Άνοιξη του 1453
Μια μέρα ο Νίκος αποφάσισε να συνοδέψει το Στέλιο, που θα πήγαινε για ψώνια στην πόλη. Από τότε που 'χε καταφτάσει στην Πόλη, δεν είχε βγει σχεδόν ποτέ να βαδίσει, παρά το γεγονός ότι οι βόλτες του άρεσαν πολύ. Ο νεαρός κουβαλούσε μια μεγάλη τσάντα στον ώμο του. Εκεί μέσα είχε ήδη βάλει δεκάδες μικρά πουγκιά με βότανα, άλατα και μείγματα, καθώς επίσης μικρά μπουκαλάκια μ' έλαια, πομάδες και βάλσαμα που έπρεπε να μοιράσει στο δρόμο του.
Βάδιζαν κατά μήκος του δρόμου που ξεκινούσε απ' την Πύλη της Ανδριανούπολης και διέσχιζε την πόλη σ' ευθεία γραμμή, αφήνοντας τις Βλαχέρνες στ' αριστερά, για να φτάσει στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και στη βάση του Υδραγωγείου του Βελεντινιανού (1). Κατόπιν, έστριψαν για την Πλατεία και το Ζεύγμα, μεγάλες ρεγιώνες κι εξαιρετικά πυκνοκατοικημένες, οι οποίες βρίσκονταν κοντά στα τείχη της Πόλης. Ο Στέλιος σταμάτησε για να μοιράσει φάρμακα σ' ασθενείς του Μπερνάρ. Δεν έμενε για πολύ, αλλά όλοι τον ευχαριστούσαν και του 'διναν τις ευλογίες τους.
Καθ' οδόν ο Νίκος απολάμβανε πλευρές της πόλης που 'χε είκοσι χρόνια να δει. Τίποτε δεν έμοιαζε με την πόλη που 'ξερε κι η απελπισία ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του.
Η βρομιά κι η εγκατάλειψη κυριαρχούσαν παντού, σε κάθε μέρος που μπορεί να ζούσαν ή να εργάζονταν πολίτες. Τα παλιά αριστοκρατικά σπίτια με τις περίφημες σκαλιστές πόρτες και τις μαρμάρινες προσόψεις είχαν δώσει τη θέση τους σε σπίτια απλοϊκά. Στο πλάι, όμως, παρέμεναν οι πλίνθοι των παλαιών κατοικιών, θυμίζοντας ότι η πόλη είχε γεννήσει ένα σωρό ξεχωριστούς ανθρώπους.
Έκοψαν δρόμο απ' την Κωνσταντινιανή ρεγιώνα για να φτάσουν στο Φόρο του Αρκαδίου.