Ποίηση

Ποίηση

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

[ Η ΑΤΑΚΤΗ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΑ ] - Γ' ΜΕΡΟΣ

   Τρεκλίζοντας και παραπατώντας, κατάφερε να τη φτάσει. Η Φλόρα ένιωσε πίσω της τη μεθυσμένη ανάσα του κι έκανε μεταβολή.
   "Τι θέλετε;"
   "Να σας συγχαρώ, ευγενεστάτη δέσποινα".
   Η Φλόρα έκανε ένα "πφφ" που έλεγε πολλά για το ενδιαφέρον που μπορούσε να της προκαλέσει ο φουκαράς με το λιγδιασμένο γένι και το γκρίζο, λιωμένο πανωφόρι. Από τη μυρωδιά του η Φλόρα υποψιάστηκε πως έμενε στα ανατολικά του Καναρέτζιο, στις εργατικές φτωχογειτονιές. Εκεί, κοντά στις ξύλινες αποθήκες και τους τούβλινους φούρνους, ήταν συγκεντρωμένα όλα τα αποβράσματα της Βενετίας. Φυσικά, δεν είχε πάει ποτέ, φανταζόταν όμως πως εκεί φτωχοί και μαχαιροβγάλτες παραδίνονταν σε όργια.
   Το αποκρουστικό ανθρωπάκι φύσηξε τη μύτη του πιάνοντάς τη με τον αντίχειρα και το δείκτη, ρεύτηκε και συνέχισε:
   "Ευγενεστάτη δέσποινα, τους δώσατε και κατάλαβαν... οι ψωριάρηδες..."
   "Εσύ κι αν είσαι ψωριάρης", είπε μέσα της η παιδαγωγός, που άρχιζε να εκνευρίζεται. Είχε βγει για να μαζέψει πληροφορίες σχετικά με τη μυστηριώδη γόνδολα κι αυτό που είχε μαζέψει τελικά ήταν ένας μεθύστακας στο κατόπι της. Δεν το 'χε σε τίποτα να τον πετάξει στο κανάλι έτσι και συνέχιζε να την ενοχλεί.

   Αλλά η νύχτα δεν ευνοούσε τέτοια σχέδια. Το δυνατό φεγγαρόφωτο -είχε πανσέληνο- έπεφτε στα μαύρα νερά και διέγραφε καθαρά τα σχήματα των κτιρίων και των γεφυριών. Παρ' όλα αυτά, η Φλόρα ήταν αποφασισμένη να δράσει. Η ιδέα της την έκανε να νιώθει κάποια ηδονή. Και ο Θεός θα της το χρωστούσε χάρη αν έστελνε αυτό το παράσιτο στην Κόλαση.
   "Ξέρετε, ο κόσμος του Σαν Μπαρνάμπα δεν με συμπαθεί. Με βλέπουν σαν σκυλί από τότε που ζω κάτω από τη γέφυρα της εκκλησίας".

   Κάτω από τη γέφυρα! Είχε πει κάτω από τη γέφυρα; Αδύνατον, δεν τον είχε δει ποτέ. Η αλήθεια είναι πως δεν πήγαινε συχνά σ' αυτή την εκκλησία, όπου σύχναζαν οι τεχνίτες και οι μικρομαγαζάτορες. Μια παιδαγωγός δεν μπορούσε να συγχρωτίζεται με τέτοιους κατώτερους κοινωνικά ανθρώπους, ούτε καν στις λιτανείες της 11ης Ιουνίου ή όποτε γιορταζόταν η επέτειος κάποιου θαύματος. Αλλά υπήρχε κι ένας επιπλέον λόγος που απέφευγε την εκκλησία. Ο Σαν Μπαρνάμπα ήταν μαθητής των Αποστόλων, αναγνωρισμένος από το Μιλάνο, πόλη συμμαχική του αναθεματισμένου πάπα. Ήταν ένας ασήματος άγιος, χωρίς πραγματικές δυνάμεις, και τα κείμενά του είχαν γίνει δεκτά μόνο στα κανονιστικά βιβλία. Μόνο λοιπόν κάτι απένταροι γραφιάδες και ζητιάνοι μπορούσαν να ζουν υπό τη σκέπη του οίκου του.
   Τρεις βαθιές ρυτίδες χάραξαν το μέτωπο της Φλόρας. Το βλέμμα της, μαύρο σαν το κάρβουνο και γυαλιστερό, εξαφανίστηκε σχεδόν κάτω από τη σκιά των βλεφαρίδων της. Αν αυτός ο άξεστος με τα λιωμένα ρούχα έμενε κάτω από τη γέφυρα, δεν θα του ξέφευγε τίποτα από την κίνηση στο κανάλι και άρα δεν μπορεί να μην είχε δει να περνάει η γόνδολα με τους αόρατους επιβάτες της. Ξαφνικά της έφυγε η διάθεση να τον πνίξει. Προσπάθησε να χαμογελάσει.
   "Πόσο σας λυπάμαι, κύριε".
   "Μη με λυπάστε, ευγενεστάτη δέσποινα. Πληρώνω τις αμαρτίες του πατέρα μου. Επένδυσε όλες τις οικονομίες του στην εισαγωγή ζάχαρης, τη στιγμή  που στην αγορά κυριαρχούσαν οι Πορτογάλοι, και καταστράφηκε. Που να 'χουν την κατάρα του Θεού, οι παλιομπάσταρδοι, κι οι σκλάβοι τους μαζί!"
   "Κι ο βλάκας ο πατέρας σου", σκέφτηκε η Φλόρα, πριν τον ρωτήσει απότομα:
   "Θέλετε να βγάλετε πέντε σόλδια;"      
   "Ποιον πρέπει να σκοτώσω;"
   Η Φλόρα κάγχασε σιγανά.
   "Δεν θέλω τίποτα παραπάνω από μια πληροφορία. Τη βλέπετε εκείνη τη μεγάλη γόνδολα με την ασημένια διακόσμηση;"
   "Ναι, είναι η γόνδολα του Εβραίου".
   "Του Εβραίου;" αναφώνησε εκείνη.
   "Μπορεί να μην είναι δική του, μια φορά όμως που περνούσε από μπροστά μου, μέσα απ' το άνοιγμα της κουρτίνας, πήρε το μάτι μου το κίτρινο καπέλο του. Και δεν είναι μόνος του, έχει μαζί του και κάποιους άλλους, ντυμένους με κάπες. Αν θέλετε τη γνώμη μου, ευγενεστάτη δέσποινα, είναι συνωμότες". 
   Ένας Εβραίος, συνωμότες... Ένας Εβραίος που αψηφούσε τις διαταγές και έβγαινε νύχτα από το γκέτο. Από το 1516 και μετά, όλοι οι Εβραίοι, που έμεναν πάνω από δυο βδομάδες στη Βενετία, έπρεπε να έχουν ραμμένο ένα κίτρινο "Ο" στην πλάτη τους και, αν φορούσαν κάπα, ένα κίτρινο καπέλο στο κεφάλι ή ένα τουρμπάνι στο ίδιο χρώμα. Η καρδιά της Φλόρας άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά. Η πληροφορία άξιζε πολλά, μπορούσε να της αποφέρει μπόλικο χρυσάφι. Κοίταξε εξεταστικά το γραφιά.
   "Και πού πηγαίνουν αυτοί οι αριστοκράτες;"
   "Χμμ, ξέρετε..."  
   "Τι; Μίλα!"
   "Ε, να... καταλαβαίνετε..." τραύλισε ο άνθρωπος τρίβοντας τον αντίχειρά του στο δείκτη και το μεσαίο, κάτω απ' τη μύτη της Φλόρας.
   "Ναι, κατάλαβα", έκανε εκείνη αναστενάζοντας.
   Είχε πάντοτε λίγα νομίσματα πάνω της, κρυμμένα σ' ένα σακουλάκι ραμμένο στην εσωτερική μεριά της φούστας της, κάτω απ' τη ζώνη. Με μια απίστευτα γρήγορη κίνηση, τα έβγαλε και τα έδειξε στον πληροφοριοδότη της.
   "Είναι δικά σου".
   Ο υπάλληλος άπλωσε το χέρι να τα τσεπώσει, αλλά τα γαμψά δάχτυλα της παιδαγωγού ξανάκλεισαν.
   "Την πληροφορία πρώτα!"
   "Ό,τι πείτε, ευγενεστάτη δέσποινα".  
   Της έδειξε το ένα από τα δύο εγκαταλειμμένα σπίτια, το πιο παλιό και ετοιμόρροπο.
   "Νά, εκεί!"
   Καλά λοιπόν το είχε υποψιαστεί η Φλόρα. Το κοφτερό μάτι της περιεργάστηκε στο φως του φεγγαριού το μεσαιωνικό κτίριο. Έμοιαζε με μνήμα κατεστραμμένο από τα χρόνια, που δεν είχε να φοβηθεί τίποτα πια από τους ζωντανούς.
   "Η πόρτα δεν είναι κλειδωμένη", πρόσθεσε ο γραφιάς.
   "Πώς είναι δυνατόν;"
   "Έχει σπάσει το λουκέτο... και δεν έχει μείνει μέσα τίποτα για κλέψιμο. Εξάλλου, ποιος θα τολμούσε να μπει; Ο κόσμος το φοβάται αυτό το σπίτι".
   "Εγώ δεν φοβάμαι", απάντησε η Φλόρα και προχώρησε προς τα εκεί.
   Αισθανόταν ατρόμητη. Η προοπτική του κέρδους που θα έβγαζε, καταγγέλλοντας στο λοχαγό ότι ένας Εβραίος κυκλοφορούσε τη νύχτα έξω από το γκέτο, της έδινε δύναμη. Κι εκτός αυτού, είχε καθήκον σαν χριστιανή να το κάνει. Γι' αυτό και ο Θεός της έδωσε το θάρρος να σπρώξει την πόρτα που αντιστεκόταν.
   Ο γραφιάς την είδε να χάνεται μέσα στα σωθικά του τρομακτικού εκείνου σπιτιού και, με το φόβο να του σφίγγει το στομάχι, κίνησε βιαστικά προς τα φώτα και το κρασοπουλειό. Ξαφνικά όμως τον έπιασε νοσηρή περιέργεια και γύρισε τα μπρος πίσω.

   Η σελήνη είχε τυλιχτεί με μανδύα ομίχλης, θαρρείς και η σεμνότητά της δεν την επέτρεπε να δει πού πήγαιναν οι έφηβες. Η λάμψη της δεν έφτανε πια να φωτίσει το εσωτερικό του παλάτσο, μέσα από τα ψηλά γοτθικά του παράθυρα. Η Τσετσίλια και η Καλή, φορώντας τα μακριά λευκά νυχτικά τους, άπλωναν τα κηροπήγια που κρατούσαν προς τις πιο σκοτεινές γωνίες. Οι τρεμουλιαστές φλόγες τους αποκάλυπταν αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά αγάλματα, που έμοιαζαν να ζωντανεύουν ξανά -έβλεπες την Άρτεμη να τεντώνει το τόξο της, τον Νηρέα να ξεπροβάλλει από τα κύματα, τον Κυπάρισσο να θρηνεί για το θάνατο του ελαφιού του, τον Καίσαρα και τον Αντώνιο να σκέφτονται την Κλεοπάτρα...
   Εκτός από τα μαρμάρινα αυτά πλάσματα, στο παλάτσο δεν υπήρχε ψυχή. Όπως είχε προβλέψει η Τσετσίλια, μπορούσαν να πάνε όπου ήθελαν, ακόμα και να βγουν έξω. Είχε την αφέλεια να πιστεύει πως αυτό θα ήταν αρκετό για να βρει την ελευθερία και να μάθει να αψηφά τις απαγορεύσεις. Αφού το είχαν καταφέρει άλλες γυναίκες, θα το κατάφερνε κι εκείνη. Δεν είχε παρά να πιαστεί γερά από τη σκέψη ότι θα ήταν ελεύθερη, κι όσο θα κρατιόταν απ' αυτό, τίποτ' άλλο δεν θα είχε σημασία, ούτε η απαίσια παιδαγωγός της, ούτε ο απύθμενος εγωισμός του πατέρα της, ούτε οι καταπιεστικοί νόμοι της Δημοκρατίας, ούτε η Ιερά Εξέταση. Ένιωθε ικανή να αψηφήσει ακόμα και τον πάπα, ακόμα και τον βασιλιά της Ισπανίας.
   Ναι, τίποτ' άλλο στον κόσμο δεν μετρούσε, μόνο η μελλοντική στιγμή όπου, καβάλα σ' ένα άλογο, θα αισθανόταν τον άνεμο του καλπασμού ή τις ριπές μιας καταιγίδας σε κάποια άγνωστη ακτή, αυτή η στιγμή που η ίδια θα διάλεγε. 
   Ετοιμάστηκε ν' ανοίξει για δεύτερη φορά την πόρτα της βιβλιοθήκης. Το χέρι της ήταν σταθερό. Το μεγάλο κλειδί γύρισε αθόρυβα. Η Καλή δεν γκρίνιαζε πια. Τώρα που δεν υπήρχε κίνδυνος, είχε πάψει κι αυτή να φοβάται. Και η σιγουριά της Τσετσίλια τόνωνε και τη δική της αυτοπεποίθηση.
   Η πόρτα του ναού της γνώσης και των απαγορεύσεων άνοιξε. Οι δύο εξαδέλφες είδαν με διαφορετικό μάτι τη βιβλιοθήκη. Την προηγούμενη φορά, στο δέος που ένιωθαν, δεν είχαν προσέξει ότι πάνω στις ξύλινες κολόνες ήταν γραμμένες, σαν να ήταν προειδοποίηση, κάποιες φράσεις.
   "Una salus victis, nullam sperare salutem", διάβασε η Καλή.
  Δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας για τους ηττημένους. Το απόφθεγμα έδινε μια εικόνα για τις αντιλήψεις του κυρίου του σπιτιού.
   "Αυτό εδώ ταιριάζει πολύ στους Ενετούς και στον πατέρα μου", είπε η Τσετσίλια δείχνοντας ένα στίχο του Βιργίλιου: "Parcere subjectis et debellare superbos, λυπήσου τους υποταγμένους και δάμασε τους ανώτερους. Εμένα όμως δεν θα με δαμάσει κανείς", πρόσθεσε προχωρώντας προς το ράφι με το Hypnerotomachia Polifili.
   Τα κορίτσια άνοιξαν με βιάση τον τόμο, λαχταρώντας να ρουφήξουν τις άσεμνες εικόνες του. Και σαν ένιωσαν τις αισθήσεις τους να ξυπνούν και σταγόνες ιδρώτα να κυλούν στο στήθος τους, λησμόνησαν πως βρίσκονταν στη Βενετία.

   Η Φλόρα έκανε μερικά βήματα μέσα στο εγκαταλειμμένο σπίτι, με τις κεραίες της σε επιφυλακή. Φοβήθηκε μόνο σαν άκουσε κάποια τριξίματα. Αλλά δεν ήταν παρά οι εσωτερικοί θόρυβοι του ξύλου στα δοκάρια και στα πατώματα. Κάπως πιο ήσυχη, συνέχισε να προχωρεί ψηλαφητά στη μυστηριώδη και αχνή ανταύγεια της νύχτας, που τρύπωνε εδώ κι εκεί από τα κουφώματα. Το ισόγειο ήταν γεμάτο πέτρες, χώματα και σκουπίδια, που δεν της επέτρεπαν να μπει στα δωμάτια. Μόνο η πλατιά σκάλα με τα σπασμένα σκαλοπάτια, που οδηγούσε στους ορόφους, ήταν βατή. Σ' έναν από τους τοίχους του μεγάλου προθαλάμου του πρώτου ορόφου, η Φλόρα είδε ένα κομμάτι μιας νωπογραφίας: το λευκό χέρι ενός κοριτσιού, ακουμπισμένο στο χείλος μιας λιμνούλας. Ήταν δοσμένο με τόση ζωντάνια, που νόμισε πως θα απλωνόταν και θα την έπιανε από το λαιμό. Τούτο το σπίτι ήταν στ' αλήθεια στοιχειωμένο και -γιατί όχι;- τόπος συνάντησης των Εβραίων με το σατανά, για τελετές μαγείας. Την καινούργια αυτή σκέψη της ήρθε να την ενισχύσει η ταγκή μυρωδιά της σκόνης και της σαπίλας που ανέπνεε.
   Η Φλόρα θα μπορούσε να μην προχωρήσει και να γυρίσει πίσω να φύγει, όμως το δόλωμα του κέρδους ήταν πολύ ισχυρό. Από τις τέσσερις πόρτες στον προθάλαμο μόνο η μία ήταν ανοιχτή. Πέρασε το κατώφλι, καταφέρνοντας να πνίξει τους φόβους της. Δεν ήταν πολύ δύσκολο, έφτανε να σκεφτεί το βάρος ενός χρυσού δουκάτου και πως, με είκοσι τέτοια δουκάτα, ένας εργάτης των ναυπηγείων μπορούσε να ζήσει τη φαμίλια του έναν ολόκληρο χρόνο. Κι εκείνη περίμενε να βγάλει εκατό, μπορεί και εκατόν πενήντα. Προσθέτοντάς τα στο κομπόδεμα που είχε κιόλας μαζέψει, θα μπορούσε επιτέλους να φύγει από τη λιμνοθάλασσα και να αποσυρθεί σε κάποια από τις μεγάλες πόλεις του Νότου, εκεί όπου η ζωή ήταν πιο ωραία.
   Έμενε να μάθει τα ονόματα αυτών που συγκεντρώνονταν παράνομα εκεί μέσα και που, για την ώρα, δεν φαίνονταν πουθενά. Όσο κι αν τέντωνε το αυτί, δεν άκουγε τίποτ' άλλο παρά μόνο τα παράξενα τριξίματα του σκελετού του κτιρίου.

   Η Καλή είχε κοκκινήσει τόσο πολύ, που η Τσετσίλια νόμιζε ότι θα λιποθυμούσε.
   "Έλα στα σύγκαλά σου, δεν είναι παρά ζωγραφιές", της είπε.
   "Νομίζεις ότι... θέλω να πω... είναι δυνατό... ένας άντρας μέσα σε μια γυναίκα;..."
   "Είναι απαραίτητο για να γίνουν τα παιδιά".
   Η Καλή έμεινε άφωνη. Μόνο τα ζώα το έκαναν αυτό, για την αναπαραγωγή τους, και πάλι δεν ήταν απόλυτα σίγουρη. Στην Ελλάδα τα παιδιά γεννιόνταν, όταν ένας άντρας φιλούσε μια γυναίκα. Αυτή την πολύτιμη πληροφορία τής την είχε δώσει η μητέρα της. Μήπως όμως οι Βενετοί ήταν διαφορετικοί; Κρίμα που δεν μπορούσε πια να λύσει αυτή την απορία της. Η μητέρα της είχε πεθάνει πριν από οχτώ χρόνια, σε μια από τις αμέτρητες οθωμανικές επιδρομές, μετά την ουγγρική πανωλεθρία στη μάχη του Μόχατς, όπου είχε πολεμήσει και ο πατέρας της. Σήμερα η αυτοκρατορία των Τούρκων απλωνόταν από τη Βούδα μέχρι τη Βασόρα κι από το Τλεμσέν ως το Άντεν, και η οικογένειά της πλήρωνε φόρο υποτέλειας στο Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή. Αυτοί ήταν και οι λόγοι που ο πατέρας της την είχε στείλει στη Βενετία. 
   "Είσαι βέβαιη;"
   "Όχι εντελώς", απάντησε με ειλικρίνεια η Τσετσίλια, που προτιμούσε να βασίζεται στις δικές της παρατηρήσεις. 
   Υπήρχαν υπηρέτριες που είχαν μείνει έγκυες μετά από τσιλημπουρδίσματα στις σκοτεινές γωνιές του παλάτσο. Και στην κουζίνα λέγονταν πολλά και διάφορα -ήταν ένας χώρος όπου της άρεσε να πηγαίνει, γιατί εκεί μάθαινε τους νόμους της ζωής και τα γυναικεία μυστικά. Άλλο όμως αυτό κι άλλο να ξέρει λεπτομέρειες για εκείνα τα τσιλημπουρδίσματα. Παρ' όλα αυτά, ήταν έτοιμη να στοιχηματίσει πως τέτοιας λογής ήταν κι αυτά, που αναπαριστούσε το βιβλίο που κρατούσε στην ποδιά της.
   Οι δύο εξαδέλφες έμειναν να ονειροπολούν. Καθεμιά τους φανταζόταν περιπτύξεις σαν αυτές που έβλεπαν. Στην απόλυτη ησυχία άκουγαν τη μακρινή βουή της πολιτείας. Ύστερα στ' αυτιά τους έφτασαν πνιγμένες φωνές. Δεν έρχονταν από τις αποβάθρες.
   "Ακούς;" ρώτησε η Τσετσίλια.
   "Ναι... πολύ παράξενο".
   Ήταν στ' αλήθεια πολύ παράξενο. Σαν κάποιος να στεκόταν πίσω από την πόρτα. Η Τσετσίλια και η Καλή ανατρίχιασαν. Η Τσετσίλια έκλεισε αμέσως το βιβλίο και το ξανάβαλε στη θέση του. Είχε την ετοιμότητα να πάρει στα χέρια της τη Βίβλο. Η τιμωρία θα ήταν λιγότερο αυστηρή αν τις έπιαναν σκυμμένες πάνω από τις Γραφές.
   Μαρμαρωμένες, με τα μάτια καρφωμένα σ' ένα απόσπασμα των Κριτών, περίμεναν να δουν τη Φλόρα να εμφανίζεται κρατώντας μαχαίρι. Έμειναν έτσι ακίνητες για λίγο, να αφουγκράζονται τις συγκεχυμένες φωνές και μετά η Τσετσίλια δεν άντεξε άλλο, πήγε και κόλλησε το αυτί της στην πόρτα. Γύρισε έκπληκτη προς την Καλή. Οι φωνές δεν έρχονταν από το διάδρομο.
   "Δεν υπάρχει κανείς έξω".
   Η Καλή γούρλωσε τα μάτια. Αν δεν υπήρχε κανείς, τότε ήταν φαντάσματα ή άγγελοι, πλάσματα αόρατα που έρχονταν να τις τιμωρήσουν. Το βλέμμα της ακολούθησε την Τσετσίλια. Η τολμηρή συνένοχός της προχωρούσε τώρα κατά μήκος των ραφιών, πίεζε το αυτί της πάνω στο ξύλο τους, παραμέριζε βιβλία, έχωνε το κεφάλι στα κενά. Ξαφνικά σταμάτησε, κάτι είχε βρει.
   "Από εδώ έρχεται", ψιθύρισε.
   Χωρίς σχεδόν να το θέλει, η Καλή πήγε κοντά της. Στο χώρο που είχε ανοίξει η Τσετσίλια, ανάμεσα σε δύο συγγράμματα μαθηματικών και τις Εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου, φαινόταν το γυαλιστερό ξύλο της εταζέρας.
   "Άκου..."
   Η Καλή συγκέντρωσε την προσοχή της και δεν μπόρεσε να πνίξει μια φωνούλα. Είχε αναγνωρίσει τη φωνή του θείου της. Μα πώς ήταν δυνατόν να την ακούει; Πίσω από την ξύλινη ράχη του ραφιού ήταν ένας παχύς τοίχος που εφαπτόταν με τον τοίχο εκείνου του ελεεινού και έρημου από χρόνια διπλανού σπιτιού. Η Τσετσίλια, κάνοντας τον ίδιο ακριβώς συλλογισμό, κατάλαβε αμέσως ότι υπήρχε κάποιο μυστικό πέρασμα. Εκείνο το κομμάτι της βιβλιοθήκης ήταν ψεύτικο. Το πονηρό της χαμόγελο έκανε το προσωπάκι της να μοιάζει με νυφίτσας. Ώστε έτσι ξεγλιστρούσε ο πατέρας της από το παλάτσο χωρίς να προκαλεί υποψίες. Αλλά ποιοι άλλοι ήταν μαζί του;
   Οι άλλες φωνές τής ήταν άγνωστες. Μια από αυτές, κάπως θηλυπρεπής, ακουγόταν περισσότερο: "Εξακολουθούμε να υφιστάμεθα τις ολέθριες συνέπειες της ήττας του Ανιαντέλ! Ο Θεός να τιμωρήσει τον Μπαρτολομέο ντ' Αλβιάνο και τον κόμη ντι Πιτιλιάνο!"
   "Αυτά είναι περασμένα ξεχασμένα", απάντησε κάποια άλλη φωνή. "Από τότε ξαναπήραμε την Πάδοβα και συνάψαμε συμμαχίες".
   "Και ο Ιούλιος Β' αφόρισε τη Βενετία", είπε μια τρίτη φωνή.
   "Αυτός είναι και ο λόγος, καθηγητά Λεβί, που δεχτήκαμε το λαό σας".
   Αυτό το είχε πει ο πατέρας της. Αλλά ποιο λαό εννοούσε; Και ποιος ήταν αυτός ο κύριος; Το όνομά του δεν ανήκε σε καμιά από τις μεγάλες οικογένειες της Γαληνότατης.
   "Τον μαντρώσατε στο γκέτο", διόρθωσε ο Λεβί.
   "Κύριοι, δεν είμαστε εδώ για να αλλάξουμε το νόμο", είπε πάλι η θηλυπρεπής φωνή, "αλλά για να ξαναπάρουμε την πρωτοβουλία κατά των Τούρκων. Καθένας από εμάς οφείλει να κάνει κάποιες θυσίες και να εφαρμόσει το σχέδιο του πολυαγαπημένου μας Δόγη".

   Δόγης. Ο τίτλος αντήχησε σαν κανονιά στ' αυτιά της Φλόρας. Από τη στιγμή που ανακάλυψε το μέρος, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι συνωμότες -ένα μικρό πίσω δωμάτιο χωρίς ορατή πόρτα- ανατρίχιαζε στην κάθε τους λέξη. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο Αλεσάντρο Μπάφο, το επικίνδυνο αφεντικό της. Είχε παρακούσει την εντολή του και ήξερε ότι, αν ήθελε, μπορούσε να την κλείσει σε μοναστήρι για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Η αναφορά στο Δόγη την έκανε να τραβηχτεί ακόμα πιο πίσω, στη σκιά όπου στεκόταν. Έτρεμε σύγκορμη, ανίκανη να συλλάβει σε όλο τους το μέγεθος τις αποκαλύψεις. Είχαν μιλήσει για ανατροπές συμμαχιών, για προδοσία των Αψβούργων, της Ισπανίας και της Γαλλίας, για ξεσηκωμό των Ελλήνων, για κατάκτηση της Ραγούσας και του Ντουράτσο. Αν δρούσαν μυστικά εν ονόματι του Δόγη, δεν θα μπορούσε να τους καταγγείλει στις δικαστικές αρχές της Βενετίας... Στον πρέσβη της Γαλλίας όμως μπορούσε! Η Γαλλία ήταν η πλουσιότερη χώρα της Δύσης. Τα σκούδα της ήταν όμορφα να τα βλέπεις και εύηχα στα αυτιά, και περνούσαν σε όλες τις αγορές της Ιταλίας! Ένιωσε τα δάχτυλά της να μυρμηγκιάζουν και να την πιάνει κάτι σαν πυρετός. Η κάψα της και η ξινή μυρωδιά του ιδρώτα της δεν άργησαν να προσελκύσουν τους μόνιμους κατοίκους του εγκαταλειμμένου σπιτιού. Ένα εξασκημένο αυτί θα μπορούσε να πιάσει τους ελαφρούς τριγμούς στον αέρα και τις ανεπαίσθητες πατημασιές πάνω στα χαλάσματα. Αλλά όχι η Φλόρα. Εκείνη συσσώρευε στο μυαλό της θησαυρούς, κρυφακούγοντας όσα λέγονταν στο μυστικό συμβούλιο, που γίνονταν όλο και πιο δελεαστικά, καθώς στη ζυγαριά των διαπραγματεύσεων είχαν πέσει τώρα και τα ονόματα της Τσετσίλια και της Καλής. Δεν κατάλαβε πως κάτι προσπαθούσε να τρυπώσει κάτω απ' τα φουστάνια της και μόνο όταν ο θρασύς αρουραίος τη δάγκωσε στον αστράγαλο, έμπηξε μια φωνή.
   "Τι στην ευχή!" έκανε  ένας από τους άντρες στο διπλανό δωμάτιο. 
   "Ποιος είναι εκεί;"
   Η Φλόρα τινάχτηκε σαν βέλος κι έτρεξε στα σκοτάδια του σπιτιού. Άκουσε σπαθιά να τραβιούνται απ' τα θηκάρια τους και βλαστήμιες να την παίρνουν στο κατόπι. Στην προσπάθειά τους να τη φτάσουν, οι συνωμότες μπλέχτηκαν μεταξύ τους κι έτσι η Φλόρα κατάφερε να απομακρυνθεί αρκετά. Μόλις βγήκε στην αποβάθρα, άρχισε να τρέχει στην οδό Τέρα Κανάλ. Ο καλύτερος τρόπος για να αποπροσανατολίσει τους διώκτες της ήταν να χαθεί στο δαίδαλο του Ντορσοντούρο, κάτι που της ήταν πολύ εύκολο. Από σοκάκι σε σοκάκι κι από γεφύρι σε αποβάθρα, έσβησε τα ίχνη της. Ύστερα, κάνοντας ένα μεγάλο γύρο και περνώντας από το Κάμπο ντι Σάντα Μαργκαρίτα στο Κάμπο ντέι Καρμίνι, και από το Ρίο Σαν Σεμπαστιάνο στην Κάλε Λούνγκα, ξαναβρήκε το δρόμο της προς το παλάτσο.
   "Ο κύριος μπορεί να με αναγνώρισε... σίγουρα θα με αναγνώρισε... Θεέ μου, δώσε μου λίγο χρόνο και θα ραίνω τους βωμούς σου με λουλούδια μέχρι την τελευταία μου πνοή... μονάχα λίγο χρόνο". Είχε αντικλείδι για την πόρτα του κήπου και μ' αυτό γλίστρησε στο οίκημα των Μπάφο.
   Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Η Φλόρα δεν την έσπασε. Με βήμα ελαφρύ, ανέβηκε στην κάμαρά της. Για να πάρει το χρυσάφι της και να κάνει την ίδια διαδρομή προς την αντίστροφη κατεύθυνση, δεν της πήρε περισσότερη ώρα απ' όση χρειαζόταν για ένα "Χαίρε Κεχαριτωμένη". Τώρα έπρεπε να ζητήσει καταφύγιο στον πρέσβη της Γαλλίας. Νιώθοντας δυνατή από την επιτυχία της κι από το άσχημο παιχνίδι που θα έπαιζε σ' αυτό το παλιόσκυλο, τον Αλεσάντρο Βενιέρ Μπάφο, με το νου της πρόσθετε μπόλικα σκούδα στα δουκάτα της κρυψώνας της. 

   Η Τσετσίλια και η Καλή είχαν λαχανιάσει απ' την τρεχάλα. Τη στιγμή που θα μάθαιναν γιατί τις ανακάτευαν κι αυτές σ' εκείνες τις παράξενες διαπραγματεύσεις, είχαν ακούσει δυνατές φωνές και βλαστήμιες. Κουβαριασμένες τώρα η μια δίπλα στην άλλη στο μεγάλο κρεβάτι με τις κολόνες και τον ουρανό, που αρμένιζε, θαρρείς, στο τεράστιο δωμάτιο με τα μπρούντζινα τρίποδα, τα σεντούκια και τα δύο αγάλματα της Μαρίας της Μαγδαληνής, φερμένα τέσσερα χρόνια πριν από τη Μασαλία, περίμεναν να ξεσπάσει η θύελλα. Η Καλή δεν έλεγε ν' αφήσει το χέρι της εξαδέλφης της. Το κρατούσε τόσο σφιχτά, που η Τσετσίλια ένιωθε τους βρόντους της καρδιάς της. Η καημένη χτυπούσε δυνατά, κάλπαζε σαν να ήθελε να πεταχτεί έξω από το αδύνατο στηθάκι της έφηβης και της μετέδιδε φόβους που η ίδια δεν τους είχε. Αίφνης κάπου μέσα στο σπίτι ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος.
   Πόρτες βρόντηξαν, η μεγαλοπρεπής σκάλα τραντάχτηκε από βιαστικά ποδοβολητά, μεταλλικοί θόρυβοι αντήχησαν ως τη στέγη.
   "Αχ, δεν θέλω", βόγκηξε η Καλή.
   "Σώπα, κανείς δεν μας είδε να βγαίνουμε από τη βιβλιοθήκη. Κι ούτε θα έστελναν ολόκληρο στρατό για να τιμωρήσουν δυο μικρά κορίτσια".
   Οι ήχοι δεν άφηναν καμιά αμφιβολία -μέσα στο σπίτι έτρεχαν στρατιώτες. Οι λόγχες και τα σπαθιά τους κουδούνιζαν, τα πόδια τους έτριζαν στις πλάκες και αντηχούσαν στη μαρμάρινη σκάλα. Η ορδή πέρασε έξω από το δωμάτιό τους και συνέχισε προς τον πάνω όροφο. Δεν πέρασε πολύ ώρα και το παλιρροϊκό κύμα ξαναγύρισε, μόνο που ετούτη τη φορά άνοιξε και η πόρτα του δωματίου.
   Οι εξαδέλφες έκλεισαν τα μάτια και αγκαλιάστηκαν τόσο σφιχτά, που έγιναν σαν ένα σώμα. Άκουσαν τη βαριά περπατησιά ενός οπλισμένου άντρα.
   "Πού είναι η παιδαγωγός σας;"
   "Πατέρα!" φώναξε η Τσετσίλια ανοίγοντας τα μάτια.
   "Πού είναι;"
   "Δεν την είδαμε καθόλου όλο το βράδυ".
   "Την παλιοβρόμα! Θα την κάνω κομμάτια!" ούρλιαξε ο Αλεσάντρο.
   Άφριζε από τη λύσσα του. Ο πυρσός που κρατούσε μπροστά του κοκκίνιζε το πρόσωπό του και τα ήδη κόκκινα από αίμα μάτια του. Η Τσετσίλια δεν τον είχε ξαναδεί σε τέτοια κατάσταση. Γύρισε οργισμένος προς τους οπλίτες που περίμεναν στο κατώφλι.
   "Τι στεκόσαστε; Ψάξτε όλη την πόλη. Δίνω είκοσι δουκάτα σ' όποιον τη βρει! Όσο για σας, ετοιμάστε τα πράγματά σας, θα 'ρθει κάποιος να σας πάρει μόλις χαράξει!" πρόσθεσε απευθυνόμενος στα κορίτσια.
   Ο Αλεσάντρο είχε αναγνωρίσει τη Φλόρα, τη στιγμή που εκείνη το 'βαζε στα πόδια. Η γριά δούλευε σίγουρα για λογαριασμό κάποιας από τις μεγάλες οικογένειες που ήταν αντίπαλες των Γκρίτι. Μέχρι τώρα δεν την είχε ικανή για τέτοια διπροσωπία. Η προδοσία της ωστόσο θα είχε κι ένα καλό: θα κατέληγαν στις διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους του Δόγη. Θα του δίνονταν τα τέσσερις χιλιάδες δουκάτα που ζητούσε, καθώς και εμπορικές διευκολύνσεις. Σε αντάλλαγμα θα έχανε την κόρη και την ανιψιά του. Τίποτα, δηλαδή, για κάποιον που είχε πέτρα στη θέση της καρδιάς και καμιά αίσθηση της οικογένειας.
   "Θα πάμε να βρούμε τη μητέρα μου;" τόλμησε να ρωτήσει η Τσετσίλια. 
   "Θα πάτε εκεί που προστάζει το χρέος προς τη Δημοκρατία".
   Και μ' αυτήν την αινιγματική απάντηση, ο Αλεσάντρο βγήκε από το δωμάτιο βροντώντας πίσω του την πόρτα. Στην κάτω αίθουσα τον πλησίασε ο θυρωρός.
   "Κύριε, κάποιος θέλει να σας μιλήσει".
   "Δεν είναι κατάλληλη η στιγμή!"
   "Έχει να σας κάνει σημαντικές αποκαλύψεις".
   Ο Αλεσάντρο αναστέναξε απηυδησμένος και έδωσε τη συγκατάθεσή του μ' ένα κοφτό νεύμα. Όταν είδε το άθλιο υποκείμενο που τον περίμενε στο σπιτάκι του θυρωρείου, εκεί όπου, πάνω από ένα αχυρένιο στρώμα, κρέμονταν τα κλειδιά του παλάτσο κι ένας ξύλινος Εσταυρωμένος, λίγο έλειψε να χτυπήσει το θυρωρό.
   "Θέλω να σας πω για τη δασκάλα", είπε ο άγνωστος. Η ανάσα του βρομοκοπούσε φτηνό κρασί.
   Και άγγελος να είχε κατέβει εξ ουρανών, δεν θα είχε τέτοια υποδοχή. Το πρόσωπο του Αλεσάντρο μαλάκωσε, έγινε φιλικό, αδελφικό, πατρικό, το βλέμμα και το χαμόγελό του θύμιζαν νεαρό ιερέα που επιθυμεί να ανακουφίσει τον πλησίον του.
   "Φίλε μου, σας έστειλε η Θεία Πρόνοια!"
   "Η ανάγκη, άρχοντά μου".
   Ο Αλεσάντρο κατάλαβε. Άνοιξε το πουγκί του. Δύο ασημένια δηνάρια έπεσαν βαριά βαριά στη χούφτα του, που κράτησε ανοιχτή μπροστά στα μάτια του ζήτουλα.
   "Είμαι ένας φτωχός υπάλληλος... Ο πατέρας έκανε εμπόριο ζάχαρης, αλλά έπεσε έξω".
   Άλλα δύο δηνάρια προστέθηκαν στα πρώτα. Ο γραφιάς ένιωσε το θυμό που άρχιζε να βράζει πίσω από το καλοσυνάτο προσωπείο του Μπάφο και δεν τόλμησε να ανεβάσει κι άλλο την τιμή του. Πήρε προσεκτικά τα νομίσματα και τα έχωσε στο τσεπάκι του γιλέκου του.
   "Θα σας πω πού βρίσκεται".
   Μέσα στο δωμάτιο των κοριτσιών είχε πέσει νεκρική σιγή. Η Τσετσίλια και η Καλή δεν τολμούσαν ακόμα να σαλέψουν.
   Ξανάφερναν στο νου τους τα λόγια του Αλεσάντρο και η αγωνία τους θέριευε. Τώρα έτρεμαν τον ερχομό της καινούργιας μέρας.

   Κάποιος Φραγκίσκος Α' την κοίταζε με τα μαρμάρινα μάτια του από την ώρα, που την είχαν οδηγήσει στην πελώρια αίθουσα με τη βαριά διακόσμηση από ταπετσαρίες και ογκώδη έπιπλα και το λιγοστό φωτισμό που έδιναν τέσσερις μόνο λάμπες λαδιού. Αυτός ο γενειοφόρος βασιλιάς με τη μακριά μύτη και το λακκάκι στο πιγούνι δεν ενέπνεε στη Φλόρα καμιά εμπιστοσύνη. Αναρωτιόταν αν ήταν σωστή η απόφασή της να πάει στο Γάλλο πρέσβη. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, οι Ισπανοί ή οι Άγγλοι μπορεί να αποδεικνύονταν πιο συνεργάσιμοι... ήταν όμως πιο σφιχτοχέρηδες.
   Εκείνος ο καταραμένος ο γραμματέας του πρέσβη δεν είχε ξαναφανεί από τη στιγμή που σήμαναν μεσάνυχτα στο τεράστιο ρολόι με τα ελατήρια και μια χρυσή σαλαμάνδρα στο πάνω μέρος του. Το σιχαμένο ζωντανό θύμισε στη Φλόρα μια ιστορία που είχαν διηγηθεί κάποιοι Βρετόνοι ναυτικοί, όταν έπιασαν στο λιμάνι της Βενετίας: "Οι Εβραίοι, για να κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την επιθανάτια αγωνία του Σωτήρα πάνω στο Σταυρό, έβαλαν να περάσουν μπροστά από τα μάτια του τα πιο αηδιαστικά και άσχημα ζώα. Ο Ιησούς τα κοίταζε με καλοσύνη, όταν όμως ήρθε η σειρά της σαλαμάνδρας, η απαίσια όψη του μικρού ερπετού, που βρομούσε φαρμάκι, τον έκανε να αποστρέψει με απέχθεια το βλέμμα".
   Γιατί την άφηναν να περιμένει; Είχε δηλώσει καθαρά και ξάστερα πως κατείχε κρίσιμες πληροφορίες, που αφορούσαν το μέλλον του βασιλείου της Γαλλίας. Την είχε δεχτεί ένας κοντός και καχεκτικός κοκκινοτρίχης με απειλητικό βλέμμα, σφιγμένος μέσα σε ένα κόκκινο μεταξωτό ζιπούνι με δαντέλες στο λαιμό, που της είπε ότι ήταν ο γραμματέας του πρέσβη. Εκείνη οχυρώθηκε πίσω από τη σπουδαιότητα των αποκαλύψεων που είχε να κάνει και δεν ήθελε να μιλήσει παρά μόνο παρουσία του ίδιου του πρέσβη.
   Είχαν περάσει πέντε ώρες από τη στιγμή που εξαφανίστηκε ο καχεκτικός γραμματέας. Και η Φλόρα είχε αναθεωρήσει εκατό φορές το σχέδιο της φυγής της -να πήγαινε προς τη Νότια Ιταλία ή προς τη Νότια Γαλλία; Σε κάποιο πριγκιπάτο της Γερμανίας ή προς το Νέο Κόσμο; Στη Μάλτα ή στο Άμστερνταμ; Είχε μπερδευτεί εντελώς κι εκείνο το παλάτσο στην όχθη του Ρίο Σαν Φελίτσε της έφερνε πλάκωμα. Τα παράθυρα ήταν στενά σαν πολεμίστρες και η υγρασία είχε αφήσει παντού τα ίχνη της: στους σκασμένους σοβάδες των ταβανιών, στις φουσκωμένες ταπετσαρίες και στους πρασινισμένους μπρούντζους. Μια μυρωδιά μούχλας γαργαλούσε τα ρουθούνια.
   Όχι, δεν βρισκόταν στο σωστό μέρος.

   Ένα ασημένιο δηνάριο του 'φτασε και του περίσσεψε του γραφιά για να βρει τη χαρά του. Μόλις πούλησε την παιδαγωγό στον άρχοντα Αλεσάντρο Βενιέρ Μπάφο, έτρεξε σ' ένα από τα καπηλειά προς τη μεριά του Ριάλτο, εκεί όπου έμποροι, τυχοδιώκτες και αλήτες γλεντούσαν παρέα, σε ατέλειωτες κρασοκατανύξεις. Στους ζεστούς δρόμους της Βενετίας κυκλοφορούσαν τριάντα δύο ξένα νομίσματα. Περνούσαν από τα χέρια των λαθρεμπόρων, φούσκωναν το κομπόδεμα των μαστροπών και, αργά ή γρήγορα, κατέληγαν στο θησαυροφυλάκιο του κράτους.
   Ο γραφιάς κοπάνησε με δύναμη το δηνάριό του πάνω στον πάγκο του Άφοβου Ιππότη, αλλά η νεοπλουτίστικη αυτή χειρονομία του ουδόλως εντυπωσίασε τη χοντρή, μουστακαλού ταβερνιάρισσα, που το δεξί μάτι της ανοιγόκλεινε μηχανικά. Σε αντάλλαγμα αυτού του ποσού, του σέρβιρε μια μεγάλη καράφα με κρασί και του έφερε και μια ξεδιάντροπη Σλάβα πουτάνα. Ανάμεσα σε δυο χορταστικές γουλιές, ο γραφιάς έγλειφε τα ροδαλά βυζιά της κι έχωνε τα χέρια του κάτω απ' τα φουστάνια της, ενώ εκείνη ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
   Τώρα το κρασοπουλειό είχε κλείσει κι εκείνος τριγυρνούσε στους δρόμους και στις ήσυχες γέφυρες της πόλης. Ήταν εκείνη η νεκρή ώρα λίγο πριν την αυγή. Με θολό κεφάλι, περιπλανήθηκε τρεκλίζοντας στην κοιμισμένη και ασάλευτη πολιτεία. Ύστερα έβαλε πλώρη για τον Σαν Μπαρνάμπα.
   Κοντά στην πλατεία Σαν Πόλο χάθηκε. Ομίχλη έπνιγε τα περιγράμματα και η εκκλησία δεν φαινόταν πουθενά. Περπατούσε με βήμα αβέβαιο, μη μπορώντας να προσανατολιστεί. Το κρασί είχε μουτζουρώσει το σχεδιάγραμμα της πόλης, που ήταν αποτυπωμένο στα κατεστραμμένα σχεδόν φαιά του κύτταρα. Είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν βρισκόταν στη σωστή μεριά του Μεγάλου Καναλιού, όταν μέσα από την ομίχλη ξεπρόβαλε ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα, με βλογιοκομμένο μούτρο και πέτσινο κασκέτο στο κεφάλι.
   Ξαφνιασμένος, ο γραφιάς ζήτησε συγγνώμη και προσπάθησε να αποφύγει το συναπάντημα, όταν σκόνταψε πάνω του ένας δεύτερος άντρας, ντυμένος στα μαύρα κι αυτός και ξερακιανός σαν κληματόβεργα. Βλέποντας το πρόσωπό του, στενό και με δυο μάτια πολύ κοντά το ένα στο άλλο, ο γραφιάς τρόμαξε -διάβασε πάνω του τη θανατική του καταδίκη.
   Δεν μπόρεσε να τους ξεφύγει. Ο άντρας τον έπιασε απ' τη μέση και του ακινητοποίησε τα χέρια, ενώ ο συνένοχός του ετοιμαζόταν για το χτύπημα. Είδε το πλατύ μαχαίρι στο χέρι του βλογιοκομμένου. Φώναξε, αλλά την κραυγή του την έπνιξε η λεπίδα που του έκοψε το λαιμό.
   "Ήταν στουπί στο μεθύσι", είπε αυτός που τον κρατούσε.
   "Ψάξ' τον και πάμε πίσω στο παλάτσο να πάρουμε διαταγές".
   Τον έψαξαν, του πήραν τα τρία του δηνάρια και τον παράτησαν στους αρουραίους, που είχαν μυριστεί το αίμα κι άρχιζαν κιόλας να μαζεύονται. Ούτε κι εκείνος είχε βρεθεί στο σωστό μέρος.

   Η Φλόρα είδε να εμφανίζεται επιτέλους ο πρέσβης, συνοδευόμενος από τον πρώτο γραμματέα, και ξαναβρήκε την εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Ήταν ένας ωραίος και φινετσάτος άντρας, με ελαφίσια μάτια, λεπτό μουστάκι πάνω από ένα στόμα σε σχήμα καρδιάς και μαργαριτάρια στ' αυτιά. Η ροδαλή σαν μωρού επιδερμίδα του μύριζε γιασεμί και το χαμόγελό του ήταν πολύ εγκάρδιο, όταν εκείνη υποκλίθηκε μπροστά του.
   Αυτές οι εθιμοτυπίες δεν κράτησαν ούτε ένα λεπτό. Πίσω από την εξέχουσα προσωπικότητα ακούστηκε η τσιριχτή φωνή του κοντούλη και αδύνατου άντρα:
   "Κύριε κόμη, η δέσποινα Φλόρα Τεράσο Φάκι έχει να σας δώσει σημαντικές πληροφορίες".
   "Σημαντικές; Μήπως υπερβάλλετε κάπως, δέσποινά μου;" έκανε ο κόμης. "Υπάρχει κάτι σημαντικό που να μην το γνωρίζω; Η Βενετία βρίθει από διαδόσεις, που φέρνει ο άνεμος της Αδριατικής και που είναι εξίσου ανυπόστατες με τις ιστορίες των μεθυσμένων ναυτικών".
   "Τις έχω από ένα πρόσωπο του στενού περιβάλλοντος του Δόγη και από τον άρχοντα Αλεσάντρο Βενιέρ Μπάφο", του απάντησε υψώνοντας τον τόνο.
   Είχε ξαναβρεί το ψυχρό και σκληρό ύφος της γυναίκας που ξέρει πολλά, αλλά δεν δίνει τίποτα χωρίς αντάλλαγμα. Διάβαζες τον υπολογισμό στο βλέμμα της. Ο ευγενής Γάλλος δεν έχασε χρόνο. Την είχε ζυγίσει με την πρώτη ματιά. Τα τόξα των φρυδιών του σηκώθηκαν, καθώς στρεφόταν προς το γραμματέα του.
   "Αγαπητέ Αρνό, ας δούμε τι μπορούμε να προτείνουμε στη δέσποινα από δω". 
   "Επιθυμείτε δουκάτα, δηνάρια, σκούδα ή γρόσια;"
   Τι αναίδεια να προτείνουν γρόσια, το νόμισμα των απίστων, σε μια ευσεβή χριστιανή σαν αυτή! Η Φλόρα απάντησε χωρίς να διστάσει:
   "Σκούδα!"
   "Να συμπεράνω ότι επιθυμείτε να μεταβείτε στην ωραία μας Γαλλία;" ρώτησε ο πρέσβης, φορώντας το πιο χαριτωμένο του χαμόγελο.
   "Ελπίζω ότι θα βρείτε τον τρόπο να με επιβιβάσετε σε κάποιο από τα πλοία σας", είπε η Φλόρα, βλέποντας επιτέλους τον ορίζοντά της να φωτίζεται.
   "Αναμφιβόλως, κυρία μου, αναμφιβόλως... Θα σας μετρήσουμε το χρυσάφι που ζητάτε, αλλά εξυπακούεται πως δεν θα περάσει στην κατοχή σας πριν μιλήσετε. Ας δούμε, λοιπόν, πόσο αξίζει το βάρος των λόγων σας".
   Είχε φτάσει επιτέλους η μεγάλη στιγμή. Όλα της φάνηκαν απλά και εύκολα. Εξιστόρησε όσα ήξερε φουσκώνοντάς τα και αναμειγνύοντας στη συνωμοσία και το όνομα του ναυάρχου Αντρέα Ντόρια.
   
   Η Φλόρα δεν μπορούσε να συνέλθει ακόμα. Το λύσιμο της γλώσσας της τής είχε αποφέρει τριακόσια σκούδα. Σε λίγο η Βενετία θα ήταν μια μακρινή ανάμνηση. Θα ξεχνούσε τις ομορφιές της πόλης και θα κρατούσε στη θύμησή της μόνο τους ζητιάνους, που άπλωναν χωρίς αξιοπρέπεια τα κουλά τους χέρια έξω από τις εκκλησίες, τις ιερόδουλες που έζεχναν από τις ακολασίες, την εβραϊκή γάγγραινα του γκέτο, τους εμπόρους που είχαν το ελεύθερο να κλέβουν τους πολίτες, τα χιλιάδες ποντίκια... Νά ποιες αναμνήσεις θα γύριζαν στο νου της, κάθε φορά που θα νοσταλγούσε το επάγγελμα της παιδαγωγού.
   "Δεν θα νοσταλγήσω τίποτα", είπε μέσα της, μόλις ξαναβρέθηκε στον καθαρό αέρα.
   Ο κοντοπίθαρος γραμματέας την οδήγησε σε μια γόνδολα. Η Φλόρα τον ακολουθούσε με σίγουρο βήμα και σφίγγοντας πάνω της το δερμάτινο σάκο με το θησαυρό της. Πυκνή ομίχλη είχε καταπιεί τα κτίρια και το κανάλι. Ευλόγησε μέσα της αυτή τη σύμμαχο. Τέτοια ώρα δεν υπήρχαν άλλοι θεατές εκτός από τους ψαράδες που επέστρεφαν από τη λιμνοθάλασσα και τους βαρκάρηδες που μετέφεραν λαχανικά. Δεν είχε να φοβηθεί τίποτα απ' αυτούς.
   Μπήκε στο πλοιάριο από μαύρη λάκα. Ο γονδολιέρης ήταν ένα γεροδεμένο και ηλιοκαμένο παλικάρι. Δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία.
   "Θα σας οδηγήσω στο Άγιος Ευστάθιος. Ο καπετάνιος είναι γνωστός του κόμη. Το πλοίο θα σηκώσει άγκυρα σήμερα το απόγευμα".
   Το κουπί ανατάραξε το βούρκο του βυθού και η γόνδολα άρχισε να πλέει προς το κανάλι του Ελέους. Οι φασματικές προσόψεις χάθηκαν. Για μια στιγμή φάνηκε η πλατιά και θαμπή κηλίδα του νησιού Σαν Μικέλε, ύστερα η ομίχλη συνέχισε την αργή της προέλαση. Θα έκαναν το γύρο του Ναυστάθμου, αυτή τουλάχιστον την εντύπωση είχε η Φλόρα, απορώντας πώς κατάφερνε ο γονδολιέρης να βρίσκει τον προσανατολισμό του. Ο νεαρός σφύριζε κάθε τόσο. Άφηνε τρεις υψηλές νότες, που θα πρέπει να ακούγονταν εκατοντάδες οργιές μακριά. Και δεν ήταν ο μόνος. Κι άλλα σφυρίγματα έρχονταν να τρυπήσουν τη σιγαλιά. Αυτά τα σινιάλα, που σκοπό είχαν να αποφεύγονται τα ατυχήματα στη λιμνοθάλασσα, εκνεύρισαν τη Φλόρα. Δεν είχε καμιά όρεξη να πέσει στα χέρια των τελωνειακών. 
   Τα σφυρίγματα ακούγονταν όλο και πιο κοντά. Κάποια στιγμή, της Φλόρας της φάνηκε πως ο γονδολιέρης έκανε μανούβρα για να πλησιάσει κάποιο πλεούμενο που δεν φαινόταν, ακουγόταν όμως ο παφλασμός των κουπιών του.
   Μια πλώρη γεμάτη φύκια και κολλημένα πάνω της μύδια έσχισε το πυκνό παραπέτασμα της ομίχλης. Ανήκε σε μια βαριά μαούνα με πεσμένα πανιά. Δεν φυσούσε καθόλου και, για να προχωρήσει το σκάφος, έξι κωπηλάτες εξασκούσαν σκληρά τους μυώνες τους τραβώντας κουπί. Στην πρύμνη κοντά στο ναυτικό που κρατούσε το τιμόνι και που δεν έκανε τίποτα για να αποφύγει το προσεκτικό πλησίασμα της γόνδολας, στέκονταν όρθιοι δύο μαυροντυμένοι άντρες.                                          

Τιμπό Ζαν-Μισέλ, Νουρμπανού, Η σκλάβα της Υψηλής Πύλης, (Μετφρ. Έφη Κορομηλά), εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια: