Ποίηση

Ποίηση

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

[ Ο ΞΕΠΕΣΜΟΣ ]

   Ήταν απόγιομα. Ο κόντες Αλέξανδρος Οφιομάχος Φιλάρετος, γερασμένος, σκυφτός, μικρότερος, αλλά με άσπρα μακριά γένια, με χοντρά ροδοκόκκινα χείλη, όπως όλοι οι άνθρωποι του γένους του, επερπατούσε ανήσυχα απάνω κάτω στο γραφείο του, τυλιγμένος μέσα σ' ένα τρίπαλιο πανωφόρι, που το φορούσε από χρόνια πολλά για το σπίτι το χειμώνα. Εκείνην την ημέρα δεν έκανε όμως κρύο.
   Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, σ' ένα αρχαίο, άφεγγο σπίτι, μέσα στα στενά της χώρας. Είχε τέσσερα μεγάλα παράθυρα, όλα στον ίδιο τοίχο, ήταν όμως σκοτεινό, σα να κλειούσε μέσα του σταχτή, σκονισμένον αέρα, γιατί άλλα νεόχτιστα σπίτια πολύ εστενοχωρούσαν τώρα απ' όλες τες μεριές το παλιό αρχοντικό των Οφιομάχων, που στα παλαιά χρόνια υψωνότουν μονάχο και περήφανο ανάμεσα σε φτωχικά μόνο χαμόσπιτα.
   Κιτρινιασμένες κουρτίνες και ξεθωριασμένοι χρωματιστοί μπερντέδες εσκοτείνιαζαν ακόμα περισσότερο εκείνο το δωμάτιο, και ο αέρας ήταν εκεί μέσα βαρύς και υγρός, και τα χάρβαλα πατώματα ανάδιναν μια μυρωδιά από μούχλα παλιά, από κλεισούρα κι από σκόνη. Ξεθωριασμένοι, άπαστροι, γδαρμένοι και νοτεροί ήταν κ' οι κίτρινοι τοίχοι, και τα έπιπλα παλιωμένα κι αμελημένα, αγυάλιστα από καιρούς, και μολογούσαν ως κ' εκείνα τον ξεπεσμό της αρχοντικής φαμελιάς.
   Ξάγναντα στα παράθυρα ακουμπούσαν στον τοίχο δυο μεγάλα κάρυνα αρμάρια, γεμάτα μουχλιασμένα βιβλία και στη μέση, πες, της κάμαρας, μπρος σε μία χαμηλή, μικρή, τετράγωνη πολυθρόνα ήταν ένα τραπέζι από ξύλο άσπρο, με μαυρισμένα πόδια, στρωμένο όλο με χοντρό γαλάζιο χαρτί και καταφορτωμένο με σκονισμένα χαρτιά, διπλωμένα του μάκρους και δεμένα πολλά μαζί με σπάγγους. Και ανάμεσα στα χαρτιά ήταν ένα μικρό, κατηφορητό, κινητό γραφείο, που το ρούχο του μελανιές γεμάτο δεν ήταν πλια πράσινο από χρόνια, κ' ένα στρογγυλό, τζίγκινο καλαμάρι με δυο-τρεις πένες καρφωμένες τριγύρω. Ένα άλλο αρμάρι, ένα άλλο τραπέζι στους πλαγινούς τοίχους και μερικές καρέκλες παλιές και περίεργες, αυτά ήταν τα έπιπλα της κάμαρας, όπου περνούσε τις πεισσότερες ώρες του ο γέροντας Οφιομάχος. 
   Στους τοίχους εδώ κ' εκεί εκρεμόνταν οι οικογενειακές τους εικόνες, μαυρισμένες από την πολυκαιρία κι από την υγρασία, μέσα σε μαύρες ή σε χρυσωμένες κορνίζες θαμπές ως κ' εκείνες: οι παλαιοί Οφιομάχοι, άρχοντες με δύναμη μεγάλη στον τόπο και που τώρα εκοιμούνταν ήσυχα και λησμονημένοι στο χώμα. Κάποιοι ήταν ξυρισμένοι και με λευκές περούκες στο κεφάλι, άλλοι εφορούσαν χρυσοκέντητες στολές, κάποιος παλαιότερος μια σιδερένια αρματωσιά. Κ' ήταν κιόλας εκεί μερικές γυναικείες μορφές, ωραίες και περήφανες, με αρμονικά χαμόγελα πάνω στα χοντρά τους χείλη, και μια άλλη παράξενη ζωγραφιά, που παράσταινε ένα φανταστικό δέντρο, με φύλλα σπάνια, με αφύσικους στριφτούς κλώνους κι όλο γεμάτο μικρούς μπλάβους κύκλους, όπου ήταν γραμμένα μ' άσπρο χρώμα ονόματα μόνο. Ήταν το γενεαλογικό δέντρο των Οφιομάχων. Μέσα στο σπίτι εβασίλευε ησυχία. Κι από το δρόμο ερχότουν μόνο ο θόρυβος ενού μαραγκού που ερουκάνιζε σανίδες...  
   Επερπατούσε εκείνο το απόγιομα πάλι ο γέρος ανήσυχος, εκάπνιζε αδιάκοπα χοντρά σιγάρα, που τα τύλιγε ο ίδιος και που τα δάγκανε ως τη μέση, και κάθε τόσο έριχνε ένα βλέμμα στο χρυσό ρολόι της τσέπης που το κρεμούσε πάντα από ένα καρφί στον τοίχο, πάνωθε από την πολυθρόνα του, και κάθε τόσο εσταματούσε κ' έριχνε ένα άλλο βλέμμα σ' ένα μεγάλο κατάστιχο που ήταν ανοιχτό πάντα στα σκονισμένα χαρτιά του, και κάθε τόσο εκουνούσε πικρά το κεφάλι. Κάποιον επρόσμενε. 
   - Θα 'ρθει... Δεν μπορεί παρά να 'ρθει... είναι η ώρα του!... είπε με το νου του. - Και πού να βρεθούν τώρα τα χρήματα... τόσα χρήματα!... Κ' έφερε το χέρι στο μέτωπο σα να 'θελε να διώξει τες βαριές φροντίδες που του έρχονταν στο κεφάλι και για εκατοστή φορά έμεινε καμπόσες στιγμές σκυφτός απάνου στο μεγάλο βιβλίο, σα να το σπούδαζε με προσοχή.
   - Χίλια πεντακόσια φράγκα σήμερα! αναστέναξε. - Και πού είν' τα;... πού είν' τα;... Και να 'ταν αυτά μονάχα!... Μα δεν είναι ούτε τρεις βδομάδες ακόμα που ανανέωσα το άλλο το χαρτί, και να πάλι σήμερα ένα άλλο... και σ' ένα μήνα κι άλλο!... Και πού να τα 'βρω, πού; και σήμερα και τότες για να πλερώσω;... Αχ, εχαλάστηκα!... Πάει πλια!... Και λέγοντας έτσι εσημείωνε με το δάχτυλο γραμμές και κολόνες στο ανοιχτό βιβλίο.
   - Ε, βέβαια!... ξανάπε ξαναρχίζοντας τον περίπατό του και σα να 'θελε να ξεφύγει τη φροντίδα της στιγμής εκείνης που τον στενοχωρούσε το περισσότερο. - Ουδέ τότες δε θα 'χουμε τα λεφτά!... Από πού; Για το Θεό!... Λάδι εφέτος δε γίνεται ουδέ στάλα!... Οι χτηματίες δε θ' αλείψουν ούτε τα μαλλιά τους!... Ουφ! αυτό το λάδι!... Όταν δεν έχει κανείς κι άλλα εισοδήματα... Όλο μ' αυτό το λάδι!... Μα και πεπόνια να γίνουν οι ελιές, πού να ξελυτρώσω!... Αχ, μας μελλότουν στο πρόσωπό μου να ντροπιαστούμε ως κ' εμείς οι Οφιομάχοι!...
   Κ' εκοίταξε με πίκρα κοκκινίζοντας άξαφνα το γενεαλογικό τους δέντρο. Κ' έπειτα μία μία τες εικόνες των προγόνων του, τες αρχόντισσες από το σπίτι του με το περήφανο κ' ευγενικό χαμόγελο, με τα πλούσια γυμνά τους στήθη, το σιδεροαρματωμένον πολεμιστή που με τους Βενετούς είχε πολεμήσει στο Μωριά και στην Κρήτη τους Τούρκους, τους άντρες με τες χρυσοκέντητες στολές, με τες λευκές περούκες, που όλοι τον εκοίταζαν αδιάφοροι μέσα από τες θαμπές χρυσωμένες ή μαύρες κορνίζες τους, και τους εφώναξε θυμωμένος, χωρίς να ξέρει τι έλεγε! - Φταίτε εσείς!...
