Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 6 Μαΐου 2017

[ ΈΛΛΕΙΨΗ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ] - Β' ΜΕΡΟΣ


     Ο Αρν Σβένσον ήταν ένα κι ογδόντα πέντε ψηλός, ακριβώς όσο κι ο Λιουκ, και το ίδιο όμορφος. Το κορμί του είχε πάρει ένα βαθύ χρυσαφένιο μαύρισμα έτσι όπως το άφηνε γυμνό στον ήλιο συνέχεια, τα πυκνά κατσαρά μαλλιά του ήταν ξανθά με φωτεινές ανταύγειες. Τα λεπτά σουηδικά χαρακτηριστικά του έμοιαζαν με του Λιουκ τόσο που έβλεπε κανένας εύκολα πόσο βόρειο αίμα είχε αναμειχθεί στις φλέβες των Σκοτσέζων και των Ιρλανδών.
   Ο Λιουκ είχε αντικαταστήσει το άσπρο μπαμπακερό παντελόνι και το άσπρο πουκάμισο μ' ένα σκέτο σορτσάκι. Μαζί με τον Αρν ανέβηκαν σ' ένα παλιό φορτηγό που θα τους πήγαινε έξω από το Γκούντι, εκεί όπου δούλευε κιόλας το συνεργείο κόβοντας ζαχαροκάλαμα. Το μεταχειρισμένο ποδήλατο που είχε αγοράσει βρισκόταν στην καρότσα του φορτηγού, μαζί με τη βαλίτσα του, και δεν έβλεπε την ώρα ν' αρχίσει δουλειά.
   Οι άλλοι άντρες δούλευαν από το χάραμα και δε σήκωσαν τα κεφάλια τους, σαν φάνηκε ο Αρν από τα παραπήγματα με τον Λιουκ πίσω του. Η στολή για τη δουλειά απαρτιζόταν από σορτς, μπότες με χοντρές μάλλινες κάλτσες και καπέλο από καραβόπανο. Με μάτια στενεμένα ο Λιουκ κοίταζε τους άντρες που δούλευαν. Ήταν ένα θέαμα παράξενο: βουτηγμένοι από τα νύχια ως την κορφή σε μια βρόμα μαύρη σαν το κάρβουνο, με τον ιδρώτα να κυλάει και να φτιάχνει γυαλιστερά ροδαλά ρυάκια στα στήθια, στα μπράτσα, στις πλάτες τους. 
   "Είναι από το φούμο και τις βρομιές των ζαχαροκάλαμων", εξήγησε ο Αρν. "Πρέπει να τα καίμε προτού τα κόψουμε".

   Έσκυψε να πάρει δυο εργαλεία, έδωσε το ένα στον Λιουκ και το άλλο το κράτησε ο ίδιος. "Τούτο δω είναι το μαχαίρι για την κοπή του ζαχαροκάλαμου", είπε, κουνώντας το δικό του. "Μ' αυτό θα δουλεύεις. Πολύ εύκολο πράγμα, φτάνει να ξέρεις να το χειριστείς". Χαμογέλασε κι αμέσως προχώρησε σε μια μικρή επίδειξη, εμφανίζοντας ίσως τη δουλειά πολύ απλούστερη απ' όσο ήταν στην πραγματικότητα.
   Ο Λιουκ κοίταξε το φονικό όπλο στα χέρια του, που δεν έμοιαζε διόλου με τις μασέτες, τα μεγάλα μαχαίρια των Δυτικών Ινδιών για την κοπή του ζαχαροκάλαμου. Πλάταινε σ' ένα μεγάλο τρίγωνο αντί να στενεύει, για να καταλήξει σε μια αιχμή κι είχε στην άκρη της μιας του κόψης ένα μεγάλο γάντζο σαν σπιρούνι κόκορα.
   "Οι μασέτες είναι πολύ μικρές για το ζαχαροκάλαμο του Βόρειου Κουήνσλαντ", είπε ο Αρν τελειώνοντας την επίδειξή του. "Αυτό είναι το κατάλληλο μαραφέτι, όπως θα δεις και μόνος σου. Φρόντισε να το 'χεις πάντα καλά ακονισμένο και καλή σου τύχη".
   Έφυγε να πάει στο πόστο του, αφήνοντας τον Λιουκ να στέκει για μια στιγμή αναποφάσιστος. Μετά ανασήκωσε τους ώμους κι έπιασε δουλειά. Μέσα σε λίγα λεπτά κατάλαβε γιατί την άφηναν σε σκλάβους και φυλές, που δεν ήταν αρκετά προηγμένες για να ξέρουν πως υπήρχαν πιο απλοί τρόποι για να βγάλει κανείς το ψωμί του. Όπως γίνεται και με την κουρά, συλλογίστηκε με μια πικρή διάθεση χιούμορ. Σκύψε, κόψε, ίσιωσε την πλάτη σου, άδραξε την κορφή του φυτού καλά καλά, κόψε τα φύλλα, πέτα τα καταγής σε μια στοίβα όλα μαζί, πήγαινε στο επόμενο κλαρί, σκύψε, κόψε, ίσιωσε την πλάτη σου, πρόσθεσε αυτά που έκοψες στη στοίβα... 
   Τα ζαχαροκάλαμα ήταν γεμάτα τρωκτικά, ερπετά κι έντομα: αρουραίοι, βανδικότοι (1), κατσαρίδες, αράχνες, φίδια, μύγες και μέλισσες. Καθετί που μπορούσε να σε πεθάνει με πόνους αβάσταχτους μ' ένα τσίμπημα ή μια δαγκωνιά βρισκόταν εκεί. Γι' αυτόν τον λόγο οι εργάτες έκαιγαν πρώτα τα φυτά. Προτιμούσαν να δουλεύουν μέσα στη βρόμα και τη μουντζούρα παρά να χώνονται μέσα στα πράσινα, ζωντανά ζαχαροκάλαμα. Και παρ' όλ' αυτά, πάλι υπέφεραν από τσιμπιές, δαγκωνιές, κοψίματα. Αν δε φορούσε τις μπότες, τα πόδια του Λιουκ θα ήταν σε μοίρα πολύ χειρότερη απ' ό,τι τα χέρια του, αλλά κανένας εργάτης δε φορούσε ποτέ γάντια. Πρώτα απ' όλα, μείωναν τη γρηγοράδα σου κι η γρηγοράδα ήταν χρήμα σε τούτο το παιχνίδι. Κι έπειτα, ήταν αδερφίστικο να φοράς γάντια.
   Κατά το λιόγερμα, ο Αρν έδωσε παράγγελμα να σταματήσουν κι ήρθε να δει πώς τα είχε πάει ο Λιουκ. 
   "Ε, φιλαράκο μου, δεν τα κατάφερες κι άσχημα!" φώναξε, χτυπώντας τον Λιουκ στην πλάτη. "Πέντε τόνοι πράγμα. Δεν είναι κι άσχημα για πρώτη μέρα". 
   Ήταν πολύς δρόμος για να γυρίσουν πίσω στα παραπήγματα κι έτσι απότομα που έπεφτε η τροπική νύχτα είχε σκοτεινιάσει για τα καλά μέχρι να φτάσουν. Πριν πάνε μέσα μαζεύτηκαν γυμνοί στο κοινόχρηστο ντους, μετά, με τις πετσέτες στερεωμένες γύρω από τη μέση τους, κίνησαν για τα παραπήγματα, όπου ο εργάτης που είχε αναλάβει υπηρεσία σαν μάγειρας εκείνη τη βδομάδα τούς είχε στο τραπέζι βουνά από το φαγητό που ήταν η ειδικότητά του να φτιάχνει. Απόψε είχαν φιλέτα και πατάτες, ζυμωτό ψωμί και μαρμελάδα, πουτίγκα με κρέμα. Οι άντρες έπεσαν λιμασμένοι στα πιάτα τους κι έφαγαν σαν λύκοι μέχρι και την τελευταία μπουκιά.
   Δυο σειρές σιδερένια κρεβάτια έστεκαν αντικριστά από δω κι από κει στο μήκος ενός στενόμακρου δωματίου. Αναστενάζοντας και βρίζοντας το ζαχαροκάλαμο με βρισιές τόσο πρωτότυπες, που θα τις ζήλευε κι ο τελευταίος χαμάλης, οι άντρες σωριάστηκαν γυμνοί πάνω σε σεντόνια βρόμικα, τράβηξαν τις κουνουπιέρες γύρω τους και μέσα σε λίγα λεπτά είχαν κοιμηθεί, σιλουέτες ακαθόριστες κάτω από διάφανες τέντες.
   Ο Αρν σταμάτησε τον Λιουκ πριν πάει να πλαγιάσει. "Δείξε μου τα χέρια σου". Κοίταξε καλά καλά τις ματωμένες γρατσουνιές, τις φουσκάλες, τα τσιμπήματα. "Πέρασέ τους αυτή την αλοιφή. Κι αν θες ν' ακούσεις τη συμβουλή μου, κάθε βράδυ θα τα τρίβεις με λάδι καρύδας για όλη σου τη ζωή. Έχεις μεγάλα χέρια κι έτσι, αν αντέξει η μέση σου, θα πρέπει να γίνεις καλός εργάτης. Άμα περάσει η πρώτη βδομάδα, θα σκληρύνεις κάπως, δε θα πληγιάζεις τόσο εύκολα".
   Ο κάθε μυς στο καλοφτιαγμένο κορμί του Λιουκ είχε το δικό του ξεχωριστό πόνο. Δεν ένιωθε, δεν καταλάβαινε τίποτ' άλλο παρά μονάχα τον βασανιστικό, τον τεράστιο αυτό πόνο. Με τα χέρια του φροντισμένα και μπανταρισμένα ξάπλωσε στο κρεβάτι, που του είχαν ορίσει, κατέβασε το δίχτυ της κουνουπιέρας του κι έκλεισε τα μάτια. Αν το 'χε φανταστεί πως θα του τύχαινε κάτι τέτοιο, δε θα 'χε σπαταλήσει την ουσία του στη Μέγκι. Η γυναίκα του είχε γίνει μια απόμακρη, ανεπιθύμητη ιδέα στο βάθος του μυαλού του. Το ήξερε πως δε θα είχε να της προσφέρει τίποτε όσο θα δούλευε στα ζαχαροκάλαμα.
   Όπως είχε προβλέψει ο Αρν, του πήρε μια βδομάδα να σκληρύνει και να φτάσει στο ελάχιστο όριο των οχτώ τόνων, που απαιτούσε ο Σβένσον από τους άντρες του συνεργείου του. Μετά καταπιάστηκε να γίνει καλύτερος από τον Αρν. Ήθελε το μεγαλύτερο μερτικό στα λεφτά, ένα συνεταιρισμό ίσως. Μα πάνω απ' όλα ήθελε να δει να τον κοιτάζουν όλοι τους με τον ίδιο τρόπο που κοίταζαν τον Αρν. Ο Αρν ήταν κάτι σαν θεός, γιατί ήταν ο καλύτερος στην κοπή του ζαχαροκάλαμου σ' όλο το Κουήνσλαντ κι αυτό σήμαινε πως ήταν, πιθανότατα, ο καλύτερος στον κόσμο. Όταν κατέβαιναν τα σαββατόβραδα στην πόλη, οι άντρες δεν πρόφταιναν να τον κερνάνε ρούμι και μπίρες κι οι γυναίκες μαζεύονταν γύρω του σαν να 'χε μέλι. Υπήρχαν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στον Αρν και στον Λιουκ. Ήταν κι οι δυο ματαιόδοξοι και το χαίρονταν να προκαλούν τον θαυμασμό των γυναικών, όμως ο θαυμασμός ήταν όλο κι όλο που τους ενδιέφερε. Δεν είχαν να δώσουν τίποτε στις γυναίκες. Τα έδιναν όλα στα ζαχαροκάλαμά τους.
   Για τον Λιουκ η δουλειά είχε μια ομορφιά κι έναν πόνο που λες και περίμενε σ' όλη του τη ζωή να τα νιώσει. Να σκύβεις και να σηκώνεσαι και να ξανασκύβεις μ' αυτόν τον τελετουργικό ρυθμό -ήταν σαν να συμμετείχες σε κάποιο μυστήριο άγνωστο για τους κοινούς ανθρώπους. Γιατί, όπως έμαθε παρακολουθώντας τον Αρν, το να κάνεις τούτη τη δουλειά τέλεια σήμαινε ότι γινόσουν ένας απ' τους κορυφαίους της πιο ελιτίστικης τάξης εργατών στον κόσμο. Από δω και πέρα θα μπορούσε να περηφανεύεται για τον εαυτό του όπου και να βρισκόταν, γιατί θα 'ξερε πως σχεδόν όλοι οι άντρες που θα τύχαινε να γνωρίσει δε θ' άντεχαν μήτε μια μέρα στις φυτείες των ζαχαροκάλαμων. Δεν ήταν καλύτερός του ο βασιλιάς της Αγγλίας κι ακόμα κι εκείνος θα τον θαύμαζε έτσι και τον γνώριζε. Μπορούσε να κοιτάει με καταφρόνια και οίκτο τους γιατρούς, τους δικηγόρους, τους γραφιάδες, τ' αφεντικά. Να κόβεις ζάχαρη με τον άπληστο για λεφτά ρυθμό του λευκού -αυτό ήταν το μεγαλύτερο κατόρθωμα. 
   Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού του κι ένιωθε τους δυνατούς μυς του μπράτσου του να φουσκώνουν, κοίταζε τις σκληρές, σημαδεμένες παλάμες του, τα μακριά, όμορφα μαυρισμένα πόδια του και χαμογελούσε. Ο άντρας που μπορούσε να κάνει τούτη τη δουλειά κι όχι να επιβιώνει μονάχα, αλλά να την αγαπάει κιόλας, ήταν άντρας. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο για τον εαυτό του ο βασιλιάς της Αγγλίας. 

   Τέσσερις βδομάδες πέρασαν προτού ν' ανταμώσει η Μέγκι τον Λιουκ. Κάθε Κυριακή πουδράριζε τη μύτη της που γυάλιζε από τον ιδρώτα, έβαζε ένα όμορφο φουστάνι -μόλις που είχε εγκαταλείψει πια την κομπινεζόν και τις κάλτσες- και περίμενε τον άντρα της, που δεν ερχόταν ποτέ. Η Ανν κι ο Λούντυ Μίλερ δεν έλεγαν τίποτε, έβλεπαν μονάχα τον ενθουσιασμό της να ξεθωριάζει, όπως την κάθε Κυριακή σουρούπωνε με τρόπο θεατρικό, λες κι έπεφτε ξάφνου μια αυλαία σε μια έντονα φωτισμένη, άδεια σκηνή. Δεν ήταν πως τον ήθελε. Ήταν που της ανήκε ή που του ανήκε εκείνη ή όπως αλλιώς ήταν δυνατό να το πεις καλύτερα. Σαν της περνούσε από το μυαλό πως δεν τη σκεφτόταν καν ο Λιουκ, τη στιγμή που η ίδια περνούσε μέρες και βδομάδες περιμένοντάς τον, σαν της περνούσε αυτό από το μυαλό, την έπιανε θυμός, οργή, πίκρα, ταπείνωση, θλίψη. Όσο και να είχε μισήσει εκείνες τις δυο νύχτες στο πανδοχείο του Ντάνγκλο, τουλάχιστον τότε ερχόταν πρώτη για τον άντρα της. Τώρα καταριόταν τον εαυτό της, έλεγε μακάρι να είχε δαγκώσει στην κυριολεξία τη γλώσσα της παρά που είχε βάλει τις φωνές από τον πόνο. Αυτό έφταιγε, φυσικά. Η οδύνη της τον είχε κάνει να κουραστεί μαζί της, είχε καταστρέψει τη δική του ευχαρίστηση. Ο θυμός, που ένιωθε για την αδιαφορία του απέναντί της, έγινε πίκρα κι έφτασε τέλος να θεωρεί τον εαυτό της υπεύθυνο για όλα.
   Την τέταρτη Κυριακή δεν έχασε την ώρα της να κάτσει να στολιστεί, μονάχα τριγύριζε στην κουζίνα ξυπόλυτη, μ' ένα σορτσάκι και μια μπλούζα, να ετοιμάσει πρωινό για την Ανν και τον Λούντυ, που απολάμβαναν αυτό το παράταιρο για το κλίμα του τόπου συνήθειο μια φορά τη βδομάδα. Σαν άκουσε βήματα στην πίσω σκάλα γύρισε, αφήνοντας το μπέικον να τσιτσιρίζει στο τηγάνι. Για μια στιγμή έμεινε να κοιτάζει άφωνη το μεγαλόσωμο, τριχωτό άντρα που στεκόταν στην πορτα. Ο Λιουκ; Ο Λιουκ ήταν αυτός; Έμοιαζε φτιαγμένος από πέτρα, κτηνώδης. Μα το ομοίωμα μπήκε στην κουζίνα, της έδωσε ένα πεταχτό φιλί και κάθισε στο τραπέζι. Η Μέγκι έσπασε αβγά στο τηγάνι, έβαλε κι άλλο μπέικον.
   Όταν μπήκε η Ανν Μίλερ στην κουζίνα, του χαμογέλασε ευγενικά, μολονότι έβραζε από μέσα της. Ο παλιάνθρωπος, τι στο καλό νόμιζε πως έκανε, να 'χει αφήσει τη γυναίκα του μονάχη τόσο καιρό, αμέσως μετά το γάμο τους; 
   "Πολύ χαίρομαι που θυμήθηκες πως έχεις μια σύζυγο", του είπε. "Ελάτε στη βεράντα να πάρουμε το πρωινό μας όλοι μαζί. Λιουκ, βοήθησε τη Μέγκι να φέρει τ' αβγά και το μπέικον -την ψωμιέρα μπορώ να την πάρω εγώ με τα δόντια μου".
   Ο Λούντβιχ Μίλερ ήταν γεννημένος στην Αυστραλία, όμως η γερμανική του καταγωγή φαινόταν ξεκάθαρα. Είχε κοκκινωπή επιδερμίδα που δεν τα 'βγαζε πέρα, όταν είχε ν' αντιμετωπίσει τον ήλιο και τη μπίρα μαζί, τετράγωνο γκρίζο κεφάλι, αχνογάλαζα μάτια. Αγαπούσαν πολύ τη Μέγκι εκείνος κι η γυναίκα του και θεωρούσαν τους εαυτούς τους τυχερούς που την είχαν βρει. Κι ο Λούντυ ένιωθε ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη για το κορίτσι, σαν έβλεπε πόσο πιο ευτυχισμένη έδειχνε η Ανν από τότε που είχε μπει στο σπίτι τους το χρυσαφένιο τούτο κεφαλάκι.
   "Πώς πάει η δουλειά, Λιουκ;" ρώτησε σερβίροντας αβγά και μπέικον στο πιάτο του. 
   "Αν σου 'λεγα πως μ' αρέσει, θα με πίστευες;" γέλασε ο Λιουκ, προτού γεμίσει κι εκείνος μέχρι πάνω το δικό του πιάτο.    
   Τα έξυπνα μάτια του Λούντυ στάθηκαν στο όμορφο πρόσωπο και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. "Α, ναι. Πιστεύω πως έχεις την κατάλληλη ιδιοσυγκρασία και το κατάλληλο κορμί. Σε κάνει να νιώθεις πως είσαι καλύτερος από τους άλλους ανθρώπους, ανώτερός τους". Φυλακισμένος σ' αυτή τη φυτεία που την είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, αποκομμένος από κάποια δυνατότητα σπουδών, ο Λούντυ μελετούσε με πάθος την ανθρώπινη φύση. Διάβαζε τεράστιους πολυσέλιδους τόμους δεμένους με μαροκινό δέρμα, που είχαν στις ράχες τους ονόματα σαν του Φρόυντ, του Γιουνγκ, του Χάξλεϋ και του Ράσελ. 
   "Είχα αρχίσει να πιστεύω πως δε θα 'ρχόσουν ποτέ να δεις τη Μέγκι", είπε η Ανν, αλείφοντας τη φρυγανιά της μ' ένα βουρτσάκι. Ήταν ο μόνος τρόπος να φας βούτυρο σε τούτα τα μέρη, αλλά ακόμα κι αυτός ήταν καλύτερος από το τίποτε.
   "Να, εξαφανίστηκα, γιατί αποφασίσαμε με τον Αρν να δουλεύουμε και τις Κυριακές για λίγο καιρό. Αύριο φεύγουμε για το Ίνγκαμ". 
   "Πράγμα που σημαίνει πως δε θα σε βλέπει και πολύ συχνά η κακομοίρα η Μέγκι".
   "Η Μεγκ καταλαβαίνει. Δε θα κρατήσει πάνω από δυο χρόνια αυτή η κατάσταση κι έχουμε και την καλοκαιριάτικη διακοπή. Ο Αρν λέει πως θα τα καταφέρει να μου βρει δουλειά στο Σίδνεϊ για τότε και μπορεί να πάρω και τη Μεγκ μαζί μου".
   "Λιουκ, γιατί πρέπει να δουλεύεις τόσο σκληρά;" ρώτησε η Ανν. 
   "Για να μαζέψουμε λεφτά ν' αγοράσουμε γη κάπου γύρω στο Κυνούνα. Δε σας το 'χει πει η Μεγκ;"
   "Φοβάμαι πως δε μας έχει μιλήσει καθόλου για τα προσωπικά της. Είναι πολύ κλειστός άνθρωπος. Για πες μας εσύ όμως, Λιουκ".
   Κάθονταν και τον άκουγαν κι οι τρεις, παρατηρούσαν το εκφραστικό, μαυρισμένο, δυνατό του πρόσωπο, τη λάμψη των βαθυγάλαζων ματιών του. Η Μέγκι δεν είχε ανοίξει το στόμα της από τη στιγμή που είχε έρθει ο Λιουκ κι εκείνος μίλαγε και μίλαγε για την υπέροχη γη της Δύσης· για το χορτάρι, τα μεγάλα γκρίζα πουλιά που έβλεπες να κινούνται με χάρη δίπλα στο σκονισμένο μοναδικό δρόμο για το Κυνούνα, για τις χιλιάδες τα καγκουρό που έτρεχαν θαρρείς και πετούσαν, για τον καυτό ήλιο.
   "Και κάποια μέρα, που δε θ' αργήσει να φτάσει, ένα μεγάλο κομμάτι γης εκεί κάτω θα γίνει δικό μου. Έχει βάλει κι η Μεγκ κάτι λεφτουδάκια για ν' αγοράσουμε το υποστατικό μας κι έτσι που δουλεύουμε δε θα μας πάρει πάνω από τέσσερα ή πέντε χρόνια. Λιγότερο, αν θα μου έφτανε να έχω ένα κτήμα δεύτερο, όμως τώρα που ξέρω τι λεφτά μπορώ να βγάλω στα ζαχαροκάλαμα, έχω μπει στον πειρασμό να δουλέψω κάμποσο παραπάνω απ' όσο έλεγα και ν' αγοράσω ένα πραγματικά ωραίο υποστατικό". Έσκυψε μπρος, κρατώντας το φλιτζάνι του με τα μεγάλα, σημαδεμένα χέρια του. "Το ξέρετε πως κόντεψα να περάσω τον Αρν προχτές στη δουλειά; Έντεκα τόνους ζαχαροκάλαμα έκοψα, σε μια μέρα!".
   Ο Λούντυ σφύριξε με γνήσιο θαυμασμό κι άρχισαν να μιλάνε για τους εργάτες της φυτείας και την απόδοση του καθενός. Η Μέγκι έπινε αργά αργά το δυνατό σκούρο τσάι της. Αχ, Λιουκ! Πρώτα ήταν κάνα δυο χρόνια, τώρα είχαν γίνει τέσσερα πέντε και ποιος ήξερε πόσα θα της έλεγε την επόμενη φορά. Ο Λιουκ αγαπούσε τη δουλειά του, γι' αυτό δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Θα μπορούσε άραγε να την παρατήσει όταν θα 'φτανε ο καιρός; Θα μπορούσε; Κι εκείνη; Είχε τη διάθεση να περιμένει για να δει τι θα γινόταν τελικά; Οι Μίλερ ήταν καλοί άνθρωποι και δεν κουραζόταν καθόλου στο σπιτικό τους, αλλά, αν ήταν να ζει δίχως έναν άντρα στο πλευρό της, το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να γυρίσει στην Ντρογκίντα. Ένα μήνα ήταν στο Χίμελχοχ κι ούτε μια μέρα δεν είχε νιώσει στ' αλήθεια καλά. Δεν είχε όρεξη να φάει, υπέφερε από επώδυνες κρίσεις διάρροιας, αισθανόταν συνέχεια σαν αποχαυνωμένη και δεν μπορούσε με τίποτε να ξεφύγει από τούτο το λήθαργο. Συνηθισμένη να μην έχει ποτέ προβλήματα με την υγεία της, τρόμαζε με την ακαθόριστη αδιαθεσία και την εξάντληση που την είχε κυριέψει.
   Μετά το πρόγευμα, ο Λιουκ τη βοήθησε να πλύνει τα πιάτα, ύστερα την πήρε να πάνε μια βόλτα στην πιο κοντινή φυτεία, μιλώντας της συνέχεια για τα ζαχαροκάλαμα και την κοπή τους και πόσο όμορφα ήταν να ζεις και να δουλεύεις έξω στις φυτείες, και τι καλά παιδιά είχε ο Αρν στο συνεργείο του, πόσο διαφορετικά τού φαίνονταν όλα από την κουρά, πόσο πιο ωραία.
   Γύρισαν πίσω κι άρχισαν ν' ανηφορίζουν ξανά το λόφο. Ο Λιουκ την πήγε στο υπέροχα δροσερό διάκενο κάτω από το σπίτι, ανάμεσα στους πασσάλους, όπου η Ανν είχε φτιάξει μια σωστή σέρα. Είχε γεμίσει με καστανόχωμα κάτι μακρόστενες ζαρντινιέρες από κεραμικό σε διάφορα μεγέθη και σχήματα κι είχε φυτέψει ένα σωρό λουλούδια· ορχιδέες κάθε ποικιλίας και χρώματος, φτέρες, αναρριχητικά, θάμνους. Το έδαφος ήταν μαλακό κάτω από τα πόδια τους και γεμάτο κομματάκια ξύλο. Από τα πατόξυλα κρέμονταν μεγάλα συρμάτινα καλάθια στολισμένα με φτέρες, ορχιδέες ή διατσέντα και στις βάσεις των πασσάλων ήταν φυτεμένες κάτι πανώριες μπεγκόνιες σε δεκάδες εκτυφλωτικά χρώματα. Εδώ ήταν το αγαπημένο ησυχαστήριο της Μέγκι, το μοναδικό μέρος που προτιμούσε καλύτερα κι από την Ντρογκίντα. Ποτέ δε θα ευδοκιμούσαν τόσα φυτά μαζί σ' έναν τόσο μικρό χώρο στην Ντρογκίντα, γιατί, απλά, δεν υπήρχε αρκετή υγρασία σε κείνα τα μέρη.
   "Δεν είναι πολύ όμορφο, Λιουκ; Τι λες, δε θα μπορούσαμε ίσως να νοικιάσουμε ένα δικό μας σπίτι σε κάνα δυο χρόνια; Πολύ θα 'θελα να μου δινόταν η ευκαιρία να κάνω κι εγώ έναν τέτοιο κήπο". 
   "Μα γιατί στο καλό θες να πας να ζήσεις μονάχη σ' ένα σπίτι; Δεν είναι Τζίλυ εδώ, Μέγκι, κι ούτε μπορεί μια γυναίκα να μένει μόνη. Είναι επικίνδυνο μέρος. Είσαι πολύ καλύτερα έτσι, πίστεψέ με. Έχεις κανένα πρόβλημα μήπως με τους Μίλερ;"
   "Όχι, τα πάω μια χαρά μαζί τους, αλλά δεν παύω να μένω σ' ένα ξένο σπίτι".
   "Κοίτα, Μεγκ, θα πρέπει ν' αρκεστείς σ' αυτά που έχεις για την ώρα, ώσπου να φτάσει η στιγμή να πάμε στο κτήμα μας. Δεν μπορούμε να σπαταλάμε λεφτά για να νοικιάσουμε σπίτι και να σ' έχουμε να ζεις άνετα και να τεμπελιάζεις, άμα θέλουμε να βάλουμε λίγα χρήματα στην άκρη. Μ' ακούς που σου μιλάω;"
   "Ναι, Λιουκ".
   Ήταν τόσο ταραγμένος που δεν έκανε αυτό που σκόπευε να κάνει, όταν την έφερε κάτω από το σπίτι, να τη φιλήσει δηλαδή, παρά της έδωσε μονάχα μια χαϊδευτική ξυλιά στον πισινό, που πόνεσε λίγο παραπάνω απ' όσο έπρεπε για να 'ναι απλά χαϊδευτική, και κίνησε για κει που είχε αφήσει το ποδήλατό του. Είχε προτιμήσει να κάνει τα σαράντα χιλιόμετρα δρόμο με το ποδήλατο αντί να ξοδέψει λεφτά για το λεωφορείο, πράγμα που σήμαινε πως ήταν τώρα αναγκασμένος να κάνει άλλα σαράντα χιλιόμετρα για να γυρίσει πίσω.
   "Η καημενούλα η μικρή!" είπε η Ανν στον Λούντυ. "Έτσι μου 'ρχεται να τον σκοτώσω!" 

   Ο Γενάρης ήρθε κι έφυγε, ο πιο λάσκος μήνας του χρόνου για τους εργάτες των ζαχαροκάλαμων, όμως ο Λιουκ δε φάνηκε καθόλου. Κάτι είχε πει πως θα 'παιρνε τη Μέγκι στο Σίδνεϊ, αλλά τελικά πήγε στο Σίδνεϊ με τον Αρν και δίχως τη γυναίκα του. Ο Αρν ήταν εργένης κι είχε μια θεία με δικό της σπίτι στο Ροζέλ, κοντά δηλαδή (με τα πόδια πήγαινες· δε χρειαζόταν να ξοδεύεις λεφτά για εισιτήρια στο τραμ) στις Αποικιακές Εγκαταστάσεις Επεξεργασίας Σακχάρεως. Μέσα στους γιγάντιους αυτούς τσιμεντένιους τοίχους, που έμοιαζαν με κάστρο χτισμένο πάνω σ' ένα λόφο, ένας εργάτης της κοπής με γνωριμίες μπορούσε να βρει δουλειά. Ο Λιουκ κι ο Αρν διατηρούσαν τη φόρμα τους γεμίζοντας σακιά με ζάχαρη και κολυμπώντας ή κάνοντας σέρφινγκ στις ελεύθερες ώρες τους.
   Παρατημένη στο Ντάνγκλο με τους Μίλερ, η Μέγκι ίδρωνε και ξεΐδρωνε σ' όλη τη διάρκεια της εποχής των μουσώνων, της Εποχής των Βροχών, όπως την έλεγαν. Η Εποχή της Ξηρασίας, από το Μάρτη μέχρι το Νοέμβρη, δεν ήταν ακριβώς εποχή ξηρασίας σε τούτη την άκρη του κόσμου, πάντως φαινόταν θεϊκό δώρο στους κατοίκους, όταν τη σύγκριναν με την Εποχή των Βροχών. Στην Εποχή των Βροχών οι ουρανοί άνοιγαν, θαρρείς, και ξερνούσαν νερό, όχι όλη μέρα μα με διαλείμματα. Κι ανάμεσα στις νεροποντές η γη άχνιζε, τεράστια σύννεφα άσπρου ατμού υψώνονταν πάνω από τα ζαχαροκάλαμα, το χώμα, τη ζούγκλα, τα βουνά.
   Κι όσο περνούσε ο καιρός, η Μέγκι νοσταλγούσε το σπίτι της όλο και πιο πολύ. Το Βόρειο Κουήνσλαντ, το ήξερε τώρα, δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ, ποτέ δικός της τόπος. Πρώτα απ' όλα δεν της ταίριαζε το κλίμα, ίσως γιατί μέχρι τώρα είχε ζήσει σε μέρη ξερά. Και μισούσε τη μοναξιά, την ψυχρότητα των ανθρώπινων σχέσεων, την αίσθηση του ανελέητου λήθαργου που σ' έπνιγε και σε καταπίεζε. Μισούσε τα τόσα έντομα και τα ερπετά που έκαναν μαρτυρική την κάθε της νύχτα· τις ταραντούλες, τους φρύνους, τα ποντίκια, τις κατσαρίδες, που δεν μπορούσες να τα κρατήσεις με τίποτε έξω από το σπίτι, που ήταν τόσο μεγάλα, τόσο επιθετικά, τόσο πεινασμένα. Πάνω απ' όλα μισούσε τα ντάνι, όπως έλεγαν οι ντόπιοι τις τουαλέτες τους. Σε τούτο το κλίμα αποκλείονταν δίχως συζήτηση οι τρύπες στο χώμα, από το φόβο του τύφου και των άλλων εντερικών πυρετών. Αντί για τούρκικους καμπινέδες είχαν κάτι τσίγκινους τενεκέδες, αλειμμένους με κατράμι, που σου γύριζαν το στομάχι με την μπόχα τους και που, όσο γέμιζαν, έθρεφαν δεκάδες σκουλήκια και προνύμφες. Μια φορά τη βδομάδα έπαιρναν τον παλιό τενεκέ και τον αντικαθιστούσαν μ' έναν άλλο, αλλά αυτή η βδομαδιάτικη αλλαγή δεν ήταν αρκετή. 
   Το μυαλό κι η ψυχή της Μέγκι επαναστατούσαν ενάντια στην αδιάφορη αποδοχή των ντόπιων, που έπαιρναν για φυσικά τούτα τα πράγματα. Μια ζωή ολόκληρη να πέρναγε στο Βόρειο Κουήνσλαντ, δε θα μπορούσε να τα συνηθίσει. Κι ωστόσο θα περνούσε όλη της τη ζωή σ' αυτόν τον τόπο καταπώς έδειχναν τα πράγματα ή τουλάχιστον θα έμενε εδώ, μέχρι που να γεράσει ο Λιουκ και να μην τον παίρνουν πια για δουλειά στις φυτείες. Όσο και να λαχταρούσε την Ντρογκίντα, όσο και να την ονειρευόταν, ήταν πολύ περήφανη για να παραδεχτεί στην οικογένειά της πως την παραμελούσε ο άντρας της. Προτιμούσε ν' αποδεχτεί την καταδίκη της σαν ισόβια, έλεγε αποφασιστικά στον εαυτό της. 

   Οι μήνες κύλησαν, μετά έκλεισε χρόνος και κόντευαν τώρα να φτάσουν στο τέλος της δεύτερης χρονιάς. Το μόνο που κρατούσε τη Μέγκι ακόμα στο Χίμελχοχ, το μόνο που την έκανε να παλεύει ακόμα το δίλημμά της, ήταν η καλοσύνη κι η αγάπη που της έδειχναν οι Μίλερ. Έτσι κι είχε γράψει στον Μπομπ να του ζητήσει λεφτά για το εισιτήριό της για την Ντρογκίντα, ο αδερφός της θα της τα είχε στείλει αμέσως με τηλεγραφική επιταγή, όμως η καημένη η Μέγκι δεν άντεχε να πει στους δικούς της πως ο άντρας της δεν της άφηνε μήτε πεντάρα στο πορτοφόλι της. Θα τους το έλεγε μονάχα, όταν και αν έπαιρνε οριστικά την απόφαση να τον εγκαταλείψει, για να μη γυρίσει ποτέ ξανά κοντά του, και για την ώρα δεν είχε φτάσει στο σημείο να κάνει ένα τέτοιο βήμα. Το καθετί στον τρόπο της ανατροφής της συνωμοτούσε για να μην την αφήσει να διαλύσει το γάμο της: το γεγονός πως θεωρούσε ιερούς τους όρκους που είχε δώσει στον άντρα της, η ελπίδα πως μπορεί να έκανε παιδιά κάποια μέρα, η θέση που είχε καταλάβει ο Λιουκ σαν σύζυγος κι αφέντης του ριζικού της. Υπήρχαν κι άλλα, που ξεπηδούσαν από τη φύση του χαρακτήρα της: έφταιγε κι η ίδια όσο κι ο Λιουκ για την κατάσταση ανάμεσά τους. Αν ήταν όλα πάνω της εντάξει, μπορεί να της είχε φερθεί πολύ διαφορετικά ο Λιουκ.  
   Έξι φορές τον είχε δει μέσα στους δεκαοχτώ μήνες της εξορίας της και της είχε περάσει συχνά από το μυαλό, δίχως να έχει ιδέα πως υπήρχε στον κόσμο κάτι σαν την ομοφυλοφιλία, ότι κανονικά ο Λιουκ θα έπρεπε να είχε παντρευτεί τον Αρν, αφού ζούσε με τον Αρν κι έδειχνε ξεκάθαρα να προτιμάει τη δική του συντροφιά. Είχαν γίνει συνέταιροι πια. Τριγυρνούσαν ολοένα στα δύο χιλιάδες χιλιόμετρα της ακτής, ακολουθώντας την πορεία του θερισμού των ζαχαροκάλαμων, και φαίνονταν να ζουν ίσα για να δουλεύουν μονάχα. Όποτε πήγαινε ο Λιουκ να τη δει, δεν έκανε καμία προσπάθεια ν' αναπτύξει κάποιο είδος οικειότητας ανάμεσά τους, παρά καθόταν κι έστηνε κουβέντα με τον Λούντυ και την Ανν για κάνα δυο ώρες, έπαιρνε τη γυναίκα του για μια βόλτα, της έδινε ένα αδερφικό φιλί κι έφευγε πάλι για τη δουλειά του.
   Οι τρεις τους, ο Λούντυ, η Ανν κι η Μέγκι, περνούσαν όλες τις ελεύθερες ώρες τους διαβάζοντας. Το Χίμελχοχ είχε μια βιβλιοθήκη πολύ πιο μεγάλη από τα λιγοστά ράφια της Ντρογκίντα, πολύ πιο πλατιά και τολμηρή στις γνώσεις που σου πρόσφερε κι η Μέγκι μάθαινε ένα σωρό πράγματα όσο διάβαζε.
 
McCullough Colleen, Τα πουλιά πεθαίνουν τραγουδώντας, (Μετφ. Βικτώρια Τράπαλη), εκδ. BELL, ειδική έκδοση για το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, Αθήνα 2006

Σημειώσεις:
(1) Βανδικότοι: Τεράστιοι ποντικοί της Αυστραλίας (Σ.τ.Μ,) 

Δεν υπάρχουν σχόλια: