Η μάνα τα έχασε. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι λέξεις "θ' αγαπήσω" έχουν βγει από το στόμα της κόρης της. Εκείνη ούτε μια φορά δεν είχε χρησιμοποιήσει λέξεις όπως αυτός που θ' αγαπήσω, που αγαπώ, αγαπώ... Ούτε τις είχε πει ποτέ σε κανέναν, ούτε τις είχε ακούσει ποτέ από κανέναν. Έσμιξε τα φρύδια της.
"Τι θα πει αυτός που θ' αγαπήσω;" ρώτησε.
Τα έχασε και η Νιλουφέρ, όταν άκουσε την ερώτηση... Τι σημαίνει στ' αλήθεια αυτός που θ' αγαπήσω; αναρωτήθηκε. Έγινε κατακόκκινη...
"Μήπως μαγειρεύεις κάτι;" τη ρώτησε η μάνα της.
Κι έτσι τελείωσε η πρώτη, ειλικρινέστερη και μεγαλύτερη συζήτηση που είχαν η Νιλουφέρ και η μαμά της για τον έρωτα και το γάμο. Μήπως μαγειρεύω κάτι; αναρωτήθηκε η κοπέλα. Χαμογέλασε αδιάφορα, ναι, κάτι μαγείρευε, αν μαγείρεμα σήμαινε να σκέφτεται κάθε στιγμή της μέρας τον Αλί, που μέχρι τότε τον είχε δει μόνο δυο φορές και τούτη τη στιγμή ήταν στη Γερμανία. Ίσως ήταν ντροπή, ίσως αμαρτία, τον Αλί όμως τον αγαπούσε. Στους καημούς της είχε προσθέσει και τον δικό του καημό, μόνο που, έχοντας σκύψει το κεφάλι, ήταν ήρεμη, πράγμα που εύκολα μπόρεσε να κάνει. Από τη στιγμή που υποτάχτηκε, δεν της έμενε να κάνει τίποτε άλλο, το μόνο που δεν μπορούσε να εμποδιστεί ήταν οι σκέψεις. Ο υποταγμένος άνθρωπος δεν έχει λόγο ν' αγωνίζεται. Κι έτσι η ζωή γίνεται πιο εύκολη.
Η μάνα της πρόσεξε το χαμόγελο της αδιαφορίας της. Κι ίσως για πρώτη φορά δεν βρήκε τη δύναμη να θυμώσει. Η Νιλουφέρ ήταν πάντα στο σπίτι, τι μπορούσε να κάνει το καημένο; Έπρεπε ωστόσο να παντρευτεί. Το τελευταίο, για παράδειγμα, προξενιό ήταν πολύ κατάλληλο. Καλοζωισμένη οικογένεια, πλούσιοι άνθρωποι, καλοβαλμένοι, μορφωμένος ο νεαρός. Δεν υπήρχε λόγος να πει όχι η Νιλουφέρ κι ωστόσο εκείνη πάλι όχι είπε. Όταν τη ρώτησαν γιατί, να ποια ήταν η απάντησή της:
"Δεν είδατε πόσο κοντά είναι τα ματοτσίνορά του;"
Άρα, ο άνθρωπος μπορεί, κι αν ακόμα σκύψει το κεφάλι, κι αν ακόμα παραιτηθεί από τον αγώνα, κι αν ακόμα κάθεται χωρίς να κάνει τίποτα, ν' αγκαλιάσει τη ζωή και να την κάνει δική του. Απρόσμενα όμως γεγονότα, που γίνονται και εξελίσσονται έξω από αυτόν, μπορούν να του κάνουν άνω κάτω τη ζωή.
Κι έτσι τελείωσε η πρώτη, ειλικρινέστερη και μεγαλύτερη συζήτηση που είχαν η Νιλουφέρ και η μαμά της για τον έρωτα και το γάμο. Μήπως μαγειρεύω κάτι; αναρωτήθηκε η κοπέλα. Χαμογέλασε αδιάφορα, ναι, κάτι μαγείρευε, αν μαγείρεμα σήμαινε να σκέφτεται κάθε στιγμή της μέρας τον Αλί, που μέχρι τότε τον είχε δει μόνο δυο φορές και τούτη τη στιγμή ήταν στη Γερμανία. Ίσως ήταν ντροπή, ίσως αμαρτία, τον Αλί όμως τον αγαπούσε. Στους καημούς της είχε προσθέσει και τον δικό του καημό, μόνο που, έχοντας σκύψει το κεφάλι, ήταν ήρεμη, πράγμα που εύκολα μπόρεσε να κάνει. Από τη στιγμή που υποτάχτηκε, δεν της έμενε να κάνει τίποτε άλλο, το μόνο που δεν μπορούσε να εμποδιστεί ήταν οι σκέψεις. Ο υποταγμένος άνθρωπος δεν έχει λόγο ν' αγωνίζεται. Κι έτσι η ζωή γίνεται πιο εύκολη.
Η μάνα της πρόσεξε το χαμόγελο της αδιαφορίας της. Κι ίσως για πρώτη φορά δεν βρήκε τη δύναμη να θυμώσει. Η Νιλουφέρ ήταν πάντα στο σπίτι, τι μπορούσε να κάνει το καημένο; Έπρεπε ωστόσο να παντρευτεί. Το τελευταίο, για παράδειγμα, προξενιό ήταν πολύ κατάλληλο. Καλοζωισμένη οικογένεια, πλούσιοι άνθρωποι, καλοβαλμένοι, μορφωμένος ο νεαρός. Δεν υπήρχε λόγος να πει όχι η Νιλουφέρ κι ωστόσο εκείνη πάλι όχι είπε. Όταν τη ρώτησαν γιατί, να ποια ήταν η απάντησή της:
"Δεν είδατε πόσο κοντά είναι τα ματοτσίνορά του;"
Άρα, ο άνθρωπος μπορεί, κι αν ακόμα σκύψει το κεφάλι, κι αν ακόμα παραιτηθεί από τον αγώνα, κι αν ακόμα κάθεται χωρίς να κάνει τίποτα, ν' αγκαλιάσει τη ζωή και να την κάνει δική του. Απρόσμενα όμως γεγονότα, που γίνονται και εξελίσσονται έξω από αυτόν, μπορούν να του κάνουν άνω κάτω τη ζωή.