   Και ξακολούθησε έπειτα από μια στιγμή, κάνοντας μια χειρονομία και γυρίζοντας απότομα τες πλάτες του στες εικόνες: - Καλά βαστάχτηκα ως τα τώρα!... ως τα τώρα;... Ε, ας πω ως τα τώρα... Μα τώρα κ' η γυναίκα μου αρχίζει και μυρίζεται... Δεν είμαι πλια καλός  να της κρύψω τες στενοχώριες... Κι ωστόσο δεν επούλησα ακόμα τίποτα... Τίποτα σημαντικό... τίποτα που να μπορεί ν' ακουστεί... ας πούμε τίποτα!... Μα ωστόσο τα σπίτια μου, και τούτο εδώ ακόμα είναι χαμένα... ας τα ξεγράψω... τα βαρύνουν δυο τρεις υποθήκες το καθένα... και οι ελιές μας εκεί όξω;... Όχι, αυτές είναι άγγιχτες... αυτές τουλάχιστο, όπως μου τες άφηκε ο πατέρας μου... Μα το σπίτι γκρεμίστηκε... πάει! Και κάνω ακόμα τον περήφανο, και λέω που τ' άφηκα επίτηδες να πέσει, γιατί δε μ' αρέσει η εξοχή, και κάνω τον καλόνε με τους χωριάτες και τους αφήνω να μου ξαγοράζουν τα βάρη που μου πλερώνουν, να αγοράζουν τα λιόδεντρα που πλησιάζουν τες κατοικιές τους.... Τώρα ως κι αυτοί με μυρίστηκαν... Κι όλα αυτά για τα καθημερινά έξοδα.... Τον άλλο μήνα εξέκαμα τα αγριώματα.... ένα λιβάδι ολάκερο... Τα 'καμα ανταλλαγή τάχα... Έβγαλα το μάτι μου, για να κάμω τάχα χάρη, να ευεργετήσω, ξωθειό μας! τον κουμπάρο, που 'ναι άνθρωπος του σπιτιού παλαιόθε, και μου δουλεύει κι ο ίδιος τόσα χρόνια, και γι' αυτό, κακούς πάντα χρόνους να 'χει! τον αγαπάω!... Κ' επήρα έτσι σε χρήμα τα ρέστα... Τρέχα γύρευε πώς την πιστεύουν την καλοσύνη μου όλοι αυτοί οι πονηροχωριάτες και ο παμπόνηρος ο κουμπάρος!... Τι πιστεύουν δε με μέλει!... Τότες τουλάχιστο εδιόρθωσα πάλι κάποιες δουλειές... τες εμπάλωσα.... Αμή τώρα;... Εδώ σε θέλω!... Και τι να πω στη γυναίκα μου, τη σιόρα Μαρία;... Ουφ, κι αυτή είναι δυστυχισμένη!... Θα λέει ο κόσμος: έχει έναν άντρα τόσο άσωτο!... Απ' όξω από το χορό πολλά τραγούδια γίνονται! Κ' οι θυγατέρες μου;... Ω οι κακομοίρες! Κ' οι γιοι μου;.... Ποιος ξέρει αυτοί πώς θα τα καταφέρουν μία μέρα... Μα ως κι αυτοί.... ως κι αυτοί... 
   Κ' επερπάτησε καμπόσο απάνω κάτω στην κάμαρα αναμασώντας στο νου του με στενοχώρια τους ίδιους στοχασμούς κ' έπειτα είπε πάλι φέρνοντας το χέρι στο μέτωπο, σα για να στεγνώσει τον ίδρο του: - Έγραψα όξω... έκαμα ό,τι μπόρεσα!... Δεν άφηκα τίποτα ακάμωτο!... Κανένας ούτε απάντηση... μα κανένας! ούτε ένα γρυ!... Τώρα να πλερώσει ο χωριάτης... Τι ιδέα! Δε θα 'τανε παρά κουτός... Ο νόμος ο ελληνικός υποστηρίζει αυτόνε!... η κυβέρνηση είναι δική του και κάνει ό,τι θέλει... Ναίσκε, ό,τι θέλει!.... Μία φορά κ' έναν καιρό ο νόμος τον υποχρέωνε και πάλι εκακοπλέρωνε... Τώρα ο διάολος τον επήρε για μία!... Σολιάτικα, μερίδια, παλιά χρέη... αυτά λησμόνησέ τα... αντίο!.... Η φυλάκιση εκόπηκε... τα δικαστήρια τρόμος και φόβος για την ακρίβεια τους... και στο ύστερο η απόφασή τους, άγραφο χαρτί.... Πώς να κυνηγήσει ο χτηματίας το χωριάτη;... Με τούτο το βασίλειο θα μας φάνε αγάλι αγάλι και τα ελεύτερα... Αυτό ας το προσμένουμε... χάρις στο γενικόν ψήφο.... Τι να γένει...
   Μ' αυτούς και μ' άλλους παρόμοιους στοχασμούς εδιασκέδαζε πάντα χωρίς να το θέλει την πίκρα του... κι αυτοί τον έκαναν να θυμάται πάντα με νοσταλγία την Αγγλική προστασία, που την είχε γνωρίσει σ' όλη της τη μεγαλοπρέπεια τον καιρό που ήταν νέος. - Τότες, έλεγε, ήμαστε και μεις οι παλαιοί ψωροαρχόντοι κάτι, κι ας ήμαστε πνιγμένοι στα χρέη!... Ένα γράμμα του πατέρα μου το 'τρεμε τότες ένα χωριό... Ήτανε καλύτερα τότες χίλιες φορές!... Κ' εδαιμονιστήκαμε να διώξουμε τους Άγγλους... εκείνον τον κόσμο τον ξευγενισμένο... εκείνην την Κυβέρνηση!... Καλά τα παθαίνουμε τώρα με το ελληνικό... Καλά, πολύ καλά!... Μα ωστόσο ο ξεπεσμός είχε αρχίσει από τότες... από τότες που ακρίβυνε η ζωή και που μας περιόρισαν, οι φιλελεύτεροι, τα προνόμια... Ανάθεμα να 'χουν!...
   Κ' εθυμήθηκε πως ο πατέρας του, που μ' ένα του γράμμα έκανε να τρέμει ένα χωριό, εζούσε εκείνα τα χρόνια με αφάνταστη μεγαλοπρέπεια, κ' εξόδευε τόσο λίγο... κ' ημπορούσε κιόλας να σπαταλά στην πολιτική το χρήμα του, χωρίς να φτωχαίνει!... αλλά ωστόσο, όταν είχε πεθάνει γέρος πολύ, και του 'χε αφήκει μίαν καλή περιουσία που θα μπορούσε και πάλι, αν ο ίδιος την επιμελιότουν, ν' ανθίσει, αλλά και ένα δυνατό χρέος, που ο γέρος δεν είχε προφτάσει ποτέ να σβήσει και που την εβάραινε. Αυτό είχε σταθεί η πρώτη αιτία του οικονομικού κλονισμού.
   Μα ωστόσο ο Αλέξανδρος Οφιομάχος δεν είχε σταθεί και τόσο κουτός. Είχε καταφέρει μ' επιτηδειότητα να πάρει μίαν πλούσια κληρονόμα ενός παλαιού σπιτιού (πλούσια για κείνον τον καιρό!), ένα κορίτσι αθώο τότες, χωρίς θέληση και απαίτηση καμία... Κ' είχε πλερώσει από την προίκα της του πατέρα το χρέος. Με φρόνιμη οικονομία θα μπορούσε βέβαια τότες πάλι να διορθώσει τες ζημίες, αλλά και παντρεμένος ο Αλέξανδρος Οφιομάχος ξακολούθησε να ζει με τις πατροπαράδοτες συνήθειες του. Έπαιζε συχνά κ' έχανε. Είχε πάντα δύο ή τρία άλογα στο στάβλο του, που κάθε λίγο τα ξάλλαζε, φυσικά με ζημία του πάντα, γιατί πότε του αρρώσταιναν, πότε έπειτα από μήνες τα εβαριότουν, ζηλεύοντας κάποιο καλύτερο, και ολοένα ωστόσο η οικογένεια επέρσευε και τα έξοδα εγενόνταν ολοένα μεγαλύτερα. Και μίαν ημέρα είχε βρεθεί χωρίς χρήμα. Ανυπομόνησε, εταράχτηκε, στενοχωρήθηκε, κ' εδανείστηκε τότες για πρώτη φορά στη ζωή του. Κρυφά, κι όχι από τράπεζες για να μην ακουστεί τ' όνομά του, παρά έκραξε ένα γνωστό του μεσίτη, που πρόθυμα του 'φερε την ίδια στιγμή όσα του ζητούσε, και που του πρόσφερε μάλιστα περσότερα, μυρίζοντας από τότες ο άνθρωπος τα κέρδη που θα 'μπαιναν σιγά σιγά στην τσέπη του. Ο μεσίτης δεν εκιντύνευε τίποτα. Ήξερε μάλιστα πως οι κόποι του θα πλερώνονταν διπλοί και τρίδιπλοι, αν μόνο ήξερε να ωφεληθεί από την περίσταση, γιατί η περιουσία του Οφιομάχου ήταν ζωντανή κι ακλόνητη!
   Αυτή ήταν η αρχή του χαλασμού του Οφιομάχου. Κι άμα εμπήκε μια φορά σε χρέη, εγλίστρησε έπειτα όλον τον κατήφορο. Το πρώτο εκείνο συνάλλαγμα το πλέρωσε ταχτικά στη λήξη του, αλλά σε μιαν άλλην στενοχώρια του, όταν είχε υποχρεωθεί ν' αλλάξει κάποιο άλογό του, που το 'χε ακριβά αγορασμένο για το δίτροχο αμαξάκι του, αν και είχε πληροφορηθεί πως δεν επήγαινε στο αμάξι, γιατί είχε και τη μανία να γυμνάζει τ' ανυπόταχτα ζώα, εδανείστηκε πάλι άλλα περσότερα χρήματα, που ο μεσίτης τού τα προμήθεψε με την ίδια ευκολία, μα που δεν μπόρεσε ωστόσο να τα πλερώσει και πάλι στη λήξη τους. Ο άνθρωπος, μυρίζοντας τότες σιμότερα το κυνήγι του, του πρόσφερε πρόθυμα να ανανεώσει το συνάλλαγμα, και μάλιστα, μαντεύοντας τη στεναχώρια του Οφιομάχου, του πρότεινε κι άλλα χρήματα, λέγοντας πως στη σοδειά, με την άνεσή του, ο άρχοντας παίζοντας θα του τα ξοφλούσε. Το όλο του χρέος τότες δε θα 'ταν ούτε ένα καρφί του παπουτσιού του. Ωστόσο τ' άλλα του εισοδήματα έφευγαν με τα καθημερινά του έξοδα. Και οι χρόνοι έπειτα είχαν έρθει ανάποδοι. Η γης εφαινότουν καταραμένη. Η αγροτική περιουσία δεν έδινε για καιρούς τίποτα και το χρέος του Οφιομάχου αυγάτισε. Έγινε διπλό, τρίδιπλο, πεντάδιπλο, και με τα άφορα χρόνια όλο εγεννούσε. Κι ωστόσο ο άρχοντας εγέραζε χωρίς να θελήσει να θυσιάσει καμία του συνήθεια, κανένα του ελάττωμα, ξεπέφτοντας όμως πραγματικά από χρόνο σε χρόνο, φροντίζοντας μόνο να μην πουλεί τα χτήματά του, πασκίζοντας να μη φανεί και να μην ακουστεί ο χαλασμός του.
   Μα ωστόσο και τα παιδιά του είχαν μεγαλώσει. Δύο νέοι και δύο νέες, που κανένας τους δεν εκέρδιζε και που όλοι τους εχρειαζόνταν χρήματα. Μάλιστα ο πρώτος, ο Γιώργης που είχε στείλει στα Παρίσια, είχε σκορπίσει αδικαιολόγητα αμέτρητο χρήμα. Και τώρα δεν είχε ούτε αυτός έργο κανένα, καθώς ούτε κι ο δεύτερος, ο Σπύρος, ένας νωθρός και βαρύσκοπος νέος, που μεταβιάς είχε βγάλει το γυμνάσιο και που δεν είχε θελήσει ούτε κόσμο να ιδεί ούτε να σπουδάξει επιστήμη. Και οι δυο του οι κόρες ήταν τώρα σ' ηλικία γάμου, ήθελαν έξοδα κ' εκείνες, και αύριο μεθαύριο, που θα τες γύρευε κάποιος, θα 'ταν κι αυτές αιτία από μεγάλη στεναχώρια, γιατί ο γέρος δε θα μπορούσε να τες προικίσει.
   Όλες αυτές οι φροντίδες τού ετάραζαν το νου και τον ερέθιζαν. Κ' επερπατούσε έτσι συλλογισμένος, απάνου κάτου, στο θλιβερό του γραφείο, που ανάδινε ως κ' εκείνο τη μυρωδιά του ξεπεσμού. Εκοίταξε πάλι την ώρα, αγρίκησε ένα ρίγος στες πλάτες του, με τα χέρια του έσιαξε το τρίπαλιο πανωφόρι του, σα να 'θελε να ζεσταθεί, κι αυτήν τη στιγμή άκουσε το κουδούνι της οξώπορτας δειλά να σημαίνει. Μαντεύοντας ποιος ήταν, επήγε ο ίδιος ν΄ανοίξει. Εβγήκε από το γραφείο, εκατέβηκε τα λίγα σκαλιά της ξύλινης υγρής σκάλας, μία στιγμή έμεινε αναποφάσιστος σηκώνοντας το κεφάλι και κοιτάζοντας απάνου, σα φοβισμένος μη τον έβλεπε κανένας, έσιαξε πάλι το παλιό του πανωφόρι και τέλος άνοιξε.
   - Γεια σου, είπε σοβαρά και περήφανα ο Οφιομάχος στον άνθρωπο που έμπαινε μέσα, ξανακλειώντας χωρίς κρότο την πόρτα.
   - Σε προσκυνώ, αφέντη! του αποκρίθηκε ταπεινά και σκύφτοντας εκείνος.
   Ήταν ένας άνθρωπος πενήντα χρόνων, γερασμένος πλια, ψηλός, λιγνός, ξερακιανός, κίτρινος, με φρύδια αναγριεμένα, με μάτια που δεν είχαν βλέμμα, με μεγάλη γυρτή μύτη, φαλακρός και με κομμένα και κακοβαμμένα μαυροκόκκινα μουστάκια. Τα χέρια του ήταν μεγάλα, τα πόδια του ζαβά, κοκαλιάρικα και γεμάτα κόμπους. Κ' ήταν ντυμένος με μαύρο σακάκι και με μαύρο λαιμοδέτη και μ' ένα βρωμερό, φαγωμένο, σταχτί πανταλόνι.
   - Πάμε απάνω! του ξανάπε σιγά ο Οφιομάχος με κατεβασμένο βλέφαρο και ξανασιάνοντας νευρικά το παλιό πανωφόρι του, σα να κρύωνε.
   Κ' εκείνην τη στιγμή ακούστηκε από το ψηλότερο πάτωμα η φωνή της γριάς αρχόντισσας που 'λεγε: 
   - Ε, πού είσαι; (Έτσι έκραζε πάντα τον Οφιομάχο η γυναίκα του, γιατί εντρεπότουν απ' όταν ήταν νέα να τον πει με τ' όνομά του.) Ποιος είναι;
   - Κανένας! της εφώναξε από κάτου κοκκινίζοντας από το θυμό του.
   - Πώς κανένας; 
   - Κανένας για σας. Και ξαναφώναξε σφίγγοντας τα λίγα του χαλασμένα δόντια: - Ήρθε για με ο σιορ Μίμης ο Χαντρινός, θέλει να με κουβεντιάσει, εμέ κι όχι εσάς... Κανέναν από σας!...
   Ανέβηκαν και οι δύο στο γραφείο και χωρίς προοίμια ο γέρος, αφού εκλείδωσε την πόρτα και αφού έβαλε τον άλλον να καθίσει σιμά του μπρος στο τραπέζι, τον ερώτησε σοβαρός:
   - Τι θέλεις;
   Ο άλλος του 'ριξε με την άκρη του ματιού του μίαν ειρωνική ματιά κ' εχαμογέλασε σαρκαστικά κάτω από το κακοβαμμένο μουστάκι του. - Αφέντη, του 'πε, δεν το ξέρεις;... Αύριο ξεπέφτει ένα χαρτί σου κ' ήρθα να πάρω αυτά τα λίγα χρήματα... Δεν είναι ούτε μία πρόκα του παπουτσιού σου... Μικροπρέπειες!... Ήρθα να τα πάρω σήμερα, γιατί δε θέλω ν' ακούεσαι!...
   Κ' έτσι λέγοντας έβαλε στη μέσα τσέπη του σακακιού του το χέρι του κ' έκαμε πως ήθελε να τραβήξει κάτι από μέσα. Μα ο άρχοντας δεν του απαντούσε αμέσως. Εφάνηκε μία στιγμή σκεφτικός. Έχασε λίγο το ροδοκόκκινο κι ωραίο χρώμα του και τέλος ντροπαλά και χαμηλόφωνα του αποκρίθηκε:
   - Δεν τα 'χω, μωρέ, σήμερα, μα την αλήθεια!...
   Ο Χαντρινός επρόσμενε βέβαια αυτήν την απάντηση. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η συνομιλία τους άρχιζε έτσι. Έβγαλε άδειο το χέρι από την τσέπη, εκοίταξε με απορία το γέροντα, που βαστούσε τώρα κατεβασμένο το βλέφαρο, και του 'πε σκληρά, κάνοντας τον κακοφανισμένο:
   - Αφέντη, το ξέρεις, εγώ είμαι άνθρωπός σου, εγώ αγαπάω το σπίτι σου, εγώ έχω καλή καρδιά, μα πάρα πολύ καλή, και κάθε μέρα χάνω γι' αυτή την καλοσύνη μου... Ναι, μα την αλήθεια που είναι ο Θεός!... Αφέντη, τα θέλουν!...
   - Κι αφού δεν τα 'χω!... ξαναπολογήθηκε ο γέρος στενοχωρημένος. - Σφάξε με λοιπόν!...
   - Τι λόγος, αφέντη!...
   - Είναι χίλια πεντακόσια αυτήν τη φορά... πού να τα 'βρω; Έκαμα αυτές τες μέρες είκοσι γράμματα έξω... μη λες που δεν εφρόντιζα!... Μα οι χωριάτες!... Ω, τώρα οι χωριάτες... παίρνουν μα δε δίνουν... Κ' είμαι σε κακά νερά... και η σοδειά αργεί ακόμα!...
   - Δεν το ανανεώνουν, αφέντη!...
   - Δεν τα 'χω, σου λέω!... Δε με πιστεύεις;
   - Εγώ; διαμαρτυρήθηκε ο τοκογλύφος μ' ένα ταπεινό χαμόγελο. - Εγώ, αφέντη;... Μα πώς να κάμουμε;... Με θλίβει η καρδιά, ναι, μα την αλήθεια που είναι ο Θεός!...
   Κ' εσταύρωσε τα χέρια του και με περίλυπον ύφος σα να στενοχωριότουν αληθινά ξακολούθησε: - Γιατί είπαμε, αφέντη, η καρδιά μου έχει πάρα πολλή καλοσύνη, είναι χρυσή... Και μου πονεί εμένα ακόμα πλιότερο να σε βλέπω σε στενόχωρες ώρες... Μα δε φταίω εγώ... Γι' αγάπη σου, αφέντη, εγώ θα πάω λοιπόν να περικαλέσω να το αναβάλουμε για έξι μήνες, μα δεν πιστεύω να μου γίνει η χάρη. Θα πλέρωνες έτσι, αφέντη, μονάχα τα διάφορα...
   - Σήμερα ούτε αυτά, είπε περίλυπος ο γέρος. - Δεν έχω να σου δώσω τίποτα...
   - Μήτε τα διάφορα; μήτε κι αυτά; Μα λοιπόν τότες δεν κάνομε τίποτα!... Ω Θε μου!...
   - Μήτε ένα όβολο! του ξανάπε ο Οφιομάχος μ' έναν απελπισμένον αναστεναγμό. Κ' εσκέφτηκε με φρίκη τον τρομερό κατήφορο που τον έπαιρνε, τη βέβαιη καταστροφή που ολοένα εσίμωνε και που επεριτριγύριζε το αρχαίο του σπίτι. Και ο άλλος ωστόσο τον εκοίταζε σοβαρός και σα να τον εσυμπονούσε στ' αλήθεια και διστάζοντας του ξανάπε δειλά:
   - Αφού είναι έτσι τα πράματα, αφέντη, ας έχω συμπάθιο, πρέπει ν' αρχίσεις να πουλείς!...
   Ο γέρος άλλαξε χρώμα. Οι φλέβες του προσώπου του εφούσκωσαν. Άκουσε άξαφνα το θυμό να βράζει μέσα του, αλλά ημπόρεσε να κρατήσει τον εαυτό του. - Να πουλώ; του 'πε πικρά. Κι ο λόγος αυτός τον έκανε να πονεί καθώς του 'βγαινε από το στόμα, σα να 'ταν βεργιά απάνω στο κρέας του. Το 'χε βέβαια συλλογιστεί και ο ίδιος πως έπρεπε τέλος να φτάσουν εκεί τα πράματα, αφού, για την ώρα τουλάχιστο, δεν επρόσμενε από πουθενά αλλού βοήθεια. Μα η λέξη στο στόμα του τοκογλύφου  τον ατίμαζε, εξυπνούσε μέσα του ένα αίσθημα αγάπης για την πατρική του κληρονομιά που ήθελε να τη φυλάξει από κάθε αρπαγή, να τη διατηρήσει αλιγόστευτη και ολόκληρη, ένα αίσθημα στοργής για το παλιό ρειπιασμένο σπίτι στη μακρινή εξοχή, όπου οι πρόγονοί του είχαν ζήσει σαν εξουσιαστές και αφέντες και που η ανέχεια του τον είχε κάμει να το αφήκει ελεεινά να χαλάσει. Για το χτήμα τέλος που τόσους αιώνες ήταν της φαμιλιάς του και που είχε το χρέος να το αφήκει κι αυτός στα παιδιά του, όπως το 'χε λάβει από τον πατέρα του... Όχι, δεν ήθελε, δεν μπορούσε ο δύστυχος να πουλήσει... όχι, σήμερα τουλάχιστο δεν ήθελε να αποφασίσει, κι ας ήξερε πως η ανάγκη θα ερχόντουν πάλι εξουσιάστρα. Αχ, το 'βλεπε!... Τα υποθηκιασμένα σπίτια του μεταβιάς επλέρωναν τους τόκους απ' όσα τα εβάραιναν, ήταν σαν πουλημένα από τώρα... Θα ερχότουν βέβαια και η αράδα από τ' άλλα τα χτήματα, θα τα 'παιρναν οι χωριάτες, οι δούλοι του, θα κομματιαζόνταν τα περήφανα ποστατικά του... Ναι, βέβαια, όλα αυτά θα γενόνταν έτσι... αλλά τουλάχιστο όχι σήμερα!... Όχι...
   - Δεν πουλώ! είπε με απόφαση...
   - Και τότες; έκαμε ο άλλος με μια χειρονομία και ζαρώνοντας το ωχρό μέτωπό του.
   - Ω, αν ήθελες εσύ!... του απάντησε γλυκά ο Οφιομάχος. - Έπειτα απ' όσα εκέρδισες εδώ μέσα από τα χέρια μου... ω, θ' ανανέωνες αυτό το καταραμένο το χαρτί ως κι από την τσέπη σου!... Δε θα 'χες να χάσεις τίποτα από με... Και ποιος ξέρει τι γίνεται αύριο... τι δρόμο παίρνουν τα πράματα... κι άξαφνα η τύχη μάς ανεβάζει πάλι εκεί που ήμαστε πρώτα!... Μα εσύ μου φέρνεις αντίς δυσκολίες!...
   Ο τοκογλύφος απόμεινε ολομεμιάς σαν πεθαμένος! Εκοίταξε με τα μάτια του που δεν είχαν βλέμμα τον άρχοντα και του 'πε:
   - Η καρδιά μου πάει, σβήνεται, αφέντη! Ναι, μα την αλήθεια που είναι ο Θεός... Λιώνει από την καλοσύνη της... Δε θα το 'κανα, λες, εγώ και χωρίς να μου το πεις; Μα δε με ξέρεις ακόμα, αφέντη;... Μόνο που δεν έχω ούτε γω ο φτωχός!... Λες που εμείς οι μικροί άνθρωποι έχουμε την κατάστασή σας;... Τι να σου κάμω, που δεν έχω!... Και φυσικό είναι... για να 'χει κανείς πρέπει να 'ναι αδικητής, να μην είναι τίμιος... και γω αντίς... μα τα 'παμε τόσες φορές... είμαι ο τύπος, εγώ, τση τιμής και τση δικαιοσύνης! Ο τύπος... ναι, μα την αλήθεια...
   Ο γέρος τούτη τη φορά δεν εγέλασε με την αντρόπιαστη φλυαρία του τοκογλύφου και του αποκρίθηκε στενοχωρημένος: - Να σας γράψω και τον τόκο!...
   - Τον τόκο... τον τόκο, αφέντη;... Αλλά και με τι ασφάλεια;
   - Ασφάλεια;... Μ' εκείνην που είχατε, μωρέ, ως τα σήμερα... Με την υπογραφή μου!... Τι άλλο;... (Και τον εκοίταξε με περίεργη περηφάνια.) - Σας γράφω δύο χιλιάδες!... Σου γράφω όσα θέλεις... Φτάνει να τελειώσει τώρα αυτή η ιστορία!...
   Κ' εθύμωνε.
   - Δύο χιλιάδες, αφέντη;...
   - Μα ναι, παλιάνθρωπε!... Θέλεις και περσότερα; Λέγε το... λέγε το γλήγορα!...
   Ο τοκογλύφος εχαμογέλασε ταπεινά. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί και του το 'δωκε να το υπογράψει. Ο Οφιομάχος αναστέναξε, το ξεδίπλωσε περίλυπος, έπιασε την πένα, έγραψε λίγα ψηφία, κ' επαράδωκε τέλος ντροπιασμένος το χαρτί στον τοκογλύφο, που το κοίταξε καλά, το δίπλωσε και το ξαναφύλαξε ευχαριστημένος.
   Η τελευταία πράξη της καταστροφής είχε αναβληθεί...
   Μα ο σιορ Μίμης δεν έφυγε αμέσως κατά τη συνήθειά του. Αφού ετελείωναν οι δουλειές, έλεγαν πάντα οι δυο τους αναμεταξύ τους κι άλλες κουβέντες. Ο γέρος, που δεν εδιάβαζε ποτέ του εφημερίδες, γιατί δεν καταλάβαινε καλά τη γλώσσα τους, ήθελε να μαθαίνει τα νέα τα ντόπια και τα γενικά από τους ανθρώπους που μιλούσαν μαζί του, και ο μεσίτης, που ήταν πάντα καλά πληροφορημένος, ήξερε κάθε φορά να του λέει κάτι που του κινούσε την περιέργεια.
   Ο Οφιομάχος τον ερώτησε τώρα ησυχασμένος και αδιάφορος: - Ξέρεις, μωρέ, κανένα νέο;
   - Λένε, αφέντη, του αποκρίθηκε ανοίγοντας μεγάλα τα θολά του μάτια, λένε πως ούλα τα βασίλεια συντάζονται πάλι για να κάμουν τον πόλεμο τση Ρουσίας!...
   - Σα στον καιρό της Κριμαίας! απόρησε κακοφανισμένος ο άρχοντας, που ο πατέρας του τον καιρό της Αγγλικής προστασίας ήταν από το Ρούσικο κόμμα και που εσυμπαθούσε πάντα τους Ρούσους γιατί δεν είχαν σύνταγμα. - Ναι, μα ο Ρούσος αυτήν τη φορά θα τους φάει όλους!... Σ' το λέω εγώ!... Δεν είναι σαν και τότες!
   Κ' έπειτα από μια στιγμή επρόσθεσε πάλι σα φοβισμένος: - Ναι, ναι! Αλλά κακό που βρήκε τον κόσμο!... Θα 'ρθουν κι άλλες ακρίβειες!... Αυτός ο πόλεμος της Κριμαίας ήταν η αρχή κάθε κακού!... Και τι θ' απογίνουμε;...
   - Και λένε, ξανάπε σοβαρά ο τοκογλύφος, πως κ' η χαϊδεμένη η Κυβέρνησή μας, στην Αθήνα, θα σηκώσει την εφεδρεία... Γενική επιστράτεψη πάλι!... γιατί έχει σκοπό να κάμει κάποιο κούνημα στα σύνορα!... Άλλες σκοτούρες... άλλες αντάρες... γι' αυτό κι όποιος έχει τα λεφτά τα φυλάει.
   - Δε μας αφήνουνε ήσυχους, λέω εγώ! είπε ο γέρος κοκκινίζοντας από το θυμό του. - Τι τους χρωστούμε, μωρέ, εμείς να μας παίρνουν, όταν τους καπνίσει, τα παιδιά μας; Δε βγάζουν μοναχοί τους οι ρωμιοί τα μάτια τους;... Άλλοι εκείνοι κι άλλοι εμείς!... Οι συνθήκες μάς είχανε κηρύξει ουδέτερους, και η Ελλάδα δεν είχε κανένα δικαίωμα να σηκώνει από δω στρατιώτες!... Μα οι νόστιμοι οι βουλευτάδες μας δεν είπανε ποτέ τους λόγο, εφοβούντανε, βλέπεις, στην Αθήνα το ξύλο!... και κάτι άλλο κιόλας... Την Ένωση, μωρέ, δεν έπρεπε να την είχαμε κάμει ποτέ!... μα ποτέ!... Τουλάχιστο ας την υπογράφανε οι αναθεματισμένοι με όρους!...Δε θα 'χαμε κάθε δυο και τρεις αυτά τα ντράβαλα. Ανάθεμα το Δεσπότη που ήτανε η αιτία και το πρώτο μελέτιο!...
   - Ανάθεμά τους όλους! αναστέναξε ο τοκογλύφος. - Καιροί στενοί, αφέντη!... Στην Αθήνα, λένε, θα ρίξουνε την Κυβέρνηση οι αξιωματικοί, οι γαλονάδες... δεν τη βρίσκουν αρκετά δραστήρια, δεν τους αρέσει ούτε τούτη... Το βασίλειο το Ελληνικό είναι πολύ ρέμπελο όμως!...
   Ο γέρος δεν αποκρίθηκε. Οι φροντίδες του τώρα δεν τον άφηναν να μιλήσει. Άλλες φορές εθυμότουν πάντα κάποιο ανάλογο περιστατικό της εποχής του, ήξερε να διηγηθεί κάποια δόξα παλαιά του σπιτιού του, κάποιο πολεμικό κατόρθωμα του σιδεροαρματωμένου προγόνου του, που 'χε πολεμήσει, σε βενέτικη δούλεψη, στο Μωριά και στην Κρήτη τους Τούρκους, και που τον εκοίταζε, ως και τώρα, περήφανα μέσαθε από τη χρυσή του κοκκινισμένη κορνίζα. Άλλες φορές θα 'ξερε να αναφέρει τους κακόβουλους λόγους κάποιου άγγλου Αρμοστή, που τον είχε γνωρίσει και που είχε προειπεί τη δυστυχία του τόπου, ή τέλος θα 'παιρνε αφορμή για να ξεσκάψει κάποιο παλαιό σκάνταλο, που 'χε κάμει κρότο στον καιρό του. Μα σήμερα δεν εμιλούσε.
   - Κι ολοένα, ξανάπε σοβαρά ο τοκογλύφος σα να 'χε κάτι στο νου του, τα χρήματα γίνονται πλιο σπάνια!... Ας κατέχει μόνο ο τόπος μας χάρη στους ξένους πλούσιους  πόρχονται κάθε μέρα εδώ και ξοδεύουν το δικό τους, και χτίζουνε σπίτια και βρίσκουνε τόσοι μαστόροι δουλειά, και τρέχει κάτι λίγο χρήμα... αλλιώς θα 'χαμε σίγουρα την επανάσταση!... Όπως με βλέπεις και σε βλέπω, αφέντη!... Αλίμονό μας!... Ωστόσο ζούμε πάντα μ' αυτόν το φόβο, γιατί φτάνει, δα, να γνωρίσει ο λαός τη δύναμή του για να μας χορέψει στο ταψί!... Μόνο ο Θεός δεν τον αφήνει να ομογνωμήσει, κ' έτσι την περάσαμε κουτσά στραβά ως τα σήμερα... Τώρα έχει και δασκάλους που του φέρνουνε τα μαθήματα από την Ευρώπη έτοιμα, και που βγαίνουνε στα χωριά για να διδάξουν όλες αυτές τες κατεργαριές στους χωριάτες και να τους ενώσουνε... Μα ο Θεός ως τα τώρα βοηθάει εμάς, αφέντη, βάνει πάντα το χέρι του, γιατί όλοι αυτοί είναι εχθροί του, είναι άθεοι, και τόνε μάχονται, και τους μάχεται και κείνος!... Μαζί τους είναι κι αυτός ο φίλος του γιου σου ο Άλκης ο Σωζόμενος...
   Ο Οφιομάχος τον εστραβοκοίταξε. Αγαπούσε τον Άλκη. Ήταν νέος όπως του άρεσε. Δεν ήθελε ν' ακούει για κείνον κακό κανένα, ούτε το ελάχιστο. Ό,τι του 'λεγαν από ζήλια, από φθόνο, από κακοσύνη για τον Άλκη αυτός δεν ήθελε να το πιστέψει. Και δεν ήταν κανένας κουτός εκείνος ο νέος, κ' ήταν διαβασμένος και ταξιδεμένος και θα γινότουν  χωρίς άλλο άντρας προκομένος πολύ, αν ο Θεός μονάχα του χάριζε ζωή...Πώς λοιπόν ένας τέτοιος άνθρωπος θα ξέφευγε από τον ίσιο δρόμο, που τον είχαν χαράξει τόσοι αιώνες ανθρώπινης ιστορίας;
   - Είναι τόσο καλός νέος! εδιορθώθηκε αμέσως ο τοκογλύφος καταλαβαίνοντας πως είχε πάρει σφαλτό δρόμο. - Χρυσάφι άδολο!... Το μόνο πόχει κανείς να του κατηγορήσει είναι η υγεία του!... Δεν είναι καλά, είναι αδύνατος... και πάει και βάζει τόσες έγνοιες στο μυαλό του... και δεν κάθεται στ' αυγά του να ζήσει με το φτωχικό του, ή να πάρει μια θεσούλα σαν τον πατέρα του... Η περιουσία του είναι μικρή. Πρέπει να δουλέψει, αν θέλει να ζήσει... εχάλασε πολλά λεφτά στα ταξίδια... Και το ξέρεις, αφέντη, τι στοιχίζουνε τα παιδιά στον όξω κόσμο!... Κ' εσπούδαξε μια επιστήμη που τη σηκώνει λίγο ο τόπος... Τι να την κάμει τη φιλοσοφία του... δεν μπορεί να γίνει παρά δάσκαλος... κουτσοδάσκαλος, για να χτικιάζει με τα παιδιά του κόσμου και ν' απογίνεται...
   Ο Οφιομάχος τον ξανακοίταξε παράξενα και του 'πε απότομα, σα να 'θελε να του κλείσει το φλύαρο στόμα: - Ο Άλκης είναι από τα σπάνια παιδιά...
   - Μα ποιος λέει όχι; εφώναξε αμέσως ο άλλος. - Τόνε καμαρώνω ως και γω, όπως καμαρώνω και τ' αρχοντόπουλά σου, που είναι σα δικά μου, αφού παιδιά δεν έχω... Εγώ, αφέντη, σας αγαπάω όλους, ναι, μα την αλήθεια, που είναι ο Θεός!... Κ' είμαι άνθρωπος του σπιτιού σου από την αρχή... κ' έχω μια καρδιά χρυσή... ναι, μα την αλήθεια!... Μου λες εμέ για τον Άλκη; Δεν το πρωτόπα; Χρυσάφι άδολο. Και ποιος είπε πως έχει ανάγκη; Μοναχός του άνθρωπος είναι, με μια μάνα γριά... δύο ψυχές... ζούνε και με λιγότερα... Μα εγώ, στη θέση του, θα 'μενα καλύτερα ανύπαντρος, εχτός αν μου λάχαινε κανένα προικιό από κείνα... για ν' αλλάξω μαλλί... Μα αυτές είναι τύχες σπάνιες, σαν τες άσπρες μύγες!...
   - Τι θέλεις να πεις, τον αντίσκοψε με κακόν τρόπο ο Οφιομάχος που άρχιζε πλια να βαριέται την τόση πολυλογία του... - Γιατί μου τα λες αυτά;
   - Συμπάθησέ με, αφέντη, του αποκρίθηκε ταπεινά. - Το ξέρεις πως εγώ σας αγαπάω όλους, ναι, μα την αλήθεια! Ξέρεις την καρδιά μου, και ξέρεις πως είμαι άνθρωπος δικός σου... Δε θέλω να 'μαι παρά δικός σου!... Κι αν οι δουλειές σου πάνε καλά, είναι και καλό δικό μου... Πάει που πάει... Όχι; Και σου μιλώ, γιατί κάτι άκουσα... κάτι και γω ο μικρός ο άνθρωπος... και βλέπω που είναι αλήθεια και το χαίρομαι... Η κυρία Ευλαλία, ε; Η χρυσή σου η αρχοντοπούλα που να μας ζήσει, έχει λοιπόν κάποια ιδέα για τον Άλκη!... Θα τόνε πάρει βέβαια... Και σου μίλησα για να σε συχαρώ για το συνοικέσιο... Ας έχω, αφέντη, συμπάθιο... Να σου ζήσουν!... 
   Κ' έτσι λέγοντας εκατέβασε το βλέφαρο κ' εκοίταζε ντροπαλά το πάτωμα. Ο Οφιομάχος τον εκοίταξε περήφανα, εκοκκίνισε κ' είπε έπειτα από μια στιγμή:
   - Η θυγατέρα μου δε θα κάμει άλλο από εκείνο που θέλω εγώ!... Κι αλλάζοντας άξαφνα ύφος ξακολούθησε μη μπορώντας να κρατήσει το μυστικό του: - Ξέρω και γω, μωρέ, πώς τα κατάφεραν... Είναι ως φαίνεται κάποια ιδέα του γιου μου, του κυρ Γιώργη!... Κι αυτός κάτι κρυφοσφύριξε της μάνας του... κι η μάνα του μου 'πε κάτι μισόλογα... ούτε δεν τα θυμούμαι... Κ' εθύμωσα εγώ κατά τη συνήθεια μου με τη γυναίκα μου!... Κ' είχα βέβαια άδικο!... Δεν πιστεύω, μωρέ, να γένει τίποτα... Όλο λόγια, όλα στον αέρα!... Δουλειές του σιορ Γιώργη!... Ίσως λέει  με το νου του ο Άλκης πως η Ευλαλία παίρνει καλή προίκα!... Μα αν το σκέφτηκε είναι γελασμένος! Τι να της δώκω εγώ τούτην τη στιγμή, σ' αυτήν τη στενοχώρια;... Και δεν ξέρεις πόσο τον ντρέπομαι!... Να τα παντρέψω απροίκιστα τα καημένα τα κορίτσια μου!... Αχ, τα κατασπατάλησα όλα, και χωρίς να καταλάβω τίποτα!... Χωρίς να το θέλω φτώχυνα!... Και πικραμένος ακούμπησε το κεφάλι στα δυο του χέρια.
   - Οι κακοί χρόνοι, αφέντη, του 'πε αναστενάζοντας ο άλλος. Κ' έμειναν καμπόσες στιγμές σιωπηλοί κ' οι δύο... 
   Σε λίγο ο τοκογλύφος τού ξανάπε χαμηλόφωνα: - Εγώ, αφέντη, είμαι μικρός άνθρωπος και αγράμματος. Δεν πρέπει λοιπόν να 'χω γνώμη σ' αυτά τα ιδιαίτερα... Μα η αγάπη με φέρνει να σου ειπώ κ' εγώ κάτι, σαν άνθρωπος δικός σου που είμαι. Πάρε με όπως θέλεις. Την καρδιά μου την ξέρεις!... Εγώ λοιπόν δε σου δίνω τη γνώμη μου, αφέντη, όχι για τίποτα άλλο, παρά γιατί έχω κάτι άλλο στο νου μου για την κυρία Ευλαλία, ένα μεγάλο καλό!...
   - Ω αυτές οι παντρειές! είπε αγαναχτισμένος άξαφνα ο γέρος. - Εφέτος δεν έχω να παντρέψω!...
   - Άκουσέ με, του αποκρίθηκε υπομονετικά ο τοκογλύφος... - Κι αν ο γαμπρός ήταν ένας πλούσιος, ένας πάμπλουτος; Αν ήταν ένας περίφημος νέος, μέσα σ' ένα παλάτι του βασιλιά;... Αν ήταν μία καρδιά σαν τη δική μου, τύπος κι αυτός τση τιμής και τση δικαιοσύνης;... Αν ήταν σαν το;... Αν ήταν ο ίδιος ο γιατρός ο Αριστείδης Στεριώτης;... Και λέγοντας έτσι αναστέναξε βαθιά, σα να 'χε βγάλει ένα μεγάλο βάρος από την καρδιά του.
   - Αυτός; είπε περιφρονητικά και θυμώνοντας ο Οφιομάχος. - Αυτός; Ο γιος του Δήμου, μωρέ, τη θυγατέρα μου!...
   - Έχει πλούτη αμέτρητα, αφέντη!... απάντησε χαμογελώντας παράξενα και κλειώντας τα θολά του τα μάτια. - Πλούτη!... Ποια τη χάρη της!... Τα πλούτη είναι σήμερα το παν!... Δεν είναι έτσι, αφέντη;... Δε λέω, παναπεί, ούτε η ιδέα περνά από το νου μου, πως οι θυγατέρες σου δεν είναι αρχοντοπούλες καλές, και άξιες, κ' ευγενικές, και μοσκοαναθρεμμένες και μάλιστα φρόνιμες και σπιτίσιες, όπως δε βρίσκει κανείς δύο άλλες σήμερα!... Πού είναι παρόμοιες κοπέλες;... Α, πουθενά!... Το λέω εγώ!... Μα μπρος στα πλούτη... προσκυνούνε σήμερα τα πάντα... Τα πλούτη, αφέντη, σκεπάζουνε ούλα τα ψεγάδια!... Κ' έπειτα τι μπαίνει εδώ ο κυρ Δήμος, ο μακαρίτης, ο πατέρας του γιατρού;... Τι μπαίνει;... Ο κύριος Αριστείδης είναι, ή δεν είναι, νέος καθώς πρέπει, τίμιος, καλός, και... και... Μα και τίποτα άλλο να μην είχε παρά την επιστήμη του, και πάλι με την πελατεία πόχει θα ζούσε πλουσιοπάροχα!... Πώς;... Μα φυσικά απ' όσα σου λέω εδώ μέσα, αφέντη, δεν ξέρει όμως τίποτα!... Η ιδέα είναι μόνο και μόνο δική μου... Μου 'πε μάλιστα να μη σου κάμω λόγο καθόλου... Μα πώς να βαστάξει μυστικό η καρδιά μου ό,τι είναι το καλό σας;... Και τέτοιο καλό;... Μου 'πε μόνο πως είδε την κυρία Ευλαλία κάπου και του 'καμε εντύπωση... κι αυτός θέλει να 'ναι ευτυχισμένη... Και στ' αλήθεια είναι τόσο όμορφη η νέα!... Και μου παραπονέθηκε ο άνθρωπος πως εβαρέθηκε τη μοναξιά, πως δεν του νοστιμίζει πια η ξεφάντωση όξω από το σπίτι του... Τα χρόνια περνάνε, βλέπεις... άνθρωπος είναι κι αυτός και καλός σαν κ' εμάς!... Τώρα θέλει κιόλας να φαμιλέψει, να κάμει κανένα παιδί, για να του αφήκει τα τόσα καλά του!... Εβαρέθηκε πλια να τρέχει από δω κι από κει!... Εδιασκέδασε όμως γερά κι αυτός στη ζωή του... περσότερό σου ίσως, αφέντη!...
   Κι αναγέλασε κουνώντας για ώρα το άσκημο κεφάλι του.
   - Είναι άσωτος, ε; είπε σκεφτικός ο Οφιομάχος.
   - Και ναι και όχι!... Όπως το πάρεις, αφέντη... Τώρα, πάει πια, έπηξε το μυαλό του... ας στερεώσει μονάχα η δουλειά, και η κυρία Ευλαλία σου γίνεται μία βασίλισσα!... Ναι, μα την αλήθεια που είναι ο Θεός!... Θα λέει για με, αφέντη, κάθε ώρα και στιγμή: "Καληώρα του!...". Η κυρία Ευλαλία τού αρέσει, μου 'πε... Έχουνε τες φαντασίες τους οι πλούσιοι... και αφού μπορούνε και τες έχουν, καλά κάνουν!... Σκέφτεται βέβαια κιόλας πως έτσι θα συγγενέψει με τα καλύτερα σπίτια... λόγος σπουδαίος!... Ριζοβολά έτσι στον τόπο... κι ούτε δε ζημιώνεται σε τίποτα, γιατί κερδίζει ίσια ίσια εκείνο που δεν έχει... δείχνεται και σ' αυτό φρόνιμος άνθρωπος, όπως σ' όλα του... Και δεν είναι κανένα παιδόπουλο, αφέντη... μα άντρας μία φορά με μυαλό, γιατί θα 'ναι βέβαια τώρα σαραντάρης...
   Ο γέρος τον άκουε συλλογισμένος από πολλήν ώρα και περίλυπος. Κι ωστόσο δεν ετολμούσε να του απαντήσει... Κάποτες εθύμωνε με τα λόγια του τοκογλύφου, κ' η καρδιά του του 'λεγε να διώξει από μπρος του τον αντρόπιαστον άνθρωπο, αλλά εκρατιότουν  ζυγίζοντας την πράξη του, κι αναστέναζε. Κάποτες κουρασμένος εκοίταζε ολόγυρά του και το βλέμμα του έπεφτε απάνου στο γενεαλογικό του δέντρο: τα ονόματα που ήταν γραμμένα στους μικρούς γαλάζιους κύκλους ήταν τα ονόματα των ανθρώπων της γενιάς του, που για τόσους αιώνες είχαν σταθεί οι πρώτοι του τόπου, οι πρώτοι από τους πρώτους!... Και τώρα αυτός ο ίδιος, ένας απόγονός τους, έπρεπε να δοκιμάσει κάθε λογής ξεπεσμό... έπρεπε να κάθεται ν' ακούει με υπομονή έναν τοκογλύφο που του μιλούσε για τες θυγατέρες του!... Κ' έπειτα εκοίταζε τες παλαιές μαυρισμένες εικόνες που εκρεμόνταν στους τοίχους: το σιδεροαρματωμένο πολεμιστή, τες ωραίες ξεστήθωτες αρχόντισσες που εχαμογελούσαν περήφανα μέσαθε από τες χρυσές κορνίζες τους, τους αρχόντους με τες λευκές περούκες και τες χρυσοκέντητες στολές, και του φαινότουν πως όλος εκείνος ο πεθαμένος κόσμος αισθανότουν κι αυτός την προσβολή, ελυπιότουν μαζί του, κ' οι εικόνες εμαύριζαν περσότερο, σα να 'θελαν να αφανιστούν, ακούοντας τ' αζύγιστα και παράτολμα λόγια του χαμένου ανθρώπου που τον είχε ακόμα εκεί μπροστά του, και που αυτός, ένας Οφιομάχος, ήταν αναγκασμένος να τον ακούει, γιατί είχε πέσει στα χέρια του, γιατί εκείνος ημπορούσε να τον παίζει όπως ήθελε...
   Αναστέναξε όμως στο τέλος κ' εκοίταξε τον άλλον με το άγριο βλέμμα του ανθρώπου που επαναστατεί με την άδικη τύχη του. Κ' ενώ ο τοκογλύφος εμιλούσε ακόμα, ο γέρος εσυλλογίστηκε πικρά: Πόσο είχαν αλλάξει οι καιροί! Ο γιος του Δήμου Στεριώτη, που 'χε έρθει με μισό τσαρούχι από την Ήπειρο κ' επουλούσε ψητό κοκορέτσι με το ταψί του στους δρόμους, και που έπειτα είχε ανοίξει ένα μικρό μπακάλικο και το μεγάλωσε σιγά σιγά κ' εδάνειζε χρήματα στη φτωχολογιά με τη βδομάδα και με υπέρογκο τόκο, για να γίνει γλήγορα πλούσιος... ο γιος εκεινού του Δήμου, ένας άσωτος, ένας ξιπασμένος, ένας ψωροπερήφανος γιατρός, εζητούσε να γίνει γαμπρός του!... Όλη η περηφάνια της παλαιάς φυλής του ανάβραζε τώρα μέσα του... Αναθυμήθηκε με μίσος το πρόσωπο του γιατρού με το σουβλερό ξανθό γενάκι που όλο εξεθώριαζε και δεν ήθελε ν' ασπρίσει, με το ατάραχο και νεκρό βλέμμα, με το πλατύ το στόμα και τα ρουθούνια που αδιάκοπα ανοιγοκλειούσαν... όλα τα πιθέματά του εμαρτυρούσαν την άπειρη φιλοδοξία του ανθρώπου, που ήθελε κι αυτός ν' αναδειχτεί και να τυραννήσει τους άλλους!... Αναθυμήθηκε την άσκημη ξενική προφορά του, τα πρόστυχα κινήματα του κορμιού, που εθύμιζαν αδιάκοπα τη λερή φουστανέλα του Δήμου, κ' εσύγκρινε με το νου του όλα του εκείνα τα ψεγάδια με την αρχοντική ομορφιά, με τη νεανική κ' ευγενικιά χάρη της Ευλαλίας...
   Κι ο τοκογλύφος ωστόσο μαλακά και ταπεινά ξακολουθούσε, σα να 'χε μαντέψει τους κρυφούς στοχασμούς του: - Αλλάξανε, αφέντη, οι καιροί!... Τι να κάνουμε; Τώρα ο κόσμος εξύπνησε, και ο άρχοντας, που δεν έχει και χρήμα, χάνει και τη θέση του και του κόσμου την υπόληψη... Έτσι είναι... Άκουσέ με εμένα, αφέντη, που 'μαι άνθρωπός σου... μην αρνηθείς!... θα 'τανε σε κακό σου!...
   Και πάλι δεν του αποκρίθηκε αμέσως. Ούτε ο Άλκης, εσυλλογίστηκε, δεν ήταν κανένας μεγάλος, κι ούτε βέβαια θα γενότουν ποτέ του μεγάλος... ούτε και πλούσιος... μα τέλος πάντων δεν ήταν Στεριώτης!... Δεν ήταν ούτε ο Άλκης ο γαμπρός που 'χε ονειρευτεί για τες θυγατέρες του... Μα οι καημένες δεν είχαν τύχη!... Αληθινά όμως στον τόπο δεν έβλεπε κανέναν άξιον να πάρει την Ευλαλία του... Μα τέλος πάντων... ο Άλκης ήταν άνθρωπος... τον εγνώριζε από παιδί, είχε ωραίο ανάστημα, καλούς τρόπους, καλοσύνη κ' ευγένεια καρδιάς... Ήταν άλλο πράμα... Βέβαια θα μπορούσαν να 'χαν λάχει άλλοι καλύτεροι... ένας ξένος αριστοκράτης, ας πούμε, με πολλά εκατομμύρια, όπως εκατό χρόνους οπίσω είχε βρεθεί για μια θεία του παππού του ένας βενετός άρχοντας... κι αυτός ο ίδιος δε θα 'χε παντρευτεί στον τόπο, αν είχε λείψει η νέα και πλούσια κληρονόμα ενού αρχοντικού σπιτιού, αυτή που σήμερα ήταν η ηλικιωμένη αρχόντισσά του... Μα τώρα ως και τα πλούτη της τα 'χε ρουφήσει η καταβόθρα... μα ωστόσο όλος ο κόσμος εμιλούσε ακόμα και θα μιλούσε για πάντα, για την τιμή της και για την καλοσύνη της...
   - Θα 'ναι για κακό του σπιτιού σου, ξανάλεγε ωστόσο ο Χαντρινός χαμηλόφωνα και σουφρώνοντας τη γυρτή του τη μύτη. - Εγώ που 'μαι άνθρωπός σου, εγώ σ' το λέω... Ο γιατρός εσυμπάθησε την Ευλαλία, θέλει την ευτυχία της  και φυσικά δε θέλει το χαλασμό σου... Ο γιατρός είναι αυτός πόχει στην τσέπη του τες περσότερες υπογραφές σου... Άκουσέ με... μην του πεις όχι, όταν σου τη ζητήσει...
   - Τι; είπε θυμώνοντας ολομεμιάς και κατακόκκινος ο Οφιομάχος. - Τι;... Με βάζει λοιπόν στη στρέβλα; Αυτός, αυτός... Τώρα θα μας τυραννήσουν ως κ' εμάς αυτοί οι ξένοι που επλούτισαν με το αίμα του φτωχού;... Έτσι, ε;... Μα ας μου πάρει καλύτερα και το κουτάλι που τρώγω, εγώ δε σκύφτω! Ποιος τον εκάλεσε για να ανακατωθεί στες κακομοιριές μου; Ποιος του το 'πε;... Εσύ, μωρέ, είσαι ένας ψεύτης! Σ' έστειλε αυτός, και δεν το λες!... Και θέλει να με βιάσει, εμέ ο γιος του Δήμου, που ο πατέρας μου δεν τον εκαταδεχότουν ούτε για δούλο του!... Θα τόνε θυμάσαι κ' εσύ, μωρέ, το Δήμο με το ταψί του!...
   - Όπως ορίζεις, αφέντη, του αποκρίθηκε ατάραχος ο τοκογλύφος, που εγνώριζε καλά τους άκακους θυμούς του Οφιομάχου και που ήξερε πως το χρήμα ήταν εκείνο που είχε την αληθινή δύναμη. - 'Οπως ορίζεις, αφέντη!... Αλλά το καλύτερο είναι να τα σκεφτείς αυτά με την υπομονή σου. Ανάγκη δεν είναι να δώκεις ευτύς αμέσως την απάντηση... Κ' έπειτα το βλέπεις, αφέντη, τα διάφορα εγινήκανε πολλά και δυσκολεύεσαι να τα πλερώνεις ταχτικά, και σήμερα, όπως είναι τα πράματα, είναι αδύνατο να σβήσεις τα χρέη και να ξελυτρώσεις, ως κι αν αποφάσιζες να πουλήσεις... Θα μέναμε πάντα ναυαγισμένοι... Σου μιλώ με καλή καρδιά... ναι, μα την αλήθεια, που είναι ο Θεός!...
   - Ωχ! έκαμε ο γέρος πιάνοντας το πανωφόρι του, σα να εκρύωνε, και φέρνοντας περίλυπος το χέρι του στο μέτωπο. - Ας τα πουλήσω λοιπόν όλα!... Αυτό θα γίνει μίαν ημέρα!...
   - Μα οι αγοραστές δε βρίσκονται μία στιγμή, και το ξέρεις, αφέντη!... Κι αντίς, αν συγγενέψετε, ο κυρ Αριστείδης, που θα μπει εδώ μέσα, θα ιδεί, θα ξετάσει, θα σου δώκει καιρό. Θα σου φτιάκει αυτός όλες τες δουλειές... Μα εγώ δε βλέπω, στην αλήθεια, αφέντη, πού είναι η ζημία σου...
   - Μα, είπε τώρα ησυχασμένος ο Οφιομάχος και βρίσκοντας πως ο άνθρωπος δεν του 'δινε κακή ορμήνεια, δεν είμαι εγώ αυτός που θα τόνε πάρω!...
   - Φρόνιμος λόγος! είπε αμέσως χαρούμενος ο άλλος και βάζοντας το μακρύ, γυρτό δάχτυλό του στο μέτωπο. - Η κυρία Ευλαλία είναι όμως μία κυρά γνωστικιά και σπουδασμένη, πως δε θα συγκλίνει ως κ' εκείνη;... Όλα γίνονται για το καλό της... Πώς μπορεί τέτοιαν τύχη που παρουσιάζεται να την καταφρονήσει;... Κάμε, αφέντη, ό,τι μπορέσεις για να σε ακούσει... Στην εποχή που ζούμε, πρέπει μα την αλήθεια να γίνεται και κάποια θυσία!... Ας την ιδεί κ' η ίδια τη διαφορά... Ο Άλκης φτωχό παιδί, ο κυρ Αριστείδης πλούσιος!... Εκείνος θα 'παιρνε, ο κυρ Αριστείδης δίνει!... Εκείνος σάψαλος, ο κυρ Αριστείδης στρυνάρι!... Τέλος πάντων και οι Σωζόμενοι δεν είναι από τα βασιλόπουλα, όπως εσείς!... Και βασιλόπουλα άλλα δεν μας έρχονται τόσο εύκολα από ξένα μέρη!... Ας μετρηθεί λοιπόν η ίδια... και κάμετε όπως θέλετε... Μα ακούστε με εμέ, που σας αγαπάω γιατί έχω καλή καρδιά, μα δεν ξέρεις, αφέντη, πόσο καλή!...
   Ο Οφιομάχος είχε τώρα ξεθυμώσει τέλεια. Αισθανότουν με πόνο πως το χρήμα τον εσύντριβε κι αναστέναξε θλιβερά. Λυπημένος είπε με χαμηλή φωνή και με υποταγμένο ύφος: - Θα πασκίσω!... Ο άλλος τότες του χαμογέλασε ευχαριστημένος. Έτριψε τα μεγάλα του χέρια, εσηκώθηκε, επροσκύνησε ταπεινά τον άρχοντα κ' εβγήκε από την πόρτα, ενώ ο Οφιομάχος ξανάρχιζε πάλι να σιργιανάει μέσα στο θλιβερό του γραφείο που ανάδινε τη μυρωδιά του ξεπεσμού...

Θεοτόκης Κωνσταντίνος, "Οι σκλάβοι στα δεσμά τους", ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ (Ιστορία στη Λογοτεχνία), Αθήνα 2015
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: