Ποίηση

Ποίηση

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

[ Η ΑΤΑΚΤΗ ΒΕΝΕΤΣΙΑΝΑ ] - Α' ΜΕΡΟΣ

  
   Η νύχτα απλωνόταν πάνω από το κανάλι με τα δύσοσμα γαλαζοπράσινα νερά. Ο ουρανός αργόσβηνε εκείνο το σούρουπο της 16ης Ιουλίου 1535, πιτσιλώντας με αίμα τις επιβλητικές προσόψεις της Σάντα Μαρία ντελά Καριτά και του παλάτσο Κονταρίνι ντέι Σκρίνι. Η συνοικία του Ντορσοντούρο θα έπεφτε όπως πάντα ήσυχα για ύπνο, μακριά από τη φασαρία και τις ακολασίες του Ριάλτο.
   Η Φλόρα ευχαρίστησε τον Άγιο Πέτρο, τον αγαπημένο της προστάτη, που την είχε οδηγήσει πριν από δέκα χρόνια σε τούτη τη μεριά της Βενετίας. Βέβαια, το παλάτσο όπου είχε πιάσει δουλειά δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τα μέγαρα του Μεγάλου Καναλιού. Ήταν ένα ταπεινό αν και αριστοκρατικό κτίριο με δύο μόνο ορόφους. Από τα ψηλά γοτθικά μπαλκόνια του με τις κροσσωτές μαρμάρινες ροζέτες μπορούσε κανείς να βλέπει χωρίς να φαίνεται τη φασαριόζικη φτωχολογιά που πλημμύριζε απ' τα χαράματα τις όχθες του καναλιού Σαν Μπαρνάμπα. Της Φλόρας της άρεσε να κρυφοκοιτάζει τον κοσμάκη, τις "κατσαρίδες", όπως τους έλεγε, που γυρόφερναν ολημερίς τις κατοικίες των ευγενών προσπαθώντας με κάθε τρόπο να σουφρώσουν τίποτα χάλκινα σόλδια.
   Η Φλόρα κατσούφιασε. Το βλέμμα της ταξίδεψε με αποστροφή πάνω από τις ακίνητες βάρκες, πριν σταματήσει στη γόνδολα. Την είχε προσέξει πριν από ένα μήνα. Δεν ήταν μια συνηθισμένη γόνδολα. Η τιμονιέρα της είχε επένδυση από ασημένια ελάσματα και κουρτίνες που δεν άφηναν να δεις το εσωτερικό της. Η Φλόρα δεν την είχε δει ποτέ να πλευρίζει. Τη μια μέρα βρισκόταν εκεί, για να χαθεί τη νύχτα και να εμφανιστεί πάλι την επομένη. Τίνος να ήταν;
   Γύρω υπήρχαν κι άλλα μικρά παλάτσι και η Φλόρα γνώριζε όλους τους ενοίκους τους, όπως και τα πλοιάριά τους. Αυτή η γόνδολα δεν ανήκε στο στολίσκο του Ντορσοντούρο. Έμοιαζε με τις γόνδολες που χρησιμοποιούσε η υψηλή αριστοκρατία της Βενετίας. Σ' αυτή τη σκέψη η Φλόρα αναρίγησε. Ο νους της πήγε στα μέλη του Συμβουλίου των Δέκα, στους εκλεκτούς του Μεγάλου Συμβουλίου. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν σπιούνους παντού και δεν δίσταζαν να οδηγούν στη δικαιοσύνη όποιον τους φαινόταν ύποπτος. Οι υγρές και σκοτεινές φυλακές της πόλης ήταν γεμάτες αθώους.
   Η Φλόρα θυμήθηκε ότι δεν ήταν Βενετσιάνα. Γενοβέζικης καταγωγής, είχε υπηρετήσει σε μια οικογένεια στη Φλωρεντία, πριν βρεθεί στη λιμνοθάλασσα, εφοδιασμένη με συστάσεις από τον καρδινάλιο Πιζάνι. Γενοβέζα! Δηλαδή σχεδόν εχθρός για τα μυαλά των ανθρώπων εδώ -ένα πραγματικό κουσούρι που το έκρυβε κάτω από ένα μεγάλο ψέμα. "Είμαι από τη Φλωρεντία", έλεγε σε όποιον τη ρωτούσε. Το δράμα της ήταν ότι δεν είχε ευγενική καταγωγή. Έτρεφε φοβερή πικρία απέναντι στον Θεό, γι' αυτό και αρρώσταινε απ' τη ζήλια της όταν συναντούσε στη λειτουργία τις μεγάλες κυρίες.
   Δεν ήταν παρά μια παιδαγωγός, άσχημη στην όψη και κιτρινιάρα. Ψηλή και χοντροκομμένη. Με μεγάλα δόντια και ένρινη διαπεραστική φωνή. Κανένας άντρας δεν την είχε επιθυμήσει ποτέ. Η παρθενιά της είχε γίνει η εγγύηση της τιμιότητας και της ευθύτητάς της, ένα εφόδιο που της είχε ανοίξει πόρτες και της έδινε μια κάποια εξουσία κοντά σ' αυτούς που υπηρετούσε μ' ένα είδος φανατισμού.
   Έμεινε λίγο ακόμα πίσω από το γοτθικό παράθυρο, με το λαιμό τεντωμένο, το μάτι κολλημένο στο τζάμι, να παραμονεύει τη γόνδολα, και μετά, καθώς τίποτα δεν τάραζε την ηρεμία του καναλιού, κίνησε βιαστική για την καθιερωμένη της επιθεώρηση.
   Το παλάτσο -αν μπορούσε κανείς να του δώσει αυτή την ονομασία- είχε σχήμα L. Ήταν πλαισιωμένο από ευϋπόληπτα οικήματα και διέθετε θεσπέσιο κηπάκο προστατευμένο από τα βλέμματα. Είχε κάπου τριάντα δωμάτια, ένα από αυτά μια μεγάλη σάλα με δύο θεόρατα τζάκια στις δύο πλευρές της και μια βιβλιοθήκη, που ήταν το καμάρι του κυρίου του σπιτιού, του Αλεσάντρο Βενιέρ Μπάφο, φίλου του Άλντο Μανούτσε, εφευρέτη του όγδοου σχήματος στην τυπογραφία και των πλάγιων στοιχείων και διανομέα απαγορευμένων βιβλίων.
   Η Φλόρα το απέφευγε αυτό το δωμάτιο: οι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι από αμέτρητες ασελγείς γκραβούρες. Δεν καταλάβαινε την έλξη που ασκούσαν αυτές οι σατανικές εικόνες στον κύριό της, που ήταν, ωστόσο, ένθερμος καθολικός. Ο μεγαλύτερος φόβος της ήταν μη βρει κάποια μέρα εκεί μέσα την προστατευόμενή της, την Τσετσίλια, που αψηφούσε όλες τις απαγορεύσεις. Γι' αυτό και η Φλόρα βρισκόταν σε αδιάκοπη επαγρύπνηση και έλεγχε ξανά και ξανά αν ήταν κλειδωμένες οι πόρτες των δωματίων, όπου αν έμπαινε η έφηβη θα μπορούσε να διαφθαρεί. Ανεβοκατέβασε το πόμολο της πόρτας της βιβλιοθήκης και αναστέναξε με ανακούφιση. Ήταν κλειδωμένη.
   Υπήρχαν πολλές σκάλες που οδηγούσαν στους πάνω ορόφους. Η ωραιότερη απ' αυτές, όλη από λαξευτές πέτρες στηριγμένες σε λεπτά κολονάκια, ανέβαινε ημικυκλικά γύρω από μια μικρή λιθόστρωτη αυλή, όπου γίνονταν συνήθως δεκτοί οι επισκέπτες και οι έμποροι. Η Φλόρα αδιαφόρησε για την κομψή αυτή πρόσβαση και προτίμησε να σκαρφαλώσει από τις απότομες και σκοτεινές σκάλες που χρησιμοποιούσαν οι υπηρέτες. Τα ποντικολαγούμια αυτά εξυπηρετούσαν πολύ καλά το παραφύλαγμα, την κατασκοπία και τον αιφνιδιασμό, τέχνες που η Φλόρα καλλιεργούσε με μεγάλη επιμέλεια επί σαράντα ολόκληρα χρόνια και που της εξασφάλιζαν πολλά επιπλέον φιλοδωρήματα, πέραν του μισθού της. Σήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια αποταμίευσης, διέθετε ένα κομπόδεμα από τριακόσια τριάντα δύο δουκάτα, αρκετά για να αγοράσει ένα σπίτι στη συνοικία του Καναρέτζιο και να το νοικιάσει σε εργάτες. Να γίνει κάποια μέρα ιδιοκτήτρια ήταν ένα παλιό της όνειρο, μόνο που η πραγματοποίησή του θα της στερούσε την ευτυχία να βυθίζει τα χέρια της στον κρυμμένο θησαυρό της. Τελετουργία που εκτελούσε κάθε βράδυ, πριν από την προσευχή.
   Τα τακούνια της χτυπούσαν στο δάπεδο με στρατιωτικό σχεδόν ρυθμό. Φτάνοντας στον πάνω όροφο έβγαλε τα παπούτσια της και σύρθηκε σαν τη γάτα πλάι σ' έναν τοίχο με ξύλινη επένδυση και ζωγραφική. Τα επιχρίσματα έλαμπαν μέσα στους φωτεινούς κύκλους που σχημάτιζαν οι κρεμαστές λάμπες λαδιού, δημιουργώντας την αίσθηση ότι ο πλούτος του σπιτιού ανάβλυζε από τους πόρους του.
   Ο διάδρομος έστριβε πιο κάτω. Μόλις πέρασε τη γωνία, η Φλόρα έγινε ακόμα πιο ελαφριά. Νυχτοπεταλούδα με μαύρα φτερά, τέντωσε τις κεραίες της προς τη μεριά μιας πόρτας, πήγε πιο κοντά, κόλλησε πάνω το αυτί της, κι ύστερα γύρισε το βαρύ μπρούντζινο πόμολο σε σχήμα φανταστικού ζώου κι έσπρωξε το θυρόφυλλο. Οι μεντεσέδες δεν έτριξαν καθόλου: φρόντιζε προσωπικά για τη συντήρησή τους, απαιτώντας από τον επιστάτη να λαδώνονται κάθε δεκατέσσερις μέρες.

   Μόλις άνοιξε η πόρτα, η Τσετσίλια και η Καλή έκλεισαν αμέσως τα μάτια. Οι δύο έφηβες παραφύλαγαν γι' αυτή τη στιγμή από την ώρα που, μετά το τέλος της προσευχής, η Φλόρα τις είχε προστάξει με κοφτή κι αυταρχική φωνή να μπουν κάτω από τα σκεπάσματά τους. Αναγνώρισαν τη μυρωδιά παλιάς περγαμηνής που ανάδινε η παιδαγωγός τους. Ο "μαύρος πύργος" ή η "γριά κουκουβάγια", όπως την έλεγαν, έσκυψε πάνω από τα πρόσωπά τους, σκασμένη που δεν κατάφερνε να τρυπώσει στα κοριτσίστικα όνειρά τους. Θα ήταν μεγάλη ηδονή γι' αυτήν να τιμωρήσει τις παρθένες για ένοχες σκέψεις.
   Η Τσετσίλια και η Καλή ανέπνευσαν ήρεμα, κάνοντας τις κοιμισμένες. Άκουσαν το ανεπαίσθητο σούρσιμο των γυμνών ποδιών πάνω στις πλάκες και το κλικ του πόμολου. Προπαντός να μη σαλέψουν καθόλου. Να περιμένουν άλλα τρία λεπτά. Η Φλόρα στεκόταν πάντα για λίγο ακόμα πίσω απ' την πόρτα, παραμονεύοντας κάποιο θόρυβο. Η Τσετσίλια έμεινε ήσυχη για περισσότερο από το όριο που έβαζε συνήθως στον εαυτό της. Δεν είχε καμιά διάθεση να δοκιμάσει τη βέργα από ιτιά που χρησιμοποιούσε η "γριά κουκουβάγια" για να τιμωρεί τις αδιάντροπες. Είδε με το νου της τη διαδρομή που ακολουθούσε η παιδαγωγός. Την είδε να ανεβαίνει στο δεύτερο όροφο, όπου βρίσκονταν τα δωμάτια των υπηρετών, και μετά να διασχίζει ένα στενό διάδρομο, μέχρι τη διπλομανταλωμένη κάμαρα, πραγματική κρύπτη, κάτω από την κάψα της στέγης. Και τότε μόνο ψιθύρισε:
   "Εντάξει, μπορούμε να πάμε".
   "Νομίζεις;" ρώτησε ανήσυχη η Καλή.
   Η Τσετσίλια γύρισε προς την εξαδέλφη της. Αν και ένα χρόνο μεγαλύτερη, η Καλή σπάνια έπαιρνε πρωτοβουλίες. Βέβαια, η αλήθεια ήταν πως είχε δοκιμάσει πολλές φορές τη βίτσα στις πατούσες της, όπως και τις ατέλειωτες μετάνοιες στα γόνατα μπροστά στο βωμό του σπιτιού. Πήγαιναν εννιά μήνες τώρα που βρισκόταν στη Βενετία. Ο πατέρας της, ο βαθύπλουτος Έλληνας ευγενής Καστανός, την είχε στείλει να τελειοποιήσει την αγωγή της στη Γαληνότατη, στο σπίτι του μακρινού συγγενούς του Αλεσάντρο Βενιέρ Μπάφο, πατέρα της Τσετσίλια. Για καλή τους τύχη, οι δύο εξαδέλφες συμπάθησαν η μία την άλλη και ταίριαξαν. Την επομένη κιόλας από τον ερχομό της Καλής, η Τσετσίλια είχε ζητήσει από τη μητέρα της την άδεια να κοιμούνται μαζί στο ίδιο κρεβάτι. Παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις της Φλόρας, η Ιωάννα Βενιέρ Μπάφο είχε δώσει τη συγκατάθεσή της.
   "Έτσι θα τις επιτηρείτε καλύτερα", είχε αντιτείνει στην παιδαγωγό.
   Η Ιωάννα ενδιαφερόταν πολύ λίγο για τη διαπαιδαγώγηση της κόρης της και ακόμα λιγότερο για της εξαδέλφης Καλής. Προτιμούσε τις λιτανείες, τις θρησκευτικές γιορτές, τις μακρές παραμονές σε ερημητήρια, όλα όσα μπορούσαν να της εξασφαλίσουν την αιώνια ζωή πλάι στους αγγέλους και τους αγίους. Στη διάρκεια των επίσημων γευμάτων καθόταν με απαθές και ευλαβικό ύφος, που έκανε τις κακές γλώσσες να λένε πως ήταν λίγο αγαθή στο μυαλό.
   "Το ξέρεις πολύ καλά ότι η γριά κουκουβάγια είναι κουρδισμένη σαν το ρολόι του πατέρα μου", είπε η Τσετσίλια σπρώχνοντας πέρα τα σεντόνια.
   Η Καλή έγνεψε καταφατικά. Είχαν βρει πολλές φορές την τόλμη ν' ανέβουν με την Τσετσίλια στο δεύτερο όροφο και να φτάσουν μέχρι το άντρο της Φλόρας. Είχαν ακούσει την παιδαγωγό τους, πνιγμένες στα γέλια, να προσεύχεται μεγαλοφώνως, ύστερα να μετράει τα δουκάτα της και μετά από λίγο να ροχαλίζει. Σήμερα όμως τα δυο κορίτσια θα έπαιρναν πολύ πιο μεγάλο ρίσκο. Προετοιμάζονταν γι' αυτό δυο μήνες τώρα. Η Τσετσίλια, που διηύθυνε την όλη επιχείρηση, είχε εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη και τη συνενοχή της υπηρέτριας της μητέρας της, με αντάλλαγμα ένα δουκάτο. Χωρίς αυτή τη συμμαχία δε θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει αντικλείδι της βιβλιοθήκης.
   Το πολύτιμο κλειδί ήταν κρυμμένο από την προηγούμενη μέρα κάτω από μια στοίβα με μεσοφόρια. Μόλις η Τσετσίλια το πήρε στα χέρια της ένιωσε αμέσως κάτι σαν κάψιμο, θαρρείς και το βαρύ σκαλιστό αντικείμενο το είχε σφυρηλατήσει κάποιος δαίμονας. Δεν ήταν όμως ώρα για τρομάρες. Γύρισε στο κρεβάτι και ταρακούνησε την Καλή που χρονοτριβούσε.
   "Έλα, πάμε!"
   "Φοβάμαι".
   "Έχεις το ίδιο αίμα μ' εμένα! Δεν γίνεται να φοβάσαι. Οι πρόγονοί μας..."
   "Αχ, λυπήσου με! Μην αρχίσεις πάλι με τους προγόνους, τις Σταυροφορίες και όλα τα υπόλοιπα. Έρχομαι".
   Δίνοντας το παράδειγμα, η Τσετσίλια πήρε ένα κηροπήγιο, βγήκε στο διάδρομο και το άναψε από την τρεμάμενη φλόγα μιας λάμπας. Ίδιες φαντάσματα, οι εξαδέλφες ανέβηκαν την ίδια σκάλα που είχε ανέβει νωρίτερα η Φλόρα κι έφτασαν στον πλατύ διάδρομο, όπου τα ποντίκια, που είχαν κιόλας βγει για το γιουρούσι τους, τις παρατηρούσαν πάνω από τα ψηλά σκούρα σκαλιστά έπιπλα. Η Καλή τα σιχαινόταν αυτά τα τρωκτικά. Στον πύργο των δικών της, στην Ελλάδα, δεν υπήρχαν τόσα πολλά. Εδώ ήταν γεμάτος ο τόπος. Έβλεπες τα έξυπνα ματάκια τους να περιεργάζονται κάθε ζωντανό πλάσμα, απολαμβάνοντας εκ των προτέρων τη μύτη που θα ροκάνιζαν και τα αυτιά που θα τραγάνιζαν. Η Καλή φοβόταν πως αυτά τα ζωντανά του διαβόλου θα της παραμόρφωναν το πρόσωπο καμιά νύχτα. Γι' αυτό και κοιμόταν κάτω από τα σκεπάσματα με το κεφάλι κολλημένο στο πλευρό της Τσετσίλια.
   Απόψε όμως το φόβο της για τους άρχοντες των υπονόμων ήρθε να τον αντικαταστήσει ένας απέραντος τρόμος. Μόλις βρέθηκε έξω από την πόρτα της βιβλιοθήκης, και βλέποντας το μπρούντζινο κλειδί να γυαλίζει στο χέρι της Τσετσίλια, ένιωσε σαν να βρισκόταν μέσα σ' ένα μεγάλο χαντάκι με απροσπέλαστα τοιχώματα και με κάθε λογής κινδύνους πάνω από το κεφάλι της, όπως μεγάλα βράχια που θα έπεφταν και θα την πλάκωναν με την πρώτη ευκαιρία. Πίσω από το βαρύ θυρόφυλλο υπήρχαν βιβλία, τα πολυτιμότερα αγαθά της γης, απαγορευμένα όμως στα κορίτσια, όταν δεν εξιστορούσαν τη ζωή του Ιησού ή τα μαρτύρια των Αγίων.
   Μέχρι την τελευταία στιγμή πίστευε ότι η Τσετσίλια δεν θα έβαζε το κλειδί στην κλειδαριά, αλλά η μικρή Βενετσιάνα δεν δίστασε. Το γύρισε με μια μαλακιά κίνηση κι έτσι το ξεκλείδωμα δεν έκανε περισσότερο θόρυβο απ' όσο είχαν κάνει τα γυμνά πόδια τους στις πλάκες.
   Η Τσετσίλια πήρε βαθιά αναπνοή και δρασκέλισε μ' ένα μεγάλο βήμα εκείνο το σύνορο που είχε εγκαταστήσει ο πατέρας της. Μεμιάς ένιωσε πιο δυνατή, πιο ελεύθερη, πιο γυναίκα. Μ' ένα σμίξιμο των φρυδιών ανάγκασε την Καλή να αψηφήσει την απαγόρευση. Όμως η εξαδέλφη της δεν είχε ούτε τη μισή από τη δική της σιγουριά και, με ορθάνοιχτα τα τρομαγμένα μάτια της, εξερευνούσε τις σκιές, που η αδύναμη φλόγα του κεριού δεν κατάφερνε να διαλύσει.
   "Πόσο μου μοιάζει!" είπε μέσα της η Τσετσίλια. 
   Η διαπίστωση την αιφνιδίασε και την ίδια. Μέχρι τότε δεν είχε θελήσει ποτέ να παραδεχτεί ότι η Καλή είχε τα ίδια μαλλιά και μάτια μ' αυτήν, μαύρα και λαμπερά. Ίσως το πάνω χείλος της εξαδέλφης της να ήταν κάπως πιο φουσκωτό; Ίσως η μύτη της να μην ήταν τόσο ίσια όσο η δική της; Ναι, ίσως... Όμως δεν έπαυε να έχει μπροστά της το πιστό της αντίγραφο κι αυτό την έκανε να καταλαβαίνει ακόμα λιγότερο την έλλειψη τόλμης της.
   Η Καλή έκανε το βήμα. Το αίμα χτυπούσε δυνατά στα μηνίγγια της, το σφίξιμο στο στήθος τη δυσκόλευε να ανασάνει μέσα σ' εκείνο τον αέρα, το βαρύ από τις μυρωδιές του δέρματος, της μελάνης και του κεριού για το πάτωμα. Η Τσετσίλια πέρασε πάλι πίσω της για να ξανακλείσει την πόρτα. Το "κλικ" και το "κλακ" τάραξαν την ησυχία και αντήχησαν σαν διπλή κανονιά στ' αυτιά της νεαρής Ελληνίδας.
   "Να 'μαστε επιτέλους!" είπε η Τσετσίλια.
   Η Καλή θα προτιμούσε να βρίσκεται σ' ένα από τα φωτεινά νησιά του πατέρα της, ανάμεσα στα ερείπια των αρχαίων ναών και τα καλοσυνάτα φαντάσματα του αιώνα του Αριστοτέλη και του Περικλή, και όχι ανάμεσα στα κείμενά τους. Εδώ ήταν πολύ ζωντανά κι επικίνδυνα.
   Οι Έλληνες συγγραφείς καταλάμβαναν τον περισσότερο χώρο πάνω στα ράφια και μπορούσες να διαβάσεις τα ονόματά τους στις ράχες των τόμων. Διεκδικούσαν το έδαφος από τους θρησκευτικούς συγγραφείς. Εδώ η λογική ερχόταν σε αντίθεση με το θαύμα. Πιο κει, ο φιλόσοφος συγκρουόταν με τον άγιο. Στη μέση του δωματίου, η Βίβλος του Μαζαρίνου του Γουτεμβέργιου μοιραζόταν το ίδιο αναλόγιο με τη Μήδεια του Ευριπίδη. Τα δύο έργα καθρέφτιζαν στην εντέλεια τη διπλή προσωπικότητα του πατέρα της Τσετσίλια. Φανατικός χριστιανός κάποιες ώρες, φωτισμένος ουμανιστής κάποιες άλλες, ο Αλεσάντρο Μπάφο ήταν στην πραγματικότητα ένας καιροσκόπος που ήξερε να προσαρμόζεται στις περιστάσεις και να βγάζει λεφτά. Έβρισκε πάντοτε λύσεις. Όταν οι στοχασμοί του Πλάτωνα αποδεικνύονταν ανεπαρκείς, αντλούσε από τις Πνευματικές ασκήσεις του Ιγνάτιου ντε Λογιόλα, του μεγαλοφυούς Ισπανού, που είχε πρόσφατα δώσει όρκο αγνότητος και πενίας στο παρεκκλήσι του Σεν-Ντενί, στη Μονμάρτρη.
   Ο Αλεσάντρο είχε και κάποιες άλλες μικρές αδυναμίες.
   "Θα χρειαστεί να ψάξουμε", είπε η Τσετσίλια.
   "Τι να ψάξουμε;"
   "Ξέρεις! Το απαγορευμένο βιβλίο".
   "Κι αν δεν υπάρχει;"
   "Υπάρχει".
   "Πώς είσαι τόσο σίγουρη;"
   "Κάποια μυστικά περνάνε μέσα από τους τοίχους και τα χείλη. Πριν από ένα χρόνο η μητέρα μου μίλησε γι' αυτό με μισόλογα στον εξομολογητή της, έξω στον κήπο. Εγώ κεντούσα, τα άκουσα όμως όλα, ακόμα και τον ιερέα, που είπε στη μητέρα μου ότι δεν ήταν πολύ σοβαρό κι ότι έπρεπε να προσεύχεται και να τιμά τους αγίους. Της απέσπασε και λίγα δουκάτα και το θέμα έληξε. Αποφασίστηκε ότι το περιβόητο βιβλίο δεν έβλαπτε την τιμή της οικογενείας".
   Από τότε είχε αρχίσει η Τσετσίλια τις προσπάθειες για να μπει στη βιβλιοθήκη, όπου της είχε επιτραπεί η είσοδος μία και μοναδική φορά, όταν ζήτησε από τον πατέρα της να δει τα σχέδια του Βιτόρε Καρπάτσιο και του Ούγκο ντα Κάρπι. Σήκωσε το κηροπήγιο προς τον τοίχο όπου κρέμονταν τα έργα. Και έμεινε άναυδη.
   "Παναγιά μου Παρθένα!" έκανε και η Καλή.
   Στη θέση των σεμνών αναπαραστάσεων σε κυανό χαρτί φιγουράριζε τώρα μια ξαπλωμένη γυμνή γυναίκα. Ζωγραφισμένη με λάδι, έμοιαζε να κοιμάται καταμεσής ενός ειδυλλιακού τοπίου, με το ένα της χέρι σεμνά ακουμπισμένο ψηλά στους γλουτούς. Δεν θύμιζε σε τίποτα παρθένα. Όλα πάνω της υποδήλωναν την εγκατάλειψή της στην ηδονή.
   Η Τσετσίλια και η Καλή κρατούσαν την αναπνοή τους. Αυτές, που δεν τολμούσαν να κοιτάξουν το σώμα τους στον καθρέφτη, είχαν μαγευτεί τώρα από τις γεμάτες και χρυσαφένιες καμπύλες της άγνωστης.
   Πρώτη βγήκε από την έκσταση η Τσετσίλια κι άρχισε να προχωρεί πλάι στα ράφια. Μεθοδική καθώς ήταν, μετακινούσε τον ένα μετά τον άλλο τους τόμους και ανακάλυπτε τους τίτλους που κρύβονταν πίσω από την πρώτη σειρά. Υπήρχαν εκεί, έτσι της φαινόταν τουλάχιστον, όσα είχε γράψει η ανθρωπότητα από τον Όμηρο και μετά. Κι όλη αυτή τη γνώση τής την αρνούνταν! Της ερχόταν να βάλει τα κλάματα.
   Κάποια ράφια δεν μπορούσε να τα φτάσει. Έφερε το ψηλό σκαμνί, που προοριζόταν γι' αυτή τη χρήση, και ανέβηκε προς τα δοκάρια της οροφής.
   Είκοσι τόμοι με βίους αγίων δέχτηκαν το χάδι του χεριού της. Τράβηξε τους δύο πρώτους και ανακάλυψε πίσω τους τον Αριστοφάνη. Δεν είχε ακούσει ποτέ γι' αυτόν τον Έλληνα συγγραφέα και της έκανε εντύπωση που τον βρήκε εξορισμένο τόσο μακριά από τους συμπατριώτες του. Αλλά δεν έψαχνε αυτόν. Συνέχισε την έρευνά της και, στο τέλος, ανταμείφθηκε. Το είχε βρει.
   "Hypnerotomachia Polifili", ψέλλισε.
   Ο τίτλος, που είχε ακούσει τη μητέρα της να προφέρει και που τον είχε συγκρατήσει συγκεχυμένα, άστραφτε τώρα με τα χρυσά του γράμματα μπροστά στα μάτια της.
   "Το βρήκα", είπε.
   Η Καλή αναπήδησε. Κοίταζε ακόμα την τρυφηλή Αφροδίτη, ξαπλωμένη πάνω στα βελούδα. Η ψυχή της είχε γεμίσει από αμαρτίες τουλάχιστον για τα επόμενα... δέκα χρόνια. Δεν ήξερε πως θα της πολλαπλασιάζονταν για άλλα τριάντα, μόλις θα άνοιγε τον Ονειροπόλο Πολίφιλο, βελτιωμένη παραλλαγή του πρωτοτύπου, που η περιορισμένη σε πενήντα αντίτυπα έκδοσή του είχε πουληθεί προς πέντε δουκάτα το κομμάτι.
   Το βιβλίο έκαιγε τις παλάμες της Τσετσίλια. Το άνοιξε στην τύχη και αντίκρισε μια άσεμνη ξυλογραφία. Έκλεισε τα μάτια, το ίδιο και η Καλή, κι έγιναν κι οι δυο κατακόκκινες. Όταν ξανάνοιξαν τα μάτια τους, η εικόνα ήταν ακόμα εκεί, το ίδιο σκανδαλιστική. Ένας άντρας σε στύση στεκόταν πίσω από μια γυναίκα που ήταν πεσμένη στα τέσσερα και του έδειχνε τον πισινό της.
   Η Καλή σταυροκοπήθηκε, αλλά δεν ξανάκλεισε τα μάτια. Ήταν κι οι δυο έτοιμες ν' αρχίσουν το διάβασμα. 

   Το πρώτο πράγμα που έκανε η Φλόρα μόλις ξύπνησε, ήταν να ρίξει μια ματιά προς το κανάλι. Η ασημοστόλιστη γόνδολα δεν ήταν πια εκεί. Την είχε δει στον ύπνο της τη νύχτα, πως μ' αυτήν είχε έρθει ένας πρίγκιπας για να την κλέψει, ύστερα όμως το όνειρο έγινε εφιάλτης -μαυροντυμένοι άντρες ήθελαν να της πάρουν το χρυσάφι της. Άνοιξε απότομα τα μάτια, πετάχτηκε απ' το κρεβάτι κι έτρεξε στην κρυψώνα του θησαυρού της. Το κουτί ήταν στη θέση του, στην εσοχή που είχε σκάψει χαμηλά στην καμινάδα του τζακιού. Ήταν βαρύ από τα βενετσιάνικα δουκάτα με τους εγχάρακτους μικρούς ήλιους.  
   Την ευτυχία της ελάχιστα τη διατάρασσαν κάποιοι μακρινοί θόρυβοι. Να 'ταν ο κύριος που μοίχευε με κάποια υπηρέτρια; Ή επέστρεφε από μια ακόμα από τις ξέφρενες βραδιές που οργανώνονταν κατά τη μεριά του Ριάλτο;
   Η Φλόρα έκανε ένα μορφασμό. Η Βενετία ξυπνούσε και, με το πρώτο χάραμα, έβαζε μπρος τις μηχανές του κέρδους. Για πολλούς Δυτικούς η πόλη αποτελούσε το κέντρο του σύμπαντος, αφού αυτή είχε γεννήσει το εμπόριο και τις τράπεζες,  που είχαν κατακλύσει τον κόσμο σαν παλιρροϊκό κύμα και τον είχαν κυριεύσει. Η ασταθής πάνω στους πασσάλους της πολιτεία, που ήταν στο έλεος των κουνουπιών της λιμνοθάλασσας και της αιφνίδιας ανόδου του νερού, ήταν πάντα εκεί, να φωτίζει με τα πλούτη της τις ηπείρους. Οι ρότες που ακολουθούσαν οι στόλοι της έμοιαζαν με ιστό αράχνης, που παγίδευε τα σπάνια εδώδιμα των εξωτικών τόπων και τα χειροτεχνικά προϊόντα των βιομηχανικών χωρών. "Κι εγώ βρίσκομαι στο κέντρο αυτού του ιστού", μονολόγησε η Φλόρα. "Να τι θα πει αληθινή, ανώτερη ζωή!" Η θέση της στο παλάτσο τής έδινε μεγάλη χαρά και ικανοποίηση, δεν έπαυε όμως να κρέμεται από μια κλωστή. Δεν ήταν λίγες οι παιδαγωγοί που είχαν δει τη σταδιοδρομία τους να καταστρέφεται, επειδή κάποια παλιοκόριτσα επέμεναν να κάνουν του κεφαλιού τους. Οι μέρες που έρχονταν προμηνύονταν δύσκολες. Η δέσποινα του σπιτιού, μαζί με τον ιερέα της και τρεις θρησκόληπτες υπηρέτριες, είχε πάει για παραθερισμό σε μια δροσερή κοιλάδα των Άλπεων, κοντά στο Μπολζάνο, εγκαταλείποντας την αγαπημένη της κορούλα στα μιάσματα και τους πειρασμούς της Βενετίας.  
   Πλέκοντας νευρικά τα δάχτυλα στις μπούκλες της, η Φλόρα χαμήλωσε τα μάτια στο πάτωμα. Δεν είχε την ικανότητα να βλέπει μέσα από τους τοίχους, μπορούσε όμως να μαντεύει τι εξυφαινόταν πίσω τους. Προσήλωσε το βλέμμα σ' ένα φανταστικό σημείο και, ακολουθώντας μια νοητή λοξή γραμμή, έφτασε στο κρεβάτι των κοριτσιών. Την ίδια στιγμή ένιωσε να της σηκώνονται οι τρίχες. Τα παλιοθήλυκα είχαν αμαρτήσει, ήταν απόλυτα σίγουρη.
   Ο διάβολος παραμόνευε. Βρισκόταν παντού σε τούτη την πόλη, γινόταν ένα με την ομίχλη, κινούνταν μες στα βουρκόνερα αναζητώντας τη λεία του. Η Τσετσίλια και η Καλή ήταν στο έλεος της γητειάς του. Οι δυο εξαδέλφες έπρεπε να εξαγνιστούν επειγόντως.
   Η Φλόρα ανασκουμπώθηκε. Φόρεσε τη μαύρη γεροντοκορίστικη στολή της, έκρυψε τα μαλλιά της μέσα σ' ένα δαντελένιο σκουφάκι, κάρφωσε μια χρυσή καρφίτσα στο στήθος της, πήρε το προσευχητάρι της και όρμησε στον κάτω όροφο.

   Η λαίλαπα ήταν σφοδρή. Η Τσετσίλια και η Καλή ένιωθαν ακόμα τα κεφάλια τους να βουίζουν. Μια ώρα νωρίτερα η Φλόρα είχε εισβάλει στην κάμαρά τους, εκτοξεύοντας κατάρες και αφορισμούς. Στην αρχή νόμιζαν πως είχε αποκαλυφθεί η νυχτερινή τους εξόρμηση, αλλά όχι. Η γριά κουκουβάγια δεν ήξερε τίποτα, βασιζόταν μόνο στο ένστικτό της. Οι φωνές και οι φοβέρες της θύμιζαν ιεροεξεταστή, είχαν όμως χαθεί μέσα στα σκόπιμα αθώα βλέμματα των δύο συνενόχων.
   "Ετοιμαστείτε για εξομολόγηση και λειτουργία!" τσίριξε η παιδαγωγός, νιώθοντας την αμαρτία να βλασταίνει κάτω από τη λεία επιδερμίδα των κοριτσιών.
   Εξομολόγηση και λειτουργία. Πετούσαν τη σκούφια τους γι' αυτά. Ήταν μια από τις σπάνιες ευκαιρίες που είχαν για να ξεφύγουν από τον εγκλεισμό τους στο παλάτσο, όπου ο αέρας ήταν βαρύς απ' την κλεισούρα, να βρεθούν κοντά σε άλλους ανθρώπους, ν' ακούσουν βλαστήμιες, γέλια, τραγούδια, χάχανα, καβγάδες, και... ν' ανταλλάξουν κρυφές ματιές με νεαρούς.
   Ποιος όμως θα τις πρόσεχε κάτω από τα βαριά φορέματα από δαμασκηνό βελούδο με τους ψηλούς γιακάδες; Κανένα κόσμημα δεν στόλιζε τη θλιβερή αμφίεσή τους, κανένα ατίθασο τσουλούφι δεν γλύκαινε τη συμμετρία των μαλλιών τους, που ήταν τραβηγμένα και πιασμένα σ' ένα σφιχτό σινιόν χαμηλά στο λαιμό. Κι είχαν και τη Φλόρα, να παγώνει με το διαπεραστικό και δεσποτικό της βλέμμα ακόμα και τους πιο τολμηρούς. Κανένας δεν δοκίμαζε να τις πλησιάσει, ούτε καν για να τους πουλήσει ένα φρούτο ή να τους ζητήσει ελεημοσύνη. Ένα φυσικό εμπόδιο, ένας αόρατος κύκλος με κέντρο την παιδαγωγό, που προχωρούσε ένα βήμα πίσω από τις κοπέλες, απαγόρευε κάθε προσέγγιση.
   Παρ' όλα αυτά, η Τσετσίλια και η Καλή ήταν χαρούμενες. Τα βλέμματά τους εξερευνούσαν κάθε γωνιά. Μόλις μπήκαν στο Κάμπο ντι Σαν Μαργκερίτα, άνοιξαν διάπλατα τα μάτια τους μπροστά στην πολυκοσμία που αντίκρισαν. Οι χωρικοί, που έρχονταν με βάρκες από τη Μέστρε και τα παραλιακά χωριά, είχαν καταλάβει όλη την περιφέρεια της τεράστιας πλατείας. Γύρω από τους πάγκους τους, που ήταν λουσμένοι στο πρώτο φως της αυγής και πολύχρωμοι σαν ταμπλό βιβάν, συνωστίζονταν οι απλοί άνθρωποι από τις λαϊκές γειτονιές και οι υπηρέτες των ευγενών. Απλωμένα στις ψάθες τους και λουσμένα από τις πρωινές δροσοσταλίδες, τα μαρούλια, τα αντίδια και τα πράσα έκλειναν στην πράσινη αγκαλιά τους νησίδες από καρότα και λόφους από λάχανα, που θύμιζαν με το λευκό τους χρώμα τα χιόνια των Δολομιτικών Άλπεων και του Γκλόκνερ. Αμέτρητα χέρια ψαχούλευαν, ζύγιζαν και χάιδευαν τα λεία, σαν μπάλες κανονιού, πεπόνια. Όλη η λαϊκή αγορά ανάδινε έντονο αισθησιασμό. Στις δροσερές ευωδιές των καρπών της γης έρχονταν να ανακατευτούν οι θαλασσινές μυρωδιές των ψαρικών. Οι οσμές των μπαχαρικών έφερναν ζάλη στις δυο εξαδέλφες. Σ' ένα σοκάκι, μέσα σε μικρά κουτάκια, πάνω στους πάγκους των μικρομάγαζων, ήταν αραδιασμένα κανέλα, πιπέρι, κάρι, ζαφορά, γλυκάνισο, πάπρικα και άλλα σπάνια αρτύματα. Η Τσετσίλια και η Καλή ρουφούσαν αχόρταγα τις ευωδιές. Τα ρουθούνια τους τρεμόπαιζαν, τα στήθη τους πάλλονταν, τα κεφάλια τους γέμιζαν από εξωτικές εικόνες και παράξενα ταξίδια, τόσο που, μόλις έφτασαν στην πλατεΐτσα του Σαν Πανταλεόνε, τόλμησαν να ρίξουν φευγαλέες ματιές προς τα κανάλια, όπου σουλατσάριζαν ναύτες και βαρκάρηδες.
   "Θα πάτε στην Κόλαση!" 
   Η φωνή της παιδαγωγού έφτασε μέχρι το πολύχρωμο άγαλμα του Σαν Πανταλεόνε, που ήταν κρυμμένο μέσα στην εκκλησούλα. Η Φλόρα είχε δει τις πονηρές ματιές που έριχναν οι εξαδέλφες. Πολύ θα ήθελε να τους δώσει μερικές βιτσιές στα δάχτυλα, να τινάξει από πάνω τους τα απαράδεκτα όνειρα σεξουαλικών ορέξεων που αναστάτωναν τις αισθήσεις των δύο ξελογιασμένων. Δεν μπορούσε όμως να τις τιμωρήσει μπροστά σε τόσο κόσμο. Ένιωσε κάτι σαν στέρηση, γιατί πίστευε πολύ στα πλεονεκτήματα της σωματικής τιμωρίας, κι ένα βαθύ φόβο γιατί διακυβευόταν το μέλλον της. Ο Αλεσάντρο Βενιέρ Μπάφο δεν ανεχόταν καμιά παρεκτροπή. Η κόρη του η Τσετσίλια ήταν εγγύηση μιας μελλοντικής εμπορικής συμφωνίας και αύξησης της δύναμής του. Λογάριαζε να την παντρέψει με το γιο του τραπεζίτη Πιζάνι. Η Τσετσίλια, λοιπόν, έπρεπε να παραμείνει παρθένα, όχι μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά.
   Είμαι υπεύθυνη για την αγνότητά τους, είπε μέσα της η Φλόρα.
   Γι' αυτό και μία ήταν η σκέψη της, ένας ο στόχος της: να αναγκάσει αυτές τις ασυνείδητες να γονατίσουν μπροστά στον Εσταυρωμένο. Ο Υιός του Θεού θα ήξερε να εξαγνίσει τις διεφθαρμένες ψυχές τους. Κανείς δεν αντιστεκόταν στο διαπεραστικό βλέμμα του.
   Άνοιξε το βήμα και ίσιωσε το θώρακα, μόλις είδε το επιβλητικό πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην εκκλησία ντέι Φράρι. Το φραγκισκανικό οικοδόμημα έπνιγε με τον μαρμάρινο και τούβλινο όγκο του τα διπλανά οικήματα και υψωνόταν, επιβλητικό, προς τα ουράνια, απ' όπου αντλούσε το μεγαλείο του. Στα πόδια του, κάτω από την πύλη Σαν Μάρκο, που τη φύλαγε μια Παρθένος ανάμεσα σε δυο αγγέλους, υπήρχε συνωστισμός. Ένα φανταχτερό και θορυβώδες πλήθος περνούσε ανάμεσα από πλανόδιους μικροπωλητές, σκοντάφτοντας πάνω στους χασομέρηδες και τους ζητιάνους που στέκονταν σε σκιερές γωνιές. Πιο πέρα από εκείνη την ανθρωποθάλασσα, λοχίες και εθνοφύλακες με σιδερένια κράνη στέκονταν κατά μήκος του καναλιού ντέι Φράρι, που ήταν γεμάτο από πολυποίκιλτες γόνδολες. Υπήρχε ένταση στην ατμόσφαιρα και κάθε τόσο ξεσπούσαν μικροσυμπλοκές.
   Η Τσετσίλια, η Καλή και η Φλόρα αγνόησαν τα απλωμένα χέρια των φτωχοδιάβολων. Προχώρησαν προς τον τεράστιο νάρθηκα και αμέσως έφτασαν στ' αυτιά τους οι μακρόσυρτες προσευχές που ανέβαιναν προς το θόλο. Τα ξύλινα ερείσματά του στηρίζονταν στους ογκώδεις κίονες που πάνω τους έσπαζαν τα κύματα των πιστών, που έρχονταν να θαυμάσουν το φωτεινό πίνακα του Τισιάνο, τον τοποθετημένο ψηλά, ανάμεσα στα βιτρό του ιερού.
   Τη Φλόρα δεν την είχε γοητεύσει ποτέ εκείνη η Κοίμηση της Θεοτόκου. Γι' αυτήν τα έργα του Τισιάνο ήταν παρακμιακά. Έντυνε τα μοντέλα του με εξαρτήματα βαριά και ευτελή, κάνοντάς τα να μοιάζουν με τους Βενετσιάνους που σουλατσάριζαν στην πλατεία Σαν Μάρκο τις γιορτινές μέρες. Ήταν μάλιστα τόσο αναίσχυντος, που είχε ζωγραφίσει ένα ανάθημα στην Αφροδίτη, με μερικά αγγελάκια να παίζουν ένα οργιαστικό παιχνίδι στα πόδια της παγανιστικής θεάς. Ήταν κακός χριστιανός, άγιος όμως σε σύγκριση μ' εκείνον το σατανά τον Τζορτζόνε, που είχε ζωγραφίσει γυμνές λάγνες γυναίκες. Αυτός είχε πεθάνει και τώρα καιγόταν στην Κόλαση. Δίκαιη τιμωρία. Η Φλόρα χαιρέτιζε τη διορατικότητα των ουράνιων κριτών.
   "Καλά του έκαναν, έλαβε ό,τι του άξιζε!" είπε με δυνατή φωνή.
   "Ποιος, δεσποσύνη;" ρώτησε η Τσετσίλια.
   "Εσύ, έλα από δω και στάσου στην ουρά", τη μάλωσε η παιδαγωγός, που είχε διακρίνει την ειρωνεία στην ερώτηση της προστατευόμενής της. 
   Η Τσετσίλια δεν χαμήλωσε τα μάτια. Είχε προσέξει ότι οι συνομιλητές της δεν άντεχαν το βλέμμα της και της άρεσε να τους επιβάλλεται με τη λάμψη του. Κυρίως όταν απέναντί της είχε τη γριά κουκουβάγια. Η Φλόρα ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα.
   "Μικρή ξεδιάντροπη!" μουρμούρισε, δίνοντας μια δυνατή τσιμπιά στο μπράτσο του κοριτσιού και σπρώχνοντάς το προς το εξομολογητήριο.
   Η Τσετσίλια μειδίασε. Το βαρύ βελούδο του φορέματός της είχε και τα καλά του. Τα γαμψά δάχτυλα της δεσμοφύλακός της δεν την είχαν πονέσει καθόλου. Υπέφερε όμως από τη ζέστη. Ιδρώτας κυλούσε στην πλάτη της, στους γλουτούς της και ανάμεσα στα στηθάκια της, που είχαν μόλις αρχίσει να σχηματίζονται. Ένιωθε βρώμικη, και θα 'δινε τουλάχιστον δύο δουκάτα προκειμένου να κάνει γυμνή μπάνιο στη λιμνοθάλασσα. Δεν ήταν, ωστόσο, η μόνη που ζεσταινόταν. Την ίδια δυσφορία αισθάνονταν και οι τρεις γυναίκες που στέκονταν μπροστά της.  

   Δεν υπήρχαν άντρες που περίμεναν να εξομολογηθούν. Σπάνια υπήρχαν. Για την ακρίβεια, η Τσετσίλια δεν είχε δει ποτέ κανέναν να μπαίνει στο ξύλινο κουβούκλιο. Θα έλεγε κανείς ότι οι άντρες δεν είχαν να προσάψουν τίποτα στους εαυτούς τους. Της ήταν δύσκολο να τη δεχτεί αυτή την ιδέα, όπως της ήταν δύσκολο να δεχτεί και τις ιδέες που προσπαθούσαν να της εμφυσήσουν από τότε που έφτασε σε ηλικία να καταλαβαίνει -τα κορίτσια γεννιούνται σημαδεμένα από το αμάρτημα, είναι πιο αδύναμα και λιγότερο έξυπνα από τα αγόρια, είναι ανίκανα να ασκήσουν καλλιτεχνικά επιτηδεύματα, να κρατήσουν όπλο, να διεκπεραιώσουν μια υπόθεση...
   Το πρόσωπο της Τσετσίλια σκοτείνιασε. Πόσο θα ήθελε να τα αλλάξει όλα αυτά! Ας της έδινε ο Θεός ένα κομμάτι εξουσίας, ένα τοσοδά κομματάκι! Ύψωσε τα μάτια προς τον ουρανό, ακολουθώντας μια ηλιαχτίδα. Τίποτα όμως δεν ήρθε από εκεί ψηλά. Όταν το βλέμμα της επέστρεψε προς το εξομολογητήριο, σταμάτησε πάνω σε μια χρυσαφιά λάμψη.
   Από τη σκιά μιας αψίδας είχε ξεπροβάλει μια νέα και πανέμορφη γυναίκα. Το βαρύτιμο χρυσό περιδέραιο που φορούσε στο λαιμό έμοιαζε να αιχμαλωτίζει όλο το φως που έμπαινε απ' έξω, καθώς και το φως από τις αμέτρητες λαμπάδες της εκκλησίας. Ένας χρυσός ταύρος με μάτια από ρουμπίνια έπεφτε πάνω στο πλούσιο στήθος της, που το αναδείκνυε το χαμηλό και σφιχτό ντεκολτέ του φορέματός της.
   Να ήταν καμιά από εκείνες τις πρόστυχες γυναίκες που σύχναζαν γύρω από το Ριάλτο; Η Τσετσίλια είχε παραλύσει. Δεν ήθελε να γυρίσει το κεφάλι, για να μη δει τα μούτρα που θα έκαναν η Καλή και η Φλόρα. 
   "Δεν είναι από τις παλιογυναίκες του Ριάλτο", κατέληξε μέσα της, ύστερα από προσεκτική παρατήρηση. Στην πραγματικότητα, δεν ήξερε τίποτα για τις τυχοδιώκτριες που σήκωναν εύκολα τα φουστάνια τους και κέρδιζαν τη ζωή τους στα καπηλειά. Είχε πάρει το αυτί της κάποια σκόρπια λόγια από συζητήσεις ανάμεσα στους υπηρέτες του παλάτσο, που δεν αποκάλυπταν όμως τίποτα σπουδαίες προστυχιές. Ωστόσο ήταν αρκετές για να εξάψουν τη φαντασία της.
   Όχι, αυτή η γυναίκα δεν ανήκε στην αδελφότητα των ιερόδουλων. Είχε αριστοκρατικό παρουσιαστικό, λεπτό στόμα, καθαρά γαλάζια μάτια, και φορούσε πράσινο φόρεμα από μουαρέ μετάξι, κεντημένο με χρυσή κλωστή, που πρέπει να άξιζε μια περιουσία. Ένα αριστούργημα που η Τσετσίλια δεν κατόρθωνε να υπολογίσει την αξία του. 
   "Τόσο πολύ σε μάγεψα;"
   Η ξανθή οπτασία τής είχε κάνει μια ερώτηση. Η Τσετσίλια δεν ήξερε τι στάση να τηρήσει. Δεν της επιτρεπόταν να μιλάει σε αγνώστους. Περίμενε την επέμβαση της παιδαγωγού, αλλά η γριά κουκουβάγια δεν εκδηλωνόταν. 
   "Κατάπιες τη γλώσσα σου;"
   "Όχι, αλλά ξέρετε..."
   "Θα σε μαλώσει η παιδαγωγός σου; Έτσι νομίζεις; Δεν θα πει τίποτα, σε διαβεβαιώ. Είμαι μια Κορνάρο".
   Η Τσετσίλια ένιωσε να γίνεται μια σταλιά. Οι Κορνάρο ήταν μία από τις ισχυρότερες οικογένειες της Γαληνότατης. Τώρα καταλάβαινε γιατί η παιδαγωγός της δεν είχε τολμήσει να επέμβει.
   "Μετά το γάμο μου όμως φέρω το όνομα των Κονταρίνι. Μπεατρίτσε Κορνάρο Κονταρίνι. Στις προσταγές σου".
   Αυτό πια ήταν πάρα πολύ. Το ένδοξο όνομα των Κονταρίνι αντήχησε μες στο κεφάλι της Τσετσίλια. Οι Κονταρίνι είχαν δώσει πολλούς δόγηδες στη Βενετία και τους ήξεραν όλες οι υψηλές προσωπικότητες της Ευρώπης και της Ανατολής. Το παλάτσο τους, το Παλάτσο Ντάντολο, ήταν ένα κόσμημα στις όχθες του Μεγάλου Καναλιού. Τίποτα δεν αντιστεκόταν στη δύναμή τους. Τίποτα απολύτως. Και αυτή η ωραία και χαμογελαστή νέα γυναίκα είχε ενώσει μαζί τους τον κλάδο των Κορνάρο. Το πιο παράξενο ήταν πως έμοιαζε να είναι μόνη, χωρίς συνοδό, χωρίς φρουρό, χωρίς νταμ ντε κομπανί, με τα κοσμήματα και τη γυμνή επιδερμίδα της εκτεθειμένα στη βουλιμία της φτωχολογιάς.
   "Λέγομαι Τσετσίλια Βενιέρ Μπάφο", είπε το κορίτσι σιγανά.
   Τα είχε τελείως χαμένα. Το εγχειρίδιο καλών τρόπων που της είχαν βάλει με το ζόρι στο κεφάλι της δεν έλεγε τίποτα για τις ιδιωτικές συνομιλίες στις εκκλησίες. Γύρω τους προσεύχονταν άνθρωποι με ενωμένα χέρια και κλειστά μάτια, εκστασιασμένοι μοναχοί πρόσφεραν την ψυχή τους στους αγίους, καθένας εξαγόραζε τις αμαρτίες του και αγόραζε τη χάρη των κατοικούντων στους ουρανούς. Έβλεπες τις προσφορές να ανεβαίνουν από τα στήθη και τον ιδρώτα να λαμπυρίζει στα μέτωπα της παράξενης εκείνης πελατείας.
   "Αγνόησέ τους", είπε η Μπεατρίτσε Κορνάρο Κονταρίνι. "Είναι πολύ απασχολημένοι με τη συνείδηση και το πουγκί τους ώστε να δώσουν σημασία σ' εμάς".
   Η Τσετσίλια ένιωσε καθησυχασμένη. Κάτι της έλεγε πως, κοντά σ' αυτή τη μεγάλη δέσποινα, τίποτα κακό δεν μπορούσε να της συμβεί.
   "Το φόρεμά σας... ανα... αναρωτιέμαι αν πήρατε ειδική άδεια... από το σύζυγό σας".
   Η Μπεατρίτσε λίγο έλειψε να βάλει τα γέλια. Το στόμα της άνοιξε δείχνοντας δυο σειρές αστραφτερά και παράξενα μυτερά δόντια. Το σαρκοβόρο χαμόγελό της έκανε μεγάλη εντύπωση στο κορίτσι και τα λόγια που ακολούθησαν την αποσβόλωσαν:
   "Σε ό,τι αφορά την εμφάνισή μου, κάνω αυτό που μου αρέσει. Ο σύζυγός μου δεν έχει καμιά δουλειά να επεμβαίνει στον τρόπο που ντύνομαι. Είναι προνόμιο των σύγχρονων γυναικών, το αποκτήσαμε από τότε που οι παππούδες μας μπήκαν στον ανταγωνισμό της προίκας. Όσο πιο πλούσια μας παντρεύουν, τόσο πιο υποταγμένους συζύγους έχουμε".
   Κάτι έλαμψε ξαφνικά στο μυαλό της Τσετσίλια. Η προίκα ανήκε στη γυναίκα. Έμενε στην κυριότητά της και μπορούσε, αν χήρευε, να τη διαθέσει όπως ήθελε. Αλλά κι όσο ζούσε ο σύζυγός της ήταν ελεύθερη να την κληροδοτήσει με διαθήκη σε πρόσωπο της επιλογής της, αναγκάζοντας έτσι τον άντρα της, που έτρεφε την ελπίδα να είναι αυτός ο δικαιούχος, σε κάποιο είδος υποταγής. Η Γαληνότατη, η Δημοκρατία της Βενετίας, μέχρι το 1505 που ψηφίστηκε σχετικός νόμος, είχε καταβάλει μεγάλες προσπάθειες για να βάλει κάποιο όριο στην άνοδο των προικών. Ο νόμος όριζε το ανώτατο ύψος της προίκας στα τρεις χιλιάδες δουκάτα. Ωστόσο η Γερουσία ακόμα πάλευε να περιορίσει αυτό το κοινωνικό φαινόμενο, που έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις και απειλούσε την ισορροπία της Δημοκρατίας της Βενετίας. Η Τσετσίλια είχε ακούσει τον πατέρα της να παραπονιέται στους συνεργάτες του: "Οι νέοι της Βενετίας δεν ονειρεύονται πια να κατακτήσουν τις θάλασσες, ονειρεύονται τις προίκες. Έχουν χάσει την αγάπη για την περιπέτεια. Αν θέλουμε, φίλοι μου, να ξαναβρούμε την παλιά μας παντοδυναμία, πρέπει να κόψουμε τον κάβο που κρατάει τους condottieri, τους αρχηγούς των μισθοφόρων, δεμένους στα φουστάνια των γυναικών".
   "Δεν πιστεύω πως ο πατέρας μου θα μου δώσει μεγάλη προίκα", είπε νιώθοντας το μέλλον της σκοτεινό.
   "Θα το κάνει. Θα ακολουθήσει το γενικό κανόνα. Θα σε προικίσει από φιλότιμο και περηφάνια... Αλλά τι σε νοιάζει εσένα αυτό; Δεν είσαι από τις κοπέλες που θα χρησιμοποιούσαν τέτοια ευτελή μέσα, το βλέπω στα μάτια σου. Εσύ θα επιβληθείς με τη θέλησή σου... Ό,τι κι αν συμβεί. Κι εγώ θα σε βοηθήσω..."
   Εκείνα τα "'ό,τι κι αν συμβεί" και "θα σε βοηθήσω", είχαν ειπωθεί με έναν ψίθυρο όπου ένιωθες την αιχμή κάποιου κινδύνου. Προκάλεσαν στην Τσετσίλια κι άλλες απορίες, δεν μπόρεσε όμως να τις διατυπώσει. Η Μπεατρίτσε μπήκε στο εξομολογητήριο και αυτομάτως η κοπέλα ξαναβρέθηκε απροστάτευτη. Άκουσε πίσω της ένα ελαφρύ σύρισμα και γύρισε το κεφάλι. Η παιδαγωγός είχε ξαναβρεί την αναπνοή της. Το πρόσωπό της ήταν κάτωχρο, είχε πάρει το υπόλευκο χρώμα των κεριών. Στα μάτια της άναβαν δυο μικρές φλόγες.
   Όμως η Φλόρα δεν ήξερε πώς να κατσαδιάσει τη μαθήτριά της. Η ιδιαίτερη συνομιλία της με την πανίσχυρη Μπεατρίτσε Κορνάρο Κονταρίνι είχε τυλίξει το κορίτσι σε μια ιερή αύρα. Τι μπορούσαν να έχουν πει; Η Φλόρα θα ορκιζόταν πως η Κορνάρο τη γνώριζε τη μικρή, το είχε διαβάσει στα μάτια της. Αλλά πώς; Ο Αλεσάντρο Μπάφο δεν είχε συνεργαστεί ποτέ με τους Κορνάρο και, παρ' ότι ανήκε στο Μεγάλο Συμβούλιο με τα δύο χιλιάδες μέλη, ο ίδιος έμενε έξω από τις υψηλές σφαίρες επιρροής.
   Ξεφύσηξε φουρκισμένη και ανέβαλε για αργότερα την ανάκριση. Το στήθος της σφίχτηκε πάλι -η Κορνάρο έβγαινε από το κουβούκλιο. Η εξομολόγησή της ήταν πολύ σύντομη. Η νέα γυναίκα δεν μπήκε καν στον κόπο να γονατίσει για μια μετάνοια. Σίγουρα τον είχε εξαγοράσει τον εξομολογητή.
   Η Μπεατρίτσε χαμογέλασε αχνά στην Τσετσίλια κι ύστερα χάθηκε στις μεγάλες σκιές της εκκλησίας. Η Τσετσίλια θα ήθελε να την ακολουθήσει, να δεθεί σ' εκείνο το χαμόγελο, να γίνει φίλη της. Ήταν όμως αναγκασμένη να μπει με τη σειρά της σ' εκείνο το "κλουβί για τα αμαρτήματα", όπως το έλεγε. Δεν της άρεσε να εξομολογείται, αφού όμως έπρεπε να το κάνει, προτιμούσε να ανοίγει την καρδιά της σε κάποιον άγνωστο, παρά στον εξομολογητή της μητέρας της, έναν λιπαρό και πομπώδη ιερέα που η Τσετσίλια μάντευε τη λάγνα φύση του.   

   Η Φλόρα μετρούσε νοερά την ώρα. Την υπολόγιζε βάσει των Πάτερ Ημών που έλεγε μέσα της, ρίχνοντας συνέχεια λοξές ματιές προς το εξομολογητήριο. Η μικρή αργούσε, είχε μάλλον πολλά να πει. Η παιδαγωγός αναρωτιόταν τι λογής να ήταν οι αμαρτίες που βάραιναν την ψυχή της Τσετσίλια.
   "Είναι ικανή να τις βγάζει απ' το μυαλό της μόνο και μόνο για να προκαλέσει εντύπωση", μονολόγησε βράζοντας απ' το κακό της. Ο κόσμος θα έλεγε πως η Φλόρα δεν εκτελούσε σωστά τα καθήκοντά της, ότι δεν επέβλεπε όσο έπρεπε τις δύο εξαδέλφες. Έριξε μια ματιά γύρω της. Κανείς δεν κοίταζε προς το μέρος τους. Ταπεινές και λυγισμένες στα δύο, οι φιγούρες συνέχιζαν να λιώνουν τα γόνατά τους πάνω στις πλάκες, υψώνοντας κάθε τόσο τα υγρά τους βλέμματα προς τους σταυρούς και τους αγίους. Παρ' όλα αυτά, η Φλόρα δεν ησύχασε. Από την τελευταία πανσέληνο και μετά τίποτα δεν της πήγαινε καλά, τίποτα, ούτε καν το κορμί της. Υπέφερε από πόνους στο στομάχι, σουβλιές στα νεφρά, πονοκεφάλους, και τα πόδια της έτρεμαν.
   Κάτι προετοιμαζόταν, θα συνέβαινε κάποιο γεγονός που θα αναστάτωνε την ήρεμη ζωή της, ήταν σίγουρη γι' αυτό. Υπήρχε ένας γερο-αστρολόγος κάπου κοντά στο Κανάλι του Ελέους. Αυτός θα ήξερε. Για μια στιγμή σκέφτηκε να πάει να τον δει, αλλά μετά άλλαξε γνώμη -η επίσκεψη ήταν ακριβή. Έψαξε για κάποια δικαιολογία και τη βρήκε προσηλώνοντας το βλέμμα στο λυπημένο πρόσωπο ενός Αγίου Ιωάννη από ζωγραφισμένο ξύλο. Ξεροκατάπιε και σιγομουρμούρισε: "Άγιε μου Ιωάννη, δεν θέλω να γνωρίζω το ριζικό μου. Φαντάσου να μου πουν κάτι δυσοίωνο. Αν μου είναι γραφτό να υποφέρω, δεν θέλω να το ξέρω. Έτσι θα μπορώ πάντα να ελπίζω. Είναι αμαρτία να θέλουμε να προβλέπουμε το μέλλον, Άγιε Ιωάννη. Γι' αυτό προτιμώ να το αγνοώ. Είμαι ταπεινή δούλη σου, το ξέρεις... Προστάτευσέ με λοιπόν!"
   Εκείνη τη στιγμή η Τσετσίλια βγήκε από το εξομολογητήριο. Η παιδαγωγός ευχαρίστησε τον Άγιο Ιωάννη και έσπευσε να μπει στο κουβούκλιο. Η βιασύνη της ξάφνιασε την Καλή, που ετοιμαζόταν να ανακουφίσει την ψυχή της από το βαρύ αμάρτημα που είχε διαπράξει την περασμένη νύχτα. Η εξαδέλφη της έτρεξε κοντά της.
   "Κοίτα μην πεις τίποτα για χθες βράδυ! Δεν το είδες ποτέ σου το βιβλίο".
   "Μα..."
   "Δεν έχει μα".
   "Η τιμωρία θα πέσει πάνω στα κεφάλια μας", είπε η Καλή υψώνοντας τα φοβισμένα μάτια της στο θόλο της εκκλησίας.
   "Κι εγώ σου λέω να μη φανερώσεις τίποτα. Ο εξομολογητής είναι παράξενος. Για να το πω αλλιώς, δεν μου φάνηκε άνθρωπος της Εκκλησίας. Μου έκανε κάτι περίεργες ερωτήσεις για τα πράγματα που μου αρέσουν, για τον πατέρα και τη μητέρα μου, για σένα και την οικογένειά μας, για τις κρυφές επιθυμίες μου, πώς βλέπω τη Δημοκρατία της Βενετίας και γενικά τον κόσμο. Και μετά μου είπε να πηγαίνω χωρίς να μου δώσει μετάνοιες. Ευλογήθηκα, εξαγνίστηκα, κι ας μην πρόλαβα ούτε ψέματα να πω, ούτε να βγάλω απ' το μυαλό μου τίποτα αμαρτήματα!"
   Η Καλή είχε χάσει τη μιλιά της. Τι σόι εξομολογητής ήταν αυτός που κρυβόταν στο μισοσκόταδο του κουβουκλίου; Ήθελε να κάνει κι άλλες ερωτήσεις στην εξαδέλφη της, εκείνη όμως προχώρησε βιαστικά προς την Αγία Τράπεζα.
   "Θα τιμωρηθεί", είπε μέσα της η Καλή, καθώς κοίταζε την ξαδέλφη της με ορθάνοιχτα μάτια. Η Τσετσίλια δεν επιτρεπόταν να απομακρύνεται πάνω από δέκα βήματα και τώρα είχε κάνει τριάντα. "Θα τιμωρηθούμε", διόρθωσε η κοπέλα, παρακαλώντας την Παρθένο Μαρία να φέρει πίσω την άμυαλη. Μ' ένα κόμπο στο λαιμό, την είδε να χάνεται πίσω από έναν κίονα.
   Η Τσετσίλια ένιωσε να ελευθερώνεται. Να μοιάζει στην Μπεατρίτσε Κορνάρο Κονταρίνι. Ήταν μια υπέροχη αίσθηση. Το κορμί της το διαπερνούσαν πότε παγωμένα ρίγη και πότε κύματα έξαψης. Της φαινόταν πως αντιλαμβανόταν καλύτερα τα πράγματα και τους ανθρώπους. Δεν ένιωθε πια το βλέμμα της Φλόρας να την κρατά αλυσοδεμένη στην ασφυκτική σφαίρα της κοσμιότητας. Πήρε βαθιά αναπνοή για να γεμίσει τα πνευμόνια της με την ευωδιά του λιβανιού και του μύρτου, με τα μοσχοβολιστά αρώματα από τις γυναικείες επιδερμίδες και την αψιά μυρωδιά από τις δερμάτινες στολές των στρατιωτών. 
   Προχώρησε χωρίς να δίνει σημασία στους πιστούς γύρω της. Η Παρθένος της Οικογενείας Πεζάρο, ζωγραφισμένη από τον Τισιάνο δεκαπέντε χρόνια πριν, ασκούσε στην Τσετσίλια ακαταμάχητη έλξη. Ήταν ο αγαπημένος της πίνακας κι ας τον είχε δει μόνο τρεις φορές. Μόλις τον πλησίασε, ένιωσε να τη μαγεύουν τα πρόσωπα με τις πλούσιες φορεσιές που, γονατιστά, προσεύχονταν με θέρμη. Ανάμεσά τους ήταν ένας Τούρκος κάτω από το κόκκινο λάβαρο της Βενετίας, ένας μοναχός όρθιος και εκστατικός, έτοιμος να δώσει τη ζωή του για να φτάσει στο σύννεφο, όπου έπαιζαν δυο αγγελάκια και ο μικρός Ιησούς που ανασήκωνε με το στρουμπουλό χεράκι του το πέπλο της μητέρας του.
   Η Παρθένος. Η Τσετσίλια δεν είχε μάτια παρά γι' αυτήν. Η μελαχρινή Μαρία, με το οβάλ πρόσωπο και τα μαύρα μάτια, έλαμπε στο θρόνο της. Δεν έμοιαζε με τις άλλες χλομές και κουρασμένες Παναγίες, που συνήθως αποτύπωναν οι ζωγράφοι ανέκφραστες κάτω από τα φωτοστέφανά τους.
   "Μου μοιάζει", είπε μέσα της η Τσετσίλια και τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα. Πώς τολμούσε να συγκρίνει τον εαυτό της με την Παρθένο του Τισιάνο; Κι όμως, ήταν ολοφάνερο -αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι η μεγαλύτερη αδελφή της. Ίδια φωτεινή επιδερμίδα, ίδια ελαφρώς ανασηκωμένα χείλη, ίδια ίσια μύτη, ίδιο λαμπερό βλέμμα κάτω από πυκνές βλεφαρίδες.
   Η Τσετσίλια στεκόταν σαν μαγεμένη. Δεν άκουσε να την πλησιάζουν δύο νεαροί, που την είχαν δει λίγο πριν να προχωρεί προς το ιερό, δεν τους αντιλήφθηκε ούτε όταν στάθηκαν πλάι της, ο ένας απ' τη μια κι ο άλλος απ' την άλλη, και την κοίταξαν προσεκτικά. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν πάνω από τα χυτά, μεταξένια μαλλιά της. Πόσο θα ήθελαν να τα χαϊδέψουν! Ο ένας ξερόβηξε σιγανά. Η Τσετσίλια έστρεψε ανεπαίσθητα το κεφάλι και ανακάλυψε το γοητευτικό νέο που της χαμογελούσε.
   Κοκκινίζοντας πάλι, γύρισε απ' την άλλη και συνάντησε τα πράσινα μάτια του δεύτερου νέου. Αυτό πια πήγαινε πολύ. Ένιωσε να παραλύει. Ήθελε να φύγει, αλλά τα πόδια της είχαν γίνει βαριά σαν μολύβι και δεν την υπάκουαν. Αν εκείνη τη στιγμή εμφανιζόταν η Φλόρα, ήταν νεκρή.
   "Μη φοβάστε", είπε ο νεαρός με τα πράσινα μάτια.
   Τι έπρεπε να κάνει; Δεν ήξερε. Πρώτη φορά στη ζωή της την πλησίαζαν άγνωστοι. Και ήταν και τόσο όμορφοι! Είχαν καστανά μαλλιά με μπούκλες που τους έπεφταν στους ώμους, ηλιοκαμένη επιδερμίδα, φορούσαν χρυσούς κρίκους στ' αυτιά και στα δάχτυλα δαχτυλίδια σαν αυτά που φορούν οι σουλτάνοι. Από το άνοιγμα στις κεντητές ζακέτες τους φαινόταν το τρίχωμα που μόλις άρχιζε να φυτρώνει στο στέρνο τους. Τα ξίφη με τις σκαλιστές λαβές τούς κατέτασσαν στην τάξη των ευγενών.
   Η Τσετσίλια είχε καταγράψει όλες αυτές τις λεπτομέρειες. Ένα λεπτό τής ήταν αρκετό για να χαράξει για πάντα στη μνήμη της τους δυο τολμηρούς νέους. Το πρόσωπό της ήταν ακόμα κατακόκκινο και δεν ήξερε πώς να καταλαγιάσει την καρδιά της, που χτυπούσε σαν τύμπανο πριν τη μάχη. Ύψωσε τα μάτια προς την Παρθένο του Τισιάνο, ψάχνοντας να βρει εκεί την ηρεμία που ζητούσε.
   "Σας μοιάζει", είπε ο νέος που στεκόταν δεξιά της.
   "Οι Πεζάρο είναι της οικογενείας σας;" ρώτησε ο άλλος, μελετώντας τον πίνακα που απεικόνιζε τα  μέλη του ισχυρού εκείνου οίκου. 
   Η Παρθένος δεν ήταν άλλη από τη μεγάλη κόρη του πατριάρχη. Ο ζωγράφος την είχε απαθανατίσει ως μητέρα του Χριστού, πριν πεθάνει από κάποια επιδημία.
   "Όχι..."
   Είχε ακούσει τον εαυτό της να λέει όχι. Το αίμα έβαψε πάλι τα μάγουλά της. Δεν άντεχε άλλο, θα λιποθυμούσε. Μα δεν καταλάβαιναν ότι την εξέθεταν κι ότι εξαιτίας τους κινδύνευε να τιμωρηθεί αυστηρά; Η Φλόρα θα εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή και θα διέλυε το όνειρο.
   "Ονομάζομαι Μάρκο Πριόλι".
   "Κι εγώ Πιέτρο ντα Νάρνι".
   Το όνομα Πριόλι δεν έλεγε τίποτα στην Τσετσίλια. Το ντα Νάρνι όμως της θύμισε το έπος του ξακουστού κοντοτιέρε Εράσμο ντα Νάρνι.
   "Είμαστε και οι δύο αρκεβουζιοφόροι στη γαλέρα Σαλαμάνδρα... Κι εσείς, ποια είστε;"
   Η Τσετσίλια ένιωθε το κεφάλι της να γυρίζει. Συγκέντρωσε τις δυνάμεις της και τη σκέψη της, και από τα βάθη του λαιμού της έβγαλε με κόπο μία μία τις λέξεις:
   "Ο πατέρας μου ονομάζεται Αλεσάντρο Βενιέρ Μπάφο".
   "Ο Βενιέρ Μπάφο! Ο έμπορος του ταλκ και του βόρακα", είπε εντυπωσιασμένος ο Μάρκο. "Ανέβασε στα ύψη τις προσφορές στους τελευταίους πλειστηριασμούς για τις γαλέρες του ναυπηγείου. Ο πατέρας σας είναι επικίνδυνος ξιφομάχος των επιχειρήσεων, δεσποσύνη".
   "Θα πρέπει να έχετε και μικρό όνομα, έτσι δεν είναι;" ψιθύρισε ο Πιέτρο με ελαφρώς περιπαικτικό ύφος.
   "Και βέβαια έχω μικρό όνομα, που σέβομαι μάλιστα πολύ γιατί ήταν της γιαγιάς μου. Είναι το όνομα της προστάτιδος των μουσικών, που μαρτύρησε επί αυτοκράτορος Σεβήρου - Αλεξάνδρου", απάντησε η Τσετσίλια, γυρίζοντας προς το μέρος του Πιέτρο. 
   Δεν τον φοβόταν κι ας ήταν ένας ντα Νάρνι και τοξότης. Τον κοίταξε κατάματα, ώσπου τον ανάγκασε να στρέψει  εκείνος το βλέμμα του αλλού. Η Τσετσίλια πρόλαβε να διακρίνει σπίθες μοχθηρίας στο πράσινο νερό των ματιών του. Ο νεαρός ένιωθε πως είχε χάσει κάτι από το κύρος του. Όσο για το σύντροφό του, εκείνος φέρθηκε πιο διπλωματικά.
   "Έχω ακούσει ότι η Αγία Τσετσίλια χρησιμοποιούσε τη φωνή της σαν να ήταν μουσικό όργανο. Έχετε πολύ ωραίο βαφτιστικό, δεσποσύνη Μπάφο".   
   "Τι γίνεται εδώ;"
   Η φωνή της παιδαγωγού ακούστηκε σαν κεραυνός στο χώρο του ιερού, ταράζοντας πιστούς και ιερείς. Εκείνο το μαύρο φάντασμα μπορούσε να τρομάξει οποιονδήποτε χριστιανό. Οι δυο νέοι γύρισαν προς το μέρος της, φέρνοντας αυτόματα τα χέρια στις λαβές των σπαθιών τους. Και Βερβερίνος να είχε σαλτάρει στη γέφυρα της γαλέρας τους από διπλανό καράβι, δεν θα τους είχε αιφνιδιάσει έτσι. Η Φλόρα έκανε σαν μανιασμένη, στράβωνε τα μούτρα της, έδειχνε τα στραβά κίτρινα δόντια της, άφριζε. Οι νεαροί θα ορκίζονταν πως ήταν έτοιμη να εκτοξεύσει τις δυο μικρές μαύρες σφαίρες του φονικού της βλέμματος και να τους διαπεράσει.
   "Κάντε πέρα!"
   Υπάκουσαν. Η Φλόρα γράπωσε την Τσετσίλια απ' το μπράτσο και την έσπρωξε μπροστά της.
   "Θα εξηγηθούμε μπροστά στον πατέρα σου".
   Η Τσετσίλια διατήρησε την ηρεμία της, δεν ήθελε να φανεί αδύναμη μπροστά στους δυο αρκεβουζιοφόρους. Η εξαδέλφη της η Καλή όμως έκλαιγε. Η μικρή Ελληνίδα ένιωθε από τώρα το τσούξιμο της βίτσας πάνω της. Θα τις έκλειναν στο καμαράκι που είχαν για τους υπηρέτες, όταν αυτοί έκαναν κάποιο σφάλμα. Μόνο με νερό και ξερό ψωμί. Τόσο κοντά στο κανάλι και τους υπονόμους, που άκουγες τους αρουραίους να κολυμπάνε. Αυτή την τιμωρία, που κρεμόταν πάνω απ' τα κεφάλια τους σαν απειλή αλλά δεν είχε εφαρμοστεί ποτέ, τώρα η παιδαγωγός θα την πρότεινε, και μάλιστα με επιμονή, χάριν της τιμής του ονόματος. Και ο θείος της Αλεσάντρο σίγουρα θα συμφωνούσε.
   Η Καλή αναζήτησε κάποια παρηγοριά στα μάτια της εξαδέλφης της, συνάντησε όμως την ατίθαση ισχυρογνωμοσύνη και την περηφάνια της Τσετσίλια.                                         

Τιμπό Ζαν-Μισέλ, Νουρμπανού, Η σκλάβα της Υψηλής Πύλης, (Μετφρ. Έφη Κορομηλά), εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια: