Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

[ Ο ΝΑΥΑΓΟΣ ]

   30 Νοεμβρίου 18⭐⭐.
   Εκείνο που μου στοίχισε πιο πολύ στο ναυάγιο της "Αγγέλικας" ήταν που μαζί με το βαπόρι πήγε φούντα τριάντα οργιές στο βυθό του Αιγαίου και το ημερολόγιό μου. Παλιά κακή συνήθεια, να γράφω κάθε βράδυ τι μου έτρεξε ολημερίς, τα γεγονότα, στοχασμούς και συναισθήματα. Θυμάμαι τον Περιβολάκη, τον καθηγητή μου στο Γυμνάσιο του Αργοστολιού, με το γαλάζιο ρούχο και τ' άσπρο παντελόνι, θαυμαστή του Σολωμού και φίλο του Πολυλά, που μας έλεγε κοιτώντας μας στα μάτια: "Να πάρετε συνήθεια να κρατάτε ημερολόγιο από τις καθημερινές σας πράξεις, είτε καλές είτε κακές είναι, γραμμένο με κάθε παρρησία. Έτσι μόνο θα μπορέσετε να κάνετε έλεγχο στον εαυτό σας". "Με κάθε παρρησία...". Τι λόγος! Ο κάθε άνθρωπος που γράφει κάτι τι έξω απ' τη δουλειά του, όσο και να κοροϊδεύεται πως η πένα του ενδιαφέρει μονάχα αυτόν τον ίδιο, έχει πάντοτε μακρινότερη, ύπουλη κ' υποσυνείδητη προοπτική την πιθανή δημοσιότητα. Ποιος δε χορεύει μανιακά στο παζάρι της ματαιότητας; Και τότε, πώς να ρίξεις στο χαρτί όλο τον "εμαυτό" σου, με την παρρησία εκείνη που θα σήκωνε την τρίχα του καθενού; Γιατί ο καθένας στον "εμαυτό" του, θ' αναγνώριζε τον εαυτούλη του.
   Αν ο σκοπός ενός ημερολογίου ήταν αυτός που μας κατηχούσε ο Περιβολάκης, τότε θα σκίζαμε κάθε πρωί τ' αποβραδινά μας γραψίματα, άχρηστα πια, μια κ' έκαμαν τον περί αυτοελέγχου προορισμό τους. Τότε δε θα στενοχωριόμουν εγώ, ο ταπεινός κι' άμουσος ναυτικός, για το χάσιμο του ημερολογίου μου. Μα ο Περιβολάκης μάς κορόϊδευε ξεγελώντας τον εαυτό του. 

   Πρώτη δουλειά μου, σήμερα το πρωί μόλις συνήρθα από τη δραματική περιπέτεια που θα ιστορήσω παρακάτω, ήταν ν' αγοράσω αυτό το τετράδιο, γι' αντικατάσταση και συνέχεια του άλλου, του χαμένου. Και τώρα, δέκα η ώρα της νυχτός, στην κάμαρά μου, στο σπίτι του Αντώνη του Μονοπόδαρου, στην Τήλος, γράφω το πώς και γιατί έφτασα κολυμπώντας, με την ψυχή στα δόντια, σ' αυτό το νησί.
   Και πρώτα, να σας παρουσιαστώ. Τ' όνομά μου είναι Γερόλυμος Αβαράτος, και γεννήθηκα στο Αργοστόλι εδώ και τριανταοχτώ χρόνια, από γονέους φτωχούς αλλά καλής σειράς, που με σπούδασαν και μ' έκαναν άνθρωπο. Όταν τέλειωσα το Γυμνάσιο, αντίς να σπουδάσω γιατρός ή δικηγόρος, όπως επιθυμούσε ο πατέρας μου, μπάρκαρα στα καράβια και γίνηκα ναυτικός. Ήταν η θάλασσα που μ' έκραζε από μικρόν, η ζωή της η πικρή, ο στυφός της πλούτος, ο γλυκύς της θάνατος. Πήρα σιγά-σιγά τα διπλώματά μου, και τέλος, εδώ και δυο χρόνια, μπάρκαρα δεύτερος πλοίαρχος στην "Αγγέλικα", το φορτηγό βαπόρι του καπετάν Παναγάκη. Αυτό το ίδιο, που βούλιαξε χτες το πρωί, 29 του μηνός, έξι μίλια ανατολικά της Τήλος, στο Αιγαίο. Το πώς και γιατί γίνηκε αυτή η συμφορά, δε μπορεί να το χαράξει η πένα μου. Τόσο βαριά είναι η ευθύνη που πλακώνει την ψυχή μου, ώστε δεν έχω δύναμη να ξομολογηθώ ούτε στο άψυχο χαρτί το κρίμα μου το βαρύ. Αλόγιστο παραστράτημα πείσματος και στραβοκεφαλιάς.
   Όταν το μαρμαρένιο χέρι του βυθού άρπαξε την "Αγγέλικα" και την κράτησε τρεμάμενη κι' ακίνητη μέσα στην οχεία των κυμάτων, ο καπετάν-Παναγάκης γύρισε και μου είπε, με φωνή όλο φαρμακερό σαρκασμό, μάτια γεμάτα αίμα λυσαγμένο:
   - Και τώρα τι κέρδισες, σβέρδονα;
   - Το τι κέρδισα εγώ, μη λογαριάζεις. Το τι έχασες εσύ συλλογίσου, του αποκρίθηκα.
   Και ήμουν ευτυχισμένος.
   Μπήκαμε στη βάρκα, και ανοιχτήκαμε πέρ' απ' το βαπόρι, που σκιζόταν πάνω στο βράχο, κ' έτριζε με σπαραγμό, και βούλιαζε. Ο καιρός ήταν χοντρός. Μα η μεγάλη σκαμπαβία η καλοθάλασση θα μας έβγανε οπωσδήποτε στην Τήλος, που ξεπρόβαλε πάνω από το κύμα ως έξι μίλια δυτικά. Απάνω όμως στη βιάση, τη σαστιμάρα μας, επήραμε μονάχα δυο κουπιά, που δε θα 'φταναν να κουνηθεί η μεγάλη βάρκα με μπονάτσα, όχι σ' αυτή την τρικυμία. Οπωσδήποτε, παλεύαμε γερά κι' απελπισμένα για το πετσί, για τη ζωή μας. Στο ένα κουπί ήταν ο λοστρόμος, και στο άλλο ο Διονύσης, ο τρίτος καπετάνιος. Όταν, δεν ξέρω κ' εγώ πώς, του ξέφυγε το κουπί του Διονύση απ' το σκαρμό, το άρπαξε η θάλασσα, το πήγε μακριά, το εξαφάνισε μέσα στους αφρούς και τη δίνη των κυμάτων.
   Απομείναμε ακυβέρνητοι, μπαίγνιο της τρικυμίας που όλο και δυνάμωνε. Απελπισία μας έπιασε, και οργή για το ριζικό μας, που μας φύλαγε βέβαιο θάνατο. Τότε γίνηκαν τα δραματικά γεγονότα.
   Ο λοστρόμος, παραλογισμένος από την αγωνία, άρπαξε το Διονύση από το λαιμό και του είπε:
   - Άτιμε! Επίτηδες αμόλυσες το κουπί, για να μας πνίξεις όλους! Δε θα σ' αφήσω όμως έτσι! Θα πας να το βρεις, το κουπί!
   - Δεν είσαι στα καλά σου, αποκρίθηκε αυτός.
   Ο λοστρόμος τράβηξε μαχαίρι από τη ζώνη του. 
   - Αυτό θα το ιδούμε. Ή πέφτεις στη θάλασσα, ή σε σφάζω σαν τραγί.
   Και τότε γίνηκε κάτι παράξενο. Κάτι πολύ φυσικό μέσ' την παραξενιά του. Κανείς, μα κανείς δε διαμαρτυρήθηκε για τη δολοφονία, την άδικη, την άτιμη, που γινόταν μπροστά στα μάτια τους. Απεναντίας, ήταν φανερό πως όχι μόνον συμφωνούσαν με το λοστρόμο, αλλά και πρόθυμα θα τον βοηθούσαν να ρίξει τον τρίτο καπετάνιο στη θάλασσα. Μόνον ο Παναγάκης καθόταν στην πρύμη ακίνητος, χαμένος, με τα μάτια κολλημένα στο βαπόρι του που αργοβυθιζόταν μέσα στα κύματα.
   - Καπετάνιο, του λέω, εδώ γίνεται άδικο φονικό, μέσα στο πλεούμενο που το πλοιαρχεύεις. Και σένα καρφί δε σου καίγεται;
   Γύρισε και με κοίταξε με μάτι ζαβλακωμένο.
   - Τι είπες; Τι; μουρμούρισε.
   - Ο λοστρόμος θέλει να σκοτώσει το Διονύση! Καπετάνιος είσαι! Χρέος σου να επιβάλεις την τάξη και να γλυτώσεις τον αθώο!
   Σήκωσε τους ώμους και ξαναγύρισε τη ματιά προς την "Αγγέλικα", σαν όλ' αυτά να ήταν πράματα κόσμου αλλοτινού.
   Δεν είχα καιρό για χάσιμο. Έβγαλα το πιστόλι μου, σημάδεψα το λοστρόμο και είπα:
   - Ο Παναγάκης είναι άρρωστος κι' ανίκανος για καπετάνιος. Σύμφωνα με το νόμο, τον καθαιρώ και μπαίνω στη θέση του. Όποιος δε με υπακούσει, είναι ρέμπελος και του παίρνω το κεφάλι. Διατάζω να καθήσετε όλοι ήσυχοι στη θέση σας!
   Κανείς δεν αποκρίθηκε, μα είδα όλα τα μάτια στηλωμένα απάνω μου με αγριάδα απάνθρωπή, μίσος και κακία. Ο λοστρόμος μάζεψε το κορμί του, καθώς το αγρίμι όταν ορμάει στη λεία του, και χύμηξε απάνω μου με το μαχαίρι σηκωμένο. Πυροβόλησα σύγκαιρα και του τίναξα τα μυαλά. Το μεγάλο του κορμί, χτυπημένο από το θάνατο καθώς ήταν όρθιο, ταλαντεύθηκε για μια στιγμή κ' έπεσε δίπλα, στην κουπαστή τη δεξιά, βαραίνοντας πολύ τη βάρκα μονόπαντα. Την ώρα εκείνη ακριβώς (συγκυρία Θεού ή διαβόλου;) ένα ψηλό κύμα χτύπησε τη σκαμπαβία από αριστερά, σε τρόπο που το βάρος του κορμιού κ' η δύναμη του στοιχειού αναποδογύρισαν το σκαφίδι, και βρεθήκαμε όλοι στη θάλασσα τη μανιασμένη.
   Ούτε είδα πια, ούτε γνωρίζω τι γίνηκαν οι άλλοι. Όλο το είναι μου, σα βρέθηκα στο νερό, συγκεντρώθηκε σε θέληση κυρίαρχη και αγωνιώδικη: Να ζήσω. Καθώς ένα κύμα μ' έφερε στην αφρισμένη του κορφή, ανάγειρα το κεφάλι κ' είδα μπροστά μου, σε μάκρος που δε μπορούσα να το εκτιμήσω ταραγμένος καθώς ήμουν, μια στεριά να υψώνεται ανάμεσα πέλαγο και σύγνεφα. Ξανάσκυψα το κεφάλι στο νερό, και κολύμπησα, κολύμπησα με μανία, με αγωνία, με απελπισία, ώρες, ημέρες, χρόνια, -ποιος δύναται να το κρίνει;- ώσπου ένιωσα το κύμα να ξεσέρνει το γυμνό μου στέρνο πάνω στα χαλίκια μας ακρογιαλιάς. Άρπαξα με γαντζωμένα δάχτυλα τις κυλιόμενες πέτρες, σύρθηκα με τα γόνατα, τα μεριά, την κοιλιά, ίσαμε το στρώμα των φυκιών, εκεί που τα κύματα δεν έφταναν, κ' έπεσα ξερός πάνω στην ευωδιασμένη μαλακότητα των θαλασσινών φυτών, για να κοιμηθώ, ευτυχισμένος που γλίτωσ' απ' το θάνατο... Τρισμακάριος που ζω.
   Όταν ξύπνησα απ' το λήθαργο το βαθύ, βρέθηκα ξαπλωμένος σ' ένα κρεβάτι, σε μια κάμαρα απλή, φτωχική, καθαρή. Ούρλιαζε ο άνεμος έξω, κάλπαζε πάνω στα κύματα που έσπαγαν στο ακροθαλάσσι με γδούπο και φλοισβίματα αφρών. Και δίπλα μου ένας άντρας ως εξήντα χρονών, σωματώδης και χοντρός, που με κοιτούσε με μάτια αγαθά.
   - Πού βρίσκομαι;
   Ο άντρας χαμογέλασε:
   - Στο σπίτι μου, στην Πλατάνα της Τήλος. Σε βρήκαμε χτες το σούρουπο, ξερό πάνω στα φύκια. Μη φοβάσαι. Δεν έχεις τίποτα.
   - Άλλος κανείς δεν γλίτωσε; ρώτησα με φωνή κομμένη.
   Ο άντρας κούνησε το κεφάλι.
   - Εξόν από σένα, άλλον δεν έβγαλε η θάλασσα, ούτε ζωντανό ούτε πεθαμένο...
   Αναστέναξε βαθιά και πρόσθεσε:
   - Είδαμε τη συφορά με τα κιάλια. Το βαπόρι να πέφτει στις ξέρες, τα Καβάκια. Τη βάρκα να παλεύει με το δρόλαπα. Κ' ύστερα, τίποτα. Ούτε βαπόρι, ούτε βάρκα...
   - Τη μπατάρισε το κύμα, είπα.
   Ο άντρας έκανε το σταυρό του.
   - Θεός συχωρέσει τους αδικοπνιγμένους...  

   1 Δεκεμβρίου 18⭐⭐
   Μου 'φεραν κ' έφαγα στο κρεβάτι. Κι' αμέσως κατόπι ξαναβούλιαξα στον ύπνο. Πρέπει να κοιμήθηκα ώρες και ώρες. Χάθηκα σε φυγή ονείρου κ' εξαΰλωσης, σε άνοια λήθης κ' ευδαιμονίας. Όταν ανάδυσ' από τον ύπνο το βαθύ, καθώς ο μπλεγμένος σε γιούσουρι βουτηχτής που καταφέρνει ν' ανέβει απ' το βυθό στο κύμα, κατάλαβα πως ήταν νύχτα. Το πηχτό υγρό του σκοταδιού πότιζε τα βλέφαρά μου, περνούσε τις ματοφλίδες μου, νέκρωνε το νεύρο το οπτικό των ματιών μου. Ένιωθα το κορμί μου ξεκούραστο, την ψυχή μου ξεκάθαρη. Και μες στην ακινησία του μυαλού και της σάρκας, άκουσα τον άνεμο να φυσομανάει, να παραδέρνει σε σπηλιάδες νευριασμένες πάνω στα παραθυρόφυλλα που έτριζαν στους αρμούς τους, πάλευαν με τις πνοές των στοιχειών της νύχτας. Κ' η θάλασσα η κοντινή έσπαζε κάθε τόσο με γδούπο ρυθμικά βαρύ πάνω στα χαλίκια, στ' ακρογιάλι.
   Άνοιξα τα μάτια, είδα το σκοτάδι και τα ξανάκλεισα. Μα ο ύπνος ο χορτασμένος δεν έλεγε να 'ρθει ξανά. Τον έδιωξαν οι μαύρες σκέψεις, εκείνες που χυμάν με το ξύπνημα σα φιδομαλλούσες ξωτικές και ξαπλώνουν μπροστά στα μάτια σου τα σφαλιχτά τη ματαιότητα της περασμένης σου ζωής, την απελπισία της ερχόμενης. 
   Μέσα στο ξαστέρωμα του μυαλού, το ξεκούρασμα του κορμιού, το σκοτάδι της κάμαρας, το βουητό της φουρτούνας, όλα τα πάντα ήρθαν ξεκάθαρα στο ήρεμο μυαλό μου, πήραν τη θέση, την αξία τους. Κρύος ίδρως με περέχυσε. Η καρδιά λάφιασε στο στέρνο μου και χάθηκε σε γοργό βαρύ καλπασμό. Κάποιο χέρι αόρατο άρπαξε την τραχεία μου και την έφραξε, παιδεύοντάς μου τα πλεμόνια με δίψα οξυγόνου. Γούρλωσαν τα μάτια μου, πάγωσαν τα μούσκουλά μου, και τινάχτηκα ολόρθος μ' αλάλιασμα φρίκης. Με χέρια τεντωμένα μπροστά προχώρησα κατά κει που το αφτί μου λόγιαζε να βρίσκεται το ανεμοδαρμένο παράθυρο, και με μια σπρωξιά διαπλάτωσα τα παραθυρόφυλλα.
   Ο ψυχρός άνεμος δρόσισε την ταραχή, στέγνωσε τον ίδρω του μετώπου μου. Ανάσανα βαθιά και είδα τη νύχτα. Ήταν ασέληνη, με ουρανό αστρόφεγγο, κομμένο από μεγάλα σκοτάδια κινούμενων νεφών. Η Πούλια είχε αναδύσει από το πέλαγο, σημάδι πως κόντευε το γλυκοχάραμα. Κι' ο άνεμος φυσομανούσε, -γρέγος πάντοτε, - ορθώνοντας τη χαίτη της θάλασσας σε κύματα απανωτά, κύματα σκοτεινά, που ερχόντανε σε πλατιά αστερόλαμπρη θεωρία να σπάσουν με γδούπο, το 'να πίσω από τ' άλλο, στ' ανήσυχα χαλίκια του γιαλού, τα ξερόηχα.
   Κοίταξα δεξιά κι' αριστερά. Τα σπίτια του χωριού, μονόπατα τα περισσότερα, κοιτόντανε κοιμισμένα στο μάκρος της παραλίας, μόλις μαρτυρώντας την ασπράδα τους μέσα στη νύχτα. Πάνωθέ μου, το βουνό ψήλωνε τις πλαγιές του, φορτωμένες σε νυχτερινή ανεμόδαρτη πρασινάδα. Ζερβόδεξα, δυο κάβοι, χτισμένοι από βράχους ολόγκρεμους, έσφιγγαν ένα κομμάτι πέλαγο σαν αιχμές τανάλιας τιτανικής. Και μπροστά στο ακροθαλάσσι, κάτω από το σπίτι, το κύμα ξέσερνε στο πάνε-κ' έλα του ένα πράμα χοντρό, μαυριδερό, κάτι μαλακό κι' άψυχο, σα λείψανο πνιγμένου ανθρώπου.
   Η αστροφεγγιά είχε ξεδιαλύνει λιγάκι το σκοτάδι της κάμαρας. Ξεχώρισα την πόρτα, την άνοιξα, και βρέθηκα σ' έν' απλόχωρο δωμάτιο, φωτισμένο απ' τη μισόσβηστη θρακιά του τζακιού. Ένα τραπέζι στη μέση, ένα αρμάρι στον τοίχο του βάθους, δυο-τρεις καρέκλες. Και πλάϊ στη γωνιά, τυλιγμένοι με βελέντζες, δυο άνθρωποι κοιμόνταν. Ο ένας ήταν ο χοντρός και σωματώδης γέρος, ο νοικοκύρης του σπιτιού, αυτός που αντίκρισα πάνω απ' το κρεβάτι μου όταν ξύπνησα την πρώτη φορά. Ο άλλος ήταν μια κοπέλα. Ως είκοσι χρονών, καθαρομελάχρινη, με μαλλιά λυμένα, κυματιστά σε μπλαβόμαυρες γυαλάδες. Κάτω απ' τα κλειστά βλέφαρα μαντευότανε τα μεγάλα σκοτεινά μάτια, λίγο λοξά προς τα μηλίγγια, μυστηριακά δίχως άλλο. Η φτενή μύτη είχε μια μικρή θεληματική καμπύλη, και το στόμα, με τις τραβηγμένες προς τα κάτω άκρες των χειλιών, μαρτυρούσε κάτι σαν πίκρα, σα βασανισμό. Αψεγάδιαστο κεφάλι στυγνής ομορφιάς, κλειστό κι' απόκοσμο, σα βγαλμένο από ιερατικό βιβλίο βεδικό, από ανάγλυφο ναού του Αμμών-Ρα. Το δεξί της χέρι, ανασηκωμένο κι' αποθεμένο στον τράχηλο, ρόδιζε γυμνό στο αντιφέγγισμα της θρακιάς, που έπαιζε με τις κυανότητες της μασχάλης και με μια γωνιά ολόρθου σφαιρικού μαστού. Κάτω απ' τη βελέντζα πρόβαλε το ένα της πόδι, γυμνό, συμμετρικό, με λείο δέρμα που σκέπαζε μαλακά τη λιπωμένη σάρκα, με δάχτυλα μόλις καμπυλωτά, καμαρωτή πατούσα τριανταφυλλόχρωμη.
   Απόμεινα λίγες στιγμές ακίνητος μπροστά στη μυστική ομορφιά της γυναίκας, που αναδυνόταν από τη ζωή του ύπνου την τόσο συγγένισσα του θανατερού οργασμού. Και τράβηξα κατά την ξώπορτα, την άνοιξα τραβώντας τη μπάρα, και βγήκα στη νύχτα. Ο παγερός άνεμος μ' άρπαξε ολόκληρο και με κλυδώνισε οργισμένα, τριγύρισε με ρίγη το κορμί μου, πότισε οσμές αρμυρές τα ρουθούνια μου. Δρασκέλισα τον όχτο του δρομάκου, πήδησα στα χαλίκια του γιαλού, και προχώρησα κατά το μαύρο πράμα που το ξέσερνε το κύμα μια κατά τη στεριά μια κατά τη θάλασσα, ωσάν τα δυο στοιχεία να πάλευαν, να φιλονικούσαν, ποιο θα ξεφορτωθεί στο άλλο τον αποτρόπαιο ταξιδιώτη. Και κάτω από το φέγγος των ελάχιστων αστεριών, όσων εδιάβαιναν βιαστικά μέσ' απ' τα ξέφτια των συννέφων, αντίκρισα τον Παναγάκη νεκρό, φουσκωμένο από θάλασσα και σαπρία, με μάτια ορθάνοιχτα στο άπειρο τ' ουρανού, στόμα καταβόθρα στον αέρα του Θεού, που δεν τον βρήκε στα θαλασσινά βύθη, όταν τον δίψαγε, και που άδικα φυσομανούσε τώρα στον καταπιόνα του, τώρα που γεύτηκε το θάνατο του πελάγου.
   Τα γόνατά μου κόπηκαν. Γονάτισα πλάϊ στο πεθαμένο κορμί και μουρμούρισα με συντριβή:
   - Συχώρα, καπετάν Παναγάκη... Συχώρα τον άκριτο πεισματάρη που σε σκότωσε, έτσι, για γούστο... 

   2 Δεκεμβρίου 18⭐⭐
   Ανάκριση από τον Ειρηνοδίκη και τον Αστυνόμο για το ναυάγιο. Αγαθοί άνθρωποι, απλοί, που δεν έχει στο μυαλό τους θέση για σκέψη πονηρή. Τους είπα πως τη στιγμή του ναυαγίου μόνον ο καπετάν Παναγάκης ήταν στη γέφυρα με τον τιμονιέρη. Εγώ κοιμόμουνα στην κάμαρή μου, και το τράκο με ξύπνησε. Πετάχτηκα στην κουβέρτα μισόγυμνος, και μπήκα γρήγορα στη βάρκα μαζί με το άλλο πλήρωμα. Η σύγχυση, η ταραχή μας ήταν τόση, που δεν βρήκαμε καιρό να ρωτήσουμε τον καπετάνιο πώς τα κατάφερε να ρίξει έξω την "Αγγέλικα". Εξάλλου, δεν πέρασε ούτε μισή ώρα που η σκαμπαβία άφησε το μισοβουλιαγμένο βαπόρι, όταν ένα κύμα τη μπατάρισε και βρεθήκαμε όλοι στη θάλασσα. 
   Αυτά διηγήθηκα στον Ειρηνοδίκη και τον Αστυνόμο. Βρήκαν την ιστορία μου "ηλίου φαεινοτέραν", έκαναν τις αναφορές τους "εις τας προϊσταμένας αρχάς", και μου είπαν πως η καθαυτό ανάκριση, η επίσημη, θα γίνει στον Πειραιά, όπου θα εξηγήσω τα καθέκαστα στον Εισαγγελέα, τον Ανακριτή, το Λιμενάρχη και τους ναυτικούς πραγματογνώμονες.
   Κρύος ίδρως μ' έκοψε. Θα μπορέσω να ξεγελάσω όλους αυτούς, τους μαστόρους στην τέχνη τη θαλασσινή, όπως κορόϊδεψα τον Αστυνόμο και τον Ειρηνοδίκη της Τήλος; Πώς θα εξηγήσω τα έξι ολόκληρα μίλια που χώριζαν την πορεία της "Αγγέλικας" από τους ύφαλους, τα Καβάκια, όπου βρήκε το θάνατο; Πώς θα δικαιολογήσω το χοντρό λάθος του Παναγάκη, το γινόμενο όχι στον ωκεανό, όπου η συγνεφιά δε σ' αφήνει να πάρεις στίγμα κι' η απεραντοσύνη του πόντου αντιστοιχία, μα στο Αιγαίο, στο σπαρμένο νησιά, στεριές, κάβους, σημάδια, το Αιγαίο, που είναι σα δρόμος ξεκάθαρος μέρα-μεσημέρι;
   Αν βέβαια είμαι ο μόνος απ' όλο το πλήρωμα της "Αγγέλικας" που γλίτωσα, το πράμα δεν παρουσιάζει δυσκολίες. Ποιος μάρτυρας θα με βγάλει ψεύτη; Αν όμως έτυχε να σωθεί και κανείς άλλος, αν κάποιον έριξαν τα ρέματα της θάλασσας σ' άλλο νησί, σ' άλλη ακρογιαλιά; Και μαρτυρήσει αυτός πως την ώρα του ναυαγίου ήμουν απάνω στη γέφυρα, μαζί με τον Παναγάκη;  Πως η σκαμπαβία μπατάρισε την ώρα που πυροβόλησα και σκότωσα το λοστρόμο; Αν τέλος η θάλασσα ξεβράσει το κουφάρι του λοστρόμου με τη σφαίρα στο κούτελο;
   Όλ' αυτά τα ερωτήματα αναδεύουν εντός μου με αγωνία, σφίγγουν την ψυχή μου, βιτσίζουν του παλμούς της καρδιάς μου σε απροσμέτρητο καλπασμό. Έξω, στη νύχτα, ο άνεμος φυσομανάει, βαθουλιάζοντας το πέλαγο σ' αφροσκέπαστα μαύρα βουνά και σκοτεινές υγρές κοιλάδες. Μουγγρίζει το κύμα κρούοντας τα χαλίκια του γιαλού, το 'να πάνω στ' άλλο, σε ρυθμικό ξερόηχο παλμό. Τρίζουν τα παραθυρόφυλλα στους αρμούς, κ' η φλόγα του κεριού σιγοτρέμει στ' αδιόρατα ρέματα.
   Όταν πέσει ο καιρός και γαληνέψει η θάλασσα, θα μπαρκάρω σ' ένα καΐκι να περάσω απέναντι στη Χιο, στην Τουρκιά.
   Είναι η μοναδική λύση...
   Κι' από κει, έχει ο Θεός...

   3 Δεκεμβρίου 18⭐⭐
   Σήμερα κηδέψαμε τον Παναγάκη. Οι Τηλιανοί -όλοι ναυτικοί- ξεπροβόδισαν τον αδερφό τους το θαλασσινό, που τον έφερε στ' ακρογιάλι του γρέγου το κύμα πνιγμένο, νεκρό. Ο καιρός από τα μεσάνυχτα είχε γυρίσει στη βροχή, δίχως να πέσει η οργή του ανέμου, το φουρτούνιασμα της θάλασσας. Τυμπάνιζαν οι τρελές σταγόνες στα παράθυρα της εκκλησιάς, βούιζαν οι πνοές στους τοίχους και στα δέντρα του περιβολιού, όταν πλησιάσαμε το φέρετρο ένας-ένας κι' ασπαστήκαμε το κρύο, το πεισματάρικο μέτωπο του Κεφαλλονίτη. Κι' ύστερα τον πήραν τέσσερα παλικάρια στον ώμο, και τραβήξαμε για το κοιμητήρι, έξω απ' το χωριό, πλάι στη θάλασσα. Έδερνε ο άνεμος τη θλιβερή συνοδεία, τη μούσκευε η βροχή, και προχωρούσαμε τρεκλίζοντας, σκοντάφτοντας στα χαλίκια του ακρογιαλινού μονοπατιού, σκυφτοί στη μάνητα του γρέγου, αμίλητοι και σκυθρωποί, πίσω απ' το κασόνι που σκαμπανέβαζε στις τέσσερις στιβαρές πλάτες.
   Σε μια στροφή του δρόμου, πίσω από 'να βράχο ανεμόδαρτο, ξαντικρύσαμε το κοιμητήρι με το χαμηλό άσπρο τοίχο του, τη μικρή εκκλησιά, και τους ξύλινους σταυρούς, τους ποτισμένους άρμη θαλασσινή, κάτω από τα παλλόμενα με απελπισία κυπαρίσσια. Πλάι στην πόρτα, ένα σπιτάκι βρισκόταν, μικρό, ταπεινό, σαραβαλιασμένο, με παραθύρια σανιδόφραχτα, κεραμίδια ανεμοδαρμένα, πόρτα ξεχαρβαλωμένη. Οικτρό ερείπιο, θλιβερό, που ποιος ξέρει σε τι χρησίμευε άλλοτε, παρατημένο τώρα, δίχως άλλο. Κ' έξαφνα, καθώς κοντέψαμε, κ' οι ψαλμωδίες του παπά δυνάμωσαν, πρόβαλε από τη μισάνοιχτη πόρτα μια μορφή, ένα πλάσμα παράξενο κόσμου αλλοτινού, μια γριά εκατοχρονίτισσα, ψηλή, σκυφτή, ρικνή, αναμαλλιάρα, με πρόσωπο σκαμμένο βαθιά περισσότερο απ' τα βάσανα παρά από το χρόνο, μισόγυμνη και ξετραχηλωμένη μέσα σ' ένα κουρελιασμένο σκουτί, και κάρφωσε απάνω μας δυο μάτια άσπρα κι' απλανή. Μάτια δίχως φως. Ό,τι όμως τα μάτια της δεν είδαν, το άκουσαν τ' αφτιά της. Κι' άρχισε να σπαράζει σε μικρό γέλιο, ξερό, κοφτό, ξινό, γεμάτο φλέματα.
   - Ποιος ψοφολόγησε πάλι, σκατά στην ψυχή του;
   Και καθώς κανείς δεν της αποκρινόταν, σήκωσε τα κοκαλιάρικα χέρια της στον ουρανό και ρέκαξε με το σατανικό της γέλιο:
   - Χουχού! Χουχού! Δε μου λέτε ποιος είναι; Δε θέλετε να μου το μολογήστε; Και τι με νοιάζει; Και τι τον έχω, εγώ, η έρμη, για να τον κλάψω, να τον μοιρολογήσω; Ένας λιγότερος... Ένας άνθρωπος πιο λίγος σ' αυτόν τον κόσμο... Μικρό το κακό! Πέθανε το γουρούνι μου! Ψόφησε ο γάϊδαρός μου! Ας γελάσω! Χουχού! Χουχού!
   - Πάψε, Χουχού! της φώναξε ο Αντώνης. Σκασμός! Η γριά αγρίεψε κι' άφρισε:
   - Να σκάσεις εσύ και να πλαντάξεις! Άνθρωπε κακέ! Που δεν έχεις τίποτα εδώ! (και χτυπούσε με τις παλάμες τα κόκαλα του στέρνου της). Εσύ, κι' όλοι οι άλλοι, που κυλιόσαστε στην αμαρτία σα γουρούνια! Αστροπελέκι να ρίξει ο Θεός να σας κάψει! Μαύρη πανούκλα να στείλει ο Διάβολος να σας θερίσει! Θάνατο κακό να έχετε και σεις, κ' οι γυναίκες σας οι ξεδιάντροπες, κ' οι κόρες σας οι αποτέτοιες! Φωτιά να κάψει τα σπίτια σας, λέπρα να φάει τις μύτες σας, σκουλίκι να σας χύσει τα μάτια!... Χουχού! Χουχού!
   Οι σπηλιάδες του αέρα έκοβαν τσεκουρωτά τις κραυγές, τα ρεκάσματα, τους σαρκασμούς της μέγαιρας. Σκύψαμε το κεφάλι, μαζέψαμε τους ώμους σα να θέλαμε ν' αποφύγουμε το χαλάζι της κατάρας, ταχύναμε το βήμα και μπήκαμε στο νεκροταφείο, ακολουθούμενοι από τις απαίσιες φωνές.
   Ο τάφος ήταν ανοιχτός. Θάψαμε τον Παναγάκη βιαστικά, γιατί η βροχή δυνάμωνε μαζί με τον άνεμο, και βγαίνοντας απ' το νεκροταφείο περάσαμε πάλι μπροστά από το ρημάδι, όπου η Χουχού μας περίμενε για να μας κεραυνώσει με δεύτερη δόση φαρμακωμένων λόγων.
   - Το φαΐ! Μονάχα το φαΐ! Τηλώστε την παραδαρμένη σας! Γιομίστε τα κελάρια σας! Ρευτήτε τις ξινίλες σας! Γουρούνια! Γουρούνια! Και κουτουπώστε τις ξαναμμένες γυναίκες σας, να κάνετε παιδιά! Ανθρώπους σαν τα μούτρα σας. Γαϊδούρια σαν την αφεντιά σας! Που να σας φαν τα κοράκια ζωντανούς! Που να φυτρώσουν σκουλίκια στις κοιλιές σας! Που να ρέψετε μεσ' στις βρωμισιές των αντερώνε σας! Ανθρώποι! Ανθρώποι!
   Μόνο σα στρίψαμε το βράχο γλιτώσαμε από το βραχνά της κατάρας. Σηκώσαμε τα κεφάλια, αναγείραμε τους ώμους. Ανασάναμε.
   Ο Αντώνης, που ερχόταν κοντά μου σέρνοντας το ξύλινο πόδι του, αναστέναξε και μου είπε:
   - Είναι τρελή, η κακομοίρα...
   Τρελή... Ένας λόγος είν' αυτός...
   Η βροχή κι' ο άνεμος εξακολούθησαν ως το βράδυ. Και τώρα που γράφω, φυσάει και βρέχει.

   4 Δεκεμβρίου 18⭐⭐
   Η κακοκαιρία δε λέει να καλμάρει. Θάλασσα κι' ουρανός έσμιξαν σ' έκταση τεφρή, που ο άνεμος την αυλακώνει με μαύρα κύματα και μαύρα νέφη.
   Πόσο θα βαστάξει αυτό; Όχι πολύ, βέβαια. Περιμένω την καλοκαιρία, για να μπορέσω να φύγω.

   5 Δεκεμβρίου 18⭐⭐
   Οι άνθρωποι του νησιού είναι απλοί και αγαθοί. Λατρεύουν τα λίγα χτηματάκια τους - αμπέλια, ελιές, μπαξέδες και μποστάνια- που δεν αρκούν να τους θρέψουν. Δεν τους απομένει παρά η θάλασσα για συμπλήρωμα του ψωμιού της στεριάς. Όλοι τους -εξόν από μερικούς ξωμερίτες, στην κάτω μεριά του νησιού- είναι ναυτικοί, και θαλασσοπνίγονται ολοχρονίς με τα καράβια, αφήνοντας τις γυναίκες τους να τα βγάζουν πέρα όπως μπορούν με τη γης.
   Σκληρή ζωή! Τι ν' αποδώσει η γης στα χέρια της γυναίκας και τι η θάλασσα στα χέρια του αντρός; Θαλασσινός είμαι και 'γω, σαν κι' αυτούς, και πλέω, και παλεύω χρόνια τώρα και ξέρω τη ζωή τους, που είναι ζωή μου. Εκείνο όμως που πρώτη φορά αντίκρισα, και ένιωσα για πρώτη φορά, είναι η δυστυχία των παρατημένων γυναικών. Στην Κεφαλλονιά τα πράματα είναι αλλιώτικα. Πλούσιο το νησί, κ' εκείνοι που μπαρκάρουν στα καράβια το κάνουν πιότερο για το κέρδος παρά για το ψωμί. Όσο για μένα, το παιδί της αστικής καλοστεκούμενης φαμίλιας, άλλος δαίμονας μ' έσπρωξε στη θάλασσα.
   Στην Τήλος όμως, το πράμα είναι αλλιώτικο. Είναι η φτώχεια, είναι η πείνα, είναι η αθλιότητα. Είναι το χώμα το φτενό που χαρίζει σταγόνα-σταγόνα τα ιδρωποτισμένα αγαθά του. Είναι η θάλασσα που πρέπει να θραφεί με ψυχές για να θρέψει ανθρώπους. Μπαρκάρουν τ' αγόρια, μόλις ανθίσει τ' αχείλι, στα καράβια, δένονται τα κορίτσια, μόλις φουντώσει η αμασχάλη, στο τσαπί. Αρμυρός ίδρως των αντρών, πικρός των γυναικών. Άρμη της θάλασσας στις καραβίσιες πλώρες, μούχλα λάσπης στα σπίτια τα χωριανά. Ρέβουν τα κορμιά, λυγίζουν οι ψυχές, θολώνουν τα μάτια στη μεγάλη προσπάθεια της θροφής. Κι' αυτό ώσπου να έρθει ο θάνατος.
   Τώρα, τέτοιον καιρό, τα περισσότερα καράβια λείπουν απ' το νησί. Η κακοκαιρία τα 'κλεισε στα μακρινά λιμάνια, τ' ανάγκασε να ποδίσουν στους κοντινούς όρμους. Πάνω από τριάντα καράβια λείπουνε, και μαζί μ' αυτά οι πιότεροι άντρες του νησιού. Μονάχα μια μπρατσέρα κι' ένα γολετί σκαμπανεβάζουν στο φυσικό λιμανάκι της Τήλος, ως τρία χιλιόμετρα βορεινότερ' απ' το χωριό, εκεί που ο κάβος των γκρεμισμένων βράχων κλείνει μια μικρή απάνεμη θαλασσινή αγκαλιά. Η μπρατσέρα έχει πάθει ζημιές και τη δουλεύουν οι μαστόροι του ταρσανά. Το γολετί ήταν έτοιμο να σαλπάρει για την Κύμη, να φορτώσει κάρβουνο, όταν το σταμάτησε ο καιρός.
   Κι' οι γυναίκες έχουν απομείνει μοναχές... Όπως πάντα. Τα μεγάλα καράβια ταξιδεύουν για τη Μαρσίλια, την Αλεξάντρια, τον Ποταμό, και σπάνια πιάνουν στην Τήλος. Τα καΐκια τα μικρά έρχουνται πιο συχνά στο νησί, για λίγες μέρες όμως κι' αυτά, ώσπου να ξαναφύγουν. Ο άντρας, διαβατάρης αναπάντεχος της πατρίδας του, μένει λίγες μέρες κοντά στη φαμελιά του. Κάνει μια βόλτα στα χτηματάκια, ξεκουράζεται στον καφενέ, θαυμάζει το άγνωστο παιδί που γεννήθηκε σαν έλειπε, σπέρνει άλλο ένα χορταίνοντας τις λαχτάρες της γυναικός του, και ξαναφεύγει όπως ήρθε. Κι' η γυναίκα θα μείνει μόνη. Θα πασκίσει πάνω στο χώμα, μέσα στο σπίτι, δίπλα στα παιδιά, θ' αναστήσει τ' αγόρια για την αγγάρεια της θάλασσας, τα κορίτσια για τη σκλαβιά της γης. Και ζει, και γερνάει περιμένοντας τα γερατειά του αντρός της, που θα τόνε φέρουνε σιμά της, αν δεν της τον πάρει πρωτύτερα η θάλασσα, η αχόρταγη, αφήνοντάς την έρμη στο θάνατο όπως και στη ζωή.
   Κι' είναι τόση η δυστυχία του νησιού, τόση η αβάσταχτη μιζέρια των ανθρώπων, ώστε κι' ο αέρας που ανασαίνεις, κι' ο άνεμος που φυσομανάει, κι' η θάλασσα που βρέχει τις ακρογιαλιές, και τα δέντρα που παραδέρνουν στο δρόλαπα, λες κ' είναι όλα τα πάντα ποτισμένα με ιμέρους πίκρας, ιχώρες απελπισίας.

   6 Δεκεμβρίου 18⭐⭐
   Η εκκλησιά σήμερα ήταν πιο χαρωπή σε πρόσωπα και χρώματα. Ήρθαν μαζί με τους άντρες κ' οι γυναίκες και τα κορίτσια, ντυμένες στα καλά τους, να γιορτάσουν τον Άγιο το θαλασσινό. 
   Την ώρα της λειτουργίας κοιτούσα τα κορίτσια. Όμορφες νησιώτισσες, κοντούλες, γεμάτες, μελαχρινές, με σάρκα τρυφερή σταράτη και μάτια φλογερά. Έχουν ακόμα και ζωή και δροσιά στις μορφές τους τις χαμογελαστές, που δεν πρόφτασαν να τις ρικνώσουν ο μόχτος και τα βάσανα. Όσο για τις παντρεμένες, αυτές ρέβουν αμέσως με το γάμο, που τους χαρίζει ελάχιστη ηδονή και πίκρες όσες θέλεις. Τόσο, που αναρωτιέται κανείς: Γιατί παντρεύονται οι Τηλιανές; Γιατί δεν απομένουν ως τα γερατειά, ως το θάνατο, μέσα στη γαλήνη των άχρηστων των νεκρωμένων τους αδένων; Τόσο γλυκιά είναι η λιγοστή αγάπη, αυτή που τους χαρίζει το σπάνια διαβατάρικο από την κλίνη τους αρσενικό, ώστε να χαραμίζουν κάθε άλλη ζωική χαρά για το χατίρι της;
   Όσο το μάτι μου χαιρόταν τα κορίτσια, τόσο η ψυχή μου σπλαχνιζόταν τις γυναίκες, τις εικοσάχρονες αυτές γριές του βασανισμού, τις τυλιγμένες στα μαύρα τους μαντήλια, που παρακαλούσαν με μάτια αγωνιακά τον Άη-Νικόλα για τους άντρες τους, τους ταξιδιώτες.
   "Υπέρ πλεόντων...". Έξω, στο πέλαγο και στη στεριά, ο γρέγος κυλιότανε σα γάτος σε γεναρίτικη οχεία. Ούρλιαζε, μούγκριζε, σφύριζε με γλώσσα διχαλωτή, όπως η όχεντρα που της πατήσαν την ουρά. Έσκαζε η θάλασσα με πάταγο και ρόχθο στα βράχια του κάβου του κοντινού, σηκώνοντας τέσσερα και πέντε μέτρα αφρούς κατακόρυφους, ως το γκρεμό, εκεί που λιγόστευε το χώμα της πλαγιάς, ποτίζοντας τα πουρναράκια με υγρές αρμύρες. Κ' οι γλάροι αποκάτιασαν πάνω στους νεροδαρμένους σκόπελους, που πρόβαλαν τις μαύρες γυαλιστερές κορφές τους ανάμεσα στη δίνη των κυμάτων, μην έχοντας δύναμη, μη βρίσκοντας κουράγιο να πετάξουν, να ψαρέψουν στην απέραντη, τη μελανή θαλασσινή έκταση, που έβραζε από το σίφουνα σαν κατράμι στο λεβέτι.
   Το μεσημέρι φάγαμε οι τρεις μας στο τραπέζι. Ο Αντώνης, η Ελενίτσα και 'γω.
   Ο Αντώνης, ο Μονοπόδαρος, αυτός που με βρήκε λιγοθυμισμένο πάνω στα φύκια και με περιμάζεψε σπίτι του, είναι άντρας ως εξήντα χρονώ, χοντρός, αγαθός, με μορφή κάπως κρύα και κλειστή. Την ίδια μυστηριακή μορφή που πήρε απ' αυτόν η Ελενίτσα, η θυγατέρα του. Όλη του τη ζωή την πέρασε στα καράβια -ναύτης και λοστρόμος- ώσπου μια μέρα, πέφτοντας η γάμπια τού τσάκισε το μερί το αριστερό. Αυτό γίνηκε στο πέλαγο, έξω απ' την Κορσική, μια μέρα που ο ξανθός μαΐστρος φτερούγιζε ανάμεσα στις γαλανές εκτάσεις τ' ουρανού και της θάλασσας. Όταν έφτασαν στη Μαρσίλια και τον έβαλαν στο νοσοκομείο, η λαβωματιά του είχε κακοφορμίσει κ' οι γιατροί του έκοψαν το πόδι. Από τότε ξεμπάρκαρε αναγκαστικά κι' απόμεινε στο νησί, σέρνοντας το ξύλινο ποδάρι του -αριστούργημα μαρσεγέζικης ορθοπεδικής- ανάμεσα σπίτι, καφενέ και χτηματάκια, αυτά που τόνε ζούσανε μαζί με τη συνταξούλα του Απομαχικού. Στο αναμεταξύ πέθανε και η γυναίκα του, αφήνοντάς τον μονάχο με την Ελενίτσα, την όμορφη εικοσάχρονη κοπέλα με την κλειστή μορφή, τα μυστικά λοξά μάτια.
   Απλό φαγητό, πλάι στη γωνιά όπου τριζοβολούσε η βελανιδιά. Κ' έξω, ο άνεμος, η τρικυμία. Σκυμμένος στο πιάτο, άκουγα το γέρο να ιστορεί τη ζωή του, κ' έριχνα πού και πού χαμηλές ματιές στην Ελενίτσα, που έτρωγε μακρινή κι' απροσπέλαστη, σαν να μην ήταν άνθρωποι τριγύρω της.
   Η κοπέλ' αυτή άρχισε να μου κεντάει την περιέργεια, ίσως και το ενδιαφέρον. Η ομορφιά της η παγερή, η σκληρή, η άψυχη, γεννάει κρυφή γοητεία στον κάθε άντρα, στο ανόητο κ' εγωιστικό αυτό ζώο που θέλει να καταχτήσει το δύσκολο, το απροσπέλαστο, να νικήσει το αδιάφορο και μυστηριακό. Ο άντρας περιφρονεί την αγάπη που γέννησε δίχως κόπο. Ο άντρας μόνο την αγάπη που με κόπο προκάλεσε σε καρδιά κλειστή δύναται να χαρεί. Ο άντρας, ο ηλίθιος...
   Μετά το φαγητό, ο Αντώνης μού ζήτησε συμπάθειο που ήταν υποχρεωμένος να λείψει όλο τ' απόγεμα για δουλειές, στα χτήματα.
   - Η Ελενίτσα θα σου κάνει παρέα, πρόσθεσε περνώντας την πόρτα.
   Κ' η δίχρονη περπατησιά, του αληθινού και του ψεύτικου ποδαριού του, αντήχησε στο δρομάκο κ' έσβησε στο μάκρος.
   Έμεινα μονάχος με την κοπέλα. Το σύθαμπο της συννεφιασμένης ημέρας αύξαινε το γοητευτικό μυστικό της μορφής της. Κ' ήταν όμορφη κ' επιθυμητή. Και κάτι μαρτυρούσε, στην έκφραση του προσώπου, στη νωχελική πλαστικότητα του κορμιού, πως η γλύκα της αγάπης δεν της ήταν άγνωστη, πως εστέναξε κάτω από τ' αγκάλιασμα του αρσενικού. Μέσα στη μοναξιά και τη σιωπή, οι ματιές μας συναντήθηκαν για μια στιγμή, ύπουλες, υποψιασμένες, εχθρικές, σαν ο ένας να ζύγιζε τις αξιότητες και τις προθέσεις του αλλουνού, σαν ο καθένας να έπαιρνε αμπάριζα από το βωμό της Αστάρτης για το ηδονικό παιγνίδι που ίσως άρχιζε, που δίχως άλλο θ' άρχιζε. Και τότε αναπόλησα πως είκοσι μέρες τώρα, καθώς φύγαμε από τ' Αλτζέρι, δεν έσφιξα γυναίκα στην αγκαλιά μου. Το ταξίδι, το ναυάγιο, και τα τραγικά που τ' ακλούθησαν, ξεμάκρυναν κάθε τέτοια σκέψη απ' το μυαλό μου και ίμερο απ' τους αδένες μου. Τώρα όμως που όλα γαλήνεψαν -εξόν απ' τη θάλασσα, που μούγκριζε στο περιγιάλι- το ξύπνημα των ορμών όργωσε τα νεφρά μου σαν καμτσικιά. Μια κυρίαρχη επιθυμία μ' έσπρωχνε ν' αρπάξω την κοπέλα και να τη νεμηθώ τώρα-δα, αμέσως, σ' ένωση κτητική, βουβή κι' απαίσια. Πρέπει όλη αυτή την εξωσυνείδητη βούληση που καφρεφτιζόταν στη μορφή μου να την ένιωσε η γυναίκα με τον ευαίσθητο σεξουαλικό δέκτη. Και με κοιτούσε με ματιές σκοτεινές, σα να με προκαλούσε όχι να τολμήσω, αλλά πως δε θα είχα το κουράγιο. Σα να μου έλεγε: "Δε θα το κάνεις, γιατί ξέρεις πως δε θα πετύχεις".
   Και δεν το 'κανα. Σηκώθηκα κι' άνοιξα το παράθυρο, με την πρόφαση να ιδώ τον καιρό, πραγματικά όμως για να δροσίσει ο άνεμος το ξάναμμα του κορμιού μου. Μόνο που η βροχή είχε σταματήσει, και τα φευγαλέα σύννεφα ξάνοιγαν πλατιά κομμάτια βαθυγάλανου ουρανού.
   - Λέω να περπατήσω λιγάκι, είπα, να ξεμουδιάσω. Κατά πού με συμβουλεύεις να πάω;
   - Έχει πολλούς όμορφους περίπατους, μου αποκρίθηκε. Όλοι όμως είναι ανηφοριές που σκαρφαλώνουν στο βουνό. Μονάχα ο δρόμος του κοιμητηριού, πλάι στην ακρογιαλιά, είναι ίσωμα. Αν πας κατά κει, έρχουμαι και 'γω, να σου κάνω παρέα.
   Την κοίταξα στα μάτια. Αυτή όμως κοιτούσε το πέλαγο με ματιά δίχως έκφραση, σαν όλα τα πάντα να της ήταν αδιάφορα. Να την ανιούσαν.
   - Πάμε κατά το κοιμητήρι, παραδέχτηκα.
   Έβαλε το πανωφόρι της, τύλιξε τα μαλλιά της μ' ένα μποξά, και τραβήξαμε, δίχως μιλιά, το δρομάκο του περιγιαλιού που τον ράντιζε ο αρμυρός αφρός. Ο ενάντιος άνεμος εμπόδιζε το περπάτημά μας κ' έγλυφε με σκληρές πνοές τους αδρούς χαρακτήρες του ωραίου κεφαλιού. Περπατούσα δίπλα της και την κοιτούσα. Τώρα που ο καθαρός αέρας κι' ο δρόμος ξεδιάλυναν τους κακούς ιμέρους μου, είδα πιο ψυχρά, πιο αντικειμενικά, την ξεχωριστή ομορφιά της, και τη ξετίμησα έξω από κάθε στρέβλωση επιθυμίας. Ήταν ωραία και σκληρή. Γοητευτική κι' απροσπέλαστη. 
   - Ελενίτσα, της είπα, πώς δεν παντρεύτηκες ακόμα;
   - Γιατί ρωτάς;
   - Για να γίνεται κουβέντα.
   Χαμογέλασε μόλις, μια ιδέα.
   - Και πού θα φτάσει, η κουβέντα;
   - Όπου τη βγάλει ο δαίμονας.
   Με κοίταξε στα μάτια και χάθηκα σε άβυσσο. Τα στοιχειά ούρλιαζαν πάνω απ' το κεφάλι μας, στο βράχο.
   - Εσύ τουλάχιστο τραβάς τίμια για την αμαρτία. "Μου γουστάρεις. Αν σου αρέσω...". Έτσι δε λες;
   - Όχι, Ελενίτσα, δε λέω τίποτα. Δεν είναι λόγια αυτά για ένα κορίτσι.
   - Και ποιος σου είπε πως είμαι κορίτσι;
   Σταμάτησα ξαφνιασμένος.
   - Ανύπαντρη είσαι, κορίτσι πρέπει να είσαι. Ξένος είμαι, δε μπορώ να ξέρω...
   - Όχι, δε μπορείς να ξέρεις, παραδέχτηκε κι' αυτή.
   Και με φωνή προσταχτική:
   - Πάμε!
   Ξακολουθήσαμε το δρόμο μας. Ο ήλιος, ανάμεσ' απ' τα σύννεφα, κόντευε τη δυτική βουνοκορφή, να βασιλέψει μια ώρ' αρχύτερα, βαριεστημένος από τόσω μερώνε δρόλαπα, να πάει και σ' άλλα μέρη, τους αντίποδες, να ιδεί πελάγη γαληνεμένα. Πέρα, στον ορίζοντα της ανατολής και της θάλασσας, άρχισε να ξεμυτίζει το σούρουπο.
   Στρίψαμε γύρα το βράχο τον ψηλό, με τ' ανεμόδαρτα δεντράκια της κορφής του. Κι' αντικρίσαμε το κοιμητήρι, με τους γερμένους από τον άνεμο σταυρούς, τ' απελπισμένα του δειλινού κυπαρίσσια. Στη θύμηση του Παναγάκη, ταράχτηκε η καρδιά μου, κι' ο κρύος ιδρώς της αγωνίας κύλησε στα μηλίγγια μου. Πρέπει να έχασα το χρώμα μου, να φανερώθηκε όλ' η αγωνία της ψυχής στο πρόσωπό μου, γιατ' η κοπέλα με ρώτησε με κάπως ανήσυχη φωνή:
   - Τι έχεις;
   - Τίποτα! Τι θέλεις να 'χω;
   - Εσένα κάτι σε τυραννάει, μου είπε και κοντοστάθηκε.
   - Το ναυάγιο της "Αγγέλικας" λίγο το 'χεις; Όλ' οι σύντροφοί μου χάθηκαν, εικοσιένα νομάτοι...
   - Θέλημα του Θεού ήταν. Τι φταις εσύ; Να στεναχωριέσαι για τη συφορά, το καταλαβαίνω...
   Και κοιτώντας με στα μάτια:
   - Άλλο η στεναχώρια, κι' άλλο ο τυραγνισμός...
   Έσκυψα το κεφάλι δίχως να μιλήσω, και τραβήξαμε το δρόμο, κατά το κοιμητήρι.
   - Ο αστυνόμος κι' ο ειρηνοδίκης, είπε, βρήκαν το πράμα φως-φανάρι. Μα δεν είναι θαλασσινοί, αυτοί...
   - Και τι λεν οι θαλασσινοί; ρώτησα με φωνή βραχνή και άχρωμη...
   - Λένε πως το λάθος του καπετάνιου σου, του μακαρίτη, να πέσει στα Καβάκια, έξι μίλια πονέντε από τη ρότα, είναι παράξενο...
   - Tο πως είναι, είναι! φώναξα με μανία. Μα τι μπορώ να ξέρω εγώ; Εγώ κοιμόμουν στην καμπίνα μου!
   - Ναι... Εσύ κοιμόσουν κι' όλοι οι άλλοι πνίγηκαν...
  Και τότε κατάλαβα. Τα λόγια της κοπέλας μαρτυρούσαν τις κουβέντες των Τηλιανών, τις υποθέσεις και τις υποψίες τους. Συζητούσαν το πράμα, έβαζαν κάτω τα γεγονότα, σα ναυτικοί που ήσαν, και δεν έβρισκαν την περίσταση ξεκάθαρη. Να ήταν τα πράματα όπως τα έλεγα, και πάλι δύσκολα θ' αποδειχνόταν, θα δικαιολογιόταν η αιτία του ναυαγίου. Ο σατανάς με είχε αρπάξει και με τύλιγε σιγά κ' ατράνταχτα στο δαιμονικό του δίχτυ.
   Η γυναίκα σα να διάβαζε τη συλλογιά μου την κρυφή.
   - Δε βρίσκεις άκρη με τους ανθρώπους, είπε... Κάλλιο να φύγεις, να πας μακριά, να χαθείς. Ο κόσμος είναι μεγάλος. 
   - Ο κόσμος είναι μεγάλος; Χουχού! Ποιος τρελός μιλάει έτσι; Ο κόσμος είναι μικρός! Να! Τόσος δα!
   Σηκώσαμε το κεφάλι κατά το μέρος που ερχόταν η βραχνή σα ρέκασμα κορακιού φωνή. Κ' είδαμε την απαίσια γριά, τη Χουχού, ολόρθη στην πόρτα της καλύβας της, ξετραχηλωμένη κι' αναμαλλιάρα, να μας κοιτάει με μάτια άσπρα και σκοτεινά.
   - Εσύ, Λενιώ, μιλάς έτσι; Αχ, κοπέλα μου! τη γνώρισα τη φωνή σου, κι' ας την έκανε βαριά ο σεβντάς ο κρυφός...
   Γέλασε πάλι βραχνά, φαρμακερά, και σίμωσε δυο-τρία βήματα.
   - Καλημέρα, Λενιώ μου! Καλό στο καλό μου κορίτσι! Πώς από 'δω τέτοια μέρα και τέτοια ώρα; Δε φοβάσαι το δρολάπι που φυσομανάει; Ούτε γλάρος δεν ξεμυτάει πάνω στο κύμα, μια βδομάδα τώρα...
   Και δίχως να περιμένει απόκριση, ρώτησε με φωνή γεμάτη αρπαγή και βουλιμία:
   - Μου 'φερες τίποτα; Τι μου 'φερες;
   Η Ελενίτσα σήκωσε τους ώμους.
   - Δεν είχα σκοπό να έρθω κατά 'δω. Ο δρόμος μ' έφερε...
   Η γριά ξαναγέλασε με σαρκασμό. 
   - Ο δρόμος σ' έφερε... Ο δρόμος... Να τον φοβάσαι το δρόμο, κοπέλα μου, που σε πηγαίνει όπου θέλει αυτός... Αν κατάλαβα καλά δεν είσαι μοναχή. Σε ποιον μιλούσες; Ποιος είναι κοντά σου;
   Έστριψε τη μύτη της κατά μένα κι' οσμίστηκε τον άνεμο.
   - Άντρας είναι. Αρσενικός και βαρβάτος.  Ξέρω, εγώ... Καταλαβαίνω... Από τη μυρουδιά... Καλά έκανες και τον έφερες κατά 'δω. Έτσι, να τον νιώσω και 'γω κοντά μου... Ν' αγγίξω τα σκληρά του μούσκουλα... Ν' ακούσω τη φωνή του... Να μυρίσω τον ίδρω του.
   Πλατύ χαμόγελο γύμνωσε τα γυμνά, τα μαυρισμένα γούλια της.
   - Ε, παλικάρι μου! Παραξενεύεσαι γι' αυτά που λέω; Γιατί; Μη φοβάσαι. Δε θα σου κάνω κακό. Μόνο που το ψέμα κ' εγώ είμαστε πράματα χώρια. Να παριστάνω τη Φραγκοπαναγιά και μέσα μου να βράζω... Όχι! Τη γλέντησα τη ζωή μου εγώ! Ρούφηξα το ποτήρι μέχρι τελευταία σταγόνα. Και δε μετανιώνω για τίποτα. Τι κι' αν είμαι αόματη; Τι κι' αν με δέρνει το κρύο στο ρημάδι; Τι κι' αν δε χορταίνω την πείνα μου; Οι άλλες, οι τίμιες, εκείνες που έχουν και φως, και σπίτι και φαΐ να χαίρονται στα γερατειά, γλέντησαν στα νιάτα τους τα παλικάρια που 'σφιξα στην αγκαλιά μου; Χουχού! Χουχού! Εγώ θυμάμαι! Θυμάμαι χαρές που χορταίνουν την ερημιά και τα σκοτάδια μου. Κι' αυτές ρέβουν από πίκρα, μέσα στους εδικούς των και το φως των οματιών!
   Ξάμωσε το ξυλιασμένο χέρι της κ' έμπηξε τα κοκαλιάρικα δάχτυλά της στα μούσκουλα του μπράτσου μου, με ψαχούλεψε με άγρια ηδονή κ' ικανοποίηση, χαζογελώντας ανόητα.
   - Είσαι στο καλοκαίρι σου, είπε, και γερός, κι' ατσαλένιος... Μη φοβάσαι... Μόνον οι θύμησες μένουν... Οι πείνες οι παλιές έσβησαν. Μαράθηκαν μέσα στα πεσμένα μου σωθικά. Να θυμάμαι, μου αρέσει. Να θυμάμαι και να λέω: "Αν ήμουν νια, αν έβραζ' ακόμα μέσα στο μηνιάτικο αίμα μου, χεχέ! δε θα κακοπερνούσε το παλικάρι κοντά μου...". Μα να! Γέρασα. Γέρασα και σκυλιάζω με τους ανθρώπους, τους ψεύτικους, που δεν έχουν το κουράγιο να χαρούν... Ναι, να χαρούν.
   Αναστέναξε βαθιά, και χάθηκαν οι λευκοί βολβοί των ματιώνε της στο σκοτεινό άπειρο.
   - Δε βαριέσαι, είπε με φωνή πιο χαμηλή, πιο ήρεμη. Τι κι' αν φωνάζω την αλήθεια, σα μοιρολογίστρα κουκουβάγια, στην πόρτα του κοιμητηριού, εδώ που με πέταξε το ριζικό; Τι κι' αν ξεπροβοδάω τους σιχαμένους τους πεθαμένους με ρεκάσματα κορακίσια; Ζήσαν την άχαρη, την ψεύτικη ζωή τους, και ψοφήσαν μέσ' το ψέμα σαν ψεύτες που ήσαν. Βράζει η αμαρτία πίσω απ' τη μουτσούνα της αρετής... Βράζει κρυφά. Όλα τα πάντα κρυφά γίνονται σ' αυτό το νησί του διαβόλου... Κρυφό το κλέψιμο, κρυφό το φονικό, ο φτόνος απόκρυφος, το μίσος καταχωνιασμένο. Κι' η αγάπη, η γλύκα της ψυχής και των σωθικών, η μόνη θροφή που χάρισε με απλοχεριά ο Θεός στους ανθρώπους, στα σκοτάδια γίνεται κι' αυτή, κρυφή, και σιχαμένη, και πρόστυχη... Δεν είσαι ντόπιος εσύ... Είσαι ξένος. Το καταλαβαίνω. Το ξέρω. Είσαι ο καπετάνιος του βαποριού που βούλιαξε τις προάλλες, και σ' έβγαλε η θάλασσα στο νησί. Δεν είν' έτσι;
   - Καλά το κατάλαβες, είπα.
   - Χεχέ! Ας είμαι μονάχη κ' έρμη. Ας μη μου μιλάει κανείς. Τα μαθαίνω εγώ, τα ξέρω... Σε πήρε στο σπίτι του ο Αντώνης ο κουτσός, ο πατέρας αυτηνής (κ' έδειξε την Ελενίτσα). Σε ζέστανε, σε κοίμησε, σ' έθρεψε, ο Αντώνης. Και συ, γυρεύεις τώρα να του χαϊδέψεις (είπε άλλη λέξη) την κόρη...
   - Δεν είσαι στα καλά σου, γριά! διαμαρτυρήθηκα με αγανάχτηση αληθινή, που μάντεψε τις ορέξεις μου.
   - Μη θυμώνεις, παλικαράκι μου! Μην αφαρπάζεσαι. Έτσι είναι που τα λέω. Κ' ύστερα, τι; Κακό είν' αυτό; Κακό; Ό,τι έχει γράψει η Μοίρα με το δάχτυλό της στο χαρτί τ' ουρανού, θα γίνει...
   Σήκωσε τ' άφωτα μάτια της κατά το βουνό, εκεί που τα δυσμικά χρώματα πάλευαν με τις στάχτες των συννέφων.
   - Κι' αυτό, είπε, αυτό, είναι γραμμένο εκεί! Εκεί που φέγγει ο αστέρας του βραδιού! 
   Και με το γερτό δάχτυλό της έδειξε τον κάτασπρο Αποσπερίτη που αναπήδησε από τα φώτα με το σκότος το δειλινό. Κατόπι, με φωνή γλυκιά και χαμόγελο μελένιο, έκανε πλατιά χειρονομία αρχοντική.
   - Ορίστε. Κοπιάστε στο αρχοντικό μου. Δεν πειράζει που λησμονήσατε την καημένη τη θεια Χουχού, και δεν της φέρατε τίποτα. Εγώ θα σας φιλέψω.
   Γύρισα και κοίταξα την Ελενίτσα με αμηχανία. Θα δεχόμαστε την πρόσκληση της γριάς; Μα η μορφή της κοπέλας δεν έδειχνε καμιά δυσφορία. Απλά και φυσικά ακλούθησε τη Χουχού, που προπορευόταν με κωμικές ρεβερέντσες. Το ίδιο έκανα και 'γω.
   - Άλλος εξόν από σας δεν έχει μπει στο σπίτι μου, είπε η τυφλή σταματώντας στο κατώφλι. Κανείς απ' αυτούς του ψεύτες της ζωής και της αγάπης δεν έχει θέση στο λημέρι της Χουχούς! Μόνο την Ελενίτσα δέχουμαι καμιά φορά. Γιατί δεν είναι σαν τους άλλους. Θα ιδείς, θα ιδείς... Και συ, παλικάρι μου, που είσαι ξένος, μοιάζεις γι' αλλιώτικος. Μου αρέσεις. Ναι...
   Δρασκέλισε το κατώφλι. Και μεις πίσωθέ της. Ήταν σκοτάδι μέσ' την κάμαρα. Μόλις ελάχιστο λυκοφώτισμα γλιστρούσε ανάμεσ' απ' τα κακοδεμένα σανίδια των παραθυριών. Κι' ο αέρας έπνιξε τα πλεμόνια μου βαρύς, στεκάμενος, ποτισμένος μπόχα άπλυτου γεροντίσιου κορμιού, τροφής σαπισμένης και μούχλας υγρής... Κάτι σα σιχασιά ανακάτεψε το στομάχι μου και κοντοστάθηκα. Άρπαξα το χέρι της Ελένης και της μουρμούρισα στο αφτί.
   - Τι γυρεύουμε 'δω μέσα; Πάμε να φύγουμε...
   Μα ένιωσα τη δροσερή γυναίκεια παλάμη να μεταδίνει την ηρεμία στο χέρι μου...
   - Μην κάνεις έτσι, είπε σιγανά.
   Το ευαίσθητο αφτί της τυφλής άρπαξε τα λόγια μας. 
   - Μην κάνεις έτσι, παλικάρι μου, είπε. Δεν είναι όμορφα, εδώ μέσα. Μα θα συνηθίσεις. Θα ιδείς πως εκεί που ανοίγουν οι ψυχές και λεν, και κάνουν την αλήθεια, είναι παράδεισος ανθόσπαρτος... Θα ιδείς... θα ιδείς...
   Βρήκε σπίρτα ψηλαφώντας, κι' άναψ' ένα λαδολύχναρο, κρεμασμένο στον τοίχο...
   - Πρώτη φορά το ανάβω, είπε, τόσα χρόνια που είμαι 'δω. Εμένα, τι μου χρησιμεύει; Το έχω όμως... Το έχω για τον ξένο της νύχτας, που κάποτε θα 'ρχόταν, που δε μπορούσε παρά να 'ρθει... Και ήρθες, παλικάρι μου, παρέα με τον ξένο της ημέρας... Κι' αν βρυκολακιάσουν οι πεθαμένοι του κοιμητηριού, μη φοβηθείς...
   Στο φως το κοκκινωπό του λύχνου αναδύθηκε η κάμαρα από το σκότος. Κ' ήταν στην όψη πιο πανάθλια απ' ό,τι η μυρουδιά της μαρτυρούσε. Χώμα πατημένο για πάτωμα, μαδέρια γυμνωμέν' από κεραμίδια για σκεπή, πέτρες σταχτοπράσινες για τοίχοι, ένα ξύλινο κρεβάτι στρωμένο σκούρα σκουτιά, μια τριπόδαρη κουτσοπόδαρη καρέκλα, κ' ένα σεντούκι παλαιϊκό, σαρακοφαγωμένο, με κλειδωνιά βαριά διπλοτριπλοκλειδωμένο. Κι' ο άνεμος εσφύριζε στα σανίδια των παραθυριών, εστέναζε στα μαδέρια του νταβανιού, τριγυρνούσε κυρίαρχος ανεμπόδιστος στο απαίσιο λημέρι, παιδεύοντας τη φλογίτσα του λυχναριού και μη δυνάμενος να ξεδιαλύνει την οσμή, τη βρώμα, που αναδυνόταν κυματιστή απ' όλα τα πάντα.
   - Καθίστε, καθίστε... Δε σας δίνω την καρέκλα... Είναι πιο παστρικιά, μα δεν έχει προκοπή... Στο κρεβάτι... Έχει πιο ζεστασούλα...
   Καθίσαμε πάνω στα γκρίζα χράμια, τα ποτισμένα κολασμένους ιδρώτες γεροντικού ξαναμμένου κορμιού, κι' απομείναμε ακίνητοι ο ένας δίπλα στον άλλο, σα να καθόμαστε πάνω σε καρφιά. Η γριά σήκωσε το φουστάνι και πρόβαλαν τα γυμνά κοκαλιασμένα ποδάρια της, σκεπασμένα μακριές άσπρες τρίχες, έψαξε σε κάποια τσέπη απόκρυφη της πουκαμίσας της, έβγαλ' ένα μεγάλο μαύρο κλειδί, και γονατίζοντας άνοιξε το σεντούκι...
   - Θα σας φιλέψω, μουρμούρισε. Έχω πράματα... ωραία πράματα... Τα 'χω φυλαγμένα... Για τον ξένο της νύχτας (και μιλώντας ανασκάλευε μέσα στο σεντούκι). Και για τους άλλους... Για κείνους ... που έρχονται μέσ' στο σκοτάδι να μου θυμίσουν... Ας είναι...
   Έβγαλε τις φούχτες της ενωμένες γεμάτες καρύδια, και τις κένωσε πάνω στο χράμι, ανάμεσά μας.
   - Έχει πέτρες χάμω... Σπάστε τα και τρώτε... Είναι γλυκά σαν το ψωμάκι.
   Εκάθισε στην καρέκλα, και μας κοιτούσε χαμογελαστή χωρίς να μας βλέπει. Άκουγε την πέτρα που έσπαζε τα καρύδια, τις μασέλες μας που τα τραγάνιζαν, κ' ευφραινόταν η καρδιά της.
   - Έχετε δόντια, είπε. Όσο έχετε δόντια, να μασάτε, να δαγκώνετε... Και να μη λογιάζετε. Μη λογιάζετε κανένα. Η ζωή είναι γεμάτη γλύκα και χαρά. Τρύγα το μέλι όπου το βρεις... Ρούφα το ώσπου να κολλήσει η κερήθρα στις κουφάλες των δοντιών σου... Κι' από κει, φτύσε τον άχρηστο πολτό, και γέλα, και ζήσε με τη θύμηση. Και περιγέλα το χάρο... Ο Θεός την έπλασ' εύκολη τη ζωή. Οι άνθρωποι την έκαναν δύσκολη. Οι άνθρωποι, που θέλουν να μοχτούν μέσα στην πίκρα για να βρουν τη γλύκα την ανεύρετη... Αυτοί που τρων το πολύ ψωμί με ίδρω, που ντύνονται τα ρούχα τα βαριά με ανατριχιάσματα, που τους πλακώνει το σκοτάδι των καλοχτισμένων σπιτιών, που τους κουφαλιάζει το σαράκι της ανομολόγητης λαύρας...
   Σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό με τρομαχτική μεγαλοπρέπεια. 
   - Άνθρωπε! ούρλιαξε στριγγά. Άνθρωπε! Το λιγοστό ψωμί χορταίνει την ελεύθερη καρδιά! Το τρίχινο σκουτί ζεσταίνει το ασκλάβωτο κορμί σου! Κάτω από τ' αστέρια τ' ουρανού, ο ύπνος είναι γεμάτος φως! Και γλέντησε τον κάθε όποιον σου αρέσει! Ναι! Ναι!
   Έσκυψε κατά μας, κ' η μορφή της συστράφηκε με σιχασιά.
   - Τι κερδίζουν αυτοί που θαλασσοπνίγονται; Τι όφελος έχουν αυτοί που σκάβουν τη γης με το τσαπί ως να λυθούν τα χέρια τους; Οι άντρες που βράζουν στην πίκρα τη θαλασσινή και πετρώνει ο σπόρος τους; Που σήπονται μέσ' στ' αγκαλιάσματα των πλερωμένων γυναικών; Κ' οι γυναίκες, που χαραμίζουν το αίμα τους προσμένοντας αυτόν που δε λέει να γυρίσει; Που βράζουν μονάχες από αχώνευτη τιμή, πλάι σε άχρηστα παλικάρια; Αχ, Θεέ μου! Λυπήσου τον άνθρωπο, έτσι που τον έκανες... Πεθαίνουν οι γυναίκες, με το στόμ' ανοιχτό, καταβόθρα στη γλύκα τη χαμένη, που μόλις τη γεύτηκαν. Πνίγονται οι άντρες, και βουλιάζουν, τραβηγμένοι στον πάτο της θάλασσας από το σκουριασμένο μαντέμι της κοιλιάς τους. Τις θάβουν εδώ, τις γυναίκες, να, πλάι, στο κοιμητήρι, και τις καταχωνιάζουν με χώμα στοίβα, μήπως και τις βρυκολακιάσουν οι πόθοι τους οι αχόρταστοι. Κ' οι άντρες τριγυρνούν τα πέλαγα και τους βυθούς, κυλιούνται με σπασμούς στις φυκιάδες, δέρνονται στους βράχους με απελπισία. Όταν νυχτώσει όμως, κι' ο άνεμος φυσήξει μέσ' στα σύννεφα τα χαμηλά, τότε έρχουνται όλοι οι πνιγμένοι, όλοι οι πεινασμένοι, και κουρνιάζουν στις φυλλωσιές των κυπαρισσιών. Κάθουνται κει ολονυχτίς και ουρλιάζουν και μοίρονται, πάνω απ' τα κιβούρια των γυναικώνε τους, και θέλουν να έμπουν μέσα στους τάφους, πλάι στα ψόφια θηλυκά τους, να τ' αγκαλιάσουν και να κάνουν μαζί τους την αγάπη. Κι' αυτές, οι ξετσίπωτες, οι οργισμένες, τους καλούν ανάσκελες μέσ' απ' το χώμα. Και τρίζουν τα νεκροκρέβατα, στενάζουν τα κασόνια. Να 'ρθείτε καμιά νύχτα σαν την αποψινή -χάση φεγγαριού να είναι κι' άστρα- να ιδείτε το κακό που γίνεται! Δε με αφήνουν ν' αποκατιάσω, οι κολασμένοι! Τους ρίχνω τότε μια φουχτιά καρύδια και γαληνεύουν...
   Άκουσα πλάι μου την ανάσα της κοπέλας, κοντή και ασθματική. Κ' η ψυχρή, η τρομαγμένη παλάμη της άρπαξε τα δάχτυλά μου και τα παίδεψε. Έξω ο άνεμος ούρλιαζε, και θαρρούσαμε πως βγαίναν αληθινά τα λόγια της γριάς, πως τα βρυκολακιασμέν' αρσενικά της θάλασσας και τα θηλυκά της γης μιαούριζαν ανάμεσα τάφο και κυπαρίσσια τους άσβηστους από το Χάρο πόθους τους.
   - Εσύ, κοπέλα μου, ξακολούθησε η γριά, κι' ακούμπησε το δάχτυλό της στο ταραγμένο στέρνο της Ελένης, εσύ παντρεύτηκες σαν όλες τις άλλες, αυτές που σαπίζουν αχόρταγες εδώ δίπλα. Σε πάντρεψαν δηλαδή, και συ το παραδέχτηκες, γιατ' ήσουν άπραγη και μικρή, και δε γνώριζες και δεν ήξερες. Λίγω μερώνε γλύκα πικρή, κ' έφυγε ο άντρας σου, και θαλασσοδέρνεται σε πέλαγα μακρινά, και σ' άφησε να φρουμάζεις σα φοραδίτσα με τη χαραμισμένη παρθενιά σου. Τα χωράφια να του σκάβεις, τα παιδιά να του μεγαλώνεις, ψωμί φαρμάκι να τρως, μαύρο δάκρυ να χύνεις, σε κρεβάτι τάφο να πλαγιάζεις. Σαν όλες τις άλλες, ναι! Μα εσύ δεν ήσουν σαν όλες τις άλλες, όχι! Μέστωσε το μυαλό σου στους χειμώνες, λουλούδισε η ψυχή σου στον ανοιξιάτη, γούρμασε το κορμί σου στα καλοκαιρινά. Είδες το άδικο που σ' έριξαν οι άνθρωποι, άρπαξες τη μοίρα από τα μαλλιά, την πάτησες χάμω κ' είπες: "Μονάχη, ναι, μα σκλάβα όχι!". Έδιωξες τα φαντάσματα και λευτερώθηκες. Πέταξες τη βέρα στο γιαλό, τίναξες πάνωθέ σου το σπόρο του άγνωστου αντρός σου, του διαβατάρη, κοίταξες στα μάτια τους ψεύτες τους ανθρώπους, κ' ήταν τόση η αλήθεια της ματιάς σου, που φοβήθηκαν, που λούφαξαν, που κατάπιαν τα φαρμάκια πριν τα ξεράσουν απάνω σου...
   - Ναι! την αντίκοψε με θέρμη η γυναίκα. Δεν ήξερα, τότε τι μ' έβαλαν να κάνω. Μα σαν το 'νιωσα, έσπασα κάθε κόμπο και λευτερώθηκα! Μονάχη και λεύτερη!
   Πάλι χαμογέλασε η γριά, και σφύριζε το χαμογέλιο μέσ' στα μαύρα γούλια της.
   - Λεύτερη, ναι, μα και μονάχη... Το είπες απαυτή σου. Δεν είχες το κουράγιο να τραβήξεις το σκοινί της λευτεριάς σου, ως εκεί που αρχίζει να σε δείχνει το δάχτυλο του κόσμου. Τον νίκησες τον κόσμο, μα η νίκη σου σε φόβισε. Κι' απόμεινες μονάχη να σιγοβράζεις στον τραβηγμένο μούστο των είκοσι χρονών σου. Μονάχα η Χουχού είχε το κουράγιο! Μονάχα η Χουχού ξαπλωνόταν όπου να λάχαινε, όπως να τύχαινε, μ' όποιον της έστελνε το κέφι! Μονάχα η Χουχού πλέρωσε με γιουχαΐσματα, με πετροβολήματα, με φτώχεια και καταφρόνια το δικαίωμα να γεύεται λεύτερα εκείνο που χάρισε ο Θεός σ' όλους τους ανθρώπους! Εσύ φοβάσαι! Φοβάσαι!
   Η κοπέλα σηκώθηκε όρθια. Ήταν κίτρινη, με μάτια μισόκλειστα, κατάμαυρα χείλη σφιγμένα. 
   - Εγώ; είπε. Φοβάμαι 'γω;
   - Ναι! Φοβάσαι! Γιατ' είσαι δειλή! Γιατί τους λογαριάζεις τους ανθρώπους τους σιχαμένους, τις μουτσούνες τους τις ψεύτικες! Γιατί δεν έχεις το κουράγιο να πλερώσεις τη γλύκα της αγάπης με την καταφρόνια του κόσμου!
   Τότε γίνηκε κάτι παράξενο. Η κοπέλα άρπαξε τη γριά από τον ώμο, την ταρακούνησε με οργή, και της είπε, μούτρο με μούτρο, στόμα με στόμα:
   - Δε φοβάμαι τίποτα, γριά ξεκουτιάρα! Τ' ακούς; Τίποτα! Και 'γω, δε μέλλεται να πλερώσω τη γλύκα του κορμιού με καταφρόνιες. Όχι! Το κέφι μου θα κάνω, όπως το 'κανες εσύ, και όλοι θα με ζηλεύουν, όλοι θα με σέβουνται! Όλοι θα σέρνουνται στα πόδια μου με γαλιφιές. Και 'γω θα τους καταφρονώ! Τ' ακούς;
   Σιγαλιά ακλούθησε τα λόγια, κι' ο άνεμος αντήχησε στο πέλαγο και τη στεριά, βόγγηξε το κύμα, δάρθηκαν τα κοντινά κυπαρίσσια με απελπισία.
   - Τότε γιατί; ρώτησε η γριά. Γιατί;
   - Γιατί το κέφι μου θα το κάνω με όποιον αξίζει το κορμί μου, κι' όχι μ' όποιον συντύχει στο δρόμο μου, σαν και σένα! Σκύλα!
   Η γριά σηκώθηκε. Ήταν ψηλή, φοβερή, αγριεμένη. Λάμπανε τα μάτια της σαν πέτρες του γιαλού στην αστροφεγγιά. 
   - Κι αυτός, είπε δείχνοντάς με, αξίζει το κορμί σου, ψεύτρικο θηλυκό; Αξίζει;
   - Η Ελένη γύρισε και με τύλιξε με σκοτεινή ματιά.
   - Ναι, είπε σιγανά. Αξίζει.
   - Τότε, είπε η γριά, και τα λόγια κυλούσαν ασθματικά, βιαστικά απ' το στόμα της, τότε τι περιμένεις; Τι βράζεις τα ζουμιά σου, σιχαμένο θηλυκό; Εδώ! (κ' έδειξε το κρεβάτι). Εδώ! Τώρ' αμέσως! Να του δοθείς κατά πώς πρέπει! Κατά πώς αρμόζει σε άνθρωπο λεύτερο!
   Απόμεινε όρθια, σιωπηλή, μεγαλόπρεπη, με το ξερό δάχτυλο ακοντισμένο προσταχτικά προς το κρεβάτι. Κ' η κοπέλα δεν είπε τίποτα. Με κινήσεις ήρεμες, αρμονικές, λευτερώθηκε από τα ρούχα, κι' απόμεινε γυμνή, όμορφη, υπέροχη, μέσα στην παθητικά λογισμένη προσφορά της. Άνοιξε τα χέρια κ' είπε μονάχα ένα λόγο:
   - Έλα!
   Έξω, ο γρέγος ολόλυζε το απελπισμένο του τραγούδι. Κ' η θάλασσα έσπαζε με πλανταγμό και ρόχθο, ταράζοντας τη γης, ανασαλεύοντας τα λείψανα στο κοιμητήρι το πλαϊνό. Από το κρεβάτι αναδυνόταν οσμή νέου ηδονιζόμενου κορμιού, αρμύρας θαλασσινής, ίδρου γεροντίστικου, ζωής και σαπίλας.
   Κ' η Χουχού, όρθια, σιωπηλή, με χαμόγελο υπεράνθρωπο στα χείλη, λόγχιζε την απάνθρωπη σύγκρουση των δύο ηδονιζόμενων κορμιών με τ' άσπρα χαλίκια των σβησμένων ματιών της.
   Τώρα, στο γυρισμό, ο άνεμος μάς έσπρωχνε, μάς πήγαινε με τα γοργά του φτερά. Κ' είμαστε ελαφροί και γαλήνιοι, με ψυχή λευτερωμένη από το δαίμονα των οργασμών. Μούσκευε το κύμα το δρομάκο του γιαλού, τα πόδια μας κροτάλιζαν γοργά στα χαλίκια. Κ' είμαστε σα μεθυσμένοι από ηδονή κ' ευτυχία, τυφλοί από συνεπαρμό. Και πηγαίναμε αγκαλιαστοί κι' ανάλαφροι.
   Είχε νυχτώσει. Πέρα, μπροστά μας, καθώς στρίψαμε το βράχο, πρόβαλαν τα κοκκινωπά φωτάκια του χωριού, χαμηλά, σχεδόν αγγιχτά στη θάλασσα.
   - Τι θα πεις του πατέρα σου που αργήσαμε;
   Σήκωσε τους ώμους της.
   - Δεν έχω να δώσω λόγο σε κανένα. Είμ' ελεύθερη.
   Και την ένιωθα τόσο λεύτερη στην αγκαλιά μου, όσο εγώ ήμουν σκλάβος της μυστικής της ηδονής.
   Κ' έξαφνα την ένιωσα να κοντοστέκεται. Στάθηκα και 'γω. Έστριψα να ιδώ κατά πού είχε γυρίσει τη ματιά της. Και με το δάχτυλο μου 'δειξε στο γιαλό, στους αφρούς των κυμάτων που ξάσπριζαν στο σκοτάδι, ένα μαύρο πράμα που ξεσερνόταν πέρα-δώθε, που μια έπλεγε στο νερό, μια κοιτόταν αποθεμένο στα χαλίκια. Το ίδιο ακριβώς παιγνίδι στεριάς και θάλασσας που πιλάτεψε 'δω και τέσσερις ημέρες το τουμπανιασμένο κορμί του Παναγάκη.
   Λάφιασε η καρδιά στο στέρνο μου, και πάγωσε στην ακινησία. Ποιον άλλο πεθαμένο ξέρασε η θάλασσα, ποιον άλλο βρυκόλακα, να με κυνηγήσει για το κρίμα της ψυχής μου;
   Χωρίς να μιλήσω, πήδησα από τον όχτο του δρομάκου στα χαλίκια του γιαλού. Άκουσα τα πόδια της γυναίκας να με ακλουθούν. Έσκυψα πάνω στο άψυχο κορμί. Κι' αντίκρισα το λοστρόμο με το λυσαγμένο μορφασμό των χειλιών. Την τρύπα της μπάλας στο κούτελο, σημάδι θεϊκιάς κι' ανθρώπινης τιμωρίας για την απανθρωπιά του.
   Η Ελένη άγγιξε την τρύπα με το δάχτυλό της...
   - Είναι σκοτωμένος, είπε. Σκοτωμένος... από βόλι... 
   Και κοιτώντας με στα μάτια:
   - Ποιος είναι;
   - Ο λοστρόμος της "Αγγέλικας", είπα με φωνή πνιγμένη.
   - Ποιος τον σκότωσε;
   - Εγώ...
   Δεν εμίλησε. Μόνο απόμεινε με κεφάλι σκυφτό, συλλογισμένο. Κ' ύστερα, σκύβοντας, πήρε μια μεγάλη πέτρα, τη σήκωσε ψηλά με χέρια δυνατά, και την άφησε να πέσει πάνω στο κρανίο του πεθαμένου. Ένας κρότος μαλακός και σκληρός μαζί, κόκαλα που τσακιζόντανε και σάρκες που έλιωναν. Ξανάσκυψε, ξαναπήρε την πέτρα, την ξανάριξε, μια, δυο, τρεις φορές, ώσπου το κεφάλι γίνηκε μια μάζα άμορφη, πολτός μαύρος και γλιστερός. Κατόπι στάθηκε κι' ανάσανε με δυσκολία κι' ανακούφιση.
   - Η θάλασσα, είπε, θα τα ξεπλύνει, όλη τη νύχτα. Όταν τον έβρουν, το πρωί, θα είναι κουφάρι δίχως κεφάλι, πάνω στις αμόλευτες πέτρες του γιαλού. Ένα κεφάλι κόβετ' εύκολα από τον πνιγμένο που μια βδομάδα τώρα παραδέρνει στα νερά. Πάμε!
   Την άρπαξα στην αγκαλιά μου και δάγκωσα το στόμα της με λύσσα.
   - Ελένη! Τι γυναίκα είσαι;
   Ένιωσα τα νύχια της να μπήγουνται στις σάρκες του στέρνου μου.
   - Μια γυναίκα που αγαπάει. Τίποτ' άλλο.
   Το αίμα των χειλιών της γέμισε πίκρα το στόμα μου.

    7 Δεκεμβρίου 18⭐⭐
   Όλα τα πάντα γίνηκαν όπως τα πρόβλεψε η Ελένη. Νύχτα Θεού ήταν όταν χτύποι δυνατοί στην πόρτα της κάμαράς μου με ξύπνησαν. Ο αστυνόμος, ο ρηνοδίκης...
   Τραβήξαμε μέσ' στο πρωινό τούρτουρο τον ίδιο δρομάκο, πλάι στην ίδια θάλασσα με τα ίδια κύματα. Δεν ξέρω γιατί, μα είχα το συναίσθημα πως περνούσα για χιλιοστή φορά από τα μέρη αυτά, σα να είχα γεννηθεί στην Τήλος. Κ' η προσμονή πως θα 'βλεπα το φριχτό ακέφαλο κουφάρι, το σκοτωμένο από το χέρι μου, λίγωνε τη δύναμή μου, κρύωνε το δέρμα μου, ξανεμίζοντας κάθε κουράγιο για την κωμωδία που μελλόταν να παίξω. Κι' όμως, έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράματα. Αν έλεγα την αλήθεια, ήμουν άνθρωπος χαμένος. Άδικα χαμένος. Ό,τι έκανα, από τη στιγμή που μπήκα στη σκαμπαβία της "Αγγέλικας", καλώς ήταν καμωμένο. Τρέχα όμως ν' αποδείξεις τα γεγονότα, το δίκιο σου, όταν δεν έχεις ούτ' ένα μάρτυρα. Κι' αθώο να σε βγάλουν οι ένορκοι "ελλείψει αποδείξεων", από το κακούργημα πέρασες μια φορά. Η ρετσινιά του φονιά κολλημένη θα μείνει στην πλάτη σου ως τον τάφο...
   Όχι. Για το σκοτωμό αυτού του παλιοτόμαρου δεν έχω τύψη. Άλλη ευθύνη βαραίνει τη συνείδησή μου. Άλλο σαράκι σιγοτρώει τα σωθικά μου...
   Ήταν στο ίδιο μέρος που τον αφήσαμε αποβραδίς. Όλη τη νύχτα η θάλασσα τον σάλεψε πέρα-δώθε, και ξέπλυναν οι μανιασμένοι αφροί των κυμάτων τ' απονιφάδια του λιωμένου κρανίου. Κι' αυτή ακόμα η πέτρα που σύντριψε σάρκες και κόκαλα, κοιτόταν παράμερα κάτασπρη κι' αγνή, ωσάν ν' ανάδυσε μόλις από τ' αμόλευτα βάθη του ωκεανού.
   Έπαιξα όμορφα την κωμωδία μου. Με χίλια στανιά, μύριους δισταγμούς, τόλμησα να υποθέσω πως ο ακέφαλος νεκρός, ο τουμπανιασμένος, ο μισόγυμνος, ο αγνώριστος, ίσως να ήταν ο λοστρόμος της "Αγγέλικας". Πότισα με λίγα κροκοδείλια δάκρυα τον άτυχο σύντροφό μου, παραδέχτηκα την εξήγηση του γιατρού, εδώ παρόντος, πως το κεφάλι ξεκόλλησε από το σάπιο λαιμό καθώς τα κύματα χτυπούσαν το λείψανο στους βράχους -ποιος ξέρει τι να γίνηκε- και γύρισα με τους άλλους στο χωριό, παλεύοντας με τον άνεμο τον ενάντιο, που λες και περίμενε να ξημερώσει για ν' αρχίσει πάλι το τρελό του πανηγύρι.
   Η Ελένη με περίμενε στην πόρτα του σπιτιού. Ήταν ήρεμη όπως πάντα, κι' αδιάφορη και μυστική. Μόνον εγώ εδιάβασα το ανήσυχο ερώτημα της ματιάς της. Της έκανα νόημα με τα βλέφαρα. "Εντάξει". Κ' είδα το στήθος της να μαλακώνει σε στεναγμό λυτρωτικό. 
   - Ελένη, της είπα σα μείναμε μόνοι, αυτό που έκανες για μένα είναι μεγάλο... Δίχως να ξέρεις... Δίχως να ρωτήσεις...
   Μου έκλεισε το στόμα με τη θερμή παλάμη της.
   - Δε θέλω να μάθω τίποτα. Κι' αυτά που ξέρω, πολλά είναι. Μην πεις τίποτα. Κράτα το μυστικό σου.
   Με κοίταξε με μάτια σκοτεινά και πρόσθεσε χαμηλόφωνα, σκληρά:
   - Σ' αγαπώ. Κ' η αγάπη δεν έχει μόνο γλύκες. Θα 'ρθουν κάποτε κ' οι πίκρες, αυτές που παραλογίζουν τον άνθρωπο, τον κάνουν κακό, εκδικητικό... Εύκολα ξεφεύγει ένας λόγος την ώρα της οργής... Κράτα το μυστικό σου...
   Τύλιξε τα μπράτσα στο κορμί μου, έχωσε τις μαλακές σκληράδες του κόρφου της στο στέρνο μου, και μου είπε με μάτια μισόκλειστα, χείλη μισανοιχτά:
   - Και τώρα, αγάπησέ με! Φονιά!


Καραγάτσης Μ., Το χαμένο νησί, (Φανταστική νουβέλα), εκδ. Real Νews, Αθήνα 2014 

Δεν υπάρχουν σχόλια: