Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

[ ΠΟΛΥΤΙΜΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ]

   1901
   Η Ιζαμπέλα δεν έχει άλλη επιλογή παρά να εμπιστευτεί τη θάλασσα. Κάτω από τα πόδια της δεν υπάρχει το στέρεο έδαφος, κι έτσι κουλουριάζει λίγο τα δάχτυλα των ποδιών της επάνω στις σανίδες του ψηλότερου καταστρώματος καθώς παρακολουθεί τα τεράστια κύματα να κυλούν από κάτω της. Ο ήλιος λάμπει, ο άνεμος κάνει τα ιστία να κυματίζουν και τα στηρίγματα να τρίζουν. Απευθύνει σιωπηρή έκκληση στον ωκεανό, κράτησέ μας ασφαλείς, του λέει, γιατί εμείς δεν είμαστε ψάρια, είμαστε άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, και βρισκόμαστε μακριά πολύ από τη στεριά. Κάθε πρωί έρχεται εδώ έξω και λέει τη μικρή της προσευχή, είτε ο καιρός είναι καλός είτε όχι. Μέχρι τώρα, δεν κινδύνεψαν. Κι ενώ με τη λογική της γνωρίζει πως αυτό δεν οφείλεται στην προσευχή της, με κάποιον τρόπο, σε μια κρυφή γωνία της καρδιάς της όπου ακόμη φωλιάζουν προλήψεις, υποψιάζεται πως ίσως να είναι έτσι. 
   "Κάνεις πάλι τον εαυτό σου θέαμα, Ιζαμπέλα;"
   Η Ιζαμπέλα στρέφεται. Λίγα βήματα πιο πέρα, μπροστά από τον υπερυψωμένο θάλαμο, στέκεται ο σύζυγός της ο Άρθουρ. Έχει τα μπράτσα του διπλωμένα, και κάτω από τα αραιά, ξεθωριασμένα μαλλιά του δείχνει συνοφρυωμένος. Ή πάλι, ίσως αυτή να είναι η μόνιμη έκφρασή του, τουλάχιστον απέναντί της.
   "Μη στεναχωριέσαι", του λέει, σε έναν τόνο κάπως πιο έντονο απ' όσο θα του άρεσε, "κανείς δεν μπορεί να με ακούσει".
   "Όλοι ξέρουν ότι στέκεσαι εδώ πάνω, με τα χείλη σου να σαλεύουν καθώς μιλάς στον ουρανό".
   "Στη θάλασσα μιλώ, για την ακρίβεια", του λέει και αρχίζει να προχωρεί προς τη σκάλα.
   "Παπούτσια, Ιζαμπέλα. Πού είναι τα παπούτσια σου;"

   Παπούτσια. Σήμερα, είναι τα παπούτσια. Χθες, ήταν τα λυτά της μαλλιά. Προχθές, τα γάντια. Γάντια! Μα γιατί να επιμένει πως πρέπει να ντύνεται σαν να πηγαίνει σε επίσημο τσάι, ενώ εκείνη ήθελε μόνο να ανεβεί στο ψηλότερο κατάστρωμα για λίγο ήλιο και φρέσκο αέρα; Δίχως άλλο, κανείς επάνω σ' εκείνο το σαπιοκάραβο δεν νοιάζεται για το τι φορά. "Τα παπούτσια μου είναι στην καμπίνα μας, Άρθουρ", του αποκρίνεται.
   "Τότε, λοιπόν, πήγαινε να τα φέρεις. Να τα φορέσεις. Μπορώ να ανεχτώ το να βγαίνεις χωρίς καπέλο και γάντια, αλλά τα παπούτσια είναι απαραίτητα". Χαμηλώνει, ως συνήθως, το βλέμμα του στη μαύρη κορδέλα γύρω από τον καρπό της. Τότε το δέρμα του, που κατά κανόνα είναι ροδαλό, γίνεται κατακόκκινο.
   Εκείνη τραβά το μανίκι της επάνω από τον καρπό της. Δεν θέλει να ξανακάνει και σήμερα την ίδια συζήτηση. Μα γιατί επιμένεις να φοράς αυτό το παλιό κεντίδι; Τα κοσμήματα Γουίντερμπουρν είναι παγκοσμίως γνωστά, κι εσύ φοράς ένα κορδελάκι; Δεν φοράς καν τη γαμήλια βέρα σου. Δεν θέλει να του πει για μία ακόμη φορά πως η γαμήλια βέρα της δεν της χωρά, ίσως επειδή, όπως η ίδια υποψιάζεται, εκείνος την έφτιαξε επίτηδες τόσο μικρή, ελπίζοντας ότι θα σφήνωνε για πάντα στο δάχτυλό της.
   Κουνά ελαφρά το κεφάλι του. "Δώσε λίγη προσοχή στην εμφάνισή σου, Ιζαμπέλα. Θυμήσου το όνομα των Γουίντερμπουρν".
   "Όπως επιθυμείς, Άρθουρ". Δεν δίνει δεκάρα για το όνομα των Γουίντερμπουρν, και ελάχιστα παραπάνω νοιάζεται και για τον σύζυγό της. Κάποτε, ήταν κι εκείνη όπως όλες οι άλλες γυναίκες· κάποτε είχε μια τρυφερή καρδιά. Όμως ο καιρός και η θλίψη είχαν φθείρει την καλή της θέληση, την είχαν αμβλύνει μέχρι που πια δεν απέμεινε τίποτα από εκείνη. Κατεβαίνει από το κατάστρωμα χωρίς να το έχει πραγματικά σκοπό της να βρει τα παπούτσια της, και στέκεται διστακτική έξω από το σαλόνι. Από εδώ μπορεί να δει πέρα ως τη σκοτεινή άκρη του πλοίου· είναι ένα μέρος τόσο γεμάτο από εγκλωβισμένη θλίψη και από την οσμή άπλυτων αντρών, που μόλις και μετά βίας μπορεί να αναπνεύσει. Επάνω στο πλοίο υπάρχει πλήρωμα δεκαεπτά αντρών, και ακόμη και τώρα, έπειτα από οκτώ εβδομάδες στη θάλασσα, δεν είναι σε θέση να κατονομάσει έστω και έναν, εκτός από τον καπετάνιο και τον ύπαρχο. Η τραχιά αρρενωπότητά τους τη φοβίζει και την ελκύει συνάμα. Ακούει να τη φωνάζει η Μέγκι, η οποία κάθεται στο σαλόνι και πλέκει.
   "Ιζαμπέλα;"
   Η Ιζαμπέλα στρέφεται και χαμογελά στη φίλη της. Ένα πλοίο δεν είναι το κατάλληλο μέρος για μια γυναίκα, όμως με δύο γυναίκες η κατάσταση γίνεται πιο ανεκτή. "Παπούτσια", της λέει.
   Η Μέγκι κάνει έναν μορφασμό, ζαρώνοντας το χαριτωμένο προσωπάκι της. "Ναι, πρέπει κανείς να φορά παπούτσια. Παντού υπάρχουν αιχμηρά και τραχιά αντικείμενα".
   "Αλλά είναι τόσο πολύ πιο εύκολο να ανεβείς τη σκάλα χωρίς παπούτσια". Η σκάλα που συνδέει το ψηλότερο κατάστρωμα με το κυρίως κατάστρωμα μοιάζει περισσότερο με ανεμόσκαλα. Εδώ στο σαλόνι, υπάρχει φως από τα μικρά στρογγυλά παράθυρα. Και η μαονένια τραπεζαρία έχει θαρρείς κάποια ομοιότητα με τις ανέσεις του πολιτισμού, με τα κεντητά της μαξιλάρια και το φωτιστικό που κρέμεται από πάνω. Το γραφείο του καπετάνιου είναι στημένο με τάξη κάτω από το φινιστρίνι. Βιβλία και χάρτες, αν και η Ιζαμπέλα θα ένιωθε έκπληξη αν εκείνος μπορούσε να διαβάζει, και ακόμη περισσότερο αν ήταν σε θέση να ακολουθήσει έναν χάρτη, με δεδομένες τις τεράστιες ποσότητες ουίσκι που καταναλώνει καθημερινά. Η Ιζαμπέλα, ξυπόλυτη ακόμη, κάθεται δίπλα στη Μέγκι και παίρνει στα χέρια της το κέντημά της.
   "Κι όμως", εξακολουθεί η Μέγκι, "δεν θα ήθελες να πατήσεις ένα καρφί. Και σε αυτή την περίπτωση, θα τρέξει πολύ περισσότερο αίμα απ' όσο αν πέσεις από τη σκάλα". Της μιλά με την κουρασμένη αυθεντία του ανθρώπου που έχει κάνει πολλά ταξίδια κι έχει δει πολλά ατυχήματα πάνω σε πλοίο. Κι έτσι είναι πραγματικά. Η Μέγκι Γουάιταγουεϊ είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ιζαμπέλα βρίσκεται εδώ. Η Μέγκι ταξιδεύει πολύ με τον σύζυγό της, τον καπετάνιο, και λαχταρά λίγη γυναικεία συντροφιά. Η ζωή πάνω σε ένα φορτηγό πλοίο δεν είναι φυσιολογικό περιβάλλον για μια γυναίκα, και η Μέγκι εδώ και χρόνια πίεζε την Ιζαμπέλα να τους συνοδέψει σε κάποιο ταξίδι. Ο Άρθουρ και ο καπετάνιος είναι παλιοί φίλοι από το σχολείο. Η Ιζαμπέλα γνώρισε τη Μέγκι την ημέρα του γάμου της με τον Άρθουρ και από τότε τη συμπαθεί ή τη λυπάται, ή ίσως και τα δύο.
   Ένας άλλος λόγος για τον οποίο βρίσκεται εδώ είναι βέβαια το σκήπτρο για το κοινοβούλιο. Το σχεδίασε ο Άρθουρ Γουίντερμπουρν έπειτα από εντολή της βασίλισσας, κι ύστερα κατασκευάστηκε με προσοχή σε βρετανικό έδαφος και ξεκίνησε με προορισμό το Σίδνεϊ, όπου θα προσφερθεί στην καινούρια κυβέρνηση της Αυστραλίας για να γιορτάσουν την ομοσπονδία. Ο Άρθουρ επιθυμούσε να συνοδέψει το πολύτιμο αντικείμενο, κι έτσι ήρθε μαζί και η Ιζαμπέλα. Ήταν προτιμότερο από το να παραμείνει στο Σόμερσετ, λεία για την κακεντρεχή οικογένειά του.
   Όμως η Ιζαμπέλα γνωρίζει πολύ καλά ποιος είναι ο πιο πιεστικός λόγος για τον οποίο επιβιβάστηκε στο πλοίο Χαραυγή. Βρίσκεται εδώ επειδή αυτό λύνει, έστω και προσωρινά, το πρόβλημα του "τι θα κάνουμε με την Ιζαμπέλα", ένα ερώτημα που άκουγε να ψιθυρίζουν κρυφά στα σαλόνια του σπιτιού της πεθεράς της, και που ταυτόχρονα το διάβαζε και το διαβάζει στο βλέμμα του συζύγου της. Είχε υπάρξει μια εποχή που ίσως και η ίδια να ένιωθε ντροπή για όλη την ανησυχία και την αναστάτωση που τους είχε προκαλέσει. Όμως η κοινωνική ντροπή έπαψε να σημαίνει οτιδήποτε από τη στιγμή που έχασε τον Ντάνιελ.
   "Είσαι καλά, Ιζαμπέλα;" τη ρωτά η Μέγκι, με τα στρογγυλά μπλε μάτια της να την κοιτούν με ανησυχία. "Δείχνεις αρκετά χλωμή".
   Η Ιζαμπέλα προσπαθεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Η Ιζαμπέλα προσπαθεί μονίμως να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Πετάγεται από τη θέση της. "Τα παπούτσια μου", λέει, σαν ένα είδος εξήγησης και δικαιολογίας, και σπεύδει να απομονωθεί στην ησυχία της καμπίνας της.

   Η Ιζαμπέλα έχει ξυπνήσει νωρίς και είναι ξαπλωμένη στο στενό κρεβάτι, νιώθοντας εκείνη την παγερή ναυτία που γνωρίζουν μόνο οι μητέρες οι οποίες έχουν χάσει παιδί. Κάθε μέρα, τη στιγμή που ξυπνά, υπάρχουν ίσως δύο ή τρία δευτερόλεπτα χάριτος, κι ύστερα η θλίψη ξεχειλίζει και πάλι καθώς αναθυμάται την κατεστραμμένη της ζωή. Η πτώση αυτή, από τη λήθη στη μνήμη και τη γνώση, είναι σκέτη αγωνία. Θα προτιμούσε να ξυπνά μέσα στη θλίψη. Όμως αυτά τα λιγοστά δευτερόλεπτα χάριτος μοιάζουν να τη χλευάζουν κάθε πρωί: είναι μια απατηλή ώρα, μια άσπλαχνη υπόσχεση ευτυχίας που δεν μπορεί να τηρηθεί, ακριβώς όπως οι δεκαπέντε μέρες που έζησε ο Ντάνιελ.
   Όμως η ζωή συνεχίζεται και η Ιζαμπέλα γνωρίζει ότι πρέπει να σηκωθεί και να ανεβεί στο ψηλότερο κατάστρωμα για να πει την προσευχή της στον ωκεανό. Γλιστρά μέσα από το μπροστινό αμπάρι και αμέσως βλέπει τη Μέγκι να κάθεται στο επάνω κατάστρωμα με μια έκφραση εγκατάλειψης, ενώ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της λαμπυρίζουν στις πρωινές αχτίδες. Γεμάτη περιέργεια, η Ιζαμπέλα πλησιάζει και κάθεται δίπλα της. Ο Άρθουρ παραπονιέται συχνά για το πώς και οι δυο τους, εκείνη και η Μέγκι, στήνονται και κάθονται σαν παιδιά παντού πάνω στο πλοίο. Οι κυρίες, σκέφτεται, πρέπει να μην κάθονται ποτέ πουθενά αλλού παρά μόνο σε μια καρέκλα. Όμως ακριβώς μπροστά από το πηδάλιο του πλοίου υπάρχει ένα υπέροχο μέρος για να κάθεται, με τα πόδια της μαζεμένα κάτω από το πιγούνι της, νιώθοντας ότι περνά ξυστά από την άκρη του γνωστού κόσμου, με τον ήλιο να παίζει στα μαλλιά της.
   Η Ιζαμπέλα είχε κρατήσει τους τύπους για το μικρό αρχικό διάστημα του ταξιδιού πάνω στο πλοίο, όμως όσο περισσότερο απομακρυνόταν από το σπίτι της τόσο πιο γρήγορα πετούσε από πάνω της τα προσχήματα. Όταν ξεκινούσαν από το Μπρίστολ, κατέβαιναν τον ποταμό Έιβον και περνούσαν το Σεντ Βίνσεντ Ροκς, εξακολουθούσε να φορά καπέλο και γάντια. Όταν όμως, δύο μέρες αργότερα, έπεσαν σε ανέμους που φυσούσαν αντίθετα, κι εκείνη δεν μπορούσε να σηκωθεί καν χωρίς να κάνει εμετό, δεν άργησε να πετάξει από πάνω της οτιδήποτε ήταν πιθανό να την εμποδίσει να μετακινηθεί γρήγορα ως το πλαϊνό μέρος του πλοίου. Μέσα σε διάστημα τριών εβδομάδων είχαν μετακινηθεί στη ζώνη των αληγών ανέμων, και η ταχύτητα του πλοίου σε συνδυασμό με την εξουθενωτική ζέστη την έκαναν να νιώσει αρκετά τολμηρή ώστε να εγκαταλείψει και τον κορσέ. Ανέπνευσε ελεύθερα για πρώτη φορά από τότε που ήταν παιδί.
   "Σηκώθηκες νωρίς, Μέγκι;" λέει η Ιζαμπέλα.
   Η Μέγκι έχει το πρόσωπό της στραμμένο στο πρυμναίο κατάστρωμα, όχι στην πλώρη. "Δεν είχα ύπνο." Το βλέμμα της ακολουθεί μια φιγούρα στο κυρίως κατάστρωμα, από την άλλη πλευρά του πηδαλίου. Η Ιζαμπέλα την παρατηρεί για λίγα λεπτά εξεταστικά, κι ύστερα συνειδητοποιεί πως αυτός που κοιτά είναι ο ύπαρχος.
   "Ώστε ο κύριος Χάροου είναι που σ' ενδιαφέρει σήμερα το πρωί;" τη ρωτά μαλακά, γέρνοντας για μια στιγμή επάνω της. 
   Τα μάτια της Μέγκι τρεμοπαίζουν και στρέφεται στην Ιζαμπέλα. "Δεν βρίσκεις κι εσύ πως είναι υπέροχος;"
   "Υπέροχος δεν είναι ίσως η λέξη που θα χρησιμοποιούσα". Η Ιζαμπέλα στρέφεται για να τον μετρήσει. Εκείνος κουβεντιάζει στο πρυμναίο κατάστρωμα με δύο άλλα μέλη του πληρώματος. Είναι ένας μικροκαμωμένος άντρας, πιο κοντός από την Ιζαμπέλα, όμως αυτό ίσως να μην έχει και τόση σημασία για τη Μέγκι η οποία είναι επίσης μια μικροσκοπική γυναίκα, με σώμα σε σχήμα καμπάνας. Η Ιζαμπέλα ανησυχεί μέσα της. Θέλει να προστατέψει τη Μέγκι, αλλά είναι και αγανακτισμένη ταυτόχρονα από την ανοησία της φίλης της. Οι γυναίκες που έχουν τη διπλή κατάρα να είναι όμορφες και καλοαναθρεμμένες δεν επιλέγουν ποιον θα αγαπήσουν. "Μέγκι, ξέρεις βέβαια πόσο επικίνδυνο είναι να αναπτύξεις μέσα σου ένα κρυφό αίσθημα για εκείνον". 
   "Δεν τον έχω ερωτευτεί, Ιζαμπέλα. Μόνο τον θαυμάζω υπερβολικά. Η γυναίκα του, η Μαίρη, πέθανε πέρυσι. Τη φρόντισε ως το τέλος, και ήταν εκεί για να ακούσει τη στερνή της ανάσα".
   "Πώς το ξέρεις αυτό;"
   "Τον άκουσα τυχαία να το λέει στον Φράνσις, στο προηγούμενο ταξίδι μας. Δεν νομίζεις κι εσύ πως είναι κάτι θαυμάσιο, όταν ένας άντρας αγαπά τόσο βαθιά; Υποτίθεται ότι είναι δυνατοί και σκληροί, κι όμως οι καρδιές τους μπορούν να είναι τρυφερές".
   Η Ιζαμπέλα δεν απαντά. Φαντάζεται τον εαυτό της να είναι πολύ άρρωστη, να πεθαίνει. Ο Άρθουρ απλώς θα έμενε μακριά μέχρι να τελειώσουν όλα. Ακριβώς όπως είχε κάνει και όταν πέθανε ο Ντάνιελ. Η Ιζαμπέλα δεν τον είδε παρά μετά την κηδεία, ένα γεγονός που έλαβε χώρα χωρίς η ίδια να έχει ενημερωθεί. Ο Άρθουρ είχε φοβηθεί πως η σύζυγός του θα έκανε σκηνή.
   "Πόσο θλιβερό για εκείνον, να μείνει χήρος τόσο νέος", λέει η Μέγκι με σχεδόν κομμένη την ανάσα. "Και πόσο θα υπέφερε".
   Η Ιζαμπέλα κοιτά το πρόσωπο της Μέγκι. Τα μάτια της φίλης της γυαλίζουν από τα δάκρυα. Μέσα της νιώθει να σκληραίνει ένα περίπλοκο, οργισμένο συναίσθημα. Η Μέγκι δεν έκλαψε ούτε μία φορά μαζί της όταν πέθανε ο Ντάνιελ, και το να χάνεις ένα παιδί είναι πολύ πιο επώδυνο από το να χάνεις μια σύζυγο. Η Μέγκι, η οποία δεν είχε ποτέ αποκτήσει δικό της παιδί, είχε πει: "Θα κάνεις άλλο παιδί, και τότε η θλίψη σου θα μετατραπεί πάλι σε λιακάδα", λες και τα παιδιά ήταν σαν σερβίτσια τσαγιού και η απώλεια ενός μπορούσε να αναπληρωθεί εύκολα με την αγορά ενός καινούριου.
   Η Ιζαμπέλα γίνεται έρμαιο της παρόρμησης.
   Σηκώνεται και φωνάζει: "Κύριε Χάροου!"
   Η Μέγκι ζαρώνει, με τα γόνατά της στο στήθος, θυμίζοντας στην Ιζαμπέλα μια αράχνη τη στιγμή που κάποιος σηκώνει το σκουπόξυλο προς το μέρος της. "Ιζαμπέλα, μη!" λέει με τσιριχτή φωνή.
   Είναι όμως ήδη πολύ αργά. Ο κύριος Χάροου στρέφεται προς το μέρος τους και σηκώνει το χέρι του για να τις χαιρετίσει. Η Μέγκι σηκώνεται ελπίζοντας ότι θα προλάβει να αποδράσει. Η Ιζαμπέλα κάνει με το ένα της χέρι νεύμα στον κύριο Χάροου ενώ με το άλλο συγκρατεί τη Μέγκι από το μπράτσο της. Η Ιζαμπέλα είναι ψηλή, δυνατή και επιβλητική, και η Μέγκι δεν μπορεί να ξεφύγει. Το λαμπερό ροδαλό πρόσωπο του κυρίου Χάροου είναι απορημένο καθώς τις πλησιάζει.
   "Τι μπορώ να κάνω για εσάς, κυρία Γουίντερμπουρν;"
   Η Μέγκι έχει στρέψει από την άλλη πλευρά το πρόσωπό της που τώρα είναι κατακόκκινο και γεμάτο αμηχανία. Η Ιζαμπέλα νιώθει το πρώτο σκίρτημα μετάνοιας, όμως είναι πολύ αργά πια. Στα χείλη της έχουν ήδη αρχίσει να σχηματίζονται οι λέξεις: "Η κυρία Γουάιταγουεϊ κι εγώ είχαμε μόλις τώρα μια μικρή συζήτηση, και φαίνεται ότι σας θαυμάζει πάρα πολύ".
   Τώρα είναι η σειρά του κυρίου Χάροου να νιώσει αμηχανία, και η Ιζαμπέλα, έχοντας πια χάσει τη σατανική διάθεση που την είχε ωθήσει σε όλο αυτό, νιώθει να τη διαπερνά ένα ρίγος ντροπής. Απελευθερώνει τη Μέγκι, η οποία τους προσπερνά τρέχοντας και κατεβαίνει από το μπροστινό αμπάρι, αφήνοντας να της ξεφύγει ένας λυγμός. Ο κύριος Χάροου την ακολουθεί με το βλέμμα κι ύστερα στρέφεται πάλι στην Ιζαμπέλα. Εκείνη δεν μπορεί να διαβάσει την έκφρασή του. Είναι θυμωμένος; Σαστισμένος; Μήπως γλυκοκοιτάζει κι εκείνος τη Μέγκι;
   Μα ασφαλώς. Ταξιδεύουν μαζί σε όλον τον κόσμο, και είναι όλο "η κυρία Γουάιταγουεϊ αυτό" και "ο κύριος Χάροου εκείνο", και με κατεβασμένα βλέφαρα όταν περνούν ο ένας δίπλα από τον άλλον στους στενούς και επενδυμένους με ξύλο διαδρόμους του σαλονιού.
   "Λυπάμαι πολύ..." κατορθώνει να πει η Ιζαμπέλα. "Δεν ξέρω γιατί..." Χωρίς να μπορέσει να συνεχίσει τη φράση της, νεύει μία φορά κι έπειτα πηγαίνει στο ψηλότερο κατάστρωμα για να απευθύνει την πρωινή της προσευχή στον ωκεανό.
   Συνειδητοποιεί πως το πιθανότερο είναι να μην της ξαναμιλήσει η Μέγκι για όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, και για λίγα λεπτά δεν νιώθει να την πειράζει. Έπειτα όμως μαλακώνει πάλι και απελπίζεται επειδή αντιλαμβάνεται πως είναι μια γυναίκα υπερβολικά τσακισμένη για να μπορεί να έχει αυτοκυριαρχία όταν το απαιτούν οι καταστάσεις. Και, σίγουρα, μια γυναίκα υπερβολικά τσακισμένη για να μπορεί να συνυπάρχει με άλλους ανθρώπους με καρδιές ακέραιες.

   Το πλοίο είναι τεράστιο, όμως οι καμπίνες είναι πολύ στριμωγμένες η μία με την άλλη. Η Ιζαμπέλα και ο Άρθουρ έχουν δύο στριμωχτές κουκέτες στο χώρο που κανονικά είναι η καμπίνα του λοστρόμου. Σε αυτό το ταξίδι, ο λοστρόμος κοιμάται με το υπόλοιπο πλήρωμα, στη σκοτεινή άκρη του πλοίου. Τις νύχτες το πλοίο τρίζει. Ο άνεμος απ' έξω λυσσομανά. Η θάλασσα χτυπά με δύναμη τις σανίδες του. Όμως ποτέ άλλοτε στη ζωή της η Ιζαμπέλα δεν έχει κοιμηθεί τόσο καλά, να τη λικνίζει έτσι στην αγκαλιά του ο ωκεανός.
   Το βράδυ, όταν πλαγιάζει στην κουκέτα της, ακούει τον Άρθουρ και τον καπετάνιο να συζητούν στο σαλόνι. Δεν γνωρίζουν πως μπορεί να τους ακούσει, κι αυτός είναι ο λόγος που μιλούν απροκάλυπτα και ξεκάθαρα. Το κορμί της τεντώνεται γεμάτο ένταση καθώς ακούει να αναφέρουν το όνομά της.
   "Η γυναίκα μου είναι απαρηγόρητη απόψε, Γουίντερμπουρν. Η Ιζαμπέλα πήγε κι έκανε κάτι πολύ ανόητο".
   Ο Άρθουρ ξεροβήχει. Ακούγεται ένας ήχος από υγρό που χύνεται σε ποτήρι. "Σου είπε η Μέγκι τι άκριβώς έκανε;"
   "Δεν μου το αποκάλυψε. Μου είπε μόνο πως την ντρόπιασε απερίγραπτα και πως είναι ανεξέλεγκτη σαν λυσσασμένη γάτα".
   Η καρδιά της Ιζαμπέλα βουλιάζει μέσα στο στήθος της. Η Μέγκι είχε στραφεί εναντίον της. Η ίδια γνωρίζει βέβαια τον λόγο, όμως και πάλι νιώθει προδομένη. Μα γιατί ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι καλός μαζί της; Τόσο καλός, όσο εκείνη έχει ανάγκη; Μήπως υπάρχει κάτι στο πρόσωπο ή στη συμπεριφορά της που εμποδίζει τους ανθρώπους να είναι καλοί μαζί της;
   "Αχ, μα ναι. Αυτή είναι η Ιζαμπέλα", γρυλίζει ο Άρθουρ. "Δεν ήταν πάντοτε έτσι, Φράνσις. Όταν την παντρεύτηκα ήταν πολύ πιο πειθήνια. Ο θάνατος του μωρού..."
   "Πρέπει να σου μιλήσω χωρίς περιστροφές, Γουίντερμπουρν. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να το χρησιμοποιεί αυτό για δικαιολογία".
   "Μερικές γυναίκες δεν συνέρχονται ποτέ από κάτι τέτοιο".
   "Επειδή δεν θέλουν. Είναι ερωτευμένες με το ίδιο τους το πένθος. Μου λες πως η Ιζαμπέλα ήταν πιο πειθήνια στην αρχή, όμως εγώ θυμάμαι ότι και τότε ακόμη ήθελε να κάνει το δικό της. Όταν πέθανε το παιδί, κανείς δεν τη συγκράτησε στις εκρήξεις του θυμού και της απελπισίας της. Όλοι της έβρισκαν δικαιολογίες, κι έτσι έμαθε πολύ γρήγορα πως μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, όσο κι αν αυτό αναστάτωνε τους άλλους".
   Η Ιζαμπέλα δεν ξέρει ποιο πρέπει να εκλάβει ως μεγαλύτερη προσβολή: το ότι λένε για εκείνη πως έχει μάθει να συμπεριφέρεται άσχημα, σαν άσχημα εκπαιδευμένος σκύλος, ή το γεγονός ότι μιλούν τόσο ανοιχτά για τα ψυχολογικά της προβλήματα. Όμως όχι, αυτό που την πονά περισσότερο είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούν τις λέξεις "το μωρό"και "το παιδί". Μα είχε όνομα. Ήταν ο Ντάνιελ.
   "Δεν ξέρω τι άλλο να κάνω, Φράνσις. Την έστειλα μια μέρα βόλτα με τη γυναίκα ενός φίλου μου, και στη διάρκεια της απουσίας της απομάκρυνα όλα τα πράγματα που συνδέονταν με το παιδί -την κούνια, τα ρούχα, το κουνελάκι που του είχε πλέξει η μητέρα μου. Εκείνη βέβαια ξέσπασε σε κρίση οργής. Χρειάστηκε να την κρατήσω πολύ σφιχτά και από τα δύο χέρια για να την εμποδίσω να μου βγάλει τα μάτια με τα νύχια της".
   Πολύ σφιχτά. Της είχε αφήσει δύο έντονους μώλωπες που δεν έφευγαν για μία εβδομάδα.
   Και να που τώρα ο καπετάνιος λέει αυτό που και η Ιζαμπέλα φοβάται πως θα πει. "Η Μέγκι με πληροφόρησε πως η κορδέλα γύρω από τον καρπό της έχει κάποια σημασία".
   "Αλήθεια;"
   Μπορεί να ακούσει από την κουκέτα της ακόμη κι ένα κέρμα να πέφτει.
   "Ακριβώς σήμερα είχαμε αυτή τη συζήτηση. Η Ιζαμπέλα, το μωρό, το πώς αρνείται να το ξεπεράσει. Και η Μέγκι μου αποκάλυψε ότι στο εσωτερικό μέρος της κορδέλας, σε αυτό που ακουμπά στον καρπό της, η Ιζαμπέλα είχε ράψει ένα μωρουδίστικο βραχιολάκι που σου ξέφυγε και δεν το πέταξες. Το είχε φτιάξει από κοράλλια η Ιζαμπέλα μαζί με την αδελφή της όταν ήταν παιδιά".
   Την ίδια τη στιγμή που ο καπετάνιος λέει τα λόγια αυτά, η Ιζαμπέλα διατρέχει με τα δάχτυλά της τις γνώριμες προεξοχές κάτω από την κορδέλα. Ναι, ο Άρθουρ τα είχε πετάξει όλα. Εκείνη είχε επιστρέψει από μια απερίγραπτη μέρα στο Μπαθ με την κυρία Ήβανς, για να βρει το βρεφικό δωμάτιο απογυμνωμένο. Μόνο αυτό το βραχιολάκι, στο βάθος ενός συρταριού, είχε γλιτώσει. Όταν ήταν παιδιά, η ίδια και η αδελφή της αγαπούσαν πολύ να φτιάχνουν κοσμήματα. Ο πατέρας τους ήταν επίσης κοσμηματοποιός, αν και όχι βέβαια της κατηγορίας των Γουίντερμπουρν. Είχε ένα μικρό εργαστήριο στο Πορτ Άιζακ, την παραθαλάσσια πόλη στην οποία είχε μεγαλώσει η Ιζαμπέλα. Είχε μοναδικά χειροποίητα κομμάτια για την εκκεντρική πλούσια πελατεία του, που συχνά την αποτελούσαν Ευρωπαίοι αριστοκράτες· και είχε διδάξει στις κόρες του όλες τις τεχνικές για το πώς να περνούν λίθους σε σύρμα χωρίς να χρησιμοποιούν κόλλα. Η ίδια και η αδελφή της ήταν αντίστοιχα έντεκα και δώδεκα ετών όταν έφτιαξαν το κοραλλένιο βραχιολάκι, με την κάθε ένωση σφιχτά συγκρατημένη σε ασημένιο σύρμα. Είχαν χρησιμοποιήσει πολύ λίγες χάντρες, ίσα για να φτιάξουν ένα μικροσκοπικό πραγματάκι. Η Βικτόρια το είχε φυλάξει στην κοσμηματοθήκη της για χρόνια, καθώς είχαν μείνει πάντοτε σύμφωνες πως θα το κρατούσε όποια από τις δυο τους θα αποκτούσε πρώτη παιδί. Είχε φτάσει στο σπίτι της Ιζαμπέλα ακριβώς την παραμονή της γέννησης του Ντάνιελ, σε ένα όμορφο πακέτο από τη Νέα Υόρκη όπου ζούσε πια η Βικτόρια παντρεμένη αλλά ακόμη χωρίς παιδιά.
   "Πρέπει να της το πάρεις, Γουίντερμπουρν. Πέταξέ το στη θάλασσα. Δεν πρόκειται να συνέλθει ποτέ όσο το έχει πάνω της".
   Η καρδιά της Ιζαμπέλα τώρα είναι μαρμαρωμένη από τον φόβο της. Το ήξερε από πριν, πως ο καπετάνιος θα το πρότεινε, όπως ήξερε και ότι ο Άρθουρ θα συμφωνούσε σε αυτό. Όμως, είναι το μοναδικό πράγμα που της έχει απομείνει από τον Ντάνιελ, το μοναδικό πράγμα που την κρατά ακόμη στα πόδια της. Έτσι και χάσει αυτή τη μικρή σειρά από κοράλλια, θα χάσει τον ίδιο της τον εαυτό. Γι' αυτό, το λύνει αμέσως από τον καρπό της και το γλιστρά κάτω από το μαξιλάρι της. Όμως δεν είναι ασφαλές εκεί πέρα, όχι για πολύ. Εκεί θα είναι το δεύτερο ή το τρίτο μέρος στο οποίο θα ψάξει ο Άρθουρ, αν είναι πράγματι αποφασισμένος να της το πάρει.
   Υπάρχει ένα μοναδικό μέρος στο οποίο το βραχιολάκι θα είναι ασφαλές, αν τολμήσει να το κρύψει εκεί. 

   Το δείπνο σερβίρεται πάντοτε στο σαλόνι, και αυτό είναι το μέρος από το οποίο ξεκινά η εφαρμογή του αποψινού σχεδίου. Για να πετύχει, πρέπει η Ιζαμπέλα να πάει στο κρεβάτι πριν από τον σύζυγό της. Γι' αυτό, όταν ο καμαρότος τούς φέρνει ένα σκληρό πλακέ κομμάτι από κακοψημένο, υπερβολικά αλμυρό χοιρινό με μερικές ζαρωμένες πατάτες να κολυμπούν στη σάλτσα του, εκείνη προσποιείται ξαφνική αδιαθεσία. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι κοιτώντας αυτό το φαγητό δεν χρειάζεται καν να προσποιηθεί πως δεν νιώθει καλά. Πόσο λαχταρά λίγο νωπό κρέας και φρέσκες πατάτες...
   "Ωχ", λέει, φέρνοντας το χέρι στα χείλη της.
   "Ιζαμπέλα;" ρωτά ο Άρθουρ με τον συνηθισμένο επιφυλακτικό τόνο του.
   "Ξαφνικά δεν νιώθω καλά", του αποκρίνεται.
   Η Μέγκι, η οποία κάθεται σιωπηλή και παγερή απέναντί της, αποφεύγει να συναντήσει το βλέμμα της. Ο καπετάνιος είναι απασχολημένος να σερβίρει αφειδώς κόκκινο κρασί Μπορντώ στο κρυστάλλινο ποτήρι του. Αυτό αφήνει τον Άρθουρ μόνο του να χειριστεί το πρόβλημα.
   "Θα φας μαζί μας;"
   "Δεν νομίζω", του απαντά. "Θα πάω κατευθείαν να ξαπλώσω".
   Ο Άρθουρ ανοίγει το στόμα του για να την παροτρύνει να μείνει. Είναι ένας άντρας ο οποίος διαρκώς ανησυχεί για το τι θα σκεφτούν οι άλλοι για εκείνον. Έτσι, κάθε φορά που διαπιστώνει μια έλλειψη καλών τρόπων από μέρους της συζύγου του, αρχίζει να ξεφυσά σαν ατμομηχανή τρένου. Όμως η Ιζαμπέλα υποψιάζεται πως μέσα του έχει κρίνει και αποφασίσει ότι η αδιαθεσία της θα έχει ως αποτέλεσμα να γίνει ακόμη χειρότερη η συμπεριφορά της. Κι αυτός είναι ο λόγος που τελικά ο Άρθουρ δεν λέει τίποτα και της κάνει νεύμα ότι μπορεί να φύγει, με το άσπρο πλαδαρό του χέρι.
   Μόλις κλείνει πίσω της την πόρτα της καμπίνας, ξεκουμπώνει το κορσάζ της και απαγκιστρώνει τα γαντζάκια από πίσω, βγάζει και τη φούστα της, και τα κρεμά όλα στη στενή ντουλάπα που είναι ενσωματωμένη στην κόχη πίσω από τις κουκέτες. Φορά τη νυχτικιά της και στέκεται για ένα λεπτό ακίνητη, με την καρδιά της να χτυπά δυνατά, πασχίζοντας να αφουγκραστεί ήχο βημάτων. Τίποτα. Από την πόρτα κρέμεται το γιλέκο του συζύγου της. Η Ιζαμπέλα απλώνει το χέρι της και ψάχνει στην τσέπη του. Όταν πια βρίσκει αυτό που αναζητά, ξαπλώνει στην κουκέτα της. Όμως δεν κοιμάται. Μένει ξαπλωμένη ακίνητη και τους ακούει. Ο θόρυβος που κάνει το ασήμι πάνω στην πορσελάνη. Η συζήτησή τους: πάντοτε το θέμα είναι ο καιρός, αν και βέβαια μπορεί να καταλάβει αυτή την εμμονή από τη στιγμή που βρίσκονται στην ανοιχτή θάλασσα. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, και ενώ έπλεαν έξω από τις Ανατολικές Ινδίες, τους πρόφτασε ένα μπουρίνι τόσο γρήγορα και αναπάντεχα που εκείνη ήταν σίγουρη πως θα χάνονταν όλοι τους. Η ζωή τους ή ο θάνατός τους εξαρτιόταν από τον καιρό.
   Η Ιζαμπέλα ακούει τη Μέγκι να λέει με μαλακή φωνή ότι θα πάει να ξαπλώσει. Αυτό την ανακουφίζει κάπως: της είναι απαραίτητο να απομακρυνθεί από το σαλόνι η Μέγκι -η οποία έχει ασυνήθιστα καλή ακοή. Και τώρα, ο Άρθουρ και ο καπετάνιος ξαναπιάνουν τη συζήτησή τους. Το κόκκινο κρασί δεν σταματά να ρέει από το μπουκάλι, και ακούγεται συνεχώς ο ήχος των ποτηριών τους επάνω στο λουστραρισμένο ξύλο. Κάθε βράδυ μετά το δείπνο, ο Άρθουρ πίνει συντροφιά με τον καπετάνιο. Και ο καπετάνιος πίνει πάρα πολύ. Όσο περισσότερο μεθούν, τόσο πιο δυνατές γίνονται οι φωνές τους.
   Τους ακούει για πολλή ώρα. Μιλούν για τον καιρό, για τους παλιούς φίλους, για την Ιζαμπέλα. Ο Άρθουρ μιλά στον καπετάνιο για το καινούριο σπίτι που σκοπεύει να χτίσει μόλις επιστρέψουν στην Αγγλία, και για λίγο ακούγεται ενθουσιασμένος και ευτυχισμένος. Η Ιζαμπέλα δεν ακούει με συμπάθεια τα λόγια του. Εκείνη δεν θέλει το καινούριο σπίτι, επειδή σε μια τέτοια περίπτωση η μητέρα του Άρθουρ θα μετακομίσει μαζί τους. Κι αν εκείνη μένει μαζί τους, το πιθανότερο είναι πως θα τους επισκέπτεται συχνά και ο Πέρσι. Και η Ιζαμπέλα δεν θέλει ποτέ να ξαναδεί τον Πέρσι στα μάτια της.
   Στο τέλος όμως ο Άρθουρ ξαναβρίσκει το γνώριμο ξινισμένο ύφος του. "Πόσο πολύ εμπιστεύεσαι το πλήρωμά σου;" ρωτά τον καπετάνιο. 
   "Αρκετά. Γιατί ρωτάς;"
   "Υπάρχουν δεκαεπτά άτομα, και είναι χαμηλής υποστάθμης. Είσαι σίγουρος ότι κανείς τους δεν σου κλέβει τίποτε;"
   "Αν έκλεβαν κάτι, δεν θα είχαν πού να το κρύψουν, Γουίντερμπουρν", αποκρίνεται μπερδεύοντας τα λόγια του ο καπετάνιος και καταφέρνοντας να βάλει ένα συριστικό σύμφωνο σε κάθε λέξη του.
   Μία από τις κυριότερες ανησυχίες του Άρθουρ στη ζωή είναι πως θα του κλέψουν κάτι. Πολλοί από τους υπηρέτες στο σπίτι στο Σόμερσετ θυσιάστηκαν εξαιτίας αυτού του φόβου. Στην πραγματικότητα, ολόκληρη η οικογένειά του δείχνει να μοιράζεται τον αβάσιμο αυτό φόβο: αβάσιμο, αφού, απ' όσα γνωρίζει η ίδια, ουδέποτε τους συνέβη κάτι τέτοιο. Ίσως να ευθύνεται γι' αυτό το γεγονός πως εργάζονται με πολύτιμους λίθους: μικρά, πολύτιμα αντικείμενα, που είναι πολύ εύκολο να τα κρύψει κάποιος και να τα μεταφέρει. Όμως η Ιζαμπέλα θεωρούσε πάντοτε απωθητικό το ότι άνθρωποι που έχουν στην κατοχή τους τόσα πολλά τρέμουν μήπως χάσουν ένα μικρό μέρος από αυτά.
   "Αν μόνο έμπαινε σε έναν από αυτούς η ιδέα πως θα μπορούσε να αγγίξει το σκήπτρο..." συνεχίζει ο Άρθουρ, και η Ιζαμπέλα μόλις τώρα αντιλαμβάνεται πόσο μεθυσμένος είναι. Μέσα στο μεθύσι του, όλες οι νοσηρές του σκέψεις έρχονται στο φως σαν τρομοκρατημένες νυχτερίδες που πετάγονται έξω από μια σπηλιά.
   "Κανείς δεν πρόκειται να αγγίξει το σκήπτρο σου".
   "Εγώ ανησυχώ", επιμένει. "Έχω πάνω μου το κλειδί, μέρα και νύχτα".
   Η Ιζαμπέλα χαμογελά, καθώς ακριβώς αυτή τη στιγμή είναι εκείνη η ίδια που έχει το κλειδί μέσα στο χέρι της. Ο Άρθουρ το καρφιτσώνει μέσα στην τσέπη του γιλέκου του, και κρεμά το γιλέκο στο πίσω μέρος της πόρτας τους κάθε βράδυ, ακριβώς πριν από το δείπνο. Το κρεμά, ανασηκώνει τα μανίκια του πουκαμίσου του, πλένει το πρόσωπό του και τα χέρια του στην πορσελάνινη λεκάνη που βρίσκεται δίπλα στις κουκέτες τους, και αυτό σημαίνει πως η μέρα έχει τελειώσει κι έχει αρχίσει η νύχτα. Ο Άρθουρ είναι ένας άνθρωπος που απολαμβάνει τη ρουτίνα.
   Ο καπετάνιος μουρμουρίζει κάτι άλλο στον Άρθουρ και ύστερα αλλάζουν θέμα συζήτησης. Η Ιζαμπέλα περιμένει λίγο ακόμη και μετά κρίνει πως αν περιμένει κι άλλο, ο Άρθουρ θα ζαλιστεί εντελώς και θα θελήσει να ξαπλώσει στην κουκέτα του. Έτσι, πετά βιαστικά από πάνω τις τις κουβέρτες και κατεβαίνει τη μικρή σκάλα. 
   Ένα πράγμα το οποίο έπρεπε να συνηθίσει πάνω στο πλοίο είναι η αέναη κίνηση του νερού κάτω απ' τα πόδια της. Γι' αυτό στέκεται για λίγο όρθια, περιμένοντας μέχρι να είναι σίγουρη για την ισορροπία της, και ύστερα πηγαίνει ως την πόρτα. Δεν υπάρχει σύρτης, επομένως δεν κλείνει ποτέ ερμητικά. Μένει λίγα εκατοστά ανοιχτή κι αυτό είναι αρκετό, τόσο για να ακούσει αν κάποιος πλησιάσει όσο και για να μπαίνει μια μικρή αντανάκλαση από το φως της λάμπας στο σαλόνι. Ακούει το σφυγμό της να σφυροκοπά μονότονα στα αφτιά της. Όταν βεβαιώνεται ότι δεν κινούνται καν από τα βελούδινα καθίσματα, στα οποία διακρίνεται η πλάτη των μεθυσμένων αντρών, επιστρέφει στην καμπίνα και κουλουριάζεται δίπλα στην κάτω κουκέτα, αυτή του συζύγου της. Αρχίζει να ψαχουλεύει από κάτω για να βρει την κασέλα από ξύλο καρυδιάς.
   Τα δάχτυλά της αγγίζουν τα μπρούτζινα χερούλια από την κάθε πλευρά και αρχίζει πολύ αργά να την τραβά προς τα έξω. 
   Ένας ξαφνικός κλυδωνισμός καθώς το πλοίο συναντά ένα μεγάλο κύμα· η κασέλα γρατσουνά το ξύλινο δάπεδο και μετά πέφτει ξανά προς τα πίσω ενώ το άδραγμά της χαλαρώνει. Πέφτει και η ίδια, άγαρμπα και σίγουρα όχι αθόρυβα.
   "Τι είναι αυτό;" ακούγεται η φωνή του Άρθουρ.
   Η Ιζαμπέλα σηκώνεται βιαστικά, σπρώχνοντας με το πόδι της την κασέλα κάτω από την κουκέτα και ασφαλίζοντάς τη σ' εκείνη τη θέση με το μπαούλο της. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή ανοίγει η πόρτα και ο Άρθουρ την κοιτά μέσα στο αμυδρό φως.
   "Ιζαμπέλα;"
   "Κατέβηκα για να πιω λίγο νερό κι έπεσα από το χαμηλότερο σκαλί", του λέει δείχνοντας με μια χειρονομία τη μικρή σκάλα.
   Το βλέμμα του σταματά στον γυμνό καρπό της, εκεί όπου προηγουμένως βρισκόταν η μαύρη κορδέλα. "Εξακολουθείς να μην αισθάνεσαι καλά;" τη ρωτά τελικά.
   Εκείνη νεύει καταφατικά. Το κλειδί της κασέλας τής καίει ένοχα την παλάμη.
   "Πήγαινε πίσω στο κρεβάτι σου. Θα σου φέρω εγώ νερό". 
   Κι εκείνη δεν έχει άλλη επιλογή παρά να γυρίσει στο κρεβάτι της. Ο Άρθουρ επιστρέφει έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα με μια κούπα νερό στο χέρι του. Όσο η Ιζαμπέλα πίνει, εκείνος περιμένει. Στην πόρτα εμφανίζεται ο καπετάνιος. "Θα πάω στο κρεβάτι μου τώρα, Γουίντερμπουρν", λέει.
   "Καληνύχτα, Φράνσις. Θα κάνω κι εγώ το ίδιο".
   Όχι! Να που το σχέδιό της ναυαγεί και να και το αναθεματισμένο το κλειδί, ακόμη στο χέρι της. Και πώς θα το ξαναβάλει στο γιλέκο του προτού εκείνος αντιληφθεί ότι λείπει, αν βρίσκεται εδώ στην καμπίνα μαζί της;
   Ο Άρθουρ γδύνεται και την καληνυχτίζει. Με ένα γρύλισμα κι ένα βογκητό πλαγιάζει στην κουκέτα του από κάτω της. Η Ιζαμπέλα είναι ξαπλωμένη στην επάνω κουκέτα και περιμένει να αποκοιμηθεί ώστε να αποφασίσει τι θα κάνει. 
   Επιτέλους, η γνώριμη τρομπέτα του ροχαλητού του την ειδοποιεί πως έχει βυθιστεί σε έναν βαθύ, μεθυσμένο ύπνο. Η Ιζαμπέλα εκτιμά ότι η μοναδική ασφαλής κίνηση που έχει να κάνει είναι να κατεβεί πάλι κάτω, να γλιστρήσει ξανά το κλειδί στην τσέπη του γιλέκου του και να επιστρέψει στο κρεβάτι της, αφήνοντας το εγχείρημά της για άλλη φορά.
   Για άλλη μία φορά πετά από πάνω της τα σκεπάσματα. Για άλλη μία φορά κατεβαίνει από τη μικρή σκάλα. Καθώς οι γυμνοί της αστράγαλοι περνούν επάνω από το κορμί του κοιμισμένου, τη διαπερνά μια έντονη ανατριχίλα, όπως ίσως θα συνέβαινε σε κάποιον που θα περνούσε πάνω από ένα φίδι.
   Μόλις όμως τα πόδια της πατούν κάτω, δεν θέλει πια να βάλει το αναθεματισμένο το κλειδί στη θέση του. Όχι ακόμη. Στέκεται δίπλα του στο σκοτάδι κι εκείνος δεν την ακούει. Δεν ξυπνά. Ένα τρελό κουράγιο την κυριεύει. Σκύβει και ζαρώνει κάτω από την κουκέτα του.
   Αν ξυπνήσει εκείνος, θα την τσακώσει στα πράσα. Το ξέρει κι όμως συνεχίζει.
   Τραβά πολύ απαλά έξω την κασέλα, μέχρι που τη νιώθει στα γόνατά της. Η κασέλα είναι στενή αλλά έχει μήκος κοντά ένα μέτρο και πρέπει να ψαχουλέψει κατά μήκος της για να βρει τις πέντε κλειδαριές. Στα σκοτεινά, παλεύει με το κλειδί. Φαίνεται να περνά μια αιωνιότητα μέχρι να βρει την κάθε κλειδαριά ξεχωριστά, να τοποθετήσει το κλειδί μέσα σε αυτήν και να το γυρίσει με μια απαλή κίνηση. Όλη αυτή την ώρα μόλις και μετά βίας αναπνέει. Στο γκρίζο δωμάτιο δεν υπάρχει καθόλου φως. Βρίσκει τον δρόμο της με την αφή.
   Επιτέλους, η κασέλα ανοίγει. Δύο καλοδουλεμένες χρυσές αλυσίδες εμποδίζουν το καπάκι να πέσει προς τα πίσω και να χτυπήσει στο δάπεδο. Ανασηκώνει τις στρώσεις από μαύρο βελούδο και αντικρίζει τη μουντή λάμψη του σκήπτρου: χρυσός διάσπαρτος με πολύτιμους λίθους. Ψηλαφίζει προσεκτικά γύρω γύρω την κασέλα, για να εντοπίσει την άκρη του βελούδινου μαξιλαριού πάνω στο οποίο αναπαύεται το σκήπτρο, ανασηκώνει τη μία γωνία του, γλιστρά την πολύτιμη μαύρη κορδέλα της έξω από το μπούστο της νυχτικιάς της και μετά τη χώνει από κάτω. Τέλος, αφήνει πάλι το μαξιλάρι στη θέση του και κλείνει την κασέλα.
   Κλικ.
   Όμως η υπερβολική σιγουριά της την κάνει τώρα λιγότερο προσεκτική και ξαφνικά το καπάκι τής φεύγει από τα χέρια στα τελευταία λίγα εκατοστά. Ο θόρυβος ακούγεται απίστευτα δυνατός μέσα στο σκοτάδι. Το κορμί της μαρμαρώνει μια στιγμή, δεν μπορεί πια να κινηθεί καθόλου. Η καρδιά της χοροπηδά τόσο που νομίζει πως θα πεταχτεί έξω από το στήθος της. Ακόμη και τα μάτια της είναι λες κι ετοιμάζονται να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. Ο Άρθουρ σταματά να ροχαλίζει και βγάζει ένα γρύλισμα.
   Ύστερα, αργά και ρυθμικά, ξαναρχίζει το ροχαλητό. Ποτέ άλλοτε η Ιζαμπέλα δεν είχε χαρεί τόσο πολύ ακούγοντάς τον να ροχαλίζει. Λίγο ακόμη και θα έβαζε τα γέλια.
   Ψηλαφίζει και πάλι ένα γύρο την κασέλα για να βρει τις κλειδαριές. Τις κλειδώνει μία μία. Την έχει κατακλύσει ένα είδος παράτολμης σιγουριάς. Όλα θα πάνε καλά, γι' αυτό λοιπόν δίνει χρόνο στον εαυτό της, σπρώχνει αθόρυβα την κασέλα κάτω από το κρεβάτι και μετά γλιστρά το κλειδί στην τσέπη του γιλέκου του Άρθουρ.
   Ανεβαίνει ξανά τη μικρή σκάλα. Και πάλι στο κρεβάτι της. Μένει ξύπνια για ώρα πολλή, γιατί η έξαψη δε λέει να φύγει από το αίμα της. 
   Προς το παρόν, το βραχιολάκι του Ντάνιελ είναι ασφαλές. Τουλάχιστον θα φτάσει ως την άλλη πλευρά, όπου ο Άρθουρ πρέπει να παραδώσει το σκήπτρο σε κάποιον κύριο Μπάρτον, από μέρους της βασίλισσας. Η Ιζαμπέλα ξέρει βέβαια ότι την περιμένει κι άλλη αγωνία για κλέψιμο κλειδιών κι άλλα νυχτοπερπατήματα πριν από την τελετή παράδοσης, όμως για την ώρα είναι απλώς ευτυχής που η μαύρη κορδέλα δεν κινδυνεύει να βρεθεί στον ωκεανό. Τα υπόλοιπα μπορεί να τα σκεφτεί, όταν πια θα έχει αποβιβαστεί από αυτό το σαπιοκάραβο.
   Οι επόμενες λίγες ημέρες είναι καταθλιπτικές. Ένα μαύρο σύννεφο κατεβαίνει καταπάνω της. Στην αρχή, σκέφτεται ότι όλο αυτό το σκοτάδι γύρω της οφείλεται στο ότι δεν έχει πια το βραχιολάκι γύρω από τον καρπό της και ίσως μάλιστα σε κάποιο βαθμό να ισχύει και αυτό. Όμως η πιθανότερη κύρια αιτία είναι ο καιρός, ο οποίος έχει γίνει θυελλώδης και άγριος, μ' έναν ουρανό βαμμένο μολυβή.
   Το κατάλληλο μέρος για να βρίσκεσαι, όταν είσαι σε πλοίο και η θάλασσα λυσσομανά, είναι πάνω στο κατάστρωμα. Κάτω από το κατάστρωμα, χωρίς τα μάτια της να μπορούν να εντοπίσουν έναν ορίζοντα, η ναυτία απειλεί να γίνει μόνιμη. Κι έτσι, περνά πολλές ώρες κάθε μέρα στο ψηλότερο κατάστρωμα, ακούγοντας πίσω της τους άντρες να φωνάζουν και να βρίζουν, κοιτώντας τη γκρίζα θάλασσα και τον μουντό ουρανό και προσπαθώντας να προστατευτεί από τη βροχή κάτω από το κάλυμμα από καραβόπανο. Υπό κανονικές συνθήκες η Μέγκι θα είχε έρθει να της κάνει παρέα, όμως τώρα εκείνη την αποφεύγει και προτιμά να περνά την ώρα της κεντώντας στο σαλόνι. Κάτω από το κατάστρωμα η ζωή συνεχίζεται, με όλες τις εγκόσμιες λεπτομέρειες της βιωμένης εμπειρίας να ακολουθούν το ρυθμό τους, οργανώνοντας τον χρόνο. Όμως πάνω στο κατάστρωμα, εκεί όπου το μάτι δε βλέπει παρά την απεραντοσύνη της θάλασσας, ο χρόνος σταματά και η Ιζαμπέλα κλυδωνίζεται και στέκει σαν χαμένη μέσα σε ένα αέναο γκρίζο τώρα. Αυτό το ατέλειωτο ταξίδι μοιάζει με τη θλίψη της. Δεν βλέπει πουθενά στεριά και αγκυροβόλι, δεν μπορεί να προβλέψει κάποιο τέλος και τα πάντα βρίσκονται στο έλεος της καταιγίδας. 
   Και μερικές φορές, όταν η βροχή ξεσπά σφυροκοπώντας άγρια αλλά χωρίς ποτέ να είναι παγωμένη και η Ιζαμπέλα αναγκάζεται να βρει καταφύγιο στο έσχατο στεγνό μέρος πίσω από το πηδάλιο του πλοίου, ακούει τον κύριο Χάροου να δίνει με κοφτό τόνο τις εντολές του και αναθυμάται αυτά που της είχε πει η Μέγκι. Έχασε τη γυναίκα του. Κι όμως, να που ανταποκρίνεται άψογα στα καθήκοντά του. Εκείνη, στη θέση του, δεν θα μπορούσε να κουμαντάρει ένα πλοίο. Θα το έκανε σίγουρα να εξοκείλει μέσα στο ίδιο της το πένθος. Όμως, την ώρα που ο καπετάνιος παλεύει με δυσκολία να τα βγάλει πέρα, ο κύριος Χάροου αποδεικνύεται ήρεμος και ικανός. Είναι φορές που του ρίχνει κρυφά βλέμματα αναζητώντας μέσα στα μάτια του κάποιο ίχνος της δικής του θλίψης, όμως ποτέ δεν το βλέπει. Και τότε συνειδητοποιεί ότι γίνεται εξίσου κακή με τη Μέγκι και κρύβει πάλι το πρόσωπό της ανάμεσα στα γόνατά της, περιμένοντας και περιμένοντας, ενώ ο χρόνος και ο τόπος παγώνουν και δεν απομένει γύρω τους παρά η τρικυμισμένη θάλασσα.

   Αλλά τότε, σε μια στιγμή, ένα γκριζωπό φως λάμπει στην καρδιά του σκοταδιού.
   Η Ιζαμπέλα βλέπει τον κύριο Χάροου στην κουζίνα του πλοίου. Κι εκείνος, όπως και η ίδια, έχει πάει εκεί αναζητώντας κάτι για να ξεγελάσει την πείνα του ως την ώρα του γεύματος. Είναι σκυμμένος, με το κεφάλι του μέσα στο ντουλάπι. 
   Μόλις τη βλέπει ξαφνιάζεται. "Καλημέρα", της λέει και χτυπά το κεφάλι του στο ντουλάπι.
   "Αχ, ζητώ συγγνώμη", του λέει εκείνη.
   "Είμαι καλά", τη διαβεβαιώνει και ανασηκώνεται τρίβοντας το κεφάλι του. "Κι εσείς; Επίσης ψάχνετε κάτι να φάτε;"
   Κουνά το κεφάλι της καταφατικά. "Είχα κρύψει λίγες φέτες αποξηραμένου μήλου μέσα σε ένα βαζάκι εκεί στο βάθος, πίσω από το αλεύρι".
Στρέφει πάλι την προσοχή του στο ντουλάπι, χαμογελώντας. "Χα, πολύ έξυπνο αυτό". Τραβά προς τα έξω το βαζάκι και προσπαθεί να ξεβιδώσει το καπάκι. "Εσείς το κλείσατε έτσι;" τη ρωτά ζορισμένος από την προσπάθεια.
   Η Ιζαμπέλα γελά και ανοίγει τις παλάμες της σε μια κίνηση παραδοχής. "Η μητέρα μου συνήθιζε να λέει πως θα έπρεπε να είχα γεννηθεί αγόρι: δυνατή σαν κατσίκα, άγρια σαν κοτσύφι". Η ανάμνηση αυτού που έλεγε άλλοτε η μητέρα της την κάνει να μελαγχολήσει στη στιγμή. Τώρα πια δεν νιώθει ούτε δυνατή ούτε άγρια.
   Στο μεταξύ, εκείνος έχει ξεβιδώσει το καπάκι και της τείνει το βάζο. Η Ιζαμπέλα παίρνει μια χούφτα από το ψιλοκομμένο μήλο. Ο κύριος Χάροου κάνει να περάσει από δίπλα της για να φύγει, όμως η Ιζαμπέλα τον σταματά.
   "Κύριε Χάροου, σας παρακαλώ, σταθείτε ένα λεπτό", του λέει. Βλέπει με τα ίδια της τα μάτια το χέρι της επάνω στο μπράτσο του και νιώθει λες και δεν είναι το δικό της. Δεν είχε καν συνειδητοποιήσει πως ήθελε να του μιλήσει, όμως την έχει κυριεύσει μια παρόρμηση. 
   Ο κύριος Χάροου στέκεται και περιμένει και οι στιγμές μοιάζουν να εκτείνονται στο διάστημα, που τους χωρίζει, σε μια κοινή και για τους δυο τους αναμονή.
   "Η Μέγκι μου είπε για τη σύζυγό σας", του λέει.
   Και να που ήταν εκεί: ο ωμός πόνος που τόσο πολύ λαχταρούσε να δει στο πρόσωπό του. Επιτέλους, είχε βρει κάποιον που γνώριζε την οδύνη της απώλειας. Προς μεγάλη της φρίκη οι γωνίες των χειλιών της στρέφονται προς τα πάνω σαν να πρόκειται να χαμογελάσει. Πνίγει στη στιγμή αυτό το ανάρμοστο χαμόγελο.
   Όμως αμέσως εκείνη η τρωτή και ευάλωτη έκφραση έχει φύγει από το πρόσωπό του. Στη θέση της υπάρχει μια αποφασιστική έκφραση καρτερικότητας και αποδοχής. "Ναι, πράγματι έχασα τη Μαίρη. Ήταν πολύ δύσκολο", λέει. "Αλλά η ζωή πρέπει να συνεχιστεί".
   "Πρέπει, αλήθεια;"
   Η ερώτησή της τον κάνει να σαστίσει. Ανοίγει το στόμα του να μιλήσει, αλλά δεν λέει τίποτα. Μένει σιωπηλός με τα χείλη του μισάνοιχτα.
   "Πριν από σχεδόν τρία χρόνια πέθανε ο γιος μου, ο Ντάνιελ", του λέει χωρίς να πάρει ανάσα. "Ήταν δεκαπέντε ημερών. Γεννήθηκε υγιέστατος και άρχισε να αναπτύσσεται κανονικά. Και τότε, ένα πρωί, τα μάτια μου άνοιξαν αργά -άργησα να ξυπνήσω και υπήρχε ήδη πολύ φως. Αναρωτήθηκα γιατί δεν με είχε ξυπνήσει το μωρό μου. Δεν με είχε ξυπνήσει, κύριε Χάροου, επειδή ήταν νεκρό. Νεκρό και παγωμένο". Η φωνή της σπάει και βάζει τα χέρια της μπροστά από το στόμα της, σε μια προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυά της. "Κι επειδή είχα χάσει το μυαλό μου από το πένθος, η οικογένεια του συζύγου μου θεώρησε σωστό να κηδευτεί το παιδί χωρίς να είμαι παρούσα. Δεν είχα καν την ευκαιρία να τον αποχαιρετήσω".
   "Ω, αγαπητή μου κυρία Γουίντερμπουρν", της λέει, καθώς της τραβά απαλά τα χέρια από το πρόσωπο και τα κρατά μέσα στα τραχιά του δάχτυλα. "Είναι τρομερό να χάνεις κάποιον που αγαπάς, όμως ο ήλιος θα ανατείλει ξανά κάποια μέρα".
   "Δεν μπορεί να ανατείλει ξανά". Τώρα τον αμφισβητεί. Εκείνος δεν έχασε παρά μια σύζυγο, όχι παιδί. Τι μπορεί να ξέρει για τον πόνο τον δικό της;
   Ο κύριος Χάροου αναζητά τις κατάλληλες λέξεις. Το πλοίο ανασηκώνεται από ένα κύμα και κλυδωνίζεται, κάνοντας τα κρεμασμένα κουτάλια να χτυπήσουν με κρότο μεταξύ τους. "Μια τέτοια θλίψη", της λέει τελικά, "δεν μπορεί απλώς να ξεσπάσει κι έπειτα να ξεθυμάνει και να σβήσει. Ερημώνει τα πάντα. Ο μοναδικός τρόπος να επανέλθει κανείς είναι να ξαναχτίσει τον εαυτό του, πέτρα την πέτρα. Και είναι φορές που οι άνθρωποι δεν έχουν την ενέργεια ή τη διάθεση να το κάνουν αυτό. Τότε κάθονται ανάμεσα στα ερείπια και απλώς περιμένουν να αλλάξει κάτι. Όμως τίποτε δεν αλλάζει, αν εμείς οι ίδιοι δεν σηκωθούμε πάλι όρθιοι και δεν αρχίσουμε να βάζουμε ξανά τη μία πέτρα πάνω στην άλλη".
   Όσο της μιλά, η δική της καρδιά πότε φωτίζεται και νιώθει πιο ανάλαφρη και πότε σκοτεινιάζει ξανά: ελπίδα, απελπισία, ελπίδα, απελπισία, σύννεφα που κινούνται γοργά προς τον ήλιο που πάει να ανατείλει. Τελικά, εκείνος πράγματι μπορεί να καταλάβει, όμως της λέει πως πρέπει να προσπαθήσει να το ξεπεράσει. Μα δεν ξέρει ότι, αν συνέλθει από τον θάνατο του Ντάνιελ, τότε θα χάσει τον Ντάνιελ για δεύτερη φορά; Το να ξεπερνάς είναι κατά κάποιο τρόπο σαν να λησμονείς.
   Κι όμως, εδώ και καιρό λαχταρούσε για μια λεκτική παρηγοριά σαν αυτή που της πρόσφερε ο κύριος Χάρρου και ίσως κι εκείνος να είχε λαχταρήσει μια αδελφή ψυχή για να μοιραστεί μαζί της τη θλίψη του. Κι έτσι, στέκονται εκεί για ένα λεπτό με τα χέρια τους ενωμένα και τα δάκρυα να αναβλύζουν από τα μάτια τους. Και είναι ακριβώς αυτή η στιγμή που μπαίνει στην κουζίνα η Μέγκι. 
   "Ω!" κάνει και τα ωχρά της μάτια καρφώνονται στη σκηνή που αντικρίζει, στη στάση τους, στα ενωμένα τους χέρια, στα γεμάτα αγωνία μάτια τους. Στην αρχή η Ιζαμπέλα δεν αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα του περιστατικού: δεν υπάρχει απολύτως τίποτα το ρομαντικό στη στιγμή αυτή που μοιράζεται με τον κύριο Χάροου. Όμως -ω, Θεέ!- μοιάζει πολύ ρομαντική.
   Ο κύριος Χάροου αναστατωμένος -καθώς η Ιζαμπέλα υποψιάζεται ότι γλυκοκοιτάζει τη Μέγκι- αφήνει τα χέρια του να πέσουν και κάνει ένα βήμα πίσω, χτυπώντας το κεφάλι του σε ένα χάλκινο τηγάνι που κρέμεται από πάνω.
   "Μέγκι, περίμενε", λέει η Ιζαμπέλα, αλλά η Μέγκι έχει ήδη κάνει μεταβολή και έχει βγει βιαστικά από την κουζίνα.
   Ο κύριος Χάροου τρίβει πάλι το κεφάλι του. "Καλύτερα να φύγω", λέει.
   Η Ιζαμπέλα νεύει καταφατικά και για λίγα λεπτά μένει στην κουζίνα ολομόναχη να αναρωτιέται πότε θα έρθουν οι ανεπιθύμητες συνέπειες του περιστατικού.

   Στην κουζίνα μαγειρεύεται το δείπνο και η μυρωδιά του κρέατος που ψήνεται έχει παγιδευτεί στο σαλόνι, όπου κάθεται μόνη της η Ιζαμπέλα και κεντά. Αυτό το απόγευμα έκανε συνεχώς λάθη και πέρασε τόσο πολλή ώρα διορθώνοντας λανθασμένες βελονιές, που θα ήταν καλύτερα να μην είχε καθόλου καταπιαστεί με το κέντημά της. Η Μέγκι δεν φαίνεται πουθενά. Η Ιζαμπέλα αρχίζει να ελπίζει ενδόμυχα πως η Μέγκι αποφάσισε να μη μιλήσει σε κανέναν για τη σκηνή που είδε με τον κύριο Χάροου. Όμως η ελπίδα της δεν κρατά πολύ καθώς, όταν πια έχει σουρουπώσει, ο Άρθουρ κατεβαίνει ορμητικά τις σκάλες και ένα λεπτό αργότερα στέκεται μπροστά της τόσο συνοφρυωμένος που τα φρύδια του μοιάζουν να ρίχνουν γκριζωπές σκιές στο πρόσωπό του. Η Ιζαμπέλα αφήνει στην άκρη το κέντημά της και προσπαθεί να μην ανοιγοκλείσει τα μάτια της ή να μη φανερώσει φόβο -να μη δείξει με οποιονδήποτε τρόπο πως περιμένει αυτό το οποίο θα επακολουθήσει.
   "Τι συμβαίνει, Άρθουρ;" τον ρωτά. Καταβάλλοντας προσπάθεια να κρατήσει τα χέρια της σταθερά, παίρνει ένα σπίρτο και ανάβει το φωτιστικό ελαίου πάνω από το κεφάλι της, κλείνοντας προσεκτικά το μάνταλο.
   Για λίγα λεπτά εκείνος δεν μπορεί καν να αρθρώσει λέξη. Ψελλίζει και φτύνει, μέχρι που τελικά λέει: "Δεν πρόκειται να ανεχτώ να κάνεις τα γλυκά μάτια σε κάποιον άλλον άντρα".
   Διατηρεί την προσποιητή της απορημένη έκφραση, αλλά νιώθει το κέντρισμα από την προδοσία της Μέγκι. "Και ούτε θα έπρεπε να το ανεχτείς ούτε πρόκειται ποτέ να χρειαστεί να το ανεχτείς", του αποκρίνεται ήρεμα.
   "Μη μου παριστάνεις εμένα την αθώα!", της φωνάζει και η Ιζαμπέλα φαντάζεται πως τον ακούν όλοι, όσοι βρίσκονται κάτω από το κατάστρωμα και ως τον διάδρομο που οδηγεί στους χώρους του πληρώματος. Μπορεί το πλοίο να έχει μήκος πεντακόσια μέτρα, αλλά κάτω από το κατάστρωμα τα πάντα είναι κοντά το ένα στο άλλο. Ο Άρθουρ, νιώθοντας ότι μόνος του εκθέτει τον εαυτό του, χαμηλώνει τη φωνή του: "Η Μέγκι σε είδε με τον Χάροου".
   "Ο κύριος Χάροου με παρηγορούσε", του εξηγεί. "Και δεν υπήρχε απολύτως τίποτα στο άγγιγμά του πέρα από τη συνηθισμένη ανθρώπινη συμπάθεια".
   "Για ποιο λόγο σε παρηγορούσε;" Κάνει αυτή την ερώτηση με απορία, πιστεύοντας πραγματικά πως εκείνη δεν έχει ανάγκη από παρηγοριά.
   Πόση καυτή οργή αισθάνεται τότε για εκείνον, για την τύφλωσή του και για την παντελή απουσία κατανόησης που τον διακρίνει. "Η σύζυγος του κυρίου Χάροου πέθανε επίσης. Σκέφτηκα πως ίσως να καταλάβαινε πώς νιώθω κι εγώ για τον θάνατο του Ντάνιελ".
   "Το πώς νιώθεις, Ιζαμπέλα, δεν είναι κάτι που μπορείς να το συζητάς με τον κάθε άγνωστο άντρα ή με ..."
   "Με έναν συνάνθρωπό μου, ο οποίος έχει επίσης υποφέρει από μια μεγάλη απώλεια", τον διακόπτει, συμπληρώνοντας τη φράση του αντί για εκείνον, παρόλο που ξέρει ότι αυτή είναι η συνήθειά της την οποία ο Άρθουρ απεχθάνεται περισσότερο. Ιζαμπέλα, οφείλεις να ακούς περισσότερο και να μιλάς πολύ λιγότερο.
   Ο Άρθουρ ψελλίζει λίγα λόγια ακόμη, βηματίζοντας ταυτόχρονα στον στενό χώρο με τα παπούτσια του να χτυπούν στα ξύλινα σανίδια. Η μυρωδιά της βροχής και της πάχνης είναι έντονη και η Ιζαμπέλα σκέφτεται πως η θάλασσα εκεί έξω αναταράζεται αδιάκοπα· κι έτσι κάπως αναταράζονται ασταμάτητα και τα σωθικά της.
   "Ο θάνατος του παιδιού δεν σε καθιστά κάτι το ιδιαίτερο, Ιζαμπέλα", της λέει ο Άρθουρ τελικά. "Εξακολουθείς να είσαι απλώς η γυναίκα που ήσουν πάντοτε. Δεν σου αξίζει κάποια ιδιαίτερη μεταχείριση και δεν είσαι υπεράνω των κανόνων της καλής κοινωνίας". Το βλέμμα του πέφτει στον καρπό της. "Τουλάχιστον, έβγαλες εκείνη την άθλια κορδέλα".
   Γίνεται έξαλλη, αλλά συγκρατείται και δεν δαγκώνει.
   Ο Άρθουρ ανορθώνει τους ώμους του και κάνει μια σύσπαση με τα ρουθούνια του. "Θα μένεις κάτω από το κατάστρωμα μέχρι να φτάσουμε στο Σίδνεϊ".
   "Τι πράγμα; Όχι!"
   "Μείνε εδώ στο σαλόνι ή στην καμπίνα μας. Κάνε συντροφιά στη Μέγκι. Δεν με νοιάζει τι θα κάνεις. Αλλά μείνε μακριά από τους άντρες του πληρώματος. Φρόντισε να είσαι σεμνή. Και μην πηγαίνεις γυρεύοντας παρηγοριά για παλιές πληγές που έχουν από καιρό γιατρευτεί, μόνο και μόνο για να τραβάς επάνω σου την προσοχή".
   "Ποτέ δεν γιατρεύτηκα!" του φωνάζει. Όμως ο Άρθουρ της έχει ήδη στρέψει την πλάτη και ανεβαίνει τη σκάλα που οδηγεί στο κατάστρωμα. Θέλει να καρφώσει τις βελόνες του κεντήματός της στο πρόσωπό του, ίσως να χαράξει εκεί το όνομα του Ντάνιελ για να ξαναβάλει μέσα στο μυαλό του το μωρό που έχασε, το μωρό που έχασαν. Η Ιζαμπέλα νιώθει πως θα τρελαθεί. Κάθε νεύρο μέσα στο κάθε της δόντι μυρμηγκιάζει από την ένταση. Η οργή φουσκώνει μέσα της, κάτω από τα πλευρά της, γύρω από την καρδιά της. Θέλει να τσακίσει κάτι ή κάποιον. Αυτή τη στιγμή η οργή επικεντρώνεται στον Άρθουρ, όμως, αν κατέβαινε και η Μέγκι από τη σκάλα, με μεγάλη ευχαρίστηση θα έσκιζε και το δικό της πρόσωπο. Από πού, λοιπόν, έρχεται όλη αυτή η βία; Κάποτε είχε μια μαλακή καρδιά. Και πόσο μαλακά ήταν τα χέρια της, όταν κρατούσαν το ανάλαφρο, γλυκό κορμάκι του γιου της...
   Περιορισμένη κάτω από το κατάστρωμα. Ο εγκλωβισμένος αέρας και οι οσμές από το φορτίο, για να μη σκεφτεί και τους χώρους όπου κοιμάται το πλήρωμα. Θα αρρωστήσει σίγουρα. Όμως ο Άρθουρ δεν νοιάζεται αν θα αρρωστήσει. Μα τότε, γιατί εξακολουθεί να τη θέλει για σύζυγό του, αν του είναι τόσο μεγάλη απογοήτευση και ενόχληση; Πώς αντέχει να εξακολουθεί να είναι παντρεμένος μαζί της περισσότερο απ' όσο εκείνη αντέχει να είναι παντρεμένη μαζί του;
   Η Ιζαμπέλα μόλις αυτή τη στιγμή αντιλαμβάνεται ότι σφίγγει άγρια ανάμεσα στα χέρια της τη στεφάνη του κεντήματός της, με αποτέλεσμα η βελόνα να της τρυπήσει την παλάμη. Την απομακρύνει απαλά και αμέσως σχηματίζεται μια ολοστρόγγυλη σταγόνα αίματος. Πιάνει τον εαυτό της να έχει καθηλωθεί από αυτήν και από τις λεπτές γραμμές της παλάμης της. Πιέζει ακριβώς δίπλα στη μικροσκοπική τρυπούλα και η σταγόνα αρχίζει να κυλά ως κάτω στον καρπό της.
   Δραπετεύει.
   Βρίσκεται πολύ μακριά από το σπίτι της. Κι αν εξαφανιζόταν στην Αυστραλία, πώς θα μπορούσε ποτέ ο Άρθουρ να την ξαναβρεί; Ίσως όμως εκείνη να μπορούσε να βρει κάποιον τρόπο για να περάσει στην Αμερική, όπου ζει η Βικτόρια. Και το σχέδιο αποκρυσταλλώνεται τώρα ακόμη πιο ξεκάθαρα. Στο τελευταίο γράμμα που της έστειλε η αδελφή της την ενημέρωσε πως περιμένει παιδί. Η Ιζαμπέλα θα μπορούσε να της πάει το βραχιολάκι του Ντάνιελ και, όσο κι αν απεχθάνεται τη σκέψη να το αποχωριστεί, με αυτόν τον τρόπο το πνεύμα του γιου της θα μπορέσει να ξαναζήσει μέσα από το παιδί της αδελφής της. Αυτή τη στιγμή, κυριευμένη από την ιδέα που της φαίνεται όλο και πιο ιδανική, δεν επιθυμεί τίποτα περισσότερο από το να την πραγματοποιήσει.
   Η Ιζαμπέλα νιώθει ανάλαφρη για πρώτη φορά εδώ και χρόνια.

   Η Ιζαμπέλα κάθεται στην κουκέτα της. Η πόρτα της καμπίνας είναι κλειστή και ένα μπαούλο γεμάτο με ρούχα την εμποδίζει να ανοίξει ξαφνικά. Έχει στο χέρι της μια πένα κι ένα κομμάτι χαρτί και σημειώνει σε αυτό έναν κατάλογο με τα κοσμήματα που είναι απλωμένα μπροστά της.
   Ένα βραχιόλι με ρουμπίνι και διαμάντι,
ένα χρυσό περιδέραιο με ζαφείρια,
ένα χρυσό περιδέραιο με μαργαριτάρια,
ένα πλατινένιο περιδέραιο με μαργαριτάρια και αμέθυστους,
ένα ζευγάρι διαμαντένια σκουλαρίκια,
ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια με γαλλικό οπάλιο,
μία καρφίτσα από ουγγρικό σμαράγδι,
μία πλατινένια καρφίτσα με ρουμπίνια και μαργαριτάρια,
ένα δαχτυλίδι με φεγγαρόπετρα και διαμάντι,
ένα δαχτυλίδι με ζαφείρι.
   Αυτά είναι όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που έχει στην κατοχή της. Τα παπούτσια και τα φορέματα δεν μπορούν να πουληθούν τόσο εύκολα, αλλά τα κοσμήματα μπορούν. Καθένα από αυτά τα κομμάτια ήταν δώρο είτε από τον σύζυγό της είτε από την οικογένειά του, όμως δεν φορά τίποτε από αυτά τα κοσμήματα. Όταν είναι αναγκασμένη να φορέσει κάτι, σε κάποια ειδική περίσταση, επιτρέπει στον εαυτό της να καθοδηγηθεί από τον Άρθουρ αναφορικά με ποιο κόσμημα θα λάμπει καλύτερα κάτω από το φως των κεριών. Όμως τον περισσότερο καιρό τα κοσμήματα μένουν μέσα στα μεταξωτά κουτιά τους, μια κρυφή υπενθύμιση πως και η ίδια είναι κτήμα της οικογένειας Γουίντερμπουρν, αφού βέβαια το καθένα από τα κομμάτια αυτά είναι αυθεντικό Γουίντερμπουρν. Είναι κτήμα των Γουίντερμπουρν από τότε που αγόρασαν την επιχείρηση του πατέρα της, "σε υπερβολικά φουσκωμένη τιμή" όπως συνήθιζε πάντοτε να λέει η μητέρα του Άρθουρ.
   Αλλά καθένα από αυτά τα κοσμήματα της ανήκει. Κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει για κλοπή. Είναι σχεδόν σίγουρη γι' αυτό.
   Μόλις ολοκληρώνει τον κατάλογό της, η Ιζαμπέλα τοποθετεί τα κοσμήματα στον πάτο του μπαούλου της, διπλώνει τον κατάλογο και τον χώνει κάτω από το μαξιλάρι της. Ξαπλώνει με τα χέρια της πίσω από το κεφάλι και κλείνει τα μάτια της. Στην καμπίνα δεν υπάρχει παράθυρο κι έτσι, παρόλο που έξω είναι πρωί, ο χώρος μέσα είναι μουντός. Και το πλοίο συνεχίζει το ταξίδι του.
   Συνεχώς στριφογυρνά στο νου της τη γλυκιά σκέψη πως, αν πουλήσει τα κοσμήματά της στο Σίδνεϊ, θα έχει αρκετά χρήματα για να περάσει στη Νέα Υόρκη και να βρει την αδελφή της. Και όχι πάνω σε ένα σαπιοκάραβο με ιστία σαν αυτό, αλλά πάνω σε ένα ωραίο, μεγάλο και σταθερό ατμόπλοιο. Η φαντασία της γεμίζει στη στιγμή με όλο και περισσότερες λεπτομέρειες και, όσο πιο λεπτομερής γίνεται στο μυαλό της η εικόνα, τόσο περισσότερο πείθει τον εαυτό της πως είναι γραφτό να γίνει, προκαθορισμένο κατά κάποιον τρόπο. Η ίδια απλώς εκπληρώνει το πεπρωμένο της. Οι Γουίντερμπουρν τη θεωρούν ασταθή και τρελή και ίσως να είναι. Αν όμως ευσταθεί κάτι τέτοιο, γιατί να μην το σκάσει; Τόσο ο δικός της πατέρας όσο και ο πατέρας του Άρθουρ, δηλαδή οι δύο άνθρωποι που κανόνισαν αυτόν τον γάμο, είναι πλέον νεκροί. Και πόσο ανόητα τον κανόνισαν... Όσοι έχουν απομείνει από την οικογένεια του Άρθουρ δεν τη θέλουν. Ε, λοιπόν, θα τον απελευθερώσει τώρα, ώστε να μπορέσει να παντρευτεί μιαν άλλη γυναίκα, ίσως κάποια που να μπορεί να του χαρίσει άλλο παιδί. Η δική της μήτρα αρνείται να ξαναγεμίσει με ζωή. Πιστεύει πως εξακολουθεί να λαχταρά τον Ντάνιελ όπως και ολόκληρος ο εαυτός της. Ίσως ακόμη η καινούρια σύζυγος του Άρθουρ να απολαμβάνει ως και τις εβδομαδιαίες επισκέψεις του στο κορμί της, αν και αυτό δυσκολεύεται να το πιστέψει. Θυμάται τότε που ήταν δεκαπέντε ή δεκάξι χρονών και αναρωτιόταν για τα μυστικά της ερωτικής πράξης. Σκεφτόταν τότε πως όλο αυτό έμοιαζε πολύ συναρπαστικό. Τελικά, είτε εκείνη έκανε λάθος τότε είτε ο Άρθουρ είναι πολύ κακός σε αυτό.
   Ο καιρός επιδεινώνεται συνεχώς. Μπορεί όμως και να της φαίνεται έτσι, επειδή είναι κλεισμένη στην καμπίνα της εδώ και δύο μέρες. Μπορεί βέβαια να πάει να καθίσει στο σαλόνι, όπου υπάρχουν θαλασσόβρεχτα φινιστρίνια, όμως αυτό θα σήμαινε να είναι μαζί με τη Μέγκι και τον Άρθουρ. Πάντως, η θάλασσα είναι πολύ τρικυμισμένη και η βροχή πέφτει αδιάκοπα. Το μάτι της πήρε τον κύριο Χάροου και τον καπετάνιο στον διάδρομο και τους δύο βρεγμένους ως το κόκαλο παρά τα αδιάβροχά τους και με τα παπούτσια τους να πλατσουρίζουν. Προσπαθεί να αποδιώξει τον προληπτικό φόβο της ότι η κακοκαιρία ήρθε, επειδή η ίδια έπαψε να κάνει την καθημερινή της συμφωνία με τον ωκεανό. 
   Ο καπετάνιος ιδίως δείχνει σαν στοιχειωμένος. Η Ιζαμπέλα δεν μπορεί να φανταστεί για ποιο λόγο· σίγουρα θα έχει πέσει κι άλλες φορές ως τώρα σε κακοκαιρία. Εύχεται να μπορούσε να ρωτήσει τον κύριο Χάροου τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά φοβάται μήπως τη δει ο Άρθουρ. Ή πάλι θα μπορούσε να ρωτήσει τον Άρθουρ, αλλά αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να του μιλήσει.
   Μερικές φορές η Ιζαμπέλα προσπαθεί να θυμηθεί κάποια εποχή που να μη μισούσε τον Άρθουρ και ίσως πράγματι να υπήρξε μια σύντομη περίοδος, όταν ήταν έγκυος στον Ντάνιελ. Για λίγους μήνες είχε κι εκείνος μαλακώσει απέναντί της. Ήταν ικανοποιημένος που περίμενε παιδί τόσο σύντομα. Ικανοποιημένος μαζί της, ίσως όπως είναι κανείς ικανοποιημένος από ένα σκύλο που του φέρνει τις παντόφλες του. Αλλά όπως και να 'χε, ήταν με τον τρόπο του ικανοποιημένος. Της είχε φέρει την καρφίτσα από σμάλτο σε σχήμα πανσέ μια μέρα επιστρέφοντας από τη δουλειά, έτσι αναπάντεχα, και της την είχε προσφέρει. Κι εκείνη την είχε φορέσει για ένα διάστημα -τόσο ανακουφισμένη ένιωθε που η άτεγκτη συμπεριφορά του έδειχνε να μαλακώνει. Έφτασε ακόμη και στο σημείο να ελπίζει πως το να είναι παντρεμένη μαζί του για μια ολόκληρη ζωή ίσως και να μην ήταν τόσο φρικτό όσο νόμιζε στην αρχή.
   Ναι, για ένα μικρό διάστημα είχε κατορθώσει να τον συμπαθήσει. Ακόμη έδειχνε απόμακρος και άτεγκτος, όμως η Ιζαμπέλα πίστεψε ότι διέκρινε σ' εκείνον τα χαρακτηριστικά ενός καλού πατέρα: κάποιου που θα ξετρελαινόταν με το μωρό, όπως και η ίδια. Όταν όμως γεννήθηκε ο Ντάνιελ, το όμορφο αυτό όνειρο διαψεύστηκε.
   Την πρώτη φορά που ο Άρθουρ είδε τον Ντάνιελ η Ιζαμπέλα ήταν στο κρεβάτι και λαγοκοιμόταν. Ήταν αργά το απόγευμα και ο Ντάνιελ, μόλις τριών ημερών, κοιμόταν γαλήνια με τις μικροσκοπικές του γροθιές απαλά ακουμπισμένες γύρω από τα αφτιά του και το μικρό του στόμα σουφρωμένο, σαν να ονειρευόταν πως θηλάζει από ένα φανταστικό στήθος. Ο Άρθουρ μπήκε στο δωμάτιο με έναν γδούπο και κοπανώντας πίσω του την πόρτα. "Γιατί είσαι στο κρεβάτι στις τέσσερις η ώρα;" τη ρώτησε.
   Εκείνη πετάχτηκε ξαφνιασμένη από τον ύπνο της, αλλά ο Ντάνιελ εξακολούθησε να κοιμάται. "Με συγχωρείς, Άρθουρ", του αποκρίθηκε, "όμως είμαι πολύ κουρασμένη. Ο μικρούλης ξυπνά κάθε τόσο μέσα στη νύχτα".
   "Τότε, καλύτερα να έχεις μια τροφό, όπως σου πρότεινα. Δεν μπορείς να μένεις όλη τη μέρα ξαπλωμένη σαν γύφτισσα".
   Η ιδέα να ταϊζει το μωρό της κάποια άλλη της ήταν αποκρουστική. Ανακάθισε και προσπάθησε να συνέλθει, κάτι μάλλον δύσκολο καθώς είχε γεννήσει μόλις πριν από τρεις ημέρες και ακόμη πονούσε κι ένιωθε να αιμορραγεί από παντού. "Σε παρακαλώ, Άρθουρ. Απλώς άφησέ με να τον φροντίσω με τον τρόπο που επιλέγω".
   "Καλά, λοιπόν. Αν είσαι αποφασισμένη -και βλέπω ότι είσαι- φρόντισε να μιλήσεις με τη μητέρα μου. Ανέθρεψε δύο γιους και στοιχηματίζω ότι ούτε μία φορά δεν αποκοιμήθηκε στη διάρκεια της ημέρας".
   Η Ιζαμπέλα πιο εύκολα θα κατάπινε δηλητήριο παρά θα ζητούσε συμβουλή από τη μητέρα του συζύγου της. Η πεθερά της είχε την εξωτερική εμφάνιση αγγέλου: απαλές καμπύλες, ξανθά μαλλιά με μπούκλες, μεγάλα μπλε μάτια κι ένα ελκυστικό χαμόγελο, όμως κάτω από την επιφάνεια ήταν φτιαγμένη από μέταλλο και πέτρα. Η Ιζαμπέλα δεν είπε ποτέ στον Άρθουρ πως, το ίδιο βράδυ της γαμήλιας δεξίωσής τους, η κυρία Γουίντερμπουρν την είχε πάρει παράμερα και της είχε πει ότι πίστευε πως ο Άρθουρ είχε κάνει ένα γάμο πολύ κατώτερο απ' ό,τι του άξιζε και ότι θα έκανε καλά να προσπαθήσει όσο πιο σκληρά μπορούσε για να εξυψωθεί στους τρόπους και την ανατροφή που είχαν οι γιοι της. Δεν του το είχε πει ποτέ, καθώς υποψιαζόταν ότι και ο ίδιος ο Άρθουρ μάλλον θα συμφωνούσε με τη μητέρα του. Όλοι στην οικογένειά του θα συμφωνούσαν και ειδικά ο γλοιώδης Πέρσι και το τρεμάμενο ποντίκι που αποκαλούσε σύζυγό του.
   Ο Άρθουρ προχώρησε ως την κούνια. Μια αργοπορημένη ηλιαχτίδα πέρασε μέσα από τα παντζούρια και φώτισε τα κρεμ δαντελένια σεντόνια, φωτίζοντας ταυτόχρονα τα τόσο τρυφερά μάγουλα του γιου της. "Δεν θέλω να γίνει μαμόθρεφτος", της είπε.
   "Μα είναι νεογέννητο βρέφος", ψιθύρισε εκείνη. "Άφησέ τον να είναι τρυφερός για λίγο καιρό".
   Ο Άρθουρ έπλεξε τα χέρια πίσω από την πλάτη του σαν να φοβόταν ότι διαφορετικά θα έμπαινε στον πειρασμό να σηκώσει το παιδί όρθιο. Έσφιξε τα χείλη του, καθώς επιθεωρούσε τον γιο του, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που θα επιθεωρούσε κι ένα διαμάντι. "Είναι μικρότερος απ' όσο περίμενα".
   "Μόλις λίγα γραμμάρια κάτω από τρία κιλά".
   Κι αυτό ήταν όλο. Στράφηκε, με τα χέρια ακόμη πλεγμένα πίσω από την πλάτη του, και βγήκε από το δωμάτιο. Η Ιζαμπέλα σηκώθηκε κι έγειρε πάνω από την κούνια του Ντάνιελ, χάιδεψε το χνούδι πάνω στο μικρό του κεφάλι, ανέπνευσε τη γαλακτερή ηδύτητά του και ορκίστηκε πως θα τον αγαπούσε και σαν μάνα και σαν πατέρας.
   Η Ιζαμπέλα ανοίγει τα μάτια της. Όλο αυτό είναι πάρα πολύ: Η ανάμνηση του Ντάνιελ -ζεστός και γεμάτος πνοή κι όχι παγωμένος και ακίνητος- κάνει να στριφογυρνά ένα μαχαίρι μέσα στην καρδιά της. Πόσο θα ήθελε να μπορούσε τώρα να ανοίξει πάλι την κασέλα από ξύλο καρυδιάς, για να ξαναβρεί την μαύρη της κορδέλα και να περάσει το απόγευμά της κυλώντας την κάθε ένωση του κοραλλένιου βραχιολιού ανάμεσα στον δείκτη και τον αντίχειρά της, απομυζώντας ως και το τελευταίο ίχνος της ζεστής ζωντάνιας του μωρού της. Αλλά δεν το τολμά. Πρέπει να μείνει κρυμμένη εκεί μέχρι το Σίδνεϊ. Όταν φτάσουν εκεί, θα το πάρει πίσω και θα βρει κάποιο τρόπο να ξεφύγει απ' αυτόν τον άθλιο γάμο, να φύγει μακριά από τον Άρθουρ και την φαρμακερή του οικογένεια. Και τότε αυτή η τρομερή καταιγίδα θα κοπάσει επιτέλους και για άλλη μια φορά θα ανοιχτούν ίσως μπροστά της ήρεμες θάλασσες και λιακάδες.

   Δύο πρωινά αργότερα ο κύριος Χάροου έρχεται να την αναζητήσει και είναι αρκετά έξυπνος, ώστε να το κάνει όταν ο Άρθουρ είναι έξω, απασχολημένος στο αμπάρι μαζί με τον καπετάνιο και τη Μέγκι, στην προσπάθειά τους να λύσουν μια διαφωνία σχετικά με μερικά μαρμάρινα πλακάκια. Παράλληλα με τη μεταφορά του σκήπτρου στην Αυστραλία, ο Άρθουρ κάνει εξαγωγή ακριβών οικοδομικών υλικών και ταπήτων. Όσο λιγότερα γνωρίζει σχετικά με τις επιχειρήσεις η Ιζαμπέλα, τόσο πιο ευτυχής είναι. Αλλά ο Άρθουρ έχει τόσο πολλή ένταση για την εμπορική συμφωνία, όσο είναι και το άγχος του μήπως το πλήρωμα του κλέψει ή του καταστρέψει τα εμπορεύματα.
   Τη στιγμή που ο κύριος Χάροου χτυπά την πόρτα της καμπίνας της, η καρδιά της σκιρτά. Δεν έχει διάθεση να υποστεί ακόμη ένα από τα κηρύγματα του Άρθουρ.
   "Κύριε Χάροου..." λέει επιφυλακτικά μόλις τον βλέπει.
   "Σας ζητώ συγγνώμη, κυρία Γουίντερμπουρν. Θα είμαι πολύ σύντομος. Πείτε μου μόνο, αιτία για το ότι βρίσκεστε κλεισμένη κάτω από το κατάστρωμα είναι η... η συνάντησή μας στην κουζίνα τις προάλλες;"
   Η Ιζαμπέλα γνωρίζει ότι μια γυναίκα της δικής της κοινωνικής θέσης θα έπρεπε να τον αποπέμψει χωρίς να το κάνει θέμα και χωρίς ποτέ να τραβά την προσοχή των άλλων στα προσωπικά του συζύγου της. Όμως η ίδια δεν βλέπει κανένα νόημα σε μια τέτοια συμπεριφορά. "Ναι. Του εξήγησα βέβαια, όμως είναι ένας θυμωμένος ανόητος".
   "Αισθάνομαι απαίσια", της λέει. "Θα θέλατε μήπως να του μιλήσω εγώ;"
   "Όχι, αυτό θα έκανε τα πράγματα χειρότερα".
   Ρίχνει μια ματιά τριγύρω. "Αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσα να κάνω... Ξέρετε, η απώλειά σας με άγγιξε βαθιά".
   "Κι εμένα η δική σας", του αποκρίνεται και το εννοεί. Μια μικρή σπίθα σαν να ξυπνά στην καρδιά της και νιώθει να γεννιέται λίγη ελπίδα. Ίσως τελικά ο πάγος να μπορεί κάποια στιγμή να λιώσει.
   "Λυπάμαι που καθυστέρησα τόσο πολύ να αντιληφθώ τι συνέβη. Μας έχει τσακίσει όλους μας ο καιρός".
   Η αναφορά στον καιρό την κάνει να νιώσει βαθιά μέσα της το κέντρισμα μιας μικρής ανησυχίας. Συνειδητοποιεί πως την προηγούμενη νύχτα ονειρεύτηκε την γκρίζα θάλασσα φουρτουνιασμένη, να σηκώνει όλο και πιο ψηλό κύμα, να κατακλύζει τα καταστρώματα, να πλημμυρίζει την καμπίνα καταπίνοντας πρώτα την κουκέτα του Άρθουρ κι ύστερα περιρρέοντας τις κουβέρτες της, μέχρι που άρπαξε τελικά τη μαύρη κορδέλα και την παρέσυρε μαζί της, ενώ εκείνη μάταια προσπαθούσε να τη φτάσει με χέρια που γλιστρούσαν σαν πτερύγια ψαριών. Ναι, ο καιρός απασχολούσε τη σκέψη της. Αν μόνο μπορούσε να ανεβεί στο ψηλότερο κατάστρωμα και να μιλήσει στη θάλασσα... 
   "Όμως ο καιρός είναι φυσιολογικός, έτσι δεν είναι; Θέλω να πω, γι' αυτό το σημείο του κόσμου και σε αυτή την εποχή του χρόνου;"
   Ο κύριος Χάροου κουνά το κεφάλι του. "Πρέπει να ομολογήσω, κυρία Γουίντερμπουρν, πως ο καπετάνιος κι εγώ διαφωνούμε. Εμένα μου φαίνεται πως πρέπει να υπάρχει ένας τυφώνας εδώ κοντά. Εκείνος λέει ότι είναι πια πολύ προχωρημένη εποχή για τυφώνα, όμως..." Χαμηλώνει τη φωνή του. "Ο καπετάνιος Γουάιταγουεϊ απεχθάνεται τον κακό καιρό".
   Τη διαπέρασε ένα ρίγος κρύου ιδρώτα. "Μα τότε, γιατί επιμένει να συνεχίσει το ταξίδι; Δεν θα έπρεπε να αγκυροβολήσουμε σε κάποιο λιμάνι μέχρι να βεβαιωθούμε ότι δεν πλησιάζει τυφώνας;"
   "Αντιμετωπίζει την απέχθειά του για τον κακό καιρό με το να επιμένει ότι ο καιρός είναι μια χαρά". Ο κύριος Χάροου κλείνει ηχηρά το στόμα του στο τέλος αυτής της φράσης, έκδηλο σημάδι πως πιστεύει ότι είπε ήδη πάρα πολλά και πολύ αντίθετα ως προς τις απόψεις του καπετάνιου. "Μην ανησυχείς. Είμαστε όλοι μας καλοί άνθρωποι κι έτσι θα είμαστε ασφαλείς".
   "Ο καπετάνιος πίνει υπερβολικά", λέει απερίφραστα εκείνη.
   Της απαντά σε μια σχεδόν τέλεια απομίμηση της φωνής του καπετάνιου: "Είναι ο τρόπος μου να ξεμπλέκω τους κόμπους που έχω στο στομάχι μου".
   "Οι ποσότητες που τον είδα να καταναλώνει στο δείπνο υποδεικνύουν ένα μεγάλο πλήθος από κόμπους".
   Ο κύριος Χάροου χαμογελά βεβιασμένα. "Όπως σας είπα, μην ανησυχείτε. Αφήστε τους άντρες επάνω στο κατάστρωμα να νοιαστούν για την κακοκαιρία κι εσείς ασχοληθείτε εδώ κάτω με τις δικές σας υποθέσεις". Οι φωνές από την άλλη άκρη του διαδρόμου τον κάνουν να οπισθοχωρήσει και να φύγει εσπευσμένα χωρίς καν μια λέξη αποχαιρετισμού.    
   Η Ιζαμπέλα διακινδυνεύει να πάει ως το σαλόνι και στέκεται να ρίξει μια ματιά στο χάρτη που είναι απλωμένος επάνω στο γραφείο του καπετάνιου. Ο καπετάνιος Φράνσις Γουάιταγουεϊ διασχίζει την υδρόγειο, από τον Βορρά ως το Νότο και από την Ανατολή ως τη Δύση, εδώ και είκοσι χρόνια. Και απ' όσα η ίδια γνωρίζει, όλο αυτό το διάστημα πίνει υπερβολικά κι έχει αντιμετωπίσει πολύ πιο άσχημο καιρό κι όμως πάντοτε επέστρεφε στην Αγγλία σώος και ασφαλής. Αν, λοιπόν, λέει πως είναι πολύ προχωρημένη εποχή για τυφώνα, τότε ίσως και να έχει δίκιο. Ενώ ο κύριος Χάροου, στο κάτω κάτω, δεν είναι παρά λίγο μεγαλύτερος από την ίδια την Ιζαμπέλα. Κοιτά τη μισοάδεια καράφα του ουίσκι. Πόσες και πόσες φορές δεν τον είδε να την αδειάζει για να την ξαναγεμίσει αμέσως μετά. Τα δάχτυλά της ψηλαφούν την ανατολική ακτή της Αυστραλίας, ανοιχτό ροζ επάνω στο τυρκουάζ της θάλασσας. Βρίσκονται κάπου εκεί. Όμως σε αυτόν τον χάρτη δεν υπάρχουν καθόλου σύννεφα καταιγίδας και η θάλασσα είναι τόσο επίπεδη και ακίνητη όσο και μια ταφόπλακα.

   Η Ιζαμπέλα νομίζει πως είναι ολομόναχη. Είναι η ώρα αμέσως μετά το πρόγευμα και ο καιρός τής προκαλεί ναυτία. Η θάλασσα ανασηκώνει το πλοίο και το ταρακουνά ξανά και ξανά. Είναι φυλακισμένη κάτω από το κατάστρωμα, αλλά δεν αντέχει ακόμη μία ατελείωτη μέρα στην καμπίνα της και, αφού νιώθει την ανάγκη να αποφύγει τη Μέγκι και τον Άρθουρ, προχωρά ως τη σκοτεινή άκρη του πλοίου. Έχει μαζί της την πένα και τον κατάλογό της. Ελπίζει να βρει κάποιο μέρος ήσυχο και απομακρυσμένο από αδιάκριτα βλέμματα για να προσθέσει τις αξίες των κοσμημάτων της και να υπολογίσει πόσα χρήματα θα χρειαστεί για το ταξίδι της στη Νέα Υόρκη, για φαγητό, άμαξες... Αυτά που πρέπει να οργανώσει μοιάζουν να είναι πάρα πολλά και οι σκέψεις αυτές, που στροβιλίζονται στο νου της, την κρατούν άγρυπνη τα βράδια. Η αποτύπωσή τους στο χαρτί θα βοηθήσει. Θα της αποσπάσει και λίγο το μυαλό από τον καιρό. 
   Το πλήρωμα είναι στο κατάστρωμα και προσπαθεί να χειριστεί τα ιστία. Έτσι, η Ιζαμπέλα κατεβαίνει στο αμπάρι και κάθεται σε μια στοίβα από πλακάκια καλυμμένα με ένα σκοινένιο δίχτυ. Το φως είναι αμυδρό, όμως εκείνη ισιώνει τη λίστα της επάνω στο γοφό της και αρχίζει να καταγράφει τις σημειώσεις της.
   Το πλοίο ταρακουνιέται και τρέμει. Η Ιζαμπέλα παίρνει βαθιά ανάσα και συνεχίζει.
   Οι αισθήσεις της μυρμηγκιάζουν. Συνειδητοποιεί ξαφνικά πως δεν είναι μόνη της. Ανασηκώνει το βλέμμα, ενώ το χέρι της καλύπτει ενστικτωδώς τη σελίδα που γράφει.
   "Γράφετε κάποιο ερωτικό γράμμα, κυρία Γουίντερμπουρν;" τη ρωτά ο καπετάνιος Γουάιταγουεϊ. 
   Η Ιζαμπέλα διπλώνει βιαστικά τον κατάλογο. "Όχι, βέβαια. Κάνω έναν κατάλογο".
   "Τι είδους κατάλογο;"
   "Προσωπικές σκέψεις", του αποκρίνεται. "Τίποτε που να σας αφορά". Τον κοιτά μέσα στο αμυδρό φως. Είναι πάλι μεθυσμένος. "Γιατί δεν είστε στο κατάστρωμα με τους άλλους;"
   "Ήρθα να δω μήπως μετακινήθηκε το φορτίο. Πέσαμε σε μεγάλο κύμα εκεί πέρα".
   "Το ένιωσα". Θέλει να τον ρωτήσει για ποιο λόγο ήρθε αυτός ο ίδιος αντί να στείλει κάποιον άντρα του πληρώματος, αλλά η απάντηση σε αυτό προφανώς θα δείχνει πως είναι μεθυσμένος ή ευθυνόφοβος ή πως φοβάται την κακοκαιρία και προσποιείται ότι ο καιρός είναι καλός. Σε κάθε περίπτωση, βρίσκεται εδώ επειδή είναι ανίκανος και κανένας άντρας δεν θα παραδεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο για τον ίδιο του τον εαυτό. 
   Τα μάτια του δεν αφήνουν το χαρτί που κρατά διπλωμένο στο χέρι της. "Ποια μυστικά κρύβεις εκεί μέσα, Ιζαμπέλα;" της λέει.
   "Δεν κρύβω μυστικά".
   Απλώνει το χέρι του προς το μέρος της, κάνοντας μια χειρονομία σαν να λέει δώσε μού το.
   "Είναι προσωπικό".
   Στέκεται από πάνω της, ένας μονοκόμματος ογκώδης άντρας με ύψος ένα μέτρο και ογδόντα εκατοστά και τώρα όλες οι φρικτές μνήμες ξυπνούν μέσα της. Το στόμα της ανοίγει για να διαμαρτυρηθεί, αλλά μόνο ένας ήχος σαν κρώξιμο βγαίνει.   
   Η αναλαμπή της μνήμης: το θερμοκήπιο στο σπίτι της πεθεράς της. Πολύ νωρίς το πρωί, προτού ξυπνήσει οποιοσδήποτε άλλος. Η καρδιά της ακόμη κουρελιασμένη από το πένθος, τα στήθη της ακόμη ξέχειλα με γάλα. Και ο Πέρσι Γουίντερμπουρν, ο νεότερος αδελφός του Άρθουρ, να προσπαθεί να τη βιάσει.
   Η χλόη έξω καλυμμένη με πάχνη και στο τζάκι η ξινή οσμή από στάχτες. Το χέρι του να της σφίγγει το στόμα, η γεύση του δέρματός του, η φρενιασμένη του ανάσα να της καίει τα ρουθούνια. "Τι θα έλεγες γι' αυτό;" της είχε πει, πιέζοντας άγρια τις ευαίσθητες θηλές του στήθους της επάνω από τη νυχτικιά της. Ντροπή και πόνος σε ίσες δόσεις. Η αντίδρασή της τον είχε κάνει έξαλλο και πιο άγριο. Και τότε είχε μπει μέσα η υπηρέτρια κι εκείνος είχε πεταχτεί μακριά της, είχε ισιώσει το γιλέκο του και προσποιήθηκε πως δεν είχε συμβεί τίποτα.    
   Και όταν, αργότερα, τα είπε όλα στον Άρθουρ, εκείνος την αποκάλεσε ψεύτρα.
   "Άσε με ήσυχη!" ουρλιάζει η Ιζαμπέλα, φοβισμένη και νιώθοντας, παράλογα, ντροπή η ίδια.
   Ο καπετάνιος Γουάιταγουεϊ κάνει ένα βήμα πίσω. Έχει αποκτήσει ξανά συναίσθηση του τι κάνει. Η Ιζαμπέλα είναι ωχρή και τρέμει. Αφήνει το χέρι του να πέσει. Σώζει τα προσχήματα λέγοντας: "Έτσι κι αλλιώς, δεν μ' ενδιαφέρουν οι γυναικείες σαχλαμάρες σου. Αν όμως ανακαλύψω ότι εσύ και ο Χάροου γράφετε ερωτικά γράμματα ο ένας στον άλλον, θα τον κανονίσω εκείνον κι εσένα θα σε κατεβάσω στο επόμενο λιμάνι. Ο Άρθουρ είναι καλός μου φίλος".
   "Δεν είναι ερωτικό γράμμα", κατορθώνει να πει πάλι η Ιζαμπέλα. "Είναι μόνο ένας κατάλογος. Απλώς ένας κατάλογος". Αλλά ήταν περιττό να πει αυτές τις λέξεις. Εκείνος ήδη απομακρύνεται χαϊδεύοντας το γένι του.
   Και στο κάτω κάτω, δεν είναι "απλώς ένας κατάλογος". Είναι ένα σχέδιο, είναι ένα εισιτήριο για να φύγει από τη δυστυχία, είναι το πρώτο βήμα για να αποδράσει από τον σύζυγό της. 

   Η ώρα είναι τρεις τα χαράματα, η ώρα που ο ύπνος γίνεται πιο βαθύς. Η Ιζαμπέλα ακούει χτυπήματα και φωνές, όμως περνούν ακόμη λίγα λεπτά προτού αντιληφθεί ότι όλη αυτή η φασαρία και οι φωνές απευθύνονται σ' εκείνη. Η φωνή του Άρθουρ: "Ιζαμπέλα, ξύπνα!"
   Ανοίγει τα μάτια της. Τα πάντα μετακινούνται. Ανακάθεται προσπαθώντας να σταθεροποιηθεί. Το πλοίο βογκά. Σκαμπανεβάζει κι ύστερα μοιάζει να βυθίζεται. Έξω, ο άνεμος λυσσομανά. Η καρδιά της αναπηδά από τον φόβο. "Τι συμβαίνει;"
   "Ντύσου. Ο Φράνσις μας πηγαίνει σε ασφαλή ύδατα. Θα προσπαθήσει να προσαράξει".
   "Να προσαράξ..."
   "Ντύσου, γυναίκα!" της λέει με έναν βρυχηθμό. "Θα επιστρέψω να σε πάρω σε δέκα λεπτά". Και φεύγει πάλι, βροντώντας πίσω του την πόρτα της καμπίνας. Η Ιζαμπέλα ακούει τη φωνή του έξω από το σαλόνι και μαζί ακούει τη φωνή της Μέγκι. Τους ακούει να ανεβαίνουν τη σκάλα, ενώ η ίδια ακόμη κουμπώνει το φόρεμά της με τρεμάμενα χέρια.   
   Η θάλασσα έχει δόντια. Η Ιζαμπέλα το ήξερε πάντοτε: ποτέ δεν ερωτεύτηκε τόσο πολύ την ομορφιά της θάλασσας ώστε να μην μπορεί να δει την αγριότητά της. Η θάλασσα έχει δόντια που τώρα δαγκώνουν το πλοίο. Ο Άρθουρ δεν έπρεπε ποτέ να την έχει περιορίσει κάτω από το κατάστρωμα. Εκείνη ήταν που τους κρατούσε όλους ασφαλείς με την πρωινή προσευχή της, δείχνοντας τον σεβασμό της, υπενθυμίζοντας στη θάλασσα ότι εκείνη ποτέ δεν θεώρησε δεδομένη την ασφάλειά της. Η Ιζαμπέλα έχει παγώσει. Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει. Ετούτο το πλοίο είναι εδώ και δεκαετίες στη θάλασσα. Για ποιο λόγο θα πρέπει αυτό να συμβεί τώρα, τώρα που είναι κι αυτή ανάμεσα στους επιβάτες; Είναι τόσο άδικο. Η Ιζαμπέλα σκύβει για να δέσει τα παπούτσια της. Το πλοίο κλυδωνίζεται, στέκεται για ένα λεπτό σχεδόν μπαταρισμένο και μετά χτυπά πάλι με λύσσα στο νερό. Όλα γύρω της πέφτουν, πέφτει και η ίδια. Η πόρτα που οδηγεί στο αμπάρι βροντά με δύναμη. Σηκώνεται και τρέχει έξω από την καμπίνα της, ανεβαίνει τη σκάλα και σπρώχνει την πόρτα που είναι μπλοκαρισμένη. Χτυπά το ξύλο με τις γροθιές της. Παντού γύρω από τα πόδια της απλώνονται θραύσματα από σπασμένα πήλινα σκεύη.
   "Βοήθεια!" φωνάζει. "Βοήθεια! Κάτι έχει μπλοκάρει την πόρτα από το μπροστινό μέρος".
   Αλλά πώς είναι δυνατόν να την ακούσουν μέσα στο μουγκρητό της τρικυμισμένης θάλασσας.
   "Άρθουρ!" ουρλιάζει. "Άρθουρ!"
   Η φωνή του ακούγεται πνιχτή μέσα από το ξύλο. "Φέρε το σκήπτρο. Ένα δοκάρι έπεσε και μπλόκαρε την πόρτα για το αμπάρι. Το μετακινούμε τώρα. Να είσαι έτοιμη και να έχεις φέρει το σκήπτρο".
   Η Ιζαμπέλα επιστρέφει στην καμπίνα και τραβά βιαστικά την κασέλα από την κρυψώνα της. Τη σηκώνει κινδυνεύοντας να χάσει την ισορροπία της. Το κλειδί για την κασέλα βρίσκεται στην τσέπη του Άρθουρ, πράγμα που σημαίνει πως η ίδια δεν μπορεί να την ανοίξει και να πάρει το πολύτιμο για εκείνη αντικείμενο. Όμως τη σέρνει ως τη βάση της σκάλας και περιμένει εκεί. Λέει στον εαυτό της να μην πανικοβάλλεται. Τώρα προσαράζουν το πλοίο. Θα πατήσουν σε στεριά. Στη στεριά ο άνεμος και η βροχή δεν θα είναι πια τόσο τρομακτικά. Για άλλη μια φορά το πλοίο κλυδωνίζεται βίαια. Όλα τα παράθυρα στην απάνεμη πλευρά σπάνε ξαφνικά και η θάλασσα ξεχύνεται μέσα. Η Ιζαμπέλα ουρλιάζει. Το φως στο φανάρι έχει σβήσει. Γύρω από τα πόδια της στροβιλίζεται το σκοτεινό παγωμένο νερό, παρασύροντας τα παπούτσια της. Η καρδιά της φτερουγίζει ορμητικά μέσα στα στήθη της.
   "Βοηθήστε με! Βοηθήστε με!" ουρλιάζει. Οι ήχοι από πάνω της είναι τρομακτικοί. Οι ξηροί κρότοι από τα ξύλα και το βουητό των σκοινιών που τεντώνονται μέχρι να σπάσουν. Κάθε φορά που το πλοίο κλυδωνίζεται, μπαίνει μέσα περισσότερο αφρισμένο νερό κι όμως δεν βυθίζονται.    
   Όχι ακόμη.
   "Ιζαμπέλα, σπρώξε το πορτάκι προς τα πάνω!" της φωνάζει ο Άρθουρ.
   Η Ιζαμπέλα σπρώχνει με όλη της τη δύναμη, τόσο που οι τένοντες στα μπράτσα της κοντεύουν να κοπούν. Σπρώχνει προς τα πάνω, ακούγεται το τρίξιμο του ξύλου πάνω στο ξύλο  και, επιτέλους, η μικρή πόρτα ανοίγει.
   Βλέπει μπροστά της απλωμένα τα χέρια του Άρθουρ. "Το σκήπτρο!" λέει. Η Ιζαμπέλα καταλαβαίνει πως, πρώτη φορά στη διάρκεια της κοινής ζωής τους, εστιάζουν και οι δύο σε έναν κοινό στόχο: να σώσουν αυτή την ξύλινη κασέλα, να μην αφήσουν να την καταπιεί η θάλασσα.
   Κουβαλά μαζί της στη σκάλα την ξύλινη κασέλα, κοπανώντας τη σε κάθε σκαλί. Τη σπρώχνει προς το μέρος του Άρθουρ, ο οποίος την τραβά επάνω και ύστερα της απλώνει το αριστερό του χέρι. Τώρα βρίσκεται και η ίδια πάνω στο κατάστρωμα. Παντού επικρατεί χάος. Η θάλασσα αφρισμένη, τα ιστία έχουν γίνει κουρέλια, τα σκοινιά τα έχει τυλίξει ο άνεμος σε χαοτικούς κόμπους και ο ουρανός βαραίνει απειλητικά πάνω από τα ξάρτια. 
   "Τι συμβαίνει;" ρωτά.
   "Ο Φράνσις μας οδηγεί στην ακτή. Αλλά πρέπει να προλάβει να πάει εκεί το πλοίο πριν μας βρει ο τυφώνας".
   Η Ιζαμπέλα κοιτά γύρω της. Τα μάτια της έχουν πλημμυρίσει βροχή. Η θάλασσα τους έχει περικυκλώσει. "Δεν βλέπω πουθενά στεριά". 
   "Προς τα εκεί". Ο Άρθουρ δείχνει με μια αόριστη χειρονομία. "Κάπου εκεί πέρα". Στέκεται με την ξύλινη κασέλα ανάμεσα στους αστραγάλους του.
   "Κύματα βουνά! Κύματα βουνά!" κραυγάζει ένας άντρας.
   Η Ιζαμπέλα δεν έχει παρά λίγα δευτερόλεπτα για να στρέψει το κεφάλι της και να αντικρίσει τα τεράστια αφρισμένα κύματα, προτού ο μακάβριος ήχος από το πλοίο που συνθλίβεται στους βράχους αντηχήσει στα πλευρά και την καρδιά της.
   "Εγκαταλείψτε το πλοίο! Εγκαταλείψτε το πλοίο!" Αυτός που φωνάζει τώρα είναι ο καπετάνιος, περιτριγυρισμένος από ξεσκισμένα ιστία και ξύλινα θραύσματα. "Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!"
   Η Ιζαμπέλα αισθάνεται όλα της τα μέλη να παραλύουν. Ο Άρθουρ ήδη μεταφέρει την κασέλα προς μια σωσίβια λέμβο. Τον ακολουθεί παραπατώντας ανάμεσα στο χάος και τη φασαρία, το αλμυρό νερό και τη βροχή. Τον βλέπει να παλεύει με τα σκοινιά και τον βοηθά. Τα μέλη του πληρώματος στριμώχνονται στις σωσίβιες λέμβους στη δεξιά πλευρά του σκάφους. Αναζητά γνώριμα πρόσωπα, ψάχνει να εντοπίσει τη Μέγκι ή τον κύριο Χάροου, όταν ξαφνικά άλλο ένα τεράστιο κύμα περιστρέφει το πλοίο κατά σαράντα πέντε μοίρες και το τσακίζει πάνω στους υφάλους. Οι αρμοί του πλοίου αποσυνδέονται και ανάμεσά τους ξεχύνεται ένα σύννεφο αφρού. Παντού όπου προηγουμένως υπήρχαν άνθρωποι και κίνηση, τώρα δεν υπάρχει παρά η τρικυμισμένη θάλασσα. Η καρδιά της έχει διογκωθεί και δεν τη χωρά πλέον το κορμί της.
   "Γρήγορα, Άρθουρ!" φωνάζει. Κοιτά γύρω της για τον καπετάνιο, για τη Μέγκι, για οποιονδήποτε. Ίσως να υπάρχουν ακόμη κάποιοι που παίρνουν τώρα την τελευταία σωσίβια λέμβο από την πλώρη.    
   Ο Άρθουρ χαμηλώνει τη δική τους λέμβο και, ανέλπιστα, βρίσκονται τώρα και οι δυο τους μέσα, να σκαμπανεβάζουν στο ρηχό νερό πάνω από τον ύφαλο. Ο Άρθουρ παίρνει το ένα κουπί και η Ιζαμπέλα το άλλο και σπρώχνουν τη λέμβο προς τα βαθιά, με την ξύλινη κασέλα ανάμεσά τους. Τα κύματα επιμένουν να τους φέρνουν και πάλι προς το πλοίο, το οποίο, όπως μπορεί πια να δει η Ιζαμπέλα, έχει τσακίσει στα δύο. Σκέφτεται όλα της εκείνα τα κοσμήματα που έμειναν στο κύτος, όμως δεν μπορεί να λυπηθεί για την απώλειά τους. Θα θεωρήσει τυχερό τον εαυτό της και μόνο αν επιβιώσει. Αν σωθεί και το κοραλλένιο περικάρπιο του Ντάνιελ, τότε θα θεωρήσει πως είναι πλούσια πέρα από κάθε μέτρο. 
   Ξαφνικά, ο Άρθουρ μισοσηκώνεται για να αποφύγει το κουπί του έναν βράχο και επιχειρεί πάλι να σπρώξει. Η μικρή τους βάρκα πέφτει σε ένα κύμα και ο Άρθουρ χάνει την ισορροπία του και βρίσκεται στο νερό. 
   "Άρθουρ!" φωνάζει η Ιζαμπέλα. Το κουπί του εξακολουθεί να επιπλέει στην επιφάνεια κι έτσι η Ιζαμπέλα κατορθώνει να το αρπάξει. Εκείνος το κρατά από την άλλη άκρη, το κρατά σφιχτά, ενώ ταυτόχρονα καταπίνει νερό και παλεύει να μη βυθιστεί.
   "Τράβα. Άχρηστη γυναίκα, τράβα!" ουρλιάζει.
   "Μα τραβάω!"
   Τώρα όμως το νερό έχει καλύψει το πρόσωπό του και, όσο κι αν τραβά, η Ιζαμπέλα δεν μπορεί να τον φέρει πιο κοντά. Ξαφνικά, η δύναμη αντιστρέφεται και η Ιζαμπέλα συνειδητοποιεί πως τώρα πια είναι εκείνος που την τραβά. Αν είναι να πνιγεί, θα την πάρει μαζί του. Προτού όμως προλάβει να το σκεφτεί αυτό ξεκάθαρα και να αφήσει το κουπί, εκείνο τινάζεται προς τα πάνω. Είναι ελαφρύ. Ο Άρθουρ δεν βρίσκεται πια στην άλλη του άκρη.
   Η Ιζαμπέλα νιώθει και τη δική της ελαφρότητα, σαν να μην υπάρχει πια ούτε η ίδια. Ο θάνατός της παραμονεύει λίγο πιο πέρα, όσο να απλώσει το μπράτσο της. Ένα δυνατό κύμα από κάτω της ανασηκώνει τη λέμβο και την ωθεί μακριά από το πλοίο. Ισορροπεί ουρλιάζοντας από τον τρόμο της, μην μπορώντας να ακούσει τις ίδιες της τις κραυγές εξαιτίας της θύελλας.   
   Τώρα όμως μπορεί πραγματικά να δει στεριά και αρχίζει να κωπηλατεί. 
   Παρά τα τρελά ρεύματα.
   Παρά τα βράχια.
   Επειδή μέσα στην κασέλα υπάρχει η στερνή ανάμνηση από τον γιο της.
   Κωπηλατεί. Διασχίζει το σκοτεινό νερό. Μέσα από τη θύελλα. Μέσα από τις παγωμένες βελόνες βροχής που συνεχώς εκτοξεύει ο ουρανός. Για τον Ντάνιελ. 

Freeman Kimberley, Η Σιωπή του Φάρου, (μετφ. Ουρανία Τουτουντζή), εκδ. ΔΙΟΠΤΡΑ, Αθήνα, 2016

Δεν υπάρχουν σχόλια: