Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

[ ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

 Βενετία, 
το έτος 6966 από κτίσεως κόσμου (1)

   Ο μικρός μου αδελφός δολοφονήθηκε πριν από πέντε χρόνια, δυο μήνες μετά που έγινε στην πατρίδα το κακό. Τώρα είναι πάλι ζωντανός!
   Έτσι μας είπαν άνθρωποι που τον ήξεραν παλιά -κάτι ναυτικοί δηλαδή απ' τα βενετσιάνικα- τότε που ο πατέρας, όποτε ήθελε κάποια εξυπηρέτηση κρυφά απ' τον βάιλο, τους έδινε λίγα τσετίνια παραπάνω για κρασί. Ο πατέρας ήξερε ότι οι φτωχοί μπορούν να ζήσουν χωρίς λεφτά, χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα, χωρίς αγάπη, αλλά δε μπορούν να ζήσουν χωρίς κρασί -έτσι έλεγε. Εδώ στη Βενετιά που είμαστε, μετά που τα χάσαμε όλα, δεν μαθαίνουμε εύκολα τι γίνεται στην πατρίδα. Ζούμε κι εμείς σαν φτωχοί, μαζί με τις δούλες μας, τον κηπουρό μας, τη μαγείρισσα και τον χοντρο-Μπραχίμ, όπως λέμε τον αράπη που μας φυλάει, αποκομμένες σ' ένα απλό σπιτάκι κοντά στο Πόντε ντι Ριάλτο, και σπάνια βγαίνουμε στον δρόμο ή στην αγορά ή συναντάμε κανέναν δικό μας. Η Άννα μας πενθεί εδώ και πέντε χρόνια για την πατρίδα, για τους γονείς μας και τ' αδέλφια μας, για τον πύργο μας, γι' αυτό που δεν θα ξαναβρούμε ποτέ, ίσως γιατί ποτέ δεν το είχαμε γνωρίσει πραγματικά. Πενθεί για μας που είμαστε εδώ ακόμη ζωντανοί, μα πιο πολύ πενθεί για τον εαυτό της, που ακόμη, παρ' όλα αυτά, δεν έχει πεθάνει· η Άννα πενθεί για όλα, έχουμε συνέχεια τον θάνατο γύρω μας. Αλλά δεν λέει κανείς μας να πεθάνει.
   Την Άννα τη σεβόμαστε πολύ, γιατί είναι η μεγαλύτερη αδελφή μας, ό,τι μας έχει απομείνει από την οικογένεια να μας κρατά ενωμένους εδώ στα ξένα, εκτός απ' τον Θεό. Βέβαια, ως μεγαλύτερη, διαχειρίζεται και τα χρήματά μας στις βενετσιάνικες τράπεζες. Αυτά, τα χρήματα δηλαδή, είναι ένας λόγος που ακόμη δεν έχουμε πεθάνει. Αλλά όχι μόνον αυτό. Είναι και ένας λόγος που η Άννα έχει κατορθώσει να διατηρεί επαφές με τους δόγηδες, τον Φραγκίσκο Φόσκαρη παλαιότερα και τώρα τον Πασχάλη Μαλιπιέρο, ο οποίος είναι ο πρώτος σ' αυτή τη «χώρα χωρίς γη» -όπως τη λένε- που καταλαβαίνει πολύ καλά τη γλώσσα του χρήματος. Έτσι συνεννοείται θαυμάσια με την Άννα μας, παρόλο που εκείνη έχει αρνηθεί μέχρι στιγμής πεισματικά να μιλήσει τη δική του γλώσσα. Ακόμη κι εμείς δεν έχουμε μιλήσει ποτέ μπροστά της τα βενετσιάνικα, αν και ύστερα από τόσα χρόνια όλες μας μπορούμε να συνεννοηθούμε θαυμάσια σ' αυτή τη γλώσσα, κι εδώ που τα λέμε είναι πολύ όμορφη, στρωτή και τραγουδιστή, όχι σαν τα σλάβικα, που τα μιλούσαν όσοι έρχονταν απ' τα Βαλκάνια στον πύργο μας για «υψηλές» λέει «διευθετήσεις» κι έφευγαν κάθε φορά με τα πουγκιά τους γεμάτα δουκάτα -ο πατέρας το είχε πάρει αυτό απ' τον παππού, ήξερε να κερδίζει τον συνομιλητή του χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Ξαναγυρίζω όμως στον αδελφό μου και στην παράδοξη εκδοχή της... ανάστασής του.
   Ήμουν κοντά στην πιάτσα του Γκρανκανάλ, στον περίβολο της εκκλησίας του Σαν Τζοβάννι του Ελεήμονα, και χάζευα τους πάγκους με τα ψιλοπράγματα, τα αρωματικά λάδια και τα μπαχαρικά που έφερναν απ' την Ανατολή για το παζάρι. Το περπάτημα μέσα στη λασπουριά και στον δύσοσμο βάλτο με τα απόνερα και τα αποφάγια που πετούσαν απ' τα παράθυρα των γύρω σπιτιών με εξουθένωνε. Αναγκαζόμουν να φοράω ψηλοτάκουνα, για να μη φτάνει ο βούρκος στα πόδια μου. Τα γουρούνια, που τα είχαν να περιφέρονται στους υποτυπώδεις δρόμους για να τρώνε τα σκουπίδια, έβγαζαν τέτοια λιγωτική μπόχα, που μου έφερνε εμετό. Φοβόμουν όμως να μετακινηθώ με γόνδολα μέσα σ' αυτή τη βρομερή λιμνοθάλασσα των καναλιών. Πιο πολύ φοβόμουν μη γλιστρήσω μέσα σ' αυτόν τον κινούμενο βούρκο. Εμείς στην Κωνσταντινούπολη μπορεί να είχαμε βρομιά και σκουπίδια στους δρόμους μας, αλλά τα σπίτια μας άστραφταν από την πάστρα και στα λουτρά του πύργου μας τα νερά δεν σταματούσαν να τρέχουν όλη μέρα. Για τα γαλλικά σαπούνια μόνο ξοδεύαμε τόσα χρήματα όσα εδώ δίνουν γι' αυτό το ξερόπραμα που το λένε ψωμί.
   Εκεί λοιπόν, έξω απ' την εκκλησία, καθώς ακόμη παζάρευα στον πάγκο ενός μανάβη για μερικά από εκείνα τα γλυκοφάγωτα μελωμένα σύκα απ' την Πελοπόννησο, τον είδα να τρέχει προς το μέρος μου. Τον γνώρισα αμέσως, παρόλο που είχαν περάσει πέντε χρόνια. Ήταν ο Φωκιανός, έτσι τον είχε βαφτίσει ο πατέρας, γιατί ούτε ο ίδιος ήξερε το όνομά του. Σκλάβο τον είχαν φέρει από την Αίγυπτο, για να δουλεύει κωπηλάτης στα καράβια, και τώρα κουτσός περιφερόταν στην εμποροπανήγυρη ζητιανεύοντας, με μια σχεδόν ψόφια αρκούδα, που δεν μπορούσε ούτε να γλείψει τις πληγές της απ' τις δαγκωματιές των αδέσποτων σκύλων. Ο Φωκιανός πάντα είχε μια πολύ καλή πληροφορία για τον καθένα, που φυσικά την εξαργύρωνε με όσο πιο πολλά δουκάτα μπορούσε -οι ταβέρνες δεν του έδιναν πια κρασί βερεσέ. Αυτός μου μίλησε για τον μικρό μας Ιάκωβο, «το αγόρι από την Πόλη», όπως είχε ακούσει να τον λένε. Μου ορκίστηκε στη Σάντα Μαρία, έπεσε κάτω και φιλούσε σαν δαιμονισμένος τα λασπωμένα ψηλοτάκουνά μου, ήταν ο ίδιος λέει, μόνο λίγο διαφορετικός, αλλά όχι, δεν γινόταν να κάνει λάθος, είχε τα μάτια του στο χρώμα της δικιάς μας θάλασσας, του Αιγαίου, τον θυμόταν πολύ καλά, είχε και το μικρό μαβί σημάδι στο μέτωπο, ανάμεσα στα φρύδια, σαν άλογο που τρέχει, με την ουρά να ίπταται, κι έπαιζε φλάουτο τόσο, μα τόσο γλυκά... Μα βέβαια ήταν αυτός, ποιος άλλος θα μπορούσε; Μόνο που έπρεπε να πάρει άλλο ένα νόμισμα, αν ήταν δυνατόν λιγάκι πιο βαρύ, ασημένιο αν υπήρχε, και για χρυσό δεν θα έλεγε όχι, θα τον βοηθούσε να θυμηθεί το μέρος που τον είχε δει. Εσείς τι θα κάνατε; Δεν θα του δίνατε;
   Σκέφτηκα ότι αν ήταν στη θέση μου ο πατέρας ακριβώς αυτό θα έκανε. Γιατί μπορεί οι φτωχοί να ζουν χωρίς λεφτά και τα λοιπά και τα λοιπά, όπως έλεγε, αλλά καμιά πληροφορία της προκοπής δεν προσφέρουν δωρεάν σ' αυτόν που πρέπει να τη μάθει. Ένα και μισό δουκάτο έκανε το θαύμα του. Ο αδελφός μου ήταν λέει σ' εκείνη την κακορίζικη ταβέρνα πίσω από τις στεγασμένες αποθήκες του μεγάλου λιμανιού, εκεί που μαζεύονταν τις αφέγγαρες νύχτες οι ναύτες απ' τα εμπορικά που έπιαναν στο Ριάλτο, για να μπεκρουλιάσουν μ' ένα κομμάτι ξερόψωμο πριν ξαναφύγουν για κάποιο λιμάνι της Ανατολής, με κίνδυνο πάντα της ζωής τους, γιατί, δεν ξέρω η δική σας, αλλά η δική μας εποχή ήταν σκέτη τρέλα. Από τη μια στιγμή στην άλλη, αν ήσουν στα καράβια, μπορούσες ν' αλλάξεις δρομολόγιο για τον άλλο κόσμο, με ανοιγμένο το στήθος να δείχνει το κόκκινο μέρος της καρδιάς και την κοιλιά να ξεχύνει τα σωθικά της ή με κομμένη πέρα για πέρα την κεφαλή -τόσο πολλοί ήταν οι Τούρκοι πειρατές που λυσσούσαν για τα εμπορικά της Σινιορίας στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα.
   Μα τι μπορούσε να κάνει άραγε σ' εκείνη τη βρομερή ταβέρνα ο αδελφός μου, ένας αληθινός, έστω και ξεπεσμένος, πρίγκιπας; Ο Φωκιανός δεν ήθελε να μου απαντήσει σ' αυτό ούτε με κάποιο νόμισμα παραπάνω. Κοίταζε επίμονα τη λάσπη στα πόδια του, ρουφούσε τη μύτη του δυνατά και ξαφνικά θυμήθηκε πως, ω, έπρεπε να φύγει, κάποιος τον περίμενε καλή ώρα, για μια σημαντική δουλειά, μου εκμηστηρεύθηκε με το βλέμμα κιόλας φευγάτο, κι έσυρε τη σχεδόν ψόφια αρκούδα του και το κουτσό του πόδι μισοχοροπηδώντας μες στον βάλτο, μέχρι που εξαφανίστηκε σ' ένα υπόγειο καπηλειό.
   Έμεινα να κρατώ τα σύκα μου, που ένα ένα γλιστρούσαν απ' τα χέρια μου στα λασπόνερα. Παράξενοι που είναι μερικές φορές οι φτωχοί, σκεφτόμουν, τους δίνεις λεφτά κι αντί να τα φυλάξουν πάνε γραμμή και τα πίνουν.

   Στο σπίτι μας στο Πόντε ντι Ριάλτο είχαμε έναν μικρό κήπο, με πανέμορφα, είναι η αλήθεια, λουλούδια και ένα μεγάλο δέντρο -σαν το πλατάνι στην πατρίδα- που καθόμασταν από κάτω τα καλοκαίρια για δροσιά. Εκεί, στις ρίζες αυτού του δέντρου, μόλις πριν από έναν μήνα, είχαμε θάψει τον μικρό μας αδελφό. Δηλαδή όχι ακριβώς τον ίδιο. Ένα ρούχο του θάψαμε, εκείνο που συνήθιζε να φορά όταν πήγαινε ιππασία με το αγαπημένο του ολόλευκο αράπικο άλογο. Το βρήκαμε μπερδεμένο μαζί με τα μεσοφόρια μας στα μπαούλα που είχαν πάρει τα κορίτσια μας φεύγοντας βιαστικά για Ιταλία, λίγο πριν αρχίσει εκείνο το κακό στην πατρίδα. Τα νέα είχαν φτάσει αργά στη Βενετιά. Δεν ήταν εύκολο να περάσουν τον Βόσπορο τα καράβια, καθώς οι άπιστοι φρουρούσαν τα στενά.
   Την αναπάντεχη δολοφονία του Ιάκωβου τη μάθαμε σχεδόν έναν χρόνο αργότερα. Στην αρχή δεν το πιστέψαμε. Θεωρούσαμε τον πατέρα τόσο ευέλικτο στη σκέψη και ικανό στις διαπραγματεύσεις, που πιστεύαμε πως και σ' εκείνη την τόσο δύσκολη στιγμή της οικογένειάς μας θα μπορούσε να χειριστεί τα πράγματα προς όφελός μας. Δυστυχώς η επιβεβαίωση του θανάτου διέψευσε τις προσδοκίες μας. Ο Νικολό Μπάρμπαρο, που γύρισε κακήν κακώς πίσω στη Βενετιά, αν και ο ίδιος Βενετσιάνος κι από καλό σόι -ήταν λέει γιατρός- διηγιόταν με απίστευτη φρίκη το κακό που βρήκε την πατρίδα. Αυτόν τον πίστεψαν, εμένα, όταν τους τα 'λεγα ή τους τα 'γραφα, όχι. Αλλά και κάποια χειρόγραφα, που κατά καιρούς έφταναν στα χέρια μας, μιλούσαν καθαρά για όλα. Για την απελπισμένη αυτοθυσία, έτσι τη χαρακτήριζαν, του θείου μας, του βασιλιά Κωνσταντίνου δηλαδή. Για τον κοσμάκη που φρένιασε, έλεγαν, ξαφνικά και δεν ήξερε ποιον να προσκυνήσει, τον σουλτάνο ή τον πάπα. Για τη βεβήλωση της πατρίδας, που την πάτησαν οι άπιστοι με τα βρομοποδάρια τους. Για το μαγάρισμα της Αγια-Σοφιάς, που μπήκαν και την έκαναν τζαμί τους και ακούγονταν λέει από ψηλά οι κραυγές του μουεζίνη αντί για τον μελωδικό ήχο της καμπάνας μας. Και για την ξαφνική κι ολωσδιόλου παράξενη δολοφονία του πατέρα και των τριών αγοριών μας, του αδελφού μας Εμμανουήλ, του Ιωάννη -του συζύγου της αδελφής μας Μαρίας- και του μικρού μας Ιάκωβου. Που ήταν λέει αυτός και μόνον αυτός, δηλαδή η ομορφιά του -σαν τον αρχάγγελο στο ταβάνι του δωματίου της μητέρας- η αιτία όσων ακολούθησαν. Ο Μεχμέτ λέει ένιωσε ξαφνικά γι' αυτόν...πόθο! Αν είναι ποτέ δυνατόν, τέτοια αμαρτία! Έναν τρελό πόθο, που δεν τον άντεχε. Και γι' αυτό λέει πόρθησε την πόλη μας! Και μας έσφαξε!
   Κανείς μας δεν κατάλαβε ποτέ τι συμβόλιζε αυτό το κακό, ίσως να ήταν μια τιμωρία απ' τον Θεό για όλους εμάς τους αμαρτωλούς, που είχαμε ξεπέσει στην πίστη μας και δεν ήμασταν ακόμη έτοιμοι να πεθάνουμε για χάρη Του, κλαψούριζε η Άννα κι αναρωτιόταν δειλά μήπως το Καθαρτήριο από το χιλιοτριμμένο και κοκοαντιγραμμένο χειρόγραφο της Θείας Κωμωδίας αυτού του αζυμίτη, του Ντάντε Αλιγκιέρι, που της διάβαζα τα βράδια κρυφά, μετά τη Βίβλο, ήταν αληθινό. Αλλά αμέσως μετά έφτυνε στον κόρφο της, να ξορκίσει τις κολασμένες αυτές σκέψεις, που μαγάριζαν την ορθόδοξη πίστη της, και γονάτιζε τρελαμένη μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τρυπητής, που την είχαμε φέρει κρυφά μαζί μας απ' την πατρίδα.
   Δίπλα στον Ιάκωβο, κάτω απ' το ίδιο δέντρο, είχαμε θάψει και τον Ιωάννη -δηλαδή το δαχτυλίδι του γάμου της Μαρίας. Μαζί μ' αυτά είχαμε παραχώσει και τον σουγιά του πατέρα, που τον κουβαλούσε πάντα μαζί της η Άννα μας, και από πάνω φυτέψαμε ένα κομμάτι ξύλο, στο οποίο εγώ, η μόνη απ' τα κορίτσια μας που ήξερε γράμματα, είχα σκαλίσει καλλιγραφικά τα ονόματα: «Ο αγαπημένος πατέρας Λουκάς. Ο μικρός μας Ιάκωβος. Ο γενναίος Εμμανουήλ. Ο καλός μας Ιωάννης». Για τη μητέρα δεν ήμασταν σίγουρες. Οι πληροφορίες ήταν συγκεχυμένες. Την περιμέναμε ακόμη να εμφανιστεί. Έτσι κι αλλιώς η μητέρα ήταν πάντα απρόβλεπτη. Ακόμη κι αν είχε πεθάνει, θα έβρισκε τρόπο να έρθει κοντά μας. Έτσι τοποθετούσαμε κάθε βράδυ ένα κύπελλο με δροσερό νερό στο κατώφλι του σπιτιού μας, για να το πιει και να ξεδιψάσει απ' τον δρόμο, αν μας βρει να κοιμόμαστε. Όσο για τον Γαβριήλ μας, αυτόν τον είχαν θάψει στην πατρίδα· ο Μεχμέτ τον σκότωσε πριν τελειώσει ο πόλεμος. Όμως πάντα σκεφτόμασταν να θάψουμε και κάτι δικό του στο χώμα, δίπλα στους άλλους, και να γράψουμε από πάνω «Ο ήρωας Γαβριήλ», μόνο και μόνο για να είμαστε όλοι μαζί, όπως παλιά. Για τον Νικόλαο, τον μεγαλύτερο, δεν μάθαμε τίποτα. Ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Η Ζαμπέτα, η μικρούλα χήρα του, που έμενε μαζί μας, αν και αληθινή Βενετσιάνα, που θα μπορούσε να γυρίσει στους δικούς της -το γένος Μοτσενίγγου, πολύ σπουδαίο σόι εδώ στον τόπο της- μας πρόσφερε το δαχτυλίδι του γάμου της, ένα φλογερό ρουμπίνι δουλεμένο με χρυσό και μια στεφάνη με μαργαριτάρια απ' τη Μαύρη Θάλασσα, για να το βάλουμε στο χώμα. Η Άννα μας ωστόσο δεν το αποφάσιζε. Είναι μεγάλη αμαρτία να θάψεις κάποιον χωρίς να έχει πεθάνει. Άσε που απ' την πατρίδα δεν έδειχνε να συμπαθεί τη μικρή Ζαμπέτα, χωρίς να εξηγεί γιατί. Δεν ήταν λέει δικιά μας, αλλά αυτό αποτελούσε μόνο δικαιολογία, η Άννα δεν έλεγε ποτέ καθαρά τι είχε στο μυαλό της, ούτε καμιά μας άλλωστε. Μπορεί όμως και να έφταιγαν εκείνες οι ματιές της Ζαμπέτας, που στραφτάλιζαν όταν συναντούσαν το βλέμμα του Ιάκωβου, όλες το είχαμε αντιληφθεί, αλλά κάναμε την πάπια.
   Όλο αυτό λοιπόν το νεκρολόι στην αυλή μας ήταν μια πολύ πιστευτή δικαιολογία για τις λειτουργίες μας. Αλλιώς αναγκαζόμασταν να λειτουργούμε μυστικά, με τον παπα-Ιωάννη τον Καπνίση, τον πνευματικό μας, να κρύβει στα ρούχα του το θυμιατό και να ντύνεται τα ράσα του, που τα φυλάγαμε στο σπίτι μας, στο μυστικό υπόγειο κάτω απ' τον κήπο μας. Οι Βενετσιάνοι δεν μας επέτρεπαν φανερές λειτουργίες, κι ας τους είχε παρακαλέσει ο ίδιος ο καρδινάλιος Ισίδωρος, μα και ο σπουδαίος Βησσαρίων εκ μέρους μας. Ο πάπας απαγόρευε στους σχισματικούς να λατρεύουν τον Θεό τους. Έτσι μας θεωρούσαν, σχισματικούς και αιρετικούς -αν είναι ποτέ δυνατόν!- εμάς τους ορθόδοξους, που πιστεύαμε στην αλήθεια του Αγίου Πνεύματος και μεταλαβαίναμε το σώμα του Χριστού με αληθινό, μαλακό, ζυμωμένο με προζύμι ψωμάκι. Κι ούτε που πατήσαμε ποτέ -αν και μας καλούσαν συνεχώς- στις σκουόλες τους, όπου μάζευαν όλους τους εμιγκράντες, ακόμη και τους ποπολάνους, για να τους κάνουν σαν τα μούτρα τους, τάχα μου αδελφότητες και εμπορικά συνδικάτα...
   Όταν ανακοίνωσα τα μαντάτα της ανάστασης του Ιάκωβου στην Άννα μας, έκανε δυο βήματα πίσω, «Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά», ψιθύρισε και με κάτι μάτια γουρλωμένα -κόντευαν να της πεταχτούν- σταυροκοπήθηκε κι έτρεξε στο δωμάτιό της, όπου έμεινε μέχρι το βράδυ, με τα μάτια ακόμη ορθάνοιχτα και τρομαγμένα, σαν να είχε δει, έλεγε και ξανάλεγε, το φάντασμα του αδελφού μας. Θεωρητικά βέβαια ήταν πολύ πιθανό να μην είχε κι άδικο. Όμως όλες εμείς οι άλλες, που τον λατρέψαμε σαν τον πιο αγαπημένο μας αδελφό, νιώσαμε ξαφνικά με απίστευτη βεβαιότητα, ιδιαίτερα εγώ, πως ναι, σίγουρα θα ήταν αυτός. Η Μαρία μας -που εδώ ήθελε να τη φωνάζουμε Πουλχερία, γιατί είχε αφιερωθεί πλέον στον Θεό- άρχισε να νιώθει ρίγη από τη χαρά της, γιατί αμέσως της καρφώθηκε η ιδέα ότι αφού αναστήθηκε ο Ιάκωβος -σίγουρα με τη βοήθεια του Θεού- θα μπορούσε να αναστηθεί κι ο σύζυγός της, ο Ιωάννης, κι αμέσως άρχισε να ξύνεται με μανία σ' όλο της το κορμί, μέχρι που το πλήγιασε, κι ούτε που την ενδιέφερε ότι η μικρή της κόρη, η Ευδοκία, στρίγκλιζε από την τρομάρα της, βλέποντας παντού φαντάσματα. Έτσι αναγκαστήκαμε να φωνάξουμε επειγόντως τον γιατρό, που κάλυψε όλο το σώμα και των δυο τους με κρύα καταπλάσματα, ραντισμένα μ' ένα καφεπράσινο υγρό από θαυματουργά λέει βότανα, και τους διάβασε αποσπάσματα από τη Βίβλο, για να ηρεμήσει η αναστατωμένη ψυχή τους. Η ίδια όμως η Πουλχερία δήλωσε ξαφνικά πως τώρα ήθελε πάλι να τη λέμε Μαρία.

   Καμιά μας δεν είχε πάει ποτέ, όπως ήταν φυσικό, σ' εκείνη την ταβέρνα. Άλλωστε ακόμη κι εδώ κρατούσαμε τα καθιερωμένα της πατρίδας. Δεν βγαίναμε απ' το σπίτι παρά μόνο για τον εκκλησιασμό, την αγορά και κάποιες συγκεκριμένες γιορτές. Εκτός βέβαια απ' τις περιπτώσεις που βγαίναμε... κρυφά. Είχαμε όμως πάψει πια να φοράμε την καλύπτρα στο πρόσωπό μας, οι γυναίκες εδώ, θαρρείς και ήταν άντρες, κυκλοφορούσαν με ολόγυμνα τα μούτρα τους. Ήταν ή δεν ήταν αυτό ξετσιπωσιά; Δεν ξέρω.
   Δέκα ημέρες πέρασαν κι ακόμη το σκεφτόμασταν, αν έπρεπε δηλαδή να πάμε σ' εκείνη την ταβέρνα. Η Άννα είπε να παρακαλέσουμε τον πνευματικό μας να πάει μοναχός του και να δει, αλλά ύστερα σκεφτήκαμε πως τον παπα-Ιωάννη τον γνωρίσαμε εδώ στη Βενετιά, και αφού δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τον Ιάκωβο πώς θα τον αναγνώριζε; Κατόπιν η Θεοδώρα, η άλλη μας αδελφή, είχε την ιδέα να στείλουμε τον κυρ Φραγκίσκο Συρόπουλο, που βοηθούσε την Άννα μας στη διαχείριση των χρημάτων, αλλά κι αυτό αποκλείστηκε, γιατί έλειπε στη Ρώμη για τις τραπεζικές μας συναλλαγές και κάποιες διαπραγματεύσεις, ώστε ν' αγοράσουμε ένα μεγάλο κτήμα μαζί με το εγκαταλειμμένο κάστρο Μοντακούτο ντι Μαρέμα στη Σιένα της Τοσκάνης και να μαζευτούμε εκεί όλοι όσοι εξοριστήκαμε απ' την πατρίδα -ένα όνειρο της Άννας δηλαδή. Η Φροσύνη -όπως είχε αλλάξει το όνομά της η Ελένη μας, κι αυτή για χάρη του Θεού- πρότεινε να ζητήσουμε βοήθεια από τον δόγη, αλλά δεν θέλαμε ν' αποκαλύψουμε τέτοιο θαύμα σ' έναν αζυμίτη εχθρό της πίστης μας. Τέλος η Πουλχερία μας προέταξε βέτο: Θα πηγαίναμε οι ίδιες, αλλά όλες μαζί. Έτσι, αν κάτι συνέβαινε, θα μπορούσαμε καλύτερα ν' αμυνθούμε. Μάλιστα η Ζαμπέτα, η οποία είχε μανία να κόβει με μαεστρία το ψωμί για το καθημερινό μας τραπέζι, βούτηξε από τη μαγείρισσα το πιο μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας, που το έκρυψε σε ένα σακούλι και το κρέμασε, πού νομίζετε; Στο εσώρουχό της.
   Εκείνο το βράδυ ήταν αφέγγαρο και ακριβώς γι' αυτό το διαλέξαμε. Πιστεύαμε πως θα περνούσαμε απαρατήρητες απ' τους Βενετσιάνους φρουρούς, που πηγαινοέρχονταν στους δρόμους ανακρίνοντας και συλλαμβάνοντας τους πολίτες που δεν είχαν συγκεκριμένο λόγο να περιδιαβάζουν μες στη νύχτα -το ίδιο έκαναν και σ' εμάς κάτω στην πατρίδα, αλλά αν είχες να τους δώσεις μια χούφτα τσετίνια παρίσταναν πως δεν σ' έβλεπαν. Έτσι ήταν πάντα σ' εμάς. Με τα χρήματα μπορούσες να τα ρυθμίσεις όλα, έλεγε ο πατέρας. Αυτό ήταν και καλό και κακό, ανάλογα με την περίπτωση και με τίνος το μέρος ήσουν.
   Συνεχίσαμε να βαδίζουμε σιωπηλές μες στη νύχτα, προσπαθώντας ν' αποφεύγουμε τις γωνίες με τα φανάρια του λαδιού, που φώτιζαν τα μικρά γλυπτά  με τις Παναγίτσες -προστάτιδες των κατοίκων από τους κινδύνους της νύχτας και τον μαύρο θάνατο, όπως έλεγαν μια πολύ κακή αρρώστια, την πανούκλα, που την έφερναν οι ποντικοί.
   Όταν φτάσαμε στις αποθήκες του λιμανιού, μας άρπαξε η μπόχα των παστωμένων ψαριών και κάναμε πίσω. Τα πόδια μας ήταν από ώρα χωμένα στη λασπουριά.
   «Δεν πάω άλλο», ακούστηκε πνιγμένα η Άννα μας.
   Εκείνη όμως τη στιγμή -σαν από θαύμα- φανερώθηκε μπροστά μας μια μισοκατεστραμμένη πόρτα. Πάνω της μια πρόχειρη επιγραφή, φωτισμένη μ' ένα χοντρό κερί, που τρεμόπαιζε, έγραφε: «Το αγόρι από την Πόλη και κρασί φρέσκο». Τις τράβηξα αποφασιστικά και μπήκαμε.
   Μια γλυκερή μυρωδιά αναδυόταν από κάθε γωνιά του χώρου, οσμή από μεθυσμένα χνότα ανακατωμένη με απλυσιά ιδρωμένων σωμάτων και καπνό, που τον έβλεπες να βγαίνει από κάτι μακρουλά ξύλινα σκαρφίσματα, σαν ματσούκια ναργιλέ, αλλά χωρίς το δοχείο. Θα ήταν καμιά εικοσαριά άντρες, εμιγκράντες το δίχως άλλο, που κάθονταν στα μισοσπασμένα ξύλινα σκαμνάκια μπροστά στα λιγδιασμένα τραπέζια της ταβέρνας, με τα βρόμικα γυάλινα ποτήρια ξέχειλα από το χλωμό υγρό. Τα άδειαζαν εν ριπή οφθαλμού και τα ξαναγέμιζαν από τις σκαλιστές κρυστάλλινες κανάτες, που τις έλεγαν Μουράνο, μια πολυτέλεια απ' τα ξακουστά υαλουργεία της χώρας, που δεν μπορούσες ούτε να τη φανταστείς σ' ένα τέτοιο βρομερό και τρισάθλιο καταγώγιο, αν δεν καταλάβαινες απ' τις ραγισματιές και τα τσουγκρίσματα στα χείλη τους ότι τις μάζευαν από τα σκουπίδια.  Στο βάθος υπήρχε ένα μικρό ξύλινο βάθρο, στρωμένο μ' ένα κόκκινο, χιλιοπατημένο και ξεφτισμένο ύφασμα, και πάνω του ένα μικρό σκαμνάκι. Τα κεριά στους λερούς τοίχους τρεμόπαιζαν, φτιάχνοντας σκιές που σε τρόμαζαν. Δεν υπήρχε παράθυρο στο δωμάτιο, παρά μόνο εκείνη η μισογκρεμισμένη πόρτα, που άφηνε λίγο αέρα να μπαίνει κάθε που άνοιγε.
   «Εδώ θα μας κρύβει η σκιά», ψιθύρισε η Άννα τόσο σιγά, που ακόμη κι εμείς κοντέψαμε να μην την ακούσουμε.
   Κάθισε σ' ένα σκαμνάκι κι όλες ακολουθήσαμε το παράδειγμά της, μιμούμενες όσο μπορούσαμε πιο πειστικά τις απλωτές κινήσεις των αρσενικών μέσα στα ανδρικά μας ρούχα, ακριβά και σχετικά καθαρά είναι η αλήθεια, που μας έκαναν να φοβόμαστε ότι θα τραβούσαν αμέσως την προσοχή και θ' αποκαλυπτόμασταν. Ήταν όμως τόσο μεγάλη η προσήλωση των αντρών στην εξέδρα, που γρήγορα αισθανθήκαμε σχεδόν αόρατες.
   Το παιδί του μαγαζιού ήρθε κι απίθωσε μια από εκείνες τις μισοσπασμένες κρυστάλλινες κανάτες στο τραπέζι μας και με το βλέμμα έμοιαζε να ρωτάει αν όλα ήταν εντάξει. Κοιτάξαμε την Άννα, όπως είχαμε συμφωνήσει από πριν. Μόνον εκείνη θα μιλούσε ψιθυριστά, γιατί μόνον εκείνη είχε αληθινά βαριά φωνή. Η μητέρα πάντα έλεγε πως αν δεν έβλεπες που ξεχείλιζαν τα στήθια της θα νόμιζες πως μιλούσε άντρας -μπορεί αυτό να ήταν η αιτία που δεν παντρεύτηκε και τώρα πάει, ήταν πια μεγαλοκοπέλα. Εκείνη την ημέρα τα είχε εξαφανίσει μ' ένα ύφασμα, που τη βοηθήσαμε να το τυλίξει εφτά φορές γύρω γύρω για να τα πατικώσει.
   Οι αντροπαρέες έδειχναν ανυπομονησία. Ήταν φανερό πως κάτι περίμεναν, κάτι που αργούσε και τους έκανε ν' αδημονούν. Και τότε εμφανίστηκε στο μισοσκόταδο, σ' εκείνο το σημείο της ξύλινης εξέδρας που είχαν κρεμάσει καμιά δεκαριά επιπλέον κεριά, ένα πλάσμα αλλόκοτο, που μας προκάλεσε υπέρμετρη ταραχή. Όλοι γύρισαν το κεφάλι τους προς τα εκεί. Το πλάσμα φορούσε ένα ρούχο που δεν καταλάβαινες αν ήταν ανδρικό ή γυναικείο, απ' αυτά που βλέπαμε να φορούν στην πατρίδα οι άπιστοι, όπως λέγαμε τους Τούρκους, κατακόκκινο, με πράσινες και μπλε λωρίδες και στολισμένο με γυάλινες, πολύχρωμες ψευτόπετρες και χρυσές μαδημένες κλωστές.
   Τα στόματα των θαμώνων άνοιξαν και ένα «Ωωω!» πλανήθηκε στον χώρο. Το πλάσμα κάθισε στο χαμηλό σκαμνάκι και σφούγγισε με μιαν άκρη του ρούχου του τις σταγόνες ιδρώτα που έλαμπαν στο ξυρισμένο γουλί κεφάλι του. Ύστερα ψαχούλεψε για λίγο το εσωτερικό του φορέματος εκεί μπροστά στο στήθος κι έβγαλε ένα μακρύ ματσούκι, που αργότερα, απ' τον ήχο που έκανε καθώς το έφερε στο στόμα του, καταλάβαμε πως ήταν φλάουτο. Στο μέρος που καθόμασταν οι σκιές περισσότερο μας έκρυβαν εκείνο το πλάσμα παρά μας το φανέρωναν. Μετά το «Ωωω» επικράτησε απόλυτη σιωπή· ούτε τα ποτήρια τους δεν σήκωναν οι άντρες.
   Τότε ακούστηκε ο πρώτος ήχος. Ήχος παλλόμενος, που εκτοξευόταν από τις μικρές οπές του οργάνου, καθώς το πλάσμα το κρατούσε λοξά, με φορά προς το αριστερό αυτί του, και φυσούσε στο πλάι του, ανοίγοντας και κλείνοντας με τα δάχτυλά του τις οπές με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Ο χώρος γέμισε από ακούσματα, μια μελωδία που άλλοτε έκανε το μισοσκότεινο δωμάτιο να βογκά από αδρούς και τραχείς ήχους, που ξεσήκωναν τους θαμώνες, κι άλλοτε το παγίδευε γλυκά σε μιαν αρμονία όλο ηδυπάθεια, σαν ελεγεία, ενώ αμέσως μετά υψηλόφωνα, μακρόσυρτα ή διακοπτόμενα κελαηδήματα πουλιών μας έκαναν όλους να ανατριχιάζουμε από ευδαιμονία. Το πλάσμα έπαιζε μέσα σ' αυτό το βρομερό καταγώγιο -αν είναι δυνατόν!- μια μπαλάντα του Γκυγιόμ ντε Μασό! Και έβγαζε τέτοιας ομορφιάς ήχους από το φλάουτο, που μας κρατούσε μαγεμένους. Νιώθαμε τους ήχους να μπαίνουν στο μυαλό μας, κάνοντας το αίμα μας να τινάζεται μες στις φλέβες μας. Κανείς στον κόσμο δεν είχε παίξει ποτέ τόσο γλυκά αυτό το όργανο. Κανείς στον κόσμο; Ω, εδώ έκανα λάθος. Υπήρχε ένας. Ο δικός μας ο Ιάκωβος έπαιζε τόσο γλυκά το ίδιο όργανο.
   Ξαφνικά τρόμαξα. Μα και βέβαια αυτό που ακούγαμε ήταν η αγαπημένη μπαλάντα του Ιάκωβου! Ω, Θεέ μου! Αυτήν έπαιζε στις συγκεντρώσεις μας κάτω στην πατρίδα και τους σαγήνευε όλους, ιδιαίτερα τους Γάλλους τραπεζίτες και τους Φλωρεντίνους απ' την αυλή των Μεδίκων, που λίγο ήθελαν να σηκωθούν και να λικνιστούν στον ρυθμό της. Και η μητέρα έλεγε ότι ήταν σαν να έπαιζε ο ίδιος ο Θεός, κι αμέσως σταυροκοπιόταν, γιατί το να χρησιμοποιείς το όνομα του Κυρίου του Θεού σου επί ματαίω ήταν μεγάλη αμαρτία.
   Κοιταχτήκαμε με την Άννα, ύστερα με τη Φροσύνη και μετά με την Πουλχερία και τη Θεοδώρα, και τέλος με τη Ζαμπέτα. Και είδα σ' όλων τα μάτια την ίδια υγρή λάμψη που φτιάχνει η συγκίνηση. Τόσο πολύ μας είχε κι εμάς συνεπάρει η μουσική. Κρατούσαμε την ανάσα μας και περιμέναμε. Τώρα οι θαμώνες έδειχναν να εκνευρίζονται με τη μουσική, που πριν από λίγο τους έκανε να εκστασιαστούν. Σιγά σιγά γινόταν όλο και πιο φανερό πως κάτι άλλο περίμεναν από το αλλόκοτο εκείνο πλάσμα· που άφησε με ευλαβικές κινήσεις κατάχαμα το φλάουτο και σηκώθηκε. Γύρισε στο κοινό την πλάτη του κι έμεινε ακίνητο, μέχρι που οι θαμώνες άρχισαν να φωνάζουν «Αντέσο σούμπιτο! Α-ντέ-σο-σού-μπι-το!» χτυπώντας ρυθμικά τα ποτήρια τους στα τραπεζάκια και πιτσιλώντας τους άλλους γύρω.
   Τότε το αλλόκοτο πλάσμα υπάκουσε, γύρισε μπροστά και άρχισε να ξεδιπλώνει νωχελικά τα υφάσματα που τύλιγαν το κορμί του. Το κατακόκκινο ρούχο έδωσε τη θέση του σ' ένα γαλάζιο, που έδωσε τη θέση του σ' ένα κίτρινο, ενώ το κοινό, ερεθισμένο μ' αυτό το πρωτόγνωρο θέαμα, φώναζε όλο και πιο δυνατά:
   «Ντι πιου! Ντι πιου!»
   Και το πλάσμα ξεδιπλωνόταν, μέχρι που έμεινε φορώντας ένα αραχνοΰφαντο φόρεμα λευκό. Και τότε μας γύρισε την πλάτη ξανά. Οι θαμώνες κροτάλισαν τα δάχτυλά τους και άρχισαν πάλι να βγάζουν κραυγές τόσο στριγκές, που έκαναν όλο το χώρο να τραντάζεται.
   Το πλάσμα στεκόταν ακίνητο. Κι ύστερα ξαφνικά έδωσε μια και πέταξε το αραχνοΰφαντο λευκό ύφασμα. Οι σκιές μάς έκρυβαν και μας φανέρωναν το σώμα ανάλογα με τις κινήσεις του. Βλέπαμε ένα κορμί λευκό, περισσότερο ωχρό, με στρογγυλούς χυτούς ώμους, αφράτο και λείο, που θύμιζε αγγέλους, ζωγραφισμένους από τον Πιρρουτζίνο στις εκκλησίες, ο Θεός να με συγχωρέσει γι' αυτό που γράφω.
   Όταν το αγγελικό αλλά αλλόκοτο αυτό πλάσμα γύρισε μπροστά, μετά από τις προτροπές των θαμώνων, είδαμε τα στήθια του γυμνά, στήθια κοριτσιού, ίσως όχι ακριβώς γυναικεία, μα ούτε και σαν των αντρών. Το πλάσμα γύρω απ' τη στρογγυλή κοιλιά του είχε τυλιγμένο ένα μαύρο πανί, που σκέπαζε τα απόκρυφά του. Εμείς ανταλλάξαμε βλέμματα γεμάτα φόβο, μήπως το πλάσμα κάνει μια κίνηση έτσι δα και το πετάξει κι αυτό, Θεέ μου, τι αμαρτωλοί οι άνθρωποι σ' αυτή την πόλη, κι ας την αποκαλούν «σάνκτα τσιτά».
   Οι θαμώνες είχαν αρχίσει να φωνάζουν εξαγριωμένοι. Τότε εμφανίστηκε ένας αράπης, ντυμένος όπως οι φρουροί. Εμείς στην αρχή φοβηθήκαμε μην είναι αληθινός και μας συλλάβει, αλλά μετά καταλάβαμε ότι κι αυτό ήταν στο παιχνίδι.
   Ο φρουρός άρχισε να μαστιγώνει μ' έναν βούρδουλα το πλάσμα, που άρχισε να βογκάει λυπητερά. Έμοιαζε να πονάει στ' αλήθεια. Όλη την ώρα το κοινό από κάτω χαχάνιζε και φώναζε «Ντι πιου, ντι πιου» κι ο βούρδουλας χτυπούσε κι άλλο κι άλλο, μέχρι που το πλάσμα έπεσε κάτω αιμόφυρτο κι έμεινε ακίνητο. Εμείς αναρωτιόμασταν έντρομες τι παιχνίδι ήταν αυτό, να χτυπούν έναν ταλαντούχο μουσικό, αντί να χειροκροτούν την τέχνη του, στην πατρίδα δεν είχαμε τέτοια βαρβαρικά παιχνίδια ή δεν τα έπαιζαν έτσι ξετσίπωτα μπροστά μας.
   Οι άντρες γύρω μας άφησαν έναν στεναγμό ανακούφισης, ήπιαν γελώντας μια γουλιά κρασί κι άρχισαν πάλι να ρουφάνε το ματσούκι τους. Κάποιος μπήκε και μάζεψε τα κεριά απ' την εξέδρα και το πλάσμα σηκώθηκε, για να χαθεί πίσω από μια κουρτίνα, παίρνοντας μαζί του το φλάουτο. Πριν φύγει, έριξε ένα βλέμμα γύρω του, που για μια τόση δα στιγμή καρφώθηκε στο δικό μου! Κι όπως άνοιξε πάλι η πόρτα κι ένα κύμα αέρα μετατόπισε τις φλόγες των κεριών και τις σκιές τους, είδα τα μάτια του. Κατακάθαρα γαλάζια, σαν της δικής μας θάλασσας, του Αιγαίου. Αστραφτερά. Με μιαν αμυδρή έκφραση φόβου, που θύμιζε ζώο, κάτω απ' τα σκούρα τοξωτά φρύδια, που ανάμεσά τους ένα μαβί σημάδι, σαν άλογο, έμοιαζε να τρέχει, με την ουρά να ίπταται. Κι ύστερα το πλάσμα έφυγε γρήγορα, σαν κυνηγημένο, και χάθηκε πίσω από μαύρα παραπετάσματα. Με είχε όμως κι εκείνο δει...
   Μείναμε μέχρι το τέλος. Η Άννα θα έδινε το σήμα να φύγουμε, αλλά καθυστερούσε. Δεν μιλούσαμε καθόλου και φυσικά ούτε ήπιαμε. Ούτε ρουφήξαμε απ' το ματσούκι που μας πρότειναν κάποιοι από δίπλα. Κοίταζα συνεχώς το βλέμμα της Άννας, ψάχνοντας ένα νεύμα, αν είχε και κείνη δει και καταλάβει. Όμως τα μάτια της τριγύριζαν ακατάπαυστα από το ένα πρόσωπο στο άλλο, το βλέμμα χωνόταν σε άλλα βλέμματα, έψαχνε χέρια, ζητούσε ακόμη σημάδια. Ήταν ολοφάνερο ότι εκείνη δεν είχε δει. Το ίδιο και η Φροσύνη, και η Πουλχερία, και η Θεοδώρα. Μόνον η Ζαμπέτα έστρεψε το βλέμμα της αλλού όταν την κοίταξα, και μου φάνηκε σαν να ήταν κόκκινο και υγρό, αλλά μπορεί να ήταν μόνο μια αντανάκλαση από το φως των κεριών.

   Στον δρόμο του γυρισμού το μάτι μου πήρε μια βαριά φιγούρα ν' ακολουθεί τα βήματά μας. Ήταν ο αράπης, ο χοντρο-Μπραχίμ, που είχε ορκιστεί εκείνο τον χειμώνα πριν από πέντε χρόνια, όταν μας φόρτωναν κρυφά σε μια βενετσιάνικη γαλέρα όλες μαζί, με τα μπαούλα μας και με σακιά γεμάτα δουκάτα, πολύτιμα αντικείμενα και ιερές εικόνες ότι θα ήταν πάντα η σκιά μας εκεί στα ξένα. «Ασ' το σ' εμένα, αφέντη μου», τον είχα ακούσει να λέει στον πατέρα. 
   Δεν είπα τίποτα σε καμιά τους. Και καμιά τους δεν μου μίλησε, μόνο μια απογοήτευση πλανιόταν στην ψυχή τους, το καταλάβαινα, καθώς δεν είχαν όρεξη για φαγητό, σχεδόν ούτε καληνύχτα είπαμε η μια στην άλλη ενόσω παίρναμε η καθεμιά το κερί της και αποσυρόμασταν στα υπνοδωμάτιά μας.
   Εγώ ξαναβγήκα. Η ψυχή μου δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ζουζούνια πετάριζαν συνεχώς στο μυαλό μου και μια βελόνα τρυπούσε ρυθμικά την καρδιά μου. Έτρεξα γρήγορα στην άκρη του διαδρόμου, στο μικρό σκοτεινό δωμάτιο του χοντρο-Μπραχίμ.
   Με περίμενε κρατώντας στα χέρια το κερί του. Με τα ρούχα της δουλειάς, δεν είχε φορέσει το νυχτικό του. Κοιταχτήκαμε, και για πρώτη φορά εγώ, μια πριγκίπισσα που ήμουν, έπεσα στην αγκαλιά αυτού του χοντρού μαύρου πλάσματος, που βρομούσε ιδρωτίλα -εδώ στην Ιταλία τους λένε «καστράτι», αλλά δεν ήξερα ακόμη τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Ευτυχώς το αγκάλιασμά μας κράτησε λίγο. Ο ίδιος ο Μπραχίμ κατάλαβε την απρέπεια κι αποτραβήχτηκε ασθμαίνοντας.
   «Τι του 'χουν κάνει;» ρώτησα κι ένιωσα την καρδιά μου να βουλιάζει περιμένοντας την απάντηση.
   Δεν είπε τίποτα. Μόνον έβγαλε απ' το πουκάμισό του ένα δέμα γεμάτο χειρόγραφα και μου το έδωσε. Αναγνώρισα τον καλλιγραφικό χαρακτήρα του αδελφού μου, με τα μακρόσυρτα χι και τα υπερήφανα δέλτα του. Το κράτησα γεμάτη συγκίνηση, ενώ ένιωθα τα δάκρυα να καίνε στα μάγουλά μου. Ύστερα το ξεφύλισσα. Σημειώσεις, αμέτρητες σημειώσεις, και ονόματα, γνωστά και άγνωστα ονόματα, και χρονολογίες, διέκρινα ένα σχέδιο του πύργου μας, ύστερα μια προσευχή στον Κύριο, που κοβόταν απότομα. Σε μερικές ξεχωριστές σελίδες, με δυσανάγνωστα βιαστικά γράμματα, έγραφε για κάποιον που δεν τον έλεγε με τ' όνομά του, λες και ήθελε να το κρατήσει μυστικό. Τον αποκαλούσε απλώς: «Κτήνος!» Αυτό μ' έκανε να ανατριχιάσω από φόβο για το τι θα διάβαζα εκεί μέσα. Δεν είχα πια καμιά αμφιβολία. Ήταν στ' αλήθεια ο Ιάκωβος μέσα στο κορμί εκείνου του κοριτσιού.
   «Θα τον ξαναδώ;» τόλμησα ακόμη μια ερώτηση.
   Ο αράπης απόμεινε για λίγο βουβός,  κοιτάζοντας αναποφάσιστος το κερί που έσταζε και έκαιγε τα κατάμαυρα δάχτυλά του.
   «Είναι κοντά του τώρα η Ζαμπέτα, κυρά μου», είπε και μ' έσπρωξε μακριά, καθώς ακούστηκαν βήματα απ' την άλλη άκρη του διαδρόμου.
   Η Πουλχερία έκανε τη νυχτερινή βόλτα της κοιμισμένη, με τα μάτια ανοιχτά, ψάχνοντας για τον Ιωάννη της, που δεν έλεγε ακόμη να αναστηθεί.
   Έκρυψα τα χειρόγραφα στο ρούχο μου και γύρισα όσο μπορούσα πιο ήρεμα στην κάμαρή μου, ενώ το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τη Ζαμπέτα και το κρυμμένο μαχαίρι του ψωμιού στο βρακί της.


Κωνσταντινούπολη, 
το έτος 6947 από κτίσεως κόσμου (2)

   Εκείνη τη χρονιά ο μικρός μου αδελφός δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Αυτά που θα σας περιγράψω τώρα μου τα διηγήθηκε κι εμένα η Ευφραιμία, που τον μεγάλωσε στην αγκαλιά της, με το γάλα της, όταν η μητέρα μας δεν είχε πια ούτε σταγόνα, γιατί ήξερε ότι όσο περισσότερο μανόγαλο πίνει ένα αγόρι τόσο πιο δυνατό και τυχερό γίνεται στη ζωή του.
   Μου σιγοτραγουδούσε την ώρα που μ' έπλενε με το μοσχομυριστό γαλλικό μας σαπούνι στη μαρμάρινη μπανιέρα μας, πολύ πριν μας συμβεί το κακό. Έχω ακόμη στ' αυτιά μου τη φωνή της, λίγο βραχνή, λίγο παράφωνη, μα πάντα εύθυμη, ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές μας.
   Εκείνη τη χρονιά λοιπόν ο παππούς Νικόλαος δεν ήθελε να συνοδεύσει τον βασιλιά μας, τον παππού Ιωάννη, που θα πήγαινε στη Βενετιά λέει να παρακαλέσει τον πάπα να μας στείλει βοήθεια για ν' αντιμετωπίσουμε τον Τούρκο, που όλο φοβόμασταν πως θα μας επιτεθεί, κι ας μας διαβεβαίωνε για ειρήνη. Προτιμούσε να μείνει κοντά στον Κωνσταντίνο, που είχε αναλάβει τον θρόνο σαν αντιβασιλιάς. Έτσι έστειλε τον πατέρα μας, τον κυρ Λουκά. Η Ευφραιμία λέει ότι η μητέρα ήταν τόσο στενοχωρημένη, που όσον καιρό έλειπε ο πατέρας δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα της και τσακωνόταν συνέχεια με τον πεθερό της, δηλαδή τον παππού Νικόλαο, που της είχε πάρει τον άντρα. Όταν, όμως, ο πατέρας κατάλαβε πως στη Βενετιά ο πάπας πήγαινε να μας καπελώσει με την  ένωση Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας προς δικό του όφελος, δε θέλησε να συμμετέχει άλλο σ' αυτή την κοροϊδία και γύρισε πίσω άρον άρον. Ω, τι έγινε εκείνο το απόγευμα, που είδε η μητέρα απ' το πιο ψηλό παράθυρο λέει του πύργου μας τη βενετσιάνικη γαλέρα να καταφθάνει με ολάνοιχτα τα πανιά της στον Κεράτιο!...
   Οι εννιά μήνες της εγκυμοσύνης της στον μικρό μου αδελφό πέρασαν μέσα σε τραγούδια, προσευχές για την τύχη του μωρού, προβλέψεις μάγων, αστρολόγων και παπάδων, και ραψίματα μωρουδιακών, όλα σε χρώμα γαλανό. Η μητέρα είχε κλειστεί στα διαμερίσματά της και δεν την ενδιέφεραν καθόλου οι υποθέσεις του κράτους και η πολιτική. Τα βράδια κοιτούσε στο ταβάνι τον ζωγραφισμένο αρχάγγελο κι ονειρευόταν τα ολόσγουρα σκουρόξανθα μαλλιά του και τα καταγάλανα σαν τη θάλασσα του Κεράτιου μάτια του. «Να, σαν κι αυτόν θέλω να 'ναι», έλεγε, «σαν κι αυτόν», και την άλλη μέρα καλούσε τον Αιγύπτιο ζωγράφο του πύργου μας για να κάνει ακόμη πιο χρυσά τα μαλλιά του αρχάγγελου κι ακόμη πιο βαθύ μπλε τα φωτεινά του μάτια. Και ήταν τόσο, μα τόσο ευτυχισμένη, που δεν είχε καμία σημασία πια για κείνη τίποτ' άλλο στη ζωή της.
   Όταν γεννήθηκε ο Ιάκωβος, φυσούσε βοριάς που φέρνει αγόρια. Η μητέρα χάρηκε, γιατί θα έκανε επιτέλους το τέταρτο αγόρι, μετά από τρεις προσπάθειες, που έβγαζαν όλο κορίτσια. Όταν την έπιασαν οι πόνοι, κάλεσαν αμέσως τον παπά και τον αστρολόγο του πύργου μας, όπως γινόταν πάντα. Η μητέρα έπρεπε να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει, παίρνοντας την ευχή του ιερέα, αλλά και να μάθει από πρώτο χέρι την τελευταία πρόβλεψη για το φύλο του παιδιού. Ο αστρολόγος έκανε γρήγορα τους λογαριασμούς του και αποφάνθηκε την ευχάριστη είδηση, όμως αμέσως σκέφτηκε κάτι άλλο και το βλέμμα του σκοτείνιασε. Ήταν Τρίτη, αποφράδα ημέρα, όπως κι αυτή που, μετά από δεκατέσσερα χρόνια, συνέβη στην πατρίδα το κακό. Ο καθένας ήξερε ότι θα 'φερνε γρουσουζιά στο παιδί. Ο πατέρας ταράχτηκε κι έδωσε διαταγή να διώξουν τον αστρολόγο, να τον εξορίσουν, να δημεύσουν την περιουσία του, να μην κάνει προβλέψεις για όλο τον υπόλοιπο βίο του, αλλά η μητέρα κούνησε καθησυχαστικά το χέρι της. Γιατί εκείνη και μόνον εκείνη, βαθιά μέσα στα σπλάχνα της, εκεί που ο μικρός σάλευε βιαστικά, για να βγει στο φως του ήλιου, ένιωθε πως ό,τι κι αν συνέβαινε, και πολλά μπορούσαν να συμβούν σ' αυτούς τους καιρούς, που όλα άλλαζαν, εκείνο -δηλαδή το αγόρι της- θα μπορούσε να τα καταφέρει με τη βοήθεια του Θεού και αρκετών χιλιάδων δουκάτων. Κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, στο μυαλό της ξαναγύρισε η μορφή του αγγέλου που έβλεπε σ' όλη την εγκυμοσύνη της, Αχ και να 'ναι σαν κι αυτόν, σκέφτηκε πάλι, με ολόσγουρα σκουρόξανθα μαλλιά και καταγάλανα, σαν τη θάλασσα, μάτια.
   Όλοι τρόμαξαν όταν είδαν αυτή τη μορφή να βγαίνει από μέσα της, είπαν θαύμα, αλλά η μητέρα, μέσα στους κοιλόπονους, στα σφιξίματα και στα βογκητά, χαμογέλασε, γιατί ήξερε ότι όταν κάτι πολύ το ευχηθείς, την ώρα της σύλληψης, πιάνει. Κι ο μικρός βγήκε απ' τα σκοτάδια του ολόλαμπρος, πανέμορφος και χαμογελαστός, όπως ποτέ κανείς δεν είχε δει άλλο παιδί να γεννιέται. Κι αμέσως όλοι γονάτισαν και προσκύνησαν, ακόμη κι ο ιερέας μας, ένας κοκκινοτρίχης, ο πάτερ-Άνθιμος, όπως τον έλεγαν, και ο αστρολόγος, που πολλά είχαν δει τα μάτια του κι ακόμη περισσότερα είχαν τα λόγια του προφητέψει. Αυτή η λαμπερή ομορφιά ήταν στ' αλήθεια ένα θαύμα. Και είπε ο ιερέας:
   «Θεού θέλημα».
   Και είπε ο αστρολόγος:
   «Στην ομορφιά του θα χρωστάει τα καλύτερα και τα χειρότερα».
   Κι όλοι σταυροκοπήθηκαν. Και τότε έπιασε ένα μπουρίνι δυνατό, ο βοριάς γύρισε σε νοτιά και άρχισε να βρέχει και ν' αστράφτει και το νερό χτυπούσε τα τζάμια μας δυνατά, να τα σπάσει, να μπει μέσα, να μας πνίξει όλους, τόση ήταν η μανία τ' ουρανού. Αμέσως -σαν όλ' αυτά να ήταν το σημάδι- ο πατερ-Άνθιμος σήκωσε τα χέρια ψηλά και χωρίς να διστάσει -μέσα στο σπίτι μας, χριστιανοί, και μπροστά στη μητέρα- ζήτησε απ' όλους να αναθεματίσουν τον βασιλιά Ιωάννη, τον πατέρα της, δηλαδή τον παππού μας, που πήγε λέει ο αθεόφοβος στον πάπα να ενώσει τις δυο Εκκλησίες.
   Τότε ο πατέρας, ξαναβρίσκοντας την περιβόητη ψυχραιμία του διπλωμάτη και πριν πάρει το αυτί της μητέρας τις κατάρες, τράβηξε κατά μέρος τον Άνθιμο και, όπως λένε οι αυτόπτες μάρτυρες, κάτι του ψιθύρισε στ' αυτί, δείχνοντας προς τον ουρανό. Κι ενώ εκείνος κοιτούσε ψηλά, ο πατέρας του έχωσε ένα παχουλό πουγκί μέσα στο ράσο. Ύστερα στράφηκε προς όλους τους παρευρισκόμενους και διέταξε ν' αγνοήσουν τα καιρικά φαινόμενα και ν' αρχίσει το γλέντι, με άφθονο μονεμβασιώτικο κρασί, απ' τα δικά μας αμπέλια, και οι φρουροί μας να ρίξουν με τα τόξα τους βέλη με υγρή φωτιά στον Κεράτιο, απέναντι απ' τον πύργο μας, για να ξορκιστούν τα πονηρά πνεύματα, που γυρόφερναν πάντα τα αβάπτιστα.
   Μέσα σε λίγη ώρα ο ουρανός έγινε καταγάλανος, η βροχή κι ο αέρας σταμάτησαν κι ένα αστραφτερό ουράνιο τόξο έκανε την ημέρα να λάμπει. Όλοι χάρηκαν που έφυγαν τα κακά πνεύματα.
   Τότε σήκωσε πάλι τα χέρια του ο ιερέας και είπε:
   «Με τη βοήθεια του Μεγαλοδύναμου θα πέσει στα γόνατα τούτου του παιδιού ο Τούρκος», και κοίταξε συνωμοτικά τον πατέρα.
   Όλοι μεμιάς βουβάθηκαν και το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη τους. Δηλαδή πώς θα γονατίσει μπροστά του ο Τούρκος; Κι αυτό θα είναι για καλό ή για κακό; Κι επειδή ο πατερ-Άνθιμος δεν ξαναμίλησε, όλοι ξανάπεσαν με τα μούτρα στο γλέντι. Μόνον ο αστρολόγος γλίστρησε κρυφά κι έφυγε, αφήνοντας μισοτελειωμένο το κρασί του, ντροπιασμένος γιατί η πρόβλεψη του ιερέα ήταν πιο εντυπωσιακή από τη δική του. Κανείς, μα κανείς ωστόσο δεν πρόσεξε την αποχώρησή του, τόσο τους είχε θαμπώσει η ομορφιά του νεογέννητου.

   Όταν γεννήθηκε ο Ιάκωβος, ο Νικόλαος ήταν δέκα χρόνων, ο Γαβριήλ μας εφτά κι ο Εμμανουήλ μας έξι. Όλα τ' άλλα ήταν κορίτσια και, όπως όλοι ξέρετε, δεν έχει καμία σημασία η ηλικία στα κορίτσια, παρά μόνο μεταξύ δώδεκα και είκοσι, άντε το πολύ είκοσι δύο. Πριν από αυτήν είναι μωρά και μετά είναι γριές. Στ' αγόρια όμως, που μετράει ο κάθε χρόνος, κι ο κάθε μήνας θα μπορούσα να πω, έχει πολύ μεγάλη αξία, απ' αυτή την ηλικία, να ξέρεις τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις, ιδιαίτερα σ' εμάς τους άρχοντες, γιατί οι φτωχοί ποτέ δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει, κι εν πάσει περιπτώσει δεν σκαμπάζουν καν τι είναι σωστό γι' αυτούς και τι όχι -το λέει ο πατέρας κι όλοι συμφωνούν. Γι' αυτό υπάρχουμε εμείς, για να τους υποδεικνύουμε το σωστό και να τους οδηγούμε εκεί που πρέπει, δηλαδή στον δρόμο του Θεού. Κι αυτό έκανε πάντα ο πατέρας σαν πρωθυπουργός της χώρας.
   Εκεί όμως που τα σχεδίαζε όλα με ακρίβεια ανατόμου, ακολουθώντας τις υποδείξεις του παππού Νικόλαου, που κι εκείνος ακολουθούσε τις υποδείξεις του προπάππου, γιατί κάπου διακόσια χρόνια πριν λέει είχε έρθει η οικογένειά μας στην Κωνσταντινούπολη από τη Μονεμβασιά, κι ήταν πάντα στο πλευρό των βασιλιάδων, η μητέρα πρόβαλε ένα βέτο με τέτοιες φωνές, που δεν σήκωνε αντίρρηση.
   «Τα παιδιά απ' τη μεριά μου έχουν αίμα Παλαιολόγων στις φλέβες τους και δεν θα μου τα κάνεις εσύ Τουρκάκια», είπε εννοώντας ότι δεν συμφωνούσε καθόλου με τις καινούριες απόψεις του πατέρα, που αμφισβητούσε ξαφνικά την ορθότητα της ένωσης των Εκκλησιών κι έλεγε πως άμα δούμε εμείς βοήθεια απ' τον πάπα στον πόλεμο με τους Τούρκους, να του γράψουμε.
   Μετά από κάτι τέτοιες συζητήσεις ο πατέρας δεν ήθελε και πολύ να καταλάβει ότι ο Νικόλαος, ο Γαβριήλ κι ο Εμμανουήλ, αν κι επίσημα λέγονταν Νοταράδες, δεν ήταν κατά βάθος παρά Παλαιολογάκια, το σόι της μητέρας μας δηλαδή. Και σαν έξυπνος και διπλωμάτης άνθρωπος που ήταν, για να σταματήσει τις γκρίνιες, μια ημέρα έσκυψε και φίλησε γλυκά στα χείλη τη μητέρα, μ' εκείνο το μοναδικό του φίλημα, που έσταζε μέλι -όλες το 'λεγαν στον πύργο μας, από αριστοκράτισσες μέχρι δούλες, κι ας έκανε η μητέρα πως δεν καταλάβαινε- και της είπε:
   «Σου χαρίζω τον Νικόλαο, τον Γαβριήλ και τον Εμμανουήλ. Θέλω όμως κι εγώ ένα Νοταράκι, ολοδικό μου επιτέλους. Δωσ' μου τον Ιάκωβο και σου σκαρώνω άλλο», κι αμέσως έγειρε πάνω της, σηκώνοντας τα μυρωδάτα από τ' αρώματα και τα γαλλικά σαπούνια ρούχα της.
   Η μητέρα, ενώ πάντα είχε τη δική της άποψη σαν Παλαιολογίνα, στο θέμα του έρωτα δεν μπορούσε καθόλου να του αντισταθεί. Όσο ήταν έγκυος στο νέο της παιδί, έβλεπε και ξανάβλεπε τη λαμπρή ομορφιά του Ιάκωβου, που 'χε γίνει ξακουστή κι έξω απ' τα τείχη της πόλης μας -ακόμη και στα στρατόπεδα των Τούρκων είχε φτάσει, μας έλεγαν- και μετάνιωνε φυσικά που τον χάρισε στον πατέρα, να τον κάνει Νοταράκι. Τον αγκάλιαζε τόσο σφιχτά, να τον σκάσει, αποκαλώντας τον συνέχεια «Τεζόρο μίο, τεζόρο μίο», μέχρι που το μωρό έσκουζε, κι η Ευφραιμία, που ήξερε απ' αυτά, την καθησύχαζε ότι, ε, όπως και να 'χει το πράγμα, η μητέρα είναι πάντοτε μητέρα και θα 'χει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στο παιδί της, κι ας λέει ο πατέρας.
   Ωστόσο ο πατέρας δεν σήκωνε κουβέντα για την τύχη του Ιάκωβου. Μάλιστα δεν έχανε ευκαιρία να θυμίζει σε όλους, συγγενείς και φίλους, αλλά και ταγμένους εχθρούς -όπως ο Σφραντζής ας πούμε, ο γραμματέας του παππού Ιωάννη, του βασιλιά, κι ας μην αμελούσε ποτέ την υπόκλισή του μπροστά στον πατέρα- πως ο μικρός μας Ιάκωβος ήταν απ' την κορφή μέχρι τα νύχια ένας αληθινός Νοταράς κι αυτός και μόνον αυτός θα τον διαδεχόταν στο αξίωμά του, για να πάψει επιτέλους ο γραμματέας να βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι θα 'δινε ο βασιλιάς αυτόν τον τίτλο στον δικό του γιο, αν αποκτούσε.
   Η μητέρα στην αρχή αντέδρασε, αλλά μετά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Παρ' όλο τον καημό και το πείσμα της για τον Ιάκωβο, δεν μπόρεσε, λιγωμένη καθώς ήταν απ' τα φιλιά του πατέρα, να διαπραγματευτεί την τύχη του, σίγουρη ότι θα εγκυμονούσε ένα ακόμη αγόρι. Αποδείχτηκε ωστόσο ότι είχε κάνει λάθος, γιατί στη σύλληψη είχε γυρίσει κατά λάθος στο αριστερό πλευρό. Έτσι το παιδί ήταν κορίτσι. Η Ιουστίνη μας. Δηλαδή εγώ!
   Η μητέρα δεν παραδέχτηκε ποτέ αυτό το λάθος. Ήθελε αγόρι και θα 'χε αγόρι. Έτσι με βάφτισε Ιουστίνο και μου φορούσε μέχρι τα δώδεκα αγορίστικα.
   Ο Ιουστίνος ήταν ο καλύτερος φίλος του Ιάκωβου. Τα άλλα κορίτσια δεν πλησίαζαν πολύ τον αδελφό μου, ή μάλλον τις τρόμαζε η ομορφιά του, που τέτοια δεν είχαμε ξαναδεί σε αγόρι. Άλλωστε με τον Ιουστίνο είχαν σχεδόν την ίδια ηλικία κι έκαναν τις ίδιες διαβολιές. Η μητέρα δεν τον μάλωνε που εκείνος -ένα κορίτσι δηλαδή- έπαιζε κι έτρεχε και μιλούσε σαν αγόρι και μάθαινε γράμματα κι ιππασία καβάλα, όχι όπως τα κορίτσια, στο πλάι, ή σκαρφάλωνε στα δέντρα και ξέσκιζε τα χέρια και τα πόδια του. Τόσο πολύ ήθελε να ήταν το μικρό αγόρι της. Ίσως όμως κατά βάθος -και δεν την κατηγορούσαμε γι' αυτό- να μην ήθελε απ' τον Ιουστίνο παρά να κατασκοπεύει τον Ιάκωβο, καθώς δεν έπαψε ποτέ να θρηνεί για το ότι ο πατέρας τον είχε αρπάξει μέσ' από την αγκαλιά της.
   Περνώντας τα χρόνια όλο και περισσότερο αυτή η ιδέα μού σφηνωνόταν στο μυαλό. Όμως τότε ο Ιουστίνος -δηλαδή εγώ- χαιρόταν που μπορούσε να έχει τόση ελευθερία και να βρίσκεται κοντά στον Ιάκωβο και να μαθαίνει όλα του, μα όλα του τα μυστικά. Όσο για τον πατέρα, στην αρχή τού απαγόρευε να παίζει ή να κάνει ό,τι κι ο Ιάκωβος. Αλλά μετά από δύο μήνες, που η μητέρα δεν του έλεγε ούτε καλημέρα, υποχώρησε -να μην υποχωρούσε δηλαδή, τι διπλωμάτης θα 'ταν; Αργότερα μάλιστα έδειχνε κι ο ίδιος να το καταδιασκεδάζει. Μπροστά όμως σε ξένους ή στον βασιλιά τραβούσε μια μια τις τρίχες απ' τα γένια του όλο ταραχή, μήπως καταλάβουν, παρότι το σώμα μου, θαρρείς και είχε κι αυτό επηρεαστεί, δεν διαφοροποιούνταν ούτε στο ελάχιστο από τ' αγόρια. Ακόμη κι η περίοδος δεν μου εμφανιζόταν, κι ας είχα πατήσει πλέον τα δώδεκα, και η Ευφραιμία, με τη σύμφωνη γνώμη της μητέρας, μου έδινε ένα πικρό φίλτρο, από μια σπάνια ρίζα αγριόχορτου, κάθε πρωί για να μου έρθει, αλλά εγώ τελικά πιστεύω πως μου το 'δινε ακριβώς για το αντίθετο: Για να μη μου έρθει!

 Δεκατρία χρόνια μετά -
Δεκέμβριος του έτους 6960 από κτίσεως κόσμου (3)

   Τρελαινόταν για τις τηγανίτες. Είχαν μια γεύση μελιού σαν από μετάξι, που στο βάθος της έκρυβε μιαν αίσθηση από μυρωδιά άγριων τριαντάφυλλων. Άφηνε τη γλώσσα και τον ουρανίσκο του να πλανηθούν στα γευστικά ποτάμια της τραγανής ύλης κι ύστερα, λιγωμένος απ' τη γλύκα, κατάπινε. Την ημέρα των γενεθλίων του, στα δεκατρία, έφαγε τόσο πολλές, που δεν μπορούσε να ανασάνει. Όμως δεν τον ένοιαζε. Έτσι ήταν πάντα ο Ιάκωβος. Τα ήθελε όλα. Και όλα την ίδια στιγμή. Ύστερα έμεινε ακίνητος, με τα μάτια κλειστά. Εκείνη τη στιγμή η ψυχή του λαχταρούσε άλλο ένα παστέλι, άλλη μια μελόπιτα, άλλη μια τηγανίτα, ραντισμένη με ροδόσταμο και πασπαλισμένη με κοπανισμένα αμύγδαλα και μοσχοβολιστή κανέλα, κι ας μαίνονταν έξω απ' τον πύργο μας εκείνοι οι βρομιάρηδες με τα σκισμένα ρούχα, φωνάζοντας «Κάτω ο αποστάτης, κάτω ο βασιλιάς», για να μας τρομοκρατήσουν. Αυτοί γίνονταν μούσκεμα μες στο χιονόνερο και θ' αρρώσταιναν και θα πέθαιναν, χωρίς κανείς να τους δώσει μια βρασμένη ρίζα αγριόχορτου για το κρύωμα.
   Ο Ιάκωβος άνοιξε τα μάτια του. Η Σιχθάν, η μικρή σοκολατένια σκλάβα του σπιτιού, όπως κάθε φορά, κρυφά απ' όλους στον πύργο, περίμενε τη διαταγή του γονατιστή, τακτοποιώντας τα γλυκά της στον ολόχρυσο κι ολοσκάλιστο δίσκο.
   «Λουκουμά», έδωσε την εντολή ψιθυριστά ο Ιάκωβος κι έγειρε ξανά προς τα πίσω περιμένοντας.
   Το πλήθος τώρα από κάτω φώναζε και κορόιδευε τον νέο πατριάρχη Μάμμα, λέγοντάς τον μαμή, καταριόταν την ένωση των Εκκλησιών κι έκανε τέτοιον σαματά, σαν να χτυπούσαν δεκάδες τενεκέδες μεταξύ τους. Η Σιχθάν, ήρεμη, διάλεξε τον πιο ξεροψημένο απ' τους ολόφρεσκους λουκουμάδες της και πλησίασε τον Ιάκωβο περπατώντας γονατιστή πάνω στο παχύ περσικό χαλί.
   Ο αδελφός μου ετοιμαζόταν να καταβροχθίσει κι άλλα γλυκίσματα απ' τον δίσκο της Σιχθάν, δεν το 'κανε όμως, γιατί ξαφνικά ακούστηκαν απέξω βαριές φωνές. Ήταν η Άννα μας, που σαν μεγαλύτερη και μ' εκείνη τη βροντερή ανδρική φωνή της αντικαθιστούσε στις διαταγές τη μητέρα. Ο Ιάκωβος έπρεπε να πλυθεί και να ετοιμαστεί, για να παραστούμε όλοι μαζί στη μεγάλη λειτουργία της Αγια-Σοφιάς, σήμερα, του Αγίου Σπυρίδωνα. Και υπήρχε στον πύργο μας τέτοιος εκνευρισμός μ' αυτά που ακούγονταν απέξω και μ' αυτά που γίνονταν μέσα, ώστε καμία κουβέντα δεν έβγαινε απ' το στόμα μας χωρίς οι φωνές μας ν' αντηχούν μέχρι κάτω, στους στάβλους και στα υπόγεια των δούλων, που έτρεμαν, σαν να περίμεναν τη συντέλεια του κόσμου.
   H μητέρα, αγριεμένη, στρίγκλιζε, αποκαλώντας τον κοσμάκη αχάριστο και μικρόνοα και λιγούρη, που μόνο τα ξεροκόμματα που πετούσαν οι Τούρκοι απ' τα τείχη έτρεχε να μαζεύει, για να γεμίζει τη σαπιοκοιλιά του, και δεν μπορούσε να καταλάβει το συμφέρον αυτής της χώρας. Επιτέλους αυτή τη λειτουργία τη χρωστούσαμε στον πάπα, αν θέλαμε κάποια στιγμή να στείλει τη βοήθεια που μας είχε υποσχεθεί, πριν μας κηρύξει κι επίσημα τον πόλεμο αυτό το σχολιαρόπαιδο, ο Μεχμέτ, που ακόμα δεν βγήκε απ' τ' αυγό κι ήθελε κατακτήσεις και πολέμους. «Ας τον είχα εγώ γιο μου και θα 'βλεπες», ήταν σ' έξαλλη κατάσταση κι από πάνω προσπαθούσε απεγνωσμένα να θυμηθεί το «Άβε Μαρία», γιατί η λειτουργία θα γινόταν λέει για πρώτη φορά και στα λατινικά.
   Ο πατέρας ντυνόταν χωρίς να μιλά, πράγμα που μας έκανε όλους να απορούμε, διότι ποτέ δεν άφηνε τη μητέρα σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές να 'χει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Έδινε μάλιστα την εντύπωση ότι θεωρούσε το όλο θέμα μάλλον δευτερεύουσας σημασίας, γεγονός που μας βεβαίωνε περί του αντιθέτου, αν ήξερες φυσικά καλά τον πατέρα.
   Ο Ιάκωβος, ακόμη με τη γεύση απ' τις τηγανίτες στα χείλη, αναγκάστηκε να κάνει το μπάνιο του και να φορέσει τα καλά του. Κούμπωσε το πουκάμισό του με τη βοήθεια του πρωτοβεστιάριου και χτένισε τα μακριά, σγουρά, σκουρόξανθα μαλλιά του έτσι όπως τα ήθελε πάντα η μητέρα. Να πλαισιώνουν δηλαδή το πρόσωπό του και ν' αντανακλούν τη φωτεινότητα απ' τα θαλασσιά μάτια του, με τις γκρίζες και κίτρινες κηλίδες τους, μάτια δορκάδας, έλεγε η Ευφραιμία. Παραμέρισε με μια άγρια κίνηση του χεριού τους δούλους και κατέβηκε στον στάβλο, φωνάζοντας να ετοιμαστεί το ολόλευκο, μικρόσωμο άλογό του, αυτό που είχαν φέρει ειδικά για την αφεντιά του κάτι Άραβες από τη μακρινή πατρίδα τους. Ύστερα διάλεξε ένα χρυσοκέντητο χράμι για τη σέλα και μ' ένα πήδημα, που θα το θαύμαζε ακόμη και ακροβάτης, βρέθηκε καβάλα γελώντας. Και γελώντας βγήκε με καλπασμό στον πέτρινο δρόμο, σπιρούνισε δυνατά και ξεχύθηκε σχεδόν τσαλαπατώντας το πλήθος, που σαν μεθυσμένο παραληρούσε, για να φτάσει πρώτος στην Αγια-Σοφιά, προκαλώντας τον αέρα να βιτσίσει με τη δροσιά του το ξαναμμένο σώμα του. Πίσω του ακολουθούσαν ο πατέρας με τα τρία αδέλφια μας, τον Νικόλαο, τον Γαβριήλ και τον Εμμανουήλ, και πιο πίσω, στις χειράμαξες, όλες εμείς, δηλαδή η μητέρα, η Άννα, η Μαρία, η Ελένη, η Θεοδώρα, εγώ κι η αρραβωνιαστικιά του Νικόλαου, η Ζαμπέτα, η Βενετσιάνα, όπως τη λέγαμε. Μπροστά μας έτρεχαν μερικοί δούλοι ανεμίζοντας χρωματιστά μεταξωτά πανιά, για να κρύβουν εμάς τις γυναίκες απ' τα αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών, και πίσω απ' αυτούς κάλπαζαν οι φρουροί μας, μαστιγώνοντας τον κοσμάκη για να παραμερίσει, έτοιμοι ν' αντιμετωπίσουν τον καθένα που θα του περνούσε απ' το μυαλό καμιά επικίνδυνη ιδέα -όλο φασαρίες πια στους δρόμους τελευταία, δεν ήξερε τι ήθελε αυτός ο λαός κι οι τρελοπαπάδες, όπως τους λέγαμε κρυφά.

   Καλπάζοντας γρήγορα με το άλογο, από τον πύργο μας μέχρι την Αγια-Σοφιά δεν ήταν παρά μια απόσταση όσο να τελειώσει μια κλεψύδρα ή να ολοκληρωθεί μια μεγάλη προσευχή στον Κύριο. Ο κόσμος όμως, που ήταν μαζεμένος στους δρόμους και φώναζε συνθήματα εναντίον της ένωσης των Εκκλησιών και αποκαλούσε τον θείο μας Κωνσταντίνο -όπως παλαιότερα τον παππού Ιωάννη- άπιστο και προδότη της πίστης και αιρετικό, μας εμπόδιζε και παρέτεινε επικίνδυνα τον χρόνο μας εκεί έξω. Και σαν να μην έφταναν αυτά, κάθε λίγο και λιγάκι αναγκαζόμασταν να λοξοδρομούμε, γιατί ένας τρελοπροφήτης είχε ονειρευτεί την καταστροφή της χώρας, «Έρχεται η συντέλεια του κόσμου», φώναζε, «είναι θέλημα Θεού, θα μπουν οι Τούρκοι, να μας σφάξουν για τις αμαρτίες μας». Κι ενώ ξελαρυγγιζόταν άπλωνε και το χέρι του για κάνα τσετίνι. Οι δούλοι μας είχαν εντολή να πετούν συνέχεια νομίσματα χάμω, για να σκύβουν να τα παίρνουν και να μπορούμε να περνάμε ελεύθερα. Μερικοί όμως τα τσέπωναν και χρησιμοποιούσαν το μαστίγιο, είχε λέει πιο γρήγορα αποτελέσματα.
   Έξω από τη μεγάλη πύλη της εκκλησίας ήταν μαζεμένοι καμιά τριανταριά ζητιάνοι γύρω από τέσσερις Ιταλιάνους κουρελήδες, που απ' τα υπολείμματα των ρούχων τους μπορούσες να καταλάβεις ότι ήταν ναυτικοί. Με τα χέρια υψωμένα έδειχναν προς τη συνοικία των Τζενοβέζων, απέναντι στο Πέραν, εκεί που ο σουλτάνος Μεχμέτ είχε χτίσει το καινούριο του κάστρο, γκρεμίζοντας, ο άπιστος, την εκκλησία του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Πολλοί έλεγαν ότι τον είχαν δει, βασιλιά άνθρωπο -έστω και Τούρκο- να κουβαλάει μαζί με τους εργάτες πέτρες, πασαλειμμένος με ασβέστες και λάσπες, ε, είκοσι χρονών ήταν, δεν σεβόταν ούτε το αξίωμά του. Οι κουρελήδες εξακολουθούσαν να φωνάζουν:
   «Παραδοθείτε στον σουλτάνο πριν είναι μόλτο τάρντι, θα μας κρεμάσει τούτι, παραδοθείτε». 
   Εμείς, κάνοντας πως δεν ακούγαμε, μπήκαμε επιτέλους στον νάρθηκα της εκκλησίας απ' τη βασιλική πύλη -ο πατέρας το είχε απαιτήσει αυτό από τον Κωνσταντίνο, σιγά μην μπαίναμε με τον λαουτζίκο. Οι νεοκόροι, τρέχοντας, έκλεισαν στα μούτρα του κόσμου τη βαριά ορειχάλκινη πόρτα, σφαλίζοντάς την, και οι γυναίκες, μαζί μ' εμένα, που με θεωρούσαν παιδί, προχωρήσαμε αριστερά για τον γυναικωνίτη, ενώ οι άντρες, προσπαθώντας να φαίνονται ατάραχοι, μπήκαν στον ναό. Μόνο δύο υπηρέτες πήραν στα χέρια το φορείο με τη μητέρα και την ανέβασαν από το στενό στριφογυριστό διάδρομο του γυναικωνίτη, που γλιστρούσε απ' τα χιλιάδες πατήματα των πιστών εδώ και εννιακόσια τόσα χρόνια.
   Οι λιγοστές αχτίδες του χειμωνιάτικου ήλιου, που εισχωρούσαν απ' τα σαράντα παράθυρα του θόλου, διαχέονταν πάνω στα πανύψηλα χρυσά εξαπτέρυγα χερουβείμ και στα χρωματιστά μάρμαρα, σχηματίζοντας στο κενό πολύχρωμες ριπές, που διασταυρώνονταν με το χρυσό φως που χιμούσε απ' τα εκατοντάδες αναμμένα κεριά και σκόρπιζε στον χώρο κύματα αγιότητας, που σε καθήλωναν, έμπαιναν μέσα σου και προκαλούσαν αυτή τη μοναδική λάγνα αίσθηση του θείου. Έβλεπα απ' τη γαλαρία μας τον Ιάκωβο να παρακολουθεί τη λειτουργία με τόση κατάνυξη, όση του επέτρεπε το αναστατωμένο σώμα του κι η θύμηση της μελένιας γεύσης των λουκουμάδων της Σιχθάν, που έκανε ακόμη το σάλιο του να αναβλύζει.
   Ο θείος Κωνσταντίνος, μαζί με τη συνοδεία του, στεκόταν μπροστά, έχοντας στα δεξιά του τον Σφραντζή. Οι γυναίκες, μόλις ανέβηκαν στον γυναικωνίτη, ξεσκέπασαν όπως πάντα το πρόσωπό τους, σηκώνοντας την καλύπτρα. Κατόπιν κάναμε όλοι μαζί τον σταυρό μας, με χέρια που έτρεμαν ακόμη από τα γεγονότα στον δρόμο. Οι ιεροψάλτες είχαν αρχίσει να ψάλλουν κι οι φωνές τους συναντούσαν τα κρύσταλλα του ναού, κάνοντάς τα να τρίζουν μελωδικά, τόσο υπέροχα έδενε η μουσικότητα των ψαλμών με τον χώρο. Ο μόνος που έμοιαζε παράταιρος μέσα στην Αγια-Σοφιά, έτσι όπως τον βλέπαμε από δω πάνω, ήταν εκείνος ο ξυρισμένος με το σκουφάκι, που ήρθε και στρογγυλοκάθισε στη θέση που συνήθως φιλοξενούσε τον πατριάρχη,  κι ακούσαμε μερικούς να λένε πως είναι ο καρδινάλιος Ισίδωρος, ενώ κάποιοι άλλοι τον προσφώνησαν «Παναγιότατε», που έτσι λέμε μόνο τον πατριάρχη μας. Αμέσως αυτοί που στέκονταν αριστερά άρχισαν να φωνάζουν «Αίσχος! Αίσχος!», γεγονός που έκανε τη μητέρα, που κρεμόταν απ' τα κάγκελα για να παρακολουθεί και κόντευε ν' αρπάξει φωτιά απ' τα κηροπήγια του στηθαίου, να ανατριχιάσει με τέτοιες άπρεπες ενέργειες μέσα στην εκκλησία. Όταν μάλιστα άρχισε ο ξυρισμένος να ψέλνει «Credo in unum Deum, patrem...», τότε είδαμε αρκετούς να φτύνουν στον κόρφο τους κι αμέσως ν' αρχίζουν να χτυπούν τα πόδια τους αποδοκιμαστικά στο μαρμάρινο δάπεδο.
   Ο Ιάκωβος στεκόταν σφιγμένος, προσπαθώντας να μην κάνει κάποια κίνηση που δεν έπρεπε, καταλάβαινε ότι η στιγμή κρεμόταν από μια κλωστή κι αυτός -σαν ο δακτυλοδεικτούμενος γιος του Νοταρά- είχε την ευθύνη να δώσει το παράδειγμα. Ο Νικόλαος, ο Γαβριήλ κι ο Εμμανουήλ στέκονταν, όπως έβλεπα από πάνω, απαθείς κι έκαναν τον σταυρό τους όποτε τον έκανε κι αυτός που τον αποκαλούσαν «Παναγιότατο», αλλά δεν ήταν ο πατριάρχης μας.
   Κοίταξα να δω τις αντιδράσεις του πατέρα -μα τι στο καλό, δεν έπρεπε να μας είχε προετοιμάσει για όλ' αυτά πριν φύγουμε απ' τον πύργο; Εδώ η ατμόσφαιρα ήταν τόσο τεταμένη, που αν είχε μυρωδιά σίγουρα θα ήταν από μπαρούτι. Ο πατέρας δεν ήταν εκεί! Ο πατέρας δεν ήταν εκεί; Είδα τον Ιάκωβο να χτενίζει με το βλέμμα του όλη την αίθουσα. Τους βλέπαμε όλους καθαρά. Ήταν παρόντες όλοι όσοι ξέραμε. Ένιωσα την καρδιά του Ιάκωβου να κλοτσά δυνατά. Ο πατέρας στ' αλήθεια δεν ήταν εκεί. Και τώρα που το συλλογίζεται ο Ιάκωβος καταλαβαίνει ότι δεν τον είχε νιώσει καμιά στιγμή κοντά του, ενώ πάντα στις λειτουργίες στεκόταν δίπλα του. Στ' αυτιά μας τώρα, μαζί με το κείμενο της αναγνώρισης της ένωσης των Εκκλησιών, που διάβαζε ο καρδινάλιος, έφτανε κι ένας άλλος ήχος. Ένα τρομερό βουητό, σαν ποδοβολητό αλόγων ανακατεμένο με φωνές, που ανάμεσά τους μπορούσες να διακρίνεις κάποιες λέξεις, «Πουλημένε!» και «Ανίκανε!», κι ύστερα φράσεις, «Κάτω οι αζυμίτες, κάτω ο παράνομος βασιλιάς» και «Φύγε, που δεν στέφθηκες στην Αγια-Σοφιά».
   Κι αυτές οι κραυγές κι η χλαπαταγή όλο και ακούγονταν να πλησιάζουν, θαρρείς λίγο ακόμη ήθελε κι ο κοσμάκης θ' άνοιγε διάπλατα την ορειχάλκινη πύλη και θα ορμούσε καταπάνω μας.
   Δεν τους άφησαν να μπουν. Όμως αυτό που ακουγόταν απέξω έμοιαζε αν όχι με πόλεμο, σίγουρα με κάτι ελάχιστα λιγότερο. Ο καρδινάλιος αμέσως σήκωσε τα χέρια ψηλά και τέλειωσε την προσευχή που ακολούθησε την επισημοποίηση της ένωσης. Κι ύστερα, σαν αυτό και μόνο να μπορούσε να ηρεμήσει τον κόσμο, που δυσανασχετούσε ακόμη και μέσα στο ιερό της εκκλησίας, δίπλα μας, κολλητά με τον βασιλιά και όλους εμάς που θέλαμε το καλό του, ακούστηκε να διαβάζει μια ξεχασμένη παράγραφο από εκείνη την περγαμηνή που είχε μαζί του και η οποία έλεγε -δεν θυμάμαι βέβαια  μέσα σ' όλη αυτή την ανακατωσούρα ακριβώς τις λέξεις, αλλά όλοι αυτό καταλάβαμε- πως, όταν θα περνούσε το κακό, οι όροι της ένωσης, που ήταν βαρείς για μας τους ορθόδοξους, θα διορθώνονταν με γνώμονα το κοινό συμφέρον και κάτι τέτοια, τα οποία μάλλον έριξαν λάδι στη φωτιά παρά κατεύνασαν το πλήθος.
   Οι ιερείς τώρα έβγαλαν τα αντίδωρα, για να τα μοιράσουν στον κόσμο. Πρώτος πήρε ο βασιλιάς κι ακολουθήσαμε όλοι εμείς. Στον γυναικωνίτη τα μοίρασαν οι νεωκόροι. Όταν όμως ήρθε η σειρά του κόσμου, όλοι άρχισαν πάλι να δυσανασχετούν και να φωνάζουν ότι αυτό δεν ήταν το σωστό αντίδωρο, δεν είχε προζύμι, ένα ξεροκόμματο ήταν, μια πατημένη φλούδα, και δεν θα ξεγελούσαν μ' αυτές τις αηδίες τον Χριστό, τους έβλεπε από κει πάνω και έφριττε, για ποιους λοιπόν σταυρώθηκε και αναστήθηκε; Κανείς τους δεν ήθελε να πάρει, οι ιερείς δεν ήξεραν τι να τα κάνουν τόσα αντίδωρα, κι άλλα τόσα που τα έβαζαν με το ζόρι στα στόματα και τα στόματα αμέσως τα έφτυναν, όλη η εκκλησία φτυσμένα αντίδωρα, κοντεύαμε να τα τσαλαπατήσουμε, διαπράττοντας μεγάλη αμαρτία, καθώς μας έσπρωχναν, ήθελαν να βγουν απ' τον μιασμένο χώρο -ακούς εκεί μες στην Αγια-Σοφιά να μπουν να λειτουργήσουν οι αζυμίτες!
   Ο Ιάκωβος εξακολουθούσε να παραμένει σφιγμένος στη θέση του, όταν ξαφνικά το βλέμμα του διασταυρώθηκε μ' ένα άλλο βλέμμα. Και ήταν τόσο έντονη η αίσθηση εκείνου του άλλου βλέμματος, σαν να βυθίζονταν χιλιάδες βελόνες μέσα στην καρδιά του, ρίχνοντας στις μικρές πληγές της μέλι και γλυκόπιοτο κρασί. Ο Ιάκωβος έκανε μιαν απότομη κίνηση κι εγώ κατάλαβα ότι προσπαθούσε ν' απαλλαγεί απ' αυτό το λίγωμα, αλλά εκείνο το βλέμμα τον είχε γραπώσει δυνατά στις καταπράσινες αστραφτερές δαγκάνες του. Όχι βέβαια πως δεν είχε ξαναδεί τη Ζαμπέτα. Παρόλο που στον πύργο μας είχε το ιδιαίτερο δωμάτιό της και δεν επικοινωνούσε συχνά με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μας -άλλωστε ακόμη δεν ήταν παρά μια αρραβωνιαστικιά- αρκετές φορές είχε τύχει να συναντηθεί με τ' αγόρια μας. Ποτέ όμως το βλέμμα της δεν είχε καρφωθεί με τόση επιμονή στο δικό του. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό που συνέβη για πρώτη φορά. Εκεί, κάτω απ' την επήρεια αυτού του βενετσιάνικου, σπινθηροβόλου βλέμματος, μέσα στον ιερό χώρο της εκκλησίας, ο Ιάκωβος ένιωσε για πρώτη φορά... φθόνο! Ναι, φθόνο. Για ποιον; Για τον ίδιο του τον αδελφό. Τον Νικόλαο. Που σε λίγο θα 'κανε τη Βενετσιάνα γυναίκα του. Κι ήταν τόσο μεγάλος ο φθόνος του και τόσο βασανιστικός ο ξαφνικός πόθος του να την αγγίξει και ν' ακουμπήσει τα φλογισμένα χείλη του στα δικά της, που τα 'βλεπε κιόλας να μισανοίγουν έτοιμα για το φιλί, που παρακάλεσε μ' όλη του τη δύναμη τον Θεό να γίνει κάτι, να γίνει κάτι και να κάνει τη Ζαμπέτα δική του.
   Ήδη η λειτουργία, αν μπορούσε κανείς να ονομάσει έτσι αυτή την αναταραχή, είχε τελειώσει κι είχαν ανοίξει τις εννέα πύλες, απ' όπου, τσαλαπατώντας ο ένας τον άλλον, έπρεπε να βγούμε. Ο κόσμος μάς κορόιδευε, μας έσπρωχνε δυνατά, μερικοί μας έφτυναν, τράβηξαν τον χιτώνα του θείου Κωνσταντίνου, που προσπαθούσε παρ' όλα αυτά να μείνει ψύχραιμος,  κάποιοι ψιθύριζαν ότι όλος αυτός ο εξευτελισμός δεν άξιζε για τέσσερα ψωροκάραβα και τους πενήντα στρατιώτες που έφερε μαζί του ο καρδινάλιος σαν βοήθεια εκ μέρους του πάπα, αν η συμπαράσταση έμενε σ' αυτό, θα είχαμε κοροϊδέψει τζάμπα τον Θεό, κι άλλα τέτοια.
   Η μητέρα κρατούσε την Άννα μας απ' το ένα χέρι και την Ελένη μας απ' το άλλο κι εκείνες με τη σειρά τους τη Θεοδώρα μας και τη Μαρία μας κι εμένα. «Μη χαθούμε!» στρίγκλιζε η μητέρα, και τα μάτια της είχαν γεμίσει οργή, κόκκινα μάτια, θαρρείς έτοιμα να κατασπαράξουν το αχάριστο πλήθος. Τα αγόρια προσπαθούσαν κι αυτά να μείνουν ενωμένα κι όλοι μαζί να φτάσουμε στ' άλογα και στις χειράμαξες. Οι φρουροί είχαν διαταγή να χτυπήσουν ανελέητα όποιον προσπαθούσε να μας εμποδίσει κι αυτό έκαναν, ανέμιζαν τα μαστίγια στον ουρανό και τα κατέβαζαν με δύναμη σε πλάτες και κεφάλια.
   Ο θείος Κωνσταντίνος κατόρθωσε ν' ανοίξει χώρο και να φύγει με τους δικούς του. Βλέπαμε μόνο το κόκκινο απ' τον χιτώνα του ν' ανεμίζει κι ύστερα χάθηκε. Η μητέρα κοίταξε ένα γύρω αγριεμένη κι ύστερα ξαφνικά βύθισε το βλέμμα της στο δικό μου.
   «Πού είναι;» σφύριξε στ' αυτί μου, μην την ακούσουν οι άλλοι.
   Κατάλαβα. Είχα αφήσει απ' τα μάτια μου τον Ιάκωβο. Κι αυτός είχε βρει την ευκαιρία να χαθεί. Μέσα σ' όλη τη φασαρία, ευτυχώς, κανείς δεν κατάλαβε πως δεν έλειπε μόνον ο Ιάκωβος, αλλά κι η Βενετσιάνα μας. Και φυσικά η μητέρα ούτε ήθελε να μιλήσει για την εξαφάνιση του πατέρα. Τι να 'λεγε;
 
   Στέκονταν αντικριστά πίσω από τον ερειπωμένο Ιππόδρομο, εκεί κοντά στη σιδερένια πύλη στο λιμάνι των Σοφιανών, όπου πριν από πολλά χρόνια έμεναν συγγενείς μας απ' τη μεριά του πατέρα, γιατί αυτό είναι το πραγματικό μας όνομα, Σοφιανοί, το Νοταράς το πήραμε απ' τον προπάππου, που ήταν παλιά νοταράς στην αυλή του Μιχαήλ. Τώρα η συνοικία ήταν ακατοίκητη πια, οι άνθρωποι λιγόστευαν συνεχώς στην πόλη μας, τους αντικαθιστούσαν λύκοι, αλεπούδες, αδέσποτα σκυλιά και γάτες, ενώ στους εγκαταλειμμένους κήπους φύτρωναν άγρια χόρτα και τσουκνίδες.
   Δεν μιλούσαν. Τα πόδια τους είχαν ματώσει στ' αγκάθια, αλλά η έξαψη ήταν τόσο δυνατή, που δεν άφηνε τον πόνο να χιμήξει. Η απόστασή τους δεν ήταν παρά δυο βήματα, έτσι να 'καναν θ' αγκαλιάζονταν, ένιωθε ο ένας την ανάσα του άλλου να τον καίει, όμως δεν το τολμούσαν. Η Ζαμπέτα τράβηξε τα κόκκινα μαλλιά της απ' το μέτωπο κι αποκάλυψε το λευκορόδινο, στρογγυλό σαν το γεμάτο φεγγάρι πρόσωπό της, αυτό που είχε μαγέψει με τη φωτεινότητά του τα Παλαιολογάκια, μα πιο πολύ απ' όλους τον Νικόλαο, που ζήτησε εκείνος να την παντρευτεί, ήταν ο πρωτότοκος, δικαιούνταν να πάρει αυτός την πριγκίπισσα που κουβάλησε απ' τη Δύση ο πατέρας για πιο στενούς δεσμούς με τη Βενετιά, όπου είχαμε λέει σαν οικογένεια τα εμπορικά και οικονομικά συμφέροντά μας.
   Η Ζαμπέτα ωστόσο είχε μαγευτεί πιο πολύ κι απ' τον Ιάκωβο, κι αυτό γιατί, όπως όλες μας, δεν είχε αντικρίσει ξανά τόσο καθαρή ομορφιά σε αγόρι, ούτε στη δική μας μα ούτε και στη δική της πατρίδα, ούτε στους άρχοντες ούτε στο πόπολο, αυτά τόλμησε αργότερα να εξομολογηθεί στην Άννα μας -κοίτα να δεις σε ποια βρήκε ν' ανοίξει την καρδιά της!
   Ο Ιάκωβος, πρώτη φορά έτσι μαγεμένος, αγωνιζόταν να βρει τις κατάλληλες λέξεις και πράξεις που μπορούν να δείξουν σ' ένα κορίτσι τον έρωτα που νιώθει στην καρδιά του ένα αγόρι. Όμως ήταν όλα τόσο ξαφνικά, ώστε όσα περνούσαν απ' το μυαλό του έμοιαζαν άπρεπα και δεν τα τολμούσε. Να της χιμήξει λέει ξαφνικά και να βυθίσει τη γλώσσα του στο στόμα της, να της σκίσει το φόρεμα εκεί μπροστά στο στήθος, να γλείψει με τη γλώσσα του όλα τα λακκάκια του προσώπου της, να της τραβήξει πίσω τα κόκκινα μαλλιά και να πιπιλίσει τον λαιμό της, όπως είχε δει κρυφά τον πατέρα να κάνει στις μικρές μας δούλες, κι ύστερα, κι ύστερα, ω,  μα τι έπρεπε να κάνει ύστερα, το μυαλό του δεν μπορούσε να βρει τις εικόνες, όμως το αίμα του, που φαίνεται γνώριζε μυστικά τα τερτίπια του έρωτα χωρίς να τα έχει ξαναζήσει, κόχλαζε στα μηνίγγια του κι εκεί από κάτω του και τον πονούσε. Ο Ιάκωβος με μεγάλη προσπάθεια στεκόταν ακίνητος. Πέρα απ' τις εικόνες, το μυαλό του κατόρθωνε μονάχα να επαναλαμβάνει την ίδια προσευχή: Θεέ μου, κάνε να γίνει κάτι, να γίνει κάτι και να την κάνω δική μου, κι εγώ ό,τι μου ζητήσεις...
   Τη στιγμή που, θες ο Θεός, θες ο βασανιστικός πόθος, του υπέδειξαν να κάνει ένα βήμα μπροστά για να συμβεί το μοιραίο, το δεξί του μάτι έπιασε ένα χρώμα στο πλάι του που διέφερε κατά πολύ απ' το πράσινο της χλόης. Κι αυτό το χρώμα κινούνταν με ταχύτητα. Αμέσως έστρεψε ασυναίσθητα το βλέμμα του κι αντίκρισε -αν είναι ποτέ δυνατόν, μέσα σ' αυτή την ερημιά, που φοβόταν να πάει και σκυλί- ποιαν; Τη Σιχθάν! Μάλιστα, τη Σιχθάν, τη μικρή δούλα μας, που έτρεχε μέσα στ' αγκάθια, με το κιτρινοπράσινο φουστάνι της ν' ανεμίζει και τα μαύρα μαλλιά της ξέπλεκα να την ακολουθούν.
   Θα 'ταν δε θα 'ταν μια τόση δα στιγμή που άφησε από τα μάτια του τη Ζαμπέτα και να που εκείνη τώρα, λες κι άνοιξε ξαφνικά η γη και την τράβηξε στα σωθικά της, είχε εξαφανιστεί. Ο Ιάκωβος έμεινε ακίνητος, άφωνος, μια στήλη άλατος, όπως η γυναίκα του Λωτ! Και πρέπει να πέρασαν αρκετές στιγμές μέχρι ο νους του να ξαναλειτουργήσει. Όσο μακριά έφτανε το βλέμμα του δεν φαινόταν τίποτα. Ούτε δεξιά ούτε αριστερά, μέχρι που κόντευε να πιστέψει ότι ποτέ δεν έφυγε μαζί με τη Ζαμπέτα από την εκκλησία, δεν την ακολούθησε τρέχοντας στον δρόμο που εκείνη του έδειχνε με τα βήματά της, γυρνώντας κάθε τόσο το κεφάλι της να δει αν εκείνος είναι πίσω της. Μετά όμως από μια δεύτερη σκέψη πίστεψε πως όλο αυτό που συνέβη μεταξύ τους, έστω κι αν δεν είχαν ούτε ελάχιστα αγγιχτεί, ήταν μια τόσο μεγάλη αμαρτία, που ο Θεός ανέλαβε πρωτοβουλία, κι αντί να την κάνει δική του, όπως τον είχε παρακαλέσει, την εξαφάνισε για να τον σώσει -«οὐκ ἐπιθυμήσεις ὅσα τοῦ πλησίον σου ἐστί», Θεέ μου, συγχώρεσε τον ταπεινό Σου δούλο και «μὴ εἰσενέγκῃς εἰς πειρασμόν».
   Ανάμεσα απ' τ' αγκάθια και τις τσουκνίδες το δρομάκι πλάταινε κι ανοιγόταν, λες και κάποιος το είχε πρόσφατα καθαρίσει, έτσι όμως που να μη φαίνεται από τα αδιάκριτα βλέμματα. Ο Ιάκωβος, αποφασίζοντας να δει πού πήγαινε η Σιχθάν, την οποία -σημειωτέον- ποτέ δεν είχε δει να βγαίνει απ' το σπίτι ούτε για να πάει στο παζάρι, μπλέχτηκε σ' εκείνο το δρομάκι, που οδηγούσε χαμηλά προς τη θάλασσα, εκεί που ήταν κάποιες μισογκρεμισμένες αποθήκες με σαπισμένα καφάσια ψαράδων κι όπου άλλοτε ήταν ο πύργος των συγγενών μας, των Σοφιανών, και το λιμάνι τους.
   Το δρομάκι σταματούσε σε μια μεγάλη αποθήκη με ξύλινη φρεσκοβαμμένη πόρτα, η μόνη αποθήκη απ' όσες έβλεπε που στεκόταν στη θέση της και διέθετε πόρτα. Θα πρέπει μάλιστα να ήταν πρόσφατα κατασκευασμένη, γιατί υπήρχε και μια σιδερένια αμπάρα κρεμασμένη στον τοίχο, που σήμαινε ότι εκεί μέσα κρυβόταν κάτι σημαντικό. Ο Ιάκωβος συλλογίστηκε πειρατές ή ληστές και κλεμμένα, που τα πουλούσαν λίγα λίγα κι έπρεπε κάπου να τα κρύβουν, μην τους τα πάρουν άλλοι ληστές. Για μια στιγμή φοβήθηκε, η καρδιά του σφίχτηκε κι έκανε να το βάλει στα πόδια. Όμως ο αδελφός μου, εκτός απ' τη φήμη του πιο όμορφου στη γη, είχε και τη φήμη του πιο περίεργου. Τρελαινόταν λοιπόν να μάθει τι γύρευε εδώ κάτω η Σιχθάν κι αν ήταν εκείνη στ' αλήθεια η αιτία που χάνονταν πολύτιμα πράγματα από τον πύργο μας.
   Ο Ιάκωβος, σιγοπατώντας, έφτασε μέχρι την ξύλινη πόρτα και προσπάθησε να στήσει αυτί. Πώς του φάνηκε ξαφνικά ότι άκουσε ψαλμούς, κι αυτό του κίνησε ακόμη περισσότερο την περιέργεια, κάθε δυο τετράγωνα στην πόλη υπήρχε εκκλησία που λειτουργούσε, ποιος ο λόγος λοιπόν για μια λειτουργία μέσα σε αποθήκη και μάλιστα σ' ένα μέρος που δεν τολμούσαν να κατέβουν ούτε τα σκυλιά;
   Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα κι είδε μπροστά του τη Σιχθάν. Τρόμαξε τόσο πολύ, που έμεινε άφωνος μπροστά της. Η μικρή δούλα χαμογέλασε και χωρίς ούτε στιγμή να διστάσει, «Εδώ πρέπει εσύ, αφέντη μου, έλα», είπε και τον τράβηξε μαλακά, κλείνοντας πίσω της την πόρτα και βάζοντας την εσωτερική αμπάρα.
   Τόση ήταν η έκπληξη του Ιάκωβου, που δεν σκέφτηκε καν να της δώσει τη γερή κλοτσιά που συνήθιζε, έτσι, για να μη χαλάσει τη σχέση τους σαν αφέντη και δούλου. Χωρίς ούτε να το καταλάβει, είχε βρεθεί ξαφνικά ανακατεμένος μ' ένα τσούρμο ανθρώπων που απ' τα ρούχα, τους τρόπους και τη μυρωδιά τους έδειχναν πως ήταν φτωχοί. Η αλήθεια είναι ότι ο Ιάκωβος ποτέ, μα ποτέ δεν είχε συναναστραφεί αληθινούς φτωχούς, μονάχα τους είχε ακούσει απ' τα λόγια της μητέρας, όταν έδινε διαταγή στους δούλους μας κάθε Παρασκευή να ετοιμάσουν «το πιάτο των καημένων των φτωχών που πεινάνε» και κάθε αρχή του χειμώνα να μαζέψουν ρούχα για «τους δυστυχισμένους τους φτωχούς που κρυώνουν», αλλά ποτέ δεν τους είχε συναντήσει ο ίδιος, ούτε βέβαια άλλος κανείς από μας. Αυτό το τσούρμο των φτωχών λοιπόν έψελνε. Απ' τα πρόσωπά τους καταλάβαινες τις εθνικότητες, που άλλαζαν από γωνιά σε γωνιά. Κι ανάμεσά τους ξελαρυγγίζονταν πάνω από καμιά τριανταριά κουρελήδες καλόγεροι, μ' έναν ψηλό επικεφαλής τους, που κοιτούσε δεξιά κι αριστερά, χωρίς ωστόσο να σηκώνει το κεφάλι. Η Σιχθάν τον σκούντησε να συμμετάσχει σ' αυτή την ψαλμωδία. Κι ο Ιάκωβος, χωρίς να το πολυσκεφτεί, το 'κανε, είχε μάθει απ' τον πατέρα ότι είναι καλύτερα πάντα να πηγαίνεις με το ρεύμα, ακόμα κι αν διαφωνείς, παρά ν' αντιστέκεσαι σ' αυτό, ακόμη κι αν έχεις τα κότσια να το κάνεις. Δεν παρέλειψε όμως να της δώσει στα κρυφά μια ανελέητη τσιμπιά, στρίβοντας μάλιστα και τα δάχτυλά του στο μπράτσο της, μέχρι που η κοπέλα έκανε παραφωνία και λίγο έλειψε ν' ακουστεί ο δυνατός λυγμός της.
   Όταν τελείωσε η προσευχή κι άρχισε μια ακαταλαβίστικη φλυαρία, καθώς όλοι μιλούσαν στα πηγαδάκια τη δική τους γλώσσα, η Σιχθάν παράτησε τον Ιάκωβο κι άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος. Στην άλλη άκρη της αποθήκης υπήρχαν κάποια κασόνια, απ' όπου η μικρή σκλάβα, μαζί με κάποιες μοναχές, που προθυμοποιήθηκαν να τη βοηθήσουν, έβγαλε μεγάλα καρβέλια ψωμί και κάτι μακρουλά πράγματα σαν λουκάνικα, αλλά χοντρά, τα οποία μοίρασαν στο πλήθος, που άρχισε λαίμαργα να τα καταβροχθίζει, βγάζοντας μικρές κραυγές ευτυχίας. Ύστερα κάποιοι άλλοι μοίρασαν αμφορείς με κρασί, που έκαναν τη βόλτα από στόμα σε στόμα, και ακούγονταν ικανοποιημένα γουργουρητά και θορυβώδεις καταπόσεις, ούτε να τρώνε δεν ήξεραν αυτοί οι άνθρωποι επιτέλους. Κάποιος πρόσφερε και στον Ιάκωβο να πιει κι εκείνος προσποιήθηκε πως πίνει, προσέχοντας να μην αγγίξει τα χείλη του αμφορέα, ποιος ξέρει τι αρρώστιες μπορεί να είχαν όλοι αυτοί οι φτωχοί, η πανούκλα καραδοκούσε, ένιωθε κιόλας αναγούλα απ' τη μυρωδιά εδώ μέσα. Κι ύστερα ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους, ποιος; Ο πατέρας! Από κάποια γωνιά της αίθουσας, όπου κανείς δεν μπορούσε να τον διακρίνει προηγουμένως, άφησε τη σκιά του κι ανέβηκε σ' ένα μικρό βάθρο. Ο κόσμος πισωπάτησε από σεβασμό, να του αφήσει χώρο ελεύθερο. Ο Ιάκωβος χαμήλωσε το βλέμμα του. Δεν ήθελε να τον κοιτάξει, μην προδοθεί που ήταν εκεί, ανάμεσα σ' αυτό το ελεεινό πλήθος, που βρομούσε, ρευόταν, ιδροκοπούσε κι έμοιαζε αφηνιασμένο αλλά υπάκουο απ' τη στιγμή που ο πατέρας άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει. Σήκωσε τα χέρια ψηλά, επιβάλλοντας σιωπή απ' άκρη σ' άκρη. Οι αμφορείς κατέβηκαν, τα ψωμιά περίμεναν καρτερικά στα χέρια, ακόμη κι η μπουκιά έμεινε μετέωρη στο κατάπιομα. Η σιωπή ήταν καθηλωτική. Ο Ιάκωβος κράτησε ακόμη και την ανάσα του, μην ταράξει την ιερότητα της στιγμής.
   «Η Θεοτόκος θα μας σώσει», ακούστηκε να λέει ο πατέρας κι όλοι το επανέλαβαν με μια φωνή.
   «Κάτω οι Φράγκοι!»
   «Κάτω!» ακούστηκε σαν ηχώ η κραυγή των παρευρισκομένων.
   Κι αμέσως άρχισαν να συνθηματολογούν εναντίον του βασιλιά και της ένωσης, μ' έναν ήχο σαν να έψελναν. Ο πατέρας σήκωσε πάλι τα χέρια ψηλά και τα κούνησε για να τους ηρεμήσει. Δίπλα του τώρα είχε ανέβει ο ψηλός κλόγερος, που τώρα μόλις τον κατάλαβε ο Ιάκωβος απ' τα κόκκινα σγουρά γένια του. Ήταν ο πατερ-Άνθιμος! Κρατούσε μια περγαμηνή, που την ξετύλιγε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. Ο πατέρας τού έδωσε τον λόγο, συστήνοντάς τον στο πλήθος σαν τον εκπρόσωπο του μοναχού Γεννάδιου, που ήταν ο αρχηγός του κινήματος εναντίον της ένωσης των Εκκλησιών. Ο καλόγερος, ξεφυσώντας και πετώντας σάλια ανάμεσα απ' τα σπασμένα δόντια του, μίλησε με μια φωνή που έμοιαζε να βγαίνει από πηγάδι. Αυτή η φωνή όμως τους έκανε όλους να σωπάσουν και να τεντώσουν τ' αυτιά τους με προσοχή.
   «Έρχομαι από τη Μονή Χαρσιανείτου», άρχισε να λέει κι όλοι έκαναν ένα «Ωωω!» κι ύστερα πάλι σιωπή, για ν' αφοσιωθούν στα λόγια του καλόγερου. «Φέρνω μήνυμα από τον πατερ-Γεννάδιο» -πάλι ακούστηκε το «Ωωω!». «Ο άγιος πατέρας είναι θλιμμένος» - «Ουουου!» ακούστηκε από κάτω. «Ο βασιλιάς του έχει απαγορέψει να βγαίνει έξω. Αλλά δεν μπορεί να τον σταματήσει. Εδώ τα γράφει όλα», κούνησε την περγαμηνή πάνω απ' το κεφάλι του, για να τη δουν όλοι, «το αντέγραψα από ένα χαρτί που 'χει κρεμάσει έξω απ' τη θύρα του. Είσαστε έτοιμοι ν' ακούσετε τα λόγια του άγιου πατέρα;»
   «Ναι, ναι, ναι!»
   Κι ο πατερ-Άνθιμος έτριψε τη μύτη του κι έφερε το χαρτί πολύ κοντά στα τσιμπλιασμένα μάτια του. Έκανε μεγάλη προσπάθεια να διαβάσει στο λιγοστό φως της αποθήκης. Ο κόσμος αδημονούσε κι έκανε φασαρία, αλλά μόλις ακούστηκαν τα πρώτα λόγια αμέσως όλοι βουβάθηκαν.
   «Άθλιοι, πώς πλα-πλα-πλανηθήκατε και χά-σατε την πίστη σας στο Θεό; Ελ-λ-λπίσατε στη δύναμη των Φράγκων και μα-μαζί με την Πόλη που θα χά-χά-χάσετε χάσατε και την ευ-σέβειά σας; Συγχώρεσέ με, Κύριε, είμαι α-α-αθώος από αυτό. Εδώ λέει κάτι που δεν το βγάζω. Τι λέει; Α! Ξέρετε, λέει, τι κάνετε; Μαζί με την α-, όχι, αι-αιχμαλωσία, ναι, θα χάσετε και το πατροπαρά-δοτο και, μια στιγμή, ναι, ομολογήσατε την ασέβεια. Αλίμονό σας, αλίμονό σας, θέλει να πει αλίμονό μας, όταν θα κριθείτε. Δηλαδή κριθούμε. Αυτό λέει».
   Ο κόσμος έμεινε βουβός. Ίσως δεν είχαν ακριβώς καταλάβει τι έγραφε το κείμενο, αλλά ο τρομαγμένος τρόπος που το διάβασε ο καλόγερος τους έκοψε την ψυχή. Ο κίνδυνος λοιπόν ήταν μεγάλος, οι Τούρκοι αργά ή γρήγορα θα έπαιρναν την Πόλη και δεν έπρεπε να εμπιστεύονται τον πάπα για βοήθεια, κι εδώ που τα λέμε τι τους ενδιέφερε ποιον θα 'χαν για αφέντη, μια μπουκιά ψωμί και μια γουλιά κρασί ζητούσαν απ' αυτόν τον κόσμο κι ένα ίσιωμα ν' αράζουν την πλάτη τους τις νύχτες, να μην ξεπαγιάζουν, αυτό ζητούσαν κι ας ερχόταν όποιος ήθελε, ψιθύριζαν μεταξύ τους. Δεν ήξεραν όμως με τι λόγια να το πουν αυτό δυνατά, άσε που μπορεί να μην ήταν και το σωστό σ' αυτή την περίσταση, έτσι περίμεναν σιωπηλά να τους δοθεί ένα καινούριο σύνθημα. Τότε πήρε πάλι το λόγο ο πατέρας και με την καμπανιστή φωνή του κραύγασε «Η Θεοτόκος σώζει», και το πλήθος το επανέλαβε με όση ορμή είχε ο καθένας μέσα στο κοκαλιάρικο στήθος. Οι φτωχοί, χτυπώντας χέρια και πόδια ρυθμικά και κραυγάζοντας όλοι μαζί, σήκωσαν τώρα πάλι τον αμφορέα κι έπιναν μια γουλιά, κι ύστερα τον έδιναν παρακάτω, κι οι κραυγές χαμήλωσαν και μπερδεύονταν με τα ρεψίματα, και μετά ακούγονταν μπουκωμένες απ' το ψωμί κι ύστερα πάλι στεντόρειες, μέχρι που ο πατέρας έκανε ένα νεύμα στη Σιχθάν κι εκείνη έτρεξε κι έβγαλε την αμπάρα απ' την πόρτα, και η πόρτα άνοιξε διάπλατα κι ο πατέρας έκανε μια κίνηση πάλι με το χέρι, όπως σε κοπάδι, κι όλος αυτός ο μπουκωμένος όχλος, κραυγάζοντας «Η Θεοτόκος σώζει!» και «Κάτω ο πάπας κι ο προδότης βασιλιάς!», ξεμπούκαρε απ' την αποθήκη και ξεχύθηκε στο δρομάκι τρέχοντας. Ακόμη δεν είχε δύσει ο ήλιος, οι φωνές ακούγονταν που ξεμάκραιναν, τώρα πρέπει να έφτασαν στον κεντρικό δρόμο, δεν θα σταματούσαν να φωνάζουν μέχρι τη νύχτα, ό,τι και να τους έκαναν οι φρουροί του βασιλιά.
   Στην αποθήκη δεν είχε μείνει παρά ο πατερ-Άνθιμος, η μικρή δούλα μας η Σιχθάν κι ο πατέρας. Τότε τόλμησε ο Ιάκωβος να βγει απ' τη σκιά του και να τον κοιτάξει στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν τόσο διαπεραστικό -όλοι το 'λεγαν στον πύργο μας και κατέβαζαν τα μάτια τους εξουθενωμένοι- που ο πατέρας κατάλαβε αμέσως την παρουσία του. Ψύχραιμος κι ευθυτενής ανταπέδωσε το ίδιο βλέμμα κι έμειναν έτσι οι δυο τους μέσα στην αποθήκη, που όλο και σκοτείνιαζε, να κοιτάζει ο ένας τον άλλον, πατέρας και γιος, αμίλητοι, με το ίδιο βλέμμα, που τρυπούσε τα σωθικά, ήταν η πρώτη φορά που ο αδελφός μου τολμούσε να το κάνει. Τώρα αυτό θα του 'βγαινε σε καλό; Σε κακό; Πού να ξέραμε τότε.

   Kωνσταντινούπολη, 
Φεβρουάριος του έτους 6961 από κτίσεως κόσμου (4)
 
   Το μικρό παρεκκλήσι του πύργου μας ήταν καταστόλιστο. Λευκοί ευωδιαστοί υάκινθοι, μαβιά μεθυστικά ζουμπούλια και πορφυρά άγρια γεράνια, πιασμένα με χρυσές μεταξωτές κορδέλες, απλώνονταν κατά μήκος της αίθουσας, πλημμυρίζοντάς την με αρώματα και χρώματα.
  Τα εκατοντάδες αναμμένα κεριά που ζέσταιναν χρυσίζοντας τον χώρο και οι φωνές των ψαλτών, μελωδικές και χαρμόσυνες, παραλίγο να μας κάνουν να ξεχάσουμε πως εκεί έξω μας περίμενε ο πόλεμος.
  Ο Νικόλαος ήταν κιόλας στην εκκλησία. Στεκόταν δυο βήματα μακριά απ' την ιερή τράπεζα, περιμένοντας, κι έτριζε, κρυφά από τη μητέρα, τα δάχτυλά του. Ο πατέρας, ντυμένος την επίσημη στολή του ναύαρχου, βρισκόταν δίπλα του και χωρίς να μιλά, μόνο με το βλέμμα, έδινε εντολές στους κληρικούς σχετικά με την τελετή. Ήταν η πρώτη φορά που σ' έναν γάμο στην οικογένειά μας δεν παρευρισκόταν ο πατριάρχης -ο πατέρας με τίποτα στον κόσμο δεν θα καλούσε τον καρδινάλιο Ισίδωρο βέβαια. Ο ελάχιστος Γεννάδιος, όπως μάθαμε ότι ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του, έστειλε κάποιους δικούς του καλόγερους απ' τη Μονή Χαρσιανείτου, με επικεφαλής τον πατερ-Άνθιμο, κι οι αθεόφοβοι βρήκαν την ευκαιρία και τόλμησαν ένα μικρό κήρυγμα εναντίον της ένωσης, αν και βρίσκονταν σε τελετή γάμου και μάλιστα με δυτική πριγκίπισσα. Ο πατέρας με μια κίνηση του δεξιού του φρυδιού επέβαλε την τάξη κι αμέσως ακούστηκαν επευφημίες, καθώς η Ζαμπέτα με την ακολουθία της έμπαινε στον ναό. Ο μικρός μου αδελφός, που την περίμενε με μεγαλύτερη λαχτάρα κι απ' τον ίδιο τον γαμπρό, κάρφωσε τα μάτια του πάνω της και δεν τα ξεκόλλησε μέχρι το τέλος της τελετής, τόσο τρελαμένος ήταν για δαύτην.
   Άστραφτε από ομορφιά μέσα στο ολόλευκο, κεντημένο με χρυσό και πολύτιμους λίθους, μεταξωτό νυφικό της, που μόλις πριν από μια εβδομάδα είχε καταφθάσει απ' τη Βενετιά, στην ίδια γαλέρα με τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα για τα οποία είχε εκλιπαρήσει τη Δύση ο Κωνσταντίνος -να σκεφτείτε, μας έλεγαν, δεν είχε πια ούτε ψωμί να δώσει στον κοσμάκη, τέτοια φτώχεια.
   Η μητέρα θλιβόταν που ο γάμος δεν μπορούσε να γίνει στην Αγια-Σοφιά, όπως είχαν αποφασίσει παλαιότερα. Κανείς απ' τους πιστούς δεν λειτουργούσε πλέον εκεί, μετά το μαγάρισμά της απ' τους αζυμίτες. «Θα 'ταν καθαρή πρόκληση», αντέτεινε ο πατέρας στις δειλές νύξεις της μητέρας ότι άλλο ο λαουτζίκος κι άλλο εμείς, κι ότι μια φορά παντρεύεται το παιδί και τέτοια, τα οποία, στην κατάσταση που βρισκόμασταν σαν χώρα, δεν συγκινούσαν κανέναν. Ακόμη κι οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι δεν έδειχναν να χολοσκάνε για το πού θα γινόταν ο γάμος, μάλιστα την τελευταία στιγμή η Ζαμπέτα χτύπησε δυνατά το πόδι της -καλύτερα είναι λέει ο γάμος να γίνει αφού περάσει το κακό, πράγμα που παρεξηγήθηκε, γιατί έμοιαζε σαν να ήθελε να τον ματαιώσει. Μήπως αυτό επιδίωκε κατά βάθος η αθεόφοβη; Μας πέρασε μια τέτοια υποψία.
   Το επεισόδιο ξεπεράστηκε χάρη στην Ευφραιμία, που ήξερε πάντοτε να μαλακώνει τη μητέρα, η οποία γκρίνιαζε ότι γάμος που δεν γίνεται ημέρα Κυριακή, «πάει, δεν στεριώνει». Αυτά άκουγε ο αδελφός μου και κρυφογελούσε, παρακαλώντας από μέσα του τον Θεό να είναι απ' το στόμα της και στ' αυτί Του. Δεν τολμούσε να δείξει φανερά τη χαρά του. Μήπως έπρεπε να τολμήσει, για να γλιτώσουμε από όσα ακολούθησαν; Δεν ξέρω.
   Ο πατέρας παρέμεινε ανένδοτος και οριστικοποίησε την ημέρα του γάμου, «Τι έχει η Πέμπτη δηλαδή, ημέρα του Θεού είναι κι αυτή, νισάφι η παραξενιά σου», φώναζε στη μητέρα, αλλά εκείνη ήξερε πως μόνον όταν είχε κάτι άλλο στο μυαλό του, κάτι που δεν μπορούσε να περιμένει, έγραφε στα παλιά του τα παπούτσια τα εθιμοτυπικά της Εκκλησίας.
   Περνώντας η Ζαμπέτα την ανθρώπινη αψίδα που έκαναν τ' αγόρια μας, παρόλο που φάνηκε καθαρά η μεγάλη προσπάθειά της -ακόμη και τα μάτια της δοκίμασε να κρατήσει κλειστά, διακινδυνεύοντας να σκουντουφλήσει πάνω σε σώματα- δεν κατόρθωσε να μη στραφεί προς τον Ιάκωβο. Και ήταν το βλέμμα της τόσο επίμονο, που το ένιωσε εκείνος μέσα του να κατρακυλάει σαν λιωμένο μολύβι, καίγοντας τα σπλάχνα του. Προσπάθησε ωστόσο να μείνει ατάραχος, αποδεικνύοντας ακόμη μια φορά πως ήταν τάλε κουάλε ο πατέρας στην ψυχραιμία.
   Επειδή ο γάμος γινόταν εσπευσμένα, δεν είχε προλάβει να 'ρθει στην Πόλη κανένας απ' τους Μοτσενίγγους, έτσι οδήγησε τη νύφη στο πλευρό του γαμπρού ο ίδιος ο πατέρας και τους ένωσε τα χέρια πάνω στην ιερή τράπεζα. Τότε ο πατερ-Άνθιμος υποδείχτηκε δια βοής από τους υπόλοιπους μοναχούς άξιος για επίσκοπος και χρίστηκε επιτόπου από τον βασιλιά, κατόπιν θερμής παράκλησης του πατέρα, και ανέλαβε εν προκειμένω χρέη πατριάρχη. Φουντωμένος ολόκληρος απ' την τιμή που του έγινε -λες και κανείς μας δεν κατάλαβε πως είχε έρθει μόνο και μόνο γι' αυτήν- και χωρίς καθόλου να σηκώσει το κεφάλι, ολοκλήρωσε το τυπικό προσφωνώντας τους «συζύγους», και η τελετή έκλεισε βιαστικά όταν ο πατέρας σήκωσε τα χρυσοποίκιλτα και γεμάτα αληθινά διαμάντια και ρουμπίνια στέφανα -που τα λιγουρευόταν καθώς τα κοίταζε ο θείος Κωνσταντίνος- και σταυρώνοντάς τα τρεις φορές, σύμφωνα με τις οδηγίες του νεοεκλεγέντος επισκόπου, τα τοποθέτησε στα κεφάλια τους. Ο Νικόλαος και η Ζαμπέτα είχαν οριστικά κι αμετάκλητα ενωθεί με τα δεσμά του γάμου και θα έμεναν μαζί μέχρι να τους χωρίσει... ο θάνατος.
   Θάνατος, βρόντησε η λέξη στο μυαλό του Ιάκωβου και ήταν τόσο έντονο και ξεκάθαρο το μήνυμά της, που τρόμαξε κι ο ίδιος. Κοίταξε φοβισμένος γύρω του, μήπως έγινε κάτι αντιληπτό, και προσπάθησε ν' αποδιώξει την αμαρτία απ' το μυαλό του, αλλά η λέξη θαρρείς κι είχε καρφωθεί εκεί, χτυπούσε συνέχεια μέσα του, μέχρι που τον έκανε να της παραδοθεί. «Θάνατος», άκουσε τον εαυτό του να ψιθυρίζει κι αμέσως εικόνες φρίκης τον πλημμύρισαν. Να γινόταν λέει επιτέλους αυτός ο πόλεμος με τους Τούρκους κι ο Νικόλαος να... -τρόμαξε κι ο ίδιος με τον συλλογισμό του. Όχι, δεν έπρεπε να σκέφτεται αυτά τα πράγματα, ο διάβολος είχε μπει μέσα του και τον τριβόλιζε, «Θεέ μου, συγχώρεσέ με», του ξέφυγε η φωνή, όμως το μυαλό του δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ' τα μισάνοιχτα κατακόκκινα χείλη και τα σπινθηροβόλα σμαραγδένια μάτια της, αχ, επιτέλους, ας τον άφηνε ήσυχο, αλλά αυτό ακριβώς δεν ήθελε να γίνει.
   Στη δεξίωση που ακολούθησε, στον πύργο μας, ο Ιάκωβος, γλείφοντας ένα κομματάκι από μπουτάκι φασιανού, προσπαθούσε να στέκεται χωμένος σε μια σκιά για να βρίσκεται μακριά της και ρουφούσε από την ολόχρυση κούπα του μονεμβασιώτικο κρασί, αραιωμένο με φρέσκο νεράκι, γιατί ήθελε να 'χει το κεφάλι του καθαρό, ν' αποφεύγει τις τρικλοποδιές που του έβαζε συνεχώς ο διάβολος. Μάλιστα έδειχνε ολοφάνερα ότι θα προτιμούσε ν' αποσυρθεί στα δικά του δωμάτια, αλλά τον εμπόδιζε με το κατακόκκινο θυμωμένο βλέμμα της η μητέρα, μια οικογένεια είμαστε, έμοιαζε να λέει, αύριο μπορεί να μας χωρίσει ο πόλεμος, ας καθίσουμε όλοι μαζί ενωμένοι μια φορά επιτέλους σ' αυτό το ρημάδι το σπίτι. Εκτός απ' τη μητέρα τον παρακάλεσε να μείνει κι εκείνος ο ζωγράφος που 'χε κουβαλήσει ο πατέρας απ' την Ιταλία -τον έλεγαν Τζάκοπο Μπελλίνι, και θα ζωγράφιζε επί πληρωμή το νέο ζευγάρι- ήταν λέει πολύ σπουδαίος στη χώρα του. Αλλά ο τρελόγερος, αντί να κάνει τη δουλειά για την οποία είχε έρθει, ξεροστάλιαζε να χαζεύει τον Ιάκωβο, τόσο τον είχε μαγέψει η ομορφιά του. Είχε μάλιστα ζητήσει την άδεια του πατέρα να του κάνει το πορτρέτο σαν αρχάγγελο Γαβριήλ και να το πάρει στην Ιταλία αντί για πληρωμή. Ούτε λόγος λοιπόν ότι ο Ιάκωβος θα παρέμενε στη δεξίωση.
   Η ατμόσφαιρα, μ' εκείνα και με τ' άλλα, ήταν τεταμένη. Όλοι κάθονταν αμίλητοι και μπούκωναν με φασιανούς, ερωδιούς κι ελαφάκια, πίτες κι ολόφρεσκα ψάρια τα στόματά τους, μην τ' αφήσουν ελεύθερα και ξεστομίσουν αυτό που φτερούγιζε ασταμάτητα στο μυαλό τους και τρομάξουν τους γύρω τους, μα περισσότερο τον ίδιο τους τον εαυτό, και ποιος δεν το καταλάβαινε αυτό. Μόνον ο πατέρας δοκίμαζε να κάνει πού και πού τα αστεία του, εισπράττοντας το παγερό βλέμμα της μητέρας. Δεν είχε όμως άλλον τρόπο να κρύψει τον εκνευρισμό του, χρόνια πλέον τον ξέραμε, κι αυτό μας προκαλούσε ακόμη μεγαλύτερη ταραχή. Τότε η μητέρα μάς εξέπληξε όλους με την ψυχραιμία της. Τη στιγμή που κάτω από τον πύργο μας άρχισαν ν' ακούγονται δυνατά κι επαναλαμβανόμενα τα πρώτα συνθήματα, «Προδότη Κωνσταντίνε!», «Κάτω τα χέρια από την Πόλη!», κι άλλα, που υπονοούσαν παράνομη λέει κατοχή του θρόνου, επειδή ο θείος δεν στέφθηκε όπως όλοι οι προηγούμενοι αυτοκράτορες στην Αγια-Σοφιά, αλλά σε μια υποδεέστερη εκκλησία στον Μυστρά, βιαστικά και κρυφά, όταν πέθανε ο παππούς, μην του αρπάξει τον θρόνο ο πορφυρογέννητος Θωμάς, η μητέρα σηκώθηκε χαμογελαστή, διόρθωσε διακριτικά το διάδημά της, που απ' τον ιδρώτα είχε γλιστρήσει, κοντεύοντας να της κλείσει το αριστερό μάτι, και ανακοίνωσε στους καλεσμένους μας ότι ο Ιάκωβος θα παίξει με το φλάουτο μια υπέροχη μπαλάντα του Γκυγιόμ ντε Μασό, του αγαπημένου της Γάλλου συνθέτη.
   Όλοι άφησαν την ανακούφισή τους να εκδηλωθεί. Επιτέλους, η μουσική θα σκέπαζε αυτές τις στριγκλιές που έρχονταν απ' τον δρόμο. Ποιος διάολος τους φανάτιζε όλους αυτούς τους αλήτες, που δεν είχαν πού την κεφαλήν κλίναι, κι αντί να πάνε να στρατευθούν, που ζήταγε ο βασιλιάς κόσμο να πολεμήσει, απαιτούσαν τώρα ξαφνικά να δώσουμε την Πόλη στον Τούρκο αμαχητί, ξέφυγαν απ' τα μπουκωμένα στόματα οι τρομαγμένες λέξεις κι ύστερα χαλάρωσαν όλοι στις αναπαυτικές πολυθρόνες, ψάχνοντας με το δεξί χέρι το χρυσό κύπελλο, το γεμάτο με κρασί. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτ' άλλο, αναστέναζαν. Μπορούσαν;
   Αμέσως ο κελαηδιστός ήχος του φλάουτου έκανε την αίθουσα των τελετών του πύργου μας να μοιάζει με παράδεισο, και όλοι, μα όλοι, γρήγορα βρήκαν μια πολύ καλή δικαιολογία να επιτρέψουν στον εαυτό τους να απολαύσει την τέχνη, ξεχνώντας όσα γίνονταν στον δρόμο, γιατί η τέχνη, που τρέφει το πνεύμα -όλοι το παραδέχονταν εκτός απ' τους φτωχούς- είναι πολύ πιο σημαντική από το φαγητό, που γεμίζει την κοιλιά, και μακάριοι αυτοί που μπορούν να την απολαύσουν.
   Ο τρόπος που φυσούσε, που άνοιγε κι έκλεινε τις οπές του φλάουτου ο αδελφός μου γινόταν όλο και πιο πυρετικός, σχεδόν δεν έβλεπες πια τα δάχτυλά του, που γεμάτα πάθος χόρευαν πάνω στο καλλίγραμμο εβένινο καλάμι. Το σημάδι ανάμεσα στα φρύδια του -ολοκόκκινο, σχεδόν μαβί άλογο σε καλπασμό- άστραφτε, σ' άφηνε να καταλάβεις την ένταση της ψυχής του. Το βλέμμα του, επίμονο και διεισδυτικό, καρφωνόταν στο βλέμμα της Ζαμπέτας, η οποία, αν και κρατιόταν απ' το χέρι του συζύγου της, δεν έπαυε να 'χει στραμμένη την προσοχή της στον μικρό μου αδελφό. Μέχρι που το πρόσεξε η Άννα μας και το ψιθύρισε στην Ελένη μας, που το είπε στη Μαρία μας, κι εκείνη με τη σειρά της, ξεπερνώντας με, το ανακοίνωσε στη μητέρα. Εκείνη κατάπιε απότομα, με τη βοήθεια του κρασιού, μια πελώρια μπουκιά γερανού, σηκώθηκε και καθαρίζοντας τον λάρυγγά της ανακοίνωσε ότι οι νεόνυμφοι είναι κουρασμένοι και να τους συγχωρούσαν που έπρεπε τώρα, αμέσως τώρα, να αποσυρθούν στα διαμερίσματά τους. Και άπλωσε το χέρι προς το ζευγάρι, σαν αυτό να ήταν αρκετό να τους σηκώσει όρθιους, αδιαφορώντας ακόμη και για τον Μπελλίνι που τους σκιτσάριζε. Ο Νικόλαος, που κανείς μας δεν θυμόταν να 'χε ποτέ παρακούσει τις εντολές της μητέρας, σηκώθηκε πρώτος, κι όπως κρατούσε σφιχτά το χέρι της Ζαμπέτας την παρέσυρε σε μια παράξενη στάση, μισή καθιστή, μισή όρθια, με το βλέμμα πάντα καρφωμένο στον Ιάκωβο, σαν να μην επικοινωνούσε με τον έξω κόσμο. Οι καλεσμένοι μας γέλασαν, αλλά αμέσως το 'κοψαν, ενώ ο Νικόλαος εξακολουθούσε να τραβά τη Ζαμπέτα, η οποία τελικά συνήλθε και μ' ένα απότομο τράβηγμα του χεριού δήλωσε στη μητέρα ότι δεν νυστάζει και θα 'θελε να απολαύσει ολόκληρη την υπέροχη αυτή μουσική, δήλωση που μας έφερε όλους σε δύσκολη θέση φυσικά. Όμως η μητέρα δεν ήταν απ' τους ανθρώπους, όπως ξέρουμε, που υποχωρούσε εύκολα. Χρησιμοποίησε το πιο γλυκό της χαμόγελο και έστειλε με την ίδια δικαιολογία τον Ιάκωβο στο δωμάτιό του, τάχα μου ήταν κουρασμένος και γι' αυτό έχανε τις νότες, κάνοντας τόσο, μα τόσο φρικτές παραφωνίες, πράγμα που ήταν ολοφάνερα ψέμα, τουλάχιστον για όσους ήξεραν από μουσική. Έτσι πίστευε η μητέρα πως έβαζε ένα τέλος σ' αυτό που ακόμη δεν είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνο μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Μάλιστα έστειλε και τον Μπελλίνι μαζί του, δήθεν να ολοκληρώσει το πορτρέτο του, στην πραγματικότητα όμως για να τον φυλάει.
   Ο ζωγράφος για ώρες ατέλειωτες κοιτούσε προσεκτικά τον αδελφό μου, μισοκλείνοντας τα μάτια, κι ανακάτευε τα χρώματά του με χέρια που έτρεμαν απ' τη συγκίνηση, για να πετύχει ακριβώς το χρυσό των μαλλιών του και να απεικονίσει με κάθε λεπτομέρεια τις κίτρινες κηλίδες μες στο γαλάζιο των ματιών του. Και μόνο όταν δεν μπορούσε πια να κινήσει τα δάχτυλά του από την κούραση, μεγάλος άνθρωπος, μάζεψε πινέλα και καβαλέτο κι έφυγε για να πάρει έναν υπνάκο. Το πρωί θα ξανάρχιζε μόνος του, δεν είχε ανάγκη πια τον αδελφό μου, το πρόσωπό του είχε χαραχτεί στο μυαλό του ζωγράφου με κάθε χρωματική λεπτομέρεια. «Τέτοιοι άγγελοι», έλεγε και ξανάλεγε συνεπαρμένος, «δεν έρχονται συχνά στη γη». Στο τέλος θα του πρόσθετε τα φτερά.

   Ο Ιάκωβος, μετά που έφυγε ο Μπελλίνι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όλοι οι πυρσοί έξω απ' τον πύργο μας είχαν σβήσει, το σκοτάδι είχε καταπιεί τον Κεράτιο, πού και πού ένα τριζόνι ακουγόταν να λέει τα δικά του, κι ο αδελφός μου όρθιος αγνάντευε απ' το τοξωτό παράθυρό του το σκοτεινό κενό.
   Πετάχτηκα στον ταραγμένο ύπνο μου, νιώθοντας να καίγομαι. Σαν να είχε πάρει το κρεβάτι μου φωτιά. Τρόμαξα. Ποτέ μου δεν είχα νιώσει τέτοια ταραχή κι ούτε ήξερα από τι προερχόταν. Έμεινα στο κρεβάτι μου δυστυχισμένη και ανήμπορη. Ο αδελφός μου καιγόταν και δεν μπορούσα να τον βοηθήσω. Κανείς μας δεν μπορούσε. Έπασχε απ' αυτό που δεκάδες φορές είχα ακούσει την Ευφραιμία να το λέει στη μητέρα: εφηβεία! Που έμοιαζε να σημαίνει κάτι πολύ σπουδαίο, αλλά που κανείς δεν μας το είχε εξηγήσει. Εγώ ήξερα μόνο, γιατί το ένιωθα στο κορμί μου, ότι αυτό -η εφηβεία δηλαδή- τον έκανε να πονά!

   Ο Ιάκωβος, με το μέτωπο κολλημένο στο τζάμι, σκεφτόταν τη Ζαμπέτα. Κι αυτό τον τρέλαινε. Δηλαδή όχι ακριβώς η σκέψη, αλλά τα συνακόλουθά της: εκείνη η αναθεματισμένη, νόμιμη μετά τη γαμήλια τελετή, νυχτερινή επίσκεψη του Νικόλαου στα διαμερίσματα της συζύγου, η οποία δεν είχε πλέον το δικαίωμα ν' αρνηθεί. Οι εικόνες ξεπετάγονταν απ' το μυαλό του κόκκινες από τον πυρετό και σκοτεινές από τον φθόνο. Η Ζαμπέτα θα σπαρταρούσε τώρα στα χέρια του Νικόλαου, η σκέψη τον εξουθένωνε, αν δεν φοβόταν μην τον ακούσουν θα βογκούσε, τέτοιος πόνος του ξερίζωνε τα σωθικά. Και ήθελε να βάλει το χέρι του εκεί μέσα βαθιά, να ξεριζώσει την εικόνα της, να σβήσει επιτέλους αυτή τη φλόγα, που τον κατάκαιγε, πριν απομείνει κι ο ίδιος στάχτη. Τότε ένα ελαφρό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Η καρδιά του πετάρισε κι έτρεξε ν' ανοίξει με λαχτάρα, ενώ το ολόφωτο φεγγαρίσιο πρόσωπο της Ζαμπέτας, με τα σμαραγδένια μάτια και τα κόκκινα μαλλιά, ξεχείλιζε στο μυαλό του.
   Ένα αόρατο χέρι τον συγκράτησε. Τα πόδια του θαρρείς κι είχαν κολλήσει στα περίτεχνα μωσαϊκά του δαπέδου. Μια προσευχή ανέβηκε ξανά στα χείλη του από τα βάθη της καρδιάς του. Ήξερε ότι αυτό ήταν αμαρτία. Οτιδήποτε σκεφτόταν τον τελευταίο καιρό, μόλις το σκεφτόταν για δεύτερη φορά, διαπίστωνε πως ήταν αμαρτία. Είχε γίνει ένας αμαρτωλός, πώς θα μπορούσε να βρει τη συγχώρεση; Μες στο σκοτάδι αναζήτησε την εικόνα της Παναγίας, που ήταν κρεμασμένη πάνω απ' το κρεβάτι του, αυτή που του φαινόταν πως τα μάτια της όλη τη νύχτα γυάλιζαν, κοιτάζοντάς τον άγρυπνα, χωρίς ωστόσο ποτέ να έχει καταλάβει αν ήταν για να τον επιπλήξουν ή να τον προφυλάξουν, αυτούς τους άγιους ήταν τόσο δύσκολο να τους καταλάβει κανείς.
   Τα μάτια ήταν πάντα εκεί, φωτεινά μες στο σκοτάδι, επιτέλους αυτά τα νυχτερινά θαύματα της εικόνας τον εξουθένωναν, καλύτερα να του έλεγε με λόγια τι ήταν σωστό και τι όχι, στο κάτω κάτω ήταν μονάχα ένα παιδί κι ας είχαν όλοι την απαίτηση απ' αυτόν -με πρώτον τον πατέρα- να φέρεται σαν μεγάλος.
   Το χτύπημα στην πόρτα ξανακούστηκε, και βέβαιος πως η Παναγία θα του συγχωρούσε αυτή την αμαρτία με τη μεγάλη καλοσύνη της, γιατί, όπως είπαμε, δεν ήταν παρά ένα παιδί, αποφάσισε ν' ανοίξει, ενώ η καρδιά του έκανε στο στήθος του τέτοιον σαματά, που δεν μπορούσε ν' ακούσει τα ψιθυριστά λόγια που έρχονταν απέξω.

   Στο σκοτεινό του δωμάτιο, μπροστά στην πόρτα που 'χε μισανοίξει, προσευχόμενος με όλη τη δύναμη της ψυχής του να είναι η Ζαμπέτα, ο αδελφός μου έβλεπε τη Σιχθάν, να τον κοιτάζει με το χρυσό της βλέμμα. Στα χέρια της κρατούσε ένα διπλωμένο χαρτί και του το πρότεινε. Κι επειδή η περιέργειά του ήταν μεγαλύτερη απ' οτιδήποτε άλλο, όπως είπαμε, ο Ιάκωβος άναψε στα γρήγορα το κερί του και ξεδίπλωσε το σημείωμα, χωρίς να πολυσκεφτεί ότι μπροστά του πάλι ήταν η μικρή δούλα, που άξιζε την πιο δυνατή τσιμπιά του.
   «Δεν αγαπώ Νικόλα. Δεν άνοιξα που ήρθε και χτυπούσε λα μία πόρτα. Δεν θα γίνω πραγματικά σούα μόλιε ποτέ», κι από κάτω η υπογραφή: «τούα Ζαμπέτα». Το χαρτί σαν να του έκαψε τα δάχτυλα. Ζαλίστηκε από τη λαχτάρα που ξεσήκωσε μέσα του αυτή η ξεκάθαρη, αν και έμμεση, υπόσχεση, κι ένιωσε το στομάχι του να γυρίζει, να γυρίζει.
   Μέσα στο μυαλό του Ιάκωβου το κείμενο αυτού του χαρτιού, δεν ήταν μόνο μια υπόσχεση. Ήταν μια πρόσκληση. Καμιά λογική σκέψη δεν έμοιαζε ικανή να συγκρατήσει το κορμί του, που σχεδόν εκτοξεύτηκε, να προσπεράσει τη Σιχθάν, να χαθεί στους σκοτεινούς φιδίσιους θαλάμους, ν' αγκαλιάσει αυτό το σώμα που ήξερε ότι τον περίμενε.
   Δεν μπόρεσε. Το χέρι της Σιχθάν, απίστευτα δυνατό για το λιγνό κορμί της, τον άδραξε απ' το μπράτσο και τον ακινητοποίησε. Κατάπληκτος βύθισε το αφρισμένο βλέμμα του στο δικό της.
   «Όχι, αφέντη μου. Πατέρας σου θέλει εσένα κάτω. Τώρα».
   Ο Ιάκωβος σάστισε. Η επιθυμία του διχάστηκε. Ο πόθος για τη Ζαμπέτα αλλά κι η διάθεσή του να συμμετάσχει σ' αυτό που μυστικά συντελούνταν στη χώρα και μπορούσε να μας φέρει τόσο κοντά στην απόλυτη εξουσία τον τραβούσαν το ένα από δω και τ' άλλο από κει. Έτρεξε στο παράθυρο. Κι εκεί κάτω μακριά μόλις που είδε ν' αχνοφαίνονται κάποιοι πυρσοί, που τώρα έμοιαζαν να συγκεντρώνονται και να πληθαίνουν.
   Ο Ιάκωβος φύλαξε το χαρτί της Ζαμπέτας στο στήθος του και με το βλέμμα ζήτησε απ' τη δούλα μας να τον οδηγήσει εκεί που είχε δώσει εντολή ο πατέρας. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να χάσει αυτό που επρόκειτο να γίνει. Του δημιουργούσε την αίσθηση μιας υπέροχης περιπέτειας, άρχισε κιόλας να ονειρεύεται τους ηρωισμούς εκείνους που είχε ακούσει να λένε τα μεγαλύτερα αδέλφια μας  εδώ και χρόνια. Θα έδειχνε λοιπόν σ' όλους πως είχε μεγαλώσει, η Ζαμπέτα έμπλεξε κι αυτή στα σχέδιά του, θα μπορούσε να τη διεκδικήσει από τον Νικόλαο, αν επέμενε εκείνος να ζει και μετά τον πόλεμο, σκέφτηκε, κι αμέσως δάγκωσε τα χείλη του, η αμαρτία μπήκε ξανά στην ψυχή του.
   Γεμάτος ηρωική διάθεση, σαν να είχε κιόλας ξεπεράσει την παιδικότητά του, και ελπίζοντας όλοι να τον θαυμάσουν γι' αυτό, γλίστρησε στα σκοτεινά με οδηγό τη Σιχθάν, που την τραβούσε σαν άλογο απ' τα μαλλιά, γελώντας ξαναμμένος, μέχρι που βγήκαν έξω από τον πύργο, κατευθυνόμενοι προς τον Κεράτιο.

   Ο Ιάκωβος, τραβώντας πάντα απ' τα μαλλιά τη Σιχθάν, βρέθηκε σε μια μεγάλη αλάνα. Τα πόδια του χώνονταν μέχρι το γόνατο στ' αγκάθια και πονούσαν. Το μισό φεγγάρι, που τους έδειχνε τον δρόμο, τους βοηθούσε συγχρόνως να κρύβονται. Καθώς περνούσαν σαν σκιές από χαμόσπιτα και χτυπούσαν συνθηματικά, οι χαμηλές πόρτες άνοιγαν και κάποιοι έβγαιναν και ενώνονταν μαζί τους, άντρες ή γυναίκες, δεν μπορούσε να καταλάβει, όλοι ντυμένοι με τον ίδιο σάκο, απ' τον λαιμό μέχρι τα πόδια, δεν άφηναν να διακρίνονται τα χαρακτηριστικά τους. Κι όλο πλήθαιναν. Όταν έφτασαν στην αλάνα, πρέπει να 'χαν μαζευτεί γύρω στους εκατό. Εκεί ενώθηκαν μαζί με τους άλλους που περίμεναν.
   Η Σιχθάν, βρίσκοντας ευκαιρία από την έκπληξη του αδελφού μου, απελευθέρωσε τα μαλλιά της και τον τράβηξε παράμερα, «Εσύ μαζί μου», ψιθύρισε και τόλμησε να του πιάσει σφιχτά το χέρι, τραβώντας τον κάπου θεοσκότεινα. Ο Ιάκωβος δεν μπορούσε πια ούτε να σκεφτεί. Οι αλυσιδωτές εξελίξεις τον είχαν κάνει άβουλο. Τώρα η Σιχθάν τού έδειχνε κάποιον που στεκόταν στο βάθος της αλάνας κι έμοιαζε να παίρνει από έναν σωρό γύρω του κάποιο αντικείμενο και να το δίνει σε καθέναν απ' τους σακοφορεμένους που τον πλησίαζαν. Το ύψος του και το αγέρωχο παράστημά του έδωσαν το μήνυμα. Ήταν ο πατέρας. Η Σιχθάν τον έσπρωξε προς τα εκεί μαλακά. Κι ο Ιάκωβος, σαν να τον τραβούσε μαγνήτης, πήγε. Όταν γύρισε πίσω του, εκείνη δεν ήταν πια εκεί. Νόμισε πως είδε μες στη νύχτα τα ξέπλεκα μαλλιά της ν' ανεμίζουν καθώς η δούλα έτρεχε προς το λιμάνι, κρατώντας κάτι τεράστιους σάκους, που από μέσα τους ξεχείλιζαν ψωμιά.
   Ο Ιάκωβος πλησίασε τον πατέρα και τον κοίταξε. Όπως πάντα, το διεισδυτικό βλέμμα του έκανε τον άλλον να νιώσει την παρουσία του. Ο πατέρας στράφηκε προς το μέρος του και τον χαιρέτησε μ' ένα νεύμα του κεφαλιού. Ο αδελφός μου κατάλαβε πως δεν ήταν ώρα για εξηγήσεις. Ό,τι επρόκειτο να γίνει έπρεπε να γίνει γρήγορα, μεθοδικά, χωρίς πολλές κουβέντες και κρυφά, αν ήθελαν να 'χει επιτυχία. Με το χέρι ο πατέρας του έδειξε αυτά που μοίραζε στους σακοφορεμένους. Ήταν μεγάλα κομμάτια από σκέτο ξύλο και άλλα κομμάτια σίδερο. Κατάλαβε. Όπλα! Ό,τι μπορούσαν να διαθέσουν. Άρχισε να τα μοιράζει, όπως είχε δει να κάνει ο πατέρας, που καθώς απομακρυνόταν του είπε μονάχα: «Μην πας πουθενά αν δεν δεις να πηγαίνω κι εγώ, είναι επικίνδυνο», και γλίστρησε αλλού, να δώσει άλλες εντολές.
   Ο Ιάκωβος, κάνοντας τη δουλειά του αμίλητος, έψαχνε με το βλέμμα να διακρίνει τον Νικόλαο, τον Εμμανουήλ και τον Γαβριήλ. Όμως δεν τους έβλεπε πουθενά. Ούτε κοντά στον πατέρα. Τα αδέλφια μας δεν ήταν εκεί. Κανείς τους. Ο Ιάκωβος ένιωσε παράξενα. Ήξερε τις διαφωνίες του πατέρα με τη μητέρα και τις τελευταίες εξελίξεις σε σχέση με τη διαφοροποίηση της άποψής του για την ένωση των Εκκλησιών, είχε κι αυτός δει πολλές φορές γράμματα να φεύγουν και να έρχονται από τη Μονή Χαρσιανείτου, όπου μόναζε ο Γεννάδιος, ξεσπαθώνοντας εναντίον της ένωσης, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί αυτό το μυστικό σχέδιο. Τότε άκουσε πάλι το πλήθος με μια φωνή να ουρλιάζει όπως τότε στη σκοτεινή αποθήκη:
   «Η Θεοτόκος σώζει!»
   Τα ξύλα και τα σίδερα από δίπλα του τελείωσαν, το ίδιο και οι σακοφορεμένοι. Ο κοσμάκης τώρα ήταν μαζεμένος γύρω απ' τον Κουρουλούκα και περίμενε. Άκουγε τις ανάσες τους που έβγαιναν ρυθμικά, λαχανιασμένες απ' την ένταση. Περίμενε. Τότε είδε το χέρι του πατέρα να υψώνεται προς το μέρος του. Κατάλαβε κι έτρεξε κοντά του. Ο πατέρας τον αγκάλιασε με το αριστερό του χέρι και σήκωσε το δεξί σαν να επρόκειτο να ορκιστεί μπροστά στο πλήθος. Κι αυτό έκανε.
   «Ορκίζομαι ότι όσο ζω θα παλέψω γι' αυτή τη χώρα και τους ανθρώπους της, για την πίστη μας στον Θεό και τη ζωή μας».
   Ήχος ενθουσιασμού βγήκε απ' τα χείλη όλων. Κι ύστερα ακούστηκε πάλι δυνατή και βραχνή η φωνή του πατέρα:
   «Στις Βλαχέρνες. Πριν ξημερώσει».
   Κι ο όχλος, σαν να περίμενε αυτή την εντολή, ξεχύθηκε μέσα στο σκοτάδι αλαλάζοντας. «Κάτω ο πάπας κι ο προδότης βασιλιάς», και κουνώντας απειλητικά τα ξύλα και τα σίδερα τράβηξε για το παλάτι. Ο Ιάκωβος έκανε να τρέξει ξοπίσω τους, αλλά ο πατέρας τον κρατούσε γερά. Κοιτάχτηκαν. Ο αδελφός μου δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν έτρεχαν μπροστάρηδες του όχλου. Το αίμα του τον έσπρωχνε προς τα εμπρός. Κοίταξε τον πατέρα βαθιά στα μάτια, με την απορία να λάμπει ανυπόμονη.
   «Σε λίγο μπορεί να μην υπάρχει ο Κωνσταντίνος. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Εμείς δεν πρέπει να σκοτωθούμε».
   Ο Ιάκωβος δεν κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε ο πατέρας, όμως όλο αυτό που έβλεπε μπροστά του έμοιαζε με πόλεμο και τον πόλεμο είχε μάθει να τον φοβάται, έτσι έλεγαν πάντα στο σπίτι και σταυροκοπιούνταν για να γλιτώσουμε απ' αυτόν.

   Ο κόσμος, που πριν απο λίγο είχε φύγει κραδαίνοντας τα ξύλα και τα σίδερα για τις Βλαχέρνες, γύρισε πίσω πριν προλάβει να φτάσει. Κάτι είχε αλλάξει μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Τώρα με καινούριους αλαλαγμούς έδειχναν πέρα μακριά ένα διαφορετικό πλήθος, που φορώντας ακόμη τα νυχτικά του κατηφόριζε με τις δάδες του τον χαμηλό λόφο προς το λιμάνι. Από μακριά, μες στον Βόσπορο, στο φως του φεγγαριού, ξεχώριζαν πλοία που έρχονταν. Ο καινούριος όχλος μπλέχτηκε τώρα με τον παλιό κι όλοι μαζί φώναζαν με ενθουσιασμό νέα συνθήματα:
   «Οι Τζενοβέζοι, οι Τζενοβέζοι! Θα μας σώσουν. Τους στέλνει η Παναγιά», κι αμέσως μετά: «Ζήτω οι Τζενοβέζοι! Ζήτω ο βασιλιάς!»
   Ο Κουρουλούκα έσφιξε το χέρι του γιου του.
   «Δεν προλάβαμε», ψιθύρισε σαν να μιλούσε μόνο στον εαυτό του. «Αν είναι ο Γιουστουνιάς, πρέπει να σταματήσουμε. Αλλιώς θα γίνει σφαγή. Δεν είναι μόνος του πια ο Κωνσταντίνος».
   Και σήκωσε το χέρι του για να καθησυχάσει το πλήθος. Όπως και να 'χε το πράγμα, ο πατέρας ήταν πάντα ο πρωθυπουργός και εισακουγόταν. Έπρεπε λοιπόν τώρα να πάει με το ρεύμα, για να μη χάσει την επιρροή του για μετά. Κι όλοι ξέραμε πως όταν έβαζε κάτι στο μυαλό του κανείς δεν μπορούσε να του το βγάλει. Το 'χε πάρει απ' τον παππού.
   Ο Ιάκωβος ένιωσε το ιδρωμένο χέρι του πατέρα να σφίγγει το δικό του, τραβώντας τον στον δρόμο της επιστροφής προς τον πύργο μας. Μακριά είδε τη Σιχθάν να στέκεται αναποφάσιστη. Ο Ιάκωβος της έγνεψε να πάει μαζί τους, όμως ο πατέρας τον σταμάτησε:
   «Δεν έχει πια σημασία», μονολόγησε, «ο πόλεμος θ' αρχίσει από στιγμή σε στιγμή, χάσαμε την ευκαιρία». Κι ύστερα από λίγο συνέχισε: «Όμως μπορεί ο ίδιος ο πόλεμος να είναι μια άλλη ευκαιρία για μας, μικρέ».
   Στην είσοδο του πύργου συναντήθηκαν με τον Μπελλίνι. Ο ζωγράφος βιαζόταν να μπαρκάρει στο τζενοβέζικο που έφερε τον Γιουστουνιά και θα γύριζε αμέσως πίσω με άλλο, ξεκούραστο πλήρωμα, το εμπόριο δεν μπορούσε να σταματήσει ούτε λεπτό. Κάτω απ' τη μασχάλη του κρατούσε τυλιγμένο προσεκτικά σε χοντρά πανιά το πορτρέτο του μικρού μου αδελφού, μια υπέροχη ζωγραφιά, που μας είχε αφήσει άναυδους όλους στον πύργο. Είχε σκοπό να το κρεμάσει στο σαλόνι του δόγη στη Βενετιά, σαν δώρο για την εύνοια που του είχε προσφέρει. Φίλησε τον αδελφό μου κι έφυγε βιαστικά με την άμαξα για το λιμάνι.
   Το πορτρέτο δεν έφτασε ποτέ στην Ιταλία. Η γαλέρα έπεσε λέει σε χέρια Τούρκων πειρατών έξω απ' τον Κεράτιο και δεν γλίτωσε κανείς. Μόνο τον καπετάνιο, μάθαμε, άφησαν ελεύθερο, που τους έδωσε πολλά δουκάτα, και τον καημένο τον Μπελλίνι, που ήταν γέρος άνθρωπος. Για το πορτρέτο έλεγαν πολλά κατά καιρούς, ότι οι πειρατές το πούλησαν για ένα υπερβολικό ποσό στον βασιλιά της Γαλλίας, που ήταν συλλέκτης, ή πάλι ότι το 'παιξαν και το 'χασαν στα ζάρια κι ο καινούριος του ιδιοκτήτης το χάρισε λέει στον σουλτάνο, που είχε μανία με τα όμορφα αγόρια. Εμείς πάντως το ξεχάσαμε και δεν ξαναμιλήσαμε γι' αυτό. Δεν μπορούσαμε τότε να φανταστούμε τι ρόλο θα έπαιζε στη ζωή μας. Μπορούσαμε; Μια ζωγραφιά ήταν μόνο.
   Νωρίς το πρωί ο πατέρας έφυγε για το παλάτι. Δεν ξέραμε τι πήγαινε να κάνει, όμως όταν γύρισε κρατούσε μια σακούλα με δυο τεράστια ψάρια, «Σφυρίδες», είπε η Ευφραιμία, που τις της έδωσε για να τις καθαρίσει. Ύστερα ο πατέρας φώναξε τον Ιάκωβο και κλείστηκαν οι δυο τους στην κουζίνα, διώχνοντας όλο το υπηρετικό προσωπικό. Εκεί ο αδελφός μου είδε έκπληκτος τον Κουρουλούκα να παραγεμίζει τις κοιλιές των ψαριών με χρυσά νομίσματα κι ακριβά κοσμήματα κι ύστερα να τις ράβει προσεκτικά. 
   «Μια τελευταία προσπάθεια ν' αποφύγουμε τον πόλεμο, μικρέ. Το υποσχέθηκα στον Κωνσταντίνο. Αν πετύχει, παίρνουμε εμείς τη Λήμνο που 'χει υποσχεθεί στον άρπαγα τον Γιουστουνιά, τα νησιά έχουν μεγάλη εμπορική αξία, δεν τα χαρίζουμε στον καθένα για εφτακόσιους ψωροπεζικάριους», κι αμέσως τύλιξε τα ψάρια σφιχτά, τα 'βαλε σ' ένα καλάθι και κάλεσε τον φρουρό μας για τις οδηγίες.
   Έπρεπε να τα πάει πεσκέσι στον Χαλίλ πασά, τον πρωθυπουργό του Μεχμέτ.
   «Κανένα μήνυμα;» ρώτησε ο φρουρός.
   «Όχι, κανένα μήνυμα», απάντησε ο πατέρας, «θα καταλάβει. Αλλά στα χέρια του, όπως πάντα», θύμισε στον φρουρό μας. Ύστερα γύρισε στον Ιάκωβο: «Αν είχα τον Χαλίλ στην υπηρεσία μου, θα τον είχα αποκεφαλίσει και θα 'χα κρεμάσει το κεφάλι του στο πιο ψηλό δέντρο της Πόλης, αλλά τώρα εμείς μπορεί να κάνουμε τη δουλειά μας».
   Κι άπλωσε το χέρι του να χαϊδέψει τα μαλλιά του Ιάκωβου, που όμως τραβήχτηκε σαν αστραπή, δεν άντεχε την ψαρίλα.

   Ο πύργος μας μύριζε απ' άκρη σ' άκρη μέντα και λεβάντα. Οι δούλες μάζευαν τα αποξηραμένα λουλουδάκια, τα έτριβαν και τα τοποθετούσαν σε πολύ λεπτά ολομέταξα μαντίλια, που τα 'δεναν σαν μικρά πουγκιά με χρωματιστές μεταξωτές κορδέλες. Η μητέρα ήταν αμετάπειστη σ' αυτό. Το μετάξι ήταν πολύ στέρεο ύφασμα και δεν θα 'λιωνε, όσος καιρός κι αν περνούσε. Έτσι τα πουγκάκια θα 'μεναν αναλοίωτα, διατηρώντας τις μέντες και τις λεβάντες, για να μπορούν τα ρούχα μας να μείνουν ανέπαφα απ' τα αντιπαθητικά εκείνα έντομα, που τους άρεσε να τα τσιμπολογούν, μέχρι την επιστροφή μας. Όλοι πιστεύαμε πως αυτό δεν θ' αργούσε, μπορεί να έμπαινε ο άπιστος στην Πόλη, αλλά τότε θα εμφανιζόταν άγγελος εκ του Θεού με πύρινη ρομφαία, που θα τον καταδίωκε -αυτό ισχυρίζονταν οι στηλίτες κι οι ιερείς στους δρόμους, μας έλεγαν οι δούλοι που τριγύριζαν στην αγορά- κι η πόλη μας πάλι θα 'ταν ελεύθερη, κι εμείς θα ξαναγυρίζαμε κοντά στα αγαπημένα μας πράγματα. Έτσι η μέντα κι η λεβάντα, τυλιγμένες στα μεταξωτά, είχαν κριθεί αναγκαίες.
   Ο πατέρας δεν ανακατευόταν σ' αυτά. Ήταν η πρώτη φορά που άφηνε στη μητέρα όλες τις πρωτοβουλίες. Εκείνος άλλωστε είχε πολλή δουλειά να κάνει. Όπως θα καταλάβατε, το κόλπο με τα ψάρια δεν έπιασε. Μετά από έναν μήνα η κατάσταση ήταν όπως ακριβώς πριν στείλουμε τα ψάρια και μπορώ να πω ακόμα χειρότερη.
   «Ο Χαλίλ δεν έχει δύναμη πάνω στον Μεχμέτ», είπε ο πατέρας.
   Κι ο αδελφός μου αναρωτιόταν τι του 'χε έρθει του σουλτάνου τώρα, έτσι ξαφνικά, εκεί που είχε υπογράψει ειρήνη, να θέλει διακαώς να κάνει δική του την πόλη μας. Στο μυαλό του ο Μεχμέτ έπαιρνε διαστάσεις ασυγκράτητου θηρίου κι ας ήταν μόνον είκοσι χρόνων. Και βέβαια δεν συσχέτισε ούτε εκείνος ούτε κανένας άλλος το πορτρέτο που είχε ζωγραφίσει ο Μπελλίνι μ' όλα αυτά που ακολούθησαν. Μα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε τέτοια τρέλα;

   Ο θείος Κωνσταντίνος είχε κηρύξει την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας από την προηγούμενη χρονιά, τότε που τελείωσε το καινούριο του χισάρι ο σουλτάνος, κι είχε μάλιστα κλείσει τις πύλες των κάστρων απ' τον προηγούμενο Δεκέμβρη. Κανείς δεν μπορούσε να βγει ή να μπει. Αυτό βέβαια ήταν θεωρητικό, γιατί τα κάστρα είχαν τόσα χαλάσματα, που ο καθένας μπορούσε να μπαινοβγαίνει όποτε ήθελε, άλλωστε κάτω στο κεντρικό λιμάνι οι πύλες άνοιγαν κι έκλειναν, πώς θα μπορούσαν να μπαίνουν τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα που όλο ζητιάνευε πότε απ' τους δυτικούς και πότε απ' την Πελοπόννησο ο βασιλιάς. Και βέβαια, όταν λέμε ήταν κλειστές οι πύλες, πρέπει να ξέρουμε και τι ακριβώς εννοούμε, δηλαδή για ποιους ήταν κλειστές. Κι όλοι καταλαβαίνουμε πως δεν μπορούσαν να είναι κλειστές για μας. Δηλαδή για τον πατέρα.
   Με το που ήρθε ο Γιουστουνιάς από τη Χίο με τους εφτακόσιους του καταλάβαμε πως τέλειωσαν τα ψέματα κι αρχίσαμε να μαζεύουμε τα πράγματά μας, κυρίως ακριβά ρούχα, κοσμήματα, χρυσά κι ασημένια σκεύη, ιερές εικόνες και προπαντός χρήματα.
   «Θα δραπετεύσουμε!» ξεστόμισε με φρίκη η μητέρα κι άρχισε πάλι να τρέμει.
   Αλλά ο πατέρας τη διαβεβαίωσε πως αυτό δεν το έλεγαν ακριβώς έτσι. Ήταν, ας πούμε, μια αναγκαστική αναχώρηση, κάτι σαν αυτοεξορία -του άρεσε καλύτερα η λέξη- μέχρι να δούμε πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Άλλωστε δεν θα 'φευγε ο ίδιος, αλίμονο, ο καπετάνιος δεν εγκαταλείπει το πλοίο του ποτέ, τι παράδειγμα θα δώσει στο πλήρωμά του, και χαμογέλασε με το μισό του στόμα, φανερώνοντας πως το μυαλό του είχε ανοίξει πάλι φτερά. Η μητέρα απόρησε και ρώτησε τι ακριβώς εννοεί με τη λέξη «καπετάνιος», καθώς δεν θυμόταν να είχε παραιτηθεί απ' το αξίωμά του ο Κωνσταντίνος, ούτε είχε δεχτεί να το σκάσει, όπως τον συμβούλευαν οι Γάλλοι πρέσβεις, και να καταφύγει στην αυλή του Κάρολου. Ο Κουρουλούκα ωστόσο δεν ήθελε να συνεχίσει μια τέτοια συζήτηση, που ήταν σίγουρο ότι θα οδηγούσε ξανά σε καβγάδες -ήταν γνωστές οι πεποιθήσεις της μητέρας για τον θείο, το πόσο άτυχος ήταν δηλαδή που πήρε στα χέρια του τη χώρα τώρα, που όλοι την είχαν φτυσμένη και μόνον οι Τούρκοι τη λιγουρεύονταν. Ο πατέρας δεν ήθελε να εισαγάγει καινά δαιμόνια σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, ας καταλάβαινε ό,τι ήθελε όποιος ήθελε, ψιθύρισε και κίνησε για το λιμάνι, είχε να υποδεχτεί επίσημα τον Γιουστουνιά ως αρχηγός του στόλου, αλλά και ως πρωθυπουργός, εκ μέρους του βασιλιά. Μπορεί να 'θελε να τον πετάξει απ' τον θρόνο, αλλά όσο ακόμη βρισκόταν εκεί όλα θα γίνονταν καταπώς πρέπει, έτσι ήταν πάντα ο πατέρας, άλλο το ένα κι άλλο το άλλο, έλεγε.
   Η μητέρα συνέχιζε να ξεδιαλέγει τα ρούχα μας, όταν ξαφνικά της ήρθε μια ιδέα, κι ενώ ο πατέρας κατέβαινε κιόλας τα σκαλιά τού φώναξε:
   «Εγώ θα μείνω εδώ», κι ούτε την ενδιέφερε αν εκείνος είχε διαφορετική γνώμη.

   Δεν ήμασταν οι μόνοι. Κάτω στο λιμάνι εκείνο το βράδυ ήταν μαζεμένη η αφρόκρεμα της χώρας, άνθρωποι που θα 'ταν πραγματική απώλεια ο θάνατός τους, έτσι έλεγε ο πατέρας, αλλά και άλλοι, που τους κατηγορούσε σαν δειλούς, αλλά αυτοί ανήκαν στην παράταξη των ενωτικών και ούτως ή άλλως δεν θα πείραζε αν τους σκότωνε ο Μεχμέτ. Οι περισσότεροι χώθηκαν βιαστικά με τα υπάρχοντά τους σε καράβια που θα τους οδηγούσαν στην Πελοπόννησο ή στην Κρήτη. Άλλοι, όπως εμείς, περίμεναν να τελειώσει τις συνεννοήσεις ο πατέρας με ένα βενετσιάνικο, που απ' ό,τι καταλαβαίναμε ζητούσε πολλά χρήματα για τη μεταφορά μας με ασφάλεια στην Ιταλία, βλέπαμε τον πατέρα να τραβάει τα γένια του με μεγάλο εκνευρισμό. Περιμέναμε υπομονετικά κάτω από ένα υπόστεγο που μύριζε μπαγιάτικη ψαρίλα, κινδυνεύοντας ν' απορροφήσουν τα καλά ρούχα μας αυτή τη σιχαμερή μυρωδιά. Η Άννα μας ήταν πολύ νευρική που θα αποχωριζόταν τη μητέρα, ήταν πάντα τόσο δεμένες. Η Μαρία μας, κάτωχρη απ' τις λιγούρες και τις ζαλάδες, με την κοιλιά στο στόμα, οχτώ μηνών έγκυος, την τελευταία στιγμή θυμήθηκε πως δεν είχε πάρει τις κούκλες της κι ο πατέρας άρχισε τις φωνές, πως εδώ ο κόσμος χάνεται, ολόκληρο σύζυγο άφηνε πίσω να πολεμήσει, κι αυτή τον χαβά της με τις κούκλες, ώσπου η Μαρία ξέσπασε σε κλάματα κι όλοι καταλάβαμε πως ακριβώς γι' αυτό ήθελε να γυρίσει στο σπίτι, για να μείνει κοντά στον σύζυγό της δηλαδή, αλλά αυτό ήταν αδύνατο, η απόφαση ήταν παρμένη, τα κορίτσια θα έφευγαν μαζί με τα πολύτιμα πράγματα της οικογένειας, δεν μπορούσαν να αποσταλούν μόνα τους τόσα χρήματα -«Επιτέλους», είχε πει ο πατέρας, «μόνον εγώ θα σκέφτομαι το μέλλον αυτής της οικογένειας;» κι όλοι μας βουβαθήκαμε. Η Ελένη μας και η Θεοδώρα μας δεν είχαν προλάβει να μιλήσουν καθόλου, ενώ, απ' ό,τι φαινόταν, η καθεμιά τους κάτι είχε ξεχάσει στο σπίτι. Εμένα δεν με υπολόγιζε κανείς, ως μικρότερη, άλλωστε η δικιά μου δουλειά ήταν να βρίσκομαι κοντά στον Ιάκωβο και τώρα που θα αποχωριζόμασταν θεωρούσα ότι δεν θα είχα τίποτα να κάνω πια στη ζωή μου, μια άχρηστη, ούτε αγόρι αληθινό ούτε κορίτσι, αφού δεν μου 'ρχόταν η περίοδος, καλύτερα να έπεφτα στη θάλασσα, να τελειώναμε μ' αυτό, δεν το κρύβω πως είχε περάσει πολλές φορές απ' το μυαλό μου.
   Όταν ήρθε η στιγμή που ο πατέρας τα είχε κανονίσει όλα, μας έκανε νόημα από μακριά να τρέξουμε. Οι δούλοι μας κι ο χοντρο-Μπραχίμ, που θα ερχόταν μαζί μας για να μας φυλάει, είχαν ήδη μεταφέρει τα μπαούλα αγκομαχώντας. «Μα επιτέλους τι είχαν μέσα;» ψιθύριζαν, «Κάτι ρουχαλάκια μόνο», έλεγε και ξανάλεγε η μητέρα, μην κινήσει την προσοχή, αλλά όλοι ήξεραν ότι ο καθένας σε τέτοιες στιγμές έπαιρνε όλο του το βιος, γιατί μπορεί ο άγγελος με τη ρομφαία να κατέβαινε να διώξει τον άπιστο, αλλά αν ο Αλλάχ είχε διαφορετική γνώμη ποία η θέσις μας; Όποιος μπορεί να φύγει φεύγει σε τέτοιες περιπτώσεις. Ή κάνω λάθος;
   Η μητέρα επέμενε να φύγει μαζί μας κι ο Ιάκωβος, ήταν λέει μικρός για να πάρει μέρος στον πόλεμο, κι ο Ιάκωβος το βρήκε αυτό σαν δικαιολογία για να είναι επιτέλους μόνος του με τη Ζαμπέτα, οι προσευχές του έμοιαζαν να 'χουν εισακουστεί κι ας ήταν αμαρτωλές. «Παναγία μου, σ' ευχαριστώ», και σταυροκοπιόταν.
   Ο πατέρας τού το χάλασε. Ο Ιάκωβος ήταν άντρας κι όλοι θα 'πρεπε να τον δουν να μένει στη χώρα, αν ήθελαν μετά να -αλλά σταμάτησε στη μέση της φράσης, αφήνοντάς μας όλους μ' ένα ερώτημα, το συνήθιζε, είναι η αλήθεια, τώρα τελευταία. Η μητέρα τον κοίταξε στα μάτια επίμονα, απαιτώντας με το βλέμμα να μάθει τη συνέχεια, αλλά, ευτυχώς για τον πατέρα, ένας μούτσος ήρθε, «Σιάμο πρόντι περ παρτίρε, καπιτάνο», είπε κι ο Κουρουλούκα έκανε μεταβολή, πιάνοντάς με απ' το χέρι και τραβώντας με μαζί του. Ο αδελφός μου έμεινε δίπλα στη μητέρα, έτοιμος να κλάψει, αλλά δεν ήταν κι εντελώς σίγουρος ότι ήθελε να χάσει αυτό το πανηγύρι και την έκπληξη που του φύλαγε ο πατέρας, έστω και χωρίς τη Ζαμπέτα κοντά του.
   Γλίστρησα απ' το χέρι του πατέρα, με κίνδυνο να τσακιστώ στα βράχια, για να τρέξω πίσω και να του δώσω ένα φιλί. Ο αδελφός μου με κοίταξε με το διαπεραστικό βλέμμα του, «Ενείμ», είδα να διαγράφεται ανάποδα η λέξη «Μείνε» στα χείλη του, όπως το έκανε κι ο πατέρας, και σφηνώθηκε κατευθείαν στο μυαλό μου. Και τότε το αποφάσισα. Αν ήταν απ' το πλοίο να πέσω στη θάλασσα, θα το 'κανα, αλλά για κάποιον άλλο λόγο: Να γυρίσω κοντά του.
   Ο πατέρας, η μητέρα κι ο Ιάκωβος κουνούσαν στην ακτή τα μαντίλια, φαίνονταν αχνά στο ελαφρά φωτισμένο από κάποιους μακρινούς πυρσούς σκοτάδι. Εμείς για λίγο μείναμε στο κατάστρωμα κι ύστερα ο καπιτάνο διέταξε να χωθούμε στ' αμπάρια μαζί με τα μπαούλα μας, δεν έπρεπε να μας εντοπίσουν οι άπιστοι, που έλεγχαν τα στενά του Βοσπόρου. Κατεβήκαμε όλες κάτω μαζί με τον χοντρο-Μπραχίμ και στριμωχτήκαμε γύρω από κάτι πελώρια σκοινιά, που βρόμαγαν. Είπα στην Άννα μας πως μου 'ρχεται να λιποθυμήσω. Μόνη της μου συνέστησε να βγω να πάρω μιαν ανάσα καθαρό αέρα και να ξανάρθω. Αυτό έκανα. Μόνο που δεν ξαναγύρισα. Γλίστρησα όσο μπορούσα πιο μαλακά στα βράχια λίγο πριν ανοιχτούμε στη θάλασσα, σκίζοντας τις σόλες των παπουτσιών μου και πληγώνοντας τα πόδια μου. Δεν μ' ενδιέφερε και δεν ένιωσα πόνο, ούτε φοβήθηκα όταν κατάλαβα ότι έρρε αίμα απ' τις πατούσες μου. Ευτυχώς δεν είχα μεγάλη απόσταση να διανύσω. Κρύφτηκα στα βράχια, το βράδυ ήταν σκοτεινό, δεν είχε φεγγάρι, δεν με είδαν, ο καθένας μ' ένα μαντίλι σφούγγιζε τα δάκρυά του, δεν ήταν εύκολο να ξέρεις ότι εσύ διάλεξες να μείνεις σαν τους φτωχούς, μπλέκοντας σ' έναν πόλεμο, όταν οι άλλοι είχαν την τύχη να πετούν μακριά.
   Όταν άδειασε το λιμάνι απ' τους συγγενείς των φυγάδων, έτρεξα με όλη μου τη δύναμη πίσω στον πύργο μας, με την καρδιά γεμάτη φόβο για όλους αυτούς τους κακούς που, όπως μας έλεγαν οι μεγάλοι, τις νύχτες βρίσκονταν στους δρόμους, έτοιμοι να κατασπαράξουν τα μικρά παιδιά με τα πελώρια δόντια τους. Ευτυχώς δε συνάντησα παρά μόνο κάτι κουρελήδες, που αμέσως κατάλαβαν πως δεν είχαν τίποτα να πάρουν από μένα.
   Η Σιχθάν μού άνοιξε το παράθυρό της στα υπόγεια των δούλων, νομίζοντας πως ήμουν κάποιος ζητιάνος, απ' τους δικούς της, που ζητούσε ελεημοσύνη μες στ' άγρια μεσάνυχτα.
   Το πρωί με βρήκε να κοιμάμαι στο κρεβάτι μου. Έλπιζα να μην έφευγε άλλο πλοίο για Ιταλία, είχα ακούσει ότι ο θείος τα είχε επιτάξει όλα όσα ήταν στο λιμάνι, με τη σύμφωνη γνώμη του βάιλου, θα πληρώνονταν άλλωστε για ν' αλλάξουν τον εξοπλισμό τους και να γίνουν λέει πολεμικά, για να βοηθήσουν τον θείο όταν θ' άρχιζε ο πόλεμος. Ήμουν ήσυχη κι ευτυχισμένη.

Βιτάλη Λεία, Ιερή Παγίδα (Το απόκρυφο χρονικό της Κωνσταντινούπολης), εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2006

Υποσημειώσεις:
1) 1458 μ.Χ.
2) 1439 μ.Χ. 
3) 1452 μ.Χ.
4) 1453 μ.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: