Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

[ ΈΝΑ ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ]

  
   Αναρωτιέμαι τι θα 'ταν σήμερα η ζωή μου, αν η κυρία Βαν Χόπερ δεν ήταν σνομπ.
   Είναι αστείο να σκέφτεται κανείς πως η τύχη μου είχε κρεμαστεί, σαν από μια κλωστή, σ' αυτή της την ιδιότητα. Στην αρχή είχα πειραχτεί και βρισκόμουν σε τρομερά δύσκολη θέση. Όταν έβλεπα τους ανθρώπους να γελούν κοροϊδευτικά πίσω από τη ράχη της ή να βγαίνουν με βιάση από την αίθουσα όπου έμπαινε ή και να χάνονται ακόμα στον αντικρινό διάδρομο, πίσω από καμιά πόρτα υπηρεσίας, αισθανόμουνα σαν το παιδί που το δέρνει το αφεντικό του κι είναι ωστόσο υποχρεωμένο να τις τρώει χωρίς να βγάνει μιλιά. Χρόνια τώρα ερχόταν στο ξενοδοχείο της «Κυανής Ακτής» κι εκτός από το μπριτζ, η μόνη της διασκέδαση, πασίγνωστη πια σ' όλο το Μόντε Κάρλο, ήταν να ισχυρίζεται πως ο κάθε εκλεκτός επισκέπτης ήταν φίλος της κι ας μην τον είχε δει παρά μια φορά μόνο στην άλλη άκρη του ταχυδρομείου. Πάντα κατάφερνε να πιάνει γνωριμία και, προτού ακόμη το θύμα της καταλάβει τον κίνδυνο, του πάσερνε μια πρόσκληση για το διαμέρισμά της. Η μεθοδική της επίθεση γινόταν τόσο άμεσα, τόσο απότομα, που σπάνια δινόταν στον άλλο η ευκαιρία να ξεφύγει. Στην «Κυανή Ακτή» είχε αξιώσει την αποκλειστική χρήση ενός καναπέ, στο μακρόστενο σαλονάκι προς την τραπεζαρία. Έπαιρνε εκεί τον καφέ της, ύστερ' από το γεύμα και το δείπνο, και κάθε άνθρωπος που κυκλοφορούσε ήταν υποχρεωμένος να περάσει από μπροστά της. Καμιά φορά με χρησιμοποιούσε σα δόλωμα για να τραβήξει τη λεία της. Κι εγώ, μ' όλο που σιχαινόμουν αυτό το ρόλο, πήγαινα στην άλλη άκρη του σαλονιού να πω να της δανείσουν ένα βιβλίο, μια εφημερίδα ή να της δώσουν τη διεύθυνση ενός καταστήματος ή να καλέσω κάποιον που ανακάλυπτε άξαφνα πως ήταν φίλος κάποιου γνωστού της. Ένιωθε την ανάγκη, μπορεί να πει κανείς, να της σερβίρουν τις προσωπικότητες όπως σερβίρουν στους αρρώστους τη σούπα τους και, μ' όλο που προτιμούσε τους τίτλους, της έφτανε κι όποιος είχε φιγουράρει, έστω και μόνο μια φορά, στην κοσμική κίνηση μιας εφημερίδας, ό,τι και να 'ταν, συγγραφέας, ηθοποιός, καλλιτέχνης ή και πιο παρακατιανός. Φτάνει να 'χε γίνει λόγος γι' αυτόν στη στήλη ενός κουτσομπολιού, φτάνει να 'χε δει τυπωμένο τ' όνομά του.
   Θαρρώ πως τη βλέπω, λες κι ήτανε χτες ακόμα, το αξέχαστο εκείνο απόγευμα -δεν έχει σημασία πόσα χρόνια πέρασαν από τότε- που καθόταν στον αγαπημένο της καναπέ στο σαλόνι και κατάστρωνε το σχέδιό της πώς να επιτεθεί. Από το απότομο ύφος της κι απ' τον τρόπο που χτυπούσε τα φασαμαίν της στα δόντια της, κατάλαβα πως ζύγιζε τις διάφορες πιθανότητες. Το είχα κιόλας καταλάβει, όταν την είδα να παρατάει το γλύκισμά της και να τρώει βιαστικά το φρούτο της, πως ήθελε να τελειώσει το γεύμα της πριν απ' τον νεοφερμένο, για να εγκατασταθεί στο σαλονάκι και να 'ναι εκεί όταν εκείνος θα περνούσε.
   "Πήγαινε απάνω γρήγορα και βρες εκείνο το γράμμα του ανιψιού μου. Ξέρεις, αυτό που μου 'στειλε απ' το ταξίδι του γάμου του, με τις φωτογραφίες. Φέρε μού το αμέσως".
   Κατάλαβα πως το σχέδιο είχε καταστρωθεί και πως το μέσον για τη νέα της γνωριμία θα 'ταν ο ανιψιός της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αγανακτούσα για το ρόλο που μ' ανάγκαζε να παίξω. Ήμουν κάτι σαν βοηθός θαυματοποιού. Του 'φερνα τα μαγικά του τα σύνεργα κι ύστερα παρακολουθούσα τη δράση του σιωπηλή. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως ο νέος επισκέπτης δεν θα 'χε καμιά όρεξη να τον ενοχλήσουν. Απ' ό,τι είχα μάθει γι' αυτόν την ώρα του φαγητού, συμμαζέματα από τα λογής κουτσομπολιά που εδώ και δέκα μήνες τα 'χε μαζέψει από τις εφημερίδες και τα 'χε αποθηκεύσει στη μνήμη της για μελλοντική της χρήση, μπορούσα να φανταστώ, παρ' όλη τη νεαρή μου ηλικία και την έλλειψη πείρας του κόσμου, πως αυτός θ' αντιστεκόταν με μεγάλη αγανάκτηση στην ξαφνική εκείνη επίθεση που απειλούσε τη μοναξιά του. Για ποιο λόγο είχε έρθει στην «Κυανή Ακτή», εδώ στο Μόντε Κάρλο, μάς ήταν αδιάφορο. Ήταν δική του υπόθεση. Μα αυτό όλοι μπορούσαν να το νιώσουν, εκτός από την κυρία Βαν Χόπερ. Το τακτ ήταν άγνωστο προτέρημα γι' αυτήν, η διάκριση το ίδιο· κι επειδή αισθανόταν το κουτσομπολιό σαν ανάγκη, σαν τον αέρα που ανάσαινε, ο ξένος έπρεπε να προσφερθεί πρόθυμα στην ανατομία της. Βρήκα το γράμμα στη θήκη των επιστολών, πάνω στο γραφείο της, και στάθηκα διστακτική μια στιγμή πριν κατέβω. Είχα την αίσθηση επίσης, δεν ξέρω γιατί, πως του χάριζα έτσι λίγες ακόμα στιγμές απομόνωσης.
   Θα 'θελα να 'χα το θάρρος να κατέβω από τη σκάλα της υπηρεσίας και, πηγαίνοντας απ' την άλλη μεριά στην τραπεζαρία, να τον ειδοποιήσω για την παγίδα. Μα το αίσθημα της συμβατικότητας ήταν μέσα μου πολύ δυνατό και, καθώς ήμουν και πολύ ντροπαλή, δεν ήξερα πώς να του μιλήσω. Δε μπορούσα λοιπόν να κάνω τίποτ' άλλο, παρά να καθίσω στη συνηθισμένη μου θέση, δίπλα στην κυρία Βαν Χόπερ, που σαν πελώρια ικανοποιημένη αράχνη θα 'πλεκε το πλατύ ενοχλητικό της δίχτυ γύρω από τον ξένο.
   Άργησα, φαίνεται, περισσότερο απ' ό,τι νόμιζα, γιατί, όταν γύρισα, είδα πως ο ξένος είχε βγει από την τραπεζαρία κι εκείνη, από φόβο μη τον χάσει, είχε τολμήσει χωρίς να περιμένει το γράμμα να του παρουσιαστεί χωρίς πρόφαση. Τώρα καθόταν δίπλα της στον καναπέ. Πήγα κοντά και της έδωσα το γράμμα χωρίς να πω λέξη. Εκείνος σηκώθηκε αμέσως και η κυρία Βαν Χόπερ, περήφανη για την επιτυχία της, κούνησε αδιόρατα προς το μέρος μου το χέρι και ψιθύρισε τ' όνομά μου.
   "Ο κύριος ντε Γουίντερ θα πάρει τον καφέ του μαζί μας. Πες στο γκαρσόνι να φέρει ακόμα ένα φλιτζάνι".
   Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν σ' έναν τόνο αδιάφορο, για να νιώσει εκείνος ποια ήταν η θέση μου. Ήθελε να του δείξει πως ήμουν ένα ασήμαντο κορίτσι και πως δεν είχαν καμιά υποχρέωση να με μπάσουν στην ομιλία τους. Πάντα μιλούσε σ' αυτόν τον τόνο σαν ήθελε να κάμει εντύπωση κι ο τρόπος που με σύστηνε στους ανθρώπους ήταν μέτρο αυτοπροστασίας, γιατί κάποια φορά με πήραν για κόρη της και βρεθήκαμε κι οι δυο σε δύσκολη θέση. Το απότομο ύφος της σήμαινε πως μπορούσαν κάλλιστα και να με αγνοήσουν. Οι γυναίκες μου έκαναν τότε ένα απλό νεύμα, κάτι που έμοιαζε με χαιρετισμό και με διώξιμο, και οι άντρες καταλάβαιναν με μεγάλη τους ανακούφιση πως ήταν ελεύθεροι να ξαπλωθούν στην πολυθρόνα τους χωρίς να φανούν αγενείς.
   Γι' αυτό παραξενεύτηκα όταν είδα πως ο νέος αυτός επισκέπτης εξακολουθούσε να στέκεται όρθιος κι έκαμε ο ίδιος νόημα στο γκαρσόνι.
   "Φοβούμαι πως δε συμφωνώ εντελώς μαζί σας", της είπε. "Εσείς θα πάρετε τον καφέ σας μαζί μου".
   Και, πριν ακόμα καταλάβω τι έτρεχε, κάθισε στη συνηθισμένη σκληρή μου καρέκλα κι εγώ βρέθηκα στον καναπέ δίπλα στην κυρία Βαν Χόπερ.
   Για μια στιγμή εκείνη φάνηκε στεναχωρημένη. Αυτό δεν το είχε προβλέψει. Μα γρήγορα ξαναπήρε τη συνηθισμένη της έκφραση και, χώνοντας τον όγκο του σώματός της ανάμεσα σε μένα και το τραπέζι, έσκυψε προς το κάθισμά του κι άρχισε να μιλά ζωηρά, κουνώντας στο χέρι της το γράμμα.
   "Σας γνώρισα, ξέρετε", είπε, "από την πρώτη στιγμή που μπήκατε στην τραπεζαρία και συλλογίστηκα: «Μπα! Ο κύριος ντε Γουίντερ, ο φίλος του Μπίλι! Πρέπει οπωσδήποτε να του δείξω τις φωτογραφίες που είχε βγάλει ο Μπίλι με τη γυναίκα του στο γαμήλιο ταξίδι τους». Λοιπόν, να τες! Αυτή είναι η Ντόρα. Δεν είναι τρέλα; Δείτε τι λεπτότατη μέση, τι μάτια πελώρια! Κάνουν ηλιοθεραπεία στο Παλμ Μπήτς. Ο Μπίλι είναι τρελός μαζί της, ξέρετε. Φυσικά, δεν την είχε γνωρίσει τότε που έδωσε εκείνη τη δεξίωση στο Κλάριτζ, όπου σας είδα, αν θυμάστε, για πρώτη φορά. Μα πού να θυμάστε βέβαια εσείς μια γριά σαν κι εμένα!"
   Αυτό το είπε μ' ένα προκλητικό βλέμμα κι ένα χαμόγελο φευγαλέο.
   "Σας θυμάμαι ίσα - ίσα πολύ καλά", είπε και, πριν προλάβει να τον παρασύρει στις αναμνήσεις της πρώτης τους συνάντησης, της πρόσφερε την τσιγαροθήκη του, αναγκάζοντάς την έτσι να μείνει σιωπηλή όση ώρα χρειαζόταν για ν' ανάψει ένα τσιγάρο.
   "Δε νομίζω πως θα μ' ενδιέφερε το Παλμ Μπητς", είπε ανάβοντας ένα σπίρτο.
   Κοιτάζοντάς τον, συλλογιζόμουν τι ψεύτικος που θα φαινόταν σ' ένα τοπίο της Φλόριδας. Αυτό που θα του ταίριαζε, θα 'ταν μια τειχισμένη πολιτεία του 15ου αιώνα, μια πολιτεία με στενά καλντερίμια και τουρέλες, που οι κάτοικοί της θα φορούσαν μυτερά στιβάλια και κάλτσες μάλλινες. Το πρόσωπό του ήταν γοητευτικό, ευαίσθητο, με κάτι το μεσαιωνικό. Μου θύμιζε το πορτραίτο ενός άγνωστου άρχοντα που είχα δει σε κάποια πινακοθήκη, δε θυμάμαι πού. Αν μπορούσε να του βγάλει κανείς το εγγλέζικο κοστούμι του και να του βάλει μαύρα με δαντέλες στο λαιμό και στα μανικέτια, θα κοίταζε παραξενεμένος τον καινούργιο μας κόσμο μέσα από μια παλιά, απόμακρη εποχή. Μια εποχή που οι άντρες περπατούσαν τη νύχτα σκεπασμένοι με το μανδύα τους και κρύβονταν κάτω από εξώπορτες παλιές, μια εποχή με στενές σκάλες, σκοτεινές υπόγειες φυλακές, ψιθύρους μες στο σκοτάδι, γυαλιστερά εγχειρίδια και σιωπηλή εξαιρετική ευγένεια.
   Θα 'θελα να μπορούσα να θυμηθώ τον παλιό εκείνο ζωγράφο που είχε ζωγραφίσει αυτό το πορτραίτο. Ήταν σε μια γωνιά της πινακοθήκης και μέσα απ' τη μουντή κορνίζα τα μάτια του σ' ακολουθούσαν οπουδήποτε κι αν πήγαινες.
   Είχα χάσει το νήμα της ομιλίας τους.
   "Όχι, ούτε προ είκοσι χρόνων", έλεγε εκείνος. "Ποτέ δεν ήταν του γούστου μου αυτά τα πράγματα".
   Άκουσα το γνωστό παχύ και συγκαταβατικό γέλιο της κυρίας Βαν Χόπερ.
   "Αν ο Μπίλι είχε ένα σπίτι σαν το Μαντερλέι, δεν θα του άρεσε να περνά τον καιρό του στο Παλμ Μπητς", είπε. "Έχω ακούσει πως το σπίτι σας είναι σαν παλάτι του παραμυθιού. Έτσι λένε όλοι, όταν μιλάνε γι' αυτό".
   Σταμάτησε, περιμένοντας ένα χαμόγελο, μα αυτός εξακολούθησε να καπνίζει το τσιγάρο του και πρόσεξα μιαν αδιόρατη ρυτίδα ανάμεσα στα δυο του φρύδια.
   "Έχω δει, φυσικά, πολλές του φωτογραφίες", εξακολούθησε, "και φαίνεται τόσο γοητευτικό. Θυμάμαι που έλεγε ο Μπίλι πως ξεπερνά στην ομορφιά όλα τα μεγάλα και σπουδαία κτήματα. Απορώ πώς αποφασίζετε και τ' αφήνετε".
   Η σιωπή του ήταν γεμάτη πόνο κι αυτό θα το 'βλεπε ο καθένας, μα εκείνη εξακολουθούσε να προχωρεί σαν μια πρόστυχη κατσίκα που παραβιάζει και καταπατεί ξένα χωράφια. Ένιωθα να μου ανεβαίνει το αίμα στο πρόσωπο, καταντροπιασμένη για την ταπείνωση που εκείνη δεν ένιωθε.
   "Εσείς οι Άγγλοι, φυσικά, είστε όλοι το ίδιο, όταν γίνεται λόγος για τα σπίτια σας", είπε κι η φωνή της γινόταν ολοένα και πιο δυνατή. "Τα υποτιμάτε τόσο πολύ. Δεν έχετε στο Μαντερλέι έναν περίφημο εξώστη για τους μενεστρέλους και κάτι πολύτιμα πορτραίτα;"
   Γύρισε σε μένα να μου εξηγήσει.
   "Ο κύριος ντε Γουίντερ έχει τόση μετριοφροσύνη, που δε θέλει να το παραδεχτεί, μα θαρρώ πως το θαυμάσιο αυτό κτήμα ανήκει στην οικογένειά του από την εποχή των Νορμανδών. Λένε πως εκείνος ο εξώστης των μενεστρέλων είναι κάτι ανεκτίμητο. Οι πρόγονοί σας φαντάζομαι πως θα δεξιώθηκαν πολλές φορές τον Βασιλέα στο Μαντερλέι, κύριε ντε Γουίντερ".
   Δε φανταζόμουν πως θα μπορούσε να φτάσει ως εκεί. Μα η γρήγορη απάντησή του ήρθε σαν αναπάντεχο μαστίγωμα.
   "Όχι μετά τον Έθελρηντ", είπε. "Αυτόν που τον έλεγαν «Καθυστερημένο». Τ' όνομα αυτό του βγήκε τον καιρό που έμενε στο σπίτι μου. Αργούσε πάντα να 'ρθει στο γεύμα".
   Της άξιζε, βέβαια, η απάντηση και περίμενα να δω αλλαγμένη την έκφραση του προσώπου της, μα, όσο κι αν φαίνεται εντελώς απίστευτο, τα λόγια του δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα και μόνον εγώ υπέφερα για λογαριασμό της σαν παιδί που έφαγε χαστούκι.
   "Αλήθεια;" είπε. "Δεν είχα ιδέα. Δεν είμαι και τόσο δυνατή στην ιστορία κι οι βασιλιάδες της Αγγλίας με μπερδεύουν πάντα. Τι ενδιαφέρον όμως που είναι! Πρέπει να το γράψω της κόρης μου, είναι μεγάλη διανοούμενη".
   Έγινε σιωπή κι ένιωθα το αίμα να μου πλημμυρίζει το πρόσωπο. Ήμουν πάρα πολύ νέα, αυτό ήταν το κακό. Αν ήμουν πιο μεγάλη, θα τον κοίταζα χαμογελώντας κι η απίστευτη συμπεριφορά της θα δημιουργούσε μεταξύ μας έναν δεσμό. Οπωσδήποτε όμως είχα φουντώσει απ' την ντροπή και ζούσα μια από τις φοβερές εκείνες αγωνίες που τυραννούν τα νιάτα.
   Θαρρώ πως αυτός κατάλαβε τη στεναχώρια μου, γιατί έσκυψε προς το μέρος μου και με ρώτησε ευγενικά αν θέλω κι άλλο καφέ και, καθώς κούνησα αρνητικά το κεφάλι, ένιωσα τη ματιά του σταματημένη στο πρόσωπό μου συλλογισμένη κι ανήσυχη. Προσπαθούσε να εξακριβώσει τι συγγένεια είχαμε κι αναρωτιόταν αν έπρεπε να μας λογαριάζει το ίδιο ματαιόδοξες και τις δυο.
   "Πώς σας φαίνεται το Μόντε Κάρλο;" με ρώτησε. "Ή δε σας κάνει καμιά εντύπωση;"
   Η ερώτηση αυτή, που μ' έμπαζε στην κουβέντα τους, με βρήκε στη χειρότερή μου στιγμή: μια άχαρη, άβγαλτη μαθητριούλα με κατακόκκινους αγκώνες κι αχτένιστα μαλλιά. Είπα κάτι κοινό και κουτό για το πόσο ψεύτικο μου φαινόταν το μέρος, μα πριν προφτάσω να τελειώσω την ανόητη φράση μου, η κυρία Βαν Χόπερ μ' έκοψε:
   "Έχει πολύ χαλασμένα γούστα, κύριε ντε Γουίντερ, γι' αυτό μιλάει έτσι. Τα περισσότερα κορίτσια θα 'διναν και τα μάτια τους ακόμα, προκειμένου να έχουν την ευκαιρία να δούνε το Μόντε Κάρλο".
   "Μα πώς θα το 'βλεπαν τότε;" είπε αυτός χαμογελώντας.
   Σήκωσε τους ώμους της, φυσώντας ένα μεγάλο σύννεφο καπνού στον αέρα. Ούτε μια στιγμή νομίζω, δεν τον κατάλαβε.
   "Εγώ είμαι πιστή στο Μόντε Κάρλο", του είπε. "Ο εγγλέζικος χειμώνας μου κάνει κακό. Η κράση μου δεν τον σηκώνει καθόλου. Εσάς τι σας φέρνει εδώ; Δεν είστε από τους τακτικούς θαμώνες του Μόντε Κάρλο. Θα παίξετε μήπως στη ρουλέτα ή φέρατε τα μπαστούνια σας για γκολφ;"
   "Δεν έχω αποφασίσει ακόμα", είπε. "Έφυγα κάπως βιαστικά".
   Σ' αυτά τα λόγια το πρόσωπό του συννέφιασε πάλι και κάτι ανάλαφρες ρυτίδες χαράχτηκαν στο μέτωπό του. Εκείνη εξακολούθησε αδιάφορη την αδιάκριτη φλυαρία της:
   "Στο Μαντερλέι, φυσικά, δεν έχετε ομίχλη. Είναι εντελώς άλλο πράγμα. Οι δυτικές περιοχές θα 'ναι ευχάριστες την άνοιξη".
   Άπλωσε το χέρι και τίναξε το τσιγάρο του στο τασάκι. Πρόσεξα μια αδιόρατη αλλαγή στο βλέμμα του. Μια φευγαλέα αόριστη έκφραση κυμάτισε μια στιγμή στα μάτια του κι ένιωσα πως είχα συλλάβει στο βλέμμα του κάτι το προσωπικό που δε μ' αφορούσε.
   "Ναι", είπε ξερά, "το Μαντερλέι είναι τώρα στις δόξες του".
   Έγινε σιωπή για λίγα λεπτά. Μια κάπως δυσάρεστη σιωπή και, ρίχνοντάς του μια γρήγορη ματιά, ξανάδα πάλι στην όψη του τον παλιό άγνωστο άρχοντα που, τυλιγμένος στο μανδύα του, νυχτοπερπατούσε κρυφά. Μέσα στη ρέμβη μου η φωνή της κυρίας Βαν Χόπερ ακούστηκε διαπεραστική σαν ηλεκτρικό κουδούνι.
   "Θα 'χετε, φαντάζομαι, ένα σωρό γνωριμίες εδώ. Αν και πρέπει να ομολογήσω πως το Μόντε Κάρλο είναι πολύ πληκτικό τούτο το χειμώνα. Βλέπει κανείς τόσο λίγες γνωστές φυσιογνωμίες! Ο δούκας του Μίντλσεξ είναι εδώ με τη θαλαμηγό του, αλλά δεν έτυχε ακόμα να τον δω".
   Απ' όσο ήξερα δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ.
   "Φυσικά θα την ξέρετε τη Νελ Μίντλσεξ", εξακολούθησε. "Τι γόησσα! Λένε πως το δεύτερο παιδί της δεν είναι δικό του. Μα εγώ δεν το πιστεύω. Ο κόσμος, όταν πρόκειται για καμιά γυναίκα πολύ ωραία, λέει ό,τι θέλει, δεν είναι έτσι; Κι αυτή είναι τόσο όμορφη! Για πέστε μου, είναι αλήθεια πως το συνοικέσιο Κέξτον - Χίσλοπ ήταν μια μεγάλη αποτυχία;"
   Συνέχισε το ατέλειωτο κουτσομπολιό της, χωρίς να προσέξει πως τα ονόματα που ανέφερε του ήταν άγνωστα και αδιάφορα και πως, όσο βαστούσε η φλυαρία της, αυτός γινόταν όλο και πιο σιωπηλός. Δεν την έκοψε ούτε μια φορά, δεν κοίταξε ποτέ το ρολόι του. Θα 'λεγες πως είχε επιβάλει στον εαυτό του την υποχρέωση να γίνει υπόδειγμα καλής συμπεριφοράς ύστερα από το σφάλμα του να την κοροϊδέψει μπροστά μου. Προτιμούσε να την ακούει σιωπηλός, μελαγχολικός, παρά να την προσβάλει δεύτερη φορά. Ένας μικρός υπηρέτης τον έβγαλε απ' τη δύσκολη θέση. Ήρθε κι είπε στην κυρία Βαν Χόπερ πως η ράφτρα της την περιμένει στο δωμάτιό της.
   Σηκώθηκε αμέσως τραβώντας πίσω το κάθισμά του.
   "Να μη σας κρατώ", είπε. "Η μόδα αλλάζει τόσο γρήγορα τον τελευταίο καιρό, που μπορεί να 'χει παλιώσει ώσπου ν' ανεβείτε τις σκάλες".
   Το πείραγμα αυτό δεν το κατάλαβε. Το πήρε γι' αστείο.
   "Τι ευχάριστο να σας συναντήσουμε, κύριε ντε Γουίντερ", είπε καθώς πηγαίναμε προς το ασανσέρ. "Τώρα που είχα το θάρρος να σπάσω τον πάγο, ελπίζω πως θα σας βλέπω πότε - πότε. Πρέπει να 'ρθείτε να πάρουμε ένα ποτηράκι στο διαμέρισμά μου. Αύριο βράδυ θα 'χω ίσως ένα - δυο φίλους. Θέλετε να 'ρθείτε κι εσείς;"
   Γύρισα αλλού το πρόσωπό μου για να μη δω την προσπάθειά του να βρει μια πρόφαση.
   "Λυπάμαι πολύ", είπε. "Αύριο πιθανότατα φεύγω για το Σόσπελ και δεν ξέρω πότε θα γυρίσω".
   Αναγκάστηκε να μην επιμείνει, μα εξακολουθούσαμε να στεκόμαστε όρθιοι στην είσοδο του ασανσέρ.
   "Ελπίζω να σας έχουν δώσει ωραία δωμάτια. Το μισό ξενοδοχείο είναι άδειο. Αν λοιπόν δεν είναι άνετα τα δωμάτιά σας, πρέπει να κάνετε φασαρία. Ο υπηρέτης σας, υποθέτω, θα 'χει ετοιμάσει τις αποσκευές σας".
   Η οικειότητα αυτή ήταν υπερβολική ακόμα κι από μέρους της κυρίας Βαν Χόπερ. Γι' αυτό πρόσεξα να δω την έκφραση του προσώπου του.
   "Δεν έχω υπηρέτη", είπε ήσυχα. "Θα 'χατε ίσως την καλοσύνη να μου τις ετοιμάσετε εσείς;"
   Αυτή τη φορά το βέλος βρήκε το στόχο του. Έγινε κατακόκκινη και γέλασε λίγο αδέξια.
   "Ω, δεν το σκέφτηκα...", άρχισε κι έξαφνα γύρισε αναπάντεχα σε μένα και μου 'πε: "Ίσως θα μπορούσες να βοηθήσεις εσύ τον κύριο ντε Γουίντερ, αν χρειαστεί. Εσύ τα καταφέρνεις".
   Έγινε ένα λεπτό σιωπή. Στεκόμουν άναυδη, περιμένοντας την απάντησή του. Μας κοίταξε μ' ένα ειρωνικό, ελαφρά σαρκαστικό βλέμμα κι ο ίσκιος ενός χαμόγελου φάνηκε στα χείλη του.
   "Γοητευτική πρόταση", είπε. "Μα εγώ εφαρμόζω πάντα το οικογενειακό μας ρητό: «Ταξιδεύει πιο γρήγορα όποιος ταξιδεύει μόνος». Ίσως να μην το 'χετε ακούσει".
   Και χωρίς να περιμένει την απάντηση γύρισε κι έφυγε.
   "Τι παράξενος άνθρωπος!" είπε η κυρία Βαν Χόπερ καθώς ανεβαίναμε με το ασανσέρ. "Λες να ήταν ένα είδος αστείου κι η βιαστική αυτή φευγάλα; Οι άντρες κάνουν τόσο περίεργα πράγματα. Θυμάμαι κάποιον γνωστό συγγραφέα που, όταν μ' έβλεπε, συνήθιζε να το σκάει απ' τη σκάλα της υπηρεσίας. Θαρρώ πως μου είχε κάποια αδυναμία και φοβόταν μην προδοθεί. Πάντως, ήμουν πιο νέα τότε".
   Το ασανσέρ σταμάτησε μ' ένα απότομο τράνταγμα. Είχαμε φτάσει. Ο υπηρέτης μάς άνοιξε διάπλατα τις πόρτες.
   "Αλήθεια, αγαπητή μου", είπε, καθώς προχωρούσαμε στα δωμάτιά της, "δε θέλω να σε προσβάλω, μα το παράκανες λιγάκι σήμερα το απόγευμα. Η προσπάθειά σου να μονοπωλήσεις τη συζήτηση δεν έστεκε καθόλου και είμαι βέβαιη πως θα το πρόσεξε. Αυτά δεν αρέσουν στους άντρες".
   Δεν είπα τίποτα. Τι να πω;
   "Έλα, μη στενοχωριέσαι", γέλασε κουνώντας τους ώμους της. "Στο κάτω - κάτω έχω ευθύνη απέναντί σου και θαρρώ πως μπορείς να δεχτείς μια συμβουλή από μια γυναίκα που θα μπορούσε να 'ναι και μητέρα σου. Eh! Bien. Blaise, je viens", είπε σιγοτραγουδώντας και μπήκε στην κρεβατοκάμαρα όπου την περίμενε η ράφτρα.
   Ακούμπησα στο παράθυρο και βάλθηκα να κοιτάζω το απογευματινό τοπίο. Ο ήλιος ήταν πολύ λαμπρός ακόμα κι ένας ευχάριστος δυνατός αγέρας φυσούσε. Σε μισή ώρα θα καθόμουν στο τραπέζι του μπριτζ με τα παράθυρα κατάκλειστα και το καλοριφέρ να καίει στο φουλ. Σκεφτόμουν τα τασάκια που θα 'πρεπε κάθε τόσο ν' αδειάζω, με τ' αποτσίγαρα τα κοκκινισμένα απ' τα βαμμένα χείλη και τα χαρτιά απ' τα γλυκίσματα και τις σοκολάτες. Το μπριτζ, για όσους δεν παίζουν παρά οικογενειακά παιχνίδια, δεν είναι εύκολο. Εξάλλου οι φίλοι της βαριόντουσαν να παίζουν μαζί μου. Καταλάβαινα πως η παρουσία ενός κοριτσιού τους εμπόδιζε να μιλούν ελεύθερα, όπως η υπηρέτρια την ώρα που σερβίρει βάζει κάποιο χαλινό στα κουτσομπολιά και στα υπονοούμενα. Οι άντρες υποκρίνονταν κάποια εγκαρδιότητα απέναντί μου και μου έκαναν πειραχτικές ερωτήσεις πάνω στην Ιστορία και τη Ζωγραφική, με τη σκέψη πως δε μπορεί να 'ταν πολύς καιρός από τότε που είχα τελειώσει το σχολείο και πως αυτά τα πράγματα ήταν τα μόνα που ήμουν σε θέση να συζητήσω.
   Άφησα ένα στεναγμό και τραβήχτηκα από το παράθυρο. Ο ήλιος έδινε υποσχέσεις κι η θάλασσα ήταν άσπρη απ' τους αφρούς, καθώς τη μαστίγωνε ο τρελός άνεμος. Θυμήθηκα μια γωνιά στο Μονακό, όπου είχα πάει μια - δυο μέρες πριν κι όπου ένα σαραβαλιασμένο παλαιό σπίτι έγερνε πάνω σε μια πλακοστρωμένη πλατεία. Ένα πολύ στενό παράθυρο ήταν ψηλά στη μισογκρεμισμένη στέγη. Θα μπορούσε να πλαισίωνε ένα πρόσωπο μεσαιωνικό. Πήγα στο γραφείο, πήρα χαρτί και μολύβι κι άρχισα να σκιτσάρω, αφηρημένη, ένα χλωμό κι αετίσιο προφίλ, ένα σκοτεινό μάτι, μια μύτη γαμψή κι ένα υπεροπτικό πάνω χείλος. Πρόσθεσα ένα μυτερό γένι και μια δαντέλα στο λαιμό, όπως είχε κάνει σε μιαν άλλη εποχή ο παλιός εκείνος ζωγράφος.
   Χτύπησαν την πόρτα. Το παιδί του ασανσέρ μπήκε μέσα μ' ένα γράμμα στο χέρι. "Η κυρία είναι στην κάμαρά της", του είπα, μα το παιδί κούνησε το κεφάλι του κι είπε πως το γράμμα ήταν για μένα. Το άνοιξα και βρήκα μέσα ένα απλό φύλλο χαρτί με λίγες λέξεις σ' άγνωστο γραφικό χαρακτήρα: «Σας ζητώ συγγνώμη. Φέρθηκα πολύ πρόστυχα σήμερα τ' απόγευμα». Τίποτ' άλλο. Καμιά υπογραφή. Καμιά προσφώνηση. Μα στο φάκελο ήταν γραμμένο τ' όνομά μου και μάλιστα, πράγμα ασυνήθιστο, με σωστή ορθογραφία.
   "Υπάρχει απάντηση;" ρώτησε το παιδί.
   Σήκωσα τα μάτια από το βιαστικό εκείνο σημείωμα.
   "Όχι", είπα, "όχι, δεν υπάρχει απάντηση".
   Σαν έφυγε, έχωσα στην τσέπη μου το σημείωμα και ξαναγύρισα στο σκίτσο μου. Δεν ξέρω γιατί, δε μ' άρεσε πια. Το πρόσωπο ήταν σκληρό, δίχως ζωή, κι εκείνο το δαντελένιο κολάρο και το γένι θύμιζαν μασκάρεμα τσίρκου.

   Ύστερα από εκείνο το βράδυ του μπριτζ, η κυρία Βαν Χόπερ ξύπνησε το πρωί με πονόλαιμο και τριάντα οχτώ πυρετό. Τηλεφώνησα στο γιατρό της, που ήρθε αμέσως και διαπίστωσε τη συνηθισμένη γρίπη. "Πρέπει να μείνετε στο κρεβάτι ώσπου να σας δώσω την άδεια να σηκωθείτε", της είπε. "Δε μ' αρέσει ο τρόπος που χτυπά η καρδιά σας και για να περάσει πρέπει να μείνετε εντελώς ήσυχη κι ακίνητη. Θα προτιμούσα", συνέχισε γυρίζοντας σε μένα, "να 'χε μια πραγματική νοσοκόμα η κυρία Βαν Χόπερ. Εσείς δε θα μπορείτε να τη σηκώνετε. Μόνο για καμιά δεκαπενταριά μέρες θα χρειαστεί".
   Μου φάνηκε λίγο κουτό και διαμαρτυρήθηκα· αλλά με μεγάλη μου έκπληξη την άκουσα να συμφωνεί μαζί του. Θαρρώ πως θα της άρεσε να γίνει θόρυβος: Η συμπάθεια του κόσμου, οι επισκέψεις και τα τηλεφωνήματα των φίλων, τα λουλούδια που θα της έστελναν! Είχε αρχίσει να βαριέται το Μόντε Κάρλο κι η μικρή αυτή αρρώστια θα 'ταν κάποια διασκέδαση.
   Η νοσοκόμα θα της έκανε ενέσεις κι ένα ελαφρό μασάζ. Θα 'κανε και δίαιτα. Όταν ήρθε η νοσοκόμα, την άφησα κατευχαριστημένη, χωρίς πυρετό πια, ακουμπισμένη στα μαξιλάρια με την πιο ωραία ρόμπα της και με μια σκούφια στο κεφάλι όλο κορδέλες. Με κάποια ντροπή για το αίσθημα της ανακούφισης που ένιωθα, τηλεφώνησα στους φίλους της για να ματαιώσω τη μικρή δεξίωση που είχε οριστεί για το βράδυ. Ύστερα κατέβηκα στην τραπεζαρία για το γεύμα μου, μισή ώρα πριν απ' το κανονικό. Περίμενα πως θα 'βρισκα άδεια τη σάλα, γιατί κανένας δεν έτρωγε πριν απ' την κανονική ώρα. Ήταν άδεια, εκτός απ' το διπλανό μας τραπέζι. Ήμουν εντελώς απροετοίμαστη γι' αυτή τη συνάντηση. Φανταζόμουν πως θα είχε πάει στο Σόσπελ. Σίγουρα, είχε κατέβει να φάει νωρίς με την ελπίδα να μας αποφύγει. Είχα φτάσει ως τη μέση της σάλας και δε μπορούσα πια να γυρίσω πίσω. Δεν τον είχα ξαναδεί από τότε που είχαμε χωρίσει την προηγούμενη μέρα στο ασανσέρ, γιατί είχε τη συνετή σκέψη να μη δειπνήσει χθες το βράδυ στην τραπεζαρία, για τον ίδιο λόγο που και τώρα γευμάτιζε πιο νωρίς.
   Ένιωθα πως δεν είχα τη δύναμη ν' αντιμετωπίσω την κατάσταση. Θα 'θελα να ήμουν μεγαλύτερη, διαφορετική. Πήγα στο τραπέζι μας, κοιτάζοντας ίσια μπροστά μου, μα πλήρωσα σχεδόν αμέσως την αδεξιότητά μου, γιατί, καθώς ξεδίπλωνα την πετσέτα μου, αναποδογύρισα το βάζο με τις ανεμώνες και το νερό μούσκεψε το τραπεζομάντιλο και χύθηκε στα γόνατά μου. Το γκαρσόνι ήταν στην άλλη άκρη και δεν με πήρε είδηση. Σ' ένα δευτερόλεπτο ο απέναντί μου βρέθηκε πλάι μου με μια στεγνή πετσέτα στο χέρι.
   "Δεν μπορείτε να καθίσετε σ' αυτό το βρεγμένο τραπεζομάντιλο", μου είπε απότομα. "Θα σας κόψει την όρεξη. Σηκωθείτε από κει".
   Άρχισε να σκουπίζει το τραπεζομάντιλο και το γκαρσόνι, που το πήρε επιτέλους είδηση, έτρεξε να τον βοηθήσει.
   "Δε με νοιάζει", είπα. "Δεν έχει καμιά σημασία. Είμαι μόνη".
   Δεν απάντησε. Το γκαρσόνι σήκωσε το βάζο και τα πεσμένα λουλούδια.
   "Άφησέ το αυτό", είπε ξαφνικά, "και βάλε ένα δεύτερο σερβίτσιο στο δικό μου το τραπέζι. Η δεσποινίς θα φάει μαζί μου".
   Σήκωσα σαστισμένη το βλέμμα.
   "Α, όχι", είπα, "δε μπορώ να δεχτώ".
   "Γιατί όχι;" είπε.
   Προσπάθησα να βρω μια δικαιολογία. Ήξερα πως δεν ήθελε τη συντροφιά μου. Το 'κανε μόνο από ευγένεια. Θα του χαλούσα την ευχαρίστηση του φαγητού. Αποφάσισα να πάρω θάρρος και να πω την αλήθεια.
   "Σας παρακαλώ", είπα, "μην είστε τόσο ευγενικός. Είναι πολύ λεπτό από μέρους σας, μα θα βολευτώ μια χαρά. Το γκαρσόνι θα σκουπίσει το τραπεζομάντιλο".
   "Μα δεν το κάνω από ευγένεια", επέμεινε εκείνος. "Θα 'θελα πολύ να φάτε μαζί μου. Είχα σκοπό να σας προσκαλέσω ακόμα κι αν δεν είχατε αναποδογυρίσει τόσο αδέξια αυτό το βάζο".
   Θα διάβασε, φαντάζομαι, την αμφιβολία στο πρόσωπό μου, γιατί χαμογέλασε:
   "Δε με πιστεύετε;" είπε. "Δεν πειράζει. Ελάτε, καθίστε. Δε θα μιλάμε ο ένας στον άλλο παρά όταν θα νιώθουμε τη διάθεση".
   Καθίσαμε και μου έδωσε τον κατάλογο να παραγγείλω. Εξακολούθησε να τρώει τα ορεκτικά του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Η ικανότητά του να απομονώνεται είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική. Ένιωθα πως θα μπορούσε να συνεχιστεί όλο το γεύμα έτσι, χωρίς να μιλάμε, κι όλα θα ήταν περίφημα. Δε θα είχαμε εκείνο το αίσθημα της στενοχώριας. Δε θα μου 'κανε ερωτήσεις πάνω στην Ιστορία.
   "Τι έπαθε η φιλενάδα σας;" ρώτησε.
   Του είπα για τη γρίπη.
   "Λυπάμαι πολύ", είπε.
   Κι ύστερα από ένα λεπτό σιωπής πρόσθεσε:
   "Πήρατε το σημείωμά μου, φαντάζομαι. Ντράπηκα πολύ για ό,τι έκανα. Ήμουν τόσο απότομος. Η μόνη μου δικαιολογία είναι πως ζω μόνος κι έχω ξεχάσει τους καλούς τρόπους. Γι' αυτό είναι πάρα πολύ ευγενικό από μέρους σας που δεχτήκατε να φάτε μαζί μου σήμερα".
   "Δε φερθήκατε άσχημα", είπα. "Ή τουλάχιστον όχι και τόσο που να το καταλάβει. Έχει μια περιέργεια! Δεν έχει την πρόθεση να προσβάλει, μα έτσι κάνει με όλον τον κόσμο. Δηλαδή με όσους έχουν κάποια σημασία".
   "Τότε θα έπρεπε να κολακευτώ", είπε. "Πώς της πέρασε από το μυαλό όμως η ιδέα ότι έχω κάποια σημασία;"
   Δίστασα μια στιγμή πριν απαντήσω.
   "Ίσως εξαιτίας του Μαντερλέι", είπα.
   Δεν είπε λέξη κι ένιωσα πάλι εκείνο το αίσθημα της στενοχώριας σαν να είχα μπει σε απαγορευμένη περιοχή. Απορούσα για ποιο λόγο εκείνο το σπίτι, που όλος ο κόσμος κι εγώ ακόμα είχα ακούσει τη φήμη του, τον έκανε πάντα να σωπαίνει, σηκώνοντας έναν φραγμό ανάμεσα σ' αυτόν και στους άλλους. Τρώγαμε για λίγο σιωπηλά κι εγώ σκεφτόμουν μια κάρτα που είχα αγοράσει κάποτε από το μαγαζί ενός χωριού, όταν είχα πάει, παιδί ακόμα, σε μια γιορτή στην εξοχή. Ήταν η εικόνα ενός σπιτιού, χοντροκαμωμένη βέβαια και με χρώματα πολύ χτυπητά, μα όλα αυτά δε μπορούσαν να καταστρέψουν τη συμμετρία του κτιρίου, τα πλατιά πέτρινα σκαλοπάτια μπροστά στην ταράτσα, τις πράσινες πελούζες που απλώνονταν ως τη θάλασσα.
   Πλήρωσα για εκείνη την κάρτα δυο πένες -το μισό βδομαδιάτικο χαρτζιλίκι μου- κι ύστερα ρώτησα τη γριά του μαγαζιού τι ήταν. Με κοίταξε παραξενεμένη για την άγνοιά μου: "Είναι το Μαντερλέι", είπε και θυμάμαι πως βγήκα από το μαγαζί σαν διωγμένη και διόλου σοφότερη. Ίσως η θύμηση εκείνης της κάρτας, που θα ήταν κρυμμένη από καιρό μέσα σε κάποιο ξεχασμένο βιβλίο, να μ' έκανε να νιώθω αυτή την άμυνα που έδειχνε. Αντιπαθούσα την κυρία Βαν Χόπερ κι όλους τους ομοίους της για τις αδιάκριτες ερωτήσεις τους. Μπορεί το Μαντερλέι να είχε κάτι το απαραβίαστο, κάτι που να το ξεχώριζε και που δε σήκωνε συζήτηση. Την έβλεπα με τη φαντασία μου να τριγυρίζει στις κάμαρές του, έχοντας ίσως πληρώσει έξι πένες εισιτήριο, και να σπάζει την ησυχία με το διαπεραστικό κοφτό γέλιο της. Θα κάναμε ίσως τις ίδιες σκέψεις, γιατί άρχισε ξαφνικά να μου μιλά γι' αυτήν:
   "Η φίλη σας", είπε, "είναι πολύ μεγαλύτερή σας. Έχετε καμιά συγγένεια; Την ξέρετε από καιρό;"
   Είδα πως εξακολουθούσε να παραξενεύεται για το σύνδεσμό μας.
   "Δεν πρόκειται ακριβώς για φίλη", του είπα. "Είμαι στην υπηρεσία της. Με μαθαίνει να γίνω demoiselle de compagnie και μου δίνει ενενήντα λίρες το χρόνο".
   "Δεν ήξερα πως τη συντροφιά μπορεί κανείς να την αγοράσει", είπε. "Το βρίσκω πρωτόγονη ιδέα. Θυμίζει ανατολίτικα σκλαβοπάζαρα".
   "Κοίταξα κάποτε αυτή τη λέξη στο λεξικό", είπα εγώ. "Σημαίνει, λέει, «επιστήθιος φίλος»".
   "Δεν έχετε τίποτα το κοινό μαζί της", είπε.
   Γέλασε και φαινόταν ολότελα διαφορετικός, πιο νέος, λιγότερο κλειστός.
   "Γιατί κάνετε αυτή τη δουλειά;" με ρώτησε.
   "Ενενήντα λίρες είναι για μένα μεγάλο ποσόν", είπα.
   "Δεν έχετε γονείς;"
   "Όχι, έχουν πεθάνει".
   "Έχετε ένα πολύ ωραίο και ασυνήθιστο όνομα".
   "Ο πατέρας μου ήταν ένας ωραίος και ασυνήθιστος άνθρωπος".
   "Μιλήστε μου γι' αυτόν", είπε.
   Τον κοίταξα πάνω απ' το ποτήρι της λεμονάδας μου. Δεν ήταν εύκολο να δώσω την εικόνα του πατέρα μου και δε συνήθιζα να μιλώ γι' αυτόν. Ήταν ο μυστικός θησαυρός μου και τον φύλαγα μόνο για τον εαυτό μου ακριβώς όπως εκείνος το Μαντερλέι. Δεν ήθελα καθόλου να τον παρουσιάσω έτσι στην τύχη, πάνω από ένα τραπέζι σε μια τραπεζαρία ξενοδοχείου.
   Το γεύμα εκείνο είχε κάτι το απίθανο και το θυμάμαι με μια παράξενη γοητεία. Εγώ, που πριν από είκοσι τέσσερις ώρες καθόμουν στο ίδιο μέρος με την κυρία Βαν Χόπερ, μαθήτρια σχεδόν ακόμα, δειλή, σιωπηλή, υποτακτική, ξεδίπλωνα τώρα την οικογενειακή μου ιστορία, που ήταν ως τότε η μυστική μου περιοχή, και την μοιραζόμουν μ' έναν άγνωστο άντρα. Δεν ξέρω γιατί, αισθανόμουν τη διάθεση να μιλήσω. Ίσως γιατί τα μάτια του με παρακολουθούσαν με την ίδια συμπάθεια σαν τον Άγνωστο Άρχοντα του παλιού πορτραίτου.
   Η δειλία μου είχε χαθεί, η διστακτική γλώσσα μου είχε λυθεί. Τα φανέρωνα όλα, τα μικρά μυστικά της παιδικής ηλικίας μου, τις χαρές και τις πίκρες. Μου φαινόταν πως μέσα από τα φτωχά λόγια μου καταλάβαινε κάτι από την παλλόμενη προσωπικότητα του πατέρα μου κι απ' την αγάπη που η μητέρα μου του είχε, μιαν αγάπη που ήταν γι' αυτήν κάτι το ζωτικό, τέτοια δύναμη ζωής, με μια τέτοια θεϊκή σπίθα μέσα της, που, όταν εκείνος πέθανε από μια πνευμονία τον φοβερό εκείνο χειμώνα, τον ακολούθησε στον τάφο πριν ακόμα σαραντίσει. Θυμάμαι πως σώπασα μια στιγμή με κάπως κομμένη την ανάσα και σα χαμένη. Η αίθουσα ήταν τώρα γεμάτη κόσμο που φλυαρούσε και γελούσε ανάμεσα στους ήχους της ορχήστρας και τους χτύπους των πιατικών και, κοιτάζοντας το ρολόι πάνω από την πόρτα, είδα πως ήταν δύο η ώρα. Καθόμασταν μιάμιση ώρα εκεί και μιλούσα μονάχα εγώ.
   Ξαναβρέθηκα μέσα στην πραγματικότητα με τα χέρια φλογισμένα και το πρόσωπο ξαναμμένο και, νηφάλια πια, άρχισα να του ζητώ συγγνώμη τραυλίζοντας. Δε θέλησε να μ' ακούσει:
   "Σας είπα πρωτύτερα πως έχετε ένα ωραίο και ασυνήθιστο όνομα", είπε. "Θα προσθέσω τώρα, αν το επιτρέπετε, πως σας πηγαίνει το ίδιο ωραία όπως και στον πατέρα σας. Αυτή η ώρα που πέρασα μαζί σας μου έδωσε τόση ευχαρίστηση που είχα καιρό να τη νιώσω. Με βγάλατε από τον εαυτό μου, τη μόνωσή μου, την αυτοανάλυση που εδώ κι ένα χρόνο είναι ο κακός μου δαίμονας".
   Τον κοίταξα και κατάλαβα πως μου έλεγε την αλήθεια. Το ύφος του ήταν λιγότερο κλειστό. Έμοιαζε πιο σύγχρονος, πιο ανθρώπινος, δεν ήταν πια τυλιγμένος μες στους ίσκιους.
   "Ξέρετε", είπε, "εμείς οι δυο έχουμε κάτι το κοινό. Είμαστε το ίδιο μόνοι στον κόσμο. Ω, έχω, βέβαια, μιαν αδερφή, μ' όλο που βλεπόμαστε τόσο λίγο, και μια γριά γιαγιά, που πάω τακτικά και τη βλέπω τρεις φορές το χρόνο. Μα ούτε η μια ούτε η άλλη είναι για μένα συντροφιά. Πρέπει να συγχαρώ την κυρία Βαν Χόπερ. Είστε πάρα πολύ συγκαταβατική με ενενήντα λίρες το χρόνο".
   "Ξεχνάτε", είπα, "πως εσείς έχετε σπίτι κι εγώ δεν έχω".
   Μετάνιωσα αμέσως γι' αυτά μου τα λόγια, γιατί φάνηκε πάλι στα μάτια του εκείνη η ανεξιχνίαστη μυστική έκφραση κι ένιωσα πάλι την ανυπόφορη στενοχώρια που πλημμυρίζει τον άνθρωπο ύστερα από μια αδιακρισία. Έσκυψε το κεφάλι για να ανάψει ένα τσιγάρο και δεν απάντησε αμέσως.
   "Ένα αδειανό σπίτι μπορεί να είναι το ίδιο έρημο όσο κι ένα γεμάτο ξενοδοχείο", είπε τέλος. "Το κακό είναι μόνο πως δεν είναι τόσο απρόσωπο".
   Δίστασε και για μια στιγμή νόμισα πως θα μιλούσε επιτέλους για το Μαντερλέι μα κάτι τον κράτησε· κάποια φοβία που πάλευε πάνω - πάνω στη σκέψη του και που νίκησε στο τέλος, γιατί έσβησε το τσιγάρο του και μαζί και τη λάμψη της εμπιστοσύνης που είχε φανεί στη ματιά του.
   "Λοιπόν η επιστήθια φίλη έχει άδεια;" είπε ήρεμα πάλι, δίνοντας έναν τόνο απλής οικειότητας στη συντροφιά μας. "Και πώς σκέπτεται να τη διαθέσει;"
   Συλλογίστηκα την πλακόστρωτη πλατεία του Μονακό και το σπίτι με το στενό παράθυρο. Θα μπορούσα να είμαι εκεί στις τρεις με το μπλοκ των σκίτσων μου και του το είπα, λίγο ντροπαλά ίσως, όπως μιλούν για την αδυναμία τους όσοι δεν έχουν ταλέντο.
   "Θα σας πάω με το αυτοκίνητό μου", είπε χωρίς ν' ακούσει τις διαμαρτυρίες μου.
   Θυμήθηκα την παρατήρηση που μου είχε κάνει το προηγούμενο βράδυ η κυρία Βαν Χόπερ, πως το είχα παρακάνει, και στενοχωρήθηκα, γιατί φοβήθηκα μη νομίσει πως η κουβέντα μου για το Μονακό ήταν ένα τέχνασμα για να με πάρει με το αυτοκίνητο ο ίδιος. Αυτό θύμιζε τόσο έντονα ό,τι έκανε εκείνη κι εγώ δεν εννοούσα με κανέναν τρόπο να μας βάλει στην ίδια μοίρα. Είχα αρχίσει ν' ανεβαίνω στην εκτίμηση του κόσμου ύστερα απ' αυτό το γεύμα μαζί του, γιατί, καθώς σηκωθήκαμε από το τραπέζι, ο μαιτρ ντ' οτέλ έτρεξε να τραβήξει την καρέκλα μου. Υποκλίθηκε χαμογελώντας -τι ριζική αλλαγή ύστερα απ' την πρώτη του αδιαφορία- σήκωσε το μαντίλι μου που είχε πέσει στο πάτωμα και μου είπε: "Ελπίζω πως η δεσποινίς έμεινε ευχαριστημένη από το γεύμα της". Ακόμα και το παιδί που στεκόταν στην περιστρεφόμενη πόρτα με κοίταξε με σεβασμό. Ο σύντροφός μου, βέβαια, τα δεχόταν όλα αυτά σαν κάτι φυσικό. Δεν είχε ιδέα για το χτεσινό χοντροκομμένο ζαμπόν. Η αλλαγή αυτή με ενοχλούσε, με έκανε να σιχαίνομαι τον εαυτό μου. Θυμήθηκα τον πατέρα μου και την περιφρόνησή του για κάθε σνομπισμό.
   "Τι σκέπτεσθε;"
   Πηγαίναμε προς το σαλόνι. Σήκωσα το βλέμμα μου κι είδα πως τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω μου με περιέργεια.
   "Σας ενόχλησε τίποτα;" ρώτησε.
   Οι περιποιήσεις του μαιτρ ντ' οτέλ ξύπνησαν μέσα μου διάφορες σκέψεις και, καθώς παίρναμε τον καφέ μας, του μίλησα για την Μπλεζ, τη ράφτρα. Είχε τόσο πολύ ευχαριστηθεί που η κυρία Βαν Χόπερ είχε αγοράσει τρία φορέματα και, καθώς τη συνόδευα στο ασανσέρ, είχα πλάσει με τη φαντασία μου μιαν εικόνα. Την είδα να δουλεύει μέσα στο μικρό της εργαστήριο πίσω από το αποπνικτικό μαγαζί, μ' ένα φυματικό παιδί που έσβηνε πάνω σ' ένα ντιβάνι. Την έβλεπα να τραβά τη βελόνα με τα μάτια γεμάτα κούραση, με το πάτωμα γύρω της όλο κουρέλια.
   "Λοιπόν", είπε χαμογελώντας, "ήταν πιστή η εικόνα σας;"
   "Δεν ξέρω", είπα, "ποτέ μου δεν το 'μαθα". Και του διηγήθηκα πώς, καθώς χτυπούσα το κουδούνι για να 'ρθει το ασανσέρ, έβγαλε από την τσέπη της και μου έδωσε ένα χαρτονόμισμα των εκατό φράγκων: "Μια μικρή προμήθεια", μου ψιθύρισε μ' ένα ύφος οικείο και δυσάρεστο, "γιατί φέρατε την κυρία στο κατάστημά μου". Όταν αρνήθηκα, κατακόκκινη απ' την ταραχή, κούνησε τους ώμους της πειραγμένα: "Όπως θέλετε, μα έτσι είναι, ξέρετε, η συνήθεια. Μήπως θα προτιμούσατε ένα φόρεμα; Ελάτε μια μέρα στο μαγαζί χωρίς την κυρία και θα σας δώσω ένα χωρίς να πληρώσετε". Δεν ξέρω γιατί, εκείνη την ώρα ένιωσα κάτι το πικρό κι αηδιαστικό, σαν εκείνο το αίσθημα που δοκίμαζα στα παιδικά μου χρόνια, όταν τύχαινε να ξεφυλλίσω κανένα απαγορευμένο βιβλίο. Η εικόνα του φυματικού παιδιού έσβησε στη σκέψη μου κι είδα στη θέση του τον εαυτό μου, όπως θα ήμουν αν είχα δεχτεί εκείνα τα εκατό φράγκα μ' ένα χαμόγελο συννενόησης ή αν το ελεύθερο αυτό απόγευμά μου χωνόμουν κρυφά μέσα στο μαγαζί της για να βγω ύστερα μ' ένα καινούργιο φόρεμα που δεν θα το είχα πληρώσει.
   Περίμενα πως θα γελούσε. Ήταν μια ιστορία τόσο κουτή, που δεν ήξερα κι εγώ γιατί του την είχα πει. Μα εκείνος με κοίταξε συλλογισμένος, ανακατεύοντας τον καφέ του.
   "Νομίζω πως κάνατε μεγάλο λάθος", είπε σε λίγο.
   "Που αρνήθηκα αυτά τα εκατό φράγκα;" ρώτησα αγανακτισμένη.
   "Όχι, για το Θεό! Για ποιον με παίρνετε; Νομίζω πως κάνατε λάθος που ήρθατε εδώ και συνδέσατε τη ζωή σας με τη ζωή της κυρίας Βαν Χόπερ. Δεν είστε καμωμένη γι' αυτή τη δουλειά. Είστε πάρα πολύ νέα και πάρα πολύ ευαίσθητη. Η Μπλεζ και η προμήθεια που σας πρόσφερε δεν έχουν σημασία. Είναι το πρώτο από ένα πλήθος παρόμοια επεισόδια που θα σας συμβούν μ' ένα σωρό άλλες Μπλεζ. Και θα είστε αναγκασμένη ή να υποκύψετε ή να γίνετε κι εσείς μια Μπλεζ ή να μείνετε όπως είστε και να τσακιστείτε. Ποιος σας πρωτόβαλε αυτή την ιδέα;"
   Μου φάνηκε τόσο φυσικό να μου κάνει εκείνος αυτή την ερώτηση. Δεν με πείραξε καθόλου. Σαν να γνωριζόμαστε από καιρό και να ξανασυναντηθήκαμε τώρα, ύστερα από πολύχρονο χωρισμό.
   "Σκεφτήκατε ποτέ το μέλλον", με ρώτησε, "και πού θα πάει μια τέτοια ζωή; Ας υποθέσουμε πως η κυρία Βαν Χόπερ βαριέται μια μέρα την «επιστήθια φίλη» της. Τι θα απογίνετε τότε;"
   Χαμογέλασα, λέγοντάς του πως δεν σκοτιζόμουν και πολύ. Θα βρίσκονταν άλλες κυρίες Βαν Χόπερ. Ήμουν νέα, με δύναμη και αισιοδοξία. Μα, καθώς τα 'λεγα αυτά, θυμόμουν τις αγγελίες που βλέπει κανείς συχνά στα περιοδικά του καλού κόσμου, όπου διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις ζητούν βοήθεια για νέες γυναίκες που δυστυχούν. Συλλογίστηκα τα άσυλα που απαντούν στις αγγελίες και δίνουν προσωρινή στέγη. Ύστερα φαντάστηκα τον εαυτό μου μ' ένα άχρηστο μπλοκ ζωγραφικής στο χέρι, χωρίς κανενός είδους προσόντα, να δίνει δειλά απαντήσεις σ' αυστηρούς εργοδότες. Ίσως θα 'πρεπε να είχα δεχτεί το δέκα τοις εκατό που μου πρόσφερε η Μπλεζ.
   "Πόσων χρονών είστε;" με ρώτησε.
   Όταν του είπα, γέλασε και σηκώθηκε από την καρέκλα του.
   "Την ξέρω καλά αυτή την ηλικία", είπε· "είναι εξαιρετικά πεισματάρικη. Χίλιοι διάβολοι δεν θα κατάφερναν να σας κάνουν να φοβηθείτε το μέλλον. Κρίμα που δεν μπορούμε ν' αλλάξουμε. Πηγαίνετε τώρα να φορέσετε το καπέλο σας. Πάω να φέρω το αυτοκίνητο".
   Καθώς με συνόδευε ως το ασανσέρ, συλλογιζόμουν τη χτεσινή μέρα, τη φλυαρία της κυρίας Βαν Χόπερ και την ψυχρή του ευγένεια. Τον είχα παρεξηγήσει. Δεν ήταν ούτε σκληρός, ούτε σαρκαστικός. Είχε γίνει κιόλας ο παλιός μου φίλος, ο αδερφός που ποτέ μου δεν είχα. Ήμουν πολύ ευχαριστημένη εκείνο το απόγευμα, το θυμάμαι καλά. Θυμάμαι τον ουρανό όπου σεργιάνιζαν άσπρα σύννεφα και την αφρισμένη θάλασσα. Έχω πάλι στο πρόσωπό μου την αίσθηση του ανέμου κι ακούω το γέλιο μου και το γέλιο του, αντίλαλο στο δικό μου. Το Μόντε Κάρλο δεν ήταν εκείνο που ήξερα. Ποτέ δεν το είχα δει τόσο γοητευτικό. Ίσως να το 'βλεπα πριν με θολά μάτια. Το λιμάνι χόρευε μαζί με τα καραβάκια του που έμοιαζαν χάρτινα κι οι ναύτες χαμογελούσαν, χαρούμενοι σαν τον άνεμο. Περάσαμε δίπλα από το γιοτ, που το αγαπούσε η κυρία Βαν Χόπερ γιατί ο ιδιοκτήτης του ήταν δούκας, χτυπήσαμε τα δάχτυλά μας στους γυαλιστερούς μπρούντζους του, κοιταχτήκαμε στα μάτια και γελάσαμε. Θυμάμαι, σαν να το φορώ κι αυτή τη στιγμή, το άνετο κακοραμμένο φανελένιο ταγιέρ μου, που η φούστα του ήταν πιο ξέθωρη από τη ζακέτα, γιατί την είχα φορέσει περισσότερο. Το ασήμαντο καπέλο μου με τα πολύ πλατιά μπορ και τα σπορ παπούτσια μου, που έδεναν με ένα απλό κορδόνι. Ένα ζευγάρι μακριά γάντια, σφιγμένα σ' ένα απεριποίητο χέρι. Ποτέ μου δεν είχα πιο νεανική εμφάνιση και ποτέ μου δεν είχα νιώσει πιο ώριμο τον εαυτό μου. Η κυρία Βαν Χόπερ και η γρίπη της είχαν χαθεί από τη μνήμη μου. Το μπριτζ, τα κοκτέιλς είχαν πια ξεχαστεί και μαζί τους και η ταπεινή μου θέση.
   Ήμουν κάποιο σημαντικό πρόσωπο κι εγώ τώρα, είχα επιτέλους μεγαλώσει. Εκείνο το κοριτσόπουλο, το χιλιοβασανισμένο από τη δειλία, που στεκόταν έξω από την πόρτα του σαλονιού, στριφογυρίζοντας ένα μαντιλάκι στα χέρια ενώ από μέσα ερχόταν η εκνευριστική φλυαρία των καλεσμένων, είχε φύγει μακριά εκείνο το απόγευμα με τα φτερά του ανέμου. Ήταν ένα φτωχό πλάσμα που το σκεφτόμουν με περιφρόνηση, αν το σκεφτόμουν κιόλας καθόλου.
   Ο αγέρας ήταν δυνατός και δε μ' άφηνε να σχεδιάσω· φυσούσε ορμητικά και χαρούμενα γύρω από εκείνη τη γωνιά της πλακόστρωτης πλατείας. Γυρίσαμε λοιπόν στο αυτοκίνητο και τραβήξαμε δεν ξέρω για πού. Ο μακρύς δρόμος σκαρφάλωνε στους λόφους και το αυτοκίνητο ανέβαινε μαζί του στα ύψη, γράφοντας κύκλους σαν πουλί στον αέρα. Τι διαφορετικό που ήταν τ' αμάξι του από εκείνο που η κυρία Βαν Χόπερ είχε νοικιάσει για τη σεζόν, ένα παλαιϊκό τετράγωνο Νταίμλερ που μας πήγαινε τα ήσυχα απογεύματα στην Μεντόν κι εγώ, καθισμένη με τη ράχη στον οδηγό, ξελαιμιαζόμουν για να κοιτάξω έξω. Το αυτοκίνητο τούτο, συλλογιζόμουνα, είχε τα φτερά του Ερμή. Ανεβαίναμε όλο και ψηλότερα μ' επικίνδυνη ταχύτητα, μα ο κίνδυνος μου άρεσε γιατί ήταν κάτι καινούργιο για μένα, γιατί ήμουνα νέα.
   Γελούσα δυνατά, θυμάμαι, και ο αγέρας έπαιρνε το γέλιο μου και το σκόρπιζε πέρα μακριά. Μα, σαν γύρισα και τον κοίταξα, είδα πως εκείνος δε γελούσε. Ήταν πάλι κλεισμένος στον εαυτό του και σιωπηλός. Είχε ξαναγίνει ο χτεσινός άνθρωπος, ο τυλιγμένος στο μυστικό εαυτό του.
   Πρόσεξα ακόμα πως το αυτοκίνητο δεν ανέβαινε πια. Είχαμε φτάσει στην κορφή. Ο δρόμος που είχαμε περάσει απλωνόταν κάτω, απόκρημνος και βαθουλός.
   Σταμάτησε το αυτοκίνητο κι είδα πως απ' το τέρμα του δρόμου άρχιζε μια βουνοπλαγιά κάθετη σχεδόν, που έπεφτε και χανόταν μες στο κενό, ένας γκρεμός διακόσια πόδια βάθος. Βγήκαμε από το αμάξι και σταθήκαμε κοιτάζοντας το γκρεμό. Αυτό με ξανάφερε επιτέλους στην πραγματικότητα κι είδα πως δε μας χώριζε από το γκρεμό παρά μια μικρή απόσταση, όσο το μισό αυτοκίνητο. Η θάλασσα απλωνόταν στον ορίζοντα σαν τσαλακωμένος χάρτης κι έγλυφε την κοφτή γραμμή της ακρογιαλιάς και τα σπίτια έμοιαζαν με άσπρα κοχύλια σε θολωτή σπηλιά, που την τρυπούσε εδώ κι εκεί ένας μεγάλος πορτοκαλόχρωμος ήλιος. Ένα αλλιώτικο φως έλουζε το λόφο μας και η σιωπή το έκανε ακόμα πιο σκληρό και πιο αυστηρό. Κάτι είχε αλλάξει το απόγευμά μας, η ανάλαφρη χάρη του είχε χαθεί. Ο άνεμος έπεσε κι άρχισε έξαφνα ψύχρα.
   Όταν μίλησα, η φωνή μου ήταν πολύ τυπική, η ανόητη νευρική φωνή του ανθρώπου που έχει χάσει την άνεσή του:
   "Το ξέρετε αυτό το μέρος;" είπα. "Έχετε ξανάρθει;"
   Έσκυψε και με κοίταξε σαν να μη με γνώριζε και κατάλαβα με κάποια ανησυχία πως με είχε ολότελα ξεχάσει, από ώρα πολλή ίσως, και πως κι ο ίδιος ήταν τόσο χαμένος στο λαβύρινθο των ανήσυχων στοχασμών του, που δε θυμόταν την ύπαρξή μου. Ήταν στη όψη σαν υπνοβάτης και σαν αστραπή πέρασε από το νου μου η φοβερή σκέψη πως ίσως να μην ήταν στα καλά του. Είχα ακούσει για μερικούς ανθρώπους που πέφτουν σε στιγμιαίες εκστάσεις, που υπακούνε σε παράξενους, ακατανόητους για μας νόμους, που ακολουθούν τις ακαθόριστες προσταγές του υποσυνείδητου. Ίσως να ήταν απ' αυτούς τους ανθρώπους κι ήμασταν μόνο έξι πόδια μακριά από το θάνατο.
   "Είναι αργά, να γυρίσουμε;" είπα κι ο ξέγνοιαστος τόνος της φωνής μου και το ανάλαφρο μάταιο χαμόγελό μου δύσκολα θα ξεγελούσαν ακόμα κι ένα παιδί.
   Φυσικά, τον είχα αδικήσει, δεν είχε καμιά ανωμαλία, γιατί, όταν μίλησα αυτή τη δεύτερη φορά, βγήκε απ' το όνειρό του κι άρχισε να μου ζητάει συγγνώμη. Είχα γίνει κατάχλωμη, φαίνεται, και το 'χε προσέξει.
   "Είμαι ασυγχώρητος γι' αυτό που έκανα", είπε και, παίρνοντάς με από το χέρι, με έφερε στο αυτοκίνητο.
   Μπήκαμε μέσα κι έκλεισε την πόρτα με θόρυβο.
   "Μη φοβάστε, η στροφή είναι πολύ πιο ακίνδυνη απ' ό,τι φαίνεται", είπε.
   Κι ενώ εγώ, ζαλισμένη και τρομαγμένη, πιανόμουν και με τα δύο χέρια απ' το κάθισμά μου, αυτός μανουβράριζε το αυτοκίνητο ήσυχα, πολύ ήσυχα, για να ξαναπάρει το δύσκολο κατήφορο.
   "Έχετε ξανάρθει λοιπόν εδώ;" του είπα κάπως ξαλαφρωμένη, καθώς το αυτοκίνητο γλιστρούσε στο φιδωτό μονοπάτι.
   "Ναι", είπε ύστερα από λίγο, "μα πάνε πολλά χρόνια από τότε. Ήθελα να δω αν έχει αλλάξει τίποτε".
   "Κι άλλαξε;" ρώτησα.
   "Όχι", είπε, "δεν άλλαξε τίποτα".
   Αναρωτιόμουν τι να ήταν εκείνο που τον έκανε να γυρίσει έτσι στα περασμένα, μ' εμένα πλάι του που δε μπορούσα να συμμεριστώ τη διάθεσή του. Ποιο χάσμα του χρόνου τον χώριζε από εκείνη την εποχή, ποιες σκέψεις και ποια περιστατικά, ποια αλλιώτικη ιδιοσυγκρασία; Δεν ήθελα να μάθω, προτιμούσα να μην είχα έρθει.
   Κατεβαίναμε το φιδωτό δρόμο, χωρίς εμπόδια, σιωπηλοί, ενώ μια μακριά σειρά σύννεφα σκέπαζε τον ήλιο που πήγαινε να βασιλέψει κι ο αέρας ήταν κρύος και καθαρός. Ξαφνικά, άρχισε να μιλά για το Μαντερλέι. Δεν μου μίλησε για τη ζωή του εκεί, δεν μου είπε λέξη για τον εαυτό του, μα μου περιέγραψε το ηλιοβασίλεμα τ' ανοιξιάτικα δειλινά και τις ανταύγειες που άφηνε στις πλαγιές. Η θάλασσα έμοιαζε σαν πλάκα από σχιστόλιθο, κρύα ακόμα απ' το μακρύ χειμώνα κι απ' την ταράτσα μπορούσε κανένας να ακούει τα κύματά της να σκάνε στην ακτή του μικρού κόλπου.
   Τα ασφοδέλια κυμάτιζαν ανθισμένα στη βραδινή αύρα, χρυσά κεφάλια πάνω σε λεπτά κοτσάνια κι όσα και να 'κοβες, ποτέ δεν αραίωναν, γιατί ήταν πυκνά φυτρωμένα, σαν στρατός, το ένα πλάι στο άλλο. Σ' ένα παρτέρι, κάτω από τις πελούζες, ήταν κρόκοι, χρυσοί, ρόδινοι και μενεξεδένιοι, μα αυτή την εποχή δεν ήταν στις δόξες τους, γιατί άρχιζαν να μαραίνονται και να γέρνουν σαν χλωμοί πανσέδες. Το μαρτολούλουδο ήταν πιο παρακατιανό: ένα συνηθισμένο, ευχάριστο λουλουδάκι, που φύτρωνε σε κάθε σχισμάδα σαν αγριόχορτο. Ήταν νωρίς ακόμα για τις γαλάζιες καμπανούλες. Τα κεφαλάκια τους ήταν κλεισμένα ακόμα μέσα στα φύλλα της περασμένη χρονιάς, μα όταν άνοιγαν αργότερα, βάζοντας σε αφάνεια τις ταπεινές βιολέτες, έπνιγαν ακόμα και τις φτελιές του δάσους και με το χρώμα τους προκαλούσαν τον ουρανό.
   Ποτέ δεν τις ήθελε μέσα στο σπίτι, είπε. Νερούλιαζαν και ξεθώριαζαν στα βάζα κι αν ήθελες να τις δεις στις καλές τους στιγμές, θα έπρεπε να μπεις καταμεσήμερο στο δάσος, όταν πέφτει κατακόρυφα το φως του ήλιου. Έπαιρναν μια καπνισμένη, σχεδόν πικρή μυρωδιά, λες κι είχε μπει στο κορμί τους άγριος δυνατός χυμός. Όσοι μαζεύουν γαλάζιες καμπανούλες από τα δάση είναι βάρβαροι. Αυτός το 'χε απαγορεύσει στο Μαντερλέι. Πολλές φορές πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο, είχε συναντήσει ανθρώπους σε ποδήλατα με πελώρια μάτσα δεμένα στο τιμόνι και τα φτωχά λουλούδια έγερναν τα κεφαλάκια τους μαραμένα, ενώ τ' αφανισμένα φυτά τους απόμεναν μελαγχολικά και γυμνά.
   Τα μαρτολούλουδα δεν τα πείραζε και πολύ. Μ' όλο που ήταν πλάσματα του ελεύθερου κάμπου είχαν κάποια κλίση στον πολιτισμό και βολεύονταν και χαμογελούσαν χωρίς κακία μέσα στα πήλινα βάζα στο παράθυρο ενός χωριατόσπιτου και βαστούσαν ολάκερη εβδομάδα, αν τους έβαζες αρκετό νερό. Στο Μαντερλέι δεν έβαζαν ποτέ αγριολούλουδα μέσα στο σπίτι. Καλλιεργούσαν επίτηδες άλλα λουλούδια γι' αυτό το σκοπό στον περιφραγμένο ανθόκηπο. Το τριαντάφυλλο, έλεγε, είναι ένα από τα λίγα λουλούδια που φαντάζουν περισσότερο όταν είναι κομμένα παρά πάνω στα φυτά τους. Τα τριαντάφυλλα, σ' ένα βάζο στο σαλόνι, παίρνουν βαθύτερο χρώμα και ευωδιά που δεν έχουν στην ύπαιθρο. Τα τριαντάφυλλα στην πλέρια τους άνθηση έχουν κάτι το πρόχειρο, το ακατάστατο, το κοινό, σαν γυναίκες με ξεχτένιστα μαλλιά. Μέσα στο σπίτι γίνονται λεπτά, γεμάτα μυστήριο. Έχουν οχτώ μήνες το χρόνο τριαντάφυλλα για τα βάζα στο Μαντερλέι. Με ρώτησε αν μ' αρέσει η πασχαλιά. Ήταν μια στην άκρη της πελούζας, που η μυρωδιά της έμπαινε από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του. Η αδερφή του, που ήταν μάλλον ένας ζωντανός και πρακτικός άνθρωπος, είχε συνήθως το παράπονο πως έχουν στο Μαντερλέι πάρα πολλές μυρωδιές που τη μεθούσαν. Αυτόν δεν τον πείραζε. Ήταν το μόνο μεθύσι που αγαπούσε. Η πιο παλιά του ανάμνηση ήταν κάτι μεγάλα κλωνάρια πασχαλιά μέσα σε άσπρα βάζα, που γέμιζαν το σπίτι μ' ένα δυνατό νοσταλγικό άρωμα.
   Το μικρό μονοπάτι της κοιλάδας που πήγαινε στη θάλασσα είχε από την αριστερή του μεριά θάμνους με αζαλέες κι όταν το περνούσες τα δειλινά του Μαγιού, ο αέρας είχε, θαρρείς, πλημμυρίσει από εκείνα τα θάμνα. Μπορούσες να σκύψεις να μαζέψεις ένα πεσμένο ανθοπέταλο, να το λιώσεις ανάμεσα στα δάχτυλά σου. Ένα απόσταγμα από χίλια αρώματα, αβάσταχτο και γλυκό, θα 'μενε τότε μέσα στην παλάμη σου. Μόνο από ένα πεσμένο και λιωμένο ανθοπέταλο. Κι έβγαινες ύστερα απ' αυτήν την κοιλάδα, ζαλισμένος, με το κεφάλι βαρύ, κι αντίκριζες τα άσπρα σκληρά βότσαλα της ακτής και την ήσυχη θάλασσα. Παράξενη κι ίσως πάρα πολύ απότομη αντίθεση...
   Καθώς μιλούσε, το αυτοκίνητο ανακατώθηκε με άλλα πολλά στο μεγάλο δρόμο, το σούρουπο έπεσε χωρίς να το πάρω είδηση και βρεθήκαμε μέσα στην κίνηση και τα φώτα του Μόντε Κάρλο. Ο θόρυβος των αυτοκινήτων μου έδινε στα νεύρα, τα φώτα ήταν πάρα πολύ δυνατά, πάρα πολύ κίτρινα. Απότομη και δυσάρεστη αλλαγή.
   Σε λίγο θα φτάναμε στο ξενοδοχείο. Έβαλα το χέρι μου στη θήκη του αμαξιού να πάρω τα γάντια μου. Τα δάχτυλά μου, μαζί με τα γάντια, έπιασαν ένα βιβλίο που το μαλακό του δέσιμο έδειχνε πως ήταν ποιητική συλλογή. Έσκυψα να διαβάσω τον τίτλο, καθώς το αυτοκίνητο προχωρούσε αργά στην είσοδο του ξενοδοχείου.
   "Μπορείτε να το πάρετε να το διαβάσετε, αν θέλετε", είπε και η φωνή του ήταν τυπική και αδιάφορη, τώρα που η διαδρομή είχε τελειώσει κι είχαμε γυρίσει πίσω και το Μαντερλέι ήταν εκατοντάδες μίλια μακριά.
   Ευχαριστήθηκα κι έσφιξα το βιβλίο μαζί με τα γάντια μου. Ήθελα να 'χω κάτι δικό του, τώρα που είχε τελειώσει η μέρα.
   "Κατεβείτε", είπε, "πρέπει να πάω να βάλω το αμάξι στο γκαράζ. Δεν θα σας δω απόψε στην τραπεζαρία, γιατί θα φάω έξω. Μα σας ευχαριστώ για τη σημερινή μέρα".
   Ανέβηκα μόνη τη σκάλα του ξενοδοχείου με τη στενοχώρια ενός παιδιού που τελειώνει η διασκέδασή του. Το ωραίο απόγευμα που είχα περάσει με έκαναν να βρίσκω πληκτικές τις ώρες που έμεναν και σκεφτόμουν πόσο ατέλειωτες θα μου φαίνονταν ως την ώρα του ύπνου και πόσο άχαρο και άδειο θα ήταν το μοναχικό δείπνο μου. Όμως, δεν ένιωθα τη δύναμη να αντιμετωπίσω τις ζωηρές ερωτήσεις της νοσοκόμας, ούτε την πιθανή ανάκριση της κυρίας Βαν Χόπερ κι έτσι κάθισα στη γωνιά του σαλονιού, πίσω από μια κολώνα, και παράγγειλα τσάι.
   Το γκαρσόνι παρουσιάστηκε βαριεστημένο και σαν με είδε μόνη, βρήκε πως δεν ήταν ανάγκη να βιαστεί και, στο κάτω - κάτω, ήταν εκείνη η νωχελική ώρα, λίγα λεπτά ύστερα από τις πεντέμιση, που έχει τελειώσει το σερβίρισμα του τσαγιού κι η ώρα του ποτού αργεί ακόμα.
   Μ' ένα αίσθημα απομόνωσης, αρκετά απογοητευμένη, έγειρα στην πολυθρόνα μου και πήρα το βιβλίο με τα ποιήματα. Ήταν πολύ μεταχειρισμένο, με δαχτυλιές στα φύλλα του, κι άνοιγε μόνο του σε μια σελίδα, που φαίνεται πως θα την διάβαζαν συχνά...
   Είχα την εντύπωση πως κοιτούσα μέσα από την κλειδαρότρυπα μιας κλεισμένης πόρτας κι άφησα αμέσως κάτω το βιβλίο. Ποιος δαίμονας τον έσπρωχνε εκείνο το απόγευμα στην κορφή του λόφου; Συλλογίστηκα το αυτοκίνητό του, τρία βήματα δίπλα σ' έναν γκρεμό διακόσια πόδια βάθος κι εκείνη την αξεδιάλυτη έκφραση στο πρόσωπό του. Ποια βήματα ν' αντηχούσαν στη σκέψη του, τι ψιθυρίσματα και τι θύμησες; Και γιατί, απ' όλα τα βιβλία με τα ποιήματα, κρατούσε αυτό μονάχα στη θήκη του αυτοκινήτου του; Θα 'θελα να μην ήταν τόσο κλειστός και να ήμουν κι εγώ, τέλος πάντων, ένα αλλιώτικο πλάσμα κι όχι εκείνο το κορίτσι με το κακοραμμένο ταγιέρ και το φαρδύ μαθητικό καπέλο.
   Το κατσουφιασμένο γκαρσόνι μου έφερε το τσάι και, καθώς έτρωγα μια φέτα ψωμί με βούτυρο, άνοστη σαν πριονίδι, σκεφτόμουν το μονοπάτι εκείνο της Κοιλάδας που μου είχε περιγράψει το απόγευμα, το άρωμα της αζαλέας και τα άσπρα βότσαλα του κόλπου. Αν τ' αγαπούσε τόσο πολύ όλα αυτά, γιατί ζητούσε την κούφια ζωή του Μόντε Κάρλο; Είχε πει στην κυρία Βαν Χόπερ πως δεν είχε κανένα σχέδιο, πως είχε φύγει κάπως βιαστικά. Κι εγώ τον έβλεπα με τη φαντασία μου να τρέχει σε κείνο το μονοπάτι της Κοιλάδας, κυνηγημένος από το δαίμονά του.
   Ξαναπήρα το βιβλίο κι αυτή τη φορά το άνοιξα στη σελίδα του τίτλου και διάβασα την αφιέρωση: «Στον Μαξ η Ρεβέκκα, 17 Μαΐου», με παράξενο λοξό γραφικό χαρακτήρα. Μια σταγόνα μελάνι είχε λεκιάσει την αντικρινή άσπρη σελίδα, σαν να είχε τινάξει ανυπόμονα το στυλό του όποιος έγραψε την αφιέρωση για να τρέξει περισσότερο μελάνι κι έτσι το όνομα Ρεβέκκα ήταν έντονα γραμμένο, με το ψηλό και γερτό κεφαλαίο Ρ του δυσανάλογα πιο μεγάλο από τα άλλα γράμματα.
   Έκλεισα απότομα το βιβλίο και το έβαλα κάτω από τα γάντια μου. Ύστερα άπλωσα το χέρι σ' ένα πλαϊνό κάθισμα, πήρα μια παλιά «Ιλλουστρασιόν» κι άρχισα να την ξεφυλλίζω. Είχε μερικές ωραίες φωτογραφίες πύργων του Λουάρ κι ένα σχετικό άρθρο. Το διάβασα προσεκτικά, κοιτάζοντας και τις φωτογραφίες, μα όταν τελείωσα, είδα πως δεν είχα καταλάβει λέξη. Μέσα απ' την τυπωμένη εκείνη σελίδα δεν με κοιτούσε το Μπλουά με τους λεπτούς πύργους του, αλλά το πρόσωπο της κυρίας Βαν Χόπερ, όπως ερευνούσε χθες στην τραπεζαρία, με τα μικρά γουρουνίσια μάτια της, το γειτονικό τραπέζι, με το πηρούνι γεμάτο ραβιόλια μετέωρο στον αέρα.
   "Μια φοβερή τραγωδία", έλεγε. "Οι εφημερίδες είχαν γράψει πάρα πολλά. Λένε πως δε μιλάει ποτέ γι' αυτό, πως δεν αναφέρει ποτέ τ' όνομά της. Πνίγηκε, ξέρεις, σ' ένα λιμανάκι, κοντά στο Μαντερλέι..."

   Είμαι ευχαριστημένη που δε μπορεί να ζήσει κανείς δυο φορές τον πυρετό της πρώτης αγάπης. Γιατί είναι πυρετός κι είναι βαρύς, ό,τι και να λένε οι ποιητές. Οι μέρες μας, όταν είμαστε είκοσι ενός χρονών, δεν είναι γενναίες. Είναι γεμάτες μικροδειλίες, αβάσιμους μικρούς φόβους και τσακίζεται κανείς τόσο εύκολα, πληγώνεται τόσο γρήγορα, πέφτει με την πρώτη σκληρή λέξη. Σήμερα, σκεπασμένοι με την ευχάριστη πανοπλία της ωριμότητας που κοντεύει να έρθει, αισθανόμαστε βέβαια τα ασήμαντα μικροχτυπήματα της ζωής, μα πολύ ανάλαφρα, και τα ξεχνάμε αμέσως. Μα τότε, πώς στριφογύριζε στη σκέψη μας κι η πιο αμέριμνη λέξη και χαραζόταν με φλογερά γράμματα, πώς ένα βλέμμα πάνω απ' τον ώμο γινόταν σύμβολο αιώνιο! Το τριπλό λάλημα του πετεινού διαλαλούσε μιαν άρνηση, κάθε ψέμα έμοιαζε με το φιλί του Ιούδα. Το νεανικό μυαλό λέει με ήσυχη συνείδηση και χαρούμενη καρδιά το ψέμα, μα εκείνες τις μέρες και η παραμικρή απάτη έκοβε τη λαλιά και βύθιζε την ψυχή στις φλόγες του μαρτυρίου.
   "Τι έκανες σήμερα το πρωί;"
   Θαρρώ πως την ακούω και τώρα ακόμα να με ρωτά ακουμπισμένη στα μαξιλάρια με την ευερέθιστη διάθεση του αρρώστου, που δεν υποφέρει πραγματικά και μένει πάρα πολύ στο κρεβάτι και, καθώς έπαιρνα από το συρτάρι του κομοδίνου την τράπουλα, ένιωθα το ξάναμμα της ενοχής να απλώνεται στο λαιμό μου.
   "Έπαιζα τένις με τον καθηγητή", είπα και την ίδια εκείνη στιγμή το ψέμα μου μού έφερε πανικό, γιατί ποια θα ήταν η θέση μου αν ο καθηγητής ερχόταν το ίδιο εκείνο απόγευμα να της κάνει παράπονα πως, μέρες τώρα, παραμελούσα το μάθημά μου;
   "Το κακό είναι πως, τώρα που είμαι στο κρεβάτι, δεν έχεις τι να κάνεις", είπε σβήνοντας το τσιγάρο της μέσα σ' ένα βαζάκι κρέμας του προσώπου και, παίρνοντας στα χέρια της τα χαρτιά, τα ανακάτεψε με τη νευρικότητα παλιού παίκτη, τα έκοψε στα τρία και τα χτύπησε στο τραπέζι.
   "Δεν ξέρω τι κάνεις όλη την ημέρα", είπε. "Ποτέ δεν έχεις ένα σχέδιο να μου δείξεις και ξεχνάς ό,τι κι αν σου πω να ψωνίσεις, ακόμα και το «ταξόλ» μου. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν κάνεις προόδους στο τένις κι αυτό θα σου χρειαστεί αργότερα. Ένας κακός παίχτης είναι τρομερά βαρετός".
   Δεν είχα παίξει διόλου τένις με τον καθηγητή από τότε που είχε πέσει στο κρεβάτι, δηλαδή δεκαπέντε ολόκληρες μέρες. Αναρωτιόμουν γιατί εξακολουθούσα να είμαι επιφυλακτική και δεν της έλεγα πως κάθε πρωί πήγαινα περίπατο με το αυτοκίνητο του κυρίου ντε Γουίντερ και πως τρώγαμε μαζί, στο ίδιο τραπέζι.
   Έχω ξεχάσει πολλά πράγματα από το Μόντε Κάρλο, από εκείνες τις πρωινές εκδρομές με το αυτοκίνητο, τα μέρη όπου πηγαίναμε, ακόμα και τις κουβέντες που κάναμε. Μα δεν ξεχνώ πώς έτρεμαν τα δάχτυλά μου καθώς φόραγα το καπέλο στο κεφάλι μου, πώς έτρεχα στο διάδρομο, πώς κουτρουβαλούσα τις σκάλες, με πόση ανυπομονησία περίμενα το αργό ανέβασμα του ασανσέρ, πώς έβγαινα ύστερα σαν ανεμοστρόβιλος απ' αυτό και πώς έπεφτα πάνω στην περιστρεφόμενη πόρτα πριν προλάβει το παιδί να με βοηθήσει.
   Με περίμενε στο αυτοκίνητο, διαβάζοντας εφημερίδα, κι όταν μ' έβλεπε, μου χαμογελούσε, την πετούσε στο πίσω κάθισμα και μου 'λεγε ανοίγοντάς μου την πόρτα:
   "Λοιπόν πώς είναι σήμερα η «επιστήθια φίλη» και πού θέλει να πάει;"
   Δε θα μ' ένοιαζε κι αν ακόμα στριφογυρνούσε στο ίδιο μέρος, γιατί βρισκόμουνα στο πρώτο εκείνο στάδιο της έκστασης που και το να μπαίνω μόνο στο αυτοκίνητο και να κάθομαι δίπλα του, σκύβοντας στο τζάμι του προφυλακτήρα και κρατώντας τα γόνατά μου, ήταν κιόλας κάτι σχεδόν αβάσταχτο. Ήμουν σαν μια ασήμαντη μαθητριούλα ερωτευμένη με πάθος με το δάσκαλό της κι αυτός ήταν τόσο καλός, τόσο απρόσιτος.
   "Είναι κρύος σήμερα ο αγέρας, καλύτερα να ρίξετε πάνω σας το παλτό μου".
   Το θυμάμαι αυτό γιατί ήμουν τόσο νέα, που έβρισκα την ευτυχία και μόνο στο να φορώ κάτι δικό του, σαν μια μαθητριούλα πάλι, που παίρνει το μαντίλι του ήρωά της και το δένει περήφανα στο λαιμό της κι αυτό το παλτό πάνω στους ώμους μου, έστω και για λίγα λεπτά, ήταν ένας θρίαμβος και γέμιζε αίγλη το πρωινό μου.
   Η νωχέλεια και η πονηριά που είχα διαβάσει στα μυθιστορήματα δεν ήταν για μένα. Ούτε η πρόκληση, το κυνηγητό, οι διαξιφισμοί, τα κρυφοκοιτάγματα, τα ναζιάρικα χαμόγελα. Η τέχνη της κοκεταρίας μου ήταν άγνωστη. Καθόμουν ακίνητη, με το χάρτη του πάνω στα γόνατά μου, ενώ ο αγέρας φυσούσε τα απεριποίητα κι άχαρα μαλλιά μου, ευτυχισμένη με τη σιωπή του, μα και λαχταρώντας τα λόγια του. Αν μιλούσε ή όχι, δεν έπαιζε στη διάθεσή μου μεγάλο ρόλο. Ο μόνος εχθρός μου ήταν το ρολόι του αυτοκινήτου, που οι δείκτες του όλο και ζύγωναν χωρίς οίκτο στη μία. Τραβούσαμε κατά την ανατολή, τραβούσαμε κατά τη δύση, ανάμεσα από τις μυριάδες τα χωριά που είναι κολλημένα σαν πεταλίδες στις μεσογειακές ακτές, κι όμως δε θυμάμαι κανένα.
   Το μόνο που μένει στη μνήμη μου είναι η αίσθηση των δερμάτινων καθισμάτων, η πάνινη ράχη του χάρτη πάνω στα γόνατά μου, οι ξεφτισμένες του άκρες, οι μισοξηλωμένες ραφές του και πως, μια μέρα, κοιτάζοντας το ρολόι, συλλογίστηκα: «Αυτή η στιγμή, έντεκα και είκοσι, δεν πρέπει να χαθεί ποτέ» κι έκλεισα τα μάτια για να τη ζήσω βαθύτερα. Όταν τα άνοιξα, βρισκόμασταν σε μια στροφή και μια χωριατοπούλα με μαύρο σάλι μάς χαιρετούσε, κουνώντας το χέρι της. Θαρρώ πως τη βλέπω ακόμα με τη σκονισμένη της φούστα και το φωτεινό φιλικό της χαμόγελο. Σ' ένα δευτερόλεπτο περάσαμε τη στροφή και δεν την βλέπαμε πια. Είχε γίνει κιόλας παρελθόν. Δεν ήταν πια παρά μια ανάμνηση.
   Ήθελα να ξαναγύριζα πίσω, να ξαναζούσα τη στιγμή που είχε φύγει, και τότε κατάλαβα πως κι αν γινόταν αυτό, η στιγμή δεν θα 'ταν η ίδια. Ακόμα κι ο ήλιος θα 'χε αλλάξει θέση στον ουρανό, ρίχνοντας διαφορετικό ίσκιο, κι η χωριατοπούλα θα προχωρούσε διαφορετικά πλάι στο δρόμο μας, χωρίς να μας χαιρετίσει αυτή τη φορά, χωρίς ούτε καν να μας δει ίσως. Σ' αυτή τη σκέψη ένιωσα κάποιο ρίγος, κάποια μελαγχολία, και σαν κοίταξα το ρολόι, είδα πως είχαν περάσει πέντε λεπτά. Γρήγορα θα τελείωνε η ώρα μας και θα γυρίζαμε στο ξενοδοχείο.
   "Ας ήταν δυνατόν να γινόταν μια ανακάλυψη", είπα αυθόρμητα, "και να μπορεί κανείς να βάλει σε μπουκάλι μιαν ανάμνηση σαν να ήταν άρωμα! Έτσι που να μη σβήνει, να μην ξεθωριάζει. Κι όταν τη χρειάζεται κανείς, ν' ανοίγει το μπουκαλάκι και να την ξαναζεί και πάλι!"
   Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα να δω τι θα 'λεγε. Δε γύρισε σε μένα. Εξακολουθούσε να έχει το βλέμμα του καρφωμένο μπροστά, στο δρόμο.
   "Και ποια ιδιαίτερη στιγμή της νεαρής ζωής σας θα θέλατε να ξαναβγάλετε από το μπουκαλάκι;" είπε.
   Δεν μπορούσα να καταλάβω από τον τόνο της φωνής του, αν ήθελε να με πειράξει ή όχι.
   "Δεν ξέρω..." άρχισα.
   Ύστερα είπα μάλλον τρελά, χωρίς να σκέφτομαι τι λέω:
   "Θα 'θελα να κρατήσω αυτή τη στιγμή, να μην την ξεχάσω ποτέ".
   "Αυτό είναι κομπλιμέντο προς την ημέρα ή προς τον τρόπο που οδηγώ;" είπε γελώντας σαν αδερφός που πειράζει την αδερφή του.
   Εγώ σώπασα, νιώθοντας ξαφνικά να με πιέζει το μεγάλο κενό που βρισκόταν ανάμεσά μας και που το μεγάλωνε πιο πολύ ακόμα η ευγένειά του σε μένα.
   Κατάλαβα τότε πως δε θα 'λεγα λέξη στην κυρία Βαν Χόπερ για τις πρωινές αυτές εκδρομές, γιατί θα με πλήγωνε το χαμόγελό της, όπως με πλήγωσε και το γέλιο του. Δεν θα θύμωνε, ούτε θα πειραζόταν, θα σήκωνε μόνο πολύ ελαφρά τα φρύδια σαν να μην πίστευε εντελώς τα λόγια μου κι ύστερα θα 'λεγε σηκώνοντας ανεκτικά τους ώμους: "Αγαπητό μου παιδί, είναι εξαιρετικά λεπτό κι ευγενικό από μέρους του να σε παίρνει με το αυτοκίνητο. Το ζήτημα είναι μόνο -είσαι εντελώς βέβαιη πως αυτό δεν τον ενοχλεί τρομερά;" Κι ύστερα θα μ' έστελνε ν' αγοράσω «ταξόλ» χτυπώντας με στον ώμο χαϊδευτικά. Τι ταπείνωση να 'ναι κανείς νέος, συλλογίστηκα κι άρχισα να τρώγω τα νύχια μου.
   "Θα 'θελα", είπα άγρια, έχοντας ακόμα στη σκέψη μου το γέλιο του κι αφήνοντας κάθε διάκριση κατά μέρος, "να 'μουν μια γυναίκα γύρω στα τριάντα έξι μ' ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα και μ' ένα μαργαριταρένιο κολιέ".
   "Αν ήσαστε έτσι, δεν θα βρισκόσαστε δίπλα μου σ' αυτό το αυτοκίνητο", είπε. "Και πάψτε πια να τρώτε τα νύχια σας. Αρκετά άσχημα είναι".
   "Θα με νομίζετε ίσως αδιάκριτη κι ελαφρόμυαλη", συνέχισα. "Μα θα 'θελα να 'ξερα, γιατί με παίρνετε κάθε μέρα με το αυτοκίνητό σας. Είναι μεγάλη ευγένεια εκ μέρους σας, αυτό είναι φανερό, μα γιατί διαλέξατε εμένα για να δείξετε την καλοσύνη σας;"
   "Σας παίρνω", είπε σοβαρά, "γιατί δε φοράτε μαύρο μεταξωτό φόρεμα και μαργαριταρένιο κολιέ και δεν είστε τριάντα έξι χρονών".
   Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. Δε θα μπορούσα να πω αν γελούσε από μέσα του ή όχι.
   "Πολύ καλά", είπα. "Αλλά εσείς ξέρετε όλα όσα θα μπορούσε να μάθει κανείς για τη ζωή μου. Παραδέχομαι πως δεν είναι πολλά, γιατί η ζωή μου είναι τόσο μικρή και δεν μου έχει συμβεί τίποτα σπουδαίο εκτός από μερικούς θανάτους. Εγώ όμως δεν ξέρω για σας τίποτα περισσότερο απ' ό,τι έμαθα την πρώτη μέρα που σας γνώρισα".
   "Και τι μάθατε την πρώτη μέρα που με γνωρίσατε;"
   "Πως ζούσατε στο Μαντερλέι και πως ... χάσατε τη γυναίκα σας".
   Να, επιτέλους το είπα. Την πρόφερα αυτή τη λέξη, που μέρες τώρα στεκόταν στην άκρη της γλώσσας μου. «Τη γυναίκα σας!» Το είπα με άνεση, χωρίς δυσκολία, σαν να ήταν το φυσικότερο πράγμα του κόσμου να μιλάει κανείς γι' αυτήν. «Τη γυναίκα σας!» Μόλις βγήκε από το στόμα μου αυτή η λέξη, στάθηκε στον αέρα χορεύοντας μπροστά μου και, καθώς τη δέχτηκε σιωπηλά, χωρίς σχόλια, πήρε τεράστιες διαστάσεις κι έγινε κάτι τρομακτικό, κάτι που προκαλούσε το δέος. Κάτι απαγορευμένο, αφύσικο για τη γλώσσα. Και δεν μπορούσα να την πάρω πίσω, ήταν πια αδύνατο. Ξανάδα μπροστά μου πάλι την αφιέρωση στο άσπρο εξώφυλλο του βιβλίου με τα ποιήματα και το παράξενο γερτό Ρ. Ένιωσα ένα σφίξιμο, μια κρυάδα στην καρδιά. Δε θα με συγχωρούσε ποτέ κι αυτό θα ήταν το τέλος της φιλίας μας.
   Θυμάμαι πως κοιτούσα ίσια μπροστά μου, στο τζάμι του αυτοκινήτου, χωρίς να βλέπω καθόλου το δρόμο που έφευγε πίσω μας και στ' αυτιά μου κουδούνιζε ακόμα η λέξη που είχα πει. Η σιωπή έγινε λεπτά, τα λεπτά έγιναν χιλιόμετρα κι όλα τέλειωσαν, είπα, δε θα ξαναβγώ πια μαζί του. Αύριο θα φύγει. Κι η κυρία Βαν Χόπερ θα σηκωθεί πια από το κρεβάτι και θα κόβουμε βόλτες μαζί στην ταράτσα σαν πρώτα. Ο θυρωρός θα κατεβάσει τις βαλίτσες του, θα ρίξω μια ματιά στο ασανσέρ των αποσκευών, θα δω τις καινούργιες ετικέτες. Ύστερα ο θόρυβος, η μοιραία φυγή, ο ήχος του αυτοκινήτου που αλλάζει ταχύτητα καθώς κάνει στροφή στις γωνίες, ύστερα το ανακάτεμά του με τ' άλλα στην κίνηση του δρόμου, ο χαμός του για πάντα.
   Ήμουνα τόσο βυθισμένη μέσα σ' αυτές τις εικόνες, που είδα ακόμα και το θυρωρό να βάζει στην τσέπη του το πουρμπουάρ και, γυρίζοντας από την περιστρεφόμενη πόρτα του ξενοδοχείου, να λέει, πάνω από τον ώμο του, κάτι στον υπηρέτη. Δεν κατάλαβα πώς το αυτοκίνητο είχε μειώσει την ταχύτητά του και, μόνο όταν σταμάτησε, ξαναβρήκα τον εαυτό μου. Αυτός έμενε ακίνητος κι έμοιαζε, έτσι που ήταν χωρίς καπέλο με το άσπρο μαντίλι στο λαιμό του, περισσότερο από κάθε άλλη φορά με μεσαιωνικό πρόσωπο μέσα σε κάδρο. Δεν του ταίριαζε το λαμπρό τούτο τοπίο, θα 'πρεπε να στέκεται στα σκαλιά κάποιας γοτθικής εκκλησίας με τον μανδύα ριγμένο πίσω, ενώ κάποιος ζητιάνος στα πόδια του θ' άπλωνε το χέρι περιμένοντας κανένα χρυσό νόμισμα.
   Ο φίλος με την καλοσύνη του και την άνετη οικειότητά του είχε χαθεί. Το ίδιο και ο αδερφός που με είχε κοροϊδέψει πως έτρωγα τα νύχια μου. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ξένος. Αναρωτιόμουνα τι γύρευα πλάι του μέσα στ' αμάξι.
   Ξαφνικά γύρισε σε μένα κι άρχισε να μιλά:
   "Λέγατε, πριν από λίγη ώρα, για κάποια εφεύρεση", είπε. "Για κάποιο μέσο που θα μπορούσε να συγκρατεί την ανάμνηση. Θα θέλατε, μου είπατε, να μπορούσατε μερικές φορές να ξαναζείτε τα περασμένα. Φοβάμαι πως εγώ σκέφτομαι κάπως διαφορετικά από σας. Όλες μου οι θύμησες είναι πικρές και προτιμώ να μη τις θυμάμαι. Εδώ κι ένα χρόνο έγινε κάτι που άλλαξε ολότελα τη ζωή μου και θα 'θελα να ξεχάσω κάθε της φάση ως εκείνο τον καιρό. Εκείνες οι μέρες τέλειωσαν, έσβησαν. Πρέπει να ξαναρχίσω τη ζωή μου από την αρχή. Την πρώτη μέρα που συναντηθήκαμε η κυρία Βαν Χόπερ με ρώτησε γιατί ήρθα στο Μόντε Κάρλο. Για να βάλω φραγμό στις αναμνήσεις που ζητάτε να αναστήσετε. Μα αυτό δεν το καταφέρνω πάντα. Το άρωμα είναι κάποτε πολύ δυνατό για το μπουκαλάκι, πολύ δυνατό για μένα. Ύστερα, ένας διάβολος μέσα μου, ένας πονηρός κατεργάρης, προσπαθεί να βγάλει το φελό. Αυτό έγινε στην πρώτη μας εκδρομή. Όταν ανεβήκαμε στο λόφο και κοιτάζαμε το γκρεμό κάτω. Είχα ξαναπάει εκεί πριν από λίγα χρόνια με τη γυναίκα μου. Με ρωτήσατε αν το μέρος ήταν το ίδιο, αν είχε αλλάξει καθόλου. Ήταν ακριβώς το ίδιο, αλλά -το διαπίστωσα μ' ευχαρίστηση- είχε γίνει παράξενα απρόσωπο. Δε θύμιζε τίποτα από την πρώτη μου επίσκεψη. Εκείνη κι εγώ δεν είχαμε αφήσει κανένα ίχνος. Ίσως να είχα αυτό το αίσθημα επειδή ήσαστε κοντά μου εσείς. Πρέπει να ξέρετε πως καταφέρατε να με γλιτώσετε από το παρελθόν πολύ πιο αποτελεσματικά απ' όλα τα λαμπρά φώτα του Μόντε Κάρλο. Αν δεν ήσασταν εσείς, θα είχα φύγει από καιρό, θα 'χα πάει στην Ιταλία και στην Ελλάδα κι ίσως ακόμη μακρύτερα. Εσείς με γλιτώσατε απ' όλες αυτές τις περιπλανήσεις. Στο διάβολο λοιπόν όλες αυτές οι πουριτανικές πεισματάρικες κουβέντες. Ας βγει από το νου σας αυτή η ιδέα της καλοσύνης και της φιλανθρωπίας μου. Σας παίρνω μαζί μου γιατί σας χρειάζομαι, και σας και τη συντροφιά σας, κι αν δεν με πιστεύετε, μπορείτε να βγείτε από το αυτοκίνητο αυτή τη στιγμή και να γυρίσετε μόνη σας. Εμπρός, ανοίχτε την πόρτα και φύγετε".
   Καθόμουν ακίνητη με τα χέρια στα γόνατά μου. Δεν ήξερα αν μιλούσε σοβαρά ή όχι.
   "Λοιπόν; Τι σκέφτεστε να κάνετε;" είπε.
   Αν ήμουν ένα - δύο χρόνια νεότερη, θα 'χα βάλει τα κλάματα. Τα δάκρυα είναι πολύ εύκολα στα παιδιά, έρχονται με την πρώτη κρίση. Μα κι εγώ τα 'νιωθα πίσω απ' τα μάτια μου να με τσούζουν, αισθανόμουν το αίμα να πλημμυρίζει τα μάγουλά μου και, ρίχνοντας μια ματιά στον καθρέφτη πάνω από τον προφυλακτήρα, είδα όλη τη θλιβερή εικόνα μου με τα μάτια πρησμένα, τα μάγουλα κατακόκκινα και τα μαλλιά ακατάστατα, χυμένα κάτω από το πλατύ μου καπέλο.
   "Θέλω να γυρίσω στο ξενοδοχείο", είπα κι η φωνή μου προσπαθούσε με κόπο να κρύψει το τρεμούλιασμά της.
   Έβαλε μπρος χωρίς να πει λέξη, χαλάρωσε το φρένο και γύρισε το αυτοκίνητο προς το δρόμο απ' όπου είχαμε έρθει πρωτύτερα.
   Πηγαίναμε γρήγορα, πάρα πολύ γρήγορα, πάρα πολύ εύκολα, συλλογιόμουν, και το αναίσθητο τοπίο μας κοιτούσε αδιάφορα. Φτάσαμε στη στροφή του δρόμου που ήθελα να κρατήσω στη θύμησή μου. Η χωριατοπούλα είχε φύγει, τα χρώματα είχαν ξεθωριάσει και δεν ήταν πια μπρος στα μάτια μου παρά μια στροφή που εκατοντάδες άλλα αμάξια την είχαν περάσει. Η φωτεινή δόξα της είχε σβήσει μαζί με την ευτυχισμένη μου διάθεση. Σ' αυτές τις σκέψεις το παγωμένο μου πρόσωπο ρίγησε, η εφηβική περηφάνεια μου χάθηκε και τα άθλια εκείνα δάκρυα, χαρούμενα για τη νίκη τους, ανάβρυσαν από τα μάτια μου κι άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου. Δε μπορούσα να τα κρατήσω, έτρεχαν άθελά μου κι αν έκανα πως έψαχνα για μαντίλι στην τσέπη μου, εκείνος θα μ' έβλεπε. Έπρεπε λοιπόν να τ' αφήσω να τρέχουν ελεύθερα, να ανέχομαι εκείνη την πικρή τους αλμύρα στα χείλη, αναμετρώντας το βάθος της ταπείνωσής μου. Δεν ξέρω αν γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου, γιατί κοίταζα ίσια μπροστά μου το δρόμο με θολό σταθερό βλέμμα, μα άπλωσε έξαφνα το χέρι του, πήρε το δικό μου, το φίλησε χωρίς να πει λέξη κι ύστερα έριξε στα γόνατά μου το μαντίλι του, που εγώ ντρεπόμουνα να τ' αγγίξω.
   Συλλογιζόμουνα όλες τις ηρωίδες των μυθιστορημάτων που ήταν όμορφες όταν έκλαιγαν. Πώς θα 'μουν εγώ τώρα με το πρησμένο και ξαναμμένο μου πρόσωπο και τους κόκκινους κύκλους στα μάτια μου; Τι απαίσια που τελείωνε το πρωινό μου κι η μέρα που έμενε ακόμα πίσω ήταν ατέλειωτη. Θα 'πρεπε να φάω με την κυρία Βαν Χόπερ στο δωμάτιό της, γιατί η νοσοκόμα έτρωγε έξω, ύστερα θα με ανάγκαζε να παίξω μπεζίκι με την ακούραστη δραστηριότητα των ανθρώπων που βρίσκονται στην ανάρρωση. Θα μ' έπιανε ασφυξία μέσα σ' εκείνη την κάμαρα. Είχαν κάτι το τόσο σιχαμερό εκείνα τα ζαρωμένα σεντόνια, οι κακοστρωμένες κουβέρτες, το πατικωμένο μαξιλάρι κι εκείνο το κομοδίνο, το πασπαλισμένο με πούδρες, χυμένες κολώνιες και λιωμένα κοκκινάδια. Στο κρεβάτι της θα ήταν πεταμένες οι εφημερίδες, διπλωμένες στην τύχη, και τα γαλλικά μυθιστορήματα με τα ζαρωμένα φύλλα και τα σκισμένα εξώφυλλα θα έκαναν παρέα με αμερικάνικα περιοδικά. Πατημένες γόπες θα 'ταν πεταμένες παντού, στα βάζα της κρέμας, στα πιάτα των σταφυλιών, στο πάτωμα κάτω από το κρεβάτι. Οι επισκέπτες κουβαλούσαν όλη την ώρα λουλούδια και τα βάζα στριμώχνονταν δίχως τάξη. Εξωτικά λουλούδια από θερμοκήπια ανακατώνονταν με μιμόζες και στη μέση ένα καλάθι όλο κορδελίτσες ήταν γεμάτο με σειρές - σειρές φρούτα ζαχαρωμένα. Αργότερα θα έφταναν οι φίλοι της να πάρουν ένα ποτό που θα 'πρεπε να τους ετοιμάσω εγώ -κι ω πώς τη σιχαινόμουν αυτή τη δουλειά!- ντροπαλή και στενοχωρημένη στη γωνιά μου, ενώ γύρω μου θα φλυαρούσαν σαν παπαγάλοι και θα αισθανόμουν πάλι σαν παιδί που το μαλώνουν και θα κοκκίνιζα για λογαριασμό της κάθε φορά που, συνεπαρμένη απ' το μικρό κύκλο της, θ' ανασηκωνόταν στο κρεβάτι, θα μιλούσε πάρα πολύ δυνατά, θα γελούσε χωρίς σταματημό κι, απλώνοντας το χέρι πλάι στο γραμμόφωνο, θα έβαζε το δίσκο, κουνώντας τους ώμους με το ρυθμό της μουσικής. Την προτιμούσα γκρινιάρα και θυμωμένη, με τα μπικουτί στ' ανασηκωμένα μαλλιά της, να με μαλώνει που ξέχασα το «ταξόλ» της. Αυτά όλα με περίμεναν στην κάμαρά της, ενώ εκείνος, αφήνοντάς με στο ξενοδοχείο, θα πήγαινε κάπου μόνος, ίσως κατά τη θάλασσα, και θα κοιτούσε τον ήλιο, ενώ ο αέρας θα χάιδευε τα μάγουλά του. Και ίσως θα ζούσε εκείνες τις θύμησες που εμένα μου ήταν ολότελα άγνωστες, που δε μπορούσα να τις μοιραστώ μαζί του· θα πλανιόταν στα περασμένα του χρόνια.
   Το χάσμα που υπήρχε ανάμεσά μας είχε γίνει τώρα ακόμα πιο μεγάλο από κάθε άλλη φορά. Καθόταν μακριά μου, κοιτώντας πέρα στ' ακρογιάλι, με γυρισμένη την πλάτη. Ένιωθα τον εαυτό μου πολύ νέο, πολύ μικρό, πάρα πολύ μόνο. Παρόλη μου την περηφάνεια, πήρα το μαντίλι του και φύσηξα τη μύτη μου χωρίς να νοιάζομαι πια για την άθλια εμφάνισή μου. Τι σημασία μπορούσα να έχω εγώ πια!
   "Στο διάβολο όλα αυτά", είπε ξαφνικά σαν να είχε θυμώσει κι αγανακτήσει.
   Μ' έσυρε πλάι του κι έβαλε το χέρι του γύρω στον ώμο μου, κοιτάζοντας πάντα ίσια μπροστά του, με το δεξί χέρι στο τιμόνι. Θυμάμαι πως έτρεχε περισσότερο.
   "Νομίζω πως θα μπορούσατε να είσαστε και κόρη μου, τόσο νέα που είστε. Δεν ξέρω πώς να φερθώ μαζί σας", είπε.
   Ο δρόμος στένευε εκείνη τη στιγμή σε μια στροφή κι έπρεπε να παραμερίσει για να μην πατήσει ένα σκυλί. Νόμισα πως θα με άφηνε, μα συνέχισε να με κρατά δίπλα του και δε μ' άφησε ούτε σαν περάσαμε τη στροφή κι ο δρόμος ξανάγινε ευθύς.
   "Μπορείτε να ξεχάσετε", είπε, "όλα όσα σας είπα σήμερα το πρωί; Πάει, τέλειωσε, ας μην τα ξαναθυμηθούμε πια. Οι δικοί μου με λένε Μαξίμ, θα μ' άρεσε να με λέτε έτσι κι εσείς. Αρκετά κρατήσατε μαζί μου τους τύπους".
   Άπλωσε το χέρι στο μπορ του καπέλου μου, το έβγαλε, το 'ριξε πάνω απ' τον ώμο μου στο πίσω κάθισμα και με φίλησε στην κορφή του κεφαλιού.
   "Δώστε μου το λόγο σας", είπε, "πως δε θα φορέσετε ποτέ μαύρο μεταξωτό φόρεμα".
   Χαμογέλασα τότε, γέλασε κι εκείνος, κοιτάζοντάς με, και το πρωινό μου έγινε και πάλι φωτεινό και χαρούμενο. Η κυρία Βαν Χόπερ και οι απογευματινές ώρες δεν είχαν πια καμιά σημασία. Ήμουν εντελώς ήσυχη, γεμάτη χαρά, κι εκείνη τη στιγμή ένιωσα σχεδόν πως θα είχα το θάρρος να αξιώσω απ' αυτήν να μου φέρεται σαν ίση της. Είδα τον εαυτό μου να μπαίνει στην κάμαρα της κυρίας Βαν Χόπερ για το μπεζίκι κάπως αργά και ν' απαντάει μ' ένα χασμουρητό ξεγνοιασιάς στη σχετική της ερώτηση:
   "Δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα! Γευμάτιζα με τον Μαξίμ".
   Ήμουν ακόμα πολύ παιδί και μπορούσα να καμαρώνω για ένα μικρό όνομα που θα 'λεγα, όπως για ένα φτερό από καπέλο, κι ας με φώναζε εκείνος με το μικρό το όνομά μου απ' την πρώτη στιγμή. Το πρωινό εκείνο, παρά τις σκοτεινές του στιγμές, με είχε ανεβάσει σε ένα καινούργιο επίπεδο φιλίας. Δεν ήμουν τόσο χαμηλά όσο είχα νομίσει. Με είχε φιλήσει κιόλας τόσο φυσικά, τόσο ενθαρρυντικά, τόσο ήρεμα. Τίποτα το δραματικό, όπως στα βιβλία. Τίποτα το στενόχωρο. Λες κι έβαζε άνεση στις σχέσεις μας, λες και τα 'χε απλοποιήσει όλα. Το χάσμα ανάμεσά μας είχε επιτέλους γεφυρωθεί. Θα τον έλεγα Μαξίμ.
   Κι εκείνο το απόγευμα, παίζοντας μπεζίκι με την κυρία Βαν Χόπερ, δεν ένιωσα τόση αηδία, μ' όλο που μου 'λειψε το θάρρος και δεν είπα λέξη για το πρωινό μου. Γιατί όταν μου είπε αδιάφορα στο τέλος, καθώς μάζευε τα χαρτιά κι άπλωνε το χέρι της να τα βάλει στο κουτί: «Πες μου, είναι ακόμα στο ξενοδοχείο ο Μαξ ντε Γουίντερ;» δίστασα μια στιγμή, σαν τον βουτηχτή στην άκρη του βράχου, ύστερα χάνοντας τη δύναμη και την προμελετημένη αυτοκυριαρχία μου, είπα: «Ναι, νομίζω... Τον βλέπω την ώρα του γεύματος στην τραπεζαρία».
   Κάποιος θα της μίλησε, συλλογίστηκα. Κάποιος θα μας είδε μαζί, ο καθηγητής του τένις θα έκανε παράπονα, ο διευθυντής θα έστειλε κανένα σημείωμα. Περίμενα την επίθεσή της. Μα έβαλε μ' ένα μικρό χασμουρητό τα χαρτιά στο κουτί, ενώ εγώ ταχτοποιούσα το κρεβάτι. Της έδωσα το βαζάκι με την πούδρα, το ρουζ και το κραγιόν, κι εκείνη αφήνοντας το κουτί των χαρτιών, πήρε τον καθρέφτη από το κομοδίνο.
   "Γοητευτικός άνθρωπος", είπε, "μα ιδιότροπος, λίγο ακατανόητος νομίζω. Έλεγα πως θα 'χε την ευγένεια να με καλέσει στο Μαντερλέι εκείνη την ημέρα που συναντηθήκαμε στο σαλόνι, μα αυτός ήταν πάρα πολύ κλεισμένος στον εαυτό του".
   Δεν είπα τίποτε· την κοιτούσα που πήρε το κραγιόν κι έβαφε τα σκληρά της χείλη:
   "Δεν την είδα ποτέ μου", είπε, κρατώντας λίγο μακρύτερα τον καθρέφτη για να δει το αποτέλεσμα, "μα πιστεύω πως ήταν πολύ όμορφη: Εξαιρετικά κοσμική, έκτακτη από κάθε άποψη. Έδιναν πολύ λαμπρές δεξιώσεις στο Μαντερλέι. Ήταν τόσο ξαφνικό, τόσο τραγικό, και τη λάτρευε, πιστεύω. Μ' αυτό το έντονο κόκκινο χρώμα ταιριάζει η πούδρα η πιο σκούρα, αγαπητή μου. Δώσε μου τη, σε παρακαλώ, και βάλε αυτό το κουτί στο συρτάρι".
   Ασχοληθήκαμε λοιπόν με τις πούδρες, τα αρώματα και τα κοκκινάδια, ώσπου χτύπησε το κουδούνι και ήρθαν οι επισκέπτες της. Τους σερβίρισα άχαρα τα ποτά τους, μιλώντας ελάχιστα. Άλλαζα τους δίσκους του γραμμοφώνου και πετούσα τα αποτσίγαρα.
   "Κάνατε τίποτα καινούργια σκίτσα, μικρή μου φίλη, τον τελευταίο καιρό;"
   Η εγκαρδιότητα του γέρου τραπεζίτη με το μονόκλ, που κρεμόταν από ένα κορδόνι, ήταν προσποιητή. Τον κοίταξα μ' ένα ζωηρό υποκριτικό χαμόγελο:
   "Όχι τώρα τελευταία. Θέλετε ακόμα ένα τσιγάρο;"
   Αυτή την απάντηση δεν την έδωσα εγώ. Εγώ δεν βρισκόμουν εκεί. Παρακολουθούσα με τη σκέψη μου μια σκιά που η ανάερη ύπαρξή της είχε πάρει επιτέλους ένα συγκεκριμένο σχήμα. Τα χαρακτηριστικά της ήταν ακόμα αχνά, το χρώμα της ακαθόριστο, η έκφραση των ματιών της κι η απόχρωση των μαλλιών της αβέβαια, σαν κάτι που θα εμφανιζόταν ξεκάθαρο αργότερα. Είχε μιαν αθάνατη ομορφιά, ένα αξέχαστο χαμόγελο. Κάπου έμενε ο απόηχος της φωνής της, η θύμηση των λόγων της. Ήταν μέρη που τα είχε επισκεφτεί, πράγματα που τα 'χε αγγίξει. Μέσα στα ντουλάπια θα ήταν ίσως φορέματα που τα είχε φορέσει και που θα ανάδιναν ακόμα το άρωμά της. Στην κάμαρά μου, κάτω απ' το μαξιλάρι μου, είχα ένα βιβλίο που το 'χε κρατήσει στα χέρια της και τη φανταζόμουν να ανοίγει εκείνη την πρώτη άσπρη σελίδα, να τινάζει το στυλό της και να γράφει χαμογελώντας: «Στον Μαξ η Ρεβέκκα». Θα ήταν φαίνεται τα γεννέθλιά του και θα το είχε βάλει το μεσημέρι στο τραπέζι μαζί με τ' άλλα της δώρα. Και θα γελούσαν μαζί, καθώς θα 'σχιζε εκείνος το χαρτί του πακέτου και θα 'κοβε το σπάγγο. Θα έγερνε ίσως πάνω στον ώμο του, καθώς εκείνος θα διάβαζε. Μαξ. Τον έλεγε Μαξ. Ήταν ένα όνομα οικείο και χαρούμενο κι εύκολο. Οι άλλοι στην οικογένεια μπορούσαν να τον λένε Μαξίμ, αν ήθελαν. Οι γιαγιάδες και οι θείες. Κι οι ξένοι, όπως εγώ, οι ήσυχοι κι ανούσιοι και νεαροί που δεν είχαν καμιά σημασία. Το «Μαξ» το 'χε διαλέξει εκείνη, ήταν κτήμα δικό της. Με τι σιγουριά το είχε χαράξει στο εξώφυλλο του βιβλίου! Εκείνο το τολμηρό πλαγιαστό γράψιμο που τρυπούσε το άσπρο χαρτί, το σύμβολό της, το τόσο βέβαιο, το τόσο σίγουρο.
   Πόσες φορές δε θα του 'χε γράψει έτσι και σε πόσες διαφορετικές περιστάσεις!
   Σύντομα σημειώματα γραμμένα βιαστικά σε μικρά χαρτάκια και γράμματα, όταν βρισκόταν μακριά της, σελίδες ολόκληρες γεμάτες από τα μυστικά τους, τα νέα τους. Η φωνή της θ΄ αντηχούσε μέσα στο σπίτι και κάτω στον κήπο ξέγνοιαστη, γνώριμη, σαν το γράψιμο στο βιβλίο.
   Κι εγώ έπρεπε να τον λέω Μαξίμ.

   Ετοιμάζουμε τις βαλίτσες μας. Οι αιώνιες φούριες των ταξιδιών. Χαμένα κλειδιά, άγραφες ετικέτες, χαρτιά περιτυλίγματος πεταμένα στο πάτωμα. Πώς τα σιχαίνομαι όλα αυτά! Και τώρα ακόμα, που τα έχω περάσει τόσες φορές, που ζω, όπως λένε, με τις βαλίτσες στο χέρι, ακόμα και σήμερα, που μου έχει γίνει καθημερινή συνήθεια το ν' ανοίγω συρτάρια, να αδειάζω ντουλάπια ξενοδοχείων ή εταζέρες απρόσωπες επιπλωμένων σπιτιών, αισθάνομαι κάποια θλίψη, έχω την αίσθηση κάποιας απώλειας. Εδώ, λέω, ζήσαμε, εδώ αισθανθήκαμε ευτυχισμένοι. Αυτό ήταν δικό μας έστω και για λίγο. Και δυο νύχτες να μείναμε μόνο κάτω από μια στέγη, κάτι δικό μας αφήσαμε πίσω. Όχι βέβαια κάτι υλικό, κάτι συγκεκριμένο, μια καρφίτσα για τα μαλλιά, ένα άδειο σωληνάριο από ασπιρίνες, ένα μαντιλάκι κάτω από ένα μαξιλάρι, μα κάτι αόριστο, μια στιγμή της ζωής μας, μια σκέψη μας, μια διάθεση.
   Αυτό το σπίτι μάς είχε στεγάσει, μέσα σε αυτούς τους τοίχους μιλήσαμε, αγαπήσαμε. Αυτό ήταν χτες. Σήμερα φεύγουμε, δε θα το ξαναδούμε κι είμαστε διαφορετικοί, αλλαγμένοι κάπως, όσο λίγο και να 'ναι. Και μόνο να σταθώ σ' ένα ξενοδοχείο για να φάω, και μόνο να μπω σ' ένα σκοτεινό ξένο δωμάτιο για να πλύνω τα χέρια μου, το πόμολο της άγνωστής μου εκείνης πόρτας, το σκισμένο χαρτί της ταπετσαρίας, ένας αστείος μικρός ραγισμένος καθρέφτης πάνω απ' το λαβομάνο, αυτή τη στιγμή είναι δικά μου, μου ανήκουν. Ξέρουμε ο ένας τον άλλο. Είναι το παρόν. Δεν υπάρχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Εδώ πλένω τώρα τα χέρια μου κι ο ραγισμένος καθρέφτης, έτσι όπως κρέμεται, μου δείχνει τον εαυτό μου. Είμαι εγώ, η στιγμή αυτή δε θα χαθεί.
   Ύστερα ανοίγω την πόρτα, πηγαίνω στην τραπεζαρία όπου κάθεται εκείνος και με περιμένει για το γεύμα και σκέφτομαι πως, εκείνη τη στιγμή, έχω μεγαλώσει, πέρασα ένα βήμα, προχώρησα προς το άγνωστο πεπρωμένο μου. Χαμογελάμε, διαλέγουμε τι θα φάμε, μιλάμε για τούτο και για κείνο, αλλά -λέω μέσα μου- δεν είμαι πια εκείνη που έφυγε από δίπλα του πριν από πέντε λεπτά. Εκείνη έμεινε πίσω. Είμαι μια άλλη γυναίκα, πιο μεγάλη στην ηλικία, πιο ώριμη.
   Προχτές είδα σε μια εφημερίδα πως το ξενοδοχείο «Κυανή Ακτή» του Μόντε Κάρλο άλλαξε και διεύθυνση και όνομα. Άλλαξαν τη διακόσμηση στα δωμάτια και τροποποίησαν όλο το εσωτερικό. Ίσως το διαμέρισμα της κυρίας Βαν Χόπερ στο πρώτο πάτωμα να μην υπάρχει πια. Ίσως να μην έχει μείνει ούτε ίχνος απ' τη μικρή μου κρεβατοκάμαρα. Το ήξερα, εκείνη τη μέρα που κλείδωνα γονατιστή τις βαλίτσες της, πως δε θα ξαναγύριζα πια. Το επεισόδιο τελείωσε μ' εκείνο το κλείδωμα. Κοίταξα έξω απ' το παράθυρο κι ήταν σαν να γύριζα τη σελίδα ενός λευκώματος με φωτογραφίες. Αυτές οι στέγες, αυτή η θάλασσα, δεν ήταν δικά μου πια. Ανήκαν στο χτες, στο παρελθόν. Στα δωμάτια, που είχαν αδειάσει απ' όλα τα πράγματά μας, δεν έμενε πια παρά ο αέρας και το διαμέρισμα είχε την έκφραση κάποιας λαχτάρας, σαν να 'θελε λες να φύγουμε για να μπουν άλλοι την άλλη μέρα στη θέση μας. Οι βαριές αποσκευές έστεκαν έξω στο χολ έτοιμες, δεμένες και κλειδωμένες. Αργότερα θα ετοιμάζονταν και τα μικρότερα δέματα. Τα καλάθια για τα άχρηστα στέναζαν κάτω από το βάρος. Μπουκάλια μισοαδειασμένα από τα φάρμακά τους κι άχρηστα βαζάκια της κρέμας ήταν ανακατεμένα μέσα σ' αυτά μαζί με σκισμένα γράμματα και λογαριασμούς. Τα συρτάρια των τραπεζιών έχασκαν ανοιχτά, το γραφείο είχε απογυμνωθεί.
   Το πρωί της προηγούμενης μέρας, καθώς της σέρβιρα τον καφέ της, μου είπε:
   "Η Έλεν φεύγει για τη Νέα Υόρκη το Σάββατο. Η μικρή Νάνσυ έπαθε κρίση σκωλικοειδίτιδος και της τηλεγράφησαν να γυρίσει σπίτι. Γι' αυτό πήρα την απόφαση: Θα πάμε κι εμείς. Βαρέθηκα τρομερά την Ευρώπη, μπορούμε να ξανάρθουμε στις αρχές του φθινοπώρου. Πώς σου φαίνεται η ιδέα να γνωρίσεις τη Νέα Υόρκη;"
   Η ιδέα να πάω στη φυλακή θα μου ήταν πολύ πιο ευχάριστη. Κάτι απ' την απελπισία μου θα είχε φανεί στο πρόσωπό μου, γιατί είδα πως στην αρχή παραξενεύτηκε. Ύστερα είπε πειραγμένη:
   "Τι αλλόκοτο και κακότροπο παιδί που είσαι! Δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλεις. Δεν καταλαβαίνεις πως ένα κορίτσι της σειράς σου, χωρίς χρήματα, μπορεί στην Αμερική να χαρεί τις μεγαλύτερες διασκεδάσεις; Πλήθος νέοι, ένα σωρό συγκινήσεις! Όλοι απ' τη δική σου τάξη. Μπορείς να 'χεις κι εσύ το μικρό σου κύκλο, δεν θα 'ναι ανάγκη να με κρατάς διαρκώς απ' το φουστάνι όπως εδώ. Είχα την εντύπωση πως δεν σε ενδιέφερε το Μόντε Κάρλο".
   "Το είχα συνηθίσει", μουρμούρισα θλιμμένα, αναστατωμένη.
   "Ωραία, θα συνηθίσεις και τη Νέα Υόρκη. Αυτό είν' όλο. Θα πάρουμε το ίδιο βαπόρι με την Έλεν, πρέπει να φύγουμε λοιπόν αμέσως. Πήγαινε στο γραφείο και πες σ' εκείνον το νεαρό υπάλληλο να βιαστεί. Η μέρα σου θα είναι τόσο γεμάτη, που δε θα βρεις καιρό να λυπηθείς που αφήνεις το Μόντε Κάρλο".
   Γέλασε αντιπαθητικά, έσβησε το τσιγάρο της μέσα στη βουτυριέρα και πήγε να τηλεφωνήσει σ' όλους τους φίλους της.
   Δεν ήμουν σε κατάσταση να παρουσιαστώ στο γραφείο. Μπήκα στο λουτρό, κλείδωσα την πόρτα και κάθισα πίσω στην ψάθα με το κεφάλι μέσα στα χέρια μου. Επιτέλους, έγινε κι αυτό. Θα φεύγαμε. Όλα τέλειωσαν, πάει. Αύριο βράδυ θα ήμουν στο τρένο, κρατώντας τη θήκη με τα κοσμήματα και την κουβέρτα της σαν καμαριέρα, κι εκείνη, με το φριχτό καινούργιο καπέλο της με το μοναδικό φτερό, θα καθόταν αντίκρυ μου στο βαγκόν-λι, χωμένη στο γούνινο παλτό της. Θα πλέναμε τα δόντια μας μέσα σ' εκείνο το ασφυκτικό διαμέρισμα με τις πόρτες που τρίζουν, τη λασπωμένη λεκάνη, τη μουσκεμένη πετσέτα, το σαπούνι που θα 'χε απάνω κολλημένη μια τρίχα, τη μισογεμισμένη καράφα και την απαραίτητη πινακίδα στον τοίχο: «Sous le lavabo se trouve un vase», ενώ κάθε τράνταγμα, κάθε κούνημα του τρένου, που θα έφευγε με δυνατό θόρυβο, θα μου υπενθύμιζε πως τα χιλιόμετρα μ' έπαιρναν όλο και πιο μακριά από κείνον που την ώρα αυτή θα καθόταν μονάχος στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου, διαβάζοντας ξέγνοιαστος κι αδιάφορος κάποιο βιβλίο. Θα τον αποχαιρετούσα ίσως στο σαλονάκι λίγο πριν φύγουμε. Ένα αντίο κρυφό, βιαστικό, γιατί θα ήταν εκείνη μπροστά. Μια σιωπή, ύστερα ένα χαμόγελο και μερικά τυπικά λόγια: «Μα, φυσικά, να μου γράφετε» και «Δε σας ευχαρίστησα αρκετά για την τόση καλοσύνη σας» και «Πρέπει να μου στείλετε αυτές τις φωτογραφίες». «Σε ποια διεύθυνση;» «Θα σας γράψω». Ύστερα θα άναβε αδιάφορα ένα τσιγάρο, ζητώντας φωτιά από ένα περαστικό γκαρσόνι, κι εγώ θα σκεφτόμουν: «Έχουμε τεσσεράμιση λεπτά ακόμα. Δε θα τον ξαναδώ πια».
   Και μια που θα 'φευγα και θα τέλειωναν όλα, δε θα 'χα πια τίποτα να πω. Θα είμαστε σαν ξένοι που συναντιώνται για πρώτη και τελευταία φορά, ενώ η σκέψη μου θα φώναζε κλαίγοντας: «Σ' αγαπώ τόσο. Είμαι τρομερά δυστυχισμένη! Είναι η πρώτη φορά που νιώθω αυτό το αίσθημα και θα 'ναι κι η τελευταία». Στο πρόσωπό μου θα χαραζόταν ένα συμβατικό, ψεύτικο χαμόγελο, η φωνή μου θα 'λεγε: «Δείτε αυτόν τον αστείο γεροντάκο! Ποιος να 'ναι; Φαίνεται πως ήρθε τώρα τελευταία». Και θα σπαταλούσαμε τις τελευταίες στιγμές μας γελώντας μ' έναν ξένο, γιατί κι εμείς θα είμαστε κιόλας ξένοι ο ένας απ' τον άλλο. «Ελπίζω πως θα πέτυχαν οι φωτογραφίες», θα 'λεγα, ξαναγυρίζοντας στα ίδια με απόγνωση. Κι εκείνος: «Ναι, αυτή που βγάλαμε στην πλατεία θα πρέπει να 'χει πετύχει. Ο φωτισμός ήταν καλός». Κι αφού θα τα λέγαμε όλα αυτά εκείνη την ώρα και θα μέναμε σύμφωνοι, δε θα μ' ενοιαζε αν το αποτέλεσμα θα ήταν σκοτεινό και θολό, γιατί αυτή θα ήταν η τελευταία μας στιγμή και ο στερνός μας χαιρετισμός θα είχε γίνει. «Λοιπόν» -το φριχτό χαμόγελο θα απλωνόταν πέρα ως πέρα στο πρόσωπό μου- «σας ευχαριστώ και πάλι θερμά. Ήταν εξαίσια...» Θα 'λεγα λέξεις που δεν τις συνήθιζα. Εξαίσια; Τι ήθελα να πω; Αυτή τη λέξη τη μεταχειρίζονται οι νεαροί για να χαρακτηρίσουν καμιά παρτίδα χόκεϋ, μια λέξη ολότελα ακατάλληλη για να δώσει την εικόνα της απόγνωσης και της έκστασης όλων αυτών των εβδομάδων. Ύστερα οι πόρτες του ασανσέρ θ' άνοιγαν μπροστά στην κυρία Βαν Χόπερ. Θα περνούσα το διάδρομο για να πάω κοντά της, ενώ εκείνος θα ξαναγύριζε στη γωνιά του και θ' άνοιγε μια εφημερίδα.
   Κωμικά καθισμένη εκεί στην ψάθα του λουτρού έζησα όλα αυτά τα πράγματα, και το ταξίδι, και την άφιξή μου στη Νέα Υόρκη, τη στριγγή φωνή της Έλεν, που ήταν μια μικρογραφία της μητέρας της, τη Νάνσυ τη μικρή κόρη της, τους μαθητές του κολλεγίου που η κυρία Βαν Χόπερ ήθελε να γνωρίσω και τους νεαρούς τραπεζιτικούς που ταίριαζαν στην κοινωνική θέση μου: «Την Τετάρτη το βράδυ θα έχουμε γλέντι μεγάλο. Σας αρέσει η παθητική μουσική;» Αγόρια με πλακουτσωτές μύτες και γυαλιστερά πρόσωπα. Θα πρέπει να είμαι ευγενική μαζί τους. Και θα θέλω τόσο να μένω μόνη με τις σκέψεις μου, όπως τώρα εδώ στο λουτρό...
   Ήρθε και χτύπησε την πόρτα.
   "Τι κάνεις εκεί;"
   "Με συγχωρείτε. Έρχομαι αμέσως".
   Έκανα πως έκλεινα τη βρύση, πως δίπλωνα βιαστικά μια πετσέτα.
   Με κοίταξε παραξενεμένη καθώς άνοιγα την πόρτα.
   "Βρήκες την ώρα. Δε μπορείς σήμερα το πρωί να χάνεις τις ώρες σου σε ρεμβασμούς. Έχουμε τόση δουλειά".
   Σε λίγες βδομάδες, φυσικά,  θα γύριζε στο Μαντερλέι, ήμουν σίγουρη. Πλήθος γράμματα θα τον περίμεναν στο χολ, ανάμεσα σ' αυτά και το δικό μου, γραμμένο βιαστικά μέσα στο καράβι. Ένα γράμμα που θα προσπαθούσε να είναι διασκεδαστικό με την περιγραφή των συνταξιδιωτών μου. Θα 'μενε παραπεταμένο μέσα σ' έναν δίσκο κι ύστερα από βδομάδες ολόκληρες, κάποιο κυριακάτικο πρωινό που θα ξανάπεφτε στα χέρια του, εκεί που θα έβαζε σε τάξη τίποτα λογαριασμούς, θα καθόταν μια στιγμή ν' απαντήσει, βιαστικά, ώσπου να 'ρθει η ώρα του γεύματος. Ύστερα, τίποτα πια. Τίποτα. Ώσπου θα ερχόταν η τελική ταπείνωση της χριστουγεννιάτικης κάρτας. Μια φωτογραφία ίσως του ίδιου του Μαντερλέι σ' ένα χιονισμένο φόντο. Μια ευχή τυπωμένη: «Καλά Χριστούγεννα κι ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος. Μαξιμιλιανός ντε Γουίντερ». Με χρυσά γράμματα. Μα για να φανεί ευγενικός, θα έσβηνε με την πένα το τυπωμένο όνομά του και θα έγραφε με μελάνι από κάτω: «Μαξίμ». Κι αν έμενε αρκετός χώρος, θα πρόσθετε: «Ελπίζω να περνάτε καλά στη Νέα Υόρκη». Θα κολλούσε ένα γραμματόσημο στο φάκελο και θα τον πετούσε πάνω σε καμιά εκατοστή όμοια γράμματα, εκεί στο σωρό.
   "Κρίμα που φεύγετε αύριο", είπε ο υπάλληλος με το τηλέφωνο στο χέρι. "Την άλλη βδομάδα θ' αρχίσει το μπαλέτο. Το ξέρει η κυρία Βαν Χόπερ;"
   Από τα Χριστούγεννα του Μαντερλέι ξαναγύρισα στην πραγματικότητα του βαγκόν - λι.
   Η κυρία Βαν Χόπερ, πρώτη φορά μετά τη γρίπη της, κατέβηκε να γευματίσει στην τραπεζαρία και, εκεί που τη συνόδευα, αισθανόμουν ένα πόνο στο στομάχι. Αυτός είχε πάει εκείνη την ημέρα στις Κάννες. Το 'ξερα καλά, γιατί μου το είχε πει την προηγούμενη, μα φοβόμουν μήπως το γκαρσόνι κάνει την αδιακρισία και με ρωτήσει: «Θα δειπνήσει απόψε η δεσποινίς μαζί με τον κύριο όπως πάντα;» Ένιωθα κάποια ταραχή κάθε φορά που πλησίαζε στο τραπέζι μας, μα δεν είπε τίποτα.
   Η μέρα πέρασε με τις ετοιμασίες και το βράδυ ήρθαν να την αποχαιρετήσουν οι φίλοι της. Δειπνήσαμε στο σαλόνι κι έπειτα έπεσε αμέσως για ύπνο. Δεν τον είχα ακόμα δει. Κατέβηκα κατά τις εννιάμιση στο σαλόνι του ξενοδοχείου, να ζητήσω τάχα ετικέτες, μα δεν ήταν εκεί. Ο φριχτός υπάλληλος χαμογέλασε βλέποντάς με.
   "Αν ζητάτε τον κύριο ντε Γουίντερ, πήραμε ειδοποίηση από τις Κάννες πως δε θα γυρίσει πριν από τα μεσάνυχτα".
   "Θέλω ένα πακετάκι ετικέτες", είπα, μα είδα στην έκφραση των ματιών του πως δεν κατάφερα να τον πείσω.
   Έτσι λοιπόν. Πάει και η βραδιά του αποχαιρετισμού. Την ώρα αυτή, που την περίμενα πώς και πώς όλη μέρα, θα την περνούσα μονάχη μου στο δωμάτιό μου, κοιτάζοντας τη ντουλάπα μου και το μεγάλο μπαούλο. Ίσως να 'ταν καλύτερα έτσι, γιατί η συντροφιά μου δε θα του ήταν και τόσο ευχάριστη και θα διάβαζε καθαρά τα αισθήματά μου στο πρόσωπό μου.
   Ήξερα πως όλη τη νύχτα θα έκλαιγα με πικρά νεανικά δάκρυα, που σήμερα πια δε θα μπορούσαν να τρέξουν από τα μάτια μου. Σαν περάσει κάποιος τα είκοσι ένα, δεν κλαίει πια μ' εκείνο το ίδιο  κλάμα της νιότης του, πάνω σ' ένα μαξιλάρι που το πιέζει με δύναμη, με το κεφάλι να βουίζει, με τα μάτια πρησμένα και με σφιγμένο το λαιμό. Ύστερα, το πρωί, αυτή η αγωνία να κρύψεις απ' τα μάτια του κόσμου κάθε σημάδι του πόνου σου, το πλύσιμο του προσώπου με κρύο νερό, οι εντριβές με κολώνια, το γρήγορο κλεφτό πουδράρισμα που και μόνον αυτό θα 'φτανε να σε προδώσει. Κι ο πανικός μην τύχει και ξανακλάψεις, τα δάκρυα που τρέχουν ακράτητα, η μοιραία τρεμούλα των χειλιών, τι αγωνία! Θυμάμαι που άνοιξα διάπλατα το παράθυρο κι έσκυψα έξω, ελπίζοντας πως το πρωινό δροσερό αεράκι θα έδιωχνε το ζωηρό ρόδινο χρώμα, που διακρινόταν κάτω από την πούδρα, κι ο ήλιος δεν ήταν ποτέ τόσο λαμπρός ούτε η μέρα τόσο γεμάτη υποσχέσεις. Το Μόντε Κάρλο είχε αποκτήσει ξαφνικά γοητεία και χάρη κι είχε γίνει για μένα το μόνο αληθινό μέρος του κόσμου. Το αγαπούσα. Η ψυχή μου πλημμύριζε τρυφερότητα γι' αυτό. Ήθελα να ζούσα εκεί για όλη μου τη ζωή. Κι όμως θα 'φευγα σήμερα. Για τελευταία φορά βουρτσίζω τα μαλλιά μου μπροστά σ' αυτόν τον καθρέφτη, για τελευταία φορά καθαρίζω τα δόντια μου σ' αυτόν το νιπτήρα. Δεν θα ξανακοιμηθώ πια σ' αυτό το κρεβάτι. Δε θα ξαναγυρίσω το διακόπτη του ηλεκτρικού. Πήγαινα πάνω - κάτω φορώντας ακόμα τη ρόμπα μου, πλημμυρισμένη από ανόητο συναισθηματισμό για ένα κοινό δωμάτιο ξενοδοχείου.
   "Μήπως άρπαξες κανένα συνάχι;" μου είπε στο πρόγευμα η κυρία Βαν Χόπερ.
   "Όχι", της απάντησα, "δεν το νομίζω".
   Και κράτησα στο νου μου την ασήμαντη αυτή ερώτηση, γιατί θα μπορούσα αργότερα, αν τα μάτια μου θα 'ταν πολύ κόκκινα, να χρησιμοποιήσω το συνάχι ως δικαιολογία.
   "Δε μ' αρέσει να κάθομαι έτσι, μ' όλα τα πράγματα έτοιμα, και να περιμένω", γκρίνιαξε. "Θα 'πρεπε να πάρουμε το πρώτο τρένο. Ίσως να το προλαβαίναμε, αν προσπαθούσαμε, και να μέναμε περισσότερο στο Παρίσι. Τηλεγράφησε στην Έλεν να μη μας περιμένει και κανόνισε άλλη μέρα συνάντησης. Ίσως θα μπορούσαν να μας αλλάξουν τα εισιτήρια. Όπως και να 'χει, αξίζει να δοκιμάσουμε. Πήγαινε κάτω στο γραφείο να δεις".
   "Ναι", απάντησα, πειθήνιο όργανο των διαθέσεών της, και πήγα στο δωμάτιό μου.
   Έβγαλα τη ρόμπα μου, φόρεσα το αιώνιο φανελένιο ταγιέρ μου κι έδεσα ένα μαντίλι στο κεφάλι μου. Η αδιαφορία μου γι' αυτήν τώρα είχε γίνει μίσος. Έτσι λοιπόν, όλα είχαν τελειώσει. Έπρεπε να μου κλέψει ακόμα κι αυτό το τελευταίο μου πρωινό. Πάει κι αυτή η στερνή μισή ώρα που θα μπορούσα να μείνω στην ταράτσα. Δε θα μου έμεναν, ίσως, ούτε δέκα λεπτά για να τον αποχαιρετίσω. Κι αυτό γιατί είχε τελειώσει πιο νωρίς απ' ό,τι περίμενε το πρόγευμά της, γιατί είχε αρχίσει να νιώθει πλήξη. Θ' άφηνα, λοιπόν, κι εγώ τη ντροπή και την επιφύλαξη κατά μέρος, θα 'στελνα περίπατο την περηφάνεια μου. Έκλεισα μ' ένα δυνατό σπρώξιμο την πόρτα του σαλονιού κι έτρεξα στο χολ. Δεν περίμενα το ασανσέρ. Σκαρφάλωσα στις σκάλες, δρασκελώντας δυο - δυο τα σκαλοπάτια,  ως το τρίτο πάτωμα. Ήξερα το νούμερο του δωματίου του και χτύπησα κατακόκκινη και λαχανιασμένη την πόρτα.
   "Εμπρός!" φώναξε.
   Άνοιξα, μετανιωμένη κιόλας. Είχα χάσει το θάρρος μου στη σκέψη πως μπορεί και να 'χε μόλις ξυπνήσει, καθώς γύρισε αργά τη νύχτα, και μπορεί να ήταν ακόμα στο κρεβάτι, ταραγμένος και νευρικός.
   Τον βρήκα να ξυρίζεται δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, φορώντας ένα σακάκι καμηλό πάνω από την πιτζάμα του, κι ένιωσα πόσο πολύ άχαρη και κακοντυμένη ήμουν μπροστά του με το φανελένιο μου ταγιέρ και τα χοντροκομμένα μου τα παπούτσια. Νόμιζα πως ήμουν τραγική και δεν ήμουν παρά γελοία.
   "Τι θέλετε;" ρώτησε. "Συμβαίνει τίποτα;"
   "Ήρθα να σας αποχαιρετίσω", είπα. "Φεύγουμε σήμερα το πρωί".
   Με κοίταξε με κατάπληξη, ύστερα άφησε το ξυράφι πάνω στον νιπτήρα.
   "Κλείστε την πόρτα", είπε.
   Την έκλεισα πίσω μου και στάθηκα όρθια, άτολμη και δειλή, με τα χέρια μου κρεμασμένα.
   "Τι κουβέντες είναι πάλι αυτές;" ρώτησε.
   "Είναι αλήθεια. Φεύγουμε σήμερα. Θα παίρναμε το τρένο αργότερα, μα τώρα θέλει να φύγουμε με το πρώτο δρομολόγιο και φοβήθηκα πως δε θα σας ξαναδώ πια. Ένιωσα την ανάγκη να σας δω πριν φύγω, να σας ευχαριστήσω".
   Τα ανόητα αυτά λόγια κυλούσαν απ' το στόμα μου έτσι ακριβώς όπως το είχα φανταστεί. Ήμουν στενοχωρημένη και συμπεριφερόμουν  αδέξια.
   "Γιατί δε μου το είπατε πιο νωρίς;" ρώτησε.
   "Μόλις χτες το αποφάσισε. Έγιναν όλα βιαστικά. Η κόρη της φεύγει για τη Νέα Υόρκη το Σάββατο και θα πάμε μαζί της. Θα συναντηθούμε στο Παρίσι και θα πάμε ύστερα στο Χερβούργο".
   "Θα σας πάρει μαζί της στη Νέα Υόρκη;"
   "Ναι, και δε θέλω να πάω. Θα το μισήσω αυτό το μέρος φριχτά. Θα είμαι δυστυχισμένη".
   "Γιατί πάτε τότε μαζί της, για όνομα του Θεού;"
   "Είμαι υποχρεωμένη, το ξέρετε. Είμαι στην υπηρεσία της. Δεν μπορώ να την αφήσω".
   Ξαναπήρε το ξυράφι του κι έβγαλε τη σαπουνάδα απ' το πρόσωπό του.
   "Καθίστε", είπε. "Δε θ' αργήσω. Θα ντυθώ στο λουτρό. Σε πέντε λεπτά θα είμαι έτοιμος".
   Πήρε τα ρούχα του από την καρέκλα, τα πέταξε στο πάτωμα του λουτρού και μπήκε μέσα χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Κάθισα πάνω στο κρεβάτι κι άρχισα να τρώγω τα νύχια μου. Βρισκόμουν εκτός πραγματικότητας κι είχα την αίσθηση πως ήμουν ένα ψυχρό άγαλμα.
   Αναρωτιόμουν τι μπορεί να σκεφτόταν, τι να 'χε σκοπό να κάνει. Έριξα μια ματιά γύρω μου στο δωμάτιο. Ήταν μια συνηθισμένη αντρική κάμαρα, απρόσωπη κι ακατάστατη. Πλήθος παπούτσια, περισσότερα απ' όσα θα μπορούσε κανείς να χρειαστεί, ήταν σκόρπια παντού και μάτσα γραβάτες. Το τραπέζι της τουαλέτας ήταν σχεδόν άδειο, μόνο μ' ένα μπουκαλάκι λοσιόν κι ένα ζευγάρι βούρτσες μαλλιών από ελεφαντοκόκαλο. Καμιά φωτογραφία ή κάτι τέτοιο πάνω του. Το πρόσεξα αυτό. Κοίταξα από ένστικτο να δω έστω και μια φωτογραφία πάνω απ' το κρεβάτι του ή πάνω στο ράφι του τζακιού,  μια μεγάλη φωτογραφία σε δερμάτινη κορνίζα. Μα δεν είδα παρά βιβλία και κουτιά με τσιγάρα.
   Σε πέντε λεπτά, όπως είχε υποσχεθεί, ήταν έτοιμος.
   "Ελάτε μαζί μου στη βεράντα, ώσπου να πάρω το πρωινό μου".
   Κοίταξα το ρολόι μου.
   "Δεν έχω καιρό", είπα. "Θα έπρεπε να βρίσκομαι τώρα στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου για ν' αλλάξω τα εισιτήρια του ταξιδιού".
   "Μη σας νοιάζει γι' αυτό", είπε. "Πρέπει να σας μιλήσω".
   Προχώρησε στο διάδρομο και χτύπησε το κουδούνι για το ασανσέρ. Δε μπορεί να καταλάβει, συλλογίστηκα, πως το τρένο φεύγει σε μιάμιση ώρα. Η κυρία Βαν Χόπερ θα τηλεφωνήσει στη ρεσεψιόν για να δει αν βρίσκομαι εκεί.
   Κατεβήκαμε με το ασανσέρ χωρίς να μιλάμε και βγήκαμε στη βεράντα, όπου ήταν στρωμένο το τραπέζι για το πρόγευμα.
   "Τι θα πάρετε;" ρώτησε.
   "Έχω πάρει το πρόγευμά μου", του είπα, "και εξάλλου δε μπορώ να μείνω περισσότερο από τέσσερα λεπτά".
   "Φέρε μου έναν καφέ", είπε στο γκαρσόνι, "ένα αυγό βραστό, φρυγανιές, μαρμελάδα κι ένα μανταρίνι".
   Και βγάζοντας μια μικρή λίμα από την τσέπη του, άρχισε να φτιάχνει τα νύχια του.
   "Ώστε λοιπόν η κυρία Βαν Χόπερ βαρέθηκε το Μόντε Κάρλο και θέλει να γυρίσει στον τόπο της", είπε. "Το ίδιο κι εγώ. Εκείνη στη Νέα Υόρκη κι εγώ στο Μαντερλέι. Ποιο απ' τα δυο προτιμάτε; Μπορείτε να διαλέξετε".
   "Μην παίζετε μαζί μου",  του είπα, "δεν είναι σωστό. Πιστεύω μάλιστα πως το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να σας αποχαιρετίσω και να πάω να δω για τα εισιτήρια".
   "Αν νομίζετε πως είμαι από τους ανθρώπους που κάνουν αστεία, όταν παίρνουν το πρωινό τους, γελιέστε", είπε. "Είμαι πάντα κακόκεφος τις πρωινές ώρες. Θα πάτε στην Αμερική με την κυρία Βαν Χόπερ ή θα έρθετε μαζί μου στο Μαντερλέι;"
   "Θέλετε να πείτε πως έχετε ανάγκη από μια γραμματέα ή κάτι τέτοιο;"
   "Όχι, μικρή ανόητη, σας ζητώ να με παντρευτείτε".
   Το γκαρσόνι ήρθε με το πρόγευμα κι εγώ καθόμουν με τα χέρια ακουμπισμένα πάνω στα γόνατά μου και το κοιτούσα να βάζει στο τραπέζι την καφετιέρα και τη γαλατιέρα.
   "Δεν καταλαβαίνετε", είπα, μόλις έφυγε το γκαρσόνι, "πως δεν είμαι από τις γυναίκες που μπορεί κανείς να τις παντρευτεί;"
   "Τι διάβολο θέλετε να πείτε μ' αυτό;" ρώτησε κοιτάζοντάς με παραξενεμένος κι αφήνοντας κάτω το κουτάλι του.
   Κοίταζα μια μύγα που τριγύριζε στη μαρμελάδα και που εκείνος την έδιωξε νευρικά.
   "Δεν ξέρω", είπα αργά. "Δε νομίζω πως μπορώ να σας εξηγήσω. Πρώτα - πρώτα  νιώθω πως δεν ανήκω στο δικό σας τον κόσμο".
   "Και ποιος είναι ο δικός μου ο κόσμος;"
   "Μα... το Μαντερλέι. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω".
   Πήρε πάλι το κουτάλι κι άρχισε ν' ανακατεύει τον καφέ του.
   "Είστε κι εσείς το ίδιο αδαής σαν την κυρία Βαν Χόπερ και το ίδιο ανόητη. Τι ξέρετε εσείς για το Μαντερλέι; Εγώ μόνο μπορώ να κρίνω αν ανήκετε σ' αυτόν τον κόσμο ή όχι. Νομίζετε πως σας προτείνω να έρθετε εκεί από τη διάθεση της στιγμής, επειδή λέτε πως δε θέλετε να πάτε στην Νέα Υόρκη; Πιστεύετε πως σας ζητώ να με παντρευτείτε για την ίδια αιτία που νομίζατε πως σας έπαιρνα μαζί μου με το αυτοκίνητο και σας κάλεσα να δειπνήσετε το πρώτο βράδυ μαζί μου; Από καλοσύνη, δεν είναι έτσι;"
   "Ναι", είπα.
   "Μια μέρα", συνέχισε, απλώνοντας μαρμελάδα στη φρυγανιά του, "θα διαπιστώσετε ίσως πως η φιλανθρωπία δεν είναι η πιο χαρακτηριστική μου αρετή. Για την ώρα έχω την εντύπωση πως δεν ξέρετε τίποτα ακόμα για μένα. Λοιπόν, δεν απαντήσατε στην πρότασή μου: Θα με παντρευτείτε;"
   Δεν είχα φανταστεί, νομίζω, ούτε στις πιο τρελές φαντασιώσεις μου αυτή την πιθανότητα. Κάποτε, σ' έναν περίπατό μας με το αυτοκίνητο, που είχαμε μείνει σιωπηλοί για κάμποση ώρα και για πολλά χιλιόμετρα δρόμο, άρχισα να πλάθω μια φανταστική ιστορία πως ήταν άρρωστος τάχα, πως παραμιλούσε και πως έστειλε και με φώναξε για να του κάνω τη νοσοκόμα. Οι σκέψεις μου είχαν προχωρήσει ως το σημείο που του έβαζα κολώνια στο κεφάλι, μα είχαμε φτάσει πια στο ξενοδοχείο κι αναγκάστηκα να δώσω τέλος στην ιστορία μου. Μιαν άλλη φορά πάλι είχα φανταστεί πως ζούσα σ' ένα σπιτάκι στο Μαντερλέι, πως ερχόταν κάπου - κάπου να με βλέπει και πως συνήθιζε να κάθεται μπρος στο αναμμένο τζάκι. Η ξαφνική αυτή πρόταση γάμου με θάμπωσε, θαρρώ μάλιστα πως μ' έκανε να νιώσω λίγο άβολα. Ήταν σαν να με ζητούσε σε γάμο ο ίδιος ο βασιλιάς. Μου φαινόταν τόσο απίστευτο. Κι εκείνος εξακολουθούσε να τρώει τις φρυγανιές με τη μαρμελάδα του σαν να 'ταν όλα απλά και φυσικά. Στα μυθιστορήματα οι άντρες γονατίζουν μπροστά στις γυναίκες μια φεγγαρόλουστη νύχτα για να τους κάνουν πρόταση γάμου. Όχι πάντως στο πρόγευμα, όχι μ' αυτόν τον τρόπο.
   "Η πρότασή μου δε φαίνεται να σας ενθουσιάζει", είπε. "Κρίμα! Είχα την ιδέα πως μ' αγαπούσατε λιγάκι. Ωραίο πλήγμα για τον ανδρικό μου εγωισμό".
   "Σας αγαπώ", είπα, "σας αγαπώ πάρα πολύ, τόσο που ένιωθα πολύ δυστυχισμένη μέχρι πριν λίγο κι έκλαιγα όλη τη νύχτα στη σκέψη πως δε θα σας ξανάβλεπα".
   Γέλασε σ' αυτά μου τα λόγια, θυμάμαι, και μου άπλωσε το χέρι του πάνω απ' το τραπέζι.
   "Ο Θεός να σας ευλογεί γι' αυτό", είπε. "Μια μέρα, όταν θα φτάσετε στην έξοχη αυτή ηλικία των τριάντα έξι χρονών, που είναι, όπως μου είπατε, η φιλοδοξία σας, θα σας θυμίσω αυτή τη στιγμή. Και δε θα την θυμάστε. Τι κρίμα που πρέπει να μεγαλώσετε!"
   Είχα αρχίσει να ντρέπομαι και θύμωσα μαζί του γιατί γελούσε. Δεν λένε, λοιπόν, τέτοια λόγια οι γυναίκες στους άντρες; Πόσα πράγματα είχα ακόμα να μάθω!
   "Είμαστε σύμφωνοι, λοιπόν, έτσι δεν είναι;" με ρώτησε, εξακολουθώντας να τρώει τη φρυγανιά και τη μαρμελάδα του. "Αντί να συνοδέψετε την κυρία Βαν Χόπερ, θα συνοδέψετε εμένα και τα καθήκοντά σας κοντά μου θα είναι σχεδόν τα ίδια. Αγαπώ κι εγώ τα καινούργια βιβλία, τα λουλούδια στο σαλόνι και το μπεζίκι μετά το γεύμα. Και θέλω να 'χω κάποιον να μου σερβίρει το τσάι μου. Η μόνη διαφορά είναι πως εγώ δεν παίρνω «ταξόλ», προτιμώ το «ινός», και πρέπει να φροντίζετε να μη μου λείπει ποτέ η αγαπημένη μου οδοντόπαστα".
   Χτυπούσα τα δάχτυλά μου πάνω στο τραπέζι, αβέβαιη και για όσα μου έλεγε και για τον εαυτό μου επίσης. Μήπως γελούσε ακόμα μαζί μου; Μήπως δεν ήταν όλα αυτά παρά ένα παιχνίδι; Με κοίταξε και είδε την ανησυχία στο πρόσωπό μου.
   "Δεν είμαι και πολύ τρυφερός μαζί σας, δε νομίζετε;" είπε. "Δεν είχατε φανταστεί ποτέ πως μπορεί να γίνει έτσι μια πρόταση γάμου. Κανονικά θα έπρεπε τώρα να είμαστε σ' ένα ερημικό μέρος, εσείς να είστε ντυμένη στα κάτασπρα μ' ένα τριαντάφυλλο στο χέρι,  ενώ πέρα μακριά ένα βιολί θα έπρεπε να παίζει κάποιο βαλς. Θα σας έκανα μια θερμή ερωτική εξομολόγηση πίσω από μια φοινικιά. Και τότε θα νιώθατε πως αξίζει στ' αλήθεια τον κόπο να με παντρευτείτε. Καημένη μικρούλα μου, τι αίσχος! Δεν πειράζει όμως. Θα σας πάρω να πάμε στη Βενετία για το ταξίδι του γάμου μας. Θα κάνουμε βόλτα μέσα σε μια γόνδολα και θα σας κρατώ τρυφερά τα χέρια. Μα δε θα μείνουμε πολύ εκεί, γιατί θέλω να σας δείξω το Μαντερλέι".
   Ήθελε να μου δείξει το Μαντερλέι... Και τότε συνειδητοποίησα ξαφνικά πως όλα αυτά θα πραγματοποιούνταν στ' αλήθεια, θα ήμουν η γυναίκα του, θα περπατούσαμε μαζί στον κήπο, θα κατηφορίζαμε στο μονοπάτι της Κοιλάδας, πηγαίνοντας στην ακτή με τα βότσαλα. Ήξερα πως θα στεκόμουν στα σκαλοπάτια της αυλής μετά το πρόγευμα, θα απολάμβανα την όμορφη ημέρα, ρίχνοντας ψίχουλα στα πουλάκια, κι αργότερα θα τριγύριζα στον κήπο μ' ένα μεγάλο καπέλο κι ένα μακρύ ψαλίδι στο χέρι, κόβοντας λουλούδια για το σπίτι. Τώρα καταλάβαινα γιατί την είχα αγοράσει εκείνη την καρτ - ποστάλ, όταν ήμουν παιδί. Ήταν κάτι σαν ένα προαίσθημα, μια πρόγευση όλων εκείνων που με περίμεναν στο μέλλον.
   Ήθελε να μου δείξει το Μαντερλέι. Η φαντασία μου δούλευε πυρετωδώς. Αλλεπάλληλες μορφές και εικόνες περνούσαν από τα μάτια μου όλη εκείνη την ώρα που εκείνος έτρωγε το μανταρίνι του, δίνοντάς μου πότε - πότε καμιά φέτα ενώ με κοίταζε στα μάτια. Φανταζόμουν πως θα είμαστε μέσα σ' ένα πλήθος κόσμου κι εκείνος θα 'λεγε: «Μάλλον δε θα 'χετε γνωρίσει τη γυναίκα μου. Από δω η κυρία ντε Γουίντερ». Θα ήμουν η κυρία ντε Γουίντερ. Σκεφτόμουν το νέο μου όνομα και πώς θα υπόγραφα τις επιταγές που θα έστελνα στους εμπόρους ή τα γράμματα, όταν θα καλούσα κόσμο στο σπίτι για φαγητό. Άκουσα τη φωνή μου στο τηλέφωνο: «Γιατί να μην έρθετε το άλλο Σαββατοκύριακο στο Μαντερλέι;» Πλήθος κόσμου πάντα να με περιβάλλει. «Ω, μα είναι γοητευτική, πρέπει να τη γνωρίσετε...!» Αυτό θα ήταν το συνηθισμένο μουρμούρισμα για μένα μέσα στο πλήθος κι εγώ θα απομακρυνόμουν, κάνοντας πως δεν άκουσα τίποτα.
   Φανταζόμουν, επίσης, πως θα κατέβαινα στο σπιτάκι του θυρωρού μ' ένα καλάθι γεμάτο σταφύλια και ροδάκινα κρεμασμένο στο μπράτσο μου για τη γριά γυναίκα του που θα ήταν άρρωστη. Θα μου άπλωνε τα χέρια της γεμάτη ευγνωμοσύνη: «Ο Θεός να σας ευλογεί για την καλοσύνη σας, κυρία». Κι εγώ θα της έλεγα: «Αν χρειαστείτε τίποτα, δεν έχετε παρά να με ειδοποιήσετε στο σπίτι». Κυρία ντε Γουίντερ! Θα ήμουν η κυρία ντε Γουίντερ. Έβλεπα κιόλας με τα μάτια της φαντασίας μου στην τραπεζαρία το γυαλιστερό ξύλινο τραπέζι και τα ψηλά κηροπήγια. Ο Μαξίμ θα καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Θα είχαμε είκοσι τέσσερις καλεσμένους. Στα μαλλιά μου θα φορούσα λουλούδια. Όλοι θα με κοίταζαν, κρατώντας ψηλά τα ποτήρια τους. «Πρέπει να πιούμε στην υγειά της νύφης». Κι ο Μαξίμ θα 'λεγε ύστερα: «Ποτέ ξανά δεν σε είδα τόσο όμορφη». Το σπίτι θα είχε μεγάλα δροσερά δωμάτια γεμάτα λουλούδια. Στην κρεβατοκάμαρά μου θα υπήρχε ένα τζάκι για τον χειμώνα. Κάποιος χτυπά την πόρτα, μια γυναίκα μπαίνει μέσα χαμογελώντας. Είναι η αδελφή του Μαξίμ που λέει: «Δεν φαντάζεσαι πόσο ευτυχισμένο τον έχεις κάνει. Όλος ο κόσμος είναι τόσο γοητευμένος μαζί σου. Δεν μπορούσε να κάνει καλύτερο γάμο». Κυρία ντε Γουίντερ! Θα 'μουνα η κυρία ντε Γουίντερ!
   "Το άλλο κομμάτι από το μανταρίνι είναι ξινό", είπε. "Δε θα το φάω". 
   Κι εγώ τον κοίταξα παραξενεμένη. Άργησα να καταλάβω τα λόγια του. Ύστερα κοίταξα το φρούτο που ήταν στο πιάτο του. Το κομμάτι εκείνο από το μανταρίνι ήταν σκληρό και κιτρινωπό. Είχε δίκιο, ήταν πολύ ξινό. Ένιωθα μια έντονη πικρή γεύση στο στόμα και το κατάλαβα μόλις τώρα.
   "Εγώ θ' αναγγείλω στην κυρία Βαν Χόπερ τα νέα ή εσείς;" ρώτησε.
   Δίπλωσε την πετσέτα του κι έσπρωξε πέρα το πιάτο του με το πιο συνηθισμένο ύφος, σαν να μην είχε αυτό που έλεγε καμιά εξαιρετική σημασία, σαν να 'κανε απλά και κοινά σχέδια για το μέλλον, ενώ για μένα ήταν σαν να είχε εκραγεί σε χίλια κομμάτια μια βόμβα.
   "Να της το πείτε εσείς", είπα. "Θα 'ναι πολύ θυμωμένη".
   Σηκωθήκαμε από το τραπέζι. Ήμουν ταραγμένη και κατακόκκινη. Έτρεμα από τη νευρικότητα. Αναρωτιόμουν αν θα μιλούσε για τον γάμο στο γκαρσόνι, αν θα μ' έπιανε από το μπράτσο και θα 'λεγε χαμογελώντας: «Πρέπει να μας συγχαρείς. Η δεσποινίς κι εγώ θα παντρευτούμε». Και τότε όλα τα γκαρσόνια, που θα άκουγαν αυτά τα λόγια, θα υποκλίνονταν μπροστά μας χαμογελώντας κι εμείς θα μπαίναμε στο σαλόνι, αφήνοντας πίσω μας ένα κύμα συγκίνησης και προσδοκίας. Μα δεν είπε τίποτα. Έφυγε από την ταράτσα, χωρίς να βγάλει λέξη από το στόμα του, κι εγώ τον ακολούθησα στο ασανσέρ. Περάσαμε δίπλα από τη ρεσεψιόν, μα δε μας κοίταξε κανείς. Ο υπάλληλος ήταν απορροφημένος μ' ένα μάτσο χαρτιά και μιλούσε πάνω απ' τον ώμο του στον υφιστάμενό του. Δεν το ξέρει, συλλογίστηκα, πως θα γίνω κυρία ντε Γουίντερ, πως θα ζήσω στο Μαντερλέι, πως σε λίγο καιρό το Μαντερλέι θα 'ναι δικό μου.
   Ανεβήκαμε στο πρώτο πάτωμα με το ασανσέρ και βγήκαμε στο διάδρομο. Πήρε το χέρι μου στο δικό του, καθώς προχωρούσαμε, και το κράτησε με δύναμη.
   "Μήπως βρίσκετε πάρα πολλά τα σαράντα δύο χρόνια μου;" ρώτησε.
   "Ω, όχι", του απάντησα γρήγορα κι ίσως με υπερβολική προθυμία. "Δε μ' αρέσουν οι νεαροί".
   "Δεν γνωρίσατε ποτέ κανέναν", μου είπε.
   Φτάσαμε στην πόρτα του διαμερίσματος.
   "Νομίζω πως το καλύτερο είναι να το τακτοποιήσω μόνος μου αυτό το ζήτημα", είπε. "Για πέστε μου, σας πειράζει να παντρευτούμε γρήγορα; Δεν πιστεύω να σας χρειάζονται προίκες ή άλλα τέτοια; Γιατί όλα μπορούν να κανονιστούν πάρα πολύ εύκολα μέσα σε λίγες μέρες. Μια επίσκεψη στο προξενείο, μια άδεια, κι ύστερα δρόμο με το αυτοκίνητο για τη Βενετία ή για όπου αλλού θέλετε".
   "Όχι στην εκκλησία;" ρώτησα. "Χωρίς άσπρο φόρεμα, παράνυφες, χορωδία και καμπάνες; Κι οι φίλοι σας; Κι οι συγγενείς σας;"
   "Ξεχνάτε", είπε, "πως όλα αυτά τα έχω ξανακάνει".
   Είχαμε σταματήσει μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματος και πρόσεξα πως η εφημερίδα ήταν ακόμα στο κουτί. Στο πρόγευμα δεν είχαμε βρει χρόνο να τη διαβάσουμε.
   "Λοιπόν", είπε, "τι λέτε γι' αυτό;"
   "Μα ναι, φυσικά", απάντησα. "Νόμισα για μια στιγμή πως θα παντρευόμασταν στο σπίτι, στο Μαντερλέι. Μα και βέβαια δεν δίνω καμιά ιδιαίτερη σημασία σε θέματα όπως η εκκλησία, ο κόσμος και οι τελετές".
   Και του χαμογέλασα, παίρνοντας χαρούμενο ύφος.
   "Θα είναι πολύ ευχάριστο, έτσι δεν είναι;" ρώτησα. 
   Μα είχε γυρίσει και είχε ανοίξει την πόρτα. Βρεθήκαμε μέσα στο χολ.
   "Εσύ είσαι;" φώναξε από μέσα η κυρία Βαν Χόπερ. "Τι έκανες, τέλος πάντων, τόση ώρα; Τηλεφώνησα τρεις φορές στη ρεσεψιόν και μου είπαν πως δεν σε είδε κανείς".
   Ένιωσα ξαφνικά την ανάγκη να γελάσω, να κλάψω, να ξεσπάσω και με τα δυο μαζί κι αισθάνθηκα έναν πόνο στο στομάχι. Για μια στιγμή ένιωσα την επιθυμία να μην είχε γίνει τίποτα απ' όλα αυτά, να βρισκόμουνα κάπου μονάχη, να πήγαινα περίπατο σφυρίζοντας.
   "Φοβάμαι πως το λάθος είναι όλο δικό μου", είπε αυτός μπαίνοντας στο σαλόνι και κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
   Άκουσα τη φωνή της γεμάτη κατάπληξη. Ύστερα πήγα στην κρεβατοκάμαρά μου και κάθησα δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Είχα την αίσθηση πως περίμενα στον προθάλαμο ενός ιατρείου. Θα έπρεπε να ξεφυλλίζω περιοδικά, να κοιτάζω φωτογραφίες αδιάφορες, να διαβάζω άρθρα που δε θα τα ξαναθυμόμουν ποτέ πια, ώσπου να 'ρθει πρόθυμη και χαρούμενη η νοσοκόμα με την ξεθωριασμένη από τα αντισηπτικά τόσων χρόνων ανθρώπινη ευαισθησία της: «Όλα πάνε καλά. Η εγχείρηση πέτυχε. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε. Πρέπει να πάτε σπίτι να κοιμηθείτε λιγάκι». 
   Οι τοίχοι του διαμερίσματος ήταν χοντροί. Δε μπορούσα ν' ακούσω τίποτα. Τι να της έλεγε τάχα, ποιες φράσεις άραγε θα χρησιμοποιούσε; Θα της έλεγε ίσως: «Την αγάπησα από την πρώτη στιγμή που την είδα. Βλεπόμαστε κάθε μέρα». Κι εκείνη θα του απαντούσε: «Αλήθεια, κύριε ντε Γουίντερ; Είναι η πιο ρομαντική ιστορία που άκουσα ποτέ στη ζωή μου». Ρομαντική! Ναι, ακριβώς αυτή είναι η λέξη που προσπαθούσα να θυμηθώ, καθώς ανεβαίναμε με το ασανσέρ. Μα και βέβαια αυτό ήταν: ρομαντική. Αυτό θα 'λεγε κι ο κόσμος. Όλη αυτή η ιστορία ήταν τόσο ξαφνική, τόσο ρομαντική. Αποφάσισαν ξαφνικά να παντρευτούν. Τι περιπέτεια!
   Χαμογέλασα από μέσα μου, καθώς αγκάλιαζα τα γόνατά μου δίπλα στο παράθυρο και συλλογιζόμουν πόσο θαυμάσια ήταν όλα αυτά και πόσο ευτυχισμένη θα γινόμουν. Θα παντρευόμουν τον άντρα που αγαπούσα. Θα γινόμουν κυρία ντε Γουίντερ! Ήταν ανόητο να αισθάνομαι ακόμα αυτόν τον πόνο στο στομάχι απ' τη στιγμή που ήμουν τόσο ευτυχισμένη. Φυσικά, ήμουν λίγο νευρική. Να περιμένω έτσι, σαν να ήμουν στον προθάλαμο ενός ιατρείου! Ίσως θα ήταν καλύτερο, βέβαια, και πιο φυσικό να μπαίναμε γελαστοί στο σαλόνι, πιασμένοι από το χέρι και χαμογελώντας ο ένας στον άλλον. Και να 'λεγε εκείνος: «Θα παντρευτούμε. Είμαστε ερωτευμένοι τρελά».
   Ερωτευμένοι; Δε μου είχε ακόμα μιλήσει για έρωτα. Ίσως δε βρήκε καιρό. Όλα έγιναν τόσο βιαστικά, την ώρα που έπαιρνε το πρόγευμά του, που έβαζε στις φρυγανιές τη μαρμελάδα του, που έπινε τον καφέ του κι έτρωγε, επίσης, εκείνο το μανταρίνι. Δεν βρήκε καιρό. Όχι, δε μου 'χε πει καθόλου πως ήταν ερωτευμένος. Μόνο πως θα παντρευόμασταν. Σύντομα, σταράτα και πολύ πρωτότυπα. Οι αυθόρμητες προτάσεις είναι πολύ καλύτερες, πιο αληθινές. Όχι, δε φέρθηκε σαν τους άλλους, σαν τους νεαρούς που λένε ένα σωρό κουταμάρες και δεν πιστεύουν ούτε τις μισές. Όχι, δεν ήταν σαν εκείνους τους ασυνάρτητους νέους τους γεμάτους πάθος, που τάζουν με όρκους αδύνατα πράγματα. Ούτε καν όπως ήταν τότε που ζήτησε σε γάμο τη Ρεβέκκα... Μα δεν πρέπει να το σκέφτομαι αυτό. Ας πάει στο καλό. Είναι μια σκέψη απαγορευμένη που μου τη βάζουν στο μυαλό οι διαβόλοι. Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! Δεν πρέπει να το σκέφτομαι αυτό ποτέ. Ποτέ, ποτέ, ποτέ! Μ' αγαπά, θέλει να μου δείξει το Μαντερλέι. Δε θα τελειώσουν πια μ' αυτές τις κουβέντες; Δε θα με φωνάξουν καμιά φορά να πάω μέσα κι εγώ; Το βιβλίο με τα ποιήματα ήταν κοντά στο κρεβάτι μου. Το 'χε ξεχάσει πως μου το είχε δανείσει. Δε μπορούσε, λοιπόν, να 'χει για κείνον και πολλή σημασία. «Εμπρός», μουρμούρισε ο  εσωτερικός μου δαίμονας, «άνοιξε στη σελίδα που είναι ο τίτλος, αφού αυτό θες». Ανοησίες, είπα. Θέλω μόνο να βάλω το βιβλίο μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα. Χασμουρήθηκα και πήγα στο τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι. Πήρα το βιβλίο στα χέρια μου. Το πόδι μου μπερδεύτηκε στο καλώδιο της λάμπας του κρεβατιού. Σκόνταψα και το βιβλίο έπεσε απ' τα χέρια μου στο πάτωμα. Άνοιξε στη σελίδα με την αφιέρωση: «Στον Μαξ, η Ρεβέκκα». Ήταν νεκρή και τους νεκρούς δεν πρέπει οι άνθρωποι να τους φοβούνται. Κοιμούνται ειρηνικά, η χλόη φυτρώνει πάνω στους τάφους τους. Κι όμως, τι ζωντανό που ήταν το γράψιμό της, τι δυνατό! Εκείνα τα παράξενα πλαγιαστά γράμματα! Ο λεκές απ' το μελάνι! Θα νόμιζες πως είχαν γραφτεί πρόσφατα. Πραγματικά, ήταν λες και γράφτηκαν χτες! Πήρα το ψαλιδάκι των νυχιών απ' το συρτάρι της τουαλέτας κι έκοψα τη σελίδα, κοιτάζοντας πάνω απ' τον ώμο μου σαν κανένας εγκληματίας.
   Έκοψα τελείως το φύλλο απ' το βιβλίο. Δεν άφησα ούτε το παραμικρό ίχνος και το βιβλίο, σαν έφυγε εκείνη η σελίδα, φάνταζε άσπρο και καθαρό. Ήταν ένα καινούργιο αχρησιμοποίητο βιβλίο. Έσκισα το φύλλο σε πολλά μικρά κομματάκια και το 'ριξα στο καλάθι των αχρήστων. Ύστερα πήγα και ξανακάθησα στην καρέκλα μου δίπλα στο παράθυρο. Ωστόσο, σκεφτόμουν συνεχώς εκείνα τα χάρτινα κομματάκια στο καλάθι κι ένα λεπτό αργότερα σηκώθηκα να πάω να τα ξανακοιτάξω. Ακόμα και στην κατάσταση που ήταν τώρα, το μελάνι ξεχώριζε πάνω τους μαύρο και παχύ. Τα γράμματά της, λοιπόν, δεν είχαν καταστραφεί. Πήρα ένα κουτί σπίρτα κι έβαλα φωτιά στα χαρτάκια. Αρχικά τυλίχτηκαν σε μια όμορφη λάμψη, έπειτα μαύρισαν, οι άκρες τους τσαλακώθηκαν, ώσπου τα πλαγιαστά γράμματα χάθηκαν. Τα κομμένα χαρτάκια έγιναν γκρίζα στάχτη. Τελευταίο κάηκε το χαρτί με το γράμμα Ρ. Τυλίχτηκε μέσα στη φλόγα, τσαλακώθηκε για μια στιγμή προς τα έξω και φάνηκε μεγαλύτερο απ' ό,τι ήταν. Ύστερα χάθηκε κι αυτό κι η φλόγα έσβησε. Δεν έμεινε ούτε λίγη στάχτη καν. Έγινε αέρινη φτερωτή σκόνη. Πήγα κι έπλυνα τα χέρια μου στο νιπτήρα. Ένιωθα καλύτερα, πολύ καλύτερα. Είχα το καθαρό, εντελώς νέο αίσθημα, που νιώθει πάντα κανείς την Πρωτοχρονιά όταν στέκεται μπροστά στο καινούργιο ημερολόγιο που κρέμεται ανέγγιχτο ακόμα στον τοίχο. Πρώτη του Γενάρη! Ένιωθα την ίδια φρεσκάδα, την ίδια χαρούμενη διάθεση για το μέλλον. Η πόρτα άνοιξε και ο Μαξίμ μπήκε στο δωμάτιο.
   "Εντάξει είναι όλα", είπε. "Έπαθε τέτοιο σοκ στην αρχή, που της κόπηκε η μιλιά. Μα ύστερα άρχισε να συνέρχεται. Πάω κάτω στη ρεσεψιόν για να βεβαιωθώ πως προφταίνει να φύγει με το πρώτο τρένο. Για μια στιγμή σκέφτηκε να μη φύγει. Είχε την ελπίδα πως θα την καλούσα μάρτυρα στο γάμο, μα εγώ δεν της έκανα τέτοια πρόταση. Πήγαινε να της μιλήσεις".
   Δε μου είπε πως ήταν χαρούμενος ούτε πως ήταν ευτυχισμένος. Δε με έπιασε από το μπράτσο για να με συνοδέψει στο σαλόνι. Χαμογέλασε, μου κούνησε το χέρι σε χαιρετισμό και βγήκε μόνος του έξω στον διάδρομο. Πήγα να συναντήσω την κυρία Βαν Χόπερ διστακτικά, λίγο δειλά, σαν μια καμαριέρα που είχε στείλει με κάποιον φίλο την παραίτησή της στο αφεντικό της.
   Στεκόταν  μπροστά στο παράθυρο καπνίζοντας. Δεν ήταν παρά μια αλλόκοτη κοντόχοντρη σιλουέτα, που δε θα την ξανάβλεπα ποτέ πια, με τη ζακέτα σφιχτά κουμπωμένη πάνω στο μεγάλο της στήθος, με το γελοίο καπέλο της στραβά φορεμένο στο κεφάλι.
   "Λοιπόν;" είπε κι η φωνή της ακούστηκε στεγνή και σκληρή, εντελώς διαφορετική, φαντάζομαι, απ' αυτή που θα 'χε όταν θα μιλούσε μαζί του. "Πρέπει να ομολογήσω πως τα κατάφερες περίφημα. Καλά το λέει η παροιμία: «Από το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι». Πώς τον τύλιξες;"
   Δεν ήξερα τι ν' απαντήσω. Το χαμόγελό της καθόλου δε μου άρεσε.
   "Στάθηκες τυχερή που έπεσα στο κρεβάτι με γρίπη", είπε. "Τώρα καταλαβαίνω πώς περνούσες τις ώρες σου και γιατί ξεχνούσες ό,τι σου 'λεγα να κάνεις. Έκανες μαθήματα τένις, ε; Πιστεύω πως μπορούσες να μου 'χες μιλήσει γι' αυτό".
   "Με συγχωρείτε", δικαιολογήθηκα.
   Με κοίταξε παράξενα, με επιθεώρησε με το βλέμμα της από πάνω μέχρι κάτω.
   "Και μου είπε πως θέλει να σε παντρευτεί μέσα σε λίγες μέρες. Είσαι τυχερή που δεν έχεις οικογένεια να σου ζητήσει εξηγήσεις. Ας είναι, εμένα δε με αφορά πια αυτή η υπόθεση. Δε θέλω ν' ανακατευτώ άλλο σ' αυτή την ιστορία. Αναρωτιέμαι μόνο τι θα πουν οι φίλοι του, μα αυτό, νομίζω, είναι δικός του λογαριασμός. Το ξέρεις πως είναι πολλά χρόνια μεγαλύτερός σου;"
   "Είναι μόνο σαράντα δύο χρονών", είπα. "Άλλωστε κι εγώ αισθάνομαι πολύ μεγαλύτερη απ' όσο είμαι".
   Γέλασε και τίναξε στο πάτωμα τη στάχτη από το τσιγάρο της.
   "Ω, σίγουρα!" είπε.
   Και συνέχισε να με κοιτάζει μ' έναν τέτοιο τρόπο, που ποτέ άλλοτε δεν είχα προσέξει στη συμπεριφορά της απέναντί μου. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο ειρωνεία, όπως το βλέμμα ενός μέλους κριτικής επιτροπής σε κάποια κτηνοτροφική έκθεση. Η ματιά της είχε κάτι το χειρουργικό και ψυχρό, μια δυσάρεστη έκφραση.
   "Πες μου", μού είπε εμπιστευτικά, όπως θα μιλούσε μια φίλη στη φίλη της. "Μήπως έγινε τίποτα μεταξύ σας;"
   Έμοιαζε με τη Μπλεζ, τη ράφτρα, τότε που μου προσέφερε το δέκα τοις εκατό από τις εισπράξεις της.
   "Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε", απάντησα.
   Ανασήκωσε τους ώμους της γελώντας.
   "Α, καλά, καλά... δεν πειράζει! Πάντα έλεγα πως τα κορίτσια στην Αγγλία είναι ελαφρόμυαλα, παρά την πόζα που παίρνουν όταν παίζουν χόκεϊ. Ώστε έτσι λοιπόν. Πρέπει να φύγω μόνη μου για το Παρίσι και να σ' αφήσω εδώ με τον καλό σου, ώσπου να βγάλει τις άδειες. Πρόσεξα πως δε με κάλεσε καν στο γάμο".
   "Δε θα καλέσει κανέναν, νομίζω. Εξάλλου, εσείς θα έχετε φύγει".
   "Χμ! Χμ!" έκανε.
   Πήρε το κουτί των καλλυντικών για να βάλει μέσα την πουδριέρα της.
   "Υποθέτω ότι σκέφτηκες καλά αυτό που κάνεις", συνέχισε. "Όλα αυτά έγιναν πολύ βιαστικά, δε νομίζεις; Μέσα σε λίγες βδομάδες μόλις. Νομίζω πως δεν είναι και τόσο βολικός άνθρωπος και θα πρέπει να προσαρμοστείς στις συνήθειές του. Πέρασες, ξέρεις, μια ζωή πολύ οικογενειακή μέχρι τώρα και φυσικά δε μπορείς να ισχυριστείς πως κι εγώ σε κούρασα ιδιαίτερα. Θα πρέπει να το θεωρείς ακατόρθωτο σχεδόν πως μπορείς να σταθείς επάξια ως κυρία του Μαντερλέι. Για να είμαι εντελώς ειλικρινής μαζί σου, εγώ δε μπορώ να σε φανταστώ καθόλου".
   Τα λόγια της μου θύμισαν τα δικά μου. Έτσι είχα μιλήσει κι εγώ μια ώρα πρωτύτερα σ' εκείνον.
   "Δεν έχεις την ανάλογη πείρα", συνέχισε. "Δεν τον ξέρεις αυτόν τον κόσμο. Εσύ δε μπορείς καλά - καλά ν' ανταλλάξεις δυο φράσεις στα χαρτοπαικτικά τσάγια μου. Τι θα συζητάς μ' όλους τους φίλους του; Οι δεξιώσεις στο Μαντερλέι, όταν ζούσε η γυναίκα του, έκαναν πάταγο. Φυσικά, θα σου έχει μιλήσει γι' αυτές".
   Δίστασα για μια στιγμή, μα εκείνη ευτυχώς συνέχισε να μιλάει, χωρίς να περιμένει την απάντησή μου.
   "Κάθε άνθρωπος, φυσικά, λαχταρά την ευτυχία και συμφωνώ μαζί σου ότι ως άντρας είναι πολύ γοητευτικός. Ας είναι, με συγχωρείς. Όμως, εγώ προσωπικά νομίζω πως κάνεις τεράστιο λάθος και θα το μετανιώσεις πικρά κάποτε".
   Άφησε την πουδριέρα μέσα στο κουτί, σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε. Ίσως και να μιλούσε ειλικρινά, βέβαια, μα ας έλειπε τέτοια ειλικρίνεια από την πλευρά της. Δεν είπα λέξη. Φαίνεται πως θα 'μουν μελαγχολική, γιατί σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της και πήγε στον καθρέφτη να ισιώσει το καπέλο της, που ήταν μικρό σαν μανιτάρι. Χαιρόμουν που θα έφευγε, που δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ πια. Λυπόμουν για τους μήνες που είχα ζήσει κοντά της, στην υπηρεσία της, παίρνοντας τα λεφτά της, ακολουθώντας τη σαν σκιά, ταπεινωμένη και σιωπηλή. Φυσικά και μου έλειπε η πείρα. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήμουνα κουτή, ντροπαλή, πολύ νέα. Όλα αυτά τα 'ξερα. Δεν ήταν ανάγκη να μου τα πει. Σκεφτόμουν πως είχε σίγουρα υπολογίσει την κάθε κουβέντα που μου είπε και πως, για κάποιο παράξενο γυναικείο της πείσμα, αυτός ο γάμος την έκανε έξω φρενών. Οι πεποιθήσεις της για τα κοινωνικά και ταξικά κριτήρια είχαν μάλλον δεχτεί ισχυρότατο πλήγμα.
   Έτσι κι αλλιώς λίγο μ' ένοιαζε πια. Σύντομα θα την ξεχνούσα κι εκείνη και τα φαρμακερά της λόγια. Μια καινούργια ελπίδα είχε γεννηθεί μέσα μου απ' τη στιγμή που έκαψα εκείνη τη σελίδα και σκόρπισα τα κομμάτια της. Το παρελθόν θα 'σβηνε και για τους δυο μας, θ' αρχίζαμε μια καινούργια ζωή εκείνος κι εγώ. Θα γινόμουν η κυρία ντε Γουίντερ. Θα ζούσα στο Μαντερλέι. Εκείνη θα έφευγε, θα ταρακουνιόταν χωρίς εμένα στο βαγκόν-λι του τρένου, όσο εκείνος κι εγώ θα γευματίζαμε στο συνηθισμένο μας τραπέζι στην τραπεζαρία, κάνοντας σχέδια για το μέλλον.
   Θα 'ταν η αρχή μιας μεγάλης περιπέτειας. Ίσως, όταν θα 'φευγε εκείνη, ν' άρχιζε επιτέλους να μου μιλά περισσότερο, να μου λέει πως μ' αγαπά, πως ήταν ευτυχισμένος. Μέχρι τώρα δε μας είχε δοθεί η ευκαιρία και, άλλωστε, αυτά τα πράγματα δε λέγονται εύκολα, πρέπει να περιμένει κανένας  να 'ρθει η ώρα τους.
   Σήκωσα τα μάτια μου και είδα την εικόνα της μέσα στον καθρέφτη. Με κοίταζε μ' ένα χαμόγελο επιείκειας στα χείλη. Σκέφτηκα πως θα μου φερόταν καλοπροαίρετα επιτέλους, πως θα μου άπλωνε το χέρι, θα μου ευχόταν καλή τύχη και θα με καθησύχαζε πως όλα θα πήγαιναν καλά. Όμως εκείνη συνέχιζε να χαμογελά, χώνοντας μέσα στο καπέλο της μια τούφα από τα μαλλιά της που 'χε ξεφύγει.
   "Φυσικά", είπε στο τέλος, "φαντάζομαι πως ξέρεις γιατί σε παντρεύεται, έτσι δεν είναι; Δεν πιστεύω να κολακεύεσαι με την ιδέα πως είναι ερωτευμένος μαζί σου. Η αλήθεια είναι πως το άδειο κι έρημο εκείνο σπίτι τού την έχει δώσει στα νεύρα σε τέτοιο βαθμό, που κοντεύει να χάσει το μυαλό του. Τ' ομολόγησε μόνος του πριν μπεις στο δωμάτιο. Του ήταν αδύνατον να συνεχίσει άλλο πια αυτή τη μοναχική ζωή".
  
Ντι Μωριέ Δάφνη, Ρεβέκκα, (Μετφ. Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη), εκδ. Καστανιώτη

Δεν υπάρχουν σχόλια: