Ποίηση

Ποίηση

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

[ Η ΑΝΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΧΗΣ]

    Πότε πότε, ωστόσο, τής περνούσε από το μυαλό η ιδέα πως εκείνες οι μέρες ήταν οι ωραιότερες της ζωής της, ο μήνας του μέλιτος, όπως λέγαν. Για να γευτεί τη γλύκα τους, έπρεπε ασφαλώς να φύγει για κείνες τις χώρες με τα χτυπητά ονόματα, όπου οι μέρες μετά το γάμο είναι γεμάτες γλυκιά νωχέλεια! Μέσα στα μεταφορικά αμάξια με τις μεταξωτές γαλάζιες κουρτίνες ανεβαίνει κανένας αργά αργά τους απόκρημνους δρόμους, ακούγοντας το τραγούδι του αμαξά, που αντιλαλεί στα βουνά μαζί με τα κουδουνάκια των γιδιών και το βουβό θόρυβο του καταρράχτη. Όταν ο ήλιος δύει, αναπνέεις στο γιαλό των κόλπων το άρωμα των λεμονιών. Έπειτα, το βράδυ, στις ταράτσες των επαύλεων, μόνη μαζί μ' εκείνον και με μπλεγμένα τα δάχτυλα, κοιτάζεις τ' άστρα κάνοντας σχέδια. Της φαινόταν πως ορισμένοι τόποι πάνω στη γη γεννούσαν την ευτυχία, λες κι ευτυχία ήταν κάποιο φυτό που ζητούσε ιδιαίτερο χώμα και δε φύτρωνε αλλού. Να μην μπορεί ν' ακουμπήσει στο μπαλκόνι κάποιου ξύλινου ελβετικού σπιτιού ή να κλείσει τη μελαγχολία της σε κανένα σκωτσέζικο καλυβάκι, μαζί μ' έναν σύζυγο ντυμένο με μαύρο βελούδινο φράκο, μαλακά παπούτσια, μυτερό καπέλο και μανικέτια!
   Θα ευχόταν, ίσως, να μπορούσε να εξομολογηθεί τις σκέψεις της σε κάποιον. Πώς όμως να διηγηθεί τούτη την ακαθόριστη μελαγχολία, που αλλάζει μορφή σαν τα σύννεφα και στροβιλίζεται σαν τον άνεμο; Της λείπανε, λοιπόν, τα λόγια, η ευκαιρία, η τόλμη.
   Αν ήθελε, ωστόσο, ο Σαρλ... Αν είχε υποψιαστεί. Αν το βλέμμα του μια φορά μόνο μπορούσε να συναντήσει τη σκέψη της, της φαινόταν πως κάποια ξαφνική ευφράδεια θα ξεπετιόταν απ' την καρδιά της, καθώς πέφτουν οι ώριμοι καρποί των δέντρων μόλις τ' αγγίξεις. Αλλά όσο στενότερη γινόταν η ζωή τους, τόσο ένα χάσμα αύξαινε μες στην ψυχή της και την έπαιρνε μακριά του.
   Η συνομιλία με τον Σαρλ ήταν άχαρη, ρηχή σαν το πεζοδρόμιο. Κι οι ιδέες όλου του κόσμου διάβαιναν με τη συνηθισμένη τους φορεσιά, δίχως να προκαλούν συγκίνηση, γέλιο, ονειροπόληση... Έλεγε πως ποτέ του δεν είχε την περιέργεια, όταν έμενε στη Ρουέν, να πάει στο θέατρο και να δει τον παριζιάνικο θίασο. Δεν ήξερε ούτε κολύμπι ούτε ξιφασκία ούτε σκοποβολή και δεν κατάφερε, μια μέρα, να της εξηγήσει κάποιον όρο ιππασίας που συνάντησε σ' ένα μυθιστόρημα.
   Ένας άντρας αληθινός δε θα 'πρεπε να τα ξέρει όλα; Να τα καταφέρνει σε πολλά πράματα; Να σου μαθαίνει τα νάζια  του πάθους, τις λεπτότητες της ζωής, όλα τα μυστήρια; Αλλ' αυτός τίποτε δεν της μάθαινε. Δεν ήξερε τίποτε. Δεν επιθυμούσε τίποτε. Τη θεωρούσε ευτυχισμένη κι αυτή θύμωνε μαζί του βλέποντας εκείνη την αναπαυμένη γαλήνια νωθρότητά του, αποτέλεσμα της ευτυχίας που η ίδια του έδινε.

   Μερικές φορές η Έμμα σχεδίαζε. Και για τον Σαρλ ήταν χαρά μεγάλη να μένει κοντά της, ολόρθος, και να τη βλέπει σκυμμένη στο χαρτόνι της, να μισοκλείνει τα μάτια της για να βλέπει καλύτερα το έργο της ή να πλάθει, στο μεγάλο της δάχτυλο, μπαλίτσες από ψίχουλα. Σαν έπαιζε πιάνο, όσο πιο γρήγορα τρέχαν τα δάχτυλά της πάνω στα πλήκτρα, τόσο περισσότερο τη θαύμαζε. Χτυπούσε τα πλήκτρα με ευστοχία, σε όλο το διάγραμμα, δίχως διακοπή. Έτσι, τρανταζόταν το παλιό όργανο με τις ξεκούρντιστες χορδές κι ακουγόταν ως την άλλη άκρη του χωριού, αν το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Και συχνά ο δικαστικός κλητήρας, καθώς περνούσε στο δημόσιο δρόμο, ξεσκούφωτος και με σκαλτσούνια, σταματούσε ν' ακούσει, κρατώντας τα χαρτιά του στο χέρι. 
   Η Έμμα όμως ήξερε να διευθύνει το σπιτικό της. Έστελνε στους ασθενείς το λογαριασμό των επισκέψεών τους, με ευγενικά γράμματα, κάθε άλλο παρά τιμολόγια. Την Κυριακή, αν τυχόν είχαν κανένα γείτονα στο τραπέζι, έβρισκε τρόπο να του σερβίρει κάποιο ελκυστικό φαγητό, κατάφερνε και τοποθετούσε πάνω σ' αμπελόφυλλα πυραμίδες από δαμάσκηνα, παρουσίαζε στο πιάτο καλοφορμαρισμένα γλυκίσματα, και μάλιστα έστελνε ν' αγοράσουν κι αρωματικό νερό, να ξεπλύνουν το στόμα τους μετά το επιδόρπιο. Όλα αυτά αντανακλούσαν στον Μποβαρύ και στην υπόληψη του κόσμου γι' αυτόν.
   Ο Σαρλ όλο και πιο πολύ παίνευε τον εαυτό του για τη γυναίκα που είχε. Έδειχνε με περηφάνεια μες στη σάλα δύο μικρά σχεδιάσματά της με μολύβι, πλούσια κορνιζαρισμένα και κρεμασμένα στην ταπετσαρία του τοίχου με μακριά πράσινα κορδόνια. Όταν τελείωνε η εκκλησία, τον έβλεπες στην πόρτα του σπιτιού του με ωραίες κεντητές παντόφλες.
   Γύριζε στο σπίτι αργά, στις δέκα, μερικές φορές και τα μεσάνυχτα. Ζητούσε φαγητό κι επειδή η υπηρέτρια είχε πέσει να κοιμηθεί, του σερβίριζε η ίδια η Έμμα. Έβγαζε τη ρεντιγκότα του, για να φάει πιο άνετα. Έλεγε έναν έναν τους ανθρώπους που συνάντησε, τα χωριά που πέρασε, τις συνταγές που έγραψε κι ευχαριστημένος με τον εαυτό του, έτρωγε το υπόλοιπο στιφάδο, καθάριζε το τυρί του, τραγάνιζε ένα μήλο, άδειαζε την καράφα του, έπειτα πήγαινε στο κρεβάτι, ξάπλωνε ανάσκελα και ροχάλιζε. 
   Επειδή, από πολλά χρόνια, συνήθιζε να φορεί βαμβακερό σκούφο, το μεταξωτό μαντήλι του τώρα δε στεκότανε στ' αυτιά του. Έτσι, τα μαλλιά του, το πρωί, κατέβαιναν ανακατωμένα στο πρόσωπό του, άσπρα από τα πούπουλα του μαξιλαριού του, που τα κορδόνια του λύνονταν τη νύχτα. Φορούσε πάντοτε στέρεες μπότες, με δύο μεγάλες δίπλες στο κουντεπιέ, λοξές προς τον αστράγαλο, ενώ το υπόλοιπο ψίδι ήταν ολόισιο, τεντωμένο σαν από καλαπόδι. Έλεγε πως "ήτανε μια χαρά για την ύπαιθρο".
   Η μητέρα του τον επαινούσε γι' αυτή του την οικονομία. Γιατί ερχόταν και τον έβλεπε σαν άλλοτε, όταν στο σπίτι της σηκωνόταν καμιά άγρια τρικυμία. Και όμως η κυρία Μποβαρύ μητέρα φαινόταν να έχει προκατάληψη ενάντια στη νύφη της. Την έβρισκε "πολύ ανοιχτοχέρα για τα οικονομικά τους". Τα ξύλα, η ζάχαρη και τα κεριά "ξοδεύονταν όπως και σ' ένα αρχοντικό" και τα τόσα κάρβουνα που καίγονταν στην κουζίνα θα φτάνανε για είκοσι πέντε πιάτα φαγητό! Ταχτοποιούσε τ' ασπρόρουχά της στα συρτάρια και της μάθαινε πώς να διαλέγει το κρέας, όταν το έφερνε ο χασάπης. Η Έμμα τα δεχόταν τούτα τα μαθήματα. Η κυρία Μποβαρύ γινόταν όλο και πιο σπάταλη σε διδασκαλίες. Κι οι λέξεις "κόρη μου" και "μητέρα" ανταλλάσσονταν όλη μέρα, συνοδευμένες μ' ένα ελαφρό τρέμισμα των χειλιών, γιατί τόσο η μια όσο κι η άλλη πετούσαν τα γλυκόλογα με φωνή που έτρεμε από θυμό.
   Τον καιρό που ζούσε η κυρία Ντιμπίκ, η γριά αισθανόταν ότι ακόμη κρατούσε τη διαλεχτή θέση στου γιου της την καρδιά. Τώρα όμως η αγάπη του Σαρλ για την Έμμα της φαινότανε λιποταξία από την τρυφερότητά της και παρατηρούσε την ευτυχία του γιου της με θλιβερή σιωπή, σαν τον ρημαγμένο που κοιτάζει, μέσα από τα τζάμια, ανθρώπους να το έχουν ρίξει στο φαγοπότι, στο ίδιο το σπίτι που άλλοτε ήτανε δικό του. Του θύμιζε τους κόπους της και τις θυσίες της και, συγκρίνοντάς τες με την αμέλεια της Έμμας, κατέληγε στο συμπέρασμα πως δεν ήταν καθόλου λογικό να τη λατρεύει με τόση αποκλειστικότητα.
   Ο Σαρλ δεν ήξερε τι να απαντήσει. Σεβόταν τη μητέρα του κι αγαπούσε απεριόριστα τη γυναίκα του. Θεωρούσε την κρίση της μιας αλάθευτη κι ωστόσο έβρισκε αψεγάδιαστη και την κρίση της άλλης. Σαν έφευγε η κυρία Μποβαρύ, δοκίμαζε να ριψοκινδυνέψει δειλά δειλά και με τα ίδια λόγια μια-δυο ανώδυνες παρατηρήσεις που άκουσε από τη μητέρα του. Η Έμμα, αποδείχνοντάς του με μια λέξη ότι έσφαλλε, τον έστελνε στους αρρώστους του.
   Ωστόσο, σύμφωνα με τις θεωρίες που έκρινε σωστές, ήθελε να χαρεί τον έρωτα. Τις φεγγαρόλουστες βραδιές, στον κήπο, απάγγελνε όλους τους παθητικούς στίχους που ήξερε απ' έξω και του τραγουδούσε μελαγχολικούς αργούς σκοπούς. Αλλά έπειτα γαλήνευε όπως και πριν κι ο Σαρλ δε φαινόταν ούτε πιο ερωτευμένος ούτε πιο ευαίσθητος.
   Αφού έτσι για κάμποσον καιρό χτύπησε το σπίρτο πάνω στην καρδιά της δίχως να καταφέρει ούτε μια σπίθα, ανίκανη άλλωστε να καταλάβει ό,τι δεν αισθανόταν και να πιστέψει σε κάτι που δεν εμφανιζόταν με τις μορφές που του ταίριαζαν, έπεισε δίχως κόπο τον εαυτό της πως το πάθος του Σαρλ δεν είχε πια τίποτε εξαιρετικό. Οι διαχύσεις του έγιναν κάτι ταχτικό. Την αγκάλιαζε κάποιες ορισμένες ώρες. Ήτανε μια συνήθεια ανάμεσα στις άλλες κι έμοιαζε με το φρούτο, που ήξερε από πριν πως θα το γευτεί μετά το μονότονο φαγητό τους.
   Ένας δασοφύλακας, που τον γιάτρεψε ο κύριος από μια πνευμονία, χάρισε στην κυρία ένα μικρό λαγωνικό από την Ιταλία. Το έπαιρνε μαζί της περίπατο, γιατί έβγαινε πότε πότε για να είναι μόνη λίγο και να μην έχει μπρος στα μάτια της τον αιώνιο κήπο με το σκονισμένο δρόμο.
   Πήγαινε πέρα ως το δάσος με τις οξιές, κοντά στην Μπαντβίλ, μέχρι το εγκαταλειμμένο περίπτερο, από την πλευρά των αγρών. Έχει ένα βαθύ χαντάκι - φράχτη εκεί, ανάμεσα στα χόρτα, μες στα μακριά καλάμια με τα κοφτερά φύλλα.
   Κοίταξε ολόγυρά της να δει αν είχε αλλάξει τίποτα από την τελευταία φορά που ήρθε. Ξανάβρισκε στα ίδια μέρη τις δαχτυλίτσες και τις λειχήνες που απλώνονταν πλάκες πλάκες στα τρία κλειστά σαπισμένα κι ετοιμόρροπα σκουριασμένα παραθυρόφυλλα. Η σκέψη της, άσκοπα στην αρχή, περιπλανιόταν εδώ κι εκεί, σαν το λαγωνικό της που έκοβε βόλτες στην εξοχή, γάβγιζε τις κίτρινες πεταλούδες, κυνηγούσε τις νυφίτσες και δάγκωνε τις παπαρούνες στην άκρη κάποιου χωραφιού με σιτάρι. Ύστερα οι ιδέες της ξεκαθάριζαν και, καθισμένη στη χλόη, που τη χτυπούσε ελαφρά με τη άκρη της ομπρέλας της, η Έμμα έλεγε και ξανάλεγε:
   - Γιατί, Θεέ μου, παντρεύτηκα;  
   Αναρωτιόταν αν θα υπήρχε τρόπος, τίποτε συνδυασμοί της τύχης, να συναντήσει έναν άλλον άντρα. Και προσπαθούσε να φανταστεί ποια θα είναι τα πιθανά αυτά γεγονότα, η διαφορετική τούτη ζωή, ο σύζυγος εκείνος που δε γνώριζε. Κανένας, βέβαια, δεν του έμοιαζε. Θα 'πρεπε να είναι ωραίος, έξυπνος, κομψός, ελκυστικός, ίδιος μ' εκείνους που ασφαλώς θα παντρεύτηκαν τις αλλοτινές της συμμαθήτριες στο μοναστήρι. Τι κάναν άραγε αυτές τώρα; Στην πόλη, με τη φασαρία των δρόμων, τη βουή των θεάτρων και τις φωταψίες των χορών, ζούσαν έτσι που η καρδιά τους ευφραινόταν, οι αισθήσεις τους μεθούσαν. Ενώ αυτή! Η ζωή της ήταν κρύα σαν τη σοφίτα με βορινό φεγγίτη. Και η πλήξη, αράχνη σιωπηλή, ύφαινε το δίχτυ της στη σκιά, σ' όλες τις γωνιές της καρδιάς της. Θυμόταν τις μέρες που μοιράζαν τα βραβεία, τότε που ανέβαινε στην εξέδρα κι έπαιρνε τα μικρά της αριστεία. Με τα μαλλιά πλεγμένα, με το άσπρο φόρεμά της και τα ανοιχτά, χρώματος δαμασκηνί, παπούτσια της, είχε αέρα και χάρη και οι κύριοι, σα γύριζε στη θέση της, έσκυβαν και της ψιθυρίζανε φιλοφρονήσεις. Η αυλή ήτανε γεμάτη αμαξάκια κλειστά: την αποχαιρετούσαν από την πορτούλα. Ο δάσκαλος της μουσικής περνούσε χαιρετώντας με τη θήκη του βιολιού του στο χέρι. Πόσο μακριά ήταν όλα αυτά! Πόσο μακριά!
   Φώναξε το σκυλάκι της:
   - Τζαλί!...
   Το έβαζε ανάμεσα στα γόνατά της, χάιδευε με τα δάχτυλά της το όμορφο μακρύ κεφάλι του κι έλεγε:
   - Έλα, έλα... φίλησε την κυρά σου... Εσύ που δεν έχεις καημούς.
   Έπειτα, θωρώντας τη μελαγχολική όψη του λυγερού ζώου, που χασμουριόταν αργά, ένιωθε να μαλακώνει η καρδιά της και, συγκρίνοντάς το με τον εαυτό της, του μιλούσε δυνατά, όπως σ' έναν πονεμένο που τον παρηγορείς. 
   Μερικές φορές τους έβρισκαν κάποιες δυνατές πνοές ανέμου, ο μπάτης πέρα από τη θάλασσα, που κυλούσε μεμιάς σε όλο το οροπέδιο του Κο κι έφερνε, ως πέρα στα χωράφια, μιαν αλμυρή φρεσκάδα. Τα καλάμια σφυρίζανε σκύβοντας στη γη και τα φύλλα στις οξιές, με γοργό ανατρίχιασμα, θρόιζαν...θρόιζαν, ενώ οι κορφές τους, σε ακατάπαυστη κίνηση, συνέχιζαν το μεγάλο τους μουρμουρητό. Η Έμμα έσφιγγε το σάλι στους ώμους της και σηκωνόταν.
   Στη δεντροστοιχία, ένα φως πράσινο, που κατέβαινε από τις φυλλωσιές, φώτιζε τα λεπτά βρύα κι αυτά έτριζαν απαλά στο πέρασμά της. Ο ήλιος βασίλευε. Ο ουρανός είχε κοκκινήσει μέσα από τα κλαδιά, κι οι κορμοί των δέντρων, σε ίσια γραμμή, φαίνονταν σαν σειρά από καστανές κολόνες που ξεχωρίζανε σ' ένα ολόχρυσο φόντο. Την έπιανε φόβος. Φώναζε την Τζαλί, γύριζε γρήγορα στην Τοστ από το δημόσιο δρόμο, ριχνότανε στην πολυθρόνα και δε μιλούσε όλη τη βραδιά.  
   Σαν τελείωνε όμως ο Σεπτέμβρης, κάτι εξαιρετικό έλαχε στη ζωή της. Την καλέσανε στη Βομπιεσάρ, στο αρχοντικό του μαρκησίου ντ' Αντερβιγιέ.   
   Υπουργός τότε με την παλινόρθωση, ο μαρκήσιος επιζητούσε να μπει ξανά στην πολιτική ζωή και προετοίμαζε από καιρό την υποψηφιότητά του για τη Βουλή. Το χειμώνα μοίραζε ξύλα στους χωριάτες και στο Περιφερειακό Συμβούλιο ζητούσε με έξαψη πάντα να φτιαχτούνε δρόμοι στην περιοχή του. Είχε βγάλει, τότε με τις μεγάλες ζέστες, ένα απόστημα στο στόμα και ο Σαρλ, σαν από θαύμα, τον γιάτρεψε με μια νυστεριά. Ο γραμματικός που ήρθε στην Τοστ να πληρώσει την εγχείρηση, επιστρέφοντας το βράδυ, μίλησε για τον κήπο του γιατρού με τα υπέροχα κεράσια. Έτσι, επειδή οι κερασιές δεν ευδοκιμούσαν στη Βομπιεσάρ, ο κύριος μαρκήσιος ζήτησε μερικές παραφυάδες από τον Μποβαρύ. Θεώρησε μάλιστα χρέος του να τον επισκεφτεί ο ίδιος στην Τοστ και να τον ευχαριστήσει. Πρόσεξε την Έμμα. Βρήκε πως είχε ωραίο σώμα και δεν χαιρετούσε σα χωριάτισσα, όσο κι αν, στην έπαυλη του μαρκησίου, θα έκριναν ότι δεν ξεπερνούσε τα όρια της συγκατάβασης. Έπειτα, δεν το έβρισκε ούτε καν αδεξιότητα να καλέσει το νεαρό ζευγάρι.
   Μια Τετάρτη, κατά τις τρεις η ώρα, ο κύριος και η κυρία Μποβαρύ, με το αμαξάκι τους, ξεκινήσανε για τη Βομπιεσάρ, μ' ένα μεγάλο μπαούλο δεμένο πίσω και μια καπελιέρα βαλμένη μπροστά. Ο Σαρλ είχε κι ένα χαρτονένιο κουτί ανάμεσα στα πόδια του.
   Φτάσανε με το πέσιμο της νύχτας, την ώρα που άναβαν τα φώτα στο πάρκο, για να φωτίζουν το δρόμο στις άμαξες.
   Η μοντέρνα έπαυλη, ιταλικού ρυθμού, με δύο πτέρυγες που βγαίνανε μπροστά και τρεις σκάλες, απλωνόταν στο βάθος ενός απέραντου λιβαδιού, όπου βόσκανε μερικές αγελάδες ανάμεσα σε συστάδες μεγάλα δέντρα αραιά φυτεμένα, ενώ κάτι τούφες χαμόδεντρα, ροδόδεντρα, φιλάδελφοι, χιονάνθια κύρτωναν το πράσινό τους άνισα πάνω στην καμπύλη του αμμοστρωμένου δρόμου. Ένα ποτάμι περνούσε κάτω από ένα γεφύρι. Μες στην καταχνιά, διακρινόταν τα χτίσματα με την καλαμένια σκεπή, σκορπισμένα μες στο λιβάδι και ολόγυρα να τα πλαισιώνουνε γλυκοκατεβαίνοντας δυο λοφίσκοι πράσινοι από τα δέντρα και, στο πίσω μέρος, ανάμεσα στους άλλους όγκους, βρίσκονταν, σε δυο παράλληλες γραμμές, τα αμαξοστάσια και οι στάβλοι, λείψανα του παλιού, γκρεμισμένου τώρα, πύργου.
   Το αμαξάκι του Σαρλ σταμάτησε μπροστά στην κεντρική σκάλα. Οι υπηρέτες φάνηκαν αμέσως. Ο μαρκήσιος προχώρησε και, προσφέροντας το μπράτσο στη γυναίκα του γιατρού, την οδήγησε στον προθάλαμο.
   Κάτω ήταν στρωμένες μαρμαρένιες πλάκες. Το ταβάνι, πολύ ψηλό. Κι ο ήχος των βημάτων μαζί με τις φωνές αντηχούσαν όπως στις εκκλησίες. Αντίκρυ τους, μια σκάλα ολόισια. Κι αριστερά, μια στοά, που έβλεπε στον κήπο, οδηγούσε στη σάλα του μπιλιάρδου, απ' όπου ακούγονταν κιόλας να χτυπούν η μια με την άλλη οι φιλντισένιες μπάλες. Καθώς τη διέσχιζε για να φτάσει στο σαλόνι, η Έμμα είδε γύρω γύρω στο μπιλιάρδο άντρες με σοβαρή όψη, με το πηγούνι τους ακουμπισμένο σε ψηλά δεμένες γραβάτες, όλοι με παράσημα. Χαμογελούσαν δίχως να μιλούν, σπρώχνοντας τη στέκα τους. Στη βαθύχρωμη μπουαζερί των τοίχων είδε κρεμασμένα χρυσωμένα κάδρα με γράμματα μαύρα στο κάτω μέρος τους. Διάβασε: "Ζαν - Αντουάν ντ' Αντερβιγιέ ντ' Ιβερμπονβίλ, κόμης ντε λα Βομπιεσάρ και βαρώνος ντε λα Φρενέ. Εφονεύθη στη μάχη του Κουτρά, στις 20 του Οκτώβρη 1587". Και σ' ένα άλλο: "Ζαν - Αντουάν - Ανρί - Γκι ντ' Αντερβιγιέ ντε λα Βομπιεσάρ, ναύαρχος της Γαλλίας και ιππότης στο τάγμα του Σαιν - Μισέλ. Τραυματίστηκε στη μάχη της Ουγκ - Σαιντ - Βαάστ, στις 29 του Μάη 1692, πέθανε στο Βομπιεσάρ, στις 23 του Γενάρη 1693".
   Έπειτα μόλις μπορούσε να διακρίνει τα άλλα κάδρα, γιατί το φως πέφτοντας από τις λάμπες στην πράσινη τσόχα του μπιλιάρδου άφηνε να πλέει μια σκιά μες στην αίθουσα. Μαυρίζοντας τις εικόνες, χτυπούσε πάνω τους με διαφορετικές γωνίες, ανάλογα με τα σκασίματα του βερνικιού.  Κι από όλα κείνα τα μεγάλα μαύρα, χρυσά γύρω γύρω, τετράγωνα έβγαιναν, εδώ κι εκεί, ένα μέρος πιο φωτεινό της ζωγραφιάς, ένα χλωμό πρόσωπο, δυο μάτια που σε κοιτούσαν, περούκες που χύνονταν πάνω στον πουδραρισμένο ώμο μιας κόκκινης φορεσιάς ή κάποια καλτσοδέτα, που έσφιγγε ψηλά μια παχουλή γάμπα.
   Ο μαρκήσιος άνοιξε την πόρτα του σαλονιού. Μια από τις κυρίες σηκώθηκε -η ίδια η μαρκησία-, ήρθε να προϋπαντήσει την Έμμα και την έβαλε να καθίσει δίπλα της σ' ένα καναπεδάκι για δύο κι άρχισε να μιλά μαζί της φιλικά, σα να τη γνώριζε καιρό. Ήτανε γύρω στα σαράντα, με ωραίους ώμους, με μύτη καμπυλωτή, συρτή φωνή και φορούσε εκείνο το βράδυ πάνω στα καστανά της μαλλιά ένα δαντελωτό απλοϊκό μαντήλι, που έπεφτε πίσω της τριγωνικό. Μια ξανθιά κοπέλα καθόταν πλάι της, σε μια καρέκλα με ψηλή ράχη. Και μερικοί κύριοι, με ανθάκι στη μπουτονιέρα του φράκου τους, κουβεντιάζανε με τις κυρίες, γύρω από το τζάκι.
   Στις εφτά η ώρα σερβιρίστηκε το δείπνο. Οι άντρες, πιο πολλοί, καθίσανε στο πρώτο τραπέζι, στον προθάλαμο, και οι κυρίες στο δεύτερο, στην τραπεζαρία, με τον μαρκήσιο και τη μαρκησία.
   Μπαίνοντας, η Έμμα αισθάνθηκε να την τυλίγει ένας ζεστός αέρας, μίγμα από το άρωμα των λουλουδιών και τα ωραία εσώρουχα, από το άχνισμα των κρεάτων και την ευωδιά των μανιταριών. Τα κεριά στα κηροπήγιά τους μάκραιναν τις φλόγες τους πάνω σ' ασημένια καπάκια. Τα πολυγωνικά κρύσταλλα, σκεπασμένα μ' έναν λεπτόν αχνό, στέλναν το ένα στο άλλο ωχρές αχτίδες. Ανθοδέσμες απλώνονταν σε γραμμή πάνω σ' όλο το τραπέζι και, μες στα πιάτα με τη φαρδιά μπορντούρα, οι πετσέτες, βαλμένες σαν τιάρες επισκοπικές, έκρυβαν μες στο άνοιγμα που σχημάτιζαν οι δυο δίπλες τους ένα φραντζολάκι σε σχήμα οβάλ. Τα κόκκινα πόδια των αστακών βγαίναν έξω από τις πιατέλες. Μεγάλα φρούτα μέσα σε τρυπητά πανέρια ήταν απλωμένα πάνω σε πρασινάδα. Τα ορτύκια, γαρνιρισμένα με τα φτερά τους, άχνιζαν και, με μεταξωτές κάλτσες, κοντή κυλότα, άσπρη γραβάτα με τραχηλιά, σοβαρός σα δικαστής, ο αρχισερβιτόρος με μια κίνηση του κουταλιού του κατάφερνε και έριχνε στο πιάτο του καθενός το κομμάτι που διάλεγε. Πάνω στη μεγάλη πορσελάνινη σόμπα με τις χάλκινες ραβδώσεις, το αγαλματάκι κάποιας γυναίκας, τυλιγμένης ως το πηγούνι, κοιτούσε ακίνητο τη γεμάτη κόσμο σάλα.
   Η κυρία Μποβαρύ παρατήρησε πως αρκετές κυρίες δεν είχανε ακόμη βάλει τα γάντια τους στα ποτήρια τους (1).
   Απέναντι όμως από τη θέση της μαρκησίας, πάνω στο τραπέζι, μόνος ανάμεσα σ' όλες εκείνες τις γυναίκες, σκυμμένος πάνω στο ξέχειλο πιάτο του και με την πετσέτα δεμένη γύρω στο λαιμό, σαν παιδί, ένας γέρος έτρωγε, ενώ πέφταν από το στόμα του σταγόνες σάλτσα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και τα μαλλιά του δεμένα πίσω με μαύρη κορδέλα. Ήταν ο πεθερός του μαρκήσιου, ο γέρος δούκας ντε Λαβερντιέρ, άλλοτε ευνοούμενος του κόμη ντ' Αρτουά (2), τον καιρό που κάνανε μεγάλα κυνήγια στο Βοντρέιγ, στα χτήματα του μαρκήσιου ντε Κουφλάν. Υπήρξε, λέγανε, ο ενδιάμεσος εραστής - ο κ. ντε Κουανί ερχόταν πριν κι ο ντε Λοζέν μετά- της βασίλισσας Μαρίας - Αντουανέτας. Είχε ζήσει θορυβώδικη ζωή, γεμάτη κραιπάλες, μονομαχίες, στοιχήματα, απαγωγές γυναικών, είχε κατασπαταλήσει την περιουσία του και είχε κατατρομάξει την οικογένειά του όλη. Ένας υπηρέτης, πίσω από το κάθισμά του, τού έλεγε δυνατά, στο αυτί, τα ονόματα των φαγητών που τα έδειχνε με το δάχτυλό του τραυλίζοντας. Κι αδιάκοπα τα μάτια της Έμμας ξαναγύριζαν πάνω σ' εκείνον τον γέρο με τα κρεμασμένα χείλια, σα να 'βλεπε κάτι εξαιρετικό και σεβαστό. Είχε ζήσει στην Αυλή! Είχε πλαγιάσει στο κρεβάτι των βασιλισσών!
   Βάλανε σαμπάνια στο ποτήρι. Η Έμμα ανατρίχιασε ολόκληρη φέρνοντας αυτό το κρύο πράγμα στο στόμα της. Ποτέ ως τότε δεν είχε δει ρόδι και δεν είχε φάει ανανά. Ακόμη και η ψιλή ζάχαρη της φάνηκε πιο άσπρη και πιο φίνα από άλλοτε.
   Ύστερα, οι κυρίες ανεβήκανε στα δωμάτιά τους κι ετοιμαστήκανε για το χορό.
   Η Έμμα τουαλεταρίστηκε με λεπτόλογη επίγνωση, σα θεατρίνα που κάνει την πρώτη της εμφάνιση. Έφτιαξε τα μαλλιά της σύμφωνα με τις υποδείξεις του κομμωτή και μπήκε μες στην τουαλέτα της, που βρισκόταν απλωμένη στο κρεβάτι.
   Το παντελόνι του Σαρλ τον έσφιγγε στην κοιλιά.
   - Η ζώνη θα μ' ενοχλεί στο χορό, είπε. 
   - Στο χορό; επανέλαβε η Έμμα.
   - Ναι!
   - Δεν είσαι καλά! Θα γελάσουνε μαζί σου, κάθισε στη θέση σου. Άλλωστε, έτσι ταιριάζει περισσότερο σ' ένα γιατρό... πρόσθεσε εκείνη.
   Ο Σαρλ σώπασε. Πηγαινοερχότανε μες στο δωμάτιο, περιμένοντας την Έμμα να ντυθεί. 
   Την έβλεπε από πίσω, στον καθρέφτη, ανάμεσα σε δυο κεριά. Τα μαύρα της τα μάτια φαίνονταν πιο μαύρα. Τα μαλλιά της, απαλά φουσκωμένα προς τ' αυτιά, φέγγανε με μια γαλάζια λάμψη. Ένα τριαντάφυλλο στον κότσο της έτρεμε πάνω στο κοτσάνι του, με ψεύτικες δροσοσταλίδες στην άκρη των φύλλων του. Φορούσε φόρεμα κίτρινο σαν τη ζαφορά, στολισμένο με τρία μπουκέτα τριαντάφυλλα φουντωτά, ανακατεμένα με πρασινάδα.
   Ο Σαρλ πλησίασε και τη φίλησε στον ώμο.
   - Άφησέ με! του είπε. Με τσαλακώνεις.
   Ακούστηκε ένα προανάκρουσμα βιολιού κι οι ήχοι ενός κόρνου. Κατέβηκε τη σκάλα, συγκρατώντας τον εαυτό της να μην τρέξει.
   Οι καντρίλιες είχαν αρχίσει. Ερχόταν ο κόσμος. Σπρώχνονταν. Βρέθηκε κοντά στην πόρτα, σ' ένα καθισματάκι.
   Όταν ο χορός τελείωσε, ο τόπος άδειασε για τους άντρες, που παρέες παρέες συζητούσαν όρθιοι, και για τους υπηρέτες, που ντυμένοι με τις λιβρέες τους φέρνανε μεγάλους δίσκους. Στη σειρά όπου κάθονταν οι γυναίκες οι ζωγραφιστές βεντάλιες κινιόνταν, οι ανθοδέσμες μισόκρυβαν τα χαμόγελα των προσώπων και τα μπουκαλάκια με το χρυσό βούλωμα στριφογυρίζανε στα μισανοιγμένα χέρια με τα λευκά γάντια, όπου διαγραφόταν το σχήμα των νυχιών και σφιγγόταν ο καρπός του χεριού. Οι δαντελένιες γαρνιτούρες, οι διαμαντένιες καρφίτσες, τα περιδέραια και τα μενταγιόν τρέμανε στους μπούστους, σπιθίζανε στα στήθη, αντηχούσανε στα γυμνά μπράτσα. Τα μαλλιά, κολλημένα στο μέτωπο καλά και πλεγμένα στο σβέρκο, είχαν πάνω τους στεφάνια, τσαμπιά ή κλαράκια μη με λησμόνει, γιασεμί, ροδάνθια, στάχυα ή κύανους. Ήσυχες στη θέση τους, οι μητέρες, με ζαρωμένα πρόσωπα, φορούσαν κόκκινα τουρμπάνια.
   Η καρδιά της Έμμας χτυπούσε λιγάκι καθώς ο καβαλιέρος της την κρατούσε από τις άκρες των δαχτύλων. Μπήκε στη γραμμή και περίμενε την πρώτη δοξαριά για να ξεκινήσει. Σύντομα όμως η συγκίνηση χάθηκε και, λικνίζοντας το κορμί της σύμφωνα με το ρυθμό της ορχήστρας, γλιστρούσε προχωρώντας, κινώντας ανάλαφρα το λαιμό της. Ένα χαμόγελο ανέβαινε στα χείλια της, όταν άκουσε κάποιες λεπτές νότες του βιολιού, που έπαιζε μόνο του καμιά φορά, όταν τα άλλα όργανα σώπαιναν. Ακουγόταν τότε κι ο καθάριος ήχος που κάνανε τα χρυσά λουδοβίκεια χτυπώντας το ένα με τ' άλλο πάνω στην τσόχα των τραπεζιών. Ύστερα όλα τα όργανα άρχισαν ξανά μαζί, η μεγάλη τρομπέτα έβγαζε έναν ήχο βροντερό, τα πόδια χτυπούσαν, τα φορέματα φούσκωναν και αγγίζονταν μεταξύ τους, τα χέρια πιάνονταν, αφήνονταν. Τα ίδια μάτια, που χαμηλώνανε μπροστά σας, τώρα καρφώνονταν ξανά πάνω στα δικά σας...
   Μερικοί άντρες - καμιά δεκαπενταριά- από είκοσι πέντε ως σαράντα χρονών, σκορπισμένοι ανάμεσα στους χορευτές ή κουβεντιάζοντας στις πόρτες, ξεχωρίζανε μες στο πλήθος χάρη σ' έναν αλλιώτικο, οικογενειακό αέρα, όποια κι αν ήταν η ηλικία, το ντύσιμο ή η μορφή του καθενός τους.
   Τα φράκα τους, πιο καλοραμμένα, φαίνονταν από ύφασμα πιο μαλακό και τα μαλλιά τους, κατσαρά στους κροτάφους, γυάλιζαν αλειμμένα με τις πιο φίνες μπριγιαντίνες. Το πρόσωπό τους είχε το χρώμα του πλούτου, τη λευκή εκείνη απόχρωση που την κάνουν περισσότερο χτυπητή η ωχρότητα στις πορσελάνες, ο κυματισμός των ατλαζιών, το βερνίκι στα ωραία έπιπλα, και που το διατηρεί σ' όλη του την υγεία μια κανονική δίαιτα μ' εξαιρετικά φαγητά. Ο λαιμός τους γύριζε άνετα πάνω στις χαμηλές γραβάτες. Οι μακριές φαβορίτες τους πέφτανε στους γιακάδες τους. Σκούπιζαν τα χείλια τους με μαντήλια κεντημένα με μεγάλα μονογράμματα κι απ' αυτά έβγαινε μια γλυκιά ευωδιά. Εκείνοι που άρχιζαν να γερνούν είχαν όψη νεανική, ενώ πάλι κάτι ώριμο απλωνότανε στο πρόσωπο των νέων. Στ' αδιάφορα βλέμματά τους κυμάτιζε η γαλήνη των παθών που καθημερινά τα ικανοποιούσαν. Και μέσα από τους γλυκούς τρόπους τους περνούσε αυτή η ιδιαίτερη κτηνωδία που έχει σχέση με την κυριαρχία μισοεύκολων πραγμάτων, όπου δείχνεται η δύναμη και ικανοποιείται η ματαιοδοξία με τη συντήρηση αλόγων ράτσας και τη συντροφιά ανήθικων γυναικών.
   Τρία βήματα πιο κει από την Έμμα, ένας καβαλιέρος με φράκο μιλούσε για την Ιταλία με μια χλωμή νεαρή γυναίκα, που φορούσε ένα μαργαριταρένιο κόσμημα. Υμνούσαν τους ογκώδεις στύλους του Αγίου Πέτρου, το Τίβολι, τον Βεζούβιο, το Καστελαμάρε και το Κασίνο, τα ρόδα της Γένοβας, το Κολοσσαίο στο φως του φεγγαριού. Η Έμμα άκουγε με τ' άλλο της αυτί μια συζήτηση γεμάτη λόγια που δεν καταλάβαινε. Πολλοί είχαν περιτριγυρίσει έναν νεαρούλη, που είχε νικήσει την προηγούμενη βδομάδα, με τη "Μις Αραμπέλ" και το "Ρωμύλο", και κέρδισε δύο χιλιάδες λουδοβίκεια, επειδή πήδησε ένα χαντάκι, στην Αγγλία. Ο ένας παραπονιόταν για τα άλογά του που πάχαιναν, ο άλλος για τα τυπογραφικά λάθη που είχαν καταντήσει αγνώριστο το όνομα του αλόγου του. 
   Η ατμόσφαιρα στην αίθουσα του χορού είχε βαρύνει. Οι λάμπες χλώμιαζαν. Ο κόσμος ξεχυνόταν στην αίθουσα του μπιλιάρδου. Ένας υπηρέτης ανέβηκε σε μια καρέκλα κι έσπασε δυο τζάμια. Καθώς σπάγανε τα τζάμια, η κυρία Μποβαρύ γύρισε το κεφάλι της κι είδε μέσα στον κήπο, απέναντι στα παράθυρα, κάτι χωριάτες να κοιτούνε μέσα. Τότε, στο νου της ήρθαν οι Μπερτό. Ξαναείδε το αγρόκτημα, το τέλμα, τον πατέρα της με την μπλούζα του κάτω από τη μηλιά και ξαναείδε και τον εαυτό της, σαν άλλοτε, να βγάζει με το δάχτυλό της το καϊμάκι από τα γεμάτα γάλα δοχεία στο γαλακτοκομείο. Αλλά, μέσα στη λάμψη του τώρα, η περασμένη ζωή της, τόσο ευδιάκριτη μέχρι πριν λίγο, σβηνόταν ολότελα και σχεδόν αμφέβαλλε αν την είχε ζήσει. Βρισκόταν εκεί. Έπειτα, γύρω από την αίθουσα του χορού, δεν υπήρχε άλλο τίποτε παρά σκοτάδι, ένα σκοτάδι που σκέπαζε όλα τα άλλα... Έτρωγε εκείνη τη στιγμή ένα παγωτό με μαρασκίνο. Το κρατούσε με το αριστερό της χέρι μέσα σε ένα ασημόχρυσο κοχύλι και μισόκλεινε τα μάτια, με το κουταλάκι ανάμεσα στα δόντια της.
   Μια κυρία κοντά της άφησε να της πέσει η βεντάλια. Κάποιος χορευτής περνούσε.
   - Θα έχετε την καλωσύνη, κύριε, είπε η κυρία, να μου πιάσετε τη βεντάλια μου, που έπεσε πίσω από τον καναπέ;
   Ο κύριος έσκυψε. Κι ενώ άπλωνε το χέρι του, η Έμμα είδε τη νεαρή κυρία που έριχνε μέσα στο καπέλο του κάτι άσπρο, διπλωμένο τριγωνικά. Ο κύριος, πιάνοντας τη βεντάλια, την πρόσφερε με σεβασμό στην κυρία. Εκείνη τον ευχαρίστησε μ' ένα κίνημα του κεφαλιού κι άρχισε να μυρίζει την ανθοδέσμη της. 
   Ύστερα από το σουπέ, όπου υπήρχαν όχι και λίγα ισπανικά κρασιά και κρασιά του Ρήνου, σούπες από καραβίδες και από γάλα αμυγδάλων, πουτίγκες αλά τραφαλγκάρ και κάθε είδους κρύα κρέατα με ζελέ ολόγυρα, που τρέμανε μέσα στις πιατέλες, οι άμαξες, η μια ύστερα από την άλλη, άρχισαν να φεύγουν. Παραμερίζοντας την άκρη της μουσελινένιας κουρτίνας έβλεπες να γλιστρά μέσα στο σκοτάδι το φως των αναμμένων φαναριών τους. Τα καθίσματα ελευθερώθηκαν. Μερικοί που παίζανε χαρτιά μέναν ακόμη. Οι μουσικοί δροσίζανε με την άκρη της γλώσσας τους τ' ακροδάχτυλά τους. Ο Σαρλ μισοκοιμόταν με την πλάτη ακουμπισμένη σε μια πόρτα.
   Στις τρεις το πρωί άρχισε το κοτιγιόν. Η Έμμα δεν ήξερε βαλς. Όλοι χορεύανε βαλς, ακόμα κι η δεσποινίδα ντ' Αντερβιγιέ και η μαρκησία. Δεν είχαν πια μείνει στην έπαυλη παρά λίγοι καλεσμένοι, καμιά δωδεκαριά.
   Ωστόσο, ένας χορευτής, που με οικειότητα τον φώναζαν "υποκόμη", που το γιλέκο του, το πολύ ανοιχτό, φαινόταν χυτό πάνω στο στήθος του, ήρθε και δεύτερη φορά να καλέσει την κυρία Μποβαρύ σ' ένα βαλς, βεβαιώνοντάς την ότι θα την οδηγούσε αυτός κι ότι αυτή θα τα κατάφερνε μια χαρά.
   Αρχίσανε με αργό ρυθμό, σιγά σιγά τον επιτάχυναν. Στριφογύριζαν. Όλα γύρω τους γυρίζανε, οι λάμπες, τα έπιπλα, οι τοίχοι και το πάτωμα, σαν ένας δίσκος γύρω από άξονα. Όταν περνούσαν κοντά από τις πόρτες, το φόρεμα της Έμμας, χαμηλά, άγγιζε απαλά το παντελόνι του. Οι γάμπες τους έμπαιναν του ενός μέσα στου άλλου. Κατέβαζε το βλέμμα του επάνω της. Σήκωνε τα μάτια της προς αυτόν. Μια ζάλη την έπιανε... σταμάτησε. Ξανάρχισαν. Και, σε πιο γρήγορο ρυθμό, ο υποκόμης, παρασύροντάς τη, εξαφανίστηκε μαζί της πέρα στην άκρη της στοάς, όπου αυτή, λαχανιασμένη, κοντεύοντας να πέσει, στήριξε το κεφάλι της στο στήθος του. Κι έπειτα, στριφογυρίζοντας πάντα, τώρα όμως πιο αργά, την ξανάφερε στη θέση της. Έγειρε το κορμί της, ακούμπησε στον τοίχο και έβαλε το χέρι της μπροστά στα μάτια της.
   Σαν τα ξανάνοιξε, είδε στη μέση του σαλονιού κάποια κυρία καθισμένη σ' ένα χαμηλό κάθισμα και μπροστά της, γονατιστούς, τρεις χορευτές. Διάλεξε τον υποκόμη και το βιολί ξανάρχισε.
   Όλοι τούς κοιτούσαν. Περνούσαν κι έρχονταν, αυτή με το σώμα της στητό και το πηγούνι χαμηλωμένο, κι αυτός, πάντα στην ίδια στάση, με το κορμί γερμένο, τον αγκώνα στρογγυλεμένο, το στόμα του προτεταμένο. Ήξερε να χορεύει αυτή! Συνέχισαν πολλή ώρα το χορό τους και κούρασαν όλους τους άλλους. 
   Κουβεντιάσαν ακόμη λίγα λεπτά κι αφού χαιρετιστήκαν ή μάλλον καλημερίστηκαν, οι καλεσμένοι πήγαν να κοιμηθούν.
   Ο Σαρλ κρατιότανε από τα κάγκελα της σκάλας, σέρνοντας "μαζί με τα πόδια του και το κορμί του". Πέρασε συνέχεια πέντε ώρες ολόκληρες μπροστά στα τραπέζια, όρθιος, κοιτάζοντας τους άλλους να παίζουν χαρτιά, δίχως αυτός να έχει ιδέα. Έτσι, άφησε ένα μεγάλο αναστεναγμό ανακούφισης, μόλις έβγαλε τις μπότες του.
   Η Έμμα έριξε ένα σάλι στην πλάτη της, άνοιξε το παράθυρο και ακούμπησε εκεί με τους αγκώνες.
   Η νύχτα ήταν σκοτεινή. Ψιχάλιζε. Ρούφηξε τον υγρό αέρα που της δρόσιζε τα μάγουλα. Η μουσική βούιζε ακόμη στ' αυτιά της. Προσπαθούσε να κρατηθεί ξύπνια, ώστε να μπορέσει να διατηρήσει ακόμη την αυταπάτη  αυτής της ζωής, της γεμάτης πολυτέλεια, που σε λίγο θα την εγκατέλειπε.
   Πρόβαλε η αυγή. Κοίταξε πολλή ώρα τα παράθυρα της έπαυλης, προσπαθώντας να μαντέψει ποια ήταν τα δωμάτια όλων εκείνων που τράβηξαν την προσοχή της το προηγούμενο βράδυ. Θα ήθελε να γνωρίσει τις υπάρξεις τους, να χωθεί σ' αυτές, να αναμιχθεί μ' αυτές.
   Το κρύο όμως την έκανε και τουρτούριζε. Γδύθηκε και ρίχτηκε στα σεντόνια κολλώντας πάνω στο Σαρλ που κοιμόταν.
   Ήταν πολύς κόσμος στο πρόγευμα. Το φαγητό κράτησε δέκα λεπτά. Δεν πρόσφεραν καθόλου λικέρ, πράγμα που έκανε εντύπωση στο γιατρό. Κατόπιν η δεσποινίδα ντ' Αντερβιγιέ μάζεψε τ' απομεινάρια σ' ένα πανεράκι για να τα πάει στους κύκνους, στη λιμνούλα, κι όλοι πήγανε στο θερμοκήπιο, όπου περίεργα φυτά, γεμάτα άγριες τρίχες, μοιάζανε με πυραμίδες, καθώς έπεφταν μέσα από κρεμαστές γλάστρες, παρόμοιες με παραγεμάτες φιδοφωλιές, που άφηναν να πέφτουνε στις άκρες τους μακριά πράσινα περιπλεγμένα κορδόνια. Το θερμοκήπιο με τις πορτοκαλιές, που βρισκότανε στην πέρα άκρη, έφτανε σκεπαστό ως τους τοίχους της έπαυλης. Ο μαρκήσιος, για να διασκεδάσει τη νέα γυναίκα, την πήγε να δει τους σταύλους. Πάνω από τα παχνιά, σε σχήμα καλαθιού, πάνω σε πορσελάνινες πλάκες, ήταν χαραγμένα με μαύρα στοιχεία τα ονόματα των αλόγων. Κάθε ζώο έδειχνε ενοχλημένο μέσα στο διαμέρισμά του, καθώς εκείνοι περνούσαν από κοντά του, και χτυπούσε τη γλώσσα του. Το πάτωμα όπου είχαν τις σέλες φάνταζε στο μάτι σα δάπεδο σαλονιού. Τα χάμουρα βρίσκονταν κρεμασμένα στη μέση, σε δυο κολόνες στριφογυριστές και τα χαλινάρια, τα καμτσίκια, οι αναβολείς, τα αλυσιδάκια, ήταν όλα βαλμένα στη σειρά, πάνω στον τοίχο.
   Ο Σαρλ στο μεταξύ πήγε και παρακάλεσε έναν υπηρέτη να ζέψει το αμαξάκι του. Το φέρανε μπροστά στη σκάλα, κι αφού φορτώθηκαν όλες οι αποσκευές, το ζεύγος Μποβαρύ χαιρέτησε με όλους τους τύπους της ευγένειας  το μαρκήσιο και τη μαρκησία και έφυγε για την Τοστ. 
   Η Έμμα, σιωπηλή, κοίταζε τις ρόδες που γύριζαν. Ο Σαρλ, καθισμένος άκρη άκρη, οδηγούσε με τα δυο χέρια ανοιγμένα και το αλογάκι κάλπαζε ρυθμικά ανάμεσα στους δύο σύρτες, που ήταν ωστόσο πολύ πλατείς γι' αυτό. Τα χαλαρωμένα λουριά χτυπούσαν πάνω στα καπούλια του και βρέχονταν από τον ιδρώτα του ζωντανού. Και το κουτί, το δεμένο πίσω στο αμαξάκι, έδινε στο σανίδι μεγάλα κανονικά χτυπήματα.
   Βρίσκονταν ψηλά στην Τιμπουρβίλ, όταν ξαφνικά πέρασαν κάτι καβαλάρηδες μπροστά τους γελώντας, με πούρα στο στόμα. Της Έμμας της φάνηκε πως αναγνώρισε τον υποκόμη. Γύρισε το κεφάλι της, αλλά δεν είδε στον ορίζοντα παρά μόνο την κίνηση των κεφαλιών  που χαμήλωναν κι ανεβαίνανε σύμφωνα με το τρεχαλητό των αλόγων.
   Ένα τέταρτο λεύγας παρά πέρα σταματήσανε να δέσουν ένα λουρί που έσπασε.
   Αλλά ο Σαρλ, ρίχνοντας ακόμη μια ματιά στα λουριά, είδε καταγής κάτι, ανάμεσα στα πόδια του αλόγου. Έσκυψε και μάζεψε μια ταμπακιέρα πούρων, από πράσινο μεταξωτό, με ένα οικόσημο στη μέση, σαν τις πόρτες των αμαξιών των ευγενών.
   - Έχει και δύο πούρα μέσα, είπε. Για απόψε, μετά το δείπνο.
   - Μπα! Καπνίζεις; ρώτησε εκείνη.
   - Καμιά φορά, αν τύχει.
   Έβαλε το εύρημά του στην τσέπη του και μαστίγωσε το αλογάκι.
   Όταν φτάσανε στο σπίτι τους, το βραδινό δεν ήταν ακόμη έτοιμο. Η κυρία φρένιασε. Η Νασταζί απάντησε με αυθάδεια.
   - Φύγε! έκανε η Έμμα. Μην κοροϊδεύεις, σε διώχνω.
   Είχανε για φαγητό σούπα με κρεμμύδια κι ένα κομμάτι μοσχάρι. Ο Σαρλ καθισμένος μπροστά στην Έμμα, είπε τρίβοντας τα χέρια του με ύφος ευτυχισμένου:
   - Τι χαρά να ξαναβρίσκεσαι στο σπιτάκι σου!
   Η Νασταζί έκλαιγε. Την ακούγανε. Τη συμπαθούσε λιγάκι αυτή τη δύστυχη γυναίκα. Του είχε άλλοτε κρατήσει συντροφιά αρκετά βράδια, σαν χήρεψε κι ήτανε μόνος. Ήταν η πρώτη του πελάτισσα, η πιο παλιά του γνωριμία στον τόπο αυτό. 
   - Την έδιωξες λοιπόν στα σοβαρά; είπε τέλος.
   - Μάλιστα. Ποιος θα μ' εμπόδιζε; του απάντησε εκείνη.
   Ύστερα πήγαν να ζεσταθούνε στην κουζίνα, ενώ θα ετοιμαζόταν η κρεβατοκάμαρά τους. Ο Σαρλ άναψε να καπνίσει. Κάπνιζε προβάλλοντας έξω τα χείλια του, φτύνοντας κάθε στιγμή, κάνοντας πίσω το κεφάλι του σε κάθε ρουφηξιά.
   - Θα πάθεις τίποτε, του είπε εκείνη περιφρονητικά.
   Άφησε το πούρο του κι έτρεξε στη βρύση να πιει ένα ποτήρι δροσερό νερό. Η Έμμα, αρπάζοντας την ταμπακιέρα, την πέταξε με φόρα στο βάθος του ντουλαπιού.
   Η άλλη μέρα άργησε να περάσει! Η Έμμα περπάτησε στο κηπάκι της, περνώντας και ξαναπερνώντας από τα ίδια δρομάκια, σταματώντας στις πρασιές, στα δέντρα, στο γύψινο παπά, παρατηρώντας με αμηχανία όλα εκείνα που από καιρό τόσο καλά τα γνώριζε. Πόσο μακρινός της φαινόταν ο χορός τώρα! Ποιος λοιπόν παραμέριζε, με τόση απόσταση, το προχτεσινό πρωί από το αποψινό βράδυ; Το ταξίδι της στη Βομπιεσάρ είχε φέρει ένα κενό στη ζωή της. Κι η ζωή της έτσι έμοιαζε με εκείνες τις ρωγμές που μια θύελλα, σε μια μόνο νύχτα, σκάβει μερικές φορές στα βουνά. Υποτάχτηκε παρ' όλα αυτά στη μοίρα της. Έκλεισε ευλαβικά στο κομό της την όμορφη τουαλέτα. Έκλεισε και τα παπούτσια της τ' ατλαζένια με τη σόλα την κιτρινισμένη από το γλιστερό κερί του παρκέ. Η καρδιά της ήταν σαν κι αυτά. Η επαφή της με τα πλούτη τής άφησε κάτι που δε θα σβηνόταν.
   Ήταν λοιπόν μια απασχόληση για την Έμμα να θυμάται εκείνον τον χορό. Κάθε που ερχόταν η Τετάρτη, έλεγε με το νου της ξυπνώντας: "Αχ! Οχτώ μέρες... δεκαπέντε μέρες... τρεις βδομάδες πέρασαν, αφότου ήμουν εκεί!". Και λίγο λίγο οι φυσιογνωμίες σκοτιστήκανε μέσα στη θύμησή της. Ξέχασε το σκοπό που χόρευε στις καντρίλιες. Δεν έβλεπε πια και τόσο καθαρά τις στολές των υπηρετών και τις διάφορες αίθουσες της έπαυλης. Μερικές λεπτομέρειες πήρανε δρόμο κι έφυγαν. Ο καημός όμως φώλιασε μέσα της.                 
      
Φλωμπέρ Γκυστάβ, Μαντάμ Μποβαρύ, (μτφ. Γιάννη Λο Σκόκκο), Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
  1. Γύρω στα 1830 ήταν της μόδας οι κυρίες να βάζουν τα γάντια μες στο ποτήρι τους, δείχνοντας έτσι πως δεν επιθυμούσαν να πιουν κρασί (Σ.τ.Μ.).
  2. Ο μελλοντικός Κάρολος Ι' (Σ.τ.Μ.). 

Δεν υπάρχουν σχόλια: