Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

ΈΡΩΣ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ

Α'
   Ήταν εποχή, που οι υπάλληλοι του Αγγλικού Τηλεγραφείου έπαιζαν, στην μικρήν εκείνη πόλι, ρόλο χρυσής νεολαίας. Παιδιά καλών οικογενειών οι περισσότεροι, χωρίς ανάγκες, εξώδευαν το μικρό τους μισθό σε λούσα και σε διασκεδάσεις. Στην ενδυμασία και στους τρόπους, οι δυο ή τρεις ξένοι τηλεγραφηταί, νεαροί Άγγλοι, εύσωμοι και ροδοκόκκινοι, εχρησίμευαν ως υπόδειγμα εις τους εντόπιους. Τα ίδια κομψά και πλατειά κοστούμια, τα ίδια παράξενα καπέλλα, τα ίδια χρωματιστά υποδήματα, οι ίδιες σκερτσόζικες γραβάτες, και πάντα στην κομπότρυπα ένα λουλούδι φανταχτερό. Τους σχετικώς ευπόρους επροσπαθούσαν να μιμούνται και οι πτωχότεροι συνάδελφοι. Έτσι ολόκληρον το σωματείον εσκορπούσε μια λάμψι, που είχε την ιδιότητα να τραβά κάθε πεταλούδα ή πεταλουδίτσα, το δε γυναικείον όνειρον των δεκαοκτώ και είκοσι χρόνων ήταν εκεί ο "άγγλος" τηλεγραφητής, όπως εδώ στας Αθήνας ο Εύελπις ή ο Δόκιμος.
   Τις περισσότερες επιτυχίες εμετρούσεν ο Χρηστάκης Ζαμάνος. Δεν ήταν ο πιο εύμορφος, ούτε ο πιο πλούσιος. Μελαχροινός πολύ, με παχειά χείλη, με κάτασπρα δόντια, με σγουρά κατάμαυρα μαλλιά, αμούστακος σχεδόν, ψηλός και ατελείωτος, καθώς εφορούσε την αγγλική του φορεσιά, έμοιαζε λιγάκι μ' εξωτικόν ημιάγριον, που επολιτίσθη τόρα-ύστερα από Άγγλους. Σου είχεν όμως μια γλύκα, μια χάρι ο μασκαράς! Το γέλιο του μάλιστα -ένα χαμόγελο παιδικό, γεμάτο καλωσύνη κι' αθωότητα- έσταζε μέλι και κατακτούσε κόσμο. Τον αγαπούσαν όλοι, χωρίς να ερωτά κανείς τι ήταν από μέσα. Οι γυναίκες, μικρές, μεγάλες, ετρελλαίνοντο να τον βλέπουν· τα ματάκια εγλάρωναν ερωτικώτατα μόλις τον αντίκρυζαν στον περίπατο και οι τσέπες του χαϊδεμένου ήσαν πάντα γεμάτες ραβασάκια, από τα παρθενικά και δειλά ως τα πιο τολμηρά και ξετσίπωτα.
   Η Στέλλα, η μεγαλύτερη κόρη του Παναγή Βιολάντη, τον εκύτταζεν αδιάφορα. Δεν είχε τόση φιλοδοξία αυτή· δεν έβαλε ποτέ με το νου της να κατακτήση νέον, που καθεμιά τον ήθελε και του το έδειχνεν. Έπειτα είχε και την υπερηφάνεια του το καλό κορίτσι. Δεν θα καταδέχετο ποτέ να γίνη μια απ' τις πολλές. Ν' αγαπηθή από έναν άνθρωπο αληθινά, να τον αγαπήση αληθινώτερα, να της τον δώση με την ευχή του ο πατέρας της και να ζήσουν ευτυχισμένοι, αυτό, ναι, ήταν τ' όνειρό της. Κ' εννοούσεν ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν, δεν μπορούσε να είναι ο Χρηστάκης Ζαμάνος· γι' αυτό, αν και τον εγνώρισε λιγάκι, αν και της άρεσε κατά βάθος, εξακολουθούσε να τον κυττάζη αδιάφορα. 'Οποτε την εχαιρετούσεν εις τον περίπατον, η Στέλλα ανταποκρίνετο με όλην την σοβαρότητα και την αξιοπρέπεια· και κάποτε που εκάθησε δίπλα της εις το Ζαχαροπλαστείον -σύμπτωσις βέβαια- δεν εγύρισε να τον κυττάξη ούτε μία φορά.

   Δεν ήταν εις θέσιν να το εξηγήση αυτό ο Ζαμάνος, και το παρεξήγησε· το επήρε για περιφρόνησι· ο εγωισμός του χαϊδεμένου επληγώθη, κι' από την ημέραν εκείνην η Στέλλα Βιολάντη του εκαρφώθη στα καλά.
   "Άσε την κ' έγνοια της", είπε σ' έναν φίλο του, στον Άγγλο Στέφενσον, "άσε την και θα την κάμω εγώ να βουρλιστή!"
   Η αλήθεια είναι, ο κατακτητής εδυσκολεύθη. Κάθε τρόπον μεταχειρίσθηκε για να της δείξη αγάπην, για να την πείση ότι αυτή προτιμά απ' όλες· αλλά η Στέλλα άργησε να το καταλάβη, και προπάντων άργησε να το πιστέψη.
   Επιτέλους εδέχθη κ' ένα γράμμα του. Της το έβαλε με τρόπο στο χέρι,τη βραδυά που είχαν πάγει με τις βάρκες στο Κρυονέρι, μια μεγάλη παρέα. Της ήλθεν, αλήθεια, να του το δώση οπίσω· αλλά τα έχασεν, έτρεμεν όλη, δεν ήξερε πώς να το κάμη χωρίς να εκτεθή. Κ' έτσι, για να μη γίνη σκάνδαλο, το έχωσεν εις την ασημένια της ζώνη με την απόφασι να του το γυρίση αλλοιώτικα, χωρίς καν να το ανοίξη...
   Ως που να φτάση στο σπίτι της, άλλαξε λίγο τη γνώμη· έπειτα έτυχε κ' ένας άλλος πειρασμός: το γράμμα ήταν ανοικτό, χωρίς φάκελλο.
   Εκλείσθηκε στην καμαρούλα της, αργά, και πριν να γδυθή, το εδιάβασε. Πόσες φορές; Ούτε κ' εκείνη δεν ξέρει. Ξέρει μονάχα, ότι όλο το κερί του κομοδίνου της είχε καή· το γαλάζιο κανδηλάκι που έκαιε στο κομό άρχισε να τσιτσιρίζη· από τις γρίλλιες του παραθύρου εθαμπόφεγγε το καλοκαιρινό γλυκοχάραγμα· κ' εκείνη ακόμα με το γράμμα στο χέρι, ντυμένη όπως ήλθε, ξέχωρ' από το ψάθινο καπελλάκι και από την ασημένια ζώνη, που τα είχε πετάξει επάνω στο κρεββάτι!...
   Ε, ως την ώραν εκείνη η Στέλλα το είχε πιστέψει. Είχε και την υπερηφάνεια του το καλό κορίτσι. Και γιατί τάχα να μην την αγαπούσεν αληθινά, κι' αυτήν μονάχα, ο Χρηστάκης; Δεν της άξιζε μήπως; Δεν ήταν εύμορφη; Δεν ήταν από σπίτι καλό; Δεν είχε προίκα μεγάλη; Και τι της έλειπε; Ποια ήταν η καλύτερή της;
   Και με το χάϊδεμα του ερωτικού γράμματος, με το ψιθύρισμα των γλυκών λόγων που επλημμυρούσαν το δωμάτιον ως με μουσικήν, εξύπνησεν όλος ο εγωισμός της ωραίας και πλουσίας νοικοκυροπούλας, που εις την κοινωνίαν εκείνην είχεν αντίζηλες αρχοντοπούλες και κοντεσίνες. Κ' εξύπνησεν ευχάριστα πολύ, σ' ένα αίσθημα ικανοποιήσεως βαθειάς, που ετόνωνεν το παρθενικόν σώμα, μ' όλην την εξάντλησιν της αγρυπνίας και της συγκινήσεως. Ω, ναι, την εξεχώρισεν ο Χρηστάκης και την αγάπησεν. Ήταν η Εκλεκτή.
   Και με την σκέψιν αυτήν, ανώρθωσε το κυπαρισσένιον ανάστημα, κ' επρότεινε τα ώριμα στήθη, κι' άνοιξεν απλανή και ονειροπόλα τα χαριτοβλέφαρα μαύρα μάτια, κ' εσήκωσε τα τορνευτά χέρια ως το κεφάλι, κ' ετράβηξε τις μεγάλες φουρκέτες που της εκρατούσαν τον κότσο, κ' ετινάχθη με κίνημα ζώου ωραίου, υπερηφάνου, κι' άφησε να καταπέση ως μαύρος χείμαρρος η άφθονη κόμη της... Έπειτα συνέπλεξε τα δάκτυλα από πίσω, κ' εστήριξε το ινίον εις τας παλάμας. Εις αυτήν την στάσιν -ω, τι θαυμαστή που ήταν!- έμεινεν ώραν πολλήν.
   Ήθελεν, εκολακεύετο, ήταν ευτυχής να την αγαπά ο Χρηστάκης. Ξέρετε, ότι άμα η γυναίκα θέλη, άμα δέχεται να την αγαπά ένας άνδρας, αυτό σημαίνει ότι τον αγαπά. Τέτοια είναι η αγάπη της από την φύσιν, παθητική, και γι' αυτό ποτέ ή πολύ σπάνια έχει την πρωτοβουλίαν. Και τώρα η Στέλλα προσπαθεί, χωρίς κόπον, να ενθυμηθή όλας τας λεπτομερίας της εκδηλώσεως, όλην την ιστορίαν της συννενοήσεως, τα μικρά επεισόδια των συναντήσεων, από μήνες τώρα, τα τρυφερά του βλέμματα, το επίμονον παρακολούθημα, τα διφορούμενα μισόλογα -όλα, από την στιγμήν της πρώτης γνωριμίας με την τυπικήν αλλά χαριτωμένην υπόκλισιν, ως την θερμήν χειραψίαν του αποψινού αποχωρισμού, εις την αποβάθραν... Και τα παραμικρότερα, και τα πλέον ασήμαντα είχαν τώρα αμέτρητην βαρύτητα. Απορούσε κι' αυτή η ίδια· πώς τα ενθυμείτο με τόσην διάυγειαν· δεν ήξερεν ότι της είχαν κάμει τόσην εντύπωσιν. Τον αγαπούσε, πριν να διαβάση το γράμμα του...
   Έπεσε να κοιμηθή, αλλά ο ήλιος την ηύρεν άγρυπνην. Πρώτη φορά της συνέβαινε τέτοιο πράγμα· ήταν ο πρώτος της έρως αυτός. Όταν εσπούδαζεν εις το Αρσάκειον της Κερκύρας, είχε ποθήσει ν' αγαπηθή από έναν εύμορφον μαθητήν, που κάποτε τον έβλεπεν· όμως ο εφηβικός της πόθος έμεινε πόθος κ' εσβύσθη, και μάλιστα χωρίς οδύνην, γιατί ο μορφονιός τα είχε προ πολλού με μίαν συμμαθήτριά της. Από την Κέρκυραν εγύρισεν εις την πατρίδα της, όταν έγινε δεκάξη χρονών. Τα κατόπι δύο τρία χρόνια επέρασαν έτσι, μ' ένα δυο πόθους επίσης μυστικούς, αδύνατους και ακινδύνους. Έπειτα, στην ηλικίαν των δεκαοκτώ χρονών, η Στέλλα έμοιαζε με μπουμπούκι που δεν είχε ανοίξει ακόμη τα φύλλα του. Μόλις τώρα, εδώ και λίγους μήνες, άρχισε ν' ακούη την φωνήν της σαρκός, την φωνήν της φύσεως, πλέον έντονην, πλέον επιβλητικήν, πλέον καταληπτήν. Άρχισε να γνωρίζη τον εαυτόν της η παρθένα. Αι μακραί και γλυκείαι μελαγχολίαι, οι απόκρυφοι στεναγμοί, τα αναίτια δάκρυα, τα μυστικά ρίγη, τώρα είχαν ένα λόγο που δεν την διέφευγε. Το μπουμπούκι είχεν ανοίξει κ' εσκόρπιζε την ευωδία των πρώτων ιμέρων. Και εις αυτήν την κρίσιμην στιγμήν, ευρέθη εμπρός της ο Χρηστάκης. Όλη εκείνη η αδιαφορία, που αισθάνετο από υπερηφάνειαν, όταν άκουγε τα ερωτικά του άθλα, όταν έβλεπεν ότι τον ήθελαν όλες, εχάθη, μόλις ενόησε κ' επίστεψεν αργά, ότι ο Χρηστάκης αυτήν επροτιμούσε. Και αυτή η ίδια η υπερηφάνεια την έκαμε τώρα ν' ανταποκριθή με προθυμία, να τον αφήση να ενσαρκώση αυτός τους πόθους της -να τον αγαπήση.
   Εδίστασεν ακόμη, αλλά του έγραψε.
   Μία κόλλα χαρτιού φυστικί, μικρούλα, με μία κομψή μαργαρίτα στην κόχη, με λίγα λόγια ανοικτογραμμένα που εγέμιζαν όλη τη σελίδα -τέτοιο ήταν το πρώτο της και το τελευταίο ερωτικό γράμμα.
   Και του έγραφε:
   "Ναι, Χρηστάκη μου, σ' αγαπώ κ' εγώ, σ' αγαπώ όσον δεν φαντάζεσαι, όσον δεν ημπορείς να φαντασθής. Είμαι δική σου. Αγάπα με. Η Στέλλα σου".
   Και το άλλο βράδυ, σύμφωνα με την παραγγελίαν του, τού το έρριψεν από το παράθυρο.
   Αυτό ήταν όλον το έγκλημά της.


Β' 
   Δεν περιγράφεται η χαρά του Χρηστάκη Ζαμάνου, όταν έλαβε το γράμμα. Το έδειξεν "υπό εχεμύθειαν" εις τους μισούς συναδέλφους του, το είπεν εις τους άλλους μισούς, και για πολλές ημέρες το κομψόν σωματείον των τηλεγραφητών δεν είχεν άλλο θέμα ομιλίας. Αλήθεια, ήταν λιγάκι παράξενο: η Στέλλα που δεν ακούστηκε ποτέ; Η Στέλλα που δεν εκύτταξε κανένα; Η Στέλλα που επεριφρονούσε ακόμα και αυτόν; Α, ο Χρηστάκης είχεν όλον το δικαίωμα να καυχάται, κ' εκαυχάτο όσον ημπορούσε.
   Ο Στέφενσον, ο Άγγλος τηλεγραφητής, ο πρύτανις να πούμε του σωματείου, ανέλαβε να δώση εις τον ευτυχή συνάδελφόν του μερικές συμβουλές, χρήσιμες για την περίστασιν:
   "Και τώρα τι σκοπεύεις να κάμης;" του είπε. "Να μ' αγαπάς να σ' αγαπώ, για να περνούμε τον καιρό -όπως με τις άλλες; Α, μπα! Μπα! Τέτοιο κορίτσι δεν το βρίσκεις κάθε μέρα. Εύμορφη, φρόνιμη, κ' εκατό χιλιάδες προίκα το λιγώτερο... Ψέμματα; Πρέπει να ωφεληθής από την ευκαιρία και να τη γυρέψης σε γάμο· γρήγορα μάλιστα, πριν να κρυώση το πράγμα".
   "Αλήθεια λες, μα πώς να κάμω;"
   "Να γράψης ένα γράμμα του πατέρα της· εις την Αγγλία εμείς έτσι κάνουμε".
   Του καλάρεσε αυτό του Ζαμάνου, και αν δεν εταίριαζε με τις συνήθειες του τόπου -όσο δεν εταίριαζαν και οι γκέτες που φορούσε- πιάνει και κάνει μια γραφή στο γέρο Βιολάντη, και κοντολογίς του γυρεύει τη θυγατέρα του.
   Χμ! Τώρα είναι που δεν περιγράφεται ο θυμός και η απελπισία του Παναγή Βιολάντη, όταν έλαβεν αυτό το γράμμα!
   Πολύ παράξενος άνθρωπος ο Παναγής Βιολάντης, ο μεγαλέμπορος. Όση γλύκα και καλωσύνη έδειχνε το πρόσωπό του, με τα μαύρα μπαρμπετόνια, το αιώνιο χαμόγελο και τα χρυσά γυαλιά, τόση σκληρότητα κ' εγωισμόν έκρυβε μέσα στην ψυχή. Ήξερε να φορή στην εντέλεια την προσωπίδα του καλού, και για τέτοιον τον είχεν ο κόσμος· κατά βάθος όμως δεν υπήρχε στη χώρα πιο απότομος άνθρωπος. Σίδερο τυλιγμένο με μπαμπάκι ο χαρακτήρας του· κ' έφθανε να έλθης σε κάπως στενώτερη συνάφεια μαζί του, για να αισθανθής όλη του την τραχύτητα.
   "Τι λέω-λέει;!!" εφώναξεν, άμα ετελείωσε το γράμμα του Ζαμάνου.
   Το μέτωπό του εζάρωσε, τα ματόφρυδα εσκεπάσθηκαν με μαύρο σύννεφο, και από τα χρυσά γυαλιά εξέφυγεν η πρώτη αστραπή.
   Όλο σχεδόν εκείνο το πρωί δεν έκαμεν άλλο παρά να σουλατσάρη στο γραφείο του και να παραμιλή. Μέσα στο στενό εκείνο τετράγωνο, το χωρισμένο με κίτρινα κάγκελα, έμοιαζεν αληθινά θηρίο μέσα σε κλουβί.
   "Τι λέω-λέει;!! Ο γυιος του Ζαμάνου, ο ψωρίτης του ψωρίτη, ο παλιοτηλεγραφητής, ο χαμένος, επήρε το αντζάρντο να μου γυρέψη τη θυγατέρα μου, εμένανε;... Και τι εστοχάστηκε; Πως γιατί φορεί γκέτες και φιόρα, θαν του δώσω υπόληψι εγώ, ο Βιολάντης, θα τον κάμω γαμπρό; Πφφ! Κρίμα στα μπρόκολα!... Μα δεν με γνοιάζει τόσο γι' αυτό... Θαν του εμηνούσα εγώ δυο λόγια φυτευτά και δεμένα, και θαν τον έβανα στη θέσι του αμέσως. Μα εκείνο το άλλο... το άλλο!... "Τολμώ να ελπίσω, ή μάλλον είμαι εις θέσιν να σας διαβεβαιώσω, ότι η θυγάτηρ σας δεν θα είπη όχι, αν σεις ειπήτε ναι." Βα μπένε! Μα πώς το ξέρεις του λόγου σου; Την ερώτησες, μωρέ; Τση το είπες;... Σου το είπε;... Ω, υποψία φριχτή!... Μην ελησμόνησε η Στέλλα τίνος είναι θεγατέρα; Μην εκαταδέχτηκε να δώση ακρόασι σε τέτοιο ρεντίκολο; Μην έκαμε...; Ω, φριχτή, φριχτή υποψία!... Μα τον Άγιο και μα τον Σταυρωμένο, αν ανακαλύψω τίποτα τέτοιο, θαν τη σκοτώσω!"
   Και τότε ο Βιολάντης έκαμεν αυτόν τον συλλογισμόν, που τιμά πραγματικώς την μεγαλοφυΐαν του:
   "Για να μου γράψη αυτός, παναπή πως τα γράμματα τα έχει εύκολα, και θα της έγραψε· και για να μου γράψη πως "είμαι εις θέσιν να σας διαβεβαιώσω..." παναπή πως η Στέλλα ή του είπε κανένα λόγο, ή... ή... ή του έγραψε. Ω, συφορά τση και μαυρίλα τση! Μπόγιας θα γενώ!"
   Επλησίαζε μεσημέρι, όταν άρπαξε το καπέλο του, έδωσε βιαστικός μερικές παραγγελίες, κ' έφυγε τρεχάτος για το σπίτι. Του ήλθε μια ιδέα, κι' ανυπομονούσε να την βάλη σε πράξι.
   Εις το σπίτι, εξαφνίσθηκαν κάμποσο που τον είδαν ενωρίτερα.
   "Πώς το 'παθες, Παναγή;" ερώτησεν η γυναίκα του.
   "Άφησέ με, γιατί σήμερα είμαι χαρούμενος... πολύ χαρούμενος".
   Και πραγματικώς κατώρθωσε να δώση στο πρόσωπό του μια λάμψι που εχαροποίησεν όλο το σπίτι. Ποτέ η οικογένεια δεν εγευμάτισε φαιδρότερα. Οι μικρές μάλιστα, η Κατίνα και η Νένε, εχάλασαν τον κόσμο.
   "Ε, ησυχία!" εφώναζεν ο Νταντής, ο μεγάλος γυιος του Βιολάντη.
   "Άφησέ τα τα παιδιά να κάμουν ό,τι θέλουν", έλεγεν ο πατέρας. "Σήμερα είμαι για να 'μαι".
   Περισσότερο δεν τον ερωτούσαν, γιατί ποτέ δεν είχε δώσει το θάρρος σε κανένα, ούτε στη γυναίκα του. Η Στέλλα όμως είχε κάποιο προαίσθημα. Προχθές το βράδυ, που είχε πάγει στο θερινό θέατρο με τη θεία της, ο Χρηστάκης επρόφθασε να καθήση λίγο κοντά της και να της ψιθυρίση: "Τώρα θα κάμω ό,τι πρέπει. Θα σε γυρέψω". Κ' εκείνη έκλινε το ωραίο κεφάλι, σαν να του έλεγε: "Ναι". Σήμερα λοιπόν, που έβλεπεν έτσι χαρούμενο τον πατέρα της, έλεγε μέσα της πως κάτι τέτοιο συνέβη. Και να που ο πατέρας δεν το άκουσεν άσχημα... Ω, πώς εγλυκοκτυπούσεν η καρδιά της από χαρά, από ελπίδα, και πώς έλαμπαν τα μεγάλα εκείνα μάτια, τα μαύρα, τα χαριτοβλέφαρα...
   Απόφαγαν, και τα παιδιά ανέβηκαν απάνω.
   Ο Νταντής βγήκεν έξω. Εις την τραπεζαρίαν δεν έμενε τώρα παρά το ανδρόγυνο, η Στέλλα και η θεία Νιόνια -μια μεγάλη αδελφή του Βιολάντη ανύπανδρη.
   Ο Παναγής Βιολάντης εσκούπισε καλά-καλά τα μουστάκια του με την πετσέτα, και είπε:
   "Ε, λοιπόν, Στέλλα μου, τα συχαρίκια μου. Μια που τον θέλεις και σου αρέσει, να τον πάρης, παιδί μου, και να ζήσης".
   Ήλθεν έξαφνα. Η Στέλλα εσηκώθη διαμιάς κι' άνοιξε το στοματάκι εις έναν μορφασμό τρόμου, που λίγο έμοιαζε με χαμόγελο. Η όψη της εχλώμιασε, γιατί δεν εκοκκίνιζε ποτέ. Είχε την κάτασπρη, την γαλατένια σάρκα του κρίνου, και ήταν περισσότερο λουλούδι παρά άνθρωπος το δροσερό και λευκό αυτό πλάσμα.
   "Μα τι είναι; Τι εστάθηκε;" ερώτησεν η Βιολάνταινα έκπληκτη, κυττάζουσα κατάμματα την κόρη της.
   "Πώς; Δεν ξέρεις λοιπόν τίποτα;" είπεν ο Παναγής. "Να, ο Χρήστος ο Ζαμάνος μου έκαμε το ονόρε να μου γυρέψη τη Στέλλα, και με βεβαιώνει πως ότι και η Στέλλα, λέει, δεν θα πη όχι... Με άλλους λόγους, τα ψήσανε, καψογυναίκα, και συ αγρόν ηγόρασες!... Αλλά δε με γνοιάζει! Χαλάλι τους! Ο Χρηστάκης είναι καλός και άξιος, και, όπως εφάνηκε σήμερα, τίμιος νέος... Με την ευχή μου, παιδιά μου! Τι να σου πω! Εγώ πάντα το είχα στην καρδιά μου αυτό το παιδί..."
   "Κ' εγώ, Παναγή μου, κ' εγώ! Σου ορκίζομαι..." εφώναξεν η Βιολάνταινα, και διεκόπη από την πολλήν συγκίνησιν.
   "Ήτανε από τον Θεό, γυναίκα", εξηκολούθησεν ο Παναγής. "Θα μου πης, είναι φτωχός· μα τι με τούτο; Εμείς είμαστε πλούσιοι και φτάνει... Καλή φαμίλια, καλός άνθρωπος, αυτό κυττάζω εγώ. Για τ' άλλα δεν δίνω ένα λεφτό... Τώρα θα πάω να τον εύρω, ναν τα τελειώσουμε με το καλό. Ε, Στέλλα;! Τι λες; Μίλα το λοιπόν! Πρέπει να το ακούσω και από το στόμα σου... Μίλα!"
   "Αν είναι με το θέλημά σας", εψιθύρισεν η Στέλλα.
   Ω, με τι κόπον κατώρθωσε να βγάλη φωνή. Της εφαίνετο ότι βλέπει όνειρον...
   "Α, κατεργάρα! Κατεργάρα!!" ανέκραξεν ο Βιολάντης με τον φαιδρότερον, τον ενθαρρυντικώτερον πατρικόν τόνον. "Κάνεις τώρα και νάζια, ε; Έλα, έλα, άφησέ τα αυτά, και κόπιασε εδώ να φιλήσης το χέρι του πατέρα σου..."
   Κ' έξαφνα διακοπτόμενος, αποσύρων το χέρι και αλλάζων ύφος, ως να του ήλθεν αστεία και παράξενη ιδέα:
   "Μα δε μου λες, Στέλλα, πώς τα εφτιάξατε σεις;... Έλα, μη ντρέπεσαι. Τελειωμένα πράγματα τώρα. Θέλω να τα ξέρω όλα σαν πατέρας... Πες μου, σου έγραψε;"
   Στην πρώτην ερώτησι, η Στέλλα δεν εμίλησε λέξι. Ο πατέρας επέμεινε κ' εκείνη εγέλασε. Στην τρίτην ερώτησι, το είπε.
   "Μπα! Μπα!" εκάγχασεν ο Βιολάντης, προσποιούμενος την πιο τρελλή χαρά. Και θα του έγραψες βέβαια και συ... Ή του απάντησες στοματικώς;... Στοματικώς έ;"
   Και το είπε τόσο χαϊδευτικά, τόσο γλυκά, ώστε από το νου της Στέλλας όχι μόνον δεν επέρασεν η παραμικρή υποψία, αλλά κ' εξεθαρρεύθη, εξεγελάσθη στη χαρά της μέσα και στην ευτυχία της, να πη πράγμα, που αν την ερωτούσαν λιγάκι σοβαρώτερα, δε θα το έλεγε ποτέ.
   Εν τω μεταξύ ο Βιολάντης είχε σηκωθή και την είχε πλησιάσει.
   "Ναι, του 'γραψα κ' εγώ δυο λόγια..."
   Δεν έσωσε να τελειώση.
   "Άτιμη!" εβρυχήθη ο Παναγής Βιολάντης.
   Η μάσκα έπεσε κάτω, και το πρόσωπό του εφάνη φοβερό, πανάγριο. Τα σύννεφα τα μαύρα, που είχαν πυκνωθή στα ματόφρυδα, άρχισαν μονομιάς να τοξεύουν κεραυνούς.
   Μπαμ! Ένας μπάτσος δεξιά. Μπαμ! Άλλος μπάτσος αριστερά. Έπειτα μια κλωτσιά στην κοιλιά, και η Στέλλα κάτω, μισή στο πάτωμα, μισή στον καναπέ.
   Ήταν μια στιγμή καταπλήξεως, που δεν εκουνήθη κανείς. Και ο ίδιος ο Βιολάντης, θα έλεγες, ετρόμαξε για ό,τι είχε κάμει. Έπειτα, η θεία Νιόνια εκτύπησε τα χέρια κ' εξεφώνησε βραχνά:
   "Ωιμέ!"
   Συγχρόνως η Βιολάνταινα, χλωμή σαν πτώμα, εσηκώθη κ' έτρεξε να έμβη στη μέση.
   "Άσ' τη! Ασ' τη! ... Μη συγχύζεσαι τώρα, Παναγή μου!... Μη!"
   Τα έλεγε σιγά, πνιχτά, να μην ακούσουν, να μην καταλάβουν τίποτε οι άλλοι. Και αυτός ο φόβος εκυριάρχησεν εις όλη τη σκηνή. Το πρώτο κίνημα της Στέλλας ήταν να διορθώση την ανώμαλη θέσι, που της είχε δώσει η πατρική βία. Ο Παναγής είχε κρατήσει λιγάκι τη φόρα των μπάτσων του, για να μην αντηχήσουν, και ίσως γι' αυτό είχε καταφύγει ύστερα εις την κλωτσιά, την πλέον αθόρυβη. Η Νιόνια έρριχνε περίτρομα βλέμματα στις πόρτες. Και το πρόσωπο της Βιολάνταινας εξέφραζε μομφήν αγωνιώδη, σύστασιν απελπισμένην: Για τ' όνομα του Θεού! Σιγά! Θα μας ακούσουν!...
   "Τώρα θα πάω να λογαριασθώ μ' εκείνον", είπεν αμέσως ο Παναγής, "και ύστερα έχω καιρό να σε συγυρίσω εσένανε!"
   Άρπαξε το καπέλο του, εμουρμούρισεν ακόμα μερικά, κ' εχύθη έξω.
   Το κουδούνι της θύρας ήτο γι' αυτόν σαν ένα σύνθημα. Εφόρεσεν αμέσως τη μάσκα του, κ' επροχώρησεν τον δρόμον ήσυχος, γελαστός, γλυκύς, ως να μη συνέβη τίποτε.
   Η Στέλλα είχεν απομείνει εκεί, ως παράλυτη. Δεν έκλαιγε, γιατί δύσκολα είχε τα δάκρυα από μικρή. Η θλίψη της ήταν πάντα ξερή, βουβή, υπερήφανη. Αλλά τα χαρακτηριστικά της είχαν αλλοιωθή, και το χρώμα του κρίνου ήταν τώρα πελιδνόν· και τα μάτια της, απλανή, τρομαγμένα, εκύτταζαν επίμονα εις το κενόν· και τα χέρια της έτρεμαν, και σπασμός νευρικός κάθε τόσο της ανοιγόκλεινε τα χείλη απότομα και της ετράνταζε το σώμα ολάκερο.
   "Καλά σου έκαμε!" είπεν η Βιολάνταινα, η οποία ήτο πάντα σύμφωνη με τον άνδρα της και αυστηρή εις τα παιδιά της. "Μια και του έδωκες θάρρος να σου γράψη, έπρεπε να δείξης το γράμμα της μάνας σου. Έτσι πάνε και γράφουνε σ' έναν ξένο νέο; Καλά σου έκαμε!"
   Η θεία Νιόνια δεν έβγαζεν άχνα.
   Την στιγμήν εκείνην άνοιξεν η θύρα κ' εμβήκεν η υπηρέτρια.
   Η Στέλλα εξαφνίσθη, εσηκώθη βιαστική, έφερε το χέρι στα μαλλιά, ως για να τα σιάξη, κ' είπε με τη συνηθισμένη της γαλήνη:
   "Σήκωσε τα φλυτζάνια!"
   Και η προσπάθεια αυτή του υπερηφάνου πλάσματος, που έπνιγε τον πόνο του για να κρατήση τη θέσι του στους ταπεινούς, εγέμισε δάκρυα τα μάτια της θείας Νιόνιας.
   Ήταν τα πρώτα, που επροκαλούσεν η πολυδάκρυτη τραγωδία.


Γ'
   Ο Παναγής Βιολάντης έπασχεν από κοσμοφοβία παράξενη. Ό,τι έκαμνε και δεν έκαμνε, ήταν για τον κόσμο -για να πη ο κόσμος καλό. Δεν τον έμελε, πως εξέταζε κάποτε τον εαυτό του και δεν τον εύρισκεν ούτε αγαθόν, ούτε ευσυνείδητον, ούτε ειλικρινή· του 'φθανε πως τον είχεν ο κόσμος για τέτοιον. Και εις αυτήν την ιδέα, γι' αυτή την υπόληψι, ήταν ικανός να τα θυσιάση όλα, και τη δική του ευτυχία και την ευτυχία των δικών του.
   Η φιλοδοξία του ήταν να τον τιμούν ως "χρήσιμον" άνθρωπον και να τον σέβωνται ως καλόν οικογενειάρχην. Για το δεύτερο μάλιστα εφρόντιζε πολύ περισσότερον. Ίσως -δεν σου έλεγε- υπήρχαν εις τον τόπον και άλλοι έμποροι, και άλλοι βιομήχανοι σαν κι' αυτόν· αλλά σύζυγος, αλλά πατέρας, κανένας· α, αυτό εννοούσε να το καυχάται. Και το σπίτι του ήθελε να φαίνεται πάντα το καλύτερο, σωστός παράδεισος αγάπης, τιμής, αρμονίας, ευτυχίας.
   Το εκατόρθωνε με την υπόκρισιν και με την βίαν. Οι δικοί του τον εφοβούντο σα διάβολο· η γυναίκα του τον έτρεμεν, η αδελφή του η γριά ποτέ δεν του έλεγεν όχι· τα παιδιά του αρνάκια. Και τον φόβον αυτόν ο κόσμος τον είχε για σεβασμό και γι' αγάπη. Αδιάφορον αν η οικογένεια αποτελείτο από τα πλέον ετερογενή στοιχεία που ημπορούν να γίνουν, αν αρμονία εις το βάθος δεν υπήρχε, και αν για τούτο οικογενειακή ευτυχία δεν ημπορούσε να υπάρξη εκεί μέσα. Όλοι είχαν συνηθίσει να φορούν τη μάσκα του πατέρα· έπειτα ήταν και ο πλούτος που τα εσκέπαζεν όλα με την χρυσήν του σκόνην. Το βέβαιον είναι, ότι ο κόσμος εμακάριζε το σπίτι του Βιολάντη, και το νεόκτιστον εκείνο παλατάκι της Καινούργιας Ρούγας, με τα δυο στενόμακρα μπαλκόνια πέρα-πέρα, εθεωρείτο τόσον ευτυχισμένον και σεβαστόν, όσον κανέν από τα άλλα, τα σοβαρά, τα παλιά βενέτικα παλάτια, με τα αραχνιασμένα τους οικόσημα.
   Όταν ο Παναγής Βιολάντης άνοιξε το γράμμα του Ζαμάνου και είδε περί τίνος επρόκειτο, το πρώτο του κίνημα ήταν ως να ήθελε να το κρύψη, κ' εκύτταξε τριγύρω του φοβισμένος, μη τον έβλεπαν... Ο τρόμος αυτός εξακολούθησε να τον κατέχη ως το τέλος. Τι θα έλεγεν ο κόσμος, αν εμάθαινε τέτοιο πράγμα; Τι υπόληψι θα είχε πλέον γι' αυτόν, για το σπίτι του, αν ήξερε πως ένας παληοτηλεγραφητής επήρε το θάρρος να του γυρέψη την κόρη του, και πως η κόρη του έκαμε τέτοιο κίνημα;
   Και δεν ετολμούσε να το εμπιστευθή σε κανένα, ούτε σε φίλο του, ούτε σε συγγενή του, ούτε σε άνθρωπό του. Μονάχος του, ναι, μονάχος του θα επήγαινε να εύρη τον Ζαμάνο, και να του πη τα "φυτευτά και δεμένα" λόγια που εσχεδίαζεν. Αυτό βέβαια ήταν το πιο σίγουρο.
   Γελαστός, γλυκύς όπως πάντα, εφάνη το απόγευμα εις το Τηλεγραφείον, με την πρόφασι πως θα δώση τηλεγράφημα. Δεν του εχρειάσθηκεν όμως, γιατί εκείνη την ώρα ίσα-ίσα ο Χρηστάκης κατέβαινε μόνος του.
   "Ω, τον φίλτατον!" ανέκραξεν ο Παναγής με την συνήθη του ζωρότητα. "Σ' εγύρευα".
   Ο νέος έγινε κατακόκκινος. Παλμός χαράς κ' ελπίδος ανέβασεν όλον εκείνο το αίμα εις το πρόσωπόν του· και δεν υπάρχει ωραιότερον πράγμα από το ερύθημα του μελαχροινού. Το ύφος του Βιολάντη κάτι καλόν επρομηνούσε βέβαια, και τον ενεθάρρυνε.
   "Ελάβατε..." εψιθύρισε.
   "Ναι, ναι, να σε χαρώ, έλαβα... και γι' αυτό ίσα-ίσα ήθελα να τα πούμε οι δυο μας. Μα να μη μας έβλεπε κανένας, θα ήταν καλύτερα. Τα εν οίκω μη εν δήμω, φίλε μου Ζαμάνε!... Θέλεις να πάγω μόνος μου σε κανένα παράμερο, και να 'ρθης σε λίγο να μ' εύρης;"
   "Δεν είναι καλύτερα εδώ;" είπεν ο Χρηστάκης ανυπόμονος.
   Και άνοιξε την θύραν του ισογείου. Ήταν ένα δωμάτιο αδειανόν ολωσδιόλου και σχεδόν αφώτιστον. Ο Βιολάντης έρριψε βλέμμα στην ερημιά του κ' εφάνη ευχαριστημένος.
   "Καλά είναι", είπε προχωρών.
   "Ναι", απήντησεν από πίσω του ο Ζαμάνος. "Δεν το μεταχειριζόμεθα αυτό το δωμάτιον προς το παρόν, και δεν θα έμβη κανένας. Έπειτα, κλειδώνουμε και την πόρτα... Ξέρετε εδώ θα γίνει Γραφείο Πληροφοριών... Τώρα το συγυρίζουν".
   "Έτσι, ε;" είπεν ο Βιολάντης κυττάζων παντού, από το πάτωμα ως το ταβάνι.
   Και όταν εκατέβασε τα μάτια του προς τον νέον, που εστέκετο τώρα αντικρύ του, είχε γίνει τόσο σοβαρός, ώστε εκείνος άρχισε να τα χάνη...
   Έκαμαν πρώτα μερικές ομιλίες ολωσδιόλου αδιάφορες. Ενόμιζες ότι ο Βιολάντης εζητούσε να εύρη τα νερά του. Έξαφνα, απότομα, αλλάζοντας ύφος:
   "Για να σου πω, παιδί μου. Ξέρεις ποίος είμαι εγώ;"
   Ο Ζαμάνος ωπισθοχώρησεν ένα βήμα. Κάτι επροσπάθησε να ψιθυρίση, αλλά δεν το κατώρθωσε.
   "Ξέρεις πως, αν θέλω, μπορώ να σε βλάψω πολύ;"
   Καμμία απάντησις. Αλλ' ούτε που επερίμενεν απάντησιν ο Βιολάντης, κ' εξακολούθησεν ακράτητος:
   "Ξέρεις πως φθάνει να κουνήσω το λιανό μου δάκτυλο και να καταστρέψω, αν ήθελα, τον πατέρα σου;... Ξέρεις πως μπορώ να μην αφήσω κανένα σας σε χλωρό κλαδί; Ξέρεις -οι δύο μας είμαστε τώρα- πως αν βάλω τσ' ανθρώπους μου να φτύσουνε μόνο, σε πνίγουνε;... Ξέρεις πως μπορώ να βάλω έναν άνθρωπο να σε σακατέψη, κ' εγώ να φουμάρω το τσιγάρο μου στον Πλατύφορο;... Ξέρεις πως μπορώ να σε κάμω ναν το πλερώσης αυτό που έκαμες;..."
   Δεν θυμάται ο Ζαμάνος να είδε στη ζωή του πρόσωπον πλέον άγριον και καταχθόνιον από το πρόσωπον του γλυκού του φίλου με τα μαύρα μπαρμπετόνια και τα χρυσά γυαλιά, τη στιγμήν εκείνη που αράδιαζε τις βραχνές φοβέρες του. Είχε παγώσει· μιλιά απ' το στόμα του δεν έβγαζε, και τον εκύτταζεν αδιάκοπα, ως μαγνητισμένος.
   "Ε, μπένε! Εγώ δε θα σου κάμω τίποτα. Θα σε συχωρέσω και για το γράμμα που έστειλες σε με, και για το γράμμα που έστειλες στη θεγατέρα μου· θα σε συχωρέσω για ούλο το αντζάρντο που επήρες, για ούλη την προσβολή που έκαμες στο σπίτι μου! Θα σε αφήσω ήσυχο, δε θα σε βλάψω στο ουδέ, στο παραμικρό, δε θα πω σε κανένα τίποτα... μα... μα... κύτταξε καλά! Ένα πράμα θέλω και από σένα, μοναχά ένα πράμα!"
   Ο φόβος του Ζαμάνου υπεχώρησεν εις αίσθημα ανακουφίσεως. Χωρίς να το θέλη, έκαμε ν' απλώση τα χέρια του, με κίνημα ανθρώπου που παραδίδεται, κ' εψιθύρισε:
   "Τι θέλετε;"
   Ο Παναγής επλησίασε, τον έπιασεν από το φιλέτο της ζακέτας του, και με φωνήν ακόμα πιο σιγανή, αλλά με προστακτικό τόνο:
   "Θα μου δώσης", του είπε, "το γράμμα που σου έστειλε η θεγατέρα μου".
   Να βγη, να γλυτώση από εκείνη τη δύσκολη θέσι -άλλο δεν εσυλλογίζετο ο Ζαμάνος. Μια απέραντη μετάνοια είχε πλημμυρίσει διαμιάς την αδύνατη ψυχή του. Και ο δειλός απεκρίθη:
   "Μετά χαράς· το έχω μάλιστα κι' επάνω μου".
   Έβγαλε το πορτοφόλι του, ετράβηξεν από τα βάθη του το φυστικί χαρτάκι με την άσπρη μαργαρίτα, και το έδωκεν εις τον πατέρα.
   Το χέρι του έτρεμεν.
   Ο Παναγής το επήρε, το άνοιξε, το εκύτταξεν με την προσοχήν εμπόρου που εξελέγχει την γνησιότητα συναλλάγματος, και αφού εβεβαιώθη ότι ήταν αυτό το γράμμα της Στέλλας, το εφύλαξεν εις την επάνω τσέπη του γελεκιού του.
   "Ευχαριστώ", είπε· και με ορμέμφυτο κίνημα, ως να ετελείωσαν όλα, επισωπλάτησε κ' ετράβηξε κατά την πόρτα. Εκεί εστάθη, και με το χέρι εις το πόμολο, έτοιμος ν' ανοίξη, άφησε τα πάρθια βέλη του:
   "Τώρα, παιδάκι μου, αυτό που έβαλες στο νου σου, ναν το βγάλης, να σε χαρώ! Τη θεγατέρα μου δε σου τη δίνω, σου το λέω παστρικά, γιατί η θεγατέρα του Παναγή του Βιολάντη δεν είναι για το γιο του Ζαμάνου. Χίλια γράμματα να σου γράψη, χίλια γράμματα να μου στείλης, όλο το ίδιο το 'χω... Και κύτταξε να μην επιχειρήσης πάλι τα ίδια, γιατί, σου είπα, έχω τρόπο να σε βάλω στη θέσι σου... Στάσου, θα έβγω πρώτα εγώ· δεν είναι ανάγκη να ιδή κανένας πως εμιλήσαμε κρυφά, ούτε θέλω να μάθη κανένας τίποτα από αυτή την ιστορία. Τ' άκουσες; Σε καθιστώ υπεύθυνο! Μιλιά!"
   Εμισοάνοιξε την πόρτα, εκύτταξε μην είναι κανείς απ' έξω, κ' έφυγε σαν τον κλέφτη.
   Και ο Χρηστάκης έμεινε μόνος, με το χαμένο του όνειρο... Δεν ήταν ανάγκη να του συστήση σιωπή ο Βιολάντης. Όχι, σε κανένα δεν είχε σκοπό να πη τίποτα. Ο φόβος που τον έπιασε, μόλις αγρίεψεν ο πατέρας, η περιφρόνησι, η προσβολή που του έκαμναν, το δειλό του εκείνο κίνημα, να δώση πίσω το γράμμα με την πρώτη φοβέρα -ω, για τίποτε απ' αυτά δεν ημπορούσε να καυχηθή ο νεανίσκος, και συνήθως δεν ωμιλούσε παρά όταν εκαυχάτο. Ούτε που θα ετολμούσε να διαστρέψη τα πράγματα, ούτε που θα του επερνούσεν η παραμικρή ιδέα να επιμείνη. Τίποτε το ανδρικόν δεν είχεν επάνω του ο χαϊδεμένος αυτός, και η πρώτη δυσκολία του παρέλυεν αμέσως όλη του τη δύναμι. Ησθάνετο ως μίαν νέκρωσιν κάθε θελήσεως, κάθε αισθήματος. Και την στιγμήν εκείνην ενόησεν ότι έπαυσε πλέον ν' αγαπά την Στέλλαν. Αλλά και μήπως την αγάπησε ποτέ αληθινά; Μήπως ήταν ικανός ν' αγαπήση άλλον κανένα από τον εαυτόν του; Όχι· να παίξη μόνον εζήτησε μαζί της, και άμα είδεν ότι το παιγνίδι επίτυχεν, εύρε συμφέρον ν' ακολουθήση την ωραία συμβουλή του φίλου του... Τώρα, δεν του την έδιναν, δεν τον ήθελαν! Ετελείωσεν! Ήταν αποφασισμένος να καθίση στην ησυχία του, ως που θα τον εξεσήκωνε πάλι καμμιά καινούργια ερωτοδουλειά. Αλλ' αυτή τη φορά όχι γράμμα στον πατέρα! Α, όλα κι' όλα, μα με πατεράδες μην τον ανακατώνεις! Όποια αρχοντοπούλα τον αγαπάει και τον θέλει, ας ξεπορτίση να τον εύρη. Τότε, θέλοντας και μη, ο γέρος θα σκάση την προίκα και -να σου πω, μα το ναι- έτσι θα ήταν καλύτερα να έκαμνε με τη Στέλλα, χωρίς ν' ακούση τον Στέφενσον. Τι; Στην Αγγλία είμαστε εδώ;... Τώρα πάει!
   Αυτά εσυλλογίζετο τις πρώτες ημέρες ο Χρηστάκης, κ' εστέναζεν -όταν ήτο μόνος. Έπειτα έπαυσε να συλλογίζεται και αυτά...
   Όταν ο Στέφενσον τον ερώτησε τι απέγινε με το γράμμα, ο Χρηστάκης επήρεν ύφος ανθρώπου που θέλει κάτι να εξομολογηθή αλλά διστάζει, κ' έπειτα, με απόφασιν τάχα, είπε:
   "Να σου πω ένα πράμμα; Δεν το έστειλα, καϋμένε. Την τελευταία στιγμή το μετανόησα... Άσε να περάση ακόμα λίγος καιρός, να ιδούμε πώς θα πάνε τα πράμματα, και... μπορεί να βάλω το γέρο μου να μιλήση".
   "Ωωωωω!" έκαμεν ο Άγγλος, με τον συνήθη του λαρυγγώδη βρυχηθμόν.
   "Έπειτα, φίλε μου, πρέπει να σου πω κ' ένα άλλο: Η κοπέλα δεν μου γεμίζει το μάτι· δεν ξέρω γιατί, μ' άρχισα να ψυχραίνουμαι..."
   "Άου!" έκαμεν ο Άγγλος. "Τότε να μην την πάρης".
   Το πράγμα οικονομήθηκεν έτσι, κι' ο Χρηστάκης ησύχασε. Μόνον το βράδυ, για κάμποσον καιρό, όταν εγύριζε στο σπίτι του, τον έπιανεν ένας φόβος, κ' επήγαινε τρεχάτος, και κάθε τόσο εκύτταζε πίσω του. Εφοβείτο μη του έλθη έξαφνα καμμιά ματσουκιά.
   Δεν ήξερε καλά τον Παναγή Βιολάντη!... Δεν ήξερεν ότι άλλος δεν είχε να υποφέρη από αυτή την ιστορία, παρά η Στέλλα, αχ, η δυστυχισμένη η Στέλλα!...


Δ'
   Το βράδυ-βράδυ, όταν ο Βιολάντης εγύρισεν, η υπηρέτρια του είπεν ότι η κυρία Στέλλα ήταν κακοδιάθετη, στο κρεβάτι.
   "Έχω εγώ το γιατρικό που θα την κάμη καλά!" εμουρμούρισεν ο Παναγής, κι' ανέβη κατ' ευθείαν εις το δωμάτιον της κόρης του.
   H Στέλλα ήταν ξαπλωμένη με τα φορέματά της· ελαφρή κουβέρτα την εσκέπαζεν ως τη μέση· είχε τα χέρια σταυρωμένα οπίσω από το κεφάλι· το στήθος της φουσκωμένο από τους αναστεναγμούς· η όψη της κάτασπρη· τα μάτια της φλογερά, καρφωμένα στο ταβάνι. Βυθισμένη εις την απελπισία της, ξένη εις ό,τι συνέβαινε γύρω, ούτε έστρεψε να κυττάξη, όταν άνοιξεν απότομα η θύρα.
   "Τ' είναι τούτα που μου κάνεις, μωρή;" εφώναξεν ο Παναγής έξω φρενών. "Τι ντροπές είναι τούτες που μου 'βαλες στο κούτελό μου;..."Είμαι δική σου;!" Πώς έγραψες εσύ τέτοιο πράμμα; Τίνος είσαι, μωρή; Ποιον ερώτησες να σου πη τίνος είσαι; Με ποίο δικαίωμα εδόθηκες στον ξένον άνθρωπο; Ποίος σου είπε πως ορίζεις τον εαυτό σου; Πώς σου πέρασε από το νου, πως μπορείς να δώσης και το νύχι σου, χωρίς να θέλω εγώ;... Δε μιλείς, μωρή;... Ε, τι είναι τούτα;"
   Κ' έβαλεν εμπρός εις τα μάτια της Στέλλας το φυστικί χαρτί με την άσπρη μαργαρίτα.
   Σπασμός αδύνατος ετάραξε για μια στιγμή το σώμα της κόρης· αλλά δεν την εξύπνησεν ολότελα από το λήθαργό της· τα μάτια ακίνητα, το στόμα βουβό.
   Και είπεν, είπεν ο Παναγής, άφρισεν, εγαύγισεν, εβρυχήθη. Και όσο έλεγε, τόσο εθύμωνε· και τώρα εσκουντούσεν, ετράνταζε τη Στέλλα, κ' επλησίαζε το στόμα του στ' αυτί της, κ' έτριζε τα δόντια του, κ' εγούρλωνε τα άγρια μάτια του, και η φωνή του έβγαινε τρεμουλιαχτή και βραχνή σαν λυσσασμένου:
   "Σκύλλα! Σκύλλα! ... Δε μιλείς, μωρή; Ε;"
   Αυτή η σιωπή, αυτή η απάθεια, τον έκαμεν εις το τέλος έξω φρενών. Έδραξεν έξαφνα τη Στέλλα από τους καρπούς με τα σιδερένια του χέρια, και την εσήκωσεν ως άψυχον όγκον, και την έσυρε, και την εγκρέμισε, κάτω από το κρεβάτι.
   "Μάνα μου!" εφώναξεν εκείνη· και τα μάτια της έρριξαν μιαν αστραπή τρόμου· και με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο πάτωμα, έκαμψε το άλλο και το έφερε στο πρόσωπό της εμπρός σαν ασπίδα.
   Το ορμέμφυτο κίνημα εξύπνησεν όλη την κακία του Παναγή. Κ' εχύθηκε πάνω της, και την άρπαξεν από το λαιμό και της τον έσφιξε να την πνίξη, κ' έπειτα την άρχισε γροθιές, και την εκτυπούσεν όπου έφθανε, στους ώμους, στο στήθος, στο κεφάλι, και την εκτυπούσεν αλύπητα με λύσσα, να την τελειώση, να την ξεκάμη, όπως μόνον ένας πατέρας μπορεί να κτυπά την κόρη του... Και ως να τον εμεθούσε περισσότερο κάθε κτύπημα, ως να τον εφρένιαζεν η αντίστασις της στερεάς σαρκός -γιατί άλλην δεν έκαμνεν η κακομοίρα εκείνη- ο δαρμός του δεν εφαίνετο να έχη τελειωμό, και η φυσική εξάντλησις, που μόνη θα τον εσταματούσεν, αργούσεν ακόμη πολύ.
   Αλλά να, ανοίγει έξαφνα η θύρα κ' εμβαίνει η Βιολάνταινα -η Βιολάνταινα, με τα μάτια περίτρομα, και τα χέρια δεμένα, και τα χείλη σφικτά, όλη μια άφωνη μορφή και ικεσία.
   Τότε ο Παναγής, άφησε το θύμα του, εσήκωσε το γράμμα, που ήταν πεσμένο στο πάτωμα, το άπλωσε στην παλάμη του και το εκόλλησε στα μούτρα της γυναίκας του.
   "Να, μωρή, άνοιξε τα στραβά σου να ιδής τι θεγατέρα έχουμε. Διάβασε, διάβασε ντε!...Έλα! Μη μου πης γιατί την έδειρα, γιατί, μα το σταυρό, θα σε σκοτώσω και σένανε!"
   "Μα ήταν άρρωστη, καϋμένε Παναγή", εψιθύρισεν η Βιολάνταινα, σιγά, ως να μην ήθελε να την ακούση η Στέλλα, κ' επροσπάθησε να ξεκολλήση το χέρι του ανδρός της και να ρίψη μια ματιά εις το σώμα του εγκλήματος.
   "Και τι με γνοιάζει εμένανε;" εφώναξεν ο Παναγής, ασθμαίνων. Ν' αρρωστήση και να πεθάνη, να πάη στο διάολο, αυτό παρακαλώ το Θεό μου. Ναι, να πεθάνη! Αυτό και μόνο μπορεί να τη σώση από την ατιμία της και από τη ντροπή της! Κοπέλλα που αποδιαντράπη να γράψη σ' έναν ξένο "είμαι δική σου" δεν μπορεί πια να ζήση στο σπίτι μου. Και αν δεν πεθάνη μοναχή της, θα την ξεκάμω εγώ, με τα χέρια μου!"
   Εις μάτην η Βιολάνταινα του ένευε παρακαλεστή να παύση τα βαριά αυτά λόγια· τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήση.
   "Μα σώπα!" εφώναξεν επί τέλους η γυναίκα. "Θα σ' ακούσουν οι ξένοι άνθρωποι, θα σ' ακούση η δούλα... Έλα, πάμε από δω, μη συγχύζεσαι τώρα..."
   Και ήσυχα ετράβηξεν έξω τον Παναγή, χωρίς μεγάλην αντίστασι· γιατί η υπόμνησις εκείνη, το σκιάχτρο του κόσμου, τον έκαμεν έξαφνα πειθήνιον. Και η θύρα έκλεισε· και η Στέλλα έμεινε μονάχη της, πεσμένη εκεί κάτω, στο λινό χαλί, που ήταν εμπρός στο κρεβάτι.
   Είχε χωμένο το κεφάλι ανάμεσα στην κουλούρα των μπράτσων της. Δεν εφαίνοντο παρά τα μαύρα μαλλιά της, χυμένα, ακατάστατα, σαν κύματα μαύρης τρικυμίας, που έξαφνα εσταμάτησαν. Κ' εβογγούσε.

   ... Οι άγριες αυτές σκηνές επαναλαμβάνοντο καθημερινώς εις το σπίτι του Βιολάντη. Το νεόκτιστον παλατάκι με την ευδαίμονα όψιν είχε καταντήσει κόλασι. Η Στέλλα, κλεισμένη επάνω εις το δωμάτιόν της, το περισσότερον μέρος της ημέρας πεσμένη στο κρεβάτι, και το περισσότερο μέρος της νύκτας ορθή -χλωμή, αδύνατη, μωλωπισμένη, σακατεμένη, αλλά τους φοβερώτερους σπαραγμούς, τη μεγαλύτερην οδύνη και απελπισία έχοντας κρυμμένη βαθειά στην ψυχή- η Στέλλα η ερωτευμένη εμαρτυρούσε...
   Δεν έκλαιγε, δεν ωμιλούσε, δεν παρεπονείτο· ούτε δέκα λέξεις την ημέρα δεν έβγαιναν από τα μαραμένα χείλη· την είχε πιάση σαν πείσμα, σαν αφασία, και η υπερηφάνεια της έκαμνε το μαρτύριό της σιωπηλό, βαθύ, φοβερό. Έπειτα δεν έβλεπε και κανένα. Μια στιγμήν μόνο ανέβαινεν η μητέρα της ή η θεία Νιόνια, για να της φέρη λίγο φαγί. Η Κατίνα και η Νένε, οι μικρές, δεν έμβαιναν ποτέ μέσα, γιατί τους είπαν πως η Στέλλα είχεν αρρώστεια κολλητική· και την εκαλημέριζαν απ' έξω.
   Ο Νταντής, ο αδελφός της, τα είχε μάθει και αυτός -του τα είπεν ο ίδιος ο Βιολάντης για να έχη το νου του- και δεν εζύγωνε καθόλου, γιατί, αν την έβλεπεν εμπρός του, ωρκίζετο, "θα την έσκιζε σαν σαρδέλλα". Και η Στέλλα όλον τον καιρό έμενε μόνη. Τους έδιωχνε: "Αφήστε με... δε θέλω κανένα". Μόνο στο γέρο δεν ετολμούσε να πη τέτοιο λόγο. Αυτός έμβαινε συχνά, πάντα άγριος, θηρίο μονάχο, με το γράμμα στο χέρι, για να της θυμίζη την ατιμία της, για να της δείχνη το αίσχος της, και την έβριζε με τα χειρότερα λόγια, και απάνω στον ενθουσιασμό του, στο τέλος, την εκτυπούσε, πότε λίγο, πότε πολύ, αναλόγως του γούστου που είχε, αναλόγως της διαθέσεως που του επροκαλούσε το ύφος της Στέλλας. Όποτε του εφαίνετο σαν ταπεινή, σαν μετανοημένη, ο θυμός του κάπως επαράλυεν· αλλ' όποτε την έβλεπεν αδυσώπητη και ασυγκίνητη, τότε ελυσσούσε.
   Μια μέρα, ο Νταντής, άξιος μιμητής του πατέρα του, εμβήκε και αυτός να της κάμη επίσκεψι. Ήτο δε ο Νταντής νεανίας ως είκοσι χρόνων, ασχημομούρης, μαυροκίτρινος, με πρώιμο μουστάκι, με ζωηρά κινήματα, με φορεσιά επιμελημένη και γεμάτη στολίδια -σωστή γελοιογραφία του γέρου Βιολάντη, που εθεωρείτο ευμορφάνθρωπος. Είχε τιποτένια διανοητικήν ανάπτυξι, ταπεινές ιδέες και ένα σωρό προλήψεις. Αντιπαθητικώτερο πράγμα από το στενό του μετωπάκι και από τα κίτρινα μυτερά δόντια του, δεν μπορούσε να ιδή κανείς.
   Η θύρα έτυχεν ανοικτή και ο Νταντής εστάθη εις το κατώφλι. Η Στέλλα εστέναζεν εις το διβανάκι.
   "Έτσι, ε;" της εφώναξεν. "Έτσι, ε;... Ετούτα μας κάνεις τώρα και συ!"
   Η Στέλλα μιλιά.
   "Δεν ακούς τι σου λέω;" είπεν ο Νταντής, προχωρών μερικά βήματα. "Εγώ είμαι!"
   "Για ξεφορτώνου με", απεκρίθη με περιφρόνησιν η Στέλλα.
   Είχε συνηθίσει ν' αποπαίρνη πάντα τον αδελφό της, σα μεγαλύτερη, και χωρίς να θέλη, ο Νταντής την εσέβετο και στο τέλος υποχωρούσεν. Αλλά τώρα τα πράγματα άλλαξαν· το κίνημα της Στέλλας την εταπείνωσεν εμπρός του, την εξευτέλισε· δεν ήταν πλέον η μεγαλύτερη αδελφή, με τα δικαιώματά της· ήταν μια πταίστρα, που επιβουλεύθη την υπόληψιν των ανδρών, την τιμήν του σπιτιού. Και ο Νταντής ήταν άνδρας. Να περίστασι για να εκδικηθή τα πρωτοτόκια, για να εξασκήση την κακίαν του.
   "Εμέ είπες τέτοιο λόγο, μωρή;" ερώτησε γουρλώνων τα μάτια και προχωρών ακόμη ολίγα βήματα.
   "Εσέ", απεκρίθη με ψυχρότητα η Στέλλα.
   Ο Νταντής εξεστόμισε τας χυδαίας ύβρεις, που του είχε μάθει στην εντέλειαν ο πατέρας του. Και ο τόνος έμοιαζε τόσον, ώστε ένα πικρό χαμόγελο εφάνη στα χείλη της Στέλλας, κ' εψιθύρισεν:
   "Από πού 'σαι κλωναράκι, από κείνο το δενδράκι..."
   Αυτό το άκουγε κάποτε από την Βιολάνταινα, και ήξερε ότι κανένα άλλο πράγμα δεν εφούρκιζε τόσο τον αδελφό της.
   "Τι είπες;!" εβρυχήθη ο μικρός Βιολάντης· κ' εσήκωσε το χέρι του.
   Η Στέλλα επρότεινε τα δικά της να φυλαχθή, αλλά με τόσην ορμήν, ώστε τον εσκούντησεν. Άλλο δεν ήθελεν ο Νταντής, για να κτυπήση...
   Και η αρχή έγινεν.
   Ο νεανίας εθρασύνθη περισσότερον έπειτα, που άκουσε τον πατέρα του να επιδοκιμάζη το κίνημά του. Και από την ημέραν εκείνην, δεν άφηνεν ευκαιρίαν χωρίς να βρίση και να κτυπήση την Στέλλα. Και ολίγον κατ' ολίγον η μανία του, η αγριότης του εμεγάλωναν. Στην αρχήν, η Στέλλα έκαμνεν αντίστασιν· αλλά ύστερα παρεδόθη, εις το τέλος εδέρνετο και από τον αδελφόν της, όπως και από τον πατέρα της, με την ίδιαν υποταγή, με την ίδια βωβήν εγκαρτέρησιν. Και οι δήμιοί της έγιναν δύο τώρα.
   Σκληρότερος, πολύ σκληρότερος ήταν ο Νταντής. Ίσως γιατί ήταν φύσει πλέον κακός από τον πατέρα του, ίσως και γιατί ήταν αυτός αδελφός. Εις τα βάθη της ψυχής του Παναγή Βιολάντη εξυπνούσεν από αταβισμόν το αίσθημα του αρχαίου πατέρα, που είχε την κόρη του κτήμα, και ημπορούσε να την πωλήση και να ωφεληθή. Αλλ' εις του αδελφού την ψυχήν, ο ίδιος αταβισμός εξυπνούσε αίσθημα διαφορετικόν. Άλλη φορά η αδελφή του ήταν η φυσική ερωμένη του, η πρώτη του γυναίκα· αυτός είχε το δικαίωμα να την καρπωθή αλλοιώτικα, να την απολαύση. Και μου φαίνεται, ότι η σκληρότης των αδελφών εις το ζήτημα της τιμής, δεν είναι κατά βάθος παρά ζηλοτυπία αγνώριστη, μετημφιεσμένη· και ότι τα δυστυχή πλάσματα γίνονται, χωρίς να το εννοούν, τόσοι Οθέλλοι, και σκοτώνουν Κασσίους και πνίγουν Δυσδαιμόνες.
   Γι' αυτό τώρα κι' ο Νταντής, στην πρώτη του παραφορά, εφοβέρισε "να ξεκάμη εκείνον τον άτιμο το Ζαμάνο", και ίσως θα έκαμνε κανένα κίνημα, αν δεν τον εσυμβούλευεν ο Παναγής, και γι' αυτό εβασάνιζε την αδελφή του σκληρότερ' από τον πατέρα του, και το μίσος του γι' αυτήν ήταν κάτι αχόρταγον και ατελείωτον.
   Και η Στέλλα, κλεισμένη εις το δωμάτιόν της, εμαρτυρούσεν. Έλυωνε σαν το κερί από τη ζέστη, χωρίς φλόγα, χωρίς καπνό. Μόνον κάθε τόσον εψιθύριζεν:
   "Αχ, πάει... πάει... δε με χωράει άλλο το σπίτι του πατέρα μου..."

   Μια μέρα, η Κατίνα και η Νένε, εξεγέλασαν τη νταντά, και φοβισμένες, σιγά-σιγά, εμισοάνοιξαν την απαγορευμένην θύραν.
   Η Στέλλα ήταν εις το κρεβάτι, με τα μάτια κλειστά, αποκαρωμένη. Και ήταν αγνώριστη. Σαν να είχε μικρύνει το πρόσωπό της, και σαν να είχαν φουντώσει τα μαύρα μαλλιά της. Το χρώμα της ξέθωρον, τα μάτια της βαθουλωμένα, μελανά από κάτω, η άκρη της μύτης της κίτρινη και γυαλιστερή. Και τι άλλο ήθελε για να μαραθή ένας κρίνος;
   "Παναγία μου! Πώς έχεις γίνει..." είπε, κυττάζοντας με παιδικήν περιέργειαν η Κατίνα.
   Τα ματάκια της Νένες άνοιξαν τρομαγμένα. Λύπη βαθεία εζωγραφίσθη εις το πρόσωπον της μικρούλας και το στοματάκι της εσιγοτραύλισεν:
   "Αχ! Θα πεθάνη, Κατίνα μου, θα πεθάνη..."


Ε'
   Η προφύλαξι που έπαιρναν για να μη μάθη τίποτε ο κόσμος, εκείνος ο φόβος που είχαν πάντα να μη τους φύγη κανένας λόγος εμπρός εις τους ξένους, να μην ακούσουν οι υπηρέται και οι γείτονες καμμιά σκηνή, να μη μάθη κανείς την αλήθειαν -έδιδαν δυο φορές την όψιν εγκλήματος, εις το έγκλημα που ετελείτο σιγά-σιγά εις το σπίτι του Βιολάντη.
   H Στέλλα λοιπόν ήταν άρρωστη. Δια τους φίλους, δια τον κόσμον, η αρρώστεια ήταν ελαφρή, ασήμαντη -α, μην ανησυχείτε!... Δια τις μικρές αδελφές, η αρρώστεια ήταν κολλητική, και δεν έπρεπε να έχουν συγκοινωνία. "Και μήπως ψέμματα;" έλεγεν ιδιαιτέρως στη γυναίκα του ο Παναγής. "Αύριο κι' αυτές θα μας έκαναν τα ίδια". Οι υπηρέται δεν ανέβαιναν εκεί επάνω, ποτέ· τους ανεπλήρωνεν η θεία Νιόνια. Η οικογένεια εφαίνετο συχνά εις τα κέντρα, και είχε πάντα το ίδιον γελαστόν κ' ευτυχισμένον ύφος, την ίδιαν απατηλήν όψιν αγάπης και αρμονίας. Κανείς δεν έμαθε, κανείς δεν υπωπτεύθη τίποτε. Η νεολαία εψιθύριζεν ότι η Στέλλα "εκύτταζε" τον Χρηστάκην, αλλά τίποτε περισσότερον· τώρα μάλιστα, που ο Χρηστάκης άρχισε να "κυττάζη" άλλην, ελησμονήθη και το γράμμα της. Ο Παναγής Βιολάντης ημπορούσε να δέχεται και συγχαρητήρια δια την φρόνησιν που έδειξε σε μια τόσο δύσκολη περίστασι. Η υπόληψις δεν επειράχθη.
   Και όλοι μέσα στο σπίτι σύμφωνοι: Ο Νταντής... τον είδαμε! Η Βιολάνταινα, συνηθισμένη πάντα να υπακούη τυφλά τον άνδρα της, ανεγνώριζε και τώρα όλο του το δίκιο, μολονότι επροσπαθούσε κάποτε να εμποδίζη τις σκηνές, "για να μη συγχύζεται ο Παναγής"· ποτέ όμως δεν έδωκε θάρρος εις την θυγατέρα της, ποτέ δεν την επαρηγόρησε, ποτέ δεν της έδειξεν ότι εσυγχωρούσεν αυτή το κίνημά της. Η θεία Νιόνια έκλαιγε πικρά όταν ήτο μόνη, εκύτταζε με θλίψι κ' επεριποιείτο με συμπάθεια τη Στέλλα, αλλά στον αδελφό της δεν ετόλμησε να κάμη παράπονον. Ούτε καλά, ούτε κακά. Κάποτε ο Παναγής την άκουσε να γλυκομιλή της Στέλλας, και την εφοβέρισεν άσχημα:
   "Για να σου πω! Το ξέρεις που σε διώχνω; Αντιπολίτεψι στο σπίτι μου δε θέλω! Ό,τι κάνω εγώ, εκείνο κάνουν όλοι. Ακούς εκεί που θα την καλοπιάνης... Αυτό μας έλειπε!"
   Κ' η Νιόνια εφοβήθηκε να γλυκομιλήση πλέον της Στέλλας.
   Έτσι ο Παναγής ετυραννούσεν ανεξέλεγκτος, απόλυτος τρομοκράτης. Κανείς, κανείς δεν ευρίσκετο να του πη: "Μα επί τέλους τι σου έκαμεν αυτό το πλάσμα που θέλεις να το πεθάνης;" Καμμία διαμαρτυρία, καμμία απόπειρα συζητήσεως. Εύρηκες κι' άνθρωπο για να λογικευθή! Του έφθανε το γράμμα που είχε στην τσέπη του· ημπορούσες να του αποδείξης εσύ πως δεν εγράφη, πως δεν εστάλη από την κόρη του αυτό το γράμμα;... Να το τιμωρήση, άλλο δεν ήθελεν, άλλο δεν ερωτούσε. Και δι' αυτόν, άνθρωπον στενοκέφαλον, χωμένον εις τας προλήψεις, αναθρεμμένον με τας παραδόσεις των παλαιών εκείνων αρχόντων, που εις τον τόπον του άλλοτε, σε χρόνους σκοτεινούς, βαρβάρους, εβασάνισαν, εφυλάκισαν, εσκότωσαν, ή έθαψαν ζωντανές, για παρόμοιους λόγους, τις θυγατέρες των -δι' αυτόν, λέγω, το έγκλημα της Στέλλας ήτο άξιον θανάτου.
   "Μακάρι να πέθαινε! Έτσι θα ησυχάζαμε μια για πάντα".
   Ο Νταντής όμως δεν άφησε το πράγμα ως εδώ. Η σκληρότης του τον έσπρωξε να ραδιουργήση, να δείξη ψεύτικη καλωσύνη· και μίαν ημέραν εμβήκεν εις το κλουβί του Βιολάντη -το θυμάσθε αυτό το κλουβί- και του είπε με πονηριά παιδιού και με σοβαρότητα γέρου:
   "Πατέρα, μου φαίνεται πως η Στέλλα εμετανόησε. Για να ιδούμε, γιατί εφτούνη -εφτού η δουλειά δε μ' αρέσει. Φοβάμαι μήπως υποψιασθή ο κόσμος τίποτα, και τότες εχαθήκαμε. Για να ιδούμε... Μπορεί να μην επιμένη πια για κείνο τον παλιάνθρωπο, και αν την καλοπιάσουμε, μπορεί να θελήση να πάρη κανέναν άλλο -ε, καιρός της είναι- κ' έτσι το πράγμα να διορθωθή με ησυχία. Δεν με γνοιάζει για κείνη, με γνοιάζει για μας, για το σπίτι μας.
   "Έχεις δίκιο", απεκρίθη ο Παναγής. "Και άντζι θα βάλω τη μάνα σου να την ξετάξη".
   Ω, ήξερε πολύ καλά ο Νταντής τον χαρακτήρα της αδελφής του· ήξερεν ότι δεν εμετανόησεν, κάθε άλλο! Και ότι ένα τέτοιο διάβημα θα εχειροτέρευε μόνον τη θέσι της.
   Και η Βιολάνταινα, κατά παραγγελίαν του ανδρός της, ανέβη επάνω να της ομιλήση.
   Ήταν παραμονές της Παναγίας. Μεθαύριο το σπίτι είχε διπλογιόρτι -Μαρία έλεγαν τη Βιολάνταινα- και τι καλά αν ημπορούσε να γίνει καμμιά οικονομία, να έλθη η συμφιλίωσις, να κατεβή και η Στέλλα, να καθίση εις το τραπέζι, να φανή εις τον κόσμον...
   "Ήλθα να σου πω δυο λόγια", της είπεν η Βιολάνταινα χαρούμενη.
   Η Στέλλα, καθώς εκρατούσε το μέτωπο με τα δύο χέρια, εσήκωσε τα μάτια κ' εκύτταξε τη μητέρα της έκπληκτη. Δεν ήταν συνηθισμένη εις τέτοιον ύφος.
   "Ακούς;"
   "Τι είναι;" εψιθύρισεν η Στέλλα.
   Με λίγα λόγια η Βιολάνταινα διετύπωσε την πρότασί της: Να πέση στα πόδια του πατέρα της και να του γυρέψη συχώρεσι· να του πη πως εμετανόησε δια το κίνημά της· να του υποσχεθή πως εις το εξής δεν θα έκαμνε τίποτα χωρίς το θέλημά του· να τον βεβαιώση πως έπαυσε πια να συλλογίζεται τον Χρηστάκη· κ' εκείνος ήταν πρόθυμος να τη συχωρέση, και μέρα που ξημέρωνε μεθαύριο, να την δεχθή στην αγκαλιά του, και γρήγορα να φροντίση να την παντρέψη, όπως της πρέπει, μ' ένα νέο καλό και άξιο... αμή τι;
   Η Στέλλα την άκουσε χωρίς να την διακόψη, με το ίδιον ύφος που έπαιρνε και όταν την εκτυπούσαν. Έπειτα εκατέβασε τα χέρια από το κεφάλι, εκύτταξε τη μητέρα της κατάμματα, και με όλη την ηρεμία, με όλη τη γαλήνη της σταθερότητος, επρόφερε:
   "Όχι!"
   Η Βιολάνταινα εσκίρτησε τρομαγμένη· έπλεξε τα χέρια, και με φωνήν υπόκωφην, εις τόνον μομφής υπερτάτης, το ξαναείπε:
   "Όχι;!"
   "Όχι!" είπεν η Στέλλα και εκ τρίτου· και τώρα ήταν ολόκληρη τρικυμία αγανακτήσεως, και μαζί με την φωνήν εσηκώθη και αυτή ορθή, υψηλή, αγέρωχη.
   Κ' εμίλησεν:
   "Όχι, χίλιες φορές όχι! Ό, τι έκαμα ήταν κακό, το ξέρω· μα το έκαμα τώρα. Του έγραψα "είμαι δική σου", και θα είμαι για πάντα. Ναι, να πέσω στα πόδια του πατέρα μου, και να του φιλήσω τα χέρια, και να του γυρέψω συχώρεσι γι΄αυτό που έκαμα, έτσι χωρίς να θέλω, σε μια στιγμή τρέλλας, αδυναμίας... Μα να με συχωρέση κ' εκείνος και να μου δώση το Χρηστάκη... Α, μη σου κακοφαίνεται και σώπα! Καλός κακός, αυτός είναι τώρα για μένα. Ακούστηκα μαζί του, και αυτό μου φθάνει. Έπειτα, τι σας μέλει εσάς; Εγώ θα είμαι ευτυχισμένη, εμένα μ΄αρέσει. Πως είναι πτωχός; Πφ! Βλέπω τι ευτυχία που έχετε οι πλούσιοι στα σπίτια σας... Επί τέλους αλλοιώτικα δε γίνεται· άλλον εγώ δεν παίρνω!"
   "Μα ορίζεις εσύ τον εαυτό σου;" επρόλαβε να ερωτήση η Βιολάνταινα.
   "Τον ορίζω!"
   "Όχι· ο πατέρας σου σε ορίζει· ο πατέρας σου ορίζει και μένα, και το Νταντή και τη Νιόνια και όλους".
   "Δεν ξέρω για σας, μα εμένα δε με ορίζει. Εγώ, εγώ ορίζω τον εαυτό μου. Να, κύτταξε, τον ορίζω!... Τον ορίζω!..."
   Κ' έκαμψε το δάκτυλό της, και το εδάγκασε στον κόμπο με λύσσαν, καθώς ωμιλούσε. Και ο πόνος έδωκεν εις την φωνήν της κάτι το απείρως τραγικόν. Και η Βιολάνταινα, και αυτή ακόμη, ησθάνθη ότι ήταν μεγάλη η στιγμή εκείνη.
   "Τι θέλεις να πης μ' αυτό;" ερώτησεν με τρόμον.
   "Να, ότι τον εαυτό μου τον κάνω ό,τι θέλω... Μπορώ να κόψω τώρα το χέρι μου και να το πετάξω από το παράθυρο; Ε, ορίζω τον εαυτό μου! Ο πατέρας μου τίποτα δεν μπορεί να κάμη. Πως θα με δείρη; Πως θα με κλείση; Πως θα με σκοτώση; Τι με τούτο; Πάλι εγώ κάνω ό,τι θέλω -τον εαυτό μου- και σα δε θέλω εγώ, άλλον άνθρωπο δεν παίρνω. Όχι· ποτέ δε θα με δώση σε όποιον θέλει εκείνος. Σας το λέω για να το ξέρετε μια για πάντα, γιατί δεν θα το ξαναπώ: Ή το Χρηστάκη ή κανένα. Εγώ είμαι η Στέλλα του Βιολάντη!"
   Κ' εκτύπησε το στήθος της το πλατύ με δύναμιν, κι' από τα μάτια της τα αδάκρυτα ετοξεύθη αγρία αστραπή. Ω, ήταν ωραία την στιγμήν εκείνην! Το πάθος τής εχρωμάτισε, τής εζωογόνησε το κατάλευκον πρόσωπον· τα πέταλα του κρίνου επήραν ένα ρόδινον χρώμα αδύνατον· ίχνος κακοπαθείας δεν εφαίνετο πλέον, και δια μίαν στιγμήν, η κόρη έλαμψε με την πρώτην της ευμορφιάν την υπερήφανην, με την πρώτην υγείαν και ζωήν.
   Η Βιολάνταινα αναγκάσθηκε να χαμηλώση το κεφάλι. Έβλεπεν έξαφνα εμπρός της μίαν δύναμιν νέαν, που δεν την ήξερε, που δεν την εφαντάζετο ως τώρα. Αλήθεια, αυτή ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, η κόρη του πατέρα της.
   "Εκατάλαβα", εψιθύρισε με λύπην. "Μα δεν συλλογίζεσαι, δυστυχισμένη, τι θα πάθης, αν ακούση τέτοιο πράμμα ο πατέρας σου;"
   "Δε τον φοβάμαι!" εφώναξεν η Στέλλα. "Και τι θα μου κάμη; Θα με σκοτώση... είναι άλλο; Ε, δε με μέλει, σου είπα. Εγώ δεν γυρεύω να ζήσω, παρά να ζήσω ευτυχισμένη. Αν δεν μπορώ, καλύτερα να με σκοτώση... Καλύτερα να πεθάνω... Στάσου να σου πω· αν δεν έγραφα εκείνο το γράμμα, δεν θα μ' έγνοιαζε· μα τώρα που το έγραψα, θα κάμω ό,τι μπορώ για να σώσω την υπόληψί μου. Θα μου την σώση ο γάμος; Θα μου την σώση ο θάνατος; Μου είναι αδιάφορο. Είδες αν άνοιξα το στόμα μου να παραπονεθώ ποτέ για τα βασανιστήρια που μου κάνετε τόσον καιρό;..."
   "Καλέ τίνος τα λες αυτά τα παραμύθια;" είπεν η Βιολάνταινα με μορφασμόν ανυπομονησίας. "Και τι πως έγραψες ένα γράμμα, που στο κάτω-κάτω το πήραμε πίσω;... Εγώ να σου πω τι είναι: Είναι... που αγαπάς το Χρηστάκη".
   Η Στέλλα εκλονίσθη από παλμόν δυνατόν. Στην αρχή της ήλθε να το αρνηθή, να το κρύψη. Όχι, δεν ήταν αυτός ο λόγος... Αλλά έπειτα εσυλλογίσθη, ότι μια που άρχισεν, έπρεπε να τα πη όλα· και ως να το ήξερε πως ήταν η τελευταία φορά που θα μιλούσεν, άντλησε διαμιάς όσον θάρρος υπήρχεν εις τα βάθη της παρθενικής της ψυχής, και είπε:
   "Ναι, τον αγαπώ. Αν δεν τον αγαπούσα, δεν θα του έδινα ακρόασι· αν δεν τον αγαπούσα, δεν θα μ' έγνοιαζε για το γράμμα -ούτε η πρώτη είμαι ούτε η ύστερη- δεν θα επέμενα ολωσδιόλου, και θα έπαιρνα όποιον ήθελε ο πατέρας μου. Μα τον αγαπώ, και θα κάμω ό,τι μπορέσω για να τον πάρω".
   "Βγάλ' το αυτό από το νου σου, γιατί ο πατέρας σου δεν τ' ακούει!" είπεν η Βιολάνταινα.
   "Ποιος το ξέρει!... Μπορεί στο τέλος να με λυπηθή και να δη το σωστό. Έχουμε τόσα παραδείγματα!"
   "Α! Τέτοιες ελπίδες έχεις; Ω, κακομοίρα, κακομοίρα! Δεν τον ξέρεις τον πατέρα σου!"
   "Μπορεί· μα εμένα δε με χωράει άλλο ετούτο το σπίτι".
   Διαμιάς η Στέλλα έγινε μελαγχολική. Εκάθησε πάλι στο διβανάκι, και με φωνή περίλυπη, σαν να μιλούσε μονάχη της, εξακολούθησεν:
   "Όχι! Δε με χωράει το σπίτι... Σε κάθε κτύπημα που μου δίνουν, ακούω μέσα μου σα μια φωνή να μου λέγη: "Φύγε!... Φύγε!..."
   Η Βιολάνταινα ώρμησεν έξω φρενών, με τα χέρια σηκωμένα, με τα μάτια άγρια.
   "Τι είπες;" εφώναξε. "Να φύγης; Ω, συφορά μου και μαυρίλα μου!... Να φύγης;!"
   "Δεν είπα τέτοιο πράμμα!" είπεν η Στέλλα με περιφρόνησιν. "Σεις μου το λέτε με τον τρόπον σας".
   "Όχι, το είπες!" αντείπεν η Βιολάνταινα. "Είπες πως θα φύγης! Και για κύτταξε καλά, γιατί εγώ δεν..."
   Ο θυμός έπνιξε τη φωνή της. Κ' έβλεπε τριγύρω της, σαν να εζητούσε ν' αρπάξη τίποτα για να κτυπήση τη Στέλλαν.
   Ο τρόπος αυτός ανέβασεν εις την επιφάνειαν όλον το πείσμα της κόρης. Όχι, δεν το είπε! Της έβαζαν εις το στόμα λόγο που δεν είπε. Το εσυλλογίσθη, επέρασε κι' αυτό από τον νουν της, αλλά όχι, δεν το είχεν αποφασίσει. Και ίσως δεν θα το έκαμνε ποτέ, όσο σκληρά κι αν την ετυραννούσαν, γιατί ήταν η Στέλλα του Βιολάντη, και είχε την υπερηφάνειά της, και θα επροτιμούσε να πεθάνη, παρά ν' ακουσθή πως εξεπόρτισεν. Αλλ' αφού ήταν έτσι, αφού ήθελαν με το στανιό να την πείσουν πως το είπε, καλά λοιπόν, να ιδούν!
   "Ναι, το είπα!" εφώναξε δυνατώτερα από την μητέρα της. "Το είπα και θα το κάμω!"
   Ωμιλούσε με όλον το απεγνωσμένο θάρρος ανθρώπου που αυτοκτονεί. Η Βιολάνταινα τα έχασεν· ο θυμός της εκόπη, τα γόνατά της ελύθηκαν, κ' έπεσε σε μια καρέκλα, όγκος αδρανής. Αλλά ήτο μία στιγμή μόνο αδυναμίας. Αμέσως εσηκώθη, και κεραυνοβολούσα τη Στέλλα με το βλέμμα εξεστόμισεν εις μίαν βάναυση φράσιν όλην την εντύπωσιν που έκαμνε το εξαφνικόν ξύπνημα της δυνατής εκείνης ψυχής, που την εδοκίμαζεν η βία και το μαρτύριον:
   "Εκατάλαβα· εσύ, παιδί μου, έχεις το διάολο μέσα σου!"


ΣΤ'
   Ο Νταντής εθριάμβευεν. Όχι, όχι, απαντούσεν η Στέλλα στου πατέρα το μήνυμα. Και δεν ήταν ανάγκη να το πη η Βιολάνταινα· αυτό εδιαβάζετο καθαρά στο θυμωμένο, στο απελπισμένο της πρόσωπο...
   Αλλά ο Παναγής επέμεινε να του τα εκθέση όλα με το νι και με το σίγμα, και η Βιολάνταινα, όπως πάντα, τον άκουσε.
   "Έτσι ε;... Καλά!" έλεγε κάθε τόσον ο Παναγής. Και η ήρεμη αυτή επωδός έκρυπτε τόσον θυμόν, η έκφρασις των ματιών του, οπίσω από τα χρυσά γυαλιά, είχε γίνει τόσον στυγνήν, τα μπαρμπετόνια εμαύριζαν κ' έφρισσαν τόσον άγρια, ώστε η Βιολάνταινα αληθινά εφοβήθη. Προησθάνθη όλην την τρικυμίαν, που εγκυμονούσεν η ασυνήθιστη εκείνη γαλήνη. Και στο τέλος, ενώσασα τα χέρια παρακαλεστά, είπε με δάκρυα:
   "Για τ' όνομα του Θεού, Παναγή μου!... Ασ' τηνε, άσ' τηνε τώρα... θα της περάση... Μέρες που έρχονται, δεν αξίζει να συγχύζεσαι και να βαργομάς. Άσ' τηνε, να βράση με το ζουμί της, να ξεθυμάνη· ασ' τηνε!... Φοβούμαι μη μας κάμη κανένα κίνημα".
   "Σαν τι;" ερώτησε με το χαμηλότερο μπάσο του ο Βιολάντης.
   "Μα ξέρω κ' εγώ η κακομοίρα; Μπορεί να πέση από το παρεθύρι..."
   "Μακάρι! Ο Θεός και ο λόγος σου!"
   "Μπορεί... ξέρω γω;... μπορεί ν' ανοίξη την πόρτα και να φύγη..."
   "Ε; Σου είπε τέτοιο λόγο;" ερώτησεν ο Βιολάντης με τρόμον, σαν να τον εγαλβάνιζαν.
   "Όχι... Δεν μου το 'πε... μ' από τα άλλα της λόγια εκατάλαβα πως μπορεί να το 'χει κι' αυτό στο νου της. Και φαντάσου, Παναγή μου, τι ντροπή, τι συφορά, τι ατιμία ν' ακουστεί τέτοιο ξαφνικό για το σπίτι μας. Για τ' όνομα του Θεού!"
   "Έγνοια σου, έγνοια σου και δεν σου φεύγει!" είπεν ο Παναγής ησυχώτερος. "Έχουσι την γνώσιν οι φύλακες..." θα σου την κάμω εγώ,  που... (Ο λόγος εξεψύχησεν εις τα χείλη του και ο Παναγής εβυθίσθη εις σκέψεις).
   Περίεργο πράγμα! εσυλλογίζετο ο Νταντής απογοητευμένος. Ύστερα από τόσα, και να μην ανεβαίνη αμέσως επάνω να την ξεκοιλιάση! Μα το σταυρό, έτσι του 'ρχεται να πάη να το κάμη εκείνος· μα εσυλλογίζετο το "αρχηγού παρόντος", ένα ρητόν, που ήταν πάντα στο στόμα του Παναγή... Κ' επροσπαθούσε τώρα να τον εξερεθίση, επαναλαμβάνων κάθε τόσον, ως να εμονολογούσε τάχα από την αγανάκτησιν:
   "Ακούς εκεί να επιμένη!... Ακούς, λέει, να μη θέλη να μετανοήση!... Ακούς, λέει, να τον αγαπά και να μην εννοή να πάρη άλλον!...Σκότωμα θέλει, μα την Παναγία...σκότωμα!"
   Αλλά πού ίδρωνε τ' αυτί του Παναγή! Ετελείωσεν, ο Νταντής δεν αναγνώριζε σήμερα τον πατέρα του.
   Ύστερ' από πολλήν ώραν -εις όλον αυτό το διάστημα ο Παναγής, ως να μη συνέβαινε τίποτε, έπαιζε γλυκομίλητος με τις μικρές- τον είδε να βγη έξω στο διάδρομο, και τον άκουσε ν' ανεβαίνη τη σκάλα. Οι ελπίδες του εζωογονήθησαν, κ' εστάθη ν' αφουγκρασθή... Νέα απογοήτευσις! Ο Παναγής επέρασεν το δωμάτιον της Στέλλας, χωρίς να σταματήση, κ' εξακολούθησε ν' ανεβαίνη προς τη σοφίτα. Ποιος το ξέρει, τι εγύρευεν εκεί πάνω.
   Έμεινεν ως ένα τέταρτον, κ' έπειτα επήρε πάλι τη στενή και γυριστή σκαλίτσα. Αυτή τη φορά όμως εσταμάτησεν εις την θύραν της Στέλλας, και μάλιστα την άνοιξε. Τον άκουσε πολύ καλά ο Νταντής, κ' έτρεξε. Τέλος πάντων!...
   Και όμως τίποτε, τίποτε απ' ό,τι επερίμενεν ο Νταντής! Και η ίδια η Στέλλα επαραξενεύθη με το ήμερο, το σχεδόν γελαστόν ύφος του δημίου της. Σίγουρα η μητέρα της δεν του είπεν ακόμα τίποτε, και θα ήρχετο για να της μιλήση και να την καλοπιάση.
   "Στέλλα, σήκω, παιδί μου, και πάμε απάνω κάτι να σου δείξω".
   Μόνον για μια στιγμήν ημπορούσε ν' απατηθή η Στέλλα. Α, έφθασεν αυτή η πρόσκλησις, για να την κάμη να εννοήση, ότι κάτι πολύ φοβερό την επερίμενε. Κ' εσηκώθη με παλμούς φόβου.
   "Έλα, πάμε!"
   Έκαμεν ολίγα βήματα. Αλλά η σκηνή με την μητέρα της την είχε συντρίψει, την είχε εξαντλήσει τόσον, ώστε δεν είχε δύναμι να σταθή εις τα πόδια της.
   "Έρχου και μην κάνης έτσι!... Μη φοβάσαι και δε θα σου κόψω το κεφάλι... Για μπόγια με πήρες;"
   Η Στέλλα εβίασε τον εαυτό της να προχωρήση, και ακολουθώντας τον πατέρα της να φθάση ως την αρχή της σκαλίτσας, που ωδηγούσεν εις την σοφίταν. Αλλ' από κει και πέρα δεν ημπορούσε... Το μαυροκίτρινο μούτρο του Νταντή, που εστέκετο σαν σκιάχτρο στο διάδρομο, της έκοψε και το τελευταίο θάρρος... Κι' ακούμβησε στον τοίχο, για να μην πέση.
   "Έτσι είπαμε;" έκαμεν ο Παναγής εις τόνον μομφής φιλικής. "Α, Στέλλα, δεν είσαι παλληκάρι!... Έλα, γεια σου, δώσε μου εδώ το χεράκι σου, δώσε μου το, μάτια μου... Έλα, στηρίξου και ανέβαινε... Κουράγιο!"
   Και της επήρε το χεράκι, και το επέρασεν εις τον βραχίονά του, ελαφρά, γλυκά, προσεκτικά, σαν να έπαιρνε μπράτσο τη θυγατερούλα του, για να την οδηγήση στο πλευρό του γαμπρού... Ναι, ναι· σε κάποιον την ωδηγούσε και τώρα...
   Ημέρες, εβδομάδες τώρα, η Στέλλα δεν είχεν αισθανθή το πατρικόν χέρι, παρά εις το στιγμιαίον άγγιγμα του κτυπήματος. Αλλά τι ήτον εκείνο εμπρός εις τούτο! Ω, τίποτε ψυχρότερον, τίποτε αηδέστερον, τίποτε μαρτυρικώτερον δεν είχεν υποφέρει εις την ζωήν της, από την μαλακήν, την εξακολουθητικήν επαφήν της ώρας αυτής. Το φιλί που αλλάζει ο κατάδικος με τον δήμιον επάνω εις το ικρίωμα, βέβαια δεν θα είναι πλέον απαίσιον.
   Και άρχισε ν' ανεβαίνη τον Γολγοθάν, με απεγνωσμένην προσπάθειαν, ως να εβιάζετο να τελειώση το ανυπόφορον μαρτύριον, μαζί με τα σκαλοπάτια της στενής και γυριστής σκαλίτσας, μαζί με τον πνιγηρόν αυτόν ανήφορον, που τον έκαμνε φοβερώτερον το σύθαμπο του δειλινού, το φως που έστελλεν από δύο μικρούς φεγγίτες η ψυχομαχούσα ημέρα.
   Εις την πρώτην στροφήν ο Παναγής εστάθη, και γυρίζοντας το κεφάλι οπίσω με αυστηρότητα:
   "Φεύγ' από δω, Νταντή!" διέταξε. "Κάτω γρήγορα! Δεν έχεις δουλειά εδώ".
   Ο Νταντής ηφανίσθη ως καπνός. Αλλά το πρόσωπον του Παναγή εξακολούθησε να γίνεται αυστηρότερον, όσον ανέβαιναν... Επί τέλους έφθασαν στη σοφίτα.
   Ο Παναγής επροχώρησε κατ' ευθείαν προς μίαν θύραν μονόφυλλην, στενήν, την άνοιξε κ' έσπρωξεν ελαφρά την Στέλλαν, για να έμβη μέσα... Και στην κόλασι, θα έμβαινε και στην κόλασι, για ν' αφήση πια εκείνο το μπράτσο! Κ' εμβήκε κ' έπεσε κάτω στο γυμνό πάτωμα, σαν πεθαμένη με ανοικτά μάτια... Ο Παναγής εστάθη στο κατώφλι, κρατώντας το θυρόφυλλο. Το πλατύ του σώμα εσκέπαζεν όλο το άνοιγμα.
   "Αυτού!" είπεν. "Αυτού μέσα θα σε κλείσω, ως που να μετανοήσης και να μου γράψης συμπάθειο... Ψωμί και νερό, άλλο δεν έχει... Και βγάλ' το από το νου σου πως θα σε βγάλω ποτέ αλλοιώτικα, παρά όπως θέλω εγώ... Είσαι η Στέλλα, είπες της μάνας σου, μα κ' εγώ είμαι ο Παναγής· θα παλαίψουμε· πείσμα εσύ, πείσμα εγώ, και όποιος βαρεθή πρωτύτερα... Αλήθεια, όποτε βαρεθής τη ζωή σου, να το παρεθύρι που βγαίνει στα κεραμίδια· ξαπόστα σου το αφήνω ελεύθερο. Έβγα όξω, πήγαινε ίσια με την άκρη, και πέσε. Με το κουτάλι θα σε μαζώξουμε ύστερα, από την αυλή... Και να σου πω ούλη την αλήθεια, παστρικά και ξάστερα: Αν δεν γυρίσης στου Θεού τη στράτα, αυτό θα είναι το καλύτερο. Και μήπως σου περνάει άλλο τίποτα, παιδί μου; Ε, ό,τι είπεν ο Θεός θα γίνη!"
   Βέβαια δεν είχε κανένα σκοπό ν' απαντήση η Στέλλα. Αλλά ούτε ο Βιολάντης επερίμενεν απόκρισι. Έκλεισε σιγά-σιγά την πορτίτσα μ' ένα μισοκακόμοιρο ύφος, το πιο παράξενο που μπορεί κανείς να φαντασθή, πήρε μαζί του το κλειδί, και κατέβηκε.
   Ο Νταντής εθριάμβευε...
   Το δωμάτιον της σοφίτας, όπου είχαν φυλακίσει την Στέλλαν, ήταν μια περίεργη καμαρούλα, που είχε γίνει μόνον και μόνον δια να βγαίνουν από το παράθυρό της οι μαστόροι και να ξεσέρνουν τα κεραμίδια· γι' αυτό μπορεί να πη κανείς πως ήταν όλη παράθυρο. Κάτω από το χαμηλό, το γυρτό εκείνο ταβανάκι, μόλις υπήρχε πάτωμα αρκετό για να χωρέση το αχυρένιο στρώμα και τη βουλιαγμένη καρέκλα -τα μόνα έπιπλα που ηύρεν εκεί μέσα η Στέλλα, εκτός από ένα πήλινον κανάτι- και εις το ψηλότερό του μέρος μόλις ημπορούσε να σταθή όρθιος ένας άνθρωπος. Η πόρτα έκλεινε μ' ένα μεγάλο λουκέτο· αντίκρυ της το παράθυρο, με πράσινα παραθυρόφυλλα, σκοπιά απομονωμένη· τα κεραμίδια άρχιζαν αμέσως, σύρριζα σχεδόν με το βάθρο του, κ' εκεί στην άκρη -ο Θεός ξέρει πώς- ανθούσε μια ρίζα ρεζεντάς.
   Της ενθύμιζε τα παιδικά της χρόνια αυτή η καμαρούλα. Εδώ ανέβαινε με το Νταντή -οι μικρές δεν ήταν γεννημένες- κ' έπαιζαν. Ήταν το παλατάκι τους. Ακόμη το πάτωμα και οι τοίχοι εδιατηρούσαν τα ίχνη των παιγνιδιών του ευτυχισμένου καιρού... Να η μεγάλη τριώδα, που είχε σκαλίσει με το σουγιά του ο Νταντής στο πάτωμα... Να οι αστείες ζωγραφιές με τα πολύχρωμα μολύβια στους τοίχους... Να κ' ένα μαύρο κάψιμο, εκεί στην άκρη, από μια τρακατρούκα, που πήγε να τους βγάλη τα μάτια... Τι τρελλόπαιδο εκείνος ο Νταντής!... Θυμάται πως έβγαινε και περπατούσε στα κεραμίδια, και πως εστέκετο εκείνη φοβισμένη στο παράθυρο και του εφώναζε: "Μη, Νταντή!... Θα πέσης!... Θα κατρακυλήσης!...Νταντήηη!" και πως εκείνος το έκαμνε τότε χειρότερα, έτσι για να διασκεδάζη με την αγωνία της...
   Οι παιδικές αναμνήσεις εξυπνούσαν άθελα στο πνεύμα της φυλακισμένης. Πώς άλλαξαν τα πράγματα με τον καιρό! Ποιος να της το 'λεγε τότε, ότι το παλατάκι εκείνο το φαιδρό, το ευρύχωρο, το αγαπητό, το ευτυχισμένο παλατάκι της μικρούλας, θα της εφαίνετο σήμερα τόσο στενό, τόσο θλιβερό, μ' όλο το φως που εισωρμούσεν από το ψηλό του παράθυρο! Ποιος να της το 'λεγε ότι μια μέρα θα την έκλειναν εκεί μέσα να μαρτυρήση, και ή ν' αρνηθή την αγάπη της, ή να πεθάνη!...
   Ο Βιολάντης είχε δώσει διαταγές με φοβέρες: "Να μην τολμήση κανένας ν' ανεβή στη σοφίτα, γιατί θα του κόψη τα κατσικλείδια". Ο Νταντής έλυωνεν από την περιέργειαν· η Βιολάνταινα μετά βίας έκρυβε τη στενοχώρια της· η Νιόνια έχυνε δάκρυα πικρά· αλλά κανένας δεν ετολμούσε να παρακούση. Μόνον ο Βιολάντης ανέβαινε δυο-τρεις φορές την ημέρα. Εξεκλείδωνε το λουκέτο, με το κλειδί που είχε πάντα στην τσέπη του, επρόβαλλε το μούτρο του, ήμερο και ψυχρό, εδοκίμαζε να χαμογελάση, κ' ερωτούσε:
   "Ε;... Μετανόησες;"
   "Όχι!" απεκρίνετο η Στέλλα. Και ήταν αυτό το όχι η μόνη λέξις που επρόφερεν εις όλο αυτό το διάστημα· και ήταν κάτι πυκνό και συγκεντρωμένο εις τόνον κ' εις έκφρασιν, που έκλεινε μέσα του όλα όσα είχε να πη και ήταν κάτι φοβερόν και μεγαλόπρεπον!
   "Καλά!" έλεγεν ο Βιολάντης. Και της έρριχνεν ένα κομμάτι ψωμί, όπως θα το έρριχνε σε σκύλο, και της άφηνεν εκεί χάμω το κανάτι με το νερό, κ' έβγαζεν έξω το άδειο, κ' εκλείδωνε την πόρτα, και κατέβαινε.
   Και πάλι το βράδυ ή το πρωί:
   "Ε;... Μετανόησες;"
   "Όχι!"
   Χίλιες φορές όχι! Ας ήταν όσο ήθελε σκληρή κι' ανυπόφορη η ζωή της εκεί μέσα... Όχι! Ας ήταν φρικτό και απαραδειγμάτιστο και αφάνταστο το μαρτύριό της... Όχι! Ας την έκαιγεν η φλόγα του μεσημεριού και ας την επάγωνεν η δροσιά της αυγής... Ας την έτρωγε, καθώς το έτρωγε, το μαύρο και ξερό ψωμί... Όχι! Ας εστερείτο όλα τα πράγματα που αγαπούσε, ας μην είχε με τι να περάση τη θλιβερή της ώρα, στη γύμνια εκείνη και στην ερημιά... Όχι!
   Και δεν είχε τίποτα, αλήθεια. Η κόλασις του δωματίου της, κάτω, μ' όλο το ξύλον που έτρωγεν, ήταν παράδεισος εμπρός στην κόλασιν αυτή. Εκεί τουλάχιστον είχε και κανένα εργόχειρο, είχε και κανένα βιβλίο, κ' ήταν στιγμές -ποιος θα το πιστέψη!- που λησμονούσε τη θλίψι της με την εργασία. Δεν την είχαν στερήσει επί τέλους ό,τι της εχρειάζετο για να ζη όπως ήταν συνηθισμένη, και ίσως, αν την άφηναν καιρό, ποιος ξέρει, μπορούσε και να μετανοήση. Μα εδώ, εδώ στην τρώγλη, μ' ένα στρώμα αχυρένιο, και με μια καρέκλα βουλιαγμένη, πώς να ξεχάση, πώς να μετανοήση;
   Και τώρα, δυο μόνον πράγματα είχε που της έδιναν κάποια παρηγοριά: το νερό, που το έβγανεν έξω κ' εκρύωνε, και της εδρόσιζε τα φλογισμένα στήθη -και το γράμμα του Χρηστάκη που το είχε φυλαγμένο στον κόρφο της, φωτιά για τον πάγο της αυγής, δροσιά για την φλόγα του μεσημεριού, φως για το σκοτάδι της νύκτας. Ναι· κατώρθωσε να το κρατήση αυτό το γράμμα, μολονότι ο Βιολάντης είχε χαλάσει τον κόσμον να της το πάρη. "Δεν το έχω... από το φόβο μου να μην το δή κανένας, το έκαψα". Και το έλεγε με τόσην επιμονή, που την επίστεψε. Και τώρα το είχε, και το έσφιγγε σα θησαυρό, και το έβγαζε για να το φιλήση χίλιες φορές την ημέρα... Το είχε μάθει απ' έξω τόσο καλά, που ήξερε με τι άρχιζε και με τι ετελείωνεν η κάθε γραμμή, και είχεν εμπρός της κάθε λέξεως τη φυσιογνωμία, και τη νύκτα τις έβλεπε σαν πύρινες στο σκοτάδι. Λίγη, πολύ λίγη ώρα εκοιμάτο. Τον τρόμο της μοναξιάς αποκοίμιζεν η λύπη· αλλ' αυτή την εκρατούσε το περισσότερον άγρυπνη. Ο λίγος της ύπνος ήταν γεμάτος όνειρα. Μα, ωιμέ! Ούτε σ' αυτά δεν εύρισκε την ευτυχία. Πάντα το Χρηστάκη έβλεπε, μα ένα Χρηστάκη όχι όπως τον ωνειρεύετο την ημέρα, ένα Χρηστάκη αλλοιώτικο, ψυχρό, στυγνό, αδιάφορο, κακό.
   Γιατί τάχα;
   Μήπως δεν την αγαπούσε; Α, μπα, αδύνατο! Αν είχε δώσει πίσω το γράμμα, αν δεν επερνούσε ποτέ να την ιδή, ήταν βέβαια που τον είχε φοβερίσει ο πατέρας της. Αχ, πώς θα υπόφερεν ο καλός της, και ποιος ξέρει μη το μαρτύριό του ήταν σκληρότερο και από το δικό της!...
   Κάποτε, ένα απόγευμα, της εφάνη ότι τον είδεν. Από το παράθυρον της φυλακής εφαίνετο μακρυά ένα κομμάτι της Καινούργιας Ρούγας. Ο Χρηστάκης -ναι, αυτός ήταν- επέρασεν από εκεί σαν βιαστικός, σαν φοβισμένος κ' εχάθη σαν φάντασμα. Θα εκύτταξε βέβαια στο μπαλκόνι και στα παράθυρα κάτω· αχ, πού να το ξέρη, για να σηκώση τα μάτια του εκεί ψηλά! Τι καλά αν επερνούσε και πάλι κι' αν την έβλεπε!... Θα του ένευε να περάση το βράδυ, τη νύκτα, να πλησιάση, να σταθή από κάτω, και θα έκοβε την ανθισμένη ρεζεντά, και με κίνδυνο της ζωής της θα προχωρούσε ως την άκρη της σκεπής, και θα του έρριχνε τα άνθη και θα του έλεγε: "Σ' αγαπώ, αγάπα με!" Αυτό ήθελεν, ένα τέτοιο ονειροπολούσε. Κ' έμενε προσηλωμένη ώρες ολόκληρες στο κομμάτι εκείνο του δρόμου, το μακρυνό... Τι επερίμενε; Πόσην ελπίδα μπορούσε πια να έχη; Μέσα στη σκοτεινιά της ψυχής της, από πού θα έμβαινε φως;


Ζ'
   Αχ, ο Χρηστάκης δεν επερνούσεν... κ' εκείνη έχανε λίγο-λίγο την ελπίδα -γιατί έχανε λίγο-λίγο και τη ζωή...
   Εστέναζεν, έλυωνεν, επέθαινε, και κάτω το σπίτι αντηχούσεν από γέλια χαράς.
   Ήταν της Παναγίας ανήμερα. Ο Βιολάντης και η Βιολάνταινα, ο Παναγής και η Μαρία, εδέχοντο τας επισκέψεις, και τας ευχάς των φίλων... Η θύρα ορθάνοικτη, τα σαλόνια ανθοστολισμένα, εορτάσιμα. Οι σπιτικοί είχαν φορέσει τα φαιδρότερά τους προσωπεία, και ο κόσμος, πρωί και απόγευμα, ανεβοκατέβαινε.
   "Και η Στέλλα; Τι κάνει η Στέλλα;"
   "Ανήμπορη ακόμα", απαντούσεν η Βιολάνταινα, μ' έκφρασιν λύπης παροδικήν.
   "Η καϋμένη", έλεγε κι ο Βιολάντης με το ίδιον ύφος. "Δεν ξέρετε πώς ήθελα σήμερα να κατεβή· μα να σας πω την αλήθεια, εγώ δεν την άφησα. Είναι τόσο αδύνατη!"
   "Και από τι υποφέρει, μάτια μου;"
   "Μα ξέρω κ' εγώ... νευρική κατάστασις, μίο κάρο!"
   "Είναι της ηλικίας· γιατί δεν της κάνετε κανένα ταξίδι;"
   "Αυτό μου είπε και ο γιατρός. Μα δε θέλει... ου, είναι πολύ δύσκολη για ταξίδια... Έλεγα όμως να τη στείλω λίγες μέρες στην εξοχή".
   Το βράδυ έγινε και η μικρή συναναστροφή, η συνηθισμένη. Οι μπαλκονόπορτες ανοικτές, και το μεγάλο μπαλκόνι γεμάτο κυρίους και κυρίες. Ως επάνω στη φυλακή έφθανεν ο φαιδρός αλαλητός.
   Μία κυρία ετραγούδησεν εις το πιάνο άριες από τη Φαβορίτα· ένας νέος είπε το απαραίτητον Εριτού, κ' έπειτα ετραγούδησαν οι δύο ένα ντουέτο από το Ρουί-Βλας. Οι ωραίες φωνές των αντηχούσαν παθητικώτατα στη σιωπή της καλοκαιρινής βραδυάς, και ο φιλόμολπος κόσμος εσταματούσεν από κάτω ν' ακούση.
   Η Στέλλα εστέκετο εις το παράθυρον. Πέρα εφαίνετο ολίγος τοίχος από το αντικρυνό σπίτι, κ' επάνω εις αυτό το κίτρινο κομμάτι, εσχηματίζετο ένα φωτεινότατον τετράπλευρον. Ήτον από την ανοικτήν απέναντι μπαλκονόπορταν, και ήτον ένα κομμάτι της εορτής, που έπεφτεν εκεί επάνω σαν προβολή φωτεινής εικόνος. Εφαίνετο η βαρειά σκιά του κοντού κροσσωτού παραπετάσματος, και από κάτω, εκινούντο, επηγαινοήρχοντο, άλλες σκιές αμυδρότερες, ανακατευμένες. Μια στιγμή της εφάνη ότι είδε την μητέρα της, ν' ανατρέπη το κεφάλι από τα γέλια, κι άλλη στιγμή τον πατέρα της, με όψιν και κινήματα ευτυχίας... Η ατμόσφαιρα ήτον υγρή· από κάτω ανέβαινεν η αυγουστιάτικη μυρωδιά της ξερής σταφίδας· το φεγγάρι δεν είχεν έβγη ν' αμαυρώση τα φώτα της πόλεως, που εκοκκινόβαφαν εδώ κ' εκεί τους ατμούς, κ' εις τον κατάμαυρον ουρανόν τα άστρα έλαμπαν δακρυστάλακτα.
   Βυθισμένη εις τους πενθίμους της συλλογισμούς, η Στέλλα εκρατούσε το μέτωπο με τα δυο χέρια. Ποτέ δεν της είχε κάμει τόσην εντύπωσιν η θέσις της, ποτέ δεν είχε αναμετρήσει τόσο το μέγεθος της δυστυχίας της, όσον απόψε, μέσα εις την φυλακήν της, αντικρύ στο φωτεινό τετράγωνο. Ησθάνετο κάτι απείρως αλγεινόν, ως να είχεν αναλιγώσει μέσα η ψυχή της, και οι μύες του προσώπου της άρχισαν να συσπώνται εις λυγμούς. Λίγο-λίγο οι σπασμοί εγίνοντο δυνατώτεροι και της εσυγκλόνιζαν το σώμα. Εσκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια, εστηρίχθη εις το βάθρον του παραθύρου και παραδόθηκε εις τον μεγάλον εκείνον θρήνον. Τα δάκρυα, τα τόσο σπάνια δάκρυά της, έτρεξαν απόψε, για πρώτη φορά, σαν ποτάμι. Ώρες έκλαιγεν. Όλος ο πόνος, που είχε κρατήσει μέσα της τόσον καιρόν, εξεσπούσεν· όλα τα δάκρυα, που δεν είχε χύσει, τώρα εχύνοντο διαμιάς. Και μαζί της έκλαιγεν η νύκτα, κ' εις τον κατάμαυρον ουρανόν τα άστρα έλαμπαν δακρυστάλακτα.
   Τα φώτα έσβυσαν, οι θόρυβοι έπαψαν, η σιωπή της νύκτας διεχύθη παντού μαζί με το σκότος, κ' εκείνη έκλαιγεν. Εκεί σχεδόν εξημερώθη. Την άλλην ημέραν έκαιγεν όλη, είχε πυρετόν. Και την άλλην, και την άλλην...
   Τώρα τα κιτρινισμένα της μάγουλα, τα μαραμένα πέταλα του κρίνου, είχαν δυο βούλες χλωμοκόκκινες, σαν αίματος κομμένου. Τα ολόμαυρα μάτια, ολάνοικτα σαν τρομαγμένα, έβγαζαν φωτιές. Αχ, το κερί έλυωνε τώρα με φλόγα, με φλόγα ωχρή, σαν να ήταν αναμμένο, ημέρα, μέσα σε κανένα ερημοκλήσι...
   Και η λίγη όρεξι που είχε, της εκόπη ολότελα. Ούτε έβαζε πια στο στόμα της το ψωμί, και για να μη δώση υποψία, το επετούσε στα κεραμίδια. Μόνον το νερό δεν της έφθανε τώρα, στην άσβυστη δίψα της. Ξαπλωμένη πάντα στο στρώμα το αχυρένιο, αλλ' άγρυπνη νύκτα και μέρα, είχε το πήλινο κανάτι δίπλα της, κ' οικονομούσεν ακόμη και τις στάλες που έβγαιναν από τους πόρους, κ' έβρεχε μ' αυτές το μανδήλι της, και το έφερνε στο φλογισμένο μέτωπο, στα φρυγμένα χείλη... Θεέ μου, τι γρήγορα που ετελείωνε το νερό, τι γρήγορα που απόμενεν άδειο και ξερό το κανάτι, και με τι λαχτάρα επερίμενε το καινούργιο. Και κατάντησε τώρα να είναι ο μόνος της πόνος, και το μόνο της μαρτύριο, και η μόνη της ελπίδα, και η μόνη της ανακούφισις. Η ζωή της έσβυνε και δεν είχε δυνάμεις, παρά για να πίνη νερό. Έκαμνε την ηρωικώτερη προσπάθειαν, κάθε φορά που άκουε τα βήματα του πατέρα της, για ν' ανασηκώνεται στο στρώμα, και για να του δείχνη πως είναι καλά, και για να προφέρη σταθερά την επίμονη κι' απελπισμένη απάντησί της, στην στερεότυπην ερώτησι του Βιολάντη:
   "Ε;...Μετανόησες;"
   "Όχι!"
   Κι' ο Βιολάντης κατέβαινε, χωρίς να υποπτεύεται τίποτα. Οι ημέρες περνούσαν και άρχισε ν' απελπίζεται. Εκείνος ενόμιζε πως ύστερα από λίγες ώρες τέτοιας φυλακής, η Στέλλα θα έπεφτε στα πόδια του. Αλλά να που αυτό δεν έγινε, και κατά τα φαινόμενα ούτε θα εγίνετο. Κι' ο Βιολάντης από μέσα του ανησυχούσε πολύ. Όχι πως είχε μετανοήσει αυτός, όχι πως ελυπείτο την κόρην του. Μπα, Θεός φυλάξοι! Αυτός να λυπηθή "το ξένο κρέας" και ύστερ' από τέτοιαν αυθάδεια, από τέτοιο πείσμα, από τέτοια ατιμία; Αλλά εφοβείτο τον κόσμον. Αυτή η μυστηριώδης αρρώστεια της Στέλλας δεν ήταν δυνατόν να διαρκέση χωρίς υποψίαν, χωρίς σκάνδαλον. Κ' εζητούσε καμμίαν άλλην λύσιν. Έξαφνα να την βγάλη από το σπίτι, να την στείλη εις εξοχή, να την στείλη ταξίδι, κ' εκεί πια ας εζούσε ή ας πέθαινε, του ήταν αδιάφορο. Αλλά πώς να το κάμη; Απέναντι των δικών του όλων η φιλοτιμία του ήτον εκτεθειμένη, και με τι πρόφασιν θα έβγαινεν από την φυλακήν της η Στέλλα, πριν να πέση στα πόδια του; Αυτό δεν θα το έπαιρνε για υποχώρησι, γι' αδυναμία δική του;
   Τέλος πάντων ο άνθρωπος δεν ήξερε τι να κάμη, όταν έξαφνα μια είδησις ήλθε να τον βγάλη από την αμηχανίαν: Ο Χρηστάκης ο Ζαμάνος τα έφτειασε, λέει, με τη θυγατέρα του κόντε-Μαρκότση, την έκλεψε, μάτια μου, εψές το βράδυ, και από δω παν οι άλλοι...
   Μόλις άκουσε τέτοιο πράμμα ο Παναγής, έγινε έξω φρενών από τη χαρά του, και αμέσως με κίνημα ορμέμφυτον, έχωσε το χέρι στην τσέπη κ' έπιασε το κλειδί του λουκέτου... Έτσι ετελείωναν όλα, με το καινούργιο κάζο του σιορ Χρηστάκη. Τι καλά! Κ' ενώ θα ημπορούσεν εξαίρετα ν' ανοίξη πια την φυλακή της Στέλλας, θα της έρριχνεν ως συγχωροχάρτι την είδησι, και θριαμβεύων, θα την επροκαλούσε να καμαρώση τον αγαπητικό της, τον τίμιο νέο, που γι' αγάπη του ετόλμησε να πη όχι στον πατέρα της!
   Και η χαρά του ήταν άγρια, εκδικητική χαρά, κ' εφαντάζετο με απερίγραπτον ευφροσύνην ικανοποιήσεως όλον τον σπαραγμόν, όλην την ταπείνωσιν, όλον τον εξευτελισμόν που θα εδοκίμαζεν η ερωτευμένη κ' υπερήφανη Στέλλα. Έτρεξεν ανυπόμονος εις το σπίτι, κ' επήρε δυο-δυο τα σκαλιά, ως που έφθασε στη σοφίτα.
   "Πώς θα της φανή της Στέλλας που θα με ιδή σήμερα χωρίς ψωμί και νερό!" εσυλλογίσθη, με γέλιο από μέσα του καταχθόνιο. "Θα νομίση πως την καταδικάζω να πεθάνη της πείνας".
   Άνοιξε την θύραν, κ' έτσι για να παίξη, επρόβαλλε κατά την συνήθεια το κεφάλι του κ' ερώτησεν:
   "Ε;... Μετανόησες;"
   Παραξενεύθηκε που δεν άκουσε το όχι, κ' εκύτταξεν. Η Στέλλα ήταν ξαπλωμένη, ακίνητη, με τα μάτια ολάνοικτα. Κοντά της, σχεδόν επάνω στο στήθος της, ένα χαρτί ζαρωμένο, και δίπλα το πήλινο κανάτι, φρυγμένο, κατάξερο.
   Ο Παναγής ανατρίχιασε κ' επροχώρησεν ένα βήμα... Εκύτταξε καλύτερα, και αμέσως κτυπώντας ελαφρά τα χέρια του μ' έκπληξιν, εψιθύρισε:
   "Μπα! Έσκασε..."
   Έμεινεν ολίγες στιγμές ακίνητος σαν άγαλμα, κ' έπειτα έσκυψε για να βεβαιωθή.
   Ναι· ο Θεός ελυπήθη την Στέλλαν, και την ελύτρωσεν από την είδησιν που της έφερνε σήμερα ο πατέρας της.
   ... Η κηδεία της έγινε "μεγαλοπρεπής και συγκινητικωτάτη". Ο Δεσπότης με όλους τους παπάδες, χώρα και χωριά, όλα τα αμάξια, αγοραία και ιδιωτικά, όλα τα λουλούδια του κόσμου, δυο επικήδειοι, ένας επιτάφιος, ελεγεία τυπωμένα, απ' όλους τους ζακυνθινούς ποιητάς, και δάκρυα ατελείωτα. Παρετηρήθη, ότι ο Παναγής έκλαιγε πικρότερα απ' όλους, κι' από τον Νταντήν ακόμα, που εξεφώνιζε στην Εκκλησία σαν το γουρούνι που σφάζουν. Κι' αληθινά να εμετανοούσαν οι Βιολάντηδες για ό,τι έκαμαν, πάλι δεν θα έκλαιγαν, όπως έκλαιγαν τώρα, για να δείξουν στον κόσμο λύπη που δεν είχαν.
   "Μπράβο, Παναγή μου", έλεγαν οι φίλοι της οικογενείας. "Έκαμες το τελευταίο σου χρέος στο παιδάκι σου, σαν καλός πατέρας. Ποτέ δεν εματαστάθηκε τέτοια κηδεία".
   "Ε, το κατά δύναμιν", απαντούσεν ο Παναγής, μετριοφρονών. "Εκεί που θα τα έπαιρνε προίκα, ας πάνε τώρα..."
   Και τα κλάματα δεν τον άφηναν να τελειώση.
   Το βράδυ όμως, όταν η οικογένεια έμεινε μόνη, ο Παναγής εσκούπισε μια χαρά τα δάκρυά του, επήρε το συνηθισμένο του άγριο, στάθηκε, τους εκύτταξεν όλους ένα-ένα, και είπεν:
   "Έτσι, να δώση ο Θεός, και ούλα τα παιδιά που δεν ακούν τον πατέρα τους. Φτάνει πια τα μιξοκλάματα! Τώρα είμαστε μοναχοί μας".
   Εντοσούτω, με όλην την μυστικότητα της οικογενείας, μ' όλην την τέχνην που οικονόμησε τα πράγματα ο Παναγής, κάτι εψιθυρίσθη. Η κάπως παράξενη αρρώστεια της Στέλλας, η σύμπτωσις να πεθάνη την ίδια μέρα που ακούσθη το κάζο του Χρηστάκη, κάτι μισόλογα του σπιτιού, η ερωτική ιστορία που ήταν γνωστή σ' έναν κύκλο, όλα αυτά εσχετίσθηκαν, εσχολιάσθηκαν, κ' εβγήκε λόγος πως η θυγατέρα του Βιολάντη "εφαρμακώθηκε για το Ζαμάνο". Άλλοι το επίστεψαν, άλλοι όχι· κανένας όμως δεν έμαθε ποτέ όλη την αλήθεια.
   Ίσως θα μ' ερωτήσετε, αν οι γάμοι του Χρηστάκη έγιναν την ίδια ημέρα που εκηδεύθη η Στέλλα. Όχι· διηγούμαι τα πράγματα όπως έχουν, και όσον ωραία θα ήταν μια τέτοια αντίθεσις, λυπούμαι που δεν ημπορώ να σας την προσφέρω. Εχρειάσθη πολύς καιρός για να πεισθή ο κόντε-Μαρκότσης να μετρήση την προίκα, και η "χρυσή νεολαία" του τόπου άργησε να συνεορτάση τους ευτυχισμένους αυτούς γάμους.

Ξενόπουλος Γρηγόριος, Στέλλα Βιολάντη ή Έρως Εσταυρωμένος και κάποια άλλα διαλεκτά διηγήματα, εκδοτικός οίκος Γεωργίου Φέξη, Αθήνα 1914

Δεν υπάρχουν σχόλια: