Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

[ ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΞΙΛΕΩΣΗ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

Βόσπορος
Κυριακή, 22 Απριλίου 1956
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Ο Πέρσης
   Γνώρισα έναν Πέρση. Σήμερα είχαμε για φαγητό την κυρία Κατίνα, τη φίλη του μπαμπά που είναι ποιήτρια. Έφερε μαζί της έναν ψηλό, πολύ αδύνατο και μελαχρινό κύριο, που τον έλεγαν Σαντί. Είναι Πέρσης. Δεν ήξερε τουρκικά ούτε ελληνικά και μιλούσανε στα γαλλικά. Αυτός ο Σαντί είναι, λέει, μεγάλος ποιητής, αλλά τον έδιωξε ο Σάχης της Περσίας γιατί έγραψε ποιήματα εναντίον του. Ο Σάχης είναι πολύ ωραίος και η γυναίκα του η Σοράγια είναι κι αυτή πολύ όμορφη. Είναι όμως η δεύτερή του γυναίκα και λένε ότι αν δεν κάνει αγόρι θα τη χωρίσει κι αυτήν. Για φαντάσου να χώριζε ο μπαμπάς τη μαμά επειδή εμείς είμαστε κορίτσια. Αλλά αυτός, βλέπεις, είναι βασιλιάς και χρειάζεται διάδοχο.
   Ο Σαντί εκτός από ποιητής είναι και ζωγράφος κι είπε ότι έχω πολύ ωραίο λαιμό για να με ζωγραφίσει κανείς. Έτρεξε μάλιστα το δάχτυλό του απ' το αυτί μου στο πιγούνι μου και μετά στον λαιμό μου σαν να με ζωγράφιζε και με κοίταξε. Τα μάτια του ήταν σαν της αγελάδας, καστανά και πολύ λυπημένα, κι εγώ ντράπηκα και κοκκίνησα. Είπε πως είμαι πολύ μικρή, αλλά όταν μεγαλώσω θα γίνω πολύ όμορφη. Μου το μετέφρασε η κυρία Κατίνα. Για τη Μαργαρίτα δεν είπε τίποτα. Φεύγοντας φίλησε το χέρι της μαμάς και της Σοφίας, σαν να ήτανε κι αυτή μεγάλη.
   Μόλις όμως έφυγε, η μαμά έβαλε μια πόστα στον μπαμπά. Δεν κάνει καλά, λέει, να κουβαλά κάθε καρυδιάς καρύδι στο σπίτι, γιατί έχει κορίτσια. Και ο μπαμπάς τής απάντησε ότι αυτή δεν ξέρει και ότι αυτός είναι ανώτερος άνθρωπος. Μπήκε, λέει, σε κίνδυνο για να γράψει για τους φτωχούς ανθρώπους και εναντίον του Σάχη. Η μαμά όμως φοβάται ότι μπορεί να μπούμε σε μπελάδες, γιατί τέτοιοι άνθρωποι είναι τυχοδιώκτες. Φαντάζομαι ότι αυτό σημαίνει ότι διώχνουν την τύχη. Φοβάμαι, λοιπόν, πως δεν θα τον ξαναδούμε τον Σαντί, γιατί πάντα αυτό που θέλει η μαμά γίνεται. Ο μπαμπάς φωνάζει, αλλά στο τέλος κάνει ό,τι του λέει. Κρίμα, γιατί αν με ζωγράφιζε, η Πίτσα με τον Λουκιανό θα έσκαγαν απ' τη ζήλια τους.

   "Ο ενθουσιασμός του μπαμπά", χαμογέλασε η Μαργαρίτα. Στον πολυσυλλεκτικό κύκλο της Πόλης όλοι οι διανοούμενοι είχαν θέση, σε όποια φυλή κι αν ανήκαν. Ο Κώστας, που ενθουσιαζόταν εύκολα, κουβαλούσε στο σπίτι και τραπέζωνε πολλούς οι οποίοι του φαίνονταν αξιόλογοι άνθρωποι. Απ' το σπίτι τους είχαν παρελάσει κατά καιρούς Βόσνιοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Ρώσοι, Βούλγαροι και άλλες φυλές του Ισραήλ. Η Γλύκω θα έκανε το καθήκον της σαν ευγενική οικοδέσποινα, μόλις όμως ο ξένος αποχωρούσε θα εξέφραζε την κρίση της. Ήταν προικισμένη με μια διαίσθηση με την οποία ξεχώριζε και κατέτασσε τους ανθρώπους με την πρώτη συνάντηση. "Αυτός είναι κιμπάρης" (1). "Αυτός είναι χαμένος, να μην τον ξαναπατήσεις εδώ".
   Έτσι και τον Σουάτ μπέη τον είχε "στιμάρει" (2), όπως έλεγε η γιαγιά Περμαθούλα, και τον είχε κατατάξει στους "ζαντέδες" (3). Κι ήταν τυχερή που ήταν πραγματικά ευγενικός άνθρωπος και δεν την εκβίασε, κατάλαβε πως δεν μπορούσε να την έχει δική του, αφού εκείνη αγαπούσε τον άντρα της, και φρόντισε για την ευτυχία της, ευγνώμων για ό,τι του δόθηκε.  [...]

Βόσπορος
Σάββατο, 28 Απριλίου 1956
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Το φλιτζάνι
   Πού να στα λέω. Σήμερα η μαμά μάς πήρε μαζί της στης κυρίας Άρτεμης. Εκεί ήρθε και μια κυρία Θέκλα, που ξέρει και λέει τον καφέ. Ήπιανε τον καφέ τους και μετά γυρίσανε το φλιτζάνι. Της κυρίας Άρτεμης της είπε ότι έχει μεγάλο φούσκωμα στην καρδιά της κι εκείνη αναστέναξε και είπε ότι πώς να μη στεναχωριέται που ο κύριος Απόστολος έχει την καρδιά του, αλλά δεν ακούει, κουράζεται πολύ στο φαρμακείο και θα μείνει καμιά ώρα. Της είπε ακόμη ότι ένα πρόσωπο από Μ τη ζηλεύει και θέλει το κακό της. Η κυρία Άρτεμις είπε ότι θα είναι η κουνιάδα της η Μάγδα, γιατί από νέα που ήτανε, λέει, της έκανε μάγια κι αν δεν είχανε κάνει το ταξίδι στην Αμερική με τον κύριο Απόστολο, να περάσουν θάλασσα και να λυθούν τα μάγια, θα τους είχε χωρίσει.
   Όλα τα βρήκε η κυρία Θέκλα!
   Όταν ήρθε η σειρά της μαμάς, εμείς πήγαμε από πάνω της για να βλέπουμε, αλλά μας έδιωξε γιατί είμαστε μικρές. Της μαμάς της είπε ότι έχουμε γκιότσι (4). Το βρήκε κι αυτό! Της είπε όμως ότι θα πάρει και δυο μεγάλες στεναχώριες και η μαμά ανησύχησε. "Κι άλλες στεναχώριες;" παραπονέθηκε. Τι θα πάθουμε άραγε; Ελπίζω να μην πεθάνει άλλος κανείς. Μας είπε όμως ότι βλέπει και πολλούς παράδες στο φλιτζάνι της μαμάς. Μετά πήρανε τα φλιτζάνια να τα ξεπλύνουνε με νερό για να βγει σωστό το φλιτζάνι. Η μαμά όμως ξέχασε και είπε ευχαριστώ, που δεν κάνει να το λες, και μπορεί να μη βγούνε αυτά που είπε η κυρία Θέκλα.
   Όταν μεγαλώσω θα μάθω κι εγώ να λέω το φλιτζάνι, για να ξέρω τι θα μου συμβεί. Καληνύχτα.

   Μια βδομάδα προτού γυρίσει η Νίκη, της είχε πει το φλιτζάνι της Γλύκως το Γιαβρί, μια γριά που ήρθε στην Ίμβρο πρόσφυγας από τη Μάδυτο. Επειδή όλους τους αποκαλούσε "γιαβρί (5) μου", απέκτησε αυτό το παρατσούκλι. "Εδώ, γιαβρί μου, βλέπω μεγάλη χαρά από ένα αγκάλιασμα και κλάματα πολλά μαζί", της είπε. Και η Γλύκω αναρωτιόταν ποιον θα αγκαλιάσει και θα κλάψει. 
   Την επιστροφή της Νίκης δεν την έζησε η Μαργαρίτα γιατί ήταν στην Πόλη, στο Πανεπιστήμιο. Την άκουσε όμως πολλές φορές και με κάθε λεπτομέρεια από τη Σοφία. Ατρόμητη, αδίστακτη Νίκη. Να φύγει μεταμφιεσμένη με ανδρικά ρούχα και να βρεθεί από τα Άδανα στην Ίμβρο! Αν σκεφτεί κανείς ότι την κυνηγούσε και ο σύζυγος, Τούρκος και στρατιωτικός, το πράγμα χειροτέρευε.
   Τη βοήθησε μια φίλη της, Τουρκάλα, με την οποία συνδέθηκε εκεί, στα Άδανα, που την εφοδίασε με παλιά ρούχα του αδελφού της και της έδωσε και λίγα χρήματα, γιατί δεν είχε τίποτα δικό της, εκτός από μερικά χρυσά βραχιόλια, βέργες, που είναι τουρκικό έθιμο να κάνουν δώρο στις νύφες. Μάλιστα η φίλη της αυτή δεν δέχτηκε ούτε να της τ' αφήσει τα βραχιόλια, έτσι, για ευχαριστώ. Καθώς ήταν άβυζη και μελαχρινή, η Νίκη δεν ήταν δύσκολο να περάσει για νεαρός. Διάλεξε μια μέρα που ο Ενγκίν έλειπε σε γυμνάσια και πήρε το λεωφορείο.
   Η εξυπνάδα της ήταν ότι κινήθηκε γρήγορα με προορισμό την Ίμβρο, ενώ ο Ενγκίν φαντάστηκε πως θα πάει στις θείες της στην Πόλη, που είναι μεγαλύτερο μέρος και κρύβεται κανείς πιο εύκολα. Κι εκεί πήγε και την έψαχνε.
   Από το Τσανάκκαλε μπήκε στο φέριμποτ κι έφτασε νύχτα στο χωριό. Δεν πήγε στο σπίτι των γονιών της, αλλά στη Σοφία. Κάθε φορά που το διηγείται η Σοφία, κλαίει. Για το πώς άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε έναν μελαχρινό Κατσίβελο, έτσι της φάνηκε η Νίκη με τα αντρικά, πώς αγκαλιάστηκαν μετά από τόσα χρόνια, και πώς την πήγανε στο κατώι και την κρύψανε. Εκεί, με αναφιλητά, η Νίκη εξιστόρησε όσα τράβηξε από τότε που σκοτώθηκε το αγοράκι της. Πώς η ζωή της έγινε αφόρητη και πώς σχεδίασε τη φυγή. Εκεί στο κατώι έγινε και η συνάντηση με τη Γλύκω, η οποία ειδοποιήθηκε μες στη νύχτα. Τον σπαραγμό που έκρυβε εκείνο το αγκάλιασμα, μόνο οι δυο τους τον ήξεραν. 
   Ο Κώστας έμεινε σκληρός ως το τέλος. Δεν πήγε να τη δει. Έδωσε όμως χρήματα στον Στράτο και τον συμβούλεψε πώς να τη φυγαδεύσουν. Εκείνος, ο υπέροχος Στράτος, τα κανόνισε όλα. Για καλή τύχη της Νίκης εκείνη την εποχή ετοιμαζόταν μια φουρνιά από παιδιά -που ήθελαν να αποφύγουν τη στρατιωτική θητεία στον τουρκικό στρατό- να περάσουν κρυφά στη Λήμνο. Ο Στράτος βρήκε τον καπετάνιο του μοτοριού την άλλη μέρα και ειδοποιήθηκαν όλοι ότι η αναχώρηση επισπεύδεται. Ο Στράτος την πήγε με το φορτηγάκι του κρυμμένη σ' ένα κοφίνι στο κανονισμένο σημείο. Βοήθησε κι ο καιρός και το άλλο βράδυ η Νίκη βρισκόταν στη Λήμνο. [...]

Βόσπορος
Παρασκευή, 18 Μαΐου 1956
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
   Οι κηδείες  
   Μεγάλο κακό. Πάει η Ελενίτσα. Πνίγηκε. Εκείνο το ωραίο κοριτσάκι που έμενε κοντά στης κυρίας Βιβής και όποτε πηγαίναμε εκεί το βλέπαμε στολισμένο με κορδέλες να κάθεται στο παράθυρο με τη μαμά του. Χτες το πρωί την έβγαλε ο παππούς της να περπατήσουν στην ακροθαλασσιά και του ξέφυγε απ' το χέρι κι έπεσε στο νερό. Ο καημένος προσπάθησε να την πιάσει, αλλά έπεσε κι αυτός μέσα και φαίνεται δεν ήξερε κολύμπι και πνίγηκε κι αυτός. Ο μπαμπάς λέει ότι το ρεύμα του Βοσπόρου σε κείνο το σημείο είναι πολύ δυνατό.
   Σήμερα έγινε η κηδεία. Ήρθε κι ο Δεσπότης. Όλο το χωριό, Τούρκοι, Ρωμιοί και Αρμεναίοι, μαζεύτηκε έξω από την εκκλησία, γιατί μέσα δεν χωρούσανε. Και ο Φετχί εφέντης, ο Ισμαήλ μπέης και άλλοι πήγανε κι αυτοί και σηκώσανε τα φέρετρα. Τα στεφάνια ήταν τόσο πολλά, που τα είχανε βάλει σ' ένα καμιόνι.
   Πίσω από τα φέρετρα ακολουθούσανε η μαμά της Ελενίτσας και ο μπαμπάς της, άσπροι και οι δυο σαν το πανί. Όλοι λυπούνται τη μαμά της, εγώ όμως λυπούμαι και τον μπαμπά της, γιατί αυτός δεν έχασε μόνο την κορούλα του, έχασε και τον πατέρα του και κλαίει και για τους δυο.
   "Είδατε τι παθαίνουν τα παιδιά όταν δεν ακούν τους μεγάλους και απομακρύνονται από κοντά τους", μας είπε η μαμά το βράδυ.
   Δεν είχα δει άλλη φορά να πεθαίνει παιδάκι. Καληνύχτα.

   Πώς να ένιωσε η Νίκη όταν της ξέφυγε απ' το χέρι και σκοτώθηκε ο Χαλντούν; "Πώς αισθάνεται μια μητέρα όταν χάνει το παιδί της;" αναρωτήθηκε η Μαργαρίτα. Ήταν πολύ μικρή για να θυμάται την κηδεία της Ελενίτσας, είχε όμως μπροστά της την εικόνα της μητέρας τού Μετίν. Πώς τραβούσε τα μαλλιά της κι έγδερνε τα μάγουλά της με τα νύχια της. Ο Μετίν ήταν φίλος της, γιος αστυνομικού στην Ίμβρο. Όλες οι γυναίκες τον φώναζαν να τους κάνει διάφορα θελήματα, γιατί ήταν πολύ ευγενικός και πρόθυμος. Και ωραίος. Μια μέρα παίζοντας, σκαρφάλωσε στην καρότσα ενός ανατρεπόμενου φορτηγού και κανείς δεν ξέρει πώς έγινε, ο οδηγός δεν τον είδε, σηκώθηκε η καρότσα και σκοτώθηκε ο Μετίν, θα ήταν τότε δεκατριών δεκατεσσάρων χρονών. Όλοι οι άντρες του χωριού, Τούρκοι και Ρωμιοί, τον συνόδεψαν μέχρι το νεκροταφείο, γιατί οι Μουσουλμάνοι δεν επιτρέπουν στις γυναίκες να παρακολουθούν την κηδεία. Η Μαργαρίτα όμως με άλλα κορίτσια είχαν κρυφτεί πίσω από μια μάντρα και είδαν, με τα δάκρυα να αυλακώνουν τα μάγουλά τους, το πράσινο φέρετρο να περνά. Σκαμπανέβαζε πάνω απ' τα κεφάλια, πλέοντας θαρρείς σε μια θάλασσα που την αλμύρα της την είχαν αισθανθεί στο στόμα τους. Μετά απ' αυτό ο πατέρας του ζήτησε μετάθεση κι έφυγε από το νησί. Η ζωή τους άλλαξε.
   Έτσι και η ζωή της Νίκης πήρε άλλη τροπή με τον θάνατο του Χαλντούν. Όπως τα διηγήθηκε η ίδια το καλοκαίρι, τότε που έδειξε της Μαργαρίτας και τη φωτογραφία του, όσο είχε το αγοράκι ζούσαν ευτυχισμένοι με τον Ενγκίν. Οι πεθεροί της ήταν πολύ σοφούδες (6) και στην αρχή δεν τους καλοφάνηκε που δεν σκέπαζε το πρόσωπό της ή τουλάχιστον δεν φορούσε ένα μπασορτουσού (7). Ο Ενγκίν όμως ήταν τρελός γι' αυτήν. Όταν γέννησε και αγόρι, έδειξαν όλοι πολύ ευχαριστημένοι. Ο Χαλντούν ήταν ένα όμορφο και γερό παιδάκι... Εδώ η φωνή της έσπασε και έμεινε να κοιτά τη φωτογραφία. Έμοιαζε του πατέρα του που ήταν ξανθός με πράσινα μάτια -αυτά τα μάτια την είχαν τρελάνει. Θα μπορούσε όμως να πει κανείς ότι πήρε κι απ' το σόι της Γλύκως. "Ξέρεις, Μαργαρίτα, σου έμοιαζε", της είχε πει. "Όχι τόσο όταν ήταν μωρό, αλλά όσο μεγάλωνε". Μόλις έκλεισε τα τρία, μια μέρα πήγαν να του αγοράσει παπούτσια για το μπαϊράμι. Εκεί, στην αγορά τής ξέφυγε για μια στιγμή απ' το χέρι και τον παρέσυρε ένα φορτηγό.    
   Από τότε όλα άλλαξαν. Τη θεώρησαν υπαίτια για τον θάνατο του παιδιού και οι πεθεροί της έγιναν σωστοί τύραννοι. Δεν την άφηναν να βγαίνει απ' το σπίτι, κι η πεθερά της ήθελε να φορά μακρύ παλτό και μαντίλα και να πηγαίνει μαζί της στο τζαμί. Το χειρότερο όμως ήταν η αποξένωσή της με τον Ενγκίν. Είχε γίνει άλλος άνθρωπος, δεν ήταν πια ο τρυφερός κι ευγενικός άντρας που ερωτεύτηκε. Άρχισε να τη βρίζει και να τη χτυπά. Όταν του είπε ότι αφού πια δεν την αγαπά να πάρουν διαζύγιο, εκείνος γέλασε σατανικά και της απάντησε πως δεν θα της κάνει αυτή τη χάρη. Καθώς η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, σιγά σιγά δούλευε μέσα της το σχέδιο της φυγής. "Παρακαλούσα την Παναγία να μη μείνω έγκυος εν τω μεταξύ".  [...]

Βόσπορος
Τρίτη, 12 Ιουνίου 1956
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Τα χωρίσματα
   Πού να στα λέω. Η Σοφία έδιωξε τον Ιορδάνη. Δεν θα τον πάρει, λέει. Ο μπαμπάς περπατούσε πέρα δώθε και το σπίτι τρανταζόταν ολόκληρο. "Δεν θα με κάνεις εσύ να μην μπορώ να αντικρίσω άνθρωπο στην πιάτσα. Έχω ένα όνομα εγώ", της φώναζε και της έδωσε δύο μπάτσους στα μάγουλα που ήταν όλοι δικοί της. "Στείλτε με στη θεία Ελένη, σε μοναστήρι, σκοτώστε με", φώναζε η Σοφία, "εγώ αυτόν δεν τον παίρνω". Κλάματα, φωνές, ξύλο. Η μαμά μπήκε στη μέση και παρακαλούσε τη Σοφία να το ξανασκεφτεί. Και τώρα εκείνη κλαίει στο δωμάτιό της και ο μπαμπάς με τη μαμά κλειστήκανε κι αυτοί στο δικό τους και τους ακούω που κουβεντιάζουν.
   Τώρα θα πρέπει η Σοφία να δώσει πίσω τον σταυρό και τα δαχτυλίδια. Κρίμα, γιατί αν γινόταν ο γάμος θα μας έραβαν καινούργια ρούχα. Καλός μου φαίνεται ο Ιορδάνης, μάλλον η Σοφία είναι παράξενη.
   Θα την ξαναστείλουνε άραγε στο σχολείο τώρα που δεν θα είναι πια αρραβωνιασμένη;

   Ένας περίπατος είχε κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει. Ήρθε ο Ιορδάνης να την πάρει για έναν περίπατο. Την πήγαινε συνήθως δίπλα στη θάλασσα και την κερνούσε γκαζόζα, αλλά αν δεν ζητούσε η Σοφία να καθίσουνε, εκείνος ποτέ δεν της το πρότεινε. Στον δρόμο που περπατούσαν της έδινε και μερικά φιλιά. Αυτό ήταν όλο. Ο Ιορδάνης ήταν παιδί με αρχές. 
   Εκείνη την ημέρα του είπε ότι είναι κουρασμένη και να μην περπατήσουν πολύ. Όμως του Ιορδάνη το ένα κεντράκι του μύριζε και το άλλο του βρώμαγε. Εδώ έχει πολύ κόσμο, εκεί δεν έχει τραπέζι πάνω στη θάλασσα, φτάσανε αρκετά μακριά. Η Σοφία ήταν και αδιάθετη, είχε περίοδο, δεν άντεχε άλλο. Του ζήτησε να πάρουν ντολμούς και να γυρίσουν σπίτι. "Αν γυρίσουμε με αυτοκίνητο θα σε χάσω γρήγορα, αν πάμε με τα πόδια θα έχω το κορίτσι μου πιο πολλή ώρα στην αγκαλιά μου", της είπε. Η Σοφία έσφιξε τα δόντια και δεν μίλησε. Όταν την έφερε στην πόρτα της, στράφηκε και του είπε σαν του έλεγε καληνύχτα: "Ιορδάνη, ως εδώ ήταν, τώρα θα περπατάς μόνος σου", τον παράτησε σύξυλο και ανακοίνωσε στους γονείς της την απόφασή της να διαλύσει τους αρραβώνες.
   Η Γλύκω, που είχε ζήσει και τις σκηνές στην Πρώτη, κατάλαβε ότι η Σοφία θα ήταν δυστυχισμένη με τον Ιορδάνη και όλη τη νύχτα τον έψησε τον Κώστα. "Ο τσιγκούνης στην τσέπη, γίνεται τσιγκούνης και στα αισθήματα", είπε. Έτσι την άλλη μέρα έγινε και επίσημα η διάλυση των αρραβώνων. Γράφτηκε και στην Απογευματινή, στα κοινωνικά.
   "Μαργαρίτα, μην αφήσεις άλλους να ορίζουν τη ζωή σου", της είχε πει τις προάλλες, πριν φύγει για την Αθήνα, η Σοφία. "Ακόμη και λάθος να κάνεις, να είναι δικό σου".
   Εκείνη τη στιγμή το μυαλό της πήγε στη Νίκη. "Ναι, αρκεί να υπάρχουν και οι άλλοι κάπου μέσα στο πεδίο της σκέψης σου, οι επιλογές σου να μη γίνονται εις βάρος τους", σκέφτηκε. Προσπάθησε μια μέρα, όταν συναντήθηκαν με τη Νίκη στην Αθήνα, να συζητήσει το θέμα μαζί της. Τη ρώτησε αν τότε που παντρεύτηκε είχε πάει στον Τελλή μπαμπά. Από μικρές θαύμαζαν τις Τουρκάλες νύφες, οι οποίες πήγαιναν εκεί με τα νυφικά τους, άφηναν τάμα πάνω στο μνήμα του τις ασημοκλωστές που τις στόλιζαν και τον παρακαλούσαν για καλή ζωή. Το μνήμα ήταν ολόκληρο σκεπασμένο από τις κλωστές αυτές.
   Η Νίκη όμως δεν ήθελε να τα θυμάται. "Έτσι όπως παντρεύτηκα εγώ, ούτε νυφικό δεν φόρεσα..." ψιθύρισε. "Καλά, Νίκη, δεν σκέφτηκες καθόλου εμάς, τη μαμά, τη στεναχώρια μας;" επέμεινε η Μαργαρίτα. Τι βλέμμα ήταν αυτό που της έριξε τότε η αδελφή της. "Είναι κάποια πράγματα που δεν ξέρεις και δεν μπορείς να καταλάβεις..." της είπε και η Μαργαρίτα θύμωσε. Τι νόμιζαν δηλαδή οι αδελφές της; Ότι επειδή εκείνη δεν είχε ζήσει τον μεγάλο έρωτα όπως αυτές, δεν μπορούσε να καταλάβει; Έβλεπε, και πολύ καλά μάλιστα, πώς πίκραναν τους γονείς τους, όχι τόσο η Σοφία, όσο η Νίκη. "Δεν γίνεται να είναι τόσο εγωιστική η αγάπη", σκεφτόταν.
   Η Νίκη όμως κάτι άλλο εννοούσε. Γιατί η Νίκη τη σκεφτόταν τη μαμά της και αυτήν ήθελε να πληγώσει όταν έφευγε με τον Ενγκίν. Εκείνη είχε βρει το γράμμα που έγραψε ο Σουάτ μπέης και που η Γλύκω το φύλαξε -για ποιον λόγο άραγε;- και τότε, έντεκα χρονών διαβολάκι, κατάλαβε ότι αυτό αφορούσε κάποιο συνταρακτικό μυστικό. Το έκρυψε επιμελώς και αργότερα προσπάθησε σιγά σιγά να ξετυλίξει τον μίτο ρωτώντας δήθεν αδιάφορα τη Γλύκω και τη Βιργινία, ακόμη και τον Κώστα. Έτσι ανέμελα είχε ρωτήσει μια φορά τη μητέρα της, την ώρα που κάθονταν να φάνε, τι σημαίνει "ινκιάρ καλέντιρ" και η Γλύκω κόντεψε να ρίξει απ' τα χέρια της την πιατέλα με τις πιπεριές ντολμάδες που κρατούσε. Μεγαλώνοντας, η Νίκη κατάφερε να συναρμολογήσει μια ιστορία η οποία, αν και δεν ανταποκρινόταν απόλυτα στην πραγματικότητα, ενοχοποιούσε τη Γλύκω με κάποια σκοτεινή και ανεξιχνίαστη προδοσία προς τον πατέρα της και μάλιστα με αλλόθρησκο. [...]

Βόσπορος
Παρασκευή, 29 Ιουνίου 1956
   Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Το μυστικό
   Πού να στα λέω! Ανακάλυψα ένα μυστικό! Δεν ξέρω ακόμα αν είναι της Σοφίας ή της μαμάς, αλλά θα το μάθω. Δεν μπορώ όμως να σου γράψω τίποτα, γιατί μπορεί κανείς ξένος να διαβάσει το ημερολόγιό μου. Ξέρω όμως ότι είναι μυστικό, γιατί το βρήκα κρυμμένο σ' ένα κρυφό μέρος στην ντουλάπα, στην κάμαρα της μαμάς. Όλοι είναι απασχολημένοι με το γκιότσι και φαίνεται ότι το είχανε ξεχάσει. Καληνύχτα τώρα.

   Η Μαργαρίτα χαμογέλασε. "Τι μυστικό να ήταν αυτό που την είχε αναστατώσει τόσο τη Νίκη;" Αυτή ήταν η πιο σύντομη καταγραφή στο ημερολόγιό της - "ίσως πέτυχε κανένα ραβασάκι της Σοφίας από τον Λάζαρο", φαντάστηκε. Εκείνη τη στιγμή δεν μπόρεσε να συνδέσει το μυστικό με το γράμμα που είχε βρει κρυμμένο μέσα στο ημερολόγιο και προχώρησε παρακάτω. [...]

   "Σεκερίμ", έτσι είπε η Γκιουλέν αμπλά τη Γλύκω. Είχε πάει να αποχαιρετίσει τη Μαργαρίτα. "Σεκερίμ τεϊζέ (8) πολύ θα στεναχωριέται", της είπε αγκαλιάζοντάς τη σφιχτά. Ήταν η δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο απόγευμα που η Μαργαρίτα άκουγε αυτό το όνομα για τη μαμά της. Οι Τούρκοι γνωστοί τους έτσι τη φώναζαν τη μαμά της, χαϊδευτικά, μεταφράζοντας το όνομά της στα τουρκικά. Η λέξη είχε καρφωθεί ενοχλητικά στο μυαλό της και την απασχολούσε, χωρίς να ξέρει τον λόγο.    
   Όταν η Βιργινία έριξε την καράφα με το νερό πίσω απ' το ταξί για το καλό κατευόδιο, γέλασε μηχανικά και τους χαιρέτισε κοιτάζοντάς τους από το πίσω παράθυρο να μικραίνουν, όπως στο σινεμά όποτε μακραίνει το πλάνο. Όση ώρα το ταξί τη μετέφερε στο αεροδρόμιο, είχε ένα βουητό μες στο κεφάλι της που την εμπόδιζε να σκεφτεί. Στην αίθουσα αναμονής όμως τα πράγματα συνδέθηκαν ξεκάθαρα στο μυαλό της, κατάλαβε γιατί την ενόχλησε η λέξη αυτή κι αισθάνθηκε ένα ρίγος.
   Νωρίτερα είχε συναντηθεί με τη Νερμίν και πέρασαν απ' το γραφείο του Ιμπραήμ εφέντη, του πατέρα της, για να τον αποχαιρετίσει η Μαργαρίτα. Ο πατέρας της Νερμίν ήταν δικηγόρος κι είχε ένα μικρό γραφείο στο Παγκάλτι. "Καλώς τες, καλώς τα κορίτσια μου", είπε γελαστός όπως πάντα. "Σουάτ μπέη, να σας γνωρίσω τις κόρες μου", απευθύνθηκε σ' έναν ηλικιωμένο κύριο, ο οποίος καθόταν σε μια αναπηρική πολυθρόνα και συνοδευόταν από έναν αγέλαστο και γεροδεμένο άντρα. "Δεν ήξερα ότι είχες δύο κόρες", είπε ο ηλικιωμένος κύριος και γύρισε να χαιρετίσει τα κορίτσια. Για μια στιγμή έμεινε ακίνητος καθώς αντίκρισε τη Μαργαρίτα, και μετά τα μάτια του άστραψαν με μια παράξενη λάμψη.   
   Όταν έγιναν οι συστάσεις κι άκουσε το επίθετό της, ο Σουάτ μπέης της είπε πως κάποτε πριν από πολλά χρόνια είχε γνωρίσει τους γονείς της. "Είχατε και μια πολύ ωραία μητέρα, που της μοιάζετε αρκετά", συμπλήρωσε. "Να δείτε που θυμάμαι ότι το όνομά της ήταν κάπως, τατλί (9), σεκέρ..." και στη συνέχεια ρώτησε αν είχε άλλα αδέλφια και πόσω χρονών ήταν και τι έκαναν, αν είχαν παντρευτεί. Μεγάλο ενδιαφέρον, το οποίο εκείνη την ώρα το απέδωσε στη γνωστή τουρκική αβροφροσύνη. Φαινόταν ότι ο άνθρωπος ήταν κάποιος ζαντές.
   Η καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στο "Ζάππειο" τους είχε εξηγήσει πώς γίνεται η αποκατάσταση των ψηφιδωτών. Πώς σχεδιάζουν το περίγραμμα και τοποθετούν μετά μία μία τις χρωματιστές ψηφίδες για να συμπληρώσουν το κομμάτι που λείπει. Έτσι, σαν ψηφιδωτό από σκόρπιες λέξεις, αναμνήσεις, ματιές, ακόμη και από διαίσθηση, παρουσιάστηκε η αλήθεια μπροστά της.
   Η αποκάλυψη ήταν οδυνηρή για τη Μαργαρίτα. Βέβαια, Γλύκα μου, Γλύκω μου... Σεκερίμ... Το γράμμα που έκρυβε η Νίκη τόσα χρόνια το έγραψε κάποιος Τούρκος στη μητέρα της. Έτσι εξηγείται και το καλλιγραφικό γράψιμο και η πένα -ήταν γράμμα μιας άλλης εποχής. Το δυσανάγνωστο Ε ήταν κάποιο άλλο γράμμα, L ίσως, μπορεί και F ή S... Σουάτ μήπως; Πόσο καλά γνώριζε ο Σουάτ μπέης τη μαμά της για να ξέρει και το τουρκικό χαϊδευτικό της; Και ο Τούρκος αυτός, σύμφωνα με το γράμμα, είχε ζήσει με τη μαμά της στιγμές που θα του έμεναν αξέχαστες. Πότε άραγε έγιναν όλα αυτά, πριν παντρευτεί τον μπαμπά ή μετά; Ο Σουάτ μπέης είχε πει ότι γνώριζε και τον πατέρα της. Στη σκέψη αυτή η Μαργαρίτα ανατρίχιασε. Το πρότυπο της μητέρας, της ενάρετης συζύγου κατέρρεε. Και γιατί της έλεγε στο γράμμα να αρνηθεί τα πάντα; Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή και οι σκέψεις ορμούσαν με δύναμη στο μυαλό της, παραλύοντας το κορμί της.  Δίπλα της μια οικογένεια, μετανάστες για τη Γερμανία, οι γυναίκες με τσαρσάφια (10) είχαν στρώσει κάτι κιλίμια χάμω και κοίμιζαν τα παιδιά τους. Μια παρέα χίπιδες έπαιζαν τις κιθάρες τους και σιγοτραγουδούσαν. Εκείνη καθόταν εκεί, σε μια καρέκλα - νησίδα μόνη στη μέση της πολυκοσμίας, και έβλεπε τον κόσμο της να γίνεται συντρίμμια. Σαν σε όνειρο άκουσε την αναγγελία της πτήσης και σηκώθηκε σαν αυτόματο.
   Τη στιγμή που δρασκέλιζε το κατώφλι του κτηρίου του αεροδρομίου για να μπει στο λεωφορείο που θα την πήγαινε στο αεροπλάνο, σταμάτησε ξαφνικά με το πόδι μετέωρο, σαν να τη χτύπησε κεραυνός. "Η Σοφία", έλαμψε ένα εκτυφλωτικό φως στο μυαλό της. Η μαμά, η Σοφία... "Παρακαλώ, προχωρήστε", η αεροσυνοδός τής έδειχνε τον δρόμο. Η ματιά της Μαργαρίτας έπεσε στο ρολόι της. Ήταν πολύ ασυνήθιστο -ασημένιο μπρασελέ που τυλιγόταν σαν φίδι γύρω απ' τον καρπό και στο κεφάλι του φιδιού το ρολόι. "Θα το θυμάμαι αυτό το ρολόι σ' όλη μου τη ζωή", μονολόγησε και μετά απόρησε με τον εαυτό της που πρόσεχε τέτοιες λεπτομέρειες σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή.
   Δεν κατάλαβε πώς έφτασε στη θέση της στο αεροπλάνο. Ναι, η εικόνα συμπληρωνόταν σιγά σιγά. Ταίριαζε τώρα το γράμμα και με μια συζήτηση που είχε κάποτε γίνει για το μικρό ελάττωμα στο πόδι του Χρυσού -τα δυο δάχτυλα που ήταν σαν παραμορφωμένα. "Αυτό από τους παππούδες του το πήρε, είναι κληρονομικό", είχε παρατηρήσει ο γιατρός. Κάθονταν χαλαρωμένοι στην αμμουδιά μετά το μπάνιο. "Εμείς μια φορά δεν το 'χουμε, είναι Πατεραγκέικο", βεβαίωσε κατηγορηματικά ο Στράτος. Και ενώ ο Πατεράγκας εξέταζε τα ξυπόλυτα κανονικά του δάχτυλα, πετάχτηκε η Γλύκω με βιασύνη: "Ο Ζήσης μας είχε τέτοια δάχτυλα", είπε, και η Μαργαρίτα έφερε τώρα μπροστά στα μάτια της το προβληματισμένο βλέμμα του γιατρού, ο οποίος έσπευσε να αλλάξει κουβέντα. Ήταν σίγουρη πια η Μαργαρίτα ότι η Σοφία δεν είχε πατέρα τον Κώστα. Αυτός, ο Σουάτ μπέης, ήταν ο πατέρας της. Και τα μάτια του γι' αυτό της είχαν φανεί οικεία. Τα μαύρα σαν κάρβουνο μάτια της Σοφίας, τα "αμαρτωλά", που κανένας στην οικογένειά τους δεν είχε σαν κι αυτά. 
   "Μα, τρελαίνομαι, είναι δυνατόν να συμβαίνουν τέτοια πράγματα;" μονολόγησε. Μετά όμως θυμήθηκε το ενδιαφέρον του Σουάτ μπέη για τη Σοφία και ξαναβούλιαξε στην απελπισία. "Το αμάρτημα της μητρός μου", της ήρθε στο μυαλό ο τίτλος ενός διηγήματος που είχαν διαβάσει στο σχολείο. Μα πώς μπόρεσε η μαμά της να τους παριστάνει την αγία; Κι εκείνη που έκανε το παν για να την ευχαριστήσει, για να μην πικραθεί η Γλύκω... Σεκερίμ, Σεκερίμ... Η τρυφερή λέξη χτυπούσε σε κάθε συλλαβή και μια σφυριά μες στο κεφάλι της. 
   Το αεροπλάνο άρχισε να τροχοδρομεί. Και η Νίκη, η Νίκη ήξερε! Αυτό ήταν το μυστικό που ανακάλυψε. Τώρα τη δικαιολογούσε για ό,τι είχε κάνει. "Ω, μαμά, πόσο σε μισώ", σκέφτηκε και τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. "Μας έκανες όλες δυστυχισμένες". Κοίταξε έξω απ' το παράθυρο για να μην τη βλέπει ο διπλανός της να κλαίει.
   Το αεροπλάνο ξεκόλλησε από τη γη. Άλλη φορά η Μαργαρίτα θα έκανε τον σταυρό της, τώρα όμως την είχε απορροφήσει η οργή που αισθανόταν για τη μητέρα της. Τι θα έλεγε η θεία Βιργινία αν ήξερε το φοβερό μυστικό της μαμάς -ή μήπως το ήξερε; "Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω".  Τι άλλο θα έλεγε για να δικαιολογήσει την αγαπημένη της αδελφή; Α, η Μαργαρίτα δεν είχε αμαρτίες, μπορούσε να ρίξει την πέτρα. Θα ήταν η πρώτη που θα το 'κανε. Το αίμα της έβραζε.
   Το αεροπλάνο άρχισε να παίρνει ύψος διαγράφοντας τόξο. "Φεύγω", σκέφτηκε, "φεύγω και δεν θέλω να ξαναγυρίσω. Όχι ορεβουάρ, ούτε εις το επανιδείν... Μακριά από τον τόπο αυτό που οι έρωτες μπορεί να προκαλέσουν τόση καταστροφή, μακριά από την οικογένεια αυτή με τα ανομολόγητα μυστικά, μόνη μου θα βρω τον δρόμο μου".
   Κάτω ο Κεράτιος είχε πάρει ένα γκρι-ροζ μαργαριταρένιο χρώμα και τα τζάμια των σπιτιών στο Σκούταρι στραφτάλισαν φλογισμένα στο φως του ήλιου που έδυε. "Γι' αυτό την έλεγαν Χρυσούπολη", θυμήθηκε. Η καρδιά της πόνεσε. Αισθάνθηκε ένα κενό μέσα της. Σαν να πέρασαν αστραπιαία από το μικρό παραθυράκι του αεροπλάνου οι καταπράσινες αγκαλιές του Βοσπόρου, τα γραφικά στενά της Πόλης, οι ακρογιαλιές της Ίμβρου... "Εδώ είναι ο τόπος μου", αναλογίστηκε. "Εδώ είναι οι ρίζες μου. Δεν μπορώ να τις απαρνηθώ". Στο βάθος του διαδρόμου η αεροσυνοδός έδειχνε τις εξόδους κινδύνου και πώς έπρεπε να φορέσουν το σωσίβιο. Απέστρεψε το βλέμμα της. "Καλύτερα να πεθάνω", σκέφτηκε. "Καλύτερα να πέσει τώρα το αεροπλάνο στα βαθιά νερά της Προποντίδας, να πάω στον πάτο μαζί με τα φοβερά μυστικά". Τα δάκρυα ξαναπλημμύρισαν τα μάτια της και κοίταξε πάλι έξω.
   Και τότε, τη θέση των τοπίων διαδέχτηκαν μορφές. Έξω απ' το παράθυρο πέρασαν οι αδελφές της και ο πατέρας της, για τον οποίο ένιωθε τώρα οίκτο, οι γιαγιάδες, η Φούλα και η Νερμίν, ο Φίλιππας και η Μισέλ, η θεία Βιργινία, ακόμα και η σιλουέτα του Σουάτ μπέη παρήλασε στο αναπηρικό του καροτσάκι. Και τελευταία απ' όλους εμφανίστηκε αυτή που προσπαθούσε να αποφύγει, η Γλύκω. Η μητέρα της ήρθε πετώντας στους αιθέρες και αιωρήθηκε εκεί, πάνω από το σημείο όπου οι τρεις θάλασσες έσμιγαν τα νερά τους, κοιτάζοντάς τη λυπημένα με τα μεγάλα γαλαζοπράσινα μάτια της.
   Είχε ακούσει κάποτε έναν φίλο της, ο οποίος κινδύνεψε να πεθάνει από ηλεκτροπληξία, να της εξηγεί πώς τα λίγα δευτερόλεπτα που τον ταρακουνούσε το ρεύμα όλη του η ζωή πέρασε σαν κινηματογραφική ταινία από μπροστά του. Κάτι παρόμοιο συνέβη τώρα και στη Μαργαρίτα. Κοιτάζοντας τα μάτια της μητέρας της είδε μέσα τους τη Γλύκω να της χτενίζει την πλεξούδα, να της στρώνει τον κεντημένο κάτασπρο γιακά πριν φύγει για το σχολείο, να της κρατά το βιβλίο για να της πει το μάθημα, να τη ρωτά με αγωνία για τους έρωτές της. Την παρακολούθησε να σερβίρει το φαγητό με την οικογένεια καθισμένη γύρω απ' το τραπέζι και να υποδέχεται τις φίλες της τις Πέμπτες. Την είδε σκεφτική για την τύχη της Σοφίας, απελπισμένη με την αποκοτιά της Νίκης, ανήσυχη για το μέλλον της Μαργαρίτας.
   Άκουσε ακόμα, σαν να της τα διηγιόταν η μητέρα της -περισσότερο τα ένιωσε- κι αυτά που τα μάτια της δεν είχαν ποτέ αντικρίσει. Την τρομερή αγωνία της Γλύκως όταν κατάλαβε ότι είναι έγκυος, τη συντριβή για το ψέμα που ήταν αναγκασμένη να πει στον Κώστα για να περισώσει την τιμή και την αξιοπρέπειά της, τα καυτά δάκρυα μεταμέλειας που μούλιαζαν το μαξιλάρι της, τον αμαρτωλό πόθο για τα παράνομα χάδια που κυρίευε απρόσμενα το κορμί της, τις ενοχές και τον φόβο Θεού για τις συμφορές που έβρισκαν την οικογένειά της, τις προσπάθειες να μείνει θαμμένο το μυστικό με κάθε θυσία. Τράβηξε ταραγμένη τα μάτια της απ' το παράθυρο.
   Η αεροσυνοδός έδειχνε με χαμόγελο τη χρήση της μάσκας οξυγόνου. "Μα πώς μπορεί να χαμογελά", απόρησε η Μαργαρίτα. Η ταραχή της ήταν τέτοια, που σχεδόν είχε πιστέψει ότι το αεροπλάνο έπεφτε. Στράφηκε στο παράθυρο με λαχτάρα, αναζητώντας να δει για μια τελευταία φορά τη Γλύκω. Έξω όμως υπήρχε μονάχα το κενό. Καθώς το αεροπλάνο έγειρε από την αντίθετη πλευρά, για να πάρει στροφή, η ξηρά χάθηκε κι αυτή και αντίκρισε μόνο τον απέραντο ουρανό που είχε ένα απαλό χρυσαφί χρώμα. "Όπως ήταν τα μαλλιά της μαμάς", σκέφτηκε με λαχτάρα. 
   Τότε συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να τη μισήσει. Το αμάρτημά της δεν ήταν αρκετό για να πνίξει την αγάπη της κόρης. Ένιωσε να συμπάσχει με τη μητέρα της. Με τι αγωνίες να έκρυβε το μυστικό της τόσα χρόνια; Και τι χτύπημα θα ήταν γι' αυτήν η αποστασία της Νίκης; "Όλοι κάνουμε λάθη", ήχησαν στ' αυτιά της τα λόγια της αδελφής της. Θα 'πρεπε να έχει μια εξήγηση η Γλύκω για το φέρσιμό της. Θα ήθελε κάποτε να την ακούσει η Μαργαρίτα. Ή μήπως δεν είχε πια σημασία; Κατάλαβε ότι της ήταν αδύνατον να ρίξει τον λίθο. "Όχι", σκέφτηκε, "περασμένες αμαρτίες δεν έχω, αλλά μελλούμενες;" Ήταν τόσο νέα. Ήξερε τι της επιφυλάσσει το μέλλον; Μέσα σε λίγα λεπτά τα αισθήματά της είχαν μεταστραφεί. Η καρδιά της μαλάκωνε και σκεφτόταν με τρυφερότητα τη μητέρα της. Ναι, τρυφερότητα, συμπόνια, ακόμα και κατανόηση πήραν διαδοχικά τη θέση της οργής στην καρδιά της.
   "Συγχωρώ", μονολόγησε. Χωρώ μαζί με τον άλλο. Το στήθος της φούσκωνε από χαρούμενη συγκίνηση και το δυσάρεστο συναίσθημα στράγγιζε σιγά σιγά από μέσα της, κατέβαινε στα πόδια της και χανόταν θαρρείς στη θάλασσα. Ναι, ήταν σίγουρη τώρα ότι μπορούσε να χωρέσει μαζί με τη μητέρα της στο ίδιο δωμάτιο, μπορούσε να φωλιάσει ξανά στη ζεστασιά της. Να αγκαλιαστούν και να βάλει το χέρι της εκεί, στον άσπρο της λαιμό που το δέρμα του είχε αρχίσει να ζαρώνει, και να νιώσει το αίμα της να πάλλεται... Κι ας ήξερε ότι και κάποιος άλλος, άνομα, είχε ακουμπήσει τα χείλη του στο ίδιο σημείο.
   Το αεροπλάνο ολοκλήρωσε τη στροφή του και είδε από το παράθυρο τα Πριγκιπόννησα που ξεχώρισαν σαν πολύτιμες σκουροπράσινες πέτρες. Α, θα ζούσε, πήρε την απόφαση, και θα ξαναγύριζε, θα αγκάλιαζε ξανά τη μητέρα της.
   "Θα σας ξαναδώ", σκέφτηκε, κοιτάζοντας τα βαπόρια που φάνταζαν σαν παιχνιδάκια από κει πάνω, "και μέχρι τότε... Αλλασμαλαντίκ (11)". Ναι, αυτός ήταν ο πιο κατάλληλος αποχαιρετισμός. Όπως λένε οι Τούρκοι όταν φεύγουν: Σας αφήνω στα χέρια του Θεού. Και αυτοί που μένουν πίσω αποκρίνονται: "Γκιουλέ γκιουλέ" (12). Της φάνηκε πως άκουσε τα βαποράκια να σφυρίζουν απαντώντας στον χαιρετισμό της: "Πάντα με γέλια και χαρές, Μαργαρίτα".
   Καθώς το μετάλλινο πουλί πήρε ύψος και χώθηκε στα σύννεφα, η Μαργαρίτα άπλωσε το χέρι να πάρει την πορτοκαλάδα που της πρόσφερε η χαμογελαστή αεροσυνοδός.                           

Σταθοπούλου Ρέα, Οι ποδηλάτισσες, εκδ. "Ωκεανίδα"

Σημειώσεις:
(1) Κύριος, ευγενής.
(2) Εκτιμήσει.
(3) Αρχοντογεννημένοι. 
(4) Μετακόμιση. 
(5) Μικρό (έτσι λένε τα μικρά των ζώων). 
(6) Θρησκόληπτοι.
(7) Κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μια μαντίλα. 
(8) Θεία. 
(9) Γλυκό. 
(10) Ρούχο που σκεπάζει το σώμα και το πρόσωπο. 
(11) Αλλαχά ισμαρλαντίκ: Σ' αφήνω στον Θεό (τουρκικός αποχαιρετισμός, που τον λέει αυτός που φεύγει). 
(12) Να γελάς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: