Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

[ Η ΣΚΑΚΙΕΡΑ ΜΕ ΤΙΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ]

Γουίλτσερ
Σεπτέμβριος 1533
   Πέφτουν τα παιδιά του από τον ουρανό. Εκείνος κοιτά από τη ράχη του αλόγου, πίσω του απέραντη η αγγλική γη· πέφτουν, με τα αγγελικά φτερά τους να λαμποκοπούν· αίμα το βλέμμα τους. Στον διάφανο αέρα, μετεωρίζεται η Γκρέις Κρόμγουελ. Σιωπηλή θα έρθει για τη λεία της, σιωπηλή θα γλιστρήσει στη γροθιά του. Είναι όμως οι ήχοι, το θρόισμα των φτερών και ο τριγμός, η πνοή και το χτύπημα στα πούπουλα, ο ρύζος που μόλις ακούγεται από το λαιμό της, τούτα είναι σημάδια αναγνώρισης, οικεία, θυγατέρας, σχεδόν επιτιμητικά. Το στήθος της γραμμένο από αίμα, και η σάρκα κολλημένη στα πλευρά.
   Αργότερα ο Ερρίκος θα πει, "καλά πέταξαν τα κορίτσια σου σήμερα". Το γεράκι, η Ανν Κρόμγουελ, προσγειώθηκε αναπηδώντας στο γάντι του Ρέιφ Σάντλερ, που, ιππεύοντας, κουβέντιαζε με τον βασιλιά. Κουράστηκαν· ο ήλιος πέφτει, κι εκείνοι επιστρέφουν στο Γουλφ Χολ, με τα γκέμια χαλαρά γύρω από το λαιμό των αλόγων. Αύριο, η γυναίκα του και οι δύο αδελφές θα φύγουν μακριά. Γυναίκες νεκρές, από καιρό βουλιαγμένα τα οστά τους στη λάσπη του Λονδίνου, τώρα αποδημούν. Αβαρείς, θα τις παρασύρει ο αέρας ψηλά. Κανέναν δε λυπούνται. Σε κανέναν δεν απαντούν. Πόσο απλή η ζωή τους... Κοιτώντας από ψηλά, τι βλέπουν, μονάχα θηράματα, και τα δανεικά λοφία των κυνηγών: κοιτούν το σύμπαν που φτερουγίζει και υποχωρεί, το σύμπαν που προσφέρει το δείπνο τους.
   Κάπως έτσι πέρασε το φετινό καλοκαίρι, ταραχή, διαμελισμός, φτερά και πούπουλα στον αέρα· να αμολάς και να μαζεύεις τα κυνηγόσκυλα, να φροντίζεις τα κουρασμένα άλογα, να περιποιείσαι τους ευγενείς με τους μώλωπες, τα διαστρέμματα, τις φουσκάλες. Για μερικές μέρες, έστω και λιγοστές, ο ήλιος έλαμψε πάνω από τον Ερρίκο. Υπήρξαν και φορές που λίγο πριν από το μεσημέρι μαζεύτηκαν σύννεφα από τα δυτικά κι έπεσαν χοντρές ψιχάλες, μιας βροχής ευωδιαστής· αλλά ο ήλιος γρήγορα επανερχόταν με μια ζέστη αποπνικτική και έναν ουρανό τόσο καθαρό και διαυγή, που μπορούσες να δεις μέχρι πέρα, στα βάθη των Ουρανών, να κατασκοπεύσεις τι κάνουν οι άγιοι.
   Καθώς ξεπεζεύουν και παραδίδουν τα άλογα στους ιπποκόμους, περιμένοντας τον βασιλιά, το δικό του μυαλό τρέχει στα έγγραφα που τον περιμένουν: μηνύματα από το Γουάιτχολ, όσα φέρνουν τ' άλογα που διασχίζουν καλπάζοντας χαραγμένες πορείες κάθε φορά που η Αυλή μετακινείται. Στο γεύμα με τους Σίμουρ, θα παραμείνει συγκαταβατικός, ό,τι και να πουν οι οικοδεσπότες: με ό,τι αψήφιστα πει ο βασιλιάς, τόσο αναψοκοκκινισμένος, χαρούμενος και φιλικός που δείχνει απόψε. Όταν ο βασιλιάς αποσυρθεί για να κοιμηθεί, τότε θα αρχίσει και η νύχτα της δικής του δουλειάς.

   Παρόλο που δεν είναι πια μέρα, ο Ερρίκος φαίνεται να μην έχει διάθεση να μπει μέσα. Κοντοστέκεται, κοιτάζει ολόγυρα, εισπνέει τον ιδρώτα των αλόγων, με το μέτωπό του καμένο από τον ήλιο, μια ταινία κόκκινη από τον ένα κρόταφο στον άλλον. Είχε χάσει νωρίτερα, στην αρχή της μέρας, το καπέλο του, κι έτσι, όπως ορίζει το έθιμο, όλοι στην ομάδα του κυνηγιού έπρεπε να βγάλουν και τα δικά τους. Είχαν προσφερθεί να το αντικαταστήσουν, αλλά ο βασιλιάς αρνήθηκε όλες τις προσφορές. Όταν το σούρουπο θα έσβηνε στα δάση και τα λιβάδια, τότε θα έβγαιναν οι υπηρέτες να ψάξουν για το μαύρο λοφίο που αναδεύεται κάπου ανάμεσα στα βαθύχρωμα χορτάρια, για τη λάμψη από τα διακριτικά του κυνηγού, ένας χρυσός άγιος Ουβέρτος, με μάτια από ζαφείρι.
   Το νιώθεις, ήδη, το φθινόπωρο. Ξέρεις πως δεν θα υπάρξουν πολλές μέρες σαν κι αυτή· να μείνουμε λίγο εδώ λοιπόν, με τους ιπποκόμους του Γουλφ Χολ που μαζεύονται σαν σμήνος γύρω μας, το Γουίλτσερ και τις δυτικές κομητείες να εκτείνονται σε μιαν αχλύ, βαθυγάλανη· να σταθούμε, με το χέρι του βασιλιά στον ώμο του, το πρόσωπο του Ερρίκου θερμό και ειλικρινές στο δρόμο της επιστροφής, όταν, μιλώντας, διασχίζει το τοπίο της μέρας, τα πράσινα άλση και τα ορμητικά ρυάκια, τα σκλήθρα στις όχθες του νερού, την καταχνιά του πρωινού που μέχρι τις εννιά έχει διαλυθεί· τη σύντομη μπόρα, τον άνεμο που καταλάγιασε και έσβησε· τη γαλήνη, τη ζέστη του δειλινού.
   "Εσείς, κύριε, πώς και δεν καήκατε;" τον ρωτά ο Ρέιφ Σάντλερ. Κοκκινομάλης σαν τον βασιλιά, έχει γεμίσει στίγματα και κοκκινίλες, ακόμα και τα μάτια του είναι ερεθισμένα. Ο Τόμας Κρόμγουελ το αντιπαρέρχεται· περνά το χέρι του γύρω από τους ώμους του Ρέιφ και τον παρασύρει μέσα. Έχει διασχίσει ολόκληρη Ιταλία -πεδία μάχης, αλλά και την ανήλια αρένα των οικονομικών συναλλαγών- δίχως να χάσει το αγγλικό, χλωμό του χρώμα. Τα μαύρα παιδικά χρόνια, οι μέρες στο ποτάμι, οι μέρες στους αγρούς: τον άφησαν λευκό, όπως τον έπλασε ο Θεός. "Ο Κρόμγουελ έχει δέρμα κρίνου", αποφαίνεται ο βασιλιάς. "Και εκεί σταματά και κάθε ομοιότητά του με αυτό ή οποιοδήποτε άλλο λουλούδι". Πειράζοντάς τον, προχώρησαν με μεγάλα βήματα προς το τραπέζι.

   Ο βασιλιάς έφυγε από το Γουάιτχολ τη βδομάδα που πέθανε ο Τόμας Μορ, μια θλιβερή βροχερή βδομάδα του Ιουλίου, όταν οι οπλές της βασιλικής ακολουθίας, διασχίζοντας το Γουίντσορ, βούλιαζαν αφήνοντας πίσω τους βαθιά ίχνη στις λάσπες. Από τότε υπήρξε πρόοδος και συνδρομή από τις δυτικές επαρχίες· οι βοηθοί του Κρόμγουελ, αφού τελείωσαν τις δουλειές του βασιλιά στις παρυφές του Λονδίνου, συναντήθηκαν, στα μέσα Αυγούστου, με τη βασιλική ακολουθία. Ο βασιλιάς και οι συνοδοί του κοιμόντουσαν βαθιά, σε καινούρια, στο χρώμα του κεραμιδιού, σπίτια, σε άλλα παλιότερα, που οι οχυρώσεις τους είτε είχαν καταρρεύσει είτε τις είχαν γκρεμίσει, και σε κάστρα ονειρικά, που θύμιζαν παιχνίδια, κάστρα που δεν επιδέχονταν οχύρωση, και που τα τείχη τους εύκολα θα τα διαπερνούσε μια κανονιά, σαν να ήταν χάρτινα. Η Αγγλία απολάμβανε πενήντα χρόνια ειρήνης. Αυτό ήταν το συμβόλαιο των Τιδόρ· αυτή ήταν η προσφορά τους· -ειρήνη. Κάθε οίκος πάσχιζε να δείξει τον καλύτερο εαυτό του στον βασιλιά και τις τελευταίες βδομάδες βλέπαμε σοβαντίσματα ή λιθοδομές με τα σημάδια του πανικού ή της βιασύνης, καθώς οι κύριοί τους επείγονταν, πλάι στα δικά τους οικόσημα, να επιδείξουν και το ρόδο των Τιδόρ. Δεν αφήνουν τίποτα· κάθε σημάδι της Αικατερίνης, της προηγούμενης βασίλισσας, εξαφανίζεται, σφυριά θρυμματίζουν τα ρόδια της Αραγώνας, γίνονται κομμάτια, οι σπόροι τους πετάγονται εδώ κι εκεί. Στη θέση τους -αν δεν προλαβαίνουν να σκαλίσουν- ζωγραφίζουν άτεχνα πάνω στους θυρεούς το γεράκι της Άννας Μπολέιν.
   Και ο Χανς έχει συντονιστεί μαζί τους, φιλοτεχνώντας μια ζωγραφιά για τη βασίλισσα Άννα, που όμως δεν της αρέσει· αλλά υπάρχει άραγε και τίποτα που να της αρέσει αυτή την εποχή; Έχει ζωγραφίσει και τον Ρέιφ Σάντλερ, με το μικρό φροντισμένο γένι και το σφιγμένο στόμα, το μοδάτο καπέλο με το λοφίο να ισορροπεί αβέβαια στο κοντοκουρεμένο του κεφάλι. "Κάνατε τη μύτη μου πολύ επίπεδη, κύριε Χολμπάιν", λέει ο Ρέιφ και ο Χανς απαντά: "Γιατί, κύριε Σάντλερ,  έχω άραγε τη δυνατότητα να διορθώσω τη μύτη σας;"
   "Την έσπασε όταν ήταν μικρός", θα πει εκείνος, "έτρεχε στην αρένα. Εγώ ο ίδιος τον σήκωσα, κάτω από το πόδι ενός αλόγου και ήταν αξιολύπητος, σαν σακί, έκλαιγε ζητώντας τη μητέρα του". Σφίγγει τον ώμο του αγοριού. "Κουράγιο, Ρέιφ. Νομίζω πάντως ότι δείχνεις πολύ όμορφος. Θυμήσου τι έκανε σ' εμένα ο Χανς".
   Ο Τόμας Κρόμγουελ είναι τώρα γύρω στα πενήντα. Έχει κορμί εργάτη, στιβαρό και γεροδεμένο, με μια τάση πάχους. Τα μαύρα του μαλλιά έχουν αρχίσει να γκριζάρουν και, εξαιτίας της χλωμής, αναλλοίωτης επιδερμίδας του, που μοιάζει να έχει σχεδιαστεί για να αντέχει σε ήλιο και βροχή, ο κόσμος λέει κοροϊδευτικά ότι ο πατέρας του ήταν Ιρλανδός, μολονότι ζυθοποιός ήταν και σιδεράς στο Πάτνι, ακόνιζε και ψαλίδια, ένας άνθρωπος που έχωνε τη μύτη του παντού, εμπορευόταν παλιοσίδερα, ένας φωνακλάς, μέθυσος και ψευτόμαγκας, που συχνά τον τραβολογούσαν στον δικαστή επειδή κάποιον είτε θα τον είχε δείρει είτε θα τον είχε εξαπατήσει. Τώρα πώς, από έναν τέτοιο πατέρα, κατάφερε ο γιος να αποκτήσει τόσα αξιώματα, είναι κάτι που το συζητάει όλη η Ευρώπη. Κάποιοι λένε ότι τον έφεραν οι Μπολέιν, η οικογένεια της βασίλισσας. Άλλοι, ότι αυτό ήταν εξ ολοκλήρου έργο του προστάτη του, του πρώην καρδινάλιου Γούλσι· ο Κρόμγουελ ήταν έμπιστός του, ήξερε τα μυστικά του και τον βοήθησε να κερδίσει χρήματα. Άλλοι έλεγαν ότι σύχναζε σε μάγους. Έφυγε μικρός από τη χώρα -κι έγινε μισθοφόρος, έμπορος μαλλιού, τραπεζίτης. Κανείς δε γνώριζε ούτε πού είχε πάει, ούτε ποιους είχε συναντήσει κι από τον ίδιο δεν έπαιρνες πολλές κουβέντες. Στην υπηρεσία του βασιλιά, δεν χαλάλιζε τον εαυτό του, γνώριζε την αξία και τα προσόντα του, σιγουρευόταν για την αμοιβή του: αξιώματα, έκτακτες αμοιβές και τίτλοι, επαύλεις και κτήματα. Είχε τον τρόπο του, είχε τη μέθοδό του· σε γοήτευε ή σε δωροδοκούσε, σε καλόπιανε ή σε εκφόβιζε, σου εξηγούσε ποιο είναι το πραγματικό σου συμφέρον, και σου άνοιγε δρόμους που ο ίδιος ποτέ δε θα υποψιαζόσουν ότι υπήρχαν. Ο Πρώτος Γραμματέας συναλλάσσεται καθημερινά με ευγενείς που, αν μπορούσαν, θα τον αφάνιζαν με ένα εκδικητικό χτύπημα, σαν να ήταν μύγα. Το γνωρίζει κι έτσι διακρίνεται για την αβρότητα, την ηρεμία και την ακούραστη αφοσίωσή του στις υποθέσεις της Αγγλίας. Δε συνηθίζει να δίνει εξηγήσεις για τον εαυτό του. Δε συνηθίζει να μιλά για τις επιτυχίες του. Ωστόσο, κάθε φορά που η τύχη τού χτυπάει την πόρτα, είναι εκεί, φυτεμένος στο κατώφλι, έτοιμος να την ανοίξει διάπλατα καθώς ακούγεται ο διστακτικός της χτύπος.
   Στο σπίτι του στην πόλη, στο Όστιν Φράιαρς, το πορτρέτο του προβάλλει απειλητικά στον τοίχο· τυλιγμένος με μαλλί και γούνα, κρατά στο χέρι ένα έγγραφο τόσο σφιχτά, που λες ότι θέλει να το στραγγαλίσει. Ο Χανς είχε σπρώξει μπροστά του ένα γραφείο για να μένει ακίνητος, λέγοντας: "Τόμας, δεν πρέπει να γελάς". Και έτσι είχαν πορευτεί, ο Χανς να δουλεύει μουρμουρίζοντας κι εκείνος να κοιτάζει απειλητικά το κενό. Όταν είδε το πορτρέτο του τελειωμένο, είπε: "Χριστέ μου, μοιάζω με δολοφόνο". "Μα δεν το ήξερες", είπε ο Γκρέγκορι, ο γιος του. Έγιναν αντίγραφα για τους φίλους και για όσους από τους ευαγγελικούς τον θαύμαζαν στη Γερμανία. Το πρωτότυπο δε θα το αποχωριζόταν -"Όχι τώρα που το συνήθισα", είπε- κι έτσι, μπαίνοντας στο χολ, συναντούσε, υπό κατασκευή, διάφορες εκδοχές του εαυτού του: ένα διστακτικό περίγραμμα, σκιαγραφημένο εν μέρει με μελάνι. Αλλά κι από πού να ξεκινήσεις με τον Κρόμγουελ; Ορισμένοι άρχιζαν από τα μικρά, αυστηρά μάτια, άλλοι από το καπέλο. Άλλοι, για να αποφύγουν το ερώτημα, ζωγράφιζαν τη σφραγίδα και τα ψαλίδια του, ενώ άλλοι επέλεγαν το δαχτυλίδι με το τιρκουάζ, που του έδωσε ο καρδινάλιος. Απ' όπου όμως κι αν άρχιζαν, η τελική εντύπωση ήταν ίδια: αν είχες κάποια εκκρεμότητα ή αντιδικία μαζί του, δεν θα ευχόσουν να πέσεις πάνω του, στο σκοτάδι. Το έλεγε συχνά και ο πατέρας του, ο Γουόλτερ: "Τ' αγόρι μου ο Τόμας, αν κάνεις πως τον αγριοκοιτάς, είναι ικανός να σου βγάλει το μάτι. Αν του βάλεις τρικλοποδιά, και να σου κόψει το πόδι. Αν όμως δεν ξεπεράσεις τα όρια, είναι πολύ κύριος. Και θα σε κεράσει κι ένα ποτήρι".
   Τον βασιλιά ο Χανς τον είχε ζωγραφίσει πράο, μέσα στα μεταξωτά καλοκαιρινά του ενδύματα, καθιστό, λίγο μετά το γεύμα, γύρω του οι οικοδεσπότες, τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά στο κελάηδισμα των πουλιών αργά το δείλι, τα πρώτα κεριά μαζί με τα ζαχαρωμένα φρούτα να καταφθάνουν στο τραπέζι. Σε κάθε σταθμό του ταξιδιού του ο Ερρίκος καταλύει στο δημαρχείο, μαζί με τη βασίλισσα Άννα· η ακολουθία του πηγαίνει για ύπνο στους τοπικούς άρχοντες. Και συνήθως οι ευχαριστίες σε όσους φιλοξενούν τον βασιλιά στην περιφέρεια της πόλης, τουλάχιστον μια φορά κατά την επίσκεψή του, γίνονται με τρόπο που τους προκαλεί πίεση και αναστάτωση. Είχε μετρήσει τα καρότσια με τις προμήθειες που καταφθάνουν· είχε δει τις κουζίνες να γίνονται άνω κάτω και είχε κατέβει ο ίδιος κάτω από τα χαράματα, την ώρα που καθαρίζουν τους πλινθόκτιστους φούρνους για την πρώτη φουρνιά ψωμιού, περνούν στις σούβλες τα σφαχτάρια, βάζουν τα σκεύη στη φωτιά, μαδάνε κι ετοιμάζουν τα πουλερικά. Ο θείος του είχε κάνει μάγειρας σε αρχιεπίσκοπο κι έτσι, παιδί ακόμη, περιφερόταν στις κουζίνες του Μεγάρου Λάμπεθ· την δουλειά αυτή την ξέρει απέξω κι ανακατωτά και δε θα άφηνε τίποτα στην τύχη, γιατί προέχει η άνεση του βασιλιά.
   Είναι μέρες υπέροχες. Να λαμπυρίζει στο καθαρό φως και ο τελευταίος καρπός της μουριάς στο φράχτη. Με τον ήλιο πίσω τους, τα φύλλα των δέντρων να κρέμονται σαν αχλάδια χρυσά. Ταξιδεύοντας με τα άλογα δυτικά, στην καρδιά του καλοκαιριού, χανόμαστε μέσα σε δάση πυκνά κι έπειτα καλπάζουμε ψηλά σε λόφους άδεντρους, φτάνοντας σε υψίπεδα όπου, ακόμη κι αν είσαι δύο κομητείες μακριά, αισθάνεσαι την αύρα της θάλασσας. Είναι το μέρος της Αγγλίας όπου οι πρόγονοί μας, οι γίγαντες, άφησαν τα χωμάτινα οχυρώματά τους, τους τύμβους τους, κι έστησαν όρθιους ογκόλιθους. Και σήμερα ακόμη, στις φλέβες κάθε Εγγλέζου και κάθε Εγγλέζας κυλούν σταγόνες από το αίμα των γιγάντων. Στις αρχαίες εκείνες εποχές, με τη γη ανέγγιχτη από τα κοπάδια και το αλέτρι, κυνηγούσαν αγριόχοιρους και ελάφια. Διέσχιζες δάση για μέρες. Μερικές φορές αρχαία όπλα ξεθάβονται: τσεκούρια δίστομα, που αφάνιζαν μ' ένα χτύπημα άλογο κι αναβάτη. Αναλογίσου τα τεράστια μέλη των νεκρών να σαλεύουν κάτω στο χώμα. Ο πόλεμος ήταν η δεύτερη φύση τους και ο πόλεμος ενδέχεται πάντα να επανέλθει. Καθώς διασχίζεις καλπάζοντας αυτά τα λιβάδια, δεν αναλογίζεσαι μονάχα το παρελθόν. Σκέφτεσαι κι αυτό που υποβόσκει στο χώμα, που ζει· τις μέρες που θα έρθουν, τις μάχες που δε δόθηκαν, αδικίες και σκοτωμούς, που τα συντηρεί, σαν να ήταν σπορά, το χώμα της Αγγλίας. Βλέποντας τον Ερρίκο να γελά, βλέποντάς τον να προσεύχεται, βλέποντάς τον να οδηγεί τους άνδρες του μέσα από τα μονοπάτια του δάσους, μπορεί και να σκεφτείς πως κάθεται γερά στο θρόνο, όπως και στ' άλογό του. Τα φαινόμενα όμως ίσως να απατούν. Τις νύχτες μένει ξάγρυπνος· κοιτάζει από το κρεβάτι του τα λαξευτά δοκάρια της οροφής· μετράει τον καιρό. "Κρόμγουελ", λέει, "Κρόμγουελ, τι θα κάνω;" Κρόμγουελ, σώσε με από τον Αυτοκράτορα. Κρόμγουελ, σώσε με από τον Πάπα. 'Επειτα καλεί τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι, τον Τόμας Κράνμερ, και ρωτά: "Άραγε, είναι η ψυχή μου καταδικασμένη;"
   Στο Λονδίνο, ο πρεσβευτής του Αυτοκράτορα, ο Εστάς Σαπουί, περιμένει κάθε μέρα να μάθει ότι ο λαός της Αγγλίας έχει εξεγερθεί εναντίον του βάναυσου και ασεβούς βασιλιά. Αυτά τα νέα θέλει ολόψυχα να ακούσει και θα κατέβαλλε χρήμα πολύ και κόπο για να τα κάνει να βγουν αληθινά. Ο κύριός του, ο Αυτοκράτορας Κάρολος, είναι κυρίαρχος στις Κάτω Χώρες, στην Ισπανία και στα εδάφη της πέρα από τη θάλασσα· ο Κάρολος είναι πλούσιος και, κατά διαστήματα, οργίζεται με τον Ερρίκο Τιδόρ που τόλμησε να παραμερίσει τη θεία του, την Αικατερίνη, για να παντρευτεί μια γυναίκα που ο κόσμος στους δρόμους την αποκαλεί γουρλομάτα πόρνη. Με επείγοντα τηλεγραφήματα, ο Σαπουί προτρέπει τον κύριό του να εισβάλει στην Αγγλία, να συμμαχήσει με τους επαναστάτες του βασιλείου, τους δυσαρεστημένους και δόλιους διεκδικητές του θρόνου, και να κατακτήσει αυτό το ανίερο νησί όπου ο βασιλιάς, με ένα νομοσχέδιο στο Κοινοβούλιο, διευθέτησε το διαζύγιό του και ανακήρυξε τον εαυτό του Θεό. Τούτο ο Πάπας το φέρει βαρέως, καθώς και έγινε περίγελως στην Αγγλία, όπου τον αποκαλούν απλώς «Επίσκοπο της Ρώμης», αλλά και μειώθηκαν τα έσοδά του, που διοχετεύονται πλέον στα χρηματοκιβώτια του Ερρίκου. Μια βούλλα αφορισμού, που έχει διατυπωθεί αλλά ακόμη δεν έχει κοινοποιηθεί, κρέμεται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τον Ερρίκο, απομονώνοντάς τον από τους υπόλοιπους χριστιανούς βασιλιάδες της Ευρώπης: αυτοί καλούνται και, για να ακριβολογούμε, ενθαρρύνονται να διασχίσουν τα Στενά της Μάγχης ή τα σύνορα με τη Σκωτία και να πάρουν ό,τι τους αρέσει. Μπορεί ο Αυτοκράτορας να έρθει. Μπορεί να έρθει ο βασιλιάς της Γαλλίας. Μπορεί να έρθουν και μαζί. Εμείς, ωραία λέμε ότι είμαστε έτοιμοι και τους περιμένουμε, η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Σε περίπτωση ένοπλης εισβολής ίσως χρειαστεί να ξεθάψουμε τα οστά των γιγάντων και να τους τα φέρουμε στο κεφάλι, μια και μας λείπουν πυρομαχικά, μας λείπει πυρίτιδα, μας λείπουν σπαθιά. Και γι' αυτό δε φταίει ο Τόμας Κρόμγουελ· όπως λέει με ένα μικρό μορφασμό ο Σαπουί, το βασίλειο του Ερρίκου θα ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση αν ο Κρόμγουελ είχε αναλάβει καθήκοντα πριν από πέντε χρόνια.
   Αν πρόκειται να υπερασπιστείς την Αγγλία -και εκείνος θα το έκανε· θα έτρεχε δηλαδή στο πεδίο της μάχης με το σπαθί στο χέρι- πρέπει να γνωρίζεις τι είναι η Αγγλία. Μέσα στην κάψα του Αυγούστου, είχε σταθεί ασκεπής δίπλα στους λαξευτούς τάφους των προγόνων: άνδρες αρματωμένοι απ' την κορφή ώς τα νύχια, με πανοπλία και αλυσίδες, τα γαντοφορεμένα χέρια τους αρμοσμένα και αλύγιστα, στερεωμένα στους μανδύες, τα καλυμμένα πόδια να αναπαύονται σε πέτρινα λιοντάρια, γρύπες και κυνηγόσκυλα· άντρες από πέτρα, άντρες από ατσάλι, με τις τρυφερές γυναίκες τους ενταφιασμένες στο πλάι, σαν σαλιγκάρια μέσα στο κέλυφός τους. Θαρρούμε ότι ο θάνατος δεν μπορεί να αγγίξει τους νεκρούς, αγγίζει όμως τα μνημεία τους, τ' αφήνει με παραμορφωμένες μύτες και κουτσουρεμένα δάχτυλα, από ατυχήματα ή από τη φθορά του χρόνου. Το μικροσκοπικό δάχτυλο από ένα διαμελισμένο πόδι (σαν από γονατιστό χερουβείμ) ξεπροβάλλει από την πτυχή ενός υφάσματος· η άκρη ενός κατεστραμμένου αντίχειρα ακουμπά σε ένα σκαλιστό μαξιλάρι. "Του χρόνου πρέπει να αποκαταστήσουμε τα μνημεία των προγόνων μας", λένε οι ευγενείς των δυτικών κομητειών: αλλά στις ασπίδες και τους μαχητές, στα κατορθώματα και στα επιτεύγματα των προγόνων, η μπογιά δεν έχει προλάβει να στεγνώσει και, όταν εξιστορούν τα κατορθώματά τους, ποιοι ήταν και τι κρατούσαν, τους εξωραΐζουν: τα όπλα που κρατούσε ο πρόγονός μου στο Αζενκούρ,  το κύπελλο που του έδωσε με τα ίδια του τα χέρια ο Ιωάννης της Γάνδης. Αν τώρα, στους τελευταίους πολέμους, στο Γιορκ και το Λάνκαστερ, οι πατεράδες και οι παππούδες τους βρέθηκαν στη λάθος πλευρά, αυτό το αποσιωπούν. Μια γενιά μετά, τα παραστρατήματα πρέπει να συγχωρούνται και η φήμη να αποκαθίσταται· ειδάλλως η Αγγλία δε θα μπορούσε να πάει μπροστά, αλλά σαν σπείρα θα γύριζε και θα βυθιζόταν στο βρόμικο παρελθόν της.
   Εκείνος, βέβαια, δεν είχε προγόνους: όχι το είδος για το οποίο καυχιέσαι. Υπήρχε κάποτε μια οικογένεια ευγενών, ονόματι Κρόμγουελ, κι όταν ανέλαβε στην υπηρεσία του βασιλιά, οι καλοθελητές τον είχαν πιέσει, για τα προσχήματα, να υιοθετήσει το οικόσημό τους. "Μα, δεν είμαι δικός τους", είχε πει ευγενικά, "και δε χρειάζομαι τα επιτεύγματά τους". Είχε φύγει μακριά για να γλιτώσει από τις γροθιές του πατέρα του, όταν δεν ήταν πάνω από δεκαπέντε· διέσχισε το Κανάλι και κατετάγη στο στρατό του Γάλλου βασιλιά. Μαχόταν από τότε που έμαθε να περπατά· αν πρόκειται να πολεμήσεις, γιατί να μην πληρώνεσαι γι' αυτό; Ωστόσο, υπήρχαν και επαγγέλματα περισσότερο προσοδοφόρα από τον στρατό και τα βρήκε. Κι έτσι αποφάσισε να μη βιαστεί να επιστρέψει στο σπίτι.
   Κι όταν, τώρα, οι τιτλούχοι οικοδεσπότες αναζητούν μια γνώμη για το πού να στήσουν μια κρήνη ή ένα σύμπλεγμα με τις Τρεις Χάριτες να χορεύουν, ο βασιλιάς τούς λέει, να, ο Κρόμγουελ είναι ο άνθρωπός σας· ο Κρόμγουελ, που έχει δει πώς τα φτιάχνουν αυτά στην Ιταλία, κι ό,τι ταίριαζε σε εκείνους θα είναι ταιριαστό και στο Γουίλτσερ. Κάποιες φορές ο βασιλιάς αναχωρεί μονάχα με την έφιππη φρουρά του και η βασίλισσα με τις κυρίες επί των τιμών και τους μουσικούς μένει στο παλάτι, όσο ο Ερρίκος με τους λίγους εκλεκτούς κυνηγούν στη χώρα. Έτσι ήρθαν και στο Γουλφ Χολ, όπου ο σερ Τζον Σίμουρ, περιστοιχισμένος από την ευημερούσα οικογένειά του, περιμένει να τους υποδεχτεί.

   "Δεν ξέρω, Κρόμγουελ", λέει ο γερο-σερ Τζον, σφίγγοντάς του εγκάρδια το χέρι. "Κι όλα αυτά τα γεράκια, που έχουν πάρει το όνομά τους από γυναίκες πλέον νεκρές... δεν είναι κάπως αποκαρδιωτικό;"
   "Εγώ δε χάνω ποτέ το θάρρος μου, σερ Τζον. Ο κόσμος παραείναι καλός για μένα".
   "Θα έπρεπε πάντως να ξαναπαντρευτείς και να αποκτήσεις καινούρια οικογένεια. Ίσως να βρεις νύφη όσο θα είσαι μαζί μας. Στο δάσος του Σέιβερνεϊκ υπάρχουν πολλές φρέσκιες κοπέλες".
   "Έχω ακόμη τον Γκρέγκορι", λέει, ρίχνοντας μια ματιά πίσω, πάνω από τον ώμο του, για τον γιο του· για κάποιο λόγο, πάντα ανησυχεί για τον Γκρέγκορι. "Α", λέει ο Σίμουρ, "καλά είναι τ' αγόρια, αλλά ένας άνδρας χρειάζεται και κόρες, οι κόρες είναι παρηγοριά. Κοίταξε την Τζέιν. Τόσο καλό κορίτσι..."
   Ακολουθώντας την προτροπή του πατέρα της, κοιτάζει προς τη μεριά της Τζέιν Σίμουρ. Την ξέρει άλλωστε από την Αυλή, ήταν κυρία επί των τιμών της Αικατερίνης, τότε που ήταν βασίλισσα, αλλά και τώρα της Άννας· μια νέα γυναίκα, απλή, συνήθως σιωπηλή,  με μια γλυκιά χλωμάδα, που έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να κοιτά τους άνδρες, σαν να αποτελούν μια δυσάρεστη έκπληξη. Φορά μαργαριτάρια και λευκό μπροκάρ κεντημένο με μικρά -άκαμπτα- πέταλα γαριφάλων. Πολυτέλεια που δεν κρύβεται· αφήνοντας στην άκρη τα μαργαριτάρια, δεν θα μπορούσες να την ντύσεις τόσο κομψά με λιγότερο από τριάντα λίρες. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που κινείται τόσο προσεκτικά,  σχεδόν διστακτικά, σαν παιδί που το έχουν ορμηνέψει να μη χύσει τίποτα πάνω του.
   Λέει ο βασιλιάς: "Τζέιν, μήπως τώρα που είσαι σπίτι σου, ανάμεσα στους δικούς σου, γίνεις λιγότερο ντροπαλή;" Κρατά το μικροκαμωμένο χέρι μέσα στην τεράστια παλάμη του. "Στην Αυλή δεν της παίρνουμε ούτε λέξη, ποτέ".
   Ανασηκώνοντας το βλέμμα για να τον κοιτάξει, η Τζέιν γίνεται κατακόκκινη, από τον αυχένα μέχρι τις ρίζες των μαλλιών. "Έχετε ξαναδεί κάποιον να κοκκινίζει έτσι;" ρωτά ο Ερρίκος. "Ποτέ, μονάχα δωδεκάχρονα κορίτσια".
   "Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως είμαι δώδεκα", λέει η Τζέιν.
   Στο δείπνο, ο βασιλιάς κάθεται δίπλα στην οικοδέσποινα, τη λαίδη Μάρτζερι. Καλλονή στα νιάτα της, και με την προσοχή που της δίνει τώρα ο βασιλιάς, θα έλεγες πως είναι ακόμη· έκανε δέκα παιδιά, επέζησαν τα έξι και τα τρία από αυτά βρίσκονται μέσα στην αίθουσα. Ο Έντουαρντ Σίμουρ, ο κληρονόμος, έχει μακρύ κεφάλι και έκφραση σοβαρή, ένα προφίλ καθαρό κι έντονο: όμορφος άνδρας. Με παιδεία καλή, άνθρωπος καλλιεργημένος, χειρίστηκε σοφά όποιο αξίωμα ανέλαβε· είχε πάει στον πόλεμο, κι όσο περίμενε να ξαναριχτεί στη μάχη, ασκούνταν στο κυνήγι και στις κονταρομαχίες. Τον ξεχώριζε και ο καρδινάλιος, στην εποχή του, ότι ήταν πάνω από τον μέσο όρο των Σίμουρ· αλλά και ο ίδιος, ο Τόμας Κρόμγουελ, απ' όσο τον είχε βολιδοσκοπήσει, διαπίστωσε ότι, από κάθε άποψη, είναι άνθρωπος του βασιλιά. Ο Τομ Σίμουρ, ο νεαρότερος αδελφός του Έντουαρντ, θορυβώδης και καυχησιάρης καθώς είναι, απασχολεί περισσότερο τις γυναίκες· όπου εμφανίζεται, οι νεαρές γελούν νευρικά και οι μεγαλύτερες σκύβουν το κεφάλι για να τον κοιτάξουν εξεταστικά πίσω από τα χαμηλωμένα βλέφαρα.
   Ο γερο-σερ Τζον είναι άνθρωπος διαβόητος για τα οικογενειακά του αισθήματα. Πριν από δύο, τρία, χρόνια, μονοπωλούσε το κουτσομπολιό στην Αυλή για το πώς βάτευε τη γυναίκα του γιου του κι όχι μία φορά, μέσα στην παραφορά του πάθους, αλλά κατ' επανάληψη στη διάρκεια του γάμου. Η βασίλισσα και οι έμπιστές της είχαν διαδώσει την ιστορία σε όλη την Αυλή. "Υπολογίσαμε ότι πρέπει να ήταν περί τις εκατόν είκοσι φορές", είχε πει γελώντας κοροϊδευτικά η Άννα. "Εντάξει, όχι εμείς, ο Τόμας Κρόμγουελ το υπολόγισε, που είναι καλός στην αριθμητική. Αν είχαν την ευαισθησία να απέχουν τις Κυριακές, θα εκτονώνονταν τη Σαρακοστή". Η προδότρια σύζυγος είχε γεννήσει δυο αγόρια, αλλά όταν τα καμώματά της αποκαλύφθηκαν, ο Έντουαρντ αρνήθηκε να τα αναγνωρίσει ως κληρονόμους του, καθώς δεν μπορούσε να ξέρει αν ήταν παιδιά του ή αδέλφια του. Η μοιχός κλείστηκε σε μοναστήρι και γρήγορα του έκανε τη χάρη να πεθάνει· τώρα εκείνος έχει καινούρια γυναίκα, που τηρεί την αποτρεπτική συνήθεια να έχει κρυμμένη στην τσέπη της μια χοντρή βελόνα, στην περίπτωση που ο πεθερός της πλησιάσει επικίνδυνα.
   Περασμένα και συγχωρεμένα. Η σάρκα είναι αδύναμη. Και η τωρινή βασιλική επίσκεψη επισφραγίζει τη συγγνώμη στον παλιό φίλο. Ο Τζον Σίμουρ διαθέτει άλλωστε έξι χιλιάδες διακόσια στρέμματα, συμπεριλαμβανομένου ενός πάρκου με ελάφια, τα υπόλοιπα με πρόβατα, έτσι που κάθε κτήμα τεσσάρων στρεμμάτων βγάζει περί τα δύο σελίνια το χρόνο, αποφέροντας ένα καθαρό είκοσι πέντε τοις εκατό παραπάνω απ' ό,τι θα απέφερε η ίδια έκταση αν οργωνόταν. Τα πρόβατα είναι μαυροπρόσωπα και έχουν διασταυρωθεί με βουνίσια ζωντανά της Ουαλίας, μεγαλόσωμα ζώα, που δίνουν όμως καλό μαλλί. Όταν, φτάνοντας, ο βασιλιάς (που είναι σε βουκολική διάθεση) ρωτάει: "Κρόμγουελ, πόσο θα ζύγιζε τούτο το θηρίο;" εκείνος απαντά, χωρίς να το σηκώσει: "Δεκατέσσερα με δεκαπέντε κιλά, κύριε". Και ο Φράνσις Γουέστον, ένας από τους νεαρούς συνοδούς του βασιλιά, θα πει σκωπτικά: "Ο κύριος Κρόμγουελ ήταν κάποτε κλαδευτής. Δεν θα πέφτει έξω".
   "Χωρίς το εμπόριο μαλλιού", λέει ο βασιλιάς, "η χώρα θα ήταν φτωχή. Τον κύριο Κρόμγουελ δεν τον υποτιμά το ότι γνωρίζει τη δουλειά".
   Αλλά ο Φράνσις Γουέστον συνεχίζει να γελά ειρωνικά κάτω από τα μουστάκια του.
   Αύριο η Τζέιν Σίμουρ θα πάει στο κυνήγι με τον βασιλιά. "Νόμιζα ότι ήταν μονάχα για κυρίους", ακούει τον Γουέστον να ψιθυρίζει. "Η βασίλισσα θα θύμωνε αν το μάθαινε". Φρόντισε λοιπόν να μην το μάθει, λέει εκείνος μέσα από τα δόντια του, σαν καλό παιδί που είσαι.
   "Στο Γουλφ Χολ είμαστε όλοι σπουδαίοι κυνηγοί", καυχιέται ο σερ Τζον, "και οι κόρες μου ακόμα. Αν έχετε την εντύπωση ότι η Τζέιν είναι άτολμη, σας διαβεβαιώνω, κύριοι, ότι μόλις ανέβει στη σέλα είναι ίδια η θεά Άρτεμη. Ξέρετε, δεν ταλαιπώρησα τα κορίτσια μου στέλνοντάς τα σχολείο. Ο σερ Τζέιμς τούς έμαθε εδώ όλα όσα χρειάζονταν".
   Από την άκρη του τραπεζιού ο κληρικός συγκατανεύει όλο χαμόγελα: άσπρα μαλλιά, βλέμμα θολό. Ο Κρόμγουελ στρέφεται προς την πλευρά του: "Εσείς τους μάθατε και να χορεύουν, σερ Τζέιμς; Τα συγχαρητήριά μου. Έχω δει την αδελφή της Τζέιν, την Ελίζαμπεθ, να χορεύει στην Αυλή, με τον βασιλιά".
   "Α, είχαν ειδικό δάσκαλο γι' αυτό", γελά συγκρατημένα ο γερο-Σίμουρ. "Δάσκαλο χορού και δάσκαλο μουσικής. Τους έφταναν. Δεν είχαν ανάγκη και τις ξένες γλώσσες. Δεν πηγαίνουν πουθενά".
   "Εγώ σκέφτομαι διαφορετικά, κύριε", θα πει. "Δίδαξα στις κόρες μου όσα και στο γιο μου".
   Κάποιες φορές του αρέσει να μιλά για εκείνες, την Ανν και την Γκρέις: αν και φευγάτες, επτά χρόνια πια. Ο Τομ Σίμουρ γελά. "Τις έβαζες, δηλαδή, να κονταρομαχούν με τον Γκρέγκορι και τον νεαρό κύριο Σάντλερ;"
   Χαμογελά. "Όχι, εκεί όχι, εκτός από εκεί".
   Λέει ο Έντουαρντ Σίμουρ: "Δεν είναι ασυνήθιστο για τις θυγατέρες σε ένα νοικοκυριό της πόλης να μαθαίνουν γράμματα και κάτι παραπάνω. Ενδέχεται και να χρειαστούν σ' ένα λογιστικό γραφείο. Το έχω ακούσει. Μπορεί να βοηθήσει να βρουν κι έναν καλό σύζυγο· μια οικογένεια εμπόρων θα ήταν ευχαριστημένη με την εκπαίδευσή τους".
   "Φαντάζεστε τις κόρες του κυρίου Κρόμγουελ;" λέει ο Γουέστον. "Εγώ δεν το τολμώ. Πολύ αμφιβάλλω αν θα περιορίζονταν σ' ένα γραφείο. Θα έδιναν ένα χέρι βοηθείας, ναι, αλλά μάλλον ένα χέρι με μαχαίρι, νομίζω. Δεν θα χρειαζόταν να ρίξουν πάνω από μια ματιά σ' έναν άντρα, για να κάνουν τα πόδια του να τρέμουν. Και όχι, βέβαια, από κεραυνοβόλο έρωτα".
   Ο Γκρέγκορι αναστατώνεται. Συνήθως ονειροπολεί και δίνει την εντύπωση ότι σπανίως παρακολουθεί τη συζήτηση, τώρα όμως ο τόνος του τρέμει από το πλήγμα. "Προσβάλατε τις αδελφές μου και τη μνήμη τους, κύριε, δίχως μάλιστα να τις έχετε γνωρίσει ποτέ. Η αδελφή μου η Γκρέις..."
   Βλέπει την Τζέιν Σίμουρ να απλώνει το μικρό της χέρι και να αγγίζει τον καρπό του Γκρέγκορι: προκειμένου να τον σώσει, θα διακινδυνεύσει να τραβήξει την προσοχή της ομήγυρης. "Τελευταία", θα πει, "έμαθα λίγα γαλλικά".
   "Αλήθεια, Τζέιν;" Ο Τομ Σίμουρ χαμογελά.
   Η Τζέιν συγκατανεύει, κουνώντας το κεφάλι της. "Με μαθαίνει η Μαίρη Σέλτον".
   "Η Μαίρη Σέλτον είναι μια ευγενική, νεαρή κυρία", λέει ο βασιλιάς· με την άκρη του ματιού του βλέπει τον Γουέστον να σκουντάει με τρόπο τον διπλανό του· λένε ότι η Σέλτον ήταν ευγενική με τον βασιλιά στο κρεβάτι.
   "Βλέπετε λοιπόν", λέει η Τζέιν στους αδελφούς της, "κι εμείς οι γυναίκες, δεν περνάμε όλη την ώρα μας μονάχα με χαζά κουτσομπολιά και σκάνδαλα. Αν και, η αλήθεια να λέγεται, με τόσα που έχουμε να πούμε θα μπορούσαν να ασχολούνται οι γυναίκες μιας ολόκληρης πόλης".
   "Τόσο πολλά είναι;" λέει εκείνος.
   "Λέμε ποιος είναι ερωτευμένος με τη βασίλισσα. Ποιος της γράφει στίχους". Χαμηλώνει το βλέμμα. "Ποιος είναι με ποια ερωτευμένος, θέλω να πω, για όλες. Εκείνος ή ο άλλος ευγενικός κύριος. Γνωρίζουμε όλους τους επίδοξους μνηστήρες μας, κάνουμε απογραφή των στοιχείων τους· αν ήξεραν, θα κοκκίνιζαν. Συζητάμε πόσες εκτάσεις έχουν και ποιο είναι το ετήσιο εισόδημά τους, κι έπειτα αποφασίζουμε αν θα τους επιτρέψουμε να μας γράψουν ένα σονέτο. Αν θεωρούμε ότι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις προδιαγραφές μας, τότε περιφρονούμε τους στίχους τους. Είναι σκληρό, να ξέρετε".
   Εκείνος λέει, λιγάκι αμήχανα, ότι δεν είναι κακό να γράφει κανείς στίχους σε μια κυρία, ακόμα κι αν είναι παντρεμένη· είναι κάτι που στην Αυλή συνηθίζεται. Ο Γουέστον λέει: "Σε ευχαριστούμε για τα ευγενικά σου λόγια, κύριε Κρόμγουελ, νομίζαμε ότι θα επιχειρούσες να μας σταματήσεις".
   Ο Τομ Σίμουρ σκύβει μπροστά γελώντας. "Και ποιοι είναι οι δικοί σου μνηστήρες, Τζέιν;"
   "Αν θες να μάθεις, πρέπει πρώτα να βάλεις φόρεμα, να πάρεις το κέντημά σου και να έρθεις στη συντροφιά μας".
   "Όπως ο Αχιλλέας, που ανακατεύτηκε με τις γυναίκες", λέει ο βασιλιάς. "Θα πρέπει να ξυρίσεις το όμορφο γένι σου, Σίμουρ, για να πας και να μάθεις τα μικρά, ακόλαστα, μυστικά τους". Γελάει, αλλά όχι με την καρδιά του. "Εκτός κι αν βρούμε κάποιον πιο ραφινάτο γι' αυτή την αποστολή. Γκρέγκορι, εσύ που είσαι όμορφος, αν και φοβάμαι μήπως τα μεγάλα χέρια σου σε προδώσουν".
   "Εγγονός σιδερά", λέει ο Γουέστον.
   "Εκείνο τον μικρό, τον Μαρκ", λέει ο βασιλιάς. "Τον μουσικό, τον ξέρετε; Έχει μια απαλή, σχεδόν κοριτσίστικη έκφραση".
   "Α", λέει η Τζέιν, "ο Μαρκ είναι μαζί μας. Χαζολογάει όλη την ώρα. Δεν τον υπολογίζουμε για άντρα. Αν θέλετε να μάθετε τα μυστικά, τον Μαρκ πρέπει να ρωτήσετε".
   Η κουβέντα γρήγορα πάει αλλού· σκέφτεται ότι δεν είχε ξαναδεί την Τζέιν να μιλά για τον εαυτό της· σκέφτεται ότι ο Γουέστον τον προκαλεί, γιατί ξέρει ότι, παρουσία του Ερρίκου, δε θα του ζητήσει λογαριασμό· και μπορεί να φανταστεί τι θα περιλαμβάνει αυτός ο λογαριασμός όταν σταλεί.

   Αρκετή ώρα μετά το γεύμα, η λαίδη Μάρτζερι ακουμπά το δάχτυλο στα χείλη της και νεύει προς το μέρος του βασιλιά. Καθισμένος στην κορυφή του τραπεζιού, έχει αρχίσει να γέρνει δεξιά· τα βλέφαρά του βαριά και η αναπνοή του αβίαστη και βαθιά.
   Η συντροφιά ανταλλάσσει χαμόγελα. "Μέθυσε από τον φρέσκο αέρα", ψιθυρίζει ο Τομ Σίμουρ.
   Το μεθύσι από πιοτό έχει διαφορά· και ο βασιλιάς αυτόν τον καιρό ζητάει, πιο συχνά και από τις μέρες της εύρωστης και αθλητικής του νιότης, μια κανάτα κρασί. Ο Κρόμγουελ παρατηρεί το σώμα του Ερρίκου, που γέρνει πάνω στην καρέκλα. Στην αρχή μπροστά, λες και θα ακουμπήσει το μέτωπό του στο τραπέζι. Έπειτα ξαφνιάζεται και τινάζεται προς τα πίσω. Μια κλωστή σάλιο γλιστρά στα γένια του.
   Είναι η ώρα του Χάρι Νόρις, του πρώτου μεταξύ των μυστικοσυμβούλων του βασιλιά· ο Χάρι, με το αθόρυβο βήμα και το μαλακό, ανιδιοτελές χέρι, θα έβγαζε, ψιθυρίζοντας, τον ηγεμόνα του από την υπνηλία. Αλλά ο Νόρις έχει φύγει και διασχίζει τη χώρα για να μεταφέρει το ερωτικό γράμμα του βασιλιά στην Άννα. Τι θα γίνει λοιπόν; Ο Ερρίκος δε μοιάζει με κουρασμένο παιδί, όπως ίσως έδειχνε πριν από πέντε χρόνια. Μοιάζει με κάθε μεσήλικο άνδρα που έπεσε σε νάρκη ύστερα από ένα βαρύ γεύμα· φουσκωμένος, σχεδόν έτοιμος να σκάσει, με μια φλέβα να χτυπά πότε εδώ και πότε εκεί, ενώ ακόμη και στο φως των κεριών διακρίνεις ότι τα μαλλιά του, που αραιώνουν, έχουν αρχίσει να γκριζάρουν.
   Ο Κρόμγουελ κάνει νόημα στο νεαρό Γουέστον. "Φράνσις, είναι η στιγμή για το ευγενικό σου άγγιγμα".
   Ο Γουέστον προσποιείται ότι δεν τον ακούει. Τα μάτια του είναι πάνω στον βασιλιά, αλλά στο πρόσωπό του η έκφραση δείχνει, απροκάλυπτα, απέχθεια. Ο Τομ Σίμουρ ψιθυρίζει: "Νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε κάποιο θόρυβο. Για να ξυπνήσει από μόνος του".
   "Και τι είδους θόρυβο;" λέει μέσα από τα δόντια του ο αδελφός του ο Έντουαρντ. 
   Ο Τομ προσποιείται ότι κρατάει την κοιλιά του.
   Ο Έντουαρντ τον κεραυνοβολεί. "Γέλα αν τολμάς. Θα θεωρήσει ότι γελάς επειδή του τρέχουν τα σάλια".
   Ο βασιλιάς αρχίζει να ροχαλίζει. Κλυδωνίζεται αριστερά. Και γέρνει επικίνδυνα πάνω από το μπράτσο της καρέκλας του.
   Λέει ο Γουέστον: "Εσύ θα το κάνεις, Κρόμγουελ. Κανείς δεν τα καταφέρνει τόσο καλά μαζί του όσο εσύ".
   Εκείνος κουνάει το κεφάλι του χαμογελώντας.
   "Ο Θεός να έχει καλά τη Μεγαλειότητά του", λέει με σεβασμό ο σερ Τζον. "Δεν είναι πια στην πρώτη του νιότη".
   Η Τζέιν σηκώνεται. Ένα δυνατό θρόισμα αναδύεται από τα γαρίφαλα. Σκύβει πάνω από την καρέκλα του βασιλιά και χτυπά την ανάστροφη της παλάμης του· ανεπαίσθητα, όπως θα δοκίμαζε ένα τυρί. Ο Ερρίκος αναπηδά, ανοίγοντας απότομα τα μάτια. "Δεν κοιμόμουν", λέει. "Ειλικρινά, απλώς είχα κλείσει λίγο τα μάτια μου, να τα ξεκουράσω".
   Όταν ο βασιλιάς έχει αποσυρθεί, ο Έντουαρντ Σίμουρ λέει: "Πρώτε Γραμματέα, ώρα για την εκδίκησή μου".
   Εκείνος, με το ποτήρι στο χέρι, κάνει ένα βήμα πίσω: "Μα, τι έχω κάνει;"
   "Μια παρτίδα σκάκι. Στο Καλαί. Ξέρω ότι θυμάσαι".
   Τέλος φθινοπώρου, 1532: τη νύχτα που ο βασιλιάς κοιμήθηκε, για πρώτη φορά, με τη σημερινή βασίλισσα. Προτού πλαγιάσει μαζί της, η Άννα τον έβαλε να ορκιστεί στη Βίβλο ότι θα την παντρευόταν μόλις πατούσαν και πάλι σε αγγλικό έδαφος· αλλά οι καταιγίδες τούς απέκλεισαν στο λιμάνι και ο βασιλιάς το εκμεταλλεύτηκε τότε, όσο μπορούσε, προσπαθώντας να της κάνει έναν γιο.
   "Ήταν ρουά ματ, κύριε Κρόμγουελ", λέει ο Έντουαρντ. "Επειδή, όμως, μου απέσπασες την προσοχή".
   "Και πώς το έκανα;"
   "Με ρωτούσες για τη Τζέιν, την αδελφή μου. Για την ηλικία της κι άλλα παρόμοια".
   "Και θεώρησες ότι ενδιαφερόμουν για εκείνη".
   "Ενδιαφέρεσαι;" κάνει, χαμογελώντας, ο Έντουαρντ τη δύσκολη ερώτηση. "Ακόμα δεν έχει λογοδοθεί, ξέρεις".
   "Ας στήσουμε πάλι τα πιόνια", του λέει. "Να τα ξαναβάλουμε όπως ήταν όταν έχασες τον ειρμό της σκέψης;"
   Ο Έντουαρντ τον κοιτά, το βλέμμα του μελετημένα ανέκφραστο. Είναι απίστευτα όσα λέγονται για τη μνήμη του Κρόμγουελ. Χαμογελά. Μπορεί να ξαναστήσει τη σκακιέρα μαντεύοντας ελάχιστα πράγματα· γνωρίζει τι είδους παιχνίδι παίζει κάποιος σαν τον Σίμουρ. "Καλύτερα να το πάμε από την αρχή", προτείνει. "Η γη κινείται. Είσαι σύμφωνος για τους ιταλικούς κανόνες; Δεν μου αρέσουν τα παιχνίδια που τραβάνε μέρες".
   Οι πρώτες κινήσεις του Έντουαρντ δείχνουν τόλμη. Όμως, λίγο μετά, παίζοντας ένα λευκό στρατιώτη ανάμεσα στα δάχτυλά του, ο Σίμουρ ακουμπά πίσω στην καρέκλα, σμίγει τα φρύδια και του μπαίνει η ιδέα να μιλήσει για τον Άγιο Αυγουστίνο· κι από τον Άγιο Αυγουστίνο πηγαίνει στον Λούθηρο. "Είναι μια διδασκαλία που γεμίζει με τρόμο την καρδιά", λέει. "Ότι ο Θεός μάς έφτιαξε για να μας καταραστεί. Ότι τα φτωχά πλάσματά του, με ελάχιστες εξαιρέσεις, γεννιούνται για να παλεύουν σε τούτον τον κόσμο και για να παραδοθούν στην αιώνια πυρά, στον άλλον. Μερικές φορές, φοβάμαι μήπως είναι αλήθεια. Και μετά ανακαλύπτω ότι ελπίζω να μην είναι".
   "Ο χοντρο-Μαρτίνος έχει αλλάξει απόψεις. Ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο ακούω. Και προς όφελός μας".
   "Όπως; Ότι θα σώζονται περισσότεροι; Ή μήπως ότι όσα κάνουμε δεν είναι εντελώς άχρηστα στα μάτια του Θεού;"
   "Δεν θα πω εγώ τι λέει. Πρέπει να διαβάσεις τον Φίλιππο Μελάγχθονα. Θα σου στείλω το καινούριο του βιβλίο. Ελπίζω να μας επισκεφθεί στην Αγγλία. Μιλάμε με τους ανθρώπους του".
   Ο Έντουαρντ πιέζει το μικρό στρογγυλό κεφάλι του στρατιώτη στα χείλη του, σαν να ετοιμάζεται να χτυπήσει μ' αυτό τα δόντια του. "Θα το επέτρεπε ο βασιλιάς;"
   "Δεν θα άνοιγε ο ίδιος την πόρτα στον αδελφό Μαρτίνο. Δεν του αρέσει να μνημονεύουν το όνομά του. Αλλά ο Φίλιππος είναι πιο εύκολος, θα είναι καλό για εμάς, θα είναι πολύ καλό για εμάς, αν μπορούσαμε να συνάψουμε κάποια επωφελή συμμαχία με τους Γερμανούς πρίγκιπες που τιμούν το λόγο του Ευαγγελίου. Και ο Αυτοκράτορας θα έπαιρνε μια καλή τρομάρα αν είχαμε φίλους και συμμάχους μέσα από τη δική του επικράτεια".
   "Αυτό το νόημα έχει για σένα;" Ο ιππότης του Έντουαρντ πηδάει πάνω από τα τετράγωνα. "Διπλωματία;"
   "Τη διπλωματία τη λατρεύω. Είναι φτηνή".
   "Λένε πάντως ότι κι εσύ αγαπάς τον λόγο του Ευαγγελίου".
   "Δεν το κρύβω". Συνοφρυώνεται. "Έντουαρντ; Έχεις επίγνωση του τι κάνεις; Ανοίγω δρόμο για τη βασίλισσά σου. Και δεν θα ήθελα πάλι να σε εκμεταλλευτώ και ούτε να λες μετά ότι σου κατέστρεψα το παιχνίδι με κουβεντούλα για τη σωτηρία της ψυχής".
   Στραβό χαμόγελο. "Και πώς είναι η βασίλισσά σου αυτές τις μέρες;"
   "Η Άννα; Δεν είναι στις καλές της μαζί μου. Κάθε φορά που το βλέμμα της, όταν με κοιτά, σκληραίνει, νιώθω το κεφάλι μου να κλυδωνίζεται επικίνδυνα στους ώμους μου. Άκουσε ότι μια δυο φορές μίλησα ευνοϊκά για την Αικατερίνη, την τέως βασίλισσα".
   "Όντως;"
   "Μόνο για να εκφράσω θαυμασμό για το πνεύμα της. Το οποίο, όπως πρέπει καθένας να αναγνωρίσει, παραμένει ακλόνητο στις αντιξοότητες. Βέβαια, η βασίλισσα θεωρεί ότι ευνοώ και την πριγκίπισσα Μαρία -τη λαίδη Μαρία ήθελα να πω, όπως πρέπει να την αποκαλούμε τώρα. Ο βασιλιάς εξακολουθεί να αγαπά τη μεγάλη του κόρη, λέει ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά κι αυτό δυσαρεστεί την Άννα -εκείνη θέλει να μην αναγνωρίζει καμία άλλη κόρη εκτός από την Ελισάβετ. Θεωρεί ότι είμαστε πολύ μαλακοί με τη Μαρία και ότι θα έπρεπε να την πιέσουμε με διάφορους τρόπους, μέχρι να παραδεχτεί ότι ο γάμος της μητέρας της με τον βασιλιά δεν ήταν ποτέ νόμιμος κι ότι η ίδια είναι ένα μπάσταρδο".
   Ο Έντουαρντ παίζει τον λευκό στρατιώτη ανάμεσα στα δάχτυλά του, διστάζει, και τον τοποθετεί στη σκακιέρα. "Μα, ούτως ή άλλως, έτσι δεν έχει διαμορφωθεί πλέον η κατάσταση; Είχα την εντύπωση ότι ήδη την είχες κάνει να παραδεχτεί κάτι τέτοιο".
   "Επιλύουμε το πρόβλημα αποφεύγοντας να το θέσουμε. Γνωρίζει ότι έχει τεθεί ήδη εκτός της σειράς διαδοχής και δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να την πιέσω περισσότερο. Καθώς ο Αυτοκράτορας είναι ανιψιός της Αικατερίνης και εξάδελφος με τη λαίδη Μαρία, προσπαθώ να μη τον προκαλώ. Ο Κάρολος μας έχει στο χέρι, το καταλαβαίνεις; Αλλά η Άννα δεν κατανοεί την αναγκαιότητα να εξευμενίζεις τους ανθρώπους. Νομίζει πως αρκεί να μιλάει γλυκά στον Ερρίκο".
   "Ενώ εσύ πρέπει να μιλάς γλυκά στην Ευρώπη", λέει ο Έντουαρντ και βάζει τα γέλια. Το γέλιο του ηχεί κουρασμένο. Και τα μάτια του λένε, γίνεσαι απερίφραστα ειλικρινής, κύριε Κρόμγουελ: γιατί;
   "Άλλωστε", τα δάχτυλά του είναι τώρα πάνω από τον μαύρο ιππότη, "ίσως να παραέγινα μεγάλος και δεν αρέσω πια στη βασίλισσα, ειδικά από τότε που ο βασιλιάς με έχρισε εκπρόσωπό του σε θέματα της Εκκλησίας. Εκείνη δυσφορεί όταν ο Ερρίκος ακούει οποιονδήποτε άλλον εκτός από την ίδια, τον αδελφό της τον Τζορτζ, ή τον Εκλαμπρότατο, τον πατέρα της, άσε που ακόμη και ο πατέρας της δοκιμάζει ενίοτε την κοφτερή της γλώσσα κι ακούει να τον αποκαλεί δειλό και χαραμοφάη".
   "Και πώς το παίρνει;" Ο Έντουαρντ ρίχνει το βλέμμα του στη σκακιέρα. "Ω!"
   "Έχε το νου σου τώρα", τον παροτρύνει. "Θέλεις να συνεχίσουμε το παιχνίδι;"
   "Παραιτούμαι. Μάλλον..." Αναστενάζει. "Ναι, παραιτήθηκα".
   Ο Κρόμγουελ μαζεύει τα πιόνια και τα κάνει στην άκρη, καταπνίγοντας ένα χασμουρητό.
   "Και ούτε που αναφέρθηκα στην αδελφή σου, την Τζέιν. Λοιπόν, τώρα τι δικαιολογία θα έχεις;" 

   Αργότερα, ο Γκρέγκορι κάθεται στην άκρη του κρεβατιού του, φορώντας την μπλούζα του, με τα μαλλιά ανακατωμένα και τα παπούτσια του πεταμένα μακριά, να γδέρνει, χωρίς λόγο, με το γυμνό του πόδι το στρώμα. "Θα παντρευτώ λοιπόν; Πρόκειται να παντρευτώ την Τζέιν Σίμουρ;"
   "Στις αρχές του καλοκαιριού νόμιζες ότι σκόπευα να σε παντρέψω με μια μεγάλη χήρα, που είχε ένα πάρκο με ελάφια". Τον πείραζαν τον Γκρέγκορι: ο Ρέιφ Σάντλερ, ο Τόμας Ριόθεσλι και άλλοι νέοι στο σπίτι· και ο ξάδελφός του, ο Ρίτσαρντ Κρόμγουελ.
   "Ναι, αλλά τότε γιατί μιλούσες με τον αδελφό της μέχρι αργά; Στην αρχή ήταν το σκάκι κι έπειτα κουβέντες, κουβέντες, κουβέντες. Λένε πως και σ' εσένα αρέσει η Τζέιν".
   "Πότε;"
   "Πέρσι. Σου άρεσε πέρσι".
   "Ακόμη κι αν μου άρεσε, το έχω ξεχάσει".  
   "Μου το είπε η γυναίκα του Τζορτζ Μπολέιν. Η λαίδη Ρότσφορντ. Είπε ότι ίσως πάρεις μια νεαρή μητριά από το Γουλφ Χολ, τι λες γι' αυτό; Αν λοιπόν σου αρέσει η Τζέιν" -ο Γκρέγκορι συνοφρυώνεται- "καλύτερα να μην την παντρευτώ εγώ".
   "Νομίζεις ότι θα σου έκλεβα τη νύφη; Όπως ο σερ Τζον;"
   Μόλις ακουμπά το κεφάλι του στο μαξιλάρι, λέει: "Σσσς, Γκρέγκορι". Κλείνει τα μάτια. Ο Γκρέγκορι είναι καλό παιδί, αν και όλα τα λατινικά που έμαθε, όλες οι εντυπωσιακές περίοδοι των μεγάλων συγγραφέων, από το ένα αυτί μπήκαν και από το άλλο βγήκαν. Σκέφτεται το αγόρι του Τόμας Μορ: να είναι γόνος ενός διανοούμενου που τον θαύμαζε όλη η Ευρώπη και ο δόλιος ο νεαρός Τζον να δυσκολεύεται να πει ακόμη και το Πάτερ Ημών. Ο Γκρέγκορι είναι τοξότης καλός, καλός ιππέας, αστέρι στην αρένα με τις κονταρομαχίες και οι τρόποι του άμεμπτοι. Μιλά με σεβασμό στους ανωτέρους του, δε σέρνει τα πόδια του, ούτε στέκεται στο ένα του πόδι, είναι ήπιος και ευγενικός με τους κατωτέρους του. Γνωρίζει πώς πρέπει να υποκλίνεται μπροστά στους ξένους διπλωμάτες σύμφωνα με το έθιμο της χώρας τους, κάθεται στο τραπέζι χωρίς να νευριάζει ή να ταΐζει τα σπάνιελ, κι αν του ζητηθεί, γνωρίζει πώς να κόψει και να μοιράσει ένα πουλερικό, για να το σερβίρει στους μεγαλυτέρους του. Δεν χασομεράει τριγύρω, με μισοφορεμένο σακάκι, ούτε κοιτιέται στα παράθυρα για να θαυμάσει τον εαυτό του, δεν καρφώνει το βλέμμα του εδώ κι εκεί στην εκκλησία, δεν διακόπτει τους μεγαλύτερους άνδρες, ούτε συμπληρώνει μόνος του την ιστορία που άλλος ξεκινάει ν' αφηγείται. Κι αν κάποιος φταρνιστεί, εκείνος του λέει: "Ο Χριστός να σας φυλάει!"
   Τα μάτια του κλείνουν. Είναι κουρασμένος: μιλά στον Θεό· λέει: ο Θεός με οδηγεί. Μερικές φορές, την ώρα που είναι έτοιμος να κοιμηθεί, περνά φευγαλέα μπροστά από τα μάτια του η μεγαλόσωμη πορφυρή παρουσία του καρδινάλιου. Εύχεται ο νεκρός να πει την προφητεία του. Αλλά ο παλιός του προστάτης μιλά μονάχα για θέματα του οίκου του, ζητήματα του γραφείου. "Πού έχω βάλει εκείνο το γράμμα από τον δούκα του Νόρφοκ;" ρωτούσε τον καρδινάλιο· και πρωί πρωί, την επόμενη μέρα, θα ήταν μπροστά στα μάτια του.
   Μιλά από μέσα του: όχι στον Γούλσι, αλλά στη γυναίκα του Τζορτζ Μπολέιν. "Δεν έχω καμία πρόθεση να παντρευτώ. Δεν έχω καιρό. Ήμουν ευτυχής με τη γυναίκα μου, αλλά η Λιζ πέθανε, μαζί της έκλεισε κι αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου. Ποιος, για τ' όνομα του Θεού, λαίδη Ρότσφορντ, σας έδωσε την άδεια να κάνετε υποθέσεις για τις προθέσεις μου; Δεν έχω χρόνο για ερωτοτροπίες. Είμαι πενήντα. Στην ηλικία μου, είσαι μάλλον ο χαμένος σε μια μακροχρόνια δέσμευση. Αν θελήσω γυναίκα, καλύτερα να νοικιάσω μία, με την ώρα".
   Παρά ταύτα, προσπαθεί να μην πει "στην ηλικία μου": όχι στον ξύπνιο του. Τις καλές μέρες λέει πως έχει μπροστά του άλλα είκοσι χρόνια. Συχνά σκέφτεται ότι θα δει τον Ερρίκο να αποχωρεί, αν και μια τέτοια σκέψη είναι στην πραγματικότητα απαγορευμένη· υπάρχει νόμος για εκείνους που κάνουν υποθέσεις για το πόσο θα ζήσει ο βασιλιάς, παρόλο που για τον Ερρίκο τα παθήματα δε φαίνεται να γίνονται μαθήματα για το πόσο εύκολα μπορείς να χάσεις τη ζωή σου. Έχουν συμβεί πολλά ατυχήματα στο κυνήγι. Κι όταν ήταν ακόμη μικρός, σε ηλικία που το συμβούλιο μπορούσε, του είχε απαγορέψει να κονταρομαχεί έφιππος, αλλά εκείνος το έκανε έτσι κι αλλιώς· κρύβοντας το πρόσωπο πίσω από την ασπίδα και με οπλισμό χωρίς εμβλήματα, ανακηρυσσόταν ξανά και ξανά ο πιο δυνατός στην αρένα. Στον πόλεμο εναντίον των Γάλλων είχε πάρει τα εύσημα και η φύση του είχε αποδειχτεί -όπως μνημόνευε συχνά- φιλοπόλεμη· θα γινόταν γνωστός, δίχως αμφιβολία, ως Ερρίκος ο Ατρόμητος, αν ο Τόμας Κρόμγουελ δεν απέκλειε την προοπτική ενός πολέμου. Δεν ήταν μόνο ζήτημα κόστους: τι θα γινόταν η Αγγλία αν πέθαινε ο Ερρίκος; Μετά από είκοσι χρόνια γάμου με την Αικατερίνη κι άλλα τρία, που θα έκλεινε σε λίγο, με την Άννα, δεν είχε παρά μια κόρη να επιδείξει από την καθεμία και μια αυλή νεκρά μωρά, άλλα σχεδόν διαμορφωμένα και βαφτισμένα στο αίμα, άλλα που γεννήθηκαν ζωντανά και πέθαναν λίγες ώρες, λίγες μέρες, λίγες βδομάδες -το πολύ- αργότερα. Τόση αναστάτωση, τέτοιο σκάνδαλο, προκειμένου να γίνει ο δεύτερος γάμος και ακόμη τίποτα. Ακόμη ο Ερρίκος δεν έχει γιο, δεν έχει διάδοχο. Μονάχα ένα μπάσταρδο, τον Χάρι, δούκα του Ρίτσμοντ, μια χαρά αγόρι, δεκαέξι χρονών: αλλά τι να σου κάνει ένα μπάσταρδο; Σε τι να του χρησιμέψει το μωρό της Άννας, το νήπιο, η Ελισάβετ; Κάποιος ειδικός μηχανισμός θα πρέπει να επινοηθεί ώστε ο Χάρι του Ρίτσμοντ να μπορέσει να βασιλέψει, αν κάτι, όχι καλό, συμβεί στον πατέρα του. Ο Τόμας Κρόμγουελ τα πηγαίνει καλά με τον νεαρό δούκα· η δυναστεία όμως, καθώς δεν μετράει πολλά χρόνια ακόμη και στη διάρκεια της παρούσας βασιλείας, δύσκολα θα μπορούσε να αντέξει σε ένα τέτοιο σκαμπανέβασμα. Οι Πλανταγενέτες, που ήταν κάποτε βασιλιάδες, θεωρούν ότι θα γίνουν ξανά βασιλιάδες· για εκείνους οι Τιδόρ αποτελούν ιντερμέτζο. Ούτε οι παλιές οικογένειες της Αγγλίας ησυχάζουν, είναι έτοιμες να εγείρουν αξιώσεις, ειδικά από τότε που ο Ερρίκος διέρρηξε τις σχέσεις του με τη Ρώμη· γονατίζουν και υποκλίνονται, αλλά δεν παύουν να μηχανορραφούν. Είναι σαν να τους ακούει, κρυμμένους ανάμεσα στα δέντρα.
   Ίσως να βρεις νύφη στο δάσος, είχε πει ο μεγάλος Σίμουρ. Όταν όμως κλείνει τα μάτια, εκείνη γλιστρά πίσω από τα βλέφαρα, τυλιγμένη σε αραχνοΰφαντα, νοτισμένη από την πάχνη. Τα πέλματα γυμνά, μπλεγμένα σε ρίζες, σαν φτερά τα μαλλιά της ανεμίζουν μέσα από τα κλαδιά· το δάχτυλο που του γνέφει, ένα φύλλο κυρτό. Δείχνει προς τη μεριά του, την ώρα που τον παίρνει ο ύπνος. Μια εσωτερική φωνή τώρα τον ειρωνεύεται: Νόμιζες ότι θα έκανες διακοπές στο Γουλφ Χολ. Νόμιζες ότι δεν θα είχες τίποτα να κάνεις εκτός από τα συνηθισμένα, πόλεμο και ειρήνη, πείνα, συντεχνίες προδοτών· σοδειά ελλειμματική, λαός πεισματάρης· η πανούκλα να ρημάζει το Λονδίνο και ο βασιλιάς να χάνει τα ρέστα του στα χαρτιά. Γι' αυτά ήσουν προετοιμασμένος.
   Πίσω από τα κλειστά μάτια, στο μεταίχμιο της ενόρασης, κάτι διαισθάνεται, κάτι πλησιάζει. Θα έρθει με το φως του πρωινού· θα κινείται και θα αναπνέει, σαν φυλλωσιά θα έρθει ή άλσος σκοτεινό.
   Προτού αποκοιμηθεί, ο νους του πάει στο καπέλο του βασιλιά -κουρνιασμένο, σαν παραδείσιο πουλί, στο φύλλωμα το μεσονύχτι.

   Tην επομένη, για να μην κουράσουν τις κυρίες, περιορίζουν τις αθλητικές δραστηριότητες της μέρας και επιστρέφουν νωρίς στο Γουφ Χολ.
   Για εκείνον είναι ευκαιρία να βγάλει τα ρούχα του κυνηγιού και να ασχοληθεί με τα γράμματα. Ελπίζει ότι ο βασιλιάς θα του διαθέσει μια ώρα, να καθίσει για να ακούσει όσα έχει να του πει. Μόνο που ο Ερρίκος λέει: "Λαίδη Τζέιν, θα περπατήσετε στον κήπο μαζί μου;"
   Εκείνη πετιέται μεμιάς· συνοφρυωμένη ωστόσο, σαν να προσπαθεί να βγάλει κάποιο νόημα. Τα χείλη της κινούνται λες και επαναλαμβάνουν τις λέξεις: Να περπατήσουμε... Τζέιν;... Στον κήπο;
   "Μα φυσικά, τιμή μου". Το χέρι της, ένα πέταλο, αιωρείται πάνω από το μανίκι του· έπειτα ακουμπά και η σάρκα γδέρνεται στο κέντημα.
   Στο Γουλφ Χολ υπάρχουν τρεις κήποι· είναι, όπως τους αποκαλούν, ο μεγάλος περιφραγμένος κήπος, ο κήπος της γηραιάς κυρίας και ο κήπος της νεαρής κόρης. Όταν εκείνη ρωτά ποιες ήταν, κανείς δε θυμάται· πάει καιρός που η γηραιά κυρία και η νεαρή κόρη έγιναν ένα με το χώμα, τίποτα δεν τις ξεχωρίζει. Εκείνος συλλογίζεται το όνειρό του: τη νύφη, τη φτιαγμένη από ρίζες, τη νύφη τη φτιαγμένη από πηλό.
   Διαβάζει. Γράφει. Κάτι του αποσπά την προσοχή. Σηκώνει το βλέμμα και κοιτά έξω από το παράθυρο, κάτω στον περίπατο. Τα παράθυρα είναι μικρά και τα τζάμια όχι καλά στερεωμένα κι έτσι πρέπει να τεντώσει τον λαιμό του για να δει καθαρά. Σκέφτεται, θα μπορούσα να στείλω εδώ τους τζαμάδες μου, να βοηθήσω τους Σίμουρ να αποκτήσουν πιο διαυγή εικόνα του κόσμου. Διαθέτει μια ομάδα Ολλανδών, που δουλεύουν για εκείνον στις ιδιοκτησίες του. Εργάζονταν για τον καρδινάλιο παλιότερα.
   Ο Ερρίκος και η Τζέιν κάνουν κάτω τον περίπατό τους. Ο Ερρίκος είναι στιβαρός και η Τζέιν σαν κούκλα σπαστή, το κεφάλι της δεν φτάνει ούτε μέχρι τους ώμους του βασιλιά. Ευρύστερνος και ψηλός, ο Ερρίκος κυριαρχεί στο χώρο· το ίδιο θα συνέβαινε ακόμη κι αν ο Θεός δεν του είχε δώσει το δώρο της βασιλείας.
   Τώρα η Τζέιν βρίσκεται πίσω από έναν θάμνο. Ο Ερρίκος τής γνέφει· της μιλά· την εντυπωσιάζει· κι εκείνος,  ο Κρόμγουελ, κοιτά, ξύνοντας το πιγούνι του: Μήπως έχει μεγαλώσει το κεφάλι του βασιλιά; Είναι κάτι που μπορεί να συμβεί στη μέση ηλικία;
   Θα το είχε προσέξει ο Χανς, σκέφτεται, θα τον ρωτήσω όταν γυρίσω στο Λονδίνο. Το πιθανότερο είναι να κάνω λάθος· μάλλον θα φταίει το τζάμι.
   Μαζεύονται σύννεφα. Μια χοντρή σταγόνα βροχής χτυπά το τζάμι· ανοιγοκλείνει τα μάτια· η σταγόνα διαστέλλεται, απλώνεται, στάζει επάνω στα σιδερένια άκρα του παραθύρου. Η Τζέιν εισβάλλει με ένα χοροπηδητό στο οπτικό του πεδίο. Ο Ερρίκος κρατά σταθερά και σφιχτά το χέρι της πάνω στο δικό του, το έχει παγιδέψει ανάμεσα στις παλάμες του. Μπορεί και διακρίνει το στόμα του βασιλιά που ακόμα κινείται.
   Κάθεται πάλι. Διαβάζει ότι οι χτίστες στις οχυρώσεις του Καλαί αρνούνται να δουλέψουν και ζητούν έξι πένες τη μέρα. Ότι το καινούριο του παλτό, από πράσινο βελούδο, έρχεται στο Γουίλτσερ με τον επόμενο αγγελιαφόρο. Ότι ένας καρδινάλιος των Μεδίκων δηλητηριάστηκε από τον ίδιο του τον αδελφό. Χασμουριέται. Διαβάζει ότι οι μεσάζοντες στο Νησί Θάνετ κρατούν το σιτάρι στις αποθήκες, ανεβάζοντας έτσι σκόπιμα τις τιμές. Αν ήταν στο χέρι του, θα τους κρεμούσε ευχαρίστως, αλλά επικεφαλής τους είναι μάλλον κάποιος ασήμαντος λόρδος, που κερδοσκοπεί ασύστολα από το ενδεχόμενο ενός λιμού, οπότε πρέπει να το χειριστεί προσεκτικά. Πριν από δύο χρόνια, στο Σάουθγουορκ, επτά Λονδρέζοι χτυπήθηκαν μέχρι θανάτου για ένα καρβέλι ψωμί. Είναι ντροπή για την Αγγλία οι υπήκοοι του βασιλιά να λιμοκτονούν. Σηκώνει την πένα του και σημειώνει.
   Δεν έχει περάσει πολύ ώρα και -καθώς όλα ακούγονται σ' αυτό το σπίτι που δεν είναι μεγάλο- ακούει κάτω μια πόρτα, τη φωνή του βασιλιά κι ένα μουρμουρητό όλο παράκληση γύρω του... υγρά πέλματα, Υψηλότατε; Ακούει τα βαριά βήματα του Ερρίκου  να πλησιάζουν, ωστόσο η Τζέιν είναι σαν να έχει, αθόρυβα, εξαϋλωθεί. Σίγουρα θα την παρέσυραν η μητέρα και οι αδελφές της, για να μάθουν όλα όσα της είπε ο βασιλιάς.
   Είναι καθισμένος με την πλάτη στην πόρτα την ώρα που μπαίνει ο Ερρίκος κι έτσι σπρώχνει πίσω την καρέκλα του για να σηκωθεί. Ο Ερρίκος τού γνέφει: συνέχισε. "Μεγαλειότατε, οι Μοσχοβίτες κατέλαβαν τριακόσια μίλια πολωνικής επικράτειας. Λένε πως έχουν πεθάνει πενήντα χιλιάδες άνδρες".
   "Ω!" λέει ο Ερρίκος.
   "Ελπίζω να γλίτωσαν οι βιβλιοθήκες. Οι λόγιοι. Έχουν πολύ καλούς διανοούμενους στην Πολωνία".
   "Ναι; Το ελπίζω".
   Επιστρέφει στα γράμματά του. Πανούκλα στην πόλη και τα περίχωρα... ο βασιλιάς φοβάται πολύ τις μολύνσεις... Επιστολές από ξένους ηγέτες, που επιθυμούν να μάθουν αν αληθεύει ότι ο Ερρίκος σχεδιάζει να κόψει το κεφάλι όλων των επισκόπων του. Προφανώς και όχι, σημειώνει, έχουμε περίφημους επισκόπους τώρα, που είναι όλοι τους σύμφωνοι με την επιθυμία του βασιλιά, όλοι τους τον αναγνωρίζουν ως κεφαλή της Εκκλησίας της Αγγλίας· και επιπλέον, τι ανάρμοστη ερώτηση! Πώς τολμούν να υπονοήσουν ότι ο βασιλιάς της Αγγλίας θα όφειλε να δίνει λογαριασμό σε οποιαδήποτε ξένη δύναμη; Πώς τολμούν και αμφισβητούν την κυρίαρχη κρίση του; Ο επίσκοπος Φίσερ, ναι, πράγματι, αληθεύει ότι είναι νεκρός και ο Τόμας Μορ, αλλά η συμπεριφορά του Ερρίκου απέναντί τους, προτού τον εξωθήσουν στα άκρα, ήταν αρχικά υπερβολικά επιεικής στο λάθος τους· αν δεν είχαν αποδειχτεί προδοτικά ισχυρογνώμονες, θα ήταν τώρα ζωντανοί, ζωντανοί όπως εσείς κι εγώ.
   Έχει γράψει πολλές επιστολές σαν κι αυτή, από τον Ιούλιο. Δεν ακούγεται απολύτως πειστικός, ούτε και στον ίδιο του τον εαυτό· διαπιστώνει ότι επικαλείται συνέχεια τα ίδια και τα ίδια, αντί να προωθεί την επιχειρηματολογία σε νέα πεδία. Χρειάζεται νέες προτάσεις... Ο Ερρίκος βηματίζει πάλι από πίσω του. "Μεγαλειότατε, ο πρεσβευτής του Αυτοκράτορα, ο Σαπουί, ρωτά αν μπορεί να μεταβεί στα βόρεια της χώρας για να επισκεφθεί την κόρη σας, τη λαίδη Μαρία".
   "Όχι", λέει ο Ερρίκος.
   Γράφει στον Σαπουί: Περίμενε, απλώς περίμενε, μέχρι να επιστρέψω στο Λονδίνο, έπειτα όλα θα τακτοποιηθούν...
   Ο βασιλιάς δε βγάζει λέξη: μονάχα η ανάσα του, τα βήματα, ο τριγμός του ντουλαπιού στο οποίο ακουμπά για να στηριχτεί.
   "Μεγαλειότατε, ακούω ότι ο λόρδος, ο αξιότιμος δήμαρχος του Λονδίνου, βγαίνει σπανίως από το σπίτι του, τον έχει καταβάλει πολύ η ημικρανία".
   "Μμμ", λέει ο Ερρίκος.
   "Του κάνουν αφαιμάξεις. Αυτό θα πρότεινε και η Μεγαλειότητά σας;"
   Παύση. Ο Ερρίκος κάνει προσπάθεια για να συγκεντρωθεί. "Αφαιμάξεις, λυπάμαι, για ποιον λόγο;"
   Άλλο και τούτο. Ο Ερρίκος μπορεί να σιχαίνεται τα νεώτερα για την πανούκλα, πάντα όμως απολαμβάνει να ακούει για τις ελαφρές ασθένειες των άλλων. Πες ότι έχεις συνάχι ή κολικό, θα σου φτιάξει αμέσως ένα ρόφημα από βότανα με τα ίδια του τα χέρια και θα σταθεί από πάνω σου μέχρι να το πιεις.
   Αφήνει την πένα του. Γυρνά για να δει το πρόσωπο του μονάρχη του. Δεν χωρά αμφιβολία ότι το μυαλό του Ερρίκου έχει ξεμείνει στον κήπο. Την έκφραση που έχει ο βασιλιάς την έχει ξαναδεί, αν και όχι σε άνθρωπο, αλλά σε θηρίο. Αποσβολωμένος, έτσι μοιάζει, σαν μοσχαράκι που το χτύπησε κατακέφαλα ο χασάπης.

   Θα είναι η τελευταία τους νύχτα στο Γουλφ Χολ. Με τα χέρια γεμάτα έγγραφα, κατεβαίνει κάτω, νωρίς. Κάποιος έχει σηκωθεί πριν από εκείνον. Η Τζέιν Σίμουρ, στη μεγάλη αίθουσα, η χλωμή της παρουσία λουσμένη στο λευκό φως, ακίνητη εντελώς και άκαμπτη μέσα στα πολυτελή ενδύματά της. Δεν στρέφει το κεφάλι, αν και αντιλαμβάνεται την παρουσία του, τον βλέπει με την άκρη του ματιού. 
   Ακόμη κι αν είχε, κάποτε, αισθήματα για εκείνη, χάθηκαν πια δίχως να αφήσουν ίχνη. Φεύγουν οι μήνες μακριά, σαν στρόβιλος από φύλλα φθινοπωρινά, παρασύρονται στο χειμώνα· πέρασε και τούτο το καλοκαίρι και η κόρη του Τόμας Μορ πήρε πίσω το κεφάλι του από τη Γέφυρα του Λονδίνου και το κρατά, ένας Θεός ξέρει πού, σε κάποια λεκάνη ή σε κάποιο πιάτο, και προσεύχεται. Δεν είναι ο άνδρας που ήταν πέρσι και δε συμμερίζεται τα αισθήματα εκείνου του άνδρα· ξεκινά πάντα από την αρχή, καινούριες σκέψεις, καινούρια αισθήματα. Τζέιν, αρχίζει να λέει, θα μπορούσες να αποχωριστείς το όμορφό σου ένδυμα, θα χαιρόσουν αν μας έβλεπες στο δρόμο...;
   Η Τζέιν κοιτά ίσια μπροστά, σαν φρουρός. Στη διάρκεια της νύχτας, ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα. Μπορεί να έχουμε μία ακόμη όμορφη μέρα. Στο άγγιγμα του πρωινού ήλιου τα λιβάδια ροδίζουν. Η νύχτα χάνεται. Τα δέντρα ανακτούν το ιδιαίτερο σχήμα τους. Το σπίτι ξυπνά. Τ' άλογα αρχίζουν να βηματίζουν και να χλιμιντρίζουν. Μια πίσω πόρτα κλείνει με πάταγο. Τρίζει από βήματα το ξύλινο πάτωμα επάνω. Η Τζέιν είναι σαν να μην αναπνέει. Σαν να μένει ασάλευτος ο σχεδόν επίπεδος κόρφος. Εκείνος νιώθει ότι πρέπει να κάνει πίσω, να αποσυρθεί, να χαθεί μέσα στη νύχτα, να την αφήσει εκεί, τη στιγμή που κυριαρχεί: με το βλέμμα της στραμμένο στην Αγγλία.

Λονδίνο
Φθινόπωρο 1535
   Ο καλός καιρός μετά βίας κράτησε μέχρι να φύγουν από το Γουλφ Χολ. Αμέσως μόλις βγήκαν από το δάσος του Σέιβερνεϊκ, τους τύλιξε υγρή ομίχλη. Βρέχει συνέχεια στην Αγγλία, σχεδόν μια δεκαετία, και η σοδειά θα είναι πάλι κακή. Η τιμή του σταριού προβλέπεται να αυξηθεί είκοσι σελίνια το τέταρτο. Τι να σου κάνει λοιπόν ο εργάτης τον χειμώνα, όταν το μεροκάματό του δεν ξεπερνάει τις έξι πένες; Οι κερδοσκόποι βρίσκονται σε επιφυλακή, κι όχι μόνο στη Νήσο Θάνετ, αλλά και σε άλλες κομητείες. Και οι άνδρες του, όμως, τους έχουν από κοντά. 
   Το καλοκαίρι του Ερρίκου θα έλεγες ότι ήταν, συνολικά, επιτυχημένο: στις δημόσιες εμφανίσεις του, στο Μπέρκσερ, το Γουίλτσερ και το Σόμερσετ, κόσμος συγκεντρωνόταν στους δρόμους και (όταν δεν έριχνε καρεκλοπόδαρα) τον επευφημούσε. Και γιατί όχι; Ποιος βλέπει τον Ερρίκο και δεν εντυπωσιάζεται; Και όχι μόνο την πρώτη, αλλά κάθε φορά που τον αντικρίζεις, η εντύπωση είναι εξίσου έντονη: ένας άντρας στιβαρός, με λαιμό ταύρου, κάπως αραιά μαλλιά και γεμάτο πρόσωπο· μάτια σκούρα γαλανά κι ένα στόμα μικρό, σαν κουμπωμένο. Το ύψος του ξεπερνάει το 1,80 και κάθε εκατοστό αποπνέει δύναμη. Παράστημα και πρόσωπο είναι άκρως εντυπωσιακά· ο θυμός του τρομακτικός, οι φωνές και οι κατάρες, τα μαλακωμένα δάκρυα. Υπάρχουν όμως και στιγμές που το ογκώδες σώμα χαλαρώνει, το μέτωπο ξαστερώνει· έρχεται τότε να κάτσει δίπλα σου, στον πάγκο, να σου μιλήσει σαν αδελφός. Ναι, σαν τον αδελφό που δεν είχες. Ή σαν πατέρας, σαν πατέρας από πάστα ιδανική: Πώς είσαι; Μήπως δουλεύεις πολύ σκληρά; Έφαγες βραδινό; Τι όνειρο είδες χθες τη νύχτα;
   Σε κάθε ανάλογη περίσταση, είναι μεγάλος ο κίνδυνος να θεωρήσεις ότι ο βασιλιάς που κάθεται σ' ένα συνηθισμένο τραπέζι, σε μια συνηθισμένη καρέκλα, είναι κι ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Γιατί ο Ερρίκος δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος. Ας αραιώνουν τα μαλλιά του κι ας μεγαλώνει η κοιλιά του. Ο Αυτοκράτορας Κάρολος θα έδινε μια επαρχία του για να αντικρίζει, όταν κοιτάζεται στον καθρέφτη, το πρόσωπο του Τιδόρ αντί για τη δική του γαμψή μούρη και την καμπυλωτή μύτη που σχεδόν αγγίζει το πιγούνι. Όσο για τον ψηλό και άχαρο βασιλιά της Γαλλίας, θα έβαζε ενέχυρο τον πρωτότοκο γιο του προκειμένου να έχει τους ώμους του βασιλιά της Αγγλίας. Γιατί, όποια κι αν είναι τα προτερήματά τους, ο Ερρίκος τούς ξεπερνά. Αν αυτοί είναι μορφωμένοι, εκείνος είναι δυο φορές μορφωμένος. Αν είναι φιλεύσπλαχνοι, εκείνος είναι υπόδειγμα ελέους. Αν θεωρούνται γενναίοι, εκείνος είναι το πρότυπο του ιππότη, όπως δεν τον έχει περιγράψει και η πιο πλούσια φαντασία στα βιβλία των ιπποτών.
   Κι όμως: στις μπιραρίες των χωριών, στο βορρά και στο νότο της Αγγλίας, όλοι κατηγορούν για τον κακό καιρό τον βασιλιά και την Άννα Μπολέιν: τη σύνευνο, τη μεγάλη πόρνη. Αν ο βασιλιάς δεχόταν πίσω τη νόμιμη γυναίκα του, την Αικατερίνη, η βροχή θα σταματούσε. Βεβαίως, ποιος αμφιβάλλει ότι όλα θα ήταν διαφορετικά και καλύτερα αν η Αγγλία κυβερνιόταν από ανόητους χωρικούς και τους μεθυσμένους φίλους τους.
   Επιστρέφουν βραδυπορώντας στο Λονδίνο, έτσι ώστε, όταν θα φτάσει ο βασιλιάς, να μην πλανιέται στην πόλη ούτε η υποψία της πανούκλας. Στα παγωμένα ιδιωτικά παρεκκλήσια ο βασιλιάς προσεύχεται μονάχος, κάτω από το βλέμμα των ζωγραφισμένων παρθένων. Δεν του αρέσει να προσεύχεται μόνος. Θέλει να ξέρει για ποιον λόγο προσεύχεται. Θα τον ήξερε ο καρδινάλιος Γούλσι, το παλιό του αφεντικό.
   Οι σχέσεις του με τη βασίλισσα, καθώς το καλοκαίρι δεν αργεί πλέον και ημερολογιακά να τελειώσει, είναι όλο επιφύλαξη και δισταγμό, τις στοιχειώνει η έλλειψη εμπιστοσύνης. Τριάντα τεσσάρων χρονών σήμερα, η Άννα Μπολέιν είναι μια γυναίκα κομψή, με μια επιτήδευση που μπροστά της η φυσική ομορφιά ωχριά. Γυναίκα με έντονες καμπύλες παλιότερα, τώρα είναι πιο ωστεώδης. Διατηρεί τη σκοτεινή της λάμψη, αν και λίγο θαμπή ή κάπου λίγο ξεφτισμένη. Τα σκούρα μάτια της κυριαρχούν κι έχει τον τρόπο να το εκμεταλλεύεται: αφήνει λίγο τη ματιά της στο πρόσωπο του άνδρα κι έπειτα την αποτραβάει, σαν να αδιαφορεί, να μην την αφορά. Ακολουθεί μια παύση: κι όπως αναμένεται, μια ανάσα. Έπειτα, αργά, σαν κάτι να την παρακινεί, επαναφέρει το βλέμμα της πάνω του. Τα μάτια της καθυστερούν στο πρόσωπό του. Κοιτά τον άνδρα εξεταστικά. Τον κοιτά σαν να είναι ο τελευταίος άνδρας πάνω στη γη. Τον κοιτά σαν να τον αντικρίζει για πρώτη φορά, σαν να υπολογίζει όλες τις δυνατότητες που έχει κι όλες τις πιθανότητες, ακόμη κι εκείνες που ποτέ δεν έχουν περάσει από το μυαλό του ίδιου. Για το θύμα της η στιγμή μοιάζει με αιωνιότητα και μια έντονη ανατριχίλα διαπερνά τη σπονδυλική του στήλη. Και παρόλο που στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα τέχνασμα γρήγορο, φτηνό, αποτελεσματικό και επαναλαμβανόμενο, εκείνος ο δυστυχής νιώθει ξεχωριστός από τους υπόλοιπους άνδρες. Υπομειδιά με αυταρέσκεια. Καμαρώνει. Σαν να κερδίζει ύψος. Κερδίζει σε ανοησία.
   Έχει δει την Άννα να δοκιμάζει το τέχνασμά της σε λόρδους ή απλούς πολίτες, ακόμη και στον ίδιο τον βασιλιά. Βλέπεις τον άλλο να μένει με το στόμα ελαφρώς ανοιχτό, να γίνεται θύμα της. Πιάνει σχεδόν πάντοτε· δεν έπιασε ποτέ με εκείνον. Όχι ότι τον αφήνουν αδιάφορο οι γυναίκες, Θεός φυλάξει· η Άννα Μπολέιν τον αφήνει αδιάφορο. Τη διαολίζει· ίσως θα έπρεπε να προσποιείται. Εκείνος την έκανε βασίλισσα κι εκείνη τον έκανε υπουργό· τώρα όμως είναι αμήχανοι, και οι δυο σε αναμονή, παραμονεύουν ο ένας τον άλλον για κάποιο ολίσθημα που θα προδώσει τα πραγματικά αισθήματα και θα δώσει έτσι στον ένα πλεονεκτήματα έναντι του άλλου: σαν να είναι ασφαλείς μονάχα όταν υποκρίνονται. Μόνο που η Άννα δεν ξέρει να κρύβει τα αισθήματά της· είναι η απρόβλεπτη αγαπημένη του βασιλιά, που γλιστρά και πέφτει από τον θυμό στο γέλιο. Του είχε χαμογελάσει κρυφά, κάποιες φορές το καλοκαίρι, πίσω από την πλάτη του βασιλιά, ή τον είχε προειδοποιήσει, με μια γκριμάτσα, ότι ο Ερρίκος δεν ήταν στις καλές του. Όμως τις περισσότερες  τον αγνοούσε και του γυρνούσε την πλάτη, ενώ το σκοτεινό βλέμμα της σάρωνε το δωμάτιο και ξεχνιόταν αλλού.
   Για να καταλάβει κανείς τι συνέβαινε -όσο είναι εφικτό κάτι τέτοιο- πρέπει να ανατρέξει στην περασμένη άνοιξη, όταν ο Τόμας Μορ ήταν ακόμη ζωντανός. Η Άννα τον είχε καλέσει για να μιλήσουν περί διπλωματίας: με θέμα ένα συμβόλαιο γάμου, έναν Γάλλο πρίγκιπα για την κόρη της, την Ελισάβετ, νήπιο ακόμη. Οι Γάλλοι όμως κωλυσιεργούσαν στις διαπραγματεύσεις. Γιατί η αλήθεια είναι πως ακόμα και τώρα δεν θεωρούν την Άννα αναμφισβήτητη βασίλισσα, ούτε έχουν πειστεί ότι η κόρη της είναι νόμιμη. Η Άννα γνωρίζει τι κρύβεται πίσω από την απροθυμία τους και του το καταλογίζει: κατά κάποιο τρόπο, το λάθος είναι δικό του, του Τόμας Κρόμγουελ. Μάλιστα τον είχε κατηγορήσει ανοιχτά ότι την υπονόμευε. Δεν του άρεσαν οι Γάλλοι και δεν ήθελε τη συμμαχία, υποστήριζε εκείνη. Μήπως δεν έχασε τεχνηέντως την ευκαιρία να διασχίσει τη θάλασσα και να συνομιλήσει μαζί τους, πρόσωπο με πρόσωπο; Τότε οι Γάλλοι ήταν έτοιμοι για διαπραγματεύσεις, λέει εκείνη. "Και σε περίμεναν, Πρώτε Γραμματέα. Κι εσύ είπες ότι ήσουν άρρωστος, οπότε πήγε ο αδελφός μου, ο λόρδος".
   "Και απέτυχε", λέει εκείνος αναστενάζοντας. "Πολύ κρίμα".
   "Σε ξέρω", λέει η Άννα. "Εσύ δεν αρρωσταίνεις ποτέ, εκτός κι αν το θελήσεις. Άσε που έχω καταλάβει πώς έχει η κατάσταση μαζί σου. Νομίζεις πως, όταν βρίσκεσαι στην πόλη και όχι στην Αυλή, δεν γνωρίζουμε τι κάνεις. Εγώ όμως γνωρίζω πόσο φίλος είσαι με τον άνθρωπο του Αυτοκράτορα. Γνωρίζω βέβαια ότι ο Σαπουί είναι γείτονάς σου. Αλλά είναι αυτός λόγος για να μπαινοβγαίνουν οι υπηρέτες σας από το ένα σπίτι στο άλλο;"
   Τη μέρα εκείνη η Άννα φορούσε έντονο ροζ και σκούρο γκρι. Χρώματα που θα περίμενε κανείς να παραπέμπουν σε φρεσκάδα και νεανική γοητεία· γιατί, λοιπόν, εκείνος σκεφτόταν μονάχα σωθικά ξεριζωμένα, σπλάχνα και κοιλιές έξω από σώμα ζωντανό και σταχτοκόκκινα έντερα, στο σχήμα της θηλιάς; Είχε στείλει μια δεύτερη ομάδα από μη συνεργάσιμους μοναχούς στο Τάιμπερν, που θα ξεκοιλιάζονταν και θα κομματιάζονταν από τον δήμιο. Ήταν προδότες και τους άξιζε ο θάνατος, αλλά ένας τέτοιος θάνατος παραείναι βάναυσος. Τα μαργαριτάρια γύρω από τον ψηλό λαιμό της του θύμιζαν σφαιρίδια λίπους κι εκείνη, όλο εκεί έφερνε το χέρι της, όση ώρα επιχειρηματολογούσε· δεν πήρε τα μάτια του από τα ακροδάχτυλά της, από τα νύχια που άστραφταν σαν μικρές λεπίδες.
   Παρ' όλα αυτά, όπως λέει και στον Σαπουί, όσο παραμένω ευνοούμενος του βασιλιά, αμφιβάλλω αν η βασίλισσα μπορεί να με βλάψει. Έχει τις κακίες της, έχει και τους μικρούς θυμούς της· είναι κυκλοθυμική και ο Ερρίκος το γνωρίζει. Τον βασιλιά αυτό τον γοήτευε, που βρήκε κάποια τόσο διαφορετική από εκείνες τις απαλές, ευγενικές ξανθές, που περνούν από τη ζωή των ανδρών δίχως να αφήνουν πίσω τους σημάδια. Τώρα, όμως, υπάρχουν φορές που, όταν εμφανίζεται η Άννα, εκείνος δείχνει σαν χαμένος. Το ύφος του γίνεται απόμακρο κι όταν την πιάνει η γκρίνια, αν δεν ήταν τόσο ευγενής, θα τραβούσε το καπέλο του μέχρι να σκεπάσει τ' αυτιά του.
   Δεν με απασχολεί η Άννα, λέει στον πρεσβευτή· με απασχολούν οι άνδρες που μαζεύει γύρω της. Η οικογένειά της: ο πατέρας της, ο κόμης του Γουίλτσερ, που του αρέσει να τον αποκαλούν και «Εκλαμπρότατο», κι ο αδελφός της, ο Τζορτζ, ο λόρδος Ρότσφορντ, τον οποίο συμπεριέλαβε ο Ερρίκος στους μυστικοσυμβούλους του. Ο Τζορτζ ανήκει στους καινούριους, μια και ο Ερρίκος προτιμά ανθρώπους που τους έχει συνηθίσει και ήταν φίλοι του από τα νεανικά χρόνια· κατά καιρούς ο καρδινάλιος τους απομάκρυνε, αλλά εκείνοι επανέρχονταν, σαν βρόμικα νερά που τα σκουπίζεις κι εκείνα πάλι ξεχειλίζουν. Κάποτε ήταν νέοι, φλογεροί και πνευματώδεις. Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, τα μαλλιά τους έχουν γκριζάρει ή έχουν πέσει, έγιναν πλαδαροί ή κοιλαράδες, κουτσαίνουν ή τους λείπουν κάποια δάχτυλα και διατηρούν αναλλοίωτη μονάχα την αλαζονεία και τη συμπεριφορά σατράπη -όσο για φινέτσα και καλλιέργεια, θυμίζουν κούτσουρο απελέκητο. Επιπλέον, τώρα προστέθηκε και μια καινούρια φουρνιά νεοσσών, ο Γουέστον και ο Τζορτζ Ρότσφορντ με το σινάφι τους, που τους πήρε ο Ερρίκος γιατί νομίζει ότι τον βοηθούν να κρατιέται νέος. Αυτοί οι άνδρες -και οι παλιότεροι και οι νεότεροι- είναι πλάι στο βασιλιά από τη στιγμή που θα σηκωθεί μέχρι που θα πλαγιάσει, αλλά και σε όλες τις ενδιάμεσες ώρες της ιδιωτικότητάς του. Μπαίνουν μαζί του στην τουαλέτα, όταν πλένει τα δόντια του και φτύνει μέσα στην ασημένια λεκάνη· τον σφουγγίζουν με πετσέτες και δένουν τα κορδόνια στο εφαρμοστό χιτώνιο και στο εσώρουχό του· ξέρουν στο πρόσωπό του κάθε ελιά και φακίδα, κάθε τρίχα στα γένια του και κάθε διαδρομή του ιδρώτα του, όταν επιστρέφει από το γήπεδο του τένις και πετά τη μπλούζα του. Γνωρίζουν περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε, απ' όσα γνωρίζει ο γιατρός του και οι πλύστρες και δεν κρατούν το στόμα τους κλειστό· γνωρίζουν πότε επισκέπτεται τη βασίλισσα προσπαθώντας να της φυτέψει έναν γιο, και πότε, τις Παρασκευές (τη μέρα που κανείς χριστιανός δε συνουσιάζεται), ονειρεύεται φανταστικές γυναίκες και λεκιάζει τα σεντόνια του. Γνώσεις που τις πουλάνε ακριβά: ζητούν χάρες, ζητούν να αγνοηθούν οι παραλείψεις τους, νομίζουν πως είναι ξεχωριστοί και θέλουν να τους αντιμετωπίζεις ανάλογα. Από τότε που εκείνος, ο Κρόμγουελ, εντάχθηκε στην υπηρεσία του Ερρίκου, δεν έχει σταματήσει να τους κατευνάζει, να τους κολακεύει, να τους καλοπιάνει, επιλέγοντας πάντα το δρόμο των συμβιβασμών· όταν, όμως, μερικές φορές, τον αποκλείουν από τον βασιλιά για περισσότερο από μια ώρα, δύσκολα κρύβουν τις γκριμάτσες από το πρόσωπό τους. Μου φαίνεται, σκέφτεται εκείνος, ότι έχω κάνει ό,τι μπορούσα για να τους διευκολύνω. Τώρα ήρθε η ώρα να με διευκολύνουν εκείνοι ή να απομακρυνθούν.

   Τώρα τα πρωινά κάνει παγωνιά και παχιά σύννεφα μαζεύονται πάνω από την πορεία της βασιλικής πομπής, καθώς διασχίζουν αργόσυρτα το Χάμσερ -μέσα σε λίγες μέρες η σκόνη στους δρόμους έχει μεταβληθεί σε λάσπη. Ο Ερρίκος δε βιάζεται να επιστρέψει στα καθήκοντά του· μακάρι να ήταν πάντα Αύγουστος, λέει. Κατευθύνονται προς το Φάρναμ, μια μικρή κυνηγετική ομάδα, όταν ένας ιππέας φέρνει, καλπάζοντας, την είδηση: στην πόλη εμφανίστηκαν κρούσματα πανούκλας. Όσο γενναίος κι είναι στο πεδίο της μάχης, τώρα ο Ερρίκος χλωμιάζει μπροστά σε όλους κι αρπάζεται από το κεφάλι του αλόγου του: Για πού; Οπουδήποτε αλλού εκτός από το Φάρναμ.
   Δίχως να ξεπεζέψει, σκύβει μπροστά και βγάζει το καπέλο του  για να μιλήσει στον βασιλιά.
   "Θα μπορούσαμε να πάμε λίγο νωρίτερα στο Μπέιζινγκ Χάουζ, θα στείλω, αν μου επιτρέπετε, έναν προπομπό για να ειδοποιήσει τον Γουίλιαμ Πόλετ. Ή μήπως να μην τον επιβαρύνουμε, μήπως να πηγαίναμε για μια μέρα στο Έλβεθαμ; Ο Έντουαρντ Σίμουρ είναι σπίτι και μπορώ να τον εφοδιάσω με προμήθειες αν είναι απροετοίμαστος".
   Παραμερίζει για να αφήσει τον Ερρίκο να περάσει μπροστά. Λέει στον Ρέιφ: "Ειδοποίησε το Γουλφ Χολ. Και φέρε τη δεσποινίδα Τζέιν".
   "Πού, εδώ;" 
   "Μπορεί να ιππεύσει. Πες στον γερο-Σίμουρ να τη βάλει σ' ένα γερό άλογο. Τη θέλω στο Έλβεθαμ την Τετάρτη το πρωί· λίγο ν' αργήσει, θα είναι πολύ αργά".
   Ο Ρέιφ τραβά τα χαλινάρια κι ετοιμάζεται να στρίψει. "Ναι, κύριε, αλλά οι Σίμουρ θα ρωτήσουν, γιατί η Τζέιν και γιατί τόση βιασύνη. Και γιατί πάμε στο Έλβεθαμ, όταν υπάρχουν άλλα σπίτια πιο κοντά, οι Γουέστον στο Σάτον Πλέις..."
   Δεν πάνε στο διάολο οι Γουέστον, σκέφτεται. Οι Γουέστον δεν αποτελούν τμήμα αυτού του σχεδίου. Χαμογελά. "Να τους πεις ότι θα το κάνουν επειδή με αγαπούν".
   Βλέπει τον Ρέιφ, που σκέφτεται ότι τελικά ο αφέντης φαίνεται πως θα ζητήσει την Τζέιν Σίμουρ. Για τον εαυτό του ή για τον Γκρέγκορι;
   Μόνο που εκείνος έχει δει, στο Γουλφ Χολ, όσα δεν μπόρεσε να δει ο Ρέιφ: τη σιωπηλή Τζέιν στο κρεβάτι του, τη χλωμή Τζέιν που δεν μιλά, αυτήν ονειρεύεται τώρα ο Ερρίκος. Κανείς δεν λογοδοτεί βέβαια για τις φαντασιώσεις του, πόσο μάλλον που ο Ερρίκος δεν είναι και κανένας ακόλαστος, δεν είχε και πολλές ερωμένες. Τι πειράζει λοιπόν αν εκείνος, ο Κρόμγουελ, άνοιγε τον δρόμο στον βασιλιά προς εκείνη; Άλλωστε ο βασιλιάς δε φέρεται άσχημα σε όσες τον συντρόφευσαν στο κρεβάτι. Δεν είναι από τους άνδρες που, αφού πάνε με μια γυναίκα, μετά τη μισούν. Εκείνος θα της γράψει στίχους και θα προθυμοποιηθεί να της εξασφαλίσει ένα εισόδημα, θα προωθήσει, επίσης, και τους δικούς της ανθρώπους· πολλές οικογένειες έχουν κρίνει, και μετά τον ερχομό της Άννας Μπολέιν στον κόσμο τούτο, ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο προνόμιο για μια Αγγλίδα από το να απολαύσει τη λιακάδα ενός βλέμματος του Ερρίκου. Αν παίξουν το παιχνίδι προσεκτικά, ο μεν Έντουαρντ Σίμουρ θα αναβαθμιστεί στην Αυλή και ο ίδιος θα έχει έναν σύμμαχο, σε μια εποχή μάλιστα που οι σύμμαχοι σπανίζουν. Σε αυτό το στάδιο ο Έντουαρντ έχει ανάγκη από συμβουλές. Επιπλέον εκείνος, ο Κρόμγουελ, διαθέτει καλύτερο αισθητήριο για δουλειές απ' ό,τι οι Σίμουρ. Δεν θ' αφήσει, λοιπόν, την Τζέιν να πουλήσει φτηνά τον εαυτό της.
   Πώς θ' αντιδράσει όμως η Άννα, η βασίλισσα, αν ο Ερρίκος αποκτήσει για ερωμένη μια γυναίκα, που εκείνη, η Άννα, συστηματικά την ειρωνευόταν όταν ερχόταν να την επισκεφθεί: που την αποκαλούσε βουτυρόφατσα και αρρωστιάρα; Θα μπορούσε η Άννα να παραμείνει μειλίχια και σιωπηλή; Γιατί τα ξεσπάσματα οργής δε θα την ωφελούσαν. Θα πρέπει να αναρωτηθεί τι μπορεί να δώσει η Τζέιν στον βασιλιά, τι του έχει λείψει. Θα πρέπει να το σκεφτεί καλά. Και πόσο του αρέσει να βλέπει την Άννα να σκέφτεται...
   Όταν, ύστερα από το Γουλφ Χολ, οι δυο ομάδες συναντήθηκαν -η ομάδα του βασιλιά και η ομάδα της βασίλισσας- η Άννα ήταν μαζί του θερμή, ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του και κουβέντιασε, στα γαλλικά,  περί ανέμων και υδάτων. Σαν να μην τον είχε προειδοποιήσει, λίγες βδομάδες πριν, ότι ευχαρίστως θα έβλεπε να του παίρνουν το κεφάλι· σαν να ήταν λόγια του αέρα. Όταν κυνηγούν, πάντως, είναι προτιμότερο να βρίσκεται πίσω της. Είναι γρήγορη και ενθουσιώδης, αλλά όχι ιδιαίτερα εύστοχη. Το καλοκαίρι είχε καρφώσει το βέλος της σε μια ξεστρατισμένη αγελάδα. Και χρειάστηκε να αποζημιώσει ο Ερρίκος τον ιδιοκτήτη.

   Επιτέλους φτάνει στο σπίτι του στο Όστιν Φράιαρς και την ώρα που περνά με το άλογό του την πύλη, οι ομοιόμορφα ντυμένοι υπηρέτες του με τα γκρίζα, μακριά, όλο πτυχώσεις, πανωφόρια μαζεύονται γύρω του. Δεξιά του είναι ο Γκρέγκορι και στ' αριστερά του ο Χάμφρεϊ, που επιβλέπει τα σπάνιελ, με τον οποίο κουβέντιαζε ανάλαφρα στο τελευταίο χιλιόμετρο του ταξιδιού· πίσω τους οι εκπαιδευτές των γερακιών του, ο Χιου, ο Τζέιμς και ο Ρότζερ, άγρυπνοι φρουροί, έτοιμοι για κάθε επίθεση ή απειλή. Έξω από την πύλη του σπιτιού του πλήθος έχει συγκεντρωθεί, ελπίζοντας στη γενναιοδωρία του. Τα κέρματα, που θα τα σκορπίσουν, τα έχει ο Χάμφρι και οι υπόλοιποι. Το συνηθισμένο επίδομα στους φτωχούς θα δοθεί απόψε μετά το δείπνο. Ο μάγειράς του, ο Θέρστον, λέει ότι ταΐζουν διακόσιους Λονδρέζους, δυο φορές την ημέρα.
   Μέσα στο πλήθος διακρίνει κάποιον μικροκαμωμένο και σκυφτό, που με δυσκολία τον κρατούν τα πόδια του. Κλαίει με αναφιλητά. Τον χάνει· έπειτα τον εντοπίζει πάλι, το κεφάλι κλυδωνίζεται, σαν να ήταν παλίρροια τα δάκρυά του και τον ξέβρασαν στην πύλη κοντά. Λέει: "Χάμφρι, δες τι βασανίζει εκείνον τον τύπο".
   Ύστερα, όμως, τον ξεχνά. Οι δικοί του στο σπίτι χαίρονται που τον βλέπουν, λάμπουν τα πρόσωπα, και σαν σμάρι τα μικρά σκυλιά μαζεύονται στα πόδια του· τα σηκώνει στα χέρια, κορμάκια που συστρέφονται και ουρές που κουνιούνται, τι κάνετε, ρωτά. Οι υπηρέτες στριμώχνονται γύρω από τον Γκρέγκορι, θαυμάζοντάς τον από την κορφή μέχρι τα νύχια· τον αγαπούν όλοι, για τους καλούς του τρόπους. "Ο κύριος του σπιτιού!", λέει ο ανιψιός του ο Ρίτσαρντ και τον αγκαλιάζει τόσο σφιχτά που παραλίγο να τον λιώσει. Στιβαρός, ευθύς και άξεστος, ο Ρίτσαρντ έχει το βλέμμα και τη φωνή των Κρόμγουελ, απαλή μέχρι τη αποδείξει του εναντίου. Δεν υπάρχει πλάσμα επί της γης που να το φοβάται -ούτε και στο υπερπέραν· αν φανεί δαιμόνιο στο Όστιν Φράιαρς, ο Ρίτσαρντ θα το γκρεμίσει από τις σκάλες με μια κλοτσιά στον τριχωτό του κώλο.
   Χαμογελαστές και οι ανιψιές του, νεαρές, παντρεμένες γυναίκες πλέον, έχουν χαλαρώσει τις δαντέλες στα κορσάζ τους για να βολέψουν την κοιλιά που φουσκώνει. Τις φιλά και τις δυο, νιώθει το σώμα τους μαλακό πάνω στο δικό του, γλυκιά και η αναπνοή τους και ζεστή από τα καραμελωμένα τζίντζερ που τρώνε οι γυναίκες στην κατάστασή τους. Πόσο του λείπει, για μια στιγμή... πόσο, του λείπει τι; Η ελαστικότητα της ευγενικής, πρόθυμης σάρκας· οι αφηρημένες, δίχως νόημα κουβέντες νωρίς το πρωί. Πρέπει να είναι προσεκτικός στα πάρε δώσε με αυτές τις γυναίκες και διακριτικός. Δεν θα δώσει την ευκαιρία στους κακοθελητές να τον δυσφημήσουν. Εδώ είναι διακριτικός ακόμη και ο βασιλιάς· δεν θέλει να τον αποκαλεί η Ευρώπη Ερρίκο τον Πορνοβοσκό. Προς το παρόν κοιτά λοξά προς το ανέφικτο· στη δεσποινίδα Σίμουρ.
   Στο Έλβεθαμ η Τζέιν θυμίζει λουλούδι, με το κεφάλι χαμηλά, ταπεινή σαν την πνοή ενός λευκοπράσινου ελλέβορου. Στο σπίτι του αδελφού της ο βασιλιάς την παίνεψε μπροστά στην οικογένειά της: "Μια τρυφερή, ταπεινή και ντροπαλή κόρη, δεν υπάρχουν και πολλές που να της μοιάζουν σήμερα".
   Έτοιμος πάντα να παρέμβει στη συζήτηση και να υφαρπάξει τον λόγο από τον μεγαλύτερό του αδελφό, ο Τόμας Σίμουρ λέει: "Όσο για ευσέβεια και ταπεινότητα, κι εγώ λέω ότι λίγες συναγωνίζονται την Τζέιν".
   Βλέπει τον Έντουαρντ, τον άλλο αδελφό, να προσπαθεί να πνίξει ένα χαμόγελο. Το εξασκημένο μάτι του διακρίνει ότι η οικογένεια της Τζέιν έχει αρχίσει -αν και κάπως διστακτικά- να καταλαβαίνει προς ποια μεριά φυσάει ο άνεμος. "Δεν θα τα έβγαζα πέρα", λέει ο Τόμας Σίμουρ, "ακόμη κι αν ήμουν βασιλιάς, δεν θα μπορούσα να το χειριστώ, να καλέσω στο κρεβάτι μια κυρία σαν την αδελφή μου την Τζέιν. Δεν θα ήξερα από πού ν' αρχίσω. Μήπως θα ήξερε και κανείς; Και γιατί να ξέρει; Θα ήταν σαν να φιλάς πέτρα. Να κυλιστείς μαζί της, από τη μια άκρη του κρεβατιού στην άλλη, και να ξυλιάσουν τα μέλη σου από το ψύχος".
   "Είναι δύσκολο ένας αδελφός να φανταστεί την αδελφή του στην αγκαλιά ενός άνδρα", λέει ο Έντουαρντ Σίμουρ. "Όχι, αν θέλει να αποκαλείται χριστιανός. Παρόλο που στην Αυλή λένε ότι ο Τζορτζ Μπολέιν..." Σταματά απότομα, σμίγοντας τα φρύδια. "Και φυσικά ο βασιλιάς ξέρει πώς να εμφανιστεί. Πώς να προσφερθεί. Ξέρει πώς γίνεται, όπως κάθε κύριος και ιππότης. Αυτά που δεν ξέρεις εσύ, αδελφέ".
   Δύσκολα κατατροπώνει κάποιος τον Τομ Σίμουρ. Τώρα αρκείται σε ένα χαιρέκακο γελάκι. Αλλά και ο Ερρίκος δεν μιλάει πολύ, μέχρι την ώρα που φεύγουν από το Έλβεθαμ· χαιρετά ευγενικά, αλλά για το κορίτσι, ούτε κουβέντα.
   Η Τζέιν τού λέει ψιθυριστά: "Κύριε Κρόμγουελ, γιατί βρίσκομαι εδώ;"
   "Ρώτα τους αδελφούς σου".
   "Οι αδελφοί μου λένε, ρώτα τον Κρόμγουελ".
   "Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, λοιπόν;"
   "Όχι. Εκτός κι αν πρόκειται, επιτέλους, να παντρευτώ. Μήπως θα παντρευτώ εσένα;"
   "Εγώ θα πρέπει να παραιτηθώ από μια τέτοια προοπτική. Είμαι πολύ μεγάλος για σένα, Τζέιν. Θα μπορούσα να είμαι πατέρας σου".
   "Θα μπορούσες;" ρωτά η Τζέιν κατάπληκτη. "Πολύ παράξενα πράγματα έχουν συμβεί στο Γουλφ Χολ. Δεν είχα αντιληφθεί ότι γνώριζες τη μητέρα μου".
   Ένα φευγαλέο χαμόγελο κι εκείνη χάνεται, αφήνοντάς τον να κοιτά στο κατόπι της. Και μόνο γι' αυτό, θα μπορούσα να την παντρευτώ· θα κρατούσε το μυαλό μου σε εγρήγορση, να σκέφτομαι, κάθε φορά, πόσο και πώς θα μπορούσε να με παρερμηνεύσει. Το κάνει, άραγε, επίτηδες;
   Αν και δεν μπορώ να την έχω, όχι προτού τελειώσει μαζί της ο Ερρίκος. Ωστόσο, απ' όσο θυμάμαι, έχω ορκιστεί στον εαυτό μου να μην παίρνω γυναίκες που έχει χρησιμοποιήσει εκείνος προηγουμένως.
   Ίσως, σκέφτεται, να πρέπει να γράψω έναν πρόχειρο κατάλογο για τα αγόρια των Σίμουρ, ώστε να είναι σαφές ποια δώρα μπορεί να δεχτεί και ποια όχι η Τζέιν. Ο κανόνας είναι απλός: κοσμήματα ναι, χρήματα όχι. Και μέχρι να κλείσει η συμφωνία, είναι προτιμότερο, παρουσία του Ερρίκου, να μη βγάλει ούτε τα γάντια της. Αυτή θα ήταν η συμβουλή του.

   Κατεβαίνει στην κουζίνα για να δει τον αρχιμάγειρά του. Είναι η ώρα της σιέστας, νωρίς το απόγευμα, το δείπνο έχει μαζευτεί, τα φτύσματα έχουν καθαριστεί, τα χάλκινα έχουν τριφτεί και στοιβαχτεί, μια μυρωδιά από κανέλα και μοσχοκάρφι κυριαρχεί και ο Θέρστον, που στέκεται απόμακρος δίπλα σε μια αλευρωμένη σανίδα, με το βλέμμα καρφωμένο σε μια μπάλα ζύμης, λες και είναι το κεφάλι του Βαπτιστή. Τη στιγμή που μια σκιά τού κόβει το φως, "Πάρε από δω τα βρομο-δάχτυλά σου", βρυχάται ο μάγειρας. Έπειτα, "Α, εσείς είστε κύριε. Στην ώρα σας. Έχουμε φτιάξει πίτες με κρέας ελαφιού για τον ερχομό σας και πρέπει να τις δώσουμε στους φίλους σας, προτού αγριέψουν. Στείλαμε μερικές και σ' εσάς, επάνω, αλλά ήδη είχατε φύγει".
   Του δείχνει τα χέρια του, για να τα επιθεωρήσει.
   "Σας ζητώ συγγνώμη", λέει ο Θέρστον. "Αλλά, βλέπετε, πριν από λίγο είχε κατέβει φορτσάτος από τον έλεγχο των βιβλίων ο Τόμας Έιβερι κι άρχισε να χώνει τη μύτη του στα ντουλάπια και να ζυγίζει διάφορα πράγματα. Έπειτα, ο κύριος Ρέιφ, κοίτα Θέρστον, έρχονται κάποιοι Δανοί, τι μπορείς να κάνεις για τους Δανούς; Ύστερα ορμάει μέσα ο κύριος Ρίτσαρντ, ο Λούθηρος έστειλε απεσταλμένους, ποια κέικ αρέσουν στους Γερμανούς;"
   Δίνει μια τσιμπιά στη ζύμη. "Για τους Γερμανούς είναι αυτό;"
   "Τι σας νοιάζει τι είναι. Αν γίνει καλό, θα το φάτε".
   "Τέλος πάντων", λέει. Δίνει άλλη μια τσιμπιά στη ζύμη· είναι λίγο σκληρή. Όχι; "Στους δρόμους, έξω, τι λένε;"
   "Λένε ότι η παλιά βασίλισσα είναι άρρωστη". Ο Θέρστον περιμένει. Αλλά ο κύριός του έχει πάρει μια χούφτα σταφίδες και τις τρώει. "Άρρωστη στην καρδιά, νομίζω. Λένε ότι έχει καταραστεί την Άννα Μπολέιν να μην μπορέσει να κάνει αγόρι. Ή, κι αν κάνει, δεν θα είναι του Ερρίκου. Λένε ότι ο Ερρίκος πηγαίνει με άλλες γυναίκες κι ότι η Άννα τον κυνηγάει γύρω γύρω στο δωμάτιο μ' ένα ψαλίδι στο χέρι, φωνάζοντας ότι θα τον ευνουχίσει. Η βασίλισσα Αικατερίνη έκλεινε τα μάτια, όπως κάνουν οι σύζυγοι, αλλά η Άννα δεν είναι εξίσου ανεκτική κι ορκίζεται ότι θα τον κάνει να υποφέρει. Αυτή κι αν θα ήταν εκδίκηση, όχι;" Ο Θέρστον κακαρίζει. "Να κερατώσει, για αντίποινα, τον Ερρίκο και να βάλει στο θρόνο το μπάσταρδό της".
   Να τι βάζουν συνέχεια με το μυαλό τους οι Λονδρέζοι: ένα μάτσο σκατά. "Μήπως μαντεύουν και ποιος θα είναι ο πατέρας ενός τέτοιου μπάσταρδου;"
   "Ο Τόμας Γουάιατ;" προτείνει ο Θέρστον. "Γιατί λέγεται ότι ήταν ευνοούμενός της προτού γίνει βασίλισσα. Ή μήπως ο Χάρι Πέρσι, ο παλιός της εραστής..."
   "Ο Πέρσι δεν βρίσκεται στα μέρη του;"
   Ο Θέρστον στρέφεται στη μεριά του. "Δεν θα τη σταματούσε η απόσταση. Αν τον ήθελε, θα τον κατέβαζε από το Νορθάμπερλαντ, θα αρκούσε ένα σφύριγμά της κι ένα μαστίγωμα του αέρα. Όχι βέβαια ότι περιορίζεται στον Χάρι Πέρσι. Λένε ότι παίρνει όλους τους μυστικοσυμβούλους του βασιλιά, τον ένα μετά τον άλλον. Δεν της αρέσουν οι καθυστερήσεις, έτσι κάθονται στη σειρά τρέμοντας, μέχρι να φωνάξει: “Ο επόμενος”".
   "Και εφορμούν", λέει. "Ο ένας μετά τον άλλον". Γελά. Και τρώει την τελευταία σταφίδα από την παλάμη του.
   "Καλώς ήρθατε σπίτι", λέει ο Θέρστον. "Στο Λονδίνο, όπου όλα είναι πιστευτά".
   "Θυμάμαι ότι λίγο μετά τη στέψη της είχε καλέσει όλο το προσωπικό, άνδρες και κοπέλες, για να τους δώσει μαθήματα συμπεριφοράς, να μη τζογάρουν, παρά μόνο με μάρκες, να μη λένε βρομόλογα και να μη φορούν αποκαλυπτικά ρούχα. Είναι σε αισθητή απόκλιση από αυτά, θα συμφωνήσω".
   "Κύριε", λέει ο Θέρστον, "έχετε αλεύρι στο μανίκι σας".
   "Εντάξει, πρέπει να ανέβω τώρα για το συμβούλιο. Φρόντισε να μην αργήσει το γεύμα".
   "Γιατί, έχει αργήσει ποτέ;" Ο Θέρστον τον ξεσκονίζει τρυφερά. "Έχει;"

   Είχε εμπιστευτεί στον Ρίτσαρντ Κρόμγουελ μερικά τουλάχιστον απ' όσα έγιναν στο Έλβεθαμ, στο σπίτι του Έντουαρντ Σίμουρ. Όταν η συντροφιά του βασιλιά είχε αλλάξει τόσο απροσδόκητα κατεύθυνση, ο Έντουαρντ έβαλε τα δυνατά του και τους περιποιήθηκε εξαιρετικά. Ο βασιλιάς, όμως, εκείνη τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί κι έστειλε τον νεαρό Γουέστον να τον ειδοποιήσει στο κρεβάτι. Μια τρεμάμενη φλόγα κεριού σε ένα δωμάτιο όχι και ιδιαίτερα οικείο. "Για τον Χριστό, τι ώρα είναι;" "Έξι", είπε με κακεντρέχεια ο Γουέστον, "κι έχεις αργήσει".
   Στην πραγματικότητα δεν ήταν ούτε τέσσερις κι ο ουρανός παρέμενε σκοτεινός. "Το παντζούρι είναι ανοιχτό για να μπαίνει αέρας", είχε πει ψιθυριστά ο Ερρίκος -μοναδικοί μάρτυρες τα αστέρια: βεβαιώθηκε ότι ο Γουέστον δε θα μπορούσε να ακούσει και δε μίλησε, παρά μόνο όταν έκλεισε η πόρτα. Ως εδώ, καλά. "Κρόμγουελ", είπε ο βασιλιάς, "τι θα γινόταν αν εγώ... Αν εγώ φοβόμουν, δηλαδή αν είχα αρχίσει να υποπτεύομαι ότι υπάρχει κάτι ελαττωματικό στο γάμο μου με την Άννα, κάποιο εμπόδιο, κάτι που δυσαρεστεί τον Παντοδύναμο Θεό;"
   Σαν να μην είχε περάσει ούτε ένας χρόνος: ήταν ο καρδινάλιος κι άκουγε την ίδια συζήτηση: μονάχα που το όνομα της βασίλισσας στο μεταξύ είχε αλλάξει. 
   "Μα, τι εμπόδιο;" είχε ρωτήσει, λιγάκι ανήσυχος. "Τι θα μπορούσε να είναι, κύριε;"
   "Δεν το ξέρω", είχε ψιθυρίσει ο βασιλιάς. "Δεν το ξέρω τώρα, αλλά ενδέχεται να το μάθω. Δεν είχε ήδη δεσμευτεί, κατόπιν συμφωνίας, με τον Χάρι Πέρσι;"
   "Όχι, κύριε. Ορκίστηκε πως όχι, στη Βίβλο. Τον άκουσε και η Υψηλότητά σας να ορκίζεται".
   "Ναι, αλλά δεν πήγες και τον βρήκες, Κρόμγουελ; Δεν τον εντόπισες σε κάποιο καταγώγιο, δεν τον σήκωσες από τον πάγκο και του έριξες μια γροθιά στο κεφάλι;"
   "Όχι, κύριε, δε θα συμπεριφερόμουν ποτέ τόσο άσχημα σ' έναν ευπατρίδη, πόσο μάλλον στον κόμη του Νορθάμπερλαντ".
   "Α, καλώς. Νιώθω ανακούφιση τώρα που το ακούω αυτό. Ίσως να μου είπαν κάποιες λεπτομέρειες λάθος. Μήπως εκείνη τη μέρα ο κόμης είπε ό,τι νόμιζε πως εγώ ήθελα να πει. Είπε ότι δεν υπήρχε καμία ένωση με την Άννα, καμία υπόσχεση γάμου, πόσο μάλλον ολοκλήρωση. Κι αν έλεγε ψέματα;"
   "Έχοντας πάρει όρκο, κύριε;"
   "Ναι, αλλά εμπνέεις τρόμο, Κραμπ. Εύκολα κάνεις κάποιον να ξεχάσει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται μπροστά στον Θεό. Κι αν όντως εκείνη έχει πει ψέματα; Αν είχε υπογράψει κάποιο συμφωνητικό με τον Πέρσι που θα οδηγούσε σε νόμιμο γάμο; Σε μια τέτοια περίπτωση δε θα μπορούσε να με παντρευτεί".
   Προτίμησε να μην απαντήσει, έβλεπε όμως ότι το μυαλό του Ερρίκου έτρεχε· το δικό του είχε αποσβολωθεί σαν αιφνιδιασμένο ελάφι. "Και έχω βάσιμες υποψίες", είχε πει ψιθυριστά ο βασιλιάς. "Βάσιμες υποψίες για εκείνη και τον Τόμας Γουάιατ".
   "Όχι, κύριε", είχε πει έντονα, σχεδόν δίχως να προλάβει να το σκεφτεί. Ο Γουάιατ ήταν φίλος του· του τον είχε εμπιστευτεί ο πατέρας του, ο σερ Χένρι Γουάιατ, για να βοηθήσει τον γιο του· βέβαια, ο Γουάιατ δεν ήταν πλέον παιδί, αλλά τι σημασία είχε;
   "Λες πως όχι". Ο Ερρίκος σκύβει προς στη μεριά του. "Ο Γουάιατ όμως δεν ήταν που έφυγε από το βασίλειο και πήγε στην Ιταλία, επειδή, χάνοντας την εύνοιά της, δεν έβρισκε ησυχία όσο την έβλεπε μπροστά του;"
   "Μα, το λέτε και μόνος σας, Υψηλότατε. Δεν του έδειχνε εύνοια. Αν του έδειχνε, θα είχε μείνει, χωρίς αμφιβολία".
   "Ναι, αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρος", επιμένει ο Ερρίκος. "Ενδεχομένως να τον απαρνήθηκε τότε, αλλά να τον ευνόησε κάποια άλλη φορά. Οι γυναίκες είναι αδύναμες και εύκολα υποκύπτουν στην κολακεία. Ειδικά όταν οι άνδρες τούς γράφουν στίχους και ορισμένοι λένε ότι ο Γουάιατ γράφει καλύτερους στίχους κι από μένα, κι ας είμαι ο βασιλιάς".
   Ανοιγοκλείνει τα μάτια, τέσσερις η ώρα κι εκείνος ξάγρυπνος· θα μπορούσες και να πεις ότι πρόκειται απλώς για ματαιοδοξία, καλά να τον έχει ο Θεός, αν δεν ήταν τέσσερις η ώρα. "Υψηλότατε", του λέει, "αφήστε το πνεύμα σας να ηρεμήσει. Αν ο Γουάιατ είχε σπιλώσει την αγνότητα της κυρίας, νομίζω ότι θα του ήταν δύσκολο να συγκρατηθεί και να μην καυχηθεί γι' αυτό. Είτε με στίχους είτε σε απλή πρόζα".
   O Eρρίκος αφήνει ένα βρυχηθμό. Σηκώνει πάλι το βλέμμα: η λευκοντυμένη σκιά του Γουάιατ γλιστρά σαν μετάξι μπροστά από το παράθυρο, κρύβοντας το παγωμένο φεγγαρόφωτο. Στο καλό, φάντασμα: τον βγάζει από το μυαλό του· ποιος μπορεί να καταλάβει τον Γουάιατ, ποιος να τον συγχωρήσει; Λέει ο βασιλιάς: "Εντάξει. Ίσως. Ακόμη κι αν είχε δοθεί στον Γουάιατ, δε θα ήταν εμπόδιο για τον γάμο μου, γιατί πώς να τεθεί ζήτημα συμβολαίου  ανάμεσά τους, μια κι εκείνος ήταν παιδί όταν παντρεύτηκε, χωρίς δυνατότητα, στην ουσία, να υποσχεθεί οτιδήποτε στην Άννα; Το πρόβλημα είναι άλλο, ότι δύσκολα μπορώ να της έχω εμπιστοσύνη, αυτό λέω. Δεν πρόκειται να αντιδράσω ευγενικά αν μια γυναίκα μού έχει πει ψέματα ότι ήταν παρθένα, όταν ήρθε στο κρεβάτι μου, ενώ δεν ήταν".
   Γούλσι, πού είσαι; Τα έχεις ξανακούσει όλα αυτά παλιότερα. Συμβούλεψέ με τώρα.
   Σηκώνεται. Είναι το σήμα ότι η κουβέντα τελείωσε. "Να πω να σας φέρουν κάτι, κύριε; Κάτι που θα σας βοηθήσει να κοιμηθείτε ξανά για μια-δυο ώρες;"
   "Χρειάζομαι κάτι για να γλυκάνω τα όνειρά μου. Μακάρι να ήξερα τι θα μπορούσε να ήταν αυτό. Συμβουλεύτηκα και τον επίσκοπο Γκάρντινερ πάνω σε αυτό το θέμα".
   Είχε προσπαθήσει να μείνει ατάραχος. Πήγε στον Γκάρντινερ πίσω από την πλάτη μου;"
   "Και ο Γκάρντινερ είπε" -το πρόσωπο του Ερρίκου είχε πάρει μια έκφραση απελπισίας- "μου είπε ότι υπάρχουν αμφιβολίες σε αυτή την υπόθεση, αλλά στην περίπτωση που ο γάμος δεν ήταν καλός και ήμουν αναγκασμένος να απομακρύνω την Άννα, τότε θα έπρεπε να επιστρέψω στην Αικατερίνη. Κι αυτό δεν μπορώ να το κάνω, Κρόμγουελ. Το έχω πάρει απόφαση, ακόμη κι αν όλος ο χριστιανικός κόσμος στραφεί εναντίον μου, εγώ αυτή την μπαγιάτικη, μεγάλη γυναίκα δεν την ξαναγγίζω".
   "Εντάξει", είχε πει, με το βλέμμα στο πάτωμα, στα μεγάλα λευκά και γυμνά πόδια του Ερρίκου. "Νομίζω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε και καλύτερα, κύριε. Δε λέω ότι συμμερίζομαι τη λογική του Γκάρντινερ, αν και ο επίσκοπος γνωρίζει καλύτερα από εμένα το εκκλησιαστικό δίκαιο. Δεν πιστεύω, πάντως, ότι μπορεί κανείς είτε να σας υποχρεώσει είτε να σας πιέσει σε οποιοδήποτε ζήτημα, μια και είστε ο αφέντης του σπιτιού σας, της χώρας αλλά και της Εκκλησίας. Ίσως ο Γκάρντινερ ήθελε να σας προετοιμάσει για τις ενστάσεις που ενδεχομένως κάποιοι άλλοι να εγείρουν".
   Άσε που δεν αποκλείεται, σκέφτηκε, να ήθελε να σας κάνει να ιδρώσετε και να έχετε εφιάλτες. Του αρέσουν κάτι τέτοια του Γκάρντινερ. Ο Ερρίκος, όμως, είχε σηκωθεί στο μεταξύ: "Μπορώ να κάνω ό,τι με ευχαριστεί", είπε ο μονάρχης του. "Ο Θεός δε θα επιτρέψει η ευχαρίστησή μου να είναι αντίθετη με τα σχέδιά του, ούτε στα δικά μου σχέδια να είναι εμπόδιο η θέλησή του". Μια φευγαλέα έκφραση πονηριάς πέρασε από το πρόσωπό του. "Το είπε και ο Γκάρντινερ άλλωστε".
   Ο Ερρίκος χασμουριέται. Είναι το σινιάλο. "Κραμπ, αυτό το νυχτικό δε σου χαρίζει και μεγάλη χάρη όταν υποκλίνεσαι. Θα είσαι έτοιμος για αναχώρηση στις επτά ή θα σε αφήσουμε εδώ και θα σε ξαναδούμε στο γεύμα;"
   Αν είστε εσείς έτοιμοι, θα είμαι κι εγώ, σκέφτεται, την ώρα που χώνεται στο κρεβάτι του. Όταν ξημερώσει, πολύ αμφιβάλλω αν θα θυμάται ότι κάναμε αυτή τη συζήτηση. Η Αυλή θα έχει σηκωθεί στο πόδι, τα άλογα θα τινάζουν το κεφάλι τους και θα μυρίζουν τον αέρα. Μέχρι το μεσημέρι θα έχουμε ενωθεί με τη συντροφιά της βασίλισσας· η Άννα θα κελαηδάει πάνω στο κυνηγετικό της άλογο· δεν θα ξέρει, εκτός κι αν της τα προφτάσει ο Γουέστον, ο φιλαράκος της, ότι ο βασιλιάς είχε περάσει την προηγούμενη νύχτα στο Έλβεθαμ, με το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη ερωμένη του: στην Τζέιν Σίμουρ, η οποία αγνοώντας το ικετευτικό του ύφος καταγινόταν ατάραχη με το κοτόπουλό της. Ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω, ο Γκρέγκορι είχε πει: "Μήπως η δεσποινίδα Σίμουρ παρατρώει;"
   Και να που το καλοκαίρι πέρασε. Το Γουλφ Χολ και το Έλβεθαμ χάνονται στη σκόνη. Σχετικά με τους φόβους και τις αμφιβολίες του βασιλιά, τα χείλη του θα μείνουν σφραγισμένα· είναι φθινόπωρο κι εκείνος βρίσκεται στο Όστιν Φράιαρς.

   Eίναι αργά· θα τελειώσει με το γραφείο, για να πάει μετά στο δωμάτιό του να διαβάσει. 
   Φθινόπωρο του 1535 και το Όστιν Φράιαρς αντηχεί από φωνές και μελωδίες: τα παιδιά της χορωδίας κάνουν πρόβα έναν ψαλμό, σταματούν, και πάλι από την αρχή. Φωνές παιδιών, μικρών αγοριών, που φωνάζει το ένα στο άλλο από τις σκάλες, και σιμά του, τα γρατζουνίσματα από τις πατούσες των σκύλων στις σανίδες. Ο μεταλλικός ήχος των χρυσών κοσμημάτων στο στήθος. Το σούσουρο, που το πνίγουν οι ταπισερί, μιας κουβέντας που γίνεται σε άλλη γλώσσα. Ο ψίθυρος του μελανιού στο χαρτί. Πέρα από τους τοίχους, οι ήχοι της πόλης: ο σάλος από τα πλήθη στην εξωτερική πύλη, μακρινές κραυγές από το ποτάμι. Ο εσωτερικός του μονόλογος, ασταμάτητος, με φωνή απαλή: στα δημόσια δώματα, το μυαλό του πάει στον καρδινάλιο, ακούει τα βήματά του να αντηχούν στις θολωτές κάμαρες. Στα ιδιαίτερα δωμάτιά του, σκέφτεται τη γυναίκα του, την Ελίζαμπεθ. Θολή εικόνα πια η ανάμνησή της, το θρόισμα μιας φούστας που στρίβει από τη γωνία. Εκείνο το τελευταίο πρωινό, την ώρα που έφευγε από το σπίτι, νόμισε ότι τον είχε ακολουθήσει, σαν να είχε δει με την άκρη του ματιού του τον λευκό της σκούφο. Ήταν έτοιμος να στραφεί και να πει: "Πήγαινε στο κρεβάτι σου"· αλλά δεν ήταν κανείς εκεί. Όταν πια γύρισε σπίτι, εκείνο το βράδυ, το σαγόνι της είχε ήδη δεθεί και κεριά φώτιζαν τα πόδια και το προσκεφάλι της.
   Έναν χρόνο πριν είχαν πεθάνει τα κορίτσια του, από την ίδια αιτία. Σ' ένα κλειδωμένο κουτί, στο σπίτι του στο Στέπνι, κρατά τα κολιέ τους με τα μαργαριτάρια και τα κοράλλια, τα τετράδια που η Άννα αντέγραφε τις ασκήσεις λατινικών. Και στην αποθήκη, όπου φύλαγαν τα κοστούμια για τα σκετς των Χριστουγέννων, κρατούσε ακόμα τα φτερά από παγώνι, που τα είχε φορέσει η Γκρέις σ' ένα θεατρικό της ενορίας. Τα φορούσε ακόμη όταν ανέβηκε πάνω μετά το έργο: αντιφέγγιζε η πάχνη στο παράθυρο. Θα πάω να πω τις προσευχές μου, είχε πει: κι έτσι, τυλιγμένη στα φτερά, απομακρύνθηκε και χάθηκε μέσα στην ομίχλη.
   Στο Όστιν Φράιαρς πέφτει τώρα σκοτάδι. Ήχος από μάνταλα, κλειδιά που ασφαλίζουν, το κροτάλισμα των αλυσίδων στον αυλόγυρο, η μπάρα που πέφτει στη βαριά κεντρική πύλη. Ο μικρός Ντικ Πέρσερ λύνει τα σκυλιά. Τρέχουν για να παραβγούν, καταλαγιάζουν στο φεγγαρόφωτο, σωριάζονται κάτω από τα οπωροφόρα με τις πατούσες ακουμπισμένες στο κεφάλι και τα αυτιά τεντωμένα. Όταν το σπίτι του ησυχάζει -όταν όλα τα σπίτια του ησυχάζουν- είναι η ώρα που βγαίνουν οι πεθαμένοι και σουλατσάρουν στα σκαλιά.

   H Άννα τον καλεί στο δωμάτιό της· μετά το δείπνο. Σε απόσταση αναπνοής, σε όλα τα μεγάλα παλάτια, κρατούν τώρα δωμάτια για εκείνον, δίπλα στον βασιλιά. Μια σκάλα όλο κι όλο: κι εκεί, στο φως ενός κηροπήγιου φιλοτεχνημένου με χρυσό, προβάλλει το άκαμπτο είδωλο του Μαρκ Σμίτον. Ο ίδιος ο Μαρκ παραμονεύει λίγο πιο πέρα.
   Μ' ένα τίναγμα του χεριού η Άννα διώχνει τις γυναίκες τις ακολουθίας της, που έχουν τρέξει κοντά του και ψιθυρίζουν. Η γυναίκα του Τζορτζ, η κουνιάδα της, καθυστερεί: η Άννα λέει: "Ευχαριστώ, λαίδη Ρότσφορντ, δε θα σε χρειαστώ άλλο σήμερα".
   Μονάχα η γελωτοποιός ξεμένει· μια γυναίκα νάνος, που, πίσω από την καρέκλα της Άννας, ρίχνει κλεφτές ματιές προς την πλευρά του. Τα μαλλιά της Άννας τα συγκρατεί χαλαρά μια καλύπτρα, υφασμένη με ασημένια κλωστή, που έχει σχήμα μισοφέγγαρου. Κρατά νοερά μια σημείωση· οι γυναίκες που συναντά πάντοτε τον ρωτούν τι φορά η βασίλισσα. Έτσι υποδέχεται τον σύζυγό της, οι σκούρες πλεξίδες μονάχα για το δικό του βλέμμα, παρεμπιπτόντως και για τον Κρόμγουελ, που όμως είναι γιος έμπορα, οπότε δεν πειράζει, όπως δεν πειράζει και με τον νεαρό Μαρκ.
   Ξεκινά, όπως πάντα, σαν να είχαν αφήσει την κουβέντα στη μέση. "Εσύ θέλω να πας. Στο εσωτερικό της χώρας, να τη δεις. Με απόλυτη μυστικότητα. Πάρε όσους άνδρες είναι απαραίτητοι. Να και η επιστολή του αδελφού μου, του Ρότσφορντ, μπορείς να τη διαβάσεις". Την κρατά, κάπως περιπαικτικά, ανάμεσα στις άκρες των δαχτύλων της, έπειτα όμως σαν να αλλάζει γνώμη, τη βάζει στην άκρη. "Ή... όχι", λέει κι αποφασίζει τελικά να καθίσει πάνω της. Μήπως, ανάμεσα σε άλλες ειδήσεις, περιέχει και κακόβουλα σχόλια για τον Τόμας Κρόμγουελ; "Υποψιάζομαι την Αικατερίνη. Την υποψιάζομαι εντόνως. Και, απ' ό,τι φαίνεται, στη Γαλλία ήδη γνωρίζουν αυτό που εδώ απλώς το υποθέτουμε. Μήπως οι άνθρωποί σου έχουν αρχίσει και χαλαρώνουν; Ο αδελφός μου, ο λόρδος, πιστεύει ότι η βασίλισσα -όπως άλλωστε και ο Σαπουί, ο πρεσβευτής, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, θα έπρεπε να εξοριστεί από το βασίλειο- ασκεί πιέσεις στον Αυτοκράτορα για να επιτεθεί".
   "Γνωρίζετε, βέβαια, ότι δεν είναι δυνατόν να πετάμε έξω τους πρεσβευτές. Γιατί τότε δε θα έχουμε πρόσβαση σε καμία πληροφορία".
   Η αλήθεια είναι ότι τον ίδιο διόλου δεν τον ανησυχούν οι ίντριγκες της Αικατερίνης: το κλίμα ανάμεσα στη Γαλλία και τον Αυτοκράτορα είναι στην παρούσα φάση εχθρικό και, αν ξεσπάσει ανοικτός πόλεμος, ο Αυτοκράτορας δε θα έχει στρατεύματα να διαθέσει για να εισβάλει στην Αγγλία. Όλα αυτά συζητιούνται ήδη εδώ και καμιά βδομάδα, ενώ η πληροφόρηση των Μπολέιν για όσα συμβαίνουν σπανίως συμβαδίζει, όπως έχει διαπιστώσει, με τις εξελίξεις, καθώς την επηρεάζουν κάποιοι μεγαλόσχημοι φίλοι, τους οποίους υποτίθεται ότι έχουν οι Μπολέιν στην Αυλή του Βαλουά. Η Άννα επιθυμεί διακαώς έναν βασιλικό γάμο για την κοκκινομάλλα μικρή της κόρη. Τη θαύμαζε κάποτε την Άννα, τη θεωρούσε άτομο που μάθαινε από τα λάθη της, που θα έκανε ένα βήμα πίσω, για να ξανασκεφτεί· εκείνη όμως έχει την τάση να πεισμώνει, όπως και η Αικατερίνη, η παλιά βασίλισσα, και αυτό, απ' ό,τι φαίνεται, είναι κάτι που δύσκολα αλλάζει. Ο Τζόρτζ Μπολέιν είχε ξαναπάει στη Γαλλία, μηχανορραφώντας για το προξενιό, αλλά χωρίς επιτυχία. Μα τι ζητά ο Τζορτζ Μπολέιν; αναρωτιέται και λέει: "Υψηλοτάτη, θα ήταν εντελώς ανάρμοστο για έναν βασιλιά να μεταχειριστεί άσχημα τη γυναίκα που υπήρξε βασίλισσα. Επιπλέον, αν κάτι τέτοιο γινόταν γνωστό, θα περιερχόταν σε μεγάλη αμηχανία".
   Η 'Αννα δείχνει σκεφτική· δεν αντιλαμβάνεται την έννοια της αμηχανίας. Ο φωτισμός είναι τώρα χαμηλός· το ασημί κεφάλι κινείται πέρα δώθε, μικρό και ακτινοβόλο· η γυναίκα νάνος κάνει σαματά, με γελάκια και μουρμουρητά, χάνεται από το οπτικό του πεδίο· καθισμένη πάνω στα βελούδινα μαξιλάρια, η Άννα αφήνει τη βελούδινη παντόφλα της να αιωρηθεί στην άκρη των δαχτύλων, θυμίζοντας παιδί που είναι έτοιμο να βάλει το πόδι του στο νερό. "Κι εγώ θα δολοπλοκούσα αν ήμουν η Αικατερίνη. Δεν θα συγχωρούσα. Θα έκανα ό,τι κι αυτή". Του στέλνει ένα επικίνδυνο χαμόγελο. "Βλέπεις, ξέρω πώς σκέφτεται. Μολονότι είναι Ισπανίδα, βάζω τον εαυτό μου στη θέση της. Δεν θα καθόμουν με σταυρωμένα τα χέρια αν ο Ερρίκος επιχειρούσε να με παραμερίσει. Κι εγώ πόλεμο θα έκανα". Τώρα μπλέκει μια τούφα από τα μαλλιά της ανάμεσα στα δάχτυλα και τον αντίχειρα κι έπειτα -σκεφτική- αφήνει τα δάχτυλα να γλιστρήσουν σε όλο το μήκος της τούφας. "Παρά ταύτα, ο βασιλιάς πιστεύει ότι η Αικατερίνη ταλαιπωρείται. Εκείνη και η κόρη της όλο παραπονιούνται, ή το στομάχι θα τους πονά ή θα τους πέφτουν τα δόντια ή που θα έχουν θέρμη ή καταρροή ή θα περνούν ξάγρυπνες τη νύχτα ξερνώντας και τη μέρα ξαπλωμένες βογκώντας, και ποιος φταίει για όλα τους τα βάσανα; Η Άννα Μπολέιν. Γι' αυτό, κοίτα. Πρέπει οπωσδήποτε να πας και να τη δεις, Κρέμιουελ, χωρίς προειδοποίηση. Κι έπειτα θα μου πεις αν προσποιείται ή όχι".
   Κι αυτή η αδυναμία να πει το όνομά του, η γαλλική προφορά, δεν κρύβουν μια επιτήδευση, μια αδιόρατη μομφή στο λόγο της; Αναταραχή από την πόρτα: έρχεται ο βασιλιάς. Ο ίδιος κάνει βαθιά υπόκλιση. Η Άννα ούτε σηκώνεται ούτε υποκλίνεται· και χωρίς εισαγωγή, λέει: "Του είπα, Ερρίκο, να πάει".
   "Θα επιθυμούσα να το κάνεις, Κρόμγουελ. Και να φέρεις την αναφορά σου. Κανείς δεν μπορεί να δει, όπως εσύ, τι κατά βάθος συμβαίνει. Κάθε φορά που ο Αυτοκράτορας θέλει να με χτυπήσει, θυμάται ότι η θεία του πεθαίνει, είτε από έλλειψη φροντίδας ή από το κρύο και τη ντροπή. Κι όμως, και υπηρέτες έχει και φωτιά".
   "Θα έπρεπε να πεθάνει από ντροπή", λέει η Άννα, "με τα τόσα ψέματα που έχει πει".
   "Μεγαλειότατε", λέει εκείνος, "θα ξεκινήσω την αυγή κι αύριο, με την άδειά σας, θα στείλω τον Ρέιφ Σάντλερ με το πρόγραμμα της ημέρας".
   Ο βασιλιάς αναστενάζει. "Δε θα γλιτώσω ποτέ από τις μακροσκελείς λίστες σου;"
   "Όχι, κύριε, γιατί, αν σας πρόσφερα μια ανάπαυλα, θα με ξαποστέλνατε κάθε τόσο, με κάποιο πρόσχημα, μακριά. Μέχρι να επιστρέψω, άραγε μπορείτε απλώς να... αφήσετε την κατάσταση να κατασταλάξει;"
   Η Άννα κουνιέται πάνω στην καρέκλα, καθισμένη πάντα πάνω στο γράμμα του αδελφού της, του Τζορτζ. "Δεν θα κάνω τίποτα χωρίς εσένα", λέει ο Ερρίκος. "Να προσέχεις, οι δρόμοι είναι ύπουλοι. Θα προσεύχομαι για σένα. Καληνύχτα".
   Ρίχνει μια ματιά έξω από το δωμάτιο, αλλά ο Μαρκ έχει εξαφανιστεί, μονάχα ορισμένες κοπέλες και κυρίες έχουν ξεμείνει: η Μαίρη Σέλτον, η Τζέιν Σίμουρ και η Ελίζαμπεθ, η γυναίκα του κόμη του Γούστερ. Ποια λείπει; "Πού είναι η λαίδη Ρότσφορντ;" λέει χαμογελώντας. "Μήπως βλέπω τη σκιά της πίσω από την ταπισερί;" Μετά, γνέφει προς το δωμάτιο της Άννας. "Νομίζω ότι πηγαίνει για ύπνο. Κι έτσι, κορίτσια, αφού τη βάλετε στο κρεβάτι, θα έχετε την υπόλοιπη νύχτα δική σας, για τα καμώματά σας".
   Χαχανίζουν. Με τα δάχτυλά της η λαίδη Γούστερ κάνει κάτι περίεργες κινήσεις. "Εννιά η ώρα, και ιδού ο Χάρι Νόρις έρχεται, γυμνός κάτω από το πουκάμισό του. Σπεύσε, Μαίρη Σέλτον. Σπεύσε, αλλά μάλλον βραδέως..."
   "Από ποιον τρέχετε να ξεφύγετε, λαίδη Γούστερ".
   "Λες και μπορώ να το πω, Τόμας Κρόμγουελ. Παντρεμένη γυναίκα". Με χαμόγελα και πειράγματα διατρέχει απαλά με το δάχτυλό της το μπράτσο του. "Όλοι ξέρουμε πού θα ήθελε να ξαπλώσει απόψε ο Χάρι Νόρις. Η Σέλτον απλώς του ζεσταίνει, για την ώρα, το κρεβάτι. Εκείνος έχει άλλες βλέψεις, βασιλικές. Το λέει παντού. Είναι τρελός από έρωτα για τη βασίλισσα".
   "Εγώ θα παίξω χαρτιά", λέει η Τζέιν Σίμουρ. "Με τον εαυτό μου, για να αποφύγω τυχόν άσκοπες απώλειες. Υπάρχουν νεότερα, κύριε, από τη λαίδη Αικατερίνη;"
   "Δε γνωρίζω. Λυπάμαι".
   Το βλέμμα της λαίδης Γούστερ τον παρακολουθεί. Είναι όμορφη γυναίκα, απερίσκεπτη και λίγο σπάταλη, όχι μεγαλύτερη από τη βασίλισσα. Ο άντρας της λείπει, αλλά έχει την αίσθηση ότι, ακόμα κι αν επέστρεφε, εκείνη δε θα έτρεχε να τον προϋπαντήσει. Είναι και κόμησσα. Ενώ αυτός, ένας ταπεινός κύριος. Με την υποχρέωση να είναι στο δρόμο προτού ο ήλιος ανατείλει.

   Tαξιδεύουν με τα άλογα προς την Αικατερίνη, χωρίς διακριτικά ή σημαίες, μια σφιχτή ομάδα οπλισμένων ανδρών. Η μέρα είναι καθαρή, το κρύο τσουχτερό. Λωρίδες σκούρας γης διακρίνονται πίσω από στρώματα πάχνης, ερωδιοί φτερουγίζουν πάνω από παγωμένες λίμνες. Σύννεφα μαζεύονται και σκορπίζουν στον ορίζοντα, σχήματα γκρίζου με πινελιές από ανοιχτό, απατηλό ρόδινο· οδηγός τους, από νωρίς το απόγευμα, ένα ασημένιο φεγγάρι, λεπτό σαν κομμένο νόμισμα. Πίσω του έρχεται ο Κρίστοφερ, φλυαρώντας ακατάπαυστα και δυσφορώντας που απομακρύνονται από τις ανέσεις της πόλης. "On dit ότι ο βασιλιάς διάλεξε έναν σκληρό τόπο για την Αικατερίνη· ελπίζοντας η μούχλα να της τρυπήσει τα κόκαλα και να πεθάνει".
   "Δεν είχε καμία τέτοια πρόθεση. Το Κίμπολτον είναι μεν παλιό σπίτι, αλλά ευπρεπές. Έχει όλες τις ανέσεις. Το νοικοκυριό εκεί κοστίζει στον βασιλιά τέσσερις χιλιάδες λίρες το χρόνο. Δεν είναι αστείο ποσό".

   Το Κίμπολτον είναι μια πόλη με πολύβουη κεντρική αγορά, αλλά την ώρα που πέφτει ο ήλιος οι δρόμοι είναι άδειοι. Δεν υπάρχει λόγος για βιασύνη, ούτε έχει νόημα να εξουθενώσεις τα άλογα για ένα σκοπό που μπορεί να είναι σημαντικός αλλά δεν επείγει· η Αικατερίνη θα ζήσει ή θα πεθάνει με το δικό της βηματισμό. Και, επιπλέον, του κάνει καλό να βρεθεί και λίγο στην εξοχή. Στριμωγμένος στα σοκάκια του Λονδίνου, με τα άλογα ή τα μουλάρια να ακροβατούν αργά στις αποβάθρες και κάτω από τα αετώματα, με τον καμβά του ουρανού κατάστικτο από σπασμένες σκεπές, έρχεται μια στιγμή που ξεχνάς πως είναι η Αγγλία: πόσο απλόχωρα τα λιβάδια, πόσο ανοιχτός ο ουρανός, πόσο βρόμικος και αδαής ο λαός της. Διασχίζουν ένα κράσπεδο, με ορατά, στη βάση, τα σημάδια από πρόσφατο σκάψιμο. Ένας από τους ένοπλους άνδρες λέει: "Ορισμένοι νομίζουν ότι οι καλόγεροι θάβουν τους θησαυρούς τους. Ότι τους κρύβουν εδώ, από τον αφέντη μας".
   "Αυτό κάνουν", λέει εκείνος. "Όχι όμως στα κράσπεδα. Δεν είναι τόσο ανόητοι".

   Όταν φτάνουν, σχεδόν έχει σκοτεινιάσει: μια κραυγή πίσω από τους τοίχους και η φωνή του Κριστόφ με την απάντηση: "Ο Τόμας Κρόμγουελ, ο Γραμματέας του Βασιλιά και Αρχιδικαστής".
   "Κι εμείς πώς το ξέρουμε;" ούρλιαξε ένας φρουρός. "Δείξτε μας τα διακριτικά σας χρώματα".
   "Πες του να ρίξει λίγο φως και να μας αφήσει να μπούμε", λέει εκείνος, "αλλιώς θα τον πάρω με τις κλοτσιές".
   Πρέπει να μιλά έτσι, όταν βρίσκεται σε αυτές τις περιοχές της χώρας· κανείς δεν το θεωρεί, άλλωστε, αφύσικο για έναν σύμβουλο του βασιλιά που δεν προέρχεται από τους ευγενείς. Η κρεμαστή γέφυρα πρέπει να κατέβει: ένα αρχαίο τρίξιμο, μεταλλικός ήχος και κρότος από μάνταλα και αλυσίδες. Στο Κίμπολτον κλειδώνουν νωρίς: καλώς. "Έχετε το νου σας", λέει στην ομάδα του, "να μην κάνετε το ίδιο λάθος με τον ιερέα. Όταν μιλάτε με το προσωπικό, εκείνη είναι η χήρα πριγκίπισσα της Ουαλίας".
   "Τι;" λέει ο Κριστόφ.
   "Δεν είναι η γυναίκα του βασιλιά. Δεν ήταν ποτέ η γυναίκα του βασιλιά. Είναι η γυναίκα του εκλιπόντος αδελφού του βασιλιά, του Αρθούρου, πρίγκιπα της Ουαλίας".
   "Eκλιπόντος σημαίνει πεθαμένου", λέει ο Κριστόφ. "Το ξέρω αυτό".
   "Δεν είναι ούτε βασίλισσα ούτε πρώην βασίλισσα, καθώς ο δεύτερος, όπως τον αποκαλεί, γάμος της δεν είναι νόμιμος".
   "Ήταν ανεπίτρεπτο", λέει ο Κριστόφ. "Έκανε το λάθος να συζευχθεί με δύο αδελφούς. Αρχικά με τον Αρθούρο, έπειτα με τον Ερρίκο".
   "Και ποια είναι η γνώμη μας για μια τέτοια γυναίκα;" λέει χαμογελώντας.
   Δέσμες από δάδες και, μέσα από το σκοτάδι, ο σερ Έντμουντ Μπέντιγκφιλντ: ο φύλακας της Αικατερίνης. "Νομίζω ότι μπορούσες να μας είχες ειδοποιήσει, Κρόμγουελ".
   "Γκρέις, εγώ πάλι νομίζω ότι δεν ήταν απαραίτητο να σε ειδοποιήσω..." Φιλά τη λαίδη Μπέντιγκφιλντ. "Δεν έφερα το γεύμα μου. Έρχεται όμως από πίσω ένα μουλάρι φορτωμένο, που θα είναι εδώ αύριο το πρωί. Θα έχει κυνήγι για το τραπέζι σας, αμύγδαλα για τη βασίλισσα και ένα γλυκό κρασί, που ο Σαπουί λέει ότι το προτιμά".
   "Χαίρομαι με οτιδήποτε μπορεί να βελτιώσει την όρεξή της". Η λαίδη Μπέντιγκφιλντ μας καλεί να περάσουμε στη μεγάλη αίθουσα. Μπροστά από τη φωτιά σταματά και απευθύνεται: "Ο γιατρός της υποπτεύεται ότι έχει όγκο στην κοιλιά. Αλλά η εξέλιξή του μπορεί να είναι αργή. Πότε θα θεωρήσετε ότι έχει τραβήξει αρκετά η φτωχή μου κυρία;"
   Δίνει τα γάντια και το πανωφόρι ιππασίας στον Κριστόφ. "Θα πας αμέσως να την επισκεφθείς;" ρωτά ο Μπέντιγκφιλντ. "Εμείς δε σε περιμέναμε, εκείνη όμως ενδέχεται. Είναι δύσκολο για μας, γιατί ο κόσμος στην πόλη την αγαπά και πολλά λόγια φτάνουν εδώ από τους υπηρέτες, δεν μπορείς να το αποτρέψεις, νομίζω ότι πάνε και κάνουν σινιάλα πίσω από την τάφρο. Μου φαίνεται ότι ξέρει σχεδόν τα πάντα, τι συμβαίνει και ποιος περνά από τον δρόμο".
   Δυο γυναίκες, κρίνοντας από τις ενδυμασίες και την προχωρημένη ηλικία τους μάλλον Ισπανίδες, κολλούν με την πλάτη στον τοίχο και τον κοιτούν με περιφρόνηση. Υποκλίνεται μπροστά τους και η μία λέει στη γλώσσα τους, αυτός είναι ο άνθρωπος που ξεπούλησε την ψυχή του βασιλιά της Αγγλίας. Ο τοίχος πίσω τους είναι ζωγραφισμένος με την ξεθωριασμένη, όπως βλέπει, σκηνή του Παραδείσου: Ο Αδάμ και η Εύα, πιασμένοι από το χέρι, περπατούν ανέμελοι ανάμεσα σε θηρία, που λίγες μέρες μετά τη Δημιουργία δεν γνωρίζουν ακόμη το όνομά τους. Ένας μικρός ελέφαντας, με βλέμμα που στριφογυρίζει, κρυφοκοιτά ντροπαλά πίσω από τα φυλλώματα. Αν και δεν έχει δει ποτέ του ελέφαντα, καταλαβαίνει ότι είναι πολύ πιο ψηλός από πολεμικό άλογο· τούτος εδώ μάλλον δεν πρόλαβε να μεγαλώσει. Πάνω από το κεφάλι του, ζωγραφισμένα κλαδιά, που σχεδόν λυγίζουν από φρούτα.
   "Λοιπόν, γνωρίζεις τις διαδικασίες", λέει ο Μπέντιγκφιλντ. "Μένει σ' αυτό το δωμάτιο μαζί με τις κυρίες της -αυτές τις κυρίες-που της μαγειρεύουν στη φωτιά. Χτυπάς και μπαίνεις, κι αν την προσφωνήσεις λαίδη Αικατερίνη, σε διώχνει με τις κλοτσιές, αν την προσφωνήσεις Μεγαλειοτάτη, σου επιτρέπει να μείνεις. Έτσι κι εγώ δεν την προσφωνώ καθόλου. Της μιλώ σε δεύτερο πληθυντικό. Σαν να ήταν μια τυχάρπαστη κοπέλα".
   Η Αικατερίνη κάθεται δίπλα στο τζάκι, σφιγμένη σε μια κάπα από όμορφες ερμίνες. Θα τις θελήσει πίσω ο βασιλιάς, άμα πεθάνει, σκέφτεται εκείνος. Ανασηκώνει το βλέμμα και του προτείνει το χέρι της για χειροφίλημα: απρόθυμα, αλλά περισσότερο εξαιτίας του κρύου, σκέφτεται, παρά επειδή δε θέλει να τον δεχτεί. Το χρώμα της είναι κίτρινο και μια ανυπόφορη μυρωδιά διαχέεται στο δωμάτιο -μια ανεπαίσθητη οσμή ζώου από τις γούνες, μια δυσοσμία λαχανικών από χρησιμοποιημένο νερό, μια ξινή μπόχα από τη λεκάνη, που ένα κορίτσι την απομάκρυνε βιαστικά: θα περιείχε, υποθέτει, όσα άδειασε το στομάχι της χήρας. Αν τις νύχτες είναι άρρωστη, μπορεί και να ονειρεύεται τους κήπους της Αλάμπρα, εκεί όπου μεγάλωσε: τα μαρμάρινα πεζούλια, τον παφλασμό από το κρυστάλλινο νερό, καθώς χύνεται στις γούρνες, το σύρσιμο του λευκού παγωνιού, το άρωμα των λεμονιών. Μπορούσα να της είχα φέρει ένα λεμόνι, σκέφτεται, στο σάκο της σέλας.
   Σαν να διαβάζει τις σκέψεις του, του μιλά καστιλιάνικα.
   "Κύριε Κρόμγουελ, ας αφήσουμε αυτή την κουραστική προσποίηση, ότι δεν μιλάτε τη γλώσσα μου".
   Συγκατανεύει. "Κάποτε ένιωθα πολύ άσχημα όταν στεκόμουν δίπλα στις καμαριέρες σας, που μιλούσαν για μένα. “Χριστέ μου, δεν είναι άσχημος, λες να έχει τρίχες σε όλο του το σώμα, σαν τον σατανά;”"
   "Έλεγαν τέτοια πράγματα οι καμαριέρες μου;" Η Αικατερίνη δίνει την εντύπωση ότι διασκεδάζει. Αποσύρει το χέρι της έξω από το οπτικό του πεδίο. "Είναι πολύ μακρινά εκείνα τα όμορφα κορίτσια. Τώρα δεν απέμειναν παρά ηλικιωμένες γυναίκες και μια χούφτα πληρωμένοι προδότες".
   "Μα, κυρία, όσοι είναι δίπλα σας σάς αγαπούν".
   "Καταγράφουν. Ό,τι λέω. Ακούν ακόμη και τις προσευχές μου. Λοιπόν, κύριε", ανασηκώνει το πρόσωπό της στο φως. "Πώς σας φαίνομαι; Τι θα πείτε για μένα όταν σας ρωτήσει ο βασιλιάς; Δεν έχω δει τον εαυτό μου στον καθρέφτη εδώ και πολλούς μήνες". Πιέζει με μια κίνηση την καλύπτρα της να κατέβει και οι άκρες να καλύψουν τα αυτιά. "Ο βασιλιάς συνήθιζε να με αποκαλεί άγγελέ μου. Συνήθιζε να με αποκαλεί λουλούδι. Ο πρώτος μου γιος γεννήθηκε στην καρδιά του χειμώνα. Όλη η Αγγλία σκεπασμένη με χιόνι. Είχα σκεφτεί ότι δε θα έβρισκε λουλούδια να μου προσφέρει. Αλλά ο Ερρίκος μού έφερε έξι δωδεκάδες τριαντάφυλλα, φτιαγμένα από το πιο αγνό λευκό μετάξι. “Λευκά σαν το χέρι σου, αγάπη μου”, είχε πει, φιλώντας τα ακροδάχτυλά μου". Ένα μικρό τίναγμα κάτω από την ερμίνα λέει ότι εκεί βρίσκεται μια σφιγμένη γροθιά. "Τα τριαντάφυλλα τα φυλάω σε μια κασετίνα. Αυτά τουλάχιστον δε μαραίνονται. Στα χρόνια που πέρασαν έδωσα μερικά σε εκείνους που μου πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες". Σταματά· τα χείλη της κινούνται, μια σιωπηλή επίκληση: προσευχές για τις ψυχές που έφυγαν. "Πες μου, πώς είναι η κόρη της Μπολέιν; Λένε ότι προσεύχεται ευλαβικά στον μεταρρυθμισμένο Θεό της".
   "Έχει όντως τη φήμη ευσεβούς. Έχει και την επιδοκιμασία των επισκόπων και των μελετητών".
   "Τη χρησιμοποιούν. Όπως τους χρησιμοποιεί κι εκείνη. Αν ήταν πραγματικοί κληρικοί, θα το έβαζαν τρομοκρατημένοι στα πόδια, όπως θα το έβαζαν στα πόδια μπροστά σε κάθε άπιστο. Υποθέτω όμως ότι προσεύχεται για ένα αγόρι. Έχασε το τελευταίο της παιδί, μου είπαν. Τη λυπάμαι από τα βάθη της καρδιάς μου".
   "Εκείνη και ο βασιλιάς ελπίζουν να έχουν σύντομα ένα άλλο παιδί".
   "Δηλαδή; Έχουν ελπίδες για κάτι συγκεκριμένο ή ελπίδες εν γένει;"
   Εκείνος σταματά· δεν έχει ειπωθεί κάτι οριστικό· και ο Γκρέγκορι μπορεί να κάνει λάθος. "Νόμιζα ότι σας εμπιστεύεται", λέει αιχμηρά η Αικατερίνη. Τον κοιτά εξεταστικά: υπάρχει κάποια ρωγμή, κάποιο froideur; "Λένε ότι ο Ερρίκος κυνηγά άλλες γυναίκες". Το δάχτυλο της Αικατερίνης χαϊδεύει τη γούνα: αφηρημένα, γύρω γύρω από το ίδιο σημείο, στο δέρμα. "Είναι πολύ νωρίς. Είναι τόσο λίγο καιρό παντρεμένοι. Υποθέτω ότι, όταν εκείνη βλέπει τις γυναίκες γύρω της, θα αναρωτιέται και θα μονολογεί, εσείς είστε, κυρία; Ή μήπως εσείς; Πάντα μου έκανε εντύπωση πόσο τυφλώνονται όταν έρχεται η ώρα να δείξουν εμπιστοσύνη, όσες υπήρξαν κατεξοχήν αναξιόπιστες. Η Άννα νομίζει ότι έχει φίλους. Αν όμως δεν δώσει, άμεσα, έναν γιο στο βασιλιά, όλοι, θα της γυρίσουν όλοι την πλάτη".
   Συγκατανεύει. "Μπορεί και να έχετε δίκιο. Ποιος θα είναι ο πρώτος;"
   "Και γιατί να την προειδοποιήσω;" ρωτά στεγνά η Αικατερίνη. "Λένε πως, όταν την εξαπατούν, γκρινιάζει σαν υστερική γυναικούλα. Δεν εκπλήσσομαι. Μια βασίλισσα, κι εκείνη αποκαλεί τον εαυτό της βασίλισσα, πρέπει να ζει και να υποφέρει μακριά από τα μάτια του κόσμου. Μονάχα η βασίλισσα των Ουρανών είναι πιο πάνω από εκείνη, συνεπώς δεν πρέπει να αναζητά συντροφιά στα βάσανά της. Όταν υποφέρει, πρέπει να υποφέρει μοναχή της και αυτό χρειάζεται καρτερία και αξιοπρέπεια για να το αντέξεις. Φαίνεται ότι η κόρη του Μπολέιν δεν κληρονόμησε τη δική του αξιοπρέπεια. Αναρωτιέμαι πώς συνέβη κάτι τέτοιο".
   Καταρρέει· τα χείλη ανοίγουν και η σάρκα συσπάται σαν να σφαδάζει κάτω από τα ρούχα. Πονάτε, αρχίζει να λέει, αλλά του κάνει νόημα να σταματήσει, δεν είναι τίποτα, τίποτα. "Οι ευγενείς, που περιστοιχίζουν τον βασιλιά και που τώρα ορκίζονται ότι θα διακινδύνευαν και τη ζωή τους για ένα της χαμόγελο, δε θα αργήσουν να προσφέρουν την αφοσίωσή τους σε μια άλλη. Την ίδια αφοσίωση προσέφεραν και σε μένα. Συνέβαινε, επειδή ήμουν η γυναίκα του βασιλιά, δεν είχε να κάνει με το πρόσωπό μου. Αλλά η Άννα το εκλαμβάνει ως αποτέλεσμα της γοητείας της. Επιπλέον, δε θα έπρεπε να φοβάται μονάχα τους άνδρες. Η κουνιάδα της, η Τζέιν Ρότσφορντ, είναι τώρα μια νεαρή ανήσυχη γυναίκα... όταν ήταν στη δική μου υπηρεσία, μου έλεγε συχνά μυστικά, ερωτικά μυστικά, μυστικά που ίσως θα ήταν καλύτερα και να μην τα είχα μάθει και πολύ αμφιβάλλω ότι τώρα τα μάτια και τα αυτιά της είναι σε μικρότερη επαγρύπνηση". Τα δάχτυλά της ακόμη μαλάζουν, αλλά σε ένα σημείο κοντά στην κλείδα. "Ίσως να απορείς, πώς γίνεται η Αικατερίνη, που είναι εξόριστη, να γνωρίζει τι γίνεται στην Αυλή; Θα μείνεις με την απορία".
   Δεν θα μείνω για πολύ, σκέφτεται. Είναι η γυναίκα του Νίκολας Κάριου και επιστήθια φίλη σας. Είναι και η Γερτρούδη Κουρτενέ, η σύζυγος του μαρκησίου του Έξετερ· την είχα πιάσει να δολοπλοκεί πέρσι, ίσως έπρεπε να την είχα θέσει υπό περιορισμό. Ίσως και η μικρή Τζέιν Σίμουρ· αν και η Τζέιν, μετά το Γουλφ Χολ, θα προσέχει μάλλον τη δική της πορεία. "Ξέρω ότι έχετε τις πηγές σας", της λέει. "Μήπως, όμως, δεν θα έπρεπε να τους έχετε τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη; Μπορεί να ενεργούν εξ ονόματός σας, ίσως όμως να μην υπηρετούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντά σας· ή τα συμφέροντα της κόρης σας".
   "Θα επιτρέψετε στην πριγκίπισσα να με επισκεφθεί; Αν νομίζετε ότι έχει ανάγκη από κάποιον για να τη συμβουλέψει και να τη στηρίξει, ποιος θα ήταν πιο κατάλληλος από μένα;"
   "Αν εξαρτιόταν από μένα, κυρία μου..."
   "Μα, τι κακό μπορεί να κάνει στον βασιλιά;"
   "Βάλτε τον εαυτό σας στη θέση του. Έχω την εντύπωση ότι ο πρεσβευτής Σαπουί έγραψε στη λαίδη Μαρία, λέγοντάς της ότι μπορεί να τη βγάλει από τη χώρα".
   "Ποτέ! Αποκλείεται ο Σαπουί να έκανε τέτοιες σκέψεις. Σας το εγγυώμαι εγώ η ίδια".
   "Ο βασιλιάς ανησυχεί μήπως η Μαρία διαφθείρει τους φρουρούς της, οπότε, αν της επιτραπεί να ταξιδέψει για να σας δει, ίσως το σκάσει και μπει σε ένα πλοίο για να πάει στην επικράτεια του εξαδέλφου της, του Αυτοκράτορα".
   Παραλίγο να τον πιάσουν τα γέλια, καθώς σκέφτεται τη λεπτεπίλεπτη και τρομοκρατημένη πριγκίπισσα να αποπειράται μια τέτοια εγκληματική ενέργεια απελπισίας. Και η Αικατερίνη χαμογελά· ένα κακεντρεχές, κακόβουλο χαμόγελο. "Κι έπειτα; Μήπως φοβάται ο Ερρίκος ότι η κόρη μου θα επιστρέψει με έναν ξένο σύζυγο στο πλευρό της και θα τον ανατρέψει από τον θρόνο; Μπορείς να τον διαβεβαιώσεις ότι δεν έχει καμία τέτοια πρόθεση. Θα είμαι πάλι εγώ υπόλογη, προσωπικά".
   "Εσείς προσωπικά, κυρία, θα έχετε σε πολλά να ανταπεξέλθετε. Να εγγυηθείτε, από τη μία, να δώσετε απαντήσεις από την άλλη. Και σας αναλογεί να υποστείτε μονάχα έναν θάνατο".
   "Ελπίζω ο Ερρίκος να ωφεληθεί. Όταν έρθει, όπως κι αν έρθει, εκείνη η ώρα, ελπίζω να αντιμετωπίσω το θάνατο με τρόπο ώστε να αποτελέσω και για εκείνον παράδειγμα, όταν έρθει η δική του ώρα".
   "Καταλαβαίνω. Σκέφτεστε συχνά το θάνατο του βασιλιά;"
   "Σκέφτομαι τη μετά θάνατον ζωή του".
   "Αν θέλετε να κάνετε καλό στην ψυχή του, γιατί του δημιουργείτε συνέχεια εμπόδια; Δεν γίνεται έτσι καλύτερος άνθρωπος. Σας έχει περάσει ποτέ από το μυαλό ότι, αν είχατε, εδώ και χρόνια, υποκύψει στις επιθυμίες του βασιλιά, αν είχατε μπει σε μοναστήρι και του είχατε επιτρέψει να παντρευτεί ξανά, ποτέ δεν θα είχε έρθει σε ρήξη με τη Ρώμη; Δεν θα υπήρχε λόγος. Υπήρχαν αρκετές αμφιβολίες για τον δικό σας γάμο, θα μπορούσατε με αξιοπρέπεια να αποσυρθείτε. Όλοι θα σας τιμούσαν. Τώρα όμως οι τίτλοι στους οποίους επιμένετε είναι κενοί. Ο Ερρίκος ήταν καλός γιος της Ρώμης. Τον εξωθήσατε στα άκρα. Εσείς, κι όχι εκείνος, διχάσατε τη Χριστιανοσύνη. Και νομίζω ότι αυτό το ξέρετε και ότι το σκέφτεστε μέσα στην ησυχία της νύχτας".
   Μεσολαβεί μια παύση, όσο χρειάζεται για να γυρίσει τις βαριές σελίδες στον τόμο της οργής και να βάλει το δάχτυλο πάνω στις κατάλληλες λέξεις: "Αυτά που λες, Κρόμγουελ, είναι... αξιοκαταφρόνητα".
   Ίσως και να έχει δίκιο, σκέφτεται. Θα συνεχίσω, ωστόσο, να τη βασανίζω, να την ξεμπροστιάζω στον ίδιο της τον εαυτό, να την απογυμνώνω από τις ψευδαισθήσεις της και θα το κάνω για το καλό της κόρης της: η Μαρία είναι το μέλλον, το μόνο ενήλικο παιδί που έχει ο βασιλιάς, η μοναδική προοπτική της Αγγλίας, αν ο Θεός καλέσει τον Ερρίκο και ο θρόνος μείνει απροσδόκητα κενός. "Δεν θα μου δώσετε λοιπόν ένα από τα μεταξωτά τριαντάφυλλα", της λέει. "Παρόλο που μου είχε περάσει από το μυαλό".
   Η ματιά της επιμένει. "Τουλάχιστον, ως εχθρός, είσαι ορατός. Μακάρι να άντεχαν και οι φίλοι μου να είναι τόσο εμφανείς. Οι Άγγλοι είναι έθνος υποκριτών".
   "Αχάριστοι", συμφωνεί. "Ψεύτες από γεννησιμιού τους. Το έχω διαπιστώσει κι εγώ. Προτιμώ τους Ιταλούς. Και κυρίως τους Φλωρεντινούς, τόσο μετριόφρονες. Οι Βενετοί, διάφανοι στις συναλλαγές τους. Αλλά και η δική σας ράτσα, οι Ισπανοί. Τόσο έντιμος λαός... Έλεγαν παλιότερα, για τον πατέρα σας, τον βασιλιά Φερδινάνδο, ότι θα τον κατέστρεφε η καλή του καρδιά".
   "Διασκεδάζετε", του λέει, "σε βάρος μιας γυναίκας που πεθαίνει".
   "Φαίνεται πως, στο μεταξύ όμως, έχετε πίστωση χρόνου. Άλλωστε, από τη μια προσφέρετε εγγυήσεις κι από την άλλη θέλετε προνόμια".
   "Συνήθως μια κατάσταση σαν τη δική μου εμπνέει ευγένεια".
   "Προσπαθώ να είμαι ευγενής, εσείς δεν το βλέπετε. Εντέλει, κυρία, δεν μπορείτε να παραμερίσετε τη δική σας βούληση και για χάρη της κόρης σας να συμφιλιωθείτε με τον βασιλιά; Αν φύγετε από αυτόν τον κόσμο, όντας σε αντιδικία, το τίμημα θα το πληρώσει εκείνη. Και είναι νέα κι έχει τη ζωή μπροστά της".
   "Δεν πρόκειται να βλάψει τη Μαρία. Τον ξέρω τον βασιλιά. Δεν είναι τόσο κακός άνθρωπος".
   Μένει σιωπηλός. Ακόμη αγαπά τον άνδρα της, σκέφτεται: από εμμονή ή από μια ρωγμή της γέρικης, σκληρής καρδιάς της, ελπίζει ακόμη να ακούσει τα βήματά του, τη φωνή του. Στα χέρια της κρατά το δώρο του, πώς να ξεχάσει ότι κάποτε την αγάπησε; Θα είχε απαιτηθεί δουλειά πολλών εβδομάδων γι' αυτά τα μεταξένια τριαντάφυλλα, θα πρέπει να τα είχε παραγγείλει πολύ προτού μάθει ότι το παιδί ήταν αγόρι. "Τον είχαμε βγάλει, ο πρίγκιπας της Πρωτοχρονιάς", είχε πει ο Γούλσι. "Έζησε πενήντα δύο μέρες και τις μέτρησα μία προς μία". Η Αγγλία, τον χειμώνα: το σάβανο του γλιστερού χιονιού να σκεπάζει λιβάδια και τις στέγες των παλατιών, να αμβλύνει αετώματα και κεραμίδια, να γλιστρά αθόρυβα στα τζάμια των παραθύρων· στολίζοντας τους αυλακωμένους δρόμους, βαραίνοντας τα κλαδιά των ελάτων και των βελανιδιών, σφραγίζοντας τα ψάρια κάτω από τον πάγο, παγώνοντας τα πουλιά στα κλαριά. Φαντάζεται την κούνια, με τη βαθυκόκκινη κουρτίνα και τα χρυσοκέντητα όπλα της Αγγλίας: τα ποδαράκια στριμωγμένα σε θυλακωτά υφάσματα: το μαγκάλι να καίει, τον καθαρό αέρα γεμάτο από τα αρώματα της Πρωτοχρονιάς, κανέλα και άγριο κυπαρίσσι.
   Τα τριαντάφυλλα να καταφθάνουν στο θριαμβικό προσκέφαλο -πώς; Σε επιχρυσωμένο καλάθι; Σε ένα στενόμακρο κουτί, μια μικρή κασέλα, ντυμένη με αστραφτερά όστρακα; Ή μήπως κύλησαν πάνω στο κάλυμμα του κρεβατιού, μέσα από θήκη μεταξωτή, στολισμένη με ρόδια; Ήταν δυο μήνες χαρούμενοι. Το βρέφος μεγάλωνε. Και όλος ο κόσμος καταλάβαινε ότι οι Τιδόρ είχαν διάδοχο. Και τότε, την πεντηκοστή δεύτερη μέρα, μια θανάσιμη σιωπή πίσω από την κουρτίνα: μια ανάσα, έπειτα ούτε ανάσα. Κλαίγοντας, γεμάτες ταραχή και φόβο, οι γυναίκες της κάμαρας αρπάζουν τον πρίγκιπα· σταυροκοπιούνται ανώφελα και ζαρωμένες δίπλα στην κούνια προσεύχονται.
   "Θα δω τι μπορεί να γίνει", λέει. "Για την κόρη σας. Για μια επίσκεψη". Δεν θα ήταν επικίνδυνο για ένα μικρό κορίτσι να διασχίσει τη χώρα; "Πιστεύω βάσιμα ότι ο βασιλιάς θα το επέτρεπε, αν συμβουλεύατε τη λαίδη Μαρία να επιδείξει τον πρέποντα σεβασμό στη θέλησή του και να τον αναγνωρίσει, πράγμα που δεν έχει κάνει μέχρι τώρα, ως κεφαλή της Εκκλησίας".
   "Αυτό είναι ένα θέμα στο οποίο η πριγκίπισσα Μαρία θα πράξει κατά συνείδηση". Υψώνει το χέρι, με την παλάμη προς το μέρος του. "Βλέπω ότι με λυπάσαι, Κρόμγουελ. Δεν θα έπρεπε. Έχω προετοιμαστεί για το θάνατο εδώ και πολύ καιρό. Πιστεύω ότι ο Φιλεύσπλαχνος Θεός θα ανταμείψει τις προσπάθειές μου να τον υπηρετήσω σωστά. Και θα δω πάλι τα μικρά μου κορίτσια, που έφυγαν πολύ πριν από μένα".
   Θα μπορούσε να σου ραγίσει την καρδιά, σκέφτεται: αν δεν ήταν αλώβητη. Θέλει το θάνατο ενός μάρτυρα, στο ικρίωμα. Αντιθέτως, θα πεθάνει μόνη: θα πνιγεί στον ίδιο της τον εμετό, πιθανότατα. Της λέει: "Και η λαίδη Μαρία, είναι κι αυτή έτοιμη να πεθάνει;"
   "Η πριγκίπισσα Μαρία διαλογίζεται πάνω στα πάθη του Χριστού από τότε που ήταν νήπιο. Θα είναι έτοιμη όταν έρθει η ώρα".
   "Περίεργος γονιός είστε", λέει. "Ποιος γονιός θα διακινδύνευε τη ζωή του παιδιού του;"
   Θυμάται όμως και τον Γουόλτερ Κρόμγουελ. Ο Γουόλτερ πηδούσε πάνω μου φορώντας τις μπότες του: πάνω μου, πάνω στον μοναδικό του γιο. Συγκεντρώνεται, για μια τελευταία προσπάθεια. "Σας ανέλυσα μια περίπτωση, κυρία, όπου το πείσμα σας να αντιπαρατεθείτε με τον βασιλιά και το συμβούλιο οδήγησε τελικά σε ένα αποτέλεσμα εντελώς αποτρόπαιο και για εσάς. Μπορεί λοιπόν να κάνετε λάθος, καταλαβαίνετε; Σας ζητώ να το σκεφτείτε ξανά, μήπως κάνετε λάθος αυτή τη φορά. Για την αγάπη του Θεού, συμβουλέψτε τη Μαρία να υπακούσει στον βασιλιά".
   "Η πριγκίπισσα Μαρία", λέει άτονα. Και μοιάζει να μην έχει δύναμη για περαιτέρω ενστάνσεις. Την παρατηρεί για λίγο και ετοιμάζεται να αποσυρθεί. Τότε όμως εκείνη ανασηκώνει το βλέμμα. "Αναρωτιέμαι, εσείς, κύριε, άραγε σε ποια γλώσσα εξομολογείστε; Ή μήπως δεν εξομολογείστε;"
   "Ο Θεός γνωρίζει τις καρδιές μας, κυρία. Ποιος ο λόγος να αναζητούμε την ιδανική φόρμα ή κάτι που να διαμεσολαβεί;" Ποιος ο λόγος να υπάρχει και γλώσσα, άλλωστε, σκέφτεται: ο Θεός είναι αμετάφραστος.

   Τη μέρα που επιστρέφει με τα νέα κοιτά προσεκτικά από κοντά τη βασίλισσα· φαίνεται κομψή και ευχαριστημένη και ο ήρεμος, οικείος τόνος των φωνών τους, λέει, καθώς πλησιάζει, ότι ζει αρμονικά με τον Ερρίκο. Φαίνονται απασχολημένοι, το κεφάλι του ενός δίπλα στο κεφάλι του άλλου. Ο βασιλιάς έχει έτοιμα τα σύνεργα της ζωγραφικής του: τους διαβήτες και τα μολύβια του, τους χάρακες, το μελάνι, τους σουγιάδες. Το τραπέζι έχει καλυφθεί από ανοιχτά σχέδια, ξύλα και ειδικά καλούπια.
   Υποκλίνεται βαθιά και μπαίνει κατευθείαν στο θέμα: "Δεν είναι καλά και πιστεύω ότι θα ήταν μια κίνηση καλοσύνης, κατά τη γνώμη μου, αν επιτρέπατε στον πρεσβευτή Σαπουί να την επισκεφθεί".
   Η Άννα πετάγεται από την καρέκλα. "Τι; Για να μηχανορραφεί πιο εύκολα μαζί του;"
   "Σύμφωνα με τους γιατρούς της, κυρία, θα είναι σύντομα στον τάφο, οπότε και θα είναι πλέον ανέφικτο να σας ενοχλήσει με οποιονδήποτε τρόπο".
   "Είναι ικανή να βγει φτερουγίζοντας, τυλιγμένη στο σάβανό της, προκειμένου να με βλάψει".
   Ο Ερρίκος απλώνει το χέρι του. "Γλυκιά μου, ο Σαπουί δε σε αναγνωρίζει. Όταν όμως η Αικατερίνη θα έχει φύγει και δε θα μπορεί πλέον να μας δημιουργεί προβλήματα, σε διαβεβαιώ ότι θα τον υποχρεώσω να γονατίσει μπροστά σου".
   "Πάντως, δε νομίζω ότι πρέπει να φύγει από το Λονδίνο. Ενθαρρύνει την Αικατερίνη και τη δυστροπία της, ενθαρρύνει και την κόρη της". Του ρίχνει ένα γρήγορο βλέμμα. "Δε συμφωνείς, Κρέμιουελ; Η Μαρία πρέπει να έρθει στην Αυλή, να υποχρεωθεί να γονατίσει μπροστά στον πατέρα της, να ορκιστεί και να ζητήσει γονατιστή συγγνώμη για το προδοτικό της πείσμα· έπειτα να αποδεχτεί ότι διάδοχος της Αγγλίας είναι η κόρη μου κι όχι εκείνη".
   Με ένα νεύμα του κεφαλιού του, δείχνει τα σχέδια. "Είναι για χτίσιμο, κύριε;"
   Ο Ερρίκος μοιάζει με παιδάκι που το έχουν πιάσει να βουτάει το δάχτυλο στο κουτί με τη ζάχαρη. Σπρώχνει μία από τις ξύλινες ράβδους προς τη μεριά του. Είναι σχέδια, ανοίκεια ίσως ακόμη για τα μάτια ενός Άγγλου, όμως τα δικά του μάτια έχουν εξοικειωθεί από την Ιταλία: αυλακωτές υδρίες, αγγεία επιζωγραφισμένα με μορφές φτερωτές, αόμματα κεφάλια θεών και αυτοκρατόρων. Τώρα πια τα φυσικά λουλούδια και τα δέντρα, οι ελικωτοί μίσχοι και τα μπουμπούκια, παραγκωνίζονται από δάφνινα στεφάνια νίκης, το κοντάρι από τον πέλεκυ του ραβδούχου, το στέλεχος του δόρατος. Αντιλαμβάνεται ότι η Άννα δε μπορεί να περιοριστεί στην απλότητα· εδώ κι επτά, ίσως και περισσότερα, χρόνια ο Ερρίκος προσαρμόζει το γούστο του στο δικό της. Στον Ερρίκο άρεσαν κάποτε τα φρέσκα κρασιά, τα βγαλμένα από τα φρούτα του αγγλικού καλοκαιριού, τώρα όμως προτιμά κρασιά βαριά, με άρωμα βαρύ, που σε ναρκώνουν· το γεροδεμένο σώμα του μπαίνει μπροστά στο φως. "Θα χτίσουμε κάτι από την αρχή;" ζητά να μάθει. "Ή θα προσθέσουμε μονάχα διακοσμητικά στοιχεία; Και τα δύο κοστίζουν χρήματα".
   "Πόσο αγνώμων γίνεσαι", του λέει η Άννα. "Ο βασιλιάς στέλνει βελανιδιά για το οίκημά σου στο Χάκνι. Όπως και για τον κύριο Σάντλερ και το καινούριο του σπίτι".
   Εκφράζει τις ευχαριστίες του με ένα νεύμα του κεφαλιού. Ο νους όμως του βασιλιά είναι στα βόρεια της χώρας, στη γυναίκα που ακόμη ισχυρίζεται ότι είναι γυναίκα του. "Τι όφελος βρίσκει στη ζωή της πλέον η Αικατερίνη;" ρωτά ο Ερρίκος. "Είμαι σίγουρος ότι έχει κουραστεί από τη διαμάχη. Και ένας Θεός ξέρει πόσο έχω κουραστεί κι εγώ. Δε θα ήταν καλύτερα να πάει να συναντήσει τους αγίους και τους οσιομάρτυρές της;"
   "Την περιμένουν καιρό τώρα", λέει γελώντας η Άννα: αφύσικα δυνατά.
   "Είναι σαν να τη βλέπω να πεθαίνει", λέει ο βασιλιάς. "Θα βγάζει λόγους και θα με συγχωρεί. Πάντα με συγχωρούσε. Μήπως, όμως, εκείνη τελικά μου οφείλει μια συγγνώμη; Για τη συφοριασμένη μήτρα της. Για τα παιδιά μου, που δηλητηριάστηκαν προτού να γεννηθούν".
   Ο Κρόμγουελ ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στην Άννα. Είναι άραγε τώρα η κατάλληλη στιγμή για να μιλήσει; Εκείνη, όμως, σηκώνοντας στην αγκαλιά της το σπάνιελ της, τον Πουρκουά, απομακρύνεται. Κρύβει το πρόσωπό της στο τρίχωμά του και το σκυλάκι, ξαφνιασμένο ακόμη από τον ύπνο, κλαψουρίζει και στριφογυρνά στα χέρια της, βλέποντας τον Πρώτο Γραμματέα να υποκλίνεται και να αποχωρεί.

   Απέξω τον περιμένει η σύζυγος του Τζορτζ Μπολέιν: τον σταματά το σταθερό της χέρι, ο ψίθυρός της. Για τη λαίδη Ρότσφορντ ακόμη και μια βροχή μπορεί να συνιστά συνωμοσία· έχει έναν τρόπο να μεταφέρει τα νέα, που τα κάνει να ακούγονται ανάρμοστα, απίθανα και θλιβερά αληθινά.
   "Λοιπόν;" της λέει. "Είναι;"
   "Α! Δεν είπε τίποτα ακόμη; Βέβαια, μια έξυπνη γυναίκα δεν μιλάει μέχρι να το αισθανθεί να κουνιέται". Την κοιτά: με βλέμμα σαν πέτρα. "Ναι", του λέει επιτέλους, ρίχνοντας ένα νευρικό βλέμμα πάνω από τον ώμο της. "Είχε κάνει λάθος παλιότερα. Αλλά ναι".
   "Το ξέρει ο βασιλιάς;"
   "Εσύ πρέπει να του το πεις, Κρόμγουελ. Να γίνεις ο άνθρωπος με τα καλά νέα. Ποιος ξέρει, μπορεί και να σε χρίσει ιππότη, επιτόπου".
   Εκείνος σκέφτεται, φέρτε μου τον Ρέιφ Σάντλερ, φέρτε μου τον Τόμας Ριόθεσλι, στείλτε ένα γράμμα στον Έντουαρντ Σίμουρ, ακυρώστε το δείπνο με τον Σαπουί, αλλά μην αφήσετε το φαγητό να πάει χαμένο: ας καλέσουμε τον σερ Τόμας Μπολέιν.
   "Υποθέτω ότι έπρεπε να το περιμένουμε", λέει η λαίδη Ρότσφορντ. "Ήταν με το βασιλιά το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού, όχι; Μια βδομάδα εδώ, μια βδομάδα εκεί. Κι όταν δεν ήταν μαζί της, εκείνος της έγραφε ερωτικά γράμματα και τα έστελνε με τον Χάρι Νόρις".
   "Κυρία μου, θα πρέπει να σας αφήσω. Έχω πολλή δουλειά".
   "Δεν αμφιβάλλω. Καλώς. Και είστε συνήθως τόσο καλός ακροατής. Πάντα ακούτε με προσοχή όσα έχω να σας πω. Σας λέω, λοιπόν, ότι το καλοκαίρι τής έγραφε ερωτικά γράμματα και της τα έστελνε με τον Χάρι Νόρις".
   Μέσα στη βιασύνη του, εκείνη τη στιγμή, δεν είχε συλλάβει το νόημα αυτής της τελευταίας φράσης· αν και, όπως θα παραδεχόταν αργότερα, κάποια λεπτομέρεια είχε βρει το στόχο της, είχε ενσωματωθεί σε φράσεις δικές του, που δεν είχαν όμως ακόμη σχηματιστεί. Φράσεις. Ελλειπτικές. Υποθετικές. Όπως άλλωστε όλα τώρα, υποθέσεις παραμένουν. Η Άννα ανθεί και λουλουδίζει όσο η Αικατερίνη σβήνει. Στο μυαλό του σχηματίζεται μια εικόνα, δυο κοριτσάκια σ' έναν λασπωμένο δρόμο, τα πρόσωπά τους αναψοκοκκινισμένα, οι μικρές φούστες ανασηκωμένες, παίζουν τραμπάλα, τράμπα-τράμπα-λίζομαι, πάνω σε μια σανίδα που ισορροπεί σε μια πέτρα.

   Η αντίδραση του Τόμας Σίμουρ είναι άμεση: "Είναι η ευκαιρία της Τζέιν, τώρα. Δεν πρόκειται να διστάσει άλλο, θα αναζητήσει μια σύντροφο για το κρεβάτι. Δε θα αγγίξει τη βασίλισσα μέχρι να γεννήσει. Δε μπορεί. Διακυβεύονται πολλά".
   Σκέφτεται ότι ο μυστικός βασιλιάς της Αγγλίας ίσως να έχει ήδη δάχτυλα, μπορεί να έχει και πρόσωπο. Αυτό, όμως, το έχω ξανασκεφτεί, υπενθυμίζει στον εαυτό του. Στη στέψη της, όταν η Άννα επεδείκνυε με τόσο καμάρι την κοιλιά της· και τελικά ήταν κορίτσι.
   "Πάντως εγώ δε βλέπω κάτι τέτοιο", λέει ο πρεσβύτερος σερ Τζον, ο μοιχός. "Δεν καταλαβαίνω γιατί να θέλει την Τζέιν. Άλλο πράγμα η κόρη μου, η Μπες. Ο βασιλιάς έχει χορέψει μαζί της και του αρέσει, πολύ".
   "Η Μπες είναι παντρεμένη", λέει ο Έντουαρντ.
   Ο Τομ Σίμουρ βάζει τα γέλια. "Τόσο το καλύτερο στη συγκεκριμένη περίπτωση".
   Ο Έντουαρντ θυμώνει. "Μην αναφέρεις την Μπες. Η Μπες δε θα ήθελε. Δεν το συζητάμε".
   "Ίσως και να βγει σε καλό", λέει διερευνητικά ο σερ Τζον. "Μέχρι τώρα η Τζέιν ποτέ δε μας ήταν χρήσιμη σε κάτι".
   "Αληθεύει", λέει ο Έντουαρντ. "Η Τζέιν μάς είναι χρήσιμη όσο κι ένα γλύκισμα. Ας την αφήσουμε τώρα να βγάλει τα προς το ζην. Ο βασιλιάς θα θελήσει συντροφιά. Ωστόσο, δεν πρέπει να τη ρίξουμε μπροστά του. Θα ενεργήσουμε όπως είχε συμβουλέψει ο Κρόμγουελ. Ο Ερρίκος την έχει δει. Έχει διαμορφώσει άποψη. Τώρα εκείνη πρέπει να τον αποφύγει. Να τον αποκρούσει".
   "Ω, με το μαλακό", λέει ο πρεσβύτερος Σίμουρ. "Θα το αντέξει;"
   "Να αντέξει, τι; Την αγνότητα, την ευπρέπεια;" ξεσπά ο Έντουαρντ. "Επειδή δεν τα κατάφερες εσύ; Κάτσε ήσυχα λοιπόν, γερο-παραλυμένε. Μπορεί ο βασιλιάς να προσποιείται ότι ξεχνά τα κρίματά σου, στην πραγματικότητα όμως κανείς δεν ξεχνά. Είσαι δαχτυλοδεικτούμενος: ο γερο-τράγος που έκλεψε τη νύφη του γιου του".
   "Ναι, πράγματι, μην ανακατεύεσαι στην κουβέντα, πατέρα", λέει ο Τομ. "Μιλάμε με τον Κρόμγουελ".
   "Ένα πράγμα φοβάμαι", θα πει εκείνος. "Η αδελφή σας αγαπά την παλιά της κυρία, την Αικατερίνη. Το γνωρίζει μάλιστα και η τωρινή βασίλισσα και δε χάνει ευκαιρία να το καυτηριάσει. Αν καταλάβει ότι ο βασιλιάς κοιτά την Τζέιν, φοβάμαι ότι δε θα την αφήσει σε χλωρό κλαρί. Η Άννα δεν είναι από εκείνες που θα μείνουν με τα χέρια σταυρωμένα όσο ο άντρας της αναζητά τη συντροφιά μιας άλλης γυναίκας. Ακόμα κι αν θεωρούσε ότι η ρύθμιση θα ήταν παροδική".
   "Η Τζέιν δε θα δώσει προσοχή", λέει ο Έντουαρντ. "Και τι θα γίνει αν φάει μια τσιμπιά ή ένα χαστουκάκι; Ξέρει πώς να τα υπομείνει αυτά υπομονετικά".
   "Θα παίξει λίγο μαζί του και το κέρδος θα είναι μεγάλο", λέει ο πρεσβύτερος Σίμουρ. 
   "Την Άννα την έκανε μαρκησία προτού την πάρει", λέει ο Τομ Σίμουρ.
   Το πρόσωπο του Έντουαρντ είναι ιδιαιτέρως σκυθρωπό, λες και διατάζει εκτέλεση. "Όλοι γνωρίζουμε τι την έκανε. Μαρκησία στην αρχή. Βασίλισσα μετά".

   Το Κοινοβούλιο διακόπτει τις εργασίες του, αλλά οι δικηγόροι του Λονδίνου, ανεμίζοντας τις μαύρες τηβέννους τους, σαν τα κοράκια, ετοιμάζονται για τη χειμερινή περίοδο. Τα χαρούμενα νέα γλιστρούν και διαρρέουν σε όλη την Αυλή. Η Άννα αφήνει κατά μέρος τα κορσάζ. Αρχίζουν τα στοιχήματα. Οι πένες γράφουν. Επιστολές διπλώνουν. Σφραγίδες πιέζονται πάνω στο κερί. Τα άλογα ζεύονται. Τα πλοία ετοιμάζονται να σαλπάρουν. Οι παλιές οικογένειες της Αγγλίας γονατίζουν και ρωτούν τον Θεό γιατί ευνοεί τους Τιδόρ. Ο Φραγκίσκος συνοφρυώνεται. Ο Αυτοκράτορας Κάρολος δαγκώνει το χείλος του. Ο βασιλιάς Ερρίκος χορεύει.
   Η συζήτηση στο Έλβεθαμ, η κουβέντα το ξημέρωμα: είναι σαν να μην έγινε ποτέ. Οι αμφιβολίες του βασιλιά για το γάμο του φαίνεται πως έχουν διαλυθεί.
   Αν και στους έρημους κήπους του χειμώνα τον βλέπουν να περπατά με την Τζέιν.

   Μαζεύεται η οικογένεια γύρω της· και του λένε να περάσει. "Τι σου είπε, αδελφή;" ζητά να μάθει ο Έντουαρντ Σίμουρ. "Πες τα μου όλα, ό-λα".
   Λέει η Τζέιν: "Με ρώτησε αν μπορώ να είμαι η ερωτική του φίλη".
   Ανταλλάσσουν ματιές. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ερωμένη και την ερωτική φίλη: το ξέρει όμως η Τζέιν; Το πρώτο σημαίνει κρεβάτι. Το δεύτερο, κάτι λιγότερο σαρκικό: ανταλλαγή συμβολικών δώρων, αγνός κι ενάρετος θαυμασμός, ένα φλερτ μακρόσυρτο... αν και όχι υπερβολικά παρατεταμένο, γιατί τότε, φυσικά, η Άννα θα έχει στο μεταξύ γεννήσει και η Τζέην θα έχει χάσει την ευκαιρία της. Οι γυναίκες δε μπορούν να προβλέψουν πότε θα δει το φως ο διάδοχος, ούτε και ο ίδιος μπορεί να μάθει περισσότερα από τους γιατρούς της Άννας.
   "Κοίτα, Τζέιν", της λέει ο Έντουαρντ, "δεν υπάρχει χρόνος για ντροπές. Πρέπει να είσαι συγκεκριμένη μαζί μας".
   "Με ρώτησε αν θα τον αντιμετωπίζω με ευγένεια".
   "Με ευγένεια; Πότε;"
   "Για παράδειγμα, αν μου γράψει ένα ποίημα. Επαινώντας την ομορφιά μου. Του είπα λοιπόν, ναι. Θα του έλεγα ευχαριστώ  σε μια τέτοια περίπτωση. Δε θα γελούσα, ούτε κρυφά, πίσω από την παλάμη μου. Ούτε και θα διατύπωνα αντιρρήσεις για όσα θα έλεγε με στίχους. Ακόμη κι αν ήταν υπερβολές. Άλλωστε, στα ποιήματα οι υπερβολές δεν είναι ασυνήθιστες".
   Ο Κρόμγουελ τη συγχαίρει. "Έχεις καλύψει το θέμα από κάθε άποψη, δεσποινίς Σίμουρ. Θα γινόσουν πολύ οξυδερκής δικηγόρος".
   "Εννοείτε, αν είχα γεννηθεί άνδρας;" Συνοφρυώνεται. "Αλλά και πάλι, δε θα ήταν πολύ πιθανό, Πρώτε Γραμματέα. Οι Σίμουρ δεν είναι έμποροι".
   Λέει ο Έντουαρντ Σίμουρ: "Ερωτική φίλη. Να σου γράφει στίχους. Μέχρι εδώ, καλά. Αν όμως επιχειρήσει να κάνει οτιδήποτε πάνω σου, πρέπει να ουρλιάξεις". 
   "Κι αν δεν έρθει κανείς;" λέει η Τζέιν.
   Ακουμπά το χέρι του στον πήχη του Έντουαρντ. Θέλει να σταματήσει αυτή τη σκηνή, να μην προχωρήσει άλλο. "Άκου, Τζέιν, μην ουρλιάξεις. Προσευχήσου. Προσευχήσου, όχι από μέσα σου όμως. Αν προσευχηθείς σιωπηλά, δε θα βγει τίποτα. Πες μια προσευχή στην Παρθένο Μαρία. Κάτι που να αγγίξει την ευσέβεια του Μεγαλειότατου και την αίσθηση της τιμής του".
   "Καταλαβαίνω", λέει η Τζέιν. "Μήπως έχετε κάποιο βιβλίο με προσευχές μαζί σας, Πρώτε Γραμματέα; Εσείς, αδέλφια; Δεν πειράζει. Θα πάω να ψάξω για το δικό μου. Είμαι σίγουρη ότι μπορώ να βρω κάτι που θα ταιριάζει στην περίσταση".

   Αρχές Δεκεμβρίου μαθαίνει από τους γιατρούς της Αικατερίνης ότι τρέφεται καλύτερα, όχι όμως ότι προσεύχεται και λιγότερο. Ίσως ο θάνατος να έχει μετακινηθεί από το προσκέφαλο στα πόδια του κρεβατιού. Οι πόνοι που είχε τελευταία υποχώρησαν και έχει μεγαλύτερη διαύγεια· εκμεταλλεύεται το χρόνο για να ρυθμίσει τα κληρονομικά της. Αφήνει στην κόρη της, τη Μαρία, ένα χρυσό περιδέραιο που το είχε φέρει από την Ισπανία και τις γούνες της. Ζητά να γίνουν πεντακόσιες δεήσεις για την ψυχή της κι ένα προσκύνημα στο Γουόλσινγκαμ.
   Λεπτομέρειες από αυτές τις διευθετήσεις φτάνουν και στο Γουάιτχολ. "Τις γούνες, Κρόμγουελ", λέει ο Ερρίκος, "τις έχεις δει; Είναι καλές; Αν είναι, θέλω να σταλούν εδώ".
   Τραμπάλα. Τράμπα-τράμπα-λίζομαι.
   Οι γυναίκες γύρω από την Άννα λένε ότι δίνει την εντύπωση πως δεν είναι enceinte. Τον Οκτώβριο φαινόταν μια χαρά, τώρα όμως μοιάζει να χάνει αντί να βάζει κιλά. Η Τζέιν Ρότσφορντ του λέει: "Θα μπορούσες να πεις ότι μάλλον ντρέπεται για την κατάστασή της. Αλλά και ο Μεγαλειότατος δεν είναι τόσο περιποιητικός μαζί της όπως ήταν όταν είχε φουσκωμένη κοιλιά. Τότε, τίποτα απ' ό,τι έκανε δεν ήταν αρκετό. Ικανοποιούσε όλες τις ιδιοτροπίες της και έμενε δίπλα της, σαν να ήταν κοπελίτσα. Εγώ, μπαίνοντας μια φορά στο δωμάτιο, τον είχα βρει με τις πατούσες της στην αγκαλιά του, να τις μαλάζει σαν ιπποκόμος τη φοράδα του που έχει πλατυποδία".
   "Δε θεραπεύεις με μαλάξεις την πλατυποδία", λέει σχεδόν αφηρημένα. "Πρέπει να περιποιηθείς το πέλμα και να βάλεις το κατάλληλο παπούτσι".
   Η Ρότσφορντ έχει καρφώσει το βλέμμα της πάνω του. "Μίλησες με την Τζέιν Σίμουρ;"
   "Γιατί;"
   "Δεν έχει σημασία", λέει εκείνη.
   Είχε δει την Άννα να κοιτά τον βασιλιά, να κοιτά τον βασιλιά την ώρα που εκείνος κοιτούσε τη Τζέιν. Περίμενε άγριο θυμό και ξέσπασμα: ρούχα σχισμένα και σπασμένα γυαλιά. Όμως τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπό της είναι τραβηγμένα· κρατά το διακοσμημένο μανίκι πάνω στην κοιλιά, εκεί όπου μεγαλώνει το παιδί. "Δεν πρέπει να αναστατώνομαι", λέει. "Θα μπορούσε να βλάψει τον πρίγκιπα". Όταν περνά η Τζέιν, μαζεύει το μακρύ της φόρεμα. Σαν να κρύβεται στο καβούκι της, κυρτώνει τους ώμους, συρρικνώνεται· μοιάζει παγωμένη, σαν ορφανό στο κατώφλι.
   Τράμπα-τράμπα-λίζομαι.

Mantel Hilary, Γεράκια, (μετφ. Εριφύλη Μαρωνίτη), εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια: