Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

[ Η ΖΩΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΆΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

    Τα προξενιά της Νιλουφέρ
   Είχε ξυπνήσει πριν από ώρα, αλλά δεν τολμούσε να βγει από το κρεβάτι της... Πάγωνε μόλις έβγαζε το χέρι της από το πάπλωμα, κι ας ήταν έξω χαρά Θεού. Έπρεπε ωστόσο να σηκωθεί, αν καθυστερούσε να κατέβει για τις ευχές του μπαϊραμιού, η μάνα της θα χαλούσε τον κόσμο. Έχωσε τα χέρια της κάτω από το πάπλωμα και ζάρωσε στο βάθος του κρεβατιού. Κοίταξε τα κρεβάτια δίπλα της, ήταν και τα δυο άδεια, η Αϊφέρ και ο Τουργκούτ είχαν ήδη κατέβει κάτω.
   Χουζούρευε ακόμα, όταν η πόρτα άνοιξε με θόρυβο κι ο Τουργκούτ μπήκε φουριόζος στο δωμάτιο με το τριζάτο ναυτικό κοστούμι του.
   "Αδελφή, σήκω γρήγορα, μ' έστειλε η μάνα μου, είμαστε όλοι κάτω, αν ανέβω επάνω, θα την ταράξω, μου είπε".
   "Άσε με ήσυχη, έρχομαι".
   Σηκώθηκε, βγήκε απ' το δωμάτιο, το μεγάλο ξύλινο σπίτι δεν έλεγε να ζεσταθεί παρά τις δυο μεγάλες σόμπες, και το πιο κρύο μέρος ήταν η τουαλέτα. Έπλυνε με παγωμένο νερό το πρόσωπό της, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, κι ήταν τόσο σκυθρωπή, που ανάμεσα στα δυο της φρύδια είχε σχηματιστεί μια γραμμή σαν αυτή που έχουν τα γερασμένα πρόσωπα. Γύρισε τρέμοντας από το κρύο στο δωμάτιο, φόρεσε το καινούργιο της φόρεμα, προσπάθησε να δει τον εαυτό της στον μικρό καθρέφτη στον τοίχο, έστριψε μια δεξιά μια αριστερά... Κοίταξε κάθε μέρος του σώματός της χωριστά, το μελέτησε μια από τη μια πλευρά και μια από την άλλη. Το σχέδιο του φουστανιού ήταν πολύ άσχημο, μα φοράνε τόσα φρουφρού σ' αυτή την ηλικία! Ούτε καν το μάκρος του δεν ήταν όσο το είχε ζητήσει, λίγο ακόμα και θα έφτανε στις φτέρνες της... Λίγο, λίγο πιο κοντό το ήθελε.
   Μπράβο σου, κυρία Μουκερρέμ, έτσι κάνουνε;
   Κατέβηκε τις ξύλινες σκάλες, κάνοντας όσο περισσότερο θόρυβο μπορούσε. Η μάνα της τής έριξε μια βλοσυρή ματιά.
   "Είσαι δεκάξι χρονών, αυτά που κάνεις εσύ ούτε τα μικρότερά σου αδέλφια δεν τα κάνουν..." της είπε.
   Ο πατέρας της γελούσε... Σίγουρα κανείς δεν έβλεπε ότι ο πατέρας της γελούσε, το ήξερε όμως η Νιλουφέρ, ήταν μάλιστα σίγουρη ότι μόνο εκείνη μπορούσε να δει ότι ο πατέρας της γελούσε.
   Στήθηκαν στη σειρά μπροστά στον πατέρα τους... Πρώτη απ' όλους η μητέρα τους, από πίσω η Νιλουφέρ, μετά η Αϊφέρ, μετά ο Τουργκούτ... Πρώτα φίλησαν το χέρι του πατέρα, μετά της μητέρας τους, αγκαλιάστηκαν. "Τώρα θα φιλήσετε και το δικό μου χέρι, είμαι η μεγάλη σας αδελφή", είπε η Νιλουφέρ κι άπλωσε το χέρι στ' αδέλφια της.
   Κι ενώ τ' αδέλφια της το φιλούσαν γελώντας, η Νιλουφέρ κοίταξε τη μητέρα της, η μητέρα έκλαιγε... Άραγε η μητέρα της, μετά το θάνατο των δύο αγοριών της, που πέθαναν μωρά, δεν αγαπούσε καθόλου τα παιδιά που της είχαν μείνει ζωντανά;
   Η μητέρα της πέρυσι, για μοναδική και τελευταία φορά πέρυσι, είχε διηγηθεί στη Νιλουφέρ πώς παντρεύτηκε, πώς γέννησε τα παιδιά της, πώς τα παιδιά πέθαναν...
   "Ο πατέρας σου πάλι πολεμούσε, όταν γεννήθηκε ο Τζενγκίζ, δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω λάθος, τη μέρα που γεννήθηκε είχε γίνει και μια ανακοίνωση. Είχε αποφασιστεί η μεταφορά της Πρωτοχρονιάς από τον Μάρτη στην πρώτη του Γενάρη. Ένα χρόνο μετά γεννήθηκε κι ο Ερτουγρούλ, τη μέρα που πέθανε ο Αμπτουλχαμίτ Β'. Ο πατέρας σου, έξι μήνες περίπου μετά τη γέννηση του Ερτουγρούλ, μ' ένα τηλεγράφημα, μας είπε τι όνομα ήθελε να δώσουμε στο παιδί. Τη μέρα που ήρθε το τηλεγράφημα οι Εγγλέζοι βομβάρδιζαν την περιοχή γύρω από τον Κεράτιο. Όταν γύρισε ο πατέρας σου, βάλαμε τον γιο της θείας σου δίπλα δίπλα με τον Τζενγκίζ, "πες μας, ποιος είναι ο δικός σου;" τον ρωτήσαμε. Εκείνος σκέφτηκε λίγο και "αυτός είναι", είπε. Το είχε καταλάβει, είχε δείξει τον Τζενγκίζ. Πόσο πολύ είχα χαρεί εκείνη τη στιγμή... Όταν πέθανε ο Τζενγκίζ, πάλι έλειπε, πάλι πολεμούσε... Τα ίδια και με τον Ερτουγρούλ, πάλι έλειπε..."
   Η Νιλουφέρ υπέφερε όσο τα σκεφτόταν αυτά, ξαφνικά ένιωσε ώριμη, λογική, δεν θα ξαναθύμωνε με τη μητέρα της. Μάνα ήταν, σίγουρα τ' αγαπούσε τα παιδιά της, σίγουρα τ' αγαπούσε, είπε μέσα της. Και μ' έναν κόμπο που της σκάλωσε στο λαιμό, προχώρησε προς το παράθυρο, είδε κρεμασμένο πάνω σ' ένα δέντρο το δέρμα του σφάγιου, ξεροκατάπιε κι άφησε τα δάκρυά της να σταλάξουν μέσα της. Την πλησίασαν ο Τουργκούτ και η Αϊφέρ, η Αϊφέρ έκλαιγε. Η Νιλουφέρ χάιδεψε το κεφάλι της αδελφής της.
   "Δεν υπάρχει λόγος να κλαις, είναι κάτι πολύ φυσικό, είναι αυτό που τρώμε πάντα", της είπε.
   Κι έτρεξε στο καλό δωμάτιο του σπιτιού, το δωμάτιο για τους καλεσμένους, και μια κι ήταν το πιο μεγάλο παιδί του σπιτιού, κάθισε να περιμένει μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα της τους επισκέπτες.
   Το σπίτι γέμισε κόσμο. Να κεράσει τα λουκούμια ήταν δική της δουλειά. Όλοι όσοι έρχονταν μιλούσαν για την ομορφιά της. 
   "Για να δούμε πότε θα γιορτάσουμε τους γάμους σου, κοτζάμ κοπέλα έγινες, να μη ματιαχτείς, και πολύ όμορφη", της λέγανε.
   Η Νιλουφέρ χαμογελούσε αβέβαια, μάζευε τις φούστες της, έσκυβε ντροπαλά το κεφάλι, αλλά πόσο της άρεσε που την έλεγαν όμορφη...
   Όταν έφυγαν και οι τελευταίοι πρωινοί επισκέπτες, η Αϊφέρ έτρεξε στην αδελφή της και κάτι της ψιθύρισε στο αυτί. Τα μάγουλα της Νιλουφέρ έγιναν κατακόκκινα...
   "Πάλι; Δεν βγαίνω, αρκετούς μου προξένεψαν ως τώρα, δεν θέλω", είπε.
   "Έλα μωρέ αδελφούλα, έλα, βγες, πλάκα έχει, θυμάσαι τον προχθεσινό ντροπαλό κύριο, ήταν τόσο αστείο..."
   "Δεν ήταν καθόλου αστείο", είπε η Νιλουφέρ και την έσπρωξε μακριά της.
   Η Αϊφέρ έβαλε τις φωνές.
   "Μαμά, έλα να δεις τι μου κάνει".
   Οι επισκέπτες είχαν φύγει, ο πατέρας τους γύρισε αγριεμένος, τα χοντρά του φρύδια άρχισαν να σμίγουν, πράγμα που δεν ήταν καλό σημάδι.
   "Μπαμπά, λέει ότι δεν θα βγει..."
   Ο πατέρας τους προχώρησε καταπάνω στη Νιλουφέρ, σαν να ήθελε να τη δείρει. Εκείνη δεν τρόμαξε. Ο πατέρας της ούτε μια φορά δεν την είχε χτυπήσει.
   "Τι θα πει δεν θα βγεις; Τι θα πει αυτό; Είσαι μεγάλη κοπέλα, δεκάξι χρονών, τι ιδιοτροπίες είναι αυτές, γιατί ντρέπεσαι; Φυσικά θα δεις και θα γνωρίσεις τον άντρα που θα παντρευτείς. Είμαστε στο 1936, τι έχεις να ντραπείς, στο ράφι θέλεις να μείνεις;"
   Με κατακόκκινα ακόμα τα μάγουλά της, "εντάξει, πατέρα", είπε η Νιλουφέρ. Την ώρα που ανέβαινε πάνω, "ανάγωγη", ψιθύρισε η μάνα της.
   Η Νιλουφέρ φόρεσε την παλιά της ζακέτα, η λέξη "ανάγωγη" της είχε κακοφανεί, γιατί το έκανε αυτό η μάνα της, γιατί επέμενε τόσο πολύ πως έπρεπε να παντρευτεί; Και βέβαια θα παντρευόταν, αλλά κανένας απ' όσους είχαν έρθει μέχρι τότε δεν της άρεσε...
   Άνοιξε τα δυο της χέρια κι άρχισε να προσεύχεται.
   "Η μάνα μου κλαίει συνέχεια, ο πατέρας μου δεν γελάει ποτέ, μέσα σε τέσσερις τοίχους, με δυο παιδιά... Θεέ μου, καθόλου ευτυχισμένη δεν είμαι, είμαι πολύ δυστυχισμένη, κι ακόμα δεν τελείωσα το σχολείο μου, τουλάχιστο δώσε μου την άδεια να το τελειώσω, σε παρακαλώ", είπε κι έβαλε τα κλάματα.
   Βράδιαζε, όταν ήρθαν να τη δουν ο προξενητής με την οικογένειά του -ένας μεγαλύτερος και στην ηλικία και στο βαθμό φίλος του πατέρα της, η κυρία σύζυγός του, η κόρη τους κι ο γιος τους... Αυτοί έπρεπε να την εγκρίνουν πρώτα.
   Η Νιλουφέρ δεν τολμούσε να κοιτάξει στο πρόσωπο την κυρία σύζυγο, "δεν θα της αρέσω, δεν θα της αρέσω, μ' αυτό το παιδικό μου φορεματάκι πώς να της αρέσω; Μάκρος φούστας είναι αυτό, άραγε όταν κάθομαι, να την τραβάω κάτω ή πάνω;"
   Εκείνης μπορεί να μην της άρεσαν πάντα οι προξενητές κι οι προξενήτρες, αλλά δεν άντεχε στη σκέψη ότι δεν θ' αρέσει έστω και σ' έναν. Ευτυχώς μέχρι τότε δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο.
   Η Αϊφέρ χώθηκε ανάμεσα στα γόνατα του πατέρα της, μα πώς χαζογελούσε έτσι; Είχε καρφώσει τα μάτια της στον προξενητή. 
   Η Νιλουφέρ του έριξε μια πρώτη ματιά, όταν εκείνος άρχισε να μιλάει στον πατέρα της για τη δουλειά του.  Δεν σήκωνε καθόλου το κεφάλι της για να μη φανεί ότι κοίταζε, στράβωνε τα μάτια της για να τον δει και γινόταν πολύ αστεία. Η Αϊφέρ κάθε τόσο κοίταζε την αδελφή της και κακάριζε...
   Η προξενήτρα είχε μεσαίο ανάστημα, μύτη μ' ένα πεταχτό κοκαλάκι στη μέση, μικρά και λίγο σχιστά ματάκια, κατάμαυρα και θεόχοντρα φρύδια. Πόσο μεγάλα είναι τα πόδια της, και το κεφάλι της θεόρατο είναι, θαρρείς... Η μητέρα της, που κουβέντιαζε με την κυρία, έμοιαζε λίγο ενοχλημένη, ο πατέρας της δεν γελούσε καθόλου. Η Νιλουφέρ βεβαιώθηκε ότι ούτε σ' εκείνους άρεσε ο προξενητής, και κάπως ησύχασε.
   Η μητέρα της τής έκανε νόημα με τα φρύδια. Αυτό σήμαινε φέρε τους καφέδες. Η Νιλουφέρ είχε μάθει πια απέξω τι σήμαιναν οι ματιές και τα κουνήματα των φρυδιών.
   Ξεπροβόδισαν τους επισκέπτες. Στο σπίτι έπεσε μεγάλη και βαθιά σιωπή, μόλις η οικογένεια με τα θεόρατα κεφάλια -η Νιλουφέρ αποφάσισε ότι όλοι είχαν μεγάλα κεφάλια- βγήκε από την πόρτα. Η Νιλουφέρ δεν τόλμησε να κοιτάξει στα μάτια ούτε τη μάνα ούτε τον πατέρα της, δεν υπήρχε περίπτωση, αν εκείνη δεν ήθελε, δεν θα την πάντρευαν με το ζόρι, αλλά και πάλι η καρδιά της ήταν σφιγμένη.
   "Πατέρα, κι αυτός πολύ μεγάλος είναι, λένε", φώναξε η Αϊφέρ...
   Η μάνα "σιωπή, μην είσαι αγενής, τριάντα είναι ακόμα", είπε.
   "Μα η αδελφή μου είναι δεκαπέντε", είπε η Αϊφέρ.
   "Δεκάξι είμαι", διόρθωσε θυμωμένη η Νιλουφέρ.
   "Φέρτε από κάτω τα λουκούμια", είπε ο πατέρας τους.
   Άρχισαν να κυνηγιούνται χαρούμενες στις σκάλες. Μπήκανε στο κρύο, μισοσκότεινο κελάρι, βρήκαν τα λουκούμια στο φανάρι, η Αϊφέρ έχωσε γρήγορα γρήγορα στο στόμα της δυο λουκούμια. Ο Τουργκούτ, που κρυβόταν πίσω από το πιθάρι του νερού, ξεφώνισε "ουουου", και τα κορίτσια άρχισαν να τσιρίζουν.
   "Δεν σου άρεσε, αδελφούλα, έτσι δεν είναι; Εμένα δεν μου άρεσε καθόλου, πολύ μαμμόθρεφτος μου φαίνεται", είπε η Αϊφέρ.
   "Ιχ..." έκανε η Νιλουφέρ και κούνησε το κεφάλι της. Κάτι της έλεγε μέσα της ότι ούτε αυτόν θα παντρευόταν κι ότι θα τελείωνε το σχολείο της. Για κάποιο λόγο ήταν σίγουρη γι' αυτό. 
   Η Νιλουφέρ χρωστούσε στον διοικητή του πατέρα της την εγγραφή της στο σχολείο. "Είναι δυνατό αυτή την εποχή να μην πηγαίνουν τα κορίτσια στο σχολείο;" είχε πει ο διοικητής του στον πατέρα της...
   Και τώρα ήξερε ότι και πάλι χάρη στον πατέρα της θα τελείωνε το σχολείο.
   Όταν τελείωνε, θα έραβε, θα κεντούσε, κάτι θα έκανε με όσα θα είχε διδαχτεί, ίσως να κέρδιζε και δικά της λεφτά... Η σκέψη ότι θα κέρδιζε δικά της λεφτά, έκανε την καρδιά της να χτυπήσει γρήγορα, πρώτη φορά σκεφτόταν κάτι τέτοιο, αναστατώθηκε. [...]


H Nιλουφέρ θέλει να κάνει ειρήνη με τη μητέρα της
   Η Νιλουφέρ είναι πολύ ευχαριστημένη από τη ζωή της, επειδή πλησιάζουν οι μέρες που θα πάει σχολείο.
   Νόμιζε ότι το μπαϊράμι δεν θα τέλειωνε ποτέ. Μα τι γίνεται, κάνει περισσότερο κρύο εδώ; Δεν μπορούσε να συνηθίσει στο πελώριο παγωμένο σπίτι. Ούτε η θεία της στον πάνω όροφο, ούτε εκείνοι μπορούσαν να το ζεστάνουν. Το σχολείο είναι το μοναδικό μέρος που κάνει το πρόσωπό της να γελάει. Δεν θέλει να τελειώσει το σχολείο. Οι μέρες που δεν θα έχει σχολείο και θα ζει στο σπίτι θα είναι εφιάλτης. Η ανεξαρτησία της αρχίζει και τελειώνει μαζί με τη ζωή πίσω από το πέτρινο σχολείο, τους πέτρινους τοίχους, τις κλειδωμένες σιδερένιες πόρτες. Οι κανόνες του σχολείου, η πειθαρχία του σχολείου, οι γελαστές ή σκυθρωπές καθηγήτριες τής ανοίγουν την καρδιά, τη βοηθάνε ν' ανασαίνει. Είναι η Νίνη του σχολείου, η μοναδική...
   Άρχισε να ετοιμάζει τη βαλίτσα της. Το σπίτι είναι σιωπηλό, η μητέρα της τέλειωσε με το νοικοκυριό και τώρα κάθεται στο καθιστικό και πίνει καφέ. Ο πατέρας της, ο θείος και η θεία της πήραν τα παιδιά και πήγαν στο πανηγύρι. Θα ήθελε να πάει και η Νιλουφέρ, αλλά ντράπηκε να πει: "Να έρθω κι εγώ;" Αν και ο θείος της είπε στη Νιλουφέρ και στη μαμά της: "Δεν έρχεστε κι εσείς;", καμιά δεν έδωσε σημασία. Άλλωστε η μητέρα της δεν ήθελε να πάει...
   "Τι γυρεύω εγώ ολόκληρη γυναίκα στο πανηγύρι;" είπε. Κι ο πατέρας της σηκώθηκε αμέσως κι έφυγε μαζί με τα παιδιά, που έτρεχαν ξοπίσω του. Η Νιλουφέρ παράτησε το φτιάξιμο της βαλίτσας, πριν φύγει είχε σκοπό να κάνει ειρήνη με τη μητέρα της. Ήταν αποφασισμένη να μην ξαναθυμώσει μαζί της. Μια γυναίκα που παντρεύτηκε στα δεκατέσσερά της, γέννησε τα δυο της αγόρια ενώ ο πατέρας τους πολεμούσε, κι αργότερα τα έχασε και τα δυο... Στα νιάτα της έβλεπε μια δυο φορές το χρόνο τον άντρα της... Η Νιλουφέρ άρχισε να δίνει δίκιο στη μητέρα της -να μην κλαίει η μητέρα της, και ποια να κλαίει λοιπόν;
   Παράτησε την προετοιμασία, τυλίχτηκε στη ζακέτα της κι άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά τις ξύλινες σκάλες, φροντίζοντας να πηδήσει το τέταρτο σκαλοπάτι που έτριζε, επειδή η μητέρα της μισούσε το θόρυβο.
   Μπήκε στο καθιστικό, κάθισε αθόρυβα στον καναπέ, μάζεψε τα πόδια της κάτω από το σώμα της...
   "Μα τι επιτέλους κάνεις, πώς μπαίνεις έτσι σαν κλέφτρα στο δωμάτιο, με κατατρόμαξες", τη μάλωσε η μητέρα της. 
   "Μα για να μη σας τρομάξω μπήκα έτσι σιγά, μητέρα", είπε η Νιλουφέρ. 
   Δεν θα θύμωνε, θα έκανε ειρήνη με τη μητέρα της... Περίμενε λίγο, έπειτα ρώτησε με μαλακή φωνή:
   "Μητερούλα, γιατί ο πατέρας σας δεν ήθελε να σας δώσει στον πατέρα μου;"  
   Η μητέρα κούνησε το κεφάλι της, σαν να ήθελε να πει ώρα είναι τώρα για τέτοιες κουβέντες, κι αναστέναξε... Η Νιλουφέρ επέμεινε:
   "Επειδή ήταν αξιωματικός, δεν είναι έτσι;"
   Η μητέρα κατάλαβε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τη γλιτώσει.
   "Επειδή ήταν αξιωματικός, επειδή εκείνη την εποχή η αυτοκρατορία ήταν άνω κάτω, τα Βαλκάνια ήταν άνω κάτω, όλος ο κόσμος ήταν άνω κάτω, οι στρατιώτες πολεμούσαν κι εγώ ήμουν δεκατεσσάρων χρονών".
   Η Νιλουφέρ θέλησε να ευχαριστήσει τη μητέρα.
   "Μητερούλα, σας παρακαλώ, πείτε μου την ιστορία με τη σκηνή".
   Η μητέρα άρχισε να διηγείται ανόρεχτα. Το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο, ψυχρό, μιλούσε με φωνή μονότονη, άχρωμη. Η Νιλουφέρ την παρατηρούσε προσεκτικά, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η μητέρα της δεν γελούσε όσο διηγιότανε την ιστορία.
   "Ο πατέρας σου, μια γιορτινή μέρα σαν αυτή, με είδε στο δρόμο μαζί με τη μητέρα μου, του άρεσα πολύ. Με ζήτησε πολλές φορές, ο πατέρας μου όμως δεν με έδινε. Αλλά είχε τέτοιο πείσμα! Τότε, αντίκρυ στο σπίτι που μέναμε υπήρχε ένα άδειο οικόπεδο. Ο πατέρας σου έστησε σ' εκείνο το οικόπεδο μια σκηνή, έβαλε και τέσσερις χωροφύλακες απέξω κι εγκαταστάθηκε μέσα. Έστειλε μήνυμα, αν δεν πάρω το κορίτσι, δεν το κουνάω από εδώ, είπε... Κι έτσι ο πατέρας μου ύστερα από λίγο καιρό αναγκάστηκε να με δώσει".
   "Μα δεν είναι, κατά τη γνώμη σας, πολύ νόστιμη ιστοριούλα;"
   "Δεν ξέρω πού βρίσκεις το νόστιμο. Ο πατέρας σου πολεμούσε όταν ήμουν και σ' εσένα έγκυος, οι Έλληνες είχαν μπει στην Προύσα, στο Τεκίρνταγ. Ούτε εσένα έχει δει καλά καλά μωρό".
   "Ευτυχώς που δεν έπεσε ποτέ αιχμάλωτος, ζει. Γιατί δεν θελήσατε να πάτε στο πανηγύρι; Νομίζετε πως είναι πολλά τα τριάντα έξι χρόνια σας; Εγώ νομίζω πως είστε νέα ακόμα".
   "Σιγά τα νιάτα, δεν βλέπεις τα σακουλιάσματα κάτω από τα μάτια μου;... Τι μου έμεινε νεανικό; Τέλειωσα πια εγώ, ξόφλησα!" 
   Τα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν ποτάμι από τα μάτια της μαμάς. Η Νιλουφέρ τα έχασε και δεν ήξερε τι να κάνει. Τα δάκρυα είχαν αρχίσει να τρέχουν ξαφνικά και, όπως στις εικόνες, μπορούσε κι έβλεπε μία μία τις στάλες που έπεφταν. Κυλούσαν σαν μαργαριτάρια, έτρεχαν, έτρεχαν χωρίς σταματημό από τα μάτια της μαμάς στα μάγουλά της, από εκεί στο στήθος της, στα χέρια της... Καθώς έκλαιγε, δεν τρανταζόταν, δεν έβγαζε ούτε μια τόση δα φωνούλα.
   Πάγωσε η Νιλουφέρ εκεί που καθόταν ζαρωμένη στον καναπέ, ήθελε να πάει ν' αγκαλιάσει τη μητέρα της, δεν μπόρεσε. Μέχρι τότε ούτε η μητέρα της ούτε ο πατέρας της την είχαν συνηθίσει στ' αγκαλιάσματα, κι ούτε περίμενε ν' αρχίσουν τώρα να την αγκαλιάζουν, ολόκληρη κοπέλα ήταν πια.
   Συνέχισε να κοιτάζει τη μητέρα της χωρίς να κάνει τίποτα και ξαφνικά άρχισε κι εκείνη σαν τη μητέρα της να κλαίει σιωπηλά με δάκρυα χοντρά σαν μαργαριτάρια.
   Κάτι έγινε μέσα της κι έτρεξε κοντά στη μητέρα της, την αγκάλιασε, της χάιδεψε τα μαλλιά, της φίλησε τα μάγουλα, της σκούπισε τα μάτια, της έπιασε τα χέρια, της έδειξε την αγάπη της.
   Κι η μητέρα είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στο στήθος του κοριτσιού και της χάιδευε την πλάτη...
   Χωρίς να κουνήσουν καθόλου από τις θέσεις τους, χάιδεψαν έτσι η μια την άλλη, παρηγορήθηκαν.
   Έπειτα, ξαφνικά, η μητέρα σκούπισε τα μάτια της και κοίταξε τη Νιλουφέρ σαν να μην είχε κλάψει καθόλου, θαρρείς κι εκνευρίστηκε επειδή της είχε μιλήσει...
   "Άντε, πήγαινε πάνω να φτιάξεις τη βαλίτσα σου, αύριο φεύγεις", της είπε.
   Η Νιλουφέρ σηκώθηκε, κοίταξε με βλέμμα σκληρό τη μητέρα της και, χωρίς να την αγγίξει, χωρίς να της πει τίποτα, βγήκε σιωπηλά από το δωμάτιο.
   Γύρισαν την ώρα που βασίλευε ο ήλιος. Η μητέρα μάλωσε τον Τουργκούτ:
   "Δεν σου είπα να μη λερωθείς;" του φώναξε. "Βαρέθηκα να πλένω τα ρούχα σας, βαρέθηκα..."
   Η μητέρα και η Νιλουφέρ έστρωσαν το τραπέζι, τις βοήθησε και η Αϊφέρ. Μετά το φαγητό ο πατέρας πήρε τον μπαγλαμά του, άρχισε να τραγουδάει, η Νιλουφέρ και η Αϊφέρ, καθισμένες αντίκρυ του, προσπαθούσαν να τραγουδήσουν. Τι όμορφη που ήταν η φωνή του πατέρα της, ούτε μια φορά δεν είχε ακούσει τη μητέρα της να τραγουδάει. Άρχισαν να γελάνε με την τσιριχτή φωνή της Αϊφέρ, με τα λάθη της.
   Άνοιξε η πόρτα, μπήκε η μητέρα με τα χέρια γεμάτα σαπούνια, έπιασε τα κορίτσια από τους ώμους, τα σήκωσε όρθια και τους έριξε από ένα χαστούκι.
   "Αμέσως επάνω!" φώναξε.
   Ο πατέρας άφησε θυμωμένος τον μπαγλαμά δίπλα του. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό του, δεν είπε κουβέντα. 
   Η Αϊφέρ τρέχοντας και η Νιλουφέρ αργά αργά ανέβηκαν τη σκάλα. Η Αϊφέρ έκλαιγε με λυγμούς. Η Νιλουφέρ αγκάλιασε σφιχτά την αδελφή της.
   "Μην κλαις, είναι μητέρα μας, είναι πολύ λυπημένη", είπε. [...]

Η Νιλουφέρ έχει καρδιά μικρή σαν πουλάκι
   "Νιλουφέρ, έχεις επισκέπτη", της λέει η κυρία Σουχεϊλά, η πιο ανάποδη καθηγήτρια του σχολείου... Η Νιλουφέρ, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από το βιβλίο που διαβάζει, λέει:
   "Ποιος είναι, κυρία;..." Στην πραγματικότητα ανησύχησε λίγο, επειδή δεν ήταν πολύ συνηθισμένη στις επισκέψεις. Αλλά το κορίτσι στο βιβλίο που διάβαζε εκείνη ακριβώς τη στιγμή συναντούσε τον αγαπημένο της. Και την ώρα ακριβώς που μια κλεφτή, σύντομη και πολύ ρομαντική συνάντηση ήταν έτοιμη να πραγματοποιηθεί, την ώρα που η Νιλουφέρ πετούσε στα ουράνια σαν να ζούσε η ίδια εκείνη τη στιγμή, μπήκε η ανάποδη αυτή γυναίκα και της χάλασε την υπέροχη στιγμή... Η κυρία Σουχεϊλά, χωρίς να χαμογελάσει καθόλου, με παράξενο τόνο φωνής, ελαφρά κοροϊδευτικό, της απάντησε: "Πήγαινε στο δωμάτιο των επισκεπτών να δεις μόνη σου".
   Η Νιλουφέρ γύρισε τη σελίδα και βγήκε ανόρεχτα, αλλά και παραξενεμένη από το δωμάτιο... Κατέβηκε τις σκάλες, η πόρτα του δωματίου των επισκεπτών, δίπλα στη μεγάλη πόρτα της εισόδου, ήταν ανοιχτή και μπροστά στο δωμάτιο τα κορίτσια, μαζεμένα, κοίταζαν μέσα και κακάριζαν.
   "Νίνη, πού πάς; Μη μου πεις ότι είναι δικός σου επισκέπτης!" είπε μία...
   "Ναι, δικός μου είναι", απάντησε αδιάφορα η Νιλουφέρ και μπήκε στο δωμάτιο. Ένας άντρας στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα και κοίταζε έξω από το παράθυρο. Η Νιλουφέρ έριξε μια ματιά γύρω της, γιατί να περιμένει αυτήν ο επισκέπτης, κάποια άλλη θα ζήτησε να δει, σκέφτηκε, αλλά δεν υπήρχε άλλη, κι εκείνη τη στιγμή ο άγνωστος γύρισε και της είπε:
   "Πρέπει να είστε η Νιλουφέρ, καλημέρα".
   "Εμένα θέλετε;" ρώτησε εκείνη...
   "Και βέβαια εσάς, για σας ήρθα".
   Τα είχε χαμένα η Νιλουφέρ... Μπροστά της στεκόταν ένας ψηλός, ξανθός, με πράσινα μάτια, πολύ όμορφος νέος. Η Νιλουφέρ είχε γίνει κατακόκκινη από την αγωνία, δεν μπορούσε να μιλήσει, στεκόταν μόνο και τον κοίταζε... Ούτε τα μαλλιά μου δεν χτένισα, στενοχωρήθηκε.
   Ο νέος τής έδωσε χαμογελώντας ένα πακέτο.
   "Σας βλέπω έκπληκτη, ελάτε, καθίστε να σας εξηγήσω... Είμαι μακρινός συγγενής του γαμπρού σας... Τις προάλλες ήμασταν μαζί. Όταν άκουσαν ότι θα έρθω εδώ, μου έδωσαν να σας φέρω αυτό το πακέτο. Και σας το έφερα. Αυτό είναι όλο..."
   Η Νιλουφέρ άπλωσε το χέρι και πήρε το πακέτο. Κατάφερε με δυσκολία να πει "ευχαριστώ", χωρίς να είναι σίγουρη ότι η φωνή της ακούστηκε... Επανέλαβε πιο δυνατά:
   "Σας ευχαριστώ, μπήκατε σε κόπο".
   "Δεν ήταν καθόλου κόπος, έτσι κι αλλιώς θα ερχόμουν, με αυτή την ευκαιρία σας είδα κιόλας, ξέρετε, είστε το πιο ωραίο κορίτσι που έχω δει στη ζωή μου..." Και τα δικά του μάγουλα ήταν κόκκινα, χαμογελούσε συνεσταλμένα, την κοίταζε στα μάτια με έκπληξη αλλά και τρυφερά, σαν να έλεγε μα πώς μπόρεσα να τα πω αυτά τα λόγια!...
   Ναι, τα μάτια του ήταν μεγάλα και καταπράσινα...
   Ακολούθησε σιωπή. Η Νιλουφέρ τράβηξε τα μάτια της από τα μάτια του, δεν ήξερε πού να κοιτάξει, άρχισε να παίζει με το πακέτο.
   "Πολύ ωραίο το σχολείο, μου θύμισε τα δικά μου χρόνια στο λύκειο, είμαι κι εγώ μαθητής, αλλά όχι βέβαια πια στο λύκειο, πηγαίνω στο πανεπιστήμιο, κοντεύω να τελειώσω".
   "Τι ωραία, μακάρι να μπορέσω κι εγώ να πάω στο πανεπιστήμιο".
   "Και βέβαια θα πάτε", είπε εκείνος. Έπαψαν να μιλάνε. Τώρα ακούγονταν περισσότεροι θόρυβοι από την πόρτα. Όλα τα κορίτσια του σχολείου ήταν εκεί, μα πώς φωνάζανε έτσι!
   "Φεύγω", είπε εκείνος, η Νιλουφέρ του έδωσε το χέρι της.
   "Ευχαριστώ", του είπε πάλι. Ήθελε να δει άλλη μια φορά τα μάτια του, αλλά δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι... Αχ, να είχε χτενίσει τουλάχιστο τα μαλλιά της... Της έδωσε κι εκείνος το χέρι του. Έσφιξαν τα χέρια... και στο διάστημα των πέντε δευτερολέπτων που κράτησε το σφίξιμο των χεριών τους, η Νιλουφέρ τόλμησε να τον κοιτάξει στα μάτια... Κοιτάχτηκαν στα μάτια για πέντε δευτερόλεπτα...
   Η μικρή σαν πουλάκι καρδιά της Νιλουφέρ είχε χτυπηθεί, το χτύπημα ήταν γερό... Για πρώτη φορά τραυματιζόταν και -ποιος ξέρει;- ίσως και για τελευταία φορά με τόση ένταση.
   "Αντίο", είπε εκείνος.
   "Στο καλό", απάντησε η Νιλουφέρ.
   Τα κορίτσια μπροστά στην πόρτα κακάρισαν και του έκαναν χώρο να περάσει... Εκείνος χαμογέλασε σε όλες και τις χαιρέτησε... Στο καλό, του φώναξαν όλες μαζί μ' ένα στόμα. Η Νιλουφέρ δεν μπορούσε να βγει από το δωμάτιο, έμενε εκεί με το πακέτο στο χέρι, σαν να της είχαν κάνει μάγια. Μερικά κορίτσια έτρεξαν κοντά της...
   "Θεέ μου, τι όμορφος που ήταν! Να χαρείς, ποιος είναι, πες μας, γιατί ήρθε;..."
   Η Νιλουφέρ τις κοίταζε με άδεια μάτια...
   "Μου έφερε αυτό το πακέτο, το έστειλε η θεία μου", είπε.
   Στο δωμάτιο έπεσε σιωπή, όλες μαζί κοίταζαν το πακέτο. Κοίταζαν με ενδιαφέρον, θαρρείς και από το πακέτο θα έβγαιναν πράγματα παράξενα, που θα έλυναν το μυστήριο. Ξαφνικά συνήλθαν.
   "Άντε, δεν το ανοίγεις!" ακούστηκαν φωνές.
   "Αχ, τι ωραία, όπως στην ταινία Τσαλίκουσου", έλεγαν δυνατά.
   Άνοιξαν το πακέτο, από μέσα βγήκαν δύο καλτσάκια, ένα φανελάκι και μια άσπρη πουκαμίσα... Τα πράγματα απογοήτευσαν τα κορίτσια... Περίμεναν κάποιο γράμμα μέσα σε ροζ φάκελο, σοκολάτες, ξερά λουλούδια...
   Ακόμα και η Νιλουφέρ είχε απογοητευτεί, κοίταζε κατάπληκτη...
   "Γιατί άραγε μου τα έστειλαν αυτά τα πράγματα;" είπε.
   "Ευτυχώς που σου τα έστειλαν, είναι πολύ όμορφος", είπαν τα κορίτσια.
   Η Νιλουφέρ όλη τη μέρα δεν μπόρεσε ούτε μάθημα να παρακολουθήσει, ούτε σημειώσεις να κρατήσει. Δεν μπορούσε να βγάλει τον νεαρό από το νου της. Η καρδιά της ολημέρα πετάριζε...
   Το βράδυ, στο κρεβάτι της, σκεφτόταν λυπημένη: Πώς να τον λένε άραγε, πώς να τον λένε, φέρθηκα σαν παιδί, πόσο αναστατώθηκα, ακόμα και το όνομά του ξέχασα να ρωτήσω, κι εκείνος ξέχασε να μου το πει.
   Ίσως να ήταν όνειρο... Αν όμως ήταν όνειρο, πώς μπορεί να είδε το ίδιο όνειρο μαζί με τα άλλα κορίτσια;... Η Νιλουφέρ έκλεισε τα μάτια της... Είδε τον εαυτό της να ξαναμπαίνει στο δωμάτιο, ξαναείδε το βλέμμα του, ξανάκουσε το γέλιο του, τον τρόπο που της είπε "είστε το ωραιότερο κορίτσι που έχω δει", τα θυμήθηκε όλα ξανά και ξανά...
   Τον σκέφτηκε τόσο πολύ, ξανάζησε όλες τις λεπτομέρειες τόσες και τόσες φορές, ώστε τελικά ένιωσε κατάκοπη. Ξαφνικά, "αυτός ο έρωτας είναι μονόπλευρος", άκουσε την ίδια της τη φωνή να της λέει, επανέλαβε "αυτός ο έρωτας είναι μονόπλευρος", κι έπειτα έβαλε τα κλάματα.    
   Και ο τίτλος του μυθιστορήματος που διάβαζε ήταν Μονόπλευρος έρωτας.
   Λοιπόν, οι έρωτες είναι πάντα μονόπλευροι; αναρωτήθηκε. Δεν έκλαιγε πια. Είχε βυθιστεί σε σκέψεις. [...]               

Ούτε η Νιλουφέρ υπάρχει
   Η Νιλουφέρ δεν εννοούσε να καταλάβει τι είναι έρωτας.
   Γιατί ένα αγόρι δεν ερωτεύεται ένα κορίτσι, όταν αυτό το κορίτσι είναι ερωτευμένο με το αγόρι; Ή μήπως το ερωτεύεται; Κι αν το ερωτεύεται, πώς μπορεί να το μάθει κανείς; Λοιπόν, αυτός που είναι ερωτευμένος δεν πρέπει να το πει στον άλλον; Και τι θα γίνει, αν το πει; Και τι θα πει ο άλλος, αν δεν είναι ερωτευμένος; Και πώς θα το πει ο ένας στον άλλο, αν είναι και οι δυο ερωτευμένοι, ο ένας με τον άλλον; Ήταν άραγε η μητέρα της κι ο πατέρας της ερωτευμένοι μεταξύ τους; Αυτό που ένιωθε για εκείνο τον άντρα ήταν έρωτας; Πού ήταν τώρα εκείνος; Σκεφτόταν άραγε τη Νιλουφέρ;
   Τότε η Νιλουφέρ πήρε τον πρώτο κακό βαθμό στη ζωή της. Στενοχωρήθηκε πολύ, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Ούτε μυθιστορήματα πια δεν μπορούσε να διαβάσει. Να ήταν άραγε ευτυχισμένη ή μήπως ήταν δυστυχισμένη. Κι αυτό ακόμα δεν το ήξερε...
   Σκεφτόταν όλη την ώρα, στους κοιτώνες, στις τάξεις, στα διαλείμματα. Λοιπόν, αν δεν τον ξανάβλεπε, θα τον σκεφτόταν στην υπόλοιπη ζωή της; Έτσι έμοιαζε.
   Άνοιξε η πόρτα της τάξης, μπήκε η υποδιευθύντρια. Ψιθύρισε κάτι στο αυτί της καθηγήτριας, η καθηγήτρια στράφηκε στη Νιλουφέρ: 
   "Παιδί μου, σε ζητάει η διευθύντρια, έχει ένα μήνυμα για σένα".
   Οι συμμαθήτριές της τής χτύπησαν απαλά την πλάτη, η διπλανή της τής λέει σιγά σιγά:
   "Μάντεψε ποιος ήρθε".
   Καθώς τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν, η Νιλουφέρ νόμισε ότι θα σωριαζόταν κάτω, κρατήθηκε από το θρανίο, τα μάγουλά της έβγαζαν φωτιές. 
   "Παιδί μου, μην αναστατώνεσαι, πήγαινε πρώτα να μιλήσεις με τη διευθύντρια, να δεις τι έχει να σου πει", της είπε η καθηγήτριά της κοιτάζοντάς τη στοργικά.
   Η καρδιά της Νιλουφέρ κόντευε να σπάσει.  Βγαίνοντας από την πόρτα, ρώτησε την υποδιευθύντρια, που την περίμενε.
   "Στην αίθουσα των επισκεπτών να πάω;"
   "Όχι, παιδί μου, δεν σου είπε η καθηγήτριά σου ότι θέλει να σε δει η διευθύντρια;" της απάντησε η υποδιευθύντρια με τρυφερή φωνή. Της χάιδεψε τα μαλλιά.
   Η Νιλουφέρ, περνώντας μπροστά από την αίθουσα των επισκεπτών, έριξε μέσα μια ματιά από τη μισάνοιχτη πόρτα. Ήταν σίγουρη ότι θα έβλεπε εκείνον. Αυτή τη φορά θα κατάφερνε να συγκρατηθεί, δεν θ' άφηνε να φανεί η αναστάτωσή της, θα ρωτούσε να μάθει το όνομά του.
   Μπήκαν στο γραφείο της διευθύντριας.
   "Ελα, κόρη μου, κάθισε", της είπε εκείνη.
   Τρέμοντας ακόμα και χωρίς να μπορεί να ξεπεράσει την έκπληξή της, η κοπέλα κάθισε.
   "Θα σε βάλουμε στο τραίνο, να πας στο σπίτι σου... Δεν μπορούν να έρθουν να σε πάρουν, δεν θέλουν να χάσουν χρόνο... Πρέπει να πας όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο σπίτι..."
   Το πρόσωπο της Νιλουφέρ έγινε κατακίτρινο. Τα χείλη της έτρεμαν, δεν μπορούσε να ρωτήσει τι συμβαίνει. Είχε καταλάβει ότι δεν ήρθε εκείνος, κι ήταν λυπημένη.
   "Η αδελφή σου είναι λίγο άρρωστη, σε ζήτησε, μην ανησυχείς καθόλου, θα πας να τη δεις και θα γυρίσεις αμέσως πίσω", της είπε η διευθύντρια.
   Η Νιλουφέρ έκλαιγε, έκλαιγε χωρίς να ξέρει γιατί. Ήταν τόσο σίγουρη ότι είχε έρθει εκείνος, μήπως έκλαιγε επειδή τελικά δεν ήρθε;... Μα τι κάνω, είπε μέσα της.
   "Τι έχει η αδελφή μου;" ρώτησε.
   "Είναι λίγο άρρωστη", της είπε πάλι η διευθύντρια. "Έλα, μη χασομεράς, ετοιμάσου, μη χάσεις το τραίνο".
   Για να τη ζητάνε να πάει, θα πρέπει η αδελφή της να είναι πολύ άρρωστη. Η Νιλουφέρ τώρα έκλαιγε για την Αϊφέρ.
   Η διευθύντρια επέτρεψε στις φίλες της να την πάνε μέχρι το σταθμό...
   "Μην κλαις, Νίνη, μην κλαις, να δεις, θα έχει γίνει καλά μέχρι να πας, θα γυρίσεις πάλι", της έλεγαν οι φίλες της, τής αγόρασαν τυρόπιτες, μπουγάτσες...
   Η Νιλουφέρ, εκεί που έκλαιγε, άρχισε να γελάει με την καρδιά της. Το σχολείο της και οι φίλες της ήταν ό,τι αγαπούσε περισσότερο. Θα γύριζε όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Είχε αποφασιστεί να είναι σημαιοφόρος στην παρέλαση της 19ης Μαΐου, επειδή ήταν το ωραιότερο κορίτσι του σχολείου. Έπρεπε να είναι πίσω έγκαιρα για τις πρόβες. Θα γύριζε στο σχολείο της, κι όταν η Αϊφέρ θα μεγάλωνε, θα ερχόταν κι εκείνη στο ίδιο σχολείο.
   Όταν κατέβηκε από το τραίνο, είδε τον γαμπρό της, έτρεξε προς το μέρος του, αγκαλιάστηκαν. Ο γαμπρός της την πήρε στην αγκαλιά του, έκλαιγε.
   "Παιδί μου, πρέπει να φανείς δυνατή", της είπε μέσα από τους λυγμούς του.
   Την πόρτα την άνοιξε η θεία της, τα μάτια της ήταν κατακόκκινα, υγρά. Αγκαλιάστηκαν.
   "Έλα, κάθισε λίγο εδώ", της είπε η θεία της και την οδήγησε στο σαλόνι.
   Η Νιλουφέρ ξέφυγε από το χέρι της θείας της, ανέβηκε τρέχοντας επάνω. Στο υπνοδωμάτιο είδε τη μαμά της, ήταν ξαπλωμένη, ακίνητη, ο γιατρός εξέταζε την καρδιά της. Ένιωσε να την πνίγει ένα κύμα χαράς... Ευτυχώς, Θεέ μου, η άρρωστη είναι η μητέρα μου, δεν είναι η Αϊφέρ, σκέφτηκε. Έτρεξε στο άλλο δωμάτιο. Η θεία της τής φώναξε: "Στάσου, μην μπαίνεις".
   Η Αϊφέρ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, μικρούλα, λεπτή, εύθραυστη. Το πρόσωπό της ήταν κάτασπρο. Ήταν ακίνητη, κοιμόταν, θαρρείς.
   "Μη στενοχωριέσαι, Αϊφέρ, θα γίνει καλά η μητέρα μας, σήκω", της φώναξε η Νιλουφέρ. Αγκάλιασε την αδελφή της, "σήκω, σήκω", της φώναξε ξανά και την κούνησε δυνατά. Η Αϊφέρ δεν κουνιόταν καθόλου. Δεν κουνιόταν καθόλου, καθόλου, καθόλου.
   "Ξύπνα, ξύπνα, ξύπνα", της φώναζε η Νιλουφέρ. Είχε αγκαλιάσει σφιχτά την αδελφή της και την τράνταζε, η Αϊφέρ δεν άκουγε τίποτα, ίσως κοιμόταν. Ήθελε να την ξυπνήσει, φώναζε, αλλά δεν μπορούσε ν' ακούσει ούτε την ίδια τη φωνή της. Τώρα κάποιος θα την άγγιζε και θα της έλεγε: "Μη φοβάσαι, παιδί μου, όνειρο είναι".    
   Ούτε την άγγιξαν, ούτε της είπαν τίποτα. Ούτε ήταν όνειρο.
   Η θεία της την αγκάλιασε, "άφησέ την, άφησέ την", της έλεγε. Η Νιλουφέρ δεν άφηνε την Αϊφέρ. Η Αϊφέρ θα γινόταν καλά, όταν μάθαινε ότι ήρθε η αδελφή της.
   Ξαφνικά είδε τον πατέρα της. Ήταν καθισμένος στον καναπέ... Εκείνος ο θεόρατος άνθρωπος είχε μικρύνει, είχε μείνει μισός. Κοίταζε χωρίς να κάνει τίποτα, σαν να μη ζούσε.
   "Πατέρα, τι γίνεται, εσύ τουλάχιστο πες μου, πες μου", του είπε ικετευτικά η Νιλουφέρ.
   Δέκα λεπτά πριν χτυπήσει η Νιλουφέρ την πόρτα, η ζωή είχε σταματήσει σ' αυτό το σπίτι. Πόσες φορές είχε σταματήσει η ζωή σ' αυτό το σπίτι; Η Νιλουφέρ, στην αγκαλιά της θείας της, σκεφτόταν ότι όλα πια είχαν τελειώσει, ότι ούτε η ίδια υπήρχε. Ήταν βέβαιη γι' αυτό. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν υπήρχε... Τίποτα δεν ήταν αληθινό. Οι καλοί άνθρωποι είναι απροστάτευτοι. Οι απροστάτευτοι άνθρωποι υποφέρουν σε όλη τους τη ζωή... Μα είναι άδικο... Εκείνη τη στιγμή η Νιλουφέρ κατάλαβε ότι, ναι, ναι, δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα δεν είναι αληθινό, ούτε η Νιλουφέρ υπάρχει, κι ούτε θα υπάρξει ποτέ... [...]

Η λαχτάρα της Νιλουφέρ για το σχολείο
   Τις τελευταίες εβδομάδες η Νιλουφέρ υπέφερε τόσο πολύ, τόσο ουσιαστικά, τόσο απόλυτα, ώστε είναι σίγουρη πια ότι έπαψε να ζει. Κι ίσως επειδή δεν ζει, δεν κλαίει κιόλας.
   Μετά την Αϊφέρ ο κόσμος δεν υπάρχει πια γι' αυτήν. Δεν υπάρχει, γιατί ούτε στο σχολείο μπορεί να πάει. Η μητέρα της, με τη σκέψη ότι θα μείνει μόνη στο σπίτι, δεν θέλησε να στείλει την κόρη της στο σχολείο μιας άλλης πόλης. Η μοναξιά ήταν αυτό που η μητέρα της φοβόταν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή... Σύμφωνα με τη Νιλουφέρ, η μητέρα της, αν και δεν είχε μείνει ποτέ μόνη, ένιωθε μόνη. Τότε η Νιλουφέρ, πίστευε ακόμα ότι η μοναξιά έχει σχέση με τον αριθμό των ανθρώπων που υπάρχουν ή δεν υπάρχουν γύρω σου... Η μαμά της είχε γύρω της κόσμο, άρα δεν ήταν μόνη. Τότε γιατί δεν ήθελε να στείλει τη Νιλουφέρ στο σχολείο; Κανείς δεν το καταλάβαινε, αλλά ο πόνος της Νιλουφέρ επειδή δεν πήγαινε σχολείο, είχε, θαρρείς, ξεπεράσει σε δύναμη τον πόνο για το θάνατο της Αϊφέρ. Για την Αϊφέρ δεν μπορούσε πια να κάνει τίποτα. Ο πόνος για το χαμό της αδελφής της θα έμενε βαθιά θαμμένος μέσα της, θα κρατούσε μια ζωή. Για το σχολείο όμως κάτι μπορούσε να γίνει. Κι επειδή κάτι μπορούσε να γίνει και δεν γινόταν, αυτό πρόσθετε πόνο στον πόνο. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό. Να τι ήξερε: το σχολείο ήταν εκεί, το σχολείο δεν είχε πεθάνει, στο σχολείο μπορούσε να πάει. Κι ενώ μπορούσε να πάει, δεν πήγαινε, κι αυτό το αίσθημα της έκαιγε τα σωθικά. Γι' αυτό ο πόνος για το σχολείο ήταν ισχυρότερος από τον πόνο για την Αϊφέρ. Το σχολείο περίμενε και η Νιλουφέρ δεν πήγαινε μόνο και μόνο επειδή η μητέρα της δεν ήθελε να τη στείλει. Ούτε να κάνει επανάσταση μπορούσε, αλλά ούτε κι ήξερε πώς γίνεται η επανάσταση.  
   Φαίνεται πως κάπου κοντά στα μάτια υπάρχουν θύλακοι με δάκρυα και κάποιος μηχανισμός που τους τροφοδοτεί. Κάποια στιγμή, όταν τρέξουν πολύ, τα δάκρυα στερεύουν και ο μηχανισμός χαλάει από την πολλή χρήση και μένει εκτός λειτουργίας. Η Νιλουφέρ δεν έκλαιγε πια, γιατί τα δάκρυα στους θυλάκους των ματιών της είχαν στερέψει και ο μηχανισμός τροφοδοσίας είχε χαλάσει. Τα μάτια της ήταν θεόστεγνα, κατακόκκινα, έκαιγαν, αλλά ούτε ένα δάκρυ δεν μπορούσε να τρέξει πια...
   Η ζωή σ' εκείνο το σπιτικό είχε σταματήσει και φαινόταν ότι η ζωή σ' εκείνο το σπιτικό θα έμενε για πάντα σταματημένη.
   Στην πραγματικότητα όμως η ζωή δεν είχε σταματήσει... Η ζωή δεν είχε σταματήσει ούτε σ' εκείνο το σπιτικό...
   Γιατί μια μέρα χτύπησε η πόρτα...
   Το μεγάλο σπίτι ήταν σιωπηλό... Στο καθιστικό η μητέρα της έπλεκε δαντέλα, η Νιλουφέρ διάβαζε. Ακόμα κι από το διαμέρισμα της θείας της δεν ακουγόταν κανένας ήχος. Έξω, ωστόσο, τα πουλιά κελαηδούσαν, αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί ήχος. Τα λυπημένα τιτιβίσματα των πουλιών έκαναν κακό στη Νιλουφέρ... Η Νιλουφέρ πίστευε ότι τα πουλιά μάλωναν, καβγαδίζανε μεταξύ τους. Ορισμένα τσιρίζανε, και θαρρείς πως με τα τσιρίσματά τους έδιναν το ένα στο άλλο μηνύματα καταστροφής. Ή θάνατος σήμαινε το τσίρισμα ή φυλακή. Κάποιο πουλί θα είχαν πιάσει και θα το είχαν φυλακίσει σε κλουβί. Ή θάνατος ή κλουβί... Η διαπεραστική κραυγή του πουλιού ήταν και στις δύο περιπτώσεις η ίδια, γιατί δεν υπήρχε καμιά διαφορά ανάμεσα στο θάνατο και στο κλείσιμο σε κλουβί.
   Μα την αλήθεια, αν η Νιλουφέρ ήταν πουλί, θα προτιμούσε χίλιες φορές να πεθάνει παρά να κάθεται και να κοιτάζει, κλεισμένη σ' ένα κλουβί, τους φίλους της έξω να πετάνε εδώ κι εκεί. Αν πέθαινε, ίσως θα γινόταν ένα με την Αϊφέρ και θα σπάζανε πλάκα. Άλλωστε δεν θα έρχονταν εκεί, ένας ένας, στο ίδιο μέρος, και όλοι όσοι αγαπούσαν; Τελικά θα μαζευόταν όλη η οικογένεια εκεί... Στον παράδεισο... Μάλλον δεν υπήρχε πιθανότητα να πάει κάποιος από όλους στην κόλαση. Μήπως η Αϊφέρ, μήπως ο υπέροχος καιρός και τα ποτάμια, ή μήπως η μητέρα της, ο πατέρας της, ο Τουργκούτ; Δεν μπορούσε ν' αποφασίσει, ωστόσο δεν ήξερε ούτε πώς πάνε στον παράδεισο. Κάποιος είχε πει ότι, αν το θάνατο δεν σου τον στείλει ο Θεός, δεν πας στον παράδεισο. Η Νιλουφέρ δεν μπορούσε να βγάλει άκρη, αν αυτοκτονούσε, αυτό δεν θα ήταν απόφαση του Θεού; Οτιδήποτε κάνουν οι άνθρωποι, δεν είναι θέλημα του Θεού; Αν αυτό είναι η μοίρα, ο Θεός δεν γράφει τη μοίρα; Τότε, γιατί θα ήταν ένοχη η Νιλουφέρ και θα πήγαινε στην κόλαση, αν αυτοκτονούσε για να πάει κοντά στην Αϊφέρ; Καλά, κι η Αϊφέρ... Σίγουρα εκείνη ήταν στον παράδεισο, αλλά γιατί είχε φύγει τόσο νωρίς;
   Το πουλί της δυστυχίας άρχισε πάλι να τσιρίζει... Ήταν άραγε μήνυμα θανάτου ή φυλακής; Η Νιλουφέρ προσπάθησε να καταλάβει... Δεν μπόρεσε, κι έτσι αποφάσισε πάλι ότι το τσίρισμα και για τα δυο μηνύματα είναι ίδιο. Γύρισε πάλι στην αρχή τις σελίδες του βιβλίου που νόμιζε ότι διάβαζε, αλλά δεν είχε διαβάσει ούτε μια γραμμή, άρχισε πάλι να διαβάζει...
   Το πουλί τσίριξε πάλι, χτύπησε η πόρτα.  [...]

Η Νιλουφέρ μπόρεσε πάλι να κλάψει
   Η Νιλουφέρ σηκώθηκε ανόρεχτα από τη θέση της, άφησε το βιβλίο που διάβαζε γυρισμένο ανάποδα κι ανοιχτό πάνω στο κρεβάτι... Αναρωτήθηκε γιατί η μαμά της δεν άνοιγε την πόρτα, αφού ήταν κάτω... Καθώς περνούσε μπροστά από το καθιστικό, είδε ότι η μαμά της κοιμόταν με τη δαντέλα που έπλεκε στην αγκαλιά και το κεφάλι της ακουμπισμένο στη ράχη της πολυθρόνας. Αναστέναξε βαθιά κι άνοιξε την πόρτα.
   Μπροστά της στεκόταν εκείνος ο νεαρός. Είστε το ωραιότερο κορίτσι που έχω δει μέχρι σήμερα... Να λοιπόν που εκείνος στεκόταν τώρα μπροστά της. Τι να κάνει η Νιλουφέρ, στεκόταν κι εκείνη και τον κοίταζε. Απλά τον κοίταζε. Και τον κοίταζε τόσο πολλή ώρα, ώστε, όταν η θεία της τής είπε "κορίτσι μου, κουνήσου λίγο να μπούμε μέσα", μόλις κατάφερε να κουνηθεί από τη θέση της. 
   "Ζωή σ' εσάς", είπε ο νεαρός.
   Η θεία της μπήκε στο καθιστικό με γρήγορα βήματα και ξύπνησε τη μητέρα... Η Νιλουφέρ μαζί με τον νεαρό προχώρησαν προς το σαλόνι.
   "Πολύ λυπήθηκα", της είπε εκείνος.
   Τη στιγμή που η Νιλουφέρ άνοιγε την πόρτα του σαλονιού, ξαφνικά άρχισε πάλι να λειτουργεί ο χαλασμένος μηχανισμός και τα δάκρυα άρχισαν πάλι να τρέχουν... Και ο μηχανισμός λειτουργούσε τόσο γρήγορα, ώστε τα δάκρυα της Νιλουφέρ έτρεχαν ασταμάτητα, τόσο που νόμιζε κανείς ότι στο τέλος όλο το σπίτι θα γέμιζε νερά... Η Νιλουφέρ προσπαθούσε να σκουπίσει το πρόσωπό της με τα χέρια της, όσο προσπαθούσε όμως, τόσο δεν μπορούσε, όσο σκούπιζε το πρόσωπό της, τόσο πιο πολύ έτρεχαν τα δάκρυά της.   
   Ο νεαρός έβαλε το χέρι του στον ώμο του κοριτσιού.
   "Σας παρακαλώ, μη... μην κλαίτε", της είπε.
   Η Νιλουφέρ σήκωσε το κεφάλι της, κάρφωσε τα μάτια της στα μάτια του. Μέσα της δεν είχε απομείνει ούτε αναστάτωση, ούτε ντροπή, ούτε ευτυχία για τη στιγμή που ζούσε, ούτε καρδιοχτυπήματα.
   "Εμείς δεν κάνουμε πια τίποτε άλλο, μόνο κλαίμε. Όλοι εμείς μόνο κλαίμε", είπε.
   Αυτά τα λόγια σήμαιναν: Ακόμα κι ο ερχομός σου δεν έχει πια σημασία για μένα. Ούτε στο σχολείο με αφήνουν τώρα να πάω. Δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα δεν είναι αλήθεια... Κι αν κι εσύ στο τέλος θα σημαίνεις για μένα μόνο θλίψη, τότε ούτε κι εσύ υπάρχεις. Η Νιλουφέρ κοίταζε τον νεαρό θλιμμένη, τον κοίταζε σαν να έβλεπε την ίδια τη θλίψη. Φοβόταν, κι αφού δεν μπορούσε να πάει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στον παράδεισο, το μόνο που ήθελε ήταν να μην ξαναβγεί από το δωμάτιό της, να τραβήξει το πάπλωμα πάνω από το κεφάλι της και να μην ξαναντικρίσει τη θλίψη.
   Η θεία της κι η μαμά της μπήκαν στο δωμάτιο.
   "Ο αγαπητός μας Αλί", είπε η θεία...
   Ο Αλί έσκυψε με σεβασμό μπροστά στη μαμά και της φίλησε το χέρι.
   "Κάνε μας έναν καφέ, κορίτσι μου. Θα πιείτε, παιδί μου, έτσι δεν είναι;" ρώτησε η μαμά...
   Η Νιλουφέρ πήγε στην κουζίνα. Το παράθυρο της κουζίνας ήταν ανοιχτό, η όμορφη μυρωδιά της άνοιξης γέμιζε το χώρο.
   Έξω τα πουλιά κελαηδούσαν.        [...]

   
Κερδισμένη είναι η Νιλουφέρ
   Οι μανάδες των ανύπαντρων αγοριών όλης της περιοχής, στην πραγματικότητα όχι μόνο της περιοχής, αλλά και όλης της πόλης, πηγαινοέρχονταν για τη Νιλουφέρ... Η μάνα της Νιλουφέρ, ιδιαίτερα όταν η περίπτωση ήταν καλή, κόντευε να τρελαθεί, επειδή τους απέρριπτε η κόρη της.
   "Γιατί, Νιλουφέρ, γιατί; Γιατί δεν παντρεύεσαι έναν από αυτούς, τι περιμένεις;" τη ρωτούσε.
   Μια φορά η Νιλουφέρ φώναξε.
   "Θέλω να γίνω ευτυχισμένη, μαμά, ευτυχισμένη!" Δεν θέλω να ζήσω όπως εσύ, ήθελε να της πει, αλλά κατάφερε να σωπάσει. Ωστόσο η μαμά της απόρησε και με αυτά που ξεστόμισε η κόρη της.
   "Τι θα πει να γίνω ευτυχισμένη, πώς γίνεται αυτό; Πώς θα καταλάβεις με ποιον θα γίνεις ευτυχισμένη; Τι έχουν αυτοί οι άνθρωποι, τι έχουν που δεν σου αρέσει;"
   "Άσε, μανούλα, να παντρευτώ αυτόν που θα θελήσω. Κάνε λίγο ακόμα υπομονή, σε παρακαλώ... Περίμενε, σίγουρα θα το θελήσω κι εγώ, θα βρω αυτόν που θ' αγαπήσω..."
                           

Ντουιγκού Ασένα, Ο έρωτας ήταν στον καθρέφτη, (μετφ. Στέλλα Βρετού - Σοφιανίδου), εκδ. Ωκεανίδα

Δεν υπάρχουν σχόλια: