλλά ήσυχος, χαμογελαστός και με απαλή φωνή. Φορούσε μια κιλότα εκρού, ένα φαρδύ λινό πουκάμισο που ανέμιζε ελεύθερο και από πάνω ένα γιλέκο από δέρμα αντιλόπης. Ήταν ξεσκούφωτος, φρεσκολουσμένος και δεν έβλεπες πάνω του ίχνος κούρασης από την πρωινή του άσκηση. Τα μαλλιά του έλαμπαν χρυσαφιά στον ήλιο του απομεσήμερου· ήταν μια πραγματικά όμορφη εικόνα.
   Βολευτήκαμε μπροστά στη σκακιέρα κι αφού ανταλλάξαμε λιγοστές κουβέντες, αρχίσαμε το παιχνίδι. Ξεκίνησα με μία τολμηρή κίνηση κι εκείνος, έκπληκτος από την τακτική μου, με μιμήθηκε. Παίζαμε σοβαρά, σιωπηλά. Πήρα το άλογό του. Πήρε τον τρελό μου. Πιόνια χάνονταν κι από τις δυο μεριές. Κάποια στιγμή έκανα ότι δίσταζα, ότι είχα μπερδευτεί. Και για να κουκουλώσω δήθεν τη σύγχισή μου, έγινα παράτολμη. Το κόλπο έπιασε πολύ καλά. Συγκεντρώνοντας όλη του τη σκέψη, έκανε κινήσεις για να παγιδέψει τη βασίλισσα μου. Εγώ άφησα ένα δυνατό αναστεναγμό, δάγκωσα τα χείλη μου. Εκείνος πείστηκε απόλυτα πως είχα σφάλει για τα καλά και με υπερβολική αυτοπεποίθηση συνέχισε το παιχνίδι χωρίς να πάρει είδηση τι του είχα σκαρώσει. Κι όταν ψιθύρισα "ρουά ματ", πάγωσε.
   "Ρουά ματ", είπα ξανά, πιο δυνατά. Προσπάθησα να συναντήσω το βλέμμα του, εκείνος όμως κοίταζε σαν υπνωτισμένος τη σκακιέρα, προσπαθώντας να καταλάβει πώς είχε νικηθεί.
   "Δεν είναι δυνατόν", μουρμούριζε.
   "Κι όμως είναι. Σας νίκησα, Μεγαλειότατε".
   "Όχι", φώναξε και τινάχτηκε τόσο απότομα που το κάθισμά του έπεσε τούμπα στο πάτωμα.
   "Α, μην κάνετε σαν κακομαθημένο παιδί, Ερρίκο. Ένα παιχνίδι είναι".
   "Κι εσύ είσαι γυναίκα!"
   "Γυναίκα που όμως σας νίκησε". Γέλασα, προσπαθώντας να διασκεδάσω το πράγμα. "Ελάτε τώρα, πρέπει να πάρω κι ένα βραβείο για τη νίκη μου".
   "Ένα βραβείο! Στον Πύργο του Λονδίνου θα έπρεπε να σε κλείσω, για προδοσία κατά του βασιλιά σου".
   "Μεγαλειότατε!"
   "Εντάξει, τι θέλεις;" κάγχασε αγριεμένος.
   "Ένα φιλί... Ένα φιλί από τον νικημένο". Τα μάτια του άστραψαν επικίνδυνα. Τον είχα φτάσει στα άκρα. Όμως, η φλόγα της απρόσμενης απαίτησή μου έλιωσε το θυμό του. Έκανε να με αγκαλιάσει, μα του έπιασα τα χέρια.
   "Όχι, Ερρίκο. Εγώ θέλω να σας φιλήσω".
   Α, ήταν ένας άντρας που φλεγόταν ολόκληρος όταν κόλλησα πάνω του, βρήκα τα χείλη του με τα δικά μου και χρησιμοποίησα τη γλώσσα μου με τον γαλλικό τρόπο για να εξερευνήσω το στόμα του και να τρυγήσω όλη του τη γλύκα.
   Κάποια στιγμή τα χέρια του υψώθηκαν και μ' έσφιξαν και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεφύγω απ' το αγκάλιασμά του. Σαν τα κατάφερα όμως και σταθήκαμε αντικριστά με κομμένες τις ανάσες, εκείνος μου χαμογέλασε.
   "Η νικήτρα αυτής της παρτίδας", είπε και υποκλίθηκε μπροστά μου. "Μυλαίδη Άννα Μπόλεϋν".
   Παρά τα ευφυολογήματα και τα πειράγματά μου, ορκίζομαι πως δεν αισθανόμουν καθόλου νικήτρια, αλλά ένα μικρό κορίτσι που έπεσε στα βαθιά νερά κι αυτά την κουκουλώνουνε γοργά. Ωστόσο, εδώ θα μείνω.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   Το μεγάλο ζωντανό φίδι είχε μήκος τρία μίλια κι ήταν φτιαγμένο από χίλια κομμάτια που έτριζαν και κροτάλιζαν, σηκώνοντας ένα τεράστιο, παχύ σύννεφο σκόνης στο αποπνικτικό ιουλιάτικο απομεσήμερο. Δραπετεύοντας από τη ζέστη, τη δυσωδία και τις αρρώστιες του Λονδίνου, η βασιλική καλοκαιρινή περιοδεία -η πρώτη της Ελισάβετ- τραβούσε μέσα στις εξοχές του Κεντ εδώ και μια βδομάδα σχεδόν και είχε κιόλας προκαλέσει χάος στους δρόμους, στα αγροκτήματα και στις μικρές αγροτικές κοινότητες της περιοχής: κάρα και άμαξες, κοπάδια ζώων, άλογα βαρυφορτωμένα κουβαλούσαν τις αποσκευές, το ρουχισμό και τα έπιπλα ολόκληρης της Αυλής.
   Στην πομπή προπορεύονταν οι προμήθειες και τα κοπάδια. Πιο πίσω, μετά τη σκόνη και τις ακαθαρσίες των ζώων, έρχονταν οι ιπποκόμοι και οι επιτηρητές της πομπής, κρατώντας σκαλιστά και χρωματισμένα οικόσημα και λαμπρά λάβαρα, που ωστόσο κρέμονταν σαν παράλυτα στην καυτή άπνοια. Έφιπποι φρουροί και σωματοφύλακες της βασίλισσας προπορεύονταν και επιθεωρούσαν το δρόμο. Ακολουθούσαν νεαρές κυρίες των τιμών με χαρούμενα φορέματα, κρατώντας αρωματισμένα μαντιλάκια στη μύτη τους μπροστά για να μην τις πνίγει η σκόνη κι έπειτα ερχόταν μια ύλη της φρουράς με τις στολές του βασιλικού οίκου, άντρες στητοί και ατσαλάκωτοι πάνω στα άλογά τους.
   Μετά τη φρουρά ερχόταν μια φοραδίτσα, που την καβαλούσε η κοκκινομάλλα Ελισάβετ ντυμένη στα μπροκάρ και στα ασημοκέντητα υφάσματα. Καθισμένη ίσια και στητή στη σέλα της, ακτινοβολούσε σαν τον ήλιο. Παρατηρούσε τους αγρότες που τη χαιρετούσαν από τις δυο πλευρές του δρόμου κι ευχαριστούσε τον Θεό -όπως κάθε μέρα από τότε που στέφθηκε βασίλισσα- για τους καλούς υπηκόους που είχε.
   Τις σκέψεις της διέκοψε ο φασαριόζικος ερχομός του Ρόμπιν Ντάντλεϋ, που σταμάτησε απότομα τον τεράστιο κέλητά του δίπλα στη βασίλισσα λαχανιασμένος, λες κι ερχόταν από κάποια άγρια μάχη.
   "Μεγαλειότατη!" φώναξε με κομμένη την ανάσα και μέτωπο όπου γυάλιζαν σταλαγματιές ιδρώτα.
   "Για το Θεό, Ρόμπιν, τι έκανες εκεί μπροστά; Τα είχες βάλει με το δράκο του Αϊ-Γιώργη;" τον ρώτησε εκείνη. 
   "Κάλπασα ως το Καντέρμπουρυ να επιθεωρήσω τα καταλύματα για το βράδυ".
   "Σταμάτησε για λίγο την πομπή, Ρόμπιν. Θέλω να πάω να καθίσω λιγάκι στην άμαξα".
   Ο Ντάντλεϋ σπιρούνισε το άλογό του, έτρεξε στην κεφαλή της σωματοφυλακής και τους διέταξε να σταματήσουν και ν' αφήσουν τα κάρα με τα εφόδια και τα ζώα να περάσουν μπροστά. Ένας από τους ιπποκόμους έσπευσε να βοηθήσει την Ελισάβετ να ξεπεζέψει. Τα πόδια της λύγιζαν, πιασμένα απ' την πολύωρη ιππασία κι όπως προχωρούσε προς την ολλανδική της άμαξα, τίναζε τη σκόνη από τη βαριά φούστα ιππασίας που φορούσε. Μέσα στην άμαξα, η Κατ Άσλεϋ λαγοκοιμόταν γερμένη στα ρόδινα μεταξωτά μαξιλάρια, με το πρόσωπό της να γυαλίζει απ' τον ιδρώτα. Ο παλιός και έμπιστος υπηρέτης της Ελισάβετ, ο Τόμας Πάρρυ, καθόταν απέναντι από την Κατ, σκυμμένος πάνω σ' ένα μεγάλο λογιστικό κατάστιχο. Μόλις είδε τη βασίλισσα, πήδησε ορθός για να τη βοηθήσει ν' ανέβει.
   "Τελείωσε η ιππασία για σήμερα, κυρία;" τη ρώτησε.
   "Ναι, Τόμας. Ίσως και για πάντα, έτσι που νιώθω". 
   Ψάχνοντας ανήσυχα μήπως κι έβλεπε κανένα σοβαρό σημάδι κούρασης ή αδιαθεσίας στην κυρά του, ο Τόμας της έδωσε ένα φλασκί δροσερό νερό και η Ελισάβετ το ήπιε όλο. Ο Πάρρυ, όπως και η Κατ, ήταν στην υπηρεσία της από τα γεννοφάσκια της. Η γυναίκα του, η Μπλανς, νανούριζε την τότε πριγκίπισσα στη βασιλική της κούνια.
   Μέσα στην άμαξα πια η Ελισάβετ θυμήθηκε τις επικίνδυνες δοκιμασίες που είχε μοιραστεί με την Κατ, τον Τόμας και την Μπλανς Πάρρυ. Τον τελευταίο καιρό, αφότου είχε αρχίσει να διαβάζει το ημερολόγιο της Άννας, τα σκεφτόταν πολύ όλα αυτά, κυρίως όταν η μητέρα της περιέγραφε την πολιορκία που της έκανε ο Ερρίκος.
   Tι περιθώρια έχει μια κοπέλα, όταν ένας βασιλιάς ή κι ένας ευγενής ακόμα, θέλει να της επιβάλει τον έρωτά του; Τι άλλο μπορεί να κάνει παρά να υποκύψει; Δεν υπάρχει οδός διαφυγής για μια γυναίκα, συλλογιζόταν η Ελισάβετ. Είναι σαν το λαγό που τον κυνηγάνε τα σκυλιά. Ούτε έχει μυαλό καθαρό για να σκεφτεί, αφού από μικρό κορίτσι την έχουν μάθει να το δέχεται ότι ο άντρας πρέπει να παίρνει πάντοτε αυτό που επιθυμεί. Ότι οι επιθυμίες και οι ανάγκες της γυναίκας δε λογαριάζονται. Είναι σαν να μην υπάρχουν. Τη μητέρα της την κυνηγούσε ο Ερρίκος. Εκείνη, κοριτσάκι ακόμα, την κυνηγούσε ο Τόμας Σέυμουρ.
   Ο λόρδος Ναύαρχος. Το όνομα και η εικόνα του ήρθαν ακάλεστα στο μυαλό της Ελισάβετ. Τον έβλεπε ολοκάθαρα, ωραίο και καμαρωτό, με τη μακριά κόκκινη γενειάδα του και τα δυνατά, ατσαλένια χέρια του. 
   Ευτυχώς, ο Πάρρυ είχε σκύψει πάλι στους λογαριασμούς του κι έτσι δεν πρόσεξε το πρόσωπο της Ελισάβετ να γίνεται κατακόκκινο στην ανάμνηση ενός ανθρώπου πεθαμένου εδώ και δέκα χρόνια. 
   Έκλεισε τα μάτια της. Ακόμα και τη μυρωδιά του θυμόταν... και τη γεύση του... Ωχ, Θεέ μου, ακόμα και τη φωνή του άκουγε να μπουμπουνίζει χαρωπή και να την ξυπνάει μια στιγμή πριν εκείνος τραβήξει τα βαριά παραπετάσματα του κρεβατιού της κι αυτή, ανοίγοντας τα μάτια, να βλέπει τη γιγάντια φιγούρα του Τόμας Σέυμουρ να γεμίζει το ηλιόλουστο δωμάτιό της.
   "Σήκω να μας φωτίσεις με τη λάμψη σου, πριγκιπέσα! Δεν κάνει να μένεις στο κρεβάτι μια τόσο ωραία μέρα!"
   Η Ελισάβετ είχε γίνει κατακόκκινη, καθώς προσπαθούσε να σκεπάσει τα γυμνά στηθάκια της και η μιλιά της είχε κοπεί από τη ντροπή.
   "Ντροπή, Ναύαρχε!" είχε φωνάξει η Κατ Άσλεϋ, πηδώντας απ' το ράντζο της που ήταν στημένο στα πόδια του κρεβατιού της Ελισάβετ. Ο Σέυμουρ όμως, φορώντας μονάχα το νυχτικό του, που άφηνε να φαίνονται οι γερές του γάμπες, είχε πηδήσει κιόλας στο μεγάλο κρεβάτι της Ελισάβετ και γαργαλούσε το δεκατριάχρονο κοριτσάκι μέχρι που τα τσιριχτά και τα γέλια του έκαναν ν' αντιλαλήσει ολόκληρο το Τσέλση Μάνορ. Η Κατ είχε τρέξει να κλείσει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας κι ύστερα είχε σταθεί με τις γροθιές της σφιγμένες στους γοφούς της μπροστά σ' εκείνο το ανακάτωμα κορμιών, σεντονιών και παπλωμάτων, προσπαθώντας να βρει με ποιο τρόπο θα έβαζε τέλος σ' αυτή την εξωφρενική κατάσταση.
   Εκεί που κοίταζε όμως τον μεγαλόσωμο κοκκινογένη ομορφάντρα και την αγαπημένη της λαίδη Ελισάβετ, ένιωσε τα σφιγμένα της χείλη να χαλαρώνουν και να χαμογελούν. Ήταν πολύ ωραίο ζευγάρι εκείνοι οι δυο, πολύ πιο ωραίο απ' όσο ο Σέυμουρ κι η άσχημη, μεσήλικη γυναίκα του Αικατερίνη. Η Κατ δεν ήθελε να κάνει τέτοιες σκανδαλώδεις σκέψεις, αλλά έπρεπε να παραδεχτεί πως η Ελισάβετ και η Αικατερίνη δεν ήταν οι μόνες γυναίκες που είχε μαγέψει ο Τόμας Σέυμουρ μέσα σ' εκείνο το σπιτικό.
   Ο Σέυμουρ γύρισε ανάσκελα και χαμογέλασε στην Κατ. 
   "Έλα, γυναίκα, ντύσε γρήγορα την κυρά σου. Θα πάμε για κυνήγι σήμερα".
   "Σηκωθείτε αμέσως από το κρεβάτι", τον πρόσταξε εκείνη, διαπιστώνοντας με συντριβή πως η φωνή της ήταν περισσότερο παιχνιδιάρα παρά προστακτική.
   "Έλα, Ελισάβετ", πρόσθεσε, "σήκω".
   "Πες του να φύγει".
   "Έξω", είπε η Κατ στον Σέυμουρ. "Η πριγκίπισσα θέλει να μείνει μόνη".
   "Δε θα κοιτάζω, θα γυρίσω την πλάτη μου", απάντησε εκείνος και γύρισε προς το βελούδινο χαλί του τοίχου που κρεμόταν πάνω από το κεφαλάρι του κρεβατιού. "Έλα, σήκω, δε θα κρυφοκοιτάζω".
   Η Κατ και η Ελισάβετ κοιτάχτηκαν αβέβαιες.
   "Δεν πρόκειται να φύγω, κυρίες μου. Τελειώνετε, λοιπόν".
   Μ' ένα ενοχλημένο γελάκι, η Ελισάβετ πήδησε απ' το κρεβάτι, τυλίχτηκε με το σεντόνι και στάθηκε ακίνητη για να της φορέσει η καμαριέρα της μια βαμβακερή ρόμπα πάνω απ' το λεπτό μεσοφόρι.
   "Να βάλεις την γκριζοκόκκινη ζακέτα και τη μαύρη μπροκάρ φούστα", γάβγισε ο ναύαρχος, λες και βρισκόταν στη θάλασσα και διέταζε τους ναύτες του.
   Όσο η Κατ έσφιγγε τις μπαλένες του κορσέ της, η πριγκίπισσα αναρωτιόταν από μέσα της αν η μητριά της ήξερε πού βρισκόταν ο άντρας της, αν ήξερε πόσο τη γελοιοποιούσε. Η Ελισάβετ προσπάθησε να διώξει απ' το μυαλό της την καλότροπη Αικατερίνη Παρ, γιατί την αγαπούσε πολύ αυτή τη γυναίκα. Στην πραγματικότητα, η Αικατερίνη ήταν η μοναδική μητέρα που είχε γνωρίσει στη ζωή της η Ελισάβετ. Ένα χτύπημα στον πισινό της την έκανε να τσιρίξει ξαφνιασμένη. Γύρισε και είδε τον Τόμας Σέυμουρ να της χαμογελάει πονηρά. Και πριν προλάβει η Κατ να τον σπρώξει πέρα, αυτός κατάφερε να δώσει ένα φιλί στο αναψοκοκκινισμένο μάγουλο της πριγκίπισσας και να κόψει μια γερή τσιμπιά στο μπούτι της νταντάς της.
   "Πανέμορφη", είπε επιθεωρώντας στα γρήγορα την Ελισάβετ. "Στους στάβλους σε τρία τέταρτα, ούτε στιγμή αργότερα!" Κι όρμησε να φύγει, αφήνοντας τις γυναίκες σκανδαλισμένες ακόμη με το θράσος του.
   Τώρα, έτσι καθώς η βασιλική άμαξα ταρακουνιόταν στο γεμάτο λακκούβες δρόμο, η Ελισάβετ έφερνε στη μνήμη της την εικόνα της αγαπημένης της μητριάς, της Αικατερίνης Παρ. Η Ελισάβετ ήταν εννέα χρόνων όταν ο Ερρίκος, γέρος κι άρρωστος πια, είχε παντρευτεί την έκτη του γυναίκα, την Αικατερίνη. Έχοντας απαλλαγεί από τις ψευδαισθήσεις ότι θα ερωτευόταν ξανά ή ότι θ' αποκτούσε κι άλλους αρσενικούς απογόνους, βολεύτηκε με μια γυναίκα που τα φέουδά της θα ενίσχυαν τα βόρεια σύνορά του και θα του πρόσφερε κάποια τρυφερότητα στα γερατειά του. Κι αυτή τού πρόσφερε πράγματι και τρυφερότητα και ανακούφιση, κρατώντας ώρες ατέλειωτες το πονεμένο πόδι του στην ποδιά της και συζητώντας μαζί του για φιλοσοφία και θεολογία. Γιατί η Αικατερίνη ήταν χρόνια το επίκεντρο μιας συντροφιάς ευγενών γυναικών με κοφτερή και προοδευτική σκέψη, οι οποίες προστάτευαν διάφορους μεγάλους σοφούς και δασκάλους από την Ευρώπη και είχαν φέρει τα διδάγματα του ουμανισμού και της θρησκευτικής μεταρρύθμισης  στην Αυλή του Ερρίκου, ασκώντας για πρώτη φορά πραγματική επιρροή ως γυναίκες σε έναν Άγγλο βασιλιά.
   H λατρεία που είχε νιώσει όμως η Ελισάβετ για τηνν Αικατερίνη Παρ πήγαζε από κάτι πολύ πιο βαθύ από το σεβασμό: μέσα σε λίγους μήνες μετά τη στέψη της, η γυναίκα αυτή όχι μόνο είχε γαληνέψει το βασανισμένο πνεύμα και το πονεμένο κορμί του άντρα της, αλλά είχε περιμαζέψει και το «μπάσταρδο» της Άννας Μπόλεϋν από τη μοναχική του εξορία και το είχε φέρει μέσα στη ζεστή αγκαλιά της βασιλικής οικογένειας. Ο Ερρίκος αγκάλιασε ξανά με αγάπη την κοκκινομάλλα κόρη του και άφησε την Αικατερίνη να καθοδηγήσει τη λαμπρή κλασική παιδεία της. Μ' ένα γρήγορο και έξυπνο χειρισμό η βασίλισσα είχε χαρίσει στην προγονή της το πιο πολύτιμο δώρο της ζωής της: την είχε αποκαταστήσει στη σειρά διαδοχής.
   Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Ερρίκος πέθανε, αφήνοντας τη χήρα του την πλουσιότερη γυναίκα της Αγγλίας. Η Ελισάβετ έμεινε με τη βασίλισσα στο Τσέλση και η Αικατερίνη χάριζε όλη της την αγάπη σ' αυτήν και στο μικρό, ετεροθαλή αδελφό της τον Εδουάρδο, που είχε γίνει βασιλιάς στα εννιά του χρόνια. Ξαφνικά όμως, μόλις τρεις μήνες μετά το θάνατο του Ερρίκου, το σκηνικό άλλαξε ξανά. Η χήρα βασίλισσα ερωτεύτηκε με τρελό πάθος τον Τόμας Σέυμουρ, θείο του μικρού βασιλιά και λόρδο Ναύαρχο.
   Σ' εκείνες τις μαγικές μέρες το σπίτι στο Τσέλση παλλόταν από αισθησιασμό. Η Ελισάβετ έβλεπε την Αικατερίνη και τον Τόμας να φλερτάρουν κεφάτα κι ελεύθερα μπροστά στα κοριτσίστικα ρομαντικά της μάτια. Από παντού την κύκλωναν τα γέλια και οι μουσικές, και οι ευγενικές και τρυφερές διαχύσεις, και όλα αυτά ήταν υπέροχα μεθυστικά για τη μελετηρή και συνεσταλμένη πριγκιποπούλα. Η Ελισάβετ παρακολουθούσε κατάπληκτη την άλλοτε σεμνή και τόσο σοβαρή Αικατερίνη να μεταμορφώνεται σε ερωτευμένο κοριτσόπουλο. Κι όταν ο Τόμας Σέυμουρ άρχισε να πολιορκεί στα σοβαρά την Ελισάβετ, αυτή δεν είχε μάθει ακόμη να ξεχωρίζει την ερωτική επίθεση από τα αθώα παιχνίδια.
   Ο Τόμας. Στους κήπους, να της προσφέρει ντελικάτα μπουκετάκια φτιαγμένα από τα χοντρά του δάχτυλα.
   Ο Τόμας. Να κάνει αταξίες σαν μαθητούδι, όταν εκείνη προσπαθούσε να μελετήσει τα μαθήματά της.
   Ο Τόμας. Να την πειράζει. Να τρέχει ξοπίσω της. Να τη χαϊδεύει.
   Στο τέλος, η Ελισάβετ έφτασε στο σημείο ούτε το όνομά του να μην μπορεί ν' ακούσει χωρίς να κοκκινίζει. Ο Τόμας Σέυμουρ είχε τρυπώσει για τα καλά στο μυαλό και την ψυχή της. Είχε εισβάλει στο κάστρο της και το είχε εκπορθήσει.
   Σε τίποτα δεν τη βοήθησε την Ελισάβετ, όταν πήγε και μίλησε στη μητριά της, που ήταν τώρα γυναίκα του.
   "Πώς μπορείς να σκέφτεσαι τέτοια πράγματα για τον Τόμας;" είπε η λαίδη Αικατερίνη Σέυμουρ, παίζοντας αφηρημένα με το διαμαντένιο δαχτυλίδι της. "Σου κάνει αστεία, Ελισάβετ. Είναι ένας κεφάτος άνθρωπος και σ' αγαπάει σαν πατέρας".
   "Όμως, μητέρα, οι υπηρέτες κουτσομπολεύουν. Η Κατ λέει πως η φήμη μου..."
   "Η Κατ λέει ανοησίες".
   Η Ελισάβετ όμως ανησυχούσε για τη μητριά της. Καταλάβαινε ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Η Αικατερίνη είχε αλλάξει. Η βασιλική αυτοπεποίθηση και η γαλήνη που απέπνεε όλη της η ύπαρξη είχαν χαθεί και τη θέση τους είχε πάρει μια νευρική αμηχανία. Δεν έκανε τίποτα για να σταματήσει ούτε τις πρωινές επισκέψεις του Τόμας στην κρεβατοκάμαρα της προγονής της ούτε τα κουτσομπολιά του κόσμου, που είχαν αρχίσει ν' ακούγονται κι έξω από τους τοίχους του Τσέλση.
   "Ελισάβετ, άκουσέ με", της είπε μια μέρα η Αικατερίνη. "Πρέπει να μάθεις τον πρώτο κανόνα ενός βασιλικού οίκου. Εσύ είσαι η πριγκίπισσα. Αυτοί είναι οι υπηρέτες. Όσα σκάνδαλα κι αν σκαρφίζονται, εσένα δε μπορούν να σε βλάψουν".
   Η φωνή της, η τόσο ήρεμη και μετρημένη άλλοτε, είχε τώρα μια απόχρωση υστερίας. Κι αυτά που έλεγε... Ακόμα κι ένα παιδί καταλάβαινε πως ήταν παράλογα.
   "Εσείς μου λέγατε πάντα πως η σεμνότητα ενός κοριτσιού..."
   "Πώς τολμάς να μου αντιμιλάς;" φώναξε έξαλλη η Αικατερίνη. "Πήγαινε, άφησέ με ήσυχη, δε θέλω να ξανακούσω παράπονα για το σύζυγό μου. Είχα άλλους τρεις πριν απ' αυτόν και σου λέω πως περισσότερη χαρά μού έδωσε ο Τόμας Σέυμουρ μέσα σ' ένα χρόνο, απ' όση μού έδωσαν οι άλλοι σ' όλη μου τη ζωή!"

   Η Ελισάβετ έκανε προσπάθεια για να διαβάσει τον τόμο του Κικέρωνα μέσα στο λιγοστό φως του απογεύματος. Ο αγαπημένος της δάσκαλος, ο Άσαμ, είχε αρρωστήσει ξαφνικά κι είχε πάει να πλαγιάσει. Οι άλλες σοφές μαθήτριες του οίκου της λαίδης Αικατερίνης είχαν πηδήσει απ' τη χαρά τους που θα γλίτωναν τα μαθήματα εκείνη την ημέρα, μα η Ελισάβετ ήθελε να συνεχίσει τη μετάφραση των παρατηρήσεων του Ρωμαίου πολιτικού για τις τελευταίες ημέρες της Δημοκρατίας. Η μελέτη ήταν το μόνο που την ανακούφιζε κάπως από τις ενοχλητικές σκέψεις της. Γιατί, τον τελευταίο καιρό, είχε αρχίσει να πηγαίνει και η Αικατερίνη μαζί με τον Τόμας Σέυμουρ τα πρωινά στην κάμαρά της και να πηδάει μαζί του στο κρεβάτι της, γαργαλώντας και τραβολογώντας την πριγκίπισσα. Και μόλις προχθές, η χήρα βασίλισσα είχε κρατήσει ακίνητα τα χέρια της Ελισάβετ την ώρα που ο Τόμας ξέσχιζε μ' ένα μακρύ μαχαίρι το νυχτικό της και το έκανε λουρίδες.
   Πόσο μπερδεμένα ήταν όλα αυτά! Γιατί συμπεριφερόταν τόσο παράξενα η Αικατερίνη; Μήπως επειδή περίμενε επιτέλους το παιδί του Σέυμουρ; Η είδηση αυτή είχε κάνει την Ελισάβετ να ξεχειλίσει από χαρά και αγάπη για την Αικατερίνη, μα και πάλι, αυτά τα συναισθήματα είχαν γίνει κράμα με μια ανεξέλεγκτη ζήλια και μια απροσμέτρητη ντροπή για τις φλογερές φαντασιώσεις της για το σύζυγο της γυναίκας που αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλη στον κόσμο. Η Ελισάβετ προσευχόταν καθημερινά ζητώντας φώτιση, αλλά δεν έβρισκε βοήθεια ούτε από τον Θεό. Κι έτσι, επέστρεφε πάλι στα βιβλία της.
   Ήταν τόσο απορροφημένη από τη μετάφρασή της, που δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του Τόμας Σέυμουρ, ώσπου εκείνος στάθηκε από πάνω της και πρόφερε σιγανά το όνομά της. Η Ελισάβετ γύρισε, περιμένοντας τα συνηθισμένα παιχνίδια του, αλλά αντίκρισε έναν σοβαρό και μετρημένο κύριο. Τον κοίταξε πιο προσεκτικά και ανησύχησε βλέποντας τα μάτια του βουρκωμένα.
   "Η λαίδη Αικατερίνη; Αρρώστησε;" είπε και άδραξε τα χέρια του Σέυμουρ. Αυτός κούνησε αρνητικά το κεφάλι, αλλά δεν της έδωσε κάποια εξήγηση για τη στάση του. "Μα τι συμβαίνει;" επέμεινε η Ελισάβετ. "Πείτε μου, πρέπει να μου πείτε!"
   "Δεν έχω το κουράγιο να το πω, Ελισάβετ..." ψέλλισε τελικά εκείνος, κρατώντας πάντα τα χιονάτα, μακροδάχτυλα χέρια της. "Πρέπει όμως να το πω, αλλιώς θα τρελαθώ. Μ' έχει κυριέψει μια τρομερή αγάπη για σένα, που κάνει το γάμο μου με τη λαίδη Αικατερίνη να με βαραίνει αβάσταχτα".
   Η Ελισάβετ ένιωσε σαν όλο το κορμί της να στράγγιζε απ' το αίμα του. Δεν μπορούσε καν να κουνηθεί. Όλες οι σκέψεις, όλα τα λόγια είχαν πετάξει μακριά απ' το κεφάλι της, σαν ένα μεγάλο σμήνος χελιδόνια που φεύγουν ξαφνικά όλα μαζί απ' το καμπαναριό μιας εκκλησιάς.
   "Την παντρεύτηκα μόνο και μόνο επειδή ήξερα πως θα έμενες υπό την κηδεμονία της μετά το θάνατο του πατέρα σου", συνέχισε εκείνος σιγανά. "Το μόνο που ήθελα είναι να βρίσκομαι κοντά σου, να νιώθω τη γλυκιά σου παρουσία. Και δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να το καταφέρω".
   Τα δάκρυα κύλησαν τελικά απ' τα μάτια του και μούσκεψαν τα μάγουλά του. Κι όμως, η Ελισάβετ διαπίστωσε με έκπληξη πως μόνο λόγια οργής θα έβγαιναν απ' τα χείλη της.
   "Μπορεί να είμαι μύωψ, κύριε, μα εντελώς τυφλή δεν είμαι", φώναξε. "Δε με θέλετε για μένα, αλλά για το βασιλικό μου αίμα και για το ότι βρίσκομαι αρκετά κοντά στο θρόνο".
   Την ίδια στιγμή που ξεστόμιζε αυτές τις κατηγόριες, απορούσε από πού τάχα να ξεπηδούσαν τέτοιες ιδέες, τόσο τέλεια σχηματισμένες στο μυαλό εκείνης, που δεν είχε ποτέ άλλοτε ασχοληθεί με τέτοια πράγματα.
   "Δε μ' αγαπάτε! Δε μ' αγαπάτε!" φώναξε, ενώ μέσα της προσευχόταν, μ' όλη τη δύναμη της ψυχής της, να αρνηθεί ο Τόμας Σέυμουρ τις κατηγορίες της και να της αποδείξει πως έκανε λάθος στους συλλογισμούς της.
   Δεν περίμενε πολύ. Ο ναύαρχος έπεσε στα γόνατα και αγκάλιασε τον ποδόγυρο της φούστας της.
   "Τόσο ταπεινή γνώμη έχεις για μένα, Ελισάβετ, που ν' αμφιβάλλεις έτσι για την ειλικρίνειά μου;" Κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό της και την ανάγκασε, με τη θέλησή του και μόνο, να μη γυρίσει αλλού, μόνο να μείνει να τον κοιτάζει κι αυτή κατάματα. "Και για τον εαυτό σου τον ίδιο έχεις τόσο ταπεινή γνώμη; Γιατί μ' αυτά που λες, υποβιβάζεις την αξία σου σαν γυναίκα, μια γυναίκα άξια να λατρευτεί από έναν άντρα σαν κι εμένα. Δεν καταλαβαίνεις πόσο όμορφη είσαι; Πόσο ποθητή; Θαρρώ πως..." Το πάθος έκανε τη φωνή του να τρέμει, μα συνέχισε: "Θαρρώ πως θα πεθάνω χωρίς εσένα".
   Ήταν όμορφη. Ήταν επιθυμητή. Ήταν γυναίκα, όχι κορίτσι πια κι αυτός ο ωραίος άντρας την αγαπούσε. Την αγαπούσε! Ένας στεναγμός χαράς κι ανακούφισης βγήκε αθέλητα απ' τα χείλη της. Κι ο ναύαρχος ερμήνευσε όπως τον βόλευε αυτό το στεναγμό. Σηκώθηκε, άρπαξε την πριγκίπισσα στην αγκαλιά του και τη φίλησε στα χείλη δυνατά, με πάθος, όπως φιλάει ένας άντρας τη γυναίκα που αγαπάει, όπως ονειρεύεται η κάθε κοπελίτσα να φιληθεί. Ένα μεγάλο κύμα γλύκας και πόθου άρπαξε την Ελισάβετ και την έπνιγε. Πνιγόταν... Έσβηνε...
   "Ω, Θεέ μου!"
   Στο άκουσμα αυτών των λέξεων που έρχονταν από πολύ μακριά, η Ελισάβετ πάλεψε να ξεφύγει από τα βάθη των κυμάτων. Άνοιξε τα μάτια και είδε τη λαίδη Σέυμουρ, βαριά από την εγκυμοσύνη, να στηρίζεται στην πόρτα του δωματίου.
   Η Ελισάβετ και ο Σέυμουρ χωρίστηκαν, τρέμοντας κατασυγχισμένοι. Κανείς τους δε μιλούσε. Τόση ήταν η ντροπή της Ελισάβετ, που της είχε κοπεί η ανάσα. Τη σιωπή την έσπασαν δυο ψαρόνια που τσακώνονταν στο περβάζι του παραθύρου. Η Ελισάβετ τόλμησε να ρίξει μια ματιά στον Σέυμουρ. Τα μάτια του σπίθιζαν, το βλέμμα του πήγαινε εδώ κι εκεί. Έβλεπε καθαρά πως συγκροτούσε τα επιχειρήματά του, τις δικαιολογίες, τα ψέματά του.
   Η Αικατερίνη, μαζεύοντας όση αξιοπρέπεια της είχε απομείνει, έκανε μεταβολή κι έφυγε. Και ο Σέυμουρ, αφού έριξε μια χαμένη ματιά στην Ελισάβετ, την ακολούθησε.

   "Το ίδιο παραμύθι λοιπόν λέτε όλοι σας;" γρύλισε ο λόρδος Τύρχουιτ.
   Η Ελισάβετ είχε αποφασίσει να μην επιτρέψει στον ανακριτή της να δει πως έτρεμε, κι ας της ήταν αβάσταχτη η σκέψη ότι οι αγαπημένοι της Κατ και Πάρρυ βρίσκονταν φυλακισμένοι στον Πύργο του Λονδίνου και τους ανέκριναν κι αυτούς. Η συνομωσία τους Τόμας Σέυμουρ τους είχε μπλέξει όλους στα δίχτυα της.
   "Μάλιστα, λόρδε Τύρχουιτ", απάντησε, " γιατί το παραμύθι που λέμε είναι της αλήθειας και δε μπορούμε να ξεχάσουμε τα λόγια του".
 "Πριγκίπισσα, θα σε ρωτήσω ξανά. Γνώριζες πως ο Ναύαρχος σχεδίαζε ν' απαγάγει τον αδελφό σου το βασιλιά και να κάνει επανάσταση;"
   "Κι εγώ θα σας ξαναπώ ότι δεν ήξερα τίποτα κι ότι οι υπηρέτες μου αγνοούσαν επίσης τελείως τα περί ξεσηκωμού και ανταρσίας".
   "Επρόκειτο όμως να γίνει σύζυγος σου και είσαι διάδοχος του θρόνου. Δεν ήξερες ότι είναι παράνομο να παντρευτείς χωρίς την έγγραφη συγκατάθεση του βασιλικού συμβουλίου κι ότι κάτι τέτοιο θα σε απέκλειε από τη σειρά της διαδοχής;"
   "Δε σχεδίαζα να παντρευτώ τον Τόμας Σέυμουρ". Μετά βίας κρατούσε ήρεμη και σταθερή τη φωνή της. Μα ήταν δυνατόν να παντρευτεί κάποιον που είχε προδώσει τη γυναίκα του κι έκανε και την ίδια την Ελισάβετ να την προδώσει; Να παντρευτεί κάποιον που η ολέθρια επιρροή του έδιωξε την Ελισάβετ ατιμασμένη από το σπίτι της μητριάς της, που τη ντρόπιασε σε τέτοιο σημείο ώστε να βλάψει την υγεία της, και έβαζε τώρα κι αυτή και τους υπηρέτες της σε θανάσιμο κίνδυνο;
   "Κι όμως, ο υπηρέτης σου ο Τόμας Πάρρυ συζήτησε επανειλημμένως με τον Σέυμουρ για ένα τέτοιο ενδεχόμενο", επέμεινε ο Τύρχουιτ.
   "Συζήτησαν μόνο για μερικά κτήματα, άλλα δικά του, άλλα δικά μου, που συνορεύουν μεταξύ τους. Άλλο αυτό κι άλλο κουβέντες για γάμο".
   Ο Τύρχουιτ έσκυψε προς το μέρος της Ελισάβετ, φέρνοντας το πρόσωπό του τόσο κοντά της, που την έπνιξε η ανάσα του: βρομοκοπούσε μπίρα και κρεμμύδια.
   "Διαδίδεται ότι τώρα που μιλάμε, είσαι έγκυος στο παιδί του Σέυμουρ. Και λες πως δε σχεδίαζες να τον παντρευτείς;" 
   "Πώς θα ήταν δυνατόν;" του απάντησε εκείνη αγέρωχα, κοιτώντας τον κατάματα. "Ο λόρδος Ναύαρχος δεν είναι ελεύθερος, μα κρατούμενος στον Πύργο του Λονδίνου". Είδε με το νου της το τραχύ πρόσωπο του Τόμας Σέυμουρ και προσπάθησε να φανταστεί ποιο τρομερό πάθος τον είχε κυριέψει και τον είχε σπρώξει να μπει κρυφά στο βασιλικό ανάκτορο και να σκοτώσει το αγαπημένο τσοπανόσκυλο του βασιλιά, στην προσπάθειά του να φτάσει τον αδελφό της. Αναρωτήθηκε τι να υπέφερε τώρα ο Σέυμουρ στην αιχμαλωσία του. Τον βασάνιζαν άραγε, όπως είχαν απειλήσει ότι θα έκαναν στην Κατ και τον Πάρρυ, για να τους αποσπάσουν δηλώσεις που θα συνέδεαν την πριγκίπισσα με τον προδότη;
   "Τι γνωρίζεις για τους άντρες και τα όπλα που συγκέντρωνε ο Σέυμουρ στις δυτικές επαρχίες για να στηρίξει την ανταρσία του;"
   "Τίποτα δε γνωρίζω! Για πόσο θα με βασανίζετε με την ίδια ερώτηση;"
   "Μέχρι να σου αποσπάσω την αλήθεια", απάντησε ο Τύρχουιτ κι ήταν σαν να την έφτυνε.
   Η Ελισάβετ ένιωσε όλους τους μυς της να σφίγγονται και ίσιωσε τη ράχη. Τα λόγια της ακούστηκαν κοφτά και παγερά.
   "Λόρδε Τύρχουιτ, σας θεωρούσα πάντα έξυπνο άνθρωπο, με κοφτερό μυαλό. Ο τρόπος όμως με τον οποίο συμπεριφέρεστε σε μια γυναίκα, που κάποια μέρα μπορεί να είναι η βασίλισσά σας και τώρα την αντιμετωπίζετε σαν καμιά ζητιάνα, είναι το λιγότερο ηλίθιος".
   Η Ελισάβετ είδε το μίσος να σπιθίζει στα θολά γαλανά μάτια του Τύρχουιτ. Ήταν εξωφρενικό να του μιλάει έτσι ένα δεκατετράχρονο παιδί και μάλιστα κορίτσι. Αν όμως της είχε μάθει κάτι η Αικατερίνη Παρ, αυτό ήταν η διπλωματία. Η Ελισάβετ ήξερε πότε έπρεπε να συγκρατείται. Πότε να μένει σιωπηλή και να προστατεύει τους πιστούς της φίλους. Και πότε να μιλάει με τόλμη και ευφράδεια.
   "Σας προειδοποιώ", συνέχισε λοιπόν, "ότι πρέπει να προσέχετε, λόρδε μου, γιατί είμαι κόρη του πατέρα μου κι έχω κληρονομήσει τον οξύθυμο χαρακτήρα του και την τρομερή του μνήμη για τους εχθρούς του στέμματος".

   Ο Σέυμουρ είχε πεθάνει στη λαιμητόμο. Ακόμη έτρεμε η Ελισάβετ, σαν αναλογιζόταν πόσο κοντά είχε βρεθεί στον κίνδυνο να χάσει κι εκείνη τη ζωή της. Η λαίδη Αικατερίνη δεν είχε φανεί τόσο τυχερή: τρεις μήνες αφότου είχε βρει την Ελισάβετ στην αγκαλιά του Σέυμουρ και την είχε διώξει από το Τσέλση, η Αικατερίνη γέννησε ένα κοριτσάκι. Αρρώστησε όμως αμέσως μετά τη γέννα και ο Τόμας καθυστέρησε τρεις μέρες να φέρει το γιατρό. Η άλλοτε αγέρωχη χήρα βασίλισσα έπνεε μένεα, υποπτευόμενη ίσως ότι ο αδίστακτος σύζυγός της ήθελε να την πεθάνει. Όσο ανέβαινε ο πυρετός της, τόσο πιο δυνατά φώναζε πως την είχε προδώσει και κατηγορούσε κι εκείνον κι όλους όσους βρίσκονταν γύρω απ' το κρεβάτι της ότι κανείς τους δεν την πονούσε, παρά γελούσαν με τα βάσανά της. Έλεγαν πως ο Τόμας είχε ξαπλώσει δίπλα της για να την ησυχάσει, αλλά εκείνη τον έσπρωξε μακριά, κατηγορώντας τον και πάλι ότι δεν της έφερνε το γιατρό. Ο πυρετός της ανέβηκε κι άλλο και πέθανε δυο μέρες πριν από τα δέκατα τέταρτα γενέθλια της Ελισάβετ. Τις σκληρές κατηγορίες της τις είχαν αποδώσει στην αρρώστια της, είπαν πως παραληρούσε. Ωστόσο η Ελισάβετ, πέρα απ' τη θλίψη που ένιωθε για τη μητριά της, ένιωθε να τη ζώνουν και οι υποψίες: όλοι βεβαίωναν ότι η Αικατερίνη είχε βρει τις αισθήσεις της λίγο πριν πεθάνει και είχε συνέλθει τόσο, ώστε να μπορέσει να υπαγορεύσει μια καινούργια διαθήκη, «έχουσα σώας τας φρένας και το μνημονικό», με την οποία άφησε όλο τον μεγάλο της πλούτο στο σύζυγό της.
   Αυτή η δήλωση στο νεκροκρέβατο, παρόλο που δεν υπογράφηκε από την Αικατερίνη, επικυρώθηκε βιαστικά και κηρύχθηκε έγκυρη. Και μέσα σε μια νύχτα, ο Τόμας Σέυμουρ έγινε ένας πολύ πλούσιος άντρας.
   «Η υπόθεση Σέυμουρ» ήταν το πρώτο μάθημα που είχε πάρει η Ελισάβετ για το δόλο των φιλόδοξων αντρών. Έκτοτε είχε ξεχάσει τον Τόμας, όπως ξεχνάει κανείς ένα κακό όνειρο σαν ξημερώσει, και τον είχε διώξει από τη σκέψη της, μέχρι που το ημερολόγιο της μητέρας της ξαναζωντάνεψε εικόνες και αναμνήσεις από εκείνο το παρελθόν.
   Οι καμπάνες των εκκλησιών ακούγονταν τώρα να την καλωσορίζουν από μακριά. Η Ελισάβετ φαντάστηκε την είσοδό της στο Όξτεντ. Θα ήταν ίδια με όλες τις άλλες εισόδους της σε πόλεις και χωριά. Θα έβγαζαν λόγους, θα παίζονταν παραστάσεις και μουσικές, γλυκά παιδάκια θα τραγουδούσαν και θ' απήγγελλαν ποιήματα προς τιμή της. Εκείνη θα σταματούσε να μιλήσει με τον κόσμο, θα έβγαζε κι η ίδια έναν καλό λόγο, θα άκουγε ένα-δυο σοβαρά παράπονα που οι δημοτικοί άρχοντες θα έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν. Και μέχρι ν' αγοράσουν οι άνθρωποί της προμήθειες από τους ντόπιους εμπόρους και παραγωγούς, εκείνη θα επισκεπτόταν το υφαντουργείο κι ύστερα θα διάλεγε ένα βολικό σπίτι -μεγαλόπρεπο ή ταπεινό, αδιάφορο- και χωρίς προειδοποίηση θα ζητούσε να μπει μέσα, για να φάει λίγο φαγητό ή να πιει κάτι δροσιστικό από τα χέρια ενός σπιτονοικοκύρη ενθουσιασμένου αλλά και έντρομου για την τιμή που του γινόταν.
   Ήταν τόσο ωραίο να την περιβάλλουν με τόση ζεστασιά και αγάπη και, μολονότι ήταν κουρασμένη και πονούσε όλο της το κορμί, η βασίλισσα συνειδητοποίησε πως η καρδιά της χτυπούσε πιο γοργά, καθώς περίμενε να κάνει τη χαρούμενη είσοδό της στην πόλη.
   Δεν είμαι βασίλισσα ούτε έξι μήνες καλά καλά, σκέφτηκε, και γυρεύω κιόλας άπληστα την αγάπη του λαού μου.
   Οι καμπάνες χτυπούσαν πιο δυνατά τώρα και η Ελισάβετ έβλεπε τα πρώτα πλήθη -γυναίκες με τα κυριακάτικά τους, αγρότες με καθαρά, πλυμένα πρόσωπα, παιδάκια σκαρφαλωμένα στους ώμους των γονιών τους- να τεντώνονται προσπαθώντας να δουν την κόρη του Μεγάλου Χάρυ, την καινούργια κι αγαπημένη τους βασίλισσα Ελισάβετ. Μάλιστα, είπε μέσα της στρώνοντας κάπως τα ατίθασα μαλλιά της και ισιώνοντας την τσαλακωμένη ζακέτα της, θα τους άφηνε να τη δουν καλά καλά την κόρη του Μεγάλου Χάρυ. Πολύ καλά.
   Την άλλη μέρα όμως, σαν θα 'φτανε στο Ήντενμπριτζ και στο σπίτι της μητέρας της, το Χήβερ, εκείνη ήταν που θα ρουφούσε τον κόσμο με το βλέμμα της.

   25 Μαρτίου 1527

   Ημερολόγιό μου,
   Είναι φορές που νομίζω ότι η ζωή μου, έτσι όπως τη ζω στιγμή προς στιγμή, δεν είναι παρά ένα όνειρο κι ότι οι θολές εικόνες της νύχτας είναι η πραγματικότητα. Αυτό μου συμβαίνει και σήμερα. Γιατί ο Ερρίκος, ο βασιλιάς της Αγγλίας, μου πρότεινε να γίνω γυναίκα του και νόμιμη βασίλισσα της Αγγλίας.
   Η αντίστασή μου στο κυνήγι του ανέβαζε την αξία μου ως θηράματος. Έφυγα, πήγα να κρυφτώ στο σπίτι μου, στο Χήβερ Χωλ, κι εκείνος μου έστελνε συνέχεια γράμματα με βασιλικούς αγγελιοφόρους. Γράμματα γεμάτα όρκους αγάπης με τα οποία μου ζητούσε όλο πάθος να γίνω ερωμένη του. Παραπονιόταν ότι «είχε πληγωθεί απ' τα βέλη του έρωτα εδώ κι ένα χρόνο» και μου ζητούσε συγγνώμη που μου φορτωνόταν και με κούραζε. Του απαντούσα αρνούμενη τις προτάσεις του και χρησιμοποιώντας τα λόγια της ίδιας της γιαγιάς του, της Ελισάβετ Γούντβιλ, η οποία, όταν την κυνηγούσε να τη ρίξει στο κρεβάτι ο παππούς του, του είχε πει: "Κύριε, μπορεί να μην είμαι αρκετά καλή για να γίνω βασίλισσά σου, αλλά παραείμαι καλή για να γίνω μετρέσα σου".
   Επιστράτευσα όλα τα κόλπα που είχα μάθει στη Γαλλία με μια κοκεταρία ικανή να τον τρελάνει απ' τον πόθο και ομολογώ πως όλο αυτό το παιχνίδι μού ερχόταν εντελώς φυσικό. Ίσως, στα πιο τρελά μου όνειρα, να έβλεπα τον εαυτό μου βασίλισσα... Τι φαντασία!
   Κι ωστόσο, τώρα αυτός λέει πως η φαντασία είναι η πραγματικότητα.
   Πρωί πρωί σήμερα, χωρίς καμία προειδοποίηση, ο Ερρίκος εμφανίστηκε έφιππος στην τάφρο του Χήβερ και πέρασε καλπάζοντας την κρεμαστή γέφυρα, ξεσηκώνοντας όλο τον κόσμο με τη φασαρία που έκαναν οι οπλές του αλόγου του στο λιθόστρωτο. Απαίτησε να τον δεχτώ αμέσως κι εγώ ντύθηκα βιαστικά, έπλυνα το πρόσωπό μου και μασούλησα ένα κλωνάρι μέντα για να καθαρίσω τα δόντια μου. Επιστρατεύοντας όση αξιοπρέπεια μπορούσα μια τέτοια ευλογημένη ώρα, πήγα να υποδεχτώ τον βασιλιά μου. Τον βρήκα εξαγριωμένο, γεμάτο λάσπες, να φωνάζει σχεδόν, κατακόκκινος. Με άρπαξε, με τράβηξε κοντά του και με φίλησε άγρια στο στόμα. Βρομοκοπούσε ιδρώτα, κάπνα τζακιού και αλογίλα, μα το ξέφρενο πάθος του το ένιωσα παράξενα γλυκό, καθώς μου θύμισε κάποιον άλλο Ερρίκο. Κι αισθάνθηκα την αποφασιστικότητά μου να λιώνει στο άγγιγμά του. Εκείνος τότε βάλθηκε να βηματίζει πάνω-κάτω και να κουνάει το δάχτυλό του, υπογραμμίζοντας τα λεγόμενά του.
   "Αρκετά πια μ' αυτόν τον καταραμένο γάμο!" φώναξε. "Το οργισμένο χέρι του Θεού έχει πέσει βαρύ πάνω μου και δε μπορώ να αποκτήσω έναν γιο!"
   "Μα η Αικατερίνη..." έκανα να μιλήσω.
   "Η Αικατερίνη είναι νύφη μου. Γυναίκα του αδελφού μου. Συγγενής μου στενού βαθμού και απαγορευμένου, σύμφωνα με τους νόμους της Εκκλησίας".
   "Δεν καταλαβαίνω πώς θα μπορέσετε να χωρίσετε τη βασίλισσα".
   "Ο Πάπας θα δεχτεί πρόθυμα να με βοηθήσει. Είμαι Υπερασπιστής της Καθολικής Πίστης. Ο Κλήμης έχει ακυρώσει κι άλλους βασιλικούς γάμους, όταν τέθηκε θέμα διαδοχής. Αρκεί να του εκθέσω το σφάλμα μου και θα με βοηθήσει".
   "Αν κάποιος είναι ικανός να τον κάνει να δει την κατάσταση λογικά, αυτός είστε εσείς", του είπα πολύ προσεκτικά.
   "Και ο Καρδινάλιος Γούλσεϋ  θα με βοηθήσει σ' αυτό το ζήτημα".
   "Η Αικατερίνη τι θα πει;"
   "Θα συμφωνήσει. Θα της δώσω να καταλάβει ότι ζούμε μέσα στην αμαρτία όλα αυτά τα χρόνια. Κι έτσι θεοσεβούμενη που είναι, θα πάει σε μοναστήρι, να γίνει νύφη του Ιησού. Ω, Ναν, Ναν, Ναν!" φώναζε πια σαν τρελός. "Δε βλέπεις πως είμαι άρρωστος από έρωτα; Έχω χάσει τον ύπνο μου. Έχω χάσει την όρεξή μου. Ούτε το βασίλειό μου δε μπορώ πια να κυβερνήσω. Το μόνο που σκέφτομαι είναι πώς θα σε αποκτήσω. Πρέπει να σε αποκτήσω! Αλλιώς, τ' ορκίζομαι, θα κάνω τον κόσμο κομμάτια, με τα ίδια μου τα χέρια". Ξάφνου, έπεσε στα γόνατα. "Παντρέψου με, παντρέψου με!" φώναζε. "Κάνε μου γιους και λύσε αυτή την κατάρα που βαραίνει τη ζωή μου!"
   Είχα απομείνει αμίλητη και ακίνητη σαν άγαλμα, μα το μυαλό μου έτρεχε σαν τον πιο γοργό άνεμο. Χριστέ μου, σκεφτόμουν, ο άντρας αυτός που βρίσκεται πεσμένος στα πόδια μου θα εκθρονίσει μια βασίλισσα για το χατίρι μου και θα τη στείλει σε μοναστήρι! Θα στείλει το γερο-Γούλσεϋ στη Ρώμη για να πείσει τον Πάπα να με πάρει. Πόσο θα τον τσούξει τον Καρδινάλιο αυτό! Εκτός λοιπόν από τον τίτλο και την αξία της αγάπης του βασιλιά, έχω να πάρω και μια γλυκιά εκδίκηση.
   "Πες το ναι, Άννα!" φώναξε ο Ερρίκος. "Πες το ναι και γίνε βασίλισσά μου". Εγώ όμως, εκεί που στεκόμουν στο Χήβερ Χωλ, μ' ένα βασιλιά γονατιστό στα πόδια μου και τον ήλιο να ζεσταίνει την πέτρα γύρω μας, ένιωθα ένα παγωμένο ρίγος, σαν να με φυσούσε κάποιος κακός άνεμος. Και η απάντηση πάγωνε στο λαρύγγι μου. Έφερα το χέρι μου στο λαιμό, τον έσφιξα, μα τίποτα.
   "Πρέπει να το σκεφτώ", κατάφερα ν' αρθρώσω τελικά. "Να συλλογιστώ την πρότασή σας και, μόλις μάθω κι εγώ η ίδια ποια θα είναι η απάντησή μου, θα σας την πω".
   Ήταν τώρα η σειρά του να μείνει στήλη άλατος. Νόμιζε πως θα πηδούσα στα ουράνια με την πρότασή του. Εδώ που τα λέμε, κι εγώ τα είχα χαμένα με τον εαυτό μου. Υπήρχε όμως κάτι το παράξενο, κάτι το παγερό, που με είχε παραλύσει. Τον παρακάλεσα να φύγει κι αυτός υπάκουσε, μουρμουρίζοντας κατάρες για τις γυναίκες μέσα από τα δόντια του. Κι εκεί βρισκόμαστε τώρα: περιμένω κάποιο σημάδι που να μου δείξει το μέλλον μου. Να μάθω αν με περιμένει η δόξα ή η καταστροφή, ακολουθώντας τον Ερρίκο.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   9 Απριλίου 1527

   Ημερολόγιό μου,
   Μόλις γυρίσαμε από το Καντέρμπουρυ με τον Τζωρτζ. Δε μιλήσαμε καθόλου σ' όλο το δρόμο, γιατί ένιωθα την ψυχή μου να τρέμει και δε μπορούσα ν' αρθρώσω λέξη. Είδα ν' απλώνουν μπροστά μου το μέλλον μου κι η δόξα του με θάμπωσε. Αν δε λένε ψέματα οι άγιοι, πρόκειται να γίνω βασίλισσα της Αγγλίας και να κάνω του Ερρίκου το γιο που τόσο επιθυμεί. Εγώ, μέσα μου, το ξέρω πως είναι αλήθεια και πως, εκεί όπου κάποτε βυθιζόμουν σ' έναν ωκεανό φόβου και αβεβαιότητας, βρέθηκα τώρα σώα και αβλαβής, να πατώ γερά στο χώμα του πεπρωμένου της Αγγλίας. Βασίλισσα Άννα.
   Και να πώς το ξέρω.
   Ο Ερρίκος με πίεζε κι όλο με πίεζε, γεμίζοντάς με με όρκους και φιλιά.
   "Θα σε παντρευτώ", μου έλεγε. "Θα σε παντρευτώ και θα κάνω στην άκρη την Αικατερίνη". Εμένα όμως κάτι δε μου πήγαινε καλά. Η Αικατερίνη είναι από βασιλικό ισπανικό αίμα, την αγαπάει όλος ο κόσμος κι είναι τόσο θεοσεβούμενη, που πρέπει να την ακούει ο Θεός σε όσα του λέει. Ωστόσο, ο Ερρίκος ήταν πολύ πειστικός. Ο άντρας αυτός που κάνει πολέμους με αυτοκράτορες, που επιβάλλει νόμους στη χώρα και μετράει το ατέλειωτο χρυσάφι του, ο άντρας αυτός, γονατιστός μπροστά μου, πάσχιζε να πείσει μια κοπελίτσα ταπεινής καταγωγής να γίνει γυναίκα του.
   Η αναποφασιστικότητα με είχε τρελάνει. Έκανα βόλτες ώρες ατέλειωτες στον κήπο και συλλογιζόμουν τη μοίρα μου. Να την εμπιστευθώ και να εναποθέσω τη ζωή μου στα χέρια αυτού του ανθρώπου; Ή μήπως ήταν θανάσιμη τρέλα να παίξω ένα τέτοιο παιχνίδι;
   Ο Τζωρτζ, ανάστατος κι αυτός απ' τα κουτσομπολιά του παλατιού, έτρεξε κοντά μου για να μου συμπαρασταθεί. Και ήταν πράγματι μεγάλη χαρά για μένα που είδα το πρόσωπό του, το ζεστό αδελφικό του χαμόγελο.
   "Πάμε να επισκεφθούμε την Παρθένο του Κεντ", μου πρότεινε. "Λένε πως ξέρει και προλέγει το μέλλον". Την είχα ακουστά κι εγώ αυτή τη χωριατοπούλα που έδινε συμβουλές σε βασιλιάδες και πολιτικούς και τα οράματά της έβγαιναν συχνά αληθινά. Μονάζει τώρα στο Καντέρμπουρυ, κοντά μας.
   Το μοναστήρι της ήταν ανατολικά του Κεντ, μια μέρα δρόμο με τα άλογα μέσα από λασπωμένους επαρχιακούς δρόμους. Τι εικόνες, τι ήχοι, τι μυρωδιές! Την άλλη μέρα είχε παζάρι και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αγρότισσες φορτωμένες καλάθια και πανέρια γεμάτα λάχανα και αγκινάρες, γογγύλια, καραβίδες του γλυκού νερού, μπιζέλια και φραγκοστάφυλα. Κυπροκούδουνα ακούγονταν παντού κι οι βοϊδάμαξες βυθίζονταν οι μισές στη λάσπη. Τσοπάνηδες με πρόβατα και γίδια, χοιροβοσκοί με τα γουρούνια τους, ένας ανάγωγος καβαλάρης που πιτσίλισε όλο τον κόσμο με λάσπες, καθώς πέρασε καλπάζοντας. Νεαρές χωριατοπούλες με λασπωμένα γυμνά πόδια που γελούσαν και σπρώχνονταν κεφάτα και άξεστοι άντρες που με κοίταζαν λοξά. Μυρωδιές από υγρά κορμιά και βρεγμένο μαλλί στα ρουθούνια μου και ξαφνικά φάνηκε πέρα στο βάθος το μυτερό καμπαναριό της μητρόπολης του Καντέρμπουρυ. Κι έξω από τα τείχη της πόλης χωριάτες να έχουν κατασκηνώσει, περιμένοντας να ξημερώσει για ν' αρχίσουν να πουλάνε τις πραμάτειες τους.
   Μπήκαμε στην πόλη, βρήκαμε τη μονή του Πανάγιου Τάφου και ζητήσαμε να δούμε την Οσία Παρθένο. Μας οδήγησαν σ' ένα υγρό και στενό υπόγειο διάδρομο. Προχωρώντας, συναντούσα γυναίκες, καλόγριες. Άλλες έδειχναν πραγματικά μοναχές και άλλες ήταν αριστοκράτισσες παραπεταμένες από τις οικογένειές τους κι αφημένες εκεί μέσα να σαπίζουν. Τα βλέμματά τους με παρακολουθούσαν γεμάτα ζήλια για τα πλούσια φορέματά μου που εκείνες δε θα τα ξαναφορούσαν ποτέ πια. Στείρες ζωές, αποτελματωμένες, χωρίς αγάπη, πίσω απ' τους τοίχους του μοναστηριού.
   Μας άνοιξαν μια απλή πόρτα. Κι εκεί, πεσμένη στα γόνατα, με την πλάτη της γυρισμένη προς τα μένα, βρισκόταν η χωριατοπούλα καλόγρια. Η πόρτα έκλεισε. Μείναμε μόνες μέσα στο μικροσκοπικό κελί. Εδώ έβλεπες μονάχα γκρίζα πέτρα, κανένα στολίδι, ούτε ταπισερί στους τοίχους να τους ζεσταίνουν ούτε χαλιά χάμω ούτε καν ψάθες. Ένα στενό κρεβάτι. Τραχιά σεντόνια. Μια ξύλινη σκληρή καρέκλα, χωρίς ένα μαξιλάρι. Λιγοστό φως έμπαινε από ένα στενό παραθυράκι κι έπεφτε πάνω σ' έναν Εσταυρωμένο κρεμασμένο στον τοίχο. Μπροστά του προσευχόταν η μοναχή. Ούτε γύρισε ούτε σηκώθηκε. Μα άκουσα έναν ψίθυρο:
   "Άννα".
   Ήξερε το όνομά μου!
   "Αγία αδελφή", της είπα, "ήρθα για να μάθω..."
   Τότε εκείνη στράφηκε και κάρφωσε το βλέμμα της επάνω μου. Τι μάτια ήταν αυτά! Ημερολόγιό μου, μακάρι να μην ξαναδώ ποτέ μου τέτοια μάτια! Λιωμένο χρυσάφι ήταν, που έβγαζε σπίθες. Τρομερά. Τρομερά και τρελά. Κάτω απ' το ράσο, διέκρινα το κορμί της Ελισάβετ Μπάρτον, μιας χωριατοπούλας που η επιδερμίδα της ήταν ακόμα μαυρισμένη απ' τον ήλιο. Λένε πως έβλεπε οράματα στα χωράφια και τους βάλτους. Έπεφτε στα γόνατα κι εκεί έρχονταν μπροστά στα μάτια της ο παράδεισος, η κόλαση, το καθαρτήριο και οι ψυχές που περιπλανώνται εκεί πέρα.
   Πρόφερε ξανά το όνομά μου με μια παιδιάστικη φωνή, γλυκιά και αγνή, κι ύστερα πήρε το χέρι μου μέσα στη σκληρή, γεμάτη κάλους παλάμη της. Τα ματωμένα από τις δαγκωματιές χείλη κουνήθηκαν σιωπηλά. Προσευχόταν; Έλεγε λόγια ιερά, εμπνευσμένα απ' τον Θεό; Απαντούσε σε κάποιο δαίμονα που κούρνιαζε στον κοκαλιάρικο ώμο της; Ένιωθα υπερένταση και φαίνεται ότι το κατάλαβε γιατί μου είπε:
   "Μην τρομάζεις, καλή μου κυρά, η μοίρα σου είναι καθορισμένη. Βλέπω μπροστά μου όλη σου τη ζωή. Θέλεις να σου πω τι βλέπω;"
   "Ναι, ναι!" φώναξα. Λαχταρούσα ν' ακούσω κι ωστόσο κάτι μέσα μου ήθελε να φύγει πριν ακουστούν τα μοιραία λόγια.
   Έκλεισε τα θολά της μάτια, έσφιξε τα χείλη της τόσο που άσπρισαν κι ύστερα πρόφερε ένα "άιιι", σαν ν' αναστέναζε από τα τρίσβαθα του είναι της για να πει μετά:
   "Κρατάω τα χέρια μιας... βασίλισσας".
   Τα γόνατά μου λύγισαν, μα κρατήθηκα. 
   "Πες μου κι άλλα", την προέτρεψα.
   "Α, ναι, υπάρχουν κι άλλα. Ένας γιος των Τυδόρ θα βγει απ' την κοιλιά σου και θα λάμψει σαν το πιο λαμπρό αστέρι της Αγγλίας και δε θα δύσει πριν περάσουν δυο εικοσάδες χρόνια κι άλλα τέσσερα ακόμα".
   "Ένας γιος των Τυδόρ", φώναξα. "Ένας γιος για τον Ερρίκο! Είσαι σίγουρη;"
   Τα μάτια της κοπέλας άνοιξαν πάλι διάπλατα, μα ήταν φανερό πως δε μ' έβλεπαν. 
   "Είμαι κουρασμένη", βόγκηξε. Τη βοήθησα να καθίσει στην άβολη καρέκλα της. Ήταν τυφλή, ήταν για λύπηση, παγιδευμένη ανάμεσα σε δυο κόσμους.
   "Πήγαινε", μου είπε. "Τράβα να γίνεις η βασίλισσα. Τράβα".
   Κι εγώ έφυγα και πήρα το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι, χωρίς να πω τίποτα στον καλό μου αδελφό. Φοβόμουν να του αποκαλύψω την προφητεία. Τώρα όμως εδώ, στο γκρίζο πέτρινο δωμάτιό μου, είμαι πρόθυμη να πιστέψω πως όλα αυτά είναι αλήθεια. Η καλόγρια του Κεντ ήξερε το όνομά μου και χωρίς να με ρωτήσει τίποτα, μπόρεσε να μου πει τη ζωή μου. Η μοίρα μου είναι γραμμένη. Αύριο θα γράψω στον Ερρίκο, για να του πω τα λόγια που τόσο θέλει ν' ακούσει. Θα γίνω η γυναίκα του, η βασίλισσα Άννα, και θα γεννήσω το γιο του.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   25 Απριλίου 1527

   Ημερολόγιό μου,
   Έστειλα τη γραπτή μου συγκατάθεση στον Ερρίκο και μαζί του έστειλα μια διαμαντένια καρφίτσα για να σφραγίσω τη συμφωνία μας. Η καρφίτσα παριστάνει μια κυρά μέσα σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Η κυρία υποτίθεται πως είμαι εγώ, που καταλαβαίνω τους κινδύνους και τις φουρτούνες που θα μας προκαλέσει αυτή η υπόσχεση, μα παρ' όλα αυτά τολμάω να τα βάλω με την αγριεμένη θάλασσα, πλέοντας μ' ένα τόσο δα πλοιάριο που λέγεται Έρωτας.
   Έρωτας. Του τον δήλωσα στο γράμμα μου. Ορκίστηκα πως νιώθω έναν έρωτα σπάνιο όσο ο δικός του, αλλά δεν είναι αλήθεια. Ξέρω ότι δε θα μπορούσα να βρω μνηστήρα πιο αφοσιωμένο και γεμάτο πάθος κι ότι το δώρο που μου κάνει -το στέμμα της βασίλισσας- είναι πιο μεγάλο απ' οτιδήποτε είχα ως τώρα ονειρευτεί και παρ' όλα αυτά, στα κατάβαθα της καρδιάς μου, εκεί όπου φωλιάζουν τα πιο αληθινά αισθήματα... νιώθω πως δεν τον αγαπάω. Και η πιο φλογερή μου ελπίδα, η προσευχή που απευθύνω καθημερινά στον Θεό, είναι να έρθει η μέρα που η καρδιά μου θ' ανοίξει σαν το ρόδο στον ήλιο και θα τον αγαπήσει.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   6 Μαΐου 1527

   Ημερολόγιό μου,
   Γύρισα στην Αυλή κι όλοι μου φέρονται με πολύ μεγάλο σεβασμό, πράγμα που είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο ο βασιλιάς μού δείχνει ανοιχτά τον έρωτά του και μου αφιερώνει όλη του την προσοχή. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι είμαι ερωμένη του ψυχή τε και σώματι. Κανείς, ούτε καν ο Γούλσεϋ, δεν πιστεύει την αλήθεια, πως δηλαδή κρατιόμαστε αγνοί και όταν θα γίνει το θέλημα του Ερρίκου, δε θα είμαι παλλακίδα, αλλά βασίλισσά του.
   Είτε βασίλισσα όμως είτε ερωμένη, η θέση μου στην υψηλή αριστοκρατία της Αυλής αναβαθμίστηκε σημαντικά. Όλοι, άρχοντες και αρχόντισσες, επιζητούν την εύνοιά μου, ξέροντας πως ο βασιλιάς μ' εμπιστεύεται. Και με αποκαλούν φίλη τους.
   Ω, πόσο απολαμβάνω τα παρακάλια και τις κολακείες τους! Πρέπει να με περνάνε για πολύ χαζή, ώστε να μη θυμάμαι πως, πριν όχι και τόσο πολύ καιρό, όλοι αυτοί οι αρχοντάδες με απέφευγαν και με κοίταζαν αφ' υψηλού, εμένα, την κόρη ενός φιλόδοξου, αλλά κοινής καταγωγής ανθρώπου, εμένα, την αδελφή της πόρνης του βασιλιά.
   Μάλιστα. Ακόμα κι ο πατέρας μου μού υποβάλλει τώρα τα σέβη του, με τον τρόπο του. Μου στέλνει κάθε μέρα χρυσοχόους, στέλνει γυναίκες για να φροντίσουν τα μαλλιά μου, ασπρορουχούδες για να μου φτιάξουν μεταξωτά εσώρουχα. Αυτός ο από πάντα τσιγκούνης, φροντίζει τώρα ώστε η ευνοούμενη του βασιλιά να είναι ντυμένη ανάλογα με τη θέση της. Προσπαθεί να μου εκμαιεύσει πώς είναι τα πράγματα ανάμεσα σ' εμένα και το βασιλιά, μα εγώ δεν του αποκαλύπτω τίποτα. Κι ο πατέρας μου πεθαίνει για να μάθει. Αν ήμουν η άπειρη κοπελίτσα τού χθες, θα μ' άρχιζε στα χαστούκια για να του πω, θα με πέταγε χάμω και θα 'παιρνε μονομιάς τις απαντήσεις που ήθελε. Εγώ όμως δεν είμαι πια εκείνο το παιδί και, παρόλο που αυτό τον κάνει θηρίο, μ' αντιμετωπίζει με κάποιο σεβασμό, μ' ένα είδος φόβου. Και πόσο το χαίρομαι!
   Το πιο παράξενο είναι ο τρόπος που με αντιμετωπίζει η Αικατερίνη, της οποίας είμαι ακόμα κυρία των τιμών. Ούτε κουφή είναι ούτε τυφλή, πρέπει να ξέρει τη θέση που έχω κερδίσει στην καρδιά του Ερρίκου, κι ωστόσο μου φέρεται όπως πριν. Κι όπως φροντίζω τις καθημερινές της ανάγκες, την παρακολουθώ από κοντά και συνειδητοποιώ πως αυτή η γυναίκα αγαπάει περισσότερο από κάθε άλλη στον κόσμο τον άντρα που αγαπάει εμένα. Δεν μπορεί να γνωρίζει τους σκοπούς του απέναντί της, δεν είναι δυνατόν να τους γνωρίζει. Ακόμα κι αν ξέρει πόσο μ' αγαπάει ο Ερρίκος, θα με βλέπει σαν ερωμένη του μονάχα, τίποτα παραπάνω. Γιατί, στους βασιλιάδες, έθιμο πανάρχαιο την επιτρέπει αυτή την ευχαρίστηση. Είναι φορές που τη συμπονώ και μπαίνω στη θέση της. Αγαπάει το βασιλιά όπως αγαπούσα εγώ τον Χάρυ Πέρσυ, ίσως και πιο πολύ, μιας που εγώ ήμουν μικρό κορίτσι τότε. Κι εγώ αναγκάστηκα να παρακολουθήσω -έστω κι από μακριά- τον Πέρσυ να παντρεύεται και να πλαγιάζει με μια άλλη, το ίδιο όπως κι αυτή αναγκάζεται να υπομένει καθημερινά τις απιστίες του συζύγου της.
   Ας μη τα πολυσκέφτομαι αυτά, ούτε πως προδίδω τη βασίλισσά μου, γιατί κινδυνεύω να χάσω την αποφασιστικότητά μου. Πρέπει να συμμερίζομαι την ακλόνητη πεποίθηση του Ερρίκου ότι η Αγγλία χρειάζεται ένα διάδοχο, ένα αγόρι, ένα γιο -που θα του τον δώσω εγώ κι όχι η στέρφα γυναίκα του.
   Τώρα τελευταία, όμως, μ' έχουν ζώσει πολλές ανησυχίες. Ο καιρός περνά και σαν να μη γίνεται τίποτα με το διαζύγιο. Ξέρω βέβαια πως ο βασιλιάς είναι απασχολημένος με άλλα πράγματα. Πάνω απ' όλα τον απασχολεί ο Γάλλος απεσταλμένος, που έχει έρθει για να συνάψει συμμαχία μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας (για να πολεμήσουν μαζί εναντίον του αυτοκράτορα Κάρολου).
   Όταν ο Ερρίκος έρχεται να με βρει τα βράδια, ύστερα από τις συσκέψεις με τους Γάλλους, βλέπω την ένταση και την κούραση να χαρακώνουν το μέτωπό του και τις ακούω στον τόνο της φωνής του. Αν αυτός και ο Φραγκίσκος δεν ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον του αυτοκράτορα, τότε εκείνος θ' απλώσει σίγουρα την κυριαρχία του σ' ολόκληρο τον κόσμο.
   Τι ειρωνεία! Η Γαλλία και η Αγγλία, παλιοί εχθροί, αναγκάζονται τώρα να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να μην κατατροπωθούν. Και η μικρή πριγκίπισσα Μαρία έχει γίνει πιόνι σ' αυτά τα παζαρέματα: θα παντρευτεί έναν από τους Γάλλους πρίγκιπες, ώστε να ενωθούν με τα δεσμά του γάμου η δύναμη και η μεγαλοπρέπεια των δύο χωρών. 
   Αναρωτιέμαι συχνά σε τι θ' αλλάξουν όλα αυτά, όταν θα είμαι εγώ βασίλισσα και μητέρα του γιου του Ερρίκου. Για την ώρα, πάντως, το πολιτικό παιχνίδι πρέπει να συνεχιστεί σαν να είναι όλα μια χαρά ανάμεσα στο βασιλιά και τη βασίλισσα. Θα σιωπήσω, λοιπόν, κι εγώ και θα βασιστώ στο λόγο του Ερρίκου.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   20 Μαΐου 1527

   Ημερολόγιό μου,
   Ομολογώ πως η υπομονή δεν ήταν ποτέ η μεγαλύτερή μου αρετή. Μ' ενοχλεί πάρα πολύ να βλέπω τη μοίρα μου να έρχεται δεύτερη μετά τα αγγλογαλλικά πάρε-δώσε. Με τα πολλά, πάντως, οι διαπραγματεύσεις τελείωσαν, δόθηκε ένα συμπόσιο και μια γιορτή προς τιμή της γαλλικής αντιπροσωπείας και τα σχέδια, που έγιναν, δεν είχαν τα όμοιά τους. Έκανα κι εγώ τα δικά μου σχέδια και στάθηκα ώρες ατέλειωτες ακίνητη για να μου κάνουν πρόβες σ' ένα φόρεμα που θα ξεπερνούσε σε μεγαλείο όλα τα άλλα. Πλεύρισα τον πατέρα μου, ζητώντας του περιδέραια με πετράδια και παζάρεψα από έναν αρωματοποιό ένα άρωμα, που λένε ότι κάνει εξωτικά μάγια σε όποιον το μυρίζει.
   Τελευταία, έχω πιάσει φιλίες με τον Μωρίς Μαμούλ, γραμματέα του επικεφαλής της γαλλικής αντιπροσωπείας υποκόμη της Τουραίν. Με θυμόταν δωδεκάχρονο κοκαλιάρικο κοριτσάκι στην Αυλή του Φραγκίσκου και χάρηκε πολύ μαθαίνοντας πόσο έχει επεκταθεί η επιρροή μου, αν και πιστεύει -όπως κι όλος ο άλλος κόσμος- πως δεν είμαι παρά η πόρνη του Ερρίκου. Αυτό πάντως δε με υποβιβάζει στα μάτια του, αφού κι ο ίδιος ζει σε Αυλή τόσο διεφθαρμένη. Αντίθετα, με ανεβάζει στην εκτίμησή του. Με κρατούσε λοιπόν καλά πληροφορημένη για όλα και λίγο πριν από το συμπόσιο μου είπε πως οι φήμες στον κύκλο του έλεγαν ότι ο Ερρίκος μπορεί ν' απαλλαγεί από τη σύζυγό του. Τον θερμοπαρακάλεσα να μου πει κι άλλα. Οι Γάλλοι αντιπρόσωποι πίστευαν ότι ο Ερρίκος θα διαλέξει τη σύντροφο των παιδικών μου παιχνιδιών, την πριγκίπισσα Ρενέ, που κρατά από βασιλική γενιά. Η καρδιά μου πετάρισε από χαρά, γιατί ήδη διαδίδεται πως ο Ερρίκος θα χωρίσει και γιατί εγώ ξέρω ότι αυτή η γαλλίδα πριγκίπισσα δε σημαίνει τίποτα γι' αυτόν. Άσε που είναι αφύσικα κοντή και κουτσή εκ γενετής. Κι εγώ δεν έχω καμιά αμφιβολία πως ο Ερρίκος δε θα δεχόταν ποτέ μια τόσο άσχημη μητέρα για τους τέλειους γιους που επιθυμεί να κάνει.
   Ντύθηκα λοιπόν κι εγώ με πολύ κέφι για τη γιορτή, μ' ένα φόρεμα μαύρο και γυαλιστερό, φοδραρισμένο με πορφυρή ερμίνα, και προκάλεσα μεγάλη αναταραχή στις άλλες κυρίες των τιμών, με την εμφάνιση, τα κοσμήματα και το άρωμά μου. Τι μερόνυχτο ήταν κι αυτό! Ο Ερρίκος ήταν υπέροχος με τη φορεσιά του από κίτρινο μετάξι και τα διαμάντια που τον στόλιζαν, γίγας σωστός, να καλωσσορίζει διαχυτικά τους καλεσμένους του και το χαμόγελό του να λέει σ' όλους για την επιτυχία του στις διαπραγματεύσεις με τους Γάλλους.
   Το στίβο, όπου γίνονται οι κονταρομαχίες, δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ τόσο μεγαλόπρεπο. Ήταν όλος στρωμένος με χαλιά και ταπισερί με πορφυρά λουλούδια και φρούτα και παντού είχαν τοποθετηθεί σερβάντες και μπουφέδες με χρυσά κι ασημένια πιάτα και κούπες, σαν να θέλαμε να πούμε στους Γάλλους: "Κοιτάξτε τον πλούτο μας, καλά κάνατε και συμμαχήσατε μαζί μας". Η γιορτή άρχισε με τις κονταρομαχίες, που ήταν πολύ ζωηρές και άγριες, προάγγελοι μελλοντικών πολέμων, καθώς μου φάνηκε. Ακολούθησαν διάφορες παντομίμες και σε μια απ' αυτές πρωταγωνιστούσε η πριγκίπισσα Μαρία. Έδειχνε τόσο λεπτοκαμωμένη και εύθραυστη, μικρότερη από τα έντεκά της χρόνια, παρ' όλα τα χρυσοκέντητα ρούχα της, τα γεμάτα ρουμπίνια, σμαράγδια και μαργαριτάρια.
   Στο συμπόσιο, ο βασιλιάς κι η βασίλισσα είχαν την πρωτοκαθεδρία, θρονιασμένοι μεγαλοπρεπώς δίπλα δίπλα. Τους κοίταζα κι έβλεπα την αγάπη που κυλούσε σωστός ποταμός από την Αικατερίνη προς την αγριεμένη θάλασσα του Ερρίκου, που δεν της επέστρεφε ούτε μια σταγόνα. Η ματιά του με παρακολουθούσε αδιάκοπα. Εγώ ήμουν προσεκτική, έκανα πως ασχολιόμουν με άλλα πράγματα. Κάθε φορά όμως που γύριζα το βλέμμα μου προς το μέρος του, τον έβλεπα να έχει καρφωμένο το δικό του πάνω μου. Τον έβλεπαν κι οι άλλοι να με παρακολουθεί. Μα η Αικατερίνη προσποιόταν ότι δεν έβλεπε τίποτα.
   Σαν σήμαναν μεσάνυχτα, εμφανίστηκαν όλοι οι Γάλλοι άρχοντες, ντυμένοι τώρα σαν Βενετσιάνοι ευγενείς, με μπλε ρουά και μαύρα βελούδα. Η μουσική πλημμύρισε τον μυρωδάτο φεγγαρόλουστο κήπο κι άρχισε ο χορός. Στον πρώτο γύρο, ο Ερρίκος προέτρεψε τον υποκόμη της Τουραίν να πάρει για ντάμα την πριγκίπισσα Μαρία. Εκείνη υποκλίθηκε με πολύ χάρη μπροστά του κι άρχισαν να χορεύουν. Η μητέρα της λαμποκοπούσε από θερμή σπανιόλικη περηφάνια. Κι έβλεπες πως περίμενε τον Ερρίκο να της απλώσει το χέρι για να χορέψουν. Μονομιάς, όμως, το χαμόγελό της πάγωσε. Γιατί ο Ερρίκος διέσχισε την πίστα και ήρθε, παρακαλώ, σ' εμένα και μου άπλωσε το χέρι. Όσο τρομερή ήταν αυτή η στιγμή για τη βασίλισσά μου, τόσο υπέροχη ήταν για μένα. Κοίταξα το βασιλιά κατάματα, τον ευχαρίστησα σιωπηλά μ' όλη μου την καρδιά και πήρα το χέρι του. Κι εκείνος με κράτησε σφιχτά κι όπως βαδίζαμε προς το κέντρο, μου μετέδωσε όχι κανένα τρέμουλο, αλλά μια δυνατή αποφασιστικότητα. Συγχρονιστήκαμε με το γοργό ρυθμό της μουσικής και, μέσα σ' εκείνη την ανυπέρβλητη στιγμή, ο βασιλιάς κοινολόγησε την αγάπη του για μένα.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   1 Ιουνίου 1527

   Ημερολόγιό μου,
   Πολύ ευτυχισμένη η σημερινή ημέρα. Ο Ερρίκος έκανε κάποια βήματα που θα έχουν ως κατάληξη να μπορέσουμε να παντρευτούμε. Πρόκειται για ένα πανέξυπνο σχέδιο: ο καρδινάλιος Γούλσεϋ θα εγκαλέσει τον Ερρίκο κατηγορούμενο στο εκκλησιαστικό δικαστήριο, ζητώντας του να αποδείξει τη νομιμότητα του γάμου του με την Αικατερίνη.
   Ο Γούλσεϋ ξέρει βέβαια ότι ο Ερρίκος θέλει να χωρίσει την Αικατερίνη, αλλά φαντάζεται πως στη θέση της θα πάρει τη Γαλλίδα τη Ρενέ. Δεν έχει ιδέα για μένα. Ο Γούλσεϋ, λοιπόν, ως εξουσιοδοτημένος από τον Πάπα συγκάλεσε στην Υόρκη ένα μυστικό δικαστήριο αποτελούμενο από σεβάσμιους και σοφούς εκκλησιαστικούς, για ν' αποφασίσουν ποια θα είναι η βασιλική μοίρα. Φυσικά, οι άνθρωποι αυτοί διαλέχτηκαν πολύ έξυπνα, ανάμεσά τους δε είναι και ο Γουίλιαμ Γουώρχαμ, ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, ο οποίος είχε αντιταχθεί εξαρχής στο γάμο του Ερρίκου με τη χήρα του Αρθούρου.
   Ο Ερρίκος λέει πως ο Γούλσεϋ θα βγάλει πολύ σύντομα απόφαση για διαζύγιο και ο Πάπας θα επικυρώσει αυτή τη σοφή απόφαση, αφού θεωρεί τον Ερρίκο φίλο του και υπερασπιστή του από τον παλιό καιρό, όταν ο ηγεμόνας της Αγγλίας πολεμούσε μετά μανίας τον Λούθηρο.
   Ο Ερρίκος ήταν πολύ κουρασμένος, όταν μου τα έλεγε όλα αυτά απόψε, αλλά, ταυτόχρονα, λαμποκοπούσε από χαρά. Είναι σίγουρος πως τελικά θα γίνουμε οι δύο σάρκα μία. Κι εγώ προσεύχομαι μ' όλη μου την καρδιά να είναι έτσι και να μπορέσω να δώσω στο βασιλιά ένα γιο.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   21 Ιουνίου 1527

   Ημερολόγιό μου,
   Η ελπίδα μεταβλήθηκε σε φρίκη και η χαρά σε θλίψη. Κι όλα αυτά γιατί στη Ρώμη επικρατεί παράνοια. Γερμανοί και Ισπανοί μισθοφόροι του αυτοκρατορικού στρατού στασίασαν κατά του αυτοκράτορα και λεηλάτησαν την άγια πόλη, βυθίζοντάς τη μέσα σ' ένα λουτρό αίματος. Έσφαξαν, ακρωτηρίασαν, έκαψαν σπίτια κι εκκλησιές. Μετέτρεψαν το Βατικανό σε ματωμένο στάβλο. Ο Πάπας Κλήμης, για να γλιτώσει απ' το κακό, πέρασε τον Τίβερη  και πήγε να κρυφτεί στο φρούριο του Αγίου Αγγέλου.
   Δε λέω, θρηνώ για τους χαμένους ανθρώπους, μα την ίδια στιγμή επικρατούν οι εγωιστικές μου σκέψεις. Διότι, για να ισχύσει η απόφαση του δικαστηρίου του Γούλσεϋ για το γάμο του Ερρίκου, χρειάζεται την επικύρωση του Αγίου Πατέρα. Τώρα όμως που αυτός είναι ουσιαστικά αιχμάλωτος του αυτοκράτορα, δεν τολμά να εξαγριώσει περισσότερο τον ανιψιό της Αικατερίνης, ακυρώνοντας το γάμο της θείας του και μεταβάλλοντας μια βασίλισσα σε βασιλική εταίρα και μια πριγκίπισσα σε καλοντυμένο μπασταρδάκι.
   Κι έτσι ο Γούλσεϋ, χωρίς βέβαια να παραδεχτεί την αποτυχία του, διέλυσε το μυστικό δικαστήριό του και άνοιξε πανιά με κάθε μεγαλοπρέπεια, όπως το συνηθίζει, για τη Γαλλία, προκειμένου να συνάψει συμμαχία για πόλεμο κατά της Ισπανίας και υπέρ του Πάπα, μήπως και μπορέσουν έτσι να τον ελευθερώσουν.
   Παρακολουθούσα δίπλα στον Ερρίκο τη μεγάλη πομπή που συνόδευε τον Γούλσεϋ να διαβαίνει τις πύλες του Γουεστμίνστερ. Και ο βασιλιάς γύρισε και μου είπε:
   "Ο Καρδινάλιος μου υποσχέθηκε ότι μόλις γίνει ειρήνη, θα ανακινήσει το μυστικό μου ζήτημα. Πιστεύεις, Άννα, πως δε θα με βοηθήσει;"
   "Μην ξεχνάς πως έχει μεγάλες προσωπικές φιλοδοξίες", του απάντησα. "Στην πραγματικότητα, εσύ κι εγώ είμαστε μόνοι ενάντια σ' όλο τον κόσμο. Κι όσο ο Γούλσεϋ θα είναι απασχολημένος στη Γαλλία, εμείς πρέπει να προχωρήσουμε ανεξάρτητα απ' αυτόν".
   Πήρε το χέρι μου, το ακούμπησε στην καρδιά του και είπε:
   "Πρέπει ν' αντιμετωπίσω την Αικατερίνη. Να διακόψω μαζί της, να μη ζούμε πια σαν σύζυγοι".
   "Ναι, πρέπει να το κάνεις", αποκρίθηκα κι έφερα τα χέρια μας στο δικό μου στήθος. "Να πας αύριο να της το πεις", ψιθύρισα στο αυτί του. Και ξέρω ότι θα πάει κι εγώ θ' ατσαλώσω την ψυχή μου να μη νιώθει καμιά συμπάθεια για την Αικατερίνη, γιατί αλλιώς δε θα μπορώ ν' αντικρίσω τον εαυτό μου.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   6 Αυγούστου 1527

   Ημερολόγιό μου,
   Βρίσκομαι και πάλι στον πύργο του Χήβερ για να περάσω τους καλοκαιρινούς μήνες, ενώ ο βασιλιάς κάνει κυνηγετικές εξορμήσεις στην ύπαιθρο. Κι όταν ο αδελφός μου ο Τζώρτζ πήρε την άδεια να εγκαταλείψει για λίγο τη συντροφιά του και να 'ρθει να με επισκεφθεί, έμαθα ότι έκανα λάθος που νόμιζα πως μόνο εγώ και ο Ερρίκος θέλουμε να γίνει ο γάμος μας. Βλέπεις, η οικογένειά μου -ο πατέρας, ο θείος μου ο δούκας του Νόρφολκ, ο αδελφός μου- βρίσκονται συνέχεια στο πλευρό της Μεγαλειότητάς του, προωθώντας σχέδια, συνωμοτώντας, μιλώντας για λογαριασμό μου (και για δικό τους). Και πράγματι, ως μέλλοντες συγγενείς του βασιλιά ανεβαίνουν όλο και πιο πολύ κοινωνικά. Ο Ερρίκος τους παραχώρησε κι άλλα κτήματα και τίτλους και τους συναναστρέφεται όλο και πιο στενά. Κι αυτοί, σαν οικογένεια από αράχνες πλέκουν έναν ιστό γύρω από το βασιλιά και τον φέρνουν όλο και πιο κοντά τους. Εμένα δε μου αρέσει αυτή η «οικογενειακή υπόθεση», μα για την ώρα δε μπορώ να κάνω τίποτα. Μπορεί εγώ να κυβερνάω την καρδιά του Ερρίκου, αλλά τον κόσμο τον κυβερνούν ακόμη οι άντρες.
   O Tζωρτζ μου έφερε και πολλά νέα του Γούλσεϋ, ο οποίος βρίσκεται ακόμα στη Γαλλία και προσπαθούσε για δικό του όφελος να σχηματίσει μια εξόριστη παπική κυβέρνηση στην Αβινιόν. Το σχέδιο αυτό, όμως, χρειαζόταν την άδεια του Ερρίκου. Αντί γι' αυτό, ο βασιλιάς μας έστειλε μια βούλα του κατευθείαν στον Πάπα, ζητώντας του την άδεια να κάνει, ούτε λίγο ούτε πολύ, διγαμία. Αλλά η επιστολή του έπεσε στα χέρια του Γούλσεϋ και ο Τζωρτζ λέει πως τώρα ο Καρδινάλιος ξέρει ότι αντικείμενο της γαμήλιας επιθυμίας του βασιλιά είμαι εγώ και όχι η Γαλλίδα του η Ρενέ. Κι αυτό τον έκανε θηρίο, συγχρόνως όμως του προκάλεσε τρόμο και απελπισία.
   Ο Τζωρτζ μου έδειξε και μια βελούδινη θήκη μέσα από την οποία έβγαλε ένα έγγραφο τυλιγμένο σε ρολό, σφραγισμένο με το κόκκινο βουλοκέρι και τη σφραγίδα του Ερρίκου. Ήταν μια δεύτερη επιστολή προς τον αιχμάλωτο Άγιο Πατέρα, μου είπε, που θα την πήγαινε στο φρούριο του Αγίου Αγγέλου ο έμπιστός μας εφημέριος του Χήβερ, ο Τζον Μπάρλοου. Τον παίδεψα τόσο πολύ τον αδελφό μου, ώστε μια μέρα πριν παραδώσει την επιστολή στον Μπάρλοου, κατεβήκαμε οι δυο μας κλεφτά μες στη νύχτα στη σκοτεινή κουζίνα, όπου μόνο τα ποντίκια κυκλοφορούσαν τέτοια ώρα. Βάλαμε να βράσει νερό και στον ατμό του ανοίξαμε πολύ προσεκτικά την επιστολή. Στο τρεμουλιαστό φως του κεριού, λοιπόν, διαβάσαμε το σχέδιο που σκαρφίστηκε ο βασιλιάς και όσοι γύρω του θέλουν να με δουν βασίλισσα.
   Δε με ανέφερε ονομαστικά, αλλά το περιεχόμενό του ήταν ξεκάθαρο: ζητούσε από τον Πάπα να του επιτρέψει να παντρευτεί την αδελφή μιας γυναίκας με την οποία είχε στενές σχέσεις άλλοτε. 
   Ρώτησα τον Τζωρτζ αν ήταν σωστό που το 'λεγε αυτό το πράγμα, μα εκείνος δε μου απάντησε, μόνο μου είπε να τελειώνω το διάβασμα.
   Στη συνέχεια, η επιστολή αναφερόταν σε κάποιον προηγούμενο δεσμό αυτής της γυναίκας, ο οποίος όμως δεν είχε ολοκληρωθεί. Ήταν προφανές ότι αναφερόταν στη σχέση μου με τον Χένρυ Πέρσυ και μου φάνηκε ότι καλά έκανε, γιατί σίγουρα θα βρίσκονταν κάποιοι έτοιμοι ν' αντιταχθούν στο γάμο μας, φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο την παλιά αυτή αισθηματική μου ιστορία. Σφίγγω την καρδιά μου και προσπαθώ να μη σκέφτομαι τον γλυκό μου Πέρσυ και τη σκληρή μας μοίρα. Αυτά όλα ανήκουν στο παρελθόν, σημασία τώρα έχει μόνο το μέλλον.
   Ύστερα διαβάσαμε και την τελευταία παράγραφο. Εγώ δεν ήξερα να βάλω τα γέλια ή τα κλάματα, αλλά ο Τζωρτζ με κοίταζε σκανδαλισμένος: ο βασιλιάς ζητούσε την άδεια να παντρευτεί κάποια που είχε αποπλανήσει!
   "Αυτό το τελευταίο ήταν τελείως περιττό", ψιθύρισα και βάλθηκα να σφραγίσω ξανά το γράμμα. Ο Τζωρτζ με κοίταζε τώρα πονηρά και το βλέμμα του ήταν γεμάτο ερωτηματικά.
   "Άκουσέ με καλά, αδελφέ μου", του είπα. "Δεν είμαι ερωμένη του βασιλιά κι ούτε θα γίνω δική του, αν πρώτα δε γίνω βασίλισσα. Δεν πρόκειται να πλαγιάσω μαζί του, αν δε φοράω το στέμμα στο κεφάλι μου".
   "Κι εγώ που νόμιζα ότι στην οικογένειά μας μόνο ο πατέρας είχε σιδερένια θέληση", αποκρίθηκε ο Τζωρτζ. Και οδηγώντας με, με το κερί στο χέρι στο δωμάτιό μου, πρόσθεσε: "Γλυκιά μου αδελφούλα, μ' αφήνεις κατάπληκτο".
   Κι είναι φορές, ημερολόγιό μου, που, μα την αλήθεια, μένω κι εγώ η ίδια κατάπληκτη με τον εαυτό μου.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   22 Νοεμβρίου 1527

   Ημερολόγιό μου,
   Αχ, τι γλυκιά μέρα εκδίκησης ήταν αυτή! Έχουν περάσει δυο βδομάδες απ' όταν η Αυλή μεταφέρθηκε στο ανάκτορο του Ρίτσμοντ και μαζί της ήρθα κι εγώ, το μοναδικό αντικείμενο του βασιλικού πόθου. Ο βασιλιάς χαλάει τον κόσμο να μ' έχει πάντα στο πλευρό του. Μιλάει ανοιχτά με τους συμβούλους του μπροστά μου, αν και, βέβαια, δε ζητάει τη γνώμη μου παρά μόνο στο θέμα του διαζυγίου, του δεύτερου γάμου και της διαδοχής στο θρόνο.
   Είχαμε νέα για την αποστολή του Γούλσεϋ στο εξωτερικό κι είναι φανερό πως ο Καρδινάλιος δεν πέτυχε τίποτα. Ούτε παπική έδρα στην Αβινιόν ορίστηκε ούτε ειρήνη κλείστηκε ούτε καμιά βοήθεια για τούτο το διαζύγιο πήραμε. Ο Γούλσεϋ έμαθε για την επιστολή μας προς τον Πάπα και θα αισθάνθηκε σίγουρα προδομένος. Γύρισε εσπευσμένα από τη Γαλλία άπρακτος κι εξασθενημένος, ήρθε κατευθείαν στο Ρίτσμοντ κι έστειλε αμέσως αγγελιοφόρο στο βασιλιά, ρωτώντας πότε και πού θα τον δεχόταν ο Ερρίκος.
   Εγώ ήμουν μπροστά όταν έφτασε ο άνθρωπος του Καρδινάλιου. Όσο εκείνος μιλούσε, εμένα η σκέψη μου πετούσε σε παλιές προσδοκίες και, κυρίως, στον άκαρδο τρόπο με τον οποίο ο Καρδινάλιος είχε αντιμετωπίσει τον Πέρσυ κι εμένα. Θυμήθηκα ότι με είχε αποκαλέσει «εκείνο το χαζοκόριτσο, κάπου στην Αυλή». Τώρα ήταν εκείνος ο χαζός κι έτσι, πριν προλάβει να πει κουβέντα ο βασιλιάς, απάντησα εγώ στο ερώτημα του αγγελιοφόρου με πολύ αέρα και επίσημο ύφος:
   "Μα πού αλλού θα έρθει ο Καρδινάλιος, αν όχι εδώ όπου βρίσκεται ο βασιλιάς;"
   Ο άνθρωπος τα 'χασε με το θράσος μου ν' απαντήσω εγώ αντί για το βασιλιά και στράφηκε προς τον Ερρίκο. Εκείνος, όμως, είτε επειδή βρήκε έξυπνη την απάντησή μου είτε επειδή ήταν κι ο ίδιος ενοχλημένος με τον Γούλσεϋ, είπε:
   "Ό,τι λέει η κυρία".
   Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο αγγελιοφόρος έγινε άσπρος σαν πεθαμένος: έτρεμε στη σκέψη και μόνο ότι έπρεπε να τα διαβιβάσει στον Καρδινάλιο.
   Μισολιπόθυμος σχεδόν από το φόβο του, ο φουκαράς έκανε μεταβολή κι έφυγε.
   Ο Ερρίκος δε μου είπε τίποτα, ούτε μου ζήτησε να αποσυρθώ επειδή θα ερχόταν ο Γούλσεϋ. Κι έτσι, όταν τελικά εμφανίστηκε ο Καρδινάλιος, κατασκονισμένος απ' το ταξίδι κι όχι και πολύ αξιοπρεπής, γονάτισε μπροστά στο βασιλιά κι αφού στεκόμουν στο πλευρό του, γονάτισε και μπροστά σ' εμένα. Τα μάγουλά του ήταν κατακόκκινα και, με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα, τραύλιζε, παγιδευμένος ανάμεσα σε οργή και φόβο.
   Ύστερα σηκώθηκε κι οι δυο τους μίλησαν για πολλά και διάφορα, μα εγώ δεν άκουγα, γιατί στο μυαλό μου αντηχούσαν δυνατές και χαρούμενες καμπάνες. Τον άνθρωπο με τα κόκκινα ράσα τον είχε ταπεινώσει ένα κορίτσι και τον είχε κάνει να πληρώσει για τη σκληρότητά του.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   16 Ιανουαρίου 1528

   Ημερολόγιό μου,
   Πόσο αλλόκοτο είναι που συνεχίζω να είμαι κυρία των τιμών της Αικατερίνης... Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα φέρονται πολιτισμένα μεταξύ τους και τηρούν τα προσχήματα, παρόλο που ξέρουν και οι δυο ότι κάποια μέρα θα σφετεριστώ τη θέση της. Όταν βλέπω το ατσάλινο βλέμμα της να πετάει σπίθες, όλο κουράγιο για τη μάχη, τα ρουθούνια της να πάλλονται, το στόμα σφιγμένο κι αποφασιστικό, ανατριχιάζω ολόκληρη. Παραδέχομαι πως δεν έχω τη σιγουριά του Ερρίκου, ο οποίος πιστεύει πως η Αικατερίνη θα υποταχθεί στο θέλημά του. Αυτός λέει πως την ξέρει καλά και πως εκείνη θα υποκύψει. Εγώ, όμως, που την παρακολουθώ από κοντά, δε βλέπω καθόλου τέτοια σημάδια.
   Πολλές φορές, το βράδυ, μου ζητάει να παίξω χαρτιά μαζί της και με τις άλλες κυρίες. Αναρωτιέμαι μήπως οι προσκλήσεις αυτές γίνονται για να με κρατάει μακριά απ' τον Ερρίκο και κάτω από τον έλεγχό της. Χθες το βράδυ είχα καθίσει απέναντί της. Η Αικατερίνη είχε καρφώσει το βλέμμα της στα χέρια μου και κοίταζε απροκάλυπτα το έκτο μου δάχτυλο. Στην αρχή μ' ενόχλησε αυτό, ύστερα όμως έγινα τολμηρή. Χρησιμοποιούσα πιο συχνά αυτό το χέρι με χειρονομίες όλο χάρη, ανεμίζοντας το ελάττωμά μου και κάνοντας τις άλλες κυρίες να χαμογελάνε με το θάρρος μου. Η βασίλισσα έγινε ακόμα πιο ψυχρή και σιωπηλή. Το παιχνίδι συνεχιζόταν κι όταν μοίρασα εγώ, έδωσα στον εαυτό μου το Ρήγα Κούπα... Το φαρμακερό χαρτί βρισκόταν ανοιχτό ανάμεσά μας, πάνω στο τραπέζι, με τον φανταχτερά χρωματισμένο μονάρχη να μας κοιτάζει. Καμιά δε μιλούσε. Καμιά δεν κουνιόταν. Η ατμόσφαιρα είχε ηλεκτριστεί από ζήλια: εκείνης για το μέλλον μου, εμένα για το παρελθόν της. Μέχρι που κάποια στιγμή η βασίλισσα έλυσε τη σιωπή με τη βαριά ισπανική προφορά της να στάζει πίκρα:
   "Κυρία Άννα, είχες την τύχη να σου πέσει ένας ρήγας. Εσύ όμως δεν είσαι σαν τις άλλες. Τα θέλεις όλα ή τίποτα".
   Μάζεψε ύστερα τα χαρτιά της, τα έβαλε πάνω στο ρήγα... κι έφυγε. Η καρδιά μου εμένα πάγωσε μέσα στο στήθος μου. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησα, αληθινά συγκλονισμένη, πως είχα εχθρό μία μεγάλη βασίλισσα που στις φλέβες της κυλούσε βασιλικό αίμα ολόκληρων γενεών. Ακόμα κι αν παντρευτώ ένα βασιλιά, ακόμα κι αν φορέσω το στέμμα στο κεφάλι μου, δε θα αποκτήσω ποτέ τη μεγαλοπρέπειά της, τη σιγουριά της καταγωγής, την ανωτερότητά της.
   Τι θα έχω λοιπόν; Την αγάπη του Ερρίκου; Τις φιλοδοξίες της οικογένειάς μου; Την υπόσχεση μιας μισότρελης καλόγριας; Αν θέλω να παραδεχτώ την αλήθεια, εκείνο που με ωθεί σε μια άγνωστη μοίρα είναι η επιθυμία μου για καλύτερα χαρτιά απ' αυτά που μου μοίρασε η ζωή. Σωστά το είδε η Αικατερίνη. Είχα την τύχη να μου πέσει ένας ρήγας. Και μ' αυτό το ένα και μοναδικό χαρτί θα παίξω ένα μεγαλειώδες κι επικίνδυνο παιχνίδι. Θα τα κερδίσω όλα... Ή θα τα χάσω όλα.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

   29 Μαρτίου 1528

   Ημερολόγιό μου,
   Από τότε που επέστρεψε, ο ταπεινωμένος Καρδινάλιος έχει καταβάλει πολλές φιλότιμες προσπάθειες για να παντρευτούμε ο βασιλιάς κι εγώ. Ο πατέρας μου, κάνοντας τις δικές του πονηρές παρατηρήσεις, με πήρε παράμερα να με συμβουλεύσει κι εγώ κάθισα ήσυχα ήσυχα να τον ακούσω. Μου είπε λοιπόν ότι θα ήταν προς το συμφέρον μου, εάν έκανα φίλο μου τον Καρδινάλιο. "Έχει ακόμα τη δύναμη να φτιάξει ή να ρημάξει τη μοίρα σου", μου είπε.
   Καθώς ο πατέρας μου μού μιλούσε για σχέδια και συνωμοσίες, έβλεπα ότι μιλούσε σ' έναν ίσο του κι όχι στη μικρή του κόρη. Και ορκίζομαι πως εκείνη τη στιγμή ένιωσα να σαλεύει κάτι μέσα μου, μια δύναμη που μεγάλωνε με κάθε λέξη του. Η ψυχή μου ψήλωνε και πλάταινε. Ένιωθα ικανοποίηση, μεγαλοψυχία. Κι έτσι, ευχαρίστησα τον πατέρα μου για την καλή του συμβουλή και υποσχέθηκα ότι θα έδειχνα λίγο σεβασμό και συμπάθεια στον Γούλσεϋ για το ρόλο που παίζει σ' αυτή την υπόθεση.
   Κι έτσι έκανα.
   Ο Ερρίκος από την πλευρά του στέλνει δυο καινούργιους απεσταλμένους με επιστολές για τον Πάπα, όπου ανάμεσα στα άλλα υπάρχει κι ένας μακρύς κατάλογος με τα προτερήματά μου που μ' έκανε να γελάσω με την καρδιά μου.
   Ακόμα, για να δώσει μεγαλύτερες ελπίδες στον Κλήμη, ο Ερρίκος κήρυξε τον πόλεμο στον αυτοκράτορα Κάρολο. Πρόκειται για μια απειλή κενή περιεχομένου, γιατί δεν υπάρχει κανένας λόγος να στραφεί εναντίον της Ισπανίας ή της Φλάνδρας και να χάσει έτσι τις αγορές μαλλιού.
   Περιμένουμε λοιπόν να δούμε τι θα γίνει. Έξω ο χειμώνας είναι γκρίζος και παγωμένος. Αλλά εδώ μέσα στο κάστρο με ζεσταίνει ο μανδύας της αγάπης που τυλίγει γύρω μου ο Ερρίκος. Ελπίζουμε και είμαστε ευτυχισμένοι. Εκείνος με παίρνει στην αγκαλιά του με τον πιο αγνό τρόπο, τόσο πεπεισμένος είναι πως θα πετύχουμε, θα παντρευτούμε σύντομα και τότε πια θα πλαγιάσουμε μαζί.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   3 Μαΐου 1528

   Ημερολόγιό μου,
   Οι απεσταλμένοι του βασιλιά δόκτορες Φοξ και Γκάρντινερ έφτασαν τελικά στον Πάπα στο Ορβιέτο, όπου είχε ζητήσει καταφύγιο. Οι επιστολές που μας έστειλαν με τις απαντήσεις του Κλήμη μας έκαναν αισιόδοξους. Ο Άγιος Πατέρας τους υποσχέθηκε να μας κάνει τις δύο χάρες που του ζητάμε. Πρώτον, η δίκη που θ' αποφασίσει για το μέλλον του γάμου της Αικατερίνης και του Ερρίκου θα γίνει σε αγγλικό έδαφος. Ο Πάπας θα στείλει τον Καρδινάλιο Καμπέτζο, δικό του άνθρωπο και εντελώς αμερόληπτο δικαστή, για να δικάσει μαζί με τον Γούλσεϋ την υπόθεση. Και δεύτερον, όταν οι δυο αυτοί ιερωμένοι θα έχουν βγάλει την ετυμηγορία τους, θα είναι τελεσίδικη και δε θα την αμφισβητήσει ούτε η ρωμαϊκή κουρία ούτε κανείς άλλος.
   Την ίδια αυτή περίοδο της αναμονής στο Γκρήνουιτς σημειώθηκαν κρούσματα ανεμοβλογιάς και ο Ερρίκος θεώρησε σωστό να με μεταφέρει σε κάποια διαμερίσματα πάνω από το στίβο των κονταρομαχιών, για να είμαι μακριά απ' το κακό. Είναι ένας χώρος ο οποίος, αν και δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ για υπνοδωμάτια, είναι πολύ χαρούμενος, ηλιόλουστος και με μεγάλα παράθυρα που βλέπουν κάτω, στο στίβο. Και το σπουδαιότερο, είναι απομονωμένος κι έτσι ο Ερρίκος μπορεί να έρχεται πολύ συχνά και να περνάμε κεφάτα τα απογεύματά μας. Μου έγραψε τραγούδια που τα παίξαμε μαζί στο φλάουτο και στο παρθένιο. Μου έλεγε ιστορίες για μάχες με πανοπλίες και σπαθιά και πόσο γενναίοι ήταν οι άντρες του σ' αυτές. Κι όταν μιλούσε γι' αυτά τα πράγματα, έμοιαζε πιότερο με μικρό παιδί παρά με βασιλιά. Κι έδειχνε τόση ανθρωπιά και καλοσύνη, που μ' έκανε να σκέφτομαι πως ναι, τούτος ο άντρας που πολεμάει σαν στρατιώτης θα με κάνει ευτυχισμένη, αν γίνει άντρας μου. Κι έτσι πέρασε ο καιρός της αναμονής.
   Και χθες, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, στάθηκε έξω από το διαμέρισμά μου ένας άντρας που δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω μέσα στο χρυσαφένιο φως. Ήταν ο δόκτωρ Φοξ που μας έφερε τα νέα του Πάπα. Έφερνε μαζί του έγγραφα υπογεγραμμένα από τον Κλήμη, που έδινε άδεια να γίνει το δικαστήριο στην Αγγλία! Το δεύτερο έγγραφο, εκείνο που υποσχόταν ότι δε θα γίνει έφεση στην απόφαση του δικαστηρίου, δεν το υπέγραψε, αλλά έδωσε προφορική υπόσχεση πως έτσι θα γίνει. Εμάς μας έφτανε. Κάναμε σαν τρελοί από χαρά. Ο Ερρίκος με φιλούσε, μ' έσφιγγε πάνω του, με σήκωνε στον αέρα σαν παιδί.
   Αργότερα, όταν στείλαμε πια τον Φοξ στο σπίτι του, ο Ερρίκος κι εγώ αγκαλιαστήκαμε σφιχτά. Μου φιλούσε το πρόσωπο, το λαιμό, τους γυμνούς μου ώμους. Με το γάμο μας τόσο κοντά, είχε αφήσει ελεύθερα τα χαλινάρια του πάθους του. Το ίδιο κι εγώ. Ένιωσα μια κάψα ανάμεσα στα πόδια μου και το δυνατό κορμί του γινόταν σιγά σιγά ένα με το δικό μου. Ο Ερρίκος μου άνοιξε το μπούστο και τα διψασμένα χείλη του βρήκαν σηκωμένες και σκληρές τις θηλές μου.
   "Να σε πάρω, Άννα μου; Να σε πάρω τώρα, αγάπη μου;" ψιθύρισε βραχνά.
   Το κορμί μου έλεγε ναι, μα τα κατάφερα να του πω όχι, αφού καταφέραμε να μείνουμε αγνοί ως τώρα. Με τα πολλά, συμφώνησε κι αυτός και μ' άφησε. Με πόδια τρεμάμενα και παλλόμενες καρδιές χωριστήκαμε γλυκά, πιστεύοντας πως μόλις έρθει ο Καρδινάλιος Καμπέτζο θα στρώσουμε το γαμήλιο κρεβάτι μας, όπου θα ενωθούμε και θα κάνουμε το γιο μας. Τώρα, η ανοιξιάτικη νυχτιά πέφτει απαλά έξω απ' τα παράθυρά μου, καθώς κάθομαι και γράφω στο φως ενός κεριού. Σύντομα όλα θα πάνε καλά.
   Ειλικρινά δική σου,
Άννα

   15 Ιουνίου 1528

   Ημερολόγιό μου,
   Ο Χριστός να μας βοηθήσει, γιατί έπεσε θανατικό. Η Αυλή, που ετοιμαζόταν να μετακινηθεί από το Γκρήνουιτς στο Γουόλθαμ, βυθίστηκε στη σιωπή σαν έφτασαν τα νέα απ' το Λονδίνο: οι άνθρωποι πεθαίνουν κατά χιλιάδες και ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονται μέσα σε λίγες ώρες. 
   Έψαξα για το βασιλιά και τον βρήκα στο διαμέρισμα του φαρμακοποιού. Μόλις έμαθε τα νέα, στρώθηκε στη δουλειά με τον γέρο-Τζων Κόουκ, ελπίζοντας να βρουν κάποιες θεραπείες. Ήταν σκυμμένοι πάνω από βάζα, δοχεία και καλάθια γεμάτα αρωματικά βότανα και φίλτρα με παράξενα χρώματα. Ο Ερρίκος έλιωνε στο γουδί κάτι λουλούδια που βρομούσαν και ο κύριος Κόουκ του ψιθύριζε συνταγές στο αυτί.
   "Ερρίκο", είπα κι εκείνος στράφηκε αμέσως. Ορκίζομαι πως είδα το πρόσωπό του να φωτίζεται, μόλις με είδε.
   "Έλα να δεις τι φτιάξαμε, Άννα", είπε.
   Πήγα πιο κοντά και μου έδειξε τι έλιωνε στο γουδί. Ήταν μια γκριζοπράσινη αλοιφή που μύριζε μούχλα.
   "Όταν απλώσεις αυτό το κατάπλασμα στο δέρμα, τραβάει έξω το δηλητήριο της αρρώστιας", μου εξήγησε.
   "Ερρίκο", προσπάθησα πάλι να τραβήξω την προσοχή του.
   "Άκουσέ με, αγάπη μου", με διέκοψε εκείνος. "Όσο κρατάει η επιδημία, πρέπει να τρως πολύ ελαφρά, να πίνεις ακόμα λιγότερο και να παίρνεις μια φορά τη βδομάδα καθάρσιο. Διώχνε τα δηλητήρια από τα διαμερίσματά σου με ξύδι και να 'χεις μαγκάλια αναμμένα να καίνε μέρα και νύχτα".
   "Ερρίκο", φώναξα, μην αντέχοντας άλλο. "Η καμαριέρα μου αρρώστησε". Εκείνος κοκάλωσε και χλόμιασε. "Αυτό σημαίνει", συνέχισα εγώ, "πως δε μπορώ να πάω με την Αυλή στο Γουόλθαμ. Πρέπει να σ' αποχωριστώ. Θα πάω στο Χήβερ και θα μείνω εκεί μέχρι να περάσει η επιδημία".
   "Να χωριστούμε τώρα... Δε μπορώ ούτε να το σκεφτώ".
   Χωρίς να του το ζητήσει κανείς, ο Τζων Κόουκ πήρε το λόγο:
   "Πρέπει όμως να φύγει, Μεγαλειότατε. Έτσι λέει ο νόμος. Όποιο μέλος..."
   "Τον ξέρω το νόμο!" φώναξε όλο αγωνία ο Ερρίκος. "Άφησέ μας μόνους, κύριε Κόουκ", πρόσθεσε πιο ευγενικά κι ο γέρος έφυγε σέρνοντας τα πόδια του. Ο Ερρίκος στεκόταν μπροστά μου, μα δεν τολμούσε να μ' αγκαλιάσει. Ποτέ δεν τον είχα ξαναδεί τόσο απελπισμένο. "Τι θα κάνω τώρα;" είπε. "Είσαι η αγάπη μου, σε θέλω στο πλευρό μου... Μα είμαι ο βασιλιάς. Πρέπει πρώτα να σώσω τη ζωή μου".
   "Θα φύγω. Δε γίνεται αλλιώς".
   "Πάρε, σε παρακαλώ, αυτά τα φάρμακα μαζί σου!"
   "Κάνε τα ένα πακέτο, γράψε και οδηγίες χρήσης και θα στείλω κάποιον να τα πάρει". Είχα πιάσει το πόμολο της πόρτας, όταν ένιωσα τα μπράτσα του γύρω μου να μ' αγκαλιάζουν τρέμοντας. Στράφηκα και βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο.
   "Ο Θεός να μας βοηθήσει, Ναν. Σε παρακαλώ, μην πεθάνεις".
   Με φίλησε, μα ο φόβος είχε γεμίσει πίκρα το γλυκό του στόμα.
   "Κι εσύ να μην πεθάνεις, αγάπη μου", του είπα.
   Με άφησε. Τα μάτια του ήταν βουρκωμένα.
   "Ο Θεός μαζί σου", του είπα κι έφυγα.
   Ειλικρινά δική σου, 
Άννα

Μάξουελ Ρόμπιν, Χίλιες μέρες βασίλισσα, (μετφ. Γιάννης Σπανδωνής), εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 1998

Υποσημειώσεις:
(1) Παλαιός τύπος πιάνου

Δεν υπάρχουν σχόλια: