Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

[ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ] - Β' ΜΕΡΟΣ

1 Φεβρουαρίου 1453
   Αφού έμεινα ξάγρυπνος μερικές νύχτες, πήγα στην αγορά του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Το μαρμάρινο δάπεδο έχει φαγωθεί από τις ρόδες των κάρων. Τα κτίρια είναι ερειπωμένα. Τα γκρίζα ξύλινα σπίτια στηρίζονται σαν χελιδονοφωλιές στον κιτρινισμένο, μαρμάρινο περίβολο.
   Ανέβηκα τη φθαρμένη, περιστρεφόμενη σκάλα κι έφτασα στην κορυφή της στήλης. Ήμουν εξαντλημένος από την αγρύπνια και τη νηστεία και το ανέβασμα μου 'κοψε την αναπνοή. Ζαλιζόμουν κι αναγκάστηκα αρκετές φορές να σταματήσω και να κρατηθώ από τον τοίχο. Οι μισογκρεμισμένες σκάλες ήταν επικίνδυνες. Μόλις έφτασα στην κορυφή της στήλης, είδα γύρω την Κωνσταντινούπολη με τους λόφους της.
   Η πόλη νύχτωνε κι αυτή. Είχε παρέλθει η λάμψη του χρυσού και της πορφύρας. Είχε σβήσει η ατμόσφαιρα της κατάνυξης. Οι ψαλμωδίες των αγγέλων είχαν σιγήσει. Είχε μείνει μονάχα ο πόθος της σάρκας και η νέκρα της καρδιάς. Ψυχρότητα, αδιαφορία, κερδοσκοπία, δολοπλοκία. Η πόλη μου ήταν ένα ετοιμοθάνατο σώμα που ψυχορραγούσε. Το πνεύμα της δραπέτευε, μέσα στην πνιγηρή ατμόσφαιρα των μοναστηριών, κρυβόταν στους κιτρινισμένους κώδικες που τους φυλλομετρούσαν λευκόμαλλοι γέροντες με ξεδοντιασμένα στόματα.
   Τα μαύρα πέπλα της νύχτας πολιορκούσαν την πόλη. Οι ίσκιοι της νύχτας έπεφταν και πάνω στη Δύση.
   «Άστραψε, πολιτεία μου», φώναξα από τα βάθη της καρδιάς μου, «άστραψε γι' άλλη μια φορά. Για τελευταία φορά. Άστραψε στις πύλες της νύχτας τη λάμψη της αγιότητάς σου. Χίλια χρόνια έχουν πετρώσει το πνεύμα σου, αλλά γι' άλλη μια φορά, στο κατώφλι του θανάτου, άφησε την ψυχή σου να βγει από την πέτρα. Απόσταξε από την πέτρα τις τελευταίες σταγόνες του ιερού ελαίου. Φόρεσε στο κεφάλι σου τον ακάνθινο στέφανο. Φόρεσε για τελευταία φορά την πορφύρα και γίνε αντάξια της ιστορίας σου».
   Μακριά, στο λιμάνι κάτω από τα πόδια μου, τα πλοία από τη Δύση έμεναν ασάλευτα. Η θάλασσα του Μαρμαρά ήταν ανήσυχη. Κοπάδια πουλιών πετούσαν σαν σύννεφα στριγκλίζοντας πάνω από τα δίχτυα των ψαράδων. Στην άλλη μεριά της θάλασσας διακρίνονταν οι λόφοι της Ασίας. Πάνω στους λόφους υψώνονταν οι πράσινοι τρούλοι των εκκλησιών, που τις πολιορκούσε η γκρίζα μάζα των σπιτιών. Και τα τείχη, τα απόρθητα τείχη με τα οχυρά τους, πρόβαλλαν γκρίζα από ακτή σε ακτή κλείνοντας την πόλη μου στην προστατευτική αγκαλιά τους.

   «Αντίο, Άννα Νοταρά», είπα από μέσα μου. «Αντίο, αγαπημένη μου. Δεν ξέρεις ποιος είμαι και δε θα το μάθεις ποτέ. Ας γίνει ο πατέρας σου, αν θέλει, πασάς της Κωνσταντινούπολης, υποτελής στο σουλτάνο. Εγώ δε θ' ανακατευτώ. Ο Κωνσταντίνος δε σε θέλησε, μα ίσως ο Μωάμεθ να ξεπλύνει την προσβολή και να σε οδηγήσει αυτός στο νυφικό κρεβάτι, όταν συμμαχήσει με τον πατέρα σου. Έχει πολλές γυναίκες κι ανάμεσά τους θα χωρέσεις κι εσύ, μια Ελληνίδα».
   Μόλις μπόρεσα να βρω ξανά τη γαλήνη, έπειτα από τόσες νύχτες αγρύπνιας και φοβερού πειρασμού, με την καρδιά συντρίμμια από την απουσία του Θεού, ένιωσα να διαλύεται και η πίκρα μου μέσα σ' αυτή την απουσία. Όταν τα γόνατά μου άρχισαν να παραλύουν και οι παλμοί της καρδιάς μου ν' ατονούν, έπεσα στη γη όπως ήμουν μαθημένος, έσκυψα το κεφάλι κι έκλεισα τα μάτια μου.
   «Αντίο, αγαπημένη μου, αν δεν ξανασυναντηθούμε» είπα μέσα μου. «Καμιά δεν είναι σαν κι εσένα. Είσαι η αδελφή ψυχή, είσαι το μόνο άστρο στην ερημιά μου. Ευλογημένη να 'ναι η στιγμή που σε συνάντησα. Ευλογημένα να 'ναι τα μάτια σου, ευλογημένο το κορμί σου, ευλογημένο καθετί δικό σου».
   Με κλειστά μάτια κοίταξα το άστρο βαθιά μέσα μου. Άρχισα να χάνω την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Ο σφυγμός μου αδυνάτισε, τα μέλη μου πάγωσαν.
   Στο χέρι μου κρατούσα μια μικρή πέτρα. Όταν χαλάρωσαν τα δάχτυλά μου, έπεσε στη γη ανάμεσα στα πόδια μου. Ο ήχος της πέτρας πάνω στην πέτρα με ξύπνησε. Η έκστασή μου κράτησε τόσο όσο έκανε η πέτρα να πέσει. Ξαναγύρισα στα δεσμά του τόπου και του χρόνου. Και η σκλαβιά δεν ήταν τώρα βάρος αλλά δώρο.

2 Φεβρουαρίου 1453

   Αφού κοιμήθηκα μέχρι το βράδυ, πήγα να βρω τον Ιωάννη Ιουστινιάνη, αρχηγό των Γενοβέζων. Δεν ήταν στο καράβι του, ούτε και στις Βλαχέρνες. Τελικά τον βρήκα στο οπλοστάσιο, κοντά στα χυτήρια. Ήταν ακουμπισμένος στο δίκοπο σπαθί του, ένας θαλερός άντρας με φαρδιούς ώμους, μεγάλη κοιλιά, ένα κεφάλι πιο ψηλός απ' όλους τους άλλους, ακόμα κι από μένα. Η φωνή του αντηχούσε σαν βροντή καθώς έδινε διαταγές στους τεχνίτες και στους εργάτες του χυτηρίου. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος τον είχε κιόλας ορίσει πρωτοστράτορα, δηλαδή διοικητή των δυνάμεων της πόλης, για να αμυνθεί εναντίον των Τούρκων. Είχε καλή διάθεση, γιατί ο αυτοκράτορας του είχε υποσχεθεί να του δώσει τον τίτλο του δούκα και να του χαρίσει τη Λήμνο αν αποκρούσει τους Τούρκους. Έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και ξέρει καλά τη δουλειά του. Αυτό μπορούσες να το διαπιστώσεις από τις διαταγές που έδινε και τις ερωτήσεις που έκανε προσπαθώντας να μάθει πόσα τηλεβόλα και πόσες βαλλιστικές μηχανές θα προλάβαιναν να φτιάξουν, πριν έρθουν οι Τούρκοι, αν οι εργάτες δούλευαν νύχτα μέρα.
   «Πρωτοστράτορα», είπα, «πάρε με στην υπηρεσία σου. Δραπέτευσα από το στρατόπεδο των Τούρκων και ξέρω να χειρίζομαι το τόξο και το σπαθί».
   Τα μάτια του ήταν σκληρά και χωρίς οίκτο, παρόλο που χαμογελούσε καθώς μ' εξέταζε.
   «Δε φαίνεσαι για συνηθισμένος στρατιώτης», είπε.
   «Όχι, δεν είμαι ένας συνηθισμένος στρατιώτης», απάντησα.
   «Μιλάς την τοσκανική διάλεκτο», παρατήρησε καχύποπτα, γιατί του είχα μιλήσει στα ιταλικά για να κερδίσω την εμπιστοσύνη του.
   «Έζησα μερικά χρόνια στη Φλωρεντία», είπα, «αλλά γεννήθηκα στην Αβινιόν. Μιλώ γαλλικά και ιταλικά, λατινικά κι ελληνικά, τουρκικά, λίγα αραβικά, λίγα γερμανικά. Ξέρω να φτιάχνω καταλόγους εφοδίων. Ξέρω από όπλα. Ξέρω να υπολογίζω πού πρέπει να σταθεί ο βαλλιστής. Με λένε Ιωάννη Άγγελο. Ξέρω επίσης να φροντίζω σκύλους και άλογα».
   «Ιωάννης Άγγελος», επανέλαβε και με κοίταξε με τα πελώρια μάτια του. «Αν είναι αλήθεια όσα μου λες, είσαι αληθινό θαύμα. Αλλά γιατί δεν πήγες στο στρατό του αυτοκράτορα; Γιατί θέλεις να μπεις στη δική μου υπηρεσία;»
   «Εσύ είσαι ο πρωτοστράτορας», απάντησα.
   Αυτός ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, με το χοντρό σβέρκο, ήταν ένας τυχοδιώκτης, αρχηγός μισθοφόρων. Θα μπορούσε να με μετρήσει με μέτρο τον εαυτό του και να με θεωρήσει απατεώνα και τυχοδιώκτη, αν αυτό τον βόλευε για να με πλησιάσει πιο εύκολα. Αλλά δε μπορούσα να τον εξαπατήσω.
   «Κάτι μου κρύβεις», είπε. «Φαίνεται πως δοκίμασες να μπεις στην υπηρεσία του αυτοκράτορα χωρίς να τα καταφέρεις. Τώρα έρχεσαι σ' εμένα. Αλλά γιατί να σ' εμπιστευθώ εγώ αφού δε σ' εμπιστεύεται ο αυτοκράτορας;»
   «Δεν το κάνω για τα λεφτά», είπα προσπαθώντας να τον πείσω. «Δε θέλω δεκάρα. Δεν είμαι φτωχός, δε σου ζητώ χρήματα. Το κάνω για τον Χριστό και την Κωνσταντινούπολη. Έχω ακόμα κεντημένο το σταυρό στο μανίκι μου, κι ας μην τον βλέπεις».
   Ξέσπασε σε γέλια χτυπώντας με τις παλάμες του τα μεριά του. «Μη μου πουλάς παραμύθια», φώναξε. «Ένας έξυπνος άνθρωπος στην ηλικία σου δε γυρεύει το φωτοστέφανο του μάρτυρα. Βέβαια, ο καρδινάλιος Ισίδωρος έχει ορκιστεί σε μένα και στους άντρες μου ότι ο ίδιος ο Άγιος Πέτρος θ' αρπάξει από τα μαλλιά και θ' ανεβάσει στον ουρανό όποιον από εμάς πέσει για την πίστη στα τείχη της Πόλης. Εγώ προτιμώ τη Λήμνο από τον ουρανό, το δουκικό στέμμα από τον ακάνθινο στέφανο. Τι ζητάς, λοιπόν; Πες μου το κατευθείαν ή πάρε δρόμο και μη με σκοτίζεις άλλο. Οι καιροί έχουν αλλάξει».
   «Ιωάννη Ιουστινιάνη», τον εξόρκισα. «Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας. Στις φλέβες μου κυλάει το αρχαίο αίμα αυτής της πόλης. Αν με πιάσουν οι Τούρκοι, ο σουλτάνος θα με κρεμάσει. Γιατί να μην πουλήσω το τομάρι μου όσο πιο ακριβά μπορώ;»
   Αλλά εκείνος δε με πίστευε. Στο τέλος κοίταξα γύρω μου και είπα χαμηλόφωνα: «Όταν δραπέτευσα από το σουλτάνο, έκλεψα κι ένα σακούλι πετράδια. Αυτό δεν τόλμησα να το εκμυστηρευτώ σε κανέναν. Νομίζω πως τώρα μπορείς να καταλάβεις γιατί δε θέλω να πέσω στα χέρια του».
   Ήταν Γενοβέζος κι έπεσε στην παγίδα. Μια πράσινη λάμψη φάνηκε στα μάτια του. Έριξε κι αυτός μια ματιά ολόγυρά του κι έπειτα μ' έπιασε φιλικά από το μπράτσο. Έσκυψε να μου ψιθυρίσει. Η ανάσα του μύριζε κρασί. «Μπορεί και να σε πιστέψω, μπορεί να σ' εμπιστευθώ, αν μου δείξεις τα πετράδια σου».

   Ο υπηρέτης μου ο Μανουήλ άνοιξε φοβισμένος την πόρτα μόλις χτύπησαν οι στρατιώτες. Ο Ιουστινιάνης σκόνταψε στο πέτρινο λιοντάρι και βλαστήμησε. Το φανάρι έτρεμε στο χέρι του Μανουήλ. «Φέρε μας κρέας κι αγγούρια», τον διέταξα. «Φέρε κρασί και κούπες, τις μεγαλύτερες».
   Ο Ιουστινιάνης έσκασε στα γέλια και διέταξε τους άντρες του να περιμένουν έξω στο δρόμο. Η σκάλα έτριξε κάτω από το βάρος του κορμιού του. Άναψα όλα τα κεριά κι έβγαλα το δερμάτινο κόκκινο σακουλάκι από την κρυψώνα του. Το αναποδογύρισα. Τα ρουμπίνια, τα διαμάντια και τα σμαράγδια άστραψαν στο φως των κεριών.
   «Παναγία Παρθένα!» ψιθύρισε εκείνος. Μου 'ριξε μια ματιά κι άπλωσε δισταχτικά το χοντρό του χέρι, αλλά δεν τόλμησε να τα αγγίξει.
   «Πάρε όποιο θέλεις», είπα. «Χωρίς καμιά υποχρέωση, απλά σαν δείγμα της φιλίας μου. Δεν προσπαθώ να εξαγοράσω την εύνοιά σου, ούτε την εμπιστοσύνη σου».
   Στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει. Έπειτα διάλεξε ένα ρουμπίνι στο χρώμα του αίματος. Όχι το μεγαλύτερο, αλλά το ωραιότερο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζε πολύτιμους λίθους.
   «Φέρεσαι σαν πρίγκιπας», είπε αποθαυμάζοντας το ρουμπίνι στο δάχτυλό του. Η φωνή του είχε αλλάξει εντελώς. Δεν ήξερε πια τι να σκεφτεί για μένα.
   Δεν αποκρίθηκα. Με κοίταξε πάλι ερευνητικά στο φως των κεριών με τα λαμπερά του μάτια κι έπειτα χαμήλωσε το βλέμμα του στο δάπεδο και χάιδεψε το τριμμένο δερμάτινο παντελόνι του με τη χοντρή του παλάμη. Δεν είχε ανάγκη τα ωραία ρούχα για να φαίνεται μεγαλόπρεπος. Η φωνή του, η κορμοστασιά του, το βλέμμα του μαρτυρούσαν έτσι κι αλλιώς πως ήταν συνηθισμένος να διατάζει.
   «Δουλειά μου είναι να ζυγίζω τους ανθρώπους», είπε. «Να ξεχωρίζω την ήρα από το στάρι. Κάτι μέσα μου μου λέει πως δεν είσαι κλέφτης. Κάτι μέσα μου μ' αναγκάζει να σ' εμπιστευθώ. Και δεν έχει να κάνει με το ρουμπίνι. Τέτοια αισθήματα είναι επικίνδυνα».
   «Ας πιούμε μαζί», τον προέτρεψα. Ο Μανουήλ έφερε το κρέας και τ' αγγούρια μέσα σε μια ξύλινη πιατέλα, το κρασί και τις μεγάλες μου κούπες.
   Ο Ιουστινιάνης ήπιε, σήκωσε την κούπα του και είπε: «Στην υγειά σου, πρίγκιπα!»
   «Με κοροϊδεύεις;» ρώτησα.
   «Όχι, βέβαια. Πάντα ξέρω τι λέω, ακόμα κι όταν πίνω. Ένας απλός άνθρωπος σαν και μένα μπορεί να επιθυμεί μια κορόνα για να στολίσει το κεφάλι του, αλλά δε θα γίνει ποτέ πρίγκιπας. Άλλοι έχουν το πριγκιπικό στέμμα στην καρδιά τους. Το μέτωπο, τα μάτια, η συμπεριφορά σου δείχνουν ποιος είσαι. Αλλά μην ανησυχείς. Ξέρω να κρατώ το στόμα μου κλειστό. Τι θέλεις, λοιπόν, από μένα;»
   Μάζεψα τα πετράδια από το τραπέζι στις χούφτες μου. «Αυτές οι πέτρες δεν έχουν πια καμιά αξία για μένα», είπα. «Εγώ τα έχω βυθίσει τα καράβια μου. Δεν έχουν καμιά αξία για μένα», επανέλαβα με βραχνή φωνή και τα εκσφενδόνισα σαν χαλάζι στον τοίχο και στο πάτωμα. «Εδώ είναι, πάρ' τα αν τα θέλεις. Δεν είναι παρά μονάχα πέτρες».
   «Είσαι μεθυσμένος», μου είπε. «Δεν ξέρεις τι κάνεις. Αύριο το πρωί θα χτυπάς το κεφάλι σου και θα 'χεις μετανιώσει πικρά».
   Ένιωθα έναν κόμπο στο λαιμό. Δε μπορούσα να βγάλω άχνα. Κούνησα πέρα δώθε το κεφάλι μου. «Πάρ' τα!» κατάφερα επιτέλους να πω. «Τα 'χω πληρώσει με το αίμα μου. Άσε με να 'ρθω μαζί σου. Άσε με να πολεμήσω μαζί με τους άντρες σου. Τίποτ' άλλο δε ζητώ».
   Έμεινε να με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. Έπειτα, στα γουρλωμένα του μάτια σπίθισε η λάμψη της αμφιβολίας. «Είναι αληθινά τα πετράδια;» ρώτησε κουνώντας το κεφάλι του. «Μπορεί να είναι μονάχα χρωματιστά γυαλιά, από εκείνα που πουλάνε οι Βενετσιάνοι στους μαύρους».
   Έσκυψα και μάζεψα από το πάτωμα ένα χοντροκομμένο διαμάντι, πήγα κοντά στο παράθυρο και χάραξα στο πράσινο τζάμι μια βαθιά γραμμή από πάνω μέχρι κάτω, έτσι που ένας στριγκός θόρυβος αντήχησε στ' αυτιά μου. Έπειτα το άφησα να πέσει από το χέρι μου.
   «Είσαι τρελός», είπε ο Ιουστινιάνης κουνώντας πάλι το πελώριο κεφάλι του. «Θα ήταν λάθος μου αν προσπαθούσα να επωφεληθώ από τη σύγχυσή σου. Κοιμήσου να ξεμεθύσεις και τα ξαναλέμε».
   «Έχεις δει ποτέ σαν σε όραμα τον εαυτό σου;» τον ρώτησα. Μπορεί στ' αλήθεια να είχα μεθύσει λιγάκι, ασυνήθιστος καθώς ήμουν στο κρασί. «Πριν από τη μάχη της Βάρνας, στην Ουγγαρία, έζησα ένα σεισμό. Τα άλογα αφήνιασαν κι έκοψαν τα σκοινιά τους. Τα πουλιά ξεχύθηκαν σε κοπάδια πετώντας σαν τρελά. Οι σκηνές έπεσαν. Η γη έτρεμε. Ήταν τότε που ο βασιλιάς της Ουγγαρίας πείστηκε από τον καρδινάλιο Τσεζαρίνι να σπάσει τη συνθήκη που είχε συνάψει με τους Τούρκους. Τότε μου εμφανίστηκε για πρώτη φορά ο άγγελος του θανάτου. Ήταν ωχρός και σκοτεινός, ίδιος μ' εμένα. Σαν να πήγαινα να συναντήσω τον εαυτό μου. “Θα συναντηθούμε ξανά!” μου είπε.
   »Δεύτερη φορά τον συνάντησα κοντά στη Βάρνα», συνέχισα. «Στεκόταν πίσω μου, όταν οι Ούγγροι, υποχωρώντας, έσφαξαν τον καρδινάλιο Τσεζαρίνι επειδή τον θεώρησαν υπαίτιο για τις συμφορές τους. Ήταν ο πιο καλός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ μου. Τα ιδανικά του του πυρπολούσαν την ψυχή. Το πνεύμα του έσβησε από την αγωνία και την απογοήτευση πολύ πριν πεθάνει το σώμα του. Όταν το σώμα του ξεψυχούσε μέσα στο αίμα και στη λάσπη, γύρισα το κεφάλι μου και ο άγγελος του θανάτου στεκόταν πίσω μου. Λες κι έβλεπα την εικόνα μου. “Θα συναντηθούμε ξανά”, είπε πάλι. “Θα συναντηθούμε στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού”. Τότε δεν κατάλαβα τα λόγια του. Τώρα αρχίζω να τα καταλαβαίνω.
   »Δεν είμαι κλέφτης», συνέχισα. «Η εύνοια του σουλτάνου μπορεί να καταστήσει ένα σκλάβο πιο πλούσιο κι από τους πρίγκιπες της Δύσης. Μετά από τη μάχη με οδήγησαν μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους μπροστά στο σουλτάνο Μουράτ. Είχε νικήσει παρά τρίχα. Πολλοί άπλωναν το χέρι και του έταζαν λύτρα για να σώσουν τη ζωή τους. Όμως στα μάτια του ήμασταν όλοι επίορκοι γιατί είχαμε παραβιάσει τη συνθήκη ειρήνης. Ο Μουράτ μάς έβαλε να διαλέξουμε ανάμεσα στο Ισλάμ και στο θάνατο. Η γη ήταν νωπή από το αίμα εκείνων που γονάτιζαν κάτω από το σπαθί του δήμιου, ο ένας μετά τον άλλο, ανάλογα με την ηλικία και το αξίωμά του. Πολλοί έχασαν τα λογικά τους βλέποντας τα κεφάλια να κατρακυλούν. Ξεσπούσαν σε λυγμούς κι αναγνώριζαν με δυνατές φωνές το Θεό του Ισλάμ και τον Προφήτη. Ακόμα και κάποιοι καλόγεροι προσκύνησαν, γιατί είχαν χάσει την πίστη τους στο Θεό που άφησε τους Τούρκους να νικήσουν.
   »Αλλά ο Μουράτ ήταν κουρασμένος, γερασμένος πρόωρα», εξακολούθησα. «Είχε χάσει τον αγαπημένο του γιο, που είχε πνιγεί, κι από τότε δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την εξουσία. Συνήθιζε να πίνει, για να ξεχάσει, συντροφιά με σοφούς και ποιητές. Δεν αγαπούσε την αιματοχυσία. Όταν ήρθε η σειρά μου, με κοίταξε, του άρεσε η φυσιογνωμία μου και είπε: “Είσαι νέος ακόμα, γιατί να πεθάνεις; Προσκύνα, λοιπόν, τον Προφήτη”. “Είμαι ακόμα νέος”, απάντησα, “αλλά είμαι έτοιμος να πληρώσω το χρέος μου, όπως θα πληρώσεις κι εσύ κάποτε το δικό σου χρέος, Υψηλότατε”. Τα λόγια μου του άρεσαν και δε μ' ανάγκασε να προσκυνήσω. “Έχεις δίκιο”, είπε. “Θα 'ρθει κάποτε μια μέρα που ένα άγνωστο χέρι θα σκορπίσει στο χώμα την τέφρα μου”. Έκανε ένα νεύμα για να δείξει πως μου χαρίζει τη ζωή. Είδε τα λόγια μου σαν ποίημα που άνθισε μέσα του κι έτσι σώθηκα από ένα καπρίτσιο της στιγμής.
    »Ο Μουράτ εδραίωσε την εξουσία των Τούρκων κι έκανε τον ένα πόλεμο μετά τον άλλο με σκοπό να φτάσει τελικά σε μια μόνιμη ειρήνη. Ήταν φιλεύσπλαχνος με τους εχθρούς του και δεν υποδούλωνε τις ηττημένες χώρες, αλλά προτιμούσε να δημιουργεί συμμάχους που να προστατεύουν την τουρκική αυτοκρατορία. Ήταν γέρος και είχε βαρεθεί την εξουσία. Δύο φορές την εβδομάδα μεθούσε συντροφιά με ποιητές και φιλοσόφους. Όταν ήταν μεθυσμένος, χάριζε στους φίλους του χρυσοκέντητα ρούχα, χτήματα και πολύτιμα πετράδια. Και δεν τα ζητούσε πίσω την επόμενη μέρα, μόλις ξεμέθαγε. Μερικά από αυτά εδώ τα πετράδια είναι τα μεθυσμένα δώρα του σουλτάνου. Κράτα τα, Ιωάννη, αν τα θέλεις. Δεν τα χρειάζομαι και δε σκοπεύω να σου τα ζητήσω πίσω αύριο».
   Ο Ιουστινιάνης έχωσε μισό αγγούρι στο στόμα του, σκούπισε τα χέρια του στο δερμάτινο παντελόνι του, έκανε μ' ευλάβεια το σταυρό του και γονάτισε αδέξια μπροστά μου. Άρχισε να μαζεύει τα πετράδια έρποντας κι εγώ του φώτιζα με το κερί για να μην του ξεφύγει κανένα. Αγκομαχούσε, ενώ σερνόταν στο πάτωμα.
   Του έδωσα το κόκκινο, δερμάτινο σακουλάκι κι αυτός έβαλε μέσα προσεχτικά τα πετράδια, κι αφού επιτέλους σηκώθηκε, το έδεσε και το 'βαλε στον κόρφο του.
   Μου έτεινε την τεράστια παλάμη του και μου 'σφιξε το χέρι μ' ανυπόκριτη ευγνωμοσύνη. «Από εδώ και πέρα είσαι φίλος μου, κυρ Ιωάννη Άγγελε», με διαβεβαίωσε. «Και δε θα ιδρώσει τ' αυτί μου ό,τι και ν' ακούσω για σένα. Θα σε πάρω υπό την προστασία μου. Αύριο το πρωί, μόλις ηχήσει η σάλπιγγα, θα πω να σε γράψουν στην κατάσταση. Να είσαι, όμως, εκεί. Θα πάρεις άλογο κι εξοπλισμό και να είσαι βέβαιος πως θα φτύσεις αίμα μέχρι να συνηθίσεις στην πειθαρχία. Σαν εκπαιδευτής είμαι πολύ χειρότερος κι από τους Τούρκους».
   Δε με χτύπησε φιλικά στην πλάτη, ούτε μου 'σφιξε τον ώμο, όπως ίσως θα έκανε κάποιος με μικρότερη πείρα. Αντίθετα, έσκυψε το κεφάλι του με σεβασμό καθώς έφευγε και είπε: «Κράτα το μυστικό σου, δε θα κάτσω να ψάξω. Δε θα συμπεριφερόσουν μ' αυτό τον τρόπο, αν είχες κακό σκοπό. Σου έχω εμπιστοσύνη».
   Οι Έλληνες δεν ενδιαφέρθηκαν για μένα, ενδιαφέρθηκε όμως ένας Λατίνος, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, που με κατάλαβε καλύτερα από εκείνους.

   5 Φεβρουαρίου 1453

    Πήρα άλογο και οπλισμό. Τις πρώτες μέρες ο Ιουστινιάνης μ' έθεσε σε δοκιμασία. Τον ακολουθούσα όταν επιθεωρούσε τα τείχη και τα αμυντικά στρατιωτικά σώματα που τα αποτελούσαν Έλληνες εργάτες και νεαροί καλόγεροι. Κούναγε το τεράστιο κεφάλι του και ξεσπούσε σε γέλια μόλις τους έβλεπε. Είχε αλλεπάλληλες συσκέψεις με τον αυτοκράτορα, με τον Σφραντζή, με τους καπετάνιους των πλοίων που είχαν έρθει από τη Βενετία και τα ελληνικά νησιά, με τον ποδεστά του Πέραν, με το βενετό βάιλο, ακόμα και με τον νωθρό πρίγκιπα Ορχάν, για να τον πείσει να υπερασπιστεί κι αυτός την πόλη μαζί με την τουρκική φρουρά του.
   Μιλάει με τον καθένα χωρίς να βιάζεται, φλυαρώντας άσκοπα και λέγοντάς τους ιστορίες από τις εκστρατείες του και τις πολιορκίες στις οποίες έχει λάβει μέρος. Ανοίγει δρόμο μέσα από διαφωνίες, φθόνο και προκαταλήψεις, όπως η πρύμνη ενός μεγαλόπρεπου καραβιού αντιμετωπίζει τα κύματα που έρχονται καταπάνω της. Οι άλλοι τον εμπιστεύονται. Πρέπει να τον εμπιστεύονται. Πάνω του στηρίζεται η άμυνα της πόλης, κάθε μέρα και πιο πολύ. Πίνει πολύ κρασί. Αδειάζει και τις πιο μεγάλες κούπες με δύο μονάχα ρουφηξιές. Το κρασί δε φαίνεται να τον επηρεάζει, μόνο τα μάτια του είναι πρησμένα.
   Η αργοπορία του και η ασταμάτητη φλυαρία του, κάτω από την οποία κρύβει το έμπειρο και πονηρό μυαλό του, στην αρχή μ' ενοχλούσαν. Έπειτα άρχισα να βλέπω τα πράγματα μέσα από τα γουρλωμένα του μάτια. Τώρα είναι σαν να βλέπω μια μηχανή που έχει σχεδιάσει κάποιος πεπειραμένος μαθηματικός να έχει μπει σε κίνηση τρίζοντας και βροντώντας, με τις τροχαλίες της να στριγκλίζουν, μα που ωστόσο κινείται και που το κάθε τμήμα της υποβοηθάει κι ενισχύει το άλλο.
   Αρχίζω υποχρεωτικά να τον θαυμάζω, όπως τον θαυμάζουν και οι άντρες του κι εκτελούν τυφλά κάθε εντολή του, γνωρίζοντας πως δε δίνει ποτέ περιττές διαταγές.

10 Φεβρουαρίου 1453

   Με όλους έχω συναντηθεί, όχι όμως και με το μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά. Λες και το κάνει επίτηδες, μένει στην άλλη πλευρά της πόλης, μακριά από το παλάτι των Βλαχερνών, στην παλιά συνοικία, στη σκιά της Αγίας Σοφίας, του Ιπποδρόμου και του παλιού αυτοκρατορικού ανακτόρου. Είναι σχεδόν απομονωμένος. Και οι δύο νεαροί γιοι του κατέχουν τιμητικές θέσεις στην αυλή, αλλά δεν πηγαίνουν συχνά εκεί. Τους έχω δει να παίζουν έφιπποι σφαίρα στον Ιππόδρομο. Είναι και οι δυο τους όμορφοι. Στο πρόσωπό τους βλέπεις την ίδια περήφανη, σκοτεινή μελαγχολία που υπάρχει στο πρόσωπο του πατέρα τους.
   Ο μέγας δούκας, ως επικεφαλής του στόλου, αρνήθηκε να συνεργαστεί με τον Ιουστινιάνη. Έχει εξοπλίσει με δικά του έξοδα τους πέντε παλιούς δρόμωνες του αυτοκράτορα. Σήμερα, μέσα σε γενική κατάπληξη, έριξαν αναπάντεχα τα κουπιά τους στο νερό και κωπηλατώντας προσπέρασαν τα καράβια των Λατίνων. Μόλις βγήκαν στη θάλασσα του Μαρμαρά, άνοιξαν τα καινούργια τους πανιά, παρατάχθηκαν σε γραμμή μάχης και κατευθύνθηκαν προς την ασιατική πλευρά. Ήταν μια γκρίζα, συννεφιασμένη μέρα και φύσαγε δυνατά. Οι ναύτες δεν ήταν ακόμα καλά εξασκημένοι στο χειρισμό των ιστίων. Οι κωπηλάτες έχαναν το ρυθμό και τα κουπιά μπερδεύονταν μεταξύ τους.
   Ο τελευταίος στόλος της Κωνσταντινούπολης έβγαινε στη θάλασσα. Οι Βενετοί και οι Κρητικοί καπετάνιοι έσκασαν στα γέλια κρατώντας την κοιλιά τους.
   Τι σκοπό είχαν αυτές οι πολεμικές ασκήσεις; Δε μπορεί να ήταν ασκήσεις πλεύσεως και κωπηλασίας, γιατί οι δρόμωνες δεν επέστρεψαν το απόγευμα.

11 Φεβρουαρίου 1453

   Τη νύχτα ο υπηρέτης μου ο Μανουήλ με ξύπνησε και μου ψιθύρισε τρομαγμένος: «Αφέντη, κάτι συμβαίνει στην πόλη».
   Στο δρόμο κινούνταν φανοί και δαυλοί. Οι άνθρωποι έβγαιναν μισοντυμένοι στις εξώπορτες. Όλοι κοίταζαν τον ουρανό, που ήταν κόκκινος.
   Έριξα στους ώμους μου το γούνινο μανδύα μου κι ακολούθησα το πλήθος ως την ακρόπολη. Πέρα από τη θάλασσα έφεγγε, στο σκοτεινό και συννεφιασμένο ουρανό της νύχτας, η ανταύγεια μιας μικρής πυρκαγιάς. Ο άνεμος ήταν υγρός. Το μουσκεμένο χώμα μύριζε έντονα. Η ατμόσφαιρα θύμιζε ανοιξιάτικη νύχτα. Μαυροντυμένες γυναίκες έπεφταν κατάχαμα και προσεύχονταν. Οι άντρες έκαναν το σταυρό τους. Έπειτα, άρχισε να κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα η είδηση. «Ο Λουκάς Νοταράς!» ψιθύριζε το πλήθος. «Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς!»
   Πέρα απ' τη θάλασσα καίγονταν τα χωριά των Τούρκων.
   Αλλά ο κόσμος δεν έμοιαζε να χαίρεται. Αντίθετα, οι άνθρωποι έδειχναν μουδιασμένοι, σαν να είχαν μόλις συνειδητοποιήσει πως ο πόλεμος άρχισε. Ήταν δύσκολο ακόμα και ν' ανασάνεις τον παγωμένο αέρα της νύχτας.
   Μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις. Μαζί με τους ενόχους, θα πληρώσουν και οι αθώοι.

12 Φεβρουαρίου 1453

   Ο στόλος δεν επέστρεψε ακόμα.
   Η εμπροσθοφυλακή του εχθρού κυρίεψε τον πύργο του Αγίου Στεφάνου και σκότωσε όλη τη φρουρά, γιατί τόλμησε ν' αντισταθεί.
   Το χαλάζι που έπεσε έκανε τους ανθρώπους να κλειστούν στα σπίτια τους και κατέστρεψε πολλές στέγες. Τις νύχτες κοντά στις υπόγειες δεξαμενές του νερού ακούγονται περίεργες εκρήξεις και η γη τρέμει. Κάποιοι είδαν αστραπές να σχίζουν τον ουρανό, χωρίς ν' ακούσουν βροντές, και φλογισμένους δίσκους να πετούν στον αέρα.
   Όλο το πυροβολικό του σουλτάνου, μαζί με τη μεγάλη βομβάρδα, έχει φύγει από την Ανδριανούπολη κι έρχεται στην Κωνσταντινούπολη. Το προστατεύουν δέκα χιλιάδες ιππείς.
   Στην Ανδριανούπολη ο σουλτάνος έβγαλε ένα σημαντικό λόγο. Μίλησε στο διβάνι ξεσηκώνοντας τους νέους και ζητώντας τη συνδρομή των γεροντότερων. Για το περιεχόμενο του λόγου του είχαν ενημερωθεί τόσο ο Βενετσιάνος βάιλος όσο και ο ποδεστάς του Πέραν.
   Ο Μωάμεθ είπε: «Ο αυτοκράτορας δεν έχει πια καμιά εξουσία. Δε χρειάζεται παρά μια τελευταία προσπάθεια για να εξαλείψουμε τη χιλιόχρονη αυτοκρατορία των διαδόχων του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η Κωνσταντινούπολη είναι η βασιλίδα των πόλεων. Η κατάληψή της είναι δυνατή, μπορώ να πω ακόμα και σίγουρη, χάρη στα νέα μας όπλα και στην πειθαρχία του στρατού μας. Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, εκπληρώνεται και η προφητεία του Κορανίου που λέει: Κράτιστος ο κυβερνήτης, μέγιστος ο στρατός του. Πρέπει όμως να βιαστούμε, πριν ξεσηκωθεί ο χριστιανικός κόσμος και στείλει το στόλο του να βοηθήσει τον αυτοκράτορα. Τώρα είναι η κατάλληλη ευκαιρία. Δεν πρέπει να τη χάσουμε».
   Λένε πως ο Μωάμεθ, πριν μιλήσει, κάλεσε μέσα στη νύχτα το μεγάλο βεζίρη Χαλίλ, ηγέτη των φιλειρηνιστών, για να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους. Μα αυτός δεν τόλμησε ν' ανοίξει το στόμα του και να μιλήσει για ειρήνη. Είναι ηλικιωμένος κι επιφυλακτικός και πιστεύει ακράδαντα πως ο Μωάμεθ θα καταστρέψει την τουρκική αυτοκρατορία, ενθαρρύνοντας με την προκλητική ενέργειά του την επέμβαση των χωρών της Δύσης και μια νέα σταυροφορία. Γι' αυτό νομίζει πως ενεργεί για το καλό της αυτοκρατορίας, όταν εναντιώνεται στο Μωάμεθ με κάθε τρόπο.
   Με κάθε τρόπο. Ήδη το καλοκαίρι, στο Βόσπορο, οι γενίτσαροι τον αποκαλούσαν χλευαστικά «φιλέλληνα».
   Από τη στιγμή που εξασφάλισα ελεύθερη προσπέλαση στο αρχείο του Ιουστινιάνη, που ήταν κρυμμένο στο σιδερένιο σεντούκι, έχω πειστεί πως ο Χαλίλ εξακολουθεί ν' αλληλογραφεί μυστικά με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Διαφορετικά δε θα γνωρίζαμε όσα ξέρουμε τώρα για τον εξοπλισμό και τους χρηματικούς πόρους των Τούρκων.
   Όταν έφυγε ο στόλος, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βιάστηκε να στείλει μια τελευταία έκκληση στην Ανδριανούπολη. Την έγραψε με το χέρι του, χωρίς να καταφύγει στη βοήθεια του Σφραντζή. Αντίγραφο της επιστολής αυτής υπάρχει στην κασέλα του Ιουστινιάνη.
   Τη διάβασα πολλές φορές κυριευμένος από έναν παράξενο ψυχικό αναβρασμό κι από μεγάλη στενοχώρια. Η επιστολή δείχνει, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη πράξη του, πόσο μεγάλος αυτοκράτορας είναι ο Κωνσταντίνος. Αυτά γράφει στο Μωάμεθ: «Είναι φανερό πως επιθυμείς τον πόλεμο παρά την ειρήνη. Ας γίνει το θέλημά σου. Γιατί δεν έχω καταφέρει να σε πείσω για τις ειρηνικές προθέσεις μου, μολονότι σου έχω αποδείξει την ειλικρίνειά μου και σου έχω εξηγήσει πως θα μπορούσα ακόμα και να γίνω υποτελής σου. Τώρα στρέφομαι προς το Θεό, αφού δε μου μένει άλλο καταφύγιο. Αν το θέλημά Του είναι η Πόλη να πέσει στα χέρια σου, πώς θα μπορούσα ν' αντιταχθώ εγώ; Αν όμως ο Θεός σε φωτίσει να επιλέξεις την ειρήνη, θα είμαι ευτυχής. Σου επιστρέφω, λοιπόν, όλα τα λόγια σου, όλες τις συνθήκες και τις συμφωνίες που έχουμε συνάψει. Έκλεισα τις πύλες της πόλης μου και θα υπερασπιστώ το λαό μου μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματός μου. Είθε η βασιλεία σου να είναι ευτυχισμένη έως την ημέρα που ο δίκαιος Θεός, ο υπέρτατος κριτής μας, θα μας καλέσει μπροστά στο θρόνο του».
   Ήταν μια αυστηρή επιστολή, μακριά από την ελληνική ρητορική παράδοση και τις εκλεπτυσμένες περιστροφές του ύφους του Σφραντζή, αλλά μου 'σφιγγε την καρδιά. Είναι η επιστολή του αυτοκράτορα, μια επιστολή ανώφελη και μάταιη. Ο Μωάμεθ δε θα απαντήσει ποτέ. Ίσως όμως ο Κωνσταντίνος, στο έρημο και ρημαγμένο παλάτι του στις Βλαχέρνες, ν' απευθύνει αυτή την επιστολή στις ερχόμενες γενιές. Ίσως αυτή η επιστολή, με την απλότητά της, να μας μιλάει για κείνον πιο γλαφυρά απ' όσο οι καλύτερες ιστορικές πραγματείες. Δεν είναι δικό του το λάθος που γεννήθηκε κάτω από άτυχο άστρο.

13 Φεβρουαρίου 1453

   Ο στόλος δε γύρισε. Το παλάτι του Νοταρά, που βρίσκεται κοντά στο παραθαλάσσιο τείχος, κρατάει αυστηρά τα μυστικά του. Δεν αντέχω πια αυτή την αβεβαιότητα. Έχουν περάσει πάνω από δύο βδομάδες από τότε που τη συνάντησα. Δεν ξέρω καν αν βρίσκεται στην πόλη.
   Μάταια καβάλησα το άλογο και τριγύρισα στους δρόμους της πόλης και τα τείχη. Μάταια πάσχισα να πνίξω την ανησυχία της καρδιάς μου δουλεύοντας εντατικά. Δε μπορώ ν' απελευθερωθώ από αυτήν. Τα φλογερά της μάτια έρχονται το βράδυ στα όνειρά μου. Η περηφάνια της και το αλύγιστο πείσμα της μου σφίγγουν την καρδιά.
   Ας είναι κόρη του μεγάλου δούκα και μιας Σέρβας πριγκίπισσας. Ας είναι οι ρίζες της αρχαιότερες κι από τις ρίζες του αυτοκράτορα. Εγώ είμαι γιος του πατέρα μου.
   Σαράντα χρόνων. Νομίζω πως έφτασα πια στο φθινόπωρο της ζωής μου.
   Γιατί να μην επιχειρήσω να τη συναντήσω; Έτσι κι αλλιώς δε μας έμειναν παρά αυτές οι μικρές μέρες. Ο χρόνος φεύγει και δε γυρίζει πίσω. Γοργές σαν βέλη φεύγουν οι μέρες. Δουλειά, στρατιωτικές ασκήσεις, σύνταξη καταλόγων εξοπλισμού. Το απόλυτο κενό.
   Άφησα τα πάντα. Εγκατέλειψα ακόμα και την εγκατάλειψή μου. Για να είμαι έτοιμος όταν θα 'ρθει η ώρα.
   Ξέρω πως αυτή είναι το δίχτυ και η παγίδα. Η τελευταία ενέδρα. Όλους τους δρόμους της ζωής μου τους περπάτησα τυφλωμένος από το Θεό. Έχω χάσει λοιπόν πάλι το φως μου μόνο και μόνο για να μπω σ' έναν καινούργιο πειρασμό;
   Τον πατέρα μου τον τύφλωσαν μ' ένα πυρωμένο σίδερο. Εμένα λοιπόν αυτή θα με τυφλώσει; Ή μήπως μ' έχει τυφλώσει κιόλας; Δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου.
   Βγήκα από το σκοτεινό μου σπίτι στο φως του πρωινού. Ο ήλιος έλαμπε. Ο ουρανός απλωνόταν πάνω από την Κωνσταντινούπολη σαν γαλάζια τέντα. Ένιωσα μαγεμένος.
   Βγήκα όχι καβάλα στο άλογο αλλά με τα πόδια, σαν ένας φτωχός προσκυνητής. Πέρα μακριά διακρίνονταν οι μαρμάρινοι πύργοι της Χρυσής Πύλης.
   Είδα ξανά τους πέτρινους τοίχους και τα στενά, αψιδωτά παράθυρα του πάνω ορόφου. Είδα το οικόσημο πάνω από την πόρτα. Χτύπησα.
   «Ιωάννης Άγγελος. Υπολοχαγός του πρωτοστράτορα Ιουστινιάνη».
   «Ο μέγας δούκας είναι με το στόλο. Μαζί του είναι και οι γιοι του. Η κυρά μας είναι άρρωστη στο κρεβάτι».
   «Θέλω να δω την κόρη του, την Άννα Νοταρά».
   Οι κλειδωμένες πόρτες του γυναικωνίτη άνοιξαν κι εκείνη παρουσιάστηκε συνοδευόμενη από ένα γέροντα ευνούχο. Έχει λάβει αυτοκρατορική ανατροφή. Είναι μια ελεύθερη Ελληνίδα. Το πρόσωπο του ευνούχου ήταν γκρίζο και ζαρωμένο σαν πολυκαιρινό μήλο. Ήταν κουφός και ξεδοντιάρης, αλλά φορούσε τα λαμπρότερα ρούχα.
   Ήρθε. Ήρθε πιο όμορφη από ποτέ, με πρόσωπο ακάλυπτο, χαμογελώντας.
   «Σε περίμενα», είπε. «Σε περίμενα από καιρό. Αλλά δεν είμαι και πολύ περήφανη που ήρθες. Κάθισε, Ιωάννη Άγγελε».
   Ο ευνούχος κούνησε μ' απελπισία το κεφάλι του, ύψωσε τα χέρια στον ουρανό, σκέπασε το πρόσωπό του με το χέρι του κι αποσύρθηκε σε μια γωνιά του δωματίου. Μ' αυτό τον τρόπο αποποιήθηκε κάθε ευθύνη.
   Μια υπηρέτρια έφερε ένα χρυσό κύπελλο, αρχαίας ελληνικής τεχνοτροπίας, πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο. Παρίστανε ένα σάτυρο που κυνηγούσε νύμφες, ένα μάλλον ανάλαφρο θέμα. Ήπιε κι έπειτα μου το πρόσφερε.
   «Στη φιλία μας», είπε. «Δεν ήρθες στο σπίτι μου με κακό σκοπό!» 
   Ήπια από το κρασί του πατέρα της. «Στην απελπισία», είπα. «Στο σκοτάδι και τη λησμονιά. Στο χρόνο και στο χώρο. Στις αλυσίδες που μας δένουν. Σε σένα που υπάρχεις, Άννα Νοταρά».
   Το πορφυρό πάτωμα κοσμούσαν υπέροχα χαλιά σ' όλα τα χρώματα της Ανατολής. Από τα στενά, αψιδωτά παράθυρα έφτανε μέχρι τα μάτια μας η λάμψη της θάλασσας του Μαρμαρά. Έτσι έλαμπαν και τα καστανά της μάτια. Το δέρμα της ήταν χρυσό και φιλντισένιο. Χαμογελούσε ακόμα.
   «Μίλα μου», είπε. «Πες ό,τι θέλεις. Μίλα μου ζωηρά και σοβαρά, σαν να μου λες κάτι σπουδαίο. Ο ευνούχος δεν ακούει, αλλά αν μου μιλήσεις ζωηρά θα τον καθησυχάσεις».
   Ήταν σκληρό. Θα προτιμούσα να την κοιτάζω μονάχα.
   «Μοσχοβολάς υάκινθο», της είπα. «Μοσχοβολάς υάκινθο».
   «Άρχισες πάλι τα ίδια;» με πείραξε.
   «Άρχισα πάλι τα ίδια», απάντησα. «Το χρυσοκέντητο φόρεμά σου είναι υπέροχο, αλλά εσύ είσαι πιο όμορφη. Το φόρεμά σου καλύπτει ζηλόφθονα την ομορφιά σου. Μήπως το έχουν σχεδιάσει καλόγεροι; Η μόδα σας έχει αλλάξει από τότε που ήμουν νέος. Στη Γαλλία οι ωραίες γυναίκες αποκαλύπτουν ακόμα και το στήθος τους για να το θαυμάζουν οι άντρες, όπως κάνει και η Ανιές Σορέλ, η ερωμένη του βασιλιά Καρόλου. Αλλά εσείς εδώ τα κρύβετε όλα, ακόμα και το πρόσωπό σας. Αν μπορούσαμε κάποτε να ταξιδέψουμε μαζί στην ελεύθερη Δύση! Τη γυναίκα που μου δίδαξε τα μυστικά του έρωτα τη συνάντησα στα λουτρά της πηγής της Νεότητας, κοντά στο Ρήνο. Ήταν την ίδια μέρα που είχα ακούσει ένα αηδόνι να κελαηδάει και ο αδελφός μου ο Θάνατος χόρευε στο μαντρότοιχο του νεκροταφείου. Ήταν μια γυναίκα στην ακμή της, πιο μεγάλη από μένα, και δεν έκρυβε καθόλου την ομορφιά της. Καθόταν γυμνή στην άκρη της στέρνας, βυθισμένη στο διάβασμα ενός βιβλίου, ανάμεσα σε άλλους ευγενείς που έπαιζαν κι έτρωγαν στο νερό σε πλωτά τραπέζια. Την έλεγαν απλά κυρία Δωροθέα. Μου 'δωσε μια συστατική επιστολή για τον Αινεία Σύλβιο στη Βασιλεία, αν τον ξέρεις... Όλα αυτά έγιναν μόλις έφυγα από την Αδελφότητα του Ελεύθερου Πνεύματος. Μέχρι τότε έκανα έρωτα στο σκοτάδι, κάτω από θάμνους. Αυτή η υπέροχη γυναίκα με πήγε σε πουπουλένια στρώματα κι άναψε κεριά γύρω απ' το κρεβάτι για να μην της ξεφύγει τίποτα».
   Η Άννα Νοταρά χλόμιασε κι έπειτα αναψοκοκκίνησε. Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν. «Γιατί μιλάς έτσι;» με ρώτησε. «Δε σου ταιριάζει. Δε σ' είχα για τέτοιον».
   «Μιλάω έτσι γιατί σε ποθώ», είπα. «Ο πόθος ίσως δεν είναι αγάπη, μα δεν υπάρχει αγάπη χωρίς πόθο. Θυμήσου, όμως, ότι δε μιλούσα έτσι όταν ήμασταν οι δυο μας και σε είχα στο χέρι μου. Όχι, όχι, δε θα με μαχαίρωνες αν σ' άγγιζα. Δε θα το 'κανες. Το βλέπω στα μάτια σου. Αλλά ο πόθος μου είναι αγνός σαν φλόγα. Μόνη σου πρέπει να μου προσφέρεις το άνθος σου. Δε σκοπεύω να το δρέψω με τη βία. Άννα Νοταρά... Άννα Νοταρά... Σ' αγαπώ πολύ. Μη μου δίνεις σημασία, δεν ξέρω πια τι λέω. Είμαι απλά ευτυχισμένος. Ευτυχισμένος που βρίσκομαι κοντά σου.
   »Οι Αδελφοί του Ελεύθερου Πνεύματος», συνέχισα, «αναγνωρίζουν μόνο τα τέσσερα ευαγγέλια. Αρνούνται το μυστήριο του βαπτίσματος και δέχονται την κοινοκτημοσύνη. Μπορείς να τους βρεις ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, ακόμα κι εκεί που δεν το περιμένεις. Αναγνωρίζονται με μυστικά σημάδια. Υπάρχουν σε όλες τις χώρες, με διάφορα ονόματα, ακόμα κι ανάμεσα στους δερβίσηδες. Τους χρωστώ τη ζωή μου. Γι' αυτό πήγα να πολεμήσω στο πλευρό τους στη Γαλλία, όταν ακολούθησαν για τους δικούς τους λόγους την Παρθένο της Λωραίνης. Αλλά μόλις έγινα είκοσι τεσσάρων χρόνων τους εγκατέλειψα. Ο φανατισμός και το μίσος τους ήταν ασύλληπτα.
   »Αχ, αγαπημένη μου. Έχω πάει σε πολλά μέρη. Στο Στρασβούργο συνάντησα έναν άνθρωπο που έψαχνε κάποιον έμπιστο βοηθό και υποσχέθηκε ότι με τριάντα χρυσά νομίσματα θα μου μάθαινε μια νέα, σκοτεινή τέχνη. Σκόπευε να φτιάξει βιβλία, εκατό ή χίλια βιβλία στον ίδιο χρόνο που ένας αντιγραφέας μετά βίας θα 'φτιαχνε ένα. Υποσχέθηκε να με κάνει πλούσιο αν τον ακολουθούσα, αλλά εγώ δεν είχα τριάντα χρυσά νομίσματα. Τα μάτια του είχαν μια τέτοια φλόγα, ώστε μ' έπεισε πως θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τις καυχησιές του. Έχουν περάσει κιόλας δεκάξι χρόνια και δεν ξανάκουσα γι' αυτόν».
   «Κι έπειτα τα άφησες όλα και παντρεύτηκες», είπε πειραχτικά. «Αυτό το ξέρω. Πες μου για το γάμο σου, πόσο ευτυχισμένος ήσουν. Πιο ευτυχισμένος κι από τότε που βρέθηκες στα λουτρά μαζί με τη γυμνή γυναίκα, έτσι; Μίλα, λοιπόν! Μη ντρέπεσαι!»
   Θυμήθηκα την καλοκαιριάτικη ζέστη στη φλογισμένη Φλωρεντία, τα κίτρινα νερά του ποταμού, τους κατάξερους λόφους. Η χαρά μου έσβησε.
   «Σου μίλησα, μήπως, για τη Φλωρεντία και τη Φεράρα;» ρώτησα. «Σου μίλησα για το πώς οι πιο σοφοί άνθρωποι της εποχής μας φιλονικούσαν δύο ολόκληρα χρόνια για τρία γράμματα. Καμιά άλλη ανάμνηση δεν έμεινε απ' αυτούς στη Φλωρεντία, πέρα από τη θερμή ιαχή στο τέλος της κάθε συζήτησης: Άριστα, άριστα, πάμε για φαγητό. Απ' αυτούς πήρε και η αρωματισμένη με δεντρολίβανο χοιρινή μπριζόλα το όνομα άριστα. Μόνο αυτό θα θυμούνται στη Φλωρεντία όταν θα έχει χαθεί και η πιο μακρινή ανάμνηση της ένωσης των Εκκλησιών. Οι Φλωρεντίνοι έχουν κακή μνήμη, αλλά τους αρέσει το καλό φαγητό. Άριστα, άριστα. Αυτή η φιλοσοφική ιαχή θα ακούγεται μέχρι το τέλος του κόσμου, όταν εσύ κι εγώ θα 'χουμε γίνει σκόνη. Την ξέρω καλά τη Φλωρεντία.
   »Tην ξέρω στ' αλήθεια τη Φλωρεντία», τη διαβεβαίωσα. «Πρίγκιπας της πόλης είναι ένας έμπορος. Αλλά αποφεύγει τις τιμές και ντύνεται απλά. Έχει βάλει παντού δικούς του ανθρώπους και γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν στην πόλη. Αγοράζει ελληνικά βιβλία και βάζει να τα αντιγράφουν. Διοργανώνει συμπόσια για τους σοφούς. Φτιάχνει όμορφα κτίρια. Συντηρεί καλλιτέχνες. Δανείζει χρήματα στον πάπα. Αυτός χρηματοδότησε και την εκκλησιαστική σύνοδο υπολογίζοντας ότι τα χρήματα θα ξαναγυρίσουν από άλλο δρόμο στα σεντούκια του».
   «Γιατί είσαι όλο υπεκφυγές, Ιωάννη Άγγελε;» με διέκοψε η Άννα Νοταρά. «Σου κάνει κακό να μιλάς για το γάμο σου; Πόσο χαίρομαι να σε πληγώνω, όπως με πλήγωσες κι εσύ!»
   «Γιατί να μιλάμε πάντα για μένα;» αντέτεινα. «Γιατί να μη μιλήσουμε μια φορά και για σένα;»
   Σήκωσε το κεφάλι και τα καστανά της μάτια άστραψαν. «Είμαι η Άννα Νοταρά!» είπε περήφανα. «Αυτό τα λέει όλα! Δεν υπάρχει τίποτα να προσθέσει κανείς».
   Είχε δίκιο. Έχει περάσει τη ζωή της προστατευμένη μέσα στο παλάτι και τους κήπους του Βοσπόρου. Την έχουν κουβαλήσει με το φορείο για να μη λερώσει τα παπούτσια της. Την έχουν πάει βαρκάδες σε βάρκες μ' ασημένια ακρόπρωρα, κάτω από ακριβά σκέπαστρα για να μην την κάψει ο ήλιος. Την έχουν διδάξει φιλόσοφοι. Έχει φυλλομετρήσει αφηρημένα μεγάλα βιβλία κοιτάζοντας τις χρυσές, γαλάζιες και κόκκινες εικόνες τους. Έχει παρακολουθήσει λειτουργίες πίσω από το χρυσό δικτυωτό του γυναικωνίτη, έχει νιώσει τη μυρωδιά του λιβανιού κι έχει ακούσει τις καθάριες φωνές της αγγελικής χορωδίας των νεαρών ευνούχων κάτω από το γιγάντιο τρούλο της μεγάλης εκκλησίας. Έχει γονατίσει να προσευχηθεί μπροστά στις άγιες εικόνες, δίπλα στις γυναίκες του λαού. Αυτή είναι η Άννα Νοταρά. Έχει ανατραφεί για να γίνει γυναίκα του αυτοκράτορα. Τι άλλο θα μπορούσε να προσθέσει κανείς;
   »Την έλεγαν κυρία Γκίτα», άρχισα να λέω. «Έμενε στην άκρη ενός δρόμου που οδηγούσε σ' ένα φραγκισκανό μοναστήρι. Στους γκρίζους τοίχους του σπιτιού της υπήρχε μόνο ένα παράθυρο με κιγκλίδωμα και μια σιδερόφραχτη πόρτα. Ζούσε στο δωμάτιο, πίσω απ' το παράθυρο, που ήταν επιπλωμένο φτωχικά και θύμιζε κελί καλόγριας. Όλη μέρα προσευχόταν, έψελνε ύμνους κι έβριζε τους διαβάτες που περνούσαν κάτω από το παράθυρό της. Η όψη της ήταν τρομαχτική. Είχε αρρωστήσει από μια ασθένεια που της άφησε σημάδια πάνω στο πρόσωπο. Έμοιαζε με άσχημη μάσκα. Μόνο τα μάτια της ήταν ζωντανά.
   »Για να περνά την ώρα της», συνέχισα, «πήγαινε πολλές φορές στην πόλη για να ψωνίσει και τότε τη συνόδευε μια μαύρη σκλάβα, που της κρατούσε το καλάθι. Φορούσε μια κάπα φτιαγμένη από πολύχρωμα κουρέλια. Στην κάπα, καθώς και στο πέπλο της, είχε κρεμάσει πολλές εικόνες αγίων και πολλά φυλαχτά που κουδούνιζαν από μακριά. Καθώς περπατούσε, χασκογελούσε και μουρμούριζε. Αν όμως κάποιος σταματούσε για να την κοιτάξει, τότε εκείνη θύμωνε και του φώναζε τις πιο αισχρές βρισιές. Έλεγε πως είναι γελωτοποιός του Θεού. Οι Φραγκισκανοί την προστάτευαν γιατί ήταν πλούσια. Οι συγγενείς της την άφηναν να κάνει ό,τι ήθελε γιατί ήταν χήρα και η περιουσία της ήταν τοποθετημένη με ασφάλεια στις τράπεζές τους. Όλοι στη Φλωρεντία την ήξεραν, αλλά όχι εγώ, που ήμουν ξένος.
   »Όχι, εγώ δεν την ήξερα καθόλου μέχρι τη στιγμή που τη συνάντησα», διαβεβαίωσα. «Με είδε στο Πόντε Βέκιο και μ' ακολούθησε. Νόμισα πως είναι τρελή. Ήθελε να μου χαρίσει με το ζόρι ένα μικρό φιλντισένιο αγαλματάκι που είχα θαυμάσει σε κάποιον πάγκο. Όχι, δε μπορείς να καταλάβεις. Πώς θα μπορούσα να σου εξηγήσω όσα συνέβησαν μεταξύ μας; Ήμουν νέος ακόμα, μόλις είκοσι πέντε χρόνων, στην καλύτερη ανδρική ηλικία. Αλλά οι ελπίδες μου είχαν σβήσει. Οι Έλληνες, με τους μαύρους μανδύες και τα γενειοφόρα πρόσωπα, με είχαν ήδη απογοητεύσει και τους μισούσα. Μισούσα το στρογγυλό κεφάλι και το πληθωρικό σώμα του Βησσαρίωνα. Τη μυρωδιά της περγαμηνής, το μελάνι. Στο σπίτι όπου έμενα ξυπνούσα κάθε πρωί μέσα σε οσμές ιδρώτα, βρομιάς και ακαθαρσίας. Το καλοκαίρι ήταν αποπνικτικό. Στη Φεράρα είχα γνωρίσει τον έρωτα και την πανούκλα. Δεν πίστευα σε τίποτα πια. Μισούσα ακόμα και τον ίδιο μου τον εαυτό. Τον ίδιο μου τον εαυτό μισούσα περισσότερο. Τη σκλαβιά, τις αλυσίδες μου, τη φυλακή του κορμιού μου. Μπορείς να με καταλάβεις;
   »Με πήρε στο σπίτι της», πρόσθεσα. «Στο κελί της ήταν μονάχα ένας ξύλινος πάγκος που χρησίμευε για κρεβάτι, μια κανάτα νερό κι αποφάγια που βρομούσαν στο πάτωμα. Αλλά πίσω από το κελί υπήρχαν αρκετά ωραία δωμάτια, κανονικά επιπλωμένα, κι ένας κήπος που τον περιέβαλλε τείχος, με συντριβάνι, πράσινα δέντρα, κλουβιά με ωδικά πτηνά. Πίσω από την άσχημη εικόνα της μου παρουσιάστηκε μια έξυπνη κι απελπισμένη γυναίκα που από την αγωνία της παρίστανε το γελωτοποιό του Θεού.
   »Όταν ήταν νέα, ήταν πολύ ωραία γυναίκα, πλούσια κι ευτυχισμένη», εξακολούθησα. «Αλλά ο άντρας της και τα δυο τους παιδιά πέθαναν μέσα σε λίγες μέρες και η ίδια αρρώστια είχε καταστρέψει την ομορφιά της. Είχε έρθει αντιμέτωπη με την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια της ζωής, που κρύβεται πίσω από την επιφανειακή ευτυχία. Ο Θεός, σαν από άσχημο αστείο, την είχε γκρεμίσει καταγής και είχε βυθίσει το πρόσωπό της στη λάσπη. Μπορεί για κάποιο διάστημα να ήταν στ' αλήθεια τρελή, αλλά όταν συνήλθε, εξακολούθησε να συμπεριφέρεται με τον ίδιο τρόπο μπροστά στους άλλους από πείσμα κι απελπισία απέναντι στο Θεό και τους ανθρώπους. Όταν προσευχόταν βλαστημούσε, όταν βλαστημούσε προσευχόταν. Το βλέμμα της ήταν διαπεραστκό, γεμάτο αγωνία. Όχι, δεν ξέρω αν μπορείς να καταλάβεις. Δεν ήταν παραπάνω από τριάντα πέντε χρόνων, αλλά έμοιαζε γριά. Τα χείλη της ήταν σκασμένα κι από την άκρη του στόματος έβγαινε αφρός όταν μιλούσε. Αλλά τα μάτια της...»
   Η Άννα Νοταρά είχε χαμηλώσει το βλέμμα κι έτριβε δυνατά την άκρη από το φόρεμά της καθώς μιλούσα. Το φως της μέρας έπεφτε πάνω στα μαύρα και κόκκινα σχέδια των χαλιών. Ο ευνούχος από τη γωνιά του τέντωνε το γκρίζο και ζαρωμένο πρόσωπό του, κοιτάζοντας πότε τον ένα πότε τον άλλο, και προσπαθούσε να καταλάβει τι έλεγα διαβάζοντας τα χείλη μου.
   Εξακολούθησα: «Μου έδωσε να φάω και να πιω. Μ' έτρωγε με τα μάτια. Αφού την επισκέφθηκα μερικές φορές και συζήτησα μαζί της, ξύπνησε μέσα μου ένας ανείπωτος οίκτος. Ο οίκτος δεν είναι αγάπη, Άννα Νοταρά. Αλλά μερικές φορές η αγάπη μπορεί να είναι οίκτος, όταν ένα ανθρώπινο πλάσμα, με την παρουσία του και μόνο, ξυπνάει τη συμπόνια σε κάποιο άλλο. Μην ξεχνάς πως δεν ήξερα ακόμα ότι ήταν πλούσια. Μάντευα απλώς ότι ήταν εύπορη, αφού την προστάτευαν οι Φραγκισκανοί. Ήθελε να με ντύσει με καινούργια ρούχα. Τα έστειλε εκεί που έμενα, μαζί μ' ένα πουγκί γεμάτο ασημένια νομίσματα. Όμως εγώ δε δέχτηκα τα δώρα της, ούτε καν για να της δώσω κάποια χαρά. Έπειτα μου 'δειξε ένα πορτρέτο από τα νιάτα της. Είδα πώς ήταν κάποτε και, επιτέλους, κατάλαβα. Καταστρέφοντας την ευτυχία της, ο Θεός την είχε αποκλείσει στην κόλαση του κορμιού της. Όταν με είδε στη γέφυρα, μ' ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και με πόθησε μολονότι στην αρχή δεν τολμούσε να το παραδεχτεί. Το πείσμα μου ξύπνησε όταν οι Φραγκισκανοί προσπάθησαν να με πείσουν να γίνω μέλος της αδελφότητάς τους. Έκαναν υπαινιγμούς ότι τάχα μού είχε απονεμηθεί κάποια εκκλησιαστική πρόσοδος σαν αμοιβή για τις υπηρεσίες μου ως μεταφραστή στην εκκλησιαστική σύνοδο. Θα την έπαιρνα αν γινόμουν ιερωμένος κι έμενα ανύπαντρος. Δεν είχα κανένα προστάτη. Ο Νικόλαος Κουζάνος είχε φύγει από καιρό, απεσταλμένος του πάπα στη Γερμανία. Αναρωτιόμουν γιατί μου 'δειχναν αυτή την ξαφνική συμπάθεια, μέχρι που η κυρία Γκίτα μού εξήγησε. Η επίσκεψή μου στο σπίτι της είχε αναστατώσει τους συγγενείς της. Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση. “Γιατί;” τη ρώτησα δισταχτικά. “Φοβούνται πως θα ξαναπαντρευτώ επειδή δεν έγινα καλόγρια”. Η σκέψη αυτή ήταν τόσο ανόητη, που έσκασα στα γέλια, μολονότι ήξερα πως εκείνη θα πληγωθεί. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήθελα τίποτα από αυτήν. Την επισκεπτόμουν από οίκτο, γιατί ήμουν μόνος, φοβερά μόνος κι απογοητευμένος».
   Μου ήταν δύσκολο να συνεχίσω, αλλά το έκανα: «Κάποιο βράδυ μια καταιγίδα μας ξάφνιασε στον κήπο. Μεγάλες γαλάζιες αστραπές έσχισαν το σκοτάδι και η γη έτρεμε από τις βροντές. Η συμφωνία της ένωσης των Εκκλησιών ήταν έτοιμη για υπογραφή. Ο σκύλος του αυτοκράτορα Ιωάννη άρχισε να γρυλλίζει, λες κι έβλεπε κατάματα το θάνατο, όταν διαβάστηκε το τελικό κείμενο. Αχ, ο Ιωάννης... Στη Φεράρα έστειλε στην εκκλησία κάποιον της ακολουθίας του να μετρήσει το θρόνο του πάπα για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι πιο ψηλός από τον δικό του. Κουβαλούσε μαζί του στις συνεδριάσεις το σκύλο του, ένα μαύρο σκυλί με άσπρες βούλες. Άλλες φορές ήταν τόσο μεθυσμένος, που έπρεπε να τον κρατάς για να μην πέσει. Τις μέρες που έκανε πολλή ζέστη κατάβρεχαν τη σκεπή της κατοικίας του στη Φλωρεντία με κρύο νερό από την πηγή, τη στιγμή που οι φτωχοί δεν είχανε να πιούνε. Άριστα, άριστα. Κι εγώ, ο ανόητος, είχα φανταστεί ένα καινούργιο μέλλον για την Ευρώπη. Απελευθέρωση από το φόβο, ειρήνη ανάμεσα στους λαούς, δημοκρατική διακυβέρνηση της Εκκλησίας, κοινή πίστη έπειτα από την ένωση. Αντί γι' αυτά, ζούσα μια κίβδηλη ευφορία, μια ψεύτικη ευτυχία, όπως αυτή που νιώθει κάποιος ετοιμοθάνατος τη στιγμή που του βγαίνει η ψυχή.
   «Εντάξει, λοιπόν», φώναξα κι ένιωσα το πρόσωπό μου να φλογίζεται από τη ντροπή. «Κοιμήθηκα μαζί της. Τη λυπήθηκα και της πρόσφερα το σώμα μου, γιατί δεν του έδινα καμιά αξία. Μοιράστηκα την κόλασή της πιστεύοντας πως κάνω κάποια καλή πράξη. Τρεις νύχτες πέρασα μαζί της. Μετά πούλησα ό,τι είχα και δεν είχα, τα ρούχα μου, ακόμα και τον Όμηρο, μοίρασα τα χρήματά μου στους φτωχούς κι έφυγα από τη Φλωρεντία. Μέχρι που η θεία δίκη με συνάντησε, το ίδιο φθινόπωρο, στον ορεινό δρόμο της Ασίζης. Η κυρία Γκίτα με είχε ακολουθήσει. Είχε μαζί της έναν Φραγκισκανό ιερέα κι έναν καλό δικηγόρο. Ήμουν βρόμικος, αχτένιστος, με γένια. Έβαλε να με πλύνουν, να με ξυρίσουν, να με κουρέψουν και μ' έντυσε με καινούργια ρούχα. Παντρευτήκαμε στην Ασίζη. Είχε μείνει έγκυος από μένα κι αυτό το θεώρησε κάτι σαν θαύμα. Μόνο τότε κατάλαβα τι παγίδα μού είχε στήσει ο Θεός. Δοκίμασα τη μεγαλύτερη ταραχή της ζωής μου».
   Ένιωσα την ανάγκη να σηκωθώ. Κοίταξα από το πρασινωπό παράθυρο το παραθαλάσσιο τείχος και τη θάλασσα του Μαρμαρά που άστραφτε πίσω του.
   «Με προειδοποίησαν να αποφύγω κάθε επικοινωνία μ' αυτό το σπίτι. Έπειτα από αυτή την επίσκεψη μπορεί να με κλείσουν στο μαρμάρινο πύργο. Ίσως να μη μπορέσει να με σώσει ούτε ο Ιουστινιάνης. Έτσι κι αλλιώς, είμαι πια στην εξουσία σου. Αυτό το κομμάτι της ζωής μου δεν το ξέρει κανείς. Βλέπεις, Άννα Νοταρά, η κυρία Γκίτα ανήκει στην οικογένεια των Μπάρντι. Όταν την παντρεύτηκα, έγινα ένας από τους πιο πλούσιους ανθρώπους της Φλωρεντίας. Μόνο το όνομα αυτό έκανε κάθε τραπεζίτη, από την Αμβέρσα μέχρι το Κάιρο κι από τη Δαμασκό μέχρι το Τολέδο, να υποκλίνεται βαθιά μπροστά μου.
   »Δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ να μάθω πόσα έδωσε στους μοναχούς και στον ίδιο τον πάπα για να εξασφαλίσει τον εαυτό της και την περιουσία της από τους συγγενείς της και να νομιμοποιήσει το γάμο μας. Εγώ δεν είχα ούτε ταυτότητα, τα έγγραφα που πιστοποιούσαν την καταγωγή μου είχαν μείνει στην Αβινιόν, στα χέρια του χρυσοχόου Τζερόλαμο. Και, βέβαια, εκείνος στη δίκη είχε αρνηθεί πως είχε στα χέρια του τα χαρτιά μου. Όμως ο δικηγόρος τα κανόνισε όλα. Πήρα καινούργιο όνομα. Ο Ιωάννης Άγγελος ξεχάστηκε. Στην αρχή μέναμε στο εξοχικό της στο Φιέζολε, μέχρι που γεννήθηκε ο γιος μας. Άφησα τα γένια μου να μεγαλώσουν και κατσάρωσα τα μαλλιά μου, ντυνόμουν όπως οι ευγενείς, έφερα με περηφάνια το σπαθί μου. Έτσι, κανείς δε μπορούσε ν' αναγνωρίσει το φτωχό Γάλλο γραμματέα της Συνόδου. Τέσσερα χρόνια άντεξα να ζω έτσι. Είχα όλα όσα λαχταρούσε η καρδιά μου: γεράκια, άλογα, βιβλία, εύθυμες συντροφιές, σοφούς φίλους. Ακόμα και οι Μέδικοι μ' ανέχονταν, αλλά όχι επειδή ήμουν εγώ. Ήμουν μονάχα ο πατέρας του παιδιού μου. Και ο γιος μου ήταν ένας Μπάρντι.
   »Η κυρία Γκίτα ηρέμησε κι άλλαξε εντελώς μόλις απόχτησε το γιο μας. Έγινε ευσεβής και δε βλαστημούσε πια. Έχτισε και μια εκκλησία. Μπορεί και να μ' αγαπούσε, αλλά πιο πολύ αγαπούσε το παιδί. Καθώς περνούσε ο καιρός, κατάλαβε πως δε με ήξερε καθόλου κι αυτό της έφερνε μεγάλη στενοχώρια. Συχνά με κοιτούσε ώρα πολλή. Η ευστροφία της τον καιρό που υπέφερε είχε γίνει σαν ένα κοφτερό μαχαίρι και μ' αυτό πολλές φορές πληγώναμε ο ένας τον άλλο. Σπούδαζα αστρονομία κοντά στον φημισμένο Τοσκανέλι. Διάβαζα Ωριγένη και Πλωτίνο στα ελληνικά. Μα όλο αυτό το διάστημα ήξερα μέσα μου ότι αυτή η ζωή δε μου ταίριαζε.
   »Άντεξα τέσσερα χρόνια. Μετά έγινα σταυροφόρος για ν' ακολουθήσω τον καρδινάλιο Ιούλιο Τσεζαρίνι στην Ουγγαρία. Άφησα ένα γράμμα στη γυναίκα μου κι έφυγα κρυφά. Πολλές φορές έχω φύγει κρυφά, Άννα Νοταρά. Η γυναίκα μου και ο γιος μου νομίζουν πως έπεσα στη μάχη της Βάρνας. Πλήρωσε ανθρώπους για να ψάξουν να με βρουν. Τα ίδια καράβια που έστειλαν για να ψάξουν το βασιλιά της Ουγγαρίας και τον καρδινάλιο Τσεζαρίνι, μ' έψαχναν κι εμένα. Στην Ανδριανούπολη φοβήθηκα πολλές φορές μήπως μ' αναγνωρίσει κάποιος έμπορος από τη Φλωρεντία. Αλλά σε δέκα χρόνια πολλά πράγματα λησμονιούνται. Οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουν και οι άνθρωποι. Στη Φλωρεντία με θεωρούν επισήμως νεκρό. Δεν περνάει καν από το μυαλό τους ότι μπορεί να ζω ακόμα. Καλύτερα έτσι. Και για τη γυναίκα μου, και για το γιο μου, μα πιο πολύ για μένα. Είμαι στην εξουσία σου, Άννα Νοταρά. Τώρα τα ξέρεις όλα. Μπορείς λοιπόν να με καταλάβεις;»
   Αλλά δεν της τα είχα πει όλα. Δεν της είπα ότι, πριν φύγω για την Ουγγαρία, είχα πάει στην Αβινιόν, είχα αρπάξει τον Τζερόλαμο από τα γένια και του είχα βάλει το μαχαίρι στο λαιμό. Δεν το ανέφερα αυτό κι ούτε σκοπεύω να το αναφέρω ποτέ. Είναι ένα μυστικό ανάμεσα σ' εμένα και στο Θεό, γιατί ο Τζερόλαμο δεν ήξερε να διαβάζει ελληνικά κι ούτε τολμούσε να δείξει τα χαρτιά σε κάποιον που ήξερε τη γλώσσα.
   Τι άλλο θα μπορούσα να της πω; «Ο γάμος μου ήταν μια τιμωρία του Θεού. Έπρεπε να γνωρίσω τα πλούτη και την καλοπέραση για να μπορέσω να τ' απαρνηθώ. Είναι πολύ πιο δύσκολο για έναν άνθρωπο να σπάσει τις χρυσές αλυσίδες παρά να σπάσει τα δεσμά που του επιβάλλουν τα βιβλία, ο νους, η φιλοσοφία. Όταν ήμουν παιδί με είχαν κλειδώσει σ' ένα σκοτεινό πύργο στην Αβινιόν. Από τότε η ζωή μου κύλησε από φυλακή σε φυλακή. Κάθε φορά που φανταζόμουν πως επιτέλους θα είμαι ελεύθερος, βρισκόταν στο δρόμο μου μια νέα φυλακή. Αλλά τώρα μου έχει μείνει η μία και μοναδική φυλακή, η φυλακή του κορμιού μου, της γνώσης, της θέλησης, της καρδιάς μου η φυλακή. Ξέρω πως γρήγορα θα δραπετεύσω κι από αυτήν. Δε μένει παρά λίγος καιρός ακόμα».
   Η Άννα Νοταρά κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. «Είσαι παράξενος άνθρωπος», είπε. «Δε σε καταλαβαίνω καθόλου. Με κάνεις και φοβάμαι».
   «Ο φόβος δεν είναι παρά ένας πειρασμός», είπα. «Ο άνθρωπος μπορεί να ελευθερωθεί κι από το φόβο, να πάρει των ομματιών του και να φύγει γνωρίζοντας πως δεν έχει τίποτα να χάσει παρά μοναχά τις αλυσίδες του. Ο φόβος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αγωνία μήπως χάσεις κάτι. Τι έχει να χάσει όμως ένας σκλάβος;»
   «Κι εγώ;» ρώτησε χαμηλόφωνα. «Γιατί ήρθες να με βρεις;» 
   Χαμογέλασα. «Υπάρχουν απλοί και πολύπλοκοι άνθρωποι», είπα. «Παλιότερα, ήμουν κι εγώ πολύπλοκος. Σιγά σιγά έγινα πολύ απλός. Τόσο απλός, που δε φαντάζεσαι. Παρά λίγο να τα κάνεις πάλι όλα πολύπλοκα, αλλά έπειτα από αυτήν εδώ την επίσκεψη όλα μοιάζουν ξανά πολύ απλά. Όχι, τα μάτια σου δε θα θολώσουν την καθαρότητα της καρδιάς μου».
   «Κι εγώ;» ρώτησε ξανά.
   «Η επιλογή είναι δική σου», είπα, «όχι δική μου. Τόσο απλά είναι τα πράγματα».
   Έσφιξε τα χέρια της και κούνησε με ορμή το κεφάλι της: «Όχι, όχι. Δεν είναι δυνατόν να πιστεύεις αυτά που λες!»
   Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Γιατί πιστεύεις πως σου είπα όλα αυτά τα πράγματα για μένα;» παρατήρησα. «Για το τίποτα ή για να σου προκαλέσω το ενδιαφέρον; Νόμιζα πως με ξέρεις καλύτερα. Όχι, ήθελα να σου δείξω ότι τίποτα δεν έχει σημασία απ' όσα νομίζεις ή απ' όσα σε έχουν μάθει. Ο πλούτος και η φτώχια, η δύναμη και ο φόβος, η τιμή και η ατιμία, η γνώση και η ανοησία, η ομορφιά και η ασχήμια, το καλό και το κακό, τίποτα απ' όλα αυτά δεν έχει σημασία. Το μόνο που έχει σημασία είναι τι κάνουμε για μας τους ίδιους και τι στ' αλήθεια θέλουμε να είμαστε. Η μόνη αληθινή αμαρτία είναι να τα παρατήσεις. Τα έχω πετάξει όλα από πάνω μου. Είμαι ένα τίποτα. Και αυτό είναι το πιο ψηλό σημείο που μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος. Αυτή η ήρεμη αίσθηση της δύναμης και της αυτοκυριαρχίας. Τίποτε άλλο δεν έχω να προσφέρω. Η επιλογή είναι δική σου».
   Άρχισε να ταράζεται. Έσφιξε τα χείλη της. Τα καστανά της μάτια πάγωσαν και γέμισαν μίσος. Δεν ήταν όμορφη πια.
   «Έχεις ένα γιο», είπε. «Είναι δεκατριών χρόνων, μπορεί και περισσότερο. Αφού πιστεύεις πως είσαι τόσο καλός, γιατί δεν είσαι κοντά στο παιδί σου, να το αναθρέψεις έτσι που να γίνει κι αυτό ένα τίποτα; Είναι σάρκα σου κι αίμα σου. Πήγαινε μαζί του, όχι μ' εμένα».
   «Όχι, όχι!» αντέτεινα. «Γιατί να κάνω κακό στο παιδί μου; Είναι ένας Μπάρντι. Ας είναι ευτυχισμένος με τον τρόπο που συνηθίζουν οι άνθρωποι. Κι εκτός αυτού, κανένας πατέρας δε μπορεί να αναθρέψει το παιδί του και να το κάνει ίδιο μ' εκείνον. Αυτά είναι φαντασίες. Βαθιά στην καρδιά του κάθε πατέρας μισεί το γιο του και κάθε γιος τον πατέρα του. Ο γιος μου έχει τη μοίρα του κι εγώ τη δική μου».
   «Κι εγώ;» ρώτησε γι' άλλη μια φορά. «Τι θέλεις από μένα;»
   «Όταν είδα τα μάτια σου, κατάλαβα πως ένας άνθρωπος χρειάζεται έναν άλλο άνθρωπο», είπα. «Μη γελιέσαι, το ξέρεις κι εσύ αυτό. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μόνο μια φορά και σε μερικούς δε συμβαίνουν ποτέ. Μιλώντας για τον εαυτό μου ήθελα να σου δείξω πως όλα όσα είχες μέχρι τώρα και όσα νόμιζες πως έχεις είναι απατηλά. Δε θα 'χανες τίποτα αν τα άφηνες. Όταν θα 'ρθουν οι Τούρκοι, τότε θ' αναγκαστείς να χάσεις πολλά. Θα 'θελα να διώξεις μέσα απ' την καρδιά σου εκείνα που έτσι κι αλλιώς θα χάσεις».
   «Λόγια!» φώναξε κι άρχισε να τρέμει. «Λόγια, λόγια, μονάχα λόγια!»
   «Τα έχω βαρεθεί κι εγώ τα λόγια», παρατήρησα. «Αλλά δε μπορώ να σε κλείσω στην αγκαλιά μου αφού μας βλέπει ο ευνούχος σου. Ξέρεις καλά πως όλα θα μπορούσες να τα καταλάβεις αν σ' έκλεινα για λίγο στην αγκαλιά μου. Τότε δε θα χρειαζόμασταν τα λόγια».
   «Είσαι τρελός!» μου είπε και τραβήχτηκε. Αλλά τα μάτια μας συναντήθηκαν, όπως τότε, στην Αγία Σοφία. Τα μάτια μας είδαν μέσα μας.
   «Άννα, αγάπη μου», την παρακάλεσα. «Ο καιρός μας χάνεται, η άμμος κυλάει στην κλεψύδρα. Όταν σε είδα για πρώτη φορά, σε αναγνώρισα. Αυτό έπρεπε να γίνει. Ο Θεός είναι πιο μεγάλος απ' όσο μπορούμε να φανταστούμε. Μπορεί να 'χουμε συναντηθεί σε κάποια άλλη ζωή. Μπορεί να γεννηθούμε ξανά μόνο και μόνο για να συναντηθούμε. Αλλά δε μπορούμε να ξέρουμε τίποτα γι' αυτά. Ένα είναι βέβαιο, ότι συναντηθήκαμε κι ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Και αυτή μπορεί να είναι η μόνη μας ευκαιρία, ο μοναδικός τόπος, η μοναδική στιγμή στον κόσμο που θα μπορούσαμε να συναντηθούμε. Πού να το ξέρουμε; Γιατί λοιπόν διστάζεις; Γιατί ξεγελάς τον εαυτό σου;»
   Σήκωσε το χέρι της και σκέπασε τα μάτια της. Γύρισε με τη φαντασία πάλι στο σπίτι της, στα ταξίδια της, στα παράθυρά της, στα πορφυρά της δάπεδα, στην πραγματικότητα. Στον τρόπο που μεγάλωσε, σ' αυτά που ήξερε.
   «Ανάμεσά μας είναι ο πατέρας μου», είπε χαμηλόφωνα.
   Είχα χάσει το παιγνίδι. Επέστρεψα κι εγώ στην πραγματικότητα.
   «Έφυγε μαζί με τα καράβια», είπα. «Γιατί;»
   «Γιατί;» άστραψε και βρόντηξε. «Ρωτάς κι εσύ; Γιατί κουράστηκε από τους αδέξιους πολιτικούς χειρισμούς ενός ανίκανου αυτοκράτορα. Γιατί ο πατέρας μου δε σκύβει το κεφάλι στο σουλτάνο, όπως ο Κωνσταντίνος. Όταν είναι πόλεμος, έχει μάθει να πολεμάει. Ρωτάς γιατί; Γιατί είναι ο μόνος αληθινός άντρας σ' αυτή την πόλη. Ο μόνος αληθινός Έλληνας.  Δε στηρίζεται στη βοήθεια των Λατίνων, παρά μονάχα στον εαυτό του και στους δρόμωνες».
   Τι μπορούσα να πω; Σωστά ή λάθος, αγαπάει τον πατέρα της. Είναι η Άννα Νοταρά.
   «Έχεις κάνει, λοιπόν, την επιλογή σου», είπα. «Σκοπεύεις να μιλήσεις στον πατέρα σου για μένα;»
   «Ναι, σκοπεύω», απάντησε με ευθύτητα. «Θα μιλήσω στον πατέρα μου για σένα».
   Είχα πέσει μόνος μου στην παγίδα. Δεν της είπα τίποτε άλλο, δεν ήθελα ούτε να την κοιτάξω. Αλλά έπρεπε να συμβεί κι αυτό.

15 Φεβρουαρίου 1453

   Ο στόλος γύρισε χτες. Και οι πέντε δρόμωνες. Οι σημαιούλες κυμάτιζαν, οι ναύτες χτυπούσαν τα τύμπανα, φλογέρες ηχούσαν. Οι μικρές μπρούντζινες βομβάρδες βρόντηξαν. Ο λαός έτρεξε στο λιμάνι και γέμισε τις επάλξεις των τειχών ανεμίζοντας λευκά πανιά. Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς είχε νικήσει τους Τούρκους.
   Είχε αιφνιδιάσει δύο μικρά χωριά, στην ασιατική πλευρά της θάλασσας του Μαρμαρά, και είχε αιχμαλωτίσει τους κατοίκους τους. Οι κάτοικοι των άλλων χωριών πρόλαβαν να το σκάσουν, όμως εκείνος έκαψε τα σπίτια τους. Έφτασε ως την Καλλίπολη, όπου βύθισε ένα τουρκικό εμπορικό πλοίο. Όταν βγήκαν οι τουρκικές πολεμικές γαλέρες,  εκείνος γύρισε στο λιμάνι.
   Τι θρίαμβος! Με τι γιορτές υποδέχτηκε ο λαός τους Έλληνες ναύτες! Με τι επευφημίες το μεγάλο δούκα, καθώς αυτός πήγαινε στο σπίτι του καβάλα στο άλογό του! Ο Ιουστινιάνης και οι Λατίνοι στρατιώτες έμειναν στη σκιά. Ο Νοταράς ήταν ο εθνικός τους ήρωας για μια ολόκληρη μέρα.

 18 Φεβρουαρίου 1453

   Η απάντηση ήρθε από την Ανδριανούπολη. Ο σουλτάνος Μωάμεθ έβαλε να διαβάσουν δημοσίως την επιστολή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, σαν απόδειξη για την προδοσία των Ελλήνων, κι έπειτα πρόσταξε να την ποδοπατήσουν. Οι αγγελιοφόροι του με τα σιδερένια σαντάλια μετέφεραν γρήγορα την είδηση σε όλες τις τουρκικές πόλεις. Οι δερβίσηδες κήρυτταν εκδίκηση. Οι οπαδοί της ειρήνης δε μπορούσαν παρά να σιωπήσουν. Ο Μωάμεθ προκάλεσε και τις χώρες της Δύσης να γίνουν μάρτυρες σ' αυτή την προδοσία.
   «Γι' άλλη μια φορά οι Έλληνες αθέτησαν τους όρκους και τις συμφωνίες μόλις τους δόθηκε η ευκαιρία. Παραδίδοντας την Εκκλησία του στην εξουσία του πάπα, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος διέρρηξε και τους τελευταίους δεσμούς φιλίας ανάμεσα στους Τούρκους και τους Έλληνες. Μοναδικός σκοπός του είναι να ξεσηκώνει τις χώρες της Δύσης εναντίον των Τούρκων. Με λόγια απατηλά και υποκρισίες προσπαθεί ακόμα να κρύψει τους σκοπούς του, αλλά τα χωριά των Οθωμανών στα παράλια του Μαρμαρά, που βρίσκονται μέσα στις φλόγες, μαρτυρούν τις αληθινές προθέσεις του. Η δίψα των Βυζαντινών για κατακτήσεις απειλεί την ίδια μας την ύπαρξη. Η προδοσία και η σκληρότητα των Ελλήνων ζητάει εκδίκηση, ώστε να εκλείψει η αιώνια απειλή και ν' απελευθερωθεί το βασίλειο από τον ελληνικό κίνδυνο που ελλοχεύει αδιάκοπα. Είναι, λοιπόν, υποχρέωση κάθε καλού πιστού να ξεσηκωθεί και ν' αρχίσει ιερό πόλεμο. Όποιος υποστηρίζει ακόμα τους Έλληνες είναι προδότης του έθνους. Το σπαθί του σουλτάνου θα υψωθεί και θα τους τιμωρήσει για να εκδικηθεί τους πιστούς που δολοφονήθηκαν, βασανίστηκαν, κάηκαν ζωντανοί ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι».
   Για να εξαλείψει και τις τελευταίες αμφιβολίες, ο σουλτάνος πρόσταξε να διαβαστούν σε όλα τα τζαμιά, στην προσευχή της Παρασκευής, τα ονόματα των Τούρκων που σκοτώθηκαν από τους ναύτες του αυτοκράτορα. 
   Η επιχείρηση του στόλου πρόσφερε στο σουλτάνο Μωάμεθ το έσχατο επιχείρημα που χρειαζόταν ώστε να συντρίψει ολοκληρωτικά τους οπαδούς της ειρήνης και τη σθεναρή αντίσταση του βεζίρη Χαλίλ. Όποιος τολμήσει να καταφερθεί εναντίον της πολιορκίας βάζει το κεφάλι του σε κίνδυνο. Ακόμα και ο Χαλίλ κινδυνεύει, μολονότι είναι βεζίρης εδώ και τρεις γενιές.
   Από στρατιωτική άποψη, η ναυτική επιχείρηση ήταν άνευ σημασίας. Αναστάτωσε μονάχα τους φρουρούς της Καλλίπολης. Είναι πια μάταιο να ελπίζει κανείς ότι κάποιο καράβι θα καταφέρει να περάσει μυστικά από τα στενά προς το Αιγαίο για να μεταφέρει την έκκληση βοήθειας του αυτοκράτορα στις δυτικές χώρες. Αν, βέβαια, ωφελούσε οποιαδήποτε έκκληση βοήθειας. Οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορα μάταια έχουν γονατίσει με δάκρυα στα μάτια μπροστά σε όλους τους πρίγκιπες της Ευρώπης. Η Δύση ξέρει καλά πως η Κωνσταντινούπολη πεθαίνει. Αλλά η μόνη τους απάντηση είναι η αδιαφορία, μολονότι γνωρίζουν ότι στα τείχη της Κωνσταντινούπολης ρυθμίζεται το μέλλον ολόκληρης της Ευρώπης.
   Γιατί ο Λουκάς Νοταράς ανοίχτηκε στη θάλασσα; Ήξερε τι έκανε;

   21 Φεβρουαρίου 1453

   Ένας σφοδρός και θυελλώδης Φεβρουάριος. Ανεμοστρόβιλοι σαρώνουν τους δρόμους, σηκώνουν τη σκόνη και τα σκουπίδια στον αέρα, παίρνουν στέγες στο πέρασμά τους. Την ώρα που το λιμάνι μοιάζει γαλήνιο η θάλασσα ταράζεται ξαφνικά, τα καράβια κλυδωνίζονται και τραβούν τα σκοινιά που κρατούν δεμένες τις άγκυρες. Ο ανεμοστρόβιλος φεύγει προς τη μεριά της θάλασσας, λες και μας δείχνει το δρόμο για να φύγουμε μακριά από την καταδικασμένη πόλη.
   Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας μένει άδεια στη διάρκεια της λειτουργίας. Απειλούν τους ιερείς της και τους αναθεματίζουν στους δρόμους. Η μνημόνευση του ονόματος του πάπα Νικολάου στο εγκώμιο προκαλεί απέχθεια και μίσος. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος προτιμάει να μένει στην κατοικία του. Ο μοναχός Γεννάδιος στο κελί του στη μονή του Παντοκράτορα. Αλλά το αδιάλλακτο μίσος που τους χωρίζει αστράφτει πάνω από την πόλη,  θαρρείς και μπορείς να το δεις να πλανιέται στον άνεμο.
   Νεαροί καλόγεροι, εργάτες, αστοί και έμποροι που πριν δεν ήξεραν πώς να κρατήσουν το σπαθί, τώρα εξασκούνται υπάκουα στη χρήση των όπλων, σε ομάδες από δέκα και από εκατό άντρες υπό τις οδηγίες των έμπειρων στρατιωτών του Ιουστινιάνη. Τώρα που αντικρίζουν κατάματα την πραγματικότητα, θέλουν να πολεμήσουν για την πίστη τους, θέλουν να φανούν αντάξιοι των Λατίνων. Σκοπεύουν να κρατήσουν την πόλη τους.
   Οι περικεφαλαίες και οι δερμάτινοι θώρακες δεν επαρκούν για όλους τους εθελοντές και για όσους κλήθηκαν στα όπλα κατά διαταγήν του αυτοκράτορα. Ακόμα κι εκείνοι που πήραν περικεφαλαία τη βγάζουν στην πρώτη ευκαιρία και διαμαρτύρονται πως είναι βαριά και τους ενοχλεί. Λένε πως τα λουριά στους θώρακες είναι στενά και πως οι σιδερένιες περικνημίδες δεν τους αφήνουν να κουνηθούν.
   Δεν τους κρίνω. Δεν τους κατηγορώ. Κάνουν ό,τι μπορούν. Έχουν συνηθίσει τις ειρηνικές ασχολίες τους κι έτρεφαν πάντα εμπιστοσύνη στα τείχη της πόλης και στους μισθοφόρους του αυτοκράτορα. Σε ένα ανοιχτό μέρος, ένας και μόνο γενίτσαρος θα μπορούσε να κανονίσει με το σπαθί του δέκα τέτοιους εθελοντές.
   Κοιτάζω τα όμορφα, λεπτά χέρια που ξέρουν να σκαλίζουν υπέροχα το φίλντισι. Κοιτάζω τα μάτια που έχουν ασκηθεί να χαράζουν εικόνες αγίων πάνω σε ημιπολύτιμους λίθους. Άντρες που ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν, άντρες που ξέρουν να ζωγραφίζουν με λεπτά πινέλα κόκκινα και χρυσά κεφαλογράμματα στα Ευαγγέλια. Τώρα πρέπει να μάθουν να χτυπούν με το σπαθί τα ακάλυπτα μέλη, να σημαδεύουν με το ακόντιο τα πρόσωπα, να ρίχνουν τα βέλη τους σε μάτια που βλέπουν τον ουρανό και τη γη.
   Παράλογος κόσμος. Παράλογη εποχή.

   24 Φεβρουαρίου 1453

   Το αμυντικό σχέδιο του Ιουστινιάνη είναι έτοιμο. Χώρισε τους Λατίνους ανάλογα με την εθνικότητά τους και τους τοποθέτησε στα πιο ευάλωτα σημεία του τείχους και στις πύλες. Οι Βενετσιάνοι και οι Γενοβέζοι θα συναγωνιστούν για τη δόξα. Ακόμα κι από το Πέραν  ήρθαν μερικοί νεαροί και κατατάχτηκαν στο στρατό του Ιουστινιάνη. Η συνείδησή τους δεν αντέχει να μείνουν αμέτοχοι σ' αυτό τον πόλεμο από τον οποίο, σε τελευταία ανάλυση, εξαρτάται η τύχη της Δύσης.
   Ο Ιουστινιάνης βασίζεται μονάχα στους Λατίνους, στο πυροβολικό του αυτοκράτορα και στους μηχανικούς. Οι υπόλοιποι Έλληνες θα χρησιμεύσουν για να επανδρώσουν τα τείχη, αλλά κι αυτοί είναι απαραίτητοι. Το χερσαίο τείχος, που είναι το μεγαλύτερο, έχει μήκος δέκα χιλιάδες βήματα και διαθέτει εκατό πύργους. Το παραθαλάσσιο τείχος και το τείχος από την πλευρά του λιμανιού, στο τεράστιο αμυντικό τρίγωνο, έχουν το ίδιο μήκος, αλλά μάλλον δεν πρόκειται να διατρέξουν κίνδυνο. Το λιμάνι προστατεύεται από τα πολεμικά πλοία των Λατίνων, που είναι καλύτερα από τα αντίστοιχα των Τούρκων. Το παραθαλάσσιο τείχος είναι απίθανο να καταφέρουν να το πλήξουν, γιατί τα ελαφρά τουρκικά πλοία μπορείς να τα κάψεις με το υγρό πυρ ακόμα και σε απόσταση βολής τόξου. Γι' αυτό το λόγο, οι μηχανικοί του αυτοκράτορα έχουν κατασκευάσει ειδικά βλήματα. Κρύβουν όμως το στρατιωτικό τους μυστικό και δε το φανερώνουν στους Λατίνους.
   Ο Ιουστινιάνης υπολογίζει πως, έτσι κι αλλιώς, η κύρια μάχη θα δοθεί σε διάφορα σημεία του χερσαίου τείχους. Την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, στην κοιλάδα του Λύκου, που είναι στο κέντρο του μεγάλου τείχους, θα την υπερασπιστούν αυτός και οι σιδερόφραχτοι Γενοβέζοι του. Από εκεί θα μπορεί να στείλει γρήγορα ενισχύσεις όπου κι αν χρειαστεί. Αλλά η τελική θέση των αμυντικών δυνάμεων θα εξαρτηθεί τελικά κι από το πώς θα τοποθετήσει ο σουλτάνος τις δικές του δυνάμεις. Όταν ο Μουράτ πολιόρκησε την πόλη, εδώ και τριάντα χρόνια, τοποθέτησε τη σκηνή του στο λόφο, απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Και τότε η Πύλη του Αγίου Ρωμανού και η κοιλάδα του Λύκου ήταν το σημείο που κινδύνεψε περισσότερο. Αλλά τότε οι Τούρκοι δεν είχαν κανόνια.
   Η μεγάλη βιασύνη έχει πια καταλαγιάσει. Τα τείχη ενισχύονται συνεχώς, αλλά όλα γίνονται μεθοδικά και ο καθένας ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει κάθε στιγμή της ημέρας. Με τον ίδιο τρόπο συνεχίζονται και οι στρατιωτικές ασκήσεις, μολονότι οι μεγάλες αποστάσεις δυσχεραίνουν την προσπάθεια, αφού οι εθελοντές πρέπει να πάνε σπίτι τους για φαγητό.
   Ο μέγας δούκας Λουκάς Νοταράς μένει κλεισμένος στο σπίτι του μετά από τη ναυτική επιχείρηση. Έπειτα από συμβουλή του Ιουστινιάνη, ο αυτοκράτορας του απαγόρευσε αυστηρά να ξαναβγεί με τους δρόμωνες στη θάλασσα. Ο Νοταράς από τη μεριά του ισχυρίζεται με την ίδια αυστηρότητα πως έκανε το σωστό και κατηγορεί τον αυτοκράτορα πως είναι δειλός και κάνει ό,τι του λένε οι Λατίνοι.
   Ο Νοταράς αφήνει να εννοηθεί πως περιμένει τον Ιουστινιάνη να συνεννοηθεί μαζί του για την άμυνα της πόλης, καθώς και για την παράταξη των δυνάμεων. Ως δούκας και διοικητής του αυτοκρατορικού στόλου, θεωρεί τον εαυτό του τουλάχιστον ίσο με τον Ιουστινιάνη, παρόλο που ο τελευταίος έχει το βαθμό του πρωτοστράτορα. Πιο πολύ, βέβαια, είναι περίεργος να μάθει τι θέση προορίζει γι' αυτόν ο Ιουστινιάνης στο αμυντικό του σχέδιο. Δεν είναι δυνατόν να τον αγνοήσουν, γιατί είναι άνθρωπος με υψηλή θέση και μεγάλη επιρροή. Όμως στα πλοία τους οι Λατίνοι καπετάνιοι είναι κυρίαρχοι και δέχονται εντολές μόνο από τον αυτοκράτορα. Ώστε, στην πραγματικότητα ο Νοταράς έχει υπό τις διαταγές του μονάχα αυτούς τους πέντε δυσκίνητους δρόμωνες που μπάζουν νερά από παντού. Και αυτοί, όμως, τυπικά ανήκουν στον αυτοκράτορα, μολονότι ο Νοταράς τους έχει επισκευάσει και τους έχει εξοπλίσει με δικά του έξοδα.
   Αν κι έχει κερδίσει την εύνοια του λαού, ο Λουκάς Νοταράς είναι πολύ μοναχικός άνθρωπος, ιδιαίτερα αυτές τις μέρες. Έτσι τουλάχιστον το βλέπουν από το παλάτι των Βλαχερνών.

26 Φεβρουαρίου 1453

   Είχα προλάβει να ξεντυθώ, όταν ο Μανουήλ ήρθε να μου πει πως με ζητούσε ένας νεαρός Έλληνας. Δε σηκώθηκα από το κρεβάτι, ήμουν πολύ κουρασμένος.
   Ο νεαρός μπήκε χωρίς να υποκλιθεί και κοίταξε με περιέργεια το δωμάτιο, ζαρώνοντας τη μύτη του στη μυρωδιά από το δέρμα, το χαρτί και το βερνίκι. Τον αναγνώρισα. Τον είχα ξαναδεί να ιππεύει στον Ιππόδρομο. Ήταν ο μικρότερος αδελφός της Άννας Νοταρά.
   Πάγωσα. Ο δυνατός άνεμος χτυπούσε τα παραθυρόφυλλα.
   «Έξω είναι σκοτεινά» είπε ο νεαρός. «Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος, δε μπορείς καλά καλά να δεις μπροστά σου».
   Είναι ένα δεκαεπτάχρονο, όμορφο αγόρι, με επίγνωση της ομορφιάς του και της ευγενικής καταγωγής του, αλλά συμπαθητικό. Ήταν πολύ περίεργος να μάθει για μένα.
   «Εσύ δραπέτευσες από το στρατόπεδο των Τούρκων;» με ρώτησε. «Μιλάνε πολύ για σένα εδώ στην πόλη. Κάποιος σ' έδειξε την ώρα που περνούσες καβάλα στο άλογό σου. Ο πατέρας μου θα ήθελε να σε συναντήσει, αν δε σου είναι κόπος. Όπως σου είπα ήδη, έξω είναι σκοτεινά. Δε θα σε δει κανείς», είπε γυρίζοντας το βλέμμα του αλλού.
   «Δε μ' αρέσει να τριγυρίζω στο σκοτάδι», είπα. «Μα δε μπορώ και να παρακούσω τη διαταγή του πατέρα σου».
   «Δεν πρόκειται για διαταγή», διαμαρτυρήθηκε ο νεαρός. «Πώς θα μπορούσε να σε διατάξει ο πατέρας μου; Έχεις καταταγεί στο στρατό του Ιουστινιάνη. Δε θέλει να σε συναντήσει με την ιδιότητά σου του αξιωματικού αλλά του επισκέπτη, ίσως και φίλου. Ίσως έχεις να του δώσεις πολύτιμες πληροφορίες. Είναι περίεργος να μάθει για σένα. Δε θέλει, όμως, να σου προκαλέσει προβλήματα αν θεωρείς πως είναι προτιμότερο να μην έρθεις».
   Ο νεαρός μιλούσε ζωηρά για να κρύψει την αμηχανία που του προξενούσε η αποστολή του. Ήταν ένας ειλικρινής και γοητευτικός νέος. Ούτε σ' εκείνον άρεσε να περπατάει στο σκοτάδι. Γιατί άραγε ο πατέρας του να κρατάει μυστικό ένα τόσο απλό πράγμα, ώστε να μην εμπιστεύεται ούτε τους υπηρέτες του κι έστειλε τον ίδιο το γιο του να με πάρει;
   «Πρόβατο επί σφαγή», σκέφτηκα. «Ένα καλοθρεμμένο κριάρι που θα θυσιαστεί στο βωμό της φιλοδοξίας. Ακόμα και το γιο του είναι πρόθυμος να θυσιάσει».
   Ήταν αδελφός της Άννας Νοταρά. Όταν ντύθηκα, του χαμογέλασα φιλικά και τον χτύπησα απαλά στον ώμο. Παραξενεύτηκε και κοκκίνισε, μα χαμογέλασε κι αυτός. Δε με θεωρούσε λοιπόν άτομο κατώτερης κοινωνικής τάξης.
   Ο βοριάς ούρλιαζε μέσα στη νύχτα και σου 'κοβε την ανάσα. Τα ρούχα μας κολλούσαν στο σώμα μας. Ήταν σκοτάδι πίσσα. Τα σύννεφα έτρεχαν βιαστικά κι ανάμεσά τους έλαμπαν πού και πού τ' αστέρια. Ο κίτρινος σκύλος με πήρε από πίσω, αν και του το απαγόρευσα, και γλίστρησε μέσα στο σκοτάδι. Πήρα το φανάρι από τα χέρια του Μανουήλ και το έδωσα στον νέο. Αυτό δεν του άρεσε, αλλά το πήρε και φώτισε το δρόμο χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Αλήθεια, ποιος νόμιζε πως ήμουν; Σ' όλο το δρόμο ο σκύλος μάς ακολουθούσε, ακόμα και χωρίς την άδειά μου, λες και ήθελε να με προστατεύσει.
   Το παλάτι του Νοταρά ήταν σκοτεινό. Μπήκαμε από την πίσω πόρτα, από τη μεριά του θαλάσσιου τείχους. Δε μας είδε κανένας, αλλά η νύχτα έμοιαζε γεμάτη από κρυφά βλέμματα. Ο άνεμος μιλούσε με βογγητά κι αναστεναγμούς, αλλά δεν κατάφερνα να ξεχωρίσω τις λέξεις. Το κεφάλι μου βούιζε, ένιωθα σχεδόν μεθυσμένος από το δυνατό αέρα.
   Στο διάδρομο επικρατούσε θανάσιμη σιωπή. Ένας θερμός αέρας ήρθε καταπάνω μας. Ανεβήκαμε τη σκάλα. Στο δωμάτιο υπήρχε ένα γραφείο και πάνω ήταν απλωμένα πένες και χαρτιά, καθώς και μεγάλα, όμορφα δεμένα βιβλία. Μπροστά από την εικόνα των Τριών Μάγων έκαιγε ένα καντήλι μ' αρωματικό λάδι. 
   Είχε σκυμμένο το κεφάλι του, λες και τον βασάνιζαν οι σκέψεις. Στα μεγάλα, υγρά του μάτια καθρεφτιζόταν η αρχαία, ανείπωτη μελαγχολία της ελληνικής φυλής. Δε χαμογέλασε. Υποκλίθηκα. Δέχτηκε το χαιρετισμό μου ως μια φυσιολογική εκδήλωση σεβασμού. Στράφηκε στο γιο του και του είπε: «Δε σε χρειάζομαι άλλο». Του νεαρού τού κακοφάνηκε, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Φαίνεται πως ήταν πολύ περίεργος ν' ακούσει τι θα λέγαμε. Κούνησε, όμως, το όμορφο κεφάλι του, μου ευχήθηκε καληνύχτα και βγήκε από το δωμάτιο. 
   Μόλις έφυγε ο νεαρός, ο Λουκάς Νοταράς ζωντάνεψε. Με κοίταξε λες και με ήξερε καλά και είπε: «Ξέρω τα πάντα για σένα, κυρ Ιωάννη Άγγελε, γι' αυτό θα σου μιλήσω ανοιχτά».
   Ο τρόπος που μου μίλησε φανέρωνε πως ήξερε για την ελληνική μου καταγωγή. Δεν ξαφνιάστηκα, αναστατώθηκα όμως.
   «Θα μου μιλήσεις ανοιχτά;» είπα. «Έτσι μιλούν μόνο αυτοί που σκοπεύουν να κρατήσουν κρυφές τις σκέψεις τους. Τολμάς να είσαι ειλικρινής τουλάχιστον με τον εαυτό σου;»
   «Ήσουν στην ακολουθία του Μωάμεθ», είπε. «Δραπέτευσες από το στρατόπεδό του το φθινόπωρο. Κάποιος που κατέχει μια τέτοια θέση, δεν το κάνει χωρίς να 'χει κάποιο σκοπό».
   «Ας μιλήσουμε καλύτερα για τους δικούς σου σκοπούς, μεγάλε δούκα», αντέτεινα. «Όχι για τους δικούς μου. Δε θα με καλούσες κρυφά εδώ, μπροστά σου, μέσα στη νύχτα, αν δε θεωρούσες πως θα μπορούσα να σου φανώ χρήσιμος».
   Για πρώτη φορά τού ξέφυγε μια κίνηση ανυπομονησίας. Είχε και το δικό του δαχτυλίδι μέγεθος παλάμης μικρού παιδιού. Ο πράσινος μανδύας που φορούσε πάνω από τα ρούχα τού έφτανε ως τους αγκώνες κι άφηνε να φαίνονται τα μανίκια του που ήταν από πορφυρό μεταξωτό, κεντημένα με χρυσή κλωστή, όμοια με του αυτοκράτορα.
   «Εσύ προσπαθούσες να 'ρθεις σ' επαφή μαζί μου από την αρχή», παρατήρησε. «Ήσουν πολύ προσεχτικός, κι αυτό είναι το σωστό τόσο για σένα όσο και για μένα. Η προσπάθειά σου να γνωρίσεις την κόρη μου, τάχα από σύμπτωση, ήταν πολύ έξυπνη. Μια άλλη φορά τη συνόδευσες στο σπίτι, όταν έχασε τους συνοδούς της. Κι όσο ήμουν στη θάλασσα, τόλμησες να 'ρθεις στο σπίτι μου μέρα μεσημέρι. Ήθελες, λέει, μόνο να συναντήσεις την κόρη μου. Πολύ έξυπνο εκ μέρους σου».
   «Υποσχέθηκε να σου μιλήσει για μένα», παραδέχτηκα.
   «Η κόρη μου σε συμπαθεί», είπε χαμογελώντας. «Δεν ξέρει ποιος είσαι, ούτε μαντεύει τους σκοπούς σου. Είναι ευαίσθητη και περήφανη. Δεν ξέρει τίποτα, καταλαβαίνεις;»
   «Είναι πολύ όμορφη», είπα.
   Ο μέγας δούκας έκανε μια χειρονομία. «Είσαι υπεράνω αυτού του πειρασμού. Η κόρη μου δεν είναι για σένα».
   «Μην είσαι τόσο βέβαιος γι' αυτό, μεγάλε δούκα», τον προειδοποίησα.
   Για πρώτη φορά άφησε να φανεί κάποια έκπληξη στο πρόσωπό του. «Θα το δούμε στην ώρα του, έπειτα όμως από όλα αυτά», είπε. «Το παιχνίδι που παίζεις είναι πολύ δύσκολο κι επικίνδυνο για να τολμήσεις ν' ανακατέψεις και μια γυναίκα. Ίσως το κάνεις για να καλυφθείς, όχι όμως για κάποιον άλλο λόγο. Περπατάς σε τεντωμένο σκοινί, Ιωάννη Άγγελε. Και δεν πρέπει να παραπατήσεις».
   «Ξέρεις πολλά, μεγάλε δούκα», παραδέχτηκα. «Αλλά εμένα δε με ξέρεις».
   «Ξέρω πολλά», συμφώνησε. «Περισσότερα από όσα νομίζεις. Ακόμα και η σκηνή του σουλτάνου σου δεν είναι ασφαλές μέρος για συζητήσεις. Υπάρχουν κι εκεί παντού αυτιά. Ξέρω πως δεν έφυγες επειδή μάλωσες με το σουλτάνο. Ξέρω πως όταν έφυγες σου χάρισε ένα μεγάλο πετράδι. Δυστυχώς, το ξέρει και ο αυτοκράτορας, το ξέρει και ο Σφραντζής. Γι' αυτό και παρακολουθούν κάθε σου βήμα από τη στιγμή που ήρθες στην Κωνσταντινούπολη. Δε θέλω να ξέρω πόσα υποχρεώθηκες να πληρώσεις προκειμένου να καταταγείς στο στρατό του Ιουστινιάνη. Όλους τους Λατίνους μπορείς να τους εξαγοράσεις. Αν κάνεις όμως και το παραμικρό λάθος, δε θα μπορέσει να σε γλιτώσει ούτε ο Ιουστινιάνης».
   Κούνησε πάλι το χέρι του. «Είναι γελοίο», είπε. «Μόνο η εξουσία του Μωάμεθ σε προστατεύει εδώ. Στην Κωνσταντινούπολη! Στην ιερή πόλη! Τόσο πολύ έχει καταπέσει η Νέα Ρώμη! Δεν τολμούν να σε αγγίξουν, γιατί δεν έχουν καταφέρει ακόμα να μάθουν τους σκοπούς σου».
   «Έχεις δίκιο», παραδέχτηκα. «Είναι πραγματικά γελοίο. Ακόμα και τώρα που δραπέτευσα από το στρατόπεδο του σουλτάνου και τον πρόδωσα, με προστατεύει η δύναμή του. Αυτό το νιώθω και το δοκιμάζω κάθε στιγμή. Ζούμε σ' έναν παράλογο κόσμο».
   Χαμογέλασε αμυδρά. «Δεν είμαι τρελός ώστε να φαντάζομαι πως θα τολμούσες να φανερώσεις τους σκοπούς σου ακόμα και σ' εμένα. Στο κάτω κάτω είμαι Έλληνας. Και δεν είναι κι ανάγκη να μου τους φανερώσεις. Η λογική μου μού λέει πως έπειτα από την κατάληψη της πόλης, θ' αναρριχηθείς σίγουρα σε υψηλότερη θέση από αυτήν που είχες μέχρι τώρα στην υπηρεσία του σουλτάνου. Κι αν όχι φανερά, σίγουρα στα κρυφά. Γι' αυτό και μια αμοιβαία συνεννόηση, γιατί όχι και συνεργασία μέσα σε ορισμένα πλαίσια, θα μας ωφελούσε και τους δύο».
   Με κοίταξε ερωτηματικά. «Εσύ το λες», είπα επιφυλακτικά.
   «Η βυζαντινή αυτοκρατορία έχει ήδη παρακμάσει. Τα σκουλήκια έχουν καταφάει τα σπλάχνα της. Μόνο ο εξωτερικός φλοιός έχει απομείνει. Είναι ανάγκη να καταλυθεί. Με τη μορφή που έχει σήμερα δε μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει».
   «Άφησες την ευκαιρία να σου γλιστρήσει μέσα από τα χέρια», τον επέπληξα. «Γιατί δε μάζεψες γύρω σου το λαό και δε στασίασες όταν κηρύχθηκε η ένωση; Θα μπορούσες να παραδώσεις με τη θέλησή σου την πόλη στο σουλτάνο».
   Κούνησε το κεφάλι του. «Όχι», είπε. «Ο λαός είναι βραδυκίνητος και κοντόφθαλμος. Μέσα στο θρησκευτικό φανατισμό του θα είχε κλείσει τις πόρτες στο σουλτάνο, θα είχε εμπιστευτεί την τύχη του στην Παναγία και θα είχε πνιγεί στο αίμα. Θα γινόταν πιο εύκολο θήραμα για το σουλτάνο. Μια στάση θα ήταν ασυγχώρητη πολιτική ανοησία.
   »Κι εκτός αυτού», συνέχισε, «ο σουλτάνος θέλει πάνω απ' όλα να καταλάβει την πόλη με το σπαθί για να θέσει ο ίδιος τους όρους του. Η εθελούσια παράδοση θα τον υποχρέωνε να προχωρήσει σε συμφωνίες και δεσμεύσεις, κι αυτό δεν το επιθυμεί. Ακόμα και ο Κωνσταντίνος θα δεχόταν να γίνει τυπικά υποτελής του και να του πληρώνει φόρο. Αλλά μια τόσο επιφανειακή λύση δεν τον ικανοποιεί. Δεν έχω δίκιο;»
   Δεν απάντησα. Εκείνος έπλεξε τα χέρια του και συνέχισε: «Υπάρχουν μόνο δύο πιθανότητες. Ή η πολιορκία θα πετύχει και ο σουλτάνος θα καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ή η πολιορκία θα αποτύχει και τότε θα γίνουμε υποτελείς στους Λατίνους».
   Σηκώθηκε, όρθωσε το ανάστημα και ύψωσε τη φωνή του: «Έχουμε κιόλας δοκιμάσει την εξουσία των Λατίνων. Κράτησε μια γενιά, κι έπειτα από τριακόσια χρόνια η Κωνσταντινούπολη δεν έχει καταφέρει να ξαναγίνει όπως ήταν πριν, να επουλώσει τις πληγές της. Οι Λατίνοι είναι ληστές, πιο θρασείς κι από τους Τούρκους, έχουν παραχαράξει την ίδια μας την πίστη. Οι Τούρκοι μάς επιτρέπουν τουλάχιστον να διατηρήσουμε την πίστη μας και τις παραδόσεις που κληρονόμησαμε από τους προγόνους μας. Γι' αυτό ακόμα και η Παναγία είναι αυτή τη φορά με το μέρος των Τούρκων, κι ας κλαίει με αιμάτινα δάκρυα για την αδυναμία μας».
   «Δεν απευθύνεσαι στο λαό, μεγάλε δούκα», του υπενθύμισα.
   «Μη με παρεξηγείς», απάντησε με έμφαση. «Κυρίως μη με παρεξηγείς. Είμαι Έλληνας, θα πολεμήσω για την πόλη μου όσο υπάρχει ελπίδα πως θα παραμείνει ανεξάρτητη. Αλλά δε θα επιτρέψω να πέσει στα χέρια των Λατίνων. Αυτό θα σήμαινε ότι θα αναλώναμε και τις τελευταίες μας δυνάμεις ως εμπροσθοφυλακή της Ευρώπης, προς όφελος των λατινικών συμφερόντων. Έχουμε κουραστεί από την Ευρώπη κι έχουμε αγανακτήσει με τους Λατίνους. Κοντά τους, ακόμα και οι Τούρκοι μοιάζουν πολιτισμένοι χάρη στην αραβική και την περσική κληρονομιά τους. Η δύναμη του σουλτάνου θα δώσει στην Κωνσταντινούπολη μια νέα άνθηση. Στα σύνορα της Ανατολής και της Δύσης, η Κωνσταντινούπολη θα κυριαρχήσει και πάλι στον κόσμο. Ο σουλτάνος δεν απαιτεί να εγκαταλείψουμε την πίστη μας, αλλά επιθυμεί να ζήσουμε ειρηνικά και φιλικά μαζί με τους Τούρκους. Γιατί να μην κατακτήσουμε μαζί του τον κόσμο και ν' αφήσουμε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό μας να γίνει το προζύμι του δικού τους ισχυρού πολιτισμού; Ας γεννηθεί, λοιπόν, η Τρίτη Ρώμη. Η Ρώμη που θα την κυβερνά ο σουλτάνος, όπου Έλληνες και Τούρκοι θα ζουν αδελφικά και θα σέβονται ο ένας την πίστη του άλλου». 
   «Ωραίο όνειρο!» είπα. «Δε θα 'θελα για τίποτα στον κόσμο να ρίξω παγωμένο νερό στη φλόγα της καρδιάς σου, αλλά τα όνειρα είναι μονάχα όνειρα. Ας μείνουμε στην πραγματικότητα. Δεν τον ξέρεις τον Μωάμεθ, κι όμως εύχεσαι η πόλη σου να πέσει στα χέρια του».
   «Δεν το εύχομαι», είπε. «Το ξέρω, η Κωνσταντινούπολη θα πέσει. Δε μ' έκαναν άδικα στρατηγό. Ένας ζωντανός σκύλος είναι καλύτερος από ένα ψόφιο λιοντάρι. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος διάλεξε τη μοίρα του, γιατί δε μπορούσε να κάνει αλλιώς. Χωρίς αμφιβολία, θα επιδιώξει να πεθάνει στις επάλξεις όταν καταλάβει πως όλα έχουν χαθεί. Αλλά σε τι θα μπορέσει ένας νεκρός πατριώτης να ωφελήσει το λαό του; Αν η μοίρα μου προστάξει να πεθάνω, τότε θα πεθάνω στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Μα προτιμώ να ζήσω για να βοηθήσω το λαό μου. Η εποχή των Παλαιολόγων παρήλθε. Ο σουλτάνος θα είναι ο μόνος αυτοκράτορας. Για να μπορέσει όμως να κυβερνήσει τους Έλληνες και να διευθετήσει τις ελληνικές υποθέσεις, χρειάζεται στην υπηρεσία του Έλληνες. Αυτό θα είναι αναπόφευκτο έπειτα από την κατάληψη της πόλης. Πρέπει να τοποθετήσει σε υψηλές θέσεις ανθρώπους που ξέρουν τα ζητήματα της Αυλής και τη δημόσια διοίκηση. Γι' αυτό και η Κωνσταντινούπολη χρειάζεται πατριώτες, χρειάζεται ανθρώπους που ν' αγαπούν το λαό τους, που ν' αγαπούν τις αρχαίες ελληνικές παραδόσεις περισσότερο από τη φήμη τους. Εάν μπορώ να υπηρετήσω το λαό μου σαν σκύλος, δε θέλω να πεθάνω σαν λιοντάρι. Πρέπει μόνο να καταφέρω να πείσω το σουλτάνο για τις καλές προθέσεις μου. Όταν ακουστεί από τα τείχη η φωνή «εάλω η πόλις», τότε θα έχει φτάσει η δική μου στιγμή. Η στιγμή να πάρω στα χέρια μου τη μοίρα του λαού μου και να την οδηγήσω στο καλύτερο». 
   Σώπασε και με κοίταξε όλος προσδοκία.
   «Ο λόγος σου ήταν μεγάλος, ωραίος, πειστικός και σε τιμά», είπα. «Είναι αλήθεια πως η αρχαία Ελλάδα έχει να επιδείξει επίσης τον Λεωνίδα και τις Θερμοπύλες, σε καταλαβαίνω όμως. Θέλεις να πείσεις το σουλτάνο για τις αγαθές προθέσεις σου. Μήπως όμως δεν του τις έχεις αποδείξει; Αναδείχθηκες σε πολιτικό αρχηγό των ανθενωτικών, διαλάλησες παντού το μίσος σου για τους Λατίνους, είσαι υπεύθυνος για το διχασμό, κι επομένως για την αποδυνάμωση της άμυνας της πόλης. Έκανες μια άσκοπη, ληστρική επιδρομή με τα καράβια σου και πρόσφερες στο σουλτάνο την αφορμή που χρειαζόταν. Πολύ ωραία! Γιατί τότε δε γράφεις κατευθείαν στο σουλτάνο προσφέροντάς του τις υπηρεσίες σου;»
   «Ξέρεις πολύ καλά», απάντησε, «πως κάποιος που έχει τη δική μου θέση δε μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Είμαι Έλληνας, πρέπει να πολεμήσω για την πόλη μου, μολονότι ξέρω πως κάτι τέτοιο είναι μάταιο. Κρατώ όμως για τον εαυτό μου το δικαίωμα να ενεργήσω ανάλογα με τις συνθήκες για το καλό του λαού μου. Γιατί ο λαός μου πρέπει να πεθάνει ή να συρθεί σκλάβος, αν εγώ μπορώ να το εμποδίσω; Γι' αυτό για μένα και για όλους όσοι μ' εμπιστεύονται και καταλαβαίνουν τα κίνητρά μου θα ήταν πολύ σπουδαίο αν ο σουλτάνος στην αρχή της πολιορκίας, έστω και μυστικά, διασφάλιζε για μας τους Έλληνες αυτονομία και ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους Τούρκους, υποσχόταν ανεξαρτησία στην Εκκλησία στην προηγούμενη μορφή της υπό τον πατριάρχη και μας παραχωρούσε τα πιο σημαντικά εκκλησιαστικά οικοδομήματα. Αυτό θα διευκόλυνε πολύ την αναγκαία οργάνωση της πόλης εκ των προτέρων».
   «Φαίνεται πως έχεις κιόλας διαλέξει και το νέο πατριάρχη», είπα. «Άφησέ με να μαντέψω. Ο μοναχός Γεννάδιος!»
   «Ας μην προτρέχουμε», με παρακάλεσε. «Χωρίς αμφιβολία, ο σουλτάνος θα τοποθετήσει τον καθένα, ανάλογα με τα προσόντα του, στην κατάλληλη θέση. Ο μοναχός Γεννάδιος είναι από τους πιο αδιάλλακτους ανθενωτικούς. Μαθητής του Μάρκου Ευγενικού, έτοιμος να κόψει ακόμα και το δεξί του χέρι επειδή υπέγραψε την ένωση στα νιάτα του, στη Φλωρεντία. Είναι ο πνευματικός αρχηγός της ανθενωτικής παράταξης. Εγώ είμαι ο πολιτικός αρχηγός της».
   «Εάν, λοιπόν, ο Μωάμεθ σε διαβεβαίωνε μυστικά ότι θα κάνει όλα όσα του ζητάς, εσύ θα τον πίστευες;» τον ρώτησα.
   «Στην πολιτική υπάρχουν και οι ψεύτες», είπε, «μα τελικά δεν πάνε μπροστά. Πιστεύω πως ο σουλτάνος είναι αρκετά μεγάλος και πολιτικά ώριμος για να το ξέρει αυτό. Όπως και να 'χουν όμως τα πράγματα, δε μπορώ παρά να τον πιστέψω».
   Διάλεξε ένα ένα τα λόγια του: «Όπως καταλαβαίνεις, δεν έχω τίποτα να χάσω. Στο θέμα αυτό έχουμε κοινά συμφέροντα. Όταν γίνει αυτοκράτορας των Ελλήνων θα χρειαστεί Έλληνες. Έχει ανάγκη από ένα έτοιμο διοικητικό και εκκλησιαστικό σύστημα που να μην παρουσιάζει τριβές, ώστε, όταν καταλάβει την πόλη, να μη χάσει τον καιρό του. Λάβε υπόψη σου ότι θα πρέπει να προετοιμαστεί χωρίς καθυστέρηση για ν' αντιμετωπίσει την επίθεση των χωρών της Δύσης, μολονότι μια τέτοια επίθεση θα ήταν άσκοπη έπειτα από την άλωση της Πόλης. Το κοινό συμφέρον παρέχει περισσότερες εγγυήσεις από τους όρκους και τις συμφωνίες».
   «Δεν τον ξέρεις τον Μωάμεθ», επανέλαβα.
   Η επιμονή μου τον ενόχλησε. «Δεν είμαι προδότης», είπε. «Είμαι απλά ένας πολιτικός, κι αυτό πρέπει να το καταλάβετε κι εσύ και ο σουλτάνος. Ενώπιον του λαού μου, της συνείδησής μου και του Θεού θα δώσω λόγο για τις πράξεις και τις σκέψεις μου και δε φοβάμαι τους συκοφάντες. Η πολιτική μου κρίση μού λέει ότι ένας άνθρωπος σαν κι εμένα θα είναι απαραίτητος εκείνη τη μοιραία στιγμή. Τα κίνητρά μου είναι αγνά και ανιδιοτελή. Είναι προτιμότερο να επιβιώσει ο λαός μου με κάποιο τρόπο, παρά να καταστραφεί. Το ελληνικό πνεύμα, ο πολιτισμός, η πίστη δεν είναι μόνο τα τείχη, το παλάτι, η αγορά, η γερουσία και το συμβούλιο των αρχόντων της πόλης. Όλα αυτά είναι εξωτερικά σύμβολα, όμως τα σύμβολα αλλάζουν με τον καιρό. Το πνεύμα είναι αυτό που δεν πρέπει να χαθεί».
   «Η κρίση ενός πολιτικού και η θεϊκή κρίση είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα», απάντησα.
   «Εάν ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να σκέφτεται πολιτικά, αυτό σημαίνει πως ήθελε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη δυνατότητα», με διόρθωσε.
   «Μίλησες ξεκάθαρα, μεγάλε δούκα Λουκά Νοταρά», είπα με πίκρα. «Άντρες σαν κι εσένα θα κυβερνήσουν τον κόσμο έπειτα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Μπορώ στα σίγουρα να σε διαβεβαιώσω πως ο σουλτάνος Μωάμεθ γνωρίζει τις απόψεις σου και θα αποδώσει στα ανιδιοτελή σου κίνητρα την αξία που τους πρέπει. Χωρίς αμφιβολία, την κατάλληλη στιγμή θα σου γνωστοποιήσει με κάποιο τρόπο τις επιθυμίες του και θα σου πει πώς μπορείς να τον εξυπηρετήσεις κατά τη διάρκεια της πολιορκίας». 
   Έσκυψε ελαφρά το κεφάλι του λες κι αναγνώριζε στο πρόσωπό μου έναν απεσταλμένο του σουλτάνου και δέχτηκε τα λόγια μου σαν να ήταν τα λόγια εκείνου. Μέχρι εκεί μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος που είναι σκλάβος των επιθυμιών του.
   Σιγά σιγά χαλάρωσε και, καθώς ετοιμάστηκα να φύγω, έκανε μια φιλική χειρονομία και με τα δυο του χέρια. «Όχι, μη φεύγεις ακόμα», με παρακάλεσε. «Η συζήτησή μας ήταν τυπική, αλλά θέλω να κερδίσω και τη φιλία σου. Υπηρετείς έναν κύριο του οποίου τη δύναμη, την αποφασιστικότητα και την προνοητικότητα εκτιμώ βαθιά, παρά το νεαρό της ηλικίας του».
   Πήγε βιαστικά στο τραπέζι, έβαλε σε δύο κύπελλα κρασί, τα κράτησε στο χέρι του και μου πρόσφερε το ένα. Δεν το δέχτηκα.
   «Έχω δοκιμάσει το κρασί σου», είπα. «Μοιράστηκα ένα ποτήρι μαζί με την όμορφη κόρη σου, μέσα στο ίδιο σου το σπίτι. Να μου επιτρέψεις να κρατηθώ νηφάλιος αυτή τη φορά. Είμαι ασυνήθιστος στο κρασί».
   Χαμογέλασε, παρεξηγώντας την άρνησή μου. «Οι εντολές και οι απαγορεύσεις του Κορανίου έχουν και τα καλά τους. Χωρίς αμφιβολία, ο Μωάμεθ υπήρξε μεγάλος προφήτης. Ένας σκεπτόμενος άνθρωπος της εποχής μας πρέπει ν' αναγνωρίζει πρόθυμα και την καλή πλευρά των άλλων θρησκειών κι ας μένει πιστός στη δική του. Καταλαβαίνω τους χριστιανούς που ασπάστηκαν με τη θέλησή τους το Ισλάμ. Σέβομαι τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των άλλων».
   «Δεν έχω ασπαστεί τον ισλαμισμό», αντέτεινα. «Διατήρησα τη χριστιανική μου πίστη, μολονότι μου 'βαλαν το μαχαίρι στο λαιμό. Δεν έχω κάνει περιτομή. Πάντως, προτιμώ να μείνω νηφάλιος».
   Το πρόσωπό του συννέφιασε. Είχε ζητήσει την κατανόηση και τη συμπάθειά μου με φιλικό τρόπο. Δέχτηκε ακόμα και να λησμονήσει την καταγωγή και το υψηλό του αξίωμα και μου μίλησε σαν ίσος προς ίσον. Παρεξηγήθηκε όμως από τη θέση που κράτησα και σώπασε.
   «Κι εκτός των άλλων», είπα, «σ' έχω διαβεβαιώσει και εξακολουθώ να σε διαβεβαιώνω πως έχω εγκαταλείψει το σουλτάνο. Ήρθα στην Κωνσταντινούπολη για να πεθάνω γι' αυτή την πόλη. Δεν έχω κανέναν άλλο σκοπό. Σ' ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη που μου 'δειξες. Δε θα την καταχραστώ. Ο καθένας μπορεί να κάνει πολιτικούς υπολογισμούς στο μυαλό του. Αυτό δεν είναι δα και κανένα έγκλημα. Κανείς δε μπορεί να σε κατηγορήσει για όσα σκέφτεσαι, αρκεί αυτά να μείνουν απλά σκέψεις. Χωρίς αμφιβολία, και ο αυτοκράτορας και οι σύμβουλοί του έχουν λάβει υπόψη τους ότι πιθανώς θα βρεθεί κάποιος που θα κάνει τέτοιους πολιτικούς υπολογισμούς. Να είσαι λοιπόν προσεχτικός όσο ήσουν μέχρι τώρα».
   Άφησε το κύπελλο με το κρασί χωρίς να το φέρει στα χείλη του.
   «Δε μου έχεις εμπιστοσύνη», διαμαρτυρήθηκε. «Έχεις, βέβαια, τη δική σου αποστολή, και δε μ' αφορά. Να είσαι κι εσύ προσεχτικός. Ίσως θελήσεις να με ξαναδείς όταν ωριμάσουν οι συνθήκες. Ξέρεις τώρα τις απόψεις μου, ξέρεις τι μπορείς να περιμένεις από μένα. Σου έχω όμως ξεκαθαρίσει απολύτως τι δε μπορείς να περιμένεις. Είμαι Έλληνας. Θα πολεμήσω για την πόλη μου».
   «Κι εγώ το ίδιο», απάντησα. «Έχουμε τουλάχιστον κάτι κοινό, σκοπεύουμε να πολεμήσουμε και οι δύο, μολονότι γνωρίζουμε πως η Κωνσταντινούπολη θα πέσει. Δεν ελπίζουμε πια σε κάποιο θαύμα».
   «Ζούμε σ' εποχές παρακμής», παραδέχτηκε. «Οι εποχές που συνέβαιναν θαύματα πέρασαν πια. Ο Θεός έπαψε ν' ανακατεύεται, ακόμα όμως παραμένει αδιάψευστος μάρτυρας σ' αυτά που σκεφτόμαστε και σ' αυτά που κάνουμε».
   Στράφηκε προς την εικόνα με τους Μάγους και το καντήλι που έκαιγε μπροστά της, άπλωσε το χέρι του και ορκίστηκε: «Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Στο όνομα της Παναγίας και όλων των αγίων. Ορκίζομαι ότι ο σκοπός μου είναι ανιδιοτελής και πως το μόνο που θέλω είναι το καλό του λαού μου. Δεν αποζητώ δύναμη. Όλα αυτά είναι για μένα μια βαριά δοκιμασία. Αλλά για το καλό της οικογένειάς μου, της γενιάς μου και της πόλης μου πρέπει να ενεργήσω όπως σκοπεύω να ενεργήσω».
   Ορκίστηκε με τόση θέρμη, που ήμουν υποχρεωμένος να τον πιστέψω. Δεν ήταν απλά ένας συμφεροντολόγος πολιτικός. Πίστευε στ' αλήθεια πως ενεργούσε σωστά. Είχε ταπεινωθεί και η ευαίσθητη περηφάνια του είχε πληγωθεί, μισούσε τους Λατίνους, ήταν παραμερισμένος. Γι' αυτό είχε συλλάβει το δικό του όραμα και το πίστευε. Με το ίδιο πάθος, το ίδιο τυφλά, με την ίδια θέρμη που εκείνη η απλή καλόγρια πίστευε πως είχε δει τη σεπτή εικόνα της Παναγίας να δακρύζει αίμα.
   «Θα μου επιτρέψεις να ξαναδώ την κόρη σου;» τον ρώτησα.
   «Γιατί;» ρώτησε με απορία. «Θα τραβούσε την προσοχή χωρίς λόγο. Πώς θα μπορούσε να εμφανιστεί συντροφιά με κάποιον τον οποίο όλοι υποπτεύονται πως είναι μυστικός απεσταλμένος του σουλτάνου;»
   «Δε μ' έχουν κλείσει ακόμα στη φυλακή», είπα. «Εάν ο Ιουστινιάνης διασκεδάζει συντροφιά με τις κυρίες της Αυλής των Βλαχερνών, γιατί εγώ να μη μπορώ να δείξω το ενδιαφέρον μου για την κόρη του μεγάλου δούκα;»
   «Η κόρη μου οφείλει να προστατεύσει τη φήμη της», απάντησε ψυχρά.
   «Ζούμε σε μια μεταβατική εποχή», είπα. «Μαζί με τους Λατίνους ήρθαν και τα ελεύθερα ήθη της Δύσης. Η κόρη σου είναι ενήλικη και ξέρει από μόνη της τι θέλει. Γιατί να μην της επιτρέψεις να διασκεδάσει με τραγουδιστές και μουσικούς; Γιατί να μη μου επιτρέψεις να τη συνοδεύω έφιππος δίπλα στο φορείο της όταν πηγαίνει στην εκκλησία; Γιατί να μη μου επιτρέψεις να την πάω μια βόλτα με τη βάρκα στο λιμάνι κάποια ηλιόλουστη μέρα; Το σπίτι σου είναι καταθλιπτικό. Γιατί δε θέλεις να της προσφέρεις λίγη χαρά και λίγο γέλιο πριν έρθει η ώρα της δοκιμασίας; Τι έχεις εναντίον μου, μεγάλε δούκα;»
   Κούνησε το χέρι του. «Πολύ αργά», είπε. «Αυτές τις μέρες θα φυγαδεύσω την κόρη μου μακριά από την πόλη».
   Έσκυψα το κεφάλι μου για να κρύψω το πρόσωπό μου. Το ήξερα, η είδηση δεν ήταν αναπάντεχη. Παρ' όλα αυτά, πικράθηκα. «Όπως θέλεις», είπα. «Σκοπεύω όμως να συναντήσω την κόρη σου ακόμα μια φορά πριν φύγει».
   Μου έριξε ένα βλέμμα κι από τα μεγάλα, λαμπερά του μάτια πέρασε μια αφηρημένη σκιά, λες και υπολόγιζε πιθανότητες που δεν τις είχε σκεφτεί νωρίτερα. Έπειτα όμως κούνησε πάλι το χέρι του και κοίταξε προς το παράθυρο σαν να προσπαθούσε να διακρίνει, μέσα από το τζάμι και το ανεμοδαρμένο παραθυρόφυλλο, τη σκοτεινή θάλασσα.
   «Πολύ αργά», επανέλαβε. «Λυπάμαι. Απ' όσο ξέρω, το καράβι έχει κιόλας φύγει από το λιμάνι. Ο άνεμος είναι ευνοϊκός και η νύχτα σκοτεινή. Σήμερα κιόλας το απόγευμα ανέβηκε κρυφά σ' ένα κρητικό καράβι μαζί με τις αποσκευές και τους υπηρέτες της».
   Γύρισα κι έφυγα χωρίς να βλέπω μπροστά μου. Άρπαξα το λυχνάρι μου από το γάντζο στον προθάλαμο, άνοιξα ψηλαφώντας την πόρτα κι όρμησα έξω, στο σκοτάδι. Ο άνεμος βογγούσε, η θάλασσα άφριζε πίσω από τα τείχη, τα κύματα χτυπούσαν πάνω στα βράχια. Η καταιγίδα κόλλαγε τα ρούχα μου σφιχτά πάνω στο σώμα μου και μου 'κοβε την ανάσα. Δε μπορούσα πια να κρατηθώ. Πέταξα το λυχνάρι από το χέρι μου κι εκείνο, αφού διέγραψε μια τροχιά μέσα στο σκοτάδι, έσπασε κι έσβησε.
   Αυτό μου 'σωσε τη ζωή. Ο άγγελός μου επαγρυπνούσε, το ίδιο και ο σκύλος. Ένα μαχαίρι γλίστρησε από την πλάτη στη μασχάλη μου κι αναπήδησε στα πλευρά μου. Τότε, εκείνος που μου επιτέθηκε σκόνταψε πάνω στο σκύλο, φώναξε καθώς ο τελευταίος τον δάγκωσε κι άρχισε να τον χτυπά στα τυφλά με το μαχαίρι. Ένα αξιοθρήνητο ουρλιαχτό μ' έκανε να καταλάβω πως αντί για μένα είχε χτυπηθεί θανάσιμα το σκυλί. Με μια τούρκικη λαβή άρπαξα κάποιον που προσπαθούσε να ξεγλιστρήσει. Η λαχανιασμένη ανάσα του μύριζε σκόρδο, τα ρούχα του βρομούσαν. Τον έριξα στο χώμα και βύθισα το μαχαίρι μου στο σώμα που ακόμα αντιστεκόταν. Άφησε μια φοβερή κραυγή καθώς το μαχαίρι μου του ξέσκιζε το κορμί. Έκυψα πάνω από το σκύλο. Προσπάθησε να μου γλείψει το χέρι, έπειτα το κεφάλι του έγειρε. «Γιατί μ' ακολούθησες αφού σου το απαγόρευσα;» είπα. «Δε μ' έσωσες εσύ, ο άγγελός μου μ' έσωσε. Πέθανες άδικα, φίλε μου, για μένα». Ήταν μόνο ένας κίτρινος αδέσποτος σκύλος. Είχε έρθει από μόνος του κοντά μου, με γνώριζε, κι αυτό το πλήρωσε με τη ζωή του.
   Σε κάποιο παράθυρο του παλατιού άναψε ένα φως. Οι κλειδαριές άρχισαν να τρίζουν. Έφυγα τρέχοντας, αλλά τυφλωμένος καθώς ήμουν από τα δάκρυα, έπεσα πάνω σ' έναν τοίχο κι έσπασα τα μούτρα μου. Σκούπισα το αίμα κι έφυγα στα τυφλά προς τον Ιππόδρομο. Το ένα μου πλευρό ήταν μουσκεμένο στο αίμα. Ανάμεσα από τα σύννεφα που έτρεχαν φάνηκαν για μια στιγμή τ' αστέρια. Σιγά σιγά άρχισα να συνηθίζω το σκοτάδι. Στο παραζαλισμένο κεφάλι μου τριβέλιζε μια σκέψη: «Ο Σφραντζής, όχι ο Κωνσταντίνος. Ο Σφραντζής, όχι ο Κωνσταντίνος».
   Με θεωρούσαν, λοιπόν, στ' αλήθεια τόσο επικίνδυνο, ώστε να θέλουν να με δολοφονήσουν, αφού δεν τολμούσαν να με κλείσουν στη φυλακή; Ο Σφραντζής με είχε προειδοποιήσει σχετικά με το σπίτι του Νοταρά.
    Μα όλες αυτές οι άσκοπες σκέψεις χάθηκαν από το μυαλό μου μόλις πέρασα τις αψίδες του Ιπποδρόμου κι έφτασα στο λόφο. Προσπέρασα τον τεράστιο σκοτεινό τρούλο της Αγίας Σοφίας και τράβηξα κατά το λιμάνι κρατώντας το πλευρό μου. Πήρα το δρόμο για το σπίτι μου. Οι χτύποι της καρδιάς μου 'λεγαν: «Έφυγε! Έφυγε!»
   Η Άννα Νοταρά έφυγε. Έκανε την επιλογή της.  Ήταν υπάκουη κόρη του πατέρα της. Αλήθεια, τι άλλο περίμενα; Έφυγε χωρίς ν' αφήσει ένα μήνυμα, χωρίς να μου πει αντίο.
   Ο υπηρέτης μου ο Μανουήλ ξαγρυπνούσε περιμένοντάς με και το δωμάτιό μου είχε φως. Δεν ξαφνιάστηκε όταν με είδε χτυπημένο, με ματωμένα ρούχα. Έφερε αμέσως καθαρό νερό, επιδέσμους και αλοιφή. Με βοήθησε να γδυθώ και μου 'πλυνε την πληγή που ξεκινούσε από την ωμοπλάτη κι έφτανε χαμηλά στο πλευρό μου. Πονούσα πολύ, αλλά ο πόνος μού έκανε καλό.
   Του 'δωσα μια ιατρική βελόνα και μεταξωτή κλωστή και του 'δειξα πώς να ράψει την πληγή. Τον πρόσταξα να την ξεπλύνει με δυνατό κρασί και να μαζέψει ιστούς αράχνης και μούχλα για να μην κάνει φλεγμονή. Αφού μου 'δεσε το τραύμα και μ' έβαλε στο κρεβάτι, άρχισα να τρέμω. Έτρεμα τόσο πολύ, ώστε το κρεβάτι μου έτριζε. Μ' έπιασε σύγκρυο. «Σκύλε», έλεγα με τρεμάμενη φωνή, «κίτρινε σκύλε, ποιος ήσουν;»
   Έμεινα ξάγρυπνος στο κρεβάτι. Ήμουν πάλι μόνος. Αλλά δε ζητούσα οίκτο, δε ζητούσα να με λυπηθεί κανείς. Η Άννα Νοταρά είχε διαλέξει. Ποιος ήμουν εγώ για να κρίνω τις επιλογές της;
   Σκεφτόμουν μέσα στο σκοτάδι. Ακόμα και τ' άστρα μπορεί να είναι σκεπτόμενοι κόσμοι. Μέσα στην παγωνιά του σύμπαντος οι αχτίδες της σκέψης τους μπορεί και να επηρεάζουν τη μοίρα των ανθρώπων. Ήδη από τη μήτρα της μάνας του μπορεί να κάνουν τον έναν ήρωα και τον άλλο δειλό, τον ένα φιλόσοφο και τον άλλο ανόητο. Μέσα στο σύμπαν του Θεού ίσως όλα να είναι δυνατά και ποτέ δε μπορούμε να ξέρουμε πώς μας επηρεάζει ο Θεός. Μπορεί η ύπαρξη να μη χάνεται ποτέ, απλώς ν' αλλάζει. Ακόμα και ο σκύλος με γνώριζε. Ίσως τον είχα συναντήσει σε κάποια προηγούμενη ζωή και γι' αυτό τον γνώριζα κι εγώ. Ίσως μετά από αυτή τη ζωή να ξαναγεννηθώ και να τον ξανασυναντήσω, γιατί δε μπορεί να είναι έτσι, τίποτα δε μπορεί να χωρίζεται από κάτι άλλο χωρίς να φτάνει στην ολοκλήρωση. Το μυαλό μου αρνιέται να αναγνωρίσει πως ένας τέτοιος χωρισμός είναι πραγματικός.
   Ή μήπως δεν είμαι καν άνθρωπος; Μήπως είμαι πραγματικά άγγελος και, μολονότι δεμένος με τις αλυσίδες μου, δε μπορώ να το κατανοήσω ή να το παραδεχτώ κι εγώ ο ίδιος; Γιατί έχω γνωρίσει ανθρώπους που έχουν χωρίσει από άλλους, που έχουν ανατρέψει ακόμα και τους νόμους της φύσης, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να ήταν απλώς άνθρωποι. Γιατί γεννήθηκα, πού πηγαίνω, ποιος είναι ο μυστικός μου σκοπός που τον εκπληρώνω εν αγνοία μου με τη σιγουριά του υπνοβάτη;
   Όχι, είμαι ένας απλός άνθρωπος, ένας απλός άνθρωπος. Κοιμάμαι με τη μυρωδιά του υάκινθου, τη μυρωδιά που μοσχοβολούσε το πρόσωπό σου, Άννα Νοταρά. Κάτω από το λεπτό τόξο των φρυδιών σου, μέσα στα περήφανα καστανά σου μάτια κοιμάμαι. Ο λευκός σου λαιμός φυλάει τον ύπνο μου. Από χρυσό και φίλντισι ήταν το πρόσωπό σου την πρώτη φορά που σε είδα. Σαν το πρόσωπο μιας θεάς. Γι' αυτό έπρεπε να σε χάσω; Την ημέρα του θανάτου μου όμως θα κοιμηθώ με τη μυρωδιά του υάκινθου που αποπνέουν τα μάγουλά σου. Αυτό δε μπορείς να το εμποδίσεις.

28 Φεβρουαρίου 1453

   Τη νύχτα, που φύσηξε βοριάς, πολλά καράβια έφυγαν από το λιμάνι. Το μεγάλο πλοίο του Βενετσιάνου Πιέρο Νταβέντσο και πίσω του έξι φορτωμένα κρητικά καράβια. Ο όρκος, το προσκύνημα του σταυρού και οι απειλές για την επιβολή προστίμων δεν είχαν καμιά σημασία. Οι καπετάνιοι διέσωσαν, για λογαριασμό της Βενετίας και για τους ιδιοκτήτες των κρητικών καραβιών, χίλιες διακόσιες κάσες σόδα, χαλκό, λουλάκι, κερί, μαστίχα και μπαχαρικά.
   Εκτός από αυτά, διέσωσαν κι εκατοντάδες πλούσιους πρόσφυγες, που πλήρωσαν όσα τους ζήτησαν οι καπετάνιοι. Λένε πως η απόδραση των πλοίων ήταν για πολλές μέρες κοινό μυστικό στο λιμάνι.
   Ο μέγας δούκας, διοικητής του στόλου, πρέπει να 'ξερε κι αυτός για τη διαφυγή των καραβιών κι έστειλε την κόρη του σε ασφαλές μέρος. Έφυγαν και οι γυναίκες της αυτοκρατορικής οικογένειας, μολονότι κανένας δεν ήξερε πότε.

1 Μαρτίου 1453

   Ο Ιουστινιάνης ήρθε ο ίδιος στο σπίτι μου να μ' επισκεφτεί γιατί δε θέλω ακόμα να βγαίνω έξω. Οι πληγές μου με πονούν, το πρόσωπό μου καίει κι έχω πυρετό. Μόλις κατέβηκε από το μεγάλο, πολεμικό του άτι, ένα πλήθος μαζεύτηκε έξω από το σπίτι. Οι Έλληνες τον θαυμάζουν μολονότι είναι Λατίνος. Τα παιδιά άγγιζαν με σεβασμό τα γκέμια του αλόγου του. Ο αυτοκράτορας του είχε χαρίσει μια χρυσοποίκιλτη σέλα και χάμουρα στολισμένα με πολύτιμα πετράδια. Ο ερχομός του ήταν μεγάλη τιμή για μένα. Είχαμε μια μεγάλη συζήτηση και του εξέθεσα τη φιλοσοφία μου.

   «Διαλέξαμε καλό ρόλο, Ιουστινιάνη», είπα τελειώνοντας. «Διαλέξαμε την ελευθερία, την ελευθερία να πεθάνουμε στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Στη μάχη για το χριστιανικό κόσμο που πεθαίνει, στη μάχη εναντίον του νέου ανθρώπου».
   Ο Ιουστινιάνης έμεινε πολλή ώρα σιωπηλός, με το κεφάλι σκυμμένο, χαϊδεύοντας το ζαρωμένο μέτωπό του. Έπειτα σηκώθηκε τόσο ξαφνικά, που το πάτωμα έτριξε κάτω από το βάρος του. «Το κρασί σου δεν είναι καλό, γιατί δεν έχω μεθύσει καθόλου», είπε. «Με κάνεις κι αισθάνομαι άσχημα, Ιωάννη Άγγελε. Θέλεις λοιπόν να πεις ότι πρέπει να νικηθεί, ότι ο Μωάμεθ πρέπει να νικηθεί. Γιατί αυτός είναι που διάλεξε αυτόν τον κόσμο και χρησιμοποιεί το καλό και το κακό για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του».
   «Eίναι υποχρεωμένος να νικήσει», τον διαβεβαίωσα. «Έχει καταλάβει κι έχει κάνει την επιλογή του. Γι' αυτό είναι πιο ισχυρός από τους άλλους, πιο ισχυρός από το Ισλάμ, πιο ισχυρός από τη χριστιανική Εκκλησία, πιο ισχυρός από τα τείχη. Αλλά μόνο επί της γης. Θυμήσου το, Ιουστινιάνη, μόνον επί της γης, μέσα στα όρια του πεπερασμένου. Ο ίδιος το ξέρει αυτό. Έχει κάνει συνειδητά την επιλογή του. Είναι ο πρώτος σε όλο τον κόσμο που επέλεξε συνειδητά, κι αυτό κάνει τρομερή τη δύναμή του. Ήμουν στην ακολουθία του. Τον αγαπούσα. Δεν υπάρχει άλλος σαν αυτόν. Αλλά έπρεπε να κάνω κι εγώ  την επιλογή μου και γι' αυτό έφυγα από κοντά του».
   Ο Ιουστινιάνης έσκυψε από το παράθυρο να κοιτάξει το άλογό του, που το πολιορκούσαν ακόμα τα Ελληνόπουλα με θαυμασμό. «Έχεις πυρετό, Ιωάννη Άγγελε», είπε. «Φρόντισε τις πληγές σου και μην τα παρατάς. Τα τείχη της Πόλης είναι ισχυρά. Είναι το θαύμα του κόσμου. Σκοπεύω να πολεμήσω μέχρι να χαθεί και η τελευταία ελπίδα. Για να 'χει αίσια έκβαση η μάχη, χρειάζεται ελπίδα, ακόμα και η πιο μικρή. Μην προσπαθείς με την παράξενη φιλοσοφία σου να μου στερήσεις την ελπίδα. Η απελπισία προκαλεί ηττοπάθεια κι εξυπηρετεί τον εχθρό. Όσο παράξενη και να 'ναι η φιλοσοφία σου, Ιωάννη Άγγελε, εξυπηρετεί τις προθέσεις του εχθρού και δε θέλω να την ακούσω».
   «Μη με παρεξηγείς, Ιουστινιάνη», τον παρακάλεσα γραπώνοντας το κρεβάτι. «Σου μίλησα για να με καταλάβεις, σου μίλησα γιατί είμαι πληγωμένος κι απελπισμένος. Σου μίλησα γιατί είναι δύσκολο να 'σαι ολομόναχος στον κόσμο, κι εσύ είσαι ο μόνος που μ' εμπιστεύεται. Είμαι σαράντα χρόνων κι έχω κουβαλήσει σαν σκλάβος τα δεσμά του χρόνου και του τόπου. Ο Θεός μ' έχει μαστιγώσει και μ' έχει εγκαταλείψει συχνά. Όταν επιτέλους νόμισα πως έχω απαλλαγεί από τις αλυσίδες μου, έπεσα σε μια καινούργια παγίδα. Ιουστινιάνη, αχ, Ιουστινιάνη, είμαι άρρωστος από έρωτα.
   »Ναι, ναι, γιατί να μην το εξομολογηθώ σε έναν και μοναδικό άνθρωπο, αφού είναι πια πολύ αργά;» συνέχισα με πάθος. «Λαχταρώ και ποθώ μια γυναίκα όπως δεν έχω ποτέ ξαναποθήσει στη ζωή μου. Την έχασα όμως, κι αυτό ποτέ δε θα το συγχωρήσω ούτε σ' εκείνην ούτε στον εαυτό μου. Ιουστινιάνη, δεν υπάρχει καμιά επιλογή. Υπάρχει μονάχα η ανάγκη του σώματος, η ανάγκη της καρδιάς. Ή μάλλον η επιλογή είναι αδιάκοπη, κάθε στιγμή ο άνθρωπος πρέπει ξανά και ξανά να επιλέγει, έτσι που ποτέ δε βρίσκει γαλήνη, ούτε καν στο θάνατο. Εκείνη θα μ' ακολουθεί ακόμα και στην άλλη ζωή και θα μ' αναγκάσει να ξαναγεννηθώ μόνο και μόνο για να τη συναντήσω. Θα είμαι για πάντα δεμένος στις ίδιες αλυσίδες, στις ίδιες υπέροχες, φοβερές αλυσίδες. Ιουστινιάνη, ακόμα και μέσα στην απελπισία μου νιώθω ευλογημένος γιατί γεννήθηκα άνθρωπος, γιατί έτσι μπόρεσα να τη συναντήσω και να τη χάσω».
   Ο Ιουστινιάνης άγγιξε φιλικά με το μεγάλο του χέρι το χέρι μου που έκαιγε και το μέτωπό μου. «Αν θέλεις, θα σου στείλω κάποια πρόθυμη γυναίκα να σε παρηγορήσει», μου πρότεινε. «Αν δε τα καταφέρει να σε γιατρέψει, θα μπορέσει τουλάχιστον να σε ηρεμήσει. Similia similibus curantur. Κατέχω κι εγώ μερικά λατινικά. Έχε εμπιστοσύνη στην πείρα ενός γέρου. Κατά βάθος οι γυναίκες, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ερεθίζουν τις αισθήσεις, είναι όλες ίδιες. Όταν ήμουν ποδεστάς του Καφά, μ' άρεσαν ιδιαίτερα οι Ρωσίδες με το λευκό δέρμα και τα τρυφερά στήθη που πουλούσαν οι Τάταροι. Εδώ όμως αντιλήφθηκα ότι οι Ελληνίδες είναι αξεπέραστες. Αν επιστρέψω κάποτε στη Γένοβα και στις χώρες της Ιταλίας, τότε θα πέσουν πάλι οι παρωπίδες από τα μάτια μου και θα ανακαλύψω πως δεν υπάρχουν σε καμία άλλη χώρα γυναίκες σαν τις μαυρομάτες Ιταλιάνες. Πες μου, μόνο, μελαχρινή ή ξανθιά; Χοντρή ή αδύνατη; Κι εγώ θα προσπαθήσω να σου στείλω κάποια που θα σου απαλύνει τον πόνο».
   «Όχι, όχι!» φώναξα απελπισμένος. «Δεν καταλαβαίνεις, δε μπορείς να καταλάβεις».
   Ο Ιουστινιάνης κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. «Αυτά παθαίνουν όσοι πιστεύουν πως η νηστεία και η αποχή είναι αρετή. Κάνουν πνευματικές ασκήσεις κι εξουσιάζουν με τη βούλησή τους το σώμα τους. Τους ξέρω κάτι τέτοιους. Κι όταν κάποια στιγμή την πατήσουν, τότε την πατάνε γερά. Μια έξυπνη γυναίκα τούς παίζει στα δάχτυλά της».
   Βλαστήμησα δυνατά. Είχε δίκιο, φαίνεται πως είχε απόλυτο δίκιο. Έφυγε. Οι βαριές οπλές του αλόγου του αντήχησαν υπόκωφα πάνω στο λιθόστρωτο. Οι βαριές οπλές του αλόγου τού χρόνου κάνουν την καρδιά μου κουρέλι.

2 Μαρτίου 1453

   Ο ήλιος λάμπει. Στις γωνίες των δρόμων και στους κήπους καίνε σκουπίδια. Καταπράσινο χορτάρι φυτρώνει στις ρωγμές, ανάμεσα στα κιτρινισμένα μάρμαρα. Οι πλαγιές της ακρόπολης είναι γεμάτες με πολύχρωμα, ανοιξιάτικα λουλούδια. Στο λιμάνι η κίνηση δε σταματάει παρά αργά το βράδυ. Η μουσική φτάνει μέχρι το σπίτι μου. Ποτέ, ποτέ δεν έχω ξαναδεί τέτοια υπέροχα ηλιοβασιλέματα σαν κι αυτά. Κοκκινίζουν τους τρούλους των εκκλησιών και σκοτεινιάζουν τον κόλπο του λιμανιού που τον ζώνουν οι λόφοι. Από την άλλη μεριά, στο Πέραν, τα τείχη και οι πύργοι βάφονται πορφυροί και καθρεφτίζονται μέσα στα σκοτεινά νερά.
   Καθώς είχα καρφωμένα τα μάτια μου στο ηλιοβασίλεμα, με την καρδιά γεμάτη πίκρα, πλησίασε ο υπηρέτης μου ο Μανουήλ και μου είπε:
   «Αφέντη, η άνοιξη ήρθε, αλλά οι Τούρκοι δεν ήρθαν ακόμα».
   Έτριψε τα χέρια του κι απέφυγε το βλέμμα μου καθώς έψαχνε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Είσαι μελαγχολικός, δεν κοιμάσαι καλά τις νύχτες, κι αυτό με στενοχωρεί. Ξέρω καλά τη θέση μου και δε θέλω να μπω στα προσωπικά σου. Δε μπορούσα, όμως, να μην παρατηρήσω πως έχει καιρό να φανεί εκείνη η ευχάριστη επισκέπτρια που έκανε το πρόσωπό σου να λάμπει από χαρά. Αντίθετα, ήρθες στο σπίτι γεμάτος αίματα και νομίζω πως όλα βγήκανε στη φόρα και τώρα υπομένεις το μαρτύριο του αναγκαστικού χωρισμού. Ο χρόνος όμως γιατρεύει τα τραύματα. Φάρμακα υπάρχουν για όλες τις πληγές, ακόμα και για τις πληγές της καρδιάς».
   «Μη συνεχίζεις», είπα. «Αν το ηλιοβασίλεμα δε με είχε κάνει να υποφέρω, θα σε είχα χτυπήσει στο στόμα, Μανουήλ».
   «Μη με παρεξηγήσεις, αφέντη μου» βιάστηκε ν' απαντήσει. «Μα ένας άντρας στην ηλικία σου χρειάζεται γυναίκα, εκτός κι αν είναι καλόγερος ή ασκητής. Αυτός είναι ο νόμος της φύσης. Γιατί να μη χαρείς τη ζωή που σου απομένει;»
   «Δε μου λείπουν οι αμαρτίες, Μανουήλ», απάντησα. «Μου λείπει μονάχα ο έρωτας που έχασα».
   Ο Μανουήλ κούνησε το κεφάλι του και η μελαγχολία ξαναγύρισε στο πρόσωπό του. «Ακόμα και η πιο γοητευτική αμαρτία δεν αξίζει αν πρόκειται να βασανίζεσαι έτσι. Μ' απογοήτευσες, αφέντη. Πίστευα πως είσαι πιο λογικός. Αλλά φαίνεται πως τη λογική δεν τη χαρίζουν στον άνθρωπο, έστω κι αν έχει γεννηθεί με πορφυρά υποδήματα».
   Τον άρπαξα από το λαιμό και τον υποχρέωσα να γονατίσει στη σκόνη της αυλής. Το μαχαίρι μου έλαμψε κατακόκκινο στις αχτίδες του ηλιοβασιλέματος. Κατόρθωσα, όμως, να συγκρατηθώ. «Τι είπες;» ρώτησα. «Ξαναπές το, αν τολμάς!»
   Ο Μανουήλ κατατρόμαξε. Ο λιγνός του λαιμός έτρεμε κάτω από το χέρι μου. Έπειτα όμως από την αρχική έκπληξη έμοιαζε λες και θεωρούσε το βαρύ μου χέρι στο λαιμό του σαν κάποια μεγάλη τιμή. Με κοίταξε με τα δακρυσμένα του μάτια και το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση πονηρή κι επιφυλακτική.
   «Δεν ήθελα να σε πληγώσω, αφέντη μου», με διαβεβαίωσε. «Δε μου πέρασε από το μυαλό πως θα θύμωνες τόσο μ' ένα αστείο».
   Έβαλα το μαχαίρι πάλι στη θήκη του.
   «Δεν ξέρεις τι λες, Μανουήλ», είπα. «Ο άγγελος του θανάτου στάθηκε για μια στιγμή πίσω από την πλάτη σου».
   Έμεινε γονατισμένος καταγής μπροστά μου σαν να ευχαριστιόταν από αυτή την ταπεινωτική στάση. «Αφέντη!» φώναξε. Τα μάτια του άρχισαν να λάμπουν και τα γκρίζα μάγουλά του πήραν να κοκκινίζουν. «Έβαλες το χέρι σου στο κεφάλι μου και ο πόνος που ένιωθα στο αυτί μου εξαφανίστηκε. Τα γόνατά μου δεν πονούν πια, κι ας είμαι γονατισμένος πάνω στη νοτισμένη γη. Αφέντη μου! Δεν είναι αυτό απόδειξη για το ποιος είσαι;»
   «Παραμιλάς», ψιθύρισα. «Σώθηκες από το μαχαίρι μου. Ένας ξαφνικός φόβος εξαφανίζει όλους τους πόνους».
   Έσκυψε το κεφάλι του, πήρε λίγο χώμα και το άφησε πάλι να πέσει από τη χούφτα του. Η φωνή του ήταν τόσο σιγανή που με δυσκολία ξεχώριζα τι έλεγε. «Όταν ήμουν παιδί, έτυχε να δω πολλές φορές το γέροντα αυτοκράτορα, τον Μανουήλ», ψέλλισε. «Αφέντη μου, δε θα σε ξεγελάσω ποτέ».
   Ύψωσε το χέρι του σαν να 'θελε να μ' αγγίξει ελαφρά και κάρφωσε τα μάτια του σαν μαγεμένος στα πόδια μου. «Πορφυρά υποδήματα», μονολόγησε. «Ακούμπησες το χέρι σου στο κεφάλι μου κι όλοι οι πόνοι εξαφανίστηκαν».
   Η τελευταία αιμάτινη αντανάκλαση του ηλιοβασιλέματος έσβησε από την αυλή. Άρχισε να πέφτει η παγωνιά και το σκοτάδι. Δεν ξεχώριζα πια καθαρά το πρόσωπο του Μανουήλ. Δεν είπα τίποτα. Δε μ' ένοιαζε τίποτα πια. Πέρα από τη θάλασσα, προς την πλευρά της Ασίας, μαζεύονταν τα σύννεφα σαν τεράστιοι σκοτεινοί πύργοι, ψηλότεροι απ' όλους τους πύργους της γης. Έχω συνηθίσει να περπατώ στα σύννεφα, μα τα σύννεφα δε με βαστούν πια. Έπεσα στη γη. Η πτώση με ζάλισε και με πόνεσε. Ένιωθα μεγάλη μοναξιά. Γύρισα και μπήκα στο ζεστό σπίτι χωρίς να πω λέξη.
   Ζαν Άγγελος. Άννα Νοταρά. Ακόμα και ο αριθμός των γραμμάτων είναι ο ίδιος.
   Τι φοβερό λάθος. Να πιαστείς σαν ψάρι στα δίχτυα μιας γυναίκας, την ώρα που μια ολόκληρη εποχή σωπαίνει περιμένοντας το θάνατο. Τη στιγμή που νόμισα πως είχα νικήσει τον εαυτό μου και είχα επιλέξει το δρόμο μου. Σαράντα χρόνων. Στο κατώφλι του φθινοπώρου της ζωής μου.
   Στο λιμάνι υπάρχουν ακόμα καράβια. Με λίγη καλή τύχη, ένα καράβι από τη Δύση μπορεί να περάσει τα Δαρδανέλια και να βγει στο Αιγαίο. Δεν υπάρχει Λατίνος που να μην εξαγοράζεται. Αλλά η ταραχή της καρδιάς μου μ' έκανε γι' άλλη μια φορά να πετάξω από πάνω μου τον πλούτο σαν ένα στενό ρούχο. Τώρα πια είμαι πολύ φτωχός για να δωροδοκήσω ένα ολόκληρο καράβι, να τρέξω πίσω της και να την ξαναβρώ. Άραγε, αυτό ήταν που φοβήθηκα; Γι' αυτό σκόρπισα τα πετράδια; Τίποτα, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όλα ακολουθούν ένα προκαθορισμένο σχέδιο. Κανείς δε μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του. Ο άνθρωπος, αφού κάνει την επιλογή του, δημιουργεί τη μοίρα του και την ακολουθεί σαν υπνοβάτης.
   Φοβόμουν, λοιπόν, τον ίδιο τον εαυτό μου; Δεν του είχα εμπιστοσύνη; Μήπως ο Μωάμεθ με ήξερε καλύτερα όταν μου πρόσφερε, για να με δελεάσει, αυτό το κόκκινο, δερμάτινο πουγκί τότε που χωριστήκαμε; Γι' αυτό ένιωθα την ανάγκη ν' απαλλαγώ από το δώρο του;
   Σουλτάνε Μωάμεθ, κατακτητή! Δε θα χρειαζόταν να κάνω τίποτ' άλλο παρά να περάσω με μια βάρκα στο Πέραν και να μπω στο σπίτι με τον περιστερώνα στην αυλή του. Να αποστατήσω γι' άλλη μια φορά.
   Μεγάλωσα, ωρίμασα, έφτιαξα τη μοίρα μου στις χώρες της Δύσης. Είναι, λοιπόν, και η ψυχή μου πια λατινική; Θα μπορούσα κι εγώ να εξαγοραστώ; Από την κορυφή της στήλης του Κωνσταντίνου είχα κοιτάξει την πόλη. Ξεθωριασμένη λάμψη. Η καρδιά της Ανατολής και της Δύσης που χτυπούσε τους ύστατους παλμούς της. Όλα αυτά θα σου τα δώσω, μου είχε ψιθυρίσει ο πειρασμός. Αλλά αυτόν τον πειρασμό τον είχα νικήσει. Καθένας, όμως, έχει την τιμή του. Για μια γυναίκα λοιπόν θα υπέκυπτα μπροστά του; Μόνο για μια γυναίκα, για τον πόθο, τη λαχτάρα μου, την τρέλα μου;
   Τόσο βαθιά κι απαρηγόρητη απελπισία δεν έχω δοκιμάσει ποτέ μου. Οι επιλογές που κάνει κανείς στη ζωή του δεν τελειώνουν ποτέ. Συνεχίζονται και συνεχίζονται κάθε στιγμή μέχρι την τελευταία μας αναπνοή. Η πόρτα μένει πάντοτε ανοιχτή. Πάντοτε. Για να φύγεις, ν' αποστατήσεις, να προδώσεις τον ίδιο σου τον εαυτό.
   Στους βάλτους της Βάρνας, ο άγγελος του θανάτου μού είχε πει: «Θα συναντηθούμε και πάλι στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού». Αυτή ήταν μέχρι τώρα η παρηγοριά μου. Δε μου είπε, όμως, από ποια πλευρά της πύλης. Δε μου είπε από ποια πλευρά.
   Όχι, δε χρειαζόταν να το πει. Πέρασα τη ζωή μου από φυλακή σε φυλακή. Από αυτή την τελευταία φυλακή δεν πρόκειται ν' αποδράσω. Δε θ' αποδράσω από τη φυλακή που την κλείνουν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Είμαι ο γιος του πατέρα μου. Αυτή η φυλακή είναι το μοναδικό μου σπίτι.
   Μάρτης. Ο τελευταίος Μάρτης. Η πόλη μοιάζει να 'χει σωπάσει και να περιμένει. Το ανελέητο ανοιξιάτικο φως αποκαλύπτει τη φτώχεια και το ρήμαγμά της. Μέσα στα ερείπια βόσκουν γκρίζα γαϊδούρια και μαύρα κατσίκια. Ολόκληρες γειτονιές είναι έρημες και σαπίζουν. Οι σκεπές έχουν γκρεμιστεί και τα ξύλα των τοίχων χρησιμοποιούνται για καυσόξυλα. Πράσινη μούχλα τρώει τους τρούλους των εκκλησιών. Τα μάρμαρα των δημοσίων κτιρίων κιτρινίζουν και σπάζουν. Στους τοίχους του έρημου παλατιού των Βλαχερνών έχουν φυτρώσει θάμνοι και στις ρωγμές της σκάλας αγριόχορτα.
   Οι άνθρωποι γλιστρούν στο δρόμο σαν γκρίζες και μαύρες σκιές. Αποφεύγουν ακόμα και το βλέμμα του άλλου. Τα μάτια τους είναι μελαγχολικά και γεμάτα αγωνία. Λιγοστεύουν ακόμα και οι φήμες. Καρτερική υπομονή σού σφίγγει την καρδιά σαν σιδερένιο χέρι. 
   Οι ασκήσεις συνεχίζονται. Η επισκευή των τειχών συνεχίζεται. Μα όλα φαίνονται σαν να πηγαίνουν πολύ αργά. Οι βλαστήμιες και τα παραγγέλματα των Λατίνων εκπαιδευτών έχουν χάσει τη βροντερή ηχώ τους κι εξαφανίζονται αδύναμα μέσα στην απεραντοσύνη της ετοιμοθάνατης πόλης. Τα τείχη, τα χιλιόχρονα κίτρινα και καφετιά τείχη με τους πύργους τους, δείχνουν πολύ ψηλά και μεγάλα για να τα υπερασπιστούν τόσο λίγοι στρατιώτες.
   Στο λιμάνι τα καράβια μένουν παροπλισμένα στη σειρά. Το νερό ολόγυρά τους είναι γεμάτο σκουπίδια κι αρχίζει να βρομάει.
   Έτσι είναι αλήθεια ή μήπως εγώ δεν ακούω και δε βλέπω καλά; Μήπως έχουν ναρκωθεί οι αισθήσεις μου; Μήπως εγώ έχω απομακρυνθεί απ' όλα; Η αναμονή προξενεί κατάθλιψη. Υπάχουν χίλια πράγματα που θα μπορούσα να φροντίσω και να βελτιώσω. Μα δεν έχω τη δύναμη να ξεκινήσω. Η νωθρότητα της αναμονής κατατρώει το μυαλό. Ο σουλτάνος δεν έχει ξεκινήσει ακόμα από την Ανδριανούπολη. Μόνο τα κανόνια, που τα τραβούν βόδια που αγκομαχάνε, ταξιδεύουν στις έρημες πεδιάδες, ανάμεσα στους ανοιξιάτικα ντυμένους λόφους, και πλησιάζουν αργά, βήμα βήμα, σχεδόν σαν να έρπουν.
   Τα σκουλήκια πλησιάζουν αργά την Κωνσταντινούπολη. Η θάλασσα του Μαρμαρά είναι έρημη. Ολόκληρες βδομάδες έχει να φανεί κάποιο καράβι.
   Χειρότερη από καθετί είναι η καταθλιπτική αναμονή. Αλλά η αγωνία δε μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Η ίδια η ανθρώπινη φύση θα την υποχρεώσει να ξεσπάσει. Ίσως όλη αυτή η καθυστέρηση να είναι απλώς η αναγκαία ανάπαυλα πριν από την οριστική δοκιμασία.
   'Η  μήπως μου 'χουν κάνει μάγια;

Waltari Mika, Ιωάννης Άγγελος, (μετφ. Μαρία Μαρτζούκου), εκδ. Καλέντης, Αθήνα, 2003

1 σχόλιο:

patheniaoberhaus είπε...

Harrah's Resort SoCal: 4777 Harrah's Rincon Way Rincon
Results 1 - 24 of 30005 — 의왕 출장안마 Harrah's Rincon 파주 출장마사지 Way, Rincon Band of 출장샵 Luiseno County has officially announced their complete 2019 opening schedule.Jan 광양 출장샵 22, 2022John FogertyFeb 17, 밀양 출장안마 2022ShinedownFeb 18, 2022Mardi Gras