Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

[ Ο ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ] - Α' ΜΕΡΟΣ

12 Δεκεμβρίου  1452

   Σε είδα για πρώτη φορά και σου μίλησα.
   Ήταν σαν να με συγκλόνισε σεισμός. Όλα μέσα μου αναστατώθηκαν, οι τάφοι της καρδιάς μου άνοιξαν, ένιωθα σαν να μην αναγνώριζα τον ίδιο μου τον εαυτό.
   Ήμουν σαράντα χρόνων και νόμιζα ότι είχα φτάσει στο φθινόπωρο της ζωής μου.
   Είχα περιπλανηθεί, είχα γνωρίσει εμπειρίες, είχα ζήσει πολλές ζωές.
   Ο Θεός μού είχε μιλήσει με πολλές μορφές. Οι άγγελοι μου είχαν αποκαλυφθεί και δεν τους είχα πιστέψει.
   Αλλά, όταν σε είδα, πίστεψα, γιατί αυτό που μου συνέβη ήταν θαύμα.
   Σε είδα μπροστά στο ναό της Αγίας Σοφίας, κοντά στις χάλκινες πύλες. Έβγαιναν όλοι από την εκκλησία. Μόλις είχε τελειώσει η τελετή όπου ο καρδινάλιος Ισίδωρος είχε διαβάσει μέσα σε νεκρική σιγή τη διακήρυξη της ένωσης των Εκκλησιών στην ελληνική  και στη λατινική γλώσσα. Κατά τη διάρκεια της πανηγυρικής λειτουργίας απήγγειλε και το «Πιστεύω». Όταν έφτασε στην προσθήκη «και εκ του Υιού», πολλοί σκέπασαν το πρόσωπό τους με τα χέρια τους κι από το γυναικωνίτη ακούστηκαν οι θρήνοι των γυναικών. Στεκόμουν στο πλαϊνό κλίτος, ανάμεσα στο πλήθος, δίπλα σε μια γκρίζα κολόνα. Καθώς την άγγιξα με το χέρι μου ένιωσα πως ήταν υγρή. Λες και είχε ιδρώσει και εκείνη από την αγωνία.
   Βγήκαν όλοι από την εκκλησία με την τάξη που είχε οριστεί εδώ και πολλούς αιώνες και στη μέση ο βασιλιάς, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, σοβαρός και στητός, με τα μαλλιά του ήδη γκρίζα κάτω από το χρυσό στέμμα. Φορούσαν τα ρούχα και τα διακριτικά που απαιτούσε η περίσταση: οι επίσημοι του παλατιού των Βλαχερνών, οι μάγιστροι, οι λογοθέτες, οι ανθύπατοι, η Σύγκλητος, και πίσω τους οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, η μια οικογένεια πίσω από την άλλη. Κανείς δεν είχε τολμήσει να λείψει  για να δείξει τη δυσαρέσκειά του. Στα δεξιά τού αυτοκράτορα επιτηρούσε το πλήθος με τα ψυχρά γαλάζια μάτια του ο μέγας λογοθέτης Σφραντζής, που τον ήξερα καλά. Ανάμεσα στους Λατίνους αναγνώρισα τον Βενετσιάνο βάιλο και πολλούς άλλους.
   Όμως το μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά, διοικητή του αυτοκρατορικού στόλου, τον έβλεπα για πρώτη φορά. Ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από τους άλλους, ένας αγέρωχος μελαμψός άντρας. Η ματιά του ήταν περήφανη και συνάμα ειρωνική, αλλά στο πρόσωπό του καθρεφτιζόταν εκείνη η μελαγχολία που ήταν κοινό χαρακτηριστικό σ' όλα τα μέλη των παλαιών ελληνικών οικογενειών. Όταν βγήκε έξω από την εκκλησία ήταν θυμωμένος και οργισμένος σαν να μη μπορούσε ν' αντέξει τη φοβερή καταισχύνη που είχε πέσει στην Εκκλησία του και στο λαό του.

   Τα χρώματα των ενδυμάτων, το γαλάζιο και το λευκό της Ελλάδας, οι επίσημοι μανδύες, κεντημένοι με χρυσό και μαργαριτάρια, οι πολύτιμοι λίθοι άστραφταν στα μάτια του λαού. Ο ήλιος έλαμπε και η πλατεία μπροστά από την εκκλησία ήταν γεμάτη κόσμο. Γενειοφόροι καλόγεροι με μάτια αγριεμένα από την απελπισία, φορώντας μαύρα ράσα και ψηλά καλυμμαύχια, έμποροι και τεχνίτες ταραγμένοι, ναυτικοί από τα καράβια που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι, ψαράδες. Αλλά πιο πολλοί ήταν οι καλόγεροι, καθώς ένας στους τρεις που συναντούσες στην Κωνσταντινούπολη ήταν μοναχός. Τα μοναστήρια έχουν ήδη στην κατοχή τους εκατοντάδες εκκλησίες και μόνον εφτά διοικεί ο Πατριάρχης Γρηγόριος Μάμας, που ο λαός τον λέει ψευτοπατριάρχη.
   Κάποια στιγμή σηκώθηκε ταραχή ανάμεσα στο πλήθος κι ακούστηκαν φωνές εναντίον των Λατίνων: «Κάτω η παπική αρχή!» «Έξω οι παράνομες προσθήκες!» Δεν άντεχα ν' ακούω, τα είχα ακούσει αρκετές φορές όταν ήμουν νέος. Αλλά το μίσος και η απελπισία του κόσμου ήταν σαν μουγκρητό καταιγίδας, σαν σεισμός. Μέχρι που οι εξασκημένες φωνές των μοναχών παρασύρανε το πλήθος να επαναλαμβάνει με μια φωνή την ίδια κραυγή: «Όχι και από τον Υιό! Όχι και από τον Υιό!» Ήταν η μέρα  του Αγίου Σπυρίδωνα. 
   Την ώρα που οι γυναίκες των πατρικίων άρχισαν να βγαίνουν από την εκκλησία, μερικά μέλη της ακολουθίας του αυτοκράτορα είχαν κιόλας ανακατωθεί με τον όχλο και προχωρούσαν κουνώντας τα χέρια τους στο ρυθμό του ύμνου. Μόνο γύρω από το ιερό πρόσωπο του αυτοκράτορα υπήρχε χώρος. Ήταν καβάλα στο άλογό του, με πρόσωπο σκοτεινιασμένο από τη θλίψη. Φορούσε ένα χρυσοκέντητο, πορφυρό μανδύα και πορφυρά σανδάλια στολισμένα με το δικέφαλο αετό.
   Έτσι έγινα μάρτυρας στην πραγματοποίηση ενός ονείρου που διαρκούσε εδώ και πολλούς αιώνες, την ένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία, την υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον πάπα και την εγκατάλειψη του αρχικού ανόθευτου Συμβόλου της Πίστεως. Η ένωση είχε γίνει επιτέλους πραγματικότητα, έπειτα από παρελκύσεις που κράτησαν πάνω από δέκα χρόνια, και είχε αποκτήσει νομική ισχύ με την ανάγνωση δημοσίως της διακήρυξης από τον καρδινάλιο Ισίδωρο στο ναό της Αγίας Σοφίας. Πριν από δεκατέσσερα χρόνια η διακήρυξη είχε διαβαστεί ελληνικά στη Μητρόπολη της Φλωρεντίας από το μεγαλόσωμο, στρογγυλοκέφαλο και πολυμαθή μητροπολίτη Βησσαρίωνα. Ο πάπας Ευγένιος Δ' τον είχε κάνει καρδινάλιο, όπως και τον Ισίδωρο, αναγνωρίζοντας τις υπηρεσίες του στο δύσκολο έργο της συνδιαλλαγής.
   Από τότε είχαν περάσει ήδη δεκατέσσερα χρόνια. Εκείνο το βράδυ είχα πουλήσει τα βιβλία και τα ρούχα μου, είχα μοιράσει τα λεφτά μου στους φτωχούς και είχα εγκαταλείψει τη Φλωρεντία. Πέντε χρόνια αργότερα έγινα σταυροφόρος. Και τώρα, ενώ το πλήθος κραύγαζε, στη μνήμη μου ξαναγύριζε ο ορεινός δρόμος προς την Ασίζη και το πεδίο μάχης στη Βάρνα, γεμάτο πτώματα.
   Οι φωνές ξαφνικά σταμάτησαν. Σήκωσα τα μάτια και είδα το μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά να πηδάει πάνω σε μια προεξοχή, μπροστά στην κιτρινισμένη, μαρμάρινη κιονοστοιχία. Μ' ένα νεύμα του χεριού του επέβαλε σιωπή και ο παγωμένος άνεμος του Δεκεμβρίου έφερε στ' αυτιά μου τη δυνατή κραυγή του: «Καλύτερα το τουρκικό φακιόλι παρά η λατινική καλύπτρα!»
   Ο λαός και οι καλόγεροι ξέσπασαν σε θυελλώδεις επιδοκιμασίες. Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης φώναζαν και βρυχόνταν θριαμβευτικά: «Καλύτερα το τουρκικό φακιόλι παρά η λατινική καλύπτρα!» όπως κάποτε οι Εβραίοι είχαν φωνάξει: «Τον Βαραβά! Τον Βαραβά!»
   Μια ομάδα άρχοντες και πατρίκιοι συγκεντρώθηκαν επιδεικτικά γύρω από τον Λουκά Νοταρά για να δείξουν πως τον υποστήριζαν και πως αψηφούσαν ανοιχτά τον αυτοκράτορα. Τέλος, το πλήθος άνοιξε δρόμο και ο αυτοκράτορας πέρασε καβάλα στο άλογό του, μαζί με λίγους ακολούθους που έμειναν κοντά του. Οι γυναίκες των αρχόντων εξακολουθούσαν να βγαίνουν από τις πελώριες ορειχάλκινες πύλες της εκκλησίας, αλλά διαλύθηκαν αμέσως και χάθηκαν ανάμεσα στον ταραγμένο όχλο. 
   Ήμουν περίεργος να δω πώς θα υποδεχόταν το πλήθος τον καρδινάλιο Ισίδωρο, έναν άνθρωπο που είχε πασχίσει πολύ για την ένωση, κι ας ήταν Έλληνας. Όμως, γι' αυτούς ακριβώς τους λόγους, εκείνος δεν παρουσιάστηκε. Το αξίωμα του καρδινάλιου δεν τον είχε παχύνει. Είναι ο ίδιος μικρόσωμος άντρας με τα φλογερά μάτια και, από τότε που ξύρισε τα γένεια του σύμφωνα με το λατινικό έθιμο, μοιάζει ακόμα πιο λιγνός. Στη Φεράρα και στη Φλωρεντία τον θυμάμαι με γενειάδα. Ο ρόλος του μεσολαβητή είναι δύσκολος. Ο Μάρκος Ευγενικός τον αφόρισε και ισχυρίστηκε πως είχε κουβαλήσει μαζί του την πανώλη από το Κίεβο στη Φεράρα. Όλοι σχεδόν οι υπηρέτες του είχαν πεθάνει εκεί από την πανώλη. Ο Μάρκος Ευγενικός το θεωρούσε θεία δίκη για την αποστασία του.
   Το πλήθος σερνόταν στην πλατεία, στη σκιά του θεόρατου τρούλου της Αγίας Σοφίας, σαν μια ανταριασμένη μάζα. Μέσα στη μαυρίλα των ράσων των μοναχών στραφτάλιζαν τα κοσμήματα που φορούσαν οι γυναίκες των αρχόντων και οι πολύχρωμοι μεταξωτοί μανδύες τους. Μολονότι ο ήλιος έλαμπε, η ατμόσφαιρα ήταν κρύα και ο ουρανός ωχρός.
   «Καλύτερα το τουρκικό φακιόλι παρά η λατινική καλύπτρα!» Χωρίς αμφιβολία ο μέγας δούκας Νοταράς το φώναξε αυτό με όλη του την ψυχή, από αγάπη στην πόλη και την πίστη του, από μίσος στους Λατίνους.
   Αλλά όση ειλικρίνεια και θέρμη κι αν έκρυβαν τα λόγια του, δε μπορούσα να τα δω παρά σαν μια ψυχρή πολιτική ενέργεια. Άνοιξε τα χαρτιά του μπροστά στο πλήθος που ήταν έτοιμο να επαναστατήσει, για να κερδίσει την υποστήριξη της μεγάλης πλειονότητας του λαού. Κανένας Έλληνας δεν υποστήριζε στο βάθος της καρδιάς του την ένωση, ούτε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Κι ας είχε υποχρεωθεί να υποκύψει για να συνάψει τη συμμαχία που θα του εξασφάλιζε, την κρίσιμη στιγμή, τη βοήθεια του παπικού στόλου. 
   Ο παπικός στόλος ετοιμάζεται ήδη στη Βενετία. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος βεβαιώνει ότι ο στόλος αυτός θα σπεύσει να σώσει την Κωνσταντινούπολη μόλις η είδηση για τη διακήρυξη της ένωσης φτάσει στη Ρώμη. Όμως το πλήθος φώναζε πίσω από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. «Αποστάτη! Αποστάτη!» Την πιο φοβερή, την πιο περιττή λέξη που μπορεί να φωνάξει κανείς σ' έναν άνθρωπο. Αυτή είναι η τιμή που χρειάστηκε να πληρώσει για δέκα πολεμικά πλοία· αν έφταναν ποτέ.
   Ο καρδινάλιος Ισίδωρος, καθώς ερχόταν, έφερε μαζί του μια χούφτα μισθοφόρους τοξότες από την Κρήτη και τα νησιά. Όλες οι πύλες της πόλης είναι χτισμένες. Οι Τούρκοι ερήμωσαν τα περίχωρα, έκλεισαν το Βόσπορο. Χρησιμοποιούν ως βάση τους το φρούριο που βρίσκεται στο πιο στενό μέρος του Βοσπόρου, το οποίο κατασκευάστηκε πέρσι το καλοκαίρι, μέσα σε λίγους μήνες. Το φρούριο βρίσκεται στο Πέραν, στη χριστιανική ακτή. Την περασμένη άνοιξη υπήρχε ακόμα σ' εκείνο το σημείο η εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Τώρα οι μαρμάρινοι κίονες της εκκλησίας ενισχύουν τα τείχη των τουρκικών οχυρών, που έχουν πάχος τριάντα πόδια, και οι βομβάρδες του σουλτάνου φρουρούν το Βόσπορο.
   Αυτά σκεφτόμουν καθώς στεκόμουν κοντά στις πελώριες ορειχάλκινες πύλες της Αγίας Σοφίας. Τότε την είδα. Είχε ξεκόψει από τον όχλο και γύριζε πίσω στην εκκλησία. Άσθμαινε και το βέλο της είχε σκιστεί. Οι Ελληνίδες αρχόντισσες της Κωνσταντινούπολης συνήθιζαν να κρύβουν το πρόσωπό τους. Ζούσαν κλεισμένες στα σπίτια τους και τις φύλαγαν ευνούχοι. Όταν ίππευαν ή όταν έμπαιναν στις φορητές τους άμαξες, οι υπηρέτες προπορεύονταν κι άπλωναν υφάσματα για να τις προστατέψουν από τα αδιάκριτα βλέμματα. Το δέρμα τους είναι λευκό και διάφανο.
   Με κοίταξε και ο χρόνος σταμάτησε, ο ήλιος έπαψε να γυρίζει γύρω από τη γη, το παρελθόν έγινε ένα με το μέλλον και δεν υπήρχε τίποτε άλλο παρά μονάχα εκείνη η στιγμή, η μοναδική στιγμή της ζωής που ο αχόρταγος χρόνος δε μπορούσε να παρασύρει.
   Είχα δει πολλές γυναίκες στη ζωή μου. Είχα αγαπήσει ψυχρά κι εγωιστικά. Είχα δώσει κι είχα λάβει ηδονή. Αλλά η αγάπη ήταν για μένα ένα ταπεινό σαρκικό πάθος που μόλις το ικανοποιούσα μ' άφηνε άδειο και λυπημένο. Μόνο από οίκτο υποκρινόμουν πως αγαπούσα, ως τη στιγμή που δεν άντεχα πια.
   Πολλές γυναίκες είχα δει στη ζωή μου, μέχρι τη στιγμή που τις εγκατέλειπα όπως είχα εγκαταλείψει και τόσα άλλα πράγματα. Οι γυναίκες ήταν για μένα μονάχα ένα σώμα και μισούσα όλα όσα μ' έδεναν με το σώμα μου.
   Ήταν περίπου στο ύψος μου. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά κάτω από το κεντητό κάλυμμα της κεφαλής. Ο χιτώνας ήταν γαλάζιος, κεντημένος με ασημένια κλωστή. Τα μάτια της ήταν καστανά. Το δέρμα της είχε ένα χρώμα ανάμεσα στο χρυσάφι και το φίλντισι.
   Αλλά εγώ τότε δεν κοίταγα την ομορφιά της. Με σκλάβωσε το βλέμμα της, γιατί τα μάτια της μου φάνηκαν γνωστά, σαν να τα είχα ξαναδεί στα όνειρά μου. Το καθαρό, καστανό της βλέμμα έσβησε κάθε συνηθισμένο, μάταιο συναίσθημα. Τα μάτια της άνοιξαν, πελώρια από την έκπληξη, και μου χαμογέλασαν. Η έκστασή μου ήταν τόσο απόλυτη, ώστε δε χωρούσε καμία γήινη επιθυμία. Αισθάνθηκα το σώμα μου να ακτινοβολεί, όπως είχα δει στα νιάτα μου με τα ίδια μου τα μάτια να ακτινοβολούν με υπερκόσμια ακτινοβολία τα ερημητήρια των μοναχών του Αγίου Όρους, που έμοιαζαν με φωτεινά φανάρια σ' εκείνες τις απόκρημνες πλαγιές. Και αυτή η σύγκριση δεν είναι ιεροσυλία, γιατί η αναγέννηση που ένιωσα εκείνη τη στιγμή ήταν ένα ιερό θαύμα.
   Δεν ξέρω για πόσο. Ίσως μονάχα όσο διαρκεί η αναπνοή που ελευθερώνει, την ύστατη στιγμή της ζωής, την ψυχή από το σώμα. Στεκόμαστε δύο βήματα μακριά, αλλά είχαμε την εντύπωση πως βρισκόμαστε στο μεταίχμιο της αιωνιότητας, όπως στην κόψη του ξυραφιού. Επέστρεψα στην πραγματικότητα. Έπρεπε να μιλήσω. Είπα: «Μη φοβάσαι. Αν θέλεις, σε συνοδεύω στο σπίτι του πατέρα σου». Από το βέλο της κατάλαβα πως δεν ήταν παντρεμένη. Μα εκείνη τη στιγμή αυτό δεν είχε καμία σημασία για μένα. Παντρεμένη ή ανύπαντρη, τα μάτια της τα ήξερα.
   Πήρε μια βαθιά ανάσα, λες και κρατούσε ώρα την αναπνοή της, και με ρώτησε: «Είσαι Λατίνος;»
   «Ναι», παραδέχτηκα.
   Κοιταχτήκαμε. Μέσα στη βουή του πλήθους ήμαστε τόσο μόνοι σαν να είχαμε ξυπνήσει μαζί στον Παράδεισο, όταν ο χρόνος άρχισε να κυλάει για πρώτη φορά. Το πρόσωπό της είχε κοκκινήσει από ντροπή, αλλά δε χαμήλωσε το βλέμμα. Καθένας μας αναγνώρισε τα μάτια του άλλου. Μέχρι που η συγκίνηση τη νίκησε και ρώτησε με τρεμάμενη φωνή: «Ποιος είσαι;»
   Η ερώτηση δεν ήταν ερώτηση. Έδειχνε μόνο πως με γνώριζε στα βάθη της καρδιάς της, όπως τη γνώριζα κι εγώ. Αλλά για να της δώσω χρόνο να συνέλθει από τη συγκίνηση, της εξήγησα:
   «Μεγάλωσα στη Γαλλία, στην Αβινιόν, μέχρι τα δεκατρία μου. Μετά περιπλανήθηκα σε πολλές χώρες. Με λένε Ζαν Ανζ. Εδώ με φωνάζουν Ιωάννη Άγγελο».
   «Άγγελος», επανέλαβε εκείνη. «Άγγελος. Γι' αυτό είσαι τόσο χλομός και σοβαρός; Γι' αυτό τρόμαξα όταν σε είδα;» Ήρθε κοντά κι άγγιξε το μπράτσο μου. «Όχι, δεν είσαι άγγελος. Είσαι από σάρκα και αίμα. Γιατί κρατάς τούρκικο σπαθί;»
   «Το έχω συνηθίσει», της εξήγησα. «Το ατσάλι του είναι πιο ανθεκτικό από τα χριστιανικά. Δραπέτευσα το Σεπτέμβριο από το στρατόπεδο του σουλτάνου Μωάμεθ, όταν τελείωσε το φρούριο στο Βόσπορο και ήταν έτοιμος να γυρίσει  στην Ανδριανούπολη. Τώρα που άρχισε ο πόλεμος, ο αυτοκράτορας δεν παραδίνει στο σουλτάνο κανέναν αιχμάλωτο των Τούρκων από όσους βρήκαν καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη».
   Κοίταξε τα ρούχα μου και παρατήρησε: «Δεν είσαι ντυμένος σαν σκλάβος».
   «Όχι, δεν είμαι ντυμένος σαν σκλάβος. Ήμουν ακόλουθος του σουλτάνου για εφτά περίπου χρόνια. Ο σουλτάνος Μουράτ με όρισε υπεύθυνο για τα σκυλιά του κι αργότερα με παραχώρησε στο γιο του. Ο Μωάμεθ κατάλαβε πως ήμουν αρκετά έξυπνος και διάβαζε μαζί μου ελληνικά και ρωμαϊκά βιβλία».
   «Πώς έγινες σκλάβος των Τούρκων;» ρώτησε.
   «Έζησα στη Φλωρεντία τέσσερα χρόνια. Εκείνη την εποχή ήμουν πλούσιος, αλλά βαρέθηκα το εμπόριο υφασμάτων κι έγινα σταυροφόρος. Αιχμαλωτίστηκα στη μάχη της Βάρνας».
   Το βλέμμα της μ' ενθάρρυνε να συνεχίσω: «Ο καρδινάλιος Ιούλιος Τσεζαρίνι με είχε γραμματέα. Μετά την ήττα, το άλογό του έπεσε σ' ένα βάλτο και οι Ούγγροι που υποχωρούσαν τον σκότωσαν με τα μαχαίρια τους. Στην ίδια μάχη σκοτώθηκε και ο νεαρός βασιλιάς τους. Ο καρδινάλιός μου τον είχε πείσει να παραβιάσει την ειρήνη που είχε συνάψει με τους Τούρκους. Γι' αυτό οι Ούγγροι τον θεώρησαν υπεύθυνο. Ο σουλτάνος Μουράτ μάς μεταχειρίστηκε ως επίορκους. Σκότωσε όλους τους αιχμαλώτους που αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το Θεό του και τον Προφήτη του. Εμένα, όμως, δε μου έκανε κακό. Αλλά μίλησα ήδη πολύ. Συγχώρεσέ με! Πάει καιρός που δεν έχω μιλήσει!»
   «Δε βαριέμαι να σε ακούω», είπε. «Θέλω να μάθω περισσότερα για σένα. Αλλά γιατί δε ρωτάς ποια είμαι;»
   «Δε θέλω να μάθω», είπα. «Μου αρκεί που υπάρχεις. Στ' αλήθεια, μου αρκεί. Δε μπορούσα να φανταστώ πως θα μου συνέβαινε κάτι τέτοιο».
   Δε με ρώτησε τι εννοούσα. Κοίταξε γύρω της και είδε πως το πλήθος είχε αρχίσει να διαλύεται. «Ακολούθησέ με», ψιθύρισε. Μ' έπιασε από το χέρι και μ' έσυρε βιαστικά κάτω από τις πελώριες πύλες. «Αναγνωρίζεις την ένωση;» ρώτησε.
   Ανασήκωσα τους ώμους. «Είμαι Λατίνος».
   «Ανέβα το σκαλί», με παρακίνησε. Βρεθήκαμε στον πρόναο, εκεί όπου τα σιδερένια υποδήματα των φρουρών, εδώ και χίλια χρόνια, είχαν σκάψει ένα κοίλωμα στο μάρμαρο του δαπέδου. Ο κόσμος που είχε παραμείνει μέσα στην εκκλησία για το φόβο του όχλου μάς κοίταζε. Όμως εκείνη τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό μου και με φίλησε.
   «Σήμερα είναι του Αγίου Σπυρίδωνα», είπε κάνοντας το σταυρό της με τον ορθόδοξο τρόπο. «Μόνον εκ του Πατρός, όχι και εκ του Υιού. Ας είναι αυτό το χριστιανικό φιλί η σφραγίδα μιας φιλίας, για να μην ξεχάσουμε ο ένας τον άλλον. Σε λίγο θ' αρχίσουν να με ψάχνουν οι υπηρέτες του πατέρα μου». Τα μάγουλά της ήταν φλογισμένα και το φιλί της κάθε άλλο παρά χριστιανικό. Το δέρμα της ευωδίαζε υάκινθο. Είχε βάψει τα φρύδια της μπλε και κόκκινα τα χείλη της, όπως συνήθιζαν οι αρχόντισσες της Κωνσταντινούπολης.
   «Δε μπορούμε να χωρίσουμε έτσι», είπα. «Κι αμπαρωμένη να μείνεις πίσω από εφτά κλειδωμένες πόρτες, δε θα ησυχάσω μέχρι να σε ξαναβρώ. Ακόμα κι αν ο χρόνος ή η απόσταση μας χωρίσουν, θα ψάξω να σε βρω. Δε μπορείς να μ' εμποδίσεις».
   «Γιατί να θέλω να σ' εμποδίσω;» ρώτησε κι ανασήκωσε περιπαιχτικά τα φρύδια της. «Πού ξέρεις ότι δε φλέγομαι κι εγώ από περιέργεια να μάθω περισσότερα για σένα και για την παράξενη ιστορία σου, κυρ Άγγελε;»
   Ο παιχνιδιάρικος τόνος της φωνής της μαρτυρούσε περισσότερα από τα λόγια της.
   «Τότε πες μου πού και πότε θα σε ξαναδώ», είπα.
   Η νέα συνοφρυώθηκε. «Μάλλον δεν αντιλαμβάνεσαι με πόση απρέπεια μιλάς. Αλλά φαίνεται πως έτσι συνηθίζουν οι Φράγκοι».
   «Πού και πότε;» είπα ξανά και την άρπαξα από το μπράτσο.
   «Πώς τολμάς;» με κάρφωσε με το βλέμμα της χλομιάζοντας από την έκπληξη. «Κανένας άντρας δεν τόλμησε ποτέ να μ' αγγίξει. Δεν ξέρεις ποια είμαι». Μα δεν προσπάθησε να ξεφύγει από τα χέρια μου, λες και το άγγιγμά μου της ήταν κατά βάθος ευπρόσδεκτο.
   «Είσαι εσύ», είπα. «Κι αυτό μου φτάνει».
   «Μπορεί να σου στείλω κάποιο μήνυμα», υποσχέθηκε. «Τι σημασία έχει να είναι κανείς σεμνότυφος σ' αυτούς τους δύσκολους καιρούς; Μα είσαι Φράγκος, όχι Έλληνας, και μια συνάντηση μαζί μου ίσως να σε θέσει σε κίνδυνο».
   «Κάποτε έγινα σταυροφόρος, ίσως γιατί μου έλειπε κάτι να πιστέψω», είπα. «Όλα σχεδόν τα είχα καταφέρει, αλλά δεν είχα καταφέρει να βρω μια πίστη. Γι' αυτό σκέφτηκα πως θα μπορούσα να πεθάνω για το Θεό. Δραπέτευσα από το στρατόπεδο των Τούρκων για να πεθάνω στα τείχη της Πόλης για το Χριστό. Η ζωή μου δε μπορεί να γίνει πιο επικίνδυνη απ' όσο είναι».
   «Σώπασε», είπε. «Υποσχέσου μου τουλάχιστον ότι δε θα μ' ακολουθήσεις. Αρκετά τραβήξαμε την προσοχή του κόσμου». Σκέπασε με το σκισμένο βέλο το πρόσωπό της, μου γύρισε την πλάτη κι απομακρύνθηκε.
   Υπηρέτες ντυμένοι στα ασπρογάλαζα ήρθαν να τη γυρέψουν. Πήγε μαζί τους χωρίς να μου ρίξει ούτε ένα βλέμμα κι εγώ δεν την ακολούθησα. Αλλά όταν χάθηκε από τα μάτια μου αισθάνθηκα τόσο αδύναμος, σαν να είχε στραγγίξει όλο το αίμα μου από μιαν ανοιχτή πληγή.

15 Δεκεμβρίου 1452

   Ένα κομμάτι διπλωμένο χαρτί. Μου το 'φερε σήμερα το πρωί ένας πλανόδιος έμπορος μαζί με τα λαχανικά.
   «Στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων το απόγευμα». Δεν έγραφε τίποτ' άλλο. Προς το μεσημέρι είπα πως θα πήγαινα στο λιμάνι κι έστειλα τον υπηρέτη μου να καθαρίσει το υπόγειο. Βγαίνοντας, κλείδωσα την πόρτα. Σήμερα δεν ήθελα κατασκόπους ολόγυρά μου.
   Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων βρίσκεται στον ψηλότερο λόφο, στο κέντρο της πόλης. Είναι το πιο κατάλληλο μέρος για μια μυστική συνάντηση, γιατί εκεί συχνάζουν μονάχα μερικές μαυροφορεμένες γυναίκες που προσεύχονται μπροστά στις εικόνες. Ούτε τα ρούχα μου τράβηξαν την προσοχή, γιατί σ' αυτό το μέρος πηγαίνουν συχνά Λατίνοι από τα καράβια για να δουν τους τάφους των αυτοκρατόρων και τα ιερά λείψανα. Δεξιά από την πόρτα, τριγυρισμένο από ένα απλό ξύλινο κιγκλίδωμα, υπάρχει ένα κομμάτι από το στύλο όπου οι Ρωμαίοι στρατιώτες έδεσαν και μαστίγωσαν το Λυτρωτή μας.
   Ένας νεαρός Βενετσιάνος, που υπηρετούσε γιατρός στα καράβια κι εκτελούσε χρέη ξεναγού στους ναυτικούς, υποστήριζε πως είχε δει με τα ίδια του τα μάτια ένα κομμάτι από τον ίδιο στύλο στη Ρώμη. «Είναι από την ίδια πέτρα», έλεγε. «Ένα τρίτο κομμάτι υπάρχει ακόμα στην Ιερουσαλήμ». Με κοίταζε περίεργα και θα μου 'πιανε ευχαρίστως την κουβέντα, αλλά για να τον αποφύγω τον παρότρυνα να επισκεφτεί την εκκλησία της μονής του Παντοκράτορα. Εκεί φυλάσσεται μια χρωματιστή πέτρινη πλάκα. Την είχε σκαλίσει ο Νικόδημος για τον τάφο του κι εκεί απέθεσαν το σώμα του Λυτρωτή μόλις το κατέβασαν από το σταυρό. Στην επιφάνεια της πέτρας διακρίνονται ακόμα αποκρυσταλλωμένα τα δάκρυα που έχυσε η Παναγία δίπλα στο σώμα του νεκρού γιου της. Είναι στ' αλήθεια πέτρινα, αν και την πρώτη φορά που τα είδα νόμισα πως οι καλόγεροι είχαν στάξει κερί και τα έξυσα μ' ένα μαχαίρι. Οι μοναχοί στην Πόλη δεν είναι τόσο δεισιδαίμονες και τόσο σχολαστικοί με τα ιερά λείψανα όσο στη Δύση. Η ευλάβεια και η πίστη στον Ιησού είναι γι' αυτούς σπουδαιότερα απ' ό,τι μια ιερή αλλά άψυχη πέτρα.
   «Πουλήστε μου το μαχαίρι σας», μου πρότεινε ο γιατρός ενθουσιασμένος μόλις του διηγήθηκα την ιστορία. Νόμιζε μάλλον πως το μαχαίρι μου είχε κολλήσει κάτι από την ιερότητα του αγίου λειψάνου.
   «Μπορείτε να κάνετε κι εσείς το ίδιο», του είπα χαμογελώντας. Ο γιατρός σταυροκοπήθηκε τρομαγμένος, αλλά έδειξε ενδιαφέρον. Έπειτα κατάφερα να του ξεφύγω. Ονομαζόταν Νικολό Μπάρμπαρο. Μου ζήτησε να επισκεφτώ το καράβι του μαζί με καμιά νεαρή Ελληνίδα που δε θα είχε προκαταλήψεις.
   Yποχρεώθηκα να περιμένω δύο ώρες μέσα στην εκκλησία και ο χρόνος κυλούσε αργά. Κανένας δε με πρόσεξε. Στην Κωνσταντινούπολη ο χρόνος έχει χάσει τη σημασία του. Οι γυναίκες που προσεύχονταν έμοιαζαν να 'χουν δραπετεύσει από τον κόσμο και είχαν βυθιστεί σε έκσταση. Όταν συνέρχονταν, κοίταζαν ολόγυρά τους σαν να είχαν μόλις ξυπνήσει. Η ανείπωτη μελαγχολία αυτής της πόλης που ψυχορραγούσε ξαναγύριζε στο βλέμμα τους. Σκέπαζαν ξανά το πρόσωπό τους κι έφευγαν με χαμηλωμένα μάτια.
   Έπειτα από την ψύχρα που επικρατούσε έξω, η εκκλησία μού φάνηκε ζεστή. Κάτω από το μαρμάρινο δάπεδο περνούσαν αγωγοί θερμού αέρα, κατά το αρχαίο ρωμαϊκό σύστημα. Η παγωνιά της ψυχής μου έλιωσε. Η φλόγα της αναμονής με παρακίνησε να προσευχηθώ έπειτα από πολύ καιρό. Γονάτισα μπροστά στο ιερό και προσευχήθηκα μέσα από την καρδιά μου.
   «Παντοδύναμε Θεέ, που ενανθρωπίστηκες με τρόπο που ξεπερνά την αντίληψή μας για να μας σώσεις από τις αμαρτίες μας, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με για τις αμφιβολίες μου, για την έλλειψη πίστης που ούτε ο λόγος Σου, ούτε τα πατερικά κείμενα, ούτε κάποια εγκόσμια φιλοσοφία δε μπόρεσαν να μου γιατρέψουν. Με οδήγησες σύμφωνα με το θέλημά Σου και μου επέτρεψες να δοκιμάσω όλα τα δώρα Σου, τη σοφία και την αμάθεια, τη φτώχεια και τα πλούτη, την εξουσία και τη σκλαβιά, το πάθος και την εγκαρτέρηση, τον πόθο και τη γαλήνη, την πένα και το σπαθί. Αλλά τίποτα, τίποτα δε μπόρεσε να με γιατρέψει. Σαν αμείλικτος κυνηγός το αποκαμωμένο του θήραμα, με ώθησες από απόγνωση σε απόγνωση, μέχρι που οι ενοχές με οδήγησαν να Σου αφιερωθώ. Όμως ούτε κι αυτή τη θυσία δε θέλησες να δεχτείς. Τι ζητάς λοιπόν από μένα, Ιερέ και Ασύλληπτε;»
   Αλλά μόλις προσευχήθηκα, ένιωσα την ακατανίκητη έπαρση που καθρεφτιζόταν στις σκέψεις μου, ντράπηκα και προσευχήθηκα ξανά μέσα από την καρδιά μου.
   «Εσύ, ο Ων, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσε τις αμαρτίες μου, ελέησέ με και σώσε με από τις φοβερές ενοχές μου προτού με συντρίψουν».
   Μόλις όμως τέλειωσα την προσευχή μου, ένιωσα πάλι ψυχρός, ψυχρός και φλογερός σαν ένα κομμάτι πάγος. Ένιωσα σφρίγος στο κορμί μου και για πρώτη φορά, έπειτα από πολλά χρόνια, χάρηκα που ήμουν ζωντανός. Αγαπούσα και περίμενα και όλα τα περασμένα έγιναν στάχτη πίσω μου, σαν να ήταν η πρώτη φορά που αγαπούσα, σαν να ήταν η πρώτη φορά που περίμενα. Μόνο σαν μια ξεθωριασμένη σκιά θυμόμουν πια εκείνο το κορίτσι στη Φεράρα, που φορούσε μαργαριτάρια στα μαλλιά της και κρατούσε ένα χρυσό κλουβί στο λευκό της χέρι, σαν να κρατούσε ένα φανάρι για να φωτίζει το δρόμο της.
   Κι αργότερα. Είχα θάψει έναν άγνωστο, που οι αλεπούδες στο δάσος τού είχαν σπαράξει το πρόσωπο, κι εκείνη είχε εμφανιστεί γυρεύοντας την πόρπη της ζώνης της. Εγώ φρόντιζα τα θύματα της πανούκλας σε μια πισσωμένη καλύβα, γιατί οι ατέλειωτες διαμάχες γύρω από το γράμμα της θρησκείας με είχαν φέρει σε απόγνωση. Ήταν κι εκείνη απελπισμένη, εκείνη η όμορφη, απόμακρη οπτασία. Την είχα γδύσει, θυμάμαι, κι έκαψα στη θερμάστρα τα ρούχα της που ήταν μολυσμένα από την πανούκλα. Έπειτα πλαγιάσαμε μαζί και ζεστάναμε ο ένας τον άλλον. Δεν πίστευα πως θα μπορούσε να μου συμβεί κάτι τέτοιο. Ήταν η κόρη κάποιου δούκα κι εγώ δεν ήμουν παρά ένας διερμηνέας στην υπηρεσία του πάπα Ευγένιου. Θα είναι κοντά δεκαπέντε χρόνια από τότε. Μέσα μου δε σάλεψε τίποτα όταν τη συλλογίστηκα. Χρειάστηκε ν' ανασκαλέψω τη μνήμη μου για να θυμηθώ τουλάχιστον τ' όνομά της. Βεατρίκη. Ο δούκας θαύμαζε τον Δάντη και διάβαζε γαλλικά ιπποτικά μυθιστορήματα. Είχε αποκεφαλίσει το γιο του και τη γυναίκα του για μοιχεία και είχε κοιμηθεί κρυφά με την κόρη του. Κάποτε στη Φεράρα. Γι' αυτό είχα ανακαλύψει το κορίτσι του δάσους μέσα στην καλύβα με τα θύματα της πανούκλας.
   Μια γυναίκα, που φορούσε βέλο κεντημένο με μαργαριτάρια, στάθηκε δίπλα μου. Είχε σχεδόν το ύψος μου. Φορούσε γούνινη κάπα γιατί έκανε κρύο. Ένιωσα την ευωδιά του υάκινθου. Είχε έρθει η αγαπημένη μου.
   «Το πρόσωπό σου», ικέτεψα. «Δείξε μου το πρόσωπό σου να πιστέψω πως είσαι αληθινή».
   «Έκανα λάθος που ήρθα», είπε. Ήταν ωχρή και τα καστανά της μάτια μού μετέδωσαν το φόβο της.
   «Ποιο είναι το λάθος  και ποιο το σωστό;» ρώτησα. «Ζούμε τις ύστατες ώρες. Τι σημασία έχει πια τι κάνουμε;»
   «Είσαι Λατίνος», είπε επιτιμητικά. «Τρως άζυμο ψωμί. Μόνο ένας Λατίνος θα μπορούσε να μιλήσει έτσι. Ο καθένας νιώθει μέσα στην καρδιά του τι είναι σωστό και τι λάθος. Αυτό το γνώριζε και ο Σωκράτης. Μα εσύ κοροϊδεύεις, σαν τον Πιλάτο που ρώτησε: Τι είναι η αλήθεια;»
   «Για όνομα του Χριστού», είπα. «Ήρθες να μου μάθεις φιλοσοφία, γυναίκα; Είσαι στ' αλήθεια Ελληνίδα!»
   Ξέσπασε σε λυγμούς από το φόβο και την αγωνία. Την άφησα να κλάψει και να ηρεμήσει, γιατί φοβόταν κι έτρεμε, παρά τη ζέστη της εκκλησίας και την ακριβή γούνινη κάπα της. Είχε έρθει, έκλαιγε για μένα και για κείνη. Χρειαζόμουν καλύτερη απόδειξη πως την είχα συγκινήσει, όπως κι εκείνη είχε συγκλονίσει σαν σεισμός τη δική μου καρδιά;
   Την άγγιξα, τέλος, στον ώμο και είπα: «Τίποτα δεν έχει σημασία. Ούτε η ζωή ούτε η γνώση ούτε η φιλοσοφία. Ούτε κι αυτή η πίστη. Όλα ανάβουν, φλέγονται για λίγο κι έπειτα σβήνουν. Ας φερθούμε σαν ενήλικες που από θαύμα αναγνώρισε ο ένας τον άλλο από τα μάτια και μπορούν να μιλήσουν ειλικρινά. Δεν ήρθα εδώ για να καβγαδίσουμε».
   «Τότε γιατί ήρθες;» ρώτησε.
   «Σ' αγαπώ», είπα.
   «Παρόλο που δεν ξέρεις ποια είμαι, παρόλο που μ' έχεις δει μόνο μια φορά;» αντέτεινε.
   Άπλωσα το χέρι μου. Τι μπορούσα να πω; Κατέβασε τα μάτια της, άρχισε πάλι να τρέμει και ψιθύρισε: «Δεν ήμουν καθόλου σίγουρη πως θα 'ρθεις».
   «Αγάπη μου», είπα γιατί δεν είχα ξανακούσει πιο όμορφη ερωτική εξομολόγηση από γυναικεία χείλη. Κι ένιωσα γι' άλλη μια φορά πόσο λίγα πράγματα μπορούν να πουν τα λόγια. Κι όμως οι άνθρωποι, ακόμα και οι σοφοί και οι σπουδαγμένοι, νομίζουν πως με τα λόγια μπορούν να διευκρινίσουν ακόμα και τη φύση του Θεού.
   Άπλωσα τα χέρια μου κι εκείνη, χωρίς να διστάσει, μ' άφησε να πιάσω τα δικά της παγωμένα χέρια. Τα δάχτυλά της ήταν λεπτά και δυνατά, αλλά τα χέρια της δεν είχαν δουλέψει ποτέ. Σταθήκαμε πολλή ώρα ο ένας απέναντι στον άλλον πιασμένοι απ' τα χέρια και κοιταζόμαστε. Δεν είχαμε ανάγκη τα λόγια. Τα καστανά, λυπημένα μάτια της σάλευαν καθώς κοιτούσαν τα μαλλιά, το μέτωπο, τα μάγουλα, το πιγούνι, το λαιμό μου, λες και ήθελε, μ' ακόρεστη περιέργεια, να κρατήσει στη μνήμη της κάθε χαρακτηριστικό μου. Το πρόσωπό μου το είχαν σμιλέψει οι άνεμοι, οι νηστείες είχαν ρουφήξει τα μάγουλά μου, στις άκρες των χειλιών μου υπήρχαν ρυτίδες που είχε χαράξει η απογοήτευση, το μέτωπό μου το είχαν αυλακώσει οι σκέψεις. Αλλά δεν ένιωθα ντροπή για το πρόσωπό μου. Είναι σαν μάσκα από κερί όπου η ζωή έχει γράψει τα πάντα. Την άφησα πρόθυμα να τα διαβάσει.
   «Θέλω να τα μάθω όλα για σένα», είπε σφίγγοντας τα σκληρά μου δάχτυλα. «Είσαι ξυρισμένος. Αυτό σε κάνει να φαντάζεις παράξενος και φοβερός, σαν Λατίνος παπάς. Είσαι λόγιος ή στρατιώτης;»
   «Έχω περιπλανηθεί από τη μια χώρα στην άλλη, από τη μια κοινωνική τάξη στην άλλη, σαν σπίθα που την παίρνει ο άνεμος», είπα. «Μέσα στην καρδιά μου έχω ταξιδέψει σε αμέτρητα βάθη και δυσθεώρητα ύψη. Έχω μελετήσει φιλοσοφία, το νομιναλισμό και το ρεαλισμό, καθώς και τα κείμενα των αρχαίων. Κι αφού βαρέθηκα τα λόγια, άρχισα να εκφράζω τις έννοιες με γράμματα κι αριθμούς, όπως ο Ραϋμόνδος. Μα δεν έφτασα στη σαφήνεια. Γι' αυτό διάλεξα το σπαθί και το σταυρό».
   Μετά από λίγο συνέχισα: «Ήμουν για λίγο καιρό έμπορος. Έμαθα να κρατώ διπλά βιβλία, κάτι που αποδεικνύει πως ο πλούτος είναι μονάχα πλάνη. Ο πλούτος στις μέρες μας είναι κάτι που γράφεται στο χαρτί, όπως η φιλοσοφία και τα ιερά μυστήρια».
   Δίστασα κάπως κι έπειτα είπα χαμηλώνοντας τη φωνή μου: «Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας, παρόλο που γεννήθηκα στην παπική Αβινιόν».
   Χαλάρωσε τρέμοντας το χέρι της μέσα στο δικό μου, σαν να είχε φοβηθεί κάτι. «Το φαντάστηκα», είπε. «Αν άφηνες γένια, το πρόσωπό σου θα ήταν ελληνικό. Γι' αυτό μου φάνηκες γνωστός από την πρώτη στιγμή, σαν να σε ήξερα και να 'ψαχνα το παλιό σου πρόσωπο κάτω από το πρόσωπο που δείχνεις».
   «Όχι», είπα. «Όχι. Δεν ήταν γι' αυτό».
   Έριξε γύρω της μια φοβισμένη ματιά και σκέπασε το στόμα και το πιγούνι της με το βέλο. «Πες μου τα πάντα για σένα», είπε ικετευτικά. «Αλλά στο μεταξύ ας περπατήσουμε κι ας κάνουμε πως κοιτάμε κάτι για να μην τραβήξουμε την προσοχή. Μπορεί κανείς να με αναγνωρίσει».
   Πέρασε μ' εμπιστοσύνη το χέρι της στο μπράτσο μου κι αρχίσαμε να περπατάμε κοιτάζοντας γύρω μας τις σαρκοφάγους των αυτοκρατόρων, τις εικόνες και τις ασημένιες λειψανοθήκες. Ταιριάξαμε το βήμα μας. Όταν το χέρι της άγγιξε το μπράτσο μου για πρώτη φορά, είχα την εντύπωση πως ένα φλεγόμενο φτερό είχε αγγίξει το σώμα μου. Μα ο πόνος ήταν γλυκός. Άρχισα να διηγούμαι χαμηλόφωνα:
   «Έχω λησμονήσει πια τα παιδικά μου χρόνια. Μοιάζουν σαν όνειρο και δε μπορώ να πω τι ήταν όνειρο και τι πραγματικό. Αλλά σαν έπαιζα με τ' άλλα παιδιά κοντά στο τείχος και στις όχθες του ποταμού της Αβινιόν, τους έκανα κήρυγμα στην ελληνική και στη λατινική γλώσσα. Φαίνεται πως είχα μάθει από στήθους ένα σωρό κείμενα που δεν τα καταλάβαινα. Και αυτό γιατί αναγκαζόμουν να διαβάζω ώρες πολλές στον πατέρα μου τα βιβλία του μόλις εκείνος τυφλώθηκε.
   «Τυφλώθηκε;» ρώτησε.
   «Έφυγε σε μακρινό ταξίδι όταν ήμουν οχτώ ή εννέα χρόνων», είπα σκαλίζοντας τη μνήμη μου. Τα είχα διώξει όλα αυτά από το μυαλό μου σαν να μην τα είχα ζήσει ποτέ, μα τώρα ξαναγύρισαν σαν εφιάλτης. «Έλειψε έναν ολόκληρο χρόνο. Μα όταν επέστρεφε τον έπιασαν ληστές και τον τύφλωσαν για να μη μπορέσει να τους αναγνωρίσει και να τους καταδώσει».
   «Τον τύφλωσαν!» είπε η κοπέλα κατάπληκτη. «Στην Κωνσταντινούπολη τυφλώνουν μόνο τους έκπτωτους αυτοκράτορες ή τους διαδόχους που επαναστατούν εναντίον του πατέρα τους. Οι Τούρκοι πήραν αυτή τη συνήθεια από εμάς».
   «Ο πατέρας μου ήταν Έλληνας», συνέχισα. «Στην Αβινιόν τον αποκαλούσαν Ανδρόνικος ο Έλληνας και στα τελευταία του ο τυφλός Έλληνας».
   «Και πώς ο πατέρας σου βρέθηκε στη χώρα των Φράγκων;» ρώτησε απορώντας.
   «Δεν ξέρω», της είπα. Αλλά ήξερα. Όμως αυτό ήταν δικό μου μυστικό. «Έζησε όλη του τη ζωή στην Αβινιόν. Ήμουν δεκατριών χρόνων όταν, τυφλός πια, έπεσε από το βράχο που βρίσκεται πίσω από το ανάκτορο του πάπα κι έσπασε το λαιμό του. Με ρώτησες για τα παιδικά μου χρόνια. Όταν ήμουν παιδί, συχνά έβλεπα οράματα που πίστευα πως ήταν αληθινά. Ακόμα και τ' όνομά μου είναι Ιωάννης Άγγελος. Δε θυμάμαι πολλά, αλλά όλα αυτά ερμηνεύθηκαν εναντίον μου στη δίκη».
   «Στη δίκη;» ρώτησε ζαρώνοντας το μέτωπό της.
   «Στα δεκατρία μου καταδικάστηκα για το φόνο του πατέρα μου», είπα απότομα. «Κάποιοι κατέθεσαν πως είχα οδηγήσει τον τυφλό πατέρα μου στο βράχο και τον έσπρωξα κάτω για να κληρονομήσω την περιουσία του. Αυτόπτες μάρτυρες δεν υπήρχαν, έτσι με μαστίγωσαν για να ομολογήσω. Τέλος, με καταδίκασαν στον τροχό, να διαμελιστεί το σώμα μου κι έπειτα να καεί. Ήμουν μόλις δεκατριών χρόνων. Αυτά ήταν τα παιδικά μου χρόνια».
   Μου έπιασε γρήγορα το χέρι, με κοίταξε στα μάτια και είπε: «Αυτά τα μάτια δεν είναι μάτια δολοφόνου. Πες μου τα όλα. Θα ξαλαφρώσεις».
   «Έχω χρόνια να σκεφτώ αυτά τα πράγματα», είπα. «Δεν ήθελα να τα εξομολογηθώ σε κανέναν. Τα έχω σβήσει από το μυαλό μου. Όμως σ' εσένα μου είναι εύκολο να τα πω. Έχει περάσει τόσος καιρός... Είμαι σαράντα χρόνων. Έχω ζήσει πολλές ζωές. Τον πατέρα μου δεν τον σκότωσα. Μπορεί να ήταν σκληρός κι οξύθυμος και να μ' έδερνε, αλλά στις καλές του στιγμές ήταν πολύ καλός μαζί μου. Τον αγαπούσα. Στο κάτω κάτω, ήταν πατέρας μου. Για τη μάνα μου δεν ξέρω τίποτα. Πέθανε στη γέννα σφίγγοντας μάταια στο χέρι της μια θαυματουργή πέτρα. Μπορεί ο πατέρας μου να είχε βαρεθεί τη ζωή του, επειδή ήταν τυφλός. Αυτό το συμπέρασμα έβγαλα όταν μεγάλωσα. Εκείνη τη μέρα με παρότρυνε να μην ανησυχήσω ό,τι κι αν συμβεί. Είχε μαζέψει πολλά χρήματα, κοντά τρεις χιλιάδες χρυσά, και τα είχε δώσει στο χρυσοχόο Τζερόλαμο να τα φυλάξει. Είχε κάνει διαθήκη,  μ' άφηνε τα πάντα και όριζε κηδεμόνα μου τον Τζερόλαμο μέχρι να κλείσω τα δεκάξι. Ήταν άνοιξη. Μου ζήτησε να τον οδηγήσω στο βράχο, πίσω από το ανάκτορο. Ήθελε ν' ακούσει τον άνεμο και τα φτερουγίσματα των πουλιών που έρχονταν κοπάδια από το Νότο. Είπε πως πήγαινε να συναντήσει τους αγγέλους, γι' αυτό μου ζήτησε να τον αφήσω μόνο του και να επιστρέψω πριν τον εσπερινό».
   «Είχε αρνηθεί την ελληνική πίστη ο πατέρας σου;» με ρώτησε αμέσως, κοιτάζοντάς με αυστηρά. Ήταν γυναίκα της Κωνσταντινούπολης.
   «Πήγαινε στη λειτουργία, εξομολογούνταν τις αμαρτίες του, κοινωνούσε με το λατινικό τρόπο, αγόραζε συγχωροχάρτια για να μην καεί στην κόλαση», είπα. «Δε μου πέρασε ποτέ απ' το μυαλό πως θα μπορούσε να πιστεύει κάτι διαφορετικό από τους άλλους. Είπε πως θα πήγαινε να συναντήσει τους αγγέλους και τον βρήκα αναίσθητο στη ρίζα του βράχου. Ήταν κουρασμένος από τη ζωή, τυφλός και δυστυχισμένος».
   «Μα πώς μπόρεσαν να κατηγορήσουν εσένα για το θάνατό του;»
   «Όλα θεωρήθηκαν δικό μου σφάλμα», είπα. «Όλα, όλα. Είπαν πως έβαλα στο μάτι τα λεφτά. Όταν είπα πως ο πατέρας πήγε να συναντήσει τους αγγέλους, εκείνοι θεώρησαν πως έλεγα ψέματα, πως ισχυριζόμουν ότι ο πατέρας μου είχε πάει στο βράχο για να συναντήσει κάποιους ξένους. Αλλά εκείνη τη μέρα δεν είχε φανεί στην πόλη κανένας ύποπτος ξένος. Ο Τζερόλαμο ήταν πρόθυμος να καταθέσει εναντίον μου. Είπε πως είδε με τα μάτια του τον πατέρα να με δέρνει κι εμένα να του δαγκώνω το χέρι. Και πως τάχα δεν υπήρχαν πια χρήματα· αυτά ήταν φαντασιοπληξίες ενός γέρου. Ο Τζερόλαμο ισχυρίστηκε πως όταν ο πατέρας μου τυφλώθηκε, του έδωσε πράγματι κάποιο μικρό ποσό για να το φυλάξει, αλλά το ποσό είχε εδώ και καιρό ξοδευτεί για τη συντήρησή μας. Και πως τάχα μόνον από οίκτο προς τον τυφλό συνέχισε να μας στέλνει διάφορα από το κτήμα του όταν τελείωσαν τα χρήματα. Ο τυφλός Έλληνας νήστευε συχνά και ζούσε πολύ λιτά. Η βοήθεια που μας πρόσφερε δεν έπρεπε να θεωρηθεί πως ήταν τόκος από τα χρήματα που βρίσκονταν μόνο στη φαντασία του τυφλού. Ήταν μονάχα φιλανθρωπία. Κι εκτός αυτού, ο δανεισμός χρημάτων με τόκο θα ήταν μεγάλη αμαρτία και για τους δύο. Και για να αποδείξει την καλή του θέληση, ο Τζερόλαμο υποσχέθηκε να δωρίσει ένα ασημένιο κηροπήγιο στην εκκλησία, στη μνήμη του πατέρα μου. Αν και τα κατάστιχά του έδειχναν καθαρά πως ο πατέρας μου, με τον καιρό, του χρωστούσε κι από πάνω. Αυτός ο καλός άνθρωπος δέχτηκε να σβήσει το χρέος παίρνοντας σ' αντάλλαγμα τα βιβλία του πατέρα μου, τα οποία έτσι κι αλλιώς κανείς δε μπορούσε να τα διαβάσει. Αλλά θα πρέπει να σε κούρασα...»
   «Δε με κούρασες», είπε. «Πες μου, αλήθεια, πώς σώθηκες; Πώς είσαι ακόμα ζωντανός;»
   «Ήμουν ο γιος του τυφλού Έλληνα, ένας ξένος. Γι' αυτό κανένας δε βρέθηκε να με υπερασπιστεί. Αλλά ο επίσκοπος άκουσε για τις τρεις χιλιάδες χρυσά κι απαίτησε να με παραπέμψουν στο εκκλησιαστικό δικαστήριο. Η επίσημη κατηγορία ήταν ότι καθώς με μαστίγωναν έβλεπα οράματα, γιατί παραληρούσα από τον πόνο και μιλούσα για αγγέλους, όπως όταν ήμουν μικρός. Το κοσμικό δικαστήριο είχε αφήσει κατά μέρος τη θεολογική πλευρά του ζητήματος και είχε απλώς σημειωθεί στα πρακτικά ότι δεν ήμουν στα καλά μου. Μ' έδεσαν με αλυσίδες στον τοίχο και με μαστίγωναν κάθε μέρα. Μ' αυτό τον τρόπο οι δικαστές θεωρούσαν πως θα μπορούσαν να διώξουν τους δαίμονες από την ψυχή μου πριν μ' εκτελέσουν. Αλλά εξαιτίας των χρημάτων, η υπόθεση μπερδεύτηκε και τράβηξε σε μάκρος. Η δίκη για το φόνο του πατέρα μου μετατράπηκε σε διαμάχη ανάμεσα στην κοσμική και την εκκλησιαστική Αρχή για το ποια από τις δύο είχε το δικαίωμα να με καταδικάσει και να κατασχέσει την περιουσία του πατέρα μου».
   «Μα πώς σώθηκες;» ρώτησε εκείνη επιμένοντας.
   «Δεν ξέρω», ομολόγησα, κι αυτό ήταν αλήθεια. «Δεν ισχυρίζομαι ότι μ' έσωσαν οι άγγελοί μου, αλλά μια μέρα οι φρουροί μου 'βγαλαν τις αλυσίδες χωρίς να μου πουν τίποτα και νωρίς το άλλο πρωί κατάλαβα πως η πόρτα του πύργου ήταν ανοιχτή. Βγήκα έξω. Έπειτα από τόσες μέρες στο σκοτάδι, το φως της μέρας με τύφλωσε. Στη δυτική πύλη της πόλης  συνάντησα ένα γυρολόγο, που με ρώτησε αν ήθελα να τον ακολουθήσω. Έδειχνε να με γνωρίζει κι άρχισε αμέσως να ρωτάει με περιέργεια για τα οράματα που είχα δει. Στο δάσος έβγαλε από το σάκο του ένα βιβλίο που είχε κρυμμένο κάτω από την πραμάτεια του. Ήταν τα Ευαγγέλια μεταφρασμένα στα γαλλικά. Μου ζήτησε να του διαβάσω δυνατά. Έτσι, βρέθηκα μέλος της Αδελφότητας του Ελεύθερου Πνεύματος. Ίσως να με είχαν ελευθερώσει αυτοί, γιατί σ' αυτή την αδελφότητα υπάρχουν και άνθρωποι υπεράνω πάσης υποψίας».
   «Η Αδελφότητα του Ελεύθερου Πνεύματος;» ρώτησε με περιέργεια. «Ποιοι είναι αυτοί;»
   «Δε θέλω να σε κουράσω», είπα προσπαθώντας να αποφύγω την ερώτηση. «Θα σου πω μιαν άλλη φορά».
   «Και πού το ξέρεις πως θα ξανασυναντηθούμε;» ρώτησε. «Ήταν πολύ δύσκολο να κανονίσω αυτή τη συνάντηση, πιο δύσκολο απ' όσο μπορείς να φανταστείς εσύ, που σαν Λατίνος γνωρίζεις τα ελεύθερα ήθη της Δύσης. Ακόμα και μια Τουρκάλα είναι πιο εύκολο να τη συναντήσεις μυστικά παρά μια Ελληνίδα, αν κρίνεις από τα παραμύθια τους».
   «Στα παραμύθια τους η πονηριά της γυναίκας υπερισχύει πάντα της σοφίας του φρουρού», είπα. «Μελέτησέ τα. Ίσως μπορέσεις να μάθεις κάτι από αυτά».
   «Εσύ», είπε, «εσύ, βέβαια, τα ξέρεις όλα».
   «Δε χρειάζεται να ζηλεύεις», απάντησα. «Άλλες δουλειές έκανα στο σεράι του σουλτάνου».
   «Να ζηλέψω; Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου», ψιθύρισε κόκκινη από έξαψη και θυμό. «Και πού ξέρω πως δεν είσαι γυναικάς σαν τους άλλους Φράγκους; Ίσως να προσπαθείς, σαν κι αυτούς, να γνωρίσεις από σκέτη περιέργεια μιαν ελαφρόμυαλη γυναίκα για να καμαρώνεις έπειτα για την κατάκτησή σου στα καράβια και στα καπηλειά».
   «Α, έτσι λοιπόν», είπα και την έπιασα από τον καρπό. «Τέτοιες γνωριμίες έχεις με τους Φράγκους. Τέτοια γυναίκα είσαι, λοιπόν. Μα μη φοβάσαι. Ξέρω να κρατώ το στόμα μου κλειστό. Μόνο που έκανα λάθος για σένα, γι' αυτό καλύτερα να μην ξανασυναντηθούμε. Σίγουρα θα βρεις εύκολα κανένα καπετάνιο ή κάποιο Λατίνο αξιωματικό να μ' αντικαταστήσεις».
   Τράβηξε το χέρι της κι έτριψε τον πονεμένο καρπό της. «Σίγουρα», είπε. «Καλύτερα να μην ξανασυναντηθούμε». Ανέπνεε γρήγορα και με κοίταζε με σκοτεινό βλέμμα, κρατώντας το κεφάλι ψηλά με περηφάνια. «Γύρνα πίσω στο λιμάνι», είπε οργισμένη. «Εκεί υπάρχουν πολλές εύκολες γυναίκες για σένα. Μέθυσε, καβγάδισε σαν τους Φράγκους. Κάποια θα βρεθεί να σε παρηγορήσει. Ο Θεός μαζί σου, λοιπόν».
   «Και μαζί σου», απάντησα το ίδιο οργισμένος. Έφυγε γρήγορα, ακροπατώντας στο μαρμάρινο, γυαλιστερό δάπεδο. Βάδιζε με χάρη. Όταν κατάπια, ένιωσα τη γεύση του αίματος στο στόμα μου. Τόσο δυνατά δάγκωνα τα χείλη μου για να μην την ξαναφωνάξω. Έπειτα, το βήμα της έγινε πιο αργό. Όταν έφτασε στην πόρτα της εκκλησίας έριξε μια ματιά προς τα πίσω. Κι όταν με είδε να στέκομαι ασάλευτος και δίχως καμιά πρόθεση να τρέξω από πίσω της, θύμωσε τόσο πολύ, ώστε στράφηκε, έτρεξε προς το μέρος μου και μου 'δωσε ένα χαστούκι. Το αυτί μου βούιζε, το μάγουλό μου έκαιγε, αλλά η καρδιά μου ήταν χαρούμενη. Δε με είχε χτυπήσει αυθόρμητα. Είχε ρίξει προηγουμένως μια προσεκτική ματιά ολόγυρά της, για να δει αν την παρακολουθούσε κανείς.
   Έμεινα ασάλευτος, χωρίς να πω λέξη. Μετά από λίγο, γύρισε πάλι την πλάτη της κι απομακρύνθηκε. Έμεινα ακίνητος και την κοίταζα. Στη μέση του δρόμου, η αποφασιστικότητά μου την έκανε να διστάσει, επιβράδυνε το βήμα της, σταμάτησε, στράφηκε και ξαναγύρισε κοντά μου. Τώρα χαμογελούσε. Τα καστανά της μάτια έλαμπαν.
   «Συγχώρησέ με, αγαπητέ μου κύριε», είπε. «Είμαι κακοαναθρεμένη. Τώρα όμως είμαι πιο ήρεμη. Δυστυχώς, δε μου βρίσκεται βιβλίο με τούρκικα παραμύθια. Ίσως θα μπορούσες να μου δανείσεις, για να μάθω πώς η πονηριά της γυναίκας υπερισχύει της σοφίας του άντρα». Πήρε το χέρι μου, το φίλησε και το 'σφιξε στο μάγουλό της. «Νιώθεις πόσο καίνε τα μάγουλά μου;»
   «Μην το κάνεις αυτό», την προειδοποίησα. «Κι εκτός αυτού, το δικό μου μάγουλο καίει περισσότερο. Δε χρειάζεται να μάθεις πονηριές. Δε μπορούν να σε διδάξουν τίποτα οι Τούρκοι».
   «Πώς μ' άφησες να φύγω χωρίς να τρέξεις πίσω μου;» ρώτησε. «Με πρόσβαλες ως γυναίκα».
   «Ακόμα όλα αυτά είναι ένα παιγνίδι», είπα με φλογισμένα μάτια. «Μπορείς ακόμα να φύγεις. Δε θα σ' ενοχλήσω. Δε θα σ' ακολουθήσω. Εσύ θα διαλέξεις».
   «Δεν έχω επιλογή», απάντησε. «Έκανα την επιλογή μου όταν σου έγραψα εκείνες τις δύο λέξεις. Έκανα την επιλογή μου όταν δε σε απέκρουσα στην Αγία Σοφία. Έκανα την επιλογή μου όταν με κοίταξες στα μάτια. Δε μπορώ να κάνω πίσω, ακόμα κι αν το θέλω. Αλλά μην το κάνεις πιο δύσκολο».
   Βγήκαμε από την εκκλησία κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Φοβήθηκε μόλις είδε πως είχε αρχίσει κιόλας να σκοτεινιάζει. «Πρέπει να χωρίσουμε», είπε, «αμέσως».
   «Δε μπορώ να σε συνοδεύσω για λίγο;» ρώτησα μη μπορώντας να κρατηθώ.
   Κι αυτή δε μπόρεσε να μου το αρνηθεί, όσο απερίσκεπτο κι αν ήταν. Περπατήσαμε μαζί καθώς το σκοτάδι έπεφτε πάνω στους πράσινους τρούλους των εκκλησιών, την ώρα που άναβαν τα φανάρια μπροστά στα σπίτια των μεγάλων δρόμων. Πίσω μου ακολουθούσε ένας καχεκτικός κίτρινος σκύλος, που για κάποιο λόγο είχε προσκολληθεί σ' εμένα. Με είχε παρακολουθήσει από το σπίτι μου μέχρι την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και περίμενε τρέμοντας να βγω πάλι έξω.
   Δεν πήγε προς τις Βλαχέρνες, όπως υπέθετα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Της έδειξα το σκύλο και της είπα αστειευόμενος: «Αν θέλω, μπορώ να στείλω αυτό το σκύλο ξοπίσω σου. Όταν γυρίσει θα μου δείξει πού μένεις. Δε φρόντιζα χωρίς λόγο τους σκύλους του σουλτάνου Μουράτ».
   «Μίλησέ μου γι' αυτό», με παρακάλεσε.
   «Μόλις έγινα είκοσι χρόνων με μάγεψε ο Όμηρος», είπα. «Μπάρκαρα σ' ένα γενοβέζικο καράβι για να δω τα αρχαία ερείπια της Τροίας. Σ' όλη μου τη ζωή, όσο θυμάμαι, λαχταρούσα να πάω από τη Δύση στην Ανατολή. Το αίμα μου, η καταγωγή μου, όλα μέσα μου με τραβούσαν εδώ. Το καράβι μετέφερε σκύλους, που τους έστελνε δώρο ο δούκας του Μιλάνου στο σουλτάνο Μουράτ. Ως κυρίαρχος της Γένοβας, είναι και κύριος του Πέραν. Πρέπει, λοιπόν, να 'χει καλές σχέσεις με το σουλτάνο. Ο μεγαλύτερος σκύλος, ένα σωστό γκρίζο θεριό, με συμπάθησε κι άρχισε να με υπακούει, έτσι που δε χρειαζόταν να μένει κλεισμένος σε κλουβί. Αφού διαπλεύσαμε τη θάλασσα της Ελλάδας και πλησιάζαμε την ακτή, οι ναυτικοί μου 'δειξαν τα ερείπια της Τροίας, που είχε χτίσει ο Μέγας Αλέξανδρος. Το βράδυ, πριν φτάσουμε στην Τένεδο, έπεσα από το καράβι στη θάλασσα για να κολυμπήσω ως την ακτή. Τόσο φλογερός ήταν ο πόθος μου να πατήσω την ίδια γη που είχαν πατήσει οι ήρωες του Ομήρου, ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας! Ο σκύλος πήδησε στη θάλασσα κι αυτός, κι άρχισε να κολυμπάει πίσω μου, αν και προσπάθησα να τον αποτρέψω. Ήταν καλοκαίρι και το νερό ήταν ζεστό. Πώς θυμάμαι εκείνο το πρώτο πρωινό και το λυκαυγές πάνω από τις γαλάζιες βουνοκορφές, όταν πάτησα την ακτή της Ασίας! Αλλά ο σκύλος μ' έσωσε. Αλλιώς οι Τούρκοι, φαντάζομαι, θα με είχαν ήδη πιάσει σκλάβο, νομίζοντας πως είχα αποδράσει από το καράβι μου».
   «Έχεις ζήσει πολλές περιπέτειες», παρατήρησε δύσπιστα.
   «Δεν τα θεώρησα περιπέτειες όταν τα ζούσα», ισχυρίστηκα. «Ήταν απλώς η ζωή μου. Ο πόθος μου για γνώση με οδηγούσε, όχι ο πόθος για αλλαγές. Ήμουν όμως τυχερός, το παραδέχομαι. Η Θεία Πρόνοια με προφύλαξε πολλές φορές· τόσο, που είμαι υποχρεωμένος να αναρωτηθώ γιατί· για ποιο μυστικό σκοπό επέζησα, όταν οι άλλοι γύρω μου πέθαιναν. Επέζησα από πολέμους κι επιδημίες, αν και τους παραδόθηκα με τη θέλησή μου».
   «Πες μου κι άλλα για το σκύλο», με παρακάλεσε γεμάτη περιέργεια.
   «Περιπλανήθηκα λοιπόν στα ερείπια της Τροίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου μ' αυτό τον τεράστιο μαύρο σκύλο να μ' ακολουθεί πιστά», είπα. «Είδα τους σπασμένους κίονες και τα τείχη που τα περιβάλλουν δάφνες και άγρια αναρριχητικά. Είδα αγάλματα θαμμένα στο χώμα. Οι Τούρκοι βοσκοί τούς είχαν σπάσει το πρόσωπο, σύμφωνα με τις επιταγές της πίστης τους. Το Ισλάμ δεν επιτρέπει εικόνες. Αλλά αυτή δεν ήταν ακόμα η πραγματική Τροία. Χωρίς να νιώθω κούραση και πείνα περιπλανήθηκα στις ακτές, μέχρι που βρήκα τον ποταμό Σκάμανδρο. Εκεί, σκεπασμένη με χώμα, ήταν η Τροία. Εκεί συνάντησα τους Τούρκους βοσκούς. Ζούσαν καβάλα στ' άλογά τους, έμεναν σε σκηνές και οι γυναίκες τους δεν είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους. Όμως φοβήθηκαν το σκύλο μου και θα τον είχαν χτυπήσει με τα βέλη τους, αν δεν τους είχα εξηγήσει πως ήταν ο σκύλος του εμίρη τους. Τότε έκαναν στο σκύλο μια βαθιά υπόκλιση ως τη γη και άγγιξαν με το χέρι το μέτωπο και το στήθος τους. Για χάρη του σκύλου μου 'δωσαν κι εμένα φαγητό και μου φέρθηκαν καλά.
   »Η περιπλάνησή μου δεν κράτησε πολύ», συνέχισα. «Αυτή τη φορά δε μπόρεσα να δω την Κωνσταντινούπολη, όπως επιθυμούσα. Στη χώρα επικρατούσε ειρήνη και ο σουλτάνος Μουράτ βρισκόταν στη Μαγνησία για να ελέγξει την οικοδόμηση του παλατιού και των επαύλεών του. Μετακόμισε εκεί τις δύο φορές που προσπάθησε να δώσει το θρόνο στο γιο του Μωάμεθ. Όμως ο Μωάμεθ ήταν πολύ νέος για να μπορέσει να κυβερνήσει. Με συνόδευσαν με ασφάλεια στη Μαγνησία και ο σουλτάνος Μουράτ μου 'δωσε την άδεια να εμφανιστώ μπροστά του, άκουσε την ιστορία μου και είπε να μου δωρίσουν ένα πουγκί άσπρα. Του είπα βέβαια ψέματα, πως ο σκύλος είχε πηδήσει στη θάλασσα και πως έπεσα κι εγώ πίσω του για να διασώσω αυτό το ακριβό δώρο που του είχαν στείλει. Όμως ο σκύλος δεν ήθελε να με αποχωριστεί. Αγρίεψε όταν προσπάθησα να φύγω κι έπρεπε να τον ξανακλείσουν στο κλουβί».
   «Δεν πιστεύω να μου διηγείσαι ιστορίες που λένε οι ναυτικοί;» με ρώτησε δύσπιστα. «Πώς τα κατάφερες και ξαναγύρισες στη γη των Λατίνων;»
   Θύμωσα με τη δυσπιστία της. «Μιλάμε για σκύλους», είπα. «Μόνο και μόνο για να σου μιλήσω για το σκύλο άρχισα αυτή την ιστορία. Εσύ μου το ζήτησες. Αλλά μπορεί να είχα κι άλλη δουλειά στην Ασία, εκτός από το να ψάξω για τα ερείπια της Τροίας. Παρουσιάστηκα στους δερβίσηδες κι αυτοί με στείλανε σε κάποιο βενετσιάνικο εμπορικό σταθμό. Εκεί υπήρχαν καράβια και πλήρωσα ο ίδιος το ταξίδι της επιστροφής στη Βενετία».
   Πρόσεξα πως δεν είχε καταλάβει τι εννοούσα και της εξήγησα: «Οι δερβίσηδες είναι φιλελεύθεροι Τούρκοι. Δεν καλύπτουν το κεφάλι τους, ούτε αποδέχονται την ιδιοκτησία. Ο σουλτάνος Μουράτ, όταν ήταν νέος, έλαβε μέρος στην καταστολή της επανάστασής τους. Τον αρχηγό τους τον σταύρωσαν και τον περιέφεραν πάνω σε μια καμήλα μέχρι που πέθανε. Στις ομάδες τους συμμετέχουν επίσης Εβραίοι και Έλληνες, γιατί οι δερβίσηδες θεωρούν πως όλες οι θρησκείες είναι ίσες και η διδασκαλία του Μωάμεθ δεν είναι σπουδαιότερη από τη διδασκαλία του Χριστού».
   «Μου λες εκπληκτικά πράγματα. Δεν είσαι αυτός που φαίνεσαι», είπε και σταμάτησε ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι για να με κοιτάξει με προσοχή. «Δεν ξεχωρίζω πια τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου. Είσαι ψυχρός. Είναι σαν να περπατάει δίπλα μου ένας δαίμονας ή ένας άγγελος».
   «Την ξέρω κι αυτή τη δοξασία. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι πάνω στη γη ζουν ακόμη άγγελοι ανάμεσα στους ανθρώπους. Πολλοί απ' αυτούς δεν το ξέρουν ούτε και οι ίδιοι πως είναι άγγελοι, αλλά τα πνεύματα τους προστατεύουν. Μπορείς να τους αναγνωρίσεις και να τους ξεχωρίσεις από τους άλλους, αν ξέρεις τα σημάδια των αγγέλων, εκείνα που πήραν όταν γεννήθηκαν μ' ανθρώπινη μορφή και λησμόνησαν την καταγωγή τους. Τη μυστική δύναμη των ανθρωπόμορφων αγγέλων πολλοί κυβερνήτες την έχουν χρησιμοποιήσει προς όφελός τους».
   «Με κάνεις να φοβάμαι», είπε. «Έχεις λοιπόν τα σημάδια του αγγέλου;»
   «Ανοησίες», αντέκρουσα. «Είμαι μόνον άνθρωπος. Γεννήθηκα μόνος και μόνος θα πεθάνω. Αυτό είναι το συμπέρασμα όλων των γνώσεών μου».
   Περάσαμε τα ερείπια του Ιπποδρόμου. Εκεί οι νεαροί Έλληνες εξασκούνταν κάθε μέρα στην τοξοβολία ή έπαιζαν σφαίρα καβάλα σε άλογα, κρατώντας ξύλινα μπαστούνια. Το σούρουπο έκανε τα ερειπωμένα κτίρια να φαντάζουν πελώρια. Ο γιγάντιος τρούλος της Αγίας Σοφίας ορθωνόταν στον ουρανό. Μπροστά μας βρισκόταν ο τεράστιος όγκος των παλαιών αυτοκρατορικών ανακτόρων. Κανένα φως δεν άναβε εκεί μέσα, οι έρημες αίθουσες χρησιμοποιούνταν πια πολύ σπάνια, σε ειδικές τελετές. Το λυκόφως έκρυβε σπλαχνικά την ετοιμοθάνατη πόλη. Οι μαρμάρινοι κίονες είχαν κιτρινίσει, τα τείχη της είχαν ρωγμές, από τα σιντριβάνια δεν ανάβλυζε πια νερό, τα φύλλα των δέντρων γέμιζαν τις χορταριασμένες στέρνες μέσα στους αφρόντιστους και ρημαγμένους κήπους. Σαν να είχαμε συννενοηθεί σιωπηλά, αρχίσαμε να βαδίζουμε πιο αργά. Ο Έσπερος είχε κιόλας φανεί στον ουρανό. Σταματήσαμε μπροστά στις σπασμένες κολόνες των ανακτόρων.
   «Πρέπει να πηγαίνω», είπε. «Δεν πρέπει να 'ρθεις πιο πέρα».
   «Μα η γούνινη κάπα σου μπορεί να προσελκύσει κλέφτες ή ζητιάνους», αντέτεινα.
   Όρθωσε το κεφάλι της. «Στην Κωνσταντινούπολη δεν υπάρχουν κλέφτες, ούτε ζητιάνοι», είπε περήφανα. «Στο λιμάνι ή στο Πέραν μπορεί. Αλλά όχι εδώ στην πόλη».
   Αυτό ήταν αλήθεια. Στην Κωνσταντινούπολη ακόμα και οι ζητιάνοι είναι λεπτοί και περήφανοι. Είναι λίγοι και στέκονται κοντά στις εκκλησίες κοιτάζοντας μπροστά με απλανές βλέμμα, λες και κοιτάζουν το παρελθόν. Όταν τους ελεεί κάποιος Λατίνος ψιθυρίζουν μερικές ευχές, αλλά μόλις τους γυρίσει την πλάτη φτύνουν καταγής και σκουπίζουν το νόμισμα πάνω στα κουρελιασμένα ρούχα τους σαν να είναι μολυσμένο. Οι φτωχοί προτιμούν να κλειστούν σε μοναστήρι παρά να γίνουν ζητιάνοι.
   «Πρέπει να φύγω», είπε ξανά. Αλλά ξαφνικά τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό μου κι ακούμπησε με δύναμη το κεφάλι της στο στήθος μου, έτσι που ένιωσα στον παγωμένο αέρα τη μυρωδιά του υάκινθου που ανάδινε το δέρμα της.
   Δε δοκίμασα να τη φιλήσω στο μάγουλο ή στο στόμα. Δεν ήθελα να την προσβάλω με τις ανάγκες του σώματος. «Πότε θα ξανασυναντηθούμε;» ρώτησα. Το στόμα μου ήταν στεγνό και η φωνή μου βγήκε βραχνή.
   «Δεν ξέρω. Στ' αλήθεια, δεν ξέρω. Αυτό δε μου έχει ξανασυμβεί», είπε μ' απόγνωση.
   «Δε μπορείς να 'ρθείς στο σπίτι μου;» ρώτησα. «Μυστικά, χωρίς να σε δει κανείς. Έχω μόνον ένα υπηρέτη. Με παρακολουθεί, αλλά μπορώ να τον διώξω. Έχω μάθει να ζω χωρίς υπηρέτες».
   Έμεινε πολλή ώρα σιωπηλή, τόσο, που φοβήθηκα. «Δεν πιστεύω να σε πρόσβαλα;» ρώτησα. «Μπορείς να μου 'χεις εμπιστοσύνη. Δε θέλω το κακό σου».
   «Μη διώξεις τον υπηρέτη σου», είπε. «Κάτι τέτοιο θα προκαλούσε υποψίες. Παρακολουθούν κάθε ξένο. Θα σε παρακολουθούσαν έτσι κι αλλιώς, μπορεί και με πιο επικίνδυνο τρόπο. Αλήθεια, δεν ξέρω τι μπορούμε να κάνουμε».
   «Στη Δύση», είπα δισταχτικά, «οι γυναίκες λένε πως πάνε σε μια φίλη τους. Αν παραστεί ανάγκη, η φίλη ορκίζεται ότι έτσι έγιναν τα πράγματα, για να μπορεί με τη σειρά της να ζητήσει βοήθεια σε ανάλογη περίπτωση. Ακόμα και στα λουτρά μπορεί κάποιος να συναντήσει μια γυναίκα και να κάνουν συντροφιά».
   «Δεν υπάρχει κανένας που να τον εμπιστεύομαι», είπε.
   «Δηλαδή, δε θέλεις»,  απάντησα τραχιά.
   «Σε μια βδομάδα θα 'ρθω σπίτι σου», μου υποσχέθηκε και όρθωσε το κεφάλι της. «Θα 'ρθω πρωί, αν τα καταφέρω. Θα φροντίσω να χαθούμε με το συνοδό μου στην αγορά. Αυτό θα 'χει συνέπειες, το ξέρω. Αλλά θα 'ρθω. Κι εσύ κάνε ό,τι νομίζεις  με τον υπηρέτη σου».
   «Ξέρεις πού μένω;» ρώτησα βιαστικά. «Είναι ένα μικρό ξύλινο σπίτι λίγο πιο πάνω από το λιμάνι, πίσω από τη βενετσιάνικη συνοικία. Θα το γνωρίσεις από το πέτρινο λιοντάρι μπροστά στην πόρτα».
   «Ναι, ναι», είπε χαμογελώντας. «Το ξέρω, θα το γνωρίσω από το μικρό, άσχημο, πέτρινο λιοντάρι μπροστά στην πόρτα. Χτες που βγήκα για ψώνια, έβαλα τους υπηρέτες να με περάσουν από το σπίτι σου μήπως σε δω. Μα δε σε είδα. Ο Θεός να ευλογεί το σπίτι σου».
   Έφυγε με γρήγορα βήματα και χάθηκε στο σκοτάδι. Δεν έστειλα το σκύλο να την ακολουθήσει.

20 Δεκεμβρίου 1452

   Ήμουνα στο  λιμάνι σήμερα την ώρα που έφυγε το τελευταίο καράβι για τη Βενετία. Ήταν ένα μικρό, γρήγορο σκαρί. Ο καπετάνιος είχε εξουσιοδότηση από τον αυτοκράτορα να εξηγήσει στη Σινιορία τους λόγους για τους οποίους επιτάχθηκαν οι μεγάλες γαλέρες. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε στείλει από πολλούς δρόμους έκκληση για βοήθεια στην Ουγγαρία. Αλλά ο Ουνυάδης, που έχει γίνει αντιβασιλέας, είχε συνάψει τριετή ειρήνη με τους Τούρκους πριν από ενάμιση χρόνο, όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Μωάμεθ, και είχε ορκιστεί προσκυνώντας το σταυρό. Στη Βάρνα το 1444, κι έπειτα στο Κοσσυφοπέδιο το 1448, ο Μουράτ του είχε αποδείξει πως ένας πόλεμος εναντίον των Τούρκων πληρώνεται ακριβά. Δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στη βοήθεια που μπορεί να προσφέρει ο χριστιανικός κόσμος. Ο Μωάμεθ είναι πολύ πιο γρήγορος.
   Το περασμένο καλοκαίρι είδα το νεαρό σουλτάνο βουτηγμένο στη λάσπη και στον ασβέστη να χτίζει με τα ίδια του τα χέρια το φρούριό του στην ακτή του Βοσπόρου, για να παρακινήσει με το παράδειγμά του το λαό του. Ακόμα και τους ηλικιωμένους βεζίρηδες τους έβαλε να κυλούν πέτρες και ν' ανακατεύουν τη λάσπη. Νομίζω πως ποτέ άλλοτε στην Ιστορία δε χτίστηκε τόσο ισχυρό φρούριο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Μόνο οι μολυβένιες σκεπές των πύργων έλειπαν όταν εγώ δραπέτευσα από το στρατόπεδο του σουλτάνου.
   Οι μεγάλες χάλκινες βομβάρδες του Ουρβανού είχαν δείξει τη δύναμή τους. Από τότε που μια βενετσιάνικη γαλέρα βυθίστηκε μ' ένα και μόνο πέτρινο βλήμα στο λιμάνι, δεν ξαναμπήκε ούτε ένα καράβι από τη Μαύρη Θάλασσα. Ο καπετάνιος είχε αρνηθεί να κατεβάσει τα πανιά. Το πτώμα του κρέμεται ακόμα σε μια κρεμάλα στην ακτή του Βοσπόρου, κοντά στο φρούριο του σουλτάνου, και τα λείψανα των ναυτών σαπίζουν σκόρπια στο χώμα γύρω του. Ο σουλτάνος χάρισε τη ζωή μόνο σε τέσσερις ναύτες και τους έστειλε στην πόλη για να πουν τι είχε συμβεί. Πάει ένας μήνας από τότε.
   Αλλά και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος φαίνεται πως έχει αποφασίσει σοβαρά να αμυνθεί. Κατά μήκος των τειχών γίνονται ενισχυτικά έργα. Ακόμα και οι ταφόπετρες από τα νεκροταφεία που βρίσκονται έξω από την πόλη χρησιμοποιούνται για να ενισχυθούν τα τείχη. Κάτι που φαίνεται σωστό, γιατί οι Τούρκοι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις ταφόπλακες προς όφελός τους, όταν αρχίσουν την πολιορκία. Αλλά ο λαός ψιθυρίζει πως οι εργολάβοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους και τσεπώνουν τεράστια ποσά. Κανένας όμως δε λυπάται γι' αυτό. Αντίθετα, ο λαός είναι ικανοποιημένος. Ο αυτοκράτορας είναι αποστάτης, έγινε Λατίνος. Γι' αυτό μπορεί κανείς να τον εξαπατήσει, όπως όλους τους Λατίνους. Τελικά, είναι αλήθεια πως η πόλη προτιμάει τους Τούρκους από τους Λατίνους.
   Μα στο παλάτι των Βλαχερνών έχουν την Παναγία, τη θαυματουργή Παρθένο που κάνει θαύματα για λογαριασμό τους. Η γυναίκα του φούρναρη έλεγε σήμερα στα σοβαρά πως, όταν ο Μουράτ πολιόρκησε την πόλη εδώ και τριάντα χρόνια, η Παναγία εμφανίστηκε με το γαλάζιο μανδύα της και περπάτησε πάνω στα τείχη. Οι Τούρκοι φοβήθηκαν και το 'βαλαν στα πόδια τη νύχτα, καίγοντας τις πολιορκητικές μηχανές και το στρατόπεδό τους. Λες και ο Μουράτ δεν είχε άλλους λόγους, πιο πιεστικούς, για να λύσει την πολιορκία.
   Πόσο μεγάλη μπορεί να είναι μια βδομάδα! Τι παράξενο που είναι να περιμένεις, όταν πιστεύεις πως δεν υπάρχει τίποτε πια να περιμένεις! Ακόμα και η αναμονή είναι ηδονική, όταν η έξαψη και η ανυπομονησία της νιότης έχουν σβήσει. Αλλά δεν αντέχω πια να πιστεύω. Ίσως να μην είναι αυτό που φαντάζομαι, ίσως απλώς να κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Κι όμως, παρά τον παγωμένο άνεμο που φυσάει από τη θάλασσα του Μαρμαρά και τις νιφάδες που στροβιλίζονται στον αέρα,  δεν αναζητώ τη θαλπωρή του μαγκαλιού. Το σώμα μου είναι σαν φούρνος που εκπέμπει τη δική του θερμότητα.
   Κοντεύουν Χριστούγεννα. Οι Βενετσιάνοι και οι Γενοβέζοι του Πέραν ετοιμάζονται για τις γιορτές. Αλλά οι Έλληνες δε δίνουν τόση σημασία στη γιορτή των Χριστουγγέννων όσο στη γιορτή του Πάσχα. Δεν είναι τα Πάθη του Χριστού που τους συγκλονίζουν, μα η χαρμόσυνη Ανάσταση. Η πίστη τους είναι βαθιά, εκστατική, μυστικιστική, ανεκτική. Δεν καίνε τους αιρετικούς, τους αφήνουν να μπουν σ' ένα μοναστήρι και να μετανοήσουν. Δε λιθοβόλησαν καν τον καρδινάλιο Ισίδωρο, απλά του φώναζαν: «Πάρε τον άζυμο άρτο σου στη Ρώμη». 
   Τέτοια φλογερή πίστη, σαν κι αυτή που μπορείς να δεις εδώ στα πρόσωπα εκείνων που εκκλησιάζονται, δε συναντάς πια στη Δύση. Εκεί οι άνθρωποι αγοράζουν επί χρήμασι την άφεση των αμαρτιών.
   Αλλά η πόλη έχει ερημώσει. Τα γιγάντια τείχη της περιέκλειαν κάποτε μια τεράστια πόλη. Μα τώρα έχει συρρικνωθεί, ζει πια μόνο στους λόφους, ολόγυρα από τις αγορές και στους δρόμους του λιμανιού. Υπάρχουν γκρεμισμένα σπίτια, ερείπια κι έρημες αλάνες ανάμεσα στις συνοικίες που ακόμα κατοικούνται. Οι έρημες περιοχές φτάνουν μέχρι τα τείχη. Εκεί βόσκουν κατσίκια, γαϊδούρια και άλογα. Αγριόχορτα, θάμνοι, έρημα σπίτια με γκρεμισμένες σκεπές. Και ο άνεμος που φυσάει από το Μαρμαρά. Ανείπωτη μελαγχολία!
   Δύο πολεμικά πλοία έστειλε η Βενετία. Πενήντα μισθοφόρους έστειλε ο πάπας Νικόλαος υπό τον καρδινάλιο Ισίδωρο. Όλα τα άλλα είναι καράβια που επιτάχθηκαν δια της βίας και Λατίνοι που επιστρατεύθηκαν με απειλές. Παραλίγο να ξεχάσω τα πέντε βυζαντινά πολεμικά πλοία του αυτοκράτορα. Είναι αραγμένα στο λιμάνι, χωρίς πανιά, μυρίζουν σαπίλα από μακριά. Τα κανόνια στην πρύμνη τους είναι βουλωμένα και πράσινα από τη σκουριά. Σήμερα όμως στα καράβια εμφανίστηκαν άντρες. Φαίνεται πως ο μέγας δούκας Νοταράς σκοπεύει να τα εξοπλίσει για να ξαναγίνουν μάχιμα, αν και ο αυτοκράτορας δεν έχει πόρους γι' αυτό το σκοπό. Τα πολεμικά πλοία απαιτούν πολλά χρήματα.
   Από τα ελληνικά νησιά έφτασαν μερικά φορτία σιτάρι, λάδι και κρασί. Λένε πως οι Τούρκοι λεηλάτησαν το Μοριά και είναι μάταιο να περιμένει κανείς βοήθεια από εκεί, ακόμα κι αν υποθέσουμε πως ο Κωνσταντίνος θα μπορούσε να εμπιστευθεί τους αδελφούς του. Ο Δημήτριος, τουλάχιστον, ήταν αντίθετος με την ένωση ήδη από τη Φλωρεντία. Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας Ιωάννης, ο εμφύλιος απετράπη μονάχα χάρη στη μητέρα τους.
   Δεν τους καταλαβαίνω. Δε μπορώ να φτάσω στην καρδιά τους. Θα είναι πάντοτε ξένοι για μένα. Ακόμα και ο τρόπος που μετρούν το χρόνο είναι τόσο διαφορετικός. Εκείνοι λένε πως είμαστε στο 6960 από Κτίσεως Κόσμου. Οι Τούρκοι λένε πως είμαστε στο 856 από τη φυγή του Προφήτη. Τι παράλογος κόσμος! Ή μήπως εγώ είμαι υπερβολικά Λατίνος στην καρδιά;
   Εκείνη δε φάνηκε. Φαίνεται πως ήθελε να κερδίσει καιρό για να χωρίσουμε ήσυχα και για να με κάνει να χάσω τα ίχνη της. Δεν ξέρω καν τ' όνομά της. Γιατί να μη στείλω το σκύλο πίσω της; Ο σκύλος θα με είχε οδηγήσει στην πόρτα της. Αλλά σε τι θα ωφελούσε; Γι' αυτήν ήταν μονάχα ένα καπρίτσιο. Όλα ήταν με το μέρος της.
   Και είναι Ελληνίδα, όσο Έλληνας είμαι κι εγώ από το πατρικό αίμα που τρέχει στις φλέβες μου, αυτό το παρακμασμένο, ύπουλο, προδοτικό, σκληρό, βυζαντινό αίμα. Αν η γυναίκα, Τουρκάλα ή χριστιανή, είναι ύπουλη σε κάθε γωνιά του κόσμου, δεν είναι οι Ελληνίδες πιο ύπουλες απ' όλες τις γυναίκες; Κουβαλούν πίσω τους την πείρα δύο χιλιάδων χρόνων.
   Η καρδιά μου είναι σαν μολύβι, σαν μολύβι τρέχει το αίμα στις φλέβες μου. Μισώ αυτή την ετοιμοθάνατη πόλη που καρφώνει τυφλά το βλέμμα της στο παρελθόν και δε θέλει να πστέψει πως η καταστροφή καραδοκεί μπροστά στις πύλες της.
   Μισώ, γιατί αγαπώ.

23 Δεκεμβρίου 1452

   Περιπλανήθηκα από την ακρόπολη μέχρι το Βουκολέοντα. Κοίταζα τα κλειστά τείχη, τις σιδηρόφραχτες πύλες, τα μικρά, αψιδωτά παράθυρα, ψηλά, στο δεύτερο πάτωμα των κλειστών σπιτιών. Δεν κοίταζα τα ξύλινα σπίτια. Προσευχήθηκα στην εκκλησία των Σέργιου και Βάκχου, δίπλα στο παραθαλάσσιο τείχος. Όμως το Θεό δεν τον εξαπατάς κρατώντας διπλά βιβλία.
   Περιπλανήθηκα από τη στήλη του Κωνσταντίνου ως τους μαρμάρινους πύργους της Χρυσής Πύλης. Συνέχισα ως την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και περπάτησα μέχρι τους κήπους των Βλαχερνών. Κανείς δε μ' εμπόδισε να περάσω τις πύλες.
   Μπορεί και να με μπέρδεψε, να με οδήγησε σε λάθος κατεύθυνση. Μπορεί και να μένει στις Βλαχέρνες. Η γη είναι κίτρινη, παγωμένη και νεκρή. Στο άλσος δεν έχουν μαζέψει τα φύλλα. Άδικα ψάχνω το κτίριο όπου τα ψεύτικα πουλιά τραγουδούσαν στα χρυσά κλουβιά τους όταν ήμουν μικρός. Δεν το ξαναβρήκα. Ο φρουρός που ρώτησα κούνησε απλώς το κεφάλι του και δεν έδειξε να καταλαβαίνει τι ζητάω.
   Όταν επέστρεψα, κάθισα και κοίταζα από το παράθυρο του σπιτιού μου, με τα μάτια να τσούζουν, τη γενοβέζικη σημαία με το σταυρό, που κυμάτιζε στον άνεμο, στην κορυφή του πύργου του Πέραν. Τρέμω. Ήπια κρασί για πρώτη φορά μετά από εφτά χρόνια. Μα το κρασί μού χάλασε τη διάθεση ακόμα πιο πολύ.
   Ούτε και σήμερα, αυτή την κρύα μέρα, καταλαβαίνω ποια παράλογη έξαψη μ' έκανε να εγκαταλείψω το σουλτάνο Μωάμεθ και να βρεθώ εκτεθειμένος σ' αυτή την πόλη που δε θέλει να με δεχτεί. Γιατί δεν έμεινα να παρακολουθήσω το νεαρό Αλέξανδρο, να γίνω η φωνή της συνείδησής του, που του κληροδότησε ο πατέρας του. Εκείνος δε με θεωρούσε άγγελο όπως με θεωρούσε ο πατέρας του, μολονότι οι σκύλοι και τα άγρια ζώα εξακολουθούσαν να με υπακούν. Τον διασκέδαζε μόνο να ακονίζει την εξυπνάδα του με τις γνώσεις μου. Είχε αρκετά κοφτερό μυαλό και οι γνώσεις μου ήταν το ακόνι του. Πιστεύω επίσης πως του άρεσε να συναναστρέφεται μ' ένα αδιάφθορο άτομο.
   Έπρεπε να φύγω. Αν και πίστευα πως τίποτα πια δεν ήταν ικανό να με συγκινήσει. Ίσως η φυγή μου προξένησε σε μένα τον ίδιο μεγαλύτερη έκπληξη από εκείνη που δοκίμασε ο Μωάμεθ.

26 Δεκεμβρίου 1452

   Ο υπηρέτης μου με ξάφνιασε σήμερα το πρωί. Ήρθε, στάθηκε μπροστά μου και με προειδοποίησε: «Κύριε, δεν πρέπει να πηγαίνεις τόσο συχνά στο Πέραν». 
   Τον κοίταξα για πρώτη φορά προσεκτικά. Μέχρι τότε ήταν για μένα ένα αναγκαίο κακό, που το κληρονόμησα μαζί με το σπίτι. Μου ετοίμαζε τα ρούχα, μου 'φερνε φαγητό, πρόσεχε να μην κάνω φθορές στα έπιπλα του ιδιοκτήτη, σκούπιζε την αυλή και, βέβαια, έδινε πληροφορίες στη σκοτεινή αίθουσα του ανακτόρου των Βλαχερνών για το τι έκανα και ποιους συναντούσα.
  Δεν έχω τίποτα εναντίον του. Είναι ένας αξιολύπητος γέρος. Μέχρι τώρα δεν είχα καμιά διάθεση να τον κοιτάξω, αλλά τώρα τον κοίταξα. Είναι ένας μικρόσωμος άντρας με αραιά γένια. Τον πονούν τα πόδια του και τα μάτια του έχουν την απύθμενη μελαγχολία των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Τα ρούχα του είναι παλιά, γεμάτα λαδιές, και το παντελόνι του μπαλωμένο.
   «Ποιος σε διέταξε να μου το πεις αυτό;» ρώτησα.
   «Σου το λέω για το καλό σου. Έτσι κι αλλιώς, όσο ζεις σ' αυτό το σπίτι, είσαι ο αφέντης μου», είπε ταραγμένος.
   «Είμαι Λατίνος», είπα.
   «Όχι, όχι!» είπε με θέρμη. «Δεν είσαι Λατίνος. Ξέρω το πρόσωπό σου».
   Έμεινα άφωνος από την έκπληξη. Ο γέρος γονάτισε μπροστά μου, άρπαξε το χέρι μου και το φίλησε. «Μη με περιφρονείς, κύριέ μου. Αλήθεια, πίνω το κρασί που περισσεύει και μαζεύω τα ψιλά που αφήνεις εδώ κι εκεί και έδωσα και λίγο λάδι στην άρρωστη θεία μου, γιατί, βλέπεις, είμαστε φτωχοί. Αλλά, αν δε θέλεις, δε θα το ξανακάνω τώρα που σε αναγνώρισα».
   «Δεν τσιγκουνεύομαι τα χρήματα του σπιτιού», είπα έκπληκτος. «Είναι δικαίωμα του φτωχού να ζει από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι του πλούσιου. Όσο καιρό είμαι αφέντης σου, μπορείς να συντηρείς την οικογένειά σου με τα λεφτά μου. Δε δίνω σημασία στα χρήματα. Πλησιάζει η ώρα που τα χρήματα θα χάσουν την αξία τους. Μπροστά στο θάνατο είμαστε όλοι ίσοι· και στη ζυγαριά του Θεού η αρετή ενός κουνουπιού ζυγίζει όσο και η αρετή ενός ελέφαντα».
   Του μιλούσα τόση ώρα για να μπορώ να παρατηρώ το πρόσωπό του. Φαινόταν ειλικρινής, αλλά το πρόσωπο ενός ανθρώπου μπορεί να σ' εξαπατήσει. Και είναι ποτέ δυνατόν ένας Έλληνας να εμπιστεύεται έναν άλλο Έλληνα; 
   «Δε χρειάζεται να με ξανακλειδώσεις στο υπόγειο όταν θέλεις να μην ξέρω τι κάνεις και πού πας», είπε. «Έκανε τόσο κρύο εκεί, που τα κόκαλά μου πάγωσαν. Από τότε άρπαξα συνάχι και με πονούν τ' αυτιά μου και τα γόνατά μου έχουν χειροτερέψει».
   «Σήκω πάνω, ανόητε, και γιάτρεψε με κρασί τους πόνους σου», του απάντησα κι έβγαλα από το πορτοφόλι μου ένα χρυσό βυζαντινό, που ήταν γι' αυτόν μια ολόκληρη περιουσία. Γιατί στην Κωνσταντινούπολη οι φτωχοί είναι εξαιρετικά φτωχοί και οι ελάχιστοι πλούσιοι εξαιρετικά πλούσιοι. 
   Κοίταξε το νόμισμα στην παλάμη μου και το πρόσωπό του έλαμψε, αλλά κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Αφέντη, δεν παραπονέθηκα για τους πόνους μου με σκοπό να ζητιανέψω. Δε χρειάζεται να με δωροδοκήσεις. Αν επιθυμείς, δε θα βλέπω και δε θ' ακούω όσα δε θέλεις να βλέπω και ν' ακούω. Πρόσταξε μόνο!»
   «Δεν καταλαβαίνω», είπα. 
   Έδειξε τον κίτρινο σκύλο, που είχε παχύνει και ήταν ξαπλωμένος στην κουρελού μπροστά στην πόρτα παρακολουθώντας άγρυπνα κάθε μου κίνηση.
   «Ακόμα και ο σκύλος δε σε υπακούει και σ' ακολουθεί;» ρώτησε. 
   «Δεν ξέρω τι λες», είπα ξανά και πέταξα το νόμισμα μπροστά του, πάνω στο χαλί. Έσκυψε να το μαζέψει κι έπειτα με κοίταξε στα μάτια.
   «Δε χρειάζεται να μου φανερωθείς», είπε. «Δε μου πέρασε απ' το μυαλό κάτι τέτοιο. Το μυστικό σου είναι ιερό. Παίρνω τα λεφτά σου μόνο και μόνο γιατί με διατάζεις. Θα φέρουν μεγάλη χαρά σε μένα και στην οικογένειά μου. Μα πιο μεγάλη χαρά είναι για μένα να σε υπηρετώ».
   Οι μυστηριώδεις υπαινιγμοί του μ' ενοχλούσαν. Όπως και οι άλλοι Έλληνες, έτσι κι αυτός υποψιαζόταν πως υπηρετούσα κρυφά το σουλτάνο και πως η απόδρασή μου ήταν σκηνοθετημένη. Ίσως και να περίμενε πως χάρη σε μένα θα γλίτωνε τη σκλαβιά όταν ο σουλτάνος θα 'μπαινε στην πόλη. Μια τέτοια ιδέα θα μου ήταν χρήσιμη, αν ήθελα να κρύψω κάτι. Αλλά πώς μπορούσα να εμπιστευθώ έναν άνθρωπο ταπεινής καταγωγής;
   «Κάνεις μεγάλο λάθος αν πιστεύεις πως θα κερδίσεις τίποτα από μένα», αντέτεινα. «Δεν είμαι πια στην υπηρεσία του σουλτάνου. Το ορκίστηκα χιλιάδες φορές σ' αυτούς που σ' έβαλαν να με παρακολουθείς. Και θα σου το πω άλλη μια φορά. Δεν είμαι πια στην υπηρεσία του σουλτάνου».
   «Όχι, όχι! Αυτό το ξέρω», είπε. «Πώς είναι δυνατόν εσύ να υπηρετείς το σουλτάνο; Σε αναγνώρισα και ήταν σαν να με χτύπησε κεραυνός».
   «Είσαι μεθυσμένος;» ρώτησα. «Παραμιλάς; Έχεις πυρετό; Δεν καταλαβαίνω τι λες». Ένιωθα, όμως, μια παράξενη ταραχή.
   Υποκλίθηκε και είπε: «Έχω πιει, αφέντη. Συχώρεσέ με. Δε θα το ξανακάνω».
   Αλλά οι παραλογισμοί του μ' έκαναν να κοιτάξω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Για κάποιο λόγο δεν ήθελα να πάω στον κουρέα. Αποφάσισα λοιπόν να ξυριστώ μόνος μου και μάλιστα με μεγαλύτερη προσοχή από πριν. Τις τελευταίες μέρες είχα παραμελήσει από ανία το ξύρισμά μου και τα γένια μου είχαν μεγαλώσει. Άλλαξα και τα ρούχα μου για να δείξω και μ' αυτό τον τρόπο πως είμαι Λατίνος.

2 Ιανουαρίου 1453

   Ήρθε στο σπίτι μου. Ήρθε, παρ' όλα αυτά, στο σπίτι μου.
   Φορούσε μια καφετιά κάπα κι ελαφρά παπούτσια στο ίδιο χρώμα. Ίσως να νόμιζε πως είχε μεταμφιεστεί καλά, όμως κανένας δε θα μπορούσε να ξεγελαστεί και να την περάσει για μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής. Το κόψιμο της κάπας της, το πέπλο της, ακόμα και ο τρόπος που είχε τυλίξει το αραχνοΰφαντο βέλο της για να καλύψει το πρόσωπό της, φανέρωναν την καταγωγή και την ανατροφή της.
   «Δόξα τω Θεώ! Ήρθες!» είπα χωρίς να μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυα που ανάβλυζαν από τα μάτια μου. Ο κίτρινος σκύλος τής κούνησε την ουρά του.
   «Αυτό είναι τρέλα», είπε. «Τρέλα και μαγεία! Θα μ' ανακαλύψουν, αλλά δε μπορούσα να μην έρθω. Δε μπορούσα, μολονότι δεν το ήθελα».
   «Πώς μπήκες μέσα;» ρώτησα γρήγορα.
   Κρατούσε ακόμα το βέλο μπροστά στο στόμα της. «Ένας μικρόσωμος άντρας που έβηχε μου άνοιξε την πόρτα όταν χτύπησα», είπε. «Πρέπει να τον ντύσεις καλύτερα τον υπηρέτη σου και να του πεις να χτενίζει τα μαλλιά του και τα γένια του. Ντράπηκε τόσο για τα ρούχα του, που μου γύρισε την πλάτη χωρίς να με κοιτάξει». Έριξε μια ματιά γύρω της. «Και το δωμάτιό σου χρειάζεται συγύρισμα». Τράβηξε βιαστικά το καστανό βλέμμα της από μια γωνιά του δωματίου. Έριξα ένα χράμι για να καλύψω το κρεβάτι μου και βγήκα τρέχοντας έξω. Ο υπηρέτης μου καθόταν στην αυλή και κοίταζε τα σύννεφα.
   «Ωραία μέρα!» είπε χαμογελώντας πονηρά.
   «Υπέροχη μέρα!» απάντησα κι έκανα το σταυρό μου με τον ορθόδοξο τρόπο. «Η καλύτερη μέρα της ζωής μου! Τρέχα να φέρεις κρασί, γλυκά, κρέας ψητό, μαρμελάδες. Φέρε μπόλικα! Τα καλύτερα που θα βρεις! Φέρε ένα μεγάλο καλάθι, να φτάσει και για σένα και για τα ξαδέλφια σου και για τις θείες σου. Για όλη σου την οικογένεια! Και αν συναντήσεις κανένα ζητιάνο, δώσ' του ελεημοσύνη κι ευλόγησέ τον».
   «Έχεις γενέθλια σήμερα, αφέντη;» ρώτησε κάνοντας τον ανήξερο.
   «Όχι, έχω επισκέψεις», απάντησα. «Μια φτηνή κι ασήμαντη γυναίκα ήρθε να μου κάνει συντροφιά στη μοναξιά μου».
   «Επισκέψεις;» ρώτησε, έκπληκτος τάχα. «Δεν είδα κανέναν. Ο άνεμος βρόντηξε την πόρτα σαν να είχε κάποιος χτυπήσει. Αλλά όταν άνοιξα, ο δρόμος ήταν άδειος. Δεν πιστεύω ν' αστειεύεσαι!»
   «Κάνε αυτό που σου λέω», είπα βιαστικά. «Αλλά, αν σου ξεφύγει έστω και μια λέξη για την επισκέπτριά μου, θα σ' αρπάξω από τα γένια και θα σου κόψω το λαρύγγι!» Και καθώς έκανε να πάρει το καλάθι, τον έπιασα από το μανίκι και του είπα: «Δε σε ρώτησα ποτέ τ' όνομά σου. Πώς σε λένε;»
   «Μεγάλη μου τιμή», απάντησε. «Με λένε Μανουήλ, όπως και τον παλιό μας αυτοκράτορα. Ο πατέρας μου ήταν υπηρέτης του, κουβαλούσε ξύλα στις Βλαχέρνες».
   «Μανουήλ!» φώναξα. «Τι ωραίο όνομα! Μανουήλ, αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου!» Του τράβηξα τ' αυτιά, τον φίλησα και στα δύο μάγουλα και τον έσπρωξα να φύγει.
   Όταν ξαναγύρισα στο δωμάτιο, η επισκέπτριά μου είχε βγάλει την κάπα της και είχε αποκαλύψει το πρόσωπό της. Δε χόρταινα να τη βλέπω. Τα λόγια πνίγονταν στο λαιμό μου και τα γόνατά μου έτρεμαν τόσο, που γονάτισα μπροστά της κι ακούμπησα το κεφάλι μου στα γόνατά της. Έκλαιγα από έκσταση και χαρά. Εκείνη, ντροπαλά, άγγιξε με τα χέρια της το κεφάλι μου και μου χάιδεψε τα μαλλιά.
   Όταν επιτέλους ανασήκωσα το πρόσωπό μου, την είδα να χαμογελά. Το χαμόγελό της ήταν σαν ήλιος. Τα μάτια της σαν χρυσά λουλούδια. Τα μπλε τόξα των φρυδιών της σχημάτιζαν μια εξαίσια καμπύλη. Τα μάγουλά της ήταν σαν τουλίπες. Τα τρυφερά της χείλη σαν ροδοπέταλα. Τα δόντια της σαν μαργαριτάρια. Ζαλιζόμουν καθώς την κοίταζα και της είπα:
   «Η καρδιά μου είναι σαν την καρδιά ενός εφήβου. Δανείζομαι τα λόγια των ποιητών, γιατί οι δικές μου λέξεις δε φτάνουν. Μ' έχεις μεθύσει. Είναι σαν να μην έχω ζήσει τίποτα στη ζωή μου, σαν να μην έχω ξαναγγίξει γυναίκα. Κι όμως, νιώθω πως σε ξέρω, σαν να σε ήξερα σ' όλη μου τη ζωή. Για μένα είσαι το Βυζάντιο, η πόλη των αυτοκρατόρων, η Κωνσταντινούπολη. Έτσι ένιωθα πως γνωρίζω και τις κορυφές της πόλης σου, όταν τις είδα για πρώτη φορά να αναδύονται από την αφρισμένη θάλασσα, καθώς στεκόμουν στο κατάστρωμα του καραβιού. Με τον ίδιο τρόπο γνώριζα τις στήλες, τα μάρμαρα, τα ψηφιδωτά, το χρυσό και την πορφύρα, σαν να είχα ζήσει κάποτε ανάμεσά τους. Τους δρόμους και τις πλατείες τούς γνώριζα με τα μάτια της ψυχής μου, δε χρειαζόταν να ρωτήσω το δρόμο. Έτσι σε ξέρω κι εσένα, αγαπημένη μου. Για χάρη σου ποθούσα όλη μου τη ζωή να 'ρθω εδώ. Εσένα ονειρευόμουν όταν ονειρευόμουν την πόλη σου. Και όπως η πόλη σου ήταν χίλιες φορές πιο όμορφη απ' όσο θα μπορούσα να φανταστώ, έτσι κι εσύ είσαι χίλιες φορές πιο όμορφη απ' όσο σε θυμόμουν. Πιο όμορφη, πιο λαμπερή. Δύο βδομάδες είναι πολύς καιρός -πολύς όσο να πας στον κάτω κόσμο. Γιατί δεν ήρθες τότε που υποσχέθηκες; Γιατί μ' αρνήθηκες; Νόμιζα πως θα πεθάνω».
   Με κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια της και με τ' ακροδάχτυλα άγγιξε τα μάτια, τα μάγουλα και τα χείλη μου. Έπειτα άνοιξε πάλι τα λαμπερά, καστανά, γελαστά της μάτια και είπε: «Μίλα μου κι άλλο! Μιλάς όμορφα! Είναι ευχάριστο να σε ακούω, αν και προφανώς λες ψέματα. Είμαι βέβαιη πως μ' είχες κιόλας ξεχάσει, ξαφνιάστηκες που με είδες. Ευτυχώς που τουλάχιστον μ' αναγνώρισες... Όχι, όχι!» έκανε και μ' απώθησε με τα δυο της χέρια. Αλλά η άρνησή της έμοιαζε με πρόσκληση. Τη φίλησα. Το σώμα της αφέθηκε στην αγκαλιά μου. Μέχρι που μ' έσπρωξε και μου γύρισε την πλάτη κρατώντας το κεφάλι της στα χέρια της.
   «Τι μου κάνεις! Τι είναι αυτό που μου κάνεις!» είπε με παράπονο κι αναλύθηκε σε λυγμούς. «Δεν ήρθα στο σπίτι σου γι' αυτό. Μου πονάει το κεφάλι».
   Δε μπορεί να 'κανα λάθος. Ήταν στ' αλήθεια άπειρη, ανέγγιχτη. Μου το είπε το στόμα της, μου το είπε το σώμα της. Περήφανη ίσως, όλο φωτιά και πάθος, αλλά την αμαρτία δεν την είχε ζήσει. Στη σκέψη μπορεί, στο σώμα όχι.
   Από το πρόσωπό της κατάλαβα πως το κεφάλι της την πονούσε στ' αλήθεια. Πήρα απαλά το όμορφο κεφάλι της στα χέρια μου κι άρχισα να χαϊδεύω το μέτωπό της.
   «Συγνώμη! Συγχώρεσέ με!» είπε κλαίγοντας. «Φαίνεται πως είμαι πολύ ευαίσθητη και φοβιτσιάρα. Αισθάνομαι σαν να μου τρυπούν το κεφάλι πυρωμένες βελόνες. Μάλλον φοβήθηκα που με πήρες έτσι ξαφνικά στην αγκαλιά σου».
   Τα χέρια μου άρχισαν σιγά σιγά να τη συνεφέρνουν. Μετά από λίγο αναστέναξε βαθιά, χαλάρωσε κι άνοιξε πάλι τα μάτια της. «Τα χέρια σου είναι απαλά», είπε. Έστρεψε το κεφάλι της και φίλησε τρυφερά το χέρι μου. «Τα χέρια σου είναι χέρια που γιατρεύουν».
   Κοίταξα τα χέρια μου. «Χέρια που γιατρεύουν, αλλά και χέρια που καταστρέφουν», είπα με τραχιά φωνή. «Μα, πίστεψέ με, δε θέλω το κακό σου. Ούτε και πριν το ήθελα, έπρεπε να το ξέρεις».
   Με κοίταξε και το βλέμμα της μου φάνηκε πάλι γνωστό. Μπορούσα και πάλι να βυθιστώ στα μάτια της, έτσι που όλα γύρω μου θάμπωσαν σαν να μην υπήρχαν. «Φαίνεται πως έκανα λάθος», είπε. «Ίσως εγώ να σκέφτηκα άσχημα, αλλά δεν το 'θελα κατά βάθος. Τώρα όμως είμαι καλά. Μ' αρέσει να είμαι κοντά σου. Πουθενά αλλού δεν περνάω καλά. Ακόμα και το σπίτι μου φαντάζει ξένο και πληκτικό. Μέσα από τα τείχη, μέσα από τους τοίχους, πάνω από την πόλη, κάτι με τραβούσε κοντά σου. Μήπως μου έκανες μάγια;»
   «Μαγεία είναι η ίδια η αγάπη», είπα. «Η αγάπη είναι η πιο τρομερή μαγεία. Εσύ μου 'κανε μάγια όταν με κοίταξες στα μάτια, δίπλα στην πύλη της Αγίας Σοφίας».
   «Αυτό είναι τρέλα!» παραπονέθηκε. «Ο πατέρας μου δε θα μ' έδινε ποτέ σ' έναν Λατίνο. Δεν ξέρω ούτε ποια είναι η οικογένειά σου. Είσαι περιπλανώμενος. Ένας τυχοδιώκτης. Όχι, ο πατέρας μου θα είχε βάλει να σε σκοτώσουν αν ήξερε».
   Πάγωσε η καρδιά μου. Για να κερδίσω χρόνο, καυχήθηκα: «Η καταγωγή μου φαίνεται στο πρόσωπό μου. Πατέρας μου είναι το σπαθί, μητέρα μου είναι της πένας το φτερό. Αδέλφια μου είναι τα στοχαστικά άστρα, οι δαίμονες και οι άγγελοι ξαδέλφια μου και συγγενείς μου».
   Με κοίταξε βαθιά στα μάτια και είπε: «Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Είπα μόνο την αλήθεια».
   Οι ξιπασιές στάθηκαν στο λαιμό μου. Η αλήθεια ήταν πολύ πιο απλή.
   «Είμαι ήδη παντρεμένος», ομολόγησα. «Είναι αλήθεια πως έχω να δω τη γυναίκα μου περισσότερο από εννιά χρόνια, αλλά απ' όσο ξέρω ζει, και μάλιστα καλά. Ο γιος μας είναι κιόλας δώδεκα χρόνων. Μάλλον έγινα σταυροφόρος γιατί δε μπορούσα να ζήσω πια μαζί τους. Νομίζουν πως έχω σκοτωθεί στη μάχη της Βάρνας. Καλύτερα έτσι».
   Ταράχτηκε κιόλας από τα πρώτα μου λόγια. Κανείς μας δεν κοιτούσε τον άλλον. Άγγιξε το γιακά της και διόρθωσε το κόσμημα στο στήθος της. Ο λαιμός της ήταν κατάλευκος.
   «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» είπε ψυχρά. «Έτσι κι αλλιώς δε γίνεται τίποτα». Άγγιξε πάλι το κόσμημα και κοιτάζοντας το χέρι της πρόσθεσε: «Πρέπει να φύγω. Μπορείς να με βοηθήσεις να φορέσω την κάπα μου;»
   Αλλά δε σκόπευα να την αφήσω να φύγει. Αμφιβάλλω αν το ήθελε κι εκείνη. Το είπε μόνο για να με πληγώσει.
   «Είμαστε και οι δύο μεγάλοι», παρατήρησα απότομα. «Μη γίνεσαι παιδί. Ξέρεις πολύ καλά τι κάνεις. Ήρθες εδώ και ήξερες πού πας. Τι μ' ενδιαφέρει ο γάμος, τι μ' ενδιαφέρει η Εκκλησία; Όχι, δε μ' ενδιαφέρει ούτε ο ουρανός ούτε η κόλαση, αφού εσύ υπάρχεις και σε βρήκα. Έτσι κι αλλιώς, ο παράδεισος και η κόλαση δεν είναι όσα νομίζουμε, δεν είναι όσα μας λένε. Είσαι δική μου, μην το αρνηθείς. Αλλά και πάλι σου λέω πως δε θέλω να σε βλάψω».
   Έμεινε σιωπηλή χαμηλώνοντας τα μάτια της. Γι' αυτό εξακολούθησα: «Μήπως δεν έχεις καταλάβει τι μας περιμένει; Μπροστά μας είναι ο θάνατος ή η σκλαβιά. Πρέπει να διαλέξεις. Δεν έχουμε καιρό παραπάνω από μερικούς μήνες, μισό χρόνο το πολύ. Μετά θα 'ρθουν οι Τούρκοι. Τι σημασία θα 'χουν τότε αυτά τα συνηθισμένα;» φώναξα και χτύπησα το χέρι μου στη ράχη μιας καρέκλας, τόσο δυνατά που τα κόκαλά μου έτριξαν και ο πόνος με τύφλωσε. «Γάμος, σπίτι, παιδιά, ένας άνθρωπος τα σκέφτεται όταν έχει τη ζωή μπροστά του. Αλλά εμείς δεν την έχουμε πια. Η αγάπη μας είναι καταδικασμένη από την αρχή. Λίγος καιρός μας μένει. Κι εσύ, εσύ, θέλεις να πάρεις την κάπα σου και να φύγεις, επειδή κάποτε με τιμώρησε η θεία δίκη και με καταδίκασε να παντρευτώ μια γυναίκα μεγαλύτερή μου που μόνο από οίκτο δέχτηκα να της προσφέρω το σώμα μου. Την καρδιά μου δεν την κέρδισε ποτέ».
   «Τι με νοιάζει η καρδιά σου;» φώναξε εκείνη με φλογισμένο πρόσωπο. «Η καρδιά σου είναι καρδιά Λατίνου, το μαρτυρούν και τα λόγια σου. Η Κωνσταντινούπολη δε θα πέσει ποτέ. Σε κάθε γενιά οι Τούρκοι την πολιορκούν. Αλλά μάταια. Τα τείχη μας τα φυλάει η ίδια η Θεοτόκος. Πώς θα μπορούσε να τα καταλάβει κάποιος νεαρός, αυτός ο Μωάμεθ, που τον περιφρονούν ακόμα και οι ίδιοι οι Τούρκοι;»
   Αλλά έμοιαζε σαν να είχε μιλήσει μόνο και μόνο για να μιλήσει, τόσο ολοφάνερη ήταν η πίστη της στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Χαμήλωσε τη φωνή της, έριξε το βλέμμα της αλλού και με ρώτησε: «Τι ήταν αυτά που έλεγες για τη θεία δίκη; Είναι αλήθεια πως η γυναίκα σου είναι μεγαλύτερή σου;»
   Η ερώτησή της έκανε την καρδιά μου να ριγήσει θριαμβευτικά. Αυτό έδειχνε πως η γυναικεία ζήλια είχε ξυπνήσει μέσα της την περιέργεια. Εκείνη την ώρα γύρισε και ο υπηρέτης μου χτυπώντας δυνατά την πόρτα και ανεβαίνοντας με θόρυβο τη σκάλα. Πήγα και του πήρα το καλάθι από τα χέρια.
   «Δε θα σε χρειαστώ άλλο σήμερα, Μανουήλ», του είπα.
   «Αφέντη», απάντησε, «θα προσέχω το σπίτι από το απέναντι καπηλειό. Πίστεψέ με, είναι καλύτερα έτσι».
   Με έπιασε μ' ενθουσιασμό απ' το μανίκι, με τράβηξε προς το μέρος του και μου ψιθύρισε στ' αυτί: «Για τ' όνομα του Θεού, αφέντη μου, πες της να ντύνεται διαφορετικά. Έτσι που ντύνεται τραβάει απάνω της όλα τα βλέμματα και προκαλεί περισσότερη περιέργεια παρά αν γυρνούσε με το πρόσωπο ακάλυπτο και βαμμένη σαν τις πόρνες του λιμανιού».
   «Μανουήλ», τον προειδοποίησα, «το μαχαίρι μου είναι πρόχειρο στη θήκη του».
   Αλλά εκείνος γέλασε πονηρά λες και είχα πει κάποιο πετυχημένο αστείο κι έτριψε τα χέρια του. «Έχεις μυαλό μαστρωπού, σαν τον κουρέα», τον επέκρινα και του έδωσα μια κλοτσιά. «Πρέπει να ντρέπεσαι γι' αυτά που σκέφτεσαι». Αλλά τον κλότσησα μαλακά κι εκείνος ασφαλώς θα νόμισε πως συμφωνούσα μαζί του.
   Πήρα μέσα το καλάθι. Φύσηξα τα κάρβουνα ν' ανάψουν και πρόσθεσα κι άλλα. Έβαλα κρασί σ' ένα ασημένιο κύπελλο. Έκοψα το σταρένιο ψωμί. Έβαλα γλυκά στην κινέζικη πιατέλα μου. Εκείνη αρνήθηκε μ' ένα νεύμα.
   Aλλά έκανε το σταυρό της με τον ορθόδοξο τρόπο, δοκίμασε λίγο κρασί, δάγκωσε ένα κομμάτι ψωμί κι έφαγε ένα γλυκό από μέλι που ήταν καρφωμένο σ' ένα ξυλαράκι. Ούτε κι εγώ πεινούσα περισσότερο.
   «Ήπιαμε κρασί και φάγαμε μαζί ψωμί», της είπα. «Τώρα ξέρεις πως δε μπορώ να σου κάνω κακό. Είσαι φιλοξενούμενή μου και ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου».
   Χαμογέλασε και είπε: «Και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έστειλε το καλοκαίρι τα καλύτερα φαγητά από το τραπέζι του στο σουλτάνο Μωάμεθ, την ώρα που αυτός έχτιζε το οχυρό του για να καταστρέψει την πόλη μας. Κι αν σε πίστευα κι ερχόμουν να ληστέψω το σπίτι σου, όπως ο σουλτάνος σκοπεύει να ληστέψει τον οικοδεσπότη του;»
   Το χαμόγελό μου δεν ήταν καθόλου αυθόρμητο. «Ο σουλτάνος ήταν πολύ δύσπιστος για να δοκιμάσει έστω και μια μπουκιά από τα φαγητά που του έστειλε ένας Βυζαντινός. Τα έδωσε όλα στους σκλάβους του. Αλλά, προς μεγάλη του έκπληξη, κανένας δεν έπαθε ούτε έναν απλό κοιλόπονο. Του είπα πως κάνει λάθος να μετράει όλους τους ανθρώπους με το ίδιο μέτρο που μετράει τον εαυτό του. Ο Κωνσταντίνος είναι ευθύς και ειλικρινής,  περισσότερο στρατιώτης παρά κυβερνήτης. Δε φταίει αυτός που γεννήθηκε κάτω από άτυχο άστρο».
   «Ο Κωνσταντίνος είναι αποστάτης κι αρνητής της πίστης του», είπε εκνευρισμένη. «Άλλαξε την πίστη των πατέρων μας με τον άζυμο άρτο των Λατίνων. Τι θα μας προσφέρει η βοήθεια των Λατίνων, αν ο Θεός μάς εγκαταλείψει;»
   «Άζυμος ή όχι, το ίδιο κάνει», φώναξα θυμωμένος από την ανόητη δυσπιστία της. «Δεν άκουσες καν τη συμφωνία για την ένωση όταν διαβάστηκε δημοσίως. Δεχόσαστε κι εσείς το Καθαρτήριο, είτε είναι φωτιά είτε σκοτάδι ή καταιγίδα. Αν η συμφωνία αναγνωρίζει τον πάπα ως κεφαλή της Εκκλησίας, οι πατριάρχες της Ανατολής διατηρούν όλα τα παραδοσιακά τους δικαιώματα. Αλλά βέβαια, όπως όλοι οι Έλληνες, προτιμάς να βουλώνεις τ' αυτιά σου».
   Χλόμιασε. «Και από τον Υιό», είπε ψιθυρίζοντας. «Είναι παράνομη προσθήκη στο σύμβολο της Πίστεως. Αίρεση».
   «Για τ' όνομα της Αγίας Τριάδας», φώναξα, «μη μιλάς για πράγματα που δεν καταλαβαίνουν ούτε και οι πιο σοφοί. Οι πιο έξυπνοι και μορφωμένοι άντρες της Ανατολής και της Δύσης πέρασαν δύο χρόνια για ν' αποδείξουν ο ένας στον άλλο και να συμφωνήσουν και να ξεκαθαρίσουν και ν' ανακαλύψουν την αλήθεια γι' αυτό το θέμα. Κι αν τελικά την ανακάλυψαν και την επιβεβαίωσαν με την υπογραφή τους, εσύ τουλάχιστον δεν είσαι η πιο κατάλληλη για ν' αμφισβητήσεις το αποτέλεσμα μιας τόσο εμβριθούς και πολύπλοκης πνευματικής προσπάθειας».
   «Αχά!» είπε, «αμφιβάλλεις κι εσύ για την αλήθεια των Λατίνων, αλλιώς δε θ' άρχιζες να την υπερασπίζεσαι με φωνές».
   Αναγκάστηκα να ηρεμήσω. «Ο ίδιος ο πατριάρχης σας σηκώθηκε από το νεκροκρέβατό του στη Φλωρεντία για να γράψει τη διαθήκη του με τις τελευταίες του δυνάμεις. Αναγνώρισε τον πάπα ως κεφαλή της Εκκλησίας. Αναγνώρισε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Πατέρα και από τον Υιό. Κανένας από σας δε μπορεί ν' αρνηθεί την ευλάβειά του. Μπροστά στο θάνατο αναγνώρισε την ένωση. Ούτε αυτό δε σε πείθει;»
   «Νοθεία των Λατίνων», είπε ψυχρά. «Το ξέρω καλά. Κι εκτός αυτού, δεν υπογράφουν όλοι. Ο Μάρκος Ευγενικός, ο Δημήτριος, ο αδελφός του αυτοκράτορα, ακόμα και ο γερο-Γεμιστός, ο Πλήθων, προτίμησαν να φύγουν παρά να υπογράψουν. Η ένωση δεν ίσχυσε ποτέ».
   Άπλωσα το χέρι μου. «Άδικα μιλάω», είπα. «Άδικα».
   «Εσύ το πιστεύεις;» με ρώτησε κοιτάζοντάς με με τα καστανά της μάτια.
   Αυτή η ευθεία ερώτηση μ' έκανε να ηρεμήσω και να ντραπώ που έχασα την ψυχραιμία μου. Ποιος ήμουν εγώ που θύμωνα για την ένωση; Όλα ζωντάνεψαν ξανά στο μυαλό μου. Η Φεράρα υγρή και λασπωμένη μετά την πλημμύρα, με τα βατράχια να κρώζουν δυνατά σ' όλες τις λακκούβες. Οι μαύροι σταυροί από πίσσα στις πόρτες των σπιτιών τότε που έπεσε η πανούκλα. Τα λαδοφάναρα που πήγαιναν πέρα δώθε και οι άμαξες που έτριζαν καθώς κουβαλούσαν τα πτώματα μέσα στο σκοτάδι. Το σκαμμένο από την ασκητική ζωή, φιλόδοξο, καλογερίστικο πρόσωπο του πάπα Ευγένιου. Η χρυσή κορώνα με τα φτερά του αυτοκράτορα Ιωάννη, καθώς εκείνος κάλπαζε προς τη Φλωρεντία στη ράχη ενός άσπρου αλόγου, ανάμεσα στο λαό που τον επευφημούσε. Το στρογγυλό κεφάλι και το γεροδεμένο σώμα του Βησσαρίωνα. Τα μαύρα, σπινθηροβόλα μάτια και η ζωντανή έκφραση του επισκόπου Ισίδωρου. Τα περίεργα ρούχα των Ελλήνων, που οι γυναίκες της Ιταλίας άρχισαν να αντιγράφουν με σπουδή.
   Και λόγοι, λόγοι ατέλειωτοι, μουρμουρητό, συζητήσεις, γρήγορο τρίξιμο των φτερών επάνω στα χαρτιά, χαρτιά, χαρτιά ατέλειωτα. Αδιάλλακτη διαμάχη για τα γράμματα. Παχιοί, κιτρινισμένοι κώδικες, που τα γράμματά τους αποξέονταν βιαστικά. Στ' αλήθεια, είχα δει συγκεντρωμένους τους σοφότερους άντρες της εποχής μου και είχα καταλάβει πόσο ανώφελα ήταν τα επιχειρήματά τους, αφού κανείς δε μπορούσε τελικά να κλονίσει τις πεποιθήσεις του άλλου. Το μόνο που έμαθα ήταν να γράφω γρήγορα.
   «Η Εκκλησία», είπα και άπλωσα αδέξια το χέρι μου, «η Εκκλησία του Χριστού ζει ίσως στις καρδιές των ανθρώπων και η επίγεια Εκκλησία είναι μόνο το εξωτερικό της περίβλημα. Οι γυναίκες της Φεράρας φόρεσαν ελληνικά ενδύματα και το πρωί του Πάσχα ο λαός με κεριά στα χέρια πλημμύρισε την εκκλησία για ν' ακούσει την ελληνική λειτουργία. Άνθρωποι ξένοι μεταξύ τους φιλιόντουσαν, όπως συνηθίζουν οι Έλληνες, και στους κήπους αναβίωνε το Συμπόσιο του Πλάτωνα με οίνο κεκραμένο και μουσική. Μα όλα αυτά ήταν απλώς προσωρινά. Οι άνθρωποι, που ποθούν μια αλλαγή, ενθουσιάζονται πάντα με κάθε τι καινούργιο. Οι γενειάδες των Ελλήνων μοναχών και των διανοούμενων δελέαζαν τις γυναίκες της Φεράρας και της Φλωρεντίας. Εκ των υστέρων δικαιολογήθηκαν λέγοντας πως δεν ήξεραν να πουν όχι στα ελληνικά.
   »Ήταν μια τρέλα της μόδας, ιδιοτροπία, πόθος για αλλαγή», συνέχισα. «Η λατινική είναι η γλώσσα των νομικών, η ελληνική η γλώσσα της φιλοσοφίας και της ποίησης. Πώς ήταν λοιπόν δυνατόν οι Λατίνοι και οι Έλληνες να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον; Γι' αυτό και οι Έλληνες στη Φλωρεντία ήταν αναγκασμένοι να υποκύψουν. Όμως σε σένα, μόνο σε σένα, μπορώ να ομολογήσω πως στην καρδιά μου η Εκκλησία σου είναι για μένα η αυθεντική, ανόθευτη Εκκλησία του Χριστού, όσο μπορεί κάποια Εκκλησία να είναι ανόθευτη στις μέρες μας. Αυτό έμαθα στη Φλωρεντία».
   Άρπαξα τα μικρά της χέρια. «Στα νιάτα μου είχα ένα όνειρο», είπα. «Ως γραφέας στη γραμματεία του πάπα και ως μεταφραστής στη Φεράρα και στη Φλωρεντία, νόμιζα πως υπηρετώ ολόκληρο το ευρωπαϊκό ζήτημα, το αίτημα μιας κοινωνίας. Και μπορούσε να υπάρχει μεγαλύτερο αίτημα από αυτό της συνένωσης των Εκκλησιών της Ανατολής και της Δύσης, την ομόνοια όλου του χριστιανικού κόσμου ως πρώτο μεγάλο βήμα για την κατανόηση και την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς; Αντί για το μέρος, το όλον. Στη θέση του μίσους και της αμφιβολίας, η αλληλοκατανόηση. Αντιπρόσωπος του Θεού στο θρόνο του πάπα, μ' ένα γενικό εκκλησιαστικό συμβούλιο να τον υποστηρίζει, να βελτιώνει τις παρανοήσεις της Εκκλησίας, να συμφιλιώνει μεταξύ τους τους βασιλείς και τους πρίγκιπες. Τι ανέφικτο ιδανικό!
   »Όμως τα μάτια μου άνοιξαν», συνέχισα. «Αντί για ένα ιδανικό, είδα πως υπηρετούσα μόνο πολιτικές σκοπιμότητες, τη δίψα για την εξουσία. Την ίδια μέρα που η διακήρυξη της ένωσης διαβάστηκε δημοσίως στην ελληνική και στη λατινική γλώσσα στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, που οι καμπάνες χτυπούσαν και σ' όλες τις πλατείες έριχναν πυροτεχνήματα, την ίδια μέρα πούλησα τα βιβλία και τα ρούχα μου, τα εγκατέλειψα όλα. Μέσα στην καρδιά μου ήξερα πως όλα είναι μάταια, η ένωση μόνο ένα χαρτί. Δεν ήθελα πια να ακολουθήσω αυτό το δρόμο».
   «Τότε γιατί μου φώναξες τόσο;» ρώτησε. «Γιατί με πρόσβαλες με φριχτές λέξεις εξαιτίας αυτής της καταραμένης της ένωσης;»
   «Δεν ήταν γι΄αυτό», αναστέναξα. «Αλλά γιατί απογοητεύθηκα πάρα πολύ. Ήταν το αγαπημένο μου όνειρο».
   Σιωπήσαμε.
   «Θα πρέπει να μου μιλήσεις και για κείνη τη θεία δίκη», είπε μετά από μια μικρή παύση.
   «Μίλησα ήδη πολύ», απάντησα. «Γιατί να μιλάω αφού σ' έχω κοντά μου; Και άλλωστε οι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις μιλούν για διαφορετικά πράγματα. Οι λέξεις προκαλούν παρεξηγήσεις και καχυποψία. Μου φτάνει που είσαι κοντά μου. Όταν εσύ είσαι εδώ, δε χρειάζομαι τα λόγια».
   Της ζέστανα τα χέρια μέσα στα χέρια μου κρατώντας τα πάνω από το μαγκάλι. Τα δάχτυλά της ήταν παγωμένα, αλλά τα μάγουλά της έκαιγαν.
   «Αγάπη μου!» είπα σιγανά. «Μοναδική μου αγάπη! Νόμιζα πως είχα φτάσει  στο φθινόπωρο της ζωής μου, αλλά ούτε αυτό ήταν αλήθεια. Σ' ευχαριστώ που υπάρχεις!»
   Και καθώς μιλούσαμε, μου είπε πως η μητέρα της ήταν άρρωστη και γι΄αυτό δεν είχε καταφέρει να 'ρθει νωρίτερα. Πρόσεξα πως καιγόταν από την επιθυμία να μου αποκαλύψει ποια είναι, αλλά δεν την άφησα. Δεν ήθελα να ξέρω. Αν ήξερα, θα είχα περισσότερα προβλήματα. Κάθε πράγμα στον καιρό του. Τώρα μου αρκούσε που ήταν κοντά μου.
   Την ώρα που χωρίζαμε, με ρώτησε: «Νομίζεις, αλήθεια, πως οι Τούρκοι την άνοιξη θα πολιορκήσουν την πόλη;»
   Δε μπόρεσα ούτε τώρα να κρατηθώ. «Είσαστε στ' αλήθεια τρελοί εσείς οι Έλληνες; Δερβίσηδες και κήρυκες του Ισλάμ γυρίζουν όλη τη Μικρά Ασία, από χωριό σε χωριό. Τα τουρκικά στρατεύματα στην Ευρώπη πήραν εντολή να προελάσουν. Στην Ανδριανούπολη κατασκευάζουν κανόνια. Ο σουλτάνος σκοπεύει να συγκεντρώσει το πιο μεγάλο στράτευμα που πολιόρκησε ποτέ την πόλη σου, κι εσύ με ρωτάς αν θα 'ρθει στ' αλήθεια; Και βέβαια θα επιτεθεί!» φώναξα. «Βιάζεται! Τώρα που πραγματοποιήθηκε η ένωση, ίσως ο πάπας καταφέρει να πείσει τους πρίγκιπες της Ευρώπης να ξεχάσουν τις διαμάχες και τους πολέμους τους και να ξεκινήσουν μια νέα σταυροφορία. Εάν οι Τούρκοι αποτελούν για σας θανάσιμη απειλή, το ίδιο θανάσιμη απειλή είναι και για το σουλτάνο η Κωνσταντινούπολη στην καρδιά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δεν ξέρεις πόσο φιλόδοξος είναι! Θεωρεί τον εαυτό του ως Αλέξανδρο της εποχής μας».
   «Ησύχασε!» προσπάθησε να με ηρεμήσει. «Αν είναι έτσι», πρόσθεσε χαμογελώντας με δυσπιστία, «τότε δε θα συναντηθούμε πολλές φορές ακόμα».
   «Τι θέλεις να πεις;» ρώτησα αρπάζοντάς την από το χέρι.
   «Αν ο σουλτάνος πραγματικά ξεκινήσει από την Ανδριανούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος θα στείλει για κάθε ενδεχόμενο, μ' ένα γρήγορο καράβι, στο Μοριά τις κυρίες της αυτοκρατορικής οικογένειας, για να είναι ασφαλείς. Στο καράβι θα μπουν και όλες οι γυναίκες της αριστοκρατίας. Έχω κι εγώ μια θέση εκεί!»
   Κάρφωσε πάνω μου τα καστανά της μάτια, ακούμπησε τα χέρια της στους ώμους μου και είπε δαγκώνοντας τα χείλη της: «Μάλλον δεν έπρεπε να σου το πω».
   «Όχι», είπα με στόμα στεγνό και βραχνή φωνή. «Μπορεί να είμαι κατάσκοπος του σουλτάνου, αυτό δε θες να πεις; Όλοι αυτό υποψιάζεστε».
   «Σ' εμπιστεύομαι», είπε. «Σίγουρα αυτές τις πληροφορίες δε θα τις χρησιμοποιήσεις λάθος. Εσύ τι λες, να φύγω;»
   «Και βέβαια να φύγεις», απάντησα. «Γιατί να μην προστατεύσεις τη ζωή και την τιμή σου, αφού σου δίνεται η ευκαιρία; Δεν τον ξέρεις τον Μωάμεθ. Εγώ τον ξέρω. Η πόλη σου θα πέσει. Όλη της η ομορφιά, όλη η λάμψη της που σβήνει, η εξουσία και τα πλούτη των αριστοκρατικών οικογενειών, όλα αυτά δεν είναι πια παρά μονάχα σκιές».
   «Κι εσύ;» με ρώτησε.
   «Εγώ ήρθα για να πεθάνω στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Για όλα όσα είναι ήδη παρελθόν και που καμιά δύναμη στον κόσμο δε μπορεί να τα φέρει πίσω. Έρχονται άλλοι καιροί. Δε μ' ενδιαφέρει να τους ζήσω».
   Είχε φορέσει κιόλας την κάπα της και ψηλαφούσε το βέλο της. «Δε θα με φιλήσεις που χωρίζουμε;» ρώτησε.
   «Θα σε πιάσει πονοκέφαλος», είπα.
   Ανασηκώθηκε στα δάχτυλα των ποδιών, με φίλησε στο μάγουλο με τα τρυφερά της χείλη, μου χάιδεψε με την παλάμη της το πιγούνι κι ακούμπησε για λίγο το κεφάλι της στο στήθος μου.
   «Με κάνεις να νιώθω ματαιόδοξη», είπε. «Αρχίζω να νιώθω ευχαριστημένη από τον εαυτό μου. Δε σε νοιάζει στ' αλήθεια να μάθεις ποια είμαι; Μόνο σαν γυναίκα με θέλεις; Αυτό είναι γλυκό συναίσθημα, αλλά μου είναι δύσκολο να σε πιστέψω».
   «Θα ξανάρθεις εδώ πριν φύγεις;» τη ρώτησα.
   Έριξε μια ματιά ολόγυρά της στο δωμάτιο και χάιδεψε αφηρημένα το κίτρινο σκυλί. «Μου αρέσει εδώ», είπε. «Θα ξανάρθω αν μπορέσω».

6 Ιανουαρίου 1453

    Οι Έλληνες φαίνεται πως άρχισαν ν' ανησυχούν. Δυσοίωνες προφητείες κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα. Οι γυναίκες λένε η μία στην άλλη τα όνειρά τους, οι άντρες βλέπουν παντού οιωνούς και σημάδια. Στους δρόμους κυκλοφορούν έξαλλοι καλόγεροι και με μάτια που πετούν φλόγες προφητεύουν θανάτους και καταστροφές για την πόλη που λησμόνησε την πίστη των πατέρων της.
   Κέντρο όλης αυτής της ταραχής είναι η μονή του Παντοκράτορα. Ο μοναχός Γεννάδιος στέλνει από κει επιστολές που τις διαβάζουν στο λαό της πόλης. Οι γυναίκες κλαίνε σαν τις ακούνε. Κατά διαταγή του αυτοκράτορα, ο Γεννάδιος απαγορεύεται να εμφανιστεί μπροστά στο λαό, αλλά εγώ πήγα και διάβασα την προκήρυξη που έχει τοιχοκολλήσει στην πύλη της μονής του.
   «Άθλιοι Ρωμαίοι!» γράφει. «Γιατί πλανηθήκατε και απομακρυνθήκατε από την ελπίδα του Θεού, δείχνοντας εμπιστοσύνη στη δύναμη των Φράγκων, και μαζί με την Πόλη, που πρόκειται σύντομα να καταστραφεί, απωλέσατε και την ευσέβειά σας; Ελέησέ μας, Κύριε. Καταθέτω μαρτυρία ενώπιόν Σου ότι εγώ δεν ευθύνομαι για τέτοιο αμάρτημα. Άθλιοι πολίτες, καταλαβαίνετε τι κάνετε; Μαζί με την αιχμαλωσία που πρόκειται να σας συμβεί, χάσατε και το πατροπαράδοτο σέβας και αποδεχθήκατε την ασέβεια; Ουαί υμίν, την ημέρα της Κρίσεως!» (1)
   Προς το παρόν, το φλέγον θέμα είναι αν θα προλάβει να 'ρθει εγκαίρως ο παπικός στόλος κι αν η βοήθεια θα είναι αρκετή. Δεν πιστεύω ότι θα γίνει γενική σταυροφορία. Ακόμα και για τη μάχη της Βάρνας, που κατέληξε σε ήττα, ο χριστιανικός κόσμος χρειάστηκε πέντε χρόνια προετοιμασίας. Οι Ούγγροι δε θα τολμήσουν να παραβιάσουν την ειρήνη, όπως είχαν κάνει τότε. Αν η βοήθεια δε φτάσει εγκαίρως, το μόνο αποτέλεσμα της ένωσης θα είναι η πίκρα και η απελπισία που προκάλεσε. Αλήθεια, γιατί να στερηθούν την τελευταία στιγμή την παρηγοριά που μπορεί να τους προσφέρει η πίστη τους;
   Ο Γεννάδιος έχει μαζί του το λαό. Ο ναός της Αγίας Σοφίας έχει μείνει άδειος. Μόνο ο αυτοκράτορας με την ακολουθία του παρακολουθεί εκεί την κυριακάτικη λειτουργία. Η πίστη για τους πολιτικούς δεν έχει καμιά σημασία. Είναι πρόθυμοι να δεχτούν κάθε πίστη στα λόγια. Αλλά νομίζω πως η έρημη εκκλησία τούς τρομάζει. Έχουν πάψει να πηγαίνουν στην Αγία Σοφία και αρκετοί ιερείς. Όσοι εξακολουθούν να πηγαίνουν, τους απειλούν οι άλλοι πως θα τους διώξουν και θα τους αφορίσουν.

10 Ιανουαρίου 1453

   Με κάλεσαν στο ανάκτορο των Βλαχερνών. Ο Σφραντζής ήταν πολύ ευγενικός και περιποιητικός μαζί μου. Μου πρόσφερε κρασί, αλλά δε με κοίταξε ούτε μια φορά στα μάτια. Έπαιζε μόνο με το δαχτυλίδι του, που η σφραγίδα του είναι μεγάλη σαν παλάμη μικρού παιδιού, και κοίταζε τα περιποιημένα του νύχια. Σίγουρα είναι έξυπνος και μορφωμένος άνθρωπος, που ασφαλώς δεν πιστεύει πια σε τίποτα. Είναι πιστός μόνο στον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος κι αυτός έχουν μεγαλώσει μαζί.
   Μου έκανε το φίλο και θυμήθηκε πως πριν από δεκαπέντε χρόνια, σ' ένα καράβι, την ώρα που ο ήλιος έδυε βάφοντας κόκκινη τη θάλασσα της Ελλάδας και τα καράβια ετοιμάζονταν να αγκυροβολήσουν για το βράδυ, διαγωνιζόμασταν στην από στήθους απαγγελία ραψωδιών του Ομήρου.
   «Πέθανε λοιπόν και ο πάπας Ευγένιος», είπε κάποια στιγμή αφηρημένα. «Σπουδαίος άντρας. Τον έδιωξαν από τη Ρώμη. Έφυγε με μια βάρκα, κρυμμένος κάτω από μιαν ασπίδα για να σωθεί από τα ακόντια που του έριχναν από την όχθη. Κατάφερε όμως να διαλύσει τη Σύνοδο της Βασιλείας. Μας έκανε να υπογράψουμε. Αν ζούσε...»
   Ο Σφραντζής αναστέναξε κι άρχισε να χτυπάει ασυναίσθητα με τα δάχτυλα τα γόνατά του, φανερώνοντας έτσι την αγωνία του. «Τι άνθρωπος είναι ο πάπας Νικόλαος;» ρώτησε με ελαφρά ειρωνεία. «Λένε πως στο σεράι του σουλτάνου Μωάμεθ γνωρίζουν καλύτερα τα θέματα της Δύσης απ' όσο εμείς εδώ στις Βλαχέρνες».
   «Ο πάπας Νικόλαος...» είπα σκεφτικά. «Πριν τρία χρόνια, τη χρονιά του Ιωβηλαίου, όλος ο χριστιανικός κόσμος τον είχε αναγνωρίσει κι όλοι οι λαοί πήγαιναν για προσκύνημα στη Ρώμη. Συγκεντρώθηκαν τόσα χρήματα, που οι ιερείς έπρεπε να τα μαζεύουν από τους βωμούς με τη σκούπα, χωρίς να τα μετράνε. Τα χρησιμοποιεί όμως για να κατασκευάζει κτίρια και βιβλιοθήκες. Λένε πως ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος δε μπορεί να έχει καλύτερο σκοπό από το να κατασκευάζει μεγάλα κτίρια και να συγκεντρώνει πολύτιμα βιβλία».
   Ο Σφραντζής συνέχισε να χτυπάει τα δάχτυλά του. Τα χείλη του ήταν λεπτά και ειρωνικά. Τα χλομά γαλάζια μάτια του δε με κοίταζαν.
   «Ο πάπας Νικόλαος», επανέλαβα. «Με κάθε γεύμα πίνει ένα μπουκάλι λευκό κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Λένε πως την άλλη μέρα συνήθως δε θυμάται τι ακριβώς έχει συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Κάποιος κακόμοιρος υπηρέτης έχασε έτσι το κεφάλι του, γιατί ο πάπας δε θυμόταν το πρωί τι διαταγή είχε δώσει το βράδυ. Όμως σας έστειλε από τη Ρώμη τον Ισίδωρο και πενήντα στρατιώτες για βοήθεια. Την Κωνσταντινούπολη τη θυμάται, λοιπόν».
   Και πρόσθεσα χαμηλόφωνα: «Άξιζε τον κόπο να θυσιάσει κανείς την πίστη του και τη σύμπνοια του λαού του για μια τόσο μικρή βοήθεια;»
   «Η ένωση είναι πολιτικά αναπόφευκτη», παρατήρησε γοργά. «Εύκολα κάνει κριτική όποιος είναι έξω απ' το χορό. Σύντομα θα δεις πως η υποχώρηση δεν ήταν μάταιη. Έχουμε καλές ειδήσεις από τη Βενετία, που μας εμψυχώνουν».
   Με κοίταξε προσεχτικά. «Περιμένουμε βοήθεια κι από τη Γένοβα, παρά την ουδετερότητα του Πέραν. Η Βενετία, όπως ξέρεις, έστειλε ήδη δύο πολεμικά πλοία. Η θέση μας δεν είναι καθόλου απελπιστική. Αντιθέτως. Ο σουλτάνος έχει ξεκινήσει ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Υπάρχουν διαφωνίες κι ανάμεσα στους Τούρκους. Ο ίδιος ο μέγας βεζίρης Χαλίλ αντιτίθεται σκληρά στον πόλεμο. Είναι φίλος μας».
   «Το ξέρω», είπα. «Αλλά ο Χαλίλ είναι γέρος».
   «Είναι βεζίρης επί τρεις γενιές», παρατήρησε ο Σφραντζής. «Είναι έμπειρος και επιδέξιος πολιτικός, γνωρίζει τις παραδόσεις. Ο χειμώνας αυτός θα είναι αποφασιστικός», συνέχισε. «Ο μέγας βεζίρης στην Ανδριανούπολη κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να διαφυλάξει την ειρήνη. Ακόμα κι όταν πολεμούσαμε, μας έστελνε ενθαρρυντικά μηνύματα μέσω των Γενοβέζων του Πέραν. Αυτό δεν είναι ανάγκη να το κρατήσω μυστικό. Μας παρακινεί να έχουμε εμπιστοσύνη στο μέλλον και να εξοπλιστούμε όσο πιο καλά μπορούμε. Όσο πιο καλά εξοπλιστούμε, τόσο πιο βέβαιη είναι η ήττα του σουλτάνου, αν τολμήσει στ' αλήθεια να πολιορκήσει την πόλη».
   «Ο χειμώνας θα είναι πράγματι αποφασιστικός», παραδέχτηκα. «Όσο πιο γρήγορα κατασκευάσει ο σουλτάνος τα κανόνια του και κινητοποιήσει το στρατό του, τόσο πιο γρήγορα θα πέσει η Κωνσταντινούπολη».
   «Tα τείχη μας άντεξαν πολλές πολιορκίες», είπε ο Σφραντζής χαμογελώντας πάλι. «Μόνο οι Λατίνοι κατάφεραν μια φορά να πάρουν την Κωνσταντινούπολη, αλλά είχαν έρθει από τη θάλασσα. Από τότε δε συμπαθούμε τις σταυροφορίες. Προτιμάμε να ζούμε ειρηνικά με τους Τούρκους».
   «Σου τρώω πολύτιμο χρόνο», είπα. «Δε θέλω με τίποτα να γίνω ενοχλητικός».
   «Αλήθεια», θυμήθηκε, «έχω κάτι να σου πω. Λένε πως πας πολύ συχνά στο Πέραν. Πήγες να συναντήσεις και τον Γεννάδιο, αν και ο αυτοκράτορας τον έχει θέσει υπό περιορισμό στο μοναστήρι του. Τι σκοπό έχεις;»
   «Αισθάνομαι μοναξιά», είπα. «Φαίνεται πως εδώ κανείς δε μ' εμπιστεύεται. Ήθελα απλώς ν' ανανεώσω μια παλιά γνωριμία, αλλά ο Γεώργιος Σχολάριος φαίνεται πως πέθανε. Το μοναχό Γεννάδιο δε χάρηκα καθόλου που τον συνάντησα».
   «Έχεις πάει και στον πύργο του πρίγκιπα Ορχάν».
   «Πάει καιρός από τότε. Μου 'στειλε ο ίδιος ένα δώρο και με κάλεσε να τον επισκεφτώ. Ήθελε να μάθει τα τελευταία νέα από τους συγγενείς του. Ο σουλτάνος Μωάμεθ είναι ξάδελφός του και του δίνει ένα χρηματικό επίδομα. Ή μάλλον το δίνει σε εσάς για να τον κρατάτε αιχμάλωτο».
   «Ο Ορχάν έχει όλα τα προσόντα για να διεκδικήσει την εξουσία. Νομίζεις πως δε θα μπορούσε να συγκεντρώσει ολόγυρά του αρκετούς Τούρκους αν τον αφήναμε ελεύθερο; Πάντα βρίσκονται φιλόδοξοι και δυσαρεστημένοι που θα τον ακολουθούσαν πρόθυμα. Αλλά εμείς θέλουμε μόνο την ειρήνη».
   «Θα μπορούσατε να τον είχατε ελευθερώσει εδώ και καιρό, αν νομίζατε πως θα επαναστατούσε», είπα αδιάφορα.
   Ο Σφραντζής έκανε μια βαριεστημένη χειρονομία. «Γιατί κάθομαι και φιλονικώ μαζί σου; Έτσι κι αλλιώς, δε μπορούμε να συνεννοηθούμε».
   «Για τ' όνομα του Θεού, μεγάλε λογοθέτη του αυτοκράτορα!» φώναξα. «Δραπέτευσα από το σουλτάνο. Άφησα μια θέση που θα τη ζήλευαν πολλοί, μόνο και μόνο για να πολεμήσω για την Κωνσταντινούπολη. Όχι για σένα, ούτε για τον αυτοκράτορα, αλλά γι' αυτή την πόλη που ήταν κάποτε η καρδιά του κόσμου. Μόνο η καρδιά απέμεινε πια από την άλλοτε πανίσχυρη αυτοκρατορία. Χτυπάει τους τελευταίους αργούς της παλμούς. Μαζί της χτυπάει και η δική μου καρδιά. Πεθαίνω κι εγώ όπως εκείνη. Αν οι Τούρκοι με πιάσουν αιχμάλωτο, ο σουλτάνος θα με παλουκώσει».
   «Ανοησίες!» είπε ο Σφραντζής με τραχιά φωνή. «Αν ήσουν είκοσι χρόνων, θα μπορούσα να σε πιστέψω. Τι δουλειά έχεις μαζί μας εσύ, που γεννήθηκες Φράγκος και Λατίνος;»
   «Θέλω να πολεμήσω», είπα. «Για τη ματαιότητα αυτού του σκοπού, για την απειλή της καταστροφής, για τη θεομηνία που πλησιάζει. Δεν πιστεύω στη νίκη. Μάχομαι χωρίς ελπίδα. Αλλά τι σημασία έχει αφού εγώ θέλω να πολεμήσω;»
   Για λίγο μου φάνηκε πως τα λόγια μου τον είχαν πείσει και πως ήταν έτοιμος να με βγάλει έξω από τους πολιτικούς λογαριασμούς του και να με δει σαν κάποιο ακίνδυνο ονειροπόλο. Αλλά μετά κούνησε το κεφάλι του. Τα ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια του μελαγχόλησαν.
   «Αν ήσουν κάποιος άλλος, αν είχες έρθει από την Ευρώπη με το σταυρό στο χέρι, αν ζητούσες χρήματα όπως όλοι οι Φράγκοι, αν ορεγόσουν εμπορικά προνόμια, τότε ίσως θα μπορούσα να σε πιστέψω, ακόμα και να σ' εμπιστευθώ. Αλλά είσαι μορφωμένος, είσαι πολύ έμπειρος και ψύχραιμος, ώστε είναι αδύνατο να μην έχεις κάποιο κρυφό σκοπό».
   Στεκόμουν μπροστά του. Τα πόδια μου έτρεμαν. Ήθελα να γυρίσω στο σπίτι μου. Όμως εκείνος έπαιζε ακόμα με το δαχτυλίδι του και με κοίταζε λοξά, αποφεύγοντας να με κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια, λες και μ' απεχθανόταν βαθιά.
   «Οι Τούρκοι λένε πως έχεις υπερφυσικές δυνάμεις, πως τα ζώα σε υπακούν και οι άνθρωποι σε εμπιστεύονται αν το θελήσεις. Μ' εμένα, όμως, δε θα τα καταφέρεις. Εγώ έχω τη σφραγίδα μου και το φυλαχτό μου. Αλλά όλα αυτά είναι φλυαρίες. Εγώ εμπιστεύομαι μονάχα τη λογική μου!»
   Σώπαινα. Ήταν μάταιο να μιλήσω. Σηκώθηκε και με χτύπησε με την ανάποδη του χεριού του στο στήθος για να με κλονίσει, λες και με μισούσε. «Εσύ, εσύ!» είπε. «Νομίζεις πως δε σε ξέρουμε; Εσύ είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που ακολούθησες έφιππος το σουλτάνο Μωάμεθ, όταν πέθανε ο πατέρας του, και κάλυψες την απόσταση από τη Μαγνησία ως την Καλλίπολη μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. “Όποιος μ' αγαπάει, ας μ' ακολουθήσει”. Δε θυμάσαι; Εσύ τον ακολούθησες. Λένε πως δεν πίστευε στα μάτια του μόλις τον πρόφτασες στην Καλλίπολη».
   «Είχα καλό άλογο», παρατήρησα. «Κι έχω σπουδάσει στους δερβίσηδες. Έχω σκληραγωγηθεί κι αντέχω όλες τις κακουχίες. Αν θέλεις, μπορώ να κρατήσω στην παλάμη μου ένα αναμμένο κάρβουνο απ' το μαγκάλι χωρίς να καώ».
   Έκανα ένα βήμα μπροστά και, επιτέλους, συνάντησα το βλέμμα του. Τον έβαλα να δοκιμάσει να κρατήσει το αναμμένο κάρβουνο και δεν τα κατάφερε. Τίναξε το πονεμένο χέρι του. Δεν τόλμησε να μου ζητήσει να προσπαθήσω εγώ. Αν τα είχα καταφέρει, δε θα 'ξερε πια τι να σκεφτεί για μένα. Τόσο προληπτικός είχε καταντήσει, ακριβώς επειδή δεν πίστευε σε τίποτα. 
   «Και πού ξέρεις», είπα ψιθυριστά, «ότι δεν ακολούθησα τον Μωάμεθ για να τον σκοτώσω; Βλέπεις, τον ήξερα καλά και ήξερα τι θα επακολουθούσε. Αλλά δεν είμαι δολοφόνος.
   »Όχι, δεν είμαι δολοφόνος», επανέλαβα. «Κι εκτός αυτού, μπορεί και να τον αγαπούσα, όπως αγαπάει κανείς ένα όμορφο θηρίο, μολονότι ξέρει πόσο ύπουλο είναι. Η νιότη του ήταν σαν ένα καζάνι που βράζει και χρειάζεται ένα βαρύ σκέπασμα για να μη χυθεί το περιεχόμενο. Σύμφωνα με την επιθυμία του Μουράτ, εγώ ήμουν μερικές φορές αυτό το σκέπασμα. Αλλά ο Μουράτ τον μισούσε, επειδή το αγαπημένο του παιδί, ο Αλαντίν, είχε πνιγεί. Ποτέ δεν τα πήγαν καλά μεταξύ τους πατέρας και γιος. Κρυφά, όμως, ο Μουράτ τον καμάρωνε. Ήθελε να τον μάθει να είναι μετριοπαθής, δίκαιος, να διαθέτει αυτοέλεγχο. Ο Μουράτ ήθελε να τον μάθει να είναι ταπεινός μπροστά στο Θεό και να τον κάνει να καταλάβει τη ματαιότητα της εξουσίας και των εγκοσμίων. Και ο Μωάμεθ έμαθε τη μετριοπάθεια για να μπορεί να είναι αδιάλλακτος, έμαθε τη δικαιοσύνη για να μπορεί να την καταχράται, τον αυτοέλεγχο για να μπορεί να είναι αχαλίνωτος. Κάθε φορά όπως τον βόλευε. Προσεύχεται, αλλά στο βάθος της καρδιάς του είναι άπιστος. Όλες οι θρησκείες είναι γι' αυτόν ασήμαντες. Διαβάζει ελληνικά και λατινικά, αραβικά και περσικά. Γνωρίζει μαθηματικά και γεωγραφία, ιστορία και φιλοσοφία. Η Κωνσταντινούπολη είναι η έμμονη ιδέα του, από τότε που ήταν παιδί ονειρευόταν να την κατακτήσει. Κυριεύοντας αυτή την πόλη θ' αποδείξει στον εαυτό του πως είναι πιο σπουδαίος από όλους τους προγόνους του. Μπορείς να ερμηνεύσεις τα σημάδια; Ο Μωάμεθ έρχεται και δε θέλω να ζήσω στην εποχή του».
   Ο Σφραντζής ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του σαν να είχε μόλις ξυπνήσει. «Ο Μωάμεθ είναι ένας οξύθυμος κι ανυπόμονος νεαρός. Στη διακυβέρνηση εμείς έχουμε με το μέρος μας την πείρα αιώνων. Τόσο εδώ στις Βλαχέρνες όσο και στο σεράι του, οι γεροντότεροι και σοφότεροι είναι σίγουροι πως θα φάει το κεφάλι του και χαίρονται εκ των προτέρων. Ο χρόνος είναι με το μέρος μας».
   «Ο χρόνος», είπα, «ο χρόνος τελείωσε. Η ώρα που μου διέθεσες πέρασε, η κλεψύδρα άδειασε. Ζήσε εν ειρήνη».
   Με συνόδευσε στην έξοδο περπατώντας πλάι μου στον παγωμένο διάδρομο. Τα βήματά μας αντηχούσαν μελαγχολικά στους τοίχους. Ο δικέφαλος αετός κοσμούσε την πύλη.
   «Μη βγαίνεις συχνά από το σπίτι σου», με προειδοποίησε, «και μην ξαναπάς στο Πέραν. Μην επιδιώκεις υψηλές γνωριμίες, αλλιώς μπορεί να βρεθεί από το σπίτι σου στη φυλακή. Αυτή είναι μια φιλική συμβουλή, Ιωάννη Άγγελε, θέλω μονάχα το καλό σου».
   Μ' έπιασε ξαφνικά από το πέτο και πέταξε την ερώτηση: «Και ο μέγας δούκας, ο Λουκάς Νοταράς; Σου έχει προσφέρει τη φιλία του;»
   Προσπάθησε μ' αυτό τον τρόπο να μ' αιφνιδιάσει. Κι όταν εγώ δεν απάντησα, εκείνος πρόσθεσε: «Πρόσεξε! Αν μάθουμε πως προσπάθησες να τον συναντήσεις κι αυτό αποδειχθεί, πας χαμένος!»
   Ο φρουρός έφερε το άλογο που είχα νοικιάσει. Έφυγα καλπάζοντας στο μεγάλο δρόμο χωρίς να δίνω σημασία στο πλήθος και σ' αυτούς που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Αν κάποιος δεν παραμέριζε, θα τον έριχνα κάτω. Αλλά οι άνθρωποι στριγκλίζοντας και φωνάζοντας, χτυπώντας τα γαϊδούρια τους και βλαστημώντας, έκαναν στην άκρη καθώς άκουγαν από μακριά τα σιδερένια πέταλα του αλόγου μου να χτυπούν στο γεμάτο λακκούβες πλακόστρωτο. Κάλπασα από το ανάκτορο των Πορφυρογέννητων ως τον Ιππόδρομο. Από το στόμα του αλόγου μου έβγαινε αφρός. Ήμουν ταραγμένος και γεμάτος φρίκη.
   «Καλύτερα το τούρκικο φακιόλι παρά η λατινική καλύπτρα». Η φράση αντηχούσε στ' αυτιά μου. Ο μέγας δούκας, ο αρχηγός του στόλου, ο πιο ισχυρός άντρας της Κωνσταντινούπολης μετά τον αυτοκράτορα. Ο Λουκάς Νοταράς. Κι αυτός, λοιπόν!

12 Ιανουαρίου 1453

   Μένω μέσα στο σπίτι, αλλά οι φήμες κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα. Δε μπορείς να τις σταματήσεις. Περνούν μέσα απ' τους τοίχους.
   Ο σουλτάνος ναυπηγεί στόλο σε όλα τα λιμάνια της Ασίας.
   Οι Σέρβοι είναι αναγκασμένοι από τη συνθήκη φιλίας και συμμαχίας να στείλουν ιππικό στο στρατό του σουλτάνου. Χριστιανοί έρχονται να πολιορκήσουν χριστιανούς.
   Κοιμάμαι άσχημα. Ο ύπνος μου είναι ανήσυχος. Στον ύπνο μου έχω ζήσει πολλά κι έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες. Εκ των υστέρων ανακαλύπτω πως το όνειρό μου είναι το ίδιο αληθινό όπως και η πραγματικότητα που έχω βιώσει. Παλαιότερα μπορούσα να κυριαρχήσω στον ύπνο μου, να κοιμηθώ βαθιά χωρίς να βλέπω όνειρα, όποτε ήθελα.
   Ο έρωτας είναι ναρκωτικό, μέθη που εξατμίζεται. Κι απομένει μονάχα πίκρα, πίκρα βαθιά στο μυαλό.
   Αλλά είμαι ακόμα μεθυσμένος. Ζω ακόμα υπό την επήρεια του ναρκωτικού, μόνο και μόνο επειδή ξέρω πως βρίσκεται στην ίδια πόλη, πως κοιτάζει τον ίδιο ουρανό.
   Έχω εγκαταλείψει. Έχω εγκαταλείψει πολλές φορές, ακόμα και την ίδια την εγκατάλειψη. Δεν υπάρχει όριο στην εγκατάλειψη; Γι' αυτό μου 'τυχε στο δρόμο μου κι αυτή η απώλεια; Κενός και παγωμένος να ξυπνάς στο όνειρο και στη μέθη. Την άνοιξη, την άνοιξη περιμένω. Την τελευταία μου άνοιξη. Την τελευταία άνοιξη κι αυτής της πόλης.
   Η αναμονή τρώει τα σωθικά μου. Όμως είναι ωραίο να περιμένεις, όταν υπάρχει κάτι να περιμένεις. Περιμένω την έκσταση. Περιμένω το θάνατο.
   Θεέ μου, δεν έχω πληρώσει αρκετά για όσα έχω λάβει; Ακόμα και οι πιο ταπεινοί παίρνουν όσα πήρα εγώ, και μάλιστα χωρίς να πληρώσουν το τίμημα. Τέτοια είναι η θεϊκή Σου ανοησία, Θεέ. Κάνεις μαζί μου πειράματα, αφού μ' έχεις στο χέρι.

16 Ιανουαρίου 1453

   Ο καιρός περνά. Χωρίς κανένα έλεος φεύγει η κάθε μέρα. Δε θέλει, λοιπόν, αλλιώς θα είχε έρθει.
   Δεν είναι πια παιδί. Οι αρχόντισσες διαθέτουν δικές τους κατοικίες περιτριγυρισμένες από τείχη, όπου δέχονται κρυφά τους εραστές τους.
   Ανάμεσα στα τείχη υπάρχουν κρυψώνες. Τις ηλιόλουστες μέρες, ακόμα και οι πιο φτωχοί ξαπλώνουν στο παγωμένο χώμα στις πλαγιές της ακρόπολης και αγκαλιάζονται κρυμμένοι πίσω από τα δέντρα. Γυναίκες και άντρες με κουρελιασμένα ρούχα, που δε φοβούνται ότι θα τους δουν. Ας ήσουν, τουλάχιστον, φτωχή, αγαπημένη μου. Ας ήσουν άσχημη, ας φορούσες κουρέλια. Τότε δε θα μας εμπόδιζε κανείς. Θα σε αναγνώριζα από τα μάτια. Από τα καστανά σου μάτια θα σε γνώριζα. Ακόμα κι αν ήσουν γριά. Ακόμα κι αν ήσουν βρόμικη και τα χέρια σου ήταν ροζιασμένα από τη δουλειά.
   Αν ήθελες πραγματικά, θα είχες έρθει.

   23 Ιανουαρίου 1453

   Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επιθεωρεί έφιππος το τείχος μαζί με την ακολουθία του. Σταμάτησε κοντά μας για να δει πώς προχωρούν οι εργασίες. Μίλησε φιλικά στους μηχανικούς και στους επιστάτες. Το πρόσωπό μου ήταν βρόμικο και κράτησα σκυμμένο το κεφάλι μου. Αλλά αυτός, αφού μίλησε στους άλλους, απευθύνθηκε σε μένα λέγοντας:
   «Πήγαινε στο σπίτι σου. Αυτή η δουλειά δεν ταιριάζει σε ανθρώπους σαν κι εσένα».
   Δεν ήταν τυχαίο. Από το πρόσωπό του κατάλαβα πως δεν του άρεσε να δίνει διαταγές. Δεν έχει μέσα του δόλο, γι' αυτό και δεν υποψιάζεται τους άλλους. Αλλά ο Σφραντζής και οι υπόλοιποι τον κάνουν ό,τι θέλουν. Για να με παρηγορήσει, πρόσθεσε: «Μπορούμε να σου αναθέσουμε πιο σοβαρά καθήκοντα». Όμως αυτό δεν ήταν αλήθεια. Δεν το εννοούσε, ήθελε μονάχα να μη νιώσω άσχημα.
   Πριν από δεκαπέντε χρόνια ήταν αλαζόνας και δύστροπος όπως και οι αδελφοί του, μα ο καιρός τον είχε μαλακώσει. Είναι κιόλας σαράντα εννιά χρόνων. Τα γένια του είναι γκρίζα και στο πρόσωπό του διακρίνεται πιο καθαρά από αποιουδήποτε άλλου η ανείπωτη μελαγχολία της γενιάς του και της πόλης του. Δεν έχει παιδιά. Έχασε δύο γυναίκες σε νεαρή ηλικία. Η μία πέθανε στη γέννα, στο Μοριά, και η άλλη στην πολιορκία του κάστρου των Γατελούζων από τους Τούρκους, αμέσως μετά το γάμο τους.
   Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Ιωάννη, σχεδίαζε να ενισχύσει τη θέση του μ' έναν τρίτο γάμο. Λένε πως ζήτησε το χέρι ακόμα και της Μάρας, της χήρας του σουλτάνου Μουράτ, που ο Μωάμεθ την είχε αφήσει να γυρίσει στο πατρικό της στη Σερβία. Όμως εκείνη προτίμησε να κλειστεί σε μοναστήρι. Ο Μουράτ τής είχε επιτρέψει να διατηρήσει τη χριστιανική της πίστη, κι αυτή είχε μάθει στο Μωάμεθ ακόμα κι ελληνικές προσευχές.
   Τα χρόνια έχουν μαλακώσει τον Κωνσταντίνο. Είναι ένας πολύ απλός άνθρωπος. Όλα του συμβαίνουν όταν είναι ήδη πολύ αργά. Ο δόγης της Βενετίας θα τον είχε παντρέψει με την κόρη του και θα του είχε προσφέρει μεγάλη υποστήριξη, αλλά εκείνος δεν τόλμησε να παντρευτεί μια καθολική. Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας ήταν πολύ φτωχός και υποτελής του σουλτάνου. Τέλος, βρέθηκε μια πριγκίπισσα βαρβαρικής καταγωγής από τα βάθη της Μαύρης Θάλασσας. Ο πρίγκιπας της Γεωργίας αναγνωρίζει την ορθή πίστη και υποσχέθηκε να δώσει μεγάλη προίκα, καθώς και τους φημισμένους στρατιώτες του για την ενίσχυση της Κωνσταντινούπολης. Πολύ αργά. Ο Σφραντζής μόλις που πρόλαβε να επιστρέψει από το ταξίδι του για το συνοικέσιο και ο Βόσπορος έκλεισε γιατί ο σουλτάνος τέλειωσε το φρούριό του. Από τη Μαύρη Θάλασσα δε θα 'ρθει πια καμιά πριγκίπισσα, δε θα 'ρθει προίκα, δε θα 'ρθουν οι άγριοι στρατιώτες από τη Γεωργία.
   Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε κάτω από άτυχο αστέρι. Ακόμα και ο λαός του τον μισεί εξαιτίας της ένωσης. Αλλά αυτός δεν είναι πανούργος, δεν είναι σκληρός. Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, διέταξε να φυλακίσουν όλους τους Τούρκους που ήταν στην πόλη, αλλά την τρίτη μέρα τους άφησε να φύγουν.
   Θα μπορούσαν να φυλακίσουν κι εμένα, θα μπορούσαν να με βασανίσουν με τους παραδοσιακούς τρόπους για να με κάνουν να ομολογήσω ό,τι ήθελαν. Αλλά ο Κωνσταντίνος δε θέλει και ο Σφραντζής δεν τολμάει. Γιατί θα μπορούσα στ' αλήθεια να είμαι μυστικός απεσταλμένος του σουλτάνου, κι έναν τέτοιο άνθρωπο δεν τον βασανίζεις όταν επίκειται η πολιορκία της πόλης.
   Αλλά είναι αργός, αργός. Ο Κωνσταντίνος είναι αργός. Είναι τυπικός με το βασιλικό του αξίωμα. Πώς είναι δυνατόν ο θεϊκός αυτοκράτορας να κατεβεί από τη σέλα του αλόγου του και να κουβαλήσει πέτρες ή να πάρει λάσπη με τα ίδια του τα χέρια μαζί με τους ταπεινούς εργάτες, για να τους ενθαρρύνει, όπως έκανε ο νεαρός σουλτάνος στο Βόσπορο; Πόσο πιο γρήγορα θα γινόταν η δουλειά! Τώρα η δουλειά γίνεται από τεμπέληδες κι αργούς μεροκαματιάρηδες που μοιάζουν να κάνουν αγγαρεία.
   Εμένα, λοιπόν, δε μου επιτρέπουν ούτε καν να κουβαλήσω πέτρες και λάσπη για να βοηθήσω να ενισχυθούν αυτά τα αιωνόβια τείχη. Δε μισώ τον Κωνσταντίνο, αλλά αυτό μου είναι δύσκολο να του το συγχωρήσω.
   Γύρισα σπίτι μου, πλύθηκα, έβαλα τον Μανουήλ να με λούσει και ξαναφόρεσα τα ρούχα μου. Όταν του είπα πως είχα συναντήσει τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και είχα αντικρίσει κατά πρόσωπο το θεϊκό βασιλέα, ο υπηρέτης μου βάλθηκε να χαχανίζει πονηρά. Ήπια κρασί κι έδωσα και σ' εκείνον. Μου μίλησε για το δωμάτιο που οι τοίχοι του είναι ντυμένοι με πορφύρα φερμένη από τη Ρώμη. Πολύ λίγοι το έχουν δει. Σ' αυτό το δωμάτιο γεννιούνται οι βυζαντινοί αυτοκράτορες μέσα στην πορφύρα κι από το μικρό εξώστη που βρίσκεται στη μελαγχολική του πρόσοψη αναγγέλλεται η γέννησή τους στο λαό. Ο πατέρας του δούλευε στο παλάτι την εποχή του αυτοκράτορα Μανουήλ.
   «Στο όνομά σου το αυτοκρατορικό, Μανουήλ», είπα κι έβαλα κρασί στο πήλινο κύπελλό του. «Στο δικό σου όνομα, αφέντη μου Ιωάννη», απάντησε και ήπιε με τέτοιο ενθουσιασμό, που το έχυσε πάνω του.
   Αν εκείνη είχε φύγει από την πόλη, θα το είχα μάθει. Ακόμα κι αν το καράβι είχε αποπλεύσει μυστικά προς το χάραμα, θα είχαν διαδοθεί κάποιες φήμες. Το λιμάνι φαίνεται πεντακάθαρα από τις πλαγιές των λόφων. Έτσι κι αλλιώς, σ' αυτή την πόλη τίποτα δε μένει κρυφό για καιρό.
   Οι ακτές της Ασίας διακρίνονται αμυδρά στο βάθος. Η νοσταλγία μού παγώνει την καρδιά.
   Αν ήμουν κάποιος χωρίς όνομα, χωρίς φήμη, χωρίς παρελθόν, θα μπορούσα να χαθώ ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων. Θα μου αρκούσε να ζω ήσυχα την κάθε μέρα. Αλλά έχω δοκιμάσει τον καρπό της γνώσης και η επιθυμία βαραίνει μέσα μου σαν πέτρα.

26 Ιανουαρίου 1453

   Συνέβη κάτι αναπάντεχο. Έφτασαν στο λιμάνι δύο μεγάλα πολεμικά πλοία με θεόρατα πανιά. Καθώς οι ναύτες μάζευαν τα πανιά, ο λαός ξεχύθηκε στις πλαγιές των λόφων και στα τείχη του λιμανιού φωνάζοντας και ζητωκραυγάζοντας. Το πιο μεγάλο από τα δύο είναι ένα τεράστιο και δυνατό καράβι, αντάξιο των βενετσιάνικων πολεμικών πλοίων.
   Κυβερνήτης τους είναι ο Γενοβέζος Ιωάννης Ιουστινιάνης, πρώην ποδεστάς του Καφά κι έμπειρος επαγγελματίας πολεμιστής. Έχει μαζί του εφτακόσιους εκπαιδευμένους στρατιώτες. Ο λαός έχει τρελαθεί από τη χαρά του, μολονότι οι στρατιώτες είναι Λατίνοι. Ο εξοπλισμός τους είναι άψογος. Οι περισσότεροι έχουν δίκοπα ξίφη. Αν λογαριάσουμε και το θώρακά τους, ο καθένας από αυτούς αντιστοιχεί σε δέκα ελαφρά οπλισμένους άντρες. Είναι συνηθισμένοι στην πειθαρχία και θαυμάζουν τον αρχηγό τους, πράγμα που φάνηκε όταν βγήκαν από το καράβι με τάξη και διέσχισαν συντεταγμένοι την πόλη ως τις Βλαχέρνες. 
   Ο αυτοκράτορας επιθεώρησε το σώμα. Εάν γνώριζε από πριν πως επρόκειτο να 'ρθουν, ήξερε και να το κρατήσει μυστικό. Συνήθως οι πληροφορίες διαρρέουν σε λίγες μέρες, ακόμα κι από τα πιο μυστικά συμβούλια των Ελλήνων, αν κάποιος είναι πρόθυμος να πληρώσει γερά.
   Ίσως τα έθνη της Δύσης να μην έχουν λησμονήσει τελικά την Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιάνης πρέπει να ήρθε με τη συγκατάθεση των Γενοβέζων. Αλλιώς, πώς θα μπορούσε να εξοπλίσει τα καράβια και να πληρώσει τους άντρες;
   Αλλά μόνο οι γενίτσαροι του σουλτάνου είναι δώδεκα χιλιάδες. Στη μάχη της Βάρνας δε μπόρεσε να τους αντιμετωπίσει ούτε το σιδερόφραχτο ιππικό.

   27 Ιανουαρίου 1453

   Ήρθε. Ήρθε επιτέλους ξανά. Δε μ' έχει ξεχάσει.
   Ήταν πιο αδύνατη και ωχρή. Τα καστανά της μάτια ήταν ανήσυχα. Είχε υποφέρει. Τα λόγια, οι ερωτήσεις έσβησαν στα χείλη μου. Γιατί να τη ρωτήσω; Αφού ήταν εδώ.
   «Αγαπημένη μου!» είπα μόνο. «Αγαπημένη μου!»
   «Γιατί ήρθες σ' αυτή την πόλη;» μου είπε επιτιμητικά. «Γιατί δεν έμεινες με το σουλτάνο σου; Γιατί μ' ενοχλείς; Γιατί δε μ' αφήνεις ήσυχη; Ντρέπομαι. Πριν σε γνωρίσω, ήμουν ικανοποιημένη και σίγουρη για τον εαυτό μου. Τώρα κατάντησα άβουλη. Τα πόδια μου με πάνε εκεί που δε θέλω. Κι εσύ, εσύ, ένας Λατίνος, παντρεμένος, τυχοδιώκτης. Με κάνεις να μισώ τον εαυτό μου.
   »Τόσο λίγο, λοιπόν, ωφελεί και η καλύτερη ανατροφή;» παραπονέθηκε. «Τόσο λίγο ωφελεί η μόρφωση, η εξυπνάδα, η οικογένεια, η περηφάνια, ο πλούτος; Είμαι στο έλεός σου σαν σκλάβα. Ντρέπομαι για κάθε βήμα που μ' έφερε ως εδώ. Κι ακόμα δε μ' έχεις αγγίξει», με κατηγόρησε. «Νιώθω το αίμα μου να βράζει. Το σώμα μου να χάνεται στις σκοτεινές ορμές του. Κάποτε ήμουν αγνή. Κάποτε ήμουν καθαρή. Τώρα πια δεν ξέρω τι είμαι και τι θέλω. Σου αξίζει να σε μαχαιρώσουν ή να σε φαρμακώσουν. Θα 'ταν καλύτερα να 'σουν νεκρός. Μόνο αυτό ήρθα να σου πω».
   Την πήρα στην αγκαλιά μου και τη φίλησα. Αυτή τη φορά δεν την πόνεσε το κεφάλι της. Όσο καιρό είμαστε χώρια είχε γίνει γυναίκα. Ριγούσε μέσα στην αγκαλιά μου.
   Πόσο μισούσα αυτό το ρίγος! Πόσο μισούσα το αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά της! Όλα αυτά τα είχα ξανασυναντήσει πολλές φορές. Μα δεν υπάρχει αγάπη χωρίς το σώμα. Όχι, δεν υπάρχει αγάπη χωρίς πόθο.
   «Δε σκοπεύω να κοιμηθώ μαζί σου», είπα. «Κάθε πράγμα στον καιρό του. Δε μου έλειψες γι' αυτό το λόγο».
   «Αν επιχειρούσες να μ' ατιμάσεις, θα σε σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια. Το χρωστάω στον εαυτό μου και την οικογένειά μου. Και μη μου μιλάς έτσι».
   «Κράτησε την τιμή σου για τους Τούρκους», είπα. «Δε σκοπεύω να σου την πάρω».
   «Σε μισώ!» φώναξε ανασαίνοντας βαριά και μου άρπαξε το χέρι. «Ιωάννη Άγγελε. Ιωάννη Άγγελε. Ιωάννη Άγγελε», είπε πολλές φορές, ακούμπησε το πρόσωπό της στον ώμο μου και ξέσπασε σε λυγμούς, λες και το στήθος της ήταν έτοιμο να εκραγεί.
   Πήρα το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια μου, γέλασα, τη φίλησα στα μάτια και στα μάγουλα και την παρηγόρησα σαν να ήταν παιδί. Την έβαλα να κάτσει. Της πρόσφερα κρασί. Άρχισε να χαμογελάει κι αυτή. 
   «Δε βάφτηκα πριν έρθω», είπε. «Στάθηκα έξυπνη. Σ' έχω καταλάβει. Κάθε φορά με κάνεις και κλαίω. Αν βαφόμουν, θα ήταν σαν να έχανα τον καιρό μου. Βέβαια, ευχαρίστως θα γινόμουν όμορφη για σένα. Αλλά δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, εσύ ποθείς μόνο τα μάτια μου. Πάρ' τα, λοιπόν», είπε κι έσκυψε προς το μέρος μου. «Ελπίζω να μ' αφήσεις ήσυχη μετά».
   Ήταν η ώρα που έδυε ο ήλιος, το δειλινό ήταν ρόδινο και το δωμάτιο σκοτείνιαζε.
   «Πώς τα κατάφερες και ήρθες;» ρώτησα.
   «Όλη η πόλη είναι αναστατωμένη», είπε γελώντας. «Γιορτάζουν τον ερχομό των Γενοβέζων. Σκέψου, εφτακόσιοι σιδερόφραχτοι άντρες. Ο ερχομός τους έφερε τα πάνω κάτω. Ποιος θα 'χε το νου του στην κόρη του μια τέτοια μέρα; Ακόμα και τη συντροφιά μ' ένα Λατίνο θα μπορούσαν να συγχωρήσουν».
   «Δε σ' έχω ρωτήσει άλλη φορά για θέματα που αφορούν την Κωνσταντινούπολη», της είπα. «Τώρα θα ήθελα να σε ρωτήσω. Όχι πως έχει σημασία, αλλά είμαι περίεργος για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Ξέρεις το μεγάλο δούκα Λουκά Νοταρά;»
   Τινάχτηκε απότομα κι απέμεινε να με κοιτάζει τρομαγμένη. «Γιατί ρωτάς;»
   «Ήθελα μόνο να ξέρω τι άνθρωπος είναι», απάντησα. Κι επειδή εκείνη συνέχιζε να με κοιτάει μ' αγωνία, πρόσθεσα: «Είναι, αλήθεια, ικανός να προτιμήσει το σουλτάνο από το δικό του αυτοκράτορα; Άκουσες κι εσύ τι είπε στο λαό τότε που πρωτοσυναντηθήκαμε. Πες μου, λοιπόν, αν τον ξέρεις. Θα μπορούσε να είναι προδότης;»
   «Τι είναι αυτά που λες;» ψιθύρισε. «Πώς τολμάς; Μιλάς για το μεγάλο δούκα!»
   Μου εξήγησε βιαστικά: «Τον ξέρω πολύ καλά, κι αυτόν και την οικογένειά του. Είναι από παλιά οικογένεια, περήφανος, φιλόδοξος κι ευέξαπτος. Και στην κόρη του έδωσε βασιλική ανατροφή. Σκόπευε να την παντρέψει με τον αυτοκράτορα, αλλά όταν ο Κωνσταντίνος έγινε βασιλιάς, η κόρη του μεγάλου δούκα δεν του 'κανε πια. Αυτή την προσβολή δύσκολα τη συγχωρείς. Ο μέγας δούκας δε συμφωνεί με την πολιτική του αυτοκράτορα. Παρ' όλα αυτά, όποιος αντιτίθεται στην ένωση δε σημαίνει πως είναι και προδότης! Όχι, δεν είναι προδότης και δε θα γίνει ποτέ. Αν ήταν, δε θα 'λεγε τόσο ανοιχτά τη γνώμη του».
   «Αλλά ξέρεις τι πάθη κυβερνούν την ψυχή των ανθρώπων», είπα. «Η δύναμη, η εξουσία είναι φοβερός πειρασμός. Εύκολα θα μπορούσε να περάσει από το μυαλό ενός φιλόδοξου και πονηρού ανθρώπου, που δεν αποδέχεται την πολιτική του Κωνσταντίνου, πως η Κωνσταντινούπολη θα ήταν δυνατόν να διοικηθεί από έναν μεγάλο δούκα, υποτελή στο σουλτάνο. Στασιαστές και σφετεριστές της εξουσίας υπήρξαν και παλαιότερα σ' αυτήν εδώ την πόλη. Ακόμα και ο μοναχός Γεννάδιος κηρύσσει φανερά την υποταγή».
   «Τα λόγια σου με τρομάζουν», ψιθύρισε.
   «Όμως η ιδέα είναι ελκυστική», παρατήρησα. «Δεν είναι; Μια μικρή εξέγερση, λίγη αιματοχυσία και οι πόρτες θ' ανοίξουν για το σουλτάνο. Δεν είναι καλύτερα να πεθάνουν μερικοί παρά να καταστραφεί ολόκληρη η πόλη και μαζί της ο πολιτισμός σας και η θρησκεία σας; Πίστεψέ με, ο κατάλληλος άνθρωπος θα μπορούσε να βρει πολλές δικαιολογίες για την πράξη του».
   «Ποιος είσαι επιτέλους;» ρώτησε ξαφνιασμένη. «Γιατί μου τα λες όλ' αυτά;»
   «Γιατί η κατάλληλη στιγμή έχει ήδη περάσει», είπα. «Ο αυτοκράτορας, εκτός από την προσωπική του φρουρά, έχει τώρα κι εφτακόσιους σιδερόφραχτους Λατίνους. Όσοι και να είναι οι επαναστάτες, δε θα μπορέσουν να τους αντιμετωπίσουν, ακόμα κι αν ο Γεννάδιος ευλογούσε την εξέγερση κραδαίνοντας το σταυρό και ο ίδιος ο μέγας δούκας Νοταράς οδηγούσε τον όχλο εναντίον του ανακτόρου των Βλαχερνών. Έτσι είναι. Η άφιξη του Ιωάννη Ιουστινιάνη σφράγισε την τύχη της Κωνσταντινούπολης. Η καταστροφή είναι αναπόφευκτη. Μπορούμε τώρα ν' αναστενάξουμε ανακουφισμένοι. Γιατί ο Μωάμεθ δεν είναι σαν τον πατέρα του. Δε μπορείς να τον εμπιστευθείς. Όποιος του παραδοθεί δίνοντας πίστη στις υποσχέσεις του, είναι σαν να γονατίζει κάτω από το σπαθί».
   «Δε σε καταλαβαίνω», είπε. «Αλήθεια, δε σε καταλαβαίνω. Μιλάς σαν να θέλεις να καταστραφεί η πόλη μας. Μιλάς σαν άγγελος θανάτου».
   Το ρόδινο χρώμα του δειλινού  είχε σβήσει. Στο δωμάτιο ήταν τόσο σκοτεινά, που ξεχωρίζαμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου σαν ωχρές ανταύγειες.
   «Και πού το ξέρεις πως δεν είμαι άγγελος θανάτου;» είπα. «Κι εγώ ο ίδιος έχω αναρωτηθεί μερικές φορές.  Κάποτε, εδώ και πολύ καιρό, αποχώρησα από την Αδελφότητα του Ελεύθερου Πνεύματος», συνέχισα μέσα στο σκοτάδι. «Ο φανατισμός τους ήταν μεγάλος, η μισαλλοδοξία τους ακόμα πιο μεγάλη από εκείνη των καλόγερων και των παπάδων. Όταν τους εγκατέλειψα, ξύπνησα ένα πρωί νωρίς από το τραγούδι ενός αηδονιού, κάτω από μια γέρικη φλαμουριά, δίπλα στο μαντρότοιχο ενός νεκροταφείου. Σ' αυτό το μαντρότοιχο ήταν ζωγραφισμένος ο χορός του θανάτου. Όταν ξύπνησα, το μάτι μου έπεσε πρώτα σ' ένα σκελετό που έσερνε στο χορό έναν επίσκοπο,  έναν αυτοκράτορα, έναν έμπορο. Έσερνε και μια όμορφη γυναίκα. Καθώς το αηδόνι τραγουδούσε μέσα στην πρωινή δροσιά κοντά στον ορμητικό Ρήνο, εκείνη η στιγμή ήταν για μένα σαν αποκάλυψη. Από εκείνο το πρωί ο θάνατος έγινε αδελφός μου και δεν τον φοβάμαι πια. Η πόλη σου είναι σαν παλιά κοσμηματοθήκη που της έχουν ξεκολλήσει οι πολύτιμοι λίθοι και οι γωνίες της έχουν χτυπηθεί. Αλλά κλείνει μέσα όλη την παλιά ομορφιά της. Τους τελευταίους Έλληνες φιλοσόφους, την έκσταση της πίστης, την Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, τις αρχαίες γραφές, τα χρυσά ψηφιδωτά. Δε θέλω να καταστραφεί, γιατί την αγαπώ, η καρδιά μου είναι γεμάτη απελπισμένη αγάπη. Αλλά η ώρα της πτώσης έχει έρθει. Ποιος θα παρέδιδε από μόνος του αυτή την κοσμηματοθήκη σ' ένα ληστή; Καλύτερα να χαθεί μέσα στο αίμα και στον καπνό. Αυτή είναι η έσχατη Ρώμη. Χίλια χρόνια ανασαίνει μέσα σου και μέσα μου. Προτιμότερος ο στέφανος του θανάτου, ο ακάνθινος στέφανος του Χριστού, παρά το τούρκικο φακιόλι. Καταλαβαίνεις διόλου πώς σκέφτομαι;»
   «Ποιος είσαι;» ρώτησε ψιθυριστά. «Γιατί μου μιλάς στα σκοτεινά;»
   Είχα πει όσα ήθελα να πω. Άναψα τα κεριά. Τα κίτρινα τοπάζια από το περιδέραιό της έλαμψαν πάνω στον άσπρο της λαιμό. Τα χρυσά τοπάζια του Τοξότη, που προστατεύουν όποιον τα φοράει από την προστυχιά.
   «Ποιος είμαι;» είπα. «Ένας Λατίνος, ένας παντρεμένος, ένας τυχοδιώκτης. Όπως τα είπες. Γιατί ρωτάς;»
   Ανασήκωσε αμήχανα το γιακά από το φόρεμά της. «Τα μάτια σου μου καίνε το λαιμό», παραπονέθηκε.
   «Η μοναξιά μου σου καίει το λαιμό», είπα. «Η καρδιά μου φλέγεται όταν σε κοιτάζω στο φως του κεριού. Το δέρμα σου μοιάζει σαν ασήμι, τα μάτια σου με δύο σκοτεινά λουλούδια. Αυτοί είναι μονάχα μερικοί στίχοι από ένα ποίημα. Ξέρω πολλά όμορφα λόγια, λόγια που μπορώ να δανειστώ από τους αρχαίους κι από τους σύγχρονους. Ποιος είμαι; Είμαι η Δύση και η Ανατολή. Είμαι το παρελθόν που χάθηκε και δεν ξαναγυρίζει. Είμαι η πίστη χωρίς την ελπίδα. Είμαι το αίμα της Ελλάδας στο σώμα της Δύσης. Θέλεις να συνεχίσω;»
   Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο στο φως των κεριών. Τα μάτια της ερευνούσαν πάλι τα χαρακτηριστικά μου. Ήταν σαν γλυκές φλόγες που μου τρυπούσαν το πρόσωπο. Ένιωθα όπως ο δεμένος στην πυρά, που περιμένει τις φλόγες να ψηλώσουν. Όταν ήμουν δεκαοκτώ χρόνων είδα τους Άγγλους να καίνε στην πυρά μια Γαλλίδα Παρθένο στην πλατεία της Ρουέν. Είχε δει οράματα, είχε ακούσει φωνές και είχε ντυθεί μ' αντρικά ρούχα για να ζήσει μαζί με τους στρατιώτες. Νόμιζε πως ήταν δυνατή, μέχρι που τη χτύπησε στο πόδι ένα ακόντιο. Τότε η Παρθένος έκλαψε. Έκλαιγε κι όταν ήταν δεμένη στην πυρά και προσευχόταν επικαλούμενη μάταια τις φωνές της, μέχρι που οι φλόγες έφτασαν ψηλά. Θα μπορούσα να της διηγηθώ αυτή την ιστορία, αλλά σε τι θα ωφελούσε;
   Στη σύνοδο της Φλωρεντίας εμφανίστηκε μια ψεύτικη Παρθένα συνοδευόμενη από έναν καθαιρεμένο κληρικό. Μπορούσε να ξαναταιριάξει τα σπασμένα γυαλιά, να ανακατέψει χρωματιστά μαντίλια σ' ένα κλειστό κιβώτιο και μετά να τα τραβήξει από εκεί δεμένα με σφιχτούς κόμπους το ένα με το άλλο χωρίς να τα έχει αγγίξει ανθρώπινο χέρι. Κατά τον ίδιο τρόπο μπορούσε να πιάσει ένα αναμμένο κάρβουνο, να το σφίξει στη χούφτα της και να το πετάξει μετά στη φωτιά μαύρο και σβησμένο, αν ήθελε να τρομάξει τον κόσμο. Την αλήθεια πάντα την ακολουθεί κατά πόδας το ψέμα. Την αληθινή παρθενία ακολουθεί πάντα η ψεύτικη. Ακόμα και ο βασιλιάς της Γαλλίας ζήτησε να δει την ψευτοπαρθένα από περιέργεια.
   «Πού τρέχει το μυαλό σου;» με ρώτησε. «Είμαι ακόμα δίπλα σου».
   «Σκέφτομαι πότε θα φύγεις από την πόλη», απάντησα.
   Κάτι είχε μπει ανάμεσά μας. Το αισθανόμουν και το ήξερα. Κάθε φορά κάτι έμπαινε ανάμεσά μας.
   Είχε σκοτεινιάσει. Στο δρόμο μπροστά από το σπίτι μου έβλεπα τα τρεμάμενα φώτα των φαναριών που κρατούσαν οι περαστικοί στερεωμένα πάνω σε μπαστούνια. Έξω ακούγονταν θόρυβοι και γέλια.
   «Πρέπει να μου μιλήσεις για τη θεία δίκη», με παρακάλεσε.
   «Μια άλλη φορά», είπα. «Σήμερα σ' έχω πληγώσει αρκετά. Δεν ξέρω πώς, αλλά το αισθάνομαι. Μα πίστεψέ με. Όταν σε πληγώνω, πληγώνω περισσότερο τον εαυτό μου».
   «Μπορεί να μην υπάρξει άλλη φορά», είπε ψυχρά.
   «Τότε δεν έχει σημασία τι θα πάρω μαζί μου στον τάφο μου» είπα. «Εσύ θα ζήσεις. Ας είσαι ευτυχισμένη. Ίσως στο Μοριά, ίσως στην Ιταλία. Πρόσφυγας. Αλλά θα ζήσεις. Αυτό δεν είναι το σπουδαιότερο;»
   «Πρέπει να φύγω», απάντησε. Σηκώθηκε και φόρεσε την κάπα της χωρίς να περιμένει να τη βοηθήσω.
   «Θα πάρω ένα φανάρι και θα σε συνοδεύσω», της είπα. «Οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι. Δε θέλω να πέσεις στα χέρια μεθυσμένων Γενοβέζων. Όπου να 'ναι στους δρόμους θ' αρχίσουν οι καβγάδες. Έτσι κάνουν οι μισθοφόροι. Απόψε δε μπορείς να φύγεις μόνη σου. Έχουν έρθει οι Λατίνοι».
   Δίστασε. «Όπως θέλεις», είπε στο τέλος στριφνά, με τη φωνή σβησμένη και το πρόσωπο πετρωμένο. «Το ίδιο μου κάνει».
   Έβαλα το τούρκικο σπαθί στη ζώνη μου. Η κόψη του θα μπορούσε να σκίσει στα δύο ένα φτερό ή να τσακίσει το σπαθί ενός Λατίνου. Τέτοια σπαθιά έφτιαχναν για τους γενίτσαρους.
   «Απόψε», είπα και η φωνή πνίγηκε στο λαιμό μου, «απόψε...» επανέλαβα, αλλά δε μπόρεσα να συνεχίσω. Η απογοήτευση έκανε την καρδιά μου να ξεχειλίζει από λύσσα. Χρόνια είχα σπουδάσει κοντά στους δερβίσηδες. Δεν έτρωγα κρέας και δεν ήθελα να βλάψω ούτε ένα ζωντανό πλάσμα, ένα πλάσμα με ψυχή. Απόψε όμως ήθελα να χτυπήσω κάποιον, να τον σκοτώσω, να σκοτώσω έναν άνθρωπο σαν και μένα. Το βάρβαρο σώμα μου επαναστατούσε ενάντια στην ψυχή μου, το ελληνικό αίμα μου μισούσε το λατινικό. Ένιωθα πως κάτι μέσα μου είχε σπάσει στα δύο με πιο βίαιο τρόπο από κάθε άλλη φορά. Με κυρίεψε μια φονική μανία, κάτι που δεν το είχα νιώσει άλλη φορά. Ήρθε μαζί με τον έρωτα, αυτό το σεισμό που είχε φέρει στο φως καθετί κρυφό που είχα μέσα μου. Όχι, δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου.
   Μ' έπιασε δυνατά από το μπράτσο. Είχε ζωηρέψει και πάλι.
   «Μην πάρεις μαζί σου το σπαθί», είπε. «Θα το μετανιώσεις». Στη φωνή της υπήρχε μια θριαμβευτική χροιά. Με ήξερε πιο καλά απ' όσο γνώριζα εγώ τον εαυτό μου. Ήταν απίστευτο. Όταν άγγιξε το μπράτσο μου, αισθάνθηκα να χάνω τη δύναμή μου. Έλυσα απότομα τη ζώνη μου και πέταξα χάμω το σπαθί, που κροτάλισε στο δάπεδο.
   «Όπως θέλεις», είπα. «Όπως θέλεις εσύ».
   Ανεβήκαμε το λόφο. Στην περιοχή του λιμανιού οι Γενοβέζοι μισθοφόροι τρέκλιζαν και τραγουδούσαν πιασμένοι από το μπράτσο, σειρές σειρές πάνω στο δρόμο. Πείραζαν τις γυναίκες, φώναζαν αισχρολογίες στους διαβάτες σε πολλές γλώσσες. Αλλά δεν είχαν κακό σκοπό, κανείς δεν τους είχε πειράξει. Ακόμα και τα όπλα τους τα είχαν αφήσει στο στρατόπεδο. Παραμέρισαν για να περάσουμε εμείς χωρίς να μας πουν τίποτα. Από το παράστημα και τα ρούχα της κατάλαβαν πως πρόκειται για μια γυναίκα ευγενικής καταγωγής, μολονότι το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο. Όσο για μένα, ακόμα και πριν από τη μάχη της Βάρνας, και οι πιο μεθυσμένοι στρατιώτες παραμέριζαν στο πέρασμά μου.
   Οι Έλληνες είχαν αποσυρθεί στα σπίτια τους. Όταν φτάσαμε στην κορυφή του λόφου, επικρατούσε παντού απόλυτη ησυχία. Μόνο οι νυχτοφύλακες περιπολούσαν δύο δύο κρατώντας τα φανάρια τους και ειδοποιούσαν από μακριά για την άφιξή τους.
   Κάτω στο λιμάνι φανάρια κρέμονταν από τα κατάρτια των καραβιών και η μουσική αντηχούσε πάνω από τα νερά. Τύμπανα και φλογέρες έφταναν στ' αυτιά μας. Στην άλλη μεριά του κόλπου, οι πλαγιές των λόφων του Πέραν έμοιαζαν σαν ένα λαμπερό χαλί.
   Στη σιωπή του λόφου υψωνόταν μεγαλόπρεπος προς τον ουρανό ο τρούλος της Αγίας Σοφίας. Μπροστά μας δέσποζε η σκοτεινή μάζα του παλατιού. Το φεγγάρι έλαμπε πάνω από τον Ιππόδρομο. Τα ανεκτίμητης αξίας αγάλματά του τα είχαν αρπάξει εδώ και πολλά χρόνια οι Λατίνοι σταυροφόροι και τα είχαν μετατρέψει σε χρυσά νομίσματα. Στη μέση όμως σφύριζαν ακόμα τα χάλκινα κεφάλια των φιδιών που είχαν μεταφερθεί από τους Δελφούς. Ήταν κατασκευασμένα από τα χάλκινα ακρόπρωρα των περσικών καραβιών που είχαν αιχμαλωτιστεί στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Εκεί κοντά, κάτω από το φως του φεγγαριού, δέσποζε και ο αιγυπτιακός οβελίσκος, ανάμνηση της εποχής που το Βυζάντιο κυβερνούσε τον κόσμο.
   Σταμάτησα. «Αν θέλεις, μπορείς να συνεχίσεις τώρα μόνη σου χωρίς κανένα φόβο», της είπα. «Κράτησε το φανάρι. Θα βρω το σπίτι μου και χωρίς αυτό».
   «Σου έχω πει πως, έπειτα από το αποψινό βράδυ, το ίδιο μου κάνει», απάντησε εκείνη. «Το σπίτι μου δεν είναι μακριά. Ή φοβάσαι μην κουραστείς;»
   Κατηφορήσαμε ένα στενό δρόμο όλο στροφές και φτάσαμε στις ακτές του Μαρμαρά, κοντά στο παραθαλάσσιο τείχος. Προσπεράσαμε τις μεγάλες αψίδες του Ιπποδρόμου από τη μεριά της θάλασσας και πλησιάσαμε το εγκαταλειμμένο λιμάνι του Βουκολέοντα. Εκεί υπάρχει ένας ψηλός τύμβος που οι Έλληνες χαίρονται να τον δείχνουν στους Λατίνους. 'Ενας σωρός από κόκαλα σταυροφόρων, οι οποίοι παγιδεύτηκαν προσπαθώντας να επιστρέψουν στην πατρίδα τους μέσω της Κωνσταντινούπολης. Οι Έλληνες τους παρέσυραν άοπλους στο στενό ανάμεσα στα τείχη και τους έσφαξαν μέχρι τον τελευταίο για να εκδικηθούν τις λεηλασίες, τις ταπεινώσεις, τους βιασμούς. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονται οι ίδιοι.
  Κοντά σ' αυτό τον τύμβο, δίπλα στο παραθαλάσσιο τείχος, ήταν το σπίτι της. Ένα όμορφο, πέτρινο αρχοντικό. Οι πυρσοί, που έκαιγαν πάνω από τις σιδερένιες πόρτες, φώτιζαν τα στενά, αψιδωτά παράθυρα του επάνω ορόφου. Το ισόγειο δεν είχε παράθυρα κι έμοιαζε με φρούριο. Σταμάτησε και μου 'δειξε το οικόσημο που ήταν χαραγμένο πάνω από την πόρτα.
   «Αν δεν το ήξερες, τώρα το ξέρεις», μου είπε. «Είμαι η Άννα Νοταρά! Η μοναχοκόρη του μεγάλου δούκα, του Λουκά Νοταρά. Τώρα το ξέρεις!»
   Η φωνή της έκοβε σαν γυαλί. Άρπαξε με δύναμη το σιδερένιο ρόπτρο και χτύπησε τρεις φορές. Οι χτύποι ακούστηκαν όπως οι τρεις τελευταίες φτυαριές χώμα πάνω και στο πιο ακριβό φέρετρο.
   Δεν έψαξε να βρει κάποια άλλη πόρτα. Δεν ήθελε να μπει στο σπίτι στα κρυφά. Η βαριά πύλη άνοιξε. Η γαλανόλευκη στολή του θυρωρού ήταν βαριά από τ' ασημένια κεντίδια. Στην πόρτα στάθηκε με το κεφάλι ψηλά και μου είπε σαν να απευθυνόταν σε κάποιον ξένο: «Σ' ευχαριστώ, κυρ Ιωάννη, που με συνόδευσες με ασφάλεια στο σπίτι του πατέρα μου. Ο Θεός μαζί σου!»
   Η πόρτα βρόντηξε κλείνοντας πίσω της. Τώρα, λοιπόν, ήξερα.
   Η μητέρα της είναι Σέρβα πριγκίπισσα, ανιψιά του γερο-δεσπότη. Είναι λοιπόν εξαδέλφη της χήρας του σουλτάνου. Έχει δύο μικρότερους αδελφούς. Πατέρας της είναι ο μέγας δούκας. Τη μεγάλωσαν για να γίνει γυναίκα του αυτοκράτορα, αλλά ο Κωνσταντίνος διέλυσε τη μνηστεία. Γιατί έπρεπε να πέσω πάνω σ' αυτήν;
   Η Άννα Νοταρά. Το φοβερό παιχνίδι της τυφλόμυγας που παίζει ο Θεός μ' έφερε σ' αυτό το σημείο. Γι' αυτή τη στιγμή προοριζόμουνα; Όλοι οι τάφοι ανοίγουν μέσα μου.
   Ο πατέρας μου πήγε να συναντήσει τους αγγέλους, αλλά ο γιος του ξαναγύρισε. Άντρας. Σαράντα χρόνων. Χωρίς να είναι τυφλός.
   Γιατί ξαφνιάστηκα τόσο; Το 'ξερα από την πρώτη στιγμή που τη συνάντησα. Μόνο που δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ. Τώρα το παιχνίδι έχει τελειώσει. Ας αρχίσει η πραγματικότητα.

Waltari Mika, Ιωάννης Άγγελος, (μετφ. Μαρία Μαρτζούκου), εκδ. Καλέντης, Αθήνα, 2003

Υποσημειώσεις:
(1) Δούκας, [Μιχαήλ], Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, XXXVI, 3. Μετ. Βρασίδας Καραλής, Κανάκης 1997.

Δεν υπάρχουν σχόλια: