Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

[ AΠΟΛΥΤΟΙ ΠΡΩΤΑΡΗΔΕΣ ]

   
    Ήταν και οι δύο νέοι, μορφωμένοι και παρθένοι εκείνη την πρώτη νύχτα του γάμου τους και, στην εποχή που ζούσαν, μια συζήτηση για σεξουαλικές δυσκολίες ήταν απλώς αδύνατη. Μα ποτέ δεν είναι εύκολο. Είχαν μόλις καθίσει για να δειπνήσουν σ' ένα μικροσκοπικό καθιστικό στον πρώτο όροφο ενός γεωργιανού πανδοχείου. Στο διπλανό δωμάτιο, ορατό μέσα από την ανοιχτή πόρτα, βρισκόταν ένα κρεβάτι με ουρανό, μάλλον στενό, του οποίου το κάλυμμα ήταν ολόλευκο και τόσο αψεγάδιαστα τεντωμένο, σαν να μην το είχε στρώσει ανθρώπινο χέρι. Ο Έντουαρντ δεν ανέφερε ότι δεν είχε μείνει ποτέ πριν σε ξενοδοχείο, δεδομένου ότι η Φλόρενς, που είχε κάνει πολλά ταξίδια με τον πατέρα της ως παιδί, ήταν παλιά καραβάνα. Επιφανειακά, η διάθεσή τους ήταν πολύ καλή. Ο γάμος τους, στην εκκλησία Σεντ Μαίρη στην Οξφόρδη είχε πάει καλά· η τελετή ήταν σεμνή, η δεξίωση κεφάτη, το κατευόδωμα των φίλων από το σχολείο και το κολέγιο ήταν θορυβώδες και εμψυχωτικό. Οι γονείς της δεν ήταν συγκαταβατικοί με τους δικούς του, όπως είχαν φοβηθεί, και η μητέρα του δεν είχε κάνει καμιά σημαντική απρέπεια ούτε είχε ξεχάσει ολωσδιόλου το σκοπό της περίστασης. Το ζευγάρι είχε φύγει με το μικρό αυτοκίνητο της μητέρας της Φλόρενς και είχε φτάσει νωρίς το απόβραδο στο ξενοδοχείο του στην ακτή του Ντόρσετ όπου ο καιρός μπορεί να μην ήταν τέλειος για τα μέσα Ιουλίου ή για τις περιστάσεις, αλλά ήταν πλήρως ικανοποιητικός: δεν έβρεχε, δεν ήταν όμως και αρκετά ζεστά, σύμφωνα με τη Φλόρενς, ώστε να φάνε έξω στη βεράντα όπως είχαν ελπίσει. Ο Έντουαρντ δεν συμμεριζόταν τη γνώμη της, αλλά ευγενικός μέχρι υπερβολής, ούτε του περνούσε απ' το μυαλό να την αντικρούσει μια τέτοια νύχτα.
   Έτρωγαν λοιπόν στα δωμάτιά τους μπροστά στις μισάνοιχτες μπαλκονόπορτες που έβγαζαν στη βεράντα και επέτρεπαν τη θέα ενός τμήματος του Στενού της Μάγχης και της Παραλίας Τσέσιλ με την απέραντη βοτσαλωτή έκταση. Δυο νεαροί με σμόκιν τους σερβίριζαν το φαγητό τους από ένα κυλιόμενο τραπεζάκι παρκαρισμένο έξω στο διάδρομο και το πηγαινέλα τους μέσα σ' αυτή που ήταν γενικώς γνωστή ως η γαμήλια σουίτα έκανε τις στιλβωμένες δρύινες σανίδες να τρίζουν κωμικά μέσα στη σιωπή. Περήφανος και προστατευτικός, ο νεαρός σύζυγος είχε το νου του για οποιαδήποτε χειρονομία ή έκφραση μπορεί να έμοιαζε ειρωνική. Δεν θα είχε ανεχτεί ούτε το παραμικρό κρυφό γελάκι. Όμως τα παλικάρια από το κοντινό χωριό έκαναν τη δουλειά τους με γερτή ράχη και ανέκφραστο πρόσωπο και οι τρόποι τους ήταν αβέβαιοι, τα χέρια τους έτρεμαν όπως τοποθετούσαν διάφορα αντικείμενα πάνω στο κολλαρισμένο λινό τραπεζομάντιλο. Είχαν κι αυτοί τρακ.
   Αυτή δεν ήταν μια καλή στιγμή στην ιστορία της αγγλικής κουζίνας, όμως κανείς δεν έδινε και πολλή σημασία εκείνη την εποχή, εκτός από τους επισκέπτες από το εξωτερικό. Το επίσημο δείπνο ξεκίνησε, όπως και τόσα άλλα τότε, με μια φέτα πεπόνι γαρνιρισμένη μ' ένα και μοναδικό κερασάκι γκλασέ. Έξω στο διάδρομο, μέσα σε ασημένια σκεύη που διατηρούνταν ζεστά από τη φλόγα των κεριών, περίμεναν φέτες ψημένου εδώ και ώρα βοδινού μέσα σε πηχτή σάλτσα, παραβρασμένα λαχανικά και πατάτες με υποκύανη απόχρωση. Το κρασί ήταν από τη Γαλλία, αν και δεν αναφερόταν κάποια συγκεκριμένη περιοχή στην ετικέτα, η οποία ήταν διακοσμημένη μ' ένα ορμητικό χελιδόνι. Δεν θα είχε περάσει απ' το μυαλό του Έντουαρντ η ιδέα να παραγγείλει κόκκινο.
   Ποθώντας απελπισμένα να φύγουν οι σερβιτόροι, εκείνος και η Φλόρενς έστριψαν πάνω στην καρέκλα τους για να περιεργαστούν τη θέα μιας φαρδιάς χορταριασμένης πελούζας και, πιο πέρα, ένα συνονθύλευμα ανθισμένων θάμνων και δέντρων γαντζωμένων σε μια τόσο απότομη πλαγιά που έμοιαζε σχεδόν με γκρεμό, η οποία κατηφόριζε σ' ένα δρομάκι που οδηγούσε στην παραλία. Έβλεπαν την αρχή ενός κάθετου μονοπατιού με λασπωμένα σκαλιά, μια δίοδο που πλαισιωνόταν από αγριόχορτα εξωφρενικού μεγέθους -έμοιαζαν με γιγάντια ραβέντι και λάχανα, με πρησμένα κοτσάνια σχεδόν δυο μέτρα ψηλά, που λύγιζαν κάτω από τα βαριά σκούρα φύλλα με τις χοντρές νευρώσεις. Η βλάστηση του κήπου ορθωνόταν μπροστά τους, αισθησιακή και τροπική μέσα στην οργιαστική της ανάπτυξη, μια αίσθηση που εντεινόταν από το γκρίζο απαλό φως και μια αραιή ομίχλη που ερχόταν από τη θάλασσα, της οποίας η αδιάκοπη προέλαση και υπαναχώρηση προκαλούσε απαλές βροντές και κατόπιν άξαφνους συριγμούς πάνω στα βότσαλα. Το σχέδιό τους ήταν να φορέσουν πιο χοντρά παπούτσια μετά το δείπνο και να περπατήσουν στα βότσαλα ανάμεσα στη θάλασσα και τη λιμνοθάλασα που ήταν γνωστή ως Αρμάδα, κι αν δεν είχαν τελειώσει το κρασί, θα το έπαιρναν κι αυτό μαζί τους και θα έπιναν απ' το μπουκάλι σαν τους πλάνητες. 
   Και είχαν πάρα πολλά σχέδια, ιλιγγιώδη σχέδια, που πυργώνονταν μπροστά τους μέσα στο ομιχλώδες μέλλον, τόσο οργιαστικά ακατάστατα όσο η πρώιμη καλοκαιρινή χλωρίδα της ακτής του Ντόρσετ, και πολύ όμορφα. Πού και πώς θα ζούσαν, ποιοι θα ήταν οι καλύτεροί τους φίλοι, η δουλειά του στην εταιρεία του πατέρα της, η μουσική της καριέρα και τι να κάνουν με τα χρήματα που της είχε δώσει ο πατέρας της και πώς δεν θα έμοιαζαν με τους άλλους ανθρώπους, τουλάχιστον όχι μέσα τους. Αυτή ήταν ακόμη η εποχή -θα τελείωνε λίγο αργότερα σ' αυτή τη διάσημη δεκαετία- όπου το να είσαι νέος ήταν ένα κοινωνικό φορτίο, ένα σημάδι ασχετοσύνης, μια αμυδρά ενοχλητική κατάσταση για την οποία ο γάμος ήταν η αρχή της ίασης. Σχεδόν ξένοι, έστεκαν, παραδόξως μαζί, σ' έναν καινούριο κολοφώνα ύπαρξης, χαρούμενοι που η νέα τους υπόσταση υποσχόταν να τους προαγάγει πάνω από την ατελείωτη νιότη τους -ο Έντουαρντ και η Φλόρενς, επιτέλους ελεύθεροι! Ένα από τα αγαπημένα τους θέματα ήταν η παιδική τους ηλικία, όχι τόσο οι χαρές της όσο η ομίχλη των κωμικών παρανοήσεων από την οποία είχαν βγει και τα διάφορα γονικά λάθη και οι παρωχημένες πρακτικές που μπορούσαν τώρα πια να συγχωρήσουν.
   Απ' αυτά τα καινούρια ύψη έβλεπαν καθαρά, μα δεν μπορούσαν να περιγράψουν ο ένας στον άλλο κάποια αντικρουόμενα συναισθήματα: ανησυχούσαν ο καθένας μόνος του για τη στιγμή, λίγο μετά το δείπνο, όταν θα δοκιμαζόταν η νέα τους ωριμότητα, όταν θα ξάπλωναν στο κρεβάτι με τον ουρανό και θα αποκάλυπταν πλήρως τον εαυτό τους ο ένας στον άλλο. Πάνω από ένα χρόνο, ο Έντουαρντ ήταν σαν υπνωτισμένος από την προοπτική ότι το βράδυ μιας συγκεκριμένης μέρας του Ιουλίου, το πιο ευαίσθητο τμήμα του είναι του θα περιβαλλόταν, δεν είχε σημασία για πόσο λίγο, από μια φυσικά σχηματισμένη κοιλότητα μέσα σ' αυτή την εύθυμη, όμορφη και τρομερά έξυπνη γυναίκα. Πώς θα επιτυγχανόταν κάτι τέτοιο χωρίς χυδαιότητα ή απογοήτευση, αυτό τον προβλημάτιζε. Η απερίφραστη έγνοια του, βασισμένη σε μια ατυχή εμπειρία, ήταν η υπερβολική διέγερση, το «να τελειώνεις πολύ γρήγορα» όπως είχε ακούσει να το περιγράφει κάποιος. Το ζήτημα αυτό τον απασχολούσε σχεδόν συνεχώς, όμως, αν και ο φόβος της αποτυχίας ήταν μεγάλος, η ανυπομονησία του -για έκσταση, για εκτόνωση- ήταν πολύ μεγαλύτερη.
   Οι αγωνίες της Φλόρενς ήταν σοβαρότερες, ενώ υπήρχαν στιγμές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από την Οξφόρδη που πίστευε ότι ήταν έτοιμη να μαζέψει όλο της το κουράγιο και να τις εκφράσει. Όμως αυτό που την απασχολούσε ήταν ανείπωτο, δεν μπορούσε ούτε μέσα της σχεδόν να το διατυπώσει. Ενώ εκείνος υπέφερε απλώς από τον τυπικό εκνευρισμό της πρώτης νύχτας, εκείνη βίωνε έναν τρόμο βαθιά στα σπλάχνα της, μια ανεξέλεγκτη αηδία τόσο χειροπιαστή όσο η θαλασσινή ναυτία. Τον περισσότερο καιρό, κατά τη διάρκεια όλων των μηνών της ευφρόσυνης γαμήλιας προετοιμασίας, είχε καταφέρει να αγνοεί αυτή την κηλίδα στην ευτυχία της, όμως κάθε φορά που οι σκέψεις της στρέφονταν σ' ένα σφιχτό εναγκαλισμό -ήταν ο μόνος όρος που ανεχόταν- το στομάχι της σφιγγόταν απότομα και η ναυτία της ανέβαινε ως το λαιμό. Σ' ένα μοντέρνο, προχωρημένο εγχειρίδιο το οποίο υποτίθεται ότι θα φαινόταν χρήσιμο σε νεαρές νύφες, με τον εύθυμο τόνο του και τα θαυμαστικά του και τις αριθμημένες εικονογραφήσεις του, συνάντησε κάποιες φράσεις ή λέξεις που την έκαναν σχεδόν να αναγουλιάσει: ο βλεννογόνος υμένας και η απειλητική και γυαλιστερή βάλανος. Άλλες φράσεις πρόσβαλλαν τη νοημοσύνη της, ιδιαίτερα η εμμονή με τις εισχωρήσεις: Λίγο προτού εισχωρήσει μέσα της... ή τώρα επιτέλους εκείνος εισχωρεί μέσα της και αν όλα πάνε καλά, λίγο αφότου έχει εισχωρήσει μέσα της... Ήταν υποχρεωμένη μήπως να μεταμορφωθεί τη νύχτα για τον Έντουαρντ σ' ένα είδος πύλης ή αίθουσας υποδοχής μέσω της οποίας θα μπορούσε εκείνος να προωθηθεί; Σχεδόν το ίδιο συχνή ήταν και μια λέξη που δεν της έφερνε στο μυαλό παρά μόνο πόνο, την εικόνα σάρκας ανοιγμένης από μαχαίρι: διείσδυση.
   Σε στιγμές αισιοδοξίας προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι δεν υπέφερε παρά από μια οξυμμένη μορφή υπερευαισθησίας, η οποία θα περνούσε. Σίγουρα, η σκέψη των όρχεων του Έντουαρντ, να κρέμονται κάτω από το διογκωμένο πέος του -άλλος ένας τρομακτικός όρος- είχε την ικανότητα να κάνει το πάνω χείλος της να στραβώνει και η ιδέα να την αγγίζει κάποιος άλλος «εκεί κάτω», ακόμη και κάποιος που αγαπούσε, ήταν τόσο απωθητική όσο και, ας πούμε, μια εγχείρηση στο μάτι. Η υπερευαισθησία της δεν επεκτεινόταν και στα παιδιά. Της άρεσαν, είχε φροντίσει τα αγοράκια της εξαδέλφης της μερικές φορές και το είχε απολαύσει. Σκεφτόταν ότι θα ήταν ευτυχισμένη να μείνει έγκυος από τον Έντουαρντ και, τουλάχιστον θεωρητικά, δεν έτρεφε φόβους για τη γέννα. Εάν μπορούσε μόνο, σαν τη μητέρα του Ιησού, να φτάσει σ' αυτό το φουσκωμένο στάδιο μαγικά.
   Η Φλόρενς υποπτευόταν ότι είχε κάποιο σοβαρότατο ελάττωμα, ότι ήταν από πάντα διαφορετική και ότι είχε φτάσει η στιγμή να ξεσκεπαστεί. Το πρόβλημά της, σκεφτόταν, ήταν μεγαλύτερο, πιο βαθύ, από καθαρή φυσική αποστροφή· ολόκληρο το είναι της επαναστατούσε ενάντια στην προοπτική της σωματικής συμπλοκής και της σαρκικής λαγνείας. Η γαλήνη της και η ουσία της ευτυχίας της επρόκειτο να παραβιαστούν. Απλώς δεν ήθελε να υποστεί ούτε «εισχώρηση» ούτε «διείσδυση». Το σεξ με τον Έντουαρντ δεν μπορούσε να είναι η ολοκλήρωση της ευτυχίας της αλλά το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει γι' αυτήν.
   Ήξερε ότι θα έπρεπε να είχε μιλήσει εδώ και καιρό, μόλις της είχε κάνει την πρόταση, πολύ πριν από την επίσκεψη στον ανυπόκριτο και γλυκομίλητο εφημέριο και τα δείπνα με τους γονείς τους, προτού στείλουν τις προσκλήσεις στους καλεσμένους, προτού σχεδιάσουν και καταθέσουν τη λίστα σε κάποιο πολυκατάστημα και κλείσουν την υπαίθρια σκηνή και το φωτογράφο κι όλες τις άλλες αμετάκλητες διευθετήσεις. Τι θα μπορούσε όμως να έχει πει, ποιους όρους να χρησιμοποιήσει όταν δεν μπορούσε να διατυπώσει το ζήτημα ούτε μέσα της; Και τον αγαπούσε τον Έντουαρντ, όχι με το καυτό, υγρό πάθος για το οποίο είχε διαβάσει, αλλά θερμά, βαθιά, κάποιες φορές σαν κόρη του κι άλλες σχεδόν μητρικά. Της άρεσε να τον αγκαλιάζει και να νιώθει το τεράστιο μπράτσο του γύρω από τους ώμους της και να τη φιλάει, αν και δεν της άρεσε η γλώσσα του στο στόμα της και το είχε καταστήσει σαφές χωρίς λόγια. Πίστευε ότι ήταν αυθεντικός, διαφορετικός απ' όλους όσους είχε γνωρίσει. Είχε πάντα ένα χαρτόδετο βιβλίο, συνήθως ιστορικό, στην τσέπη του σακακιού του σε περίπτωση που συναντούσε ουρά ή βρισκόταν σε κάποια αίθουσα αναμονής. Υπογράμμιζε αυτά που διάβαζε μ' ένα απολειφάδι μολυβιού. Ήταν κυριολεκτικά ο μόνος άντρας απ' όσους γνώριζε η Φλόρενς που δεν κάπνιζε. Καμία από τις κάλτσες του δεν ταίριαζε με την άλλη. Είχε μόνο μία γραβάτα, στενή, πλεκτή, σκούρα μπλε, την οποία φορούσε σχεδόν συνέχεια μ' ένα λευκό πουκάμισο. Λάτρευε το περίεργο μυαλό του, την ήπια επαρχιώτικη προφορά του, την ασυγκράτητη δύναμη των χεριών του, τις απρόβλεπτες εκτροπές και παρεκκλίσεις της ομιλίας του, την ευγένειά του απέναντί της και τον τρόπο με τον οποίο τα μειλίχια καστανά του μάτια, που ακουμπούσαν πάνω της όσο εκείνη μιλούσε, την έκαναν να νιώθει περιβεβλημένη από ένα φιλικό σύννεφο αγάπης. Στα είκοσι δύο της, δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ήθελε να περάσει την υπόλοιπη ζωή της με τον Έντουαρντ Μέιχιου. Πώς θα μπορούσε να έχει διακινδυνεύσει να τον χάσει;
   Δεν είχε κανέναν να μιλήσει. Η Ρουθ, η αδελφή της, ήταν πολύ μικρή και η μητέρα της, θαυμάσια με τον τρόπο της, ήταν υπερβολικά διανοούμενη, υπερβολικά εύθραυστη, μια λόγια παλαιών αρχών. Όποτε ερχόταν αντιμέτωπη μ' ένα προσωπικό πρόβλημα, είχε την τάση να υιοθετεί το δημόσιο ύφος της αίθουσας διαλέξεων και να χρησιμοποιεί όλο και πιο μεγάλες λέξεις και να κάνει αναφορές σε βιβλία τα οποία πίστευε ότι ο καθένας όφειλε να έχει διαβάσει. Μόνο όταν το ζήτημα ήταν πλέον ασφαλώς κουκουλωμένο, μερικές φορές χαλάρωνε και έδειχνε τρυφερότητα, αλλά αυτό συνέβαινε σπάνια, ωστόσο ακόμη και τότε δεν είχες ιδέα τι συμβουλή σου έδινε. Η Φλόρενς είχε μερικές εξαιρετικές φίλες από το σχολείο και το κολέγιο μουσικής, οι οποίες παρουσίαζαν το αντίθετο πρόβλημα: λάτρευαν τις προσωπικές συζητήσεις και απολάμβαναν να ασχολούνται η μία με τα προβλήματα της άλλης. Γνωρίζονταν όλες μεταξύ τους και αντάλλασσαν τηλεφωνήματα και γράμματα με ένθερμο ενθουσιασμό. Δεν μπορούσε να τους εμπιστευτεί ένα μυστικό, ούτε και τις κατηγορούσε, αφού και η ίδια ήταν μέλος της ομάδας. Ούτε τον εαυτό της δεν θα εμπιστευόταν. Ήταν μόνη μ' ένα πρόβλημα το οποίο δεν ήξερε καν πώς να το χειριστεί και το μόνο που είχε να τη διαφωτίσει ήταν ο χαρτόδετος οδηγός της. Πάνω στο φανταχτερό κόκκινο εξώφυλλό του εικονίζονταν δύο αδύνατες σαν σπιρτόξυλα φιγούρες, με μάτια εντόμων που κρατιόνταν απ' το χέρι, σχεδιασμένες αδέξια με λευκή κιμωλία, λες από κάποιο αθώο παιδί.

   Έφαγαν το πεπόνι μέσα σε λιγότερο από δύο λεπτά ενώ οι νεαροί, αντί να περιμένουν έξω στο διάδρομο, στέκονταν πιο πίσω, κοντά στην πόρτα, ψηλαφίζοντας τα παπιγιόν τους και τα σφιχτά κολάρα τους και πασπατεύοντας τις μανσέτες τους. Η κενή τους έκφραση δεν άλλαξε καθώς παρατηρούσαν τον Έντουαρντ να προσφέρει στη Φλόρενς, με μια ειρωνικά μεγαλόπρεπη χειρονομία, το κερασάκι του. Παιχνιδιάρικα, εκείνη το ρούφηξε από τα δάχτυλά του και τον κοίταζε στα μάτια καθώς μασούσε, αφήνοντάς τον επίτηδες να δει τη γλώσσα της, έχοντας επίγνωση ότι φλερτάροντας μαζί του κατ' αυτό τον τρόπο έκανε τα πράγματα χειρότερα για την ίδια. Δεν θα έπρεπε να αρχίσει αυτό που δεν μπορούσε να συνεχίσει, το να τον ευχαριστεί όμως με όποιον τρόπο μπορούσε τη βοηθούσε: την έκανε να αισθάνεται κάτι λιγότερο από εντελώς άχρηστη. Μακάρι το να φάει ένα κολλώδες κεράσι να ήταν το μόνο απαιτούμενο.
   Για να δείξει ότι δεν τον απασχολούσε η παρουσία των σερβιτόρων, αν και λαχταρούσε να φύγουν, ο Έντουαρντ χαμογέλασε γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του με το κρασί του στο χέρι και είπε πάνω από τον ώμο του: "Κανένα ακόμη απ' αυτά τα πράγματα;"
   "Δεν έχει άλλο, κύριε. Λυπάμαι, κύριε".
   Όμως το χέρι που κρατούσε το ποτήρι του κρασιού έτρεμε καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει την άξαφνη ευτυχία του, την έξαρσή του. Έμοιαζε να λάμπει εκεί μπροστά του, και ήταν υπέροχη -όμορφη, αισθησιακή, προικισμένη, απίστευτα καλοσυνάτη.
   Το αγόρι που είχε μιλήσει έσπευσε κοντά τους για να συμμαζέψει. Ο συνάδελφός του ήταν έξω από το δωμάτιο, μεταφέροντας το δεύτερο πιάτο, το ψητό, στα πιάτα τους. Δεν ήταν δυνατό να τσουλήσουν το τραπεζάκι μέσα στη γαμήλια σουίτα και να τους σερβίρουν απευθείας στο τραπέζι τους όπως θα έπρεπε, εξαιτίας μιας διαφοράς επιπέδου δύο σκαλοπατιών ανάμεσα στη σουίτα και το διάδρομο, αποτέλεσμα κακού σχεδιασμού όταν το ελισαβετιανό αγροτόσπιτο «γεωργιανοποιήθηκε» στα μέσα του 18ου αιώνα.
   Το ζευγάρι έμεινε για λίγο μόνο, αν και άκουγαν τα κουτάλια που ξύνονταν πάνω στα πιάτα και τους νεαρούς που μουρμούριζαν μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Ο Έντουαρντ έβαλε το χέρι του πάνω στο χέρι της Φλόρενς και είπε, για εκατοστή φορά εκείνη τη μέρα, ψιθυριστά "Σ' αγαπώ", και εκείνη του απάντησε το ίδιο και το εννοούσε πραγματικά.
   Ο Έντουαρντ είχε πάρει πτυχίο από το Γιουνιβέρσιτι Κόλετζ του Λονδίνου. Κατά τη διάρκεια τριών σύντομων χρόνων, μελέτησε πολέμους, εξεγέρσεις, σιτοδείες, λοιμούς, την ακμή και την κατάρρευση αυτοκρατοριών, επαναστάσεις που καταβρόχθισαν τα παιδιά τους, τα αγροτικά δεινά, τη βιομηχανική εξαθλίωση, τη σκληρότητα των επίλεκτων κρατούντων -μια ζωηρόχρωμη φαντασμαγορία καταπίεσης, δυστυχίας και διαψευσμένων ελπίδων. Καταλάβαινε πόσο περιορισμένη και στερημένη μπορούσε να είναι η ζωή, γενιά τη γενιά. Από μια γενική άποψη, αυτή η ειρηνική, ευημερούσα εποχή της Αγγλίας ήταν σπάνια και μέσα της η χαρά η δική του και της Φλόρενς ήταν εξαιρετική, ακόμη και μοναδική. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους του είχε κάνει μια ειδική μελέτη της ιστορικής θεωρίας του «μεγάλου ανδρός» -ήταν στ' αλήθεια ξεπερασμένο να πιστεύει κανείς ότι άτομα με ισχυρή θέληση μπορούσαν να διαμορφώσουν το εθνικό πεπρωμένο; Σίγουρα ο καθηγητής του αυτό πίστευε: η Ιστορία, με κεφαλαίο, ήταν ένα μεγαλειώδες αφήγημα, το οποίο προωθούσαν αναπόδραστες δυνάμεις προς την κατεύθυνση μιας αναπόφευκτης, αναγκαίας κατάληξης και σύντομα το όλο θέμα θα αντιμετωπιζόταν ως επιστήμη. Ωστόσο οι ζωές που διερεύνησε λεπτομερώς ο Έντουαρντ -του Καίσαρα, του Καρλομάγνου, του Φρειδερίκου Β', της Μεγάλης Αικατερίνης, του Νέλσωνα και του Ναπολέοντα (αναγκάστηκε να αφήσει τη ζωή του Στάλιν μετά από παραίνεση του καθηγητή του)- μάλλον έδειχναν το αντίθετο. Μια αμείλικτη προσωπικότητα, ο ωμός καιροσκοπισμός και η καλή τύχη, είχε αποφανθεί ο Έντουαρντ, μπορούσαν να εκτρέψουν τη μοίρα εκατομμυρίων, ένα ξεροκέφαλο συμπέρασμα, που του απέφερε ένα Β-, το οποίο σχεδόν απείλησε το πτυχίο του.
   Μια δευτερεύουσα ανακάλυψη ήταν ότι ακόμη και η μυθικών διαστάσεων επιτυχία έφερε τελικά λιγοστή ευτυχία, αυξημένη ανησυχία και ψυχοφθόρα φιλοδοξία. Καθώς ντυνόταν για το γάμο εκείνο το πρωί (φράκο, ημίψηλο, άφθονη κολόνια) είχε αποφασίσει ότι καμία από τις φυσιογνωμίες στον κατάλογό του δεν θα μπορούσε να έχει γνωρίσει αυτού του είδους την ικανοποίηση. Η ευφροσύνη του εμπεριείχε από μόνη της ένα είδος μεγαλοσύνης. Νάτος εδώ, ένας ενδόξως ολοκληρωμένος, ή σχεδόν ολοκληρωμένος, άντρας. Σε ηλικία είκοσι δύο ετών, τους είχε ήδη επισκιάσει όλους.
   Κοίταζε τώρα τη γυναίκα του, κοίταζε μέσα στα ανεξιχνίαστα πιτσιλωτά της μάτια στο χρώμα του φουντουκιού που στο καθαρό τους ασπράδι ανθούσε μια αμυδρότατη απόχρωση γαλακτερού γαλάζιου. Οι βλεφαρίδες ήταν πυκνές και σκούρες, σαν παιδιού, ενώ υπήρχε κάτι επίσης παιδικό στη σοβαρότητα του υπόλοιπου προσώπου της. Ήταν ένα υπέροχο πρόσωπο, που έμοιαζε με γλυπτό και κάτω από ένα συγκεκριμένο φως θύμιζε Ινδιάνα, μια ερυθρόδερμη ευγενούς καταγωγής. Είχε δυνατό σαγόνι και το χαμόγελό της ήταν πλατύ και ανεπιτήδευτο, έφτανε ως τις ζάρες στην άκρη των ματιών της. Είχε βαρύ σκελετό -κάποιες ηλικιωμένες κυρίες στο γάμο σχολίασαν με νόημα τους γενναιόδωρους γοφούς της. Τα στήθη της, τα οποία ο Έντουαρντ είχε αγγίξει και μάλιστα φιλήσει, αν και ελάχιστα, ήταν μικρά. Τα χέρια της, χέρια βιολίστριας, ήταν ωχρά και δυνατά, το ίδιο και τα μακριά της μπράτσα· την εποχή του σχολείου ήταν πολύ καλή στη ρίψη του ακοντίου. 
   Του Έντουαρντ ποτέ δεν του άρεσε η κλασική μουσική και τώρα μάθαινε την κεφάτη αργκό της -λεγκάτο, πιτσικάτο, κον μπρίο. Αργά, μέσω εξαντλητικής επανάληψης, είχε φτάσει να αναγνωρίζει, ακόμη και να του αρέσουν κάποια κομμάτια. Ήταν ένα που έπαιζε με τους φίλους της που τον συγκινούσε ιδιαίτερα. Όταν εξασκούνταν στις κλίμακες και τα αρπίσματά της στο σπίτι, φορούσε μια κορδέλα στα μαλλιά, μια χαριτωμένη πινελιά που τον έκανε να ονειρεύεται την κόρη που μπορεί μια μέρα να αποκτούσαν. Το παίξιμο της Φλόρενς ήταν ευέλικτο και ακριβές και ήταν γνωστή για τον πλούσιο τόνο της. Ένας καθηγητής είχε πει ότι ποτέ δεν είχε ξανασυναντήσει σπουδαστή που να μπορεί να κάνει μια σκέτη χορδή να ηχεί τόσο θερμά. Όταν βρισκόταν μπροστά στο μουσικό αναλόγιο στην αίθουσα όπου εξασκούνταν στο Λονδίνο, ή στο υπνοδωμάτιό της στο σπίτι των γονιών της στην Οξφόρδη, με τον Έντουαρντ αραγμένο στο κρεβάτι, να την παρακολουθεί και να την ποθεί, στεκόταν όλο χάρη, με ίσια πλάτη και το κεφάλι περήφανα ψηλά και διάβαζε τη μουσική με μια επιβλητική, σχεδόν αγέρωχη έκφραση που τον αναστάτωνε. Αυτό το ύφος έκρυβε τόση σιγουριά, τόση γνώση για το μονοπάτι που οδηγεί στην ηδονή!
   Όταν το θέμα ήταν η μουσική, ήταν πάντα σίγουρη και άνετη στις κινήσεις της -όταν κέρωνε το δοξάρι, κούρδιζε το όργανό της, διευθετούσε το δωμάτιό της για να βολέψει τους τρεις φίλους της από το κολέγιο, για το κουαρτέτο εγχόρδων που αποτελούσε το πάθος της. Ήταν η αναμφισβήτητη αρχηγός και είχε πάντα την τελευταία λέξη στις διαφωνίες τους. Όμως στην υπόλοιπη ζωή της παραδόξως ήταν αδέξια και αβέβαιη, σκοντάφτοντας αδιάκοπα, αναποδογυρίζοντας πράγματα ή χτυπώντας κάπου το κεφάλι της. Τα δάχτυλα που κατάφερναν τους διπλούς φθόγγους σε μια παρτιτούρα του Μπαχ κατάφερναν με την ίδια επιδεξιότητα να αναποδογυρίσουν ένα γεμάτο φλιτζάνι τσάι πάνω σ' ένα λινό τραπεζομάντιλο ή να ρίξουν ένα ποτήρι σ' ένα πέτρινο δάπεδο. Μπουρδούκλωνε τα πόδια της αν ήξερε ότι την παρακολουθούν -εξομολογήθηκε στον Έντουαρντ ότι ήταν μια δοκιμασία να περπατάει στο δρόμο προς το μέρος κάποιου φίλου που την περίμενε πιο πέρα. Και όποτε ήταν αγχωμένη ή αμήχανη, το χέρι της πήγαινε συνέχεια στο μέτωπό της για να παραμερίσει μια φανταστική τούφα μαλλιών, μια απαλή, φευγαλέα κίνηση που τη συνέχιζε πολύ μετά αφότου η αιτία του άγχους είχε παρέλθει.
   Πώς ήταν δυνατό να μην ερωτευτεί κάποια τόσο παράξενα και εγκάρδια ιδιαίτερη, τόσο οδυνηρά ειλικρινή και ενσυνείδητη, της οποίας η κάθε σκέψη και το κάθε συναίσθημα εμφανίζονταν γυμνά σε κοινή θέα, αναβλύζοντας σαν φορτισμένα σωματίδια μέσα από τις μεταβαλλόμενες εκφράσεις και χειρονομίες της; Ακόμη και χωρίς την γεροφτιαγμένη ομορφιά της και πάλι θα την αγαπούσε αναπόφευκτα. Και εκείνη τον αγαπούσε με τόση ένταση, με τόση βασανιστική σωματική επιφυλακτικότητα. Δεν είχαν εξαφθεί μόνο τα πάθη του, οξυμμένα από την απουσία μιας ολοκληρωμένης εκτόνωσης, αλλά ακόμη και τα προστατευτικά του ένστικτα. Ήταν όμως στ' αλήθεια τόσο ευάλωτη; Είχε κρυφοκοιτάξει μια φορά τον σχολικό της φάκελο και είχε δει τα αποτελέσματα των τεστ ευφυΐας της: εκατόν πενήντα δύο, δεκαεφτά βαθμοί πάνω από το δικό του. Εκείνη την εποχή αυτοί οι δείκτες ευφυΐας χρησιμοποιούνταν για να μετρήσουν κάτι τόσο χειροπιαστό όσο το ύψος ή το βάρος. Όταν παρευρισκόταν σε κάποια πρόβα του κουαρτέτου κι εκείνη είχε διαφορετική άποψη για την απόδοση μιας μουσικής φράσης ή για το τέμπο ή τις μεταπτώσεις από τον Τσάρλς, τον στρουμπουλό και δογματικό δεύτερο βιολιστή του οποίου το πρόσωπο γυάλιζε από όψιμη ακμή, ο Έντουαρντ γοητευόταν από το πόσο ψυχρή μπορούσε να γίνει η Φλόρενς. Δεν διαπληκτιζόταν, άκουγε ήρεμα και μετά ανακοίνωνε την απόφασή της. Κανένα σημάδι τότε εκείνης της νευρικής χειρονομίας. Ήξερε το θέμα της και ήταν αποφασισμένη να ηγηθεί, με τον τρόπο που έπρεπε να το κάνει το πρώτο βιολί. Φαινόταν ικανή να καταφέρει τον μάλλον τρομακτικό πατέρα της να κάνει αυτό που εκείνη ήθελε. Πολλούς μήνες πριν από το γάμο, μετά από δική της υπόδειξη, είχε προσφέρει στον Έντουαρντ δουλειά. Εάν το ήθελε πραγματικά, ή δεν τολμούσε να της αρνηθεί, αυτό ήταν άλλο θέμα. Και ήξερε, από κάποια γυναικεία ώσμωση, ακριβώς τι χρειαζόταν για την τελετή, από το μέγεθος της υπαίθριας σκηνής ως την ποσότητα της καλοκαιρινής πουτίγκας και ακριβώς πόσα ήταν λογικό να περιμένει από τον πατέρα της να πληρώσει.

   "Έρχεται", ψιθύρισε και του ζούληξε το χέρι, αποτρέποντάς τον από άλλη ξαφνική οικειότητα. Οι σερβιτόροι κατέφθαναν με το βοδινό, το δικό του πιάτο δυο φορές πιο φορτωμένο απ' το δικό της. Έφεραν επίσης γλυκό με κεράσια και τυρί τσένταρ και σοκολατάκια με μέντα, τα οποία τακτοποίησαν σ' ένα βοηθητικό τραπεζάκι. Αφού μουρμούρισαν κάποιες συμβουλές για το πώς να χτυπήσουν το κουδούνι υπηρεσίας δίπλα στο τζάκι -έπρεπε να το πιέσουν δυνατά και να το κρατήσουν πατημένο- οι νεαροί αποσύρθηκαν, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους με εξαιρετική προσοχή. Κατόπιν ακούστηκε το κουδούνισμα του τροχήλατου τραπεζιού που τσουλούσε στο διάδρομο κι ύστερα, μετά από λίγη ησυχία, ένας βήχας ή μια βραχνή κραυγή που μάλλον προερχόταν από το μπαρ του ξενοδοχείου στον κάτω όροφο και επιτέλους, οι νεόνυμφοι ήταν πραγματικά μόνοι.
   Μια μεταβολή ή κάποια ενίσχυση του ανέμου τούς έφερε τον ήχο από κύματα που έσκαζαν στην ακτή από κάτω, σαν μακρινό θρυμμάτισμα γυαλιών. Η ομίχλη ανυψωνόταν για να αποκαλύψει πυκνά δέντρα και φυλλωσιές που καμπυλώνονταν μακριά πάνω απ' την ακτογραμμή προς τα ανατολικά. Έβλεπαν μια φωτεινή, γκρίζα και λεία επιφάνεια ανάμεσα απ' τους κλώνους και τα φύλλα που θα μπορούσε να είναι η μεταξένια επιφάνεια της ίδιας της θάλασσας, ή της λιμνοθάλασσας, ή του φωτεινού ουρανού -ήταν δύσκολο να καταλάβουν. Το αλλαγμένο αεράκι μετέφερε μέσα από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες έναν πειρασμό, μια αλμυρή αύρα οξυγόνου και ανοιχτού χώρου που έμοιαζε να έρχεται σε αντίθεση με το κολλαριστό λινό του τραπεζιού, τη συμπαγή απ' το κορν φλάουρ σάλτσα και τα καλογυαλισμένα ασημικά που κρατούσαν στα χέρια τους. Το γαμήλιο γεύμα ήταν πλούσιο και παρατεταμένο. Δεν πεινούσαν. Θεωρητικά, ήταν ελεύθεροι να παρατήσουν τα πιάτα τους, να αρπάξουν το μπουκάλι με το κρασί απ' το λαιμό, να τρέξουν στην ακτή, να κλοτσήσουν μακριά τα παπούτσια τους και να πανηγυρίσουν την ελευθερία τους. Δεν υπήρχε κανείς στο ξενοδοχείο που να είχε θελήσει έστω να τους σταματήσει. Ήταν ενήλικοι επιτέλους, σε διακοπές, ελεύθεροι να κάνουν ό,τι ήθελαν. Μόλις μερικά χρόνια από τότε, εντελώς συνηθισμένοι νέοι άνθρωποι ακριβώς αυτό θα έκαναν. Όμως για την ώρα, η εποχή τούς περιόριζε. Ακόμη κι όταν ο Έντουαρντ και η Φλόρενς ήταν μόνοι τους, χιλιάδες άρρητοι κανόνες εξακολουθούσαν να ισχύουν. Και ακριβώς επειδή ήταν ενήλικοι δεν έκαναν παιδιάστικα πράγματα όπως το να παρατήσουν ένα γεύμα που κάποιοι άλλοι είχαν μπει στον κόπο να ετοιμάσουν. Στο κάτω κάτω, ήταν η ώρα του δείπνου. Και το να κάνεις σαν παιδί δεν ήταν ακόμη τιμητικό τότε ούτε της μόδας.
   Παρ' όλα αυτά, ο Έντουαρντ προβληματιζόταν από το κάλεσμα της παραλίας κι αν ήξερε πώς να το προτείνει, ή να το δικαιολογήσει, μπορεί να είχε εισηγηθεί να βγουν έξω αμέσως. Είχε διαβάσει δυνατά στη Φλόρενς έναν οδηγό που έλεγε ότι οι σφοδρές καταιγίδες χιλιάδων χρόνων είχαν διαχωρίσει και ταξινομήσει τα βότσαλα σύμφωνα με το μέγεθός τους κατά μήκος των δεκαοχτώ μιλίων της παραλίας, μαζί και τις μεγαλύτερες πέτρες της ανατολικής άκρης. Ο θρύλος έλεγε ότι οι ντόπιοι ψαράδες που έπιαναν στεριά τη νύχτα ήξεραν ακριβώς πού βρίσκονταν από τη διαβάθμιση που είχαν τα βότσαλα. Η Φλόρενς είχε προτείνει να το εξακριβώσουν μόνοι τους, συλλέγοντας χούφτες που θα απείχαν μεταξύ τους ένα μίλι. Θα ήταν καλύτερα να σέρνονται στην παραλία απ' το να κάθονται εδώ. Το ταβάνι, έτσι κι αλλιώς χαμηλό, έμοιαζε να έχει κατέβει πιεστικά κοντά στο κεφάλι του. Από το πιάτο του, αναμεμειγμένη με τη θαλάσσια αύρα, αναδυόταν μια ψαρίλα σαν την ανάσα του σκύλου του σπιτιού. Ίσως και να μην ήταν τόσο ευδιάθετος όσο επαναλάμβανε συνέχεια στον εαυτό του. Ένιωθε μια τρομερή πίεση να περιορίζει τις σκέψεις του, να εμποδίζει τα λόγια του και ένιωθε έντονη σωματική δυσφορία -το παντελόνι του ή το εσώρουχό του λες και είχαν συρρικνωθεί.
   Εάν είχε εμφανιστεί όμως στο τραπέζι ένα τζίνι για να ικανοποιήσει τη μεγαλύτερη επιθυμία του Έντουαρντ, δεν θα είχε ζητήσει καμία παραλία του κόσμου. Το μόνο που ήθελε, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί, ήταν τον ίδιο και τη Φλόρενς ξαπλωμένους μαζί πάνω ή μέσα στο κρεβάτι στο διπλανό δωμάτιο, αντιμέτωπους επιτέλους μ' αυτή τη μυστηριακή εμπειρία που φαινόταν τόσο μακρινή από την καθημερινή ζωή όσο ένα όραμα θρησκευτικής έκστασης ή ακόμη κι ο ίδιος ο θάνατος. Η προοπτική -επρόκειτο στ' αλήθεια να συμβεί; Σ' εκείνον;- έστειλε για άλλη μια φορά δροσερά δάχτυλα στο κάτω μέρος της κοιλιάς του κι έπιασε τον εαυτό του να κάνει μια στιγμιαία λιποθυμική κίνηση την οποία έκρυψε πίσω από έναν αναστεναγμό ικανοποίησης.
   Σαν τους περισσότερους νέους της εποχής του, που δεν διέθεταν ιδιαίτερη άνεση στους τρόπους ή μέσα σεξουαλικής έκφρασης, παραδιδόταν συνεχώς σ' αυτό που μια φωτισμένη αυθεντία αποκαλούσε τώρα «αυτοϊκανοποίηση». Ο Έντουαρντ είχε χαρεί όταν ανακάλυψε τον όρο. Είχε γεννηθεί αργά μέσα στον αιώνα, το 1940, κι έτσι δεν πίστευε ότι κακοποιούσε το σώμα του, ότι θα έβλαπτε την όρασή του ή ότι ο Θεός τον παρακολουθούσε με βλοσυρή δυσπιστία καθώς επιδιδόταν σ' αυτή την καθημερινή ασχολία. Ή ακόμη ότι όλοι το γνώριζαν εξαιτίας της χλομής και εσωστρεφούς όψης του. Παρ' όλα αυτά, κάποια ασαφής ντροπή πλανιόταν πάνω από τις προσπάθειές του, ένα αίσθημα αποτυχίας και σπατάλης και φυσικά μοναξιάς. Και η ηδονή ήταν στην πραγματικότητα ένα δευτερεύον όφελος. Ο στόχος ήταν η ανακούφιση -από την επείγουσα, επιτακτική επιθυμία γι' αυτό που δεν μπορούσε να αποκτηθεί άμεσα. Πόσο παράξενο ήταν το γεγονός ότι μια παραγόμενη από τον ίδιο κουταλιά, που ανάβλυζε μέσα από το σώμα του, μπορούσε στη στιγμή να ελευθερώσει το μυαλό του για να αντιμετωπίσει ανανεωμένο την αποφασιστικότητα του Νέλσωνα στον Κόλπο του Αμπουκίρ.
   Η σημαντικότερη συνεισφορά του Έντουαρντ στις γαμήλιες ετοιμασίες ήταν να απέχει, για παραπάνω από μία εβδομάδα. Από τότε που ήταν δώδεκα χρονών είχε να μείνει τόσο αγνός. Ήθελε να είναι σε εξαιρετική φόρμα για τη νυφούλα του. Δεν ήταν εύκολο, ειδικά το βράδυ στο κρεβάτι ή τα πρωινά όταν ξυπνούσε ή τα μακρόσυρτα απογεύματα ή τις ώρες πριν από το μεσημεριανό ή μετά το βραδινό, κατά τη διάρκεια των ωρών πριν από τον ύπνο. Και τώρα επιτέλους ήταν εδώ μαζί, παντρεμένοι και μόνοι. Γιατί δε σηκωνόταν από το ψητό του, να τη γεμίσει φιλιά και να την οδηγήσει δίπλα, στο κρεβάτι με τον ουρανό; Δεν ήταν τόσο απλό. Είχε μια αρκετά μακριά ιστορία αψιμαχιών με την αιδημοσύνη της Φλόρενς. Είχε καταλήξει να τη σέβεται, ακόμη και να την εκτιμά, παρεξηγώντας τη για μια μορφή σεμνοτυφίας, ένα συμβατικό προπέτασμα μιας πλούσιας σεξουαλικής ιδιοσυγκρασίας. Με λίγα λόγια, μέρος του πολύπλοκου βάθους της προσωπικότητάς της και απόδειξη της ποιότητάς της. Έπεισε τον εαυτό του ότι την προτιμούσε έτσι. Δεν το ομολογούσε, αλλά η επιφυλακτικότητά της εξυπηρετούσε τη δική του άγνοια και έλλειψη αυτοπεποίθησης. Μια πιο αισθησιακή και απαιτητική γυναίκα, μια άγρια γυναίκα, θα τον είχε μάλλον τρομοκρατήσει.
   Το φλερτ τους ήταν ένας τυπικός, μεγαλοπρεπής χορός περασμένων αιώνων που εκτελούνταν με επισημότητα, καθορισμένος από πρωτόκολλα που ποτέ δεν είχαν συμφωνηθεί ούτε εκφραστεί, αλλά τηρούνταν σε γενικές γραμμές. Τίποτε δεν είχε συζητηθεί -ούτε και ένιωθαν την έλλειψη μιας προσωπικής συζήτησης. Αυτά ήταν θέματα που ξεπερνούσαν τα λόγια και τους ορισμούς. Η γλώσσα και η πρακτική της θεραπείας, η τάση να μοιράζονται επιμελώς τα συναισθήματα, της αμοιβαίας ανάλυσης τους, δεν ήταν ακόμη γενικώς αποδεκτή. Ενώ άκουγες ότι πιο πλούσιοι άνθρωποι έκαναν ψυχανάλυση, δεν ήταν ακόμη σύνηθες να θεωρεί κανείς τον εαυτό του αίνιγμα, μια άσκηση της αφηγηματικής ιστορίας ή πρόβλημα που περίμενε τη λύση του.
   Ανάμεσα στον Έντουαρντ και τη Φλόρενς τίποτα δεν γινόταν γρήγορα. Οι σημαντικές πρόοδοι, οι άρρητες εκχωρήσεις δικαιώματος επέκτασης όσων μπορούσε να δει ή να χαϊδέψει, κατακτιούνταν μόνο σταδιακά. Η μέρα του Οκτωβρίου που είδε τα γυμνά της στήθη προηγούνταν κατά πολύ της μέρας που μπόρεσε να τα αγγίξει -στις 19 Δεκεμβρίου. Τα φίλησε τον Φεβρουάριο, αν και όχι τις ρώγες της, τις οποίες άγγιξε φευγαλέα με τα χείλη του μια φορά τον Μάιο. Επέτρεπε στον εαυτό της να προχωρήσει στο δικό του σώμα με ακόμη μεγαλύτερες επιφυλάξεις. Ξαφνικές κινήσεις ή δραστικές προτάσεις από τη μεριά του μπορούσαν να πάνε πίσω όλη τη δουλειά που είχε γίνει ως τότε. Το βράδυ στον κινηματογράφο σε μια προβολή του Μια γλυκιά γεύση όταν πήρε το χέρι της και το έχωσε ανάμεσα στα πόδια του ανέστειλε τη διαδικασία για εβδομάδες. Δεν πάγωσε, ούτε καν ψυχράνθηκε -ποτέ δεν το έκανε- αλλά έγινε ανεπαίσθητα απόμακρη, σαν να ένιωθε απογοητευμένη ή αμυδρά προδομένη. Απομακρυνόταν με κάποιον τρόπο από κοντά του χωρίς ποτέ να τον κάνει να αμφιβάλλει για την αγάπη της. Επιτέλους μετά ξαναμπήκαν στην πορεία: όταν ήταν μόνοι τους ένα σαββατιάτικο απόγευμα στα τέλη του Μάρτη, με τη βροχή να πέφτει με ορμή έξω απ' τα παράθυρα του ακατάστατου καθιστικού στο μικροσκοπικό σπίτι των γονιών του στο Τσίλτερν Χιλς, ακούμπησε το χέρι της για λίγο πάνω, ή κοντά, στο πέος του. Για λιγότερο από δεκαπέντε δευτερόλεπτα, με ελπίδα και έκσταση που μεγάλωνε ολοένα, την ένιωσε μέσα από δύο στρώσεις υφάσματος. Μόλις αποτραβήχτηκε, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να το αντέξει άλλο. Της ζήτησε να τον παντρευτεί.
   Δεν μπορούσε να ξέρει πόσο της είχε κοστίσει να βάλει το χέρι της -το πίσω μέρος του χεριού της- σ' ένα τέτοιο σημείο. Τον αγαπούσε, ήθελε να τον ευχαριστήσει, αλλά έπρεπε να ξεπεράσει την έντονη απέχθεια. Ήταν μια ειλικρινής απόπειρα -μπορεί να ήταν έξυπνη αλλά ήταν άδολη. Κράτησε το χέρι της σ' εκείνο το σημείο όσο περισσότερο μπορούσε, ώσπου ένιωσε κάτι να αναδεύεται και να σκληραίνει κάτω από την γκρίζα φανέλα του παντελονιού του. Ένιωσε ένα ζωντανό πράγμα, εντελώς αποκομμένο από τον Έντουαρντ -και μαζεύτηκε. Τότε εκείνος ψέλλισε την πρότασή του και μέσα στην έξαψη των συναισθημάτων, τη χαρά και την ιλαρότητα της ανακούφισης, τους ξαφνικούς εναγκαλισμούς, ξέχασε προς στιγμήν το μικρό της σοκ. Και εκείνος ήταν τόσο κατάπληκτος με την ίδια του την αποφασιστικότητα, όπως επίσης και πνευματικά αγκυλωμένος από την καταπιεσμένη επιθυμία, που δεν μπορούσε να φανταστεί την αντίφαση μέσα στην οποία εκείνη άρχισε να ζει από τότε, τον μυστικό διχασμό ανάμεσα στην αποστροφή και τη χαρά. 

   Ήταν μόνοι λοιπόν και θεωρητικά ελεύθεροι να κάνουν ό,τι ήθελαν, μα συνέχισαν να τρώνε το δείπνο για το οποίο δεν είχαν καμία όρεξη. Η Φλόρενς άφησε κάτω το μαχαίρι της και έπιασε το χέρι του Έντουαρντ και το έσφιξε. Από τον κάτω όροφο άκουσαν το ραδιόφωνο και τα έξι σκέτα μπιπ που προηγούνταν των χτύπων του Μπιγκ Μπεν και των ειδήσεων των δέκα. Σ' αυτή την πλευρά της ακτής η λήψη της τηλεόρασης ήταν κακή εξαιτίας των λόφων λίγο πιο μέσα στην ξηρά. Οι πιο ηλικιωμένοι ένοικοι θα ήταν εκεί στο καθιστικό, αναμετρώντας τον κόσμο με τα ποτά τους -το ξενοδοχείο είχε μια καλή συλλογή από μολτ ουίσκι- και κάποιοι από τους άντρες θα γέμιζαν την πίπα τους για μια τελευταία φορά εκείνη τη μέρα. Το να μαζεύονται γύρω από το ραδιόφωνο για το κεντρικό δελτίο ήταν μια συνήθεια του πολέμου που ποτέ δεν θα την άφηναν. Ο Έντουαρντ και η Φλόρενς άκουσαν τους πνιχτούς κύριους τίτλους και έπιασαν το όνομα του πρωθυπουργού και μετά από ένα - δυο λεπτά άκουσαν τη γνώριμη φωνή του να εκφωνεί ένα λόγο. Ο Χάουαρντ Μακμίλαν θα παρευρισκόταν σ' ένα συνέδριο στην Ουάσινγκτον για τους εξοπλισμούς και την ανάγκη για μια συνθήκη απαγόρευσης των πυρηνικών δοκιμών. Ποιος μπορούσε να διαφωνήσει ότι ήταν τρέλα να συνεχίζονται οι δοκιμές της βόμβας υδρογόνου στην ατμόσφαιρα, φορτώνοντας με ραδιενέργεια ολόκληρο τον πλανήτη; Όμως κανείς κάτω των τριάντα -και σίγουρα όχι ο Έντουαρντ και η Φλόρενς- δεν πίστευε ότι ένας Βρετανός πρωθυπουργός ασκούσε μεγάλη επιρροή στις διεθνείς υποθέσεις. Κάθε χρόνο η αυτοκρατορία συρρικνωνόταν καθώς λίγες ακόμη χώρες αποκτούσαν την δικαιωματική τους ανεξαρτησία. Τώρα πια δεν είχε απομείνει σχεδόν τίποτε κι ο κόσμος ανήκε στους Αμερικανούς και τους Ρώσους. Η Βρετανία, η Αγγλία ήταν μια ελάσσων δύναμη -το να το λες αυτό πρόσφερε μια βλάσφημη ευχαρίστηση. Στον κάτω όροφο φυσικά είχαν άλλη άποψη. Όλοι όσοι ήταν πάνω από σαράντα είχαν πολεμήσει ή δεινοπαθήσει στον πόλεμο, είχαν γνωρίσει το θάνατο σε μια ασυνήθιστη κλίμακα και δεν άντεχαν να πιστεύουν ότι μια μετατόπιση στην ασημαντότητα ήταν η ανταμοιβή για όλες τους τις θυσίες. 
   Ο Έντουαρντ και η Φλόρενς θα ψήφιζαν για πρώτη φορά στις επόμενες εκλογές και τους άρεσε η ιδέα να κερδίσουν οι Εργατικοί μια συντριπτική νίκη σαν τη διάσημη νίκη του 1945. Σ' ένα - δυο χρόνια, η παλιότερη γενιά που ονειρευόταν ακόμη την αυτοκρατορία έπρεπε σίγουρα να κάνει χώρο σε πολιτικούς όπως ο Γκέιτσκελ, ο Γουίλσον, ο Κρόσλαντ, σε νέους άντρες με το όραμα μιας μοντέρνας χώρας όπου θα υπήρχε ισότητα και οι ιδέες θα γίνονταν πράξη. Εάν η Αμερική μπορούσε να έχει έναν γεμάτο σφρίγος και ομορφιά Πρόεδρο Κένεντι, τότε και η Βρετανία μπορούσε να έχει έναν παρόμοιο -τουλάχιστον πνευματικά, αφού δεν υπήρχε κανείς τόσο γοητευτικός στο Εργατικό Κόμμα. Τα απολιθώματα που είχαν μείνει στον τελευταίο πόλεμο, που νοσταλγούσαν ακόμη την πειθαρχία του και τις στερήσεις του- ήταν πια ώρα να φεύγουν. Ο Έντουαρντ και η Φλόρενς μοιράζονταν μια κοινή πεποίθηση ότι μια μέρα σύντομα η χώρα θα άλλαζε προς το καλύτερο, ότι νεανικές δυνάμεις έσπρωχναν να δραπετεύσουν, σαν ατμός υπό πίεση, και συγχωνεύονταν με τον δικό τους ενθουσιασμό για την κοινή τους περιπέτεια. Η δεκαετία του εξήντα ήταν η πρώτη της ενήλικης ζωής τους και ανήκε σίγουρα σ' αυτούς. Αυτοί εκεί κάτω με την πίπα τους και το μπλέιζερ με τα ασημένια κουμπιά, με τις διπλές μερίδες ποτού και τις αναμνήσεις από εκστρατείες στη Βόρεια Αφρική και τη Νορμανδία και τα καλλιεργημένα απομεινάρια στρατιωτικών ιδιωματισμών -δεν μπορούσαν να προβάλουν καμία απαίτηση από το μέλλον. Είναι ώρα πια, κύριοι, παρακαλώ!
   Η ανερχόμενη ομίχλη συνέχιζε να αποκαλύπτει τα κοντινά δέντρα, τους γυμνούς γκρεμούς από πίσω τους και τμήματα της ασημένιας θάλασσας, ενώ ο απαλός βραδινός αέρας στριφογύριζε γύρω απ' το τραπέζι κι εκείνοι συνέχιζαν να προσποιούνται πως τρώνε, εγκλωβισμένοι μέσα σε προσωπικές αγωνίες. Η Φλόρενς απλώς μετακινούσε το φαγητό μέσα στο πιάτο της. Ο Έντουαρντ έτρωγε μόνο μικροσκοπικά κομματάκια πατάτας που τα έκοβε με την άκρη του πιρουνιού του. Άκουγαν ανήμποροι το δεύτερο μέρος των ειδήσεων, έχοντας συνείδηση πόσο πληκτικό ήταν εκ μέρους τους να στρέφουν την προσοχή τους σ' αυτό που άκουγαν οι υπόλοιποι από κάτω. Η γαμήλια νύχτα τους, και δεν είχαν τίποτε να πουν. Τα λόγια ανέβαιναν πνιχτά κάτω από τα πόδια τους αλλά ξεχώρισαν τη λέξη Βερολίνο και κατάλαβαν αμέσως ότι επρόκειτο για την ιστορία που είχε σαγηνεύσει τους πάντες τον τελευταίο καιρό.  Ήταν μια απόδραση από την κομμουνιστική ανατολική πλευρά της πόλης στη δυτική μέσω ενός επιταγμένου ατμόπλοιου στη λίμνη Γουάνσι, οι φυγάδες να ζαρώνουν μέσα στην τιμονιέρα για να αποφύγουν τις σφαίρες των Ανατολικογερμανών φρουρών. Άκουσαν αυτές τις ειδήσεις και μετά, αναπόφευκτα, το τρίτο θέμα, τα συμπεράσματα μιας ισλαμικής συνόδου στη Βαγδάτη. 
   Φυλακισμένοι στα παγκόσμια γεγονότα από την ίδια τους τη βλακεία! Δεν ήταν δυνατό να συνεχιστεί. Ήταν καιρός για δράση. Ο Έντουαρντ χαλάρωσε τη γραβάτα του και ακούμπησε αποφασιστικά το πιρούνι και το μαχαίρι του παράλληλα πάνω στο πιάτο του. 
   "Θα μπορούσαμε να κατεβούμε κάτω και ν' ακούσουμε τις ειδήσεις κανονικά".
   Ήλπιζε ότι θα ακουγόταν σαν να κάνει χιούμορ, απευθύνοντας το σαρκασμό του και στους δύο, όμως τα λόγια ξεπήδησαν με αναπάντεχη σφοδρότητα και η Φλόρενς κοκκίνησε. Νόμισε ότι την επέκρινε επειδή προτιμούσε το ραδιόφωνο από εκείνον και προτού μπορέσει να μαλακώσει ή να ελαφρύνει την παρατήρησή του εκείνη είπε βιαστικά: "Ή θα μπορούσαμε να πάμε να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι", και παραμέρισε νευρικά μια αόρατη τρίχα από το μέτωπό της. Για να του δείξει πόσο λάθος έκανε, του πρότεινε αυτό που γνώριζε ότι επιθυμούσε περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο κι εκείνη έτρεμε. Πραγματικά θα ένιωθε περισσότερο χαρούμενη ή λιγότερο δυστυχισμένη αν πήγαιναν κάτω στο καθιστικό και έπιανε μια ήρεμη συζήτηση με τις ηλικιωμένες κυρίες στους καναπέδες με τη λουλουδάτη ταπετσαρία ενώ οι άντρες τους θα άκουγαν με σοβαρότητα τα νέα, την ανεμοθύελλα της ιστορίας. Οτιδήποτε εκτός απ' αυτό.
   Ο άντρας της ήταν όρθιος και χαμογελούσε και της έτεινε τελετουργικά το χέρι πάνω απ' το τραπέζι. Κι εκείνος ήταν λίγο κόκκινος στο πρόσωπο. Η πετσέτα του σκάλωσε για μια στιγμή στη μέση του και κρεμάστηκε εκεί, γελοιωδώς, σαν φουστίτσα ιθαγενούς και μετά γλίστρησε στο πάτωμα σε αργή κίνηση. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε πέρα απ' το να λιποθυμήσει, και ήταν πολύ κακή ηθοποιός. Σηκώθηκε και πήρε το χέρι του, σίγουρη ότι το χαμόγελο που του ανταπέδιδε ήταν παγωμένο και καθόλου πειστικό. Δεν θα τη βοηθούσε ούτε αν γνώριζε ότι ο Έντουαρντ μέσα στην ονειρική του κατάσταση δεν την είχε ξαναδεί ποτέ τόσο όμορφη. Κάτι στα χέρια της, θυμόταν ότι σκεφτόταν αργότερα, λιγνά και ευάλωτα, που επρόκειτο σύντομα να τυλιχτούν αγαπησιάρικα γύρω από το λαιμό του. Και τα όμορφα σκούρα μάτια της, λαμπερά από αναμφισβήτητο πάθος και το αμυδρό τρέμουλο στο κάτω χείλος της,  που αυτή τη στιγμή ύγραινε με τη γλώσσα της.
   Με το ελεύθερο χέρι του προσπάθησε να πιάσει το μπουκάλι και τα δυο μισογεμάτα ποτήρια, όμως κάτι τέτοιο ήταν υπερβολικά δύσκολο και διασπαστικό -τα ποτήρια τσούγκρισαν μεταξύ τους και τα πόδια τους σταύρωσαν και το κρασί χύθηκε. Έτσι άρπαξε μόνο το μπουκάλι απ' το λαιμό. Ακόμη και μέσα σ' αυτή τη γεμάτη έξαρση και ταραχή κατάσταση στην οποία βρισκόταν, πίστευε ότι καταλάβαινε τη συμβατική της επιφυλακτικότητα. Ένας ακόμη λόγος ευτυχίας λοιπόν, το ότι αντιμετώπιζαν αυτή τη μνημειώδη περίσταση, αυτή τη διαχωριστική γραμμή της εμπειρίας, μαζί. Και το συναρπαστικό γεγονός ότι ήταν η Φλόρενς εκείνη που πρότεινε να πάνε στο κρεβάτι, παρέμενε. Η αλλαγή στην κατάστασή τους την είχε απελευθερώσει. Κρατώντας ακόμη το χέρι της, έκανε το γύρο του τραπεζιού και ήρθε κοντά της για να τη φιλήσει. Πιστεύοντας ότι ήταν χυδαίο να το κάνει κρατώντας ένα μπουκάλι κρασί, το άφησε ξανά κάτω. 
   "Είσαι πολύ όμορφη", της ψιθύρισε.
   Ανάγκασε τον εαυτό της να θυμηθεί πόσο πολύ αγαπούσε αυτόν τον άντρα. Ήταν ευγενικός, ευαίσθητος, την αγαπούσε και ποτέ δεν θα της έκανε κακό. Χώθηκε πιο βαθιά στην αγκαλιά του, κόλλησε πάνω στο στήθος του και εισέπνευσε τη γνώριμη μυρωδιά του, που θύμιζε λίγο ξύλο και ήταν καθησυχαστική.
   "Νιώθω πολύ ευτυχισμένος εδώ μαζί σου".
   "Κι εγώ το ίδιο", του απάντησε σιγανά.
   Όταν φιλήθηκαν, ένιωσε αμέσως τη γλώσσα του, σφιχτή και δυνατή, να σπρώχνει τα δόντια της για να περάσει, σαν κανένας νταής που ανοίγει δρόμο με τον ώμο για να μπει σ' ένα δωμάτιο. Να εισχωρεί μέσα της. Η δική της γλώσσα διπλώθηκε και κουλουριάστηκε με αυτόματη απαρέσκεια, κάνοντας ακόμη περισσότερο χώρο για τον Έντουαρντ. Ήξερε πολύ καλά ότι δεν της άρεσε αυτό το είδος φιλιού και ποτέ πριν δεν ήταν τόσο επιθετικός. Με τα χείλη του σφιγμένα πάνω στα δικά της, εξερεύνησε τη σάρκα στο κάτω μέρος του στόματός της, μετά κινήθηκε πάνω στα δόντια της κάτω σιαγόνας της σ' εκείνο το κενό σημείο όπου τρία χρόνια πριν ένας φρονιμίτης είχε φυτρώσει στραβά και τον αφαίρεσε με γενική αναισθησία. Αυτή η κοιλότητα ήταν το σημείο όπου και η δική της γλώσσα συνήθως ξεστράτιζε όταν ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Συνειρμικά, ήταν περισσότερο μια ιδέα παρά μια τοποθεσία, ένας ιδιωτικός, φανταστικός τόπος παρά ένα κενό στο ούλο της και της φαινόταν παράδοξο να μπορεί μια άλλη γλώσσα να πηγαίνει κι αυτή εκεί. Ήταν η σκληρή, μυτερή απόληξη αυτού του ξένου μυός, ο οποίος σπαρταρούσε όλο ζωντάνια, που την απωθούσε. Είχε βάλει το αριστερό του χέρι λίγο πιο πάνω από τις ωμοπλάτες της, ακριβώς κάτω από τον αυχένα της, κρατώντας το κεφάλι της κοντά στο δικό του. Η κλειστοφοβία και η ασφυξία της μεγάλωναν την ίδια στιγμή που μεγάλωνε και η βεβαιότητά της ότι δεν θα άντεχε να τον προσβάλει. Βρισκόταν κάτω από τη γλώσσα της, σπρώχνοντάς τη προς τα πάνω στον ουρανίσκο της και μετά από πάνω, σπρώχνοντάς τη προς τα κάτω, μετά γλιστρούσε απαλά στις άκρες και γύρω της, σαν να πίστευε ότι μπορούσε να τη δέσει κόμπο. Ήθελε να αναγκάσει τη γλώσσα της να εμπλακεί σε κάποιου είδους δραστηριότητα με τη δική του, προσπαθούσε να την πείσει με καλοπιάσματα να σχηματίσουν ένα είδος αποτρόπαιου άφωνου ντουέτου, μα εκείνη μπορούσε μόνο να ζαρώνει και να επικεντρώνεται στην προσπάθειά της να μην αρχίσει να παλεύει, να μην αναγουλιάσει, να μην πανικοβληθεί. Εάν έκανε εμετό στο στόμα του, της ήρθε η τρελή σκέψη, ο γάμος τους θα τελείωνε αυτομάτως κι εκείνη θα έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της και να εξηγηθεί στους γονείς της. Καταλάβαινε άριστα ότι αυτή η ιστορία με τις γλώσσες, αυτή η διείσδυση, ήταν μιας μικρής κλίμακας αναπαράσταση, ένα τελετουργικό ταμπλό βιβάν αυτού που επρόκειτο να επακολουθήσει, σαν μια εισαγωγή πριν από παλιό θεατρικό έργο που σου λέει όλα όσα θα συμβούν.
   Καθώς στεκόταν περιμένοντας να περάσει αυτή η συγκεκριμένη στιγμή, με τα χέρια της να ακουμπούν στους γοφούς του Έντουαρντ για τους τύπους, η Φλόρενς συνειδητοποίησε ότι είχε σκοντάψει πάνω σε μια γυμνή αλήθεια, εντελώς αυταπόδεικτη αναδρομικά, τόσο αρχέγονη και φθαρμένη από το χρόνο όσο το χαράτσι ή το δικαίωμα του φεουδάρχη στην παρθενία των θηλυκών υποτελών του, και σχεδόν υπερβολικά στοιχειώδη για να οριστεί. Αποφασίζοντας να παντρευτεί, είχε συμφωνήσει ακριβώς σ' αυτό. Είχε συμφωνήσει ότι ήταν σωστό να το κάνει και να δέχεται να της το κάνουν. Όταν εκείνη και ο Έντουαρντ και οι γονείς τους είχαν μαζευτεί στο υποφωτισμένο διακονικό μετά την τελετή για να υπογράψουν στο μητρώο, γι' αυτό είχαν προσυπογράψει, και όλα τα υπόλοιπα -η υποτιθέμενη ωριμότητα, τα κομφετί και η τούρτα- ήταν ένας ευγενικός αντιπερισπασμός. Κι αν δεν της άρεσε, η ευθύνη ήταν αποκλειστικά δική της, γιατί όλες οι επιλογές της τα προηγούμενα χρόνια συνέκλιναν σ' αυτό και το φταίξιμο ήταν όλο δικό της και τώρα πραγματικά ένιωθε ότι θα κάνει εμετό.
   Όταν άκουσε το βογκητό της, ο Έντουαρντ ήξερε ότι η ευτυχία του ήταν σχεδόν πλήρης. Είχε μια αίσθηση απολαυστικής ελαφράδας, σαν να στεκόταν αρκετούς πόντους πάνω απ' το δάπεδο, σαν να υψωνόταν ευχάριστα από πάνω της. Υπήρχε μια οδυνηρή ηδονή στον τρόπο που η καρδιά του έμοιαζε να χτυπά στη βάση του λαιμού του. Τον συνέπαιρνε το ελαφρό άγγιγμα των χεριών της, όχι και πολύ μακριά απ' τη βουβωνική του χώρα και η ενδοτικότητα του υπέροχου κορμιού της μέσα στην αγκαλιά του και ο παθιάρικος ήχος της ανάσας της που έβγαινε γρήγορη από τα ρουθούνια της. Τον έφερνε σ' ένα σημείο ανοίκειας έκστασης, ψυχρής και αιχμηρής ακριβώς κάτω απ' τα πλευρά, ο τρόπος που η γλώσσα της τύλιγε απαλά τη δική του καθώς πιεζόταν επάνω της. Ίσως μπορούσε να την πείσει κάποια μέρα σύντομα -ίσως και απόψε, και μπορεί να μη χρειαζόταν να την πείσει- να πάρει το πέος του στο απαλό και όμορφο στόμα της. Όμως αυτή ήταν μια σκέψη από την οποία έπρεπε να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γιατί πραγματικά κινδύνευε να τελειώσει πολύ νωρίς. Το ένιωθε κιόλας να αρχίζει, να τον σπρώχνει στην ατίμωση. Την τελευταία στιγμή, σκέφτηκε τις ειδήσεις, το πρόσωπο του πρωθυπουργού, του Χάρολντ Μακμίλαν· ήταν ψηλός, καμπουριαστός, σαν θαλάσσιος ίππος, ένας ήρωας του πολέμου, ένα ραμολιμέντο -δεν είχε καμία σχέση με το σεξ και ήταν ιδανικός για το σκοπό. Άνοιγμα Εμπορικού Ισοζυγίου, Προσωρινή Διακοπή Πληρωμών, Ελάχιστη Τιμή Διάθεσης. Κάποιοι τον έβριζαν επειδή μοίραζε την αυτοκρατορία, μα στην πραγματικότητα δεν είχε άλλη επιλογή, μ' αυτούς τους ανέμους αλλαγής που έπνεαν σε ολόκληρη την Αφρική. Και είχε απολύσει το ένα τρίτο των υπουργών του τη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών». Αυτό χρειαζόταν κότσια, Μακ ο Μαχαιροβγάλτης, ήταν μια επικεφαλίδα. Μακμπέθ!, μια άλλη. Σκεπτόμενοι άνθρωποι τον κατηγορούσαν ότι έθαβε το έθνος κάτω από μια χιονοστιβάδα τηλεοράσεων, αυτοκινήτων, σούπερ μάρκετ και άλλων σκουπιδιών. Έδινε στο λαό αυτό που ήθελε. Άρτον και θεάματα. Ένα καινούριο έθνος, και τώρα ήθελε να μπούμε και στην Ευρώπη, και ποιος μπορούσε να πει με σιγουριά ότι είχε άδικο; 
   Επιτέλους ηρέμησε. Οι σκέψεις του Έντουαρντ διαλύθηκαν κι έγινε ξανά η γλώσσα του, η απόληξή της, την ίδια στιγμή που η Φλόρενς αποφάσισε ότι δεν άντεχε άλλο. Ένιωθε εγκλωβισμένη και ασφυκτιούσε, κόντευε να σκάσει, της ερχόταν ναυτία. Και άκουγε έναν ήχο, να δυναμώνει σταθερά, όχι σταδιακά σαν κλίμακα, αλλά μ' ένα αργό γκλισάντο και δεν ήταν ούτε ακριβώς βιολί ούτε φωνή, αλλά κάτι ενδιάμεσο, που δυνάμωνε και δυνάμωνε αβάσταχτα, χωρίς να υπερβαίνει το ακουστικό φάσμα, μια φωνή - βιολί που κάτι της έλεγε, κάτι επείγον, με συριγμούς και φωνήεντα πιο πρωτόγονα από τις λέξεις. Μπορεί να ερχόταν μέσα απ' το δωμάτιο, ή έξω από το διάδρομο, ή να τον παρήγαγαν τ' αυτιά της, σαν εμβοή. Μπορεί να έκανε αυτόν τον ήχο και η ίδια. Δεν την ένοιαζε, έπρεπε να ξεφύγει.
   Τίναξε το κεφάλι της κι απελευθερώθηκε απ' την αγκαλιά του. Την ώρα ακόμη που την κοίταζε έκπληκτος, με το στόμα ακόμη ανοιχτό, με μια απορία να έχει αρχίσει να σχηματίζεται στο πρόσωπό του, άδραξε το χέρι του και τον τράβηξε προς το κρεβάτι. Ήταν διεστραμμένο εκ μέρους της, παρανοϊκό ίσως, τη στιγμή που ήθελε να το σκάσει από το δωμάτιο, να διασχίσει τρέχοντας τους κήπους και το μονοπάτι και να καθίσει μόνη της στην παραλία. Ακόμη κι ένα λεπτό μοναξιάς θα βοηθούσε. Ωστόσο το αίσθημα του καθήκοντος ήταν οδυνηρά δυνατό μέσα της και δεν μπορούσε να του αντιτεθεί. Δεν άντεχε να απογοητεύσει τον Έντουαρντ. Και ήταν πεπεισμένη ότι το λάθος ήταν όλο δικό της. Εάν ολόκληρο το γαμήλιο πλήθος των καλεσμένων και των στενών συγγενών είχε στριμωχτεί με κάποιον τρόπο, αόρατο μέσα στο δωμάτιο για να τους παρακολουθήσει, αυτά τα φαντάσματα θα υποστήριζαν όλα τον Έντουαρντ και τις επιτακτικές εύλογες επιθυμίες του. Θα συμπέραιναν ότι εκείνη έχει κάποιο πρόβλημα και θα είχαν δίκιο.
   Ήξερε επίσης ότι η συμπεριφορά της ήταν αξιοθρήνητη. Για να επιβιώσει, για να ξεφύγει από μια αποτρόπαιη στιγμή, αναγκάστηκε να ανεβάσει το ρίσκο και να δεσμευτεί με την επόμενη και να δώσει την παραπλανητική εντύπωση ότι τη λαχταρούσε η ίδια. Η τελική πράξη δεν μπορούσε να καθυστερεί ατελείωτα. Η στιγμή αναδυόταν για να τη συναντήσει, καθώς η ίδια πήγαινε ασύνετα προς το μέρος της. Ήταν παγιδευμένη σ' ένα παιχνίδι του οποίου τους κανόνες δεν μπορούσε να αμφισβητήσει. Δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη λογική που την έκανε να οδηγεί, ή να ρυμουλκεί, τον Έντουαρντ μέσα στο δωμάτιο προς την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας και το στενό κρεβάτι με τον ουρανό και το ατσαλάκωτο λευκό κάλυμμα. Δεν είχε ιδέα τι θα έκανε μόλις έφταναν εκεί, τουλάχιστον όμως αυτός ο αυξανόμενος ήχος είχε σταματήσει και μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα που θα χρειάζονταν για να φτάσουν, το στόμα και η γλώσσα της ήταν και πάλι δικά της και μπορούσε να αναπνεύσει και να προσπαθήσει να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της.   

Μακ Γιούαν Ίαν, Στην ακτή, (μετφ. Ελένη Ηλιοπούλου), εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: