Ποίηση

Ποίηση

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

[ ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

  
   Από την πρύμνη της «Σάντα Μαρία», ο Δημήτριος κοίταζε τη Βενετία που απομακρυνόταν. Ο ήλιος είχε τρυπήσει τα σύννεφα και την έβαφε με χρυσοκόκκινα χρώματα. Το Παλάτσο Ντουκάλε γυάλιζε ολόκληρο, σαν να 'χε πάρει φωτιά και οι τρούλλοι της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου φάνταζαν σαν χρυσαφένιοι από μακριά. Ύστερα, το βλέμμα του έστρεψε προς τ' αριστερότερα, εκεί όπου υψώνονταν τα παλάτσα στο μεγάλο κανάλι, και το στήθος του φούσκωσε από έναν αναστεναγμό. Εκεί, στ' αρχοντικά, που τα πόδια τους πλένονταν νύχτα και μέρα μέσα στα βρόμικα καστανά νερά του καναλιού, σε κάποιο δωμάτιο που αντίκριζε τον υδάτινο δρόμο, μα και την ανοιχτή θάλασσα, βρισκόταν η γυναίκα που αγαπούσε. Η γυναίκα που είχε πληρώσει τον έρωτά του με μια μαχαιριά, που πήγε να στοιχίσει τη ζωή του.
   "Λεωνόρα..." μουρμούρισε τ' όνομά της κι ένιωσε στα μάτια του ν' ανεβαίνουν δυο δάκρυα.
   Λεωνόρα... Πόσες αναμνήσεις δεν του 'φερνε τ' όνομά της... Τα ερωτόλογα που είχαν ανταλλάξει, τα χτυποκάρδια τους, την αγωνία που ένιωθαν κι οι δυο όταν χωρίζονταν, είτε γιατί γύριζε ο Τζιόρτζιο είτε γιατί ξεκινούσε εκείνος για μια καινούργια εκστρατεία με τον Ιουστινιάνη. Ένας ολόκληρος χρόνος είχε περάσει από την πρώτη βραδιά που συναντήθηκαν στο μεγάλο χορό που έδιναν οι άρχοντες της Γένοβας. Τόσοι μήνες, που είχαν κυλήσει χωρίς κανείς τους να το καταλάβει...
   Λεωνόρα... Θυμόταν τα χείλη της, που έκαιγαν από τον πόθο όταν τον φιλούσε, το υπέροχο κορμί της, τις ατέλειωτες συζητήσεις τους -το μονόλογό του μάλλον, όταν της μιλούσε για τα όνειρά του, για το μέλλον της πατρίδας του. Κι εκείνη πόσο προσεκτικά τον άκουγε, πόσο τον άφηνε ν' ανοίγει την καρδιά του να της λέει... να της λέει...
   Κι ύστερα... Ύστερα το στιλέτο του δολοφόνου και στο τέλος, χτες, η φωνή της. Γεμάτη ικεσία και απόγνωση. Στ' αυτιά του βούιζε ακόμα τ' όνομά του, καθώς το πρόφερε εκείνη. «Δημήτριε!», «Δημήτριε!». Μια λέξη μοναχά, που έλεγε τόσα πολλά...
   Τώρα μετάνιωνε. Έπρεπε να την αφήσει να του πει, να απολογηθεί.
   "Όχι!" μουρμούρισε ύστερα από λίγο, κοιτάζοντας πάντοτε τη στεριά που απομακρυνόταν. Δεν υπήρχε λύση. Δε μ' αγαπούσε! Μια γυναίκα που αγαπάει, δε σκοτώνει! Δεν πληρώνει δολοφόνους! Μπορεί, αν της μιλούσα, να μ' έκανε να ξεχάσω. Όμως, οι υποψίες μου... Οι υποψίες μου θα γύριζαν πάντα μέσα στο νου μου...
   Αναστέναξε ξανά και κατέβηκε κάτω, στην καμπίνα που του είχε παραχωρήσει ο καπετάνιος παίρνοντας μια πολύ μεγάλη αμοιβή.