Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

[ Η ΕΞΑΠΑΤΗΣΗ ]


   
   Η Γαλλία, εκείνα τα χρόνια, βρισκόταν σε πόλεμο χωρίς να τον ζει. Από τα τέλη του περασμένου αιώνα, μετά τις χίμαιρες του βασιλιά Καρόλου Η΄ στην Ανατολή, είχε επιλέξει την Ιταλία ως πεδίον δόξης για τους αξιωματικούς της. Επέστρεψαν από εκεί γεμάτοι δόξα, έστω και νικημένοι. Διασκέδαζαν κατακτώντας βασίλεια για να τα χάσουν αμέσως μετά, έκαναν συμμαχίες οι οποίες διαλύονταν σύντομα και γενικά μπορεί να πει κανείς ότι έπαιζαν με τις χώρες και τους λαούς σαν να επρόκειτο για τραπουλόχαρτα. Η χαρούμενη αυτή καβαλαρία από θωρακοφόρους πάπες, από ηγεμόνες ερωτευμένους με την τέχνη και από κατακτητές ζαλισμένους από τις δολοπλοκίες, είχε προσφέρει στη Γαλλία την πολυπόθητη ειρήνη και ευμάρεια, γιατί όλα γίνονταν μακριά από τα εδάφη της. Τίποτα, ακόμα και η καταστροφή της Παβίας, δεν είχε ταράξει την ειρήνη που είχε εγκαθιδρυθεί μετά τον Εκατονταετή Πόλεμο (1). Οι σιτοβολώνες ήταν γεμάτοι και σε όλη τη χώρα έρεαν υφάσματα και κρασιά, μπαχαρικά και έργα τέχνης. Οι ευγενείς ζούσαν στη γη τους και την έκαναν προσοδοφόρα, ενώ παντού υψώνονταν αρχαιοπρεπείς πύργοι χτισμένοι σε ιταλικό ρυθμό.
   Αυτά σκεφτόταν ο δον Γκονζάγκες καθώς κοιτούσε από το παράθυρο του μοναστηριού. Το ψιλόβροχο της Νορμανδίας έπεφτε σιωπηλά στο εύφορο, καταπράσινο λιβάδι. Μέσα του ωστόσο ένιωθε θλίψη. Η ειρηνική ατμόσφαιρα, τα παχιά βόδια, οι κατσίκες, οι αγελάδες με τα γεμάτα μαστάρια, οι μηλιές που τα άνθη τους λύγιζαν από τη βροχή και που υπόσχονταν αργότερα μια θαυμαστή συγκομιδή, γέμιζαν, άθελά του, με θλίψη την καρδιά του παλαίμαχου στρατιωτικού. Η ζωή του, εδώ και είκοσι χρόνια που είχε ενδυθεί τον σταυρό της Μάλτας (2) και είχε ακολουθήσει τον ιππότη Ντε Βιλγκανιόν, δεν ήταν τίποτε άλλο από σκοτωμούς, πείνα και αναγκαστικές πορείες. Είχε πολεμήσει τους Τούρκους πρώτα στο Αλγέρι και μετά στην Ουγγαρία, τους Αυτοκρατορικούς (3) ένδοξα αλλά χωρίς κανένα όφελος στο Μιλάνο και τους Άγγλους στη Μπολόνια. Κι όσο εκείνος πολεμούσε και υπέφερε από τις φωτιές, τα ζωύφια και τα απαίσια φαγητά, το λιβάδι που απλωνόταν μπροστά του δεν είχε πάψει στιγμή να είναι καταπράσινο.
   Και να σκεφτεί κανείς ότι θα μπορούσε να ζει ειρηνικά στον πύργο του στην Αζέν. Αν και ήταν ο μικρότερος, τα αδέλφια του τού είχαν παραχωρήσει ένα κομμάτι γης ολόδικό του, όπου θα μπορούσε να ζήσει ευτυχισμένος. Αυτή η σκέψη τον βασάνιζε από τότε που ήρθε σ' αυτά τα μέρη, όπου έβρεχε συνεχώς. Ευτυχώς τα δυο τραύματα που είχε, το ένα στον βουβώνα και το άλλο στον ώμο, τον έβγαλαν από τις μελαγχολικές σκέψεις και τον έκαναν να σκεφτεί τη χαρά της επόμενης μάχης. Τώρα που το καλοσκεφτόταν, δε θα ήξερε τι να κάνει με τις αγελάδες.
   Η γλυκιά φωνή μιας μοναχής, που τον αποκάλεσε με το όνομά του, έβαλε τελεία και παύλα στην επίθεση μελαγχολίας που είχε δεχτεί πριν από λίγο απ' τον ίδιο του τον εαυτό.
   "Ο δον Γκονζάγκες ντε λα Ντρουζ;"
   "Ο ίδιος, μητέρα".
   Κοντόχοντρος, με μάτι ζωηρό και γενειάδα ιδιαίτερα μυτερή στο πιγούνι, με μια φαλάκρα χαμηλά, στο πίσω μέρος της κεφαλής του, ο δον Γκονζάγκες ήταν φορτωμένος μαχαίρια και σπαθιά μολονότι δε βρισκόταν σε πόλεμο. Όταν στάθηκε προσοχή μπροστά από τη μοναχή κοκκινίζοντας, το κροτάλισμα των όπλων του αντήχησε μέσα στη θολωτή πέτρινη αίθουσα. Η ακαμψία του στρατιωτικού έκανε τη μοναχή να χαμογελάσει. Διέκρινε καθαρά ότι ο γερο-λοχαγός είχε ταραχτεί επειδή κάτω από το ράσο της μοναχής είχε φανταστεί τη γυναίκα. Πάντως εκείνη ένιωσε κολακευμένη.
   "Έλαβα τη χθεσινή επιστολή σας", του είπε η μοναχή, η οποία έφερε στην καλύπτρα της τα διακριτικά της ηγουμένης, και στάθηκε τρία βήματα από τον δον Γκονζάγκες, χωρίς όμως να του κάνει τη χάρη να πάρει από πάνω του τα ωραία γαλάζια μάτια της. "Ώστε λοιπόν ψάχνετε για ορφανά, για να τα πάτε στην Αμερική;"
   "Μάλιστα, μητέρα", ψέλλισε ο παλαίμαχος αξιωματικός, ενώ μέσα του διαμαρτυρόταν έντονα στον Θεό που είχε τάξει στην υπηρεσία του μια τόσο όμορφη μοναχή.
   "Να ξέρετε, λοχαγέ, και πείτε το στον ιππότη Ντε Βιλγκανιόν, ότι επιθυμούμε πολύ να τον βοηθήσουμε πάνω σ' αυτό το θέμα. Κάνετε θεάρεστο έργο μεταφέροντας το λόγο του Χριστού στις νέες αυτές χώρες. Αν ο Θεός δεν είχε αποφασίσει διαφορετικό πεπρωμένο για μένα, θα ήμουν η πρώτη που θα σας συνόδευα".
   Οποιαδήποτε άλλη δήλωση από πλευράς της ηγουμένης σίγουρα δε θα είχε φουντώσει σε τέτοιο βαθμό την επιθυμία του λοχαγού να βρισκόταν ήδη ανάμεσα στους αγρίους «εκπολιτίζοντάς» τους. Παρ' όλα αυτά συγκράτησε τον εαυτό του και της χάρισε ένα βεβιασμένο χαμόγελο.
   "Αλλά ας έρθουμε στο θέμα", συνέχισε η ηγουμένη. "Θέλετε ορφανά. Άλλες εποχές είχαμε πληθώρα -οι παλιότερες το θυμούνται καλά. Όμως τώρα η χώρα μας ευημερεί και φροντίζει για όλους. Έχουμε βέβαια μερικούς φτωχούς. Ευτυχώς δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο σημείο όπου ο χριστιανός θα αδυνατεί να κερδίσει τον Παράδεισο επειδή δε θα μπορεί να κάνει ελεημοσύνες. Αλλά ορφανά δεν υπάρχουν πια, λοχαγέ..." Και κούνησε το ωραίο κεφάλι της με τα τέλεια χαρακτηριστικά, που τονίζονταν τόσο από την αρμονία τους όσο και από την αγιοσύνη.
   "Θέλετε να πείτε ότι δεν έχετε κανένα να μας προτείνετε;" τη ρώτησε ο δον Γκονζάγκες, ο οποίος ένιωθε πάντα άοπλος και αδύναμος απέναντι στη χάρη των γυναικών, αυτός, που ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε λυγίσει στη φωτιά της μάχης.
   Μέσα του είχε κρίνει ότι η ερώτησή του, έτσι διατυπωμένη, θα έβαζε τέλος στη συζήτηση. Όμως δεν είχε κρίνει σωστά. Η ηγουμένη, ζώντας μέσα στην απόλυτη σιωπή των πέτρινων τοίχων και στην αφόρητη ανία, δε θα έχανε τις λιγοστές ευκαιρίες που της δίνονταν να συζητήσει με κάποιον και ίσως ίσως να γελάσει. Έτσι λοιπόν δεν του απάντησε αμέσως, για να επιμηκύνει το χρόνο, ενώ προτίμησε να κάνει αργά το γύρο της αίθουσας και να 'ρθει να σταθεί μπροστά από το παράθυρο.
   "Όχι, λοχαγέ, έχουμε, ησυχάστε", του απάντησε έπειτα ενώ είχε στυλώσει τα πανέμορφα μάτια της σε μια μηλιά του κήπου.
   Ο δον Γκονζάγκες έβγαλε ένα επιφώνημα που μαρτυρούσε την ικανοποίησή του και μέσα του συνεχάρη τον εαυτό του που δεν άφησε να του ξεφύγει η βρισιά που είχε ανέβει στα χείλη του.
   "Έχουμε", συνέχισε εκείνη, "επειδή η αμαρτία εξακολουθεί να υπάρχει και επειδή οι αταξίες της σάρκας γίνονται ακόμα αιτία να συλλαμβάνονται παιδιά εκτός του μυστηρίου του γάμου. Τα φτωχά κορίτσια που παρασύρονται από τις αισθήσεις, μόνο στην εξομολόγηση μπορούν να καταφύγουν και οι ενορίες τις στέλνουν σε εμάς. Αλλά τώρα τελευταία όλο και περισσότερες οικογένειες αγκαλιάζουν τα παιδιά που προσβάλλουν τον Θεό. Εξάλλου", συνέχισε εμπιστευτικά, "οι ιερείς τις ενθαρρύνουν. Ξέρετε ότι σε ορισμένα παραθαλάσσια χωριά, όπου οι ναυτικοί λείπουν συνήθως πολύ καιρό, οι ιερείς έχουν πείσει τους πιστούς ότι η εγκυμοσύνη μπορεί να διαρκέσει περισσότερο ή λιγότερο ανάλογα με τις γυναίκες; Μου ανέφεραν με τη δέουσα σοβαρότητα το παράδειγμα ενός παιδιού που γεννήθηκε έπειτα από κυοφορία δεκαοχτώ μηνών. Όλο το χωριό δόξαζε τη σοφία της φύσης που το έκανε να περιμένει υπομονετικά την επιστροφή του πατέρα του. Και να φανταστείτε ότι ο καημένος ο άνθρωπος έλεγε ότι το μικρό τού έμοιαζε..."
   Σιωπηλός, με τα μάτια χαμηλωμένα, ο δον Γκονζάγκες άκουγε μια γυναίκα να του αναλύει τις ανεκδιήγητες προσπάθειες του κλήρου να εξηγήσει τα ανεξήγητα και μέσα του φούντωνε ολοένα και περισσότερο από αγανάκτηση. Σκέφτηκε ότι ο κύριός του, ο ιππότης Ντε Βιλγκανιόν, είχε δίκιο όταν έλεγε ότι έπρεπε να επαναφέρουν την Εκκλησία της Γαλλίας στην ορθή πίστη, γιατί η ευμάρεια την είχε κάνει να χάσει το δρόμο της. Ούτε που φανταζόταν ότι η διαφθορά μπορούσε να φτάσει σε τέτοιο βαθμό ενόσω αυτός πολεμούσε για να διώξει τον άπιστο και το ζόφο. Απόδειξη η μοναχή, που δεν είχε σταματήσει στιγμή να χαμογελάει! Έδειχνε μάλιστα να διασκεδάζει με την αγανάκτησή του, η αναίσχυντη! Ωστόσο πίστευε ότι την είχε συγκαλύψει καλά μέχρι τώρα. Αν δεν ήταν κι αυτός ο καταραμένος θόρυβος που έκανε το σπαθί του έτσι όπως χτυπούσε πάνω στο πόδι του που έτρεμε από οργή...
   "Είμαι αποφασισμένη, κύριε, να μη σας κρύψω τίποτα", συνέχισε η ηγουμένη. "Αυτή τη στιγμή έχουμε οχτώ ορφανά στο ίδρυμά μας. Τα τέσσερα είναι κορίτσια, αλλά, όπως μου λέτε στο γράμμα σας, δε σας κάνουν. Από τα αγόρια, το ένα δεν είναι στα καλά του. Γεννήθηκε παραμορφωμένο και παθαίνει κρίσεις τρέλας. Τα άλλα τρία είναι πολύ μικρά. Είναι τεσσάρων και έξι ετών, γιατί τα δύο από αυτά είναι δίδυμα".
   "Τότε, μητέρα", είπε γρήγορα ο δον Γκονζάγκες ξεφυσώντας όπως στο τέλος μιας έντονης προσπάθειας, "το μόνο που μένει είναι να σας ευχαριστήσω ειλικρινά και να σας ζητήσω την άδεια να φύγω".
   Αυτό ήταν το τρίτο μοναστήρι στη σειρά. Ο Λε Τορέ, με τον οποίο μοιραζόταν τη δουλειά, πρέπει να είχε επισκεφθεί άλλα τόσα. Κάθε φορά άκουγε τις ίδιες απαντήσεις και, δυστυχώς, διαπίστωνε τον ξεπεσμό του κλήρου, αν και δεν είχε συναντήσει μέχρι τώρα τόσο ξεδιάντροπη συμπεριφορά όσο της καταραμένης αυτής ηγουμένης. Ίσως και να ήταν καλύτερα που είχαν έρθει έτσι τα πράγματα, γιατί μέχρι το βράδυ θα μπορούσε να κάνει τουλάχιστον άλλη μια επίσκεψη σε μοναστήρι -του έμεναν άλλα δυο στη λίστα.
   "Μια στιγμή, λοχαγέ", του είπε η ηγουμένη κι ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του. "Σε λίγο θα φύγετε. Δεν είναι όμως αυτός λόγος για να μη με ακούσετε μέχρι το τέλος".
   Ο δον Γκονζάγκες πάγωσε στην επαφή του χεριού της.
   "Μου ζητήσατε μερικά ορφανά", συνέχισε απαλά η ηγουμένη, "και σας απάντησα όχι. Δε μου εξηγήσατε όμως επαρκώς για ποιο λόγο τα θέλετε. Τα θέλετε για να κάνουν χρέη διερμηνέων με τους ιθαγενείς της Βραζιλίας, έτσι δεν είναι;"
   Ο δον Γκονζάγκες διέγραψε ένα «ναι» στον αέρα με την άκρη της γενειάδας του.
   "Και γιατί ψάχνετε για δυστυχισμένα πλάσματα; Πιστεύετε ότι είναι πιο εύκολο να τα βρείτε;"
   Ένα ακόμη σιωπηλό «ναι» από την πλευρά του λοχαγού.
   "Ωστόσο... αν, ας πούμε, βρίσκατε παιδιά αλλά όχι ορφανά, πιστεύω ότι δε θα είχατε αντίρρηση να τα πάρετε μαζί σας, σωστά;"
   Ένα τρίτο σιωπηλό «ναι» από την πλευρά του λοχαγού, μ' ένα κούνημα της κεφαλής, κουρασμένα όμως τούτη τη φορά, σαν να παραδινόταν πλέον.
   "Τότε, κύριε, ακολουθήστε με".
   Ο δον Γκονζάγκες αναγκάστηκε να ακολουθήσει την ηγουμένη, η οποία βάδιζε με άνεση, και να διασχίσουν μαζί το μοναστήρι.
   Συνάντησαν πολλές δόκιμες μοναχές, καθώς και πρόσφατα χειροτονημένες. Μπορεί να μην ήταν όλες όμορφες, όμως φορούσαν το ράσο τους με μιαν ελευθεριότητα την οποία ο ιππότης της Μάλτας θεώρησε μάλλον άσεμνη. Το χαμόγελο που ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη τους του φάνηκε επίσης υπερβολικά ελευθεριάζον. Τέτοια συμπεριφορά σ' έναν τόπο αφιερωμένο στη λατρεία του Θεού ήταν γι' αυτόν αμαρτία. Από τις κλεφτές ματιές που έριξε σε όσες πόρτες κελιών ήταν ανοιχτές, είδε ένα σωρό πολυτελή ντουλάπια. Προφανώς εκεί αποθήκευαν οι μοναχές όλου του κόσμου τα καλά. Πού ήταν λοιπόν η εγκράτεια που συνάδει με τον μοναστικό βίο; Έτσι ο δον Γκονζάγκες προτίμησε να κρατήσει τα μάτια του στυλωμένα ίσια μπροστά, λες και μ' αυτόν τον τρόπο θα απέφευγε τον πειρασμό. Προς το τέλος του δρόμου τους, ο δον Γκονζάγκες και η ηγουμένη ανέβηκαν μερικά πέτρινα σκαλοπάτια και βρέθηκαν σε μια στοά η οποία έβγαζε σε μια γέφυρα. 
   "Αυτή η στοά", του είπε η ηγουμένη, "οδηγεί στο δάσος και στο χωριό".
   Ο δον Γκονζάγκες οργίστηκε για μιαν ακόμα φορά όταν σκέφτηκε ότι οι μοναχές είχαν λύσει μια χαρά το πρόβλημα της επικοινωνίας τους με τον έξω κόσμο. Το μυαλό του μάλιστα φαντάστηκε ένα σωρό αίσχη κάθε φορά που οι μοναχές διέσχιζαν τη στοά και μέσω της γέφυρας έφταναν στο χωριό. Παρ' όλα αυτά δεν είπε λέξη.
   Στη μέση της στοάς σταμάτησαν. Ένα μικρό δωμάτιο, το οποίο προεξείχε σαν μπαλκόνι, ήταν χτισμένο πάνω σε ένα από τα αντερείσματα της γέφυρας. Η ηγουμένη άνοιξε την πόρτα και έκανε νόημα στο λοχαγό να περάσει. Το δωμάτιο είχε δυο ψηλά παράθυρα. Τα τζάμια τους ήταν ανοιχτά και το σιγανό μουρμούρισμα του ποταμού από κάτω γέμιζε το χώρο κάνοντάς τον κατάλληλο για συζητήσεις που δεν έπρεπε να ακουστούν. Ένα τριγωνικό τραπέζι με στριφτά πόδια και τρία σκαμνιά ήταν τα μόνα έπιπλα και η μόνη διακόσμηση του δωματίου. Η ηγουμένη πήρε ένα σκαμνί και έκανε νόημα στο λοχαγό να κάνει το ίδιο. Ο δον Γκονζάγκες κάθισε με δυσκολία, όχι τόσο από το βάρος των όπλων του, όσο γιατί το μυαλό του βρισκόταν σε εγρήγορση, πράγμα που τον έκανε ελαφρώς άκαμπτο.
   "Δε θα καθυστερήσουμε", του είπε η ηγουμένη με το χαμόγελο πάντα χαραγμένο στα χείλη της. Θα 'λεγε μάλιστα κανείς ότι αυτό το χαμόγελο είχε διαποτίσει το μικρό δωμάτιο, χαρίζοντάς του μιαν ιλαρότητα και μιαν ελαφράδα που δεν ταίριαζαν με το χώρο.
   Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, να τους νανουρίζει το μουρμούρισμα του νερού από κάτω. Οι τρίλιες των πουλιών έκαναν τον παλαίμαχο στρατιωτικό να αναπηδά, έτσι όπως πλημμύριζαν το δωμάτιο. Ήταν, βλέπεις, συνηθισμένος μόνο στις ψεύτικες φωνές των πουλιών που μιμούνταν οι στρατιώτες στα δάση όταν έστηναν ενέδρες, κι αυτή η ηρεμία τώρα τον αναστάτωνε -ένιωθε σαν το ψάρι έξω απ' το νερό.
   Ξαφνικά ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα κι ύστερα μπήκε μέσα μια γυναίκα, όχι μοναχή, η οποία και κάθισε στο τρίτο σκαμνί. Χαιρέτησε την ηγουμένη και τον ξένο της με ένα κούνημα της κεφαλής. Ο δον Γκονζάγκες δεν ήξερε γιατί, αλλά του φάνηκε πιο σεμνή και πιο ευσεβής από όλες τις χαζοχαρούμενες μοναχές που είχε συναντήσει μέσα σ' αυτό το μοναστήρι. Ήταν μια γυναίκα που, όπως κι αυτός, έδειχνε να έχει παλέψει με τη ζωή μέχρι τα πενήντα της, τότε που η «μάχη» σταματά και αφήνει στο πρόσωπο μιαν έκφραση κούρασης και γαλήνης μαζί. Οι λεπτές ρυτίδες στο πρόσωπό της, οι οποίες για τον δον Γκονζάγκες ήταν κάτι σαν τις ουλές από σπαθί που είχε χαράξει ο πόλεμος στο δικό του, καλύπτονταν από καλλυντικά που είχαν χρησιμοποιηθεί με επιδεξιότητα και σύνεση. Η αυστηρή κόμμωσή της κρατούσε τα μαλλιά της σε τάξη γύρω από το οχυρό δύο πλεξίδων, ενώ η λιτή τουαλέτα που φορούσε ήταν ταυτόχρονα και κομψή. Δυο μικρά μπριγιάν στα αυτιά ισορροπούσαν με την απαλή λάμψη τους τη σοβαρότητα του μαύρου φορέματός της με τα μακριά μανίκια, το οποίο τονιζόταν ελαφρά στο λαιμό και στην άκρη των μανικιών με ένα σιρίτι από δαντέλα. Ο δον Γκονζάγκες ένιωσε μέσα του αληθινή ευγνωμοσύνη για τη γυναίκα που με την αξιοπρέπειά της αντιστάθμιζε τις κακές εικόνες που είχε αποκομίσει εκεί πέρα. Από τον ενθουσιασμό του ένιωσε το δεξιό του μάτι να υγραίνεται, αλλά με μια διακριτική κίνηση του μανικιού του το εμπόδισε να τρέξει.
   "Κυρία", είπε η ηγουμένη στη γυναίκα και η φωνή της διέκοψε απότομα τις σκέψεις του λοχαγού, "να σας συστήσω: δον Γκονζάγκες ντε Λα Ντρουζ, ιππότης της Μάλτας".
   "Λοχαγέ", είπε τότε η κυρία με σοβαρή και σιγανή φωνή που εναρμονιζόταν θαυμάσια με την προσωπικότητά της, "μεγάλη μου τιμή που σας γνωρίζω. Και σας ευχαριστώ, ηγουμένη, που μεσολαβήσατε ώστε να πραγματοποιηθεί αυτή η συνάντηση".
   "Παρακαλώ, μην το αναφέρετε καν", ήρθε τότε η απάντηση της ηγουμένης, η οποία ήταν πάντα χαμογελαστή. "Εξάλλου σας το οφείλαμε. Είστε η ευεργέτισσα του μοναστηριού μας εδώ και τόσα χρόνια..."
   "Πράγματι", μουρμούρισε η κυρία, με ένα ελαφρό τρέμουλο στη φωνή. "Πάντα ευχαριστούσαμε τον Θεό για τα καλά που μας έδωσε. Υπακούαμε τις επιταγές Του όταν ήταν ευνοϊκές, χωρίς να αγνοούμε ότι έπρεπε να υπομένουμε κι αυτές που ίσως δεν ήταν. Κι αυτή η μέρα, αλίμονο, ήρθε".
   Η φυγή ήταν μια λέξη την οποία ο δον Γκονζάγκες είχε σβήσει από το λεξιλόγιό του, στρατιωτικός γαρ. Αλλά κάτω από τέτοιες συνθήκες, θα την είχε αποφασίσει, αν βεβαίως δεν κινδύνευε να ατιμαστεί.
   "Λοχαγέ", είπε η κυρία, "γνωρίζοντας την προσεχή αναχώρησή σας, δε θα έπαιρνα ποτέ το θάρρος να σας απασχολήσω εξιστορώντας σας τη δυστυχία μας, η οποία σίγουρα δε θα σας ενδιαφέρει. Όμως η αδελφή Κατρίν με πληροφόρησε για το αίτημά σας στη διάρκεια της τελευταίας μου επίσκεψης. Φαίνεται ότι ψάχνετε για παιδιά που θα μείνουν για πάντα στην Αμερική".
   "Μάλιστα, κυρία", απάντησε δυνατά ο δον Γκονζάγκες φυσώντας τη μύτη του στο μαντίλι του.
   "Τότε, λοιπόν, νομίζω πως δε θα χάσετε το χρόνο σας ακούγοντας αυτά που θα σας πω. Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομη". Χαμήλωσε για λίγο τα μάτια της και μετά τα ξανασήκωσε για να τα στυλώσει στους μικρούς ρόμβους του βιτρό στο παράθυρο. "Λοιπόν", συνέχισε, "να πώς έχουν τα πράγματα. Ο μικρότερος αδελφός του συζύγου μου είναι στρατιωτικός. Πολέμησε στην Ιταλία υπηρετώντας το βασιλιά της Γαλλίας και στη συνέχεια διάφορους άλλους μονάρχες. Εδώ και τρία χρόνια δεν έχουμε νέα του. Ωστόσο, πριν εξαφανιστεί, έφερε από την Ιταλία δυο παιδιά. Δε γνωρίζουμε τίποτα για τη μητέρα τους, αν υποθέσουμε ότι υπήρξε σύζυγος και ότι είναι πράγματι αυτός ο πατέρας. Αλλά ας μη μείνουμε σ' αυτό. Δεν είμαι εγώ αυτή που θα κρίνει τη ζωή των στρατιωτικών. Γνωρίζουν τη δόξα, αλλά πολλές φορές παρασύρονται και από τα πάθη τους".
   Πράγματι, πολλοί στρατιωτικοί είχαν παρασυρθεί από τα πάθη τους στην Ιταλία. Κι ο δον Γκονζάγκες δεν ήταν αμέτοχος, αν και δεν παρασυρόταν εύκολα, ιδιαίτερα αν ένιωθε ότι δεν μπορούσε να χαλιναγωγήσει ένα πάθος κι ότι εκείνο τον κατεύθυνε. Αυτό τον έκανε να μελαγχολεί καμιά φορά, όποτε το σκεφτόταν. Πάντως κι αυτός έβρισκε ανάρμοστο για ένα στρατιωτικό να παρασύρεται. Τέλος πάντων. Δεν τόλμησε να ρωτήσει την κυρία το όνομα του στρατιωτικού, από φόβο μήπως τον γνώριζε κι έτσι βρισκόταν συμμέτοχος στις ανομίες του.
   "Όταν ο αδελφός του συζύγου μου του εμπιστεύτηκε αυτά τα δυο παιδιά, βρήκαν στο σπίτι μας όλη τη στοργή που τους έλειπε, μάρτυράς μου ο Θεός. Επίσης ποτέ δε θίξαμε το θέμα ότι ήταν παιδιά εκτός γάμου, ποιος ξέρει με ποια γυναίκα. Όλα λοιπόν έβαιναν καλώς. Όμως, αλίμονο, η ιδιοκτησία μας, η οποία απέχει κάμποσες λεύγες από δω, δέχτηκε τα χτυπήματα της Θείας Δίκης. Οι ακρίδες και το χαλάζι κατέστρεψαν τις σοδειές μας, ενώ χάσαμε και όλα μας τα κοπάδια. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, δεχτήκαμε και τρεις φορές επίθεση από συμμορίες Βοημών. Άρπαξαν ό,τι βρήκαν μπροστά τους, από έπιπλα μέχρι νομίσματα. Κοντολογίς, λοχαγέ μου, όποια δόξα μπορεί να διέθετε κάποτε η οικογένειά μας, την έχασε και σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα της φτώχειας".
   Τη στιγμή που ο δον Γκονζάγκες ξανάβαζε το μαντίλι του στην τσέπη του, μίσησε όσο ποτέ τα όπλα του, όχι μόνο επειδή δεν του χρησίμευαν σε τίποτα σ' αυτόν τον χώρο, αλλά και γιατί έκαναν πολύ θόρυβο.
   "Και τώρα σας έτυχε κι αυτό", παρεμβλήθηκε η ηγουμένη, ίσως για να δείξει ότι ήταν κι αυτή παρούσα στο δωμάτιο, όπως σκέφτηκε ο λοχαγός. "Ο σύζυγος της κυρίας, ένας ευγενής", συνέχισε απευθυνόμενη στο λοχαγό, "αρρώστησε βαριά και πέθανε πριν από τρεις μήνες".
   Τα λόγια της ηγουμένης προφανώς θύμισαν στην κυρία το πένθος της, γιατί δυο δάκρυα φάνηκαν στα μάτια της. Όμως, στην προσπάθειά της να τα σκουπίσει, απλώς τα άπλωσε περισσότερο στο πρόσωπό της.
   "Λοχαγέ", συνέχισε η ηγουμένη, "έχετε μπροστά σας μια γυναίκα η οποία, παρά τη δυστυχία της, είναι υποχρεωμένη να φορτωθεί κι άλλες ευθύνες. Μολονότι γνωρίζει ότι ο οίκος μας θα τη δεχτεί και θα της ανταποδώσει μέχρι το τέλος της ζωής της τα ευεργετήματα που η οικογένειά της έκανε στη μονή μας, δε θέλει να αφήσει απροστάτευτα τα παιδιά που της εμπιστεύθηκαν. Ο πατέρας τους, ο οποίος δεν περνούσε μήνας χωρίς να στείλει κάποια επιστολή, δεν έχει δώσει σημεία ζωής εδώ και καιρό. Φαίνεται ότι τα έχει εγκαταλείψει. Το κτήμα σε λίγο θα πουληθεί. Πείτε μου, ποιο μέλλον περιμένει τις δύο αυτές ψυχούλες; Τα θρησκευτικά τάγματα; Δε δείχνουν να έχουν κλίση προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν μπορούμε να τα κατηγορήσουμε γι' αυτό, αν λάβουμε υπόψη ότι έζησαν μέσα στη διαφθορά. Ο Ιησούς Χριστός θα τα βοηθήσει κάποια μέρα, όπου κι αν είναι. Όμως δεν μπορούμε να τα φέρουμε κοντά Του πριν το επιθυμήσουν τα ίδια, γιατί υπάρχει φόβος να επαναστατήσουν".
   "Η αδελφή Κατρίν έχει δίκιο", επικρότησε η κυρία. "Όμως η έγνοια μου γι' αυτά δε σταματάει εδώ. Θα ήθελα, τώρα που η οικογένειά τους δε θα υπάρχει πια -αν υπήρξαν ποτέ μέλη της πραγματικά- να έχουν μια πιθανότητα να φτιάξουν το μέλλον τους. Πρέπει να φύγουν και να αρχίσουν μια καινούργια ζωή, που θα τα κάνει να ξεχάσουν την πρώτη και τις δυσκολίες της. Να γιατί σαν άκουσα για το Νέο Κόσμο αποφάσισα να σας συναντήσω. Ήρθα να σας παρακαλέσω, λοχαγέ, να τα πάρετε μαζί σας και να τους εξασφαλίσετε ένα μέλλον".
   Η ελπίδα ξαναγεννήθηκε στην καρδιά του δον Γκονζάγκες. Μέσα από τις θλιβερές αυτές εκμηστηρεύσεις διέκρινε μια χαραμάδα και ίσως μια διέξοδο. Είχε καταλάβει πολύ καλά τι ήθελαν από αυτόν. Το να κάνει το καλό ήταν για τον παλαίμαχο στρατιωτικό υπέρτατο καθήκον. Δεν έφερε λοιπόν καμία αντίρρηση. Αλλά ακόμα κι αν αρχικά είχε αρνηθεί, τα τόσο ωραία βλέμματα των δύο γυναικών, το ένα βουρκωμένο, το άλλο παραιτημένο από τις χαρές της σάρκας, θα είχαν κάμψει και τις τελευταίες αντιστάσεις του.
   "Πόσων ετών είναι;" ρώτησε την κυρία.
   "Δεν ξέρω ακριβώς", απάντησε η κυρία διστακτικά, "αλλά θα έλεγα... έντεκα και δεκατριών".
   "Πολύ ωραία", επιδοκίμασε ο λοχαγός. Κατόπιν, διστάζοντας λίγο, από ντροπή, ρώτησε χαμηλόφωνα: "Ο μεγάλος είναι... σχηματισμένος;"
   "Έχει λίγο χνούδι στο χείλος κι επειδή είναι πολύ μελαχρινός φαίνεται. Αλλά η γκουβερνάντα τους είναι κατηγορηματική: δεν είναι ακόμη άντρας".
   "Συμφωνούν με το ταξίδι;"
   Ήταν μία από τις στερεότυπες ερωτήσεις τις οποίες υπέβαλλε, βεβαίως ύστερα από οδηγία του κυρίου του, του ιππότη Ντε Βιλγκανιόν.
   "Είναι αποφασισμένα να φύγουν. Τα καημένα, ελπίζουν να ξαναδούν τον πατέρα τους, αν και τον γνωρίζουν ελάχιστα. Έτσι, αν τους δώσει κανείς μια τέτοια πιθανότητα, θα πάνε μαζί του όπου θέλει".
   Η απάντηση της κυρίας, με όλο το συναισθηματικό φορτίο της, έκανε το ταλαιπωρημένο μυαλό του παλαίμαχου στρατιωτικού να αγκομαχήσει. Έτσι, για να ξεκαθαρίσει κάπως το πράγμα ως προς τις ακριβείς προθέσεις της, τη ρώτησε το εξής, το οποίο και ήταν τελειωτικό: "Έχετε συνειδητοποιήσει, κυρία, ότι θα μείνουν εκεί για πάντα, ακόμα και μετά το θάνατό τους;"
   "Δεν έχω μεγαλύτερη φιλοδοξία γι' αυτά από το να τα δω να κατακτούν καινούργια εδάφη, όπως οι πρόγονοί τους κατέκτησαν κάποτε αυτά που θα χάσουμε", ήταν η απάντηση της κυρίας.
   "Τότε, κυρία, μην έχετε πια καμία έγνοια. Δέχομαι", αναφώνησε ο δον Γκονζάγκες καθώς σηκωνόταν, κάνοντας το μικρό δωμάτιο να αντηχήσει από το θόρυβο του ατσαλιού και από τις μπότες του.
   Ακολούθησε συγκίνηση, ευχές και ευχαριστίες, τις οποίες ο δον Γκονζάγκες υπέστη σαν μια τελευταία δοκιμασία. Φοβόταν πάντα, από την πλευρά της ηγουμένης κυρίως, μια τελευταία επίθεση στην ευπρέπειά του. "Λοιπόν", είπε τελικά με καλοσύνη, "δείξτε μού τα τώρα. Πού είναι;"
   "Λοχαγέ", πήρε το λόγο η ηγουμένη πλησιάζοντάς τον -σίγουρα η άτιμη είχε καταλάβει ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί στο άρωμά της που μοσχοβολούσε αμύγδαλο- "όπως καταλαβαίνετε, πριν τους μιλήσουμε, έπρεπε να σας ενημερώσουμε. Τα παιδιά είναι ακόμα στο κτήμα, πολλές λεύγες από δω. Τώρα που δεσμευτήκατε ότι θα τα πάρετε, θα ετοιμαστούν και θα έρθουν να σας βρουν λίγο πριν από την αναχώρησή σας".
   Ο δον Γκονζάγκες δίστασε λιγάκι: να μην τα δει πρώτα... Ζύγισε μέσα του τον ενδοιασμό του, αλλά τον βρήκε πολύ ελαφρύ σε σχέση με την ανακούφιση που θα πρόσφερε στην έντιμη κυρία. Άλλωστε είχε ήδη δώσει το λόγο του. Έτσι είπε: "Φεύγουμε σε τρεις μέρες από τη Χάβρη".
   "Μια άμαξα θα τα φέρει εγκαίρως", τον καθησύχασε η ηγουμένη.
   Βγήκαν στη στοά. Η κυρία, αφού τον ευχαρίστησε για άλλη μια φορά, πάντα συγκρατημένα, έφυγε προς τη μεριά του δάσους, όπου προφανώς θα την περίμενε κάποια άμαξα. Ο δον Γκονζάγκες διέσχισε το μοναστήρι με μεγάλα βήματα. Βιαζόταν να βρεθεί καβάλα στο άλογό του.
   Θα 'χε δε θα 'χε καλπάσει πέντε λεπτά, και τα 'βαλε με τον εαυτό του. Δεν τη ρώτησα ούτε το όνομά της, σκέφτηκε. Ύστερα, αποδιώχνοντας από το μυαλό του και την τελευταία ανησυχία, φώναξε στον υγρό άνεμο: "Μπα σε καλό μου! Σίγουρα πρόκειται για μιαν αξιοσέβαστη οικογένεια".

   Τότε που ζούσαν στην Ιταλία, το Κλαμοργκάν ήταν για τον Ζιστ και την Κολόμπ ένα όνομα μαγικό, η μυθική γη των προγόνων τους. Ο πατέρας τους μόνον όταν βρέθηκε στην έσχατη ανάγκη πήρε το ρίσκο να τα στείλει εκεί, όπου όμως δε θα γνώριζαν παρά απαγοήτευση. Ευτυχώς ο πατέρας τους δεν υπήρξε μάρτυρας αυτής της απαγοήτευσης. Εκείνη την περίοδο είχε πέσει στη δυσμένεια  του βασιλιά της Γαλλίας και δεν μπόρεσε να τα συνοδεύσει ο ίδιος. Πριν από τέσσερα χρόνια, λοιπόν, αναγκάστηκαν να κάνουν μόνα τους το ταξίδι μέχρι τη Ρουέν με μια ταξιδιωτική άμαξα. Κατόπιν ένα κάρο τα οδήγησε στο Κλαμοργκάν.
   Όταν γνώρισαν τον θείο τους, ήταν ήδη πολύ αδύναμος. Ζούσε περιορισμένος στο μοναδικό σχετικά ακέραιο δωμάτιο, που ήταν τουλάχιστον κάπως ζεστό. Ο καημένος ο άνθρωπος ζούσε ακόμα στο Μεσαίωνα: είχε διευθύνει τη γη του με το φεουδαρχικό σύστημα, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην καταστροφή. Επειδή αρνιόταν πεισματικά να πουλήσει ή και να αγοράσει οτιδήποτε, δεν αντικαθιστούσε ούτε μια πλάκα που είχε πέσει από τη σκεπή και άφηνε στους χωρικούς ελάχιστα για να ζήσουν. Ό,τι περίσσευε σάπιζε στις σιταποθήκες. Οι αγρότες δεν έβλεπαν για ποιο λόγο να είναι στη δούλεψή του κι έτσι έφευγαν από τα κτήματά του. Το ότι δεν καταγινόταν με το εμπόριο δεν το έκανε από τσιγκουνιά, αλλά από υπερβολική αξιοπρέπεια σε μια εποχή που το εμπόριο είχε πάρει τα πρωτεία από την ιπποσύνη. Έπειτα πέθανε.
   Μια γκουβερνάντα που ήταν παλιά τροφός, είχε δεχτεί τα δυο παιδιά στο σπίτι της. Ήταν ένα ετοιμόρροπο οίκημα με αχυρένια σκεπή, μαυρισμένο στο εσωτερικό από την καπνιά του τζακιού και με μόνη διακόσμηση στους τοίχους όλα τα απαραίτητα σκεύη και εργαλεία: τηγάνια, κατσαρόλες, τσουγκράνες, πανέρια...
   Εκεί πήγε ο Ζιστ την Κολόμπ. Την απόθεσε δίπλα στο τζάκι, σε ένα μεγάλο κρεβάτι με αχυρένιο στρώμα. Το κορίτσι βογκούσε και παραπονιόταν ότι πονούσε το κεφάλι του. Ένας γερο-βοσκός που είχε το ταλέντο να θεραπεύει, τα πρόβατα τουλάχιστον, ήρθε λαχανιασμένος από τα κατσάβραχα και πρόσταξε να της ετοιμάσουν ένα αφέψημα από βότανα. "Θα ζήσει", είπε. Ο Ζιστ κατάλαβε από τα λόγια του βοσκού ότι θα μπορούσε και να είχε πεθάνει. Την ευχάριστη πρόβλεψη ότι η Κολόμπ θα ζήσει, την έκανε και η Εμιλιέν, η γκουβερνάντα. Ο Ζιστ το άκουγε από δύο στόματα και προσπαθούσε να το πιστέψει -είχε ανάγκη να το πιστέψει, όσο κι αν ο ίδιος δε μίλαγε. Η Κολόμπ, μαλακή σαν ζυμαράκι και κόκκινη από τον πυρετό, ήπιε με έναν μορφασμό το σκούρο καυτό υγρό όπου έπλεαν κομματάκια από μανιτάρια. Μετά αποκοιμήθηκε.
   Ο Ζιστ κάθισε στα πόδια του κρεβατιού για να την προσέχει. Κόντεψε να πεθάνει από αγωνία βλέποντας το άλλο μισό της ζωής του να τρεμοσβήνει σαν τη φλόγα του κεριού. Από όσο θυμόταν, η ζωή τους μέχρι τώρα δεν ήταν παρά μια διαδοχή από μακριές πορείες και διαμονές σε φτηνά και κρύα πανδοχεία, κι όλα αυτά ανακατεμένα, χωρίς τάξη και λογική, με φωτεινές αναμνήσεις από την Ιταλία και από τις μάχες. Τα πάντα γύρω τους κινούνταν χωρίς αυτά να ξέρουν το λόγο. Δεν είχαν γνωρίσει συγγενείς εκτός από τον πατέρα τους, του οποίου η εικόνα όμως, εδώ και τέσσερα χρόνια που ήταν στο Κλαμοργκάν, είχε ήδη αρχίσει να θολώνει στη μνήμη τους. Παρ' όλ' αυτά, μέσα σε τούτη τη δίνη ανθρώπων και γεγονότων, υπήρχε και κάτι σταθερό: ζούσαν ο ένας για τον άλλον -κι αυτό δεν άλλαζε παρότι γύρω τους τα πάντα μεταβάλλονταν διαρκώς. Έμεναν ο ένας πιστός στον άλλον. Ακόμα και στις πιο μακρινές θύμησες του Ζιστ, η Κολόμπ υπήρχε πάντα. Μοιράζονταν τις ίδιες δοκιμασίες και τα ίδια όνειρα, ενώ τις γνώσεις τους τις είχαν πάρει από τα ίδια βιβλία: από τον Ιταλό ποιητή Αριόστο, από τον Βιργίλιο και από τον Όμηρο. Ακόμη, έπαιζαν τους ίδιους σκοπούς, εκείνη στο φλάουτο, εκείνος στο μαντολίνο. Μια μικρή αγκαλιά από στίχους και μελωδίες λοιπόν ήταν όλες οι αποσκευές τους όταν ταξίδευαν με το στρατό. Αλλά προς το παρόν δεν υπήρχαν όνειρα. Καθώς έριχνε στο τζάκι κούτσουρα από φτελιά που κάπνιζαν, ο Ζιστ σκεφτόταν όλα τα μυθικά ονόματα που του είχε δώσει η αδελφή του και, κυρίως, το τελευταίο: Γενναίος Πρίγκιπας! Σκούπισε τη μύξα με το μανίκι του και ορκίστηκε για άλλη μια φορά ότι δε θα την εγκατέλειπε ποτέ, ακόμα και στο θάνατο. Σ' αυτή την ηλικία εύκολα δίνει κανείς τέτοιον όρκο, αλλά ο Ζιστ νόμιζε ότι κανείς άλλος δεν τον είχε προφέρει τόσο σοβαρά, ούτε ότι ήταν τόσο αποφασισμένος να τον κρατήσει.
   Το πρωί η Κολόμπ πέταξε τα σκεπάσματά της. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα κι έδειχνε να έχει αφήσει τον πυρετό της στο μεγάλο μαξιλάρι με τα πούπουλα. Πριν από το μεσημέρι άνοιξε τα μάτια και είπε το όνομά του. Ο Ζιστ τρελάθηκε από τη χαρά του και έβαλε πάλι τα κλάματα. Στη Νορμανδία, όπου ο καιρός αλλάζει όλη την ώρα, φαίνεται ότι και οι ψυχές είχαν τα δικά τους ηλιόλουστα διαλείμματα.
   Αν και ο πυρετός είχε πέσει, η Εμιλιέν σύστησε στην Κολόμπ, που είχε ένα μεγάλο καρούμπαλο στον κρόταφό της, να μείνει στο κρεβάτι αν δεν ήθελε το πρήξιμο στο κεφάλι της να εξελιχθεί σε απόστημα. Αυτή η πρόταση, λες και ήταν μαγική, έφτασε για να κρατήσει τη μικρή ξαπλωμένη, όχι βεβαίως χωρίς σκανδαλιές, αφού έκανε διάφορους μορφασμούς στον Ζιστ.
   Το απόγευμα είχε προχωρήσει αρκετά, όταν ένας θόρυβος από τροχούς άμαξας έφτασε στ' αυτιά τους. Η Εμιλιέν ήταν στο λαχανόκηπό της. Με τόσα έρημα σπίτια στην περιοχή, είχε την άνεση να επιλέξει το καλύτερο από τα εγκαταλειμμένα μικρά αγροτεμάχια. Είχε πάει λοιπόν να βγάλει καρότα κοντά στο σπιτάκι με την καλαμοσκεπή, όπου έβρισκε πάντα μεγάλα. Τα παιδιά σώπασαν ακούγοντας την άμαξα να πλησιάζει, γιατί σπάνια περνούσε από εκεί άμαξα. Όταν σταμάτησε μπροστά στην πόρτα, η Κολόμπ ανασηκώθηκε και είπε: "Ζιστ, πήγαινε να δεις".
   Πριν όμως ο Ζιστ προλάβει να κουνηθεί, μια σιλουέτα διαγράφηκε στο πλαίσιο της πόρτας. Αναγνώρισαν τον Μπελουά, τον τελευταίο υπηρέτη του πύργου. Ήταν ένας κοντός και παχουλός άντρας με δόλιο πρόσωπο· τον φοβούνταν. Μέσα στο τεράστιο κτήμα χωρίς αφέντη, έκανε ό,τι ήθελε και φερόταν άσχημα στα παιδιά, λες και ήθελε να τα αποτρέψει από το να διεκδικήσουν κάποτε την περιουσία που τους ανήκε δικαιωματικά.
   Όταν τον είδαν να ζαρώνει τα μάτια τυφλωμένος από το μισοσκόταδο, θέλησαν να κρυφτούν. Δεν πρόλαβαν όμως, γιατί ο Μπελουά προχώρησε ψηλαφητά μέχρι το κρεβάτι και τους κάρφωσε στη θέση τους με τη δυνατή φωνή του. "Έξω αμέσως, βρομόπαιδα!" φώναξε, ενώ ταυτόχρονα άπλωνε το χέρι του στα τυφλά και γράπωνε τον Ζιστ.
   Εκείνος δεν πρόβαλε καμία αντίσταση.
   "Πού είναι η αδελφή σου;" τον ρώτησε ο Μπελουά.
   "Εδώ!" απάντησε η Κολόμπ για να σταματήσει ο υπηρέτης να μεταχειρίζεται έτσι τον αδελφό της.
   "Ελάτε και οι δυο. Σας θέλει η κυρία σύμβουλος".
   Άδικα διαμαρτυρήθηκε ο Ζιστ ότι η Κολόμπ ήταν άρρωστη. Αναγκάστηκαν να ντυθούν βιαστικά, να βγουν από το χαμόσπιτο και να ανεβούν στο κάρο. Ο υπηρέτης ξεκίνησε. Είχαν ήδη φτάσει στη στροφή του δρόμου, όταν στο βάθος είδαν την Εμιλιέν, που έτρεχε κουνώντας τα χέρια της.

   Το κάρο σταμάτησε μπροστά στον πύργο. Ο Μπελουά προσπάθησε με ένα πλατάγισμα της γλώσσας του να ενθαρρύνει το άλογο να περάσει την ετοιμόρροπη, κινητή γέφυρα. Είδαν πάνω από τα κεφάλια τους τον μπλοκαρισμένο από τη σκουριά μηχανισμό. Δυο σκυλιά μολοσσοί, δεμένα σε μιαν αλυσίδα, αποτελούσαν εδώ και καιρό όλη τη φρουρά του παλιού πύργου.
   Μπήκαν στον πύργο. Ο Μπελουά τους σταμάτησε στο δωμάτιο των φρουρών. Ήταν μια ψηλή, πετρόχτιστη αίθουσα με γωνιώδη θόλο. Το πανάρχαιο τζάκι, ικανό να καταβροχθίζει κορμούς δέντρων, άδειο και παγωμένο τώρα, δεν έδιωχνε καθόλου την υγρασία της ατμόσφαιρας. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με άχυρα, με σκόνη και με ροκανίδια. Ένα τεράστιο δρύινο μπαούλο ακουμπισμένο στον τοίχο και μια παλιά πολυθρόνα αποτελούσαν όλη την επίπλωση. Τα δυο παιδιά περίμεναν σιωπηλά, αναλογιζόμενα μέσα τους την τιμωρία που τα περίμενε επειδή άφησαν το άλογο να το σκάσει.
   Τη στιγμή που η άμαξα της κυρίας συμβούλου περνούσε την κινητή γέφυρα, άκουσαν τα χάμουρα των αλόγων της να κουδουνίζουν. Αυτή που συνήθως ήταν εντυπωσιακά ντυμένη, σήμερα φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα που τους ξάφνιασε. Δεν ήταν δυνατόν να ξέρουν ότι το είχε βάλει επίτηδες για να συναντήσει τον δον Γκονζάγκες στο μοναστήρι το πρωί.
   Για μια στιγμή έμεινε σιωπηλή κοιτάζοντας πότε τον Ζιστ και πότε την Κολόμπ. Έδειχνε να αποτιμάει την εμφάνισή τους για κάποιο λόγο που μόνο εκείνη ήξερε. Τα αφρόντιστα και αχτένιστα μαλλιά τους, τα φτωχικά τους ρούχα και η ξεραμένη τόπους τόπους πάνω στο δέρμα τους λάσπη έδειχναν να την ικανοποιούν. Ο Μπελουά έφερε μια πολυθρόνα. Εκείνη κάθισε με χάρη ενώ τα παιδιά στέκονταν ακίνητα μπροστά της, περιμένοντας πάντα να τους μιλήσει για την υπόθεση του χαμένου αλόγου.
   "Αγαπητά μου παιδιά!" άρχισε να τους λέει, όμως η φωνή της ήταν τόσο προσποιητή, που τα παιδιά ήξεραν ότι δεν έκρυβε κανένα ίχνος στοργής.
   Η Κολόμπ έσφιξε το μπράτσο του Ζιστ.
   "Παρά την αγάπη που νιώθετε για το Κλαμοργκάν", συνέχισε, "ξέρω ότι τρέφετε πάνω απ' όλα την εύλογη επιθυμία να ξαναδείτε τον πατέρα σας".
   Τα παιδιά παρέμειναν ανέκφραστα -τόσο μεγάλη ήταν η δυσπιστία τους γι' αυτή τη γυναίκα και δεν ήταν εύκολο να διαλυθεί.
   "Ώρα να χαρείτε, λοιπόν. Αυτή η επιθυμία θα εκπληρωθεί". Έπειτα, αφού σκέφτηκε λιγάκι, πρόσθεσε: "Τουλάχιστον για έναν από σας".
   Τα παιδιά σφίχτηκαν. Κάτω από το ήρεμο ύφος κρυβόταν η οχιά και είχε μόλις δείξει τα δόντια της. Ώστε λοιπόν ήθελαν να τους χωρίσουν.
   "Νεαρέ κύριε Ζιστ, σε λίγο θα γίνετε άντρας. Ο πατέρας σας θα σας κάνει γενναίο πολεμιστή σαν κι αυτόν. Θα σας βοηθήσουμε να τον συναντήσετε. Είστε ικανοποιημένος;" συνέχισε η κυρία σύμβουλος.
   "Όχι, κυρία", είπε ο Ζιστ, ο οποίος απέφευγε να κοιτάξει τη θεία του στα μάτια, γιατί πίστευε ότι είχε μαγικές ικανότητες.
   "Όχι; Και γιατί παρακαλώ; Δε θέλετε να ξαναδείτε τον πατέρα σας; Μήπως φοβάστε να πολεμήσετε;"
   "Όχι, κυρία", επανέλαβε ο Ζιστ, αποφεύγοντας να απαντήσει ευθέως στην πρόκληση της θείας του, μολονότι θα το 'θελε.
   "Τότε;"
   "Δε θέλω να εγκαταλείψω την αδελφή μου".
   Την αδελφή του! Η κυρία σύμβουλος χαμογέλασε. Ώστε αυτά τα μπάσταρδα που πιάστηκαν μέσα στη βρομιά των δρόμων, που κανείς δε γνώριζε τις μάνες τους, οι οποίες σίγουρα θα αγνοούσαν ποιος ακριβώς ήταν ο πατέρας, ήταν αρκετά φαντασμένα και κουτά ώστε να πιστεύουν ότι ήταν αδελφός και αδελφή. Θα ήταν χάσιμο χρόνου να προσπαθήσει να τα βγάλει από την πλάνη τους. Εξάλλου αυτή η πλάνη τη βόλευε αρκετά.
   "Πιστεύετε ότι το είδος της ζωής στο οποίο σας καλεί ο πατέρας σας είναι το πλέον κατάλληλο για μιαν αξιότιμη δεσποινίδα;" συνέχισε προκλητικά η κυρία σύμβουλος.
   "Το έχουμε ήδη ζήσει", της απάντησε η Κολόμπ, η οποία είχε καταλάβει ότι ο αδελφός της κρατιόταν μετά βίας και μπορεί να 'κανε καμιά κουταμάρα.
   Η κυρία σύμβουλος την κοίταξε. Είδε την ομορφιά της κοπελίτσας, μόλο που δεν ήταν έτοιμη να την παινέψει. Κατάλαβε επίσης τον ατίθασο χαρακτήρα της, πράγμα που θα δημιουργούσε πολλά προβλήματα αν επιχειρούσε να την κλείσει σε μοναστήρι μετά την αναχώρηση του αδελφού της. Αυτό επιβεβαίωνε τους φόβους της. Είχε κάνει πολύ καλά όταν είπε στον δον Γκονζάγκες ότι θα έπαιρνε μαζί του δυο παιδιά. Θα εκμεταλλευόταν λοιπόν την απειλή του χωρισμού για να πετύχει αυτό που ήθελε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και απομακρύνθηκε με αργά βήματα. "Είμαι πολύ στενοχωρημένη με το πείσμα σας", είπε τελικά γυρίζοντας προς το μέρος τους. "Έρχεται σε αντίθεση με τα λογικά σχέδια που είχα κάνει για το δικό σας καλό". Κάθισε πάλι και με φανερή προσπάθεια χάραξε στο πρόσωπό της ένα σχεδόν τρυφερό χαμόγελο. "Βλέπω όμως ότι αγαπάτε πολύ ο ένας τον άλλον. Δε μου πάει η καρδιά να σας χωρίσω. Αλλά αυτή την καλοσύνη μπορεί να την πληρώσω πολύ ακριβά. Γι' αυτό πρέπει να με βοηθήσετε".
   Τα παιδιά παρέμειναν σε επιφυλακή το ένα δίπλα στο άλλο, επειδή φοβούνταν μια νέα παγίδα.
   "Πλησιάστε, γιατί αυτά που θα σας πω είναι μυστικά".
   Έκαναν δυο βήματα προς τα μπρος, πάντα όμως σε απόσταση από αυτή. Η κυρία σύμβουλος, η οποία δεν είχε καμία όρεξη να αναγουλιάσει από τη μυρωδιά τους, δεν επέμεινε να πλησιάσουν κι άλλο.
   "Ακούστε πρώτα το εξής: ο πατέρας σας, όπως ξέρετε, είναι σπουδαίος λοχαγός. Στους πολέμους της Ιταλίας, όπου έγιναν ένα σωρό συμμαχίες, υπηρέτησε πολλούς μονάρχες και όλοι διεκδικούν τη δόξα ότι τους υπερασπίστηκε ένας τόσο γενναίος άντρας".
   Τα μάτια του Ζιστ άστραψαν ακούγοντας να μιλάνε έτσι για τον πατέρα του. Όμως η Κολόμπ διαισθάνθηκε ότι κάτι άλλο κρυβόταν κάτω από τα μελίρρυτα λόγια της κι έτσι παρέμεινε σε επιφυλακή.
   "Αυτή τη φορά", συνέχισε η γυναίκα με τα μαύρα, "μπήκε στην υπηρεσία μιας πιο μακρινής δύναμης".
   "Δεν είναι πια στην Ιταλία;" φώναξε ο Ζιστ.
   "Η Ιταλία, παιδί μου, δεν υπάρχει. Είναι, αν θέλεις, ένα σκάκι από κράτη και πριγκιπάτα. Η καινούργια γη όπου δοξάζεται ο πατέρας σας είναι πιο μακριά".
   "Μήπως είναι στον Τούρκο;"
   Η απρόσμενη συμμαχία που είχε συνάψει ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α' εδώ και είκοσι χρόνια με τους Τούρκους, εχθρούς της χριστιανοσύνης από τις Σταυροφορίες, είχε ξαφνιάσει άσχημα τους πάντες. Ακόμα και στα πιο απόμερα χωριά της υπαίθρου άκουγες να μιλούν για τους Τούρκους. Ο Ζιστ, ο οποίος δεν είχε ιδέα τι γινόταν στον κόσμο, επαναλάμβανε απλώς αυτές τις φήμες.
   "Στον Τούρκο!" κορόιδεψε η σύμβουλος. "Όχι, αγόρι μου. Αλλά ακόμα κι αν σας πω το όνομα του τόπου όπου μένει, δε θα σας θυμίσει τίποτα, γιατί ούτε κι εγώ τον ήξερα. Να ξέρετε μόνον ότι θα πάτε εκεί με καράβι και ότι το ταξίδι θα είναι μακρύ".
   "Με καράβι!" αναφώνησε ο Ζιστ. "Ω, πότε φεύγουμε;"
   Προς μεγάλη απογοήτευση της αδελφής του, τα είχε πιστέψει όλα.
   "Μη βιάζεσαι τόσο, παιδί μου. Υπάρχουν ορισμένα θέματα που πρέπει να ρυθμίσουμε. Στην αποστολή στην οποία θα πάρετε μέρος δε συμμετέχει καμία γυναίκα. Η αδελφή σας λοιπόν δεν μπορεί να σας συνοδεύσει". Έκανε δήθεν πως διστάζει. "Ωστόσο", είπε γυρνώντας προς την Κολόμπ, "δεν έχετε ακόμα τις καμπύλες από τις οποίες αναγνωρίζεται το φύλο μας. Θα μπορούσα να πω λοιπόν, αλλά θα ήταν μεγάλη τόλμη από μέρους μου και δεν πρέπει να με κάνετε να το μετανιώσω, ότι είστε και τα δύο αγόρια".
   "Ω, ευχαριστούμε, κυρία, ευχαριστούμε!" φώναξε ο Ζιστ, σίγουρος πια ότι η θεία του ήταν τελικά καλύτερη από όσο πίστευε και ευτυχής που οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο κακοί.
   "Πάντως", συνέχισε απευθυνόμενη στην Κολόμπ, η οποία παρέμενε ακόμα σε επιφυλακή, "θα πω αυτό το ψέμα μόνο αν δεχτείτε να συμμετέχετε σ' αυτό και να το επιβεβαιώνετε κάθε στιγμή. Σήμερα κιόλας πρέπει να κόψετε και οι δυο τα μαλλιά σας, όπως οι υπηρέτες, να ντυθείτε όμοια και μετά βλέπουμε. Με λίγα λόγια, όποια διαφορά υπάρχει μεταξύ σας" -και σ' αυτά το λόγια χαμογέλασε πονηρά- "δε θα φαίνεται χάρη στα ρούχα, όπως και χάρη στους τρόπους σας". Κατόπιν, καρφώνοντας πάντα με το βλέμμα την Κολόμπ, πρόσθεσε: "Πρέπει να πάρετε αγορίστικο όνομα και μου φαίνεται ότι το Κολέν είναι το πιο κατάλληλο για να καλύψετε τα λάθη που μπορεί να κάνετε ανά πάσα στιγμή από απροσεξία. Δέχεστε;"
   "Μάλιστα, κυρία", φώναξε ο Ζιστ, αν και δεν είχε κάνει σ' αυτόν την ερώτηση.
   Η Κολόμπ σκέφτηκε λιγάκι και μετά συμφώνησε.
   "Πολύ ωραία", της είπε η κυρία σύμβουλος. "Να θυμάστε όμως ότι, αν μπείτε στο παιχνίδι, δε θα μπορέσετε να κάνετε πίσω. Θα σας στοιχίσει την ίδια σας τη ζωή. Έτσι πρέπει να κρύψετε ότι είστε κορίτσι όσο πιο πολύ γίνεται, μέχρι που να σας προδώσει η ίδια η φύση. Ας ελπίσουμε ότι θα τα καταφέρετε".
   "Είναι καλά; Μήπως σας έδωσε κανένα γράμμα;" τη διέκοψε ο Ζιστ, που δεν τον αφορούσαν οι πρακτικές λεπτομέρειες και σκεφτόταν μόνο τον πατέρα του.
   "Όχι", απάντησε πρόθυμα η σύμβουλος. "Ένας αγγελιοφόρος μάς μετέφερε τις επιθυμίες του. Αλλά, ακούστε με, σας παρακαλώ, θα δεσμευτείτε ότι θα απαντάτε στις ερωτήσεις που θα σάς κάνουν με ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή, κυρίως σε ό,τι αφορά τις ηλικίες σας. Για όλους ο Ζιστ είναι δεκατριών ετών και ο Κολέν έντεκα, καταλάβατε;"
   Δέχτηκαν, κάπως ενοχλημένα που έχαναν από δύο χρόνια το καθένα, με αποτέλεσμα να φαίνονται μικρά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
   "Και τώρα, παιδιά μου, μια τελευταία συμβουλή".
   Τα δυο παιδιά ξανάγιναν επιφυλακτικά -τόσο πολύ φοβούνταν ότι αυτή η γυναίκα είχε κρατήσει το φαρμάκι της για το τέλος.
   "Σ' αυτό το ταξίδι θα γνωρίσετε λογιών λογιών ανθρώπους. Ανάμεσά τους υπάρχουν κάποιοι που ψάχνουν τον πατέρα σας για να τον εκδικηθούν και να τον σκοτώσουν. Δεν πρέπει λοιπόν με κανέναν τρόπο να αποκαλύψετε το όνομά σας ή το δικό του, που είναι το ίδιο δηλαδή".
   Η τελευταία αυτή παρατήρηση έκανε φανερό ότι δεν είχε αποδεχτεί ποτέ μέσα της το γεγονός ότι ο ξάδελφός της είχε δώσει το περήφανο όνομα των Κλαμοργκάν σε μπάσταρδα.
   "Και πώς θα βρούμε τον πατέρα μας αν δεν μπορούμε να πούμε ποιοι είμαστε;" ρώτησε έντονα η Κολόμπ.
   "Θα έρθει αυτός να σας βρει, χάρη στις υποδείξεις που του έστειλα με τον δικό του αγγελιοφόρο".
   Τα έβαλε να επαναλάβουν αυτά που τους είχε πει, βεβαιώθηκε ότι είχαν καταλάβει καλά τι έπρεπε να κάνουν και τα αποχαιρέτησε, θα 'λεγε κανείς σχεδόν συγκινημένη.
   "Σας εμπιστεύομαι στον Θεό να σας φυλάει", τους είπε.
   Επειδή είχαν δει στην Ιταλία τα γαλλικά στρατεύματα να κραδαίνουν τον σταυρό για να αντιμετωπίσουν τους στρατιώτες του Πάπα και όλοι αυτοί ισχυρίζονταν ότι ενεργούσαν εκ μέρους του ίδιου Θεού, ο Ζιστ και η Κολόμπ θεωρούσαν φρόνιμο να μη βασίζονται και τόσο στη θρησκεία. Όσο για τις ευχές της σχετικά με το μέλλον, προτιμούσαν να στηρίζονται ο ένας στον άλλον. Και τα χέρια τους, που εξακολουθούσαν να είναι ενωμένα, σφίχτηκαν.
   Η κυρία σύμβουλος έφυγε. Τα παιδιά επέστρεψαν στο χαμόσπιτο της γκουβερνάντας για να μαζέψουν τα ελάχιστα έτσι κι αλλιώς πράγματά τους, παίζοντας και γελώντας από χαρά που θα ξανάβλεπαν τον πατέρα τους και θα ξανάρχιζαν τη ζωή που τόσο αγαπούσαν.

   Κάπου στη μνήμη της Κολόμπ και του Ζιστ υπήρχε η εντύπωση ότι είχαν ήδη ταξιδέψει με καράβι κι αυτό τους καθησύχαζε. Πρέπει να ήταν από τη Μασσαλία στη Γένοβα, με ένα σύνταγμα. Όμως εκείνο το μισοξεχασμένο ταξίδι είχε γίνει με μια γαλέρα και η Μεσόγειος ήταν λάδι κατά τη διάρκειά του. Το μακρύ και πλατύ σκάφος δεν υψωνόταν παρά ελάχιστα από την επιφάνεια της θάλασσας. Επίσης είχε μικρά πανιά που δεν προκαλούσαν φόβο. Η ανάμνηση λοιπόν από το πρώτο αυτό ταξίδι με καράβι ήταν καλή. Έτσι, ήταν εντελώς απροετοίμαστοι για ταξίδι σε ωκεανό.
   Η άμαξα που οδηγούσε ο Μπελουά έτρεχε με όλη της την ταχύτητα από τη στιγμή που ξεκίνησαν από το Κλαμοργκάν. Τα παιδιά ήταν στριμωγμένα πίσω, ντυμένα παρόμοια, με πουκαμίσες και παντελόνια καινούργια που τους έραψε η θεία τους βιαστικά. Ο Ζιστ, μ' ένα δισάκι στα γόνατά του, καθόταν πολύ κοντά στην Κολόμπ και είχε περασμένο το χέρι του στον ώμο της. Όπως πάντα όταν ταξίδευαν, γίνονταν ένας άνθρωπος, ανακατεύοντας τα χνώτα τους για να ζεσταίνονται, όπως και τα μαλλιά τους. Όμως τώρα πια δε θα το μπορούσαν, γιατί τους είχαν κόψει τα μαλλιά. Παρ' όλ' αυτά, όποτε αναπηδούσε η άμαξα, ένιωθαν ακόμα στο αυτί τους τη σκληρή φράντζα ο ένας του άλλου.
   Έτσι καθισμένα λοιπόν, κοίταζαν το τοπίο που έφευγε προς τα πίσω. Τα σπίτια μίκραιναν σιγά σιγά και μετά εξαφανίζονταν. Δεν ήταν καν σίγουρα αν όσα έβλεπαν υπήρχαν πραγματικά. Το ίδιο έγινε και με τον πύργο του Κλαμοργκάν: κουκκίδα που μίκραινε ολοένα και περισσότερο, μέχρι που χάθηκε εντελώς.
   "Είμαι σίγουρη ότι μας είπε ψέματα", ψιθύρισε η Κολόμπ φέρνοντας στο μυαλό της τη μαυροντυμένη φιγούρα της θείας τους όρθια στην κινητή γέφυρα τη στιγμή που τους αποχαιρετούσε, "αλλά δεν ξέρω ακόμα πάνω σε τι".
   Στη στροφή του δάσους με τις οξιές είδαν να ξεπετάγεται μπροστά τους η Εμιλιέν. Άρχισε να τρέχει ξεφυσώντας πίσω από την άμαξα για να τους δώσει ένα καλάθι. Όμως τα παιδιά δεν κατάφεραν να το πιάσουν και τα μήλα και το λευκό ψωμί που είχε μέσα κατέληξαν σ' ένα λασπωμένο χαντάκι. Το προηγούμενο βράδυ είχαν κλάψει μαζί με τη φτωχιά γυναίκα. Ήταν απαρηγόρητη που έχανε τα τελευταία παιδιά της και έλεγε ότι αυτή τη φορά το κτήμα έσβησε για τα καλά. Αλλά μέσα στη βιασύνη τους να φύγουν, τα δυο παιδιά μετά βίας είχαν συγκρατήσει τη θλιβερή ανάμνηση της τελευταίας βραδιάς και ξαφνιάστηκαν όταν είδαν την ηλικιωμένη γυναίκα έξω από το δάσος. Είχαν κάνει κι άλλες να κλάψουν, αυτές δηλαδή στις οποίες τα είχαν εμπιστευθεί στο παρελθόν! Ήταν η μοίρα τους, φαίνεται, να κάνουν δυστυχισμένους όσους τους αγαπούσαν.
   Κατόπιν η άμαξα ακολούθησε τον παραθαλάσσιο δρόμο και διέσχισαν χέρσες εκτάσεις με αρμυρίκια. Η Χάβρη ήταν μια πόλη που είχε χτιστεί πολύ πρόσφατα κι άρα δεν είχε ακόμα προάστια. Έτσι, από τα τοπία της υπαίθρου, βρέθηκαν τελείως ξαφνικά να διασχίζουν δρόμους γεμάτους από τις τροχαλίες των ξυλουργών και τις σκαλωσιές των οικοδόμων. Πριν καλά καλά καταλάβουν ότι είχαν μπει στην πόλη, η άμαξα σταμάτησε σε μιαν αποβάθρα. Μια μικρή στροφή του αλόγου έφερε την άμαξα μπροστά από τη σκάλα ενός καραβιού. Ο Ζιστ και η Κολόμπ, αντικρίζοντας τα αραγμένα καράβια, έμειναν άφωνοι.
   Ήταν τρία και έμοιαζαν με μυθικά τέρατα. Τα κατάρτια τους ήταν τόσο ψηλά, που ξεπερνούσαν σε ύψος και τα πιο ψηλά σπίτια, από παντού δε κρέμονταν δοκάρια κι αμέτρητα σχοινιά. Οι γαλέρες που είχαν γνωρίσει τα δυο παιδιά ήταν φτιαγμένες για μικρές θάλασσες και ήταν πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα. Παρέπεμπαν περισσότερο σε ήρεμα ταξίδια πάνω στο νερό και η κομψότητά τους σε καμιά περίπτωση δεν άφηνε υπονοούμενα για σφιχτούς, ίσως και θανάσιμους, εναγκαλισμούς με τη θάλασσα, ενώ τούτα δω έδειχναν από την αρχή ότι ήταν φτιαγμένα για να δαμάζουν τα κύματα και να κάνουν μακρινά ταξίδια.
   Τα δυο παιδιά ποτέ πριν δεν είχαν νιώσει τόσο δέος μπροστά σ' ένα πράγμα· ταυτοχρόνως το στήθος τους φούσκωνε από περηφάνια που σε λίγο θα ήταν πάνω σ' ένα από αυτά. "Άκου!" ψιθύρισε η Κολόμπ στον Ζιστ και του 'σφιξε το μπράτσο. Δεν τόλμησε να τον προσφωνήσει «Γενναίο Πρίγκιπα» ή κάτι άλλο, γιατί τα τρία καράβια είχαν ήδη καθυποτάξει με το μέγεθός τους μέσα στη φαντασία τους τον κόσμο της ιπποσύνης και τον είχαν κάνει να φαντάζει μικροσκοπικός, ασήμαντος... Ο Ζιστ αφουγκράστηκε. Μόνο ένας ήχος έφτανε στ' αυτιά του: το τρίξιμο που έκαναν τα τεράστια παλαμάρια πάνω στις δέστρες καθώς τεντώνονταν ακολουθώντας το απαλό λίκνισμα των καραβιών. Κατά τ' άλλα στην αποβάθρα επικρατούσε απόλυτη ησυχία.
   "Εμπρός, κατεβείτε εσείς οι δυο!" τους φώναξε ο Μπελουά.
   Στην πραγματικότητα είχε μιλήσει σιγανά, αλλά μέσα στη γενική ησυχία η φράση του είχε αντηχήσει σαν κραυγή. Πήδησαν στην αποβάθρα, με τα μάτια πάντα καρφωμένα στα καράβια. Μόνον όταν γύρισαν προς την αντίθετη κατεύθυνση ανακάλυψαν ότι η αποβάθρα όχι μόνο δεν ήταν άδεια, αλλά γεμάτη από κόσμο, παρά τη σιωπή. Και όλος αυτός ο κόσμος κοίταζε σιωπηλά αντίθετα από τα καράβια, σαν να περίμενε κάτι, ανάμεσα σε μεγάλα κοφίνια από λυγαριά, σε δέματα, σε κάρα ξεζεμένα, σε ακίνητους γερανούς...
   "Ακολουθήστε με", τα πρόσταξε ο Μπελουά κι άρχισε να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, που ευτυχώς δεν ήταν πολύ πυκνό.
   Τρύπωσαν από πίσω του χωρίς να στριμωχτούν ιδιαίτερα. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που, με το βλέμμα τους χαμένο κάπου στο βάθος, γκρίνιαξαν όταν πάνω στη βιασύνη τους τούς τσαλαπάτησαν. Όσο πιο βαθιά χώνονταν στο πλήθος, τόσο ο Μπελουά βράδαινε το βήμα του. Δεν το έκανε επειδή συναντούσε περισσότερα εμπόδια, απλώς τώρα έδειχνε να αναζητά κάποιον με το βλέμμα.
   Ξαφνικά, με ένα μυστηριώδες σινιάλο που εξαπλώθηκε σιωπηλά στο πλήθος, όλοι γονάτισαν. Ήταν μια κίνηση αργή. Χάρη σ' αυτή την κίνηση και επειδή είχαν μείνει όρθιοι, ο Ζιστ και η Κολόμπ βρέθηκαν ξαφνικά ψηλότερα από όλους. Τότε ανακάλυψαν τι κοίταζε όλος ο κόσμος. Στο βάθος, στην άκρη μιας μεγάλης πλατείας όπου δέσποζε η επίπεδη πρόσοψη ενός καθεδρικού ναού, είχε στηθεί μια εξέδρα καλυμμένη με πορφυρή τέντα κι ένας ιερέας με αστραφτερά άμφια τελούσε μια λειτουργία.
   "Κοίτα, Γενναίε Πρίγκιπα, ετοιμάζονται για τη μάχη", είπε η Κολόμπ στον Ζιστ.
   Ο Ζιστ είχε κάνει ταυτόχρονα την ίδια σκέψη. Οι μόνες λειτουργίες στις οποίες είχαν παρευρεθεί ήταν αυτές που γίνονταν πριν από τη μάχη, για να ευλογήσει ο Θεός το στράτευμα και τα όπλα. Εκεί έβλεπε κανείς άντρες γεμάτους ουλές από τις μάχες να αναλύονται σε δάκρυα κι άλλους, τους πολύ νέους, με μόνο το πρώτο χνούδι ακόμα στο πρόσωπο, να ετοιμάζονται να θυσιάσουν τη ζωή τους -μια ζωή που δεν είχαν καν προλάβει να ζήσουν. Η αλήθεια είναι πως όλες οι λειτουργίες στις οποίες είχαν παρευρεθεί μέχρι τώρα τα δυο παιδιά ήταν κατανυκτικές. Η ίδια κατάνυξη έλεγες πως διατρέχει τώρα και το πλήθος τούτης της αποβάθρας, όπου ήταν όλοι άντρες. Παρασυρμένα από τη δύναμη της σιωπηλής δέησης, τα δυο παιδιά γονάτισαν και ένωσαν τα χέρια τους μπροστά στο στήθος τους για να προσευχηθούν, έστω κι αν δεν ήξεραν καλά καλά πώς να το κάνουν.
   Όμως ο Μπελουά τα άρπαξε από το γιακά άγρια. "Τι κάνετε, βρομόπαιδα; Σηκωθείτε πάνω!"
   Παρότι ακούστηκαν μερικά «σουτ!» και γκρίνιες, ο Μπελουά, με τα δυο παιδιά ξοπίσω του, συνέχισε να ανοίγει δρόμο. Επωφελούμενος από τη γενική γονυκλισία, τράβηξε γραμμή για την εξέδρα. Πλησίασαν, όσο ήταν δυνατόν, την ομάδα των ανθρώπων που βρισκόταν κοντά στην εξέδρα και η οποία αποτελούνταν από ιππότες που έφεραν τον λευκό σταυρό της Μάλτας. Ύστερα περίμεναν μέχρι να τελειώσει η τελετή. Τα παιδιά αλλά και ο Μπελουά κοίταζαν αχόρταγα γύρω τους. Μάλιστα τα δυο παιδιά ένιωθαν ότι εκείνο το θέαμα ήταν γεμάτο αναμνήσεις από τον πατέρα τους. Χωρίς να το θέλουν, αναζήτησαν το πρόσωπό του.
   Με το τέλος της λειτουργίας, η σιωπή δε ράγισε αμέσως. Ο ιερέας, με έναν κόκκινο σταυρό στο χέρι, ευλόγησε πρώτα τον άντρα που είχε παρακολουθήσει όλη τη λειτουργία πάνω στην εξέδρα μαζί του. Ήταν ο μόνος που είχε αυτή την τιμή. Μάλιστα έμεινε γονατισμένος, για να δείξει με πόση ταπεινοφροσύνη δεχόταν αυτή τη διάκριση. Στη συνέχεια ο ιερέας ευλόγησε το πλήθος με πλατιές κινήσεις των χεριών του προς τον ουρανό, λες και άφηνε πουλιά.
   Ο άντρας στην εξέδρα σηκώθηκε και ο ιερέας, αφού ολοκλήρωσε τη λειτουργία, του παραχώρησε τη θέση του. Τα παιδιά διέκριναν μετά βίας, χαμένα όπως ήταν ανάμεσα στις πυκνές γραμμές των ιπποτών της Μάλτας, εκείνον τον άντρα. Τους φάνηκε πελώριος, γιατί ενώ ο ιερέας κρυβόταν ολόκληρος από τον κόσμο, που ήταν όρθιος πια, εκείνος διακρινόταν ακόμα. Κι ύστερα άκουσαν τη δυνατή, μπάσα φωνή του: "Αδέλφια μου, σαλπάρουμε με την ευλογία του Κυρίου. Η Γαλλία της Αμερικής μάς περιμένει. Ζήτω η χριστιανοσύνη, ζήτω ο βασιλιάς!"
   Ζητωκραυγές χαιρέτισαν τούτα τα λόγια. Ήταν ακατανόητο πώς τόση σιωπή έδωσε τη θέση της από τη μια στιγμή στην άλλη σε τέτοια οχλοβοή. Ο κολοσσός πήδησε από την εξέδρα και άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, τριγυρισμένος από τους ιππότες της Μάλτας, οι οποίοι ξέσπαγαν στο πέρασμά του σε ζητωκραυγές: "Ζήτω ο Βιλγκανιόν! Ζήτω ο ναύαρχος! Η Βραζιλία θα γίνει δική μας!"
   Ο Μπελουά ακολούθησε τους ιππότες και σταματώντας έναν, φάνηκε να παίρνει την πληροφορία που ήθελε. Ύστερα κατευθύνθηκε με δυσκολία -τα δυο παιδιά πάντα ξοπίσω του- προς το μέρος ενός παχουλού άντρα με μυτερή γενειάδα. "Κύριε ντε Λα Ντρουζ!" φώναξε.
   Αρχικά ο παλαίμαχος στρατιωτικός δεν τον άκουσε έτσι όπως ακολουθούσε τον Βιλγκανιόν, ο οποίος διέσχιζε το πλήθος με μεγάλα βήματα. Τελικά ο Μπελουά τον άρπαξε από το χέρι για να τον σταματήσει. Είναι αλήθεια πως ο δον Γκονζάγκες δυσανασχέτησε προς στιγμήν.
   "Αυτά είναι τα παιδιά", του είπε ο Μπελουά.
   Ο ηλικιωμένος λοχαγός έδειχνε να μην καταλαβαίνει -ήταν φανερό ότι είχε λησμονήσει αυτή την υπόθεση. Όταν τελικά θυμήθηκε, άλλαξε ύφος. "Α, τα ανίψια της κυρίας..." είπε, πιστεύοντας ότι ο Μπελουά ίσως του έλεγε το όνομα που είχε λησμονήσει να ρωτήσει κατά τη συνάντηση.
   Όμως ο Μπελουά, ο οποίος δεν είχε και πολύ μυαλό, δεν είπε παρά μονάχα το εξής, γρήγορα και κοφτά: "Αυτός είναι ο Ζιστ, ο μεγαλύτερος. Ο άλλος είναι ο Κολέν. Στο δισάκι τους έχουν ό,τι χρειάζονται. Αντίο, λοχαγέ!"
   Και χάθηκε μέσα στο πλήθος στη στιγμή, μ' εκείνη τη σβελτάδα για την οποία ήταν ονομαστός στο Κλαμοργκάν.
   "Περιμένετε!" του φώναξε ο δον Γκονζάγκες, αλλά μάταια.
   Εντωμεταξύ ο Βιλγκανιόν είχε προχωρήσει κι ο δον Γκονζάγκες δεν τον πρόφταινε πια. Αντί να προσπαθήσει να τον φτάσει μέσα στον πανζουρλισμό που επικρατούσε στην προκυμαία -όπου άνθρωποι έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις, φώναζαν ο ένας στον άλλον, κουβαλούσαν φορτία στους ώμους και ξεφόρτωναν κάρα- προτίμησε να οδηγήσει τα δυο παιδιά σε μια στοά για να τα δει από πιο κοντά και με λίγο περισσότερη ησυχία.
   "Για να σας δω λοιπόν", είπε ο λοχαγός και τα κοίταξε με τη σειρά.
   Ο Ζιστ πίστεψε ότι θα τα έψαχνε κι έτσι θα ανακάλυπτε τη μεταμφίεση της αδελφής του. Όμως ο δον Γκονζάγκες δεν επέτρεπε στον εαυτό του τέτοια πράγματα. Η σκέψη ότι κάποιο από τα δυο παιδιά μπορεί να μην ήταν αρσενικό ούτε που του πέρασε από το μυαλό. Το μόνο που ήθελε να ξέρει ήταν μήπως είχαν περάσει την κατάλληλη ηλικία για να γίνουν διερμηνείς. Ο ομιχλώδης ουρανός του λιμανιού τού επέτρεψε στη σχετική ησυχία της στοάς να δει επιτέλους καλά τα πρόσωπά τους. Του Κολέν ήταν λείο και ικανοποιήθηκε. Όμως του Ζιστ τον έκανε να ανησυχήσει.
   "Μα!..." φώναξε ο δον Γκονζάγκες ψηλαφώντας τους φαρδιούς ώμους του Ζιστ, ενώ τον έβαλε να κάνει και μια στροφή μπροστά του. "Το πιγούνι σου είναι γεμάτο τρίχες! Πόσων χρονών είσαι;"
   "Δεκατριών".
   "Δεκατριών! Θεούλη μου! Ή είσαι πολύ αναπτυγμένος για την ηλικία σου ή μου λες ψέματα. Έχω οδηγήσει στη μάχη παλικάρια λιγότερο ρωμαλέα από εσένα και είχαν κλείσει τα δεκαοχτώ".
   Ο Ζιστ φούσκωσε από περηφάνια. Ήταν έτοιμος να πει στον παλαίμαχο λοχαγό πως δεν έβλεπε τη στιγμή να ζωστεί τ' άρματα. Ευτυχώς που συγκρατήθηκε, γιατί τα επόμενα λόγια του δον Γκονζάγκες ήταν οργισμένα. 
   "Δεν έπρεπε να την εμπιστευθώ!" φώναξε. "Πώς φάνηκα τόσο αφελής και πίστεψα εκείνη την καταραμένη μοναχή;" Κι ύστερα πρόσθεσε κοιτάζοντας τον Ζιστ: "Τι θα σε κάνω εσένα τώρα, μου λες; Χωρίς τον αναθεματισμένο τον αμαξά σου, που εξαφανίστηκε, ξέρεις να γυρίσεις από κει που 'ρθες;"
   Η Κολόμπ κατάλαβε ότι μπορεί και πάλι να τους χώριζαν και επενέβη. Το βλέμμα της, αυτό που θα λύγιζε και τον πιο σκληροτράχηλο άντρα, θα έκανε και πάλι το θαύμα του, χωρίς μάλιστα κανείς να μπορεί να την κατηγορήσει -τώρα που ήταν αγόρι- για αναίδεια ή θράσος. Στύλωσε λοιπόν τα μάτια της με σεβασμό σ' εκείνα του δον Γκονζάγκες και είπε σιγανά: "Κύριε αξιωματικέ, ο αδελφός μου ήταν πάντα δυο χρόνια μεγαλύτερος από εμένα. Αφού εγώ είμαι έντεκα, όπως βλέπετε και μόνος σας, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος από δεκατρία. Εδώ και έξι μήνες άρχισε να παίρνει μπόι. Ο πατέρας μας είναι ψηλός και γεροδεμένος από φυσικού του".
   Ο δον Γκονζάγκες ανασήκωσε μεν τους ώμους του, αλλά έδειξε να ησυχάζει κάπως. Ύστερα έστρεψε το βλέμμα του στα καράβια. Ήταν ήδη φορτωμένα, τα πληρώματα στις θέσεις τους και οι ταξιδιώτες στις κουπαστές. Όπου να 'ναι θα σάλπαραν. Ξαναστράφηκε στον Ζιστ και, αποφεύγοντας το βλέμμα του Κολέν, του είπε σε κάπως αυστηρό τόνο: "Πάντως, η καλόγρια με κορόιδεψε... η αδελφή Κατρίν! Ανάθεμά την! Θα το θυμάμαι αυτό. Και την άλλη, τη θεία σας, πώς τη λένε;"
   Ο Κολέν επενέβη και πάλι προνοητικά και δεν είπε το επώνυμο της θείας τους, παρά μονάχα το όνομά της: "Μαργαρίτα".
   Μαργαρίτα, τι; αναρωτήθηκε ο δον Γκονζάγκες κι ήταν έτοιμος να ρωτήσει, αλλά μετάνιωσε. Προτίμησε να κρατήσει για λίγο μέσα του τον ήχο αυτού του ονόματος. Παρά την αμηχανία που είχε νιώσει μπροστά στην κυρία με τα μαύρα, είχε μια εντελώς ξεκάθαρη κι ωραία ανάμνηση του προσώπου της και του αρώματός της. Φύλαξε, λοιπόν, το όνομά της σε μιαν άκρη του μυαλού του σαν κάτι το πολύτιμο. Σίγουρα θα την ξανάφερνε στο νου του με χαρά όταν η καρδιά του θα έγραφε κάποιους στίχους εμπνευσμένους από αυτή.
   "Έπρεπε να σας είχα δει προτού δεχθώ", είπε τελικά. "Όμως τώρα δεν μπορώ να κάνω πίσω. Τουλάχιστον έρχεστε με τη θέλησή σας στο ταξίδι;"
   "Ναι", απάντησαν και τα δυο παιδιά με μια φωνή.
   "Τότε", είπε ο δον Γκονζάγκες κι έσπρωξε ελαφρά τα δυο παιδιά προς τα μπρος, "άντε, γιατί θα το χάσουμε το καράβι".

   Από τα τρία καράβια, το Γκραντ Ρομπέρζ ήταν αυτό με το οποίο θα ταξίδευε ο Βιλγκανιόν, αντιναύαρχος της Βρετάνης, και η Αυλή του, που αποτελούνταν από ιππότες και λογίους. Ο δον Γκονζάγκες είχε τη θέση του σ' αυτό το καράβι και δε θα την άφηνε με τίποτα.
   Οδήγησε τον Ζιστ και τον Κολέν σε ένα άλλο καράβι, το πρώτο στη σειρά. Το Ροζέ ήταν εμπορικό σκάφος στο οποίο είχαν προσθέσει μερικά κανόνια. Πιο μικρό από τα άλλα δύο, σίγουρα ήταν φορτωμένο με τα απαραίτητα για την αποστολή πράγματα, καθώς και με ζώα. Ένας γεροδεμένος στρατιώτης από τη Βαλτική απαγόρευε την επιβίβαση στο καράβι σ' όποιον το όνομά του δε φιγουράριζε καθαρά στον κατάλογό του. Επειδή διάβαζε με δυσκολία τα γαλλικά, οι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί γύρω του είχαν αρχίσει να νευριάζουν. Το πλήρωμα, οι κατάδικοι και οι στρατιώτες είχαν επιβιβαστεί πρώτοι. Απέμεναν τώρα οι τεχνίτες, τους οποίους ο στρατιώτης φώναζε κατά επάγγελμα τρώγοντας τις λέξεις. "Τέλω έρτει κασάπηδες!" ούρλιαξε. Ο κόσμος επαναλάμβανε τα λόγια του, δίσταζε και μετά διόρθωνε. "Α! Ζητάει τους χασάπηδες". Τότε εκατό φωνές αναζητούσαν αυτούς τους δυστυχείς που είχαν σκορπίσει στην προκυμαία για ένα τελευταίο αντίο στην αγκαλιά των γυναικών και των παιδιών τους.
   Ο δον Γκονζάγκες, με ύφος αξιοπρεπές, το μυτερό γενάκι προτεταμένο, άνοιξε δρόμο μέχρι το στρατιώτη και τον ρώτησε με δυνατή φωνή δείχνοντας τα παιδιά: "Οι δραγουμάνοι, εδώ είναι;"
   Ο στρατιώτης, μολονότι θα ήθελε πολύ να του απαντήσει, αρκέστηκε να τον κοιτάζει χαζά, με γουρλωμένα μάτια. Ο δον Γκονζάγκες του πήρε τον κατάλογο από τα χέρια και άρχισε να ψάχνει μόνος του. "Για να δούμε. Δραγουμάνοι... δραγουμάνοι..."
   Ο Ζιστ, σκυμμένος πάνω από τον ώμο του, εντόπισε τη λέξη στη λίστα, αν και αγνοούσε το νόημά της. Έδειξε με το δάχτυλο την αντίστοιχη αράδα.
   "Ξέρεις να διαβάζεις λοιπόν!" είπε ξαφνιασμένος ο Γκονζάγκες. "Καλό αυτό, θα σε βοηθήσει στη δουλειά σου. Πάντως αυτό είναι το καράβι. Ανεβείτε. Θα τα ξαναπούμε στο πρώτο λιμάνι". Κι έβαλε τα δυο παιδιά το ένα πίσω από το άλλο πάνω στις δυο ενωμένες σανίδες που έκαναν χρέη γέφυρας. "Παρουσιαστείτε στον πρώτο κύριο που θα βρείτε εκεί πάνω. Θα σας οδηγήσει στη θέση σας. Πηγαίνετε και ο Θεός να σας φυλάει!" Κι επέστρψε αμέσως στο Γκραντ Ρομπέρζ, να βρει το ναύαρχο Βιλγκανιόν.
   Η Κολόμπ αρνήθηκε το χέρι που της έτεινε ο Ζιστ για να τη βοηθήσει ν' ανέβει. Μόλις βρέθηκαν στο κατάστρωμα περίμεναν, όπως τους είχε διατάξει ο δον Γκονζάγκες, να πάει κάποιος να τους μιλήσει. Αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί τους. Όσοι είχαν ήδη επιβιβαστεί, ήταν κολλημένοι στην κουπαστή από την πλευρά της προκυμαίας, φώναζαν και κουνούσαν τα χέρια. Οι ναύτες, ξυπόλυτοι, ετοίμαζαν τα άρμενα, σκαρφάλωναν στα ξάρτια κι ασχολούνταν με τα παλαμάρια. Από το πάνω κατάστρωμα ένας χοντρός άντρας με γένια και ρυτίδες φώναζε δυνατά διαταγές κάνοντας τα χέρια του χωνί. Ο Ζιστ και η Κολόμπ περίμεναν λιγάκι και μετά έκαναν ό,τι και οι άλλοι που ανέβηκαν ύστερα από αυτούς: άρχισαν να περιφέρονται στο κατάστρωμα. Μια και δεν υπήρχε κανείς για να αποχαιρετήσουν στη στεριά, ακούμπησαν στην κουπαστή που έβλεπε προς τη θάλασσα. Ήταν μόνοι τους. Από αυτό το σημείο, η Χάβρη έμοιαζε με φυσικό δισάκι χωμένο στην παραλία, κλεισμένο με ένα διπλό σκέπασμα από ολοκαίνουργιους μόλους. Το άγνωστο θα έπρεπε κανονικά να τρομάζει τα δυο παιδιά. Εκείνα, αντίθετα, ήταν γεμάτα εμπιστοσύνη για το μέλλον που ξανοιγόταν μπροστά τους.
   Όμως η επιβίβαση είχε τελειώσει και είχαν τραβήξει τις γέφυρες. Καθώς έλυναν τα παλαμάρια, το Ροζέ άρχισε να λικνίζεται πιο έντονα.
   "Άκου!" είπε ο Ζιστ στην Κολόμπ σηκώνοντας το δάχτυλο.
   Το καράβι θαρρείς και είχε ξυπνήσει. Όλα τα ζώα που υπήρχαν στα αμπάρια και στο μεσαίο κατάστρωμα -αγελάδες, μουλάρια, πρόβατα, κότες, κατσίκες, κυνηγόσκυλα- είχαν ξυπνήσει από το κούνημα του καραβιού κι είχαν αρχίσει να φωνάζουν όλα μαζί.
   Τότε οι ναύτες, σκαρφαλωμένοι στα κατάρτια, άνοιξαν το πανί του τουρκέτου, του πρόσθιου ιστού. Εκείνο ξεδιπλώθηκε με ένα θρόισμα. Ο αέρας, ο οποίος μέχρι τώρα τριγύριζε σφυρίζοντας ελαφρά ανάμεσα στα κατάρτια και τα σχοινιά, σκόνταψε βίαια πάνω στο εμπόδιο που υψώθηκε μπροστά του. Το πανί, χτυπημένο στην κοιλιά, έβγαλε μια δυνατή κραυγή.
   Από κει που στέκονταν, ο Ζιστ και η Κολόμπ κινδύνευαν να χάσουν το θέαμα του απόπλου. Όμως στο πίσω κατάστρωμα δεν επιτρεπόταν να πάνε και η κουπαστή από την πλευρά της προκυμαίας ήταν όλη πιασμένη σε δυο σειρές από ανθρώπους που για τίποτα στον κόσμο δε θα παραχωρούσαν τη θέση τους.
   "Έλα από δω", είπε η Κολόμπ τραβώντας τον Ζιστ από το μανίκι.
   Είχε δει στην πλώρη δυο μούτσους ανεβασμένους στον πρόβολο, να κρατιούνται από ένα σχοινί. Πριν προλάβει να τη σταματήσει ο αδελφός της, τρύπωσε ανάμεσά τους. Ελαφριά καθώς ήταν, τους προσπέρασε γρήγορα και κάθισε καβάλα στη στενή μύτη που προεξείχε πάνω από το νερό. Ο Ζιστ δυσκολεύτηκε να πείσει τους μούτσους να τον αφήσουν να περάσει κι αυτός, γιατί ήταν μεγαλόσωμος και κινδύνευε να τους πετάξει κάτω. Τελικά τον άφησαν. Όταν έφτασε δίπλα στην αδελφή του, κάθισε πίσω της και την αγκάλιασε από τη μέση.
   Το Ροζέ ήταν το πρώτο από τα τρία καράβια που έλυσε παλαμάρια. Τώρα έβλεπαν μπροστά τους τον κόλπο της Χάβρης σπαρμένο με μικρά ψαροκάικα. Τρία ακόμα πανιά ανοίχτηκαν και, κάτω από την πίεση του ανέμου, το Ροζέ ζωντάνεψε ακόμα περισσότερο. Σαν ζεμένο ζώο που ξαναπιάνει ανόρεχτα δουλειά, άρχισε να κουνάει όλα τα μουδιασμένα μέλη του. Τριξίματα συνόδευαν το απότομο τέντωμα των καταρτιών και των κεραιών, καθώς το πλοίο εγκατέλειπε το λιμάνι. Στις αποχαιρετιστήριες φωνές των εξακοσίων τόσων αντρών απάντησαν από την προκυμαία οι οιμωγές των γυναικών και των παιδιών. Οι συγγενείς άρχισαν να κινούνται ταυτόχρονα με τα καράβια, τρέχοντας κατά μήκος της αποβάθρας και μετά στο μόλο, για να φωνάξουν το ύστατο αντίο μέχρι την τελευταία άκρη της ξηράς. 
   Το Ροζέ τέντωσε την πλώρη προς το πέλαγος και, σαν ζώο που οσμίζεται και τελικά ανακαλύπτει τη μυρωδιά που ψάχνει, άρχισε να ακολουθεί χωρίς δισταγμό τα ίχνη του Ατλαντικού. Όταν τα τρία καράβια παρέκαμψαν τους φάρους και βγήκαν στην ανοιχτή θάλασσα, συγκεντρώθηκαν και άρχισαν να πλέουν όλα μαζί. Οι φωνές που ακούγονταν δεν απευθύνονταν πια στην ακτή, αλλά από το ένα καράβι στο άλλο. Η ναυαρχίδα μπήκε επικεφαλής και τα παιδιά είδαν να ταλαντεύονται μπροστά τους οι δυο Ποσειδώνες που στόλιζαν την πρύμνη της. Ο αέρας έφερνε κάπου κάπου τη μελωδία της γκάιντας που έπαιζε προς τιμήν του Βιλγκανιόν η σκοτσέζικη φρουρά του.
   Έπειτα όλα ηρέμησαν και μουσκεμένοι από τις ψεκάδες, ο Ζιστ και η Κολόμπ πίστεψαν για μια στιγμή ότι οι τελετές του απόπλου είχαν τελειώσει. Όμως, ξαφνικά, τα μπρούντζινα στόμια των κανονιών εκτόξευσαν είκοσι μπάλες. Είχαν λησμονήσει τον φοβερό και υπέροχο παλμό των αλλεπάλληλων κανιοβολισμών. Ήταν το τελευταίο σιρίτι που έλειπε από τη στολή της ελευθερίας τους. Η Κολόμπ έβαλε το κεφάλι στα χέρια του αδελφού της και έκλαψαν αγκαλιασμένοι από χαρά. Ούτε που άκουσαν την οργισμένη φωνή του στρατιώτη από τη Βαλτική που τους καλούσε στο κατάστρωμα. Την πήρε ο άνεμος.

   Μετά τη φανερή αταξία του απόπλου, ο καπετάνιος του Ροζέ, ο οποίος ονομαζόταν Ιμπέρ, διέταξε να οδηγηθούν όλοι οι επιβάτες στις θέσεις τους. Ήταν ήδη απόγευμα και βαριά σύννεφα, προμήνυμα καταιγίδας, είχαν κάνει την εμφάνισή τους στον ορίζοντα.
   Όσο συνεχιζόταν η νηνεμία, στο μεσαίο κατάστρωμα επικρατούσε μεγάλη φασαρία. Καθένας προσπαθούσε να βρει τη λιγότερο άβολη αιώρα, πιστεύοντας ότι έτσι θα εξασφάλιζε λίγη άνεση μέσα σ' εκείνον τον σκοτεινό χώρο όπου μετά βίας στεκόταν κανείς όρθιος. Από τις πρώτες, μικρές αυτές νίκες εξαρτιόταν αν οι μήνες του ταξιδιού θα ήταν περισσότερο ή λιγότερο δύσκολοι.
   Τα δυο παιδιά δε χρειάστηκε να δώσουν τη δική τους μάχη για μιαν αιώρα, γιατί απλούστατα ο στρατιώτης από τη Βαλτική τα οδήγησε κατευθείαν στη θέση που προοριζόταν για τους δραγουμάνους. Καθότι παιδιά, είχαν προβλέψει γι' αυτά ένα δωματιάκι χωρίς κανένα άνοιγμα μέσα σ' ένα αμπάρι που γειτόνευε με το αμπάρι όπου είχαν τα ζώα, κοντά μάλιστα στην αποθήκη με τα τρόφιμα. "Βγει έξω, απαγορεύεται!" φώναξε άγρια ο στρατιώτης στα δυο παιδιά, γιατί είχε καταλάβει ότι ήταν αδύνατον να επιβληθεί σ' αυτό το αλλοπρόσαλλο τσούρμο χωρίς να υψώνει τη φωνή.
   Ο Ζιστ έσκυψε και μπήκε πρώτος μέσα στο «λαγούμι». Ψηλαφώντας, κατάλαβε ότι από τη μια πλευρά υπήρχαν βαρέλια και από την άλλη ένα χώρισμα φτιαγμένο από κασόνια. Ο χώρος φάρδαινε στο βάθος, στο σημείο όπου εφαπτόταν με τις σανίδες από τα πλαϊνά του καραβιού. Πριν όμως φτάσει εκεί, ο Ζιστ έπεσε πάνω σε μια μάζα. Μια δυνατή φωνή αντήχησε στο σκοτάδι: "Ρε συ, δε βλέπεις ότι υπάρχει κόσμος εδώ;" Τα δυο παιδιά κατάλαβαν ότι το «δωμάτιο» ήταν κατειλημμένο. Έπρεπε να αρκεστούν στον λιγοστό ελεύθερο χώρο κοντά στην είσοδο. Έτσι κάθισαν το ένα πλάι στο άλλο, στήριξαν τις πλάτες τους στα βαρέλια κι αγκάλιασαν τα γόνατά τους. 
   "Συγγνώμη", είπε ο Ζιστ στον άγνωστο, "ξέρετε πόσο καιρό θα μείνουμε εδώ;"
   Άγρια, σαρκαστικά γέλια υποδέχτηκαν την ερώτησή του.
   "Ρε σεις, ακούσατε τι είπε τούτος;" αντήχησε και πάλι μέσα στο σκοτάδι η φωνή του αγνώστου, σκασμένη στα γέλια, ενώ άρχισε και να μιμείται την προφορά του Ζιστ, που ανακάτευε την νορμανδική τραχύτητα μ' έναν τραγουδιστό τόνο κληρονομιά από την Ιταλία.
   Τα γέλια διπλασιάστηκαν. Ο Ζιστ τέντωσε το αυτί. Του φάνηκε ότι προέρχονταν από τρία πρόσωπα. Το αδύναμο φως μιας λάμπας μπροστά άρχισε να διαπερνάει το σκοτάδι. Τα δυο παιδιά περίμεναν σιωπηλά να δυναμώσει για να γνωρίσουν καλύτερα τους συνταξιδιώτες τους.
   "Διψάω", ψιθύρισε η Κολόμπ στο αυτί του αδελφού της.
   Μια αηδιαστική δυσοσμία, όπου ανακατεύονταν η πίσσα από το καλαφάτισμα και η οσμή του παστού κρέατος με την έντονη μυρωδιά από το τρίχωμα των ζώων, πλανιόταν στον φυλακισμένο αέρα. Το στόμα τους είχε ξεραθεί.
   "Πρέπει να κάνεις υπομονή", απάντησε η φωνή στην Κολόμπ, γιατί τίποτε από όσα λέγονταν έστω και ψιθυριστά σ' εκείνο το μέρος δεν περνούσε απαρατήρητο.
   "Δεν υπάρχει κανένα βαρέλι με νερό;" ρώτησε η Κολόμπ.
   "Χα! Χα! Ένα βαρέλι. Πού θαρρούν ότι βρίσκονται; Γιατί όχι μια πηγή για το χατίρι σου;" της απάντησε χλευαστικά η φωνή, η οποία όμως, όσο κι αν ήθελε ν' ακούγεται μεγαλίστικη, πρόδιδε την ηλικία του ανθρώπου. Η Κολόμπ έκρινε ότι ο συνταξιδιώτης τους δε θα 'πρεπε να είναι μεγαλύτερος από τον αδελφό της.
   "Τι να κάνω λοιπόν;" επέμεινε η κοπέλα εντελώς φυσικά και χωρίς φόβο.
   "Να περιμένεις, τι άλλο;"
   "Τόσο το καλύτερο λοιπόν", συμπέρανε η Κολόμπ ευγενικά. "Αυτό σημαίνει ότι το ταξίδι θα είναι μικρό".
   Ένας καταιγισμός από γέλια υποδέχτηκε την παρατήρησή της. 
   "Μικρό!" επανέλαβε η φωνή όταν ηρέμησε κάπως από τα γέλια και μπόρεσε να πάρει ανάσα. "Πράγματι, πολύ μικρό και σε συμβουλεύω να περιμένεις να φτάσουμε πρώτα για να πιεις".
   Τα δυο παιδιά άρχισαν να βλέπουν κάπως καλύτερα. Έτσι, διέκριναν στο μισοσκόταδο τις φιγούρες δυο αγοριών και λίγο πιο μπροστά ενός τρίτου, πιο ψηλού από τ' άλλα δύο. Το ψηλό αγόρι θα πρέπει να διέκρινε κι αυτό τον Ζιστ και την Κολόμπ, γιατί τα αμέσως επόμενα λόγια του έδειχναν συγκατάβαση και ίσως ίσως και διάθεση για προστασία -προφανώς είχε δει το αξιοθρήνητο ύφος τους. "Πρέπει να αρκεστείτε σ' αυτά που θα σας φέρνει ένας ναύτης δυο φορές την ημέρα για να φάτε και να πιείτε. Και καλά θα κάνετε να μη χάνετε ούτε ψίχουλο, γιατί δεν είναι και πολύ".
   "Πότε θα περάσει ο ναύτης;" ρώτησε ο Ζιστ.
   "Όχι πάντως μέχρι αύριο το πρωί. Δεν ήσαστε εδώ προηγουμένως, όταν μας έφερε το βραδινό".
   Το νέο ήταν άσχημο. Δεν είχαν φάει τίποτε από τότε που έφυγαν από το Κλαμοργκάν. Το καλάθι της Εμιλιέν τους έλειπε πολύ και έβλεπαν ακόμα μπροστά τους τα ωραία καρβέλια να κατρακυλάνε στο λασπωμένο χαντάκι.
   "Είστε κι εσείς δραγουμάνοι;" ρώτησε ο Ζιστ λίγο αργότερα, ο οποίος αναμασούσε αυτή τη λέξη από την ώρα που επιβιβάστηκαν στο καράβι, χωρίς όμως και να καταφέρνει να ανακαλύψει το νόημά της.
   "Όσο κι εσύ, φίλε!" του απάντησε το ψηλό αγόρι γελώντας. "Θα γίνουμε αφού πρώτα μας βάλουν ανάμεσα στους άγριους".
   "Τότε σίγουρα θα κατέβουμε πριν από σας", είπε ο Ζιστ κουνώντας το κεφάλι. "Γιατί εμείς δεν πάμε στους άγριους".
   "Και πού πηγαίνετε λοιπόν;" τον ρώτησε πονηρά το αγόρι με μάτια που άστραφταν.
   "Να βρούμε τον πατέρα μας".
   Τα γέλια ξανάρχισαν, αλλά το ψηλό αγόρι τα σταμάτησε με μια χειρονομία. "Ηρεμήστε εσείς εκεί κάτω!" είπε στα άλλα δυο αγόρια κι ύστερα πρόσθεσε μ' ένα θεατρινίστικο τόνο στη φωνή, κουνώντας μάλιστα το δάχτυλο: "Η κατάσταση είναι σοβαρή. Δεδομένου ότι το καράβι πηγαίνει στην Αμερική, στους κανίβαλους· δεδομένου ότι θα πάει κατευθείαν χωρίς να πιάσει άλλη στεριά· δεδομένου ότι αυτοί εδώ μας λένε ότι πάνε να συναντήσουν τον πατέρα τους, συμπεραίνω... ότι ο πατέρας τους είναι κανίβαλος!"
   Το τι ακολούθησε από χλευαστικά γέλια, δεν περιγράφεται· τώρα μάλιστα έπαιρνε μέρος και το ψηλό αγόρι. Όμως ο Ζιστ, γρήγορα όπως όταν κυνηγούσε πουλιά με το τόξο του στο δάσος του Κλαμοργκάν, όρμησε στο ψηλό αγόρι και το άρπαξε από το λαιμό. "Ο πατέρας μας", του είπε κάτω από τη μύτη του, "είναι σπουδαίος λοχαγός και έντιμος άνθρωπος. Θα το πληρώσεις που τον έβρισες".
   Ο νεαρός τα έχασε για μια στιγμή. Παρ' όλ' αυτά ξαναβρήκε γρήγορα τις δυνάμεις του, έσπρωξε τον Ζιστ μακριά του και όρμησε με τη σειρά του εναντίον του. Τα δυο κορμιά κυλίστηκαν πάνω στα σανίδια, τα οποία γλιστρούσαν από τα λάδια και τη γλίτσα. Παρά την οργή του, ο Ζιστ δε θα τα κατάφερνε να νικήσει έναν έμπειρο, όπως έδειχναν τα πράγματα, αντίπαλο, γιατί το ψηλό αγόρι και ήξερε να παλεύει και ήδη του είχε καταφέρει μερικές ξεγυρισμένες γροθιές. Τα άλλα δυο παιδιά, που ήταν πιο μικρά, σηκώθηκαν στα γόνατα και ενθάρρυναν με φωνές το ψηλό αγόρι. Όλη αυτή η φασαρία και οι κλοτσιές που αντηχούσαν στα βαρέλια, τράβηξαν την προσοχή ενός ναύτη. Έσκυψε λοιπόν στο άνοιγμα και η λάμπα που κρατούσε στο χέρι του φώτισε ζωηρά το «λαγούμι». Εκείνη τη στιγμή ο Ζιστ σκούπιζε με το σκισμένο μανίκι του το αίμα από τα χείλη του ενώ το ψηλό αγόρι υποχωρούσε περήφανα προς τα δυο πιο μικρά. Το έντονο φως της λάμπας του ναύτη επέτρεψε στον Ζιστ να διακρίνει στα γρήγορα τα χαρακτηριστικά του αντιπάλου του: ένα εύρωστο χωριατόπαιδο, με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα ν' αποκαλύπτουν ένα ψωριάρικο κεφάλι και μια πλακουτσωτή μύτη. Σε ηλικία μάλλον ήταν μικρότερο από τον Ζιστ.
   "Καθίστε ήσυχα εσείς εκεί μέσα!" φώναξε ο ναύτης. "Αν επιμένετε να κουνιέστε, κάντε λίγη υπομονή και θα το ευχαριστηθείτε", πρόσθεσε κι εξαφανίστηκε μαζί με τη λάμπα του.
   Το μισοσκόταδο ξανάπεσε μέσα στο «λαγούμι», μαζί του και σιωπή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ένα παράξενο γουργουρητό από τα σπλάχνα του καραβιού, οι ήχοι που έβγαζαν τα ζώα από το διπλανό αμπάρι και το τρίξιμο από το σχοινί που συγκρατούσε τα βαρέλια σε κάθε σκαμπανέβασμα. Μάλιστα στο σύντομο διάστημα που κράτησε η σιωπή μέσα στο «λαγούμι», τα παιδιά σαν να συνειδητοποίησαν ότι το σκαμπανέβασμα όλο και δυνάμωνε.
   "Θα μου το πληρώσεις", πέταξε κάποια στιγμή το χωριατόπαιδο στον Ζιστ.
   Εκείνος του απάντησε ότι δε φοβόταν. Η ανακωχή μάλλον δε θα κρατούσε πολύ. Όμως το σκαμπανέβασμα του καραβιού τούς έκανε να μη δώσουν συνέχεια στις προκλήσεις, γιατί το αίσθημα της ναυτίας είχε αρχίσει να γίνεται ολοένα και πιο έντονο. Να λοιπόν που τα λόγια του ναύτη αποκτούσαν τώρα νόημα. Πραγματικά, σε λίγο ξέσπασε καταιγίδα και το Ροζέ άρχισε τη μάχη με τα κύματα.
   Όλη τη νύχτα θαλασσοδέρνονταν. Η καταιγίδα ήταν τόσο μανιασμένη, που ανάγκασε τον καπετάνιο Ιμπέρ να ξενυχτήσει στο τιμόνι, από φόβο μήπως χτύπαγαν σε τίποτα υφάλους ή βραχονησίδες. Όσο κράτησε η φοβερή αυτή νύχτα, στο Ροζέ επικρατούσε μια πένθιμη κι αρρωστημένη σιωπή. Δεν ακουγόταν φωνή μήτε ζώων μήτε ανθρώπων. Όταν χάραξε το πρώτο φως, η καταιγίδα και η θάλασσα καταλάγιασαν σιγά σιγά και τότε ο καπετάνιος μπόρεσε να διακρίνει στεριά στο βάθος, ένα ευοίωνο σημάδι για τη μέρα που είχαν μπροστά τους.

   Το πρωί ο Ζιστ ξύπνησε πρώτος. Τον πονούσε το κεφάλι του και η πλάτη του είχε κακοπάθει από τα σανίδια. Ήταν ακόμα σκοτεινά μέσα στο «λαγούμι», αλλά μικρές αχτίδες γαλακτερού φωτός ζωγράφιζαν λευκές τελίτσες πάνω στα μαυρισμένα ξύλα. Το στόμα του Ζιστ κολλούσε από τη δίψα. Κοίταξε την Κολόμπ, η οποία κοιμόταν ακόμα, και μετά τα κορμιά των τριών αγοριών στο βάθος. Του ήρθε στο νου η αόριστη ανάμνηση ενός τσακωμού, χωρίς όμως να θυμάται τις λεπτομέρειες. Όσα είχαν συμβεί τη νύχτα ήταν θολά στο μυαλό του, ένα συνονθύλευμα από σκαμπανεβάσματα, τραντάγματα και μανιασμένα σφυρίγματα του αέρα. Η ναυτία τον είχε κάνει να βυθιστεί σ' έναν άρρωστο ύπνο. Τώρα που ξύπνησε, είχε την αόριστη εντύπωση πως στη διάρκεια της νύχτας είχε ακούσει φωνές, κυνηγητά, ακόμα και τουφεκίδι, δεν ήξερε όμως αν ήταν αλήθεια. Έβγαλε δειλά το κεφάλι του έξω από το «λαγούμι» για να ρίξει μια ματιά. Το αμπάρι ήταν άνω - κάτω. Σκισμένες αιώρες κρέμονταν από τα ξύλα, πολλά κασόνια με τρόφιμα είχαν αναποδογυρίσει κι ένα σωρό ξεκοιλιασμένα πιθάρια είχαν ήδη παραδώσει το περιεχόμενό τους στις μύγες. Ένα χλομό φως ερχόταν από το κατάστρωμα κάνοντας ακόμα πιο θλιβερή την εικόνα. Το πιο ανησυχητικό ήταν η σιωπή. Ο Ζιστ ξανάβαλε το κεφάλι του μέσα και ξύπνησε απαλά την Κολόμπ. Κάποιες κινήσεις στο βάθος φανέρωναν ότι τα τρία αγόρια είχαν κι αυτά αρχίσει να ξυπνούν.
   "Διψάω!" βόγκηξε η Κολόμπ.
   Ο Ζιστ τη βοήθησε να βγουν από το «λαγούμι». "Πάμε επάνω να δούμε", της είπε. "Δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει".
   Η Κολόμπ προχωρούσε κρατώντας το κεφάλι της και ο Ζιστ χρειάστηκε να τη βοηθήσει αρκετές φορές στις σκάλες που ανέβαιναν. Στο μεσαίο κατάστρωμα επικρατούσε η ίδια αταξία και δεν υπήρχαν παρά δυο ναύτες ξαπλωμένοι δίπλα σε ένα κανόνι, οι οποίοι και γκρίνιαζαν. Το φως εδώ ήταν πιο ζωηρό και η Κολόμπ άρχισε να συνέρχεται. Όταν ανέβηκαν και την τελευταία σκάλα, αυτή που οδηγούσε στο επάνω κατάστρωμα, ο Ζιστ τυφλώθηκε προς στιγμήν από τον δυνατό ήλιο κι αναγκάστηκε να σκιάσει τα μάτια του με το χέρι του. Το Ροζέ είχε ρίξει άγκυρα σε έναν κόλπο που περιβαλλόταν από μικρούς λόφους. Τα άλλα δυο καράβια της νηοπομπής ήταν επίσης αγκυροβολημένα εκεί γύρω.
   Η Κολόμπ άρπαξε τον Ζιστ από το μπράτσο. "Κοίταξε", του φώναξε, "φτάσαμε!"
   Πίσω τους άκουσαν να ανεβαίνουν τα κακά συντρόφια της νύχτας και η Κολόμπ ετοιμάστηκε να τους ανακοινώσει το ευχάριστο νέο, αλλά ένιωσε τον Ζιστ να την τραβάει από το μανίκι. "Τι κάνουν όλοι εκεί κάτω;" τη ρώτησε.
   Τότε εκείνη γύρισε και είδε το εξής παράξενο θέαμα: όλοι οι ταξιδιώτες του Ροζέ ήταν συγκεντρωμένοι στην πλώρη και μια σειρά από στρατιώτες τούς κρατούσε ακίνητους στη θέση τους με την απειλή των αρκεβούζιων. Παραδίπλα κάποιοι ναύτες δούλευαν. Έπλεναν το κατάστρωμα κι έβαζαν σ' έναν κουβά σπασμένα γυαλιά και κομμάτια από δοκάρια που πάνω τους γυάλιζε ένα κόκκινο επίχρισμα που έμοιαζε με αίμα.
   "Κοιτάξτε", φώναξε κάποιος πάνω από τα δυο παιδιά και ένιωσαν ξαφνικά ένα δυνατό χέρι να τα αρπάζει από το γιακά. "Οι δραγουμάνοι! Τους ξεχάσαμε". Κι έσυρε τα δυο παιδιά κοντά στους υπόλοιπους ταξιδιώτες.
   "Μα ήταν πέντε. Πού είναι οι άλλοι;" ρώτησε ο καπετάνιος το ναύτη.
   Ο καπετάνιος δεν έδειχνε κακός άνθρωπος. Δεν ήταν άλλωστε και συγχωρούσε εκ των προτέρων τις ανθρώπινες αδυναμίες, όπως όλοι οι έμπειροι ναυτικοί όταν τις συνέκριναν με τις ατέλειωτες κακίες της θάλασσας. Η Κολόμπ ένιωσε την ανάγκη να γονατίσει μπροστά του -τόση εμπιστοσύνη και σεβασμό τής είχε εμπνεύσει. "Καπετάνιε", φώναξε ενώνοντας τα χέρια της. "Δώστε μας λίγο νερό, για την αγάπη του Θεού. Πεθαίνουμε από τη δίψα".
   "Ούτε έφαγαν ούτε ήπιαν τίποτα;" ρώτησε ο καπετάνιος Ιμπέρ το ναύτη.
   Εκείνος αμέσως έσκυψε το κεφάλι. "Με την καταιγίδα..." άρχισε να λέει.
   "Ε, λοιπόν, να τους ταΐσετε και να τους ποτίσετε. Τους θέλω γερούς για τη νέα τους δουλειά. Αλλά να και οι άλλοι".
   Δυο αξιοθρήνητες φιγούρες κρέμονταν από τα μπράτσα ενός ναύτη, λες και τις πήγαινε στην κρεμάλα, ενώ από πίσω ακολουθούσε μια τρίτη κουτσαίνοντας. Η περιέργεια νίκησε για μια στιγμή τη δίψα κι ο Ζιστ σήκωσε το κεφάλι του από το κύπελλο με το νερό που του είχαν δώσει να πιει, για να δει τους παλικαράδες που είχαν προσβάλει τον πατέρα του. Γιατί τώρα πλέον ο καθαρός αέρας και το φρέσκο νερό τού είχαν φέρει για τα καλά στο μυαλό τον τσακωμό της προηγούμενης νύχτας. Οι δυο μικρότεροι ήταν για κλάματα: με τα πολύ μεγάλα κεφάλια τους και τα πρησμένα μέλη τους, έμοιαζαν με τα αγριόχορτα που φυτρώνουν ανάμεσα στις πλάκες. Ο μεγάλος όμως έστεκε σχετικά καλά και ήταν φανερό πως ούτε κι αυτός είχε ξεχάσει. Ήταν πιο ψηλός από τον Ζιστ και φορούσε μια λερωμένη καμιζόλα κι ένα παντελόνι ξεχειλωμένο στα γόνατα. Στο μισοσκόταδο ήταν πολύ εντυπωσιακός με το άγριο ύφος του και την πλακουτσωτή μύτη του, στο φως της ημέρας όμως αυτά τα χαρακτηριστικά δεν ήταν δα και τόσο τρομακτικά, κι αν δεν υπήρχε στη μέση η προσβολή, ο Ζιστ ευχαρίστως θα έδειχνε συμπάθεια σ' ένα πλάσμα το οποίο προφανώς δεν είχε γνωρίσει στη μέχρι τώρα ζωή του τίποτ' άλλο από φτώχεια και βία.
   "Δώστε νερό και σ' αυτούς τους κατεργάρηδες", είπε ο καπετάνιος. Έδειχνε πολύ ικανοποιημένος και κοίταζε τους δραγουμάνους γελώντας. "Ακριβώς ό,τι χρειαζόμουν", σχολίασε κουνώντας το κεφάλι.
   Ο θόρυβος του κανονιού έτσι όπως αντήχησε στον αέρα, έβαλε τέλος στη σκηνή. Η κανονιά είχε πέσει από τη ναυαρχίδα. Ένα μικρό συννεφάκι καπνού υψωνόταν από πάνω της.
   "Το σινιάλο!" φώναξε ο καπετάνιος Ιμπέρ. "Άντε, πάρτε το ψωμί σας και πηγαίνετε μαζί με τους άλλους. Πρέπει να βιαστούμε". Κατόπιν οπισθοχώρησε μερικά βήματα κι ανέβηκε πάνω σ' ένα κιβώτιο, για να μιλήσει στους ταξιδιώτες, τους οποίους οι στρατιώτες κρατούσαν πάντα ακίνητους με την απειλή των αρκεβούζιων.
   "Πού είμαστε;" ψιθύρισε η Κολόμπ στριμωγμένη μαζί με τον Ζιστ ανάμεσα σε αναμαλλιασμένους και βρόμικους ανθρώπους.
   Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του, σημάδι ότι δεν ήξερε.
   "Καημένα παιδιά..." μουρμούρισε στο αυτί τους ένας θλιμμένος ανθρωπάκος που στεκόταν πλάι τους. "Ούτε πού βρίσκονται δεν ξέρουν..."
   "Ακούστε με όλοι σας", άρχισε τότε ο καπετάνιος κι ήταν φανερό ότι προσπαθούσε να κάνει τη φωνή του ν' ακούγεται όσο πιο απειλητική γινόταν. "Η ακτή που βλέπετε είναι η Αγγλία. Η καταιγίδα μάς παρέσυρε εδώ τη νύχτα... Το πλοίο θα σαλπάρει σε λίγο", φώναξε ύστερα, "κι ελπίζω αυτή τη φορά να τα καταφέρει".
   "Είναι μακριά ακόμα εκεί που πηγαίνουμε;" ρώτησε ο Ζιστ τον ανθρωπάκο δίπλα τους, ελαφρά απογοητευμένος που δεν είχαν ακόμα φτάσει στον προορισμό τους.
   "Καημένα παιδιά... Είναι ντροπή που σας είπαν τόσα λίγα", μουρμούρισε ο κοντός άντρας παίρνοντας ακόμα πιο θλιμμένο ύφος.
   "Πάντως", κραύγασε ο καπετάνιος κρατώντας το ζωστήρα του ξίφους του με τα δυο χέρια, "μη θαρρείτε ότι οι άλλοι είχαν καλύτερη τύχη από εσάς. Κυρίως μην το πιστέψετε... Μπορεί να το έσκασαν, αλλά δε θα πάνε μακριά. Εγώ ο ίδιος σκότωσα τέσσερις". Κι επειδή προφανώς θεώρησε τον αριθμό μάλλον μικρό για να τρομοκρατήσει τα πνεύματα, συνέχισε: "Όχι, έξι! Έτσι δεν είναι, παιδιά; Έξι εκτελέστηκαν από το χέρι μου, χωρίς να λογαριάσουμε εκείνους που καθάρισε το πλήρωμά μου. Προσθέστε και τους πνιγμένους κι εκείνους που θα πιάσουν οι Άγγλοι για να τους στείλουν στις γαλέρες, τι μένει λοιπόν;"
   "Οι καημένοι, φοβήθηκαν με την καταιγίδα και προτίμησαν να πέσουν στο νερό παρά να συνεχίσουν ένα τέτοιο ταξίδι", είπε σοβαρά ο κοντός άντρας που στεκόταν δίπλα στα παιδιά. Έδειχνε πραγματικά απελπισμένος.
   "Εσείς, λοιπόν, που είστε ακόμα στο καράβι, δεν πρέπει να λυπάστε για τίποτα", συνέχισε ο καπετάνιος. "Ξέρετε τι σας περιμένει αν επαναληφθεί κάτι τέτοιο! Πάντως θα ξαφνιαζόμουν πραγματικά αν ξανασυναντούσαμε μια τέτοια καταιγίδα. Στο λόγο μου, πάει καιρός που είχα να δω κάτι τέτοιο. Δε φτάσαμε! Σχεδόν δεν ξεκινήσαμε ακόμα. Και θα περάσουν εβδομάδες, μήνες μέχρι να φτάσουμε, αν φτάσουμε ποτέ".
   Στα τελευταία αυτά λόγια του καπετάνιου, δάκρυα ανάβρυσαν από τα μάτια του κοντού άντρα. Ο Ζιστ και η Κολόμπ ένιωσαν αμέσως συμπάθεια γι' αυτόν, γιατί ναι μεν αυτοί θα υπέμεναν ένα τόσο μακρινό ταξίδι, αλλά τουλάχιστον είχαν ένα σκοπό: να ξαναδούν τον πατέρα τους.
   "Τώρα πρέπει να επιλέξω ανάμεσά σας αρκετούς για να αναπληρώσουν τους αχρείους που το έσκασαν. Γιατί ενώ το πλήρωμα πάλευε με τη φουρτούνα, οι φίλοι μας το μόνο που σκέφτονταν ήταν πώς να φτάσουν στη στεριά. Οχτώ άνθρωποι πήδησαν από την κουπαστή", συνέχισε ο καπετάνιος και σκούπισε ένα δάκρυ. "Λοιπόν", κραύγασε πάλι, "θα τους αντικαταστήσουμε. Αρχίζω με τους μούτσους!" Το βλέμμα του, που μέχρι τώρα κοιτούσε ψηλά, στη γραμμή του ορίζοντα, για να αγκαλιάζει όλο το ακροατήριο, χαμήλωσε ξαφνικά στην πρώτη σειρά. "Μου φαίνεται ότι οι δραγουμάνοι μας είναι ό,τι πρέπει για μούτσοι. Οι τρεις μεγαλύτεροι σίγουρα", είπε κι έκανε νόημα στην Κολόμπ να προχωρήσει ένα βήμα. Εκείνη στάθηκε μπροστά του κι εκείνος την κοίταξε από πάνω ίσαμε κάτω. "Όχι και τόσο γεροδεμένος ακόμα. Θα ασχοληθείς με τις δουλειές του καταστρώματος. Πώς σε λένε;" τη ρώτησε.
   "Κολέν".
   Μετά κάλεσε τον Ζιστ και το αγόρι με την πλακουτσωτή μύτη. "Αυτοί οι δυο είναι καλύτεροι. Δε φαίνεστε να φοβάστε. Θα σκαρφαλώνετε ψηλά στα κατάρτια. Τα ονόματά σας;"
   "Ζιστ".
   "Μαρτέν".
   Ο καπετάνιος τούς έκανε νόημα να πάνε αμέσως στις νέες τους θέσεις.

   Μόλις παρέκαμψαν το ακρωτήρι στο Νότο, τους υποδέχτηκαν μια γλυκιά ζέστη και ένας λαμπρός ουρανός. Περνώντας μπροστά από τα Κανάρια Νησιά, δέχτηκαν μια ομοβροντία από το ισπανικό οχυρό. Μια μπάλα διαπέρασε την καρίνα του Ροζέ μπροστά ανοίγοντας μια μεγάλη στρογγυλή τρύπα, την οποία ο καραβομαραγκός δυσκολεύτηκε να κλείσει. Η Κολόμπ αστειεύτηκε λέγοντας: "Αυτό μας έλειπε τώρα". Πάντως ήταν ένα πρώτο βάπτισμα και ο Ζιστ αισθάνθηκε την περηφάνια του μαχητή.
   Οι καλοκαιρινές νύχτες μεγάλωσαν, αλλά όσο πλησίαζαν στον Ισημερινό μίκρυναν πάλι. Όμως δεν ήταν ούτε απειλητικές ούτε κρύες. Αντίθετα, ήταν γλυκές και ήρεμες και τα δυο παιδιά τις περνούσαν ξαπλωμένα στο κατάστρωμα, που ήταν ακόμα ζεστό από τον ήλιο του δειλινού. Γιατί είχαν πια το δικαίωμα να κοιμούνται όπου ήθελαν. Την ημέρα έτρεχαν πέρα - δώθε για να εκτελέσουν τις διαταγές του καπετάνιου. Η Κολόμπ ζήλευε λιγάκι τον αδελφό της. Είχε γίνει πολύ επιδέξιος στο να σκαρφαλώνει στα κατάρτια. Έδειχνε πιο δυνατός και το ωραίο πρόσωπό του είχε αποκτήσει ένα μελί χρώμα, από τον ήλιο. Οι μέρες τους διέφεραν πολύ. Η Κολόμπ έπληττε λιγάκι και προσπαθούσε να μιλήσει στους ναύτες του καταστρώματος και στους ταξιδιώτες που έκαναν τη βόλτα τους. Όμως αυτές οι συζητήσεις ήταν πολύ σύντομες. Είδε αρκετές φορές τον κοντό άντρα που τους είχε μιλήσει την επομένη της καταιγίδας. Έμαθαν ότι λεγόταν Κεντέν κι ότι είχε καταδικαστεί για τα θρησκευτικά του πιστεύω. Ο Κεντέν κυκλοφορούσε όλη μέρα μ' ένα βιβλίο στο χέρι. Η Κολόμπ, που της έλειπε το διάβασμα, τον έβαλε να της υποσχεθεί ότι θα της δάνειζε μερικά βιβλία. Ο Ζιστ από την άλλη πλευρά, ολοένα πάνω στα κατάρτια, ονειρευόταν πολύ. Καμιά φορά έκανε σκοπιά και παρασυρόταν από τις επιθυμίες που γεννά ο ορίζοντας όταν σε κυκλώνει. Το βράδυ, όταν αντάμωναν ξανά και σφίγγονταν ο ένας πάνω στον άλλο για να κοιμηθούν, διηγούνταν τις σκέψεις που έκαναν την ημέρα. Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο πιο απίθανο τους φαινόταν ο πατέρας τους να έχει κάνει ένα τόσο μακρύ ταξίδι. Καμιά φορά το πίστευαν και αναρωτιούνταν αν είχε γνωρίσει κι αυτός την καταιγίδα και τη ναυτία κι αν είχε χαρεί τις όμορφες τροπικές νύχτες. Τον φαντάζονταν πότε αρχηγό του καραβιού σαν τον Βιλγκανιόν και πότε αιχμάλωτο επιβάτη μέσα στα αμπάρια. Άλλοτε πάλι πίστευαν ότι τους είχαν κοροϊδέψει, ότι δηλαδή εκεί που πήγαιναν δε θα έβρισκαν τον πατέρα τους, γιατί απλούστατα ποτέ δε θα έφευγε τόσο μακριά από όσα αγαπούσε. Τότε μετάνιωναν που δεν το είχαν σκάσει το βράδυ της καταιγίδας με τους άλλους, όλους εκείνους που ο τρόμος τούς έκανε να προτιμήσουν την περιπέτεια της φυγής από τούτο το ταξίδι. Κάθε φορά που έβλεπαν ακτή, έκαναν σχέδια να το σκάσουν, αν το καράβι πλησίαζε. Όμως αυτά τα όνειρα μπερδεύονταν με τα άλλα, τα απίθανα, που τους έκαναν να φαντάζονται τις χώρες των τεράτων και της μαγείας που θα συναντούσαν στα πέρατα του κόσμου. Τώρα που γνώριζαν μερικά πράγματα για τον Νέο Κόσμο, ιδίως χάρη στον Κεντέν, είχαν αρχίσει να νιώθουν περιέργεια.
   Κάπως έτσι περνούσαν οι μέρες και οι εβδομάδες. Κι αν ακόμα το νερό που έπιναν είχε γίνει πράσινο και η τροφή που έτρωγαν αηδιαστική, τα δυο παιδιά ένιωθαν κατά βάθος ευτυχία για όλα αυτά που τα περίμεναν. Ο μόνος λόγος ανησυχίας ήταν ο Μαρτέν, ο οποίος τριγύριζε στα κατάρτια και στα καταστρώματα χωρίς να αποχωρίζεται το μοχθηρό του βλέμμα, το οποίο προοιωνιζόταν εκδίκηση. Όμως και ο Ζιστ σκεφτόταν το ίδιο. Η Κολόμπ στενοχωριόταν βλέποντας τον αδελφό της να προσδοκά κι αυτός μια μάχη που θα ξέπλενε την τιμή του. Μόνο που ο Ζιστ επιθυμούσε μια δημόσια εξήγηση, μια πάλη ή μια μονομαχία, τίμια, που θα τέλειωνε με την επιείκεια του νικητή. Ο Μαρτέν, αντίθετα, είχε άλλα στο μυαλό του. Η έχθρα που ένιωθε για τα δυο παιδιά ήταν ύπουλη και σιωπηλή. Θα εκδηλωνόταν σίγουρα στο σκοτάδι και όχι φανερά, τη στιγμή που ο Ζιστ θα φανέρωνε μιαν αδυναμία που θα τον έκανε τρωτό. Η Κολόμπ φοβόταν για τον αδελφό της κυρίως τη νύχτα και τύλιγε τα χέρια της γύρω του όσο εκείνος κοιμόταν, σαν να ήταν ο θώρακάς του.
   Τα καράβια έπλεαν κι όλο έπλεαν. Μεγάλα σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό, κάνοντας τη θάλασσα να μοιάζει με τρεμουλιαστή σούπα. Το πόσιμο νερό κόντευε να τελειώσει. Από τη ναυαρχίδα ήρθε η διαταγή να βάλουν πλώρη για τη στεριά.
   Αγκυροβόλησαν απέναντι από μιαν ακτή που όλα έδειχναν ότι είχε ποταμάκια με γλυκό νερό. Οι βάρκες επέστρεψαν κατά το βραδάκι κι είχαν μέσα στα βαρέλια ένα λασπωμένο κιτρινωπό νερό. Μόνο που τα είχαν γεμίσει μέχρι τα μισά, γιατί ομάδες μαύρων, ιδιαίτερα εχθρικές, είχαν διακόψει την επιχείρηση ανεφοδιασμού.
   Στο πλήρωμα απλώθηκε η φήμη ότι έπλεαν κατά μήκος της Αφρικής. Οι ναύτες άρχισαν να καταριούνται τον καπετάνιο της ναυαρχίδας, ο οποίος ήταν ανίκανος, παρά τα πολύπλοκα εργαλεία που διέθετε και το πολύξερο ύφος του, να οδηγήσει τη νηοπομπή εκεί όπου οι γνώσεις του καπετάνιου Ιμπέρ θα τους είχαν πάει στα σίγουρα. Ο καπετάνιος της ναυαρχίδας λοιπόν, αφού πήρε το μάθημά του, έβαλε πλώρη για τη Δύση. Καιρός ήταν.

   Μια κραυγή έσκισε τη σιωπή κι ακούστηκε θόρυβος πανιού που πλαταγίζει λυτό στον άνεμο. Ο ήλιος που έλουζε το κατάστρωμα δεν επέτρεπε να δει κανείς τι γινόταν ψηλά στα κατάρτια. Η Κολόμπ δε θα μπορούσε ποτέ να μαντέψει ότι εκείνη η κραυγή ήταν του αδελφού της, πόσο μάλλον που ο Ζιστ της είχε αποκρύψει, προσεκτικά όλες αυτές τις μέρες, τις απειλές που δεχόταν. Από την ημέρα που ο καπετάνιος τούς ανέθεσε τα νέα τους καθήκοντα, δηλαδή το να σκαρφαλώνουν στα κατάρτια, ο Μαρτέν δεν είχε πάψει στιγμή να κατασκοπεύει τον Ζιστ. Τον έβριζε συνέχεια, τον καταριόταν και τον βεβαίωνε ότι θα τον εκδικιόταν. Ο Ζιστ τον προκαλούσε να παλέψουν. Αλλά ήταν φανερό ότι ο Μαρτέν δε θα το διακινδύνευε και θα κατέφευγε σε μιαν άνανδρη επίθεση.
   Το σκαρφάλωμα στα κατάρτια απαιτούσε από μόνο του πολύ μεγάλη προσοχή, πόσο μάλλον που ο Ζιστ έπρεπε να φυλάγεται και από μια ύπουλη επίθεση. Στο τέλος της ημέρας ένιωθε πάντα εξουθενωμένος. Όμως εκείνο το πρωί η ελαφριά κλίση του καραβιού, ο ζεστός αέρας της ατμόσφαιρας και μια ομάδα από δελφίνια που έπαιζαν στο νερό, είχαν αποσπάσει την προσοχή του ενώ στηριζόταν στην κεραία του μεγαλύτερου καταρτιού. Στο βερνικωμένο ξύλο του δοκαριού στήριζε την κοιλιά του, ενώ τα χέρια του από τη μια πλευρά και τα πόδια του από την άλλη τον κρατούσαν σε ισορροπία. Έτσι όπως καθόταν λοιπόν δέχτηκε στα πλευρά τον κόμπο ενός σχοινιού που κάποιος του είχε πετάξει με μεγάλη δύναμη. Ο Ζιστ, από την έκπληξή του, έβγαλε εκείνη την κραυγή που έσκισε τη σιωπή κι έχασε την ισορροπία του. Ευτυχώς έπεσε από τη μεριά του ιστίου κι έτσι κατάφερε να πιαστεί με τα δυο του χέρια από τη χοντρή άκρη του πανιού. Για μια στιγμή έμεινε μετέωρος σ' αυτή τη θέση, αποσβολωμένος. Έπειτα συνήλθε. Έπρεπε να ανασηκωθεί το γρηγορότερο. Αρπάχτηκε λοιπόν από μια σιδερένια εγκοπή και ξανακάθισε στην κεραία. Θυμήθηκε το σχοινί που τον είχε χτυπήσει και το οποίο κρεμόταν τώρα κατά μήκος του καταρτιού, απόδειξη ότι κάποιος το είχε χρησιμοποιήσει σαν αιώρα. Οι απειλές του Μαρτέν... Δε χρειάστηκε να ψάξει πολύ. Το μάτι του έπιασε τον Μαρτέν να τον παρακολουθεί από ένα σημείο λίγο πιο ψηλά.
   Η Κολόμπ δεν είχε δει τίποτ' από αυτά. Κατόρθωσε να διακρίνει τον αδελφό της μόνο τη στιγμή που σκαρφάλωνε προς το μέρος του Μαρτέν. "Τσακώνονται!" φώναξε. Όταν κατάλαβε ότι οι άλλοι γύρω της δεν είχαν συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συνέβαινε, άρχισε να τους ξεσηκώνει. Μέχρι και στον καπετάνιο έφτασε και τον τράβηξε από το μανίκι. "Σταματήστε τους, καπετάνιε! Κοιτάξτε, τσακώνονται".
   Πράγματι, τα δυο αγόρια πάλευαν λυσσασμένα πάνω στην κόφα του μεγάλου καταρτιού. Καμιά δεκαριά ναύτες άρχισαν να σκαρφαλώνουν ταυτόχρονα στα κατάρτια κι ο καπετάνιος άρχισε να δίνει διαταγές ουρλιάζοντας. Όταν τελικά οι ναύτες έφτασαν κοντά τους, τα δυο αγόρια πάλευαν ακόμα, ο μεν Μαρτέν με μεγάλη ορμή αλλά χωρίς επιδεξιότητα, ο δε Ζιστ με επιδεξιότητα αλλά και χωρίς να καταφέρνει να καταβάλει τον αντίπαλό του, γιατί ο χώρος ήταν περιορισμένος. Μάλιστα είχε ήδη φάει αρκετές γροθιές όταν τους χώρισαν.
   Τους οδήγησαν μπροστά στον καπετάνιο. Ο Ζιστ χαμήλωσε τα μάτια του, όχι από φόβο για την τιμωρία που θ' ακολουθούσε, όσο από ντροπή που δεν είχε κατορθώσει να ξεπλύνει την τιμή του νικώντας τον αντίπαλό του, ακόμα και σκοτώνοντάς τον! Πάντως σε τέτοιες περιπτώσεις ο καπετάνιος, από την πείρα του πάνω στα καράβια με τους διάφορους αντάρτες, δεν εξέταζε ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, παρά τους τιμωρούσε όλους αδιακρίτως. Έτσι, φώναξε: "Στα σίδερα κι οι δυο!"
   "Όχι!" φώναξε η Κολόμπ, έτοιμη να ριχτεί στα πόδια του.
   Ο καπετάνιος την κοίταξε μ' ένα τόσο παγερό βλέμμα, που εκείνη δεν τόλμησε να δώσει συνέχεια -μπορεί να έριχναν κι αυτή στα σίδερα. Αν ήθελε να φανεί χρήσιμη στον αδελφό της, καλύτερα να 'μενε ελεύθερη. Σώπασε λοιπόν κι απλώς παρακολούθησε τους ναύτες να παίρνουν τα δυο αγόρια.
   Η ζωή στο καράβι συνεχίστηκε αμέσως. Ήταν μια από εκείνες τις μέρες στους τροπικούς, όπου το μπλε είχε βαλθεί να αποδείξει ότι μπορούσε να κυριαρχήσει πάνω στη γη: το ασπρογάλαζο του ουρανού από τη μια, το γαλαζοπράσινο του ορίζοντα από την άλλη, και κάτω το μπλε μοβ της θάλασσας και το μπλε γκρι του αφρισμένου κύματος. Σχεδόν ειδυλλιακή μέρα, κι ο Ζιστ να μην μπορεί να χαρεί τίποτ' από όλα αυτά. Η Κολόμπ καθόταν στην πρύμνη, δίπλα σε μια βάρκα, κι έκλαιγε σιωπηλά. Ξάφνου σαν να αναθάρρησε. Είπε στον εαυτό της ότι έτσι δε βγαίνει τίποτα. Αφού ήταν ο Κολέν, ένας ελεύθερος μούτσος κάθε άλλο παρά κουτός, κι αφού στις φλέβες αυτού του μούτσου κύλαγε το αίμα του πολεμιστή πατέρα, θα έβρισκε τρόπο να ελευθερώσει τον καημένο τον Ζιστ.

   Το επόμενο πρωί, όσοι πίστευαν ότι η γη δεν είναι στρογγυλή, ότι κάπου τελειώνει κι ότι από κει και πέρα υπάρχει ένας απύθμενος γκρεμός, ένιωσαν να δικαιώνονται από αυτό που αντίκρισαν. Ήλιος δεν υπήρχε πουθενά και μια πυκνή ομίχλη κάλυπτε τα πάντα· τόσο πυκνή, που μετά δυσκολίας διέκριναν τα άλλα δυο καράβια.
   Ο καπετάνιος Ιμπέρ έπιασε ο ίδιος το τιμόνι, σημάδι καθόλου καλό. Μάλιστα διέταξε να γεμίσουν και τέσσερα κανόνια. Αν η ομίχλη γινόταν αδιαπέραστη, θα καλούσαν τα άλλα δυο καράβια με κανονιές. 
   Σιγά σιγά η ομίχλη διαλύθηκε μεν, αλλά έδωσε τη θέση της σ' έναν ουρανό κατάμαυρο. Η βροχή δεν άργησε να έρθει, αλλά ήταν μια βροχή διαφορετική από αυτή που είχαν συνηθίσει στα μέρη τους. Παρ' όλ' αυτά χάρηκαν ύστερα από τόσες μέρες κάτω από τον ανελέητο ήλιο των τροπικών. Η Κολόμπ, όρθια πάνω στο κατάστρωμα, γευόταν με όλες της τις αισθήσεις τη βροχή. Οι στάλες της μπορεί να ήταν γλοιώδεις και κρύες, αλλά ήταν γλυκές. Μάλιστα κάποια στιγμή άνοιξε το στόμα της κι ήπιε μερικές.
   "Μην το πίνεις αυτό", της είπε περνώντας ένας ναύτης που της είχε συστήσει ο Κεντέν.
   Η βροχή συνέχισε όλη την ημέρα, αλλά και το βράδυ. Ζήτησαν από την Κολόμπ να κοιμηθεί στο κατάστρωμα, γιατί ο καπετάνιος είχε διατάξει να είναι όλοι σε επιφυλακή.
   Το πρωί ο καιρός έστρωσε και ο ήλιος ξανάκανε την εμφάνισή του. Ταυτόχρονα όμως έκαναν και την εμφάνισή τους οι φλύκταινες πάνω στο δέρμα όσων είχαν βραχεί την προηγούμενη μέρα και το βράδυ.
   Ο τσαρλατάνος φαρμακοποιός, όπως τον έλεγε ο Κεντέν, ετοίμασε μια μεγάλη γαβάθα με αλοιφή και το πλήρωμα ανέλαβε να τη μοιράσει σε όσους είχαν το πρόβλημα.
   Κάποια στιγμή στη διάρκεια της μέρας οι καπετάνιοι των τριών καραβιών άρχισαν να ανταλλάσσουν σινιάλα μεταξύ τους. Ύστερα από λίγο και τα τρία κατέβασαν πανιά. Όταν η Κολόμπ είδε να κατεβάζουν από το Γκραντ Ρομπέρζ μια βάρκα στη θάλασσα, σκέφτηκε ότι οι Αναβαπτιστές ήταν πράγματι καλά πληροφορημένοι.
   "Για να δούμε ποιους μας στέλνουν", της ψιθύρισε ο Κεντέν, ο οποίος την είχε πλησιάσει αθόρυβα.
   Δέκα ιππότες της Μάλτας οπλισμένοι σαν αστακοί, με τον μεγάλο άσπρο σταυρό στην κοιλιά, κατέβηκαν από μιαν ανεμόσκαλα του Γκραντ Ρομπέρζ ο ένας μετά τον άλλον και κάθισαν προσεκτικά στη βάρκα. Ακολούθησε ένας ιερέας με ράσο κι έπειτα τρεις άνθρωποι ντυμένοι σαν αστοί.
   "Μα την πίστη μου, η κατάσταση πρέπει να είναι σοβαρή", αναφώνησε ο Κεντέν. "Μας στέλνουν όλη την αφρόκρεμα".
   Η βάρκα ξεκόλλησε από τα πλευρά του Γκραντ Ρομπέρζ και διέσχισε γρήγορα τη μικρή απόσταση που το χώριζε από το Ροζέ, όπου όλο το πλήρωμα περίμενε με σεβασμό την άφιξη των νεοφερμένων. Ο ιερέας ήταν αυτός που πέρασε πρώτος την κουπαστή. Ο καπετάνιος Ιμπέρ τον χαιρέτησε βιαστικά και τον παρέσυρε προς τα πίσω, στην καμπίνα του.
   "Ο αβάς Τεβέ", σχολίασε ο Κεντέν στην Κολόμπ, "μοναχός του τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου και κοσμογράφος του βασιλιά".
   Από τον τόνο της φωνής του, η Κολόμπ δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ο Κεντέν ανέφερε τους τίτλους του αβά επιτιμητικά ή με θαυμασμό. Αμέσως μετά τον αβά ανέβηκαν πρώτα οι αστοί κι ύστερα οι ιππότες. Ένας μάλιστα από τους ιππότες, θύμα ενός ύπουλου κύματος τη στιγμή που έπιανε τη σκάλα του Ροζέ, έφτασε στο κατάστρωμα βρεγμένος. Αρνήθηκε αλαζονικά κάθε χέρι βοήθειας που του πρόσφεραν και ζήτησε μόνο ένα στεγνό πανί για να σκουπίσει το σπαθί του. Η Κολόμπ αναγνώρισε τον δον Γκονζάγκες.
   Η ρουτίνα πάνω στο Ροζέ αναστατώθηκε από τις νέες αφίξεις. Πλήρωμα και ταξιδιώτες είχαν ενστικτωδώς συγκεντρωθεί στην απέναντι κουπαστή από αυτή που επιβιβάζονταν οι νεοφερμένοι, λες και είχαν οπισθοχωρήσει μπροστά σε μιαν απειλητική παρουσία.
   Η βάρκα ξαναγύρισε στο Γκραντ Ρομπέρζ, το πλεύρισε και περίμενε νέο κόσμο να επιβιβαστεί.
   "Τώρα είναι η σειρά του Βιλγκανιόν!" προέβλεψε ο Κεντέν χαμηλόφωνα.
   Παρ' όλ' αυτά κανείς δεν επιβιβαζόταν στη βάρκα. Αντίθετα, στο κατάστρωμα του Γκραντ Ρομπέρζ επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα. Κάτι είχαν δέσει με σχοινιά και προσπαθούσαν να το φορτώσουν στη βάρκα που περίμενε. Αυτό κέντρισε την περιέργεια των ανθρώπων στο Ροζέ και πλησίασαν όλοι στη μια κουπαστή για να δουν καλύτερα. Τελικά το ογκώδες αντικείμενο φορτώθηκε στη βάρκα κι εκείνη ξανάβαλε πλώρη για το Ροζέ. Όσο η βάρκα πλησίαζε, τόσο οι άνθρωποι πάνω στο Ροζέ δεν πίστευαν στα μάτια τους. Γιατί το αντικείμενο που μετέφερε ήταν ένα μεγάλο γραφείο από σκούρο ξύλο, σαν μπουφές· ένα πραγματικό έργο τέχνης.
   Η βάρκα πλεύρισε το Ροζέ κι ύστερα από προσπάθειες αρκετής ώρας το έπιπλο φιγουράριζε πλέον στο μέσον του καταστρώματος. Ήταν ομολογουμένως ένα εκλεκτό κομμάτι από έβενο, και με μαρκετερί ολόγυρα. Όλοι πλησίασαν για να το δουν. Στο μπροστινό του μέρος υπήρχαν εμβλήματα από φίλντισι τα οποία αναπαρίσταναν ένα διπλό κέρας της Αμαλθείας (4), με ένα στέμμα από πάνω. Η δουλειά ήταν τόσο λεπτή, που σχεδόν κανείς από όσους ήταν πάνω στο Ροζέ δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Όμως στην Κολόμπ ξύπνησε μιαν ανάμνηση από την Ιταλία: ήταν φθινόπωρο και κόντευε να κλείσει τα εφτά της χρόνια. Μια κυρία τής μιλούσε ακουμπισμένη σε ένα παρόμοιο έπιπλο. Πού όμως; Όσο κι αν ανασκάλεψε τη μνήμη της δεν το βρήκε.
   Απορροφημένοι από το μοναδικό θέαμα, οι άνθρωποι στο Ροζέ δεν πρόσεξαν ότι εντωμεταξύ η βάρκα είχε ξαναγυρίσει στο Γκραντ Ρομπέρζ, είχε πάρει κόσμο και είχε έρθει πάλι πίσω. Και πριν καλά καλά το συνειδητοποιήσουν, ο ίδιος ο Βιλγκανιόν είχε ήδη επιβιβαστεί στο Ροζέ και θαύμαζε μ' ένα πλατύ χαμόγελο το εβένινο γραφείο!

   Ένα κεφάλι πιο ψηλός από τους άλλους, με κοντό γκρίζο μαλλί, επιβλητικός, ο ιππότης Νικολά Ντιράν ντε Βιλγκανιόν διέσχισε με ελάχιστες μόνο δρασκελιές το καράβι από την πρύμνη ως την πλώρη, έχοντας πάντα στο πλευρό του τον καπετάνιο Ιμπέρ. Μιλούσε ακατάπαυστα. Κάποια στιγμή είπε στον καπετάνιο κοιτώντας το Γκραντ Ρομπέρζ: "Έχουμε ένα σωρό αρρώστους. Οχτώ στους δέκα άντρες έχουν κολλήσει. Είχαμε ήδη δυο νεκρούς, ανάμεσά τους κι ο κουρέας μου". Κι έφερε μελαγχολικά το χέρι στο πιγούνι του, που ήταν γεμάτο μαύρες τρίχες. "Τέλος πάντων", συνέχισε, "ελπίζω να μην έχουμε τα ίδια κι εδώ. Πάντως, καπετάνιε, πιστεύω ότι θα βολευτώ μια χαρά". Ύστερα στράφηκε προς το πλήρωμα και τους ταξιδιώτες. Έκρινε ότι έπρεπε να τους πει δυο λόγια κι αυτών. Έτσι, προτάσσοντας το στήθος του, κάτι που τον έκανε να φαντάζει ακόμα πιο επιβλητικός, πλησίασε το εβένινο γραφείο, ακούμπησε το χέρι του επάνω και είπε με στεντόρεια φωνή: "Φίλοι μου, το ταξίδι μας συνεχίζεται. Η Νέα Γαλλία είναι κοντά, σας το λέω. Εντωμεταξύ θα έχετε πλέον την τιμή να υπηρετείτε στη ναυαρχίδα, όχι τόσο λόγω της δικής μου παρουσίας στο καράβι του καπετάνιου Ιμπέρ, όσο λόγω αυτού εδώ". Και χτύπησε ελαφρά με το χέρι του το γραφείο. Έπειτα από μια μικρή παύση, συνέχισε, υψώνοντας ελαφρά τον τόνο της φωνής του: "Μέσα του βρίσκεται το πνεύμα της εκστρατείας μας, οι επιστολές του βασιλιά Ερρίκου Β' με τις οποίες μας εξουσιοδοτεί να ιδρύσουμε ένα βασίλειο. Ο συμβολαιογράφος μας, ο κύριος Αμπερί, θα καταγράψει κάθε πλέθρο που θα κατακτήσουμε σ' ένα έγγραφο το οποίο θα τοποθετηθεί σ' αυτό εδώ το γραφείο. Όταν το γραφείο επιστρέψει στη Γαλλία, θα περιέχει τους τίτλους του νέου βασιλείου της Βραζιλίας που θα προσφέρουμε όλοι εμείς στη Μεγαλειότητά Του!"
   Ζητωκραυγές υποδέχτηκαν τα λόγια του.
   "Καπετάνιε Ιμπέρ", φώναξε ο Βιλγκανιόν ώστε να κλείσει το λόγο του μέσα στη γενική αποθέωση, "ανοίξτε όλα τα πανιά και δώστε και στα άλλα καράβια το σήμα της αναχώρησης. Από δω και μπρος εσείς είστε ο αρχηγός της νηοπομπής!"
   Οι ναύτες, μολονότι αδυνατισμένοι και κακοσιτισμένοι, σκαρφάλωσαν στα κατάρτια στη στιγμή, λες κι είχαν βγάλει φτερά. Κοντολογίς ο Βιλγκανιόν είχε ξαναδώσει ξαφνικά ζωή στο καράβι. Όταν αποσύρθηκε από το κατάστρωμα, η Κολόμπ είχε ακόμα δάκρυα στα μάτια της. Δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο και για τον Κεντέν, τον οποίο συνάντησε στο μεσαίο κατάστρωμα. Έδειχνε να μη συμμερίζεται τη συγκίνησή της. "Πάντως, μην ξεχνάς ότι είναι ένας άνθρωπος που του αρέσει ο πόλεμος", της σχολίασε.
   Ο Κεντέν και η Κολόμπ έφαγαν μαζί κι ύστερα τριγύρισαν λίγο στο καράβι. Παντού σχολίαζαν τον ερχομό του Βιλγκανιόν. Όμως κάποιοι ναύτες είχαν νέα για τον Ζιστ. "Ο Ζακ είδε τον αδελφό σου", ψιθύρισε ένας από αυτούς στην Κολόμπ. Ύστερα από λίγο ο Ζακ έκανε την εμφάνισή του βλαστημώντας τον Βιλγκανιόν και την ακολουθία του. "Άσχημα ξεκινήσαμε!" γκρίνιαξε. "Αυτοί οι κύριοι δεν πρόλαβαν να πατήσουν το πόδι τους εδώ και θέλουν να υπακούμε σε όλες τις διαταγές τους. Ο Φραγκισκανός κυκλοφορεί συνέχεια με τα όργανά του για να μετράει, λέει, το ύψος των αστεριών ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Κι εγώ από πίσω του να του κουβαλάω τη λάμπα..."
   "Συνάντησες τον Ζιστ;" τον διέκοψε η Κολόμπ.
   "Ναι", της απάντησε ο Ζακ φτύνοντας καταγής. "Αυτή τη βδομάδα έχω αναλάβει να του πηγαίνω τη σούπα του".
   "Πώς είναι;"
   "Όσο καλά μπορεί να είναι κάποιος που του έχουν αλυσίδες στα πόδια".
   "Α, τον καημένο, θα υποφέρει. Είναι άρρωστος;"
   "Θρέφει νιάτα, εννοείς! Ούτε αγγαρείες ούτε κούραση. Δεν κουβαλάει αυτός τη λάμπα του Φραγκισκανού".
   "Αυτός που τσακωθήκανε είναι μαζί του;"
   "Μα την πίστη μου, τους έχουν τον ένα δίπλα στον άλλο και ζούνε σαν αδελφάκια".
   Ήταν καλό νέο, αλλά η Κολόμπ ενοχλήθηκε λιγάκι που ο αδελφός της αναγκαζόταν να περνάει τις ώρες του με αυτόν που τον είχε προσβάλει. "Σου είπε τίποτα για μένα;" ρώτησε τον Ζακ.
   "Τίποτα".
   Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι μάλλον εκείνη ήταν για κλάματα κι όχι αυτός. "Θα πας πάλι αύριο;" ρώτησε τον Ζακ.
   "Και το πρωί και το βράδυ".
   "Μπορώ να έρθω μαζί σου;"
   "Όχι. Ο καπετάνιος με έβαλε να ορκιστώ ότι δε θα μάθει κανείς πού τους έχουν. Και με όλους αυτούς τους ιππότες που κυκλοφορούν..."
   Το μόνο που κατάφερε η Κολόμπ ήταν να της υποσχεθεί πως θα μετέφερε ένα μήνυμα στον Ζιστ: ότι ήταν καλά και τον φιλούσε. Την υπόλοιπη μέρα την πέρασε σχεδιάζοντας πώς να ελευθερώσει τον αδελφό της. Κατέληξε ότι ο καλύτερος τρόπος ήταν να ζητήσει τη μεσολάβηση του ίδιου του Βιλγκανιόν. Από τα λίγα που είχε δει, ήταν πεπεισμένη ότι ήταν ένας δίκαιος άνθρωπος. Έπρεπε μόνο να βρει τρόπο να μιλήσει κατευθείαν στον ίδιο, χωρίς να τη συλλάβουν οι φρουροί του ή ο καπετάνιος.
   Το βράδυ της ίδιας εκείνης μέρας το πλήρωμα του Ροζέ ξαναθυμήθηκε τη γεύση του κρασιού. Προφανώς ύστερα από επιθυμία του Βιλγκανιόν, ο καπετάνιος Ιμπέρ διέταξε να μοιράσουν κρασί, για να γιορτάσουν στο καράβι την άφιξη του ναυάρχου. Ύστερα από τόσο καιρό στα αμπάρια, το κρασί είχε αποκτήσει από τη ζέστη μια γλυκιά γεύση. Οι ναύτες δε χρειάστηκε να παρακαλέσουν και πολύ την Κολόμπ να πιει. Μάλιστα ο Κεντέν τη βοήθησε να σηκώσει τη μεγάλη νταμιτζάνα και να τη φέρει στο στόμα της.
   Το πιοτό έκανε την Κολόμπ να βυθιστεί σ' ένα βαθύ ύπνο γεμάτο όνειρα με το που ακούμπησε το κεφάλι της στην αιώρα του Κεντέν. Το πρωί ξύπνησε ζαλισμένη και με μια θολή ανάμνηση απ' όσα είχαν γίνει στη διάρκεια της νύχτας· τόσο θολή όμως, που δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια ή ψέματα· αν τα 'χε ονειρευτεί ή αν είχαν γίνει στην πραγματικότητα. Όταν αντιλήφθηκε πως βρισκόταν πάνω στα σανίδια του μεσαίου καταστρώματος αντί στην αιώρα του Κεντέν, συμπέρανε ότι μάλλον ήταν αλήθεια κι άρχισε σιγά σιγά να τα φέρνει στο νου της: ήταν μια ζεστή νύχτα, στον ουρανό το φεγγάρι ήταν ολόγιομο και μια γλυκιά υγρασία μούδιαζε τα μέλη όσων κοιμούνταν εκεί. Σε μια στιγμή η Κολόμπ είχε θελήσει να αλλάξει πλευρό, αλλά κάτι την είχε εμποδίσει. Ξαφνικά είχε την εντύπωση ότι πνιγόταν κι είχε ανοίξει τα μάτια της. Ο Κεντέν ήταν κολλημένος πάνω της, με το πρόσωπό του δίπλα στο δικό της, την κοίταζε και χαμογελούσε. Μάλιστα είχε βγάλει το πουκάμισό του, είχε χώσει τα γυμνά του χέρια κάτω από την πουκαμίσα της Κολόμπ και της χάιδευε την πλάτη. Αρχικά η Κολόμπ δεν είχε αντιδράσει, χαυνωμένη όπως ήταν από το κρασί. Στη συνέχεια όμως και καθώς τα χάδια του Κεντέν γίνονταν πιο επίμονα, είχε στραφεί προς αυτόν. "Μα τι κάνετε εκεί;" τον είχε ρωτήσει.
   "Σε κρατώ στην αγκαλιά μου", είχε απαντήσει εκείνος με φωνή λιγοθυμισμένη.
   "Και γιατί;" τον είχε ρωτήσει.
   "Γιατί το επιθυμώ", της είχε απαντήσει και τα χέρια του είχαν πλέον αρχίσει να ταξιδεύουν πάνω σε όλο της το κορμί.
   Είχε νιώσει ότι έπρεπε να αντιδράσει αλλά η ζάλη από το κρασί και η νύστα δεν την είχαν αφήσει. "Μα είναι κακό αυτό που κάνετε", είχε κατορθώσει μόνο να πει.
   "Δεν μπορεί να είναι κακό", είχε αποκριθεί εκείνος, "αφού με οδηγεί η αγάπη. Ο Θεός έβαλε στη δημιουργία αυτή την αλάνθαστη έννοια του καλού. Τίποτε από αυτό που οι επιθυμίες μας μάς ωθούν να κάνουμε δεν είναι κακό, αν οδηγός είναι η αγάπη".
   Αυτή η περίεργη εξήγηση του Κεντέν είχε αφυπνίσει την Κολόμπ και την είχε κάνει να σπρώξει βίαια τα χέρια του από πάνω της. "Ό,τι θέλετε λέτε", του είπε. "Κάνετε τις δικές σας επιθυμίες, επιθυμίες του Θεού".
   Ο Κεντέν είχε αποτραβήξει τελικά τα χέρια του και δεν είχε προσπαθήσει να συνεχίσει. Εξάλλου ήξερε ότι η Κολόμπ θα τον κατάφερνε μια χαρά αν ήθελε να τον χτυπήσει με τα χέρια της τα σκληρυμένα από τόσες μέρες δουλειάς στο κατάστρωμα. Τότε εκείνη είχε κατέβει από την αιώρα στα σανίδια.
   Η μέρα που είχε μόλις ξημερώσει ήταν γεμάτη από ένα σωρό δουλειές στο κατάστρωμα κι έτσι η Κολόμπ δεν είχε την ευκαιρία να ξανασκεφτεί όσα είχαν γίνει την προηγούμενη νύχτα, τουλάχιστον μέχρι το μεσημέρι. Όταν λοιπόν πήγε να φάει κι ακούμπησε το πιάτο της πάνω στην κουπαστή -μόνο αν άφηνε κανείς το πιάτο του λίγη ώρα στη φροντίδα του αέρα, έφευγε κάπως η μυρωδιά της σαπίλας και μπορούσε να φάει- ένιωσε τον Κεντέν να την αγγίζει ελαφρά και να παίρνει θέση δίπλα της. Γύρισε και τον αντίκρισε.
   Εκείνος δεν είπε τίποτε αρχικά, αλλά στη συνέχεια, πλησιάζοντάς την όσο πιο πολύ μπορούσε και χαμηλώνοντας τη φωνή του, της ψιθύρισε: "Καημενούλα μου, ποιος σε ανάγκασε να μπεις στο καράβι, κρύβοντας ότι είσαι κορίτσι;"
   Η Κολόμπ από τη μια θύμωσε, από την άλλη βεβαιώθηκε για τις αναμνήσεις της προηγούμενης νύχτας. "Ποιος σας έδωσε την άδεια να το ανακαλύψετε;" του αντιγύρισε και τον κάρφωσε με το βλέμμα της.
   Εκείνος προτίμησε να στρέψει το βλέμμα του αλλού. Τότε η Κολόμπ φοβήθηκε κάποιον πιθανό εκβιασμό από τη μεριά του. Όταν όμως ο Κεντέν ξαναστράφηκε προς το μέρος της, το βλέμμα του ήταν μάλλον φοβισμένο και η Κολόμπ λυπήθηκε κατά βάθος αυτόν τον λιπόσαρκο άντρα που η πίστη του τον είχε κάνει να βολοδέρνει ανάμεσα στις επιθυμίες της σάρκας και στις προσταγές των Γραφών. Για να συνταιριάσει τη ζωή του με αυτές, προφανώς είχε προσπαθήσει να σβήσει από μέσα του οποιαδήποτε ορμή, κι όποτε αυτή φούντωνε, την έντυνε με τον μανδύα της πίστης του για να την ελέγξει. "Για ποιο πράγμα καταδικαστήκατε, Κεντέν, και βρίσκεστε πάνω σ' αυτό το καράβι;" τον ρώτησε ήρεμα.
   "Ήμουν κόφτης πολύτιμων λίθων στη Ρουέν", άρχισε να της λέει με πένθιμη φωνή. "Με σέβονταν όλοι, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που προσπάθησα να διδάξω στους άλλους την αλήθεια, η οποία μου αποκαλύφθηκε εδώ και τρία χρόνια".
   "Από ποιον;"
   "Από έναν ταξιδιώτη. Ερχόταν από τη Γερμανία, όπου είχε υποφέρει πολύ", της απάντησε κι αναστέναξε. "Τον έκρυψα σπίτι μου, μέχρι που μπαρκάρισε για το Σεν Λοράν. Τότε όλα ξεκαθάρισαν μέσα μου και αντάλλαξα τα φτωχικά μου γυαλιά με τον μεγάλο παγκόσμιο φακό μέσα από τον οποίο όλα είναι τόσο καθαρά και τόσο ωραία", συνέχισε και χτύπησε με τρυφερότητα τη μικρή του Βίβλο. "Τα κηρύγματά μου τα έκανα με ενθουσιασμό. Γρήγορα έγινα έμπιστος πολλών κυριών της Ρουέν, οι οποίες με σύστησαν σε φίλες τους. Έτσι, έφτασα στο σημείο να περνάω τις μέρες και τις νύχτες μου κάνοντας να αντηχήσει σ' αυτές τις καρδιές η ηχώ της αέναης αγάπης που μας έχει διδάξει ο Θεός".
   "Όπως θελήσατε να την κάνετε να αντηχήσει χθες το βράδυ και στη δική μου;" τον ρώτησε δηκτικά η Κολόμπ.
   "Ναι".
   Η Κολόμπ στράφηκε και τον κοίταξε. Δεν πίστευε ότι θα έκανε μια τέτοια ομολογία χωρίς, το λιγότερο, να χαμογελάει πονηρά. Όμως εκείνος παρέμενε σοβαρός. "Σας κατέδωσαν;" τον ρώτησε.
   "Όχι!" φώναξε εκείνος. "Τα έργα μου με πρόδωσαν. Γιατί αυτές οι κυρίες, οι οποίες κατάλαβαν ότι οι επιθυμίες μας δεν είχαν τίποτε το μεμπτό, άρχισαν τον προσηλυτισμό. Για μια στιγμή πίστεψα ότι όλη η πόλη επιδιδόταν μόνο σε χάδια και ύμνους".
   Η Κολόμπ, χωρίς να πάψει στιγμή να τον κοιτάζει, σκέφτηκε ότι ήταν απλώς τρελός.
   "Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν πάντα κάποιοι που θορυβούνται: οι απατεώνες οι παπάδες, που υποτίθεται ότι αγαπούν τον Θεό, οι στενόμυαλοι δικαστικοί, η απαίσια αστυνομία..." συνέχισε εκείνος.
   Η Κολόμπ ξαφνιάστηκε που δεν ένιωθε πια καμία ανησυχία. Ο Κεντέν ήταν μάλλον για κλάματα και όχι για να τον φοβάται κανείς. Το γεγονός ότι τώρα πια μοιραζόταν το μυστικό της και με κάποιον άλλο, μάλλον την ανακούφιζε, ιδιαίτερα αφότου ο Ζιστ δεν ήταν δίπλα της. Γιατί είναι αλήθεια ότι μόνη πάνω στο καράβι είχε νιώσει ουκ ολίγες φορές ότι κινδύνευε να προδοθεί. "Ορκιστείτε μου, Κεντέν, ότι από δω και μπρος θα με θεωρείτε κι εμένα προσήλυτη".
   "Αλήθεια;" έκανε εκείνος κι άρπαξε τα χέρια της.
   "Εννοώ αρκετά, ώστε να μην επιχειρήσετε ποτέ ξανά να μου κάνετε κήρυγμα", του είπε χαμογελαστή και τράβηξε τα χέρια της.
   "Ω! Σου τ' ορκίζομαι, θα κάνω ό,τι μπορώ ώστε να μην ανακαλύψει κανείς αυτό που είσαι".
   Η Κολόμπ ένιωσε ότι αυτή η φιλία θα της ήταν χρήσιμη για να βάλει σε ενέργεια το επικίνδυνο σχέδιο που είχε σκεφτεί.

   Το μπουντρούμι χωρούσε μόνο τρεις. Όταν οδήγησαν τον Ζιστ και τον Μαρτέν εκεί, η μία θέση ήταν ήδη κατειλημμένη από ένα γέρο τροχιστή που είχε προσπαθήσει να το σκάσει τη νύχτα της καταιγίδας αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Ο γέρος μιλούσε ακατάπαυστα, ωστόσο τα παιδιά δεν είχαν όρεξη για κουβέντες· το μόνο που έκαναν, έτσι όπως κάθονταν δεμένα το ένα δίπλα στο άλλο, ήταν να αναμασούν σιωπηλά την έχθρα τους. Από την πολυλογία του γέροντα έμαθαν για ποιο λόγο είχε αποφασίσει να κάνει αυτό το ταξίδι. Μια φιλονικία με τον ξάδελφό του, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα συνεταίρος του, τον είχε κάνει να το αποφασίσει μέσα στην απελπισία του. Τους μίλησε, ακόμα, για τη γυναίκα του, που 'χε γεράσει, ενώ ο ίδιος, κοτσονάτος ακόμα, αγαπούσε τη σάρκα και το ταξίδι τον είχε κάνει να ονειρεύεται τις φιλόξενες ιθαγενείς που θα συναντούσε εκεί κάτω. Βεβαίως την αμέσως επόμενη στιγμή παραδέχτηκε πόσο ονειροπόλος και κουτός υπήρξε, πόσο του έλειπε το μαγαζί του, το κρασί που έπινε το βράδυ στο καπηλειό με τον ξάδελφό του και, κυρίως, η συντροφιά της γυναίκας του και των δύο θυγατέρων του. Κάθε φορά που έλεγε τα ονόματά τους αναλυόταν σε δάκρυα.
   Έπειτα από δυο μέρες, ο Ζιστ και ο Μαρτέν θα έδιναν οτιδήποτε για να σταματήσει ο γέρος τη φλυαρία του. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ροχάλιζε σαν γουρούνι.
   Η συνύπαρξή τους με το γέρο τούς έκανε αρχικά να ξεχάσουν την έχθρα τους. Όμως ο τροχιστής δεν έμεινε για πολύ μαζί τους. Τον έβγαλαν από το μπουντρούμι την επόμενη μέρα από αυτή που είχε πέσει η μολυσμένη βροχή, γιατί ο καπετάνιος Ιμπέρ είχε κρίνει ότι τα όπλα που είχαν στο καράβι -σπαθιά, μαχαίρια και τσεκούρια- είχαν στομώσει και χρειάζονταν ακόνισμα.
   Το πρώτο που ένιωσαν ο Ζιστ και ο Μαρτέν όταν έμειναν μόνοι μέσα στο μπουντρούμι ήταν ανακούφιση. Η έχθρα σιγόβραζε μέσα τους, αλλά κανείς τους δεν είχε προς το παρόν διάθεση.
   Ένα πρωί άκουσαν ξυσίματα πίσω από το χώρισμα και από μια σχισμή ανάμεσα στα σανίδια είδαν να γλιστράει ένα λουκάνικο. Ο Μαρτέν το άρπαξε και άρχισε να το καταβροχθίζει με βουλιμία. "Ένα από τα αδέλφια μου εργάζεται στο αμπάρι όπου έχουν τα τρόφιμα!" είπε στον Ζιστ με το στόμα γεμάτο. Την αμέσως επόμενη στιγμή συνειδητοποίησε ότι ο Ζιστ θα πρέπει να πεινούσε όσο κι αυτός. Έτσι, έκοψε το μισό λουκάνικο και του το πέταξε, σε μια κίνηση μεγαθυμίας, γιατί κατά βάθος ήταν καλό παιδί. Όμως ο Ζιστ προτίμησε να αφήσει το λουκάνικο να πέσει κάτω και γύρισε το πρόσωπό του από την άλλη μεριά. "Πώς!" του φώναξε ο Μαρτέν. "Προτιμάς λοιπόν να ψοφήσεις από την πείνα;"
   "Έθιξες την τιμή μου!"
   "Ακούς εκεί έθιξα την τιμή του!" είπε αγανακτισμένος ο Μαρτέν. "Μα πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι;"
   "Είμαι ευγενής", είπε με αξιοπρέπεια ο Ζιστ, παρόλο που έριχνε λοξές ματιές στο λουκάνικο.
   "Γι' αυτό σου κόπηκε η όρεξη! Τι ευγενής και τρίχες κατσαρές; Για κοίταξε λίγο τα χάλια σου: είσαι δεμένος σαν βόδι μέσα σε ένα βρομερό μπουντρούμι, σε πάνε στους άγριους και σε λίγο καιρό τα δόντια σου θ' αρχίσουν να πέφτουν ένα ένα. Δε θα βγεις από δω μέσα μαλώνοντας μαζί μου, ούτε εσύ ούτε ο αδελφός σου".
   Αυτό έκανε αυτόματα τον Ζιστ να σκεφτεί την Κολόμπ, που την είχε αφήσει μόνη πάνω στο καράβι, εκτεθειμένη σ' ένα σωρό κινδύνους. Παραδέχτηκε μέσα του ότι η αδιαλλαξία του δεν τον οδηγούσε πουθενά, κυρίως γιατί έθετε σε κίνδυνο την αδελφή του.
   "Θα σου εξομολογηθώ κάτι", συνέχισε ο Μαρτέν δαγκώνοντας με λαιμαργία ένα κομμάτι λουκάνικο. "Κι εγώ είμαι γιος πρίγκιπα".
   "Εσύ!" αναφώνησε ο Ζιστ.
   "Μάλιστα, εγώ", είπε ο Μαρτέν και πήρε την ανάλογη πόζα.
   Ο Ζιστ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.
   "Πώς! Δε με πιστεύεις;" έκανε ο Μαρτέν με θεατρινίστικο τρόπο. "Α, πρόσεξε, με προσβάλλεις! Θίγεις την τιμή μου! Θα σου ζητήσω το λόγο".
   "Εντάξει", αποκρίθηκε ο Ζιστ συγκρατώντας ένα χαμόγελο. '"Εμπρός, μίλησέ μου".
   "Εσύ πρώτος, φίλε. Μου αρέσει να ξέρω σε ποιον μιλάω. Πώς έγινε κι εσύ, ένας ευγενής, βρέθηκες εδώ;''
   Ο Ζιστ άρχισε να του διηγείται την ιστορία του,  με βαριά καρδιά στην αρχή, αλλά όσο έβλεπε το ενδιαφέρον του Μαρτέν, ολοένα και πιο θαρρετά. Μάλιστα κάποια στιγμή πήρε από κάτω και το λουκάνικο που του είχε πετάξει ο Μαρτέν κι άρχισε να το δαγκώνει. "Η σειρά σου τώρα", είπε ο Ζιστ τελειώνοντας.
   "Ω! Η δική μου είναι πολύ απλή", απάντησε ο Μαρτέν. "Με βρήκαν μωρό μπροστά από μια εκκλησία, την ημέρα των Βασιλέων, από όπου προκύπτει ότι είμαι πρίγκιπας!"
   Το είπε με τέτοιο τρόπο, που και οι δυο έσκασαν μονομιάς στα γέλια. Αυτό ήταν. Η έχθρα μεταξύ τους είχε μόλις τελειώσει! Κατόπιν ο Μαρτέν αφηγήθηκε στον Ζιστ τη μέχρι τώρα ζωή του.
   Είχε γεννηθεί στη Ρουέν και είχε μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο. Στα δέκα του έφυγε για να ζήσει στο Ονφλέρ, μαζί με άλλους αλήτες. Τη νύχτα περιδιάβαζε στις αποβάθρες και βούταγε από τις αποθήκες ό,τι μπορούσε. Όταν ήταν μικρός ακόμα, σκαρφάλωνε στα καράβια από τα σχοινιά και έψαχνε στα αμπάρια. Μετά συνεργάστηκε με τους δυο μικρούς που αποκαλούσε αδέλφια του, οι οποίοι έκαναν αυτή τη δουλειά για λογαριασμό του. Ήξερε τα πάντα για τα πληρώματα, τα λιμάνια, τα φορτία. Γνώριζε πολλά για τη Βραζιλία, γιατί καμιά εικοσαριά γαλλικά πλοία έκαναν αυτό το ταξίδι κάθε χρόνο. "Αν δεν είχα κάνει το λάθος να φύγω από το Ονφλέρ, θα έκανα ακόμη αυτή την ωραία ζωή", είπε αναστενάζοντας. Παρασυρμένος από τη φήμη του καινούργιου λιμανιού της Χάβρης, είχε αποφασίσει να δοκιμάσει εκεί την τύχη του. Αλλά στη νέα πόλη οι άνθρωποι του φυράματός του γίνονταν γρήγορα αντιληπτοί. Ο φρούραρχος τους είχε οδηγήσει με τη βία, αυτόν και τα υποτιθέμενα αδέλφια του, σε ένα ορφανοτροφείο. Για κακή τους τύχη, την παραμονή της ημέρας που είχαν αποφασίσει να το σκάσουν, τους είχε βρει ο Λε Τορέ.
   Ο Ζιστ τον προέτρεψε να του μιλήσει για τη Βραζιλία. Ο Μαρτέν ήταν ανεξάντλητος πάνω σ' αυτό το θέμα. Του μίλησε για το ξύλο από όπου έβγαζαν την κόκκινη βαφή, για τους κανίβαλους και τις γυμνές, λάγνες ιθαγενείς. Μάλιστα στο τελευταίο αυτό σημείο έκλεισε με νόημα το μάτι στον Ζιστ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ήταν πολύ έμπειρος. Ο Ζιστ τον είδε να πιάνει τα αχαμνά του, πράγμα που του προκάλεσε απέχθεια.
   Κατόπιν ο Μαρτέν ζήτησε από τον Ζιστ να του μιλήσει για τον πατέρα που ισχυριζόταν ότι πήγαινε να βρει, αφού πρώτα του είπε ότι αμφέβαλλε πολύ γι' αυτή την ιστορία. Μέχρι τώρα στη Βραζιλία δεν είχαν πάει παρά μόνο έμποροι. Τι μπορεί λοιπόν να έκανε εκεί ένας στρατιωτικός; Εκτός κι αν είχε γίνει πειρατής. Μερικοί ευγενείς είχαν πράγματι γίνει τυχοδιώκτες της θάλασσας, γιατί η πειρατεία είχε κάτι από τους κινδύνους αλλά και τη δόξα της εποχής των Σταυροφοριών. Τέλος πάντων, όλα ήταν πιθανά. Μπορεί ο πατέρας λοχαγός του Ζιστ να ήταν εκεί κάτω ψάχνοντας μια καλύτερη τύχη.
   Απ' όσα του είπε για τη Βραζιλία, ο Ζιστ κατάλαβε πια μια για πάντα ότι εκεί πέρα δεν υπήρχαν ούτε παλάτια, ούτε μεγαλοπρεπείς εκκλησίες, ούτε καταπράσινες εξοχές σπαρμένες με ρωμαϊκά ερείπια, δηλαδή τίποτε από αυτά με τα οποία παθιαζόταν ο πατέρας του. Έτσι, μέσα του αμφέβαλλε όλο και πιο πολύ ότι εκεί κάτω θα αντάμωναν επιτέλους.
   Κάπως έτσι περνούσαν τα δυο παιδιά τον καιρό τους μέσα στην πλωτή φυλακή. Μάλιστα ο Μαρτέν μύησε τον Ζιστ στον κόσμο των κλεφτάκων, των ζητιάνων και των κοριτσιών της χαράς, πράγματα τα οποία ο Ζιστ είχε μεν δει στην Ιταλία αλλά δεν είχε ζήσει, γιατί δεν ήταν ο κόσμος του. Μπορεί λοιπόν τα μαλλιά των δυο αγοριών να ήταν γεμάτα ψείρες, τα ούλα τους πρησμένα και να ματώνουν, οι κοιλιές τους διαρκώς πεινασμένες, όμως από τα μάτια τους δεν έλειπε στιγμή η λάμψη της ηλικίας τους.

   Ο ερχομός του Βιλγκανιόν στο Ροζέ μετέτρεψε σιγά σιγά το καράβι από καράβι συνοδείας -φορτωμένο με κάθε είδους προμήθειες μέσα σε μεγάλα βαρέλια- σ' ένα πλωτό ανάκτορο, τουλάχιστον ένα μικρό μέρος του. Στον ιππότη διατέθηκε μια καμπίνα στην πρύμνη, αυτή που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε ο καπετάνιος Ιμπέρ κι ο δεύτερός του, χωρίς όμως καμιά πολυτέλεια. Η Κολόμπ κι ένας άλλος μούτσος γυάλισαν με κερί τα σανίδια του δαπέδου και κρέμασαν στα πλαϊνά κάτι τουρκικά χαλιά που ήρθαν από το Γκραντ Ρομπέρζ, για να μη φαίνονται τα χοντρά ξύλα τα ξασπρισμένα από την αρμύρα. Σταδιακά η φτωχική καμπίνα μεταμορφώθηκε σε καμπίνα πολυτελείας. Εκεί μεταφέρθηκε και το εβένινο γραφείο με τα πολύτιμα έγγραφα.
   Αν εξαιρέσει κανείς την απαίτηση του Βιλγκανιόν για τη δημιουργία του ιδιαίτερου αυτού χώρου, όπου θα μπορούσε να εργάζεται και να συνεδριάζει με τους ακολούθους του, κατά τ' άλλα αποδείχτηκε συγκρατημένος. Για τον ύπνο του χρησιμοποιούσε κι αυτός αιώρα, όπως και όλη η ακολουθία του. Μόνη εξαίρεση ο Φραγκισκανός, ο οποίος επέμενε να κοιμάται πάνω σε κάτι που έμοιαζε με ανοιχτό φέρετρο και το οποίο είχε φέρει μαζί του από το Γκραντ Ρομπέρζ.
   Η Κολόμπ νόμισε στην αρχή ότι ο Βιλγκανιόν και η ακολουθία του θα έμεναν κλεισμένοι όλη την ώρα στο πίσω μέρος του πλοίου κι ότι δε θα συγχρωτίζονταν καθόλου με το πλήρωμα και με τους ταξιδιώτες. Γρήγορα όμως αποδείχτηκε ότι είχε λάθος, τουλάχιστον όσον αφορά τον ίδιο τον ιππότη. Με το που ξυπνούσε το πρωί, ανέβαινε στο μεσαίο κατάστρωμα και πέρναγε λίγη ώρα δίπλα στα κανόνια παρατηρώντας τα -προφανώς του έλειπε η μάχη και τα ηρωικά κατορθώματα. Ύστερα ανέβαινε στο τιμόνι, καθόταν δίπλα στον τιμονιέρη και δεν ήταν λίγες οι φορές που τον άκουγαν να απαγγέλλει ποιήματα και ωδές στα αρχαία γαλλικά και στα λατινικά. Ήταν φανερό ότι χρειαζόταν χώρο για να ξεδιπλώσει τον πληθωρικό του χαρακτήρα και προσπαθούσε να τον εξοικονομήσει όπου μπορούσε. Κατόπιν αποσυρόταν στη φροντισμένη καμπίνα για συμβούλιο με τους άντρες του. Εκεί επίσης τρύπωνε συνήθως κι όταν είχε κακό καιρό, μόνο που αυτό γινόταν όλο και πιο σπάνια τώρα τελευταία, γιατί ο αέρας που έσπρωχνε τα τρία καράβια ήταν υγρός και ζεστός. Το μεγαλύτερο λοιπόν μέρος της ημέρας το περνούσε μέσα σ' αυτή την καμπίνα, όπου και ντυνόταν, όπου και πλενόταν -μερικές φορές βυθίζοντας όλο του το κορμί μέσα σ' ένα βαρέλι με θαλασσινό νερό- όπου έτρωγε, όπου δεχόταν τους άντρες του κι όπου διάβαζε στητός στητός κάτι ογκώδη βιβλία που είχε φέρει από το Γκραντ Ρομπέρζ.
   Η Κολόμπ παρακολουθούσε προσεκτικά τη ζωή του Βιλγκανιόν πάνω στο καράβι. Όταν οι αγγαρείες δεν της το επέτρεπαν, τη σκυτάλη έπαιρνε ο Κεντέν. Παρόλο που δε θα το περίμενε κανείς, ο Βιλγκανιόν δεν αδιαφορούσε για τα προβλήματα που παρουσιάζονταν και ενημερωνόταν, από τον καπετάνιο Ιμπέρ κυρίως, αλλά καμιά φορά, ανάλογα με τα καπρίτσια του, και από κάποιον ταξιδιώτη ή ναύτη που καλούσε. Αν και η Κολόμπ προσπάθησε αρκετές φορές να χρησιμοποιήσει τις μυστηριώδεις ικανότητες του βλέμματός της για να προκαλέσει το ενδιαφέρον του ναυάρχου, δεν κατάφερε ποτέ να διασταυρώσει το βλέμμα της με το δικό του. Έτσι, αναρωτήθηκε μήπως είχε πρόβλημα με την όρασή του, γιατί διάβαζε από πολύ κοντά και δεν αναγνώριζε πάντα τους συνομιλητές του. Παρατηρώντας τις καθημερινές συνήθειές του, γρήγορα κατάλαβε ότι η ώρα της μεγαλύτερης δραστηριότητάς του ήταν στην αρχή του απομεσήμερου. Συνήθως τότε καλούσε τους άντρες του σε συμβούλιο, τουλάχιστον για τα πιο σοβαρά θέματα. Και βασικά ένα ήταν το θέμα που τους απασχολούσε εδώ και δυο - τρεις μέρες: το πού βρίσκονταν.
   Aπό τότε που είχαν συναντήσει, στις 10 Οκτωβρίου, τα νησιά του Αγίου Θωμά κοντά στο Μανικόγκο, στην Αφρική, δεν είχαν δει παρά μόνο πέλαγος ολόγυρά τους. Το γεωγραφικό πλάτος μειωνόταν. Αν και ήταν πάντα στο νότιο ημισφαίριο, πλησίαζαν και πάλι στον Ισημερινό, τον οποίο όμως είχαν περάσει για πρώτη φορά όταν έπλεαν κατά μήκος της αφρικανικής ακτής. Αλλά χωρίς όργανα, ήταν αδύνατον να βρουν το γεωγραφικό μήκος. Είχαν καταλήξει να το μετρούν υπολογίζοντας τις μέρες που είχαν κυλήσει και την ταχύτητα του πλοίου. Ο άνθρωπος που είχε αναλάβει αυτή τη δουλειά ήταν ο αβάς Τεβέ. Εξωτερικά ήταν ένας απλός και καθόλου εντυπωσιακός άντρας, κοντός, με ασθενική κράση και μάτια δίχως φλόγα. Ίσως να είχε γίνει σοφός μόνο και μόνο για να μην τον αγνοούν οι άλλοι, μιας και το παρουσιαστικό του δεν τον βοηθούσε σε κάτι τέτοιο. Με τη σοφία του λοιπόν επιβαλλόταν. Κοσμογράφος του βασιλιά, διάσημος επειδή είχε δημοσιεύσει τις ταξιδιωτικές του αναμνήσεις από την Ανατολή, ο Τεβέ είχε αποκτήσει τη φήμη του παντογνώστη. Είχε πολλούς θαυμαστές, αλλά ακόμα περισσότερους εχθρούς. Ωστόσο χαιρόταν εξίσου το να έχει φίλους όσο και εχθρούς, γιατί το σημαντικό -το είπαμε- ήταν να νιώθει ότι δεν τον αγνοούν. Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα ο Βιλγκανιόν του έθεσε την κλασική, στερεότυπη ερώτηση: "Κύριε αβά, δείξτε μου πού βρισκόμαστε". Ο Φραγκισκανός σηκώθηκε αργά από τη θέση του, άφησε το ραβδί του, πήρε ένα φτερό και βυθίστηκε σε περισυλλογή. Η ακολουθία του Βιλγκανιόν, όπως και ο ίδιος, περίμεναν την απάντησή του μέσα σε ευλαβική σιωπή. Τελικά ο αβάς αφυπνίστηκε ύστερα από λίγο, πλησίασε την υδρόγειο σφαίρα που υπήρχε πίσω από την τιμονιέρα (εκεί γινόταν σήμερα η συνεδρίαση, σ' ένα ανοιχτό σημείο του καραβιού κι όχι στην καμπίνα του ναυάρχου) και χωρίς να πει λέξη έδειξε με το δείκτη του ένα σημείο κάπου στις ακτές των Δυτικών Ινδιών. "Στεριά!" αναφώνησε ο Βιλγκανιόν, ενώ μέσα του θαύμασε για μιαν ακόμα φορά τη διάνοια του σοφού.
   "Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου", πήρε για πρώτη φορά το λόγο εκείνη τη μέρα ο αβάς, πάντα σε χαμηλό τόνο φωνής, γιατί είχε μάθει ότι έτσι οι άλλοι σε προσέχουν, "έπρεπε ήδη να βλέπουμε στεριά".
   "Κι όμως, δεν αντικρίζουμε παρά πέλαγος", παρενέβη ο δον Γκονζάγκες.
   "Νομίζετε πως δεν το γνωρίζω;" του αποκρίθηκε ο Φραγκισκανός ξερά.
   "Αφήστε τον κύριο αβά να αναπτύξει τη σκέψη του", είπε ο Βιλγκανιόν απευθυνόμενος όχι μόνο στον δον Γκονζάγκες, αλλά και στους υπόλοιπους.
   "Ναύαρχε, είναι πολύ απλό", συνέχισε ο Τεβέ ήρεμα. "Αφού έπρεπε ήδη να βλέπουμε στεριά, σημαίνει ότι κοντεύουμε. Εφόσον, καθ' υπόδειξη του Θεού, το δάχτυλό μου υποδεικνύει στην υδρόγειο σφαίρα το σημείο που είδατε, θα πρέπει να πλησιάζουμε τις ακτές ενός νησιού ίσου περίπου σε έκταση με τη Σαρδηνία". 
   Ήταν ομολογουμένως ένας εξαιρετικά περίτεχνος τρόπος για να συγκαλύψει τη δική του ασχετοσύνη και ν' αποδώσει το λάθος ότι δεν είχαν ακόμα δει στεριά σε μυωπία του ίδιου του Θεού.
   "Ακούσατε, καπετάνιε Ιμπέρ. Είστε έτοιμος για προσόρμιση;" ρώτησε μεμιάς ο Βιλγκανιόν τον καπετάνιο, ο οποίος ήταν επίσης παρών.
   Ο καπετάνιος δάγκωσε τη γλώσσα του και δεν είπε τίποτα. Ήξερε ότι, αν αντιμιλούσε στον σοφό, θα το πλήρωνε ακριβά. Ωστόσο μέσα του κορόιδευε τις μεθόδους του αβά. Χρόνια στη θάλασσα, σπάνια είχε χαθεί, ακόμα και μέσα στους ωκεανούς, έχοντας για οδηγό του άλλοτε το ύψος που πετούσαν τα πουλιά, άλλοτε την ποιότητα του φωτός την αυγή και το δειλινό, άλλοτε το χρώμα του νερού (πράγμα που του επέτρεπε να καταλαβαίνει τη μορφολογία του βυθού) κι άλλοτε τα όρια του ορίζοντα. "Ίσως να θέλουμε λίγο χρόνο ακόμα", αποτόλμησε παρ' όλ' αυτά να πει.
   "Χρόνο για ποιο πράγμα; Για να πέσουμε πάνω σε ξέρες που δε θα έχουμε δει; Κρατήστε το τιμόνι όλο προς τα δυτικά και μη φοβάστε", ήταν η πληρωμένη απάντηση του Τεβέ, πράγμα που έκανε τον καπετάνιο να καταλάβει ότι ήταν ανώφελο να προσπαθήσει άλλο.
   "Τότε λοιπόν θα διπλασιάσω τις βάρδιες και θα βάλω τους άντρες μου να κοιμούνται στο κατάστρωμα", είπε ο καπετάνιος, ενώ μέσα του ήταν σίγουρος πως κατευθύνονταν προς νότον. "Σας προειδοποιώ πάντως πως, αν αναγκαστούμε να κατεβάσουμε γρήγορα τα πανιά, θα χρειαστώ κόσμο".
   "Το πλήρωμά σας δεν αρκεί;" τον ρώτησε ο Βιλγκανιόν.
   "Χάσαμε πολύ κόσμο στην Αγγλία, το ξέρετε. Οι περισσότεροι ταξιδιώτες δεν κάνουν για τη θάλασσα. Είναι μεγάλοι, πολύ φοβισμένοι και ζαλίζονται μόλις βάλουν το πόδι τους σε κατάρτι", του απάντησε ο καπετάνιος.
   Ο Βιλγκανιόν σκέφτηκε για λίγο. Κατάλαβε ότι έπρεπε να πάρει κάποια απόφαση και, στην ανάγκη, να επιβάλει την εξουσία του. 
   Ο Κεντέν, ο οποίος κρυφάκουγε όλη αυτή την ώρα ακουμπισμένος τάχα ανέμελα στην κουπαστή, έκρινε ότι τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή κι έτρεξε να βρει την Κολόμπ. Όταν τη βρήκε, της εξήγησε και την πήρε μαζί του. Τη στιγμή που έφταναν, ο Βιλγκανιόν μελετούσε, με τη μύτη του σχεδόν κολλημένη στο χαρτί, ένα έγγραφο που του είχε δώσει ο καπετάνιος Ιμπέρ, ενώ έλεγε: "Μα έχετε δεκαεφτά άντρες γι' αυτή τη δουλειά".
   "Μείον τους φυγάδες, μας μένουν δεκατρείς. Μείον εκείνους που αρρώστησαν, μας μένουν οχτώ. Βγάλτε έναν που είναι στο τιμόνι, έναν στην κόφα κι εμένα, μένουν πέντε να δουλεύουν στο κατάστωμα και στα τρία κατάρτια. Υπολογίστε ότι χρειάζονται τρεις άντρες για να στιγκάρουν ένα μεγάλο πανί..." του απάντησε ο καπετάνιος.
   "Τι πρέπει να κάνουμε;" φώναξε ο Βιλγκανιόν. "Αν χρειαστεί, θα σας δώσω κι εγώ ένα χεράκι".
   Ο καπετάνιος ένιωσε ξαφνικά τύψεις και για να μην τον κατηγορήσουν ότι έθιξε επίτηδες την αξιοπρέπεια του ναυάρχου, διευκρίνισε: "Για να είμαι απόλυτα ακριβής,  πρέπει να σας πω ότι έχω άλλους δυο μούτσους στα σίδερα".
   Ο Κεντέν έσφιξε το χέρι της Κολόμπ. 
   "Στα σίδερα; Και για ποιο λόγο;" τον ρώτησε ο Βιλγκανιόν.
   "Αρπάχτηκαν πάνω στα κατάρτια, με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστούν. Αντί να βρω ποιος έκανε την αρχή, τους έκλεισα και τους δυο στο μπουντρούμι".
   "Καλώς", επιδοκίμασε ο Βιλγκανιόν. "Αλλά μπορείτε να τους βγάλετε. Δεν υπάρχει άλλη τιμωρία, πιο σύντομη, να εφαρμόσετε;"
   "Για να πω την αλήθεια, σκόπευα να τους μαστιγώσω πριν έρθετε".
   "Θαυμάσια. Πόσα χτυπήματα;"
   "Θα έλεγα... είκοσι στον καθένα", απάντησε ο καπετάνιος, ο οποίος σκεφτόταν δέκα αλλά δεν ήθελε να φανεί πολύ μαλακός μπροστά στον Βιλγκανιόν.
   "Τέλεια. Αυτό θα τους μάθει να κοιτάνε τη δουλειά τους. Και στη συνέχεια θα τους στείλετε να στεγνώσουν τα κακάδια τους στον αέρα".
   Ήταν μεν αστείο αλλά έκρυβε μεγάλη σκληρότητα, πράγμα που ξάφνιασε την Κολόμπ -άλλη γνώμη είχε για τον Βιλγκανιόν. Παρ' όλ' αυτά, έκρινε ότι δεν έπρεπε να χάσει την ευκαιρία. Ξαφνιάζοντας όλους τους παρευρισκόμενους, άνοιξε δρόμο μέχρι τον Βιλγκανιόν, έπεσε στα πόδια του, στύλωσε το βλέμμα της στο δικό του και φώναξε: "Εξοχότατε, γλιτώστε τουλάχιστον τον έναν από αυτούς τους δυστυχείς, που είναι αθώος!"
   Ο Βιλγκανιόν ξαφνιάστηκε. Παρόλο που ήταν γνωστό ότι καταδεχόταν να μιλήσει ακόμα και στους πιο ταπεινούς, το να παραβεί ένας παρακατιανός το πρωτόκολλο με τέτοιο τρόπο, ήταν ανήκουστο. Έξαλλος από θυμό, γύρισε το κεφάλι του προς τους άλλους και μούγκρισε: "Ποιος είναι αυτός;"
   "Ένας μούτσος", του απάντησε ο καπετάνιος.
   Στο μεταξύ δύο ιππότες είχαν αρπάξει την Κολόμπ και προσπαθούσαν να την απομακρύνουν. Τότε εκείνη άρχισε να φωνάζει: "Ο αδελφός μου απλώς υπερασπίστηκε τη ζωή του! Δικαιοσύνη, Εξοχότατε, δικαιοσύνη!" Μέσα της ένιωθε ότι είχε ήδη χάσει το παιχνίδι, γιατί ο ναύαρχος συγκρατούσε το θυμό του μόλις και μετά βίας.
   "Είκοσι χτυπήματα δε φτάνουν", είπε απότομα ο Βιλγκανιόν, "κάντε τα σαράντα, καπετάνιε. Κάτι τέτοιοι αχρείοι δε διορθώνονται με λιγότερα".
   Η Κολόμπ συνέχισε να φωνάζει. Ο ένας από τους ιππότες θέλησε να της κλείσει το στόμα με το χέρι του. Εκείνη, επηρεασμένη προφανώς όχι μόνο από την αποτυχία της αλλά κι από το γεγονός ότι είχε γελαστεί στην κρίση της για τον Βιλγκανιόν, φώναξε μέσα στην απελπισία της, χωρίς να το σκεφτεί καθόλου: "Προσέξτε, Εξοχότατε! Θα μαστιγώσετε έναν ευγενή".
   Ο ιππότης προσπάθησε να της κλείσει ερμητικά το στόμα. Εκείνη συνέχισε να χτυπιέται και σε μια ύστατη προσπάθεια φώναξε: "Έναν Κλαμοργκάν!"
   Το άκουσμα της λέξης έκανε τον Βιλγκανιόν ν' αλλάξει μονομιάς στάση απέναντί της. Μάλιστα διέταξε τους δυο ιππότες να την αφήσουν και κοιτάζοντάς την ίσια στα μάτια, τη ρώτησε: "Τι είπες;"
   Η Κολόμπ δεν του απάντησε, γιατί καταγινόταν με το να τρίβει τα μπράτσα της που την πονούσαν από τη λαβή των ιπποτών.
   "Ποιο όνομα πρόφερες;" επανέλαβε ο Βιλγκανιόν με φωνή τόσο δυνατή, που ακούστηκε μέχρι κάτω, στα αμπάρια.
   Τότε η Κολόμπ σήκωσε ήρεμα το βλέμμα της και συνάντησε το δικό του. Τα ξανθά της ματοτσίνορα έκαναν τα μάτια της να μοιάζουν με ορθάνοιχτα ηλιοτρόπια. Συνειδητοποιώντας ότι η λέξη που είχε ξεστομίσει είχε καθηλώσει τον Βιλγκανιόν, μπορούσε πλέον να μη φωνάζει για να την προσέξουν. Έτσι είπε εντελώς φυσικά, χαμογελώντας ταυτόχρονα: "Είπα ότι θα βάλετε να μαστιγώσουν έναν ευγενή".
   "Είπες κι ένα όνομα", επέμεινε ο Βιλγκανιόν, αλλά χωρίς ίχνος σκληρότητας πλέον στη φωνή του.
   "Κλαμοργκάν", επανέλαβε η Κολόμπ, αλλά τώρα με μισή καρδιά. Συνειδητοποιούσε σιγά σιγά ότι είχε παραβεί τον όρο που τους είχε θέσει η θεία τους και μέσα της σκεφτόταν ότι αυτό μπορεί να 'φερνε τα χειρότερα, αντί για το καλό που είχε επιδιώξει. Παρ' όλ' αυτά συνέχισε να κοιτάει τον Βιλγκανιόν ίσια στα μάτια.
   Εκείνος την πλησίασε ακόμα πιο κοντά. Η ομορφιά που αντίκριζε -ομορφιά ενός άγουρου κοριτσιού που μόλις αρχίζει να ωριμάζει- δεν τον άφηνε ασυγκίνητο, παρόλο που δε φαντάστηκε στιγμή ότι είχε απέναντί του ένα κορίτσι. Μέσα του σκεφτόταν ότι κάπως έτσι πρέπει να ήταν η ομορφιά που εξυμνούσαν οι αρχαίοι πρόγονοί του στους άγουρους εφήβους. "Κλαμοργκάν", επανέλαβε σκεφτικός. "Και πού το βρήκες αυτό το όνομα;"
   "Δεν το βρήκα, Εξοχότατε. Είναι δικό μου. Μου το έδωσε ο πατέρας μου, όπως και στον αδελφό μου τον Ζιστ, που θέλετε να μαστιγώσετε", του απάντησε η Κολόμπ θαρρετά, γιατί σκεφτόταν ότι, αφού είχε κάνει την αποκοτιά κι είχε αποκαλύψει το όνομά τους, ας άφηνε τώρα τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους κι ας τους έβγαζε όπου τους έβγαζε. Βεβαίως δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν το χαιρόταν και λιγάκι, πράγμα που αντανακλούσε στο χαμόγελό της, μάλλον θρασύ. 
   Ο Βιλγκανιόν στράφηκε προς τους υπόλοιπους. Όλοι είχαν παγώσει στις θέσεις τους. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το απαλό θρόισμα του αέρα και το μουρμουρητό των κυμάτων. Ο ναύαρχος σούφρωσε τη μύτη του όπως το κυνηγόσκυλο που οσμίζεται το θήραμα. Να λοιπόν που μέσα σ' αυτό το καταραμένο καράβι, όπου τίποτα δε συνέβαινε κι όπου ξηρά δεν έλεγε να φανεί, εμφανιζόταν ξαφνικά μια ενδιαφέρουσα υπόθεση. Έκανε νόημα στην Κολόμπ να τον ακολουθήσει στην καμπίνα του.

   Όταν ο δον Γκονζάγκες είδε τον Βιλγκανιόν να κλείνεται στην καμπίνα του με έναν από τους νεαρούς δραγουμάνους, κατάλαβε ότι θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα. Σκέφτηκε ότι μόνο αυτό του έλειπε τώρα, ιδιαίτερα στην κατάσταση που βρισκόταν, αδυνατισμένος από τη δυσεντερία, κατακόκκινος και αφυδατωμένος από τον ήλιο, ένας πραγματικά αγνώριστος δον Γκονζάγκες. Μέσα του βλαστήμαγε την ώρα και τη στιγμή που είχε επιβιβαστεί σ' αυτό το καράβι. Και δεν ήταν μόνο η ταλαιπωρία του ταξιδιού, που τώρα πια είχε φτάσει στο απροχώρητο, αφού δεν είχαν σχεδόν ούτε να φάνε (όλα τα ζώα που μπορούσαν να φαγωθούν είχαν σφαχτεί) και το πόσιμο νερό ήταν λίγο, πολύ λίγο. Ήταν και το γεγονός ότι δεν έβλεπαν πουθενά στεριά, όσο κι αν ο αβάς Τεβέ τους διαβεβαίωνε για το αντίθετο. Όμως ποιος πίστευε τώρα πια τον αβά, εκτός ίσως από τον Βιλγκανιόν; Τη στιγμή λοιπόν που κάποιος ναύτης -δυο ολόκληρες ώρες αφότου ο Βιλγκανιόν είχε κλειστεί στην καμπίνα του με τον νεαρό δραγουμάνο- του είπε ότι τον ζητούσε ο ναύαρχος, φαντάστηκε τα χειρότερα.
   Όταν μπήκε στην καμπίνα, η φυσικότητα της σκηνής που αντίκρισε και η ηρεμία που απέπνεε, τον ξάφνιασαν. Ο μεν ναύαρχος στεκόταν κοντά στο μεγάλο τετράγωνο φινιστρίνι και παρατηρούσε τη θάλασσα, ο δε δραγουμάνος καθόταν σ' ένα σκαμνί κοντά στο εβένινο γραφείο. Μάλιστα ακουμπούσε τον αγκώνα του ανέμελα πάνω στο γραφείο. Οποιοδήποτε πρωτόκολλο ανάμεσα στους δυο τους είχε απλώς καταργηθεί, πράγμα που τον ξάφνιασε ακόμα περισσότερο.
   "Εσύ έφερες εδώ αυτούς τους δυο μούτσους;" τον ρώτησε ο Βιλγκανιόν χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
   "Εγώ", του αποκρίθηκε ο δον Γκονζάγκες.
   "Τότε πρέπει να μιλήσουμε. Κολέν, γύρνα στο κατάστρωμα και περίμενε να σε ξαναφωνάξω".
   "Ο αδελφός μου;"
   "Αργότερα".
   Η Κολόμπ βγήκε από την καμπίνα φανερά θυμωμένη. Ο Βιλγκανιόν κάθισε στο σκαμνί όπου καθόταν μέχρι τώρα η Κολόμπ και έδειξε στον δον Γκονζάγκες ένα άλλο. Ο δον Γκονζάγκες κάθισε κι αυτός.
   "Καταλαβαίνω ότι πάλι ενέδωσες σε μια γυναίκα..." του ψιθύρισε ο Βιλγκανιόν με ένα πονηρό χαμόγελο.
   Ο δον Γκονζάγκες αρκέστηκε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του -τόσο κουρασμένος κι αδύναμος ένιωθε.
   "Βάζω στοίχημα", συνέχισε ο Βιλγκανιόν, "ότι έγραψες και στίχους γι' αυτή".
   Θες από την πείνα, θες από την ντροπή, πάντως ο δον Γκονζάγκες ένιωσε το κεφάλι του να γυρίζει. Επιβεβαίωσε την υποψία του Βιλγκανιόν με μια κίνηση του σαγονιού του, χωρίς λόγια.
   "Στα γαλλικά ή στα λατινικά;" τον ρώτησε ο Βιλγκανιόν. 
   "Στα γαλλικά", απάντησε εκείνος με το στόμα κατάξερο, σαν να είχε μασήσει πάπυρο.
   "Έχεις δίκιο", αναφώνησε ο Βιλγκανιόν. "Τώρα τελευταία σκέφτομαι ολοένα και πιο πολύ ότι τελικά μπορεί κανείς να φτιάξει αριστουργήματα και στα γαλλικά".
   Ο δον Γκονζάγκες, αν δεν ένιωθε τόσο εξασθενημένος, θα του έλεγε να αφήσει τους προλόγους και να μπει κατευθείαν στο θέμα. Δεν το έκανε όμως κι έτσι αναγκάστηκε να υποστεί τις αναλύσεις του Βιλγκανιόν πάνω στο είδος του ποιήματος που λεγόταν σονέτο, ιταλική μεν επινόηση αλλά πιθανός τρόπος συνάντησης της λατινικής και των ρομανικών γλωσσών. 
   "Ελάτε στο θέμα", τον έκοψε τελικά κάποια στιγμή ο δον Γκονζάγκες, ο οποίος βαριανάσαινε από την αδυναμία. "Είμαι ένοχος. Είναι πολύ μεγάλοι για να γίνουν δραγουμάνοι. Δεν τους είδα πιο μπροστά, αυτό είναι το φταίξιμό μου".
   "Πώς σου είπε ότι λέγεται αυτή η κυρία;" 
   "Ποια; Α! Μαργαρίτα".
   "Μαργαρίτα τι;"
   Ο δον Γκονζάγκες χαμήλωσε τα μάτια. "Δεν τη ρώτησα. Είναι θεία των δύο παιδιών".
   "Ξαδέλφη τους", τον διόρθωσε ο Βιλγκανιόν υψώνοντας τον τόνο της φωνής του, ενώ σηκωνόταν από το σκαμνί του. "Την έλεγαν θεία, αλλά στην πραγματικότητα είναι ξαδέλφη τους". Ακολούθησε παύση, στη διάρκεια της οποίας βημάτιζε πέρα - δώθε μέσα στην καμπίνα. Ύστερα στήθηκε με το επιβλητικό του ανάστημα μπροστά από τον δον Γκονζάγκες και συνέχισε: "Είναι κόρη της μακαρίτισσας μεγάλης αδελφής του πατέρα και του θείου τους. Λόγω της διαφοράς ηλικίας, την έλεγαν θεία. Σου είπε ότι είχε την επιμέλειά τους. Αυτό είναι ψέμα. Κι επειδή δεν μπήκες στον κόπο να ρωτήσεις το όνομα αυτής της κυρίας, θα σου το πω εγώ. Ονομάζεται Ντε Γκριφ, γιατί παντρεύτηκε κάποιον σύμβουλο Ντε Γκριφ, του οποίου τα κτήματα συνορεύουν με αυτά των παιδιών". Νέα παύση, στη διάρκεια της οποίας βημάτιζε και πάλι πέρα - δώθε στην καμπίνα, με τα χέρια πίσω από την πλάτη. Κι ύστερα: "Ο σύζυγός της κι αυτή έκαναν τα πάντα για να εκμηδενίσουν τον γέρο θείο που είχε τη φροντίδα των δύο παιδιών. Δεν ήταν δύσκολο, γιατί δεν είχε ιδέα από επιχειρήσεις. Ο Ντε Γκριφ τον κατέστρεψε τελικά κι εκείνος πέθανε. Με το να διώξουν τα δυο παιδιά μακριά, ο Ντε Γκριφ και η αγαπητή σου Μαργαρίτα απομάκρυναν τους τελευταίους διεκδικητές της κληρονομιάς του μακαρίτη θείου. Με καταλαβαίνεις;"
   Το σαγόνι του δον Γκονζάγκες έτρεμε και η λεπτή, μακριά γενειάδα του φαινόταν σαν να ξιφομαχεί στον αέρα. 
   "Χάρη λοιπόν σ' εσένα", συνόψισε ο Βιλγκανιόν, "οι Ντε Γκριφ θα πλουτίσουν με τα κτήματα που ανήκουν κανονικά στα παιδιά. Κι είναι τα κτήματα των Κλαμοργκάν".
   "Των Κλαμοργκάν!" φώναξε ο δον Γκονζάγκες.
   "Μάλιστα", επιβεβαίωσε ο Βιλγκανιόν, "αυτό είναι το όνομα που σου απέκρυψε η κυρία, ενώ δασκάλεψε και τα παιδιά να μην το λένε. Αλλά αυτό που μετράει είναι ότι ο Φρανσουά ντε Κλαμοργκάν είναι πατέρας τους".
   "Μα είναι αδύνατον!" είπε ο δον Γκονζάγκες κι έκανε να σηκωθεί από το σκαμνί του, όμως ένας ξαφνικός ίλιγγος τον ανάγκασε να ξανακαθίσει. Έφερε στο νου του το πρόσωπο του Φρανσουά ντε Κλαμοργκάν και κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα δυο παιδιά δεν του έμοιαζαν καθόλου. Έτσι είπε: "Μα ειλικρινά πιστεύετε τα ψέματα που σας ξεφούρνισε αυτός ο μούτσος;"
   Αλλά ο Βιλγκανιόν ήταν κατηγορηματκός. "Έλεγξα αυτά που μου είπε με προσοχή. Δε λέει ψέματα".
   "Τότε λοιπόν με κορόιδεψαν!" φώναξε με θυμό ο δον Γκονζάγκες. "Πρέπει να δικαιώσουμε αυτά τα παιδιά, να τα στείλουμε πίσω στη Γαλλία, να τους αποδώσουμε την κληρονομιά που δικαιωματικά τους ανήκει..."
   "Ήρεμα", τον έκοψε ο Βιλγκανιόν με γυρισμένη την πλάτη του προς αυτόν. "Ξέρεις, φαντάζομαι, τι απέγινε ο Φρανσουά ντε Κλαμοργκάν..."
   "Φυσικά", του απάντησε ο δον Γκονζάγκες.
   "Γιατί λοιπόν να μη θεωρήσουμε ότι αυτό το ταξίδι είναι μια ευκαιρία για τα παιδιά; Ο τρόπος που χρησιμοποίησαν για να τα απομακρύνουν είναι αισχρός, αναντίρρητα. Αλλά αν επιστρέψουν στη Γαλλία, τι θ' απογίνουν; Η γη τους δεν τους ανήκει πια. Θα χρειαστούν χρόνια για να την πάρουν πίσω. Ποιος θα τα φιλοξενήσει όλο αυτόν τον καιρό; Ποιος θα τα ζήσει; Ποιος θα φέρει ενώπιον του δικαστηρίου αυτόν τον παλιάνθρωπο τον Ντε Γκριφ; Θα μπορούσε κανείς να περιμένει την παρέμβαση του βασιλιά. Αλλά βεβαίως για τους γιους του Κλαμοργκάν δεν τίθεται τέτοιο θέμα..."
   "Πολύ σωστά", συμφώνησε ο δον Γκονζάγκες, του οποίου όμως η αγανάκτηση που τον είχαν εξαπατήσει δεν είχε μειωθεί. "Ναι, αλλά τι θα κάνουν στη Βραζιλία; Τα καημένα, πιστεύουν ότι θα βρουν εκεί τον πατέρα τους..." Και πρόσθεσε με το κεφάλι χαμηλωμένο: "Κι εγώ δεν τους διέψευσα αυτή την ελπίδα..."
   "Και καλά έκανες", τον διέκοψε ο Βιλγκανιόν. "Σκέφτηκα πάνω σ' αυτό. Το καλύτερο είναι να τα αφήσουμε να ζούνε προς το παρόν με την ελπίδα. Θα τα κρατήσω κοντά μου. Ξέρουν λατινικά, ιταλικά και λίγα ισπανικά. Στο νέο βασίλειο θα τα κάνω γραμματείς μου. Έτσι σιγά σιγά θα ξεχάσουν τον πατέρα τους. Η Νέα Γαλλία θα τους προσφέρει μια καλύτερη τύχη. Όταν πλουτίσουν, μπορούν να γυρίσουν στη Ρουέν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Θα τους τα δώσουν πιο εύκολα όταν είναι σε θέση να τα αγοράσουν".
   Ο δον Γκονζάγκες ένιωσε αυτομάτως ανακούφιση κι ευγνωμοσύνη που είχε για αρχηγό έναν τόσο προικισμένο άνθρωπο όπως ο Βιλγκανιόν, ο οποίος ήξερε να κατευθύνει τους άντρες του όχι μόνο στη μάχη, αλλά και στα μονοπάτια της λογικής.
   "Πες στον μικρό να έρθει και πήγαινε να ελευθερώσεις τον αδελφό του", είπε ο Βιλγκανιόν.
   Ο δον Γκονζάγκες όχι μόνο σηκώθηκε, αλλά τινάχτηκε θα 'λεγε κανείς από τη θέση του. Δεν ένιωθε πια ίλιγγο. Βγαίνοντας από την καμπίνα, ξέσπασε μέσα του σ' ένα σωρό κατάρες για την όμορφη Μαργαρίτα.
   Η Κολόμπ μπήκε ύστερα από λίγο στην καμπίνα. Βρήκε τον Βιλγκανιόν να παρατηρεί έναν πίνακα που παρίστανε μια Παναγία με το Θείο Βρέφος. "Σας πήγε ποτέ ο πατέρας σας στη Βενετία να δείτε πίνακες αυτού του ζωγράφου;" τη ρώτησε. Η Κολόμπ δεν του απάντησε, παρά στάθηκε δίπλα του κι άρχισε να παρατηρεί κι αυτή τον πίνακα. Τον είχε δει και προηγουμένως, τις δυο ώρες που είχε μείνει μόνη με τον Βιλγκανιόν στην καμπίνα, αλλά δεν του είχε δώσει σημασία. Τώρα τον αντίκριζε με άλλο μάτι. Το ήρεμο πρόσωπο της Παναγίας και το γεμάτο γλυκύτητα ύφος της την έκαναν να σκεφτεί πως δεν ήταν μόνη πάνω στο καράβι· πως υπήρχε κι άλλη μια γυναίκα. Αυτό τη γέμισε χαρά. "Βάζω στοίχημα ότι είναι ο πρώτος Τισιανός (5) που θα φτάσει στον Νέο Κόσμο", διέκοψε τις σκέψεις της ο Βιλγκανιόν.
   Τρία χτυπήματα στην πόρτα της καμπίνας έβαλαν τέλος στην ενασχόληση της Κολόμπ και του Βιλγκανιόν με τον πίνακα. Προφανώς ήταν ο δον Γκονζάγκες με τον Ζιστ.
   Πράγματι, η πόρτα της καμπίνας άνοιξε και στο κατώφλι εμφανίστηκε πρώτος ο Ζιστ. Η Κολόμπ είχε μεριάσει λίγο κι έτσι ο αδελφός της δεν την αντιλήφθηκε αμέσως μπαίνοντας. Αυτό έδωσε τον χρόνο στην Κολόμπ να τον παρατηρήσει. Είχε αδυνατίσει, πράγμα που τον έκανε να φαίνεται ακόμα πιο ψηλός, ενώ το πυκνό χνούδι στο πρόσωπό του δεν ήταν πια ξεθωριασμένο από την αρμύρα της θάλασσας, κι αυτό τόνιζε ακόμα πιο πολύ το αδυνατισμένο πρόσωπό του.
   "Α!" αναφώνησε ο Βιλγκανιόν μόλις αντίκρισε τον Ζιστ. "Μα τούτος εδώ είναι ολόκληρος άντρας! Ο αδελφός σου μου είπε ότι είσαι δεκαπέντε ετών. Εγώ θα σε έκανα δύο παραπάνω".
   Στη φράση «ο αδελφός σου» έδειξε με το βλέμμα στον Ζιστ την Κολόμπ. Μόλις την αντιλήφθηκε εκείνος, έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά της.
   "Παιδιά μου", είπε ο Βιλγκανιόν μόλις τα δυο αδέλφια χωρίστηκαν, "γνωρίζαμε τον πατέρα σας. Ήταν στη Σεριζόλ (6) μαζί μας".
   "Ήμαστε κι εμείς εκεί", έκανε χαρούμενα η Κολόμπ. "Δεν το θυμόμαστε, αλλά ο πατέρας μου μας είπε ότι κοιμόμαστε σ' έναν αχυρώνα λίγες λεύγες πιο πέρα από κει που 'γινε η μάχη κι ότι μας φυλούσαν χωρικοί".
   Το να αναφέρει κανείς σ' ένα στρατιωτικό μια μάχη, και μάλιστα ένδοξη, του προκαλεί, το δίχως άλλο, συγκίνηση, πράγμα που έγινε φανερό τόσο στο πρόσωπο του Βιλγκανιόν όσο και στο πρόσωπο του δον Γκονζάγκες. Όμως ο Ζιστ δεν έδειξε να στέκεται στιγμή σ' αυτή την ανάμνηση. Για εκείνον άλλο είχε τώρα προτεραιότητα. Έτσι ρώτησε, με μάλλον σκληρό ύφος: "Ο πατέρας μας θα μας περιμένει εκεί που πάμε;"
   "Όχι", ψέλλισε ο Βιλγκανιόν, ο οποίος δεν περίμενε να τον στριμώξουν έτσι. "Πρέπει να κάνετε υπομονή μέχρι να τον βρείτε".
   "Υπάρχουν πολλοί Γάλλοι εκεί κάτω;" επέμεινε ο Ζιστ.
   "Όχι ακόμη, αλλά... η Αμερική είναι τεράστια. Ο πατέρας σας μπορεί να κληθεί να κάνει το καθήκον του πολύ μακριά από εκεί όπου πηγαίνουμε, όσο απέχει, ας πούμε, η Κωνσταντινούπολη από τη Μαδρίτη".
   Η Κολόμπ είδε ότι οι απαντήσεις αυτές δεν ικανοποιούσαν τον αδελφό της, γιατί δεν εγκατέλειπε το σκληρό του ύφος. Προφανώς ήταν εξαιρετικά δύσπιστος απέναντι στον Βιλγκανιόν, έστω κι αν τον είχε ελευθερώσει.
   "Δηλαδή τώρα είμαι ελεύθερος;" ρώτησε, με αναίδεια θα 'λεγε κανείς, ο Ζιστ τον Βιλγκανιόν.
   "Ακόμα καλύτερα. Θα σας πάρω και τους δυο στην υπηρεσία μου. Θα είστε οι γραμματείς μου και οι υπασπιστές μου", του απάντησε μ' ένα χαρούμενο τόνο στη φωνή ο Βιλγκανιόν. 
   "Με μια προϋπόθεση", είπε ο Ζιστ.
   Ο Βιλγκανιόν ξαφνιάστηκε προς στιγμήν με τον αυθάδη νεαρό που έθετε και προϋποθέσεις, αλλά έδωσε τόπο στην οργή χάριν του πατέρα του.
   "Δε θέλω να μου φερθούν διαφορετικά απ' ό,τι σ' αυτόν με τον οποίο τσακώθηκα", εξήγησε ο Ζιστ. "Ούτε θέλω να τον νικήσω άτιμα. Ονομάζεται Μαρτέν και είναι ακόμα φυλακισμένος".
   Τα θέματα τιμής ήταν οικεία στο ναύαρχο και τα καταλάβαινε. Μάλιστα χάρηκε ιδιαίτερα ανακαλύπτοντας αυτή την ομοιότητα ανάμεσα σε πατέρα και γιο. "Εντάξει. Θα τον ελευθερώσω, κι αν πάει πάλι γυρεύοντας για καβγά, θα υπερασπίσεις τον εαυτό σου όπως εσύ νομίζεις", είπε στον Ζιστ.
   Εντωμεταξύ ο ήλιος είχε γείρει στη δύση του. Συνήθως την ώρα αυτή ο άνεμος έπεφτε και τα καράβια σέρνονταν αργά το υπόλοιπο της νύχτας, βυθισμένα στη σιωπή. Όμως το αποψινό δειλινό έμελλε να είναι διαφορετικό από τ' άλλα. Ξαφνικά, μέσα στην καμπίνα όπου βρίσκονταν ο Βιλγκανιόν, ο δον Γκονζάγκες και τα δυο παιδιά, ακούστηκε θόρυβος από την πλώρη και πολλά, βιαστικά βήματα. Ο Βιλγκανιόν εγκατέλειψε στη στιγμή την καμπίνα, ενώ τον ακολούθησαν και οι άλλοι. Ανέβηκαν στο κατάστρωμα και κατευθύνθηκαν γραμμή προς την πλώρη, όπου ήταν ήδη μαζεμένος κόσμος, και από το πλήρωμα και από τους ταξιδιώτες. Όλοι κοιτούσαν ίσια μπροστά και... οσφραίνονταν τον αέρα.
   Ο Βιλγκανιόν έφτασε μέχρι το ακρόπρωρο. Κοίταξε κι αυτός ίσια μπροστά αλλά δε διέκρινε στεριά πουθενά. Άλλωστε οι σκοποί δεν είχαν φωνάξει. Ύστερα, σιγά σιγά, μια παράξενη αλλά διάχυτη παντού μυρωδιά ερέθισε τη μύτη του. Η διαίσθησή του τού έλεγε ότι η μυρωδιά αυτή προερχόταν από κάποια γη, όσο κι αν δεν την έβλεπε. Υπάρχουν στεριές που μυρίζουν χορτάρι, ζώα, οργωμένη γη... Αυτή η μυρωδιά δε θύμιζε τίποτε από αυτά. Ήταν ελαφρά ξινή, ζουμερή, πλούσια, ανοιξιάτικη. Αν έκλεινες τα μάτια, θα έλεγες ότι ήταν χρωματιστή, κόκκινη ή πορτοκαλί ίσως. Ξάφνου κάποιος ανακάλυψε τη σωστή λέξη και φώναξε ότι μύριζε φρούτο.
   Πράγματι, ένα άρωμα ώριμου φρούτου απλωνόταν σε όλη τη θάλασσα. Ένα τέτοιο άρωμα δεν μπορεί να διαδοθεί τόσο μακριά και τόσο έντονα από ένα νησί. Μόνο μια ήπειρος μπορεί να στείλει τόσο μακριά στη θάλασσα τις μυρωδιές των καρποφόρων δέντρων της, όπως ακριβώς στέλνει ο ωκεανός βαθιά στη στεριά την αλμύρα των κυμάτων του και τις μυρωδιές των φυκιών του.
   Ο Βιλγκανιόν σχεδόν έκλαιγε από χαρά μέσα του, ενώ γύρω του ταξιδιώτες και πλήρωμα αγκαλιάζονταν και φιλούσαν ο ένας τον άλλον.
   Θα χρειάζονταν δύο ακόμα μέρες προτού αντικρίσουν τη στεριά. Συνολικά είχαν περάσει τρεισήμιση μήνες από τότε που εγκατέλειψαν το λιμάνι της Χάβρης.

Ρουφέν Ζαν - Κριστόφ, Οι κατακτητές της Βραζιλίας, (Μετφ. Βασιλική Κοκκίνου), εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2004

Σημειώσεις:
(1) Η περίοδος των συγκρούσεων μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας, που διήρκεσε από τον 14ο έως τον 15ο αιώνα.
(2) Πρόκειται για τους ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Το τάγμα των Ιωαννιτών ιδρύθηκε στη Δύση τον 6ο αιώνα μ.Χ.. Τον 12ο αιώνα οργανώθηκε στρατιωτικά. Τα μέλη του διακρίθηκαν στις Σταυροφορίες. Όταν έπειτα από 213 χρόνια εγκατέλειψαν τα Δωδεκάνησα, εγκαταστάθηκαν στη Μάλτα. Η παρακμή τους ξεκίνησε τον 17ο αιώνα. Σήμερα υπάρχουν ως τάγμα μοναχών στη Ρώμη. 
(3) Εννοεί τα στρατεύματα του αυτοκράτορα της Γερμανίας. 
(4) Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Αμάλθεια ήταν νύμφη ή κατσίκα, τροφός του βασιλιά των θεών Δία. 
(5) Ιταλός ζωγράφος του 15ου - 16ου αιώνα, της Σχολής της Βενετίας, από τους σημαντικότερους. 
(6) Τσερέζολε Άλμπα (γαλλικά Σεριζόλ). Κωμόπολη της Ιταλίας, στην επαρχία Κούνεο του Πιεμόντε, στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: