Ποίηση

Ποίηση

Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

[ ΈΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

 
    Τον Ιούνη του 1936, κάποια Κυριακή, εμφανίστηκαν μαζί ο Λιουκ κι ο Αρν, μοιάζοντας πολύ ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους. Είχαν έρθει, είπαν, να πάρουν τη Μέγκι και να την πάνε να διασκεδάσει στ' αλήθεια, σε μια σκοτσέζικη λαϊκή γιορτή, το "κέιλι". 
   Αντίθετα με τη γενική τάση των εθνικών μειονοτήτων της Αυστραλίας να σκορπίζουν και ν' αφομοιώνονται από τους ντόπιους με τα χρόνια, στη χερσόνησο του Βόρειου Κουήνσλαντ οι μειονότητες διατηρούσαν με πάθος τις παραδόσεις τους -κι οι μειονότητες αυτές ήταν βασικά οι Κινέζοι, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί κι οι Σκοτσέζοι-Ιρλανδοί, που αποτελούσαν και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Έτσι, όταν γινόταν κάποιο κέιλι, κατέφταναν όλοι οι Σκοτσέζοι που ζούσαν στην περιοχή. 
   Για μεγάλη έκπληξη της Μέγκι, ο Λιουκ κι ο Αρν φορούσαν κιλτ, τη λαϊκή σκοτσέζικη φορεσιά, κι ήταν, συλλογίστηκε μόλις κατάφερε να πάρει ξανά μια ανάσα, πανένορφοι κι οι δυο τους. Τίποτε δε φαντάζει πιο αρρενωπό πάνω σ' έναν αρρενωπό άντρα από το κιλτ, γιατί η πλούσια πλισαρισμένη φούστα κυματίζει πίσω και στέκει ολόισια στο μπροστινό φύλλο και το τσαντάκι, που κρέμεται από τη μέση, μοιάζει σαν να βρίσκεται εκεί για να προστατέψει τα λαγόνια τους και κάτω από το μέχρι το γόνατο στρίφωμα προβάλλουν δυνατά, καλοφτιαγμένα πόδια με κάλτσες καρό και παπούτσια με αγκράφες. Έκανε πολύ ζέστη για να βάλουν τις ζακέτες και το σάλι της φορεσιάς κι έτσι είχαν βολευτεί με άσπρα πουκάμισα ανοιχτά στο στήθος, με τα μανίκια ανασηκωμένα μέχρι τους αγκώνες.
   "Τι είν' αυτό το κέιλι;" ρώτησε η Μέγκι την ώρα που ξεκινούσαν.
   "Έτσι λέγεται στα κέλτικα ο μαζωμός, το πανηγύρι".  
    "Κι εσείς γιατί στο καλό φοράτε κιλτ;"
  "Γιατί αλλιώς δε θα μας άφηναν να μπούμε και πηγαίνουμε πάντα έτσι σ' όλα τα κέιλι που γίνονται από το Μπρις ως το Καιρνς".
   "Έτσι, ε; Φαντάζομαι πως θα πρέπει να γίνονται αρκετά, γιατί αλλιώς ο Λιουκ δε θα 'δινε ποτέ τα χρήματα που χρειάζονται για ν' αγοράσει ένα κιλτ. Δεν έχω δίκιο, Αρν;"
   "Κάπου κάπου πρέπει να λασκάρω κι εγώ λιγάκι", έκανε ο Λιουκ με ύφος αμυντικό.
   Το κέιλι γινόταν σε μια αποθήκη παλιά κι ετοιμόρροπη που έμοιαζε με αχυρώνα, δίπλα στους βάλτους, στην εκβολή του ποταμού Ντάνγκλο. Αχ, τι φρικτές μυρωδιές έχει, Θεέ μου, τούτη η χώρα! συλλογίστηκε η Μέγκι με απελπισία, νιώθοντας να χτυπάει στη μύτη της μια ακόμα απερίγραπτα αηδιαστική μπόχα. Η μελάσα, η μούχλα, τα ντάνι, και τώρα οι βάλτοι. Όλες οι κακοσμίες της ακτής ενωμένες σε μια μοναδική δυσωδία.
   Πράγματι φορούσαν κιλτ όλοι οι άντρες που έρχονταν στη γιορτή. Όπως μπήκαν μέσα και κοίταξε ολόγυρά της, η Μέγκι κατάλαβε πόσο άχαρο πρέπει να νιώθει το θηλυκό παγόνι, πόσο δεύτερο σε εμφάνιση, όταν ζαλίζεται από το γεμάτο ζωντάνια, το υπέροχο παρουσιαστικό του συντρόφου του. Οι γυναίκες εκεί μέσα επισκιάζονταν, μέχρι που θαρρούσες πως δεν υπήρχαν σχεδόν και τούτη την αρχική της εντύπωση ήρθε να ενισχύσει η συνέχεια της βραδιάς. Δυο άντρες με γκάιντες στέκονταν πάνω σε μια εξέδρα, στο βάθος της αίθουσας, με ανοιχτογάλαζες καρό φορεσιές κι έπαιζαν χαρούμενους σκοπούς, συγχρονισμένοι τέλεια ο ένας με τον άλλο, ενώ ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στα κοκκινωπά τους πρόσωπα.
   Υπήρχαν μερικά ζευγάρια που χόρευαν, αλλά η πιο θορυβώδικη δραστηριότητα έμοιαζε να 'χει για επίκεντρο μια ομάδα αντρών που μοίραζαν στους καλεσμένους σκοτσέζικο ουίσκι. Η Μέγκι βρέθηκε στριμωγμένη σε μια γωνιά, όπου την παράτησαν οι συνοδοί της, μαζί με πολλές άλλες γυναίκες, αλλά δεν την πείραξε αυτό, αντίθετα ένιωθε ευχαριστημένη να στέκει εκεί και να κοιτάει μαγεμένη τριγύρω. Καμιά γυναίκα δε φορούσε φούστα πλισέ, γιατί οι γυναίκες δε φοράνε ούτε στη Σκοτία το κιλτ παρά μονάχα το σάλι του, κι έκανε πολύ ζέστη για να τυλίξεις ένα μεγάλο, βαρύ ύφασμα στους ώμους σου. Έτσι, οι γυναίκες φορούσαν τα μίζερα μπαμπακερά τους φουστανάκια, που φάνταζαν ακόμα πιο φτηνά κι ασήμαντα πλάι στις φορεσιές των αντρών. Υπήρχαν τα φανταχτερά κόκκινα κι άσπρα κιλτ της φαμίλιας των Μένζις, τα χαρούμενα μαύρα και κίτρινα της φαμίλιας των Μακλέοντ του Λούις, τα μπλε και κόκκινα καρό των Σκην, οι έντονοι και πολύπλοκοι συνδυασμοί των Όγκιλβι, τα όμορφα κόκκινα, γκρίζα και μαύρα  της φαμίλιας των Μακφέρσον. Ο Λιουκ φόραγε τα χρώματα των Μακνήλ, ο Αρν των Σάσεναχ. Πανέμορφα! 
   Ήταν φανερό πως τους γνώριζαν καλά, τον Αρν και τον Λιουκ, κι ότι τους συμπαθούσαν όλοι εκεί μέσα. Τότε, λοιπόν, πόσο συχνά έρχονταν δίχως να την παίρνουν μαζί; Και τι τους είχε πιάσει και την πήραν απόψε; Η Μέγκι έγειρε πίσω κι ακούμπησε στον τοίχο αναστενάζοντας. Έβλεπε τις άλλες γυναίκες να την κοιτάζουν περίεργα, να κοιτάνε πριν απ' όλα το δαχτυλίδι των αρραβώνων της. Ο Λιουκ κι ο Αρν αποτελούσαν αντικείμενο θαυμασμού για τα γυναικεία βλέμματα, η ίδια αντικείμενο ζήλιας. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγαν αν μάθαιναν πως ο μεγαλόσωμος τριχωτός άντρας, που είναι άντρας μου, μ' έχει δει ελάχιστες φορές μέσα στους τελευταίους οχτώ μήνες και πως δεν έρχεται να με δει ποτέ με την πρόθεση να πλαγιάσει μαζί μου. Κοίτα τους, αυτούς τους δυο ξιπασμένους ψευτο-Σκοτσέζους, τι ωραίο ζευγάρι που κάνουν! Και να μην έχει κανένας από τους δυο τους την παραμικρή σχέση με την Σκοτία, να υποκρίνονται μονάχα, γιατί ξέρουν πως είναι καταπληκτικοί με τα κιλτ και γιατί τους αρέσει να τραβάνε πάνω τους την προσοχή όλου του κόσμου! Αχ, υπέροχοι τσαρλατάνοι που είστε κι οι δυο σας! Τόσο ερωτευμένοι με τους εαυτούς σας, που δε θέλετε μήτε χρειάζεστε την αγάπη κάποιου άλλου.
   Τα μεσάνυχτα ξαπόστειλαν τις γυναίκες να στηθούν ολόγυρα στους τοίχους του αχυρώνα. Οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν το "Κάμπερ Φέι" κι άρχισε ο σοβαρός χορός. Για όλη την υπόλοιπη ζωή της, κάθε που άκουγε τον ήχο μιας γκάιντας, η Μέγκι στη στιγμή βρισκόταν με το νου της πίσω στην παλιά αποθήκη. Ακόμα κι ένα σκοτσέζικο κιλτ να 'βλεπε, πάλι ένιωθε να ζωντανεύει έτσι δυνατά μέσα της η ανάμνηση -ήταν αυτή η ονειρική διάχυση του χρώματος και του ήχου, του κεφιού και της εκθαμβωτικής ζωντάνιας, τα απαραίτητα συστατικά για να χαραχτεί μια ανάμνηση τόσο βαθιά μέσα σου που να μη σβήσει ποτέ πια. 
   Ακούμπησαν σταυρωτά τα ξίφη τους στο πάτωμα, σχηματίζοντας μια σειρά από διαδοχικά Χ. Δύο άντρες, με κιλτ της φαμίλιας των Μακντόναλντ του Σλητ, σήκωσαν τα χέρια τους πάνω από τα κεφάλια, λυγίζοντάς τα σα χορευτές μπαλέτου, και με πολύ σοβαρό ύφος, λες και στο τέλος τα σπαθιά θα μπήγονταν στα στήθη τους, άρχισαν, πατώντας στις μύτες των ποδιών, να περνούν ανάλαφρα, με ρυθμό, ανάμεσα απ' τις στρωμένες καταγής λεπίδες. 
   Η μουσική σκεπάστηκε από μια διαπεραστική στριγκλιά, ο ρυθμός έγινε το "Όλοι οι Γαλαζοσκούφηδες Πέρα από τα Σύνορα", σηκώθηκαν και μαζεύτηκαν οι σπάθες με τις κυρτές λεπίδες κι ο κάθε άντρας μέσα στην αίθουσα μπήκε στο χορό. Τους έβλεπες να στριφογυρίζουν, με τα κιλτ ν' ανεμίζουν ολόγυρα, τη μια πιάνοντας, την άλλη αφήνοντας ο ένας το μπράτσο του άλλου. Τα χόρεψαν όλα -ρηλς, στραθσπέης, φλινγκς (1)- και τα πόδια τους βροντούσαν πάνω στο σανιδένιο πάτωμα, οι αγκράφες των παπουτσιών τους άστραφταν και, κάθε που άλλαζε ο ρυθμός, κάποιος έριχνε πίσω το κεφάλι του, έβγαζε εκείνη τη διαπεραστική στριγκλιά, που την ακολουθούσε μια σειρά από διαπεραστικές στριγκλιές, βγαλμένες από άλλα ενθουσιώδη λαρύγγια. Ενώ οι γυναίκες κοίταζαν, λησμονημένες.  
   Κόντευε τέσσερις το πρωί όταν διαλύθηκε το κέιλι. Έξω δεν τους περίμενε η τραχιά, τσουχτερή ατμόσφαιρα του Μπλαιρ Άθολ ή του Σκάι, της μακρινής τους πατρίδας, παρά η αποχαύνωση μιας τροπικής νύχτας, ένα μεγάλο, βαρύ φεγγάρι, που σερνόταν στις ερημικές εκτάσεις τ' ουρανού, και πάνω απ' όλα το μίασμα των βάλτων. Και το τελευταίο που έπιασαν τ' αυτιά της Μέγκι, προτού τους βάλει ο Αρν στο παλιό Φορντ να φύγουν, ήταν το μοιρολόι "Λουλούδια του Δάσους" να σβήνει σαν ήχος όσο ξεμάκραιναν, παρακινώντας τους γλεντοκόπους να γυρίσουν σπίτι τους. Σπίτι; Πού ήταν αυτό το σπίτι;
   "Λοιπόν, πέρασες καλά;" ρώτησε ο Λιουκ.
   "Θα 'χα περάσει καλύτερα, αν είχα χορέψει περισσότερο", του αποκρίθηκε. 
   "Να 'χες χορέψει περισσότερο σ' ένα κέιλι; Έλα τώρα, Μεγκ, τι είναι αυτά που λες; Κανονικά υποτίθεται πως είναι για τους άντρες μονάχα ο χορός κι είναι από δική μας καλοσύνη, που σας αφήνουμε να χορεύετε έστω και τόσο!"
   "Μου φαίνεται πως είναι πάρα πολλά πράγματα μονάχα για τους άντρες και πρόκειται περισσότερο για πράγματα όμορφα κι ευχάριστα".
   "Ορίστε, τα βάζει μαζί μου τώρα αντί να μου πει ευχαριστώ", έκανε ο Λιουκ παγερά. "Τη στιγμή που εγώ σ' έφερα απόψε στο χορό, όχι γιατί είχα καμιά υποχρέωση, αλλά γιατί σκέφτηκα πως θα σ' άρεσε ν' αλλάξεις λιγάκι περιβάλλον. Αφού είσαι τόσο αχάριστη όμως, θα το σκεφτώ πολύ να σε πάρω άλλη φορά".
   "Φαντάζομαι πως έτσι κι αλλιώς δεν είχες πρόθεση να με ξαναπάρεις μαζί σου", είπε η Μέγκι. "Δε σε βολεύει να με βάλεις στη ζωή σου. Έμαθα πολλά τούτες τις τελευταίες ώρες, ίσως τελείως διαφορετικά απ' αυτά που θα 'θελες εσύ να μου μάθεις. Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να συνεχίζεις να με κοροϊδεύεις, Λιουκ. Και για να μιλήσουμε στα ίσια, σ' έχω βαρεθεί, έχω βαρεθεί τη ζωή που κάνω, τα πάντα!"
   "Σσσς!" προσπάθησε να τη σταματήσει σκανδαλισμένος. "Δεν είμαστε μόνοι μας!"
   "Τότε να 'ρχόσουνα μόνος! Πότε μου δίνεται η ευκαιρία να σε δω μόνο και να σου μιλήσω πάνω από λίγα λεπτά την κάθε φορά;"
   Ο Αρν σταμάτησε το αυτοκίνητο στα ριζά του λόφου του Χίμελχοχ, χαμογελώντας στον Λιουκ με συμπόνια και κατανόηση. "Έλα, φίλε", του είπε. "Πήγαινέ τη μέχρι το σπίτι. Εγώ θα σε περιμένω εδώ. Και δεν υπάρχει λόγος να βιαστείς, ε;" 
   "Το εννοώ, Λιουκ", είπε η Μέγκι, μόλις ξεμάκρυναν τόσο που να μην μπορεί ο Αρν να τους ακούσει. "Γυρίζει ο τροχός, μ' ακούς που σου μιλάω; Το ξέρω πως ορκίστηκα να σε υπακούω, όμως έδωσες κι εσύ όρκο να μ' αγαπάς και να με φροντίζεις κι έτσι είμαστε κι οι δυο μας ψεύτες! Θέλω να γυρίσω πίσω στην Ντρογκίντα!"
   Στο νου του ήρθαν στη στιγμή οι δυο χιλιάδες λίρες της το χρόνο, το γεγονός πως θα σταματούσαν να κατατίθενται στ' όνομά του. 
   "Αχ, Μεγκ!" της είπε αδύναμα. "Κοίτα, γλυκιά μου, δε θα κρατήσει για πάντα αυτή η κατάσταση, σου δίνω το λόγο μου! Και το καλοκαίρι που μας έρχεται θα σε πάρω στο Σίδνεϊ, στο λόγο της αντρικής μου τιμής! Η θεία του Αρν θα μας διαθέσει ένα άδειο διαμερισματάκι και θα περάσουμε υπέροχα εκεί μαζί. Ένα χρόνο πάνω κάτω σου ζητάω ν' αντέξεις ακόμα στις φυτείες μαζί μου, μετά θ' αγοράσουμε το κτήμα που λέμε και θ' ανοίξουμε το σπιτικό μας, ε;"
   Το φεγγάρι φώτιζε το πρόσωπό του. Φαινόταν ειλικρινής, ταραγμένος, στενοχωρημένος, μετανιωμένος. Κι έμοιαζε τόσο με τον Ραλφ ντε Μπρικασάρ. 
   Η Μέγκι υποχώρησε, γιατί ήθελε ακόμα τα μωρά του. "Εντάξει", είπε. "Ένα χρόνο ακόμα. Αλλά θα τη θυμάμαι την υπόσχεση που μου 'δωσες για το ταξίδι στο Σίδνεϊ, Λιουκ, και καλά θα κάνεις να τη θυμάσαι κι εσύ!"   

   Μια φορά το μήνα η Μέγκι έγραφε το απαραίτητο γράμμα στη Φη, στον Μπομπ και στ' αγόρια κι ήταν γεμάτα περιγραφές του Βόρειου Κουήνσλαντ τα γράμματά της, προσεκτικά ανάλαφρα στο ύφος τους, δίχως να κάνουν την παραμικρή νύξη για την οποιαδήποτε διαφορά της με τον Λιουκ. Αυτή η περηφάνια της πάλι! Απ' ό,τι ήξεραν στην Ντρογκίντα, οι Μίλερ ήταν φίλοι του Λιουκ κι έμενε μαζί τους, επειδή ταξίδευε τόσο συχνά ο άντρας της. Η γνήσια στοργή και η αγάπη της για το ζευγάρι φαινόταν στην κάθε λέξη που έγραφε γι' αυτούς κι έτσι δεν ανησυχούσαν στην Ντρογκίντα. Μονάχα που στενοχωριόνταν γιατί δεν πήγαινε ποτέ να τους δει. Όμως, πώς θα μπορούσε να τους πει ότι δεν είχε τα λεφτά για το ταξίδι, δίχως να τους αποκαλύψει συνάμα πόσο δυστυχισμένη ήταν απ' το γάμο της με τον Λιουκ;    
   Κάποιες φορές έβρισκε το κουράγιο να κάνει καμιά δήθεν αδιάφορη ερώτηση για τον Επίσκοπο Ραλφ κι ήταν ακόμα πιο σπάνιες οι φορές, που θυμόταν ο Μπομπ να της γράψει τα λίγα που μάθαινε από τη Φη. Κάποια μέρα όμως έφτασε ένα γράμμα γεμάτο νέα γύρω από τον Επίσκοπο. 
   "Μας ήρθε έτσι στα ξαφνικά, δίχως να τον περιμένουμε, Μέγκι", έλεγε το γράμμα του Μπομπ, "και φαινόταν κάπως ταραγμένος και κακοδιάθετος. Σαν είδε πως δεν ήσουν εδώ έγινε ακόμα χειρότερα. Φώναζε σαν τρελός που δεν του είχαμε γράψει για σένα και τον Λιουκ, μα όταν του εξήγησε η μαμά πως εσύ μας το είχες απαγορεύσει, το βούλωσε και δεν είπε λέξη ξανά γύρω από το θέμα. Πάντως εγώ νομίζω πως του έλλειψες περισσότερο απ' όσο θα του έλειπε οποιοσδήποτε από μας τους υπόλοιπους και φαντάζομαι πως είναι φυσικό αυτό, γιατί εσύ έκανες μαζί του πιο πολλή συντροφιά απ' ό,τι εμείς οι άλλοι και σ' είχε πάντα σαν τη μικρή του αδερφή. Τριγύρναγε ολοένα εδώ κι εκεί λες και δεν μπορούσε να το πιστέψει πως δε θα σ' έβλεπε ξαφνικά μπροστά του, ο καημένος ο φίλος μας. Και δεν είχαμε ούτε μια φωτογραφία να του δείξουμε. Και, ξέρεις, μέχρι που μας ζήτησε να τις δει δε μου 'χε περάσει απ' το νου πόσο παράξενο είναι που δεν έβγαλες φωτογραφίες στο γάμο σου. Ρώτησε αν έχεις παιδιά και του είπα πως όχι, απ' ό,τι ξέρω. Δεν έχεις, Μέγκι, έτσι δεν είναι; Πόσο καιρό είσαι παντρεμένη; Κοντεύεις τα δυο χρόνια; Θα πρέπει, γιατί έχουμε Ιούλη τώρα. Πώς περνάει ο καιρός, ε; Ελπίζω να κάνεις ένα μωρό γρήγορα κι ο Επίσκοπος Ραλφ θα χαιρόταν πολύ, νομίζω, ν' άκουγε κάτι τέτοιο. Του είπα να του δώσω τη διεύθυνσή σου, αλλά δεν ήθελε να την πάρει. Δε θα τη χρειαζόταν, είπε, γιατί θα πάει στην Αθήνα, στην Ελλάδα, για λίγο καιρό με τον προϊστάμενό του, τον Αρχιεπίσκοπο. Αυτός έχει ένα ιταλιάνικο όνομα σωστό σιδηρόδρομο, ποτέ δε μπορώ να το θυμηθώ. Το φαντάζεσαι, Μέγκι, ότι πετάνε από τη μια χώρα στην άλλη; Αλήθεια, έτσι κάνουν! Τέλος πάντων, όταν ανακάλυψε πως δεν ήσουνα στην Ντρογκίντα να τριγυρνάς μαζί του και να κάνετε βόλτες, δεν έμεινε πολύ ούτε κι εκείνος. Πήγε κάνα δυο φορές ιππασία με το άλογό του, μας έκανε κάθε πρωί τη Λειτουργία και, μετά από έξι μέρες, έφυγε".
   Η Μέγκι άφησε χάμω το γράμμα. Είχε μάθει, είχε μάθει! Τουλάχιστον ήξερε τώρα. Τι να 'χε σκεφτεί άραγε, πόσο τον είχε πονέσει; Και γιατί την είχε σπρώξει να το κάνει; Δεν είχαν φτιάξει καθόλου τα πράγματα με το γάμο της, δεν ήταν καθόλου καλύτερα τώρα. Τον Λιουκ δεν τον αγαπούσε, ποτέ δε θα τον αγαπούσε τον Λιουκ. Δεν τον έβλεπε παρά σαν ένα υποκατάστατο μονάχα, σαν τον άντρα που θα της έφτιαχνε παιδιά παρόμοια με κείνα που θα μπορούσε να είχε κάνει με τον Ραλφ ντε Μπρικασάρ. Αχ, Θεέ μου, τι μπέρδεμα ήταν αυτό!    

   Ο Αρχιεπίσκοπος Ντι Κοντίνι-Βερτσέζε προτίμησε να μείνει σ' ένα ξενοδοχείο παρά να καταλύσει στα διαμερίσματα που του παραχώρησε η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή των Αθηνών. Η αποστολή του ήταν σημαντική και αρκετά λεπτή. Υπήρχαν ζητήματα που εκκρεμούσαν από καιρό κι έπρεπε να συζητηθούν δίχως αναβολή με τους υψηλά ισταμένους της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που το Βατικανό τής είχε μια αδυναμία ιδιαίτερη, όμοια με κείνη που έδειχνε και στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Και ήταν λογικό να διατηρεί περισσότερες σχέσεις με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες παρά με τον προτεσταντισμό, αφού ήταν σχίσματα κι όχι αιρέσεις. Οι επίσκοποί τους, όπως και της Ρώμης, μπορούσαν να θεωρούνται φυσικοί και άμεσοι συνεχιστές του έργου του Αγίου Πέτρου. 
   Ο Αρχιεπίσκοπος ήξερε πως του είχαν αναθέσει αυτή την αποστολή για να δοκιμάσουν τις διπλωματικές του ικανότητες, πως τον περίμεναν πολύ μεγαλύτερα πόστα στη Ρώμη έτσι και τα κατάφερνε. Το ταλέντο του στις ξένες γλώσσες είχε αποδειχτεί ξανά θείο χάρισμα, γιατί αυτό που είχε κάνει τη ζυγαριά να γείρει προς το μέρος του ήταν το γεγονός πως ήξερε πολύ καλά τα ελληνικά. Του είχαν στείλει μήνυμα από το Βατικανό στην Αυστραλία κι είχαν κανονίσει μόνοι τους το αεροπορικό του ταξίδι στην Αθήνα.
   Κι ήταν αδιανόητο να πάει δίχως τον Επίσκοπο Ντε Μπρικασάρ, γιατί όσο περνούσαν τα χρόνια βασιζόταν ολοένα και περισσότερο στον εντυπωσιακό αυτόν άνθρωπο. Ένας Μαζαρίνος ήταν, ένας σωστός Μαζαρίνος. Ο Μακαριότατος θαύμαζε τον Καρδινάλιο Μαζαρίνο πολύ περισσότερο από τον Καρδινάλιο Ρισελιέ κι έτσι ήταν ιδιαίτερα τιμητική η σύγκριση. Ο Ραλφ είχε όλα όσα ήθελε η Εκκλησία από τους αξιωματούχους της. Ήταν συντηρητικός στη θεολογική του πίστη, όπως και στις ηθικές του αρχές. Το μυαλό του ήταν γρήγορο και πανούργο, το πρόσωπό του δε φανέρωνε ποτέ τις σκέψεις του κι είχε ένα μοναδικό χάρισμα, ήξερε να ευχαριστεί όσους βρίσκονταν μαζί του, είτε τους μισούσε είτε τους συμπαθούσε, είτε συμφωνούσε είτε διαφωνούσε μαζί τους. Συκοφάντης δεν ήταν, διπλωμάτης ναι. Αν κάποιος φρόντιζε να θυμίζει συνέχεια στο Βατικανό την ύπαρξη του Επισκόπου Ραλφ ντε Μπρικασάρ, αν άρχιζαν να παρακολουθούν την πορεία του οι υψηλά ιστάμενοι, θα ήταν σίγουρη η άνοδός του στην ιεραρχία της Εκκλησίας. Κι αυτό θα ευχαριστούσε πολύ τον Μακαριότατο Ντι Κοντίνι-Βερτσέζε, γιατί δεν ήθελε να χάσει την επαφή του με το γραμματέα του.
   Έκανε πολλή ζέστη, όμως τον Επίσκοπο Ραλφ δεν τον πείραξε διόλου η ξερή ατμόσφαιρα της Αθήνας μετά την υγρασία του Σίδνεϊ. Φορώντας όπως συνήθως μπότες, παντελόνι ιππασίας και τα ράσα του από πάνω, ανηφόριζε με βιάση το λιθόστρωτο μονοπάτι για την Ακρόπολη. Πέρασε τα Προπύλαια, μετά το Ερεχθείο και συνέχισε για τον Παρθενώνα. Τριγύρισε λίγο τον αρχαίο ναό κι ύστερα πλησίασε στην άκρη του βράχου και στάθηκε να κοιτάξει την πόλη που απλωνόταν κάτω απ' τα πόδια του. 
   Με τον άνεμο ν' ανακατεύει τα μαύρα του μαλλιά, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους, άφησε τη ματιά του να πλανηθεί ολόγυρα στους φωτεινούς λόφους και το καθάριο, απίστευτο γαλάζιο της θάλασσας.
   Μονάχα τώρα, είκοσι δύο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, άντεχε να συλλογιέται τη Μέγκι δίχως να θέλει να κλάψει. Μα ακόμα και τώρα, έβλεπε για μια στιγμή θαμπούς και συγκεχυμένους τους μακρινούς λόφους, μέχρι να κυριαρχήσει στα αισθήματά του. Πώς θα μπορούσε ποτέ να την κατηγορήσει, όταν της είχε πει ο ίδιος να το κάνει; Είχε καταλάβει στη στιγμή τι σήμαινε η αποφασιστική της άρνηση να του το πουν. Δεν ήθελε να τον φέρει σε επαφή με τον άντρα της ή να τον αφήσει να γίνει ένα κομμάτι της καινούριας της ζωής. Μέχρι που το 'μαθε υπέθετε πάντα μέσα του πως θα διάλεγε για άντρα της κάποιον που θα την έπαιρνε να μείνουν στο Τζίλανμποουν, αν όχι στην ίδια την Ντρογκίντα, ότι θα συνέχιζε να ζει εκεί όπου την ήξερε ασφαλή, απαλλαγμένη από έννοιες και κινδύνους. Όμως, σαν το σκέφτηκε, είδε πως αυτό θα ήταν το τελευταίο που θα 'θελε η Μέγκι. Όχι, ήταν λογικό που είχε φύγει μακριά, θα 'πρεπε να το περιμένει κανένας κι όσο θα έμενε μ' αυτόν τον Λιουκ Ο' Νηλ, δε θα γύριζε ποτέ της πίσω. Ο Μπομπ είχε πει πως μάζευαν χρήματα ν' αγοράσουν ένα υποστατικό στο Δυτικό Κουήνσλαντ. Η Μέγκι είχε σκοπό να μη γυρίσει ποτέ πίσω. Είχε σκοπό να εξαφανιστεί για πάντα από τη ζωή του, ήθελε να θεωρείται πεθαμένη σε ό,τι αφορούσε εκείνον. 
   Όμως, Μέγκι, είσαι ευτυχισμένη; Σου φέρεται καλά; Τον αγαπάς, αυτόν τον Λιουκ Ο' Νηλ; Τι είδους άντρας είναι και σ' έκανε να στραφείς από μένα σ' εκείνον; Τι είχε πάνω του ένας κοινός βοσκός και σ' άρεσε περισσότερο από τον Ήνοχ Ντέηβις ή τον Λίαμ Ο' Ρουρκ ή τον Άλαστερ Μακ Κουήν; Μήπως ήταν που δεν τον ήξερα εγώ, που δε θα μπορούσα εγώ να κάνω συγκρίσεις; Το 'κανες για να με βασανίσεις, Μέγκι, για να μου ανταποδώσεις το κακό που σου 'χω κάνει; Αλλά γιατί δεν υπάρχουν παιδιά; Τι συμβαίνει με τον άντρα σου; Γιατί τριγυρίζει δεξιά κι αριστερά σαν περιπλανώμενος αλήτης και σ' αφήνει να ζεις με τους φίλους του; Φυσικό είναι να μην έχεις κάνει παιδί, αφού δε μένει ποτέ αρκετό καιρό μαζί σου. Μέγκι, γιατί; Γιατί παντρεύτηκες αυτόν τον Λιουκ Ο' Νηλ;  
   Γύρισε κι άρχισε να κατηφορίζει από την Ακρόπολη. Το ξενοδοχείο βρισκόταν στην πλατεία Συντάγματος κι ήταν πολυτελέστατο και πανάκριβο. Όταν μπήκε ο Επίσκοπος Ραλφ στο δωμάτιο, ο Αρχιεπίσκοπος Ντι Κοντίνι-Βερτσέζε καθόταν σε μια καρέκλα πλάι στην τζαμαρία της βεράντας του και στοχαζόταν σιωπηλός. Πήρε είδηση τον γραμματέα του, γύρισε και του χαμογέλασε.
   "Πάνω στην ώρα φάνηκες, Ραλφ. Θα 'θελα να προσευχηθώ".
   "Να προσευχηθείτε, Μακαριότατε; Νόμιζα πως πήγαιναν όλα καλά -μήπως παρουσιάστηκαν τίποτε επιπλοκές;"
   "Όχι, δεν έχουμε τέτοιου είδους προβλήματα. Πήρα ένα γράμμα από τον Καρδινάλιο Μοντεβέρντι σήμερα, που μου μεταφέρει τις επιθυμίες του Αγίου Πατέρα".
   Ο Επίσκοπος Ραλφ ένιωσε το κορμί του να σφίγγεται, ένα παράξενο μούδιασμα στο σβέρκο του. "Πέστε μου".
   "Μόλις τελειώσουμε τις επαφές μας στην Αθήνα -και τις έχουμε τελειώσει ήδη- με περιμένουν στη Ρώμη. Εκεί θα τιμηθώ με την μπαρέτα του Καρδινάλιου και θα συνεχίσω στη Ρώμη τη δουλειά μου, κάτω από την άμεση επίβλεψη του Ποντίφικα".
   "Κι εγώ;"
   "Εσύ θα γίνεις Αρχιεπίσκοπος Ντε Μπρικασάρ και θα πας πίσω στην Αυστραλία να καλύψεις το δικό μου κενό σαν Λεγάτος του Πάπα".
   Τ' αυτιά του έγιναν κατακόκκινα, ο κόσμος γύριζε και κλυδωνιζόταν. Λεγάτος του Πάπα, αυτός, ένας μη Ιταλός κληρικός! Ήταν ανήκουστο! Α, δε θα σταματούσε εδώ, θα γινόταν και Καρδινάλιος κάποτε!
   "Βέβαια, θα πρέπει να έρθεις πρώτα στη Ρώμη να εκπαιδευτείς και να πάρεις οδηγίες για τα καινούρια σου καθήκοντα. Έξι μήνες θα κρατήσει αυτό πάνω κάτω και στο μεταξύ θα είμαι κοντά σου εγώ, να σε συστήσω στους ανθρώπους που είναι φίλοι μου. Θέλω να σε γνωρίσουν, γιατί θα φτάσει κάποτε η στιγμή, Ραλφ, που θα σε καλέσω να με βοηθήσεις στη δουλειά μου στο Βατικανό".
   "Μακαριότατε, δε βρίσκω λόγια να σας ευχαριστήσω! Σε σας χρωστάω τη μεγάλη αυτή ευκαιρία".   
   "Ο Θεός μου 'δωσε αρκετή εξυπνάδα και μπορώ να ξεχωρίσω τους ανθρώπους που είναι πολύ ικανοί και αξιόλογοι για να μένουν στην αφάνεια, Ραλφ! Τώρα έλα να γονατίσουμε και να προσευχηθούμε. Ο Κύριος είναι πράγματι Πανάγαθος". 
       
McCullough Colleen, Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας, (Μετφ. Βικτώρια Τράπαλη), εκδ. BELL, ειδική έκδοση για το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, Αθήνα 2006

Σημειώσεις:
(1) Σκοτσέζικοι παραδοσιακοί χοροί (Σ.τ.Μ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: