Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

[ ΜΙΑ ΕΠΙΜΟΝΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ]

  
   Η χολέρα έγινε η μόνιμη ιδέα του γιατρού Χουβενάλ Ουρμπίνο. Δεν ήξερε γι' αυτήν περισσότερα από τα συνηθισμένα, τα οποία είχε μάθει σε κάποιο δευτερεύον μάθημα και του είχε φανεί απίθανο που τριάντα μόνο χρόνια πριν είχε προκαλέσει στη Γαλλία, ακόμα και στο Παρίσι, πάνω από εκατόν σαράντα χιλιάδες νεκρούς. Όμως, μετά το θάνατο του πατέρα του έμαθε όλα όσα μπορούσε να μάθει για τις διάφορες μορφές της χολέρας, σχεδόν σαν εξιλέωση, για να ηρεμήσει τη θύμησή του κι έγινε μαθητής του πιο γνωστού επιδημιολόγου της εποχής, δημιουργού της υγειονομικής ζώνης, του καθηγητή Αντριάν Προυστ, πατέρα του μεγάλου μυθιστοριογράφου. Έτσι, όταν γύρισε στην πατρίδα του κι ένιωσε από τη θάλασσα  τη δυσωδία της λαϊκής αγοράς κι είδε τους αρουραίους στους υπονόμους και τα παιδιά να κυλιούνται γυμνά μες στις λακούβες στο δρόμο, όχι μόνο κατάλαβε πως είχε συμβεί η καταστροφή, αλλά ήταν βέβαιος πως επρόκειτο να επαναληφθεί σ' οποιαδήποτε στιγμή.
   Δεν πέρασε πολύς καιρός. Σε λιγότερο από ένα χρόνο, οι μαθητές του, στο Νοσοκομείο της Μισερικόρδια, του ζήτησαν να τους βοηθήσει μ' έναν άπορο άρρωστο που είχε μια παράξενη γαλάζια απόχρωση στο σώμα του. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο δε χρειάστηκε παρά να τον δει από την πόρτα για ν' αναγνωρίσει τον εχθρό του. Ήταν όμως τυχερός: ο άρρωστος είχε φτάσει πριν από τρεις μέρες, με μια γολέτα από το Κουρασάο κι είχε πάει μόνος του στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου, πράγμα που σήμαινε πως ίσως δεν το είχε μεταδώσει σε άλλον. Για κάθε περίπτωση, ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο προειδοποίησε τους συναδέλφους του, κατάφερε τις αρχές να ξεσηκώσουν τα γειτονικά λιμάνια για να εντοπιστεί και να μπει σε καραντίνα η μολυσμένη γολέτα κι αναγκάστηκε να συγκρατήσει το στρατιωτικό διοικητή της πόλης που ήθελε να θεσπίσει στρατιωτικό νόμο και να εφαρμόσει αμέσως τη θεραπευτική της κανονιάς κάθε τέταρτο της ώρας.
   "Κάντε οικονομία στο μπαρούτι σας για τότε που θα 'ρθουν οι φιλελεύθεροι", του είχε πει καλόγνωμα. "Δε βρισκόμαστε πια στο Μεσαίωνα". 
   Ο άρρωστος πέθανε μετά τέσσερις μέρες, πνιγμένος σ' έναν άσπρο και σπυρωτό εμετό, αλλά στις επόμενες βδομάδες δεν ανακαλύφθηκε άλλη περίπτωση παρ' όλη την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Λίγο μετά, η εφημερίδα του Εμπορίου δημοσίευσε πως δυο παιδιά είχαν πεθάνει από χολέρα, σε διαφορετικά μέρη της πόλης. Αποδείχτηκε ότι το ένα είχε δυσεντερία, αλλά το άλλο, μια μικρή πέντε χρονών, έμοιαζε πραγματικά να ήταν θύμα της χολέρας. Ο πατέρας της και τα τρία της αδέλφια μπήκαν σε χωριστή καραντίνα κι όλο το προάστιο κάτω από αυστηρή ιατρική παρακολούθηση. Ένα από τα παιδιά έπαθε χολέρα, αλλά γιατρεύτηκε γρήγορα κι όλη η οικογένεια γύρισε στο σπίτι της όταν ο κίνδυνος είχε περάσει πια.  Καταγράφτηκαν έντεκα ακόμα περιστατικά μέσα σε τρεις μήνες, ενώ τον πέμπτο έγινε μια ανησυχητική εξάπλωση. Στο τέλος όμως του χρόνου θεωρήθηκε πως οι κίνδυνοι για μια επιδημία είχαν περάσει. Κανένας δεν αμφέβαλε πως η υγειονομική αυστηρότητα του γιατρού Χουβενάλ Ουρμπίνο, περισσότερο από την επάρκεια των δημοσίων δηλώσεών του, είχε κάνει το θαύμα εφικτό. Από τότε και μέχρι πολύ αργότερα σ' αυτόν τον αιώνα, η χολέρα ήταν ενδημική, όχι μόνο στην πόλη, αλλά και σ' όλα σχεδόν τα παράλια της Καραϊβικής και σ' όλη την πεδιάδα του ποταμού Μαγδαλένα, χωρίς όμως να εξαπλωθεί  ξανά ως επιδημία. Ο συναγερμός βοήθησε στο ν' ακουστεί η δημόσια εξουσία με μεγαλύτερη σοβαρότητα. Ιδρύθηκε κανονική έδρα χολέρας και κίτρινου πυρετού στην Ιατρική Σχολή κι έγινε κατανοητή η ανάγκη να κλείσουν οι ανοιχτοί υπόνομοι και να κατασκευαστεί μια κλειστή αγορά, μακριά από το σκουπιδαριό. Ωστόσο, ο γιατρός Ουρμπίνο  δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη νίκη του, ούτε είχε τη δύναμη να επιμείνει στην κοινωνική του αποστολή, γιατί ο ίδιος βρισκόταν τότε μ' ένα του φτερό σπασμένο, σαστισμένος, αφηρημένος κι αποφασισμένος να τ' αλλάξει όλα, να τα ξεχάσει όλα στη ζωή, ύστερα από τον κεραυνοβόλο έρωτά του για τη Φερμίνα Δάσα.
   Ήταν, πραγματικά, το φρούτο ενός κλινικού λάθους. Ένας φίλος του γιατρός, που νόμισε πως διέκρινε τα προειδοποιητικά συμπτώματα της χολέρας σε μια πελάτισσα δεκαοχτώ χρονών, ζήτησε από το γιατρό Χουβενάλ Ουρμπίνο να πάει να την επισκεφτεί. Πήγε το ίδιο εκείνο απόγευμα, ανήσυχος από την πιθανότητα να έχει μπει η επιδημία στο ιερό της παλιάς πόλης, γιατί μέχρι τότε όλες οι περιπτώσεις είχαν εκδηλωθεί στα ακρινά προάστια και σχεδόν όλες ανάμεσα στο μαύρο πληθυσμό. Τον περίμεναν άλλες εκπλήξεις, λιγότερο άχαρες. Το σπίτι, σκιασμένο από τις αμυγδαλιές του πάρκου των Ευαγγελίων, έδειχνε απ' έξω τόσο κατεστραμμένο όσο και τα υπόλοιπα στον αποικιακό χώρο, αλλά από μέσα είχε μια όμορφη τάξη κι ένα παράξενο φως που έμοιαζε από άλλες εποχές του κόσμου. Η εξωτερική πόρτα έβγαζε κατευθείαν σε μια σεβιλιάνικη αυλή, τετράγωνη και πρόσφατα ασπρισμένη, με ανθισμένες πορτοκαλιές και το δάπεδο στρωμένο με τα ίδια γυαλιστερά πλακάκια των τοίχων. Υπήρχε ένα αόρατο μουρμούρισμα από νερό που έτρεχε συνέχεια, γλάστρες με γαρίφαλα στις γωνιές και κλουβιά με σπάνια πουλιά κάτω από τις αψίδες. Τα πιο παράξενα, σ' ένα πολύ μεγάλο κλουβί, ήταν τρία κοράκια που όταν τίναζαν τα φτερά τους γέμιζαν την αυλή μ' ένα αμφίβολο άρωμα. Αρκετά αλυσοδεμένα σκυλιά σε κάποια μεριά του σπιτιού άρχισαν να γαβγίζουν ξαφνικά, ξετρελαμένα από τη μυρωδιά του ξένου, μα μια γυναικεία φωνή τα έκανε να σταματήσουν αμέσως και πολυάριθμοι γάτοι πήδηξαν από παντού και κρύφτηκαν ανάμεσα στα λουλούδια, τρομαγμένοι από το κύρος της φωνής. Έγινε τότε μια σιωπή τόσο διάφανη, που, μέσ' από τη φασαρία των πουλιών και τις συλλαβές του νερού πάνω στην πέτρα, ακουγόταν η απαρηγόρητη ανάσα της θάλασσας. 
   Τρέμοντας, με τη βεβαιότητα της φυσικής παρουσίας του Θεού, ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο σκέφτηκε πως ένα τέτοιο σπίτι είχε ανοσία στη χολέρα. Ακολούθησε την Γκάλα Πλασίδια στο διάδρομο με τις αψίδες, πέρασε μπροστά από το παράθυρο του δωματίου ραπτικής, όπου ο Φλορεντίνο Αρίσα είχε δει για πρώτη φορά τη Φερμίνα Δάσα, όταν η αυλή ήταν ακόμα ερείπια, ανέβηκε τη σκάλα από καινούριο μάρμαρο μέχρι το πρώτο πάτωμα και περίμενε να τον αναγγείλουν πριν μπει στην κρεβατοκάμαρα της άρρωστης. Η Γκάλα Πλασίδια όμως ξαναβγήκε μ' ένα μήνυμα:
   "Η δεσποινίς λέει πως δεν μπορείτε να μπείτε τώρα γιατί ο πατέρας της λείπει". 
   Έτσι ξαναγύρισε στις πέντε το απόγευμα, σύμφωνα με την υπόδειξη της υπηρέτριας, όπου του άνοιξε την πόρτα ο ίδιος ο Λορένσο Δάσα και τον οδήγησε ως την κρεβατοκάμαρα της κόρης του. Έμεινε καθισμένος στο μισοσκόταδο, σε μια γωνιά, με τα μπράτσα σταυρωμένα και κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να ηρεμήσει την άτακτη αναπνοή του, όσο κράτησε η εξέταση. Δεν ήταν εύκολο να καταλάβει κανείς ποιος ήταν πιο συνεσταλμένος, ο γιατρός με το σεμνό του άγγιγμα ή η άρρωστη με την παρθενική της αγνότητα κάτω από τη μεταξωτή νυχτικιά. Κανένας δεν κοίταξε τον άλλον στα μάτια, παρά μόνο εκείνος ρωτούσε, με απρόσωπη φωνή κι εκείνη απαντούσε με τρεμουλιαστή, εξαρτημένοι κι οι δυο από τον καθισμένο στο μισοσκόταδο άντρα. Στο τέλος, ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο ζήτησε από την άρρωστη να καθήσει και της άνοιξε, με εξαιρετική προσοχή, τη νυχτικιά μέχρι τη μέση: το ανέπαφο και περήφανο στήθος, με τις παιδικές ρώγες άστραψε για μια στιγμή σα βεγγαλικό μες στη σκιά του δωματίου, πριν αυτή προλάβει να το κρύψει σταυρώνοντας τα χέρια. Ατάραχος ο γιατρός έκανε πέρα τα χέρια της, χωρίς να την κοιτάξει και την ακροάστηκε ακουμπώντας το αφτί του πάνω στο δέρμα της, πρώτα στο στήθος κι ύστερα στην πλάτη.
   Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο συνήθιζε να λέει πως δεν είχε νιώσει καμιά συγκίνηση όταν γνώρισε τη γυναίκα με την οποία θα ζούσε μέχρι τη μέρα του θανάτου του. Θυμόταν τη γαλάζια πουκαμίσα με τα δαντελένια στριφώματα, τα πυρετώδικα μάτια, τα μακριά μαλλιά λυμένα πάνω στους ώμους, αλλά ήταν τόσο αναστατωμένος με το ξέσπασμα της επιδημίας στην περιφέρεια της αποικίας, που δεν πρόσεξε τίποτα από τα πολλά που διέθετε ως ανθισμένη έφηβος, παρά μόνο όλα όσα θα μπορούσε να έχει ως χολεριασμένη. Αντίθετα, εκείνη ήταν πιο σαφής: ο νεαρός γιατρός, για τον οποίο τόσα είχε ακούσει με την ευκαιρία της χολέρας, της φάνηκε ένας σχολαστικός, ανίκανος ν' αγαπήσει οποιονδήποτε εκτός από τον εαυτό του. Η διάγνωση ήταν μια τροφική εντερική λοίμωξη, που υποχώρησε μετά από μια σπιτική θεραπεία τριών ημερών. Ξαλαφρωμένος από την επαλήθευση πως η κόρη του δεν είχε κολλήσει χολέρα, ο Λορένσο Δάσα συνόδευσε το γιατρό Χουβενάλ Ουρμπίνο μέχρι το σκαλοπάτι της άμαξας, τον πλήρωσε το χρυσό πέσο της επίσκεψης, που του φάνηκε υπερβολικό ακόμα και για ένα γιατρό των πλουσίων, αλλά τον αποχαιρέτησε με απεριόριστες εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης. Είχε θαμπωθεί με τη λάμψη των τίτλων του κι όχι μόνο δεν το έκρυβε, αλλά θα έκανε ο,τιδήποτε για να τον ξαναδεί και σε συνθήκες λιγότερο τυπικές.
   Η υπόθεση θα 'πρεπε να είχε τελειώσει εδώ. Την Τρίτη, ωστόσο, της επόμενης βδομάδας, χωρίς να τον φωνάξουν και χωρίς καμιά αναγγελία, ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο ξαναγύρισε στο σπίτι παράκαιρα, στις τρεις το μεσημέρι. Η Φερμίνα Δάσα βρισκόταν στο δωμάτιο ραπτικής κάνοντας μάθημα ελαιογραφίας με λάδι, μαζί με δυο φίλες, όταν εκείνος εμφανίστηκε στο παράθυρο με την άσπρη άψογη ρεντιγκότα του και μ' ένα ημίψηλο με τεπέ, άσπρο κι αυτό, κάνοντάς της νόημα να πλησιάσει. Εκείνη άφησε την παλέτα πάνω στην καρέκλα και πήγε προς το παράθυρο, περπατώντας στις μύτες των ποδιών της, τη φούστα με τα βολάν σηκωμένη μέχρι τους αστραγάλους για να μη σέρνεται. Φορούσε ένα κοκαλάκι στα μαλλιά, μ' ένα στολίδι που κρεμόταν στο μέτωπό της και που η πέτρα του είχε το ίδιο χρώμα με τα μάτια της κι όλα πάνω της είχαν μια πνοή φρεσκάδας. Ο γιατρός πρόσεξε πως για να ζωγραφίσει μες στο σπίτι είχε ντυθεί λες και θα πήγαινε σε γιορτή. Μέτρησε το σφυγμό της, απ' έξω από το παράθυρο, την έβαλε να βγάλει τη γλώσσα, εξέτασε το λαιμό της με μια σπάτουλα από αλουμίνιο, κοίταξε από μέσα το κάτω βλέφαρο και κάθε φορά έκανε μια επιδοκιμαστική κίνηση. Ήταν λιγότερο συγκρατημένος από την προηγούμενη επίσκεψη, εκείνη όμως ήταν περισσότερο σφιγμένη, γιατί δεν καταλάβαινε το λόγο της απρόσμενης επίσκεψης, μια κι αυτός ο ίδιος είχε πει πως δε θα ξαναγύριζε, παρά μόνο αν τον φώναζαν για κάτι νεότερο. Κι ακόμα περισσότερο: δεν ήθελε να τον ξαναδεί ποτέ. Όταν τελείωσε η εξέταση ο γιατρός φύλαξε τη σπάτουλα στο γεμάτο με όργανα και μπουκαλάκια βαλιτσάκι του και το έκλεισε μ' ένα ξερό χτύπημα.
   "Είστε σαν ένα φρέσκο τριαντάφυλλο", της είπε.
   "Ευχαριστώ".
   "Το Θεό", είπε εκείνος και παράθεσε άσχημα το Σάντο Τομάς: "Να θυμάστε πως όλα τα καλά, απ' όπου και να έρχονται, εκπορεύονται από το Άγιο Πνεύμα. Σας αρέσει η μουσική;"
   Τη ρώτησε μ' ένα γοητευτικό χαμόγελο, μ' έναν τρόπο απλό, αλλά εκείνη δεν ανταποκρίθηκε. 
   "Για ποιο λόγο η ερώτηση;" ρώτησε με τη σειρά της. 
   "Η μουσική είναι σπουδαία για την υγεία", είπε εκείνος.
   Το πίστευε στ' αλήθεια κι αυτή θα μάθαινε πολύ γρήγορα και για όλη την υπόλοιπη ζωή της, πως το θέμα της μουσικής ήταν μια μαγική συνταγή που ο γιατρός χρησιμοποιούσε για να πιάνει φιλία, αλλά εκείνη τη στιγμή το πήρε για κοροϊδία. Επιπλέον οι φίλες της, που έκαναν πως ζωγράφιζαν όσο οι δυο τους κουβέντιαζαν στο παράθυρο, έβαλαν τα γέλια κι έκρυψαν τα πρόσωπά τους πίσω από τις παλέτες πράγμα που κατέληξε να εκνευρίσει τη Φερμίνα Δάσα. Έξαλλη από το θυμό της έκλεισε απότομα το παράθυρο. Ο γιατρός, σαστισμένος μπροστά στα δαντελένια κουρτινάκια, προσπάθησε να βρει το δρόμο για την εξώπορτα, μα πήρε λάθος κατεύθυνση και στη ζαλάδα του έπεσε πάνω στο κλουβί με τα μυρωδάτα κοράκια. Αυτά έβγαλαν κάτι φρικτές τσιρίδες, φτερουγίζοντας τρομαγμένα και τα ρούχα του γιατρού μούσκεψαν από ένα γυναικείο άρωμα. Ο κεραυνός της φωνής του Λορένσο Δάσα τον κάρφωσε στη θέση του.
   "Γιατρέ! Περιμένετέ με".
   Τα είχε δει όλα από το πάνω πάτωμα και κατέβηκε τα σκαλοπάτια κουμπώνοντας το πουκάμισό του, πρησμένος και μπλαβής, με ανακατωμένες τις φαβορίτες από τον άσχημο μεσημεριανό ύπνο. Ο γιατρός προσπάθησε να ξεπεράσει την αμηχανία του.
   "Είπα στην κόρη σας πως είναι σαν τριαντάφυλλο".
   "Και είναι", είπε ο Λορένσο Δάσα, "αλλά με υπερβολικά πολλά αγκάθια".
   Πέρασε μπροστά από το γιατρό Ουρμπίνο χωρίς να τον χαιρετήσει. Έσπρωξε τα δυο παραθυρόφυλλα στο δωμάτιο της ραπτικής και διέταξε την κόρη του με μια απότομη φωνή:
   "Έλα να ζητήσεις συγνώμη από το γιατρό".
   Ο γιατρός προσπάθησε να μπει στη μέση για να τον εμποδίσει, μα ο Λορένσο Δάσα δεν του έδωσε προσοχή. Επέμενε: "Γρήγορα". Εκείνη κοίταξε τις φίλες της με μια κρυφή παράκληση κατανόησης κι απάντησε στον πατέρα της πως δεν είχε λόγο να ζητήσει συγνώμη, αφού έκλεισε το παράθυρο μόνο για να μην μπαίνει ο ήλιος. Ο γιατρός Ουρμπίνο δήλωσε πως η εξήγηση ήταν αρκετή, αλλά ο Λορένσο Δάσα επέμενε. Τότε η Φερμίνα Δάσα πήγε στο παράθυρο, χλωμή από το θυμό της και φέρνοντας το δεξί πόδι μπροστά, ενώ σήκωνε τη φούστα με τα δάχτυλα, έκανε στο γιατρό μια θεατρινίστικη υπόκλιση.
   "Κύριε, σας ζητώ ταπεινά συγνώμη", του είπε.
   Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο τη μιμήθηκε καλοδιάθετα κάνοντας με το ψηλό καπέλο του μια υπόκλιση σαν σωματοφύλακας, χωρίς όμως να λάβει το χαμόγελο της κατανόησης που περίμενε. Ο Λορένσο Δάσα τον κάλεσε ύστερα να πιουν έναν καφέ για να επανορθώσει κι εκείνος δέχτηκε μ' ευχαρίστηση για να του δείξει πως δεν έμεινε στην καρδιά του ούτε μια σταλιά δυσαρέσκεια.
   Η αλήθεια είναι πως ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο δεν έπινε παρά μόνο έναν καφέ, νηστικός. Ούτε και οινοπνευματώδη, εκτός από ένα ποτηράκι κρασί με το φαγητό, σε σοβαρές περιστάσεις. Ωστόσο, όχι μόνο ήπιε τον καφέ που του πρόσφερε ο Λορένσο Δάσα, αλλά δέχτηκε επιπλέον κι ένα ποτήρι αγουαρδιέντε. Ύστερα δέχτηκε κι άλλον καφέ μ' άλλο ένα ποτήρι κι ύστερα κι άλλο, παρόλο που είχε ακόμα να κάνει επισκέψεις. Στην αρχή άκουσε με προσοχή τις δικαιολογίες, που ο Λορένσο Δάσα εξακολουθούσε να του δίνει για λογαριασμό της κόρης του, την οποία περιέγραψε ως ένα έξυπνο και σοβαρό κορίτσι, που του άξιζε ένας πρίγκιπας από εδώ, ή απ' οποιοδήποτε άλλο μέρος και που το μόνο της ελάττωμα, όπως έλεγε, ήταν ο μουλαρίσιος της χαρακτήρας. Μετά όμως από το δεύτερο ποτήρι νόμισε πως άκουσε τη φωνή της Φερμίνα Δάσα, στο βάθος της αυλής κι η φαντασία του έτρεξε πίσω της, την ακολούθησε μές στη νύχτα που έπεφτε στο σπίτι, καθώς άναβε τα φώτα στο διάδρομο, καθώς έριχνε με την τρόμπα εντομοκτόνο στις κρεβατοκάμαρες, καθώς άνοιγε την κατσαρόλα με τη σούπα που επρόκειτο να φάνε εκείνο το βράδυ με τον πατέρα της, αυτός κι εκείνη, μόνοι στο τραπέζι, χωρίς να σηκώνει το βλέμμα, χωρίς να ρουφάει τη σούπα της, για να μη σπάσει τα μάγια του θυμού, μέχρι ν' αναγκαστεί εκείνος να υποχωρήσει και να της ζητήσει συγνώμη για την απογευματινή του αυστηρότητα.  
   Ο γιατρός Ουρμπίνο γνώριζε αρκετά τις γυναίκες για να καταλάβει πως η Φερμίνα Δάσα δε θα περνούσε από το γραφείο όσο εκείνος δεν έφευγε, αλλά καθυστερούσε έτσι κι αλλιώς, γιατί ένιωθε πως ο πληγωμένος του εγωισμός δε θα τον άφηνε σε ησυχία μετά από τις προσβολές εκείνου του απογεύματος. Ο Λορένσο Δάσα μεθυσμένος σχεδόν πια δε φαινόταν να ενοχλείται που δεν τον πρόσεχε, γιατί ήταν αυτάρκης με την ανήμερη λογοδιάρροιά του. Μιλούσε γρήγορα, μασουλώντας την άκρη από το σβησμένο πούρο του, βήχοντας δυνατά, καθαρίζοντας το λαιμό του, προσπαθώντας με δυσκολία να βολευτεί στην περιστροφική πολυθρόνα που οι σούστες της έκαναν σαν κραυγές ζώου σε οργασμό. Είχε πιει τρία ποτήρια για κάθε ένα του καλεσμένου του κι έκανε μόνο μια παύση όταν κατάλαβε πως δεν έβλεπαν πια ο ένας τον άλλον, για να σηκωθεί ν' ανάψει τη λάμπα. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο τον κοίταξε καταπρόσωπο με το καινούριο φως, είδε πως το μάτι του ήταν αλλήθωρο  σαν των ψαριών και πως τα λόγια του δεν ανταποκρίνονταν στις κινήσεις των χειλιών του. Αλλά σκέφτηκε πως ήταν παραισθήσεις δικές του από την κατάχρηση του οινοπνεύματος. Τότε σηκώθηκε με τη μαγευτική αίσθηση πως βρισκόταν μέσα σ' ένα σώμα που δεν ήταν το δικό του, παρά κάποιου που εξακολουθούσε να βρίσκεται καθισμένος στη δική του θέση κι αναγκάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να παραμείνει νηφάλιος.
   Ήταν περασμένες εφτά όταν βγήκε από το γραφείο, πίσω από το Λορένσο Δάσα. Είχε πανσέληνο. Η αυλή, εξωραϊσμένη από την αγουαρδιέντε, επέπλεε στο βάθος ενός ενυδρείου και τα κλουβιά σκεπασμένα με πανιά έμοιαζαν με κοιμισμένα φαντάσματα μες στη θερμή ευωδιά των πορτοκαλανθών. Το παράθυρο στο δωμάτιο της ραπτικής ήταν ανοιχτό κι υπήρχε μια αναμμένη λάμπα πάνω στο τραπέζι εργασίας κι οι ατέλειωτοι πίνακες βρίσκονταν πάνω στα τρίποδα όπως σε έκθεση. "Πού είσαι που δεν είσαι", είπε ο γιατρός Ουρμπίνο περνώντας, αλλά η Φερμίνα Δάσα δεν τον άκουσε, δεν μπορούσε να τον ακούσει, γιατί έκλαιγε από το θυμό της στην κρεβατοκάμαρα, πεσμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι και περιμένοντας τον πατέρα της που θα τον έκανε να πληρώσει τον εξευτελισμό εκείνου του απογεύματος. Ο γιατρός δεν είχε εγκαταλείψει την ελπίδα του να την αποχαιρετήσει, μα ο Λορένσο Δάσα δεν το πρότεινε. Πεθύμησε την αθωότητα του σφυγμού της, τη γατίσια της γλώσσα, τις τρυφερές της αμυγδαλές, αλλά έχασε το κέφι του με την ιδέα πως εκείνη δεν ήθελε να τον ξαναδεί και ούτε που θα του επέτρεπε να την ξανάβλεπε. Όταν ο Λορένσο Δάσα έφτασε στην εξώπορτα, τα κοράκια, ξύπνια κάτω από τα σεντόνια, άφησαν μια πένθιμη τσιρίδα. "Θα σου βγάλουν τα μάτια", είπε ο γιατρός μεγαλόφωνα, καθώς σκεφτόταν εκείνη κι ο Λορένσο Δάσα γύρισε να τον ρωτήσει τι είχε πει.
   "Δεν ήμουν εγώ", απάντησε αυτός. "Ήταν η αγουαρδιέντε".
   Ο Λορένσο Δάσα τον συνόδευσε μέχρι το αμάξι, προσπαθώντας να τον κάνει να δεχτεί το χρυσό πέσο για τη δεύτερη επίσκεψη, αλλά εκείνος δεν το πήρε. Έδωσε ακριβείς οδηγίες στον αμαξά για να τον πάει στο σπίτι δύο αρρώστων που έπρεπε να δει κι ανέβηκε στο αμάξι χωρίς βοήθεια. Αλλά, με το ταρακούνημα στο καλντερίμι του δρόμου, άρχισε να νιώθει άσχημα κι έτσι διέταξε τον αμαξά ν' αλλάξει κατεύθυνση. Κοιτάχτηκε για μια στιγμή στον καθρέφτη της άμαξας κι είδε πως κι η εικόνα του εξακολουθούσε να σκέφτεται τη Φερμίνα Δάσα. Σήκωσε τους ώμους. Στο τέλος ρεύτηκε δυνατά, έγειρε το κεφάλι του στο στήθος του κι αποκοιμήθηκε ακούγοντας στον ύπνο του τις πένθιμες καμπάνες. Πρώτα τις καμπάνες του καθεδρικού ναού κι ύστερα απ' όλες τις εκκλησίες, τη μια μετά την άλλη ως και τις πήλινες σπασμένες του Σαν Χουλιάν του Χοσπιταλάριο.
   "Σκατά", μουρμούρισε κοιμισμένος, "πέθαναν όλοι οι πεθαμένοι".
   Η μητέρα του κι οι αδελφές του έπιναν καφέ με γάλα κι αλμοχάμπανας για βραδινό στο μεγάλο τραπέζι της καλής τραπεζαρίας, όταν τον είδαν να εμφανίζεται στην πόρτα με καταβεβλημένο το πρόσωπο και καταντροπιασμένο από το πουτανίστικο άρωμα των πουλιών. Η μεγάλη καμπάνα του γειτονικού καθεδρικού ναού αντηχούσε μες στην τεράστια δεξαμενή του σπιτιού. Η μητέρα τον ρώτησε ανήσυχη πού είχε πάει, γιατί τον έψαχναν παντού να κοιτάξει το στρατηγό Ιγνάσιο Μαρία, τελευταίο εγγονό του Μαρκήσιου του Χαραϊς δε λα Βέρα, που εκείνο το απόγευμα έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση: γι' αυτόν χτυπούσαν οι καμπάνες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο παρακολούθησε τη μητέρα του χωρίς να την ακούει, πιασμένος από το πλαίσιο της πόρτας κι ύστερα έκανε μισή στροφή προσπαθώντας να πάει στο δωμάτιό του, αλλά έπεσε μπρούμυτα μέσα σε μια έκρηξη εμετού από αγουαρδιέντε κι αστεράκια.
   "Παναγιά Παρθένα", φώναξε η μητέρα του. "Κάτι πολύ παράξενο  θα πρέπει να συνέβη για να εμφανιστείς στο σπίτι σου σε τέτοια κατάσταση".
   Το πιο παράξενο, ωστόσο, δεν είχε συμβεί ακόμα. Επωφελούμενος από την επίσκεψη του γνωστού πιανίστα Ρομέο Λούσιτς, που έπαιζε μια σειρά από σονάτες του Μότσαρτ, μόλις η πόλη συνήλθε από το πένθος του στρατηγού Ιγνάσιο Μαρία, ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο έβαλε το πιάνο του Ωδείου πάνω σ' ένα κάρο με μουλάρια κι έκανε μια σερενάτα στη Φερμίνα Δάσα που άφησε εποχή. Εκείνη είχε ξυπνήσει με τα πρώτα μέτρα και δε χρειάστηκε να κοιτάξει από τα σκαλισμένα κάγκελα για να καταλάβει ποιος είχε οργανώσει αυτή την ασυνήθιστη εκδήλωση. Το μόνο που λυπήθηκε ήταν που δεν είχε το κουράγιο, όπως άλλες ενοχλημένες κοπέλες, ν' αδειάσει το δοχείο της νύχτας πάνω στο κεφάλι του ανεπιθύμητου υποψήφιου. Ο Λορένσο Δάσα, αντίθετα, ντύθηκε βιαστικά, όσο κρατούσε η σερενάτα και στο τέλος κάλεσε στο σαλόνι το γιατρό Χουβενάλ Ουρμπίνο και τον πιανίστα, που ήταν ακόμα στολισμένοι με το βραδινό ένδυμα για τη συναυλία και τους ευχαρίστησε για τη σερενάτα μ' ένα ποτήρι καλό κονιάκ.
   Η Φερμίνα Δάσα κατάλαβε πολύ γρήγορα πως ο πατέρας της προσπαθούσε να μαλακώσει την καρδιά της. Την επομένη της σερενάτας της είπε, ενώ κουβέντιαζαν: "Φαντάσου πώς θα αισθανόταν η μητέρα σου αν ήξερε πως σ' αγαπάει ένας Ουρμπίνο δε λα Κάλιε". Εκείνη είχε απαντήσει ξερά: "Θα έτριζαν τα κόκαλά της". Οι φίλες της, που ζωγράφιζαν μαζί της, της διηγήθηκαν πως ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο είχε καλέσει τον Λορένσο Δάσα στη Λέσχη για φαγητό και πως του είχε κάνει αυστηρή παρατήρηση για παράβαση του κανονισμού. Μόνο τότε έμαθε πως ο πατέρας της είχε ζητήσει πολλές φορές να γίνει μέλος στη Λέσχη και κάθε φορά τον απορρίπτανε με τόσα μαύρα μπαλάκια που δεν άφηναν περιθώρια για μια καινούρια προσπάθεια. Ο Λορένσο Δάσα όμως κατάπινε τις ταπεινώσεις με το συκώτι ενός καλού βαρελά κι εξακολουθούσε να εφευρίσκει τρόπους για να συναντιέται τυχαία με το Χουβενάλ Ουρμπίνο, χωρίς να συνειδητοποιεί πως ήταν ο Χουβενάλ Ουρμπίνο που έκανε τ' αδύνατα δυνατά για να τον συναντάει. Μερικές φορές περνούσαν ώρες κουβεντιάζοντας στο γραφείο και το σπίτι στο μεταξύ παράμενε μετέωρο μες στο χρόνο, γιατί η Φερμίνα Δάσα δεν επέτρεπε να γίνει τίποτα όσο εκείνος δεν έφευγε. Το Καφενείο της Ενορίας ήταν ένας καλός ενδιάμεσος σταθμός. Εκεί ήταν που ο Λορένσο Δάσα έδωσε στο Χουβενάλ Ουρμπίνο τα πρώτα μαθήματα σκάκι κι αποδείχτηκε ένας τόσο καλός μαθητής που το σκάκι τού έγινε μια αγιάτρευτη μανία να τον βασανίζει μέχρι τη μέρα του θανάτου του.
   Μια νύχτα, λίγο μετά τη σερενάτα με το πιάνο, ο Λορένσο Δάσα βρήκε ένα γράμμα, σε σφραγισμένο φάκελο στην εξώπορτα του σπιτιού του που απευθυνόταν στην κόρη του, με το μονόγραμμα του Χ. Ο. Κ. αποτυπωμένο πάνω στο βουλοκέρι. Περνώντας μπροστά από την κρεβατοκάμαρα της Φερμίνα το έριξε κάτω από την πόρτα κι εκείνη δεν μπόρεσε να καταλάβει με ποιο τρόπο είχε φτάσει μέχρι εκεί, μιας και της φαινόταν ασύλληπτο να έχει αλλάξει ο πατέρας της τόσο ώστε να της πάει το γράμμα ενός υποψήφιου. Το άφησε πάνω στο κομοδίνο, χωρίς να ξέρει στ' αλήθεια τι να το κάνει κι έμεινε εκεί κλειστό για αρκετές μέρες, μέχρι κάποιο βροχερό απόγευμα που η Φερμίνα Δάσα ονειρεύτηκε πως ο Χουβενάλ Ουρμπίνο είχε επιστρέψει στο σπίτι για να της χαρίσει τη σπάτουλα με την οποία της εξέτασε το λαιμό. Η σπάτουλα του ονείρου δεν ήταν από αλουμίνιο, αλλά από ένα ορεκτικό μέταλλο, που η ίδια είχε δοκιμάσει σ' άλλα όνειρα κι έτσι το έκοψε σε δυο άνισα κομμάτια κι έδωσε σ' εκείνον το πιο μικρό.
   Όταν ξύπνησε, άνοιξε το γράμμα. Ήταν σύντομο, ευπρεπές και το μόνο που ο Χουβενάλ Ουρμπίνο παρακαλούσε ήταν να του επιτρέψει να ζητήσει από τον πατέρα της την άδεια να την επισκεφτεί. Της έκανε εντύπωση η απλότητα και η σοβαρότητά του κι ο θυμός που είχε καλλιεργήσει με τόση αγάπη όλες εκείνες τις μέρες διαλύθηκε αμέσως. Φύλαξε το γράμμα σε μια κασετίνα που δε χρησιμοποιούσε, μέσα σ' ένα μπαούλο, αλλά θυμήθηκε πως εκεί φύλαγε και τ' αρωματισμένα γράμματα του Φλορεντίνο Αρίσα και για τούτο το έβγαλε από την κασετίνα για να του αλλάξει θέση, ταραγμένη από μια στιγμιαία ντροπή. Τότε της φάνηκε πως το πιο σωστό θα ήταν να κάνει πως δεν το έλαβε και το έκαψε στη λάμπα, παρακολουθώντας πώς οι σταγόνες από το βουλοκέρι έσκαζαν σε γαλάζιες φούσκες πάνω στη φλόγα. Αναστέναξε: "ο καημένος". Και ξαφνικά κατάλαβε πως ήταν η δεύτερη φορά που έλεγε αυτήν τη λέξη μέσα σε περίπου ένα χρόνο, για μια στιγμή σκέφτηκε το Φλορεντίνο Αρίσα και ξαφνιάστηκε κι η ίδια για το πόσο μακριά βρισκόταν από τη ζωή της: ο καημένος.
   Τον Οκτώβρη, με τις τελευταίες βροχές, έφτασαν τρία ακόμα γράμματα, το πρώτο συνοδευμένο από ένα κουτάκι με καραμέλες βιολέτα του Αββαείου του Φλαβινί. Τα δύο τα παρέδωσε στην εξώπορτα του σπιτιού ο αμαξάς του γιατρού Χουβενάλ Ουρμπίνο κι εκείνος έσκυψε και χαιρέτησε τη Γκάλα Πλασίδια από το παράθυρο της άμαξας, πρώτα για να μην υπάρχει αμφιβολία πως τα γράμματα ήταν δικά του και δεύτερο για να μη μπορεί κανείς να πει πως δεν τα είχε λάβει. Επιπλέον, και τα δυο, ήταν σφραγισμένα από το μονόγραμμά του με βουλοκέρι και γραμμένα με τα ακατανόητα ορνιθοσκαλίσματα, που η Φερμίνα Δάσα γνώριζε πια: γράμματα γιατρού. Και τα δυο έλεγαν βασικά τα ίδια με το πρώτο κι έδειχναν το ίδιο πνεύμα υποταγής, αλλά κάτω από την ευγένεια είχε αρχίσει να διαφαίνεται μια αγωνία που ποτέ δεν είχαν τα νηφάλια γράμματα του Φλορεντίνο Αρίσα. Η Φερμίνα Δάσα τα διάβασε αμέσως μόλις τα έλαβε, με δύο βδομάδες διαφορά μεταξύ τους, και, χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει κι η ίδια, άλλαξε γνώμη τη στιγμή που ήταν έτοιμη να τα κάψει. Ποτέ, ωστόσο, δε σκέφτηκε ν' απαντήσει.
   Το τρίτο γράμμα του Οκτώβρη το έριξαν κάτω από την εξώπορτα κι ήταν τελείως διαφορετικό από τα προηγούμενα. Τα γράμματα ήταν τόσο παιδαριώδη που θα πρέπει να είχαν γραφτεί με το αριστερό χέρι, αλλά η Φερμίνα Δάσα δεν το κατάλαβε παρά μόνο αφού διάβασε το κείμενο, μια ανώνυμη κακοήθεια. Αυτός που το είχε γράψει θεωρούσε γεγονός πως η Φερμίνα Δάσα είχε γοητέψει με τα μαγικά της φίλτρα το γιατρό Χουβενάλ Ουρμπίνο κι απ' αυτή την υπόθεση έβγαζε φρικτά συμπεράσματα. Κατέληγε με μια απειλή: αν η Φερμίνα Δάσα δεν εγκατέλειπε την πρόθεσή της να το σκάσει με τον πιο περιζήτητο άντρα μες στην πόλη, θα την ντρόπιαζαν δημόσια. 
   Ένιωσε θύμα μιας σοβαρής αδικίας, αλλά η αντίδρασή της δεν ήταν εκδικητική, μα το αντίθετο: θα ήθελε ν' ανακαλύψει το συγγραφέα του ανώνυμου γράμματος, να τον πείσει για το λάθος του, με όσες εξηγήσεις ήταν αναγκαίο, επειδή ήταν σίγουρη πως ποτέ, και για κανένα λόγο, δε θ' ανταποκρινόταν στις κολακείες του Χουβενάλ Ουρμπίνο. Τις επόμενες μέρες πήρε άλλα δυο γράμματα χωρίς υπογραφή, τόσο ύπουλα όσο και το πρώτο, αλλά κανένα από τα τρία δεν ήταν γραμμένο από το ίδιο πρόσωπο. Ή είχε πέσει θύμα μιας συνωμοσίας ή η λανθασμένη εκδοχή του κρυφού της έρωτα είχε φτάσει μακρύτερα απ' όσο υπέθετε. Την ανησυχούσε η ιδέα πως όλα ήταν συνέπεια μιας απλής αδιακρισίας του Χουβενάλ Ουρμπίνο. Της πέρασε από το νου, πως μπορεί να ήταν ένας άνθρωπος διαφορετικός από την καθωσπρέπει εμφάνισή του, πως ίσως φλυαρούσε στις επισκέψεις κι έκανε επίδειξη των φανταστικών του κατακτήσεων όπως τόσοι άλλοι στην τάξη του. Σκέφτηκε να του γράψει και να τον επιπλήξει για την προσβολή της τιμής της, αλλά ύστερα άλλαξε γνώμη, γιατί ίσως αυτό να ήθελε κι εκείνος. Προσπάθησε να πάρει πληροφορίες από τις φίλες της που έρχονταν να ζωγραφίσουν μαζί της στο δωμάτιο της ραπτικής, αλλά το μόνο που είχαν ακούσει ήταν καλοκάγαθες συζητήσεις για τη σερενάτα με το σόλο του πιάνου. Ένιωσε θυμωμένη, ανίσχυρη, ταπεινωμένη. Ενώ στην αρχή, ήθελε να συναντηθεί με τον αόρατο εχθρό για να τον πείσει για το λάθος του, τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να τον κάνει κομματάκια με το κλαδευτήρι. Περνούσε τις νύχτες ξάγρυπνη, αναλύοντας τις λεπτομέρειες και τις εκφράσεις των ανώνυμων γραμμάτων με την ελπίδα να βρει κάποιο παρηγορητικό ίχνος. Άδικα έλπιζε: η Φερμίνα Δάσα ήταν από τη φύση της ξένη στον εσωτερικό κόσμο των Ουρμπίνο δε λα Κάλιε και διέθετε όπλα για ν' αμύνεται στις καλές τους τέχνες, αλλά όχι και στις κακές τους.    
   Αυτή η πεποίθηση έγινε ακόμα πιο πικρή μετά τη φρίκη της μαύρης κούκλας που έφτασε μια από κείνες τις μέρες, χωρίς καμιά κάρτα, αλλά που την προέλευσή της νόμισε πως ήταν εύκολο να μαντέψει: μόνο ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο μπορούσε να την έχει στείλει. Ήταν αγορασμένη στη Μαρτινίκα, σύμφωνα με την ετικέτα της και φορούσε ένα έξοχο φουστάνι, είχε σγουρά μαλλιά με μπλεγμένες χρυσές κλωστές κι έκλεινε τα μάτια όταν την ξάπλωνε. Η Φερμίνα Δάσα τη βρήκε τόσο διασκεδαστική που νίκησε τους δισταγμούς της και στη διάρκεια της μέρας την άφηνε πάνω στο μαξιλάρι της. Συνήθισε να κοιμάται μαζί της. Μετά από ένα διάστημα όμως, ύστερα από ένα εξουθενωτικό όνειρο, ανακάλυψε πως η κούκλα μεγάλωνε: τ' ακριβά πρωτότυπα ρούχα που φορούσε στην αρχή άφηναν ξέσκεπα τα πόδια της και τα παπούτσια είχαν ανοίξει από την πίεση των ποδιών. Η Φερμίνα Δάσα είχε ακούσει να μιλούν για αφρικανικά μάγια, αλλά κανένα δεν ήταν τόσο τρομερό όπως ετούτο. Από την άλλη μεριά, δεν μπορούσε να φανταστεί πώς ένας άντρας σαν το Χουβενάλ Ουρμπίνο ήταν ικανός για τέτοια φρικαλεότητα. Είχε δίκιο: την κούκλα δεν την είχε πάει ο αμαξάς αλλά ένας πλανόδιος μικροπωλητής με γαρίδες που περνούσε συχνά από εκεί, για τον οποίο όμως κανένας δεν ήξερε τίποτα. Προσπαθώντας να λύσει το αίνιγμα, η Φερμίνα Δάσα είχε σκεφτεί προς στιγμή το Φλορεντίνο Αρίσα, που η θλιβερή του κατάσταση την τρόμαζε, αλλά η ζωή ανέλαβε να την πείσει για το λάθος της. Το μυστήριο ποτέ δε λύθηκε και μόνο η ανάμνησή του της έφερνε ανατριχίλα απ' το φόβο, μέχρι πολύ αργότερα, αφού παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά και πίστεψε πως ήταν η εκλεκτή της μοίρας: η πιο ευτυχισμένη.
   Η τελευταία προσπάθεια του γιατρού Χουβενάλ Ουρμπίνο ήταν η μεσολάβηση της αδελφής Φράνκα δε λα Λους, ηγουμένης στο κολλέγιο της Πρεσεντασιόν δε λα Σαντίσιμα Βίρχεν, η οποία δεν μπορούσε ν' αρνηθεί την αίτηση μιας οικογένειας που βοηθούσε την κοινότητά της από την εποχή που είχαν εγκατασταθεί στην Αμερική. Εμφανίστηκε με τη συνοδεία μιας δόκιμης, στις εννιά το πρωί κι αναγκάστηκαν κι οι δυο να περάσουν μισή ώρα με τα πουλιά, όσο η Φερμίνα Δάσα έκανε το μπάνιο της. Ήταν μια αρρενωπή Γερμανίδα, με μεταλλική προφορά κι αυταρχικό βλέμμα που δεν είχε καμιά σχέση με τα παιδαριώδη της πάθη. Δεν υπήρχε άλλος στον κόσμο, που η Φερμίνα Δάσα να μισούσε όσο αυτήν κι όλα όσα είχαν να κάνουν μ' αυτήν λες κι η ανάμνηση και μόνο της ψευτολύπης της της προκαλούσε μια φαγούρα σα να είχε σκορπιούς στα σωθικά της. Όταν την είδε από την πόρτα του μπάνιου, ξαναθυμήθηκε ξαφνικά τις τιμωρίες του σχολείου, την ανυπόφορη νύστα στην καθημερινή λειτουργία, τον τρόμο των εξετάσεων, τη δουλοπρεπή προθυμία των δοκίμων, ολόκληρη τη ζωή διαστρεβλωμένη μέσα από το πρίσμα της φτώχειας του πνεύματος. Η αδελφή Φράνκα δε λα Λους, αντίθετα, τη χαιρέτησε με μια χαρά που της φάνηκε αληθινή. Είχε ξαφνιαστεί με το πόσο είχε μεγαλώσει κι ωριμάσει και την παίνεσε για το πόσο φρόντιζε το σπίτι, την ωραία διαρρύθμιση της αυλής, τη θερμή ευωδιά των πορτοκαλανθών. Διέταξε τη δόκιμη να την περιμένει εκεί, χωρίς να πλησιάσει υπερβολικά τα κοράκια, γιατί με μια απροσεξία μπορούν να σου βγάλουν τα μάτια κι έψαξε για μια απομακρυσμένη μεριά να καθήσουν να μιλήσουν μόνες τους, με τη Φερμίνα Δάσα. Εκείνη την κάλεσε να πάνε στο σαλόνι.
   Ήταν μια σύντομη επίσκεψη. Η αδελφή Φράνκα δε λα Λους, χωρίς να χάσει καιρό με εισαγωγές πρόσφερε στη Φερμίνα Δάσα μια τιμητική αποκατάσταση. Η αιτία της αποπομπής από το κολλέγιο θα σβηνόταν, όχι μόνο από τα πρακτικά, αλλά κι από τη θύμηση της κοινότητας κι αυτό θα της επέτρεπε να τελειώσει τις σπουδές της και να πάρει το δίπλωμα του Γυμνασίου. Η Φερμίνα Δάσα, αμήχανη, θέλησε να μάθει το λόγο.
   "Είναι η παράκληση κάποιου που τ' αξίζει όλα και που η μόνη του επιθυμία είναι να σε κάνει ευτυχισμένη", είπε η καλόγρια. "Ξέρεις ποιος είναι;"
   Τότε κατάλαβε. Αναρωτήθηκε με τι εξουσία έγινε μεσάζουσα στον έρωτα η γυναίκα που είχε χαλάσει τη ζωή της για ένα αθώο γράμμα, αλλά δεν τόλμησε να το πει. Είπε, αντίθετα, πως ναι, γνώριζε αυτόν τον άντρα κι ακριβώς γι' αυτό ήξερε πως δεν είχε κανένα δικαίωμα ν' ανακατεύεται στη ζωή της.
   "Το μόνο που σε παρακαλεί είναι να του δώσεις την άδεια να μιλήσει μαζί σου πέντε λεπτά", είπε η καλόγρια. "Είμαι σίγουρη πως ο πατέρας σου δε θα έχει αντίρρηση".
   Ο θυμός της Φερμίνα Δάσα έγινε μεγαλύτερος με τη σκέψη πως ο πατέρας της ήταν συνένοχος σ' εκείνη την επίσκεψη.
   "Ειδωθήκαμε δυο φορές, όταν ήμουν άρρωστη", είπε. "Τώρα δεν υπάρχει κανένας λόγος". 
   "Για οποιαδήποτε γυναίκα με μια σταλιά μυαλό αυτός ο άντρας είναι δώρο της Θείας Πρόνοιας", είπε η καλόγρια. 
   Εξακολούθησε να μιλάει για τα προτερήματά του, την ευλάβειά του, την αφοσίωσή του στην υπηρεσία των πονεμένων. Όσο μιλούσε έβγαλε από το μανίκι της ένα χρυσό ροζάριο μ' ένα Χριστό σκαλισμένο σ' ελεφαντόδοντο και το κούνησε μπροστά στα μάτια της Φερμίνα Δάσα. Ήταν ένα οικογενειακό κειμήλιο, πάνω από εκατό χρονών, φτιαγμένο από ένα χρυσοχόο της Σιένα και το είχε ευλογήσει ο πάπας Κλεμέντε ΙV. 
   "Είναι δικό σου", είπε.
   Η Φερμίνα Δάσα ένιωσε το αίμα ν' ανεβαίνει στο κεφάλι της και τότε τόλμησε.
   "Δεν μπορώ να καταλάβω, πώς, εσείς, μπορείτε να κάνετε αυτό το πράγμα", είπε, "εφόσον νομίζετε πως ο έρωτας είναι αμαρτία".
   Η αδελφή Φράνκα δε λα Λους έκανε πως δεν άκουσε την παρατήρηση, αλλά τα μάγουλά της άναψαν. Εξακολούθησε να κουνάει το ροζάριο μπροστά στα μάτια της.
   "Είναι καλύτερα να συνεννοηθούμε οι δυο μας", είπε, "γιατί μπορεί να έρθει ο αρχιεπίσκοπος και τότε τα πράγματα θα είναι διαφορετικά".
   "Να έρθει", είπε η Φερμίνα Δάσα.
   Η αδελφή Φράνκα δε λα Λους έκρυψε το χρυσό ροζάριο στο μανίκι. Ύστερα έβγαλε από το άλλο ένα πολυμεταχειρισμένο μαντήλι και το κράτησε σφιχτά στη φούχτα της, κοιτάζοντας τη Φερμίνα από πολύ μακριά, μ' ένα συμπονετικό χαμόγελο.
   "Καημένη μου κόρη", αναστέναξε, "ακόμα σκέφτεσαι εκείνον τον άντρα".
   Η Φερμίνα Δάσα συγκράτησε την αυθάδικη απάντηση κοιτάζοντας την καλόγρια χωρίς ν' ανοιγοκλείσει βλέφαρο, κρατώντας την αυτοκυριαρχία της σιωπηλά, ώσπου είδε με μεγάλη ικανοποίηση πως τ' αντρικά της μάτια είχαν γεμίσει δάκρυα. Η αδελφή Φράνκα δε λα Λους τα σκούπισε με το μπαλάκι το μαντήλι και σηκώθηκε όρθια.  
   "Καλά λέει ο πατέρας σου πως είσαι μουλάρι", είπε.
   Ο αρχιεπίσκοπος δεν πήγε. Η πολιορκία θα είχε τελειώσει έτσι, εκείνη τη μέρα, αν δεν ήταν η Ιλδεμπράντα Σάντσες. Πήγε να περάσει τα Χριστούγεννα με την ξαδέλφη της κι η ζωή άλλαξε και για τις δυο. Την παρέλαβαν από τη γολέτα της Ριοάτσα στις πέντε το πρωί, μέσα σ' ένα πλήθος από μισοπεθαμένους από τη ναυτία επιβάτες, αλλά εκείνη είχε ξεμπαρκάρει λάμποντας, πολύ γυναίκα και με πολύ κέφι παρόλη την άσχημη νύχτα στη θάλασσα. Έφτασε φορτωμένη με ζωντανές γαλοπούλες, κρεμασμένες από καλάμια και με όσα φρούτα έβγαιναν στις εύφορες πεδιάδες της για να μη λείψει τίποτα, από κανένα, στη διάρκεια της επίσκεψής της. Ο Λισίμακο Σάντσες, ο πατέρας της, έστειλε να ρωτήσουν αν χρειάζονταν μουσικούς για τις γιορτές των Χριστουγέννων, μια κι εκείνος είχε τους καλύτερους στη διάθεσή του κι υποσχέθηκε να στείλει αργότερα ένα φορτίο με πυροτεχνήματα. Είχε αναγγείλλει ακόμα πως δε θα μπορούσε να έρθει να πάρει την κόρη του πριν από το Μάρτιο, έτσι είχαν όλον τον καιρό στη διάθεσή τους για να διασκεδάσουν.
   Οι δυο ξαδέλφες άρχισαν αμέσως. Έκαναν μπάνιο μαζί, από το πρώτο απόγευμα, γυμνές, βαφτίζοντας η μια την άλλη με το νερό της δεξαμενής. Βοηθιούνταν αμοιβαία να σαπουνιστούν, να βγάλουν την κόνιδα, συνέκριναν τα οπίσθιά τους, τα σφιχτά τους στήθια, η μια κοιτάζοντας σαν σε καθρέφτη την άλλη για να καταλάβουν με πόση σκληρότητα τις είχε μεταχειριστεί ο χρόνος από την τελευταία φορά που είχαν να ειδωθούν γυμνές. Η Ιλδεμπράντα ήταν ψηλή και γεμάτη, με χρυσαφένια επιδερμίδα, αλλά το χνούδι στο σώμα της ήταν σαν μουλάτας, κοντό και σγουρό σαν αφρός από σύρμα. Η Φερμίνα Δάσα αντίθετα, είχε μια χλωμή γύμνια, με μακριές γραμμές, ήρεμη επιδερμίδα και βελουδένιο χνούδι. Η Γκάλα Πλασίδια είχε βάλει δυο όμοια κρεβάτια στην κρεβατοκάμαρα, αλλά μερικές φορές ξάπλωναν στο ένα και συζητούσαν με τα φώτα σβησμένα μέχρι το ξημέρωμα. Κάπνιζαν κάτι λεπτά πουράκια που η Ιλδεμπράντα είχε φέρει κρυμμένα στη φόδρα του μπαούλου της κι ύστερα έπρεπε να καίνε χαρτί της Αρμενίας για να φεύγει η μυρωδιά καπηλειού που έμενε στο δωμάτιο. Η Φερμίνα Δάσα είχε καπνίσει για πρώτη φορά στο Βαλιεδουπάρ κι εξακολούθησε να καπνίζει στο Φονσέκα, στη Ριοάτσα, όπου κλείνονταν μέχρι και δέκα ξαδέλφες σ' ένα δωμάτιο να καπνίσουν στα κρυφά και να μιλήσουν για άντρες. Είχε μάθει να καπνίζει ανάποδα, με τη φωτιά μες στο στόμα, όπως κάπνιζαν οι άντρες τις νύχτες του πολέμου για να μην τους προδίδει η κάφτρα του τσιγάρου. Αλλά ποτέ δεν είχε καπνίσει μόνη της. Με την Ιλδεμπράντα στο σπίτι της, κάπνιζαν κάθε νύχτα πριν κοιμηθούν κι από τότε απόχτησε τη συνήθεια να καπνίζει, αν και πάντα στα κρυφά, ακόμα κι από τον άντρα της και τα παιδιά της, όχι μόνο γιατί ήταν άπρεπο για μια γυναίκα να καπνίζει δημόσια, αλλά γιατί είχε συνδέσει την ευχαρίστηση με την παρανομία.
   Οι γονείς της Ιλδεμπράντα, της είχαν επιβάλει το ταξίδι προσπαθώντας να την απομακρύνουν από τον ανέφικτο έρωτά της, παρόλο που την έκαναν να πιστέψει πως ήταν για να βοηθήσει τη Φερμίνα ν' αποφασίσει ένα καλό γάμο. Η Ιλδεμπράντα το είχε δεχτεί με την ψευδαίσθηση πως θα κορόιδευε τη λήθη, όπως είχε κάνει η ξαδέλφη παλιά και συμφώνησε με τον τηλεγραφητή του Φονσέκα να της στέλνει τα μηνύματα με τη μεγαλύτερη μυστικότητα. Γι' αυτό η απογοήτευσή της ήταν μεγάλη όταν έμαθε πως η Φερμίνα Δάσα είχε απαρνηθεί το Φλορεντίνο Αρίσα. Επιπλέον η Ιλδεμπράντα είχε μια παγκόσμια αντίληψη για τον έρωτα και πίστευε πως ό,τι και να συνέβαινε σ' έναν, επηρέαζε όλους τους έρωτες του κόσμου. Δεν εγκατέλειψε ωστόσο το σχέδιο. Με μια τόλμη που προκάλεσε στη Φερμίνα Δάσα νευρική κρίση από τη φρίκη, πήγε μόνη της στο τηλεγραφείο, με πρόθεση να κερδίσει την εύνοια του Φλορεντίνο Αρίσα.
   Δε θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει, μια και δεν έμοιαζε καθόλου με την εικόνα που εκείνη είχε σχηματίσει από τις περιγραφές της Φερμίνα Δάσα. Εκ πρώτης όψεως της φάνηκε απίθανο που η ξαδέλφη της κόντεψε να τρελαθεί από έρωτα για κείνον το σχεδόν αόρατο υπάλληλο με το ύφος δαρμένου σκύλου, που το ντύσιμό του -σα ραβίνος σε δυσμένεια- κι οι επίσημοι τρόποι του δεν μπορούσαν να συγκινήσουν κανέναν. Όμως πολύ γρήγορα μετάνιωσε για την πρώτη της εντύπωση, μια κι ο Φλορεντίνο Αρίσα τέθηκε απεριόριστα στην υπηρεσία της χωρίς να ξέρει ποια ήταν: δεν το έμαθε ποτέ. Κανένας δε θα την καταλάβαινε όπως εκείνος, έτσι δε χρειάστηκε να δώσει τα στοιχεία της, ούτε της ζήτησε μια διεύθυνση. Η λύση του ήταν εύκολη: εκείνη θα περνούσε κάθε Τετάρτη απόγευμα από το τηλεγραφείο για να παραδίδει στα χέρια της τις απαντήσεις και τίποτ' άλλο. Από την άλλη μεριά, όταν διάβασε το μήνυμα που η Ιλδεμπράντα είχε φέρει γραμμένο, τη ρώτησε αν θα δεχόταν λίγη βοήθεια κι εκείνη δέχτηκε. Ο Φλορεντίνο Αρίσα έκανε πρώτα κάτι διορθώσεις, τις έσβησε, τις έγραψε ξανά, κάλυψε όλο το χώρο και στο τέλος έσκισε το φύλλο κι έγραψε από την αρχή ένα διαφορετικό μήνυμα που της φάνηκε συγκινητικό. Όταν βγήκε από το τηλεγραφείο η Ιλδεμπράντα ήταν έτοιμη να κλάψει.
   "Είναι άσχημος και θλιβερός", είπε στη Φερμίνα Δάσα, "αλλά γεμάτος έρωτα".
   Αυτό που έκανε περισσότερο εντύπωση στην Ιλδεμπράντα ήταν η μοναξιά της ξαδέλφης της. Έμοιαζε, έλεγε, με γεροντοκόρη είκοσι χρονών. Συνηθισμένη σε μια πολυάριθμη οικογένεια, σκορπισμένη σε σπίτια που κανένας δεν ήξερε στα σίγουρα πόσοι έμεναν και πόσοι έτρωγαν κάθε φορά, η Ιλδεμπράντα δεν μπορούσε να φανταστεί μια κοπέλα της ηλικίας της αποκλεισμένη στο μοναστήρι της ιδιωτικής ζωής. Κι έτσι ήταν: από τη στιγμή που σηκωνόταν, στις έξι το πρωί, μέχρι που έσβηνε το φως στην κρεβατοκάμαρά της, αφιερωνόταν στο χάσιμο του χρόνου. Πρώτα πρώτα, με τα τελευταία κοκόρια, ο γαλατάς την ξυπνούσε, χτυπώντας το ρόπτρο της εξώπορτας. Ύστερα χτυπούσε η ψαρού μ' ένα κιβώτιο ετοιμοθάνατους ροφούς πάνω σε στρώμα από φύκια, οι μανάβισσες που κουβαλούσαν μεγαλόπρεπα τα λαχανικά από τη Μαρία λα Μπάχα και τα φρούτα από το Σαν Χακίντο. Μετά, στη διάρκεια όλης της μέρας, χτυπούσαν την πόρτα οι πάντες: ζητιάνοι, κοπέλες με λαχεία, αδελφές του ελέους, ο ακονιστής με τη φλογέρα του, αυτός που αγόραζε μπουκάλια, αυτός που αγόραζε σπασμένα χρυσαφικά, αυτός που αγόραζε παλιές εφημερίδες, οι ψευτοτσιγγάνες που διάβαζαν τη μοίρα στα χαρτιά, στο χέρι, στο κατακάθι του καφέ, και στο νερό στις τσανάκες. Η Γκάλα Πλασίδια περνούσε τη βδομάδα της ανοίγοντας και κλείνοντας την εξώπορτα για να λέει, όχι, έλα άλλη μέρα, ή να φωνάζει από το μπαλκόνι, χάνοντας την ψυχραιμία της, μην ενοχλείτε πια, διάολε, αγοράσαμε πια όλα όσα χρειαζόμαστε. Είχε αντικαταστήσει τη θεία Εσκολάστικα με τόση ενεργητικότητα και τόση καλοσύνη που η Φερμίνα την μπέρδευε σε τέτοιο βαθμό μ' εκείνη που, τελικά, την αγάπησε. Είχε κλίση για σκλάβα. Μόλις εύρισκε λίγη ελεύθερη ώρα πήγαινε να σιδερώσει τ' ασπρόρουχα, τα έκανε τέλεια, τα φύλαγε στα ντουλάπια με λεβάντα κι όχι μόνο σιδέρωνε και δίπλωνε αυτά που μόλις είχε πλύνει, αλλά κι αυτά που είχαν ίσως χάσει τη φρεσκάδα τους από την αχρηστία. Με την ίδια φροντίδα εξακολουθούσε να διατηρεί την γκαρνταρόμπα της Φερμίνα Σάντσες, της μητέρας της Φερμίνα, που είχε πεθάνει δεκατέσσερα χρόνια πριν. Αλλά η Φερμίνα Δάσα, ήταν που έπαιρνε τις αποφάσεις. Διέταζε για το τι θα τρώγανε, για το τι έπρεπε ν' αγοράσουν, για το τι έπρεπε να γίνει σε κάθε περίπτωση και μ' αυτόν τον τρόπο καθόριζε τη ζωή σ' ένα σπίτι που, στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε τίποτα για να καθαρίσει. Όταν καθάριζε τα κλουβιά κι έδινε φαγητό στα πουλιά και κοίταζε να μη λείπει τίποτα στα λουλούδια, δεν είχε τίποτα άλλο να κάνει. Πολλές φορές, μετά την αποπομπή της από το σχολείο, έπεφτε να κοιμηθεί το μεσημέρι και δεν ξυπνούσε παρά την επομένη. Τα μαθήματα της ζωγραφικής δεν ήταν παρά ένας πιο διασκεδαστικός τρόπος να χάνει την ώρα της. 
   Μετά την εξορία της θείας Εσκολάστικα, οι σχέσεις με τον πατέρα της δεν ήταν τρυφερές, αν και οι δυο τους είχαν βρει τον τρόπο να συγκατοικούν, χωρίς να ενοχλούν ο ένας τον άλλον. Όταν εκείνη σηκωνόταν, εκείνος είχε κιόλας φύγει για τη δουλειά του. Λίγες φορές μόνο έλειπε από την τελετουργία του μεσημεριανού, αν και ποτέ δεν έτρωγε, μια και του αρκούσαν τα ορεκτικά και τα μεζεδάκια Γαλλίας στο Καφενείο της Ενορίας. Ούτε δειπνούσε: του άφηναν τη μερίδα του στο τραπέζι, σερβιρισμένα όλα σ' ένα πιάτο και σκεπασμένα με άλλο, παρόλο που ήξεραν πως εκείνος δε θα τα έτρωγε παρά μόνο την άλλη μέρα το πρωί, ξαναζεσταμένα, αντί για πρωινό. Μια φορά την εβδομάδα έδινε στην κόρη του τα λεφτά για τα έξοδα που υπολόγιζε πολύ καλά κι εκείνη τα διαχειριζόταν με αυστηρότητα. Ωστόσο της έδινε μ' ευχαρίστηση ό,τι και να του ζητούσε για απρόοπτα έξοδα. Ποτέ δεν παζάρευε για ένα εικοσιπενταράκι, ποτέ δεν της ζητούσε τα ρέστα, όμως εκείνη φερόταν λες και θα έπρεπε να δώσει λόγο μπροστά στην Ιερή Εξέταση. Ποτέ δεν της είχε μιλήσει για τη φύση και την κατάσταση της δουλειάς του,  ούτε και ποτέ την είχε πάει να δει τα γραφεία του στο λιμάνι, που βρίσκονταν σ' ένα σημείο απαγορευμένο στις καθωσπρέπει δεσποινίδες, ακόμα κι αν συνοδεύονταν από τους γονείς τους. Ο Λορένσο Δάσα δε γυρνούσε στο σπίτι του πριν από τις δέκα το βράδυ, πριν την ώρα δηλαδή της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, σε λιγότερο επικίνδυνες ειρηνικές εποχές. Έμενε στο Καφενείο της Ενορίας μέχρι εκείνη την ώρα παίζοντας ο,τιδήποτε, γιατί ήταν ειδικός σ' όλα τα παιχνίδια του σαλονιού κι επιπλέον ήταν καλός δάσκαλος. Γύριζε στο σπίτι πάντα ξεμέθυστος, χωρίς να ξυπνάει την κόρη του, παρόλο που έπινε την πρώτη αγουαρδιέντε μόλις ξυπνούσε κι εξακολουθούσε να μασάει την άκρη του σβηστού του πούρου και να κατεβάζει ποτηράκια, αραιά και πού, όλη την ημέρα. Μια νύχτα ωστόσο, η Φερμίνα Δάσα τον άκουσε που μπήκε στο σπίτι. Άκουσε τα κοζάκικα βήματά του στις σκάλες, τη βαριά του ανάσα στο διάδρομο του πρώτου πατώματος, τα χτυπήματα με την παλάμη του χεριού του στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Εκείνη την άνοιξε και για πρώτη φορά τρόμαξε με το αλλήθωρο μάτι και τα μισόλογά του. 
   "Έχουμε καταστραφεί", της είπε. "Ολική καταστροφή. Τώρα το ξέρεις".
   Αυτά ήταν όλα κι όλα που είπε και ποτέ ξανά δεν τα επανέλαβε, ούτε συνέβη τίποτα που να δείχνει πως είχε πει την αλήθεια, όμως μετά από εκείνη τη νύχτα η Φερμίνα Δάσα συνειδητοποίησε πως ήταν μόνη στον κόσμο. Ζούσε σε μια ενδιάμεση κοινωνική κατάσταση. Οι παλιές της συμμαθήτριες από το σχολείο βρίσκονταν σ' έναν ουρανό απαγορευμένο για κείνη και πολύ περισσότερο μετά την ντροπή της αποπομπής, αλλά ούτε και κοντά στους γειτόνους της ήταν, γιατί αυτοί την είχαν γνωρίσει πρόσφατα και με τη στολή της Πρεσεντασιόν δε λα Σαντίσιμα Βίρχεν. Ο κόσμος του πατέρα της στο δημόσιο καταφύγιο του Καφενείου της Ενορίας αποτελιόταν από εμπόρους κι αχθοφόρους, από πρόσφυγες των πολέμων, από μοναχικούς άντρες. Τον τελευταίο χρόνο τα μαθήματα της ζωγραφικής την είχαν βγάλει λίγο από την απομόνωσή της, γιατί η καθηγήτρια προτιμούσε τάξεις μεγάλες και συνήθιζε να πηγαίνει κι άλλες μαθήτριες στο δωμάτιο της ραπτικής. Ήταν όμως κοπέλες από διάφορες κι ακαθόριστες κοινωνικές τάξεις και για τη Φερμίνα Δάσα δεν ήταν παρά περαστικές παρέες που τέλειωναν με το τέλος κάθε μαθήματος. Η Ιλδεμπράντα ήθελε ν' ανοίξει το σπίτι, να το αερίσει, να φέρει μουσικούς και βεγγαλικά και κάστρα από πυροτεχνήματα του πατέρα της και να κάνει ένα καρναβαλίστικο χορό που να σαρώσει το σκοροφαγωμένο κέφι της ξαδέλφης της, αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβε πως οι προτάσεις της ήταν άχρηστες. Ο λόγος ήταν απλός: δεν είχαν με ποιον.
   Όμως ήταν εκείνη που την έβαλε μες στη ζωή. Τ' απογεύματα, μετά το μάθημα της ζωγραφικής, ήθελε να περπατάνε στους δρόμους για να γνωρίσει την πόλη. Η Φερμίνα Δάσα της έδειξε το δρόμο που έκανε καθημερινά με τη θεία Εσκολάστικα, το παγκάκι στο μικρό πάρκο όπου ο Φλορεντίνο Αρίσα παρίστανε πως διάβαζε περιμένοντάς την, τα δρομάκια που έπαιρνε για να τις ακολουθεί, τους κρυψώνες με τα γράμματα, το φρικτό παλάτι που παλιά ήταν φυλακή της Ιερής Εξέτασης και που ύστερα είχε ανακαινιστεί και μετατραπεί στο κολλέγιο της Πρεσεντασιόν δε λα Σαντίσιμα Βίρχεν που μισούσε μ' όλη της την ψυχή. Ανέβηκαν στο λόφο του νεκροταφείου των φτωχών, όπου ο Φλορεντίνο Αρίσα έπαιζε βιολί ανάλογα με τη διεύθυνση των ανέμων,  για να τον ακούει στο κρεβάτι της, κι από κει είδαν ολόκληρη την ιστορική πόλη, τις χαλασμένες στέγες και τους μισογκρεμισμένους τοίχους, τα ερείπια του φρουρίου μες στ' αγριόχορτα, τη σειρά τα νησιά μες στον κόλπο, τις φτωχές παράγκες γύρω από τους βάλτους, την τεράστια Καραϊβική.
   Το βράδυ των Χριστουγέννων, τα μεσάνυχτα, πήγαν στη λειτουργία, στον καθεδρικό ναό. Η Φερμίνα Δάσα κάθησε στο σημείο απ' όπου ακουγόταν καλύτερα η εμπιστευτική μουσική του Φλορεντίνο Αρίσα κι έδειξε στην ξαδέλφη της το ακριβές σημείο όπου μια νύχτα σαν κι εκείνη, είχε δει για πρώτη φορά από κοντά τα τρομαγμένα μάτια του. Ριψοκινδύνευσαν να πάνε μόνες μέχρι την Πύλη των Γραφιάδων, αγόρασαν γλυκά, διασκέδασαν στο μαγαζάκι με τα διακοσμητικά χαρτιά κι η Φερμίνα Δάσα έδειξε στην ξαδέλφη της το σημείο όπου είχε ανακαλύψει ξαφνικά πως ο έρωτάς της δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως κάθε βήμα της από το σπίτι ως το σχολείο, κάθε σημείο στην πόλη, κάθε στιγμή στο πρόσφατο παρελθόν της δεν υπήρχαν παρά μόνο χάρη στο Φλορεντίνο Αρίσα. Η Ιλδεμπράντα το παρατήρησε, αλλά εκείνη δεν το παραδέχτηκε, γιατί ποτέ δε θα παραδεχόταν την πραγματικότητα, πως ο Φλορεντίνο Αρίσα, καλώς ή κακώς, ήταν το μόνο που είχε συμβεί στη ζωή της.
   Εκείνες τις μέρες είχε έρθει στην πόλη ένας βέλγος φωτογράφος που εγκατέστησε το εργαστήριό του ψηλά στην Πύλη των Γραφιάδων κι όλοι όσοι είχαν να τον πληρώσουν επωφελήθηκαν από την ευκαιρία για να βγάλουν φωτογραφίες. Η Φερμίνα και η Ιλδεμπράντα ήταν από τις πρώτες. Άδειασαν την γκαρνταρόμπα της Φερμίνα Σάντσες, μοιράστηκαν τα πιο φανταχτερά ρούχα, τα ομπρελίνα, τα καπέλα, τα καλά παπούτσια και ντύθηκαν σαν κυρίες στα μέσα του αιώνα. Η Γκάλα Πλασίδια τις βοήθησε να σφίξουν τους κορσέδες, τους έδειξε πώς να περπατούν με τις συρμάτινες πανοπλίες των κρινολίνων, να φορούν τα γάντια και να κουμπώνουν τα μποτίνια με τα ψηλά τακούνια. Η Ιλδεμπράντα προτίμησε ένα καπελίνο με φτερά στρουθοκάμηλου που έπεφταν στην πλάτη της. Η Φερμίνα φόρεσε ένα πιο σύγχρονο καπέλο, στολισμένο με φρούτα από βαμμένο γύψο και λουλούδια από λινό. Στο τέλος έβαλαν τα γέλια όταν είδαν τους εαυτούς τους στον καθρέφτη να μοιάζουν τόσο πολύ με τις γιαγιάδες στις δαγκεροτυπίες τους κι έφυγαν χαρούμενες, σκασμένες στα γέλια να βγάλουν τη φωτογραφία της ζωής τους. Η Γκάλα Πλασίδια τις είδε από το μπαλκόνι να διασχίζουν το πάρκο με τα ομπρελίνα ανοιχτά, περπατώντας όπως καλύτερα μπορούσαν με τα τακούνια και σπρώχνοντας τα κρινολίνα μ' όλο τους το σώμα σαν περπατούρες και τους έστειλε την ευχή να τις βοηθήσει ο Θεός στις φωτογραφίες τους. 
   Υπήρχε ένα μεγάλο πλήθος μπροστά στο εργαστήριο του Βέλγου, γιατί φωτογράφιζαν τον Μπένι Σεντένο, που εκείνες τις μέρες είχε κερδίσει στο μποξ στους αγώνες στον Παναμά. Φορούσε το κοντό παντελόνι των αγώνων, τα γάντια και την κορόνα στο κεφάλι και δεν ήταν εύκολο να τον φωτογραφίσουν, γιατί έπρεπε να μείνει ακίνητος σε επιθετική στάση για ένα λεπτό, αναπνέοντας όσο λιγότερο μπορούσε, μα μόλις σήκωνε τις γροθιές του οι φανατικοί του οπαδοί ξεσπούσαν σε επευφημίες κι εκείνος δεν μπορούσε ν' αντέξει στον πειρασμό να μην τους ευχαριστήσει δείχνοντας την τέχνη του. Όταν έφτασε η σειρά των ξαδελφάδων ο ουρανός είχε συννεφιάσει κι έδειχνε πως θα βρέξει, αλλά εκείνες άφησαν να τους πουδράρουν το πρόσωπο με αμυλόκολλα κι ακούμπησαν με τέτοια φυσικότητα στην αλαβάστρινη κολόνα, που κατάφεραν να μείνουν ακίνητες για περισσότερη ώρα απ' όσο φαινόταν λογικό. Ήταν μια αιώνια φωτογραφία. Όταν η Ιλδεμπράντα πέθανε, σχεδόν εκατόχρονη, στη φάρμα της στη Φλόρες δε λα Μαρία, βρήκαν το αντίγραφό της κλειδωμένο στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας, κρυμμένο ανάμεσα στα μυρωδάτα σεντόνια, μαζί με το απολίθωμα μιας σκέψης σ' ένα γράμμα ξεθωριασμένο από τα χρόνια. Η Φερμίνα Δάσα είχε κρατήσει τη δικιά της πολλά χρόνια, στην πρώτη σελίδα του οικογενειακού άλμπουμ, απ' όπου εξαφανίστηκε χωρίς να ξέρει πώς ή πότε κι έφτασε στα χέρια του Φλορεντίνο Αρίσα σε μια σειρά από απίθανες συμπτώσεις, όταν πια και οι δυο είχαν περάσει τα εβδομήντα. 
   Η πλατεία μπροστά στην Πύλη των Γραφιάδων ήταν φίσκα μέχρι τα μπαλκόνια, όταν η Φερμίνα και η Ιλδεμπράντα βγήκαν από το εργαστήριο του Βέλγου. Είχαν ξεχάσει πως τα πρόσωπά τους ήταν άσπρα από την αμυλόκολλα και τα χείλια του βαμμένα με μια κρέμα σε σοκολατί χρώμα και πως τα ρούχα τους δεν ήταν κατάλληλα ούτε για την ώρα, ούτε και για την εποχή εκείνη. Ο δρόμος τις υποδέχτηκε με κοροϊδευτικά σφυρίγματα. Βρέθηκαν περικυκλωμένες, προσπαθώντας ν' αποφύγουν το ρεζίλι ανάμεσα στο πλήθος, όταν άνοιξε δρόμο το λαντό με τα χρυσαφένια άτια. Τα σφυρίγματα σταμάτησαν κι οι επιθετικές ομάδες διαλύθηκαν. Η Ιλδεμπράντα δε θα ξεχνούσε ποτέ την όψη του άντρα που κατέβηκε το σκαλοπάτι, το ψηλό σατέν καπέλο του, το μπροκάρ του γιλέκο, τους σοφούς του τρόπους, τη γλύκα των ματιών του και το κύρος της παρουσίας του.
   Αν και ποτέ δεν τον είχε δει τον αναγνώρισε αμέσως. Η Φερμίνα Δάσα της είχε μιλήσει γι' αυτόν σχεδόν τυχαία και χωρίς κανένα ενδιαφέρον ένα βράδυ, τον προηγούμενο μήνα, όταν δε θέλησε να περάσει μπροστά από το σπίτι του μαρκήσιου δε Κασαλδουέρο επειδή το λαντό με τα δυο χρυσαφιά άλογα ήταν σταματημένο μπροστά στην εξώπορτα. Της είχε πει ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης κι είχε προσπαθήσει να της εξηγήσει τους λόγους της αντιπάθειάς της, αν και δεν της είπε ούτε κουβέντα για τις προθέσεις του. Η Ιλδεμπράντα το είχε ξεχάσει. Όταν όμως τον είδε στην πόρτα της άμαξας, σαν κάποιο όραμα παραμυθένιο, με το ένα πόδι στη γη και τ' άλλο στο σκαλοπάτι, δεν κατάλαβε τη στάση της ξαδέλφης της.
   "Κάντε μου τη χάρη ν' ανεβείτε", τους είπε ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο. "Θα σας πάω όπου θέλετε".  
   Η Φερμίνα Δάσα έκανε μια κίνηση δισταγμού, μα η Ιλδεμπράντα είχε κιόλας δεχτεί. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο πάτησε το πόδι καταγής και με την άκρη των δαχτύλων του, σχεδόν χωρίς να την ακουμπήσει, τη βοήθησε ν' ανεβεί στην άμαξα. Η Φερμίνα, χωρίς άλλη επιλογή, ανέβηκε μετά απ' αυτήν, με το πρόσωπο κατακόκκινο από την αμηχανία.
   Το σπίτι βρισκόταν μόνο τρία τετράγωνα μακριά. Οι ξαδέλφες δεν αντιλήφτηκαν πως ο γιατρός Ουρμπίνο τα είχε συμφωνήσει με τον αμαξά, αλλά έτσι θα πρέπει να έγινε, γιατί η άμαξα έκανε πάνω από μια ώρα να φτάσει. Είχαν καθήσει στο κεντρικό κάθισμα κι εκείνος απέναντί τους, αντίθετα στη φορά της άμαξας. Η Φερμίνα είχε γυρίσει το πρόσωπό της προς το παράθυρο κι είχε βυθιστεί στο κενό. Η Ιλδεμπράντα αντίθετα, ήταν γοητευμένη κι ο γιατρός Ουρμπίνο ακόμα πιο γοητευμένος με τη γοητεία του. Αμέσως μόλις ξεκίνησαν, εκείνη ένιωσε τη ζεστή μυρωδιά του αληθινού δέρματος στα καθίσματα, την οικειότητα του καπιτοναρισμένου εσωτερικού κι είπε πως της φαινόταν ένα ωραίο μέρος για να ζήσει. Πολύ γρήγορα άρχισαν να γελάνε, να λένε αστεία σαν παλιοί φίλοι και παρασύρθηκαν σ' ένα παιχνίδι εξυπνάδας μ' εύκολα κορακίστικα, που έπρεπε ανάμεσα σε κάθε συλλαβή να παρεμβάλλεται μια άλλη, συμβατική. Παρίσταναν πως νόμιζαν ότι η Φερμίνα δεν τους άκουγε, παρόλο που όχι μόνο ήξεραν πως άκουγε, αλλά και πως τους παρακολουθούσε. Μετά από λίγο, ύστερα από πολλά γέλια, η Ιλδεμπράντα εξομολογήθηκε πως δεν μπορούσε να υποφέρει άλλο το μαρτύριο των παπουτσιών.
   "Τίποτα πιο εύκολο", είπε ο γιατρός Ουρμπίνο. "Να δούμε ποιος θα τελειώσει πρώτος".
   Άρχισε να λύνει τα κορδόνια στις μπότες του κι η Ιλδεμπράντα δέχτηκε την πρόκληση. Δεν της ήταν εύκολο, γιατί την εμπόδιζε να σκύψει ο κορσές με τις σιδερένιες μπανέλες, αλλά ο γιατρός Ουρμπίνο καθυστέρησε επίτηδες μέχρι που εκείνη έβγαλε τα μποτίνια κάτω από τη φούστα μ' ένα θριαμβευτικό χαχανητό, λες και τα είχε μόλις ψαρέψει από μια δεξαμενή. Κοίταξαν τότε κι οι δυο τη Φερμίνα κι είδαν το θαυμάσιο αδρό προφίλ της πιο έντονο παρά ποτέ μπροστά στην πυρκαγιά του δειλινού. Ήταν τρεις φορές πιο θυμωμένη: για την αδικαιολόγητη θέση στην οποία είχε βρεθεί, για την ελευθέρια διαγωγή της Ιλδεμπράντα και για τη βεβαιότητα πως η άμαξα έκανε βόλτες χωρίς κατεύθυνση, με σκοπό να καθυστερήσει την άφιξή τους. Η Ιλδεμπράντα όμως είχε χάσει κάθε έλεγχο.
   "Τώρα κατάλαβα", είπε, "πως αυτό που μ' ενοχλούσε δεν ήταν τα παπούτσια, παρά τούτο το συρμάτινο κλουβί".
   Ο γιατρός Ουρμπίνο κατάλαβε πως αναφερόταν στο μεσοφόρι του κρινολίνου κι άρπαξε την ευκαιρία στον αέρα. "Τίποτα πιο εύκολο", είπε. "Βγάλτε το". Με μια γρήγορη κίνηση ταχυδακτυλουργού έβγαλε το μαντήλι του από την τσέπη κι έδεσε τα μάτια του.
   "Εγώ δε βλέπω", είπε.
   Το επίδεμα τόνισε τα χείλια του ανάμεσα στο στρογγυλό μαύρο του γενάκι και τα μυτερά του μουστάκια κι εκείνη ένιωσε να την πιάνει ένας ξαφνικός πανικός. Κοίταξε τη Φερμίνα κι αυτή τη φορά δεν την είδε θυμωμένη, μα πανικόβλητη πιστεύοντας πως ήταν ικανή να βγάλει τη φούστα της. Η Ιλδεμπράντα σοβαρεύτηκε και τη ρώτησε με νοήματα: "Τι κάνουμε;" Η Φερμίνα Δάσα της απάντησε με τον ίδιο τρόπο πως αν δεν πήγαιναν κατευθείαν στο σπίτι θα ριχνόταν έξω από την άμαξα.
   "Περιμένω", είπε ο γιατρός.
   "Τώρα μπορείτε να κοιτάξετε", είπε η Ιλδεμπράντα.
   Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο τη βρήκε διαφορετική όταν έβγαλε το επίδεμα, και κατάλαβε πως το παιχνίδι είχε τελειώσει και μάλιστα άσχημα. Μ' ένα σήμα του, ο αμαξάς μπήκε στο πάρκο των Ευαγγελίων τη στιγμή που ο φανοκόρος άναβε τις λάμπες του δρόμου. Όλες οι εκκλησίες καλούσαν για τον εσπερινό. Η Ιλδεμπράντα κατέβηκε βιαστικά, λίγο ανήσυχη με τη σκέψη πως είχε στεναχωρήσει την ξαδέλφη της κι αποχαιρέτησε το γιατρό με μια χειραψία χωρίς τυπικότητες. Η Φερμίνα τη μιμήθηκε, αλλά όταν προσπάθησε να τραβήξει το χέρι με το σατέν γάντι, ο γιατρός Ουρμπίνο της έσφιξε με δύναμη το δάχτυλο της καρδιάς.
   "Περιμένω την απάντησή σας", της είπε.
   Τότε η Φερμίνα τράβηξε το χέρι της με μεγαλύτερη δύναμη και το γάντι έμεινε μετέωρο να κρέμεται από το χέρι του γιατρού, αλλά δεν περίμενε για να το πάρει. Ξάπλωσε χωρίς να φάει. Η Ιλδεμπράντα, σα να μην είχε συμβεί τίποτα, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, αφού δείπνησε με την Γκάλα Πλασίδια στην κουζίνα, κι άρχισε να συζητάει με τη φυσική της χάρη τα γεγονότα του απογεύματος. Δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό της για το γιατρό Ουρμπίνο, για την κομψότητά του και για το πόσο συμπαθητικός ήταν κι η Φερμίνα δεν της απαντούσε σε καμιά παρατήρηση, όμως είχε συνέλθει από τη στεναχώρια της. Κάποια στιγμή η Ιλδεμπράντα της εξομολογήθηκε: όταν ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο έδεσε τα μάτια κι εκείνη είδε τη λάμψη των τέλειων δοντιών του ανάμεσα στα τριανταφυλλιά του χείλια είχε νιώσει μια ακατανίκητη επιθυμία να τον γεμίσει με φιλιά. Η Φερμίνα Δάσα γύρισε προς τον τοίχο κι έβαλε τέλος στη συζήτηση, χωρίς να θέλει να την προσβάλλει, χαμογελαστά μάλλον, αλλά μ' όλη την καρδιά της είπε:
   "Τι πουτάνα που είσαι".
   Κοιμήθηκε διακεκομμένα βλέποντας το γιατρό Χουβενάλ Ουρμπίνο παντού, βλέποντάς τον να γελάει, να τραγουδάει, να βγάζει σπίθες από θειάφι από τα δόντια του, με τα μάτια δεμένα, να την κοροϊδεύει με κάτι κορακίστικα χωρίς καθορισμένους κανόνες, σ' ένα διαφορετικό αμάξι που ανέβαινε προς το νεκροταφείο των φτωχών. Ξύπνησε πολύ πριν ξημερώσει, εξαντλημένη κι έμεινε άγρυπνη, με τα μάτια κλειστά, να σκέφτεται τ' αναρίθμητα χρόνια που της έμεναν να ζήσει ακόμα. Ύστερα, όσο η Ιλδεμπράντα πλενόταν, έγραψε βιαστικά ένα γράμμα, το δίπλωσε βιαστικά, το έβαλε βιαστικά σ' ένα φάκελο και προτού να βγει η Ιλδεμπράντα από το μπάνιο το έστειλε με την Γκάλα Πλασίδια στο γιατρό Χουβενάλ Ουρμπίνο. Ήταν ένα από τα δικά της γράμματα, χωρίς μια λέξη παρταπάνω ή παρακάτω που έλεγε πως, ναι, γιατρέ, να μιλήσετε με τον πατέρα μου.

Gabriel Garcia Marquez, "O έρωτας στα χρόνια της χολέρας", μτφρ. Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας, εκδ. Νέα Σύνορα - Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1986

Δεν υπάρχουν σχόλια: