Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

[ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ]

   
    Κοντεύει καλοκαίρι κι εγώ έχω ήδη τρεις μήνες στο Ναύπλιο, στην Πελοπόννησο. Νάπολη της Ρωμανίας το λένε οι Βενετοί, για να το ξεχωρίζουν από τη Νάπολη της Ιταλίας, οι οποίοι κατέχουν την πόλη και τη διαφεντεύουν ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα.
   Έκανα Πάσχα εδώ, μαζί μ' άλλους ευγενείς, Έλληνες και Βενετούς. Οι γιορτές ήταν για μένα μια παρηγοριά. Οι ακολουθίες στον καθεδρικό ναό της άνω πόλης κι η Ανάσταση του Κυρίου μού δημιούργησε μια μικρή αίσθηση ανακούφισης. Ίσως και μια ελπίδα για καλύτερες μέρες. Ο τωρινός διοικητής της πόλης έφτασε λίγο μετά από μένα και μου φέρθηκε, θα έλεγα, σαν να ήταν ο πραγματικός μου πατέρας. Για να μην πω και καλύτερα, δηλαδή, αφού είναι ο πατέρας του Μαρίνου, ο Μπερτούκκιος Κονταρίνι!
   Αλλά νομίζω ότι είναι ώρα να πάρω τα πράγματα από την αρχή. Εξάλλου, εδώ στο Ναύπλιο, μου 'ρθε η ιδέα να γράψω τούτο το βιβλίο. Δεν έχω τίποτα πιο χρήσιμο να κάνω στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μου. Έτσι άρχισα να καταγράφω τις πρώτες μου σκέψεις.
   Λοιπόν, ας αρχίσω απ' το σημείο που άφησα την ιστορία μου. Από εκείνη την τελευταία νύχτα που πέρασα μαζί με τον αγαπημένο μου Μαρίνο. Ποτέ δε θα μπορούσα να σκεφτώ ότι θα μου το 'κανε αυτό. Εννοώ ότι θα με νάρκωνε και το ίδιο βράδυ, απ' ό,τι μου 'πε κι ο καπετάνιος αργότερα, θα μ' έβαζε στο πλοίο μαζί με τους άντρες του. Ξύπνησα, το επόμενο μεσημέρι, όταν με χτύπησε στα μάτια ο ήλιος στην καμπίνα του καπετάνιου.
   Στην αρχή έχασα τον κόσμο γύρω μου. Κούναγε το πλοίο κι εκεί ξέρασα πρώτη φορά. Δεν ξέρω αν ήταν απ' το κούνημα ή απ' το παιδί που τώρα πια ξέρω ότι έχω μέσα μου. Εδώ στο Ναύπλιο η κοιλιά μου όλο και μεγαλώνει.
   Λίγο πριν συνειδητοποιήσω ότι ήμουν σε πλοίο, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και μπαίνει ο καπετάν Αργύρης. Αφού μου συστήθηκε, μου 'πε ότι ήταν στην υπηρεσία των Κονταρίνι από χρόνια. Τον είχε ενημερώσει η οικογένεια για το ποια ήμουν -«αρχόντισσα Κονταρίνι» με αποκάλεσε- και ζητούσε τη συνεργασία μου. Προφανώς και τον άρχισα στις απανωτές ερωτήσεις.
   «Ο κύριός μου, ο Μαρίνος Κονταρίνι, είπε να σε μεταφέρω, εσένα, τη σύζυγό του, σε σίγουρο μέρος».
   «Δηλαδή;»
   «Εκεί που η σύζυγός του δε θα κινδυνεύει».
   Τον κοίταξα κάπως περίεργα.
   «Σου είπε πράγματι “η σύζυγός μου”; Είσαι σίγουρος;»
   «Ναι. Γιατί; Δεν είναι έτσι;»
   Δεν το αρνήθηκα, γιατί δεν ήθελα να ανακαλύψει ποια πραγματικά ήμουν. Δεν τον ήξερα εξάλλου. Φοβόμουν ότι, αν μάθαινε την ταυτότητά μου, ίσως έκανε στροφή το πλοίο και με πήγαινε αλλού. Σίγουρα θα έβγαζε πολλά αν με πουλούσε για σκλάβα. Βέβαια στη συνέχεια διαπίστωσα πόσο καλός άνθρωπος ήταν. Στην αρχή, όμως, φυλαγόμουν.
   Εκείνη τη στιγμή μπήκε ένας υπηρέτης του και μου 'στρωσε το τραπέζι. Είχα συνέλθει κάπως και στο μεταξύ, μέχρι να μου στρώσει ο άλλος, μπήκε κι ο γιατρός του πλοίου. Οι άλλοι δύο μας άφησαν μόνους. Ο γιατρός, αφού μ' εξέτασε για λίγο, μου είπε:
   «Κυρία Κονταρίνι, εκτός από τους μώλωπες... αλήθεια τι σας συνέβη;»
   «Έπεσα χθες από τ' άλογο και χτύπησα», απάντησα καθώς ντυνόμουν.
   «Κι αυτοί οι εμετοί που είπατε...»
   «Απ' τη θάλασσα. Δεν ταξιδεύω συχνά», τον διαβεβαίωσα.
   «Καλώς», απάντησε μαζεύοντας τα εργαλεία του. «Θα σας ετοιμάσω ένα ρόφημα δυναμωτικό που θα το πίνετε δυο φορές τη μέρα πριν απ' το φαγητό».
   «Αλήθεια, γιατρέ, πού πηγαίνουμε;»
   Με κοίταξε φευγαλέα με την άκρη του ματιού του και είπε:
   «Δεν... δε ρωτάτε το κατάλληλο πρόσωπο».
   «Γιατί;» τον ρώτησα απορημένη.
   «Εγώ... πώς να το ξέρω;»
   «Μα δεν ταξιδεύετε κι εσείς με το ίδιο πλοίο;»
   «Με έχουν προσλάβει για δύο χρόνια. Με το πλοίο πηγαίνω όπου θέλουν τα αφεντικά μου. Για μένα ο χρόνος κι ο τόπος που πηγαίνει το πλοίο μού είναι, θα έλεγα, μάλλον αδιάφορα».
   «Α, μάλιστα».
   «Καταλαβαίνετε, κυρία, έχω πάει σε δεκάδες λιμάνια. Δε με ενδιαφέρει πια και τόσο ο προορισμός».
   «Και τώρα... σε ποιο λιμάνι πάει τώρα το πλοίο;»
   «Δεν το ξέρω. Αλλά μάλλον...»
   «Ναι...» είπα με αγωνία.
   «Ίσως κάπου στο Μοριά, σε κάποια βενετική κτήση».
   Αντιλήφθηκα ότι τελικά ούτε κι αυτός είχε τη διάθεση να μιλήσει. Τις επόμενες μέρες ρώτησα με τρόπο τους ναύτες και τους στρατιώτες που στο μεταξύ με ορισμένους είχα αποκτήσει και κάποια οικειότητα. Το συμπέρασμα ήταν ότι όντως πηγαίναμε στο Μοριά, αλλά πού ακριβώς δεν ήξερα.
   Μα τι δουλειά έχω εδώ; αναρωτιόμουν. Πού πηγαίνω μ' αυτό το πλοίο; Άραγε τούτοι εδώ οι ναυτικοί θα τηρήσουν την υπόσχεσή τους προς τους κυρίους τους ή θα πάνε αλλού το πλοίο και... Τι να μου ετοιμάζει τώρα ο Μαρίνος; Αυτό ήταν το σχέδιό του; Κι αυτός; Γιατί δεν ήρθε μαζί μου;
   Χιλιάδες τέτοιες σκέψεις περνούσαν απ' το μυαλό μου τις επόμενες μέρες του ταξιδιού μας. Ομολογώ δε ότι νεύριασα άσχημα με τον Μαρίνο γι' αυτό που έκανε. Και πολλές φορές στο κρεβάτι μου είχα βάλει τα κλάματα. Ήμουν τώρα πραγματικά μόνη.
   Μα θα μπορούσε να με είχε ενημερώσει. Και πού είναι αυτός τώρα; Επέστρεψε στην Πόλη... μάλλον. Εξάλλου μου μίλαγε συχνά τις τελευταίες μέρες για την άμυνά της και την επικείμενη πολιορκία. Αλλά γιατί να μου πει ψέματα; Φοβόταν ότι θα του ζητούσα να επιστρέψουμε μαζί στην Πόλη;
   Τις μέρες που ήμουν στο πλοίο είχα όλο τον καιρό να σκέφτομαι αυτά τα πράγματα. Απ' την άλλη, ο καπετάνιος με καθησύχαζε διαρκώς και μου έλεγε μονότονα να μην ανησυχώ κι ότι σύντομα θα φτάναμε  στον προορισμό μας.
   Το ταξίδι μας συνεχίστηκε ανέφελο και λίγες μέρες αργότερα, χωρίς να μας συμβεί κάτι απρόοπτο, φτάσαμε στο Ναύπλιο, όπως με πληροφόρησε ο καπετάνιος λίγες ώρες πριν μπούμε στο λιμάνι.
   Με το που δέσαμε, είδα και το τι γινόταν στην κάτω πόλη. Εκείνη την περίοδο ήταν σε πλήρη εξέλιξη πολλά έργα. Ουσιαστικά η κάτω πόλη ήταν ένα τεράστιο εργοτάξιο όπου δούλευαν εκατοντάδες άνθρωποι. Οι Βενετοί είχαν αρχίσει να χτίζουν δημόσια κτίρια αλλά και τα τείχη της. Είχαν ρίξει πολλά λεφτά.
   Ο καπετάνιος τελείωσε γρήγορα γρήγορα τα τυπικά, ενώ πάνω στην ώρα έφτασε και μια φρουρά στρατιωτών. Ανέφεραν ότι γνώριζαν την ταυτότητά μου κι ότι ήρθαν να με παραλάβουν για να μ' οδηγήσουν στο κάστρο.
   Μπήκαμε μέσα στους τεράστιους προμαχώνες διαμέσου μικρών θυρίδων και μετά ακολουθήσαμε εσωτερικούς δαιδαλώδεις και ανηφορικούς δρομίσκους. Λίγο αργότερα στεκόμουν μπροστά στο διοικητή της πόλης.
   «Καλώς ήρθατε, κυρία Κονταρίνι», μου 'πε και με χαιρέτησε τυπικά.
   «Καλώς σας βρήκα», απάντησα σε άψογα ιταλικά.
   «Σας διαβεβαιώ ότι θα φροντίσω να 'χετε μια άνετη διαμονή μέχρι να έρθει ο πεθερός σας».
   «Ο ποιος;» ρώτησα έκπληκτη.
   «Ο πεθερός σας. Ο κύριος Μπερτούκκιος Κονταρίνι. Θα με αντικαταστήσει, ξέρετε».
   «Πώς κι έτσι;» είπα τώρα με κάποια κρυφή χαρά.
   «Μα... δε σας έχουν ειδοποιήσει;»
   Έγνεψα αρνητικά. Στο μεταξύ ήρθαν αναψυκτικά, γιατί έκανε αρκετή ζέστη μέσα στο παλάτι του διοικητή από τα δύο τζάκια που 'ταν αναμμένα.
   «Δεν ενημερωθήκατε;» συνέχισε ο διοικητής. «Εμένα με ειδοποίησαν πριν από μερικές μέρες απ' τη Μεθώνη. Το καράβι του κυρίου Κονταρίνι, του πεθερού σας κι αντικαταστάτη μου, σύντομα θα βρίσκεται εδώ».
   «Α! Μάλιστα».
   «Τον ξέρω απ' τη Βενετία. Καταπληκτικός άνθρωπος! Και φιλέλληνας! Θα περάσετε καλά μαζί του», δήλωσε με ολοφάνερο ενθουσιασμό.
   Αυτό το τελευταίο κάπως με ηρέμησε. Συζητήσαμε για λίγο και κάποια στιγμή με οδήγησε στα διαμερίσματά μου. Μου 'χε παραχωρήσει δύο υπηρέτριες για να με εξυπηρετούν και τρία ελεύθερα δωμάτια μέσα στο παλάτι του. Στο ένα, αρκετά ευρύχωρο θα έλεγα, έμενα εγώ. Στο δεύτερο είχα τα λιγοστά πράγματά μου και το χρησιμοποιούσα και σαν γραφείο. Και το τρίτο το είχα ελεύθερο ώστε να δέχομαι τους διάφορους επισκέπτες μου.
   Ο διοικητής είχε απόλυτο δίκιο ως προς τις ημερομηνίες. Γιατί στις αρχές Απριλίου είδα απ' το μπαλκόνι του δωματίου μου να καταφτάνει στο λιμάνι μια μεγάλη βενετική γαλέρα. Είχε μόλις αφιχθεί ο πεθερός μου.
   Ώστε αυτό είχε κανονίσει ο Μαρίνος για να με διασώσει; Και γιατί δεν ήρθε μαζί μου; Γιατί με εγκατέλειψε; Μα πού πήγε άραγε; Επέστρεψε στην Πόλη; Γιατί;
   Όλα αυτά τα ερωτήματά μου, παραδόξως, ήξερε καλύτερα από μένα να τα απαντήσει ο πεθερός μου. Όταν συναντηθήκαμε την επομένη, μ' αγκάλιασε θερμά. Προφανώς θα 'χε ακούσει για μένα απ' το γιο του, με τον οποίο επικοινωνούσε συχνά. Μου το 'πε εξάλλου· οι Βενετοί είχαν απευθείας καράβι από την Πόλη για τη Βενετία δυο φορές το μήνα.
   Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή πιάσαμε την κουβέντα:
   «Λοιπόν, κόρη μου», είπε ο πεθερός μου, όταν κάποια στιγμή συντρώγαμε το μεσημέρι, το πρώτο ιδιαίτερο γεύμα μας, «ο γιος μου έχει κάνει καλή εκλογή».
   «Δηλαδή, πατέρα;» ρώτησα χαμογελώντας αμήχανα.
   Δεν ήξερα τι του είχε πει ο Μαρίνος και κράταγα χαμηλά το κεφάλι. Επιπλέον, δεν ήξερα ότι ο Μπερτούκκιος τα 'ξερε όλα.
   «Πιστεύω ότι τώρα επιτέλους έκανε κάτι σωστό στη ζωή του», πρόσθεσε.
   «Δεν καταλαβαίνω».
   «Να... που ασχολήθηκε με το στρατό. Εγώ επέμενα... του 'λεγα δηλαδή ν' ασχοληθεί με το εμπόριο ή τη διοίκηση όπως εγώ».
   «Ναι. Του το 'χα πει κι εγώ κάποια στιγμή».
   «Ο Μαρίνος είναι καλός, αλλά... απερίσκεπτος», είπε.
   «Τι εννοείτε;»
   «Γενικά μιλάω. Μας έχει στενοχωρήσει αρκετά εμένα και τη μάνα του».
   Δε μίλησα. Περίμενα να δω πού θα το πάει.
   «Αλλά τώρα, μ' εσένα... ω, μα επιτέλους έκανε και κάτι σωστό!»
   Χαμογέλασα.
   «Αλήθεια, πώς είναι ο πατέρας σου, τι κάνει ο Λουκάς;»
   «Καλά είναι, φαντάζομαι... στην Κωνσταντινούπολη. Είναι όμως σχεδόν δύο μήνες που έχω να τον δω. Από τότε που ο Μαρίνος μ' έβαλε στο καράβι για το Ναύπλιο... Αλήθεια, πατέρα, γνωρίζετε εσείς τι γίνεται στην Κωνσταντινούπολη;»
   Ξαφνικά το πρόσωπό του σκοτείνιασε.
   «Πολιορκία;» ρώτησα.
   «Ναι... μάλλον».
   «Πώς το μάθατε;»
   «Κάποιοι που πέρασαν με καράβι απ' τη Μεθώνη, όπου βρισκόμουν πριν από λίγο καιρό, μας είπαν τα νέα. Ότι τα τουρκικά πολεμικά είχαν αποκλείσει την Πόλη απ' τη θάλασσα και δεν επέτρεπαν την είσοδο σ' αυτήν στα εμπορικά πλοία. Κι από τη Βενετία έφτασε οδηγία, δηλαδή, τα πλοία μας να είναι προσεκτικά αν πηγαίνουν κατά κει».
   «Άρα ξεκίνησε...» είπα στενοχωρημένη. «Μα...γιατί, πατέρα, δεν ήρθε ο Μαρίνος μαζί μου;»
   «Γιατί είναι στραβόξυλο!» είπε ο Μπερτούκκιος. Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο φανερά εκνευρισμένος τώρα.
   Πάγωσε το αίμα μου. Για λίγο δεν του μίλησα. Μετά πήγα κοντά του και του έπιασα το χέρι. Του μίλησα με ήρεμη φωνή: 
   «Πατέρα, εγώ δεν...»
   «Κόρη μου», απάντησε και μ' αγκάλιασε.
   Τον κοίταξα στα μάτια. Ήταν ίδια με του αγαπημένου μου. Τα μαλλιά του ήταν άσπρα, αλλά ακόμη αρκετά πυκνά. Τα μάγουλά του ρόδιζαν γεμάτα υγεία και ζωντάνια. Ήταν λίγο πιο ψηλός από μένα και ίσως πάνω από εξήντα χρονών, αλλά δεν του φαινόταν.
   «Μην ανησυχείς, Άννα μου... ξέρω».
   Τον κοίταξα ερωτηματικά.
   «Μου τα 'χει γράψει όλα ο Μαρίνος μου».
   «Εγώ θα ήθελα να...»
   Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
   «Μην κουράζεσαι... Εγώ θα σ' αγαπήσω σαν δικό μου παιδί. Κόρη δεν απέκτησα. Δε μ' αξίωσε ο Θεός. Κι ο Μαρίνος ήταν από μικρός ατίθασος. Σπάνια μας άκουγε, εμένα και τη μάνα του».
   Σκούπισα τα μάτια μου με το μαντίλι που μου 'δωσε.
   «Ας καθίσουμε να τελειώσουμε το φαγητό μας κι ας ευχηθούμε... Το καλύτερο!» είπε τελικά υψώνοντας το ποτήρι του.
   Από κείνη τη μέρα και μετά μπορώ να πω ότι ένιωσα άνεση κι ασφάλεια στην πόλη. Πλέον είχε φύγει ο προηγούμενος διοικητής, ήμουν κοντά στον πεθερό μου που έδειχνε να μ' αγαπάει, ειδικά όταν του αποκάλυψα την εγκυμοσύνη μου. Κι έτσι οι μέρες μου πέρναγαν γενικά καλά. Όσο ήταν δηλαδή δυνατόν. Γιατί όσο πλησίαζε το καλοκαίρι και δεν είχα ειδοποίηση απ' τον Μαρίνο, τόσο μεγάλωνε και η αγωνία μου.

   Στο Ναύπλιο έκανε όλο και πιο πολύ ζέστη. Απ' ό,τι μου είπαν, τα καλοκαίρια είναι αφόρητα. Γενικά βρέχει ελάχιστα κι επιπλέον είναι και τα βαλτόνερα προς τη μεριά της βόρειας θάλασσας, εκεί που είναι το νησάκι, κι έτσι επιδεινώνται η κατάσταση ακόμα περισσότερο.
   Οφείλω εδώ να πω λίγα λόγια για το Ναύπλιο. Αυτή η πόλη δεν ήταν από πάντα στα χέρια των Βενετών. Αυτό έγινε πριν από εβδομήντα χρόνια περίπου, όπως μου είπε ο πεθερός μου, ουσιαστικά το 1388. Λίγο μετά το 1204 κατέκτησαν το Ναύπλιο οι Φράγκοι, οι οποίοι είχαν ήδη διαλύσει την αυτοκρατορία μας. Το Ναύπλιο και γενικά όλη η Αργολίδα εντάχτηκε στο δουκάτο της Αθήνας. Όταν το 1311 οι Ισπανοί Καταλανοί διέλυσαν με τη σειρά τους το φράγκικο δουκάτο της Αθήνας, επεχείρησαν να καταλάβουν και το Ναύπλιο. Αλλά οι κάτοικοι της πόλης τούς απέκρουσαν. Τελικά, η τελευταία ιδιοκτήτρια του Ναυπλίου και της Αργολίδας, μια γυναίκα που λεγόταν Μαρία Ενγκιέν, παραχώρησε όλη την Αργολίδα στη Βενετία.
   Όταν έφτασα στο Ναύπλιο, οι Βενετοί είχαν αρχίσει ήδη τα έργα επέκτασης της πόλης κάτω απ' το βράχο της Ακροναυπλίας. Το Ναύπλιο εκείνη την περίοδο ήταν μια πραγματικά ευτυχισμένη πόλη. Ο μεγαλύτερος όμως κίνδυνος γι' αυτήν ήταν οι Τούρκοι.
   Η πόλη είχε δεχτεί επιθέσεις από επιδρομές τους ήδη απ' τα τέλη του 14ου αιώνα, αλλά οι Βενετοί δε σκόπευαν να υποταχτούν. Ειδικά δε τώρα, το 1453, φοβούνταν ακόμα περισσότερο μια επίθεσή τους. Γιατί ο σουλτάνος, για να μη φτάσει βοήθεια από τους Έλληνες του Μοριά στην Πόλη, είχε στείλει στρατό να τρομοκρατήσει όλο το Μοριά. Έτσι λοιπόν οι Βενετσιάνοι του Ναυπλίου είχαν φρουρές διάσπαρτες σ' όλη την Αργολίδα. Αλλά ευτυχώς τίποτε απ' αυτά δεν έγινε.
   Από την άλλη οι Βενετοί είχαν φροντίσει ιδιαίτερα τα τείχη τους. Μια μέρα είχα πάει βόλτα στην Ακροναυπλία με τον πεθερό μου και μου έδειξε πόσο καλά τα είχαν οικοδομήσει. Η Βενετία είχε ρίξει πολλά χρήματα στο Ναύπλιο.  Έτσι είχε φροντίσει όχι μόνο τα τείχη της Ακροναυπλίας, δηλαδή του λόφου που ήταν πάνω από τη μετέπειτα κάτω πόλη, αλλά είχε δώσει εντολή και σταδιακά είχαν αρχίσει αποξηραντικά έργα στα βόρεια του λόφου, ώστε η πόλη να επεκταθεί πια και κάτω απ' την Ακροναυπλία.
   Ειδικά στα τείχη της Ακροναυπλίας οι πρώτες επισκευαστικού χαρακτήρα εργασίες ξεκίνησαν στα τέλη του 14ου αιώνα και εντατικοποιήθηκαν στις αρχές του 15ου αιώνα. Περιορίστηκαν στα επόμενα χρόνια και ξεκίνησαν πάλι στα μέσα του αιώνα, όταν οι Τούρκοι είχαν γίνει πιο επικίνδυνοι. Πολλά χρόνια αργότερα είχα πια εγκατασταθεί μόνιμα στη Βενετία. Κατά τη διάρκεια του καταραμένου πρώτου πολέμου της Βενετίας με τους Τούρκους, ειδικά μετά και την απώλεια της Εύβοιας το 1470, όπου εγώ έχασα τον αγαπημένο μου Βενετό σύζυγο, τον Μαρίνο Κονταρίνι, έμαθα ότι το Ναύπλιο απέκτησε ιδιαίτερη σημασία για τη Βενετία. Έγινε, καθώς έλεγαν εδώ οι ευγενείς, η σημαντικότερη κτήση στην ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα. Οι οχυρωματικές εργασίες που ξεκίνησαν το 1470 κατέληξαν στη δημιουργία του μεγάλου κάστρου στο νησί του λιμανιού -όσο ήμουν εγώ εκεί, στο νησί υπήρχε μόνο ένας μικρός πύργος με μια φρουρά- στην κατασκευή ενός καινούργιου κάστρου στο λόφο της Ακροναυπλίας και στην ολοκλήρωση της οχύρωσης της κάτω πόλης σε μεγάλο βαθμό.
   Πίσω τώρα στο 1453, όπου ήμουν στο Ναύπλιο, ενώ η κοιλιά μου συνέχιζε να μεγαλώνει. Και κάποια στιγμή, τον Ιούνιο, η εγκυμοσύνη μου ήταν ολοφάνερη. Ο πεθερός μου τρελάθηκε απ' τη χαρά του. Προφανώς και συζητήσαμε για το είδος της σχέσης που είχα με το γιο του.
   «Άντε με το καλό, όταν έρθει ο Μαρίνος, να σας παντρέψω και επίσημα», μου είπε κάποια στιγμή.
   «Πρώτα ο Θεός, πατέρα!» του είπα. «Πρώτα ο Θεός!»
   Αυτό βέβαια θ' αργούσε πολύ, όπως αποδείχθηκε.
   Ύστερα από λίγο καιρό ήρθαν, δυστυχώς, τα κακά μαντάτα. Τον Ιούνιο άρχισαν να καταφτάνουν πλοία απ' την Πόλη, ελληνικά και βενετσιάνικα, γεμάτα πρόσφυγες. Ήταν πια μια πραγματικότητα. Η Κωνσταντινούπολη είχε υποκύψει. Μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού είχαν αράξει στο Ναύπλιο πάνω από είκοσι πλοία γεμάτα πρόσφυγες. Και με την κοιλιά στο στόμα, εγώ έτρεχα στο λιμάνι να ρωτάω τον κόσμο αν είχαν ακούσει κάτι, τι είχε γίνει με τον αυτοκράτορα και κυρίως με τον αγαπημένο μου, τον Μαρίνο.
   Η πιο σίγουρη πληροφορία ήταν ότι ο αυτοκράτορας είχε τελικά πέσει σαν ήρωας, με το σπαθί στο χέρι. Ανάμεσα στους πρόσφυγες ήταν κι αρκετοί στρατιωτικοί. Ένας - δυο με αναγνώρισαν... Ήταν το μόνο που δεν ήθελα εκείνες τις ώρες. Δεν ήξερα τι θα γινόταν αν μάθαινε ο κόσμος ότι ήμουν στο Ναύπλιο και έγκυος μάλιστα. Θα ήταν σκανδαλώδες για τους Βενετούς ευπατρίδες του Ναυπλίου που ήξεραν ότι είμαι γυναίκα του γιου του διοικητή της πόλης. Επίσης ενδόμυχα φοβόμουν και τους Παλαιολόγους, οι οποίοι με περίμεναν στο Μυστρά, όπως τους είχε γράψει ο Κωνσταντίνος. Κατά πάσα πιθανότητα δε θα ήταν ευχαριστημένοι, αν μάθαιναν πως είμαι ζωντανή και μ' ένα παιδί στην κοιλιά.
   Ποιος λοιπόν μπορούσε να με διαβεβαιώσει ότι, αν μάθαιναν για το παιδί που είχα στα σπλάχνα μου, δε θα έβαζαν ανθρώπους τους να με ξεκάνουν;
   Αυτά κι άλλα πολλά σκεφτόμουν εκείνες τις μέρες του καλοκαιριού στο Ναύπλιο. Κόντευα να τρελαθώ μ' όλες αυτές τις νέες εξελίξεις. Τι είχε απογίνει ο Μαρίνος μου, που τον υπεραγαπούσα; Είχε γλιτώσει άραγε;
   Εκείνη την περίοδο, για να ξεχνιέμαι απ' όλα αυτά τα προβλήματα, κατέβαινα συχνά στην κάτω πόλη με την ακολουθία που μου είχε παραχωρήσει ο πεθερός μου. Έκανα τους απογευματινούς μου περιπάτους και θαύμαζα τα έργα των Βενετών. Πανέμορφα σπίτια, δημόσια κτίρια, καταστήματα...
   Σ' εκείνες τις βόλτες μου έτυχε βέβαια και συναντήθηκα μ' αρκετούς πρόσφυγες που είχαν καταφτάσει απ' την Πόλη. Γιατί με τον καιρό διαδόθηκε -όχι από μένα, τ' ορκίζομαι- ότι η κόρη του Μεγάλου Δούκα Λουκά Νοταρά είχε διασωθεί στο Ναύπλιο. Δε θα πιστέψετε το τι ασχήμιες άκουσα από κάποιους πρόσφυγες, ακόμα και βρισιές ή και κατηγόριες· ότι τάχα ο πατέρας μου τους είχε καταστρέψει με τα καπρίτσια του και τις μηχανορραφίες του, ότι μας είχε καταραστεί ο Θεός και... και...
   Γι' αυτό κι ο πεθερός μου, μιας και μ' έβλεπε στενοχωρημένη και γνωρίζοντας όλα αυτά, έκρινε ότι πλέον δεν ήταν καλό για μένα και το παιδί μου να κατεβαίνω στην κάτω πόλη, όπου έμεναν οι εργάτες, οι πρόσφυγες και διάφοροι τύποι που θα μπορούσαν ακόμα και να μου επιτεθούν. Έτσι αποφασίσαμε να μένω στην άνω πόλη, όπου κυρίως διέμενε το αρχοντολόι, έμποροι, καλλιτέχνες, εύποροι και γενικά άνθρωποι κάποιου επιπέδου.
   Στην άνω πόλη, στο κάστρο της Ακροναυπλίας, τα πράγματα ήταν σαφώς καλύτερα και μπορούσα να κυκλοφορώ πιο άνετα και ήρεμα και να 'χω επαφές με ανθρώπους αξιόλογους. Σε πολλές από αυτές τις βόλτες μου με συνόδευε ο πεθερός μου.
   Όσο περνούσε ο καιρός, η κατάσταση γινόταν όλο και πιο αφόρητη. Η ζέστη αυξανόταν κι εγώ δυσφορούσα, ήθελα πια να γεννήσω. Αλλά τα σχέδιά μου δεν περιορίζονταν μόνο σ' αυτό. Είχα πλέον βάλει σκοπό της ζωής μου να επιστρέψω στην Πόλη για να βρω τους δικούς μου και κυρίως τον αγαπημένο μου Μαρίνο. Γιατί μέχρι και το Σεπτέμβριο, που μ' έπιασαν οι πόνοι, δεν είχα καμία επαφή με κανέναν απ' τους δικούς μου.
   Ειδικά δε για τον Μαρίνο μου, οι πληροφορίες, που σποραδικά είχα πάρει από κάποιους εμπόρους, ήταν συγκεχυμένες. Άλλοι μου 'λεγαν ότι είχε σκοτωθεί κι άλλοι ότι σαν αιχμάλωτος είχε αποκεφαλιστεί. Άλλοι πάλι ότι τον είχαν εξαγοράσει σ' ένα σκλαβοπάζαρο. Κι εμένα το μυαλό μου πήγαινε στο κακό, δηλαδή ότι είχε ήδη πεθάνει. Γιατί στην πολιορκία, απ' όλους τους ξένους της Κωνσταντινούπολης, ειδικά οι Βενετοί είχαν τις πιο μεγάλες απώλειες.
   Τώρα, για τους Νοταράδες οι πληροφορίες έλεγαν πως οι αρσενικοί εκτελέστηκαν. Για δε τις γυναίκες ότι τις είχε πάρει στο χαρέμι του ο σουλτάνος. Άλλοι πάλι έλεγαν ότι όλοι είχαν γενικά χαθεί. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν ήταν άπειρες και άρα δε μπορούσα να πιστέψω τίποτα περισσότερο ή λιγότερο για πιθανό.
   Τελικά, πριν προλάβω να καταλήξω σε οριστικές αποφάσεις, ήρθε στον κόσμο ο πρώτος μου γιος, ο πιο κακότυχος απ' όλους, όπως αποδείχτηκε. Γεννήθηκε πρόωρα, όπως είπαν η μαμή και ο γιατρός, και γι' αυτό βγήκε λίγο μικρούλης, στα τέλη Σεπτεμβρίου.
   «Πώς λες να τον πούμε;» με ρώτησε χαρούμενος ο πεθερός μου, όταν με επισκέφτηκε πρώτη φορά.
   «Εγώ θα 'λεγα να του δώσουμε τ' όνομα του παππού του», απάντησα εγώ.
   «Δηλαδή;» μου λέει με μάτια ορθάνοιχτα.
   «Το δικό σας».
   «Σιγά μην πούμε το παιδί Μπερτούκκιο!» είπε απαξιωτικά. «Να του διαλέξεις ένα όνομα που να σ' αρέσει», πρόσθεσε.
   «Τι γνώμη έχετε εσείς;»
   «Γιατί όχι του μακαρίτη του πατέρα σου. Λουκά, ας πούμε».
   Δεν είπα τίποτα. Απλώς ανασήκωσα τους ώμους μου και χαμογέλασα. Έτσι λοιπόν το έβγαλα Λουκά το μικρό μου και τις επόμενες μέρες δόθηκα ολόψυχα στην ανατροφή του.
   Tην ίδια βέβαια περίοδο ετοίμαζα και το σχέδιο δράσης μου, στο οποίο, εννοείται, δεν περιλαμβανόταν τούτο το μωρό. Για μένα τώρα μεγαλύτερη σημασία είχε -όσο κι αν ακουστεί σκληρό αυτό- να βρω πάλι τους δικούς μου. Και κυρίως τον αγαπημένο μου Μαρίνο Κονταρίνι.
   Αν οι δικοί του δεν ήταν διατεθειμένοι ή δε μπορούσαν να κάνουν κάτι, εγώ δε θα άφηνα τον άντρα της ζωής μου έτσι, μόνο του στο στόμα του λύκου. Θα τον έψαχνα και θα τον έφερνα πίσω, ο κόσμος να χαλάσει. Αρκεί να 'ταν ζωντανός.
   Είχαν περάσει πια σαράντα μέρες και το μωράκι μου, αν και ασθενικό είναι αλήθεια, μεγάλωνε καλά. Ο γιατρός το 'χε από κοντά και το βοήθησε να ξεπεράσει κάποια πρώτα προβλήματα. Οπότε μια μέρα βρήκα τον πεθερό μου και του μίλησα:
   «Θα πάω μόνη μου να βρω τον Μαρίνο».
   «Τι λες κόρη μου; Θα φύγεις;»
   «Ναι. Θα πάω στην Πόλη για τον Μαρίνο. Δε θα τον αφήσω μόνο του».
   «Και το μωρό σου, δεν το σκέφτεσαι; Δε θα σ' αφήσω!» είπε και τινάχτηκε απ' τη θέση του.
   «Μα, πατέρα...»
   «Δε θα σου το επιτρέψω!» είπε πάλι αυστηρά. Κι έπειτα από λίγο συνέχισε: «Μα έλα στα σύγκαλά σου, κόρη μου! Τώρα που τα πράγματα πάνε καλά...»
   «Για μένα ποτέ δε θα 'ναι καλά αν δε βρω τον αγαπημένο μου Μαρίνο.... Ποτέ!» είπα κάπως πιο έντονα. Κι αμέσως μετά ξέσπασα σε κλάματα. Ήρθε δίπλα μου και μ' αγκάλιασε. «Μια φορά τον εγκατέλειψα, πατέρα...» συνέχισα κλαίγοντας, «δε θα το κάνω δεύτερη».
   «Ξανασκέψου το, κόρη μου! Άσε να βγει πρώτα ο χειμώνας. Εξάλλου έχω φροντίσει να στείλουν απ' τη Βενετία ανθρώπους να τον βρουν».
   Τον κοίταξα τώρα με κάποια ελπίδα.
   «Τι νόμιζες; 'Ετσι θα τον άφηνα το γιο μου στους Τούρκους;»
   «Και... και τι νέα έχουμε απ' αυτούς;» είπα και σκούπισα τα μάτια μου.
   «Τους περιμένω... Θα περιμένω μέχρι τα Χριστούγεννα».
   «Μα θα 'χει περάσει τόσος καιρός και...»
   «Αυτό λέω κι εγώ. Μέχρι τότε θα ξέρουμε... ευελπιστώ».
   «Α, όχι», επέμεινα. «Δεν... δεν αντέχω άλλο, πατέρα. Θέλω να ξέρω στα σίγουρα, ζει ή πέθανε; Κι αν έχει πεθάνει, πού είναι θαμμένος; Δεν αντέχω άλλο, μου λείπει τόσο πολύ...» είπα κι έβαλα πάλι τα κλάματα.
   Με χάιδεψε με στοργή.
   «Τόσο πολύ τον αγαπάς λοιπόν;»
   «Ναι, είναι... είναι η ζωή μου. Όλη μου η ζωή!»
   Έτσι λοιπόν περνούσαν οι μέρες η μια μετά την άλλη στο Ναύπλιο, περιμένοντας κάποια είδηση για τον αγαπημένο μου. Αλλά δε θα περίμενα και αιώνια. Ο πεθερός μου έβλεπε που έλιωνα καθημερινά σαν το κερί από την έλλειψη και την απουσία του Μαρίνου μου. Το γάλα μου κόπηκε σ' ένα μήνα. Δεν είχα τη δύναμη να κάνω τίποτε άλλο και πήρα μια τροφό για το μικρό Λουκά. Τελικά ο Μπερτούκκιος είδε κι απόειδε και μου 'δωσε την άδεια να φύγω για την Πόλη. Το αποφάσισε με μισή καρδιά. Ο άνθρωπος έκανε ό,τι μπόρεσε για να με μεταπείσει, αλλά δεν τα κατάφερε. 

   Ήταν μια γκρίζα μέρα του Νοέμβρη του 1453, όταν το πλοίο μου ξεκίνησε από το Ναύπλιο. Η μοίρα μου ήταν να ξαναγυρίσω στην Πόλη για να βρω εκείνον που αγαπούσα πιο πολύ απ' όλους και απ' όλα... ακόμα κι από τη ζωή μου! Ήμουν αποφασισμένη για όλα! Ο κόσμος να χαλάσει θα τον βρω... ζωντανό ή νεκρό! Δε μπορεί... κάπου θα 'ναι.
   Λοιπόν εκείνο το Νοέμβριο σαλπάρισα μ' ένα εμπορικό. Θα πηγαίναμε κατευθείαν στην τουρκεμένη πια Κωνσταντινούπολη. Μαζί μου είχα και πεντακόσια χρυσά δουκάτα για τα έξοδά μου και για τους ανθρώπους που έπρεπε να πληρώσω. Αλλά σίγουρα δε θα μου 'φταναν. Ήξερα βέβαια ότι ο πατέρας είχε χρήματα σε τράπεζες της Βενετίας και της Γένοβας. Αλλά, αν ο Νοταράς ήταν όντως νεκρός, όπως έλεγαν όλες οι πληροφορίες, και όλοι οι δικοί μου επίσης χαμένοι, ποιος θα πιστοποιούσε την ταυτότητά μου ώστε να μπορέσω να πάρω αυτά τα χρήματα; Γιατί σκόπευα να πάω πρώτα στο Πέραν, στους Γενοβέζους τραπεζίτες, και να τα διεκδικήσω. Μου ήταν απαραίτητα.
   Είχα βέβαια μαζί μου χαρτιά κι έγγραφα του διοικητή του Ναυπλίου με την επίσημη σφραγίδα της Βενετίας. Επίσης ομολογίες σε Ναυπλιώτες συμβολαιογράφους που έκαναν ενυπόγραφα κάποιοι μάρτυρες Ρωμιοί πρόσφυγες απ' την Πόλη. Αλλά και πάλι, θ' αρκούσαν όλα αυτά;
   Τούτα κι άλλα πολλά απασχολούσαν το μυαλό μου, καθώς ταξίδευα προς τη Βασιλεύουσα. Αλλά τι λέω... Πλέον, το Νοέμβριο του 1453, η Κωνσταντινούπολη είχε καταντήσει η καρδιά του οθωμανισμού. Πάνε οι όμορφες εκκλησιές μας με τους ολόχρυσους τρούλους. Είχαν γίνει τζαμιά. Χάθηκαν και τα παλάτια, είχαν απομείνει μόνο ερείπια. Πάνε οι πλατείες, οι γειτονιές με τα μαγαζιά... Τώρα όλα αυτά θα έχουν γίνει τουρκικά... θα έχουν μαγαριστεί. Είχα ακούσει ότι οι Οθωμανοί ήταν τέτοιοι άνθρωποι, άγριοι και βάρβαροι.
   Και για τους Γενοβέζους επίσης είχα ακούσει ότι μισούσαν πιο πολύ τους Βενετούς απ' τους Οθωμανούς. Γι' αυτό και τα είχαν καλά με τους Τούρκους. Αλλά τελικά η ζωή με δίδαξε ότι αλλιώς είναι οι άνθρωποι από μακριά κι αλλιώς από κοντά. Άλλο τι λένε οι φήμες κι άλλο τι συμβαίνει στην πραγματικότητα.
   Το καράβι μας απ' την αρχή δε μου γέμιζε το μάτι. Έτριζε πολύ σε κάθε φύσημα του ανέμου. Έτσι μου φαινόταν, δηλαδή. Αλλά εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε και κάτι καλύτερο στο Ναύπλιο. Ο καπετάνιος είχε φορτώσει σιτάρι για την Πόλη, που είχε τότε μεγάλη ζήτηση, μιας και στην περιοχή είχαν καταστραφεί οι σοδειές λόγω του πολέμου. Θα έβγαζε πολύ χρήμα, όπως μου είπε. Μαζί μου συνταξίδευαν η ολιγομελής φρουρά που μου 'χε διαθέσει ο πεθερός μου, μια υπηρέτρια και κάμποσοι ναυτικοί.
   Εγώ, πέρα απ' τα χαρτιά μου και τα χρήματα που κουβαλούσα πάνω μου μέσα σ' έναν δερματόδετο κύλινδρο που ποτέ δεν αποχωριζόμουν, είχα μόνο λίγα ρούχα. Αυτή ήταν όλη η περιουσία μου, αλλά δε μ' ένοιαζαν πια ούτε οι τίτλοι ούτε τα αξιώματα ούτε τα χρήματα. Το μόνο που ήθελα ήταν να βρω τον αγαπημένο μου κι αν ήταν δυνατόν, όσους είχαν απομείνει απ' την οικογένειά μου.
   Υπολόγιζα ότι δε θα μου 'παιρνε πάνω από έξι μήνες και το αργότερο στις αρχές του επόμενου καλοκαιριού θα επέστρεφα στο Ναύπλιο. Και στη συνέχεια θα πήγαινα στο πατρικό μας, στο Μυστρά. Αν κι η σκέψη αυτή, εδώ που τα λέμε, με προβλημάτιζε, γιατί εκεί θα ήμουν στην έδρα των εχθρών μου, των Παλαιολόγων. Λέω «εχθρών», γιατί έτσι τους έβλεπα πια τους αδελφούς του μακαρίτη του αυτοκράτορα. Είχα δίκιο, όμως, να προβληματίζομαι. Πώς θα με δέχονταν άραγε; Κι αν μας σκότωναν όλους ως προδότες; Ότι τάχα είχαμε προδώσει τον αδελφό τους, τον αυτοκράτορα, και τον είχαμε εγκαταλείψει; Όλα τα περίμενα από αυτούς!
   Όχι. Θα το συζητήσω πρώτα με τον πεθερό μου, τον Μπερτούκκιο Κονταρίνι, και πιστεύω ότι θα βρούμε μια λύση, σκεφτόμουν. Αυτός είναι σώφρων και λογικός άνθρωπος. Απ' την άλλη υπάρχει και η Βενετία. Είναι μια καλή προοπτική. Εκεί ζουν αρκετοί Ρωμιοί και μάλιστα έχουν και τη δική τους συνοικία, λίγο πιο έξω απ' το κέντρο, σε κάποια νησιά που ενώνονταν μεταξύ τους με γέφυρες.
   Aλλά εκείνες τις μέρες διαπίστωσα άλλη μια φορά πόσο εφήμερα είναι όλα και ότι ποτέ δεν πρέπει να κάνουμε μακρόπνοα όνειρα. Το λέω αυτό γιατί το πλοίο μας τελικά αποδείχτηκε ένας μεγάλος σκυλοπνίχτης. Πέσαμε δυστυχώς σε καταιγίδα καθώς πλησιάζαμε σε ένα νησί. Ο καπετάνιος είπε ότι ήταν η γενοβέζικη Χίος κι ότι εκεί ήταν το μοναδικό κοντινό κι ασφαλές λιμάνι. Έστρεψε, λοιπόν, προς τα κει το πηδάλιό του.
   Αλλά δεν είχαμε τύχη, η καταιγίδα μας πρόφτασε. Δυο μέρες σχεδόν βολόδερνε το καρυδότσουφλό μας και τα θεόρατα κύματα μας χτυπούσαν μανιασμένα και μας πήγαιναν μια από δω και μια από κει, χωρίς να μπορούμε να κάνουμε κάτι. Οι ναύτες μας ήταν πεπειραμένοι, αλλά τι μπορούσαν να κάνουν μπροστά στα στοιχειά της φύσης; Είναι δυνατόν να αντιπαλέψεις τους αέρηδες, τα κύματα και το κρύο μέσα στην καρδιά του χειμώνα; Θυμάμαι μάλιστα ότι κάποια στιγμή είδα να 'ρχεται καταπάνω μας ένα τεράστιο κύμα.
   Σταυροκοπήθηκα και παρακάλεσα την Παναγία να με σώσει, μόνο και μόνο για να ξαναδώ το παιδί μου και τον άντρα μου. Δεν είχα καν προλάβει να τελειώσω την προσευχή μου και το κύμα μας χτύπησε πάλι αλύπητα. Το καράβι μας αναποδογύρισε λες κι ήταν καρυδότσουφλο. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Τα απανωτά κύματα το διέλυσαν κι όλοι βρεθήκαμε ξαφνικά στο νερό. Άρχισα όπως όπως να κολυμπώ προς μια κατεύθυνση που μου φάνηκε πιο σωστή. Παραδόξως, λες και τα στοιχειά της φύσης ικανοποιήθηκαν με το έργο τους, ύστερα από λίγο η καταιγίδα κόπασε. Ευχαρίστησα το Θεό που ήμουν ζωντανή και που μας λυπήθηκε κι έδιωξε την καταιγίδα.
   Ήταν νύχτα, πίσσα το σκοτάδι, αλλά ο ουρανός ήταν ξάστερος και τ' αστέρια λαμποκοπούσαν. Ξαφνικά αντιλαμβάνομαι εκεί κοντά μου ένα μεγάλο ξύλο που προφανώς είχε αποκοπεί από το κουφάρι του πλοίου. Κολύμπησα προς τα κει και το γράπωσα. Ήταν η σανίδα σωτηρίας μου, γιατί πλέον, έπειτα από τόση ώρα στο νερό, οι δυνάμεις μου άρχισαν να μ' εγκαταλείπουν. Κάπως ξεκουράστηκα και πήρα λίγο θάρρος.
   Είχα μια παράξενη πίστη ότι χάρη σ' αυτό το ξύλο θα κατάφερνα να βγω σε κάποια ακτή. Δεν ξέρω γιατί δεν είχα απελπιστεί. Ίσως η πίστη μου στο Θεό, ίσως η δύναμη που μου 'διναν όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα, καθώς τα 'χα συνεχώς στο μυαλό μου εκείνες τις ατέλειωτες ώρες στο νερό κι η σκέψη ότι με είχαν πιο πολύ ανάγκη από ποτέ. Οι σκέψεις αυτές με βοηθούσαν να συνεχίσω να κουνιέμαι μέσα στα παγωμένα νερά, για να μην παγώσω.
   Δεν ξέρω πόσες ώρες είχαν περάσει, όταν είδα τον ήλιο να βγαίνει απ' την ανατολή. Προς τα κει θα κολυμπήσω, είπα μέσα μου. Ο καπετάνιος είχε πει ότι εκεί κοντά ήταν η Χίος, άρα, αν έκανα κατά κει κι είχα και λίγη τύχη, ίσως...
   Πράγματι, λίγο αργότερα η τύχη μου χαμογέλασε. Είδα να προβάλλουν βουνά στον ορίζοντα. Αν και κατάκοπη, άρχισα να κολυμπώ με περισσότερη δύναμη και να κατευθύνομαι προς τα κει. Υπολόγιζα ότι το πολύ μέχρι το απόγευμα και με τη βοήθεια ενός απαλού ρεύματος, που ένιωθα να με σπρώχνει προς το μέρος εκείνο, η θάλασσα θα μ' είχε ξεβράσει σε κάποια ακτή.
   Ο καλός Θεός μού είχε παρασταθεί και είχε ακούσει όλες μου τις προσευχές. Μάλιστα ένιωθα το κορμί μου να κατακλύζεται από μιαν απίστευτη δύναμη, που ποτέ ξανά δε μου 'χε συμβεί.
   Κολύμπησα... κολύμπησα όσο μπορούσα και τελικά, όταν ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά, διαπίστωσα ότι πλησίαζα σχεδόν στην ακτή. Ήταν μια όμορφη παραλία με αμμουδιά. Εξαντλημένη, αφέθηκα στο κύμα ελπίζοντας να με βγάλει στη στεριά.
   Όταν ξύπνησα, ήμουν πάνω σ' ένα κρεβάτι. Άνοιξα τα μάτια μου κι ένιωσα το κεφάλι μου να καίει. Δεν ήταν ο ήλιος, αλλά ο πυρετός που είχα ανεβάσει. Πετάχτηκα πάνω κι άρχισα να φωνάζω. Μπήκαν δυο υπηρέτριες -πρέπει να ήταν κι ένας άντρας μαζί τους- και με ηρέμησαν. Εκείνος κάτι μου 'δωσε να πιω και βυθίστηκα ξανά στον ύπνο.
   Ξύπνησα πάλι ύστερα από δύο μέρες, όπως μου είπαν. Με ενημέρωσαν δε ότι ήμουν στο παλάτι ενός ονομαστού άρχοντα που λεγόταν Ιουστινιάνης. Είχα ακούσει γι' αυτόν. Ήταν ο Γενοβέζος μισθοφόρος που είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τους στρατιώτες του για να πολεμήσει κατά των Τούρκων. Μάλιστα ο αυτοκράτορας τον είχε διορίσει κι αρχηγό του στρατού. Λες να 'ναι αυτός; αναρωτήθηκα μέσα στην παραζάλη μου.
   Όταν συνήλθα εντελώς, είδα να στέκεται όρθιος από πάνω μου ένας καλοντυμένος άντρας που μου συστήθηκε, λέγοντάς μου ότι ήταν ο γιατρός μου.
   «Είστε στη Χίο, στο παλάτι του άρχοντα Ιουστινιάνη», είπε κι άρχισε να με εξετάζει.
   «Ξέρω κάποιον μ' αυτό το όνομα», είπα. «Εννοώ, όχι τον ίδιο προσωπικά... μα ξέρω πως ήταν μισθοφόρος κι είχε πάει στην Πόλη...»
   Ο γιατρός με κοίταξε περίεργα.
   «Τι εννοείτε;» είπε. 
   «Έχω την εντύπωση ότι ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος. Πολέμησε και σκοτώθηκε για την πατρίδα μου».
   «Την πατρίδα σας;»
   «Ναι. Είμαι Ρωμιά, απ' την Πόλη».
   «Α, μάλιστα! Όμως δε σκοτώθηκε, κυρία», είπε ο γιατρός.
   «Πώς είπατε;» είπα και στράφηκα απότομα.
   «...Αλλά είναι πολύ άρρωστος. Είχε τόσο πολλές λαβωματιές, ο καημένος...»
   «Είναι δυνατόν;» φώναξα έκπληκτη.
   Ο γιατρός μού έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε. «Άλλωστε σας το 'πα, είστε στο παλάτι του, στη Χίο».
    «Κι εγώ... πώς... εννοώ... πώς βρέθηκα εδώ;» τον ρώτησα.
   Στη συνέχεια μου τα εξήγησε όλα. Η θάλασσα μ' είχε ξεβράσει στο νησί και με βρήκαν δυο ψαράδες. Με περιμάζεψαν στο καλύβι τους και, μέχρι το βράδυ, είχαν μαζέψει, επίσης, τον καπετάνιο, τρεις ναύτες και τρεις στρατιώτες. Εμείς μόνο είχαμε επιζήσει. Την επομένη, οι ψαράδες ειδοποίησαν τον άρχοντά τους. Το χωριό ανήκε στην επικράτεια του άρχοντα Ιουστινιάνη κι έτσι ήρθαν την άλλη μέρα άνθρωποι απ' το παλάτι του και μας πήραν. Από τα ρούχα μου και μόνο κατάλαβαν ότι είμαι αριστοκράτισσα. Με περιποιήθηκαν μέχρι που συνήλθα εντελώς.
   «Ο άρχοντας θα επιθυμούσε να σας δει, όποτε θέλετε», είπε κάποια στιγμή ο γιατρός, μαζεύοντας τα εργαλεία του.
   «Μπορώ και τώρα;" ρώτησα.
   «Ναι, αν θέλετε. Από μένα πάντως δεν υπάρχει αντίρρηση... Είστε πια αρκετά καλά».
   «Α, πολύ ωραία!» είπα χαρούμενη. «Θα 'θελα πολύ να περπατήσω. Τόσο καιρό στο κρεβάτι... Αλήθεια, πόσες μέρες βρίσκομαι εδώ;»
   «Πέντε, τις πιο πολλές με πυρετό».
   «Τώρα, όμως αισθάνομαι περίφημα». «Πείτε, σας παρακαλώ, στον άρχοντα Ιουστινιάνη ότι μπορώ να τον συναντήσω».
   «Και ποιο είναι το όνομά σας... για να τον ενημερώσω;»
   «Λέγομαι Άννα...» Δίσταζα να συνεχίσω. Ποιο επώνυμο να 'δινα άραγε; Του πατέρα μου ή μήπως του αγαπημένου μου που ήταν Βενετός; Και στις δύο περιπτώσεις ένιωθα πως υπήρχαν αρνητικά σημεία.
   «Άννα...» επανέλαβε ο γιατρός και με κοίταξε ερωτηματικά.
   «Άννα Νοταρά», είπα τελικά με αποφασιστικότητα. «Είμαι η κόρη του Μεγάλου Δούκα της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας μου έπεσε στην Πόλη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας μαζί με τον αυτοκράτορα».
   Ο γιατρός έκανε μια μικρή υπόκλιση κι έφυγε.
   Σηκώθηκα, πήγα προς το παράθυρο και κοίταξα έξω μακριά τη θάλασσα. Παρά το ότι ήταν χειμώνας, ήταν εντελώς γαλήνια. Θαρρούσες ότι ήταν καλοκαίρι, αν εξαιρούσες το κρύο. Το μυαλό μου πήγε στους άλλους επιζώντες, τον καπετάνιο, τους στρατιώτες μου. Τους είχαν περιποιηθεί άραγε ή...
   Όλα αυτά και πολλά άλλα τριγύριζαν στο μυαλό μου, καθώς ντυνόμουν με τα όμορφα ρούχα που μου 'χε φέρει στο μεταξύ μια υπηρέτρια εκ μέρους του άρχοντα Ιουστινιάνη και η οποία είχε αναλάβει μ' εντολή του αφέντη της να με εξυπηρετεί. Πώς να μην ένιωθα ευγνωμοσύνη γι' αυτόν τον άνθρωπο;
   Η ώρα περνούσε κι εγώ έπρεπε να βρω όλες τις πιθανές απαντήσεις στις ερωτήσεις που θα μου 'κανε ο άρχοντας. Γιατί σίγουρα θα με ρώταγε πολλά. Κι εγώ, βέβαια, είχα πολλά να τον ρωτήσω. Ήθελα να μάθω τι πραγματικά είχε γίνει στην Πόλη τις μέρες της πολιορκίας. Αυτός την είχε ζήσει από πρώτο χέρι, μέσα στη φωτιά της μάχης. Όφειλα, λοιπόν, να προετοιμαστώ κατάλληλα και να προσέχω τα λόγια μου.

   Είχε πια φτάσει η ώρα να δω τον Ιουστινιάνη. Με οδήγησαν παραδόξως όχι στην τραπεζαρία του αρχοντικού του, αλλά στο ίδιο το δωμάτιό του. Μου φάνηκε παράξενο, αλλά αμέσως κατάλαβα το λόγο. Μπαίνοντας τον είδα ξαπλωμένο στο κρεβάτι. Ήταν σχεδόν ετοιμοθάνατος.
   Προχωρώντας προς αυτόν, πρόσεξα ότι το δωμάτιο ήταν πραγματικά πολύ μεγάλο, αντάξιο όχι μόνο ενός άρχοντα, αλλά ακόμα κι ενός αυτοκράτορα. Στους τοίχους είχε όμορφες ταπετσαρίες. Το πάτωμα ήταν ξύλινο και στρωμένο με παχιά χαλιά. Τρία μεγάλα αναμμένα τζάκια δημιουργούσαν μια ζεστή και φιλική ατμόσφαιρα.
   Εκτός απ' τον Ιουστινιάνη, ήταν εκεί άλλα τέσσερα άτομα, εκ των οποίων ο ένας ήταν ο γιατρός, ο οποίος με πλησίασε και μου 'πε:
   «Έχει καμιά δεκαριά τραύματα. Ένα μάλιστα κοντά στην καρδιά. Το πώς ζει... είναι θαύμα».
   Έγνεψα καταφατικά.
   «Μίλα του στ' αυτί. Δεν ακούει καλά. Δέχτηκε κι εκεί ένα χτύπημα από ρόπαλο».
   Πήγα μπροστά στο κρεβάτι κι υποκλίθηκα στον άρχοντα. Στην κατάσταση που ήταν, μπόρεσα να φανταστώ τι είχε γίνει εκείνες τις μέρες στην Κωνσταντινούπολη.
   Τον χαιρέτησα, έσκυψα στ' αυτί του και είπα:
   «Είμαι η Άννα Νοταρά...»
   Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. «Δεν επιτρέπεται εσύ να υποκλίνεσαι σ' έναν άρρωστο».
   Θαύμασα τη μετριοφροσύνη του.
   «Πολλοί σε ξέρουν, αγαπητή μου, αλλά λίγοι θέλουν να το λένε», πρόσθεσε. «Να προσέχεις... εκεί που θες να πας... Η Πόλη δεν είναι ο προορισμός σου;»
   «Ναι, αλλά ο Θεός είχε άλλα σχέδια», του είπα και χαμογέλασα.
   «Έτσι είναι, καλή μου. Όταν εμείς κάνουμε σχέδια...»
   «Άρχοντα, σε βλέπω...»
   «Δυστυχώς, είμαι στα τελευταία μου».
   Επιχείρησε να χαμογελάσει πάλι, αλλά δε μπορούσε. Το στόμα του είχε φύγει λίγο απ' τη θέση του. Είχε περάσει τόσα εκείνο το κορμί...
   «Αλήθεια, πες μου, σε παρακαλώ, τι έγινε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας...» του είπα.
   Δεν πρόλαβα να τελειώσω κι είδα δυο δάκρυα να κυλούν απ' τα μάτια του. Πήρα ένα μαντίλι από δίπλα και του τα σκούπισα.
   «Ο αυτοκράτορας πολέμησε γενναία ... κι έπεσε για την τιμή της πατρίδας του. Έτσι έμαθα... δεν τον είδα. Εγώ ήμουν αναίσθητος όταν με πήραν απ' τα τείχη και με μετέφεραν στο πλοίο. Το 'μαθα αργότερα, είχα φτάσει πια στη Χίο».
   «Είναι αλήθεια λοιπόν;»
   Έκλεισε τα μάτια του κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του.
   Μια υπηρέτρια ήρθε και μας έστρωσε πρόχειρα ένα τραπέζι. Αυτός μόλις που μπορούσε να σαλέψει. Είχε κοντά του έναν υπηρέτη για να τον εξυπηρετεί. Εγώ άρχισα να τσιμπολογώ. Δεν είχα και πολλή όρεξη. Τον λυπόμουν, έτσι όπως τον έβλεπα. Εξάλλου είχα άλλες προτεραιότητες. Ήθελα να μάθω λεπτομέρειες για την Πόλη.
   Κάποια στιγμή τον ρώτησα:
   «Κι οι δικοί μου;»
   «Για τον πατέρα σου λένε ότι τον εκτέλεσε ο σουλτάνος».
   Τώρα με πήραν κι εμένα τα δάκρυα.
   «Κάποιοι είπαν ότι είχε κρυμμένα λεφτά κι αντί να τα προσφέρει στον αυτοκράτορα, τα 'δωσε στο σουλτάνο κι αυτός... τον σκότωσε για “ευχαριστώ”».
   «Ψέματα!» είπα κάπως πιο δυνατά.
   Με κοίταξε παράξενα και τότε του εξήγησα.
   «Άρχοντα, εγώ είχα δει τους λογαριασμούς του. Τα χρήματά μας, ακόμα και την προίκα μου, ο πατέρας τα διέθεσε για την πατρίδα· μισθούς για το στρατό και πολεμοφόδια».
   «Για να το λες εσύ... γιατί κάποιοι έλεγαν ότι...»
   «Δεν ξέρω. Φήμες. Πολλοί μισούσαν την οικογένειά μου. Κυρίως οι ενωτικοί. Μισούσαν τον πατέρα που 'χε τόσα αξιώματα».
   «Με το συγχωρεμένο τον πατέρα σου, αν και πολεμήσαμε μαζί, είχαμε πολλές αντιπαλότητες. Μου φερόταν, θα 'λεγα, ακόμα κι εχθρικά. Ίσως... επειδή είμαι Γενοβέζος».
   Δεν απάντησα. Απλώς ανασήκωσα τους ώμους μου. Δεν ήθελα να πάρω θέση. Τον άφησα λοιπόν να συνεχίσει.
   «Του 'λεγα “άρχοντα, κάνε αυτό» και μου απαντούσε “να κοιτάς τη δουλειά σου. Ξέρω τι πρέπει να κάνω στην Πόλη μου”. Του 'δινα εντολή να μεταφέρει όπλα και πυροβολικό ή να μου φέρει εφόδια και μου 'λεγε “όχι, δε μπορώ τώρα”. Καταλαβαίνεις... δεν υπήρχε συνεννόηση».
   «Σε πιστεύω... ήταν πεισματάρης. Όχι μόνο με τους ξένους, αλλά και μ' εμάς τα παιδιά του».
   «Δε λέω ότι ήταν δειλός. Κάθε άλλο. Μάλιστα θα μπορούσε να 'χε φύγει, αλλά δεν το 'κανε. Αυτό τον τιμά. Και το γεγονός ότι υπέμεινε το μαρτύριό του... κάτι σημαίνει. Μ' ενημέρωσαν ότι πέθανε γενναία, μαζί με τ' αδέλφια σου και τους γαμπρούς σου. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι που τον κατηγορούσαν το έσκασαν. Λοιπόν γι' αυτό και μόνο συγχώρεσα τον Λουκά Νοταρά. Εξάλλου σε λίγο κι εγώ θα τον συναντήσω εκεί πάνω».
   «Εσύ, άρχοντα, έχεις καιρό ακόμη», είπα καλοσυνάτα και του χάιδεψα με στοργή το χέρι.
   «Το ξέρω... μου δίνεις θάρρος», είπε. «Το ίδιο κι οι γιατροί μου. Αλλά δεν είμαι χαζός».
   «Άρχοντα, νομίζω ότι πρέπει τώρα να σ' ευχαριστήσω που μ' έσωσες. Κι επίσης να σου πω...»
   «Δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα. Τα έγγραφα που βρήκαν οι άνθρωποί μου πάνω σου, αν κι αρκετά κατεστραμμένα, αλλά κι οι πληροφορίες που μας έδωσε ο καπετάνιος επιβεβαίωσαν την ταυτότητά σου».
   «Θα 'θελα πάντως μια χάρη ακόμα».
   «Αν μπορώ... γιατί στην κατάσταση που είμαι», είπε και μου 'δειξε που 'ταν φασκιωμένος σαν μωρό παιδί από πάνω μέχρι κάτω σχεδόν.
   «Θα 'θελα να πεις στους ανθρώπους σου, εννοώ τους τραπεζίτες...»
   «Οι τραπεζίτες δεν είναι άνθρωποι κανενός», έσπευσε να με διορθώσει. «Αυτοί ανήκουν μόνο στις τράπεζες κι υπηρετούν το χρήμα», συμπλήρωσε με νόημα.
   «Έστω... θα 'θελα, αν μπορείς, να τους ζητήσεις να κανονίσουν το θέμα με τα χρήματα που 'χει ο πατέρας μου στις στις τράπεζες της Γένοβας».
   Του εξήγησα στα γρήγορα ό,τι γνώριζα για τις επενδύσεις του συχωρεμένου του πατέρα αλλά και του παππού μου και πρόσθεσα:
   «Θα χρειαστώ χρήματα για τους δικούς μου. Όσους βρω ζωντανούς δηλαδή. Θέλω να τους εξαγοράσω, αν χρειαστεί...»
   «Καταλαβαίνω...»
   Άρχισε να βήχει. Τον βοήθησα ν' ανασηκωθεί και του 'δωσα λίγο νερό. Έκανα νόημα στην υπηρέτρια να πάρει όλα τα φαγητά που 'χαν απομείνει. Ύστερα από λίγο ο Ιουστινιάνης ηρέμησε και συνέχισε:
   «Τώρα μπορείς να πηγαίνεις. Θα... θα ικανοποιηθούν όλα σου τα αιτήματα».
   «Άρχοντα, δεν έχω λόγια να σ' ευχαριστήσω. Εγώ...»
   Έσκυψα να του φιλήσω το χέρι. Ήταν μια τεράστια παλάμη σε σχέση με τη μικρούλα δική μου. Τραχιά από μέσα, γεμάτη φλέβες από πάνω. Είχε κι ένα σκίσιμο σ' ένα σημείο. Ήταν ολοφάνερα χέρι πολεμιστή, ενός άντρα που 'χε κοπιάσει με το σπαθί, κι όχι το απαλό και μαλθακό χέρι ενός γραφιά. Πρόσεξα ότι έτρεμε τώρα.
   Ο Ιουστινιάνης μου κράτησε για λίγο το χέρι και μετά, αφού χαμογέλασε αχνά, είπε:
   «Ευχαριστώ το Θεό, Άννα, που μ' αξίωσε να πολεμήσω δίπλα στον τελευταίο αυτοκράτορα των Ρωμαίων, χύνοντας το αίμα μου στη δοξασμένη Πόλη».
   Με πήραν πάλι τα δάκρυα μπροστά του.
   Εκείνος έκλεισε τα μάτια του. Ο γιατρός με πλησίασε και μου 'πε να μην τον κουράζω άλλο. Είχε δίκιο. Ο άνθρωπος έπρεπε να ξεκουραστεί.
   Ο Ιουστινιάνης ήταν απ' τους πιο αξιόλογους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ, ο Θεός ν' αναπαύσει την ψυχή του. Γιατί χρόνια αργότερα, και γι' αυτόν, όπως και για μένα και για την οικογένειά μου, γράφτηκαν διάφορα ψέματα απ' τους δικούς μας συγγραφείς.
   Έμεινα ακόμα μερικές μέρες στο νησί. Κανονικά θα 'χα φύγει πιο νωρίς, αλλά μέχρι να κανονίσω τους λογαριασμούς με τους τραπεζίτες, τους οποίους στο μεταξύ είχε ειδοποιήσει ο άρχοντας Ιουστινιάνης, μου πήρε λίγο καιρό.
   Πράγματι μου 'δειξαν τα χαρτιά όπου αναφερόταν το ποσό που 'χε ο πατέρας μου στις τράπεζές τους. Δεν ήταν υπερβολικά μεγάλο, συγκριτικά μ' αυτό που 'ξερα ότι είχε στη Βενετία. Αλλά εκείνη την περίοδο ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό για μένα. Επρόκειτο για δέκα χιλιάδες περίπου χρυσά νομίσματα. Μ' αυτά πίστευα ότι θα μπορούσα να εξαγοράσω όλη μου την οικογένεια, αν τους έβρισκα ζωντανούς.
   Ωστόσο, είχα προβλήματα, γιατί δικηγόροι και παρατρεχάμενοι των τραπεζιτών ζητούσαν επίσημα έγγραφα που ν' αποδεικνύουν την ταυτότητά μου. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισα πολύ αργότερα και στη Βενετία. Αλλά τώρα στη Χίο, που με κόπο είχα γλιτώσει όσα χαρτιά είχα μαζί μου, υπήρχε ένα μειονέκτημα: όλα προέρχονταν απ' το βενετικό Ναύπλιο. Όταν οι Γενοβέζοι άκουγαν για τους Βενετούς, έδειχναν ιδιαίτερη ενόχληση.
   Έτσι λοιπόν καθυστερούσαν πολύ να δώσουν μια απάντηση, μέχρι που μια μέρα κανονίστηκε ένα ραντεβού με τους τραπεζίτες και με τον πιο πλούσιο απ' αυτούς, για να διευθετήσουμε το θέμα. Σ' εκείνο το ραντεβού, επί δύο ώρες τους εξηγούσα πάλι απ' την αρχή την υπόθεσή μου. Όμως, παρά τις μαρτυρίες όσων είχαν σωθεί απ' το ναυάγιο κι οι οποίοι παρέστησαν σ' εκείνη την ακροαματική διαδικασία και παρά την εντολή του ίδιου του Ιουστινιάνη, οι τραπεζίτες ήταν σκεφτικοί.
   Κάποια στιγμή ήρθε ένας άνδρας κι αμέσως όλοι τον αντιμετώπισαν με σεβασμό. Ποιος να 'ναι πάλι αυτός εδώ; σκέφτηκα. Εκείνος, όμως, μου χαμογέλασε εγκάρδια και μου 'πε:
   «Σας ταλαιπωρούν, αρχόντισσα Άννα Νοταρά;»
   «Εμ... λίγο... ξέρετε, έχω ανάγκη τα λεφτά που ο συχωρεμένος ο πατέρας μου...»
   «Εκείνος ο αξιόλογος άνθρωπος, ο Λουκάς Νοταράς;»
   «Τον γνωρίζατε;»
   «Κι αυτόν κι εσένα, Άννα, κι όλη την οικογένεια Νοταρά. Ακόμα και τον συχωρεμένο τον παππού σου γνώριζα, τον Νικόλαο».
   Τον κοιτούσα άφωνη. Δε μπορούσα να θυμηθώ ποιος είναι.
   «Για θυμήσου, καλή μου... πριν από χρόνια, στο Μυστρά... Όταν είχα έρθει μ' εκείνο τον Βενετό... Τη μέρα που παραβρέθηκε στη συνάντηση κι ο μακαρίτης ο αυτοκράτορας... Και μπήκες, μικρούλα εσύ ακόμη, να μας τρατάρεις...»
   «Είστε ο κύριος Μικέλε Ντόρια;» είπα χαρούμενη, γιατί θυμήθηκα αμέσως τι είχε συμβεί εκείνη τη μέρα.
   «Ακριβώς, αγαπητή μου!» απάντησε εκείνος. Ύστερα γύρισε προς τους άλλους και τους είπε σ' αυστηρό τόνο:
   «Την υπόθεση της κυρίας την αναλαμβάνω εγώ. Θέλετε κάτι άλλο;»
   Αφού συνεννοήθηκαν με μια ματιά, απάντησαν αρνητικά κι αποχώρησαν. Έμεινα μόνη με τον σινιόρ Ντόρια.

   «Τι θα λέγατε να κάνουμε μια βόλτα στο νησί;»
   «Και... τα θέματά μας;»
   «Τα συζητάμε καθ' οδόν. Εννοώ, να φύγουμε από 'δω μέσα. Είναι μια θαυμάσια μέρα μ' αρκετό ήλιο. Γιατί να μην την εκμεταλλευτούμε;»
   Μου φάνηκε καλή ιδέα. Σε λίγα λεπτά είχαμε μπει σε μια άμαξα. Μας συνόδεψαν και τέσσερις δικοί του για ασφάλεια. Αρχίσαμε να τριγυρνάμε στην πόλη με την άμαξά του. Σκεφτόμουν στο μεταξύ ότι δε θα 'ταν σωστό ν' ανοίξω κουβέντα για οικονομικά θέματα. Κι έτσι ο σινιόρ Ντόρια άρχισε να μου μιλάει για τη ζωή του.
   Από τότε που έφυγε απ' το Ναύπλιο είχε κάνει, ως έμπορος, πολλά ταξίδια κι είχε βγάλει αρκετά χρήματα. Στην προσωπική του ζωή, όμως, αντίθετα με την επαγγελματική -είχε γίνει μεγαλοτραπεζίτης στη Γένοβα- δεν είχε ευτυχήσει. Δεν απέκτησε οικογένεια. Στο μεταξύ, ενδιάμεσα, καθώς περνούσαμε από διάφορα μέρη, μου 'λεγε λίγα λόγια για την ιστορία του νησιού. Και μάλιστα ότι οι δικοί του είχαν συμφέροντα στο νησί πάνω από εκατό χρόνια τώρα.
   Κάποια στιγμή κατεβήκαμε απ' την άμαξα και περπατήσαμε λίγο στην εξοχή. Ο Μικέλε Ντόρια μου εξομολογήθηκε ότι ήξερε λίγο - πολύ την ιστορία μου. Ήταν στην ηλικία του πατέρα μου, ίσως και μεγαλύτερος, πάνω απ' τα εβδομήντα. Του εξήγησα με λίγα λόγια για ποιο λόγο χρειαζόμουν τα χρήματα. Έδειξε να καταλαβαίνει και συμφώνησε απόλυτα μαζί μου.
   «Ξέρεις ότι έχεις δύσκολο δρόμο μπροστά σου;» μου 'πε ύστερα από λίγο.
   «Για τον άντρα που αγαπώ... δε με νοιάζει τίποτα».
   «Μα είσαι σίγουρη ότι θα τον βρεις εκεί; Ξέρεις, Άννα, τι έγινε εκείνες τις μέρες στην Πόλη; Σκέτη κόλαση!»
   «Ναι... μου τα 'πε ο Ιουστινιάνης. Μα... έστω κι έτσι... δε με νοιάζει».
   Επιστρέψαμε στην άμαξα και πήραμε το δρόμο της επιστροφής για την πόλη. 
   Καθώς περνάγαμε από κάποιες πλατείες μέσα στην πόλη της Χίου, διαπίστωνα ότι οι Γενοβέζοι έκαναν πολύ καλή δουλειά. Τα κτίρια έμοιαζαν περισσότερο με δυτικά και γενοβέζικα παρά με τα ελληνικά που 'χα δει στην Πόλη. Είχαν πιο πολλά δυτικά στοιχεία, μυτερές απολήξεις στα παράθυρα και στα υπέρθυρα, παρά στρογγυλεμένους θόλους όπως είχαν τα δικά μας. Ήταν όλα πολύ όμορφα και πλέον η Χίος είχε αποκτήσει ένα κοσμοπολίτικο χρώμα, ένα μείγμα πολιτισμού ορθόδοξου και λατινικού. Τα πιο πλούσια σπίτια ήταν πραγματικά μέγαρα. Κάποια απ' αυτά, που τα επισκέφτηκα μάλιστα, είχαν μαρμάρινα πατώματα κι ήταν διώροφα και τριώροφα. Επίσης η είσοδός τους ήταν στεγασμένη μ' οροφή, η οποία στηριζόταν σε σειρά από κολόνες, υπήρχαν οικόσημα των οικογενειών, γυάλινα παράθυρα, μπαλκόνια, όπως στη Γένοβα και στη Βενετία.
   «Δε θα ισχυριστώ ότι δεν είχαμε και δυσκολίες στο νησί», είπε κάποια στιγμή ο συνοδός μου. «Για να φτάσουμε στην καλή κατάσταση που είμαστε τώρα, περάσαμε μέσα από πολλές ατυχίες. Αλλά τις ξεπεράσαμε όλες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όμως τώρα και πάλι κινδυνεύουμε. Ίσως πιο πολύ από ποτέ».
   «Απ' τους Τούρκους;» ρώτησα δειλά.
   «Ναι. Γι' αυτό και προετοιμαζόμαστε. Στο λιμάνι πριν από ένα μήνα ξεφορτώσαμε κανόνια απ' τη Γένοβα κι ένα πλοίο μάς έφερε πολεμοφόδια».
   «Θα τα καταφέρετε σε περίπτωση επίθεσης;»
   «Θ' αγωνιστούμε. Δε θα παραδοθούμε εύκολα στους Τούρκους».
   «Ο Θεός θα 'ναι μαζί σας», του 'πα σφίγγοντάς του το χέρι.
   Είχε πια μεσημεριάσει. Με συνόδεψε στ' αρχοντικό του Ιουστινιάνη κι αποχαιρετιστήκαμε.
   Τις επόμενες μέρες συναντηθήκαμε μια - δυο φορές ακόμα. Μάλιστα ο Μικέλε προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει. Πήρα την άδεια απ' τον Ιουστινιάνη κι έτσι εγκαταστάθηκα στο σπίτι του για μια βδομάδα. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε πολλά και διάφορα για τις υποθέσεις μας.
   Τελικά ένα απόγευμα ολοκληρώσαμε όλες τις διαδικασίες κι υπέγραψα τα χαρτιά που όριζε ο νόμος κι η τράπεζα που εκπροσωπούσε ο Μικέλε. Μου 'δωσε μερικά πουγκιά γεμάτα νομίσματα, για τα πρώτα έξοδα, αλλά κι αρκετές συναλλαγματικές που θα τις εξαργύρωνα αργότερα στις γενοβέζικες τράπεζες στο Πέραν. Επίσης πήρα και συστατικές επιστολές, τόσο απ' τον Ιουστινιάνη, τον οποίο επισκέφτηκα ακόμα μερικές φορές, όσο κι απ' τον Μικέλε. Ο οποίος, πρέπει να πω, προσπάθησε κάποια στιγμή να με πείσει ν' αναβάλω το ταξίδι μου στην Πόλη. Μου εξήγησε ότι αυτή την εποχή τα πράγματα ήταν πολύ επικίνδυνα εκεί. Οι πληροφορίες του έλεγαν πως η Πόλη ήταν ακόμη ένα μεγάλο σκλαβοπάζαρο κι ο ίδιος θεωρούσε  ότι δε θα 'μουν ασφαλής, κυκλοφορώντας με τόσα λεφτά πάνω μου. Ύστερα απ' όλα αυτά ήταν δυνατόν να μη μπει αυτός ο άνθρωπος στην καρδιά μου; Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει για μένα;
   Εγώ όμως είχα πάρει τις τελικές μου αποφάσεις. Μια κρύα μέρα στις αρχές Δεκεμβρίου του 1453 μπήκα σ' ένα καράβι που έφευγε για την Πόλη. Ο Μικέλε Ντόρια με συνόδεψε μέχρι το λιμάνι κι εκεί αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, τον οποίο ποτέ δεν ξέχασα. Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, ερχόταν και μ' έβλεπε στη Βενετία, μια φορά το χρόνο. Και τον φιλοξενούσα και στο σπίτι μου μέχρι που πέθανε, πριν από είκοσι χρόνια.
   Καθώς ήμουν πάνω στην κουπαστή του πλοίου κι έβλεπα τη Χίο ν' απομακρύνεται, συλλογιζόμουν ότι ποτέ δεν πρέπει να υποτιμάς κανέναν άνθρωπο. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει η ζωή. Μια γνωριμία που στην αρχή σου φαίνεται ασήμαντη, μπορεί κάποια στιγμή ν' αποδειχτεί σημαντική. Να γίνει η σωτηρία σου.
   Προς το παρόν, κι ενώ η Κωνσταντινούπολη ήταν ακόμη μακριά, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να ιεραρχήσω τις δουλειές μου.

   Όταν έφυγα απ' τη Χίο με το μπαουλάκι μου, μέσα στο οποίο είχα διάφορα χρήσιμα πράγματα, ρούχα και παπούτσια που μου τα 'χε δώσει όλα ο Γενοβέζος άρχοντας Ιουστινιάνης, πήγα στο Πέραν, που ήταν η πιο κοντινή χριστιανική πόλη στην καρδιά της οθωμανικής πια αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη. Στο Πέραν νοίκιασα ένα σπίτι για μένα και τους ανθρώπους μου, τους οποίους έστειλα αμέσως για να βγάλουν τ' απαραίτητα χαρτιά, ώστε να μπορούμε άνετα να πηγαινοερχόμαστε απέναντι, στην Κωνσταντινούπολη, όσο θα ψάχναμε τους δικούς μου.
   Επίσης πήγα και στις τράπεζες όπου κατέθεσα το χρήματά μου, για να μην τα κουβαλάω μαζί μου. Επιπλέον ζήτησα από κάποιους ανώτερους αξιωματούχους να μου χορηγήσουν νόμιμα έγγραφα, τα οποία θα μου διασφάλιζαν άνεση κινήσεων σε κάποια δύσκολη στιγμή. Τακτοποίησα και τους ανθρώπους που με συνόδεψαν. Κράτησα κοντά μου μόνο δυο άνδρες του Ιουστινιάνη, τον Μάρκο και τον Αλέξιο. Όλους τους άλλους τους έστειλα πίσω στη Χίο. Μέχρι να τελειώσω μ' όλα τούτα, πέρασαν καμιά δεκαριά μέρες.
   Είχε φτάσει πλέον η ώρα να περάσω απέναντι. Μα όταν επιτέλους πάτησα το πόδι μου στην Πόλη, με πήραν τα κλάματα. Οι άνθρωποί μου έσπευσαν αμέσως να με παρηγορήσουν, όμως εγώ δε μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Έπρεπε να βρούμε μερικά τούρκικα ρούχα, γιατί έτσι ντύνονταν οι περισσότεροι πια. Γι' αυτό μπήκαμε στο πρώτο μαγαζί με υφάσματα που συναντήσαμε στο δρόμο μας. Έτσι δε θα τραβούσε την προσοχή η δυτική μας εμφάνιση σε σχέση με τους Οθωμανούς. Διαφορετικά, πολύ πιθανό να μας έκαναν έλεγχο οι Τούρκοι στρατιώτες που κυκλοφορούσαν παντού.
   Βγήκαμε στο δρόμο. Αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου, εκείνον τον πρώτο καιρό στην τουρκεμένη Πόλη, ήταν αδιανόητο και δυσκολεύομαι ακόμη και σήμερα να το περιγράψω. Παντού στις εκκλησιές μας υπήρχαν φλάμπουρα του σουλτάνου. Οι σταυροί απ' τους τρούλους κι οι καμπάνες απ' τα καμπαναριά είχαν εξαφανιστεί. Θυμάμαι το ναό των Αγίων Αποστόλων, έναν απ' τους σημαντικότερους, μεγαλύτερους και πιο όμορφους της Πόλης, κι ανατριχιάζω. Το ναό αυτό οι Βενετοί τον αντέγραψαν για να χτίσουν το δικό τους καθεδρικό, τον Άγιο Μάρκο. Σήμερα μάλιστα, όπως με πληροφόρησαν κάποιοι που 'ρθαν απ' την Πόλη, ο ναός δεν υπάρχει πια. Τον γκρέμισαν, οι αντίχριστοι, και στη θέση του ο σουλτάνος έχτισε ένα τεράστιο τέμενος για τον εαυτό του, που να σαπίσουν τα κόκαλά του!
   Καθώς περπατούσαμε με τους υπηρέτες μου, περάσαμε κι απ' τη Μονή Παμμακάριστου, ένα απ' τα πιο σημαντικά μοναστήρια, που ιδρύθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα. Περιέργως πώς, είδα πολλούς μοναχούς να μπαινοβγαίνουν στη μονή. Ρώτησα κι έμαθα το γιατί. Ο σουλτάνος είχε αφήσει απείραχτο το μοναστήρι στα χέρια των χριστιανών, γιατί εδώ πριν από μερικούς μήνες συναντήθηκε ο ανθενωτικός Γεώργιος Σχολάριος, ο Γεννάδιος, με τον σουλτάνο Μωάμεθ και συμφώνησαν να γίνει ο Γεννάδιος πρώτος Πατριάρχης των Ελλήνων μετά την άλωση.
   Περπατώντας στα σοκάκια της Πόλης, έβλεπα συνοικίες ολόκληρες ισοπεδωμένες απ' τη φωτιά. Παντού χαλάσματα, γκρεμισμένα σπίτια και οικήματα κάθε είδους. Τα μαγαζιά ήταν λίγα στις γειτονιές, ενώ άνθρωποι πεινασμένοι ζητιάνευαν ένα κομμάτι ψωμί ή λίγα χάλκινα νομίσματα. Τέτοια φτώχεια δεν είδα σε καμιά πόλη απ' όσες επισκέφτηκα μέχρι σήμερα στην Ευρώπη. Απόλυτη πενία, απλωμένη απ' άκρη σ' άκρη σ' όλη τη Βασιλεύουσα. Αυτή ήταν η Πόλη μου; Αυτή ήταν η ένδοξη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Ρωμιών; Πώς την είχαν καταντήσει έτσι οι Τούρκοι; Χειρότερη κι από τότε που την είχαν οι Φράγκοι, το 1204!
   Είδα, μέσα στο καταχείμωνο, ανθρώπους, νέους και γέρους, να κοιμούνται στους δρόμους. Γυμνά παιδιά που έτρεχαν πίσω σου και παρακαλούσαν όχι για χρήματα, αλλά για ένα κομμάτι ψωμί. Γυναίκες με κουρελιασμένα ρούχα να ζητιανεύουν στο κρύο και στη βροχή με τα μωρά στα χέρια τους. Παντού μιζέρια, φτώχεια και τίποτε άλλο. Έδωσα μια μικρή βοήθεια σε πολλούς. Αλλά πού να πρωτοδώσεις και ποιον να πρωτοβοηθήσεις; Απίστευτες καταστάσεις!
   Είχαν περάσει πάνω από έξι μήνες, αφότου είχε τελειώσει ο πόλεμος, αλλά μέσα στην Πόλη τίποτε δεν είχε βελτιωθεί. Άκουσα κάποια στιγμή ότι ο σουλτάνος είχε δώσει εντολή, μέσα στον επόμενο χρόνο, να μεταφερθούν ακόμη και με τη βία, καινούργιοι πληθυσμοί απ' όλη την αυτοκρατορία, για να κατοικήσουν και πάλι την Πόλη. Αλλά ποια Πόλη; Πού θα διέμεναν οι χιλιάδες άνθρωποι; Στους δρόμους κι αυτοί;
   Κι εμείς, οι Ρωμιοί, πού ήμασταν; Μας είχε ξεπαστρέψει όλους ο τρισκατάρατος; Όχι βέβαια! Ομολογώ ότι εκείνες τις πρώτες μέρες άκουσα πολλούς να μιλούν ρωμαίικα.
   Πέρασα και μια βόλτα απ' τα τείχη, όχι τα παραλιακά που ήταν ακόμα σε καλή κατάσταση, αλλά απ' τη μεριά της ξηράς. Εκεί σχεδόν λύγισα. Στο σημείο που λέγανε ότι έπεσε ο τελευταίος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τα τείχη ήταν σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμμένα απ' τους κανονιοβολισμούς.
   Υπήρχαν μεγάλα κενά ανάμεσα στα τείχη κι οι πύργοι δε στέκονταν στο ύψος τους μεγαλοπρεπείς. Αντίθετα ήταν ρημαγμένοι, στοίβες από πέτρες και χώματα, χαλάσματα κάτω στο έδαφος. Στις πύλες, που διατηρούνταν ακόμη όρθιες, υπήρχαν ισχυρές στρατιωτικές φρουρές που ήλεγχαν όσους έμπαιναν κι όσους έβγαιναν. Δεν πλησιάσαμε περισσότερο, γιατί δεν ήθελα μπλεξίματα. Αυτό με συμβούλεψαν κι οι συνοδοί μου.
   Την πρώτη μέρα που πήγα στην Πόλη δεν έμεινα πολύ. Ήμουν τόσο στενοχωρημένη απ' το θέαμα, ώστε ζήτησα απ' τους ανθρώπους μου να επιστρέψουμε νωρίτερα στο Πέραν. Έκλαιγα μια βδομάδα καθώς σκεφτόμουν τη ζωή μου εκεί, μόλις πριν από λίγους μήνες.
   Οι υπηρέτες μου, ο Μάρκος κι ο Αλέξιος, έκαναν υπομονή και μου συμπαραστέκονταν. Αρρώστησα μάλιστα απ' τη στενοχώρια μου. Εκείνες τις μέρες έφτασε κι η είδηση ότι είχε πεθάνει ο Ιουστινιάνης. Αυτός ο άνθρωπος που μου 'χε φερθεί τόσο καλά. Έτσι, όταν στάθηκα πια στα πόδια μου, το πρώτο που έκανα ήταν ένα μνημόσυνο για να τον τιμήσω. Τον έθαψαν, απ' ό,τι έμαθα, στην εκκλησία του Αγίου Δομήνικου στη Χίο.
   Τελικά, έπειτα από μερικές μέρες, κατάφερα να συνέλθω. Έφτασαν και τα Χριστούγεννα κι εγώ, μολονότι με κάλεσαν στα σπίτια τους για να γιορτάσουμε μαζί κάποιοι γνωστοί του Ιουστινιάνη και μερικοί τραπεζίτες που 'χα γνωρίσει, ήμουν πολύ λυπημένη κι έτσι προτίμησα να μείνω μόνη και ν' απέχω από γιορτές κι άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις.
   Μετά τις γιορτές όφειλα πλέον να κάνω το καθήκον μου και σχεδίασα μαζί με τους υπηρέτες μου τις επόμενές μας ενέργειες. Αρχικά έπρεπε να μάθουμε ποιοι απ' τους δικούς μου ήταν ζωντανοί. Τους έστειλα να πάνε να ρωτήσουν πού είχαν οι Τούρκοι τους αιχμαλώτους. Το μάθαμε σχετικά εύκολα· ήταν σε μια μεγάλη συνοικία με πολλά σπίτια, που τα 'χαν μετατρέψει όλα σε φυλακές με ισχυρές στρατιωτικές φρουρές.
   Πηγαίνοντας όμως προς τα κει, πέρασα τυχαία απ' τη μεγάλη κεντρική πλατεία της Πόλης. Κι εκεί είδα ένα τρομερό θέαμα που με συντάραξε. Πάνω σ' ένα κοντάρι δέκα μέτρα ψηλό βρισκόταν ένα κεφάλι. Γύρω του πηγαινοέρχονταν και χαριεντίζονταν καμιά δεκαριά τσαούσηδες οι οποίοι φύλαγαν το κοντάρι.
   Δεν τόλμησα να ρωτήσω ποιανού κεφάλι ήταν αυτό. Άλλωστε τον αναγνώρισα απ' τη γαμψή μύτη του. Γιατί τίποτ' άλλο δεν είχε απομείνει ώστε να με βοηθήσει περισσότερο. Τα πουλιά τού 'χαν φάει τα μάτια και τη γλώσσα. Επιπλέον πάνω στο κεφάλι υπήρχε κι ένα ξύλινο ευτελές στέμμα. Χωρίς αμφιβολία ήταν το κεφάλι του αυτοκράτορα, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Δραγάση.
   Κόντεψα να λιποθυμήσω. Οι υπηρέτες μου με τράβηξαν και με μετέφεραν σ' ένα ήσυχο σημείο  μέχρι να συνέλθω. Εκείνη τη μέρα δε φύγαμε απ' την Πόλη πιο νωρίς. Όταν αργότερα συνήλθα, τους εξήγησα το λόγο της ταραχής μου. Τους είπα δηλαδή ότι, πριν πέσει η Πόλη, ήμουν πλούσια αυλική στο παλάτι. Επίσης μακρινή συγγενής του αυτοκράτορα που τον αγαπούσα και τον σεβόμουν. Στη συνέχεια τους μίλησα για το σχέδιό μου. Αυτοί με κοίταζαν μ' απορία.
   «Μα, κυρά... τι λες; Πώς είναι δυνατόν;» είπε ο Μάρκος έντρομος.
   «Να κλέψουμε το κεφάλι του αυτοκράτορα;» συνέχισε ο Αλέξιος.
   «Ναι... γιατί όχι;»
   Τους κοίταζα σαν να τους έλεγα ότι αυτό είναι το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Εκείνοι αντάλλαξαν βλέμματα τρόμου.
   «Γιατί να το κάνουμε αυτό;» είπε πάλι ο Αλέξιος.
   «Είμαι Ρωμιά και... και δεν αντέχω τέτοιο εξευτελισμό!»
   «Είναι σκληρό, αλλά πάει, τέλειωσε», πρόσθεσε ο Μάρκος. «Ο άνθρωπος, κυρά», συμπλήρωσε διστακτικά, «είναι...νεκρός. Κι αν τολμήσουμε να πάμε κατά κει θα... θα μας σκοτώσουν. Δεν είδες πώς τον φυλάνε; Δε μας λυπάσαι;»
   «Τότε θα πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος», είπα αποφασιστικά.
   «Δηλαδή;»
   «Θα το εξαγοράσουμε!»
   «Είναι δυνατόν;» ρώτησε ο Αλέξιος.
   «Θα πάτε να βρείτε τον υπεύθυνο της φρουράς... Θυμάστε έναν τύπο που φώναζε ποιος είναι ο νεκρός στο κοντάρι κι ότι όλοι πρέπει να τον βλέπουν και να φοβούνται το σουλτάνο;»
   «Ναι. Λοιπόν;» ρώτησε ο Μάρκος.
   «Θα παραφυλάξετε να δείτε πού μπαίνει. Βρείτε κι ένα διερμηνέα. Στην Πόλη κυκλοφορούν πολλοί που μιλάνε δυο γλώσσες. Αυτός θα σας πει ποιος είναι ο υπεύθυνος της φρουράς...»
   «Και θα τον πληρώσουμε για να μας δώσει το κεφάλι;» ρώτησε πάλι ο Αλέξιος.
   «Όχι βέβαια! Λέγονται έτσι απλά αυτά τα πράγματα; Θα του πείτε ότι η κυρά σας  θέλει να τον δει για κάτι σημαντικό. Κι αν δεν σας πιστέψει, θα του αφήσετε κι ένα δωράκι...»
   «Χρήματα;»
   «Ακριβώς! Δε νομίζω ότι θ' αρνηθεί μια συνάντηση. Θα του πείτε ότι θέλω να τον συναντήσω σε κάποιο πανδοχείο, νύχτα... Και μετά... θα δω εγώ τι θα του πω για το κεφάλι».
   Με κοίταξαν ξεροκαταπίνοντας. Ήξεραν ότι ήταν δύσκολη δουλειά, αλλά τελικά δέχτηκαν να την κάνουν. Ήξεραν ότι ήμουν μια πλούσια Ρωμιά που έψαχνε τους δικούς της, ότι ήμουν φίλη του αφέντη τους, του Ιουστινιάνη, κι ότι, αφού αυτός μου τους είχε παραχωρήσει, όφειλαν να με υπηρετούν.
   Την επόμενη μέρα, απ' το πρωί κιόλας, ξεκίνησαν. Ακολούθησαν το σχέδιό μου κατά γράμμα. Το απόγευμα μου 'φεραν έναν έμπιστο διερμηνέα. Του εξήγησα ποια ήταν η δουλειά κι όλα τα σχετικά. Ήταν ένα καλό ανθρωπάκι, που συμφώνησε χωρίς πολλές ερωτήσεις. Πήρε την αμοιβή του κι έφυγε. Την επόμενη μέρα ακολούθησε τους υπηρέτες μου και το βραδάκι επέστρεψαν με καλά νέα· η δουλειά είχε κανονιστεί τελικά μ' έναν θηριώδη, όπως μου είπαν, Τούρκο που 'ταν ο αρχηγός της φρουράς. Μάλιστα μου 'δωσαν θάρρος, λέγοντάς μου ότι ο άνδρας αυτός ήταν μάλλον Ρωμιός ή τέλος πάντων μίλαγε ελληνικά. Έτσι δε θα 'χα ανάγκη το διερμηνέα. Αυτό ήταν μια καλή εξέλιξη. Μέχρι να 'ρθει ο αρχηγός της φρουράς -έπρεπε να περιμένω να τελειώσει η βάρδιά του μέχρι το βράδυ- κάθισα να σκεφτώ τι θα του 'λεγα.
   Η μέρα πέρασε γρήγορα. Εγώ είχα προετοιμαστεί καλά για τη συνάντηση και μάλιστα είχα κανονίσει και το ποσό της εξαγοράς που σκόπευα να του δώσω για το κεφάλι του αυτοκράτορα. Εκτός απ' τα μετρητά, θα του 'δινα κι ένα ρουμπίνι, που μου 'χε χαρίσει ο συχωρεμένος ο Ιουστινιάνης.
   Η μεγάλη ώρα είχε φτάσει.

    Περίμενα μ' αγωνία τον τσαούση που φύλαγε το κεφάλι του αυτοκράτορα στην κεντρική πλατεία της Πόλης. Στο μεταξύ επαναλάμβανα, ξανά και ξανά, από μέσα μου αυτά που θα του 'λεγα. Έπρεπε να 'μαι ψύχραιμη.
   Ξαφνικά άκουσα χτυπήματα στην πόρτα. Πετάχτηκα απότομα και, πριν απαντήσω, έκανα το σταυρό μου. Η μεγάλη ώρα έχει πλέον έρθει. Κουράγιο... Απάντησα κι είδα την πόρτα ν' ανοίγει.
   Ένας άντρας μπήκε μ' αργά βήματα. Τον κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν πράγματι θηριώδης. Το κεφάλι του μόλις που δεν ακούμπαγε στο μικρό πολυέλαιο με τα κεριά που κρεμόταν απ' το ταβάνι του δωματίου. Είχε μεγάλα μουστάκια και φόραγε τουρμπάνι στο κεφάλι. Δεν ήταν οπλισμένος, είχε πάνω του μόνο ένα μικρό μαχαίρι που δεν επέτρεψε στους δικούς μου να του το πάρουν. Μετά τους τυπικούς και συγκρατημένους χαιρετισμούς, του 'πα με σοβαρό ύφος:
   «Έμαθα ότι μιλάς ελληνικά».
   Εκείνος μου 'γνεψε καταφατικά και την ίδια στιγμή με κοίταζε μ' έναν περίεργο τρόπο.
   «Κάθισε», του 'πα.
   Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
   «Ξέρεις τι σε θέλω;»
   Έγνεψε καταφατικά.
   «Ξέρεις ποια είμαι;»
   Και ξαφνικά έγινε κάτι που ακόμα και τώρα που το γράφω, ταράζομαι. Είδα εκείνο το θηρίο να γονατίζει μπροστά στα πόδια μου και να μου πιάνει τα γόνατα. Είχα μείνει άφωνη. Δεν ήξερα τι να κάνω.
   Μα ποιος είναι τούτος εδώ, Θεέ μου; Σίγουρα χριστιανός αλλά εξισλαμισμένος. Ωστόσο, ξέρει ποια είμαι για να με προσκυνάει, σκεφτόμουν σαστισμένη.
   «Κυρά... κυρά, δε με κατάλαβες ακόμη;» τον ακούω να μου λέει.
   Έβγαλε το τουρμπάνι του και με δακρυσμένα μάτια πήγε πιο κοντά στα κεριά που έκαιγαν παντού μέσα στο δωμάτιο. Και τότε ήρθε η δεύτερη έκπληξη:
   «Κυρά... εγώ είμαι... ο Σωτήριος».
   «Σωτήριε!»
   Μου 'γνεψε καταφατικά μέσα απ' τα δάκρυά του. Σχεδόν έχασα τον κόσμο απ' τα μάτια μου. Ευτυχώς έπεσα στα τεράστια χέρια του. Μ' έβαλε να καθίσω κι έπειτα πήρε μια καρέκλα και κάθισε κι αυτός δίπλα μου. Κλαίγαμε κι οι δυο κάμποση ώρα, κρατώντας ο ένας τα χέρια του άλλου. Αφού κουραστήκαμε, τότε πια μου τα 'πε όλα.
   Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη τον έπιασαν αιχμάλωτο. Με το σπαθί στο χέρι προσπάθησε να υπερασπιστεί τ' αρχοντικό μας, το σπίτι μας, το μέρος όπου είχε κι αυτός μεγαλώσει. Αλλά ήταν μόνος ανάμεσα σ' εκατοντάδες εχθρούς. Υπερασπιζόταν το δωμάτιο όπου ήταν κλεισμένοι όλοι οι δικοί μου... εννοώ οι γυναίκες της οικογένειάς μου. Και μάλιστα η μάνα μου ήταν άρρωστη στο κρεβάτι.
   «Εγώ, κυρά, ήμουν ξεγραμμένος. Μ' είχαν πιάσει με το σπαθί στο χέρι και... καταλαβαίνεις».
   «Τελικά πώς σώθηκες;»
   «Ήξερα τουρκικά... θυμάσαι; Μου φάνηκαν χρήσιμα. Γιατί, όταν με συνέλαβαν κι εγώ τους μίλησα τη γλώσσα τους, για καλή μου τύχη δε με σκότωσαν. Τους φάνηκε περίεργο που μίλαγα τουρκικά. Μ' έριξαν στη φυλακή, εννοείται σε χωριστό κελί απ' τους αρχόντους».
   «Γιατί αυτό;»
   «Οι Τούρκοι ήλπιζαν να πάρουν πολλά λεφτά απ' αυτούς κι έτσι μας ξεχώριζαν, όπως κάνει ο τσομπάνος με τα πρόβατα και τα ερίφια».
   «Για τους δικούς μου... τους άντρες της οικογένειάς μου... έμαθες κάτι;»
   Τον είδα να χαμηλώνει το κεφάλι. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα πάλι. Δε χρειάστηκα περισσότερες εξηγήσεις. Μόνο τον ρώτησα:
   «Ξέρεις πού είναι οι τάφοι τους;»
   «Όχι», είπε κουνώντας πέρα - δώθε το κεφάλι του. «Αλλά και πάλι...»
   Σώπασε. Σκούπισε τα μάτια του κι ύστερα από λίγο συνέχισε: 
   «Κυρά, θα 'ναι μάταιος κόπος να ψάξεις. Έμαθα αργότερα, μια βδομάδα αφότου σταμάτησε το μακελειό, ότι οι Τούρκοι είχαν φτιάξει τεράστιους σωρούς από πτώματα έξω απ' την πόλη».
   «Πού ακριβώς;»
   «Στη μεγάλη πεδιάδα. Εκεί έκαιγαν τα πτώματα για να μην πέσουν αρρώστιες. Τα 'δα κι εγώ δηλαδή απ' τη φυλακή μου, κοντά στα τείχη. Οι φωτιές έκαιγαν δύο βδομάδες... ίσως και παραπάνω, μέχρι να ξεκαθαρίσει ο τόπος απ' τα πτώματα. Γιατί η πόλη ήταν γεμάτη απ' άκρη σ' άκρη. Όχι μόνο με Ρωμιούς. Και με Βενετούς και Ισπανούς και Φράγκους. Πλήρωσαν κι αυτοί το τίμημα για την αγάπη που 'χαν γι' αυτή την πόλη, κυρά. Άλλοι λένε ότι οι Τούρκοι πέταξαν στη θάλασσα χιλιάδες νεκρούς, ακόμα και τους δικούς τους».
   «Εσύ πώς κατέληξες να φοράς τούρκικα ρούχα, Σωτήριε; Και να φυλάς το κοντάρι;»
   «Μεγάλη ιστορία, κυρά. Στο κελί που με είχαν μαζί μ' άλλους, έπιασα μια μέρα κουβέντα μ' ένα φύλακα. Ήταν ένας γεράκος, πιο μεγάλος απ' τον πατέρα σου, να φανταστείς. Του φάνηκε περίεργο που μίλαγα τη γλώσσα του. Του 'πα την ιστορία μου, του τα φούσκωσα και λίγο... Τελικά ο γέρος μ' εξαγόρασε. Δεν είχε κανέναν στον κόσμο, ζούσε μόνος, κι έτσι με πήρε μαζί του. Εγώ τώρα τον έχω πια σαν πατέρα μου. Έχουμε ένα μικρό σπίτι κοντά στις Βλαχέρνες».
   «Δηλαδή μένετε μαζί;»
   «Τώρα πια ναι. Τον περιποιούμαι και λίγο, όταν δεν έχω υπηρεσία. Αυτές τις μέρες είναι άρρωστος».
   «Έχεις λεφτά; Θέλεις να σου στείλω εγώ έναν Γενοβέζο γιατρό;»
   «Θα το κάνεις αυτό για τον Σωτήριο;»
   «Μα το ρωτάς;» του 'πα και τον αγκάλιασα ακόμα μια φορά συγκινημένη.
   Τον πήραν τα δάκρυα. Όταν ηρέμησε λίγο, συνέχισε:
   «Μη στα πολυλογώ, κυρά, ο γεράκος με σύστησε σε μερικούς άλλους. Όταν κάποιοι στρατιωτικοί έμαθαν ότι μίλαγα περσικά, τουρκικά και ρωμαίικα, με πήραν για διερμηνέα τους. Τον πρώτο καιρό γίνονταν εξαγορές αιχμαλώτων. Οι Τούρκοι, απ' τον πιο απλό στρατιώτη μέχρι τους αγάδες, ήθελαν κάποιον αξιόπιστο άνθρωπο ως μεταφραστή για τις διαπραγματεύσεις τους. Γιατί ειδικά από ξένους, που εξαγόραζαν τους αιχμαλώτους συγγενείς τους, έπαιρναν καλά λεφτά. Έτσι σιγά σιγά έκανα καλές γνωριμίες».
   «Και κατέληξες αξιωματικός;»
   «Ναι. Ένας αγάς με συμπάθησε και μου 'πε ότι θα κανόνιζε να πάρω και βαθμό για να 'χω έναν καλύτερο μισθό. Γιατί, κυρά, ο γέρος έπαιρνε πολύ λίγα χρήματα απ' την υπηρεσία του. Το σπίτι μάς το 'δωσε ο σουλτάνος, αλλά τα χρήματα ήταν ελάχιστα για να τα βγάζουμε πέρα. Ο άνθρωπος είχε δώσει όλες τις οικονομίες του για να μ' εξαγοράσει... Ήμασταν τόσο φτωχοί, που τρώγαμε απ' το συσσίτιο του στρατού. Δεν είναι παρά δυο μήνες που μου δίνουν κάτι παραπάνω, καθώς μ' έχουν τοποθετήσει στη φρουρά του κονταριού».
   «Ξέρεις τι θέλω;» τον διέκοψα.
   «Το... υποψιάζομαι», μου 'πε κι ανακάθισε. «Είναι δύσκολο, κυρά», συνέχισε προβληματισμένος.
   «Αλλά όχι κι αδύνατο», απάντησα.
   «Πώς δηλαδή;»
   «Αν βρεις ένα άλλο κεφάλι...»
   Με κοίταξε σχεδόν έντρομος.
   «Εννοώ... χειμώνας είναι... μια μέρα που θα βρέχει... τα νεκροταφεία είναι γεμάτα... Ποιος θα το καταλάβει;»
   «Ναι, αλλά θα πρέπει να... να πληρώσουμε και κάποιους που...»
   «Πόσα;»
   «Στην υπηρεσία το βράδυ είμαστε πέντε και το πρωί δέκα. Ξέρεις, μάλλον ο σουλτάνος φοβάται ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο...»
   «Τι λες... πεντακόσια χρυσά για σένα κι από εκατό για τους άλλους;»
   «Εγώ, κυρά, δε θέλω τίποτα... τι 'ναι αυτά που λες;» είπε και πετάχτηκε όρθιος.
   «Δεν το 'πα για να σε προσβάλω», είπα και τον κοίταξα στα μάτια. «Αλλά σκέψου και τον γεράκο σου; Θα 'ναι μια καλή βοήθεια, Σωτήριε».
   «Καλά... αυτό θα το δούμε... άλλη ώρα», μου 'πε.
   «Και πώς θα γίνει με τους άλλους φρουρούς;»
   «Θα... θα ζητήσω να 'χω μαζί μου τους πιο φτωχούς απ' αυτούς για μια βδομάδα τουλάχιστον. Κάποιους που να μην έχουν στον ήλιο μοίρα. Έτσι θα τους εξαγοράσω πιο εύκολα. Αλλά πρώτα θα φροντίσω ν' αποκτήσω την εμπιστοσύνη τους.
   «Θα το κατεβάσετε και θα βάλετε τ' άλλο. Κανείς δε θα καταλάβει τη διαφορά...»
   Ο Σωτήριος δέχτηκε να με βοηθήσει. Έτσι, οργανώσαμε το σχέδιό μας όσο καλύτερα μπορούσαμε. Ήδη απ' την επομένη το 'βαλε σ' εφαρμογή. Μετά από δέκα μέρες, ζήτησε πάλι να με συναντήσει. Στα χέρια του κράταγε ένα μικρό σακίδιο. Είχε ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Κατάλαβα ότι τα 'χε καταφέρει. Άφησε μ' ευλαβική προσοχή το σακίδιο πάνω στο τραπέζι. Με πήραν τα κλάματα και κάθισα σε μια καρέκλα. Μου 'κανε νόημα να τ' ανοίξω. Δε μπόρεσα να σαλέψω όμως. Είχα παγώσει. Έτσι, το 'κανε αυτός.
   Μόλις είδα την κεφαλή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, είπα, ναι, αυτός είναι. Πράγματι, η μύτη του ήταν λίγο γαμψή. Ύστερα από τόσους μήνες δεν είχε απομείνει παρά μόνο λίγο κρέας πάνω στα κόκαλα, κι αυτό σχεδόν κατάμαυρο. Και τα μαλλιά του ήταν επίσης ελάχιστα.
   Δεν κρατήθηκα άλλο. Πήρα την κεφαλή στα χέρια μου δακρυσμένη. Την κράταγα σαν να 'ταν ένα μωρό κι έκλαιγα. Την ξέπλυνα με τα καυτά μου δάκρυα. Ήταν το κεφάλι του τελευταίου αυτοκράτορα των Ρωμαίων, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Δραγάση.
   Κάποτε, όταν ήμουν ακόμη μικρούλα στο Μυστρά, τον είχα ερωτευτεί. Κι αυτές οι θύμησες είχαν έρθει τώρα στο μυαλό μου, μοναδικοί πιστοί σύντροφοι εκείνες τις τραγικές στιγμές. Ο αυτοκράτορας μου 'χε φερθεί καλά. Επιπλέον είχε υπερασπιστεί την τιμή των Ρωμιών και της Πόλης μας με το αίμα του. Κι αυτό για μένα ήταν πάνω απ' όλα.
   Αφού τον έκλαψα κάμποσο ώσπου στέρεψαν τα δάκρυά μου, ζήτησα τη βοήθεια του Σωτήριου. Αλείψαμε το κεφάλι με πανάκριβα αρώματα, που στο μεταξύ είχα αγοράσει τις προηγούμενες μέρες, και το καθαρίσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε. Στη συνέχεια το τυλίξαμε μ' ολομέταξα λευκά μαντίλια, έτσι ώστε να μη φαίνεται καθόλου.
   Είχα προετοιμάσει τον κατάλληλο χώρο για να το τοποθετήσουμε. Ήταν μια μικρή λάρνακα από έβενο την οποία είχα επιχρυσώσει εξωτερικά. Από μέσα είχα επενδύσει το ξύλο με κατακόκκινη πορφύρα που 'χα αγοράσει απ' τη Χίο. Ήταν ποτισμένη με τα δάκρυά μου, αντάξια της τίμιας κάρας που τώρα υποδεχόταν.
   Κλείσαμε το μικρό κιβώτιο κι εγώ σκούπισα τα μάτια μου. Το βλέμμα μου καρφώθηκε μια τελευταία φορά στο δικέφαλο αετό που 'ταν χαραγμένος στο καπάκι. Ήταν ακριβώς ίδιος μ' αυτόν που φόραγε στο στέμμα του ο αυτοκράτορας.
   Όταν τελειώσαμε, άνοιξα το προσευχητάρι κι άρχισα να διαβάζω προσευχές. Μου πήρε μια ώρα. Δεν υπήρχε περίπτωση να το κάνει αυτό κανένας άλλος για τούτον τον άνθρωπο. Στο τέλος, μαζί με τον Σωτήριο, του διαβάσαμε και μια επιμνημόσυνη δέηση, καταπώς ορίζει η θρησκεία μας.
   Εκείνη τη νύχτα έβρεχε πολύ. Ήταν πια η ώρα για την τελευταία πράξη του δράματος, να πάμε να θάψουμε το κιβώτιο. Μέσα στη νύχτα και με τέτοια βροχή, κανένας δε θα 'δινε σημασία σε δυο σκιές που θα κινούνταν αθόρυβα μέσα στους σκοτεινούς δρόμους.
   Εγώ κι ο Σωτήριος βγήκαμε με προσοχή κι αρχίσαμε να περπατάμε μέσα στα έρημα σοκάκια. Εκείνος ήξερε καλά το δρόμο κι ύστερα από καμιά ώρα φτάσαμε στην εκκλησιά που από πριν είχαμε συμφωνήσει ότι θα πάμε. Δε θα πω τ' όνομά της, γιατί δε θέλω να πάνε εκεί και να σκάψουν κάποτε, για να διαπιστώσουν αν λέω αλήθεια. Καλά αναπαύεται εκεί η κάρα του αυτοκράτορα...
   Πουθενά δεν υπήρχε ψυχή. Δε μπήκαμε μέσα στο ναό· ήταν εξάλλου κλειδωμένος. Πήγαμε στο μικρό κήπο πίσω απ' την αψίδα του ιερού. Εκεί, ανάμεσα στ' άλλα δέντρα, υπήρχε και μια μεγάλη μηλιά. Ο Σωτήριος έσκαψε στο μαλακό χώμα, περίπου ένα μέτρο βάθος, και θάψαμε την κάρα του αυτοκράτορα, ώστε ν' αναπαύεται για πάντα στην αγαπημένη του Πόλη. Στον κορμό του δέντρου ο Σωτήριος χάραξε κάθετα τα εξής γράμματα: ΚΠΑΡ, δηλαδή Κωνσταντίνος Παλαιολόγος Αυτοκράτωρ Ρωμαίων.
   Όταν τελειώσαμε, καθίσαμε εκεί σιωπηλοί για πέντε λεπτά, σ' ένδειξη σεβασμού για τον τελευταίο αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Μαζί με τη βροχή που 'πεφτε πάνω μας κυλούσαν και τα δάκρυά μου ποτάμι στο χώμα που τον σκέπαζε.
   Δεν έχω να πω τίποτα περισσότερο γι' αυτό. Μόνο ότι όσα γράφουν άλλοι συγγραφείς για τους θρύλους, ότι τάχα είναι ακόμη ζωντανός, ότι τον έψαχνε ο σουλτάνος σ' όλη την αυτοκρατορία του, ότι είναι σε μια σπηλιά που τη φυλάει ένας άγγελος, είναι όλα ψέματα. Εγώ, η Άννα Νοταρά, ομολογώ ότι έθαψα το τίμιο κεφάλι του κι όσα λέω είναι αληθινά, μάρτυς μου ο Θεός.

   Mιας κι ήδη αναφέρθηκα στην ταφή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, θα 'θελα να γράψω λίγα λόγια για την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Να γράψω και λίγα λόγια σαν μνημόσυνο για τους άρρενες συγγενείς μου, που την ίδια περίοδο έδωσαν το αίμα τους για την τιμή της πατρίδας μας.
   Πάει σχεδόν μισός αιώνας απ' την εποχή που η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε απ' τους Τούρκους. Διάφοροι που έζησαν τα γεγονότα από κοντά έγραψαν πολλά για κείνες τις φοβερές μέρες. Στα χέρια μου έχουν φτάσει δεκάδες αντίγραφα των ιστοριών αυτών.
   Το 1452, λοιπόν, ο Μωάμεθ έκανε την πρώτη του κίνηση εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Οικοδόμησε δυο μεγάλα οχυρά στο Βόσπορο, στο πιο στενό σημείο του κοντά στην Πόλη: Στην ευρωπαϊκή ακτή έφτιαξε το λεγόμενο «Ρούμελι Χισάρ» κι απέναντι έφτιαξε το «Αναντολού Χισάρ». Μ' αυτά τα δυο οχυρά μπορούσε να ελέγχει πλέον το πέρασμα των πλοίων, στην περίπτωση που θα πήγαιναν αργότερα για να προσφέρουν βοήθεια στην Πόλη.
   Ο πατέρας μου, ο Λουκάς Νοταράς, κατάλαβε τι είχε στο μυαλό του ο σουλτάνος κι ενημέρωσε τον αυτκράτορα, λέγοντάς του επιπλέον ότι όφειλαν να 'ναι έτοιμοι για την τελική μάχη. Ως εκπρόσωπος του αυτοκράτορα, έκανε το παν για να συγκεντρώσει χρήματα για τ' αναγκαία πολεμοφόδια. Είχε πάρει δάνεια, τόσο στ' όνομά του όσο και στ' όνομα του αυτοκράτορα, από Γενοβέζους και Βενετούς. Επίσης είχε πουλήσει και τα δικά μου κοσμήματα κι είχε εκποιήσει οικογενειακά μας κειμήλια, προκειμένου να βρεθούν χρήματα για τους μισθοφόρους και τα πολεμοφόδια!
   Απ' την άλλη, ο Νοταράς κινούνταν και διπλωματικά. Είχε στείλει πρέσβεις, ήδη απ' το 1451, σε διάφορες βασιλικές αυλές στην Ευρώπη ζητώντας στρατιωτική βοήθεια. Από παντού λάμβανε μόνο υποσχέσεις, τίποτα περισσότερο. Επίσης δεν παρέλειπε να κάνει και μυστικές επαφές με Τούρκους στρατηγούς, ένας εκ των οποίων ήταν ο Κανταρλή Χαλίλ πασάς. Απ' αυτόν έπαιρνε πληροφορίες για τις προθέσεις του Μωάμεθ και του 'δινε δικά μας τάχα μυστικά για να παραπλανεί τους Τούρκους. Πολύ σύντομα, όμως, ο πατέρας, που 'ταν πανέξυπνος, αντιλήφθηκε ότι ο Χαλίλ έπαιζε διπλό παιχνίδι.
   Στις αρχές του 1453 ο στρατός του σουλτάνου πρώτα κατέλαβε τις μικρότερες πόλεις μας γύρω απ' την Κωνσταντινούπολη και τον Απρίλιο ήταν μπροστά στα τείχη μας.
   Ο στρατός του σουλτάνου ήταν αναρίθμητος. Είχε μαυρίσει η πεδιάδα της Κωνσταντινούπολης απ' τις ατέλειωτες ορδές. Ο δικός μας στρατός με τη βία έφτανε τους 10.000 άνδρες μαζί με τους 2.000 μισθοφόρους. Απ' όλους τους μισθοφόρους που προσέτρεξαν σε βοήθειά μας, τη μέγιστη υποστήριξη πρόσφερε ο γενναιότατος  Γενοβέζος Ιωάννης Ιουστινιάνης Λόγγο. Αυτός έφτασε στην Πόλη στα τέλη του Ιανουαρίου του 1453 κι ο αυτοκράτορας τον διόρισε αρχηγό του στρατού.
   Τον Απρίλιο του 1453 είχαν φτάσει οι εχθροί έξω απ' τα τείχη μας κι απ' τις 7 Απριλίου τίποτα δεν έμπαινε και τίποτα δεν έβγαινε απ' την Πόλη. Στις 12 του μήνα έφτασε ο Μωάμεθ με την επίσημη ακολουθία του και το στόλο του, 200 πολεμικά.
   Αρχικά οι Τούρκοι δεν έκαναν επιθέσεις με το πεζικό τους. Είχαν εμπιστοσύνη στα κανόνια τους. Ο σουλτάνος διέθετε το πιο σύγχρονο πυροβολικό. Είχε πληρώσει γι' αυτό έναν χριστιανό Ούγγρο κατασκευαστή πυροβολικού, τον Ουρβανό. Αυτός τους έφτιαξε ένα τεράστιο κανόνι, που κάθε οβίδα του, λένε, ζύγιζε ίσως και πάνω από 200 κιλά. Είχε μήκος περίπου οχτώ μέτρα κι έβαλλε στα τείχη μας από απόσταση άνω των χιλίων μέτρων. Ήταν το πιο μεγάλο που 'χε φτιαχτεί ποτέ. Γι' αυτό κι οι δικοί μας το 'λεγαν «χωνείαν βασιλικήν»! Με τούτο άρχισαν να μας σφυροκοπούν προκαλώντας τεράστιες καταστροφές στα παλιά τείχη της Πόλης.
   Ο σουλτάνος αποφάσισε την πρώτη έφοδο στις 18 Απριλίου, όμως απέτυχε οικτρά. Επίσης έκαναν επίθεση και στα πλοία που υπερασπίζονταν την αλυσίδα στον Κεράτιο κόλπο, αλλά κι εκεί απέτυχαν. Στις 20 Απριλίου εμφανίστηκαν απ' το πουθενά τρία γενοβέζικα πλοία κι ένα δικό μας, που το κυβερνούσε ένας Έλληνας ονόματι Φλαντανελλάς ή κάπως έτσι. Έγινε ναυμαχία και τελικά οι δικοί μας έσπασαν τον τουρκικό αποκλεισμό κι έφτασαν στην αλυσίδα του Κεράτιου κόλπου, στον πύργο του Αγίου Ευγενίου. Η αλυσίδα κατέβηκε για λίγο κι έτσι τα πλοία μας μπήκαν στο λιμάνι γεμάτα εφόδια. Ο Μωάμεθ στενοχωρήθηκε τόσο πολύ μ' αυτή την εξέλιξη, που μπήκε με τ' άλογό του στη θάλασσα κι άρχισε να τη μαστιγώνει για το κακό που του 'κανε.
   Κατάλαβε όμως ότι ήταν αναγκαίος κι ο ναυτικός αποκλεισμός μας. Σκέφτηκε λοιπόν το εξής: Διέλυσε τις γαλέρες του σε κομμάτια και τις μετέφερε με χιλιάδες ανθρώπους του πίσω απ' την παροικία των Γενοβέζων. Οι Γενοβέζοι θα μπορούσαν να του επιτεθούν, αλλά ήταν φοβιτσιάρηδες έμποροι και τίποτα περισσότερο. Δεν έκαναν τίποτα όμως κι έτσι, στις 22 Απριλίου, υπήρχαν εβδομήντα γαλέρες έξω απ' το κύριο λιμάνι μας. Τα πράγματα ήταν δύσκολα.
   Εκείνες τις μέρες σκοτώθηκε ο μεγάλος μου αδελφός, ο Γαβριήλ. Όταν ο τουρκικός στόλος μπήκε στον Κεράτιο κόλπο, απέκλεισε και το λιμάνι μας. Τότε ο αυτοκράτορας έκανε συμβούλιο, στο οποίο πήρε μέρος κι ο πατέρας με τον Γαβριήλ και πολλούς άλλους ευγενείς. Ο Βενετός πλοίαρχος Ιάκωβος Κόκκος έριξε την ιδέα να πάνε μερικά δικά μας πλοία να κάψουν τον τουρκικό στόλο. Ο αυτοκράτορας συμφώνησε. Αρχηγός ανέλαβε ο Κόκκο. Ο στολίσκος θα 'χε τρία βαριά πλοία και τέσσερα πιο ελαφρά γεμάτα εκρηκτικές ύλες. Ένα απ' τα τρία βαριά πλοία το διοικούσε ο Γαβριήλ. Το εγχείρημα ορίστηκε για μετά από δυο μέρες, αλλά τελικά αναβλήθηκε για τις 28 Απριλίου, άγνωστο για ποιο λόγο. Ήταν μοιραίο, γιατί το 'μαθαν οι Γενοβέζοι στο Πέραν κι αυτοί μάλλον ενημέρωσαν τον σουλτάνο. Τα πλοία μας έπεσαν σ' ενέδρα και τελικά ηττήθηκαν. Σαράντα δικοί μας αιχμαλωτίστηκαν, μαζί κι ο αδελφός μου.
   Την επομένη ο σουλτάνος παρέταξε στα θαλάσσια τείχη μπροστά απ' τον πύργο του Αγίου Νικήτα τους αιχμαλώτους κι έστειλε μήνυμα στον Παλαιολόγο να παραδώσει την Πόλη για να τους χαρίσει τη ζωή. Ο αυτοκράτορας έστειλε στο σουλτάνο πρέσβη και του πρόσφερε ετήσιο φόρο για να λύσει την πολιορκία και να ελευθερώσει τους αιχμαλώτους. Τελικά δεν επήλθε συμφωνία κι έτσι εκτελέστηκαν οι αιχμάλωτοι. Ο πατέρας μου είδε εκείνη τη μέρα το γιο του να πεθαίνει για την τιμή της πατρίδας.
   Οι μέρες περνούσαν κι είχε μπει πια ο Μάιος. Παρά τις επιθέσεις που δέχονταν, οι υπερασπιστές των τειχών άντεχαν. Οι Τούρκοι σκαρφίζονταν κι άλλους τρόπους για να μας κλονίσουν. Ήδη απ' την πρώτη βδομάδα του μήνα άνοιγαν υπονόμους κάτω απ' τα τείχη για να βάλουν μπαρούτι και να τα γκρεμίσουν εκ θεμελίων. Ο πατέρας όμως είχε αντιληφθεί το παιχνίδι τους. Είχε ένα σώμα μηχανικών που εργαζόταν ακατάπαυστα. Έστελνε τον μηχανικό του, τον Γερμανό Ιωάννη Γκραντ με τους άντρες του, οι οποίοι άνοιγαν άλλους υπονόμους κάτω απ' τους τουρκικούς και τους κατέστρεφαν μ' εκρηκτικά.
   Στις 25 του μήνα οι μάχες συνεχίζονταν. Ο Ιουστινιάνης υπερασπιζόταν την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου υπήρχαν μεγάλα ανοίγματα στα τείχη. Ζήτησε πυροβολικό απ' τον πατέρα μου, αλλά αυτός αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι το 'χε ανάγκη σ' άλλα σημεία. Τσακώθηκαν άσχημα, αλλά τελικά επενέβη ο αυτοκράτορας και τα πνεύματα ηρέμησαν. Όμως μερικοί συγγραφείς, πολλά χρόνια αργότερα, αναφέρουν ότι τάχα ο Ιουστινιάνης είπε στον Νοταρά: “Προδότη, δεν ξέρω τι με κρατάει και δε σε σφάζω με το σπαθί μου!” Δεν πιστεύω ότι έγινε αυτό. Εγώ διάβασα και την ιστορία του Ιουστινιάνη, αλλά πουθενά δεν αναφέρει αυτό το γεγονός. Τούτα τα λόγια είναι κατασκεύασμα των εχθρών της οικογένειάς μου για να δικαιολογήσουν έτσι και τ' άλλο ψέμα τους: ότι τάχα ο Νοταράς, ως φιλότουρκος, απεχθανόταν τους Δυτικούς.
   Εδώ θα πρέπει να γράψω και για ένα περίεργο φαινόμενο που μου ανέφεραν κάποιοι βετεράνοι. Μεταξύ 22 και 25 του μήνα, κάθε βράδυ, εμφανιζόταν πάνω απ' την Πόλη ένα περίεργο φως, που έμενε στον ουρανό όλη τη νύχτα μέχρι το χάραμα. Οι δικοί μας πίστευαν ότι ήταν θεϊκό σημάδι της σωτηρίας τους, οι δε Τούρκοι ότι πια άδικα έχαναν το χρόνο τους. Αλλά το βράδυ της 25ης του μήνα αυτό το φως ίσα που εμφανίστηκε και πολύ γρήγορα εξαφανίστηκε. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι αλήθεια ή όχι. Πάντως οι Τούρκοι πήραν πλέον θάρρος και πίστεψαν ότι αυτό ήταν καλό σημάδι. Αλλού πάλι διάβασα ότι στις 24 του μήνα έγινε έκλειψη σελήνης, όπως συμβαίνει καμιά φορά και με τον ήλιο.
   Ένας απ' τους συγγραφείς της πολιορκίας, που καταγράφει το συγκεκριμένο γεγονός, προσθέτει ότι οι χριστιανοί της Πόλης στενοχωρήθηκαν πολύ, γιατί υπήρχε και μια σχετική προφητεία. Σύμφωνα μ' αυτήν, η Πόλη θα 'πεφτε το μήνα που το φεγγάρι δε θα εμφανιζόταν κανονικά στον ουρανό, αλλά θα χανόταν μέσα στο δίσκο του.
   Στις 27 Μαΐου, που 'ταν Κυριακή, άρχισε νέος σφοδρός βομβαρδισμός των τειχών, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Αλλά και πάλι, έστω και με δυσκολία, οι κάτοικοι αποκαθιστούσαν τις φθορές. Τη Δευτέρα στις 28 του μήνα έγινε στην Αγία Σοφία η τελευταία χριστιανική λειτουργία. Όλοι οι κάτοικοι συνέρευσαν στο ναό και προσευχήθηκαν για τη σωτηρία τους. Ο δε αυτοκράτορας έβγαλε τον τελευταίο του λόγο και τους έδωσε θάρρος. Ήξερε ότι οι Τούρκοι είχαν πια αποκαρδιωθεί ύστερα από αποτυχημένες απόπειρες σχεδόν δύο μηνών κι ετοίμαζαν μια τελευταία επίθεση. Αν τους απέκρουαν κι αυτή τη φορά, η Πόλη θα σωζόταν οριστικά, με τη βοήθεια του Θεού.
   Η τελική επίθεση άρχισε την επομένη, στις 29 Μαΐου, πριν ξημερώσει. Οι εχθροί άρχισαν να επιτίθενται σχεδόν σ' όλο το μήκος των χερσαίων τειχών, αλλά και στη θάλασσα. Οι δικοί μας αντιστέκονταν γενναία μ' ό,τι μέσο είχαν, ακόμα και με γυμνά χέρια, όπως έμαθα! Η επίθεση κράτησε μέχρι που βγήκε ο ήλιος κι οι απώλειες των Τούρκων ήταν βαριές. Χιλιάδες οι νεκροί κι οι τραυματίες. Αλλά εκείνοι, ίδιοι μανιασμένοι διάβολοι, συνέχισαν με νέες δυνάμεις και ξεκούραστους άντρες. Η κύρια επίθεση είχε στόχο την περιοχή που υπερασπιζόταν ο αυτοκράτορας, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, μιας κι εκεί τα τείχη είχαν υποστεί μεγάλες φθορές απ' τα κανόνια.
   Λίγο πιο πάνω, στην περιοχή των τειχών, όπου ήταν ο Ιουστινιάνης, εξελισσόταν μια άλλη επίθεση. Κάποια στιγμή ο ίδιος τραυματίστηκε σοβαρά. Οι δικοί του αναγκάστηκαν να τον απομακρύνουν απ' το πεδίο της μάχης. Τον μετέφεραν με κόπο στο λιμάνι κι από κει στο Πέραν. Αργότερα οι εχθροί του, κυρίως Βενετσιάνοι αλλά κι Έλληνες ανθενωτικοί συγγραφείς, έγραψαν ότι τραυματίστηκε τάχα ελαφρά, αλλά δείλιασε κι εγκατέλειψε τη θέση του φωνάζοντας φοβισμένος: “Εάλω η Πόλις!” Αυτό είναι απολύτως ψευδές, γιατί ο Ιουστινιάνης είχε τραυματιστεί εξαιρετικά σοβαρά - τον είδα κι εγώ όταν ήμουν στη Χίο το χειμώνα του 1453- και δε μπορούσε καν να μιλήσει ο άνθρωπος, πόσω μάλλον να φωνάξει!
   Εκεί που ήταν το παλάτι των Βλαχερνών ήταν σ' εξέλιξη μια τρίτη επίθεση κατά των Βενετών. Και το κακό έγινε. Δεν ξέρω πώς, αλλά οι Τούρκοι κατάφεραν πρώτη φορά κι ανέβηκαν στα εξωτερικά μας τείχη. Κάπου εκεί ήταν μια μικρή πύλη, την οποία μάλλον κάποιος είχε ξεχάσει ανοιχτή. Υπήρχαν δεκάδες τέτοιες σ' όλο το μήκος των τειχών. Άλλοι πάλι είπαν ότι οι Τούρκοι κατάφεραν να παραβιάσουν μια τέτοια πύλη κι έτσι ανέβηκαν στο μεγάλο τείχος ανεμίζοντας τη σημαία τους. Κάποιοι, που συνάντησα χρόνια αργότερα, μου ανέφεραν ότι είδαν τους Τούρκους να μπαίνουν κατά κύματα απ' την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, που 'χε σχεδόν διαλυθεί απ' τον πολυήμερο βομβαρδισμό. Όπως και να 'χει το πράγμα, οι εχθροί ήταν κυριολεκτικά δεκάδες χιλιάδες και σύντομα πλημμύρισαν το εσωτερικό μεγάλο τείχος. Αυτό ήταν το τέλος... Η Πόλις εάλω!
   Κατά το μεσημεράκι, αλλόφρονες Τούρκοι έκαιγαν, έσφαζαν, βίαζαν, σκότωναν, λεηλατούσαν. Αλλά οι γενναίοι υπερασπιστές των τειχών μας δε σταμάτησαν ν' αγωνίζονται και να πέφτουν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο. Δεν παραδίδονταν... μόνο πέθαιναν. Ο ένας μετά τον άλλο... Μέχρι τον τελευταίο. Κάπου εκεί χάθηκε κι ο αυτοκράτορας, πολεμώντας μόνος με το σπαθί στο χέρι ανάμεσα σε δεκάδες εχθρούς, εγκαταλειμμένος από συγγενείς, γνωστούς, φίλους. Αυτή ήταν η μοίρα του τελευταίου αυτοκράτορα των Ρωμαίων, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Δραγάση.
   Παρά το ότι η Πόλη είχε αλωθεί, αρκετοί γενναίοι δικοί μας αντιστέκονταν σε οδομαχίες, κυρίως κοντά στο μεγάλο λιμάνι, όπου ήταν τρεις πύργοι, του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου. Μέσα σ' αυτούς άξιοι Κρητικοί τοξότες ακόμη αγωνίζονταν, παρότι πια βράδιαζε. Κάποια στιγμή διαμήνυσαν στο σουλτάνο ότι θα τους έβγαζαν από κει μέσα μόνο νεκρούς. Τότε ο σουλτάνος έδωσε εντολή να σταματήσουν οι επιθέσεις και για τη γενναιότητα που επέδειξαν τους έδωσε την άδεια να φύγουν με τα πλοία τους.
   Αλλά κι ο πατέρας μου με τον δεύτερο αδελφό μου, τους γαμπρούς μας και τον φίλο μας Τούρκο Ορχάν έδειξαν ανάλογη γενναιότητα. Πολεμούσαν μέχρι αργά το απόγευμα στα μέρη που 'ταν πιο ανατολικά προς το λιμάνι, οχυρωμένοι σ' έναν πύργο που λεγόταν «των Φραντσέζηδων». Τελικά παραδόθηκαν και τους μετέφεραν εκεί που ναυλοχούσε ο τουρκικός στόλος. Όμως κάποιος δικός μας προδότης ευγενής, για να γλιτώσει τη ζωή του, είπε στον Τούρκο ναύαρχο ότι θα του παραδώσει και τον Ορχάν και τον πατέρα μου. Και πράγματι το 'κανε. Και τον μεν Ορχάν τον εκτέλεσαν επιτόπου, τον δε Νοταρά και τους συγγενείς του ο σουλτάνος τους έθεσε σε κατ' οίκον περιορισμό.
   Δεν προτίθεμαι να γράψω άλλο για τ' αποτρόπαια και μιαρά εγκλήματα που διέπραξαν οι Τούρκοι σ' ανθρώπους και σε κτίρια της Κωνσταντινούπολης κατά την εισβολή τους. Αρκετά έχουν γραφτεί απ' άλλους συγγραφείς εδώ και πενήντα χρόνια που 'γινε το κακό. Θ' αναφέρω μόνο τις απώλειες των υπερασπιστών. Οι νεκροί γενικά, απ' τη δική μας πλευρά, όπως ακούστηκε, ήταν μερικές χιλιάδες, κυρίως απ' τους υπερασπιστές των τειχών της Πόλης. Κι οι αιχμάλωτοι, όλος ο άμαχος πληθυσμός!
   Όταν ηρέμησαν τα πράγματα, ο σουλτάνος μπήκε έφιππος στην Πόλη επευφημούμενος απ' τους στρατιώτες του. Πρώτα πήγε καβάλα στην Αγία Σοφία και μπήκε, ο άθεος, έφιππος στον ιερό ναό τάχα για να προσευχηθεί, το μίασμα.
   Ο σουλτάνος επισκέφτηκε την οικογένειά μου την επομένη της άλωσης. Ρώτησε τον πατέρα μου γιατί αντιστάθηκαν οι Ρωμιοί, ενώ θα μπορούσαν να 'χαν αποτρέψει τη σφαγή. Αυτός απάντησε πως έκανε ό,τι ήταν δυνατόν, αλλά δεν είχε βρει συνεννόηση με κάποιους αγάδες. Κι εκεί του 'πε για τον Χαλίλ πασά. Μάλιστα του 'δωσε κι αποδείξεις, επιστολές με την υπογραφή του πασά, που του 'λεγε ότι θα κάνει το παν για να πάρει πίσω ο σουλτάνος το στρατό του κι ότι μέσα στην Πόλη δεν έπρεπε να φοβούνται.
   Ο Μωάμεθ τον ρώτησε επίσης για τον αυτοκράτορα. Ο Λουκάς Νοταράς απάντησε ότι δεν ήξερε τι είχε γίνει, γιατί βρισκόταν σ' άλλο σημείο των τειχών. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν δυο νεαροί Τούρκοι που ο καένας υποστήριζε ότι αυτός ήταν που 'χε σκοτώσει το βασιλιά. Μάλιστα του 'φεραν ένα κεφάλι, αυτό που βρήκα εγώ στο κοντάρι μήνες μετά. Ο πατέρας αναγνώρισε το κεφάλι του αυτοκράτορα. Στο μεταξύ έψαξαν στο σωρό των δεκάδων χιλιάδων πτωμάτων και βρήκαν και το σώμα. Το αναγνώρισαν απ' τις ολόχρυσες περικνημίδες του με τους δικέφαλους αετούς.
   Στις 30 Μαΐου 1453, το βράδυ, ο σουλτάνος έδινε γλέντι στο μεγάλο παλάτι με τους αξιωματικούς του κι άλλους Δυτικούς. Μέθυσε, πράγμα ανεπίτρεπτο για μουσουλμάνο, και θέλησε να πάρει στο παλάτι τον μικρότερο αδελφό μου. Ο πατέρας μου θεώρησε ότι ήθελε τον μικρό μας για ανήθικο λόγο κι αρνήθηκε.
   Ο μεθυσμένος σουλτάνος εξαγριώθηκε και διέταξε να του φέρουν έξω απ' το παλάτι -στην περιοχή που ονομαζόταν «Πλατεία του Ξηροφύτου»- όλους τους άρρενες της οικογένειάς μου, τον πατέρα μου, τον αδελφό μου Εμμανουήλ και τους γαμπρούς μας. Εκεί τους εκτέλεσε όλους πλην του μικρού μου αδελφού, ο οποίος κατέληξε στο παλάτι. Τις δε γυναίκες της οικογένειάς μου τις μετέφερε στο σαράι του στην Ανδριανούπολη, μαζί με γυναίκες άλλων ευγενών. Ο λόγος που έγιναν όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι εξακριβωμένος, παρά τα όσα κατά καιρούς άκουσα. Κάποιοι είπαν ότι έφταιγαν οι ανθενωτικοί για τη μεταστροφή του σουλτάνου, επειδή φοβούνταν την ισχυροποίηση του Νοταρά. Άλλοι είπαν ότι έφταιγαν οι Γενοβέζοι. Ενώ κάποιοι άλλοι με πληροφόρησαν ότι ένοχος ήταν ο Χαλίλ πασάς, που 'βαλε λόγια στο σουλτάνο για να γλιτώσει το κεφάλι του. Τελικά την άλλη μέρα ξεμέθυσε ο σουλτάνος κι έδωσε εντολή να εκτελέσουν και τον Χαλίλ πασά, πράγμα που έγινε.
   Ύστερα από χρόνια ο Σφραντζής, ο μέγας πολέμιος της οικογένειάς μου, αλλά και μερικοί άλλοι, έγραψαν πολλά ψέματα για το πώς πέθανε ο πατέρας μου. Ότι τάχα, όταν συνελήφθη, έδειξε στο σουλτάνο έναν αμύθητο θησαυρό που τον είχε φυλαγμένο για κείνον, όπως του 'πε. Ο σουλτάνος όμως οργίστηκε και τον εκτέλεσε, λέγοντας ότι αυτά θα 'πρεπε να τα 'χε δώσει για τη σωτηρία της πατρίδας του.
   Αυτά είχα να πω για την άλωση της Πόλης, το θάνατο του αυτοκράτορα, καθώς και το θάνατο του πατέρα μου και των αδελφών μου. Είθε ο Θεός να συγχωρήσει τα κρίματά τους και ν' αναπαύσει τις ψυχές τους.

   Όσο κι αν ήμουν στενοχωρημένη έπειτα απ' την ταφή της τίμιας κεφαλής του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, όφειλα να συνέλθω και να συνεχίσω τον ανηφορικό δρόμο που 'χα επιλέξει. Πρώτος μου στόχος ήταν να βρω τ' αγαπημένα μου πρόσωπα, κυρίως όμως τον άντρα που αγαπούσα περισσότερο κι απ' την ίδια μου τη ζωή, τον Μαρίνο Κονταρίνι.
   Τις επόμενες μέρες, λοιπόν, συγκέντρωσα τους έμπιστούς μου σ' ένα πανδοχείο κι εκεί τους μοίρασα τα καθήκοντά τους.
   «Εσύ, Σωτήριε, που ξέρεις καλύτερα τα πράγματα εδώ, θ' ασχοληθείς με τους δικούς μου», του 'πα. «Θα κοιτάξεις να βρεις τον μικρό μου αδελφό, τον Ιάκωβο. Είπες ότι κάτι πήρε τ' αυτί σου πως βρίσκεται στο παλάτι;»
   «Ναι... αλλά δεν είναι σίγουρο. Και τι μπορώ να κάνω εγώ, κυρά;»
   «Με τα χρήματα που θα σου δώσω θ' αρχίσεις να δωροδοκείς όποιον νομίζεις ότι θα σου δώσει κάποια πληροφορία. Δε μπορεί... κάτι θα μάθεις».
   «Μπορεί τα παιδιά εκεί μέσα να 'ναι εκατοντάδες. Ο σουλτάνος τα εκπαιδεύει για γενίτσαρους, ξέρεις... εννοώ την προσωπική του φρουρά».
   «Έχεις χρόνο μπροστά σου. Ψάξε, μάθε, ρώτα! Πες τους... πες τους ότι σ' ενδιαφέρει να εξαγοράσεις κάποιο παιδί. Θυμάσαι, πιστεύω, το πρόσωπο του μικρού...»
   «Λίγο - πολύ...ναι. Έχει και μια ελιά στο μάγουλο, έτσι δεν είναι;»
   «Ακριβώς! Ελπίζω μόνο να μην τον έχουν πειράξει...» είπα με πόνο ψυχής.
   «Το παν είναι να βρούμε ζωντανό το παιδί», πετάχτηκε ο υπηρέτης μου ο Αλέξιος. «Κι ο χρόνος θα γιατρέψει τα τραύματα», συμπλήρωσε.
   «Λοιπόν... αν τον εντοπίσουμε, ίσως καταφέρουμε να τον εξαγοράσουμε. Και μετά εσείς οι δυο», στράφηκα στους υπηρέτες μου, «θα πρέπει να μάθετε πού γίνονται τα σκλαβοπάζαρα. Είστε Δυτικοί και δε γνωρίζετε την τουρκική γλώσσα, γι' αυτό θέλω να 'χετε κι από έναν διερμηνέα».
   «Κυρά, ξέρω πολύ καλά πού είναι τα σκλαβοπάζαρα», επενέβη ο Σωτήριος.
   Πήρε ένα χαρτί κι έγραψε πέντε τοποθεσίες όπου καθημερινά γίνονταν σκλαβοπάζαρα δούλων κι αιχμαλώτων. Επίσης έγραψε και κάποια ονόματα σ' ένα άλλο χαρτί και το 'δωσε στους άλλους.
   «Αυτός είναι ο κατάλογος. Μοιραστείτε τις περιοχές για να κάνετε πιο γρήγορα. Τα ονόματα αυτά εδώ», είπε ο Σωτήριος και τους τα 'δειξε, «είναι κάποιων ανθρώπων που δουλεύουν εκεί. Πείτε τους ότι είσαστε γνωστοί του Αχμέτ εφέντη πασά. Έτσι με ξέρουν. Θα σας βοηθήσουν στο ψάξιμο».
   «Εσύ, Μάρκο, θα ρωτήσεις για τον Μαρίνο Κονταρίνι κι εσύ, Αλέξιε, για τη μάνα και τις αδελφές μου», τους είπα. «Πρέπει να τους εντοπίσουμε όλους, αν είναι δυνατόν», πρόσθεσα.
   Εκείνη τη νύχτα κανονίσαμε τις λεπτομέρειες. Εγώ δε θα κυκλοφορούσα και πολύ στην Πόλη, γιατί τα μάτια μου και τ' αυτιά μου είχαν δει κι ακούσει πολλά τις τελευταίες μέρες. Δεν άντεχα άλλο και προτιμούσα να 'μαι κλεισμένη στο δωμάτιό μου. Απ' την άλλη ήταν και ζήτημα ασφαλείας. Τους πρώτους μήνες μετά την καταστροφή επικρατούσε ο φόβος κι ο τρόμος, τα πράγματα δεν είχαν ηρεμήσει ακόμη και το έγκλημα οργίαζε. Γι' αυτό έμενα στο δωμάτιό μου κι ασχολιόμουν μ' άλλα θέματα και, κυρίως, με το να προετοιμάζω τις επόμενες κινήσεις μου όσο καλύτερα μπορούσα.
   Ύστερα από μια βδομάδα περίπου έφτασαν οι πρώτες πληροφορίες. Ο Αλέξιος μ' ενημέρωσε ότι ειδικά τις Ρωμιές αρχόντισσες οι Τούρκοι τις είχαν μεταφέρει στην Ανδριανούπολη. Μετά έμαθα και για τον αγαπημένο μου. Ο Μάρκος δυστυχώς δεν τον είχε εντοπίσει. Συνάντησε πολλούς Βενετσιάνους αιχμαλώτους, οι οποίοι του 'παν ότι ο Μαρίνος Κονταρίνι είχε πράγματι συλληφθεί ενώ πολεμούσε στο παλάτι των Βλαχερνών. Μάλιστα ο Μάρκος βρήκε σε κάποιο σκλαβοπάζαρο και μια λίστα με Βενετούς αιχμαλώτους, όπου ήταν γραμμένο και τ' όνομά του.
   «Αλλά τ' όνομα, κυρά, ήταν σβησμένο με μια γραμμή. Στην αρχή πάγωσα. Σκέφτηκα ότι τα σβησμένα ονόματα ήταν των... των νεκρών».
   «Λοιπόν;» ρώτησα μ' αγωνία.
   «Αφού έδωσα μερικά νομίσματα, ο έμπορος μου 'πε ότι αυτό σήμαινε πως είχε πουληθεί σε κάποιον».
   «Άρα είναι ζωντανός!» είπα και πήρα θάρρος. «Δε ρώτησες να μάθεις ποιος ήταν ο αγοραστής του;»
   «Φυσικά και ρώτησα, κυρά, αλλά δε μπόρεσα να του πάρω λέξη. Μου 'πε ότι δεν κάνει τέτοιου είδους ερωτήσεις στους πελάτες του, γιατί δεν τον ενδιαφέρει. Αφού είχε πάρει τα νομίσματα... Κι έπειτα δε θυμόταν κιόλας. Είχε πουλήσει πάνω από 1.000 σκλάβους... έτσι είπε. Σιγά μη θυμόταν  κάποιον απ' αυτούς ξεχωριστά».
   «Δε μπορώ να το χωνέψω», είπα και σηκώθηκα. 
   Άρχισα να περπατάω νευρικά μέσα στο δωμάτιο.
   «Είσαι σίγουρος ότι δε σου 'πε κάτι... μια λεπτομέρεια, ας πούμε, για τον αγοραστή;»
   Ο υπηρέτης μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
   «Όχι, κυρά, δυστυχώς. Όσο κι αν τον πίεσα...»
   Ωστόσο κατάλαβα ότι κάτι τον απασχολούσε.
   «Δεν αντέχω... θα σου το πω, κυρά», είπε ξαφνικά.
   «Σ' ακούω, τι συμβαίνει;» του 'πα.
   «Βρήκα... βρήκα κάποιους άλλους, δικούς σου...»
   «Δικούς μου; Τι θες να πεις;» ρώτησα γεμάτη αγωνία.
   «Ρωμιούς, εννοώ. Αλλά και κάποιους Βενετούς. Μόλις έμαθαν ότι ζητούσα πληροφορίες, έπεσαν στα πόδια μου, οι κακόμοιροι! Μου 'παν ότι ήταν από αρχοντικές οικογένειες κι ότι οι δικοί τους δεν είχαν προλάβει να μάθουν ποια ήταν η μοίρα τους. Έτσι για μήνες σαπίζουν στις φυλακές. Μου υποσχέθηκαν, κυρά, με δάκρυα στα μάτια, ότι, αν τους λευτερώσεις, θα κάνουν τα πάντα για σένα».
   «Σου 'παν ονόματα;»
   Αμέσως ο Μάρκος μου 'δωσε έναν κατάλογο. Ήταν γραμμένα σ' αυτόν περίπου εκατό άτομα.
   «Και πόσα θέλουν οι Τούρκοι γι' αυτούς;» είπα σοβαρά.
   «Χίλια χρυσά. Θα μπορέσεις να τους εξαγοράσεις, κυρά;».
   «Δεν ξέρω. Πρώτα θέλω να βρω τους δικούς μου. Αν μέχρι τότε είναι ζωντανοί κι εφόσον περισσέψουν λεφτά... ίσως».
   Την επόμενη μέρα ήρθε επιτέλους κι ο Σωτήριος.
   Του πρόσφερα κρασί, του 'βαλα και λίγο φαγητό κι ύστερα τον παρατηρούσα καθώς έπινε και τσιμπολογούσε. Δε μου φαινόταν χαρούμενος.
   «Συμβαίνει κάτι, Σωτήριε;» τον ρώτησα.
   «Κυρά, προσπάθησα, αλλά...»
   «Τον μικρό μου αδελφό τον βρήκες ή όχι;»
   Έγνεψε καταφατικά.
   «Άρα... ευχάριστα είναι τα νέα σου!» φώναξα, αλλά με συγκρατημένη χαρά.
   «Περίπου», είπε μουδιασμένος. «Άκου τι έγινε και κρίνε μόνη σου».
   Και μου τα 'πε όλα. Αφού πλήρωσε αρκετά χρήματα, κατάφερε να μπει στο παλάτι, εκεί όπου φύλαγαν τα μικρά χριστιανόπουλα, και βρήκε, τελικά, τον μικρό μου αδελφό. Έμαθε ότι του 'χαν κάνει περιτομή, όπως έκαναν σ' όλα τα χριστιανόπουλα για να γίνουν μουσουλμάνοι. Επίσης με πληροφόρησε ότι όλα τα παιδιά τα εκπαίδευαν, ώστε να γίνουν καλοί μουσουλμάνοι και γενίτσαροι κι ότι, στα πλαίσια αυτής της εκπαίδευσης, θα μεγάλωναν με πολλές ανέσεις. Αργότερα, μετά τα είκοσί τους χρόνια, θα 'μπαιναν στην προσωπική φρουρά του σουλτάνου ή θα γίνονταν ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι.
   Ο Σωτήριος κατάφερε να δωροδοκήσει έναν αγά και μπήκε στα μέρη όπου γινόταν η εκπαίδευση. Έδωσε, επίσης, αρκετό χρήμα για να καταφέρει να 'ρθει σ' επαφή με τον Ιάκωβο, γιατί οι φρουροί κι οι ευνούχοι γενικά δεν άφηναν άτομα εκτός παλατιού να πλησιάζουν τα παιδιά. Και τότε μίλησε, πρώτη και μοναδική φορά, με τον μικρό μας.
   «Και τι σου 'πε;» ρώτησα μ' αγωνία.
   «Ότι τώρα πια περνάει καλά».
   «Δηλαδή, σε θυμήθηκε;»
   «Φυσικά. Και μιλήσαμε με θλίψη για τις συμφορές που μας βρήκαν εμάς τους Ρωμιούς και τη θλιβερή μοίρα της αυτοκρατορίας μας. Ήταν πολύ καλά στην υγεία του».
   «Του 'πες ότι θα κανονίσουμε την εξαγορά του;»
   «Ναι, αλλά... αρνήθηκε».
   «Τι λες; Πώς είναι δυνατόν;» είπα έκπληκτη.
   «Κυρά, επέμεινε στην άρνησή του. Είπε ότι δε θέλει να τον πάρουμε από κει, γιατί περνάει πολύ καλά κι έχει κάνει και φίλους».
   Ένιωσα απογοήτευση.
   «Ο μικρός Ιάκωβος μου 'πε ότι, αν και χάρηκε που 'σαι εδώ και τον αναζητάς, δε θα 'θελε, ωστόσο, να τον πάρεις μαζί σου, για την ώρα τουλάχιστον».
   «Και δε θέλει να με δει; Μα...»
   «Θα τα καταφέρει, λέει, μόνος του να το σκάσει απ' την Πόλη αργότερα, αν χρειαστεί. Οι Τούρκοι του 'χουν εμπιστοσύνη. Κι ο σουλτάνος, όταν τον άκουσε να μιλάει τόσο καλά τα τουρκικά, ενθουσιάστηκε μαζί του. Τώρα πλέον εκπαιδεύεται στις μεγαλύτερες τάξεις και κάνει μάθημα και σ' άλλα παιδιά, ακόμα και μεγαλύτερά του!»
   «Είναι δυνατόν; Και τι σκέφτεται να κάνει;»
   «Θέλει, λέει, προς το παρόν, να μείνει στο σαράι».
   «Μήπως χρειάζεται χρήματα;»
   «Τον ρώτησα, αλλά αρνήθηκε. Είναι, μου 'πε, σαν να κουβαλούσε το μαχαίρι της σφαγής του στο χέρι του, γιατί δε θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, αν μαθευόταν κάτι τέτοιο. Άλλωστε, στο παλάτι είχε ό,τι ήθελε. Δεν του χρειάζονταν τα χρήματα».
   Ήμουν πολύ στενοχωρημένη και μπερδεμένη απ' τα νέα που πήρα. Δεν ήξερα τι να κάνω, αν και τον καταλάβαινα πολύ καλά τον μικρό μας. Δεν ήταν και πολύ δραστήριος, ούτε τον ενδιέφερε το κυνήγι ή ο αθλητισμός. Του άρεσε η χλιδή κι η καλοπέραση. Αλλά τώρα τι δουλειά είχε με τους Τούρκους; Γιατί δεν ήθελε να τον εξαγοράσουμε και να σμίξουμε και πάλι; Να γίνουμε ξανά οικογένεια, όπως παλιά. Γιατί μας έδιωχνε με τον τρόπο του;
   Οι  μέρες κύλαγαν σαν το νερό κι εγώ ήμουν στην τουρκεμένη Πόλη πάνω από μήνα. Είχαν συμβεί τόσα πράγματα, που πλέον η ζωή μου είχε αλλάξει δραματικά. Παρά τη στενοχώρια που 'χα πάρει απ' τον μικρό μου αδελφό, όφειλα να συνέλθω γρήγορα και ν' ασχοληθώ με χίλια δυο θέματα. Ένα απ' αυτά ήταν οι αιχμάλωτοι που 'χαν ζητήσει τη βοήθειά μου, γιατί είχα αποφασίσει να τους κάνω ό,τι ήταν δυνατόν γι' αυτούς. Όλη τη δουλειά, βέβαια, την κανόνισαν χωρίς φασαρία οι τρεις άνθρωποί μου. Δώσαμε στον Τούρκο αφέντη τους χίλια χρυσά νομίσματα κι έτσι εξαγόρασα τελικά 150 άτομα.
   Το πρώτο πράγμα που έκανα, μετά την εξαγορά τους, ήταν να τους περιθάλψω και να τους στεγάσω σε μια αποθήκη στο Πέραν. Όταν οι υπηρέτες μου τέλειωσαν με τις διατυπώσεις, μ' ενημέρωσαν ότι είχαν τακτοποιηθεί μια χαρά κι είχαν ξανανιώσει άνθρωποι. Γιατί πολλοί απ' αυτούς ήταν σε οικτρή κατάσταση. Ευτυχώς δεν πέθανε κανένας, γιατί είχα φροντίσει να τους παρακολουθούν γιατροί.
   Κάποια στιγμή οι άνθρωποί μου με ειδοποίησαν ότι οι πρόσφυγες ήταν έτοιμοι πια να με δεχτούν. Τους επισκέφτηκα κι αμέσως μόλις μ' αντίκρισαν, κλαίγοντας, έπεσαν πάνω μου. Μου φίλαγαν τα χέρια και με προσκυνούσαν, γιατί μέχρι τότε δεν ήξεραν ποια ήταν η αρχόντισσα που τους είχε εξαγοράσει.
   Ένας απ' αυτούς ήταν ο μετέπειτα καλός και πιστός μου φίλος Φραγκούλης Σερβόπουλος. Αυτός, πριν απ' την άλωση, ήταν αξιωματούχος των τελευταίων αυτοκρατόρων της Πόλης. Επίσης, επειδή ήξερε καλά τα ιταλικά, είχε διατελέσει και διπλός νοτάριος, για τους Έλληνες και τους Βενετούς, και προσωπικός γραμματέας του Βενετού Βάιλου της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος εκτελέστηκε απ' τον σουλτάνο. Με τον Φραγκούλη, στα μετέπειτα χρόνια, γίναμε αχώριστοι φίλοι και με στήριξε σ' όλες τις δύσκολες στιγμές μου στη Βενετία. Στάθηκε δίπλα μου σαν δεύτερος πατέρας, αφού, όταν τον απελευθέρωσα, ήταν σχεδόν εξήντα χρονών.
   Όλους αυτούς, λοιπόν, τους κράτησα στο Πέραν και τους φρόντιζα μέχρι που μπήκε η άνοιξη. Κι όταν πια συνήλθαν εντελώς κι ήταν σε θέση να φύγουν, τους βοήθησα δίνοντάς τους και λίγα χρήματα για το ταξίδι.
   Εκείνες τις μέρες πήρα και την τελική απόφαση για το τι θα 'κανα  με τον χαμένο αγαπημένο μου, τον Μαρίνο Κονταρίνι. Όσο κι αν έψαξα σ' όλη την Πόλη, σε κάθε σκλαβοπάζαρο και σε κάθε έμπορο που 'χε σχέση μ' αυτά τα θέματα, δεν κατάφερα να τον εντοπίσω. Έτσι έδωσα από χίλια χρυσά νομίσματα στον Μάρκο και τον Αλέξιο και τους έστειλα να ψάξουν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολίας. Ο Σωτήριος είχε κανονίσει να τους προμηθεύσει μ' άδειες διέλευσης και καταλόγους με τα μέρη που υπήρχαν αυτά τα σκλαβοπάζαρα, καθώς και μ' άλλα χρήσιμα στοιχεία. Θα μπορούσαν να κινούνται ελεύθερα στην Ανατολία σαν έμποροι, ψάχνοντας για τον Μαρίνο.
   Μετά, με βαριά καρδιά, πήρα τον Σερβόπουλο και τον Σωτήριο και κατευθυνθήκαμε προς την Ανδριανούπολη. Όταν φτάσαμε, ήταν πια Μάρτης  του 1454. Δουλειά μας πλέον ήταν να βρούμε τις γυναίκες της οικογένειάς μου. Για τη μια, την Ελένη, ήξερα ότι ήταν ακόμη στη θρακική πόλη Αίνος, κοντά στον πεθερό της, τον Γατελούζο. Ήταν χήρα και διέμενε εκεί απ' το 1449. Αλλά οι υπόλοιπες αδελφές μου κι η μάνα; Θα τις έβρισκα ζωντανές ή... Αυτή η σκέψη και μόνο μ' έκανε κομμάτια.
   Ο Σωτήριος έψαξε και βρήκε ένα βολικό σπίτι μ' αρκετά δωμάτια. Ιδιοκτήτης ήταν ένας βολικός Τούρκος, που δεν είχε αντίρρηση να το νοικιάσει στον Τούρκο πλούσιο αξιωματούχο -εννοώ τον Σωτήριο- που 'χε έρθει στην πόλη με την ακολουθία του για να εξαγοράσει δούλους.
   Στη συνέχεια ο Σερβόπουλος κι ο Σωτήριος άρχισαν ν' αναζητούν τ' αγαπημένα μου πρόσωπα. Σε μια βδομάδα πάνω - κάτω τις είχαν εντοπίσει. Πλήρωσαν 2.000 χρυσά νομίσματα για τις χήρες πλέον αδελφές μου, τη Μαρία και τη Θεοδώρα, και για κάποιες απ' τις παλιές μας υπηρέτριες. Περιττό να πω πόσο μεγάλη ήταν η χαρά μας. Είχαμε πέσει η μια στην αγκαλιά της άλλης και κλαίγαμε... κι εγώ δεν ξέρω πόση ώρα! Λίγες μέρες αργότερα ο Σερβόπουλος μάς έφερε και την Ελένη απ' την πόλη Αίνο. Έτσι, ύστερα από πολύ καιρό, ξαναγίναμε οικογένεια.
   Με τις αδελφές μου, λοιπόν, μοιραστήκαμε όλα όσα είχαν συμβεί από τότε που συναντηθήκαμε για τελευταία φορά. Εκείνες μου 'παν για την τύχη των αδελφών μας κι εγώ τις ενημέρωσα για τον μικρό μας, τον Ιάκωβο, και τις επιλογές του. Μετά θέλησα να μάθω τι είχε συμβεί σ' αυτές.
   «Ο σουλτάνος μάς έστειλε εδώ, στην Ανδριανούπολη, για να 'χουμε καλύτερη ζωή. Περιμέναμε κι εμείς ότι κάποιος θα ενδιαφερόταν για μας», είπε η Θεοδώρα. «Γνωρίζαμε βέβαια ότι ο πατέρας σ' είχε βγάλει κρυφά απ' την Πόλη, αλλά δε μάθαμε ποτέ αν είχες γλιτώσει».
   «Κι η μάνα;»
   «Δεν τα κατάφερε», είπε η Μαρία με δάκρυα στα μάτια. «Πέθανε στο δρόμο...»
   Το αίμα μου πάγωσε κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Δηλαδή η μάνα μας... είχε πεθάνει; Και τώρα; Τι θα 'κανα χωρίς αυτήν;
   «Ήταν ήδη βαριά άρρωστη μια βδομάδα πριν πέσει η Πόλη», συνέχισε η Μαρία. «Πολλές ηλικιωμένες γυναίκες κατέληξαν στο δρόμο».
   «Μέχρι να φτάσουμε εδώ, μας πήρε αρκετές μέρες», είπε η Θεοδώρα.
   «Και... και πού τη θάψατε; Έγινε κανονική κηδεία;» ρώτησα και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
   «Τη θάψαμε όπως όπως στο δρόμο, έξω από ένα χωριό», απάντησε η Θεοδώρα βουρκωμένη. «Οι Τούρκοι δεν ήθελαν να χάνουν χρόνο στο δρόμο με κάτι τέτοια, οι άτιμοι...»
   «Κι ο τάφος της;» ρώτησα. «Θα... θα με πάτε; Για να τη θάψουμε με κανονική ταφή», πρόσθεσα και σκούπισα τα μάτια μου με το μαντίλι μου.
   «Πού να τη θάψουμε;»
   «Σε κάποιο χωριό χριστιανών... Κάπου θα βρούμε».
   Τους εξήγησα το σχέδιό μου και τελικά αποφασίσαμε ότι αυτό ήταν το πρέπον. Πράγματι, μια μέρα όλες οι αδελφές, μαζί κι οι έμπιστοί μου, πήγαμε και βρήκαμε τον τάφο της. Ήταν νύχτα και με κάθε μυστικότητα την ξεθάψαμε και τη μεταφέραμε βιαστικά σ' ένα χριστιανικό νεκροταφείο, στο πιο κοντινό χωριό. Βρήκαμε έναν άδειο τάφο κι αφού τον καθαρίσαμε, την κηδέψαμε.
   Σχεδόν μας βρήκε το ξημέρωμα στο δρόμο της επιστροφής. Σκεφτόμουν την κακομοίρα τη μάνα μου και τα όσα είχε περάσει. Η μητέρα μου, η Ελπίδα, ήταν μετρίου ύψους κι όχι ιδιαίτερα όμορφη. Το πιο όμορφο στοιχείο πάνω της, για το οποίο όλοι μίλαγαν, ήταν τα πανέμορφα μπλε μάτια της, που έμοιαζαν με τη θάλασσα. Ως προς την καταγωγή της ήταν απ' το μεγάλο σόι των Παλαιολόγων, αν και δεν ήταν πολύ κοντινή συγγενής των αυτοκρατόρων.
   Η Ελπίδα ήταν περίεργος άνθρωπος. Απ' τη μια της άρεσε η πολυτέλεια, η ζωή στο παλάτι, ο πλούτος, τα μεταξωτά φορέματα, τα στολίδια κι άλλα τέτοια κι απ' την άλλη τηρούσε αυστηρά τους τύπους κι ακολουθούσε σχεδόν πάντα το πρωτόκολλο. Παρά τα πλούτη της, η μάνα μου ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενη. Τιμούσε και κρατούσε τις γιορτές, ειδικά τις μεγάλες, πολύ αυστηρά. Και φυσικά είχε έντονη φιλανθρωπική δράση. Είχε μάλιστα φτάσει σε σημείο να ξοδεύει τόσο πολλά χρήματα σ' αγαθοεργίες, που ο πατέρας μερικές φορές εξοργιζόταν.
   Όταν έπεσε η Πόλη, ο ίδιος ο σουλτάνος ήρθε και τη βρήκε στο σπίτι μας. Εκεί ήταν ο πατέρας μου κι όλη η οικογένεια. Ήθελε να τους δει όλους μαζί, αλλά κυρίως την Ελπίδα, που για τις καλοσύνες της είχε κι αυτός ακούσει πολλά, ακόμα κι από Τούρκους. Μάλιστα της έφερε και τους προσωπικούς γιατρούς του, για να την εξετάσουν. Αλλά τελικά, μετά την εκτέλεση των ανδρών, ο σουλτάνος μετέφερε όλες τις αρχόντισσες στην Ανδριανούπολη. Η πορεία, όμως, ήταν εξοντωτική για τη μάνα μου, η οποία, άρρωστη καθώς ήταν, υπέκυψε... ο Θεός ν' αναπαύσει την ψυχή της.
   Όταν επιστρέψαμε στην Ανδριανούπολη, τακτοποιήσαμε τις υποθέσεις μας και, μαζί με τους συγγενείς μου και τους ανθρώπους μου, πήρα ένα καράβι κι επέστρεψα στο Πέραν, όπου και ολοκλήρωσα όλες τις συναλλαγές μου με τις τράπεζες. Είχε πια σχεδόν καλοκαιριάσει κι έτσι έκρινα ότι ήταν η ώρα να επιστρέψω στο Ναύπλιο. Τώρα όμως δεν ήμουν μόνη. Είχα μια ακολουθία από οικείους, φίλους και συγγενείς, περίπου είκοσι άτομα.
   Ζήτησα κι απ' το Σωτήριο να μ' ακολουθήσει, αλλά αυτός αρνήθηκε, ήταν καλά βολεμένος στην Πόλη. Είχε ερωτευτεί μια υπηρέτριά μου κι αποφάσισαν να ζήσουν μαζί στο σπίτι του καινούργιου του πατέρα. Τους πάντρεψα εγώ στο Πέραν και για γαμήλιο δώρο τους έδωσα εκατό χρυσά δουκάτα. Εκείνον τον υπέροχο άνθρωπο δεν τον ξαναείδα ποτέ στη ζωή μου.
   Ξεκινήσαμε όλοι μαζί μια ηλιόλουστη μέρα απ' το Πέραν για το Ναύπλιο. Στο Ναύπλιο θα ενημέρωνα τον πεθερό μου για ό,τι είχα κάνει για να βρω τον Μαρίνο. Σκόπευα να πάρω το μωρό μου και να επιστρέψω με τους ανθρώπους μου στο πατρικό μου στο Μυστρά. Αυτό ήταν το σχέδιό μου, αλλά όχι και της μοίρας μου ή του Θεού, όπως φάνηκε αργότερα.
   Το Μυστρά δεν επρόκειτο να τον ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου.

   Άραγε θα σε ξαναδώ, Κωνσταντινούπολη; Θα ξαναγυρίσω ποτέ στην αγκαλιά σου, εσένα που σ' αγάπησα τόσο πολύ; Εδώ πέρασα μερικά απ' τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής μου. Πάει λοιπόν η πόλη των βασιλέων; Σε χάσαμε οριστικά εμείς οι Ρωμιοί;
   Αυτά κι άλλα πολλά σκεφτόμουν εκείνη την άνοιξη του 1454, καθώς το πλοίο μας απομακρυνόταν απ' τη Βασιλεύουσα. Η ματιά μου ήταν συνεχώς καρφωμένη στον ψηλό τρούλο της Αγίας Σοφίας. Από μακριά τώρα μου φαινόταν πολύ άσχημος με την ημισέληνο πάνω του. Και ξαφνικά θυμήθηκα την πρώτη φορά που 'χα δει τον τρούλο της, όταν πάλι μ' ένα πλοίο ερχόμασταν οικογενειακώς για μόνιμη εγκατάσταση στην Πόλη. Στην κορυφή του υψωνόταν περήφανος ο μεγάλος σταυρός, που αστραφτοκοπούσε στο μεσημεριάτικο φως.
   Δακρύζω χαμένη στις σκέψεις μου. Εστιάζω το βλέμμα μου πάνω σ' οτιδήποτε θα μπορούσε ν' αποτυπώσει το μυαλό μου, για να τα θυμάμαι όλα... και για πάντα· για να μην τα ξεχάσω ποτέ!
   Φτάσαμε στο Ναύπλιο χωρίς προβλήματα λίγες μέρες αργότερα. Όταν μπήκαμε στο λιμάνι, όλοι πήραμε μια ανάσα ανακούφισης. Ο καπετάνιος κανόνισε τα τυπικά και στο μεταξύ έστειλε μήνυμα στον πεθερό μου. Σε λιγότερο από μισή ώρα είχε έρθει στρατιωτικό άγημα που μας οδήγησε στην άνω πόλη, στο παλάτι του διοικητή Μπερτούκκιο Κονταρίνι, ο οποίος μας παραχώρησε πέντε δωμάτια κι έτσι τακτοποιηθήκαμε όλοι.
   Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να δω τον μονάκριβο γιο μου. Είχα τέτοια χαρά και πόθο να τον πάρω στην αγκαλιά μου! Αλλά με το που τον έπιασα στα χέρια μου, άρχισε να κλαίει. Φυσικό ήταν εξάλλου. Πώς ήταν δυνατόν το παιδί μου να μην αντιδράσει έτσι, όταν είχα να το δω έξι μήνες;
   Το πήρε απ' τα χέρια μου η τροφός, ενώ με καθησύχαζε λέγοντάς μου να μην ανησυχώ, σιγά σιγά θα με συνήθιζε. Στο μεταξύ, κάπως λυπημένη είναι αλήθεια, πήγα κι εγώ να ξεκουραστώ.
   Την επόμενη μέρα, αφού ξεκουράστηκα κι ηρέμησα, ζήτησα να δω ιδιαιτέρως τον πεθερό μου, για να συνομιλήσω μαζί του. Έπρεπε να τον ενημερώσω για ό,τι είχα κάνει.
   Όταν του 'πα για την αποτυχία μου να βρω τον Μαρίνο, απογοητεύτηκε πολύ, αν και αναθάρρησε, μόλις του ανέφερα πως δεν εγκατέλειψα την προσπάθεια της αναζήτησής του. Στη συνέχεια του εξήγησα με λεπτομέρειες τι είχε γίνει στην Πόλη. Μ' άκουγε προσεκτικά, χωρίς να με διακόπτει. Ήταν ολοφάνερα συγκινημένος, αλλά και σοβαρά προβληματισμένος. Κατάλαβα ότι κάτι συνέβαινε.
   «Δε θέλω να σας βλέπω στενοχωρημένο», του 'πα. «Γιατί είστε έτσι κατηφής;»
   «Φοβάμαι ότι θα 'χουμε προβλήματα εδώ, στο Ναύπλιο και στο Μοριά γενικότερα. Γι' αυτό δεν ξέρω αν είναι καλό να μείνετε όλοι εσείς εδώ. Η κατάσταση θα περιπλεχτεί σύντομα. Φαντάζομαι πως δε θα 'χεις ακούσει για την επανάσταση που ξεκίνησε εδώ ένα μέλος απ' την οικογένειά σου, ο πρώτος ξάδελφος του συχωρεμένου του άντρα της αδελφής σου, της Μαρίας».
   «Εννοείτε ότι είναι ξάδελφος του συχωρεμένου άρχοντα Θεοδώρου Παλαιολόγου Καντακουζηνού;»
   «Ακριβώς. Κι έπειτα είναι κι οι ασχήμιες που 'κανε ένας ανιψιός μου στην Αθήνα με τη Φράγκισσα δούκισσα εκεί. Έμαθα πως γι' αυτούς τους λόγους οι Τούρκοι ετοιμάζονται για επιδρομή στο Μοριά».
   «Λέτε να επιτεθούν εδώ οι Τούρκοι;»
   «Ξέρω κι εγώ; Κι έχουμε σε εξέλιξη και την επανάσταση του Καντακουζηνού κατά των Δεσποτών», πρόσθεσε σκεφτικός. «Θέλει κι αυτός ν' αποκτήσει βασίλειο. Μ' επισκέφτηκε πριν ένα μήνα και ζήτησε να τον βοηθήσω».
   «Αρνηθήκατε;»
   «Προφανώς. Η Βενετία είναι ουδέτερη».
   Πήγα προς το μπαλκόνι αναστενάζοντας. Μ' ακολούθησε κι ο πεθερός μου.
   «Κατάλαβες τώρα, αγαπημένε μου πεθερέ, γιατί χάθηκε η ρωμιοσύνη;» του 'πα.
   Μου 'γνεψε καταφατικά.
   «Τρωγόμαστε μεταξύ μας. Κι ο Μοριάς δε θ' αντέξει για πολύ μ' αυτά που γίνονται. Είναι η κατάρα του Θεού πάνω μας. Αν ήμασταν μονιασμένοι, ίσως να μην είχαμε χάσει...»
   «Και γι' αυτό πιστεύω ότι είναι καλό να ξεχάσεις το Μοριά. Πρέπει να φύγεις εντελώς απ' την περιοχή... μακριά απ' την Ελλάδα. Τώρα... μια λύση μόνο υπάρχει. Η Βενετία».
   «Η Βενετία; Τόσο μακριά;»
   «Για σκέψου... η Βενετία είναι μια τεράστια πόλη. Εκεί θα 'σαι μια άγνωστη, η σχέση σου με τους επαναστάτες θα ξεχαστεί γρήγορα κι ο γιος σου θα μεγαλώσει χωρίς προβλήματα. Εκεί θα 'χει τα πάντα, δασκάλους, ήρεμη ζωή, και νομίζω ότι κι η ελληνική κοινότητα θα σε βοηθήσει... θα σε βοηθήσω κι εγώ, επίσης, οικονομικά».
   «Ίσως...» είπα κι άρχισα να το καλοσκέφτομαι.
   Αλλά δε μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Ο πεθερός μου είχε απόλυτο δίκιο. Έτσι ασχοληθήκαμε με τον Σερβόπουλο και τις αδελφές μου με την προετοιμασία του ταξιδιού. Τους εξήγησα την κατάσταση. Αν και δυσανασχέτησαν λιγάκι, τελικά πείστηκαν ότι έτσι έπρεπε να γίνει.
   Φύγαμε μερικές μέρες αργότερα. Το πλοίο χάραξε πορεία προς τον τελευταίο προορισμό της ζωής μου.
   Τη Βενετία.


Κονδύλης Θάνος, Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, εκδ. Ψυχογιός. Αθήνα 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: