Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΟ ΡΙΠΙΔΙ

  
... Ο Δημήτρης Ρήγας, ο Διονύσης Ανέζης, ο Κίμων Χ., ο Λεωνίδας Σαββόπουλος, ο Μιχαήλ Φραγγίνης κι οι άλλοι, οι αστείοι, οι γελοίοι, οι τραγικοκωμικοί: ο Αριστείδης Π. Παπαδόπουλος, ο Σπ. Ηλιάδης, ο Αλέκος Κουρκόπουλος, ο Λελές Κόντου... Πώς έρχονται στο νου τόσα πρόσωπα, πλήθος από ονόματα, άνθρωποι κοινοί ή αλλόκοτοι για όλους ή για μένα μονάχα, που γνώρισα ή νόμισα πως γνώρισα ή και που 'τυχε να μου μιλήσουν κάποτε για δαύτους... Κι έπειτα οι γυναίκες: κοπέλες  μικρές και όχι, κυρίες απ' την μέσην ηλικία και πάνω, μορφές συνηθισμένες, άλλες φερμένες εδώ από περασμένες εποχές ή από κάποιαν απαντοχή... Συνεσταλ-μένες, σιγανά ποτάμια ή θάλασσες σε βρασμό. Άγγελοι αγαθοί ετούτες. Ερινύες εκείνες... Η Δωροθέα Σ., η κυρία Κατίνα, η Δανάη, η Σοφία Π., η κυρία Μαρία Α. Περβολίδη, η θεία Αμαλία, η Βερενίκη... αυτήν που ονόμασε ο Άγγελος Βερενίκη... Τέλος πάντων γράφω ονόματα κι ονόματα κι όλα φτιαχτά και ψεύτικα. Άλλα αντ' άλλων. Μα τα πρόσωπα τα βλέπω ανάγλυφα και θα τα 'πλαθα πάλι ολοζώντανα με την αφή μου...
   Θα τα 'πλαθα -λέω- και θα τους εμφυσούσα τη δικιά μου πνοή, τη δικιά μου σκέψη. Έτσι είναι... 
   Όταν γνωρίσεις αληθινά έναν έναν τους ανθρώπους, ξαφνιάζεσαι. Τους βγάζεις απ' την αχλύ τους, από τ' ανώνυμο, απρόσωπο, δημιουργημένο "εν σοφία" πλήθος, τους φέρνεις κοντά σου, ως τα δικά σου μέτρα, σιγά σιγά τους ξεγυμνώνεις και γίνεσαι κριτής. "Ο Α. δε μ' αρέσει. Ο Β. είναι αγύρτης, ο Γ. ψυχαναλυτής, ο Δ. αλλόκοτος. Κωμικός ετούτος, κοινός τύπος ο άλλος. Κι η Δέσποινα, κι η Σοφία, κι η Βερενίκη ακόμα..." Λες όλοι σε απάτησαν, λες πως περίμενες κάτι πρωτόφαντο απ' αυτούς... Προτιμάς λοιπόν να τους ξαναφτιάχνεις κάθε φορά εσύ. Να τους στολίζεις. Να τους πλάθεις δικούς σου, όπως θα 'θελες να είναι. Δε μιλάω για πλάσματα ιδανικά, για τους ήρωες, τους αγίους, τα σύμβολα μιας τελειότητας, μιας λύτρωσης ή κάποιου όρθρου, που ποτέ μας δε θα δούμε. Γράφω για τους ανθρώπους...
   Θυμάμαι τώρα εγώ μιαν ηλικιωμένη, μια σεβαστή σ' όλα της κυρία, που ζούσε άνετα συντροφιά με τρία σκυλιά. Dody φώναζε το ένα, Κική το άλλο και Dog το μεγαλύτερο και πιο γερασμένο. Ορισμένη μέρα της βδομάδας δεχόταν σπίτι της. Τις άλλες πήγαινε η ίδια εδώ κι εκεί, στην πόλη, σε γνωστούς της, σέρνοντας πάντα ένα από τα τρία αγαπητά της ζώα. Τίποτα το ασυνήθιστο ως εδώ. Μονάχα που η κυρία είχε τυπώσει ξεχωριστά επισκεπτήρια για τον Dody, τον Dog και την Κική, κι άφηνε στα φιλικά της σπίτια τα επισκεπτήρια των δύο σκυλιών που δεν ήτανε μαζί της. Πρωτότυπο δεν είναι. Κάποια αγγλίδα γυναίκα συγγραφέας, νομίζω, κάτι παρόμοιο είχε σοφιστεί πριν από αιώνα. Ωστόσο, δεν παύει να 'ναι το κάμωμα αλλόκοτο... Μολαταύτα ήταν η κυρία σεβαστή, λογική, "καθώς πρέπει", όπως λένε. Είχε τις δαντέλες της, τα κοσμήματά της, την περιποιημένη πάντα αμφίεσή της και τα καλοδιατηρημένα υπολείμματα μιας περασμένης ομορφιάς.

   Ένα μεγάλο πορτραίτο, στο σαλονάκι όπου δεχόταν, έδειχνε πως ήταν νέα, είκοσι πέντε το πολύ χρονών. Κρατούσε στον πίνακα, με τ' αβρότατο χέρι, ένα περίφημο ριπίδι, θαύμα εργασίας του ζωγράφου, που δεν είχε παραλείψει τίποτα, μήτε πτυχή, μήτε σχεδίασμα, μήτε το κάτι εκείνο που δίνει την εντύπωση μιας κίνησης. Ένα είδος Frans Hals τέλος πάντων στις λεπτομέρειες, και κάτι απ' τον Manet στο πρόσωπο -γλυκύτατο- και στον εσωτερισμό του. Το έργο ήταν ξένο, κάποιου γάλλου γνωστού σήμερα, γιατί η κυρία είχε ζήσει χρόνια στην Ευρώπη, σε διάφορες πρωτεύουσες, στο Παρίσι προ πάντων, γυναίκα ενός διπλωμάτη μας, που πέθανε πριν από καιρό. Τ' όνομά του -Κίμων Χ.- δεν προσθέτει τίποτε σ' όσα έμαθα γι' αυτόν μιλώντας με την κυρία. Πήγαινα καμιά φορά να την επισκεφθώ, να ευχηθώ στις γιορτές, ν' ανταποδώσω δικές της ευγενικές φιλοφροσύνες στο σπίτι το δικό μας, και συχνότερα για να πάρω ένα βιβλίο απ' την πλούσια βιβλιοθήκη, τη δικιά της και του μακαρίτη, που 'χε συντηρήσει αυτή με στοργή και πείρα. Ανάμεσα στα βιβλία της ήταν αρκετά, πολλά "πρωτότυπα", με αφιερώσεις των συγγραφέων. Θυμάμαι δυο - τρία του Loti, ένα μεταφρασμένο γαλλικά, παλιό, του Baring, δυο του Anatole France, άλλο του Claude Farrere "en souvenir tres respectueux d' un charmant petit voyage" ένα του Μοreas, το "Martyre de Saint Sebastien" του D'annunzio, την έκδοση του 1908 (νομίζω του Mallarme, ένα με συγκινητικό για την Ελλάδα επίγραμμα του Phileas Lebesgue, δυο του Francis Jammes, άλλο του Maurice Maeterlink, το "Chanteclair" του Edmond Rostand...
   - A! O "Chanteclair!" μου 'χε πει ένα απόγιομα η κυρία καθώς ξεφύλλιζα εγώ τούτο το βιβλίο. Ο "Chanteclair"!... Μπορούσε να γίνει ένα θαυμάσιο μουσικό έργο... Εσείς... Ναι, ξέρω... Αγαπάτε τη μουσική...
   - Τη μουσική;!... Μια μαγεία...
   - Μαγεία; Έτσι είναι. Κι εγώ τότε... στα νιάτα μου...
   - Τι λέτε;... - Έδειχνα το κλειστό κλειδοκύμβαλο στη γωνιά. Για τη μουσική δεν υπάρχει ηλικία... Η ψυχή μας... η ψυχή μας... (Λόγια, κι έπειτα, για να βρω διέξοδο): Μα σεις, άκουσα, παίζετε...
   - Όχι... όχι... σπανιώτατα πια...  - Dody, χρυσό μου, εδώ... (Ωστόσο κάτι ήθελε να προσθέσει ακόμα η κυρία...)
   - Ήταν τότε... την εποχή που πέθανε ο Εδουάρδος της Αγγλίας.
   Εγώ κοιτάω εδώ κι εκεί σαν να ψάχνω, αφηρημένος.
   - Το... το... το... λέω.
   - Το 1910;...
   - Ναι. Μάλιστα. Το 1910.
   - Πόσος καιρός!... (Κική, παιδί μου...) Κι ήταν δικός μας, Αθηναίος.
   - Ορίστε;...
   - Ένας νέος με μεγάλο ταλέντο... Ιδιοφυία ίσως... Δεν ξέρω...
   - Ο;...
   - Κόντου λεγότανε... Λελές Κόντου... Είχε διασκευάσει για μελόδραμα αυτό το "Petit poeme" (έδειχνε το βιβλίο που κρατούσα ακόμη) κι είχε προχωρήσει πολύ στη σύνθεση... 
   - Α! (καταλαβαίνω). Μουσικός;
   - Ναι. Μουσουργός.
   Ψάχνω στο νου μου. Δε γνωρίζω κανένα δικό μας με τέτοιο όνομα. Ποιος ξέρει ποιος να ήταν.
   - Μάλιστα, μάλιστα (βεβαιώνω εντούτοις). Ξέρω...
   - Μα... (στενοχωρημένη) Δεν έγινε γνωστός. Δεν τελείωσε τη σύνθεση του. Απεναντίας, την κατέστρεψε... (Σιωπή κι έπειτα από λίγο:) Κι εξαφανίστηκε...
   Παράξενο... Είχε συναντήσει στη ζωή της τόσους και τόσους, η κυρία Κατίνα, ας την ονομάσω τώρα έτσι, αφού δε μου έλαχε να τη γνωρίσω με τη μορφή και τη θεία χάρη που 'χε στο πορτραίτο της κι ήταν πλούσια σε ανέκδοτα κι ιστορίες. Ευχάριστη στη συνομιλία διηγόταν με λεπτότητα, με απαλό χιούμορ, λογής περιστατικά. Κι όλα όσα αυτή έλεγε, είχαν τη μαγεία που 'χαν οι παλιές όμορφες εικόνες. Μια αφήγηση πολιτισμένη -κοντολογής- η δικιά της, συμβατική έστω, όπου όμως η αβρότητα κι η ευγένεια, ρυθμισμένες με ρόδινο, γαλάζιο χρόνο, μπορούσαν να πλέξουν τα πιο ζηλευτά αραβουργήματα... Άφηνα λοιπόν κι εγώ στα λόγια της το νου μου. Κόσμοι φανταστικοί; Κόσμοι αληθινοί; Άνθρωποι, πράγματα, που υπήρξαν ακριβώς έτσι; Δεν ξέρω. Έλεγα κι εγώ μαζί της: Το σεληνόφως και τ' αστέρια και τ' άρωμα των λουλουδιών. Οι περιποιημένοι κήποι με την απέριττη αρχιτεκτονική τους. Τα δέντρα βαλμένα σε συστάδες. Φιλλύρες εδώ, ρομαντικά τοπία εκεί. Μικροί δρόμοι ανάμεσα στις πρασιές, με βότσαλα χάμου. Λιμνούλες όπου κοιτάνε νωχελείς οι κύκνοι (κουρδισμένοι στιγμές στιγμές, παίρνουν ξάφνου μιαν απότομη στροφή). Ρυάκια. Ιτιές... "Την Κυριακή θα ξαπλώσουμε στη χλόη"... Ψίθυροι. Απαλοί ήχοι μουσικής. Βιολιά σε ταράτσες φωτισμένες με κινέζικους φανούς. Κλίμακες μαρμαρένιες με κατάλευκους πασίχαρους Έρωτες και με υδρίες. Ροκοκό. Ρόδα, αγράμπελη, κισσός. Ένα βαλς μακρινό. Νύχτα. Στις μεγάλες αίθουσες το φως έχει θαμπώσει τους καθρέφτες. Τα παραπετάσματα, στα ψηλά παράθυρα. Υφάσματα απ' τη Δαμασκό. Τα πολύφωτα στην οροφή  δέσαν με χρωματισμένες μαρμαρυγές τα κρύσταλλά τους. Επίσημοι στις θύρες, με χρυσά κουμπιά, σειρίτια, λευκές κάλτσες ως το γόνατο, οι υπηρέτες. Ο κύριος Χ., διπλωμάτης. Monsieur le ministre. Η μαρκησία κι ο μαρκήσιος. Ο πρώτος γραμματέας της Πρεσβείας. Η Lady Margaret Ducombe. Ο ποιητής Casablanca απ' την Αργεντινή. Ο κύριος Αργυρόπουλος, καθηγητής, homme de lettres. Ο κύριος Λελές Κόντου, μουσουργός. Ο κόμης Pallavicini. Ο ζωγράφος Durand. Ο τραπεζίτης Amar. Η κυρία κι ο κύριος Dupin. Η κυρία... η κυρία... (πώς λεγότανε στα νιάτα της η κυρία Κατίνα;...) Οι κύριοι, βέβαια, έχουν γενειάδες όπως επιβάλλει ο ρυθμός. Οι νεώτεροι λεπτότατα μουστακάκια. Έξωμες εσθήτες οι γυναίκες, ριπίδια σαν αυτό του πορτραίτου, μακρύτατες "ουρές", δαντέλες, κοσμήματα (το περιδέραιο της κυρίας Dupin, τι θαύμα!), φτερά από στρουθοκάμηλο... Στα ξανθά μαλλιά της Lady Margaret, μια περίφημη aigrette... Οι συζητήσεις γιομάτες πνεύμα, περιστρέφονται ξάφνου γύρω απ' τη "Louise" του Carpentier:
   - Ο Zola...
   - Μη μου λέτε!... Άλλο πράγμα είναι η μουσική...
   - Μα η αισθητική... η αισθητική, σας λέω...
   - Όχι... Όχι... Κάτι το "bas", πολύ "peuple"...
  - Aλλ' ευτυχώς θαυμάζουμε ακόμη την "Traviata". Τόσο όμορφη η ιστορία, τόσο αληθινή, ανθρώπινη, η μουσική!...
   - Ο μαρκήσιος είχεν ακούσει -νέαν ακόμη- την Adelina Patti.
   - Η Patti!...
   Φαντασίες...
   Κι όμως... Θα 'πρεπε να ξέρω καλύτερα, να 'χα ζήσει κι εγώ τούτη τη ζωή, στις μεγάλες, ξένες πολιτείες. Η ηχώ απ' τα περασμένα έρχεται στις αισθήσεις μου κωμικά παραλλαγμένη. Λες παλιά ραδιοφωνική μετάδοση πνιγμένη απ' τα παράσιτα του χρόνου... Είδα ποτέ τούτες τις εικόνες; Διάβασα πουθενά; Αλλά την κυρία Κατίνα, το στρατηγό Δημήτρη Ρήγα, το Μιχαήλ Φραγγίνη, αυτούς τους γνώρισα, τους μίλησα, τους άκουσα πολλές φορές καθώς λέγανε για πράγματα, καιρούς και τόπους της ζωής τους. Και τον μουσουργό Λελέ Κόντου, λέω, τον φαντάστηκα όπως έπρεπε να ήταν...
   Ο συνταξιούχος στρατηγός Δημήτρης Ρήγας κι ο Μιχαήλ Φραγγίνης, ηλικιωμένοι, σεβαστοί στην εμφάνιση και τους τρόπους, ήταν παλιοί γνώριμοι της κυρίας. Κάτι περισσότερο ακόμη: Πιστοί θαυμαστές της απ' τον καιρό -κι ίσως πιο πριν- που κρατούσε εκείνη το περίφημο ριπίδι, ποζάροντας για το πορτραίτο. Ο στρατηγός ήταν εύσωμος ομορφάνθρωπος εβδομήντα πάνω - κάτω χρονών όταν συστήθηκα σ' αυτόν, με λευκά περήφανα μουστάκια, με λαιμοδέτες φανταχτερούς και καρφιτσωμένο πάντα εκεί ένα πλούσιο διαμάντι. Είχε ζήσει κι αυτός πολύ στο εξωτερικό. Ακόλουθος σε πρεσβείες, κοσμικός, με επιτυχίες σημαντικές στην εποχή του. Ιππέας περίφημος κι άνθρωπος, τέλος, που 'χε ζήσει τη ζωή του δείχνοντας μ' αρχοντιά στους πολλούς το πώς την είχε ζήσει. Έφερνε συχνά ένα λευκό γαρύφαλο και συνήθιζε να φοράει γάντια ανοιχτόχρωμα, σα να ζητούσε μ' επίδειξη να προφυλάει τα λεπτά, μ' ευκίνητα δάχτυλα χέρια του, πλασμένα θαρρείς περισσότερο για φτασμένο καλλιτέχνη... Αρκετά διαφορετικός απ' αυτόν ήταν ο Μιχαήλ Φραγγίνης. Νευρικός, μικρόσωμος, αυτός. Είχε ένα γενάκι μυτερό, μικρά μουστάκια κιτρινισμένα απ' τον καπνό. Προστάτευαν τα μάτια του χρυσά γυαλιά, που τραντάζονταν εδώ, εκεί, πάνου, κάτου, έτοιμα κάθε φορά να πέσουν, καθώς αυτός κινούσε μιλώντας τη φαλακρή, κόκκινη, ερεθισμένη κεφαλή του. Κι ήταν φανατικός στις ομιλίες του. Ανησυχούσε, στέναζε, δυστροπούσε κάθε που η συζήτηση αργούσε να 'ρθει στα πέντε - έξι κύρια, ζωτικά θέματα που τον απασχολούσαν: Η γλώσσα, η νέα πολιτεία, η εκκλησία, ο Montaigne, η αρχαία τραγωδία, η αρχιτεκτονική της πόλης. Ήταν άνθρωπος των γραμμάτων. Είχε δώσει διαλέξεις στο εξωτερικό για την Αθήνα, τη Ρώμη, το Βυζάντιο. (Ο στρατηγός έλεγε με κάποια κακεντρέχεια πως την ίδια, μοναδική διάλεξη επαναλάμβανε πάντοτε στους έκπληκτους ακροατές). Στα νιάτα του, όπως βεβαίωνε ο ίδιος, ήταν "οικείος του Μοreas". Είχε γνωρίσει πολύ τη Sarah Bernard, το Δαμαλά... (μια ιστορία αλλόκοτη και τούτη), τη Cecile Sorel. Μεγαλύτερος στα χρόνια από τον στρατηγό, είχε κι αυτός αποκτήσει κάποια φήμη. Ήταν τολμηρός και ξιφομάχος. Μου 'λεγε η κυρία Κατίνα για τις μονομαχίες του: έξι - επτά, σοβαρότατες όλες. Και προ πάντων για την τελευταία. Τραγική σχεδόν. Είχαν κι οι δυο αντίπαλοι, έλεγε, πληγωθεί βαριά. Μόλις και μετά βίας μπόρεσαν να τους σώσουν οι γιατροί. Τους είχαν περιμαζέψει από χάμου αναίσθητους, πνιγμένους (Horreur!... Dog!... Κική!...) στα αίματα... Κι αφορμή;
   - Τίποτε... τίποτε...ή κάτι, που 'μεινε άγνωστο... Μια ξένη... Δεν ξέρω.
   Ήρωας ο Μιχαήλ Φραγγίνης. Μυθιστόρημα. Θέατρο. Τον βλέπω κοντά μου: τα μικρά θυμωμένα μάτια, τα γυαλιά που τραντάζονται, το ανήσυχο κεφάλι... Ναι, αλήθεια! Στο θέατρο όλα αυτά είναι φυσικά, λογικά, ανθρώπινα, πράγματα που γίνονται. Οι παλιοί καημοί, οι αγωνίες, τα μίση, οι φιλίες, οι έρωτες, οι αντιζηλίες, όλα μοιάζουν εκεί δικά μας: ασάλευτα, αιώνια, αληθινά... Να δούμε... Λέω να τους καλέσω εδώ, στο σαλονάκι της κυρίας Κατίνας, τους άλλους, τους αληθινούς ήρωες του θεάτρου... Ξεφυλλίσαμε τα βιβλία τους, τους ακούσαμε να επαναλαμβάνονται κουρδισμένους, όμοιους πάντα στον εαυτό τους. Κρίναμε τις στερεότυπες ιστορίες τους, ονειρευτήκαμε "μέχρι κόρου" τα όνειρά τους, ζήσαμε όλες τις ζωές τους... Τους ακούμε τώρα έχοντας πλάι μας, γύρω γύρω, ανθρώπους γνωστούς, κυρίες και κυρίους, πρόσωπα "οικεία"... Γερασμένοι, κουρασμένοι, ξεπερασμένοι, μιλούνε αυτοί για τα δικά τους, τις αναμνήσεις, τις νοσταλγίες, τα όνειρα, τις απορίες, τα λάθη τους, τις μεταμέλειες... Η Ιουλιέττα, η Μιράντα, η Μαργαρίτα Γκωτιέ, ο Αρχισιδηρουργός, ο δόκτορας Κνοκ, ο Ερρίκος, ο Περ Γκυντ, η Νόρα, η Στέλλα Βιολάντη, η κυρία Ουάρεν... Η Lady Macbeth εξακολουθεί να 'χει τις αυπνίες της, ο Cyrano να λατρεύει τη Ροζαλία...
   "Καλώς τους, καλώς τους..." Ευγενέστατοι, τυπικοί, καθώς πρέπει... Κι ο Μιχαήλ Φραγγίνης αναμεταξύ τους, με το μυτερό σπαθί, με το μυτερό γενάκι, με την τραγική του προσωπίδα... "Κάτι που 'μεινε άγνωστο... Μια ξένη... Δεν ξέρω...".
   Ωστόσο ο παλιός φίλος της κυρίας Κατίνας φτιάχνει από χρόνια τώρα ένα γαλλοελληνικό λεξικό. Τα 'χει με τον Βυζάντιο και τον Ραγκαβή... Μιλάει για την εκκλησία, το γλωσσικό ζήτημα, την ηθική. Λες πως εξακολουθεί να βλέπει ένα μονάχα όνειρο και πως φοβάται μην το διακόψει, μη χάσει τα ίδια πρόσωπα, τις ίδιες σκιές, τα ίδια συναισθήματα, που το 'πλεξαν απ' αρχής. Κι έχει τις επίμονες αναμνήσεις του. Συνάντησε στη ζωή του, βεβαιώνει, τον Α και τον Β. Έχει διαλέξει ονόματα και τόπους και τα κάρφωσε στο χρόνο, σαν αστέρια που χάθηκαν πριν από αιώνες κι όμως φωτίζουνε ακόμη. Δέθηκε απ' αυτά με τις ξεφτισμένες κλωστές που του απόμειναν... Η φιλία του Moreas, το ριγμένο γάντι, το Παρίσι! το Παρίσι!! το Παρίσι!!!... Χορεύανε καν καν εκείνη την εποχή, πίνανε champagne σε στενόμακρα ποτήρια. Οι χορεύτριες φορούσανε μαγιό και τα κατάλευκα εσώρουχά τους είχαν ατέλειωτες δαντέλες, κορδέλλες... Ο πρίγκηπας, ο υπουργός, ο τυχοδιώκτης τάδε. Το "Ciribi ribin", τα δολλάρια του χρυσοθήρα Walter. Τα διαμάντια της Ροδεσίας. Τ' άλογα του Χαν... Θέατρο, μυθιστόρημα κι εδώ. 1907, 1908, 1910. 1911;... Και μέσα στον στρόβιλο αυτόν, η ιστορία: Ο  Tirpiz. Ο Ιswolski. O La Follette και τα trust. Η τηλεόραση. Το τσιμέντο. Ο Conrad von Hotzendorf. O Εδουάρδος VII στο Ρεβάλ. Ο Ford (2100 εργάτες 6400 αυτοκίνητα το χρόνο). Ο Peary στο Βόρειο Πόλο. Ο Bleriot στη Μάγχη. Ο χυτοσίδηρος (1908: εβδομήντα εκατομμύρια τόννοι). Ο Carnegie (ένα εκατομμύριο δολλάρια στη Γαλλική Κυβέρνηση για τους ήρωες της ανθρωπότητας). Πόλεμος στο Μαρόκο. 45.000 νέοι εξόριστοι στη Σιβηρία. Οι βιταμίνες. Πετρέλαιο στο Μεξικό. Ο F. Taylor κι η επιστημονική οργάνωση της εργασίας. Η Μακεδονία. Η Κρήτη. Το "Τίτανικ" πάνω στο παγόβουνο. Γουδί. Βενιζέλος. Ο "Πάνθηρ" στο Agadir. Bullow. Bethmann. Holweg. Poincare. Λόρδος Γκρέϋ... Στο "Figaro" και στο "Journal des Debats" γράφουν για τα κοσμικά...
   - Ταρατατά... ταρατατά...
   - Que fredonnez - vous;
   - Θυμάστε;
   - Θυμάμαι...   
   Όλοι θυμούνται στο σαλονάκι της κυρίας Κατίνας. Κι ο στρατηγός Δημήτρης Ρήγας, με τις ανοιχτόχρωμες γκέτες, τα γάντια, το γαρούφαλο, το υπερήφανο μουστάκι, μια παρένθεση από αναμνήσεις είναι κι αυτός... Τα όνειρα όλων χωθήκανε στα σύννεφα και πάνε -σχήματα σχήματα- με τον άνεμο στο ατάραχο βάθος τ' ουρανού. Η ζωή τους ωστόσο, λέω, είναι τώρα ένας ελάχιστος, μικροσκοπικός σωρός από δεκαπέντε, είκοσι στιγμές. Δεκαπέντε, είκοσι εικόνες: "Τ' άλογό μου..."
   "Τα μάτια της... Η νύχτα εκείνη... Τα χείλια και το ποτήρι... Μια αναμονή... Μια αναλαμπή... Μια τύχη... Ένα τραγούδι..." και "είσαστε, κυρία μου, (σε σας μιλάω, που χαμογελάτε στο πορτραίτο, ακίνητη από τότε), είσαστε τόσο νέα, τόσο όμορφη... Όλος ο ήλιος, όλα τα χρώματα της Αττικής... Φωτοστεφάνι στα μαλλιά... Όλη η χαρά, όλη η Ελλάδα μας... (η Ελλάδα μας: στιγμές γιομάτες παλμό σε ξένον τόπο)..." Όμως, αλήθεια. Αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν. Πίστεψαν στον εαυτό τους. Πήραν με απόλυτη πεποίθηση την απόφαση να υπάρχουν. Ή μάλλον, μήτε καν το σκέφτηκαν αυτό. Ήταν σαν τα μαμούδια, που δέχονται με χαρά τη ζωή τους, το σκοπό της ζωής τους: από στάχυ σε στάχυ, από ανθό σε ανθό, από χαραμάδα σε χαραμάδα, από φύλλο σε φύλλο, από σκουλίκι σε σκουλίκι, παντού όπου τα φέρνει το μερόνυχτο -πλέγμα ατέλειωτο σ' αέναη κίνηση. Τα μαμούδια κι ό,τι άλλο. Φτάνει που υπάρχει. Φτάνει που 'ναι αυτό που πρέπει να 'ναι. Φτάνει που κάνει ό,τι είναι η μοίρα του να κάνει...
   Χαριτωμένο τέλος πάντων το σαλονάκι της κυρίας Κατίνας. Μ' άρεσε να συναντάω και ν' ακούω τους παλιούς της θαυμαστές κι αδημονούσα για κάποιο ανέκδοτο, προσέχοντας επιδεικτικά τις κομένες φράσεις, τα υπονοούμενα, τις συμβατικές τάχα χειρονομίες...
   Μου 'χε τύχει αρκετές φορές -ανάμεσα στ' άλλα- ν' ακούσω απ' τον προθάλαμο την κυρία, που κάτι προσπαθούσε -έτσι νόμισα στην αρχή- να παίξει στο ξεκουρδισμένο πιάνο της. Ήταν ελάχιστες συγχορδίες, που δε σχεδιάζαν κανένα σκοπό. Έψαχνε, θαρρείς, να βρει κάτι χαμένο, κάτι παλιό δικό της. Μα κάθε φορά τους ίδιους ήχους, και μονάχα αυτούς άκουγα πάντα. Το περιστατικό ωστόσο δε θα 'μοιαζε καν αίνιγμα, αν ένα απόγιομα ο στρατηγός, μπαίνοντας μαζί μου, δεν έλεγε με δυστροπία:
   - Α! Ο "Chanteclair", του Λελέ Κόντου...
   Ποτέ δεν έπαιζε μπρος στους επισκέπτες η κυρία Κατίνα., και μόνο μια φορά την είχα ακούσει να πει για τον Λελέ Κόντου.  Ο στρατηγός εξάλλου δεν ήταν απ' τους ανθρώπους που θα 'στεργε να δώσει μια λύση στις απορίες μου. Κύριος του εαυτού του, ήξερε να επιβάλλει τις αποστάσεις. Άσημος εγώ, γνωριμιά τυχαία σε σπίτι φιλικό, δεν είχα την παραμικρή πιθανότητα, έστω με τις πιο επιτήδειες, τις πιο χτυπητές συγκαταβάσεις μου, ν' ανέβω τα πολλά σκαλοπάτια, που μας χώριζαν. Τη σταδιοδρομία του τη λάμπρυνε φυσικά μια κάποια δράση, κι εξόν απ' το χαρακτηριστικό ιεραρχικό βαθμό, που, στο κάτω κάτω, τον τοποθετούσε σε μια θέση με ορισμένα δικαιώματα, έδειχνε πως έπρεπε πάντα να 'ναι έτοιμος για τα διοικητικά καθήκοντα, όπου μια μέρα η πολιτεία θα τον καλούσε δίχως άλλο. Είχε πάντα φίλους ισχυρούς ο στρατηγός και συχνά τόνιζε πως μόλις προ ολίγου, αίφνης, είχε συναντηθεί στου Ζαχαράτου με τον τάδε πολιτικό και τον δείνα παράγοντα. Άσχετο βέβαια τώρα το πώς συνέβαινε να 'ναι αυτοί όλοι, σ' οποιαδήποτε περίσταση, άνθρωποι της αντιπολίτευσης, άνθρωποι έξω απ' τα πράγματα...
   Ίσως να 'θελα να μιλήσω αλλιώς για τον Δημήτρη Ρήγα. Θ' αρκούσε να 'χα αρχίσει μ' άλλη διάθεση, να χρωμάτιζα πιο ζωηρά κάποιες γραμμές, να επέμενα περισσότερο, χαράζοντας λιγότερο συμβατικά άλλες.
   Παρ' όλα αυτά ο στρατηγός δεν παύει να 'ναι άνθρωπος δικός μου. Έχει τις αναμνήσεις του, τους ιππικούς αγώνες, χούφτιασε τις λιγοστές έντονες στιγμές του και μπαίνει δίχως δυσκολία πλάι στους άλλους, το Μιχαήλ Φραγγίνη, το Λεωνίδα Σαββόπουλο, τον Αλέκο Κουρκόπουλο, τον Λελέ Κόντου.
   ...Έχουμε ανάγκη από ιστορίες κι από πρόσωπα δικά μας. Ανοίγουμε μια σκηνή. Τοποθετούμε μερικούς λίγο πιο χαμηλά με βιολιά, με άριες και λογής όργανα ή, κατά το πώς θέλουμε το μύθο, με λαούτα με φλογέρες, ντέφια, βούκινα, ζουρνάδες, κι αρχίζουνε αυτοί ένα σκοπό -πρόλογο και συνοδία- στην παράστασή μας. (... Ποιος αναρριχήθηκε στις μαλαματένιες μουσικές χορδές που πλέκουν τις αχτίνες του φωτός; Ποιος σύρθηκε στα στάχυα κυνηγώντας τζιτζίκια, μαμούδια, μυρμήγκια, μαζεύοντας σταγόνες - σταγόνες σμαράγδια, ρουμπίνια και τοπάζια; Ποιος στρώθηκε ανάσκελα καταγής πολεμώντας να καρφώσει δυο βούλες μενεξένιες, που παίζανε στα μάτια του, μια κοντά εδώ, μια πέρα, μακριά, καθώς είχε πρώτα κοιτάξει επίμονα τον ήλιο; Ποιος άκουσε τις φωνές, που αλαλάζοντας μας καλούσαν, τους ήχους που περνούσαν παίζοντας ανάρια, από σύννεφο σε σύννεφο; Σάλπιγγες. Συμφωνίες. Ρυθμοί... Και να τ΄ αγρίμια, τα ξωτικά μάγια, οι αλαφροΐσκιωτοι. Να στις τετράδιπλες χορδές τα χρυσοφτέρουγα μελίσσια. Να στις ακρορεματιές -χλόη, μυρτιές- φωτοντυμένες οι νεράϊδες. Γυρίσματα, τσακίσματα... Λυράρηδες, λεβέντες χαροκόποι...) Αλλά σιωπή!... Ξαναπαίρνω τον πρώτο μου σκοπό... Παρουσιάζεται λοιπόν ο στρατηγός, η κυρία Κατίνα έτσι όπως τη γνώρισα κρατώντας όμως απ' το χέρι την κυρία με το ριπίδι. Παρουσιάζεται ο Μιχαήλ Φραγγίνης, ο Λελές Κόντου. Προσθέτω ακόμα κι άλλους φανταστικούς ή όχι: το Λεωνίδα Σαββόπουλο, τον Αλέκο Κουρκόπουλο, τη Βερενίκη, την κυρία Μάρθα, τη madame Περβολίδη, με τρόπο πάντα, και καθόμαστε όλοι εμείς ν' ακούσουμε το τι θα πούνε, να δούμε τι θα κάνουν. Κι ο στρατηγός μου μπορεί τότε να 'ναι τύπος κοινός ή αλλόκοτος ή ό,τι άλλο. Ο Μιχαήλ Φραγγίνης να μιλάει για τον Montaigne, ο Αλέκος Κουρκόπουλος ν' ασχολείται με την ψυχανάλυση, ο Λεωνίδας Σαββόπουλος να περιφέρει το χαρτοφύλακά του, κι η κυρία Κατίνα να δανείζεται το ριπίδι απ' το πορτραίτο της για να κρύβει στιγμές στιγμές τις ρυτίδες της, να το διορθώνει το ευγενικό της χαμόγελο και να μοιράζει τα επισκεπτήρια του Dog του Dody και της Κικής. Οι διάλογοι θα 'ναι φυσικοί, νοητοί σε όλους, φτιαγμένοι με φράσεις γνωστές, που θα μπορούσαν να ειπωθούν απ' τον καθένα. Έπειτα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της υπόθεσης, θα ξεπροβάλλει στη σκηνή, σε μια αισθηματική στροφή της ορχήστρας, ο Λελές Κόντου...
   Αλήθεια... Έλεγα για το "Chanteclair" του Λελέ Κόντου. Δεν ξέρω ποια συμπάθεια με ελκύει προς τον άγνωστον αυτόν. Κι εντούτοις η ιστορία του θα 'πρεπε να 'ναι κωμική. Είχε γράψει μουσική για μια διασκευή του "Chanteclair" "Chanteclair", την είχε μετά καταστρέψει ασυμπλήρωτη, κι είχε τέλος εξαφανιστεί. Παρ' όλην όμως την περιφρόνηση που δείχνει ακούγοντας τ' όνομά του ο στρατηγός, παρ' όλη τη θυμωμένη έκφραση που 'παιρνε το γενάκι του Μιχαήλ Φραγγίνη όταν τον ρωτούσα αν βρισκόταν ο Λελές Κόντου μαζί του στο Παρίσι, είχε πλεχτεί μέσα μου σαν ένα μυστήριο, σα μια ανάγκη κάποιου μυστηρίου όπου ο Λελές Κόντου παρουσιαζόταν τέλεια εξιδανικευμένος. Ορίστε πώς ξεπροβάλλει πάλι ο μύθος! Ζητάμε ιστορίες κι ιστορίες. Πολεμάμε να γλιτώσουμε απ' την ανία, απ' το άγχος του κενού. Πλάθουμε όνειρα και φαντασίες για τη λύτρωση, το ανέβασμα, στους ανοιχτούς ορίζοντες, τα μαγεμένα τοπία, τους έξοχους ή ξεχωριστούς απλά ανθρώπους. Διαγράφουμε με το νου καμπύλες που τάχα κλείνονται, ολοκληρώνονται σ' έναν ιδανικό μας κόσμο. Μύριες μυριάδες από τέτοιους κύκλους έχουν χαραχθεί από άλλους ολόγυρα, πάνω, στους ορατούς και αόρατους ουρανούς μας. Κι υπάρχουν βέβαια άνθρωποι που κάθονται καταγής, σηκώνουν το κεφάλι και περνάνε τον καιρό τους αποθαυμάζοντας τα χνάρια αυτών των κύκλων. Μερικοί όμως πολεμάν να χαράξουν νέους οι ίδιοι... Ο Λελές Κόντου λοιπόν ήταν κι αυτός άνθρωπος της εποχής εκείνης. Η έκφραση του ωχρού προσώπου του, ελαφρά μελαγχολική. Ο λαιμοδέτης του, μαύρος, άμεμπτος. Η κόμη του κάπως μακριά. Ρομαντικός. Αγαπούσε τον ήχο των λέξεων, τα λουλούδια σε δέσμες, όπου τα χρώματα δεν έχουν αντιθέσεις χτυπητές. Άσπρα τριαντάφυλλα με γαλάζιες κορδέλλες. Μενεξέδες. Θυμίζανε αυτές -εκεί πάνω, στη δύση- την Αττική μας, τον Υμηττό... Κι ο Chopin; Ο Shubert; Ο Mendelshon;... (Ας αφήσουμε τον Bach, τον Beethoven, τον Mozart, τους μεταρρυθμιστές, τους δυναμικούς...) Οι κοπέλες (μεθύσαμε πρωί πρωί απ' το λεπτό άρωμα της πρώτης αχτίνας του μελαγχολικού μας ήλιου), οι κοπέλες, με τα μάτια γιομάτα όνειρα, στενάζουν ψηλαφώντας τα πλήκτρα του πιάνου. Δειλινά. Ρόδινα, πορτοκαλιά χρώματα. Σ' ένα μουντό βάθος ακινητούνε -τυπωμένα- κάτι μαύρα κυπαρίσσια. Γλυκύτατες φωνές -αηδόνια- γίνανε μικρά μικρά διαμάντια, μαλαματένιοι λύχνοι, μαργαριτάρια. Περνάνε, γλιστρώντας σ' αόρατο τοπίο οι σκιές. Αιώνια, λες, φεύγουνε για κάπου. Ο χωρισμός πλέκεται δίχως τέλος στα λόγια τους... "Για πάντα;" "Για πάντα...""Στη ζωή και στο θάνατο;" "Ναι"... Όλα, παντοτινά, θα 'ναι δεμένα γι' αυτούς στην ασάλευτη τούτη στιγμή. Κι είναι άλλες σκιές, άϋλες, άχνα στην άχνα, που την αιωνιότητα αυτή τη σέρνουνε στη θύμησή τους... "Θυμάσαι;..." "Θυμάμαι..."
   Ο Λελές Κόντου έχει αφιερώσει ένα "Νυχτερινό" στην Κυρία -σύζυγο νεαρή του ανώτερου διπλωματικού Κίμωνα Χ.- και της ομολόγησε, κάποια στιγμή που μπόρεσε να της μιλήσει μόνος, πως "το μεγάλο έργο, αυτό που θα κλίνει σαν κόσμο καινούργιο, σα μια θεϊκή πνοή, που θα 'ναι η πιο αγνή εκδήλωση της αληθινής τέχνης, μ' ελληνικό παλμό, και που θα δίνει την ψυχή, τη λαλιά των πραγμάτων,το θαυμάσιο αυτό έργο θα του το 'χει εμπνεύσει η ίδια, τα μάτια της, το χαμόγελό της, η χάρη, η ευγένεια, το όνειρο της φωνής της..." "Τι λέτε;! Τι λέτε;!..." "Ω!  Επιτρέψετέ μου..." "Όχι, δε σας επιτρέπω..." "Είστε για μένα..." "Εγώ για σας;!..." Ναι, αυτή γι' αυτόν. Κι έχει αρχίσει ο Λελές Κόντου τη σύνθεση. Κάθεται ένα απόγιομα μπρος στο πιάνο κι αφήνει τα ευκίνητα δάχτυλα ν' αρπάξουν, να πλέξουν ήχους πρωτάκουστους. Ένα preludio, μια στροφή, ένα τραγούδι. Κραυγές, στεναγμοί, ψίθυροι, μελωδίες που μόλις διαγράφονται, σαν να μην τολμούν να δείξουν ακόμα ολόκληρο το αραβούργημα της έμπνευσής του. Κι από τους ήχους αυτούς, μερικές συγχορδίες, μερικές φράσεις, μένουν, κρέμονται, εισχωρούν στις πτυχές της βεντάλιας στο πορτραίτο, χαϊδεύουν το χαμόγελό της εκεί, τα μάτια της, το χρώμα των μαλλιών της...
   Μα πώς;... Πώς είναι δυνατό;... (Λένε για τον Tosselli, την πριγκήπισσα Λουΐζα). Σαν ψεύτικα κι απίθανα. Ρομαντικά πολύ. Ιριδίζουν, ναι, στη σιγαλιά, στ' αχνόφωτο, στη μοναξιά. Μα μεσ' το νου -όταν τ' αναλογίζεται μονάχη- είναι σκόρπια στοιχειά, που σειούνται, σκίζονται και τρίζουν. Όχι, ποτέ!...
   - Να φύγουμε...
   - Να φύγουμε;!!!...
   Τι τρέλα! (Μαύρα πουλιά. Βούρκος. Σκορπιοί.) Όχι, ποτέ. (Είναι τόσο κωμικά, αλήθεια, στιγμές στιγμές, τα μάτια του... Χθες ο Κίμων της έλεγε για την εξοχότητα, τον Πρέσβη. Δεν εννοεί, βεβαίωσε η εξοχότητα, να βοηθήσει "περαιτέρω" τον Λελέ Κόντου. Πρόκειται για άνθρωπο αμφίβολης υπόστασης. Κανείς δεν ξέρει από πού "κρατάει η σκούφια του").
   Λοιπόν η κυρία αποφασίζει. Στο σπίτι της δε θα γίνει πια δεχτός.
   - Τι είναι αυτά που λέτε;... Δε σας επιτρέπω, κύριε...
   Κι ο Λελές Κόντου σχίζει μια νύχτα τα χαρτιά του. Να μείνουν όσα έγραψε, λέει, ήχοι που μονάχα οι δυο τους άκουσαν. Όπως τα λόγια που είπαν... Κι αυτοκτονεί. Νομίζω πως εδώ μια αυτοκτονία στέκει. (Κλείνεται στο δωμάτιό του -πέμπτος, έκτος όροφος. Ένα παράθυρο ανοιγμένο στον ουρανό. Μετράει τ' άστρα. Πηγαινοέρχεται. Όλα γύρω ζητάν τον αφανισμό του. Ανάβει φως και της γράφει. Δεν έχω αμφιβολία γι' αυτό. Μυριάδες τέτοια γράμματα έχουν γραφεί ως τώρα. "...Ναι, μια τρέλα ήταν... Μα όλα πια ησυχάζουν. Αισθάνεται μέσα του σα μια ειρήνευση, σα μια γαλήνη... Κι ό,τι έγινε, έτσι έπρεπε να γίνει. Η μουσική η αιώνια τον καλεί. Η αρμονία του κόσμου... Τίποτε πια, τίποτε να μην αντηχεί στη μνήμη της δικό του. Εξόν απ' το τραγούδι... το τραγούδι, που κανείς ποτέ δεν άκουσε, μήτε κανείς θ' ακούσει..." Τελειώνει, ξαναδιαβάζει, συγκινείται ο ίδιος, και πριν κλείσει το χαρτί, προσθέτει: "Υστερόγραφο: Καταστρέψετε το γράμμα μου. Σας ικετεύω".
   Θέλουμε το θάνατο των άλλων, τη θυσία τους για μας. Ο πόνος κι η πίκρα τους γίνονται πιο νοητοί, περισσότερο δικοί μας. Μεταμορφωνόμαστε, κι όμως είμαστε πιο αληθινοί, περισσότερο "εμείς", όταν μας τριγυρίζει αυτή η τραγική έγνοια των άλλων. Ζούμε τη ζωή που μας δίνουν κι αισθανόμαστε την αλήθεια των όσων αισθάνονται για μας. Θαρρείς ξεχωρίζουμε ξαφνικά απ' το σώμα μας, απ' την ψυχή μας, και κοιτάμε μ' έκπληκτο θαυμασμό τον εαυτό μας πλουτισμένο με τα ιδανικά χρώματα και σχήματα που του χαρίζουνε εκείνοι... Θα 'πρεπε να 'ναι μεγάλη, απόλυτη η αγάπη μας, για να 'χουμε τη δύναμη να εξοντωθούμε αίφνης και μεις μαζί μ' εκείνον που εξοντώνεται για μας... Εξάλλου, η θυσία των άλλων φωτίζει τόσο όμορφα, τόσο μελιχρά το σκοτάδι της μελαγχολίας μας! Κι είναι κάτι ώρες, προς το σούρουπο μάλιστα, όταν οι σκιές εισχωρούν απ' τα μάτια στις κόγχες γύρω, και στα δάχτυλα, στο πρόσωπο, στους ώμους, που ανατριχιάζουν στην ξαφνική πνοή του ανέμου... Κι είναι κάτι ώρες... Η κυρία έχει σιγά σιγά, με το πέρασμα των χρόνων, αφορμές κι αφορμές να μελαγχολεί... Κι ορίστε τα όσα δεν ξεχάστηκαν, όνειρα ή πραγματικότητες, στιγμές που έζησε ή νόμισε πως μπορούσε να 'χε ζήσει... Ορίστε κι ο Λελές Κόντου με το μαύρο λαιμοδέτη, το γκρίζο φράκο, τις ριγωτές ανοιχτόχρωμες περισκελίδες, τα λευκά υποδήματα και τα λευκά γάντια... Κι οι μουσικές φράσεις, το αφιερωμένο "Νυχτερινό", ο "Chanteclair" εμπνευσμένος απ' αυτήν... Ταμ - ταμ - ταμτάμ - ταμ!... (Τις θυμάται, ναι, τις πρώτες συγχορδίες, το preludio, το τραγούδι...)
   - Α! Νεότης! Ζωή!... (Έλα κοντά μου, Dody, χρυσό μου εσύ!...)
   Οι άνθρωποί μου είναι πλαστοί. Η κυρία Κατίνα, ο στρατηγός Ρήγας, ο διπλωμάτης σύζυγος, ο Λελές Κόντου, ο Μιχαήλ Φραγγίνης, ο Λεωνίδας Σαββόπουλος (Μίλησα γι' αυτόν; Δε μίλησα;), ζούνε μια ζωή που πλάθω εγώ γι' αυτούς. Ίσως να μη μπορούσαν να υπάρξουνε ποτέ όπως τους φαντάστηκα. Ίσως άλλος να τους κινούσε πιο πιθανά, να τους τοποθετούσε σε μιαν άλλη προοπτική, δίχως τους εξωτισμούς, τα Παρίσια, τις Πρεσβείες, τους ιππικούς αγώνες, τις ξιφασκίες και το "Chanteclair" "Chanteclair" "Chanteclair"... Αλλά τι μ' αυτό; Πιστεύω, πως κι εσύ που διάβασες, δε θα 'χεις λόγο να παραξενευτείς. Πες πως ήτανε κακό το συναπάντημα. Τόσους και τόσους γνώρισες ως τώρα αλλόκοτους, φτιαχτούς, προσποιημένους ψεύτικα. Μόνο φοβάμαι πως χάλασα την ιστορία μου.  Κι ήταν απλή, πολύ απλή... Είχε έρθει στον τόπο μας η εποχή της πείνας. Μια πείνα που 'φερνε σε απόγνωση. Δεν υπήρχε τροφή για μας τους πολλούς. Ξεκινούσαμε πρωί πρωί απ' το σπίτι μας για τη δουλειά μας. Πεινούσαμε. Στα γραφεία πεινούσαμε. Το μεσημέρι τρέχαμε στα εστιατόρια. Πεινούσαμε...
   ... Λίγο λάδι σε μια μικρή φιάλη. Χόρτα. Ψωμί καθόλου. Μάτια και φωνές, τριγύρω, ανθρώπων που πεινάνε περισσότερο από μας. Χειμώνας. Παγωνιά. Το χρήμα μας γίνεται μέρα με τη μέρα πιο γελοίο. Έχουμε το δαχτυλίδι της μάνας μας, το ρολόγι της αδερφής μας. Κάτι έχουμε ακόμα. Στους δρόμους διαλαλούνε οι αλήτες τις μαύρες πίτες τους. Πεινάμε. Το πρωί, στη στροφή του δρόμου μας, ήταν κάποιος ξαπλωμένος καταγής, που ξεψυχούσε. Στην αγορά βρέθηκαν άλλοι, που 'χαν πεθάνει τη νύχτα. Το πτώμα ενός γέρου, πεταμένο σε μια μάντρα, το 'χαν γδύσει ολότελα. Μια λερή εφημερίδα, στο πρόσωπό του. Τα παιδιά, νήπια, γυρνούσαν στους δρόμους με ντενεκεδάκια στο χέρι. Έχουν επαναστατήσει. Φτιάξαν μια ξεχωριστή κοινωνία. Σκυλιά λιμασμένα. Πεινάμε. Το μεσημέρι, μου λέει ο ποιητής Διονύσης Ανέζης χωμένος πίσω απ' τα στρογγυλά γυαλιά του, το μεσημέρι θα πάμε κάπου, γύρω στη Μητρόπολη, να φάμε "κάτι το ουσιώδες". Πηγαίνουμε. Φεύγουμε και πεινάμε ακόμα. Ας έπαιρνα μαζί μου τα κόκκαλα τουλάχιστον... Αύριο θα πουλήσω βιβλία. "Βιβλία και βιβλιοθήκες αγοράζονται σε σημερινές τιμές". Οι "σημερινές τιμές" γίνονται κάθε ώρα που περνάει ολοένα πιο γελοίες. Στα Χαυτεία πουλάνε κάτι παρασκευάσματα από σταφίδες και χαρούπια. Πεινάμε. Μάτια και στόματα κοιτάνε. "Δώσε μου, κύριε. Δώσε μου, κύριε... Δώσε μου, κύριε"... Άνθρωποι, γυναίκες, παιδιά, αλήτες. Το δικό μας στόμα είναι γιγάντιο, αδηφάγο, καταθλιπτικό. Τα μάτια έχουν καρφωθεί πάνω στις προθήκες. Ανεβοκατεβαίνουμε στους δρόμους. Τριάντα δράμια ψωμί. Κρυοπαγήματα στα χέρια. Αποβιταμίνωση. Τόσο το λάδι. Τόσο το καλαμπόκι. Έχουμε κάτι παλιά πράματα στο σπίτι. Πόσο το καράτι σήμερα; Παρακαταθήκη και πρόβλεψη: Έξι χρυσές κορώνες στο στόμα. Θα πάμε πάλι με το φίλο Διονύση στην ταβέρνα... Δεν ξέρω... Σε μια πόλη μ' ένα εκατομμύριο κατοίκους, τι ποσότητες χρειάζονται από τρόφιμα τη μέρα; Υπολογίζω μόνος μου... Σιτάρι διακόσιες χιλιάδες οκάδες, όσπρια εκατόν πενήντα χιλιάδες, λαχανικά τρακόσιες χιλιάδες, σταφίδες, λάδι, αλάτι, σπίρτα, τσιγάρα. Και τόσα αρνιά και τόσα βόδια. (Υπήρχαν άλλα πράγματα πρώτα;)... Αριθμοί, σακκιά, βαρέλια, κοφίνια, μεταφορές. Γίνονται θαυμάσια φαγητά με τις φλούδες απ' τις πατάτες.  Στα περιβόλια μακριά, τρέχουν ξημερώματα οι γυναίκες. Λαχανόφυλλα, αγριόχορτα, αγκάθια, απορρίματα. Στα νεκροταφεία άνοιξαν, λένε, μεγάλους, τεράστιους λάκκους για να ρίχνουν σωρούς σωρούς, όλους μαζί, τους νεκρούς κάθε μέρας. Πεινάμε. Υπήρχε κάποτε μια άλλη πείνα, απλή. Μα τούτη έχει τυλίξει τον ουρανό, τους δρόμους, τα σπίτια, τα όνειρά μας. Ξεσκιζόμαστε αναμεταξύ μας. Πουλάμε τα καθίσματα, το κρεβάτι, το ρουχισμό μας. Πρέπει να περάσει κι αυτή η μέρα... Υπάρχουν ωστόσο άνθρωποι, που μέσα στη μαύρη μας νύχτα, πλέουν μακάρια σε φωτισμένα, λες, πολυτελέστατα καράβια. Στα καρέ, οι μουσικές ρυθμίζουν την ευδαιμονία τους. Κι οι άνθρωποι αυτοί, όταν κάποτε αράζουν στα λιμάνια που φαντάζονται, θέλουν να βρουν ετοιμασμένα τα καινούργια τους σπίτια, τις αίθουσες πλούσια στολισμένες. Υπάρχουν για μάζεμα τα συντρίμματα των δικών μας ονείρων. Οίκοι ευκαιρίας: Καθρέφτες, κρύσταλλα, επιπλώσεις, ταπέτα, κοσμήματα, βιβλία, γούνες, πίνακες, ραδιόφωνα, κουρτίνες, κηροπήγια, τσαγερά, μαχαιροπήρουνα, ασημικά, ρολόγια, αχιβάδες, προτομές, κύπελλα, μαγειρεία, ψυγεία, σκεύη ηλεκτρικά, κλινοσκεπάσματα, θερμάστρες, ραπτομηχανές, ανθοδοχεία, υποδήματα, Linguaphones, μετάξια, φωτογραφικές μηχανές, βιολιά και κλειδοκύμβαλα, τα γάντια μου, το φράκο σου, τα ματογυάλια της γιαγιάς μας, το πορτραίτο του Α. φτιαγμένο από τον Ψ., διάσημο ζωγράφο σήμερα, που πέθανε, η κούνια του παιδιού σου... Συντρίμμια. Οι άνθρωποι με τα πλούσια καράβια αγοράζουν. Τοποθετούνε το χρήμα τους. Τα πράγματα έχουν αξία. Όσα μαζεύουμε στα σπίτια, όσα αποκτούμε στην άνεση, έχουν αξία. Πιστεύουμε στην αξία τους. Κι είναι χρήσιμα. Πιστεύουμε στη χρησιμότητά τους. Κι είναι δείγματα πολιτισμού. Πιστεύουμε στον πολιτισμό τους. Και τα είχαμε στερηθεί. Πιστεύουμε πως δε θα τα στερηθούμε πια... "Η ερωμένη μου θέλει το "peignoir" που φορούσε η κυρία Μαρίκα το πρωί. Από μετάξι κίτρινο και με κεντήματα της Κύπρου. Τα παντοφλάκια με χρυσό και με ασήμι. Θέλω μια τραπεζαρία αγγλική δρύϊνη. Σκυριανά για τον προθάλαμο. Αγόρασα μια έπαυλη σε βυζαντινό ρυθμό. Θαυμάζω τις "natures mortes", τις θαλασσογραφίες του Χατζή." Εμείς, απεγνωσμένοι, κραταμε το ίσιο: Πεινάμε, πεινάμε, πεινάμε. Άλλοι, πολλοί, πεθαίνουν.
   Μια μέρα βλέπω στο κέντρο της πόλης, στην αποθήκη κάποιου απ' τα καταστήματα αυτά της ευκαιρίας, το πορτραίτο της κυρίας με το ριπίδι. Στο φως του ήλιου. Ωραίο πάντα. Κι η κυρία χαμογελούσε μ' εκείνη την ακαθόριστη, την αέρινη μορφή. Και φαίνονταν πιο χτυπητές ακόμα οι λεπτομέρειες στα κεντήματα, στα σχεδιάσματα, στις πτυχές των υφασμάτων... Την είχα ξεχάσει από καιρόν πολύ. Κι αυτήνε και τη συντροφιά της: το Στρατηγό, το Μιχαήλ Φραγγίνη, τους γνωστούς της και τους γνωστούς μου. Πόσος κόσμος, αλήθεια, έφυγε από γύρω μας. Τα σπίτια αδειάσανε ή ταξιδεύουν μακριά, σε συνοικίες που πελαγοδρομούν για μας. Η πόλη γιόμισε από άλλους ανθρώπους. Αποφεύγουμε να γνωριστούμε. Βγαίνουμε απ' το σπίτι μας και ψάχνουμε μονάχα για τροφή. Όλοι μας έχουμε ανοίξει πελώρια στόματα και προτείνουμε φουσκωμένα, πρησμένα δάχτυλα, να βρούμε κάτι για να πιάσουμε. Η κυρία Κατίνα λοιπόν... Πούλησε το πορτραίτο της. Ή το πούλησαν οι κληρονόμοι της... Ποιος ξέρει... Τα σκυλιά της θα 'χουν ψοφήσει... Στέκουμαι μπρος στην προθήκη κι αφαιρούμαι. Έχω στο χέρι ένα γλύκισμα του δρόμου και το στόμα μου είναι απασχολημένο, μακάριο.
   "Η Κυρία Κατίνα..." εξακολουθώ να σκέφτομαι εν τούτοις οκνηρά...
   Έρχεται και σταματάει πλάι μου ένας ανθρωπάκος ηλικιωμένος. Φοράει ρούχα παλιού ρυθμού. Κάτι μουρμουρίζει.
   - Συγγνώμη... του λέω σε λίγο. Είπατε τίποτε;
   - Όχι... Με κοιτάει μ' έκπληξη. Δε σας είπα τίποτε.
   Στενοχωριέμαι με τη σκέψη πως ίσως τον ξάφνιασα δυσάρεστα. Θέλω να διορθώσω τούτη την εντύπωσή του.
   - Ωραίο έργο, παρατηρώ, δείχνοντας το πορτραίτο. (Σταμάτησε βέβαια για να το δει.)
   - Ορίστε; Ναι. Αξιόλογο.
   - Γάλλου ζωγράφου.
   - Πώς; Διακρίνετε τ' όνομα απ' εδώ;
   - Όχι. Ο πίνακας μου 'ναι γνωστός. Τον είχα δει κάποτε στη θέση του.
   - Α! Καταλαβαίνω.
   Φυσικά, ό,τι θέλει καταλαβαίνει κανείς. Μπορεί να βάλει ο άνθρωπος στο νου του σωρό φαντασίες και να πλάσει έτσι μιαν ολότελα δικιά του αληθινή ιστορία. Η κυρία με το ριπίδι. Μοντέλο θα ήταν ή θεατρίνα. Ή, απλούστερα, ένα πρόσωπο οποιοδήποτε, εξιδανικευμένο τάχα. Ξένος ο ζωγράφος, ξένη κι αυτή, περασμένης εποχής. Ή -μπορεί να σκέφτεται ο γέρος χαράζοντας τον κύκλο το δικό του, του πιθανού και του λογικού- μια κυρία της οικογενείας μου, ένα συγγενικό μου πρόσωπο. Είμαι βέβαιος πως δε θα τον ξάφνιαζα αν του 'λεγα:
   - Είναι, ξέρετε, η προσωπογραφία της θείας Αμαλίας...
   Αλλά περιορίζοντάς το έτσι, θα κατέστρεφα τις δυνατότητες να 'ναι το πορτραίτο κάτι περισσότερο, αλλόκοτο έστω. Δε θα 'χε καμία πιθανότητα να εικονίσει πρόσωπα που μήτε καν να φανταστώ μου είναι τώρα δυνατό. Γιατί, βέβαια, δεν ξέρω τίποτα εγώ για τούτον εδώ το γέρο. Δε σκέφτηκα μήτε στιγμή ποια ιστορία του αρμόζει. Μπορεί να 'ναι ασφαλιστής στον Πειραιά. Μπορεί να 'χει κυνηγήσει πιθήκους στο Ruwenzori, αλλά και ποιητής μπορεί να 'ναι ακόμη. Ν' ανοίγονται στα μάτια του μύριοι ορίζοντες εξαίσιοι. Να 'χει πλάσει στη ζωή του χίλιες ιδανικές μορφές... Είναι πιο ορθό, πιο ανθρώπινο να εμπιστευτώ στη φαντασία του το πορτραίτο της κυρίας με το ριπίδι, που μου 'τυχε να γνωρίσω τάχα.  Η κυρία Κατίνα που ήξερα, εξάλλου, είχε η ίδια ονειρευτεί τόσες ζωές και τόσες διάφορες μορφές για τον εαυτό της. Όταν άφηνε τη φαντασία της να πλανηθεί για βα ξανάβρει τη μουσική αίφνης του Λελέ Κόντου, θα 'βλεπε βέβαια έναν άλλο κόσμο, κάτι νοσταλγίες, κάτι ταξίδια, άλλους ανθρώπους γύρω της, άλλους ορίζοντες...
   Και όμως, όχι. Λόγια, όλ' αυτά. Εμείς θέλουμε να 'μαστε αυτοί που είμαστε.
   Αγαπούμε την αληθινή μορφή μας. Δε θα την αλλάζαμε με τίποτα, μην τύχει και χάσουμε ακριβώς τις άλλες μας μορφές. Έτσι είναι. Και γι' αυτό ανησυχούμε για κείνους που γνωρίσαμε, για κείνους που πλάσαμε εμείς... Πρέπει να κατατοπίσω λοιπόν το γέρο. Να θέσω τροχοπέδες σ' αυθαίρετες ελευθερίες του. Όλα γίνονται.
   - Μήπως ξέρετε ποια είναι; τον ρωτάω.
   - Εγώ;! Με κοιτάει παραξενεμένος. - Όχι.
   - Θέλετε να σας πω;
   - Μα... σας παρακαλώ... Γιατί επιμένετε;...
   - Είναι το πορτραίτο της κυρίας Κόντου... Θα 'χετε ακούσει...του διάσημου μουσουργού Λελέ Κόντου...
   - Τι λέτε;!...
   Ο ανθρωπάκος μου γίνεται πελιδνός. Κάνει μια απότομη κίνηση και...
   - Τολμάτε;!... μου λέει σαν πνιγμένος. Ο Λελές Κόντου... Ο Λελές Κόντου... ήμουν εγώ... 

Γιαννόπουλος Αλκιβιάδης, Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (Ανθολογία), τομ. Β', εκδ. Άλμπατρος

Δεν υπάρχουν σχόλια: