Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

[ ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ ]

  
     Ένα πλήθος από γενειοφόρους άντρες, ντυμένοι με μουντά ρούχα και με γκρίζα μυτερά καπέλα στα κεφάλια τους, ανακατωμένοι με πολλές γυναίκες, που άλλες φορούσαν κουκούλες και άλλες είχαν τα κεφάλια τους ακάλυπτα, είχε συγκεντρωθεί μπροστά από ένα ξύλινο κτίριο, με μια βαριά δρύινη πόρτα με πολλά σιδερένια καρφιά.
   Οι ιδρυτές κάθε νέας αποικίας, οποιαδήποτε ουτοπία ανθρώπινης αρετής και ευτυχίας και αν έχουν κατά νου να δημιουργήσουν αρχικά, πιστεύουν πάντα, δίχως καμία απολύτως εξαίρεση, ότι ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει αναγκαστικά να κάνουν είναι να καθορίσουν ένα μέρος του καινούργιου τόπου για νεκροταφείο και ένα ακόμα για φυλακή. Βάσει αυτού του κανόνα, θα μπορούσαμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι οι πρόγονοι της Βοστώνης έφτιαξαν σε κοντινή απόσταση από το Κόρνχιλ την πρώτη φυλακή, όταν περίπου έβαζαν τα όρια του πρώτου νεκροταφείου στον κλήρο του Ισαάκ Τζόνσον και τριγύρω από τον τάφο του, που αποτέλεσε και έναν πυρήνα γύρω από τον οποίο συγκεντρώθηκαν σταδιακά όλοι οι τάφοι του παλιού νεκροταφείου του Βασιλικού Παρεκκλησίου. Το σίγουρο είναι ότι, περίπου δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια μετά την ίδρυση της πόλης, η ξύλινη φυλακή είχε ήδη πολλά σημάδια των στοιχείων της φύσης και του χρόνου, τα οποία έκαναν ακόμα πιο σκυθρωπή την ήδη ζοφερή και μουντή της πρόσοψη. Η σκουριά που είχε καλύψει τα δεσίματα της βαριάς δρύινης πόρτας φαινόταν να είναι το πιο παλιό πράγμα που υπήρχε στο νέο κόσμο. Όπως όλα τα πράγματα που έχουν να κάνουν με το έγκλημα, έτσι κι αυτή η φυλακή έμοιαζε να μην υπήρξε ποτέ της νέα. Μπροστά σ' αυτό το άσχημο κτίσμα και ανάμεσα σ' αυτό και στο δρόμο, που ήταν αυλακωμένος από τους τροχούς των κάρων, υπήρχε μια πρασιά γεμάτη από κολλιτσίδες, αμάραντους, φυσαλίδες και διάφορα άλλα τέτοια παρασιτικά φυτά, που σίγουρα είχαν ανακαλύψει κάτι συγγενικό στο χώμα το οποίο τόσο νωρίς είχε βγάλει από μέσα του το ζοφερό άνθος της πολιτισμένης κοινωνίας, τη φυλακή. Ωστόσο, στη μια πλευρά της εισόδου, ριζωμένη σχεδόν στο κατώφλι του κτιρίου, υπήρχε μια άγρια τριανταφυλλιά, γεμάτη -καθώς ήταν πια Ιούνιος- με τα λεπτεπίλεπτα στολίδια της, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι χάριζαν το άρωμά τους και την τόσο ευαίσθητη ομορφιά τους σε όλους τους φυλακισμένους, καθώς έμπαιναν μέσα στη φυλακή, και σε όλους τους κατάδικους, καθώς έβγαιναν από κει για να βρεθούν με το πεπρωμένο τους -ένα σημάδι ότι η Φύση μπορούσε να φανεί συμπονετική απέναντί τους και να τους αντιμετωπίζει με καλοσύνη.
   Αυτή η άγρια τριανταφυλλιά, από μια παράδοξη σύμπτωση, είχε μείνει ζωντανή στο πέρασμα των χρόνων. Αλλά, αν απλώς είχε καταφέρει να κρατηθεί στη ζωή σαν ενθύμιο από τους παλιούς και βάναυσους άγριους τόπους, τόσα χρόνια μετά την εξαφάνιση των τεράστιων πεύκων και των άγριων βελανιδιών που της έριχναν παλιότερα τον ίσκιο τους, ή αν, όπως κάλλιστα θα μπορούσε να πιστεύει κανείς, βλάστησε στο σημείο όπου είχε πατήσει με τα άγια πόδια της η ενάρετη Ανν Χάτσινσον, καθώς περνούσε την πόρτα του ιδρύματος, είναι κάτι που δεν θα το βεβαιώσουμε εμείς. Συναντώντας την ακριβώς στην αρχή της ιστορίας μας, που σε λίγο κιόλας θα ξεπροβάλει από αυτή τη δυσοίωνη πόρτα, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό από το να κόψουμε ένα από τα πολλά λουλούδια της και να το χαρίσουμε στον αναγνώστη μας. Πιθανόν να χρησίμευε -επιτρέψτε μας να έχουμε αυτή την προσδοκία- ως σύμβολο ενός γλυκού λουλουδιού της ηθικής που μπορεί να βρούμε μπροστά μας και στη συνέχεια, ή για να απαλύνει το σκοτεινό τέλος μιας ιστορίας που έχει να κάνει με την ανθρώπινη αδυναμία και τη θλίψη.

   Η πρασιά μπροστά από το κτίριο της φυλακής, στην πάροδό της, ένα πρωινό του καλοκαιριού, πριν από διακόσια χρόνια περίπου, ήταν κατάμεστη από ένα μεγάλο αριθμό κατοίκων της Βοστώνης· όλοι τους κοιτούσαν με αγωνία και ένταση την πόρτα με τα σιδερένια δεσίματα. Για κάποιους άλλους ανθρώπους, ή σε μια άλλη πιο ύστερη εποχή της Νέας Αγγλίας, το σκυθρωπό, ανέκφραστο πρόσωπο που μαρμάρωνε τις φιγούρες εκείνων των αγαθών γενειοφόρων ανθρώπων, θα αποτελούσε σημάδι ότι κάτι τρομερό θα γινόταν πολύ σύντομα. Δεν θα μπορούσε να σημαίνει κάτι άλλο από τη σίγουρη εκτέλεση ενός διαβόητου εγκληματία, που η καταδίκη του από το δικαστήριο δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την επίσημη επιβεβαίωση της επιθυμίας της κοινής γνώμης. Αλλά εκείνον τον καιρό της πρώιμης αυστηρότητας που χαρακτήριζε τον πουριτανισμό, ένα παρόμοιο συμπέρασμα δεν ήταν καθόλου βέβαιο. Ίσως να σήμαινε ότι κάποιος τεμπέλης δούλος ή ένα ατίθασο παιδί που οι γονείς του το άφησαν στα χέρια των δημόσιων αρχών θα έπαιρναν την τιμωρία τους στο στύλο του μαστιγώματος. Ίσως ακόμα κάποιος Αντινομιστής, ένας Κουακέρος ή κάποιος άλλος ετερόδοξος θρησκόληπτος θα διωκόταν από την πόλη με το μαστίγιο ή κάποιος άεργος πλάνης Ινδιάνος, που το "νερό της φωτιάς" που του έδωσαν οι λευκοί τον είχε παρασύρει να κάνει κάποιου είδους σαματά, θα διωχνόταν με αλλεπάλληλα χτυπήματα μέσα στο δάσος. Ήταν πολύ πιθανό, επίσης, κάποια μάγισσα, όπως η γριά Χίμπινς, η ιδιότροπη χήρα του δικαστή, να έβρισκε το θάνατο καταδικασμένη να κρεμαστεί. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το πλήθος είχε πάντα την ίδια σοβαρή συμπεριφορά· έτσι όπως ταίριαζε σε ανθρώπους για τους οποίους η θρησκεία και ο νόμος είναι έννοιες ταυτόσημες και που μέσα στο νου τους αυτά τα δύο πράγματα συνδέονται τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε τόσο οι ηπιότερες όσο και οι πιο βάναυσες πράξεις δημόσιας τιμωρίας να απολαμβάνουν τον ίδιο σεβασμό και να αντιμετωπίζονται με την ίδια αίσθηση φόβου. Είναι αλήθεια ότι ελάχιστη και παγερή θα μπορούσε πάντα να είναι η συμπάθεια που θα συναντούσε ο εκάστοτε εγκληματίας από τους θεατές που θα βρίσκονταν γύρω από το ικρίωμα. Από την άλλη πλευρά, μια τιμωρία που στους δικούς μας καιρούς θα σήμαινε χλευασμό και ντροπή, τον καιρό εκείνο θα αντιμετωπιζόταν με τόσο μεγάλη σοβαρότητα όσο και η θανατική ποινή.
   Εκείνο το πρωί του καλοκαιριού που αρχίζει η ιστορία μας, είχε συμβεί κάτι ιδιαίτερα αξιόλογο· οι πολλές γυναίκες που ήταν ανακατεμένες με το υπόλοιπο πλήθος φαίνονταν ότι έτρεφαν ξεχωριστό ενδιαφέρον για την ποινή που επρόκειτο να επιβληθεί. Τότε δεν επικρατούσαν ιδιαίτερα οι νόμοι της ευγένειας, ώστε να μην επιτρέπουν σε όλες αυτές με τα μεσοφόρια και τα κρινολίνα να τρέχουν μέσα στους δρόμους και να μπερδεύουν με την πρώτη ευκαιρία τις τελείως αδιάφορες υπάρξεις τους μέσα στον κόσμο, στη δυνατότερη κοντινή απόσταση μπροστά από την κρεμάλα όταν γινόταν κάποια εκτέλεση. Τόσο από ηθική άποψη όσο και από υλική, αυτές οι σύζυγοι και οι κοπέλες με τις παλιές αγγλικές ρίζες και την ανατροφή τους ήταν πολύ πιο σκληρές από τις όμορφες απογόνους τους, από τις οποίες βρίσκονταν έξι ή εφτά γενιές πίσω· μέσα στις διαδοχικές αυτές γενιές κάθε μητέρα κληροδοτούσε στο τέκνο της ένα άνθος πιο αχνό από το δικό της, μια ομορφιά περισσότερο εκλεπτισμένη και πρόσκαιρη, ένα κορμί πιο εύθραυστο -και ίσως και ένα χαρακτήρα πιο αδύναμο και πιο ασταθή από το δικό της. Οι γυναίκες που τώρα βρίσκονταν μπροστά από την πόρτα της φυλακής απείχαν λιγότερο από πενήντα χρόνια από την εποχή που η Ελισάβετ, μια γυναίκα με ανδροπρεπή χαρακτηριστικά, ήταν -όχι τελείως αταίριαστα- ένα τυπικό παράδειγμα του φύλου τους. Κατάγονταν από την ίδια πατρίδα με αυτήν· το μοσχαρίσιο κρέας και η μπίρα που έφερναν από την πατρίδα τους, καθώς και μια άλλη ηθική τροφή καθόλου πιο εκλεπτυσμένη, είχαν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης τους. Έτσι, ο φωτεινός ήλιος έριχνε τις αχτίδες του πάνω σε μεγάλες πλάτες, πλούσια μπούστα, καλοθρεμμένα και κόκκινα μάγουλα που είχαν μεγαλώσει στο μακρινό νησί και που ακόμα δεν είχαν αποκτήσει ωχρό χρώμα από τον αέρα της Νέας Αγγλίας. Πέραν όλων αυτών, αυτές οι κυρίες -όπως έδειχναν να είναι στην πλειονότητά τους- διέθεταν μια αξιοσημείωτη τόλμη και ισχύ στο λόγο τους, που στις μέρες μας θα προκαλούσε μεγάλη έκπληξη, τόσο για το περιεχόμενό του όσο και για την έντασή του.
   "Γυναίκες", είπε κάποια τους με πολύ σκληρό πρόσωπο, γύρω στα πενήντα, "θέλω να σας πω κάτι που έχω σκεφτεί. Θα ήταν κέρδος για ολόκληρη την κοινότητά μας, αν εμείς, οι γυναίκες, που είμαστε πια σε ώριμη ηλικία και αποτελούμε σταθερά και έντιμα μέλη της ενορίας μας, αναλαμβάναμε προσωπικά μια τόσο μεγάλη εγκληματία όπως είναι η Έστερ Πριν. Τι πιστεύετε κι εσείς, φίλες μου; Αν ήμασταν εμείς οι πέντε, που τώρα στεκόμαστε εδώ φιλιωμένες μεταξύ μας, αυτές που θα κρίναμε αυτή την άθλια γυναίκα, πιστεύετε ότι θα κατάφερνε να γλιτώσει με μια ποινή σαν ετούτη που της επέβαλαν οι αξιοσέβαστοι δικαστές μας; Παναγία μου Παρθένα, εγώ δεν πιστεύω ότι θα ήταν έτσι τα πράγματα!"
   "Ακούγεται", είπε κάποια άλλη, "ότι ο αιδεσιμότατος Ντιμσντέιλ, αυτός ο άγιος πατέρας, το θεωρεί πολύ μεγάλο πλήγμα που ένα τόσο μεγάλο σκάνδαλο συνέβη στο δικό του εκκλησίασμα".
   "Οι δικαστές μας είναι θεοσεβούμενοι άνθρωποι, αλλά πολλές φορές είναι πάρα πολύ φιλεύσπλαχνοι -αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε", είπε μια τρίτη που διένυε το φθινόπωρο της ζωής της. "Το ελάχιστο που θα μπορούσαν να κάνουν είναι να σημαδέψουν με πυρακτωμένο σίδερο το μέτωπο της Έστερ Πριν. Αυτό σίγουρα θα είχε κάνει την κυρία Έστερ να ταρακουνηθεί λίγο, σας το εγγυώμαι. Αλλά αυτή η αισχρή γυναίκα πολύ λίγο ενδιαφέρεται για το τι θα βάλουν στο μπούστο του φουστανιού της! Αυτή, βέβαια, μπορεί να το καλύψει με καμιά καρφίτσα ή με κάποιο άλλο απ' αυτά τα βρόμικα κοσμήματα και έτσι να βγαίνει στο δρόμο με περισσότερη μεγαλοπρέπεια και πιο καλοντυμένη από ποτέ άλλοτε!"
   "Αχ, αυτή μπορεί να καλύψει το σημάδι που θα της βάλουν με ό,τι της αρέσει", μπήκε στην κουβέντα με πράο τρόπο μια νέα κοπέλα που κρατούσε στο χέρι της ένα μικρό παιδί. "Αυτό όμως, πάντα θα της δίνει δυνατά τσιμπήματα στην καρδιά".
   "Μα τι λέμε τώρα για σημάδια και για στίγματα, τόσο πάνω στο στήθος της όσο και στο κούτελό της;" φώναξε μια από τις άλλες -η ασχημότερη αλλά και η πιο σκληρή από όλους αυτούς τους αυτόκλητους δικαστές. "Αυτή η γυναίκα είναι ντροπή για όλες μας και θα έπρεπε να είναι κιόλας νεκρή. Δεν υπάρχει κανείς νόμος που να το λέει αυτό; Σίγουρα υπάρχει, και μέσα στη Βίβλο αλλά και στον ποινικό κώδικα. Κι οι δικαστές ας ευχαριστήσουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους, αφού αχρήστευσαν το νόμο, όταν οι γυναίκες τους και οι θυγατέρες τους πάρουν το στραβό το δρόμο!"
   "Θεός φυλάξει, κυρά μου!" φώναξε κάποιος από τους άντρες που βρίσκονταν στο πλήθος. "Η γυναίκα δεν έχει καμιά άλλη αρετή, εκτός από κείνη που προκαλεί ένας εξιλεωτικός φόβος για την κρεμάλα; Αυτή είναι η χειρότερη λέξη που θα μπορούσε να ακουστεί μια τέτοια στιγμή! Και τώρα, καλύτερα να κάνετε ησυχία, κυράδες μου, γιατί βλέπω να ανοίγει η πόρτα της φυλακής και η κυρα-Πριν έρχεται η ίδια προς τα δω". 
   Έτσι όπως άνοιξε απότομα η πόρτα της φυλακής από μέσα, πρώτα φάνηκε, σαν μια ζοφερή σκιά που προβάλλει διστακτικά στο φως του ήλιου, η αγριωπή και τρομακτική φιγούρα του ενοριακού αστυνόμου της πόλης, με το ξίφος του να κρέμεται στο ένα πλευρό του και το ραβδί που έδειχνε το αξίωμά του στο χέρι του. Αυτό το πρόσωπο, με την εμφάνισή του, ήταν η απόλυτη εικόνα και σύμβολο όλης της σκοτεινής σκληρότητας του ποινικού κώδικα του πουριτανισμού, τον οποίο είχε το καθήκον να επιβάλλει σε κάθε εγκληματία στην τελική και συνήθως πιο βάναυση έκφανσή του. Φέρνοντας πιο μπροστά το επίσημο ραβδί που κρατούσε στο αριστερό του χέρι, άγγιξε με το δεξί τον ώμο μιας γυναίκας που ακόμα ήταν σε νεαρή ηλικία, σπρώχνοντάς την έτσι μπροστά του· ώσπου αυτή -μπροστά από την πόρτα της φυλακής- τον έσπρωξε με μια κίνηση που φανέρωνε έμφυτη αξιοπρέπεια και ισχυρό χαρακτήρα και προχώρησε προς τα έξω, στο ανοιχτό πεδίο, σαν κάτι τέτοιο να ήταν δική της πρωτοβουλία και μόνο. Στην αγκαλιά της είχε ένα παιδί, ένα μωρό σχεδόν τριών μηνών, που τρεμόπαιξε τα βλέφαρά του κι έπειτα απέστρεψε το πρόσωπό του από το δυνατό φως του ήλιου, αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή της ζωής του δεν είχε δει τίποτε άλλο εκτός από το αχνό φως ενός κελιού ή κάποιου άλλου ανήλιαγου δωματίου της φυλακής. 
   Όταν η νεαρή γυναίκα -η μητέρα του παιδιού- βρέθηκε τελείως μόνη της μπροστά στο τεράστιο πλήθος, η πρώτη κίνηση που έκανε, οδηγημένη από το ένστικτό της, ήταν να κρατήσει πιο σφιχτά το μωρό στην αγκαλιά της· μια κίνηση που δεν υπαγορευόταν τόσο από μητρική τρυφερότητα, όσο έμοιαζε σαν προσπάθεια να κρύψει ένα σύμβολο που ήταν κεντημένο ή καρφιτσωμένο πάνω στο μπούστο του φορέματός της. Αλλά αμέσως μετά, καταλαβαίνοντας ότι το ένα σύμβολο της ντροπής της πολύ δύσκολα θα μπορούσε να κρύψει το άλλο, έγειρε το βρέφος στο μπράτσο της και, με τα μάγουλά της κατακόκκινα, με ένα χαμόγελο δύναμης να στολίζει το πρόσωπό της και με ένα βλέμμα που δεν είχε το παραμικρό ίχνος διστακτικότητας, κοίταξε του συντοπίτες και τους γείτονές της. Στο μπούστο του φορέματός της, ραμμένο από ένα ακριβό ύφασμα και στολισμένο με όμορφα κεντήματα και εντυπωσιακά σχέδια από χρυσοκλωστή, φαινόταν ολοκάθαρα το γράμμα Α. Ήταν τόσο περίτεχνα φτιαγμένο, με τόση πολλή φαντασία, που έμοιαζε σαν μια τελευταία διακοσμητική πινελιά στο φουστάνι που φορούσε -και με τέτοια μεγαλοπρέπεια, ταιριαστή απόλυτα με τη μόδα εκείνων των καιρών, αλλά που απέκλινε πολύ από τα όρια που είχαν θέσει οι νόμοι της αποικίας για προσωπικά έξοδα.
   Η νεαρή γυναίκα ήταν ψηλή, με εμφάνιση που πρόδιδε απόλυτη κομψότητα. Τα μαλλιά της είχαν σκούρο χρώμα, ήταν πολλά και τόσο λαμπερά, που αντανακλούσαν τις αχτίδες του ήλιου. Το πρόσωπό της, πέραν της όμορφης όψης που του χάριζαν τα αρμονικά χαρακτηριστικά του και το υγιές χρώμα της επιδερμίδας του, δημιουργούσε την έντονη εντύπωση που έχουμε πάντα κοιτάζοντας τα τοξωτά φρύδια και το βαθύ μαύρο χρώμα των ματιών. Ακόμα, απέπνεε μια αίσθηση αρχοντιάς, ταιριαστή με τους τρόπους της ευγένειας που χαρακτήριζε τις γυναίκες εκείνης της εποχής, και η οποία χαρακτηριζόταν από σοβαρότητα και αξιοπρέπεια περισσότερο παρά από τη διακριτική και στιγμιαία ομορφιά που την περιγράφει σήμερα. Και η Έστερ Πριν δεν είχε ξανακάνει ποτέ, σύμφωνα πάντα με την τότε έννοια του όρου, καμιά εμφάνιση τόσο αρχοντική όσο εκείνη τη στιγμή που έβγαινε από την πόρτα της φυλακής. Εκείνοι που τη γνώριζαν από παλιά και περίμεναν ότι θα την αντίκριζαν κατσουφιασμένη και ταλαιπωρημένη, να προβάλλει μέσα από ένα νέφος πλήρους καταστροφής, εντυπωσιάστηκαν πάρα πολύ, σχεδόν ταράχτηκαν από την τόση τους έκπληξη, καθώς είδαν ότι η ομορφιά της βρισκόταν στο ζενίθ και σχημάτιζε γύρω της ένα φωτοστέφανο από τη συμφορά που την είχε βρει και την ντροπή που την περιέβαλλε. Είναι πράγματι πολύ πιθανό ότι όλα αυτά, για έναν ευαίσθητο παρατηρητή, ενείχαν ένα στοιχείο οδύνης. Το φουστάνι της, που πραγματικά το είχε φτιάξει στη φυλακή για την περίσταση και που το σχέδιό του ήταν δικό της και μόνο, έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να εκφράσει με τη σκληρή και παράδοξη ιδιοτροπία του αυτή την τόσο θαρραλέα στάση της, αυτή την όλο απελπισία ψυχική της διάθεση. Αλλά το σημείο που προσέλκυσε τα βλέμματα όλων και που έμοιαζε να δίνει μια άλλη μορφή σε αυτήν που το είχε πάνω της -έτσι ώστε κι εκείνοι που ήξεραν πολύ καλά την Έστερ Πριν, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες, να έχουν εντυπωσιαστεί τόσο πολύ, σαν να την αντίκριζαν για πρώτη φορά στη ζωή τους -ήταν εκείνο το Άλικο Γράμμα, που υπήρχε τόσο περίεργα κεντημένο και στολισμένο στο μπούστο της. Είχε την ίδια επίδραση με ένα ξόρκι, καθώς άλλαζε το συνηθισμένο χαρακτήρα των σχέσεων που είχε με τους ανθρώπους και την τοποθετούσε σε μια σφαίρα όπου βρισκόταν τελείως μόνη της.
   "Ξέρει να το χειρίζεται με τέχνη το βελόνι, αυτό είναι βέβαιο", παρατήρησε κάποια από τις γυναίκες που βρισκόταν ανάμεσα στο πλήθος των θεατών. "Ποτέ όμως καμία άλλη, εκτός απ' αυτή την πρόστυχη γυναίκα, δεν είχε σκεφτεί αυτόν τον τρόπο για να το δείξει σε όλους! Γιατί, τι άλλο μπορεί να υπονοεί μ' αυτό, καλές μου φίλες, εκτός από το ότι θέλει να κοροϊδέψει κατάμουτρα τους αξιοσέβαστους δικαστές μας, τι άλλο μπορεί να δείχνει εκτός από μια αλαζονεία γι' αυτό που οι έντιμοι άρχοντές μας της επέβαλαν σαν τιμωρία;"
   "Αυτό που πρέπει να κάνουμε", παρενέβη η πιο άσχημη από τις γηραιές κυρίες, "είναι να γδύσουμε την κυρία Έστερ από το τόσο κομψό φουστάνι που στολίζει τους καλλίγραμμους ώμους της· κι αυτό το κόκκινο γράμμα, που με τόσο παράξενο τρόπο έχει κεντήσει πάνω του, θα της κόψω εγώ ένα πατσαβούρι από τη φανέλα που φοράω για τα αρθριτικά μου, για να κεντήσει ένα που θα ταιριάζει καλύτερα!"
   "Σταματήστε πια, γειτόνισσες, σταματήστε!" είπε σιγανά η πιο νέα από όλη την ομήγυρη. "Μιλάτε σιγά, μην τυχόν και σας ακούσει! Αυτό το γράμμα δεν έχει ούτε μια βελονιά πάνω του που να μην έχει περάσει πρώτα μέσα από την καρδιά της!"
   Ο βλοσυρός αστυνόμος εκείνη τη στιγμή κούνησε το ραβδί του.
   "Κάντε στην άκρη, καλοί μου συμπολίτες! Εν ονόματι του βασιλιά, κάντε στην άκρη!" φώναξε. "Κάντε δρόμο και σας δίνω το λόγο μου ότι η κυρα-Πριν θα τοποθετηθεί σε τέτοιο σημείο, που κάθε άντρας, κάθε γυναίκα και κάθε παιδί θα μπορεί με όλη του την άνεση να θαυμάσει το εξαίσιο φουστάνι της από τώρα και μέχρι μία ώρα μετά το μεσημέρι. Ο Θεός πάντα να φυλάει τη σεβαστή Αποικία της Μασαχουσέτης, όπου η ντροπή σύρεται στο φως του ήλιου! Έλα τώρα, κυρα-Έστερ, δείξε το άλικό σου γράμμα στην αγορά!"
   Οι θεατές με μιας άνοιξαν ένα διάδρομο. Με τον αστυνόμο να πηγαίνει μπροστά και ακολουθούμενη από ένα μπερδεμένο πλήθος ανδρών με βλέμματα που δεν είχαν μέσα τους κανέναν οίκτο και γυναικών με βλοσυρά πρόσωπα, η Έστερ Πριν προχώρησε προς το σημείο όπου είχε οριστεί να γίνει η διαπόμπευσή της. Μια μεγάλη ομάδα από περίεργα παιδιά, που ελάχιστα πράγματα μπορούσαν να κατανοήσουν από την όλη υπόθεση, εκτός από το ότι τους έδινε το περιθώριο να μείνουν για μισή μέρα μακριά από το σχολείο τους, έτρεχαν μπροστά της, γυρνώντας συνεχώς τα κεφάλια τους για να δουν αυτή και το μωρό της, που συνέχιζε να πεταρίζει τα βλέφαρά του, έτσι όπως το κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της, αλλά και το γράμμα της ντροπής που στόλιζε το μπούστο της. Εκείνο τον καιρό η απόσταση που χώριζε την πόρτα της φυλακής από την αγορά δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Αν την υπολογίσουμε, ωστόσο, με βάση τη δοκιμασία που εκείνη τη στιγμή περνούσε η τιμωρημένη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ισοδυναμούσε με ένα πολύ μεγάλο ταξίδι· γιατί σίγουρα, παρά τη σταθερότητα που έδειχνε να έχει ο βηματισμός της, θα υπέφερε με όλους εκείνους που πλησίαζαν για να τη δουν -λες και η καρδιά της είχε πεταχτεί στο δρόμο για χάρη τους, για να την περιγελάσουν και να την ποδοπατήσουν. Παρ' όλα αυτά, η φύση μάς επιφυλάσσει μια πρόνοια, που είναι εξίσου στοργική και εξαίσια: εκείνος που υποφέρει να μη νιώθει τη στιγμή του βασανιστηρίου του την καθαρή του ένταση, αλλά να την αισθάνεται περισσότερο από τις μαχαιριές που ταράζουν το κορμί του μετά απ' αυτό. Έτσι, έχοντας μια συμπεριφορά σχεδόν γαλήνια, η Έστερ Πριν πέρασε αυτό το κομμάτι της τιμωρίας της και έφτασε σε κάτι που έμοιαζε με ικρίωμα, στη δυτική πλευρά της αγοράς, πάρα πολύ κοντά στο γείσωμα της πιο παλιάς εκκλησίας της Βοστώνης, εκεί που έμοιαζε ότι ήταν στημένο μόνιμα.
   Η αλήθεια είναι ότι αυτό το ικρίωμα ήταν μέρος κάποιου γενικότερου μηχανισμού σωφρονισμού, που στις μέρες μας, εδώ και δύο τρεις γενιές, έχει για μας μόνο ιστορική αξία και αποτελεί μέρος της παράδοσης, αλλά σε εκείνους τους καιρούς πίστευαν ότι τα αποτελέσματά του ήταν τόσο θετικά για τη δημιουργία καλών πολιτών, όσο πίστευαν ότι ήταν η λαιμητόμος οι τρομοκράτες στη Γαλλία. Εν ολίγοις, επρόκειτο για την εξέδρα της διαπόμπευσης· πάνω της ορθωνόταν ο σκελετός αυτού του σωφρονιστικού οργάνου το οποίο ήταν κατασκευασμένο έτσι, ώστε να κρατά γερά το κεφάλι του καταδικασμένου μέσα στη σφιχτή του αγκαλιά και να το επιδεικνύει από ψηλά δημοσίως. Η ίδια η ουσία της διαπόμπευσης υπήρχε και φαινόταν ξεκάθαρα μέσα στην κατασκευή αυτού του κατασκευάσματος από ξύλο και σίδερο. Έχω την εντύπωση ότι είναι πολύ δύσκολο να βρούμε κάποια άλλη ύβρη απέναντι στην κοινή μας φύση -οποιοδήποτε έγκλημα κι αν έχει κάνει κανείς- πιο αποτρόπαιη από το να μην αφήνεις τον υπόδικο να κρατά σκυμμένο το πρόσωπό του από την ντροπή που νιώθει· κι αυτό ακριβώς ήταν το βασικό στοιχείο ετούτου του τρόπου τιμωρίας. Στην περίπτωση της Έστερ Πριν, ωστόσο, όπως γινόταν συχνά και σε άλλες περιστάσεις, η ποινή της όριζε να μείνει όρθια για κάποιες ώρες πάνω στην εξέδρα, δίχως όμως να της επιβάλουν κι εκείνο το σφίξιμο με το μεταλλικό στεφάνι στο λαιμό της και να της ακινητοποιήσουν το κεφάλι -πράγμα που αποτελούσε και το πιο σατανικό γνώρισμα αυτού του τρομερού εργαλείου. Καθώς ήξερε πολύ καλά τι καλούνταν να κάνει, ανέβηκε τα ξύλινα σκαλιά της εξέδρας και έτσι βρέθηκε σε ένα σημείο απ' όπου μπορούσαν να τη βλέπουν όλοι, στο ύψος περίπου του ώμου ενός άντρα από την επιφάνεια του δρόμου.
   Αν βρισκόταν κατά τύχη ένας παπιστής ανάμεσα σε όλους εκείνους τους πουριτανούς, θα μπορούσε ίσως να διακρίνει στην εικόνα αυτής της τόσο ωραίας γυναίκας, που απέπνεε μια τόσο περίεργη γοητεία μέσα στο κομψό της φουστάνι, με την έκφραση του προσώπου της και με το μωρό στην αγκαλιά της, κάτι το οποίο θα του έφερνε στο μυαλό την εικόνα της Παρθένου, που τόσοι και τόσοι μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν αναμετρηθεί ανά τους αιώνες για το ποιος θα επιτύχει την πιστότερη απεικόνισή της· κάτι που θα μπορούσε πραγματικά να του φέρει στο νου -μέσα, βέβαια, από την τεράστια αντίθεση των καταστάσεων- την άγια εικόνα της άσπιλης μητέρας, που το βρέφος της θα έφερνε τη σωτηρία του κόσμου. Σ' αυτή την περίπτωση όμως, υπήρχε το στίγμα της μεγαλύτερης αμαρτίας σχετικά με την πιο ιερή ανθρώπινη ιδιότητα -και η συνέπεια σε όλα αυτά ήταν ένας κόσμος που γινόταν ακόμα πιο σκοτεινός, εξαιτίας της ομορφιάς αυτής της γυναίκας και ακόμα πιο χαμένος, εξαιτίας του μωρού που είχε φέρει στον κόσμο.
   Από το όλο σκηνικό δεν απουσίαζε μια αίσθηση δέους, αυτή που πάντα πρέπει να συνοδεύει το θέαμα της ενοχής και της αισχύνης ενός συνανθρώπου μας, προτού η κοινωνία φτάσει σε τέτοιο βαθμό διαφθοράς, ώστε να γελά κοιτάζοντάς το, αντί να αναριγεί. Οι μάρτυρες της διαπόμπευσης της Έστερ Πριν δεν είχαν υπερβεί ακόμα τα όρια της προσωπικής τους απλότητας. Ήταν μεν ανάλγητοι, ώστε να μείνουν και να δουν το θάνατό της, αν ήταν αυτή η ποινή που θα της επέβαλλαν, δίχως να κάνουν κανένα σχόλιο για το πόσο σκληρή ήταν, αλλά δεν ήταν τόσο ανελέητοι όσο θα ήταν οι άνθρωποι μιας άλλης κοινωνίας, που στην παρούσα ποινή θα έβλεπαν μόνο μια αφορμή για διασκέδαση. Ακόμα κι αν στον αέρα υπήρχε μια τάση για χλευασμό της κατάστασης, την απομάκρυνε και την έσβησε τελείως η βαριά παρουσία τόσων αξιοσέβαστων ανθρώπων, όπως ήταν ο κυβερνήτης και κάποιοι σύμβουλοί του, ένας δικαστής, ένας στρατηγός και οι ιερείς της πόλης, που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι τους, άλλοι καθισμένοι και άλλοι όρθιοι, σε ένα μπαλκόνι του ναού και κοιτούσαν προς την εξέδρα. Όταν προσωπικότητες σαν κι αυτές αποτελούσαν τμήμα του όλου θεάματος, δίχως η παρουσία τους εκεί να θέτει σε κίνδυνο τη μεγαλοπρέπεια ή το σεβασμό που χαρακτήριζε τη θέση και το αξίωμά τους, μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι μια τέτοια νόμιμη ποινή θα είχε κάποια βαρύγδουπη αλλά ταυτόχρονα και αποτελεσματική σημασία. Έτσι, λοιπόν, ο συγκεντρωμένος κόσμος ήταν κάπως δύσθυμος και θλιμμένος. Η κακόμοιρη ένοχη έστεκε όσο πιο σταθερά θα μπορούσε να το κάνει η οποιαδήποτε γυναίκα υπό το βάρος χιλίων ανάλγητων βλεμμάτων, που όλα ήταν προσηλωμένα πάνω της και κοιτούσαν έντονα το στήθος της. Ήταν ανυπόφορο για κάποιον να υπομένει κάτι τέτοιο. Εξαιτίας της δυνατής και αξιοπρεπούς φύσης της, είχε καταφέρει να προστατεύσει καλά τον εαυτό της, ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στα αιχμηρά και φαρμακερά βέλη εκείνης της δημόσιας ταπείνωσης που θα ξεσπούσε με οποιαδήποτε δυνατή προσβολή· ωστόσο, υπήρχε κάτι πολύ φριχτό στην όλο σοβαρότητα έκφραση των θεατών, τόσο που θα ήταν γι' αυτήν προτιμότερο να έβλεπε όλα εκείνα τα σκληρά κι ανέκφραστα πρόσωπα να μορφάζουν με περιφρόνηση και χλευασμό, έχοντας τον εαυτό της σαν αποδέκτη όλων αυτών των εκδηλώσεων. Αν όλος αυτός ο κόσμος είχε ξεσπάσει σε γέλια -με όλους όσους ήταν εκεί, άντρες, γυναίκες, ακόμα και μικρά παιδιά, να τσιρίζουν και να βοηθούν όσο μπορούσαν- η Έστερ Πριν θα μπορούσε να δώσει σαν αντάλλαγμα σε όλους τους ένα πικρόχολο και γεμάτο περιφρόνηση χαμόγελο. Αλλά κάτω από αυτή την τόσο άκαμπτη καταδίκη, που η μοίρα τής είχε γράψει να υποστεί, κάποιες στιγμές αισθανόταν ότι δεν μπορούσε πια να κάνει τίποτε άλλο από το να ξεσπάσει σε κραυγές με όλη τη δύναμη που μπορούσαν να βάλουν τα πνευμόνια της και να πέσει από το ικρίωμα κάτω στο έδαφος, ειδάλλως η τρέλα θα της έπαιρνε το μυαλό εκείνη κιόλας τη στιγμή.
   Ωστόσο, υπήρχαν κάποια μικρά διαστήματα που ολόκληρη η σκηνή, με την ίδια να κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ήταν σαν να χάνεται από το βλέμμα της, ή τουλάχιστον να θολώνει μπροστά της, σαν ένα σύνολο από φασματικές εικόνες με τελείως αόριστη μορφή. Ο νους της και πάνω απ' όλα η μνήμη της διέθεταν μια αφύσικη εγρήγορση, ανασύροντας ασταμάτητα στην επιφάνεια άλλες σκηνές απ' αυτόν τον άσχημο δρόμο μιας μικρής πόλης, στην άκρη της ερημιάς της Δύσης· διαφορετικά πρόσωπα έκλιναν προς το μέρος της κάτω από το γείσο εκείνων των μυτερών καπέλων. Αναμνήσεις, οι πιο ανούσιες και άσχετες, μέρη από την εποχή που ακόμα ήταν παιδί και μνήμες σχολικές, παιχνίδια, τσακωμοί με τα άλλα παιδιά και οι ελάχιστες εκείνες σπιτικές στιγμές όταν πια ήταν κορίτσι, επέστρεφαν και τη γέμιζαν πέρα για πέρα, ανάμεικτες με μνήμες από στιγμές πολύ άσχημες που τη βρήκαν αργότερα στη ζωή της· η μια εικόνα το ίδιο ακριβώς ζωντανή με την άλλη, λες και όλες ήταν εξίσου σπουδαίες γι' αυτήν και δημιουργούσαν με τη συρραφή τους ένα σωστό θεατρικό έργο. Ίσως να ήταν ένας μηχανισμός που από ένστικτο ενεργοποιούνταν στο μυαλό της, ώστε να καταφέρει, μέσα από τη διαδοχική εμφάνιση όλων αυτών των παραισθήσεων, να λυτρωθεί από το δυσβάσταχτο βάρος και τη βαναυσότητα που της έδινε η πραγματικότητα.
   Παρ' όλα αυτά, ό,τι κι αν συνέβαινε, το ικρίωμα της διαπόμπευσης ήταν πια για την Έστερ Πριν ένα σημείο που έφερνε μπροστά της όλη τη διαδρομή που είχε διασχίσει από τον καιρό που ακόμα βίωνε την ευτυχία της παιδικής ηλικίας. Όρθια πάνω σε κείνη τη φριχτή εξέδρα, είδε και πάλι το χωριό όπου είχε έρθει στον κόσμο, στην Παλιά Αγγλία, και το πατρικό της· ένα σπίτι παλιό, χτισμένο με γκρίζα πέτρα, με μια πρόσοψη σημαδεμένη από τη φτώχεια, όπου, όμως, πάνω από την είσοδο υπήρχε ακόμα ένας θαμπός από τα χρόνια θυρεός, σύμβολο παλιάς αριστοκρατικής καταγωγής. Είδε μπροστά της το πρόσωπο του πατέρα της, με το καραφλό κεφάλι του και τη μακριά του γενειάδα, που χυνόταν στο παλιομοδίτικο ελισαβετιανό του περιλαίμιο· είδε και το πρόσωπο της μητέρας της, με ένα βλέμμα όλο αγωνία, ανησυχία και στοργή, το οποίο κρατούσε πάντα ζωηρά στη μνήμη της, και που, ακόμα κι όταν η μητέρα της είχε φύγει από τη ζωή, είχε πολλές φορές εμφανιστεί με μια έκφραση ήπιας αποδοκιμασίας στο δρόμο που προσπαθούσε να χαράξει η κόρη της. Είδε επίσης και το δικό της πρόσωπο, με την ομορφιά ενός μικρού κοριτσιού να λάμπει και να ρίχνει το φως του στη σκοτεινή επιφάνεια του καθρέφτη που συνήθιζε να κοιτάζεται. Τότε, είδε ακόμα ένα πρόσωπο, αυτό ενός άντρα ταλαιπωρημένου από τα χρόνια, μια ωχρή και αδύναμη μορφή λόγιου ανθρώπου, με ένα βλέμμα θολωμένο και κουρασμένο από το φως της λάμπας, που του είχε σταθεί αρωγός τις νύχτες που διάβαζε με προσήλωση τόσα και τόσα τεράστια και δύσκολα βιβλία. Και όμως, αυτό το βλέμμα είχε μια περίεργη διεισδυτική δύναμη, όταν ο κάτοχός του προσπαθούσε να ανακαλύψει τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής. Αυτή η φιγούρα της μόρφωσης και της μοναχικότητας -κάτι που η φαντασία της Έστερ Πριν δεν άφησε έξω από το μυαλό της- είχε κάποια δυσμορφία στον αριστερό ώμο, που υψωνόταν λίγο περισσότερο από τον δεξιό. Ύστερα φάνηκαν μπροστά της, μέσα σε αυτήν την πινακοθήκη από αναμνήσεις, τα δαιδαλώδη και στενά σοκάκια, τα ψηλά γκριζόχρωμα σπίτια, οι ογκώδεις καθεδρικοί ναοί και τα δημόσια κτίρια -πολύ μεγάλης ηλικίας και πολύ παράδοξης αρχιτεκτονικής- κάποιας πόλης στην Ευρώπη. Εκεί που μια καινούργια ζωή υπήρχε γι' αυτήν, πάντα συντροφιά με τον παραμορφωμένο και καλλιεργημένο άντρα· μια ζωή νέα, βασισμένη όμως σε πράγματα που πια είχαν φθαρεί από το χρόνο, σαν μια ρίζα με πράσινα χορτάρια κολλημένα πάνω σε ένα μισογκρεμισμένο τοίχο. Και τελικά, όλες αυτές οι εικόνες, που περνούσαν μπροστά από τα μάτια της κι εξαφανίζονταν, αντικαταστάθηκαν ξανά από τη βάναυση αγορά της βαθιά πουριτανικής αποικίας, με όλους τους κατοίκους της πόλης συγκεντρωμένους εκεί να στοχεύουν με τα ανελέητα βλέμματά τους την Έστερ Πριν -ναι, αυτήν ακριβώς- που ήταν όρθια πάνω στην εξέδρα της διαπόμπευσης, με ένα μωρό σφιγμένο στην αγκαλιά της και με το γράμμα Α σε άλικο χρώμα περίτεχνα κεντημένο στο μπούστο της με χρυσοκλωστή!
   Ήταν αλήθεια όλα αυτά; Κράτησε το παιδί της τόσο σφιχτά στο στήθος της, που εκείνο φώναξε. Έσκυψε το βλέμμα της και κοίταξε το άλικο γράμμα, το ακούμπησε με το δάχτυλό της, για να μπορέσει να σιγουρευτεί ότι και το μωρό και η ταπείνωσή της ήταν πραγματικά. Ναι! Αυτή, λοιπόν, ήταν η πραγματικότητά της -όλα τα υπόλοιπα είχαν πια χαθεί τελείως!

   Η γυναίκα με το άλικο γράμμα στο στήθος της μπόρεσε τελικά να ξαλαφρώσει από την έντονη αίσθηση ότι ήταν ο στόχος μιας σκληρής και συνολικής παρατήρησης, όταν διέκρινε στις παρυφές του συγκεντρωμένου πλήθους μια μορφή που επικράτησε ολοκληρωτικά στο νου της, δίχως να κάνει την παραμικρή προσπάθεια για να την απομακρύνει. Ένας Ινδιάνος, ντυμένος με τα παραδοσιακά του ρούχα, στεκόταν εκεί. Οι ερυθρόδερμοι, ωστόσο, δεν ήταν και κάποιο σπάνιο φαινόμενο στις αποικίες των Άγγλων, ώστε η ξαφνική του εμφάνιση να τραβήξει τόσο την προσοχή της Έστερ Πριν εκείνη την τόσο σημαντική στιγμή -πόσο μάλλον να διώξει από το νου της οποιαδήποτε άλλη σκέψη. Δίπλα στον Ινδιάνο, μάλλον μαζί του, στεκόταν ένας λευκός, που φορούσε έναν περίεργο συνδυασμό από ρούχα πολιτισμένων αλλά και αγρίων. 
   Ήταν σχετικά κοντός, με το πρόσωπό του γεμάτο ρυτίδες, που όμως με δυσκολία θα μπορούσε να τον πει κάποιος ηλικιωμένο. Τον διέκρινε μια περίεργη σπιρτάδα στα χαρακτηριστικά του, όπως πολλές φορές βλέπουμε σε ανθρώπους που έχουν διευρύνει τόσο πολύ το πνεύμα τους, ώστε αυτό έχει το ίδιο αποτέλεσμα και στο παρουσιαστικό τους -πράγμα που γίνεται φανερό από αναμφίβολα σημάδια. Μολονότι πρέπει να είχε προσπαθήσει πολύ ώστε με την επιτηδευμένα ατημέλητη και παράδοξη εμφάνισή του να κρύψει ή να καλύψει κάπως εκείνη την ιδιαιτερότητά του, ήταν ολοφάνερο στα μάτια της Έστερ Πριν ότι ο ένας ώμος του ήταν πιο υψωμένος από τον άλλο. Και για μια ακόμα φορά, με το που είδε αυτό το πρόσωπο με τα λεπτά χαρακτηριστικά και την αδιόρατη παραμόρφωση του σώματος, έσφιξε το μωρό της στο στήθος της τόσο απότομα, ώστε αυτό το κακόμοιρο άφησε μια κραυγή που έδειχνε ότι πρέπει να είχε πονέσει. Αλλά η μητέρα του έδειχνε ότι δεν το είχε ακούσει καθόλου.
   Μόλις ο ξένος έφτασε στην αγορά και αρκετή ώρα πριν το βλέμμα της Έστερ Πριν πέσει πάνω του, είχε μείνει να την κοιτάζει επίμονα. Αρχικά, δίχως να ενδιαφέρεται και πολύ γι' αυτό που έβλεπε, όπως κάποιος που συνηθίζει να κοιτάζει περισσότερο ενδόμυχα και για τον οποίο όλα όσα συνέβαιναν στον κόσμο γύρω του ελάχιστη σημασία μπορούσαν να έχουν, εκτός από την περίπτωση που θα είχαν να κάνουν με κάτι που βρισκόταν και μέσα στη σκέψη του. Παρ' όλα αυτά, μέσα σε λίγες στιγμές το βλέμμα του έγινε περισσότερο έντονο και διεισδυτικό. Μια φευγαλέα έκφραση τρόμου απλώθηκε στο πρόσωπό του, λες και ένα φίδι είχε περάσει ελαφρά και γρήγορα από πάνω του και είχε σταματήσει για λίγο κουλουριασμένο για να εκθέσει τις ελικοειδείς συσπάσεις του. Τα χαρακτηριστικά του σκυθρώπιασαν από κάποιο δυνατό συναίσθημα, που όμως μπόρεσε με τη θέλησή του να κατευνάσει τόσο γρήγορα, ώστε, εκτός από μια και μόνη στιγμή, η έκφραση του προσώπου του φανέρωνε ότι δεν είχε ταραχτεί καθόλου. Μετά από πολύ λίγο, η αναστάτωσή του έγινε σχεδόν αδιόρατη και στο τέλος βυθίστηκε μέσα του. Όταν το βλέμμα της Έστερ Πριν συναντήθηκε με το δικό του και έδειχνε ότι είχε καταλάβει ποιος ήταν, σήκωσε με μια πολύ ήρεμη κίνηση το δάχτυλό του, το κούνησε λίγο στον αέρα κι έπειτα το ακούμπησε απαλά στα χείλη του. 
   Έπειτα, ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο ενός πολίτη που ήταν κοντά του, τον ρώτησε με απόλυτα τυπικό αλλά και φιλικό τόνο:
   "Καλέ μου φίλε, πες μου, σε παρακαλώ, ποια είναι αυτή η γυναίκα και για ποιο λόγο διασύρεται έτσι εδώ, μπροστά σε όλους;"
   "Θα πρέπει να μην είσαι από τούτη την πόλη, καλέ μου φίλε", είπε ο πολίτης, κοιτάζοντας με ένα περίεργο βλέμμα τον άντρα που του είχε κάνει αυτή την ερώτηση, καθώς επίσης και τον άγριο φίλο του, "ειδάλλως, δεν υπήρχε περίπτωση να μην ξέρεις τίποτα για την κυρία Έστερ Πριν και τα τόσο επονείδιστα πράγματα που έχει κάνει. Αλήθεια  σου λέω, έχει δημιουργήσει πολλές φασαρίες στην ενορία του σεβάσμιου αιδεσιμότατου Ντιμσντέιλ".
   "Πολύ σωστά μίλησες", του απάντησε αυτός. "Είμαι ξένος σε τούτα τα μέρη και εδώ και πολύ καιρό τριγυρνάω από δω κι από κει για κακή μου τύχη και χωρίς να το επιδιώκω. Με βρήκαν πολλές και τρομερές συμφορές, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα, και για ένα μεγάλο διάστημα με κράτησαν όμηρο οι ειδωλολάτρες. Και τώρα αυτός ο Ινδιάνος με έφερε ως εδώ, για να μπορέσω να εξαγοράσω την ελευθερία μου. Θα σου ήταν εύκολο, λοιπόν, να μου μιλήσεις για το έγκλημα που έχει κάνει αυτή η γυναίκα, η Έστερ Πριν -σωστά το είπα το όνομά της;- και ποια ήταν η αιτία που την οδήγησε σε τούτο το ικρίωμα;"
   "Ειλικρινά, φίλε μου", του είπε ο ντόπιος άντρας, "πιστεύω ότι, έπειτα από όλες αυτές τις συμφορές που σε βρήκαν και το μεγάλο διάστημα που πέρασες σε άγριους τόπους, θα πρέπει να αισθάνεσαι μεγάλη ευτυχία που επιτέλους είσαι σε ένα μέρος που τα παραπτώματα αποκαλύπτονται και βρίσκουν την τιμωρία τους ενώπιον λαού και αρχόντων -όπως γίνεται στη δική μας πόλη, στην ευλαβή Νέα Αγγλία μας. Κύριε, πρέπει να μάθεις ότι αυτή η γυναίκα ήταν η σύζυγος ενός πολύ καλλιεργημένου ανθρώπου, που είχε γεννηθεί στην Αγγλία αλλά είχε ζήσει πολύ καιρό στο Άμστερνταμ, απ' όπου κάποια στιγμή πήρε την απόφαση να διαβεί τον ωκεανό και να δοκιμάσει την τύχη του μαζί με τη δική μας εδώ, στη Μασαχουσέτη. Κι έτσι, έστειλε τη γυναίκα του μπροστά, ενώ αυτός έμεινε πίσω για να κανονίσει κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες που χρειαζόταν. Αλλά, καλέ μου φίλε, σ' αυτά τα δύο χρόνια -και δεν πρέπει να είναι ούτε καν δύο- που ετούτη η γυναίκα μένει στη Βοστώνη, κανένα νέο δεν έχει φτάσει από αυτόν τον καλλιεργημένο και ευγενικό άνθρωπο, τον κύριο Πριν. Κι η νεαρή σύζυγός του -όπως βλέπεις- παρασυρμένη από τη δική της αντιφατικότητα..."
   "Μάλιστα, κατάλαβα πολύ καλά τι θέλεις να πεις", του απάντησε ο ξένος άντρας κι ένα πικρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του. "Αλλά, αφού αυτός ο άντρας ξέρει τόσα πολλά, όπως είπες κι εσύ, τότε θα πρέπει κι αυτό ακόμα να το έχει δει μέσα στα βιβλία που έχει διαβάσει. Και ποιος, συγγνώμη κιόλας που ρωτώ, μπορεί να είναι ο πατέρας αυτού εδώ του μωρού -μου φαίνεται ότι δεν πρέπει να είναι περισσότερο από τριών ή τεσσάρων μηνών- που κρατάει η κυρία Πριν στα χέρια της;"
   "Η αλήθεια είναι, κύριέ μου, ότι αυτό το μυστήριο δεν έχει λυθεί και ο Δανιήλ που θα δώσει την απάντηση δεν έχει βρεθεί ακόμα", του απάντησε ο ντόπιος άντρας. "Η κυρία Έστερ δεν θέλει ν' ανοίξει με τίποτα το στόμα της κι οι δικαστές έκαναν το ένα συμβούλιο μετά το άλλο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μπορεί ο ένοχος να είναι τώρα εδώ και να παρακολουθεί αυτό το τρομερό θέαμα, δίχως εμείς να τον ξέρουμε, αλλά και αγνοώντας ότι ο Θεός μπορεί και τον βλέπει".
   "Αυτός ο τόσο μορφωμένος άντρας που λες ίσως θα πρέπει να έρθει εδώ και μόνος του να ψάξει να βρει την απάντηση σ' αυτό το μυστήριο", του είπε και πάλι με ένα χαμόγελο ο ξένος.
   "Αυτό το χρέος έχει, σίγουρα, αν βέβαια βρίσκεται ακόμα στη ζωή", του είπε ο κάτοικος της πόλης. "Μάλλον, καλέ μου άνθρωπε, οι δικαστές της Μασαχουσέτης σκέφτηκαν ότι η γυναίκα ετούτη είναι νέα και πολύ όμορφη και αναμφισβήτητα ο πειρασμός που την οδήγησε σ' αυτό εδώ το σημείο θα πρέπει να ήταν πάρα πολύ μεγάλος -αλλά κυρίως θα πρέπει να έκαναν τη σκέψη ότι, κι αυτό είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, αυτός ο άντρας θα πρέπει εδώ και πολύν καιρό να έχει κοιμηθεί για πάντα στο βυθό της θάλασσας- και γι' αυτό τελικά δεν έδειξαν και τόσο μεγάλη τόλμη, ώστε να της επιβάλουν την εσχάτη των ποινών, όπως ορίζεται από το νόμο μας για ένα τέτοιο παράπτωμα. Η ποινή κανονικά θα έπρεπε να είναι ο θάνατος. Αλλά οι δικαστές μας φάνηκαν ιδιαίτερα μεγαλόψυχοι και απέδειξαν ότι έχουν πολύ μεγάλη ευαισθησία και έτσι, αντί για θανατική ποινή, της επέβαλαν να μείνει μόνο τρεις ώρες πάνω σ' αυτή την εξέδρα κι έπειτα, για όλη τη ζωή που της απομένει ακόμα, να φοράει στο στήθος της αυτό εκεί το σύμβολο της ντροπής της".
   "Πολύ σωστή ποινή!" παρατήρησε ο ξένος άντρας, σκύβοντας το κεφάλι του προς το έδαφος. "Έτσι αυτή θα παραμείνει ένα ζωντανό παράδειγμα απέναντι στην αμαρτία, ώσπου το γράμμα αυτό να σμιλευτεί και πάνω στην ταφόπλακά της. Ωστόσο, μου φαίνεται πολύ άσχημο ότι ο συνένοχός της δεν είναι δίπλα της, τουλάχιστον, πάνω στο ικρίωμα! Αλλά σίγουρα θα γίνει γνωστό ποιος είναι! Θα τον βρουν! Θα τον βρουν!"
   Υποκλίθηκε με ιδιαίτερη ευγένεια στον ομιλητικό κάτοικο της πόλης κι έπειτα, αφού ψιθύρισε κάτι στον Ινδιάνο ακόλουθό του, έφυγαν και οι δύο περνώντας μέσα από το συγκεντρωμένο πλήθος.
   Για όσο διάστημα γίνονταν όλα αυτά, η Έστερ Πριν ήταν πάνω στην εξέδρα της με βλέμμα καρφωμένο προς το μέρος του ξένου άντρα· τον κοιτούσε τόσο επίμονα, που, σε κάποιες στιγμές απόλυτης προσήλωσης, όλα τα υπόλοιπα πράγματα του εξωτερικού κόσμου έμοιαζαν να χάνονται εντελώς και να μην αφήνουν τίποτε άλλο παρά μόνο τους δυο τους. Η συνάντησή της μ' αυτόν τον άντρα είχε τύχει να συμβεί τη χειρότερη στιγμή της ζωής της, με το ζεστό ήλιο του μεσημεριού να φλογίζει το πρόσωπό της και να κάνει ακόμα πιο φανερή την ντροπή της· με το άλικο γράμμα, σύμβολο της ταπείνωσής της, ραμμένο πάνω στο στήθος της· με το μωρό που η αμαρτία είχε φέρει στον κόσμο γαντζωμένο στην αγκαλιά της· με όλους εκείνους τους ανθρώπους συγκεντρωμένους μπροστά της, σαν να βρίσκονταν σε γιορτή, κοιτάζοντας με απόλυτη προσοχή όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να τα θαυμάζει κανείς μόνο δίπλα στο ήρεμο φως ενός τζακιού, στο χαρούμενο ίσκιο ενός σπιτιού ή κάτω από ένα αξιοπρεπές βέλο μέσα στην εκκλησία. Και παρόλο που όλα αυτά ήταν τόσο φριχτά, αισθανόταν να βρίσκει ένα καταφύγιο στην παρουσία όλων αυτών των ανθρώπων. Ήταν προτιμότερο έτσι, με όλον αυτόν τον κόσμο να βρίσκεται ανάμεσά τους, παρά να τον προϋπαντούσε καταπρόσωπο, όταν θα ήταν μόνοι οι δυο τους κάπου. Προσπαθούσε να βρει προστασία μέσα στη δημόσια έκθεση και συλλογιζόταν φοβισμένη τη στιγμή που αυτό το προστατευτικό παραπέτασμα θα εξαφανιζόταν. Απορροφημένη τελείως απ' όλες αυτές τις σκέψεις, δεν άκουσε καθόλου μια φωνή από πίσω της· κι αυτή η φωνή χρειάστηκε να πει και να ξαναπεί πολλές φορές το όνομά της πολύ αυστηρά και δυνατά, ώστε να το ακούσει όλος ο κόσμος.
   "Έστερ Πριν, άκουσέ με!" είπε η φωνή.
   Είπαμε ήδη πιο πριν ότι ακριβώς πάνω από το ικρίωμα, εκεί που ήταν όρθια η Έστερ Πριν, βρισκόταν κάτι σαν μπαλκόνι, μια ανοιχτή στοά, που αποτελούσε τμήμα του ναού. Απ' αυτό το σημείο συνήθως γίνονταν κάποιες δημόσιες ανακοινώσεις, με όλους τους δικαστές συγκεντρωμένους και με κάθε επισημότητα που θα μπορούσαν να έχουν αυτές οι εκδηλώσεις σε εποχές σαν και κείνη. Εκεί, μάρτυρας όλου του σκηνικού που περιγράφουμε, ήταν και ο ίδιος ο κυβερνήτης Μπέλινγκχαμ, περιτριγυρισμένος από τέσσερις λοχίες που κρατούσαν αλαβάρδες, σαν τιμητική φρουρά. Φορούσε ένα καπέλο με ένα σκουρόχρωμο φτερό, ένα μανδύα με κεντημένη μπορντούρα κι από κάτω ένα μαύρο βελούδινο χιτώνα. Ήταν ένας αρκετά ηλικιωμένος ευγενής, με τις δυσκολίες που είχε περάσει χαραγμένες στις ρυτίδες του προσώπου του. Ωστόσο, δεν ήταν καθόλου παράταιρο να είναι επικεφαλής και εκπρόσωπος μιας κοινότητας που χρωστούσε την καταγωγή, την εξέλιξη και την πρόοδό της σε κάθε τομέα μέχρι εκείνη την ημέρα, όχι τόσο στις αυθόρμητες εκδηλώσεις των νιάτων, αλλά κυρίως στις αυστηρές και πάντα ελεγχόμενες ενέργειες της ώριμης ηλικίας και στη βαθιά σοφία του γήρατος· που είχε καταφέρει να κάνει τόσα πολλά, μόνο και μόνο επειδή είχε την ικανότητα να σκέφτεται και να προσδοκά ελάχιστα πράγματα. Τους άλλους επιφανείς πολίτες που πλαισίωναν τον πρώτο άρχοντα του τόπου τούς χαρακτήριζε η αξιοπρεπής εμφάνιση που ήταν γνώρισμα μιας εποχής κατά την οποία εκείνοι που είχαν την εξουσία στα χέρια τους κατείχαν επίσης και την ιερότητα θείων θεσμών. Σίγουρα ήταν άντρες καλοί, δίκαιοι και σοφοί. Αλλά, αν κανείς έψαχνε ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους της γης, δεν θα μπορούσε ποτέ να διαλέξει πιο συνετούς και τίμιους ανθρώπους, που να είναι όμως λιγότερο αρμόδιοι να δικάσουν την καρδιά μιας γυναίκας που είχε κάνει κάποιο λάθος και να ξεμπερδέψουν το νήμα του καλού και του κακού, από ετούτους τους σοφούς άντρες με τις ακλόνητες φιγούρες, που προς τη δική τους κατεύθυνση η Έστερ Πριν γυρνούσε τώρα το βλέμμα της. Πράγματι, έμοιαζε να ξέρει πολύ καλά ότι όποια επιεική συμπεριφορά μπορούσε να περιμένει θα ερχόταν από την πιο μεγάλη και θερμή καρδιά του πλήθους· έτσι όπως σήκωνε το βλέμμα της προς εκείνο το μπαλκόνι, η δύστυχη γυναίκα έγινε κατακίτρινη κι άρχισε να τρέμει.
   Η φωνή που την είχε κάνει να στρέψει προς τα κει την προσοχή της ήταν του σεβάσμιου και ξακουστού Τζον Ουίλσον, του πιο μεγάλου σε ηλικία ιερέα της Βοστώνης, ενός ανθρώπου πάρα πολύ μορφωμένου -όπως ήταν και οι πιο πολλοί που έκαναν αυτό το επάγγελμα σε κείνους τους καιρούς- που, πέρα όλων αυτών, ήταν και ένας άντρας με πολύ ευγενικό και πράο χαρακτήρα. Αυτό το τελευταίο του γνώρισμα το είχε καλλιεργήσει πολύ λιγότερο από όλες τις υπόλοιπες πνευματικές του αρετές, κάτι που, στ' αλήθεια, τον έκανε να αισθάνεται περισσότερο ντροπή παρά περηφάνια. Στεκόταν εκεί, με τα σγουρά γκρίζα του μαλλιά να βγαίνουν κάτω από το σκούφο του, καθώς το βλέμμα του, γκρίζο κι αυτό, συνηθισμένο στο χαμηλό φως του γραφείου του, πετάριζε, όπως ακριβώς και του μωρού της Έστερ Πριν κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Έμοιαζε πολύ με εκείνες τις τρομακτικές προσωπογραφίες που βλέπουμε στις γκραβούρες παλιών βιβλίων με κηρύγματα· και δεν είχε περισσότερα δικαιώματα από τα πρόσωπα σε κείνες τις γκραβούρες να περάσει μπροστά, όπως έκανε αυτή τη στιγμή, και να πάρει μέρος σε μια υπόθεση που είχε να κάνει με την ανθρώπινη ενοχή, με το πάθος και τον πόνο.
   "Έστερ Πριν", είπε ο ιερέας, "πάλεψα σκληρά με τον νέο μου αδερφό που βρίσκεται δίπλα μου και από τον οποίο είχες την τύχη να διδαχτείς το λόγο του Θεού" -σ' αυτό το σημείο ο κύριος Ουίλσον έφερε το χέρι του στον ώμο ενός νέου άντρα με ωχρό πρόσωπο που στεκόταν στο πλάι του- "πάλεψα, λέω, να πείσω αυτόν τον ευλαβικό άντρα ότι θα έπρεπε να αναλάβει τη φροντίδα σου, εδώ, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, για ό,τι έχει να κάνει με την αισχρότητα και τη φρίκη της μεγάλης σου αμαρτίας. Καθώς ξέρει πολύ καλύτερα από μένα το χαρακτήρα σου, θα είχε τη δυνατότητα να κρίνει πιο καλά ποια επιχειρήματα καλοσύνης ή και αυστηρότητας θα είχαν μεγαλύτερο αποτέλεσμα, έτσι ώστε να νικήσει την επιμονή και τη σταθερότητά σου και να πάψεις πια να κρατάς κρυφό το όνομα αυτού που σε έσυρε σε τούτο το φριχτό παράπτωμα. Αλλά αυτός μου ανταπαντά -με τη μεγάλη καλοσύνη που χαρακτηρίζει πάντα έναν νέο άντρα, συνετό, όμως, παρά τη μικρή του ηλικία- ότι είναι αντίθετο προς την ίδια τη γυναικεία φύση να σε υποχρεώσει με κάθε τρόπο να ανοίξεις την ψυχή σου και να μιλήσεις για τα μυστικά που κρύβεις στο φως της ημέρας και ενώπιον ενός τόσο πολυπληθούς κοινού. Προσπάθησα πάρα πολύ να τον πείσω ότι η αλήθεια είναι πως η ντροπή υπάρχει μέσα στην πράξη της αμαρτίας και όχι στην εξομολόγησή της. Ακόμα μια φορά σε ρωτώ, αδερφέ Ντιμσντέιλ. Ποια είναι η δική σου άποψη πάνω σε όλα τούτα; Θα είσαι εσύ αυτός που θα αναλάβει τη φροντίδα της ψυχής αυτής εδώ της δύστυχης αμαρτωλής γυναίκας ή εγώ;"
   Ένα μουρμουρητό ακούστηκε ανάμεσα σε όλους τους ευλαβείς θεατές που κάθονταν στο μπαλκόνι· και ο κυβερνήτης Μπέλινγκχαμ αποσαφήνισε το νόημά του, μιλώντας με αυστηρό τόνο στη φωνή του, αλλά και με όλο το απαραίτητο σέβας προς τον νέο ιερέα:
   "Σεβαστέ κύριε Ντιμσντέιλ", είπε ο κυβερνήτης, "η ευθύνη για τη σωτηρία της ψυχής αυτής εδώ της γυναίκας είναι κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος στα δικά σου χέρια. Γι' αυτό είναι χρέος σου να την πείσεις να μετανοήσει, αλλά και να ομολογήσει σαν συνέπεια και απόδειξη της μετάνοιάς της".
   Η αμεσότητα της παραίνεσής του τράβηξε όλα τα βλέμματα των συγκεντρωμένων στον αιδεσιμότατο Ντιμσντέιλ, έναν νέο ιερέα, που είχε φτάσει εκεί από ένα από τα πιο ξακουστά πανεπιστήμια της Αγγλίας, κουβαλώντας μαζί του όλη τη γνώση της εποχής σ' αυτό εδώ το άγριο και κατάφυτο με δάση μέρος της γης. Η ευφράδειά του και ο θρησκευτικός του ζήλος είχαν ήδη αποδείξει πόσο πολύ ικανός ήταν για το ρόλο που είχε αναλάβει. Ήταν ένας άντρας με ιδιαίτερα εντυπωσιακή εμφάνιση, με κάτασπρο, δυνατό, πεταχτό μέτωπο, με μεγάλα, καστανά και θλιμμένα μάτια και με ένα στόμα που, όταν δεν το κρατούσε επίτηδες σφιγμένο, είχε μια τάση να τρέμει, αφήνοντας να διαφανεί μια αγωνιώδης ευαισθησία αλλά και μια πολύ μεγάλη ικανότητα αυτοελέγχου. Παρ' όλες τις έμφυτες αρετές του και παρ' όλα όσα είχε πετύχει μέσα από τις σπουδές του, υπήρχε κάτι που πλαισίωνε τον νέο κληρικό -μια έκφραση γεμάτη από ανησυχία, τρόμο και κάποιον αδιόρατο φόβο- όπως κάποιο πλάσμα που αισθάνεται ότι έχει χάσει το δρόμο του και μοιάζει να είναι τελείως σαστισμένο, καθώς βαδίζει στο δρόμο της ζωής, και μπορεί να βρει τη γαλήνη μόνο όταν απομονώνεται στον εαυτό του. Έτσι, όποτε τα καθήκοντά του τού άφηναν κάποιο περιθώριο, έκανε περιπάτους στα μικρά, σκοτεινά και απομακρυσμένα μονοπάτια, διατηρώντας πάντα τον αυθεντικό και αγνό χαρακτήρα του, και εμφανιζόταν όταν υπήρχε κάποια σοβαρή αιτία πάντα δροσερός, με ένα άρωμα και μια όμορφη αθωότητα στο συλλογισμό του, που -όπως ομολογούσαν πάρα πολλοί άνθρωποι- τους συγκινούσε σαν να τους μιλούσε ένας πραγματικός άγγελος.
   Αυτός ήταν ο νεαρός κληρικός τον οποίο τόσο ο αιδεσιμότατος κύριος Ουίλσον όσο και ο κυβερνήτης της πολιτείας είχαν εκθέσει τόσο απροκάλυπτα στον κόσμο, λέγοντάς του να μιλήσει σε όλους για το μυστήριο που έκρυβε μέσα της η γυναικεία ψυχή -η οποία πάντα διατηρούσε μια ιερότητα ακόμα και μέσα στον ταπεινωτικό στιγματισμό της. Αυτή η τόσο δυσχερής θέση στην οποία είχε βρεθεί έκανε το αίμα να κυλήσει από τα μάγουλά του και τα χείλη του να τρέμουν.   
   "Μίλησε σ΄αυτή τη γυναίκα, αδερφέ μου", του ζήτησε και πάλι ο κύριος Ουίλσον. "Είναι σπουδαίο για τη σωτηρία της ψυχής της κι εξίσου, όπως είπε και ο αξιότιμος κυβερνήτης μας, είναι σημαντικό και για τη δική σου ψυχή, που έχει αναλάβει την ευθύνη της δικής της. Πρότρεψέ την να ομολογήσει την αλήθεια!"
   Ο αιδεσιμότατος Ντιμσντέιλ έγειρε το κεφάλι του προς το έδαφος, κάνοντας μια βουβή προσευχή, όπως φαινόταν, κι έπειτα προχώρησε ένα βήμα προς τα μπρος.
   "Έστερ Πριν", είπε σκύβοντας από το μπαλκόνι και καρφώνοντας το βλέμμα του στο δικό της, "άκουσες κι εσύ τι είπε αυτός ο σεβάσμιος άνθρωπος και είδες ποια ευθύνη επωμίζομαι. Αν αισθάνεσαι ότι η ψυχή σου θα μπορέσει να βρει την ηρεμία και ότι, μ' αυτόν τον τρόπο, η τιμωρία σου σ' αυτόν τον κόσμο θα σου φέρει πολύ πιο εύκολα τη σωτηρία, σε προτρέπω να ομολογήσεις δίχως υπονοούμενα το όνομα εκείνου που φέρει το ίδιο αμάρτημα με σένα, αλλά και το ίδιο βάσανο! Μην σιωπήσεις από αδικαιολόγητη στοργή και οίκτο προς αυτό το άτομο· γιατί, Έστερ Πριν, ακόμα κι αν αυτή σου η ομολογία τον κάνει να πέσει από κάποια υψηλή θέση για να βρεθεί δίπλα σου, πάνω σε τούτο το ικρίωμα της αισχύνης, ακόμα κι αυτό θα ήταν προτιμότερο για κείνον από το να κρατά πάντα μια ενοχή μέσα στην καρδιά του για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Γιατί ποιο άλλο αποτέλεσμα θα μπορούσε να έχει η δική σου σιωπηρή στάση από το να τον φέρει στο σημείο -να τον εξαναγκάσει θα μπορούσε να πει κανείς- δίπλα σ' αυτό του το αμάρτημα να προσθέσει ακόμα και την υποκρισία; Ο Θεός σού έδωσε μια δημόσια ταπείνωση, γι' αυτό κι εσύ καλείσαι να πετύχεις μια δημόσια νίκη απέναντι στο κακό που έχει φωλιάσει μέσα σου και στη θλίψη που υπάρχει παντού γύρω σου. Πρέπει να προσέξεις μήπως θα είσαι εσύ που θα του στερήσεις -σ' αυτόν που μπορεί να μην έχει το ανάλογο θάρρος να το αρπάξει μόνος του- το πικρό αλλά και σωτήριο ποτήρι που εσύ τώρα έχεις ακουμπήσει πάνω στα δικά σου χείλη!"
   Η φωνή του νέου κληρικού έτρεμε και είχε μια γλύκα πολύ βαθιά, ιδιαίτερη, σπασμένη. Ήταν περισσότερο το συναίσθημα παρά η ουσία των λόγων του που την έκανε να συγκλονίσει όλες τις ψυχές και να αναπτύξει ένα κοινό αίσθημα συμπόνιας σε όλους τους παρευρισκομένους. Μέχρι και στο μωρό που είχε φωλιάσει στο στήθος της Έστερ Πριν άσκησε την ίδια επιρροή· έστρεψε το κενό μέχρι εκείνη την ώρα βλέμμα του προς τον κύριο Ντιμσντέιλ, σήκωσε τα χεράκια του και άφησε έναν κάπως χαρούμενο, αλλά και κάπως παραπονεμένο αναστεναγμό. Η παρότρυνση του κληρικού έμοιαζε να έχει τόσο μεγάλη δύναμη, που ο κόσμος δεν μπορούσε παρά να είναι απόλυτα σίγουρος ότι η Έστερ Πριν θα ομολογούσε το όνομα του ενόχου· ή ότι ο ίδιος ο ένοχος, όποια κι αν ήταν η θέση του, υψηλή ή ταπεινή, θα έβγαινε μπροστά απ' όλους μόνος του, παρασυρμένος από μια εσωτερική και αναπότρεπτη ανάγκη, και θα αναγκαζόταν κι εκείνος να ανέβει πάνω στην εξέδρα.
   Η Έστερ Πριν κούνησε το κεφάλι της, δείχνοντας την άρνησή της να μιλήσει.
   "Γυναίκα, μην υπερβαίνεις τα όρια του οίκτου του Θεού!" αναφώνησε ο αιδεσιμότατος Ουίλσον, με περισσότερη αυστηρότητα από πριν. "Αυτό το μικρό παιδί έχει τη δύναμη της φωνής, για να συμφωνήσει και να επιβεβαιώσει αυτή την έκκληση που κι εσύ μόλις άκουσες. Ομολόγησε το όνομά του! Ίσως αυτό, μαζί με τη μετάνοια που θα δείξεις, να σε βοηθήσει να βγάλεις ετούτο το άλικο γράμμα της αισχύνης από το στήθος σου".
   "Ποτέ!" είπε η Έστερ Πριν, στρέφοντας το βλέμμα της όχι στον αιδεσιμότατο κύριο Ουίλσον, αλλά μέσα στα βαθιά και ανήσυχα μάτια του νέου ιερέα. "Αυτό το όνομα είναι πολύ βαθιά χαραγμένο στην ψυχή μου και δεν μπορείτε με κανέναν τρόπο να το βγάλετε από κει. Και μακάρι να μπορούσα να επωμιστώ το βάρος της δικής του αγωνίας, όπως μπορώ και φέρω στους ώμους μου τη δική μου!"
   "Γυναίκα, μίλα μας!" επανέλαβε κάποια διαφορετική αυτή τη φορά φωνή, που ήταν παγερή και αυστηρή και που ακούστηκε από τον κόσμο που ήταν συγκεντρωμένος γύρω από την εξέδρα στην οποία έστεκε η Έστερ Πριν. "Μίλησε και χάρισε στο παιδί σου έναν πατέρα!"
   "Δεν πρόκειται να μιλήσω!" είπε η Έστερ Πριν, κάτωχρη σαν να ήταν κιόλας νεκρή, καθώς απαντούσε σ' αυτή τη φωνή που είχε μπορέσει με σιγουριά να αναγνωρίσει. "Και το παιδί μου θα πρέπει να ψάξει και να βρει έναν Πατέρα στους Ουρανούς, αφού ποτέ του δεν θα αποκτήσει επίγειο πατέρα!"
   "Δεν πρόκειται να ομολογήσει τίποτα!" είπε σιγανά ο κύριος Ντιμσντέιλ, που στεκόταν σκυμμένος στην άκρη του μπαλκονιού, με το χέρι στην καρδιά, και πρόσμενε το αποτέλεσμα της έκκλησής του. Έπειτα έκανε προς τα πίσω, πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε: "Η εξαίσια δύναμη και η γενναιοφροσύνη της γυναικείας ψυχής! Δεν πρόκειται να μιλήσει!"
   Καθώς είχε αντιληφθεί την ακλόνητη στάση στην οποία βρισκόταν το μυαλό της κακόμοιρης ένοχης, ο μεγαλύτερος σε ηλικία κληρικός, που είχε κάνει πολύ καλή προετοιμασία για την περίσταση αυτή, μίλησε στον κόσμο, βγάζοντας ένα κήρυγμα στο οποίο μιλούσε για την αμαρτία σε όλες της τις εκφάνσεις, χωρίς να παραλείπει όμως να κάνει πολλές και συχνές αναφορές στο γράμμα της ντροπής. Για περισσότερο από μια ώρα που τα λόγια του έμπαιναν βαθιά μέσα στ' αυτιά του πλήθους, ήταν τόσο επίμονος σ' αυτό το γράμμα, αποπνέοντας μια τέτοια βιαιότητα μέσα από τις αναφορές του σ' αυτό το σύμβολο, ώστε το έκανε να φαντάζει ακόμα πιο τρομερό μέσα στο μυαλό των ανθρώπων, που έφτασαν να νομίζουν ότι όφειλε το έντονο άλικο χρώμα του στις φωτιές της χειρότερης κόλασης. Η Έστερ Πριν σε όλο αυτό το διάστημα ήταν όρθια πάνω στο ικρίωμα της διαπόμπευσής της με ένα βλέμμα που άστραφτε και με ένα ύφος κατάκοπης αδιαφορίας. Εκείνο το πρωινό είχε υποστεί όσα ήταν δυνατό να υποστεί η φύση του ανθρώπου· καθώς ο χαρακτήρας της δεν ήταν τέτοιος, ώστε να της δικαιολογεί να ξεφύγει απ' αυτή τη δοκιμασία με μια λιποθυμία, το πνεύμα της μπορούσε μόνο να βρει καταφύγιο κάτω από έναν πέτρινο φλοιό αναισθησίας, ενώ οι ζωτικές της δυνάμεις παρέμεναν άθικτες. Στην κατάσταση αυτή η φωνή του ιερέα ακουγόταν σαν κεραυνός μέσα στ' αυτιά της, δίχως κανένα ίχνος οίκτου, αλλά και τελείως αναποτελεσματικά. Σ' αυτό το τελευταίο κομμάτι του μαρτυρίου της οι φωνές και τα κλάματα του μωρού της κάλυψαν τα πάντα· προσπάθησε μηχανικά να το κάνει να ηρεμήσει, αλλά έμοιαζε να το συμπονά πάρα πολύ λίγο. Με το ίδιο αυστηρό ύφος επέστρεψε και πάλι στη φυλακή και χάθηκε από τα μάτια του πλήθους, όταν η σιδερόδετη πόρτα έκλεισε πίσω της. Κάποιοι που πήγαν ξοπίσω της κοιτάζοντάς την εξεταστικά, σχολίασαν χαμηλόφωνα ότι το άλικο γράμμα έριξε μια τρομακτική ακτίνα φωτός στο σκιερό διάδρομο του εσωτερικού της φυλακής.

   Έπειτα από την επιστροφή της στη φυλακή, η Έστερ Πριν ήταν σε τέτοια κατάσταση νευρικής υπερδιέγερσης, που έπρεπε να την έχουν υπό συνεχή παρακολούθηση, ώστε να μη βλάψει τον εαυτό της, ή κι ακόμα -σ' αυτή την κατάσταση τρέλας που την είχε καταλάβει- το δύστυχο το βρέφος της. Καθώς πλησίαζε το βράδυ και καθώς κάθε προσπάθειά τους να καταστείλουν την ανταρσία της, με παρατηρήσεις και με το φόβο μια νέας τιμωρίας, απέβαινε άκαρπη, ο κύριος Μπράκετ, ο δεσμοφύλακας της φυλακής, σκέφτηκε ότι θα ήταν καλό να της φέρει κάποιο γιατρό. Είπε ότι ήταν ένας άνθρωπος που γνώριζε καλά όλους τους τομείς της χριστιανικής ιατρικής επιστήμης, αλλά που ήξερε ακόμα πάρα πολύ καλά και όλα εκείνα που έλεγαν οι άγριοι για τα ιαματικά βότανα και τις ρίζες που υπήρχαν μέσα στο δάσος. Ήταν στ' αλήθεια πολύ απαραίτητη η βοήθεια κάποιου ειδήμονα όχι μόνο για την Έστερ, αλλά ακόμα περισσότερο για το μωρό και μάλιστα το γρηγορότερο, γιατί το μωρό, καθώς έπαιρνε την τροφή του από το στήθος της μητέρας του,  έμοιαζε να έχει ρουφήξει και όλη την αναστάτωση, την αγωνία και την απελπισία που κυριαρχούσε σε όλο το κορμί της. Τώρα, το μικρό του σώμα έτρεμε ολόκληρο από σπασμούς πόνου και έμοιαζε να έχει κάτι από την ηθική αναστάτωση που είχε περάσει όλη εκείνη την ημέρα η Έστερ Πριν.
   Ακολουθώντας από κοντά τον δεσμοφύλακα μέσα στο φριχτό εκείνο δωμάτιο, έκανε την εμφάνισή του ο άντρας με το παράδοξο παρουσιαστικό, που η παρουσία του μέσα στο συγκεντρωμένο πλήθος τόσο πολύ είχε τραβήξει το βλέμμα της γυναίκας με το άλικο γράμμα. Αυτός ο άντρας έμενε μέσα στη φυλακή όχι γιατί υπήρχαν υποψίες εναντίον του ότι είχε διαπράξει κάποιο έγκλημα, αλλά γιατί αυτός ήταν ο καταλληλότερος τόπος για να τον βάλουν, μέχρις ότου οι δικαστές της πόλης και οι Ινδιάνοι αρχηγοί φτάσουν σε μια συμφωνία για τα λύτρα που θα δίνονταν σαν αντάλλαγμα για την απελευθέρωσή του. Είχε πει ότι το όνομά του ήταν Ρότζερ Τσίλινγκγουορθ. Ο κύριος Μπράκετ, αφού οδήγησε τον άντρα αυτόν μέσα στο δωμάτιο, εξεπλάγη για λίγο παρατηρώντας πόση ηρεμία επικράτησε έπειτα από την είσοδό του, σε σχέση με την κατάσταση που υπήρχε προηγουμένως· η Έστερ Πριν στάθηκε ακίνητη σαν να είχε πεθάνει, ενώ το παιδί εξακολουθούσε να αφήνει κραυγές πόνου.  
   "Σε παρακαλώ πολύ, φίλε μου, άσε μας μόνους εμένα και την ασθενή", του είπε ο γιατρός. "Πρέπει να με εμπιστευτείς και πολύ γρήγορα η ηρεμία θα επανέλθει στη φυλακή σου· σου δίνω το λόγο μου ότι η κυρία Πριν θα είναι στο εξής τόσο υπάκουη στις αρχές της δικαιοσύνης όσο δεν ήταν ποτέ της μέχρι αυτή τη στιγμή".
   "Αν η χάρη σου το καταφέρει αυτό", του απάντησε ο κύριος Μπράκετ, "τότε θα παραδεχτώ ότι είσαι πάρα πολύ ικανός άνθρωπος! Αυτή η γυναίκα είναι στ' αλήθεια δαιμονισμένη· λίγο ακόμα και θα την έπιανα στα χέρια μου και θα έκανα το Διάολο να βγει από μέσα της με το μαστίγιό μου".
   Ο ξένος άντρας είχε μπει μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο με τη γαλήνια έκφραση στο πρόσωπό του που είναι χαρακτηριστική στη δουλειά που είχε πει ότι ξέρει να κάνει. Αυτή του η στάση δεν άλλαξε ούτε και όταν ο δεσμοφύλακας βγήκε, αφήνοντάς τον ολομόναχο με τη γυναίκα, που η προσοχή που του έδειξε όταν τον είχε διακρίνει μέσα στο συγκεντρωμένο πλήθος δήλωνε ότι οι δυο τους συνδέονταν με έναν πολύ δυνατό δεσμό. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κοιτάξει το παιδί, καθώς οι δυνατές του φωνές, έτσι όπως σφάδαζε από τους σπασμούς πάνω στο ντιβάνι, έκαναν απαραίτητο να αναβάλει οτιδήποτε άλλο, προκειμένου να το κάνει να πάψει να υποφέρει. Κοίταζε πάρα πολύ προσεχτικά το μωρό· έπειτα άνοιξε μια δερμάτινη θήκη που είχε κάτω από τα ρούχα που φορούσε και η οποία έμοιαζε να έχει μέσα της διάφορα γιατροσόφια, ένα από τα οποία έριξε μέσα σε ένα ποτήρι με νερό.
   "Οι σπουδές που έκανα παλιότερα στην αλχημεία", είπε ο άντρας, "και αυτός ο ένας χρόνος, ή και περισσότερο, που πέρασα ανάμεσα σε ανθρώπους που γνωρίζουν πολύ καλά τις ιδιότητες που έχουν όλα τα βότανα του δάσους με έκαναν πολύ καλύτερο γιατρό από όλους αυτούς που λένε ότι έχουν πτυχία ιατρικών σχολών! Πλησίασε, γυναίκα! Δικό σου είναι αυτό το μωρό! Εγώ δεν έχω καμία σχέση μ' αυτό και δεν πρόκειται να ακούσει στη φωνή μου ή να βρει πάνω μου τη φωνή ή το πρόσωπο του πατέρα του. Έλα, λοιπόν, να του δώσεις εσύ αυτό το υγρό με τα δικά σου χέρια".
   Η Έστερ απομάκρυνε με μια απότομη κίνηση το φάρμακο που της είχε δώσει και την ίδια στιγμή τον κοίταξε με μεγάλη αγωνία κατάματα.
   "Θα μπορούσες να εκδικηθείς ένα βρέφος που δεν έχει κανένα φταίξιμο;" του είπε σιγανά.
   "Απερίσκεπτη γυναίκα!" της απάντησε ο γιατρός -με μια φωνή κάπως παγωμένη αλλά και καθησυχαστική την ίδια στιγμή. "Γιατί να έκανα ποτέ κακό σ' αυτό το κακόμοιρο μούλικο; Το φάρμακο που του δίνω θα του κάνει καλό. Ακόμα κι αν εγώ ήμουν ο πατέρας αυτού του παιδιού -όπως εσύ είσαι η μητέρα του- δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω κάτι που θα το ωφελούσε περισσότερο".
   Καθώς εκείνη εξακολουθούσε να είναι διστακτική -ο νους της δεν είχε ακόμα καμιά λογική- ο άντρας σήκωσε το βρέφος στα χέρια του και του έδωσε ο ίδιος το γιατροσόφι που είχε ετοιμάσει. Οι ωφέλιμες συνέπειές του έγιναν πολύ γρήγορα φανερές, δίνοντας απόλυτο δίκιο στο γιατρό. Οι κραυγές πόνου της μικρής άρρωστης σχεδόν σταμάτησαν· οι σπασμοί που συγκλόνιζαν το κορμάκι της σταδιακά εξαφανίστηκαν κι έπειτα από λίγο -όπως συμβαίνει τις περισσότερες φορές με τα τόσο μικρά παιδάκια, μόλις ξαλαφρώνουν από τον πόνο- βυθίστηκε σε ένα βαρύ και υγρό, από τον ιδρώτα και τα δάκρυα, γαλήνιο ύπνο. Τότε ο γιατρός, που πια είχε κερδίσει το δικαίωμα να αποκαλείται έτσι, στράφηκε προς τη μητέρα του βρέφους. Κοιτάζοντάς την με ένα ήρεμο βλέμμα και με μεγάλη προσοχή, μέτρησε τους παλμούς της και κοίταξε τα μάτια της με έναν τρόπο που προκάλεσε ένα σκίρτημα και ένα σφίξιμο στην καρδιά της Έστερ -τόσο γνώριμο, αλλά και τόσο απόμακρο και ψυχρό- και στο τέλος, ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα της εξέτασης που είχε κάνει, ξεκίνησε να παρασκευάζει ακόμα ένα γιατρικό.
   "Δεν ξέρω τη Λήθη ούτε και το Νηπενθές", είπε αυτός. "Αλλά έμαθα πολλά νέα μυστικά σε κείνους τους σκληρούς τόπους και τούτο είναι ένα απ' όλα αυτά. Είναι μια συνταγή που μου έμαθε ένας Ινδιάνος σαν αντάλλαγμα για κάποια πράγματα που του έδειξα εγώ -τόσο παλιά όσο και ο καιρός του Παράκελσου! Πιες το! Ίσως να σε κάνει να ηρεμήσεις λιγότερο απ' όσο θα το κατάφερνε μια καθαρή συνείδηση, αλλά αυτό είναι κάτι που δεν μπορώ να σου το δώσω εγώ. Να είσαι σίγουρη, όμως, ότι θα κάνει την αναστάτωσή σου και την ένταση που σου φέρνει ο θυμός σου να καταπέσουν, όπως κάνει το λάδι που πέφτει πάνω στα κύματα της τρικυμίας".
   Έδωσε το ποτήρι στην Έστερ κι εκείνη το κράτησε στα χέρια της με ένα βαρύθυμο και αυστηρό ύφος στο πρόσωπό της, όχι τόσο φοβισμένη όσο αμφισβητώντας έντονα τους σκοπούς που μπορεί να είχε ο άντρας. Κοίταξε για λίγο το αποκοιμισμένο παιδί της.
   "Πολλές φορές έχω σκεφτεί το θάνατο", είπε, "και σε κάποιες στιγμές ευχήθηκα να με βρει. Θα μπορούσα να τον καλέσω ακόμα και με προσευχές, αν επιτρεπόταν ποτέ μια γυναίκα σαν και μένα να προσευχηθεί για κάποιο πράγμα. Αλλά, αν ο θάνατος είναι μέσα σε τούτο το ποτήρι, σου λέω να το σκεφτείς και μια δεύτερη φορά, προτού με δεις να πίνω το περιεχόμενό του. Κοίτα, είναι ακόμα στα χείλη μου!"
   "Πιες το, επιτέλους!" της είπε αυτός με την ίδια ηρεμία που είχε όλη αυτή την ώρα. "Μα τόσο λίγο με γνωρίζεις τελικά, Έστερ Πριν; Ήταν ποτέ οι σκοποί μου τόσο ταπεινοί; Ακόμα και αν είχα κάνει κάποιες σκέψεις να σε εκδικηθώ, δεν θα ήταν καλύτερο να σε αφήσω να παραμείνεις στη ζωή, έτσι ώστε αυτή η καυτή ντροπή να καίει για πάντα πάνω στο στήθος σου, αντί να σου προσφέρω κάποιο γιατρικό που θα μπορεί να κάνει καλά όλες τις συμφορές και τους κινδύνους που φέρνει η ζωή;"
   Όπως της μιλούσε, ακούμπησε το μακρύ του δάχτυλο πάνω στο άλικο γράμμα, που έμοιαζε να καίει με δυνατές φλόγες πάνω στο μπούστο της Έστερ, λες και ήταν πυρακτωμένο σίδερο. Είδε την αυθόρμητη κίνηση που έκανε εκείνη και ένα χαμόγελο στόλισε τα χείλη του.
   "Μπορείς, λοιπόν, να συνεχίσεις τη ζωή σου και να φέρεις παντού μαζί σου την ποινή σου, στα μάτια όλων των αντρών και των γυναικών, μπροστά σε αυτόν που εσύ έχεις ονομάσει σύζυγό σου, ενώπιον αυτού εδώ του παιδιού! Για να εξακολουθήσεις να ζεις, πιες αυτό το γιατρικό".
   Δίχως καμιά περαιτέρω αντίσταση ή αργοπορία, η Έστερ Πριν ήπιε όλο το περιεχόμενο του ποτηριού και, με μια κίνηση του χεριού αυτού του τόσο ικανού άντρα, έκατσε και αυτή στο ντιβάνι που ήταν αποκοιμισμένο το παιδί της, ενώ εκείνος έφερε τη μόνη καρέκλα που βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο και έκατσε κοντά της. Η Έστερ δεν κατάφερε να ελέγξει μια ανατριχίλα στο σώμα της όταν είδε αυτές τις ετοιμασίες· αισθάνθηκε ότι -τώρα που εκείνος είχε κάνει αυτό που του υπαγόρευαν τα φιλάνθρωπα αισθήματά του ή οι αρχές του, ή ακόμα και κάποια επιτηδευμένη βαναυσότητα, για να ελαφρύνει τον πόνο του σώματός της- είχε πια φτάσει η στιγμή να την αντιμετωπίσει όπως ο άντρας που η ίδια είχε προδώσει με τον πιο σκληρό και ανίατο τρόπο.
   "Έστερ", άρχισε να μιλά ο άντρας, "δεν θέλω να σε ρωτήσω με ποιον τρόπο ή τι ήταν αυτό που σε έκανε να βρεθείς σ' αυτή την υπόγεια κόλαση, ή καλύτερα να ανέβεις στο βάθρο της αμαρτίας, πάνω στο οποίο σε είδα. Δεν είναι απαραίτητο να ψάξω πολύ για να βρω τους λόγους. Ήταν η δική μου έλλειψη σύνεσης και η δική σου αδυναμία. Τι ήθελα εγώ -ένας άνθρωπος του πνεύματος, ένας τυφλοπόντικας των βιβλιοθηκών, ένας άντρας που βρίσκεται πια σε φθίνουσα ηλικία και που έχει σπαταλήσει τα καλύτερά του χρόνια για να χορτάσει το αδηφάγο όνειρο της γνώσης- τι μπορεί να ήθελα με τα νιάτα και την ομορφιά που έχεις εσύ; Παραμορφωμένος από την πρώτη ώρα που ήρθα σε τούτο τον κόσμο, πώς μπόρεσα να αφήσω τον εαυτό μου να πιστέψει ότι οι αρετές του πνεύματος θα είχαν την ικανότητα να αντισταθμίσουν το σωματικό μειονέκτημα στο νου μιας τόσο νέας κοπέλας; Οι άλλοι λένε ότι διαθέτω πολλή σοφία. Αν οι σοφοί έδειχναν τη σοφία τους και προς όφελός τους, ίσως να τα είχα διαβλέψει από πριν όλα αυτά. Ίσως ακόμα και να γνώριζα από πριν ότι, όταν έβγαινα από το τεράστιο και σκοτεινό δάσος σε τούτη την αποικία χριστιανών, το πρώτο πράγμα που θα αντίκριζα δεν θα ήταν άλλο από σένα, Έστερ Πριν, που θα στεκόσουν όρθια, σαν ένα μνημείο ταπείνωσης, μπροστά σε όλους τους κατοίκους της πόλης. Ναι, από την ώρα εκείνη που βγαίναμε μαζί -ένα νιόπαντρο ζευγάρι- από την παλιά εκκλησία, θα μπορούσα να γνωρίζω ήδη την εκκολαπτόμενη καυτή ύπαρξη του άλικου γράμματος να φωτίζει το τέλος της διαδρομής μας!"
   "Το ξέρεις", του είπε η Έστερ -η οποία, παρά τη συντριβή που είχε υποστεί, της ήταν δυσβάσταχτο να υποφέρει και αυτή την ύστατη μαχαιριά για το σύμβολο της αμαρτίας της- "το ξέρεις ότι ήμουν απόλυτα έντιμη απέναντί σου. Δεν αισθανόμουν αγάπη, ούτε και υποκρίθηκα ποτέ μου κάτι παρόμοιο".
   "Πράγματι!" της απάντησε αυτός. "Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η δική μου έλλειψη σύνεσης! Το έχω πει και παλιότερα. Αλλά ως εκείνη τη στιγμή η ζωή μου ήταν τελείως ανώφελη. Ο κόσμος ήταν πάντα τόσο σκοτεινός! Η καρδιά μου έμοιαζε με ένα τεράστιο σπίτι που μπορούσε να φιλοξενήσει πάρα πολλούς ανθρώπους, αλλά κατά βάθος ήταν πολύ μοναχικό και παγερό, δίχως να καίει μέσα του μια φωτιά που να το κρατά ζεστό. Πόσο πολύ ήθελα ν' ανάψω μια τέτοια φωτιά! Δεν ήταν δα και τόσο παράλογο το όνειρο που έκανα -όσο κι αν είχαν πια περάσει τα χρόνια μου, όσο καταθλιπτικός κι αν ήμουν, όσο άσχημη κι αν ήταν η όψη μου- ότι η ίδια απλή χαρά που υπάρχει παντού στον κόσμο, σε όλους τους τόπους του, για να μπορεί ο άνθρωπος να κάνει ελάχιστη απ' αυτή και δική του, μπορούσε να ανήκει κατά ένα μέρος της και σε μένα. Κι έτσι, Έστερ, σε έβαλα όσο βαθύτερα γινόταν μέσα στην καρδιά μου και προσπαθούσα να σε ζεστάνω με τη θέρμη που εσύ έφερνες εκεί μέσα!"
   "Ήταν τεράστια η αδικία μου απέναντί σου", του είπε σιγανά η Έστερ.
   "Αδικήσαμε πολύ ο ένας τον άλλον", της απάντησε αυτός. "Το πρώτο λάθος το έκανα εγώ, όταν ξεγέλασα τα νιάτα σου, που βρίσκονταν στην καλύτερή τους άνθηση, με μια ψεύτικη και παράλογη σχέση με τη δική μου φθίνουσα πια διαδρομή. Έτσι, σαν άνθρωπος που δεν έχει περάσει μάταια τη ζωή του μέσα στις σκέψεις και τη φιλοσοφία, δεν ζητάω να πάρω κανενός είδους εκδίκηση, αλλά ούτε και σκέφτομαι να σου κάνω κάποιο κακό. Εμείς οι δύο έχουμε μια απόλυτη ισορροπία μεταξύ μας. Ωστόσο, Έστερ, υπάρχει κάποιος άλλος άνθρωπος που έχει αδικήσει εξίσου και τους δυο μας! Ποιος είναι αυτός;"
   "Μη μου κάνεις αυτή την ερώτηση!" του είπε η Έστερ Πριν, σηκώνοντας το βλέμμα της κατευθείαν μέσα στο δικό του. "Αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται να μάθεις ποτέ σου!"
   "Ποτέ, πιστεύεις;" της είπε αυτός με ένα οξυδερκές χαμόγελο, σκοτεινό και όλο σιγουριά. "Δεν θα μάθω ποτέ ποιος είναι! Έστερ, άκουσέ με: πολύ λίγα είναι τα πράγματα που υπάρχουν -είτε στον ορατό κόσμο ή, μέχρι κάποιου σημείου, και στην αόρατη σφαίρα του πνεύματος- και μπορούν να μείνουν κρυφά από κάποιον άνθρωπο που τάσσει με συνέπεια και προσήλωση τον εαυτό του στη λύση ενός μυστηρίου. Ίσως μπορέσεις να κρατήσεις για πάντα το μυστικό σου απέναντι στο αδιάκριτο πλήθος. Ίσως πετύχεις να το κρατήσεις κρυφό και από τους ιερείς και το δικαστικό σώμα, όπως ακριβώς έκανες και σήμερα, όταν εκείνοι έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια για να σε πείσουν να βγάλεις αυτό το όνομα μέσα από την ψυχή σου και να σου φέρουν κάποιον να σταθεί δίπλα σου στο ικρίωμά σου. Αλλά εγώ θα αρχίσω την έρευνά μου με άλλα μέσα και άλλη λογική από κείνους. Θα ψάξω να βρω αυτόν τον άντρα, όπως έχω ψάξει να ανακαλύψω την αλήθεια μέσα σε τόμους βιβλίων, όπως έχω ψάξει το χρυσάφι μέσα από την αλχημεία. Θα τον δω να τρέμει σύγκορμος κι ένα ρίγος θα διαπεράσει και το δικό μου σώμα έτσι, απροσδόκητα και αιφνιδιαστικά. Πολύ σύντομα δεν υπάρχει άλλη πιθανότητα παρά αυτός ο άνθρωπος να γίνει δικός μου!"
   Τα μάτια του διανοούμενου με το σκαμμένο πρόσωπο έβγαζαν τέτοιες φλόγες όπως την κοιτούσε, ώστε η Έστερ έδεσε δυνατά τα χέρια της μπροστά στην καρδιά της, μήπως κι εκείνος κατάφερνε να διαβάσει το μυστικό που έκρυβε μέσα της.
   "Δεν θέλεις, λοιπόν, να ομολογήσεις το όνομά του; Παρ' όλα αυτά, αυτός ο άντρας είναι δικός μου", είπε τελικά αυτός με ένα βλέμμα όλο αυτοπεποίθηση, λες και η μοίρα ήταν απόλυτα με το μέρος του. "Ίσως εκείνος να μην έχει πάνω στα ρούχα του ραμμένο το σύμβολο της αμαρτίας, όπως συμβαίνει με σένα, αλλά εγώ θα μπορέσω να το διακρίνω μέσα στην καρδιά του. Μη σε νοιάζει καθόλου, λοιπόν, για κείνον! Μην πιστεύεις ότι εγώ θα ασχοληθώ με το ποια τιμωρία θα βρει από τον Θεό, ή ότι, προς δική μου ζημιά, θα τον παραδώσω στην παγίδα του νόμου. Κι ούτε να νομίσεις ότι θα κάνω κάτι κακό για τη ζωή του ή για τη φήμη του, αν είναι, όπως νομίζω, ένας άντρας που όλοι θεωρούν πολύ αξιοσέβαστο. Ας συνεχίσει τη ζωή του! Ας καλύψει τον εαυτό του με την τιμή που απολαμβάνει από τον κόσμο, αν το καταφέρει! Ό,τι κι αν συμβεί, αυτός ο άντρας είναι δικός μου!"
   "Αυτά που κάνεις μοιάζουν πολύ με προσφορά ελέους", του είπε η Έστερ σαστισμένη και φοβισμένη. "Αλλά όσα λες σε κάνουν να φαντάζεις τρομερός!"
   "Μόνο ένα πράγμα σου ζητάω, εσένα που κάποτε ήσουν η γυναίκα μου", της είπε ο άντρας του πνεύματος. "Έχεις κρατήσει καλά φυλαγμένο το μυστικό του εραστή σου! Θέλω να κρατήσεις το ίδιο καλά κρυφό και το δικό μου μυστικό! Κανείς σε τούτη την πόλη δεν ξέρει ποιος είμαι. Κανείς ποτέ να μην μάθει ότι κάποτε με αποκαλούσες σύζυγό σου! Εδώ, σε τούτη τη σκληρή γωνιά της γης, θα στήσω τη σκηνή μου. Όπου αλλού κι αν πάω θα είμαι πάντα ένας περιπλανώμενος, απομονωμένος από τις ασχολίες των ανθρώπων· αλλά εδώ έχω μια γυναίκα, έναν άντρα και ένα παιδί που μας συνδέουν μεταξύ μας ισχυροί δεσμοί -πολύ λίγη σημασία έχει αν αυτοί είναι δεσμοί αγάπης ή μίσους, αν είναι δίκαιοι ή άδικοι! Κι εσύ κι οι άνθρωποί σου, Έστερ Πριν, είστε όλοι δικοί μου. Το σπίτι μου βρίσκεται εκεί που είσαι εσύ κι εκεί που είναι κι εκείνος. Αλλά μη με προδώσεις ποτέ σου!"
   "Γιατί το ζητάς αυτό;" τον ρώτησε η Έστερ, νιώθοντας αποστροφή για το κρυφό μεταξύ τους δέσιμο, δίχως να καταλαβαίνει το γιατί. "Γιατί δεν λες σε όλους ποιος είσαι και μένα να με διώξεις μακριά με μια σου λέξη;"
   "Μπορεί να το κάνω", της απάντησε αυτός, "γιατί μ' αυτόν τον τρόπο δε θα δοκιμάσω την ταπείνωση που στιγματίζει την τιμή ενός συζύγου που η γυναίκα του είναι άπιστη. Πιθανόν να υπάρχουν κι άλλοι λόγοι. Ας είναι. Αυτό που επιζητώ είναι να συνεχίσω τη ζωή μου και να τη φτάσω στο τέλος της, παραμένοντας άγνωστος σε όλους. Άσε, λοιπόν, τον άντρα σου να είναι πεθαμένος στη συνείδηση όλων, κάποιος που ποτέ δεν θα πάρει κανείς νέα του. Μην αφήσεις ποτέ να φανεί ότι με γνωρίζεις με κάποιο σου λόγο, ούτε με μια κίνηση, ούτε με ένα βλέμμα! Και κυρίως, μην πεις αυτό το μυστικό στον καινούργιο άντρα που γνώρισες. Να προσέχεις όμως! Αν με προδώσεις πάνω σ' αυτό, η τιμή του, η θέση που έχει στην κοινωνία, η ζωή του θα είναι πράγματα που θα μπορώ να τα κάνω ό,τι θέλω εγώ! Να το προσέχεις αυτό!"
   "Θα κρατήσω κρυφό το μυστικό σου, όπως κρατώ και το δικό του", του απάντησε η Έστερ.
   "Πρέπει να μου ορκιστείς!" της αντέτεινε εκείνος.
   Η Έστερ του έδωσε όρκο.
   "Και τώρα, κυρία Πριν", της είπε ο γερο-Ρότζερ Τσίλινγκγουορθ -όπως θα είναι από τώρα και στο εξής το όνομά του- "θα μείνεις μόνη σου. Εσύ, με το παιδί σου και το άλικο γράμμα σου! Τι επιβάλλει η καταδίκη σου, Έστερ; Πρέπει να φοράς αυτό το γράμμα ακόμα και όταν κοιμάσαι; Δεν φοβάσαι μήπως βλέπεις εφιάλτες κι άλλα τρομερά όνειρα;"
   "Γιατί έχεις αυτό το παράξενο χαμόγελο;" τον ρώτησε η Έστερ, που την αναστάτωνε το βλέμμα του. "Είσαι σαν τον Μαύρο Άνθρωπο που στοιχειώνει αυτό το δάσος τριγύρω μας. Μήπως με έβαλες να σου ορκιστώ, ώστε να καταστρέψεις την ψυχή μου;"
   "Την ψυχή σου είπες; Όχι", της απάντησε εκείνος με το ίδιο πάντα χαμόγελο. "Όχι τη δική σου ψυχή, όχι!"

   Ο χρόνος που η Έστερ θα έμενε φυλακισμένη τελείωσε. Της άνοιξαν τη σιδερόδετη πόρτα και βγήκε έξω, στο φως του ήλιου, που, μολονότι έμοιαζε να φωτίζει όλον τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο, στο δικό της νου, που πια είχε χάσει τελείως το κουράγιο του και είχε αρρωστήσει απ' όσα είχαν συμβεί, φαινόταν σαν να μην είχε βγει στον ουρανό παρά μόνο για να τονίζει ακόμα περισσότερο το άλικο γράμμα που στόλιζε το στήθος της. Τα πρώτα βήματα της ελευθερίας της, όταν πια είχε περάσει την πόρτα της φυλακής, ίσως να σήμαιναν γι' αυτήν ένα βασανιστήριο πολύ πιο φριχτό από τη διαπόμπευσή της και όλο εκείνο το θέαμα για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει, όταν όλοι οι κάτοικοι της πόλης την είχαν μπροστά τους σαν αντικείμενο ταπείνωσης και περνούσε ανάμεσά τους δαχτυλοδειχτούμενη. Σε κείνη την περίσταση την είχε βοηθήσει μια υπερφυσική νευρική ένταση και όλη η μαχητική ενέργεια που έκρυβε μέσα της, που τη στήριξε ώστε να αντιστρέψει το σκηνικό σε μια προσωπική της τρομερή νίκη. Πέραν όλων αυτών, εκείνη η περίσταση αποτελούσε ένα μεμονωμένο γεγονός που δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ ξανά σε ολόκληρη τη ζωή της, κι έτσι, για να μπορέσει να ανταπεξέλθει, είχε επιστρατεύσει, δίχως να δίνει καμία σημασία στην όποια οικονομία δυνάμεων, όλες τις ψυχικές της δυνάμεις που θα της ήταν απαραίτητες για να περάσει πάρα πολλά χρόνια γαλήνιας ζωής. Αυτός ο νόμος που είχε ορίσει την καταδίκη της -ένα τεράστιο κτήνος με παγωμένα χαρακτηριστικά, αλλά που με τα ατσάλινα μπράτσα του είχε τη δύναμη που χρειαζόταν για να βοηθήσει, με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσε και να συντρίψει- την είχε στηρίξει ώστε να μπορέσει να σταθεί στη θέση της από την αρχή μέχρι και το τέλος εκείνου του φριχτού βασανιστηρίου της ταπείνωσής της. Τώρα, όμως, καθώς προχωρούσε δίχως να έχει κανέναν να τη φυλάει, καθώς απομακρυνόταν από τη μεγάλη πόρτα της φυλακής, ξεκινούσε η καθημερινότητα και η Έστερ είτε θα ήταν υποχρεωμένη να τη βαστάξει και να συνεχίσει την πορεία της προς τα μπρος, μέσα από τους δρόμους που πάντα είχε για να ξεφεύγει από τη φύση της, είτε θα έπρεπε να βυθιστεί μέσα σ' αυτή. Τώρα πια δεν είχε κανένα περιθώριο δανεισμού από το μέλλον, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες του παρόντος. Το αύριο θα κουβαλούσε μόνο καινούργιες συμφορές· και η μέρα που θα ερχόταν, όμοια με τη μεθεπόμενη και κάθε άλλη μέρα, θα πρόσφερε μόνο ένα νέο μαρτύριο, που όμως πάντα θα ήταν το ίδιο με τούτο, που αυτή τη στιγμή ήταν τόσο υπερβολικά δυσβάσταχτο για να μπορέσει να το υποφέρει κανείς. Οι μέρες που θα έρχονταν στο μέλλον θα περνούσαν πολύ μαρτυρικά, πάντα με το ίδιο βάρος, γι' αυτή τη γυναίκα, να βαραίνει τους ώμους της, δίχως ποτέ να μπορέσει ν' απαλλαγεί απ' αυτό· κι αυτό γιατί οι μέρες και τα χρόνια που θα έρχονταν και θα μαζεύονταν θα αύξαναν και με τη δική τους μιζέρια το ήδη μεγάλο βάρος της ταπείνωσης. Όλα τα χρόνια στο μέλλον, ξεχνώντας τελείως την ιδιαίτερη προσωπικότητά της, θα γίνονταν ένα σύμβολο που θα καταδείκνυαν όλοι οι κήρυκες και οι ηθικολόγοι, αφού στο δικό της πρόσωπο θα έβρισκαν τη ζωντανή εικόνα της άποψης που είχαν για τα μειονεκτήματα και το πάθος της αμαρτίας που κρύβει μέσα της κάθε γυναίκα. Έτσι, οι νέοι και αθώοι άνθρωποι θα μεγάλωναν μαθαίνοντας να βλέπουν αυτή που θα είχε το άλικο γράμμα για πάντα στο στήθος της -αυτή, που ήταν παιδί τίμιων γονιών, μητέρα ενός παιδιού που κάποτε θα γινόταν κι αυτό γυναίκα, αυτή, που ήταν κάποτε αγνή- θα μάθαιναν να την αντιμετωπίζουν σαν την εικόνα, το σώμα, την ενσάρκωση της αμαρτίας. Κι ακόμα και πάνω στο μνήμα της, η ντροπή, που θα είναι υποχρεωμένη να φέρει ακόμα κι εκεί μέσα, θα είναι ο μοναδικός επικήδειος λόγος που θα ακούσει ποτέ. 
   Ίσως να κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι, μολονότι όλος ο κόσμος απλωνόταν μπροστά της -εφόσον η ποινή της δεν προέβλεπε κάποιον όρο σύμφωνα με τον οποίο να περιορίζεται για πάντα στα στενά όρια εκείνης της τόσο απομακρυσμένης και ζοφερής πουριτανικής αποικίας- και είχε κάθε ελευθερία να γυρίσει πίσω στο μέρος που είχε γεννηθεί ή να φύγει για οποιαδήποτε άλλη πόλη της Ευρώπης και να κρατήσει καλά εκεί κρυμμένη τη φήμη και το όνομά της, κάτω από μια εξαίσια εξωτερική εμφάνιση, έτσι ώστε να είναι σαν να έχει ξαναγεννηθεί μέσα σε μια καινούργια ζωή -και έχοντας ακόμα τα ανήλιαγα μονοπάτια του ανεξερεύνητου δάσους να απλώνονται μπροστά της, εκεί όπου η επαναστατική της φύση θα μπορούσε να γίνει μέλος της κοινωνίας ανθρώπων που οι συνήθειές τους και οι νόμοι τους δεν είχαν καμία σχέση με εκείνο το νόμο που είχε υπογράψει τη δική της καταδίκη- η γυναίκα αυτή συνέχιζε να πιστεύει ότι αυτή η πόλη ήταν η πατρίδα της, αυτό ήταν το μέρος -και μόνον αυτό σε όλον τον κόσμο- όπου αυτή θα αποτελούσε παντοτινά  το σύμβολο της μεγαλύτερης ντροπής. Ωστόσο, υπάρχει ένα πεπρωμένο, ένα συναίσθημα δυνατό και αναπόφευκτο, που είναι τόσο ισχυρό όσο και η ίδια η μοίρα, που αναγκάζει σχεδόν πάντα τους ανθρώπους να τριγυρνούν στο ίδιο μέρος και να το στοιχειώνουν σαν φαντάσματα, το μέρος όπου κάποιο σημαντικό και ιδιαίτερο γεγονός άφησε το χρώμα του μέσα στη ζωή τους· και όσο πιο αδύνατο είναι να αντισταθεί κανείς απέναντι σ' αυτό το συναίσθημα, τόσο πιο σκούρα είναι τα χρώματα που το κάνουν να είναι γεμάτο από θλίψη. Η αμαρτία της, η ταπείνωσή της λειτουργούσαν σαν ρίζες που είχε βγάλει στη γη. Ήταν σαν μια καινούργια γέννηση, με περισσότερη ισχύ από την πρώτη, να είχε μετατρέψει το δασώδες τοπίο -που τόσο δυσπρόσιτο ήταν για κάθε άλλον ταξιδιώτη ή προσκυνητή- στη βάναυση, σκοτεινή αλλά αιώνια πατρίδα της Έστερ Πριν. Κάθε άλλο μέρος στη γη έμοιαζε ξένο όταν το συνέκρινε με τούτο εδώ -ακόμα κι εκείνο το μικρό χωριό στην αγγλική ύπαιθρο, όπου τα ευτυχισμένα παιδικά της χρόνια και η ανεμελιά της αθώας κοριτσίστικης ηλικίας φάνταζαν σαν να ήταν ακόμα κάτω από την προστατευτική ασπίδα της μητέρας της, όπως τα ρούχα που κάποιος τα είχε αφήσει για χρόνια εκεί. Η αλυσίδα που την κρατούσε δεμένη σε τούτο τον τόπο είχε κρίκους από βαρύ σίδερο, που έκανε πληγές βαθιά μέσα στην ψυχή της, αλλά της ήταν αδύνατο να τη σπάσει ποτέ της.
   Ίσως επίσης -γεγονός που ήταν αναμφίβολο, ακόμα κι αν το κρατούσε μυστικό από τον εαυτό της και έχανε το χρώμα της όποτε αγωνιζόταν να βγει κι αυτή από την καρδιά της, σαν ερπετό που βγαίνει διστακτικά από την υπόγεια φωλιά του- ίσως να ήταν ένα άλλο συναίσθημα αυτό που την έδενε σ' αυτό το μέρος και σ' αυτό το δρόμο που είχαν σταθεί τόσο μοιραία. Εκεί ήταν η ζωή της, εκεί στεκόταν όρθιος στα πόδια του ένας άνθρωπος με τον οποίο η ίδια πίστευε ότι είχε συνδεθεί με ένα δεσμό ο οποίος, αν και ήταν άγνωστος πάνω στη γη, θα τους οδηγούσε και τους δύο μαζί μπροστά στο τελικό βάθρο της κρίσης και θα το μετέτρεπε σε γάμο για ένα ίδιο μέλλον ατελείωτης τιμωρίας. Πολλές φορές, ο δαίμονας που έχουν οι ψυχές είχε φέρει αυτή τη σκέψη στο νου της Έστερ, περιγελούσε την παθιασμένη και απελπισμένη χαρά που κυριαρχούσε μέσα της κι έπειτα έκανε κάθε προσπάθεια για να την αρπάξει και να την απομακρύνει όσο το δυνατόν περισσότερο. Δεν μπορούσε ούτε καν να κοιτάξει αυτή τη σκέψη καταπρόσωπο, και με μιας έτρεχε να την κλειδώσει μέσα στο υπόγειο κελί της. Αυτό που υποχρέωνε τον εαυτό της να πιστεύει -αυτό που τελικά θεωρούσε ότι ήταν και ο μοναδικός λόγος για να μένει για πάντα στη Νέα Αγγλία- ήταν μισή αλήθεια και μισή ψευδαίσθηση. Εδώ, μονολογούσε, ήταν ο τόπος της ενοχής της, κι έτσι εδώ έπρεπε να είναι και ο τόπος της τιμωρίας της πάνω στη γη. Ίσως μ' αυτόν τον τρόπο το μαρτύριο που θα περνούσε καθημερινά μέσα στο όνειδός της να κατάφερνε να καθαρίσει την ψυχή της εκείνη που πια είχε χαθεί από μέσα της -η οποία θα έμοιαζε πολύ με την αθωότητα κάποιας αγίας, αφού θα ερχόταν μέσα από το μαρτύριο.
   Γι' αυτό, η Έστερ Πριν δεν προσπάθησε να διαφύγει. Στην άκρη της πόλης, μέσα στα σύνορα που σχημάτιζε η χερσόνησος, δίχως όμως να είναι κοντά με κανένα άλλο σπίτι, ήταν χτισμένη μια καλύβα με αχυρένια στέγη. Πρέπει να την είχε κατασκευάσει κάποιος παλιός άποικος, αλλά εδώ και πολλά χρόνια την είχε αφήσει να ερημώσει, αφού ο τόπος τριγύρω της ήταν τελείως άγονος και δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί, ενώ η απόσταση που τη χώριζε από την υπόλοιπη κοινότητα την απομάκρυνε και από κάθε άλλη κοινωνική δραστηριότητα που ήταν μέσα στις συνήθειες των αποίκων. Ήταν χτισμένη στην όχθη που σχημάτιζε ένας μικρός κόλπος, ανάμεσα στους δασώδεις λόφους, προς τη δυτική πλευρά της θάλασσας. Μερικά καχεκτικά δέντρα -τα μοναδικά που φύτρωναν στη χερσόνησο- δεν μπορούσαν να καλύψουν την αχυρένια καλύβα από τα βλέμματα, ούτε στο σημείο που να δημιουργείται η εντύπωση ότι εκεί μέσα ήταν κάτι που με ιδιαίτερη ευχαρίστηση θα κρυβόταν ή ότι, τέλος πάντων, θα είχε χρέος να μένει κρυμμένο. Σ' αυτή τη μικρή και απομονωμένη καλύβα, πήγε να μείνει με τα ελάχιστα μέσα που διέθετε η Έστερ Πριν μαζί με το παιδί της, με άδεια που πήρε από τους δικαστές, που είχαν πάντα το ανακριτικό τους βλέμμα καρφωμένο σε κείνη. Μια μυστηριώδης σκιά δυσπιστίας προστέθηκε με μιας σε εκείνο το σημείο. Κάποια παιδιά, που ακόμα ήταν σε πολύ μικρή ηλικία, για να μπορούν να καταλάβουν για ποιο λόγο αυτή η γυναίκα έπρεπε να απομακρυνθεί από την ανθρώπινη συμπόνια, πήγαιναν ακροπατώντας κοντά στην καλύβα της για να τη βλέπουν να κεντά και να ράβει καθισμένη δίπλα στο παράθυρο, να στέκεται στην πόρτα της, να σκάβει στο μικρό περιβόλι της ή να προχωρά στο στενό μονοπάτι που έβγαζε μέχρι την πόλη· και, ξεχωρίζοντας το άλικο γράμμα που πάντα στόλιζε το στήθος της, έφευγαν φοβισμένα, με έναν παράδοξο τρόμο μήπως μολυνθούν.
   Αν και ήταν ολομόναχη μέσα στον κόσμο, χωρίς κάποιον ποτέ να της κάνει συντροφιά, δεν κινδύνευε να βρεθεί σε κάποια ανάγκη. Κατείχε μια τέχνη που της ήταν αρκετή, ακόμα και σε ένα μέρος που δεν της έδινε και πολλές προοπτικές για να την ασκήσει, ώστε να μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες που είχε το παιδί της, το οποίο μεγάλωνε, όσο και τις δικές της ανάγκες. Η τέχνη της ήταν εκείνη του βελονιού -η μόνη τέχνη που εκείνη την εποχή, όπως ακόμα και τώρα, την κατείχαν αποκλειστικά οι γυναίκες. Αυτό το περίεργα κεντημένο γράμμα που είχε πάντα στο στήθος της ήταν υπόδειγμα πολύ λεπτής τέχνης και ευφάνταστης επιδεξιότητας, την οποία πολλές κυρίες της αυλής θα ήθελαν ευχαρίστως να εκμεταλλευτούν, ώστε να στολίσουν με τα πλουσιότερα και τα πιο όμορφα στολίδια που μπορεί να επινοήσει το ανθρώπινο μυαλό τα χρυσοκεντημένα μεταξωτά τους. Η αλήθεια ήταν ότι εδώ, μέσα στην πένθιμη απλότητα, που ήταν το γνώρισμα του ντυσίματος των πουριτανών, η ζήτηση για τα τόσο περίτεχνα δημιουργήματα της τέχνης της ήταν πάρα πολύ περιορισμένη. Οι προτιμήσεις των καιρών εκείνων, όμως, που απαιτούσαν τέτοιες λεπτοδουλεμένες συνθέσεις, δεν άφησαν έξω από τη σφαίρα της επιρροής τους και τους αυστηρούς προγόνους μας, οι οποίοι είχαν ξεπεράσει με ευκολία τόσες και τόσες άλλες μόδες, που θα έμοιαζε ακόμα πιο δύσκολο να τις απορρίψουν. Οι δημόσιες τελετές, όπως οι χειροτονίες, η πρόσληψη των δικαστών και καθετί άλλο που θα μπορούσε να προσθέσει  μεγαλοπρέπεια στο πώς παρουσιαζόταν κάποια καινούργια εξουσία στο λαό  -καθαρά για λόγους τακτικής- χαρακτηριζόταν από μια αυστηρή και σωστά μελετημένη τελετουργία και από μια επιβλητική αλλά και εξεζητημένη λαμπρότητα. Τα μεγάλα περιλαίμια, οι καλοδουλεμένες κορδέλες που στόλιζαν τα καπέλα, τα πανέμορφα κεντημένα γάντια, όλα αυτά θεωρούνταν απολύτως αναγκαία για την επίσημη εμφάνιση των ανδρών που βρίσκονταν στην εξουσία· και, από την άλλη, όλα αυτά τα λούσα τα αντιμετώπιζαν ως κάτι απόλυτα λογικό για τους επιφανείς πολίτες που βρίσκονταν σε κάποια διακεκριμένη θέση ή που είχαν μεγάλες περιουσίες, παρότι οι νόμοι που υπήρχαν για τα προσωπικά έξοδα δεν επέτρεπαν τέτοιες σπατάλες στη λαϊκή τάξη. Ακόμα, τα ρούχα στις κηδείες -τόσο αυτά που χρησιμοποιούνταν για να ντύσουν το νεκρό, όσο και αυτά που έδειχναν το πένθος των ζωντανών μέσα από πολλά σύμβολα φτιαγμένα από πένθιμα υφάσματα και λευκές κορδέλες- έκαναν αρκετά συχνή τη ζήτηση για τα πράγματα που κεντούσε η Έστερ Πριν. Επίσης, τα λινά ρούχα των μωρών -εκείνο τον καιρό έντυναν τα μωρά με επίσημα ενδύματα- της έδιναν ακόμα μια δυνατότητα για δουλειά και κάποια έσοδα. 
   Σταδιακά, μολονότι δεν πήρε πολύ χρόνο, το εργόχειρό της μετατράπηκε σ' αυτό που στις μέρες μας ονομάζουμε μόδα. Είτε από κάποια συναισθήματα συμπόνιας για κάποια γυναίκα που η μοίρα τής είχε γράψει ένα τόσο σκληρό μέλλον, είτε λόγω της αρρωστημένης περιέργειας που προσάπτει υπερβολική και παράλογη αξία ακόμα και σε κάποια πράγματα ελάχιστα αξιοπερίεργα, είτε ακόμα και για κάποιους άλλους αδιευκρίνιστους λόγους που τότε αρκούσαν -όπως και στις μέρες μας επίσης- για να προσφέρουν σε μερικούς ανθρώπους κάποια πράγματα που κάποιοι άλλοι μάταια θα προσπαθούσαν να αποκτήσουν, είτε και γιατί η Έστερ στ' αλήθεια γέμιζε ένα κενό που σε κάθε άλλη περίπτωση θα υπήρχε χωρίς να βρισκόταν κανείς για να το καλύψει, ήταν σίγουρο ότι μπορούσε να έχει μια απασχόληση με ικανοποιητικά έσοδα, για όσες ώρες εκείνη ήθελε να ασχολείται με τα βελόνια της. Μπορεί η ματαιοδοξία να είχε διαλέξει μια προσωπική της κάθαρση, ντυμένη για όλες τις τελετές της μεγαλοπρέπειας και της επισημότητας με τα ρούχα που είχαν φτιάξει τα αμαρτωλά χέρια της Έστερ Πριν. Μπορούσε να θαυμάσει κανείς την εξαίσια εργασία των χεριών της πάνω στο περιλαίμιο του κυβερνήτη· οι στρατιωτικοί την είχαν δεμένη στα μαντίλια τους και ο ιερέας στην κορδέλα που στόλιζε το καπέλο του· κοσμούσε το σκουφάκι που κάλυπτε το κεφάλι του μωρού· κλεινόταν μέσα στην κάσα του πεθαμένου, για να αποσυντεθεί και να μετατραπεί σε σκόνη· αλλά κανείς ποτέ δεν θυμάται έστω και μια περίπτωση που κάποιος να είχε επικαλεστεί τη σπάνια τέχνη της για να κεντήσει το λευκό πέπλο που θα σκέπαζε το αγνό κοκκίνισμα του προσώπου κάποιας νύφης. Και αυτή η εξαίρεση έδειχνε με φανερότατο τρόπο το πόσο ακλόνητα καταδίκαζε πάντα η κοινωνία τη μεγάλη της αμαρτία.
   Αυτό που ζητούσε η Έστερ δεν ξεπερνούσε ποτέ τα απαραίτητα για την επιβίωση στην πιο απλή της μορφή, όσον αφορούσε τον εαυτό της, και σε κάποια μικρή αφθονία για το μωρό της. Το δικό της φόρεμα ήταν ραμμένο από ένα πολύ σκληρό ύφασμα, σε σκούρο χρώμα και είχε ένα και μόνο κέντημα -το άλικο γράμμα της- που η μοίρα τής είχε τάξει να φορά για πάντα. Τα ρούχα με τα οποία έντυνε το παιδί της, ωστόσο, διακρίνονταν για την ιδιαίτερη ή, μάλλον θα μπορούσαμε να πούμε, εκκεντρική φαντασία και για την πρωτοτυπία τους, που στ' αλήθεια έκανε ακόμα μεγαλύτερη την υπερφυσική γοητεία, την οποία από πολύ μικρό είχε το κορίτσι και που έμοιαζε να έχει μια ουσία που έφτανε πολύ πιο βαθιά από την εξωτερική εμφάνιση. Ίσως να αναφερθούμε και πιο κάτω σ' αυτό το θέμα. Εκτός από την τόσο μηδαμινή σπατάλη για τα ρούχα του μωρού της, η Έστερ έδινε όλα όσα της περίσσευαν από τα εισοδήματά της σε διάφορες φιλανθρωπίες, σε ανθρώπους δυστυχισμένους, με μοίρα που δεν ήταν τόσο κακή όσο η δική της, οι οποίοι -πάρα πολύ συχνά- καταριόνταν το χέρι εκείνο που τους έδινε την τροφή τους. Πολύ από το χρόνο που θα μπορούσε να εκμεταλλεύεται, για να έχει περισσότερο κέρδος από την εργασία της, τον περνούσε ράβοντας ρούχα από τραχιά υφάσματα για τους φτωχούς. Ίσως να λειτουργούσε με μια λογική κάθαρσης και να ασχολούνταν με όλα αυτά, θεωρώντας ότι, με το να σπαταλά τόσες και τόσες ώρες σ' αυτή τη δύσκολη δουλειά, έδινε στον Θεό μια αληθινή θυσία ευχαρίστησης. Από τη φύση της είχε κάποια χαρακτηριστικά πολύ πλούσια, γεμάτα αισθησιασμό, κάτι από την ανατολή, μια κλίση προς τη φωτεινή ομορφιά, που πέρα από τα εργόχειρα τα οποία έφτιαχνε με τα βελόνια της δεν είχε καμιά άλλη διέξοδο έκφρασης στη ζωή της. Οι γυναίκες μπορούν και παίρνουν από την ενασχόλησή τους με τα βελόνια μια απόλαυση που δεν μπορεί ποτέ να γίνει αντιληπτή από το άλλο φύλο. Για την Έστερ Πριν ίσως να ήταν και ο μοναδικός τρόπος για να εξωτερικεύει το πάθος της ζωής της, και έτσι να μειώνει την έντασή του. Όπως και για όλες τις υπόλοιπες απολαύσεις, πίστευε ότι κι αυτό ήταν μεγάλο αμάρτημα και το αρνούνταν. Αυτό το αρρωστημένο μπέρδεμα της συνείδησης με ένα θέμα ασήμαντο μπορούσε, δυστυχώς, να δηλώνει όχι μια ουσιαστική και πραγματική θέληση για μετάνοια, αλλά κάτι πολύ πιο σκοτεινό, κάτι που μπορούσε να είναι εσφαλμένο και δίχως καμία αξία.
   Έτσι, η Έστερ Πριν μπόρεσε να βρει ένα ρόλο μέσα σ' αυτή τη ζωή. Το φυσικό χαρακτηριστικό της ενεργητικότητάς της και οι εξαιρετικές ικανότητες που τη διέκριναν δεν επέτρεπαν στην κοινωνία να την απομακρύνει τελείως από τους κόλπους της, μολονότι την είχε σημαδέψει με έναν τρόπο που ήταν περισσότερο ανυπόφορος για την ψυχή μιας γυναίκας απ' όσο το σημάδι που κηλίδωνε το μέτωπο του Κάιν. Αλλά σε κάθε επαφή που είχε η Έστερ με την κοινωνία δεν είχε κανένα λόγο να πιστεύει ότι ήταν και αυτή μέλος της. Κάθε χειρονομία, κάθε λόγος, ακόμα και η σιωπηρή στάση των ανθρώπων με τους οποίους συναναστρεφόταν, υπονοούσαν -και πολλές φορές δήλωναν πιο φανερά- ότι ήταν απομονωμένη, μόνη της, σαν να κατοικούσε σε έναν άλλο πλανήτη ή σαν να επικοινωνούσε με τον εξωτερικό κόσμο με διαφορετικό τρόπο και μέσα από διαφορετικές αισθήσεις απ' ό,τι συνέβαινε μεταξύ των άλλων ανθρώπων. Έμενε μακριά από τις δουλειές των άλλων, κι όμως ήταν πάντα τόσο κοντά σε όλα αυτά, σαν ένα πνεύμα που επιστρέφει συνέχεια σε ένα οικείο σπίτι, δίχως όμως να μπορεί με κάποιον τρόπο να κάνει τους ανθρώπους του να το δουν ή να το αισθανθούν, δίχως να μπορεί να χαρεί με τα όμορφα πράγματα που συνέβαιναν σ' αυτό το σπίτι ή να λυπηθεί με κάποιο πένθος της οικογένειας· σαν ένα φάντασμα που αν ποτέ πετύχαινε να εκδηλώσει την ανεπίτρεπτη συμπάθειά του, μόνο συναισθήματα τρόμου και απέχθειας θα μπορούσε να προκαλέσει. Αυτά τα συναισθήματα, συνδυασμένα με την πιο παγερή περιφρόνηση, έμοιαζαν να απεικονίζουν το μόνο ρόλο που μπορούσε αυτή να έχει στο μυαλό και στην καρδιά των άλλων ανθρώπων. Η ζωή της πια δεν περνούσε καμιά περίοδο ευαισθησίας· η θέση της, όσο καλά κι αν την αντιλαμβανόταν κι όσο ελάχιστες πιθανότητες κι αν είχε για να καταφέρει ποτέ να τη βγάλει από το μυαλό της, πολλές φορές υψωνόταν μπροστά στην πάντα ζωντανή αυτογνωσία της σαν μια ακόμα συμφορά που έφερνε μεγαλύτερο πόνο στο πιο ευαίσθητο σημείο. Όπως ήδη αναφέραμε, οι φτωχοί που είχαν κέρδος από τη φιλάνθρωπη στάση της Έστερ πολλές φορές δάγκωναν το χέρι αυτό που έτεινε με καλοσύνη προς το μέρος τους για να τους στηρίξει. Οι κυρίες των υψηλών κοινωνικών τάξεων είχαν κι αυτές την ίδια αντιμετώπιση· στα σπίτια τους, που πήγαινε για να εργαστεί, πολλές φορές έσταζαν φαρμάκι πάνω της, πότε με βουβή κακία, με την οποία οι γυναίκες πάντα μπορούν να φτιάξουν το χειρότερο δηλητήριο από τα πιο ανούσια πράγματα, και πότε με την πιο σκληρή έκφραση που έπεφτε πάνω στο αβοήθητο απ' όλους στέρνο της σαν ένα δυνατό χτύπημα σε ένα τραύμα που ακόμα δεν έχει επουλωθεί. Η Έστερ ήξερε πολύ καλά το μάθημά της εδώ και πάρα πολύ καιρό· ποτέ δεν έφερνε την παραμικρή αντίσταση σε όσες επιθέσεις κι αν δεχόταν, πέρα από ένα τρομερό κόκκινο χρώμα που απλωνόταν στα κάτωχρα συνήθως μάγουλά της,  πριν πάει να κρυφτεί και πάλι στα βάθη της ψυχής της. Ήταν υπομονετική -σωστός μάρτυρας- αλλά δεν ήθελε να προσεύχεται για τους αντιπάλους της από φόβο μήπως, παρά τη σφοδρή της επιθυμία να συγχωρεθούν, τα λόγια της ευχής από κάποιο αδιευκρίνιστο πείσμα μετατρέπονταν και γίνονταν κατάρες που θα έπεφταν πάνω τους.
   Συνεχώς, και με διάφορους απίθανους τρόπους, η Έστερ ένιωθε τις αδιάκοπες μαχαιριές πόνου, που με τόση πανουργία είχε επινοήσει γι' αυτήν η αθάνατη, πάντα ζωντανή καταδίκη των πουριτανών δικαστών. Οι ιερείς σταματούσαν στο δρόμο για να της πουν τέτοια λόγια νουθεσίας, που προκαλούσαν γύρω τους τη συγκέντρωση ανθρώπων που τους κοιτούσαν κάνοντας διάφορους μορφασμούς και ρίχνοντας βλέμματα αποδοκιμασίας στη δύστυχη, αμαρτωλή γυναίκα. Αν τυχόν έμπαινε σε κάποια εκκλησία, έχοντας τη λαχτάρα να ζήσει κι αυτή για λίγο το κυριακάτικο χαμόγελο του Οικουμενικού Πατέρα, πολλές φορές τύχαινε να ζήσει το ατυχές γεγονός να αποτελεί η ίδια το αντικείμενο του κηρύγματος. Είχε φτάσει στο σημείο να αντικρίζει τα παιδιά με φόβο, αφού οι γονείς τους τούς είχαν κάνει συνείδηση μια γενικότερη άποψη ότι κάτι τρομερό υπήρχε σ' αυτή τη θλιμμένη πάντα γυναίκα, που περπατούσε βουβή μέσα στους δρόμους της πόλης, χωρίς ποτέ κανείς να είναι μαζί της εκτός από το μωρό της. Έτσι, αφού πρώτα της άνοιγαν το δρόμο για να περάσει, έπειτα την ακολουθούσαν, κάπως πιο απομακρυσμένα, βγάζοντας τσιρίδες και λέγοντας μια λέξη που μπορεί να μην είχε συγκεκριμένο νόημα στο νου τους, δίχως όμως αυτό να την κάνει να αντηχεί με λιγότερη οδύνη στα δικά της αφτιά, καθώς ακουγόταν από χείλη που δεν καταλάβαιναν καθόλου τι ήταν αυτό που έλεγαν. Η ντροπή που την βάραινε έμοιαζε να είχε γίνει τόσο γνωστή, ώστε όλος ο κόσμος την ήξερε· δεν θα της προξενούσε μεγαλύτερη οδύνη ακόμα κι αν τα φυλλώματα των δέντρων μουρμούριζαν τη λυπηρή της μοίρα, ακόμα κι αν το αεράκι του καλοκαιριού την ψιθύριζε περνώντας στο δρόμο, ακόμα κι αν ο δριμύς αέρας του χειμώνα τη φώναζε με όλη του τη δύναμη! Κάθε βλέμμα που έπεφτε πάνω της για πρώτη φορά προκαλούσε ένα καινούργιο περίεργο βασανιστήριο. Όποτε κάποιος ξένος κοιτούσε έντονα το άλικο γράμμα -και ποτέ κανείς δεν άφησε το βλέμμα του να περάσει αδιάφορα από πάνω του- ήταν σαν να το χάραζε και πάλι από την αρχή με ένα καυτό σίδερο μέσα στην ψυχή της Έστερ· ώστε κάποιες φορές μόλις που μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό της -αν και πάντα πετύχαινε να το κάνει- να μην καλύψει με το χέρι της το γράμμα. Αλλά ακόμα κι ένα μάτι που είχε συνηθίσει να βλέπει αυτή την εικόνα είχε το δικό του τρόπο να της δίνει το δυνατό κι οδυνηρό του χτύπημα. Το ψυχρό βλέμμα της συνήθειας ήταν ανυπόφορο. Εν ολίγοις, η Έστερ Πριν αισθανόταν μόνιμα τη φριχτή ταραχή, κάθε φορά που ένα ανθρώπινο βλέμμα -όποιο κι αν ήταν αυτό- έπεφτε πάνω στο σύμβολο της ντροπής της. Εκείνο το σημείο πάνω της ποτέ δεν έγινε πιο ανθεκτικό, ποτέ δεν μεταβλήθηκε σε σκληρό ρόζο· αντιθέτως, ήταν σαν να γινόταν όλο και πιο εύθικτο με το καθημερινό βασανιστήριο που περνούσε.
   Κάποιες στιγμές όμως -ίσως μια φορά στις τόσες ή και στους πολλούς μήνες ακόμα- αισθανόταν πάνω στο ταπεινωτικό της στίγμα κάποιο βλέμμα -το βλέμμα ενός ανθρώπου- που έμοιαζε σαν να ήθελε να της χαρίσει μια στιγμή συμπόνιας, σαν να μοιραζόταν κι αυτό μαζί της τον πόνο που ένιωθε. Όμως αμέσως μετά, τα συναισθήματα που ήταν ριζωμένα μέσα της κυριαρχούσαν στην ψυχή της με μια σουβλιά ακόμα πιο αιχμηρή, γιατί σε κείνο το μικρό διάστημα της αλλαγής η Έστερ είχε επαναλάβει την αμαρτία της. Αλλά ήταν μόνο αυτή που είχε διαπράξει αυτό το τρομερό αμάρτημα;
   Το μυαλό της δεν είχε μείνει τελείως ανεπηρέαστο από τον περίεργο και τόσο μοναχικό τρόπο της ζωής που περνούσε μέσα στην αγωνία· και αν, τόσο από ηθική όσο και από πνευματική άποψη, ήταν πιο αδύναμη, αυτή η επιρροή θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Όπως προχωρούσε με τα σιωπηρά της βήματα εδώ κι εκεί, μέσα σε αυτή τη μικρή κοινωνία, με την οποία διατηρούσε έναν τελείως επιφανειακό δεσμό, η Έστερ πολλές φορές νόμιζε -ακόμα κι αν αυτό ήταν απλώς ένα αποκύημα της φαντσίας της, αλλά, ωστόσο, πάρα πολύ έντονο για να μπορεί να το αποδιώξει- ή και φανταζόταν ότι το άλικο γράμμα τής είχε δώσει την ικανότητα να αναπτύξει μια νέα αίσθηση. Αυτό την έκανε να αναριγεί, αλλά θεωρούσε -δεν μπορούσε να αποτρέψει αυτή τη σκέψη- ότι της είχε προσθέσει ένα είδος γνώσης το οποίο χαρακτηριζόταν από συμπόνια για τα αμαρτήματα που οι υπόλοιποι άνθρωποι κρατούσαν κρυμμένα στα βάθη της καρδιάς τους. Τότε, όλα αυτά που έβλεπε την έκαναν να φοβάται πάρα πολύ. Τι μπορεί να ήταν; Ήταν ίσως κάτι διαφορετικό από τους γεμάτους δόλο ψιθύρους κάποιου κακεντρεχή αγγέλου, που με μεγάλη του ευχαρίστηση θα κατάφερνε να πείσει αυτή τη γυναίκα, που έδειχνε τόσο σθεναρή αντίσταση -δεν ήταν ακόμα τελείως θύμα του- ότι το εξωτερικό πρόσωπο της αθωότητας δεν ήταν παρά ένα μεγάλο ψέμα και ότι, αν η αλήθεια γινόταν ποτέ εντελώς γνωστή, πολλοί άνθρωποι θα είχαν στο στήθος τους -κι όχι μόνο η Έστερ Πριν στο δικό της- ένα φλεγόμενο άλικο γράμμα; Ή θα έπρεπε, άραγε, να αναγνωρίσει ότι αυτές οι αποκαλύψεις -τόσο ζοφερές αλλά και τόσο καθαρές- ήταν η πραγματική αλήθεια; Σε όλη την τρομερή περιπέτειά της δεν υπήρχε τίποτα πιο αποτρόπαιο και πιο απεχθές από αυτήν την αίσθηση που είχε. Την έκανε να τα χάνει, της προκαλούσε έκπληξη, το πόσο αισχρές και παράταιρες ήταν οι καταστάσεις που της ενεργοποιούσαν αυτή την αίσθηση. Κάποιες φορές αυτή η κόκκινη ντροπή πάνω στο στήθος της την έκανε να νιώθει μια μαχαιριά συμπόνιας όταν περνούσε δίπλα από κάποιον σεβάσμιο κληρικό ή από κάποιον δικαστή, παράδειγμα ευλάβειας και δικαιοσύνης, ο οποίος σε εκείνη την εποχή, της πρωτόγονης ακόμα ευσέβειας, ισοδυναμούσε με ένα θνητό πλάσμα που συναναστρεφόταν τους αγγέλους και μόνο. "Ποιο κακό έχει βρεθεί στο δρόμο μου;" σκεφτόταν με απορία η Έστερ. Καθώς ανασήκωνε δειλά το βλέμμα της, δεν έβλεπε τίποτα ανθρώπινο μπροστά της εκτός από τη φιγούρα εκείνου του άγιου ανθρώπου! Και τότε, μια κρυφή αίσθηση συντροφικότητας απλωνόταν και πάλι μέσα στην ατίθαση ψυχή της, καθώς έπεφτε πάνω στο μορφασμό κάποιας κυρίας, η οποία, όπως σχολίαζαν όλοι, είχε κρατήσει την ψυχή της για όλη της τη ζωή τόσο παγωμένη όσο το κατάλευκο χιόνι. Αυτό το χιόνι, που ποτέ δεν είχαν πέσει πάνω του οι ζεστές αχτίδες του ήλιου και που έμενε πάντα φωλιασμένο μέσα στο στήθος της κυρίας, και η φλεγόμενη ντροπή που στόλιζε το στήθος της Έστερ Πριν σε τι θα μπορούσαν να μοιάζουν μεταξύ τους; Άλλες φορές αισθανόταν να διαπερνά όλο της το κορμί ένα ηλεκτρισμένο ρίγος που της έλεγε: "Να, Έστερ, αυτός είναι ένας σύντροφός σου!", και, καθώς σήκωνε το βλέμμα της, συναντούσε το βλέμμα μιας νεαρής κοπέλας που κοιτούσε με συστολή το άλικο γράμμα και με μιας έπαιρνε το βλέμμα της από κει, ενώ στα μάγουλά της απλωνόταν μια ελαφριά κοκκινίλα -σαν να είχε σπιλώσει την αθωότητά της με κείνη τη στιγμιαία ματιά. Ω, Σατανά, εσύ που έχεις για μαγικό φυλαχτό αυτό το σημάδι, δεν θα αφήσεις κάτι τόσο στους νεότερους όσο και στους ηλικιωμένους που να προκαλεί το σεβασμό αυτής της δύστυχης αμαρτωλής γυναίκας; Αυτή η αποστέρηση της πίστης είναι και η χειρότερη συνέπεια του αμαρτήματος. Η Έστερ Πριν πάλευε ακόμα για να στεριώσει μέσα της την πεποίθηση ότι κανείς άλλος άνθρωπος δεν κουβαλούσε ενοχή σαν τη δική της -κι ας θεωρηθεί αυτό σαν απόδειξη ότι δεν είχαν διαφθαρεί όλα τα στοιχεία αυτού του ταλαίπωρου θύματος της προσωπικής του αδυναμίας και του βάναυσου νόμου της κοινωνίας.
   Ο όχλος, που, σε εκείνα τα σκοτεινά χρόνια, έπαιζε πάντα το ρόλο του στην καλλιέργεια ενός γκροτέσκου κλίματος τρόμου, σε ό,τι μπορούσε να φανεί σημαντικό στη φαντασία τους, είχε πλάσει μια ιστορία σχετικά με το άλικο γράμμα, την οποία με μεγάλη ευκολία θα μπορούσαμε να τη μετατρέψουμε και να την κάνουμε έναν φοβερό θρύλο. Έλεγαν με σιγουριά ότι αυτό το γράμμα δεν ήταν φτιαγμένο από ένα συνηθισμένο άλικο ύφασμα, βαμμένο με κάποιο χρώμα που είχε παρθεί από τη φύση, αλλά είχε αποκτήσει το χρώμα του από τις δυνατές φλόγες της κόλασης και ότι μπορούσες να το δεις να λάμπει και να φλέγεται, όταν η Έστερ Πριν ήταν έξω στους δρόμους το βράδυ. Και πρέπει να πούμε ότι αυτό το σημάδι στιγμάτιζε τόσο βαθιά το στήθος της Έστερ, που οι φήμες αυτές ίσως να περιείχαν πολύ μεγαλύτερη δόση αλήθειας από εκείνη που η καχυποψία της εποχής μας αφήνεται να παραδεχτεί.

Χόθορν Ναθάνιελ, Το άλικο γράμμα, μετφ. Ιωάννα Καλογεροπούλου, εκδ. De Agostini Hellas, 2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: